Αρχείο τευχών
19'81
~'83
01 - 09
19'84
~'86
10 - 21
19'87
~'89
22 - 33
19'90
~'92
34 - 45
19'93
~'95
46 - 57
19'96
~'98
58 - 69
19'99
~'01
70 - 81
20'02
~'04
82 - 93
20'05
~'07
94 - 105
20'08
~'10
106 - 118
20'15
~'17
119 - 125
20'18
~'20
126 - 134
20'21
~'23
135 - 143
Τεύχος 135, Απρίλιος 2021 No. of pages: 144
Editorial: Απρίλιος 2021 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Το τεύχος 135 εγκαινιάζει μια σειρά αφιερωμάτων στις ξένες αρχαιολογικές σχολές οι οποίες έχουν παράρτημα στην Ελλάδα, παρουσιάζοντας το έργο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, της παλαιότερης όλων. Έρχεται μάλιστα σε μια σημαδιακή στιγμή — την πλέον ταιριαστή, όπως φαίνεται. Αυτή την άνοιξη γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, η οποία υπήρξε η αφορμή να εγκατασταθούν επίσημα στη χώρα μας οι λάτρεις και μελετητές του ελληνικού πολιτισμού από άλλες χώρες. Αυτό είναι ένα τεύχος φιλίας. Φιλίας ανάμεσα σε έθνη, φιλίας ανάμεσα σε ανθρώπους. Όλο το τεύχος έχει μεταφραστεί από τα γαλλικά από τη φίλη μου, Κατερίνα Γούλα. Η αγάπη για τη γαλλική γλώσσα ένωσε τους δρόμους μας πριν από πολλά χρόνια. Σήμερα διαπιστώνω πόσο σπουδαίο δώρο είναι να έχει κανείς στη ζωή του ανθρώπους  με τους οποίους να επιζητά συνεχώς το κοινό έδαφος, με απόλυτο σεβασμό πάντα στην αμοιβαία ελευθερία. Ο φίλος μάς βλέπει καθαρά. Η ματιά του είναι απαλλαγμένη από τις προσδοκίες που έχουν από εμάς όσοι βρίσκονται πιο κοντά στον πυρήνα της ζωής μας. Η ευημερία μας είναι το τέλος των προσδοκιών του. Ας γίνει εδώ μια μνεία σε όλους αυτούς τους οποίους ξεχωρίζουμε και μας ξεχωρίζουν απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, βλέπουμε αμφότεροι αυτό που είναι ο άλλος και το αγκαλιάζουμε. Ας γίνει μια μνεία στη φιλία την ίδια.

Συνέντευξη: Véronique Chankowski – «Αυτή η αγαπημένη Σχολή είναι ο τόπος μου»

H Veronique Chankowski (φωτ.: EFA, Ειρήνη Μίαρη). Παθιασμένη με τη μελέτη της αρχαίας Ελλάδας, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Λυόν 2, δεν εγκατέλειψε ποτέ την αγαπημένη της Γαλλική Σχολή Αθηνών με την οποία την συνδέουν παλιοί δεσμοί. Η επιπρόσθετη ικανότητά της στον συντονισμό  διεθνών προγραμμάτων σμίλεψαν μια ιδανική υποψηφιότητα για τη διεύθυνση της πρώτης ξένης Σχολής που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Μια μεγάλη Σχολή με αδιαμφισβήτητο γόητρο. Μια παγιωμένη ελληνογαλλική σχέση σφυρηλατημένη μέσα από τις περιπέτειες της ιστορίας.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Οι ελληνικές αρχαιότητες του Λούβρου Jean-Luc Martinez

Η κρίση του Πάρη. Ψηφιδωτό δάπεδο (μάρμαρο, ασβεστόλιθος και υαλόμαζα), από την Οικία με το Αίθριο στην Αντιόχεια επί Ορόντου (σημερινή Αντάκυα, Τουρκία), περ. 115-150 μ.Χ. Ύψος: 1,86 μ., πλάτος: 1,86 μ. Παρίσι, Λούβρο. Φωτ.: © 2013 Musée du Louvre / Thierry Ollivier. Αφροδίτη της Μήλου, Νίκη της Σαμοθράκης. Το σημερινό Τμήμα Ελληνικών, Ετρουσκικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Λούβρου ιδρύθηκε το 1793 και καλύπτει το σύνολο του ελληνορωμαϊκού κόσμου της Μεσογείου. Πρόκειται για μια από τις ωραιότερες και πιο ολοκληρωμένες συλλογές αρχαίας ελληνικής τέχνης. Οι αρχαιολογικές αποστολές από τον 19ο αιώνα το εμπλουτίζουν κυρίως με τμήματα αρχιτεκτονικών γλυπτών. Το ιστορικό της συγκρότησης του Τμήματος μάς το αφηγείται ο πλέον αρμόδιος, ο ίδιος ο διευθυντής του Μουσείου του Λούβρου.

Αφιέρωμα: Χάρτης αποστολών

Το λογότυπο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών. Οι αποστολές της Γαλλικής Σχολής Αθηνών από την ίδρυσή της έως σήμερα.

Η Γαλλική Σχολή Αθηνών εκτός των μεγάλων αρχαιολογικών χώρων Alexandre Farnoux

Ο Ναός του Διός στον Στράτο της Ακαρνανίας που ανασκάφηκε από τον A. Joubin (Απρ.–Ιούλ. 1892) / EFA 2806. Η Γαλλική Σχολή Αθηνών είναι κυρίως γνωστή για τις μεγάλες ανασκαφές που έχει πραγματοποιήσει στη Δήλο, στους Δελφούς, στη Θάσο, στους Φιλίππους και στα Μάλια. Αυτές οι μεγάλες επιχειρήσεις επισκιάζουν πολυάριθμες έρευνες, λιγότερο λαμπερές εκ πρώτης όψεως, πολύ χαρακτηριστικές όμως της προσήλωσης του ιδρύματος στις ποικίλες και άγνωστες όψεις του ελληνισμού. Αυτές οι έρευνες εκτός των μεγάλων αρχαιολογικών χώρων μαρτυρούν επίσης την πρωτοκαθεδρία της «αυτοψίας» ή της έρευνας πεδίου στις αποστολές των επιστημονικών μελών της Σχολής.

Ο προϊστορικός οικισμός Φιλίππων – «Ντικιλί Τας»: 8.000 χρόνια ιστορίας, 100 χρόνια ανασκαφών Pascal Darcque, Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Δήμητρα Μαλαμίδου, Ζωή Τσιρτσώνη

Η τούμπα του Ντικιλί Τας. Σε πρώτο πλάνο, το ρωμαϊκό ταφικό μνημείο (φωτ.: Pascal Darcque). Το χρονικό των ανασκαφών μιας γαλλοελληνικής συνεργασίας συμπλέκεται με την ιστορία μιας προϊστορικής τούμπας στην ανατολική Μακεδονία. Η τούμπα, που είναι από τις μεγαλύτερες στα Βαλκάνια και από τις θέσεις της Νεολιθικής εποχής με την παλαιότερη και την πιο σταθερή κατοίκηση, αναμένεται να απαντήσει και στα ερωτήματα που θέτει η νεολιθικοποίηση της περιοχής στο β΄ μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ. Με ποιες τεχνογνωσίες έφτασαν οι πρώτοι αγρότες στην Ευρώπη;

Οι έρευνες της Γαλλικής Σχολής Αθηνών στη Βοιωτία Τhierry Lucas

Ακραιφία, Πτώιον: το μεσαίο άνδηρο μετά τις ανασκαφές. Φωτ.: EFA / M. Holleaux, 1891. Οι επιστημονικές αποστολές στη Βοιωτία, στα τέλη του 19ου αιώνα, εύστοχα χαρακτηρίζονται ως η πρώτη «μεγάλη ανασκαφή» της Γαλλικής Σχολής. Οι πρώτοι ερευνητές, με συστηματικότητα και μεθοδικότητα, ανέσκαψαν, μελέτησαν και δημοσίευσαν —συχνά μετ’ εμποδίων— τα ευρήματά τους, ιδίως τις επιγραφές και τα γλυπτά. Οι αποστολές κατευθύνθηκαν στο Πτώιον, όπου βρίσκονται το ιερό και ο ναός του Απόλλωνα Πτώου, στις Θεσπιές, στην Κοιλάδα των Μουσών, στο Καστράκι, στην πόλη της Ακραιφίας.

Η Αμαθούντα στη δοκιμασία της αρχαιολογίας Anna Cannavò

Αεροφωτογραφία της περιοχής της Αμαθούντας από τα δυτικά, 1991. Φωτ.: P. Aupert / EFA (Φωτογραφικό αρχείο, Υ.1530). Έπειτα από αιώνες εγκατάλειψης, ο οικισμός της Αμαθούντας (αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ.) οργανώθηκε γύρω από μια ακρόπολη, με το ιερό της Μεγάλης Θεάς στην κορυφή της και το βασιλικό ανάκτορο χτισμένο στα μισά του λόφου. Κυρίαρχη γλώσσα φαίνεται πώς ήταν η ετεοκυπριακή, χαρακτηριστική της Αμαθούντας κατά την Κλασική περίοδο. Γιατί η γλώσσα αυτή επιβίωσε μόνο στην Αμαθούντα; Είναι άραγε οι «ανυπότακτοι» Αμαθούσιοι οι απόγονοι του προελληνικού πληθυσμού του νησιού;

Κρήτη: Μάλια, Ανάβλοχος, Δρήρος Maud Devolder, Laurent Lespez, Sylvie Müller Celka, Maia Pomadère, Jean-Claude Poursat, Florence Gaignerot-Driessen, Alexandre Farnoux, Βασιλική Ζωγραφάκη

Μάλια. Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου, ο Βορράς αριστερά (G. Cantoro). Στα Μάλια η Γαλλική Σχολή επικεντρώνεται στην επιφανειακή έρευνα της πεδιάδας, στην ανασύσταση του αρχαίου τοπίου και στη μελέτη και ανασκαφή διαφόρων κτηρίων στον αρχαιολογικό χώρο. Στον Ανάβλοχο, μια κοινότητα στο λυκαυγές των πρώτων πόλεων, οι πρόσφατες αποστολές διερευνούν ταυτόχρονα χώρους κατοίκησης καθώς και ταφικούς και θρησκευτικούς χώρους. Οι έρευνες στη Δρήρο ανέδειξαν την ελληνιστική φάση μιας ισχυρής πόλης, με μνημειακό πολιτικό κέντρο και με σημαντικό αστικό σύνολο.

Αρχαιολογικός χώρος: Δήλος Jean-Charles Moretti

Ψηφιδωτό από την Οικία των Προσωπείων: στην κεντρική σκηνή ο Διόνυσος ιππεύει πλαγίως έναν πάνθηρα ανάμεσα σε δύο Κενταύρους (© EFA). Η Δήλος είναι ο μεγαλύτερος αρχαιολογικός χώρος της Ελλάδας και ταυτόχρονα το μικρότερο νησί της στο οποίο ιδρύθηκε πόλη−κράτος. Η διαδρομή μας έχει ως σημείο εκκίνησης το δυτικό παραλιακό μέτωπο, την αγορά και το ιερό του Απόλλωνα. Η διαδρομή συνεχίζει με τις Συνοικίες της Λίμνης, του Σταδίου και του Ινωπού για να καταλήξει στον Κύνθο και στη Συνοικία του Θεάτρου. Στις οικιστικές περιοχές και στην εμπορική ζώνη του δυτικού παραλιακού μετώπου, όλα τα σπίτια και όλα τα καταστήματα χτίστηκαν ή ανασκευάστηκαν ευρύτατα στο β΄ μισό του 2ου αιώνα π.Χ. ή στις πρώτες δεκαετίες του 1ου αιώνα π.Χ. Πολύ πιο σημαντική είναι η χρονολογική διαφοροποίηση των μνημείων που βρίσκονται εντός των ιερών αλλά και των δημοσίων κτηρίων που είναι διάσπαρτα στην πόλη. Στη Δήλο του 100 π.Χ., νεότερα σπίτια και εμπορικά κτήρια συνυπήρχαν με μια δημόσια αρχιτεκτονική κληρονομιά που είχε σωρευτεί από τον 6ο αιώνα π.Χ.

Τεύχος 58, Μάρτιος 1996 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Τα μαλάκια κατά την Παλαιολιθική εποχή Λίλιαν Kαραλή

Η διερεύνηση της παλαιολιθικής εποχής Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η μεθοδολογία και τα προβλήματα της έρευνας Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Το χρονολογικό πλαίσιο και η πολιτισμική ακολουθία Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η κατοίκηση και οι δομές κατοικίας Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η οικονομία και ο τρόπος ζωής Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Οι ταφές και τα ταφικά έθιμα Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η κόσμηση Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η τέχνη Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Περιβάλλον: παγετώδη και περιπαγετώδη φαινόμενα και οι μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης κατά το τεταρτογενές Μέττος Α., Κουτσουβέλη Αν.

Το περιβάλλον κατά τη διάρκεια της πλειστοκαίνου περιόδου: τα φυτά της φύσης Ανάγια Σαρπάκη

Η εμφάνιση και η εξέλιξη του ανθρώπου Νίκος Συμεωνίδης, Κωνσταντίνος Δούκας

Ο ζωικός κόσμος Κατερίνα Τρανταλίδου

Άλλα θέματα: Εθνική Τράπεζα και Iστορία Εθνική Τράπεζα

Αρχαιολογία και διάβρωση Χριστίνα Μαραγκού, Denis Ramseyer

Μουσείο: Βυζαντινό Μουσείο Iωαννίνων Φραγκίσκα Κεφαλλωνίτου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Molluscs during the Paleolithic Period Lilian Karali-Giannakopoulou

The molluscs are organisms who live in defined ecosystems. Their presence in an archaeological site reveals at least a part of the activities of the inhabitans. If the sea-shell is punched, then it has probably been used as an ornament or implement. As regards the Greek area in particular, our information on the importance of sea-shells is limited. From what we know until today, sea-shells have been mainly used for nutrition and decoration, while their use as tools has not been evidenced as yet. Their significance, especially for nutrition, will be better elucidated, when the relevant material from the cave of the Cyclope on Youra island will be published. The study of the material found in the Greek area leads to the conclusion that the species used and their purpose of use present both sequence and continuity.  

History of the Research Georgia Kourtesi-Philippakis

From the Medieval period on, the Bible was the source of all theories concerning the origin of man and Prehistory. The impulse for a more realistic interpretation of Prehistoric tools was given by the explorations of the 15th and 16th century. They brought to light the existance of primitive people who were practising hunting and collecting and were using stone and bone tools. Later the observation of the succession of the finds containing strata started, a fact which introduced the dimension of time in the study of the History of Nature and man. The acceptance of the contemporary presence on earth of man and the mammals -which had been considered as ante diluvium- as well as the reconciliation of Natural Science and Archaeology were achieved in the mid-19th century by the French J. Boucher de Perthes. In the second half of the 19th century the promotion of Palaeolithic Archaeology is owed to the excavations at the caves and rock-shelters in NW France. The research objective was to define the evolution of the Palaeolithic and its chronological framework, The work of E. Larnet and H. Christy but mainly that of G. de Mortillet contributed to this direction. The first half of the 20th century is marked by the activity of H. Breuil who studied a great number of Palaeolithic works of art. Together with D. Peyrony they re-examined the archaeological material from old excavations and established the subdivisions and the cultural sequence of Late Palaeolithic. In the second half of our century F. Bordes, who was the first to use Statistics, invented a method for studying tool groups and introduced a theory, according to which the similarities or differences of the tool groups are owed to cultural and chronological reasons. He also contributed significantly to the development of Experimental Archaeology and especially to the sector of the technology of stone chipped tools. A. Leroi-Gourhan advanced the ethno-archaeologic study of Palaeolithic sites and applied to his excavations the method of the horizontal uncovering of strata: he also engaged himself with Palaeolithic art. "New Archaeology" turned towards Palaeolithic Archaeology, by proposing the theory of the functional interpretation of stone tool groups, which, however, was not successful in its application. Finally, the Soviet school promoted the study of habitation and dwelling structures by applying in a wide range the method of the horizontal uncovering of strata as well as the research of the lithic use-wear.

Methodology Georgia Kourtesi-Philippakis

The research objective of the Palaeolithic is the representation of the way of man's life in his natural environment, the natural and human sediments as well as the archaeological material which comes to light in the caves, rock-shelters and open air sites -which have functioned as habitation and activity locations- function as sources. The research methodology includes two phases: the fieldwork and the treatment of the material in the laboratory. The interdisciplinary cooperation of many specialists, such as archaeologists-prehistorians, geologists, sedimentists, palaeobotanologists, palaeoontologists-archaeozoologists, is the necessary prerequisite for a successful research. The fieldwork starts with a survey which seeks to locate as many sites as possible, to determine their nature and to evaluate their significance. It is followed by an excavation trench which aims at: the establishment of a first stratigraphic sequence; the estimation of the number and arrangement of the human sediment strata; their chronology and the abundance or not of the archaeological material. The fiedwork leads to the proper excavation of the site, which is performed either according to the method of the vertical stratigraphic trench or according to that of the horizontal uncovering of strata. The laboratory treatment of the material completes the data of the first phase and contributes to the solution of three main problems; that of dating, of the representation of the natural environment and of the human habitation and activity. It employs methods of relative and absolute dating, such as Carbon 14, the K40-A40 method and thermoluminescence. It analyses the sediment samples in order to elucidate the natural and mainly the climatologic factors, effective during the period of the site inhabitation. It examines the vegetable fossilized remnants (pollen, seeds) and the bone residues of animals in order to determine the flora and fauna of the period. Both flora and fauna reflect the climatologic circumstances of the period. Finally, it studies the archaeological material coming to light, which, in the case of a Palaeolithic site, includes dwelling components (hearths, walls, trenches, etc.), groups of implements made of stone or bone raw materials, burials, ornaments and works of art.

Chronological Framework Georgia Kourtesi-Philippakis

The Palaeolithic commences around 2.6 million years in Africa, with the appearance of the first stone implements chipped by man, and concludes in 10,000 years, a period which is characterized by the melting of glaciers and the steady improvement of climate. It is divided in three stages, the Early, Middle and Late Palaeolithic which reflect the technologic development of tools, although often they coincide with the paleoanthro-pologic evolution and the climatologic changes. The Early Palaeolithic (2.6 million - 200,000 years) starts in Africa with the Oldowan cultural phase, which is characterized by implements of the chopping type, and is continued in Europe with the Acheulean phase, the typical tool of which is the biface, that is developing simultaneously with the Clactonian and Tayacian phase. The Middle Palaeolithic (200,000-35,000 years) is characterized by the Mousterian cultural phase which expands over the broader European area and the Middle East. The flake technique prevails and its most typical type of implements are the points and the scrapers, while at the same time the Levallois technique is developed. The metaphysic concern of man is expressed by the burials, which then appear. The Late Palaeolithic (35,000-10,000 years) exhibits many novelties, which are connected with the appearance of Homo sapiens. The stone implements come to perfection by the invention of the blade technique. Characteristic types of tools are the end-scraper and the burin. New materials of animal origin, such as bone, mammoth tusk and deer antler, are used now for the making of implements. The aesthetic criterion is evolved and is expressed in the development of ornaments and in the appearance of art which culminates during the same period. The cultural sequence of the Late Palaeolithic presents a great variety, depending on the geographic region. However, in the broader European area the Aurignacian, Gravettian, Solutrean, Magdalenian and Epigravettian phases prevail, which, to a certain extent, also occur in Greece.

Habitation Georgia Kourtesi-Philippakis

Caves, rock-shelters and open air sites were the places of settlement of Palaeolithic man. Depending on the character of the settlement we distinguish the permanent or camp-base, which was comprising mainly dwellings, the killing-sites as well as the butchering-sites. We have a very good knowledge of the function of a broader area of habitation and trafficking of human groups only as regards these regions which present a dense habitation and have been thoroughly studied. There, already since the Middle Palaeolithic, a series of small, clearly defined territory exists, each comprising a main permanent or camp-base and a row of satellite sites around it, where other activities, such as hunting, collecting, working of stone raw materials, were taking place. The structural element of dwellings which have been preserved are protective low walls, heaps of stones, hearths, pits, pave surfaces, piles of mammoth bones and tusks, etc. The oldest remains of dwellings came to light at the locations Olduvai and Melka Kontoure in Africa and were dated around 1.7 million years ago. In Europe, sites of Early Palaeolithic dwellings have been located in France (Solheilac, Terra Amata, Lazaret) and in Italy (Isemia, La Pineta), while many other dwellings of the Middle Palaeolithic have been located in the broader European area (Molodova, Fontmaure). The inhabitation of caves has also produced structures which offered to man shelter from cold and humidity. The Late Palaeolithic presents a great variety of materials and forms of dwellings. In West Europe stone was used for pavements and low protective walls, while the superstructure was made from perishable materials, such as wood. The dwellings had a circular form and lied on the surface of the ground (Pincevent. Etiolles, etc). In East Europe animal materials were used, such as mammoth tusks. The form of structures, of large dimensions in general, varied, while most of the dwellings lied almost under the ground (Meziritch, Kostenki). In Greece, dwelling structures of the Late Palaeolithic came to light at the site Kleidi in Epirus.  

Economy and the way of life Georgia Kourtesi-Philippakis

The economy of the Palaeolithic period was based on the direct exploitation of nature and the close environment, which supplied the animal, vegetable and mineral raw materials, necessary for nutrition, tool-making, energy production, building of dwellings, clothing, orndments and art. The major economic activities were hunting, collecting and fishing. Hunting was the main way of approaching the animal world. During the Archaic Palaeolithic cadaver devouring and hunting, primarily of small animals, coexisted. With the appearance of Homo erectus the hunting methods, based on the use of fire and new weapons, facilitated the systematic hunting of big mammals. The climate aggravation, which commenced during the Middle Palaeolithic, resulted to the elimination of species and thus to the specialization of hunting, which also continued in the Late Palaeolithic. The introduction of animal materials in technology caused a real revolution: now the bone spearheads and the spear throwers offered new possibilities. Collecting was primarily directed to vegetable materials, from which only the pollen, seeds and charcoals supply information on the vegetable world, although they do not specify the preferences of Palaeolithic man. Molluscs were also collected for nutrition as well as for decoration. The bone remains offish and their representation in art prove the exercise of fishing in lakes and rivers but also in the sea. However, this activity would be fully developed only towards the end of the Late Palaeolithic. Finally, the production, use and control of fire significantly changed the potentialities of man and his relation with environment. The oldest traces of fire, in the form of hearth, were located in more than one European sites and were dated around 400,000 years.

Burials Georgia Kourtesi-Philippakis

Man started to bury the dead during the Middle Palaeolithic. The geographic distribution of graves from this period is quite broad. Burial sites have been located in West Europe, Near East and in Asia, as far as Uzbekistan. The oldest of them have been found in Skhul and Tabun in Near East and are about 120.000 years old. The practice of burial is the same for both sexes: a trench is dug, the corpse is covered with a slab, burial offerings -tools, animal horns or even flowers- are placed by the dead. The burials of the Late Palaeolithic have been better preserved, therefore they are more numerous. They occur in every cultural phase and are distributed throughout Europe, from Siberia (Malta) to West France (Cro-Magnon, La Madeleine). During the Late Palaeolithic special attention was paid to the construction of the grave. The burials vary, being individual or group ones, while examples of double or triple graves occur. The body orientation and its position present a wide variety. All burials contain offerings, however, in certain cases these offerings are significantly numerous as at the site Sungir in Russia. In Greece, Palaeolithic burials are unknown as yet.

Ornaments Georgia Kourtesi-Philippakis

Ornaments appear in the beginning of the Late Palaeolithic. They mainly come from burials but also from dwellings and comprise natural finds and shaped articles. Animal teeth are the oldest ornaments and come from certain animals such as fox, wolf, bear. The canines and incisors are prefered, which bear a hole at the fang and an incised decoration. Sea-shells form another important group, Paleolithic man was collecting fossilized sea-sells, however live species were always more numerous. The presence of sea-shells is indicative of emigration, exchange and broader contacts of the Palaeolithic population. The shaped objects comprise pendants and beads. The pendants are rare, they appear in a variety of shape and have an incised geometric or realistic decoration with the representation of animals, reptiles and birds. Figurines, mainly female, also belong to pendants. The beads have a spherical or hemispherical shape and are made of animal raw materials. They are found by thousands in Palaeolithic sites and they rarely copy forms of abstract representations of Palaeolithic art. In Greece, ornaments occur in sites of the Late Paleolithic, such as at Kleidi in Epirus.

Art Georgia Kourtesi-Philippakis

Art appears in the Late Paleolithic and reaches its climax in the Magdalenian. The works of art which have survived represent only a part of the Palaeolithic artistic production and especially the one which is made of hard natural, or animal material. The works of art are divided in two categories: the movable works of art, which comprise tools, weapons, pendants and incised slabs; and the art of caves, which includes works of sculpture, engraving and painting. Palaeolithic art was developed and expanded in the European area exclusively. In regions such as the Francocantabrian zone it occurs frequently, while elsewhere it appears sporadically or it is absent. The art of caves prevails in Western Europe, while in Eastern Europe the mobiliary art is found in abundance. The subject repertoire comprises animals, the horse and bison having the leading role. Human figures, hands and signs also appear. Narrative representations or compositions are absent as well as any attempt to indicate landscape. All the known techniques have been used in yellow, orange, brown and black colours, while green and blue are excluded. According to A. Leroi-Gourhan, Palaeolithic art presents four stages of evolution; in the preliminary stages the figures are modelled in a completely schematic and linear way, while later their caracteristics start to become standard. The artist follows the proportions of the visual reality, but still the subjective motion prevails. The works of prime are full of realism, power and expression; the combination of painting, engraving and relief is now developing. The theories concerning the interpretation of this art have followed the evolution of the anthropologic thought from the 19th century until today. In Greece, Palaeolithic art is unknown as yet.  

Gracial and Periglacial Phenomena and Sea-Level Changes During the Quaternary Antonios Mettos, Anastasia Koutsouveli

The Quaternary, the most recent and short geologic period in the Earth's 4.5 billion years long history, is characterized by the appearance of Man and the large glaciers. Hence sedimentation is directly related to cold climatic conditions and to rapid changes in sea-level. These in turn are related to alternations of short climatic cycles (cold-warm, glacial and interglacial stages). The theory of glaciers was first developed in the Alps, where four major glacial stages (Gunz, Mindel, Riss. Wurrn) were discribed. In Greece, traces of glaciers have been identified, among others, in Olympus, Pieria and Athamania mountains. Glacier accumulation and glacial processes are directly related with the volume of the ocean water and consequently with variations in sea-level. However, fluctuations of eustatic sea-level do not depend only on climatic changes, but also on the isostatic and tectonic processes active in each region. In Greece, traces of Pleistocene marine deposition or erosion have been identified in many sites along the external Aegean Arc (Ionian Islands, W. Peloponnese, Crete, Dodecanese)- During Holocene there was an intense tectonic activity in the Eastern Mediterranean. In Greece this tectonic activity was evident, either as uplift like in NW Euboea, or as subsidence, as in Argolid.  

The Environment During the Pleistocene Period: Plants of Nature Anaya Sarpaki

Knowledge about the environment during the Pleistocene is still quite limited, especially as Environmental Archaeology is only recently participating in this exploration. All the branches of Archaeobotany are involved and, amongst others, the main ones being Palynology, Palaeoethnobotany and Wood studies. Each branch brings in a different source of information, in as much as, all and each one separately, contributes, in different and complementary ways, to the understanding of the environment of Prehistoric man. The area of exploration is not only understanding what was the vegetation like, but also grasping what was man's behaviour in and towards that environment and how the dialogue between man and the environment evolved through time. This study has used, mainly, published pollen data and the Palaeoethnobotanical investigation of Franchthi cave in Argolid. Our knowledge about the flora of the Pleistocene is still far from complete. There is a great need for studying more thoroughly radio-carbon dated pollen samples and involve all branches of Environmental Archaeology, in order not only to understand the vegetation succession between and within glacials, interglacials and interstadials, but also to conceive how man interacted with his environment through space and time.

The Appearance and Evolution of Man Nikos Symeonidis, K.S. Doukas

The study of humanity fascinates humans. The main question we ask is this: why are humans so different from their closest relatives? In this paper the hominid species of the last 5 millennia are treated. Also, their hominid adaptations are described giving primacy to bipedal walking which predates the expansion of the brain. What characters make Australopithecines, which are considered a stable evolutionary package? A pattern, that does not exist today, but is intermediate between apes and humans. The problem of assigning fossils to Homo habilis is debated today in the Anthropological circles. Are they one highly dimorphic species, or two different species, one Homo habiiis and the other still unnamed? What follows them is a stable and long lasting species, Homo erectus, that was to become the first human type to spread from Africa to Asia. Homo erectus was either followed or overlaped in time by the "archaic" Homo sapiens, a variable species whose better known representatives are the Neanderthals. These late Neanderthals were highly evolved humans but probably not our direct ancestors. The disappearance of Neanderthals from Europe and W. Asia (Levant), may have had to do with the appearance of the anatomically modern Homo sapiens, a species far superior behaviourally.  

The Animal World Katerina Trantalidou

In Europe, the Quaternary, a period which started around 1,8 million years ago -according to a generally accepted, although much debated, theory-, is characterized by significantly extensive glacial and mid-glacial climatologic phenomena. The study of fauna, which was directly affected by climatologic conditions, contributes to the understanding of man's environment during the Palaeolithic period. In the Heliadic area, a great part of our information on the Quaternary comes from Palaeontology, a science which investigates life in the past. Thus, we possess essential information on the animal species (morphology, biometry) and their evolution. However, the connection of Palaeontology with Prehistory is only at its beginning, since relevant, significant analyses -with the exception of studies referring to the rocky shelters of Epirus during the Early Palaeolithic- are for the time being almost absent: those concerning man s management of the environment, methods of obtaining games, the fauna composition in the settlements, the periodic choice of animal species, the age of comestible animals, the exploitation of animals as raw materials for tool equipment, the choice of hunting spots and temporary residence. The chief game of man and carnoyores were the herbivorous animals; their presence in the encampment is related to the climatologic data of each period and to the geomorphology of each site. For example, deers are abundant in the fauna, especially that of the Upper Palaeolithic. The elk appears sporadically, while the megaceros occurs in Middle Palaeolithic strata. The mammoth and the hairy rhinocerus appear rather incidentally (e.g. Drama's basin), as well as in a quite south latitude (e.g. Megalopolis basin). The wild goat is an animal of the inaccessible, rocky regions (e.g. Epirus, Franchthi in Peloponnese), while the horse requires flat plains (Drama's basin in Thessaly). The carnovores (bears, wolves, foxes, lions, hyaenae of the caves, panthers, wild cats, lynx, etc) either were hunted by men or killed by their game, a well known picture of the cave fauna. In this article, on the basis of the available data, we try to follow the evolution of species from the Lower to the Upper Pleistocene and to present the ecologic framework of each period, regardless of whether or not the bones were found in archaeological contexts.

Archaeology and Erosion. Protective Measures for the Preservation of Lakeside Settlements (International Meeting of Marigny: 29-30 September 1994) Christina Marangou, Dennis Ramseyer

On the initiative of the Archaeological Service of the Fribourg canton (Switzerland, in charge: D. Ramseyer) an International Meeting was held at Marigny (Chalain Lake France) on the 29th and 30th of September 1994, in cooperation with the Direction of Conservation of Museums of Jura Region (France, in charge: M.- J. Lambert). The topic of the meeting was: Archaeology and Erosion. Protective Measures for the Preservation of Lakeside, Settlements. The organizers' objective was to facilitate the contact between specialists, in conservation on the one hand and in preserving sites of ecologic and archaeological significance on the other. In this meeting the first of its kind in Europe, expert scientists were participating who had taken protective measures for stemming lake-shore erosion and preserving archaeological sites in riparian, underwater and marshy areas. The significance of these Prehistoric sites is unique, both for the international cultural heritage and science, since the objects and architecturai structures made of organic materials, mainly wood, have been preserved in an excellent state due to the humid conditions of their environment; thus, the method of dendrochronology can be successfully applied for the accurate dating of these finds. The scientific reports and discussions were targeting to the evaluation of the preservation efforts and to the improvement of the systems tested so far. Even if the results were not always positive, their presentation helped so that the same mistakes to be avoided in the future. The evaluation of the methods used in various countries and under different environmental conditions proved that each case should have been thoroughly studied before taking any measures; and also that their efficiency should have been sooner estimated. The experience obtained so far is based on experimentations which are, however, susceptible of criticism and improvement. Needless to say, that it is extremely difficult to be decided to which of the numerous sites, endangered by erosion, must be given the first priority.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα γεωργικά εργαλεία (3) Βγένα Βαρθολομαίου

Τεύχος 106, Μάρτιος 2008 No. of pages: 112
Κύριο Θέμα: Αλχημία και αλχημιστές στην αρχαιότητα: εισαγωγή Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Αλχημιστής βασανιζόμενος δια να αποκαλύψη το μυστικόν του, 1541 Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην Αλχημία ερευνάται η σχέση αυτής της επιστήμης με την αρχαία φιλοσοφία και η εξέλιξή της στην αρχαιότητα. Μεταξύ των έργων των αρχαίων φιλοσόφων περιλαμβανόταν πάντοτε και μια  πραγματεία περί Αρχής Μίας, που  έγινε Αρχημία και στη συνέχεια Αλχημία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Πλάτων, στον Τίμαιο, μας παρέχει ένα πλήρες έργο αλχημίας. Ωστόσο, η Αλχημία ως όρος και ως πρακτική αναφαίνεται ξαφνικά την περίοδο της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αναπτύσσεται στο Μεσαίωνα, χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια της απόκρυφης διδασκαλίας. Για τους αλχημιστές είχαν σημασία τα σύμβολα, καθώς θεωρούσαν ότι οι εικόνες και τα σύμβολα ενσωμάτωναν τη φύση των ουσιών. Ξεχωριστή θέση κατείχε η αναζήτηση της αιώνιας ζωής διαμέσου των δυνάμεων ή ορισμένων διεργασιών συγκεκριμένων υλικών - όπως η φιλοσοφική λίθος ή η μεταστοιχείωση των αγενών μετάλλων σε χρυσό. Οι αλχημιστές ακολουθώντας τις διδαχές των αρχαίων φυσικών φιλοσόφων προσπαθούσαν να αναπαραγάγουν τις συνθήκες δημιουργίας του κόσμου μέσα στους κλιβάνους τους. Οι αλχημιστικές θεωρίες μεταβιβάστηκαν στους Άραβες και τους δυτικούς συγγραφείς του Μεσαίωνα. Όμως, η Αλχημία έγινε κάποια στιγμή ωφελιμιστική επιστήμη, αποσκοπώντας στην μετατροπή μετάλλων σε χρυσό  ή στην εύρεση  του αρχικού στοιχείου που θα χάριζε την αιώνια νεότητα. Οι άρχοντες χρησιμοποιούσαν τους αλχημιστές για δικό τους όφελος , δίνοντάς τους τη δυνατότητα να έχουν εργαστήρια για τα πειράματά τους αλλά κρατώντας τους ως ομήρους.

Η Αλχημία: μικρό ιστορικό Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Οστάνης ο Μήδος, δάσκαλος του Βώλου της Μένδης, μικρογραφία του 17ου αι. Φαινομενικά, η ιστορία της Αλχημίας είναι αρκετά σκοτεινή, εφόσον είναι μια επιστήμη χωρίς αποδεδειγμένη φανερή αξία. Αναφαίνεται ξαφνικά στους χρόνους της πτώσεως του ρωμαϊκού κράτους, τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, και διαμέσου μυστηρίων και συμβόλων αναπτύσσεται κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια απόκρυφης διδασκαλίας η οποία εδιώκετο και, οι χειριστές της, επιστήμονες και φιλόσοφοι, συγχέονταν με μανιακούς και αγύρτες, κάποτε και με εγκληματίες. Οι περισσότεροι μελετητές της Αλχημίας, ως αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες γι’ αυτήν, δέχονται σχετικά αποσπάσματα Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων των πρωτοχριστιανικών αιώνων, όπως και τους ελληνιστικούς παπύρους της Αιγύπτου, που φυλάσσονται στη Λυών και γράφτηκαν τον 3ο και 4ο αιώνα. Ανάλογα είναι και τα αλχημικά ελληνικά χειρόγραφα που φυλάσσονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, από την εποχή του Φραγκίσκου Α΄, καθώς και ποικιλία, ελληνικών πάλι, χειρογράφων σε περγαμηνές, του 10ου έως και 12ου αιώνα, τα οποία βρίσκονται στην Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Τα κείμενα των περισσοτέρων συγγραφέων και οι πραγματείες που περιέχονται στα χειρόγραφα αυτά, υπάρχουν και σε παπύρους του 8ου αιώνα, γραμμένα από πολυγράφους Βυζαντινούς και Άραβες. Είναι ενδιαφέρουσα η αντιπαραβολή αυτών των κειμένων προς τα κείμενα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους και άλλων Ελλήνων φιλοσόφων, ακόμα και προσωκρατικών, διότι δίνει απροσδόκητες διασαφηνίσεις σχετικά με τις θεωρίες των πρώτων αλχημιστών.

Η αρχαία ελληνική Αλχημία και η προϊστορία της Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Ο Περσεύς ελευθερώνει την Ανδρομέδα, λεπτομέρεια από τοιχογραφία της Πομπηίας (Εθνικο Μουσείο Νεαπόλεως) Μέσα από την προϊστορική παράδοση εξηγείται το παλαιότερο ερώτημα στην ιστορία του ανθρώπου, το πρόβλημα της αρχής του κόσμου, της πρώτης Αρχής − ο όρος Αρχή, έννοια πολυσήμαντη, δηλώνει τη χρονική αρχή αλλά και την αιτία. Διερευνώνται οι απαρχές της Αλχημίας στην ποίηση, τη μαντική και τη φιλοσοφία, κυρίως στις θεογονίες και τις κοσμογονίες, αλλά και στις θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων. Γίνεται αναφορά στην πρώτη ομάδα αλχημιστών, η οποία περιλαμβάνει πρόσωπα μυθικά, θεία: τον Ερμή, την Ίσιδα και τον Αγαθοδαίμονα. Τα ονόματα αυτά συνδέονται με την Αίγυπτο, με τους λεγόμενους Γνωστικούς και τον Ποιμάνδρη. Οι αλχημιστές στο εργαστήριό τους είχαν όλα τα στοιχεία της δημιουργίας –γη, ύδωρ, αέρα και πυρ– στην διάθεσή τους. Με έναν πολυποίκιλο εξοπλισμό από φιάλες και καμίνια, πλούτιζαν την γνώση τους στην μαγεία της χημείας με αλλεπάλληλα πειράματα, τα οποία τους έδωσαν την ευκαιρία να ερμηνεύσουν τα θαύματα που έβλεπαν, σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, όπως το φυσικό, το πνευματικό και το ψυχικό. Γι’ αυτούς, η επιστήμη και η θρησκεία ήταν ένα και συνόψιζαν τις ανακαλύψεις που έκαναν στα εργαστήριά τους, με σύμβολα, τα οποία ανεφέροντο στην ψυχή, το σώμα και το πνεύμα. Η σκοπιά τους ήταν καθολική. Δεν κατεκερμάτιζαν και εξειδίκευαν την γνώση τους, όπως κάνει ο σημερινός επιστήμων, αλλά έβλεπαν το σύνολο της φύσεως με ανθρώπινους όρους, σαν μια μεγάλη κοινότητα προσωπικοτήτων, οι οποίες ζούσαν, σκέπτονταν, αισθάνονταν, απολάμβαναν την ζωή και τελικά, εν γνώσει τους, πέθαιναν για να ξαναϋπάρξουν, έχοντας η καθεμία την φιλοσοφική της λίθο. Για τον κάθε αλχημιστή η λίθος του ήταν κάτι σαν το λυχνάρι του Αλαντίν: μπορούσε να μεταστοιχειώσει τα αγενή μέταλλα σε χρυσό και τους πυριτόλιθους σε πολύτιμα πετράδια, αλλά και να κάνει τα φυτά, τα άνθη και τα δέντρα να αναπτύσσονται με θαυμαστό τρόπο, να δώσει στον κάτοχό της την ικανότητα να βρίσκει χαμένα πρόσωπα και να επικοινωνεί με τα πουλιά και τα ζώα, ή να ζει άνευ τροφής και να συνομιλεί με τους αγγέλους. Κατά μία νεωτέρα παράδοση, ο Μωυσής, ο Σολομών και ο Ερμής ο Τρισμέγιστος ήσαν οι μόνοι που κατείχαν αυτή την τελευταία λίθο, διά της οποίας, εντελώς φυσικά, έκαναν αυτά που εμείς σήμερα αποκαλούμε θαύματα.

Οι απαρχές της Αλχημίας Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Τα επτά μέταλλα της γης προσωποποιημένα (Museum hermeticum reformatum, 1678) Στη μελέτη εξηγείται η σημασία των συμβόλων για τους αλχημιστές, καθώς θεωρούσαν ότι οι εικόνες και τα σύμβολα ήταν «πραγματικά» και ότι ενσωμάτωναν την ουσιαστική φύση των ουσιών. Στις απαρχές του πολιτισμού κάθε γνώση έπρεπε απαραιτήτως να φέρει ένα θρησκευτικό και μυστικιστικό ένδυμα, και κάθε φυσική ενέργεια ταυτιζόταν ή αποδιδόταν στους θεούς. Όμως, κάποτε άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι οποιοδήποτε έργο υλοποιείται δυνάμει της ανθρώπινης λογικής, η οποία το προγραμματίζει, και της ανθρώπινης δραστηριότητος, η οποία το υλοποιεί. Τότε εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος στην πορεία της ανθρωπότητας, κατά την οποία ήκμασαν οι λεγόμενες “ενδιάμεσες επιστήμες” της Αστρολογίας, της Αλχημίας, της Δυνάμεως των Λίθων, και της Ιατρικής των φυλακτών. Τα κείμενα του Ομήρου και του Ησιόδου περιέχουν κάποια έντονα στοιχεία ανορθολογισμού, τα οποία δεν συνάδουν με άλλα σημεία που έχουν σαφώς φυσική επιστημονική υπόσταση. Στους ανορθολογισμούς των ομηρικών και ησιόδειων κειμένων, μερικοί βλέπουν τα δείγματα μιας παραπλεύρου της φιλοσοφίας στοχαστικής διεργασίας, η οποία τότε έφερε τον τίτλο «θεία και ιερά τέχνη», αλλά παρέμεινε γνωστή ως Αλχημία. Επίσης μια απλή σύγκριση ορφικών και πυθαγορείων κειμένων με αλχημιστικά συγγράμματα δείχνει καθαρά ότι οι Πυθαγόρειοι υπήρξαν συνεχιστές των Ορφικών, αλλά και ότι οι καθαρτικές τους τελετουργίες παραπέμπουν ασφαλώς στο ιερό έργο της Αλχημίας. Ορισμένοι μελετητές της Αλχημίας διακρίνουν στα αρχαιότατα ελληνικά κείμενα αποσπάσματα αινιγματικά και γριφώδη, σαφώς Αλχημικά. Στην πεποίθησή τους, τους ενισχύει, πέραν της αποκρυφιστικής παραδόσεως, ο πίναξ των συμβόλων της «ιεράς τέχνης», ο οποίος, παραβαλλόμενος με πίνακες συμβόλων ιερογλυφικών, μινωικής γραμμικής γραφής Α και Β, δίδει εμφανώς την ταυτότητα κοινών συμβόλων. Αν δηλαδή συγκρίνουμε τους πίνακες αυτούς με έναν απλό πίνακα αρχαίων αλχημικών συμβόλων στοιχείων, διαπιστώνομε πως το 25% των χημικών συμβόλων του πίνακος ταυτίζονται απολύτως με σύμβολα των μινωικών πινάκων. Εάν συγκρίνομε τα υπόλοιπα αλχημικά σύμβολα, με κάποια ανοχή σε διαφορές μικρών λεπτομερειών, θα αντιληφθούμε ότι και αυτά τα σύμβολα αντιστοιχούν σε ιδεογράμματα ή και σε απλά γράμματα. Το ίδιο συμβαίνει και με πίνακες αλχημικών συμβόλων νεωτέρων εποχών, όπως αυτός του Ισαάκ Νεύτωνος. Σε αυτόν υπάρχουν κάποια νεώτερα σύμβολα, τα οποία προστέθηκαν με την πάροδο των αιώνων και χαρακτηρίζουν ύλες, τις οποίες δεν χρησιμοποιούσαν οι αρχαιότεροι αλχημιστές, αλλά τα βασικά στοιχεία, όπως τα μέταλλα, συμβολίζονται με σύμβολα γραφής της προϊστορικής μινωικής Κρήτης.

Οι αλχημιστές από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους μέχρι τον Πλάτωνα Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Ο θείος Δράκων (H. Reussner, Pandora, 1582) Οι πρώτοι εισηγητές της επιστημονικής αντίληψης του κόσμου, ως προς την πρώτη αρχή του, αλλά και ως προς το γενεσιουργό αίτιο ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος (έζησε περί το 600 π.Χ.) και οι οπαδοί της Ιωνικής Σχολής. Ο Θαλής δεχόταν ότι το ύδωρ ήταν η πρώτη ύλη, από την οποία γεννήθηκαν τα πάντα, ενώ ο σύγχρονός του Αναξιμένης πρέσβευε ως αρχή των πάντων τον αέρα. Αυτός, όταν είναι μανιώδης, γίνεται πυρ και όταν πυκνώνει γίνεται νέφη και ύδωρ, γη και λίθοι. Τις πρώτες αυτές αόριστες ιδέες, οι οποίες μαρτυρούν μια πρώιμη παρατήρηση, διαδέχονται άλλες εμβριθέστερες. Ο Παρμενίδης και οι Ελεάτες, οι οποίοι αναφέρονται από τον Ζώσιμο, δέχονται τη μονιμότητα. Τα πάντα ανάγονται σε ένα Ον, αιώνιο και ακίνητο, και σε αυτό πίστευαν και οι αλχημιστές όταν έλεγαν: «Ένα το παν και από το παν γίνεται το όλο σύνθεμα» ή κατά την εντονότερη έκφραση των μυστικών αξιωμάτων, που είναι γραμμένα στους συγκεντρωτικούς κύκλους του Δράκοντος (ο Αγαθοδαίμων ή θείος Δράκων, ο οποίος προσφωνείται και ως Όσιρις, του οποίου η κεφαλή είναι ο ουρανός, σώμα του ο αιθέρας, πόδια του η γη και το νερό γύρω του ο Ωκεανός, που γεννάει τα αγαθά και τρέφει την οικουμένη), «Ένα είναι το παν και δι’ αυτού το παν και σ’ αυτό το παν και αν δεν έχει το παν δεν είναι τίποτε το παν». Οι αλχημιστές δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να ακολουθούν τις διδαχές αυτών των μεγάλων φυσικών φιλοσόφων και να προσπαθούν να αναπαραγάγουν τις συνθήκες δημιουργίας του κόσμου μέσα στους κλιβάνους τους, με τον κατάλληλο συνδυασμό των φυσικών σωμάτων, σύμφωνα με την επιταγή του Ερμού του Τρισμέγιστου «ό,τι είναι επάνω, στον μακρόκοσμο, είναι ακριβώς το ίδιο και κάτω, στον μικρόκοσμο». Έτσι έχουμε τις μονιστικές θεωρίες του νερού (εικ. 7) στον Θαλή, του αέρα στον Αναξιμένη, του πυρός στον Ηράκλειτο και τις πολυαρχικές του φωτός και του σκότους –τουλάχιστον κοσμολογικά– στον Παρμενίδη, του ύδατος, του αέρος, της γης και του πυρός –που συνδυάζονται κάτω από τον ενεργειακό παράγοντα της έλξης και της απώθησης, με τις προσωποποιημένες δυνάμεις της αγάπης και του μίσους– στον Εμπεδοκλή. Ακόμα τη θεωρία των πραγμάτων και του ρυθμιστή νου, στον Αναξαγόρα. Τέλος, ως απάντηση στην ελεατική θεωρία και θέση του όντος και του μη όντος, τη θεωρία των ατόμων και του κενού στον Δημόκριτο. Ο αρχαιότερος κατάλογος των Ελλήνων αλχημιστών, οι οποίοι απέκτησαν καθολικό κύρος, των Οικουμενικών, όπως τους αποκαλούσαν οι σύγχρονοί τους, είναι αυτός του Ανεπιγράφου Φιλοσόφου (Βιβλιοθήκη της Λυών, χφ. 2327, φ. 169, χφ. Αγίου Μάρκου, φ. 79): «Αφού προηγουμένως δώσαμε τα θεωρήματα της χρυσοποιίας, θα προχωρήσουμε στους κορυφαίους της τέχνης αυτής. Πρώτος είναι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, όπως λέγεται, που πήρε την προσωνυμία διότι προσέθεσε τρεις δυνάμεις ενεργείας στη χρυσοποιία, αλλά και πέρα από αυτήν διέκρινε τα όντα σε τρεις διαστάσεις. Αυτός είναι ο πρώτος συγγραφέας του μεγάλου τούτου μυστηρίου». Στον κατάλογο αυτόν, τα ονόματα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων θεωρούνται και ονόματα πραγματικών αλχημιστών συγγραφέων, οι οποίοι αναφέρονται στις περισσότερες πραγματείες που σώζονται.

Φιλόσοφοι, μύστες και αλχημιστές στην αρχαιότητα Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Το έτος του Μέτωνος, σύμφωνα με μεσαιωνική απεικόνιση (Lamber de Saint-Omer, Liber Floridus, περ. 1120)

Οι ρίζες των αλχημιστικών θεωριών −όπως τις εννόησαν οι Έλληνες της Αλεξανδρείας, μεταβιβάστηκαν στους Άραβες, από αυτούς στους δυτικούς συγγραφείς του Μεσαίωνα και επέζησαν έως τον Lavoisier (1743-1794)− βρίσκονται στη διδασκαλία της Ιωνικής, της Πυθαγόρειας και της Πλατωνικής Σχολής. Στόχος των Μυστηρίων των αρχαίων Ελλήνων −τα οποία κατήργησε το έτος 529, ο χριστιανός αυτοκράτωρ Ιουστινιανός− είναι η πνευματική και υλική τελειότης. Αυτήν επιζητεί και η «θεία και ιερά τέχνη» των αλχημιστών. Υπάρχει ένας δεσμός ανάμεσα στο μη ορθολογικό (για τη σύγχρονη επιστήμη) περιεχόμενο της αλχημίας και στην μαγική αντίληψη των αρχαίων μεταλλουργών και την λατρεία που αφιέρωναν στην Μητέρα Γη στους κόλπους της οποίας τα μεταλλεύματα ωριμάζουν με κυοφορία ανάλογη με αυτή των ζωικών εμβρύων (εικ. 6). Στην ελληνική αρχαιότητα, με τη λατρεία της Γης, η οποία ετελείτο κυρίως μέσω της θεάς Δήμητρας, συνδέονταν οι προϊστορικές, αγιότατες, διδασκαλίες των μυστηρίων. Η γνώση των ελληνικών μυστηρίων διαγράφει την πορεία την οποία θα ακολουθήσει ο αλχημιστής, σε διαδοχικά στάδια αλχημιστικής πρακτικής, όπου υπεισέρχονται και στοιχεία τα οποία συναρτώνται με τις «ψυχικές ενσωματώσεις» του ερευνητή. Οι αρχές της Αλχημίας έχουν δυαδική εφαρμογή, τη γήινη και την πνευματική, και στη φιλοσοφία της εμφανίζονται δύο βασικές σχολές. Στην πρώτη ανήκουν οι αλχημιστές που υποστηρίζουν ότι τα μέταλλα μπορούν να μετατραπούν σε χρυσό, ενώ στη δεύτερη ανήκουν οι ανώτεροι αλχημιστές ή μυστικιστές, οι οποίοι αντελήφθησαν ότι στις αρχές και στις εντολές της Ερμητικής Τέχνης κρύβεται ένα έξοχο σύστημα πνευματικής φιλοσοφίας που έχει άμεση σχέση με την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Είναι άξιο θαυμασμού το ότι η Αλχημία επέζησε των μισαλλόδοξων χρόνων του χριστιανικού Βυζαντίου. Επέζησε των Μυστηρίων, αυτή μόνη, για να μετατραπεί σε διαδικασία μετουσιώσεως της ύλης υπό χριστιανικό ένδυμα μεταστοιχειώνοντας τον άρτο και οίνο σε σώμα και αίμα Ιησού Χριστού.

Άλλα θέματα: Το «Ιερόν της Νεμέσεως» στην Κύπρο, η Νέμεσις του Ραμνούντος και ο Κίμων Θεόδωρος Μαυρογιάννης

Χάρτης της Κύπρου (G. Hill, A History of Cyprus, τ. 1) Με αφορμή το όνομα της πόλεως της Λεμεσού (προέλευση και σημασία) και αφού αποδειχθεί ικανοποιητικά, μέσα από την εξέταση της βυζαντινής χειρόγραφης παράδοσης, ότι το αρχικό μόρφημα ήταν Νεμεσός και προήλθε από ένα ιερό Νεμέσεως των ελληνορωμαϊκών χρόνων, γίνεται προσπάθεια να προσδιορισθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η θέση του Αγίου Τύχωνα, στις βορειοανατολικές παρυφές της αρχαίας Αμαθούντος, καθώς επίσης να διευκρινιστεί χρονολογικά η έναρξη της λατρείας της Νεμέσεως στην Κύπρο και να αποκωδικοποιηθεί η πολιτισμική σημασία της. Όλες οι επιμέρους ενδείξεις συγκλίνουν στο λογικό συμπέρασμα ότι τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία της κλασικής Αθήνας κατά την περίοδο των αγώνων του Κίμωνος περί την Κύπρον (470/69-451 π.Χ.) έδωσαν μετά το θάνατό του στο Κίτιο και τη συνθήκη του Καλλία (449 π.Χ.) την έμπνευση για την εικαστική μεταμόρφωση και την εξιδανικευμένη μεταστοιχείωση της ιδέας της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, όπως εκφράζεται διά στόματος Περικλέους μέσα από τον Θουκυδίδη (Β62), στον αγαλματικό τύπο της Νεμέσεως του Ραμνούντος. Το ανάθημα πρέπει να στήθηκε ένα δυο χρόνια μετά το θάνατο του Περικλέους, όταν η Αθήνα ήλπιζε ακόμη πως θα εξέλθει νικήτρια από τον εμφύλιο πόλεμο. Απομένει να διασαφηνιστεί το κυπριακό σκέλος του προβλήματος, στο ιερό της Αφροδίτης στην Αμαθούντα και στο ιερό του Απόλλωνος Υλάτη στο Κούριο.

Κείμενα, αντικείμενα, εικόνες. Η χρήση της θεματικής ενότητας στην επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Δημήτριος Β. Γραμμένος

Άποψη της έκθεσης, ενότητα Ο Χρυσός των Μακεδόνων Με αφορμή τη χρήση των θεματικών ενοτήτων στην επανέκθεση του ανακαινισμένου Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (2001-2006, βλ. Αρχαιολογία και Τέχνες 102 (2007), σ. 73-82) διαπιστώνεται ότι η παρουσία των τριών στοιχείων που τις αποτελούν (αντικείμενο-έκθεμα, κείμενο, εικόνα, δηλαδή σχέδιο, φωτογραφία, χρήση ηλεκτρονικών μέσων) αποτελεί όχι μόνο το πλέον επικοινωνιακό μέσο για την προσέγγιση του παρελθόντος, αλλά και τον καταλληλότερο μηχανισμό για την εφαρμογή στην πράξη θεωρητικών απόψεων για το παρελθόν.

Η ελληνική μεταπολεμική αρχιτεκτονική Γεώργιος Κων. Γιαννίτσαρης

Ξενία Μυκόνου, αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης, 1960 Μετά το 1950 η Ελλάδα θα εισέλθει στην λεγόμενη περίοδο της «Ανασυγκρότησης» κατά την οποία, θα κατασκευσθούν αξιόλογα αρχιτεκτονικά έργα.Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα έργα του Δημήτρη Πικιώνη, όπως η διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο του Φιλοπάππου, η Παιδική Χαρά στη Φιλοθέη, η οικία Ποταμιάνου στην Φιλοθέη, και η οικία Γκαρή στο Ψυχικό. Ο αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης θα σχεδιάσει τα Ξενία Άνδρου, Καλαμπάκας και Μυκόνου,τα αρχαιολογικά μουσεία Ιωαννίνων και Κομοτηνής καθώς και τις μονοκατοικίες στο Παγκράτι και την Ανάβυσσο. Ενας νέος αρχιτέκτονας ο Νίκος Βαλσαμάκης, θα σχεδιάσει μία σειρά κτηρίων με τις αρχές του μοντέρνου κινήματος, όπως το Ξενοδοχείο «Αμαλία» και οι πολυκατοικίες στις οδούς Σεμιτέλου 5, Σεμιτέλου & Βας.Σοφίας, Μαυρομματαίων 41 στην Αθήνα, καθώς και μια σειρά μονοκατοικιών, όπως την οικία Λαναρά στην Ανάβυσσο και την οικία της οικογενείας του στην Φιλοθέη. Σημαντικά είναι τα έργα του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, όπως το εργοστάσιο FIX οι μονοκατοικίες στο Ψυχικό, την Γλυφάδα, και το Καβούρι, το Θέατρο του Λυκαβηττού, και το Γυμνάσιο-Λύκειο του Αγίου Δημητρίου Αττικής.Στα πλαίσια της τουριστικής ανάπτυξης της Αττικής, θα κατασκευασθούν δύο πολύ σημαντικά ξενοδοχεία, το Χίλτον στην Αθήνα από τους αρχιτέκτονες: Εμ.Βουρέκα – Πρ.Βασιλειάδη & Σπ.Σταϊκο, και το Μόντ Παρνές στην Πάρνηθα από το αρχιτέκτονα Παύλο Μυλωνά. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950-60 θα προκηρυχθούν σημαντικοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Όπως αυτός για την Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα των αρχιτεκτόνων Δ.Φατούρου – Ν.Μουτσόπουλου & Π.Μυλωνά, για το συγκρότημα της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ των αρχιτεκτόνων Ν.Δεσσύλα – Δ.Κονταργύρη – Α.Λαμπάκη & Π.Λουκάκη, και για το συγκρότημα της Νομικής και Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ με αρχιτέκτονες τους Κ.Παπαϊωάννου & Κ.Φινέ. Επίσης για την Θεολογική Σχολή στην Αθήνα με αρχιτέκτονες τους Λ.Καλυβίτη & Γ.Λεονάρδο, και τον επιβατικό σταθμό του Ο.Λ.Π στον Πειραιά με τους αρχιτέκτονες Ι.Λιάπη & Η.Σκρουμπέλο. Ιδιαίτερα σημαντικά από τα έργα της περιόδου είναι τα δύο (2) κτήρια που σχεδιάστηκαν από δύο αρχιτέκτονες διεθνούς φήμης. Πρόκειται για την Αμερικανική Πρεσβεία του Walter Gropius και τον επιβατικό σταθμό στο Ανατολικό Αεροδρόμιο του Ελληνικού Αττικής του Eero Saarinen.

Μελέτη αποκατάστασης και επανάχρησης διατηρητέου κτιρίου αρχών 19ου αιώνα στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης Παύλος Πραντσίδης, Δάφνη Τσίφτη

Άποψη του κτιρίου από την οδό Δημ. Πολιορκητού Η μελέτη αφορά κτίριο που χτίστηκε περίπου το 1900, αποτελεί νεότερο μνημείο, ενώ έχει χαρακτηριστεί έργο τέχνης. Η θέση του, στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, αποτελεί τμήμα του ευρύτερου αστικού κέντρου της πόλης και έναν από τους πιο αξιόλογους παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα πυκνοδομημένη περιοχή σήμερα, που οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι κατοικείται συστηματικά επί Τουρκοκρατίας. Το κτίσμα αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες (ισόγειο, πρώτος και δεύτερος όροφος) και στο νοτιοδυτικό τμήμα του οικοπέδου υπάρχει διαμορφωμένος αύλειος χώρος. Το ισόγειο είναι μικτής χρήσης, κατοικία και αποθήκες (παλαιότερα καταστήματα). Καθένας από τους δύο ορόφους αποτελεί και ξεχωριστό διαμέρισμα-κατοικία. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτιρίου δεν πηγάζουν μόνο από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των κτιρίων στην Άνω Πόλη, αλλά και από το νεοκλασικισμό. Το εξωτερικό του κτιρίου είναι αρχιτεκτονικά από τα πιο ενδιαφέροντα στην Άνω Πόλη με την ύπαρξη του διπλού σαχνισιού να εντυπωσιάζει στην κύρια όψη. Η πλάγια όψη χαρακτηρίζεται από έντονη διακοσμητική διάθεση. Αντίθετα με το εξωτερικό, το εσωτερικό του κτιρίου παραξενεύει με τη λιτότητά του. Κατασκευαστικά και ως προς τον κατακόρυφο άξονα, το κτίριο αποτελείται από φέρουσα τοιχοποιία (συνδυασμός λιθοδομής, τοίχων από τσιμεντόλιθους και τσατμά), ενώ ως προς τον οριζόντιο άξονα ο φέρων οργανισμός μορφώνεται από ξύλινες ή σύνθετες δοκούς. Το πιο σημαντικό πρόβλημα του κτιρίου αφορά το δομικό του οργανισμό. Πρόκειται για την απόκλισή του από την κατακόρυφο, γεγονός που συνεπάγεται μια σειρά προβλημάτων (απομάκρυνση των εγκάρσιων τοίχων, παραμόρφωση ανοιγμάτων). Η χρήση του κτιρίου προτείνεται να διατηρηθεί. Έτσι, εφόσον αντιμετωπιστούν όλα τα δομικά και αισθητικά του προβλήματα, θα εξασφαλιστεί η παράταση ζωής ενός κτιρίου και ως μνημείου της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αλλά και ως βιώσιμος χώρος, που αποτελούσε άλλωστε και τον πρωταρχικό του στόχο.

Το χρονικό μιας σωστικής ανασκαφής: Εργασίες αποκόλλησης ψηφιδωτών δαπέδων οικίας ρωμαϊκών χρόνων στην πόλη της Ρόδου Ελευθερία Τερεζάκη, Παύλος Τριανταφυλλίδης

Οικία Β. Καραγιάννη (πρώην Αυγουστάκη). Γενική άποψη της ανασκαφής Από τις συνηθέστερες εφαρμόσιμες λύσεις στη διατήρηση αρχαιολογικών καταλοίπων κατά τη διάρκεια κυρίως σωστικών ανασκαφών είναι η κατάχωση των αρχαίων, ύστερα από λεπτομερή καταγραφή, φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση. Η ανεύρεση τέχνεργων υψηλής αισθητικής, όπως περίτεχνων ψηφιδωτών δαπέδων, οδηγεί συχνά τους ανασκαφείς σε διλήμματα για την in situ διατήρησή τους σε έναν ευρύτερο διαμορφωμένο, αλλά απαλλοτριωμένο αρχαιολογικό χώρο ή την απομάκρυνσή τους από τον ανασκαφικό χώρο ύστερα από την αποκόλλησή τους, για την οποία απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η εξεύρεση της καλύτερης και εφικτότερης τεχνικής μεθόδου απόσπασής τους. Στο παραπάνω περιγραφόμενο πλαίσιο, σε σωστική ανασκαφή στην πόλη της Ρόδου, αποφασίστηκε η κατάχωση των αρχαίων και η αποκόλληση των περίτεχνων ψηφιδωτών δαπέδων κατά τμήματα, τα οποία μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια συντήρησης της ΚΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με άμεσο στόχο τη μουσειακή έκθεσή τους.

Μουσείο: Ιστορική Συλλογή Καστελλόριζου Ελένη Κ. Παπαβασιλείου

Γενική άποψη της περιοχής Κάβος με το τζαμί Από τον Ιούλιο του 2007 λειτουργεί στο μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί), στο Καστελλόριζο, μόνιμη έκθεση της ιστορικής συλλογής του νησιού. Αποτελείται κυρίως από έγγραφα και φωτογραφίες, που σχετίζονται με τη νεότερη ιστορία του, από τον 19ο αιώνα ως την καταστροφή του το 1943 και την ενσωμάτωσή του με την Ελλάδα το 1948. Η έκθεση εστιάζει στην εποχή της αλλοτινής ακμής του Καστελλορίζου, τότε που ήταν μία από τις πιο αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο, με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων και στην εποχή της παρακμής που ακολούθησε, σηματοδοτούμενη από το έντονο ρεύμα μετανάστευσης και τις διαδοχικές καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Εκδρομή στο Γαλαξίδι Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Το Γαλαξίδι με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που δεσπόζει Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν κάθε τόσο μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Για πρώτο προορισμό διαλέξαμε το Γαλαξίδι, γνωστό για το στόλο του, από τον 18ο και τον 19ο αιώνα, αλλά με άγνωστη ιστορία κατά την αρχαιότητα. Στην παρουσίαση θα βρείτε χρήσιμες πρακτικές πληροφορίες (πού να μείνετε ή πού να φάτε...), την ιστορία της πόλης και της περιοχής αλλά και τα αξιοθέατα που μπορείτε να επισκεφθείτε.

Δικτυακοί τόποι: Achemenet Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Αρχική οθόνη του Achemenet Το δίκτυο Achemenet είναι αφιερωμένο στο περσικό βασίλειο κατά την περίοδο των Αχαιμενιδών (περίπου 550-330 π.Χ.), από την ίδρυση δηλαδή της βασιλικής δυναστείας από τον Κύρο έως την κατάκτησή του από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο δικτυακός αυτός τόπος δημιουργήθηκε το 2000 από τον Pierre Briant, καθηγητή στην έδρα της ιστορίας και του πολιτισμού του Αχαιμενιδικού βασιλείου και της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου στο Collège de France. Το περιεχόμενο γράφουν και επιμελούνται ο P. Briant και οι συνεργάτες του, μέλη ενός διεθνούς δικτύου ερευνητών. Οι ιστοσελίδες διατίθενται στα γαλλικά και τα αγγλικά, σε ελεύθερη πρόσβαση.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Το σμιλεμένο σανδάλι που οδήγησε τους επιστήμονες στη σκέψη ότι πρόκειται για άγαλμα του αυτοκράτορα Αδριανού. Ειδήσεις: Λαθρανασκαφές στην περιοχή του Ολύμπου, άγαλμα του Αδριανού, ανασκαφές Δεσποτικού, αναστήλωση του Παρθενώνα, νεώσοικοι Μικρολίμανου, κ.ά. Εκθέσεις: Ιόνιο Πέλαγος, Τουταγχαμών στο Βρετανικό Μουσείο, Κρυμμένο Αφγανιστάν. Συνέδρια: Αρχιτεκτονική παράδοση την Εποχή του Χαλκού, Αρχαιολογικό έργο των Πανεπιστημίων στην Ελλάδα, Τεκμηρίωση, ψηφιοποίηση και ανάδειξη των Συλλογών της Αμερικανικής Σχολής, Ακρωτήρι Θήρας. Διαλέξεις: Διαλέξεις Απριλίου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, Δρακόσπιτα, Αρχαία Άργιλος, κ.ά. Βιβλία: Martin Jones, Feast-Why humans share food, Μιχάλης Τιβέριος,Όψεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. (Αν)επίκαιρες αρχαιογνωστικές συμβολές, Carl Blegen, Marion Rawson, Οδηγός στο Ανάκτορο του Νέστορα, κ.ά.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα μπορείτε να διαβάσετε: - Γεωαρχαιολογικές μελέτες: νέες τάσεις - KENTRO: Το ενημερωτικό δελτίο του INSTAPEC - Θερινό σχολείο για τα αρχαία μέταλλα στο UCLA - Το 37ο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας (ISA 2008), 12 - 18/5/2008 - Άλλα συνέδρια με ενδιαφέρον για την αρχαιομετρία

Τεύχος 46, Μάρτιος 1993 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Η αρχαιολογία σήμερα. Προοπτικές και προβληματισμοί Δέσποινα Ευγενίδου

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης. Στην Ελλάδα, Αρχαιολογική Υπηρεσία και αρχαιολογικός νόμος είναι από τους παλαιότερους στην Ευρώπη. Από την ίδρυσή του, το νέο κράτος επένδυσε στην αρχαιολογική κληρονομιά για να αναδείξει την πολιτισμική και εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Η στάση αυτή λειτούργησε ανασταλτικά στις διαδικασίες ανάπτυξης της αρχαιολογίας και των αντίστοιχων πανεπιστημιακών σπουδών. Σήμερα πλέον η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει άμεση ανάγκη αλλαγών και εκσυγχρονισμού. Στη δεκαετία του 1980 η Υπηρεσία βρέθηκε για πρώτη φορά με τόσο πολλούς αρχαιολόγους χάρη σε δυο συνεχείς διαγωνισμούς και τη μονιμοποίηση εκατό αρχαιολόγων που δούλευαν ως τότε αποσπασματικά. Ωστόσο, η ανάγκη προβολής της πολιτισμικής κληρονομιάς, που είχε αρχίσει να απασχολεί ένα αυξανόμενο κοινό, βρήκε την Υπηρεσία απροετοίμαστη. Ό,τι είχε καθυστερήσει λόγω έλλειψης προσωπικού και επιστημονικής δεοντολογίας έγινε ξαφνικά ιδιαίτερα πιεστικό. Στις ανασκαφές, στη συντήρηση και την αναστήλωση, που πραγματοποιεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία με αυτεπιστασία, διαπιστώνεται ένα διπλό πρόβλημα: οι παλαιοί τεχνίτες, εργάτες και φύλακες έχουν φύγει χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια να διαμορφωθούν καινούριοι επαγγελματίες. Όπως και σε άλλους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, η μετάβαση από έναν παραδοσιακό τρόπο δουλειάς σε έναν ορθολογιστικό δεν κατορθώθηκε. Ο ανορθολογισμός που χαρακτηρίζει τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η αντίσταση στις αλλαγές, η απογοήτευση και η περιθωριοποίηση των στελεχών της οδηγούν μια ιστορική Υπηρεσία σε μαρασμό. Παραδείγματα από την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία δείχνουν λύσεις που δόθηκαν σε χώρες με ανάλογη δυσκινησία των παλαιών τους υπηρεσιών. Ακολουθεί αναλυτικό σχεδιάγραμμα των Διευθύνσεων και των Εφορειών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με τα στοιχεία επικοινωνίας τους.

Η Εν Aθήναις Aρχαιολογική Eταιρεία Βασίλειος Πετράκος

Η Αρχαιολογική Εφημερίς, το κύριο επιστημονικό όργανο της Αρχαιολογικής Εταιρείας από το 1837. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1837 με πρωτοβουλία του Κωνστ. Μπέλιου. Από το 1859 ως το 1894, γραμματέας της είναι ο Στέφανος Κουμανούδης. Τον διαδέχεται ο Παναγιώτης Καββαδίας (1895-1909, 1912-1920), έπονται οι Γεώργιος Οικονόμος (1924-1951) και Αναστάσιος Ορλάνδος (1951-1979). Από το 1979 ως το 1988, Γεν. Γραμματεύς ήταν ο Γεώργιος Μυλωνάς. Από το 1988, Πρόεδρος της Εταιρείας είναι ο Γεώργιος Σ. Δοντάς και Γενικός Γραμματέας ο Βασίλειος Χ. Πετράκος. Πέρα από το εκδοτικό της έργο, η Εταιρεία έχει τρία ετήσια περιοδικά, τα Πρακτικά, την Αρχαιολογική Εφημερίδα και το Έργον. Από το 1988 εκδίδει και το τριμηνιαίο περιοδικό Μέντωρ.

Η προστασία των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων Νίκος Ζίας

Μυστράς, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα εμποτισμένη με τη λατρεία του κλασικού, ο Γεώργιος Λαμπάκης ιδρύει το 1884 τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία Το 1899 ιδρύεται η πρώτη Εφορεία Χριστιανικών και Μεσαιωνικών Αρχαιοτήτων και το 1914 το «Χριστιανικόν και Βυζαντινόν Μουσείον». Η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων δημιουργείται το 1977 περιλαμβάνοντας δεκατρείς Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Έργο της είναι η προστασία, μελέτη και ανάδειξη των μνημείων (εκκλησιών, μοναστηριών, αρχοντικών, οικισμών κ.ά.) και των κινητών έργων τέχνης (εικόνων, χειρογράφων, εκκλησιαστικών κεντημάτων κ.ά.) που είναι παλαιότερα του 1830. Η ιδιομορφία του έργου της Διεύθυνσης πηγάζει από τη σύνδεση ναών, μοναστηριών και απειράριθμων εικόνων με τη λατρευτική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Οι αναστηλώσεις των μνημείων στην Ελλάδα Αθηνά Χριστοφίδου

Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Καλαμάτας μετά από τους τελευταίους σεισμούς. Στον Οργανισμό του ΥΠΠΕ (1977), η «αναστήλωση» ορίζεται ως η μελέτη και εκτέλεση «οιουδήποτε τεχνικού έργου συντηρήσεως, στερεώσεως, αναστηλώσεως, αποκαταστάσεως, διαμορφώσεως περιβάλλοντος χώρου και προστασίας των μνημείων». Οι τρεις Διευθύνσεις Αναστηλώσεως του ΥΠ.ΠΟ. είναι αρμόδιες α) για τα Αρχαία Μνημεία (από τα προϊστορικά έως και τα ρωμαϊκά), β) για τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά (μνημεία ως το 1830 και όλα τα εκκλησιαστικά), ενώ γ) η Διεύθυνση Πολιτιστικών Κτηρίων και Αναστηλώσεως Νεοτέρων Μνημείων φροντίζει μεταξύ άλλων και για την αρχιτεκτονική κληρονομιά του Νεότερου Κράτους. Στα αναστηλωτικά έργα, που εκτελούνται είτε με αυτεπιστασία ή με εργολαβίες, τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται η λύση των Επιτροπών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της μελέτης και της επέμβασης σε ένα μνημείο, όπως έγινε με τη Συντήρηση των Μνημείων Ακροπόλεως Αθηνών ή του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που μετέχουν σε αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η μόνη όψη της συνεργασίας της Υπηρεσίας με τα Πανεπιστήμια που εκτελούν ερευνητικά προγράμματα με ανάθεση του ΥΠΠΟ, συμμετέχουν σε Διεθνή Συνέδρια και καλύπτουν την ανάγκη για εργαστηριακές έρευνες. «Η διαδικασία της αποκαταστάσεως είναι μια επέμβαση υψηλής εξειδικεύσεως που επιβάλλεται να γίνεται κατ’ εξαίρεση», λέει ο Χάρτης της Βενετίας και συνιστά τη δημοσίευση των σχετικών μελετών, όπως και τη δημιουργία ενός Αρχείου Επεμβάσεων στα μνημεία. Το ζητούμενο της υψηλής εξειδίκευσης δυναμιτίζεται στην Ελλάδα τόσο από την έλλειψη μεταπτυχιακών σπουδών όσο και από τη χαμένη ευκαιρία της μεταλαμπάδευσης των παραδοσιακών τεχνικών από τους παλαιούς τεχνίτες στους νέους. Η Διακήρυξη του Άμστερνταμ και η Σύμβαση της Γρανάδας διατύπωσαν την αρχή της ολοκληρωμένης διατήρησης (conservation integrée) που εντάσσει τα αναστηλωτικά προγράμματα σε μια γενικότερη πολιτισμική, περιβαλλοντική και χωροταξική πολιτική. Η αρχή αυτή αποτελεί σήμερα την προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή πολιτική προστασίας των μνημείων.

Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων. Λειτουργία, προβλήματα, προοπτικές Νίκος Μίνως

Συντήρηση αρχαιοτήτων. Τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων απαρτίζουν το Τμήμα Συντήρησης και το Τμήμα Έρευνας. Λόγω έλλειψης προσωπικού και εργαστηρίων, το Τμήμα Έρευνας δεν λειτούργησε ποτέ. Οι τριακόσιοι σαράντα τρεις υπάλληλοι του Τμήματος Συντήρησης, που κρατάει συντονιστικό ρόλο, εργάζονται στα διακόσια πέντε περιφερειακά εργαστήρια Μουσείων και Εφορειών, που είναι συνήθως υποτυπωδώς εξοπλισμένα. Απαραίτητη θεωρείται η διάρθρωση της Κεντρικής Υπηρεσίας σε Τμήματα κατά ειδικότητα που θα αντιστοιχούν σε ισάριθμα εργαστήρια. Η Συντήρηση θα περιλαμβάνει: Τμήμα φορητών εικόνων, πινάκων-ελαιογραφιών, τοιχογραφιών, ψηφιδωτών, ξυλογλύπτων, χειρογράφων-χαρτιού κλπ., υφαντών, οργανικών ανασκαφικών ευρημάτων, μετάλλων, κεραμικών-γυαλιού, λιθίνων. Τα τμήματα αυτά θα συμπληρώνει ένα Τμήμα Εφαρμοσμένης Έρευνας για τη Συντήρηση.

Διεύθυνση Eκτελέσεως Έργων Mουσείων Βασίλης Χάνδακας

Ο ζωγραφικός διάκοσμος του Ιλίου Μελάθρου μετά από τις εργασίες συντήρησης. Στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Εκτελέσεως Έργων Μουσείων υπάγεται και κάθε νέα κατασκευή που εκτελείται μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους. Τη Διεύθυνση συναποτελούν τα Τμήματα: α) Δημοπρατήσεως, β) Εκτελέσεως και Επιβλέψεως, γ) Ελέγχου και Παραλαβών. Τα έργα της περιλαμβάνουν έργα συντήρησης, συχνά σε μουσεία που δεν έχουν συντηρηθεί ποτέ, έργα βελτιωτικά (συστήματα ασφάλειας και πυρασφάλειας, κλιματισμός κ.ά.) αλλά και τις αναγκαίες επεκτάσεις παλαιών μουσείων εξαιτίας των αυξανόμενων ανασκαφικών ευρημάτων. Επιβλέποντας μικρά έργα σε όλη την επικράτεια, το προσωπικό της Διεύθυνσης αναλώνεται σε συνεχή ταξίδια. Η λύση είναι η Αποκέντρωση των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου. Οι Περιφερειακές Τεχνικές-Αναστηλωτικές Διευθύνσεις που θα δημιουργηθούν θα αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των έργων της περιφέρειάς τους. Παράλληλα, θα μπορούν να συνεργάζονται με κάποιο ιδιαίτερο Τμήμα Συντήρησης Κτηρίων που θα έχει συντονιστικό ρόλο και μένει να δημιουργηθεί.

Ακαδημία Aθηνών. Kέντρον Eρεύνης της Aρχαιότητος Μαρία Πιπιλή

Corpus Vasorum Antiquorum, σειρά που εποπτεύει το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος. Το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος ιδρύθηκε το 1977 με σκοπό την «έρευνα της Ιστορίας, της Τέχνης και του Πολιτισμού εν γένει της Ελληνικής Αρχαιότητος, εν συναφεία δε προς ταύτην και της Ρωμαϊκής». Το σκοπό αυτό υπηρετεί η μελέτη άμεσων και έμμεσων γραπτών πηγών και αρχαιολογικού υλικού. Τα ερευνητικά προγράμματα αφορούν στη μελέτη της Νεολιθικής, Κρητομυκηναϊκής, Κλασικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας. Στο Κρητομυκηναϊκό και το Κλασικό πρόγραμμα ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη θρησκευτική ζωή και τις λατρευτικές πρακτικές. Στο Κέντρο καταρτίζεται Βιβλιογραφικό Αρχείο της Προϊστορικής Ελλάδας. Επίσης, το Κέντρο εποπτεύει και συντονίζει τις διεθνείς σειρές της Ακαδημίας Corpus Vasorum Antiquorum, Tabula Imperii Romani και Corpus Signorum Imperii Romani.

Μουσείο Μπενάκη Αιμιλία Γερουλάνου

Το Μουσείο Μπενάκη. Το Μουσείο, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνης Μπενάκης, υπηρετεί με τις συλλογές του μια κεντρική ιδέα: την ανασύνθεση της ιστορικής-πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού σε ολόκληρο το ανάπτυγμα του χώρου και του χρόνου του. Η κατασκευή μιας νέας πτέρυγας θα δημιουργήσει ένα Μουσείο κεντρικό, όπου θα αποκατασταθεί η θρυμματισμένη εικόνα της Ελλάδας. Οι υπόλοιπες συλλογές θα αυτονομηθούν σε περιφερειακά παραρτήματα: το σπίτι και το εργαστήριο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα θα στεγάσει το σύνολο των συλλογών του, οι κούκλες της Μαρίας Αργυριάδη θα ζωντανέψουν το Μέγαρο της Βέρας Κουλούρα. Στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα τα έργα προχωρούν ενώ εξετάζεται η αξιοποίηση της δωρεάς του Λάμπρου Ευταξία στον Κεραμεικό.

Εργαστήριο Αρχαιομετρίας Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Γιάννης Μανιάτης

Πρακτικά του συνεδρίου ASMOSIA III που πραγματοποιήθηκε στον Δημόκριτο, το 1993. Διεθνούς αναγνώρισης χαίρει το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας, που ιδρύθηκε επίσημα το 1987 και αποτελεί μετεξέλιξη παλαιότερων Προγραμμάτων που είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1965. Το Εργαστήριο εκμεταλλεύεται τη σημαντικότατη υλική, επιστημονική και τεχνική υποδομή του Δημόκριτου και τη βιβλιοθήκη του. Στόχος του Εργαστηρίου είναι η εξαγωγή εξειδικευμένων πληροφοριών από αρχαιολογικά αντικείμενα, μνημεία και υλικά με φυσικοχημικές μεθόδους (C-14, ακτίνες-Χ, θερμοφωταύγεια, μικροανάλυση κ.ά.). Στο φάσμα των δραστηριοτήτων του περιλαμβάνονται: η χρονολόγηση παντός τύπου οργανικών υλικών, κεραμικών, ανθρωπολογικών και παλαιοντολογικών ευρημάτων· μελέτες κεραμικής τεχνολογίας, έλεγχοι αυθεντικότητας κεραμικών αντικειμένων και χαρακτηρισμός εργαστηρίων· προσδιορισμός του τόπου προέλευσης του μαρμάρου αρχαίων γλυπτών και εντοπισμός αρχαίων λατομείων· μελέτες προέλευσης αρχαίων μετάλλων και καταγραφή των αρχαίων μεταλλείων· χαρακτηρισμός των χρωστικών υλικών και τεχνολογίας τοιχογραφιών (Ακρωτήρι Θήρας) και διακοσμήσεως μαρμάρινων μνημείων (ταφικές στήλες του νεκροταφείου Βεργίνας)· μελέτη και χαρακτηρισμός χαρτιού και μελέτες θερμικής κατεργασίας οργανικών υλικών και πυριτολίθων. Το Εργαστήριο στελεχώνουν δέκα επιστήμονες και πολλά από τα προγράμματα με τα οποία ασχολείται πραγματοποιούνται μέσα από ένα εθνικό και διεθνές δίκτυο συνεργασιών. Πρόσφατα, μέσω του Εργαστηρίου, η Ελλάδα πέτυχε την ανάθεση από το ΝΑΤΟ ενός πιλοτικού προγράμματος με θέμα «Τεχνολογίες για τον πολιτισμό». Επί σειρά ετών το Εργαστήριο οργανώνει Σεμινάρια Αρχαιομετρίας-Αρχαιολογίας-Συντήρησης και εκδίδει το εξαμηνιαίο περιοδικό «ΔελτΑ».

Η εκπαίδευση του επιστημονικού προσωπικού της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας: Η περίπτωση των σπουδών Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλειος Λαμπρινουδάκης

Το λογότυπο του Μουσείου Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η θεωρητικά ικανοποιητική εικόνα του προγράμματος σπουδών για φοιτητές με αρχαιολογική κατεύθυνση στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας υπονομεύεται από μια σειρά παράγοντες. Βασικό πρόβλημα είναι ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των σπουδαστών που δημιουργεί ανομοιογένεια ενδιαφέροντος και επιπέδου, καθώς και αδυναμία ουσιαστικής εποπτείας από τον διδάσκοντα. Τα Τμήματα σταθερά ζητούν μειωμένους αριθμούς εισακτέων. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά την οργάνωση της πραγματοποίησης του προγράμματος. Στο πλαίσιο ενός εξαμηνιαίου μαθήματος, προσφέρονται περισσότερα θέματα από περισσότερους διδάσκοντες και ο φοιτητής έχει να επιλέξει ένα από αυτά. Ωστόσο, αυτή η ελευθερία επιλογής οδηγεί στην πραγματοποίηση ενός τυχαίου προγράμματος που δεν περιλαμβάνει ενημέρωση σε βασικούς τομείς της επιστήμης. Τρίτο πρόβλημα προκαλεί η νοοτροπία του ενός, ελληνικού «συγγράμματος» που, στον αντίποδα της κριτικής ενημέρωσης μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, δημιουργεί εθισμό στην εκμάθηση μιας έτοιμης γνώσης. Ο χωρισμός των Τμημάτων της παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής πρόσθεσε ένα τέταρτο πρόβλημα. Η μείωση της φιλολογικής παιδείας προς όφελος της ιστορικής-αρχαιολογικής ειδίκευσης στερεί τους αρχαιολόγους από την απαραίτητη άμεση γνώση της γραπτής παράδοσης και της σκέψης του κόσμου που μελετούν. Όλα τα παραπάνω προβλήματα σε συνδυασμό αποτυπώνονται στο πτυχίο που παίρνουν οι σπουδαστές. Από το 1988 το Πανεπιστήμιο Αθηνών παρέχει μεταπτυχιακές αρχαιολογικές σπουδές που αρθρώνονται σε δύο κύκλους: ο πρώτος είναι διετής και καταλήγει στην απόκτηση διπλώματος αντίστοιχου με το master, ο δεύτερος είναι αφιερωμένος στην εκπόνηση διατριβής. Οι σπουδές αυτές προσφέρουν τη δυνατότητα πλήρους υπέρβασης των υφισταμένων αδυναμιών του προπτυχιακού προγράμματος.

Κλασική Aρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Θανάσης Καλπαξής

Φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης μελετούν ευρήματα από ανασκαφές. Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι αρχαιολόγοι εστίαζαν στην αναπαράσταση και ερμηνεία των στοιχείων που συνθέτουν έναν «πολιτισμό». Η «δημοκρατική» αρχαία Ελλάδα αναδεικνύεται σε αδιαμφισβήτητο πολιτισμικό πρότυπο και η αναζήτησή της καθιερώνεται τον 19ο αιώνα ως το κατεξοχήν αντικείμενο της κλασικής αρχαιολογίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αρχαιολογικές ανησυχίες στρέφονται προς την κατανόηση και ερμηνεία ιστορικών διαδικασιών, αναζητώντας τα αίτια και όχι πια μόνο τα αποτελέσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι νέες εξελίξεις έρχονται σε έντονη αντίθεση προς την παραδοσιακή αρχαιολογική πολιτική στην Ελλάδα που, θεμελιωμένη μέσα στο κλίμα του ρομαντικού κλασικισμού, προσφέρει τότε το ισχυρότατο πολιτικό επιχείρημα ότι οι Νεοέλληνες είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων. Κύριο μέλημα της πολιτείας ήταν η διάσωση της πατρογονικής κληρονομιάς. Το θέμα της σε βάθος μελέτης της αρχαιότητας δεν θεωρήθηκε εξίσου επιτακτικό καθώς, μεταξύ άλλων, επικρατούσε και η «ρεαλιστική» αντίληψη ότι η σχετική μελέτη γινόταν ούτως ή άλλως στο εξωτερικό. Αυτή την αντίληψη απηχεί η παραδοσιακή πλέον θέση της πολιτείας, ότι ο ρόλος της διδασκαλίας της αρχαιολογίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι η διεύρυνση της σχετικής γνώσης αλλά η μεταφορά ενός ήδη παρασκευασμένου προϊόντος. Το Πανεπιστήμιο της Κρήτης, οργανωμένο σύμφωνα με την εκπαιδευτική φιλοσοφία του αρμόδιου υπουργείου, δεν είναι σε θέση να καλύψει μόνο του τις «σύγχρονες επιστημονικές ανάγκες» της κλασικής αρχαιολογίας, υποβιβασμένης στο επίπεδο της πατριδογνωσίας. Δεν έχει καν γίνει συνειδητό ότι η ελληνική αρχαιολογία είναι ένα πολύ μικρό τμήμα της επιστήμης της αρχαιολογίας, ενώ η πολιτεία συνεχίζει να επενδύει το μέγιστο τμήμα των δραστηριοτήτων των αρχαιολογικών τμημάτων στην εκπαίδευση υποψηφίων καθηγητών μέσης εκπαίδευσης.

Αρχαιολογική Yπηρεσία και Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κώστας Κωτσάκης

Η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια ίδρυσης του νεοσύστατου κράτους, η κοινότητα στόχων ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Αρχαιολογική Υπηρεσία οδήγησε στον εναγκαλισμό τους. Το πρόγραμμα του Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στοχεύει κατά μεγάλο μέρος στην προετοιμασία των φοιτητών για τη διπλή επαγγελματική τους ιδιότητα ανάμεσα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη Μέση Εκπαίδευση. Ο διαχωρισμός του αντικειμένου σε προϊστορική, κλασική και βυζαντινή αρχαιολογία διατηρεί στεγανά που εμποδίζουν την επικοινωνία ιδεών, μεθόδων και τεχνικών μεταξύ τους. Αρχαιολογική θεωρία και μέθοδος κατακερματίζονται. Το κενό καλούνται να καλύψουν μαθήματα όπως η μουσειολογία, η αρχαιομετρία, η χρήση των υπολογιστών στην αρχαιολογία κ.ά. Το περιεχόμενο των αρχαιολογικών μαθημάτων διαμορφώνει την αρχαιολογική συγκρότηση όσων καταφέρουν να περάσουν τη στενή πύλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η φυσιογνωμία της αρχαιολογικής έρευνας όμως καθορίζεται και από την ίδια την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν οι εισαγωγικές εξετάσεις στον κλάδο. Στα θέματα των εξετάσεων δεν περιλαμβάνεται κανένα που να σχετίζεται με τη θεωρία ή τη μέθοδο της αρχαιολογίας, εφόδια απαραίτητα στο πεδίο, αποκλείοντας έτσι την ελληνική αρχαιολογία από τη διεθνή θεωρητική συζήτηση. Πλήρως απουσιάζουν ερωτήσεις σε θέματα όπως η βιοαρχαιολογία, η αρχαιολογία του περιβάλλοντος, η καταγραφή και τεκμηρίωση ανασκαφών κ.ά. που οι φοιτητές στη Θεσσαλονίκη διδάσκονται. Η σχεδόν «φετιχιστική» εμμονή με τα αντικείμενα-πράγματα ή με τον κλασικό πολιτισμό διατρέχει όλα τα θέματα. Η επιλογή των θεμάτων των εξετάσεων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας προκαταλαμβάνει κάθε προσπάθεια σπουδών που αναζητούν διαφορετικές περιοχές. Αν ο φαύλος κύκλος δεν σπάσει, οι δυο χώροι θα λειτουργούν ασύμπτωτα και η προοπτική αυτή είναι δυσοίωνη για το μέλλον και των δυο.

Προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων αρχαιολογίας Ελεάνα Γιαλούρη

Σημαντικά προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης αντιμετωπίζουν οι αρχαιολόγοι. Παρά την ποικίλη εκμετάλλευση της αρχαίας κληρονομιάς, κρατικός σχεδιασμός για την παροχή κονδυλίων και την αύξηση των θέσεων των αρχαιολόγων δεν υπάρχει. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία προκηρύσσει ειδικό διαγωνισμό μόνο όταν κενωθούν κάποιες από τις 300 θέσεις των μονίμων υπαλλήλων της. Η ύλη των εξετάσεών της υποτιμά τις πολλές ειδικότητες που έχουν πλέον αναπτυχθεί και υποβαθμίζει το πτυχίο και τις μεταπτυχιακές σπουδές των υποψηφίων. Γραφειοκρατικές αρμοδιότητες που βαρύνουν τους αρχαιολόγους της Υπηρεσίας λειτουργούν σε βάρος της ερευνητικής τους εργασίας, περιορισμένης ήδη από την έλλειψη πλήρως ενημερωμένων βιβλιοθηκών, ερευνητικών προγραμμάτων, ερευνητικών σεμιναρίων κ.ά. Προτάσεις και περιστασιακές μεταρρυθμίσεις είναι ανώφελες, αν δεν αναθεωρηθεί η οργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και δεν συντονιστεί μαζί της το πρόγραμμα των πανεπιστημιακών σπουδών.

Η διδασκαλία της αρχαιολογίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο Γιάννης Χαμηλάκης

Η διδασκαλία της Αρχαιολογίας θα ήταν αποτελεσματικότερη αν στηριζόταν στην αρχή της κατανομής των μαθημάτων κατά θεματολογία. Περιορισμούς στο ερμηνευτικό πλαίσιο της αρχαιολογίας θέτει η πρόσδεσή της στο «άρμα» της Ιστορίας της Τέχνης, γεγονός που δεν της επιτρέπει να οριστεί ως «κατανόηση των κοινωνιών του παρελθόντος μέσα από τη μελέτη των υλικών τους καταλοίπων», να λειτουργήσει στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας, να αξιοποιήσει μεθόδους και έννοιες από άλλες επιστήμες και να επιδιώξει τη διαλεκτική επανασύνδεσή της με την ιστορία. Ενώ μια πιο αποτελεσματική οργάνωση θα στηριζόταν στην αρχή της κατανομής των μαθημάτων κατά θεματολογία, οι θεματικές ενότητες οργανώνονται ακολουθώντας χρονολογική διαίρεση. Όχι μόνο υποβάλλονται έτσι οι αντιλήψεις του εξελικτισμού του 19ου αιώνα αλλά υπονοείται και η αυτονόμηση του χρόνου ως διάστασης, η ταύτιση των κοινωνικών αλλαγών με το χρόνο. Η διδασκαλία μεροληπτεί. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα μαθήματα αφορούν δυο χρονικές φάσεις, την κλασική εποχή και την «πρωτοϊστορία». Τα έργα της κλασικής τέχνης σήκωσαν το βάρος της απόδειξης της ιστορικής συνέχειας ανάμεσα στο κλασικό παρελθόν και το νεοελληνικό έθνος. Η πρωτοϊστορία επωμίστηκε την απόδειξη της αλήθειας των ομηρικών επών. Από τον κατάλογο των προσφερόμενων μαθημάτων απουσιάζουν: Η ιστορία της αρχαιολογίας και η διερεύνηση του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο επιτελούνται οι θεωρητικές και μεθοδολογικές εξελίξεις. Η συζήτηση γύρω τα θεωρητικά και μεθοδολογικά ρεύματα στην αρχαιολογία, από τη «νέα αρχαιολογία» έως την «αρχαιολογία της διαδικασίας» και τη συσχέτισή τους με την ερμηνεία του αρχαιολογικού υλικού. Η εκπαίδευση των αρχαιολόγων σε τεχνικές αποκάλυψης, συλλογής και ανάλυσης του αρχαιολογικού υλικού. Οι οικολογικές και οικονομικές παράμετροι των κοινωνιών του παρελθόντος. Ο προβληματισμός γύρω από τις σχέσεις αρχαιολογίας και κοινού.

Η αρχαιολογία στη Γαλλία Roland Etienne

Εξωτερική όψη της βιβλιοθήκης της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Χορήγηση άδειας για τη διενέργεια αρχαιολογικών επεμβάσεων εντός Γαλλίας απαιτεί ο νόμος Carcopino του 1941. Σε κάθε περιοχή, ένας γενικός διευθυντής πολιτιστικών υποθέσεων εκπροσωπεί το Υπουργείο Πολιτισμού και ελέγχει τον περιφερειακό συντηρητή αρχαιολογίας. Ο περιφερειακός συντηρητής, σε συνεννόηση με το Ανώτερο Συμβούλιο Αρχαιολογικής Έρευνας, προγραμματίζει τις ανασκαφές και φέρει όλη την ευθύνη του συνόλου της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης. Εκτός από το Υπουργείο Πολιτισμού, αρχαιολογικές δραστηριότητες χρηματοδοτούν άμεσα και τρεις άλλοι φορείς: το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, το υπουργείο Εξωτερικών και το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS). Για τους φοιτητές αρχαιολογίας προβλέπονται διαστήματα πρακτικής εξάσκησης (stages) σε ανασκαφές. Από ειδική εκπαίδευση περνούν τόσο οι συντηρητές όσο και οι αρχιτέκτονες. Οι πτυχιούχοι αρχαιολόγοι που υπηρετούν στην περιφέρεια στρατολογούνται με διαγωνισμό που τους οδηγεί στη Σχολή Εθνικής Κληρονομιάς, επαγγελματική Σχολή που δημιούργησε τα στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού. Τις σωστικές ανασκαφές διεξάγουν 1500 συμβασιούχοι που αμείβονται κυρίως από επιχειρήσεις δημοσίων ή εγγειοβελτιωτικών έργων. Οι αρχαιολόγοι που εργάζονται στο εξωτερικό προσλαμβάνονται με ειδικούς διαγωνισμούς. Το συντριπτικό βάρος των «κλασικών» αρχαιολογιών δεν είχε αφήσει την εθνική αρχαιολογία να αναπνεύσει. Κατά το έτος Αρχαιολογίας (1990) όμως, το ενδιαφέρον που επέδειξε η πολιτική εξουσία ανήγαγε την εθνική αρχαιολογία σε θέμα πολιτικό και όργανο γοήτρου.

Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Iνστιτούτο στην Αθήνα Klaus Fittschen

Η κεντρική αίθουσα της βιβλιοθήκης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (φωτ. E. F. Gehnen). Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1874 και από το 1888 στεγάζεται στο υστερονεοκλασικό κτήριο που έκτισε ο Ernst Ziller με τη συνεργασία του Wilhelm Dörpfeld . Επί των ημερών του Dörpfeld (1887-1912), η επιστημονική αίγλη του Ινστιτούτου επηρέασε αποφασιστικά την ελληνική αρχαιολογία. Το Ινστιτούτο ανέλαβε ανασκαφές σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας. Ωστόσο, οι μακρόχρονες ανασκαφές του διεξάγονται στην αρχαία Ολυμπία, την Τίρυνθα, τη Σάμο και τον Κεραμεικό. Για κάθε χώρο ανασκαφής υπάρχει ειδική επιστημονική σειρά δημοσιεύσεων με τόμους που κυμαίνονται από δέκα ως τριάντα. Μικρότερες έρευνες και άρθρα δημοσιεύονται στο περιοδικό του Ινστιτούτου, το Athenische Mitteilungen. Η Βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου, το Φωτογραφικό του Αρχείο και τα Αρχεία των ανασκαφών είναι βεβαίως προσιτά σε επιστήμονες όλων των εθνικοτήτων. Το Ινστιτούτο διοικείται από δύο Διευθυντές. Από το δεκαμελές επιστημονικό του προσωπικό, τα δύο μέλη είναι αρχιτέκτονες. Υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, χρηματοδοτείται από τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό αλλά επωφελείται και από τα βοηθήματα δημόσιων ή ιδιωτικών ιδρυμάτων.

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών Elisabeth French

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών. Τα αρχαιολογικά θέματα στην Αγγλία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα τριών φορέων. Η Εθνική Κληρονομιά (National Heritage) είναι σύμβουλος της Κυβέρνησης. Η Βρετανική Ακαδημία χρηματοδοτεί όλες τις Βρετανικές Σχολές στο εξωτερικό. Η Αγγλική Κληρονομιά (English Heritage) επιδιώκει να δημιουργήσει τη μακροχρόνια διατήρηση και την ευρεία κατανόηση και απόλαυση του Ιστορικού Περιβάλλοντος. Η Βρετανική Σχολή, όπου στεγάζεται και η βιβλιοθήκη του George Finlay, ιδρύθηκε το 1886. Στη Βιβλιοθήκη της Σχολής, που διαθέτει πάνω από 60.000 τόμους, υπάρχει αίθουσα χαρτών, φωτογραφική συλλογή και πρωτότυπα αρχεία από πολλές ανασκαφές της. Έχει επίσης βιβλιογραφικό και αρχειακό υλικό που αφορά την πιο πρόσφατη ελληνική ιστορία. Σε συνεργασία με άλλους οργανισμούς στην Αθήνα σήμερα δημιουργείται ηλεκτρονικός κατάλογος 400.000 τόμων. Το Εργαστήριο Φιτς, που έχει επικεντρωθεί στα πετρογραφικά και χημικά χαρακτηριστικά των κεραμικών και στη γεωφυσική έρευνα αρχαιολογικών χώρων, οργανώνει συνέδρια και σεμινάρια αρχαιομετρίας. Η Βρετανική Σχολή συνεργάζεται με την Αρχαιολογική Υπηρεσία στην Κνωσό, τις Μυκήνες, τη Σπάρτη, το Παλαίκαστρο, το Λευκαντί, τη Χίο και την Περαχώρα. Στην Κνωσό η Σχολή διαθέτει στέγη και μόνιμο επιμελητή, μικρή βιβλιοθήκη και Στρωματογραφικό Μουσείο. Κάθε Σεπτέμβριο η Σχολή οργανώνει μαθήματα για φοιτητές και κάθε δυο χρόνια προσφέρει μαθήματα σε διδάσκοντες. Υποτροφίες, βραβεία και επιχορηγήσεις για μεταπτυχιακή έρευνα δίνονται κάθε χρόνο. Η Σχολή εκδίδει την Επετηρίδα της, τα Archaeological Reports, από κοινού με την Εταιρεία για την Προαγωγή των Ελληνικών Σπουδών, και ταSupplementary Volumes. Τα Fitch Laboratory Occasional Papers είναι σειρά αφιερωμένη σε τρέχοντα επιστημολογικά θέματα με έμφαση στο αρχαίο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.

Ιταλική Aρχαιολογική Σχολή Alberto Benvenuti

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών. Το Υπουργείο Πολιτισμού στην Ιταλία ιδρύθηκε το 1975 αποσπώντας από το Υπουργείο Παιδείας τα θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς. Οι Εφορείες, περιφερειακά όργανα του Υπουργείου, συναπαρτίζουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η στελέχωση της Υπηρεσίας γίνεται με διαγωνισμό που καλύπτει τις θέσεις κάθε περιοχής. Εκτός από τις Εφορείες, τα Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα και τις Ξένες Σχολές, αρχαιολογική έρευνα γίνεται και από ιδιωτικούς Αρχαιολογικούς Συνεταιρισμούς. Εφορείες και Ξένες Σχολές δημιουργήθηκαν τον 18ο αιώνα, ενώ οι άλλοι οργανισμοί ιδρύθηκαν μετά τη δεκαετία του 1960. Οι Εφορείες διακρίνονται σε α) Αρχαιολογικές, β) σε Εφορείες για τα Καλλιτεχνικά και Ιστορικά Αγαθά και γ) σε Εφορείες για τα Αρχιτεκτονικά Αγαθά και για το Περιβάλλον. Οι Εφορείες ονομάζονται «μεικτές» όταν στη δικαιοδοσία τους εμπίπτουν πολιτισμικά αγαθά διαφόρων τύπων. Τέλος, «ειδικές» ονομάζονται οι Εφορείες που φροντίζουν συλλογές Μουσείων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Η αρχαιολογία στις Κάτω Χώρες Jean Paul Crielaard

Το Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών. Αν και στις Κάτω Χώρες η επιτόπια αρχαιολογική εργασία συντονίζεται και διεξάγεται κυρίως από την Κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία, άδειες ανασκαφών χορηγούνται μόνιμα σε τέσσερα Πανεπιστήμια, σε ένα μουσείο και σε έντεκα δήμους που έχουν διορίσει ειδικό δημοτικό αρχαιολόγο. Η Κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία, που ιδρύθηκε το 1947, διαθέτει επιστημονικό τμήμα με δέκα επαρχιακούς αρχαιολόγους, τμήμα προστασίας μνημείων και τμήμα αποκατάστασης μνημείων. Οι επαρχιακοί αρχαιολόγοι διορίζονται από την Υπηρεσία ως επιθεωρητές και επόπτες των επιτόπιων αρχαιολογικών εργασιών που διεξάγονται στις επαρχίες. Η Υπηρεσία δημοσιεύει τα αποτελέσματα στο περιοδικό της Berichten van de Rijksdienst voor het Oudheidkundig Bodemonderzoek. Στην πράξη, δημοτικοί και επαρχιακοί αρχαιολόγοι σηκώνουν το βάρος των σωστικών ανασκαφών. Εδώ και κάποια χρόνια αρχαιολογικές εργασίες γίνονται βάσει συμβάσεων από το ίδρυμα R.A.A.P. που ειδικεύεται στις μη καταστρεπτικές μεθόδους έρευνας. Επόμενοι στόχοι της Κρατικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι ο συντονισμός της έρευνας στον τομέα της «αστικής αρχαιολογίας» και η εφαρμογή των συμφωνιών της Διάσκεψης της Μάλτας.

Το αρχαιολογικό έργο στη Δανία. Υπηρεσίες και δομή Peter Pentz

Το λογότυπο του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα. Ανεξάρτητο κεφάλαιο στο Νόμο περί Οικονομικού Προϋπολογισμού της Δανίας αποτελεί η Κρατική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, το κεντρικό όργανο πολιτισμικών, μουσειακών και αρχαιολογικών έργων και δραστηριοτήτων. Η Αρχαιολογική Επιτροπή, με αποκεντρωτική διάρθρωση και δημοκρατική δομή, είναι αρμόδια για τον γενικότερο συντονισμό των αρχαιολογικών εργασιών και παρέχει συμβουλευτική γνώμη στον Κρατικό Έφορο. Ο Κρατικός Έφορος Αρχαιοτήτων, πρόεδρος της διεύθυνσης του Εθνικού Μουσείου της Δανίας και πρόεδρος της Αρχαιολογικής Επιτροπής, είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή του νόμου. Τα 150 περίπου μουσεία της Δανίας υπάγονται στο Νόμο περί Μουσείων που διαφέρει σε κρίσιμα σημεία από ανάλογους νόμους των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αρχαιολογικές δραστηριότητες αναλαμβάνουν κυρίως τα τοπικά μουσεία που έχουν δημιουργηθεί από πολίτες και που έχουν λειτουργική αυτοτέλεια βάσει της αποκεντρωτικής τους διάρθρωσης. Σε τοπικό επίπεδο συνεργάζονται μέσω των Δημοτικών Συμβουλίων Μουσείων και σε εθνικό επίπεδο συντονίζονται από την Κρατική Επιτροπή Μουσείων. Σαράντα οκτώ από αυτά τα μουσεία, διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, έχουν δικαίωμα να ασκούν αρχαιολογική δραστηριότητα στα όρια του γεωγραφικού τους διαμερίσματος. Στα μουσεία αυτά αποστέλλονται όλα τα σχέδια όλα τα σχέδια οικοδόμησης, πολεοδομίας κ.ά. καθώς το μεγαλύτερο μέρος της αρχαιολογικής εργασίας στη Δανία αποτελούν οι «εκσκαφές έκτακτης ανάγκης». Στην υπηρεσία του Κρατικού Εφόρου υπάγεται ο «Νόμος περί αρχαίων ευρημάτων της Δανίας, που ισχύει από το 1737, και τα θέματα ενάλιου αρχαιολογίας. Ενάλιο εύρημα που κρίνεται άξιο διατήρησης μεταβιβάζεται στη Διεύθυνση Δασών και Φύσεως του Υπουργείου Περιβάλλοντος.

Αρχαιολογική κληρονομιά: η άποψη του ιδιώτη κατόχου Ιωάννης Καράκωστας

Αφίσα από έκθεση της Συλλογής Ν.Π. Γουλανδρή στο Παρίσι. Νόμος και νομολογία αναγνωρίζουν μόνο μια απόκλιση από τον απόλυτο και αποκλειστικό χαρακτήρα της κυριότητας του κράτους επί των αρχαίων, το ιδιόρρυθμο δικαίωμα κατοχής του ιδιώτη. Ο συγγραφέας, καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας, προσπαθεί μέσα από το αστικό δίκαιο να ανακαλύψει νέους δρόμους για την εξασφάλιση της επιθυμητής sedes materiae, που θα συμβάλει στην αποτελεσματική προστασία των ελληνικών αρχαιολογικών θησαυρών και στην παραμονή τους στο γεωγραφικό χώρο όπου πολιτισμικά ανήκουν. Άποψή του είναι ότι η προστασία του ιδιώτη-κατόχου μέσω των σχετικών αγωγών για την άρση της διαταράξεως και ανάκτηση της κατοχής και μέσω της αυτοδύναμης προστασίας, αφενός, και η αναζήτηση του κέρδους από την παράνομη χρήση αλλότριου αρχαιολογικού αγαθού, αφετέρου, συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτισμικών αγαθών. Ο ιδιώτης-κάτοχος έχει και το κίνητρο (την αισθητική απόλαυση και την αποκομιδή του κέρδους) αλλά και τον έλεγχο πάνω στο αγαθό, πράγμα που τον καθιστά ιδανικό «φύλακα κηδεμόνα» των συμφερόντων όχι μόνον των δικών του αλλά και του κράτους. Περαιτέρω θετική συνέπεια της αναγνωρίσεως αναζητήσεως του κέρδους αποτελεί η ευχέρεια που παρέχεται στο κράτος, ως κύριο των πολιτισμικών αγαθών, να εξασφαλίσει μια αξιόλογη πηγή εσόδων.

Ανθρώπινες απολιθωμένες τρίχες: πληροφορίες και προβλήματα Λίλιαν Kαραλή-Γιαννακοπούλου

Διατηρημένες τρίχες σε μούμια. Ζωικά μικροκατάλοιπα είναι τα ανθρώπινα υπολείμματα και σε αυτά ανήκουν τα εύθραυστα δείγματα τριχών από το τριχωτό της κεφαλής. Όπως το σχήμα της κεφαλής, η ίριδα των ματιών, η μύτη και τα αυτιά, έτσι και το χρώμα και το σχήμα των τριχών συνιστούν σημαντικούς φυλετικούς χαρακτήρες. Βοστρυχοειδείς τρίχες έχουν οι Πυγμαίοι και άλλες φυλές της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής, λεπτές και κυματοειδείς είναι οι τρίχες στις Λευκές φυλές, στους Βόρειους Αφρικανούς και τους Αυστραλούς, χοντρές και ευθύγραμμες στις Κίτρινες φυλές. Η νέα προσέγγιση στη μελέτη των ανθρώπινων καταλοίπων ενδιαφέρεται να προσδιορίσει κάθε πιθανή σχέση ανάμεσα στη διατήρηση των δειγμάτων και τα ποικίλα ταφικά περιβάλλοντα. Δείγματα από διάφορες περιοχές φανερώνουν ότι υπολείμματα μαλλιών διατηρούνται σε εδάφη ελώδη και υγρά, σε τοποθεσίες με θερμό, ξηρό κλίμα και αμμώδες έδαφος αλλά και στους πάγους. Στη διατήρηση των μαλλιών σημαντικό ρόλο παίζει ο τύπος του εδάφους: καλύτερα είναι τα όξινα και υγρά εδάφη, με ελλιπή ποσότητα οξυγόνου, άρα ακατάλληλα για την ανάπτυξη διαβρωτικών μικροοργανισμών. Ωραίο παράδειγμα συμβολής του ταφικού εθίμου στη διατήρηση των μαλλιών αποτελούν οι ταφές των αρχαίων Ινδιάνων του Pecos Pueblo που, καλύπτοντας το κεφάλι του νεκρού με κάποιο κεραμικό, συνέβαλαν στη συντήρηση τμημάτων του τριχωτού.

Το θέατρο-στάδιο στη Θεσσαλονίκη Γιώργος Βελένης, Πολυξένη Αδάμ-Βελένη

Τμήμα των δυτικών τειχών της Θεσσαλονίκης όπου εντοιχίστηκαν τα μαρμάρινα έδρανα του θεάτρου. Από την ανασκαφή δυο γειτονικών οικοπέδων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης αποκαλύφθηκαν τμήματα καμπύλων τοίχων, μικρό μόνο μέρος ενός τεράστιου κτηρίου κατάλληλου να στεγάσει ρωμαϊκά θεάματα αλλά και αγωνίσματα της κλασικής αρχαιότητας. Πρόκειται για «το καλούμενον στάδιον», όπως ονομάζουν οι βυζαντινές πηγές το θέατρο της Θεσσαλονίκης. Η ανεύρεση αυτού του θεάτρου-σταδίου επαναφέρει στο προσκήνιο θέματα θρησκείας και ιστορικής τοπογραφίας. Στην ενεπίγραφη ιστορική τοιχογραφία της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, έφιππος αυτοκράτορας απεικονίζεται μπροστά σε καλλιμάρμαρο στάδιο κατευθυνόμενος προς μια βασιλική στα δυτικά του. Αν το στάδιο συσχετιστεί με το κτήριο θεαμάτων και η εκκλησία με την πεντάκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που βρίσκεται στα θεμέλια γύρω από το χώρο της Αγίας Σοφίας, η λιτή επιγραφή «η αγία εκκλησία η εν τω σταδίω» δέχεται νέα ερμηνεία. Γνωρίζουμε ότι την παραμονή της γιορτής του Αγίου μια τελετή υπενθύμιζε την αρχή και την τελείωση του μαρτυρίου του. Πομπή με τη συμμετοχή σύμπαντος του κλήρου και του λαού ξεκινούσε από μια μικρή σχετικά εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία της Καταφυγής, τόπο θανάτου του Αγίου, και κατέληγε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, τόπο της ταφής του. Η ιερότητα του χώρου γύρω από την Αγία Σοφία, η σχέση του με το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου και η λειτουργία ασύλου στην περιοχή συνηγορούν υπέρ της τοποθέτησης του ναού της Καταφυγής στο εναπομείναν ανατολικό τμήμα της πεντάκλιτης βασιλικής που βρίσκεται στα θεμέλια της Αγίας Σοφίας.

Πολιτικές διώξεις αρχαιολόγων: η περίπτωση του Ανδρέα Μουστοξύδη (1785-1860) Θανάσης Χρήστου

Ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Ο Κωνσταντίνος Δημ. Σχινάς, Υπουργός «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως», υπογράφει τον Ιούλιο του 1834 την «Δηλοποίησιν», μια γνωστοποίηση για την απώλεια αρχαιοτήτων από το Εθνικό Μουσείο κατά το διάστημα που έφορος και διευθυντής ήταν ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Με την κίνηση αυτή ολοκληρώνεται η πολιτική δίωξη του Κερκυραίου λόγιου που είχε δρομολογηθεί ήδη από το Μάρτιο του 1832. Ο Μουστοξύδης, ύστερα από πρόσκληση του Κυβερνήτη, φθάνει στην Αίγινα τον Οκτώβριο του 1929. Οργανώνει την εθνική παιδεία και συνδέει το όνομά του με την ίδρυση της Βιβλιοθήκης και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η ευρυμάθεια και το πολυσχιδές των ενδιαφερόντων του συμπεριλάμβαναν και την αρχαιολογία. Η άκομψη αποπομπή από το αξίωμά του το Μάρτιο του 1832 έχει την «πρωτιά» της πολιτικής δίωξης λόγιου άνδρα στο νεοελληνικό κράτος εξαιτίας του πολιτικού του φρονήματος και των διασυνδέσεών του με έναν πολιτικό ηγέτη και το κόμμα του. Οι φήμες ότι ο Αυγουστίνος Καποδίστριας ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Ελλάδα δημιούργησαν στους Αιγινήτες έντονες υποψίες ότι και ο άλλος Κερκυραίος θα αναχωρούσε συναποκομίζοντας πλήθος αρχαιοτήτων από το μουσείο. Το 1845 ο Κωλέττης θα καλέσει τον Μουστοξύδη στην Ελλάδα: «και ως διευθυντής των αρχαιοτήτων και ως καθηγητής λατινικής και ιταλικής φιλολογίας και ως πολλά άλλα επιτηδευόμενος δύνασαι τα μέγιστα να ωφελήσης την κοινήν Πατρίδα». Ίσως τα λόγια του Κωλέττη να δείχνουν μεταμέλεια και διάθεση πολιτικής συγγνώμης, ο Μαυροκορδάτος πάντως δεν ενέδωσε.

Τα «Αρχαιολογικά» εικονογραφήματα (κόμικς) και η διδασκαλία της Ιστορίας Μπίλη Βέμη

Κτήρια της αρχαίας Ολυμπίας σε κόμικ με τον Αστερίξ. Αρκετά «κόμικς» τοποθετούν τη δράση των ηρώων τους στην αρχαιότητα, όπως ο Αστερίξ, ή παρουσιάζουν εικόνες παλαιότερων ή και διαφορετικών πολιτισμών, με τους οποίους ένας Τεν-τεν έρχεται σε επαφή χάρη στα περιπετειώδη ταξίδια του. Από τέτοια εικονογραφήματα, τα παιδιά διαμορφώνουν αντιλήψεις και αντλούν γνώσεις που πρέπει όμως να ελέγχονται για την αξιοπιστία τους. Στον Τεν-τεν η ακρίβεια της αναπαράστασης των διαφόρων πολιτισμών είναι μοναδική. Ο Hergé, προκειμένου το σχέδιό του να είναι πιστό, περνούσε αμέτρητες ώρες σκιτσάροντας, μέσα σε μουσεία ή από βιβλία, ανθρώπους και αντικείμενα. Ωστόσο, άλλα κόμικς περιέχουν ανακρίβειες και αναχρονισμούς. Στον «Αστερίσκιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες», οι δρομείς στο στάδιο της Ολυμπίας δεν εμφανίζονται γυμνοί αλλά ντυμένοι ενώ το χωμάτινο ανάχωμα, που πάνω του κάθονταν οι θεατές, έχει αντικατασταθεί από περιποιημένες κερκίδες. Όσο για τα κόμικς που εμπνέονται από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, εκεί οι αναχρονισμοί αφθονούν. Αντί να ελέγχει, πράγμα δύσκολο, την εγκυρότητα των κόμικς, ο δάσκαλος καλείται να δανειστεί για τη διδασκαλία του εκείνα τα χαρακτηριστικά τους που τα καθιστούν ελκυστικά στα παιδιά. Το ένα είναι το χιούμορ. Το άλλο είναι η ζωντανή απόδοση των απλών ανθρώπων και της καθημερινής τους ζωής που απουσιάζουν από τα εγχειρίδια της Ιστορίας. Στην Ελλάδα δυο επιτυχημένες εκπαιδευτικές εφαρμογές είναι η εικονογράφηση του βιβλίου της βυζαντινής ιστορίας για την Ε’ τάξη του Δημοτικού και το πρόγραμμα του Βυζαντινού Μουσείου με τον αγιογράφο Μαρκιανό.

Η Αρχαιολογική Yπηρεσία στη δεκαετία του ´90. Χρονίζοντα προβλήματα στο κατώφλι μιας νέας εποχής Πάντος Πάντος

Το Καποδιστριακό Ορφανοτροφείο της Αίγινας που στέγασε το πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελλάδας. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ιδρύθηκε το 1833. «Φαεινή κρηπίδα» της Υπηρεσίας χαρακτήρισε ο Χρήστος Καρούζος τον δεύτερο αρχαιολογικό νόμο που η Ελλάδα απόκτησε το 1899. Ωστόσο, η φαεινή κρηπίς υπέστη τόσες αλλαγές, ώστε η κωδικοποίησή της το 1932 να εμπεριέχει πλήθος αντιφάσεων. Ο νόμος του 1932 δημιούργησε ένα θεσμό ημιδημόσιου χαρακτήρα, τους ιδιώτες συλλέκτες, που στην πράξη λειτούργησε, και λειτουργεί, ως παρααρχαιολογική ιδιωτική «υπηρεσία». Οι διατάξεις περί προστασίας των αρχαιοτήτων που περιλαμβάνονται στον ίδιο νόμο απέτρεψαν καταστροφές ή βλάβες από πλευράς πολιτών. Η πολιτική εξουσία όμως (1968, 1975) αγνόησε τις απαγορεύσεις προκειμένου να εξυπηρετήσει μεγαλοεπενδυτές και το είδος της ανάπτυξης που ακολουθεί η Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια. Με νόμο του 1977, παύει να απαιτείται η «σύμφωνη» γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου αποφασίζει ακόμη και κατ’ αντίθεσή του. Το βασικό κύτταρο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας υπήρξε πάντα η Εφορεία Αρχαιοτήτων. Ένα από τα πρώτα προβλήματα που τέθηκαν αφορούσε το άριστο μέγεθος μιας Εφορείας αλλά και την εσωτερική της οργάνωση, συνυφασμένη με την επαρκή στελέχωση με το κατάλληλο προσωπικό. Μια από τις πιο σημαντικές ρυθμίσεις ενός νέου Οργανισμού του ΥΠ.ΠΟ. θα είναι η άριστη ανακατανομή του προσωπικού μεταξύ των μονάδων του. Άλλα προβλήματα αφορούν την αναμόρφωση των αρμοδιοτήτων και του έργου της κεντρικής υπηρεσίας καθώς και τη δημιουργία ενιαίου φορέα για την προστασία των αρχαιοτήτων και μνημείων της χώρας. Τέλος προβάλλει και ένα ερώτημα: πόσο ποσοστό του προϋπολογισμού ανήκει στην προστασία του μνημειακού πλούτου μιας χώρας όπως η Ελλάδα;

Μουσείο: Μουσείο της Μυτιλήνης Αγλαΐα Αρχοντίδου

Το Παλαιό Κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης. Στο εκλεκτικιστικό αρχοντικό της οικογένειας Βουρνάζου στεγάζονται τα αντικείμενα του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, που προέρχονται από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Λέσβο (νεολιθικά ως ελληνιστικά χρόνια), της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην προϊστορική Θερμή και τη μυκηναϊκή Αντίσσα και του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στη Μυτιλήνη. Η νέα έκθεση, που εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1991, ακολουθεί χρονολογική σειρά και έχει παιδευτικό χαρακτήρα. Από τα εκθέματα ξεχωρίζουν οι ιεροί νόμοι, τα ψηφίσματα και οι συμφωνίες ανάμεσα στην πόλη της Μυτιλήνης και της Φώκαιας, της Μυτιλήνης και της Ρώμης, ανάγλυφα με παράσταση νεκροδείπνων και του Θράκα Ιππέα, τα ψηφιδωτά της οικίας Μενάνδρου (4ος αιώνας μ.Χ.)

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Το μέγα δίδαγμα του Ηνίοχου Περικλής Παντελεάκης

Αν και αθέατα, τα πόδια του Ηνίοχου αποδίδονται ρεαλιστικά. Ο συγγραφέας εξαίρει τη διδακτική αξία του Ηνιόχου. Για χρόνια τον προσπερνούσε σχεδόν αδιάφορα, λέει, μαγεμένος από τους Δίδυμους του Άργους. Ώσπου κάποια φορά πρόσεξε πόσο ρεαλιστικά αποδίδονται τα πόδια του. Ωστόσο, το σύμπλεγμα, στο οποίο ο Ηνίοχος ανήκε, ήταν τοποθετημένο σε ψηλό βάθρο, τα λεπτοδουλεμένα πόδια του δεν ήταν ορατά. Ο Ηνίοχος αναδεικνύεται σε χειροπιαστό δείκτη της τελειότητας του κλασικισμού. Το δίδαγμα είναι ότι, στην κλασική περίοδο, έβλεπαν το γλυπτό ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να το διαιρούν σε μέρη, επειδή έβλεπαν τον κόσμο ενιαίο. Οι απόπειρες αντιγραφής του κλασικισμού απέτυχαν γιατί έμειναν στη μορφή και όχι στην εσωτερική ουσία.

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, βιβλία, αλληλογραφία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Μπουζούκια, η εξέλικη του αρχαιοελληνικού τρίχορδου. Συλλογή Μουσικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Λόγω της ανακαίνισης του νεοκλασικού κτηρίου του Μουσείου Μπενάκη οι εκθεσιακοί του χώροι θα παραμείνουν κλειστοί ως το τέλος του 1994 – Σωματείο με την επωνυμία «Οι Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου» ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1991– Τον Ιούνιο του 1990 ιδρύθηκε στην Αθήνα επιστημονικό σωματείο με την επωνυμία «Εταιρεία Κοινωνικών Ανθρωπολόγων» - Βάρος 150 τόννων υπολογίζεται πως είχε το πλοίο του ναυαγίου της Αλοννήσου (4ος αι. π.Χ.)

Συνέδρια

Η ΣΤ΄ Επιστημονική Συνάντηση για «Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη», αφιερωμένη στη μνήμη του Μ. Ανδρόνικου, πραγματοποιήθηκε από τις 10 ως τις 13 Φεβρουαρίου 1993 – Το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ και το «Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη» συνδιοργανώνουν τριήμερη επιστημονική συνάντηση στη Νάουσα (17-19 Σεπτεμβρίου 1993) με θέμα «Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης» - Τριήμερο εργασίας για την Ελιά και το Λάδι οργανώνει το Πολιτιστικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ με χορηγία της εταιρείας ΕΛΑΪΣ στην Καλαμάτα (7-9 Μαΐου 1993)

Εκδόσεις

Γιάννης Σακελλαράκης, Ο μυκηναϊκός εικονογραφικός ρυθμός στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Καπόν, Αθήνα 1992 – Βασ. Ι. Λαζανάς, Τα αρχαία ελληνικά αναθηματικά και προτρεπτικά επιγράμματα, Παπαδήμας, Αθήνα 1992 – Nikolaos Yalouris, Die Skulpturen des Asklepiostempels in Epidauros, Hirmer Verlag, Műnchen 1992 – R. Martin, H. Metzger, Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992 – Nicole Blanc, Anne Nercessian, La cuisineromaine antique, Glénat, Grenoble 1992

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας και στο Ραδιοαναλυτικό Εργαστήριο του Κέντρου «Δημόκριτος», στο Γεωλογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα Τμήματα Φυσικής και Χημείας του Α.Π.Θ. καλούνται να απευθυνθούν όσοι επιθυμούν να εκπονήσουν διδακτορική διατριβή στην Αρχαιομετρία – Αναγνωρίζεται η ελληνική έρευνα για τα αρχαία μέταλλα στο τεύχος 15/4 (Οκτ.-Δεκ. 1992) της Society of Archaeological Science Bulletin (S.A.S.), Lancaster, ΗΠΑ)

Συνέδρια

3-7 Μαΐου 1993: European Geophysical Society XVIII General Assembly, Wiesbaden, Γερμανία – 14-16 Ιουνίου 1993: Lithic Analysis Conference. Tulsa, Oklahoma. Θέμα: «The Articulation of Archaeological Theory and Lithic Analysis» - 19-24 Σεπτεμβρίου 1993: 6th Nordic Conference on the Application of Scientific Methods in Archaeology. Egsberg, Δανία

Δημοσιεύσεις

Ε. Φώτου, «Ανάλυση εργαστηριακών υπολειμμάτων από την περιοχή Αγριλέζα της Λαυρεωτικής, 4ος αιώνας π.Χ.», Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Αρχαιομετρίας της Ε.Α.Ε., Αθήνα 1992, σελ. 55-66 – Ε. Κακαβογιάννης, «Μια νέα άποψη για τη λειτουργία των πλυντηρίων μεταλλεύματος της Λαυρεωτικής κατά τους κλασικούς χρόνους», Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Αρχαιομετρίας της Ε.Α.Ε., Αθήνα 1992, σελ. 79-93

English summaries: The Greek Archaeological Service in the 90s Pantos Pantos

The beginning of the last decade of our century found the Greek Archaeological Service to be controlled by a legislation dating from1899-1932 and incompletely codified sixty years ago. Therefore it is not only full of contradictions, menacing penalties and provisions unsuitable to the present constitution and the international contracts signed by Greece; but it has also become partially powerless due to later additions and exceptions- The handicaps imposed by this legislation, and the absence of inter-European borders from 1.1.1993 will find the Greek Archaeological Service watching rather passively its movable archaeological heritage being «smuggled» and transported easily and illegally to a united Europe. Furthermore, on the basis of the EC relevant directive all reserved rights on the historic and artistic treasures that "emigrated" are abolished after thirty or seventy-five years. Regarding the organization of the Ephorate of Antiquities, the vital cell of the Archaeological Service, a series of essential steps have urgently to be taken: The reinforcement of the existing Ephorates of Prehistoric and Classical Antiquities and the increase of Ephorates of Byzantine Antiquities and those of Modern Monuments; the rational distribution of work through specialized departments, internal restructuring, redistribution of personnel, modernization and efficient staffing of the museums so that they will function no more as mere warehouses of beautiful objects of obscure ancestry. Also necessary is the significant increase of staff for the efficient guarding of antiquities, systematic excavations, documentation of archaeological finds, organization of temporary exhibitions, promotion of archaeological sites, restoration of monuments. Cases, that are being presently evaluated by the Central Archaeological Council, should be examined by local councils instituted for just such a purpose and a flexible service for the effective protection of monuments must be also included in the forementioned scheme. Finally, the full financial support of the State for the preservation of the archaeological treasures of a country like Greece is the indispensable, essential factor for the successful application of all realistic proposals.

The Italian Archaeological Institute of Athens Alberto Benvenuti

Established in the late nineteenth century, the Italian Archaeological Institute of Athens is under the Italian Ministry of Culture. Alone or in collaboration with universities it undertakes excavational projects in Greece, always under the supervision of the local archaeological Ephor; it can also set up exhibitions with other relevant organizations. It employs staff after a screening and its proper function depends on human potential. Possible cooperations with other European Archaeological Services are subject to the legislation and the directives of the European Common Market.

Archaeology in the Netherlands Jean Paul Crielaard

Archaeological work in the Netherlands is carried out and coordinated mainly by the Rijksdienst voor het Oudheidkundig Bodemonderzoek (ROB = Civil Archaeological Service). Permission for archaeological excavations, apart from the ROB, is permanently granted to four of the Netherlands universities, one museum, and eleven municipalities that employ an archaeologist who is a specialist in his field. The Archaeological Civil Service was established in 1947 and is divided into three major sectors.The Department of Research, staffed with ten provincial archaeologists, the Department of Restoration/Conservation of Monuments, and the Department of Reconstruction of Monuments. A few years ago ,the RAAP Institute, a specialist in non-destructive methods of research, had undertaken archaeological projects on a contract basis. One of the future projects of ROB, concerning the coordination of research in the field of "urban archaeology", is going to be carried out on the historic cities of the Netherlands.

Archaeology in France Roland Étienne

Archaeological work in France is subjected to the so-called Carcopino Law of 1941. The Ministry of Education and Culture has a Sub-Direction of Archaeology that depends on the Direction of National Heritage. In each province the Ministry is represented by a General Director of cultural affairs, to whom the regional curator of antiquities is subordinate. The regional Archaeological Service has the responsibility for the observance of legislation regarding excavations and archaeological discoveries, the use of the land and the subsoil, the protection of archaeological remnants, the use of metal detectors. The regional curator prepares the scheduling of excavations and has the responsibility for the total archaeological documentation. The Supreme Council of archaeological research grants the permission for scheduled or rescue excavations. The Ministry of Education and Culture is not the only civil service dealing with archaeology. Three more ministries directly finance archaeological activities, while five major Institutes operating abroad (one of which is the French Archaeological School of Athens), which are partially or totally involved in archeological work, depend on the Ministry o( Education and Culture. Finally, the CNRS (Ministry of Research and Space) finances groups of scientists who are active in archaeology. For an archaeologist, the only way to obtain a proper scientific knowledge is by going to university, while the excavational projects can supply him with practical experience. Archaeologists in France are employed after a screening. The work of rescue excavations is carried out by 1500 archaeologists on contract who are paid by various state budgets. The necessary credits are managed by a non-profit organization, the AFAN (Union of National Archaeological Excavations), established in 1974. While universities play an important role in theoretical archaeological education, they have a rather poor contribution to its practical application. Archaeology in France is going through a phase of "development crisis" that affects personnel (education and employment), the administrative organizations (Ministry and Supreme Archaeological Council relations), and the archaeological policy of the country (partial privatization of archaeological activities).

The German Archaeological Institute of Athens Klaus Fittschen

Established in 1874, it is subordinate to the German Ministry of the Exterior and is financed by the annual state budget of that country,by German institutions and by individuals. It has carried out excavations all over Greece, usually with the cooperation of Greek archaeologists. The most important of them, going on for many years with some intervals, are in ancient Olympia (since 1875), Tiryns (since 1884), the island of Samos (since 1910) and Kerameikos in Athens (since 1913). A series of publications and rich photographic material is available for each excavation, while a library comprising 65.000 volumes supports the scientific research. The Institute is housed in a neoclassic building designed by Ziller with the contribution of Dörpfefd, whose time marked a culminating point of the institution. Unfortunately, during the years of German occupation the results of the Institute's work were twice destroyed.

The British School of Athens Elizabeth French

The organization of archaeological affairs is slightly different in England, Wales, Scotland and Northern Irland. The Committee of Historic Monuments in England is a consultant of the government on archaeological subjects. Some other organizations function more or less in the same way. The British Academy finances the British Archaeological Schools abroad and offers research scholarships; some companies of Ihe private sector also offer such scholarships, while the local authorities maintain their own archaeological services. The companies of land-improvement finance the archeological works required prior to their own operations, while the powerful amateurish element is represented by the Council of British Archaeology. The English Heritage was established in April 1984. Its objective is to create the circumstances for the long term preservation, greater understanding and enjoyment of the Historic Environment for the sake of the present and future generations; to achieve its goal it combines experts' advice, cultural education, representational examples, sound arguments, effective interference and financial support. The English Heritage is basically ruled by the Archaeological Monuments and Districts Law of 1979 and is directed by Commissioners and a President who is appointed by the Secretary of the National Heritage. Its cooperation with other European Organizations is achieved through the Council of Europe. The British School of Athens, which celebrated its centennial in 1986, is supported financially mainly by allowances coming from the British Academy, although the money for research, studies and excavations usually comes from donations and contributions. It organizes archaeological missions and excavations and offers a series of courses of various levels, lectures and seminars annually. The British School owns a building complex in Athens where among others the following services are housed; George Finley's library, another library of 60,000 volumes, an archive of maps and photographs, and the Fitch Archaeometry Laboratory (ceramics). It has also maintained in Knossos, Crete a small library and a Stratigraphical Museum. The British School of Athens publishes various important periodicals.

The Archaeological Service in Denmark Peter Pentz

The Archaeological Service of Denmark depends heavily on the large number of local museums, staffed with an educated personnel. The approximately 150 museums of the country are controlled by the Museums Law, which sets the objectives of these institutions and the regulations of all activities regarding antiquities and archaeology. The person responsible for applying this legislation is the State Ephor of Antiquities, the President of the National Museum and of the Archaeological Committee. The local cultural/historic museums, that are state supported , have the main responsibility for archaeological activities. These museums, created thanks to citizens' initiative, are scattered throughout the country and have the right to undertake archaeological projects in their vicinity after the approval of the Archaeological Committee. The basic prerequisites that a museum must have in order to be granted with such an approval is to count among its staff at least one archaeologist, to have a sufficient budget as well as the architectural facilities for the realization of the project. The major part of the archaeological work is represented by the so-called emergency excavations, carried out before or right after the erection of buildings or other construction works. The State Ephor of Antiquities or usually an interested local museum authorized by him has the legal right to be present, through its representative, wherever soil works are executed and to send a report for any finds discovered during these works to the Ephor. The local museums participate in the financing of archaeological projects , unless the work is executed by a public authority. The Museums Law has been created on the principle of the decentralization of museums. The relation between the Archaeological Institute and the Archaeological Service of Denmark is the following: the Institute must obtain the approval of the Ministry of Culture for its projects, and depending on its scheduled works, it cooperates with the local Ephorates of Antiquities. Administratively it belongs to the Ministry of Education and is financed mainly by the private sector. Thus the Insitute's research and the realization of its projects do not depend on the state budget.

The theater-stadium in Thessaloniki George Velenis, Polyxeni Adam-Veleni

The theater-stadium in Thessaioniki is a significant, unexpected find. Besides its religious significance — it is related to the martyrdom of St. Demetrius, patron saint of the city— and the historic topography that have been approached, new questions have been raised regarding the city-planning axis and the identification of other disputable buildings of Thessaioniki . Besides its importance as a unique building in Northern Greece and a place where ancient Greeks congregated during the Roman period, the discovery of the theater-stadium is a break through where the established historic topography of the city is concerned and redefines the factors for identifying more buildings which either have already been excavated in Thessaioniki or will be in the future.

The contribution of comics to the teaching of history Billy Vemi

Comics are included as a source of knowledge and information on the history of mankind along with movies and certain television series, in the visual mass media that are addressed to children. A great number of comics are published, in Greece as well as abroad, where the majority comes from, where the various periods of antiquity are used as a background for their heroes' deeds and activities. Although these comics undoubtedly offer to children a knowledge of history, their character, reliability and quality is worth looking into.

The Benaki Museum Aimilia Geroulanou

It was established in 1930 by Antonis Benakis and it mainly comprises Greek collections of the Postbyzantine period The top priority for the Benaki Museum is the recreation of the historic-cultural continuity of Hellenism in the full evolution of space and time. The rich library, the historic and photographic archives, the restoration laboratories for icons and ceramics as well as the Museum's collections are available to scholars, while educational programs are organized for pupils and students. A new wing is going to be added soon to the existing building for the better promotion of the Museum's numerous exhibits and thus the historic-cultural continuity of Hellenism will be thoroughly shown and taught. A number of other collections and the activities related to them will become autonomous in a series of new annexes. The latest aquisition of the Benaki Museum is the oeuvre of the great contemporary Greek painter Nicos Hatzikyriakos-Ghika, known simply as Ghikas, who donated his collection of works to the Museum together with the estate on 3 Kriezotou Str. in downtown Athens, where his home and studio are housed and where an art gallery with his paintings has already opened.

Career problems of Archaeology graduates Eleana Gialouri

Although the Greek State depends considerably on its ancient heritage, both for tourism and national reasons, there are few places available to Archaeology graduates. The limited number of archaeologists who get the opportunity to participate in research programs —mostly through nepotism, regardless of objective evaluation— gain nothing more than a temporary occupation and a meagre salary. If there is a vacancy in the 300 permanent positions of the Archaeological Service —the main administrative, research and restoration/conservation entity of the country,both university degrees and postgraduate studies, for which the state offers scholarships, are downgraded and the candidates, as common civil servants, have to pass examinations on a very wide spectrum of subjects (numismatics, inscriptions, etc.). Depending on their field of interest, Prehistoric and Classic or Byzantine archaeology, these candidates have to possess a vast knowledge of information ranging from the Prehistoric Age to the Late Roman period or from the fourth century AD up to and including the eighteenth century. It would be much fairer if they could be evaluated on the basis of university calendars, curriculum vitae, letters of recomendation and an oral interview. An ideal solution would be the employment of needed specialities not by each Ephorate but by province; or alternatively the establishment of local Institutes staffed with specialized archaeologists. All the forementioned proposals point at the necessity for a generous budget that will permit the increase of work positions. Responsible information, open excavations and archaeological exhibitions should at the same time acquaint the public with the painstaking work and cultural contribution of archaeologists.

Direction of Byzantine and post-Byzantine monuments Nikos Zias

This service, that had the Ephor of Antiquities M. Michailidis as its first Director, was created in 1977 by the newly established Ministry of Culture to which it administratively belongs. At the same time the Direction of Reconstruction of Byzantine and post-Byzantine Monuments (DRBP) was created, while the restoration of portable icons, wall-paintings, mosaics, manuscripts and historic documents was undertaken by the Direction of the Restoration οf Antiquities. The objective of the DRBF is the study, protection, preservation and publication of the Byzantine and Postbyzantine monuments of the country: churches, monasteries, fortresses, castles, mansions and settlements that date before 1830, as well as portable works of art, artistic heirlooms and objects of historic significance in general. It also takes the necessary steps -in collaboration with the Church- so that the architectural physiognomy of the Christian monuments under reconstruction to be preserved in the best possible way since their rescue and study is of national importance.

Classic Archaeology at the University of Crete Thanassis Kalpaxis

In order to meet the current scientific demands in the contents of Classic Archaeology, the University of Crete, like every other university, must acquire its own distinctive physiognomy through cultivating various scientific sectors within the framework of so-called Greek Archaeology; the latter in spite of its importance represents only a small part of this science. Professional training must also be distinguished by scientific efficiency. The support of new scientists who expect to make a serious career in archaeology is more than a necessity as well as their specialization that will allow the distribution of work and means. Finally, archaeologists must be kept informed on the current scientific issues of their field.

In order to meet the current scientific demands in the contents of Classic Archaeology, the University of Crete, like every other university, must acquire its own distinctive physiognomy through cultivating various scientific sectors within the framework of so-called Greek Archaeology; the latter in spite of its importance represents only a small part of this science. Professional training must also be distinguished by scientific efficiency. The support of new scientists who expect to make a serious career in archaeology is more than a necessity as well as their specialization that will allow the distribution of work and means. Finally, archaeologists must be kept informed on the current scientific issues of their field.

The Archaeological heritage. Modern trends in legal protection Ioannis Karakostas

The legal protection through law-suits is an absolute necessity of the individual possessing an archaeological object for the cessation of disturbance and the regaining of its possession, on the one hand; and through claims for profiting from the illegal use of an archaeological object that belongs to somebody else, on the other, contributes to the more effective protection of cultural goods. The individual-possessor has the motive, that is both the aesthetic pleasure and profit, but he also has control over the object.These are legal properties that promote him to the position of «guardian» both of his interestt and the state's and that of all who care about the protection of our cultural heritage. An additional positive outcome arising from the possibility of claiming a profit is that the state, the primary possessor of all cultural goods, is thus given the opportunity to obtain for itself a significant source of income.

Petrified human hair. Information and problems Lilian Karali-Giannakopoulou

Human hair is a "new" valuable material for study and research by the archaeologist. It is discovered mainly in excavations of burials. It provides us with information about the race, sex, age, and health of people, as well as about the habits and the social and cultural context of the period under investigation. Because of its fragility ,this material is rarely found. Its preservation is difficult and depends on the environmental conditions at the time of the burial and the degree of their stability over the years. Finally, there is always a danger of breaking the hair when collecting it from the soil. Today human hair, discovered in archaeological sites, adds a new topic of interest to the study of the palaeoenvironment and to anthropology.

The Archaeological Service and the University of Thessaloniki Kostas Kotsakis

In the University of Thessaloniki, like in all universities of the country,the field of archaeology is divided into three major sectors, i.e. Prehistoric, Classic and Byzantine archaeology. This division is related to the course of evolution of the science of archaeology in Greece, although its value is now questionable, given the important relevant theoretical issues that are discussed internationally. The main obstacle in dividing the field of archaeology into minor sectors with autonomous characteristics is the existence of inflexible borders which block the exchanging of ideas, methods and techniques. A situation of the past cannot be entirely or correctly perceived if it lacks a sound theoretical basis that unifies the existing evidence and gives it the right scientific proportions. Museology, Archaeometry, technical analysis of ceramics, excavation techniques, the use οf computers as well as Statistics form a part of the curriculum of the Department of Archaeology of the Thessaloniki University and match the three basic theoretical divisions of archaeology mentioned above. However, even this advanced approach does not solve the problem of the lack of unity between theory and practice. The Greek Archaeological Service, essentially an administrative institution is unable to function as a scientific pioneer, therefore the University of Thessaloniki has to speed up its pace by introducing new courses and readjusting the existing ones. If this does not happen, the relation between the Archaeological Service and the University of Thessaloniki will become a vicious cycle in which these two parts will keep on functioning indifferently in a sort of self-complacent vacuum: an ill-omened prospect for the future of both, in a country which is changing rapidly.

Studies in Archaeology at Athens University Vassilis Lambrinoudakis

University studies in Greece are not related to the perspective of a professional career in a specific service. The majority of graduates of the Department of History and Archaeology can choose either to be employed as high school teachers, a few enter the Archaeological Service, and even fewer do research or have an academic career. For the future employees of the Archaeological Service a degree in History and Archaeology of archaeological orientation- is required by Law. The effectiveness of the curriculum of studies in Archaeology at the Athens University is hampered by three main factors: a. The excessive number of students in each course, b. The choice made by students of semester courses at the beginning of studies, which is usually superficial since the student lacks the necessary background and relevant information, c. The complex issue of the one "Greek" entry in the necessary bibliography. The combination of the forementioned negative factors decisively affects the graduates degree. Since 1988 Athens University offers postgraduate studies in Archaeology that create the possibility of overcoming the existing weaknesses of the undergraduate programme.

“Democritos”, the archaeometry laboratory Yannis Maniatis

It was officially established in 1987 as the final realization of an earlier project dating from 1965. It has gained international recognition due to its long, original and pioneering activity. Its objective is the examination of archaeological objects, monuments and materials through physics and chemical methods (C-14, X-rays: microanalysis) and the consequent generation of special information thai contributes to the fuller understanding of our cultural history. Such information includes dating, technological studies, the derivation of raw materials, the location and recording of ancient quarries and mines, the identification of pigments, paper and all sorts of archaeological inorganic material, as well as authenticity tests on ceramics. The laboratory is staffed with ten scientists and many of its projects are completed through a national and international network of clolaborations. It has recently been assigned by NATO with a pilot project, titled "Technologies for Civilization". The archaeometry lab "Democritos" also organizes seminars and twice a year brings out the periodical "Delta".

The Direction of the Restoration of Antiquities Nikos Minos

The Direction of the Restoration of Antiquities, which also covers the needs of the cultural sector, administratively belongs to the Ministry of Culture. Since its establishment in 1978, its main objective is the coordination and supervision of restoration work all over the country, and has compiled volumes on restoration and conservation, perhaps unique in Greece. The Direction is divided into the Department of Restoration proper and the Department of Research, although the latter still remains inactive due to lack of specialized personnel and properly equipped laboratories. The research needs are usually covered by the Center of Stone, the chemical laboratory of the National Archaeological Museum, the Center of Nuclear Research "Democritos", the Institute of Geological Studies of Greece, etc. Needless to say that the Department of Restoration has to be further staffed with scientists of all relevant specialities in order to create the prerequisites for the essential change of approach to the restoration of antiquities in Greece . The actual advancement of the Department of Restoration is necessary, so that restoration work might contribute effectively not only to the conservation of objects of our cultural heritage but also to the deeper understanding of the scientific problems and historical events related to the object under restoration.

The center for Research into Antiquity of the Athens Academy Maria Pipili

The purpose of the Center is "the research of History, Art and Civilization of Greek Antiquity in general and of Roman Antiquity ". Research programs refer to the study of Neolithic, Creto-Mycenean, Classic and Roman antiquity on the basis of written sources and preserved archaeological material. Most of these programs were planned and scheduled in the mid-1980s, when the then personnel was relatively sufficient. The Center supervises and coordinates international projects of the Academy in cooperation with the relevant committees of the institution. Its library comprises about 2.500 volumes of archaeological and historic interest.

The teaching of Archaeology in Greek universities Yannis Hamilakis

This article looks both at the underlying principles of the organisation and the content of the teaching of archaeology in Greek universities as well as at some of its consequences. The main conclusion is that at most Archaeology Departments there exists a strong bias towards certain periods (the classical period and the late bronze age) and certain approaches (mainly the art-history approach in the German tradition). Several important aspects of the past and the theoretical and issues on methodology receive little attention.The (University of Thessaloniki is to a large degree, an exception).Consequently, the training of future archaeologists is inadequate and, furthermore, certain ideological stereotypes are being maintained within modern Greek society.

Administration and the carrying out of museum work Vassilis Chandakas

The objective of this service is the carrying out of all work regarding museums and archaeological sites in general. The Direction is divided into the following departments; Auctions, Execution and Supervision, Inspection and Delivery. 95% of the works are auctioned and then carried out by building- contractors, while minor projects or other works that require skilled and specialized personnel are done by craftsmen or relevant employees from the Ministry of Culture. The Administration is staffed, among others, by twenty-nine persons whose knowledge and skills cover all the necessary specialities. The major problems this service has to solve are generated by the poor condiltion of the old museum buildings and the postponement of their reconstruction, owing to the lack of funds. The proposals for improving this situation include the decentralization of the central technical services that can be achieved by creating regional ones; the classification of the works on a regional (conservation, repairs) or national (constructions, extentions) level; and the creation of a specific Department of Building Restoration. Basic prerequisite of all proposals is the replacement of the present, ill-functioning programme of the Ministry of Culture by a modern one which will have been drawn up with the participation of all interested parties.

The restoration of monuments in Greece Athina Christofidou

The Greek Archaeological Service was established in the nineteenth century, soon after the Independence of the Greek State. The present managerial structure of the Restoration Service is made up of three branches, i.e. the Direction of Ancient, Byzantine and Postbyzantine, and Modern Monuments. Due to the broadening concept of architectural heritage the present qualified personnel has been proven inadequate to meet the increasing demands. The old building materials and structures, the effects of climate change, the damaging pollution and the usually destructive human activities have made it imperative to intervene in order to rescue monuments or totally reconstruct them. The relevant studies and plans, are continuously being adjusted and modified while the project is carried out.They are worked out by the Service engineers or are commissioned to the private sector. The competent Administration put forward each project to the Central Archaeological Council and depending on the monument's date, is responsible for bringing it about. Recently, the overall study and realization of reconstruction works handed over to committees that can manage the necessary finances with more flexibility. The universities participate in these committees and also in relevant reseach programmes. Each Administration has to keep its own archives, since a central computerized one does not exist. However, in spite of the difficulties that the Service faces, the reconstruction and restoration of monuments keeps on being efficient and effective. Needless to say that the rescue and consequently the revival of traditional working techniques is of the utmost importance. The proper preservation of monuments in a suitable environment has become a top priority in the European policy for the protection of monuments.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αμφορείς (I): Χρήση, σημασία, τυπολογία Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Αμφιφορεύς, αμφορεύς: αγγείο που το κρατούν από τις δυο του λαβές. Συχνά όμως ως λαβή χρησίμευε και η βάση του. Με φαρδιά κοιλιά ανάμεσα σε βάση στενή και σχετικά στενό λαιμό, ο αμφορέας παίρνει το όνομά του από τις δυο κατακόρυφες λαβές που ξεκινούν από το χείλος ή το λαιμό και καταλήγουν στους ώμους του. Αγγεία αποθήκευσης αλλά κυρίως μεταφοράς και εμπορίου με περιεκτικότητα που φτάνει τα 18-22 λίτρα, συχνά βρίσκονται κατά εκατοντάδες σε αρχαία ναυάγια. Ανάμεσα σε άλλες χρήσεις, οι αμφορείς έγιναν ταφικά αγγεία ή, κομμένοι από τη μία πλευρά, φέρετρα για βρέφη. Το όνομα «αμφορεύς» εμφανίζεται στις πινακίδες της συλλαβικής γραφής Β πριν ακόμη ο Όμηρος ονομάσει έτσι τα αγγεία με το κρασί που ο Τηλέμαχος μεταφέρει από την Ιθάκη στην Πύλο.

Τεύχος 94, Μάρτιος 2005 No. of pages: 138
Κύριο Θέμα: Η επεξεργασία του ελεφαντόδοντου στο Αιγαίο της Χαλκοκρατίας Doniert Evely

Πλακίδια με λιοντάρι που επιτίθεται σε ταύρο, από τα Σπάτα.

Προϊστορικά εγγειοβελτιωτικά έργα Jost Knauss

Κυκλώπειο τείχος παράλληλο με τα αναχώματα του μεγάλου αγωγού της Κωπαίδος.

Η πέτρα στην υπηρεσία της τέχνης και της ζωής. Λίθινα αγγεία Τάνια Δεβετζή

Πρωτοκυκλαδική ελλειπτική πυξίδα από χλωριτικό σχιστόλιθο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Εργαστήριο μεταλλουργίας αργύρου της Πρωτοελλαδικής Ι εποχής στα Λαμπρικά Κορωπίου Όλγα Κακαβογιάννη

Ακέραιο αντικείμενο από λιθάργυρο.

Ομηρικά και μυκηναϊκά πλοία Δήμητρα Καμαρινού, Καλλιόπη Μπάικα

Απόσπασμα από σκηνή ναυπήγησης. Τάφος Ti στη Σακκάρα, 5η Δυναστεία.

Η παραγωγή και η εξαγωγή κυπριακού χαλκού κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία Βασιλική Κασσιανίδου

Ομοίωμα ταλάντου με επιγραφή από την Έγκωμη.

Τεχνολογία του μετάλλου και εμπόριο στην Εποχή του Χαλκού Άννα Μιχαηλίδου

Χρυσό κύπελλο από λεπτό έλασμα με έκτυπη διακόσμηση δελφινιών. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Τα εργαλεία από λαξεμένο λίθο κατά την Εποχή του Χαλκού: το τέλος μιας τεχνολογικής παράδοσης Αντίκλεια Μουνδρέα-Αγραφιώτη

Σειρά πρισματικών λεπίδων από οψιανό της Μήλου. Ακρωτήρι Θήρας.

Η δυναμική της μήτρας στην τυποποίηση και μαζικοποίηση Χρήστος Μπουλώτης

Χρυσές ψήφοι κατασκευασμένες σε μήτρα, 13ος αι. π.Χ. Από το Νέο Καδμείο της Θήβας.

Τεχνολογία, τέχνη, τεχνική Κλαίρη Παλυβού

Κύμβη από ορεία κρύσταλλο, με λαβή σε σχήμα λαιμού και κεφαλής πάπιας. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Οικοδομική τεχνολογία των προϊστορικών χρόνων Κλαίρη Παλυβού

Ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες.

Τεχνολογίες αιχμής στο προϊστορικό Αιγαίο την Εποχή του Χαλκού: Υαλώδεις ύλες Μαρίνα Παναγιωτάκη

Ανάγλυφο πλακίδιο από φαγεντιανή. Ιερά Θησαυροφυλάκια του Ανακτόρου της Κνωσού, 17ος-15ος αι. π.Χ.

Η τεχνολογία στην αρχαία ελληνική θρησκεία Θ.Π. Τάσιος

Η γέννηση της Αθηνάς. Αττικό μελανόμορφο τριποδικό εξάλειπτρο, 570-565 π.Χ. Λούβρο.

Η υφαντική τέχνη την Εποχή του Χαλκού Ίρις Tζαχίλη

Λεπτομέρεια από την ύφανση του ενδύματος της Ιέρειας από τη Δυτική Οικία. Ακρωτήρι Θήρας.

Άλλα θέματα: Επεξεργασία δεδομένων αρχαίων ελληνικών ταφών Νίκος Α. Πουλιανός

Ποσοστιαία κατανομή των διαφόρων τύπων τάφων ανά εποχή.

Η ανάπτυξη της ελλαδικής τεχνοτροπίας στη μικρογλυπτική της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου Κωνσταντίνος Γαλανάκης

Ελλειψοειδής σφενδόνη χρυσού δαχτυλιδιού με λατρευτική παράσταση. Μυκήνες, Θησαυρός Δροσινού.

Η καθημερινή ζωή στη νεολιθική Μάκρη και την αρχαία Μεσημβρία Μαρία Γκιρτζή

Ασημένια πλακίδια 4ου αι. π.Χ. από το ιερό της Δήμητρας στη Μεσημβρία-Ζώνη.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας Μαρία Νικολαΐδου-Πατέρα

Πήλινη γυναικεία προτομή, πιθανότατα θεότητας του Κάτω Κόσμου από το κλασικό νεκροταφείο της Αμφίπολης.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Παρουσίαση της συλλεκτικής έκδοσης Τα γλυπτά του Παρθενώνα, Α. Χωρέμη-Σπετσιέρη, Αθήνα, 2004 Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Το εξώφυλλο του βιβλίου.

Νεκρολογία: Ζουζού Νικολούδη (1914-2005) Ρένα Λουτζάκη

Η Ζουζού Νικολούδη (1914-2005).

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Εξαιρετικής τέχνης κεφαλή κούρου της αρχαϊκής εποχής που αποκαλύφθηκε στη νησίδα Δεσποτικό.

Πληροφορική: Ο Πολιτισμός στην Κοινωνία της Πληροφορίας Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το λογότυπο της στήλης

English summaries: Technology, art (techne), technique Clairie Palyvou

The definition of the ancient Greek word “Techne” (Art) was a skill needed in the making of some object, regardless of this object being functional (craft) or beautiful (art). In this special feature, technology is examined as a whole, without specifically focusing on technical achievements. The interest lies in the system in which a need is born, the human ingenuity to meet this need, and the repercussions on society as a whole when a certain technology prevails. Many references are made to the interaction between society, economy and technology as well as to the complex procedure of society absorbing an innovation which will, in turn, be incorporated into “tradition”.

Technology in Ancient Greek Religion Theodossios P. Tassios

It is beyond doubt today that the Greek tribes were distinguished, from the Mycenaean age to the Late Antiguity, for their persistent love of technology. Thus, it is reasonable to presume that such an attitude towards life would have been impressed on the mythological and religious beliefs of the Greeks. As a matter of fact, the role of technology in the mythology and religion of ancient Greece is a fundamental one: the Cyclopes/metal workers participate in the original triple deity (mans. Cyclopes, Hecatoncheires), Gaea hands to Cronus the "sharp" scythe, and the Cyclopes invent the ultimate weapon, the thunderbolt, for the sake of Zeus, which would enable him to emerge victorious in the struggle of the gods against the Titans. Even in the Olympian phase of the ancient Greek religion Zeus, by inviting Prometheus to participate in the creation of the World, has essentially consented to offering to mankind the technological Wisdom. Thus. the original fault of creation is restored and "men become affluent". So, it seems that technology for the Greeks was the blessed by the gods complement of the powers of nature.  

Building Technology in the Prehistoric Era Clairie Palyvou

The manner in which the basic building materials –stone, clay and wood- are combined to create the load bearing system of a building is of major significance in construction. The earlier structures (7th millennium B.C.) are built with wood, while clay as a building material has an equally long history. Timber is used in the reinforcement of clay or stone walls in the form of horizontal beams embedded In the wall. Vertical posts are also included in later times. There are indications that the participation of wood In wall construction was an antiseismic measure. The covering of a building -gabled or flat root- is not always easy to identify. The difference between the structure logic of an elongated narrow edifice of the "megaroid" type covered with a gabled roof (Thessaly, North Aegean) and that of a rectangular house with a flat roof (South Aegean, Crete) is striking and is reflected in the course of development of the two types, as for example in their potentials of horizontal and vertical expansion. It is not accidental that multi-storied houses appear very early in the South Aegean where flat roofs prevail. Roof tiles are the most undisputable evidence of gabled roofs (House of Tiles, Lerna, 3rd millennium B.C.). Their use throughout the Mycenaean era is widespread. Fortification walls represent the earliest technical works on a large scale dating back to the 5th millennium B.C. (Strophilas, Andros), with most renown the walls of the Mycenean era. The stone vaulted tombs of the same era are also monumental works of a large scale, reaching 14 m in height and diameter. The relieving triangle and corbelling are true Inventions of the time. Linear B tablets refer to the to-ko-do (masonry builder) and the to-ko-to (carpenter) implying respective expertise.  

Prehistoric Land Reclamation Works Jost Knauss

Greece is an exceptionally mountainous country. Therefore the few areas that displays the appropriate relief for intense agricultural use have played an important role in its eνolutιon and haνe become centers of cultural development. The need for a more effective exploitation of plain land demanded the technical occupation of man with various natural phenomena, in order the menace of flood and drought to be dealt with electively. The peak of the technical achievements in Iand reclamation works both of the Mycenaeans in the Peloponnese and the Minyans in Boetia is dated from the fourteenth and thirteenth centurιes B.C. They are innovating and unique in Europe works, which secured the flowing ουt οf water from inhabited and cultivated districtsΙs in ρperiods of abundant water and, correspondingly, their supply with water in periods of drought. The main characteristic οf the Mycenaean waterworks was the basin technique that consisted ίn the construction of dens or locks that had a medium height but usuaIIy a substantial width and a length expanding of many kiIometers. The most sρectacular technical works of the Mycenaean era are the big piρeIines. mainly that of Kopais, but aIso those of the Pheneos valley and Tiryns. The great advantage of the waterworks was their automation, since after their construction they only needed maintenance without any technical back up. During the second half of the second millenium B.C. the Minyans created and exploited a magnificent and extensiveνe system of waterworks ίn order to control the creation of artificial lakes in Boeotia. The biggest and longest maιn, most of the earthworks of the ρeriod and the largest artificial lake of early Greece were created in the Minyan Kopais.

Homeric and Mycenaean Ships Dimitra Kamarinou, Kalliopi Baika

Although in the Homeric Epic there are many references to ships, the question is whether they describe the Mycenaean or simply the Geometric sea-going vessels. The aim of this article is to present the evidence, the methodology and the results of an interdisciplinary research project on the form and the shipbuilding tools, materials and techniques of Mycenaean ships. Unfortunately, no Mycenaean shipwreck has been excavated so far. In consequence, in order to draw safer conclusions, we had to undertake a comparative study of the written sources on nautical technology from the Linear B tablets, the Homeric epic and the later literary evidence as well as the available LHIIIC archaeological data. The study also took in account evidence on ships and shipbuilding techniques from earlier and contemporary Bronze Age civilizations in Northeastern Mediterranean. Finally, in order the above mentioned issues to be examined in the historical context of the LHIIIC period, the research had to deepen in various fields of Mycenaean civilization, such as technology (woodworking, metallurgy), economy, and even natural environment. Some of the results as well as the questions that remained unanswered after the completion of the archaeological study on the form of the Mycenaean oared vessels were approached through Experimental Archaeology. The analysis of the design and structure of an eikosoros (20- oared sailing vessels) was the subject of a complete technical study and of experiments using not only models – in a 1:10 scale-, but also full-scale sailing and steering samples.

Metal Technology and Trade in the Bronze Age Anna Michailidou

This article refers to metal technology and particularly to its Impact on trade in the Bronze Age. After a theoretical introduction to the evolution of metallurgy and metal, working, it concentrates on the strategic role of metals for the production of weapons and on the necessity of alloying copper with tin. The sources supplying tin are examined as well as: the explosion of sophisticated metalworking techniques during the period of the "Shaft graves phenomenon", the interest of the central authorities in obtaining metals and producing export-oriented artifacts, and the various mechanisms used in the exchange networks. Then the article focuses on the standard mainly used In the circulation of raw metals, that is the ox-hide-shaped ingots traded in mostly coastal areas of the Central and Eastern Mediterranean, which were also found in abundance in two Bronze Age shipwrecks. Finally, specific information, which has been reinforced by archaeometric investigation, is given as regards the copper and tin ingots discovered in a ship that was sank off the southern coast of Asia Minor, near the present day Uluburun. while sailing from Syrian ports and Cyprus to a Mycenaean destination.  

The Production and Export of Cypriot Copper during the Late Bronze Age Vasiliki Kassianidou

Copper and its alloys played an important role in the economic and technological development that is apparent in the Bronze Age. In order to obtain copper and tin, the two basic components of bronze, as well as other metals, the civilizations of the Mediterranean had to develop contacts and intricate exchange systems. Many factors led the island of Cyprus to the center of the commercial networks that developed in this period. First, Cyprus, even today is considered one of the richest countries in copper in the world, and already since the end of the Middle Bronze Age (1900-1600 B.C.) Cypriot copper was exported to neighboring countries. Second, the island. due to its geographic position in the Eastern Mediterranean, functioned throughout its history as a crossroad between the West and the East and as intersection of the commercial trade routes. The importance of Cyprus as a copper producer and exporter in the Late Bronze Age has been revealed by archaeological research carried out both on the island and in the neigh boring countries, while archaeo- metallurgical research on the island has shed light on issues concerning the technology of copper production from sulphide ores.  

A EH I Metallurgy Workshop of Silver in Lambrika, Attica (Koropi) Olga Kakavoyianni

The remnants of a small workshop and hundreds of litharge fragments have been recovered during a rescue excavation in Lambrika, Attica (Koropi). The litharge finds have the shape 0f a small shallow bowl and most of them bear at their bottom ten small hemispherical depressions arranged in three series. These litharge items derive from a metallurgy workshop of silver/lead of the Early Helladic I period (3200- 2800 B.C.), the earlier one located in the Aegean region. Three circular pits dug in the ground have been found (1.5-1 m. diameter and 0.50 m. depth), and among them five small cavities (0.19 m. diameter and 0.10 m. depth) coated with a whitish clay have been scooped. The correspondence of dimensions of the litharge finds to the cavities leads to the conclusion that the latter were purposed for the manufacturing of the former. So far, only a few litharge samples of similar form, proving the application of the cupellation method, that can be dated from the EH I period or the preceding one, are known: One from the Earlyheladic settlement at Koropi, another one from the Final Neolithic building at Merenta. A similar litharge comes from the site Habuba Kabira in Syria and belongs to the second half of the fourth millennium B.C. The systematic typological and analytical study of these litharge fragments will elucidate a series of important issues relevant to the early metallurgy of silver in the Aegean.  

Chipped Stone Implements in the Bronze Age Antikleia Moundrea-Agrafioti

The technology of chipped stone is related with the strategic choices that have been made in order the raw material used for the fashioning of stone implements to be obtained and shaped. The technology of chipped stone in the Bronze Age Aegean, which is examined as regards its obtainment, production and use or consumption, is a complex phenomenon that is connected to the new technical, economic and cultural parameters formed after the third millennium B.C.. Significant changes are observed as regards the way the raw material is obtained as well as the transport and use of obsidian in the Cyclads and its distribution from there to Eastern Greece and to the broader area of its dissemination. It has been ascertained an expansion of the transport network of this volcanic glass to Northern Greece and Eastern Aegean and to the Asia Minor coastal area. Concurrently, new networks of transporting obsidian from remote sources of this material appear, such as the Carpathians and Cappadocia, The production of obsidian blades is the result of the widely spread pressure technique used in the manufacture of elongated prismatic blades. As regards consumption, the Bronze Age retouched implements are few. Blades are mainly used for basic activities in the household or for more specialized ones in the workshop. The discovery of obsidian blades in a particular context, like that of a burial, implies the use of this artifact in areas having a symbolic meaning. In conclusion, the third and second millennium B.C. marks the end of this sophisticated chipped stone technology.  

Stone in the Service of Art and Life Tania Devetzi

Undoubtedly stone vessels represent an important and distinguished creation. Although they do not belong to the objects necessary for the everyday life, nevertheless they are important, because they directly refer to the level of development and achievements, the aesthetics, the values and belief of the society that has produced and used them. They stand out thanks to the peculiarity of the material they are made from, which results from the natural colour, durability and difficulty in workmanship of stone. Our knowledge of the way the raw material could be transformed to a vessel is limited, because the available information is meager and fragmentary. Since a fully equipped workshop of a stone carver has not been found as yet, it is the vases themselves, mainly the unfinished ones and the waste. that supply the indications of their manufacturing. Therefore. the testimonies deriving from the broader area of Near East are valuable. Thus, we can conclude in general that the entire carving procedure -carving of the exterior, scooping out of the Interior- was carried out in the workshop; and that the tools of the early stone carving were gradually replaced by more advanced ones, made of bronze in particular. The first stage included the rough forming of the volumes through hammer-hewing. The smoothing out of the surfaces followed that was achieved using blades and chisels. The tools for the hollowing of the open and shallow forms and shapes were blades, solid grinding implements and, later, chisels. The use of chisels for the processing of soft stones continued throughout the Bronze Age, while the employment of drill represented a novelty in the hollowing of vessels. Rotating. originally. between the palms and later with the help of a bow and crank, it became the indispensable tool of the stone carver, while sand and ground abrasives, such as emery and quartz, were required additionally for hard stones. When the hollowing was completed. then the final elaboration of the vase exter or followed, which included the rendering of particular details of its form, the finishing and the polishing of the artifact.  

The Art of Weaving in the Bronze Age Iris Tzachili

The art of weaving in the Bronze Age is characterized as developed, particularly due to the representations of luxurious textiles depicted in wall paintings. The archaeological evidence is insufficient and consists in preserved parts of looms, which however are few, given that most of them are perishable. Traces of textiles have been recently located, as for example at Akrotiri on Thera island, which are astonishing finds not only for the variety of their weaving techniques, but also for the exquisite refinement of these artifacts. It is obvious that the main achievement is the technical human abilities through which these excellent works have been produced and not the technical properties of the weaving instruments in themselves.  

Working Ivory in the Bronze Age Aegean Doniert Evely

Alongside metals iνory (hippopotamus and/or elephant) first appears in the Aegean as a luxury import into the Prepalatial Crete. During the period of the first Palaces the range and size of products increased there and the working techniques were perfected, leading to a heyday of the craft in the phase of the Second Palaces. Thenceforth, the Mycenaeans maintained the expertise in Crete and throughout the Aegean. Their output differs somewhat in style and diversity of objects produced. Elephant and hippopotamus iνοries are different in their manner of growth and thus to a degree in how they are worked and resist time and decay. The craftsmen employed a varying toolkit (blades, points, saws, chisels and drills), mostly of copper/bronze and sometimes probably of reed/cane lor drίll-heads; they relied much on abrasiνes to cut, shape and polish their artifacts. Confirmed working areas are not common; we can guess that the social position of these craftsmen depended on those elite clients who made use of their products. The manufacture of three sets of maΙeria is reviewed in some more detaίl: the Palaikastro "kouros", the inlays from the House of lvories at Knossos and sundry pieces from Mainland Greece (1rom Athens and Mycenae).

“High-tech” Technologies in the Bronze Age Aegean World: Vitreous Materials Marina Panagiotaki

Vitreous materials manufacture was a "high teen" technology which first started in the Near East and Egypt and later spread to the Aegean. Vitreous materials were appreciated for their resemblance to precious stones which were considered to have special properties: they were imbued with beneficial magic. With time, however, they became even more appreciated for the very magic that was involved in their manufacture: the dull, colourless raw materials were transformed in the kiln into a brilliant artefact. The manufacture of first faience and blue frit and later glass meant that precious objects could become available not only to the elite but to almost all social classes. The royal courts remained the centres of production since it was they who could afford the first class technicians and the best raw materials as well as high aesthetic standards. Faience could be made anywhere, while blue frit and glass were made in specific countries in the Near East and Egypt from whence they could be exported to other countries - thus widening Bronze Age trade/exchange networks.  

The Dynamics of Mold in the Standardization and Mass Production of “Images” During the Late Bronze Age in the Aegean Christos Boulotis

The mold is undoubtedly the oldest "machine" in the history of the material civilization, which changed drastically the rhythm of production through the standardization and mass production of all sorts of artifacts. Its impact on the field of metalwork has been appreciated for the manufacturing of bronze implements and weapons in particular already since the early third millennium B.C. The role of mold is intensified and increased in the framework of the palatial societies of Minoan Crete and Mycenaean Greece, especially through the production of various gold, faience and glass paste prestige goods. In this way, through the standardization and the multiplication of "images", it also contributed to the creation and dissemination of an artistic koine during the Late Bronze Age. The culmination of the use and performance of mold coincides with the fourteenth and thirteenth centuries B.C. It becomes obvious from the production of jewellery -mainly embossed glass paste or more seldom gold foil beads- that it responds to and meets the new ornament orientations and needs of the Mycenaean world. The relevantly numerous molds and the countless jewels dating from these two centuries prove beyond doubt the predominance of a galloping fashion which, due to the use of the inexpensive glass paste, was spread throughout all social strata. Mycenae is probably the major center of jewellery production and the provenance of most of the available until today molds. The Linear B tablets from this site testify for the local activity of a group of craftsmen, the so-called kuwanowokoi, who must be conceived as artisans working glass paste, a low-priced substitute for lapis lazuli. Needless to say that the importance of a mold depended on the number of carved matrices it bore - up to 23(!) on an example from Mycenae. However, the carving of the various matrices should have been the responsibility of a skilled expert, who must be sought among the ranks of the seal engravers of the period, recorded, as we believe, on the Linear B tablets by the term kowirowoko.  

Everyday Life in Neolithic Makri and in Ancient Mesimvria Maria Girtzi

Herodotus, the father of History, already stresses in the fifth century B.C. the particular historical and cultural importance of ancient Thrace, when he remarks that "the nation of the Thracians is greatest", which today has become obvious thanks to the relevant archaeological discoveries in the area. The great number of archaeological finds that Makri and Mesimvria-Zoni, two distinguished sites in this area, have yielded made possible the reconstruction of everyday life in the Prehistoric age and in the classical and Hellenistic periods in such sectors as the building of houses, the organization of space and town- planning, cult and religion, the various occupations of the inhabitants, the burial practices etc.

The Development of the “Mainland” Style in Early Mycenaean Glyptic Konstantinos Galanakis

The glyptic of the Early Mycenaean period of mainland Greece initially follows the artistic tradition of Neopalatial Minoan Crete. Lentoid and almond-shaped seals are extensively used for sealing purposes well through the Mycenean era, while Mycenaean seals and gold signet rings -especially those found in the Shaft Graves at Mycenae - are exclusively used for their own artistic merit as jewellery and not for bureaucratic purposes. The thorough examination of the iconography used on this artistic production has led to the conclusion that a distinct, purely "mainland" glyptic style was gradually been developed around the Late Helladic period, which exhibits the following characteristics: a. The overall treatment of human figure and its position both in space and in intaglio representations show the stylistic weakness and the technical inconsistency of the Mycenaean engravers. b. The development of a genuine "Mycenaean" epic tradition and religious ideology that are reflected in scenes depicting battles, duels and religious rites. c. The use of motifs that symbolize the Mycenaean idea of the celebration of death by means of war and hunting scenes in which the military and hunting equipment is stressed. d. The appearance of a female, military in character, deity who adorns a number of seals, signet rings and fresco fragments as well. e. The number of collections and accumulations of Late Helladic -and Mlnoan- seals from excavated graves (Mycenae, Vapheio) and cemeteries (Medeon) proves that the Mycenaean elite regarded many glyptic items as valuable objects, "heirlooms" so to speak, and exceptional artistic creations.  

The Processing of Data on Ancient Greek Graves Nikos A. Poulianos

This article presents a preliminary analysis of a sample of 40.393 ancient Greek graves that are correlated to the data of geographic distribution, palaeodemography and burial customs from the Mesolithic epoch up to the Byzantine era. The sample can be considered statistically large for most of the scientific topics presented here and thus it results to a satisfactory approach to the general picture. The interrelation between the different chronological periods and the various burial traditions, such as the grave types, the degree of kterisis and the grave orientation, cannot be accidental. The various interpretations given to related issues are open to further debate, considering also that a more extensive analysis is required in order to be clarified specific and general conjectures, in relation to their chronological settings.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μια αλυσίδα για να γνωρίσεις τα πολύ πολύ μακρινά χρόνια: Γεωλογία Μαρίζα Ντεκάστρο

Απολίθωμα ζώου , που έζησε τα πολύ παλιά χρόνια και πέτρωσε.

Τεύχος 126, Απρίλιος 2018 No. of pages: 144
Editorial: Απρίλιος 2018 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Η άνοιξη είναι η αγαπημένη μου εποχή. Για τη φύση είναι πρωτοχρονιά. Η ετήσια παρουσία του περιοδικού ξεκινά κι αυτή τώρα. Οι αρχαίοι μελισσοκόμοι δάμαζαν τις μέλισσες, αλλά δεν μπορούσαν παρά να τις λατρεύουν ταυτόχρονα. Είναι υπεύθυνες για την ανθοφορία, εξάλλου. Το δε μέλι έτρεφε τον ίδιο τον Δία. Η ενασχόληση με τις μέλισσες είχε τόσο αιχμαλωτίσει τη σκέψη του προϊστορικού ακόμα ανθρώπου, που την είχε αποτυπώσει σε χρυσά δαχτυλίδια που βρέθηκαν σε μυκηναϊκούς και μινωικούς τάφους. Σε μια τέτοια μικρογραφία, ο άνθρωπος απεικονίζεται να προστατεύει τις μέλισσες από το μελισσοφάγο πτηνό. Τις προστατεύει με το ίδιο το κορμί του. Το χώμα φυλάει τους θησαυρούς. Προσωπικοί όπως ένα κόσμημα που δεν άφησε ποτέ τον ιδιοκτήτη του ή συλλογικοί όπως αυτός που πιθανώς άφησε πίσω του ο στρατός του Μεγαλέξανδρου σ’ ένα χωριό της Μολδαβίας, κοιμούνται μέσα στην αγκαλιά της γης. Εκεί τρέχουν και τα υπόγεια νερά, αυτά που οριοθετούν τον Πάνω από τον Κάτω Κόσμο. Ήταν για τους αρχαίους φορείς ζωής αλλά και θανάτου, μεταιχμιακά σημεία, μοιραία στη δύναμή τους να παίξουν τον ρόλο του ζωοδότη ή του δήμιου. Μεταιχμιακή είναι και η εποχή αυτή της φύσης. Η Περσεφόνη επιστρέφει από τον Άδη και ο Χριστός ανασταίνεται. Η άνοιξη ή Άνοιξη έχει εμπνεύσει τους ποιητές, αφού έχει παίξει βασανιστικά με τις χορδές της καρδιάς τους. Έκανε τον Καρυωτάκη να βλέπει τους κήπους σαν κήπους μελαγχολίας και τον θάνατο των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού να είναι χίλιες φορές θάνατος. Ο κύκλος της φύσης βρίσκεται τώρα στην πιο γλυκιά στιγμή του. Αν ποτέ ενσαρκώνεται η ελπίδα, αυτό γίνεται τώρα. Την άνοιξη η ζωή είναι ζωή.

Συνέντευξη: Γιάννης Χαμηλάκης – Υπάρχουν και άλλες αρχαιολογίες

O Γιάννης Χαμηλάκης. Φωτ.: Nick Dentamaro / Brown University. Ο αρχαιολόγος Γιάννης Χαμηλάκης αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, έκανε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Αγγλία και, μετά από χρόνια διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο του Southampton, είναι τώρα καθηγητής Αρχαιολογίας και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Brown (Ινστιτούτο Joukowsky) των ΗΠΑ. Νεωτεριστής και βαθιά αντι-νεωτερικός, έχει δώσει στην ελληνική αρχαιολογία μια ορμητική θεωρητική ώθηση, ενώ της έχει αποδώσει την πολιτική της διάσταση.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Μουσείο Κισινάου: Ο «Θησαυρός» από το Ολανέστι Natalia Mateevici

Η βιτρίνα με τα αντικείμενα του «Θησαυρού από το Ολανέστι» στην «ερυθρά» αίθουσα του Μουσείου. Το 1958, σε ένα χωριό της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, βρέθηκε αποθησαυρισμένο ένα σύνολο από μπρούντζινα μέρη αμυντικού οπλισμού – κάποια επιχρυσωμένα. Ο «θησαυρός» περιλάμβανε περικνημίδες, κράνη και  ένα λύχνο με εγχάρακτη επιγραφή, μάρτυρα της πολύ διαδεδομένης λατρείας της Εφεσίας Αρτέμιδος στον βόρειο και βορειοδυτικό Πόντο. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η αποθησαύριση των αντικειμένων, που τοποθετούνται ανάμεσα στο τέλος του 5ου και το γ΄ τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ., πραγματοποιήθηκε  κατά την εκστρατεία του μακεδονικού στρατού εναντίον των Σκυθών (331–330 π.Χ.).

Θέματα: Πηγαίον Ύδωρ Χριστίνα Παπαδάκη

Το Δωμάτιο της Πηγής στην Κνωσό (Evans 1928, εικ. 61). Σε κατασκευές των μινωικών χρόνων που σχετίζονται με την εκμετάλλευση του πηγαίου νερού, εντοπίστηκαν ευρήματα  τα οποία υποδηλώνουν ότι, έστω και περιστασιακά, αυτές χρησιμοποιούνταν ως χώροι απόθεσης προσφορών ή και διεξαγωγής τελετουργικών δρώμενων. Καθώς τα υπόγεια νερά αποτελούν μεταβατικούς «τόπους» ανάμεσα στον Πάνω και τον Κάτω Κόσμο, οι προσφορές  και οι τελετουργικές αποθέσεις στο εσωτερικό τους ίσως σχετίζονται με τη λεγόμενη «χθόνια» λατρεία.

Αποκαλύπτοντας ένα άγνωστο θέατρο Ξένη Αραπογιάννη

Άποψη από ανατολικά του θεάτρου της αρχαίας Θουρίας. Στη θέση «Ελληνικά» Αμφείας, τα τελευταία χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως το αρχαίο θέατρο της Θουρίας. Χτισμένο σε προνομιακό σημείο, έχει θέα στην απέραντη, εύφορη πεδιάδα της Μεσσηνίας, γνωστή στην αρχαιότητα ως «Μακαρία», αλλά και στα νερά του Μεσσηνιακού κόλπου, που οι αρχαίοι ονόμαζαν «Θουριάτη».

Τομή στον Πύργο της Βαβυλώνας Ηλίας Παπαγεωργίου, Μαρία Κοντάκη, Παντελής Φελέρης

Δεσποτικές εικόνες από το παλαιό τέμπλο του ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Αλεξάνδρεια. Φωτ.: Ηλίας Παπαγεωργίου. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Παλαιό Κάιρο είναι το σημαντικότερο και παλαιότερο μνημείο της ορθόδοξης παράδοσης στην Αφρική. Χώρος σπειροειδής, με τέσσερα επίπεδα, συνυφαίνει ιστορία, λατρεία και θρύλους. Σε έναν τέτοιο χώρο, οι σχεδιαστές κλήθηκαν να σκηνογραφήσουν μια έκθεση με εκκλησιαστικά αλλά και πολυπολιτισμικά εκθέματα. Για να τα ενοποιήσουν αλλά και να τα ξεχωρίσουν από το ιστορικό μνημείο που τα φιλοξενεί, επέλεξαν ένα στοιχείο ιθαγενές, το αιγυπτιακό μπλε, που τους προσδίδει κάτι από το χρώμα της νέας τους πατρίδας.

Προϊστορικοί μελισσοκόμοι Χαράλαμπος Β. Χαρίσης

Τα μελισσοκομικά σκεύη αποθήκης στην Κνωσό (Evans 1935, σ. 95, εικ. 109). Στην Κνωσό ο Evans ονόμασε ένα μικρό δωμάτιο ιδιωτικού σπιτιού «δωμάτιο λατρείας του φιδιού» επειδή θεώρησε ότι τα αγγεία που περιείχε αφορούσαν σε μια τέτοια λατρεία. Η νεότερη έρευνα αναγνώρισε σε αυτά μελισσοκομικά σκεύη στην αποθήκη μελισσοκόμου.

Ιερές μορφές, ανθρώπινη φύση Χριστίνα Μερκούρη, Κατερίνα Κουτλιάνη

Πέτρος: Ο μαθητής του Χριστού εικονίζεται μετωπικά με ελαφρά στροφή της κεφαλής στα δεξιά (188x82x2 εκ., Μουσείο Ζακύνθου, MZ 145). Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής, ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που άφησε πίσω του τη βυζαντινή παράδοση και υιοθέτησε δυτικά πρότυπα. Στο ναό του Αγ. Γεωργίου του Πετρούτσου, ο Νικόλαος Κουτούζης φιλοτέχνησε τις εικόνες για τις επτά κόγχες του επιστυλίου του τέμπλου. Οι μορφές, όλες ζωγραφισμένες με λάδι σε ξύλο, χαρακτηρίζονται από γήινη βαρύτητα, ψυχογραφική επάρκεια και δραματική εσωτερική ένταση, στοιχεία που συμβάλλουν στην εκκοσμίκευση της ζακυνθινής εκκλησιαστικής τέχνης.

Γέφυρες – Μια «αρχαιολογική» βιογραφία του J.L. Caskey Miriam Caskey

Ο J.L. Caskey (αριστερά) στην Γκίζα, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο άρθρο που υπογράφει η σύζυγός του ξεδιπλώνεται η διαδρομή τού Αμερικανού αρχαιολόγου, ανασκαφέα της Λέρνας στην Αργολίδα και της Αγίας Ειρήνης στην Κέα. Η προσέγγισή του, πρωτότυπη και ιδιοσυγκρασιακή, προσαρμοζόταν στην κάθε ανασκαφική θέση. Συνδυάζοντας την ενδελεχή επιστημονική έρευνα, την παρατήρηση και το ένστικτο, σε διάλογο με το παρελθόν και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ο Caskey δεν εντάσσεται σε κανένα από τα θεωρητικά ρεύματα της εποχής του.

Αρχαιολογικός χώρος: Ακρόπολη Καστρίτσας Παρασκευή Γιούνη, Υπατία Φάκλαρη, Χάρις Καππά

Αεροφωτογραφία του νότιου τομέα της ακρόπολης Καστρίτσας. Ο λόφος της Καστρίτσας, νοτιοανατολικά της λίμνης Παμβώτιδας, δεσπόζει στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, απέχοντας μόλις 10 χλμ. από τα Ιωάννινα και 22 χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο της Δωδώνης. Ο λόφος αποτελεί ένα «αρχαιολογικό παλίμψηστο», στο οποίο έχει καταγραφεί η ανθρώπινη παρουσία από την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (22000 π.Χ.) έως τους χρόνους της Τουρκοκρατίας και μέχρι σήμερα. Η ονομασία του λόφου οφείλεται στην οχυρωμένη πόλη που καταλαμβάνει την κορυφή του, σε υψόμετρο 757 μ. από τη θάλασσα και 250 μ. από την επιφάνεια της λίμνης. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ελληνιστική ακρόπολη του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και μία από τις μεγαλύτερες της Ηπείρου, η οποία αναπτύσσεται σε έκταση 345 στρεμμάτων. Στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου βρίσκεται το παλαιολιθικό σπήλαιο Καστρίτσας.

Τεύχος 10, Φεβρουάριος 1984 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Από την εισαγωγή στο «Πλάτωνος Συμπόσιο» Ιωάννης Συκουτρής

Πλάτων Ο εξαίρετος λόγιος, σκιαγραφώντας τον παιδικό έρωτα των αρχαίων Ελλήνων, κινείται ευαίσθητα ανάμεσα στην αρχαιογνωσία, τη φιλοσοφία και την ψυχολογία. Ο παιδικός έρωτας, γράφει, χρησιμοποιήθηκε για ν‘αναπτύξει το αίσθημα της τιμής στον πόλεμο αλλά, σε μη στρατοκρατικές πόλεις όπως η Αθήνα, ανάγεται σε σημαντικό παράγοντα ψυχοσωματικής αγωγής. Αυτός ακριβώς ο παιδαγωγικός του χαρακτήρας τον διαχωρίζει από άλλες, χρονικά και γεωγραφικά, ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Αδιανόητες είναι σήμερα οι αξιώσεις που είχε η αρχαία Αθήνα από τους πολίτες της, σημειώνει. Ανώτερες σχολές δεν υπήρχαν πριν τον 4ο αιώνα. Ο έφηβος ώφειλε ν‘αναζητήσει τη μόρφωσή του στην κοινωνία. Κάποιος μεγαλύτερος έπρεπε να του μεταδώσει τις γνώσεις και την πείρα του. Ο πατέρας δεν ενδείκνυται γι‘αυτόν το ρόλο όχι μόνο επειδή στην αρχαιότητα η οικογένεια δεν αποτελεί παράγοντα αγωγής, αλλά και επειδή του λείπει η απόσταση. Όπως «είχαν λεπτότατα παρατηρήσει οι Έλληνες», στη ζωή του εφήβου ο πατέρας οφείλει να αποσύρεται από το προσκήνιο.

Ο έρωτας στην αρχαία Eλλάδα: κοινωνικά σχήματα Claude Calame

Ζευγάρι αγκαλιασμένο στο νυφικό κρεβάτι, πήλινο κτέρισμα σε τάφο στη Μύρινα της Μ. Ασίας, 150-100 π.Χ., Μουσείο Λούβρου. Έρωτας της ποίησης, Έρωτας του μύθου. Γλυκύπικρο, τον λέει η Σαπφώ, λυσιμελή ο Ησίοδος στην αρχή της κοσμογονίας του. Δημιουργός για τους Ορφικούς, φτερωτός πάρεδρος της Αφροδίτης για τους Ολύμπιους. Κι ο έρωτας ως βίωμα; Πως μεταφράζεται η δύναμη κι η πρωτοκαθεδρία του στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων; Από τις περιγραφές της σεξουαλικής τους ζωής που οι ίδιοι μας δίνουν, συνάγεται ότι, με την ποικιλομορφία του, ο Έρωτας στηρίζει το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται σ‘εμάς, ο περίφημος «ελληνικός έρως», που αξιοποιεί τη διφορούμενη εφηβική σεξουαλικότητα, πρέπει να νοηθεί ως προπαιδευτικός τόσο της εξέλιξης του ερωτικού συναισθήματος στη «φυσιολογική»σχέση του γάμου, όσο και στη διάπλαση μελλοντικών πολιτών και στην αναπαραγωγή της πόλης. Ο άντρας της κλασικής εποχής έχει τη δυνατότητα να εκδηλώσει τη σεξουαλικότητά του με διάφορες μορφές που μπορεί και να συνυπάρχουν. Η απλή ικανοποίηση του ενστίκτου θεωρείται παρέκκλιση που εικονογραφείται από υπάνθρωπους σατύρους. Σχεδόν πάντα ο Έρωτας είναι παρών. Ποικίλλει μόνον η κοινωνική σχέση που απορρέει απ‘αυτούς τους διάφορους τρόπους έκφρασης της σεξουαλικότητας. Ήδη από τα επτά τους χρόνια, τα αγόρια αναπτύσσουν τη σεξουαλική τους ζωή στο γυμνάσιο και ειδικότερα στην παλαίστρα. Οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις που δημιουργούνται είναι ασύμμετρες, στα όρια της παιδεραστίας: μεγαλύτερος σε ηλικία, ο εραστής γοητεύεται από το κάλλος του ερωμένου, στον οποίο εκείνος προσφέρει ένα πρότυπο ανδρείας, αρετής και γνώσης. Στις σχέσεις που συνάπτονται, πρώτα στα γυμνάσια, κατόπιν στα συμπόσια, ομοφυλοφιλική και παιδευτική σχέση είναι αξεδιάλυτες. Το ίδιο ισχύει και για τα κορίτσια, τουλάχιστον στην αρχαϊκή εποχή, στο πλαίσιο όμως χορικών ομάδων που χορεύουν και τραγουδούν σε μυητικές τελετουργίες. Για τη γυναίκα το πέρασμα στην ωριμότητα γίνεται μέσα από τη «διαβατήρια τελετή» του γάμου που μετατρέπει τις ερωτικές σχέσεις σε κοινωνικές. Η Χρυσηίδα και η Βρισηίδα της Ιλιάδας είναι οι μυθικές πρόγονοι των ανώνυμων παλλακίδων που, στην κλασική Αθήνα, αποτελούν κοινωνική πραγματικότητα. Γυναίκα ελεύθερη, η παλλακίδα γεννά παιδιά που έχουν δικαιώματα ίσα μ‘εκείνα των νόμιμων τέκνων. Δούλες, κατά κανόνα, οι πόρνες (από το πέρνημι, πουλάω) αποκτούν όλο και σημαντικότερο ρόλο στις πόλεις που ο πληθυσμός τους μεγαλώνει, χωρίς όμως να απαλλάσσονται από την ξεκάθαρα προσβλητική χροιά, ενυφασμένη στ’όνομά τους. Ξεχωριστή περίπτωση συνιστούν οι εταίρες. Αυλητρίδες ή χορεύτριες, παρούσες στα συμπόσια των ανδρών, νοικιάζουν τις χάρες τους μόνο για λίγο. Οι χάρες τους όμως, και κάποτε η καλλιέργειά τους, ενδέχεται να είναι τέτοιες που να φέρουν στο παιχνίδι τον Έρωτα: Ασπασία και Περικλής.

Τα εγκλήματα κατά των ηθών στην Αθήνα των κλασικών χρόνων Στέλιος Ξηρουχάκης

Σάτυρος καταδιώκει μαινάδα (από σκύφο). Εγκλήματα κατά των ηθών ονομάζονται οι πράξεις καταπάτησης των κανόνων που διέπουν τις σεξουαλικές σχέσεις. Βιασμός: Γυναίκα, άντρας, παιδί ή δούλος είναι τα πιθανά θύματα βιασμού. Αν ο βιασμός οφείλεται σε πάθος, ο δράστης καταβάλλει χρηματική ποινή δύο φορές, μία στο θύμα και μία στην πόλη. Όταν όμως ο βιασμός αποβλέπει στην ατίμωση του θύματος, όχι μόνον το θύμα ή οι συγγενείς, αλλά ο οποιοσδήποτε Αθηναίος μπορεί να κινήσει την δίκη. Η προβλεπόμενη ποινή είναι από χρηματική έως θανατική. Ἑταίρησις: ο όρος δηλώνει την αντρική πορνεία που εμπλέκει τα σεξουαλικά ώριμα αγόρια (12-20 ετών). Εξίσου τιμωρούνται και τα δύο μέρη της χρηματικής δοσοληψίας. Η ιδιαίτερα βαριά ποινή, πλήρης στέρηση των δικαιωμάτων του πολίτη, απηχεί τον αποτροπιασμό της πόλης μπρος στον ευτελισμό του θεσμοθετημένου παιδαγωγικού έρωτα. Τα ανώριμα αγόρια προστατεύονται αυστηρά. Θανατική ποινή αντιμετωπίζει όποιος μεγαλύτερός τους παρεισφρέει σε σχολείο. Για την έκδοση από συγγενείς τιμωρούνται και τα δύο μέρη της χρηματικής συναλλαγής. Και ναι μεν το παιδί απαλλάσσεται, το χρήμα όμως έχει σπιλώσει το μητρώο του: σύμφωνα με το νόμο περὶ δοκιμασίας ρητόρων, έχει χάσει το δικαίωμα της δημόσιας αγόρευσης. Η προαγωγεία αναγνωρίζεται μόνον αν το θύμα, γυναίκα ή ελεύθερο αγόρι, ήταν ηθικά άμεμπτο. Για τον δράστη, άντρα ή γυναίκα, ο νόμος τον 4ο αιώνα π.Χ. προβλέπει θάνατο. Αιμομιξία: Χωρίς νομική απαγόρευση, οι σχέσεις ανάμεσα σε ανιόντες και κατιόντες συγγενείς θεωρούνται ανόσιες. Ο γάμος ανάμεσα σε αδέλφια από πατέρα επιτρέπεται, εφ’όσον δεν έχουν την ίδια μητέρα, ενώ η ενδογαμία δεν είναι άγνωστη. Πέρα από την προστασία της αγνότητας και της ελευθερίας των σχέσεων, το αθηναϊκό δίκαιο μεριμνούσε κυρίως για την πόλη και τους θεσμούς της. Με τα λόγια του Αισχίνη,«ο νομοθέτης έκρινε ότι όποιος πουλάει το ίδιο του το σώμα θα πουλήσει και τα συμφέροντα της πόλης».

Ερωτικές παραστάσεις και συμβολισμός Συντακτική επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ερωτική σκηνή ζεύγους όπου τα πρόσωπα σχηματίζουν έναν κλειστό κύκλο υπογραμμίζοντας την τρυφερότητα της έκφρασής τους. Από τα αθηναϊκά ζωγραφισμένα αγγεία με ερωτικά θέματα (6ος-4ος αι. π.Χ.), κάποια έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα και συνδέονται με τη γονιμότητα στη φύση και τους ανθρώπους. Συχνά απεικονίζουν γυναίκα με ή χωρίς παιδί, ιθυφαλλική μορφή, ερωτικές σκηνές. Άλλα πάλι, με κύριο σύμβολο το φαλλό, έχουν αποτροπαϊκό χαρακτήρα, όπως και οι ερμείες. Σε μια τρίτη ομάδα ανήκουν αγγεία με παραστάσεις καθαρά ερωτικές ή και χιουμοριστικές. Η ερωτική απόλαυση αποτυπώνεται και σε ζευγαρώματα θεών με θνητές, ώριμων αντρών με εφήβους. Ωστόσο, η πληθώρα των αγγείων απεικονίζει τη συνεύρεση αντρών με εταίρες ή πόρνες. Το άρθρο, που συνοδεύει πλούσια εικονογράφηση, καταλήγει με την υπενθύμιση ότι η βικτωριανή ηθική ευθύνεται για την απόκρυψη των ερωτικών παραστάσεων στις αποθήκες των μουσείων.

Η μικρή ιστορία ενός μεγάλου ρήτορα (Υπερείδης) Παναγιώτης Δ. Δημάκης

Η Αφροδίτη της Κνίδου. Ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Πραξιτέλη. Λέγεται ότι η Φρύνη υπήρξε το μοντέλο για το έργο αυτό. Ο Υπερείδης, δεύτερος μετά τον Δημοσθένη στον «Κανόνα»των Αθηναίων ρητόρων, με αντιμακεδονική στάση, τιμημένος με αποστολές και αξιώματα, το 322 π.Χ. καταδικάζεται από την πόλη του σε θάνατο. Το άρθρο εστιάζει στην προσωπική ζωή ενός ρήτορα ως προς ταἀφροδίσια κατωφερῆ. Συνηθισμένη ήταν η σχέση ρήτορα και εταίρας. Επαγγελματικά επιτυχημένος, ο Υπερείδης μπόρεσε κάποια στιγμή να συντηρήσει ταυτόχρονα τρεις. Έως ότου συνάντησε τη Φρύνη, το πρότυπο του Πραξιτέλη για την Αφροδίτη Κνιδία. Ο Υπερείδης υπερασπίζεται την εταίρα που, στη γιορτή των Ελευσινίων, κολύμπησε γυμνή μπρος στα ιερά, αναδυόμενη όπως η θεά. Ο αρθρογράφος συμμερίζεται την άποψη του Μεριμέ, που θα ήθελε να μπορούσε ν’ανταλλάξει τμήμα της ιστορίας του Θουκυδίδη με μέρος από το ημερολόγιο της Ασπασίας.

Η ερωτική ζωή στην αρχαία Ελλάδα Ανδρέας Λεντάκης

Ερωτική σκηνή σε ορειχάλκινο καθρέφτη από την Κόρινθο. Μέσα του 4ου αι. π.Χ. Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστώνης. Το άρθρο εκτείνεται χρονικά από τους προϊστορικούς χρόνους έως και τους ελληνιστικούς και, γεωγραφικά, από τις δυτικές αποικίες έως τη Μ. Ασία και τις κτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Στην περίοδο της πατριαρχίας, η γυναίκα υπηρετεί τον άντρα από διάφορες θέσεις. Η μονογαμία που καθιέρωσε ο Κέκροψ, αναιρείται στην Αθήνα λόγω λειψανδρίας μόνο στο διάστημα που ακολουθεί τους πολέμους. Γυναίκα και παλλακίδα γεννούν παιδιά εξίσου γνήσια. Οι εταίρες προσφέρουν στους άντρες ηδονή που αμείβεται αδρά. Η ελάχιστη είναι εξαπλάσια εκείνης που εισπράττει η πόρνη. Φθηνότερες πόρνες ήσαν εκείνες που εργάζονταν υπαίθρια, οι λεωφόροι. Την Ιερά Πορνεία ασκούσαν αρχικά μέσα στους ναούς οι παρθένοι άπαξ, ως προγαμιαία προσφορά στη θεά. Στη συνέχεια, οι ιερόδουλες, μόνιμες θεράπαινες της θεάς, την ασκούν επαγγελματικά Πρώτη η Κρήτη καθιερώνει την παιδεραστία νομοθετικά. Επηρεασμένη, η Σπάρτη τη θεσμοθετεί. Τα 150 ζευγάρια του Ιερού Λόχου μιλούν εύγλωττα για τη Θήβα , ενώ η ευχή πλεύσειας εἰς Μασσαλίαν σ’έστελνε σ’έναν παιδεραστικό παράδεισο. Εἷς ἔρως γνήσιος, ὁ παιδικός ἐστιν, διακήρυσσαν οι Αθηναίοι ρήτορες. Εδώ εμφανίζονται όλα τα συμπτώματα του μεγάλου έρωτα: αϋπνίες, δακρύβρεχτες καντάδες (τα παρακλαυσίθυρα), αυτοκτονίες. Οι εραστές γράφουν το όνομα του αγαπημένου τους στους τοίχους, στα δέντρα, παντού. Στην Αθήνα, η παιδεραστία επιτρέπεται μόνο στους ελεύθερους άντρες. Στα ανδρικά πορνεία της Αθήνας και του Πειραιά, τα μειράκια ήταν αποκλειστικά δούλοι ή αιχμάλωτοι πολέμου. Η έκδοση επί χρήμασι ελεύθερου άντρα επιφέρει στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων (ἀτιμία). Χωρίς ίχνος θηλυπρέπειας, η ομοφυλοφιλία συνάπτει ισχυρούς δεσμούς, εξ ου και διώκεται από τους τυράννους. Αρκεί να αναλογιστούμε το ζευγάρι του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα.

Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα Γιούλη Βελισσαροπούλου

Το εξώφυλλο του βιβλίου από έκδοση του 1999. Παρουσιάζεται το ομότιτλο βιβλίο της Claude Mossé (1983). Η ιστορικός αναζητεί στα αρχαία κείμενα τη θέση της γυναίκας στην ανδροκρατούμενη αρχαιότητα (7ος-4ος αιώνας). Το βιβλίο διαπραγματεύεται επίσης το ζήτημα της προίκας, τη θέση της γυναίκας ειδικά στη Γόρτυνα και, γενικά, στη θρησκεία και τον έρωτα. Η νομική και κοινωνική θέση της γυναίκας ορίζεται αποκλειστικά βάσει της συνέχισης του οἴκου του συζύγου της μέσω της εξασφάλισης νόμιμων απογόνων. Υφάντρες, μαγείρισσες, οικοδέσποινες, κυράδες των δούλων τους. Και αποκλεισμένες από αυτό το«club των ανδρών» που είναι η αρχαία πόλις. Η θέση του έρωτα και της σεξουαλικότητας στη ζωή της αρχαίας Ελληνίδας μας είναι άγνωστη. Από παραστάσεις, λατρευτικές τελετές, την αθυροστομία της κωμωδίας, αντιληφθήκαμε ότι οι αρχαίοι δεν έπασχαν από σεμνοτυφία. Ψιμύθια και δίαφανες χλαμύδες, λέει η Λυσιστράτη, είναι τα όπλα της ερωτευμένης απέναντι σε συζύγους και εραστές. Ωστόσο, ερωτικά συναισθήματα ομολογούνται μόνο για τις αντρικές ή γυναικείες ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Όταν, τον 4ο αιώνα π.Χ., η πολιτική ζωή παρακμάζει και ο ιδιωτικός βίος αποκτά μεγαλύτερη σημασία, οι θεατρικές ίντριγκες εμφανίζουν έρωτες, πόθους και πάθη στο πλαίσιο συζυγικών σχέσεων.

Η ερωτική ζωή των βυζαντινών μέσα από το ποινικό τους Δίκαιο Σπύρος Τρωιάνος

Η τιμωρία του πόρνου (μοιχού) και της ματαιόδοξης (από εκκλησία της Καστοριάς). Οι επιλογές ανάμεσα στο Δίκαιο και την Ηθική είναι εκείνες που καθορίζουν τα «εγκλήματα κατά των ηθών». Το κανονικό δίκαιο, επομένως, έχει προχωρημένες αξιώσεις από τα μέλη της Εκκλησίας καταδικάζοντας, για παράδειγμα, όλες τις εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας που δεν αποβλέπουν στη σύλληψη τέκνου. Στο βυζαντινό δίκαιο διαφαίνονται τόσο οι ρωμαϊκές του ρίζες όσο και η επίδραση της χριστιανικής ηθικής. Οι εκτός γάμου σχέσεις, που για πρώτη φορά ποινικοποίησε ο Ιούλιος νόμος (τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.), τιμωρούνται με μερική δήμευση της περιουσίας και εξορία. Αν όμως εμπλέκεται μοναχή, ο μεν άντρας θανατώνεται ενώ στη «νύμφη Χριστού» επιβάλλεται ποινή μοιχείας. Ως προς την αιμομιξία, ο Ιουστινιανός επαναδραστηριοποίησε την αυστηρότητα του ρωμαϊκού δικαίου. Ωστόσο οι Ίσαυροι, ενσωματώνοντας τη χριστιανική διδασκαλία, την επεκτείνουν για τους συγγενείς εξ αίματος μέχρι και τον 6ο βαθμό, για τους εξ αγχιστείας μέχρι και τον 4ο, περιλαμβάνοντας και την πνευματική συγγένεια (βάπτιση). Η Εκλογή των Ισαύρων αντικαθιστά την κεφαλική ποινή με τον ακρωτηριασμό της μύτης σε περιπτώσεις μοιχείας, αιμομιξίας, αρπαγής, «φθοράς» παρθένου. Η τελευταία περίπτωση, νοούμενη ως αφαίρεση «αγαθού», επισύρει περιουσιακή αποζημίωση από τον δράστη. Στους ομοφυλόφιλους, από τα μέσα του 4ου αιώνα, επιβάλλεται θανάτωση με ξίφος, αν και στην πράξη οι ένοχοι παιδεραστίας τιμωρούνται με «καυλοτομή». Ίδια ποινή ισχύει, από την Εκλογή ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου, και για τους κτηνοβάτες, ποινικά αδιάφορους μεν στους Ρωμαίους, καταδικαστέους όμως σε θάνατο από το μωσαϊκό δίκαιο. Ενδιαφέρουσα είναι η διάκριση του κανονικού δικαίου μεταξύ κτηνοβασίας και πτηνοβασίας. Η φαινομενική «στασιμότητα»των πολιτειακών διατάξεων ως προς τη σεξουαλική συμπεριφορά των Βυζαντινών στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, οφείλεται στο ότι η Εκκλησία και το Δίκαιό της υποκαθιστούν βαθμιαία τομείς της κρατικής δραστηριότητας.

Το προπατορικό αμάρτημα «σεξουαλικό αμάρτημα»; Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Αδάμ και Εύα, Οκτάτευχος, 12ος αι. (Κωνσταντινούπολη, Κωδ. 8, σ. 43 v). Ο ιουδαίος Φίλων ο Αλεξανδρεύς (13 π.Χ.-54 μ.Χ.) είναι ο πρώτος που ανέφερε ότι το προπατορικό αμάρτημα ήταν πράξη «σεξουαλική». Όλοι οι μετέπειτα θεωρητικοί τον ακολούθησαν. Το 1984, ο Ζαν Μποτερό αντικρούει αυτή την ερμηνεία με το επιχείρημα ότι, την εποχή που συντάσσονται τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, ο έρωτας και ο ερωτισμός δεν θεωρούνται αμαρτήματα. Μάρτυράς του το Άσμα Ασμάτων. Τέτοια κείμενα, από τα οποία ο Θεός είναι απών, πηγάζουν από τη μεσοποταμιακή παράδοση. Το προπατορικό αμάρτημα συνίσταται στην ανυπακοή που οδήγησε τους πρωτόπλαστους στη γνώση. Παρατίθενται αποσπάσματα από το Άσμα Ασμάτων στο πρωτότυπο και στη μετάφραση του Γ. Σεφέρη.

Τα περί τους έρωτες στο Βυζάντιο Δημήτρης Ναλπάντης

Οι φιλήδονες. Εξωνάρθηκας μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, 1568. Για τους έρωτες στο Βυζάντιο αντλούμε πληροφορίες από εκκλησιαστικές πηγές (λόγοι Πατέρων, αγιολογικά κείμενα, κανόνες Ιερών Συνόδων) και νομοθετικά κείμενα. Οι ευκαιρίες να συναντηθούν ένας νέος και μια νέα έχει προβλεφθεί να είναι ελάχιστες. Συχνά οι νεαροί έκαναν καντάδες κάτω από το παραθύρι της εκλεκτής τους. Σπανιότερα αντάλασσαν και φιλιά στο λαιμό και τα μάτια. Το κορίτσι, βέβαια, θα αποκτήσει σεξουαλικές σχέσεις μετά το γάμο. Ο άντρας όμως έχει δυνατότητα εκτόνωσης στα πορνεία. Ο όροςπόρνη στο Βυζάντιο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα «παρεκκλίνουσας» γυναικείας συμπεριφοράς: είναι και η γυναίκα που συζεί εκτός γάμου, και η μοιχαλίδα, και το κορίτσι που πέφτει θύμα αποπλάνησης ή απαγωγής και βιασμού. Οι περισσότερες πόρνες προέρχονται από κοινωνικά κατώτερες τάξεις, ελεύθερες, δούλες ή αιχμάλωτες. Με τη φροντίδα του Κράτους ιδρύονται δημόσια πορνεία σε απομακρυσμένες συνοικίες. Ωστόσο, ιδιώτες νοικιάζουν τα σπίτια τους σε πορνοβοσκούς παρά τις αυστηρές κυρώσεις του νόμου. Η αμοιβή που ο πελάτης προκαταβάλλει είναι μικρή. Η φορολογία που επιβλήθηκε στις πόρνες στις αρχές της αυτοκρατορίας καταργείται από τον Αναστάσιο (491-518). Νόμος του Ιουστινιανού που απαγορεύει στους θεατρώνες να ασκούν το επάγγελμα του πορνοβοσκού επιβεβαιώνει ότι, σε μεγάλο ποσοστό, οι θεατρίνες (μιμάδες), οι χορεύτριες και οι αυλητρίδες ασκούσαν και την πορνεία. Στα καπηλειά και τα πανδοχεία, γυναίκες προσφέρουν και ερωτικές υπηρεσίες. Το Κράτος θεσπίζει νόμους που προστατεύουν τις πόρνες τόσο από τους πορνοβοσκούς όσο και από τους πελάτες. Ευαισθητοποιημένος, ο Ιουστινιανός τις υποστηρίζει νομοθετικά και χρηματικά. Η Θεοδώρα και, αργότερα, ο Μιχαήλ Δ΄ (1034-1041) ιδρύουν οίκους Μετανοίας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το συναπάντημα με πόρνη, στη ζωή ή στο όνειρο, θεωρείται ευτυχής οιωνός. Ποινές προβλέπονται για κάθε μη «αποδεκτή» έκφραση της σεξουαλικότητας. Ειδικά η ομοφυλοφιλία, ο «σοδομιτισμός», εξαιρετικά διαδεδομένη τον 4ο και 5ο αιώνα, αντιμετωπίζει τη συστράτευση Εκκλησίας και Κράτους. Ο Μ. Κωνσταντίνος την ποινικοποιεί. Στο τέλος της αυτοκρατορίας, λόγιοι μοναχοί της επιρρίπτουν την ευθύνη για την υποδούλωση στους Οθωμανούς.

Η «μηχανή εργένης», ένα σύμβολο του μοντέρνου ερωτισμού Αντρέας Ιωαννίδης

Το Μεγάλο Γυαλί. Μια νέα ιστορία της σεξουαλικότητας τι ρόλο θα απέδιδε στο συμβολισμό της μηχανής; Τον 19ο αιώνα, στον απόηχο της βιομηχανικής επανάστασης και του Διαφωτισμού, η μηχανή θριαμβεύει την ώρα που ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στο άτομο. Ο συνδυασμός των δύο αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στη «μηχανή εργένη»του Ντυσάν αλλά και σε λογοτεχνικά κείμενα με γραφικές απεικονίσεις καταστάσεων που αφηγείται ο συγγραφέας (Ζαρύ, Ρουσέλ, Κάφκα, Λωτρεαμόν, Βερν). Ακόμη και οι τεχνητές φαντασιώσεις που δημιουργούν οι νέες οπτικές ή ακουστικές εικόνες (κινηματογράφος, ραδιόφωνο κ.ά.) έχουν τώρα μηχανικό και βιομηχανικό υπόβαθρο. Αποτελούμενη από δύο ισοδύναμα σύνολα, το σεξουαλικό και το μηχανικό, η «μηχανή εργένης» δομείται βάσει των αντιθετικών ζευγών άντρας/γυναίκα και ζωή/θάνατος, μετατρέποντας τον έρωτα σε μηχανική του θανάτου. Το μήνυμα; Ο τεχνολογικός πολιτισμός υποδουλώνει αλλά και απελευθερώνει τον άνθρωπο: απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, υποδούλωση στον παγωμένο ασκητισμό ενός υπέρμετρου ναρκισσισμού. Άξονας της απελευθέρωσης γίνεται η επιθυμία. Όλο το ερωτικό δυναμικό του ανθρώπου, απαλλαγμένο από την υποχρέωση της τεκνοποιίας, στρέφεται στην ελεύθερη αναζήτηση της απόλαυσης. Ωστόσο, η μηχανοποίηση συμβολίζει την μοναξιά του ανθρώπου, την μετατροπή του έρωτα σε θάνατο. Το άρθρο εικονογραφείται από έργα που παρουσιάστηκαν, το 1976 στο Παρίσι, στην έκθεση «Μηχανές εργένηδες».

Η αγάπη στην οικογένεια Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Σ. Βικάτος, Το χριστουγεννιάτικο δένδρο (αχρονολόγητο;). Λάδι σε καμβά, 77x105 εκ. Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος. Πόσα από τα αισθήματα που θεωρούμε δεδομένα και παγκόσμια δεν είναι παρά τα πολιτισμικά μας στερεότυπα; Άλλοι λαοί σε άλλες εποχές, αλλά και η σύγχρονή μας ανάδυση της πατρικής στοργής, αναθεωρούν το μύθο της μητρικής αγάπης ως συναισθήματος φυσικού και αυτονόητου. Ακόμη και η 4η εντολή του μωσαϊκού νόμου που ανταμείβει το σεβασμό των παιδιών προς τους γονείς, υποδεικνύει πως ίσως το συναίσθημα αυτό δεν είναι φυσικό αλλά διδάσκεται. Το πρότυπο της πατρικής-συζυγικής εξουσίας ανάγεται μεν στην Ινδία αλλά είναι σε πλήρη ισχύ και στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης το θεωρητικοποιεί ανάγοντάς το στη φυσική κατωτερότητα της γυναίκας. Αν και ο λόγος του Χριστού στηρίζει το μυστήριο (και όχι το συμβόλαιο) του γάμου στην αγάπη και την ισότητα των δύο φύλων, η εβραϊκή προέλευση της χριστιανικής θρησκείας βαραίνει: στην Εύα δεν οφείλεται η καταστροφή του ανθρωπίνου γένους; Ο απόστολος Παύλος κηρύσσει την ανωτερότητα του άντρα, στον οποίο η γυναίκα οφείλει υπακοή όπως στον Κύριο.

Ο έρωτας στο πιάτο Συντακτική επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Τα οστρακοειδή εξακολουθούν να θεωρούνται αφροδισιακή τροφή. Αφροδισιακή τροφή θεωρούσαν οι αρχαίοι τους βολβούς αλλά και τους κοχλιούς. Το πρώτο σαλιγκαροτροφείο οργανώθηκε στη Ρώμη το 50 π.Χ. Ανάλογες ιδιότητες αποδίδονται και στα αυγά, ενώ η φήμη των οστρακοειδών επέζησε ως σήμερα. Τα ρεβύθια ξεχωρίζουν ανάμεσα στα όσπρια και τα καρότα ανάμεσα στα λαχανικά. Για το μαρούλι, αφροδισιακό για τους Αιγύπτιους, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διαμετρικά αντίθετη άποψη.

Άλλα θέματα: Συντήρηση έφυδρου ξύλου Αντώνης Πατεράκης, Αλίκη Πατεράκη

Το Wasa, ανάμεσα στα δύο πλωτά ανυψωτικά μηχανήματα κατά τη διάρκεια της επιχείρησης διάσωσής του. Έφυδρο ονομάζεται το ξύλο που διαποτίστηκε λόγω παρατεταμένης παραμονής σε υγρό περιβάλλον, όπως είναι η θάλασσα, οι βάλτοι, τα πηγάδια. Το έφυδρο ξύλο υφίσταται βιολογικό εκφυλισμό από βακτηρίδια, μύκητες ή και σκουλήκια εντόμων. Το περιεχόμενο σε υγρασία, επομένως η απορροφητική ικανότητα του ξύλου, επηρεάζει τη μέθοδο συντήρησης. Στόχος της συντήρησης είναι η απομάκρυνση του νερού χωρίς την πρόκληση συρρίκνωσης. Οι μέθοδοι συντήρησης περιγράφονται αναλυτικά. Οι αρθρογράφοι επέλεξαν ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ένα ναυάγιο υπό ιδανικές συνθήκες. Το πλοίο Wasa ναυπηγήθηκε το 1625 για τον βασιλιά Γουσταύο Αδόλφο της Σουηδίας. Στα τρία του χρόνια, το πλοίο ανατράπηκε και βυθίστηκε μέσα στο λιμάνι της Στοκχόλμης. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα πλοίο καινούργιο, με εξακριβωμένη ταυτότητα, που ναυάγησε σε προφυλαγμένο περιβάλλον βάθους 30 μ. Όταν διασώθηκε, το 1961, είχε περάσει 333 χρόνια στο βυθό. Το άρθρο κλείνει με την πραγματιστική επισήμανση ότι, παρά τις προόδους στις μεθόδους συντήρησης, τον αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζουν τα διαθέσιμα κονδύλια.

Το καθολικό της μονής Βαρνάκοβας και ο αρχιτέκτων Ανδρέας Γάσπαρης Κάλανδρος Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

Η δυτική όψη του καθολικού της Βαρνάκοβας. Σύγχρονο περίπου με τα Μετέωρα, το μοναστήρι της Βαρνάκοβας κοντά στη Ναύπακτο, ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα και γνώρισε μεγάλη ακμή στους βυζαντινούς χρόνους. Στην Τουρκοκρατία χάνει τη δύναμή του και, το 1826, ανατινάζεται από τη στρατιά του Κιουταχή. Το καθολικό ξαναχτίζεται το 1831. Αυτή την τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και κυρίως ναό αποτύπωσε ο Α. Ορλάνδος το 1919. Η κτητορική επιγραφή του 1831 μνημονεύει τον Ιωάννη Καποδίστρια που ενέκρινε 2.400 φοίνικες για την ανοικοδόμηση, ζητώντας παράλληλα από τον Έκτακτο Επίτροπο Ανατολικής Ελλάδος Κ. Μεταξά να τον τηρεί ενήμερο. Ο Μεταξάς, με τη σειρά του, απευθύνεται στον αρχιτέκτονα της Ανατολικής Ελλάδος Α. Κάλανδρο. Άλλωστε, με ψήφισμα του Κυβερνήτη, απαγορευόταν η οικοδομή ή η επισκευή χωρίς την έγκριση του σώματος των «επί των οχυρωματοποιών και αρχιτεκτονικής αξιωματικών». Ο Κάλανδρος κατηύθυνε πράγματι τις εργασίες αλλά είναι αμφίβολο αν ο ίδιος επισκέφθηκε το ναό. Το μόνο στοιχείο που είναι σίγουρα δικό του έργο είναι το καμπαναριό, που συνηγορεί υπέρ της επτανησιώτικης καταγωγής του αρχιτέκτονα. Ο Μεταξάς σε αναφορά του εξαίρει την "επιτηδειότητα", του Κάλανδρου. Πράγματι, το κόστος για την Κυβέρνηση περιορίστηκε στους 1800 φοίνικες. Έγγραφα από τα αρχεία της Μονής και από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους περιγράφουν γλαφυρά τις συμφωνίες, τα κοστολόγια σε είδος και σε χρήμα, τις οδηγίες, τις συνεννοήσεις για την ανοικοδόμηση του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Το φαινόμενο του Κλασικού Νικόλαος Γιαλούρης

Ακρόπολις Αθηνών (σχέδιο Charles Nicod, 1912). Το άρθρο διαπραγματεύεται την έννοια του όρου «κλασικός», όπως εφαρμόζεται στα γράμματα και τις τέχνες της αρχαίας Ελλάδας. Ο όρος ετυμολογείται από τον λατινικό classicus, που έχει ταξική προέλευση και προσδιόριζε την ανώτερη και πλουσιότερη ρωμαϊκή τάξη. Ξεπερνώντας την εποχή τους, την περίοδο ανάμεσα στους Περσικούς πολέμους (481-479 π.Χ.) και το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), οι αρχαιοελληνικές «κλασικές» δημιουργίες αναδείχθηκαν σε υποδειγματικό πρότυπο. Έγιναν ο χρυσούς κανόνας με τον οποίο συγκρίθηκαν και αναμετρήθηκαν πολιτισμικά επιτεύγματα από όλες τις εποχές σε όλο τον κόσμο. Ο αρθρογράφος παραθέτει αποσπάσματα που στηρίζουν τον όρο «κλασικός», όπως αυτός καθιερώθηκε ιδεολογικά από τη γερμανική επιστήμη του 19ου αιώνα.

Οι τοιχογραφίες του Aγήνορα Aστεριάδη και η αναστήλωση από τον Ε. Τσίλλερ του βυζαντινού ναού της Παλαιάς Επισκοπής στην Τεγέα Νίκος Γρηγοράκης

Αγιογράφηση του Αγήνορα Αστεριάδη στο ναό της Παλαιάς Επισκοπής Τεγέας. Ο βυζαντινός ναός της Παλαιάς Επισκοπής, σήμερα αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αρχικά χτίστηκε πάνω στο κοίλο του αρχαίου θεάτρου της Τεγέας, με υλικά από το θέατρο, τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες και το μεσαιωνικό τείχος. Ο ναός χρονολογείται στον 11ο αιώνα, ίσως και στο δεύτερο μισό του 10ου. Ταξινομείται στους ναούς ανατολικού τύπου με νάρθηκα και, ειδικά, στον πεντάτρουλο τύπο του ναού της Αγίας Σοφίας. Η Παλαιά Επισκοπή ήταν σταυροπηγιακή και ανήκε οργανικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την επανάσταση όμως περιήλθε στον Τεγεατικό Σύνδεσμο. Ανήσυχος και δραστήριος, ο ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου Λεωνίδας Σβώλος διοργανώνει το 1885 το πρώτο πανηγύρι για τον Δεκαπενταύγουστο και καλεί τον Τσίλερ για να αναστηλώσει το ναό. Η αναστήλωση, που ολοκληρώνεται στις 20 Νοεμβρίου του 1888, είναι το πρώτο εκτός Αθηνών έργο του διάσημου αρχιτέκτονα. Στη δεκαετία 1930-1940 ο ναός φιλοτεχνείται. Ο μαρμαρογλύπτης Νίκος Σκαρής κατασκευάζει το τέμπλο και τον δεσποτικό θρόνο, η Έλλη Βοϊλα φτιάχνει δυο μωσαϊκά έργα ενσωματωμένα στο τέμπλο και ο ξυλογλύπτης Θανάσης Νομικός τα βημόθυρα της ωραίας πύλης και των πλαϊνών θυρών. Ο ναός όμως αποκτά και διάσταση εικαστικού χώρου, καθώς διασώζει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο έργο του ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη. Ο Αστεριάδης ανέλαβε ν‘αγιογραφήσει το ναό και οκτώ δεσποτικές εικόνες του τέμπλου. Όπως ο φίλος του Σπύρος Βασιλείου, αναζήτησε τα στοιχεία της τέχνης του στην πηγή που λέγεται Ρωμιοσύνη. Με τη μέθοδο της ξηρογραφίας, δούλεψε στην Παλαιά Επισκοπή από το 1936 ως το 1939, αποδίδοντας το νόημα της βυζαντινής τέχνης φιλτραρισμένο μέσα από τη φρεσκάδα της νεοελληνικής ζωγραφικής. Στο άρθρο παρατίθεται κατάλογος των εκκλησιών που αγιογράφησε ο Αστεριάδης.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το εξώφυλλο του βιβλίου "Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά".

Ειδήσεις

- Ανασκαφές στην Αθήνα. Σωστική ανασκαφή στου Μακρυγιάννη όπου θα ανεγερθεί το νέο Μουσείο της Ακρόπολης. - Ιερά Οδός, ένας αρχαιολογικός δρόμος. Το ΥΠΠΕ υπέβαλε πρόταση να μετατραπεί η Ιερά Οδός σε αρχαιολογική οδό. - Σωστική ανασκαφή στην Πλ. Κοτζιά. Εξ αιτίας του υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, αναμένεται να αποκαλυφθεί η Πύλη των Αχαρνών. - Πάπυροι σε σεντούκι. Πάπυροι (213-225 μ.Χ.) από το αρχείο της Βουβάστεως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. - Αποκάλυψη αρχαίου πλοίου. Αρχαίο ναυάγιο σε ακτή της Αλεξανδρούπολης. - Ανασκαφικά ευρήματα στην Έδεσσα. Τμήμα του τείχους και τμήματα μιας πόλης που κατοικήθηκε από την αρχαιότητα ώς τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους και, παροδικά, στους μεταβυζαντινούς. - Πρόγραμμα αναστήλωσης για το Άγιο Όρος. Πενταετές πρόγραμμα θα αντιμετωπίσει ζημιές από σεισμούς στη Μονή Κουτλουμουσίου και σε άλλα κτίρια. - Ευρήματα στη Φλώρινα. Σημαντικός ελληνιστικός οικισμός με αντικείμενα από τον 3ο π.Χ. ώς τον 10ο αιώνα. - Ρωμαϊκό αμφιθέατρο. Αποκαλύφθηκε στην περιοχή του αρχαίου ωδείου της Πάτρας. - Αναστηλώσεις στο Ρέθυμνο και τα Χανιά. Αναστήλωση σπιτιών, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης. - Καποδιστριακό κτίριο της Πελοποννήσου κινδυνεύει. Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες επισκευής του καποδιστριακού (1831) πρώτου Δημοτικού Σχολείου Άργους. Άλλα δυο σχολεία της ίδια εποχής στη Μεθώνη και το Γαλαξείδι έχουν εκποιηθεί σε ιδιώτες. - Το νέο μουσείο στον αρχαιολογικό χώρο Θερμοπυλών. Ανακαινισμένο άνοιξε το μικρό μουσείο που προβάλλει τη γεωγραφία των στενών, τη γνωστή μάχη αντίστασης κατά των Περσών, αλλά και τη μάχη του 191 π.Χ. ανάμεσα στον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Γ΄ και τους Ρωμαίους.

Συνέδρια

Τριήμερη Διεθνής Συνάντηση (11-13/1/1984) στο Ε.Ι.Ε. με θέμα την "Βυζαντινή Ιστορική Γεωγραφία".

Έκθεση

- "Νομίσματα και Χάρτες στον ελληνικό χώρο, 1204-1900". Μουσείο Μπενάκη, 15/9-15/12/1983.

Βιβλία

- Γεώργιος Μυλωνάς, Πολύχρυσοι Μυκήναι - Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Α΄, Β΄ - Ιωαν. Γ. Καραμπάτης, Ο ναός της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα - Δεσμός, τχ.6 - Ευγ. Μ. Αντωνιάδης, Έκφρασις της Αγίας Σοφίας - Αγγελική Χατζημιχάλη, (επιμ. Τ. Γιανναρά), Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά, τόμ. Β΄ - Βαλκανικά Σύμμεικτα, τόμ. Β΄ - J. Konidaris, Die Novellen des Kaisers Herakleios - Aline Rousselle, Porneia. De la maîtrise du corps à la privation sensorielle, IIe-IVe siècles de l’ère chretienne - Le Courrier du CNRS no 51, Le service d’Architecture Antique - Carol C. Mattush, Bronzeworkers in the Athenian Agora - Ε.Γ. Δημόπουλος, Παιδαγωγικό Αρθρογραφικό Δελτίο

English summaries: From his introduction to the “Symposium” Ioannis Sikoutris

In this introduction the love for boys in ancient Greece is related in excellent prose. Here the author’s knowledge of ancient customs, philosophy and psychology are very much in evidence. The love of youths in ancient Greece, he writes, was a means of encouraging valor in battle. In cities such as Athens which was not a military state, the love for boys became a means towards training the young. It is exactly this educational nature that distinguishes this sort of relationship from homosexual relationships of other times or places. The author of the introduction notes that much more was expected of the youth in ancient Athens than would be conceivable today. Higher education was not taught in schools before the 4th century so a young man would have to seek education in the society he moved in. The older man would pass on his knowledge and experience of life to the younger one. A father would not be suited to this work since in ancient Greece families were not supposed to teach their children and what’s more a father would be too involved in his son to impart knowledge to him. As “the Greeks have so subtly pointed out” a father should tactfully withdraw from a youth’s life.

Sexual love in ancient Greece, social schemes Claude Calame

I. From adolescence to maturity: In order to present a brief survey on sexual love in ancient Greece we will simply follow the various phases of sexual development of the adult, from adolescence to maturity, examining at the same time the conditions and rules justifying sexuality. 1. Adolescence: It is quite significant that the vocabulary of the ancient Greek language does not distinctly express the differentiation of the sexes during the infantile age. Thus, a unique word-term “παiς” applies both to girls and to boys and only the article suggests the gender. Language, however, cannot be considered the only indication of social structure. Indeed, both in Archaic Sparta and in the Hellenistic state, the boys were separated from their families soon after their seventh birthday. The two basic means of education both in Sparta and Classical Athens, were the same; gymnastic education that aimed at the development of the students’ mental and physical potential, and artistic education that aimed at imparting knowledge of and training in the art of the Muses. Thus young Greeks spent most of their time in the gymnasium. This location provided the background for the first testimonies of his sex life. The numerous representations on pottery inform us of the age of the partners of this first erotic relationship. The homosexual relation involves a mature man and an ephoebos. In this institutional homosexual love the lover appears both as the tutor of the beloved and as the guarantor of the moral virtues and knowledge that the youth ought to obtain through this relation. In this way, homosexual and educational qualities are closely related. During adolescence, girls were also educated via similar homosexual relations. If, however, more emphasis is given to the physical appearance of girls than to their moral perfection, the reason is that beauty in a female unleashes the power that inspires love and calls a man to sexual intercourse. 2. Marriage: The prerequisites of maturity for a man in ancient Greece are citizen status and enrollment in the army. While for a woman, the prerequisite is the ritual of marriage. 3. Beyond Marriage: Since Homeric times heroes are seen settling concubines in their homes. In theatrical plays and in the speeches of Athenian orators the concubine seems to have equal rights with the legal wife regarding her children. However, apart from the sexual activity a man had in his home, he was also entitled to retain relations with prostitutes. According to Demosthenes, “prostitutes were for sexual pleasure, concubines for everyday care and wives for the creation of legal descendents and the guarding of the house”. These manifold, delicate, social relations caused social crises that varied from disapproval to acceptance. II. The rule and the exception: As in every society, so in the Greek, there is a dominant sexual rule. For the Greek of the Classical period his sexual activity is accompanied by feelings of love only under certain circumstances; in marital relations, homosexual relations, relations with concubines or prostitutes. These relations are characterized by duration in time and by an exchange based on friendship, that is a mutual relation founded on trust. The conclusion we draw is that Eros creates between males and females a network of relations that stands above simple sexual satisfaction; educational homosexuality, economic benefit from marriage and reproduction of the species through the institution of marriage.

Moral crimes in Classical Athens Stelios Xirouchakis

Modern penal law considers acts that contravene the principles ruling sexual relations as moral crimes. According to the Attic law of the classical period the rape of a woman, man, child or slave, the sexual intercourse between a man and a child, prostitution of men, the pandering of boys by their relatives and incest were considered moral crimes. The provision of the Athenian legislation regarding these crimes served to protect freedom of will in sexual life, the purity of certain relations that ought to remain beyond sexual activity and the very nature of the sexual act that in certain cases should be expressed within the frame of genuine and natural attraction and far from economic motives. This legislation did not only defend moral values but it also protected the city and its institutions. The ancient legislator by approving or disapproving certain acts aimed, above all, to endow the citizens with such virtues as to become able to defend the existence and the smooth function of the social and political principles of their city.

Erotic images and symbolism The editors of the Archaeologia journal

On certain Athenian painted vases of the 6th to the 4th century BC the erotic scenes are of a religious nature and relate to fertility in general or specifically human fertility.A woman is often shown, with or without a child, also erect phallic figures and erotic scenes. Other paintings with phalluses as their main figures are meant to avert evil as are the Hermes pillars.There is a third category of vases with erotic or humorous scenes. The pleasures of lovemaking are shown with gods coupling with mortals or grown men with youths.On most vases however, men are shown having intercourse with courtesans or prostitutes. The article is beautifully illustrated and ends with a reminder that it is Victorian morals that are to blame for the hiding away of erotic vase paintings in museum basements.

The short tale of a great orator Panayotis Dimakis

Hypereides, the orator, was born in 390 BC into a wealthy family and was educated close to Plato and Isocrates. In 343, accusing Philocrates of treason he took the chance to make his debut in the political scene and to declare his ideological principles that definitely put him on the side of Demosthenes. For many decades he was one of the best defenders in court of ordinary civilians. His speeches, simple and clear, without rhetoric schemes, were nevertheless strong, persuasive and effective. Throughout his life he strove and fought for his ideas. Athens, his native city, honoured him for his ethos and services with many offices. In spite of his personality and commitment he was condemned to death, tortured and executed in 322.

Sappho The editors of the Archaeologia journal

Born on the island of Lesbos at the end of the 7th century BC, the poet was brought up with the freedom that went with her aristocratic origins. She had a daughter Kleida by her husband Kerkolas. The bittersweet passion she expressed for young girls on the verge of marriage were considered unnatural by later generations. This is probably why an unrequited love for Faon was ascribed to Sappho as the reason for her drowning herself.

Sexual life in ancient Greece Andreas Lentakis

The social organization of ancient Greeks and their perception of sex and life in general vary depending on place and time. Our perception of these matters and the status they hold for us are very different. For this reason, any possible approach must be made not before we have discarded our own ethical code and we have tried to fully understand those men who determined their own way of life and ethics. Sexual love for ancient Greeks was one of the high points of life, therefore they pursued it in various ways. The restraints and guilt we have today were not indulged in. Greeks lived closer to nature than we do and most of all they sought happiness in the ephemeral. As a result their perception of sex is dramatically different from that of the Christian religion. This article refers to two major phases, that of matriarchal society, a period offering only scarce data, when woman had not yet been enslaved by man and enjoyed absolute freedom in sex, and that of partiarchal society. Here are also examined, marriage, prostitution of both sexes, concubinage, the role of the whores, polygamic exceptions in the monogamy of the Greeks, self -eroticism and variations on sexual intercource and finally sodomy, that in ancient Greece had a significant, social, ethical political and artistic effect.

The role of women in Greek antiquity Julie Velissaropoulou

The article is a presentation of Claude Mossé’s book with the same title. The historian Claude Mossé searches ancient Greek texts for the role played by women in the male dominated society of the 7th to the 4th century BC. The book also deals with the question of dowry and the role played by women in Gortyna specifically, whether in matters of religion or of love.

The erotic life of the Byzantines as evidenced by their penal code Spyros Troianos

The provisions of the penal code represent one of the best sources of information for comprehending the social conditions in a specific place and time as well as throughout the history of mankind. The sphere of moral crimes is of special significance, because it reveals the established social ethics as well as the boundaries between Law and Ethics. This article refers to the acts that according to the Byzantine legislator's point of view transgressed contemporary social ethics.

Is the original sin a sexual offence? The editors of the Archaeologia journal

Filon Alexandreus the Judaean (13 BC-54 AD) was the first to speak of the original sin as a sexual offence. This dogma was embraced by all subsequent theoreticians of the Fall of Man. This interpretation of the gospels was refuted in 1984 by Jean Bottero who argued that at the time when the Old Testament was being drawn up, love and sex were not considered to be crimes. Bottero quotes the Song Of Songs as evidence. Such writings from which God is notably absent are in the Mesopotamian tradition. Original sin lies in the disobedience that led Adam and Eve on the path to knowledge.

Sexual love in Byzantium Dimitris Nalpantis

The appearance of Christianity brought with it a new ethical code and a new way of life. The continence and purity implicit in Christianity are altogether different to the liberalism of antiquity. Byzantium becomes the vehicle of Christianity, while the duality of the Church state, closely interrelated, stands as the main support of the Byzantine world. Therefore, whatever does not fit into the ethical model determined by this duality is looked upon as contemptible and condemnable. The erotic mood of the Olympic pantheon which mirrors the approach and mentality of the ancient Greeks is in direct conflict with the instructions of Christian ethics. Sex can no longer be accepted as a source of pleasure and is justified only as a means of procreation. This could be considered characteristic of contemporary ethics, as far as the attitude towards the manifold variations of sexuality is concerned.

The “Bachelor Machine”, a symbol of modern eroticism Andreas Ioannides

The rapid mechanization of society, as a result of the industrial revolution, seriously affected the erotic-sexual life of man so that if we had to rewrite the history of sexuality, we would accord a major role to the machine as symbol . The bachelor machine, a term introduced by Duchamp for the lower part of his work "The Big Glass;the Bride is Stripped Naked Even by her Bachelors" is considered to be one of the most representative examples of the "mechanical" representation of eroticism. Duchamp's work is an imaginary construction that is based on the duality of manlwoman. The concept of the "Bachelor machine" can also be found in literature (Jules Verne, Edgar Allan Poe, Franz Kafka etc.). It expresses two ideas, that of sexual liberation and of isolation, as they materialized in the developed industrial society of the late 19th and early 20th century, an isolation, however that can lead to death, a procedure conceived by the French writer Carrouges, who correctly regarded solitude and isolation as the means to transform sexual love into a death-machine.

Love in the bosom of the family The editors of the Archaeologia journal

Many of the emotions one takes for granted as being common to all, are no more than cultural stereotypes. Various peoples of the world living in other ages make us review the myth of a mother’s love being natural and self-evident. This comes with the new, emerging concept of a father’s love. The 4th commandment recognises a child’s respect for his parents raising the question that this attitude might not be natural but acquired. The origins of paternal and conjugal authority are to be found in India but can also be traced back to Greco Roman antiquity where such authority was in full sway. Aristotle puts male authority into its theoretical context, attributing male dominance to the physical inferiority of the female of the species. Although the word of Christ bases the mystery of marriage (and not the contract) on love and respect between the two sexes, the Jewish provenance of Christianity still counts. Did not Eve bring on the Fall of Man? Saint Paul preaches the superiority of man to whom woman owes total obedience as to the Lord her God

Food for love The editors of the Archaeologia journal

The ancients thought that eating bulbs and snails were powerful aphrodisiacs. The first snail farm was organized in Rome in the year 50 BC. Eggs were thought of as having the same aphrodisiac effect while shellfish are even today rumoured to arouse desire. Out of lentils and vegetables, chickpeas and carrots stand out, while the ancient Greeks held a different opinion about lettuce which was held in great esteem as aphrodisiac food by the Egyptians.

Waterlogged wood Antonios Paterakis, Aliki Pateraki

The term "waterlogged wood" refers to any wood that has been saturated by water it has remained immersed in for a long period of time. This article examines the procedure of wood's degeneration,the new qualities that the wood possesses as well as the determining factors for the wood's being preserved. As an example here in this article Swedish wreck of the ship Wasa that was sunk in 1628 is referred to.

The catholicon of the monastery of Varnakova and the architect Andreas Gasparis Kalandros Maro Kardamitsi-Adami

The Monastery of Varnakova was built in the 12th century AD and prospered greatly during the Byzantine period. Its decay, beginning during the years of the Turkish occupation, was completed by the fire of 1826 set by the army of Ibrahim Pasha. The monastery was rebuilt in the years following the liberation. A. Orlandos, who studied the monastery in 1911, reached the conclusion that the early church also displayed a central dome but he had doubts whether the new dome perfectly corresponded to the older structure. He also determined the location of the outer and inner narthex, both mentioned in old codices, and considered the two pilasters adjacent to the colonnade and facing the bema to be the continuation of the dividing walls once existing between the prothesis and the diaconicon. Furthermore, he believed that the bema apse had a hemi-hexagonal shape and that the new church was equal in width to the older, but unequal in length. However, a series of documents from the National General Archives cast new light on the reconstruction of the catholicon. Reconstruction work commenced in 1831 according to the plans made by the architect Andreas Gasparis Kalandros, an army lieutenant. In the spring of the same year the monks of the monastery signed a contract with three Epirot craftsmen and applied to Governor Kapodistrias for financial support based on the budget made by Kalandros. Mentioned in the contract are the proportions of a new church, determined on the basis of the old foundations, the roofing of the edifice with three series of domes and with a central, dominant one and the building materials as well as the addition of a bell-tower. The information provided by the aforementioned documents leads to the conclusion that Kalandros, who was appointed supervisor of the construction works, had never visited the monument, therefore certain mistakes he made in the plan seem natural. The terminology employed in the contract, the form of the bell-tower and the close relations of Kalandros with the commissar of Eastern Greece, Metaxas, indicate that the architect of the Monastery of Varnakova originated from the Ionian Islands. The reconstruction of the monastery complex was completed in 1838, which is also the date of the execution of the wooden templon of the catholicon.

The meaning of the classic Nikolaos Gialouris

The term “classic” is of Roman origin and derives both from the word classis meaning order in Latin and the word classicus, applying to the Roman citizens of the upper, wealthy class. For the first time the term was used by the author of “Noctes Atticae” (XIX, 8,15) Gellio. In his text, the “scriptor classicus” means the celebrated author. Later, the term “classici” came out to indicate those prominent authors and artists that had been selected as representatives of their art by the Alexandrian scholars of the 3rd and 2nd centuries BC. In all modern European languages, the term “classic” held a dual content, meaning either the high quality of an accomplishment or creation or referring to certain historic phases that are considered as exemplary , perfect and consequently prototypes for previous and later creations. But what exactly is classic and what is not? Classic is an example of the equilibrium between perpetual movement and continuous peace. It is the challenge of infinity in harmony with the finite both in space and in time. As regards art, according to Schadewald, “classic is the work in which the artist shows his ability to conceive life as an entity and at the same time to express and render this entity in detail. The work of art or the poetic work is like a dancing group; each dancer performs his part, nevertheless the effect of the group is harmonic”. The content of classic does not apply exclusively either to aesthetics or religion or philosophy or socio-economy, since its essence and character is broader than each of these disciplines and includes them all. Finally, the achievement of the classic cannot be considered as an utopia, because it was made manifest in antiquity – the ripe fruit of the Greek concept of life at its most happy moment.

The Byzantine church of the old Episcopate at Tegea. Restoration of the building and wallpainting decoration Nikos Grigorakis

In the 6th century AD Amykli is a small settlement located in the region of Ancient Tegea, but nevertheless a fortified village and episcopate of the district. The original Byzantine church of the village was erected on the site of the ancient theatre of Tegea (Roman phase: 146-330 AD.). In the 19th century and according to contemporary travelers the church lay in ruins. In 1888 however, the architect Ziller was commissioned with the execution of the plans for the restoration of the church, the first project he undertook outside the Greek capital. In 1932 the decoration of the church with wall-paintings started, after a new restoration of the building. This challenging work was executed by Agenor Asteriades and it represents the major artistic product of the painter's career. Asteriades had a perfect knowledge of folk and byzantine tradition, therefore, both the repertoire and style he employed for the wallpaintings originate from this dual source.

Τεύχος 34, Μάρτιος 1990 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Το αφιέρωμα στη Θεσσαλία Κώστας Γαλλής

Το τρενάκι του Πηλίου. Το αφιέρωμα της Αρχαιολογίας συνοδεύει το δεύτερο Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο της Λυών (17-22 Απριλίου 1990) που οργανώνουν οι αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων της Θεσσαλίας, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας και το Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ της Δυτικής Γερμανίας. Aν η χριστιανική εποχή εκπροσωπείται λαμπρά από τις βασιλικές της Νέας Αγχιάλου και τα Μετέωρα, αν το Πήλιο, η Αγιά, τα Αμπελάκια, η Τσαρίτσανη διασώζουν την παραδοσιακή νεότερη αρχιτεκτονική και αν το «τραινάκι του Πηλίου» κηρύχτηκε διατηρητέο μνημείο, η ανάδειξη των μνημείων της αρχαίας Θεσσαλίας δεν είναι ικανοποιητική. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, που κατασκευάστηκε το 1909 για να στεγάσει τις ελληνιστικές γραπτές στήλες της Δημητριάδος, εξακολουθεί να είναι το μόνο οργανωμένο Μουσείο.

Πρόσφατες έρευνες στη νεολιθική Θεσσαλία Κώστας Γαλλής

«Αποτροπαϊκό προσωπείο» με χαρακτηριστική διακόσμηση της Μέσης Νεολιθικής από τη θέση Άγ. Γεώργιος 3. Πρώτο μισό 5ης χιλιετίας.

Χρ. Τσούντας, A. Wace και M. Thompson, Hazel Hansen, Kimon Grundmann, Vl. Milojčić και Δημ. Θεοχάρης, Γ. Χουρμουζιάδης είναι οι αρχαιολόγοι που σφράγισαν τις προϊστορικές έρευνες στη Θεσσαλία. Οι εκτεταμένες τοπογραφικές έρευνες των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων ανέβασαν στους 250 τους προϊστορικούς οικισμούς στην ανατολική θεσσαλική πεδιάδα, ενώ αποκάλυψαν ότι και τα γύρω υψώματα ήταν εξίσου πυκνοκατοικημένα. Οι αρχαιότερες καύσεις νεκρών στην Ελλάδα βρέθηκαν στη θέση Σουφλί Μαγούλα (φάση Πρωτοσέσκλου της Αρχαιότερης Νεολιθικής, μέσα της 6ης χιλιετίας) και στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου όπου οι ταφές καύσεων, μακριά από τον οικισμό, σχηματίζουν το παλαιότερο νεκροταφείο που χρονολογείται στη φάση Τσαγγλί, στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής. Στρωματογραφικές ανασκαφές στους δύο αυτούς οικισμούς και στο Μακρυχώρι συνέβαλαν στη μελέτη των ρυθμών της νεολιθικής κεραμικής. Η ύπαρξη μιας Προκεραμικής περιόδου στη Θεσσαλία δεν έχει επιβεβαιωθεί. Στην Αρχαιότερη Νεολιθική (σχεδόν όλη η 6η χιλιετία), η πρώιμη γραπτή κεραμική της φάσης Πρωτοσέσκλου συμβαδίζει με την εγχάρακτη διακόσμηση που απαντά στο ρυθμό Προσέσκλου ή Μαγουλίτσας. Τη Μέση Νεολιθική της Θεσσαλίας (πρώτο μισό περίπου της 5ης χιλιετίας), χαρακτηρίζει ο πολιτισμός του Σέσκλου με τρεις ρυθμούς γραπτής διακόσμησης: τον πυκνό ρυθμό (solid style), τη φλογόσχημη διακόσμηση (flame pattern) και τη γραμμική διακόσμηση (linear style) στην οποία υπάγεται και η ξεστή. Οι πρώιμες φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής (δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας), οι προδιμηνιακές φάσεις Τσαγγλί και Αράπη για άλλες βαλκανικές χώρες αντιστοιχούν με τη Μέση Νεολιθική. Στην γκρίζα κεραμική της φάσης Τσαγγλιού ανήκει η μαύρη στιλπνή κεραμική του πολιτισμού της Λάρισας, ενώ μία παράλληλη πολύχρωμη κεραμική εξελίσσεται στην πολύχρωμη κεραμική της φάσης Αράπη. Στις διμηνιακές φάσεις που έπονται (3900–3500 π.Χ.), τα διάφορα είδη διακόσμησης αποτελούν εξέλιξη προδιμηνιακών διακοσμητικών κατηγοριών. Παρά την καινοφανή χρήση επίθετου χρώματος (crusted decoration), oμαλή εξέλιξη της κεραμικής του Διμηνίου αποτελεί και η κεραμική της φάσης Ραχμάνι που αποτελεί τη Χαλκολιθική εποχή για τη Θεσσαλία. Οι ανασκαφές στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου έδωσαν πληροφορίες για τον προορισμό των νεολιθικών ειδωλίων. Δύο σχηματοποιημένα ανθρωπόμορφα ειδώλια είχαν κατατεθεί σε ταφές μαζί με τα τεφροδόχα αγγεία. Κάτω από δάπεδο σπιτιού, βρέθηκε πήλινο πρόπλασμα σπιτιού με είσοδο, υπερυψωμένο «κρεβάτι», σκεπαστή εστία (φούρνο), τριπτήρα (μυλόλιθο) και οκτώ ειδώλια που συνθέτουν μια οικογένεια. Από τη Δυτική Θεσσαλία προέρχεται ακέφαλο ανδρικό καθιστό ειδώλιο σε στάση «σκεπτόμενου» που χρονολογείται στην Αρχαιότερη ή Μέση Νεολιθική όπως και το σύμπλεγμα δύο ακέφαλων ανδρικών ειδωλίων από τον προϊστορικό οικισμό Δομένικο που βαδίζουν ή χορεύουν έχοντας περασμένο το ένα χέρι ο ένας πίσω από τους ώμους του άλλου.

Προϊστορικός οικισμός Σέσκλου Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη

Νεολιθικός οικισμός Σέσκλου. Γραπτό αγγείο της Μέσης Νεολιθικής. Το Σέσκλο κατοικήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα της 7ης χιλιετίας (Προκεραμική περίοδος). Ο οικισμός εκτείνεται πάνω στο λόφο Καστράκι, που ονομάστηκε «Ακρόπολη», και στη γύρω του περιοχή. Στα οικήματα αυτής της περιόδου τοίχοι από κλαδιά και λάσπη υψώνονταν πάνω σε ελλειψοειδή αβαθή ορύγματα. Βρέθηκαν λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, κοσμήματα και ειδώλια από πέτρα και πηλό. Τα σπίτια της Αρχαιότερης Νεολιθικής Ι ήταν μονόχωρα, τετράγωνα, με λίθινο θεμέλιο, καλαμωτούς τοίχους και ξυλόπηκτη στέγη. Στην Αρχαιότερη Νεολιθική ΙΙΙ τα σπίτια έχουν τοίχους από ωμά πλιθιά και δάπεδο από πατημένο πηλό. Ως προς την κεραμική της Αρχαιότερης Νεολιθικής (6η χιλιετία), την πρώτη φάση χαρακτηρίζει η μονοχρωμία, τη δεύτερη (Πρωτοσέσκλο) η εμφάνιση των πρώτων γραπτών αγγείων και την τρίτη (Προσέσκλο) η επικράτηση των μονόχρωμων αγγείων. Στη Μέση Νεολιθική (5η χιλιετία), ο οικισμός αποκτά πρωτοφανή έκταση και αρχιτεκτονική οργάνωση, σημειώνεται αύξηση της γραπτής κεραμικής και βελτίωση της τεχνικής του ψησίματος, μεγάλη χρήση λίθινων εργαλείων και αφθονότερη χρήση οψιανού από τη Μήλο. Σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά λείψανα στον σημερινό αρχαιολογικό χώρο της «Ακρόπολης» προέρχονται από την τρίτη φάση της Μέσης Νεολιθικής (ΜΝ). Πάνω στο λόφο, κεντρικότερο κτίσμα είναι το «μέγαρο» και, πλάι του, το σπίτι του κεραμέα. Όλα τα σπίτια της ΜΝ έχουν λίθινο θεμέλιο, πλίνθινη ανωδομή και δικλινή στέγη με δοκούς σκεπασμένη με πηλό. Η γραπτή κεραμική του «πολιτισμού του Σέσκλου» είναι χαρακτηριστική, ιδίως στην ώριμη φάση της (linear style) όταν διακοσμητικές ταινίες με φλογόσχημα πέρατα περιβάλλουν το αγγείο, συνήθως λεκανίδα. Ο οικισμός στο τέλος της ΜΝ ΙΙΙ Β καταστράφηκε από πυρκαγιά.

Προϊστορικός οικισμός Διμηνίου Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη

Νεολιθικός οικισμός Διμήνι. Εγχάρακτο αγγείο της Νεότερης Νεολιθικής. Πάνω σε χαμηλό λόφο, το Διμήνι κατοικήθηκε πρώτη φορά στη Νεότερη Νεολιθική, στο τέλος της 5ης χιλιετίας. Μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο του οικισμού είναι οι περίβολοι. Πρόκειται για έξι λιθόκτιστες, ανισοϋψείς μάντρες που κατασκευάστηκαν σταδιακά γύρω από το λόφο κατά ζεύγη. Οι δύο πρώτοι περίβολοι ορίζουν μια ευρύχωρη κεντρική πλατεία. Τέσσερις στενόμακροι διάδρομοι, που διαπερνούν όλους τους περιβόλους ακτινωτά, χωρίζουν τον οικισμό σε τέσσερα μεγάλα τμήματα. Σε κάθε τμήμα χτίζονται ανάμεσα στα ζεύγη των περιβόλων δυο τρία μεγάλα σπίτια με παράπλευρα παράσπιτα. Ανάμεσα από τα σπίτια δημιουργείται κοινόχρηστη αυλή. Αντίθετα από τον Χρ. Τσούντα, που πίστευε ότι το κεντρικό μέγαρο Α ήταν η κατοικία του «άρχοντα» και ότι οι περίβολοι σχημάτιζαν ένα οχυρωματικό σύστημα για την προστασία του, ο Γ. Χουρμουζιάδης είδε τους περιβόλους ως απλά ρυθμιστικά στοιχεία στο πλαίσιο μιας πρώιμης πολεοδομικής αντίληψης, που προσδιόριζαν τις θέσεις όπου μπορούσαν να αναπτυχθούν σπίτια. Στην κεραμική, η φάση «Διμήνι» περιλαμβάνει «γραπτά» αγγεία, συνήθως φιάλες, και εγχάρακτα. Από την καθημερινή ζωή των κατοίκων βρέθηκαν πολλές λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, πήλινα σφονδύλια και πηνία, κοσμήματα από κόκαλο, πέτρα ή κοχύλια και πολλά ανθρωπόμορφα ειδώλια. Στην αρχή της 3ης χιλιετίας, το Διμήνι ερημώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Από μεσοελλαδικό οικισμό βρέθηκαν σπίτια και κιβωτιόσχημοι τάφοι. Ιδιαίτερα σημαντικά όμως είναι τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Υστεροελλαδικής περιόδου που αποκαλύφθηκαν στην πεδιάδα ανάμεσα στο λόφο και τη θάλασσα. Από τον μυκηναϊκό οικισμό αποκαλύφθηκαν φαρδύς δρόμος και πέντε μεγάλες ιδιωτικές κατοικίες που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙ, στο τέλος του 12ου αιώνα π.Χ.

Μυκηναϊκή Μαγνησία Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, Ζωή Μαλακασιώτη, Ανθή Mπάτζιου-Eυσταθίου

Σκόπελος. Χρυσή λαβή ξίφους από τον τάφο στη θέση Στάφυλος. Στις περισσότερες από τις μυκηναϊκές θέσεις του νομού παρατηρείται μια συνέχεια από τα νεολιθικά χρόνια ως το τέλος των μυκηναϊκών ή και πέρα από αυτό. Το καλύτερο παράδειγμα αδιάσπαστης συνέχειας προσφέρουν οι Φερές. Κάτω από το ναό του Θαυλίου Δία του 4ου αιώνα π.Χ., που ανασκάφηκε ΒΔ της μαγούλας Μπακάλη, αποκαλύφθηκαν ίχνη παλαιότερων ιερών, του 6ου, του 7ου και 8ου αιώνα π.Χ., καθώς και κεραμική μυκηναϊκής περιόδου και ειδώλια, γεγονός που δηλώνει συνέχεια στη λατρεία. Από την πολύ εκτεταμένη μυκηναϊκή πόλη βρέθηκαν λείψανα μυκηναϊκών σπιτιών, θαλαμοειδής τάφος με αγγεία της ΥΕ Ι και ΥΕ ΙΙ, κεραμικός κλίβανος κ.ά. Άλλες μυκηναϊκές θέσεις στο νομό είναι η Πέτρα, η Μαγούλα Αϊδινιώτικη, η Μαγούλα Αλμυριώτικη, τα Ζερέλια, ο Κάτω Μαυρόλοφος, ο Πτελεός, όπου αποκαλύφθηκαν πέντε θολωτοί τάφοι, η Πύρασος, οι Φθιώτιδες Θήβαι, η Φυλάκη, η θέση «Κεφάλα» στη Σκιάθο και η θέση «Στάφυλος» στη Σκόπελο. Στην περιοχή του Βόλου αναπτύχθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τρεις οικισμοί. Στα «Παληά» στο Κάστρο του Βόλου αποκαλύφθηκε μυκηναϊκό «ανάκτορο» της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου, ενώ βρέθηκαν ειδώλια του τύπου Ψ και Φ της ΥΕ ΙΙΙB-C και όστρακα αγγείων με παραστάσεις πολεμιστών της ΥΕ ΙΙΙC. Υπομυκηναϊκά και πρωτογεωμετρικά λείψανα προηγούνταν των μυκηναϊκών, ανάμεσά τους, παιδικοί πρωτογεωμετρικοί τάφοι. Στο Διμήνι, ήδη από το 1886, 300 μ. ΝΔ από το λόφο με τον νεολιθικό οικισμό, είχε ανασκαφεί μεγάλος θολωτός τάφος της ΥΕ ΙΙΙ Α2 περιόδου με διάμετρο 8,50 μ., γνωστός ως Λαμιόσπιτο. Στο εσωτερικό της θόλου είχε χτιστεί λάρνακα από άψητες πλίνθους. Στα ευρήματα περιλαμβάνεται θησαυρός από χρυσά κοσμήματα, χάντρες, περιδέραια από υαλόμαζα, ελεφαντοστέινα εξαρτήματα και χάλκινα όπλα. Δεύτερος, συλημένος θολωτός τάφος της ΥΕ ΙΙΙ Β2 περιόδου με διάμετρο 8,30 μ., αποκαλύφθηκε στη ΒΔ πλευρά του λόφου. Φέρει και αυτός ανακουφιστικό τρίγωνο πάνω από το υπέρθυρο κι έχει εσωτερικά κτιστή λάρνακα από πλακαρές πέτρες. Στη διάρκεια των ανασκαφών του νεολιθικού οικισμού βρέθηκαν στο λόφο δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι με κτερίσματα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου, πήλινα ειδώλια σε σχήμα Φ, γραπτή ραμφόστομη πρόχους, σφαιρικό αλάβαστρο, χειροποίητο matpainted αγγείο και δύο θήλαστρα με γραμμικό διάκοσμο. Το 1980, στην πεδιάδα ανάμεσα στο λόφο και τη θάλασσα, ήρθε στο φως φαρδύς δρόμος και πέντε μεγάλες ιδιωτικές οικίες. Αυτό το εκτεταμένο μυκηναϊκό κέντρο, που κατοικήθηκε τουλάχιστον από την ΥΕ ΙΙΙΑ και εγκαταλείφθηκε στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙ περιόδου, συνδέεται με το μεγάλο μυκηναϊκό ανάκτορο στο λόφο με τα νεολιθικά λείψανα. Οι δύο θολωτοί τάφοι είναι ασφαλώς βασιλικοί ενώ δεν αποκλείεται η ταύτιση αυτού του κέντρου με την Ιωλκό. Στη χερσόνησο Πευκάκια απέναντι από το Βόλο, θέση που ο Δ.Ρ. Θεοχάρης είχε ταυτίσει με τη μυκηναϊκή Νήλεια, παρατηρήθηκε συνεχής κατοίκηση από τη Νεότερη Νεολιθική ως την ΥΕ ΙΙΙΒ. Εισαγμένα ευρήματα αποκαλύπτουν πως ο εμπορικός σταθμός συνέδεε την ενδοχώρα με την Τροία, τα Βαλκάνια, τις Κυκλάδες. Πάνω από τα μεγαροειδή και αψιδωτά μεσοελλαδικά σπίτια βρέθηκε νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους και προέκτασή του με χτιστούς ορθογώνιους τάφους με είσοδο.

Ο Αχιλλέας και η κοιλάδα του Σπερχειού Φανουρία Δακορώνια

Κάνθαρος από τη Λαμία. Η Θεσσαλία, ταυτισμένη αρχαιολογικά με τον νεολιθικό πολιτισμό, είχε καταχωρηθεί στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου μέχρις ότου τα πρόσφατα ευρήματα την αναδείξουν σε σημαντικό τμήμα του. Παίρνοντας τον Όμηρο κατά γράμμα, στην κοιλάδα του Σπερχειού, ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Φωκίδα, πρέπει να αναζητηθεί το βασίλειο του Αχιλλέα. Από σωστικές κυρίως ανασκαφές προήλθαν ευρήματα που επιτρέπουν την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στην κοιλάδα. 1. Ο Όμηρος αλλά και μεταγενέστερες γραπτές πηγές πρέπει να θεωρηθούν αξιόπιστοι μάρτυρες της παρουσίας Μυκηναίων εδώ. 2. Τα μέχρι στιγμής μυκηναϊκά ευρήματα συντονίζονται με τις εξελίξεις της τέχνης που γνωρίζουμε και από τη Θεσσαλία και από το νότο. 3. Η κεραμική και οι τύποι των κοσμημάτων της Πρωτογεωμετρικής εποχής δείχνουν στενότερη σχέση με τη Θεσσαλία. 4. Στη Μυκηναϊκή εποχή, η ταφική πρακτική, όμοια με εκείνη της νοτιότερης Ελλάδας, είναι οι θαλαμωτοί οικογενειακοί τάφοι που ανοίγονταν για κάθε νέο νεκρό της οικογένειας. Εξαίρεση αποτελεί στη Γλύφα ταφικός τύμβος με κιβωτιόσχημους τάφους που, αντίθετα, είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη Θεσσαλία. 5. Στην Πρωτογεωμετρική εποχή ποικίλοι είναι οι τάφοι που χρησιμοποιούνται: παλιοί μυκηναϊκοί θαλαμωτοί τάφοι (Μπικιόρεμα) ή νέοι (Λαμία), μεγάλοι πίθοι πλαγιασμένοι (Συκά Υπάτης), κιβωτιόσχημοι και λακκοειδείς (Στυλίδα). Ίσως την προτίμηση καθόριζε η οικογενειακή ή φυλετική παράδοση. 6. Σε όλες τις περιπτώσεις που οι σκελετοί βρέθηκαν στη θέση τους, τόσο σε μυκηναϊκές όσο και σε πρωτογεωμετρικές ταφές, φαίνεται ότι οι νεκροί είχαν ταφεί συνεσταλμένοι.

Άγιος Γεώργιος Λάρισας Αθανάσιος Τζιαφάλιας

Πήλινο τεφροδόχο με καμένα κόκαλα. Από τους χαμηλούς ταφικούς τύμβους που απλώνονται σε αρχαϊκό νεκροταφείο έκτασης μεγαλύτερης των 600 στρεμμάτων, έχουν ανασκαφεί δύο, στο «Ξηρόρεμα» και στα «Καραέρια». Στο Ξηρόρεμα, ψηλότερα από τους αρχαϊκούς τάφους (τέλος 7ου αιώνα), είχαν προστεθεί έξι τάφοι των κλασικών χρόνων. Και στους δύο τύμβους, οι τάφοι απλώνονται με ακτινωτή διάταξη προς το κέντρο τους. Οι τάφοι των δύο τύμβων ήταν αβαθείς λάκκοι με σχήμα εσωτερικά ορθογώνιο ή ελλειψοειδές και εξωτερικά σχεδόν πεταλόσχημο. Κάποιοι είχαν τοιχώματα από ασβεστολιθικές πλάκες, άλλοι από εσωτερική ξερολιθιά και εξωτερική επένδυση από πλάκες. Η επικάλυψη γινόταν πρόχειρα με μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες. Στον πυθμένα των τεφροδόχων αγγείων είχαν τοποθετηθεί τα καμένα κόκαλα των νεκρών και πάνω τους τα κτερίσματα. Τα χάλκινα τεφροδόχα ήταν απλοί λέβητες και τα πήλινα, κυρίως αμφορείς, κρατήρες και υδρίες, ήταν διακοσμημένα με άνθη, ταινίες, γιρλάντες ή και υδρόβια πτηνά. Τα πήλινα αγγεία μιμούνται στη διακόσμηση αττικά θέματα των ύστερων γεωμετρικών χρόνων ή σε σχήμα και διακόσμηση μιμούνται τα αντίστοιχα κορινθιακά. Από τα σιδερένια όπλα, που συνολικά ξεπερνούν τα 650, οι μάχαιρες, τα μαχαιρίδια και οι αιχμές των δοράτων έχουν βρεθεί και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας αλλά τα μεγάλα ξίφη ανήκουν σε ντόπια παραλλαγή του τύπου Naue II. Το πιο αναπάντεχο εύρημα όμως ήταν τα σιδερένια μέρη τριών αρμάτων που βρέθηκαν στον τύμβο Καραέρια και προέρχονται από τετράτροχες άμαξες μεταφοράς γεωργικών προϊόντων. Άλλωστε, ο τύμβος Καραέρια περιέχει μόνο ανδρικές ταφές, πρόκειται δηλαδή για πολυάνδριο.

Αρχαία Λάρισα Αθανάσιος Τζιαφάλιας

Η στήλη του Θεότιμου. Η πρώιμη ιστορία της Λάρισας χάνεται στην αχλύ αβέβαιων παραδόσεων. Γνωρίζουμε ότι οι λίγες αριστοκρατικές οικογένειες των γαιοκτημόνων κυβέρνησαν την πόλη για αιώνες συμπεριλαμβάνοντας στην ατομική τους περιουσία τους «πενέστες»», τους δούλους που αποτελούσαν τη μάζα του λαρισαϊκού πληθυσμού. Ελεύθεροι πολίτες ήταν οι ιδιοκτήτες μικρής αγροτικής γης, οι τεχνίτες και οι έμποροι. Η Λάρισα, όπως και οι άλλες θεσσαλικές πόλεις, διέκριναν την εμπορική από την «ελεύθερη αγορά», που στέγαζε τους ναούς, τα δημόσια οικοδομήματα και τις κατοικίες των αρχόντων, ενώ η είσοδος σε αυτή ήταν απαγορευμένη στους αγρότες, τους χειρώνακτες και τους τεχνίτες. Πρωτεύουσα της Πελασγιώτιδας, μιας από τις τέσσερις θεσσαλικές τετραρχίες, και έδρα της νομισματικής και πολιτικής ένωσης των Θεσσαλών τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., η Λάρισα παρέμεινε τον 4ο αιώνα έδρα του «Κοινού» των Θεσσαλών. Τους δύο πρώτους αιώνες, επί της ταγείας των Αλευάδων, η Λάρισα αναδείχθηκε σε πρώτη δύναμη στη Θεσσαλία. Από το 404 π.Χ. όμως ως το 354 π.Χ., οπότε ο Φίλιππος ο Β΄ επενέβη δραστικά, οι Λαρισαίοι υπέστησαν την εξουσία σειράς Φεραίων τυράννων. Από το 197 π.Χ., όταν αρχίζει η Ρωμαιοκρατία στη Θεσσαλία, η Λάρισα είναι έδρα των ρωμαϊκών στρατευμάτων και έδρα του νέου Κοινού των Θεσσαλών που συγκροτήθηκε από τους Ρωμαίους. Μετά τον Αύγουστο αρχίζει η παρακμή της πόλης. Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι λιγοστά σε μια πόλη που κατοικήθηκε στην ίδια θέση για αιώνες. Τα τείχη, κατασκευασμένα από ωμά πλιθιά, δεν σώθηκαν. Από το ναό του Κερδώου Απόλλωνα, όπου στήνονταν τα ψηφίσματα της πόλης, βρέθηκαν σπόνδυλοι δωρικών κιόνων και τεράστια δωρικά κιονόκρανα. Πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη εντοιχισμένα στο τούρκικο Μπεζεστένι, πιθανόν προέρχονται από το ναό της Πολιάδος Αθηνάς των κλασικών χρόνων, όπου τοποθετούνταν οι αποφάσεις του Κοινού των Θεσσαλών. Οι σωστικές ανασκαφές αποκάλυψαν συγκροτήματα πολλών κατοικιών ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, δομημένων με το «ιπποδάμειο»σύστημα. Σε πολυτελή κατοικία του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε το παλαιότερο ψηφιδωτό δάπεδο της Θεσσαλίας. Στους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη απόκτησε πλήρες δίκτυο αποχέτευσης. Το πρώτο από τα δύο αρχαία θέατρα υπέστη στους ρωμαϊκούς χρόνους αλλοιώσεις και μετατράπηκε σε αρένα για την τέλεση θηριομαχιών και μονομαχικών αγώνων. Στο δεύτερο θέατρο, εκτός από θεατρικές παραστάσεις, φαίνεται πως τελούνταν αγώνες φιλολογικοί, χορευτικοί και μουσικοί στη μεγάλη πανθεσσαλική γιορτή της Λάρισας, τα «Ελευθέρια», προς τιμήν του Ελευθερίου Διός. Στα νεκροταφεία που εκτείνονται περιμετρικά γύρω από την πόλη και χρονολογούνται στα κλασικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, εμφανίζονται τα εξής είδη τάφων: μαρμάρινες μονολιθικές σαρκοφάγοι, κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, πήλινες λάρνακες, οστεοθήκες, κτιστοί με τούβλα, ταφικοί πίθοι και ανοιχτές ταφές.

Φεραί Αργυρούλα Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου

Τα ερείπια του ναού του «Θαυλίου Διός». Άποψη από ΝΑ. Σε «σημαντικό κέντρο των συγκοινωνιών» αναδείχθηκαν οι αρχαίες Φέρες χάρη στη θέση τους. Λείψανα αρκετών προϊστορικών οικισμών βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή σε χαμηλούς γήλοφους ή μικρά υψώματα, τις «μαγούλες». Στις αρχές της Πρωτοχαλκής περιόδου όμως, η ίδια η θέση των Φερών, φυσικό οχυρό και με τα νερά της Υπέρειας Κρήνης, προσήλκυσε τους πρώτους κατοίκους. Ο πυρήνας αυτού του οικισμού είναι η «Μαγούλα Μπακάλη». Η εξαιρετικής ποιότητας κεραμική από τη Μεσοχαλκή περίοδο μαρτυρεί ήδη μιαν ακμή που θα κορυφωθεί στα μυκηναϊκά χρόνια. Εδώ ανήκουν ο Άδμητος και η Άλκηστη, και ο γιος τους Εύμηλος. Αλλά και οι λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι που αποκαλύφθηκαν. Η επόμενη φάση ακμής θα σημειωθεί στους κλασικούς χρόνους. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. η πόλη κόβει τα πρώτα αργυρά νομίσματα. Στο τέλος του αιώνα αποκτά τυραννίδα. Ως τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., οπότε η πόλη θα βρεθεί υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων, οι τύραννοι κατορθώνουν να αναλάβουν την ηγεσία του Κοινού των Θεσσαλών. Οι Ρωμαίοι θα επανιδρύσουν το Κοινό στο οποίο οι Φέρες θα καταλάβουν και πάλι ηγετική θέση. Από τον 13ο αιώνα μ.Χ. και μετά, η θέση των Φερών ονομάζεται Βελεστίνο. Ο ομώνυμος οικισμός θα ακμάσει από την Τουρκοκρατία ως σήμερα. Ο Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής σημείωσε πολλά από τα μνημεία της ιδιαίτερης πατρίδας του σε ένα είδος τοπογραφικού σχεδίου που ενέταξε στη «Χάρτα της Ελλάδος» (τέλη του 18ου αιώνα). Από τις αρχαίες Φέρες αποκαλύφθηκαν ερείπια του τείχους των κλασικών χρόνων, τα ερείπια του ναού του «Θαυλίου Διός» του 4ου αιώνα π.Χ., και εντυπωσιακά πολλοί κεραμικοί κλίβανοι διαφόρων εποχών. Πλούσια κτερισμένοι και φροντισμένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι σε τύμβο του ΒΔ νεκροταφείου των Φερών διατήρησαν σε πολύ καλή κατάσταση κτερίσματα από οργανικές ύλες.

Δημητριάδα-Παγασές Ανθή Mπάτζιου-Eυσταθίου

Γραπτή στήλη δυο πολεμιστών. H Δημητριάδα οφείλει το όνομά της στον Δημήτριο τον Πολιορκητή που την ίδρυσε το 293/92 π.Χ. Δύο οικισμοί από το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής εποχής δίνουν στην περιοχή το ιστορικό της βάθος. Από την Πρώιμη και Μέση Χαλκοκρατία βρέθηκαν μεγαροειδείς οικίες και κεραμική. Πριν από τη Δημητριάδα, στην περιοχή είχαν ακμάσει οι Παγασές, στη θέση πιθανόν όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα σπιτιών με υστεροαρχαϊκή κεραμική και νεκροταφείο της κλασικής εποχής. Το 194 π.Χ. οι Ρωμαίοι ιδρύουν το Κοινό των Μαγνήτων και η Δημητριάδα γίνεται πρωτεύουσά του. Το 168 π.Χ. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ανακηρύττει τους Μάγνητες ανεξάρτητους και απαιτεί να κατεδαφιστούν τα τείχη της Δημητριάδας. Στο μιθριδατικό πόλεμο (88-86 π.Χ.) όμως, τα παράλια της Μαγνησίας λεηλατούνται και οι Δημητριείς, ενισχύοντας τα τείχη τους, χρησιμοποιούν ως οικοδομικό υλικό τις γραπτές επιτύμβιες στήλες της κάτω νεκρόπολης. Οι στήλες, που έτσι διατήρησαν τα χρώματά τους, μας πληροφορούν για την τεχνική της μεγάλης ζωγραφικής, τη διακίνηση ξένων στην πόλη, την τοπική λατρεία. Το α΄ μισό του 3ου αιώνα π.Χ., κτίστηκε ένα οχυρωμένο «Ανάκτορο», με άνδηρα και ισχυρά τείχη, και με περίστυλη αυλή με δωρικούς κίονες. Εδώ, όπου και η Ιερή Αγορά και ο ναός της Άρτεμης Ιωλκίας, πάλλεται η καρδιά της πόλης. Απέναντι από το Ανάκτορο κτίστηκε το Θέατρο και σε λόφο ψηλότερά του το Ιερό ή Ηρώο. Η βασιλική Α «της Δαμοκρατίας», από το όνομα της δωρήτριας των ψηφιδωτών, γνώρισε πέντε οικοδομικές φάσεις (αρχή 4ου-τέλη 6ου αιώνα). Βρέθηκαν επίσης κοσμικό αψιδωτό κτήριο με ψηφιδωτό δάπεδο και μικρό λουτρικό κτίσμα. Στην περιοχή του νότιου λιμανιού, βρέθηκε κοιμητηριακή βασιλική του τέλους του 4ου αιώνα με ψηφιδωτά στο δάπεδο του πρεσβυτερίου.

Τα τείχη της αρχαίας Φαρσάλου Στέλλα Κατακούτα, Γιώργος Τουφεξής

Τμήμα του δυτικού σκέλους του τείχους. Νότια από τη Λάρισα και μπροστά στο επίμηκες ανατολικό τμήμα της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, η αρχαία Φάρσαλος έλεγχε από τη θέση της τους δρόμους επικοινωνίας με τη Νότια Ελλάδα. Γενέτειρα του Αχιλλέα, σε περιοχή με συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική εποχή, η Φάρσαλος ευημερούσε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, έκοψε δικά της νομίσματα πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., κι έφτασε στο απόγειο της ακμής της μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, στα χρόνια της κατάληψης της Θεσσαλίας από τους Μακεδόνες. Η συνολική περίμετρος του τείχους της δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 5 χλμ. ενώ η ακρόπολη ήταν τειχισμένη χωριστά. Το ευάλωτο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης προστατευόταν με 11 πύργους, έναντι των επτά που σώζονται στο υπόλοιπο τμήμα του τείχους. Στους άξονες των κεντρικών δρόμων επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές ανοίγονταν οι κύριες πύλες του τείχους. Ο ντόπιος τεφρός–σκουρότεφρος ασβεστόλιθος αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή του τείχους. Ο τρόπος δόμησης στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι το ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα. Σε τμήμα του ανατολικού σκέλους χρησιμοποιήθηκε το πολυγωνικό σύστημα (α΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) που έχει κτιστεί πάνω σε τείχος του 6ου αιώνα π.Χ., κατασκευασμένο από ακανόνιστους ογκόλιθους τοποθετημένους τυχαία. Το ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. Τέλος, το νοτιοδυτικό σκέλος του τείχους που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με το έμπλεκτο σύστημα ανήκει στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.

Αθαμανία-Αργιθέα (Kνίσοβο) Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης

Ασημένια σκουλαρίκια από το νεκροταφείο της Αργιθέας (4ος αι. π.Χ.). Τα χωριά της ανατολικής και δυτικής Αργιθέας στα ορεινά του νομού Καρδίτσας αποτελούσαν στην αρχαιότητα τμήμα της Αθαμανίας. Η Αθαμανία, περιοχή της κεντρικής Πίνδου, περιλάμβανε τη νοτιοανατολική Ήπειρο στο χώρο που καλύπτουν τα Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα) και τη δυτική ορεινή Θεσσαλία, όπου μια σειρά κορυφών της Πίνδου σχηματίζει «ορεινό τείχος» ανάμεσα στην Αθαμανία και τη Θεσσαλία. Το τοπίο της χώρας των Αθαμάνων καθιστούσε την περιοχή ιδανική για κτηνοτροφία. Ανάμεσα στις μεγάλες περιοχές της Αιτωλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, οι δρόμοι που εξασφάλιζαν την επικοινωνία της Αθαμανίας την καθιστούσαν και, στρατηγικά, θέση–κλειδί στην κεντρική Ελλάδα. Ο Απολλόδωρος μάς πληροφορεί ότι ο τόπος οφείλει την ονομασία του στον βασιλιά Αθάμα. Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν τους Αθαμάνες ελληνικό φύλλο που εγκαταστάθηκε ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο τη 2η χιλιετία π.Χ. Για την προϊστορική περίοδο δεν έχουν βρεθεί αρχαιολογικά στοιχεία. Οι Αθαμάνες εμφανίζονται στα κοινά των Ελλήνων γύρω στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και κατά καιρούς θα συμμαχήσουν με τους Λακεδαιμόνιους, τους Αθηναίους, τους Μακεδόνες αλλά θα στραφούν και εναντίον τους. Μακεδονική επαρχία το 191 π.Χ., η Αθαμανία το 168 π.Χ. δήλωσε υποταγή στη Ρώμη. Ως το 175 π.Χ. περίπου, οπότε οργανώνονται σε Κοινό, οι Αθαμάνες είχαν κληρονομική βασιλεία με πιο ονομαστό τους βασιλιά τον Αμύνανδρο. Βασική λατρευτική τους θεότητα ήταν η Διώνη. Λάτρευαν ακόμη την Αθηνά, τον Δία, την Αφροδίτη και τον Απόλλωνα. Τα ερείπια οικισμών και οχυρών των ιστορικών χρόνων που συνήθως βρίσκονται κατά μήκος αρχαίων δρόμων και διαβάσεων δύσκολα μπορούν να ταυτιστούν με τις πόλεις που αναφέρει ο Τ. Λίβιος. Η Αργιθέα, πιθανότατα πρωτεύουσα της Αθαμανίας, τοποθετείται κοντά στο χωριό Αργιθέα (Κνίσοβο). Ερευνητές και περιηγητές έχουν επιχειρήσει να ταυτίσουν τη Θευδορία ή Θεοδωρία, την Τετραφυλία, την Ηράκλεια, τη Χαλκίδα, το Πότναιο ή Πότνειο, το Αθήναιο και την Αιθιοπία ή Εθοπία. Κοντά στη θέση «Παλαιόκαστρο» του χωριού Πετρωτό, όπου βρέθηκαν ερείπια ελληνιστικού οχυρού, στη θέση «Πουρναράκια», αποκαλύφθηκε τμήμα του νεκροταφείου του οχυρού με κιβωτιόσχημους τάφους και κτερίσματα αιχμές δοράτων, ξίφος, αγγεία, νομίσματα, χάλκινες διπλές περόνες. Στο χώρο της αρχαίας Αργιθέας αποκαλύφθηκε αναλημματικός τοίχος, τοίχοι οικιών και σημαντικό τμήμα του ανατολικού νεκροταφείου της πόλης, ενώ εντοπίστηκε και άλλο νεκροταφείο στη δυτική πλευρά. Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι χρονολογούνται από τον 4ο ως τον 1ο αιώνα π.Χ. Οι κτερισμένοι τάφοι περιέχουν αγγεία, λυχνάρια, υφαντικά βάρη, νομίσματα, ξίφη, αιχμές δοράτων, μαχαίρια, πόρπες, περόνες, σκουλαρίκια κ.ά. κοσμήματα. Σε δύο επιγραφές αναφέρονται τα ονόματα Σταθμοννώ και Κρατείας.

Ιστορικός πίνακας της Θεσσαλίας κατά την Παλαιοχριστιανική, Βυζαντινή και Mεταβυζαντινή περίοδο Αικατερίνη Σμπυράκη-Καλαντζή

Στο θεσσαλικό κάμπο: κόβεται το χορτάρι για τα ζώα (φωτ. Δ. Λέτσιου). Στον 2ο αιώνα μ.Χ., τη Θεσσαλία ζωντανεύουν μόνο τα αστικά κέντρα Λάρισα, Υπάτη, Δημητριάς και οι Φθιώτιδες Θήβες, λαμπρό χριστιανικό κέντρο που θα καταστρέψουν τον 7ο αιώνα οι Βελεγιζίται, ένα από τα σλαβικά φύλα που επέδραμαν στη Θεσσαλία για πάνω από τρεις αιώνες. Τον 10ο αιώνα οι Θεσσαλοί υποφέρουν από τις βουλγαρικές επιδρομές, τον 11ο αιώνα εμφανίζονται οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι, και στα τέλη του αιώνα αλλεπάλληλες είναι οι επιδρομές των Νορμανδών. Συγχρόνως, η ίδρυση αποικιών από Εβραίους, Βενετούς, Πισάτες και Γενουάτες δημιουργεί αξιόλογη εμπορική κίνηση στα λιμάνια του Παγασητικού. Τη Φραγκοκρατία στη Θεσσαλία (1204-1222) διαδέχθηκε η δεσποτεία διαφόρων βυζαντινών ευγενών. Έχοντας από το 1309 δοκιμάσει την κυριαρχία των Καταλανών, η Θεσσαλία θα ξαναγίνει βυζαντινή επαρχία το 1333 αλλά όχι για πολύ. Το 1348 ολοκληρώνεται η κατάκτησή της από τους Σέρβους που, αναγνωρίζοντας χρυσόβουλλα και άλλα δημόσια έγγραφα, κατοχύρωσαν τις γαιοκτησίες των θεσσαλών αρχόντων και την εκκλησιαστική περιουσία. Επί Τουρκοκρατίας, προκειμένου να κατοχυρώσουν τις περιουσίες τους οι άρχοντες αλλαξοπίστησαν και οι χιλιάδες Τούρκοι που μεταφέρθηκαν από το Ικόνιο καλλιεργούσαν τα κτήματά τους ως δουλοπάροικοι. Προνόμια επέτρεψαν σε ορισμένες κοινότητες να ακμάσουν (Μηλιές, Ζαγορά, Τύρναβος, Αμπελάκια, Ραψάνη, Τσαρίτσανη κ.ά.). Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος το 1881.

Παλαιοχριστιανικά μνημεία Θεσσαλίας Ασπασία Ντίνα

Φθιώτιδες Θήβες (Νέα Αγχίαλος). Βασιλική Μαρτυρίου. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού δαπέδου από το νάρθηκα. Από πολύ νωρίς διαδόθηκε ο χριστιανισμός στη Θεσσαλία που μόλις το 732-733 μ.Χ. πέρασε στη δικαιοδοσία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως όντας νωρίτερα, ως μέρος του ανατολικού ιλλυρικού, στη δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης. Διάσπαρτα είναι τα παλαιοχριστιανικά κτήρια, κυρίως βασιλικές. Τέσσερις βασιλικές, οι τρεις με ψηφιδωτά δάπεδα, εντοπίστηκαν στο νομό Τρικάλων. Στο νομό Καρδίτσας, τρίκλιτη βασιλική ελληνιστικού τύπου, χτίστηκε πάνω σε ιερό της Αθηνάς, ενσωματώνοντας αρχαίο υλικό στην τοιχοδομία της. Τέσσερις είναι οι βασιλικές στο νομό Λάρισας. Στο χώρο της βασιλικής του Φρουρίου βρέθηκαν πολλοί τάφοι, ο πρώτος από τους οποίους ανήκει πιθανόν στον Άγιο Αχίλλειο, πρώτο αρχιεπίσκοπο Λάρισας. Περιστέρι με κλαδί ελιάς μέσα σε κύκλο ήταν το κεντρικό θέμα του ψηφιδωτού δαπέδου στο νάρθηκα της βασιλικής Ελασσόνας. Κατά την αποκόλλησή του αποκαλύφθηκαν τάφοι καλυβίτες και δίδυμος καμαροσκεπής. Βρέθηκαν επίσης παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο, δεξαμενή και ένα αστικό κτίσμα του 7ου αιώνα μ.Χ. με μεγάλο ψηφιδωτό δάπεδο. Εικονίζονται ο Διόνυσος και μορφές που σχετίζονται με τη λατρεία του, ο Πάνας, σκηνές κυνηγιού και προσωποποιήσεις των τεσσάρων εποχών, θέματα «εθνικών», απομονωμένα ανάμεσα στα ψηφιδωτά δάπεδα των βασιλικών με τα γεωμετρικά σχήματα, τα παγόνια και τα πουλιά που πάνε να πιουν από το «ύδωρ της ζωής», τα λίγα φυτικά μοτίβα. Τα σημαντικότερα και περισσότερα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Μαγνησίας αποκαλύφθηκαν στις Φθιώτιδες Θήβες (Νέα Αγχίαλος) και στη Δημητριάδα. Το μεγαλύτερο μνημείο της Νέας Αγχιάλου είναι το συγκρότημα τριών επάλληλων βασιλικών «του Αρχιερέως Πέτρου» που καταλαμβάνουν χώρο 7.000 τ.μ. έχοντας κτιστεί πάνω σε μυκηναϊκά και υστερορρωμαϊκά ερείπια. Άλλες βασιλικές είναι του Αγίου Δημητρίου, του Επισκόπου Ελπιδίου, η βασιλική Μαρτυρίου, οι βασιλικές Ε΄και Θ΄, μια κοιμητηριακή βασιλική, τρίκλιτος ιδιότυπος ναΐσκος, υπόκαυστα, ιδιωτική έπαυλη, παλαίστρα και γυμνάσιο, πλακόστρωτη λεωφόρος, βαπτιστήριο, «επισκοπικό μέγαρο», νεκροταφείο, συγκρότημα δημοσίων κτηρίων και μεγάλο κτήριο με ψηφιδωτά δάπεδα. Στην αρχαία Δημητριάδα βρέθηκε η βασιλική της Δαμοκρατίας, κοσμικό αψιδωτό κτήριο και κοιμητηριακή βασιλική. Στον Βόλο αποκαλύφθηκαν τμήματα του τείχους, βασιλική, λουτρό και νεκροταφείο. Βασιλικές και άλλα παλαιοχριστιανικά λείψανα βρέθηκαν και σε άλλες πόλεις και οικισμούς (Πλατανίδια, Λάι, Θεοτόκου, Χόρτο, Λεφόκαστρο, Μηλίνα και Ολιζών) και, από τις Βόρειες Σποράδες, στη Σκιάθο, τη Σκόπελο και την Αλόννησο.

Η βυζαντινή ζωγραφική στη Θεσσαλία Λάζαρος Δεριζιώτης

Στρατιωτικός Άγιος. Τα πρώτα δείγματα βυζαντινής αγιογραφίας ανήκουν στον 10ο αιώνα και βρίσκονται στο ναό της Παναγίας, στην επαρχία Αγιά του νομού Λαρίσης. Στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, οι άγιοι Βλάσιος, Πολύκαρπος Σμύρνης και Φωκάς αποδίδονται με τρόπο που προδίδει προ-παλαιολόγεια τέχνη στα τέλη του 12ου αιώνα. Ο ζωγραφικός διάκοσμος στο ναΐδριο της Ζωοδόχου Πηγής ή της Παναγίας Δούπιανης, τόπο τέλεσης της κυριακάτικης λειτουργίας για τους αναχωρητές των Μετεώρων, χρονολογείται στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα. Κοντά στα Τρίκαλα, ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα ο ναός της «Πόρτα-Παναγιάς» ως το Καθολικό της μονής των «Μεγάλων Πυλών». Της ίδιας εποχής είναι η πρώτη φάση των τοιχογραφιών του και τα εντοίχια ψηφιδωτά, μοναδικά σε όλη τη Θεσσαλία. Ο 14ος αιώνας εκπροσωπείται από τη μονή της Παναγίας της Ολυμπιωτίσσης στην Ελασσόνα και εκείνη της Υπαπαντής των Μετεώρων. Ο τοιχογραφικός τους διάκοσμος εικονογραφεί δύο αντίρροπα ρεύματα. Η μονή της Παναγίας επιλέγει την τέχνη των Παλαιολόγων, την ονομαζόμενη «μακεδονική σχολή». Στη μονή της Υπαπαντής παραμένει η αρχαϊκή τεχνοτροπία, ρεύμα συντηρητικό που καλλιέργησαν κυρίως οι μοναχοί. Η ζωγραφική του 16ου αιώνα, ακρογωνιαίος λίθος της ιστορίας της θρησκευτικής τέχνης, τροφοδότησε όλη τη μεταβυζαντινή τέχνη της Θεσσαλίας. Οι μονές των Μετεώρων, του Αγίου Βησσαρίωνος, της Παναγίας της Κορώνας, της Παναγίας της Άνω Ξενίας, του Αγίου Βασιλείου της Ρεντίνας, της Πέτρας, της Παναγίας της Σπηλιάς, οι ναοί των Αγράφων, των Χασίων, των Αντιχασίων, του Τυρνάβου κ.ά. αγιογραφούνται από δόκιμους ζωγράφους όπως ο Θεοφάνης ο Κρητικός και ο Τζώρτζης ο Κωνσταντινουπολίτης.

Παραστάσεις κτητόρων στα μνημεία των Αγράφων Σταυρούλα Σδρόλια

Οι αδελφοί Μόσχος και Φράγκος Στραβοένογλου, κτήτορες της Μονής Ρεντίνας (1662). Τα Άγραφα, με το ειδικό καθεστώς αυτοδιοίκησης που τους παραχωρήθηκε από τις αρχές του 15ου αιώνα, γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι παραστάσεις κτητόρων αλλά και το πλήθος των αρχόντων στις κτητορικές επιγραφές σε περιοχές μάλιστα με ισχυρές οικογένειες, εντάσσει τις μορφές αυτές στη βυζαντινή παράδοση του 14ου και του 15ου αιώνα. Από τις έντεκα παραστάσεις κτητόρων, οι εννέα είναι λαϊκοί. Στη Μονή Κορώνας (1587) παριστάνεται ο κτήτωρ Ανδρέας Μπούνος με πολυτελή ενδυμασία, όπως και ο κτήτορας της γειτονικής μονής Πέτρας (1625) που πιθανόν ταυτίζεται με τον Παναγιώτη Κουσκουλά ή Μορφέση. Ο ίδιος σε μεγάλη ηλικία εμφανίζεται και στην επιγραφή της τοιχογράφησης (1646) του ναού της Ζωοδόχου Πηγής Μεσενικόλα. Το 1644 στη Μονή Βλασίου ζωγραφίστηκαν οι κτήτορες Γεώργιος Γραμματικός κι ο γιος του Κωνσταντίνος που ανήκαν στο «επίσημο γένος των Σλουτζιάριδων». Οι κτήτορες της Μονής Ρεντίνας (1662), τα αδέλφια Μόσχος και Φράγκος Στραβοένογλου, άρχοντες κι αυτοί, έχουν ενδυμασίες εξίσου πολυτελείς με εκείνες των κτητόρων της Μονής Βλασίου. Πιο απλά ντυμένοι είναι ο άρχοντας Θεοδόσιος Τζιοπέλης, κτήτωρ της Μονής Σπινάσας (1651), και ο ανώνυμος κτήτωρ του ναού του Χριστού στο Πετρίλιο (1662) που εικονίζεται με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους. Με τη γυναίκα του Αγόρω εμφανίζεται και ο Αποστόλης Μουσουράης στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο χωριό Άγραφα. Στο παρεκκλήσι του Προδρόμου της Μονής Κορώνας (1739) ο κτήτωρ Αποστολάκης από τα Βραγγιανά φοράει κι αυτός μακρύ πανωφόρι με γούνινη επένδυση (τζουμπέ) και σκούφο. Η πιστή απόδοση των ενδυμασιών καθιστά τις παραστάσεις αυτές και ένα πολύτιμο ενδυματολογικό αρχείο.

Τρικαλινοί ζωγράφοι του 17ου αι. Κρυστάλλω Μαντζανά

Ιερά Μονή Βαρλαάμ, παρεκκλήσι των Τριών Ιεραρχών. Ο Μυστικός Δείπνος (ζωγράφος Ιωάννης Ιερεύς εκ Σταγών, 1637). Στη σκιά της κρητικής σχολής και των Μετεώρων, όπου ο Θεοφάνης ο Κρης τοιχογράφησε την Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά (1527) και ο Τζώρτζης την Ιερά Μονή Δουσίκου (1557), τα Τρίκαλα και οι Σταγοί (Καλαμπάκα) αναπτύχθηκαν σε σημαντικά καλλιτεχνικά κέντρα. Ο «Ιερεύς Ιωάννης εκ Σταγών» τοιχογράφησε με τους γιους του το παρεκκλήσι των Τριών Ιεραρχών της Μονής Βαρλαάμ (1637). Ο Νικόλαος Καστρήνσιος ή Καστρίσιος, και αυτός από τους Σταγούς, τοιχογραφεί το παλαιό Καθολικό της Μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων. «Εκ Σταγών» υπογράφει και ο Γεώργιος που εικονογραφεί τον μονόχωρο ναό των Αγίων Αποστόλων έξω από τη Σαρακίνα. Σε τμήμα τριπτύχου στη Μονή Μεταμορφώσεως Μετεώρων αναφέρεται το όνομα «Γεώργιος ιερεύς εκ Σταγών». Ο Δημήτριος «εκ Τρίκκης» ιστορεί το 1637 το εσωτερικό του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην επαρχία Τρικάλων και με το ίδιο όνομα υπογράφει ο ζωγράφος που το 1675 ιστορεί το παρεκκλήσι των Εισοδίων της Θεοτόκου της Μονής Αγίου Βησσαρίωνος.

Παραδοσιακή αρχιτεκτονική του Πηλίου Δημήτρης Παλιούρας

Βίλα Κοντού στα Άνω Λεχώνια. Τα είκοσι τέσσερα χωριά του Πηλίου γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας χάρη στην τοπική αυτοδιοίκηση που εξασφάλισαν, την εύφορη γη τους με τα τρεχούμενα νερά, την εύκολη θαλάσσια μεταφορά και τις επενδύσεις που έκαναν οι εξ Αιγύπτου Πηλιορείτες. Στις αρχές του 18ου χτίστηκαν ορισμένοι πύργοι, ενώ στο β΄ μισό του 18ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 19ου χρονολογούνται τα αρχοντικά του Πηλίου που ανήκουν στον τύπο του βορειοελλαδίτικου σπιτιού. Πρόκειται για τριώροφες κυρίως κατασκευές με έντονο φρουριακό χαρακτήρα, λιθόκτιστες εκτός από τμήματα του τελευταίου ορόφου που είναι κατασκευασμένα από ελαφρά υλικά (τσατμάς). Προεξέχοντας, τα τμήματα αυτά δημιουργούν τα γνωστά σαχνισιά. Στον τελευταίο όροφο υπήρχε ο «καλός οντάς». Ο πλούσιος ζωγραφικός, ξυλόγλυπτος και λιθανάγλυφος διάκοσμος καθιστά πολλά αρχοντικά έργα τέχνης. Από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να εμφανίζεται ένας τύπος σπιτιού που συνδυάζει λαϊκά και αστικά νεοκλασικά στοιχεία, τοπικά γνωστός ως αιγυπτιώτικος ή αποικιακός, καθώς συνδέεται με τους εξ Αιγύπτου πλούσιους Πηλιορείτες. Η χρήση μικτών στοιχείων διατηρήθηκε μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, οπότε καθιερώνεται ο νεοκλασικισμός. Μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, το Πήλιο γίνεται ο χώρος όπου πλούσιοι αστοί χτίζουν τις βίλες τους. Οι πιο αξιόλογες από αυτές στολίζουν τους τοίχους και τις οροφές τους με πλούσια γύψινη ή ζωγραφική διακόσμηση με θέματα παρμένα από τη μυθολογία και την αρχαία ελληνική ιστορία. Τον πολεοδομικό σχεδιασμό των χωριών συμπληρώνουν οι κρήνες, λιθόκτιστες κατασκευές, απλές ή σκεπαστές. Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι κρήνες προδίδουν την επιρροή του νεοκλασικισμού.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου Ζωή Μαλακασιώτη

Άποψη του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου. Ένα κομψό, νεοκλασικό κτήριο που κατασκευάστηκε με δωρεά του Α. Αθανασάκη στεγάζει από το 1909 το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου. Το έναυσμα της ίδρυσής του έδωσαν οι γραπτές επιτύμβιες στήλες της ελληνιστικής Δημητριάδας. Αυτές οι στήλες απέσπασαν τη μεγαλύτερη φροντίδα του Δ.Ρ. Θεοχάρη στην επανέκθεση του 1961, που τις τοποθέτησε πάνω σε ενιαίο βάθρο από μαύρο μάρμαρο στις αίθουσες 2 και 4 και κατά μήκος των τοίχων τους καλύπτοντάς τις με συνεχείς υαλοπίνακες. Σε προθήκες εκτέθηκαν στην αίθουσα 2 ευρήματα από διάφορες μυκηναϊκές θέσεις της Θεσσαλίας, κτερίσματα από πρωτογεωμετρικούς και γεωμετρικούς τάφους του Καπακλί και της Πασπαλιάς και αναθήματα από το ναό του Θαύλιου Δία στο Βελεστίνο και από το ιερό της Αθηνάς στη Φίλια Καρδίτσας. Εκτέθηκαν επίσης τα ωραιότερα δείγματα κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Επηρεασμένος από τη νέα άποψη για τα μουσεία που προέτασσε τον εκπαιδευτικό τους ρόλο έναντι του αισθητικού, στην επανέκθεση του 1975 ο Γ.Χ. Χουρμουζιάδης κατάργησε τις προθήκες δημιουργώντας αίσθηση αμεσότητας. Στη συνέχεια επέλεξε τα αντικείμενα της έκθεσης όχι βάσει της καλλιτεχνικής τους αξίας αλλά βάσει της σπουδαιότητας που είχαν στις κοινωνικές διαδικασίες. Τον νεολιθικό πολιτισμό ανέδειξε χρησιμοποιώντας φιλικά του υλικά, όπως τοιχάρια αργολιθοδομής, λινάτσα, πέτρα, καλάμι. Στις αίθουσες 5 και 6 οι τάφοι και τα ταφικά ευρήματα τέθηκαν στην υπηρεσία μιας ανασκόπησης της λατρείας των νεκρών. Το 1985, το επιστημονικό προσωπικό του Μουσείου αποφάσισε να οργανώνει στην αίθουσα 1 περιοδική έκθεση με ευρήματα από πρόσφατες ανασκαφές.

Παλαιολιθική κατοίκηση στο σπήλαιο της Θεόπετρας Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα

Αγγείο με εμπίεστες νυχιές της αρχαιότερης νεολιθικής φάσης. Η έρευνα της προϊστορίας στη Θεσσαλία στηρίχτηκε ως τώρα σε ανασκαφές σε υπαίθριους νεολιθικούς οικισμούς (μαγούλες). Πρώτος ο Δ. Θεοχάρης αναφέρθηκε στο σπήλαιο της Θεόπετρας λόγω των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής που εντοπίστηκαν εκεί. Από ασβεστόλιθους της Ανώτερης Κρητιδικής περιόδου, η σπηλιά δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται ακόμη και πρόσφατα ως καταφύγιο ή στάνη. Η τυπολογία των λίθινων εργαλείων πιστοποιεί την κατοίκηση του σπηλαίου κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή. Η τυπικά θεσσαλική κεραμική από την Αρχαιότερη, Μέση και Νεότερη Νεολιθική εποχή εμφανίζει δείγματα από τις τυπολογίες του Σέσκλου, Τσαγγλιού, Αράπη κ.ά., ενώ βρέθηκαν λίγα όστρακα των αρχών της Χαλκοκρατίας και λιγότερα ντόπιας μυκηναϊκής κεραμικής. Πέτρινος τοίχος και άλλες ενδείξεις για την ύπαρξη κτισμάτων περιμένουν την ερμηνεία τους. Τα νεολιθικά ευρήματα περιλαμβάνουν σφονδύλια, οστέινες βελόνες του ραψίματος, οστέινο κουταλάκι, κοσμήματα από κοχύλια, λίθινα εργαλεία, μυλόλιθους. Από το οστεολογικό υλικό διαπιστώνεται ότι οι κάτοικοι ήταν κυνηγοί ελαφιών, αγριόχοιρων κ.ά. ζώων που τα κουβαλούσαν ολόκληρα στη σπηλιά, όπου τα τεμάχιζαν και τα έψηναν στη φωτιά, πριν τα φάνε - ενδεχομένως με την παρέα σαρκοβόρων. Η ανασκαφή της Θεόπετρας προσφέρει για πρώτη φορά την απόδειξη συνεχούς κατοίκησης στο ίδιο σπήλαιο από την Παλαιολιθική ως το τέλος της Νεολιθικής εποχής. Πρόκειται για δύο εποχές που οι αρχαιολόγοι θεωρούν διαφορετικές καθώς καθεμιά τους είχε διαφορετικές περιβαλλοντολογικές συνθήκες.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το μυκηναϊκό Νεκρομαντείο στο Παλαιόκαστρο Γορτυνίας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στο Μουσείο της Ακρόπολης θα στεγαστούν μετά τη συντήρησή τους οι 17 μετόπες του Παρθενώνα - Συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από τότε που ο Νταγκέρ (Daguerre) τράβηξε την πρώτη του φωτογραφία - Μέτρα για τη διάσωση του θεάτρου της Επιδαύρου αποφάσισε να εφαρμόσει το ΚΑΣ - Πέντε τάφοι της κλασικής περιόδου με σημαντικά ευρήματα αποκαλύφθηκαν στη Βεργίνα

Συνέδρια

Με τίτλο «Θεσσαλία: Δεκαπέντε έτη ερευνών (1975-1990). Αποτελέσματα και προοπτικές» οργανώνεται Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο από 17 ως 23 Απριλίου 1990 – Δημοσιεύτηκαν τα Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου με θέμα την «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» που είχε οργανωθεί στην Αθήνα, 13-15 Σεπτεμβρίου 1988 από το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του ΕΙΕ

Βιβλία

Κλωντ Μοσσέ, Οι τύραννοι στην αρχαία Ελλάδα, «Το άστυ», Αθήνα 1989 – Evangelia Balta, L’ Eubée à la fin du XVe siècle; Économie et Population. Les registres de l’année 1474, Εταιρεία Ευβοϊκών Μελετών, παρ. τόμου ΚΣΤ, Αθήνα 1989 - Χρ. Μπουλώτης (επιμ.), Παγκόσμια ιστορία: Η βαρβαρική εξάπλωση (1500 – 600 π.Χ.), Καπόπουλος (Time – Life), Αθήνα 1989- Alan H. Shapiro, Art and Cult under the Tyrants in Athens, Philipp von Zabern, Mainz 1989

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συμπόσια

Το Α΄ Συμπόσιο Αρχαιομετρίας αφιερωμένο στη μνήμη του Κ. Κονοφάγου διεξήχθη στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως στις 26-28 Ιανουαρίου 1990

Δημοσιεύσεις

N. Herz, A.P. Grimanis, H.S. Robinson, D.B. Wenner και M. Vassilaki-Grimani, «Science versus Art History: the Cleveland Museum head of Pan and the Miltiades Marathon Victory Monument», Archaeometry 31 (1989), σ. 161-168 – Y. Maniatis, V. Mandi, και A. Nikolaou, «Identification de marbres antiques à Delphes», Bulletin de Correspondance Hellénique, École Française d’ Athènes, τόμ. 113, 1989, Ι, Études, σ. 403-416

English summaries: Recent research in Neolithic Thessaly Kostas J. Gallis

Thessaly is one of the regions where research into the Neolithic Age in Greece started thanks to the pioneering projects carried out by Chr. Tsoundas, in the dawn of the century, and by A. Wace and M. Thompson later on. It is, also, in Thessaly that sites with Paleolithic tools were found ( on the banks of the river Peneios, close to Larissa) and were systematically researched for the first time in Greece due to the efforts of V. Milojcic and D. Theocharis, in the 1950s and 1960s .Intense research into the Neolithic Age in Thessaly has continued in the recent decades and has produced interesting results, some presented in this article. Due to the topographic work carried out in the last twenty years, about 100 new Prehistoric settlements have been located in the east Thessalian plain, thus raising their number to approximately 250 in this area. Furthermore, it has been established that the hilly circuit around the plain was densely inhabited in the Neolithic Age. The excavations at Souphli Magoula and Platia Magoula Zarkou brought to light the oldest known cremation burials in Greece, dating from the Early Neolithic period, in the first case.In the second case 300 m. north of the settlement an organized cremation cemetery dating from the beginning of the Late Neolithic period was found. Stratigraphic excavations in the aforementioned two settlements and in Makrychori 2, in combination with the conclusions of previous research, contributed to the elucidation of certain phases of the Neolithic Age, as well as to the ascertainment of the continuous evolution of Neolithic ceramics in Thessaly. The correct dating of the black burnished pottery of the so-called Larissa Culture in the beginning of the Late Neolithic period is of special importance, since this pottery frequently occurs elsewhere in the Balkans. Furthermore, of significant importance are the new data concerning the ideology and customs of Neolithic humans. In Platia Magoula Zarkou a clay house model with figurines was found, which had been placed under the floor of a Late Neolithic house as a foundation offering. Certain accidental surface finds, such as an "apotropaic mask" of the Middle Neolithic period, the figurine of a "thinker" and a group of two embracing figurines, combined with the aforementioned research results, lead to extremely interesting conclusions: Many kinds of artistic expression, as well as a variety of customs which appear in the historic era or in advanced prehistoric periods, are, in fact, deeply rooted in the Neolithic Age.

The prehistoric settlement of Sesklo Vassiliki Adrymi-Sismani

The prehistoric settlement is located close to the present village of Sesklo, fifteen kilometres to the SW of Volos. The settlement lies on the Kastraki hill, bounded by two streams and better known as the"Acropolis", and on the surrounding area. The first excavations were carried out on the "Acropolis" under Chr. Tsoundas (1901-1902). In 1956 D. Theocharis conducted a new excavation on the hill and after 1972 another dig in the adjacent area lasted until 1977. Sesklo was originally inhabited in the middle of the seventh millennium. The rare architectural remnants dating from this period are a few elliptic pits dug in the hard soil- Later, in the sixth millennium, houses with stone foundations are built on the "Acropolis" and the surrounding area. Almost all the architectural remnants visible today on the archaeological site belong to the Middle Neolithic period (fifth millennium), when the settlement shows an astonishing development. This period is identified with the "Civilization of Sesklo" and is characterized by the architectural layout of the settlement, the increase of painted ceramics - with a parallel improvement of firing -and also by an extensive use of stone tools. Around 4.400 BC the settlement is abandoned for more than 500 years, as a result of a natural disaster, fire or earthquake. In the Late Neolithic period Sesklo is partially reinhabited, strictly in the "Acropolis" area.

The prehistoric settlement of Dimini Vassiliki Adrymi-Sismani

The settlement of the Late Neolithic period is located on a low hill to the NW outskirts of Dimini village, five kilometres to the SW of Volos. Excavations were mainly carried out in the beginning of our century under the archaeologists V. Stais and Chr. Tsoundas (1901-1903) and were continued later under Professor G. Chourmouziadis (1974-1977). Dimini is a large and well organized Neolithic settlement which has been researched quite extensively. The architectural remnants discovered so far show a thoroughly organized Neolithic community characterized by a unique feature, the enclosures. The settlement is enclosed by six stone built folds, the enclosures, constructed in pairs. The two first enclosures circumscribe the central courtyard; four radial, narrow corridors starting from this court divide the settlement into four sectors. The houses are arranged around the central court and between the pairs of enclosures. According to the excavational data, the first inhabitants settled on the hill in the early years of the fifth millennium. Two millenniums later the hill settlement was abandoned with the exception of the "megaron A" of the central court and a few houses to the south of the hill that continued to be inhabited. The graves on the hill and some houses on the NE hill slope date from the Middle Helladic period. Later, in the Late Helladic period, the most important Mycenaean settlement of the region develops down on the plain, eastward of the hill.

Mycenaean Magnesia Vassiliki Adrymi-Sismani, Zoe Malakasioti, Anthi Batziou-Efstathiou

At the innermost part of Pagasiticos Bay, to the the west and to the south of the present town of Volos, three settlements developed with small differences in their time of foundation and abandonment. They show a parallel growth from the Late Neolithic to, approximately, the end of the Mycenaean period. These settlements are the so-called "Palia" -identified by D. Theocharis including Ancient lolkos, Dimini and Peukakia. From all three only the first has continuously been inhabited down to today. However, these three locations together represent a major Mycenaean centre. At Velestino, where ancient Pheres are located and in the area of the Bakali Magoula a prosperous Mycenaean settlement thrived. Also in the vicinity of Velestino the settlement called Petra is located on the shores of the drained Karla lake. The places called Aidiniotiki, Almyriotiki, Zerelia, Phylaki, Pteleosand Hagioi Theodoroi magulae are locations in the Almyros region that seem to had been inhabited from the Neolithic penod down to to Hellenistic years, at least some of them. As regards the Mycenaean finds in the North Sporades islands, a settlement on Skiathos (Kephala) and a tomb on Skopelos (Staphylos) have been so far located.

Achilles and the valley of the river Spercheios Fanouria Dakoronia

Until recently Thessaly has been considered as belonging to the periphery of the Mycenaean world, an approach based, mainly, on the scarcity of available information. This picture has been radically changed, since the conclusions of recent research speak for an area quite significant within the boundaries of the Mycenaean world. However, the data supplied lately by a number of excavations are not sufficient for the formation of a final theory as regards the Spercheios Valley during the Late Bronze and Early Iron Age. Nevertheless, they can support certain conclusions: 1. The Spercheios Valley, like Phocis and Thessaly, belongs to the sphere of the Mycenaean world. It seems that Homer as well as later ancient authors and poets, who relate Achilles with this area,give after all a reliable account of the presence of Mycenaeans in this region. 2. The up-to-date Mycenaean finds echo parallel artistic evolutions of their time as they were formulated in the southern Mycenaean centres and also exhibit influences from Thessaly. 3. Ceramics as well as the types of bronze jewels, dating from the Early Geometric period, show a close dependence on the art of Thessaly. 4. The burial practice is identical with that of Southern Greece.Family chamber-tombs were used exclusively for the burial of a family member. The Glypha tumulus with the cist graves is an exception to this rule a phenomenon, however, quite usual in Thessaly where the chamber-tombs are rather a rarity. 5. A variety of graves are used during the Early Geometric period.Old Mycenaean chamber tombs are reused (Bikiorema) or new are dug (Lamia).Large pithoi parallel to the ground with the dead in an embryo-like position (Syka, Hypati) or elsewhere cist and shaft graves (Stylis) prevail. It seems that the choice of a certain type of grave can be interpreted as a family or tribal tradition.

Hagios Georgios, Larissa Athanasios Tziafalias

An extended cemetery consisting of tumuli and dating from the Archaic period has been located at Hagios Georgios. Quite a few ancient tombs, containing collective burials and rich offerings have been discovered, the result of a prolonged archaeological research in two tumuli. These tombs, rectangular inside and horse-shoe shaped outside, were constructed with slabs of limestone. Clay or bronze ash urns had been placed on the tomb pavements.These urns preserved the cremated bones of the dead and their funerary offerings, mainly bronze clasps and iron weapons (swords, spearheads, small and large knives and arrowheads). In two tombs of the same tumulus the iron parts of three chariots have been found. The chariots must have been used for the cremation and thus they were also cremated. The custom of cremation prevails in this cemetery. The corpses must have been cremated at a place nearby from where the incinerated bones were transferred in big urns.

Ancient Larissa Athanasios Tziafalias

Ancient Larissa, like the present town, occupied the north eastern part of the Thessalic plain close to the bank of Pineios River.Inhabitation of this location has been uninterrupted since the Neolithic period. The hill called "Phrourio" (= castle) used to be the ancient acropolis where the temple of the patron goddess Athena as well as the sanctuaries of various other deities stood. A limited number of architectural remnants, besides the two theaters, have been preserved from the ancient town of Larissa. Nevertheless, quite a few indications, as regards the probable location of public edifices, have resulted from archaeological research. The course of the ancient town walls is considered to be identical with that of the Turkish fortification. The "free" agora coincides with the central square of the present town. The temple of Kerdoos Hermes was probably located at the present square of Ethnarchis Makarios. A great number of the archaeological finds, which come from the excavations of the ancient town and its cemeteries are on display at the local Archaeological Museum of Larissa.

Pherae Argyroula Doulgeri-Intzesiloglou

The ancient town of Pherae, one of the bigger and more important settlements of Thessaly, occupied such a suitable location as to become a transportation centre in antiquity. Its surrounding area was already inhabited in the Neolithic Age, while on the very site of ancient Pherae inhabitants had already settled at the beginning of the Early Bronze Age. The life of the settlement presents a remarkable continuity of three thousand years, its phases of prosperity coinciding with the Mycenaean era, during the years, that is, of Admetos, Alkestes and Eurnelos as well as with the years of the Pheraic tyranny in the fourth century BC. In the Roman period the town of Pherae was abandoned. During the years of Turkish occupation the settlement of Velestino revived here and prospers until today. The celebrated figure of the Greek Revolution, Regas Velestinlis or Pheraeos, comes from here. He was the first to be interested in the monuments of his native place and marked many of them on a topographic map of Pherae.This map was included in the "Χάρτα της Ελλάδος» (Map of Greece), which was drawn by him at the end of the eighteenth century. The systematic archaeological research in Pherae started in the early twentieth century by important archaeologists of their time (Tsoundas, Wace, Thompson, Arvanitopoulos, Bequignon) and is still being carried on quite intensively. The visible monuments of Pherae are only a few. To the SW of the town lie the two hills of the Acropolis. The "Magoula Bakali", which is the nucleus of the settlement,and the hill of St. Athanasios or of "Panaghia" on which the fourth century BC walls stand. The legendary spring, the so-called "Hypereia Krene", still exists in the middle of the ancient town, while the ruins of the "Thavlios Zeus" temple have been preserved to its NW side. The recent excavations reveal many aspects of the everyday life of the town, especially of the Hellenistic period. The agora area has been identified as well as the potters' quarters and parts of private dwellings. The most important cemeteries, to the SE and NW along with certain isolated tumuli of the Classical and Hellenistic period lie close to the roads leading to the other major Thessalic towns of antiquity.

Demetriada – Pagasses Anthi Batziou-Efstathiou

The site occupied by the Hellenistic town Demetriada had already been inhabited from the Neolithic period (Peukakia peninsula and westwards of the Theater). In the Peukakia peninsula and to the south a thriving settlement of the Early, Middle and Late Bronze Age developed. It became an important commercial centre via which the Thessalic inland communicated with distant lands such as Thrace, Asia Minor, the Aegean Islands and Southern Greece. In the same area the town of Pagasses reached its prime in the classic period. Demetriada was founded in 293/2 BC by Demetrios Poliorcetes, who united adjacent small villages. The thus created town became a fortified military station of the Macedonian kings. The town, enclosed by a strong wall built according to the pseudo-isodomic system, was organized in two sectors, the Eastern and Western one. The so-called Anaktoron, built on a natural hill, and the Sacred Agora with the temple of Artemis lolia at its centre, prevail in the eastern sector.The town, part of the same sector, is laid out in building quarters according to the Hippodamian town-planning. The Theater and the Heroon in the western sector were built opposite to the Anaktoron. From the first century AD onward, Demetriada started diminishing. The pilasters of the Roman aqueduct, the two Early Christian basilicas and the houses with the mosaics date from this late, dull phase of the town. In the middle of the sixth century AD, Demetriada was abandoned and its inhabitants emigrated to the site of Kastro (Palia) of Volos. The newcomers named the site Demetriada which remained thus known throughout the Middle Ages.

The walls of ancient Pharsalus Stella Katakouta, Georgios Toufexis.

The remains of ancient Pharsalus lie on the northern slope of a hill of the Narthakion mountain and occupy almost the same area as the modern town. Although the ancient circuit is preserved mainly on the southern part of the hillside, its total length is estimated as no more than 5 kms. During the Byzantine era the ancient acropolis was reused but the town itself was restricted considerably to a small area just below it. The acropolis was of equal importance in the post Byzantine period as repairs of the previous walls or construction of new ones bear witness to. A series of eleven small towers one close to the other protected the easily accesible southwestern flank of the city. Besides, seven other towers dispersed over several parts of the circuit are visible as well as four gates and two posterns. Two of the gates opened onto the acropolis walls. At least four succesive periods of construction of the ancient walls have been identified, as can be concluded by the study of the preserved parts of the walls and the results of archaeological excavations. First in the series is that part of the walls built to a manner akin to the dry and rubble system with large and irregular blocks . This method of building serves as evidence dating the walls back to to the 6th century BC. The greatest part of the circuit is consistently built as an isodomic trapezoidal with quarry or hammer face and dates well back into the first decades of the 4th century BC. The headers and stretches system dates to not long after, probably in the middle of the same century. The city flourished in the second half of the 4th century BC under the support offered by its alliance with the Macedonian kings.

Athamania and Argithea Leonidas Hatziangelakis

Athamania on the mountainous land of Pindos ranges between Epirus, Thessaly and Aetolia. Acheloos River, the ancient Inachos, runs across this land forming steep and deep ravines. The communication between Epirus and Thessaly was made possible only by mountainous passages.A network of roads crossing the land made Athamania an important political, financial and military place in antiquity. Athamas was the eponymous hero of the Athamanes who are mentioned as an Epirotan tribe, while after the second century BC they are considered to be Thessalians. They appear on the Greek scene in the early fourth century BC. Athamania flourished in the late third and early fourth century BC when the land was ruled by king Amynandros. An inscription of around 165 BC. mentions "The Commons of Athamanes" an institution further certified by another, later inscription of around 80 BC. Archaeological data of the historic period have been located in various sites of the area. Titus Livius mentions four towns of Athamania, Theudoria or Theodoria, Tetraphylia, Heracleia and Argithea, the latter being the capital of the region. Argithea is located by various travellers close to the omonymous village (Knisovo). At the site "Ellinika" of Argithea, where the ruins of an ancient town have been preserved, a part of the town cemetery has been excavated. The cist-shaped graves are made of limestone slabs. Many tombs contain various offerings such as pottery, weapons, jewelry, coins and other suitable objects. The inhabitants of Athamania were mainly cattle-breeders since the climate and landscape of their region favoured this occupation. To overcome the steep formation of their land they had to create small soil embankments for cultivation. Their towns were not fortified since nature provided them with the best possible protection. Athamanes, a competent society, even issued their own coin bearing the inscription ΑΘΑΜΑΝΩΝ and the representation of Athena or Dione, their patron goddesses.

A historic chartography of Thessaly during the early Christian, Byzantine and post-Byzantine period Ekaterini Kalantzi-Smpyraki

Thessaly, birthplace and cradle of Greek civilization, extended during the Early Christian, Byzantine and Post-Byzantine period over quite a remarkable area. Its boundaries were to the east the line starting from the mouth of Peneios River and reaching Thermopyles. To the south, Locrida, Phocida, Dorida and Aetolia. To the west, Athamania, Acarnania and Amphilochia, and to the north, the Macedonian districts of Elimea and Pieria. Already by the first century AD, inhabitants of Thessaly had become Christians, while until the fourth century AD only a few urban centres had developed, such as Larissa, Hypati, Demetrias and Phiotides Thebes. The latter, from the years of Constantine the Great on, grew and became an important Christian centre. This shows in the significant archaeological finds and by research and study of the bishops' lists (Notita Dignitatum) . The large geographic expanse along with the fertility of the land of Thessaly attracted the "interest" - realized in invasions-of a great number of barbaric races and tribes (Visigoths, Huns, Slavs, Bulgarians, Serbs) and nonbarbaric ones (Franks, Catalans). Turkish hordes liberated Thessaly from the Serbs only to rule over it for almost five centuries (early fifteenth -late nineteenth century).

Early Christian monuments of Thessaly Aspasia Ntina

The monuments being gradually brought to light through excavations bear witness to the importance of Thessaly during the first Christian centuries and its prominent role in the evolution of culture in general. The Christian faith found in Thessaly a most fertile soil and a considerable segment of its population had become Christians already in the first centuries of the Christian era. However, the question of who was the first herald of the new faith still remains a matter of dispute.Possibly it was Herodion, one of the seventy apostles or St. Andrew or even Onesimos, a follower of St. Paul, who is specifically mentioned in St. Paul's Epistle to Philemon. We lack precise information on Church administration. From the years of Constantine the Great until the first half of the eighth century the province of Thessaly had been subject to eastern Illyricum, under the jurisdictum of the Pope, and especially to the administration of Macedonia that was excercised by the Metropolitan of Salonica, a vicar to the Pope. A considerable number of Early Christian monuments, mainly basilicae, as well as secular monuments, public and private have been preserved within the geographical circuit of present day Thessaly. The most important of them are listed below in counties: A. County of Trikala: Early Christian basilica at the site Prophetes Elias; basilica (?) in the castle of Trikala; Early Christian basilica (church of the Dormition of the Virgin); Early Christian basilica at the side of the the national road that connects Larissa with Trikala. B. County of Karditsa: Basilica at the site Chamamia. C. County of Larissa: Early Christian basilica in the castle of Larissa; Early Christian basilica, unidentified as yet; Early Christian cemetery on the east of the Larissa castle; secular building; cistern; basilica of Elassona; Early Christian basilica of Pyrgeto. D. County of Magnesia: Seventeen monuments in Nea Anchialos; two in ancient Demetriada; basilica at Achilleio; a considerable number of Early Christian ruins and remnants in the town of Volos and on the islands of Skiathos, Skopelos and Alonnessos.

Byzantine painting in Thessaly Lazaros Deriziotis

Although examples of Byzantine monumental painting appear in Thessaly quite early, the wall-painted Byzantine monuments of this region have not been systematically studied. The church of Panagia at Vathyremma preserves samples of tenth century art, while close to Hagioi Anargyroi Monastery a cave-asceterio displays fragments of twelfth century painting. Wall-paintings, dating from the same period, have also been preserved elsewhere in Thessaly. Various other murals, which can be assigned to the so-called Macedonian School of painting, as well as to the "archaic" style,date back to the thirteenth and fourteenth century. Sixteenth century painting in Thessaly, a mainstay in the history of the religious art, is represented in a series of important monuments, such as the Monasteries of Meteora or that of Hagios Bessarion. These wall-paintings, along with those of the seventeenth and eighteenth century, compose a precise record of the expansion of post-Byzantine art in Thessaly. Some of the forementioned monasteries have been decorated by celebrated painters of their time, such as Theophanes the Cretan or Tzortzis the Constantinopolitan. These works of art prove in addition that the so called "Cretan School" of painting developed and evolved considerably in Thessaly.

Portraits of the Donor in monuments of Mount Agrapha Stavroula Sdrolia

The region of Agrapha was prosperous during the years of the Turkish occupation since already from the early fifteenth century its rulers had granted it with a special status of self-administration. In the following century and especially after the Treaty of Tamasion (1525), the communities of Agrapha were administered by a council seated at Neochori. Certain portraits of donors in churches bear reliable witness to the civilization which had developed in the region of Agrapha they also supply us with information on the society of their time. These representations of eleven, altogether, donors date from the sixteenth (one portrait), seventeenth (eight) and eighteenth century (two portraits). They show the artist or artists' effort to precisely render the age and costumes of the represented persons (hair, beard, ornaments), but not individual features. However, the representation of such a number of donors clearly shows the economic welfare of the region as well as the high religious feeling of the enslaved Greeks during the years of Turkish occupation.

Seventeenth century painters from Trikala Kristallo Mantzana

The Cretan School of painting is represented in the county of Trikala by a remarkable series of wall-painted monuments such as those to be seen at the monasteries of Meteora. Two famous hagiographers, the celebrated Theophanes the Cretan and Tzortzis have decorated and signed their work there, Theophanes in the Hagios Nicolaos Anapausas Monastery (1527) and Tzortzis in the Doutsikou Monastery (1557). Two important artistic centres Trikala and Stagoi, the present Kalambaka, rise from the painting tradition of these two monasteries and flourish. Therefore,distinguished painters from these parts of Greece create works in which the typical elements of the Cretan School are more than apparent. However, only very few of these hagiographers mention the place of their origin in the dedicatory inscriptions. This omission has not been explained as yet with a sound argument.

The traditional architecture of Mount Pelion Dimitrios Paliouras

Twenty four villages, known from the itineraries of Greek and foreign travellers, were created and developed on Mount Pelion during the years of the Turkish occupation. Many of them still preserve sufficiently their original features, therefore they number among the most important traditional settlements of Greece. Their old, impressive manors date from the second half of the eighteenth and mainly from the early nineteenth century. These are two and three-storied edifices, built with stone, besides certain parts of the upper storey that display a lighter construction (tsatmas). This construction by its gradual projection in all directions creates the typical elements known as sachnisia (= oriels), which are pierced by windows and skylights. A great number of these manors are richly decorated with wall-paintings, wood and stone carvings of such a quality and craftmanship that makes them unique art works of their kind. A new type of house exhibiting a combination of neoclassical and traditional architectural elements appears in the middle of the nineteenth century and remains in use until the liberation of Thessaly, in 1881 - Such houses belong to rich Greeks from Egypt, who returned and settled down on Mount Pelion during these years. From 1881, when Thessaly once again became part of Greece, neoclassical architecture is established as the official building style and so remains until the first quarter of the twentieth century.

The Archaeological museum of Volos Zoe Malakasioti

The mode of exhibition of the ancient objects in the Museum of Volos is dictated by both an aesthetic and by their educational evaluation. The re-exhibition in rooms 2 and 4 (D. Theocharis) has followed the beaten path.Objects were chosen on the basis of their aesthetic value and have been displayed as the most representative examples of a certain phase of civilization. In contrast to this approach the re-exhibition in rooms 3, 5 and 6 (G. Chourmouziadis) realizes the notion that the museum must be a museum of the History of Civilization; therefore, the visitor, regardless of his educational background, is informed of the cultural physiognomy of various historic unities. Finally, the temporary exhibition in room 1, organized by the scientific staff of the Museum of Volos, served the need that recently discovered archaeological material be publicly displayed. It is stressed that a museum is, above all, a place of creative cooperation between scientists, restorers, workmen, etc., whose objective it is to obtain new information through systematic research.

Paleolithic inhabitation in Theopetra Cave Nina Kyparissi-Apostolika

Theopetra Cave can be found on the NE side of the big rock that lies at the right hand of the road which leads from Trikala to Kalambaka. The cave was inhabited for the first time in the Middle Paleolithic period and was used continually until the end of Neolithic period. From the neolithic phase there is beautiful pottery, typically thessalian, as well as flint implements and bone tools, other clay objects and a wall made of stone. From the paleolithic phase, upper and middle, there are also flint implements and bone tools which characterize the period. Animal species that are represented in the bone material are sheep and goat, cow, pig, deer, dog, badger, hare and tortoise. There are also some human bones. C14 analysis has given a date about 38.000 B.P., but this is not from the deepest levels of the cave.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Η Ελληνική Πλαστική (III) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Αριστογείτων, γύρω στα 477-476 π.Χ., ρωμαϊκό αντίγραφο (Μουσείο Νεαπόλεως). Οι αρχαϊκές κόρες των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ. ντυμένες με τον πέπλο παραχωρούν στα μέσα του αιώνα τη θέση τους στις κόρες που φορούν ιωνικό χιτώνα με πολλαπλές πτυχώσεις. Στο τέλος της περιόδου, στην «κόρη με τα αμυγδαλωτά μάτια» αποδίδεται εσωτερικός κόσμος. Στην κλασική εποχή (480-336 π.Χ.), στην πρώιμη περίοδο της γλυπτικής (αυστηρός ρυθμός: 480-450 π.Χ.), τα σώματα αποκτούν αυστηρή αρμονία κινήσεων και μια ηρεμία που τα απομακρύνει από το ρεαλισμό. Στη συνέχεια, το πάνω μέρος του σώματος στρέφεται και ο καλλιτέχνης πετυχαίνει τέλεια ισορροπία. Γνωστά παραδείγματα του διασκελιζόμενου τύπου είναι το σύνταγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα και του Ποσειδώνα (ή Δία) από το Αρτεμίσιο. Είναι επίσης η εποχή που αποδίδεται σημασία στην έκφραση και στα συναισθήματα, πράγμα που εξηγεί γιατί αυτή την περίοδο αρχίζει και η κατασκευή πορτρέτων.

Τεύχος 82, Μάρτιος 2002 No. of pages: 122
Κύριο Θέμα: Αντίσταση με στιλ. Ρούχα, κουλτούρα και ιδεολογικές αντιθέσεις στην κλασική Αθήνα Ashley Clements

Αρχαία ελληνικά υποδήματα Antonio Corso

Το αθλητικό γυμνό στους Έλληνες Federico Rausa

Η σιωπή της Αρήτης και η συμβολική του ρούχου στην Οδύσσεια Κώστας Ζερβός

Το γυμνό και το ντυμένο. Θρησκευτικές εκφράσεις στο Αιγαίο της 2ης χιλιετίας π.Χ. Χρήστος Μπουλώτης

Γυμνοί κούροι-Nτυμένοι άνδρες. Όψεις της ανδρικής γυμνότητας και τυπολογία των ρόλων του φύλου στην προκλασική και κλασική τέχνη Νίκος Ξένιος

Η διακόσμηση των υφασμάτων στον Όμηρo και η σχέση της με συναφείς τεχνικές Βαγγέλης Πανταζής

Η ένδυση στην αρχαιότητα Ιωάννης Πετρόπουλος

Η γυναικεία ενδυμασία στην ανακτορική Κρήτη Λιάνα Δ. Στεφανή

Άλλα θέματα: Η Ίμβρος στην πρώιμη εποχή του Χαλκού (β΄ μέρος) Ηλίας Ανδρέου, Ιωάννα Ανδρέου

Θολωτοί τάφοι στην επικράτεια του βασιλείου του Nέστορος Θάνος Παπαθανασόπουλος

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, επιστολές, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Θησαυροί από το Iράν, Χετταίοι και ο μύθος της Τροίας στη Βόννη Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Πληροφορική: COMPASS, οι συλλογές του Βρετανικού Μουσείου στο Διαδίκτυο Κατερίνα Χαρατζοπούλου

English summaries: Dress in antiquity Ioannis Petropoulos

Odysseus, landing naked on the island of the Phaeacians (Corfu), tells us how the function of clothing is to protect the body by covering it. The clothing bestowed on Odysseus either by goddesses or mortal women makes him the object of female desire. Cloaks and mantles become dominant features in the sculptures of antiquity. Around 720 BC it became common practice for men to be portrayed naked while women were usually shown dressed. Nudity, both in life and in art was part of the homoerotic culture of the time and closely connected with the gymnasiums and symposiums and spread during the 7th or 8th century BC because of the Olympic Games.

The Nude and the Dressed: Religious Expressions in the Aegean of the 2nd Millennium B.C. Christos Boulotis

The nude and the dressed, as antithetical and at the same time supplementary practices, compose one of the many pairs of counterpoint categories which condition and signify the human thought and behavior, therefore the culture in its evolutionary perspective. In the framework of the Aegean civilizations of the 2nd millennium BC, especially in the Minoan but also in the Cycladic and Mycenean civilizations of the Late Bronze Age, the dialogue between nude and dressed, in practical as well as in symbolic level, is exclusively known to us through the various manifestations of art. Particularly interesting is the study of the religious expressions of the subject, on which we are mainly focused in this article. Issues primarily discussed are the complete nudity of humans as well as the meaning of the first dressing of boys -in the framework of the rites de passage — , the rare complete nudity of the deities and also the symbolic stressing of the penis and the female breasts through dressing choices. Reference is also made to the attire of the priesthood and the sacred clothes of deities; the dedication of the latter seems to function as the ritual nucleus of important feasts, many of which will also survive in the historic years.

The Female Attire in the Palatial Crete Liana Stefani

The female attire of Crete is one of the most characteristic creations of the Minoan civilization. The study of the iconographic data leads to the identification of the stages of development the attire went through from the Pre-palatial to the Neo-palatial period. During the Old Palace period the basic components of the attire skirt, vest, girdle and hat-are combined in various ways, thus forming distinct ensembles. However, the most typical item of the female attire in this era is the hat, which appears in seven different types. The study for grouping the articles of clothing, according to the evidence the clay idols from the peak-sanctuaries offer, leads to the identification of local dress particularities and to the distinction between central and regional sanctuaries on the basis of the prevailing dressing combinations. A competition develops among women of various social groups that aims to the improvement of their social status in the under creation palatial system. The focal point of a woman's appearance during the Neo-palatial period is shifted from the hat to the skirt, while the most radical change is undoubtedly the laying bare of the breasts. This phenomenon can be interpreted through the women's necessity to upgrade their role in the fully developed palatial system. In this case the bare breasts function as symbols of fertility in its metaphysical dimension. In addition, it has been established that the luxurious garments of the Neo-palatial era are worn by women of the elite, who, according to the existing evidence, are dressed in them for important ceremonial events.  

Aretes Silence and the Symbolism of Garment in Odyssey. A Psychodynamic Reconstruction Kostas Zervos

The movements of Odysseus in the epic poem, rhapsodies 5, 6, 7 and 19, are observed and analyzed on the basis of certain fundamental psychoanalytic concepts. According to the author of the article, what is sought in the development of Odyssey is the description of the psychic process, necessary for the evolution of a man's psyche. The basic characters of the poem are regarded not as individuals but as personifications of the various psychic junctures which must be experienced by a man for the formation of his identity. Odysseus' course can be considered a route from a basically Narcissistic to an Oedipodean position. Prerequisite of this course is the existence, at the beginning, of a second person, that of the mother, and later of a third one. that of the father. Calypso, Nausica, Arete, Penelope are considered as the females -or the multiple personality of only one woman- who function first as a screen on which Odysseus' psychological contents and needs are projected, and later as the intermediate and facilitating grades for his further advancement. The garment is considered as a symbol of the female desire in the particular phases that are described.

Textile Decoration in the Homeric Poems Vangelis Pantazis

The numerous controversial comments and the information about books referring to the unknown "Homeric glosses» offer irrefutable evidence that the Greeks of the historic period were ignorant of the meaning of many Homeric words. Therefore, one has to search again for the lost orig¬inal meaning of the words as they appear in their context and at the same time to fall back on the very items and practices described in the epos. Following up the course of the textile decoration, through the description in the epos, and its impact on vase-painting and sculpture is doubly elucidating: on the one hand it reveals the transformation of the decorative motifs in their transition from vases to textiles and vice versa; and on the other it casts light on the lost meaning of some relevant Homeric terms. For instance, the Homeric adjectives «τερμιόεις», «δινωτός» and «σιγαλόεις» can probably be interpreted through the techniques of textile decoration as they have affected the embellishment of solid objects. Thus, the term «τερμιόεις" seems to signify whatever has a neatly done selvage, «δινωτός» applies to whatever is decorated with the meander motif, while «σιγαλόεις» means the fully-embroidered or dotted.

The Athletic Nude in Ancient Greece Federico Rausa

For the collective intellectuality of ancient Greece nudity represents the characteristic feature of the image of athlete, as it has been illustrated through the perfection and harmony of the bodies which have been praised by the poets and modeled in bronze and marble by the sculptors. Nevertheless, the issue of the athletic nude presents a certain complexity.However, the ancient sources, from the Homeric epos onwards, testify to the use of a kind of protective device for the genitals, a sort of girdle, as it is pictured on Attic black-figured vases. Thucidides (1.6.5) supplies valuable information on this subject, attributing the introduction of nudity in the games to the environment of Sparta, and especially to Orsippos, a runner from Megara. The absolute nudity in the games is a habit that prevails later and coexists with the general culture of the Gymnasium, in which nudity is considered as ideal and becomes a habitus to the youths, thus contributing to the creation of the image of the καλός καγαθός (= comely and virtuous) citizen.

Resistance with Style: Clothes, Culture and Counter-Ideology in Classical Athens Ashley Clements

Apart from the odd moment of naturist bliss, most of us, most of the time, wear clothes. Yet we rarely pause to consider the social conventions and cultural values that influence us -and that we later silently advertise -as we go about the daily business of choosing appropriate things to wear. In late fifth-century democratic Athens this intersection of clothing and ideology was frequently explored by artists, orators and playwriters. In the public rhetoric of ancient Athens, late fifth-century styles of dress reproduced a complex scheme of cultural categories and the relations between them, providing a unique repertoire of symbols, through which democratic society represented itself to itself. This article focuses on the converse aspect of the ideological significance of clothing in late fifth-century Athens, initially glimpsed through the comic filter of Aristophanes: the use of dress by those critical of the values of democratic society to articulate profoundly anti-democratic sentiments. It examines the evidence for the existence of the so-called Laconizers -young aristocrats who signaled their discontent with Athenian democracy by copying the austerity of Spartan dress codes- in Athens during the late fifth century. Contrary to the conventional view which would have such individuals as a characteristic feature of the fifth-century political landscape, close reading of Aristophanes in fact reveals a rich diversity of subversive clothing practices hitherto obscured by the deceptively simple rubric of «Laconism», i.e. the accusation of harbouring political sympathies with Sparta. Most striking of all is the appropriation of exotic foreign styles of dress by an aristocratic minority, eager to re-articulate the status of the aristocrat. Close examination of this trend, as it is reflected in Athenian art, seeks to highlight just how effective a political tool clothing could be during the last decades of the fifth century.  

Ancient Greek Footwear Antonio Corso

The article focuses on the different types of footwear worn by ancient Greeks. The ancient Greek names of sandals, shoes, boots and slippers are given with relevant citations from passages of ancient writers. The names of footwear are considered according to five small groups, devoted to those known from the early archaic ripe and late archaic, the classical, the Hellenistic and the Roman period, respectively. Then, visual evidence on ancient sandals, shoes and boots is considered and representations in vase-painting, reliefs and statues are examined. Furthermore, the influence of the general artistic trends throughout antiquity -especially that of the Near-East styles on the changing types of Greek footwear, and sandals in particular - is considered, while the most reliable conclusion on the correspondence between the ancient names and the important types known from visual evidence is presented. Finally, an attempt is made to justify the habit of dressing of certain figures of the Greek myths or of the everyday life - depicted in visual arts- with specific types of footwear.

Nude Kouros – Dressed Man: Aspects of the Masculine Nudity and the Typology of the Role of Sex in the Preclassical and Classical Art Nikos Xenios

In studying thoroughly the way the ancient Greeks perceived masculine nudity, one has to take under consideration the fact that the civilization of the Classical period was a man-centered culture. The representation of the nude male body was considered to be a symbol of masculinity and pride, directly connected with aesthetic and moral values. On the one hand, these values consisted of the ideal proportions in the representation of the muscular system in sculpture, while they referred to the overall apearance in vase painting. These figurative ideals that have been revived in our modern world through the German romanticism have created a model for the mature male body or the body of the kouros, the male youth. The praised plastic properties of the marble can perfectly convey the plasticity of the mascular system. On the other hand, nudity as a value greatly affected the ideal of perseverance, the virtue of the hoplite and as a result the cultural physiognomy of the adult, the mature citizen.

The Imvros Island in the Early Bronze Age Elias Andreou, Ioanna Andreou

Several prehistoric settlements have been located on the rough and harbourless northeastern coast of Imvros island, four of which are presented in this article. They lay on low hills, next to the junction of streams and the sea. The scheme of organization and the form of fortification of these settlements, as well as the large number of scatered surface sherds and flintstone tools have led to a dual conclusion: first, these settlements have been inhabited since the end of the Neolithic period; and second, their prime coincides with the Early Bronze Age, an era characterized by movements of population and activities relevant to the very early phase of shipping and bronze trading. The Imvros settlements belong to the broader group of important centres of the northeastern Aegean, which continue to surprise us at their extention, quality of organization and the high cultural standards of their finds.

Chamber Tombs in the Kingdom of Nestor Thanos Papathanassopoulos

The Mycenaean chamber tombs, these important technical achievements, the oldest monumental burial constructions in Europe, are more numerous in Messenia than in any other region in Greece, even more numerous than in Argolis, where Mycenae, the center of the most important and powerful Mycenaean state, are situated. Located in the domain of the Mycenaean kingdom of mythical Nestor, these wondrous burial structures, dating from the mid-sixteenth to the twelfth century BC, urgently demand to be restored, protected and elevated in order to become accessible to whomever is interested in them, scholar or visitor. The Direction of Reconstruction of Ancient Monuments of the Greek Ministry of Culture, in collaboration with the Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities responsible for the area, have worked out a project for the restoration and elevation of the chamber tombs of Messenia, which has been submitted to be financed from the Third Community Support Framework.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μυθικά τέρατα των παραμυθιών: Η Μέδουσα – ένας τέρας που σε πάγωνε… Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 22, Μάρτιος 1987 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Συντήρηση, η διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς Αντρέας Ιωαννίδης

Εργαστήριο συντήρησης. Η συντήρηση καθιερώνεται από τον 16o αιώνα και εξής με τη δημιουργία συλλογών και μουσείων. Μέχρι τον 19ο αιώνα και στο πλαίσιο της αντίληψης περί συναισθηματικής προσέγγισης των έργων τέχνης, ο συντηρητής εκφράζει τα γούστα μιας αναπτυσσόμενης αστικής κοινωνίας που προβάλλει περισσότερο το «φαίνεσθαι» παρά το «είναι». Η διεύρυνση της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς τον 20ό αιώνα καλύπτει τόσο το «είναι» όσο και το «χρήσιμο». Ο ρόλος του συντηρητή αλλάζει, η καλλιτεχνική προσέγγιση συνδυάζεται με την επιστημονική, με σκοπό να αποκατασταθούν οι διαδικασίες παραγωγής του αντικειμένου.

Ιστορική εξέλιξη της συντήρησης-Διαμόρφωση σύγχρονων τάσεων Μαρίνα Λυκιαρδοπούλου

Δεξιά, Παναγία Βρεφοκρατούσα (17ος αι.). Aριστερά, το επάνω τμήμα του κεφαλιού της επιζωγραφισμένης Βρεφοκρατούσας (19ος αι.). Συντήρηση είναι η προσπάθεια για την παρεμπόδιση ή, έστω, την επιβράδυνση της φθοράς των αντικειμένων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Περιλαμβάνει: την επιστημονική εξέταση, θεραπεία και αποκατάσταση των αντικειμένων και τη φροντίδα για τις κατάλληλες συνθήκες αποθήκευσης ή έκθεσης. Επίσης περιλαμβάνει την προληπτική συντήρηση, την αποτελεσματικότερη μέθοδο θεραπείας. Ο 19ος αιώνας θεωρείται η απαρχή της ιστορίας της συντήρησης ή τουλάχιστον της συστηματικής προστασίας των μνημείων. Σε αυτό συνέβαλαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές που συμπορεύτηκαν με την ανάδειξη των εθνικών κρατών. Το 1877 ο William Morris ιδρύει το σύλλογο για την Προστασία των Αρχαίων Κτιρίων. Όμως μέχρι και τον 19ο αιώνα, οι επεμβάσεις δεν αντίκεινται στην παραποίηση ενώ εξακολουθούν να επιδιώκουν κάποιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, σύμμορφο με τα γούστα της εποχής. Στη φθορά του χρόνου επομένως ερχόταν να προστεθεί και η φθορά από τις επεμβάσεις «συντήρησης». Στις αρχές του 20ού αιώνα αρχίζει η θεωρητική συζήτηση για την έννοια του μνημείου και τη σημασία της προστασίας. Βιέννη 1905, συνάντηση συντηρητών. Το Διεθνές Συνέδριο Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, Αθήνα 1931, έδωσε τη «χάρτα των Αθηνών». Οι καταστροφές από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αυξανόμενος αριθμός των ανασκαφών και των ευρημάτων έκαναν οξύτερο το πρόβλημα της συντήρησης. Το 1950 ιδρύεται το Διεθνές Ινστιτούτο για τη Συντήρηση (IIC) και το 1952 εμφανίζεται το περιοδικό Studies in Conservation. Υπό την αιγίδα της Unesco ιδρύονται το ICOM (1949), το ICCROM (1959), το ICOMOS (1965). Σε πολλές από τις συναντήσεις της η Unesco διατύπωσε και καθιέρωσε αρχές, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί με τα συνέδρια, τη βιβλιογραφία, την έκδοση βιβλίων, το συμβουλευτικό τους ρόλο κ.ά. ανέπτυξαν τον επιστημονικό χαρακτήρα της συντήρησης και την καθιέρωσαν ως επάγγελμα με ποικίλες ειδικότητες.

Από τον «αρχιμουσειωτήν» Φραγκίσκο Nόβο στους διπλωματούχους συντηρητές αρχαιοτήτων και έργων τέχνης Όλγα Γκράτζιου

Σελίδα από Ευαγγέλιο του 13ου αι. με μικρογραφία του Δ. Πελεκάση των αρχών του 20ού. Μουσείο Μπενάκη (αρ. 34, 4, φ. 210). Στην Ελλάδα, η πρώτη συστηματική συντήρηση έργου τέχνης με ιστορική σημασία αφορά τα ψηφιδωτά στο Δαφνί και έγινε από τον Βενετό Νόβο ανάμεσα στο 1892 και το 1894. Τον Νόβο διαδέχθηκαν «ζωγράφοι». Ο Φώτης Κόντογλου, ο Φώτης Ζαχαρίου, ο Δημήτρης Πελεκάσης που ήταν ζωγράφοι δούλεψαν πολλά χρόνια ως συντηρητές. Απηχώντας μια μακρά παράδοση, ο μοναχός και ζωγράφος Διονύσιος από το Φουρνά, τον 18ο αιώνα στην Ερμηνεία της Ζωγραφικής τέχνης, αναφέρεται στην επισκευή φθαρμένων εικόνων και μεταφέρει την άποψη ότι ο κατασκευαστής είναι ο καλύτερος επιδιορθωτής. Στο μεσοπόλεμο κάποιοι ζωγράφοι απόκτησαν όνομα και ως συντηρητές εικόνων από ιδιωτικές συλλογές. Τον ζωγράφο ως παραχαράκτη ενσαρκώνει ο Δ. Πελεκάσης (1811-1973) που δούλευε και για το Δημόσιο και για ιδιώτες. Η κατάσταση θα αλλάξει μόνο μετά το 1960. Η Χάρτα της Βενετίας (1964) θέτει τις αρχές για την προστασία, την αναστήλωση και τη συντήρηση των μνημείων. Η Συντήρηση διεκδικεί την αυτονομία της ως επιστημονικός κλάδος. Παράλληλα, στην Ελλάδα η Αρχαιολογική Υπηρεσία διευρύνει πολύ τις εργασίες και το προσωπικό της και εγκαινιάζει τον νέο κλάδο των «Ζωγράφων Αναστηλώσεως». Ποικίλες ήταν οι προελεύσεις μαθητείας των συντηρητών του Υπουργείου. Το 1967 ιδρύεται ιδιωτική, μέση σχολή, τμήμα των Σχολών Δοξιάδη, που διδάσκει και συντήρηση. Η τριετής αυτή σχολή παύει να λειτουργεί το 1975. Στον Οργανισμό που φτιάχνει το Υπουργείο Πολιτισμού δημιουργείται μεν Διεύθυνση Συντηρήσεως αλλά λεκτικά αγνοείται η ειδικότητα των Συντηρητών. Στη θέση τους συνυπάρχουν οι «Ζωγράφοι Αναστηλώσεως» και οι «Μουσειακοί Γλύπτες και Ζωγράφοι». Από την εποχή του Νόβο σημαντικότερος ως σήμερα σταθμός είναι η λειτουργία από το 1985-86 του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Τ.Ε.Ι. Αθηνών. Η συγγραφέας ολοκληρώνει περιγράφοντας τα μαθήματα του Τμήματος και απαντώντας στην κριτική που του γίνεται.

Σωστή συντήρηση σημαίνει συνδυασμένη έρευνα Γιάννης Μανιάτης

Ραδιογραφία με ακτίνες –Χ τμήματος του μηχανισμού των Αντικυθήρων. Η σωστή συντήρηση των αρχαίων μνημείων και αντικειμένων είναι προϊόν συνδυασμένης προσπάθειας συντηρητών –καλλιτεχνών και συντηρητών– επιστημόνων που υποστηρίζονται από κάποιο ερευνητικό φυσικοχημικό εργαστήριο. Για κάποια ανασκαφικά ευρήματα, η συντήρηση έχει ρόλο σωστικό. Οργανικά υλικά που επέζησαν επί χιλιετίες κονιορτοποιούνται μόλις έρθουν σε επαφή με το οξυγόνο. Η ανασύσταση του βασιλικού υφάσματος της Βεργίνας και του Λευκαντιού από μια μάζα λάσπης έδωσε εκπληκτικά αποτελέσματα. Η φωτογράφιση με ακτίνες Χ και ένα εξοπλισμένο φυσικοχημικό εργαστήριο επέτρεψαν στους ανασκαφείς να διακρίνουν, μέσα από ένα μίγμα από σώμα και ρούχα, όλα τα μέρη της καταπληκτικής φορεσιάς και τα κοσμήματα της βασίλισσας Arnegonde που βρέθηκε το 1959 στις κρύπτες του Saint-Denis. Οι συστηματικές ραδιογραφήσεις στον Δημόκριτο αποκάλυψαν ότι τα περίεργα μπρούτζινα σκουριασμένα κομμάτια από το ναυάγιο των Αντικυθήρων ανήκαν σε εξαιρετικά πολύπλοκο αστρονομικό μηχανισμό με 32 γρανάζια. Εκτός από τη διάσωση και την εξασφάλιση της μακροβιότητας του αντικειμένου, η συντήρηση αποβλέπει και στην αποκατάσταση της αρχικής του μορφής. Όμως, οι επεμβάσεις που γίνονται, τα υλικά που χρησιμοποιούνται, ενδέχεται να καταστρέψουν κάποια πληροφορία ή και να παραπλανήσουν τη μετέπειτα εργαστηριακή έρευνα και χρονολόγηση. Ο συγγραφέας περιγράφει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία αρχαιολογικών αντικειμένων ανάλογα με το υλικό τους, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν σε μελλοντική τεχνολογική τους εξέταση. Συζητούνται: τα υφάσματα, το έφυδρο ξύλο, το οστό και ελεφαντοστό, τα κεραμικά, τα μεταλλικά αντικείμενα, τα μάρμαρα, και τα ζωγραφικά έργα (πίνακες, εικόνες, τοιχογραφίες). Τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της συντήρησης εξασφαλίζουν φυσικοχημικές τεχνικές: η φωτογράφιση με υπέρυθρο φως, η φωτογράφιση με μονοχρωματικό φως νατρίου, η μακρο- και μικρο-φωτογραφία, η φωτογράφιση με υπεριώδη ακτινοβολία, η ραδιογραφία και η νετρογραφία. Τις μεθόδους αυτές συνοδεύουν και αναλυτικές τεχνικές, ιδιαίτερα σημαντικές στην έρευνα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων συντήρησης.

Το κέντρο αποκατάστασης της Φλωρεντίας Gianpaolo Nadalini

Κεφάλι ορειχάλκινου πολεμιστή του Ριάτσε, πριν και μετά την αποκατάστασή του στο C.R.A. της Φλωρεντίας. Με αφορμή τις έκτακτες ανάγκες αποκατάστασης που επέφερε η καταστροφική πλημμύρα του Άρνο στη Φλωρεντία το 1966, ιδρύθηκε το Κέντρο Συντήρησης της Αρχαιολογικής Εφορείας της Τοσκάνης (C.R.A.). Αξιοποιώντας την εμπειρία αυτή, είκοσι χρόνια αργότερα το Κέντρο απασχολεί πολυκλαδική ερευνητική ομάδα εξήντα ειδικών επιστημόνων που εντάσσουν στα ενδιαφέροντά τους και μια αισθητική της αποκατάστασης, συμβατή με τις νέες μουσειολογικές απαιτήσεις. Από τα μεγάλα έργα αποκατάστασης του Κέντρου, που επεμβαίνει κάθε χρόνο σε 2.500-3.000 αντικείμενα από την Ιταλία και το εξωτερικό, γνωστότερα είναι το αγγείο «François», η «Σαρκοφάγος των Συζύγων» του Λούβρου, το αέτωμα του «Τελαμώνα», οι ορειχάλκινοι πολεμιστές του Ριάτσε. Το Κέντρο καθόρισε δύο απλές αρχές για την αποκατάσταση-συντήρηση: 1. Η αρχαιολογική αποκατάσταση κάνει ευανάγνωστα στον ειδικό τα αυθεντικά τμήματα του αντικειμένου. Συγχρόνως, συμπληρώνοντας τα τμήματα που λείπουν με διακρινόμενο τρόπο εξασφαλίζει τη συνέχεια της φόρμας («ολοκλήρωση») και στερεώνει το αντικείμενο, που είναι πια έτοιμο να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας έκθεσης. Αυτή η «έντιμη» αποκατάσταση χρησιμοποιεί προϊόντα και τεχνικές που δεν θέτουν σε κίνδυνο το αντικείμενο και που μπορούν ανά πάσα στιγμή να αφαιρεθούν (αντιστρεψιμότητα). 2. Η παρέμβαση αποκατάστασης πρέπει να επιβραδύνει, αν όχι να αναστέλλει, τη φθορά του αντικειμένου. Στην «ολοκλήρωση» των κεραμικών, οι συντηρητές του Κέντρου αντικατέστησαν το γύψο και τη γομολάκα με ένα πλαστικό προϊόν από κερί, χρωστικές ουσίες και ρητίνη, που το ονομάζουν «κερί». Στη συμπλήρωση των μετάλλων, πρώτα αντιμετωπίζονται οι τυχόν πλαστικές παραμορφώσεις. Ενεργώντας ανάλογα εν ψυχρώ ή εν θερμώ ο συντηρητής διαμορφώνει το παραμορφωμένο αντικείμενο. Για τις «ολοκληρώσεις», ευδιάκριτες και πάντα αντιστρεπτές, χρησιμοποιείται μια ρητίνη πολυεστέρα που περιέχει σκόνη αλουμινίου.

Ο ρόλος της συντήρησης κατά την ανασκαφή Μαρίνα Λυκιαρδοπούλου

Η τοιχογραφία της ανοίξεως α) τη στιγμή της αποκάλυψής της στη Σαντορίνη και β) στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Με τον όρο «αρχαιολογική συντήρηση» εννοούμε τις επεμβάσεις στο πεδίο της ανασκαφής, τα πρώτα σωστικά μέτρα με χαρακτήρα προληπτικό. Ο γενικός κανόνας είναι η διατήρηση, κατά την αποκάλυψη και αμέσως μετά, των συνθηκών που περιέβαλλαν τα αντικείμενα μέσα στη γη. Αυτή η διατήρηση θα εξασφαλίσει και τα σωστά αποτελέσματα των αναλύσεων της αρχαιομετρίας. Καθώς ο χαρακτήρας των επεμβάσεων είναι προσωρινός, η αρχή της αντιστρεψιμότητας των υλικών οφείλει να γίνεται σεβαστή. Η αύξηση των ανασκαφικών προγραμμάτων, που πολλαπλασιάζει τις περιπτώσεις καταστροφής, και η αύξηση του αριθμού των αρχαιομετρικών αναλύσεων, που πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο για λανθασμένα αποτελέσματα, είναι από τους σημαντικότερους λόγους που καθιστούν επιβεβλημένη την παρουσία της αρχαιολογικής συντήρησης στις ανασκαφές.

Η διάβρωση της πέτρας και πώς (δεν) θα την αποφύγετε Νικόλαος Μπελογιάννης

Ναός Απτέρου Νίκης. Κρύσταλλα γύψου μέσα σε αργιλοπυριτική φλέβα του μαρμάρου. Για τη διάβρωση της πέτρας από την ατμοσφαιρική ρύπανση υπεύθυνος είναι ο άνθρωπος. Οι πιο συνηθισμένοι ρυπαντές είναι: α) τα οξείδια του αζώτου και β) τα οξείδια του θείου που αντιδρούν με το ανθρακικό ασβέστιο του μαρμάρου και του ασβεστόλιθου και σχηματίζουν γύψο (Ακρόπολη, Ελευσίνα, Αψίδα του Γαλέριου). Από τις μορφές φυσικής διάβρωσης η απλούστερη είναι ο παγετός που πλήττει πέτρες με λεπτούς πόρους (Αρχαία Πέλλα, Ναός Επικούριου Απόλλωνα, Ακρόπολη Καλύβας Νομού Ξάνθης). «Μάργες» ονομάζει η γεωλογία τις λασπόπετρες που διαβρώνονται ακόμη και από τη βροχή. Από τέτοιες πέτρες είναι συχνά κατασκευασμένα τα θεμέλια αρχαίων κτιρίων (Αρχαία Αγορά Αθήνας, Δελφοί). Την πιο «ύπουλη» μορφή διάβρωσης προκαλούν τα διαλυτά άλατα. Σε πορώδεις πέτρες το υλικό καταρρέει με μορφή ψιλής σκόνης, ενώ όλο και μεγαλύτερα κοιλώματα σχηματίζονται στην επιφάνεια. Αυτή η αρρώστια της πέτρας ονομάζεται «κυψέλωση» («alveolation»). Ένα μνημείο πάντως σπάνια εμφανίζει μόνο μία μορφή διάβρωσης (Β τοίχος της Ακρόπολης, Ακρόπολη της Λίνδου). Στην Ελλάδα, η στρατηγική στράφηκε κάποτε από την αντιμετώπιση του αποτελέσματος στην αντιμετώπιση του αιτίου. Μια χώρα με τόσα μνημεία θα χρειαζόταν ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και μεγάλα, πανάκριβα μηχανήματα. Αυτό το τελευταίο κάνει αδύνατη την ύπαρξη αποκεντρωμένων εργαστηρίων. Παρατίθεται σχετική βιβλιογραφία.

Συμβολή της υπέρυθρης ρεφλεκτογραφίας στη φυσικοχημική μελέτη των βυζαντινών εικόνων Νανώ Χατζηδάκη, Γιάννης Χρυσουλάκης, Αθηνά Αλεξοπούλου

«Σταύρωση». Εικόνα με τρία στρώματα ζωγραφικής (9ος, 10ος, 13ος αι.). Φωτογραφία στο ορατό. Για την αναζήτηση της μικροστρωματογραφικής δομής, της τεχνολογίας κατασκευής και για τον εντοπισμό μη ορατών νεότερων ή παλαιότερων επεμβάσεων στο αισθητικό αποτέλεσμα, ξεχωρίζουν οι μέθοδοι που αξιοποιούν τη φυσικοχημική συμπεριφορά των υλικών κατασκευής σε ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Η μέθοδος της υπέρυθρης ρεφλεκτογραφίας, όπως και όσες χρησιμοποιούν διάφορες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (υπέρυθρη, ορατή, υπεριώδη, ακτίνες Χ, ακτίνες γ, κ.ά.), ανήκει στις «μη καταστρεπτικές» μεθόδους ανάλυσης. Προτάθηκε για την έρευνα των ζωγραφικών έργων τέχνης από τον J.R.G. van Asperen de Boer γύρω στο 1970. Η μέθοδος εκμεταλλεύεται τη διεισδυτικότητα των υπέρυθρων ακτίνων διαμέσου των χρωματικών στρωμάτων, που εξαρτάται από το βαθμό απορρόφησης και σκέδασης της ακτινοβολίας στο εσωτερικό του χρωματικού στρώματος, από την κατ’ όγκο συγκέντρωση της χρωστικής στο μέσο και από το πάχος του χρωματικού στρώματος. Η ανίχνευση της υπέρυθρης ακτινοβολίας που τελικά εξέρχεται πραγματοποιείται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος που μετατρέπει αυτή τη μη ορατή ακτινοβολία σε οπτική εικόνα υψηλής ποιότητας. H μέθοδος εφαρμόστηκε σε τέσσερις εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας με σκοπό να επιβεβαιωθεί η αξία της και να αναδειχθούν οι διαγνωστικές της δυνατότητες. Πρόκειται για: α) τη «Σταύρωση» με τρία στρώματα ζωγραφικής (9ος, 10ος, 13ος αιώνας) β) την «Παναγία Βρεφοκρατούσα» του 14ου αιώνα γ) τον «Άγιο Γεώργιο» του 14ου αιώνα δ) τη «Σταύρωση» του 18ου αιώνα

Τα κυριότερα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν στη ζωγραφική μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα Αλίκη Σημαντώνη-Μπόκολα

Φυσικές χρωστικές ύλες: κίτρινη ώχρα, κόκκινη ώχρα, μαλαχίτης. Ανάλογα με την προέλευσή τους, τα χρώματα κατατάσσονται σε ορυκτά, συνθετικά και οργανικά και, ανάλογα με το ειδικό τους βάρος, σε βαριά, μέτρια και ελαφρά. Η γωνία υπό την οποία πέφτει το φως, η πυκνότητα του χρώματος κ.ά. επηρεάζουν την ανάκλαση του φωτός. Κάθε χρώμα έχει τη δική του χρωματική δύναμη και τη δική του καλυπτική ικανότητα. Συνδετικά των χρωμάτων έχουμε πέντε: την τέμπερα, το λάδι, το φρέσκο, τα εγκαυστικά και τα μικτά. Τα κυριότερα χρώματα είναι το violet, τα bleus (azurite, bleu verditer, bleu égyptien, indigo, outremer, smalt και bleu de Prusse), τα πράσινα (μαλαχίτης, terre verte, vert de gris, φυτικά πράσινα), τα κίτρινα (ώχρα, zaune citron, orpiment, zaune de Naples, zaune indien), τα κόκκινα (rouge indien, terre de Sienne brulée, rouge anglais, κιννάβαρη, μίνιο), τα οργανικά κόκκινα (cochenille και kermès, bois de Brésil, laque de garance, sang de dragon), τα καφέ (terre d'ombre nat, brun van Dyck), τα καφέ οργανικά (καφέ μούμιας, άσφαλτος ή κατράμι, sepia) και τα λευκά (κιμωλία, blanc de Saint-Jean, blanc d'Espagne, γύψος).

Η τεχνική των μεταβυζαντινών εικόνων Καλυψώ Μιλάνου

Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, «Οδηγήτρια», Μουσείο Μπενάκη αρ. 3018. Στάδιο καθαρισμού της ζωγραφικής επιφάνειας. Πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας «Οδηγήτριας» που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη (αρ. 3018). Ο Ξυγγόπουλος που δημοσίευσε το 1936 τον κατάλογο των εικόνων του Μουσείου πίστευε ότι ανήκε στο α΄ μισό του 17ου αιώνα και ότι προερχόταν από το περιβάλλον του Εμμ. Λαμπάρδου. Στο πίσω μέρος της εικόνας με λατινικά γράμματα υπάρχει ο αριθμός 1623. Η υπέρυθρη φωτογράφιση αποκάλυψε τις φυσικές και μηχανικές φθορές αλλά και θέματα τεχνικής σχετικά με τα λάμματα, τη γραφή της πτυχολογίας, τα «ανοίγματα» και το λαμμάτιασμα με χρυσοκονδυλιά γύρω από το λαιμό της Παναγίας και το μανίκι του Χριστού. Η υπεριώδης φωτογράφιση πληροφόρησε για το βερνίκι και για κάποιες επιζωγραφίσεις. Το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο εκλέπτυνε τις πληροφορίες. Μετά τον καθαρισμό στο πρόσωπο της Παναγίας φάνηκε ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε πινελιές κόκκινου χρώματος, καθαρό κιννάβαρι, στη μία πλευρά των σαρκωμάτων για λόγους φωτοσκίασης. Φάνηκε επίσης ότι στο χρύσωμα χρησιμοποίησε φύλλα χρυσού ασυνήθιστα μικρής διάστασης (6 εκ.) και ότι χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος με το ρακί ή αυτή του «κολλητικού της λινοκοπίας» χωρίς αμπόλι. Στη συνέχεια, με τομές στη ζωγραφική επιφάνεια σε μεγέθυνση στις 200 φορές φάνηκε η δομή των χρωματικών στρωμάτων, η σύνθεση των κόκκων του χρώματος και η χρωματική τους πυκνότητα. Τομές έγιναν από το «μαφόριο» της Παναγίας, από το φόρεμα του αριστερού Αγγέλου, από το δεξί χέρι της Παναγίας και από το ιμάτιο του Χριστού. Από τις έρευνες προέκυψε και ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε στην παλέτα του σε μεγάλη ποσότητα το ονομαζόμενο «στουπέτσι».

Η αποκατάσταση της ένθρονης Παναγίας Στέργιος Στασινόπουλος

Το κεφάλι της Παναγίας α) πριν από τη συντήρηση και β) μετά τον καθαρισμό και την αισθητική αποκατάσταση. Η εικόνα του Μουσείου Μπενάκη με αρ. ευρετηρίου 3051 χρονολογείται στο β΄ μισό του 15ου αιώνα και αποδίδεται στον Ανδρέα Ρίτζο. Ένθρονη, η Παναγία στον τύπο της Πλατυτέρας περιστοιχίζεται από αγγέλους. Στο αυτόξυλο πλαίσιο το επάνω μέρος καλύπτουν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, ενώ στα πλάγια και κάτω εικονίζονται απόστολοι και άγιοι. Η εικόνα έχει σχέδιο γραμμένο με κόκκινο χρώμα και όχι εγχάρακτο όπως συμβαίνει με όλες σχεδόν τις εικόνες. Η εικόνα είχε υποστεί σημαντική αισθητική αλλοίωση από αλλεπάλληλα στρώματα οξειδωμένου βερνικιού και από τουλάχιστον τρεις κύριες επεμβάσεις. Για τη μελέτη της χρησιμοποιήθηκαν διάφορες μέθοδοι: ακτινογράφηση μέσα από στερεοσκοπικό μικροσκόπιο, τομές ζωγραφικής, ανάλυση χρωστικών με περίθλαση ακτίνων Χ που έγινε στο «Δημόκριτο», κ.ά. Πριν από τον καθαρισμό της εικόνας έγινε εξονυχιστική έρευνα, ενώ ο κατάλληλος διαλύτης εντοπίστηκε με το Test R. Feller. Στο ξύλινο υπόβαθρο αποκαλύφθηκαν κενά που σε πολλά σημεία έφθαναν στην προετοιμασία της ζωγραφικής. Την απεντόμωση ακολούθησε ο εμποτισμός του ξύλου με συνθετική ρητίνη σε θάλαμο κενό αέρος, έτσι το ξύλο ενισχύθηκε και ως κάποιο σημείο μονώθηκε. Τα κενά συμπληρώθηκαν με πηχάκια ξύλου BALSA. Ακολούθησε η αισθητική αποκατάσταση που στόχευε κυρίως το σχέδιο που διασπούσαν τα διαγώνια σπασίματα και οι φθορές του ξύλου. Άποψη του συγγραφέα είναι ότι η συντήρηση οφείλει να αποκαθιστά το έργο στην αρχική του μορφή απαλλάσσοντάς το από όλα τα στοιχεία που το αλλοιώνουν, οξειδωμένα βερνίκια, επιζωγραφίσεις κ.ά. Άλλωστε να καταρρίψει επιθυμεί το μύθο περί φθοράς και αλλοίωσης της μορφής ενός έργου εξαιτίας της παρέμβασης του συντηρητή.

Ζωγραφική σε ύφασμα και η συντήρησή της Μιχάλης Δουλγερίδης

Έργο του Β. Χατζή. Καθαρισμός από τις θειώσεις της ατμόσφαιρας, τα οξειδωμένα βερνίκια και τις επιζωγραφίσεις. Πάνω σε ύφασμα ζωγράφισαν πρώτοι οι Αιγύπτιοι ενώ αυτή την τεχνική τελειοποίησαν τον 15ο αιώνα οι Βενετοί μεταφέροντας τη ζωγραφική σε τεντωμένο ύφασμα. Αν η συντήρηση είναι ο συγκερασμός τέχνης και επιστήμης, η συντήρηση ειδικά του υφάσματος παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: οι ίνες του υφάσματος προκαλούν κινήσεις και παραμορφώσεις, οι φθορές από το χρόνο και την ατμόσφαιρα είναι μεγαλύτερες στο ύφασμα απ’ ό,τι σε συμπαγή υλικά. Για τον καλό προγραμματισμό της σωστικής επέμβασης προηγούνται πειράματα, φωτογραφίσεις κ.ά. Ο καθαρισμός δεν επιτρέπει επιπόλαιες κινήσεις. Από τις πολύ λεπτές επεμβάσεις είναι η προστασία και στερέωση του χρώματος στο υπόστρωμά του. Οι βελατούρες είναι τρομερά ασθενικές στους διαλύτες καθαρισμού. Στις επιζωγραφίσεις, αν υπάρχει συνδετική ύλη (βερνίκι, ζωική κόλλα), οι δύο επιφάνειες διαχωρίζονται και το δεύτερο στρώμα μεταφέρεται σε άλλη υποδομή. Αλλιώς, η επιζωγράφιση καταστρέφεται. Αισθητική απώλεια θεωρείται η αποκόλληση του ζωγραφικού χρώματος. Αυτή όμως η αποκατάσταση δεν μπορεί να τυποποιηθεί γιατί κάθε έργο έχει τη δική του προσωπικότητα. Η συντήρηση ολοκληρώνεται με το πέρασμα ενός λεπτού στρώματος βερνικιού. Απαιτείται φροντίδα των συντεταγμένων υγρασίας (40-50% Η), της θερμοκρασίας (18º C-25ºC), του ορατού φάσματος, έλεγχος των ακτινοβολιών UV. Σε πίνακες μεγάλης αξίας τοποθετείται μπροστά από τη ζωγραφική επιφάνεια προστατευτικό κρύσταλλο (Mirogard) που μειώνει την ανακλαστικότητα.

Η συντήρηση των τοιχογραφιών Νίκος Μίνως

Τοιχογραφημένη εκκλησία σε συνθήκες εγκατάλειψης… Η τοιχογραφία, οργανικό μέρος ενός μνημείου, αποτελείται α) από την τοιχοδομή που είναι το υποστήριγμά της, β) από το κονίαμα που είναι το υπόστρωμα του έργου και γ) από τη ζωγραφική επιφάνεια. Οι μόνες γραπτές μας πηγές είναι ο Βιτρούβιος και ο Πλίνιος για την αρχαιότητα, για την Αναγέννηση ο G. Gennini και ο G. Vassari. Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά μας πληροφορεί για τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο. Οι τοιχογραφίες φθείρονται από την επίδραση της υγρασίας, τη δράση των αλάτων, τη μολυσμένη ατμόσφαιρα, βιολογικούς παράγοντες, την επίδραση του φωτός, τη δράση του ανέμου, τις νεότερες επεμβάσεις, φυσικά αίτια (σεισμός, καθίζηση εδάφους), την ερείπωση του μνημείου με τις επιπτώσεις της. Τέλος, οι τοιχογραφίες που αποκαλύπτονται σε ανασκαφή πρέπει να διατηρούνται στις συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας στις οποίες βρέθηκαν. Της συντήρησης προηγείται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της εισόδου υγρασίας στην τοιχοδομή του μνημείου και ο έλεγχος θερμοκρασίας και σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος στο εσωτερικό του κτιρίου. Τα στάδια της συντήρησης περιλαμβάνουν την προκαταρκτική εξέταση, τον καθαρισμό της ζωγραφικής επιφάνειας πριν από τη στερέωσή της και τη στερέωση του υποστρώματος. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που εφαρμόζεται αποτοίχιση της τοιχογραφίας ακολουθείται μία από τις εξής τρεις μεθόδους: α) αποτοίχιση μόνο της ζωγραφικής επιφάνειας (strappo), β) αποτοίχιση της ζωγραφικής μαζί με το κονίαμα ή μέρος του κονιάματος (stacco) και γ) απόσπαση και μεταφορά της ζωγραφικής, του κονιάματος και της τοιχοδομής (stacco a massello). Το νέο υπόστρωμα στο οποίο θα τοποθετηθεί η αποτοιχισμένη τοιχογραφία πρέπει να πληροί τόσο αισθητικά όσο και φυσικοχημικά/μηχανικά κριτήρια.

Μελέτη για την εφαρμογή υπέρυθρης ακτινοβολίας στα ψηφιδωτά Κ. Ηλιογάμβρου, Β. Αναστούλης, Θ. Χριστόπουλος

Αφαίρεση υγρασίας και στέγνωμα των υφασμάτων σε ψηφιδωτό δάπεδο με τη μέθοδο της υπέρυθρης ακτινοβολίας. Για να είναι δυνατή η αποκόλληση των ψηφιδωτών δαπέδων πρέπει να αφαιρεθεί η υγρασία που ενυπάρχει σε αυτά. Τα μέσα που ως τώρα επιστρατεύονταν ήταν η ηλεκτρική σόμπα, το αερόθερμο ή η φλόγα προπανίου (πάνω από φύλλο λαμαρίνας). Τα υφάσματα που χρησιμοποιούνται για την αποκόλληση κολλάνε πάνω στο ψηφιδωτό είτε με «ψαρόκολλα» είτε με κόλλα «Movilit». Έως ότου στεγνώσει η ψαρόκολλα που έχει διαλυτικό της το νερό, η υγρασία ανεβαίνει ξανά στην επιφάνεια αχρηστεύοντάς την. Η Movilit στεγνώνει γρήγορα γιατί έχει διαλυτικό το ασετόν αλλά, πέραν του ότι ακριβώς γι’ αυτό είναι ανθυγιεινή, αλλοιώνει και τα χρώματα των ψηφίδων. Οι συγγραφείς αποφάσισαν να εφαρμόσουν μια μέθοδο που αναφέρεται στην έκδοση του ICCROM «Mosaics», No1 για τη χρήση υπέρυθρης ακτινοβολίας πάνω σε υγρές επιφάνειες. Οι λαμπτήρες υπέρυθρης ακτινοβολίας θερμαίνοντας ομοιόμορφα και σε βάθος αφαίρεσαν την υγρασία από τα ψηφιδωτά. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει τη χρήση της ψαρόκολλας που πλέον στεγνώνει πολύ πιο γρήγορα.

Εισαγωγή στη συντήρηση υφασμάτων Καλλιόπη Καβάσιλα

Το λάβαρο του Θέρισου στεγνώνει κάτω από κομμάτια κρύσταλλο με ειδικά βάρη. Η συγγραφέας παρέχει λεπτομερή οδηγό για τη συντήρηση της ευρύτατης κατηγορίας των υφασμάτων. Αν και οι ίνες των υφασμάτων είναι από οργανικά κυρίως υλικά, στις προβιομηχανικές φορεσιές των λαογραφικών συλλογών λόγου χάρη, συχνά εμφανίζονται υλικά πολλά και διάφορα όπως δέρμα, χαρτί, χάντρες γυάλινες ή πλαστικές, μεταλλικά ελάσματα, χρυσοκλωστές, φτερά κ.ά. Ο συντηρητής επομένως οφείλει να γνωρίζει για όλα τη χημική τους σύσταση και δομή, τον τρόπο κατεργασίας και κατασκευής αλλά και τη συμπεριφορά τους σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων. Η προκαταρκτική εξέταση έχει δύο στάδια. Στο πρώτο, καταγράφονται όλες οι ορατές λεπτομέρειες, δομή υφάσματος, ανάλυση κεντήματος κ.ά., ακόμη και εάν το γνέσιμο είναι δεξιόστροφο ή αριστερόστροφο. Στο δεύτερο στάδιο, με μικροσκόπιο, χρωματογραφία λεπτού στρώματος, διάθλαση ακτίνων Χ ή χημικές μεθόδους, αναλύονται οι βαφές και τα στερεωτικά τους, εντοπίζονται ύλες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την κατεργασία κ.λπ. Στην προκαταρκτική εξέταση ανήκει και ο προσδιορισμός του βαθμού καθαριότητας του υφάσματος. Οι εργασίες συντήρησης περιορίζονται στο να κάνουν ένα ύφασμα ασφαλές για έκθεση, αποθήκευση ή χρήση έχοντας αποκαταστήσει την ολότητά του και την αισθητική του. Ο καθαρισμός του υφάσματος μπορεί να είναι επιφανειακός, τοπικός (spot-cleaning), ή να γίνεται με πλύσιμο, διαδικασία πολύ λεπτή που ακολουθείται από το στέγνωμα. Αν το ύφασμα είναι λεπτό και ευαίσθητο, υποστηρίζεται με επιλεγμένα υφάσματα που έχουν νωρίτερα υποστεί την απαραίτητη προετοιμασία. Τέλος, η συντήρηση καλείται να αποφασίσει ποια είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος παρουσίασης του αντικειμένου. Το λάβαρο του Θέρισου, που χρησιμοποιήθηκε στην επανάσταση της Κρήτης του 1905, εικονογραφεί το άρθρο με στάδια της συντήρησής του.

Η συντήρηση ενός γυάλινου ρωμαϊκού αγγείου Δέσποινα Ιγνατιάδου

Μηχανικός καθαρισμός γυάλινου ρωμαϊκού αγγείου σε στερεομικροσκόπιο. Το 1985 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη ρωμαϊκός τάφος του 3ου αιώνα μ.Χ., απ’ όπου προέρχεται το μπουκάλι από φυσητό γυαλί που παρουσιάζεται εδώ. Το υλικό του είναι γυαλί τύπου «σόδας-ασβέστου», δηλαδή από οξείδια νατρίου, οξείδια ασβεστίου και διοξείδιο του πυριτίου, που για τον υαλουργό σήμαινε: άμμος + σόδα + ασβεστόλιθος. Η μέθοδος της εμφύσησης επικράτησε από τα ρωμαϊκά χρόνια. Το μπουκάλι ήταν σπασμένο σε πολλά κομμάτια, καλυμμένα με λάσπη. Φανερή τάση για αφυάλωση (devitrification) δεν υπήρχε. Για τον καθαρισμό χρησιμοποιήθηκε μίγμα από ίσα μέρη αιθυλικής αλκοόλης και απιονισμένου νερού σε συνδυασμό με μηχανικό καθαρισμό και στη συνέχεια μπάνιο σε αιθυλική αλκοόλη. Οι περιοχές που αφυαλώνονταν στερεώθηκαν με 5% Paraloid B72 σε ακετόνη. Για τη συγκόλληση χρησιμοποιήθηκαν Loctite Glass Bond για το σώμα και Profix Spezioal-Kleber (Porzellan/Glas) για τη λαβή. Τα λίγα κενά έμειναν ασυμπλήρωτα.

Συντήρηση του νεοκλασικού αρχοντικού Βούρλη Αναστάσιος Κάρτας

Επανακατασκευή των βοτσαλωτών δαπέδων στο αρχοντικό Βούρλη. «Το αρχοντικό του Βούρλη» είναι η συριανή ονομασία οικίας που βρίσκεται στη συνοικία «Βαπόρια» της Ερμούπολης, ιδιοκτησίας Αλεξάνδρας Μαυρογορδάτου-Πετρίτζη. Το μεγαλοαστικό αυτό σπίτι κτίστηκε το 1886 και ανήκει στα νεοκλασικά κτίρια της 8ης περιόδου. Είναι διώροφο, λιθόκτιστο και έχει εμβαδόν 210 τ.μ. Η συντήρησή του έγινε σε δύο στάδια. Στο πρώτο, με δάνειο που η ιδιοκτήτρια πήρε από την Κτηματική Τράπεζα με τη συγκατάθεση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα στη θεμελίωση με την εξυγίανση και την ενίσχυσή της. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη συγκατάθεση ΥΠΠΕ και ΕΟΤ και βάσει νομοσχεδίου «περί ενισχύσεως της τουριστικής ανάπτυξης» που επέτρεπε τη μερική χρηματοδότηση του έργου, επισκευάστηκε όλη η ανωδομή. Ταυτόχρονα με τις εργασίες συντήρησης άρχισαν και οι εργασίες μετατροπής του κτίσματος σε ξενώνα.

Άλλα θέματα: Ο καθαρισμός απολιθωμένου κρανίου Παλαιοανθρώπου από το Απήδημα της Μέσα Μάνης Ιωάννης Δαμίγος, Θεόδωρος Πίτσιος

Καθαρισμός του κρανίου ΛΑΟ Ι/Σ 2 στο θάλαμο αμμοβολής. Είκοσι χρόνια μετά την τυχαία ανακάλυψη του κρανίου των Πετραλώνων, συστηματικές παλαιοανθρωπολογικές έρευνες οδήγησαν στο νέο πλειστοκαινικό εύρημα του ελλαδικού χώρου σε παραθαλάσσια σπηλιά στο Απήδημα της μέσα Μάνης. Το κρανίο αποκολλήθηκε μαζί με το συμπαγές γεωλογικό στρώμα στο οποίο ήταν ενσωματωμένο με φορητό βενζινοκίνητο κομπρεσέρ. Τον Δεκέμβριο του 1985, τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα πετρώματα που περιέβαλλαν το κρανίο αφαιρέθηκαν με καλέμια. Για την απομάκρυνση του τελικού στρώματος χρησιμοποιήθηκε οδοντιατρικό τουρ και κρουστικό κομπρεσέρ. Σε δύσκολα σημεία χρησιμοποιήθηκε λεπτή αμμοβολή. Τον καθαρισμό ανέλαβαν οι έμπειροι συντηρητές Γιάννης Δαμίγος, Δημήτρης Κομνινακίδης, Τάσος Μαγνησαλής και Πέτρος Καίσαρας.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο αρχαιολογικός χώρος Πετρών. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Από τη μεσαιωνική πόλη των Μογλενών στο νομό Πέλλης έχουν αποκαλυφθεί το Κάστρο, η επισκοπή και ο κοιμητηριακός ναός – Ανασκαφές στην ελληνιστική πόλη των Πετρών στην περιοχή της Φλώρινας έφεραν στο φως αξιόλογη κεραμική και θησαυρό νομισμάτων της Πέλλης, του 2ου αι. π.Χ.

Συνέδρια

Στις 27-28 Νοεμβρίου 1986 πραγματοποιήθηκε στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη η 2η Συνάντηση Συντηρητών Αρχαιοτήτων - «Χρόνος – διάρκειες – ιστορία» ήταν ο τίτλος διήμερων συζητήσεων που οργανώθηκαν από την Εταιρία Μελέτης Νέου Ελληνισμού και το περιοδικό Μνήμων στο Ε.Ι.Ε., 23-24.1.1987

Εκθέσεις

«Η Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά» ήταν ο τίτλος έκθεσης αρχειακού υλικού που οργανώθηκε από το ΥΠΕΧΩΔΕ και τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (20.1-7.12.1986) – Το Art Museum of Princeton University οργάνωσε έκθεση με τίτλο «Το Βυζάντιο στο Πρίνστον»

Βιβλία

John M. Fossey, The Αncient Τopography of Eastern Phocis, J.C. Gieben, Amsterdam 1986 - Χριστίνα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική Τράπεζα Ελλάδος, Αθήνα 1986 - Μαρία Παπαστάμου (επιμ.), Αντίγραφα αρχαίων ελληνικών κοσμημάτων 1975-1985, Χρυσοθήκη Ζολώτα, Αθήνα 1986 - Ιουλία Βοκοτοπούλου, Βίτσα: Τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης, ΤΑΠΑ, Αθήνα 1986 - Τατιάνα Ιωάννου - Γιανναρά, Δαντέλες, Μέλισσα, Αθήνα 1986

English summaries: Restoration and preservation of the Greek heritage Andreas Ioannides

Restoration of works of art became an established practice from the 16th century onward with the creation of art collections and museums. Up to the 19th century, in context of the belief in an emotional approach to works of art, the restorer brought to his work the middle class tastes in art which had more to do with “appearance” than with “reality”. In the 20th century, the notion of a “cultural heritage” spread, bringing with it the notion both of the “real” and of the “useful”. The role of the restorer changes in the 20th century, the artistic approach combines with the scientific approach and so the method followed becomes that of restoring the process of creation of the object.

The historic evolution of restoration and contemporary tendencies Marina Lykiardopoulou – Petrou

Restoration is the overall effort to restrain and delay the decay of objects, which represent our cultural heritage. Restoration includes the scientific examination, treatment and restoration of objects as well as the creation of special, suitable conditions in which they should be stored or exhibited. Any attempt at restoration should be ruled by respect for the authenticity of the objects and the various messages they convey, being historic documents. However, restoration has undergone many, successive transformations through a long period of time until it came to obtain its current style. Until the beginning of our century all restoration work bore the personal seal of the restorer and the artistic tendencies of each period. In most cases the treatment was worse than the "disease". Restoration today is a scientific branch with many chances and potentialities for a full development.

From Francesco Novo to specialized restorers of antiquities and works of art Olga Gratziou

The restoration of the mosaics of Daphni monastery in 1892-1894 represents the first systematic restoration of a work of art with historic significance. The restoration work was undertaken by the Italian Francesco Novo, who was especially invited for this assignment by the Greek state. Novo was succeeded by a number of Greek painters, all empirical in the art of restoration, who continued a long established trandition. Creators of utilitarian or artistic objects have always been considered as their natural restorers, therefore, painters were the most suitable people to restore any damaged work of painting. This attitude and mentality did not change even in the nineteenth century, when the systematic protection and preservation of monuments began. Scientific restoration started after the War and it was only around 1960 that it managed to gain an international reputation. It is then that Greek restorers, educated abroad, appear. At the same time the Greek Archaeological Service considerably expanded its activities, undertook the systematic restoration of many monuments and employed many empirical restorers. Between 1967 and 1977, a few attempts in the private sector were made for the creation of restoration schools of collegiate level, but they were shortlived. When these attempts failed all possibility of studying restoration in Greece disappeared. Today the Archaeological Service employs 343 restorers; 181 with an elementary education, 135 are high school graduates and only 27 have a university degree. Therefore, the institution in 1985 of a Restoration School of university level in the Technologic Educational Institute of Athens, is an important stage in the history of the protection and preservation of monuments in Greece. In spite of the serious shortcomings of the school today, and the hard criticism it has faced, the institution of this school undoubtedly paves the way for the recognition of the restorer's profession, the scientific education of the new restorers and consequently for the modernized, scientific and professional restoration of monuments.

Effective conservation implies interdisciplinary research Yannis Maniatis

The problems of conservation of ancient remains are now much better understood but not necessarily solved. The aim is to preserve the objects in the most permanent way, but at the same time not to alter or lose any of the historical information they convey. Furthermore, the conservator must also bear in mind that the physical and chemical nature of objects should not change because this would jeopardize various analyses and examinations which could be made in the future for provenance or technological investigations. This paper gives a brief account of the most common methods used for conservation today, stating where necessary the evolution in methodology and philosophy and the possible effect the various treatments may have on further analyses. The account by no means comes from expertise in conservation but rather from a layman's point of view. However, the necessity of approaching the conservation problem in an in terdisciplinary way is projected. The treatments applied to ancient objects must be the result of systematic research by specialists in laboratories equipped with the most sophisticated scientific apparatus. The conservators who have the experience with various materials and weathering products should seek the back up of such laboratories Modern techniques used today to assist and guide the conservator include infrared reflected photography, ultra-violet fluorescence, sodium lamp monochromatic light, x-ray and y-ray radiography, neutron radiography, microphotography. thin section and scanning electron microscope examination, and in addition all sorts of analyses such as. micro-probe analysis, x-ray fluorescence, PIXE (involving accelerated protons), x-ray diffraction etc. The above are briefly described with some examples of application.

The Restoration Centre of Florence Gianpaolo Nadalini

The Restoration Centre of Florence in the twenty years of its existence has not only carried out a series of restoration projects in antiquities but has also functioned as a centre of research into the deterioration of archaeological materials. The success and international reputation of the Centre are due not only to its principles and orientation, which dictate an efficient research and a creditable restoration, but mainly to its staff and means. Its 3.500 square metres include fully equipped laboratories for restoration, physicochemical and biological analysis and photographic ateliers, where sixty specialists solve annualy all the restoration problems of approximately 2.500 - 3.00 antique metal and ceramic objects. Among the methods invented by the restorers of the Centre are two techniques for filling / substituting missing parts of ceramics and metal-work. Some of the most important restoration works executed in the Centre are the François Vase, the Pediment of Telamon, the Sarcophagus of the Married Couple of the Louvre and the bronze male statues of Riace.

The contribution of restoration to excavations Marina Lykiardopoulou – Petrou

Archaelogical restoration also includes the restoration of excavational finds, movable or not. Its role and contribution are very important because, due to its intervention, the shock and the disastrous effects to which the finds are subjected at the critical moment of their discovery, are minimized and smoothed. Therefore, restoration has, in addition, a preventable character, since if done correctly and in time during an excavation, it will make unnecessary a lot of restoration work in the future.

The deterioration of stone and how it cannot be avoided Nikos Beloyannis

The decay of stone monuments is due to a combination of factors caused by nature and man. The task of dealing with this problem is hard if not unfeasible. The various "protection materials", which in past decades had been considered as efficient, have today been proven, at least in their majority, unsuccessful, since progressively they create more problemes than they solve. Therefore, we experience today a strong tendency towards more "traditional" stabilization materials, the search for new protection materials and the intention of treating the reason behind deterioration rather than the deterioration itself.

The contribution of infrared reflectography to the physicochemical study of Byzantine icons Athina Alexopoulou, Giannis Chrysoulakis, Nano Chatzidaki

The article deals with the advantages and diagnostic possibilities of the non - destructive method of infrared reflectography, a useful tool for the physicochemical study of Byzantine icons. The principle of the method — with some reference to the visual behaviour of the pigment layers as regards the infrared radiation — and the equipment used for its application are also described. The application of this method to four especially chosen Byzantine icons of the Byzantine Museum of Athens showed the existance of damages and overpaintings as well as the artist's initial drawing on the ground preparation; it also led to an approximate identification of the pigments used in the successive layers of the painting.

The pigments prevailing in painting until the end of the eighteenth century. Properties and mediums of pigments Aliki Simandoni-Bocola

In order to understand and appreciate the painting of past centuries we must have a good knowledge of the pigments that prevailed at least until the end of the eighteenth century, their qualities and properties, such as the form of their grains, specific gravity, colour strength, opacity as well as the mediums used for their application. Finally we must always take into consideration the effect of falling or reflecting light on the surface of the painting.

Observations on the technique of post-Byzantine icons Kalypso Milanou

The restoration works done on the Virgin Hodegetria icon, no 3018, of the Benaki Museum, Athens, offer us a good opportunity to stress the importance of restoration for the study and evaluation of works of art. The methods applied for the diagnosis and restoration of the damages of the icon brought to light a series of data which help us to understand the painter's technique and draw conclusions as regards the dating of the work, since the work bears no signature or date of execution. The exposure of the painting to infrared and ultraviolet radiation revealed vandalisms and overpaintings, gradation of high-lights, density of varnish, etc. The careful examinaton of the painting surface with the help of a micro-stereo - scope disclosed the technical characteristics of the painter. Red lines (cinnabar) have been used for the smooth transition from the lighted to shadowed areas, while brown brush strokes, precede the pictorial description of the hair and seem to play the same role. The radiography of the work revealed the hagiographer's incised sketch of the Virgin and Child. The sections made on the layer of painting showed that the lacquer on the Virgin's ma-phorion belongs to the later layer of painting, while the underpaint has an orange colour. For the angels' garments, on the contrary, a thick layer of lacquer has been used as underpaint on which the high lights are painterd. The flesh is coloured yelllow-pink and the underpaint grey-green. Finally, the pigment analysis with X-rays produced the underpaint of the Virgin's maphorion, the mineral ochre content of haematitic origin and the use of pure cinnabar in the red brush-strokes. The result of this entire effort was worthy since it yielded beyond doubt the artist's technique at the time when the icon must have been painted.

The restoration of the Virgin Enthroned icon of the Benaki Museum, Athens Stergios Stasinopoulos

This icon, measuring 87x65 cm., dates from the second half of the fifteenth century and although unsigned is ascribed to the hagiographer Andreas Ritzos. All research methods and facilities available in the restoration laboratory of the Benaki Museum have been employed for the diagnosis, location of damages and study of the painting technique, while the pigments' analysis was carried out in the centre of Nuclear Research "Democritus". The existance of overpaintings executed in various times and the extensive damage of the wood due to wood-eating insects were the two major problems of the icon. Therefore, special effort was made during restoration for the removal of all over-paintings so that the painting could appear in its original form The missing parts of the deteriorated wood were substituted with balsa wood, while the entire wooden painting support was saturated with synthetic resin. Finally, an attempt for colouring was made only in the areas where both the painting and its preparation were fully damaged.

Textile painting and its restoration Michael Doulgeridis

The use of textiles as a material for painting originates from ancient Egypt; it was adopted by the Byzantines and was fully developed during the Renaissance period. The reasons for the wide range and popularity which this technique gained, were more or less financial and social. Painting on textiles is especially sensitive to various environmental conditions. Therefore, its restoration and conservation is difficult and complex. The problem of protection, stabilization of paint on the painting ground, consolidation of the textile with the use of new materials are issues long debated. Each work of painting is unique and presents its own problems. Consequently, the restoration materials used and the methods employed for its rescue vary. The choice of restoration materials depends on the condition and relevant problems of the specific work, the materials it is made of and the space where it will be exhibited in the future. The homogeneity of materials and thermodynamic of masses must be meticulously observed during every phase of restoration. The instability of the painting ground, the weak colours and the variety of varnishes, which are typical features of this kind of painting, oblige us to be very careful and patient while cleaning the painting surface. The varnish transparency must be adjusted to the theme represented, the materials used and the space in which the work will be exhibited.

Restoration of wall paintings Nikos Minos

Wall paintings consist of three basic parts, the layer of painting, the plaster ground and the wall / masonry support. The type and extent of deterioration and / or damage of wall paintings depends mainly on environmental conditions. The process of restoring wall paintings is usually long and complicated and involves the cleaning of the painting layer, consolidation of the painting layer and the plaster ground, detachment of wall paintings, if necessary, and the creation of new supports for the detached wall paintings.

A study on the application of infrared radiation to mosaics K. Iliogamvrou - Th. Christopoulos -V. Anastoulis

One of the major problems in detaching floor mosaics from the ground is moisture. Recently, however. the method of exposing the mosaics to infrared radiation has yielded excellent results and seems to have solved the moisture problem very satisfactorily. All measurements and experiments neccessary for the application of the method were carried out with the full assistance of the scientific staff of Patras University. This new method has been proven much better than all others applied so far for the reasons that it does not damage the mosaics, dries the mosaics much deeper, costs less, contributes to better working conditions and is quite harmless to the restorers' health.

Introduction to restoration of textiles Kalliopi Kavasila

Textiles represent part of man's history of civilization, since all over the world textiles have beeen produced from very early on. Only a few textiles have survived from antiquity and they have been found in tombs where climatological conditions favoured their preservation. During the Byzantine era and the Middle Ages textiles were considered to be precious objects and they are mentioned in wills. Many of these textiles and others dating from later periods are today exhibited in museums or private collections. Both museums and collectors have the duty to protect and preserve them, not only for the present but also for generations to come, as representative examples of the history of civilization. No matter how an extensive restoration a textile may need it must always be carried out by specialized restoration in well equipped laboratories.

The restoration of a Roman glass bottle Despina Ignatiadou

A glass bottle, found in a Roman tomb of the third century BC. was restored in the laboratories of the Archaeological Museum of Thessaloniki. The bottle is made of transparent blown glass with a slight green tinge. Although broken, it is in good condition except for a small area suffering from devitrification. The object was cleaned with ethyl alcohol and de-ionized water in equal parts (dry mud) then mechanically with a scalpel and pin (surface, holes and difficult - to -reach areas). The devitrificated areas were coated with 5% Paraloid B72 in acetone. The adhesives used were Loctrite Glass Bond for the body and Profix Spezial - Kleber (Porzellan / Glas) for the handle. The few missing areas were not gapfilled.

Restoration of the neoclassical Vourlis mansion Anastasios Kartas

The “Vourlis mansion” is the name of a residence that stands in the neighbourhood called “vaporia” (boats), in Ermoupolis. Belonging to Alexandra Mavrogordatou-Petritzi, this upper middle-class mansion was built in 1886 and is a neoclassical house of the 8th period. It is a two-storey house, made of stone and covers an area of 210 square metres. Restoration of the house took place in two stages. During the first stage, the owner took out a loan from the Mortgage Bank with the approval of the Ministry of the Environment. During this first stage the foundations of the house were repaired and reinforced. Four years later, the Ministry of Culture together with the Tourist Board (EOT) approved partial funding of works on the house. With the support of the law condoning “financial support of touristic development” the actual house was repaired. At the same time that repairs took place, the mansion was converted into a luxurious hostel.

A Paleolithic petrified human skull from Apidema, Mesa Mani and the cleaning of it Theodoros Pitsios, John Damigos

Twenty years since the fortuitous discovery of the Petralona skull, the new Pleistocene find in the Helladic area — the result of a systematic Paleoanthropologic research — was found in a concrete geologic bed in a cave by the sea at Apidema, Mesa Mani. The location of petrified cranial bones in a recess of the inner side of a coastal cave at Apidema gave the initiative for an intensive Paleoanthropologic research, which started in 1978. Two years later and while detaching other finds, a second skull was brought to light. This skull, found in the same cave recess and next to the first, was in better condition since its side adjacent to the outer surface of the rock was protected by a sediment two to six mm. thick; therefore, its identification as human was much facilitated and beyond doubt. The extremely difficult cleaning of the human petrification, executed in the laboratories of the National Archaeological Museum, proved that the skufl belongs to an ancestral figure of modern man and is especially important to the Paleoanthropology of Greece. The discharge of the skufl from the various rocky materials covering it, must be credited to the persistent and toilsome efforts of the experienced restorers J. Damigos, D. Komninakidis, T. Magnisalis, and P. Kesaras, who for two months, worked on this project with the help of modern technical devices such as the dental grind.

Τεύχος 70, Μάρτιος 1999 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Η μαγεία στην ελληνική αρχαιότητα Ιωάννης Πετρόπουλος

W. Blake, Εκάτη. Η ετυμολογία συνδέει τη «μαγεία» με την Περσία αλλά αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν και άγνωστο πότε εμφανίστηκε στην Ελλάδα, η «μαγεία» μαρτυρείται ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Στο περιθώριο της επίσημης λατρείας και έξω από την πόλη, με τον αντικοινωνικό χαρακτήρα της, απευθύνεται στους δαίμονες των νεκρών ή σε χθόνιους θεούς, όχι ικετεύοντας αλλά «εξαναγκάζοντάς» τους με τρόπο μηχανικό. Τους περιοδεύοντες «μάγους» συνόδευαν τα ονόματα ἀγύρτης, γόης, μάντις, και η περιφρόνηση των εκπροσώπων της ορθολογικής σκέψης. Από την ελληνιστική περίοδο και εξής, η μαγεία γίνεται πιο μυστηριακή, αντλώντας στοιχεία από ανατολικές θρησκείες και παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου.

Το «τρισάθλιο θέμα» της ελληνικής μαγείας David Jordan

Γνωστικός ίασπις. Όχι μόνον οι θετικιστές αλλά και οι θιασώτες μιας εξιδανικευμένης αρχαιότητας φρίττουν μπρος στο «τρισάθλιο» αντικείμενο της μαγείας, το οποίο και απαξιούν να αναγνωρίσουν ως γνωστικό. Κατά τον αρθρογράφο, ακόμη και οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι ενοχλούνται από τα «ετερόκλιτα» στοιχεία της που αντιστέκονται στη δική τους συστημική προσέγγιση. Εξέχοντα ρόλο στην αντεπίθεση έπαιξε ο Αυστριακός Alfons Barb ήδη από το 1925. Το φυλακτήριον προς ημίκρανον που δημοσίευσε τότε, ταφικό εύρημα από τον 3ο αιώνα μ.Χ., θυμίζει έντονα την Ευχή ημικράνη που βρέθηκε σε χειρόγραφο του 16ου αιώνα από τη νότια Ιταλία. Η Άρτεμις Εφεσία και ο Ιησούς Χριστός, αντίστοιχα, καλούνται να προφυλάξουν από τον πονοκέφαλο. Αργότερα, ο ίδιος υποστήριξε ότι ορισμένες παραστάσεις της Παναγίας ανάγονται στον αρχαίο δαίμονα του πονοκεφάλου Antaura. Ο Barb ειδικεύτηκε επίσης στον «γνωστικό» σφραγιδόλιθο «Αβράξας», δημοφιλέστατο κατά την Αναγέννηση. Το άρθρο συζητεί μια κατάρα που επί δύο σχεδόν χιλιετίες συνοδεύει ξόρκια κι απειλές, «όπου σκυλί δεν αλυχτά και κόκορας δεν κράζει», καταλήγοντας στο ερώτημα αν το θέμα αυτό ανήκει στο υπόβαθρο της Ανατολής.

Η μαγεία, τα φυλαχτά και η Κίρκη Ναννώ Μαρινάτου

Αρχαϊκός χαλκιδαϊκός αμφορέας. Η αλληλεπίδραση της τελετουργίας, της ποιητικής παράδοσης και των μαγικών απεικονίσεων πάνω σε φυλαχτά που εισήχθησαν στην Ελλάδα από την Εγγύς Ανατολή, δημιούργησαν την ομηρική μάγισσα Κίρκη. Σε σφραγίδες και φυλαχτά, κυρίως από τη Συρία και την Παλαιστίνη, εμφανίζεται η Πότνια θηρών γυμνή, δέσποινα που αφεντεύει τ’ αγρίμια. Η απεικόνισή της πάνω σε όπλα έχει αποτροπαϊκή χρήση. Η δύναμή της πηγάζει από την κυριαρχία της πάνω στα θηρία και από τη μετωπική έκθεση του γυμνού της σώματος. Ξελογιάστρα για τον εχθρό που τη βλέπει, προστατεύει τον πολεμιστή που την φέρει στην ασπίδα του. Άγρια θηρία συχνάζουν και στο περιβάλλον της Κίρκης που, στα αρχαϊκά αγγεία, εμφανίζεται γυμνή με τονισμένο το τρίγωνο του εφηβαίου. Επικίνδυνη και σαγηνευτική, συνδυασμός που θυμίζει τα ανατολίτικα φυλαχτά, θα μετατραπεί σε φυλαχτό του Οδυσσέα όταν αυτός την υποτάξει. Θεά στην Οδύσσεια, τι κάνει την Κίρκη μάγισσα; Αν και τα όρια θρησκευτικών και μαγικών τελετουργιών δεν είναι πάντα σαφή, οι τελευταίες διακρίνονται για την αντικοινωνικότητά τους. Η Κίρκη προσφέρει στους συντρόφους του Οδυσσέα φαγητό που ταιριάζει σε νεκρούς. Προσθέτει στο φαγητό τους δηλητήριο. Τους χτυπά επιθετικά με ραβδί, όργανο μαγικό. Κι όμως, μόλις η σεξουαλικότητά της «εξημερωθεί» από τον Οδυσσέα, η αντικοινωνική μάγισσα μετατρέπεται σε αρωγό και συμπαραστάτη του.

Η μαγεία και οι νεκροί στην Κλασική Ελλάδα Sarah Illes Johnston

Ορφέας, Ευρυδίκη, Ερμής. Το άρθρο πραγματεύεται τη σχέση νεκρών και ζώντων. Στα μαντεία των νεκρών, το ρόλο του μεσάζοντος έπαιζαν οι γόητες (από το ρήμαγοάω, θρηνώ), επιδιώκοντας είτε να κατευνάσουν τους νεκρούς, είτε να τους δραστηριοποιήσουν ενάντια σε κάποιον ζωντανό, είτε να εξασφαλίσουν την ευμένειά τους για τον πελάτη τους. Ο Ηρόδοτος διηγείται την ιστορία του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου και του φαντάσματος της γυναίκας του Μέλισσας. Γνωστή είναι και η ιστορία του Σπαρτιάτη Παυσανία που δολοφονήθηκε στο ναό της Αθηνάς. Θεσσαλοί γόητες ή ψυχαγωγοί κατάφεραν να κατευνάσουν το φάντασμά του. Η Κλυταιμνήστρα ζητάει από την Ηλέκτρα να κάνει σπονδές, προκειμένου να κατευναστεί το φάντασμα του Αγαμέμνονα. Σπονδές σε τρίστρατα αφιερώνονταν και στην αφέντρα των φαντασμάτων Εκάτη. Πινακίδες με κατάρες που στοχεύουν τους ανταγωνιστές τοποθετούνται σε τάφους, πηγάδια ή κάτω από ναούς θεοτήτων που σχετίζονται με τον Κάτω Κόσμο. Οι επικλήσεις των μάγων για συνεργασία στρέφονται προς κόρες και εφήβους που χάθηκαν αδόκητα, σε θύματα φόνου ή σε άταφους νεκρούς. Περίανδρος και Άτοσσα ζητούν από τους νεκρούς γνώσεις που οι ίδιοι δεν κατέχουν. Τα καθήκοντα του γόητος, επίκληση νεκρών και μύηση σε μυστήρια, συνδυάζονται στη μορφή του Ορφέα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Έλληνες, που δεν αισθάνονται άνετα με τους γόητες, τους αποδίδουν ξένη καταγωγή.

Οι αρχαίοι ΄Ελληνες γλύπτες ως μάγοι Antonio Corso

Βακχίς, αντίγραφο έργου του Σκόπα. Γιατί, ενώ σε χριστιανικές εικόνες αποδόθηκαν ευεργετικές ιδιότητες, οι «ειδωλολατρικές» παραστάσεις θεωρήθηκαν πηγή δυνάμεων του διαβόλου; Η μαγική δύναμη που ασκούσε η απεικόνιση έως τον 1ο αιώνα μ.Χ. έληξε άραγε με την επικράτηση της Civitas Christiana; Αφήνοντας αυτό το ερώτημα να αιωρείται, ο αρθρογράφος ξεδιπλώνει μια ιστορία που αρχίζει από τον Δαίδαλο και καταλήγει στη ρωμαϊκή περίοδο. Νήμα του η αγαλματοφιλία. Η πίστη στο έμψυχο των αγαλμάτων μαρτυρείται ήδη στο δέσιμό τους για να μη φύγουν από την πόλη, όπως συμβαίνει με το ξύλινο ξόανο της Απτέρου Νίκης στην Αθήνα και του Ενυαλίου στη Σπάρτη. Δείγμα μιας «θεατρικής νοοτροπίας» θεωρείται η επάλειψη των γλυπτών με διάφανο κερί από τον Πραξιτέλη για να δείχνουν οι μορφές ολοζώντανες. Πιστεύοντας σε μια τέχνη ικανή να ξεπεράσει την απομίμηση της φύσης, ο πλατωνισμός ενισχύει την πίστη στα ζωντανά αγάλματα. Τουλάχιστον δύο εραστές αγαλμάτων τον 3ο αιώνα π.Χ. οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Η αγαλματοφιλία ριζώνει στη Ρώμη. Πραξιτέλης και Σκόπας θεωρούνται ικανοί να εμφυσήσουν μέσω μαγείας εσωτερική ζωή, τον Έρωτα, στην καρδιά του αγάλματος. Ο Έρωτας τώρα μπορεί να επηρεάσει τη σκέψη του ποιητή και των ανθρώπων. Ιερή δύναμη αποδίδεται τόσο στη Βακχίδα του Σκόπα όσο και στον ΄Ερωτα του Πραξιτέλη.

«Άμπρα Κατάμπρα» στην Ελληνορωμαϊκή Αίγυπτο William Brashear

Σφραγιδόλιθος με αταύτιστη θεότητα. Ο συγγραφέας στήνει έναν ζωντανό διάλογο ανάμεσα σε δύο νοικοκυρές, τη Φλαβία, μια εκρωμαϊσμένη Αιγύπτια, και τη Θοήριν, Ελληνίδα ειδωλολάτρισσα, εμπνευσμένο από ένα εγχειρίδιο των χρόνων του Αυγούστου (30-14 π.Χ.) με οδηγίες για την εκτέλεση μαγικών τελετών. Ωστόσο, το πιο εκπληκτικό εύρημα σε τάφο του 4ου αιώνα μ.Χ., είναι «η μαγική βιβλιοθήκη των Θηβών», με βιβλία και κυλίνδρους γραμμένα σε τέσσερις γλώσσες (ιερατική, δημοτική, κοπτική, ελληνική). Μαγικά σύνολα, ευρήματα με κέρινα ειδώλια και ξόρκια μέσα σε αγγεία, εικονογραφούν τις οδηγίες της για ερωτικά γητέματα που πρέπει να τοποθετούνται σε τάφους ανθρώπων που πέθαναν πρόωρα ή βίαια. Αυτά τα ανήσυχα πνεύματα (νεκυδαίμονες) μπορεί να θέσει ο μάγος στις προσταγές του. Μετά τα ερωτικά, θέματα υγείας, και ιδιαίτερα ο πυρετός, αντιμετωπίζονται με φυλαχτά και ξόρκια γραμμένα σε πάνω από έξι γλώσσες, όπου συχνά συμφύρονται, χωρίς ειρμό, ανάκατα ονόματα. Το κλίμα της Αιγύπτου διέσωσε και δεκάδες από τα ερωτήματα που απευθύνονταν στα μαντεία για πρόβλεψη του μέλλοντος. Πάνω από χίλια είναι τα μεταλλικά κυρίως ελάσματα που προέρχονται από όλο τον τότε κόσμο, με γητέματα καλής τύχης ή κατάρες προς ανταγωνιστές και αντιζήλους. Χιλιάδες είναι και οι «γνωστικοί» σφραγιδόλιθοι στους οποίους αποδίδεται δύναμη από το ίδιο το ορυκτό αλλά και από το χρώμα του. Με σκαλισμένα μαγικά λόγια και σύμβολα της εμπνεύσεως του κάθε μάγου, «ενεργοποιούνταν» με τελετές καθαγιασμού πριν επιδοθούν στον πελάτη.

Αρχαίοι μαγικοί πολύτιμοι λίθοι Nagy Aprad

Ελληνοαιγυπτιακοί μαγικοί σφραγιδόλιθοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου. Ελάχιστα γνωρίζουμε για την ιστορία των 5.000 περίπου μαγικών σφραγιδόλιθων που έζησαν από τα χρόνια του Αυγούστου ως τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. Η νέα αυτή σφραγιδογλυφία εμφανίζει πέντε διακριτά γνωρίσματα: α) απεικονίζονται θεότητες και δαίμονες είτε τελείως άγνωστοι είτε αγνώριστοι, β) οι επιγραφές είναι ακατάληπτες για τον αμύητο αφού, αν και σε ελληνικό αλφάβητο, δεν βγάζουν νόημα στα ελληνικά (π.χ.: ΑΒΡΑΣΑΞ, ΒΑΙΝΧΩΩΩΧ), γ) ο τρόπος χάραξης του κειμένου αποκλείει τη χρήση τους ως σφραγίδων δ) πλάι στα κείμενα και τις παραστάσεις χαράζονται κρυπτογραφικά σύμβολα, οι χαρακτῆρες, που καθένας τους θεωρείται η μυστική σφραγίδα κάποιου θεού, ε) σε ειδική τελετή «καθαγιασμού», ο μάγος φορτίζει το χαραγμένο πετράδι με μαγική δύναμη. Χαρακτηριστική της δυσκολίας αποκρυπτογράφησης πολύσημων μορφών από τους «αμύητους» ερευνητές είναι ένας ἀλεκτοροκέφαλος με ανθρώπινο κορμό κλεισμένο σε θώρακα και με φίδια αντί για πόδια. Στο δεξί κρατάει μαστίγιο και με το αριστερό κυκλική ασπίδα με την επιγραφή ΙΑΩ, όνομα του θεού του Ισραήλ στα ελληνικά. Οι θεραπευτικοί μαγικοί λίθοι, πάντα πράσινοι, φέρουν λεοντοκέφαλο φίδι με ακτινωτό στέμμα και ένα χαρακτῆρα από τρεις λοξές γραμμές, το «σύμβολο του Χνούβι». Απηχώντας την επίδραση των πλανητών στην υγεία, ο Χνούβις κυριαρχεί στο διάχωρο του ζωδιακού κύκλου που αντιστοιχεί στο στομάχι. Αποτροπαϊκοί της δυσπεψίας, η αποτελεσματικότητά τους επιβεβαιώνεται και από τον Γαληνό.

Άλλα θέματα: Εισαγωγή στη Μουσειολογία Μάρλεν Μούλιου, Αλεξάνδρα Μπούνια

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. «Σκαλίζοντας» πίσω από την αισθητική παρουσίαση των μουσειακών συλλογών που απασχολεί τη μουσειογραφία, η μουσειολογία ερευνά λόγους, τρόπους, αιτίες που δημιούργησαν τις συλλογές, καθώς και την αξιολογική τους επένδυση σε σχέση με τον ιδεολογικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο του σύγχρονου μουσείου. Παιδί της δεκαετίας του 1960 στο εξωτερικό, οι μουσειακές σπουδές μόνον πρόσφατα αποτέλεσαν ξεχωριστό επιστημονικό και επαγγελματικό τομέα στην Ελλάδα. Ανακοινώνεται ένα αφιέρωμα στη μουσειολογία που θα αρθρωθεί σε τέσσερα τεύχη της Αρχαιολογίας. Αναφέρονται οι συντελεστές του παρόντος τεύχους και οι επιμέρους τομείς που θα καλυφθούν στα επόμενα τρία τεύχη.

Από τις Mούσες στο Mουσείο: Η ιστορία ενός θεσμού διαμέσου των αιώνων Ανδρομάχη Γκαζή

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρχές 20ού αιώνα. Με έτος ίδρυσης το 290 π.Χ. και αφιερωμένο στις Μούσες, το Μουσείον της Αλεξάνδρειας με τη Βιβλιοθήκη του αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο ερευνητικό και πολιτιστικό κέντρο της εποχής του. Ωστόσο, η γενεαλογία του μουσείου εντοπίζεται στην αναγεννησιακή Ιταλία όπου, για πρώτη φορά, ο όρος μουσείο περιγράφει τη συλλογή του Λαυρέντιου των Μεδίκων. Ξεπερνώντας τις ιδιωτικές συλλογές, δύο πανεπιστημιακά μουσεία ιδρύονται στα τέλη του 17ου αιώνα στη Βασιλεία και την Οξφόρδη. Το δημόσιο μουσείο καθιερώνεται με την ίδρυση του Βρετανικού Μουσείου το 1753 και του Λούβρου το 1793. Γνήσιο παιδί του Διαφωτισμού, το Λούβρο έχει ελεύθερη είσοδο, παρέχει μικρό οδηγό στους επισκέπτες και συνοδεύει τους πίνακες, ταξινομημένους κατά σχολή, με επεξηγηματικές λεζάντες. Ευρωπαϊκές βασιλικές οικογένειες ανοίγουν τις συλλογές τους στο κοινό, δημιουργώντας μουσεία όπως το Πράντο ή το Ερμιτάζ. Στις αρχές του 19ου αιώνα, τα μουσεία έχουν ήδη συνδεθεί με το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας. Ο 20ός αιώνας διακρίνεται από την έμφαση στο πρόσφατο παρελθόν που εκδηλώνεται στα λαογραφικά μουσεία (υπαίθρια και οικομουσεία) και στα μουσεία προβιομηχανικής ιστορίας. Στην Ελλάδα, τα μουσεία είναι εξαρχής δημόσια και αναπόφευκτα συνδέονται με τις αρχαιότητες. Ο Καποδίστριας ιδρύει το 1829 το πρώτο μουσείο στην Αίγινα. Το 1834, το Θησείο ορίζεται ως «Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον» και συνεχίζει να λειτουργεί ως το 1935. Πρώτο στην Ελλάδα χτίστηκε το Μουσείο της Ακρόπολης (1864-74), πρωτοπόρο και στην έκδοση μουσειακών οδηγών. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που τελικά θεμελιώθηκε το 1866 σε οικόπεδο που δώρησε η Ελένη Τοσίτσα, ολοκληρώθηκε από τον Τσίλλερ το 1899. Ανοιχτό καθημερινά πρωί και απόγευμα, το μουσείο είχε επώνυμες αίθουσες, προθήκες με τίτλους και λεζάντες σε πολλά εκθέματα. Ακολούθησε το μουσείο της Σπάρτης και της Ολυμπίας, τα έξοδα κατασκευής του οποίου καλύφθηκαν από τον Ανδρέα Συγγρό. Στο τέλος του 19ου αιώνα χτίζονται μουσεία στο Αμφιαράειο, το Σχηματάρι, την Ελευσίνα και την Επίδαυρο. Τον 20ό αιώνα ιδρύεται το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας (1914), το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (1918), το Μουσείο Μπενάκη (1930). Μετά το 1960 χτίζονται πολλά νέα κτίρια και, ιδίως μετά το 1970, ιδρύονται λαογραφικά μουσεία απ’ άκρου σ’ άκρο. Το Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης ιδρύεται το 1994 και, το 1976, στεγάζεται η Εθνική Πινακοθήκη που είχε ιδρυθεί το 1900. Οι σύγχρονες τάσεις χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το «άνοιγμα» προς το κοινό, τον εκσυγχρονισμό των μουσείων μέσω της ηλεκτρονικής τεκμηρίωσης των συλλογών τους και, θετικότερο απ‘ όλα, την καθιέρωση κρατικής μουσειακής πολιτικής.

Μελετώντας τα Mουσεία: Nέες ανάγκες και νέες προσεγγίσεις Susan Pearce

Διάγραμμα για τη σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής στα μουσεία. Ευρωπαϊκό πολιτισμικό φαινόμενο, τα μουσεία εκφράζουν τις αξίες του μοντερνισμού και της βιομηχανικής κοινωνίας της εποχής που τα δημιούργησε. Στον μοντερνισμό, η δημιουργία «μετα-αφηγήσεων» στηρίζεται στην πίστη σε μια αντικειμενική πραγματικότητα που τα τεκμήριά της στεγάζονται στα μουσεία. Στην τέχνη που εκτίθεται εκεί, οι βορειο-ευρωπαϊκές ηθικές αρχές της εργασίας και της αυτοδυναμίας βρίσκουν την απτή μορφή τους. Ο ιουδαιο-χριστιανικός γραμμικός χρόνος που κινείται προς τα εμπρός και η πίστη στο άτομο αντανακλώνται στα εκθέματα που οργανώνονται γύρω από σπουδαίες προσωπικότητες και ζωγράφους. Η ιδεολογία του καπιταλισμού επηρεάζει τη σχέση με τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού. Ένα σύνολο κληροδοτημένων κοινωνικών αντιλήψεων που απορρέουν από τις μοντέρνες «αφηγήσεις» βρίσκεται στην καρδιά του συλλέγειν και, στη συνέχεια, στην καρδιά των μουσείων. Η σύγχρονη μουσειακή θεωρία εστιάζει στην κριτική παράδοση που αναλύει τη φύση και τη λειτουργία των μουσείων, ενώ διατηρεί μια αμφίδρομη σχέση με τη μουσειακή πρακτική. Και εδώ, η θεωρία δεν διακρίνεται από την πράξη: κάθε απόφαση για τα μουσεία απορρέει από ένα πολιτισμικό πλαίσιο και έχει πολιτισμικές συνέπειες.

Επανεξέταση της Νέας Μουσειολογίας Peter Vergo

Πώς διαμορφώνεται η ερμηνεία της εικόνας; Επιμελητής της ανθολογίας «Η Νέα Μουσειολογία» (1989), ο αρθρογράφος επανέρχεται σε κάποια από τα ερωτήματα που εξέφραζαν τότε τον προβληματισμό γύρω από τα βρετανικά μουσεία. Για να περάσουν τα μηνύματα μιας έκθεσης, για να επιτευχθεί ο διδακτικός της στόχος, υποστηρίζει, ο τρόπος παρουσίασης ενισχύεται από λεζάντες, πίνακες, ακουστική ξενάγηση, κατάλογο. Πρόκειται για μια «ρητορική πράξη πειθούς», μια αφήγηση, που δύσκολα ισορροπεί με την αισθητική λειτουργία της παρουσίασης. Κι όμως η αισθητική προκλητικά ενυπάρχει σχεδόν σε όλα τα αντικείμενα θέασης. Η τέχνη της έκθεσης, όχι η επιστήμη της ή η τεχνική της πλευρά, απαιτεί ματιά σκηνογράφου. Τη σύγκριση με τη θεατρική παράσταση υποβάλλουν κυρίως ο τρισδιάστατος χώρος και το στοιχείο του χρόνου, ο «ρυθμός» μιας έκθεσης. Τώρα, το επιτακτικό αίτημα είναι μια «Νέα Ευαισθησία», μια ευαισθησία όχι μόνο στις οπτικές αξίες των αντικειμένων αλλά και στις σχέσεις τους με το χώρο.

Mουσειακές εκ-θέσεις Μάρλεν Μούλιου, Αλεξάνδρα Μπούνια

Επανεξετάστε την αυθεντία του μουσείου! Στο εμπεριστατωμένο κείμενό τους, οι αρθρογράφοι αντλούν από τη μεταμοντέρνα θεωρία που αποδομεί το «αυταπόδεικτο» της έννοιας του μουσείου, αναδεικνύοντάς το σε άλλη μια κοινωνική κατασκευή. Οι σημερινές αξίες της υποκειμενικότητας, της σχετικότητας, της ρευστότητας, της διαφορετικότητας δυναμιτίζουν τις ίδιες τις ιστορικές καταβολές του μουσείου. Η μεταφορά του κειμένου εφαρμόστηκε και εδώ: ας πούμε, παρέχεται στο κοινό «αυθεντικό, από καθέδρας» κείμενο ή ενθαρρύνονται οι διαφορετικές αναγνώσεις; Η στοιχειοθέτηση της σχέσης γνώσης και εξουσίας καθιστά ολοφάνερο ότι το μουσείο, ως διαμεσολαβητής γνώσης ανάμεσα στον όποιο διαφορετικό πολιτισμό και το κοινό της έκθεσης, δεν μπορεί να είναι ούτε «αθώο» ούτε «αντικειμενικό». Από την ώρα όμως που το μουσείο αναστοχάζεται, άρχισε και να το συνειδητοποιεί. Αυτό που κάποιοι θεωρούν ως απομυθοποίησή του, δεν είναι παρά το άνοιγμα του μουσείου στις νέες προκλήσεις. Ενδεικτικές είναι οι τολμηρές εκθέσεις γύρω από θέματα που συνήθως δεν θίγονται γιατί είναι «λεπτά». Παράδειγμα, η οργάνωση στο Λίβερπουλ έκθεσης για το ρόλο της πόλης στο διαμετακομιστικό εμπόριο δούλων. Τα μουσεία, επιφορτισμένα και αυτά με τη συντήρηση του «κανόνα», αναπότρεπτα είναι «πολιτικά» ιδρύματα. Ο διάλογος είναι ανοιχτός και οι αντιπαραθέσεις για τα ζητήματα που δημιουργούνται ζωηρές. Ωστόσο, το πλαίσιο δεν μπορεί παρά να είναι ο αυτο-αναστοχασμός και η επίγνωση ότι το μουσείο καθρεφτίζει την κοινωνία που το γέννησε.

Πειραματική Aρχαιολογία: διάνοιξη οπής σε εργαλεία λειασμένου λίθου Χρήστος Ματζάνας

Τρύπανο περιστρεφόμενο με τη βοήθεια τόξου. Από τις δύο μεθόδους διάτρησης λίθινων εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν στην έσχατη Προϊστορία, πειραματικά ανασυσταίνεται η ονομαζόμενη θηλυκή στειλέωση, στην οποία ο στειλεός εισέρχεται στο εργαλείο. Η μέθοδος αυτή είναι συνθετότερη, απαιτεί πολλά βοηθητικά σύνεργα και έχει ως βασικό εργαλείο το σωληνοειδές τρύπανο, φτιαγμένο από καλάμι ή διάφυση μακριού οστού, όπως μαρτυρούν ημιτελή αρχαιολογικά ευρήματα. Η περιστροφή του τρυπάνου διευκολύνεται από την παλινδρομική κίνηση δοξαριού που το σχοινί του έχει τυλιχτεί μια φορά γύρω από το τρύπανο. Την παρουσία δοξαριού γνωρίζουμε από αρχαίες παραστάσεις και εθνολογικά παράλληλα. Με τον ίδιο τρόπο ανοίγονταν οπές και σε πέτρες που το εσωτερικό τους αφαιρούσαν με σμίλη. Σε τέτοιες τρύπες στηρίχτηκε η ξύλινη επένδυση στο λουτρό του ανακτόρου της Τίρυνθας. Μινωίτες και Μυκηναίοι αυτή τη μέθοδο χρησιμοποίησαν για τη διάνοιξη του εσωτερικού λίθινων αγγείων. Με σωληνοειδή τρητήρα κατεργάστηκαν τα λίθινα γλυπτά τους οι Αζτέκοι, ενώ εθνολογικές μαρτυρίες καταγράφουν την τεχνική στους Αβορίγινες, τους Εσκιμώους, τους Ινδιάνους και, ως σήμερα, στους Ινδούς. Τα σύνεργα περιγράφονται αναλυτικά: το τρύπανο, το δοξάρι, η χορδή, το προστατευτικό της παλάμης, το υλικό προετοιμασίας του σημείου διάτρησης και η άμμος, ως υλικό τριβής. Η ποιότητα εργασίας στα λίθινα προϊστορικά εργαλεία με οπή προδίδει εξειδικευμένο συνεργείο. Παράλληλα, η απαιτούμενη μεγάλη κατανάλωση μυικής ενέργειας υποδεικνύει την ύπαρξη αποθεμάτων τροφής και, επομένως, μόνιμες αγροτοποιμενικές εγκαταστάσεις.

H Aκρόπολη της Aθήνας. Βιωματικές αξίες ενός μνημειακού συνόλου Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Γενική άποψη της Ακρόπολης από τα δυτικά. Σε όλη της την ιστορική πορεία, χώρος λατρείας στην αρχαιότητα, οχυρό στη Λατινοκρατία και την Τουρκοκρατία, η Ακρόπολη δεν είχε χρήση συμβολική αλλά στέγασε πλήθος ανθρώπινων δραστηριοτήτων πλην μιας: την εμπορευματοποίησή της. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την εγκαθίδρυση των Βαυαρών, εισάγεται η γερμανική κλασικιστική θεώρηση του κόσμου που μεταφράζεται από τους Έλληνες σε ακραία πατριωτική προγονολατρεία. Ο βράχος θα γίνει «ιερός», με την εθνοκεντρική έννοια του όρου, ασάλευτη, πέτρινη ναυαρχίδα του έθνους που πάνω της κυματίζει η ελληνική σημαία! Η φιλοσοφία συντήρησης των μνημείων της αντανακλά επί ενάμιση αιώνα το νέο περιεχόμενο που τους αποδόθηκε: σκοπός είναι να «καθαρθεί» η Ακρόπολη από κάθε ίχνος υστερότερων επεμβάσεων ώστε ν‘ αποκατασταθεί το κλασικό «αρχαίον κάλλος». Πολιτιστικό προσκύνημα των καλλιεργημένων περιηγητών του 19ου αιώνα, η Ακρόπολη μετατράπηκε τον 20ό σε τουριστικό αξιοθέατο. Η πλημμυρίδα επισκεπτών σε εποχή αιχμής δεν επιτρέπει πια τη διερευνητική βίωση του ιστορικού χώρου. Πριν μόλις δυο γενιές, μπορούσες να επισκεφθείς τον σηκό του Παρθενώνα με την πανσέληνο. Γιατί, λοιπόν, να αποκλείσουμε ότι στο μέλλον η θέασή της δεν θα επιτρέπεται παρά μόνον από αερόστατα και με τηλεσκόπια; Ο υπαρξιακός και συναισθηματικός δεσμός των Αθηναίων με το τοπόσημο της πόλης τους δεν αίρεται, ούτε όταν αυτοί δεν το επισκέπτονται. Η ύπαρξή της Ακρόπολης τους είναι βίωμα, προϋπόθεση ζωής, όπως η θάλασσα και τα βουνά γύρω τους. Πέρα από την απαραίτητη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών, τη σωστή συντήρηση και αναστήλωση, πρέπει να διασφαλιστεί η προσβασιμότητα του χώρου. Γιατί τα μνημεία επιζούν όσο οι άνθρωποι τα φέρνουν στη σκέψη και την καρδιά τους.

Έργο: Πεζοδρόμηση Δ. Aρεοπαγίτου-Aπ. Παύλου Ντόρα Γαλάνη

Διαμόρφωση ανασκαφής Οικίας Πρόκλου. Παρουσιάζεται η πρόταση που κατέθεσαν οι μελετητές της Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας. Με κεντρική ιδέα την Αρχαία Πόλη, σχεδιάζεται η μεγαλύτερη πολεοδομική παρέμβαση των τελευταίων ετών στην Αθήνα, που θα μπορούσε ακόμη και ν‘αποτελέσει τον πιο ενδιαφέροντα υπαίθριο πόλο αναψυχής όλης της Ευρώπης. Δεν πρόκειται για απλή πεζοδρόμηση αλλά για τη δημιουργία και ανάπλαση κοινόχρηστων και ελεύθερων χώρων που θα εντάξουν τα μνημεία στον ζωντανό ιστό της πόλης και θ‘αποδώσουν στους κατοίκους γαλήνιους περιπάτους στις αρχαίες διαδρομές. Στην περιοχή της Ενοποίησης οι ειδικοί σχεδιάζουν τη διέλευση ελαφρύ λεωφορείου και αργότερα τραμ. Η "Οικία Μακρυγιάννη" προτείνεται να κατεδαφιστεί, οι οδοί Μητσαίων, Καρυατίδων, Παρθενώνος, Ερεχθείου και Προπυλαίων πεζοδρομούνται. Αποκαλύπτεται η Οικία Πρόκλου και, με την απαλλοτρίωση του γωνιακού οικοπέδου, η αρχαιολογική έρευνα επεκτείνεται. Για αντίστοιχο λόγο προτείνεται και η κατεδάφιση, στη συμβολή Δ. Αρεοπαγίτου και Προπυλαίων, της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων με το παρακείμενό της κτήριο. Προτείνεται επίσης η κατεδάφιση των κτισμάτων που κρύβουν την ενότητα Αρείου Πάγου και Πνύκας. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο σχεδιασμός ενοποίησης του Κεραμεικού με την Αρχαία Αγορά αφού θα δώσει την ευκαιρία να αποκαλυφθούν σημαντικές αρχαιότητες.

O ελληνικός αθλητισμός στη ρωμαϊκή εποχή Κώστας Μαντάς

Άποψη από το Θέατρου του Διονύσου. Σε αντίστιξη με την αρχαία ελληνική πόλη, παρουσιάζονται οι αλλαγές που επέφερε η ρωμαϊκή κατάκτηση. Τιμοκρατικά κριτήρια επικρατούν, ο πολιτικός άντρας υποκαθίσταται από τον πλούσιο χορηγό. Στο ελληνόφωνο τμήμα της αυτοκρατορίας, οι ιεροί και οι στεφανίτες αγώνες έχουν έπαθλα τιμητικά, ενώ οι θέμιδες χρηματικά. Οι αγώνες πολλαπλασιάζονται, γίνονται θέαμα και κολακεύουν τον κατακτητή. Η κινητικότητα των αθλητών είναι μεγάλη, κάποιοι είναι επαγγελματίες, σε κάποια αγωνίσματα συμμετέχουν γυναίκες. Ο αθλητισμός δεν μένει ανέγγιχτος από την οικονομική διαφθορά και φαίνεται πως μόνον οι Ολυμπιακοί αγώνες δεν «πωλούνταν». Από ανασκαφική μαρτυρία γνωρίζουμε ότι οι Ολυμπιακοί, μέχρις ότου τους καταργήσει το 394 μ.Χ. ο Θεοδόσιος, συνεχίζονται τουλάχιστον ως το 385 μ.Χ.

Tο βυζαντινό Aμόριο, πρωτεύουσα μιας επαρχίας στη Mικρά Aσία (2) Chris Lightfoot, Όλγα Καραγιώργου

Βυζαντινές κατοικίες του 11ου αιώνα, πίσω από την οχύρωση της Κάτω Πόλης. Γενέτειρα μιας βραχύβιας δυναστείας αυτοκρατόρων, πρωτεύουσα του «Ανατολικού Θέματος», γνωστό από την πτώση του στους Άραβες το 838, το Αμόριο έσβησε μετά την ήττα του Ρωμανού Δ΄ από τον Αλπ Αρσλάν. Η αρχαιολογική έρευνα άρχισε το 1987 από τον R. Martin Harrison. Μοναδικός στη Μ. Ασία κεραμικός κλίβανος βρέθηκε στην Άνω Πόλη. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο χρονολογείται η τρίκλιτη βασιλική στην Κάτω Πόλη, με πλούσιο μαρμάρινο διάκοσμο. Μετά από πυρκαγιά, ανοικοδομήθηκε ως μεσοβυζαντινή βασιλική με τρούλλο, με μαρμάρινο δάπεδο, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά από γυάλινες και χρυσές ψηφίδες στην οροφή. Ο αρχαιολογικός χώρος, που καταλαμβάνει 70 εκτάρια, αναμένεται να αποδώσει πολλά σημαντικά ευρήματα αν συνεχιστούν οι ανασκαφές.

Μουσείο: Tο Nομισματικό Mουσείο Aθηνών Ιωάννης Τουράτσογλου

Στατήρ Μιθριδάτου ΣΤ΄ Ευπάτορος. Στο Ιλίου Μέλαθρον, κατοικία του Ερρίκου Σλήμαν που έφτιαξε ο Τσίλλερ, ο επισκέπτης κινείται ανάμεσα σε τοιχογραφίες, οροφογραφίες και ψηφιδωτά δάπεδα. Από τις συλλογές του Μουσείου που αριθμούν 600.000 νομίσματα, με πολλούς «θησαυρούς», και 15.000 τέχνεργα, εκτίθεται πάνω από το 1%. Αύξηση της προσβασιμότητας του κοινού προσφέρει η χρήση νέων τεχνολογιών. Την έκθεση υποστηρίζουν ο εμπεριστατωμένος Οδηγός και η ηλεκτρονική εφαρμογή με οθόνες αφής και με θεματική αναζήτηση. Με πλουσιότατη βιβλιοθήκη, με την πολυσχιδή του δραστηριότητα αλλά και με τη στήριξη του Σωματείου των Φίλων του, το Μουσείο καθιερώνεται ως κέντρο έρευνας και πόλος έλξης ειδικών και ευρύτερου κοινού.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Πληροφορική: Τα Μουσεία στον Παγκόσμιο Ιστό. Μια προέκταση της μουσειολογικής πρακτικής Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Από τη Νέα Υόρκη στον παγκόσμιο ιστό. Με ένα «κλικ», ένα αυξανόμενο πολυεθνικό κοινό πληροφορείται, επισκέπτεται και αναπτύσσει ποικίλη διαδραστική δραστηριότητα με τα μουσεία, τις συλλογές, τις εκδόσεις, τα πωλητήριά τους. Τα μουσεία συναγωνίζονται ως προς τις ιστοσελίδες που αποτυπώνουν τη φυσιογνωμία τους, προσφέροντας συγχρόνως ένα ενημερωτικό οδηγό στον επισκέπτη, δικτυακό ή πραγματικό, για να προετοιμάσει μια επίσκεψη ακόμη και «στα μέτρα του». Η αρθρογράφος του αφιέρωματος στη Μουσειολογία, με αφορμή το συνέδριο για τα Μουσεία και τον παγκόσμιο ιστό (Museums and the Web 99), μας εισάγει στις εφαρμογές της πληροφορικής που έχουν μετατοπίσει μέρος της μουσειακής δραστηριότητας στο Ίντερνετ. Παρουσιάζονται και σχολιάζονται οθόνες, δυνατότητες αναζητήσεων ή διαδραστικές εμπειρίες από το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο, τις Βερσαλλίες, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Μουσείο του Orsay, την Kunst-und Ausstellugshalle, την Εθνική Πινακοθήκη της Washington, το Prado. Σε θέματα συνεργασίας, άρα και εκπαιδευτικής διαδικασίας, τα μουσεία επιστημών, όπως το Exploratorium του San Francisco, αναπόφευκτα πρωτοπορούν στην εκμετάλλευση του δικτύου Ίντερνετ ως εργαλείου. Παρέχονται ηλεκτρονικές διευθύνσεις για συνδυαστική έρευνα που θα ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο για την «τελευταία λέξη» στις προοπτικές και τις αναζητήσεις γύρω από την παρουσία των Μουσείων στο Ίντερνετ.

Βιβλιοπαρουσίαση: Tα ψηφιδωτά δάπεδα της Θεσσαλονίκης Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου

Το εξώφυλλο του βιβλίου. Από το έργο με τίτλο Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών δαπέδων της Ελλάδος του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έχουν εκδοθεί δύο τόμοι για τα ψηφιδωτά δάπεδα των νησιών, της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Τα ψηφιδωτά δάπεδα της Θεσσαλονίκης είναι η πρώτη από τις δύο αυτοτελείς ενότητες του τρίτου τόμου για τα δάπεδα Μακεδονίας και Θράκης. Στο βιβλίο της, η Π. Ασημακοπούλου - Ατζακά αρχειοθετεί, τεκμηριώνει και ταυτίζει ένα υλικό αποσπασμένο από το χώρο του εξάγοντας, επιπλέον, ιστορικά και καλλιτεχνικά συμπεράσματα.

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, διαλέξεις, εκθέσεις, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Οι λέοντες της Δήλου. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

- «Τα μαγικά κουτιά της Τέχνης» στο Παιδικό Μουσείο - Τριήμερο για «Το ελληνικό αλάτι» οργάνωσε το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ - Απόγονοι του Μεγ. Αλεξάνδρου στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν - «Περσεφόνη», εξαίσια χαρτοκατασκευή από το Μουσείο Μπενάκη - Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων - Αγρότες έχτισαν τις πυραμίδες! - Τα λιοντάρια της Δήλου στο Μουσείο.

Διαλέξεις

- «Φυσιοπαθολογία και Τέχνη», καθ. Γ. Τόλης - Τα Παναθήναια και η πολιτική των Μακεδόνων, καθ. Μ. Α. Τιβέριος - Ο κ. Τ. Παπαζώης και η «ιστορική πλάνη» του Μ. Ανδρόνικου.

Εκθέσεις

- Αθήνα και αρχαιότητες, φωτογραφίες από τα μέσα του 19ου αιώνα, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης - Παιδική φαντασία και παιχνίδια από ανακυκλωμένα υλικά - «Σύμβολα του ελληνικού παραδοσιακού γάμου», Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας.

Βιβλία

- Δημήτρης Φιλιππίδης, Διακοσμητικές τέχνες, Μέλισσα, Αθήνα 1998 - Marie-Christine Hellman, L‘Architecture Grecque, Librairie Générale Française, Παρίσι 1998 - Συλλ. έργο, Αμπελοοινική Ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Π.Τ.Ι. ΕΤΒΑ, Αθήνα 1998 - Συλλ. έργο, Χαρακτήρ. Αφιέρωμα στη Μάντω Οικονομίδου, Τ.Α.Π.Α., Αθήνα 1996 - Κατάλογος έκθεσης, Τα μνημεία της Θεσσαλονίκης και οι σεισμοί του 1978, ΥΠ.ΠΟ, Θεσσαλονίκη 1998 - Λίλιαν Καραλή-Γιαννακοπούλου, Μικροί αρχαιολόγοι. Αναζητώντας τα ανθρώπινα ίχνη μέσα στο περιβάλλον, Ακρίτας, Αθήνα 1998 - Παναγιώτης Καββαδίας, Προϊστορική Αρχαιολογία (2 τόμοι) και Ιστορία της Ελληνικής Τέχνης (2 τόμοι), Ντουντούμης, Αθήνα 1999 - Εύα Μπουρνιά-Σημαντώνη, Αρχαιολογία των πρώιμων ελληνικών χρόνων, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Ανάδειξη των μεταλλευτικών στοών στην Ικαρία - Κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος των Αρχαιο-τηλεσκοπικών Νέων - Εκπαιδευτικά προγράμματα στο Smithsonian Center for Materials Research and Education - «Εντοπισμός και χαρτογράφηση θαμμένων αρχαιοτήτων» στο ΑΠΘ.

Δημοσιεύσεις

- I. Liritzis, «Bronze Age Greek Pyramid and Orion‘s Beld», Griffith Observer 62/10 (1998), σελ. 20-21. - «Archaeological Obsidian Studies: Method and Theory» in Steven Shackley (ed.), Advances in Archaeology and Museum Science, vol.3, Univ. of California, Berkeley 1998. - N. Herz and E.G. Garrison, Geological Methods for Archaeology, Oxford Univ. Press 1998. - George (Rip) Rapp, Jr. and Chr. L. Hill, Geoarchaeology: The Earth-Science Approach to Archaeological Interpretation, Yale Univ. Press, New Haven & London 1998. - William Andrefsky Jr., Lithics: Macroscopic Approaches to Analysis, Cambrige Univ. Press, Cambridge 1998.

English summaries: Hocus-pocus in Greco-Roman Egypt William Brashear

Hundreds of charms preserved on papyrus, parchment, silver, gold and precious stones in Greek, Demotic (ancient Egyptian cursive hieroglyphics) and Coptic (the native Egyptian language written in Greek letters from about the 1st century until the 8th century AD.) have been found in Egypt. The humorous scenario presented in this article is based on one of these texts and gives a picture of the main magical beliefs and practices current in Egypt under Augustus.

Ancient Greek sculptors as magicians Antonio Corso

A general outline is drawn of the ancient sculptor as a magician, as the maker of live statues. The important function attributed by literary tradition to Daedalus in making live statues is discussed and the Near-Eastern roots of this belief are briefly considered. The evolution of this belief from Homeric times down to the Classical and late-Classical periods is presented, with emphasis given to the periods dominated by the "theatrical mentality", as well as by a taste for a refined finish of the statue's surface. Agalmatophilia is analysed, especially its evidence and development from the 4th century BC until the time of Apollonius of Tyana. The beliefs that a) marble statues already existed inside the blocks of stone, and that the sculptor simply liberated them, removing the superfluous material, and b) that some statues could speak, were typical of the Hellenistic and Roman Imperial mentality. Finally, the late antique and early Christian concept of statues as magical and the assertion that statues are only material is presented. The continuity of the magical power of images in Byzantine culture is also touched upon.

The unification of Athens’ archaeological sites. Dionyssiou Areopagitou and Apostolou Pavlou streets turned into pedestrian precincts Dora Galanis

The general project tor the Unification of Athens' Archaeological Sites is a very ambitious plan, which aims at the creation of a network of major cultural landmarks, such as the principal monuments and archaeological sites of the city, connected to one another with a sequence of open spaces, common green, service facilities and areas designated for cultural activities and recreation. The area under consideration refers mainly to Dionyssiou Areopagitou and Apostolou Pavlou streets being made pedestrian passages, two axis forming the backbone of the Archaeological Park. The walkway links most of the important monuments of Athens (Olympeion, Acropolis, Filopappos, Ancient Agora, Keramikos). This site under suitable cirmcumstances and the appropriate management may become the most interesting recreation center of Europe, offering a historical walk through the ages.

From the muses to the museum: The history of an institution through the centuries Andromachi Gazi

The museum as an institution, is directly connected with the habit of collecting objects and underwent a continuous evolution through the centuries, before obtaining its present form as a place in which civilization is not only presented but also produced. Starting with the collections of ancient Greece and Rome and the Museum of Alexandria and continuing with the private collections of the Renaissance and the scientifically classified collections of the period of Enlightenment, we end up with the public museum of the nineteenth century and the cultural-museum centres of our time. This article attempts a survey of the evolution of museums in time and place.

Magic and the dead in classical Greece Sarah Iles Johnston

During the late archaic period of Greek history, there emerged a class of professionals who specialized in rituals used to control the dead, many of which could be described as "magical". The word for this specialist, γόης, and the word for his art, γοητεία, in fact became common terms for what we now call "magician" and "magic". The γόης, as we see him in classical Greece, particularly did three things. 1) He appeased and averted ghosts who were out of control and causing trouble for the living. His techniques included creating statues of the ghosts, feeding those statues and then either binding them, to stop the ghost from moving, or leaving the statues in the wilderness. 2) He could call up ghosts to serve the living. Sometimes the ghosts gave prophecies; sometimes they could be forced to hurt individuals among the living with whom the γόης or his client were angry. 3) He developed rituals in which the living could participate, that guaranteed that when they died, their own ghosts would be happy in the afterlife. In this role, the γόης was closely connected to the development of mystery cults in Greece.

The “wretched ” subject of ancient Greek magic David Jordan

Greek magic, often dismissed as a subject of study because it does not reinforce the concept of an "ideal" classical past, has been taken up again in the last years by the amateur social anthropologist as a kind of "case-book" for reconstructing "models" for ancient behaviour-patterns. As a subject of study in its own right, however, it can be richly rewarding to the historian of ideas and traditions. To give but one example, research into the ancient magical texts reveals that such expresions as στα άγρια τα βουνά, που δεν λαλάν κοκκόρια, ούτε γεννάται νύφη και γαμβρός in present-day spells and incantations spoken against the Evil Eye have antecedents going back to almost two thousand years ago.

Greek athletics in the Roman period Kostas Mantas

The ideological function of Greek athletics changed during the Roman period. While in the Classical era athletics represented a stage of preparation in the career of future citizens/soldiers, in the Roman age it served the new ideology of "bread and circuses". In many cities, especially those of Asia Minor, athletic games were organized as part of the new, imperial cult, while the introduction of professionalism led gradually to the adoption of negative practices such as bribery and to the elimination of the idealistic side of athletics.

Magic, amulets and Circe Nanno Marinatos

Two elements are discernible in the persona of Homer's Circe, the first witch in western literature. First, the magical image of the naked goddess an α Mistress of Animals who combines sexuality with danger. The inspiration behind this image most probably came to Greece from the Near East in the form of amulets or images engraved on weapons. Secondly, the ritual practices of anti-social magic determine her actions: she gives the wrong food, more appropriate for the dead than for the living, she uses a wand, and she dispenses poisons (pharmaka). And yet, this anti-social witch is capable of turning into a helper, once her sexuality is "domesticated" by a man. It is a significant point in the Circe's story of the Odyssey that she is transformed from a dangerous adversary to a helper and sees Odysseus safely through his most threatening adventure, namely the descent into the underworld. Circe the sorceress becomes the protector of Odysseus and his men. In other words, she herself assumes the function of the apotropaic amulet. The interaction of ritual, magical amulets and texts produced a story, the unforgettable literary merits of which we owe to the poet of the Odyssey.

Experimental archaeology. The drilling of Tools with grinded stones Christos Matzanas

The drilling of tools with grinded stones is a technique often applied during Late Prehistory. The two prevalent methods of drilling of the time are suggested mainly by unfinished artefacts. The first method, simple and extremely time-consuming, was already in use from the Upper Palaeolithic period on less hard materials (antlers, teeth, shells) and comprised the piercing of the object with a hard pyritic stone (e.g. pyrites, quartz). The second method, which is the subject of this article, is more complicated and requires substantial "technical backup", since its "technological chain" includes a multitude of auxiliary implements. However, the basic implement is the tubular drill. In context of this experimental approach, the drilling of various kinds of stone was attempted using pieces of reed, which is a par excellence "pyritic" plant, meaning a hard plant.

Museum exhibitions. An interpretational approach to museum theory and practice Marlen Mouliou, Alexandra Bounia

The purpose of this article is to present in brief some of the problems related to the interpretation of objects, collections and ideas in a museum. Therefore, it attempts to demonstrate that apart from displaying exhibits and communicating with the visitor,interpretation is the way in which the museum understands and evaluates its exhibits in context of the civilization this material belongs to. Such interpretation should be an integral part of the institution and programme of the museum, it should dictate its activities and choices thus marking all cultural and social creativity.

Ancient magical gems Árpád M. Nagy

By the early Roman imperial period, magical gemstones, a new genre of glyptics, begin to appear. These gems represent a distinctive range and combination of representational motifs and inscriptions,the stones generally feature inscribed figures of deities and demons hitherto unknown to the Graeco-Roman and Egyptian pantheons; in some cases the known classical deities appear in a new iconographical context. This novelty consists of a) inscriptions, which are often formulaic and which to the uninitiated have no apparent meaning (ονόματα βάρβαρα) in Greek and b) cryptographic signs, or χαρακτήρες. These gemstones, some 5000 in number were made according to recipes, and after their engraving they were supernaturally charged with potency by a magician. Here various representations and functions, especially those involving a combination of sympathetic and therapeutic magic, are examined in some detail.

The Acropolis of Athens. Experiencing the values of a monumental ensemble Alexander Papageorgiou-Venetas

The Acropolis was primarily, in its age-long history, a site with various functions. Fortified resort and precursor of the Mycenaean megaron,in Prehistoric times it was an area of worship dedicated to the chthonic deities and the mythical heroes of Attica. In the classical period it was the sacred precinct of the gods and treasury to the Attic alliance .In the Hellenistic and Roman era, a consecrated place, inspiring admiration and worthy of visiting. The Acropolis was an episcopal seat in the years of the Byzantine Empire and a fortified palace of the Frankish, Catalan and Florentin despots in the late Medieval period, also in the Years of the Ottoman rule, a fortified upper town, incorporating the residence of the Turk commander of the garrison of Athens. This site, in its extremely long historical course, has experienced almost all human activities but one, its commercialization, and that is especially significant. The Acropolis of Athens today, deprived of any functional use, the object of artistic and scientific admiration, and the holy landmark of the Greek nation, does not rise remote and haughty above the city, but stands inviting generations of people to enjoy it. However,under the circumstances created by mass tourism, visiting the Acropolis is not an easy task. The circulation of visitors around the limited archaeological site, covering only three acres, has become difficult (average:15,000 visitors per day, 3000 per hour in top season), also it is difficult to comfortably view the monuments and to experience its historical character. Apart from the improvement of environmental conditions and the discreet restoration of the monuments, the most important thing to be preserved and guaranteed is the accessibility of the Acropolis. Monuments do not only survive because of their structural preservation, but live as long as people keep them alive in their hearts and minds.  

The “New museology” revisited Peter Vergo

Published in 1989, the anthology The New Museology, edited by the author of the present article, addressed some of the most important issues which then formed part of the contemporary debate about the role and function of museums in Britain. This article reviews some of the questions raised in that anthology, in particular that of the central function of display amongst the other activities on which museums engage. Whether the display of objects should be considered a science or an art, and, if an art, how it might be thought to relate to other art forms. The author argues that the science of display, that is the technical aspect of display, is fairly easy to teach. But the art of display is a very different matter. It means developing, above all, a very special kind of visual sensibility which relates intimately to specific ways of seeing, and therefore, of interpreting and understanding. In this respect, the art of the exhibition designer closely resembles that of the stage designer; indeed, the comparison between display, regarded as an intrinsically theatrical act, and the art of theatre is an instructive one. This comparison is briefly analysed in the last part of the article.

Studying museums. New needs and new approaches Susan Pearce

Museums have a central place in the cultural pattern of modern Europe and of the European-influenced world. Museums, objects and collections are the three faces of a cultural triangle, each showing different features to the world, but together making up a whole. The study of the various theories and cultural traditions that lie behind museums, the role of museums in contemporary society and the symbolic nature of objects, collections and exhibitions are an essential part of the work of museum professionals. They relate to their everyday practice, and every single museum decision is a philosophical act which arises from a cultural context and has cultural implications. Museums and their collections are a part of the wider world of society and its material culture, and so a cultural study of museums must both reflect that world, and lead to its better understanding.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα εφτά θαύματα του κόσμου Μαρίζα Ντεκάστρο

Χάρτης της Μεσογείου όπου σημειώνονται τα εφτά θαύματα του κόσμου. Πάνω σ’ ένα χάρτη της Μεσογείου με σημειωμένα τα εφτά θαύματα, ένα πλοίο ξεκινάει το ταξίδι του από τη Ρώμη προς την Αλεξάνδρεια, τον πρώτο του σταθμό. Από μακριά φέγγει ο Φάρος, που ζωντανεύει μέσα από τις περιγραφές των περιηγητών.

Τεύχος 1, Νοέμβριος 1981 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Γωρυτός: σκυθικό ή μακεδονικό εξάρτημα; Γιούλη Βελισσαροπούλου

Λεπτομέρεια από το χρυσό έλασμα που κοσμούσε τον γωρυτό της Βεργίνας. Γωρυτός ονομάζεται η θήκη για τα βέλη και το τόξο έφιππου πολεμιστή. Δερμάτινη ή ξύλινη, η θήκη καλύπτεται με χρυσό έλασμα. Τέσσερις γωρυτοί έχουν βρεθεί στη Νότια Ρωσία και το εξάρτημα αυτό θεωρείτο τυπικά σκυθικό μέχρις ότου, το 1977, ήρθε στο φως ο γωρυτός της Βεργίνας. Οι φυσικές και χημικές αναλύσεις των μετάλλων θα ελέγξουν την υπόθεση ότι οι γωρυτοί είχαν κατασκευαστεί σε ελληνικό εργαστήριο.

Ο χρυσός, πηγές και επεξεργασία Άννα Λαμπράκη

Προανακτορική περόνη σε σχήμα μαργαρίτας από το Νεκροταφείο Μόχλου (Μουσείο Αγ. Νικολάου αρ. 3109). Εκτός από τον μικρασιατικό ποταμό Πακτωλό, οι αρχαίοι θεωρούσαν πηγή χρυσού και τον ποταμό Ορόντη στην εξωτική Σκυθία. Για να διαχωρίσουν τον ανοιχτόχρωμο ποταμίσιο χρυσό από τους κόκκους της άμμου, οι Σκύθες χρησιμοποιούσαν προβιά που, προς το τέλος της διαδικασίας, έπαιρνε όψη χρυσόμαλλου δέρατος. Το χρυσάφι κατέκλυσε την Ελλάδα μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, δίνοντας τεράστια ώθηση στη μεταλλοτεχνία. Επηρεασμένοι από τους Πέρσες, οι Έλληνες τεχνίτες χρησιμοποιούν ημιπολύτιμους λίθους. Σ’ έναν κόσμο που του αποδίδει και μεταφυσικούς συμβολισμούς, το ελληνικό κόσμημα των προχριστιανικών χρόνων έχει διεθνή αναγνώριση. Χρυσά νομίσματα έκοψαν πρώτοι οι Λύδες γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. Μέχρι την εποχή του Φιλίππου Β΄, χρυσά νομίσματα κόβονταν μόνο σε περιόδους κρίσης. Η σπανιότητα και κυρίως η αιώνια λάμψη του πολύτιμου μετάλλου που δεν οξειδώνεται το έκαναν ιδανικό σύμβολο του θείου. Τα χρυσά αφιερώματα της αρχαιότητας μπαίνουν, με νέα μορφή, στους χριστιανικούς ναούς. Εικονογραφούνται η σφυρήλατη τεχνική, η έκκρουστη, η διάτρητη, η χρήση μήτρας, η διακόσμηση με σμάλτο, η κοκκίδωση και ο ένθετος διάκοσμος.

Ο χρυσός στην προανακτορική Κρήτη Κωστής Δαβάρας

Προανακτορικά φυλλοφόρα κλωνάρια από το Νεκροταφείο Μόχλου (Μουσείο Αγ. Νικολάου). Καθώς οι άνθρωποι έλιωναν τα παλαιότερα χρυσά αντικείμενα για να αξιοποιήσουν εκ νέου το σπάνιο μέταλλο, αρχαία αντικείμενα από χρυσό επιβιώνουν μόνο εφόσον διασώθηκαν σε κάποιον ασύλητο τάφο. Τα κοσμήματα της πρωτομινωικής ΙΙ περιόδου (2900/2600-2300/2200 π.Χ.) προέρχονται κυρίως από τους τάφους του Μόχλου, στην ομώνυμη νησίδα κοντά στη βόρεια ακτή της επαρχίας Σητείας. Το νεκροταφείο που αποτελείται από διάφορους τύπους ορθογώνιων τάφων, ανέσκαψε ο Αμερικανός R. Seager στις αρχές του αιώνα. Στα πεταμένα χώματα της ανασκαφής του βρέθηκαν σκόρπια μικρά κομψοτεχνήματα αλλά και ένας κανονικός θησαυρός, φυλαγμένος σε συμπιεσμένο ασημένιο αγγείο. Αποκαλύφθηκαν λεπτοδουλεμένα αλυσιδάκια, βραχιόλια και μικρές ταινίες ταφικής χρήσης αλλά και πολλά σκόρπια φύλλα που, συνδυασμένα σε μικρά κλωνάρια, στόλιζαν τα μαλλιά. Διπλωμένο και σφιγμένο σαν μπαλίτσα, διασώθηκε ένα διάδημα, το λαμπρότερο κόσμημα ολόκληρης της προανακτορικής χρυσοχοΐας. Πρόκειται για μια ταινία που, με έκτυπη «κοκκίδωση», στολίζουν τρία σχηματοποιημένα κρητικά αγρίμια (αίγαγροι). Μοναδικότητα στο αντικείμενο προσδίδουν οι τρεις πανύψηλες διπλές κεραίες σε σχήμα V από λεπτό έλασμα και ταιριαστό διάκοσμο. Στις πλατύτερες άκρες τους περιγράφεται μικροσκοπικό αγρίμι. Οι κομψές κεραίες του διαδήματος, που είχε πραγματική και όχι ταφική χρήση, τρεμόπαιζαν με κάθε κίνηση της κεφαλής. Το διάδημα επέτρεψε να διορθωθούν παρερμηνείες ανάλογων κοσμημάτων ως ταφικών προσωπίδων ή και διακοσμητικών ταινιών. Επανέφερε επίσης τη συζήτηση γύρω από τον χρυσοφόρο τόπο που προμήθευε τους Μινωίτες. Αν και οι εργαστηριακές εξετάσεις λείπουν, ο αρθρογράφος εκτιμά ότι η Λυδία και ο θρυλικός Πακτωλός τροφοδοτούσαν τους Κρήτες με χρυσάφι, υλικό που συνδεόταν με μαγικοθρησκευτικές και κοσμολογικές αντιλήψεις.

Θρύλοι και τέχνη από τον κόσμο των Σκυθών Μαρία Πάντου, Μαρία Πεντάζου, Νίκη Προκοπίου

Χρυσός πάνθηρας από διάκοσμο ασπίδας. Την πρώτη χιλιετία π.Χ., ιρανόφωνα νομαδικά φύλα κατέκλυσαν τις στέπες της Ευρασίας. Ο κοινός τους πολιτισμός, που καλλιτεχνικά εκφράζεται με τον ζωόμορφο ρυθμό, ονομάστηκε συμβατικά «σκυθικός» από τα φύλα των Σκυθών που ζούσαν στο δυτικό τους άκρο, πάνω από τη Μαύρη θάλασσα. Στην ίδια πολιτισμική ενότητα εντάσσονται οι φυλές της Νότιας Σιβηρίας αλλά και οι Σαρμάτες που, εκτοπίζοντας τους Σκύθες, δημιούργησαν στο χώρο τους σημαντικό πολιτισμό τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι οι νομάδες Σκύθες, που αντλούσαν την καταγωγή τους από τον Δία ή τον Ηρακλή, δεν είχαν πόλεις και οχυρά. Ωστόσο, η ανασκαφική έρευνα τον διέψευσε ως προς τους γεωργούς που έζησαν από τον 7ο έως τον 2ο αιώνα π.Χ. γύρω από τον Δνείπερο. Οι Σκύθες θυσίαζαν μόνο στον Άρη και με το αίμα αιχμαλώτων ράντιζαν τον συμβολικό του βωμό, λατρευτική πρακτική που απηχείται στην Ιφιγένεια εν Ταύροις. Οι νεκροί θάβονταν σε αβαθείς λάκκους με κτερίσματα, ορισμένοι μαζί με το άλογό τους. Τους ηγεμονικούς τάφους καλύπτουν μεγάλοι τύμβοι. Στη σκυθική τέχνη διακρίνονται τρεις περίοδοι: η πρωτοσκυθική (7ος-6ος αι. π.Χ.) και η μεσοσκυθική (5ος-4ος αι. π.Χ.) χαρακτηρίζονται από τον ζωόμορφο ρυθμό που, στη δεύτερη περίοδο, εμφανίζει τάση για σχηματοποίηση και εμπλουτίζεται με ζώα πέρα από τα ελάφια, τους αίγαγρους και τα αιλουροειδή που απεικονίζει η πρώτη. Η επαφή των Σκυθών με τις ελληνικές αποικίες της Μαύρης θάλασσας συντελεί στη μεγάλη ακμή της τέχνης τους τον 4ο αιώνα π.Χ. Στην υστεροσκυθική περίοδο (τέλη 4ου και α΄ μισό 3ου αι. π.Χ.) εμφανίζονται ανθρωπόμορφες παραστάσεις και ο ζωόμορφος ρυθμός γίνεται πιο αφαιρετικός. Ο ίδιος ρυθμός χαρακτηρίζει και τα φύλα που έζησαν από τον 7ο ως τον 3ο αιώνα π.Χ. στη Νότια Σιβηρία από τα οποία γνωρίζουμε μόνο τον πολιτισμό των μεταλλωρύχων Ταγκάρ και τους τύμβους των Αλτάι. Οι μεγάλοι πέτρινοι τύμβοι της αριστοκρατίας των Αλτάι, με τον πάγο που σχηματίστηκε στους αρμούς τους, διατήρησαν τα κτερίσματα σε «βαθιά ψύξη». Σώθηκε το αρχαιότερο χαλί του κόσμου, μεταξωτά υφάσματα, δερμάτινα και ξύλινα μέρη ιπποσκευών. Ο πλούτος και η εκπληκτική τεχνική των κτερισμάτων αυτού του σκυθοσιβηρικού ρυθμού εντυπωσίασαν και τον αυτοκράτορα Πέτρο Α΄, του οποίου η Σιβηρική Συλλογή στεγάζεται στο Ερμιτάζ. Στη δύση του σκυθικού πολιτισμού εμφανίζονται οι Σαρμάτες. Αφομοιώνοντας σκυθικά και ιρανικά στοιχεία, διαμορφώνουν έναν ανεξάρτητο ζωόμορφο σαρματικό ρυθμό που καθυποτάσσει την αισθητική στην πρακτική σκοπιμότητα. Δυο αιώνες αργότερα Γέτες και Ούνοι σκορπίζουν τα σαρματικά φύλα.

Η ελληνική μεταλλοτεχνία του 4ου αι. π.Χ. Ευγενία Γιούρη

Λεπτομέρεια από τον κρατήρα του Δερβενιού. Από εργαστήρια στην Αττική, την Κόρινθο και τη Β. Ελλάδα, έφθασαν ως εμάς καθρέφτες, υδρίες, οινοχόες, σίτουλες και κρατήρες με σφυρήλατο ανάγλυφο διάκοσμο. Ο τύπος του πτυκτού κατόπτρου στολίζεται με θέματα από έργα ζωγραφικής ή γλυπτικής. Οι χάλκινες ή ασημένιες υδρίες διακοσμούνται κάτω από τη λαβή, όπως και οι οινοχόες. Το 1962, σε μικρό κιβωτιόσχημο τάφο στο Δερβένι (Θεσσαλονίκη), βρέθηκε ο μεγάλος κρατήρας του Δερβενιού (330-320 π.Χ.). Η αττική τέχνη του και η ιωνική τρυφερότητα του σχεδίου υποδεικνύουν ένα γλύπτη και τορευτή από ιωνική πόλη της Χαλκιδικής που μαθήτευσε στην Αθήνα. Το χρυσαφί του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα του χαλκού σε κασσίτερο. Τα αγαλμάτια, οι ελικωτές λαβές και η βάση είναι χυτά, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του αγγείου, από τη βάση ως το μέσον περίπου του λαιμού, αποτελείται από μεγάλο, σφυρηλατημένο έλασμα. Μικρότερο έλασμα σχηματίζει το πάνω μέρος του λαιμού και η συγκόλληση των δύο συμπίπτει με τη διαχωριστική του γραμμή. Στην κύρια όψη του κρατήρα απεικονίζονται ο Διόνυσος και η Αριάδνη με συνοδεία πάνθηρα. Το ζευγάρι περιβάλλουν Μαινάδα και κυνηγός (Πενθέας;) σε εκστατικό χορό. Κάτω από κάθε λαβή, από μία Μαινάδα έτοιμη να σπαράξει χίμαιρα συνδέει την κύρια με την πίσω όψη, που απεικονίζει οργιαστικό χορό Μαινάδων υπό το βλέμμα Σιληνού. Το επάνω τμήμα του λαιμού στολίζει ζωφόρος με δώδεκα ζώα, άγρια θηρία και επίδοξα θύματα. Υπερκοσμημένες είναι οι λαβές του αγγείου. Στις πλευρές της καθεμιάς, τον ώμο του κρατήρα στολίζουν τέσσερα επίθετα συμπαγή αγαλμάτια: Διόνυσος, δύο Μαινάδες και Σιληνός. Στο ιωνικό κυμάτιο του λαιμού, επιγραφή ταυτίζει τον ιδιοκτήτη του

Χρυσό βυζαντινό νόμισμα: δολλάριο του μεσαίωνα Hélène Ahrweiler

Χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Το χρώμα και τη λάμψη του ήλιου δανείζονται τα χρυσοποίκιλτα εξαρτήματα που ντύνουν την κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία στο Βυζάντιο. Το επίσημο νόμισμά του δεν θα μπορούσε να είναι παρά χρυσό ατόφιο. Το 312, ο Μ. Κωνσταντίνος χτύπησε τον «aureum solidum», τον «στέρεο χρυσό», τον «σόλιδο», το γνωστό Κωνσταντινάτο που ζυγίζει 24 καράτια. Νομισματική υποτίμηση μπορούσε να γίνει με ελάττωση του βάρους και ο νόμος τιμωρεί αυστηρά όσους ξύνουν τα νομίσματα. Επίσημα το έκανε ο Νικηφόρος Φωκάς για να αντιμετωπίσει τις πολυδάπανες εκστρατείες του εναντίον των Αράβων. Η πιο συχνή επίσημη νοθεία όμως γίνεται με την ελάττωση της καθαρότητας του πολύτιμου μετάλλου. Σ’ αυτήν θα καταφύγει ο Αλέξιος Κομνηνός, την ώρα που η αυτοκρατορία απειλείται από Βορρά, Δύση και Ανατολή. Τα 24 καράτια του Μ. Κωνσταντίνου ύστερα από δέκα αιώνες μένουν μόλις 12, μαρτυρώντας τις δυσχέρειες των καιρών. Ως τα μέσα του 11ου αιώνα όμως, το «υπέρπυρο» βυζαντινό νόμισμα μένει σταθερό και καθαρό, βγαλμένο μέσα από τη δοκιμασία της φωτιάς (χρυσό «ολοκότινο»), από τα νομισματοκοπεία της Πόλης, της Θεσσαλονίκης και, στα παλιά, καλά χρόνια, από τα κρατικά εργαστήρια της Σικελίας, της Καρχηδόνας, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας. Με αυτό εμπορεύονται πάντα τα έθνη και είναι δεκτό απ’ άκρου σ’ άκρο της γης, μαρτυρεί ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης. Απηχώντας και διαδίδοντας το μεγαλείο του Βυζαντίου, απεικονίζει τη στρατιωτική του ισχύ στη χλαμύδα του αυτοκράτορα, το θεοστήρικτο της αρχής του στον Άγγελο ή τον Χριστό που τον στέφει, την οικουμενικότητα της εξουσίας του στη σφαίρα και το σκήπτρο του. Η λαϊκή φαντασία θα το επενδύσει με υπερφυσική δύναμη και θα το κάνει φυλαχτό.

Ο συμβολισμός του χρυσού φόντου στα βυζαντινά ψηφιδωτά Αντρέας Ιωαννίδης

Ο Ευαγγελισμός (5ος αι., Ρώμη, Σάντα Μαρία Ματζόρε). Αντανακλώντας τον πλατωνικό Κόσμο των Ιδεών, η βυζαντινή ζωγραφική επιδιώκει με το φως του χρώματος να αποκαλύψει την άυλη υπόσταση του κόσμου. Ιερή Γραφή για τους αγράμματους χριστιανούς, η ζωγραφική αποκτά διδακτικό, αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Το φως, που ταυτίζεται με τον Θεό, καταλύοντας την υλική τους υπόσταση ενώνει τα πάντα σε ένα Όλον. Αυτήν ακριβώς την ενότητα αποδίδει το χρυσό φόντο των ψηφιδωτών δίνοντας υπερβατική διάσταση στο χώρο. Άλλωστε, ο συμβολισμός του χρυσού τον συνδέει με τις έννοιες του πολύτιμου, του άφθαρτου και αναλλοίωτου, του θεϊκού. Ο χρυσός στα ψηφιδωτά εμφανίζεται ήδη από τον 3ο-4ο αιώνα αλλά η χρήση του φθάνει στο απόγειό της τον 9ο-11ο αιώνα, μετά την Εικονομαχία. Η εντοίχια ψηφιδωτή διακόσμηση στηρίζεται σε κύβο από γυαλί ή πέτρα που θυμίζει πολύτιμο λίθο. Για το χρυσό φόντο, επιλέγονται γυάλινες ψηφίδες με ελαφρά κίτρινη ή κόκκινη απόχρωση. Στη μία τους πλευρά τοποθετείται λεπτό φύλλο χρυσού που καλύπτεται από λεπτό γυαλί. Ως την εικονομαχία, το χρυσό φόντο δεν έχει μεγάλη εξάπλωση. Από κάποια ψηφιδωτά απουσιάζει, ενώ σε άλλα περιορίζεται σε μια χαμηλή ζώνη. Το πρώτο ψηφιδωτό με χρυσό (3ος-4ος αι.) προέρχεται από τη νεκρόπολη κάτω από τον Άγιο Πέτρο του Βατικανού και απεικονίζει τον Χριστό ως ήλιο. Το χρυσό φόντο γενικεύεται στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης (5ος αι.) αλλά, την ίδια εποχή, στη Ραβέννα και τη Ρώμη επιβιώνουν νατουραλιστικά θέματα που περιορίζουν την έκτασή του. Τα καλύτερα δείγματα ενιαίου χρυσού φόντου, όλα του 11ου αιώνα, βρίσκονται στον Όσιο Λουκά στη Φωκίδα, στο Δαφνί στην Αττική και στη Νέα Μονή της Χίου.

Άλλα θέματα: Νομισματικά πορτραίτα (Ι) Μάντω Οικονομίδου

Η γλαυκώπις Αθηνά σε αρχαϊκό αθηναϊκό τετράδραχμο. Εντυπωσιακό παράδειγμα σφαιρικής απόδοσης του ματιού. Γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., διάφορα μικρασιατικά εργαστήρια απεικονίζουν μεγάλη ποικιλία ζώων με τεχνική που θυμίζει τους μινωικούς και μυκηναϊκούς σφραγιδόλιθους. Λίγο αργότερα χαράσσονται θεϊκά σύμβολα ή και τοπικά φυτά. Στο γύρισμα του 6ου προς τον 5ο αιώνα, η Δήλος χαράζει στα νομίσματά της λύρα και στους αρχαϊκούς στατήρες της Μήλου εικονίζεται μήλο. Η ανθρώπινη μορφή προσεγγίζεται τον 6ο αιώνα με τη χάραξη θεών και ηρώων. Στο μεμονωμένο κεφάλι, αρχικά το μάτι απεικονίζεται μετωπικά και με έντονο σφαιρικό σχήμα. Στην αρχή της νομισματοκοπίας οι ανδρικές απεικονίσεις είναι σπανιότερες, ενώ συχνά απεικονίζεται η αποτροπαϊκή Γοργώ. Η απεικόνιση συγκεκριμένου προσώπου με ατομικά χαρακτηριστικά δεν ήταν επιτρεπτή. Στους περσικούς Δαρεικούς, ο «μεγάλος βασιλιάς» αποδίδεται συμβολικά ως τοξότης. Συμβολική θεωρείται και η απεικόνιση του Θεμιστοκλή με κεφάλι πολεμιστή. Στα νομίσματα που ο Αρταξέρξης τού επέτρεψε να κόψει, χαράχτηκε το όνομα, ή το μονογράφημα ΘΕ, αλλά όχι η μορφή του. Οι Έλληνες βασιλείς δεν τολμούν ακόμη να διαπράξουν αυτή την ιεροσυλία. Στα αργυρά του τετράδραχμα, ο Φίλιππος Β΄ θα χαράξει το κεφάλι του Ολυμπίου Διός. Στις σατραπείες της Ανατολής όμως, η επαναστατική αντίληψη της χάραξης ενός συγκεκριμένου θνητού εμφανίζεται ήδη στα 412/411 π.Χ., σε νόμισμα με τη μορφή του Τισσαφέρνη. Άλλο νόμισμα, γύρω στο 413-373 π.Χ., σώζει το πορτραίτο του Φαρνάβαζου. Σώζονται επίσης νομίσματα με δυνάστες της Λυκίας και τα ονόματά τους γραμμένα στην τοπική γλώσσα. Ωστόσο η νομισματοκοπία της περιοχής, πρόδρομος των ελληνιστικών πορτραίτων, έχει ελληνικό χαρακτήρα. Ένα από τα ωραιότερα δείγματα είναι οι αργυροί στατήρες του Έλληνα δυνάστη Περικλή που κόπηκαν γύρω στο 380-360 π.Χ.

Μέταλλα και αρχαιομετρία Έφη Φώτου

Χελώνες από μόλυβδο (Δελφοί) και χάλκινος πέλεκυς (Κύπρος) Η αρχαιομετρία μελετά με φυσικοχημικές μεθόδους τη σύσταση και τις συνθήκες επεξεργασίας των αντικειμένων που διαμορφώνουν τη φύση και τη χρήση ενός υλικού. Για παράδειγμα, ο χαλκός, πολύ μαλακός για την κατασκευή όπλων, αναμεμειγμένος με κασσίτερο αποκτά σκληρότητα μεγαλύτερη κι από τον σίδηρο. Η συμβολή της αρχαιομετρίας είναι απαραίτητη στην απάντηση τριών ερωτημάτων: ηλικία, προέλευση, τρόπος κατασκευής. Για την ηλικία χρησιμοποιούνται ο άνθρακας -14, η θερμοφωταύγεια ή ο αρχαιομαγνητισμός. Για την προέλευση ενδιαφέρει το ορυχείο απ’ όπου εξορύχθηκε το μετάλλευμα. Οι ανεπαρκείς γνώσεις μας για τα ορυχεία της αρχαιότητας, σε συνδυασμό με τεχνικά προβλήματα που θέτει η επαναχύτευση των αντικειμένων, αντιμετωπίστηκαν με τα ισότοπα του μολύβδου που ανιχνεύονται στα περισσότερα κράματα. Ως προς την τεχνολογία κατασκευής, διακρίνονται δύο στάδια. Στο πρώτο ερευνώνται τα υπολείμματα της εκκαμίνευσης, δηλαδή οι σκουριές. Στο δεύτερο, στην περίπτωση του χαλκού για παράδειγμα, η εκκαμίνευσή του, που αποτελείται από πολλά στάδια, είχε ως αποτέλεσμα να κατακάθεται στο βάθος του καμινιού το σχετικά καθαρό μέταλλο με τη μορφή ημισφαιρίου. Οι χελώνες ή ο πέλεκυς ήταν το σχήμα με το οποίο συνήθως γίνονταν οι εμπορικές συναλλαγές του καθαρού μετάλλου.

Η αρχική μορφή του Καθολικού της Μεγίστης Λαύρας: αναθεώρηση ορισμένων θεωριών για την προέλευση του τύπου Παύλος Μυλωνάς

Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Τζιμισχής κρατάει στα χέρια το Καθολικό. Γραμμική απεικόνιση τμήματος της τοιχογραφίας του Καθολικού (1535) Το αρχαιότερο και το μεγαλύτερο μοναστήρι του Αγίου Όρους, η Μεγίστη Λαύρα, ιδρύθηκε το 963 από τον Όσιο Αθανάσιο, που σκοτώθηκε το 1002 κατά τη διεύρυνση του Καθολικού της. Το Καθολικό, πρότυπο για τις περισσότερες μονές του Όρους αλλά και για μονές στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, έχει σήμερα την εξής όψη: Από τον τετραγωνικό πυρήνα ενός είδους σταυροειδούς ναού, προεκτείνονται προς βορρά και νότο δύο ημικυκλικές κόγχες, τα χοροστάσια ή χοροί για τους ψάλτες. Προς τα δυτικά, συνάπτεται ευρύχωρος νάρθηκας, η λιτή. Στη λιτή είναι προσκολλημένα, στα βόρεια και νότια, από ένα παρεκκλήσι. Τη λιτή και τα δύο παρεκκλήσια ενώνει στα δυτικά επιμήκης υαλόφρακτος εξωνάρθηκας. Οι Έλληνες και ξένοι μελετητές που εξέτασαν το Καθολικό της μονής στηρίχτηκαν στη σημερινή του μορφή, όπως αποκρυσταλλώθηκε το 1899. Δύο σχολές, του Gabriel Millet και του Joseph Strzygowski, αναγνωρίζουν αντίστοιχα: α) τον τύπο του εγγεγραμμένου τετρακιόνιου σταυροειδούς ναού, εμπλουτισμένο με τις αψίδες των χορών, με νάρθηκες και πλάγια παρεκκλήσια, β) μια τυπολογία τρίκογχου ναού, με παλαιοχριστιανικές, αρμενικές ή γεωργιανές επιδράσεις. Με ασφαλή χρονολογικά πατήματα προς τα πίσω, ο αρθρογράφος «ξεφλουδίζει» τις μεταγενέστερες αλλαγές και προσθήκες επιχειρώντας να φθάσει στον τύπο της αρχικής κατασκευής. Την κάτοψη του Καθολικού αποτυπώνει το 1744 ο Κιωβίτης καλόγερος Vasilij Grigorovič Barskij. Τρεις απεικονίσεις του Καθολικού, οι δύο ζωγραφισμένες μέσα στο ναό και η τρίτη σε χαλκογραφία, αναπαριστούν τη μορφολογία του στον 16ο αιώνα, αναλλοίωτη από το τέλος του 11ου. Με μελέτη των πηγών και με αυτοψία, επιχειρηματολογείται ότι: α) το αρχικό σχέδιο της Λαύρας δεν ήταν τρίκογχο, τριαψιδωτό ή τρίφυλλο, β) τα παρεκκλήσια δεν υπήρχαν στο αρχικό σχέδιο, γ) η διεύρυνση του Οσίου Αθανασίου συνίστατο στην προσθήκη των δύο χοροστασίων.

Επτά θυμιατήρια του Μουσείου Μπενάκη Λασκαρίνα Μπούρα

Λαβή από κατσί της Παναγίας της Θεραπειώτισσας. Η ταφική χρήση του θυμιάματος μαρτυρείται από τον 4ο αιώνα, ενώ η λατρευτική μόλις από τον 5ο. Τα περισσότερα θυμιατήρια κατασκευάζονταν από κράματα του χαλκού. Τα ευτελέστερα ήταν πήλινα και τα πολυτελέστερα ήταν από ασήμι και χρυσό, διακοσμημένα με νιέλο και σμάλτο. Παρουσιάζονται έξι αδημοσίευτα και ένα δημοσιευμένο θυμιατήρι. Ένα κιβωτιόσχημο με σύμπλεγμα λιονταριού και κάπρου κοπτικής τέχνης (αρ. εισ. 11533), δύο σε τύπο δισκοπότηρου με διάτρητο σκέπασμα (αρ. εισ. 11470, 11527), ένα θυμιατήρι αναρτημένο από αλυσίδα (αρ. εισ. 11526) και τρία κατσιά, καθιστά θυμιατήρια με πλατιά λαβή (αρ. εισ. 11469, 11402, 21502). Τα τρία πρώτα (5ος ή 6ος αιώνας) είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Τα αναρτημένα από αλυσίδα θυμιατήρια είναι εν χρήσει σε όλα τα χρόνια της αυτοκρατορίας. Είναι τόσο δημοφιλή όταν απεικονίζουν σκηνές της Καινής Διαθήκης, όπως αυτό, ώστε θεωρούνται ενθυμήματα της προσκύνησης στους Αγίους Τόπους. Τα κατσιά, από τα οποία τα δύο πρώτα είναι μοναδικά, δεν αναφέρονται πριν από τον 11ο αιώνα και φαίνεται πως είχαν νεκρικό χαρακτήρα. Το κατσί με αρ. εισ. 11469 (β΄ μισό του 13ου αιώνα) είναι το πολυτελέστερο από τα ελάχιστα θυμιατήρια της σχετικής βιβλιογραφίας. Σφυρήλατο, αρχικά επίχρυσο, έχει εγχάρακτη και εμπίεστη λαβή, διακοσμημένη με σμάλτο. Στην επιφάνειά της διαγράφονται ολόσωμοι οι δύο στρατιωτικοί Άγιοι Θεόδωρος και Δημήτριος. Η λαβή από κατσί της Παναγίας της Θεραπειώτισσας στην Κωνσταντινούπολη με αρ. εισ. 11402 (περί το 1300), είναι χυτή με εγχάρακτο διάκοσμο. Μέσα στο οξυκόρυφο τόξο της προβάλλει σε έξεργο ανάγλυφο η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα στον τύπο της Οδηγήτριας και οι επιγραφές: ΜΗ(ΤΗ)Ρ Θ)ΕΟΥ) Η ΘΕΡΑΠΙΩΤΗΣΑ και Ι(ΗΣΟΥ)Σ Χ(ΡΙΣΤΟ)Σ.

Εργασία συντηρήσεως των θυμιατηρίων Μαρίνα Πέτρου-Λυκιαρδοπούλου

Κατσί διακοσμημένο με σμάλτο με τους Αγίους Θεόδωρο και Δημήτριο. Στο άρθρο αυτό περιγράφονται μεθοδικά τα στάδια συντήρησης των χάλκινων αντικειμένων. Λόγοι αισθητικής αλλά και προστασίας επιβάλλουν τη διατήρηση της πατίνας. Καθώς καμία μέθοδος καθαρισμού δεν εγγυάται την απομάκρυνση των ιόντων χλωρίου που φθείρουν σημαντικά τα κράματα χαλκού, είναι απαραίτητη η σταθεροποίηση του υλικού. Στο τελικό στάδιο, το αντικείμενο προστατεύεται με ανθεκτικό και αβλαβές διαφανές βερνίκι και αποθηκεύεται στις κατάλληλες συνθήκες. Κάθε αντικείμενο έχει τις ιδιαιτερότητές του, εξ ου και η θεραπεία του είναι εξατομικευμένη. Περιγράφονται αναλυτικά τα στάδια συντήρησης για τα επτά θυμιατήρια του Μουσείου Μπενάκη με αρ. ευρ. 11533, 11470, 11527, 11526, 11469, 11402 και 21502.

Μέτρηση των συστατικών των κραμάτων τριών θυμιατηρίων Βασίλειος Ιατρίδης

Κατσί με διάτρητη λαβή. Ο εντοπισμός της ποσοστιαίας σύστασης των κραμάτων στο υλικό ενός αντικειμένου δεν διευκολύνει μόνο τη συντήρησή του αλλά συμβάλλει στην επαγωγική διαδικασία που, σε συνδυασμό με την τεχνική, εντοπίζει τον τόπο προέλευσης. Η κλασική χημική ανάλυση και η φασματομετρία ατομικής απορρόφησης χρησιμοποιήθηκαν για τα θυμιατήρια του Μουσείου Μπενάκη με αρ. εισ. 21502, 11469 και 11402 που, αν και κατασκευασμένα με βάση το χαλκό, εμφανίζουν διαφορετική απόχρωση. Αν και τα τρία είναι μπρούντζινα, εμπεριέχουν και άλλα χημικά στοιχεία, ανάμεσα στα οποία και άργυρο. Η παρουσία του μπορεί να οδηγήσει στην πηγή προέλευσης του χαλκού.

Πρώιμα μεταβυζαντινά κεραμεικά Γιώργος Γουργιώτης

Υδροδοχείο τύπου Βα. Τα αγγεία, τυχαία ευρήματα σε εκσκαφές οικοδομών, είναι από ερυθρό πηλό, άλλοτε γυαλωμένα κατά τόπους άλλοτε όχι. Διακρίνονται δύο τύποι. Τα υδροδοχεία τύπου Α (17ος-18ος αι.) έχουν σφαιρική κοιλιά, στενό λαιμό και ελαφρά διευρυμένο στόμιο. Η μακρά προχοή πλησιάζει πολύ προς το λαιμό. Στον τύπο Β διακρίνονται δυο ομάδες: Στην ομάδα Βα τα αγγεία έχουν πεπλατυσμένη σφαιρική κοιλιά και φαρδύ, μακρύ λαιμό. Πολλά, υποτυπώδη ανθέμια στολίζουν κυκλικά το άνω μέρος της κοιλιάς. Τα αγγεία της ομάδας Ββ έχουν σχεδόν ωοειδή κοιλιά, μικρή σε σύγκριση με το μέγεθος του λαιμού που φέρει εφυαλωμένη ταινία. Ο τύπος Β χρονολογείται στα τέλη του 16ου-αρχές του 17ου αιώνα.

Η μυκηναϊκή Κράνη της Kεφαλλονιάς Πέτρος Γ. Καλλιγάς

Χάρτης της Κεφαλλονιάς. Ο φυσικός διαμελισμός του νησιού σε τέσσερα τμήματα εκδηλώνεται πολιτικά στην τετράπολη που αναφέρει ο Θουκυδίδης: Κράνη, Σάμη, Πάλη και Πρώννοι. Το νησί, αν και ακατοίκητο στην πρώιμη ιστορική εποχή, εμφανίζει εκτεταμένα μυκηναϊκά νεκροταφεία της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (13ος-11ος αι. π.Χ.). Ίσως να ήταν και τότε χωρισμένο σε τέσσερα μικρά βασίλεια, με σημαντικότερο εκείνο της Κράνης. Την ύπαρξη χωριών μαρτυρούν οι διάσπαρτες συστάδες οικογενειακών τάφων με περιεχόμενο που υποδηλώνει απλοϊκό, αγροτικό πληθυσμό. Εντοπίστηκαν τάφοι θολωτοί και θαλαμωτοί. Κάπως νεότεροι και πολύ πιο διαδεδομένοι, οι θαλαμωτοί είναι σκαμμένοι σε βράχο με σειρές από βαθιές ταφικές θήκες στο εσωτερικό. Ήσαν προσβάσιμοι από είσοδο με διαμορφωμένη θύρα και σκαμμένο δρόμο. Μετά από κάθε χρήση, ο δρόμος καλυπτόταν ξανά με χώμα και την αρχή του δήλωναν λίθινες στήλες. Λόγω της ανακομιδής των οστών, τα κτερίσματα δεν βρέθηκαν στην αρχική τους θέση, ενώ τα πολυτιμότερα είχαν αφαιρεθεί. Με εξαίρεση μια ομάδα κρατήρων, πρόκειται κυρίως για απλά και μικρά πήλινα σκεύη από ωχρό πηλό, φτιαγμένα βιαστικά στον τροχό, ψημένα πρόχειρα, με φτωχό γραμμικό διάκοσμο. Παράλληλα κατασκευάζονται και χονδροειδή χειροποίητα σκεύη. Τους άντρες συνόδευαν τα όπλα τους: κοντά χάλκινα ξίφη και μαχαίρια, δόρατα με χάλκινες αιχμές, σμίλες και λίθινα ακόνια. Ο γυναικείος ταφικός στολισμός περιλαμβάνει περιδέραια, διαδήματα, δαχτυλίδια, περίαπτα, κουμπιά, σφηκωτήρες για τα μαλλιά. Είναι φτιαγμένα από χρυσό, από χαλκό, από χάντρες διαφόρων υλών ή από υαλόμαζα. Το ένδυμα στερέωναν χάλκινες περόνες και πόρπες. Η παντελής απουσία σιδήρου χρονολογεί τα νεκροταφεία της Κράνης πριν από τις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Οι πολεμιστές του Ριάτσε

Ειδήσεις

- Τα δύο χάλκινα αγάλματα του 5ου αιώνα π.Χ., γνωστά ως πολεμιστές του Ριάτσε, εκτίθενται για πρώτη φορά σε ιταλικά Μουσεία. - Στο μορφωτικό τμήμα των γαλλικών πρεσβειών βρίσκονται 600 ταινίες αρχαιολογικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος - Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών γιόρτασε τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της στην Ελλάδα - Σε τάφο του 5ου αιώνα π.Χ. που αποκαλύφθηκε στη Δάφνη, ο νεκρός κρατούσε στο ένα χέρι τον αρχαιότερο ελληνικό πάπυρο που έχει βρεθεί ως σήμερα - Την Ποικίλη Στοά ενδέχεται να ανακάλυψαν οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι στην Αγορά - Στο Λευκαντί της Εύβοιας αποκαλύφθηκαν ο αρχαιότερος ναός στην Ελλάδα (9ος αι. π.Χ.) και δύο ταφές με σκελετό γυναίκας και τέσσερις σκελετούς αλόγων. Βρέθηκαν χρυσά κοσμήματα και μεγάλο λινό ύφασμα άριστα διατηρημένο - Στην Τραγάνα Λοκρίδας βρέθηκαν τάφοι με χάλκινα αναθήματα που θα φωτίσουν τη «σκοτεινή» γεωμετρική περίοδο (900-800 π.Χ.) - Η Archaeology Abroad Service εκδίδει ετήσιο κατάλογο ανασκαφών στην Αγγλία όπου γίνονται δεκτοί ξένοι φοιτητές

Εκθέσεις

- Από το Σικάγο μεταφέρθηκε στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης η έκθεση για τον Μ. Αλέξανδρο που περιλαμβάνει και ευρήματα από τη Βεργίνα - Μετά από το Τόκιο άνοιξε στο Χιούστον του Τέξας η έκθεση Κυκλαδικής Τέχνης από τις συλλογές του Μουσείου Γουλανδρή

Μουσεία

- Το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών εγκαινιάστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1980 χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία του Λ. Ευταξία. Στεγάζεται στο αρχοντικό που σχεδίασαν το 1830 γερμανοί αρχιτέκτονες για τον τραπεζίτη Σ. Δεκόζη-Βούρο, στο οποίο έμειναν και ο Όθων με την Αμαλία ώσπου να χτιστεί το παλάτι. Η Αθήνα μιας εποχής που δεν έχει ακόμη μελετηθεί σε βάθος ξεπροβάλλει μέσα από την πλούσια συλλογή πινάκων, τα έπιπλα, τα αντικείμενα. Εδώ στεγάζεται και η μακέτα της Αθήνας του 1842 από τον Ι. Τραυλό, που στηρίζεται στα σχέδια του Κλεάνθη και του Ed. Schaubert. - Στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών προστέθηκαν δύο σημαντικά σύνολα εκθεμάτων. Από τις σωστικές εργασίες στην εκκλησία της Επισκοπής στην Ευρυτανία, που βυθίστηκε στην τεχνητή λίμνη του Μέγδοβα, αποκαλύφθηκαν τέσσερα στρώματα τοιχογραφιών από τον 8ο έως και τον 13ο αιώνα. Μετά την αποτοίχισή τους, μέρος τους εκτίθεται στο Μουσείο. Από τη Συλλογή Λοβέρδου εκτίθενται 150 αντιπροσωπευτικές μεταβυζαντινές εικόνες, από τον 14ο ως τον 19ο αιώνα. Οι ζωγράφοι είναι στην πλειοψηφία τους Κρητικοί και Επτανήσιοι. - Εγκαινιάστηκε καινούριο Μουσείο του Πειραιά, με γλυπτά κυρίως από τον 4ο και τον 2ο αιώνα π.Χ. Εκτίθεται η συλλογή γλυπτών πινάκων που βρέθηκε το 1930-31 στο λιμάνι, μια μαζική παραγωγή αντιγράφων που προοριζόταν για τον διάκοσμο κτιρίων στη Ρώμη. - Δημιουργήθηκε νεό Αρχαιολογικό Μουσείο στα Χανιά που στεγάστηκε στη βενετσιάνικη τρίκλιτη βασιλική της Μονής του Αγίου Φραγκίσκου. Πλάι στα παλιά εκθέματα, προβάλλονται νέα ευρήματα από τον θολωτό τάφο της φυλακής του Αποκορώνου, ειδώλια και αγγεία από την ανακτορική εποχή. Αξιοσημείωτη είναι η συλλογή από λάρνακες, όπως και τα ρωμαϊκά ψηφιδωτά. - Το Μουσείο της Λαογραφικής Εταιρείας Λαρίσης θα ανοίξει και πάλι τον Νοέμβριο σε νέες αίθουσες. Τμήμα από τη θαυμάσια συλλογή του γύρω από παραδοσιακά επαγγέλματα είχε παραχωρηθεί στο Μουσείο Μπενάκη για την έκθεση «Παραδοσιακές καλλιέργειες». - Εγκαινιάστηκε τον περασμένο Αύγουστο το Μουσείο Άνδρου, δωρεά των Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, έργο του αρχιτέκτονα Στάμου Παπαδάκη. Την οργάνωσή του επιμελήθηκε ο Χέρμπερτ Σμιτ, αρμόδιος για τις εκθέσεις στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης. Στεγάζονται ευρήματα αντιπροσωπευτικά της ιστορίας του νησιού, από τα αρχαϊκά χρόνια ως τη Φραγκοκρατία, ενώ έχουν προβλεφθεί χώροι για πολιτιστικές εκδηλώσεις. - Στο νέο Μουσείο Κυθήρων, το νησί με τον δωρικό ναό της Αφροδίτης, εκτίθενται τώρα και τα νεολιθικά ευρήματα των ανασκαφών της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής.

Συνέδρια

- Το 21ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιομετρίας έγινε στο Brookhaven National Laboratory της πολιτείας της Νέας Υόρκης (18/5/-22/5/1981) - Το Ε΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο έγινε στον  Άγιο Νικόλαο (25/9-1/10/1981) - Το 16ο Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών με θέμα «Οι Βυζαντινές Σπουδές στο έτος 2000. Απολογισμοί - Προγραμματισμοί» οργανώθηκε στη Βιέννη από την Association internationale des Études byzantines (4-10/10/1981). Το συνέδριο πλαισίωναν πέντε εκθέσεις: α. Βυζάντιο και Δύση, με αρμενικά χειρόγραφα της Αδελφότητας Μεγχιταριστών Βιέννης β. Οι θησαυροί της Γεωργίας, με αντικείμενα από το Μουσείο Τέχνης του Tbilisi. γ. Αντικείμενα καθημερινής χρήσης από τη συλλογή στο Χιούστον του Τέξας δ. Συλλογή εικόνων του Μουσείου Τέχνης της Βιέννης ε. Τα Νεοελληνικά Γράμματα στη Δύση

Βιβλία

- Βασίλειος Πετράκος, Εθνικό Μουσείο, Γλυπτά - Χαλκά - Αγγεία, Κλειώ, Αθήνα 1981. - Alain Schnapp, L’archéologie aujourd’hui, Hachette, Paris 1980. - John Boardman, Αθηναϊκά μελανόμορφα αγγεία, μτφ. Όλγα Χατζηαναστασίου, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1980. - R.V. Schoder, Ancient Greece from the Air, Thames and Hudson, London 1974

English summaries: Are quivers for bows and arrows a Scythian or a Macedonian invention? Julie Velissaropoulou

Gorytos is the name for a case for bows and arrows carried by warriors on horseback. This case was made either of wood or of leather and was gold plated. Four such quivers have been found in Southern Russia and were considered as a typically Scythian piece of armour until in 1977 the Vergina quiver was brought to light. Chemical analysis of the metalwork will prove whether or not this case for bows and arrows was manufactured in a Greek workshop or not.

Gold, Sources and Techniques Anna Lambraki

Gold, in Greek mythology, is connected with countries of the East: even today the Paktolos of Chrysorroa River is spoken of, the sand of which came mixed with the precious metal. Besides the gold dust of the rivers that contained silver, mineral gold was also to be found in the veins of rocks. Various sources of gold are mentioned as existing on Greek territory but all were poor and soon exhausted. The study of golden objects (jewels, coins, textiles, painting mosaics) can supply us with extensive information about the techniques used in antiquity. The various techniques that are exclusive to a goldsmith were developed quite early on (ex. filigree and granulation).

Gold in Prepalatial Crete Costis Davaras

In the cemetery of Mochlos, an island close to the northern shore of Crete, there was accidentally found a treasure of jewels which offer us an excellent picture of the goldsmith's work, during the third millenium. Of exceptional importance is the diadem, with free-standing antennae. This allows us to reconstruct the form of similar artefacts that were found before previous finds and to revise our views on funeral masks. The influence of this type of diadem is evident in paintings and terracotta figurines of the late minoan period. Gold, which was rare at the time, must have been imported from Asia Minor or Egypt, although the possibility that small quantities also existed in Crete cannot be ruled out.

Legends and Art from the Scythian World Maria Pantou, Maria Sarla-Pentazou, Niki Prokopiou

During the first millennium BC, Iranian speaking tribes overflowed the steppes of Eurasia, from the Carpathian Mountains to the Sinic Walls, and created a civilizatiom common to all of them which is known to us as the Scythian. Works of art, astonishing in number and wealth, most of them in gold, have been found in tombs, fortified settlements and Greek colonies. Objects made of sensitive materials, cloth, wool and fur that would normally have hardly been kept from decay were kept preserved by the Siberian ice in the tombs of Altai.

Greek Metalwork of the 4th Century BC Eugenia Giouri

The Derveni Crater dates back to the decade 330-320 BC. It is a masterpiece of metalwork of the 4th century BC. The main body of the vase is of the passion of Dionysus shown in relief. Four attached cast statuettes adorn the shoulder of the vase. The study of the technique employed for this crater supplies us with some extremely important information about the evolution of metalwork during the second half of the 4th century BC.

Golden Byzantine coin dollars in the Middle Ages Hélène Ahrweiler

The fortunes of the golden byzantine coin follow the fortunes of the Byzantine Empire. "Το νόμισμα" or "Κωνσταντινάτο", as it is commonly known, is the first money to combine the three characteristics that make it the perfect coin. It is "solidum, integrum et totum". This fact makes it internationally accepted as currency and it circulates everywhere in the then known world. During the 11th century, because of the difficulties of the Byzantine Empire, “a sickness of the byzantine currency" is spoken of. Alexios Comnenos debases the coinage. Nevertheless, the Byzantine golden coin remains a symbol, even when worn round around the neck as jewelry.

The Symbolism of the Golden Background in Byzantine Mosaics Andreas Ioannides

Gold is common to mosaic backgrounds in all phases of Byzantine art. After the iconoclasm it is extensively used for the creation of a unified golden background, while known examples of such a background in early Byzantine art are few and far between. Gold, due to its natural properties symbolizes in Byzantine art and literature the eternal World of God, the Divine Light and the Revelation. Thus, gold illuminates the universe with the divine light and reveals at the same time the reason common to all things, namely God. In this use of a uniformly golden background the fundamental, Byzantine view of oneness is placed on a formal, aesthetic, level.

Coin portraits (part I) Manto L. Oikonomidou

In the early age of the coinage (approximately at the end of the 7th century BC), the prevalent theme on coins, coming mainly from the Asia Minor workshops, is of a variety of animals. The front face of the coins is later decorated with various attributes of the gods. The representation of humans is still rare until the 6th century B.C. when figures of gods enrich the repertoire of coin iconography. The satraps of Asia are the first to issue coins with human figures, symbolizing themselves. The effort for a realistic representation of the human figure started in the mid 4th century BC, and paved the road for the Hellenistic coin portrait. In the next issue: the representation of Alexander the Great on coins and the most characteristic portraits of the Hellenistic period.

Metals and Archaeometry Effie Fotou

Archaeometry is a relatively new discipline that applies physical, earth and biological science to archaeology. It aims at answering some fundamental questions raised in modern archaeology such as provenance of raw materials, and the dating and technology of man-made objects It is hoped that, in the long run, the elucidation of this type of questions will, eventually, lead to a better understanding of the creativity, sensitivity and overall way of thinking of the men and women who manufactured and used the artefacts we examine today.

The Initial Plan of the Catholicon of Megisti Lavra, Mount Athos: Revision of Certain Theories Concerning the Origin of this Type of Church Pavlos Mylonas

Megisti Lavra, oldest and largest monastery on the Holy Mountain of Athos, was founded in 930 AD by St. Athanasius since called the Athonite. It is certain that some buildings in the compound as e.g. the Catholicon (main church) can be traced back to this early period. The Catholicon whose main features consist of a central core of the crossing–square type, enriched by side-apses, double narthexes, and side chapels, is considered to have served as the model for the churches of Athos in general, as well as for many more in Greece and the Balkans. The Catholicon of Megisti Lavra, together with the other Catholica, form a special type of church, whose main characteristic is the existence of side-apses, serving as special stands for choruses of chanters, hence their name of choroi, or chorostasia. The origin of this type of church with side-apses, known as athonite, provoked diverse theories. Some scholars consider this type as being an enrichment of the cross - in – square for liturgical needs, while others believe it to be a triconch or tri-apsidal type, stemming from Georgia or Armenia. But although side apses were always considered as belonging to the initial Lavra Catholicon, they have been added to an already existing building. This fact matches information given in contemporary texts. The Vita of St. Athanasius, believed to have been written about 1010 AD, states that the latter was killed by accident, when he fell from the scaffolding, while “enlarging” the church. Further research has also proved that side-chapels and outer-narthexes are also later additions. Thus, if the present complex is stripped of its extensions, what remains must be the initial Athanasian building. This rather simple church belonged in a way to the cross-type and most probably originates from Constantinople. The addition, during a second stage, of the side apses was the result of functional needs. Thus, it may be concluded that the athonite type of church was not imported but was born and evolved in the Mountain.

Early Christian and Byzantine Censers at the Benaki Museum Laskarina Boura

The censers of the Benaki Museum presented here are all copper alloys. Depending on their form, these can be put into four categories: a) Box shaped, with a lion grasping a boar on its sliding lid, from Egypt (no. 11533), b) Chalice-shaped with a hemispherical cover, from Egypt (nos. 11470, 11527), d) The so-called "katsi" type, a funerary censer with a broad handle (nos. 11469, 11402, 21502). The two first of these censers are the most elaborately decorated ones and they enrich considerably our knowledge of paleologian(?) metalwork.

Conservation of Copper Objects Marina Lykiardopoulou–Petrou

Ideally the conservation / restoration of ancient copper objects should leave the patina intact for aesthetic reasons and for the purpose of better preservation. The original surface of the object (shape and size) should also be shown to better advantage. The conservation / restoration can be obtained by mechanic and / or chemical cleaning. In the case of the Benaki Museum's censers, the conservation process included the cleaning and the fixing of the objects in an air vacuum. Last they were covered with an acrylic varnish.

Evaluation of the components in bronze alloys Vassilis Iatridis

Determination and evaluation of the components that make a metal alloy are indispensable for the conservation and restoration of metallic objects,also determining the origin of the metal the object is made of and the workshop where it was made. It also provides some information on the technological background of the bronze foundries. We have analyzed the Benaki Museum's censers no. 21502, 11469 and 11402).

Early Post-Byzantine Ceramics from Larisa Georgios Gourgiotis

Two types of early post Byzantine ceramics have been found in Larisa: 1. Waterspots of type A. found 80-120 cm. below the present ground level. These feature a spherical belly and wide base, a narrow neck and a long spout rising close to the neck. They belong to the 17th-18th centuries. 2. Waterspots of type B. Group a. are with a spherical belly broadening at the poles of the pot, while the neck is wide and long. In Group b. the belly is strongly pressed along the diameter of the sphere and is small compared to the size of the neck. These belong to the 16th- 17th centuries.

Mycenaean Krani on Kephallenia Petros Kalligas

During the later Mycenaean age (LH III B, C period, which is 13th -11th cent. BC), an intense settlement activity is observed in the geographically closed terrain of the plain of Krani on the island of Cephalonia. The clusters of tombs at Kokkolata, Mazarakata, Metaxata, Lakithra and Diakata show evidence of corresponding villages built on the slopes of the hills around the plain. The whole area most probably formed an administrative unit, a kingdom, and its Centre was the Acropolis of Krani on the innermost spot of the bay (the present Koutavos Bay). The analysis of the content of the tombs (kterismata) and the funeral ritual and customs are, for the time being, the main source of information about the level of civilization of the inhabitants and their contacts with other areas of the Mycenaean world. The complete presentation and scientific elaboration of the finds of the tombs along with the anthropological examination of the bones found in them are still an ongoing the pursuits of a research program in the area still in process.

Τεύχος 119, Δεκέμβριος 2015 No. of pages: 144
Συνέντευξη: Μάντω Οικονομίδου – Ο ανεκτίμητος «θησαυρός» του Νομισματικού Μουσείου

Η Μάντω Οικονομίδου στο Νομισματικό Μουσείο. Χαρακτήρ είναι ο τίτλος του τιμητικού τόμου-αφιερώματος που προσφέρθηκε το 1977 στην επίτιμη Διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου, Μάντω Οικονομίδου. Ο αμφίσημος τίτλος, που παραπέμπει βέβαια στη νομισματική, δηλώνει παράλληλα και τη σπανιότητα που αναγνώριζαν στο χαρακτήρα της Μάντως Οικονομίδου οι πολλοί μαθητές, φίλοι και συνάδελφοι που της αφιέρωσαν τα άρθρα τους (έκδοση ΤΑΠΑ). Έχοντας σπουδάσει Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, η Μάντω Οικονομίδου εξειδικεύτηκε με υποτροφία στην Αμερικανική Νομισματική Εταιρεία της Νέας Υόρκης. Μελέτησε επίσης Νομισματική στο Cabinet des Médailles στο Παρίσι, στο Heberden Coin Room του Ashmolean Museum της Οξφόρδης, στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Το κατώφλι του Νομισματικού διάβηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1953 και επί έξι χρόνια εργάστηκε εκεί εθελοντικά. Το 1959 τοποθετήθηκε Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων στη Νομισματική Συλλογή, τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε το 1964. Μετά από τριακονταετή διευθυντική θητεία αποχώρησε τον Ιούνιο του 1994, έχοντας περάσει πάνω από 40 χρόνια στην οδό Τοσίτσα. Κι όμως, το 2009, κατάφερε να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι που επιγράφεται Τοσίτσα 1. «Τίποτα δεν γίνεται χωρίς συνεργασία, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αγάπη», μας είπε. Εκθέσεις, συνέδρια, αναρίθμητες τιμητικές διακρίσεις διεθνώς. Πνεύμα οργανωτικό και ανοικτό σε κάθε νεωτερισμό, στελέχωσε το Νομισματικό με νέους επιστήμονες και οδήγησε πολλούς άλλους σε δημοσιεύσεις και διδακτορικές διατριβές προτείνοντας υλικό από το τεράστιο απόθεμα του Μουσείου. Πεδία δράσης πολλαπλά: ταξινόμησε το αρχείο του 19ου αιώνα με την ιστορία του Μουσείου, ξεκίνησε τις ηλεκτρονικές καταγραφές, τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ως προς την ανάλυση νομισμάτων, έθεσε τις βάσεις για τη συνεργασία του Μουσείου με το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και το Πολυτεχνείο Κρήτης. Πολύτιμο για τους ερευνητές αποδείχθηκε το Αρχείο Νομισματικής Κυκλοφορίας (ΑΝΚ), που τηρείται στο Μουσείο και αποτελείται τόσο από ανασκαφικά νομίσματα όσο και από καταγραφές ιδιωτικών συλλογών και κατασχέσεων. Με μεγάλη συγκίνηση το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες δημοσιεύει τη συνέντευξη που παραχώρησε η Μάντω Οικονομίδου στην Αγγελική Ροβάτσου το καλοκαίρι του 2014, λίγους μήνες πριν από το θάνατό της.

Θέματα: Αντικύθηρα: Ταξίδι στην ιστορία του μικρού νησιού Άρης Τσαραβόπουλος

Μεγάλος πύργος στο ανατολικό τμήμα της οχύρωσης του οικισμού του Κάστρου. Παρά τη δημοσιότητα που έχει λάβει παγκοσμίως ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, το ίδιο το νησί παραμένει σχετικά άγνωστο. Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται μια ιστορική περιδιάβαση του δύσβατου τόπου που βρίσκεται ανάμεσα στην Κρήτη και στα Κύθηρα. Σταθμοί της τα ίδια τα ευρήματα και οι επιγραφές.

Μέσος ρους του Αλιάκμονα (Ι): Δαμάζοντας τον ποταμό Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη

Η «Υψηλή Γέφυρα Σερβίων» και η τοπική κοινότητα Νεράιδα. Άποψη από νότια. Η λειτουργία του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Πολυφύτου της ΔΕΗ, από το 1974 και μετά, είχε ως αποτέλεσμα τα νερά της τεχνητής λίμνης να κατακλύσουν το νότιο τμήμα της λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων, αλλοιώνοντας ριζικά το ποτάμιο οικοσύστημα του Αλιάκμονα και των άμεσα συνδεδεμένων με αυτό ρεμάτων, και καταστρέφοντας την ιδιαίτερου κάλλους παραποτάμια περιοχή. Μαζί τους κατακλύστηκε ή αποκαλύφθηκε βίαια και διαβρώθηκε το σύνολο σχεδόν των υλικών καταλοίπων του παραποτάμιου πολιτισμού, σηματοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές καταστροφές, σε πανελλήνια τουλάχιστον κλίμακα.

Μέσος ρους του Αλιάκμονα (ΙΙ): Η ζωή στην κοιλάδα Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη

Η θέση Κασιάνη Λάβας από ανατολικά. Στο λόφο οικιστικά κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής, της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και της Ελληνιστικής εποχής. Δυτικά του λόφου το φυσικό πέρασμα του Σαρανταπόρου. Η κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα αποτελεί μια πυκνοκατοικημένη περιοχή ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική και καθ’ όλη τη διάρκεια των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, ενώ η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ανάγεται στην Παλαιολιθική εποχή. Σε όλες τις εποχές παρατηρείται έντονη μετακίνηση εντός της κοιλάδας, η θέση κατοίκησης μεταβάλλεται συχνά και συνήθως μεταφέρεται σε όμορα πλατώματα ή λοφίσκους, όπου και μπορεί κανείς, συχνά με σχετική ευκολία, να ανιχνεύσει τη συνέχεια της κατοίκησης.

Η ανασκαφική έρευνα στην ανατολική Αχαΐα Ερωφίλη Κόλια

Αλμυρός Αίγειρας: Ταφή στο εσωτερικό σαρκοφάγου. Με πυκνή και συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική εποχή ως τις μέρες μας, η παραλιακή ζώνη από τα σημερινά σύνορα της Αχαΐας με την Κορινθία μέχρι το Αίγιο κρύβει ιδιαιτέρως σημαντικά ευρήματα που αλλάζουν ριζικά την εικόνα που είχαμε ως τώρα για την περιοχή.

Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα (Ι): Μια πρώιμη μορφή αμφικτιονίας Ίρις Τζαχίλη

Ζωόμορφο ειδώλιο από τον Βρύσινα. Η κορυφή του Βρύσινα είναι πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές αλλά η ίδια δεν είναι κατοικήσιμη. Πολύ συχνά κρύβεται στα σύννεφα, σχεδόν πάντα δέρνεται από αέρηδες, και πηγές νερού υπάρχουν πολύ πιο χαμηλά. Επομένως μια μόνιμη κατοίκηση είναι σχεδόν αδύνατη. Γι’ αυτό η ανθρώπινη παρουσία δεν είναι διαχρονική. Απαντά σε μεγάλο βάθος χρόνου αλλά σποραδικά, και πιθανότατα είναι εποχιακή. Συνδέεται με φαινόμενα εξαιρετικά του ανθρώπινου βίου, έκτακτης προσέλευσης και επιβεβαίωσης συλλογικότητας, όπως π.χ. με τακτές τελετουργίες ή έκτακτες συγκεντρώσεις.

Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα (ΙΙ): Η μαρτυρία των ευρημάτων Ελένη Παπαδοπούλου, Ίρις Τζαχίλη

Ανθρωπόμορφο γυναικείο ειδώλιο από τον Βρύσινα. Στα επτά χρόνια της ανασκαφής του Ιερού Κορυφής του Βρύσινα ήρθαν στο φως ποικίλα κεραμεικά αγγεία πόσης και εστίασης που χρησιμοποιούνταν για τελετουργικούς σκοπούς, αλλά και μεγάλος αριθμός πήλινων ειδωλίων, κυρίως ζωόμορφων. Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζει η παλαιοανακτορική λίθινη τετράπλευρη σφραγίδα που φέρει εγχάρακτα σημεία της μινωικής ιερογλυφικής γραφής.

Η Κόκκινη Εκκλησιά στο Βουργαρέλι Κωνσταντίνα Ζήδρου

Άποψη της βόρειας πλευράς του Καθολικού της Κόκκινης Εκκλησιάς. Η Παναγία Βελλά κτίστηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και γνώρισε την ύψιστη ακμή της κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου. Ιδρύθηκε στη στρατηγικής σημασίας οδική αρτηρία που ένωνε την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Αν και αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου, ο ναός είναι πιο γνωστός ως Κόκκινη Εκκλησιά.

Η Κοιλάδα των Τεμπών (Ι): Το πέρασμα των περιηγητών Νικόλαος Αθ. Παπαθεοδώρου

Τέμπη. Επιχρωματισμένη λιθογραφία, A. Ortelius, 1590. Η Κοιλάδα των Τεμπών αποτελεί πόλο έλξης των περιηγητών για περισσότερα από 2.000 χρόνια. Η γειτνίαση με τον μυθικό Όλυμπο, η σχέση της με πλήθος επεισοδίων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί, αλλά και το ειδυλλιακό φυσικό κάλλος της καθιστούσαν επιβεβλημένο το «προσκύνημα» από κάθε ταξιδιώτη της Ελλάδας.

Αρχαιολογικός χώρος: Ονιθέ Γουλεδιανών Κυριάκος Ψαρουδάκης

Χάλκινη κεφαλή Κόρης, που βρέθηκε στην Ονιθέ Γουλεδιανών. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Στην περιοχή Ονιθέ, ΝΑ από το σημερινό Ρέθυμνο και σε απόσταση 18 χλμ. απ’ αυτό, βρίσκεται μια αρχαία, αταύτιστη πόλη. Η ονομασία της δεν είναι γνωστή αλλά, απ’ ό,τι, φαίνεται, καταλάμβανε το ΝΑ τμήμα της επικράτειας της αρχαίας Ρίθυμνας. Ο ερειπιώνας της Ονιθές έχει κατά καιρούς ταυτιστεί με τις αρχαίες πόλεις Οσμίδα και Φαλάννα. Η ακμή της πόλης τοποθετείται στα αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αι. π.Χ.), όμως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται από τη Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.) και, με ορισμένα κενά, φτάνουν ως τις μέρες μας. Πρόσβαση στην Ονιθέ εξασφαλίζει το περιφερειακό οδικό δίκτυο που οδηγεί από το Ρέθυμνο στο χωριό Γουλεδιανά και, στη συνέχεια, ένας αγροτικός δρόμος που διαμορφώνεται στα βόρεια του οροπεδίου της Ονιθές. Το οροπέδιο έχει σχήμα τριγωνικό, με την κορυφή του τριγώνου προς το νότο, όπου συναντάται και το μεγαλύτερο υψόμετρο. Το πλάτωμα αποτελεί, κατά βάση, μια προεξοχή στις νότιες υπώρειες του όρους Βρύσινα, το οποίο κυριαρχεί με τον όγκο του στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου. Προς νότο, ανατολικά και δυτικά η περιοχή της Ονιθές απολήγει σε εξαιρετικά απότομες πλαγιές, γεγονός που την καθιστά φυσικά οχυρή θέση.

Τεύχος 120, Απρίλιος 2016 No. of pages: 144
Συνέντευξη: Αγαμέμνων Τσελίκας – Παλαιογραφία: Πρόσκληση στο ταξίδι

O καθηγητής Αγαμέμνων Τσελίκας στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας. Φωτ.: Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ. Kαθηγητής Αγαμέμνων Τσελίκας. Aποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως υπότροφος του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας ειδικεύτηκε στην ελληνική και λατινική παλαιογραφία, ιδιαίτερα στα ελληνικά χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα, υπό την επίβλεψη του Μ. Μανούσακα. Με υποτροφία του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) συνέχισε την έρευνά του στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και τις παλαιογραφικές σπουδές του στην παρισινή École Pratique des Hautes Études. Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Από το 1980 προΐσταται του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Το 1984 οργάνωσε ελεύθερο Σεμινάριο Ελληνικής Παλαιογραφίας, το οποίο έκτοτε έγινε θεσμός στο ΜΙΕΤ. Διδάσκει Ελληνική Παλαιογραφία ως επισκέπτης καθηγητής στο Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Πάτρας, στο τμήμα Ιστορικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα και στο τμήμα Πολιτιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Μπολόνια - Ραβένα. Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 150 παλαιογραφικές αποστολές σε βιβλιοθήκες, από τη Βουδαπέστη και τη Σόφια ώς την Αλεξάνδρεια, τα Ιεροσόλυμα, τη Δαμασκό και το Σινά. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 150 άρθρα-μελέτες σε θέματα παλαιογραφίας. Έχει τιμηθεί με τον Σταυρό του Ταξιάρχου του Παναγίου Τάφου από τον πατριάρχη Διόδωρο, για την ταξινόμηση του Αρχείου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και τη δημοσίευση του καταλόγου του, καθώς και από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο Β΄ με το οφφίκιο του νοταρίου για το έργο του στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Θέματα: Προσκύνημα στη Ζώμινθο Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη

Ζώμινθος: χάλκινο ειδώλιο σεβίζοντος, από τον Χώρο 28. Είναι χτισμένο στα 1.200 μ. υψόμετρο, εκτείνεται σε 1.600 τ.μ. και διαθέτει περισσότερους από 58 ισόγειους χώρους: το κεντρικό κτήριο της Ζωμίνθου φαίνεται πως το κατοικούσαν άρχοντες, μέλη της δυναστείας της Κνωσού, που ήλεγχαν από εκεί το Ιδαίο Άντρο, το ιερότερο σπήλαιο της Κρήτης. Έκτοτε γνώρισε πολλούς ενοίκους, Μυκηναίους, Ρωμαίους και Βυζαντινούς, Ενετούς και Τούρκους, ώσπου να το σκεπάσει η Ιδαία Γη και αιώνες μετά, το 1982, να αρχίσει να το φέρνει ξανά στο φως η σκαπάνη του ζεύγους Σακελλαράκη.

Πλωτινόπολη: Υδραυλική τεχνολογία, πολύχρωμα ψηφιδωτά Ματθαίος Κουτσουμανής

Πλωτινόπολη: η κεντρική παράσταση του ψηφιδωτού. Ο Θραξ ιππεύς, η χρυσή προτομή του Σεπτίμιου Σεβήρου, πολύχρωμα ψηφιδωτά από λίθο και υαλόμαζα που παριστάνουν τη Λήδα και τον κύκνο, τους άθλους του Ηρακλή.  Ίχνη προϊστορικών χρόνων, υπόκαυστο λουτρού, πηγάδι και θάλαμος. Κι άλλα πολύχρωμα ψηφιδωτά που απεικονίζουν τον  Έβρο και την πόλη, τον «κόμβο του Σολομώντα», θίασους θαλάσσιους με ιχθυοκένταυρους, Νηρηίδες και ερωτιδείς που ιππεύουν δελφίνια. Παρ' όλα τα πολύτιμα ευρήματα, ένα ερώτημα περιμένει ν' απαντηθεί: μόλις 2 χλμ. από τον ποταμό  Έβρο, πάνω σε ποια πόλη ίδρυσε ο αυτοκράτορας Τραϊανός την Πλωτινόπολη για να τιμήσει τη γυναίκα του Πλωτίνη;

Μέσος ρους του Αλιάκμονα (ΙΙΙ): Οι παραποτάμιοι οικισμοί Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη

Κάτω Μπράβας Βελβεντού. Πήλινο ειδώλιο γυναικείας μορφής, από λάκκο-αποθέτη. Η μέχρι σήμερα αρχαιολογική έρευνα στους παραποτάμιους αλλά και στους πιο υπερυψωμένους οικισμούς της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα έφερε στο φως μια μεγάλη σειρά αρχαιολογικών ευρημάτων και πληροφοριών, που σκιαγραφούν την εικόνα της κατοίκησης στην περιοχή από την προϊστορική περίοδο μέχρι και το τέλος της αρχαιότητας. Οι περισσότεροι οικισμοί εντοπίζονται σε υπερυψωμένα παραποτάμια πλατώματα ή λοφίσκους, πολύ συχνά δίπλα σε μεγάλα ρέματα, από τα οποία και υδροδοτούνταν. Συγκέντρωση και διαχρονική κατοίκηση παρατηρείται σε περιοχές που βρίσκονται πάνω στους οδικούς άξονες, σε συνάρτηση πάντα με τα ποτάμια περάσματα. Όλες οι ανασκαφές υπαγορεύτηκαν από σωστικούς λόγους. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για θέσεις που έχουν διαβρωθεί σε ποικίλο βαθμό από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου.

Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα (ΙΙΙ): Πήλινες πλαστικές εικόνες ανθρώπων Δημήτρης Σφακιανάκης

Μικροσκοπικά ειδώλια ανθρώπινων μορφών που φορούν ζώμα και χειρονομούν με τον ίδιο τρόπο: α) ΑΜΡ 16671, β) ΑΜΡ 16672. Οι ανασκαφές του 1972-73 στον Βρύσινα απέδωσαν ένα εντυπωσιακό και δυσανάγνωστο πλήθος θραυσμάτων, κατακερματισμένων μορφών από πηλό, εύθραυστων ανθρωπόμορφων κεφαλών και σωμάτων, μέσα από το οποίο, χάρη στις κοπιώδεις προσπάθειες των αρχαιολόγων, άρχισαν σιγά σιγά να αναδύονται συγκεκριμένοι ρυθμοί και τάσεις, μέθοδοι πηλοπλαστικής και αισθητικές προτιμήσεις των τεχνιτών, μια ολόκληρη  αφηγηματική γλώσσα που αναπόφευκτα υποδηλώνει τις αντιλήψεις και την εικόνα του μινωικού ανθρώπου.

Η Κοιλάδα των Τεμπών (ΙΙ): Αρχαίες λατρείες, νέοι χώροι Ανθή Μπάτζιου-Ευσταθίου

Αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση της απολλώνιας τριάδας. Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας, αρ. ευρ. Γ1. Οι πρόσφατες ανασκαφές στην κοιλάδα των Τεμπών φέρνουν στο φως νέες αρχαιολογικές θέσεις, πλουτίζοντας τις γνώσεις μας για την ιστορία μιας περιοχής, στην οποία λατρεύτηκαν ιδιαίτερα ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας και η Άρτεμη.  

Από τη φθορά στην αιωνιότητα Μαρία Αργυριάδη, Ολυμπία Θεοφανοπούλου, Βιργινία Ρωμάνου, Βασιλική Νικολοπούλου, Σωτήρης Μπεκιάρης

«Τoto», η κούκλα πριν από τη συντήρηση (ΠΛΙ, αρ. ευρ. 2005.18.0004). Ο Γάλλος Toto, η Γερμανίδα Florodora και τρεις ακόμα κούκλες από τη συλλογή παιχνιδιών του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, έχοντας γεννηθεί πριν από εκατό περίπου χρόνια και με εμφανή τα σημάδια της ηλικίας τους, παραδόθηκαν στις φροντίδες του Τμήματος Συντήρησης του Μουσείου Μπενάκη. Μηχανική κούκλα ο Toto, της οικογενείας των bisque child dolls η Florodora, μας πάνε πίσω στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα και στους κατασκευαστές παιχνιδιών στο Παρίσι και τη Θουριγγία. Οι συντηρητές, προκειμένου να εντοπιστούν τα προβλήματα και οι ενδεικνυόμενες θεραπευτικές τεχνικές, γδύνουν τις κούκλες και μας αποκαλύπτουν τα υλικά κατασκευής, τους μηχανισμούς που τους προσθέτουν κίνηση, τη σφραγίδα του κατασκευαστή.

Μικρό αφιέρωμα: Οικονομικές κρίσεις, ένα φαινόμενο με ιστορία: Εισαγωγή Δέσποινα Ευγενίδου

«Ευρωζώνη», έργo της Αννέττας Καπόν, 2012. Από την αρχαιότητα, η φορολόγηση της γης, του εμπορίου, των μεταφορών, των φυσικών πόρων, ο φόρος υποτελείας, η κοπή νέων νομισμάτων υπήρξαν κάποια από τα μέσα για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες οικονομικές καταστάσεις. Η υποτίμηση, η απαξίωση του νομίσματος ήταν κάποιες από τις λύσεις που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν η Αθηναϊκή Δημοκρατία με τα πονηρά χαλκία αλλά και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τα δηνάρια και τους αντωνιανούς, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με τους απαξιωμένους σόλιδους και το σύγχρονο ελληνικό κράτος με την υποτίμηση της δραχμής.

Οικονομικές κρίσεις (Ι): Νομισματικά συστήματα στο 19ο αιώνα Κατερίνα Μπρέγιαννη

Xάλκινο νόμισμα του Γεωργίου Α΄, 1869. © Τράπεζα της Ελλάδος, Νομισματική Συλλογή, αρ. ευρ. BG-ThB389. Από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι την έναρξη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στα ευρωπαϊκά κράτη και τις ΗΠΑ τα νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με την αξία των πολύτιμων μετάλλων. Η περιφερειακή ελληνική οικονομία, μέλος της Λατινικής Νομισματικής  Ένωσης, από ποια θέση βρέθηκε  να ατενίζει τη β΄ φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης που απογειώνεται στις οικονομικά εύρωστες χώρες της Ευρώπης;

Οικονομικές κρίσεις (ΙΙ): Πληθωρισμός και απαξίωση στο Βυζάντιο Γιόρκα Νικολάου

Φόλλις του Αναστασίου Α΄, 491-518, Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο (αρ. ευρ. ΝΜ 1892/3 Λ΄ 404). Η θεμελιώδης νομισματική του μεταρρύθμιση, το 498, ορίζει και τη συμβατική απαρχή της βυζαντινής νομισματικής. Υπήρξε άραγε αυτό που ονομάζεται «δολάριο του Μεσαίωνα»; Το βυζαντινό χρυσό νόμισμα, ο σόλιδος, παρέμεινε σταθερός τόσο σε βάρος (4,5 γρ.) όσο και σε περιεκτικότητα χρυσού, στα 24 καράτια, μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα. Από τη δεκαετία του 1030 όμως, αρχίζει η σταδιακή και καταστροφική του απαξίωση, συνυφασμένη με τη γενικότερη παρακμή της αυτοκρατορίας.

Αρχαιολογικός χώρος: Αρχαία Ασίνη Γεωργία Ήβου

«Ο άρχοντας της Ασίνης». Μυκηναϊκοί χρόνοι. Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου. Στη δυτική ακτή της Αργολίδας, μεταξύ του απάνεμου κόλπου του Τολού και της παραλίας της Πλάκας Δρεπάνου, προβάλλει η χερσόνησος Καστράκι, η οποία έχει ταυτιστεί με την Ασίνη του Ομήρου, του Στράβωνα και του Παυσανία. Στα βορειοδυτικά ενώνεται με τη στεριά με ομαλή πλαγιά. Εδώ, στην «Κάτω Πόλη» των ανασκαφέων, οι έρευνες έφεραν στο φως πυκνά στρώματα κατοίκησης διαφορετικών περιόδων. Οικιστικά, λατρευτικά και ταφικά κατάλοιπα έχουν ανασκαφεί στην κορυφή του λόφου ή «ακρόπολη» καθώς και σε θέσεις γύρω από αυτόν. Η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από την Πρωτοελλαδική περίοδο. Σημαντικά είναι τα κατάλοιπα των οικισμών των μεσοελλαδικών, μυκηναϊκών και γεωμετρικών χρόνων. Μετά το 700 π.Χ. περίπου, η Ασίνη έπεσε σε παρακμή καθώς βρέθηκε στο στόχαστρο του γειτονικού Άργους, το οποίο επιτέθηκε στον οικισμό, οδηγώντας τους κατοίκους σε φυγή. Η πόλη θα ακμάσει ξανά από το τέλος του 4ου αι. π.Χ., εποχή που κτίζονται τα εντυπωσιακά μέχρι σήμερα τείχη. Η φυσική αμυντική θωράκιση της θέσης, η γειτνίαση με τη θάλασσα και η προστασία από τους ανέμους θα συνεχίσουν να αποτελούν κίνητρο για εγκατάσταση και κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες. Τα ελληνιστικά τείχη της πόλης θα ενισχύονται και θα επιδιορθώνονται από τους κατά καιρούς διεκδικητές του Αιγαίου, με πρόσφατο παράδειγμα τη μετατροπή του λόφου σε ιταλικό οχυρό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα εκτεταμένα οχυρωματικά έργα εκείνης της περιόδου προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό την καταστροφή των αρχαίων καταλοίπων, τα οποία Σουηδοί αρχαιολόγοι είχαν φέρει μερικά χρόνια νωρίτερα στο φως. Η πρόσβαση στην αρχαία Ασίνη γίνεται μέσω του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί από το Ναύπλιο στο Τολό. Αμέσως μετά το σύγχρονο χωριό της Ασίνης, οδικές πινακίδες κατευθύνουν τον επισκέπτη προς το Καστράκι/Αρχαία Ασίνη, οδηγώντας τον μπροστά στα τείχη της αρχαίας πόλης.

Τεύχος 136, Αύγουστος 2021 No. of pages: 144
Editorial: Αύγουστος 2021 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Ο Αύγουστος, είτε ως ο Εκατομβαιών είτε ως ο Μεταγειτνιών του αττικού ημερολογίου, το οποίο ξεκινούσε με την πρώτη Νέα Σελήνη μετά το θερινό ηλιοστάσιο, ήταν αφιερωμένος στον θεό Απόλλωνα, τον πολυαγαπημένο θεό του φωτός και της μουσικής. Τον ίδιο που νίκησε τον αρχετυπικό δράκοντα και τον οποίο συμβουλεύονταν μέσω της Πυθίας στο Μαντείο των Δελφών. O διάλογος με τους θεούς, τα ουράνια σώματα και οι κύκλοι της φύσης ήταν μέρος της καθημερινής εμπειρίας. Η πρωτοχρονιά ήταν μέσα στο καλοκαίρι. Μέσα στο καλοκαίρι γιορτάζονταν και τα Κρόνια. Την ημέρα εκείνη, οι δούλοι ήταν ελεύθεροι. Εκείνη τη μέρα μόνο. Μπορούσαν, μάλιστα, να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους ελεύθερους πολίτες και να φάνε, να πιουν μαζί τους. Αυτό συνέβαινε και στη Χρυσή Εποχή, όμως βρίσκονταν πλέον μακριά της. Αυτό που συνέβαινε τη Xρυσή Eποχή του μακρινού παρελθόντος είναι το τωρινό όνειρο για ένα μέλλον που φαντάζει μακρινό. Η επιθυμία των ανθρώπων για ουσιαστική ισότητα και ουσιαστική ελευθερία, για κοινωνική δικαιοσύνη, για σύμπραξη και αρμονική συνύπαρξη παραμένει διαχρονική. Είναι μια ουτοπία στην οποία μονίμως θα στοχεύουμε και κάθε προσέγγισή της θα είναι λόγος για γιορτή.

Συνέντευξη: Prof. Dr. Katja Sporn – Ελληνογερμανικές συναντήσεις στην αρχαιογνωσία

Η Katja Sporn στην ταράτσα του DAI Αθηνών (φωτ.: Νίκος Χρυσικάκης). Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε στο Παράρτημα Αθηνών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου όταν το 2014 ανέλαβε τη διεύθυνσή του μια κυρία. Τα ενδιαφέροντα της δρος Katja Sporn περιλαμβάνουν την αρχαία τοπογραφία, την εικονογραφία της αρχαίας πλαστικής σε συνδυασμό με τη μελέτη της λειτουργίας και των συμφραζομένων της, τα εικονιστικά ειδώλια και την πολιτισμική τους σημασία, την ιστορία της έρευνας και πρόσληψης της αρχαιότητας. Διευθύνει, επίσης, μια συναρπαστική ανασκαφή–σπαζοκεφαλιά στο Καλαπόδι Φθιώτιδας.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Μια «πόλις» βόρεια των Άλπεων Leif Hansen, Roberto Tarpini, Dirk Krausse

Το πρώιμο κελτικό κέντρο εξουσίας του Χόυνεμπουργκ γύρω στο 600 π.Χ. (γραφική αναπαράσταση: Landesamt für Denkmalpflege im Regierungspräsidium Stuttgart/Faber Courtial). Χόυνεμπουργκ, ένα πρώιμο κελτικό κέντρο εξουσίας στον Άνω Δούναβη. Πολυάριθμα ευρήματα τεκμηριώνουν επαφές με τον μεσογειακό χώρο — για παράδειγμα, τα πενήντα οκτώ τμήματα αττικών μελανόμορφων αγγείων ή τα εισηγμένα από τη Μεσόγειο κτερίσματα στους μεγαλοπρεπείς τάφους, όπως ο μνημειακός ελληνικός χάλκινος λέβητας. Είναι σαφές ότι τον πρώιμο 6ο αιώνα π.Χ. ζούσαν στην περιοχή οικοδόμοι, τεχνίτες και καλλιτέχνες που είχαν μάθει την τέχνη τους στον μεσογειακό χώρο ή και προέρχονταν από αυτόν.

Αφιέρωμα: Τέλος και αρχή. Η εκπληκτική ανάκαμψη της Τίρυνθας μετά την καταστροφή των ανακτόρων το 1200 π.Χ. Joseph Maran, Άλκηστις Παπαδημητρίου

Αεροφωτογραφία του χώρου της Τίρυνθας από τα ΒΔ με την πρόσφατη ελληνογερμανική ανασκαφή συνεργασίας στον χώρο της κάτω πόλης (σε πρώτο πλάνο) και τη μυκηναϊκή ακρόπολη (φωτ.: Ν.Ε. Μανιαδάκης [AIRmania] / Α. Παπαδημητρίου). Σύμφωνα με τους συγγραφείς του άρθρου, τα αποτελέσματα της έρευνας των τελευταίων δεκαετιών καθιστούν σαφές ότι ο συλλήβδην χαρακτηρισμός της Μετα-ανακτορικής περιόδου ως αφετηρίας των «Σκοτεινών Αιώνων» είναι αδόκιμος και ότι για την αξιολόγηση των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τις δεκαετίες πριν και μετά την καταστροφή των ανακτόρων επιβάλλεται να γίνει μια πιο λεπτομερής και πολυδιάστατη διαφοροποίηση απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η θέση που συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάδειξη της συνέχειας μεταξύ της Ανακτορικής και Μετα-ανακτορικής εποχής είναι η Τίρυνθα. Όπως τονίζεται στο άρθρο, φαίνεται ότι μόνο μετά την καταστροφή των ανακτόρων, η θέση αυτή αποδεσμεύτηκε από τη σκιά των Μυκηνών και αναδείχθηκε στο πλέον σημαντικό περιφερειακό κέντρο του 12ου αι. π.Χ.

Καλαπόδι. Ένα εθνικό ιερό των Φωκέων με μακρά ιστορία Katja Sporn

Αεροφωτογραφία του χώρου της ανασκαφής (D-DAI-ATH-2020-1555, φωτ.: S. Biernath). Η ανασκαφέας παρουσιάζει ένα πολύ παλιό και σεβάσμιο ιερό, μοναδικό από πολλές απόψεις. Η μακρά ζωή του εκτείνεται από τον 14ο αιώνα π.Χ. έως τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο και περιλαμβάνει μια ασυνήθιστη λατρευτική εγκατάσταση της Μυκηναϊκής περιόδου. Το ιερό, που βρίσκεται στην ίδια περιοχή με το μαντείο των Δελφών αλλά στο αντίθετο άκρο, ανήκε άραγε στην Άρτεμη της Υάμπολης ή στον Απόλλωνα των Αβών;

Καλαπόδι. Έργα ανάδειξης και αναστήλωσης Θεμιστοκλής Μπιλής

Άποψη της νότιας μνημειακής ενότητας από βορειοδυτικά μετά το έργο αποκατάστασης (D-DAI-ATH-2020-2600, φωτ.: E. Laufer). Τα πολυεπίπεδα ερείπια των λατρευτικών κτηρίων στο Καλαπόδι, διατεταγμένα σε δύο παράλληλες μνημειακές ενότητες, μαρτυρούν τα διάφορα στάδια της αρχαίας ναοδομίας ξεκινώντας από τα προϊστορικά χρόνια. Στα έργα εφαρμόστηκαν καινοτόμες και ιδιαίτερες τεχνικές, καθώς και η συγχρονική αναστήλωση ενός κλασικού αδύτου πάνω σε ένα άλλο, γεωμετρικό, αφού παράλληλα εξασφαλίστηκε ένα υπόγειο δίκτυο αποστράγγισης των υδάτων.

Τοπογραφικές έρευνες στην κοιλάδα του Kηφισού Katja Sporn, Πέτρος Κουνούκλας, Eric Laufer

Αεροφωτογραφία του μέσου ρου της Κοιλάδας του Κηφισού από τα ανατολικά. DAI Αθηνών / K. Sporn. Ένα κοινό ερευνητικό πρόγραμμα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φθιώτιδας και Ευρυτανίας και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών διεξάγεται από το 2017 στην κοιλάδα του Κηφισού ποταμού, στη Φθιώτιδα. Κύριο αντικείμενο του προγράμματος είναι η εξερεύνηση της εν λόγω περιοχής, που αποτελεί την κεντρική δίοδο από τη Θεσσαλία προς τη Βοιωτία και τη νότια Ελλάδα, και η μελέτη της εξέλιξης των αρχαίων οικισμών της, με αφετηρία την κατανόηση του φυσικού τοπίου. Σε μια διεπιστημονική προσέγγιση συνδυάζονται οι επιμέρους αρχαιολογικές, γεωφυσικές, γεωμορφολογικές, γεωδαιτικές και τοπογραφικές έρευνες.

Η έδρα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα Θεμιστοκλής Μπιλής

Η έδρα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, 1925-1927 (D-DAI-ATH-Athen-Varia-0582, φωτ.: E. Kunze). Τριάντα περίπου χρόνια χρειάστηκαν για να πάρει το κτήριο του DAI Αθηνών τη σημερινή του μορφή, προσαρμόζοντας τη μεγαλοαστική κατοικία που είχε ανεγείρει ο H. Schliemann στις ερευνητικές ανάγκες του. Ο E. Ziller, αρχιτέκτονας του αρχικού οικοδομήματος (1888), δημιούργησε ένα χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής του όψιμου κλασικισμού με βιεννέζικες επιρροές και έβαλε έντονη τη σφραγίδα του στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο, συνθέτοντας τελικά ένα απαύγασμα της αισθητικής του.

Η συντήρηση αρχαιοτήτων στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών Άγγελος Σωτηρόπουλος

Σάμος. Κατά τη διάρκεια συγκόλλησης τμήματος της κεφαλής με το πρόσωπο του Κούρου (D-DAI-ATH-2017-31540, φωτ.: H. Kyrieleis). Το DAI Αθηνών απασχολούσε ανέκαθεν συντηρητές αρχαιοτήτων σε κάθε αρχαιολογικό χώρο και ανασκαφή  όπου έχει αναλάβει δράση, πρακτική που σκοπεύει να ενισχύσει, αναπτύσσοντας παράλληλα και την έννοια της προληπτικής συντήρησης.

Εξερευνώντας τα προσωπικά αρχεία του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών Δημήτρης Γρηγορόπουλος

Προμετωπίδα του ημερολογίου από το ταξίδι του H.G. Lolling στη Θεσσαλία (αρχείο H.G. Lolling). Τα προσωπικά αρχεία του DAI, παρακολουθώντας την ιστορία του, φωτίζουν πολλές πτυχές της αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα. Με κριτήριο τους δημιουργούς και την ιδιότητά τους τα αρχεία ταξινομούνται σε τέσσερις γενικές κατηγορίες: αρχεία ενεργών στελεχών του DAI Αθηνών, αρχεία σχετιζόμενων ερευνητών και εξωτερικών συνεργατών, αρχεία παλαιών ταξιδιωτικών υποτρόφων και, τέλος, στην πολυπληθέστερη κατηγορία ανήκουν τα προσωπικά αρχεία διαφόρων λογίων και ερευνητών.

Αρχαιολογικός χώρος: Ηραίον Σάμου Jan–Marc Henke

Άποψη των καταλοίπων του Δίπτερου ΙΙ προς τα ανατολικά, περ. 1764 (χαρακτικό του 1821). D-DAI-ATH-Diversa-0058. Αναπαράσταση σύμφωνα με το The Society of Dilettanti [εκδ.], Antiquities of Ionia I, 1821, κεφ. 5, πίν. 2. Το Ηραίον ήταν το κύριο εκτός των τειχών ιερό της αρχαίας πόλης της Σάμου, η οποία βρισκόταν στο ανατολικό άκρο της πεδιάδας. Προστάτιδα θεά της πόλης ήταν η Ήρα. Σε αντίθεση με τα πανελλήνια ιερά στην Ολυμπία ή στους Δελφούς, η εξέλιξη του Ηραίου συνδεόταν επομένως στενά με την τύχη και την ευημερία της κοινότητας των πιστών του. Στην αρχαιότητα, η θέση ήταν γνωστή κυρίως για την παλαιότητα της λατρείας της και για τον ναό (Δίπτερος ΙΙ), τον οποίο ο Ηρόδοτος εγκωμίαζε ως τον μεγαλύτερο ναό της Ελλάδας (Ιστορίαι 3.60).

Τεύχος 59, Ιούνιος 1996 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Ο Eric S. Higgs και η παλαιολιθική εποχή στην Ήπειρο Richard Tomlinson

Η παλαιολιθική έρευνα στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του YΠ.ΠO. Βιβή Βασιλοπούλου

Η διερεύνηση της παλαιολιθικής εποχής στην Ελλάδα Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Γνωριμία με τους πρωτοπόρους και τους σκαπανείς Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η παλαιολιθική αρχαιολογία στην Ελλάδα Ανδρέας Ντάρλας

Το σπήλαιο Zαΐμη στην Kακιά Σκάλα Ειρήνη Παπαγεωργίου-Σταμπόλη

Άλλα θέματα: Το όπλο του Δαβίδ Νίκος Βουτυρόπουλος

Μια τράπουλα με φιλελληνικά θέματα Βάνα Μπουσέ

Τα ηρώα των βαλκανικών πολέμων Ηλίας Μυκονιάτης

Μία θύμηση από το ξεχασμένο Αγγειόκαστρο (Τσανακκαλέ) Βασίλης Κορκολόπουλος

Αρχαιολογική φωτογραφία Δέσποινα Βαφίδου

Συντήρηση τέμπλου I. Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Ναζαρέτ Αντώνης Πατεράκης

Οι “πυραμίδες” της Aργολίδος Γιάννης Πίκουλας

Μουσείο: Αρχαιολογικό Mουσείο στην Αμφίπολη Χάιδω Κουκούλη-Xρυσανθάκη

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η Προϊστορία στη Λέσβο Μάκης Αξιώτης

Σημαντική έκθεση με θέμα τη Μεγάλη Ελλάδα: οι Έλληνες της Δύσης Αφροδίτη Οικονομίδου

Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

English summaries: Ε. S. Higgs and the Palaeolithic in Epirus Richard A. Tomlinson

Eric Higgs came to Archaeology after an earlier career in a different subject. Being at the Museum of Archaeology and Ethnography in Cambridge, he was attracted to Prehistory, and particularly the Palaeolithic. In the late 1950's much work had been done on the classi-ficasion of the Palaeolithic in Europe, which was based largely on available data from central and western Europe, since at this time there was only minimal evidence for Palaeolithic traces in Greece. Eric Higgs saw that there were obvious analogies between North Africa and the Greek region and proposed the theory that there might be evidence for Palaeolithic activity in Greece; and that Greece ought to form a geographical link between Africa and Europe. Thus, he started to research in order to locate Palaeolithic sites in Greece. The results of this survey were published in the Proceedings of the Prehistoric Society of England in 1964. The method applied was to comb the surveyed area, sampling whatever was relevant to the research. Higgs, with the eager support of Sotiris Dakaris, conducted excavations in the Agios Georgios area, north of Preveza, which produced flint finds and handaxes. The investigation continued during the period from 1962 to 1967, with surveys and excavations at Aspro-chaliko and Kastritsa as well as at Kokkinopilos. Higgs was able to establish and define chronologically the sequence of stone workshops in Epirus. Higgs' achievements, not only in Epirus, but in his whole approach to the field of Prehistory, received full recognition with his appointment in 1967 as Director of the British Academy's major research project on the Early Prehistory of Agriculture. Hjggs interpreted the context of his discoveries in the light of the present practice of seasonal migration, demonstrated by the Sarakatsani shepherds in Epirus. The interpretation principles which supported his ideas remain fundamental: it is essential, that is, the archaeological sites and the material which comes from them to be interpreted in terms of the environment to which they belonged; and imperative, as regards the Palaeolithic period, to be properly appreciated that the ancient environment would have been radically different from the present one. Also, that this interpretation should not be restricted to the immediate surroundings, but that it should be extended to the broader environment as an element of great significance. Higgs pioneering work gave the initial impetus to the study of Palaeolithic period in modern Greece. It is particularly in this respect that this issue of Αρχαιολογία και Τέχνες is a fitting tribute to Eric Higgs' achievements.  

Palaeolithic Research in the Ephorate of Palaeoanthropology-Spelaeology Vivi Vassilopoulou

Palaeolithic research, being overshadowed by a brilliant, broader "classical" past, was only recently recognized as a self-sustained scientific branch of Archaeology. The Ephorate of Palaeoanthropology-Spelaeology is only two decades old, a time proven unequally effective. The dual character of the Ephorate as a public service and a recearch center (not enacted by law as yet) is both an advantage and a disadvantage: on the one hand we must apppease our collegues in other Ephorates of Antiquities that we are also civil servants and on the other we have to reassure our academic colleagues that we are also scholars. However, if the objective is an organized and effective dealing with a correct approach to the Palaeolithic in Greece, then the open-air sites, being an intergal element, must be supervised by only one institution for their protection, which will be reinforced with instituted competences and will retain, in any case, the right and capability to cooperate with the local Ephorates. The collaboration with foreign and Greek institutions will be fruitful, while the increase of the number of experts in this field is a permanent demand. Needless to say that the research subject in itself dictates the need for interdisciplinary and cooperative procedures on the base of the equality of the various specialities and the evaluation of priorities. As regards the research categories of the Ephorate in progress, they are the following: - Survey excavations which produced Palaeolithic finds and they were staffed in their cource by specialists in the Palaeolithic. - Long-planned projects and excavations with research targets on an iterdisciplinary base. - Cooperative programs with foreign archaeological schools. - Supervision of foreign schools programs or of other institutions. Now, that as it seems, the Palaeolithic in Greece has been founded as an itegral branch of the science of Archaeology, we hope to have the chance to prove it also practically in 1997 in a celebration for the 20 years of the Ephorate, which will be focused on its entire work during these years.  

The Investigation of the Palaeolithic Period in Greece Georgia Kourtesi-Philippakis

The interest in human habitation during the Palaeolithic period in Greece was first expressed in the second half of the 19th century by scholars of Greek antiquity (F. Lenormant), who had become sensitive to the issues of the appearance of man and the beginning of Prehistory, then in vogue among the intellectuals of West Europe. In the years between the two World Wars foreign scientists, but now prehistorians (H. Breuil, H. Obermaier, D. Garrod), in the framework of their research also became interested in Greece and specifically in its position and role in European Prehistory. During the same period the first excavations (Zaimi and Ulbrich caves) were carried out by the Austrian A. Markovits, which however did not attract the interest they deserved for a number of reasons. After the excavation at Seindi, Boeotia, in 1941, the investigation of the Palaeolithic was continued after the War, mostly within the framework of research programs orientated to later periods. In the sixties research was focused on mainland Greece and was mainly undertaken by foreign archaeological schools. The British worked in Epirus (Kastritsa, Asprochalico, Kokkinopilos and later Kleidi), the French in the Eleia plain, the Germans around the Thessalian Peneios river and the Americans in the Argolid (Franchthi). Among the Greek archaeoligists who became interested in the Prehistoric period, the name of D. Theocharis is distinguished. In recent years the activity of a new generation of Greek prehistorians, specialized in the Palaeolithic abroad, as well as the realization of a series of interdisciplinary research programs on Palaeolithic (Theopetra, Boila, Kalamakia, Kleisoura) by the Ephorate of Palaeo-anthropology-Spelaeology gave a new impulse to the research and opened new prospects of scientific cooperation. Finally, the 1st International Congress on "The Palaeolithic Period in Greece and in the Neighbouring Regions", which took place in loannina in September 1994, proved to be a milestone in the course of the relevant field. However, the progress of the research into the Palaeolithic in Greece will be successful only if the Palaeolithic period is included in the curriculum of Greek universities, the interdisciplinary groups are activated and the programs of cooperation and exchange with colleagues from the neighbouring countries are developed.

Palaeolithic Archaeology in Greece Andreas Darlas

Palaeolithic archaeology in our country has remained until recently out of the limelight of research, in the universities as well as in the Archaeological Service. Some relevant efforts which started a few years ago, still remain in the initial stage. The systematic development of this scientific field requires the coordinated activities of the two main vehicles of archaeological research in Greece, that is the universities and the Archaeological Service.

David’s Weapon Nikos Voutyropoulos

The sling was originally used in the 7th millennium B.C. when writing was still unknown. The contemporary research has reached the conclusion that the propagation of the Neolithic way of life coincides with the wide diffusion of the sling's use. Clay or stone missiles of biconical, sphaerical of elliptical shape, weighing about 30 gr each, are placed in a leather or woven socket; two stripes, attached to its ends, allow the rapid rotation of the missile. As a result, when one of the stripes in let loose, the rotation energy is transmitted to the missile which thus is hurled in a speed of over 100 km/h. Most of the Neolithic missiles are biconical. Their aerodynamic cross-section decreases the air resistance and at the same time increases their range which can reach almost 500 m, that is much longer than the range of an arrow. About the end of the Bronze Age and during the successive historical periods lead missiles are made, which represent a technological achievement in the evolution of war methods. Archaeology cannot easily establish the use of the sling. A large amount of pebbles, found nearby the entrance to the small Protocycladic fortification "Korfari ton Amygdalion" on Naxos, has been interpreted by the excavator Christos Doumas - in relation with the destruction and devastation of the site in the second half of the 3rd millennium B.C. - as a result of enemy invasion. Similar is the case in another fortified settlement of the same period, in "Kastri" on Syros. At Sesklo, Thessaly, Christos Tsountas had already pointed out, during his first excavations, the existence of heaps of clay sling missiles in the ruined houses of the acropolis, a find verified later by Dimitris Theocharis not only in the houses of the acropolis but also in those of the town itself. This phenomenon finds its parallel in a settlement of the Karanovo II Civilization. The ancient historian Xenophon in his Third Book of Anavasis describes the misfortunes of the Greek expedition force after the Kounaxa battle (401 B.C.). assigning them to the lack of slingers who could have kept the enemy to a far distance. In the course of centuries the sling has been replaced by other weapons, however, in our time, during the Spanish Civil War. It was by slings that grenades were hurled at the Alcazar fortress.  

Philhellenic Themes in a Deck of Cards Vana Bouse

A number of everyday objects with themes inspired by the Greek war of independence began circulating, in 1821, in Germany as well as in other European countries, thus documenting the philhellenic sentiments of a great number of contemporary Europeans. These objects, board games, decks of cards, wallpapers and other similar items, were ephemeral by nature and so, although we have testimonies of their existence, the actual objects have rarely been conserved. It is for this reason that the description of a deck of cards with philhellenic themes, which has survived to this day, complete and in good condition, through a series of happy coincidences, is of particular interest. This deck consists of 52 cards, each of 8.4 x 5.5 cm, and decorated by hand-painted etchings. The association of the playing cards' symbols with the personages depicted on them shows this to be the result of careful consideration.

The Memorials of Balkan Wars: Nationalism and Cultural Unity Ilias Mykoniatis

The Memorials of Balkan Wars (1912-1913), erect during the mid-wars years in Greece, contributed, in a spontaneous way and without compulsion, to the creation of a cultural unity in the provinces of Epirus, Macedonia, Thrace, and the Aegean islands, the union of which with the motherland was the result of these wars. The Heroa of lannitsa, Bizani, Kilkis, Lachanas, Doirane and Serres belong to the history of art, being works of Sculpture, but at the same time they represent parts of the Greek history. They symbolize the nation and express the idea of patriotism. Their function, especially in the period in which they were erected, has an additional, important parameter: made of ancient white marble from Penteli Mount and modelled according to the style of the Athenian scuiputre, which was orientated to the revival of tradition, they conveyed to the new territories the message of building a national physiognomy through civilization.

A Souvenir from the Forgotten Aggeiokastro (Canakkale) Vasilis Korkolopoulos

For many years now I have been collecting pots from Aggeiokastro (Canak-vase, Kale-castle in Turkish), an old toponym at the right side of the entrance to the Dardanelles, the narrowest section of the Hellespont Straits. Although the various bibliographical sources mention that the first samples of this pottery date from the late 17th to the early 18th centuries and they are products of Greek and Armenian craftsmen, they have internationally been considered as Islamic. Aggeiokastro (Canakkale) used to be a supply port, mainly of Greek trading and transportation ships travelling to the Black Sea. It prospers in the 19th century, and if we consult 20th century diaries, we will read that the 5,000 out of its 8,000 inhabitants were Christian orthodox, mainly Greeks. The people of Aggeiokastro managed to propagate their pottery to Russia, the Balkans and the Aegean islands and also to produce for a Turkish-speaking clientele. The plastic values of this pottery affected the later, modern Greek ceramics, and this influence is combined with the settlement of leading craftsmen in various areas of mainland Greece (Florina, Mytilene, Thessaloniki) after the Asia Minor catastrophe of 1922. The pot I am presenting must have been made in the middle of the 19th century. Its appearance is strange, anthropomorphic, with an applied decoration of flower petals and the distinct figure of Christ on the Cross at its front. It is 38 cm. high, the width of its base is 12 cm. and it has been glazed in a deep green colour. I suggest that it has been made for a high-ranking Church official and that in all probability it was used during tha Passion week in a church. On the occasion of this presentation I want to stress that, regardless of how daring this may seem, we must institute a Museum of Islamic Art in Greece. As opposed to our Folk Art Museums, it would elucidate many such ambiguous issues and it would take back in a skilful way whatever Greek the Turks have cleverly appropriated.

Archaeological Photography Despoina Vafidou

Photography is a mechanical -and therefore trustworthy- method of recording the visible wold- Because of its nature, it has been assisting the science of Archaeology and also conservation through the process of recording and cataloguing objects, as well as by illustrating books and all kinds of publications. For the photographic record to be exact, a working knowledge of the equipment and the technique is necessary, while certain rules must be followed depending to the subject and the desired result. This article deals with certain elements concerning the photographic equipment, underlines some photographic techniques relevant to problems of archaeological photography and clarifies the pontetial and constraints of photographic recording.

Conservation of the Sculpted Wooden Iconostasis in the Holy Church of the Annunciation in Nazareth Antonis Paterakis

The Ministry of Culture in Greece was called upon by the religious magistrate and the Arabic-speaking community of the city of Nazareth to attend to the conservation of the historic Greek Orthodox Church of The Annunciation in this city. A mission was sent to Nazareth consisting of a specialized team of conservators by the Minister of Culture, Mr. N. Sifounakis. The problems of deterioration of the sculpted wooden (walnut) iconostasis of the church were related to tunneling by woodworm, overpaying with copper-based paint (inimation gold) and other former interventions. Conservation treatment of the iconostasis consisted of the mechanical and chemical removal (ethanol, paintstripper) of the overpaintingand filling of missing areas with polyurethane resin and walnut wood which was adhered with a PVA emulsion adhesive. Conservation treatment was completed with the cleaning, color integration (Liquitex acrylic paints) of compensated areas and lacquering (Rembrandt Matt and Gloss Varnish). Fumigation is planned for the continued preservation of the iconostasis.

The “Pyramids” of the Argolid Giannis Pikoulas

A lot has been written and discussed lately about the monuments of the Argolid, known as "pyramids". Therefore I thought it would be expedient to restate my opinion, since all my accounts and relevant data are contained in my recently published monograph (G. A. Picoulas, Road Net-Work and Defence, Athens 1995, in Greek). Thus, from the conclusions of an almost ten years long research in the region of the Argolid and Corinthia, I quote in this article whatever concerns the specific monument. All the crucial evidence, such as the edifice form, masonry, site of erection, concept of planning and construction, analogies to the rest relevant monuments, etc, support the dating of the building in the late 4th century B.C. In addition, the use of such a scale of construction, undoubtedly costly and technically innovating, reveals a state planning and realization. Exactly in front of it passed an arterial road with major deviations; close to it laid the important settlement of Zoga; the entire inner coast of the Argolid bay laid at its feet, while it surveyed the problematic borderline of the permanently hostile Laconian territory. At some time, towards the end of the 4th century B.C., when the region becomes a battlefield, and the defence plan for controlling and shielding a neuralgic for Argos area changes, the guardian post of Ellenikon is erected: a rectangular tower which stands on a solid pyramidoid base and is equipped in its interior with a completely controlled approach. Similar and contemporary, in all probability, would have been the edifice close to Ligourio. There are many who lecture and write articles abour the protection of the monument. Howerever, two things must precede any attempt for "saving" it: first, the relocation of the sports field, which lies at the foot of the hill, elsewhere and the reconstruction of the area; second, the removal of the church, which was erected close to the monument at hard times.

Prehistory in Lesbos: New Sites and Data Makis Axiotis

The "urban center" of Lesbos has been excavated by the archaeologist Ms Lamb at Thermi. It seems, however, that there is a considerable dispersion of the inhabitants outside these "centres". Clusters of houses, of an agricultural and stock-breeding character, gathered probably around a matriarchal tutelage of an extensive family, are located on the peaks of selected hillocks which offer some natural fortification that is further reinforced by simple stone walls. Flat cultivation land surrounds the habitation site, while the finding of millstones and pestles of various types in all these settlements has become a rule as well as the spring of water at the foot of the hillocks. Flywheels are included among the finds, which indicate cattle-breeding and also molluscs from the sea-side areas. The vertical elements on which the hinges of the wooder doors turned are the only surface finds from I dwellings, while stone axes made from black basalt are scattered everywhere. The blades and scrapes are exclusively made from colourful flint as the abundance of its flakes indicates. Quite many quarries have been located, the most important being the one at Pochi. More than thirty Prehistoric sites have been discovered on Lesbos and it is absolutely certa that their number will increase in the future. Their proper excavation will furnish answers to many complex questions. Until then myth is bound with reality and colourful stone flakes will complement the marvelous coloured shades of the petrified trees.

The Greeks of the West Afroditi Oikonomidou

The exhibition which monopolizes presently the cultural interest in Italy is dedicated to the Greek colonizers of the West. In the Palazzo Grassi of Venice homage is paid to "Magna Grecia" in recognition of its fundamental role in the formation of European culture. Professor Giovanni Pugliese Caratelli, president of the Scientific Committee of the exhibition states: "Our intention is to elevate, through a choice of archaeological documents and works of art, the civilization which was developed in the Greek colonies of the West, from South Italy to Sicily and Cyrene and from Provence to the Iberian Peninsula, as well as the exemplary coexistence with the native peoples. But mainly we have tried to follow the course which led to the birth of the concept of Europe, mother land of dialectic thought and cultural tradition". The creation of the institution ofpoiis, the independent society of free citizens, is the historic fact which gave an impulse to the colonization movement. The colonies can exhibit an excellent fine arts production which is presented in a complete and thorough way through 2,000 exhibits which come from 75 museums. A series of panels on the galleries walls, in the form of "information atlas", relates the exhibits on the one hand with their place of origin (aerophotographies, plans, maps), and on the other with religion, social and political structure, theater, mythology, town-planning, cultural and artistic activities. It is a parallel course which offers to the visitor-spectator useful information for the comprehension of the ancient society. Besides, this is the novelty of this exhibition: the artistic production is not presented merely as an object, but as a creation of a specific society, of a certain way of life. Special emphasis is naturally laid on architecture and philosophy by portraying the celebrated philosophers of antiquity, who lived in Magna Grecia: Parmenides, Empedocles, Pythagoras, Plato. The exhibition, open until December 8, 1996, is accompanied by parallel exhibitions and organized excursions to the grounds of Magna Grecia, screenings, videos and infromative web pages in the Internet.

Γνωριμία με τους πρωτοπόρους και τους σκαπανείς (1) Georgia Kourtesi-Philippakis

Geoff Bailey (1948) English prehistorian. He took part in the excavation of Kastritsa, Epirus, in 1967, with E. S. Higgs, before reading Archaeology and Anthropology at Cambridge University, where he graduated in 1975 (Doctoral Thesis: "The Role of Shell Middens in Prehistoric Economies"). He was appointed lecturer of Archaeology at Cambridge University in 1976 and professor of Archaeology at the University of Newcastle in 1996. Geoff Bailey returned to Epirus in 1979, together with P. Carter, H. Higgs and C. Gamble. While there, he undertook to reappraise the material from Kastritsa and Asprochaliko and initiated a new search on the site. He discovered Klithi with P. Carter and collected new dating material from Asprochaliko, with John Cowlett, in 1981. Excavations at Klithi began in 1983. The initial team was joined by C. Roubet ,Institut de Paleontologie Humaine, Paris (stone implements) and D. Sturdy (palaeogeography). The team was later enlarged by the presence of G. King, Institut de Physique du Globe, Paris (neotectonics), C. Turner, Open University, Milton Keynes (palynology), M. Macklin, Leeds University and J, Lewin, University College of Wales, Aberystwyth (river geomorphology), E. Moss, Harvard Unisversity (usage traces), N. Winder , Cambridge University (statistics) and S. Green, University of Manchester (ethnography). The team which worked at Klithi included students, who subsequently initiated their own independent research later: E. Adam, N. Galanidou, E, Kotzabopoulou, V. Papakonstantinou, A. Sinclair, F. Wenban-Smith, K. Willis and J. Woodward. Geoff Bailey has began field research in Australia. He is interested in the domestication of the horse in Kazakstan and the role of water resources in the development of civilisations around the Nile. He is the author of many books, such as: Economic Archaeology, Oxford 1981, Hunter-gatherer Economy in Prehistory: A European Perspective, Cambridge 1983, Stone Age Prehistory: Studies in Memory of Charles McBurney, Cambridge 1986, Publication of the research results in Epirus is expected at the end of 1996, under the title Klithi: Archaeology of a Late Glacial Landscape in Epirus, Northwest Greece, Cambridge. Henri Breuil (1877-1961) French clergyman and prehistorian. He was attracted from an early age to Natural History, Geology and Palaeontology. From 1905 to 1906 he taught Prehistory at the University of Freiburg in Switzerland and in 1910 he was appointed professor at the Institut de Paleontologie Humaine in Paris. From 1929 until 1947 he held the chair of Prehistory at the College de France. He was awarded honorary doctorates by many European universities, such as Cambridge, Oxford and Lisbon. Thanks to his reexamination of the stromatography of many sites in France and his study of sets of stone implements, H. Breuil established the cultural continuity of the Late Palaeolithic period, which enjoys general acceptance to this day. At the same time, he studied and made graphic reproductions of a large number of works of art and contributed to the acceptance of antiquity and the authenticity of Palaeolothic art. Breuil travelled extensively and worked tirelessly in many European countries, in North Africa, Ethiopia, Kenya, the Near East and China. We owe him a considerable number of publications, some of which are: The Cave of Altamira, Madrid 1935 (with H. Obermaier), Les subdivisions du Paleoiithique superieur et leur signification, Paris 1937. and 400 siecles d' art parietal, Montignac 1952. Jean Chavaillon (1925) French prehistorian. He studied Ethnology and Natural Sciences in Paris, and in 1964 he submitted his doctoral thesis: "The Quartenary's Deposits in the Northwest of the Sahara". Director of Research at the Centre National de Recherches Scientifiques, since 1989, he participated in the Arcy-sur-Cure excavations, in France, and led many scientific expenditions in the Sahara, in Spain, Turkey, Lebanon, and, since 1965, in Ethiopia, where he excavated well-known sites of the Early Palaeolithic period, Melka Kontoure among them, At the Paris-I University, Chavaillon set up and conducted the seminar on "Prehistory and Archaeology of Africa". In Greece, in collaboration with his wife Nicole Chavaillon, he worked on the surface research of the region of Eleia, from 1962 till 1964. Among his writings we note his recent work L'Age d'Or de I'Humanite, Paris 1996. Francis Hours (1921-1987). French Jesuit clergyman and prehistorian. He made his debut during the Arcy-sur-Cure excavations, as a close associate of A. Leroi-Gourhan. In the mid-fifties he established himself in Lebanon, where he and his collaborators, L. Copeland, J. Besanson, P. Sanlaville, O.Aurenche, J. and M.-C. Cauvin, dedicated themselves οn Prehistoric research. After 1976 he settled in Lyon, where he carried out pioneering work in many fields. In the field of Methodology, Hours elaborated and presented a list of types for the study of Middle East sets of implements. He applied computer technology for the statistical analysis of his material, as well as for stromatographic research. In the field of Chronology, he emphasised the role of absolute dating for the establishment of a strict chronological framework. His third field of interest touched on Theoretical Archaeology: Hours contributed substantially to the New Archaeology's propagation in France. He collaborated with J. Chavaillon in surface surveys in Eleia, NW Peloponnese, but also in the Melka Kontoure's excavations in Ethiopia, and was among the first to put forward the hypothesis that Homo erectus moved from Africa to Near East and from there onto Europe. Together with professor 0. Bar-Yosef, of Harvard University, he was the only prehistorian who was so well versed in the Prehistory of the Near East, from the Early Palaeolithic to the Neolithic Age. He is the author of many publications and the organiser of the Symposia for the Prehistory of the Near East. Sotiris Dakaris (1916) Greek archaeologist and academic. He studied at the University of Athens and did postgraduate work at the University of Tubingen. In 1965 he was elected as full professor at the University of loannina. He was among the fist to contribute to the establishment and promotion of this newly founded university, where he taught both Classical and Prehistoric Archaeology. From 1968 to 1974 he worked for the Athens Oekistics Centre (Town-Planning) and engaged himself to excavating and writing. In 1976-1977 he was appointed Rector of the University of loannina. Author of almost 50 works, most of which concern the Archaeology and History of Epirus, he has been honoured by the German Archaeological Institute of Berlin, the Town Council of Clermont-Ferrand in France and the Panepirotic Union of Greece. Dakaris' first active period as an academic teacher coincided with the research carried out by the British under E.S. Higgs in Epirus, which he warmly and effectively assisted in more ways than one. Thomas W. Jacobsen (1935) American archaeologist, professor of Classical Archaeology at the University of Indiana in the USA. He headed the "Argolid Exploration Project", which had been organised by professor M. Jameson, of the University of Pennsylvania, to whom we owe the first Palaeolithic finding in the Argolid. Jacobsen set up and directed an international interdisciplinary team, which undertook the excavation of the Frangthi cave in the Argolid, between 1967 and 1979. For the coordination of the research and the ensuing publications, he also organised two Symposia in Bloomington, in 1978 and 1982. The team which worked at Frangti consisted of scientists from various disciplines, a fact which ensured that all aspects of the excavational research at a Prehistoric site were covered. We note the presence of the following: W. R. Ferrand (excavation issues), University of Michigan, Τ. Η. Van Andel (palaeoenvironment), University of Stanford, C. Perles (stone implements), University of Paris X, C. Runnels (surface survey), University of Boston, J. C Shacleton (molluscs), Cambridge University, J. M. Hansen (palaeoethnobotany), University of Boston, S, Payne (fauna), and others. Janusz K. Kozlowski (1936) Polish prehistorian and academic. Professor of Prehistory at the Jagellon University of Krakow, since 1974. His interests center around the Late Palaeolithic and the Neolithic periods. He has headed many excavations and scientific expeditions in Europe, as in Poland, Slovakia, Bulgaria, former Yugoslavia, but also in Greece, the Near East, Egypt, Turkey, Central America and the Greater Antilles. His research target is to provide solutions to three major problems of world Prehistory, namely the process from the Middle to the Late Palaeolithic period and the origins of modern man in Europe (Temnata, Bulgaria), the effects of the glaciers' expansion on Central European habitation, according to Gravettia (Moravany, Slovakia and Krakow-Spadzista, Poland), and the beginnings of the Neolithic period in the Balkans and the Danube area. Janusz Kozlowski holds a honorary doctorate from the University of Bordeaux I, he is a member of the Deutsches Archaologisches Institut and of the Istituto .liano de Preistoria e Protostoria, a honorary member of the British Prehistoric Society, a member of the executive committee of the Union Internationale des Sciences Prehistoriques et Protohistoriques (UISPP) and, since 1980, president of the Committee VIII (Late Palaeolithic). He has been awarded the British Europa Prize. He is the author of many synthetic works, such as: Il Paleolitico: Uomo, ambiente e culture, Milano 1987, Hommes et climats a l' Age du mammouth, Paris 1988. L'Art de la Prehistoire en Europe orientale, Paris 1992, Atlas du Neolithique europeen, vol. I, Liege 1993, Preistoria, Milano 1993. Frangois Lenormant (1837-1883) French archaeologist, historian and numismatist, son of the well-known Charles Lenormant another famous archaeologist and numismatist who followed Champollion in Egypt and died in Athens in 1859. F. Lenormant was one of the founders of the journal La Gazette Archeologique. Together with his numismatic work, he was interested in ancient history and the civilisations of the Near East. He published the following works: Manuel d'Histoire Ancienne de I'Orient jusqu aux Guerres Mediques, 1968, Lettres assyriologiques sur I' histoire et les antiquites de l'Asie, 1871, as well as the three volume work: La monnaie dans l' Antiquite, 1873-1879. His work, Origines de I'histoire d'apres la Bible et les traditions des peuples orientaux, 1880-1882, appeared shortly before his death. Andre Leroi-Gourhan (1911-1986) French academic, prehistorian and ethnologist. At the age of 25 he was awarded a doctorate in Human and Natural Sciences and degrees in Chinese and Russian from the Institut National des Langues et Civilisations Orientales in Paris, In 1936 he headed an ethnological expedition of the Musee de l' Homme, in the Far East. In 1945 he was appointed professor in Lyon. In 1956 he was appointed to the chair of Prehistoric Ethnology at the Sorbonne and taught at the College de France from 1970 up to his death. He excavated intensively at two of the greatest Palaeolithic sites in France, the caves of Arcy-sur-Cure and the open-air site of Pincevent; there he was the first to apply the method of horizontal strata revelation, which permitted the horizontal distribution of finds to be studied, thus opening up a new vista for Prehistoric research. He also applied himself to the study of art and proposed a new interpretation, based on the symbolism of sexuality. He was the author of many works, some of which are: Evolution et techniques, Paris 1943-1946, Les fouilles prehistoriques: techniques et methodes, Paris 1950, Le geste et la parole, Paris 1964, Prehistoire de I'art occidental, Paris 1965. He was also the editor of the journal Gallia Prehistoire. The surface survey in Eleia, NW Peloponnese, was not followed up by an excavation, and so Leroi-Gourhan was unable to put his techniques and excavation methods for Palaeolithic sites into practice. Had been able to apply his methods in the field, the course of Prehistoric research might have been different.  

Γνωριμία με τους πρωτοπόρους και τους σκαπανείς (2) Georgia Kourtesi-Philippakis

(cont. from part I) Paris 1965. He was also the editor of the journal Gallia Prehistoire. The surface survey in Eleia, NW Peloponnese, was not followed up by an excavation, and so Leroi-Gourhan was unable to put his techniques and excavation methods for Palaeolithic sites into practice. Had he been able to apply his methods in the field, the course of Prehistoric research might have been different. Henry de Lumley (1934) French prehistorian. Professor of Prehistory and Director of the Musee National d' Histoire Naturelle in Paris. He has been involved with the Early and Middle Prehistoric periods and has headed excavations on many Palaeolithic sites in the south of France, as in the Tautavel caves, where the well-known human skull, Hortus, Lazaret, Terra Amata, was discovered. He also directed the research on Mount Bego, in the Vallee des Merveilles, in the south of France, where the rock paintings of the Bronze-Stone Age and the Bronze Age were discovered. He organised the 9th Congress of the Union Internationale des Sciences Prehistoriques et Protohistoriques (UISPP), wich took place in Nice, France, in 1976. Within the framework of the Prehistory laboratory he is in charge of, he promotes interdisciplinary cooperation, with emphasis on the Quarternarys Geology and the study ot the palaeoenvironment. His works include; Le Paleolithique inferieur et Moyen du Midi mediterraneen dans son carde geologique, Paris 1969-1971, Une cabane acheuleenne dans la grotte du Lazaret (Nice), Paris 1969, Le Grandiose et le Sacre, Aix-en-Provence 1995. He has edited the three volume work La Prehistoire Frangaise, Paris 1976, and he is also the editor of the journal L'Anthropoiogie. Adalbert Markovitz (1897-1941) An active member of Austria's and Germany's spelaeological organisations, Markovitz was initially involved in the scientific research of karstic formations in Central Europe, Austria in particular. During the period 1928-1940, he carried out extensive spelaeological research and systematic excavations in Greece, with the assistance of the Anthropology Museum of the University of Athens. His research aimed to confirm his belief, that human presence and habitation in the Helladic region occurred as early as the Palaeolithic period. This was contrary to the established archaeological view of the time, both in Greece and abroad, which held that the Greek geographical region had been settled for the first time during the Neolithic period, through migrations from the north. The Zaimi cave (no 413), at Kakia Skala in the Megarid, was the first to produce positive results, with the discovery of stromatographic horizons and cultural remains belonging to an earlier period than the Neolithic one. This has become his better known search, through his publications in the Annals of the Hellenic Anthropological Society of 1928, 1929, 1930, 1931, the Spelaeological Jahrbuch (Wien), 1932-1933, the Mitteilungen der Geographischen Gesellschaft.. 1932, the Mitteilungen uber Hoelen und Karstforschung, 1933, the Forschungen und Fortschitte (Berlin), 1933. The later excavations of the Ulbrich cave in Nauplia, confirmed the basic conclusions from the Kakia Skala region. In recognition of his research, Markovitz was awarded a doctorship in Prehistory by the University of Vienna and was appointed professor of Prehistory and Geography in Paris. A direct follow-up of Markovitz' research activities in Greece were the excavations of R. Stampfuss in the Seidi cave of Kopais and those of L. Reisch in the Kefalari cave of the Argolid, which brought to light Upper Palaeolithic habitattional horizons. Vladimir Milojcic (1918-1978) German prehistorian. Professor of Prehistory and Director of the institute of Prehistory and Protohistory at Heidelberg University in Germany. He taught at the Universities of Munich and Saarbruken, and from 1958 at the University of Heidelberg. From 1953 he headed the German expedition in Thessaly, Greece, where he excavated a large number of Neolithic and Bronge Age sites. Milojcic was among the first to support the thesis that the Balkan peninsula represented, in chronological and cultural terms, the interim zone between the Near East and Central Europe. His scholarly works include: Chronologie der Jungeren Steinzeit Mittel- und Sudosteuropas, Berlin 1953, Hauptergebnisse der deutschen Ausgrabungen in Thessaiien 1953-1958, Bonn 1961, Das prakeramische Neolithikum sowie die Tier- und Pfianzenreste, Bonn 1965. He was also the editor of the series Beitrage zum Ur- und Frugeschichtlichen Archaologie des Mittelmeer-Kulturaumes. Milojcic promoted research in Thessaly's Palaeolithic period through a series of surface surveys of archaeological character, which was combined with the systematic study of the remains in the Thessalic plain sediments, by H. Schneider and D. Jung, and that of its fauna, by J. Boessneck. The conclusions were published in a classic work, for the Palaeolithic period of Greece, entitled Paiaolithikum urn Larissa in Thessaiien, Bonn 1965. Hugo Obermaier (1877-1946) German clergyman and archaeologist. He studied Theology and Prehistoric Archaeology at the University of Vienna, where he submitted his doctoral thesis "Beitrage zur Kenntnis des Quartars in den Pyrenaen" (Contribution to the Knowledge of the Quarternary in the Pyrenees). From 1909 until 1911 he taught Prehistory in Vienna and from 1910 until 1914 at the Institut de Paleontologie Humaine in Paris, where Breuil was also a professor. During the next twenty years, he devoted himself to field research in many European countries, among which Spain: Italy and Switzerland. In 1939 he was appointed professor of Prehistory at the University of Freiburg in Switzerland. His publications include: Der Mensch der Vorzeit, Berlin 1912, Fossil Man in Spain, London 1924, Las pinturas rupestres de !os Allaedores de Tromon, Teruel, Madrid 1927 (with Breuil). Aris Poulianos (1924) Greek anthropologist. Born on the island of Ikaria, he studied at the University of New York and was awarded his Ph.D. by the University of Moskow. He has been an active Member of New York's Academy of Sciences, since 1987. As a member of the Executive Committee of the University of Patras (1965-1967), he founded the first Faculty of Biology in a Greek university. During his stay in Moscow, he worked mainly in the Faculty of the Origins of Races at the Institute of Anthropology: of the Academy of Sciences. He is the author of five books and numerous anthropological publications. He has formulated substantial theories on the biological continuity of Greece's population and he is the founder of the Anthropological Society of Greece (with many annexes throughout the country). He is a member of the Permanent International Council of Anthropological and Ethnological Sciences. He founded the Anthropology Museum of Petralona, which houses exhibits from all over Greece. He publishes the journal Anthropos. He carries out Palaeoantropological excavations in Halkidiki (Petralona: where the well-known ossified human skull was found, Nea Triglia, Vrasta, etc.), in Western Macedonia (Pentavrysso, Perdika, Ptolemais, etc.), surface surveys throughout Greece since 1965, as well as human measurements of individuals, ranging from the Pacific (Ainou) to the Atlantic Ocean (Basques). Elisabeth Schmid (1912-1994) German prehistorian and academic. She studied Prehistory, Geology, Palaeontology and Ancient Zoology at the University of Freiburg in Germany. From 1937 until 1962 she taught at the Universities of Bonn, Cologne and Freiburg. In 1960 she was appointed professor of Prehistory at the University of Basle and in 1976 she was the first woman to become Rector of the Shool of Natural Sciences. In 1953 she founded, with pofessor R. Laur-Belart, the Prehistory Research Centre, in collaboration with the Swiss Archaeological Society. Together with her teaching and research activities, she worked for the establishment of a permanent exhibition of Prehistory at the Basle Ethnographic Museum, and was an active member of the Swiss Prehistoric Society. Her Atlas of Animal Bones, Amsterdam 1972, is her most well-known publication. Schmid broadened the horizons of Prehistoric research by using the Natural Sciences and especially Enzymatology and Ancient Zoology, a pioneering approach at the time. Moreover, the purpose of her excavation trench at Seidi was, as she herself emphasised, "... die noch offenen Fragen vor allern der Sediments und der Fauna zu beantworten". Avgoustos Sordinas (1927) Professor emeritus of the Ionian University. He studied Anthropology and Prehistoric Archaeology at Harvard University, where he submitted his doctoral thesis: "The Prehistory of the Ionian Islands" (1968). During the years 1958 to 1960 he carried out research on the Midpalaeolithic period (Sangoan) in West Africa, under Oliver Davies of the Legon University in Ghana. From 1961 till 1964 he specialised in France's Upper Palaeolithic period, under professor Hallam Movius (Harvard University's excavations in Abri Pataud, in the Dordogne). As professor of Anthropology, at Memphis State University in the USA, he undertook various research expeditions, e.g. in Greece (Palaeontology and Archaeology of Pleistocene, as well as studies on the material equipment of traditional agricultural groups), in Colombian-Ecuador (Prehistoric Archaeology), on lake Titikaka (the material equipment of the Oury tribe) and on other locations. Works: investigations of the Prehistory of Corfu during 1964-1966, Contributions to the Archaeology of Saudi Arabia, The Papyrus Boat: A Primitive Navigational Craft in Western Corfu, and others. Rudolf Stampfuss (1904-) German archaeologist. He studied Archaeology at Tubingen. In 1928 he was appointed Director of the Museum of Duisburg and in 1935 he took over the teaching of Prehistory at the Paedagogic Academy of Dortmund. He published numerous texts on Germany's Prehistory and Protohistory. His publications are, to a large extent, archaeological studies of the Neolithic and the Bronze Age, mainly in the Rhineland. Dimitris Theocharis (1919-1977) Greek archaeologist, prehistorian and academic, one of the pioneers in the Remotest Prehistory of Greece. He studied at the University of Thessaloniki and did post-graduate work at the University of Heidelberg (1958-1960) in Germany. He continued his studies at the Musee de I'Homme in Paris, at Cambridge University and the Institute of Archaeology in London. As Ephor of Antiquities in Thessaly, he organised the new exhibition in the Museum of Volos. In collaboration with his wife, archaeologist M. Theochari, the then assistant professor G. Hourmouziades and a team of German archaeologists under V. Milojcic, he promoted research in Thessaly's Prehistoric age, excavating numerous Neolithic sites and extending Sesklo's excavations, thus continuing Ch. Tsounta's work. He taught at the University of Thessaloniki during the last years of his life. Theocharis is the first Greek archaeologist to take a direct and effective interest in the study of the Prehistoric period, by undertaking surface surveys and by publishing his findings on sets of stone implements. In his texts a scientific, descriptive terminology in Greek was tested for the first time. Among his publications we single out two monumental works: The Dawn of Thessalic Prehistory, Volos 1967, and Neolithic Greece, Athens 1971.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα γεωργικά εργαλεία (4) Βγένα Βαρθολομαίου

Τεύχος 107, Ιούνιος 2008 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Η Αλχημία από τους ελληνιστικούς ως τους μεσοβυζαντινούς χρόνους Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Η προσωποποίηση της Αλχημίας από την εκκλησία της Παναγίας των Παρισίων Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος του περιοδικού στην Αλχημία εξετάζουμε την παρουσία και την εξέλιξή της από την ελληνιστική ως τη μεσοβυζαντινή περίοδο, με άξονα την αλλαγή των αντιλήψεων και την δύσκολη επιβίωση της επιστήμης αυτής σε έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται. Από την αρχαιότητα, όταν η αλχημική έρευνα θεωρούνταν ως ένα θέμα απόλυτα φυσικό και ενδιαφέρον για την εξήγηση του κόσμου, περνάμε στους ελληνιστικούς χρόνους, όταν οι θετικές επιστήμες σημείωσαν σημαντική ανάπτυξη. Η φθίνουσα πορεία του φιλοσοφικού προβληματισμού στην Ελλάδα οδηγεί στη μετατόπιση της πνευματικής αναζήτησης ανατολικά (Μ. Ασία, Αίγυπτο, Συρία), όπου πολλοί Έλληνες ζητούν καταφύγιο στις αυλές φωτισμένων βασιλέων και προωθούν την έρευνα στα μαθηματικά, την αστρονομία, τη μηχανική, την ιατρική και τη φυσιογνωσία. Για τους φιλοσόφους, και γενικά τους σκεπτόμενους της Ανατολικής Μεσογείου, η θεωρία της ενότητας της ύλης, την οποία υποστηρίζει η Αρχή Μία- Αλχημία, απόλυτα ορθολογιστική για τα σημερινά δεδομένα, έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε.

Οι Έλληνες αλχημιστές των ελληνιστικών χρόνων Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Τα στοιχεία του Πυρός και του Αέρος, τα οποία περιέχονται στη Γη και το Ύδωρ (μικρογραφία του 15ου αι.) Οι θετικές επιστήμες σημείωσαν σημαντική ανάπτυξη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Οι Έλληνες διανοούμενοι είχαν την ευχέρεια της προσβάσεως σε όλα τα ελληνιστικά βασίλεια της ΝΑ Μεσογείου και της Ανατολής, των οποίων οι βασιλείς πρόθυμα παραχωρούσαν τα οικονομικά μέσα για να ιδρυθούν επιστημονικά εργαστήρια και βιβλιοθήκες. Από τον Γ΄ π.Χ. αιώνα, ανεφάνησαν και μεγάλοι μαθηματικοί (Ευκλείδης, Απολλώνιος ο Περγαίος) μηχανικοί (Αρχιμήδης, Κτησίβιος, Ήρων ο Αλεξανδρεύς), αστρονόμοι (Αρίσταρχος ο Σάμιος, Ίππαρχος), αναπτύχθηκε η φυσιογνωστική επιστήμη (Θεόφραστος) και εμφανίστηκαν διάσημοι ιατροί (Ηρόφιλος, Ερασίστρατος). Τις ορθολογικές θεωρίες κατείχαν και οι αλχημιστές. Στην βάση της Ερμητικής Φιλοσοφίας υφίσταται ένας σημαντικός Πρώτος Νόμος: η Ενότης της Ύλης. Η Ύλη δηλαδή είναι μία (Πρώτη Αρχή ή Αρχή Μία), αλλά μπορεί να πάρει διάφορες μορφές μέσω των οποίων έχει την δυνατότητα να συνδυαστεί με τον εαυτό της και να παραγάγει άπειρα νέα σώματα. Οι αλχημιστές εφάρμοζαν κάποιες τεχνικές μεθόδους, καθαρά φυσικές, διά των οποίων προσπαθούσαν να επιταχύνουν τις διαδικασίες της Φύσεως, για συγκεκριμένες περιπτώσεις μετουσιώσεως της ύλης. Οι αλχημιστές εκτός από την συμπαντική Πρώτη Ύλη δέχονταν τρεις αρχές (θείον, υδράργυρος, άλας) και τέσσερα θεωρητικά στοιχεία (αήρ, γη, πυρ, ύδωρ), τα οποία δεν αντιπροσώπευαν μόνο φυσικές καταστάσεις της ύλης, αλλά και ιδιότητες αυτής. Τα αρχαία δεδομένα για την ερμηνεία της τάξης πίσω από το χάος που απεικονίζονται στη μυθολογία δείχνουν να συμφωνούν με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ψυχολογίας, κυρίως με αυτές του Γιουνγκ. Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη προσέφερε το θεμέλιο για την αλχημιστική θεωρία και πρακτική και άλλες φιλοσοφίες συνέβαλαν στην τελική δομή. Η στωική ιδέα για το καθολικό κοσμικό πνεύμα και την «σπερματική αρχή» ενίσχυσε τις έμφυτες στην αλχημία βιταλιστικές αντιλήψεις, ενώ η πνευματική όψη της ευρωπαϊκής αλχημίας προέρχεται από την Γνωστική σκέψη.

Οι Έλληνες αλχημιστές την εποχή της Ρωμαιοκρατίας και ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Το ηλιακό φως υπό την επίδραση του Υδραργύρου των Φιλοσόφων (Rosarium philosophorum, 1550) Oι χρόνοι από τον Παύλο Αιμίλιο μέχρι τον Πομπήιο αποτελούν την χειρότερη περίοδο της υποδούλωσης του ελληνισμού. Ωστόσο η ελληνική φιλοσοφία και τέχνη επιβάλλουν στην Ρώμη τον πολιτισμό και όλο και περισσότεροι Ρωμαίοι αναζητούσαν σχολές ή διδασκάλους στην Ελλάδα, για να μορφωθούν (Κικέρων, Βρούτος, Κάσσιος, Καίσαρ). Όμως την ίδια περίοδο η Αθήνα και η υπόλοιπη Ελλάδα, με ελάχιστες εξαιρέσεις (Πλούταρχος, Δέξιππος, Πολύαινος), απουσιάζουν από το πεδίο των γραμμάτων, αντίθετα με τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Περσία που εμφανίζουν λογοτέχνες, ιστορικούς και επιστήμονες (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Αππιανός, Αίλιος Αριστείδης, Παυσανίας, Φλάβιος Αρριανός, Στράβων, Δίων Κάσσιος, Πολύβιος κ.ά.). Στο νέο πνευματικό κέντρο του τότε κόσμου, την Αλεξάνδρεια, καλλιεργούνται πλέον οι επιστήμες, μεταξύ αυτών και η Αλχημία. Η Αλχημία υπήρξε μία πραγματική φυσική επιστήμη, με τις δικές της θεωρίες, οι οποίες είχαν σκοπό να δώσουν μια ορθολογιστική ερμηνεία της ύλης και να επαληθεύσουν μια συμπαντική κοσμογονία. Οι Ρωμαίοι, κατεξοχήν λαός πολεμικός, επηρεάστηκαν κυρίως από τον Στωικισμό. Ο Ποσειδώνιος προσπάθησε να συμβιβάσει τον Στωικισμό με τον Πλατωνισμό και τον Αριστοτελισμό, σε μια μυστικιστική φιλοσοφία, διαποτισμένη με θεολογικό πνεύμα. Πιθανότατα ήταν αλχημιστής, δεδομένου ότι παραδεχόταν την ύπαρξη μιας ζωτικής δύναμης, που πηγάζει από τον Ήλιο και με την θερμογόνο πνοή της (πνεύμα) ξεχύνεται στον κόσμο. Ο Επικουρισμός επίσης επηρέασε θετικά ονομαστούς στοχαστές και μεγάλους ποιητές (Βιργίλιος, Οράτιος) και κατέκτησε τον Λουκρήτιο. Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος ασπάζεται τις ατομικές αντιλήψεις του αρχαίου υλισμού. Διακηρύσσει ότι τίποτα δεν μπορεί να προκύψει από το τίποτα, διά της θεϊκής θελήσεως, ενώ εκφράζει μια πρώτη εικασία για την αιωνιότητα της ύλης: τίποτα δεν περιστρέφεται στο τίποτα. Στο πρόσωπο του Λουκρητίου η αρχαία Ρώμη ανέδειξε τον πλέον επιφανή υλιστή, αλχημιστή και αθεϊστή φιλόσοφο.

Η Αλχημία στα βυζαντινά χρόνια Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Απεικόνιση πυρφόρου βλήματος σε ναυμαχία (βυζαντινό χειρόγραφο) Ο πλέον αξιόπιστος από τους αλχημιστές των πρωτοχριστιανικών αιώνων είναι ο Ζώσιμος ο Πανοπολίτης (5ο αι.). Στο βιβλίο του με τίτλο Ιμούθ αναφέρεται στην γένεση της Αλχημίας και σε μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος των τεχνών ήταν ο Χημεύ, από τον οποίο προέρχεται «το όνομα της χημείας». Το βιβλικό όνομα Χημεύ απαντά και στην Αίγυπτο. Tον 10ο και 11ο αιώνα, γράφτηκε ένα είδος εγκυκλοπαιδείας, καθαρά χημικής, στην οποία διαχωρίσθηκαν η Μαγεία, η Αστρολογία και η Ιατρική. Oι επιστήμες αυτές αρχικά πρέπει να ήσαν ενωμένες και ίσως αυτό εξηγεί την καύση στην Αίγυπτο, από τον Διοκλητιανό, όλων των αλχημικών βιβλίων και την εντολή του Θεοδοσιανού Κώδικα να καίγονται τα βιβλία που έχουν ως αντικείμενο αυτές τις επιστήμες μαζί με τους συγγραφείς τους. Και σήμερα ακόμα η Αλχημία κατατάσσεται στις απόκρυφες επιστήμες, μαζί με την Μαγεία και την Μαγγανεία. Την αντίληψη της Αλχημίας για τον κόσμο και την ζωή μέσα σε αυτόν μας δίνει επιγραμματικά το κείμενο του Σμαράγδινου Πίνακος. Κατά την παράδοση το κείμενο ήταν χαραγμένο σε ένα μεγάλο σμαράγδι, το οποίο βρέθηκε στον τάφο του Ερμού του Τρισμεγίστου. Πρόκειται για μια σύνθεση της αλχημικής σκέψεως πάνω στην προέλευση της ζωής, την φιλοσοφία της ύλης και τις αρετές της φιλοσοφικής λίθου. Παράλληλα, όμως, για τον «μυημένο» περιέχει πλήρεις και σαφείς οδηγίες για την τέλεση του «Μεγάλου Έργου». Τον 5ο αιώνα, πολλοί αλχημιστές, όταν αυτοκράτορες όπως ο Θεοδόσιος, ο Ζήνων και ο Ιουστινιανός κήρυσσαν διωγμούς, τόσο κατά των εθνικών όσο και κατά των αιρετικών χριστιανών, έβρισκαν καταφύγιο στην Συρία, επαρχία μεν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά ανεκτική στην γνώση και την φιλοσοφία. Τον 7ο αιώνα, ανέρχεται στο τότε διεθνές προσκήνιο το έθνος των Αράβων. Οι Άραβες, με τον φανατισμό της νεοσύστατης μονοθεϊστικής θρησκείας τους, κατέστρεψαν όλους τους χριστιανικούς ναούς και σχολές στην Αλεξάνδρεια, την Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια. Το κλίμα ηρέμησε κάπως με την δυναστεία των Ομμεϋαδών, οι οποίοι έδειξαν ενδιαφέρον και για την Αλχημία. Ο Ομμεϋάδας Χαλίφης Χαλίντ εξελίχθηκε σε ικανότατο αλχημιστή και ιδρυτή του αραβικού κλάδου της Αλχημίας. Ένας από τους διαπρεπέστερους αλχημιστές της εποχής του και δάσκαλος του Χαλίντ, ο οποίος, κατά τα αραβικά λεξικά, πέτυχε το «Μέγα Έργο», δηλαδή την μετατροπή ενός αγενούς μετάλλου σε χρυσό, ήταν ο Ελληνοσύριος Μοριανός. Το έργο του Βίβλος των συνθέσεων της Αλχημίας είναι ιδιαίτερα γνωστό, διότι δι’ αυτού εισήχθη αργότερα η Αλχημία στην Δυτική Ευρώπη.

Οι αλχημιστές μέχρι τον 10ο αιώνα στο Βυζάντιο Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Ο Θεός κατασκευαστής του κόσμου (περ. 1250, Σχολιασμένη Βίβλος) Η Αλχημία, δεν εμφανίζεται με αυτό το όνομα μέχρι τον 8ο αιώνα. Τα παλαιότερα γραπτά πειστήρια που διαθέτουμε για την Αλχημία είναι οι πάπυροι της βιβλιοθήκης της Λυόν. Πρόκειται για ελληνικά κείμενα, γραμμένα στην Αίγυπτο, τα οποία βρέθηκαν τοποθετημένα πάνω σε μούμιες. Ανάγονται στον 3ο αιώνα και περιέχουν θρησκευτικές επικλήσεις, αλλά και συνταγές μεταλλουργών. Οι γνώσεις αυτές υποδηλώνονταν ήδη με το όνομα Χημεία ή Χυμεία, όπως μας πληροφορεί ένα χριστιανικό κείμενο του Ζωσίμου Πανοπολίτου τον 5ο αιώνα. Οι αλχημιστές, τουλάχιστον των πρωτοχριστιανικών χρόνων, εφάρμοζαν την εργαστηριακή πειραματική χημεία και πρέπει να φτάσουμε στον 6ο αιώνα, στον Ολυμπιόδωρο, για να βρούμε έναν λόγιο, ο οποίος να εξετάζει θεωρητικά την Αλχημία, χωρίς τις πρακτικές εφαρμογές της. Από τους προηγούμενους αιώνες, ένα ήδη σύνθετο σύνολο πειραματικών συσκευών έχει χρησιμοποιηθεί από τους σοφούς. Το βασικό όργανο, που είχε τότε εφευρεθεί, είναι ο άμβυξ, διυλιστήρας με τον οποίο έγινε η ανακάλυψη της απόσταξης, πρώτης γνωστής μεθόδου, κατά την οποία με μόνη την δράση του πυρός και σε ένα μόνο δοχείο, αποσυντίθενται και αναλύονται τα υλικά σώματα. Εκεί που υπήρχε πάντοτε σύγχυσηήταν στην ορολογία, καθώς οι παρασκευαστές, στο ίδιο πείραμα, έδιναν διαφορετικά ονόματα. Εν τούτοις, ένα σύνολο ειδικών αλχημικών συμβόλων είχε καθιερωθεί ήδη από το 2000 π.Χ. με μινωικά ιερογλυφικά και γράμματα. Πέραν αυτών, το πλέον γνωστό εικονικό σύμβολο της Αλχημίας είναι εκείνο το οποίο παριστάνει ένα ερπετό που δαγκώνει την ουρά του («Ουροβόρος Όφις»). Η πρώτη παράστασή του χρονολογείται στον 10ο αιώνα Περί τον Ε΄ αιώνα π.Χ., γράφεται ένα έργο, με σκοπό να εκθέσει την θεωρία της Αλχημίας στο πλαίσιο της συριακής παιδείας της Μέσης Ανατολής. Οι Άραβες δάσκαλοι του 8ου αιώνα θα το θεωρήσουν ως σύνοψη ολόκληρης της κοσμογονικής επιστήμης. Η Ευρώπη, όμως, θα το παραλάβει σε αραβική γλώσσα μόλις τον 10ο αιώνα, και η λατινική του μετάφραση θα παραμείνει άγνωστη, με μοναδική εξαίρεση την τελευταία του σελίδα. Η σελίδα αυτή, με το όνομα «Σμαράγδινος Πίναξ» θα έχει μιαν εκπληκτική τύχη: θα αποτελέσει για τους επόμενους οκτώ αιώνες την σύνοψη της Αλχημικής Γνώσεως. Σύμφωνα με το εγκυκλοπαιδικό αραβικό λεξικό Khitab-al-Fihrist, ο πρώτος μουσουλμάνος που ασχολήθηκε με την συλλογή και την μετάφραση αρχαίων αλχημικών έργων ήταν ο Ομμεϋάδας πρίγκιπας Αλή μπεν Γεζίντ μπεν Μοαούγια.

Άλλα θέματα: Προβλήματα ερμηνείας ανθρωπόμορφων ειδωλίων από την Εγγύς Ανατολή και τη μυκηναϊκή Ελλάδα Κωνσταντίνος Γαλανάκης

Η "Κυρία της Φυλακωπής", πήλινο ειδώλιο από τη Φυλακωπή της Μήλου. 1200 π.Χ., Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ περίοδος. Τα ανθρωπόμορφα ειδώλια από την Εγγύς Ανατολή και το Μυκηναϊκό Ελλαδικό χώρο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού αποτελούν πολυτιμότατα στοιχεία τα οποία υποβοηθούν τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας η οποία εμφανίζεται σε ορισμένα σημεία της κοινή σε όλη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Πρόκειται άραγε για απεικονίσεις ή παραλλαγές αρχαιότατων θηλυκών θεοτήτων; πολεμιστές θεούς και θεοποιημένους βασιλείς; ομοιώματα λατρευτών ή αναθήματα και προσφορές σε ιερούς χώρους και αποθέτες; Στο κείμενο παρουσιάζονται πληροφορίες σχετικά με την προέλευση, την εμφάνιση, τις χειρονομίες των ειδωλίων και τα αρχαιολογικά δεδομένα από σημαντικές και επιλεγμένες θέσεις της Μυκηναϊκής Ελλάδας και της Εγγύς Ανατολής όπου έχουν βρεθεί αρκετά από αυτά. Επίσης εξετάζεται και ο διαπολιτισμικός χαρακτήρας μερικών από αυτά πάντοτε σε συνάρτηση με το ερώτημα ποιούς μπορεί να απεικονίζουν και τι πιθανόν να συμβολίζουν τα ειδώλια αυτού του τύπου.

Κέντρα εμπορικής δραστηριότητας στο πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου Μαρία Γκιρτζή

Η αγορά της Θεσσαλονίκης (αξονομετρική αναπαράσταση). Μετά το θάνατο του Φιλίππου Β΄, ο γιος του, Αλέξανδρος Γ΄, ανακηρύσσεται διάδοχός του και κληρονομεί μαζί με το μακεδονικό βασίλειο το όραμα του Φιλίππου για τιμωρία των Περσών και απόκτηση ελέγχου στην Ανατολή. Στην εκστρατεία του αυτή, ο μακεδόνας μονάρχης δεν έχει μοναδικό στόχο την εκδίκηση, αλλά και την επέκταση. Έτσι, μαζί με τις νίκες των Περσών, προβαίνει στην ίδρυση νέων πόλεων ή την αποκατάσταση των παλαιών ελληνικών, με συνέπεια να δημιουργηθούν νέα εμπορικά κέντρα (π.χ. η Αλεξάνδρεια), ή να ανθήσουν παλαιά ελληνικά (π.χ. η Μίλητος), τα οποία είχαν πέσει σε μαρασμό κατά τη διάρκεια της κατοχής και της εκμετάλλευσής τους από τους Πέρσες. Συνεπώς, τα κέντρα των εμπορικών, αλλά και πολιτικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων αυτών των πόλεων, οι αγορές, αποκτούν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και επηρεάζουν τη διακίνηση των αγαθών για αιώνες μετά το θάνατο του μακεδόνα στρατηλάτη. Πόλεις, όπως η Πέλλα –που αποτέλεσε τη γενέτειρα και αφετηρία της εκστρατείας του ηγεμόνα των Ελλήνων–αλλά και η Μίλητος, η Πριήνη, η Έφεσος, η Μαγνησία παρά τον Μαίανδρο, η Αλεξάνδρεια, η Κυρήνη –οι οποίες υπήρξαν σταθμοί του– σώζουν μέχρι σήμερα ίχνη απτά της ιδιαίτερης σημασίας τους ως εμπορικών σταθμών, επιδεικνύοντας αξιόλογες αρχαίες αγορές. Δίπλα σε αυτές συνεξετάζονται και πόλεις σαν τη Θεσσαλονίκη και το Πέργαμο, που δεν υπάρχουν βέβαια την εποχή του διαδόχου του Φιλίππου, ιδρύονται όμως μετά το πέρασμά του, ως συνέπεια της πολιτισμικής του κληρονομιάς, και διασώζουν αρχαίες αγορές εξαίρετης λαμπρότητας.

Ο επιτύμβιος αποχαιρετισμός: από τον πρόγονο στον καλλιτέχνη και τον μαθητή Κωνσταντίνος Στουπάθης

Η "Στήλη του Αποχαιρετισμού". Μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η εργασία αυτή ασχολείται με την ερμηνεία του Θέματος του τελευταίου αποχαιρετισμού , έτσι όπως αυτός διατυπώθηκε, μέσα από τις αρχαίες επιτύμβιες στήλες , μέσα από μία σειρά έργων του Γ. Μόραλη, και μέσα από το έργο του νεώτερου καλλιτέχνη Σ. Καραβούzη. Μια ομάδα σπουδαστών του τμήματος συντήρησης έργων τέχνης του ΙΕΚ Ηλιούπολης στο πλαίσιο διεύρυνσης των αξόνων του μαθήματος «Αρμονικές Χαράξεις-Μετρική ανάλυση» ερεύνησε τις ομοιότητες ,τις διαφορές, τα κρυμμένα γεωμετρικά σχήματα, που κάνουν τα έργα αυτά διαχρονικά, αποκαλύπτοντας συνθέσεις που υπόκεινται σε απόλυτα οργανωμένους κανόνες..Με τον τρόπο αυτό, μελετώντας ιδιαίτερα τη σημασία της Χρυσής τομής και συγκρίνοντας με συγκεκριμένη μεθοδολογία, έγινε ευκρινής η αντίληψη ότι το θέμα μπορεί να παραμένει η αντίθεση ζωής – Θανάτου, αλλά η ερμηνεία είναι διαφορετική, σύμφωνα με τα μηνύματα που θέλει να περάσει ο καλλιτέχνης.

Γήρανση των υφάνσιμων ινών. Αναφορά στα παλαιά, αρχαιολογικά υφάσματα Ελένη Αλεξανδρή, Γεώργιος Καλκάνης

Αργαλειός με βάρη στα άκρα των νημάτων του στημονιού. Το άρθρο “Γήρανση των υφανσίμων ινών – Αναφορά στα παλαιά, αρχαιολογικά υφάσματα” αναφέρεται στη γήρανση των ινών που χρησιμοποιούνται για την ύφανση των υφασμάτων. Περιγράφονται διάφοροι παράγοντες που προκαλούν την καταστροφή των νημάτων από λινό, μαλλί, μετάξι και βαμβάκι στο πέρασμα του χρόνου. Αρχαιολογικά υφάσματα και παλαιά υφάσματα, ύφανση των ινών πριν από χιλιάδες χρόνια, συνθήκες έκθεσης των υφασμάτων αυτών στα μουσεία για την επιβράδυνση της περαιτέρω φθοράς τους.

Μουσείο: Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας (Υπάτη) Βασιλική Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη

Άποψη του αναστηλωμένου κτηρίου των Στρατώνων στην Υπάτη, το οποίο στεγάζει το Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας. Το Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας στεγάζεται στο αναστηλωμένο κτήριο των Στρατώνων στην Υπάτη. Το Μουσείο δημιουργήθηκε με πρόθεση να φέρει τον επισκέπτη σε επαφή με τη ζωή που αναπτύχθηκε στην περιοχή κατά τους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους. Το υλικό της έκθεσης προέρχεται από ανασκαφές στη βασιλική των Δαφνουσίων και τα γειτονικά της κτίσματα, στην Υπάτη, το Θαυμακό, την Πελασγία και τον Αχινό, αλλά και από αντικείμενα μικροτεχνίας και αρχιτεκτονικά μέλη που φυλάσσονταν στις αποθήκες της ΙΔ΄ ΕΠΚΑ, στο Μουσείο Λαμίας και την Αρχαιολογική Συλλογή Αταλάντης. Εκτίθεται επίσης συλλογή νομισμάτων που παραχώρησε στο Μουσείο ο Υπαταίος συλλέκτης Κ. Κοτσίλης. Διεύθυνση: Υπάτη (Στρατώνες του Όθωνα) Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Κυριακή 9.00-15.00 τηλ. 22310-98079 fax: 22310-98070

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Το αρχαιολογικό έργο της Λ΄ΕΠΚΑ το 2007 Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη

Ο χώρος της ανασκαφής στα Πριόνια Γρεβενών. Παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των ανασκαφών που διενεργήθηκαν από τη Λ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κατά το έτος 2007 στην Αιανή και στα Γρεβενά (αρχαιολογικοί χώροι που κατακλύζονται από το φράγμα Ιλαρίωνα στον μέσο ρου του Αλιάκμονα, θέση Ιβάνη Πριονίων).

Βιβλιοπαρουσίαση: Μανόλης Βλάχος, Η νεώτερη ελληνική ζωγραφική στη συλλογή της Τράπεζας της Ελλάδος Τασούλα Μανδάλα

Κ. Βολανάκης, "Δύο ψαράδικα" (λεπτομέρεια) (περ. 1890). Βιβλιοπαρουσίαση του ογκώδους, πολυτελούς τόμου που εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, με 169 ζωγραφικούς πίνακες και χαρακτικά, απάνθισμα από τη μεγάλη καλλιτεχνική συλλογή της.

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 20/2 (2007) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Από το τεύχος 20/2 (2007) του Journal of Mediterranean Archaeologyπαρουσιάζεται το άρθρο της Lindy Crewe "Sophistication in simplicity: The first production of wheelmade pottery on Late Bronze Age Cyprus".

Δικτυακοί τόποι: MAVI, εικονικό και διαδραστικό αχαιμενιδικό μουσείο Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Η εισαγωγική οθόνη του MAVI Το MAVI - Musée achéménide virtuel et interactif αποτελεί τμήμα του ιστότοπου Achemenet, που είναι αφιερωμένος στο βασίλειο της Περσίας στην αχαιμενιδική περίοδο, δηλαδή από τις απαρχές μέχρι την ελληνιστική εποχή και την κατάκτησή του από τον Μέγα Αλέξανδρο (περίπου 550-330 π.Χ.), καθώς και στους γειτονικούς πολιτισμούς που επηρέασαν τους Πέρσες. Παρουσιάζει χαρακτηριστικά αντικείμενα απ’ όλη την επικράτεια της περσικής αυτοκρατορίας, από τον Ινδό ποταμό μέχρι τη Μεσόγειο, τα οποία βρίσκονται σε διάφορες συλλογές ανά τον κόσμο – Λούβρο, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, Βρετανικό Μουσείο, Oriental Institute of Chicago, καθώς επίσης και σε ολλανδικά, γερμανικά και τουρκικά μουσεία. Επιλέχθηκαν αντικείμενα κάθε είδους - αρχιτεκτονικά μέλη, γλυπτά, νομίσματα, σφραγιδόλιθοι, κοσμήματα, αγγεία, κ.ά. –, ή υλικού – μεταλλικά, γυάλινα, λίθινα, ξύλινα, κ.ά., καθώς και σχεδιαστικές αποτυπώσεις αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων της αρχαίας Περσίας από περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα. Με τη συνδρομή ερευνητών συγκεντρώθηκαν και καταγράφηκαν οι βασικές επιστημονικές πληροφορίες για κάθε έργο, ενώ οι 8.000 περίπου φωτογραφίες τους ψηφιοποιήθηκαν σε πολύ υψηλή ανάλυση. Η εξερεύνηση του περιεχομένου γίνεται σε πέντε ενότητες: τις συλλογές, οργανωμένες κατά μουσεία και φορείς, τις γεωγραφικές περιοχές προέλευσης των αντικειμένων (χάρτης με τις θέσεις, από τις οποίες μόνο τρεις είναι προς το παρόν ενεργές – Δασκύλειον, Μέμφις, Κιλικία), τα είδη των αντικειμένων, τα σχέδια των περιηγητών και τα εικονογραφικά θέματα, και συμπληρώνονται με σύντομη εισαγωγή στην ιστορία της περσικής αυτοκρατορίας. Άλλες λειτουργίες: δυνατότητα δημιουργίας προσωπικής συλλογής, αναζήτηση με ελεύθερο κείμενο, κατατοπιστική βοήθεια με αφήγηση, καθώς και εργαλεία διαδραστικής εξερεύνησης των εικόνων των αντικειμένων, που σπάνια απαντούν στα συστήματα πληροφόρησης στον Παγκόσμιο Ιστό.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου του Σκάρκου, που τιμήθηκε με το Βραβείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ε.Ε. και της Europa Nostra Ειδήσεις: Αρχαίο νεκροταφείο στη Βούλα, Σώζονται κάποια από τα αρχαία που έφερε στο φως το μετρό, Κλειστό το Μέγαρο Ιπποτών Ρόδου, Κατεβαίνουν τα τελευταία γλυπτά του Παρθενώνα, Κίνηση πολιτών για την προστασία των αρχαίων θεάτρων κ.ά. Εκθέσεις: Δύο ελληνικές εκθέσεις στο Πεκίνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, Η Βαβυλώνα στο Λούβρο, Η Ακρόπολη στο Βερολίνο κ.ά. Συνέδρια: Επιστροφή Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους, Πολιτισμός, Παγκοσμιοποίηση και Εθνικές Κουλτούρες, Σπήλαιο Αλεπότρυπας: 50 χρόνια κ.ά. Διαλέξεις: Tο τέλειο λουκέτο, Το έργο της Βρετανικής Σχολής το 2007, Οι Αστυνόμοι της Περγάμου, Η διχογνωμία για την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης κ.ά. Βιβλία: Pierre Herrmann, Itinéraires des voies romaines. De l’antiquité au Moyen Age, Αφροδίτη Κούρια, Το Ναύπλιο των περιηγητώνDavid Watkinson και Virginia Neal, Αρχαιολογικά ευρήματα. Πρώτα σωστικά μέτρα στην ανασκαφή, κ.ά.

Εκδρομή στα Φάρσαλα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το άγαλμα του Αγία, στο Μουσείο των Δελφών. Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν κάθε τόσο μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Σε αυτό το τεύχος, το περιοδικό διάλεξε για προορισμό του τα Φάρσαλα, πόλη ονομαστή για το χαλβά της, που αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστή και για την ιστορία της. Τα σημερινά Φάρσαλα είναι χτισμένα επάνω στην αρχαία Φθία, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Μυρμιδόνων. Είναι η γενέτειρα του Αχιλλέα. Η πόλη στην οποία εμφανίζονται οι πηγές του Ενιππέα ή Φαρσαλιώτη ή Απιδανού ποταμού. Στην παρουσίαση, θα βρείτε χρήσιμες πρακτικές πληροφορίες (πού να μείνετε ή πού να φάτε…), την ιστορία της πόλης και τα αξιοθέατα που μπορείτε να επισκεφθείτε.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα μπορείτε να διαβάσετε: -Τα Πρακτικά του 4ου Συμποσίου Αρχαιομετρίας της ΕΑΕ -Το 5ο Συμπόσιο Αρχαιομετρίας της ΕΑΕ -Το 37ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιομετρίας -Επιστημονική ημερίδα για την έρευνα στο σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού -Διημερίδα Αρχαιολογίας Περιβάλλοντος στο ΑΠΘ -Νέες εκδόσεις: Ορολογία της Αρχαίας Μεταλλείας, Τα μεταλλικά ορυκτά της Ελλάδος

Τεύχος 47, Ιούνιος 1993 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Ρόδος. Σύντομη ιστορική ανασκόπηση Άννα Λαμπράκη

Νόμισμα της Ρόδου με παράσταση της κεφαλής του θεού Ήλιου, προστάτη της πόλης, και με το έμβλημά της, το ρόδον. Τα ίχνη κατοίκησης στη Ρόδο ανάγονται στα νεολιθικά χρόνια και την πρώιμη εποχή του Χαλκού. Ακολουθεί ο εποικισμός των Αχαιών στο βόρειο τμήμα του νησιού. Γέφυρα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, η Ρόδος θα γίνει καθαρά δωρικό νησί. Στην εξάπολη που ιδρύουν οι Δωριείς συμμετέχουν η Λίνδος, η Κάμιρος και η Ιαλυσός. Οι αποικίες στη Σικελία, την Παμφυλία, την Ισπανία και τις Βαλεαρίδες νήσους, η κοπή νομισμάτων από τον 6ο αιώνα μιλούν για την ακμή του νησιού. Προικισμένη με πέντε λιμάνια, η πόλη της Ρόδου με το δημοκρατικό της πολίτευμα αναδείχθηκε στην πρώτη πόλη. Τη θέση του επώνυμου άρχοντα κατείχε ο εκάστοτε ιερέας του Ήλιου. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, αναχωρώντας άπρακτος από την πολιορκία της (305-304 π.Χ.), εγκατέλειψε τα πολεμικά του μηχανήματα. Εκποιώντας τα, οι Ρόδιοι κατασκεύασαν τον Κολοσσό που καταστράφηκε από σεισμό το 227-226 π.Χ. Απεικονίσεις του σώζονται σε νομίσματα. Την περίοδο ευμάρειας που ακολουθεί διακόπτουν οι Ρωμαίοι. Με το τέλος της αρχαιότητας νέα ζωή αρχίζει για το νησί. Το 4ο αιώνα μ.Χ. η Ρόδος προάγεται σε Μητρόπολη των Νήσων. Τα γράμματα και οι τέχνες καλλιεργήθηκαν από νωρίς. Ποιητές ήταν οι Πείσανδρος, Κλεόβουλος του Ευαγόρα, Τιμοκρέων, Αναξανδρίδης, Απολλώνιος ο Ρόδιος. Φιλόσοφοι ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος και ο Εύδημος που έφερε στο νησί την περιπατητική φιλοσοφία. Τον 2ο αιώνα π.Χ. οικονομική και πολιτισμική άνθηση συμβαδίζουν. Κέντρο εφάμιλλο της Αθήνας, η Ρόδος προσελκύει ξένους σπουδαστές. Μαθητές του στωικού Παναίτιου, ήταν ο Εκάτων ο Ρόδιος και ο Ποσειδώνιος. Στη Ρόδο δίδαξε ο Διονύσιος ο Θραξ και έζησε για χρόνια ο αστρονόμος και μαθηματικός Ίππαρχος. Από τη ροδιακή γλυπτική ξεχωρίζουν η Νίκη της Σαμοθράκης και το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, γνωστό σε μας από ρωμαϊκό αντίγραφο.

Η Ρόδος από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια έως την κατάληψή της από τους Oθωμανούς (1522) Ηλίας Κόλλιας

Αγία Λουκία, τοιχογραφία δυτικοευρωπαϊκής τάσης του 14ου αιώνα από την Παναγία του Κάστρου. Η Ρόδος υπήρξε ο σύνδεσμος της Κωνσταντινούπολης με τις πλούσιες επαρχίες της Αιγύπτου και της Συρίας. Από τα μεγάλα σπίτια και τα γιγαντιαία μνημεία της πόλης του 5ου και του 6ου αιώνα μ.Χ. σώζονται τρεις τεράστιες βασιλικές. Από τον 7ο αιώνα τα πλοία που έρχονται στο λιμάνι παύουν να είναι «ήμερα». Ανήκουν στον βυζαντινό στόλο που απειλεί τους Άραβες της Αιγύπτου και της Συρίας. Αντίστροφα, οι Άραβες κάνουν συχνά το νησί ορμητήριο για τις δικές τους επιθέσεις. Στις ανασκαφές αποκαλύφθηκε «φρούριο» στην πόλη από το β’ μισό του 7ου αιώνα. Στα μεσοβυζαντινά χρόνια το λιμάνι της Ρόδου υποδέχεται πλοία από όλη την Ευρώπη. Με άδεια του αυτοκράτορα, οι Βενετοί εγκαθιστούν σταθμό στο νησί (1082). Κτίζονται η Παναγιά του Κάστρου και ο Άγιος Φανούριος. Τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας διακοσμούν ανώνυμο εκκλησάκι στη μεσαιωνική πόλη και το Καθολικό της Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Θάρι. Πλούσιες βιβλιοθήκες σχηματίζονται σε μοναστήρια του νησιού. Ανεξάρτητη, η Ρόδος συνάπτει στο α’ μισό του 13ου αιώνα συμμαχίες και συμφωνίες με το Βυζάντιο και με τη Δύση. Οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη κυριεύουν το νησί το 1309. Το λιμάνι της Ρόδου ανοίγεται στην Ευρώπη και διακινεί κάθε λογής αγαθά. Τραπεζικές και εμπορικές εταιρείες εγκαθίστανται στο νησί. Τον πλούτο των Ελλήνων περιγράφει «Το θανατικό της Ρόδου». Δυο σημαντικές βιοτεχνίες εμφανίζονται που παράγουν σαπούνι και ζάχαρη. Η πλούσια κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, από τους ευγενείς και τους πλούσιους ως τον υπόκοσμο, ενσωματώνει εμπόρους, στρατιώτες, εφοπλιστές, τεχνίτες από κάθε άκρο της Ευρώπης. Στη διάρκεια της Ιπποτοκρατίας αναπτύσσεται και τάξη λογίων. Η τειχισμένη πόλη με τους Έλληνες, τους Φράγκους, τους Ανατολίτες, περιτριγυρισμένη από κήπους κατάφυτους με οπωροφόρα δέντρα, χωριζόταν με εσωτερικό τείχος σε δυο άνισα μέρη. Το μικρότερο, το Κολλάκιο, ήταν το διοικητικό κέντρο ενώ το μεγαλύτερο ήταν η καθαυτό πόλη. Εκτός από τους Εβραίους που ζούσαν στο ανατολικό της τμήμα, όλοι οι άλλοι ζούσαν ανάκατα, παλάτια γειτόνευαν με φτωχόσπιτα. Στις μέρες των ιπποτών (1309-1522), η αστική αρχιτεκτονική διακρίνεται σε δυο περιόδους με όριο το έτος 1480/81, όταν οι βομβαρδισμοί της πολιορκίας από τους Οθωμανούς και ένας καταστροφικός σεισμός προκαλούν ευρεία ανοικοδόμηση. Χτισμένα με τα πρότυπα της γοτθικής τέχνης όπως είχαν διαμορφωθεί στη νότια Γαλλία, τα κτήρια είναι από πωρόλιθο με ισόδομο σύστημα. Στο πέρασμα από τον 15ο στον 16ο αιώνα, έρχεται στη Ρόδο η ιταλική αναγεννησιακή τέχνη. Ανάλογη με την κοσμική αρχιτεκτονική ήταν και η εκκλησιαστική. Από τις 29 εκκλησίες που σώζονται στη μεσαιωνική πόλη, ο Άγιος Ιωάννης του Κολλάκιου και η Παναγιά του Μπούργκου αποτελούν δείγματα δυτικοευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Οι άλλες 24 ακολουθούν πέντε βυζαντινούς τύπους με δημοφιλέστερο τον μονόχωρο καμαροσκέπαστο. Η παραγωγή μνημειακής ζωγραφικής είναι εντυπωσιακή και εμφανίζει τρεις διακριτές φάσεις: τη δυτικοευρωπαϊκή, την παλαιολόγεια-βυζαντινή και την «εκλεκτική». Στα χέρια των Οθωμανών από το 1522, το νησί βλέπει την οικονομική δραστηριότητα και τον πολιτισμό του να υποβαθμίζονται. Ωστόσο, ο αφελληνισμός του ελληνικού στοιχείου επιχειρήθηκε μόνο επί ιταλικής κατοχής (1912-1947).

Ο Κολοσσός της Pόδου: μαρτυρίες και απόψεις Αντώνης Μαστραπάς

Ψηφιδωτό. Κυρήνη, 6ος αι. μ.Χ. Άγαλμα με ακτινωτό στεφάνι και ξίφος (Κολοσσός) έχει στηθεί πάνω στον Φάρο (της Αλεξάνδρειας). Η κατασκευή του Κολοσσού συνδέεται με το ιστορικό γεγονός της ανεπιτυχούς πολιορκίας της πόλης της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (305-304 π.Χ.). Η σωτηρία της πόλης αποδόθηκε στον προστάτη της θεό Ήλιο. Οι τεράστιες ποσότητες χαλκού και σιδήρου από τις μηχανές που άφησε πίσω του ο Δημήτριος έγιναν το υλικό κατασκευής του αγάλματος του Ήλιου. Γλύπτης ήταν ο Χάρης από τη Λίνδο, μαθητής του ονομαστού Λύσιππου. Το μεγαλύτερο άγαλμα του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου είχε ύψος 70 πήχεις, δηλαδή 31-32 μέτρα, είχε κοστίσει 300 τάλαντα και είχε ολοκληρωθεί γύρω στο 292 π.Χ. «Εμακύνοντο κολοσσόν προς Όλυμπον» φέρεται να έγραφε το χαραγμένο στη μαρμάρινη βάση επίγραμμα. Όταν ο σεισμός του 226 π.Χ. γκρέμισε τον Κολοσσό, οι Ρόδιοι απέφυγαν να τον ανακατασκευάσουν. Ο Φίλων, στον οποίο αποδίδεται το κείμενο «Περί των επτά θαυμάτων» (αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ.), μας πληροφορεί ότι ο Χάρης τον κατασκεύαζε τμηματικά, από κάτω προς τα πάνω, χυτεύοντας και προσαρμόζοντας τα μέλη το ένα πάνω στο άλλο. Τη σταθερότητα του αγάλματος εξασφάλιζαν οι χτισμένοι στο εσωτερικό του ογκόλιθοι που συνδέονταν με σιδερένιο πλέγμα. Εικάζεται ότι ο Κολοσσός, ορατός από όσους έρχονταν από τη θάλασσα, εδραζόταν στη στεριά. Οι μαρτυρίες και οι ιχνογραφικές αναπαραστάσεις του Κολοσσού στο λιμάνι οφείλονται στη φαντασία δυτικών περιηγητών και χρονικογράφων. Η ανυπαρξία αντιγράφων δεν επιτρέπει σοβαρές υποθέσεις για την αρχική μορφή του Κολοσσού.

Αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη της Λίνδου Βασιλική Ελευθερίου, Βάσος Παπαδημητρίου

Πρόταση αναστήλωσης της ελληνιστικής Στοάς και του ναού της Λινδίας Αθηνάς από τον Paolini, Memorie II, Rhodos 1938, πίν. XIV Στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης της Λίνδου, ο μικρός δωρικός ναός της Αθηνάς πήρε τη θέση του αρχαϊκού ναού που κάηκε το 392 π.Χ. Από τα Προπύλαια σώζεται η μεγάλη τους κλίμακα που κατεβαίνει προς την ελληνιστική Στοά. Τα μνημεία της Ακρόπολης αποκάλυψαν οι ανασκαφές (1902-1905) του δανού αρχαιολόγου K. Kinch. Στην αναστήλωση που έκαναν οι Ιταλοί το 1936, η εκτεταμένη χρήση νέας πέτρας και οπλισμένου σκυροδέματος οδήγησε στη σημερινή οξείδωση και θραύση σκυροδέματος και πέτρας. Ωστόσο, οι έλληνες μελετητές πρότειναν να διατηρηθεί το «σκηνικό» που είχε καθιερώσει η ιταλική αναστήλωση καθώς αποτελεί ιστορία του χώρου. Οι εργασίες συντήρησης-αναστήλωσης στην Ακρόπολη άρχισαν το 1982. Η περιορισμένη εμπειρία αναστηλώσεων σε μνημεία από πωρόλιθο, το έντονα διαβρωτικό κλιματικό περιβάλλον και η απαιτούμενη αναστήλωση σε μεγάλο ύψος δυσκόλευαν το έργο. Οι βελτιώσεις απέβλεπαν στην αποκατάσταση σφαλμάτων και στην καλύτερη απόδοση της μορφής του ερειπίου. Η σύνδεση αρχιτεκτονικών μελών θα επέστρεφε στην αρχαία μέθοδο, δηλαδή στην ελεύθερη έδραση σπονδύλων με πόλους και εμπόλια από ορείχαλκο. Ο πωρόλιθος στις συμπληρώσεις θα είχε την επιθυμητή διαφοροποίηση από τον αρχαίο. Περιορισμένη χρήση λευκού τσιμέντου Δανίας με οπλισμό από τιτάνιο θα εξασφάλιζε στατικά τις επεμβάσεις. Πρώτα συντηρήθηκαν οι πλάκες των ανδήρων της Στοάς και των Προπυλαίων. Ο φέρων οργανισμός διατηρήθηκε παρά την προχωρημένη οξείδωσή του και επενδύθηκε με εκτοξευμένο σκυρόδεμα. Η νέα κατασκευή ανεξαρτητοποιήθηκε από την αρχαία με αρμό, χρησιμοποιήθηκε μονωτικό υλικό, τοποθετήθηκε δίκτυο αποστραγγιστικών σωλήνων. Οι εργασίες για την αναστήλωση της Στοάς προχωρούν σήμερα με γοργό ρυθμό.

Μερικές απλές σκέψεις για την οικολογική διάσταση της προστασίας των μνημείων στη Pόδο Εριφύλη Κανίνια

Άποψη του ναού του Πυθίου Απόλλωνα στη Ρόδο. Η Χάρτα της Βενετίας (1964) και η Σύμβαση για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης (1985) επεκτείνουν την έννοια του ιστορικού μνημείου στην τοποθεσία που το περιβάλλει. Τα ροδιακά μνημεία που υπάγονται στην αρμοδιότητα της ΚΒ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου είναι κατασκευασμένα από τον τοπικό πωρόλιθο και αποτελούν προέκταση του περιβάλλοντος χώρου-τοπίου. Τα στοιχεία του τοπίου ανάγονται σε στοιχειώδεις χαρακτήρες των κατασκευαστικών συνόλων. Η επιτηδευμένη σύζευξη του φυσικού κάλλους με την τέχνη ονομάστηκε αργότερα «ελληνιστικό rococo». Εκτός από τα αλλεπάλληλα επίπεδα που δημιουργούσαν οι απαλές διαβαθμίσεις κατηφορίζοντας από την ακρόπολη ως τη θάλασσα, το «πολιτιστικό περιβάλλον» στην οικολογική του διάσταση συνθέτουν: α) το ρέμα του Ροδινιού, β) οι δενδροφυτευμένες λοφοπλαγιές της περιοχής του Καναμάτ στη νοτιοανατολική παρυφή της σύγχρονης Ρόδου και γ) οι απόκρημνες πλαγιές που ορίζουν τη δυτική παρυφή της αρχαίας ακρόπολης. Στην αρχαία ακρόπολη η χωρορρυθμική διάταξη του μνημειώδους συνόλου, που αποτελούν ο ναός του Πυθίου Απόλλωνα, το Ωδείο και το αρχαίο Στάδιο, εναρμονίζεται με τη φυσική κλίση της λοφοπλαγιάς. Λαξευμένα σε πωρόλιθο ή πωρόβραχο, το «Πτολεμαίον» στη ζώνη του Ραδινιού, τα υπόγεια Νυμφαία, τα νεκροταφεία του Καρακόνερου και του Άι Γιάννη αναδύονται μέσα από το τοπίο. Η προστασία της μνημειακής φυσιογνωμίας του τοπίου απαιτεί τη σύνδεση με ευρύτερες πρακτικές της Εφαρμοσμένης Οικολογίας. Απειλείται κυρίως από ένα πολεοδομικό «σχεδιασμό» που, με γνώμονα την οικονομική και τουριστική υπερ-αξιοποίηση των ιδιοκτησιών, δημιουργεί την πυκνή δόμηση. Στην πόλη της Ρόδου, οι μοναδικοί χώροι-πνεύμονες είναι εκείνοι που θεσμοθετήθηκαν ως αρχαιολογικοί χώροι από την εποχή των Ιταλών.

Το ευρετήριο βυζαντινών τοιχογραφιών της Aκαδημίας Aθηνών και τα Δωδεκάνησα Ιωάννα Μπίθα

Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου (Μαριτσά Ρόδου). Δύο διεθνείς συναντήσεις οργανώθηκαν στην Αθήνα (1982, 1983) προκειμένου να σχεδιαστεί το Corpus βυζαντινών τοιχογραφιών από τον 7ο έως το τέλος του 15ου αιώνα στο χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στις περιοχές ακτινοβολίας της. Το πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών για τις Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Ελλάδας υιοθέτησε δυο παράλληλες προσεγγίσεις : α) το Γενικό Ευρετήριο, βασισμένο στη βιβλιογραφική αποδελτίωση και στη συμπλήρωση συνοπτικού δελτίου, δημιουργεί αρχείο των τοιχογραφημένων εκκλησιών σε συνοπτική μορφή και β) τα Ειδικά Ευρετήρια, βασισμένα σε επί τόπου έρευνα και έλεγχο των αποδελτιωμένων βιβλιογραφικών πληροφοριών, παράγουν ένα αναλυτικό ευρετήριο μνημείων κατά γεωγραφικές ενότητες. Οι επί τόπου αποστολές περιλαμβάνουν επαγγελματία φωτογράφο και αρχιτέκτονα που αποτυπώνει το μνημείο σε κάτοψη και σε προοπτικό με σηματοδότηση της θέσης και της διατήρησης των τοιχογραφιών. Στο πλαίσιο των Ειδικών Ευρετηρίων, οργανώθηκε το Ευρετήριο των Κυθήρων που αποτέλεσε πρόγραμμα-πιλότο. Το 1992, ξεκίνησαν δύο άλλα ερευνητικά προγράμματα για τη συγκρότηση Ειδικών Ευρετηρίων Βυζαντινών Τοιχογραφιών για τη Βέροια και για τα Δωδεκάνησα. Αν λάβουμε υπόψη τη γεωγραφική τους έκταση, ειδικά τα Δωδεκάνησα κατέχουν αρκετά σημαντική θέση στο Γενικό Ευρετήριο. Παράλληλα, συμμετέχουν και σε άλλο ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών, το Ευρετήριο των χρονολογημένων με επιγραφή τοιχογραφικών στρωμάτων με 13 μνημεία και με τα ονόματα δυο ζωγράφων, του Αλεξίου στον Άγιο Νικόλαο στα Μαριτσά της Ρόδου (1434/5) και του Νικολάου σε εκκλησίες στο Κάστρο της Καλύμνου (1500-1520).

Ρόδος: χαρακτικά από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα Αντώνης Μαΐλλης

Σελίδα από το χειρόγραφο του Buondelmonti με το χάρτη της Ρόδου (15ος-16ος αι., Γεννάδειος Βιβλιοθήκη). Όταν τον 4ο και 5ο αιώνα επιδρομές και σεισμοί ερημώνουν την αρχαία πόλη της Ρόδου, οι κάτοικοι κτίζουν γύρω από το κεντρικό λιμάνι μια νέα πόλη, τέσσερις φορές μικρότερη από την αρχαία. Αυτή η πόλη των βυζαντινών Ροδίων, με τις αλλαγές που υπέστη στα χρόνια της Ιπποτοκρατίας, απεικονίζεται σε χαρακτικά (1486-1700) της συλλογής του συγγραφέα. Γύρω στο 1412, φτάνει στη Ρόδο ο φλωρεντινός ιερωμένος και ανθρωπιστής Cristoforo Buondelmonti που περιηγήθηκε επί έξι χρόνια τα νησιά και τις ακτές της Ελλάδας. Γυρίζοντας έγραψε στα λατινικά τοLiber Insularum Archipelagi που γνώρισε μεγάλη διάδοση και παρέμεινε η βάση των γεωγραφικών γνώσεων για τα νησιά του Αιγαίου ως το τέλος του 18ου αιώνα. Το λατινικό κείμενο του Buondelmonti, επαυξημένο με πρόλογο και σημειώσεις, εκδόθηκε το 1824 στη Λειψία. Μια δεύτερη έκδοση (1897) στο Παρίσι από τον Émile Legrand περιλάμβανε, εκτός από το κείμενο του Buondelmonti, μια γαλλική μετάφραση και μια ελληνική από κάποιον «ανώνυμο» Έλληνα του 16ου αιώνα. Ο γερμανός κληρικός Bernhard von Breydenbach, επιστρέφοντας από το προσκύνημά του στους Άγιους Τόπους (1483-1484), γράφει και εκδίδει, αρχικά στα λατινικά (1486) και αργότερα σε πολλές άλλες γλώσσες, ένα «Οδοιπορικό» με τίτλο Peregrinationes in Terram Sanctam. Το «Οδοιπορικό» θεωρείται σήμερα από τα αξιολογότερα εικονογραφημένα αρχέτυπα χάρη στα χαρακτικά του E. Reuwich, φλαμανδού ζωγράφου και χαράκτη, που ο Breydenbach είχε πάρει μαζί του. Το «Χρονικό» του Hartmann Schedel (Liber Chronicarum), που θεωρείται σταθμός και τεχνικός άθλος στην ιστορία της τυπογραφίας, τυπώθηκε στη Νυρεμβέργη το 1493. Πρόκειται για μια σύνθεση πολλών άλλων έργων, ιστορικών, γεωγραφικών και εκκλησιαστικών, από τα οποία ο Schedel άντλησε επιλεκτικά τις πληροφορίες που στη συνέχεια συνέρραψε. Αποτυπώθηκαν έτσι συγκεντρωτικά οι γνώσεις αλλά και οι αντιλήψεις για την ιστορία εκείνης της εποχής. Για την εικονογράφηση, οι χρηματοδότες απευθύνθηκαν στους Michael Wolgemut και Wilhelm που είχαν το πιο φημισμένο εργαστήριο της πόλης. Ο Pleydenwurff μάλιστα υπήρξε και δάσκαλος του Dürer. Βασικός συντελεστής στη δημιουργία του «Χρονικού» ήταν ο τυπογράφος Koberger που, σε συνεργασία με τους ζωγράφους, έκανε τις πλήρεις σελιδοποιήσεις και των δύο εκδόσεων, λατινικής και γερμανικής (1493). Το περίτεχνο παίξιμο με κείμενο και εικόνα του Koberger είναι αυτό που κυρίως λείπει από την κλεψίτυπη έκδοση του «Χρονικού» (1496). Οι ξυλογραφίες του «Χρονικού», που ξεπερνούν τις 1800, απεικονίζουν, συχνά για πρώτη φορά, πόλεις ή τοπία που ενδέχεται να είναι φανταστικά. Από τις έντεκα βυζαντινές πόλεις, μόνον το Ηράκλειο και η Ρόδος απεικονίζονται πιστά, καθώς έχουν αντιγραφεί από τις ξυλογραφίες του Reuwich. Μετά το τέλος του κειμένου του, ο συγγραφέας παρουσιάζει χαρακτικά του 16ου και 17ου αιώνα για την πόλη της Ρόδου.

Άλλα θέματα: Το μαντικό σπήλαιο του Βουραϊκού Ηρακλή Ντόρα Κατσωνοπούλου, Steven Soter

Στο τρίτο επίπεδο της σπηλιάς του Βουραϊκού Ηρακλή, το ανατολικότερο από τα δύο παράθυρα του δωματίου έχει σχήμα καμπάνας. Η Ελίκη, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο του Κοινού των Αχαιών, βυθίστηκε το 373 π.Χ. ύστερα από σεισμό. Για τον εντοπισμό της επιστρατεύεται ο Παυσανίας, που κατέγραψε την απόστασή της από το Αίγιο και από το σπήλαιο του Βουραϊκού Ηρακλή. Στην ανατολική Αιγιάλεια, στα νότια του χωριού Ελαιών (πρώην Τρυπιά), εντοπίστηκε σπήλαιο, λαξεμένο σε ψαμμιτικό κροκαλοπαγή βράχο. Τα υπολείμματα τοιχογραφιών επιβεβαιώνουν την τοπική παράδοση που λέει ότι η σπηλιά λειτούργησε ως εκκλησάκι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας –ίσως και στα βυζαντινά. Η ιερότητα του χώρου δεν αποκλείεται να ανάγεται στην ύπαρξη αρχαίου ιερού. Η ύπαρξη εξωτερικού δωματίου ή στοάς, με στέγη που θα στηριζόταν στις δυο εξωτερικές οριζόντιες σειρές από οπές, εναρμονίζεται με τη μορφή αρχαίου αγροτικού ιερού. Στην απεικόνιση της σπηλιάς από τον περιηγητή Blouet διακρίνεται στην πρόσοψή της λαξεμένο κεφάλι, μάλλον λιονταριού. Το κεφάλι, που καταστράφηκε στο σεισμό του 1861, είναι σύμβολο που ταιριάζει στον Ηρακλή. Ακόμη, η εσωτερική διαμόρφωση του σπηλαίου σε επάλληλα επίπεδα και χώρους αλλά και τα εξωτερικά σκαλιά της ανατολικής πλευράς που οδηγούν στην κορυφή του βράχου, αρμόζουν στη λειτουργία αρχαίου μαντικού αγροτικού ιερού. Μια συστηματική ανασκαφή του σπηλαίου είτε θα το ταυτίσει με το μαντικό σπήλαιο του Βουραϊκού Ηρακλή ή, στην αντίθετη περίπτωση, θα κατευθύνει την έρευνα για την Ελίκη ανατολικότερα.

Ο άβαξ του Λαυρίου Χαράλαμπος Σπυρίδης

Σχέδιο όπου σημειώνεται το σημείο που βρέθηκε η επιγραφή. Το Λιμάνι Πασά, εύφορη κοιλάδα ανάμεσα σε λόφους που καταλήγει σε μικρό θαλάσσιο όρμο, βρίσκεται στη νότια άκρη της Λαυρεωτικής. Στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια υπήρχε εκτεταμένος οικισμός και σημαντικό λιμάνι. Τεράστιοι σωροί αρχαίας σκουριάς μαρτυρούν την απασχόληση των κατοίκων στα μεταλλεία αργύρου και μολυβδούχου αργύρου. Σε κτηριακό συγκρότημα που χρησιμοποιήθηκε αδιάκοπα τουλάχιστον από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. ως και τον 1ο αιώνα μ.Χ., βρέθηκε εγχάρακτη μαρμάρινη πλάκα. Με το κέντρο βάρους της συμπίπτει διαμπερής οπή, γεμισμένη με μάζα μολύβδου που προεξέχει από την πίσω πλευρά δηλώνοντας ότι η πλάκα ήταν στερεωμένη με μολύβδινο βύσμα σε τοίχο κατακόρυφο. Δυο σειρές από επτά συμβολογράμματα έχουν χαραχτεί στοιχηδόν. Τα σύμβολα έχουν τη μορφή γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου. Τα δύο πρώτα γράμματα κάθε στίχου, δύο Ε και δύο Α αντίστοιχα, πατούν πάνω σε τρισκελή σύμβολα. Ο συγγραφέας, αφού ανασκευάσει τη μουσικολογική ερμηνεία που δόθηκε στα σύμβολα, προωθεί τη δική του ερμηνεία που είναι αριθμητική. Υποστηρίζει ότι τα σύμβολα της επιγραφής έχουν σχέση με αριθμούς που αποτελούν το «display» ενός μοναδικού ως σήμερα άβακα. Τον άβακα χρησιμοποιούσαν στις χρηματικές τους συναλλαγές όσοι εμπορεύονταν στο Λαύριο τον καθαρό και το μολυβδούχο άργυρο. Σε σύγκριση με τον άβακα της Σαλαμίνας, ο άβακας του Λαυρίου αντιπροσωπεύει μια πιο προχωρημένη τεχνολογία. Καινοτομεί με το τακτικό ή αλφαβητικό αριθμητάριο στο οποίο στηρίζεται και με το ευρύτερο «display» που διαθέτει και το οποίο πιθανόν συνοδεύεται από μια φιλοσοφία νέων αριθμών, των δεκαδικών.

Θρησκευτικοί και κοινωνικοί θεσμοί στην προϊστορική Aιτωλία και Aκαρνανία Ιωάννης Νεραντζής

Διόνυσος, χάλκινο αγαλμάτιο από τη Χόχλια Ευρυτανίας. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι Αγραίοι, μια από τις τοπικές φυλές που συγχωνεύτηκαν στο «Έθνος των Αιτωλών», έχουν ένα ομότυπο τοπωνύμιο, το Αγρίνιο. Το τοπωνυμικό αυτό παράγεται από μια τοπική ιεροτελεστία, τα Αγριώνια ή Αγριάνια/Αγράνια, αρχικά μαιναδική μυητική ιερουργία οργιαστικού χαρακτήρα, συγγενική της μανιοδοτικής λειτουργίας της Μεγάλης Θεάς, την οποία αργότερα προσεταιρίστηκε ο Αγριώνιος Διόνυσος ή, στη βλαστική του υπόσταση, Διόνυσος-Κισσός. Στη Χόχλια Ευρυτανίας αποκαλύφθηκε χάλκινο αγαλμάτιο του Διόνυσου κισσοστεφανωμένου. Αλλά και στο λόφο Παλιόκαστρο, σε ελάχιστη απόσταση από το Αγρίνιο, ανασκάφηκε αρχαϊκό αγροτικό Ιερό όπου λατρευόταν ο Διόνυσος με τη Δήμητρα ή και την Άρτεμη. Η γειτονική στο Αγρίνιο Φάνα έλκει το όνομά της από τον Φάνη, το Κοσμικό Αυγό που εντάσσεται στους διονυσιακούς οργιασμούς. Οι μύθοι και οι λατρείες που σχετίζονται με τη λατρεία του Διόνυσου Κισσού ή Αγριωνίου σε διάφορα μέρη της Ελλάδας -η Σεμέλη, οι θυγατέρες του Μινύα, οι θυγατέρες του Προίτου, απόγονου του αιτωλού Οινέα- παραπέμπουν στην Αιτωλοακαρνανία. Οι «τοπικές φυλές» της Αιτωλίας, οι Οφιονείς και οι Βουκατιείς, υποδηλώνουν ότι στην Αιτωλία συναπαντώνται ίχνη από δυο τοτεμικά κατάλοιπα. Το εθνικό Οφιονείς είναι τοτεμικό όνομα με τοτέμ γένους το φίδι και μαρτυρεί το προθεϊστικό στάδιο της φιδολατρείας στην προϊστορική Ελλάδα. Όταν το τοτέμ γίνεται θεός, η τοτεμική τελετή γίνεται θυσία. Ένα άλλο εθνικό τοτεμικής καταγωγής, οι Βουκατιείς, μας παραπέμπει στα αθηναϊκά Βουφόνια. Σε μια τοτεμική κοινωνία, αφού μέρος του ζώου προσφερθεί στο θεό, τα μέλη της κοινωνίας ακολουθούν μια μεταληπτική ιερουργία για να συνδεθούν μαζί του.

Το σπίτι του στρατηγού Thomas Gordon στο Άργος (I) Βασίλης Δωροβίνης

Ο Τόμας Γκόρντον με ελληνική φορεσιά. Σχέδιο του Κρατσάιζεν (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη). Πρόκειται για το πρώτο από τα δύο μέρη άρθρου, για τη συγγραφή του οποίου απαιτήθηκε πολύπλευρη έρευνα σε ποικίλα αρχεία. Ο άγγλος φιλέλληνας Τόμας Γκόρντον (1788-1841), συγγραφέας τηςΙστορίας της ελληνικής επαναστάσεως (1832), άνθρωπος με σημαντικές στρατιωτικές και οργανωτικές ικανότητες, ήρθε συχνά σε σύγκρουση με ανθρώπους και καταστάσεις στην Ελλάδα της Επανάστασης. Επί Καποδίστρια συντάσσεται με τους αντικυβερνητικούς, επί Όθωνα υπερασπίζεται τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και δεν διστάζει να υποβάλει την παραίτησή του από πρόεδρος του στρατοδικείου όταν η Αντιβασιλεία τον πιέζει να εκδώσει καταδικαστικές αποφάσεις εις θάνατον. Αν και οι πρώτες αγορές ακινήτων στο Άργος από τον Γκόρντον εντοπίζονται στις αρχές του 1829, η αγορά του οικοπέδου όπου έκτισε το σπίτι του δεν αναφέρεται παρά σε έγγραφα του 1864. Τα τελευταία του χρόνια (1833-1840) τα περνάει στην Ελλάδα υπηρετώντας και πάλι τον ελληνικό στρατό και έχοντας εγκαταστήσει στο Άργος το επιτελείο του κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ληστών της Πελοποννήσου. Το σπίτι του ο Γκόρντον το δώρισε στον Ιάκωβο Ρόμπερτσον. Το αγόρασε το 1987 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.

Ο πρώτος διεθνής κώδικας αpχαιολογικής δεοντολογίας Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Τελετή για την επιστροφή ανθρώπινων καταλοίπων από το National Museum of Natural History, σε μέλη της φυλής. «Ο πρώτος Κώδικας Δεοντολογίας για τις Υποχρεώσεις των Μελών απέναντι των Ιθαγενών Λαών» υιοθετήθηκε στο Β΄ Παγκόσμιο Αρχαιολογικό Συνέδριο (World Archaeological Congress) που έγινε το Σεπτέμβριο του 1990 στη Βενεζουέλα. Για πρώτη φορά «Τηρητέες Αρχές» και «Ακολουθητέοι κανόνες» διατυπώνουν τα όρια που θέτει στην Επιστήμη ο σεβασμός των ηθικών αξιών και της παράδοσης. Ο νέος Κώδικας είναι το επακόλουθο της υιοθέτησης από το Παγκόσμιο Αρχαιολογικό Συνέδριο της Συμφωνίας του Vermillon (1989) που αφορά τα «Ανθρώπινα Λείψανα».

Αρχεία, σφραγίδες και σφραγίσματα στον ελληνιστικό κόσμο Πάντος Πάντος

Το εξώφυλλο της έκδοσης των πρακτικών του Συνεδρίου. Η επιλογή του Τορίνο για τη διεξαγωγή ενός ομότιτλου με το άρθρο συνεδρίου (13-16 Ιανουαρίου 1993) δεν είναι τυχαία αφού εδώ εδρεύει το «Κέντρο Ανασκαφών του Τορίνο», που διεξάγει εδώ και χρόνια ανασκαφές στη Μεσοποταμία, εδώ διδάσκει και ο A. Invernizzi που επεξεργάζεται τις περίπου 25.000 σφραγίδες από τη Σελεύκεια την προς τω Τίγρει. Με τον αριθμό των σφραγισμάτων που έχουν αποκαλυφθεί (14.000 στη Νέα Πάφο Κύπρου, 14.000 στη Δήλο κ.α.), ο κλάδος της αρχαίας σφραγιστικής ίσως δεν αργήσει να δημιουργηθεί. Οι ανακοινώσεις των συνέδρων έθιξαν γενικότερα θεωρητικά ζητήματα αλλά και συγκεκριμένες περιπτώσεις από τις πόλεις Σελεύκεια την προς τω Τίγρει, Δούρα-Ευρωπό, Δασκύλειον της Μικράς Ασίας, Ουρ, Περσέπολη, το αρχείο Murashu κοντά στη Νιπούρ του Ιράκ, Βαβυλωνία, Uruk, Δήλο, Γιτάνη Θεσπρωτίας, Νέα Πάφο Κύπρου, Καρχηδόνα, Edfu της Άνω Αιγύπτου, Αρτάξατα (Artashat) της Αρμενίας κ.ά.

Μουσείο: Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς Κλεοπάτρα Θεολογίδου

Αίθουσα του Βυζαντινού Μουσείου Καστοριάς. Το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς εγκαινιάστηκε το 1989. Οι εκθεσιακοί του χώροι, δύο μεγάλες αίθουσες και μια μικρότερη, είναι ισόγειοι και αναπτύσσονται γύρω από αίθριο. Στη μία αίθουσα λειτουργεί από το 1989 προσωρινή έκθεση βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων που χρονολογούνται από το β΄μισό του 12ου έως και τον 17ο αιώνα. Ανήκουν στη συλλογή εικόνων της Καστοριάς, μιας από τις σημαντικότερες συλλογές στον κόσμο. Οι εικόνες οργανώνονται σε έξι ενότητες που καθόρισαν την επιμέρους διαίρεση της αίθουσας με λιτά, ορθογώνια παραλληλεπίπεδα. Η δεύτερη μεγάλη αίθουσα παραμένει κλειστή ενώ στη μικρότερη εκτίθεται βοηθητικό υλικό για την καλύτερη κατανόηση της έκθεσης από τους επισκέπτες.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Η Academia Europaea απένειμε τον Φεβρουάριο του 1993 είκοσι βραβεία σε νέους ρώσους επιστήμονες προκειμένου να συνεχίσουν την έρευνά τους χωρίς να μεταναστεύσουν – Ο Σύνδεσμος Ελληνίδων Επιστημόνων απένειμε το 1992 το βραβείο «Υπατία» στις κυρίες Marianne McDonald και Μελίνα Μερκούρη – Απολίθωμα σκελετού προϊστορικού ελέφαντα βρέθηκε στην Απολακκιά της Ρόδου

Συνέδρια

Ο Τομέας Γλωσσολογίας του Φιλολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη πραγματοποίησαν την 14η Συνάντηση (Απρίλιος 1993) με θέμα: «Γλώσσα και Μαγεία: Κείμενα από την Αρχαιότητα» - Τον Ιούνιο 1993 πραγματοποιήθηκε στην Άνδρο το Συμπόσιο «Ναυπηγική και πλοία της Ανατολικής Μεσογείου κατά το 18ο και 19ο αιώνα»

Εκθέσεις

Εγκαινιάστηκε στις 7 Νοεμβρίου 1993 έκθεση φορητών εικόνων και άλλων κειμηλίων στον Πύργο της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου – Την εκπληκτική του συλλογή ρωσικής μεταλλοτεχνίας (988-αρχές 20ού αιώνα) παρουσιάζει στο Παρίσι το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Μόσχας

Βιβλία

Ιωάννα Φωκά - Πάνος Βαλαβάνης, Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία. Ανακαλύπτω την αρχαία Ελλάδα, Κέδρος, Αθήνα 1992 – Leonardo Benevolo, La ville dans l’histoire européenne, Seuil, Παρίσι 1993 – H.D.F. Kitto, Η αρχαία ελληνική τραγωδία, Παπαδήμα, Αθήνα 1993 – F.N. Cornford, Η Αττική Κωμωδία, Παπαδήμα, Αθήνα 1993

Aρχαιομετρικά Nέα Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Από το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και το Ε.Μ.Π. πραγματοποιήθηκε (17-23 Μαΐου 1993) το 3ο Διεθνές Συνέδριο για τη μελέτη του αρχαίου μαρμάρου και άλλων πετρωμάτων - Η νεοσύστατη «Ανθρωπολογική Εταιρεία των Φίλων του Ανθρωπολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών» εγκαινίασε τη δημόσια παρουσία της με σειρά ομιλιών στο Πολεμικό Μουσείο

Συνέδρια

Διεθνές Συνέδριο με τίτλο «The Ceramics Heritage» θα γίνει στη Φλωρεντία (29 Ιουνίου-3 Ιουλίου 1994) στο πλαίσιο του World Ceramics Congress – Στο Νέο Δελχί (4-11 Δεκεμβρίου 1994) θα διεξαχθεί το Παγκόσμιο Συνέδριο Αρχαιολογίας «World Archaeological Congress-3»

Βιβλία

G.A. Wagner / P. van den Haute, Fission Track Dating, Kluwer, Dordrecht 1992 – N. Roberts, The Holocene: An Environmental History, Blackwell, Οξφόρδη 1992 [1989] – R. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, Routledge, Οξφόρδη 1992 – J.R. McNeill, The Mountains of the Mediterranean World, Cambridge U.P., Καίμπριτζ 1992

Ρόδος: το χτες μέσα από το σήμερα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο Δίας χάρισε τη Ρόδο στον Ήλιο. Σε μια άλλη διάσταση μας μεταφέρει η Μαριάννα Στραπατσάκη με την έκθεση video-ζωγραφικής στη Ρόδο. Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Νότο και Βορρά, η Ρόδος, με τα κοχύλια στην κορυφή των βουνών της, αναδύεται από τη θάλασσα. Προστάτης της ο Ήλιος. Εικόνες που μας ταξιδεύουν μακριά, στην πρωταρχική γνώση.

English summaries: Reconstruction work on the Acropolis of Lindos in Rhodes Vassiliki Eleutheriou, Vassos Papademetriou

The restoration and reconstruction works on the Acropolis of Lindos are mainly carried out in the temple of the Lydian Athena, the Hellenistic stoa and the terrace of the stoa and the propylaea. In 1936 the monuments of the Acropolis of Lindos were studied and restored by the Italians. However, these reconstruction works proved to be catastrophic for the temple of the Athena, because the "new" material of that time, reinforced concrete, destroyed not only the stones on which it was applied but also all those with which it came into contact.We have already experienced this from other relevant monuments such as the Acropolis of Athens where reinforced concrete has been used. In 1985 the Greek Archaeological Service included the Acropolis of Lindos in the programme of reconstruction, a project which is still in progress.

Some simple thoughts on the ecological aspect of protection of monuments on the island of Rhodes Eryfilli Kaninia

The Chart of Venice (1964) and the Contract for the Protection of the Architectural Heritage of Europe (Granada 1985) determine the mutual relationship between the protection of monuments and their surrounding landscape. In the case of Rhodes these directives gain a special significance since the Rhodian monuments are either built of local limestone or carved on the natural rock. The protection of the monumental physiognomy of the locale, as it has survived on Rhodes, should be linked with the practices of applied ecology if an environmental balance within the modern city is required.

The island of Rhodes from the early Christian era to its occupation by the Ottomans in 1522 Elias Kollias

Roman rule deprives the island of Rhodes of its privileges, but cannot diminish its strategic significance in the Aegean. Thus the island continues to prosper during the Early Christian era as shown by many important edifices, both religious and secular. In the fourteenth century the Knights of the Order of St. John conquer Rhodes. They built palaces, city-walls and churches and decorate them with impressive wall-paintings and the life of the island totally changes, by adopting many Western elements.In 1522 however, Rhodes falls to the Ottomans after a series of fierce battles. From then on the island fell into obscurity from where, for purely reasons of prestige , fascist Italy, which occupied Rhodes in 1912, tried to elevate it. In 1947, heavily oppressed, the Rhodians waited for their liberation and the union of their island with Greece. Since then the island of Rhodes has become an international centre for tourism . "  

A brief historical survey of Rhodes Anna Lambraki

The city of Rhodes, celebrating the 2.400 years since its foundation, is the capital of an island which had already been inhabited since the Neolithic Age. The island of Rhodes served as a bridge between the East and West and the North and South and soon became a commercial and cultural centre,its fame reaching the Heraclean Columns (the present Straits of Gibraltar). Although throughout Antiquity Rhodes tried to remain neutral by participating in various alliances, its naval strength and prosperity forced it to be continuously involved in numerous conflicts. Great schools were founded on the island and many artists, philosophers and mathematicians lived and created there. Its splendour continued through the Roman period, when illustrious Romans attended its schools. The island of Rhodes has always suffered greatly from earthquakes -to which it owes its emergence from the sea bed. The big earthquake of 227-226 BC destroyed not only the city of Rhodes, which however was rebuilt, but also the famous Colossus, the statue of the Sun god, protector of the island, counted among the Seven Wonders of the ancient world.

Rhodes. Engravings from the 15th to the 17th century Antonis Sevastou Maillis

The city of Rhodes has been inhabited for 2.400 years. The catastrophic Peloponnesian War (431-404 BC) forced the till then prosperous towns of the island — lalyssos, Cameiros, Lindos— to unite their forces by founding the city of Rhodes in 408/407 BC in a prominent location. The city-planning was designed by the famous architect and town-planner Hippodamus. The city was fortified and soon became powerful due to its naval and trade supremacy. It was embellished with wonderful monumental pieces of sculpture,the works of excellent artists. Among them the so-called Colossus still remains legendary -destroyed by an earthquake in 226/227 BC, although Pliny mentions thousands of such statues that each of them alone could make any town in its own right. The city of Rhodes owed its splendour to the intensive cultivation of the arts and letters,drawing all the famous personalities of the time. The city managed to repulse the fierce attacks of Demetrius Poliorcites, in 306 BC, and Mithridates in 88 BC. Destructive earthquakes and hostile invasions weakened Rhodes's defenses, so finally in 42 BC the city was occupied by the Roman general Cassius, who, although educated in Rhodes, ruined the city, looted its treasures and ordered most of its marvellous works of art to be transferred to Rome. In the centuries that followed Rhodes suffered more catastrophic invasions and earthquakes (155, 344, 515 AD). The walls and fortifications of the city were rebuilt in the Byzantine era and were later reinforced by towers and turrets by the Knights of the Order of St. John, when they made the island their base, from 1309 to 1522, year of the occupation of Rhodes by the Turks. Other foreigners, the Italians, ruled the island from 1912 to 1948.In about 1412 Cristoforo Buondelmonti, a vicar in the church of St. Maria Oltraar-no, arrived in Rhodes and stayed there until 1420. In the meantime he studied the ancient Greek writers, visited many islands and wrote the book Liber Insularum, a basic work on the Aegean islands until the late eighteenth century. Leaving Rhodes he did not miss the opportunity to take with him —as a gesture of magnanimity — rare, valuable Greek codices that enriched the Medici library in Florence. The original books was lost but copies of it survived in various libraries. The first full edition, in Latin, was published in Leipzig; the second edition, published in 1897 in Paris by Emile Legrand, included passages translated in Greek by some unknown Greek scholar as well as a translation of the Greek text. From a copy of this edition, which was written by the famous caligrapher of the Seraglio Emmanuel Miller, the author of this article quotes here some abstracts about Rhodes. A second important document was bequeathed to posterity by the German clergyman Bernhard von Breydenbach, who travelled from Venice, a pilgrim to the Holy Land, to the monastery of St. Catherine at Sinai, visiting during his itinerary the Greek harbours of Corfu, Methone, Heracleion (Crete), Rhodes and Cyprus. The Itinerary, besides its text with valuable information, also includes unique illustrations, engraved by the great Flemish artist Erchard Reuwich, who accompanied Breydenbach on his trip in order to accomplish this task. The itinerary, which according to specialists had twenty-eight editions, from the first in 1486 to the last in 1522, was repeatedly published in various languages, Latin, French, German, Flemish, Polish. The Liber Chronicarum, the "Chronicle" of Hartmann Schedel, is a landmark in typography. It was written, illustrated and printed in Nuremberg in 1493. Its author composed his text drawing from older and contemporary poets, men of letters and historiographers and created a work of significant merit for those who study that period. The special interest of the book lies in the fact that it does not only supply a full compilation of the knowledge possessed by then, but it also reveals the attitude of that century towards history. The book was put> hshed in Latin and German, while another counterfeit, less expensive edition of it was easily realized, since the safeguarding of intellectual rights was unthinkable and beyond imagination at that time. The two celebrated editions of the fifteenth century, that of Itinerary and Liber Chronicarum, by B. von Breydenbach and H. Schedel respectively, were followed by minor relevant works I of the sixteenth (15 engravings] and seventeenth century (28 engravings), in which the city of Rhodes was represented.

The Colossus of Rhodes Antonis Mastrapas

The colossal statue of the Sun god , protector of the city of Rhodes, was erected in about 292 BC, twelve years after its construction had begun. The three hundred bronze coins required were supplied from the war machines which were abandoned at the outskirts of the city by Demetrius Poliorcetes after the misfiring of his efforts to conquer Rhodes. The identification of Rhodes with the Colossus became an intriguing subject of the human imagination after its destruction by an earthquake in 227-226 BC. Since a representation of the statue does not exist, suggestions and proposals can only be made based on the scarce information of ancient literary sources and the study of the present landscape formation.

The Athens Academy’s inventory of Byzantine wall-paintings of the Dodecanese Ioanna Bitha

The inventory of the Byzantine Wall-Paintings of Greece is the main research project presently carried out by the Service of Documentation of the Byzantine Monuments of Greece of the Athens Academy. The project started being carried out in 1982. The general inventory comprises separate units that deal thoroughly with the inventoring of the decorated monuments of each region of Greece. The position of the Dodecanese in the inventory is quite important: 194 wall-painted monuments have been recorded so far that exhibit 225 published layers of painting, numbers quite impressive as such, notwithstanding that they are not the final ones.

The oracular cave of Heracles Vouraikos Dora Katsonopoulou, Steven Soter

The cave, also known to the natives as the"Heracles cave", is located in eastern Aeghialeia, south of the village Elaion (Trypia). It was discovered during the search for ancient Eliki, a cultural and religious center of the "Common of Achaens", which was destroyed by an earthquake in 373 BC. The cave is carved out of a natural conglomeratic psammite rock and consists of three major levels. Relevant research has proved that the cave can be indentified with the one described by older travellers and especially by Blouet as the "cave of Heracles Vouraikos". In addition, there is data supporting its antiquity and its probable indentification with the cave of "Heracles Vouraikos".This data refers to the cave's inner formation visited and described by Pausanias. Situated at a distance of 5.5 kilometers (30 ancient stadia) from Eliki, in superimposed levels and areas as well as the flight of steps outside its eastern side that leads to the top of the rock, features that are suited to the function of an ancient, rural oracular sanctuary. Furthermore, the two series of holes on the cave's facade testify to the support of a roofed stoa or room, a building in any case appropriate to an ancient rural sanctuary. The wall-painting remnants on the ceiling of the cave bear witness to the sanctity of the site throughout the Byzantine and Postbyzantine periods.

Religious and social institutions in prehistoric Aetolia and Acarnania Ioannis Nerantzis

The article deals with the religious and social parameters related to the names Agrinion, Ophioneis and Voukatieis. These in the author's opinion, refer to Prehistoric racial and intellectual expressions . At the same time the existing archaeological finds, probably representing "recordings" of these intellectual manifestations, are inventoried.

The abacus of Laurion Charalampos Spyridis

The harbour of Pasha lies on the 59th kilometer of the inland highway connecting Athens to Cape Sounion, on the southern edge of Laureotiki. The harbour is encircled by a fertile valley, surrounded by hills that gently lead to a quiet bay. Traces of ancient settlements are obvious in the entire district. Groups of houses and graves have been discovered there during the excavations carried out by the B' Ephorate of Classic Antiquities of Attica. The many finds, date from the Classic to the Roman period and cover an area from the coast to the hills . A large settlement and an important harbour once existed there belonging to the municipality of Sounion.The ancient agora has recently been discovered, which can be identified with the agora of the Salaminians at Koele. Huge piles of ancient rust testify to the mining activities of the inhabitants. A large building was discovered at 150 meters from the sea which was used without a break undoubtedly from the end of the fourth century up to and including the first century BC ,especially in the Hellenistic period. In a room of this building complex a marble slab with an inscription in two rows, of uncertain date, was discovered in 1977 by the archaeologist Maria Salliora-Oikonomou. The archaeologist Petros Themelis on the basis of the symbols of the inscription proposed for it a musicological interpretation, an opinion supported by the Professor of Musicology of the Thessaloniki University, Demetrios Themelis. However, after almost three years of research we can now claim that the two rows of symbols of the inscription are related to numbering. They represent a "modern" and unique until today abacus, used in commercial transactions. The symbols of the inscription stand for integer and decimal numbers, twenty whole centuries before the Dutch Simon Stevin contrived them. Abacus parts have been discovered in Naxos Island, in the ancient town Minoa of Amorgos Island and in Eleusis. The older abacus comes from Salamis island, while the slab of Laurion is an abacus of modern technology, which is based on the regular or alphabetic numbering, features a wider display and propably a conception of new numbers, the decimal. The slab was discovered in the agora of Salaminians, in the accounts office, where financial calculations and important money transactions took place due to the significance of the merchandise.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αμφορείς (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Ασημένιο νόμισμα από τη Χίο με σφίγγα και αγγείο οίνου (5ος αι. π.Χ.) Οι ενιαίοι αμφορείς και οι αμφορείς με λαιμό είναι οι δύο βασικοί τύποι αμφορέων. Στους πρώτους, λαιμός και σώμα σχηματίζουν ενιαία καμπύλη. Στους δεύτερους, ο λαιμός ξεχωρίζει από το σώμα. Οι παναθηναϊκοί αμφορείς και οι οξυπύθμενοι ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία. Σχεδόν εννιακόσιοι εμπορικοί αμφορείς εκτίθενται στη Στοά του Αττάλου. Χρονολογούνται από την εποχή του Χαλκού ως τον 6ο αιώνα μ.Χ., ήρθαν από διάφορα μέρη και αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές της Αγοράς. Πολλοί φέρουν σφραγίδα που υποδηλώνει την προέλευση και την χρονολόγηση καθώς και την ύπαρξη ελέγχου επίσημης αρχής. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ομάδες αμφορέων για την παρακολούθηση των τυπολογικών τους αλλαγών προέρχεται από τη Χίο.

Τεύχος 95, Ιούνιος 2005 No. of pages: 122
Κύριο Θέμα: Το υδραγωγείο του Ευπαλίνου στη Σάμο Hermann Kienast

Το εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη στο χωριό Αγιάδες. Στο βάθος, το βουνό με την ακρόπολη, μέσα από το οποίο σκάφτηκε το όρυγμα.

Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων. Η κατασκευή οργάνων στην αρχαιότητα M.T. Wright

Μηχανισμός των Αντικυθήρων, τεμάχιο Α, πρόσθια όψη.

Ύσπληξ: Ο μηχανισμός άφεσης στα αρχαία στάδια Πάνος Βαλαβάνης

Παναθηναϊκός αμφορέας του 344/3 π.Χ. με παράσταση άφεσης οπλιτοδρομίας και απεικόνιση της ύσπληγος.

Ο έλεγχος ποιότητας των προϊόντων και η προστασία του καταναλωτή στην αρχαιότητα Γιώργος Βαρουφάκης

Σπασμένη ενεπίγραφη στήλη, που περιέχει έναν πολύ αυστηρό νόμο για το ξύδι και το κρασί, 480 π.Χ. Μουσείο Θάσου.

Το καθαριστήριον του αργυρούχου μεταλλεύματος Ευάγγελος Χ. Κακαβογιάννης

Παρακείμενα πλυντήρια μεταλλεύματος λαξευμένα στον βράχο της ανατολικής όχθης της κοιλάδας Μπερτσέκου.

Οι αλεξανδρινοί μηχανικοί και αυτοματοποιοί: Κτησίβιος, Φίλων, Ήρων Δημήτριος Καλλιγερόπουλος

Εσωτερική διάταξη των μηχανισμών του σταθερού αυτομάτου του Ήρωνος.

Η αρχαία ύδραυλις και η ανακατασκευή της Βασίλης Καρασμάνης

Μωσαϊκό από το Μιριαμίν της Συρίας (4ος αι. μ.Χ.). Απεικονίζει ορχήστρα γυναικών και πνευματικό όργανο.

Αρχαία τεχνολογία υπερνίκησης μεγάλων βαρών Μανώλης Κορρές

Παρθενών, αναπαράσταση της τοποθέτησης του βάθρου του ακρωτηρίου της ΝΑ γωνίας του κτηρίου με γερανό.

Από το “περίπου” στο “ακριβώς” και από την εμπειρία στη θεωρία Κλαίρη Παλυβού

Ομοίωμα του κοχλία του Αρχιμήδους. Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας.

Είναι η κατασκευή των υφασμάτων απλή υπόθεση; Γιούλη Σπαντιδάκη

Μικροφωτογραφία από στεροσκόπιο τμήματος των υφασμάτων από το Μοσχάτο.

Η οικοδομική τέχνη των αρχαίων ελληνικών ναών Τάσος Τανούλας

Τομή κατά το πλάτος του ναού της Αφαίας στην Αίγινα. Περί το 500 π.Χ.

Σχέσεις τεχνολογίας και επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα Θεοδόσιος Π. Τάσιος

Ομοίωμα ΕΜΑΕΤ του οδομέτρου του Ήρωνος του Αλεξανδρέως (γύρω στον 1ο αι. π.Χ.).

Οι λίθινες άγκυρες της παραλίας Ράμλεχ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου: Κάποιες σκέψεις για τη χρήση τους Χάρης Τζάλας

Χαρακτηριστική άγκυρα που βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια, με την άνω οπή σε σχήμα ταχυδρομικής θυρίδας.

Άλλα θέματα: Ars memoriae – Τέχνη της μνήμης. Τα παραδοσιακά και νεότερα εικονοστάσια-προσκυνητάρια Μάνος Μικελάκης

Αξιοσημείωτη είναι η μικρογλυπτική απόδοση στα ναόσχημα προσκυνητάρια δομικών, μορφολογικών στοιχείων της ναοδομικής παράδοσης.

Από το musée imaginaire του A. Malraux στο μουσείο εικονικής πραγματικότητας Μαρία Βαϊοπούλου

Αρχική σελίδα του Μουσείου του Κεμπέκ.

Μουσείο: Σημείωμα για την επανέκθεση των αρχαίων στο Μουσείο της Οδησσού Μωυσής Καπόν

Προθήκη με αμφορείς και άγκυρες από τις ελληνικές αποικίες της Βόρειας Μαύρης Θάλασσας.

Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών Μιχάλης Πετρόπουλος

Τρεις κορμοί από αέτωμα ναού του τέλους του 5ου αι. π.Χ. από την περιοχή του Βελβιτσιάνικου ποταμού.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 17/2 (2004) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας

Πληροφορική: Το Μουσείο του Κάστρου Kybourg. Τα υπερμέσα ως μέσο μετάδοσης μουσειολογικής γνώσης Harald Kraemer

Οθόνη από τη διαδραστική ανάλυση του πίνακα "Η Gertrud von Wart εκλιπαρεί να δοθεί χάρη στο σύζυγό της".

Συμπεράσματα του Συνεδρίου Mediterranean Crossroads (Αθήνα, Ίδρυμα Πιερίδη, 10-13/5/2005) Σοφία Αντωνιάδου

Το εξώφυλλο των πρακτικών του συνεδρίου.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Άθικτα μυροδοχεία τα οποία συγκεντρώθηκαν από την ανασκαφή στον Πύργο της Κύπρου.

English summaries: From the concept of “Almost” to that of “Precisely” and from Experience to Theory Clairie Palyvou

The upheavals that accompanied the “Dark Ages” had a strong effect on technology, which soon, however, reached its peak. The development of emancipated cities, colonialism and its interaction with cultures of the new colonies all acted as a boost to quick development. Rational thought, the correlation between cause and outcome joined the paths of science and technology. Inventors and creators take on an identity. The historical era is known for the shift of interest from Experience to Theory and from the concept of “Almost” to that of “Exactly”. The technology which stands out is that of the famous mechanism of Antekythera of the 1st century BC.

Relations Between Technology and Science in Ancient Greece Theodosios P. Tassios

Empiral Technology has always existed in Greece as in many order countries. It seems, however, that from the time Science is born in the land of Ionia, the insemination and development of ancient Greek Technology is faster and wider. Needless to say that such a fertilisation of Technology by Science was bound to happen one way or another. The particular evidences which verify this happy hymenaeus of Technology and Science in ancient Greece are pin-pointed in this article: they range from the years of Thales and Eupalinus (surveys for the materialization of important technical works) to the Alexandrian culmination of Greek Technology (the mathematic helix as base for Archimedes’ helical pump, the sound numeration by the Pythagoreans that facilitated the manufacturing of musical instruments, etc). As a matter of fact it also occurred a cross-insemination’’: Technology payed back its debt to Science, as a gift in return, by building measuring scientific instruments-protractor, chorobates (levelling device), hodometer, astrolabe, hydraulic clock, astronomical simulator of Antikythera and others-which have contributed to the progress of Greek Science of that age.

Structural Elements of Ancient Greek Temples Tasos Tanoulas

The structural elements of ancient Greek temples have been systematically presented in a restricted number of monographs which appear at the end of this article. Initially, the technology applied for the construction of temples was similar to the one applied for the construction of houses. In time, the original mud brick or rubble stone masonry of the cella and the wooden elements of the colonnades were translated into more abstract forms, especially when they were rendered with mortar or were sheathed in terracotta. These forms became even more abstract when they were translated into hard limestone or marble, acquiring, in the end, high plastic values. The post and lintel principle has always been essential for the Greek masons who never used vaults and trusses for ceilings or roofs. Another important characteristic of the monumental temples in the classical era is their being built with blocks carved on all their sides in a way that secured perfectly tight joints and smooth surfaces for the architectural parts of the building. The bonding of the blocks was entrusted primarily to friction, and secondarily to iron clamps and dowels embedded in lead. Mathematics were very much involved in designing Greek temples. The construction of models of buildings were not uncommon, and it is certain that models or drawings of particular architectural forms were indispensable. The first step for the construction was finding the stone in the quarries, extracting it, trimming it roughly and transporting it to the building site. When a block was put up at its final place in the building, only its lower face and the surfaces abutting the neighbouring blocks in the same course were finished. The upper surface was finished later, when the whole horizontal course of blocks was set, while the exposed surfaces retained some elements which protected them against damages during construction; these elements were removed in the end of the building was done in the end activity in the site. As regards the columns, the fluting was done in the end, following the guides carved at the bottom of the lowest column drum and at the bottom of the column capital, before they were put in place. The Greeks built preferably their foundations straight on the natural rock, which they dressed horizontally, usually forming steps according to the natural shape of the rock. If this was not possible, they founded on encased earth, sand or rubble stone. As far as it concerns the roofs of Greek temples, they were made of wood. They consisted of vertical posts standing on tops of walls or on horizontal beams (wooden or marble ones) bearing ridge beams and slopping rafters which, in their turn, supported the terracotta or marble roof tiles. The shape of the roof tiles was always adapted to the needs of the roof of each individual building.

Ancient Technology for Surmounting Heavy Weights Manolis Korres

The main and independent ways for surmounting weights have always been transporting and hoisting, while the characteristics of the weights to be surmounted, the nature of means and the relation between the original and the final position of the transported or hoisted weights have been critical factors for the achievement of this task. While the ancient and present norms of bodily labor do not differ (force 18-25 kilos per person), rope and discipline were accordingly the most important mean and the most essential human virtue for this accomplishment. The first great achievements in this field, the megalithic monuments of Western Europe, belong to the category of weight transporting along with the unrivalled works of the Egyptians who managed to transport monoliths weighing even 1000 tons! The hoisting of building members by ropes and pulleys, a technology probably inspired by ship hoisting devices, is introduced much later than transporting and becomes particularly popular in ancient Greece. Although the weights surmounted by hoisting can be amazing (up to 50 T), still they do not approach the extreme Egyptian weight magnitudes. In spite of the fact that the technology of hoisting is faster, less expensive and more flexible than that of transporting, it does not manage to replace it fully. In many Greek, Roman or modern works, the age-old Egyptian technology of transporting, using various systems of traction and slide, has remained in use being less expensive or, when the magnitudes are extreme, the only feasible. Examined in particular are the Stonehenge, the “Treasure of Atreus”, the “Treasure of Minyas”, the pulley blocks and winches, the scaffoldings and cranes as well as the petasos of the Colosseum, while reference is made to a great number of Greek monuments of the Archaic, Classical and Hellenistic period and also to some excellent Roman achievements (temples at Baalbek, monolithic dome of Theodoric’s Mausoleum).

Eupalinus’ Tunnel in the Island of Samos Hermann Kienast

Eupalinus’ aqueduct in Samos island is one of the greatest technical works of antiquity. Since its surface remnants disappeared when it ceased functioning, Herodotus’ reference to it offered scholars the incentive to look for and discover the tunnel in the nineteenth century. In 1881 attempts were made for the refunctioning of the main and for the research and documentation of the relevant installations. Eupalinus’ tunnel and especially its construction under a mountain soon became renowned and raised at the same time a number of questions and issues as regards its construction and building.

The Washing-Table of Argentiferous Ore in the Lavrion Mines Evangelos Ch. Kakavogiannis

Among the various ores of the Lavreotiki subsoil more important are galenite (PbS) and cerussite (PB.C.O3), because they contain argentiferous lead. Occasionally these ores, which are usually composite and include non-argentiferous elements, from pure deposits that, however, are rare and limited. The mineral wealth of the region mainly consists of composite deposits. The exploitation of the argentiferous deposits in Lavreotiki seems to have commenced during the Protohelledic II period, that is around 2,500 B.C.. Until the end of the sixth century B.C. the miners used to extract only the purely argentiferous deposits and those rich in argentiferous lead, while all the rest deposits were not mined, due to the technical problems in their smelting. Around the late sixth or the early fifth century B.C., the metallurgists of Lavreotiki discovered-or learned from others- that the composite argentiferous ores could be turned to recoverable ones, if they were granulated, then mill grinded and finally washed with running water, so that all their non-argentiferous components to be removed. This method was indeed very effective, however it stumbed at the fact that Lavreotiki was a dry land. Thus, to handle the shortage of water, the metallurgists invented the ore washing-table: a device in which the water would drift away the lightweight non-argentiferous granules of the grinded ore and would leave clean the heavier argentiferous lead particles. Then, through a circulation system of canals and basins, the water would be self-cleaned, due to the subsidence, from all the components it had drifted along during its course and would return to its starting point pure and appropriate for use for the next cleansing route. The adoption of the washing-table solved the problem of water shortage and in fact multiplied the exploitable mineral wealth of Lavreotiki. Soon after it led to the maximization of the mining works and as a result to the provision of the Athenian State with an important and steady income from the exploitation of the Lavreotic silver. This considerable financial support contributed to the establishment of the newly born Democracy and the repellence of the Persians and fertilized as well the earth of Athens for its great political and intellectual flourishing, fruit of which was the so-called Golden Age of Greek civilization.

The stone anchors on the Ramleh coast, in Alexandria (Egypt). Some thoughts on their use Haris Tzalas

A large number of small, stone anchors were discovered at the Alexandrian coast during the underwater archaeological research carried out by the Hellenic Institute of Ancient and Medieval Alexandrian Studies. The upper hole in most of these anchors has a letterbox shaped perforation that shows the intense wear caused by rope friction. The wear is located at the two extremities of the hole and not at its centre as is usually the case with stone anchors. Judging from the location where they were found it is assumed that these anchors belonged to small fishing vessels. This assumption, coupled with their light weight, leads us to the conclusion that for practical reasons these anchors must have been cast in a row, successively, the one next to the other.

The Engineers and Automaton-Makers of Alexandria: Ctesibius, Philon, Heron Dimitrios Kalligeropoulos

The Automata hold a special position in the history of Technology and particularly in the history of Technology of ancient Greece. The mythic anthropocentric conception that envisages engines-works of gods- with human shape and motion is gradually realized and becomes an applied, instructive science, which comprises all the branches of Mechanics in the Hellenistic age. The main representatives of this new science, the Automatopoetiki (art, science and technology of making Automata), are the Alexandrian engineers Ctesibius, Philon of Byzantium and Heron of Alexandria. Heads of the famous Bibliotheca of Alexandria and teachers at the Museum of the same city, they have collected the most important examples from the history of Automata, connected Mathematics with Mechanics, studied the problems of automotion and programming and programming and disseminated the art of Automata making. They have manufactured not only self-regulated lamps and automatic slot-machines, but also automatic fountains and theatres “in order to facilitate the human’s life and to cause surprise and admiration” to quote Heron.

The Antikythera Mechanism: Instrument – Making in Antiquity Michael T. Wright

The Antikythera Mechanism, that dates from the first century B.C., is the only elaborate mechanical instrument to survive from antiquity. Unique and fragmentary as it is, it has, however, provided us with incontrovertible evidence that such devices existed in Hellenistic times. It became widely known through the work of Professor D.J. de S. Price, whose definitive paper was published in 1974. Several later scholars have presented variants of Price’s reconstruction; none of them, however, based his work on new research, and more has addressed the central problem, that Price’s observations are flawed and that many of his deductions may be challenged. The author has made anew, detailed investigation of the original fragments, which has led him to propose a radically different reconstruction of the Mechanism. According to this, the principal display was probably a planetarium, a type of instrument which, as literary evidence shows, was well known at that time. The author has made a working model of his reconstruction, to demonstrate that it is practicable. It has become clear that the original instrument is even less complete than earlier scholars have supposed, and so it is to be expected that problems will remain. Nevertheless, the author is continuing to analyze his data, with the intention of presenting as full an understanding of this instrument as possible.

The Ancient Hydaulis and its Reconstruction Vasilis Karasmanis

Hydraulis or Hydraulic organ is the first musical keys-bearing instrument in the world history and the predecessor of the later ecclesiastic organ. It consists of one or more sets of metallic pipes of various sizes. They are supplied with air of high and steady pressure through a hydraulic mechanism and they sound by means of special lever-keys. Hydraulis is a simple as well as a genius construction, which proves the high level of technological thought in antiquity. The inventor of hydraulis is the renowned engineer Ctesibius, an inhabitant of the third-century B.C. Alexandria. After its invention hydarulis is quickly disseminated in the Hellenistic world and later in the Roman Empire and becomes the favorite musical instrument of emperors, such as Nero. Blow devices replace progressively the hydraulic mechanism and thus the hydraulic instrument is transformed into a wine one. Hydraulis disappears from the west part of the old Roman Empire after the barbaric raids in Europe during the first Christian centuries, but is continues to survive in Byzantium as a wind musical instrument. The well-known ecclesiastical organ of the West is the evolution of the wind instrument, which was presented in 757 by the Byzantine Emperor Constantine the Copronymous to Pepine the Short, king of France and father of Charlemagne. In August 1992 the archaeologist and Professor at the University of Thessaloniki D. Pantermalis and his team discovered the upper part of a first century B.C. hydraulis during the excavations at ancient Dion. In the beginning of 1995 the European Cultural Center of Delphi, at which the author of this article presided, started a research project for the reconstruction of the Dion hydraulis with the support of the Greek Ministry of Culture and the scientific contribution of Professor Pantermalis. Head of the entire project was appointed the late Professor Marios Mavroidis and after his death the musicologist C. Stroux. Important participants in the project were P. Vlaggopoulos and G, Paraschos, the latter as builder of the reconstruction. The project was completed in June 1999 and the final result was an exact, as possible, replica of the ancient hydraulis of Dion. The reconstruction problems had to do with the hydraulic mechanism, the keys mechanism and the pipes. The solution of the fisrt two was based on the author’s interpretation of the text of Heron of Alexandria, which enabled the building of a plastically rendered model that served for the measuring of water and air pressure. Then two more models were built: the materials of the Dion hydraulis were used for the first one as well as the size, number and length of pipes of the find, while all the relevant ancient techniques were employed for making the second and final reconstruction of the ancient hydraulis.

Hysplex: The Starting Device in Ancient Greek Races Panos Valavanis

The ancient Greek engineers had invented a special device, called hysplex (ύσπληξ), which was placed at the starting line of any race in order to prevent the untimely start of the competing athletes. The study of this device is based on its unique representation on a Panathenaic amphora of 344/343 B.C., the architectural remains of three stadia located in the Northeastern Peloponnese (Isthmia, Epidaurus, Nemea) and on the race track of the Corinthian Agora as well as on the reference to an hysplex in two Hellenistic inscriptions from Delos. This evidence coupled with the assumption that the function mechanism of such a device might have been influenced by the advanced technology of the late-Classical catapults led to the reconstruction of hysplex. The hysplex consisted of two horizontal ropes stretched in front of the waist and knees of the runners. The ends of each rope was tied up at the top of vertical wooden posts which were firmed by mechanisms laid at both ends of the starting line and controlled by the starter of the race. At the appropriate moment he would let all the ropes to fall down, thus permitting all the athletes to start the race simultaneously. The reconstruction of a full-size hysplex model was made possible thanks to the financial support of the University of California (Berkeley). The function of this 2,300 years old device is successfully tested every four years at its original site, the ancient stadium of Nemea, during the modern conduct of the ancient Nemean Games.

Is Textile-Making a Simple Matter? Youlie Spantidaki

The study of archaeological textiles in Greece is still at its early stage because, due to the climate of the country, the finds preserved so far have usually small dimensions and have been mineralized. Nevertheless, their study proves that the inhabitants of this country had reached a high degree of technical knowledge since very early, an important precondition that enabled them to exercise control on all the stages of textile producing. Thus, in yarn making, purple dyeing, textile embellishing and/or embroidering the Greeks of antiquity can boast magnificent products.

The Quality Control of Products and the Customer Protection in Antiquity Yiorgos Varoufakis

The article is based on the study of ancient inscriptions, ancient Greek literature and the author’s case study in the field of ancient technology. The interesting conclusion of this research effort is that the ancient societies, even in the prehistoric age, had set standards with very strict specifications as regards the quality of a considerable range of goods either produced or for sale in the market: from metals and their alloys to foods and crops. There also existed a very small organized public quality control not only of products but also of construction works, of the public sector in particular. The various standards and mechanisms for the quality control of products as well as the sanctions imposed on whomever had violated the rules and standards formed an articulated state mechanism, capable of protection the consumer and safe guarding his interests.

From A. Malraux’s Musée Imaginaire to the Museum of Virtual Reality Maria Vaiopoulou

New Museology tries to attract the interest of a broader public in museums. The dissemination of technology and computer science has changed considerably the way of thinking and working in museums. The high quality of digital photography has introduced virtual reality in the museum activities and the use of CD-ROMs or Web sites have become an everyday practice in them. As a result, the automatism and speed in research contribute considerably to the communication with and the information of a broader public. The conditions concerning the way of thinking and working of archaeologists-museologists change rapidly, therefore they must adjust themselves to the new reality in order to provide the necessary museum education framework for non-specialists.

Ars Memoriae: The Traditional and Modern Iconostases-Shrines Manos Mikelakis

The iconostases-shrines standing along provincial roads and highways and outside churches and houses represent a collective cultural expression of the veneration of the dead or are related to the customary rites for the protection of a settlement. This article focuses on the form and type of their miniature architectonical composition. The in situ survey in Attica, Crete, Epirus and in the Aegean islands identified a series of types (single-space ciborium, church-shaped shrine, stele-chapel, dedicatory, funerary post), which reveal “the directly and suB.C.onsciously materialized form of the culture, needs, values and wishes of a people”. For each type does not simply express the compositional ability of the traditional architecture to form artificial symbols, but also the transition to a distinct system of symbolic values. However, their modern counterparts have unfortunately been downgraded to ugly prefabricated structures.

The Reexhibition of Antiquities in the Odessa Museum Moysis Kapon

Four years ago the A.G. Leventis Foundation sponsored the reexhibition of Greek and Cypriot antiquities in the Archaeological Museum of Odessa, following the proposal of Vasos Karaghiorgis, Professor Emeritus of Cypriot Archaeology and Director of the Foundation. This reexhibition in the Odessa Museum is particularly interesting not only for the sake of the exhibits in themselves, but also for the close connection of the history of Odessa and its museum with the history of Hellenism. The planning and realization of the project was entrusted to the author of this article, who presents here the necessary work carried out in the museum for the reexhibition.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Η Ήρα Μαρίζα Ντεκάστρο

Η Ήρα κρατάει το μήλο της Έριδας και το προσφέρει στον Πάρι.

Τεύχος 11, Μάιος 1984 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Ταφικά έθιμα στη Mέση Eποχή του Xαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα Όλγα Πολυχρονοπούλου

Θήκη, αντιπροσωπευτικός τύπος τάφου της Μέσης Εποχής του Χαλκού, Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου. Από τη νεολιθική εποχή διαφαίνεται μια τάση απομάκρυνσης των τάφων από τους οικισμούς αλλά τα οργανωμένα νεκροταφεία επικρατούν από τη Μέση Εποχή του Χαλκού και πέρα. Ο απλούστερος τρόπος ταφής είναι ο ενταφιασμός του νεκρού που τοποθετείται σε πλάγια, συνεσταλμένη στάση. Αντιπροσωπευτικότεροι τύποι τάφων είναι ο λάκκος, ο κιβωτιόσχημος και η θήκη, ενώ έχουν βρεθεί και τάφοι λαξευτοί σε στέρεο βράχο. Από τους τύμβους, που επισημαίνουν έναν τάφο ή, συχνότερα, πολλούς τάφους, διακρίνονται δύο κατηγορίες: οι μικροί με διάμετρο ως 7 μ. και οι μεγάλοι με διάμετρο 10-20 μ. Μια παραλλαγή του τύμβου αποτελεί ο Κύκλος Β των Μυκηνών που περιείχε είκοσι τέσσερις τάφους και έχει εσωτερική διάμετρο 27 μ. Ευρήματα που ερμηνεύτηκαν ως ίχνη από θυσία ή οι βόθροι έθεσαν το ζήτημα της «λατρείας των νεκρών». Ωστόσο, οι υποθέσεις δεν επαληθεύονται καθώς προσκρούουν στην παντελή έλλειψη αρχαιολογικών δεδομένων για τη λατρεία εκείνης της εποχής. Τα κτερίσματα στους τάφους είναι αντικείμενα κοινής χρήσης που βρέθηκαν αδιάκριτα σε τάφους των δύο φύλων ακόμη και σε παιδικές ταφές. Πρόκειται για πήλινα αγγεία, μινυακά και αμαυρόχρωμα, κοσμήματα, εργαλεία και όπλα. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η υιοθέτηση σύγχρονων αξιολογικών όρων («πλούσια», «φτωχά» κτερίσματα) δεν αποδίδει την ακριβή σημασία των ταφικών προσφορών που μας είναι άγνωστη.

Έγκλημα στην υστερομινωική III περίοδο Tina McGeorge

Κρανίο (δεξιά πλευρά). Διακρίνονται οι κηλίδες αίματος Στο υστερομινωικό νεκροταφείο των Αρμένων (περίπου 1425-1200 π.Χ.) έχουν ήδη ανασκαφεί πάνω από 140 λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι. Οι περισσότεροι είναι στραμμένοι προς το μεσομινωικό Ιερό του Βρύσινα. Το νεκροταφείο βρίσκεται νότια από το Ρέθυμνο και η θέση του οικισμού δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Η μελέτη των σκελετών και τα ταφικά ευρήματα υποδεικνύουν μιαν αυτάρκη αγροτο-κτηνοτροφική κοινότητα που χρησιμοποιούσε το μαλλί και τα υφαντά για το ανταλλακτικό της εμπόριο. Η ύπαρξη ταφών σε διακοσμημένες λάρνακες μαρτυρεί μια κοινότητα εύρωστη που δεν είναι πολιτισμικά απομονωμένη. Τα ταφικά ευρήματα του λαξευτού τάφου 67 πιστοποιούν τη χρήση του από το 1400-1300 π.Χ. περίπου, για άτομα ιδιαίτερα εύπορα. Από αυτά, ο σκελετός 67Ε ανήκει σε δυνατό, 25χρονο άντρα, που έπασχε από μελιτοκοκκική οστεομυελίτιδα, βρουκέλωση, επαγγελματική ασθένεια των κτηνοτρόφων. Δεν ήταν αυτή όμως η αιτία του θανάτου του. Ο ακρωτηριασμός του δεξιού του χεριού και ίχνη από δέκα διαφορετικά χτυπήματα στα οστά του, μάλλον από πέλεκυ, προδίδουν φονική ενέργεια. Τον νεκρό περιβάλλουν όλα του τα όπλα, πράγμα σπάνιο για το νεκροταφείο των Αρμένων. Πιθανόν το θύμα να σκοτώθηκε σε μονομαχία για την επίλυση διαφορών.

Αρχαίες ταφές στην Αθήνα Άννα Λαμπράκη

Επιτύμβια στήλη της Αμφαρέτης με το εγγόνι της, περ. 430/20 π.Χ., Μουσείο Κεραμεικού. Το άρθρο διατρέχει το χρόνο από τη μυκηναϊκή ως την ελληνιστική περίοδο. Στη μυκηναϊκή Αθήνα, οι ταφές γίνονται σε τάφους θαλαμοειδείς και λακκοειδείς. Την εποχή του Σιδήρου, οι ταφές σε ορθογώνιους λάκκους συνυπάρχουν με την καύση των νεκρών. Γύρω από την τεφροδόχο τοποθετούνται τα λιγοστά κτερίσματα, πήλινα ή χάλκινα. Στην πρωτογεωμετρική περίοδο, η καύση των νεκρών είναι συχνότερη και οι τάφοι σημαδεύονται από μικρό τύμβο. Τα κυρίως ταφικά αγγεία είναι οι υδρίες. Στη γεωμετρική περίοδο των αγγείων του Διπύλου, η καύση των νεκρών υποχωρεί. Σημειώνονται ομαδικές ταφές σε λάκκους, περίκλειστες από περίβολο. Ανάμεσα στα σημάδια που διακρίνουν τους τάφους είναι και αγγεία: κρατήρες για τους άντρες, αμφορείς για τις γυναίκες. Τα κτερίσματα περιλαμβάνουν χρυσά κοσμήματα, όπλα, πήλινα ομοιώματα. Οι νεκρικές σκηνές της εικονογραφίας περιγράφουν τη νεκρική τελετή: πρόθεση, εκφορά και μοιρολόι, με πιθανή την ύπαρξη χορού και πομπής με άμαξες. Ο Δημοσθένης αργότερα θα περιγράψει αυτό το τελετουργικό που επαφίεται στις γυναίκες. Η έξαρση της νεκρικής τέχνης στην αρχαϊκή περίοδο κάμπτεται στα τέλη του 6ου αιώνα. Τώρα οι καύσεις ξεπερνούν αριθμητικά τις ταφές, οι τάφοι σημαδεύονται με τύμβους που έχουν στην κορυφή τους ένα αγγείο, μια στήλη ή και το άγαλμα κούρου ή κόρης. Στην κλασική περίοδο οργανώνεται στον Κεραμεικό η επιβλητική Ταφική Οδός. Οι λευκόχρωμες λήκυθοι είναι το χαρακτηριστικό κτέρισμα. Συνεχίζεται το έθιμο της κάλυψης μιας ταφής με τύμβο που στην κορυφή του στήνεται μια επιτύμβια στήλη, ένα αγγείο ή ένα άγαλμα. Από τον 4ο αιώνα και ύστερα οι στήλες πληθαίνουν αλλά και απλουστεύονται. Στην ελληνιστική περίοδο, οι ανώνυμοι τάφοι είναι απλοί και αυστηροί ενώ οι πλούσιοι και διάσημοι διαθέτουν εντυπωσιακά μνημεία και μαυσωλεία.

Η Αθήνα, ο ιστορικός και η ταφή Nicole Loraux

Άμαξα σε νεκρική πομπή (αρχαϊκή εποχή). Πριν περάσει στο δεύτερο έτος του πολέμου, στο δεύτερο βιβλίο των Ιστοριών του, ο Θουκυδίδης παρεμβάλλει την περιγραφή της δημόσιας ταφής που έγινε στην Αθήνα. Ο Ηρόδοτος, στις δικές του περιγραφές ταφής, και με εξαίρεση όσες αποτελούν μοναδικά γεγονότα, όπως αυτή που ακολούθησε τη μάχη των Πλαταιών, αποβλέπει συνήθως στην κατάδειξη της ετερότητας που διακρίνει τους βάρβαρους –ή ακόμη και τους Σπαρτιάτες– από τον κανόνα που λέγεται «Ελλάδα». Όμως, με τον «σοβαρό» ιστορικό Θουκυδίδη τα πράγματα διαφέρουν. Πώς πρέπει να αντιληφθούμε αυτήν του την «παρέκβαση»; Η συγγραφέας προτείνει να στραφούμε στο έπος και την επική αξία του κλέους. Η σύγκριση με τον Όμηρο (ραψωδία Ψ της Ιλιάδας) μας υποβάλλει την ιδέα ότι ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τις διαδοχικές φάσεις μιας τελετής, οικοδομεί το κλέος. Ο ιστορικός περιγράφει πρώτα την αιώνια ταυτότητα της πόλης ορίζοντας τη δημόσια ταφή ως πάτριον νόμον. Ακολουθεί η ευγένεια, η αριστοκρατική καταγωγή. Η πρόθεσις των λειψάνων, η τοποθέτησή τους σε κυπαρισσένιες θήκες και η εκφορά τους πάνω σε αμάξια είναι τρία χαρακτηριστικά που θυμίζουν αριστοκρατικές ταφές. Αριστοκρατικό ιδεώδες, δημοκρατική πρακτική. Πάνω απ’ όλα όμως, η περιγραφή θέλει να αναδείξει τον πολιτειακό χαρακτήρα της τελετής: ο Θουκυδίδης με επιμονή αναφέρει πως καθενός τα κόκαλα βρίσκονται στη θήκη της φυλής που ανήκε. Η ιστορική διήγηση κάνει τον επικήδειο μια πράξη λόγου με απώτερο σκοπό να παράγει το πολιτικό στοιχείο, αυτή την ιδεατότητα. Ο ιστορικός έχει τώρα προετοιμάσει το έδαφος για τον ρήτορα του επιτάφιου λόγου που θα συγκροτήσει μια πόλη πρότυπο.

Οι διαθήκες των Αρχαίων Γιούλη Βελισσαροπούλου

Αττική λευκή λήκυθος, 470-460 π. Χ. Νεκρική στήλη χωρίζει τον επισκέπτη του τάφου από το αγόρι. Τρία είναι τα ορόσημα στην ιστορική εξέλιξη του θεσμού της διαθήκης στην ελληνική αρχαιότητα: ο νόμος του Σόλωνα, η σιωπηρή εξέλιξή του στη νομική πρακτική του 4ου αιώνα π.Χ. και, τέλος, η διάδοση της διαθήκης κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ο θεσμός της διαθήκης, που συμπίπτει με την εξασθένηση του θεσμού του οἴκου, δεν απηχεί παρά το πνεύμα ατομικισμού που συνοδεύει τη νομική αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο νόμος του Σόλωνα προέβλεπε ότι, όταν δεν υπάρχουν γνήσιοι γιοι, μπορεί κανείς να αφήσει την περιουσία του σε όποιον θέλει. Οι πρώτες διαθήκες με στόχο την υιοθεσία απέβλεπαν στην εξασφάλιση διαδόχου για τα περιουσιακά αγαθά και την κοινή λατρεία του οἴκου. Στην κλασική Αθήνα ο αρχαϊκός νόμος διευρύνθηκε προς δύο κατευθύνσεις: α) οι διαθήκες παύουν να έχουν μοναδικό αντικείμενό τους την υιοθεσία και περιλαμβάνουν την επιθυμία διάθεσης μετά θάνατον της περιουσίας του συντάκτη, β) η ύπαρξη γνήσιων γιων δεν αφαιρεί το δικαίωμα σύνταξης διαθήκης από έναν πατέρα που θέλει να καταμερίσει την περιουσία του. Ο θεσμός της ἐπικλήρου κόρης, που υποχρεώνεται να παντρευτεί τον πλησιέστερο εκ πατρός συγγενή, απαντά στο πρόβλημα της συνέχισης του οίκου όταν δεν υπάρχουν ούτε γιοι ούτε διαθήκη. Η διαδικασία σύνταξης διαθήκης στους κλασικούς και τους ελληνιστικούς χρόνους περιγράφεται γλαφυρά. Στην ελληνιστική εποχή, οι διαθήκες απαλλάσσονται από τους περιορισμούς του Σόλωνα. Ο θεσμός της επικλήρου πέφτει σε αχρηστία, οι θυγατέρες έχουν κληρονομική μερίδα ακόμη κι αν υπάρχουν γιοι. Διατάξεις που εξασφαλίζουν μια δίκαιη μεταχείριση των πλησιέστερων κληρονόμων, προαναγγέλλουν τη νόμιμη μοίρα των νεότερων δικαίων.

Θάνατος και ύπνος Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο Θάνατος σε αττική λήκυθο του 5ου αι. π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο D.59). Η Νύχτα αγκαλιάζει τους δίδυμους γιους της, Ύπνο και Θάνατο, στη λάρνακα του Κύψελου στην Ολυμπία (570 π.Χ.), ο ένας σκοτεινός ο άλλος ανάλαφρος. Ο Όμηρος τους περιγράφει να μεταφέρουν τον νεκρό Σαρπηδόνα στη Λυκία και, στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., η τέχνη απεικονίζει τη σκηνή με τα φτερωτά αδέλφια. Ο Ευριπίδης θα βάλει τον Ηρακλή να νικήσει τον Θάνατο αποσπώντας του την Άλκηστη. Σε αττική λήκυθο του 5ου αιώνα π.Χ. με τα δυο αδέλφια, ο Θάνατος απεικονίζεται σαν άξεστος και τραχύς πολεμιστής, σαν «Αντρειόβλαχος», που λέει και το μοιρολόι.

Μορφές θανάτου Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Γοργώ, μαρμάρινο προσωπείο των αρχών του 6ου αι. π.Χ. (Μουσείο Ακροπόλεως). Τόσο στην αρχαία ελληνική μυθολογία όσο και στην Παλαιά Διαθήκη η γυναίκα σχετίζεται με το θάνατο. Το μήλο της γνώσης που η Εύα δίνει στον Αδάμ ορίζει και τη θνητή μοίρα των ανθρώπων. Για την καταστροφή τους φτιάχνει ο Δίας την Πανδώρα που οι θεοί στολίζουν για να την κάνουν ακαταμάχητη παγίδα για τους άντρες. Η Γοργώ και η Κήρα εκπροσωπούν τρομαχτικές μορφές του θανάτου, ενώ οι Σειρήνες, οι Άρπυιες και οι Σφίγγες, με τη σαγήνη που ασκούν, σμίγουν το θάνατο με τον έρωτα.

Η ποινή του θανάτου Γιούλη Βελισσαροπούλου

Το πολυάνδριο του Φαληρικού Δέλτα (Α. Κεραμόπουλλος, Ο αποτυμπανισμός, εικ. 12). Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, οι θανατικές ποινές που επέβαλαν τα δικαστήρια ήταν είτε η δηλητηρίαση με κώνειο, είτε ο κατακρημνισμός, είτε ο «αποτυμπανισμός». Σε αρχαίο νεκροταφείο που αποκαλύφθηκε στο Φαληρικό Δέλτα, βρέθηκε πολυάνδριο των αρχαϊκών χρόνων με 17 ταφές ανδρών χωρίς κτερίσματα. Το 1923, ο Α. Κεραμόπουλος απέδειξε ότι πρόκειται για εκτελέσεις εγκληματιών με «αποτυμπανισμό». Ο γυμνός κατάδικος, ξαπλωμένος σε σανίδα, καθηλώνεται σε αυτήν με πέντε κλοιούς, στα τέσσερα άκρα και στο λαιμό. Η σανίδα στήνεται όρθια και στερεώνεται στο έδαφος έτσι ώστε ο κατάδικος να κρέμεται. Έπεται ο λιθοβολισμός του. Κατά τον Κεραμόπουλο, οι εγκληματίες του Φαλήρου είναι πειρατές που επέδραμαν στις αττικές ακτές.

Ζώων επιτύμβια, μια ιδιαίτερη χρήση του ταφικού λόγου στην ελληνική αρχαιότητα Στέλλα Γεωργούδη

Ο Διόνυσος ταξιδεύει με το πλοίο του. Κύλικα του Εξηκία (530 π.Χ.), Μόναχο. Η συγγραφέας αντλεί από επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας αλλά και από αρχαίες ελληνικές επιγραφές για να δημιουργήσει ένα αρχείο του ανθρώπινου πόνου μπρος στο χαμό του ζώου που τον συντρόφευε. Θρηνεί κανείς για τα άλογα που του είχαν προσφέρει νίκες σε αγώνες. Αλλά και για εκείνο που συνόδευε στον πόλεμο το αφεντικό του. Αν το άλογο, ζώο δαπανηρό, αγγίζει μια περιορισμένη ομάδα, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το σκύλο. Το ένα μετά το άλλο εμφανίζονται τα επιγράμματα για σκυλιά κυνηγιάρικα, παιχνιδιάρικα, φύλακες. Ωστόσο, δεν περιορίζεται εδώ η ευαισθησία και η αγάπη των αρχαίων για τα ζωντανά πλάσματα γύρω τους. Ένα κατσικάκι, ένας κόκορας, μια πέρδικα, κάποιο μελωδικό πουλί. Τριζόνια και τζίτζικες που μαγεύουν με το τραγούδι τους. Όλοι αυτοί οι σύντροφοι θάβονται επιμελώς. Πίσω από τη Στοά του Αττάλου αποκαλύφθηκε το 1950 ταφή σκύλου με «νεκρόδειπνο» ένα βοϊδοκόκαλο τοποθετημένο κοντά στη μουσούδα του. Η έλλειψη ταφής αυξάνει τη θλίψη. Τα δελφίνια, με εμπιστοσύνη κουβαλούν το πτώμα του συντρόφου τους στην ακτή για να το θάψουν οι φιλόμουσοι άνθρωποι. Η έγνοια να μη μείνει άταφο το νεκρό ζώο αντανακλά το δέος μπροστά στο άταφο πτώμα που διαποτίζει την αρχαία ελληνική σκέψη. Τα επιτύμβια των ζώων δεν είναι απομονωμένα. Συνδέονται με τους θρήνους ζώων για το χαμό των ανθρώπινων φίλων τους, ενώ οι σχέσεις των ανθρώπων με τα ζώα εντάσσονται σε διάφορα λογοτεχνικά, φιλοσοφικά και βιολογικά ρεύματα της αρχαιότητας.

Πρόθεση και εκφορά του νεκρού στην αρχαία Ελλάδα Ντίνα Κουσουλάκου, Στρατής Παπαδόπουλος

Πήλινο άρμα νεκρικό από τάφο του Αργυρούντος (εκφορά). Στο τυπικό της αρχαίας ελληνικής κηδείας και του πένθους διακρίνουμε τέσσερις φάσεις: την πρόθεση του νεκρού, την εκφορά, τον ενταφιασμό και τις τιμές που του γίνονται σε τακτές ή έκτακτες χρονικές στιγμές μετά την κηδεία. Στο άρθρο αυτό οι συγγραφείς πραγματεύονταιν τις πρώτες δύο φάσεις. Κανονικά την κηδεία αναλαμβάνουν οι «επιβάλλοντες», οι κληρονόμοι. Ο νεκρός λούζεται και κόβονται τα μαλλιά του. Τα μαλλιά τους κόβουν και οι μαυροντυμένοι συγγενείς. Η πρόθεση γίνεται την επομένη μέρα του θανάτου και έχει κύριο στόχο την πιστοποίηση ότι ο νεκρός δεν πέθανε με βίαιο τρόπο. Στο μέσο του δωματίου τοποθετείται το νεκρικό κρεβάτι με τον στολισμένο νεκρό. Γύρω από το νεκροκρέβατο στήνονται οι νεκρικές υδρίες. Η «σύνοδος» των συγγενών και φίλων που έχουν προσκληθεί ονομάζεται «περίδειπνον». Η πολιτεία μάταια επιχείρησε να μετριάσει την υπερβολή του θρήνου των γυναικών που φτάνουν να σκίζουν τις σάρκες τους. Τα χαράματα της τρίτης μέρας γίνεται σιωπηλά η εκφορά που οφείλει να ακολουθεί ευθεία πορεία. Στην πομπή προηγούνται οι άντρες και οι γυναίκες ακολουθούν. Μόνο οι πολύ κοντινές συγγενείς και οι γυναίκες άνω των 60 ετών επιτρέπεται να συνοδεύσουν το νεκρό ως τον τάφο. Την επομένη του ενταφιασμού, με ειδικό τελετουργικό απομακρύνεται το μίασμα από την οικία. Ο νόμος επιμένει στην όσο το δυνατό μικρότερη διάρκεια του πένθους που δεν πρέπει να ξεπερνά τους τρεις μήνες για τους άντρες και τους τέσσερις για τις γυναίκες.

Το νεκρομαντείο της Eφύρας Άννα Λαμπράκη

Μια από τις τοξωτές πύλες που περνούσε ο επισκέπτης στο νεκρομαντείο της Εφύρας. Το φημισμένο νεκρομαντείο της Εφύρας που βρίσκεται κοντά στον Αχέροντα ποταμό και την Αχερουσία λίμνη, θεωρείτο πολύ παλιό. Στον Όμηρο, εκεί στέλνει η Κίρκη τον Οδυσσέα για να ανταμώσει τον Τειρεσία. Ο Λουκιανός, στο έργο του Μένιππος ή νεκυομαντεία (161-162 μ.Χ.), περιγράφει ζωντανά τις τελετές. Στο άρθρο περιγράφεται το ιερό, κτισμένο την ελληνιστική εποχή, η υπόγεια αίθουσά του με οροφή που στήριζαν ημικυκλικά τόξα, οι τοξωτές πύλες που έπρεπε να διαβεί ο επισκέπτης και όλο το τελετουργικό. Το νεκρομαντείο κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι το 167 π.Χ.

Οι στήλες της Δημητριάδος Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η γραπτή επιτύμβια στήλη του Δημητρίου (3ος αι. π.Χ.) από τη Δημητριάδα της Θεσσαλίας, Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου Η εξαιρετική ζωγραφική που αποκαλύφθηκε στη Βεργίνα αφαιρεί την καλλιτεχνική πρωτοπορία αλλά δεν μειώνει τη σημασία των μεταγενέστερων ζωγραφισμένων νεκρικών στηλών του 3ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκαν από τον Απόστολο Αρβανιτόπουλο στις αρχές του 20ου αιώνα στη Δημητριάδα της Θεσσαλίας. Παρουσιάζονται η στήλη του Δημητρίου, η στήλη της Αρχιδίκης και η στήλη της Ηδίστης.

Θάνατος και αρχιτεκτονική Μαρία Καμπούρη

Το Μνημείο των Νηρηίδων (περ. 400 π.Χ.) από την Ξάνθο της Λυκίας βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Από τη μυκηναϊκή περίοδο με τους θολωτούς τάφους κτισμένους με το εκφορικό σύστημα και πολυτελή, λαξευτή τοιχοποιία, ξεχωρίζουν οι «θησαυροί» του Ατρέα στις Μυκήνες και του Μινύου στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τη γεωμετρική εποχή ως το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., την αγάπη και το σεβασμό προς τους νεκρούς μαρτυρούν τα υπέργεια ταφικά μνημεία: τα γεωμετρικά αγγεία του Διπύλου, επιτύμβιοι κούροι και κόρες, τα επιτύμβια ανάγλυφα, οι αττικές στήλες, οι λευκές λήκυθοι, τα ναόσχημα κτίρια. Τον 4ο αιώνα, στη Μικρά Ασία ανεγείρονται επιβλητικά ταφικά μνημεία με λαμπρότερο το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (350 π.Χ.). Πρότυπά του υπήρξαν το «Μνημείο των Νηρηίδων» στην Ξάνθο της Λυκίας (περίπου 400 π.Χ.) και το «Ηρώον του Γκιούλμπασι» στην ίδια περιοχή. Μεταγενέστερος είναι ο γνωστός ως «Λιοντάρι της Κνίδου» (350 π.Χ.) τάφος και ο τάφος στα Μύλασα (315 π.Χ.). Ο τύπος των μακεδονικών τάφων χαρακτηρίζεται από υπόγειο θολωτό θάλαμο που στεγάζεται με κυλινδρική καμάρα και από ναόσχημη πρόσοψη που διακοσμείται με ιδιαίτερη φροντίδα. Εκτός από τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, διατηρείται ο τάφος των Λευκαδίων κοντά στη Νάουσα (μέσα του 2ου αι. π.Χ.) και ο τάφος της Βεργίνας του Κ. Ρωμαίου. Οι μνημειώδεις τάφοι και τα μαυσωλεία της ρωμαϊκής εποχής (τάφοι του Αυγούστου και του Αδριανού) είχαν περίκεντρη διάταξη και αυτός ο τύπος των ταφικών κυκλικών κτισμάτων εξαπλώθηκε και στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Στην Ανατολή εμφανίζονται μαυσωλεία και ναόσχημοι τάφοι (Ρώμη, Τερμησσός, Haidra), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ταφικά μνημεία της Πέτρας. Η πρώιμη χριστιανική εποχή των διωγμών χαρακτηρίζεται από τις κατακόμβες και τα «μαρτύρια», τους τάφους των μαρτύρων. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, τα «μαρτύρια» διαμορφώνονται σε περίκεντρα ή σταυρικά μεγαλοπρεπή κτίρια, ενώ παράλληλα αρχίζουν να κτίζονται τα χριστιανικά μαυσωλεία. Το σημαντικότερο τέτοιο ταφικό μνημείο είναι ο Πανάγιος Τάφος με την εκκλησία της Ανάστασης στα Ιεροσόλυμα. Τα καλύτερα δείγματα στη Ρώμη αποτελούν το Μαυσωλείο της Αγίας Ελένης, της Αγίας Κωνσταντίας και του San Stefano Rotondo. Το μαυσωλείο του Κωνσταντίνου σε άμεση επικοινωνία με το ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη μαρτυρεί την τάση της ενσωμάτωσης των άλλοτε αυτόνομων κυκλικών κτιρίων στα θρησκευτικά συγκροτήματα. Στη Δύση συνεχίζεται ο τύπος του αυτόνομου κυκλικού μαυσωλείου στο μαυσωλείο του Θευδέριχου στη Ραβέννα (526) και στους τάφους των βασιλέων Χλοδοβίκου και Χιλδεβέρτου στο Παρίσι (6ος αι.). Ωστόσο, ιδιαίτερα τον 10ο και 11ο αιώνα, παρατηρείται εντυπωσιακή διάδοση του τύπου της ενσωματωμένης ροτόντας σε αρχιτεκτονικό συγκρότημα. Στη βυζαντινή περίοδο (867-1453) δεν υπάρχουν μεγάλα ταφικά μνημεία. Μόνο στα όψιμα χρόνια της εμφανίζονται τα ταφικά παρεκκλήσια εικονογραφημένα με την Ανάσταση των νεκρών. Διακρίνονται τα ταφικά παρεκκλήσια της Μονής της Χώρας (1313) και της Μονής Παμακαρίστου (1310) στην Κωνσταντινούπολη. Στους νεότερους χρόνους, το 1837 ιδρύεται το Α´ Νεκροταφείο της Αθήνας και αναδεικνύεται σε γλυπτοθήκη του 19ου αιώνα. Στην επιτύμβια αρχιτεκτονική και γλυπτική κυριαρχούν τα αρχαιοπρεπή θέματα. Τύπο «μαυσωλείου» επιδιώκουν να αποκτήσουν τα νεοκλασικά μνημεία του τύπου των μονόπτερων ναΐσκων (τάφοι Σλήμαν, Κούππα, Πιπινέλη, Ζωγράφου κ.ά.).

Τα συγχωροχάρτια Κλαίρη Ευστρατίου

Συγχωροχάρτι. Από τον 16ο αιώνα, ζωντανοί και νεκροί εξαγοράζουν μια θέση στον παράδεισο. Καταβάλλοντας ένα αντίτιμο, αποκτούν τη γραπτή διαβεβαίωση ότι οι αμαρτίες τους παραγράφηκαν, παίρνουν δηλαδή συγχωροχάρτι. Τα συγχωροχάρτια για τους ζώντες κυκλοφορούν σε έντυπη μορφή από τα μέσα του 17ου αιώνα και η έκδοσή τους είναι προνόμιο του Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Τα συγχωροχάρτια για τους νεκρούς, που τυπώνονται από τις αρχές του 19ου αιώνα, εκδίδονται αποκλειστικά από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το γεγονός ότι το συγχωροχάρτι τοποθετείται ανάμεσα στα χέρια του νεκρού την ώρα της ταφής του δεν επιτρέπει να ερευνηθεί με χρονολογική ακρίβεια αυτό το σπάνιο είδος εγγράφου.

Ο Όσιος Σισώης Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο όσιος Σισώης. Ο όσιος Σισώης μόνασε τον 4ο αιώνα στην έρημο της Θηβαΐδας. Οι πρώτες του απεικονίσεις τον 16ο αιώνα συμπίπτουν με το ρεύμα της απαισιοδοξίας στη φιλοσοφία που χαρακτηρίζει την ορθόδοξη ανατολή μετά την άλωση της Πόλης. Γέρος με λιγοστά μαλλιά και μακριά γένια, ο όσιος Σισώης απεικονίζεται πλάι σε ανοιχτούς τάφους, ακόμη και πλάι στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναλογιζόμενος τη ματαιότητα της ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου. Παρουσιάζονται οι απεικονίσεις του στη Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας, στη Μονή της Λαύρας και στη Μονή Ξηροποτάμου στον Άθω, στη Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα και στη Μεγίστη στο Καστελόριζο.

Ο θάνατος στο δημοτικό τραγούδι Ερατοσθένης Καψωμένος

Ο Διγενής. Χαρακτικό του Σπ. Βασιλείου. Το βίωμα του θανάτου όπως εκφράζεται στο δημοτικό τραγούδι θέτει σε κίνηση μια διαδικασία σημασιοδότησης και ιεράρχησης αξιών προσφέροντας έτσι πρόσφορο πεδίο για τη μελέτη της λαϊκής βιο-κοσμοθεωρίας. Τα κατεξοχήν τραγούδια του θανάτου είναι τα μοιρολόγια, μονωδιακοί θρήνοι γυναικών, και τα τραγούδια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου, τραγούδια ομαδικά. Το χωροταξικό τους σύμπαν διαιρείται σε Απάνω και Κάτω Κόσμο. Οι αρνητικοί ορισμοί του Κάτω Κόσμου δείχνουν ότι δεν υπάρχει θεωρία θανάτου και μέλλουσας ζωής. Η μεταβολή που φέρνει ο θάνατος διερμηνεύεται με μεταφορές. Άλλοτε πρόκειται για ταξίδι χωρίς γυρισμό, άλλοτε ο θάνατος σηματοδοτείται ως μια μορφή αυθαιρεσίας που αντίκειται με δόλο ή βία ενάντια στον άνθρωπο. Τέλος, οι αλληγορίες, οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις που αντλούνται από τη φυσική κυρίως περιοχή, δανείζουν στο θάνατο αγαπημένου προσώπου σχήματα ευρύτερων καταστροφών. Από τα κεντρικά θέματα τόσο στα μοιρολόγια όσο και στα τραγούδια του Χάρου, είναι η προβολή των αξιών του Απάνω Κόσμου που κορυφώνεται στον έπαινο του νεκρού. Έτσι μετασχηματίζονται από θρήνο για το θάνατο σε ύμνο για τη ζωή. Στη βιοθεωρία που εκφράζεται ο θάνατος δεν έχει θέση, παραμένει γεγονός αφύσικο που αντιμάχεται το ανθρώπινο βίωμα της επίγειας αθανασίας.

Το κώνιο Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το φυτό κώνειο. Διάφορες ποικιλίες κώνειου φυτρώνουν στην Ελλάδα. Στην Αττική το φυτό φτάνει τα 2μ ύψος. Το δηλητήριό του περιέχεται κυρίως στο σπόρο και τα άνθη του. Πιθανόν ο στρατηγός Θηραμένης από την Κέα (404 π.Χ.) να ήταν ο πρώτος που πήρε κώνειο. Ο Πλάτων μας αναφέρει τα συμπτώματα του Σωκράτη, τα στάδια της παράλυσης και τον γρήγορο θάνατο.

Τρεις απεικονίσεις της Δεύτερης Παρουσίας στη Δυτική Κρήτη Monique Bougrat

Ανισαράκι. Η θάλασσα αποδίδουσα τους νεκρούς. Η εικονογραφία της Δεύτερης Παρουσίας διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε από τον 11ο ως τον 15ο αιώνα. Πολλά είναι τα ξωκλήσια στην Κρήτη που διατηρούν τέτοιες τοιχογραφίες. Για την παρουσίαση του θέματος επιλέγονται εδώ τρία μνημεία που βρίσκονται όλα στη δυτική ενδοχώρα του νομού Χανίων, γύρω από το χωριό Κάντακα. Δύο από αυτά, ο Άγιος Προκόπιος στο Λειβαδά και η Παναγία στο Ανισαράκι, δεν είναι χρονολογημένα. Αντίθετα, επιγραφή χρονολογεί στα 1409-1410 τον Άγιο Γεώργιο στα Πλεμενιανά. Αν και οι ναοί βρίσκονται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και έχουν κοινά εικονογραφικά στοιχεία, δεν υπάρχει κοινή σύλληψη στη σύνθεση. Η Δεύτερη Παρουσία στο Λειβαδά διαφέρει από τις άλλες δύο εκκλησίες και πλησιάζει το βυζαντινό πρότυπο του 11ου και του 12ου αιώνα τόσο στη σύνθεση όσο και στο περιεχόμενο. Αντίθετα, οι τοιχογραφίες στο Ανισαράκι και τα Πλεμενιανά δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη Δεύτερη Παρουσία παρά στην Κρίση.

Θάνατος και εικόνα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Τα λουλούδια στον τάφο συμβολίζουν την ανάσταση της ψυχής. Η εικόνα ίσως αποτελεί την πιο εύγλωττη έκφραση της ανθρώπινης αγωνίας μπροστά στη φθορά του θανάτου. Οι απεικονίσεις των νεκρών έχουν μακρά ιστορία: μούμιες με ζωγραφιστά πορτρέτα, αγάλματα. Από τον 20ό αιώνα περιλαμβάνουν και τη φωτογραφία που τυπώνεται ανεξίτηλα πάνω σε πορσελάνη ενώ περιβάλλεται από αμάραντα πλαστικά λουλούδια.

Θανατική ποινή: η πρώτη εφαρμογή και «υποδοχή» της στη νεότερη Eλλάδα Βασίλης Δωροβίνης

Ο πύργος στη νησίδα Μπούρτζι χρησιμοποιούνταν ως κατοικία των δημίων. Ο συγγραφέας παραθέτει τα συμπεράσματα της αρχειακής του έρευνας που αποκαλύπτει ότι η θανατική ποινή στην καποδιστριακή περίοδο σπάνια εφαρμόστηκε και μετέπειτα, ως τις αρχές του 20ού αιώνα, δεν συνάντησε την αποδοχή του ελληνικού λαού. Ιδιαίτερα το Ναύπλιο αποσπά την προσοχή αφού το Παλαμήδι ήταν ο κύριος τόπος εκτελέσεων ενώ στο Μπούρτζι διέμεναν οι δήμιοι που ήταν αλλοδαποί. Το «λειτούργημα» του δημίου καθιερώθηκε, όπως και η λαιμητόμος, με την έλευση του Όθωνα. Παρατίθενται ζωντανά περιστατικά από τον Τύπο της Αργολίδας που καταδεικνύουν τον αποτροπιασμό του πληθυσμού που έφτασε να λιθοβολήσει ή και να δολοφονήσει τους δήμιους και να κάψει τη λαιμητόμο τους.

Άλλα θέματα: Η σκάλα της ζωής του άντρα Αντρέας Ιωαννίδης

Τεύχος 11 Μάιος 1984 O θάνατος στην Aρχαιότητα - Διαθήκες των Aρχαίων - Aρχιτεκτονική και θάνατος Άλλα θέματα Σελίδες: 80-81 «Η σκάλα της ζωής του άνδρα» Η λαϊκή αυτή ζωγραφιά που συναντούσαμε κυρίως σε ταβέρνες συμπυκνώνει ολόκληρη την ιδεολογία μιας ανδροκρατικής κοινωνίας. Στη βάση αυτής της κλίμακας, στο κεντρικό σημείο, υπενθυμίζεται ο καταστροφικός ρόλος της Εύας. Η γυναίκα, σύζυγος και μητέρα, συντροφεύει τον άντρα μόνο στα δύο από τα εννέα σκαλιά της ζωής του. Το αντιθετικό ζευγάρι που σχηματίζουν τα φύλα δεν είναι το μόνο. Ο άντρας διακρίνεται σε νέο και γέροντα, σε παραγωγικό και μη. Η παραγωγικότητα είναι εκείνη που καθορίζει και την κορύφωση της αντρικής ζωής στο ψηλότερο σκαλοπάτι της: γύρω στα 40 με 50 είναι η ηλικία της απόλυτης επαγγελματικής επιτυχίας.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Κουκουναριές Πάρου. Γενική άποψη της ακρόπολης που κατοικήθηκε από τον 12ο έως τον 7ο αι. π.Χ. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Το Ευρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος επισημαίνει την ανάγκη διατήρησης του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της κτιριακής πολιτιστικής κληρονομιάς, της επαναδημιουργίας εργασιών και θέσεων στην τεχνική κτιρίων, της αξιοποίησης του «πολιτιστικού τουρισμού» πολιτών και επισκεπτών - Πρόσφατα ιδρύθηκε η Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία - Τη μετατροπή της Ιεράς Οδού σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας επέβαλε το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, ανατρέποντας την κοινή πρόταση των Υπουργείων Χωροταξίας και Πολιτισμού (1983) που προέβλεπε τη διαμόρφωσή της σε αρχαιολογικό δρόμο και πάρκο - Στον 5ο αιώνα π.Χ. χρονολογείται παιδική πώρινη σαρκοφάγος με κτερίσματα που βρέθηκε στο Περιστέρι

Συνέδρια

Έγινε στην Αθήνα από τις 4 ως τις 10 Σεπτεμβρίου 1983 το 12ο Συνέδριο Κλασικής Αρχαιολογίας με θέμα: Η κλασική Ελλάδα και ο αρχαίος κόσμος - Στο Έκτακτο Συνέδριο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Αθήνα, 9-13 Μαρτίου 1984) συζητήθηκαν τόσο ο εκσυγχρονισμός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας όσο και τα προβλήματα της Υπηρεσίας Προστασίας των Μνημείων - Έγινε στους Δελφούς (9-11 Απριλίου 1984) διεθνές συμπόσιο με θέμα: «Το αρχαίο ελληνικό δράμα και εμείς»

Βιβλία

Antony Adrewes, Αρχαία ελληνική κοινωνία, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983 (μτφ. Α. Παναγόπουλος) - Γιάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό κράτος - κρατική οργάνωση - κοινωνική δομή, Ερμής, Αθήνα 1983 - Ι. Βασιλείου, Στη Σικελία. Αναζητώντας τη Μεγάλη Ελλάδα, Εστία, Αθήνα 1983 - Herbert Read, Η τέχνη σήμερα. Για τη θεωρία της μοντέρνας τέχνης, Κάλβος, Αθήνα 1984 (μτφ. Δημ. Κούρτοβικ) - Νίκος Δήμου, Ο Έλληνας Βούδδας, Νεφέλη, Αθήνα 1984 - Άρης Κωνσταντινίδης, Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, Πολύτυπο, Αθήνα 1983 (2η έκδοση).

Επιστολές

Με θέμα τις «Νεοελληνικές βαρβαρότητες», η στήλη φιλοξενεί επιστολές αναγνωστών. Στο τεύχος αυτό γράφουν οι: Μαργαρίτα Ανωδινού: Στα 2 χλμ. που χωρίζουν τις Μηλιές από τη Βυζίτσα , εξαιρετικά διατηρημένα χωριά και τα δύο, έχει υψωθεί η δίπατη, τσιμεντένια «Ψησταριά Το αλώνι», Βασίλης Δωροβίνης: Ένα ένα κατεδαφίζονται νεοκλασικά και παραδοσιακά κτίρια στο Αιτωλικό που, αν και ταυτισμένο με την τύχη του Μεσολογγίου, εξακολουθεί να παραμένει στην αφάνεια, Νίκος Καμπούρης: Η Αρχαιολογική Εταιρεία παραχώρησε στην αμερικανική εταιρεία Franklin Porcelain την άδεια κατασκευής αντιγράφων αγγείων σε μικρογραφία. Με δώδεκα αγορές ο «συλλέκτης» παίρνει δώρο και μια εταζέρα. Την προσφορά αντιγράφων της χειρίστης ποιότητας συνοδεύει επιστολή και του κυρίου Γ. Μυλωνά.

English summaries: Three representations of the Last Judgement in Western Crete Monique Bougart

The iconography of the Last Judgment in Byzantine art basically emerged in the 11th century, while in the four following centuries it was additionally developed and enriched as a result of the awakening and maturity of the individual conscience that enabled believers to consider the questions of life and death for themselves. Many rural chapels in Crete are decorated with wall paintings of the Last Judgment. To illustrate this specific subject, three monuments are selected, all of them located around the village Kandaka in the province of Khania. One of the churches, honoring the name of St. George, according to an inscription, dates back to to 1409 – 1410, while the other two, honoring the names of St. Prokopios and the Virgin Mary respectively, are not dated. By examining the Last Judgment frescoes in these churches we reach the following conclusions. The choice of the individual, secondary subjects that form the composition of the Last Judgment, as well as their position in this complex representation, have probably been influenced by the iconography of the East or have been dictated by specific limitations. Crete, located far from the art centres of the Byzantine world, accepts their influence but transforms the prototypes into representations with an archaic look about them.

Funeral epigrams for animals Stella Georgoudi

Animals competing in the field, animals as warriors, hunters, and as true and loyal companions and servants of man, deserve a grave as humans do. Certain funeral epigrams of the Anthologia Palatina refer not only to the death of the horse and dog, the best companions of man, but also to the death of other animals (kid, rooster, partridge, dolphin) and even insects (cicada, cricket) that either wander free in nature or have become “part” of a home. Since the way leading to Hades is followed equally by humans and animals, animals also have the right to be buried in order to reach the Underworld. If man fails or neglects to bury an animal, then the sorrow for the lost life becomes stronger. The expression of love and mourning for the death of an animal is only a fraction of the much dealt with subject of the relation between man and animal in the ancient Greek world. Archaeological excavations may never bring to light the minute tomb of a cicada or a cricket since its life starts and ends in the verses of some epigrams of the Anthologia Palatina. Through these verses, however, the anguish and sorrow of the living for the loss of the “other” is fully manifested, even if this “other “ is an animal. Man’s concern for the burial of the dead animal reflects in a way man’s own fear at the sight of a corpse that did not for some reason deserve to have a proper burial, a fear with which ancient Greek thought is imbued.

Exculpating briefs K.E.

The issue of exculpating briefs was a practice that gradually developed into a common element of Christian Orthodox reality. Via this "certificate", obtained through "economic contribution to the church", dead and living believers could assure their place in Christian Paradise. The practice of issuing exculpating briefs became a general rule in the 16th century, while the last relevant certificate was issued in 1955. TThe exculpating briefs were hand written until the mid-17th century, when they became printed. They were issued by the four Patriarchates of the Orthodox east under Turkish rule.That of Constantinople, of Alexandria, Antioch and Jerusalem. They could refer to a single person or to more. The Patriarch of Constantinople alone had the authority to issue exculpating briefs regarding sins or deeds. The earlier known exculpating brief in the Greek language is the one issued in the name of Dositheos Notaras, Patriarch of Jerusalem.

Death and architecture. Types and forms Maria Kambouri

Since prehistoric times man has shown an exceptional interest in death. As soon as the various religious theories regarding the dead body were formed, the grave became a focal point of interest and was developed in many types and forms. Therefore, we will try to illustrate as fully as possible some examples that have a special significance in the evolution of funerary architecture. The funerary monuments of the Mycenaean period mirror the great importance given to life after death and are extraordinary achievements for their time. A variety of over ground funerary monuments is furnished by the geometric period. These may not present direct architectural interest but they are indeed masterpieces of plastic art and vase painting. The most significant funerary monuments belong, however, to the 4th century BC. The best known and celebrated funerary monument of antiquity was, undoubtedly, the Mausoleum of Halicarnassus (350 BC), one of the seven wonders of the antique world. The monument was commissioned by Mausolos, dynast of Halicarnassus, to the architects Pythaeos and Satyros, who also wrote a book on it,lost today. The serious transformations of Greek society following the death of Alexander the Great contributed to the the great effect the luxurious and impressive monuments of the rulers of the East had on Greek architecture. The monumental Macedonian graves form a distinct group. The underground vaulted chamber and the temple-shaped façade carefully decorated – although destined to be hidden under a mound of earth – are typical characteristics of these graves. The tradition of Greek funerary architecture was passed on to Rome, the cultural heir of Greek civilization, and was enriched with new varieties of style. Tombs and mausoleums, usually cyclical in plan, characterize the Roman period. Christianism brought along the theory that terrestrial life was nothing more than a temporary interval for eternity, therefore death had to obtain a new content and meaning. The funerary buildings of the early Christian age are of insignificant architectural interest with the exception of martyria that aimed to focus attention on the exemplary – for believers – life and death of the pioneers of the new faith. The establishment of Christianity as the official religion of the new empire by Constantine the Great contributed to the continuation of the already existing tradition in funerary monuments with one innovation.The incorporation of the monuments in religious architectural complexes. It is not until the 19th century when, with the decree of 1834, the first properly organized cemeteries appear. The new social and political conditions have a direct effect on funerary architecture. The continuously rising Greek middle class of the 19th century, wishing to commemorate its economic, political and artistic and military success, commissioned the most famous contemporary artists with the execution of the final proof of its wealth and power. The Second World War puts under control the luxury of human vanity.

Death in folk songs Eratosthenes G. Kapsomenos

The extent to which death as a theme affects universal and biological concerns can be used as a key to research or even as a criterion for the determination of a cultural system. From this point of view the Greek folk-song represents a most significant case, where the experience of death puts human values in perspective thus creating an extremely suitable plane for the study of bio-cosmotheory. We will approach the subject from this point of view. In the poetry of a people like the Greeks, whose modern history is a long series of hardships, the problem of death is not, of course, limited to the category of songs specifically related to mournful occasions. Almost equally often it can be traced to heroic songs, where the attitude towards death usually serves as the criterion of heroism. In ballads, the adventure of life in its mythical or social dimensions is interlaced with bloody incidents or an experience of death. Expatriation songs, due to their lamenting character, stand very close to death lamentations. In the adages and in the purely banquet and dancing songs the prospect of death creates the well-known motif of “carpe diem”. Here we deal only with songs that specifically deal with death.These can be classified in two distinct groups, lamentations and songs of the Underworld or songs of Charon (=ruler of death). The lamentations are mournful songs that are related to the folk customs and rituals of the preparation and burial of the dead. They represent a direct expression of the pain and sorrow for the loss of a certain person and therefore they have an extemporizing character. The songs of Charon form a thematic group of allegories originating from the Middle-Ages, combined with themes of frontier poetry. They do not refer to specific persons but they create a mythical tale of the struggle between life and death through personification of the opponent forces. Lamentations and songs of Charon, in spite of their difference in character and style, share basic concepts so as to compose, finally, a common approach towards life and death.

Burials in ancient Athens Anna Lambraki

Since it is not possible for us to examine in a single article the ancient burials throughout Greece in antiquity, we will limit our study to Athens, one of the most lively centres of Greece. The Mycenaean settlement of Athens was built on the Acropolis hill and its cemetery lay at its foot to the west. The graves of the Athenian cemetery have the form and shape of a pit or chamber with vaulted graves, a kind unique to this site, as nothing similar has been found in the rest of Attica. During the Iron Age, the corpses were cremated and the ashes, placed in a vase, were buried in the grave along with the offerings. Kerameikos becomes the burial area in the early geometric age, while another cemetery of the same period has been located at Nea Ionia, Attica. The graves containing the ashes of the dead were cyclical pits with a smaller trench in the centre, properly dug so as to accept the cinerary vase. The mouth of this vase was closed either by a slab or shard or by a smaller vase. The famous Dipylon vases, named after the site where they were found (Dipylon of Kerameikos) date from the Geometric Age. The iconic representations of this period led the specialists to the conclusion that the death ritual consisted of the exposure of the dead and the funeral, the lamentation and probably the procession, accompanied by dances. The peaking of funerary art is one of the characteristics of the archaic period. Many of the surviving monuments are works of celebrated contemporary artists. However, in the late 6th century BC a decline in this art is obvious, a phenomenon explained by the political and economic situation. During the archaic period the burning of the dead becomes more frequent as opposed to burial. The corpses are cremated in a grave that is up to two meters deep. The information on the Classic era, both excavational and literary, is ample. The inner side of the grave is covered by a layer of mortar; a sarcophagus containing the corpse or its ashes is placed in the grave. Various indicative signs such as statues, funerary stelae, stone or ceramic vases etc. stand on the grave.

Athens, the historian and burial Nicole Loraux

Certain burials are simply mentioned by the ancient historian because they are unique, significant facts, therefore they do not need further interpretation or literary elaboration. The burial of the victorious Greek warriors killed in the battle of Plateae, as mentioned by Herodotus furnishes a good example. The various Greek city-states express their political and consequently their cosmotheoretical status through the burial customs they practice. Sparta exhibits a hierarchical concept, Tegea, Athens and various other cities proclaim the idea of equality before death, while those Greeks who collaborated with the invaders hid their absence from battle in empty tombs that, of course, deceived no one. What, however, can be the purpose of the historian who describes in detail all the phases of a ritual, common and identical in every case? Thucydides, a most solid historian, mentioned only rituals of historic significance.One can possibly interpret Thucydides’ text by thinking of the epos, since epic values and mainly the cleos i.e. glory that is kept alive as long as it is narrated, are relevant to historic writing. In the Iliad, an entire rhapsody is dedicated to Patroclus’ burial although further back the lamentation of Achilles deeply colours the narration. For Thucidides the description of the burial ritual is the means that, due to her heroes, and celebrated citizens, secures Athens’ place in eternal memory. Therefore, Epitaphios, the speech given by Pericles, transforms the praise of the citizens into a hymn to the city. The description of a burial ritual given within the frame of a historic narration places the time of the historic facts into a timeless present. As a result, Epitaphios becomes the model for any reference to Athens, for any consideration of the city. However, the funeral oration Pericles invents for the sake of posterity, presents Athens as an ideal city and stands as a model in itself. If one had to draw only from Thucidides, one would have to altogether ignore funeral games, an indispensable element of funeral and festive rituals that took place annually in remembrance of citizens who lost their lives fighting for Athens. In the Thucididian text the funeral games, where living citizens participate in a noble competition for real values have been purposely omitted, since the historian had a unique goal, to prove that the person of the citizen reaches its highest moment in the figure of the Athenian dead thus, the city realizes itself in a state of glory.

A crime in the late Minoan period Tina McGeorge

Among 500 skeletons found at the Late Minoan cemetery at Armenoi Rethymnon, Crete, 67E is the only individual who presents incontestable evidence of having met with a very violent and premature death. The finds in his family tomb indicate a degree of affluence or social prominence. The deceased was a young man about 25 years old. He was fairly tall and his skeleton shows he was physically robust and energetic, although his natural vigor may have been impaired due to brucellosis. On several parts of his body (arms, thighs and shins), there are traces of cuts which must have been caused by a sharp, heavy instrument, probably an axe. His right hand, in which perhaps he held a weapon to defend himself, had been completely severed at the middle of the forearm, since the rest of the bones of this arm were not recovered from the tomb. Traces of what very much resemble blood stains are easily visible on several bones, including the skull. His premature and violent death may have followed a duel or murder attempt. Perhaps through his social position or because of some other social problem of the period, he had incurred someone's dislike or jealousy, alternatively he may have caused offence and been challenged to a duel.

Funerals and burials in ancient Greece according to literary sources Stratis Papadopoulos, Ntina Kousoulakou

Soon after death had occurred the close relatives of the dead had to take care of practicalities i.e. the exposition, the funeral and the burial of the corpse. In the day following the death the sad event was announced by a servant or was indicated by a pitcher, placed in front of the front door of the dead. The corpse was washed and laid out on a bed. The relatives cut their hair and wore mournful garments. They also invited friends for the exposition of the dead that took place the day after. The lamentation and the traditional mourning performed by professional women lasted throughout the second day. The funeral itself took place on the third day at dawn. The procession was silent and followed the public road. The women attended from a distance and with the exception of very close relatives they were not allowed to approach the graveyard. The next day the house was sprinkled with sea water, was daubed with earth and finally was washed so as to be cleaned from the contamination of the corpse. Then, sacrifices were offered to the household gods. The relatives had to mourn the male for three and the female for four months.

Burial customs in continental Greece in the Middle Bronze Age Olga Polychronopoulou

Death and burial are marked by various customs expressed through speech and action. Archaeology deals with the visual segment of burial customs such as formation of the site, mode of burial, preparation of the dead etc. The burial customs used in a society bear witness to its structure. Since, however, the relevant testimonies from the Bronze Age are scarce, the unanswered questions are many. Man, since early times had faced the problem of the burial of his companions urgent due both to the deterioration of the human body and its natural consequences, that is illness, epidemics etc. At first he dug pits, while later he prepared better constructions. During the Bronze Age there is a clear tendency for locating the tombs away from the settlements and gathering them in a cemetery. Rare proof of the existence of cemeteries date from the Mid-Neolithic period, while organized cemeteries appear from the Bronze Age onwards. During this period, the bodies are mainly placed in a foetal position and the graves range from the common pit to the box-shaped grave and the theke. The graves are often marked with artificial low hills forming tombs. The burial offerings accompanying the dead man signify his way of life and the society he belonged to and consist mainly of objects of everyday use, identical with those excavated in nearby settlements.

The drawing up of wills in antiquity Julie Velissaropoulou

The will as a legal document became customary when the social and political circumstances of the ancient world permitted the awakening of individualism that consequently affected the arts, the law and the institutions. Three are the landmarks in the historic evolution of the institution of the will in antiquity. Solon's law, that enabled the childless couple to dispose of their property by will, the silent evolution of this law in the legal practice of the 4th century BC and finally the great popularity that wills gained during the Hellenistic period. In the Classical period, although the law of Solon was still effective, the Athenians were writing wills even when they had legitimate sons with the purpose of dividing their property evenly between heirs or to bequeath a certain part of their property to a third person. The type and content of the will in the Hellenistic age had no relation whatsoever to the Solonian law. Citizens and foreigners, men and women both, received equal treatment as regards their right to dispose of their property after death. The Hellenistic wills were usually rich and interesting in content. They contained a description of the testator, his name, age and profession; they mentioned whether he was illiterate or not. In some cases someone had written the will on behalf of the testator; they also stated that the testator was sane and that the document had to be considered as declaration of last will; then the witnesses and heirs were mentioned and the provisions prohibiting the violation of the will terms followed. The document was signed by the testator and the witnesses and once more reference was made to the provisions of the will. Occasionally the executor of the will was mentioned who was usually the royal family. The established form as well as the content of the wills of the Hellenistic period,was normally drawn up by a notary, herald of the modern public wills.

The death penalty Julie Velissaropoulou

In ancient Greece people condemned to death by the court were executed either by taking hemlock or by being thrown over a precipice or, finally, by death “on the board’. Poisoning of the condemned with hemlock was first practiced towards the end of the 5th century BC. Rather than a mode of execution, poisoning must be considered as an exhortation to suicide, after all, a merciful treatment of the condemned, since his corpse was delivered after death to his relatives for burial. In throwing a criminal over a precipice, an executional practice common not only in Athens but also in Sparta, Delphi, Corinth, and probably in Thessaly, the convict was pushed over a high and steep cliff into a deep trench called Varathron in Athens, Kaeadas in Sparta and Korakes at Thessaly. This mode of execution was rather reserved for religious or political criminals, as was also the case with poisoning, but it involved in addition a prohibition of burial. Throwing over a precipice is not mentioned after 406 BC and the new trench dug by the Athenians in the 4th century was most probably purposed to accept the otherwise executed convicts. The third type of execution is mentioned in classic literature but in a laconic way. Nowhere has a detailed description survived. According to later lexicographers the execution was performed with the help of the “tympanon” (= drum), a wooden death instrument. This interpretation had not been disputed before the second decade of our century, when the archaeologists Kourouniotis and Pelecidis discovered an ancient cemetery in the area of Phaliron, impressive for its dense burials. Among the 86 graves excavated, one of the early Archaic period was quite significant, since 17 men had been buried in it without any burial offerings. Each skeleton wore an iron ring around the neck, the hands and the ankles with sharp projections still preserving wooden remnants. Judging from this evidence one can conclude that each dead body had been stretched on a board, 50-55 m. wide and had been kept still with the help of any rings that were nailed on the board. In 1923, the archaeologist Keramopoulos proved in his internationally recognized study that the aforetold grave of Phaliron reveals the most common, legal mode of executing criminals that had been used from the pre-Solonian period until the 4th century B.C. Based not only on the archaeological finds but also on literary sources like Thesmophoriazouses, Aristophanes’ comedy (verse 930 and following), Keramopoulos’ theory proved beyond doubt that death on the board was the means of execution of the 17 men buried in Phaliron.

Death and sleep The editors of the Archaeologia journal

The twin brothers Hypnos and Thanatos (Sleep and Death), are depicted on the Kypselos urn in Olympia (570 BC), lying in the arms of their mother Night.One is dark and the other weightless and light. Homer describes them carrying the body of Sarpedon to Lycia and the scene with the winged brothers is actually depicted in art belonging to the end of the 6th century BC.Euripides made Hercules defeat Death taking Alcestis away from his influence. The two brothers are depicted on an Attic lekythos of the 5th century BC where Death is shown as a coarse, uncouth warrior, as “Andreiovlachos” (a fearless peasant) as the funeral dirge calls him.

The shapes of sleep The editors of the Archaeologia journal

Both in ancient Greek mythology as in the Old Testament women are connected with death. The apple offered to Adam by Eve from the Tree of Life determines mankind’s mortal fate. Zeus sends Pandora to mortals for their destruction. The gods adorn her to make her irresistible to men. The Gorgon and Kera represent the grimness of death, while the Sirens, the Harpies and the Sphinx being fatally attractive are shapes where love and death combine fatally.

The Ephyra necromancy Anna Lambraki

The famed oracle of the dead Ephyra is very old, lying near the river of the dead Acheron, and lake Acherousia. In Homer this is where Circe sends Odysseus to meet Teiresias. In his play Menippos or the Necromancy (161-162 BC), Loukianos provides a lively description of the rites that were held there. This article describes the temple that was built in Hellenistic times, the underground chamber whose roof was held up by semi-circular arches, the arches under which the visitor to the oracle had to pass in order to enter, also all the ritual is described. The necromancy was destroyed by the Romans in 167 BC.

Funerary relief columns in Demetrias The editors of the Archaeologia journal

The high quality paintings discovered in Vergina preceded the painted stelae of the 3rd century BC. This in no way detracts from the artistic importance of the later stelae which were discovered at the beginning of the 20th century by Apostolos Arvanitopoulos at Demetrias in Thessaly. Here we present the three stelae, of Demetrius, of Archidike and the stele of Hediste.

Hosios Sisoes (the blessed Sisoes) The editors of the Archaeologia journal

The blessed (holy) Sisoes was a hermit in the desert of Thebais during the 4th century. He is first portrayed in icons of the 16th century. These portrayals of the holy Sisoes are in the pessimistic, depressed spirit characteristic of the Orthodox East after the Fall of Constantinople. Hosios Sisoes is depicted as a balding,old, man with a long beard standing next to an open grave, sometimes the grave being that of Alexander the Great. Hosios Sisoes is shown speculating on the futility of life and on the inevitable end that comes to all mortals. In this article we present the portrayal of the devout Sisoes at the Monastery of the Virgin Mavriotissa, at the Monastery of Lavra,and the Monastery of Xiropotamos on mount Athos, at the Monastery of Varlaam at Meteora and at Megiste on Castelorizo.

Hemlock The editors of the Archaeologia journal

Different varieties of hemlock grow in Greece. In Attica the plant reaches 2 metres in height. Its poison is contained mainly in the plant’s seeds and flowers. General Theramenes from Kea (404 BC) was probably the first to take hemlock. Plato writes of Socrates’ symptoms after taking the poison, the stages of his paralysis and his quick death.

Images of death The editors of the Archaeologia journal

Images give eloquent expression to man’s eternal agony in the face of the inevitable decay brought on by death. There is a long tradition of images of the dead in the past, such as mummies with painted portrait faces or statues of the deceased.Photographs of the dead in the twentieth century belong to the same tradition, where the picture is printed indelibly on porcelain, surrounded by unfading plastic flowers.

How the death penalty was first established in Greece and the cool reception it met with Vassilis Dorovinis

The conclusion the author came to after looking into the records of the death penalty is that under the rule of governor Capodistrias, the death penalty was rarely enforced and never, even up to the twentieth century met with the approval of the Greek people. The author concentrates on the town of Nauplion. Executions were held on the fortress Palamedi, while the castle of Bourtzi was where the executioners lived. The executioners who were employed were always foreigners. With the enthronement of king Otto the “function” of the executioner came to be established. So was the guillotine. The author of the article presents lively instances of executions as described by the local Argolida press. These articles demonstrate the population’s repugnance at the death penalty. Often executioners were stoned or killed and the guillotine burned to the ground.

Steps in a man’s life Andreas Ioannides

The popular painting of the steps in a man’s life was to be found mainly in tavernas and in this painting we find condensed the entire ideology of a male-orientated society. At the base of the steps, in the centre of the picture, Eve is shown reminding us of her catastrophic role. Only in two of the nine steps in a man’s life is he accompanied by a woman whether his wife or mother. Apart from the contrast shown between man and woman, there are more contrasting pairs in the picture. There is a youth and an elderly man, a productive and non-productive man. This characteristic of being useful in life is what determines the peak of a man’s life. He stands on the highest step at the age of about 40 or 50 years old, at which age he is at the height of his professional powers.

Τεύχος 127, Αύγουστος 2018 No. of pages: 144
Editorial: Αύγουστος 2018 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Ο πλάνης, η φιγούρα που ενσαρκώνει την ποίηση του Μποντλέρ, αρνείται να υποταχθεί, αρνείται να υποταχθεί στην εποχή του, στην ταχύτητά της. Δεν είναι συμβατός με αυτήν, δεν είναι αφομοιώσιμος. Κρατά τα στοιχεία αυτά που τον κάνουν να ξεχωρίζει, που αποτελούν μέρος της ταυτότητάς του, δεν τα θυσιάζει για χάρη της ομοιομορφίας, δεν ενδίδει στην ευκολία του ανήκειν. Είναι καμιά φορά επώδυνο να ξεχωρίζει κανείς. Ο Μποντλέρ και στη ζωή και στο έργο του ακολούθησε τη φωνή που παραινεί τους τρελούς αυτού του κόσμου να διαφυλάξουν τα όνειρά τους, γιατί, όπως λέει η φωνή στο ομώνυμο ποίημά του, τα δικά τους είναι ωραιότερα. Η φωνή αυτή τον επέλεξε και την επέλεξε κι αυτός, ενώ βρισκόταν, όπως αφηγείται, στριμωγμένος με την πλάτη στη σκοτεινή Βαβέλ της βιβλιοθήκης του. Το κέρας της Αμάλθειας, το σύμβολο της αφθονίας υπάρχει ως διακοσμητικό στοιχείο σε οικοδόμημα χτισμένο πάνω σε πύργο του Φρουρίου της Βαβυλώνας. Πολυπολιτισμικότητα και αφθονία. Η πολυφωνία, όμως, δεν ταυτίζεται με την αφθονία, συχνά είναι απλώς φασαρία. Είναι σαν την οχλοβοή στο μέσο της οποίας είναι εξόριστος ο ποιητής, όπως τόσο οξυδερκώς περιγράφεται η μοναξιά του στο ποίημα Άλμπατρος του Μποντλέρ. Στους πλάνητες αυτού του κόσμου εύχομαι ολόψυχα να μην υποκύψουν ποτέ στις σειρήνες της κανονικότητας, να συνεχίσουν να περιδιαβαίνουν στο περιθώριο της ζωής αλλά και εντός της, για να μας θυμίζουν να μην προδίδουμε τα όνειρά μας.

Συνέντευξη: Χρυσούλα Παλιαδέλη – Βεργίνα, άρρηκτοι δεσμοί

Η Χρυσούλα Παλιαδέλη. Η Χρυσούλα Σαατσόγλου–Παλιαδέλη είναι σήμερα ομότιμη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας–Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), στο οποίο είχε η ίδια φοιτήσει. Αγαπημένοι της δάσκαλοι ο Γεώργιος Μπακαλάκης και ο Μανόλης Ανδρόνικος. Πτυχιούχος πια, διετέλεσε βοηθός του Γιώργου Δεσπίνη (1972–1975) και, στη συνέχεια, του Μανόλη Ανδρόνικου (1975–1984). Το 1975 εντάχτηκε στην ομάδα της συστηματικής ανασκαφής του ΑΠΘ στη Βεργίνα και υπήρξε μέλος της όλα τα χρόνια της ανασκαφής της Μεγάλης Τούμπας που αποκάλυψε τους βασιλικούς τάφους (1976–1980). Από το 1982 έχει την επιστημονική ευθύνη για την έρευνα του Ιερού της Εύκλειας, στην αγορά των Αιγών, πανεπιστημιακή ανασκαφή την οποία διευθύνει από το 2001. Το εντυπωσιακό εύρημα του 2008–2009 από τον τομέα του Ιερού της Εύκλειας εικονογράφησε το δραματικό τέλος που επεφύλαξε ο Κάσσανδρος στη γενιά των Τημενιδών. Για την αρχαία Μακεδονία και τη Βεργίνα έχει συγγράψει μονογραφίες και αρχαιολογικούς οδηγούς. Έχει εκπαιδεύσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριές της στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, την πλαστική, τη ζωγραφική και την επιγραφική τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Έχει επίσης συμμετάσχει σε ελληνικές αποστολές στην Αίγυπτο, το Πακιστάν και το Ουζμπεκιστάν και έχει δώσει πλήθος διαλέξεων σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η διδακτορική της διατριβή, Τα επιτάφια μνημεία από τη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας, εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη από το ΑΠΘ το 1984 (Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, Παράρτημα αρ. 50). Η Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (αρ. 231) εξέδωσε το 2004 το βιβλίο της Βεργίνα. Ο τάφος του Φιλίππου. Η τοιχογραφία με το κυνήγι. Από τα άρθρα της επιλέξαμε εδώ το «The arts at Vergina – Aegae, the cradle of the Macedonian kingdom», στον συλλογικό τόμο των εκδόσεων Brill, τον οποίο επιμελήθηκε ο Robin J. Lane Fox, Brill’s Companion to Ancient Macedon. Studies in the Archaeology and History of Macedon, 650 BC–300 AD (Leiden/Boston 2011). Η αρχαιολογία τη γοήτευσε, έχει πει, γιατί συνδυάζει τη γνώση με τη χρήση της κοινής λογικής, γιατί είναι η πιο ορθολογική από τις θεωρητικές επιστήμες και η περισσότερο ανοικτή στη συνεργασία με τις θετικές. Ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται μόνο για τον αρχαίο πολιτισμό. Την ενδιαφέρει πρωτίστως ο πολιτισμός της καθημερινότητας, ο οποίος βλέπει ότι μας λείπει. Και αυτό τη θλίβει. Όπως έχει εξομολογηθεί σε συνέντευξή της: «Ζούμε στον τόπο μας λες και δεν είναι δική μας αυτή η χώρα και αντιμετωπίζουμε τα κοινά σαν να ήταν ξένα». Όμως, η Χρυσούλα Σαατσόγλου–Παλιαδέλη, το γένος Σαδικάριο, ίσως είχε αναπτύξει ευαίσθητη πολιτική συνείδηση για έναν πρόσθετο λόγο. Η μητέρα της, η μικρή τότε Ζάννα, το 1943 στοιβάχτηκε μαζί με όλη της την οικογένεια στο τρένο για το Άουσβιτς. Ήταν μία από τους λιγοστούς Εβραίους της Θεσσαλονίκης που γύρισαν από την κόλαση. Το ενδιαφέρον της για τα κοινά το έχει εκδηλώσει πολλαπλά: Όταν η Θεσσαλονίκη έγινε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου το 2009 της πρότεινε μια θέση στο Ευρωκοινοβούλιο. Ίσως λιγότερο γνωστή είναι η συμμετοχή της στην Ανεξάρτητη Αρχή για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ) ή στις Επιτροπές Ερευνών και Δημοσίων Σχέσεων του ΑΠΘ.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Οφιούσσα-Τύρας: Μια ισχυρή πόλη στις εκβολές του Δνείστερου Tatiana Samoilova

Το βορειοανατολικό τμήμα των ανασκαφών του Τύρα. Λίγα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της ιωνικής εξέγερσης, άποικοι από τη Μίλητο ίδρυσαν στον Εύξεινο Πόντο την Οφιούσσα. Τον 4ο αιώνα π.Χ. η πόλη μετονομάστηκε σε Τύρα. Οι άποικοι συγχρωτίστηκαν με τους ντόπιους «βαρβάρους» και ανέπτυξαν ευρύ δίκτυο εμπορικών σχέσεων. Ο Τύρας επιβίωσε ως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Mεγάλο μέρος από τα ερείπιά του καλύφθηκε από το μεσαιωνικό οχυρό Άκκερμαν.

Θέματα: Αμβρακία, πόλις Ελληνίς Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου

Γενική άποψη του μικρού θεάτρου της Αμβρακίας. Είδαν οι Κορίνθιοι την προνομιακή φυσική θέση και ίδρυσαν εκεί την Αμβρακία, τη σημαντικότερη πόλη–κράτος της βορειοδυτικής Ελλάδας μετά την Κέρκυρα. Ο βασιλιάς Πύρρος την έκανε πρωτεύουσά του. Μετά από κάποιους αιώνες σιγής, σε χρόνους μεσοβυζαντινούς, μια άλλη πόλη αναδύθηκε στη θέση της. Τη λέγαν Άρτα και στέριωσε πάνω στα ερείπια της στοιχειωμένης Αμβρακίας.

Περιπλάνηση Ελεάνα Μαργαρίτη

Το έργο της Ayşe Erkmen «On Water», εμπορευματοκιβώτια, δοκοί χάλυβα, σχάρες χάλυβα, 6.400x640 εκ. διάδρομος, στην έκθεση Skulptur Projekte Münster του 2017, Μύνστερ. Ευγενική παραχώρηση: LWL–Museum für Kunst und Kultur (Westfälisches Landesmuseum), Münster/Henning Rogge. © Ayşe Erkmen. Αν ο πλάνης του 19ου αιώνα είναι, όπως γράφει ο Baudelaire, ο «ήρωας της μοντέρνας ζωής», τότε η αντιβολή του με τον σύγχρονο φιλότεχνο αναδεικνύει τον δεύτερο σε «ήρωα της μεταμοντέρνας κατάστασης». Στο άρθρο εξετάζεται η έννοια της περιπλάνησης και γίνεται αναφορά σε σημαντικές εκθέσεις, όπου οι αντισυμβατικές εκθεσιακές πρακτικές που εφαρμόστηκαν προϋπέθεταν την περιπλάνηση του θεατή.

Απόντες ετερόδοξοι Χριστίνα Μερκούρη, Βασίλης Σαρρής

Άποψη του αγγλικού νεκροταφείου. Φωτογραφία από τηλεκατευθυνόμενο τετρακόπτερο, 2017. Η ίδρυση του εγγλέζικου νεκροταφείου το 1675 για την ταφή προτεσταντών Άγγλων πολιτών μαρτυρεί την ύπαρξη παροικίας στη Ζάκυνθο πολύ πριν από τα χρόνια της Αγγλικής Προστασίας. Ανάμεσα στα απλά μνήματα, σκαλισμένα με τα προσωπικά στοιχεία των νεκρών, με επικλήσεις και επιγράμματα, διακρίνονται ταφικά μνημεία με γλυπτικές δημιουργίες ανώνυμων λιθοξόων που, επηρεασμένες από την Αναγέννηση, το αυστηρό Μπαρόκ και τον δυτικότροπο Νεοκλασικισμό, ανασύρουν στοιχεία αρχαιοελληνικής αισθητικής.

Η τρίτη διάσταση στη ζωγραφική του Θεόφιλου Α. Κουτσουρής, Α. Καμινάρη, Ε. Μελίδη, Ν. Δάφνη, Κ. Στουπάθης, Ε. Ζμπόγκο, Δ. Φασούλη, Α. Αλεξοπούλου

Το κεφάλι του αλόγου από το έργο «O Μέγας Αλέξανδρος». Ο εφαπτομενικός φωτισμός αποκαλύπτει τη μορφολογία της επιφάνειας (φωτ.: ARTICON). Συστατικά στοιχεία της «ναΐφ» τέχνης του Θεόφιλου, που προδίδουν και συνθήκες της καθημερινότητάς του, διαγνώστηκαν χάρη στις σύγχρονες, μη καταστρεπτικές μεθόδους που εφάρμοσε το Εργαστήριο ARTICON του ΤΕΙ Αθήνας σε πέντε έργα του λαϊκού ζωγράφου από τη συλλογή του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης.

Εκλεκτικισμός στον Πύργο της Βαβυλώνας Γεώργιος Μιχαήλ

Ένα από τα δύο κιονόκρανα με θέμα τη γλαύκα της θεάς Αθηνάς. Η εισαγωγή εκλεκτικιστικών στοιχείων, όπως το κέρας της Αμάλθειας ή η γλαύκα της Αθηνάς, σε έναν από τους σημαντικότερους χριστιανικούς ναούς της Μέσης Ανατολής, στόχευε στην ανάδειξη της ελληνικότητας του Πατριαρχείου και της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής του μνημείου.

Μελισσοκομία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο Γιώργος Μαυροφρύδης

Μήτρα Ελληνιστικής περιόδου για την κατασκευή πήλινων πωμάτων οριζόντιων κυψελών. Φέρει την επιγραφή ΕΜΒΙΟΥ. Αρχαιολογική Συλλογή Αεροδρομίου Αθηνών. Πληροφορίες για την άσκηση της μελισσοκομίας δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστες στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Όμως, οι Λατίνοι παρέχουν πολύτιμα στοιχεία που επιτρέπουν τη διαμόρφωση ακριβούς εικόνας, τουλάχιστον για την Ιταλική και την Ιβηρική χερσόνησο. Τα κενά έρχεται να καλύψει η αρχαιολογική έρευνα σε συνδυασμό με τα εθνογραφικά παράλληλα.

Αρχαιολογικός χώρος: Αρχαία Τροιζήνα Μαρία Γιαννοπούλου

Το ιερό του Ιππολύτου στα δυτικά της αρχαίας πόλης (αεροφωτογραφία). Η αρχαία Τροιζήνα βρισκόταν λίγο δυτικότερα του σημερινού ομώνυμου χωριού της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Τα μνημεία της είναι γνωστά κυρίως από την εκτενή περιγραφή του Παυσανία (II.30.5–32.10), ο οποίος μνημονεύει πολλά λατρευτικά οικοδομήματα και άλλα δημόσια κτήρια που είδε εκεί, παραθέτοντας ταυτόχρονα αρκετά στοιχεία για τις μυθικές παραδόσεις της πόλης. Σημαντικές είναι και οι μαρτυρίες ξένων περιηγητών που την επισκέφθηκαν στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα (Fourmont, Chandler, Dodwell, Gell, Stackelberg, Pouqueville, Prokesch von Osten, Blouet, Puillon Boblaye, Curtius, Bursian κ.ά.), καθώς μας άφησαν αξιοσημείωτες περιγραφές των ερειπίων που ήταν ορατά πριν από την έναρξη των ανασκαφών. Οι αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή της αρχαίας πόλης άρχισαν από τον Legrand στα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίστηκαν από τον Welter στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ορισμένα από τα αντικείμενα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Legrand εντοπίστηκαν στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και τώρα κοσμούν την έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πόρου, ενώ η τύχη των κινητών ευρημάτων των ερευνών του Welter παραμένει άγνωστη. Οι σωστικές ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων ξεκίνησαν το 1979 και μέχρι σήμερα έχουν φέρει στο φως πολλά αξιόλογα ευρήματα, προερχόμενα κυρίως από δύο μεγάλα νεκροταφεία, το ένα στα ανατολικά και το άλλο στα δυτικά της πόλης. Τα σημαντικότερα από αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιώς και κάποια άλλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου. Το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Τροιζήνας είναι θαμμένο κάτω από πυκνοφυτεμένα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, αλλά όσα από τα μνημεία της έχουν αποκαλυφθεί ή παρέμειναν ορατά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και η διεξοδική περιγραφή του Παυσανία, μαρτυρούν ότι ήταν μια πολύ σπουδαία πόλη. Μόνο το τέμενος του Ιππολύτου, το οποίο βρισκόταν έξω από τα τείχη της, έχει ανασκαφεί σε μεγάλη έκταση και τώρα αποτελεί τον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο της Τροιζήνας. Στο ιερό αυτό λατρεύτηκε αρχικά ως ήρωας και κατόπιν ως θεός ο νεαρός γιος του Θησέα, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα αλλά χωρίς ανταπόκριση η μητριά του Φαίδρα, με αποτέλεσμα να βρουν και οι δύο τραγικό θάνατο.

Τεύχος 35, Ιούνιος 1990 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Οικονομία πρώτης ύλης στη μέση παλαιολιθική εποχή Ανδρέας Ντάρλας

Πυρηνόμορφα εργαλεία. Αντλώντας έμπνευση από τη Νέα Αρχαιολογία και κυρίως από τις εργασίες του A. Leroi-Gourhan, η μελέτη της Παλαιολιθικής εποχής ξεπέρασε τα όρια της στρωματογραφίας και της τυπολογίας των εργαλείων. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της βρέθηκαν η ζωή και οι δραστηριότητες του προϊστορικού ανθρώπου, σε συνδυασμό με το εξελικτικό του στάδιο και το φυσικό του περιβάλλον. Η τυπολογία παραμένει βέβαια το βασικό εργαλείο του αρχαιολόγου αλλά η κατανόηση του παλαιολιθικού ανθρώπου απαιτεί παράλληλες μελέτες, όπως είναι η σχετική με την οικονομία της πρώτης ύλης. Στη μελέτη μιας λιθοτεχνίας, σημαντικές πληροφορίες για την οικονομία της πρώτης ύλης δίνουν: α) η αναλογία των διαμορφωμένων εργαλείων προς τα αδιαμόρφωτα αποκρούσματα, β) η συχνότητα των πυρήνων και ο βαθμός εξάντλησής τους, γ) το πλήθος των λίθινων αντικειμένων μιας θέσης και δ) ειδικότερα για τη Μέση Παλαιολιθική, ο βαθμός χρήσης της τεχνικής Λεβαλουά (Levallois). Πολύ μεγάλης σημασίας είναι επίσης η απόσταση που χωρίζει τον καταυλισμό από την πηγή της πρώτης ύλης. Ένα πολύ καλό παράδειγμα για την οικονομία της πρώτης ύλης προσφέρει η λιθοτεχνία του σπηλαίου Lazaret στη Νίκαια της Γαλλίας. Η λιθοτεχνία του, που τοποθετείται στην αρχή του μεταβατικού σταδίου από την Αχελαία προς τη «Μουστέρια με άφθονα ξέστρα», ονομάστηκε «Προμουστέρια». Από τα πετρώματα που είχαν χρησιμοποιηθεί, πυριτόλιθος, χαλαζίας, πυριτιωμένος ασβεστόλιθος και αργιλικός ασβεστόλιθος, και την επεξεργασία τους προκύπτει ότι ο άνθρωπος της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής, αξιοποιώντας κατάλληλα τις δυνατότητες που του πρόσφερε το περιβάλλον και κάνοντας μεγάλη οικονομία δυνάμεων και χρόνου, εκδηλώνει ήδη «σοφία».

Τα σκουπίδια στο Ακρωτήρι. Πεπτωκότα προϊόντα και απορρίμματα σε μια αιγαιακή προϊστορική πόλη Ίρις Tζαχίλη

Αυλή στο σημερινό Ακρωτήρι. Τίποτα δεν απορρίπτεται. Όλα περιμένουν τη σειρά τους να ξαναχρησιμοποιηθούν.

Έχουμε αναρωτηθεί πόσα μαθαίνουμε για το αξιολογικό σύστημα μιας κοινότητας και για τη σχέση της με τη φύση από τα υπολείμματά της; Με έναν τέτοιο προβληματισμό η συγγραφέας μάς εισάγει στο θέμα της. Σχηματικά, τα σκουπίδια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: του σπιτιού (υπόλοιπα της κατανάλωσης) και του εργαστηρίου (υπόλοιπα της παραγωγής). Και στις δύο περιπτώσεις, στη λογική της συνολικής παραγωγής και κατανάλωσης που εμπλέκει ολόκληρη την κοινότητα, πρόκειται για υπόλοιπα από την πρώτη χρήση που κατά κανόνα ξαναχρησιμοποιούνται. Βέβαια, παραγωγή και κατανάλωση αλληλοεξαρτώνται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα κόκαλα των ζώων που γίνονται πρώτη ύλη για την κατασκευή οστέινων εργαλείων ενώ χρησιμοποιούνται στη δόρωση ως στερεωτικό. Πέρα από τους οικονομικούς λόγους που καθορίζουν συνήθως τη διαχείριση των σκουπιδιών, υπεισέρχονται και παράγοντες όπως η συναισθηματική ή συμβολική αξία ή και η πολιτισμική διάκριση σε καθαρό ή βρόμικο. Σε αυτό το πνεύμα, μια ομάδα αρχαιολόγων που εργάζονταν το 1987 στον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηριού αποφάσισαν να διερευνήσουν τι έκαναν τα σκουπίδια τους οι κάτοικοι αυτού του αστικού οικισμού – σχέδιο που δεν έμελλε να ολοκληρωθεί. Διέκριναν τρεις ομάδες σκουπιδιών ανάλογα με τον τόπο εύρεσης: στην πρώτη, προτελευταία πριν από την καταστροφή του οικισμού, ανήκουν όσα από τα υπολείμματα χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση, στη δεύτερη ανήκουν όσα απορρίμματα βρέθηκαν στο στρώμα με τα μπάζα και στην τρίτη τα απορρίμματα του στρώματος καταστροφής. Ένδειξη συλλογικής διαχείρισης των σκουπιδιών δεν βρέθηκε. Τα πιο φανερά σκουπίδια, σε μεγάλες ποσότητες, ήταν τα κόκαλα ζώων. Μαζί βρέθηκαν ψαροκόκαλα και όστρεα μαλακίων. Άλλες μεγάλες κατηγορίες είναι τα απορρίμματα από προϊόντα γεωργίας και άφθονα όστρακα αγγείων. Το άρθρο κλείνει με λεξικολογικές παρατηρήσεις. Από τη λατινική λέξη scopa, «σκούπα», το σκουπίδι είναι ό,τι μαζεύει η σκούπα από το δάπεδο. Ακριβώς το ίδιο δηλώνει στην κλασική αρχαιότητα το ρήμα σαίρω, «σαρώνω». Αν συλλογιστούμε ότι το ρήμα που συνοδεύει την κίνηση των σκουπιδιών είναι το «πετώ», διώχνω μακριά, απομακρύνω, μπορούμε ίσως να κατανοήσουμε την αρνητική απόχρωση της λέξης.

Περιβαλλοντική εκπαίδευση στον αρχαίο και σύγχρονο κόσμο Donald Hughes

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Η 25η επέτειος του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας γιορτάστηκε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στις 23 Μαΐου 1990 με την ομιλία του καθηγητή Ιστορίας J. Donald Hughes (Πανεπιστήμιο του Denver). Ο ομιλητής, που ειδικεύεται στην περιβαλλοντική ιστορία και την οικολογία των αρχαίων πολιτισμών, υποστήριξε ότι η ελληνική αρχαιότητα μπορεί και σήμερα να εμπνεύσει την ανάπτυξη περιβαλλοντικής συνείδησης. Στα αποσπάσματα που παρατίθενται εδώ αναφέρονται τρία παραδείγματα: α) το διάσπαρτο από ιερές περιοχές αρχαίο τοπίο, β) η μύηση των κοριτσιών στη μυστηριώδη σχέση με τα ζώα από την Άρτεμη στη Βραυρώνα και γ) η συμβολή της φιλοσοφικής σκέψης ενός Πυθαγόρα ή ενός Θεόφραστου στην περιβαλλοντική εκπαίδευση.

Εικόνες από την Αρχαιότητα Άννα Λαμπράκη

Ρυτό σε σχήμα υποδήματος. Θαλαμωτός τάφος, Βούλα Αττικής, 14ος αι. π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Με εικονογράφηση που καλύπτει το φάσμα από την κυκλαδική ως τη χριστιανική τέχνη, η συγγραφέας παρουσιάζει τον αρχαίο ελληνικό στοχασμό για το έμψυχο σύμπαν μέρος του οποίου είναι και ο άνθρωπος. Τη φύση που περιγράφει ο Όμηρος οι λυρικοί θα τη διακρίνουν στο «άγριο», ανέγγιχτο τοπίο και σε εκείνο που δημιουργείται με ανθρώπινη παρέμβαση. Σε ύμνο θα μετατρέψουν οι Αλεξανδρινοί τη χαρά της ζωής που αντλούν από τη φύση. Σε χορικό της Αντιγόνης (στ. 332-375), ο Σοφοκλής συμπυκνώνει σε δυνατές εικόνες τις επεμβάσεις του πολυμήχανου ανθρώπου στον κόσμο που τον περιβάλλει. Μόνο το Θάνατο δεν μπορεί να δαμάσει.

Ο Αριστοτέλης και το βιολογικό του έργο Γρηγόρης Τσούνης

Ζευγάρωμα χταποδιών: Το αρσενικό απλώνει, για να δείξει στο θηλυκό, το πλοκάμι που χρησιμεύει στο ζευγάρωμα. Τα βιογραφικά στοιχεία του Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) σχετίζονται άμεσα με το επιστημονικό του έργο. Συγγραφέας βιβλίων ιατρικής και φυσικής, ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Β΄. Επί είκοσι χρόνια, ο Αριστοτέλης μαθητεύει στην Ακαδημία του Πλάτωνα και, μετά το θάνατο του δασκάλου, θα εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία και από εκεί στη Λέσβο. Τα έργα του μαρτυρούν την εντατική έρευνα που πυροδότησε η πλούσια χλωρίδα και πανίδα του νησιού και τις πληροφορίες που συγκέντρωσε από τους ντόπιους. Τη Λέσβο εγκαταλείπει το 343 π.Χ. για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του 13χρονου Αλέξανδρου. Οι μακεδόνες βασιλείς χρηματοδοτούν τις επιστημονικές του συλλογές, ενώ απεσταλμένοι του Αλέξανδρου του φέρνουν από την Ασία όλα τα αξιοπερίεργα είδη αυτής της ηπείρου. Το 335 π.Χ., ο Αριστοτέλης επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει τη δική του Σχολή στο Λύκειον. Οι έρευνες του Αριστοτέλη για τη Ζωολογία και τη Βιολογία συμπεριλαμβάνουν παρατηρήσεις ανατομικές και εμβρυολογικές. Φαίνεται ότι είχε κάνει ανατομικές έρευνες σε περισσότερα από πενήντα ζώα αλλά και σε ανθρώπινα έμβρυα. Στα τρία του μεγάλα βιολογικά έργα, Περί ζώων ιστορίαςΠερί ζώων μορίων και Περί ζώωνγενέσεως, μνημονεύει περίπου 500 ζώα και περιγράφει αναλυτικά όργανα του σώματος, τρόπους αναπαραγωγής, τροφικές συνήθειες, οικοσυστήματα. Δεν λείπουν βέβαια ανακρίβειες που οφείλονται στην έλλειψη μέσων παρατήρησης ή σε μυθομανείς πληροφοριοδότες. Το γεγονός δεν επισκιάζει τον μνημειώδη χαρακτήρα του έργου του, θεμέλιο μιας επιστήμης που παρέμεινε αναλλοίωτη ως το 1800.

Η φροντίδα των Βυζαντινών για το φυσικό περιβάλλον των πόλεων Άννα Αβραμέα

Η Κωνσταντινούπολη από χειρόγραφο του 15ου αιώνα. Στη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου η φροντίδα για τις πόλεις εκδηλώνεται με αντιπλημμυρικά έργα, με δρόμους που ανοίγουν σήραγγες στα βουνά, με ανοικοδομήσεις ύστερα από σεισμούς, με έργα για την υδροδότηση. Στην Κωνσταντινούπολη η αισθητική φροντίδα για τις προσόψεις των σπιτιών και η χωροθέτησή τους ρυθμίζεται νομοθετικά: η θέα προς τη θάλασσα δεν πρέπει να εμποδίζεται, η ύψωση ενός σπιτιού δεν πρέπει να «κόβει» το φως από το σπίτι του γείτονα. Προδιαγραφές θεσμοθετούνται για τα ρείθρα, τα αποχωρητήρια και τους υπονόμους. Ωστόσο, μετά τον 7ο αιώνα το αστικό τοπίο προοδευτικά αγροτοποιείται ενώ οι αυτοκράτορες χρηματοδοτούν πλέον μόνο έργα αμυντικά.

Όψεις του αστικού και αγροτικού χώρου στο Βυζάντιο Αφέντρα Μουτζάλη

Νεαρός με το γάιδαρό του από μωσαϊκό του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Το Περί κτισμάτων του Προκόπιου είναι η κυριότερη πηγή για τις παρεμβάσεις των Βυζαντινών στη φύση: αλλαγές στην κοίτη ποταμών, διάνοιξη σήραγγας στα βουνά, κατασκευές για την υδροδότηση των πόλεων. Στις πόλεις της πρωτοβυζαντινής περιόδου, συγκεκριμένες πολεοδομικές διατάξεις ρύθμιζαν την ανέγερση των κατοικιών, νομοθετημένη ήταν η κρατική μέριμνα για τα υδραγωγεία, τους υπονόμους, την οδοστρωσία και την καθαριότητα των δρόμων. Οι βυζαντινές πόλεις ήταν στενά δεμένες με την αγροτική οικονομία. Τα κείμενα που προορίζονταν για χρήση των οικονομικών υπαλλήλων της εποχής μάς πληροφορούν για τους τύπους των αγροτικών συνοικισμών, τα ημερομίσθια, τις τιμές των προϊόντων, τα προβλήματα των γεωργών. Κινητήρια δύναμη της βυζαντινής αγροτικής οικονομίας ήταν ο θεσμός των παροίκων, ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των μεγάλων αγροκτημάτων του θρόνου, της Εκκλησίας, των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και των μεγάλων γαιοκτημόνων. Από τον φοβερό λιμό του 927-928, που ανάγκασε πολλούς αγρότες να πουλήσουν τη γη τους σε εξευτελιστική τιμή, επωφελήθηκαν οι «δυνατοί». Η πολιτική των Παλαιολόγων αύξησε κι άλλο τη δύναμή τους σε βάρος των μεσαίων ιδιοκτητών. Τις αντιλήψεις των Βυζαντινών για τον κόσμο εκφράζει η Χριστιανική Τοπογραφία του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη. Στην εποχή του Ιουστινιανού οι ψηφοθέτες παρεμβάλλουν στο διάκοσμο του δαπέδου των εκκλησιών κοσμολογικά ή γεωγραφικά θέματα. Σκηνές από την αστική και αγροτική ζωή των Βυζαντινών εμφανίζονται σε ψηφιδωτά, μικρογραφίες χειρογράφων, σε αντικείμενα μικροτεχνίας και σε υφάσματα. Η επίγεια ζωή στην παλαιοχριστιανική τέχνη δηλώνεται με την αλληγορία των μηνών και τις αντίστοιχες αγροτικές δραστηριότητες ενώ στη βυζαντινή τέχνη οι απεικονίσεις των αγροτικών δραστηριοτήτων συνδυάζονται με χωρία της Βίβλου. Σε Ευαγγέλια, Ψαλτήρια και λειτουργικές Ομιλίες εικονίζονται ελεύθεροι επαγγελματίες των πόλεων, όπως συμβολαιογράφος, σιδεράς, πλανόδιος έμπορος, ιστουργοί, συνεργείο οικοδόμων.

Το περιβάλλον και η αρχαιότητα Ειρήνη Βαλλερά, Μαρία Κορμά

Η πάλη του Ηρακλή με τον ποταμό Αχελώο σε αττικό ερυθρόμορφο στάμνο. Περ. 530-500 π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο. Οι βασικές αρχές της οικολογίας, υποστηρίζουν οι συγγραφείς, έχουν τις ρίζες τους στη σκέψη και τη ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Σε αντίθεση με τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό που ανέδειξαν τον άνθρωπο σε κυρίαρχο επί της γης, η αρχαία ελληνική θρησκεία όριζε το σεβασμό του περιβάλλοντος και τη σωστή σχέση του ανθρώπου στο οικοσύστημα. Η «ενότητα» της φύσης, η επίδρασή της στην ανθρώπινη συμπεριφορά και η ανάδειξή της σε υπόδειγμα μέτρου για την ανθρώπινη κοινωνία χαρακτηρίζει τη σκέψη των Προσωκρατικών και του Ιπποκράτη. Στα έργα των φιλοσόφων ανιχνεύονται οι έννοιες της εντροπίας και της ανακύκλησης. Για τον Ξενοφώντα και τον Αριστοτέλη, που ασχολήθηκαν με την οικονομία, η φυσική τάξη πρέπει να μένει απαραβίαστη, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων να είναι έλλογη και να μην ξεπερνά το επίπεδο της αυτάρκειας. Η ποιότητα του εδάφους έχει επίπτωση στον ανθρώπινο χαρακτήρα και την κοινωνική οργάνωση αφού τα εύφορα εδάφη δημιουργούν στέρεο δεσμό με τη γη, ενώ τα άγονα σπρώχνουν τους κατοίκους τους σε άλλες δραστηριότητες. Η επιλογή υγιεινής τοποθεσίας ήταν το πρώτο κριτήριο για τη χωροθέτηση των αρχαίων ελληνικών οικισμών που οριοθετούσαν τις χρήσεις γης κατά τομείς προς όφελος μιας σωστής πολεοδομικής εξυπηρέτησης. Δημόσια κτήρια που δεν έχαναν την αίσθηση του «μέτρου» και απλές ιδιωτικές κατοικίες εναρμονίζονταν με το περιβάλλον. Νομοθετικά μέτρα για τη ρύπανση στις πόλεις, την καθαρότητα του νερού, την εγκατάσταση βυρσοδεψείων κ.ά. συνδύαζαν τη δημόσια υγιεινή με τη φροντίδα του περιβάλλοντος.

Δίκαιο και περιβάλλον Γιάννης Καράκωστας

Η Ακρόπολη πνιγμένη από το νέφος της Αθήνας. Από τα άρθρα 24 και 117 § 3 και 4 του Συντάγματος, που προβλέπουν την προστασία του περιβάλλοντος ως αυτοτελούς έννομου αγαθού, απορρέει ο πολιτικός χαρακτήρας της, η δυνατότητα των πολιτών να ενεργοποιήσουν και να συμμετάσχουν στις διαδικασίες. Το ισχυρότερο όπλο στα χέρια των πολιτών είναι το ένδικο μέσο της αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η αίτηση μπορεί να ασκηθεί από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (δημοτικές, κοινοτικές αρχές) ή και ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα (περίοικοι εργοστασίου, κάτοικοι περιοχής). Στην ιδιότητα του περίοικου εμπλέκεται το κριτήριο της οικολογικής γειτνίασης που παίρνει υπόψη την επικινδυνότητα της ενδεχόμενης οικολογικής διατάραξης και τη γεωγραφική εμβέλεια της βλάβης. Tο πέρασμα από το Διοικητικό Δίκαιο στο Αστικό σηματοδοτεί την ιδιωτικού δικαίου έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στο περιβάλλον. Θεωρώντας τα κυριότερα περιβαλλοντικά αγαθά κοινά και κοινόχρηστα, η αστική νομοθεσία αναγνωρίζει επάνω τους το δικαίωμα χρήσης που απορρέει από το δικαίωμα της προσωπικότητας. Η προστασία του περιβάλλοντος εξασφαλίζεται έμμεσα και με τις διατάξεις για την προστασία της κυριότητας και της νομής αλλά και με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η διάταξη του άρθρου 29 (ν. 1650/1986) που καθιερώνει γνήσια αντικειμενική ευθύνη προκειμένου περί οικολογικών ζημιών καθώς προϋποθέτει α) πράξη ή παράλειψη «παράνομη» που προκαλεί υποβάθμιση του περιβάλλοντος και β) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παράνομης συμπεριφοράς και οικολογικής ζημιάς. H «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1987, προσφέρει το νομοθετικό θεμέλιο για την ανάπτυξη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής και κοινοτικού δικαίου για την προστασία του περιβάλλοντος.

Η νομική προστασία του πολιτιστικού μας περιβάλλοντος Γεώργιος-Ελευθέριος Τριχίλης

Ο παραδοσιακός οικισμός της Οίας στη Σαντορίνη είναι ο πρώτος διατηρητέος οικισμός της Ελλάδας. Σε αντιδιαστολή με το φυσικό περιβάλλον, το Σύνταγμα του 1975 ορίζει ως πολιτιστικό περιβάλλον «τα ανθρωπογενή στοιχεία του πολιτισμού και χαρακτηριστικά, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από την παρέμβαση και τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, περιλαμβανομένων των ιστορικών χώρων και της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής εν γένει κληρονομιάς της χώρας». Το έννομο αυτό αγαθό, του οποίου την προστασία το Σύνταγμα του 1975 καθιέρωσε και κατοχύρωσε, περιλαμβάνει δύο ενότητες: α) ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους και β) κτήρια που κρίνονται «διατηρητέα» και οικισμούς «παραδοσιακούς». Όταν ένας χώρος χαρακτηριστεί με υπουργική απόφαση ιστορικός και αρχαιολογικός, στην ατομική ή μη ιδιοκτησία που βρίσκεται μέσα στον χαρακτηρισμένο χώρο τίθενται αμέσως περιορισμοί που φτάνουν ως την απαλλοτρίωση. Για οικοδομήματα παλαιότερα του 1830 ή μεταγενέστερα που όμως συνδέονται με ιστορικά πρόσωπα ή χαρακτηρίζονται ως έργα τέχνης, χρειάζεται άδεια της Διοίκησης για οποιαδήποτε οικοδομική εργασία ή επισκευή. Οι περιορισμοί έχουν οικονομικό αντίκτυπο για τον ιδιοκτήτη που καλείται να καλύψει τα έξοδα. Αν όμως ο δικαστής κρίνει ότι αυτά ξεπερνούν ένα εύλογο ποσό, το Σύνταγμα επιτρέπει στον ιδιοκτήτη να απαιτήσει τη συμμετοχή του Δημοσίου. Τέλος, από το 1986 μια σειρά αποφάσεων του ΣτΕ έφερε στην επιφάνεια τη δυνατότητα που έδινε στον ιδιοκτήτη άρθρο του κωδικοποιητικού νόμου 5351/32 να ανακτήσει το ακίνητό του αν, σε αίτησή του για απαλλοτρίωση, η Διοίκηση έμενε άπρακτη επί διετία. Το Σύνταγμα του 1975 όμως επεκτείνει την υποχρέωση του Κράτους για αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος εις το διηνεκές.

Άλλα θέματα: Πότε άρχισε ο θεσμός της εφηβείας; Γιαννικόπουλος A.

Πραξιτέλης, «το παιδί του Μαραθώνα», 340-330 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο χρόνος γένεσης του θεσμού της αθηναϊκής εφηβείας διχάζει τους ερευνητές που συνασπίζονται σε δύο στρατόπεδα. Το πρώτο επικαλείται την αυθεντία του Wilamowitz και υποστηρίζει ότι ο θεσμός καθιερώθηκε μόλις το 335 π.Χ., χρονιά που ο Επικράτης, ρήτορας και δημαγωγός, διέθεσε ένα υπέρογκο ποσό για να «ιδρύσει» και να συντηρήσει το θεσμό. Απλά για να «διευρύνει» το θεσμό, διορθώνουν οι άλλοι. Η πόλη των Αθηνών, επανέρχονται οι πρώτοι, αφυπνίστηκε μετά την πανωλεθρία στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και καθιέρωσε τη στρατιωτική εκπαίδευση ως υποχρεωτική. Υπήρχαν και προηγούμενες ευκαιρίες αφύπνισης, λέει ο αντίλογος. Άλλωστε, συνεχίζουν, θα τους επέτρεπε ο Αλέξανδρος, την ίδια χρονιά που κατέστρεψε τη Θήβα, να ανοίξουν αυτοί τις πύλες του εφηβείου; Η πρώτη ομάδα επιστρέφει με ένα διπλό επιχείρημα. Επιστρατεύει τη σιγή των κλασικών που έζησαν πριν από το 335 π.Χ., ειδικά του Πλάτωνα, συνδυάζοντάς την με τις μαρτυρίες Πλάτωνα και Ξενοφώντα περί πλήρους ελευθερίας των εφήβων. Η σιγή οφείλεται, λένε οι άλλοι, στο ότι ο θεσμός είναι τόσο κοινότοπος όσο και τα Απατούρια. Ο δε Πλάτωνας δεν αναφέρει ούτε την εκπαίδευση των ορφανών. Όσο για την ελευθερία των «εφήβων», η λέξη είναι αμφίσημη και εδώ αναφέρεται στις ηλικίες 14-18, όχι στις ηλικίες 18-20. Τέλος, η πρώτη ομάδα ανασύρει από το οπλοστάσιό της επιγραφή του 334/3 π.Χ., που είναι η αρχαιότερη από όσες αναφέρονται στο θεσμό της εφηβείας. Η δεύτερη ομάδα υποστηρίζει την παλαιότερη χρονολόγηση προβάλλοντας τα εξής επιχειρήματα: 1. Σε μαρμάρινη στήλη των Αχαρνών (β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.) διασώζεται ο όρκος των εφήβων που χαρακτηρίζεται «πατροπαράδοτος». Ο Λυκούργος διασώζει τον όρκο που έδιναν οι έφηβοι της πόλης στο ναό της Αγλαύρου και μας πληροφορεί ότι αυτόν απομιμήθηκαν οι Έλληνες στις Πλαταιές (479 π.Χ.). Τον όρκο στο ναό της Αγλαύρου αναφέρει ο Αλκιβιάδης στον Πλούταρχο αλλά και ο Δημοσθένης στον Περί παραπρεσβείας. 2. Το αγγείο που βρίσκεται στο Μουσείο Ερμιτάζ στο Λένινγκραντ και απεικονίζει ορκωμοσία εφήβου είναι μελανόμορφου ρυθμού, ασύμβατου με τη χρονολόγηση του θεσμού στο 335 π.Χ. 3. Σημαντικές πληροφορίες που συνηγορούν υπέρ της αρχαιότητας του θεσμού προσφέρει ο Αισχίνης μιλώντας για τον εαυτό του στην περίοδο της εφηβείας όταν διατέλεσε και περίπολος.

Ξεχασμένος χώρος Σοφία Σαρρή

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Το Λυγουριό, κτισμένο πάνω στα ερείπια της αρχαίας Λήσσας, ζει σήμερα στη σκιά του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Η συγγραφέας επισύρει την προσοχή στα μνημεία του που αξίζει να βγουν από την αφάνεια. Πρόκειται για την Πυραμίδα και για πέντε εκκλησάκια, τα τρία μεταβυζαντινά, που περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια. Μόνο η ΒΑ γωνία σώζεται από την Πυραμίδα που ο Παυσανίας περιγράφει να έχει απεικονισμένες ανάγλυφες ασπίδες, συνδέοντάς την με τον πόλεμο των γιων του βασιλιά του Άργους, του Προίτου και του Ακρίσιου. Υποστηρίχτηκε ότι η Πυραμίδα κτίστηκε γύρω στο 400 π.Χ. ως μικρό παρόδιο οχυρό και μόνο μετά την εγκατάλειψή της έγιναν στο χώρο ταφές. Δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα χρονολογείται στο τέλος του 11ου αιώνα με νάρθηκα και σπαράγματα τοιχογραφιών του 12ου αιώνα. Εντυπωσιακή είναι η εντοίχιση αρχιτεκτονικών μελών από το Ασκληπιείο ή άλλα αρχαία κτήρια. Σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακιόνιος με οκτάπλευρο τρούλο είναι ο ναός της Παναγίτσας, που η κτητορική του επιγραφή χρονολογεί στο 1701. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτεταμένη του εικονογράφηση. Ίδιου τύπου είναι ο ναός της Αγίας Μαρίνας με κτητορική επιγραφή που τον τοποθετεί στο 1713. Δυστυχώς, οι τοιχογραφίες του έχουν μαυρίσει και απολεπίζονται. Δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο είναι ο ναός του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου, σπουδαίο μνημείο του 13ου αιώνα. Τέλος, μέσα σε ειδυλλιακό τοπίο βρίσκεται η βασιλική του Αγίου Μερκουρίου, καθολικό μεγάλης ανδρικής μονής που ιδρύθηκε στις αρχές της Τουρκοκρατίας και ερημώθηκε το 1835. Απλό εκκλησάκι με δίρριχτη κεραμοσκέπαστη στέγη βλέπει τις θαυμάσιες τοιχογραφίες του να καταστρέφονται.

Το πλοίο στις Kυκλάδες κατά την πρώιμη Xαλκοκρατία Αντώνης Μαστραπάς

«Τηγανόσχημο» σκεύος από τη Σύρο (ΠΚΙΙ περιόδου). Τα αρχαιολογικά δεδομένα μάς επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια σαφέστερη εικόνα για τη ζωή των Κυκλαδιτών της τρίτης χιλιετίας π.Χ. και μας αποκαλύπτουν τον καθοριστικό ρόλο που έπαιζε στις νησιώτικες κοινωνίες τους το πλοίο. Από τη δεύτερη φάση της πρώιμης εποχής του Χαλκού (ΠΚΙΙ/2800-2300 π.Χ.) προέρχονται οι χαραγμένες παραστάσεις πλοίων πάνω στην κυκλική επιφάνεια των «τηγανόσχημων» σκευών. Η μία, υπερυψωμένη άκρη τους επιστέφεται από το σκαρίφημα ψαριού μαζί με ένα «λάβαρο-σημαία». Το γεγονός ότι ο Σ. Μαρινάτος, περιγράφοντας τη μικρογραφία του ναυαγίου από το Ακρωτήρι της Θήρας (1500 π.Χ.), αναφέρει ότι ο πρόβολος είναι πρόσθετο αντικείμενο που φέρει διάφορα σύμβολα και προσαρμόζεται στην πρώρη ως εξάρτημα «σημαιοστολισμού», δίνει λαβή στο συγγραφέα να ερμηνεύσει την επίστεψη της υπερυψωμένης άκρης του πλοίου στα «τηγανόσχημα» σκεύη ως μακρύ «καμάκι» με το οποίο είχε νωρίτερα αλιευτεί ένα μεγάλο ψάρι. Πρόσθετη μαρτυρία προσφέρει όστρακο «τηγανόσχημου» αγγείου από τη Φυλακωπή της Μήλου (ΠΚΙΙΙ/2300-2000 π.Χ.). Στην πρύμνη πλοίου με πολλά κουπιά στέκεται ανθρώπινη μορφή, ο κυβερνήτης, κρατώντας μεγάλο κουπί που χρησιμεύει ως πηδάλιο. Πρόκειται για την πρωιμότερη ως σήμερα λεπτομερειακή απεικόνιση αιγαιοπελαγίτικου πλοίου.

Νεότερα στοιχεία για τη νεοκλασική Αγορά του Άργους Βασίλης Δωροβίνης

Το ξενοδοχείο «Ακταίον» στο Νέο Φάληρο έφερε τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της βιεννέζικης σχολής του αναγεννησιακού κλασικισμού Ο συγγραφέας έρχεται να συμπληρώσει άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 29 της Αρχαιολογίας. Εκεί συνέδεε τυπολογικά την Αγορά του Άργους με άλλα έργα του Τσίλλερ ενώ αναφερόταν και στον «δημοτικό γεωμέτρη» Πάνο Καραθανασόπουλο. Η έρευνα του καθηγητή στο ΕΜΠ Μάνου Μπίρη έφερε πάλι στο προσκήνιο τον Καραθανασόπουλο, έναν από τους επιδέξιους χειριστές της «σχολής» του Τσίλλερ –ίσως και συνεργάτη του. Δύο από τα πιο γνωστά του έργα στην Αθήνα δεν σώθηκαν: το ξενοδοχείο «Ακταίον» του Νέου Φαλήρου και η «Στοά Πεσματζόγλου» απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη. Ως προς την Αγορά του Άργους, τα σχέδια του Κώστα Μακρή για την αναστήλωσή της εγκρίθηκαν από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων στο τέλος του 1988. Από τα σχέδια της Ερμίνας Λειβαδίτη-Θεοφίλη για την κατασκευή στεγάστρου και την επικάλυψη του δαπέδου, το Συμβούλιο ενέκρινε μόνο το πρώτο.

Θέλουν οι Έλληνες την Ελλάδα; Βασίλης Δωροβίνης

Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος όπως ήταν το 1984. Η παράλειψη ουσιαστικής μνείας της ελληνικής ιστορίας από την «κοινή» ευρωπαϊκή ιστορία και ο σάλος που εκ των υστέρων προκλήθηκε δίνει στο συγγραφέα την αφορμή να «ξεσπάσει» και για άλλα κακώς κείμενα. Στιγματίζει την αδιαφορία και την αδράνεια, το θράσος και την άγνοια, την έλλειψη φαντασίας της Πολιτείας, και χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την κλοπή στο Μουσείο της Κορίνθου που φέρνει στο προσκήνιο την αθλιότητα του (μη) συστήματος προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο Ερρίκος Σλήμαν. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή εκτίθενται λείψανα και πρόπλασμα από τους μικρόσωμους ελέφαντες που ζούσαν στην Τήλο πριν από 1.500-2.000 χρόνια – Στις 8 Νοεμβρίου 1989 στη Βοστώνη, το World Cultural Council απένειμε στην Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως το βραβείο Leonardo da Vinci που παρέλαβε η κυρία Έβη Τουλούπα - Γενική είναι η κινητοποίηση των φορέων της Θεσσαλονίκης για τη διάσωση του κυρίως κτηρίου του συγκροτήματος Αλλατίνη

Συνέδρια

«Αρχαιολογία και Ερρίκος Σλήμαν, εκατό έτη από το θάνατό του» ήταν ο τίτλος του Διεθνούς Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (Πολεμικό Μουσείο, 14-22 Απριλίου 1990) – Υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και με τη συνεργασία του Δήμου Αρταίων το Ελληνικό Τμήμα του ICOMOS οργάνωσε τριήμερη επιστημονική συνάντηση (Άρτα, 11-13 Μαΐου 1990) με θέμα «Νέες πόλεις πάνω σε παλιές – το παράδειγμα της Άρτας» - Απολογισμός του Διεθνούς Αρχαιολογικού Συνεδρίου στη Λυών (17-22 Απριλίου 1990) με θέμα «Η Θεσσαλία. Δεκαπέντε έτη ερευνών (1975-1990): αποτελέσματα και προοπτικές»

Εκθέσεις

Το Μορφωτικό Γραφείο της Κυπριακής Πρεσβείας και το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ιδρύματος Πιερίδη συνδιοργάνωσαν έκθεση για τη «Μεσαιωνική Κυπριακή Κεραμική» (Σπίτι της Κύπρου, 28 Μαρτίου-28 Απριλίου 1990)

Βιβλία

Loring Danforth, Firewalking and Religious Healing, Princeton Univ. Press, Princeton 1989 – Κάτε Συνοδινού, Ευρωπαϊκά κοσμήματα του 19ου αιώνα, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 1990 – R. Treuil, P. Darcque, J.-C. Poursat, G. Touchais, Les civilizations Egéennes du Néolithique et de l’Age du Bronze, P.U.F., Paris, 1989 - Σάνια Παπά, Διαβάζοντας τη Μεσαιωνική Κυπριακή Κεραμική μέσω της τέχνης του 20ού αιώνα, Ίδρυμα Πιερίδη, Λάρνακα 1990

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συμπόσια – Συνέδρια

Στη Χαϊδελβέργη έγινε (2-6 Απριλίου 1990) το 27ο κατά σειρά Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας – «Fourth Australian Archaeometry Conference» είναι η επίσημη ονομασία του Συνεδρίου που θα πραγματοποιηθεί στο Australian National University στην Canberra, 11-14 Φεβρουαρίου 1991

Βιβλία

J. Henderson (επιμ.), Scientific Analysis in Archaeology, (Oxford University Committee for Archaeology, Monograph 19), 1989 – T.D. Price (επιμ.), The Chemistry of Prehistoric Human Bone, Cambridge UP, Cambridge 1989

English summaries: Material economy in the Middle Paleolithic Period Αndreas Darlas

The interest of an excavation on a Paleolithic site until recent years lay exclusively in the study of stratigraphy, paleontological remnants and the typology of tools. It is quite indicative that tools which did not appeal to the aesthetic standards of the excavator or retouched remainings were not even collected. This was because tradition had assigned the Paleolithic period to the science of geology, since geology had studied it first. Therefore, this period was in a way examined as a mere phase of the geological evolution; consequently, the focus of interest was placed on stratigraphy as well as on the successive development of fauna and of lithic industry. Recently, however, under the influence of New Archaeology and the decisive role of A. Leroi - Gourhan's work the life and activities of prehistoric man in combination with his evolutionary stage and natural environment have become the main objective of research. Thus, the Paleolithic period has today become a subject of interdisciplinary studies, while the primary concern during the excavation of a site as well as during the study of finds is that all information relevant to the aforementioned phases be collected and documented. Within this context the study of raw material economy, technique and typology of stone implements produces very useful data on prehistoric man; furthermore, it informs us how prehistoric man handled time and time again the problem of his dependence on the areas which could supply him with the raw material for necessary implements. Fundamental prerequisites for such a study is the careful and meticulous collection of all implements found in an excavation; also, the considerable size of the excavated area so that il can be representative of the entire prehistoric location. Unfortunately, the earlier excavations have not been carried out according to these standards and thus such a thorough study of their finds would be impossible. Consequently, a vast number of finds will remain insufficiently researched and more or less scientifically invalid.

Trash in Akroteri. Refuse, consumer goods and garbage in an Aegean prehistoric town Iris Tzahili

Acting as human entities,one at a time or all together, humans act and affect their environment. The choice of their intervention on the environment assigns to them the name and character of their occupation. They are farmers or cattle-breeders. Or they contribute to the formation of their environment: They are builders, carpenters or blacksmiths. But always by choice. However, to "choose" at the same time means to"reject", since we prefer this over the other. People are defined not only by what they do, but also and equally by what they do not do. What they get out of their surrounding world is of equal importance to their existence to what they do not get. Consequently, the individual or the society is defined not only by what they get, but also by what of it they keep and what they discard. What we consider as useless or worthless matter, when, where and how we get rid of it, surely represents a part of our identity both as individuals and as a community, like the clothes which characterize our appearance or the architecture which regulates our relation with the surrounding space. Garbage, refuse consumer goods, trash, the secondary wortd of the deficient, superfluous or unsuccessful production equally set the boundaries and potentialities of a community as the technical achievements which are considered positive.Tools and devices, ships, textiles, weapons, agriculture and cooking. Leftovers and their mode of utilization reveal the community's ideology and the way its members conceive their relationship with vast nature or their participation in nature's evolution as clearly as the various artistic representations and epic poems and probably more directly.

Aristotle and his contribution to biology Grigoris Tsounis

Aristotle was bom in 384 BC in Stagira, a small town of NE Chalkidiki peninsula. His father, Nikomachos,was the doctor of Amyndas II, King of Macedonia. Aristotle at the age of seventeen emigrated to Athens, where up to the age of thirty-eight he attended Plato's Academy studying a variety of sciences. In 354 BC he presents his own ideas and thoughts in his Dialogues. After Plato's death, he left Athens and settled in Assos, where he instituted a school; three year later, having been invited by Theophrastos, he travelled to Mytilene where the natural environment offers him a strong initiative for his research. The landscape of the island, forests, waters, animals as well as its inhabitants, and his acquaintance with fishermen, hunters and farmers furnish substantial material for his later works. In 342 Philipp II, King of Macedonia invites Aristotle to Macedonia and assigns to him the education of his son and heir Alexander the Great. However, Aristotle owes his fame to his reputation as a researcher in Zoology and Biology. In his biological writings he appears to have a good knowledge of over five hundred animal species, while his desriptions indicate that he must have performed anatomic research on more than fifty of them. In his three voluminous biological works he gives a full and detailed description of the various animal characteristics. The work of Aristotle never passed into oblivion. In eighth century Byzantium his writings enjoy fame and high reputation, while in the twelfth century they are translated into Latin and gain publicity in the West. Aristotle is the father of Biology, which retained the principles, content and form, that he had introduced and defined, until the nineteenth century.

The concern of the Byzantines for the natural environment of cities Anna Avramea

Byzantine people, living in an environment tamed millenniums ago, continued to face, change and exploit nature and its phenomena. Throughout the Early Byzantine era men show a special concern for their city, an attitude characteristic to ancient Greeks and Romans. The efforts of imperial governors and city officials and in a minor degree these of individuals are directed towards works best suited to the accommodation, adaptation and exploitation of nature's powers and potentialities. The legislation ruling town-planning proves the interest of the state in matters pertaining to the best possible aesthetic, practical and hygienic organization of cities. As the Early Christian period expires crucial changes take place in urban civilization.This shows in the different attitude taken towards the function and use of the environment causing many urban features to be spoiled.

Aspects of the Rural and Urban Sectors in Byzantium Afendra Moutzali

Each and every citizen of the Byzantine Empire, either living in the urban centres or in the country, had a strong bound with land and its production. The Byzantine towns were heavily depending on rural economy, not only because they were having a direct financial relation with their suburbs, but also because most of their inhabitants were working in the fields. The coexistance of the purely civil functions with the rural ones affects to a great extent the social structure of towns. The country side adjacent to a town depends on it and is thoroughly influenced by it, while it supplies the urban centre with agricultural products. The social and financial structure in Byzantium is affected by the schemes of production prevailing in the country. The relation of the Byzantine man with his natural environment and his intervention in the physiognomy of habitation along with the written documents, monuments and excavational finds, help us a great deal to approach and estimate better his real proportions. The social status of a Byzantine is mainly defined on the basis of the land he owns since what really accounts in a man's wealth is his property in real estate. The extensive land property is cultivated by paid land workers and peasants. The village is a substantial unit of production which includes wheat and grapewine fields, brooks, mills as well as its inhabitants, their fields and gardens, trees and animals. The main urban centres of Byzantium, smaller in size than the present cities, were offering a wide range of opportunities for work, education, entertainment and for an ecclesiastic, political or administrative career. The simple man of the Byzantine country - alike his Roman predecessor - bases his existance on the fertility of the fields and the temper of nature. His main concern is his family, home and production. The role that the natural environment has played in the human life and activity is absolutely decisive as it also becomes obvious through the research and study of Byzantine documents. Various scenes depicting the urban and rural life of the Byzantines appear in mosaics, illustrated manuscripts, Minor Arts objects and textiles. In Early Christian art the earthly life is represented through the allegories of months and seasons in the form of rural activities. While in Byzantine art the iconographic repertoire adopts farmer's activities, such as plowing, sowing, harvesting, pruning and fruit gathering, to illustrate the Old and New Testament texts. Rural scenes are also used to illustrate Menologia, Gospel books, liturgical Sermons as well as ancient texts, which are meticulously copied and decorated in the Byzantine scriptoria. The bloom of urban life is connected with the revival of the towns and the consequent creation of a middle class consisting of craftsmen and merchants. The miniatures of certain manuscripts offer additional information on the businessmen who were inhabiting the main or secondary urban centres of Byzantium. Thus, a variety of professions is represented in Psalters, Gospels and Sermons, such as notary, blacksmith, peddler, loom makers, even a team of builders. Scenes depicting urban everyday life are also decorating floor mosaics, consular diptychs and Minor Arts items. The Byzantine man being earthbound relies his wealth and prosperity on nature's mood and temper, therefore he sometimes tries to understand and tame it and others to appease it by prayers and magic acts of apotropaic character.

The Environment and antiquity Irini Vallera-Rickerson, Maria Korma

The basic principles of Ecology originate from the thought and life of the ancient Greeks. The holding of nature in respect as well as the governing rule of moderation in every human pursuit is the optimum law and guide. The pursuit of self-sufficiency, rational reduction, the division of needs into those that are necessary and those that are superfluous, creative work and the aesthetic of the environment must become our goals it we want to claim a high quality of life and to safeguard the existence of planet Earth in the future.

Law and the environment Ioannis Karakostas

With the exception of the State Council's jurisprudence, which has repeatedly in recent years faced the issue of environment protection with special sensitivity, Greek justice, in general, has not had the chance to deal sufficiently with the pollution of the environment and its relevant problems. Both in the public and private law of our country there exist a number of appropriate provisions as opposed to the law of foreign countries with environmental problems. There, quite often, it is asked of the legislalor and of the law to enact a legislation in support of an already established juridical practice. However, the absence of a wide jurisprudence in Greece is not so much due to the scarsity of environmental cases as to the inertia of the citizens that can be explained either by ignorance of the law or by indifference or even by financial shortcomings in the face of involvement in a lawsuit. Provisions for the protection of the environment have been included in the legislation of public and private law. Article 24 of the Constitution establishes the rights of the environment as an individual, social and political right. This means that every administrative act can be brought before the State Council, so that its agreeability or not with the content of the article 24 may be judged. Needless to say that this procedure is activated only if an individual or legal entity, which has a legitimate interest, asks for the invalidation of such a harmful to the enviroment administrative act. To facilitate the protection of the environment the State Council has broadened the content of the legal interest, since it is more than a necessary prerogative for an appeal. In Civil Law the environment is protected: 1. By the provisions referring to public goods (air, sea, running waters, sea-shore, forests, squares, streets, groves, etc.), which are the most important environmental goods, in combination with those referring to the protection of personality. Both Civil Law and jurisprudence fully accept that the individual has the right to use and enjoy these goods. This right can be legally protected through the suits for present suspension and future recovery of any act harmful to the goods and for compensation due to moral hazard. 2. By the provisions referring to the protection of ownership and posession in combination with those of the Neighbourhood Law. 3. By the article 29 of L. 1650/1986 on the protection of the environment. This article establishes civil responsibility for the recovery of ecological damage regardless of the liability of the person causing the damage (real objective liability); or through the article 914 of Civil Law on tori liability (recovery of ecological damage and moral hazard, CL 932).

The legal protection of our cultural environment George E. Trichilis

Our civilization, which has both a tangible and an intangible side to it, was born of the dialectical relationship between Man and environment. The material part of our civilization that is more tangible and concrete, forms the so called "cultural environment", which may be preserved by enacting special legal dispositions for its protection. The legislator relies on science and art in order to define it, and has set until now many rules of law of various legal validity- even constitutional articles for its preservation. The law, of course, has to make such protection concrete and effective. For many years the "Council of State" has judged, that archaeological and historical sites as well as "traditional' buildings and settlements, need to be declared as such by the Administration by a personal administrative act, It is also requested that permission be granted by the Administration for any kind of work on them. The property may also be confiscated for an archeological search and excavations or if it hinders the view of or access to a monument." Traditional" buildings, in particular, are liable to the same legal dispositions even it they are dilapidated and the cost of restoration is disproportionate. In this case the charge of restoration is transferred to the State or to the Local Administration. There are also restrictions on the external appearence of buildings which are included in "traditional" settlements: The Greek tribunals are real bastions for the protection of our "cultural environment". The "Council of State" specifically, based upon the 1975 Constitution wherein this protection is introduced, has even pronounced as unconstitutional a disposition of law.Justice, in general, accomplishes its mission by interpreting and completing the Law and by supporting the Administration in taking the right decisions.

The origin of the institution of adolescence Anastasios B. Giannikopoulos

Adolescence in ancient Athens had a dual significance, that of the physical maturity of a youth as well as the maturity of his personality that granted him the right to be enrolled as a citizen of the state. Therefore, the birth of the institution of adolescence has become a much researched topic by various sciences and an issue of controversy among scholars. Two quite different theories have prevailed so far. The first defines the year 335 BC as the starting point for millitary education. While the second accepts a much earlier date, undefined as yet, which in any case must be placed before the time of Epicrates. The eclectic presentation of the sound arguments supporting both theories along with our commentary has shown the inherent difficulties of those problem and has proven the superiority of the theory favouring the ancientness of the institution. The reader of this article will easily agree that the institution of epheboea (= adolescence) was born long before the notorious year 335 BC. and that the solidily of this conclusion relies on the following two decisive testimonies: a. The orator Lycourgos' statement that the oath of the Athenian ephebos has served as a model for a similar one, which was composed shortly before the battle of Plataeae. b. All the information relevant to the orator Aeschines' adolescence. The aforementioned testimonies prove as most probable that the origin of the institution of adolescence is deeply rooted in Athenian history and that it dates centuries before the defeat of the Athenians at Chaeroneia.

An overlooked place Sophia Sarri

On the way to the ancient theater of Epidaurus the visitor passes by the village of Lygourio, which remains unnoticed since the focus of interest is the sacred site of the healing god, lying ahead. However, the area around Epidaurus offers to the favourably disposed, willing visitor a number of sites and monuments worthy of his attention. First, Lygourio village itself which has been built on the ruins of the ancient Lissa, a settlement that lasted from the Prehistoric until the Roman period. According to Pausanias, Lissa was in his days a small town with a temple dedicated to Athena that also contained a xoanon of the goddess. Dominating Lissa was the mountain Sapyselaton (presently Arachnaion) with altars dedicated to Zeus and Hera to whom sacrifices were offered when rain was needed. The so-called "Pyramida" is a "rare" and worth noticing monument of debatable use and date.Unfortunately, it has been completely neglected and thus, it is steadily deteriorating. It should be restored and publicized, since examples of pyramidal buildings in Greece and especially in Argolida are rare. Five more monuments are hidden in the shadow of Epidaurus.These are small post-Byzantine churches, some with beautiful wall-painted decorations. They should also be restored and publicized, regardless of how "humble" they may appear, as they are part of our cultural heritage and bear witness to the artistic and other history of our country.

Ships in the Cyclades during the Earth Bronze Age. Some thoughts on the role ships played in the island communities Antonis Mastrapas

The geographic position of the Cyclads was the main factor for the creation and development of a great civilization during the Early Bronze Age. Archaeological data gives us a vivid picture of the Cycladites' life in the third millennium BC. Ships played a decisive role in their activities and development and greatly contributed to their financial and cultural achievements. The purpose of this article is to introduce certain issues and to give some answers as regards the ship and its role in the island communities. The issues arise from two representations of ships on "pan-shaped" utensils, that combined with the up-to-date archaeological data can lead us to the following theory, that the island inhabitants had developed a satisfactory knowledge of shipbuilding already since the Early Bronze Age. The depiction of a ship can also be interpreted as a medium clearly conveying important information about the insular societies of the third millennium BC. Certain Cycladic customs, as well as thoughts and ideas regarding the social structure of the islands are echoed in the depiction of the ship of that remote civilization.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Η Ελληνική Πλαστική (IV) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Ποσειδώνας, Απόλλωνας και Άρτεμη. Ανατολική ζωφόρος του Παρθενώνα (442-438 π.Χ.). Τρεις είναι οι γλύπτες που σφράγισαν το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Ο Μύρων, όπως δείχνει το αντίγραφο του «Δισκοβόλου» του, καταφέρνει να κλείσει στο σώμα την ακρότατη μορφή της κίνησης. Με τον «Δορυφόρο», ο Πολύκλειτος μεταδίδει την ισόρροπη ένταση ανάμεσα στη στάση και την κίνηση, το σώμα και το πνεύμα. Και τους δύο όμως ξεπερνάει η τέχνη του Φειδία που ξεδιπλώνεται στις γλυπτικές συνθέσεις του Παρθενώνα. Βαθιά λαξευμένες πτυχές κυματίζουν δίνοντας στα πλούσια ενδύματα πνοή, ενώ οι γραμμές του σώματος διαγράφονται με σαφήνεια. Τα πρόσωπα έχουν μια έκφραση ηρεμίας και περίσκεψης, τα συναισθήματα αποσιωπώνται.

Τεύχος 83, Ιούνιος 2002 No. of pages: 122
Κύριο Θέμα: Αποκαλύπτοντας τα ενδύματα: η ένδυση ως θεολογία Mary Lee Coulson

Γυναικείες κομμώσεις και κεφαλόδεσμοι στο Bυζάντιο Μελίτα Εμμανουήλ

Ένα πλούσιο ενδυματολογικό σύνολο από τον Mυστρά Παρή Καλαμαρά

Οι ιδεολογικές διαστάσεις του περιοριστικού χαρακτήρα της γυναικείας ενδυμασίας Κώστας Μαντάς

Ενδυματολογικές συνήθειες στην ιπποτοκρατούμενη Ρόδο (1309-1522) Ιωάννα Μπίθα

Η ένδυση στο Βυζάντιο Ιωάννης Πετρόπουλος

Ένας παιδικός χιτώνας στην κοπτική συλλογή του Mουσείου Μπενάκη Σοφία Τσουρινάκη

Άλλα θέματα: Όψεις της ετερότητας στο Βυζάντιο: η παρουσία των μαύρων Αφέντρα Μουτζάλη

Σκέψεις επάνω σε παραστάσεις αττικών αγγείων Veronique Lezine-Βελισσαροπούλου

Καβάλα: επανάχρηση ή το bric-a-brac των μνημείων Αρίστη Παπαδοπούλου

Οι Έλληνες στην Aνατολή Zainul Wahab

Γλυπτό που βρέθηκε στην Ινδία και πιθανώς παριστάνει τον Αριστοτέλη.

Ανίχνευση και ταυτοποίηση φυσικών βαφών υφασμάτων Σταύρος Πρωτοπαπάς, Κυριακή Λέντζη και άλλοι

Η πανίδα και η χλωρίδα στην προϊστορική Κύπρο Αναστασία Τσαλίκη

Ο κερδώος χαρακτήρας του σύγχρονου αθλητισμού Κωνσταντίνα Γογγάκη

Μουσείο: Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου: αναδιαμόρφωση εκθεσιακών χώρων και επανέκθεση της μόνιμης συλλογής Παναγιώτης Τζώνος

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Οφθαλμιατρείο Aθηνών Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, Αριστέα Παπανικολάου-Kρίστενσεν

Σπήλιος Άντισσας: το μαντείο του Ορφέα στη Λέσβο Χ.Β. Χαρίσης, Α.Β. Χαρίσης, Β.Α. Χαρίσης

Πληροφορική: Αρχαιολογικές βιβλιογραφίες στο Διαδίκτυο Κατερίνα Χαρατζοπούλου

English summaries: Dress in Byzantium Ioannis Petropoulos

Ιn Byzantium, women’s headdresses eventually came to cover the entire face, even the empress’s face was covered. The art of weaving seems to have been a conservative one, seeing that a Coptic child’s mantle dating from the 8th or 9th century AD, appears to have been woven on a type of loom used in Egypt since the 16th century BC. The body of an elegant lady dressed in a western fashion Renaissance outfit was found buried at the church of Aghia Sophia in Mystras. However, portraits of the donors in murals of 14th to 16th century churches of Rhodes show that the Greek, middle-class inhabitants of the island of Rhodos showed their preference for Byzantine fashions. As for the picture of the Virgin Mary Hodighitria in the church of Berbaka in Argolida, the child’s thin, short shirt carries theological symbolism belonging to the Orthodox Church.

A Sumptuous Dressing Ensemble from Mystras Pari Kalamara

Professor Nikolaos Drandakis excavated in 1955 a series of subterranean, built and vaulted, in their majority, tombs under the west and south stoa of Hagia Sophia in Mystras. which yielded, among other finds, remnants of a dressing ensemble. A woman's attire of the first half of the fifteenth century is the best preserved item of this ensemble. It consists of two silk, frilled dresses, worn the one above the other, a ribbon for supporting and decorating the hair, and a pair of leather shoes, from which only the soles have been preserved. It belongs to a young woman, who, judging from the characteristics of her clothing -the ample use of silk, frilled fabrics and the overlying dresses -, should be a member of Mystras' aristocracy. The remnants of a gentleman's outfit also supply a lot of information about the dressing habits of the late fourteenth and early fifteenth century in the Despotate. This item consists of a long silk, frilled dress, buttoned along its front, and, quite probably, of a similarly silk kerchief, a common accessory of an aristocrat's wardrobe. The rest pieces of the dressing ensemble are in a too fragmentary condition to enrich our knowledge of the clothing of the period. However, distinct among them is a woolen material, which might have been used as leggings, and some silk, decorative bands with an embroidered or woven embellishment, gilt beads or metallic yarns, which could be components of a diadem or a head-cover. The dressing ensemble from Mystras attests the perseverance of the ruling class of Byzantium in specific clothing models, valued through time; it also substantiates the commercial relations of the Despotate of Moreas with the west, mediaeval Europe and the broader cultural osmosis between East and West in sectors of everyday life, such as the garment, during the Palaeologan era (thirteenth-fifteenth cent.).  

A Woman’s Hair-Style and Headdress in Byzantium Melita Emmanouil

The issue of a woman's hair-style and headdress in Byzantium, although is especially interesting, has not been thoroughly studied as yet. Relevant information is supplied by certain epigrams of the Anlhoiogia Palatine, the sermons of the Church Fathers, texts of educational character and also by the romances of the Palae-ologan age. Through these sources we establish that women in the Byzantine age were especially concerned with their appearance and utilized all available means to beautify their looks. Thus, the most common hair-style was the braids, the bun and the ringlets. arranged like today's hair-do, while the use of wig a contributed to the rich volume of hair. A net or a bonnet, holding the hair tightly, was the ordinary headdress that was usually complemented by the maphon-on, an ample piece of cloth covering the head and falling on the shoulders. Quite often, however, a long cloth enfolded the hair, like a turban, instead of the maphorion. The hagiological texts refer only to the life and martyrdom of holy women and not to their appearance. In Byzantine art women with an uncovered head are depicted only in few occasions and represent characteristic iconographical types, such as the various personifications or Eve in scenes of the Old Testament. In the Christological or the Mariological cycles only the young girls or the maidservants are represented with the head uncovered. As a rule the female figures in Byzantine art wears the maphorion, although there are many representations of female donors whose headdress consists of a simple, short white cloth that reaches the shoulders. The depiction of the mid-wife in the Nativity of Christ is of special interest: this figure was particularly respected in Byzantine society, therefore the artists drew attention to her participation in the scene through her headdress, which, owing to its luxurious decoration or to its originality of form, is quite often very impressive. On the other hand, while the sources are sparing as regards the real appearance of the ladies of aristocracy, their representation in art is characterized by striking luxury and stresses the individuality of the figure depicted. A kind of local fashion seems to appear after the Fourth Crusade (thirteenth cent.), which survives until today in the costumes of folk art.  

The Ideological Dimensions of the Confined Character of a Woman’s Attire Kostas Mantas

This article deals with the phenomenon of covering a woman's head in the Mediterranean world throughout the ages, especially in ancient Greece and Byzantium. From the study of the literary and epigraphical sources arises that both social practice and religion have dictated the covering of a woman's head and body as well as the minimalization of luxury in a woman's attire. This confinement was exercised in the framework of social control in societies ruled by the counterpoint notions of "honor" and "dishonor", such as the Mediterranean societies, at least until recently.

A Child’s Tunic in the Coptic Collection of the Benaki Museum Sophia Tsourinaki

This loom-shaped child's tunic was woven to cross shape in one piece - body and sleeves -, with the hood whip-stitched to the body. The weaving begun with the right sleeve, then the two sections of the warp were added. It is woolen, tapestry woven throughout. with ornaments of purple wool and undyed linen. The garment was folded after the course of weaving ana sewn. Reinforced selvedges, finishing cords, fringes and weft twining remain intact. The decoration of the tunic consists of clavi and medallions, and, in regard to the designs, the stylized birds, fishes and circles are motives of earlier origin. As related material indicates, it is assumed that the tunic was woven on a two-beam vertical loom, which had a shed rod, a heddle rod, but not a reed. The weaver was facing the right side of the textile. The quality of the material and the careful technical execution prove the high standards of weaving arc textile art in Egypt, the country of provenance of the tunic, during the eighth and ninth centuries AD, the period from which this garment is dated.

Revealing Garments: Clothing as Theology Mary Lee Coulson

In the years following Iconoclasm, changes may be observed in both the pose and the costume of the Christ-Child in depictions of the Virgin Hodegetria. Exami¬nation of an example of the clothing worn by the infant Christ in a fresco representation of the Hodegetria, in the church of Merbakas in Argolis. reveals several deviations from the pre-lconoclast iconographic type, in¬cluding one detail which may be related to the Dominican associations of the church.

Dressing Habits in the Island of Rhodes During the Rule of the Knights of St. John of Jerusalem loanna Bitha

Rhodes, the largest island of the Dodecanese, was not important only during antiquity, but continued to play a crucial historical role also in the Byzantine age. In the early fourteenth century it was occupied by the Order of the Knights of St. John of Jerusalem, who sought a new base of operations in order to regain the Holy Land from the Ottomans. The settlement of the knights and many merchants from the West changed the physiognomy of the island. A new local aristocracy emerged, active mainly in the towns, which developed a Franco-Greek taste. This new situation naturally affected the life and culture of the island. Its influence can also be established in the dressing habits of the inhabitants, which are documented in religious wall-paintings and especially in representations of donors. The major dressing characteristics on Rhodes are the following two: The preference, with only a few exceptions, of the Greeks for the Byzantine attire; and the evolution and variety of this costume, comparable, however, to that of the Venetian-ruled Crete or of the Frankish-ruled Cyprus, although the western influence is sometimes more obvious on the costumes of these islands. Needless to say, that the remarks mainly concern the attire of the nobility and not that of the everyday, hard-working, people, whose type of dress remains unchanged, dictated by age-long functional needs. A basic feature of the medieval costume is a series of dresses, worn the one above the other, with wisely cut openings, through which, not only the variety, quality and decoration of the garments could be directly observed, but also the social and economic status of their bearer could be evaluated. On the basis of the aforementioned donors' representations four garments can be established as standards: the undershirt and the cloak for women, the undershirt and a variety of coats for men.  

Detection and Identification of Natural Textile Dyes Stavros Protopapas - Kyriaki Lentzi - Elena Pouli - Elpida Christoforidou

An effort is made in this article for the detection and identification of historic textile dyes that were used in the Helladic region. Dyes have already been used before the means covering basic human needs were invented, and the art of spinning and weaving were created. The first yarns appear around 9,000 BC, while the invention of the loom seems to date from around 7,000 BC. Basic dyeing procedures were unknown in western and northern Europe, as opposed to central and south Asia, the Middle East, the Caucasus area, Egypt, Asia Minor and Greece, where basic dyeing techniques were already used in early years. The prehistoric inhabitants of the Aegean, especially the Minoans, were capable of dyeing various natural materials, particularly the wool. Wall-paintings on the island of Crete, the "crocus collector" in the Akrotiri on Thera, the "Mycenaean" lady in the National Archaeological Museum in Athens, illustrate the favorite costumes and dyes of the period, among which the red, yellow, orange and blue colour prevails. Only a few natural historic dyes are in use today, a rather strange phenomenon, considering that only natural dyes existed just one hundred years ago. The article also presents a classification, in alphabetical order, of the plans yielding the main dyes which have been in use from antiquity until about one hundred years ago in the Mediterranean basin. In addition, the historical and geographical identity of the plant is pictured, and the relevant information is completed with the basic dyeing-stuff, supplied by each plant, which is responsible for the final colouring.  

The Representations of the Attic Vases: Some Thoughts Véronique Lézine-Velissaropoulou

If we want to understand the meaning of the representations decorating the fifth century BC Attic vases, we have to analyze them in their entirety and details. These representations, under a fictitious simplicity, develop an ensemble of indications that cause the intervention of time, which controls the narration. For this reason, there are more than one concepts of time in these depictions, the one of the narration, the other of the myth, which are transferred in the time of use of the vessel. This absence of temporality must be contrasted with the successive decorative bands of some vases, which are embellished with a series of boats or dolphins in the sea, in the water that is, which not only is represented on, but also contained in the actual vessel. In this multiplication of the subject, the smouldering rotation -that has marked the vase during its manufacturing and can be read through the rhythms of plasticity- transmits a motion to the dolphins and boats, eternally floating on the water, the water that is mixed with and scented by the wine. However, the movement created by the game of kottavos. that is the actual rotation around the handle, this time invalidates the repetition. Thus, the unit becomes a substitute for the successive series. Finally, we wonder whether the optical illusion of motion is intentional or not. If the answer is positive, then we reach the conclusion that the potters/painters of the Attic vases have invented after all the cinema, even before it was actually invented.  

The “Spelios” of Antissa: The Oracle of Orpheus on Lesvos Ch.V. Charisis, A.B. Charisis, B.A. Charisis

According to ancient sources, the oracle of Orpheus in Lesvos island was famous in antiquity. Hoewever, its exact location has remained unknown until today. The authors of this article present new evidence and data which can very probably identity the cave (=spelios) of Antissa on the west Lesvos with the popular oracle.

The Greeks in the East Zainul Wahab

The first expedition of the Greeks to the valley of the Indus River (the present Pakistan) was focused on the survey of the river's course. For the first time the Greeks have been acquainted with the people of this area during the reign of the great Achaemenid monarch Darius I (552-486). The second contact, the expedition of Alexander the Great in 326 BC, has been more dynamic and effective. As a result, the entire valley of the Indus River came temporarily under Greek control. Although this situation was a short-lived phenomenon, it paved the way for later invaders from Central Asia. We can follow the course of Alexander through the narration of Arrianus and other Greek historians. Thus, the first expedition of Alexander to India proved to be ephemeral, while the second Greek invasion lasted longer. A remarkable effect of the Greek influence on Pakistan is the art of Gadara. In spite of the fact that this art appeared long after the years of the Greek rule in Pakistan, its traditions, established by the Greek artists, became a most popular vehicle of expression and a valuable deposit to be developed by later local artists. Another aspect of the Greek influence on Pakistan is represented by the Greek coins of Bactria.  

The Profiteering Character of Modern Athletics Konstantina Yoggaki

This article investigates the phenomenon of athletics as a social plasm, in the light of its profiteering aspect, which today tends to undermine not only the athletic spirit, but also the system of values of the society in general. The questions to be answered are the following: what exactly is the profiteering character of the athletics, what reasons have created this modern phenomenon, how this problem can be solved? On the basis of modern data there is the possibility the profiteering character of athletics to be refuted, so that the athletics to regain their lost originality. Prerequisite for the success of this objective is the radical reconstruction of the social structure and system of values, which will be carried out in parallel with a reformation in education, so that the latter, now being a servant, will become the creator of society. Thus, the models and standards of success of modern society will be replaced by paragons of values, so that a new conception will be formed, completely different from the glorification of performance and records, which will add a new moral content in athletics.  

Aspects of Diversity in Byzantium: The Presence of Blacks Afentra Moutzali

The blacks, being a minority, neither became a subject to Byzantine writers nor played a distinguished role in the society of the period. The documentation of the presence of blacks in the Byzantine society is attempted on the basis of the literary sources and the few examples of their representation in floor and mural mosaics and in miniatures of manuscripts. The most usual terms with which the Byzantine texts refer to the people of the black race are "Ethiopians", "Blacks'', "Indians", ' Nigers", etc. Sporadic information about biack kings, warriors, officials, bandits, saints, vagabond beggars, demons and slaves occur in hagiological, historical and philological texts. Conclusively, we can say that, in spite of the Greco-Roman tradition and the doctrines of the Christian Church in regard to the equality of the human race, there existed in Byzantium a popular racism, which attributed to the black people diabolic characteristics, since the devil was depicted like an Ethiopian, with or without horns, wings and tail, or mocked their racial diversity, since a segment of the people believed that the black color of the skin was a typical feature of ugliness.  

Kavala: Reuse or the Bric-a-Brac of Monuments Aristi Papadopoulou

The Imaret and the dwelling complex of the founder of the last Egyptian dynasty are two of the most important urban features of the historic center of Kavala. Nowadays their destiny is connected with the viability of a firm, in spite of the Law 1490/8 of 1984, which provides the restoration and revival of real estates "for the benefit of cultural causes of both sides", that is the Greek and the Egyptian one. Having as starting-point the lodgings of Mohammed AN, two urban interventions have been carried out: the first, that caused the tearing down of a large number of houses, was the construction of Imaret, which housed educational and charitable functions; the second had to do with the formation of the royal square, which was decorated with the statue of his lordship. The mansion, although it was inconspicuously incorporated in the urban network in its initial phase, is today a sticking out architecture. Since the mid-war years it has been used as a museum, forming an entity with the royal square. The worries of the Egyptian part and of the local society for its preservation are justifiable, however the perspective to be reused as a restaurant, and thus to be treated as a merchandise, at the expense of both societies, on the one hand monopolizes the development targets connected with this monument, and on the other shrinks and reduces the public space of the city.

The Flora and Fauna in Prehistoric Cyprus Anastassia Tsaliki

The animals and plants play an important role in the understanding of ancient societies. They are not only environmental indicators, but they also reveal information about the food, economy, burial customs, diseases and everyday life in antiquity in general. A plethora of evidence, resulting from the research on the animal and plant residues, comes from many important prehistoric sites of Cyprus. Mammals, birds, fish, shells and plants are called with their common but also their scientific names and unfold their wealth. However, the study of the relevant bibliography is indispensable for those who are particularly interested in this subject.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μυθικά τέρατα των παραμυθιών: Η προετοιμασία του Περσέα Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 23, Ιούνιος 1987 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Κύπρος, ένα σταυροδρόμι Ανδρέας Δημητρίου

Το «Χρυσοπράσινο φύλλο» του Μ. Θεοδωράκη πρωτακούστηκε το 1965 στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γ. Σκαλενάκη (στίχοι: Λ. Μαλένης). Τόπος σύνθεσης και σημείο σύγκρουσης ανατολικού και δυτικού κόσμου, η Κύπρος, μετά τον πλήρη της εξελληνισμό στις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ., αναδεικνύεται στην ελληνική Μεγαλόνησο που συμμερίζεται μεγάλο μέρος από τις τύχες του μητροπολιτικού χώρου. Ασσύριοι, Λουζινιανοί και Βενετοί, Πέρσες, Αιγύπτιοι, Οθωμανοί πάτησαν το νησί. Κερδίζοντας την ανεξαρτησία του από τους Βρετανούς με ένοπλο αγώνα, η μισή του έκταση έμελλε το 1974 να υποδουλωθεί και πάλι στους Τούρκους. Ο κυπριακός ελληνισμός στρέφεται στις βαθιές του ρίζες και στη στενότερη επαφή με την όμαιμη μητροπολιτική Ελλάδα στον αγώνα του για μια Κύπρο ενιαία, ακέραιη και ανεξάρτητη.

Χρονολογικός πίνακας κυπριακής Iστορίας Ανδρέας Δημητρίου

Το κάστρο της Πάφου. Το σύμβολο της πόλης είναι ένας φράγκικος πύργος μέσα σε περίβλημα της ενετικής περιόδου.

Η ιστορία της Κύπρου διακρίνεται σε πέντε περιόδους. Η πρώτη αρχίζει από τη Νεολιθική ΙΑ εποχή (7500-5250 π.Χ.) και λήγει το 330 μ.Χ. Ακολουθεί η βυζαντινή περίοδος (330-1191) που λήγει με την εγκατάσταση στο νησί του Γκυ-ντε-Λουζινιάν. Η φράγκικη περίοδος υπό τους Λουζινιανούς εκτείνεται από το 1192 ως το 1571, όταν η Κύπρος γίνεται μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τουρκική περίοδος λήγει το 1878, με την παραχώρηση του νησιού από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς. Τα γεγονότα από το 1878 ως το 1978 ο συγγραφέας τα εντάσσει στη βρετανική περίοδο.

Τα ταφικά έθιμα στη νεολιθική Κύπρο Λάια Ορφανίδη-Γεωργιάδη

Χοιροκοιτία, ακεραμική περίοδος (5800-5250 π.Χ.). Χαρακτηριστικός τρόπος ταφής.

Οι πληροφορίες μας για τα ταφικά έθιμα της νεολιθικής Κύπρου προέρχονται από οκτώ θέσεις. Από αυτές, η Χοιροκοιτία, ο Απόστολος Ανδρέας – Κάστρος, η Καλαβασσός – Τέντα και ο Καραβάς ανήκουν στην ακεραμική ή Νεολιθική ΙΑ περίοδο (5800-5250 π.Χ.). Στη Νεολιθική ΙΙ (3500-3000 π.Χ.) ανήκει η Σωτήρα και στην πρώιμη Χαλκολιθική (3000-2500 π.Χ.) η Ερήμη, η Καλαβασσός Β και η Λέμπα. Ο πιο συνηθισμένος τάφος είναι ένας απλός, επιμήκης λάκκος στο δάπεδο των σπιτιών ή έξω από αυτά αλλά πάντα στα όρια του οικισμού. Καμιά φορά ο τάφος έχει σχήμα κυκλικό όπως στη Χοιροκοιτία, όπου διαπιστώνεται κάποια ειδική φροντίδα στην ταφική διαδικασία. Οι νεκροί αποτίθενται στην πλειονότητά τους στο πλευρό με λυγισμένα τα χέρια και τα πόδια, ακέραιοι και χωρίς σταθερό προσανατολισμό. Οι ταφές είναι ατομικές και πρωτογενείς με ελάχιστες εξαιρέσεις. Χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη μια βαριάς πέτρας ή πολλών μικρότερων πάνω στο κεφάλι ή το σώμα του νεκρού που, σε συνδυασμό με τις δύο μοναδικές στο είδος τους περιπτώσεις δεμένων και στρεβλωμένων σωμάτων, συνηγορεί υπέρ μιας έντονης νεκροφοβίας. Τα κτερίσματα, λίθινα αγγεία κατά κανόνα, σπάζονται κατά την ταφή, λίγα λίθινα εργαλεία ή όπλα από πυριτόλιθο, μεγάλος αριθμός από κοσμήματα καθώς και θαλασσινά κοχύλια περισσότερο για παιδιά και βρέφη. Συγκριτικά, τα ταφικά έθιμα της νεολιθικής Κύπρου είναι απλά και εμφανίζουν μια ομοιογένεια με τα έθιμα της σύγχρονης Ελλάδας και της Ανατολίας, με μόνη εξαίρεση την πολυπλοκότητα των εθίμων του Çatal Hujuk.

Το διοικητικό φαινόμενο και το πολιτικό κλίμα κατά την Ύστερη Eποχή του Xαλκού στην Kύπρο Πίτσα Κέντη

Μπρούτζινο βαρίδιο σε σχήμα κεφαλής Αφρικανού. Η κοινωνικοοικονομική ζωή του νησιού κατά την Υστεροκυπριακή περίοδο αναπτύχθηκε γύρω από το χαλκό. Αναπόφευκτες και ανεξέλεγκτες, οι επαφές με άλλους λαούς έκαναν τους Κύπριους αμυντικούς και κλειστούς γεγονός που, σε συνδυασμό με τη γεωμορφολογία του εδάφους, επέβαλε την ευρεία ανάπτυξη των διοικητικών κέντρων κατά περιοχές. Ο Άγιος Δημήτριος, οικισμός της ΥΚΙΙγ που σημείωσε αλματώδη ακμή μεταξύ του 1325 και του 1225 π.Χ., ήταν κοντά σε μεταλλεία εξόρυξης χαλκού. Παρά την ύπαρξη των μεταλλείων, εργαστήρια τήξης χαλκού σαν αυτά της Έγκωμης ή της Τούμπας του Σκούρου δεν βρέθηκαν, κατασκευάζονταν όμως ορειχάλκινα βαρίδια. Στον Άγιο Δημήτριο αποκαλύφθηκε κτίριο με μεγάλους πελεκητούς λίθους (άσλαρ), που θεωρήθηκε το διοικητικό κέντρο, και ήρθε στο φως ασύλητος αρχοντικός τάφος, από τους πλουσιότερους της Κύπρου. Εμπορικές σχέσεις μαρτυρούν τα κτερίσματα από χρυσό ή ελεφαντόδοντο. Οι σφραγίδες με κυπρομινωική γραφή που βρέθηκαν υποδηλώνουν καταγραφή στοιχείων ιδιοκτησίας και εμπορίου. Πόλεις όπως η Έγκωμη, η Μόρφου, η Αγία Ειρήνη, το Κίτιον ή κέντρα σαν το Μαρώνι και τη Χαλά Σουλτάν Τεκέ όφειλαν την άνθησή τους στην ύπαρξη χαλκού που εμπορεύονταν χάρη στην εγγύτητά τους προς τη θάλασσα. Στη θέση Χαλά Σουλτάν Τεκέ, ενδεικτικές για την πυκνή και παρατεταμένη χρήση του λιμανιού είναι οι πολλές άγκυρες που είχαν ενταχθεί ως οικοδομικό υλικό σε τοίχους ιερών αλλά και κοινών χώρων. Στο πλαίσιο της λατρείας της γονιμότητας, τα γυναικεία πτηνόμορφα ειδώλια των κουροτρόφων και ο ταύρος συμβόλιζαν το θηλυκό και το αρσενικό στοιχείο. Οι ανασκαφές στην Έγκωμη και το Κίτιο δείχνουν ότι η κατά κάποιον τρόπο θεοποίηση του χαλκού καθιστούσε τους ιερείς την ανώτατη αρχή.

Άφιξη των πρώτων Eλλήνων και η πρώιμη Eποχή του Σιδήρου στην Kύπρο, 1220-750 π.X. Ανδρέας Δημητρίου

Πήλινο αγαλματίδιο θεάς, πιθανόν του 11ου αι. π.Χ. Αδιαμφισβήτητη η κρητική επίδραση. Λάρνακα, Μουσείο Πιερίδη. Για τον αποικισμό της Κύπρου από τους Αχαιούς, οι πολλές εκδοχές που παραδίδονται ελέγχονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στο νησί. Γύρω στο 1225-1200 π.Χ. σημειώνεται μια μετακίνηση πληθυσμού από τον ελληνικό χώρο προς την Κύπρο, άλλοτε πυκνή άλλοτε αραιή, που κρατάει ως τις αρχές του 11ου αιώνα. Λέγεται ότι την πόλη της Πάφου έκτισε ο βασιλιάς της Τεγέας Αγαπήνωρ. Οικιστές της πόλης των Σόλων είναι ο Ακάμας και ο Φάληρος και της πόλης των Χύτρων ο Χύτρος. Ο Δημοφώντας παραδίδεται ως κτίστης της Αίπειας. Η Λάπηθος και η Κερύνεια είχαν οικιστές τον Πράξανδρο και τον Κηφέα. Το Ιδάλιο, όπου λατρευόταν και ο Απόλλων «Άμυκλος», είχε οικιστή τον Χαλκάνορα. Την πόλη Γόλγους έκτισαν οι Σικυώνιοι και το Κούριο οι Αργείοι. Της Σαλαμίνας οικιστής είναι ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα του Σαρωνικού. Ο Τεύκρος επιβάλλεται στην προελληνική πόλη της Έγκωμης (1225-1200 π.Χ.) και δρομολογεί τον εξελληνισμό της. Γύρω στα 1100 π.Χ. νέο κύμα Ελλήνων εγκαθίσταται στην πόλη που εξελληνίζεται πλήρως. Σύντομα η πόλη θα μετακινηθεί 2 χλμ. ανατολικότερα με το όνομα «Σαλαμίνα». Στη Γεωμετρική εποχή (αρχές 11ου αιώνα-750 π.Χ.) η Κύπρος είναι πια σχεδόν εντελώς εξελληνισμένη. Οι εμπορικές ανταλλαγές είναι πυκνές. Από τις αρχές του 11ου αιώνα επικρατεί ο μυκηναϊκός θαλαμωτός τάφος με μακρύ κατηφορικό «δρόμο». Στο β΄μισό του 8ου αιώνα π.Χ., με την εντατικοποίηση των σχέσεων Κύπρου – Αιγαίου, η Κύπρος αποκτά ελληνική συνείδηση. Αυτό μαρτυρεί η αναβίωση νεκρικών εθίμων από την Ιλιάδα σε τάφους της Σαλαμίνας και της Πάφου.

Η Κυπροαρχαϊκή περίοδος. Θρησκεία και Τέχνη Σοφοκλής Σοφοκλέους

Αμφορίσκος από την Αμαθούντα με προτομή της Μεγάλης Θεάς, εμπνευσμένη από την Αιγυπτία Αθώρ. Λάρνακα, Μουσείο Πιερίδη. Πρόκειται για την περίοδο που μεσολαβεί ανάμεσα στη γεωμετρική και την κλασική, από τα μέσα του 8ου ως τον 5ο αιώνα π.Χ. Στη διάρκειά της, η ήδη πλουραλιστική τοπική παράδοση εμπλουτίζεται με ρεύματα από όλες τις γειτονικές χώρες. Από την πρώτη χιλιετία οι Φοίνικες διαμεσολαβούν στις σχέσεις της Κύπρου με την Ανατολή. Οι βασιλείς του νησιού διατέλεσαν φόρου υποτελείς στους Ασσύριους, τους Αιγύπτιους και τους Πέρσες. Το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της κυπροαρχαϊκής τέχνης είναι η υπεραφθονία του «θρησκευτικού υλικού» κάθε μορφής. Αναρίθμητα είναι επίσης τα αστικά και τα αγροτικά ιερά. Τεμένη απαντούν κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Φαίνεται πως για τελετουργικούς λόγους έσπαζαν τα αγάλματα και τα ειδώλια πριν τα ρίξουν στους αποθέτες. Καλύτερα διατηρημένο είναι το υλικό που βρέθηκε μέσα στα ιερά όπως αυτό της Αγίας Ειρήνης, όπου αγάλματα και ειδώλια ήταν διατεταγμένα γύρω από αυγόσχημη πέτρα. Άλλο παράδειγμα λιθολατρείας είναι ο βαίτυλος της Αφροδίτης στα Κούκλια της Πάφου. Στη θρησκευτική εικονογραφία επικρατούν ο Μεγάλος Θεός, η Μεγάλη Θεά και ένας νεαρός θεός που ενσαρκώνει συχνά τη βλάστηση. Έχοντας σύμβολο το περιστέρι, το λιοντάρι, τη σφίγγα ή το φίδι, η Μεγάλη Θεά που αργότερα θα γίνει η Αφροδίτη, είναι η ίδια θεά με την Ιστάρ, την Αστάρτ, την Κυβέλη, την Ίσιδα και την Άθω, κ.ά. Με τη Μεγάλη Θεά ζευγαρώνει ο Μεγάλος Θεός που έχει ουράνια φύση και χαρακτηριστικά του Δία, του Απόλλωνα αλλά και του Βάαλ, του Άμωνα, του Χατάτ, του Ενλίλ και του Τεσούπ. Συχνά έχει τη μορφή του «Ηρακλή-Μιλκάρτ». Εμβληματικά του ζώα είναι κυρίως ο ταύρος και ο κριός, ζώα ιερά που, πριν από την επικράτηση των ανθρωπόμορφων παραστάσεων, μπορεί να επέτρεπαν την εκδήλωση της επιφάνειας του θεού. Σε αυτό θεωρείται ότι χρησίμευαν τα πολλά ειδώλια ταύρων που βρέθηκαν στο ιερό της Αγίας Ειρήνης. Ο Μεγάλος Θεός μπορεί να παρασταθεί ως κριοκέφαλος όπως ο Άμων ή σαν άνθρωπος με κέρατα κριού όπως ο Ζευς Άμων. Το κυπροαρχαϊκό πάνθεο και την εικονογραφία χαρακτηρίζει ο έντονος συγκρητισμός ανάμεσα σε αυτόχθονες θεότητες και τις αντίστοιχες ελληνικές, φοινικικές και αιγυπτιακές. Έτσι, στα νομίσματα της Λαπήθου φαίνεται ότι η φοινικική Ανάτ είναι ομόλογη της Αθηνάς και στα φοινικικά νομίσματα του Κιτίου, ο Μεγάλος Θεός Μιλκάρτ, σύντροφος της Αστάρτης, δανείζεται την όψη του Ηρακλή. Το συμβατικό διπλό όνομα του «Ηρακλή – Μιλκάρτ» επινοήθηκε για τις διφορούμενες παραστάσεις που ταυτίζονται με τον Μιλκάρτ όταν βρίσκονται σε φοινικικά ιερά ή με τον Μεγάλο Κύπριο Θεό αν βρεθούν στα ιερά των Γόλγων και του Βουνιού.

Τα πρώτα κυπριακά νομίσματα Anne Destrooper-Georgiades

Ασημένιο νόμισμα της Πάφου με το κεφάλι της Αφροδίτης στη μία όψη και περιστέρι στην άλλη (4ος αι. π.Χ.). Ανάμεσα στο 545 και το 525 π.Χ. οι Κύπριοι βασιλείς υποτάσσονται στους Πέρσες χωρίς όμως να χάσουν την κυριαρχία τους. Απόδειξη, η κοπή νομισμάτων. Νομίσματα ανεπίγραφα ή με μόνο δυο τρεις συλλαβές είναι σχεδόν αδύνατο να ταυτιστούν ενώ τα επικεκομμένα νομίσματα βοηθούν σημαντικά στη χρονολόγηση. Ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευέλθων (560-525/20 π.Χ.) είναι από τους πρώτους που έκοψαν νομίσματα. Γνωρίζουμε ότι νομίσματα κόπηκαν και στην Πάφο και στο Ιδάλιο. Στο Κίτιο τα ονόματα των βασιλιάδων είναι φοινικικά και γραμμένα με φοινικικούς χαρακτήρες, ενώ στη Λάπηθο η επιγραφή είναι μεν στα φοινικικά αλλά τα ονόματα είναι φοινικικά ή ελληνικά. Στο Μάριο, ελληνικά ίσως και φοινικικά ονόματα γράφονται στο κυπριακό συλλαβάριο – αν και ενδέχεται η πίσω όψη να φέρει επιγραφή στα φοινικικά. Στην Αμαθούντα τον 4ο αιώνα π.Χ. ο ροδιακός σταθμητικός κανόνας αντικαθιστά τον περσικό. Αν οι τύποι των νομισμάτων τον 4ο αιώνα δεν άλλαξαν στην Αμαθούντα και το Κίτιο, σε πολλά κυπριακά νομισματοκοπεία είχε διεισδύσει η ελληνική τέχνη. Στη Σαλαμίνα κόβονται νομίσματα με το κεφάλι του Ηρακλή κι αργότερα μόνο με ελληνικές θεότητες. Οι επιγραφές τους είναι στα κυπριακά και τα ελληνικά. Φανερή ελληνική επίδραση προδίδουν τα νομίσματα του Μαρίου με θεούς και μυθικές σκηνές, με επιγραφές δίγλωσσες. Παρόμοια, η Λάπηθος απεικονίζει Αθηνά και Ηρακλή, όπως και η Πάφος που επιπλέον εμφανίζει και την Αφροδίτη, τον Απόλλωνα και τον Δία. Το 332 π.Χ. οι Κύπριοι βασιλείς δηλώνουν υποταγή στον Αλέξανδρο που κόβει τα δικά του νομίσματα. Η ανεξάρτητη κυπριακή νομισματοκοπία με τους δικούς της τύπους εκλείπει μαζί με τους βασιλείς, το 310 π.Χ.

Ναοί και ιερά της θεάς Aφροδίτης στην Kύπρο (μαρτυρίες αρχαίων ελληνικών πηγών και αρχαιολογικής έρευνας) Μαρία Χατζηκωστή

Δύο ρωμαϊκά νομίσματα με αναπαράσταση του ναού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Πρόκειται για τη διαχρονική Κύπρια θεά που η λατρεία της ήταν επίσημη αλλά και λαϊκή. Πηγές και ανασκαφές συνδυάζονται στο ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, κέντρο του βασιλείου της Πάφου. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού είναι δάνειο από τους Φοίνικες, κτισμένος όπως ο φοινικικός ναός στα Κύθηρα. Αναδυόμενη λίγο νοτιότερα από την πόλη, η Αφροδίτη πήρε το όνομα Παφία. Στη λατρεία της θεάς σημαντικός ήταν ο ρόλος της δυναστείας των Κινυράδων στην Παλαίπαφο που, μοναδικοί βασιλείς και μοναδικοί ιερείς της Αφροδίτης, διατήρησαν τη λατρεία της θεάς όπως την παρέλαβαν από τη Φοινίκη. Παρά την εξάπλωση του χριστιανισμού, επίθετα της Παναγίας όπως «Αφροδίτισσα» ή «Χρυσοπολίτισσα» παρατείνουν τη λατρεία της θεάς. Στην Αφροδίτη «κουροτρόφο» παραπέμπει και η επίκληση της Παναγίας «Γαλαταριώτισσα». Από το ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο προέρχεται η κωνική πέτρα που αναπαριστά τη θεά και απεικονίζεται σε ρωμαϊκά νομίσματα. Τα αναθήματα που βρέθηκαν επαληθεύουν τις αρχαίες πηγές: η Αφροδίτη λατρευόταν σε όλο το νησί και είχε τους ναούς και τα ιερά της σε λόφους κοντά στη θάλασσα. Οι πηγές δεν αναφέρουν το Κίτιον όπου βρέθηκε επιβλητικός φοινικικός λαός της Αφροδίτης – Αστάρτης. Από τις άγκυρες που βρέθηκαν εκεί, αφιερώματα ναυτικών, συνάγεται ότι η θεά λατρευόταν και ως προστάτιδά τους.

Τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά ψηφιδωτά της Κύπρου Δημήτρης Μιχαηλίδης

Ψηφιδωτό με το Θησέα και το Μινώταυρο από την Έπαυλη του Θησέα στη Νέα Πάφο (3ος αι. μ.Χ.). Τα ψηφιδωτά της Κύπρου εκτείνονται από τα πρώτα ελληνιστικά χρόνια ως τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα μ.Χ. Ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ιδίωμα αναπτύχθηκε στο νησί με σαφείς επιρροές από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου και τον κόσμο της Αντιόχειας. Στην ελληνιστική περίοδο ανήκει παράσταση της Σκύλλας φτιαγμένη από βότσαλα περίπου το 300 π.Χ. στη Νέα Πάφο. Άτεχνο ψηφιδωτό από μεγάλα βότσαλα που εικονίζει υδρία και δελφίνι είναι του 2ου αιώνα π.Χ. Το αρχαιότερο ψηφιδωτό από πραγματικές ψηφίδες (1ος αι. π.Χ.–1ος αι. μ.Χ.) διακοσμούσε το κυκλικό δάπεδο Βαλανείου στο Κίτιον. Από τα τέλη του 2ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. όμως, αρχίζει μια σειρά ψηφιδωτών με μυθολογικές παραστάσεις που θα συνεχιστεί αδιάκοπη ως τον 6ο αιώνα. Η πιο θαυμαστή σειρά διακοσμεί την πρωτεύουσα, τη Νέα Πάφο. Στην Οικία του Ορφέα (τέλη 2ου–αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.), ψηφιδωτό με τον μυθικό ήρωα φέρει επιγραφή με το όνομα του ιδιοκτήτη. Στην ίδια περίοδο χρονολογούνται τα ψηφιδωτά της Οικίας του Διονύσου. Η ποικιλία των μυθολογικών τους παραστάσεων εντυπωσιάζει: Νάρκισσος, Τέσσερις Εποχές, Θρίαμβος του Διονύσου, Φαίδρα και Ιππόλυτος, Πίραμος και Θίσβη, Ποσειδών και Αμυμώνη, Απόλλων και Δάφνη, Αρπαγή του Γανυμήδη και η μεγάλη παράσταση με τον Ικάριο, τον Διόνυσο και την Ακμή και τους πρώτους που ήπιαν κρασί. Στην Έπαυλη του Θησέα βρίσκονται τρία ψηφιδωτά, ο Θησέας και ο Μινώταυρος (3ος αιώνας), ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη (4ος αιώνας) και η Γέννηση του Αχιλλέα (5ος αιώνας). Από τα εντοίχια ψηφιδωτά στα Λουτρά του Γυμνασίου της Σαλαμίνας ξεχωρίζουν οι παραστάσεις με το μύθο του Ύλα και των Νυμφών και με την προσωποποίηση του Ευρώτα από μεγαλύτερη σύνθεση με το μύθο της Λήδας και του Κύκνου. Καλύτερα διατηρημένη αυτή η απεικόνιση βρίσκεται στην Παλαίπαφο (Κούκλια) σε δάπεδο οικίας του 3ου αιώνα μ.Χ. Μονομαχίες απεικονίζονται στην έπαυλη των Μονομάχων στο Κούριο. Τον 4ο αιώνα, πλάι σε νεόδμητες παλαιοχριστιανικές βασιλικές με αυστηρό ψηφιδωτό διάκοσμο, τα ψηφιδωτά στα κοσμικά κτίρια αποκτούν νέο δυναμισμό. Στην Οικία του Αχιλλέα στο Κούριο απεικονίζονται η Αρπαγή του Γανυμήδη και ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη. Στην Οικία του Αιώνα στη Νέα Πάφο (α’ μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.) βρέθηκε το θαυμάσιο δάπεδο του τρικλίνιου με πέντε παραστάσεις σε ενιαία σύνθεση. Δύο είναι αφιερωμένες στον Διόνυσο, μία στη Λήδα και τον Κύκνο και άλλη στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα. Η πολυπρόσωπη κεντρική παράσταση είναι αφιερωμένη στην «Κρίση των Νηρηίδων». Τα ψηφιδωτά της «Έπαυλης» και των Λουτρών του Ευστολίου στο Κούριο (α΄μισό 5ου αιώνα μ.Χ.) προτιμούν αίφνης τα γεωμετρικά κοσμήματα αντί για τις παραστάσεις. Στη διάρκεια του 5ου αιώνα η παγανιστική τέχνη εμφανίζει μια εντελώς νέα τεχνοτροπία. Στις συνθέσεις ο ρεαλισμός υποχωρεί, η προοπτική περιφρονείται και τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι υπερβολικά υπογραμμισμένα. Εμφανής στο έμβλημα με την Τουαλέτα της Αφροδίτης από το λουτρό κατοικίας στην Άλασσα, η νέα τεχνοτροπία είναι πασιφανέστατη στη Γέννηση του Αχιλλέα από την Έπαυλη του Θησέα στη Νέα Πάφο. Παρά το ρωμαϊκό τους θεματολόγιο, η τεχνοτροπία τους εντάσσει τα δύο αυτά ψηφιδωτά στον κόσμο της βυζαντινής τέχνης.

Άλλα θέματα: Αποτυπώσεις μνημείων και συνόλων Αναστάσιος Πορτελάνος

Άγιος Γεώργιος Θεσσαλονίκης (Ροτόντα). Φωτογραμμετρική αποτύπωση. Τομή. Οι δύο τρόποι αποτύπωσης μνημείων ή συνόλων διακρίνονται βάσει της μορφής προς αποτύπωση, το σκοπό της αποτύπωσης και τον διατιθέμενο εξοπλισμό. Προκύπτουν έτσι δύο μέθοδοι: η αναλογική και η αναλυτική. Η αναλογική μέθοδος στηρίζεται στη χρήση απείρων σημείων και μπορεί να μας δώσει τα αποτελέσματα της αποτύπωσης χωρίς τη μεσολάβηση άλλης διεργασίας. Σε αυτές τις απαιτήσεις ανταποκρίνεται κυρίως η Φωτογραμμετρία. Η αναλυτική μέθοδος στηρίζεται στον προσδιορισμό πεπερασμένου αριθμού σημείων, που ενώνονται για να δώσουν τη μορφή του αντικειμένου. Εδώ λύσεις μπορούν να προσφέρουν οι επιστήμες της γεωδαισίας, της τοπογραφίας, της χαρτογραφίας και της φωτογραμμετρίας. Παρουσιάζονται η τοπομετρική μέθοδος, οι τοπογραφικές μέθοδοι, η μέθοδος πολικών συντεταγμένων, η μέθοδος εμπροσθοτομιών (τομών) και οι φωτογραμμετρικές μέθοδοι. Η ακρίβεια των αποτυπώσεων εξασφαλίζεται με τη χρήση των τοπογραφικών και φωτογραμμετρικών μεθόδων. Η παραστατικότερη αποτύπωση στην επίπεδη επιφάνεια του χαρτιού μιας πολύπλοκης επιφάνειας επιτυγχάνεται διά του προσδιορισμού ισοϋψών γραμμών. Σημαντική είναι η συμβολή της χαρτογραφίας. Στις αποτυπώσεις τα δίκτυα ελέγχου είναι μεγάλης ακρίβειας, συνίστανται από πολυγωνικές οδεύσεις, υπολογίζονται και συνορθώνονται με χρήση της Μεθόδου Ελαχίστων Τετραγώνων. Σε αποτυπώσεις μεγάλης έκτασης εγκαθίσταται τριγωνομετρικό δίκτυο, όπως έγινε στην Κνωσσό. Στη μελέτη της παθολογίας των μνημείων, πρέπει να προσδιοριστούν οι παραμορφώσεις της κατασκευής, ώστε να προσδιοριστεί το μέγεθος μιας υπάρχουσας παραμόρφωσης ενός αρχιτεκτονικού στοιχείου και να καταστεί δυνατή η διαχρονική παρακολούθηση της κίνησης μιας κατασκευής. Ολοκληρώνοντας, ο συγγραφέας χαράζει τις προδιαγραφές ενός Φωτογραμμετρικού Αρχείου Μνημείων στη χώρα μας.

Το πρόβλημα της αυθεντικότητας των πινάκων Μιχάλης Δουλγερίδης

Ο De Chirico εγγυάται το γνήσιο της υπογραφής του με συμβολαιογραφική πράξη στο πίσω μέρος του καμβά. Η παραγωγή αντιγράφων εμφανίζεται πρώτη φορά στους ελληνιστικούς χρόνους και κορυφώνεται κατά τους ρωμαϊκούς. Ο ψυχολογικός παράγων, η ανάγκη δεσμών με τις μορφές του παρελθόντος, και ο κοινωνικός παράγων, η προβολή διαμέσου του έργου τέχνης, είναι οι κυριότεροι λόγοι που θα συντηρήσουν αυτό το φαινόμενο για αιώνες. Η υπογραφή του δημιουργού θεωρείται το δακτυλικό του αποτύπωμα, σφραγίδα γνησιότητας του έργου. Σε περιπτώσεις όμως που οι καλλιτέχνες τύχαινε να απαρνηθούν παλαιότερα έργα τους, οι φιλότεχνοι αγοραστές απαιτούσαν πρόσθετες πιστοποιήσεις, ακόμη και συμβολαιογραφικές πράξεις. Όμως οι ενδείξεις που επιβεβαίωναν τη γνησιότητα ενός έργου έχουν πάψει να ισχύουν: η υπογραφή, τα κρακελαρίσματα, η παλαιότητα του τελάρου, η λινάτσα κι ο καμβάς, η πατίνα του χρόνου, στις μέρες μας όλα μπορεί να είναι απατηλά. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απάτη, ενορχηστρώνεται η βοήθεια του τεχνοκριτικού, του ειδικού συντηρητή, του φυσικοχημικού, του φωτογράφου, ενεργοποιείται η ιστορία και υιοθετείται η σύγχρονη τεχνολογία. Ο καλλιτέχνης εντάσσεται στην εποχή του και στα κινήματά της, το ζωγραφικό υλικό που χρησιμοποιεί είναι χρονολογήσιμο, ελέγχεται ο γραφικός του χαρακτήρας και τα όποια πιστοποιητικά γνησιότητας, αναζητείται η ιστορία του έργου και οι τυχόν δημοσιεύσεις του, κ.ά. Το έργο εξετάζεται στερεοσκοπικά, υφίσταται μακρο- και μικρο-φωτογράφιση, ολογραφία ή φωτογραφία με λέιζερ, μικροανάλυση με δέσμη ηλεκτρονίων, ακτινοβολίες, κ.ά.

Η «περιπέτεια» των ελληνικών αρχαιοτήτων στις ευρωπαϊκές περιηγητικές εκδόσεις Αφροδίτη Κούρια

Χαλκογραφία: J.D. Le Roy, Les ruines des plus beaux monuments de la Grèce, Paris 1770, β’ έκδ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Στο άρθρο διαγράφονται οι χρήσεις της απεικόνισης των μνημείων και οι ρόλοι που αυτή ανέλαβε να διαδραματίσει στη συνείδηση των Ευρωπαίων. Στις αλεπάλληλες περιηγητικές εκδόσεις, όχι μόνο η αντιγραφή των χαρακτικών εικόνων αλλά και η πρωτότυπη απεικόνιση μαρτυρεί ένα βαθμό αυθαιρεσίας που καθορίζεται από το γούστο της εποχής. Τις παλαιότερες εικόνες σημαδεύει το στοιχείο του φανταστικού, καθώς η ενασχόληση με τα μνημεία της αρχαιότητας αντλούσε από τη σφαίρα του θρύλου. Ο Κολοσσός της Ρόδου εξαίρεται μέσα από μια αντι-ρεαλιστική κλίμακα που απηχεί μια μεσαιωνική αντίληψη. Εκτός κλίμακας είναι και η απεικόνιση ναών και ιερών του Αιγαίου με ερεθίσματα από την αναγεννησιακή και την μπαρόκ αρχιτεκτονική. Κάποιες εικόνες γεννιούνται από σύγχυση, όπως φαίνεται στη γαλλική μετάφραση του φλαμανδού περιηγητή Jean Struys, όπου η Δήλος επιγράφεται ως «Το νησί των Δελφών». Η μεσαιωνική πόλη όπου δημιουργούνται τα χαρακτικά, μεταφυτεύει στις παραστάσεις των μακρινών τόπων της Ανατολής μια γοτθικίζουσα αρχιτεκτονική με έμφαση στην καθετότητα, που χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στο οικοδόμημα «Jovis Templum», το ναό του Δία, στη φανταστική άποψη των Τεμπών του Ab. Ortelius. Στην άποψη της Αθήνας από το βιβλίο του Sebastian Münster η μεσαιωνική γλώσσα συντάσσεται με στοιχεία αναγεννησιακά. Στα μέσα του 18ου αιώνα τα φώτα στρέφονται στην αρχαιότητα. Ζωγράφοι και αρχιτέκτονες καταφθάνουν στην Αθήνα. Στον αιώνα του Διαφωτισμού, η εικόνα οφείλει να είναι προϊόν μεθοδικής και σχολαστικής παρατήρησης. Οι αποτυπώσεις αρχαίων ελληνικών κτισμάτων από τους Stuart και Revett ξεχωρίζουν. Ωστόσο, η αρχαιολατρεία παραποιεί εξίσου την πραγματικότητα: ο Richard Dalton απεικονίζει τον Παρθενώνα χωρίς το τζαμί στο εσωτερικό του. Το αρχαίο υδραγωγείο της Μυτιλήνης προσεγγίζεται από τον κόμη Choiseul-Gouffier με υποκειμενικότητα και ρομαντική νοσταλγία όπως προδίδει η νηφαλιότητα που χαρακτηρίζει το ίδιο θέμα από τον Ιρλανδό Richard Pococke. Αν και καρπός επιτόπιας παρατήρησης, τα έργα του γάλλου αρχιτέκτονα Le Roy αφήνουν ευρύ πεδίο στη φαντασία και παραπέμπουν στην «ποίηση των ερειπίων». Η απόδοση της φθοράς συνεπιφέρει συγκινησιακή φόρτιση και μελαγχολία. Ρομαντικό προανάκρουσμα είναι και η εμφύτευση ερειπίων μέσα στη φύση που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Στις αρχές του 19ου αιώνα το ρεύμα των περιηγητών γίνεται πιο έντονο. Ασφαλώς συνέβαλαν οι εκδόσεις της Εταιρείας των Dilettanti, χωρίς να υποτιμάται το κίνητρο της αρχαιοκαπηλείας που παραμένει ισχυρό. Το κίνημα του Ρομαντισμού, το ρεύμα του Φιλελληνισμού δίνουν στην Ελλάδα νέα αίγλη. Οι Άγγλοι κυρίως παραχωρούν στα έργα τους την πρωτοκαθεδρία στη φύση. Η νύχτα ή η καταιγίδα επιστρατεύονται για να φορτίσουν την παράσταση με δραματικό τόνο. Αν και οι εικόνες είναι παραπειστικές για τον αρχαιολόγο-ερευνητή, παραμένουν πολύτιμες ως προς το ότι συνιστούν δείκτες αισθητικών, ιστορικών και ιδεολογικών μηνυμάτων της Ευρώπης.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Αμαθούντα: Αεροφωτογραφία του αρχαίου λιμανιού. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Ματαιώθηκε η εγκατάσταση του εργοστασίου αλουμίνας στους Δελφούς - Εννέα βυζαντινές τοιχογραφίες και εκκλησίες της Κύπρου εικονίζονται σε γραμματόσημα που θα κυκλοφορήσουν στις 22 Απριλίου - Δύο οικίες στο χωριό Φικάρδου της Κύπρου βραβεύτηκαν το 1987 από την «EUROPA NOSTRA» - Ανώνυμος 'Ελληνας του Λονδίνου δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη τρίπτυχο της Κρητικής Σχολής

Συνέδρια

«Η Αρχαιολογία των νησιών του Αιγαίου» ήταν το θέμα συμποσίου που οργάνωσε το Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (Αθήνα, 20-22/2/1987) - Επιστημονικό διήμερο οργανώθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (19-20 Μαρτίου) με θέμα «Σύγχρονη αρχιτεκτονική δημιουργία σε παλία κτίρια». Οργανωτές: το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, το Τ.Ε.Ε., το ελληνικό τμήμα του I.C.O.M.O.S. και το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ

Εκθέσεις

Έκθεση βυζαντινών ψηφιδωτών από την Ιορδανία έγινε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βεστφαλίας (28/3 - 14/6) - Η έκθεση «Χάρτινες εικόνες - ορθόδοξα θρησκευτικά χαρακτικά» εγκαινιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη στις 31 Μαρτίου

Βιβλία

Αλεξάνδρα Γουλάκη - Βουτυρά, Αναζητήσεις στο έργο του Γ. Χαλεπά, Τελλόγλειο Ίδρυμα, Θεσσαλονίκη 1986 – Μῆτις, Revue d'anthropologie du monde grec ancien. Philologie - Histoire - Archéologie, τόμ.Ι, τχ.2 - Ann Steiner, Corpus Vasorum Antiquorum, Joslyn Art Museum, Verlag Philipp von Zabern, Mainz, 1986 - Barry S, Strauss, Athens after the Peloponnesian War, Croom Helm, London & Sydney, 1986

English summaries: Cyprus, a crossroads Andreas Demetriou

Cyprus is both a meeting point and a point of confrontation between the East and the West. After becoming fully Greek, at the beginning of the 11th century BC, Cyprus is marked out as a large Greek island sharing much of the fortunes of its metropolis, that of mainland Greece. Assyrians, Lusignans, Venetians, Persians, Egyptians and Ottomans all set foot on the island. Having won its independence from the British through armed struggle, half of Cyprus’s territory was doomed to fall once again to the Turks in 1974. Greek Cypriots look towards metropolitan Greece and the common heritage they both share, in their struggle for a united, independent and undivided Cyprus.

A chronological table of Cypriot history Andreas Demetriou

The history of Cyprus is divided into five periods. The first begins in the Neolithic IA period (7500-5250 BC) and ends in 330AD. The Byzantine period follows (330-1191AD) and ends with Guy de Lusignan settling on the island. The Frankish period under the Lusignans extends from 1192 to 1571 AD when Cyprus becomes part of the Ottoman Empire. The Turkish period ends in 1878 when the Ottomans hand the island over to the British. Events that took place between 1878 and 1978 are included by the author in the British period.

Burial customs in Neolithic Cyprus Laia Orphanidi - Georgiadi

Over a period of three thousand years, covered by the present article, the Neolithic tombs in Cyprus do not present radical changes and are dug, in general, either under the floors of the houses or outside them but always within the limits of the settlement. The dead who are, in great majority, intact are laid on the left or right side and with very few exceptions on the back or on the abdomen. There is no fixed orientation of the body or face. Legs and arms are contracted in various degrees of contraction. Primary, single burials are the general rule and the few exceptions concern mainly the later phases. Characteristic is the custom of placing one or more heavy stones on the head or the body regardless of the sex of the dead, which in combination with tied and distorted bodies leads to the existence of a belief in a kind of life after death interlaced with strong necrophobia. Funeral offerings are mainly stone vases intentionally broken, some silex arms and tools, jewellery and sea shells. As we advance in time, in the Neolithic II period, the offerings consist exclusively of pottery and obsidian flakes. We notice that death in Neolithic Cyprus is a manifestation of everyday life, and is faced in a simple way. In our opinion the boulders are to prevent the dead from getting out of their grave. On the other hand, everyday objects seem to have been "sacrificed" as funeral offerings, the difficulty in their manufacture making them more necessary to the living than to the dead. The Neolithic inhabitants of Cyprus believed that the mobile property of somebody belongs to him even after his death and, if conceded as funeral offerings, it prevents the dead from coming back and claiming it. In that way the miasma is prevented from contaminating the inhabitants of the village. Funeral rites are homegenous and follow the main ritual prevailing in this field in Neolithic Greece and Anatolia.

The administrative phenomenon and the political climate during the Late Bronze Age in Cyprus Pitsa Kenti

The attempt to describe the administrative phenomenon (devices / techniques) in Late Bronze Age Cyprus is best made through a socio-economic approach to the subject and taking always into account the religious and political circumstances of the period. Using as an example the Haghios Demetrios LCIIc settlement, the economy of which was principally based on copper, we can see the spread of its influence and importance in the southern area of the island. While the absence of copper continued to affect the development of other settlements, e.g. the Hala Sultan Tekke, other factors, such as proximity to the sea, became important. Consequently, the economy where an administrative system was established, depended on various external and internal factors, which were responsible for the flourishing or decline of a site. Furthermore, observation of the excavation material enables us to make some suggestions regarding political and other phenomena, which during this crucial and decisive period of Cypriot history contributed to the formation of the island's commercial and cultural relationship with its neighbours, including Mycenaean Greece and Crete.

The arrival of the first Greeks and the Early Bronze Age in Cyprus (1120-750 BC) Andreas Demetriou

Legends that the cities of Cyprus were founded by Greek heroes of the Trojan war are regarded as reflecting true events that occured c. 1220 BC. The fact, however, remains that many "cities" in Cyprus owe their foundation to Mycenaean immigrants and lack such foundation legends. Archaeology supports the view that towards the end of the thirteenth century BC we have a movement of people, and not simply trade relations, from Mycenaean Greece to Cyprus. This movement lasted with minor or major waves of arrivals, until the beginning of the eleventh century BC. The permanent arrival of the Achaean-Greeks to Cyprus is attested to by metallurgy, glyptics, art, language, funerary rites, religion etc. In the ensuing Geometric period the relations between Cyprus and the Aegean world never cease save probably during a short period around 1.000 BC, although this does not seem to apply to the case of Crete. At the beginning and during the final phase of this period the relations are intense with the interchange of pottery and other artefacts. During the second half of the eighth century BC we observe that funerary rites narrated in the Iliad isare revived an unmistakable sign that those practicing them had a deeply rooted Greek conscience.

The Cypro-archaic period, its religion and art Sophocles Sophocleous

The political situation during the Cypro-archaic period (2nd half of the eighth to the 1st half of the fifth century BC) is characterized by instability due to frequent foreign intervention and domination of Cyprus. Despite this, a certain prosperity together with a deep religious feeling can be observed associated with a rich and superabundant artistic creativity dependent particularly on the religious world and its manifestations, as well as on other different needs and occupations of everyday life. The attachment to the divine can be seen in the countless sanctuaries and affluent artistic creation. Artistic products were used as cult objects, as offerings to the sanctuaries and in the tombs and as amulets in every day life. The Cypriot pantheon is characterized more by the pluralistic and polyvalent peculiarities and functions assumed by the main deities and their polymorphism than by its complicated formation. Deities are multi-functional, corresponding fully to the needs of the believers, but they also emanate from the nature and personality of each divinity. One of the main figures of the pantheon is the celestial god (Great God) , an incarnation of atmospheric phenomena and activities taking place in heaven that are mainly related to the acquatic element (clouds and rain) and to the light (sun and thunderbolt). This god has principally been identified with Zeus, Baal. Milkart, Amon, Apollon and Reshef. He forms a couple with the other principal deity, the telluric mother-goddess (Great Goddess), who represents fertility, conceived under its female aspect, and is none other than the Cypriot Aphrodite, equivalent to Astarte. This divine couple forms a triad with the divinity incarnating the annual cycle of vegetation, mainly identified as a young god of the kind of Adonis, who is not unrelated to the infant held by the Great Goddess when represented as a Kourotrophos. It seems that it is during the Archaic period that these deities emerged from a stage of latent aniconism and/or zoomorphism, which is more evident in the previous older strata of the Cypriot religion; they thus acquired an anthropomorphic aspect inspired most frequently by the island's geographical surroundings (Egypt, Palestine, Phoenicia, Syria, Anatolia and the Hellenic world). This influx of foreign divine iconography is made through the identifications and syncretisms of local deities with the equivalent foreign ones.The latter enriched the Cypro-archaic pantheon and its iconography with their presence.

The first Cypriot coins Anna Destrooper Georgiades

Autonomous Cypriot coins have been struck since the end of the Vl th century when the island was under Persian rule However, this do not prevent nine or ten city-states from striking their own coinage. We do not know if all the cities struck coins because it is not easy to identify the mints. The short, worn and obliterated inscriptions in the Cypriot syllabary in Phoenician and later in the Greek alphabet are sometimes quite enigmatic. In the fifth century only the mints of Lapethos and Marion are clearly identified by their inscriptions. Philological texts, coin types and the find place of coins can also provide information on the mints. The precise chronology of the fifth century Cypriot coins is another problem. Hoards found outside Cyprus which contain not only Cypriot but also better known Greek coins provide a date ante quern for the Cypriot coins, as do the dated foreign coins overstruck by Cypriot ones. Coins from one Cypriot mint overstruck by coins from another Cypriot mint attest their relative chronology. The coin types of the principal mints of the fifth century are discussed, followed by those of the fourth century, when new types appear in several mints that are more influenced by Greek style and subjects. in some mints during the fourth century the Persian metric standard is no longer used but the Rhodian one takes it places. Gold and later bronze coins are struck during the fourth century in addition to silver ones and for some inscriptions the Greek alphabet is used together with the Cypriot syllabary or instead of it. The autonomous coinage is interrupted during the life time of Alexander the Great and came to an end when the Cypriot kingships were abolished by Ptolemy I in 312-310. Thereafter the coins struck in Cyprus no longer keep their own types but those of their foreign rulers. Only the mint symbol distinguishes them from those struck in other mints of the Empire.

Temples and sanctuaries of the goddess Aphrodite in Cyprus Maria Chatzikosti

The goddess Aphrodite originates from the anthropomorphic concept, common in all matriarchic societies of the Middle East. Indications of the goddesses cult can be already found in the period when the difference between god and daemon was vague and the limits between man and animal were flexible enough. It sprung from the perception of the impact the natural elements had on man and his life and they were assigned with supernatural powers. Later, the goddess was conceived in human form and with her own attributes, indicative of the sectors of her influence. Her zoomorphic characteristics are present in clay figurines representing the goddess, of the second millennium BC, from Syria and Cyprus. The image of the goddess Aphrodite is closely related to that of the Magna Mater, the primary deity in the religion of agricultural tribes and is interpeted as the incarnation of the religious concept and imagination of societies ruled by matriarchy.

The Hellenistic and Roman mosaics of Cyprus Dimitrios Michaelides

The discoveries made during the last 25 years at Kourion and Salamis, but above all Paphos, have made Cyprus one of the most important centres for the study of ancient mosaics. The examples are numerous and cover a period of about 1000 years, from c. 300 BC to the mid-seventh century AD. During the Roman period one can safely assume that local workshops created a very large number of mosaics, all of which bear a distinct Cypriot trait. However, as is natural, the mosaics of Cyprus were influenced by the art of the surrounding areas, all of which themselves held a strong tradition in the art of mosaic. The closest links are clearly with the East Mediterranean coast, Antioch in particular, an area with which Cyprus was related politically and later on religiously. The earliest mosaic that has so far come to light represents the mythical monster Scylla. It is made of pebbles and has been dated back to the late fourth / early third century BC. It was discovered at Nea Paphos, a city that had just been founded and that under the Ptolemies grew very rapidly in importance. By the second cent. BC Paphos had become the capital of the island and preserved this privilege under the Romans until the fourth cent. AD. It appears that during the period from the late second to the mid-third cent. AD, Paphos (and Cyprus as a whole) enjoyed one of the most prosperous and enlightened periods of its history. This is reflected in a rich series of buildings decorated with mosaics that have been found there. The earliest of these, the House of Orpheus embellished with a representation of Orpheus and the Beasts. has an inscription unique to Cyprus that gives us a Latin name which must belong to the owner of the house. More well-known is the House of Dionysos with the richest array of mythological representantions known on the island, amongst which there is a fine "Rape of Ganymed". The nearby Villa of Theseus, the residence of the Roman Proconsul, preserves a large number of mosaics of different periods, amongst which the scene of Theseus and the Minotaur made in the late third, and carefully restored in the fourth century AD. Also several other important mosaics from other parts of the island date from the third century like the rare wall mosaics from Salamis, -Leda and the Swan- from Kouklia, and the unique mosaics with representations of gladiatorial combats from Kourion. In the early fourth century, and in spite of the official recognition of Christianity, pagan art reaches its peak, a phenomenon best reflected in the recently discovered mosaics from the House of Aion at Paphos. Here, in a floor divided into five panels with different representations we have a realistic parade of mythological characters and personifications rendered in a style and technique of the highest quality. Some of the figures represented are very rare or even unknown in ancient art and it is only the fact that their names are written above them that makes their identification possible. During the next century Christian art gained more and more ground and unavoidably influenced the decoration of some pagan buildings, as is shown by the bust of «Ktisis» from the Complex of Eustolios at Kourion. Pagan art, however, had already began to decline both in repertoire and technique. The last examples of this art on the island are illustrated by the "Toilet of Venus" from Alassa, and the "Birth of Achilles" from the Villa of Theseus at Paphos, both dating from the fifth century.

The survey of monuments. A contribution to the study of the pathology of buildings. Observation through time. Photogrammetric archives Anastasios Portelanos

The survey of archaeological sites, monuments, traditional edifices, historic centres and settlements, is a prerequisite for every archaeological, historical and architectural study as well as for any project on their protection, preservation and promotion. The survey process in all aforementioned cases requires the application of scientific methods of exceptional precision and the employment of modern technology in the relevant sector. However, the survey procedure varies as regards the thematic presentation and precision and depends on the object and purpose of the survey. Therefore, we distinguish: a. The analogical method which is based on the use of infinite points and can achieve excellent surveying results, without the support of any other procedure. b. The analytical method which is based on the definition of a limited number of points which, if united, produce the form of the object. Protogrammetry meets the demands of the first method, while the science of geodesy, topography, chartography and photogrammetry serve the needs of the second. In this article the topographical and photogrammetric methods are mainly analysed. The thorough study of monuments also demands the definition of their structural distortions, so that their pathology can be studied and necessary treatments be proposed. The relevant measuring aims at a. Defining the extent of the actual distortion. b. The observation and documentation of a building through time. The application of topographical and photogrammetric methods gives in both cases satisfactory results; the second case demanding high standards of precision. Furthermore, the contribution of networks for observation of micro-deplacement of constructions as well as the analytical photogrammetric methods is very important. The photogrammetric archives, which include measurements and photogrammetric exposures are, undoubtedly, the best organized archives of monuments. They offer full documentation of the monuments through time and guarantee their exact recording in case of any future destruction, which may be caused by a variety of reasons.

The question of authenticity in panel painting Michael Doulgeridis

The authenticity of a work of art is a big and serious issue. The problem has already been known since the Hellenistic Age and constantly appears in the Roman period, the Renaisance and more often in our time. The reasons which create this phenomenon are purely social and financial. From the theoretic point of view a work of art can be both authentic and disputable. Authenticity can be proven through a research process, which can protect us from being misled and consists of the following: 1. Knowledge of the style and technique of the painting. 2. Research on the history of the painting: provenance, date of execution, previous owners, etc. 3. Sketching of the artist's portrait through the painting: his world, visions, artistic physiognomy. 4. Application of scientific methods: radiations and chemical analyses for the determination of the painting materials and the detection of the possible obscure parts of the painting. The investigation for the authenticity of a painting demands the cooperation of a variety of specialists who must all share love of art.

The “adventure” of Greek antiquities as depicted in European travelling editions Aphrodite Kouria

The treatment of ancient Greek subjects in engravings of travelling editions — from the earlier representations to the nineneenth century — is sketched out in this article through characteristic examples. Furthermore, the Europeans' point of view and approach towards the "antique" is searched as it appears in the illustrations of these editions. In earlier works the element of the imagination plays an important role and participates in the creation of pictures, which aim to impress the reader-viewer, while at the same time visual stimulations from European art and architecture contribute to the final formation of the work. In the seventeenth century the first efforts for the representation of realistic elements and data are made — products of in situ observations — and progressively increase. However, even in the advanced eighteenth century, in spite of a tendency for a reliable documentation, certain arbitrary representations of antiquities appear. They are natural products of the early romantic movement of archaeolatry, which seals the period, but also repercussions of the contemporary tendency for painting antique ruins. Even in the nineteenth century, the romantic visions inevitably lead to representations, which ignore reality or seem to deny the immediate, tangible presence of a depicted monument, since they intentionally pursue to exalt the ancient edifice or to create an artificial, more or less illusionistic,"atmosphere".

Τεύχος 71, Ιούνιος 1999 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Οι δαίμονες του κόσμου: άλλο ένα “τρισάθλιο θέμα” David Jordan

Εξορκισμός που αποδίδεται στον μάγο Πιβήχι και έχει περισωθεί σε πάπυρο του 4ου αι. μ.Χ. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη. Για την ύστερη ελληνική δαιμονολογία αντλούμε πολλά από έναν μικρό πλατωνίζοντα διάλογο, τον Τιμόθεον ή περί δαιμόνων, γραμμένο από χριστιανό συγγραφέα πριν από το τέλος του 13ου αιώνα. Οι δύο ομιλητές είναι ο Τιμόθεος, ιερέας στην Κωνσταντινούπολη, και ο Θραξ, που έχει επιστρέψει στην πόλη αυτή, αφού πέρασε κάποιο διάστημα με σατανιστές και λάτρεις των δαιμόνων. Μεγάλο μέρος από τις γνώσεις του, λέει ο Θραξ, προέρχονται από κάποιον Μάρκο από τη Μεσοποταμία. Ο Μάρκος μίλησε στον Θράκα για έξι κατηγορίες δαιμόνων, τους οποίους απαρίθμησε με τη σειρά του χώρου διαμονής τους, από τους ουράνιους τόπους έως κάτω, στο κέντρο της γης. Η ανώτερη κατηγορία δαιμόνων κατοικεί το διάπυρον, η δεύτερη το αέριον, η τρίτη το χθόνιον, η τέταρτη το υδραίόν τε και ενάλιον, η Πέμπτη το υποχθόνιον και η έκτη το μισοφαές και δυσαίσθητον. Οι έξι κατηγορίες δαιμόνων του «Μάρκου» βρίσκουν αντιστοιχίες στον εξορκισμό του «Εφραίμ» και στους μαγικούς παπύρους, κυρίως σε προσευχές και εξορκισμούς με εβραϊκές ή χριστιανικές προεκτάσεις. Αυτό ωστόσο που υποδηλώνει μια κοινή παράδοση είναι η σπάνια λέξη μισοφαές, επίθετο γνωστό από τη φράση μισοφαής κόσμος, την οποία παραθέτει ο Πρόκλος από τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς. Δεδομένου ότι το έργο του Εμπεδοκλή ήταν στη διάθεση εκείνου που συνέθεσε τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς,  ο συγγραφέας αναρωτιέται κατά πόσον οι έξι κατηγορίες δαιμόνων δεν θα μπορούσαν να κατάγονται από τις διδασκαλίες του ξεχωριστού προσωκρατικού φιλοσόφου;

Μαγεία και εικαστική έκφραση στην ύστερη αρχαιότητα Gary Vikan

Φυλακτήριο αργυρό δαχτυλίδι με εγχάρακτη κυκλική σφενδόνη (Ανατολική Μεσόγειος, 6ος-8ος αι.). Οι μαγικοί πάπυροι και οι σφραγιδόλιθοι-φυλαχτά της ύστερης αρχαιότητας χρονολογούνται κατά προσέγγιση από το 2ο έως τον 6ο αιώνα, προέρχονται από την ανατολική Μεσόγειο και αντλούν από μια κοινή παρακαταθήκη αιγυπτιακών θεών και εβραϊκών αγγέλων. Και στα δύο κυριαρχεί το ιερό όνομα ΙΑΩ. Αλλά ενώ οι πάπυροι ασχολούνται και με θέματα έρωτα, χρημάτων και πρόγνωσης, οι σφραγιδόλιθοι στοχεύουν αποκλειστικά στη διασφάλιση της υγείας. Το υλικό κατασκευής των φυλαχτών επιλέγεται με μεγάλη προσοχή. Για τη φυλακτήρια δύναμή του, την προτίμηση συγκέντρωνε ο άργυρος, όπως και ο αιματίτης. Το φάσμα των φυλακτήριων παραστάσεων, συμβόλων, λέξεων και φράσεων είναι πλούσιο και ποικίλο, αφού περιλαμβάνει, εκτός από τον Ιερό Ιππέα, το Κακό Μάτι, τον Αρχάγγελο με το Μακρύ Σταυρό και τις ιστοριούλες σωτηρίας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, και τα εξής: -σφραγιδόλιθους ή χαρακτήρες, ανάμεσά τους την πεντάλφα του μαγικού δακτυλιόλιθου του βασιλιά Σολομώντα -τον Χνούβη, το λιοντάρι που τρέχει και το φίδι που έρπει -την αποτροπαϊκή αναφώνηση «εις θεός», το Χριστόγραμμα, τον τύπο Χι-Μυ-Γάμμα, τη λέξη Υγίεια, το τρισάγιον και ιδίως τον ψαλμό 90 -μια ποικιλία ιερών ονομάτων, Ιαώ, Σαβαώθ, Εμμανουήλ, τα ονόματα των Αρχαγγέλων -σποραδικά τον εξορκισμό «φύγε, φύγε, φύγε ω βδελυρέ…» ή το ξόρκι κατά της πτώσης της μήτρας. Ο φανερός χριστιανισμός διείσδυσε στο ακόμη έντονα προχριστιανικό μαγικό ρεπερτόριο, αρχικά με τη μορφή της αποτροπαϊκής δύναμης του Σταυρού. Σε ομάδα φυλακτηρίων περιβραχιονίων εμφανίζονται έξι επεισόδια της ζωής του Χριστού που προέρχονται από την εικονογραφία των Αγίων Τόπων. Στις ιστορίες της Καινής Διαθήκης με τη μεγαλύτερη «πειστική αναλογία» συγκαταλέγεται το θαύμα της Αιμορροούσης, μια θεραπεία που πλησιάζει την ουσία της ελληνορωμαϊκής μαγείας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιλαμβάνεται στη Βίβλο.

Ο μάγος Βιγρίνος και το θύμα του Γιώργος Καλόφωνος

Η αυτοκράτειρα Ζωή η Πορφυρογέννητη, από ψηφιδωτή παράσταση δεήσεως στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως (11ος αι.). Ήταν όντως μάγισσα; Γραμμένος πιθανότατα τον 10ο αιώνα, ο Βίος του οσίου Ανδρέου του δια Χριστόν σαλού περιλαμβάνει ένα εκτενές επεισόδιο μαγείας, το οποίο ο συγγραφέας αφηγείται, αναλύει και ερμηνεύει. Τούτη «η συναρπαστική ιστορία δαιμονικής εξαπατήσεως» αρχίζει όταν μια ευσεβής γυναίκα, απελπισμένη από την απιστία του συζύγου της, αναζητεί βοήθεια από κάποιον Βιγρίνο. Εκείνος την καλεί να διαλέξει ποια τιμωρία επιθυμεί να βρει τον σύζυγό της: να μείνει ανίκανος, να πεθάνει ή να τον κυριεύσει ένας δαίμονας. Η γυναίκα θέλει μόνο να γυρίσει ο άπιστος σε κείνην. Ο Βιγρίνος της λέει να ετοιμάσει σπίτι της μια κανδήλα, λάδι, ένα φιτίλι, μια ζώνη και φωτιά, και να τον περιμένει. Φθάνει σπίτι της. Μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια, γεμίζει την κανδήλα με το λάδι, βάζει μέσα το φιτίλι και, αφού την τοποθετεί μπροστά στις εικόνες του σπιτιού, την ανάβει. Ψιθυρίζοντας στη συνέχεια και πάλι ορισμένες επικλήσεις, δένει τέσσερις κόμπους στη ζώνη και λέει στη γυναίκα να τη φοράει πάντοτε μαζί με τα εσώρουχά της. Από την ημέρα εκείνη, πράγματι ο άντρας της γίνεται υποδειγματικός σύζυγος. Η γυναίκα όμως αρχίζει να βλέπει ανησυχητικά όνειρα: ένας γέροντας Αιθίοπας αποπειράται να τη βιάσει, ένας μαύρος σκύλος την φιλάει στο στόμα σαν άνθρωπος. Η γυναίκα αναγνωρίζει τον διάβολο. Λίγες μέρες αργότερα ονειρεύεται ότι βρισκόταν στον ιππόδρομο και αγκάλιαζε τα αρχαία αγάλματα προσπαθώντας να συνευρεθεί μαζί τους. Σε άλλο όνειρο είδε ότι καταβρόχθιζε σαύρες, φίδια, βατράχια και άλλα ακάθαρτα ζώα. Αρχίζει τότε να νηστεύει και να προσεύχεται. Βλέπει πάλι ένα όνειρο. Βρισκόταν μπροστά στις εικόνες της και προσευχόταν, όμως αυτές ήταν τοποθετημένες αντίστροφα, έτσι ώστε, αντί να είναι στραμμένη στην Ανατολή, ήταν στραμμένη προς τη Δύση. Ένας νέος άνδρας παρουσιάσθηκε μπροστά της για να της αποκαλύψει την αιτία των δεινών της. Είδε τότε τις βεβηλωμένες εικόνες από τον Βιτρούβιο να είναι καλυμμένες με ακαθαρσίες και να αναδίνουν μια απίστευτη δυσωδία. Πρόσεξε πως η κανδήλα ήταν γεμάτη με ούρα σκύλου, πως στο στήριγμα του φιτιλιού ήταν χαραγμένο το όνομα του αντίχριστου, και από πάνω ήταν γραμμένες οι λέξεις «Θυσία δαιμόνων». Θρηνώντας και οικτίροντας τον εαυτό της για την ευπιστία της, καταφεύγει στον νεαρό Επιφάνιο. Εκείνος τη συμβουλεύει τι να κάνει. Έχοντας πάρει ο ίδιος τις βεβηλωμένες εικόνες, δέχεται στον ύπνο του τις επιθέσεις της στρατιάς των ερυθρών δαιμόνων, τους οποίους και αντιμετωπίζει. Ο Επιφάνιος απευθύνεται στον πνευματικό του πατέρα. Ο όσιος Ανδρέας ο σαλός του αποκαλύπτει ότι ο δαίμονας χρησιμοποιεί συχνά τη μαγεία με αγαθούς φαινομενικά στόχους για να καταστήσει τους ανυποψίαστους ανθρώπους ευάλωτους στην επήρεια των δαιμόνων. Του εξηγεί τον συμβολισμό της τελετουργίας που ακολούθησε ο μάγος Βιγρίνος για να παγιδεύσει το θύμα του και πως όλα όσα χρησιμοποίησε αντιπροσώπευαν τα μαγικά αντίστοιχα της χριστιανικής βαπτίσεως, που είχε στόχο να ακυρώσει. Ο όσιος εξήγησε επίσης στο μαθητή του πως ο μάγος κατόρθωσε να μιάνει και να εξουδετερώσει τις άγιες εικόνες.

Η μαγεία στο Βυζάντιο Ιωάννης Πετρόπουλος

«Οι Τρεις Μάγοι». Ψηφιδωτό, γύρω στο 560, Ραβέννα, Άγιος Απολλινάριος ο Νέος. Η υποταγή της μαγείας στη νέα θρησκεία; Μετά από μια φάση «συγκρητικής σύγχυσης», οριοθετείται τελικά η θεωρητική διάκριση ανάμεσα στη μαγεία και την πρωτο-εμφανιζόμενη θρησκεία. Η Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών αιώνων επαναπροσδιορίζει τη μαγεία και όλες εν γένει τις πρακτικές της «ειδωλολατρικής» θρησκείας ως δαιμονικές, έργο δηλαδή ασώματων όντων που υπηρετούσαν τον Διάβολο. Από τη θεολογική άποψη, η θρησκεία και η μαγεία δεν αποτελούσαν μόνο διαμετρικές αντιθέσεις (ο Θεός εναντίον του Διαβόλου) αλλά και αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες. Είπε ο Απόστολος Παύλος: «ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμόνων γίνεσθαι». Στην πραγματικότητα όμως η βυζαντινή μαγεία αφομοίωνε κατά μέγα μέρος την ιδεολογία και το τελετουργικό της αληθινής πίστης, ενώ αποτελούσε πάντα, σύμφωνα τουλάχιστον με το επίσημο δόγμα, τη διαστρέβλωσή της. Εδώ έγκειται ο παράδοξος και συχνά σαγηνευτικός χαρακτήρας της.

Μαγεία και διάβολος από την παλαιά στη νέα Ρώμη Σπύρος Τρωιάνος

Ο Χριστός θεραπεύει τους δαιμονιζόμενους των Γεργεσηνών. Τοιχογραφία. Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους. 16ος αι. Στην Παλαιά Διαθήκη οι ανατολικής προέλευσης δαίμονες δεν συσχετίζονται με τον Διάβολο.  Μόλις στην ύστερη ιουδαϊκή περίοδο διαμορφώνονται, κάτω από περσικές και ελληνιστικές επιδράσεις, αντιλήψεις που δέχονται τόσο την ομαδοποίηση και ιεράρχηση των κακών πνευμάτων όσο και τη δυνατότητά τους να επεμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων. Η δαιμονολογία αυτή αφήνει φανερά τα ίχνη της.  Στην απαγόρευση της λατρείας των διαφόρων δαιμονικών μορφών, η Παλαιά Διαθήκη περιέλαβε και οποιαδήποτε μαντική πρακτική. Στα ολιγάριθμα χωρία της Καινής Διαθήκης ο Διάβολος θεωρείται ο αρχηγός όλων των πονηρών πνευμάτων. Τα ανώνυμα κωδικοποιητικά έργα των πρώτων αιώνων και οι κανόνες των συνόδων και του Μ. Βασιλείου ταυτίζουν την επίδοση στις μαγικές τέχνες με την ειδωλολατρία. Για πρώτη φορά συνδέθηκε στο πεδίο του κανονικού δικαίου άμεσα ο Διάβολος με τη μαγεία στον κανόνα 3 του Γρηγορίου Νύσσης. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε μια διάταξη του Μ. Κωνσταντίνου, με την οποία καθιερώθηκε η διάκριση της μαγείας σε «καλή» και σε «κακή», διάκριση που θα ανατρέψει στο τέλος του 9ου αιώνα ο αυτοκράτωρ Λέων ο σοφός. Στον εκκλησιαστικό όμως χώρο απαγορευόταν οποιαδήποτε προσφυγή σε μαγικά μέσα και μεθόδους, ως απολύτως ασυμβίβαστη με τη χριστιανική διδασκαλία. Η επικοινωνία μάγων και μάντεων με δαίμονες αποτελεί –ήδη από πολύ νωρίς- κοινό τόπο στη βυζαντινή θεολογική φιλολογία. Η πεποίθηση ότι τα πονηρά πνεύματα διαθέτουν τη δύναμη να μεταδώσουν σε όσους ανθρώπους έχουν περιέλθει στην εξουσία τους μυστικές γνώσεις εμφανίζεται συχνά στη λαϊκή σκέψη. Έτσι γεννήθηκε η έννοια της συμφωνίας με τον Διάβολο, που έλαβε τεράστια διάδοση. Εδώ το ρόλο του μεσολαβητή αναλαμβάνει συνήθως ένας μάγος. Με αφετηρία το μάγο Σίμωνα των Πράξεων των Αποστόλων, προβάλλεται γενικά στα αγιολογικά κείμενα η επίδοση των Εβραίων στη μαγεία. Ο Διάβολος θεωρείται υπεύθυνος για τη νόθευση της ορθής πίστης. Σε εκείνον αποδίδεται η γένεση των μεγάλων αιρέσεων αλλά και η εικονομαχία. Στο μύθο που διαμορφώθηκε σχετικά με την προέλευση της απαγόρευσης και της καταστροφής των εικόνων επανεμφανίζεται το γνωστό τρίπτυχο «Διάβολος-μάγος/Εβραίος». Ακόμη και η προσπάθεια του Ιουλιανού να επαναφέρει την ειδωλολατρία αποδίδεται στην καθοδήγηση του Διαβόλου και ενός Εβραίου. Ανάμεσα στους γιατρούς και τους μάγους υπήρξε γενικότερα κάποιας μορφής επαγγελματικός ανταγωνισμός, ιδιαίτερα πρόδηλος στο πεδίο της ψυχιατρικής . Κατά τις αντιλήψεις των Ρωμαίων, και αργότερα των Βυζαντινών, ψυχική νόσος ή διανοητική διαταραχή μπορούσε να προκληθεί με τη χρήση μαγικών μέσων. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται η χορήγηση φαρμάκων «έκστασιν της διανοίας εμποιούντων». Το ίδιο αποτέλεσμα πιστευόταν πως είχε και η εγκατάσταση ενός ή περισσοτέρων δαιμόνων μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα. Αυτοί ήσαν οι «δαιμονιζόμενοι». Ο καθαρισμός των «δαιμονιζομένων» και οι εξορκισμοί δαιμόνων περιγράφονται συχνά σε βίους αγίων. Προκύπτει η αντίληψη ότι η είσοδος του δαίμονος στο ανθρώπινο σώμα μπορούσε να προκληθεί με τη συνδρομή μάγων. Στα διάφορα πατριαρχικά έγγραφα των τελευταίων βυζαντινών αιώνων επικρατεί έντονη τάση για εκλαΐκευση του φαινομένου «Διάβολος». Στο πλαίσιο αυτής της τάσης συνδέεται κατά αμεσότερο τρόπο, παρά μέχρι τότε, ο Διάβολος με τη μαγεία.

Γητειές και εξορκισμοί σε δύο μεταβυζαντινά χειρόγραφα Αγαμέμνων Τσελίκας

«Ιησούς Χριστός Νικά» και η αποτροπαϊκή δύναμη του Σταυρού. Τα λεγόμενα μαγικά κείμενα ή γητείες ή εξορκισμοί απαντούν σε αρχαιοελληνικές επιγραφές, σε παπύρους και σε πολλά χειρόγραφα της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου, και ιδιαίτερα στους ιατροσοφικούς κώδικες και σε μερικά ευχολόγια. Η συνύπαρξη αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι πολλοί συμπιλητές ιατρικών συνταγών και συντάκτες ιατρικών συλλογών θεωρούσαν απαραίτητη την αντιγραφή τους σαν ένα επιπλέον βοήθημα για την ελάφρυνση του πόνου των αδύναμων ανθρώπων και της αγωνίας τους απέναντι στο άγνωστο και το ανεξέλεγκτο. Κείμενα ρευστά, αλληλοσυμπληρούμενα, ασύντακτα και ακατανόητα, τόσο από αυτούς που τα αποστηθίζουν όσο και από αυτούς που τα αντιγράφουν, δεν έχουν ακόμη μελετηθεί συστηματικά. Ο συγγραφέας δημοσιεύει για πρώτη φορά δείγματα μερικών τέτοιων κειμένων σταχυολογώντας τα από δύο χειρόγραφα, το ένα των αρχών του 19ου αιώνα από την Πελοπόννησο (Δημητσάνα) και το άλλο των μέσων του 16ου αιώνα από την κεντρική Ελλάδα (Λαμία). Επίσης, από χειρόγραφο νομοκάνονα του τέλους του 16ου αιώνα, που προέρχεται από τη Μονή Προυσού Ευρυτανίας, παρατίθενται οι κανόνες της Εκκλησίας που καταδικάζουν όσους ασχολούνται με ξόρκια και άλλα μαγικά, λαϊκούς ή ιερωμένους. Για να κάνεις μια γυναίκα να σε αγαπήσει, Για να κάνεις μια γυναίκα να μην αγαπήσει άλλον άντρα, Για να μην κάνει παιδί η γυναίκα, Για να ζήσει το παιδί μιας γυναίκας, Για να χωρίσει το αντρόγυνο, Για να χωρίσουν δυο αγαπημένοι φίλοι, Για να δέσεις έναν εχθρό σου, Για να νικήσεις τον εχθρό σου στο δικαστήριο, Για άνθρωπο που έχει ίκτερο, Για άνθρωπο που δεν μπορεί να κοιμηθεί, είναι κάποιες από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο άνθρωπος προστρέχει σε κάτι το παράδοξο και έξω από την κοινή λογική.

Άλλα θέματα: Μουσεία: η λειτουργία τους με επαγγελματικό τρόπο Gaynor Kavanagh

Εργασίες συντήρησης στα εργαστήρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Η εργασία στο μουσείο γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη· το ίδιο συμβαίνει και με την αντίληψη της μουσειακής θεωρίας και πρακτικής. Η ιδέα του μουσειακού επαγγέλματος καθορίζει τα περισσότερα προγράμματα μεταπτυχιακής εκπαίδευσης που προσφέρονται σήμερα στη Βρετανία. Μέσα στο ίδιο πνεύμα η Ένωση Μουσείων Αγγλίας (Museums Association) διεύρυνε τις κατηγορίες των μελών της, ώστε να συμπεριλάβει όλους τους ανθρώπους που εργάζονται σε μουσεία. Η απόφαση αυτή σήμανε ότι η ιδέα του πανίσχυρου επιμελητή ως κεντρικού συντελεστή του μουσειακού έργου είχε αντικατασταθεί από μια πιο ισορροπημένη θεώρηση του επαγγελματία του μουσείου. Ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης των ρόλων και των αυξημένων ευκαιριών μέσα στα μουσεία, ο όρος «μουσειακό επάγγελμα» χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να δηλώσει ένα ευρύ φάσμα ασχολιών, που όλες μαζί είναι αφιερωμένες στη δημιουργία μουσείων υψηλοτάτου επιπέδου. Ειδικοί επιστήμονες και σχεδιαστές εκθέσεων , επιμελητές συλλογών και ειδικοί υπολογιστών, συγγραφείς και υπεύθυνοι μάρκετινγκ, υπεύθυνοι ασφάλειας και εκπαιδευτικοί, καταγραφείς και συντηρητές, υπεύθυνοι αποθηκών και εμπορικοί διευθυντές, υπεύθυνοι ανάπτυξης και προσωπικό υποδοχής, αναλυτές συστημάτων και συζητητές με το κοινό, είναι κάποιες από τις θέσεις εργασίας που μπορούμε σήμερα, χωρίς δισταγμό, να θεωρήσουμε ότι ανήκουν στο μουσειακό επάγγελμα. O B. Barber υποστήριξε ότι υπάρχουν τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματος. Το πρώτο είναι ο υψηλός βαθμός γενικής και συστηματικής γνώσης. Το δεύτερο είναι ο προσανατολισμός προς το συμφέρον της κοινότητας, και όχι προς το ατομικό συμφέρον. Το τρίτο είναι η πρόβλεψη ενός συστήματος ανταμοιβών και συμβόλων επιτυχημένου έργου μέσα στο επάγγελμα. Τέλος, ένα επάγγελμα ασκεί έναν υψηλό βαθμό αυτοελέγχου της συμπεριφοράς μέσα από εσωτερικευμένους ηθικούς κώδικες. Η συγγραφέας ελέγχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά με μέτρο τα μουσειακά επαγγέλματα.

Πολιτιστικές διαδρομές. Προς μια ερμηνευτική του “πολιτισμικού τοπίου” με αναπτυξιακή προοπτική Μαρίνα Καραβασίλη, Εμμανουήλ Μικελάκης

Οικισμός Χάρμαινα, Άμφισσα, Φωκίδα. Αντικείμενο του άρθρου είναι ο προσδιορισμός του περιεχομένου των πολιτιστικών διαδρομών στο πλαίσιο του πολιτιστικού τουρισμού και η κατάδειξη κάποιων γενικών εννοιών και αρχών όσον αφορά το σχεδιασμό τους. Έτσι, στο πρώτο μέρος προσδιορίζεται η θεωρία, το εννοιολογικό πλαίσιο και τα μεθοδολογικά εργαλεία σχεδιασμού πολιτιστικών διαδρομών, ενώ στο δεύτερο μέρος επιχειρείται η εφαρμογή τους, με στόχο τη δημιουργία ενός πλέγματος διαδρομών στη Στερεά Ελλάδα. Οι πολιτιστικές διαδρομές αποτελούν εφαρμοσμένη πρακτική ερμηνείας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ερμηνεία είναι, πάνω απ’ όλα, επικοινωνία, και έχει στόχο την εκπαίδευση, την ευαισθητοποίηση και την αναψυχή. Στον πυρήνα κάθε πράξης επικοινωνίας υπάρχει το «κείμενο». Σημεία σ’ένα νοητό «κείμενο» μιας πολιτιστικής διαδρομής είναι τα μνημεία-τόποι επίσκεψης, αλλά και τα μηνύματα-πληροφορίες που δίνονται με κάθε τρόπο στον επισκέπτη. Βασικά θέματα προς διερεύνηση είναι η θεματική, η ποιητική και η ρητορική του «κειμένου» της διαδρομής. Η ερμηνεία της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από μια οργανωμένη πολιτιστική διαδρομή θα πρέπει να καθοδηγείται από τρεις παράγοντες: τη γνώση της αγοράς στόχου, τον τουριστικό σχεδιασμό και τη συστηματική αξιολόγησή της. Οι πολιτιστικές διαδρομές αποτελούν ένα εργαλείο «ήπιας και σκληρής διαχείρισης», «προπαγάνδας» και προώθησης της τουριστικής βιομηχανίας. Η έννοια της «ήρεμης διαχείρισης» αναφέρεται στην ερμηνευτική λειτουργία τους για την ψυχαγωγία ή την εκπαίδευση του επισκέπτη και την επιλεκτική καθοδήγηση των ιδεών και των συμπεριφορών του σε θέματα πολιτισμού και προστασίας. Η έννοια της «σκληρής διαχείρισης» καταδεικνύει τη χρήση τους ως διαχειριστικού εργαλείου στον τουριστικό σχεδιασμό και τον έλεγχο της κίνησης των επισκεπτών σε περιοχές υψηλού κινδύνου, όπως περιβαλλοντικά πάρκα, μνημεία κ.ά.

Οι προετοιμασίες σε ζωγραφικά έργα τέχνης και η συμπεριφορά τους στις συνθήκες διατήρησης Αναστάσιος Κουτσουρής, Βασίλειος Λαμπρόπουλος και άλλοι

Δείγμα 2: Χρώση με sudan black. Οι προετοιμασίες αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των ζωγραφικών έργων τέχνης: ανάλογα με τη σωστή ή μη κατασκευή τους κρίνεται η ομαλή διατήρηση ενός ζωγραφικού έργου στο χρόνο. Οι προετοιμασίες άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως από το έτος 1100. Οι Φλαμανδοί ζωγράφοι θα παρεμβάλουν το ύφασμα ανάμεσα στο ξύλινο υποστήριγμα και την προετοιμασία. Όταν τον 15ο αιώνα εμφανίστηκε ο μουσαμάς, ελαφρύ και εύκαμπτο υποστήριγμα, οι προηγούμενες προετοιμασίες (γύψος και κιμωλία σε συνδυασμό με ζωική κόλλα) αποδείχθηκαν ακατάλληλες. Τον 18ο αιώνα στον χώρο της Τέχνης εισβάλλουν οι βιομηχανικές προετοιμασίες , απαλλάσσοντας τους καλλιτέχνες από τη χρονοβόρα διαδικασία αλλά και περιορίζοντας τα χρησιμοποιούμενα υλικά. Σκοπός του άρθρου είναι η συγκέντρωση ιστορικών και τεχνικών στοιχείων και η ταξινόμηση των προετοιμασιών, με βάση τις ιδιότητες, τα υλικά και τις τεχνικές κατασκευής τους. Στο πλαίσιο αυτής της ταξινόμησης πραγματοποιήθηκε ποιοτική ανάλυση δειγμάτων από ζωγραφικά έργα, προκειμένου να διαπιστωθούν και να επαληθευτούν χρήσεις υλικών που αποτελούν μια βιομηχανική προετοιμασία (συνδετικό, αδρανή υλικά). Στο πειραματικό μέρος μελετήθηκαν οι μηχανισμοί φθοράς των προετοιμασιών, οι οποίοι επηρεάζουν το σύνολο του ζωγραφικού έργου προκαλώντας σημαντικά προβλήματα στο υλικό, όπως ρωγματώσεις, αποκολλήσεις, αποσπάσεις, χρωματικές αλλοιώσεις κ.ά. Οι προετοιμασίες περιλαμβάνουν: α) αστάρωμα ή incollatura, β) υπόστρωμα ή προετοιμασία και γ) imprimitura. Σύμφωνα με τις ιδιότητές τους κατατάσσονται σε: α) απορροφητικές, β) ημιαπορροφητικές, γ) λιπαρές και δ) ανεξάρτητες προετοιμασίες. Στο πειραματικό μέρος, για την κατανόηση των μηχανισμών φθοράς, κατασκευάστηκαν δοκίμια τα οποία υποβλήθηκαν στις ακόλουθες διαδικασίες: α) έκθεση σε αυξημένη θερμοκρασία, β) έκθεση σε υψηλή υγρασία και γ) έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία.

Ο επαγγελματίας του μουσείου Μάρλεν Μούλιου, Αλεξάνδρα Μπούνια

Προετοιμασία έκθεσης στο Saint Mary's College Museum of Art, Καλιφόρνια. Οι εργαζόμενοι στα μουσεία δεν στηρίζονται σε σαφή οριοθέτηση των κανόνων του επαγγέλματός τους και σε κοινή επαγγελματική ταυτότητα. Η θεωρητική και πρακτική αποκωδικοποίηση του όρου «museum professional» παρουσιάζει δυσκολίες. Η εμφάνιση της ειδικότητας του μουσειολόγου έχει ως στόχο να οριοθετήσει και να υπογραμμίσει το κοινό έδαφος της μουσειακής δραστηριότητας, χωρίς να παρεμποδίσει, ή να αντικαταστήσει, την ανάπτυξη των επιμέρους ειδικών γνώσεων  και υπηρεσιών. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή εκεί όπου η μουσειολογική εκπαίδευση έχει μακρόχρονη παράδοση, όπως, π.χ., στις αγγλοσαξονικές χώρες. Τα άρθρα αυτού του αφιερώματος φωτίζουν τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την εργασία στο μουσείο, διερευνούν τις παραμέτρους που τις καθορίζουν και συζητούν τις δυνατότητες που υπάρχουν για την καθιέρωση ενιαίας επαγγελματικής συνείδησης.

Ο ρόλος του μουσειοπαιδαγωγού στην Ελλάδα Ελισάβετ Μυρογιάννη-Αρβανιτίδη

«Η Ρωμαϊκή λεγεώνα αναπαύεται». Δραματοποίηση με πρόχειρα κοστούμια, όπου συμμετέχουν μαθητές, εκπαιδευτικοί και επαγγελματίες ηθοποιοί. Μουσείο Newcastle Discovery στο Newcastle της Αγγλίας. Όπως συμβαίνει και με το επάγγελμα του μουσειολόγου, το έργο που ο μουσειοπαιδαγωγός καλείται να φέρει εις πέρας δεν είναι καθορισμένο. Από τον μουσειοπαιδαγωγό που εκτελεί ένα πρόγραμμα, απαιτούνται οι αρετές ενός εκπαιδευτικού. Εάν όμως φτιάχνει ο ίδιος τα προγράμματα που θα υλοποιήσει, τότε καλείται να ανταποκριθεί σε πολλούς ρόλους: του συντάκτη τμήματος έστω του σχολικού αναλυτικού προγράμματος, του συγγραφέα βιβλίου, του εκπαιδευτικού και, αν χρειαστεί,  του επιμορφωτή εκπαιδευτικών. Δεν θα αργήσει ίσως να του παραχωρηθεί και στην Ελλάδα ο ρόλος του συμμετέχοντος στο στήσιμο εκθέσεων. Ένα τέτοιο πρόσωπο δεν οφείλει μόνο να έχει καλή γνώση του υλικού που καλείται να ερμηνεύσει ώστε να αναδείξει τη δύναμη και τις δυνατότητες των μουσειακών αντικειμένων αλλά οφείλει και να μπορεί να μεταδώσει αυτή τη γνώση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Είναι προφανές ότι, σε σύγκριση με τον εκπαιδευτικό του σχολείου, ο οποίος επιβαρύνεται με τις γνωστές αδυναμίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ο μουσειοπαιδαγωγός έχει προκλητικές ελευθερίες που προτρέπουν σε δημιουργικό έργο. Ο μουσειοπαιδαγωγός δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά αλλά μπορεί να αναπτύξει δράση και με άλλες ομάδες επισκεπτών του μουσείου, στο πλαίσιο της δια βίου εκπαίδευσης και της γενικότερης εκπαιδευτικής πολιτικής του. Προς το παρόν, τα εκπαιδευτικά προγράμματα προσφέρονται σε ένα «κενό εκπαιδευτικής πολιτικής», πράγμα που καλλιεργεί το φόβο ότι μια μέρα θα μπορούσαν να εκλείψουν.  Πρόσφατα δημιουργήθηκαν μουσειοπαιδαγωγικά τμήματα πανεπιστημιακού επιπέδου. Ας ελπίσουμε ότι οι απόφοιτοί τους θα βρουν να τους περιμένει ο επαγγελματικός ρόλος για τον οποίο ετοιμάστηκαν.

Ο ρόλος του μουσειολόγου. Μεταξύ κοινών τόπων και ουτοπίας Στέλιος Παπαδόπουλος

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας – Κέντρο Περιβαλλοντολογικής Έρευνας και Εκπαίδευσης ΓΑΙΑ: Πρόσοψη, σχέδιο. Οι νέες κοινωνικές συνθήκες ενέταξαν τα μουσεία σε μια νέα, διεθνή πλέον, αγορά με οξείς ανταγωνισμούς, δημιούργησαν διαφορετικά μουσεία με νέες θεματικές, και διαμόρφωσαν νέα, ποσοτικά και ποιοτικά, πελατεία. Η σύγχρονη μουσειολογία αναγνωρίζει στην πελατεία της πολλά είδη κοινού: ο «μέσος επισκέπτης» δεν υπάρχει. Το σύγχρονο μουσείο υπάρχει για το κοινό του. Οι νέες αρχές και μέθοδοι επικοινωνίας με το κοινό είναι η κύρια αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στη φιλοσοφία των μουσείων. Η παιδευτική παρουσίαση αντικατέστησε την ψυχρή, εκθετική παράταξη των έργων. Την εκπαιδευτική διαδικασία σύντομα και σε σημαντικό βαθμό υποκατέστησε η ερμηνευτική. Από τη μονόδρομη επικοινωνία στο διάλογο, η αλλαγή για τα μουσεία είναι μεγάλη. Στις νέες μεθόδους επικοινωνίας με το κοινό αντιστοιχούν νέα προγράμματα και μέσα. Νέοι καιροί, νέες αγορές, πελάτες, ανάγκες. Νέα μουσεία με νέες αρχές, μεθόδους, μέσα, προγράμματα, χώρους και υπηρεσίες. Στις συνθήκες αυτές οι στόχοι, οι επιδιώξεις αλλάζουν. Οι επιδιώξεις αυτές συνεπάγονται και τη ριζική σχεδόν ανασυγκρότηση του μηχανισμού, των υπηρεσιών του μουσείου. Και οι μουσειολόγοι μέσα σε όλη αυτή την κοσμογονία; Ποιος είναι ο ρόλος τους; Να ενταχθούν στους νέους καιρούς και να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Το πέτυχαν όσοι κατανόησαν την ανάγκη πολυεπιστημονικής παίδευσης και πράξης, της ισότιμης συνεργασίας με τους άλλους ειδικούς·όσοι ενστερνίστηκαν τον νέο πολυδιάστατο ρόλο των σύγχρονων μουσείων και τον υπηρέτησαν έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η μοναδικότητα ρόλων (ο μουσειολόγος), η μοναδικότητα χώρων (το μουσείο), η μοναδικότητα δράσεων (η έκθεση) έχει από τα πράγματα ξεπεραστεί. Όσοι Έλληνες έχουν ταξιδέψει και στοχαστεί σε όσα βίωσαν, θα θεωρήσουν αυτές τις γραμμές κοινούς τόπους· όσοι έχουν περιορισθεί (και συμβιβασθεί) στα «καθ’ημάς», θα τις χαρακτηρίσουν ουτοπία.

Υπάρχει μουσειακό επάγγελμα; Mike Bieber

Το Κεντρικό Κτήριο του Μουσείου Μπενάκη. Μπορεί το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) να μην αμφισβητεί την ύπαρξη του μουσειακού επαγγέλματος, όμως το Βρετανικό Γραφείο Απογραφών και Ερευνών Πληθυσμού περιλαμβάνει στους επαγγελματίες μόνο τους επιμελητές συλλογών, μαζί με τους βιβλιοθηκάριους και τους αρχειοφύλακες, χωρίς να αναφέρει καμία άλλη εργασιακή θέση μουσείου. Ωστόσο, ο όρος «επάγγελμα» είναι βολικός για την περιγραφή της «ετερογενούς ομάδας» που αποτελεί το προσωπικό των μουσείων. Το άρθρο θίγει καίρια ζητήματα και προσπαθεί να τα τοποθετήσει μέσα στις σημερινές πολύπλοκες και διαμφισβητούμενες έννοιες του επαγγέλματος και του επαγγελματισμού. Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης: η εργασία σε μουσείο είναι επάγγελμα, ή ακόμη και μια σειρά επαγγελμάτων; Παρόλο που το πρότυπο του «παραδοσιακού» επαγγέλματος δεν ταιριάζει, άνθρωποι επιρροής και ιδρύματα από τον κόσμο των μουσείων θεωρούν σαφώς ότι εντάσσονται σε ένα μουσειακό επάγγελμα. Αν είναι αναγκαίο να αλλάξει το πρότυπο ή ακόμη και να θεωρηθεί ανεδαφικό, τότε είναι ένα «ανοιχτό» επάγγελμα με πολλά και διαφορετικά είδη εργασίας, και διοικείται από διοικητικό συμβούλιο του οποίου τα μέλη δεν ανήκουν στο μουσειακό επάγγελμα. Ωθούμενος από εξωτερικές δυνάμεις, ο κόσμος του μουσείου προχωρεί σε μια κατανόηση, αν όχι σε μια ανεπιφύλακτη αποδοχή, του μάνατζμεντ ως κυρίαρχης μεθόδου. Αν και ο επαγγελματισμός παραμένει μια ισχυρή δύναμη στον προσδιορισμό της εμπειρίας και των ικανοτήτων που αναμένονται από το προσωπικό, αν και η γνώση και οι ικανότητες που σχετίζονται με το αντικείμενο του μουσείου αξιολογούνται υψηλότερα από ένα γενικό μουσειολογικό υπόβαθρο εκπαίδευσης, ενώ και τα δυο μαζί τοποθετούνται υψηλότερα από τη διοικητική επιδεξιότητα, οι απαιτήσεις του κόσμου του μουσείου υπονομεύουν μονίμως αυτές τις σταθερές, καθώς τα μουσεία όλο και περισσότερο βασίζονται στην καλή διοίκηση.

Άνθρωπος και δάσος: από την εμφάνιση του Homo Sapiens στον Homo Oeconomicus Ελένη Σβορώνου

Κ. Μαλέας, «Λύρα», λάδι σε μουσαμά. Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ. 1. Κατά την Παλαιολιθική περίοδο το δάσος είναι για τον άνθρωπο τόπος εξεύρεσης τροφής, ένδυσης και κατοικίας. Ο προϊστορικός άνθρωπος αισθάνεται μέρος της φύσης, ενώ η ίδια η φύση είναι ο Θεός. Στις μαγικές παραστάσεις των βραχογραφιών των σπηλαίων (Λασκώ, Αλταμίρα), ο άνθρωπος συναισθάνεται ότι σκοτώνει όντα που είναι της ίδιας ιερής φύσης που χαρακτηρίζει και τον ίδιο και επιδιώκει να καθαγιάσει την ενέργειά του αυτή. 2. Με τη μετάβαση από το τροφοσυλλεκτικό-κυνηγετικό στάδιο στη Νεολιθική εποχή, ο χώρος διαιρείται σε καλλιεργημένη γη και σε άγρια φύση. Στη θρησκευτική συνείδηση του ανθρώπου αρχίζει να κυριαρχεί η μητέρα-θεά της γονιμότητας που συνδέεται με την αγροτική παραγωγή. Ο άνθρωπος αρχίζει να ξεχωρίζει τον εαυτό του από τη φύση. 3. Στον αρχαίο κόσμο μύθος και ανθρωπομορφισμός του θείου είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά μιας νέας θρησκευτικής συνείδησης. Έτσι, τη λατρεία του δέντρου υποκαθιστά η λατρεία των Αμαδρυάδων και των Νυμφών. Ο Διόνυσος, ο Παν, ο Ορφέας είναι από τους γνωστότερους θεούς των δασών αλλά η Άρτεμις είναι η κατεξοχήν θεότητα που προστατεύει τα δάση. Πλήθος μύθων, συμβολισμών και προλήψεων συνδέονται με δέντρα και φυτά: μεταμορφώσεις, ιερά φυτά θεών, φυτά που συνδέονται με τη μαντική, μαγικά βοτάνια, φυτά με θεραπευτικές ιδιότητες κ.ά. Με την εμφάνιση της φιλοσοφίας η φύση θα γίνει αντικείμενο ορθολογικής προσέγγισης. 4. Η ταυτότητα του μεσαιωνικού κόσμου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη χριστιανική θρησκεία. Η διάκριση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση εντείνεται. Η φύση έχει δημιουργηθεί για να εξημερωθεί από τον άνθρωπο. Στη βυζαντινή ζωγραφική το δέντρο συμβολίζει συνήθως τον Χριστό και τον Παράδεισο. Τα παγανιστικά χαρακτηριστικά της λαϊκής πίστης διατηρήθηκαν. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας οι χριστιανοί αναρτούν από τα κλαδιά κάποιου δέντρου, που θεωρείται θεραπευτικό και ευεργετικό, τάματα αφιερωμένα σε Αγίους. 5. Κατά τη νέα εποχή η φύση γίνεται αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, ένα μηχανικό σύστημα που διέπεται από νόμους. Μετ’ επιτάσεως διατυπώνεται η δυνατότητα της επιστήμης να εξημερώσει και να κυριαρχήσει πάνω στην άγρια φύση. Ο Καρτέσιος, ο Διαφωτισμός, ο Άνταμ Σμιθ συμβάλλουν στην προβολή της αξίας της ελεύθερης δράσης του ατόμου για τον πλουτισμό του. Η φτώχεια εκλαμβάνεται ως χαρακτηριστικό των απολίτιστων. Η άγρια φύση είναι το περιβάλλον όσων ζουν απολίτιστα. Στο είδος του homo economicus που γεννήθηκε τότε, ανήκουμε όσοι ζούμε σήμερα στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η εξέλιξη της τεχνολογίας επιτάχυνε τους ρυθμούς εκμετάλλευσης της φύσης και απέδωσε στο δάσος αξία πλουτοπαραγωγικής πηγής. Καθώς οι παραδοσιακές κοινωνίες υποχωρούν μπρος στην εξάπλωση του αστικού πολιτισμού, οι συλλογικές παραστάσεις υποκαθίστανται από την προσωπική μυθολογία. Ωστόσο παράλληλα με τον πολιτισμό των αστικών κέντρων συνυπάρχει σχεδόν ώς τις μέρες μας ο παραδοσιακός πολιτισμός του αγροτικού κόσμου. Η προϊστορική αντίληψη για την ιερότητα της φύσης και του δέντρου αποτυπώνεται σε πλήθος λατρευτικά έθιμα. Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια μαρτυρούν μια μεταφυσική αντίληψη της φύσης. Η ελληνική λαϊκή τέχνη είναι πλούσια σε φυτικά μοτίβα, σχηματοποιημένα ζώα και πουλιά. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παράδοση για τις φαρμακευτικές ιδιότητες των φυτών. Αξίζει επίσης να μνημονευτεί η σχέση του ανθρώπου με τη φωτιά, όπως αυτή διαγράφεται μέσα από παραδοσιακά έθιμα.

Κάλυμνος: το Μεγάλο Κάστρο της Χώρας Μπίλη Βέμη, Βασίλης Καραμπάτσος

Τα σκαλοπάτια του λαϊκού μάστορα Νικήτα Βαζανέλη στο Μεγάλο Κάστρο της Χώρας Καλύμνου. Το Μεγάλο Κάστρο της Χώρας Καλύμνου ή Παλαιοχώρα είναι το ένα από τα τέσσερα μεσαιωνικά οχυρά που δεσπόζουν ως σήμερα στην Κάλυμνο και στη γειτονική νησίδα Τέλενδο. Το σωζόμενο σήμερα Κάστρο προέρχεται από την περίοδο της Ιπποτοκρατίας (1309-1523). Η ανάβαση σ’ αυτό γίνεται από 230 χτιστά σκαλοπάτια που κατασκεύασε το 1984 ο λαϊκός μάστορας Νικήτας Βαζανέλης. Το τείχος που περιβάλλει το Κάστρο έχει ανάπτυγμα περίπου 1.000 μ. και περικλείει έκταση περίπου 27,2 στρεμμάτων. Ορθογώνιοι πύργοι υψώνονται κατά διαστήματα εξέχοντας από το περίγραμμα του τείχους. Σε όλο σχεδόν το μήκος του κάτω από τις επάλξεις υπάρχουν πολεμίστρες. Τα δωμάτια των σπιτιών του οικισμού, ως επί το πλείστον  επίπεδα, χρησίμευαν για τη συλλογή του βρόχινου νερού σε ιδιωτικές υδατοδεξαμενές. Εκτός από τα σπίτια σώζονται πέντε χτιστοί σιροί, δυο μεγάλες υδατοδεξαμενές και μεγάλη λίθινη γούρνα, προφανώς ελαιοτριβείο. Μέσα στον οικισμό, που εγκαταλείφθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, σώζονται και δέκα μικρές εκκλησίες. Σε ορισμένες από αυτές εντοπίζονται προχριστιανικά και παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη. Πλήν μιας δίκλιτης, είναι όλες μονόχωρες και καμαροσκέπαστες.  Δύο, Η Κοίμηση της Θεοτόκου και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ανεγέρθηκαν και εικονογραφήθηκαν για πρώτη φορά στους βυζαντινούς χρόνους (14ος αιώνας), ενώ τα υπόλοιπα οκτώ ναΐδρια χρονολογούνται στη Μεταβυζαντινή περίοδο (αρχές 16ου αιώνα). Το 1991 άρχισαν στο Μεγάλο Κάστρο της Χώρας Καλύμνου εργασίες συντήρησης και μερικής επισκευής. Το 1998, στο πλαίσιο του προγράμματος «Κάστρων Περίπλους», το ΤΑΠΑ ανέθεσε και τη μελέτη για την ανάδειξη του Μεγάλου Κάστρου. Στην προμελέτη που εκπονήθηκε τονίζεται ο διδακτικός χαρακτήρας του Κάστρου και επισημαίνεται το αρχαιολογικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον των δέκα εν λειτουργία μικρών του εκκλησιών. Αναφέρεται η εύκολη πρόσβαση από την Κω, το γεγονός ότι το Κάστρο προσφέρεται για τη διοργάνωση καλλιτεχνικών ή εορταστικών εκδηλώσεων, για αρχαιολογικό περίπατο αλλά και για περίπατο αναψυχής. Αν οι προτάσεις υλοποιηθούν, θα αποδώσουν στο νησί το πρώτο αξιοποιημένο και ενταγμένο στη σύγχρονη ζωή μνημειακό σύνολο της Καλύμνου.

Πρόγραμμα ηλεκτρονικής τεκμηρίωσης του αρχαίου θεάτρου Τριανταφυλλιά Γιάννου, Μαρία Χριστάκου-Τόλια, Μαρία Χριστοφοράκη

Πήλινο ειδώλιο υποκριτή από την Όλυνθο. Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου, αρ. ευρ. iv.38.364. Το «Πρόγραμμα Ηλεκτρονικής Τεκμηρίωσης του Αρχαίου Θεάτρου», που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, έχει ως στόχο να συγκεντρώσει σε μια βάση δεδομένων κάθε δυνατή πληροφορία για το αρχαίο δράμα μέσα στα ευρύτερα γεωγραφικά όρια του ελληνόφωνου κόσμου. Το Πρόγραμμα εκπονείται στη Θεσσαλονίκη υπό την επιστημονική εποπτεία του καθηγητή Γ. Μ. Σηφάκη. Προς το παρόν έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του προγράμματος που αφορά τις αρχαίες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Το πληροφοριακό σύστημα «ΚΛΕΙΩ», που αναπτύχθηκε από το Ινστιτούτο Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα να αντλήσει πληροφορίες που εμφανίζονται είτε σε γραφική μορφή ύστερα από δενδρικές αναζητήσεις, είτε σε μορφή καταλόγων, οι οποίοι παράγονται είτε από γραμμικές ερωτήσεις ή από πολυκριτηριακές αναζητήσεις. Επιπλέον, το σύστημα δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη να μετακινείται από ένα λήμμα σε άλλα με τεχνική υπερκειμένου. Τέλος, σε κάθε λήμμα μπορεί να συνδεθεί απεριόριστος αριθμός πολυμέσων. Στον ευρύτερο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας/Θράκης εντοπίστηκαν και καταχωρίστηκαν στο σύστημα 20 Θεατρικά Οικοδομήματα, 233 Κινητά Δραματικά Μνημεία, καθώς και οι τύποι των Θεατρικών Προσωπείων που φέρουν οι παριστανόμενες μορφές. Έχουν επίσης ήδη καταχωριστεί 93 Τεχνίτες του Διονύσου, που είτε κατάγονται από τη Μακεδονία και τη Θράκη είτε συμμετέχουν σε παραστάσεις σε μακεδονικές και θρακικές πόλεις, και έχουν καταγραφεί όλες οι Θεσμοθετημένες Εορτές αλλά και οι κάθε είδους Περιστασιακές Εορτές. Γενικά στη βάση καταχωρίζονται όλα τα Θεάματα-Ακροάματα που οργανώνονται στη Μακεδονία/Θράκη, δηλαδή σκηνικοί και θυμελικοί αγώνες, επιδείξεις, διδασκαλίαι ή παραστάσεις (σύνολο: 32).

Ο Μιλησιακός πόλεμος (624-612/11 π.Χ.) και η εμπλοκή της Κορίνθου Παναγιώτης Υψηλάντης

Ο Περίανδρος ο Κορίνθιος. Μαρμάρινη προτομή, ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνικού πρωτοτύπου του 4ου αιώνα. Στη διάρκεια του δωδεκαετούς Μιλησιακού πολέμου, κάθε χρόνο οι Λυδοί επέδραμαν στη Μίλητο στις αρχές του θέρους και έκαιγαν τα σπαρτά, για να προκαλέσουν «σπανοσιτεία». Οι Μιλήσιοι όμως δεν υπέκυψαν, γεγονός που δηλώνει ότι κάπως εξασφάλιζαν την επάρκειά τους σε σιτηρά. Το 612-11 π.Χ. ο Αλυάττης επιδιώκει ειρήνευση με τους Μιλησίους. Για το σκοπό αυτό προκαλεί την παρέμβαση των Δελφών. Οι Δελφοί απαιτούν να ανοικοδομήσουν οι Λυδοί το ναό της Ασσησαίας Αθηνάς και υπαγορεύουν τους όρους της ειρήνευσης. Τη διαδικασία της ειρήνευσης υποβοηθεί ο Περίανδρος της Κορίνθου. Η σύναψη συνθήκης ειρήνης διασφαλίζει τα συμφέροντα της Μιλήτου. Χωρίς να βρίσκει δυσερμήνευτη την ανάμειξη της Κορίνθου στον Μιλησιακό πόλεμο, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η εμπλοκή της υπήρξε απόρροια των σχέσεων αμοιβαίων συμφερόντων που η Κόρινθος είχε αναπτύξει με τη Μίλητο στη διάρκεια του πολέμου. Η Μίλητος κατέχει πρωτεύουσα θέση στο εμπόριο με την Αίγυπτο ήδη από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Εισάγει σιτηρά και εξάγει τα περίφημα μάλλινα πολυτελή υφάσματα και ενδύματα. Όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου η κτηνοτροφία της πλήττεται από τις εισβολές των Λυδών, η Μίλητος αναζητεί την πρώτη ύλη της βιοτεχνικής εριουργίας της στην Κόρινθο. Αντάλλαγμα: η αμεσότερη εμπορική πρόσβαση της Κορίνθου στην Αίγυπτο. Ως την άνοδο του Περιάνδρου στην εξουσία (627 π.Χ.), οι εμπορικές επαφές της Κορίνθου με την Αίγυπτο διενεργούνται μέσω της Αίγινας. Με την άνοδο του Περιάνδρου όμως οι σχέσεις Κορίνθου-Αίγινας οξύνονται. Η ακεραιότητα της Μιλήτου διασφαλίζει τα εμπορικά συμφέροντα της Κορίνθου στην Αίγυπτο.

Το ICOM και οι “επαγγελματίες των μουσείων”. Μια πρώτη προσέγγιση Τέτη Χατζηνικολάου

Ο Κώδικας Επαγγελματικής Δεοντολογίας και η έκδοση Ο Συντηρητής. Ορισμός του επαγγέλματος αποτελούν δύο βασικά βοηθήματα για τους εργαζόμενους στα μουσεία. Ποια είναι η ταυτότητα του «museum professional»; Πώς ορίζει το ICOM  (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων) αυτή την ταυτότητα; Μια πολλαπλή ταυτότητα διαφαίνεται απροκάλυπτη στις 26 Διεθνείς Επιτροπές του ICOM, που καθρεφτίζουν τις ποικίλες ειδικότητες των εργαζομένων στα μουσεία, καθώς και τους επιμέρους τομείς οργάνωσης και λειτουργίας τους, και στις 12 συνεργαζόμενες θυγατρικές οργανώσεις. Το σύγχρονο μουσείο φέρνει μαζί του στο προσκήνιο τον επαγγελματία, τον «μουσειολόγο». Αν η ταυτότητά του είναι πολλαπλή, τότε ο ρόλος του είναι κυρίως συνθετικός. Ένα πρώτο κύκλο βασικών σπουδών, ακολουθεί ένας δεύτερος κύκλος εξειδίκευσης, ενώ καλείται πλέον να καλυφθεί και η ανάγκη διαρκούς επιμόρφωσης.

Μουσείο: Σπηλαιολογικό Μουσείο Κώστας Ατακτίδης

Μερική άποψη της καρστικής περιοχής στην οποία διακρίνονται οι είσοδοι των 15 σπηλαίων. Στα Λουτρά Λουτρακίου του νομού Πέλλας εντοπίστηκαν συγκεντρωμένα σε σύμπλεγμα κατακόρυφων βράχων δεκαπέντε σπήλαια. Τα σπουδαία παλαιοντολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα που επισημάνθηκαν στεγάζονται τώρα σε μικρό Μουσείο που ιδρύθηκε το 1991 και αποτελεί τον μοναδικό ερευνητικό παράγοντα για την περιοχή Αλμωπίας. Η επωνυμία του Μουσείου, «Φυσιογραφικό-Λαογραφικό Μουσείο Λουτρών Αλμωπίας Νομού Πέλλας», καθιστά φανερό τον μικτό χαρακτήρα του. Το παλαιοντολογικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα περισσότερα από 3.000 απολιθωμένα δείγματα οστών που ανήκουν κυρίως στη σπηλαία άρκτο, παρούσα στην περιοχή πριν από 60.000 χρόνια περίπου.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Πληροφορική: Το cd-rom Le plus beau musee du monde Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Μία από τις οθόνες παρουσίασης των έργων του CD-ROM «Le plus beau musée du monde». Λεπτομέρεια της εικόνας του έργου. Το CD-ROM «Το πιο ωραίο μουσείο του κόσμου» (1998) περιέχει μια συλλογή εκατόν πενήντα έργων τέχνης και αντικειμένων, από την προϊστορία μέχρι σήμερα και από όλες σχεδόν τις περιοχές της γης, που συνθέτουν ένα «νοητό Μουσείο». Τα έργα κατατάσσονται ως προς το απεικονιζόμενο θέμα σε οκτώ ενότητες (Δοξασίες, Πρόσωπα, Εκφράσεις, Τόποι, Ζώα, Πράγματα, Γεγονότα, Αισθήσεις) που εμφανίζονται στην κεντρική οθόνη. Διαδέχονται η μια την άλλη, επιτρέποντας τη σταδιακή ανακάλυψη του περιεχομένου και το ξεφύλλισμα του συνόλου των έργων και εξυπηρετούν τις ανάγκες μιας πρώτης ανάγνωσης. Στο επόμενο επίπεδο τοποθετείται η αναλυτική παρουσίαση των έργων σύμφωνα με καθορισμένο πρότυπο. Οι λειτουργίες αυτές περιλαμβάνουν εξερεύνηση της εικόνας του έργου με μεγέθυνση όλης της επιφάνειας, συγκριτική κλίμακα διαστάσεων, εικονογραφική ανάλυση, τόπο προέλευσης, χρονολόγηση και, τέλος, πληροφορίες για το πολιτιστικό υπόβαθρο δημιουργίας, τα ειδικά χαρακτηριστικά του έργου και την αιτιολόγηση της ένταξής του στη θεματική κατηγορία. Η επιλογή του μέσου απόδοσης (κειμένου, εικόνας, ή συνδυασμού αφήγησης, κίνησης και εικόνας) εναρμονίζεται με το είδος της παρεχόμενης πληροφορίας. Η παρουσίαση ολοκληρώνεται με παιχνίδια, βασισμένα στην εικόνα των έργων, για την εξάσκηση της παρατηρητικότητας και της μνήμης. Ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα  όχι μόνο να εκτυπώσει τα κείμενα παρουσίασης με μικρή εικόνα του έργου και να αποθηκεύσει τα αρχεία αλλά και να δημιουργήσει μια προσωπική συλλογή, ένα «μικρό μουσείο» που συγκεντρώνει έργα του CD-ROM συνοδευμένα από τα δικά του σχόλια σε συνδυασμό με κάποιες από τις προκαθορισμένες λειτουργίες (μεγέθυνση, κείμενα παρουσίασης και αναλύσεις). Έτσι, ο αναγνώστης γίνεται με τη σειρά του συγγραφέας περιεχομένου.

Συνέδριο World Archaeological Congress (WAC) 4 Χρίστος Ντούμας

Τον Ιανουάριο 1999 διεξήχθη στο Capetown της Νότιας Αφρικής το 4ο Παγκόσμιο Αρχαιολογικό Συνέδριο (WAC 4). Το WAC εκδίδει σε ειδικούς τόμους σειράς με τον γενικό τίτλο «One World Archaeology» τα επιστημονικά θέματα που αναπτύσσονται στα συνέδριά του. Τη σειρά αναμένεται τώρα να πλουτίσουν 12 ακόμη τόμοι από τις θεματικές ενότητες του 4ου Συνεδρίου. Παρακολουθώντας κανείς τους πίνακες των περιεχομένων στους τόμους της σειράς, διαπιστώνει τη σχεδόν παντελή απουσία ελληνικών ονομάτων. Εκτός του ότι η ύπαρξη του WAC δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα, πολλοί είναι οι Έλληνες αρχαιολόγοι που αδυνατούν να καλύψουν εξ ιδίων το υψηλό κόστος συμμετοχής σε παρόμοια συνέδρια.

English summaries: Magic in Byzantium Ioannis Petropoulos

In this issue of the Archaeologia journal a survey of magic is made. In his introduction, the author makes a compilation of the main points in the articles of this survey. Such as why did many Jews and Gentiles believe that Christ was a magician. How did the Church make the distinction between miracles worked by a loving God from those resulting from the diabolical alliance of magicians and demons. How did magic in Byzantium become a criminal offence, punishable by law. Why must a demon tell the exorcist his name if the exorcism is to be successful. Are the two categories of demons of the underworld and those who fly in the air descended from Empedocles? And lastly how was the distinction made between church ideology and magic rites since much of the ideology and rituals of the church were used by practitioners of magic in a distorted way.

Magic and the Devil: From the Old to the New Rome Spyros N. Troianos

The conceptual grouping and hierarchization of evil spirits appear only in the late Judaic period as a result of Persian and Hellenistic influences. In the New Testament the notion of the dominion of the Devil, the leader of all evil supernatural powers, crystallized into that of the antipodes of the heavenly kingdom. In Rome certain forms of magic had been penalized quite early. However, an edict dating to the reign of Constantine s the Great made a clear distinction between good and evil magic; this legal distinction was later abolished by the Byzantine Emperor Leo the Wise (886-913) in order to prevent tragic situations The Church, on the contrary, generally disapproved of magic and prophecy, considering them as idolatry, without any further Distinction or specific definition of the relevant acts. The communication between magicians and demons became a commonplace in Byzantine religion in accordance with the connection of magic with the Devil under canon law Contracts with the Devil, usually confirmed by a written agreement, often appear in popular texts, a corollary of the folk notion that evil spirits can transmit secret knowledge to people. The corruption of faith, the personification of evil, the instigation of every criminal act, the implanting of evil in the body of a "demoniac", as psychopaths were then characterized, were included among the activities of the Devil, who used magicians as his instruments. In the official ecclesiastical texts he is assigned "homicidal" qualities. The theological approach to the entire issue depended on the particular period. Thus, the tendency for the popularization of the concept of the 'Devil' strongly prevailed in the Patriarchal texts of the late Byzantine period, when the Devil was more directly related to magic.

Magic and Visual Culture in Late Antiquity Gary Vikan

Some hundreds of late-antique and early Christian magical amulets survive from the eastern Mediterranean. Like the magical papyri, with which they are roughly contemporary, they draw on a common fund of Egyptian gods and Hebrew angels. For the most part, these amulets are apotro-paicand therapeutic in function. The particular focus of this article is on amulets in various shapes and media, including semi-precious stones (e.g. hematite, which was considered especially powerful), copper-alloy, silver glass, etc. The various amulet types are also surveyed: rings, pendants, armbands, house lintels, etc. The diverse magical and religious inscriptions, biblical vignettes and other incised designs (e.g., the Holy rider, the Evil Eye are briefly explored. A large number of narrative images is shown to derive from the Old and New Testaments, although according to the author other scenes originated from the locus sanctus iconography ot pilgrimage "souvenirs" from the Holly Land. In general, the users of these amulets clearly believed that the very names and images incised on them -and even sometimes their particular medium- had magical potency.

Another “Wretched Subject”: The Demons of the World David Jordan

Here I continue the article "The Wretched Subject" of Greek Magic" of the previous fascicle (Αρχαιολογία 70 [Mar. 1999], 8-11), in which I urged that magical texts are an important but often neglected source for the history of ideas. In the present article I offer another example: The information that these texts give about traditional beliefs concerning the "cosmology" of demons. Early magical papyri, Christian exorcisms, and a Byzantine dialogue about satanism assume that the world was divided into six areas, from the Empyrean down to the center of the Earth, and that certain demons govern each area. The tradition of this six-fold division, it is speculated here, may go back to the pre-Socratic philosopher Empedokles.

The Magician Vigrinos and his Victim George T. Calofonos

An extensive episode of magic occurs in the fictional Life of St Andrew the Fool a work probably dated in the 10th century. A woman in Constantinople turns to the magician Vigrinos, a deceptively pious man, who cures her husband of his lust by seemingly harmless means: fighting an oil-lamp in front of her icons and tying four knots on a girdle. A series of impure dreams, however, of wild sexual desire, in which an Ethiopian, a black dog and the ancient statues of the hippodrome play a leading role, terrify the woman and make her realize that the devil himself has fallen in love with her. The outrageous results of Vigrinos's magic are revealed to her after fasting and prayer: her icons, smeared with excrement, have lost divine grace, while the oil-lamp has become the vessel of an impure sacrifice to the demons. Terrified, the woman resorts to Epiphanios, the spiritual son of St Andrew the Fool, who comes to her assistance and remedies the situation. In turn, he becomes himself the target of demons in his dreams, and finally defeats them while asleep. As revealed in a further dream, the four knots of the girdle had bound a demon to the woman, and St Andrew explains to his pupil the means which the magicians deploy to deceive their victims regardless of how innocent their objective may seem, and make them vulnerable to the evil influence of demons. In accordance with the firm position of the Church which considers magic as demonic in all occasions -a position also introduced in secular legislation in the 10th century-, this episode offers the modern reader a glimpse of how magic functioned in practice, or, rather, of how a pious Byzantine thought it functioned. Operating under a Christian pretext, the magical act reverses and invalidates Christian ritual and symbolism and thus neutralizes their protection over the believer. In a deceptive world where nothing is what it seems, the real nature of the phenomena can only be detected through the dreams of the faithful and the intuition of the true saints, who are in turn difficult to be recognized. It is interesting to note the function of dreams and the appropriation of icons in magic -which can also be attested in other sources- as well as the role of women in a story, in which the boundaries between faith and credulity, religion and superstition are explored.

Spells and Exorcisms in Two Post-Byzantine Manuscripts Agamemnon Tselikas

Exorcisms, spells, medical prescriptions -combined with astrological phenomena and accompanied by words, phases and magic signs and various blessings are texts often occurring in Byzantine and Post-Byzantine manuscripts. Deeply rooted in antiquity, they have survived and have remained alive even today. Undoubtedly, they represent a most tempting challenge for research as regards their philological, historical, religious and anthropological aspect. Samples of such texts from three Post-Byzantine manuscripts have been selected and are presented in this article; they refer to the relations between men and women, to the social relationship of humans, such as friendship, hatred, law-suits, as well as to various illnesses, such as jaundice and fever. A selection of Church canons, condemning both the performance of magic acts and the recourse to them is also presented.

The museum professional Marlen Mouliou, Alexandra Bounia

In an attempt that museums should become less academic and introverted in their nature and concentrate more on educational matters and their public image we have watched museums employ, apart from museum curators, people with different skills and specialties. Although all these people belong to the same field of study there is little sense of their having a professional identity. The specialty of “museologist” has come to cover the need for a professional identity dealing with and channeling the various different specialised services needed to run a museum. The following four articles define what work is actually done in museums and tries also to define what a “museum professional “ means seen from the viewpoint of the anglosaxon world, of ICOM, of a museum teacher and that of a sagacious ethnologist who also happens to be a museologist.

Museums: Working in a Professional Way Gaynor Kavanagh

The idea of a "museums profession" is a very generous one and many people who work in museums would want to identify with it. In Britain, the museums profession has long since ceased being a synonym for curators, and this is paralleled elsewhere to some degree or another. As museum work has become increasingly more sophisticated, so has the understanding of museum theory and practice. This has brought about a greater awareness of what it takes to turn indifferent museum services into ones which are intellectually challenging, educationally viable and socially useful. In this paper, the author outlines some of the changes and discusses the ways in which professional attitudes are fostered and promoted.

Is there a Museum Profession? Mike Bieber

Although professions as such no longer exert their former hold, there is still great ambition for workers in many occupations to be accepted as professional: the museum world is no different from many others in this. However, the issue is complex. One matter that causes problems is the status of employed professionals: where is their "professional autonomy" whithin a management hierarchy? Another problem for museum workers is the number of different occupations within museums: are they all part of one profession? The article examines these concerns, and places them within the realities of contemporary museum work.

The Role of the Museologist: Between “Commonplace” and “Utopia” Stelios Papadopoulos

The new social circumstances have placed museums in a new, international, extremely competitive market, have created museums with different thematjc and have formed another clientele, new in quality and quantity. However, the main change, caused by the new circumstances, has been realized in the philosophy of the museums, in the new principles and methods ruling their communication with the public. This "environment" not only imposes the radical reconstruction of the museum's mechanism and services: but it also elevates the collaboration of groups of experts, multiscientrfic education and activity of the museum's employees, awareness of the multidimentional role of contemporary museums as well as the effort of adjustment to an essential prerequisite. These principles, however "commonplace" they may be to the personnel of foreign museums, must stop being a "utopia" for the Greek reality.

ICOM and the “Museum Professionals”: A First Approach Teti Hatzinikolaou

A first approach to the identity and physiognomy of the specialized professional, who, according to the terminology of the International Council of Museums (ICOM), is called "museum professional", is made in this article. Through the history and the basic texts of ICOM this physiognomy appears to be a multifold one. Finally, the role that the "museologist” is assigned to play in the organization and function of a modern museum is examined.

The Role of the Museum-Educator in Greece Elisavet Myrogianni-Arvanitidi

The role of the museum-educator in Greece is examined in this article with reference to the required knowledge and skills (s)he must have as well as to the difficulties (s)he may face in the museums of the country. A clear distinction is made between the person who prepares an educational program and the museum-educator who executes it. Then, the advantages and disadvantages of the role the museum-educator plays are detected and compared with those of the school-educator, while the positive factors that activate the former in his/her work are underlined. Needless to say that the creative performance of the museum-educator should be extended as to be addressed to more groups of museum visitors other than students. Finally, the serious concern for the future of this profession in Greece is expressed.

Kalymnos: The Megalo Kastro of Chora Billy Vemi, Vassilis Karambatsos

The Megalo Kastro ( = Big Castle) of Chora is one of the three Medieval fortresses preserved on Kalymnos. Its original phase can be dated to the tenth or eleventh century ad, but this remains to be confirmed by a systematic archaeological research. The present form of the castle dates back to the period of the Knights' Rule (1309-1523) and, although simple, it represents a typical example of the art of fortification before and after the use of gunpowder. The ruins of the Medieval settlement have been preserved inside the castle: ten small Byzantine and Post-Byzantine churches, the frescoes of which have been restored, as well as other significant elements, extremely instructive for the everyday life in the Megalo Kastro Life went on in the settlement, at least, until 1823. In the framework of a project of the Greek Ministry of Culture for the promotion of the Medieval castles of the country, a relevant study has been made for the Megalo Kastro of Kalymnos, and some of its proposals are presented in this article. The necessary works are to be immediately realized, so that the first restored, developed and incorporated in modern life monumental ensemble to be given back to the island.

The Milesian War, 624-412/11 B.C., and Corinth’s involvement Panagiotis Ypsilandis

The intervention of Corinth in the struggle between Lydia and Miletus was a result of its relation inaugurated with the last, during the Milesian War (624-412/11 B.C.). These relations were based on common interests: Corinth facilitated Miletus with the supply of sheep wool and was in turn, promoted in its trade with Egypt. So the commercial interests of Corinth were secured in Egypt by Miletus' integrity while its relationship with Lydia was renewed and enforced.

Man and the Forest: From the Appearance of the Homo Sapiens to the Homo Eleni Svoronou

This article attempts a historical retrospection of the multilateral relations man has developed with nature, starting from the ascertainment that the modem concept of the forest has a strongly managerial and one-dimentional character. The general characteristics of these relations during Prehistory, Antiquity, the Middle Ages and modern history are investigated through specific examples from the area of the European Mediterranean. This article presents the evolution of ideas concerning the forest from the time when nature, man and divine powers were closely interrelated until the complete differentiation of these three elements and the formation of a pyramidoid and strictly hierarchical relation among them. Starting from the magic concept and animism. then researching the transition to myth and the polytheistic religion and, finally, examining the role of the Jewish tradition and Christianity, the evolution of the religious thought in relation to the concept of the forest is traced The scientific and industrial revolution are described as catalysts for the consolidation of faith on reason and the superiority of man to nature. The traditional civilization, alive until recently in the countryside, has preserved memories of ancient animistic concepts. The new pursuits in the relations of man and nature are explored today through art. However, the range of these artistic proposals is subjected to the limitations of the role that the contemporary civilization has reserved for art. The quest of new ways of spiritual communication with nature is of vital importance for the backing of nature's course towards downgrading. This historical retrospection offers the spark for an urgent problematic on the future of our relations with nature.  

A Project of Electronic Documentation of the Ancient Theatre Triantafyllia Giannou, Maria Christakou-Tolia, Maria Christophoraki

The objective of the "Project of Electronic Documentation of the Ancient Theatre", carried out under the auspices of the Institute of Mediterranean Studies of the Foundation of Research and Technology, is to compile in a data base every possible information about the ancient drama as a theatrical practice and cultural activity in the broader geographical boundaries of the Greek-speaking world. The research starts from the origin of the theatre in the 6th century B.C. Athens and terminates to the Late Antiquity and Early Byzantium, when theatrical competitions and official drama performances had ceased to be staged, especially after the prevalence of the Christian religion, but the activities of mimes, pantomimes and other forms of "paratheatre" were continuing to be performed.

The Priming Layers of Painting Art Works and their Behaviour in Preservation Conditions Anastasios Koutsouris, Vasileios Lambropoulos, Marilena Astrapellou et al.

The objective of this article is the collection of historical and technical data from the preparation of paintings and their classification according to the materials and techniques used and to the properties thus obtained. For this classification quality analysis of painting samples has been carried out, so that the materials comprising industrial preparation layers to be discovered and established. In the experimental stage the various factors of preparation decay such as cracks, flaking, deterioration-, which also affect the entire painting surface, have been studied. For this reason the following four basic categories of preparation have been subjected to temperature elevation, exposure to high relative humidity and exposure to UV (ultraviolet) radiation. a. Sheer oily preparation; Its exposure to temperature above 60° C resulted to serious deteriorations, its exposure to high relative humidity did not cause any remarkable deteriorations, while its long exposure to UV radiation caused a slight decolonization. b. Semi-absorbent preparation: Us exposure to temperature above 70" C caused a slight colour alteration and loss of flexibility. c. Absorbent preparation: Its exposure to high relative humidity caused serious problems of cohesion. d. Casein preparation: Its exposure to temperature elevation and high relative humidity resulted to shrinking, distortion, cracking and loss of cohesion.  

Cultural Touring: Towards an Interpretation of the “Cultural Landscape” in a Developmental Perspective Marina Karavasili, Emmanouel Mikelakis

Cultural touring is an instrument for "mild and tough management', "propaganda" and promotion of the tourist industry. The notion of "mild management" refers to the interpretational function of cultural touring as regards the recreation or education of the visitor and tne selective guidance of his ideas and attitude towards issues of culture and protection. While the notion of "tough management" proves the significance of cultural touring as a managerial instrument in the touristic planning for controlling the visitors' flow in areas of high danger, such as environmental parks, monuments, etc.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα εφτά θαύματα του κόσμου Μαρίζα Ντεκάστρο

Από τα επτά θαύματα της γης, το μόνο που μας έχει απομείνει είναι η πυραμίδα του Χέοπα. Οι πυραμίδες ήταν τα ταφικά μνημεία των φαραώ. Οι Αιγύπτιοι πρόσφεραν στον νεκρό έναν τόπο για να ζήσει μετά θάνατο ισάξιο με αυτόν που είχε πριν πεθάνει. Η πυραμίδα του Χέοπα είναι κτισμένη με καλοπελεκημένους ογκόλιθους από τοπική πέτρα και η είσοδός της ήταν σφραγισμένη για να μη μπορεί κανείς να ταράξει τον ύπνο του νεκρού φαραώ αλλά και να συλήσει τον τάφο από τα πολύτιμα κτερίσματά του. Ψεύτικοι διάδρομοι στο εσωτερικό της πυραμίδας προορίζονταν να αποπροσανατολίσουν τον επίδοξο τυμβωρύχο. Η πυραμίδα χτιζόταν κλιμακωτά. Πολλές εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες χρειάστηκε να δουλέψουν για 20 περίπου χρόνια ώστε να ολοκληρωθεί το τεράστιο οικοδόμημα.

Τεύχος 2, Φεβρουάριος 1982 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Θεμελίωση του σπιτιού και οι διαφορές στην αντίληψη του χώρου Αντρέας Ιωαννίδης

Φωτογραφία του Αρ. Γιαγιάννου. Το σχεδόν πανελλήνιο έθιμο της θυσίας ενός ζώου, συνήθως ενός κόκορα, στη θεμελίωση του σπιτιού, απηχεί τον τρόπο σκέψης των προβιομηχανικών πολιτισμών, όπου το θρησκευτικό στοιχείο επικρατεί του κοσμικού. Η σχέση του ανθρώπου με το ιερό-θρησκευτικό στοιχείο εξασφαλίζεται με τη μίμηση και την επανάληψη κάποιων μυθικών προτύπων, αρχετυπικών πράξεων, με σημαντικότερη την Κοσμογονία. Έτσι, η εγκατάσταση ή το κτίσιμο νοείται ως δημιουργία του κόσμου σε μικροκλίμακα. Σ’αυτή την αντίληψη, ο χώρος δεν αποτελεί έννοια γεωμετρική, μετρήσιμη ποσοτικά.Αντίθετα, έχει ποιοτικό και υπαρξιακό χαρακτήρα. Στους περισσότερους λαούς, οι Κοσμογονίες παραπέμπουν στη δημιουργία της ζωής από το θάνατο, στον «κύκλο της ζωής», και αυτό το αρχέτυπο οφείλει να επαναληφθεί, προκειμένου το σπίτι να αποκτήσει ιερότητα, «ύπαρξη». Στην ιεροποίηση και τον εξαγνισμό στοχεύουν τα μπουκαλάκια με αγιασμό στις τέσσερις γωνίες των θεμελίων ενός σπιτιού, όπως και ο ετήσιος αγιασμός των Θεοφανείων. Ωστόσο, η δημιουργία της ζωής από το θάνατο εμφανίζεται ξεκάθαρα στους ελληνικούς απόηχους ανθρωποθυσίας: πέρα από το πασίγνωστο γεφύρι της Άρτας και τη γυναίκα του πρωτομάστορά του, στη θεμελίωση ενός απλού σπιτιού, ο μάστορας «καρφώνει» τη σκιά κάποιου περαστικού, καταδικασμένου έτσι να πεθάνει σε σαράντα μέρες, για να γίνει το στοιχειό, το πνεύμα του σπιτιού. Ο συγγραφέας εμπνέεται από αναλύσεις του Mircea Eliade.

Το σπίτι στον ελληνικό χώρο Ζωή Τριανταφυλλίδη

Λάρνακα από τη Μήλο. Μικρογραφία καλύβας (3η χιλιετία π.Χ.). Η κατασκευή μιας κατοικίας συνδέεται βέβαια άρρηκτα με το κλίμα της περιοχής, τα υλικά της, τις οικονομικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη, τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες. Έτσι, το ελληνικό κλίμα επηρέασε δυο μακρόβιους τύπους σπιτιών, τον μεγαροειδή τύπο και την οικία με κεντρική αυλή. Ήδη από τη Νεολιθική περίοδο, δυο κατόψεις σπιτιών είναι παρούσες: η καμπυλοειδής και η παραλληλόγραμμη. Η καμπυλοειδής ενδέχεται να παγιώνει τη στρογγυλή σκηνή-καλύβα των νομάδων, ιδίως καθώς επανεμφανίζεται με κάθε άφιξη νέων φύλων. Αυτός ο τύπος θα παραμείνει δημοφιλής, όπως μαρτυρούν τα πρυτανεία, οι θόλοι, τα ελληνιστικά βασιλικά μνημεία. Στις πιο διαδεδομένες ορθογώνιες κατοικίες, ξεχωρίζει ο τύπος του μεγάρου, που συναντούμε στα μυκηναϊκά ανάκτορα και σε ναούς της ιστορικής εποχής. Σπίτια χτισμένα, πάνω σε λίθινα θεμέλια, με ευτελή υλικά (κλαδιά, λάσπη, πλίνθοι) συνδέουν τη Νεολιθική εποχή με την κλασική Αθήνα, όπου «ο κανόνας της απλότητας» ίσχυε και για τις κατοικίες των προσωπικοτήτων της εποχής. Στην Όλυνθο της Μακεδονίας, τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., εμφανίζεται ο τύπος της «παστάδος», ενώ στην ελληνιστική εποχή κυριαρχεί ο τύπος του σπιτιού με το περιστύλιο. Κρίκος ανάμεσα στα ελληνιστικά και τα βυζαντινά, τα σπίτια της Ρώμης θυμίζουν μικρή πολυκατοικία. Για τα βυζαντινά σπίτια στηριζόμαστε στις μαρτυρίες από κείμενα, εικονογραφήσεις χειρογράφων και ψηφιδωτά. Με εξωτερικό, γεωμετρικό διάκοσμο από πέτρες και πλίνθους, είχαν ως κυριότερους χώρους τον «τρίκλινον» και τον «ηλιακόν». Τέλος, στα σπίτια του Μυστρά εντοπίζουμε την διάκριση ανάμεσα σε «ανώγι», κατοικία, και «κατώγι», στάβλος και αποθήκες.

Ο προϊστορικός οικισμός του Aκρωτηρίου Θήρας Κλαίρη Παλυβού

"Νεαροί πυγμάχοι και αντιλόπες", τοιχογραφίες από τον τομέα Β, δωμάτιο Β1 (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Αν μπορούσε να συμπληρώσει κανείς με τη φαντασία του τα ερείπια της Σαντορίνης, θα έβλεπε έναν εξωστρεφή, φιλειρηνικό λαό, πρόσχαρο, με υψηλό βιοτικό επίπεδο, με ζωηρή φαντασία και ελεύθερη έκφραση. Θα περπατούσε μέσα σε πολυσύχναστους, λιθόστρωτους δρόμους, θα συνωστιζόταν μπροστά στα μεγάλα παράθυρα των καταστημάτων. Θα απολάμβανε τα διακοσμητικά αγγεία πάνω στις ποδιές των παραθύρων, θα έβλεπε μέσα από τα παράθυρα των επάνω ορόφων τις πολύχρωμες τοιχογραφίες τους. Οι ανασκαφές της Θήρας που ξεκίνησε ο Σπ. Μαρινάτος και συνεχίζει ο Χ. Ντούμας, δεν έχουν ολοκληρωθεί. Η περιοχή της ανασκαφής που καλύπτει μόλις 10.000 τ.μ. απέχει 100 μ. από τη θάλασσα. Κοντά στο πιθανό προϊστορικό λιμάνι είναι συγκεντρωμένες οι ξεστές, μεγάλα και περίτεχνα «δημόσια» κτίρια, επενδεδυμένα εξωτερικά με λαξευτούς πωρόλιθους. Στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία ανήκουν σχεδόν όλα τα κτιριακά συγκροτήματα και η Δυτική Οικία, οι τοίχοι είναι από κοινή αργολιθοδομή ενισχυμένη με ξυλοδεσιές. Η είσοδος σε μία από τις γωνίες του κτιρίου τονίζεται από μεγάλο άνοιγμα και προεξέχουσα ταινία από λαξευτούς πωρόλιθους αλλά και με βαρύ μονολιθικό κατώφλι. Διαβαίνοντάς το, βρίσκεται κανείς σε επιμήκη ορθογώνιο χώρο που περιλαμβάνει μικρό προθάλαμο και το κλιμακοστάσιο προς τους επάνω ορόφους. Κάθε ισόγειο ή ημιυπόγειο δωμάτιο έχει τουλάχιστον ένα παράθυρο προς το δρόμο. Στις ξεστές, οι τοίχοι του κλιμακοστάσιου διακοσμούνται με ωραιότατες τοιχογραφίες. Στο πρώτο σκαλί ανόδου προς τον όροφο, υπάρχει συνήθως δίφυλλη πόρτα. Τα κτίρια έχουν κατά κανόνα α΄ όροφο με ευέλικτη κάτοψη, χάρη στην ευρύτατη χρήση πηλότοιχων και πλινθότοιχων. Η αρχή της τοποθέτησης της πόρτας δίπλα σε γωνία τηρείται και στον όροφο. Οι πιο εντυπωσιακές εφαρμογές του πολύθυρου, στοιχείου της μινωικής αρχιτεκτονικής, βρέθηκαν στην Ξεστή 3, ενώ βλέπουμε τα πολυπαράθυρα, χαρακτηριστικά της θηραϊκής αρχιτεκτονικής, στο δωμάτιο του Ψαρά της Δυτικής Οικίας. Για τους άνω ορόφους και το δώμα δεν έχουμε ανασκαφικά δεδομένα. Στο ισόγειο της Ξεστής 3 βρέθηκε δεξαμενή καθαρμού και, στη Δυτική Οικία, εγκατάσταση αποχωρητηρίου. Οι τοιχογραφίες από το Ακρωτήρι έκλεψαν τις εντυπώσεις. Στη διακοσμητική χρωματική πανδαισία πρέπει να συνυπολογίσουμε τα δάπεδα από γκρίζες σχιστόπλακες και κόκκινο κονίαμα στους αρμούς αλλά και τα κιτρινόχρωμα ξύλα.

Η ιδιωτική κατοικία στην αρχαία Πέλλα Μαρία Σιγανίδου

Διακόσμηση τοίχου δωματίου με πολύχρωμα πλαστικά κονιάματα, ελληνιστική εποχή (Αρχ. Μουσείο Πέλλας). Στην Πέλλα, όπου εφαρμόστηκε το ιπποδάμειο ρυμοτομικό σύστημα, τα σπίτια που βρέθηκαν στις ανασκαφές καλύπτουν το κενό ανάμεσα στα σπίτια της Ολύνθου του 4ου αιώνα π.Χ. και στα υστεροελληνιστικά σπίτια της Πριήνης και της Δήλου. Η συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς το σπίτι με τα έγχρωμα κονιάματα, τυπικό και μέτριο σε διαστάσεις. Από την ανατολική είσοδο και το πρόθυρο, μακρύς διάδρομος διακοσμημένος με πολύχρωμα κονιάματα οδηγούσε στη στοά μέσα από την αύλειο θύρα. Στην αυλή βρέθηκε η βάση του βωμού. Πάνω στον λίθινο στυλοβάτη πατούσαν δεκατέσσερις δωρικές κολόνες. Οι ευρύχωρες στοές είχαν πλάτος 3 μ. Στα βόρεια της στοάς άνοιγε ευρύχωρη αίθουσα, η εξέδρα. Η μοναδική διακόσμηση των τοίχων της, κατά τον α΄ πομπηιανό ρυθμό, μας δίνει και το ακριβές ύψος (5 μ.) του δωματίου. Με την αίθουσα αυτή συνδέεται ο ανδρώνας του σπιτιού. Οι υπόλοιποι χώροι περιλαμβάνουν τα καθημερινά δωμάτια (ενδιαιτήματα ή διαιτητήρια), τις κρεβατοκάμαρες (θαλάμους), την κουζίνα (οπτάνιο) και τους χώρους υγιεινής. Το ανοιχτό δωμάτιο στα νότια του σπιτιού ήταν ιδανικό για θερινή διαμονή. Τα λιγότερο πλούσια σπίτια, με εμβαδόν γύρω στα 400 τ.μ., είχαν και αυτά κεντρική αυλή. Στο βόρειο άκρο της, πλατύς στεγασμένος διάδρομος, που λέγεται παστάδα, οριοθετεί πίσω του το χώρο με τα καθημερινά δωμάτια, ενώ δίνει το όνομά του σε αυτόν τον τύπο σπιτιού. Όντας πολύ κοινός τόσο στην Όλυνθο (4ος αι. π.Χ.) όσο και στην Πέλλα (2ος αι. π.Χ.), αυτός ο τύπος που επιβίωσε σε όλη τη διάρκεια ζωής του Μακεδονικού Κράτους φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπητός.

Το αστικό βυζαντινό σπίτι Θανάσης Παπαζώτος

Το σπίτι «του Λάσκαρη» στον Μυστρά. Η πρόσοψη με τον χαρακτηριστικό εξώστη. Για την περίοδο από τον 5ο αι. π.Χ. ως το 1000 μ.Χ., υπάρχουν μόνο έμμεσες, φιλολογικές μαρτυρίες. Μαθαίνουμε ότι ο Μ. Κωνσταντίνος έχτισε οικίες πολυτελείς, εφάμιλλες με τις μεγαλοπρεπέστερες ρωμαϊκές, ότι τα σπίτια μπορεί να ήταν και πενταώροφα και με πολύχρωμη πρόσοψη, για να ομορφαίνουν την πόλη και να ψυχαγωγούν τους διαβάτες. Παλαιοχριστιανική οικία που αποκαλύφθηκε στη Θεσσαλονίκη, και που ήταν σε χρήση από τον 5ο μέχρι τον 9ο αι. μ.Χ., επιβεβαιώνει την πληροφορία ότι τα σπίτια αυτής της περιόδου ακολουθούν τη ρωμαϊκή μορφολογία έχοντας κήπο και χώρους διαρρυθμισμένους γύρω από εσωτερική αυλή. Τα χρόνια από το 1000 μέχρι το 1453 είναι περίοδος φτώχειας για το Βυζάντιο. Το 1042 ο λαός της Κωνσταντινούπολης λεηλατεί το θησαυροφυλάκιο στο παλάτι. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς, οι Παλαιολόγοι τρώνε σε σκεύη από πηλό, το πολύ από κασσίτερο. Ό,τι απόμεινε και μελετήθηκε ως αστικό βυζαντινό σπίτι φαίνεται πως ανήκε στη μεσαία τάξη και στους ευγενείς της περιόδου, όπως το μεγαλοαστικό σπίτι του 12ου αιώνα, που σώθηκε στο Μελένικο της Βουλγαρίας. Ύστερα μεσαιωνικά δείγματα σπιτιών βρίσκονται στον Μυστρά, όταν αυτός έγινε η πρωτεύουσα του δεσποτάτου του Μωρέως. Το αρχαιότερο από αυτά είναι το λεγόμενο «παλατάκι» ή «αρχοντικό». Μοναδικό καλό δείγμα κατοικίας ευγενούς, αποτελείται από δύο ενωμένα κτίρια διαφορετικής εποχής. Έχει μικρή εσωτερική αυλή, πύργο (κάστελλο) στη μία γωνία και τρία πατώματα. Μια πιο φτωχική εκδοχή αποτελούν τα αρχοντικά «του Φραγκόπουλου» και «του Λάσκαρη».

Νεοκλασική αρχιτεκτονική Ηλίας Μυκονιάτης

Στ. Κλεάνθης, η maisonnette της δούκισσας της Πλακεντίας στην Πεντέλη (1840). Η μακρά διάρκεια και η ευρεία αποδοχή της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής, που έφτασε στην Ελλάδα μέσω Γερμανίας στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οφείλεται στην πνευματική ανάγκη του έθνους να συνδεθεί με την ιστορία του. Ο Ρομαντικός Κλασικισμός βρήκε και εδώ πεδίο εφαρμογής σε δημόσια κτίρια. Στην Αθήνα το μαρτυρούν το στρατιωτικό νοσοκομείο Μακρυγιάννη (W. von Weller), τα ανάκτορα του Όθωνα (Fr. von Gärtner), το Πανεπιστήμιο (Chr. Hansen), το Αστεροσκοπείο (Th. Hansen), το Αρσάκειο (Λ. Καυταντζόγλου), το Βαρβάκειο (Παν. Κάλκος), η Παλαιά Βουλή (Fr. Boulanger), η Ακαδημία (Th. Hansen), το Πολυτεχνείο (Λ. Καυταντζόγλου), το Δημοτικό Θέατρο (E. Ziller), το Αρχαιολογικό Μουσείο (L. Lange), το Ζάππειο (Fr. Boulanger), η Βιβλιοθήκη (Th. Hansen). Στην Οθωνική περίοδο (1833-1862), το ύφος των ανακτόρων του βασιλιά επηρεάζει και την οικοδόμηση αρχοντόσπιτων, όπως αυτά που σχεδίασε ο Σταμάτης Κλεάνθης. Το σημαντικότερο δημιούργημά του είναι τα πέντε σπίτια που έχτισε για τη δούκισσα της Πλακεντίας. Την ίδια εποχή ιδιωτικές κατοικίες σχεδιάζουν ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο Παναγιώτης Κάλκος και ο Δημήτριος Ζέζος. Η περίοδος του Γεωργίου Α΄ (1863-1913) σφραγίζεται από την παρουσία του Ernst Ziller. O Ziller εμπλουτίζει τις απαιτήσεις της Ελληνικής Αναβίωσης με πλούσιες και περίτεχνες διακοσμήσεις ενός προγραμματικού εκλεκτικισμού. Αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι το Ιλίου Μέλαθρον, τα μέγαρα Γ. Κούπα και Β. Μελά. Ωστόσο, το νεοκλασικό σπίτι έχει αρετές που δεν εξαντλούνται στην καλλιγραφική απόδοση της πρόσοψης και τις ζωγραφιστές εσωτερικές διακοσμήσεις. Γύρω στο 1900, η αθηναϊκή επιρροή οδηγεί επαρχιακά σπίτια, όπως αυτά που συναντάμε ως το τέλος του Μεσοπολέμου στη Δυτική Μακεδονία, στο συνδυασμό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με νεοκλασικά στοιχεία.

Τα πρώτα αθηναϊκά σπίτια (1832-1860) Αγγελική Κόκκου

Το μέγαρο Ν. Σαριπόλου στην οδό Πατησίων. Κατεδαφίστηκε. (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Στις 29 Απριλίου του 1833 οι Τούρκοι παραδίδουν την Ακρόπολη σε βαυαρική φρουρά με φρούραρχο τον Χριστόφορο Νέζερ. Ο Σταμάτιος Κλεάνθης και ο Eduard Schaubert αρχίζουν να συντάσσουν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο που θα εκδοθεί το 1836. Στο μεταξύ όμως θα έχει επικρατήσει οικοδομικό χάος με τον απότομο διπλασιασμό του πληθυσμού, λόγω της μεταφοράς αρχών και υπηρεσιών από το Ναύπλιο το 1834. Πολύτιμες πληροφορίες για τα χρόνια 1835-1843 αντλούμε από τον αρχιτέκτονα F. Stauffert. Στην αστική αρχιτεκτονική θα επικρατήσει σταδιακά ο Ρομαντικός Κλασικισμός, διαδεδομένος στην Ευρώπη από το 1750. Στα πρώιμα σπίτια δουλεύουν, πέρα από ξένους αρχιτέκτονες, οι Σταμάτιος Κλεάνθης, Λύσανδρος Καυταντζόγλου και Παναγής Κάλκος. Μια εικόνα της Αθήνας γύρω στα 1842 μας δίνει το πρόπλασμα του Ιωάννη Τραυλού που εκτίθεται στο «Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών». Κλεάνθης και Schaubert συνεργάζονται με τον G. Lüders. Σχεδιάζουν το σπίτι του ναυάρχου Malcolm στην Κυψέλη που σήμερα στεγάζει το Άσυλο Ανιάτων. Στην Πλάκα, το κέντρο της πόλης, δεσπόζει ο πύργος του αρχιστράτηγου των ελληνικών δυνάμεων στην Επανάσταση Richard Church. Ο αιδεσιμότατος Ιωάννης Χιλλ ιδρύει το σχολείο του στο χώρο όπου επρόκειτο να αποκαλυφθεί η Ρωμαϊκή Αγορά. Εκεί κοντά έχτισε δύο σπίτια και ο ιστορικός George Finlay. Πίσω από τη Στοά του Αττάλου υψώνεται το σπίτι του Νικόλαου Δραγούμη και, στην πλατεία των Αέρηδων, τα σπίτια των Λασσάνη και Χατζηκυριακού. Από τα παλιότερα αρχοντικά είναι αυτά των Καντακουζηνού, Βλαχούτση, Βούρου και Κοντόσταυλου. Τα σπίτια των δύο πρώτων χτίστηκαν στην οδό Πειραιώς, καθώς το αρχικό σχέδιο των Κλεάνθη-Schaubert όριζε τη θέση των Ανακτόρων στην πλατεία Ομονοίας. Τα αρχοντικά των Βούρου και Κοντόσταυλου στην πλατεία Κλαυθμώνος χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινό κατάλυμα από τον Όθωνα ως το 1842, οπότε ολοκληρώθηκε η οικοδομή των Ανακτόρων. Στην ίδια περιοχή θα χτιστεί και το μέγαρο Αμβροσίου Ράλλη. Το σπίτι του Αυστριακού πρεσβευτή Anton Prokesch von Osten στην οδό Φειδίου, γνωστό ως Ελληνικό Ωδείο, εγκαινιάζει μια οικοδομική δραστηριότητα που θα επεκταθεί πάνω από την οδό Ακαδημίας στη νέα συνοικία Νεάπολη. Εκεί θα χτίσει το σπίτι του ο Γεώργιος Γεννάδιος. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας χτίστηκε το μέγαρο Δημητρίου με σχέδια του Theophil Hansen που πέρασαν από την έγκριση του Όθωνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αθήνα έχει πάρει όψη πρωτεύουσας. Από τις φάσεις του Ρομαντικού Νεοκλασικισμού, άλλα σπίτια είναι ελληνοπρεπέστερα, άλλα επηρεάζονται από την Ιταλική Αναγέννηση, δεν λείπουν όμως και κάποια δείγματα νεογοτθικής αρχιτεκτονικής. Χαρακτηριστικά των τριών τάσεων είναι αντίστοιχα το σπίτι του Ανδρέα Κορομηλά, το αρχοντικό Ι. Δηλιγιάννη και το μέγαρο Ν. Σαριπόλου. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η αρχιτεκτονική γνωρίζει μεγάλη άνθηση και από την περίοδο αυτή σώζονται μερικά από τα ωραιότερα έργα του Ziller. Πρώιμα σπίτια του 19ου αιώνα σώθηκαν μόνο στην παλιά πόλη (Πλάκα, Ψυρρή, κ.α.), χάρη στο φόβο της αποκάλυψης αρχαίων κατά την εκσκαφή της οικοδομής.

Το αρχαίο ελληνικό έπιπλο Ελευθέριος Σαρίδης

Κλισμός, η αρχαία ελληνική καρέκλα (αντίγραφο). Ο συγγραφέας είχε συμμετάσχει σε μια προσπάθεια ανακατασκευής αρχαίων ελληνικών επίπλων των κλασικών χρόνων, που υλοποιήθηκε με τη συνεργασία των Νεοϋορκέζων σχεδιαστών T.H. Robsjohn-Gibbings και Carlton Pullin και της Σουζάνας Σαρίδη, που επέβλεπε την πιστότητα του σχεδιασμού και της ύφανσης. Μάλιστα, η G.M.A. Richter συνέδεσε την επανέκδοση (1961) του βιβλίου της The Furniture of the Greeks, Etruscans and Romans, και με την επιτυχή έκθεση αντιγράφων του Ελευθέριου Σαρίδη. Πρόκειται για την αναπαραγωγή επίπλων που ξεπερνά κατά πολύ τις μέτριες μεταλλικές απομιμήσεις αρχαίων ελληνικών επίπλων της Βικτωριανής Ευρώπης και της Αμερικής που είχαν παρουσιαστεί στη μεγάλη έκθεση του 1851. Η συλλογή, που δεν περιλαμβάνει το σύνολο των επίπλων της κλασικής εποχής, περιορίζεται στις μορφές που ενέπνευσαν τη φιλοτέχνηση των επίπλων του δυτικού κόσμου.

Άλλα θέματα: Οι αρπαγές της Ωραίας Ελένης Γιούλη Βελισσαροπούλου

Η αρπαγή της Ελένης από το Θησέα, λεπτομέρεια από ψηφιδωτό δάπεδο της Πέλλας (περ. 300 π.Χ.). Στα ομηρικά έπη η αρπαγή της Ελένης από τον Πάρι είναι η αφορμή της τρωικής εκστρατείας. Όμως πολλοί αρχαίοι συγγραφείς παρουσιάζουν την εκδοχή μιας πρώτης αρπαγής της από τον Θησέα. Ο Αθηναίος ήρωας, μαζί με τον Πειρίθου, αρπάζει την Ελένη και την εμπιστεύεται στη φύλαξη της μητέρας του Αίθρας στην Άφιδνα της Αττικής. Όταν όμως κατεβαίνει στον Άδη για να βοηθήσει τον Πειρίθου να απαγάγει την Περσεφόνη, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης ελευθερώνουν την αδελφή τους. Για τη θαυμάσια πλαστικότητά του, το ψηφιδωτό από βότσαλα της Πέλλας με την αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα θεωρήθηκε αντίγραφο ζωγραφικού έργου.

Νομισματικά πορτραίτα (II) Μάντω Οικονομίδου

Χρυσό οκτάδραχμο Πτολεμαίου Ε΄ , 2ος αι. π.Χ., Νομισματικό Μουσείο. Στα αργυρά τετράδραχμα με το κεφάλι του Ηρακλή που έκοψε ο Αλέξανδρος, απεικονίζεται το δικό του πορτραίτο; Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ο Αλέξανδρος, όπως και πατέρας του Φίλιππος, διάλεξε την πατροπαράδοτη, συμβολική απεικόνιση που δεν απέκτησε τα δικά του χαρακτηριστικά παρά στα τετράδραχμα του Λυσίμαχου, όπου ο Αλέξανδρος απεικονίζεται ως Ζευς-Άμμων, και σε εκείνα του Πτολεμαίου Α΄, όπου φέρει στο κεφάλι τη δορά του ελέφαντα. Από τους διαδόχους του, πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής τόλμησε να χαράξει τη μορφή του, ένα από τα ωραιότερα ιδεαλιστικά πορτραίτα της πρώιμης ελληνιστικής εποχής. Τη μετάβαση στη ρεαλιστική απόδοση της μορφής εκπροσωπούν τα πορτραίτα του Φίλιππου Ε΄ και του Τίτου Φλαμινίνου. Ρεαλιστική είναι η απόδοση του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα από τον προσωπικό του χαράκτη Ζωίλο (179/178 π.Χ.). Ο Ευμένης Α΄ και οι μετέπειτα βασιλείς της Περγάμου χάραξαν το πορτραίτο του δύσμορφου ιδρυτή της δυναστείας Φιλέταιρου με ρεαλισμό που δεν κρύβει τη βαναυσότητα. Από τη δυναστεία του Πόντου, πρώτος ο Μιθριδάτης Γ΄ έκοψε νομίσματα με τη βασανισμένη και πονηρή μορφή του. Πάσης ευαισθησίας στερείται η μορφή του διαδόχου του Φαρνάκη Α΄. Μοναδικό είναι το αργυρό τετράδραχμο του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών με τη μορφή του Μιθριδάτη Ε΄ Ευεργέτη που στρέφεται ήδη προς την εξιδανίκευση. Από την πλουσιότερη στον κόσμο συλλογή της πτολεμαϊκής περιόδου που διαθέτει το Νομισματικό Μουσείο, ξεχωρίζουν τα χρυσά οκτάδραχμα με το πορτραίτο της Βερενίκης, συζύγου του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη, και του Πτολεμαίου Ε΄. Αξιοπρόσεκτο είναι αργυρό νόμισμα του 38 π.Χ. με τη ρεαλιστική απεικόνιση της πολυσυζητημένης Κλεοπάτρας Ζ΄.

Άργος, μία σύγχρονη πόλη 3.000 ετών κινδυνεύει Olivier Picard, Pierre Aupert, Βασίλης Δωροβίνης, Gilles Touchais

Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος, όπου ο στρατηγός άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του (1829-1830). Τέσσερις συγγραφείς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το Άργος. Ο Olivier Picard, διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής (Γ.Α.Σ.), προβάλλει ως παράδειγμα πολιτισμικής συνέχειας το δρόμο προς την Τρίπολη που βρέθηκε να είναι πάνω σε αρχαία οδό που χώριζε τις αρχαίες θέρμες από την αγορά. Ο αρχαιολόγος Pierre Aupert περιγράφει τα αποτελέσματα των τελευταίων ανασκαφών. Στη θέση των λουτρών του θεάτρου στους χρόνους του Αδριανού χτίζονται θέρμες, στη συνέχεια το κτίσμα μετατρέπεται σε μοναστήρι και εγκαταλείπεται μετά το σεισμό του 551. Πυρπολείται από τους Σλάβους το 585 και, τον 18ο-19ο αιώνα, φιλοξενεί μια κατοικία. Στο χώρο της Ασπίδας, όπου η οίκηση χρονολογείται στο τέλος της Νεολιθικής εποχής (περ. 3000 π.Χ.), προσδιορίστηκε η χρονολογία του μεσοελλαδικού οικισμού (1800-1600 π.Χ.). Στην αγορά προχώρησε η μελέτη του κυκλικού νυμφαίου και των οχετών. Αναγνωρίστηκε μια ολόκληρη σειρά από αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκαν στο ναό του Λύκειου Απόλλωνα. Ο Βασίλης Δωροβίνης περιγράφει το Άργος από το 1821 και εξής, προσεγγίζοντας το θέμα του με πάθος. Το 1959 χτίζεται η πρώτη πολυκατοικία. Το 1828 ο Καποδίστριας ανέθεσε στον Σταμάτη Βούλγαρη να συντάξει σχέδιο πόλεως. Ο Γερμανός μηχανικός Ρούντολφ ντε Μποροτσύν παρέδωσε σχέδιο το 1831 που, με μεταγενέστερες τροποποιήσεις από τον Λάμπρο Ζαβό, παρέμεινε το μόνο συστηματικό σχέδιο του Άργους ως σήμερα. Κιβωτός τόσο της «λαϊκής» όσο και της «έντεχνης» αρχιτεκτονικής της καποδιστριακής και της οθωνικής περιόδου, το Άργος δεν διασώζει μόνο αρχοντικά ιδιωτών αλλά και τους στρατώνες του Καποδίστρια, το «Παλάτι» του Καποδίστρια, το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο, το κτίριο των δικαστηρίων, τμήμα του «Ιπποφορβείου». Ο αρχαιολόγος Gilles Touchais παίρνει τελευταίος τη σκυτάλη. Επισημαίνει ότι, στη δεκαετία του ’50, στη θέση του βαμβακιού και της ντομάτας, άρχισε η εντατική καλλιέργεια εσπεριδοειδών με κέρδη που μεταφράζονται σε έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Τα αρχαία και νεοκλασικά μνημεία αντιμετωπίζονται τώρα ως εμπόδια στην ανάπτυξη. Σε μια κοινή προσπάθεια, Έλληνες και Γάλλοι αρχαιολόγοι και πολεοδόμοι θέτουν ένα σύνθετο ερώτημα: πώς μπορεί η ανάπτυξη της νέας πόλης να μη γίνει εις βάρος της παλιάς αλλά σε αρμονία με αυτή; Προτείνεται ο καθορισμός μιας συνεχούς αρχαιολογικής ζώνης που θα συμπεριλάβει τους λόφους της Ασπίδας και της Λάρισας, καθώς και την περιοχή του αρχαίου θεάτρου, τις ρωμαϊκές θέρμες και την αγορά. Στον τομέα θεάτρου-αγοράς, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας πόλης, θα γίνουν απαλλοτριώσεις. Αυτή η αρχαιολογική ζώνη καταλαμβάνει το χώρο τον οποίο το σχέδιο του Καποδίστρια προόριζε για ένα μεγάλο πάρκο. Σήμερα, είναι επείγον να σταματήσει η χαώδης αναρχία στην οποία βυθίζεται η πόλη.

Τι έτρωγαν οι αρχαίοι Άννα Λαμπράκη

"Ασάρωτος οίκος", λεπτομέρεια από αντίγραφο ελληνιστικού έργου του Σώσου, 2ος αι. μ.Χ., Museo Gregoriano Profano. Τα πάντα. Προτιμούσαν το ψάρι από το κρέας, κι από τα κατοικίδια έτρωγαν συχνότερα κότα. Μεγάλα ζώα έτρωγαν μόνον όταν αυτά δεν μπορούσαν να δουλέψουν, και στην Αθήνα υπήρχε ειδική αγορά για γαϊδουρίσιο κρέας. Οι τροφές ήταν κυρίως φυτικές, με τα δημητριακά στην πρώτη θέση. Το στάρι μαγείρευαν με διάφορους τρόπους, συχνά «άμυλον», μη αλεσμένο σε μύλο. Τα σκόρδα ήταν ακριβότερα από τα κρεμμύδια, βολβοί και ρίζες ήταν περιζήτητα όπως και τα λαχανικά. Το λάδι στο μαγείρεμα ήταν απαραίτητο. Ξερά και φρέσκα φρούτα ήταν πολύ διαδεδομένα. Ενδεικτικά, υπήρχαν 44 ποικιλίες σύκων και 32 μήλων.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Οι πολεμιστές του Ριάτσε Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Αποκαλύφθηκε μινωικός οικισμός στην κορυφογραμμή του Σαμωνά Αποκορώνου στη Δ. Κρήτη, ανεξάρτητος από τα ανακτορικά κέντρα - Το πηδάλιο-κουπί είναι το σημαντικότερο εύρημα από τα επτά ναυάγια ρωμαϊκών εμπορικών πλοίων (160-180 μ.Χ.) που βρέθηκαν στη Μασσαλία - Κυκλοφόρησε στην Ιταλία 16σέλιδο έντυπο με πληροφορίες για τους πολεμιστές του Ριάτσε - Άνοιξαν στην Ολυμπία οι αίθουσες του Μουσείου με τα γλυπτά των αετωμάτων

Συνέδρια

Έγινε στην Ξάνθη (4-10 Οκτωβρίου 1981) το ΧΙ Διεθνές Συμπόσιο για την Ύστερη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού, επικεντρωμένο στην περιοχή του Δούναβη και το Αιγαίο - Στην Αθήνα θα γίνει (9-11 Απριλίου) το Β΄ Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας - Με θέμα «Μεσαιωνική αρχαιολογία και μεσαιωνική οικολογία» έγινε στο Western Michigan University, Kalamazoo, ΗΠΑ (7-10 Μαϊου 1981) το 16ο Διεθνές Συνέδριο Μεσαιωνικών Σπουδών

Βιβλία

E.G. Turner, Ελληνικοί πάπυροι, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981 - Denys Haynes, Greek Art and the Idea of Freedom, Thames & Hudson, London 1981 - Φανή-Μαρία Τσιγκάκου, Ανακαλύπτοντας την Ελλάδα: Ζωγράφοι και περιηγητές του 19ου αιώνα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1981 - Άγγελος Δεληβορριάς, Οδηγός του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 1980 - Bertrand Gilles, Les mécaniciens grecs. La naissance de la technologie, Le Seuil, Paris 1980

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Μοναδικό στην Ελλάδα πυραμιδοειδές κτίσμα έξω από το Κεφαλάρι του Άργους, όχι μόνο δεν έχει συντηρηθεί αλλά παραμένει ευάλωτο στις εμπνεύσεις τοπικών παραγόντων που το πλαισίωσαν με ναΐσκο και με γήπεδο - Στον αρχαιολογικό χώρο του λόφου της Ασπίδας όπου βρίσκονται οι απαρχές του οικισμού του Άργους χτίστηκε «τουριστικό περίπτερο» - Αληθεύει ότι πουλήθηκε με ιδιότητα ορυχείου σε ιδιώτη το ανατολικό μέρος του νησιού Γυαλί, πηγή οψιδιανού μαζί με τη Μήλο και την Αντίπαρο, και τμήμα εμπορικού δικτύου στη Νεολιθική εποχή;

English summaries: The Foundation of a House and the Differences in the Perception of Space Andreas Ioannides

The custom of the sacrifice of an animal, usually of a cock, on the foundations of a house but also references in popular tradition made to the sacrifice or the "building-in" of a human being, both done for the sake of of reinforcing, metaphorically, a building, are explained by a belief, common to many civilizations that the lifeless building and its surroundings obtain life through the sacrifice of a living creature. This happens because in traditional, pre-industrial civilizations the concept of space is qualitative and existential while in the industrial civilization it is quantitative and geometrically measured. The traditional man, a purely religious being ,seeks the sanctification of his dwelling where he will coexist with the divinity. Sanctification is achieved through the repetition and imitation of various deeds that god performed in some initial mythic time. The most important of these deeds is the Cosmogony, which almost in every religion is accompanied by a sacrifice. Therefore, the building of a house, as far as the religious, traditional man is concerned, must be a miniature of the Cosmogony, a belief and a need responsible for the above mentioned sacrifice.

The Private House in Ancient Greece Zoe Triantafyllidi

The plan and structure of the private house has always been conditioned by certain factors as climate, local construction materials, economic potential, historic and social data. In Greece, climate was the determining factor that caused the formation of certain types of house like the megaron and the house with an atrium. The same factor must probably have been responsible for the fact that Greeks did not, in general, pay much attention to the aesthetic improvement of their houses. Having a mild, sunny weather, Greeks used to spend much of their time outdoors. Even when public architecture was in its heyday (5th century BC) the private house remained insignificant. Two main types of house plan were in use as early as 3.000 BC, the curved and the rectangular, the latter being the most popular. The megaron and versions of the megaron were among the most important of the rectangular type of building, but also the most popular since they remain in use from prehistoric times down to our days. In mainland Greece, however, besides the rectangular,the curved type of building was also in use, which started developing from the archaic period to the byzantine age and even later. The prytaneia, the tholoi and the hellenistic royal monuments testify to the popularity of this type of public architecture.

The Prehistoric Settlements of Akrotiri, Thera Clairie Palyvou

An important settlement was developed in the prehistoric period on the south coast of Thera island and close to modern Akrotiri. During the second millenium BC this Cycladic settlement was directly influenced by the Minoan civilization, so that it also showed a parallel boom of trade and navigation. In 1967 a first systematic excavation started south of Akrotiri, under the direction of Prof. Sp. Marinatos, who carried on intensively the work there until his death in 1974. Since then, the excavation has been continued under the direction of Prof. Chr. Doumas. The singular conditions under which the prehistoric settlement came to be destroyed has as a result impressive remains to have been saved and important information on the prehistoric civilization of Thera to have been preserved almost intact from natural decay and from human intervention. Although the architectural remains are in very bad condition, the fact that large parts of buildings have been preserved - in two or three stories-and the preservation of astonishing details of the buildings, often imprinted on the volcanic layer, offer to scientists a unique chance to study thoroughly a prehistoric settlement of the Cyclads. For the presentation of the settlement on Akrotiri special effort has been given to depict an the overall impression created and also to make clear the basic character of its architecture. Therefore, the relations to the Minoan architecture of Crete as well as the building details are not analyzed here. The area excavated so far covers approximately 10.000 square meters and is 100 m. away from the sea. The buildings, streets and squares that have been so far uncovered are only part of a large settlement of until now unknown, as yet, boundaries and dimensions. Thus, the information supplied mainly for the town-planning is deficient and probably not representative of the settlement. In any case, the basic characteristics of this part of the settlement are directly noticed by anyone who visits the excavation. The well-preserved facades of the one and two-storey edifices that flank the streets together with the absence of courtyards are characteristic of how densely built the settlement was. The frequent alternation of levels on the facades with projections and recesses form complicated outlines which affect and correspond to the street formation: certain parts are narrow, others wide, some even wider and form paved squares. Two groups of buildings can be distinguished on the basis of building techniques and interior arrangement: a) buildings with stone walls and wooden reinforcements, b) large elaborate buildings with walls dressed with turf.

The Private House in Ancient Pella Maria Siganidou

A small town of ancient Macedonia, called Pella, was destined to become around 400 BC, the capital of Macedon, when King Archelaos decided to transfer his capital from the inland town of Aegae to the then coastal Pella. Archaeological excavations of the last 25 years have started bringing Pella to light, the town that remained the capital until the time of Perseus, the last Macedonian king. The town planning of Pella was the so-called "hippodameian", which prevailed in the 5th century BC. Most of the excavated areas belong to housing districts. Given the recent interest of archaeologists in the study of the private house in antiquity, the discovery of houses in Pella excavations becomes even more important. The private house of Pella repeats the typical plan and structure of an ancient house, the early examples of which derive from the Minoan palace. The interior of the house is more or less richly decorated - in one room, coloured stucco shows a two level decoration. Lower level: structural character decoration with tiles and imitation marble;top level: imitation of a colonnade, opening onto a blue sky - while the exterior remains simple and plain, interrupted only by the entrance and by small openings for light to enter. The Pella excavations reveal the form of the town and offer information on the social life of its inhabitants and aspects of the ancient Macedonian civilization that long remained absolutely unknown.

The Urban Byzantine House Thanasis Papazotos

The founding of Constantinople in 324 AD by Constantine I established official recognition of the economic supremacy of the East on the basis of economic and political criteria. Already in the 6th century, Constantinople was a universal economic centre, a position kept until the 12th century. The wealth accumulated in the Byzantine capital was incredible for its time. As a result, the display of wealth and power found its best expression in luxurious houses. Cities of the time as far as we know, display in general, the strict town-planning of the Roman tradition. The urban house had often two, three or even four stories. The recent discovery of an early Christian house in Thessaloniki, which according to the present data must have been inhabited from the 5th on to the 9th century, proves the above remark. A quite complicated legislation decided building regulations where formation of the facade and the relation to neighboring houses were concerned. The construction materials must have been cheap, that is stones, mud and wood, since almost everything in these buildings has perished by fire. The cheap urban buildings reflect the bad economic situation. About the facades of Byzantine houses, in years of prosperity special attention must have been paid to the facades of houses. The various construction methods and the marbles, colours and mosaics employed for the decoration of façades must have been pleasant to the eye. Judging from the plan of the Thessaloniki house, the Roman concept of space organisation was still prevalent in early Christian years. The courtyard surrounded by rooms and the garden were still in use. Later, however, the concentration of too many people in the cities made such expenditure of space a luxury. The "triclinum" was the main room of the house and it was used only by the males of the family. Around this core were arranged the other rooms of the house. Some of them were exclusively used by women, others, like the kitchen, the dining room, the water closet, served everyday needs Later, when the space of the Byzantine house shrank, the "triclinium" became the substitute for more of the above rooms and their functions.

The Neoclassic House Ilias Mykoniatis

The Neoclassic style in Greek architecture first makes an appearance in the years of King Otto (1833-1862). It is first applied to the public buildings of Athens and of other urban Centres. Immediately after, private houses are built by the same architects in the same style. The Athenian State Library, the Academy, the Municipal theatre, the Polytechnic School are buildings directly related to such well- known architects of the time as Hansen, Ziller, Kaftatzoglou. The neoclassic style of the reign of Otto displays geometrically arranged masses and plain facades. Cleanthes, an architect, built villas and town houses for prosperous Athenians and established the type of the two -storied house with a tripartite facade. Among his better known are the houses built for the Duchess of Piacenza. During the reign of George I (1863-1913) the neoclassic style becomes popular and obtains a decorative character adopting baroque and rococo elements. The architect Ziller has greatly contributed to the popularity of the style by creating a type of house, which is frequently copied by colleagues of his in many provincial towns. Ziller’s pursuit has been to make a house in harmony with its surroundings and to cover the walls of the façade in a calligraphic way. The colouring of the exterior in soft tones and the painted decoration of the interior complete the character of the neoclassic house.

The Early Houses of Athens Angeliki Kokkou

Athens today bears a very slight resemblance to the city it was in the 19th century, and although only 150 years have passed since the institution of the Modern Greek nation, the architectural form and scale have altered completely , while the original lay-out and the width of the streets have basically remained intact, at least in the city Centre. The old, one or two-storey houses with yard and garden and the classical style, characteristic of 19th century Athens have been replaced by new multistoried buildings. It is unfortunate that very few houses, dating between 1832 and 1860, still stand in place. The rest have long been demolished, so the chance to study and evaluate them or even to record them in drawings and photographs is gone. Thus, the research on this period depends more on official records, publications, old drawings and representations than on the buildings that survive in place of the old. However, in order to understand this early phase of contemporary architecture we must, first, have a good knowledge of Athens soon after the Greek Revolution of 1821 and also, of how the new city was developed. In addition, a great number of travellers’ descriptions and drawings dating from this period can contribute to this study. During the short period that Capodistrias governed Greece (1828-1831) the reconstruction of towns in the Peloponnese and the islands began, Athens was not included in this program, since it was added to the Greek nation only after the Constantinople Treaty and the London Protocol of 1832. The liberation of Athens basically dates from April 29, 1833 when the Turks handed the Acropolis over to the bavarian garrison on behalf of the Greek state. It is since then that the city of Athens attracts the interest not only of the official state but also of the whole world. Responsible for the first town-planning of Athens were two young architects, Stamatios Cleanthes and Eduard Schaubert, who wished to make its plan “equal to the ancient glory of the city”. Very interesting information on the houses built until 1840 is supplied by E. Stauffert – “Architect of the City of Athens” between 1835-1843 – in a series of articles published in the newspaper "Allgemeine Bauzeitung" of 1844. Beside Stauffert, many other architects and archaeologists who lived in Athens in these years contribute to our knowledge of the early houses. L. Ross, for example, notes that people did not care much whether their house was elegant or not because they tried to meet only their basic housing needs. As a result, the houses are simply built. The exterior of the Athenian house took gradually a distinctive form, which followed the principles of Romantic Classicism, prevalent in Europe since 1750. This form undoubtedly affected the urban architecture in most Greek towns. Most neoclassical houses of the early period, however simple, were well-built, they had classic proportions, and their exterior walls were either covered with plaster or (rarely) dressed with stone. The architectural decoration, depending on the economic ability of the owner, very often were kept in an Athenian tradition depending on the owner’s finances. Thus, the façade follows the rules of the neoclassical architecture, while the side facing the interior yard forms the loggia, typical of old-Athenian houses. The arrangement of the interior is simple and serves the everyday function of an urban home. We only know a few of the architects of the early houses, among them Stamatios Cleanthes, Lysandros Kaftantzoglou and Panagis Kalkos. A number of houses has been attributed to them, not always with good reason. A series of architectural plans and drawings made by Kaftantzoglou belong today to the Benaki Museum. Demetrios Zezos, one of the first architects, is more well-known as an architect of churches. Army engineers suchas Demetrios Stavridis, Th. Komninos and others have also considerably contributed to the development of Athenian architecture. Among the foreign architects, Th. Hansen, who lived in Greece from 1838 to 1846, is responsible for the work on many houses in Athens, as is also mentioned by Stauffert. In this short survey it would not be possible to present all the houses built between 1832 and 1860. However, from the buildings that have been preserved or that are known from old photographs and other relevant media, we examined the most representative ones, since they compose a fair picture of domestic architecture at this early period.

Ancient Greek Furniture Eleftherios Saridis

Ancient Greek furniture has not, until recently, come to the attention of scholars, probably because almost none has been preserved. Furniture differs from country to country although it serves the same purpose and needs everywhere. It is in accordance with the aesthetics and the environment, and, above all, with the tradition of each people. As a result, various styles of furniture have been created as the Assyrian, Egyptian, Greek, Gothic, baroque, etc. During the Minoan period the design of Minoan and Greek furniture derived from west Asia and Egypt. From the Mycenaean period and the time of Homer, however, this furniture affected by the Aegean light and the Greek spirit, started turning into pure Greek forms ; a happy marriage of Greek to more ancient civilizations. By the 6th century BC Greek furniture was entirely Greek in conception and execution. The Greek craftsmen employing their imagination and art reached perfection of form and function. This furniture served as a model for Roman, Medieval, and even for European furniture.

Different versions of the abduction of Helen of Troy Julie Velissaropoulou.

In the Homeric epics, Helen’s abduction by Paris was the reason for the Trojan War. However there is another version by many ancient writers where Helen is first abducted by Theseus. Theseus, king of Athens, kidnaps Helen together with Peirithous and puts her in his mother Aithra’s keeping in Afidna outside Athens On the occasion, however, that Theseus descends to the underworld in order to assist Peirithou in kidnapping Persephone, Helen’s brothers Castor and Polydeukis grasp the opportunity to free their sister. The mosaic made of pebbles from Pella depicting Helen’s abduction by Theseus is so vividly rendered that it is considered to be a copy of a painting of the subject.

Coin Portraits (part II) Manto L. Oikonomidou

The head of Herakles as it appears on the royal coins chosen by Alexander the Great raises the question for scholars whether or not this portrait depicts Alexander himself. The specialists dealing with the subject reject, on the basis of literary sources, the possibility that coin portraits of Alexander existed, since he had forbidden any other artist but Appeles, Lysippos and Pyrgoteles to portray him in any medium. In early Hellenistic portraits, Alexander is represented either as Ammon-Zeus or wearing an elephant hide on his head. In the age of the Successors, Demetrios I Poliorcetes is the first to dare have his figure depicted on coins ,one of the most beautiful idealized portraits of the Hellenistic period was thus created. The coins of Philip V and of Titus Flaminius best illustrate the process from the idealized to the personalized and realistic representation of a figure. The coin portrait of Perseus, the last Macedonian king, executed by Zoilos, has a place among the most skilfull representations, while that of Philaeterus, the founder of the Pergamene Dynasty is distinguished for its dynamic character The coin portraits of the Dynasty of Mithridates of Pontos are works of Greek engravers, emigrants to the coast of the Black Sea, who are considered to be keen artists. The series of portraits just mentioned is rounded off by a unique silver tetradtachmum representing Mithridates V Evergetes .This is regarded as connecting the realistic school with the new tendency for idealized portraits. The head of Berenice II and that of Ptolemy V, of the 3rd and 2nd centuries BC. respectively, belong among impressive coin portraits. The coin portrait of Cleopatra VII is worth mentioning in which not only the features of her face are depicted but also qualities of her character are shown.

Argos: A 3000 Year Old Modern Town is endangered Olivier Picard, Pierre Aupert, Vasilis Dorobinis et al.

The Argos excavations, carried out by the French School of Archaeology, although less impressive in their finds than the excavations in Delphi and on the island of Delos, are equally important. The reason is that the finds of an excavated sanctuary usually do not provide us with information on the structure of a society in the same way as the finds of an entire city like Argos, which has been inhabited continuously since the end of the 3rd millenium BC. The case of Argos is exceptionally interesting because, in spite of all the invasions, foreign occupations and destructions the town underwent, it has not ceased to develop. Since 1960 however, the antiquities of Argos have been put at risk by increased building activity. This situation, that has become an emergency, forced the French School of Archaeology and the Greek Archaeological Service to undertake a common operation for the rescue of the town. They started a close collaboration on answering questions and exchanging information relating to the ancient town, resulting in better handling of town-planning problems and the formation of valid proposals pursuing the harmonic coexistence of the modern and the ancient town, These proposals can be summarized as follows: A zone of antiquities should be outlined, in which the hills of Aspis and Larissa will be included, as well as the area around the ancient theatre and the Roman baths. The area could form an archaeological park in the crowded town centre. Argos should expand north-eastwards. Last, but not least, special attention should be paid to the remaining buildings that date back to Capodistrias. These can only be preserved if the state incorporates the original function of such premises in the life of the modern town. In areas with protected buildings new edifices can be allowed under the strict condition that their form and appearance should be in harmony with the old ones. The above proposals do not seek to transform Argos into a museum-town, rather to help, so that Argos, along with development, retains its exceptional cultural character.

The eating habits of the ancient Greeks Anna Lambraki

The ancient Greeks ate most foods. They preferred fish to meat and out of domestic animals chickens were the most frequently eaten. Larger animals were slaughtered and eaten only when they could no longer work and there was a special market for donkey’s meat in Athens. The ancient Greeks were mainly vegetarian cereals being a favourite food. They cooked wheat in different ways. It was often offered amylon, that is to say without being ground in a mill. Garlic cost more than onions did, and bulbs, roots and vegetables were great delicacies. Foods were cooked in oil. The ancient Greeks ate lots of fresh and dried fruits. There seem to have been 44 kinds of fig and 32 kinds of apple.

Τεύχος 3, Μάιος 1982 No. of pages: 102
Κύριο Θέμα: Η γοργόνα, προσωποποίηση της θάλασσας Άννα Λαμπράκη

Η Σκύλλα στο δίδραχμο της Κύμης (Κάτω Ιταλία), 5ος αι. π.Χ. «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» Η γυναίκα-ψάρι που διασφαλίζει τη γαλήνη ή την τρικυμία ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημά της, προέρχεται από τον συγκρητισμό διαφόρων μυθικών μορφών. Η αποτροπαϊκή κεφαλή της Γοργούς εικονογραφικά εξελίχθηκε από απεχθή σε ευειδή μορφή. Δύναμη πάνω στους ναυτικούς ασκούν τόσο οι Σειρήνες, που τους αφανίζουν ανάμεσα στην Ιταλία και τη Σικελία, όσο και η Σκύλλα που καταποντίζει τα πλοία τους ανάμεσα στη Σικελία και τη Μεσσήνη. Στο δίδραχμο της Κύμης (Κάτω Ιταλία) του 440-420 π.Χ., η Σκύλλα απεικονίζεται με ουρά ψαριού και δύο σκυλιά να προβάλλουν από τους ώμους της.

Πώς έβλεπαν οι άνθρωποι τη γη; Αντρέας Ιωαννίδης

Το αιγυπτιακό σύμπαν: a. κοσμικές κολόνες, b. Αίγυπτος, c. νερό. Έως ότου ο Κοπέρνικος (1473-1543) τοποθετήσει τον ήλιο στο κέντρο του σύμπαντος, στην αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων αλλά και των πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου που τους περιέβαλλαν, το σύμπαν ήταν γεωκεντρικό. Κοινή σε όλους ήταν η άποψη ότι η γη είναι επίπεδη. Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες θα προσδώσουν στη γη όγκο. Ο Αναξίμανδρος (610-546 π.Χ.) τη φαντάζεται κυλινδρική, οι Πυθαγόρειοι και ο Αριστοτέλης σφαιρική ενώ ο Πλάτων σφαιρική ή κυβική. Με εξαίρεση την Αίγυπτο, που τοποθετεί τη γη στο βάθος ενός ορθογώνιου κουτιού που αντιπροσώπευε το σύμπαν, οι άλλοι προχριστιανικοί πολιτισμοί φαντάστηκαν τη γη κυκλική. Ιδιαίτερα επεξεργασμένη είναι η θεωρία των Περσών που εμφανίζει δύο εικόνες της γης, συνδυάζοντας μάλιστα το χώρο με το χρόνο. Τη χριστιανική αντίληψη μεταφέρει ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης (6ος αιώνας μ.Χ.): η στενόμακρη γη μετριέται σε μέρες περπάτημα και καταλαμβάνει το κάτω μέρος ενός καμαροσκέπαστου κύβου που είναι και η μορφή του χριστιανικού Σύμπαντος.

Προϊστορία: το καράβι φορέας πολιτισμού Άννα Guest-Παπαμανώλη

Ο Διόνυσος ταξιδεύει με το πλοίο του. Αττική κύλικα (540-530 π.Χ.), Μόναχο. Σε ποιο ναυτικό παρελθόν στηρίχτηκε η εκστρατεία στην Τροία ή ο θρίαμβος στη Σαλαμίνα; Δυσερμήνευτα είναι τα φωνητικά σύμβολα στη Γραμμική Β και στη Γραμμική Α, όπως και τα καράβια-σύμβολα που, γύρω στο 1750 π.Χ., απεικονίζονται σε σφραγιδόλιθους και στον περίπου σύγχρονό τους δίσκο της Φαιστού. Δύο ναυάγια διερύνουν τις γνώσεις μας. Ένα εμπορικό πλοίο της μυκηναϊκής εποχής βρέθηκε κοντά στο ακρωτήρι Χελιδόνια της τουρκικής ακτής. Μετέφερε έναν τόνο χαλκό, και κασσίτερο σε πελέκεις των 20 κιλών. Εμπορικό ήταν και το πλοίο που ναυάγησε κοντά στη Δοκό. Τα κεραμικά που μετέφερε χρονολογούνται στην Πρωτοελλαδική περίοδο. Καράβια βλέπουμε χαραγμένα πάνω στα κυκλαδικά τηγανόσχημα αγγεία, αλλά κυρίως στους μινωικούς σφραγιδόλιθους. Από τα δυσερμήνευτα ομοιώματα καραβιών που, ως κτερίσματα, εμφανίζονται σε όλες τις εποχές, τα μολύβδινα που βρέθηκαν στη Νάξο επαναλαμβάνουν τον τύπο που απεικονίζεται στα τηγανόσχημα αγγεία: μακρόστενα, χωρίς βαθιά καρίνα, με 16 ως 20 κουπιά σε κάθε πλευρά. Ακατάλληλα για την ανοιχτή θάλασσα του Αιγαίου, τα καράβια αυτά προορίζονταν για κοντινές πειρατικές επιδρομές. Γύρω στο 6000 π.Χ., θαλασσοπόροι εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη και σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Ένδειξη της ναυτικής τους δεινότητας αποτελεί η ύπαρξη οψιανού από τη Μήλο στους αρχαιότερους νεολιθικούς οικισμούς της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου. Η διάδοση της μυκηναϊκής κεραμικής διεκδικεί τη θαλασσοκρατορία από τους Μινωίτες. Η συμβολική χρήση του καραβιού πάνω στη λάρνακα της Αγίας Τριάδας ωχριά μπρος στη λαμπρότητα της «ναυτικής τοιχογραφίας» της Θήρας. Ο τελετουργικός χαρακτήρας της ναυτικής πομπής, τα επιβλητικά καράβια ανήκουν ασφαλώς σε πολιτισμό με θαλασσινό βίωμα αιώνων.

Πειρατεία και πειρατές στην ελληνική αρχαιότητα Γιούλη Βελισσαροπούλου

Πειρατικό καράβι κυνηγά ανύποπτο εμπορικό πλοίο. Κύλικα από το β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο). Αξιόποινη όταν στρέφεται ενάντια σε συμπολίτες, η πειρατεία ενάντια σε ξένους είναι αποδεκτή. Οι πράξεις βίας με θύματα ταξιδιώτες και κατοίκους παραθαλάσσιων περιοχών περιγράφονται με όρους διφορούμενους. Νομικά, οι Ρωμαίοι διέκριναν τον «δίκαιο εχθρό» από τον «κοινό εχθρό του ανθρώπινου γένους», κατηγορία στην οποία εμπίπτει ο πειρατής. Στη Μεσόγειο, οι πειρατές είχαν τα ορμητήριά τους στην Κιλικία, τη Λιγουρία, τις Ιλλυρικές ακτές, την Κρήτη και την Αιτωλία. Οι ταξιδιώτες κινδύνευαν και από τους ναυαγιστές. Για να παραπλανήσουν τον κυβερνήτη και να προκαλέσουν το ναυάγιο, οι ναυαγιστές άναβαν φωτιές σε βραχώδεις ακτές που φάνταζαν έτσι σαν λιμάνι. Χαρακτηριστική περίπτωση τυχοδιώκτη, ο Ναύπλιος υπήρξε πειρατής, ναυαγιστής και ανδραποδιστής συγχρόνως. Η οργανωμένη καταστολή της πειρατείας από το «κράτος» ανάγεται στον Μίνωα και τους Κρήτες –προτού οι ίδιοι αναδειχθούν σε αδίστακτους πειρατές. Τον 7ο αιώνα π.Χ. στο Αιγαίο κυριαρχούν οι Σάμιοι. Μετά την ίδρυση της συμμαχίας της Δήλου, οι Αθηναίοι στοχεύουν στα δύο σημαντικότερα πειρατικά κέντρα στη Σκύρο και τη Θρακική Χερσόνησο. Το 362 και 361 π.Χ. πέφτουν και οι ίδιοι θύματα επιδρομών από πειρατές που καταληστεύουν τους χρηματιστές του Πειραιά. Την Αθήνα θα διαδεχθεί η Ρόδος. Από την εποχή του πολέμου ανάμεσα στους Αθηναίους και τον μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο, οι ελληνικοί στρατοί κατακλύζονται από άντρες με μοναδικό πόρο τη μισθοφορία ή τη λεηλασία που προαναγγέλλουν τους «αρχιπειρατές» του 3ου αιώνα π.Χ. Κρήτες και Αιτωλοί, ανελέητοι πειρατές, χρημάτισαν ως μισθοφόροι σε πολλά ελληνιστικά βασίλεια. Ο Elias Bickerman θεωρεί ότι η μισθοφορία και η πειρατεία ήταν μάλλον οι μοναδικές πηγές «ξένου συναλλάγματος» σε απομονωμένους ή άγονους τόπους.

Η πειρατεία στο Βυζάντιο (4ος-15ος αιώνας) Hélène Ahrweiler

Ο στόλος των Αγαρηνών επιτίθεται κατά της Θεσσαλονίκης. Από τη χρονογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη. Εθνική Βιβλιοθήκη Μαδρίτης. Οι χρονολογικές περίοδοι της πειρατείας συναρτώνται με τη θαλασσοκρατία του Βυζαντίου που, από τον 4ο ως τον 11ο αιώνα, αμφισβητείται μόνο από τους Άραβες (7ος-10ος αιώνας). Το χάος που ακολούθησε τα γεγονότα του 1204 παγίωσε την καθολική εξάπλωση της πειρατείας. Ενώ μέχρι τον 11ο αιώνα πρότυπο κουρσάρου-πειρατή στη Μεσόγειο είναι οι Σαρακηνοί, η θάλασσα τώρα βρίσκεται στο έλεος των Δυτικών που στόχο έχουν τον γρήγορο πλουτισμό. Από τον 14ο αιώνα, η πειρατεία αποτελεί φαινόμενο της παραοικονομίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Έμποροι και πειρατές συμβιώνουν και πλουτίζουν χάρη σε δραστηριότητες συμπληρωματικές.

Αρχαίοι ταξιδιώτες και περιηγητές Κλαίρη Ευστρατίου

Δεμένος στο κατάρτι, ο Οδυσσέας ακούει ακίνδυνα το τραγούδι των Σειρήνων. Αγγείο, Βρετανικό Μουσείο. Τον 6ο αιώνα π.Χ., η επιθυμία να δει και να μάθει όπως ο Οδυσσέας, παρακινεί τον Σόλωνα να ταξιδέψει. Στα τέλη του αιώνα, ο Εκαταίος ο Μιλήσιος συγγράφει το έργο Περίοδος Γης ή Περίπλους. Την εποχή αυτή ο όρος «περιήγηση» δηλώνει ακόμη την ξενάγηση. Η αντίθεση Ελλήνων και βαρβάρων προσφέρει στον Ηρόδοτο το ερέθισμα για τα δικά του ταξίδια. Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου επιτρέπουν ταξίδια σε μέρη μακρινά που αποτυπώνονται στα έργα του Νέαρχου, του Πυθέα, του Ποσειδώνιου. Η ρωμαϊκή ειρήνη θα καταστήσει τον 1ο αιώνα μ.Χ. τη χρυσή εποχή των ταξιδιών. Ο Διονύσιος ο περιηγητής καθιερώνει την περιήγηση ως ξεχωριστό φιλολογικό είδος. Γύρω στο 150 μ.Χ. συγγράφει ο Παυσανίας το μνημειώδες έργο του Ελλάδος περιήγησις που, διασώζοντας θρύλους και τοπικές παραδόσεις, αποκτά εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα.

Ταξιδεύοντας Άννα Λαμπράκη

Λεπτομέρεια από ρωμαϊκό «οδηγό». Ποιες απαγορεύσεις συνοδεύουν τον ταξιδιώτη της αρχαιότητας στα θαλασσινά του ταξίδια; Δεν επιτρέπονται ο χορός, ο έρωτας, οι βρισιές. Ούτε το τηγάνισμα ψαριών που φέρνει γρουσουζιά. Ούτε να κόψεις νύχια ή μαλλιά εν πλω. Για τα ταξίδια στη στεριά, που είχαν άλλες ταλαιπωρίες, οι αρχαίοι συνέτασσαν οδηγούς διαδρομών με σημειωμένα τα πανδοχεία, τις μεταξύ τους αποστάσεις, τις τιμές τους και το τι πρόσφερε το καθένα. Ταξιδιωτικές εμπειρίες περιγράφονται γλαφυρά σε επιστολές και σημειώσεις. Ποιος δεν θα ζήλευε τον ρωμαίο αξιωματικό που συγκλονίστηκε αντικρίζοντας το ναό του Δία στην Ολυμπία; Αλλά και ποιος θα ήθελε να μοιραστεί τον τρόμο του ταξιδιώτη που, εμβρόντητος, αντίκρισε πάνω στο πλοίο ένα πλήρωμα από κάθε λογής σακάτηδες;

Ένα πολύτιμο αντίτυπο του ταξιδιωτικού χρονικού του Thomas Smart Hughes Ηλίας Μυκονιάτης

Τούρκος τάταρης, φρουρός των Εγγλέζων ξένων του Αλή Πασά. C.R. Cockerell, υδατογραφία 21x16 εκ. Τον Ιανουάριο του 1813, ο νεαρός ευγενής Robert Townley Parker περιηγείται «τη Σικελία, την Ελλάδα και την Αλβανία», συνοδευόμενος από τον συνομήλικό του ελληνιστή Hughes. Σκοπός του ταξιδιού είναι η γνωριμία με τους τόπους της κλασικής αρχαιότητας αλλά και με τον «εξωτικό» Αλή Πασά. Έξι χρόνια αργότερα, ο Hughes κυκλοφορεί το δίτομο ταξιδιωτικό χρονικό του με σχέδια, χαρακτικά και αχρωμάτιστες ακουατίντες που είχαν φιλοτεχνήσει οι C.R. Cockerell και J. Smith. Όταν το δώρο του συνοδοιπόρου του φτάνει στα χέρια του, ο Parker αποφασίζει να το εμπλουτίσει με το δικό του «τεκμηριωτικό» υλικό. Προσθέτει εκατό πίνακες, εννιά τοπογραφικά σχέδια και ένα χάρτη. Μαζί τους, το φιρμάνι με το οποίο η Ωραία Πύλη τους έδινε άδεια εισόδου στην αυτοκρατορία, δύο απαντητικές επιστολές από την αυλή των Ιωαννίνων. Ο χρυσούς αιών της αρχαιοκαπηλείας τεκμηριώνεται με σχέδια των αντικειμένων που ο Parker απέσπασε ως ενθύμιο. Το ταξιδιωτικό χρονικό του Hughes, που αποκτήθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τη δωρεά Ι. Τρικόγλου, είναι μοναδικό ακριβώς επειδή πρόκειται για το εμπλουτισμένο από τον Parker αντίτυπο.

Άλλα θέματα: Ένα χάνι της Θεσσαλονίκης Άννα Παπαδάμου

Γλέντι στην αυλή, στην επιστράτευση του 1918. Στο 19ο αιώνα, κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, το «Κορυτσά» Χάνι, το «Πατέρα» Χάνι, το «Κρούσοβο» Χάνι και άλλα χάνια φιλοξενούσαν τους ταξιδιώτες της Θεσσαλονίκης. Χτισμένα γύρω από μια εσωτερική αυλή, είχαν μαγαζιά περιμετρικά στο ισόγειο, τα δωμάτια στον όροφο με θέα στο δρόμο και, εσωτερικά, στέγαζαν σε στάβλους τα ζώα των ταξιδιωτών. Για το «Πατέρα» Χάνι γνωρίζουμε όχι μόνο τις καταστροφές από τους σεισμούς αλλά και τις περιπέτειες που το μεταμόρφωσαν κατά καιρούς σε οικία και εξευρωπαϊσμένο ξενοδοχείο.

Το αρχονταρίκι και η φιλοξενία στα μοναστήρια του Αγίου Όρους Πλούταρχος Θεοχαρίδης, Μιλτιάδης Πολυβίου

Άποψη της Μ. Δοχειαρίου, σχεδιασμένη στα 1744 από τον Barskij. «Αρχοντάρης» ονομάζεται ο μοναχός που έχει την ευθύνη της φιλοξενίας και «αρχονταρίκι» ο χώρος υποδοχής και φιλοξενίας προς τον οποίο κατευθύνεται ο ξένος μόλις μπαίνει στη μονή. Το αρχονταρίκι, ανεξάρτητο συγκρότημα χώρων κοντά στην είσοδο της μονής, περιλαμβάνει τα υπνοδωμάτια, τα αποχωρητήρια, τους νιπτήρες για την καθαριότητα, μια μεγάλη σάλα για την υποδοχή και το κέρασμα των ξένων, μια τραπεζαρία, μια κουζίνα και την κατοικία του αρχοντάρη. Η απόπειρα περιγραφής της λειτουργίας και της τυπολογίας των αρχονταρικιών περιορίζεται εκ των πραγμάτων στην περίοδο από τα μέσα του 18ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι συγγραφείς επέλεξαν να παρουσιάσουν το αρχονταρίκι της Μονής Δοχειαρίου λόγω της διαχρονικής εικόνας των οικοδομικών του φάσεων, που ενσωματώνουν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του 18ου αιώνα.

Τα ουράνια σώματα στη φιλοσοφία και στην τέχνη του 6ου και 5ου αιώνα π.X. Νικόλαος Γιαλούρης

Προμηθέας και Άτλαντας πατούν στον κοσμικό κίονα. Λακωνική κύλικα, μέσα 6ου αι. π.Χ., Βατικανό. Οι ίωνες φιλόσοφοι, έχοντας ενστερνιστεί και τη σοφία της Ανατολής, επηρεάζουν με τις θεωρίες τους για το σύμπαν διανοητές και καλλιτέχνες της μητροπολιτικής Ελλάδας. Σύμβολο κοσμικό και ταυτόχρονα ανεικονική παράσταση της θεότητας από τους προϊστορικούς έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, ο κίων ή στύλος στηρίζει τη γη και ταυτίζεται με τον Άτλαντα. Ο Αναξίμανδρος δίδαξε πως το σχήμα της γης είναι κυλινδρικό, παρομοιάζοντάς την με κίονα που στην άνω επίπεδη επιφάνειά του ζουν οι άνθρωποι. Γνωρίζοντας ότι ο φιλόσοφος δίδαξε στη Σπάρτη, είναι δύσκολο να μη συσχετίσουμε και εκείνον, πέρα από τον Ησίοδο, με μια μοναδική λακωνική κύλικα από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. με την παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη και του Άτλαντα που φέρει στους ώμους του τη γη. Και οι δύο απεικονίζονται στο επάνω μέρος κίονα που τα δύο του φοινικόφυλλα σηματοδοτούν τη στενή σχέση της κοσμικής κολόνας με το δέντρο της ζωής. Οι προσωκρατικοί εξέτασαν και τα άλλα ουράνια σώματα και οι θεωρίες τους απεικονίζονται στην τέχνη. Βλέπουμε έτσι σε επισήματα ασπίδων άστρα σε σχήμα πύρινου κύκλου, άστρα σαν καρφιά μπηγμένα στο στερέωμα, σαν πύρινα πέταλα, τις διάπυρες μάζες λίθων ή μετάλλων. Ακόμη και η ασπίδα και η αιγίδα της Αθηνάς κοσμούνται με άστρα, υποδεικνύοντας μια άλλη υπόσταση της θεάς στη σχέση της με τον αστρικό κόσμο. Δεδομένου ότι ο δίσκος συμβολίζει τον ήλιο, τα αρχαϊκά κάτοπτρα με κιονόσχημη λαβή που βρέθηκαν κυρίως σε ιερά, ίσως ήταν αρχικά θρησκευτικά αστρικά σύμβολα. Από τον 5ο αιώνα π.Χ. οι φιλόσοφοι προσδίδουν όγκο στα ουράνια σώματα. Οι καλλιτέχνες εξακολουθούν να τα απεικονίζουν συμβολικά ή προσωποποιημένα. Πλαισιωμένες από τον ανατέλλοντα Ήλιο και τη δύουσα Σελήνη, οι μνημειώδεις συνθέσεις αποκτούν κοσμογονικό χαρακτήρα. Παράδειγμα: το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα, η ασπίδα της Αθηνάς Παρθένου του Φειδία, η βάση του θρόνου του χρυσελεφάντινου Δία στο ναό του στην Ολυμπία κ.ά.

Οι τύμβοι Πωγωνίου Mερόπης Ηλίας Ανδρέου

Τύμβος Α. Κυάθιο από τον τάφο 17, τέλος 11ου-αρχές 10ου αι. π.Χ. Το νεκροταφείο των τύμβων στη Μερόπη και ο οικισμός στον οποίο ανήκει ανοίγουν νέους ορίζοντες στην έρευνα για την προϊστορική Ήπειρο. Η μελέτη τους θα αποκαλύψει εάν συνδέονται με την εγκατάσταση των πρώτων ελληνικών φύλων στην Ήπειρο, των Θεσπρωτών, ή με τους Μολοσσούς που μετακινήθηκαν από τα βορειοδυτικά στη μεταβατική περίοδο από την εποχή του Χαλκού στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Στο βουνό Κουτσόκρανο αποκαλύφθηκαν οι κιβωτιόσχημοι τάφοι των τύμβων Α και Β, πολλές συστάδες άλλων τύμβων, διάσπαρτα θεμέλια πεταλόσχημων και ορθογώνιων κτιρίων, καθώς και λείψανα τοιχισμένης ακρόπολης από την ελληνιστική εποχή. Το εκτεταμένο νεκροταφείο που απλώνεται στο χρόνο από τον 10ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ., επαναλειτουργώντας κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, υποδεικνύει την παράλληλη ύπαρξη μιας ακμαίας γεωργοκτηνοτροφικής κοινότητας. Οι αντιπροσωπευτικοί τάφοι από την εποχή του Χαλκού στην Ήπειρο ήταν ως τώρα μεμονωμένοι κιβωτιόσχημοι της ΥΕΙΙΙΒ-ΥΕΙΙΙΓ περιόδου. Ο τύμβος Α περιείχε τριάντα κιβωτιόσχημους τάφους. Συλημένοι οι περισσότεροι, διαφύλαξαν δείγματα προϊστορικής κεραμικής, τμήματα λίθινων εργαλείων και σιδερένιων μαχαιριών. Από ασύλητο τάφο του 4ου αιώνα π.Χ. προέρχεται πυξίδα, μυροδοχεία και νόμισμα Μολοσσών. Παρόμοια με ευρήματα σε τύμβους της Αλβανίας είναι τα κοσμήματα στους τάφους από τον 7ο-10ο αιώνα μ.Χ. Πιστεύεται ότι ο τύμβος Α κατασκευάστηκε στη μεταβατική περίοδο από την εποχή του Χαλκού στην εποχή του Σιδήρου. Τα ευρήματα από τους τάφους μέσα και έξω από τον περίβολο του τύμβου Β τον τοποθετούν λίγο νωρίτερα, στα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. Η ομάδα των τύμβων της Μερόπης εντάσσεται στο ευρύτερο σύνολο των τύμβων της «Ιλλυρίας». Τα νεκροταφεία των τύμβων της Δυτικής Βαλκανικής ανάγονται στον τρόπο ταφής που μετέδωσαν στα Βαλκάνια τα βόρεια φύλα του πολιτισμού Kurgan.

Τα κεραμεικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης Δέσποινα Ευγενίδου

Από τα πρωτομαγιόλικα της Κορίνθου, 13ος αι., Μουσείο Κορίνθου. Ως «υποσυνείδητη έκφραση μιας εποχής» λειτουργεί η κεραμική και στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Ως τον 7ο αιώνα, η βυζαντινή κεραμική ακολουθεί την τεχνική των Ρωμαίων, προσθέτοντας λίγα νέα στοιχεία και χριστιανικά σύμβολα. Διακρίνονται δύο κατηγορίες: τα αβαφή της καθημερινής χρήσης και τα terra sigillata. Ακόσμητα ή με ραβδώσεις στο σώμα τους τα πρώτα διακρίνονται από τα δεύτερα, που προορίζονται για τραπέζια πλουσίων και φέρουν γιαλιστερό επίχρισμα στο χρώμα του πορτοκαλί ή κεραμιδί πηλού και έκτυπο ή εμπίεστο διάκοσμο. Τη μεγάλη τομή φέρνει η χρήση της εφυάλωσης μετά τον 7ο αιώνα, που συμβαδίζει και με τη διάδοση της ισλαμικής κεραμικής. Με σταθερό τόπο παραγωγής την Κωνσταντινούπολη, φτιαγμένα αρχικά για πολυτελή φαγητά και ηδύποτα, τα μικρά αγγεία από άσπρο πηλό και πρασινωπή ή κίτρινη εφυάλωση είναι ακόσμητα ή έχουν έκτυπο διάκοσμο στον πυθμένα. Σύγχρονά τους είναι τα ακόμη πολυτελέστερα ζωγραφισμένα πολύχρωμα αγγεία (polychrome ware) των οποίων η παραγωγή διακόπτεται τον 11ο αιώνα. Στις αρχές του 11ου αιώνα, αρχίζει η χαρακτηριστικά βυζαντινή εγχάρακτη διακόσμηση (sgraffito) που συνεχίζεται στον ελληνικό χώρο ως τον 19ο αιώνα. Παράλληλα εμφανίζονται και τα αγγεία που έχουν συγχρόνως εγχάρακτη και ζωγραφιστή διακόσμηση. Στα μεταβυζαντινά χρόνια δημιουργούνται περισσότερα τοπικά εργαστήρια που στηρίζονται στη βυζαντινή παράδοση «βιομηχανοποιώντας» την παραγωγή τους. Εισάγονται αγγεία από την Ιταλία αλλά και από την Κιουτάχεια και τη Νίκαια της Μ. Ασίας, και έλληνες τεχνίτες υιοθετούν μια καθαρά ισλαμική τεχνική και διακόσμηση. Τον 19ο αιώνα, τα προϊόντα από το Τσανάκ-καλέ απλώνονται σε όλο τον ελλαδικό χώρο, κεραμοπλάστες από τη Φλώρινα, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία δίνουν προσωπικό χαρακτήρα στα έργα τους, έως ότου επικρατήσει η ευρωπαϊκή πορσελάνη.

Η αρχαία πόλη της Χαλκίδας (I) Πέτρος Γ. Καλλιγάς

Πρωτογεωμετρικά αγγεία από τη Χαλκίδα. Μόνο η σύζευξη των τοπογραφικών πληροφοριών από τις φιλολογικές πηγές με τα αρχαιολογικά ευρήματα θα βγάλουν από την επιστημονική αφάνεια μια πόλη διάσημη για το ναυτικό, το εμπόριο, τα εργαστήρια της μεταλλοτεχνίας και της κεραμικής, που πρωτοστάτησε στον αποικισμό του 8ου αιώνα π.Χ. Μόνο η συστηματική έρευνα της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που αντιπαλεύει την αλλοίωση του τοπίου από τη σημερινή οικοδομική δραστηριότητα, μπορεί να αποκαλύψει τη συνολική εικόνα μιας πόλης που ιδρύθηκε στη γεωμετρική εποχή και εγκαταλείφθηκε στα τέλη της αρχαιότητας (600 μ.Χ. περίπου). Η γεωγραφία της πλατιάς χερσονήσου που πάνω της αναπτύχθηκε η Χαλκίδα, με τις εύφορες μικρές κοιλάδες και το νερό από την πηγή της Αρέθουσας, είναι οπωσδήποτε σημαντική. Τα νεολιθικά ευρήματα της 5ης χιλιετίας π.Χ. δεν μας διαφωτίζουν, διαθέτουμε όμως περισσότερα στοιχεία για δύο μυκηναϊκούς οικισμούς στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. Έξω από την περιοχή τους βρέθηκαν συστάδες από θαλαμωτούς μυκηναϊκούς τάφους με ευρήματα που μαρτυρούν πλούτο και δεσμούς με μεγάλα κέντρα της εποχής, ιδίως τη Θήβα. Στις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ., ύστερα από 100 χρόνια ερήμωσης, νέοι κάτοικοι από τη Βοιωτία ή τη Θεσσαλία οικίζουν τη Χαλκίδα, πιθανόν οι ίδιοι που οικίζουν και το Λευκαντί. Αρχίζει αργά η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη ενός γεωργικού πληθυσμού που φαίνεται να οργανώνεται χαλαρά σε γειτονικά χωριά της ενδοχώρας. Ως προς τα ταφικά κτερίσματα, τα πήλινα αγγεία βρίσκουν τα ανάλογά τους στα νεκροταφεία της Τούμπας στο γειτονικό Λευκαντί. Όμως, αντίστοιχα, ούτε κόσμημα, ούτε όπλο, ούτε οποιοδήποτε άλλο εύγλωττο αντικείμενο εμφανίζεται στη Χαλκίδα. Η διαφορά είναι εντυπωσιακή.

Πρόταση ελληνο-ιταλικής συνεργασίας για τη δημιουργία ενός σύγχρονου μουσείου στη Φαιστό Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών

Σκίτσο που απεικονίζει τον τρόπο λειτουργίας του μουσείου. Νομίζοντας ότι είχε αντίκρυσμα ο λόγος της ελληνικής πολιτείας που εξέδωσε το 1977 σχετικό Νομοθετικό Διάταγμα, ο καθηγητής της Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο V. Cabianca σχεδίασε με κάθε λεπτομέρεια τη δημιουργία ενός μουσείου για τη Φαιστό, ενσωματωμένου σε έναν ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο/πάρκο που θα επέτρεπε στον επισκέπτη να αντιληφθεί το φυσικό τοπίο στο οποίο ανήκε η αρχαία πόλη και το ανάκτορό της. Με κάθε λεπτομέρεια; Ας πούμε: δενδροφύτευση, γενικότερα αλλά και «στο χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων που τώρα μοιάζει με τέρμα αστικών λεωφορείων» με σκιερούς φίκους που δεν χρειάζονται φροντίδα. Εξαιτίας της θερινής συρροής τουριστών, προβλέπεται καυστήρας για τα απορρίμματα που κατακλύζουν το χώρο. Μια σφαιρική πρόταση που απλώς αγνοήθηκε.

Το ψηφιδωτό (I) Δημήτρης Χρυσόπουλος

Σε σκηνή κυνηγιού από την Πέλλα, η μορφή τονίζεται με περίγραμμα από μολύβδινη ταινία. Στο πρώτο από μια σειρά άρθρων εξετάζεται η τεχνική ορολογία του ψηφιδωτού, η εμφάνισή του στην Ελλάδα και η εξέλιξή του στα ρωμαϊκά χρόνια. Τα ψηφιδωτά καλύπτουν αρχιτεκτονικές επιφάνειες με ψηφίδες από φυσικά ή κατασκευασμένα υλικά, στερεωμένες σε υπόστρωμα από κονίαμα. Η καταγωγή τους εντοπίζεται στη Μεσοποταμία ή την Ελλάδα. Ο λατινικός όρος «μωσαϊκό» ετυμολογείται από τις Μούσες και μια ιερή σπηλιά τους με ψηφιδωτά. Τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ., τα ελληνικά ψηφιδωτά δάπεδα, που ήταν φτιαγμένα από βότσαλα, διακρίνονται για τη θαυμάσια απόδοση της λεπτομέρειας. Το πέρασμα από το στρογγυλεμένο βότσαλο στην κυβική ψηφίδα έγινε τον 3ο αιώνα π.Χ., πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια. Φημισμένη για τα ψηφιδωτά της υπήρξε η Πέργαμος, πατρίδα του μεγάλου καλλιτέχνη Σώσου. Τα έργα του περιέγραψε με τόση ακρίβεια ο Πλίνιος, ώστε αναγνωρίζουμε τα ρωμαϊκά τους αντίγραφα στην Ιταλία. Στους Ρωμαίους οφείλεται η μεγάλη διάδοση της τέχνης του ψηφιδωτού. Ο Πλίνιος και ο Βιτρούβιος περιγράφουν λεπτομερέστατα την τεχνική κατασκευής και το υπόστρωμα των ψηφιδωτών. Οι παραλλαγές που αναπτύχθηκαν είναι: το opus alexandrium με χρήση κυβικών ψηφίδων, το opus tessellatum, ψηφιδωτό δαπέδου από μεγάλες ψηφίδες (0,5-2 εκ.), το opus vermiculatum, ποικιλόχρωμο μωσαϊκό δαπέδου με ψηφίδες μικρότερες των 0,5 εκ., το opus sectile, μαρμαροθέτημα, το opus musivum, εντοίχιο ψηφιδωτό με ψηφίδες από υαλόμαζα, το opus signinum, όπου οι ψηφίδες σχηματίζουν τα περιγράμματα πάνω σε βάθος από κόκκινο κονίαμα, και το «έμβλημα», όπου κεντρική παράσταση με opus vermiculatum περικλείεται από πλαίσιο με γεωμετρικά σχήματα ή με οpus tessellatum.

Μελέτη της στρωματογραφικής δομής με υπέρυθρη φωτογραφία και ηλεκτρονική μικροανάλυση Κώστας Μπάρλας, Γιάννης Χρυσουλάκης

Λεπτομέρεια από τη Γέννηση, εικόνα Κρητικής σχολής. Βυζαντινό Μουσείο. Στην πρώτη μεταβυζαντινή περίοδο χρονολογείται η Γέννηση, εικόνα της Κρητικής σχολής που βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο. Η φαινομενικά τεράστια ποικιλία των χρωστικών ουσιών που χρησιμοποιήθηκαν παρακίνησε τους συγγραφείς να υποβάλουν την εικόνα σε περαιτέρω αναλύσεις. Χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της φωτογράφισης στην υπέρυθρη περιοχή του φάσματος με ανάκλαση της ακτινοβολίας εκπομπής της φωτεινής πηγής. Οι παρατηρήσεις επιβεβαιώθηκαν από την εξέταση στο μεταλλογραφικό μικροσκόπιο και την ηλεκτρονική μικροανάλυση. Η εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία χρωμάτων της εικόνας οφείλεται κυρίως στην ανάμειξη των διαφόρων τύπων της ώχρας με το λευκό του μολύβδου. Όμπρες ή σιέννες, πολύ συνηθισμένες χρωστικές ουσίες στην εικονογραφία, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί. Γενικά, όλες σχεδόν οι χρωστικές ουσίες που εντοπίστηκαν χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα τον 15ο αιώνα χωρίς όμως και να τον χαρακτηρίζουν, αφού έφτασαν σχεδόν ως τις μέρες μας.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο Κούρος της Σάμου. 570-560 π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Σάμου. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Βραβεύτηκαν από το CNRS και από το Ίδρυμα Α. Ωνάση αντίστοιχα, ο Roland Martin και ο Μανόλης Ανδρόνικος - Σε μουσείο υποβρύχιας αρχαιολογίας θα μετατραπεί το τουρκικό κάστρο του 16ου αιώνα στην Πύλο - Τμήματα από αρχαϊκό κούρο ύψους 5 μ. βρέθηκαν στη Σάμο - Το Λούβρο ξανανοίγει την πτέρυγα που θα στεγάσει τα ελληνικά και ρωμαϊκά χάλκινα αγάλματά του - Έργο του Λύσιππου ή ρωμαϊκό αντίγραφο είναι το χάλκινο άγαλμα Ολυμπιονίκη στο μουσείο Γκετύ;

Συνέδρια

Το 2ο Διεθνές Συνέδριο Θεσσαλικών Σπουδών πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα και το Βόλο (17-21 Σεπτεμβρίου 1980) - Η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία (ΧΑΕ) διοργάνωσε το Δεύτερο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης (9-11 Απριλίου 1982) - Διεθνές συνέδριο για τον Παρθενώνα διοργανώθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας (4-8 Απριλίου 1982)

Βιβλία

Μιχάλης Α. Τιβέριος, Προβλήματα της μελανόμορφης αττικής κεραμικής, Τελλόγλειο Ίδρυμα / Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1981 - Ι.Π. Βελισσαροπούλου, Αλεξανδρινοί νόμοι. Πολιτική αυτονομία και νομική αυτοτέλεια της Πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας, Νομικές Εκδόσεις: Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1981 - Marie-Henriette Quet, La Mosaïque cosmologique de Mérida (Το κοσμολογικό ψηφιδωτό της Μέριντα),Centre Pierre Paris, Παρίσι 1981 - Νικ. Θ. Χολέβας, Ο αρχιτέκτων Χριστιανός Χάνσεν στην Τεργέστη (Το κτηριακό συγκρότημα του ναυστάθμου των αυστριακών Λλόυντ), Αθήνα 1982

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Διδυμότειχο: απαράδεκτη κακοποίηση υφίσταται το τζαμί που έχτισε ο Βαγιαζήτ τον 14ο αιώνα από την κρατική, αντιαισθητική ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου του - Ανατολικά Σφακιά: πλάι στο Φραγκοκάστελλο, προστατευόμενο φρούριο του 14ου αιώνα, ξεφυτρώνουν χωρίς φραγμό «ξενοδοχεία»-τσιμεντόκουτα

English summaries: Mermaids embodying the sea Anna Lambraki

“Is king Alexander still in the world?” Depending on the answer given to the fish woman’s question a calm passage or a storm is provided. The mermaid is a compound of mythical forms, one of them being the Gorgon whose head, once an object of aversion, in the person of the mermaid (gorgona) becomes seductive. The Seirenes annihilate mariners and their craft in the sea between Italy and Sicily. Scylla, who sinks their vessels in the sea lying between Sicily and Messene also has influence over mariners. On the Kymi two drachm coin (Southern Italy 440-420 BC) Scylla is shown with a fish tail and two dogs coming out of her shoulder blades.

How People Perceived the Earth’s Shape Andreas Ioannides

The Earth’s size and shape have been perceived in many different ways throughout human history. Civilizations that developed over the centuries formed their own theories and perception about the dimension and the shape of the earth. In the preceding pages we attempted presentations of the various theories developed by the civilizations that flourished in the Eastern Mediterranean, including Persia, seeing that Greece was culturally affected by these parts of the world. Ideas about the shape of the earth ranged from the belief that it was a simple plane, to the cyclical or rectangular shape. In Egypt, for instance, our planet was thought of as a rectangular flat surface, in Mesopotamia - Persian and Judean tradition it assumed a cyclical shape while finally in Greece “volume” becomes an attribute of the earth. Contrary to Homer and Hesiod’s (8th century BC) belief that the earth is a simple flat surface, Anaximander (7th -6th century BC), thought of it as a cylinder, the Pythagoreans as a sphere, Plato (5th-4th century BC) as cubic and, finally, Aristotle as a sphere. During the period of Christianity, the earth was perceived as a simple flat surface. According to all theories mentioned above, the earth was considered as the centre of the universe, while since the Renaissance the sun has assumed its place as the centre of the universe. Thus, the transition from the geocentric to the sun-Centred universe came about.

Ships and Civilization Anna Guest-Papamanoli

The Greeks were aware that the sea brings together material goods, freedom, knowledge and readiness for action. This knowledge guided Greeks at every turn of their history to perform glorious deeds in peace and in time of war. Continuously increasing archaeological data proves beyond the shadow of a doubt the importance and influence of navigation on the development of the prehistoric civilization of Greece; that of the Neolithic period, the Cycladic, the Early Helladic II, the Minoan and the Mycenaean civilization. Research done on navigation in the prehistoric age lacks written sources. The Homeric poems, documents connecting prehistory to history, describe the naval life of the Achaeans, while Linear B, the texts of the Mycenaean period ,are succinct in relevant information. Shipwrecks are also an important source, since their cargo can supply research with valuable information. Pictures of ships are found on Cycladic pottery and other art media, like wall paintings, Minoan seals etc. while the ships decorating Mycenaean pottery are briefly sketched. Ship-effigies made of clay or metal come from tombs of all periods. The fact that obsidian, volcanic glass, has been found in all the Neolithic settlements in Macedonia, Thessaly and the Peloponnese, is evidence of the existence of trade-ships, since this material could only come for the island of Melos. The sailing boats carved on Minoan seals probably depict those trade-ships in which the Cretans travelled all over the then known world. The theory of the thalassocracy (sea rule) of Crete is based on the fact that the Minoan coastal settlements were not fortified and also on the abundance of representations of ships carved on seals. Judging, however, from the evidence that pottery offers, we come to wonder whether this thalassocracy (sea rule) belonged to the Mycenaeans rather than to the Minoans. Minoan pottery has been found in Egypt, while Mycenaean pottery prevails from the eastern coast of the Mediterranean Sea to southern Italy. The importance the sea gained in the Cycladic era is further underlined by the role ships play in the religion of the time as an object lidea; ships’ effigies have been found in tombs, a ship is included in the religious scene painted on the famous sarcophagus of Agia Triada and similar scenes with the indispensable ship-symbol decorate Minoan and Mycenaean jewelry. The most significant representation, however, is the marine wall-painting from Thera Island, telling the tale of a special kind of ritual. The impressive ships depicted there, symbols of power, cannot belong to any other but to a seafaring civilization going back centuries.

Piracy and Pirates in Ancient Greece Julie Velissaropoulou

Ever since the early days of navigation, the sea offered a source of income to pirates. In antiquity, the distinction between piracy and the hostilities of sea battles in general was not always clear and this confusion continues until almost today. The means and methods of piracy, as well as pirates’ strongholds have not essentially changed throughout the centuries. When a nation seek to suppress piracy and to master the seas it should be politically and economically strong, as the examples of Crete, Athens and Rhodes can prove. Attention should also be paid to the relation between pirates and mercenaries at sea and to the financial and geographic causes that have produced these phenomena.

Piracy in Byzantium (4th century to 15th century) Hélène Ahrweiler

In an inland sea like the eastern Mediterranean, where piracy had an endemic character, the Byzantines managed to establish an effective mechanism against piracy. Both the glorious and the unfortunate phases of Byzantine history respectively, serve to mark the chronological division of piracy into four periods: a. 4th to 7th century, b. 7th to 10th century, c. 10th to 11th century, d. 11th to 14th century. A prerequisite for piracy was not onl men used to the hardships of life at sea, it also depended on adequate retreat harbours for the fitting out and repair of the pirate-ships, tolerance of the authorities of the country, and the possibility of bringing the loot to friendly markets. The chaotic situation that succeeded the capture of Constantinople by the Latins in 1204, created ideal conditions for piracy that became thereafter a general and permanent phenomenon. From the 14th century on, an undeclared war was waged between members of the Mediterranean society, that is, between merchants and pirates who were so to speak the anti-merchants.

Ancient travellers Clairie Eustratiou

From prehistoric times on, transport greatly contributed to people communicating through travel. Colonization and the Olympic Games opened new ways for communication between nations. Adventures at sea and impressions of journeys on land have already been described in the Homeric poems (8th century BC). Solon, the Athenian, travelled in the 6th century BC with the sole purpose of enriching his knowledge of foreign lands and people while Hecataeus, the geographer from Miletus (6th century BC) was the first to attempt to record whatever concerned an expedition in his (now fragmentary) work. Herodotus, in the 5th century BC met in his travels the people that the Greeks conquered during the Persian Wars. His work supplies us with invaluable information on these peoples’ religion, customs and behaviour, on geography and archaeology. In the 4th and 3rd centuries BC travelling had become popular with the Greeks and particularly with the Athenians. With Alexander the Great’s conquests and the founding of the Hellenistic states in Asia, the traveller’s interest was also attracted to oriental cities such as Alexandria, Pergamum, Ephesus and others. In the 1st and 2nd centuries AD the expansion of the “Imperium Romanum” gave new opportunities and opened new horizons to travellers. It was in the same era that Pausanias, the traveller, recorded in his work all the monuments and historic sites that played a role in Greek history and thus a valuable guide for modern historic and archaeological research has come down to us.

Travelling Anna Lambraki

A traveller in antiquity could travel either by sea or by land. Sea travel was more comfortable but it involved quite a lot of unpredictable risks, like storms and piracy. Travelling by land was safer but at the same time more tiring and it often lasted longer. People used to carry along an entire household whenever moving from one place to the other: clothing and blankets, food, water and wine, pots and pans, bath accessories and sometimes merchandise and gifts. Besides the “official descriptions” of trips that have survived until now, a lot of information on travelling can be found in travellers’ diaries and correspondence.

A precious book of a traveller Ilias Mykoniatis

The subject of this article is the book of Thomas Smart Hughes who, in 1913, accompanied Sir Robert Townley Parker on his "Travels in Sicily, Greece and Albania". The interest of the copy, recently acquired by the Library of Thessaloniki University, consists in the fact that it belonged to Sir Robert Townley Parker himself who incorporated in his copy notes, letters, etchings and engravings he had made or collected, all relating to his journey.

Inns of Thessaloniki Anna Papadamou

In Thessaloniki of the 19th century, quite a few inns were built outside the city walls and close to the railway station, like the “Korytsa” inn, the only one preserved today but not in use anymore. Here we deal only with the inn known as the “Patera” inn that was built in the 19th century and was demolished in 1979 soon after the earthquake of the previous year. It was built in the traditional way as a rectangle around a courtyard occupying 200 squ. m. In 1918, a corner of the inn was converted into a shelter for immigrants. Extensive repairs and alterations were made in 1948, which resulted in the creation of a modern hotel of European standards that stood there serving its clientele for thirty whole years, until the earthquake of 1978. The abandoned inn “Korytsa” comes down to us as it was before any alteration was attempted.

Archondarikia and Hospitality at the Athos Monasteries Ploutarchos L. Theocharidis, Miltiadis D. Polyviou

On visiting the monasteries on mount Athos the traveller is housed in the “archondariki”. The hospitality on Athos is as old as the monasteries. Visitors are offered food and shelter at the archondariki and they are attended on by the archondaris. The archontarikia are special, independent buildings, the importance of which varies according to the monastery they belong to. The main rooms are the dining room, sitting rooms, bedrooms and lavatories, the number of which are adapted to the needs of the monastery. The larger archontarikia also have their own kitchen. To avoid any contact between visitors and the monks who wait on them, the archondaris lodges at the archontariki.

The Celestial Bodies in the Philosophy and Art of the 6th and 5th Century BC Nikolaos Gialouris

The first attempts of the Greek mind to understand the nature of the universe date back to the 7th century BC. Ionian philosophers in the 6th century put these ideas into words. These Greeks of the coast of Asia Minor travelled to mainland Greece where they spread their theories. Not only did they become well-known but also they influenced contemporary art, as we will attempt to show. The column or the pillar, are known as cosmic symbols and at the same time serve as aniconic representations of the deity in the Minoan and Mycenaean world as well as in the East and in later civilizations. The philosopher Anaximander considers the earth a column with its flat top inhabited by humans. A kylix in the Vatican Museum, dating from around 550 BC, serves as a good example of the influence of Anaximander’ s theory on the pictures that decorate Laconic pottery; the composition of the cylix stands on a Doric column and Atlas carries the heavens on his shoulders; the mythical figures symbolize the two ends of the world. The pre-Socratic philosophers also gave consideration to the other celestial bodies. Thus, the stars are described as fiery cycles (Anaximander), as nails stuck in the heavens or as shoes painted on the sky. Archelaos describes the stars as flaming masses of stone or metals, while Parmenides calls them a compressed mass of fire. The sun is described by Anaximander as a shining circle, while Democritus considers it to be a flaming mass of stone or metal. In the pottery of the 6th and the early 5th centuries the representation of the celestial bodies are very popular; the sun and the moon are indicated with a disc and a crescent respectively. From the same group of cosmic symbols the Archaic disc-shaped mirrors must also originate, most of which were found in sanctuaries and were dedicated to the gods. It is highly possible that in concept and use they originally were religious sidereal symbols. What has been so far mentioned proves the strong effect the ideas of the pre-Socratic philosophers had on the Greek world of the 6th and 5th centuries BC and especially on artists of the time. The philosophic concept and description of celestial bodies changes in the 5th century, but the depiction of such things in art remains more or less popular. Anaxagoras conceives the earth as something flat and wide, while other philosophers, like Democritus, describe it as an elongated or elliptical disc with a recess in the middle, or like a drum, as Leucippus does. The idea of a globular earth prevails in Plato’s times, but it seems that it was a notion developed by the Pythagoreans. It is then that the conception of the spherical universe and of the motion and revolving of the earth are finally formulated.

The Tumulus Burial at Pogoni, Epirus Ilias Andreou

The discovery and study of sepulchral tumuli at Pogoni, Epirus, brings a new dimension to archaeological research of the prehistoric age in Epirus, since this part of Greece has so far remained relatively unknown. Future conclusions drawn from the study of the tombs will prove whether this cemetery and the settlement to which it belongs relate to the first settlement of Greek tribes in Epirus, or to the descent of the Molossoi from the Northwest in the years between the Bronze Age and the early historic period. The tombs excavated so far form two sepulchral tumuli, distinguished by the letters A and B. They are located on the woody north slopes of the Koutsokrano Mountain. The systematic excavation of Tumulus A began in 1979 and was completed in 1981, the same year that the research on Tumulus B, 50 m. south of Tumulus A started. Other tumuli have also been located scattered over an area of 2 km. around Tumulus A; their size varies, while some are covered with large, irregular stones, others with earth. The existence of such an expanded cemetery that remained in use from the 10th on to the 4th century BC and after an interval was used in the early Christian age, as the finds from Tumulus A testify, points necessarily to the existence of a thriving settlement of long duration in time. The settlement was located in 1981 to the east of the large cluster of tumuli. Foundations of circular, semicircular and rectangular buildings are still visible here. Cemeteries consisting of a considerable number of tumuli – the tumuli originate from the North – are known in many countries of Northwestern Europe, the Balkans and the Dalmatic coasts. Similar cemeteries have also been discovered in Greece dating from the Prehistoric age to the 4th century BC. Tumulus A in Pogoni has a diameter of 12 metres, it is almost 1 m. high and contains 30 box-shaped tombs. The question of the origin of box-shaped tombs, which is the common way of burial during the MH and LH period in southern Greece, has not yet been answered. Most of the tombs, although looted, disclosed finds like shreds from prehistoric, hand-made pottery and parts of tools made of stone and knives made of iron. Objects and coins from an unlooted tomb date back to the 4th century BC, while the jewelry from another date in the 7th – 10th century AD and are quite close to similar finds from Albania. The Tumulus B has approximately 8 m. diameter and its height hardly reaches the 0,50 m. The tombs, that can be dated as early as the 11th – 10th centuries BC, have a spoked arrangement and are again box-shaped. The finds of Tumulus A, compared with other relevant, published material, lead us to date the tumulus in the period between the Bronze Age and that of Iron, while the Tumulus B must date earlier, that is from the 11th century BC The continuous use of Tumulus A. from the 11th to the 4th century BC, as well as the existence of a great number of other tumuli and of building foundations bear witness to a lasting and prosperous contemporary community. The group of the tumuli in Pogoni must be related to the tumuli in Illyria, not only because the sites belong to the same geographical unit but also because their tumuli have been in use from the prehistoric period to the Middle Ages. The tumuli of the western Balkans have generally been considered of northern origin, an influenced that is, by the way of burial of the tribes of the Kurgan civilization. These tribes descended from the North to the Balkans and, according to N. Hammond, reached Albania and through the coasts of Illyria and Lefkas Island moved forwards to the rest of Greece.

Ceramics, Objects of Everyday Use. Utensils in Everyday Use Despoina Evgenidou

Ceramics have always been looked on by archaeologists as bearing witness to everyday life throughout the centuries. Byzantine and post Byzantine ceramics however neglected by the modern scholar, can very well supply us with information concerning the trade, technology and aesthetics of their time. They can help us positively with the dating of buildings and stratigraphy in an excavation. In addition, they help evaluate the tradition that puts contemporary ceramics in historic perspective. Up to the end of the 7th century AD Byzantine ceramics follow the Greco-Roman tradition. The pottery of this period falls into two basic groups, unpainted pottery for everyday use and the more luxurious “terra sigillata”, made of orange-coloured clay and glazed in the same colour and bearing an incised decoration or decoration in relief. After the 7th century AD an important change in the technique of Byzantine pottery takes place: yellow or green glazes are first employed. In the beginning of the 11th century the first examples of the incised decoration (sgraffito) appear and keep developing up to the 19th century. In the 13th century AD the incised painted pottery becomes very popular and this technique of decoration reaches high standards. In the 16th century many local workshops of glazed pottery are created and pottery becomes typified, as if mass-produced. The decoration, however, is further enriched and the painting on quite many vases imitates marble (this technique of decoration probably originates from China). In the 19th century the products of a workshop located in Tsanak Kale, Asia Minor, become very popular all over Greece. At the same time the Greek workshops succeeded to give to their pottery an exclusive, distinct character.

The Ancient Town of Chalkis (part I) Petros Kalligas

Special effort has been recently given to the research, archaeological finds and other relevant information that compose the history of the town-planning of ancient Chalkis on the island of Euboea. The drawing up of the archaeological map of the town and the work done in the Archaeological Museum of Chalkis will finally produce, we hope, a complete picture of the ancient town, which played a pioneering role in colonization in the 8th century BC, was famous for its workshops of metalwork and pottery and gloriously defended Hellenism during the Middle Ages. The destructions and devastations that occurred at a later time along with the modern irrational building activity have, unfortunately, extensively destroyed the ancient monuments and have distorted the physiognomy of the environment in which the ancient town was developed. An effort for the determination of the terminus post and ante quem of the history of Chalkis, that is, of its foundation and of its abandonment l transfer, has been undertaken in order to facilitate the work in process. After the early inhabitation of the Chalkis Peninsula in the Mycenaean age (15th- 13th century BC), an intense human activity develops there during the proto-geometric period (11th-9th centuries BC). All archaeological evidence , however, points to the fact that the proto-Geometric settlement consisted of four or five separate small villages, scattered on the hills of the peninsula (that of Agios Ioannis, Kallimani, Gyftika, Vrondou). The inhabitants used to bury their dead in tombs on the slopes of these hills and were a rural, reserved population without any trade activities or connections.

Proposals for a Modern Museum in Phaestos Italian School of Archaeology in Athens

The article summarizes the views of Dr. Cabianca, Professor of Architecture at the University of Palermo who was asked by the Italian School of Archaeology (excavating in Crete since 1900) to draw up plans for the construction of a modern museum in Phaestos and for the organization of the environment. According to Dr. Cabianca's proposals apart from the Museum - which should include an "educational" centre hall - the site should be planted with trees so as to regain its previous aspect and help improve the condition of the monuments by supplying moisture during summer. This plan, proposed in 1976, was accepted by the Greek government. Unfortunately, nothing has materialized so far and for this reason "Archaiologia" journal introduces this excellent plan offered by the Italian School of Archaeology.

Mosaics (part I) Dimitris Chrysopoulos

This article, the first of a series under the same title, which will examine the origin, techniques of and the restoration of mosaics, deals with the appearance of the mosaic in Greece, its development during the Roman period and its technical terms. By the term “mosaic” we usually mean an architectural surface (floor, walls, ceiling) covered by a decorative layer of tesserae fixed on a bed of a special mortar. The term “mosaic” first appears in Latin texts and its origin is probably related to a sacred cave dedicated to the muses and decorated with mosaics (muses – musaic – mosaic). The question of its origin has not as yet been answered but prevailing notions suggest that mosaics originated either in the East (Mesopotamia) or in Greece. Important mosaics have survived in Greece dating from the 5th and 4th centuries BC. The decorative themes in these mosaics are rendered with astonishing precision but the chromatic scale is limited since the tesserae used for them are pebbles in their natural colours. In the 3rd century BC not only rounded pebbles but also cubic tesserae are employed, a technique which probably came from Hellenistic Alexandria. The repertory used for the mosaics originally consisted of geometric motifs, later enriched with isolated figures and later still with complex compositions. Pliny and Vitruvius describe in detail the technique of mosaics. The tesserae are laid on a thick bed of mortar consisting of successive layers and constructed in various modes, depending on the time and place. The wall mosaics become especially popular in the art of Byzantium. Again, the constructions of the bed on which the tesserae lay varied depending on time, place, the workshops responsible for the mosaic work and also on the location of the mosaic in the building. The number of floor mosaics that has survived is larger than that of wall- mosaics, the latter being quite often destroyed by collapse to the ground due to the enormous weight of the mortar bed of the mosaic. Because of this problem the bed of the mosaic was sometimes practically nailed to the wall. Pergamum, the native city of the celebrated artist Sossos, was famous for its mosaics. Pliny describes the work of Sossos so precisely that we are able to recognize their copies in Italy. Although the art of the mosaic originates, in all probability, from Greece, it was the Romans who made it widely known from Britain to Asia and north Africa and applied it as a decorative element not only to public but also to private architecture. A wide variation of mosaic techniques is formed during the Roman period such as the opus tessellatum: a floor mosaic made of large tesserae (0,5 – 2,00 cm.), the opus alexandrium: a mosaic made of various, hard , stony tesserae, the opus vermiculatum: an especially rich in colours mosaic, the opus sectile; marble slabs arranged according to a certain plan, the opus musivum; a wall mosaic made of glass tesserae, the opus signinum; on a red background of mortar, tesserae are used to form the outline of the representation, and, finally, the emblem; a mosaic exhibiting a central representation framed by geometric motifs or by an opus tessellatum.

The strata of paint in an icon is studied using infrared photography and electronic microanalysis Kostas Barlas, Yiannis Chrysoulakis

The Nativity is an icon of the Cretan School belonging to the first post-Byzantine period of painting. It is on show at the Byzantine museum. There seems to have been a great variety of pigments used in the painting which the authors of this article analysed. Infrared photographs were taken with refraction of the light source. The painting was also examined through a metallographic microscope and electronic microanalysis which confirmed the findings. The great variety of colours in the painting in due mainly to the mixing of different kinds of yellow ochre with lead white. Umbers and siennas which are normally used in icons have not been used here. Almost all pigments that were identified were widely in use during the 15th century without being exclusive to those times since they have been in use almost to our day.

Τεύχος 121, Αύγουστος 2016 No. of pages: 144
Συνέντευξη: Αγαμέμνων Τσελίκας – Παλίμψηστα και μακεδονικά χειρόγραφα

Ο Kαθηγητής Αγαμέμνων Τσελίκας. Kαθηγητής Αγαμέμνων Τσελίκας. Aποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως υπότροφος του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας ειδικεύτηκε στην ελληνική και λατινική παλαιογραφία, ιδιαίτερα στα ελληνικά χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα, υπό την επίβλεψη του Μ. Μανούσακα. Με υποτροφία του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) συνέχισε την έρευνά του στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και τις παλαιογραφικές σπουδές του στην παρισινή École Pratique des Hautes Études. Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Από το 1980 προΐσταται του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Το 1984 οργάνωσε ελεύθερο Σεμινάριο Ελληνικής Παλαιογραφίας, το οποίο έκτοτε έγινε θεσμός στο ΜΙΕΤ. Διδάσκει Ελληνική Παλαιογραφία ως επισκέπτης καθηγητής στο Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Πάτρας, στο τμήμα Ιστορικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα και στο τμήμα Πολιτιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Μπολόνια - Ραβένα. Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 150 παλαιογραφικές αποστολές σε βιβλιοθήκες, από τη Βουδαπέστη και τη Σόφια ώς την Αλεξάνδρεια, τα Ιεροσόλυμα, τη Δαμασκό και το Σινά. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 150 άρθρα-μελέτες σε θέματα παλαιογραφίας. Έχει τιμηθεί με τον Σταυρό του Ταξιάρχου του Παναγίου Τάφου από τον πατριάρχη Διόδωρο, για την ταξινόμηση του Αρχείου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και τη δημοσίευση του καταλόγου του, καθώς και από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο Β' με το οφφίκιο του νοταρίου για το έργο του στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Το β΄ μέρος της συνέντευξης του Αγαμέμνονα Τσελίκα. Το πρώτο μέρος είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 120 (Απρίλιος 2016) του περιοδικού.

Θέματα: Ιονία Οδός (Ι): Ένας άγνωστος αρχαίος κόσμος Ολυμπία Βικάτου

Άγ. Θωμάς Μεσολογγίου. Ειδώλια από τον αποθέτη. Νέοι οικισμοί, άγνωστα νεκροταφεία, αγροτικές και εργαστηριακές εγκαταστάσεις, αγροτικά ιερά συγκαταλέγονται στα νέα δεδομένα που έχουν ήδη αλλάξει τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής.

Μυκηναϊκό ιερό στα Μέθανα Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου

Ειδώλιο «ταυροκαθάπτη» από το Δωμάτιο Α. To μεγάλο μυκηναϊκό κτηριακό συγκρότημα που ανασκάφηκε στα Μέθανα περιλαμβάνει ένα χώρο με αποκλειστικά λατρευτική χρήση. Μαζί με τα πολυάριθμα ζώδια που παριστάνουν βοοειδή, βρέθηκαν και εντυπωσιακά σύνθετα ειδώλια: «ταυροκαθάπτες», ιππείς, άρματα με έναν ή δύο επιβάτες, βοοειδή που σέρνουν άμαξα με οδηγό. Ένας από τους «ταυροκαθάπτες», σε μια παράσταση μοναδικής σύλληψης, απεικονίζει πιθανότατα ανδρική θεότητα που σχετιζόταν στενά με τους ταύρους. Οι ιππείς παραπέμπουν επίσης σε ανδρική θεότητα, που ίσως θεωρείτο ως ο δαμαστής και ο προστάτης των αλόγων. Θραύσματα ομοιώματος πλοίου και ένα μεγάλο όστρεο τρίτωνα δείχνουν ότι ο θεός του ιερού είχε σχέση και με τη θάλασσα. Λατρευόταν εδώ στα μυκηναϊκά χρόνια ο κυρίαρχος, στους ιστορικούς χρόνους, θεός της Τροιζηνίας, ο Ποσειδώνας;

Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα (IV): Βοσκοί, γεωργοί και ψαράδες προσκυνητές Δήμητρα Μυλωνά

Ειδώλιο μακρύκερου βοδιού από το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα. Φωτ.: Ν. Δασκαλάκης. Από τα πανηγύρια που οργανώνονταν στον Βρύσινα γύρω στο 1700 π.Χ. έμειναν ζωικά κατάλοιπα από τα οποία, σε συνδυασμό με το πλήθος των ζωόμορφων ειδωλίων, αντλούμε στοιχεία για το ρόλο των ζώων στη λατρεία. Τα διαμελισμένα σφάγια, κομμένα σε ατομικές μερίδες, μαγειρεύονταν σε χύτρες και διανέμονταν στους πανηγυριστές. Βρέθηκαν κατάλοιπα από αιγοπρόβατα, χοίρους, αγελάδες, σκύλους και, από τον παράκτιο χώρο, ψάρια και ένα κοχύλι πορφύρας. Καθώς το 99% των ειδωλίων αναπαριστούν βοοειδή, ενώ παράλληλα η κατανάλωση βοοειδών στον Βρύσινα είναι μειωμένη, τίθεται το ερώτημα των δεσμών ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη θρησκεία.

Ελαιοτριβεία στην αρχαία Θουρία Ξένη Αραπογιάννη, επίμετρο: Γιάννης Κακούρος

Μονή Ελληνικών Θουρίας. Ιδιοκτησία Φιλιόπουλου. Άποψη από δυτικά του χώρου όπου βρίσκεται η βάση του ελαιοπιεστηρίου. Τα κατάλοιπα των αρχαίων ελαιοτριβείων που εντοπίστηκαν στη Θουρία είναι οι πρώτοι ασφαλείς μάρτυρες της ελαιοπαραγωγής στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα.

Πειρατές από το Αλγέρι, ο Γατοφάγος και το γεφύρι της Άρτας Αφέντρα Γ. Μουτζάλη

Robert A. Mc Cabe, Το γεφύρι της Άρτας (1961). Πρόκειται για το πιο γνωστό —ίσως— γεφύρι του ελληνικού χώρου. Το γεφύρι της  Άρτας, εκτός από σημαντικό μνημείο ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, λόγω του τρόπου κατασκευής του και των θρύλων που το περιβάλλουν, αποτελεί και αξιόλογο τοπόσημο της περιοχής.

Η Κοιλάδα των Τεμπών (ΙΙΙ): Ελληνιστική λατρεία, αρχαϊκές ταφές Γεώργιος Τουφεξής, Γεώργιος Βήτος, Ράνια Εξάρχου, Θωμάς Παπαντώνης

Αττική ερυθρόμορφη πελίκη που ήρθε στο φως στη διάρκεια των ανασκαφών στην Κοιλάδα των Τεμπών. Η κατασκευή του οδικού άξονα Πειραιώς–Αθηνών–Θεσσαλονίκης–Ευζώνων (ΠΑΘΕ) οδήγησε στη διενέργεια σωστικών ανασκαφών στα Τέμπη (2010–2013), στις δύο εισόδους της Κοιλάδας. Στη δυτική είσοδο, θέση Χάνι Κοκόνας, αρχιτεκτονικά και κινητά ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη ιερού της Κυβέλης συλλατρευόμενης πιθανόν εδώ με την Άρτεμη. Στην ανατολική είσοδο, θέση Φύλλα Γκιόλια, αποκαλύφθηκε το οργανωμένο αρχαϊκό νεκροταφείο της πόλης των Μαγνήτων, Ομόλιον.

Μέσος ρους του Αλιάκμονα (IV): Η μεταχείριση των νεκρών Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη

Τούρλα Γουλών. Ανασκαφή διαβρωμένου νεκροταφείου της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Εγχυτρισμός σε ταφικό πίθο. Η διαχρονική προσέγγιση των ταφικών δεδομένων από την περιοχή της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και τον άλλοτε παραποτάμιο χώρο καλύπτει την απόσταση που χωρίζει τη Νεολιθική εποχή από τους χριστιανικούς χρόνους. Θίγονται θέματα όπως: ο ενταφιασμός εντός των οικισμών και η εμφάνιση εκτεταμένων οργανωμένων νεκροταφείων έξω από τους οικισμούς και μακριά τους, οι δύο κυρίαρχες ταφικές πρακτικές του ενταφιασμού και της καύσης, η τυπολογική ποικιλία των τάφων.

Μικρό αφιέρωμα: Οικονομικές κρίσεις, ένα φαινόμενο με ιστορία: B’ μέρος Δέσποινα Ευγενίδου

Έργο του αρχιτέκτονα-φωτογράφου Βελισσάριου Βουτσά. Οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι φυσικά καινούργιο φαινόμενο στην Ιστορία. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν δύσκολες οικονομικές καταστάσεις, έχουν χρησιμοποιηθεί, από την αρχαιότητα ήδη, ποικίλα μέσα. Η φορολόγηση της γης, του εμπορίου, των μεταφορών, των φυσικών πόρων, ο φόρος υποτελείας, η κοπή νέων νομισμάτων είναι κάποια από αυτά. Η υποτίμηση, η απαξίωση του νομίσματος ήταν ορισμένες από τις λύσεις που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν η Αθηναϊκή Δημοκρατία με τα πονηρά χαλκία αλλά και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τα δηνάρια και τους αντωνινιανούς, ενώ οι Σελευκίδες ίδρυσαν 70 πόλεις με σκοπό τη συγκέντρωση φόρων σε χρήμα για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες του στρατού.

Οικονομικές κρίσεις (ΙΙΙ): Η Ρώμη σε κρίση Ελένη Παπαευθυμίου

Σεπτίμιος Σεβήρος (193–211 μ.Χ.). Aureus, έκδοση 202 μ.Χ. Απεικονίζεται όλη η αυτοκρατορική οικογένεια. Στον εμπροσθότυπο ο αυτοκράτορας και στον οπισθότυπο η σύζυγός του Ιουλία Δόμνα και τα δύο του τέκνα, Γέτας και Καρακάλλας. Βάρος: 7,26 γρ. Η καθαρότητα του μετάλλου και το βάρος των χρυσών νομισμάτων δεν είχε αλλάξει από την εποχή του Νέρωνα. NAC 92, 23–24 May 2016, 608. Τα νομίσματα συνεισφέρουν σημαντικά στην ερμηνεία των οικονομικών κρίσεων της αρχαιότητας. Καθώς η αξία του αρχαίου νομίσματος από ευγενή μέταλλα ήταν εγγενής, για να αντιμετωπιστεί μια οικονομική κρίση αρκούσε η υποτίμηση, δηλαδή η κοπή λιποβαρών νομισμάτων ή η πρόσμιξη των ευγενών μετάλλων με ευτελέστερα. Η υποτίμηση δεν απέκλειε βέβαια την παράλληλη αύξηση της φορολογίας. Οι νομισματικές μεταρρυθμίσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν και πολιτικό αντίκτυπο, έπληξαν κατά καιρούς τόσο τους αριστοκράτες όσο και τη μεσαία τάξη.

Οικονομικές κρίσεις (IV): Οικονομία και νόμισμα στους Σελευκίδες Μάκης Απέργης

Ο Αλέξανδρος Γ΄ στον εμπροσθότυπο αργυρού τετράδραχμου. Νομισματική Συλλογή Alpha Bank 5556. Η τεράστια διαφορά κλίμακας είναι αυτό που διακρίνει τα ελληνιστικά βασίλεια και την οικονομία τους από τις πόλεις–κράτη. Όσο μεγαλύτερη η εδαφική έκταση, τόσο μεγαλύτερη η στρατιωτική δαπάνη. Ο στρατός πληρωνόταν με νόμισμα, το οποίο έπρεπε να έρθει στα ταμεία του κράτους μέσω της φορολογίας. Ενδιέφερε η είσπραξη φόρου σε χρήμα, όχι σε είδος. Το νόμισμα —χρυσό, αργυρό, χάλκινο— κυκλοφορούσε στις αγορές των πόλεων. Και οι Σελευκίδες ίδρυσαν γι’ αυτόν το σκοπό πάνω από 70 πόλεις.

Οικονομικές κρίσεις (V): Αθήνα – Το τέλος της ηγεμονίας Παναγιώτης Τσέλεκας

Τμήμα μαρμάρινης στήλης από την Ακρόπολη. Παρατίθενται κατάλογοι με τις ετήσιες εισφορές σε άργυρο (φόρος της εξηκοστής) των μελών της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας προς τη θεά Αθηνά (439/8–432/1 π.Χ.). Αθήνα, Επιγραφικό Μουσείο, αρ. ευρ. EM 6857+6648. Στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (413–404 π.Χ.) η Αθήνα βρέθηκε σε μείζονα οικονομική κρίση. Οι Σπαρτιάτες τής απέκλεισαν την πρόσβαση στα μεταλλεία του Λαυρίου. Τα μέλη της Αθηναϊκής Συμμαχίας έπαψαν να καταβάλλουν τις εισφορές τους. Η συντριβή στην εκστρατεία της Σικελίας ήταν ολοσχερής. Οι Αθηναίοι παίρνουν έκτακτα μέτρα: από την Ακρόπολη αφαιρούν το περίβλημα των επτά από τα οκτώ χρυσά αγάλματα Νικών, όπως και άλλα αναθήματα. Παράλληλα εκδίδουν υπόχαλκα νομίσματα που έχουν ωστόσο την αξία των αργυρών: «πονηρά χαλκία» τα ονομάζει ο Αριστοφάνης.

Αρχαιολογικός χώρος: Κάστρο Χλεμούτσι / Clermont Αθανασία Ράλλη

Το Κάστρο Χλεμούτσι. Ο αρχαιολογικός χώρος κάστρου Χλεμούτσι βρίσκεται στο χωριό Κάστρο του Δήμου Ανδραβίδας–Κυλλήνης της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, στο δυτικότερο ακρωτήριο της Πελοποννήσου, μεταξύ Κυλλήνης και Λουτρών Κυλλήνης. Το Χλεμούτσι είναι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο της περιοχής, στην κορυφή του λόφου Χελωνάτα. Από τη στρατηγική και περίοπτη θέση του δεσπόζει σε όλη την πεδιάδα της Ηλείας, εποπτεύοντας παράλληλα τη νότια Αχαΐα, το Ιόνιο πέλαγος και τις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας.

Τεύχος 137, Δεκέμβριος 2021 No. of pages: 144
Editorial: Δεκέμβριος 2021 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Τα παγώνια κυριαρχούν στον χώρο της Κνωσού. Ο απόκοσμος ήχος που βγάζουν σηματοδοτεί τον χρόνο που χρειάζεται κάποιος για να περιδιαβεί τα ανάκτορα. Όταν τελικά αντικρίζει τα πολύχρωμα πλάσματα, ο επισκέπτης νιώθει δέος απέναντι στο αιφνιδιαστικό θέαμα που προσφέρουν. Η παρουσία τους ζωντανεύει τα ανάκτορα όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο παρελθόν, μέσα στη φαντασία μας. Μαζί, τα πλάσματα της φύσης και του ανθρώπου συνθέτουν μια διαχρονικά δυνατή εικόνα. Για τη δύναμη της εικόνας μάς μιλά, μεταξύ άλλων, ο ζωγράφος και καθηγητής Γιώργος Κόρδης. Πιστεύει πως το σημείο όπου συναντιούνται το θεϊκό με το ανθρώπινο στοιχείο μπορεί κανείς να το ψηλαφίσει κατόπιν εσωτερικής αποκάλυψης, όχι διανοητικής διεργασίας. Ο καθηγητής μεταφέρει την άποψη των εικονομάχων πως αυτό που απεικονίζεται είναι η ουσία του πράγματος και πως η θεότητα δεν μπορεί ν’ απεικονιστεί. Φαντάζομαι πως το ίδιο ισχύει και για τον σπόρο θεότητας που ενυπάρχει στον άνθρωπο: δεν μπορεί ν’ αποτυπωθεί σε έναν απολογισμό της προσωρινής ζωής του, παρά αποκαλύπτεται στον βλέποντα. Μέσα μας εκτός από τη θεϊκή φλόγα ζει και ο άλλος. Στη σκέψη μας, όπως η εικόνα του έτσι και η ιδέα του είναι ξέχωρη από το ίδιο το πρόσωπο. Τι κρατάμε και αποτυπώνουμε από ένα πρόσωπο όπως στη ζωγραφική εικόνα έτσι και στη μνήμη μας; Κρατάμε την αντικειμενική ουσία του προσώπου ή στοιχεία εντελώς υποκειμενικά; Μαθαίνουμε από τον καθηγητή Κόρδη ότι ο χρόνος της εικόνας είναι το τώρα και ο χώρος της είναι το εδώ. Έτσι γίνεται κι όταν κοιτάει κανείς ένα αγαπημένο πρόσωπο σε μια φωτογραφία: το πρόσωπο είναι πάντα εδώ.

Συνέντευξη: Prof. Dr. Jan Driessen —Η αινιγματική μινωική κοινωνία

Ο διευθυντής της Βελγικής Σχολής Αθηνών, καθ. Jan Driessen. Φωτ.: Julien Pohl. Καταξιωμένος μελετητής της μινωικής αρχαιολογίας, με μεγάλη εμπειρία στο πεδίο, ο διευθυντής της Βελγικής Σχολής Αθηνών δεν διστάζει να ταράξει ήρεμα νερά. Δυναμιτίζει την ακλόνητη άποψη ότι το μινωικό «ανάκτορο» ήταν η έδρα ενός άνακτα. Στη μινωική κοινωνία, υιοθετώντας τον χαρακτηρισμό του Lévi–Strauss, βλέπει μια «Κοινωνία των Οίκων». Είναι αυτή η κοινωνία που, σε αντιπαραβολή με τις πυρηνικές οικογένειες, μας επιτρέπει να υποθέσουμε έναν πιο σύνθετο ρόλο για τη γυναίκα.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Αρχαιοελληνικές συλλογές στις Βρυξέλλες Νatacha Μassar

Αττικός κάνθαρος (περ. 490–480 π.Χ.). Αγγειοπλαστική και αγγειογραφία του Δούριδος. Σύγκρουση Ηρακλή και Αμαζόνων. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα εκπρόσωποι των Βασιλικών Μουσείων Τέχνης και Ιστορίας αλλά και συλλέκτες, αξιοποιώντας ένα δίκτυο επαφών κυρίως στη Ρώμη και το Παρίσι, προχώρησαν σε δωρεές και/ή αγοραπωλησίες αρχαιοτήτων εμπλουτίζοντας τη Συλλογή Αρχαιοτήτων των Βρυξελλών με τα πιο εντυπωσιακά της εκθέματα. Ο Eugène Van Overloop έγινε διευθυντής του μουσείου το 1898 και το επόμενο έτος προσέλαβε τον Franz Cumont ως επιμελητή της Ελληνορωμαϊκής Συλλογής αποδίδοντάς της έτσι την επιστημονική της αξία. Σήμερα η Συλλογή μελετάται και προβάλλεται πλέον μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας.

Αφιέρωμα: Θορικός Roald F. Docter, Sylviane Déderix, Robert Laffineur, Johannes Bergemann, Ανδρέας Καπετάνιος, Denis Morin, Floris van den Eijnde, Koen Van Gelder

Ο λόφος Βελατούρι καθώς τον προσεγγίζουμε από θαλάσσης (φωτ.: EBSA/S. Déderix). Η θέση του Θορικού εκτείνεται στις πλαγιές του λόφου Βελατούρι («ακρόπολη»), ενός λόφου με διπλή κορυφή, σε περίοπτη θέση, κατά μήκος της νοτιοανατολικής ακτής της Αττικής. Η μοίρα του Θορικού ήταν συνδεδεμένη με τη ζήτηση αργύρου τόσο στους προϊστορικούς όσο και στους αρχαίους χρόνους γενικότερα, καθώς η πρόσβαση στα πλούσια κοιτάσματα της Λαυρεωτικής εξασφάλιζε στη θέση εξέχοντα ρόλο στην Αττική και όχι μόνο.

Ίτανος. Mεταξύ παράδοσης και εξωστρέφειας Didier Viviers, Αθηνά Τσιγγαρίδα

Αεροφωτογραφία του αστικού κέντρου της Ιτάνου από τα βόρεια (διακρίνονται η ανατολική και η δυτική ακρόπολη εκατέρωθεν της περιοχής της Αγοράς). Κτισμένη στο βορειοανατολικό άκρο της Κρήτης, η πόλη της Ιτάνου αναπτύχθηκε γύρω από ένα φυσικό αγκυροβόλιο, ιδανικά τοποθετημένο πάνω στη θαλάσσια οδό που συνδέει το Αιγαίο με την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Καλά προστατευμένη από τους ισχυρούς ανέμους, η θέση αυτή φαίνεται πως λειτούργησε αρχικά ως λιμάνι, ως ενδιάμεσος σταθμός, ως σημείο επαφών και ανταλλαγών. Για άλλους υπήρξε αφετηρία ταξιδιών προς περισσότερο ή λιγότερο μακρινούς προορισμούς και για άλλους απλώς μια στάση, μια από τις πολλές θέσεις όπου σταματούσαν για να διαθέσουν τα εμπορεύματά τους.

Η θέση Κεφάλι στο Σίσι και η ιστορία της Μινωικής Κρήτης Jan Driessen

Το Κτίριο με Κεντρική Αυλή στο Σίσι, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του. Λήψη από νοτιοανατολικά (©EBSA, N. Kress). Η αρχαιολογική θέση στο Σίσι, όπως και τα γειτονικά Μάλια, κατοικήθηκε από τα μέσα της 3ης χιλιετίας ως τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Πριν όμως τελειώσει ο 14ος αιώνας, το Σίσι έχασε τον κνωσιακό χαρακτήρα του. Η ανασκαφή εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για την Εποχή του Χαλκού στην Κρήτη, ενώ κάποια από τα πρωτογενή αρχαιολογικά δεδομένα, όπως το Κτίριο με την Κεντρική Αυλή, μας καλούν να επανεξετάσουμε παγιωμένες απόψεις.

Θέματα: Γιώργος Κόρδης — Διάλογος ανάμεσα στο φως και το φως

Ο Γιώργος Κόρδης. Της θεωρίας και της πράξης. Αν αναζητούσαμε έναν επιγραμματικό χαρακτηρισμό για τον Γιώργο Κόρδη, ίσως δεν θα βρίσκαμε καλύτερο. Απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έπειτα από διετή παραμονή στη Βοστόνη (1987-1989) επιστρέφει στην Αθήνα για να υποστηρίξει στη Θεολογική Σχολή τη διδακτορική διατριβή του στο ερευνητικό πεδίο της Θεολογίας και της Βυζαντινής Αισθητικής (1991). Στην ίδια πάντα Σχολή θα διδάξει επί μία δεκαετία (2003-2013), ως λέκτορας και ως επίκουρος καθηγητής, το μάθημα της Βυζαντινής Τέχνης. Στα χρόνια της Βοστόνης που είχαν προηγηθεί, παρακολούθησε τα μαθήματα Μεσαιωνικών Τεχνικών στη Σχολή του Μουσείου Καλών Τεχνών (Museum of Fine Arts) και πήρε το Μάστερ Θεολογίας από την Ορθόδοξη Σχολή Θεολογίας του Τιμίου Σταυρού (Holy Cross). Ως επισκέπτης καθηγητής θα ταξιδέψει επανειλημμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Ρουμανία, στην Ουκρανία, στη Ρωσία. Ο αριθμός των δικών του βιβλίων είναι μεγάλος –όλα από τις εκδόσεις Αρμός– αλλά δεν είναι λίγα και τα βιβλία άλλων που εκείνος έχει εικονογραφήσει. Ζωγράφος εξαιρετικά παραγωγικός, την τελευταία δεκαετία παρουσιάζει έργα του σε ατομικές εκθέσεις δύο και τρεις φορές μέσα σε μία χρονιά. Ο Γιώργος Κόρδης μίλησε στο περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες».

Κειμήλια μιας νέας αρχής. Από την Καππαδοκία στην Εύβοια Ηλίας Παπαγεωργίου, Παντελής Φέλερης

Άποψη της ενότητας φορητών εικόνων. Μ. Ασία, 19ος αι. Στην καρδιά της Ελλάδας, στο χωριό Νέο Προκόπι στη βόρεια Εύβοια, ιδρύθηκε το 2018 ένα μουσείο προορισμένο να φιλοξενήσει την ανθρώπινη περιπέτεια και τα αντικείμενα μνήμης των προσφύγων από την Καππαδοκία που εγκαταστάθηκαν σε αυτόν τον τόπο το 1924. Ένα Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού.

Οι αρχαϊκές οικίες της Ονιθές Κυριάκος Ψαρουδάκης

Ο χώρος όπου διεξάγεται η ανασκαφή των αρχαϊκών οικιών (2019). Λίγα χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο, στις νότιες υπώρειες του «ιερού όρους» Βρύσινας, το οροπέδιο της Ονιθές είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του Νικολάου Πλάτωνα από το 1954. Ο ερειπιώνας που αναπτυσσόταν στη θέση αυτή μιλούσε για την ύπαρξη μιας αρχαίας πόλης (7ος -6ος αι. π.Χ.). Από το 2018 ένα νέο ανασκαφικό πρόγραμμα συνεχίζει την έρευνα στον τομέα των λεγόμενων αρχαϊκών οικιών. Η εικόνα που αποκαλύπτεται δείχνει έναν ακμαίο οικισμό με σημαντικά δημόσια ή κοινοτικά οικοδομήματα.

Αρχαιολογικός χώρος: Μάλθη Σταμάτιος Α. Φριτζίλας, Μαρία Τσουλάκου, Κατερίνα Τζαμουράνη

Στιγμιότυπο από την ανασκαφική έρευνα του M.N. Valmin (1927–1934) στην ακρόπολη. Φωτ.: Αρχείο Σουηδικού Iνστιτούτου Αθηνών / ΕΦΑ Μεσσηνίας. Η Μάλθη (αρχ. Δώριον) αποτελεί σημαντικό παράδειγμα προϊστορικής οικιστικής οργάνωσης και θεωρείται ένας από τους αρχαιότερους ορεινούς αγροτικούς οικισμούς της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Στον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο της ακρόπολης της Μάλθης σώζονται κατάλοιπα από τον οχυρωμένο οικισμό της Εποχής του Χαλκού, επισκέψιμα σήμερα.

Τεύχος 60, Απρίλιος 2024 No. of pages:
Κύριο Θέμα: Η συμβολή των Αμερικανών αρχαιολόγων στη μελέτη της παλαιολιθικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα William Coulson, Ναταλία Βογκέικωφ

Τα πρώτα ευρήματα της παλαιολιθικής εποχής στη Θράκη Νίκος Ευστρατίου, Albert Ammerman

Η παλαιολιθική έρευνα στην Mποΐλα (Κοιλάδα Βοϊδομάτη, Ν. Ιωαννίνων) Ελένη Κοτζαμποπούλου, Ελένη Παναγοπούλου, Ε. Αδάμ

Παλαιολιθικό ορυχείο στη Θάσο Χάιδω Kουκούλη-Xρυσανθάκη, G. Weisgerber

Οι προϊστορικές θέσεις στο φαράγγι της Κλεισούρας Μαργαρίτα Κουμουζέλη, Janush Kozlowski

Η παλαιολιθική εποχή στην Ελλάδα: οι αρχαιολογικές θέσεις Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Μακεδονία: εισαγωγικό Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Ήπειρος: εισαγωγικό Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Θεσσαλία: εισαγωγικό Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Στερεά Ελλάδα και Eύβοια: εισαγωγικό Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Πελοπόννησος: εισαγωγικό Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Ιόνια νησιά: εισαγωγικό Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Νησιά Αιγαίου και Kρήτη: εισαγωγικό Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Το πρόγραμμα διερεύνησης της παλαιολιθικής κατοίκησης στην Aνατολική Mακεδονία Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Νέα στοιχεία παλαιολιθικής κατοίκησης στη Zάκυνθο Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Σπήλαιο Θεόπετρας: οι παλαιολιθικές επιχώσεις Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα

Το σπήλαιο “Kαλαμάκια” Aρεόπολης Mάνης Ανδρέας Ντάρλας

Παλαιολιθική εποχή στη Δυτική Αχαΐα Ανδρέας Ντάρλας

Ο Tαινάριος άνθρωπος Θεόδωρος Πίτσιος

Η παλαιολιθική εποχή στη Μακεδονία Άρης Πουλιανός

Παλαιολιθικές θέσεις στην Εύβοια και στις Βόρειες Σποράδες Αδαμάντιος Σάμψων

Παλαιολιθικά στην Εύβοια. Μια νέα προσέγγιση Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη

Παλαιολιθικά λατομεία-Εργαστήρια κατασκευής εργαλείων Εύη Σαραντέα-Mίχα

Παλαιολιθική έρευνα στον Iόνιο χώρο κατά τη δεκαετία του ΄60 Αύγουστος Σορδίνας

Πηγές του Αγγίτη: θέση διέλευσης παλαιολιθικών κυνηγών-συλλεκτών στη γη της σημερινής Aνατολικής Mακεδονίας Κατερίνα Τρανταλίδου

Άλλα θέματα: Καταγραφή/τεκμηρίωση έργων τέχνης & μνημείων με υπολογιστές στην Ελλάδα Μιχάλης Δουλγερίδης, Γεράσιμος Κέκκερης

Τρεις ενεπίγραφες περόνες της μινωικής Κρήτης Paul Faure

Ο Παύλος Kαλλιγάς και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Γεράσιμος Νοταράς

Μουσείο: Οδηγός Aρχαιολογικού Mουσείου Θεσσαλονίκης Ιουλία Βοκοτοπούλου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Thrace Georgia Kourtesi-Philippakis

THRACE The first Palaeolithic sites in Thrace came to light in the 1960s thanks to the research Professor D. Theocharis carried out in the Evros river triangle. New sites have been located recently, in a new geomorphological research held in the Rodope plain. The older as well as the new sites, the open-air locations and finds are the product of survey. Nevertheless, an excavation has yet to be carried out and indications of Palaeolithic habitation have not been located in caves or rock-shelters till now. The sets of tools indicate exclusively the Middle Palaeolithic Era. This first data of human habitation in Thrace during the Palaeolithic era combined with the geographic position of the region -being on the threshold of Europe, from the Asiatic to the European area- and the wealth of finds from the neighbouring countries calls for pertinent research.  

The first Palaeolithic finds in Thrace Nikos Efstratiou, Albert J. Ammerman

This is a preliminary report on survey work which was carried out by the Ephorate of Antiquities of Komotini in the southeastern part of the Rhodope plain in Thrace. For the first time in this part of Greece the research, still in progress, led to the discovery of Palaeolithic material which dates to the Middle Palaeolithic period. Four different findspots with stone elements of this period have been located in the area of "Krovili-Petrota". Among the finds is a biface made on lamina, one of the very few artifacts of this kind that have been recovered in Greece so far.

Macedonia Georgia Kourtesi-Philippakis

Today Macedonia belongs to those particularly rich regions in anthropological and archaeological finds of the Palaeolithic age, which however are still unexploited. Western Macedonia, where the research of the English expedition under E.S. Higgs was originally focused in the 1960s, has produced interesting finds, such as a hand-axe, probably of the Early Palaeolithic era, a bifacial leaf-shaped spike and another one of the Levallois technique from the Middle Palaeolithic era. All three finds come from Palaiokastro. Grevena. In central Macedonia and specifically in the Chalkidiki peninsula lies the well-known Petralona cave, where a human ossified skull was discovered, probably at least 250.000 years old . In spite of the particular interest of this find, it is difficult today to fully support the argument that the cave was inhabited by humans, because the cultural remains have not yet been located and studied. Eastern Macedonia came late to the fore of Paleolithic research. A preliminary survey research was held there in 1989-1990 and a short excavation was carried out recently in the Maara cave, Drama. The habitation in Maara is assigned to the Middle Palaeolithic era.

The investigation program of Palaeolithic habitation in eastern Macedonia Georgia Kourtesi-Philippakis

Careful observation of the map of Palaeolithic Greece, as it was shaped in the late 1980s, led us to acknowledge that the region of Northern Greece, from the foot of Mount Pindos to the Evros river, was terra incognita, although there were indications of Palaeolithic habitation in this region as well as in the neighboring countries. So a project was decided on which would investigate the Palaeolithic habitation in Eastern Macedonia, an area which had not yet supplied any evidence of human beings in the Palaeolithic period in spite of the wealth of finds from the Neolithic and Bronze Age. The first results of the project were positive, although not sufficient enough for creating a complete picture of this habitation. Such a picture can only be completed by continuing the research and the detailed study of the available archaeological material.  

The “Springs of Aggitis” Katerina Trantalidou

The "Springs of Aggitis" cave lies on the northern outskirts of the Drama basin in Eastern Macedonia, the flat part of which occupies 750 km. West of the natural cave entrance, where lie the springs of Aggitis river, a tributary of Strymonas river, animal bones from the Upper Pleistocene have accidentally been discovered. The bones come from the Ursus spelaeus, Mammuthus primige-nius, Equus caballus, Coelodonta antiquitatis, Megaloceros giganteus and Cervus speaes and have been found in red argilic layers, approximately 10 m below the present ground surface. The trial trench (4 x 1.5 m), east of the artificial cave entrance, proved that these Pleistocene fossil-bearing layers were 2.60 m. thick, the bone material was accompanied by Mousterian stone artifacts and its absolute dating was ± 50,000 years old. In this article we suggest that this was probably a killing-site, judging on the one hand from the limited amount of the stone materials and on the other from the absence of both the tool core and the exterior cover.Furthermore the tenure indicated that the tools were brought to the site already finished and the presence of humans did not last long.

Epirus Georgia Kourtesi-Philippakis

Epirus is the most thoroughly researched region in the country. Two English expeditions by Cambridge University have been organized (since the beginning of the 1960s until today). The first, under E. S. Higgs, brought to light and excavated the rock shelter of Asprochaliko, the Kastritsa cave and the open-air location of Kokkinopilos. The second, under G. Bailey, located and excavated the rock shelters of Klithi and Megalakkos. An American expedition under C. Runnels continued the research at Kokkinopilos and started a survey in the area of Nikopolis in collaboration with the IB' Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities. Finally the Ephorate of Palaeoanthropology and Spelaology started a new excavation in the rock shelter of Boila a few years ago. Tens of open-air sites have similarly been located which complete the picture of the Paleolithic habitation in the area, that goes back to the Middle and Late Paleolithic era, while probable clues that point to the Early Paleolithic era do exist. In 1994 ,the 1st "International Congress on the Paleolithic Period in Greece and the Neighboring Regions" was held in loannina, capital of Epirus.  

The contribution of American archaeologists to the study of Palaeolithic archaeology in Greece William D. E. Coulson, Natalia Vogeikoff

The interest both of American archaeologists as well as of the American School of Classical Studies, was first expressed in 1958, when Michael Jameson made the chance discovery of a stone implement of the Middle Palaeolithic period on the slopes of Profitis Elias, not far from Didyma, southern Argolid. A few years later (1967) they started systematic excavations in the Franchthi cave, Ermionis. Since then the interest of the American archaeologists, regarding the study of the Palaeolithic and the Stone Age in Greece in general, has remained undiminished. The last thirty years,apart from the excavations in Franchthi, the American School of Classical Studies has supported a series of projects in which the search and study of Palaeolithic sites are included. The Peloponnese: Franchthi Cave and the Argolid. The American excavations in the Franchthi cave, Ermionis, proved to be of exceptional importance for Prehistoric research in the Greek region.For the first time they brought to life a sequence of stratigraphic sets from the Late Palaeolithic to the end of the Neolithic period. The Franchthi finds redefined the position of Greece in the broader area of European Prehistory and especially of Palaeolithic archaeology. The excavations were carried out berween the years 1967-1974 under Thomas W. Jacobsen, with the support of Pennsylvania and Indiana Universities and of the American School of Classical Studies. The important results of the exploration of Franchthi led to a systematic survey of the southern Argolid a few years later. The project was headed by M. H. Jameson, T. H. van Andel and C. N. Runnels and supported by the American School of Classical Studies. It also included submarine geophysical research with modern methods (high-resolution seismic reflection profiling/bathymetry), in order that the geomorphology of the district be investigated and sunken areas be located. On the basis of the submarine and survey results in southern Argolid and of the Franchthi stratigraphical study we can reconstruct today quite accurately the geomorphology, flora and fauna as well as the human activities in the Ermionis vicinity during the Palaeolithic period. Thessaly: A Survey in the Larissa district C. Runnels, of Boston University, supported by the American School of Classical Studies, has recently (1987, 1989, 1991) carried out a series of surveys in the Larissa district, aiming at the re-examination of the research conclusions Milojcic and his collaborators reached in the 1960s. Runnels identified seven locations of the late Early Palaeolithic period, six in the vicinity of Megalo Monastiri and one not far from Rodia, north of Larissa. On the basis of the strata dating at the site Rodia, the Early Palaeolithic period in Thessaly must be assigned to the period 400,000-200,000 years BC. Epirus: A survey in the Preveza district In the framework of the Nikopolis project and with the support of the American School of Classical Studies, in 1991 C. Runnels carried out a survey in the district of Preveza . A hand-axe in an argilic layer was found at the site Kokkinopilos, which was dated (U/Th disequilibrium method) to approximately 250,000 years ago. The hand-axe is made of flint stone and its typology belongs to the lithotechny of the Acheulean cultural phase. The hand-axe, although common to the Acheulean lithotechny of Europe, is an extremely rare find in Greece and in Europe in general. It should be mentioned here that the Acheulean lithotechny discovered at Kokkinopilos is contemporary with the Clactonian lithotechny of the chopping tool type, found in Thessaly. The discovery of the hand-axe is a special contribution to the study of Palaeolithic archaeology, since it thus confirms -in combination with the finds from Thessaly- the human presence ("Archaic Homo sapiens") in Greece in the end of the Early Palaeolithic period (400,000-200,000 BC).  

The Palaeolithic research in Boila in the Voidomatis valley, loannina district Eleni Kotjabopoulou, Eleni Panagopoulou, E. Adam

The Boila site lies on the east bank of the Voidomatis river, exactly on the western entry to the valley, at an altitude of approximately 500 m. Facing the North and situated on the banks of a stream on an Eocenian limestone layer, it appears today as an elongated shallow rock shelter (max. dim. 17 Χ 5 m.); however, geological observations led to the conclusion that it had been better protected in the past, since its natural protection gradually receded due to erosion and tectonic incidents. Its overall stratigraphic sequence belongs to the late Upper Palaeolithic period and to the so-called Epigravettian cultural phase.

Thessaly Georgia Kourtesi-Philippakis

Already since the beginning of the 1960s Thessaly has been a field of research thanks to the work of Professors D. Theocharis and Vlad. Milojcc. A plethora of open-air sites came to light during repeated surveys which were conducted in the late 1980s by C. Runnels, head of an American expedition. The sites are located along the Pineios river as well as in the south-eastern, northern and western regions of the plain of Thessaly.Human habitation is assigned to the Middle and Late Palaeolithic era and there are certain indications pointing even to the last phase of the Early Palaeolithic era. Along with all these survey finds, the excavation of the Palaeolithic deposits of Theopetra cave by the Ephorate of Paiaeoanthropology-Spelaeology of the Greek Ministry of Culture will contribute greatly to our knowledge of the Palaeolithic period, not only of the area but of the entire country as well. Theopetra is one of the few Palaeolithic sites of Greece, where habitation has undoubtedly been continued from the Middle to the Late Palaeolithic era and exists in an unbroken line up to the Neolithic period.  

Theopetra cave. Palaeolithic deposits Nina Kyparissi-Apostolika

During the nine years of its excavation (1987-1996) the Theopetra cave brought to light deposits of the Middle and Upper Palaeolithic and Neolithic periods. It is not only the first excavated cave in Thessaly, where stratified deposits of the forementioned periods have been found, but it is also the first site in Thessaly in which the Mesolithic period is represented by a separate layer. The transition from the Mesolithic to the Upper Palaeolithic in the cave is characterized by a hard sediment, about 40 cm. thick, formed during the end of the Upper Palaeolithic phase by dripping or running water. Two more hard sediments have been located, one in Upper Palaeolithic and the other in Middle Palaeolithic layers, which reflect glacial periods of the Pleistocene. Two human skeletons from the Upper Palaeolithic and the Mesolithic have been found, while the masses of unbaked clay, which has been located in very old layers, indicate the use of clay in very early times, long before it started being baked. The stone tools of chocolate colour flint are of perfect quality and exhibit a fine technique, while the bone artifacts and perforated teeth belong to the finds from the Upper Palaeolithic era. Over 30 samples of 14C analysis gave dates ranging from 44,000 years BC to 4,000 years BC.  

Sterea and Euboea Georgia Kourtesi-Philippakis

In the southern part of mainland Greece called Sterea, and specifically in Boetia lies the rock shelter Seidi, one of the first Palaeolithic sites of the country to be excavated. A thorough reference to it is included in the issue 59 of this magazine (pp. 9-12). Other indications of human habitation come from Aetolia and Akarnania.Stone sets of chopping implements, assigned to the Palaeolithic era, have been surveyed by Dr. V. Papakonstantinou in the Agrinion district, on the west shore of lake Amvrakia and elsewhere. Euboea has repeatedly been a research field.

Phaneromeni and Voleri, Nea Artaki in Euboea. Palaeolithic quarries and tool workshops Evi Sarantea-Mikha

Research in flint deposits of central Euboea resulted in the discovery of Palaeolithic quarries. In 1977 and 1978 two sites of local flint tool workshops were located at Phaneromeni and Voleri in the Nea Artaki region. On these sites, lying a mile apart, great numbers of cores, flakes and intact, broken and incomplete tools have been surveyed as well as pebbles, which had probably been used as hammers. The finds amount to thousands and, compared to artifacts of stratified sites, can be dated to the Middle and Late Palaeolithic era and Mesolithic era, while some of them may be assigned to the Early Palaeolithic period. The stone artifacts indicate a long series of Prehistoric cultural levels existing in Euboea. Some Middle Palaeolithic shells, Neolithic opsidian tools and a few pottery sherds from the historic period have also been surveyed. Nevertheless, no excavations have been carried out, while sites and artifacts are being destroyed and disappear everyday due to the authorities' indifference.

The Palaeolithic period in Euboea. A new approach Effie Sapouna Sakellaraki

The Palaeolithic period on Euboea is confirmed by quite a few relevant elements from its centre as well as by certain indications from other parts of the island. Our limited information is undoubtedly due to the fact that no systematic research of this period has been carried out until today. The first effort for the proper approach to the subject started in 1991 with the Ephorate of Antiquites of Euboea in collaboration with this period's specialist Dr. E.S. Papakonstantinou. It was, however, no more than an investigation of the progress in research regarding Palaeolithic Euboea. Besides tools from the Nea Artaki area, various other finds of the Palaeolithic period come from the following locations: The nearby sites Kotsika and Agali on the northeast coast of Euboea; the Manika peninsula, on the west coast, close to Chalkida; the Hagios Vasileios-Hagia Anna site at the Hagios Vasileios bay, on the northeast part of the island; on the northwestern part of Euboea the sites Hagios Athanasios and Hagios Georgios Limnis; and the site Tabouri Kirinthou, south of Agali. It is not certain whether the sites of central Euboea, as well as of Velos further to the south, are in fact Palaeolithic as they have been regarded in various publications. The systematic research of specialists, which will also evaluate the major or minor groups of Palaeolithic implements, will provide the final answers to questions concerning the Palaeolithic period on Euboea.  

Palaeolithic sites in Euboea and the northern Sporades Adamantios Sampson

Although a systematic excavation of the location of Palaeolithic sites on Euboea has not been carried out until today, quite many Paleolithic sites have been found among numerous Neolithic ones, during the surveys conducted in the 1970s and 1980s. Most of them lie in Northern and central Euboea.The northern part of the island, especially, being more wooded and with an abundance of water, seems to have better served the living of the people of that time. All the sites of Northern Euboea, such as Hagios Georgios, Hagios Athanassios, Prokopi, Agia Anna. Kotsikia, Kerassia, Paliochori Rovion, have produced lithic material excusively of the Middle Palaeolithic era, while on central Euboea tools of the Lower and Upper Palaeolithic era have been found. Although no Palaeolithic site has yet been located on Northern Euboea, it is certain that this picture will be changed by the results of a systematic excavation. The habitation of places on mountains or close to rivers must be related to the presence of game. The Palaeolithic hunters might had moved to the highlands in the summer, where there would have been an abundance of grass for the animals. The sites at Nea Artaki, Kotsikia, Hagia Anna, which lie close to the sea, can be considered as winter settlements. The Palaeolithic sites on Euboea must generally be related to the emigration of animals and must had been situated either on the animals' routes or close to springs. Quite many Middle Palaeolithic sites have also been found on the Northern Sporades. At a time when the sea level was much lower than it is now, this insular group was united with Thessaly and Northern Euboea. In recent years, with the occasion of the Kyklopas cave excavation on Joura, a survey of all the small islands of the group was carried out, which brought to light more Palaeolithic sites, beside the two already known. On Alonnessos, Kyra Panaghia, Gramiza, Joura and Psathoura the Palaeolithic sites, which have been located, also show the existence of primitive navigation, since the desert islands of Northern Sporades had not always been united. The excavation in the Kyklopas cave proved that during the Mesolithic period (8th millennium BC) there was specialized fishing and quite advanced navigation, thus suggesting the existence of a tradition in similar activities in the area of the Northern Sporades . Human activity in the area of Sporades seems to be related with the existence of game. Beside Kokkinokastro on Alonnessos, excavated in the past as well as recently, a rich fauna must have had also existed on the other small islands. However, Prehistoric people might well have been interested in fishing, since the sea around the Sporades has always offered the best fishing in the entire Aegean. We believe that in the future research should be targeted at the location of sites on the bigger islands, such as Skopelos, Skiathos and Alonnessos, which exhibit rich feeding sources.

The Peloponnese Georgia Kourtesi-Philippakis

The Peloponnese is a productive field for Palaeolithic research and today presents a large number of sites. The oldest reference to an implement which was assigned to the Early Palaeolithic era comes from Arcadia. In the Argolid two caves have been excavated: Franchthi, by an international interdisciplinary team under T. W. Jacobsen, and Kephalari, by a German expedition under L. Reisch. Both Franchthi and Kephalari, where, however, the research has not advanced beyond the preliminary stages, are key-sites for the understanding of the Palaeolithic habitation of Greece. The survey of the American team under C. Runnels has located quite a few sites. Presently excavations are carried out in rock shelters at the Kleisoura canyon, within the framework of a Greek-Polish collaboration,that of the University of Krakow, under Professor J. K. Kozlowski, and the Ephorate of Palaeoanthropology-Spelaeology of the Greek Ministry of Culture. Finally, a brief excavation at the Kokkinovrachos site, in Nauplia, should be mentioned, which was conducted by A. Protonotahou-Deilaki in 1974. The Western Peloponnese does not have any excavated site, although the research of the French expedition in Eleia under A. Leroi-Gourhan and his collaborators, during the 1960s, proved to be quite fruitful. Recently, new sites came to light in Achaia owing to the research of the Ephorate of Palaeo-anthropology-Spelaeology. Finally, in Laconia two caves were excavated, Apidima, by Professor Th. Pitsios. and Kalamakia, the latter within the framework of a Greek-French cooperation between the French National Museum of Natural History, under H. de Lumley, and the Greek Ephorate of Palaeoanthropology-Spelaeology. Human habitation in the Peloponnese covers the Middle and Late Palaeolithic period.

The prehistoric sites at Kleisoura canyon Margarita Koumouzeli, Janusz Kozlowski

The Kleisoura canyon is part of the important road linking the Argolid plain and the Prosymna basin (Berbati). Research,starting in 1993 led to the location of about 30 caves and rock shelters, two of which were explored with trial trenches; later, in 1994 and 1995, a systematic excavation was carried out in the rock shelter no.1. The results of these investigations allow us to outline the evolution of the Prehistoric habitation during the last cold phase of the Glacial period (25.000-15,000 BC.), the Late Glacial (15,000-10,000 BC.) and the Early and Middle Holocene. This outcome therefore includes the Upper and Final Palaeolithic period, the Mesolithic period, as well as traces of the Middle and Late Neolithic, and ends with traces of the Bronze Age.

The “Kalamakia” cave of Areopolis in Mani Andreas Darlas

The "Kalamakia" cave, on the west shore of Mani, shows significant deposits of the last Mesoglacial and Glacial period.The archaeological strata date from the first half of the last Mesoglacial period and belong to the Middle Palaeolithic period. The discovery of successive layers of habitation supplied information about the "dwelling" habits of Palaeolithic man and the organization of space, while it also brought to light stone "structures". Almost all bone remains belong to wild goats and deer. The implements, mainly scrapers and points, are of good quality; they are made of a great variety of rocks, some of which had been brought from far away.

The Palaeolithic period in western Achaia Andreas Darlas

Stone tools dating from almost all the Prehistoric periods and mainly from the Middle and Upper Palaeolithic have been collected from the littoral plain in the northern region of West Achaia. Most of the finds come from the coastal gradients and the valley of Peiros river, where the first two open-air Palaeolithic sites have also been located. They are dwelling settlements from which only the stone tools have been preserved. The Mavri Myti settlement, of which only a small part has survived, lies on a coastal gradient and dates from the Middle Palaeolithic period. Its artefacts feature many pebble tools, along with typical Mousterian ones, as well as a few samples of the Levallois technique. The Aurignacian settlement at Elaeochori is quite extensive. It has produced early Aurignacian stone artifacts, which are assigned to the traditional phase from the Middle to the Upper Palaeolithic period.

The Tainarius man Theodoros Pitsios

Paleoanthropological research of many years on the coastal site of Apidima - west of Areopolis - resulted in the discovery of a uniform area of Paleolithic habitation in the wider region of western Mani. The important Paleoanthropological finds from Apidima, resulting from research which was done under exceptionally difficult circumstances, have proved the great scientific significance of this site and of the wider Mani in general for the study of Paleoanthropology in Greece and for the evolution of man in Europe. Research was carried out by the Anthropological Museum in collaboration with the Laboratory of Historical Geology-Paleontology of Athens University and the Institute of Geological and Mining Research of Thessaloniki University. Apidima Layers of Palaeolithic habitation, dating from different periods, and important human skeletal finds coming from six to eight different individuals have been located at Apidima. The importance of the Paleoanthropological finds, mainly of the human fossils of earlier geological periods, lies in the fact that they permit the study of the biological evolution of man. Cro-Magnon (Homo Sapiens) A number of Paleoanthropological finds, belonging to ossified types of the contemporary Homo Sapiens, have been discovered in the Upper-Paleolithic layers of Apidima. The most interesting among them is a female skeleton. The bone formation of the woman, who had lived about 30,000 years ago, refers to the Cro-Magnon anthropological type, known from similar Upper-Paleolithic sites in Europe and Middle Paleolithic ones in Eastern Mediterranean. Early Homo Sapiens Finds The most important Paleoanthropological finds from Apidima are two ossifed skulls (ΛΑΟ1/Σ1 and ΛΑΟ2/Σ2). On the basis of the available data, the human finds from cave A are dated between 100 and 300 thousand years and are classified in the Homo sapiens types (Pre-Neanderthal). The systematic name Homo (Sapiens) Taenarius has been proposed for these finds, until their laboratory cleaning has been completed and their age has been secured by absolute dating. The Neanderthal Man Human fossils of the Wurm Glacial (c. 100-40 thousand years), which have been named "classical Neanderthal", have been located at quite many European sites in the beginning of our century. A series of early European finds, to which the skulls (ΛΑΟ1/Σ1 and ΛΑΟ2/Σ2) from Apidima must also belong, such as the Petralona, the Arago (France) and the Atapuerta (Spain) man, have extended the phylogenetic history of the Neanderthal man 200 to 300 thousand years in the past, dictating his phylogenetic origin from the archaic forms of Homo Sapiens.  

The Ionian islands Georgia Kourtesi-Philippakis

Paleolithic research in the Ionian Islands was started in the 1960s by Professor Aug. Sordinas who excavated the rock shelter Grava on Corfu and located many open-air sites on Corfu and Zakynthos. G. Kavadias surveyed later Paleolithic stone implements in the Phiskardo area, northern Kephallonia, as did G.A. Cubuk in the district of Nea Skala, in the south-eastern part of the island. A similar survey was carried out in Lefkada by A. Douzougli-Zachou. Recently, new sites have been located in Zakynthos. Human habitation in the Ionian Islands is assigned to the Middle and Late Paleolithic era. However, certain data from the geological research in SW Corfu is probably indicative of earlier habitation.  

Paleolithic research in the Ionian during the 1960s. The Grava rock shelter of Hagios Matthaios in Corfu Avgoustos Sordinas

Paleolithic research in the area of the Ionian Islands revealed an Epigravettian wide goal economy, showing tendencies of domestication. We stand on the threshold of the partial, at least, and still aceramic, domesticated cattle-breeding in the Balkans, Everyday, these scattered, limited sequences become better known and are confirmed by the survival of many Epigravettian elements (especially backed bladelets and lunates) in purely Neolithic layers, to mention only a small example from mountainous Albania across Corfu. Such a perspective would be the greatest service offered by the Late and Post-Paleolithic Archaeology. A Paleolithic station was located in May 1966 in Grava of Hagios Matthaios, a former extensive rock shelter, the roof of which has fallen in.  

New Data of Palaeolithic Habitation on Zakynthos. Georgia Kourtesi-Philippakis

Although no systematic archaeological research exists, chopped stone implements have been repeatedly surveyed on Zakynthos, specifically from the Basiliko peninsula, by geologists who visited the island occasionally. The location of an open-air site at Hagios Nikolaos recently, a community of Basiliko, supported the argument that Zakynthos had already been inhabited since the Middle Palaeolithic. The identification of the character of this site -a workshop of raw material- comes to elucidate one of the most interesting expressions of Palaeolithic man, that of his behaviour and adjustement to the natural enviroment.

The Aegean islands and Crete Georgia Kourtesi-Philippakis

Little research has been done on the Aegean Islands unlike the rest of Greece, therefore indications of Palaeolithic habitation are few. Geomorphological phenomena, such as changes of the sea level, intense erosion, etc. undoubtedly contribute to this scarcity. The available data come on the one hand from Thasos, where a Late Palaeolithic ochre mine has been discovered and excavated recently by Ch. Koukouli-Chryssanthaki; and on the other from the Northern Sporades, where D. Theocharis was the first to study implements of the Middle Palaeolithic period. A. Sampson makes a thorough reference to these indications as well as to more recent ones in the present issue. The lack of indications from the Cyclades, the Dodecanese, and the other Aegean islands as well as Crete remains apparent. A reference of surveying bone implements from the Rethymnon district, Crete, is by no means proof of human habitation, not to mention that there is no further use of this information.

A Palaeolithic ochre mine on Thasos Chaido Koukouli-Chrysanthaki, Gerd Weisgerber

Extracting ochre, the "gold", as it was called, of the Palaeolithic period, was the earliest mining activity of man and his first acquaintance with metals. The Palaeolithic mines of Thasos have been added to the excavational activities in Europe. The Prehistoric mine on Thasos was located in 1956. The 18th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities of Kavala, evaluating the importance and uniqueness of the find, undertook its excavational research on the one hand with the cooperation of the archaeologist G. Weisgerber -from Bergbaumuseum, Bochum-, a specialist in the archaeology of mines and a member of the project "Archaeometallurgic Research on Thasos"; and on the other with the scientific support of the IGSG of Xanthi, represented by G. Jialoglou. During the excavational project only a few mines have been located: Mine T1 with two galeries, dating from the Later Palaeolithic era. Mine T2 clearly shows that a different technique of striking and extracting the deposit has been applied. The excavational research carried out in the T3 and T6 mines is limited, therefore their dating as well as that of the mine T2 is not yet possible. The stone forging tools and flint blades found in the mines T3 and T6 indicate that the technology applied in these mines is close to that of the mine T1. The excavational research will probably locate on Thasos more traces of the Palaeolithic men who extracted ochre from the haematite deposits using technology that was advanced for their time.  

Developments in imaging technology for arts information in Greece Michael Doulgeridis

Computers are making unprecedented aesthetic experiences possible and offer a revolutional way to how art is perceived and taught. The profound impact of digital technology on art during the last years and what it portends for the future, is only beginning to be appreciated. Although enthusiastically welcomed by the film and broadcasting industries, computers have not been readily accepted by most of the art community. With their enormous potential as visualizing tools, the reticence of the art community is somewhat perplexing. While it is certainly true that the liaison between art and technology has been an uneasy one for some art historians and art educators, their ideas and apprehensions are becoming outdated in the current context of computer knowledge regarding available machines and programs-Today, the wide availability and portability of persona! computers and very sophisticated programs invite the art historians to work directly on their own computers, so that intermediaries are no longer required. However, there is still a need for art historians and teachers to work alongside programmers to improve the familiarity and the simplicity of the user interface towards the artistic and educational directions of art software.  

Three inscribed pins from Minoan Crete Paul Faure

Between 1972 and 1981 Greek, English, French and Belgian archaeologists and epigraphists, published texts in linear A script, incised on three pins made of precious metals, found in Crete and belonging to the Late Minoan IA period (1600-1450 BC). The importance and interest in these three pins lies in the fact that they bear the longest known dedicatory inscriptions, in a language which has just started being deciphered. In my opinion, it is an Indo-European language, one of those that make up the Classical Greek language. The text on one of these pins contains 11 different words written with 45 signs. As the pin is broken at both ends, we must accept that the text would have originally included two more words, divided from the others by a small antenna, thus comprising a total of about 50 signs. The presence of words on the three Cretan pins, which have survived in Classical Greek, such as κέλωρ, εκείνο, α(υ)τά+δε, of a verb ending in -μι (za-ki-se-nu-ti), of a sigmatic past tense fte-su-de-se), names such as Αμασις, Αδάλα, Θασσαλός, a genitive case in -olo and an instrumental in -φι, allow us to believe not only that we understand the main part of this text; but also that the language written and spoken in the Aegean basin around 1500 BC is not very different from the Mycenean language of 200 years later in the linear Β script.

Τεύχος 108, Σεπτέμβριος 2008 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Η Αλχημία από τους ύστερους βυζαντινούς έως τους νεότερους χρόνους Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Ο Σωκράτης και δύο μαθητές του. Μικρογραφία από αραβικό χειρόγραφο, 13ος αι., Κωνσταντινούπολη, Μουσείο Τοπκαπί Στο τελευταίο μέρος του αφιερώματος στην Αλχημία, βλέπουμε ότι η εξέλιξη της Ιεράς αυτής Τέχνης, η οποία δεν διακόπτεται παρά τις αντίξοες συνθήκες της περιόδου, απέδωσε σημαντικές «νέες εφευρέσεις», όπως για παράδειγμα το βυζαντινό Γρηγοριανόν Πυρ. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η πνευματική υποδομή εξακολουθούσε να υφίσταται, κινούμενη στον ίδιο άξονα που είχαν εδραιώσει οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.

Η Αλχημία στο Βυζάντιο από τον 10ο αιώνα έως το 1204 Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Aurora consurgens, Zurich Zentralbibliothek, MS Rhenoviensis 172. Τέλος 14ου αιώνα Η πνευματική άνοδος που άρχισε στο Βυζάντιο από την εποχή του Θεοφίλου, συνεχίστηκε. Από το 945 έως το 959, με πρωτοβουλία του του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, οργανώθηκε στο παλάτι ομάδα από φιλολόγους και επιστήμονες, οι οποίοι συνέταξαν ιστορικές εγκυκλοπαίδειες, εγχειρίδια στρατιωτικής τακτικής, αγροτικές, ιατρικές, κτηνιατρικές εγκυκλοπαίδειες, καθώς και πραγματείες και άλλα βοηθήματα που σχετίζονταν με τη διοίκηση. Ωστόσο, η φιλοσοφία ήταν, όπως και στη Δύση, στην υπηρεσία της Θεολογίας. Oι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι και αλχημιστές, υπήρξαν πρόδρομοι Βυζαντινών αλχημιστών των μέσων χρόνων. Η πρακτική της Αλχημίας, όπως και η θεωρία, εξακολουθούσε να καλλιεργείται τον 8ο αιώνα και στην Κωνσταντινούπολη, όπως μαρτυρεί η εφεύρεση του Γρηγοριανού πυρός και τα συγγράμματα των μοναχών Κοσμά, Ψελλού και Βλεμμύδη. Εκείνη την εποχή, οι Άραβες ανέπτυσσαν έντονα την επιστήμη και η επιστήμη της Αλχημίας μεταβιβάζεται ομαλά από τους Έλληνες στους Σύρους, στη συνέχεια στους Άραβες και, τέλος, στους Λατίνους. Ο 10ος αιώνας ανατέλλει με τη σφραγίδα και το έργο του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (866-912). Χάρις στους δύο μεγάλους δασκάλους του, τον Λέοντα τον μαθηματικό και ιατροφιλόσοφο και τον μεγάλο Πατριάρχη Φώτιο, ο λόγιος αυτοκράτωρ ανεδείχθη σε περίφημο επιστήμονα, αλχημιστή και πολυγραφότατο συγγραφέα. Από τους φιλοσόφους, που ήκμασαν στο Βυζάντιο τον 11ο αιώνα, οι πλέον γνωστοί είναι ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Ιταλός. Ο Ψελλός, πολυγραφότατος και ελληνιστής, άφησε έργα ποιητικά, χρονογραφίες, επιστολές, λίβελους, εγχειρίδια φιλοσοφίας, αστρονομίας και φυσικής, αλλά και αποκρυφιστικά, όπως και αλχημιστικά κείμενα (περί λίθων). Ο Ιωάννης ο Ιταλός, μαθητής, διάδοχος και συνεχιστής του Ψελλού, συγκέρασε την υλιστική φιλοσοφία με τη χριστιανική διδασκαλία και αυτό τον οδήγησε σε σύγκρουση με την Εκκλησία. Μετά τον Ιωάννη Ιταλό και για ολόκληρο τον 12ο αιώνα, ουδείς επώνυμος αλχημιστής αναφαίνεται στο Βυζάντιο. Αντίθετα, η αραβική διανόηση και επιστήμη (Ιατρική, Αλχημία, Φιλοσοφία) ανέρχονται συνεχώς μέχρι τον 12ο αιώνα, οπότε το παγκόσμιο προσκήνιο της διανόησης επισκιάζει ο πασίγνωστος αλχημιστής, φιλόσοφος και ιατρός Elhalid Mouhamed Ibn Ahmet Ibn Rosched, ο λεγόμενος Αβερρόης, βαθύς γνώστης, μελετητής και σχολιαστής του Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρείται ο εκπρόσωπος των Αράβων περιπατητικών φιλοσόφων. Ο Αβερρόης και οι οπαδοί του, Άραβες και Ευρωπαίοι, θεωρήθηκαν άθεοι από τους Μουσουλμάνους και διώχθηκαν, ενώ συγχρόνως οι χριστιανοί λόγιοι τον χαρακτήρισαν ως προσωποποίηση του δαίμονος. Υπάρχουν δύο ειδών αλχημικά έργα. Αυτά όπου ο συγγραφεύς έχει πεισθεί για τη ματαιότητα των επιδιώξεων των ερμητικών φιλοσόφων, οπότε κρίνει πως η πραγματοποίηση της φιλοσοφικής λίθου είναι απλώς ένα κίνητρο προς μελέτη, και αυτά όπου ο συγγραφεύς παρουσιάζεται ως «μυημένος», στενά συνδεδεμένος με το «θαυμάσιο μυστικό», οπότε κρίνει πως κάθε διάδοση η οποία αφορά στην εύρεση της φιλοσοφικής λίθου αποτελεί βεβήλωση. Και οι μεν και οι δε κατασκευάζουν ένα συνονθύλευμα από προηγούμενα αλχημικά κείμενα. Όμως οι Έλληνες Αλχημιστές και φυσικοί φιλόσοφοι, όπως και οι Άραβες μέχρι τον 10ο αιώνα τουλάχιστον, περιγράφουν στα έργα τους με σαφήνεια την προετοιμασία και τον εξαγνισμό ορισμένων σωμάτων, τα οποία χρησίμευαν ως πλαίσιο στηρίξεως των περαιτέρω ενεργειών τους, χωρίς όμως η περιγραφή τους να φθάνει μέχρι τις απώτερες διεργασίες κατασκευής της Φιλοσοφικής Λίθου. Οι μεταγενέστεροι, όμως, κυρίως συγγραφείς της Δυτικής Ευρώπης και μέχρι τον 17ο αιώνα, φαίνεται ότι παρεξήγησαν αυτή τη διάκριση, και μη λαμβάνοντες υπόψη τις εκθέσεις των προγενεστέρων τους, ως και των χημικών της εποχής τους, αρχίζουν να καλύπτουν τα κείμενά τους με ένα αλληγορικό, συμβολικό έως και σκοτεινό πέπλο. Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι νεώτεροι ερευνητές υπέθεσαν πως το «θαυμάσιο μυστικό» συνίστατο, βασικά, στην γνώση των ορυκτών σωμάτων και της διεργασίας εκάστου εξ αυτών. Βεβαίως η γνώση των αναγκαίων υλικών για το «Μέγα Έργο» είναι σημαντική, όχι όμως αρκετή για την διεργασία της Φιλοσοφικής Λίθου. Εδώ η Αλχημία διαφέρει τελείως από την Χημεία ή οποιαδήποτε άλλη επιστήμη, σύμφωνα με την οποία η επανάληψη των πειραμάτων πάνω σε σταθερά δεδομένα είναι δυνατή. Στην Αλχημία αυτό δεν μπορεί να συμβεί, διότι αυτή η Θεία και Ιερά Τέχνη συνίσταται στην ανάπτυξη μίας ορισμένης ύλης στον υψηλότερο βαθμό τελειοποιήσεως. Από την άποψη αυτή λοιπόν, μοιάζει περισσότερο με την γεωργία, καθώς, και αυτή, συνίσταται στο να φέρει το όποιο φυτό στον τελειότερο βαθμό ωρίμανσης, ένα αποτέλεσμα που ποτέ δεν είναι απολύτως ίδιο με αυτό, το οποίο θα δώσει παρακείμενος αγρός άλλου αγρότη. Oι αλχημικές διεργασίες δε, δεν μοιάζουν με τα πειράματα του χημικού, αλλά συγγενεύουν περισσότερο με την εργασία του αρτοποιού (εικ. 13), ο οποίος, ενώ γνωρίζει πόσο προζύμι πρέπει να βάλει για να φουσκώσει το ψωμί του, μερικές φορές αυτό μπορεί να αποτύχει ή και να καεί στον φούρνο, αν ο αρτοποιός τυγχάνει να είναι ασθενής, σωματικά ή ψυχικά. Και φυσικά, ποτέ το ψωμί που παράγει ένας αρτοποιός δεν είναι απόλυτα ίδιο με το προϊόν του γειτονικού φούρνου. Για την επιτέλεση του Μεγάλου Έργου δεν χρειάζονται μόνο τα σωστά υλικά, αλλά και η ήρεμη, αυτοκυριαρχούμενη, χωρίς εσωτερικά πάθη, ψυχική διάθεση του μύστη, ο οποίος θα χειρισθεί τα στοιχεία που θα οδηγήσουν στην δημιουργία της Φιλοσοφικής Λίθου. Διότι, εν κατακλείδι, ο απώτερος σκοπός της Αλχημίας είναι η μετουσίωση του ιδίου του αλχημιστή. Οι δε διεργασίες για την επίτευξη του «θαυμασίου έργου» δεν είναι παρά μια «στενή και τεθλιμμένη ατραπός», η οποία οδηγεί στην απελευθέρωση του Πνεύματος.

Η Αλχημία στο Βυζάντιο από το 1204 έως το 1453 Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Hieronymus Brunschwig, Das Buch der rechten Kunst zu distillieren, Strassburg 1500. Με την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού έπαυσε κάθε έρευνα και μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Xρειάστηκε να φτάσουμε στον 12ο αιώνα, για να αρχίσει η αρχαία ελληνική γραμματεία να θεωρείται αντικείμενο σοβαρής μελέτης και όχι έργο αντιχρίστων. Τότε ο ποιητής και γραμματικός Ιωάννης Τζέτζης (1110-1170) ασχολείται συστηματικά με την ελληνική αρχαιολογία και ιστορία και οι πληροφορίες του για ζητήματα για τα οποία δεν υφίστανται άλλες πηγές είναι μοναδικού ενδιαφέροντος, ενώ ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος σχολιάζει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια με πραγματικά φωτισμένη αντίληψη. Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και της υπολοίπου Ελλάδος από τους Λατίνους (1204-1261) σταμάτησε προσωρινά την περαιτέρω πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη, ενώ οι Λατίνοι άφησαν τα ίχνη τους στην λογοτεχνική κυρίως ζωή του Βυζαντίου. Με την γένεση των αστικών στοιχείων στο Βυζάντιο κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, παρουσιάστηκε μια νέα τάση στην επιστήμη, την φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, η οποία έχει πολλά κοινά με τον ουμανισμό. Το ρεύμα αυτό στο Βυζάντιο αντιπροσωπεύεται από τον Μανουήλ Χρυσολωρά και τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα. Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια, η πνευματική κίνηση των τελευταίων χρόνων πριν από την Άλωση ήταν μια φωτεινή και ολιγόζωη αναλαμπή. Τα ιστορικά γεγονότα που μεσολάβησαν και η κατάκτηση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης από τους Τούρκους μετέθεσαν το κέντρο του πολιτισμού στη Δύση. Οι περισσότεροι από τους πρόδρομους αλχημιστές συγγραφείς των ύστερων βυζαντινών χρόνων, των οποίων έχουν διασωθεί τα έργα, είναι χριστιανοί (π.χ, Ζώσιμος). η Αλχημία παρουσιάστηκε, σε νεότερα χρόνια, από τους Βυζαντινούς μοναχούς, δηλαδή τον Κοσμά, τον Ψελλό, και τον Νικηφόρο Βλεμμύδη. Συμπερασματικά, στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να συγκροτήθηκε μια πολύ μεγάλη αλχημιστική συλλογή, με την συνένωση των έργων διαφόρων εποχών από διαφορετικούς συγγραφείς, Εθνικούς και Χριστιανούς. Συνετέθη, αντεγράφη και σχολιάσθηκε από τους Βυζαντινούς μοναχούς και, από την Βασιλεύουσα, αντίγραφά τους έφτασαν στην Ιταλία και από εκεί στην υπόλοιπη Δύση. Ο 13ος αιώνας έφερε πολλές ανακατατάξεις στα πολιτισμικά κέντρα του τότε γνωστού κόσμου, αλλά και στην μελέτη και εφαρμογή της Αλχημίας, σε αυτά. Η βυζαντινή χυμευτική ή Αλχημία φθίνει ολοένα και περισσότερο στην Ελλάδα και με διαφορά δύο περίπου γενεών ακολουθεί την ίδια φθορά και η αραβική Αλχημία, καθώς τα Αραβικά κράτη πιέζονται και κατακτώνται βιαίως από τις βόρειες Τουρανικές φυλές Τούρκων και Μογγόλων. Σε αντιστάθμισμα, από τον 13ο αιώνα, η Δυτικοευρωπαϊκή Αλχημία αρχίζει να αποκτά τον δικό της ιδιότυπο χαρακτήρα, καθώς όλο και περισσότερα ελληνικά και αραβικά αλχημικά κείμενα μεταφράζονται στα Λατινικά. Η αρχή είχε γίνει από τον Άγγλο μοναχό Robert of Chester, ο οποίος κατ’ αρχήν είχε μεταφράσει το Κοράνιο για τον εξαιρετικά πολυμαθή αββά του Κλινύ, Πέτρο τον Σεβάσμιο, ενώ το 1144 μεταφράζει στα λατινικά το έργο του Έλληνα μοναχού Μοριανού Βιβλίο των Συνθέσεων της Αλχημίας. Όμως και η ελληνική Αλχημία του Βυζαντίου, παρά την παρακμή που σημειώνει, δεν μένει χωρίς αντιπροσώπους τους τελευταίους αιώνες υπάρξεως της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μάρκος Γραικός, αλχημιστής της παραδόσεως που κατέλιπε ο εφευρέτης του ελληνικού υγρού πυρός, Καλλίνικος, μας παραδίδει πολλές πρακτικές εφαρμογές της επιστήμης του, στο έργο του Περί του ελληνικού πυρός. Στα μέσα του 13ου αιώνα έζησε και ένας ευφυέστατος, όπως φαίνεται από τα συγγράμματά του, Βυζαντινός αλχημιστής, ο Ανεπίγραφος. Από τον 13ο προς τον 14ο αιώνα, εμφανίζονται κάποιοι ιατροφιλόσοφοι ακτουάριοι (αυτοκρατορικοί ιατροί), στα συγγράμματα των οποίων περιέχονται και αλχημικές πραγματείες, αλλά σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο (Νικόλαος Μυρεψός, Γρηγόριος Χιονιάδης, Γεώργιος Χρυσοκόκκης και ο επιφανέστερος όλων, Ιωάννης ο Ακτουάριος). Ο τελευταίος αλχημιστής του Βυζαντίου είναι ο Βησσαρίων. Άνθρωπος με ευρύτατη μόρφωση και μεταφραστής ενός μεγάλου τμήματος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ανήκε στην λεγόμενη λατινόφιλη ομάδα της βυζαντινής αριστοκρατίας και θεωρούσε απαραίτητο να ενωθεί το Βυζάντιο με την Δυτική Ευρώπη στον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Μετά τη Σύνοδο της Φεράρα, ο Βησσαρίων κατηγορήθηκε ως προδότης της ορθοδοξίας και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Ο Βησσαρίων έχοντας επίγνωση της αξίας και της εθνικής σημασίας των σπαραγμάτων της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς, ενδιαφερόταν για την αγορά, συγκέντρωση και διαφύλαξη των γραπτών μνημείων της. Με δαπάνες του αντιγράφηκαν κώδικες σε μοναστήρια της Τραπεζούντος, της Κωνσταντινουπόλεως, κ.ά. και συγκρότησε την πλουσιοτέρα συλλογή ελληνικών κωδίκων, με 746 χειρόγραφα βιβλία, τα 482 ελληνικά. Αυτά χρησιμοποίησε αργότερα ο ελληνιστής και εκδότης αρχαίων κειμένων Άλδος Μανούτιος. Ο Βησσαρίων, γνώστης των φυσικών επιστημών και αλχημιστής, πειραματιζόμενος ο ίδιος στην χαλκουργία, την σιδηρουργία και την υαλουργία, κατείχε πάνω από εκατό αρχαία ελληνικά χειρόγραφα μεταλλουργίας, βαφής μετάλλων και μετατροπής αυτών σε άργυρο και χρυσό. Έγραψε ο ίδιος δεκάδες μελέτες, πολλές από τις οποίες συγκέντρωσε σε ιδιόγραφο κώδικα, στον πρόλογο του οποίου περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικές με τον χρόνο που γράφτηκε η κάθε μία. Ο κώδικας αυτός (με τα στοιχεία Cod. Gr. 533), βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Για να πραγματοποιηθεί κάποια μεταστοιχείωση πρέπει να έχει προηγηθεί η διαδικασία η οποία, στα αλχημικά κείμενα, αναφέρεται ως το «Μέγα Έργο» ή «Μαγιστέριο» (από τον βυζαντινό τίτλο «μάγιστρος»). Υπάρχουν δύο παρεμφερείς διεργασίες: το «Μικρό Έργο» ή «Μικρό Μαγιστέριο», που καταλήγει στην κατασκευή της Λευκής Φιλοσοφικής Λίθου, η οποία μετατρέπει τα ατελή μέταλλα σε αργυρο, και το «Μέγα Έργο» ή «Μεγάλο Μαγιστέριο», που οδηγεί στην δημιουργία της Ερυθράς Φιλοσοφικής Λίθου, η οποία έχει τη δυνατότητα να μεταλλάξει ένα κοινό μέταλλο σε χρυσό, αγγίζοντάς το και μόνο. Αυτή καλείται και ελιξήριο της μακροβιότητας, διότι αποτελεί μια πανάκεια θεραπείας των ασθενειών, τόσο του ανθρώπου όσο και των μετάλλων. Κατά την διαδικασία είτε του Μικρού είτε του Μεγάλου Έργου, οι διεργασίες είναι παραπλήσιες, αφορούν αμφότερες τον λεγόμενο «φιλοσοφικό γάμο» (εικ. 13) μεταξύ του Θείου και του Υδραργύρου, τα οποία ενωνόμενα τελικά, τη μεσολαβήσει του Άλατος, γεννούν την φιλοσοφική λίθο. Διαφέρουν ως προς την επιλογή της πρώτης ύλης και τον χρόνο τελέσεως του όλου έργου, που μπορεί να ποικίλλει από μερικούς μήνες έως αρκετά χρόνια. Η σπουδαιότητα είτε του Μικρού είτε του Μεγάλου Έργου οδήγησε εξαρχής τους αλχημιστές να εφεύρουν σειρά από σκεύη, τα οποία τους διευκόλυναν στην Θεία και Ιερά Τέχνη τους (αλχημική εστία ή αθάνωρ, αποστακτήρ, λέβης, δίδυμοι, φιλοσοφικό ωόν, λίθινα ή μεταλλικά γουδιά με ξύλινα ή μπρούντζινα γουδοχέρια κ.ά ) Με αυτά, ο αλχημιστής μπορούσε να προχωρήσει στα διάφορα στάδια του Μεγάλου Έργου (Διαπύρωση, Συμπύκνωση, Στερεοποίηση, Διάλυση, Χώνευση, Απόσταξη, Εξάχνωση, Αποχωρισμός, Κηροποίηση, Ζύμωση, Πολλαπλασιασμός και Προβολή, που αντιστοιχούσαν πλήρως στα δώδεκα σημεία του Ζωδιακού Κύκλου).

Η Αλχημία στην Ελλάδα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Οι αλχημιστικές διεργασίες σε σχέση με τις αλχημικές ώρες. Pierre Apien, Astronomicum Cesareum, Ingolstadt 1540. Η κυρίως Ελλάδα, τα χρόνια της παρακμής ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι ήταν στον Ε΄ και Δ΄ αιώνα π.Χ. Το όνομα Ελλάς είχε περιορισθεί σε μια μικρή περιοχή γύρω και πάνω από τη Λαμία και αυτό που σήμερα ονομάζουμε βυζαντινό κράτος, στα 1.100 περίπου χρόνια ύπαρξής του, έφερε το όνομα Ρωμαίων Βασιλεία ή Ρωμανία, οι δε κάτοικοί του λέγονταν Ρωμαίοι. Η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η λατινική μέχρι και τον 4ο αιώνα, οπότε αρχίζει να υποχωρεί και αργότερα ο Ιουστινιανός αναγκάζεται να αναγνωρίσει την αρχαΐζουσα ελληνική ως γλώσσα της νομοθεσίας. Εξάλλου, το όνομα «Έλλην», μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, ταυτίστηκε νοηματικά με το ειδωλολάτρης και μόλις τον 13ο αιώνα αρχίζει να μη θεωρείται υβριστικό, στα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού του Βυζαντίου. Τον 14ο όμως αιώνα τα πράγματα αλλάζουν. Οι περισσότεροι διανοούμενοι ανακαλύπτουν και μελετούν με πάθος τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Συγχρόνως, σε όλα τα οικονομικά κέντρα, όπου υπάρχει εμπόριο, αρχίζει να σχηματίζεται ελληνική συνείδηση. Εκείνη λοιπόν την εποχή εμφανίζεται ένας φιλόσοφος, ο Γεώργιος Γεμιστός (1360-1450), άντρας πολυταξιδεμένος και μυημένος στην περσική αστρονομία και τον ζωροαστρισμό, ο οποίος παρουσιάζεται ως κεφαλή μιας μεταρρυθμιστικής κινήσεως και ως υπέρμαχος του ελληνικού «εθνικισμού». Βεβαίως οι ιδέες του Πλήθωνος δεν είχαν καμία απήχηση στην αυτοκρατορική Αυλή και τους φεουδάρχες, όμως προκάλεσαν την αντίδραση των μοναχών με πρωτοστατούντα τον Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος έκαψε τα βιβλία του Γεμιστού, ως αθεϊστικά. Αποτελεί πραγματικό εθνικό έπος ο αγώνας των επιστημόνων, αλχημιστών και μη, της εποχής της Τουρκοκρατίας, των Δασκάλων του Γένους, όπως έχουν μείνει στην καλλιεργήσουν την συνείδηση της ελληνικής του ταυτότητος. Έτσι, μαζί με την Φιλοσοφία και την Θεολογία, δίδασκαν στον λαό τη Φυσική, τα Μαθηματικά, τη Χημεία, τη Φυσική Ιστορία και τη Γεωγραφία ακόμα και μη θετικοί επιστήμονες, όπως ο εθνεγέρτης και εθνομάρτυς Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος (1757-1798). Στο τέλος του 15ου αιώνα, ανατέλλει στην Ευρώπη η πνευματική αφύπνιση. Η φοβερή καταπίεση της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας χαλάρωσε και οι αλχημιστές αρχίζουν να δουλεύουν στο φως της ημέρας, ενώ γίνονται πιο προσιτοί στους συγχρόνους τους, περιορίζοντας τον αριθμό των συμβόλων της Θείας και Ιεράς Τέχνης, και χρησιμοποιώντας την καθομιλουμένη αντί για την γλώσσα των κληρικών, την οποία χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε, δηλαδή τα λατινικά. Είναι η εποχή όπου η Αλχημία κατακτά το ευρύ κοινό και τίθενται οι βάσεις της σύγχρονης επιστήμης. Βεβαίως, ο αριθμός των αληθινών μυημένων αλχημιστών παραμένει μικρός, καθώς εξακολουθούν να θεωρούν πως είναι επικίνδυνο να εμπιστεύονται την επιστήμη τους σε μεγάλο αριθμό ατόμων. Από την Αναγέννηση και εντεύθεν, η Αλχημία αντιμετωπίστηκε με κάποια δυσπιστία από τους επιστημονικούς κύκλους. Η εκατονταετία μεταξύ του 1550 και του 1650 σημειώνει το αποκορύφωμα της Αλχημίας στον Δυτικό κόσμο. Είναι η εποχή η οποία γέννησε τον Κέπλερ, τον Γαλιλαίο, τον Χάρβεϋ, τον Ντεκάρτ, τον Μπόυλ και τον μεγάλο Νεύτωνα, αλλά παράλληλα γέννησε και τον Ειρηναίο Φιλαλήθη (έργο του το μάλλον εκλαϊκευτικό Ερμητικό Μουσείο), ο οποίος δίνει μια φοβερή εικόνα της άθλιας μοίρας της οποίας μπορεί να τύχουν οι αλχημιστές. Είναι αμφίβολο αν θα είχε υπάρξει η ευρωπαϊκή Αναγέννηση αλλά και οι θετικές επιστήμες, όπως τις ανέδειξαν άνδρες σαν τον Γαλιλαίο, τον Νεύτωνα και τόσοι άλλοι, αν δεν είχε κυριευθεί η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους και δεν είχαν διασπαρεί τόσοι Έλληνες διανοούμενοι στην Ευρώπη της εποχής εκείνης, μεταφέροντας, αντί άλλων αποσκευών, το ελληνικό πνεύμα, την ελληνική επιστήμη. Ο πολιτικός θάνατος του Βυζαντίου δεν αφάνισε την πνευματική του αίγλη, η οποία κυριολεκτικά μεταλαμπαδεύτηκε από τους Βυζαντινούς λογίους σε όλη την Ευρώπη. Υπήρξε σωρεία ανθρώπων του πνεύματος, οι οποίοι αγωνίσθηκαν να λυτρώσουν με την διδασκαλία και τη διάδοση των επιστημών, το υπόδουλο ελληνικό έθνος, από την άγνοια, την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία, αλλά και την Ευρώπη, από τα ζοφερά σκοτάδια του Μεσαίωνος. Πολλοί από αυτούς ήσαν αλχημιστές. Τέτοιοι πολυσχιδείς λόγιοι ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης (1434-1501), λόγιος και διδάσκαλος των ελληνικών, αλλά και μαθηματικός, αστρονόμος και αλχημιστής, ο ιατρός και φυσικός φιλόσοφος, αλχημιστής Γεώργιος Αμιρούτσης (1402-1475), τα μέλη της οικογένειας Κορέσιο, Μιχαήλ, Ιωάννης και Γεώργιος, ο Θεόφιλος Κορυδαλεύς (1563-1646), γνωστός και ως Θεοδόσιος ο Αθηναίος, που θεωρείται ο σημαντικότερος Έλλην διανοούμενος του 16ου αιώνα. Ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης ήταν υπέρμαχος του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και οραματιστής της δημιουργίας του ελληνικού έθνους. Σύγχρονος των παραπάνω ήταν και ο Λέων Αλλάτιος (1586-1669), ο πολυγραφότερος και πολυμαθέστερος Έλλην σοφός του 16ου αιώνα. Στη χορεία των μυημένων Χριστιανών Ορθοδόξων μοναχών, θα πρέπει να προστεθεί και ο Γεράσιμος Βλάχος (1607-1685). Πολύ γνωστός αλχημιστής στην εποχή του ήταν και ο Κωνσταντίνος Ροδοκανάκης (1635-1685) από τη Χίο. Από τους πλέον διασήμους Έλληνες της τότε διασποράς υπήρξε και ο γεννημένος στην Κέρκυρα Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), πολυμαθέστατος, πολυσχιδής και πολυγραφότατος Έλληνας διανοούμενος του 18ου αιώνα, μύστης του «θαυμασίου έργου. Μαθητές του Βούλγαρη ήταν ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1725-1800), ιερωμένος, πρωτοπόρος λόγιος και παιδαγωγός, ευρύτατης και σύγχρονης, για την εποχή του, μορφώσεως στην Φυσική, τη Χυμευτική και τα Μαθηματικά και ο λόγιος, φυσικομαθηματικός, ιατρός, κληρικός και δάσκαλος του Γένους, Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1801). Άλλος μυημένος από τον Βούλγαρη στο «Μέγα Έργο» ήταν ο Χριστόδουλος Παμπλέκης ο Ακαρνάν (1733-1793). Στην ομάδα των μυημένων δασκάλων του Γένους, που διέπλασε ο Βούλγαρης, ανήκε και ο Ιωάννης Πέζαρος-Δημητριάδης (1749-1806). Είναι ένας από τους πρώτους δασκάλους του Γένους που επεσήμανε ότι δεν μπορεί να υπάρξει σωστή διδασκαλία Φυσικής και Χυμίας, άνευ πειραμάτων. Επηρεασμένος από το έργο του Ευγενίου Βούλγαρη, χωρίς όμως να υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία ότι διετέλεσε μαθητής του, ήταν ο Μιχαήλ Περδικάρης (1766-1828), ο οποίος ασχολήθηκε ενεργά με την Αλχημία. Η χορεία των Ελλήνων αλχημιστών επί Τουρκοκρατίας κλείνει με τον μεγάλο δάσκαλο του Γένους, Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836), από τους τελευταίους των μυστών του «Μεγάλου Έργου», του οποίου οι γνώσεις υπερέβαινον κατά πολύ την εποχή του. Γνώσεις οι οποίες εξεφράσθησαν το 1807 και άρχισαν να γίνονται αντιληπτές στην Φυσικοχημεία μόλις έναν αιώνα αργότερα. Μας το υπενθυμίζει μία φράση του από τον τέταρτο τόμο της Σειράς: «Η ύλη είναι επ’ άπειρον διαιρετή, ήγουν ποτέ δεν δυνάμεθα να φθάσωμεν εις το τέλος της διαιρέσεως», κάτι αδιανόητο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, όταν ο Ράδερφορντ διεπίστωσε ότι τα άτομα της ύλης αποτελούνται από άλλα μικρότερα στοιχεία (ηλεκτρόνια, πρωτόνια κ.ά.) και όταν μέχρι τις ημέρες μας, η διάσπασις και αυτών σε μικρότερα ακόμα σωματίδια, συνεχίζει να επαληθεύεται (εικ. 24). Τον Σεπτέμβριο, στο CERN (Ευρωπαϊκό Oργανισμό Πυρηνικών Ερευνών), στη Γενεύη, συντελέστηκε το μεγαλύτερο πείραμα στην ιστορία της Κοσμολογίας. Απαιτήθησαν 14 χρόνια, με την συνεργασία περίπου 6.000 επιστημόνων, από 80 χώρες του κόσμου και μια δαπάνη 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να κατασκευασθεί ο Μεγάλος Επιταχυντής Πρωτονίων (Large Hadron Collider) ή LHC, ο οποίος προορίζεται να αποκωδικοποιήσει τη φύση του Σύμπαντος. O LHC, τιθέμενος σε λειτουργία, έχει ως αποστολή να ανιχνεύσει την ύπαρξη του υποατομικού στοιχείου μποζονίου ή άλλως «σωματιδίου του Θεού», που κατά την από το 1964 θεωρία του φυσικού Πήτερ Χιγκς του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, διαπερνά ολόκληρο το Σύμπαν και θεωρείται υπεύθυνο για την βαρύτητα και τη δημιουργία της μάζας. Εάν το μποζόνιο του Χιγκς ανιχνευθεί, ενδεχομένως θα λύσει το μυστήριο της δομής και λειτουργίας του Σύμπαντος, διότι αυτό είναι το μοναδικό από τα σωματίδια «καθιερωμένου προτύπου» που διαφεύγει ακόμα από τα όργανα παρατήρησης των φυσικών. Το «καθιερωμένο πρότυπο» υπήρξε ο θρίαμβος της Φυσικής της δεκαετίας του ’70, καθώς προέβλεψε επιτυχώς τα αποτελέσματα των επόμενων πειραμάτων ερεύνης του ενδοατομικού κόσμου και ερμήνευσε ό,τι γνωρίζουμε σήμερα για τα πλέον μικρά, κοινά, δομικά συστατικά της ύλης, επιβεβαιώνοντας την ρήση των αρχαίων Ελλήνων Αλχημιστών περί Μίας Πρώτης, αρχικής, υλικής ουσίας.

Η Αλχημία από το 1829 έως σήμερα Νικόλαος Βασ. Λίτσας (επιστ. επιμέλεια)

Αναπαράσταση του μακρόκοσμου του 17ου αιώνα. A. Cellarius, Harmonia Macrocosmica, 1660. Για χιλιάδες χρόνια, ήταν παραδεκτή από τους αλχημιστές η άποψη ότι όλες οι μορφές της ύλης αποτελούνται από στοιχειώδη μικροσκοπικά σωματίδια, τα άτομα (δηλαδή μη τεμνόμενα) όπως τα ονόμασε ο Έλλην φυσικός φιλόσοφος Δημόκριτος (460-370 π.Χ.). Όμως, μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα, αυτή η ατομική υπόθεση διατυπώθηκε ως επιστημονική θεωρία, αφού προηγουμένως είχαν ανακαλυφθεί καινούργια αέρια, μέταλλα και άλλες χημικές ουσίες, και οι επιστήμονες ήσαν πλέον σε θέση να μελετούν πολλές χημικές αντιδράσεις και να μετρούν με ακρίβεια τα βάρη των ενώσεων, οι οποίες έπαιρναν μέρος σ’ αυτές, Σε αυτό το πλαίσιο ανεπτύχθη η ατομική θεωρία του John Dalton (1766-1844), ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στην εξέλιξη της Χημείας. Η συστηματική «επιστημονική» διερεύνηση των αερίων άρχισε τον 18ο αιώνα, με πρώτο αέριο το διοξείδιο του άνθρακος, το οποίο μελετήθηκε διεξοδικά από τον Σκωτσέζο γιατρό και χυμευτή Joseph Black (1728-1799). Ο Άγγλος κληρικός Joseph Pristley (1733-1804), ανεκάλυψε και το οξυγόνο, χωρίς όμως να αντιληφθεί τις ιδιότητές του. Ο Γερμανός χυμευτής Georg Ernst Stahl (1660-1734) είχε υποστηρίξει ότι κάθε υλικό, το οποίο καίγεται απελευθερώνει μια υποθετική ουσία, το «φλογιστόν, και αυτή του η θεωρία είχε βοηθήσει πολλούς ερευνητές της εποχής του να εμβαθύνουν στην ουσία των αντιδράσεων καύσεως. Είχε έλθει πλέον στο προσκήνιο η αναγνώριση των χαρακτηριστικών του οξυγόνου ως αέριου στοιχείου. Ο Antoine Lavoisier (1743-1794), στον οποίο το οξυγόνο οφείλει την ονομασία του, άρχισε να εξετάζει τις ιδιότητες αυτού του αερίου καθώς και εκείνες του ατμοσφαιρικού αέρα και συνέταξε, το 1789, έναν πρώτο κατάλογο στοιχείων, στον οποίον περιέλαβε –λανθασμένα- την θερμότητα και το φως. Έκτοτε ο αριθμός των στοιχείων μεγάλωσε κατά πολύ, καθώς οι γεωλόγοι ανέλυαν μεταλλεύματα και ανεγνώριζαν καινούργια μέταλλα, ενώ οι χημικοί ανεκάλυψαν και άλλα στοιχεία με την βοήθεια και νέων πειραματικών συσκευών που είχαν επινοηθεί, όπως το φασματοσκόπιο (π.χ. ο Robert Bunsen, 1811-1899 και ο William Crookes, 1832-1919). Ο μεγάλος Ρώσος καθηγητής της Φιλοσοφίας της Χημείας (Dimitri Ivanovic Mendeleev, 1834-1907), γνώστης των αλχημικών διδαχών του μύστου Ευγενίου Βούλγαρη, ανακοίνωσε τον περίφημο περιοδικό νόμο του, το 1869, και δημοσίευσε έναν πίνακα στον οποίο είχε καταχωρίσει τα μέχρι εκείνη τη στιγμή γνωστά στοιχεία, στον οποίο άφησε κενές ορισμένες θέσεις, για τις περιπτώσεις που δεν φαίνονταν να συμβιβάζονται με τον περιοδικό νόμο, προβλέποντας ότι αντιστοιχούν σε χημικά στοιχεία, τα οποία θα ανακαλύπτονταν στο μέλλον, και πράγματι επιβεβαιώθηκε. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1904), ο Νεοζηλανδός φυσικός Ernest Rutherford (1871-1937) ήταν από τους επιστήμονες οι οποίοι κατόρθωσαν να διασπάσουν το άτομο. Ο Γάλλος Ανρί Μπεκερέλ (Henri Becquerel) διεπίστωσε ότι τα άλατα ουρανίου επιδρούν σε φωτογραφικές πλάκες, ακόμη κι όταν είναι τυλιγμένες σε μαύρο χαρτί, οπότε αντελήφθη ότι αυτά εξέπεμπαν άγνωστες, για τότε, διαπεραστικές ακτίνες, ήσαν «ραδιενεργά». Ο Άγγλος φυσικός Ουίλιαμ Κρουκς κατασκεύασε τον, από ύελο, σωληνωτό αγωγό των καθοδικών, λεγομένων, ακτίνων, ο οποίος υπήρξε ο πρόγονος του αγωγού της τηλεοράσεως. Ο J. J. Thompson ανακάλυψε ότι τα δύο από τα κύρια συστατικά του ατόμου είναι τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια και επιβεβαίωσε πειραματικά την ύπαρξη ισοτόπων. Ο Γερμανός φυσικός Wilhelm Conrad Roentgen ανακάλυψε την ακτίνα Χ, η οποία κατά τους επιστήμονες έχει ατομική πηγή. Ο Πιερ και η Μαρί Κιουρί απομόνωσαν και μελέτησαν το στοιχείο ράδιο. Η μεγάλη διάνοια Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein) έδειξε, το 1905, ότι η μάζα μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια και αντιστρόφως, με τον περίφημο μαθηματικό του τύπο: Ε=m·c2. Το 1919, και πάλι ο Ράδερφορντ ανακοίνωσε ότι πέτυχε τη μεταστοιχείωση ενός στοιχείου σε άλλο, διότι είχε μετατρέψει στο εργαστήριό του άζωτο σε οξυγόνο. Το πείραμα ανέτρεψε την επιμονή του επιστημονικού κατεστημένου, ότι η μεταστοιχείωση ήταν αδύνατη, και δικαίωσε την αρχαία αλχημική παράδοση. Η μετουσίωση ενός πράγματος σε ένα άλλο προϋποθέτει αρχικά την καταστροφή του πρώτου αντικειμένου προκειμένου να δημιουργηθεί το άλλο αντικείμενο, π.χ. ένα τεμάχιο αγενές μέταλλο σε χρυσό. Αυτή ήταν μια κοινή πεποίθηση μεταξύ των αλχημιστών, της οποίας η μακραίωνη ύπαρξη συντηρήθηκε από τη λογική, που υπάρχει πίσω από όλες τις αρχαίες τελετές γονιμότητας, όπου μόνον ο θάνατος, και συνήθως και ο διαμελισμός του θύματος, η θυσία ενός ανθρώπινου όντος ή ζώου μπορούσε να εξασφαλίσει την πλούσια σοδειά του επόμενου χρόνου. Από τον θάνατο προβάλλει η ζωή, ή όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, τον προσφιλή στους αλχημιστές στίχο: «αμήν, αμήν, λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνει, πολύν καρπόν φέρει…» (Ιωάνν. ΙΒ, 24). Ο κάθε επίδοξος αλχημιστής άρχισε να σκέπτεται μήπως μια παρόμοια απλή αριθμητική σχέση μπορούσε να οδηγήσει στην μετατροπή του μολύβδου Pb82 ή του υδραργύρου Hg80 σε χρυσό Αu79. Ένας εξ αυτών που ενθαρρύνθηκαν από το πείραμα του Ράδερφορντ ήταν και ο, νεαρός τότε, χημικός βιομηχανίας του Μονάχου Franz Tausend, ο οποίος μπόρεσε να κατασκευάσει χρυσό, δημόσια. Το 1932 ο Άγγλος μαθητής του Ράδερφορντ James Chadwick ανεγνώρισε τα νετρόνια. Τον ίδιο χρόνο, ο Αμερικανός Harold Urey ανακάλυψε το «βαρύ υδρογόνο», ή δευτέριο. Το 1938, οι ΓερμανοίOtto Hahn και Fritz Strassmann κατάφεραν να διασπάσουν τον πυρήνα του ουρανίου βομβαρδίζοντάς τον με νετρόνια, επιτυγχάνοντας έτσι την πρώτη ατομική σχάση. Το 1942, ο Ιταλός Ενρίκο Φέρμι (Enrico Fermi), στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου στις Ηνωμένες Πολιτείες, πέτυχε να πραγματοποιήσει μια ελεγχόμενη «αλυσιδωτή αντίδραση» πυρηνικών σχάσεων, στον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα του κόσμου. Οι εξελίξεις αυτές θα έπρεπε να σημάνουν τον θάνατο της Αλχημίας, πράγμα το οποίο όμως δεν επετεύχθη παρ’ όλες τις άοκνες, αν όχι και φιλότιμες, προσπάθειες του 98% του εκάστοτε επιστημονικού κατεστημένου. Ωστόσο, τα αποτελέσματα του ατομισμού στην Αλχημία έγιναν φανερά, πολύ αργότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς και με έμμεσο τρόπο, αλλά αρκετά δραματικά στο τέλος. Η ατομική φιλοσοφία αντικατέστησε την οργανική θεωρία και τη θεωρία των ιδιοτήτων που πρέσβευαν οι αλχημιστές, με ένα μηχανικό πρότυπο αλλαγής, το οποίο ενεθάρρυνε τα ποσοτικά πειράματα που οδήγησαν στην παρακμή της Αλχημίας. Από πολλές απόψεις, φαίνεται πως σήμερα βρισκόμαστε ακριβώς στο σημείο που ο τελευταίος αλχημιστής της Δύσεως εγκατέλειψε την αναζήτηση της αιώνιας ζωής και του φιλοσοφικού χρυσού και στράφηκε προς εξεύρεση ενός κανονικού επαγγέλματος. Όμως, ο Έλλην αλχημιστής διατηρεί ακόμα την ελπίδα για μια περαιτέρω πρόσβαση στην κατανόηση του γύρω μας κόσμου ορατού και αοράτου. Αυτού του κόσμου ο οποίος ουδέποτε απεμπόλησε τα μυστικά του, αλλά κοιμάται μακάρια τη νύχτα και ξυπνάει αναζωογονημένος το πρωί, που είναι όλα και στον οποίον όλα είναι ένα. Μπορεί ο Έλλην αλχημιστής, εάν το επιδιώξει, να χειροτονηθεί ιερεύς της ορθοδόξου εκκλησίας της Ελλάδος και τότε, σίγουρα θα εκπληρώνει τα οράματά του, τουλάχιστον κάθε Κυριακή πρωί, όπως μας υποδεικνύει η Σταύρωσις του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού και όπως την επικυρώνει ο Συναξαριστής. Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να κατανοήσουμε όλες τις τελετουργίες –που από πρώτη όψη φαίνονταν ανεξήγητες– οι οποίες επικαλούνται τη θυσία ενός βασιλέως. Σε αυτό το σημείο, ας θυμηθούμε την περίπτωση του Κόδρου, του βασιλιά της Αθήνας που, μόνος του, το 1063 π.Χ. αποφάσισε να θυσιαστεί γιατί, σύμφωνα με τον δελφικό χρησμό, μόνο αν πέθαινε ο ίδιος θα σωζόταν η πόλη από τους εχθρούς της. Όμως και 1.000 έτη αργότερα, ένας άλλος Βασιλεύς θυσιάζεται και κάνει το ίδιο, επειδή γνωρίζει ότι έτσι πρέπει να γίνει. Είναι αυτός τον οποίον ο Ευαγγελιστής χαρακτηρίζει ως «ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου» (Κατά Ιωάννην, α’ 29). Είναι ο «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων», κατά τη ρωμαϊκή γραφή που αιτιολογούσε τον σταυρικό του θάνατο. Η παρωδία της δίκης του υποδεικνύει ακριβώς με πόση επιμέλεια το ιουδαϊκό ιερατείο θεμελίωσε μια νέα θρησκεία, η οποία θα χρησίμευε στο διπλό ρόλο της στήριξης της ρωμαϊκής εξουσίας του Σενέκα και των πέριξ αυτού Ρωμαίων αριστοκρατών, αφ’ ενός, και την καταρράκωση του ελληνικού πνεύματος αφ’ ετέρου. O εβραϊκός όχλος κλήθηκε να αποφασίσει τον σταυρικό θάνατο ενός εκ των δύο ανδρών. Του Ιησού ή του Βαραββά. Όμως, όποιον και να διάλεγε, το αποτέλεσμα της θυσίας θα ήταν το ίδιο. Oύτως ή άλλως, το θύμα τους ήταν ένας από αυτούς, αλλά διαφορετικός από αυτούς. Oι Εβραίοι αποκαλούνται και αναγνωρίζονται ως γιοι των μητέρων τους, γι’ αυτό και ο Ιησούς μας είναι γνωστός ως γιος της Μαρίας. Όμως ο ίδιος πάντοτε διακήρυττε ότι ήταν γιος του Πατέρα του (Κατά Ιωάννην, ζ’ 39, ιδ’ 2, ιδ’ 10-13), χαρακτηριστικό ανέκαθεν των Ελλήνων, οι οποίοι αποκαλούνται και αναγνωρίζονται ως γιοι των πατέρων τους. Όμως το πιθανότατα πλαστό όνομα του ληστού του Ευαγγελίου, Βαραββάς, σημαίνει ακριβώς «γιος του πατέρα», από το βαρ=γιος και αββάς=πατήρ. Oύτως ή άλλως δηλαδή, ο λαός θα παρέδιδε στον σταυρικό θάνατο έναν «γιο του πατέρα του». Και έτσι, με μία βία δικονομικού χαρακτήρα, η θυσία ενός «γιου του πατέρα του» έδωσε το έναυσμα για τη γέννηση μιας νέας θρησκείας. Μιας θρησκείας ωμηστών πάλι, σαν τις άλλες, αλλά σε αιθερικό επίπεδο, όπως προδίδουν πολλές ιστορίες μέσα από τα ιερά της κείμενα.

Το ρόδο του Παράκελσου Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Το χρυσό τριαντάφυλλο της Αβινιόν. 14ος αι. Musee National du Moyen-Age. Απόσπασμα από το «Ρόδο του Παράκελσου» του Χ.Λ. Μπόρχες (Άπαντα πεζά, μτφρ.-επιμ.-σχόλια Α. Κυριακίδης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2005)

Άλλα θέματα: Παράκτιος έλεγχος και προστασία της Λευκάδας κατά το διάστημα 1800-1807 Μαρία Λαμπρινού

Το οχυρό Κωνσταντίνου όπως τροποποιήθηκε από τον Ρώσο στρατηγό Statter, το 1807. Η κατάκτηση της Λευκάδας αποτέλεσε τον απώτερο στόχο της επεκτατικής πολιτικής του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, λόγω της σημαντικής θέσης που κατέχει το νησί ως «προκεχωρημένη θέση» της Ηπείρου στο Ιόνιο Πέλαγος. Η κατασκευή των δύο νέων φρουρίων Τεκέ και Αγίου Γεωργίου σε λόφους στην ακτή της Ακαρνανίας προς τη Λευκάδα και η παραμονή ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων σε αυτά από το 1800 μέχρι το 1807 αποδεικνύουν την επιμονή του αλλά και τη δυσκολία που αντιμετώπιζε ο πασάς για την κατάκτηση του νησιού.

Τροία – Γεωμορφολογικές μεταβολές του Τρωικού πεδίου και η θεωρία του Παναγιώτης Μάλφας

Η χερσόνησος της Τρωάδας σύμφωνα με την περιγραφή του γεωγράφου Στράβωνα (Μάλφας 1998). Στο άρθρο αυτό, ο Παναγιώτης Μάλφας εκθέτει την ερμηνεία των στοιχείων που απέδωσαν οι γεωλογικές έρευνες στην πεδιάδα της Τροίας και σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο έχουν αξιοποιηθεί τα ευρήματα από τους επικεφαλής των ερευνών αυτών. Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας τεκμηριώνει με βάση τα γεωλογικά στοιχεία την ύπαρξη του Τρωικού ή Σκαμάνδριου πεδίου της Ιλιάδας κατά τους προϊστορικούς χρόνους και διαψεύδει την, κατά την άποψή του, αποπροσανατολιστική για την έρευνα της Τροίας θεωρία του «Τρωικού κόλπου».

Μουσείο: Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου Νικόλαος Ζούρος

Η αίθουσα απολιθωμένου δάσους: υποθαλάσσια ευρήματα. Στο Σίγρι της Λέσβου βρίσκεται ένα από τα μοναδικότερα μνημεία της φύσης σε παγκόσμια κλίμακα, το Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου. Δημιουργήθηκε πριν από 20 περίπου εκατομμύρια χρόνια, την περίοδο του Κάτω Μειοκαίνου, όταν ηφαιστειακά υλικά κάλυψαν και απολίθωσαν το ζωντανό δάσος που κάλυπτε τότε τη δυτική Λέσβο. ΤοΑπολιθωμένο Δάσος Λέσβου ανακηρύχθηκε Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης (ΠΔ 433/1985), με προστατευόμενη περιοχή έκτασης 150.000 στρεμμάτων. Χάρη στην ίδρυση το 1994 του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, μεγάλο μέρος του σπάνιου αυτού φυσικού μνημείου είναι σήμερα επισκέψιμο. Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου ιδρύθηκε το 1994, αποτελεί κοινωφελές νομικό πρόσωπο εποπτευόμενο από το Υπουργείο Πολιτισμού και έχει ως σκοπό τη μελέτη, την έρευνα, την ανάδειξη, την έκθεση, τη συντήρηση, τη φύλαξη και κάθε πρόσφορη αξιοποίηση του Απολιθωμένου Δάσους της Λέσβου, που αποτελεί Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης με ιδιαίτερα μεγάλη περιβαλλοντική, γεωλογική και παλαιοντολογική αξία. Ωράριο λειτουργίας Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου - Σίγρι Θερινή περίοδος (1/7-30/9) Δε-Πε 8:30-20:00. Πα 8:30-22:00. Σα-Κυ 8:30-20:00 Χειμερινή περίοδος (1/10-30/6) Τρ-Πα 8:30-16:30. Σα-Κυ 9:00-17:00 Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου - Σίγρι Θερινή περίοδος (1/7-30/9) Δε-Κυ 8:30-18:00 Χειμερινή περίοδος (1/10-30/6) Δε-Κυ 8:30-16:30

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Εκδρομή στον Πόρο Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η Κοιμωμένη -το βουνό έχει το σχήμα ξαπλωμένης γυναίκας- όπως φαίνεται από το λιμάνι του Πόρου ένα φθινοπωρινό δειλινό. Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν κάθε τόσο μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Σε αυτό το τεύχος, ταξιδεύουμε στον Πόρο, που είναι γνωστός από τις σχολικές εκδρομές και από ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου. Ωστόσο, τα αληθινά αξιοθέατα του νησιού δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό, όπως το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, η Μητρόπολη Αγ. Κωνσταντίνου, ο Ναός του Ποσειδώνα, ή η πρωτοελλαδική πόλη στον Κάβο Βασίλη και τα μυκηναϊκά λείψανα στο Μόδι.

Δικτυακοί τόποι: Αρχαιολογία online, ο νέος ιστότοπος του περιοδικού Αρχαιολογία και Τέχνες Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Αρχαιολογία online, οθόνη Τεύχη Ο νέος ιστότοπος του περιοδικού, Αρχαιολογία online, λειτουργεί από τις 18 Απριλίου 2008 στις διευθύνσεις www.arxaiologia.gr και www.archaiologia.gr. Αφορμή για τη ριζική ανανέωση του προηγούμενου δικτυακού τόπου του περιοδικού υπήρξε η πρακτική ανάγκη για ένα σύστημα διαχείρισης και δημοσίευσης του περιεχομένου που θα το χειριζόταν η ομάδα έκδοσης του περιοδικού, εξασφαλίζοντας την τακτική ενημέρωση των ιστοσελίδων. Ωστόσο, στο έργο αυτό προστέθηκαν γρήγορα και άλλες διαστάσεις, που μαρτυρούν τη διάθεση ανανέωσης αλλά και τη διαρκή αναζήτηση νέων τρόπων επικοινωνίας του περιοδικού με το κοινό του - τους ειδικούς και το πλατύ κοινό. Ο νέος ιστότοπος Αρχαιολογία online προσφέρει συστηματική και πληρέστερη κάλυψη της αρχαιολογικής επικαιρότητας, χωρίς τους περιορισμούς της έκτασης ή της συχνότητας έκδοσης του εντύπου, επιπλέον περιεχόμενο σε σχέση με το έντυπο χάρη στη συστηματική αποδελτίωση των πηγών πληροφόρησης στο διαδίκτυο –που μέχρι πρόσφατα γινόταν μόνο για το ενημερωτικό φυλλάδιο– αλλά και σε νέες συνεργασίες. Και τέλος, υποστηρίζοντας τις πρωτοβουλίες για την ελεύθερη πρόσβαση, διαθέτει το ψηφιακό αρχείο τευχών του περιοδικού δωρεάν στο διαδίκτυο!

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Το χρυσό στεφάνι που βρέθηκε στο ιερό της Εύκλειας στη Βεργίνα.

Ειδήσεις: Νέες ανακαλύψεις στη Βεργίνα, Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων αποκαλύπτει τα μυστικά του, Αρχαιότητες στο Ηράκλειο, Έργα αναστήλωσης στον πύργο του Δρακάνου, Διαμάχη για τα ευρήματα του μετρό στη Θεσσαλονίκη, Καταστρέφουν τα αρχαία μνημεία της Βεργίνας, 17ο International Bronze Congress Εκθέσεις: Νόστοι – Ανακτημένα αριστουργήματα, έκθεση για τον Διωγμό της Φώκαιας, Ο «Μέγας Αλέξανδρος» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Το Βυζάντιο στο Λονδίνο, Αδριανός Συνέδρια: Δ´ Συνέδριο Αλμυριωτικών Σπουδών, Οι καλλιτέχνες και η Ελλάδα από το 1800 έως σήμερα Διαλέξεις: Μουσειακές σπουδές Βιβλία: Ιωάννης Κ. Τσιουρής, Οι τοιχογραφίες της Μονής Αγίας Τριάδος Δρακότρυπας (1758) και η μνημειακή ζωγραφική του 18ου αιώνα στην περιοχή των ΑγράφωνΜαριάννα Κορομηλά, Η Μαρία των Μογγόλων, περιοδική έκδοση Histoire Antique 38 (2008), κ.ά.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: - Ο δίσκος της Φαιστού σε επικαιρότητα - Συνέδριο για μελέτες αρχαιολογικού υλικού με σύγχροτρον - IAEA: Συνάντηση εργασίας για τις νέες τεχνικές διάγνωσης αυθεντικότητας - Νέες εκδόσεις: Aegean Metallurgy in the Bronze Age

Τεύχος 12, Αύγουστος 1984 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Η κοινωνική λειτουργία του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα Γ.Μ. Σηφάκης

Το αρχαίο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία και τέχνη αποτελούν συμβατικά συστήματα αναπαράστασης της πραγματικότητας. Ως τέτοια, μεταβλήθηκαν παρακολουθώντας την ανάπτυξη της γνώσης και την εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων. Το πέρασμα από αρχές μυθολογικές σε κατασκευές πιο λογικές, από τα ολιγαρχικά πολιτεύματα στη δημοκρατία, στην τέχνη και στη λογοτεχνία εκφράζεται με το πέρασμα από τις αυστηρές συμβάσεις του έπους ή της γεωμετρικής τέχνης στο ρεαλισμό ενός ερυθρόμορφου αγγείου, ενός αγάλματος, ενός Μένανδρου. Όμηρος και Μένανδρος υποτάσσουν την προσωπική εμπειρία στη συλλογική πίστη που μεταξύ τους συνυπάρχουν σε αρμονική σχέση. Τα διάφορα στάδια της εξέλιξης όμως προκαλούνται από τη διατάραξη αυτής της ισορροπίας. Στα δύο άκρα της κίνησης από το μυθολογικότερο στο εμπειρικότερο, βρίσκεται τόσο η κλασική τέχνη του 5ου αιώνα όσο και η θεμελίωση της δημοκρατίας από τον Κλεισθένη. Όπως η δημοκρατία προϋποθέτει ένωση και συνεργασία κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, έτσι και το δράμα συνδυάζει το λόγο, την κίνηση, τη μουσική, την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική για να απευθυνθεί στο σύνολο των πολιτών. Παράλληλα, ο δημόσιος χώρος του θεάτρου συχνά φιλοξενεί και την εκκλησία του δήμου. Ωστόσο, ο ουσιαστικότερος συσχετισμός ανάμεσα στη δημοκρατία και στο δράμα είναι άλλος: στην εκκλησία διαβουλεύονταν για το παρόν και το μέλλον της πόλης, στο θέατρο η τραγωδία αναπαρίστανε το παρελθόν δίνοντάς του κάθε φορά μια νέα εκδοχή και ερμηνεία.

Στις απαρχές της θεατρικής τέχνης Γιούλη Βελισσαροπούλου

Κρατήρας του Προνόμου (αρχές 4ου αι. π.Χ.), με κεντρικά πρόσωπα τον Διόνυσο και την Αριάδνη, Εθνικό Μουσείο Νεαπόλεως. Η φυσική ροπή του ανθρώπου προς το παιχνίδι εκδηλώνεται στη δραστηριοποίηση του μιμητικού ενστίκτου, λένε ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ενώ ο Kant και ο Schiller θεωρούν ότι η τέχνη είναι ένα «σοβαρό παιχνίδι», άρα αποδεσμεύεται από τη μίμηση. Η πρώτη εξελιγμένη μορφή αυτού του παιχνιδιού υπήρξε ο χορός και το πανηγύρι. Στις απώτερες καταβολές του, το ελληνικό δράμα ανάγεται στο διθύραμβο. Λέγεται ότι ο κιθαρωδός Αρίων ο Μηθυμναίος δημιούργησε το διθύραμβο με τον εμμανή χαρακτήρα των διονυσιακών τραγουδιών που γρήγορα ενσωμάτωσαν και επικά στοιχεία γύρω από τον Διόνυσο. Με την τελειότητα του διθυράμβου συμπίπτει η εμφάνιση της αττικής τραγωδίας. Ο εξάρχων του διθυράμβου γίνεται ο υποκριτήςτου δράματος, η επική αφαίρεση παραχωρεί τη θέση της στον σκηνικό ρεαλισμό.

Τα οικονομικά του αρχαίου αθηναϊκού δράματος William J. Baumol

Συνωστισμένοι θεατές πάνω σε ξύλινα καθίσματα (ίκρια), όπως παριστάνονται σε αγγείο του Σοφίλου. Η συζήτηση γύρω από την πιθανότητα ευημερίας του σύγχρονου θεάτρου σε μικρές κοινότητες αντί σε μεγαλουπόλεις επικαλείται το παράδειγμα της αρχαίας Αθήνας. Ο συγγραφέας εδράζει τη διαφωνία του σε μια επισκόπηση των οικονομικών του αρχαίου αθηναϊκού θεάτρου. Το αθηναϊκό θέατρο του Διονύσου είχε χωρητικότητα 15-20.000 ατόμων, μέγεθος που εξηγείται και από το γεγονός ότι παραστάσεις ανέβαιναν μόνο στη διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων και στα Λήναια. Από τις επτά ημέρες που κρατούσαν τα Μεγάλα Διονύσια οι τέσσερις ήταν αφιερωμένες στο δράμα. Παρά τους θεατρικούς μαραθώνιους το θέατρο κρατούσε το κοινό του χάρη στο θρησκευτικό χαρακτήρα των παραστάσεων. Ο αριθμός των συμμετεχόντων θα πρέπει να έφτανε τους χίλιους αφού οι διθύραμβοι και μόνο απαιτούσαν 500 εκτελεστές. Στη χρηματοδότηση των εορτών συνεισέφεραν οι μισθωτές του θεάτρου που εισέπρατταν τα εισιτήρια με αντάλλαγμα να πληρώνουν ένα ποσόν στο δημόσιο ταμείο και να φροντίζουν την καλή διατήρηση του θεάτρου. Η πόλη κάλυπτε τους μισθούς των ηθοποιών, τις ενδυμασίες τους, τις αμοιβές και τα βραβεία των ποιητών και επιχορηγούσε τα εισιτήρια όσων δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Οι χορηγοί διορίζονταν εκ περιτροπής ανάμεσα στους πλουσιότερους πολίτες. Αυτοί πλήρωναν για την εξάσκηση και τα κοστούμια του χορού, για τους μισθούς των τραγουδιστών και του εκπαιδευτή τους, ίσως και για τον αυλητή, ενώ αναλάμβαναν όλα τα ειδικά σκηνικά. Παρά το σχετικά χαμηλό κόστος της παράστασης, μεγάλη ήταν η αφαίμαξη για το δημόσιο ταμείο αφού τα έξοδα για τις γιορτές ξεπερνούσαν το 5% των συνολικών ετήσιων δαπανών της πόλης.

Προσωπεία Άννα Λαμπράκη

Θεατρικές μάσκες σε ψηφιδωτό της Πομπηίας. Ρώμη, Capitoline Museum, BRA2#2954. Το προσωπείο, το σημαντικότερο εξάρτημα της σκηνικής αμφίεσης, έχει τις ρίζες του στις διονυσιακές γιορτές, τότε που έβαφαν τα πρόσωπά τους με το σκουρόχρωμο κατακάθι του νέου κρασιού και στόλιζαν τα κεφάλια με φυλλωσιές και κλαδιά. Σύμφωνα με την παράδοση, την πρώτη μάσκα με ανθρώπινα χαρακτηριστικά φτιάχνει ο Θέσπις, την τελειοποιεί ο Χοίριλος, ενώ ο Φρύνιχος εισάγει το γυναικείο πρόσωπο. Ο διαχωρισμός των φύλων βέβαια γινόταν από πολύ παλαιότερα, βάφοντας το δέρμα ώστε να είναι άσπρο για τις γυναίκες και «ηλιοκαμένο» για τους άντρες. Τα προσωπεία κατασκευάζονταν με υφασμάτινα κουρέλια και γύψο, με επιζωγραφισμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου και είχαν σχήμα κράνους γιατί σκέπαζαν πρόσωπο και κεφάλι. Στις τραγικές μάσκες έδιναν όγκο για να έχει ο ηθοποιός πιο επιβλητική εμφάνιση. Στις μάσκες της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής ο νατουραλισμός προσδίδει έντονο ατομικό χαρακτήρα. Στο Ονομαστικόν του, ο Πολυδεύκης μάς πληροφορεί ότι υπήρχαν 76 τύποι προσωπείων για αντίστοιχους χαρακτήρες: 28 για την τραγωδία, 4 για το σατυρικό δράμα και 44 για την κωμωδία. Ενώ οι μάσκες της αρχαίας τραγωδίας διακρίνονταν σε τρεις ομάδες, τα πλαστά πρόσωπα, τα πορτραίτα, οι φανταστικοί δημιουργοί, στα προσωπεία της Νέας Κωμωδίας (γεν. 350 π.Χ.) δίνεται μεγάλη έμφαση στην έκφραση σύμφωνα με τις επιταγές μιας εποχής που εξαίρει τον ατομικισμό και την προσωπικότητα.

Περιοδικές και δομικές συνάφειες στην ιστορία των θεατρικών χώρων Πέτρος Μαρτινίδης

Το σκηνικά υπερφροντισμένο ρωμαϊκό θέατρο. Στην ιστορία του θεάτρου διακρίνονται τέσσερις τύποι ή φάσεις που επαναλαμβάνονται κυκλικά δύο φορές σε μια εξελικτική, σπειροειδή πορεία: ο Τελετουργικός Συμβολισμός, ο Ρεαλισμός, ο Νατουραλισμός και ο Αισθητικός Συμβολισμός. Στον Τελετουργικό Συμβολισμό (Α)ανήκει η πρωτοϊστορία του θεάτρου ως την ελληνική κλασική αρχαιότητα. Η θεατρικότητα εδώ δημιουργείται από την πομπή, την κίνηση που εικονοποιεί ιερές αφηγήσεις, τελετουργικές μιμήσεις ή συμβολισμούς. Ο Ρεαλισμός (Α) απηχεί την πραγματικότητα της αθηναϊκής κοινωνίας όπου μετράει η «πράξις» εκείνου που επηρεάζει τους ανθρώπους χειριζόμενος τον «λόγον». Σε σύγκριση με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, ο όρος «ρεαλισμός» ταιριάζει ακόμη καλύτερα στο παραστατικό θέατρο του Ευριπίδη. Ο Νατουραλισμός (Α)αναπτύσσεται στο πλαίσιο της ρωμαϊκής κοινωνίας. Στο θεματολόγιο επικρατούν τα ατομικά συναισθήματα, η μπερδεμένη πλοκή, η ζωή στην πόλη. Το θέατρο αποκτά σκηνογραφία ογκώδη και κατάφορτη, εισδύει στον οικισμό, αποβάλλει την επετειακή του χρήση. Οι οριακά «θεατρικές» μορφές (ιπποδρομίες, συγκρούσεις μονομάχων κ.ά.) φτάνουν στο υπέρτατο όριο της πειστικής μίμησης και του Νατουραλισμού: το αίμα ρέει, οι νεκροί είναι αληθινοί. Ο Αισθητικός Συμβολισμός (Α), σε συνδυασμό με την «εξιδανίκευση» που τον χαρακτηρίζει, φτάνει ως περίπου τον 14ο αιώνα. Περιλαμβάνει το έργο των μιμογράφων, μιμήσεις χριστιανικών μυστηρίων, σχοινοβασίες και παρελάσεις ζώων επί σκηνής, τα θανάσιμα «τουρνουά» των ιπποτών της Δύσης, τις μιμικές αφηγήσεις των τροβαδούρων και των μενεστρέλων. Στους θεατρικούς χώρους, με εξαίρεση τις παραλλαγμένες επιβιώσεις ρωμαϊκών θεάτρων, επικρατέστερες είναι προς το τέλος της περιόδου οι ελεύθερα παραταγμένες και συχνά πολυεπίπεδες σκηνές με το κοινό να στέκει, να περνά μπροστά τους ή να τις τριγυρίζει. Στον Τελετουργικό Συμβολισμό (Β), η Εκκλησία, ύστερα από μια φανατισμένη πολεμική από τον 5ο ως τον 10 αιώνα, ενσωματώνει το θέατρο με σκηνές από τη Ζωή και τα Πάθη του Χριστού, αλλά και θέματα πιο αφηρημένα όπως η ενσάρκωση στη μετάληψη. Η γραμμική κίνηση στις πομπές, η «μέθεξη» ως προς τα δρώμενα που μεταφέρουν ένα υπερβατικό «αλλού» στο «εδώ» θυμίζουν τον Τελετουργικό Συμβολισμό (Α). Ρεαλισμός (Β): μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα απαγορεύτηκε η παρουσίαση θρησκευτικών έργων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το δράμα στρέφεται σε παραστάσεις στηριγμένες σε κλασικά πρότυπα που δίνουν την ευκαιρία για διαλογισμούς πάνω στο παρόν, η πρωτοκαθεδρία και η έξαρση του λόγου επανέρχεται. Το όνομα του Σαίξπηρ κυριαρχεί ανάμεσα στους Τίρσο ντι Μολίνα, Λόπε ντε Βέγκα, Μπεν Τζόνσον, Κορνέιγ, Ρακίνα, Μολιέρο κ.ά. Προς το τέλος του 17ου αιώνα, στον Νατουραλισμό (Β), τα θέματα χάνουν την καθολικότητά τους και, αντίστοιχα, το σχήμα του θεατρικού κτιρίου «στενεύει» και εστιάζεται πάνω σε μια σκηνή-κουτί για αληθοφανείς ανακατασκευές της καθημερινότητας. Τα θέατρα πληθαίνουν, το κοινό εκτιμά τον εύκολο εντυπωσιασμό και η κυρίαρχη τάξη βρίσκει στο θέατρο πεδίο εφαρμογής της θεωρίας της περί αντικειμενικότητας. Ο Αισθητικός Συμβολισμός (Β), από τα τέλη του 19ου αιώνα, δείχνει να ισχύει λίγο ως πολύ τόσο για τις νεότερες τάσεις του θεάτρου στον όψιμο καπιταλισμό, όσο και για τα μαζικά θεάματα που έγιναν τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Οι εσωτερικές αντιθέσεις της αστικής κοινωνίας την σπρώχνουν να υιοθετήσει νέες μορφές θεάτρου. Πιραντέλο και Μπέκετ, Γκροτόβσκι, Βιλάρ και Μπρουκ, τα μανιφέστα του Ρομαίν Ρολάν και του Αντουάν, οι δοκιμές του Φερμέν Ζεμιέ και του Ράινχαρτ: ακόμη και με τις πιο «πειραματικές» της εκδηλώσεις, η φάση αυτή εντάσσεται στην αστική κοινωνία και τις εντάσεις της.

Αρχαία και σύγχρονα θέατρα στην Αρκαδία Νίκος Γρηγοράκης

Γύψινο προσωπείο από την πρόσοψη του Μαλλιαροπούλειου θεάτρου της Τρίπολης.

Ο συγγραφέας περιγράφει τα αρκαδικά θέατρα που κατέγραψε και φωτογράφισε το 1978. Τα δύο πρώτα ανήκουν στις δύο σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας, την Τεγέα και τη Μαντίνεια, είναι μεσαίας-μικρής χωρητικότητας και έχουν κατασκευαστεί στο κέντρο της πόλης με επιχωμάτωση. Φαίνεται έτσι πως δεν χρησίμευαν μόνο για παραστάσεις αλλά προεξέτειναν κάπως και την «αγορά». Τα θέατρα του Ορχομενού και του Αίπιου, κι αυτά μεσαία-μικρά σε μέγεθος, είναι χτισμένα πάνω σε ακροπόλεις και αξιοποιούν την πλαγιά λόφου ή υψώματος. Τέλος, το θέατρο της Μεγαλόπολης είναι το μεγαλύτερο της Ελλάδας. Τα θέατρα της Μεγαλόπολης και της Μαντίνειας φιλοξένησαν και πάλι παραστάσεις με τις φροντίδες του πολιτιστικού συλλόγου «Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης».
Το 1910 εγκαινιάστηκε το θέατρο της Τρίπολης, που κτίστηκε με δαπάνες του γιατρού Γιάννη Μαλλιαρόπουλου και σε σχέδια του Αναστάσιου Μεταξά. Ο ρυθμός του είναι ο εκλεκτικισμός και το εσωτερικό του ντύθηκε και διακοσμήθηκε με τα καλύτερα ευρωπαϊκά  υλικά. Ο γύψινος διάκοσμος της «μπούκας» της σκηνής είναι ανάλογος με εκείνον του θεάτρου στο Νέο Φάληρο που δεν σώζεται. Το Μαλλιαροπούλειο, αφού αφέθηκε να καταρρεύσει, αγωνίζεται τώρα να κρατηθεί στη ζωή.

Το θέατρο της Επιδαύρου: οι ανασκαφές του 1881 Επαμεινώνδας Βρανόπουλος

Το θέατρο της Επιδαύρου. Ο συγγραφέας ακολουθεί τα ανασκαφικά βήματα του Παναγή Καββαδία που έφτασε στην Επίδαυρο τον Μάρτιο του 1881. Το σχήμα του κοίλου ήταν καταφανές, αλλά ο χώρος του θεάτρου είχε μετατραπεί σε πυκνό δάσος. Μετά την κοπή των δέντρων αποκαλύφθηκε μια κατωφέρεια με χώματα πάχους 1,50 μ. περίπου. Το θέατρο έσωσαν τα χώματα που κατολίσθησαν από το Κυνάρτειο όρος και η βλάστηση. Το πιο καλοδιατηρημένο κλασικό θέατρο έχει χτιστεί σε μια μεγάλη χαράδρα που με επιχωμάτωση πήρε το σχήμα του κοίλου. Διαλέχτηκε εκείνο το σημείο της χαράδρας από το οποίο οι θεατές έβλεπαν όλη την πεδιάδα του ιερού και τα βουνά που την πλαισιώνουν.

Το πρώτο θέατρο της πρωτεύουσας Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το πρώτο θέατρο της Αθήνας. Σχέδιο Ματ. Ντάντολο, 12.7.1836. Το πρώτο θέατρο της Αθήνας ήταν μια παράγκα σαλτιμπάγκων στην οδό Αιόλου που χωρούσε γύρω στους χίλιους θεατές αμφιθεατρικά καθισμένους. Πλάι στη μισοφωτισμένη του είσοδο ο τελάλης διαλαλούσε τις παραστάσεις. Το θέατρο έμεινε χωρίς στέγη όταν ο αέρας πήρε το τεντόπανο που το σκέπαζε. Μέσα σε πέντε μήνες αφανίστηκε από τις κακοκαιρίες πριν ο επιχειρηματίας Αθ. Σκοντζόπουλος ξεπληρώσει την ξυλεία. Λέγεται ότι τα εγκαίνια (Μάιος 1836) έγιναν με ιταλικό έργο, μεταφρασμένο από τον Ρήγα. Περισσότερες πληροφορίες δίνει το άρθρο του Μάριου Πλωρίτη στο «Βήμα της Κυριακής», 22 Απριλίου 1984.

Το βυζαντινό θέατρο Δημήτρης Ναλπάντης

Θεατρίνα που κρατά τρεις μάσκες και λύρα. Ελεφαντοστό από τα Τρέβιρα, αρχές 6ου αι., Βερολίνο.

Το κοσμικό θέατρο στο Βυζάντιο αναφέρεται στη μιμική τέχνη και τον ερμηνευτή της, τον μίμο. Μίμος αρχικά σήμαινε το θεατρικό κείμενο, ένα διάλογο από τη μυθολογία ή την καθημερινή ζωή. Αγαπημένο θέμα σάτιρας των μίμων στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ήταν τα μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας. Το μιμοθέατρο αξιοποιούσε συγκεκριμένους τύπους (ο φαλακρός γέρος, ο θηλυπρεπής νέος, η φανταχτερή γυναίκα), δεν χρησιμοποιούσε μάσκες και συνδύαζε τον θεατρικό διάλογο με μουσική, χορό και τολμηρά τραγούδια. Η σχέση βυζαντινού μίμου και Commedia dell’ arte όμως δεν έχει αποδειχτεί. Κοινωνικά ο μίμος και η μιμάδα ήταν άτομα ανυπόληπτα, εξού και τα πορνεία ονομάζονταν και μιμαρεία. Προς το τέλος του 4ου αιώνα, ο Μ. Θεοδόσιος ανέκοψε την άνθηση του μιμοθέατρου, ενώ πύρινα ήταν και τα κηρύγματα του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Σοβαρότατο πλήγμα δέχτηκε η μιμική τέχνη το 691, όταν η εν Τρούλλω ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος απαγόρευσε ρητά τις θεατρικές και τις χορευτικές παραστάσεις. Οι μίμοι συνέχισαν να παίζουν σε γιορτές και σε παραστατικά έθιμα ενώ, τον 9ο αιώνα, σκαρώνουν στον Ιππόδρομο μια σκηνή κοινωνικής κριτικής. Εξίσου αβέβαιη με την περίπτωση του μίμου είναι και η παρουσία του παντομίμου μετά τον 7ο αιώνα. Ο παντομίμος ήταν ένα θεατρικό είδος όπου ο χειροσοφιστής, ένας χορευτής με μάσκα, χόρευε ένα μυθολογικό θέμα με συνοδεία μουσικής και χορωδίας.
Η ύπαρξη θρησκευτικού θεάτρου είναι αβέβαιη, εδώ όμως κατατάσσονται έργα που είτε συνδυάζουν αφήγηση και διάλογο είτε έχουν «δραματική» φόρμα. Στα πρώτα ανήκουν τα κείμενα του Άγιου Μεθόδιου, του Άρειου, του πατριάρχη Πρόκλου, πιθανόν και του Ιωάννη Δαμασκηνού. Τα «δραματικά» κείμενα είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή. Ο Χριστός πάσχων, που χρονολογείται είτε στον 4ο/5ο είτε στον 11ο/12ο αιώνα, αποτελείται από 2.610 12σύλλαβους, συρραφή στίχων από αρχαίες τραγωδίες και εκκλησιαστικά κείμενα, τεχνική που ονομάζεται «κέντων». Στον Παλατίνο Κώδικα 367 του Βατικανού σώζονται Τα Πάθη, πιθανόν από την Κύπρο, γραμμένα μεταξύ του 7ου και 13ου αιώνα, που περιλαμβάνουν σκηνοθετικές οδηγίες. Άλλα λογοτεχνικά έργα σε διαλογική μορφή είναι από τον 9οαιώνα οι «Στίχοι εις τον Αδάμ» του διακόνου Ιγνάτιου και, από τον 12ο αιώνα, ο «Αμάραντος» ή «Γέροντος έρωτες», η «Απόδημος φιλία» και ένα τρίτο έργο με θέμα τον αγώνα ποντικιών και γάτου του Θεόδωρου Πρόδρομου, το «Δραματικόν ποίημα» του Ιωάννη Τζέτζη, το «Δραμάτιον» του Μιχαήλ Απλούχειρου.
Για παραστάσεις λειτουργικών σκηνών στο χώρο της εκκλησίας οι μαρτυρίες είναι αμφιλεγόμενες. Ο επίσκοπος Liutprand που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 968 αναφέρεται σε σκηνικά παιχνίδια στην Ανάληψη του Προφήτη Ηλία. Φαίνεται επίσης ότι τον 15ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη γίνονταν θεατρικές παραστάσεις των Τριών Παίδων εν καμίνω. Στη Ρωσία του 16ου και 17ου αιώνα η σκηνή εξελίχτηκε σε θεατρική παράσταση έξω από την εκκλησία, και αναπαράστασή της έδωσε ο Αϊζενστάιν στον Ιβάν τον ΤρομερόΗ Κάθοδος του Χριστού στον Άδη μαρτυρείται στην Κωνσταντινούπολη τον 16ο αιώνα. Ο Νιπτήρας, που περιγράφεται τον 14ο αιώνα, παρασταίνεται σήμερα στην Πάτμο τη Μ. Πέμπτη.

Το λαϊκό θέατρο στην Eλλάδα Walter Puchner

Π. Χατζηκουτσέλης, Μ. Σεβαστοπούλου και Κ. Προβελέγγιος σε σκηνή από την «Γκόλφω». Η προγραμματισμένη πολιτισμική αποκέντρωση πέτυχε μιαν απρόσμενη άνθηση του επαρχιακού θεάτρου επειδή αναβιώνει το θεσμό των λαϊκών θεαμάτων και παραστατικών εθίμων που διαμορφώνουν τις πρωτοβάθμιες και τις πιο εξελιγμένες μορφές του παραδοσιακού λαϊκού θεάτρου Μια απογραφή των μορφών του λαϊκού θεάτρου στην Ελλάδα πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους πρέπει να αρχίσει με τους αγερμούς, όταν όμιλοι παιδιών ή και ενηλίκων τραγουδούν από σπίτι σε σπίτι τα κάλαντα ή το κατάλληλο τραγούδι για τη μέρα. Οι φορείς του εθίμου περιφέρουν συμβολικά αντικείμενα, κάνουν συμβολικές, μαγικές και μιμητικές πράξεις. Σε ένα τέτοιο εθιμικό υπόστρωμα βρίσκουμε τις ρίζες του λαϊκού θεάτρου. Με τις μεταμφιέσεις η θεατρικότητα γίνεται φανερή και, όταν αυτές είναι ανθρωπομορφικές, διαμορφώνονται οι πρώτοι ρόλοι, παρμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα του χωριού. Το λαϊκό θέατρο ολοκληρώνεται όταν προστίθεται ο αυτοσχεδιασμένος διάλογος. Πλάι στις μορφές που έχουν εθιμική δέσμευση υπάρχουν και άλλες πιο ελεύθερες, όπως οι παραστάσεις του αστικού καρναβαλιού ή των λαϊκών παραλλαγών της «Ερωφίλης», η «γκιόστρα» των Επτανήσων, το δεύτερο μέρος του «Ερωτόκριτου» με τα κονταροχτυπήματα, παράσταση που γίνεται στο πλαίσιο των ζακυνθινών «ομιλιών». Ξεχωριστή θέση έχουν ο Φασουλής κι ο Καραγκιόζης. Οι εκπληκτικές επιτυχίες του θεάτρου σκιών ανάγκασαν τον ιταλοφερμένο Φασουλή να υποχωρήσει γύρω στο 1900. Ο ανατολίτικος Καραγκιόζης εξελληνίστηκε αρχικά γύρω στο 1880 στην Ήπειρο όπου πρωταγωνίστησε σε ηρωικές παραστάσεις με θέματα από το 1821, τον Μεγαλέξαντρο κ.ά. Μια δεκαετία αργότερα ο Μίμαρος στην Πάτρα θα δημιουργήσει το γνωστό θίασο τύπων αντιπροσωπευτικών ενός ευρέος φάσματος της ελληνικής κοινωνίας. Με τη μαζική συμμετοχή αλλά και την κοινωνική λειτουργικότητα του Καραγκιόζη το ελληνικό λαϊκό θέατρο έφτασε στο αποκορύφωμά του.

Ο Καραγκιόζης Άννα Λαμπράκη

Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι. Ζελατίνα ζωγραφιστή. Το θέατρο σκιών, θέατρο ανατολίτικο, ήρθε μέσω του τούρκικου καραγκιόζη στην Ελλάδα όπου και εξελληνίστηκε. Ο Καραγκιόζης χάνει την αθυροστομία του προγόνου του, το μακρύ του χέρι αντικαθιστά το φαλλό εκείνου, οι παραστάσεις του εμπλουτίζονται με σύγχρονες θεματικές και αποκτούν έντονη ελληνικότητα. Οι άλλοι κύριοι ήρωες του θεάτρου σκιών είναι ο Μπαρμπαγιώργος, ο Δερβέναγας Βεληγκέκας, ο Χατζηαβάτης, ο σιορ-Διονύσης ή Νιόνιος, ο Σταύρακας, ο Ομορφονιός, ο Πασάς ή Βεζύρης, η γυναίκα του Καραγκιόζη κυρα-Αγλαΐτσα και το διάσημο παιδί του,ο Κολλητήρης.

Ο Καραγκιόζης Γραμματικός Θανάσης Σπυρόπουλος

Καραγκιόζης, φιγούρα από δέρμα (Θ. Σπυρόπουλος, 1955). Δημοσιεύεται (σε σμίκρυνση) το χειρόγραφο του έργου «Ο Καραγκιόζης γραμματικός» που έγραψε ο Μεσσήνιος Θανάσης Σπυρόπουλος, Πρόεδρος του Πανελληνίου Σωματείου Θεάτρου Σκιών. Το έργο εμφανίζει τον Γέρο που ζητάει από τον Καραγκιόζη να του γράψει ένα γράμμα.

Άλλα θέματα: Προσεγγίσεις στην αντιληπτική δομή του χώρου Ιωσήφ Ν. Στεφάνου

To Ναύπλιο και η πλατεία Συντάγματος. Για να γίνει αντιληπτός ο όρος «αισθητική προσέγγιση του αστικού τοπίου», πρέπει να διακρίνουμε τον τόπο από το τοπίο, ου είναι μια οπτική ολότητα. Το τοπίο συνδέεται με την απεικόνιση και η διάκριση γίνεται ανάμεσα α) στη μορφολογική και λειτουργική γλώσσα του τοπίου που απευθύνεται στο συναίσθημα και β) την αφηρημένη γλώσσα του χώρου που απευθύνεται στη λογική. Το τοπίο ως εικόνα του χώρου δεν γεννιέται μόνο από την όραση, ούτε μόνο από όλες τις άλλες αισθήσεις αλλά και από το συναίσθημα και από τη λογική. Ως προς την αναγνωσιμότητα του χώρου, τα στοιχεία του κατατάσσονται σε σημειακά, γραμμικά και επίπεδα. Σημαντικός είναι και ο βαθμός τονισμού που προκύπτει από τον τρόπο σύνταξης των διάφορων μορφημάτων. Την αντιληπτικότητα του χώρου επηρεάζει η αναγνώριση του είδους ελευθερίας που ένας χώρος επιτρέπει στο χρήστη του. Η διαφορά ανάμεσα στις ψυχολογικές από τις τοπολογικές αποστάσεις των τόπων βοηθά στην κατανόηση των μηχανισμών αντίληψης και σχηματισμού της εικόνας, ενώ η διερεύνηση της αντιληπτικής φωτοσκίασης της καθαρότητας, δηλ. της αντίληψης ή του βαθμού σύγχυσης του χρήστη μέσα σε κάποιο χώρο, αποτελεί μια ακόμη προσέγγιση της αντιληπτικής δομής του. Η ερμηνεία της εικόνας έχει διάφορους βαθμούς εμβάθυνσης: α) την περιγραφική της φαινομενολογικής τους πραγματικότητας για τη σημειολογία (προ-εικονογραφικό επίπεδο για την εικονολογία), β) το επίπεδο χαρακτηρισμού (το εικονογραφικό επίπεδο) και γ) τη συνέμφαση (εικονολογική απόδοση). Ένα πείραμα με τοπίο του Ναυπλίου επιβεβαιώνει τη σημασία που έχει το κέντρο αναμφισβήτητου ενδιαφέροντος του τοπίου που είναι παράλληλα και το κέντρο κοινοτυπίας του.

Όψιμη βυζαντινή κεραμεική Γιώργος Γουργιώτης

Όστρακο ανεικονικού ρυθμού από τη Θεσσαλία (Λαογραφικό Μουσείο Λάρισας). Ο «ανεικονικός εγχάρακτος ρυθμός (sgraffiti)» εμφανίζεται στα τέλη του 14ου ή τις αρχές του15ου αιώνα και διαρκεί ως τα μέσα του 16ου. Έχουν βρεθεί σκύφοι, πινάκια και υδροδοχεία. Η εύρεση τριποδίσκων που ο ρόλος τους μέσα στον κλίβανο ήταν να εμποδίσουν τα στοιβαγμένα κεραμικά να κολλήσουν μεταξύ τους, πιστοποιεί την ύπαρξη κεραμικών εργαστηρίων στη Λάρισα, τα Τρίκαλα και τον Τύρναβο. Τα αγγεία καλύπτονται μετά το πλάσιμο με λευκό επίχρισμα (μπαντανά) κι ο κεραμέας, πριν τα βάλει για ένα πρώτο ψήσιμο, χαράζει τα ποικίλματα με ακιδωτό εργαλείο. Το κρύο, ψημένο σκεύος χρωματίζεται κατά τόπους με πράσινες και καστανοκίτρινες πινελιές, επαλείφεται με διαφανές γιάλωμα και ξαναμπαίνει στον κλίβανο. Οι αγγειοπλάστες πειραματίστηκαν με το «κρακελάρισμα» (επιφανειακά ραγίσματα του γιαλώματος σε πυκνό δίκτυο), που θυμίζει την ηθελημένη αυτή τεχνική στις κινέζικες πορσελάνες. Ο συγγραφέας τονίζει την υψηλή τέχνη της κατασκευής και της εφυάλωσης, τον αμέριμνο και ατίθασο αυθορμητισμό που πηγάζει από τα ελικοειδή σχέδια και τους ρόδακες. Με την εδραίωση των Τούρκων στον ελληνικό χώρο η τεχνική του sgraffito εγκαταλείπεται.

Τα φραγκοκάστελο Σφακίων Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης

Ενετικά οικόσημα πάνω από τη θέση της αρχικής πύλης του φρουρίου στο Φραγκοκάστελο Σφακίων.

Το 1828, ο βορειοηπειρώτης Χατζη-Μιχάλης Νταλιάνης έρχεται να ενισχύσει τους Σφακιανούς. Ο Μουσταφά Ναϊλή Πασάς πολιορκεί το Φραγκοκάστελο, οι πολιορκημένοι υποκύπτουν. Από τότε, κάθε χρόνο στα τέλη του Μάη και νωρίς το πρωί, ένα φυσικό φαινόμενο ζωγραφίζει σκιές αγωνιστών που ονομάστηκαν «Δροσουλίτες» από τους ντόπιους. Οι «Δροσουλίτες» χάθηκαν όταν αλλοιώθηκε η περιοχή.
Η παλαιοχριστιανική μονή του Αγίου Νικήτα ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Ο μεταγενέστερος ναός (αρχές 14ου αιώνα) χρησιμοποίησε το ίδιο ψηφιδωτό δάπεδο. Στις τρεις ζώνες του επικρατούν τα γεωμετρικά σχήματα με εξαίρεση ένα τετράγωνο με ελισσόμενους βλαστούς που περιβάλλουν έναν τράγο που βόσκει. Το μνημείο κατατάσσεται στα όψιμα επαρχιακά δείγματα του β΄ μισού του 6ου αιώνα. Στην περιοχή του Φραγκοκάστελου βρίσκεται η δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγίου Αστράτηγου. Σε επαφή με τις παρειές του ιερού της βασιλικής είναι κτισμένο το μονόχωρο, τοιχογραφημένο εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχάγγελου (Άγιος Αστράτηγος), σήμερα ερειπωμένο. Στο χώρο του ιερού βήματος της βασιλικής είναι κτισμένο το μονόχωρο, καμαροσκέπαστο, τοιχογραφημένο εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα που χρονολογείται στις αρχές του 14ου αιώνα. Κάτω από το επίχρισμα διακρίνονται ίχνη των παραστάσεων της Ανάληψης, της Κοίμησης και ιεραρχών. Το Φραγκοκάστελο, που ακολουθεί τις πριν από την αξιοποίηση της πυρίτιδας οχυρωματικές αντιλήψεις, κατά μεγάλο μέρος ανακατασκευάστηκε το 1866. Φέρει τα οικόσημα της οικογένειας των Querini και των Dolfin που συνδυάζονται με τον Λέοντα του Αγίου Μάρκου. Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου φαίνεται ότι ήταν κτισμένη 10 μέτρα έξω από τη νότια πλευρά του. Ανατολικά από το φρούριο είναι κτισμένο το μικρό μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπου, σημαντικό δείγμα της όψιμης μεταβυζαντινής παράδοσης της Κρήτης. Σήμερα το μοναστήρι έχει εξαφανιστεί πίσω από ογκώδη θερμοκήπια. Στη θέση αυτή υπήρχε αρχικά το μονόχωρο, καμαροσκέπαστο εκκλησάκι του Αγίου, που διπλασιάστηκε πρώτα στις αρχές του 19ου αιώνα και ξανά στα χρόνια μετά την Επανάσταση. Τόσο η όψη του ναού όσο και η εσωτερική του διαμόρφωση θυμίζουν έντονα το καθολικό της κοντινής Μονής Θεολόγου («πίσω Μοναστήρι Πρέβελη») που κτίστηκε γύρω στο 1835, μάλλον από τον ίδιο τεχνίτη. Χαρακτηριστικές είναι οι επιβιώσεις από την παράδοση της Ενετοκρατίας αλλά και από την παράδοση της κρητικής σχολής, όπως την βλέπουμε στην ξυλογλυπτική και στη ζωγραφική φορητών εικόνων στις απομονωμένες επαρχίες των Σφακίων ή του Αγίου Βασιλείου, στην Πρέβελη ή στην εκκλησία του Χριστού στους Κομητάδες. Έχοντας περιγράψει και τα κτίσματα της μονής, ο συγγραφέας καταγγέλλει την αλλοίωση του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων από τα δωμάτια προς τουριστική εκμετάλλευση που οι ντόπιοι χτίζουν με την ανοχή της Πολιτείας. Οι κάτοικοι χρησιμοποίησαν τη βασιλική του Αγίου Νικήτα, που τα ψηφιδωτά της είχαν μόλις καθαριστεί και στερεωθεί, για να σταβλίσουν τα πρόβατά τους.

Χολυγουντισμός και Oλυμπιακοί Αγώνες Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Αθηναϊκός στολισμός για τους Β΄Ολυμπιακούς αγώνες του 1906. Όπως φαίνεται και στο Λεύκωμα για τους Β΄ Ολυμπιακούς αγώνες του 1906 στην Αθήνα (επιμέλεια: Π.Σ. Σαββίδης), το πνεύμα του Ολυμπισμού έχει προ πολλού υποχωρήσει μπρος στο υπερθέαμα που οργανώνεται γύρω από τους αγώνες. Από τις γλαφυρές περιγραφές μαθαίνουμε ότι όλοι οι δρόμοι επισκευάζονται πυρετωδώς, ο δήμαρχος κ. Μερκούρης ρίχνει παντού μια τελευταία ματιά, μουσικές παιανίζουν, πολύχρωμοι λαμπτήρες και λουλούδια, φυσικά και τεχνητά, δίνουν στην Αθήνα όψη επίσημη και γιορτινή. Ο ιταλός εργολάβος διακοσμήσεων Φονταπιέ αναλαμβάνει την ευθύνη του στολισμού κεντρικών οδών και πλατειών, τη διοργάνωση της φωτεινής πομπής και τη διεξαγωγή της «ενετικής γιορτής» με τα πυροτεχνήματα στο λιμανάκι της Ζέας.

Κράτος και πολιτιστική κληρονομιά Βασίλης Δωροβίνης

Ο οικισμός της Οίας στη Σαντορίνη. Στάση ευμενούς δυστροπίας υπήρξε η στάση του Κράτους απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά. Στη νομοθεσία ή στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων το ζήτημα είναι ανύπαρκτο. Οι φορείς προστασίας στην Ελλάδα είναι το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών (ΥΠΠΕ), το Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ), ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ), και, μετά τους σεισμούς, η Υπηρεσία Αποκαταστάσεως Σεισμοπαθών Β. Ελλάδας (ΥΑΣΒΕ). Ως προς τα Αρχεία και Μητρώα, τμηματικά και αποσπασματικά, αυτά περιορίζονται σε 15 τον αριθμό περίπου και βρίσκονται στην Αθήνα. Με το νόμο 1469 του 1950, η προστασία των νεότερων μνημείων πέρασε στα ενδιαφέροντα της κρατικής μέριμνας, αν και πέρασαν άλλα δέκα χρόνια για να φανεί αυτό στην πράξη. Το Σύνταγμα του 1975 περιλάμβανε ειδική διάταξη που όριζε ότι «τα μνημεία και αι παραδοσιακαί περιοχαί τελούν υπό την προστασίαν του Κράτους», κάτι που ακούγεται μάλλον ως διακήρυξη καλών προθέσεων. Πέρα από τους νόμους 1126 και 1127 του 1981 με τους οποίους επικυρώθηκαν οι διεθνείς συμβάσεις του Παρισιού και του Λονδίνου που καθόριζαν βασικές έννοιες όπως το μνημείο, το τοπίο, το αρχαιολογικό αντικείμενο κ.λπ., πρέπει να αναφέρουμε και τους νόμους του 1981-1982 που παρείχαν σημαντικά οικονομικά κίνητρα σε ιδιοκτήτες παραδοσιακών ή και διατηρητέων οικοδομημάτων, για τους οποίους, με την ίδρυση της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας, προβλέφθηκαν ειδικά δάνεια. Ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει να εξεταστεί χωριστά. Τα τελευταία πέντε χρόνια διαφαίνεται στη νομολογία του μια τάση για ενίσχυση της προστασίας. Η νομοθετική κάλυψη που προσφέρει το ΥΠΠΕ στηρίζεται στον Αρχαιολογικό Νόμο του 1932 και στο Νόμο 1469/1950. Κάποια από αυτά τα νομοθετήματα δεν είναι ούτε ουδέτερα ούτε αθώα. Υλοποιούν στην πράξη επεμβάσεις οικονομικών συμφερόντων και πολιτικών δυνάμεων με σκοπό τη μείωση των δυνατοτήτων ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Στην εποχή μας, η πραγματική προστασία δεν αποτελεί πλέον συνάρτηση της ηρωικής συμπεριφοράς των αρχαιολόγων αλλά της συνεργασίας πολλών ειδικοτήτων, σωστού συντονισμού και της κατάλληλης κινητοποίησης φορέων και της κοινής γνώμης. Ως προς τους παραδοσιακούς οικισμούς, ο ΕΟΤ επενέβη σε έξι με ομάδα αρχιτεκτόνων και επικεφαλής τον Άρη Κωνσταντινίδη. Το 1980, η οργάνωση EUROPA NOSTRA επιβράβευσε εργασία του ΕΟΤ για την Οία της Σαντορίνης. Επίσης, προγράμματα και μελέτες του ΥΧΟΠ και της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου πρόσφατα εστίασαν στην αρχιτεκτονική κληρονομιά. Το ασυστηματοποίητο και άκρως χαλαρό «σύστημα» προστασίας στην Ελλάδα πάσχει από την έλλειψη Ενιαίου Φορέα προστασίας, από την έλλειψη Εθνικού Μητρώου Μνημείων. Αποτέλεσμα ο πραγματικός έλεγχος να είναι απλούστατα ανύπαρκτος. Συντονισμός χρειάζεται και στο θέμα της παροχής κινήτρων. Πρέπει να καταγγελθεί και το ζήτημα των «αποχαρακτηρισμών» που λειτουργεί ρουσφετολογικά, όπως έδειξε η Καβάλα, οι αποθήκες των τελωνείων στον Πειραιά, το ξενοδοχείο Majestic στην Πάτρα. Τέλος, πρέπει άμεσα να προστατευτούν δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και εξοπλισμού καθώς και τα αγροτικά μνημεία.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Γενική άποψη του νεκροταφείου της Μάνικας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Κινδυνεύει να καταστραφεί ο ναός της Παναγίας Κοσμοσώτειρας των Φερρών, κτίσμα του 12ου αιώνα – Η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη ανακοίνωσε ότι καταργείται το εισιτήριο για τους έλληνες επισκέπτες Μουσείων και Αρχαιολογικών χώρων – Το ΚΑΣ ενέκρινε την προστασία του ναού του Επίκουρου Απόλλωνα στις Βάσσες με στέγαστρο ελαφράς κατασκευής - Σε νεκροταφείο κλασικών χρόνων που αποκαλύφθηκε στην Αμφίπολη βρέθηκαν και λευκές αττικές λήκυθοι εξαίρετα ζωγραφισμένες - Στο μυκηναϊκό νεκροταφείο της Σαλαμίνας αποκαλύφθηκε ασύλητος λαξευτός θαλαμοειδής τάφος του 13ου αιώνα π.Χ. – Στον αρχαίο δρόμο προς το Ηραίο της Σάμου βρέθηκε το πρόσωπο του Κούρου των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκε προ τριετίας

Συνέδρια

Το Σουηδικό Ινστιτούτο Αρχαιολογίας οργάνωσε από τις 10 ως τις 13 Ιουνίου Διεθνές Συμπόσιο με θέμα «Λειτουργία των μινωικών ανακτόρων» - Γιορτάζοντας τα 50 του χρόνια το Μουσείο Allard Pierson, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, οργάνωσε Διεθνές Συνέδριο (11-15 Απριλίου) με θέμα «Αρχαία ελληνική και γραπτή κεραμική» - Σε συνεργασία με την Γιουγκοσλαβία και την Κύπρο, το Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) οργανώνει συνάντηση (29-31 Οκτωβρίου) με γενικό θέμα το Μουσείο στη σύγχρονη κοινωνία

Μουσεία

Τη Δευτέρα 28 Ιουνίου εγκαινιάστηκε το Μουσείο της Νεμέας που στεγάζει τα ευρήματα της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής – Η Λαογραφική Εταιρεία Λαρίσης φέτος έκλεισε δέκα χρόνια, έχοντας ιδρύσει το Λαογραφικό Μουσείο Λαρίσης που εγκαινιάστηκε το 1983

Εκθέσεις

Για πρώτη φορά θα εκτεθούν κειμήλια από το Άγιο Όρος για έξι μήνες στη Θεσσαλονίκη το 1985 – Στα τέλη Ιουνίου έκλεισε η έκθεση του Θησαυρού του Αγίου Μάρκου που βγήκε πρώτη φορά έξω από την Ιταλία και στεγάστηκε στο Grand Palais

Βιβλία

Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης, Όροι και μετασχηματισμοί στην αρχαία ελληνική τραγωδία, Γνώση, Αθήνα 1984 – Νίτσα Σινίκη-Παπακώστα, Ήπειρος. Εκκλησίες και μοναστήρια, Δωδώνη, Αθήνα 1983 – Γιάννης Κιουρτσάκης,Λαϊκή παράδοση και Καραγκιόζης, το παράδειγμα του Καραγκιόζη, Κέδρος, Αθήνα 1983 – Δήμητρα Τσούχλου, Ασντούρ Μπαχαριάν, Η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Χρονικό 1836-1984, Αθήνα 1984

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Τοπικός βουλευτής κινείται παρασκηνιακά για την κατεδάφιση των Στρατώνων του Καποδίστρια στο Άργος; Ο Μάριος Καραβίας επισημαίνει την πλήρη εγκατάλειψη των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν κατά την ανέγερση των «Δικαστηρίων» στον Πειραιά

English summaries: Frangokastello Michael Andrianakis

There is scarcity of information coming from the ancient period of Frangokastello. Pottery from the Minoan Era and building remnants from the Hellenistic and Roman Period have been located in the major area around the castle. Apparently, an early Christian settlement prospered here as evidenced by the two remaining basilicas, that of St. Nikitas and Astratigos. In 1340, the Venetian feudal lords of Chania sought license from the government for the erection of a castle that would provide shelter from the local rebels and the pirates. The license was issued in 1371 and the construction works were completed by 1374. The adjacent abandoned settlement supplied the building material for the erection of the castle. Due to the increasing Turkish threat the castle was additionally fortified during the years 1793-1797. In the Greek Revolution of 1821 the castle plays a minor role and is abandoned thereafter. Inhabitants of the area connect a metaphysical phenomenon; that of the appearance of warrior-like shadows at daybreak in early May, with the part palyed by Frangocastello in the Revolution. Frangokastello today is not different from depictions of it from the period of Venetian rule, although it has undergone many reconstructions. It is rectangular in plan with towers on the corners; the SW still standing intact. The coat of arms of the Qerini family decorates the south, while another coat of arms showing the lion of Venice once existed above the entrance to the castle. In older representations of the castle, the church of St. Mark is shown inside the fortress. However, it is a false indication, since the church stood approximately ten meters outside the south side. The picturesque area of Frangokastello has, unfortunately, been ruined by the irrational modern buildings of reinforced concrete. The archaeological service in its effort to control building activities and to protect the beautiful landscape provokes the hostility of the inhabitants who try to destroy and extinguish what they regard as the cause of the strict limitations, that is the remnants of the monument.

The finances of ancient Greek Drama. Its application to the arts in a small town today William Baumol

Frequent reference has been made to the case of Athens as a representative example of how theatre could prosper under certain circumstances in a small town. However, the author of this article believes just the opposite and supports the opinion that the circumstances and data affecting the ancient Athenian theatre were, in fact, different from these prevalent today in our society. Therefore our experience from the Greek past has a limited value for the arts today. Theatrical performances in classical Athens took place on two major feasts; during Great Dionysia and Linea. Therefore people were in the mood and had the time to attend events. The city gave free tickets to those citizens who could not afford to buy them. Although the income from the performance was big, the expenses were also considerable. Of course, few actors were needed for each play but finally the number of people employed for all the performances given during each feast was big, around 1.000, according to M. Bieber’s estimations. The city in order to cover the consequent expenses ordained the donorship, which was undertaken by the wealthy Athenians. Therefore, apart from the fact that the state donations cannot be today equally high as were in ancient Athens, the interrelation of theatre with religion, which greatly contributed to the materialization of the performances, is absolutely absent, a factor that is probably more important than finance.

The state and cultural development Vasilis Dorovinis

This article deals with the protection and preservation of the cultural heritage in Greece (antiquities and neoclassical buildings and works of art), the authorized public services and agents who exercise the protectionlpreservation, the relevant legislation and, finally, the disadvantages and negative effects of the state policy practiced until now. It also makes clear commonly accepted proposals for the creation of a “United Service of Protection” and for the renovation and reformation of the present administrative and legislative framework. The obvious pursuit of these proposals is the change and improvement of the practice of protection, unification with the European relevant policy, the enrichment of the personnel who work in this sector with specialized individuals and most importantly the radical transformation of the mentality and approach of the administration towards the critical issue of the protection of the national, cultural heritage.

Late Byzantine pottery with Sgraffiti decoration Georgios Gourgiotis

A distinct decorative style in pottery develops in the last phase of Byzantine art, a style that until recently went unnoticed. The inside iconic representations embellishing objects of everyday use are replaced by aniconic sgraffiti and bright glazes. The aniconic incised style appears in the late Byzantine years, that is in the beginning of the 15th century or a little earlier and remains in use until the mid-16th century. During this phase the decorative motives are continuously simplified. As a result of the Turkish dominance, the sgraffiti technique is abandoned and simpler decorative modes are employed as an adjustment to the new situation. A great number of shards with aniconic decoration have been collected in the Folk-Art Museum in Larissa. The number, variety and quality of these finds from Thessaly when fully researched, promise a significant contribution to the study of late Byzantine art.

Ancient and contemporary theatres in Arcadia Nikos Grigorakis

Of the theatres of the Arcadic city-states only a limited number has survived in ruins andl or in fragmentary condition. The small theatres of Mandineia and Tegea, built in the centre of the city on artificial low hills, the small theatres on the Acropolis of Orchomenos and Aepion built on the hill-slopes and finally the theatre of Megalopolis, the first in capacity not only in Arcadia but in the whole of Greece. Since Hellenistic times, only from the beginning of our century has the art of theatre found a proper shelter in the area, i.e. the Malliaropouleio Theatre, built in Tripolis, the capital of the province of Arcadia. Mistreated by time and neglected by man, this theatre is now under restoration in the hope of accommodating new performances on stage.

Theatrical masks Anna Lambraki

Masks were used in all three categories of ancient Greek theatre, that of tragedy, satiric drama and comedy. They originate from the Dionysiac feasts during which the participants used to paint their faces with the dark coloured dregs of the new wine and to decorate their heads with leaves and branches. In ancient Greek theatre female roles were acted by men, while the gender was also indicated by the flesh colour, white for women, black for men. The mask was made of cloth dipped in gypsum and pressed on a matrix so as to obtain the desired form. Then it was covered with a thin layer of plaster and finally the features of the character were painted over it. The shape of the mask was like that of a helmet since it covered not only the face but also the entire head. The mouth was made very big so as to facilitate speech, while the opening provided for the eyes was, on the contrary, very small. Indicative of the size of the mask’s eyes is that not only were the whites of the eyes painted but, occasionally, even the eye itself. Characteristic of the tragic mask was the size of it, especially the upper part of the mask in a shape that contributed a lot to the impressive appearance of the actor. During the Hellenistic period masks obtained a strong portrait character. According to Pollux (Onomasticon), there were 76 types of masks. 24 in tragedy, 4 in satiric drama and 44 in comedy. Masks did not correspond to a specific personality but represented individual characters therefore they must be regarded as phsychographs. It is quite probable that certain plays required the use of two masks by the hero, indicative of his situation as in the case of Oedipus, before and after his blindness, but this probability remains only a hypothesis due to the scarcity of information concerning the technicalities of a performance.

Periodicities and structural relations in the history of the theatre Petros Martinidis

By defining theatre not only as the shelter for theatrical performances, but also as a socio-spatial structure ( of which architectural forms, dramatized world-views and ideas, different ways of presentation and the social impact of each spectacle all play an active part), this paper discerns four ‘phases-types”, which, repeated twice in a spiral evolution, characterize the while history of the Western Theatre. These “types” are: 1. Ritualistic Symbolism, 2. Realism, 3. Naturalism, 4. Aesthetic Symbolism. From the primitive theatre to classical antiquity, the Roman period and the stage platforms of the Middle Ages and, again, from the ecclesiastical dramas of the 11th century to the Elizabethan stage, the magic box of the baroque stage and the modern abstraction or the “happenings” of our own time, the above four “types “ regularly succeed one another – in their general and structural features. The explanation put forward for this double reappearance is based on the survival of some deep ideological conceptions through a series of economical or political changes, and the strong relation of these conceptions to the nature and position of the theatre within social life.

The Byzantine theatre Dimitris Nalpantis

Research and study of the Byzantine theatre is problematic, as the available information and data on this topic are scarce. The Church regarded the theatre as a residual of the pagan world and strongly and considerably fought against it. This hostile attitude and approach had a negative impact on the evolution of the theatre. Secular theatre was active during the first centuries of the Byzantine Empire. It was a type of mime and succeeded the roman theatre of mimes. The plays acted consisted of short dialogues on topics from mythology, everyday life and Christian religion and were accompanied by music, dance and singing. From the 7th century on the course of mime becomes blurred. Poor and uncertain is, however, our knowledge of religious theatre. Certain ecclesiastic "dramatic" texts do exist but we do not know whether they were ever performed or not. Furthermore, certain parts of Christian Liturgy were acted out in church but we ignore if they were ever developed as to form proper theatrical performances staged independently from the church.

Folk theatre in Greece Walter Puchner

The real reason behind the flourishing of folk theatre in modern Greece lies in the fact that Greek tradition and folk culture developed through centuries of Turkish occupation (our knowledge of Byzantine folk culture is limited), and always indispensably contained show entertainments, i.e. the simpler forms of folk theatre. A full research on the forms of folk theatre in Greece, before the Balkan Wars, will lead us to the strata of customs where it is rooted. The Greek folk theatre reached its peak with Karaghiosis, the shadow theatre hero who greatly affected Greek society and especially the lower classes and is broadly accepted as a national, cultural symbol. The fame of the humble paper hero has expanded outside the borders of his country. He became the focus of interest for the theatre historian, being the unique survival of the theatre of shadow in the Mediterranean as well as for the theatre theoretician, being an example of the “theatre of one”. The case of Karaghiosis strengthens the theory that the unexpected, sudden blooming of provincial theatre during the last decade revived a folk traditionlinstitution that gradually had almost vanished in the painful course of the Greek history of the 20th century. Furthermore, this provincial theatre, in the limited choice for entertainment available to a village, functions in a way similar to that of the years of Turkish occupation. Thus, the modern theatrical activity continues the tradition of popular shows and representational customs that both create the simple, as well as the elaborate forms of the traditional folk theatre. The cultural policy for the decentralization of theatre greatly contributes to the continuation of an age-old tradition.

The social function of theatre in ancient Athens Gregory Michael Sifakis

Ancient Greek art and literature were the conventional media for the representation of reality. They did not however remain unaltered through various historic phases but they changed due to the expansion of knowledge and the evolution of political and social systems. In primitive societies the conception and interpretation of the world are based both on the experience of individuals and on the theory expressed by a social group, the latter being always more persuasive and acceptable. However, as the importance of experience increases, art tends to more and more realistic forms; or, to put it otherwise, Greek history and civilization gain importance as opposed to the mythological - traditional interpretation of the world. The celebrated fifth century and the classical art of the time lie between this development from mythology to experience. Needless to say that when we refer to the new conception of the world and its representation we cannot but recall that the dawn of the fifth century coincides with the birth of the Athenian democracy. As much as the institution of democracy was a significant step towards political freedom (in which more citizens than ever before participated) so the novelties in the arts pointed towards a more empirical conception of life. Democracy and theatre Drama can be considered as the art par excellence of the fifth century since its embryonic stage (Thespis’s period), birth and growth coincide with the embryonic period (from Solon onwards), birth and full development of democracy. Democracy from its very nature is, according to Thucydides (2,37,1), the regime that has as a prerequisite the union and collaboration of all sociopolitical forces; drama is also a composite art that requires the creative participation of many artists and combines speech, motion, music, architecture and painting. The audience to which drama is addressed is the body of civilians. To accommodate this audience a new public edifice is created, the theatre, that is also frequently used for the public assembly. Beyond, however, this somehow superficial relation another more essential comparison can be made between democratic function and theatre. In the ecclesia (public assembly) the present and the future of the city were discussed. Tragedy in theatre represented the past. However, this representation was neither static nor was it based on the established common view. Founded on dialectics theatre treated myth in a way that exposed a new version and interpretation of the past. This kind of interpretation greatly diverges from the representation of past in the epos or religious art, and exactly there lies its significance. Divergence in interpretataion was conditioned by the character of the regime ranging from the despotic to the democratic - a divergence obvious in the plays of Aeschylus and Euripides – and naturally by the range of human thought from the naïve to the rational.

Approaches to the conceptual structure of space Iosif Stefanou

Space, especially urban space, has been approached until now through various fundamentally different ways that caused instant dispute. After an irresponsible concept of formalism or a barren concept of functionalism a new attitude has been developed where space is seen through an aesthetic, psychological and ideological approach. In the last thirty years the interest in an aesthetic approach towards urban space - through the analysis of the urban landscape – has increased considerably. As a result of this, a new branch of architecture and / or town planning has been created, a branch that deals with the conceptual structure of space and its aesthetic prominence. The contribution of technology to research for an acceptable environment is fundamental.Archetypal forms, investigation of the mythological dimension through which a space can be appropriated or the lay-out of the socio-aesthetic of the environment in which the major human moments l activities take place (love, death, war, peace, play, work, etc.) are significant. Through the information and meaning that landscape supplies, the human dimension of space can be approached and consequently, the use and the appropriation of space becomes feasible. Each space has to be approached from an aesthetic point of view and classified separately. This classification is of great importance to the future relation of man with the space he inhabits.

Aegean Mesimbria Polyxeni Tsatsopoulou-Kaloudi

At the end of the 7th century BC Greek emigrants from Samothrace Island founded a series of fortified towns on the Thracian coast opposite, with the purpose of establishing their presence in the northeastern Aegean Sea and of exploiting the fertile land of Thrace. These towns became important commercial centres and contributed to the hellenization of the indigenous population made complete in the years of Macedonian rule. According to Herodotus, the Aegean Mesimbria was the furthest of these colonies to the west. The excavation that started in 1966 brought to light an important town spread over 7,33 acres, that was protected by a wall reinforced in regular intervals with rectangular towers. Another wall to the east probably belongs to another phase of the history of the town. Quite remarkable are the walled settlements inside the town, touching the west wall, where research brought to light streets, shops, houses and workshops as well as a multitude of finds that speak for the wealth and the high civilization of the inhabitants. The cemetery of the settlement is located to the west of the town. Sarcophagoi, pitoi etc. were used for the burials while the funerary offerings (vases, idols, gold jewels) are exceptionally rich. The information provided by the ancient sources is unfortunately scarce, therefore our knowledge of Aegean Mesimbria is limited to the excavational results. The town reached its peak in the 4th century BC and was preserved until the 2nd century BC, approximately.

The origin of theatrical art Julie Velissaropoulou

Having satisfied religious and practical needs such as worship of the gods, perpetuation of the memory of the dead, the struggle for survival, man felt the urgency to invest his left over energy in other joyful expressions of life.Part of this energy was channeled towards the theatre, i.e. towards the activation of the instinct of mimicry (Plato, Aristotle). This activation was nothing more than the manifestation of man's innately playful nature. Kant and mainly Schiller considered the arts as a “serious” game, decisive for its differentiation from religion, philosophy and practical life. This sort of game, obeying the need for the reproduction of reality, adopted mimicry and its potential. With the contribution of culture, imagination and technical knowledge, play finally became theatrical art. The first developed forms of this game were dance and fairs. The appearance of purely theatrical expression coincided with the need for a tangible representation of abstract conceptions, narrations and ideas that neither rhapsodists nor epic poetry could offer. It is beyond dispute that Greek drama and more specifically theatre originate from dithyramb, the lyrical poetry in honour of Dionysus. The dithyramb, inspired by the festival character of the Dionysian feasts became an essential part of the cult of the god. To combine poetry, singing and dancing in such a form as to excite the imagination and the senses of the participants. The dithyramb, as it eventually evolved as an artistic medium, had an undeniable impact on the evolution of Greek poetry and music. During the peak period of dithyramb Attic tragedy appeared bringing aboutnan independent evolution of the dramatic elements that pre-existed in the dithyramb. We have good reasons to presume that the cyclic chorus, moving around the altar of Dionysus, sang hymns, in which the lyric elements alternated with the epic narrations of the leader of the chorus. The alternation of voices led to the dialogue between the leader and the members of the chorus so that the entire performance soon obtained a concrete dramatic character. The leader of the dithyramb became the hypocrites of the drama while epic abstraction was succeeded by scenic realism.

The excavations of 1881 at the theatre of Epidaurus Epameinondas Vranopoulos

The author follows in the steps of Panagis Kavvadias when excavating.Kavvadias arrived in Epidaurus in March of 1881. The shape of the hollow was evident, but the theatre had become a thicket. The trees were cut down only to reveal a slope covered with earth of a thickness of approximately one and a half metres. The theatre had been preserved over the years by the vegetation covering it and by the landslide of earth from mount Kynarteion. The theatre of Epidaurus is the best preserved theatre of antiquity, built on a ravine. The theatre is a banked up hollow, built on the side of the ravine. The location of the theatre is such as to command a view of the valley of the sanctuary and of the surrounding mountains.

The first theatre of the capital The editors of the Archaeologia journal

The first theatre of Athens was a wooden shack on Aiolou street where acrobats performed. The theatre had capacity for an audience of approximately a thousand seated around the stage. Performances were announced by the town crier who stood at the dimly lit entrance to the theatre. When a storm tore off the tent that covered the theatre, it remained without a roof. In five months the theatre had been destroyed by the bad weather conditions, before the manager A. Sconzopoulos could pay off the timber. The theatre opened (in May 1836) with what was allegedly an Italian play translated by Rigas. Details are given in Marios Ploritis’ article in “Vima on Sunday” of April 22 1984.

Karagiozis Anna Lambraki

The shadow theatre is an eastern invention that was brought to Greece from Turkey, along with the Turkish Karagiozis who became Greek. The Greek Karagiozis is less foul mouthed than his Turkish predecessor and his long arm takes the place of the phallus of the Turk. Performances of the shadow theatre in Greece are embellished with references to the times in which they are performed, and become patently Greek. Apart from the Karagiozis himself who is the main character, other personages of the shadow theatre are the Barbagiorgos, the Hadziavatis, sior Dionysios, the Stavrakas, the Morfonios, the Vizier, the Bey, Karagiosis ‘ wife kyra-Aglaitsa, and his famous son, the son of shadows Kollitiri.

The Karagiozis Grammatikos Thanasis Spyropoulos

The manuscript of the shadow theatre play “Karagiozis Grammatikos” is published here in miniature. It was written by the president of the Greek Society of the Shadow Theatre, Thanasis Spyropoulos, from Messene. In this play the Geros (the old man) is shown asking Karagiozis to write him a letter.

Hollywood style Olympic Games The editors of the Archaeologia journal

Τhe 2nd Olympic Games of 1906 were held in Athens. In the Illustrated Album of the games, (edited by P.S. Savvides).it is plainly shown that the Olympic Spirit had given way to the festive spectacle that was produced on the sidelines of the actual games. In elegantly phrased descriptions we are told that the main avenues in Athens were being repaired in a hurry, that the mayor of Athens Mr Mercouris was checking on everything at the last minute, that bands were playing, coloured lights and floral arrangements of false or real flowers were being set up, all these bringing to the city a festive, formal aspect. The Italian Fontapier was contracted to decorate central streets and squares, to organize the procession of lights and to undertake organizing the “Venetian festival” of fireworks at the little port of Zea.

Τεύχος 48, Σεπτέμβριος 1993 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Το φυσικό περιβάλλον της Αθήνας Γρηγόρης Τσούνης

Φλυτζούνι – Coccothraustes coccothraustes. Το άρθρο δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή των χώρων πρασίνου της Αθήνας αλλά παρέχει λεπτομερή κατάλογο με τα φυτά και τα πουλιά που ενδημούν σε καθένα από αυτούς. Συγκεντρωτικοί κατάλογοι με τα ελληνικά και τα λατινικά ονόματα φυτών και πουλιών συμπληρώνουν την πλούσια εικονογράφηση. Όταν το 1834 η Αθήνα ορίστηκε πρωτεύουσα του κράτους, ήταν ακόμη ένας σωρός από ερείπια, χωρίς δρόμους ή κήπους. Πρώτη η βασίλισσα Αμαλία ενδιαφέρθηκε για το πράσινο. Ο Κήπος ολοκληρώθηκε το 1842 έχοντας περίπου 7.000 δέντρα, τα περισσότερα από τα οποία είναι εισαγωγής. Περιοχές με πράσινο είναι επίσης το Άλσος της Κηφισιάς, το κτήμα των «Αναβρύτων» στο Μαρούσι, το Άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας, το Άλσος του Περιστερίου, το Πεδίο του Άρεως, το Άλσος της Νέας Σμύρνης. Ο Κηφισός, θεοποιημένος στην αρχαιότητα, ήταν ο κυριότερος ποταμός της Αττικής. Βρωμερός οχετός της μεγαλούπολης από τη Μεταμόρφωση και κάτω, από την πηγή του στο Πεντελικό ως τη Μεταμόρφωση περιβάλλεται από πλούσια βλάστηση, φιλοξενεί βατράχια, ψαράκια, αηδόνια, κοτσύφια. Ο Ιλισός πήγαζε από τη ΒΔ πλευρά του Υμηττού και κατευθυνόταν προς τον Κηφισό. Μόνο ένα μικρό κομμάτι του στην περιοχή της Αγίας Φωτεινής αφέθηκε ακάλυπτο. Στον φαληρικό όρμο, στο «Αλίπεδο», υπήρχε το Δέλτα του Κηφισού και του Ιλισού. Το Δέλτα του Ιλισού σήμερα διατηρεί μικρό υπόλειμμα αυτού του μεγάλου υγρότοπου που κάλυπτε όλη την περιοχή. Υπήρξε καταφύγιο για 120 είδη πουλιών, είχε πάνω από 250 είδη φυτών, ανάμεσά τους ο σπανιότατος Θαλάσσιος Κρίνος που παραστάσεις του αποκαλύφθηκαν στην Κνωσό και τη Σαντορίνη. Οι πηγές του Ηριδανού ήταν στις νότιες υπώρειες του Λυκαβηττού. Από το ποτάμι έχει απομείνει ένα μικρό ρέμα στον Κεραμεικό. Τα πρώτα πεύκα και κυπαρίσσια που φύτεψε η Φιλοδασική Εταιρεία το 1890 στο λόφο του Λυκαβηττού, φαγώθηκαν από τα γίδια. Το 1915, μετά από εκτεταμένη δενδροφύτευση, ο λόφος πρασίνισε. Στη συνέχεια, τα λατομεία και η αυθαίρετη δόμηση κατέστρεψαν την ομορφιά του τοπίου. Πελασγικής προέλευσης, το όνομα του Υμηττού δηλώνει τον άγριο, βραχώδη τόπο. Με «σκελετό νοσήσαντος ανθρώπου» παρομοιάζει τον Υμηττό ο Πλάτωνας. Στη δυτική πλευρά του, το δάσος της Καισαριανής είναι ένα από τα 19 αισθητικά δάση της χώρας. Δυτικά της Αθήνας βρίσκεται το όρος Αιγάλεω. Οι αρχαιολογικοί χώροι, από τη φύση τους νησίδες άγριας ζωής, ενθαρρύνουν την πλούσια βλάστηση και παρέχουν ασφαλές καταφύγιο σε πολλά πουλιά. Η Ακρόπολη της Αθήνας, η Αρχαία Αγορά, το Θησείο, ο λόφος του Φιλοπάππου και ο ναός του Ολυμπίου Διός αποτελούν ενιαίο οικοσύστημα.

Υπάρχει και άλλος τρόπος να δούμε την Αθήνα Έλλη Παπακωνσταντίνου

Πλατεία Αιγύπτου, εύγλωττη «είσοδος» στο Ιστορικό Κέντρο. Η ιστορικά αποδεδειγμένη απροθυμία της Αθήνας να πειθαρχήσει σε σχεδιασμούς προδίδει ένα ζωντανό οργανισμό. Η πόλη χρειάζεται μια ταυτότητα που θα περιέχει όλα τα στοιχεία της καταγωγής και της εξέλιξής της. Η νοσταλγία του παρελθόντος είναι άγονη. Η πόλη δεν είναι σκηνικό. Αναγνωρίζοντας τα σημάδια της πόλης, αναδεικνύουμε όχι μόνο τα μνημεία αλλά και τα τοπόσημα, τις χαράξεις, τις μορφές, τις κλίμακες, τις θέες, κτήρια μεμονωμένα ή σύνολα, τις σχέσεις και τους συμβολισμούς στο χώρο. Κομμάτια του νήματος της ιστορικής Αθήνας που πρέπει να συνδεθεί και να γίνει ορατό. Η Αθηνάς, η Αιόλου, η Ερμού, η Πειραιώς και η Σταδίου χαράχτηκαν από τους Κλεάνθη και Schaubert. Η Αιόλου και η Αθηνάς παραμένουν οι κύριοι άξονες οπτικής επικοινωνίας με την Ακρόπολη. Το μεγάλο ισοσκελές τρίγωνο Πειραιώς-Σταδίου-Ερμού εξακολουθεί να είναι η καρδιά του κέντρου της πόλης. Την ανομοιομορφία στο ιστορικό κέντρο δημιουργούν κτήρια από διαφορετικές εποχές που δεν συνυπάρχουν αρμονικά. Αυτά τα πολύμορφα μέτωπα των δρόμων του κέντρου της Αθήνας χρειάζεται να ιδωθούν ως τυπολογικά «πολύχρωμα» σύνολα. Ωστόσο, αν ένας πεζός στην επικίνδυνη πορεία του ανάμεσα από στύλους, οχήματα, πάγκους, τραπεζάκια, ζαρντινιέρες κ.ά., είχε την πολυτέλεια να κοιτάξει γύρω του, θα έβλεπε και μια παραμορφωμένη εικόνα της πόλης, με όψεις κτηρίων αλλοιωμένες βάρβαρα από τα σχήματα και τα χρώματα επιγραφών και διαφημίσεων. Την ασχήμια αυτή ενισχύει η εγκατάλειψη των κτηρίων στη φθορά του χρόνου. Το ιστορικό κέντρο έχει τεράστια ανάγκη αλλά και τεράστια περιθώρια για ρυθμιστικές παρεμβάσεις, για ένα αστικό σχεδιασμό.

Η Αθήνα και η ενοποίηση των αρχαιολογικών της χώρων Ιορδάνης Δημακόπουλος

Ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Ρωμαϊκής Αγοράς. Η ενοποίηση στην προκειμένη περίπτωση νοείται ως «η εξασφάλιση της δυνατότητας ενός πεζή κινούμενου επισκέπτη των αρχαίων ή όποιου άλλου να μετακινηθεί από τον ένα αρχαιολογικό χώρο στον άλλο, από το λόφο του Αρδηττού έως την ακαδημία του Πλάτωνος, χωρίς σε κανένα σημείο της διαδρομής αυτής να διασταυρωθεί η κίνησή του με τη ροή τροχοφόρων. Και στο σημείο που αυτό είναι αδύνατο να γίνει [...],η διασταύρωση αυτή υφίσταται αλλά συντελείται σε διαφορετικό επίπεδο, επίγειο ή υπόγειο, έτσι ώστε να μη γίνεται, τοπικώς και μόνο εννοείται, αντιληπτή δια της οράσεως, όχι όμως και των άλλων αισθήσεων (θόρυβος, καυσαέρια)». Οι περιπτώσεις που τα αρχαία διατηρήθηκαν «εν υπαίθρω» είναι λιγοστές. Όλα τα αρχαία των ανασκαμμένων οικοπέδων εντός των τειχών της πόλης αλλά εκτός Πλάκας διατηρήθηκαν εν «υπογείω». Στην Πλάκα συγκεντρώνονται οι εντός των τειχών οργανωμένοι και περιφραγμένοι αρχαιολογικοί χώροι. Πιστεύεται ότι η Πλάκα κρύβει και άλλα μνημεία, γνωστά μόνο από τις πηγές. Τέλος, υπάρχουν και μεμονωμένα αρχαία που ανήκουν σε μνημεία εκτός των τειχών, μακρύτερα ακόμη και από την ευρύτερη περιφέρεια του ιστορικού κέντρου. Μόνον το 1833 θα μπορούσε να είχε ληφθεί η απόφαση για τη δημιουργία ενός αδιάσπαστου χώρου με το σύνολο των αρχαιοτήτων, απαλλαγμένου από νεοτερικά κτίσματα. Έπρεπε όμως τότε να είχε προβλεφθεί η ίδρυση της πρωτεύουσας πολύ πιο έξω από την αρχαιολογική ζώνη που προέβλεπε το σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert. Ακολουθούν οι προτάσεις διαμόρφωσης των εξής αρχαιολογικών τομέων: 1. Τομέας Διον. Αρεοπαγίτου – Αποστ. Παύλου – Φιλοπάππου – Μακρυγιάννη 2. Τομέας Κεραμεικού – οικοπέδου παλιού εργοστασίου παραγωγής αεριόφωτος (Γκάζι) – Θησείου – Αγοράς 3. Τομέας Πλάκας – Αναφιώτικων – Ψυρρή 4. Τομέας της Ιεράς Οδού 5. Τομέας Δημοσίου Σήματος – Ακαδημίας Πλάτωνος 6. Τομέας Ολυμπιείου – Αρδηττού – Σταδίου – Ζαππείου 7. Τομέας Ριζάρη – Ωδείου Αθηνών – Εθνικής Πινακοθήκης

Αρχαία και σύγχρονη Αθήνα. Η συνάντηση των δύο πόλεων Μάρω Παπαδοπούλου

Η θέα της θάλασσας από την Τρίτη Πλατεία στον Κεραμεικό (πρόταση των αρχιτεκτόνων Θ. Καναρέλη, Μ. Παπαδοπούλου). Άραγε μπορεί η Αθήνα να «βρει το χαμένο της πρόσωπο» μέσα από τη συνάντηση της αρχαίας με τη σύγχρονη πόλη; Στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert (1833) η Αθήνα οριζόταν από ένα τρίγωνο με μια πλατεία στην κάθε του γωνία. Μόνο δύο πλατείες κατασκευάστηκαν, η Ομόνοια και το Σύνταγμα. Η Τρίτη Πλατεία, που επρόκειτο να γίνει στον Κεραμεικό, στη συμβολή των οδών Ερμού και Πειραιώς, θα ονομαζόταν πλατεία Κέκροπος. Σήμερα η Τρίτη Πλατεία θα μπορούσε να αποτελέσει το βασικό στοιχείο της συνάντησης των δυο πόλεων, της αρχαίας και της σύγχρονης. Αυτή τη συνάντηση εκφράζει συμβολικά η πρόταση των αρχιτεκτόνων Θεοκλή Καναρέλη και Μάρως Παπαδοπούλου που απέσπασε το 1ο βραβείο στο Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό με θέμα τη «Διαμόρφωση της Τρίτης Πλατείας στον Κεραμεικό» (1989). Η επιμήκης Τρίτη Πλατεία καλείται να ενώσει το κέντρο της Αθήνας με τις δυτικές, υποβαθμισμένες συνοικίες, Μεταξουργείο-Ψυρρή και Γκαζοχώρι. Υπερκαλύπτει την Πειραιώς, που καταβυθίζεται, και ενοποιεί τις περιοχές Γκαζοχώρι και Θησείο. Στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της συμβάλλουν το απόλυτο και αυστηρό σχήμα της, η κλιμακωτή της επιφάνεια και η σχέση της με τους τριγύρω χώρους, η προοπτική προς την Ακρόπολη και η καταπληκτική θέα της θάλασσας του Πειραιά, του Λυκαβητού, του Αστεροσκοπείου. Η μελέτη αυτή στοχεύει επίσης στην ενοποίηση του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού με την Αρχαία Αγορά, στη δημιουργία μιας μεγάλης έκτασης πρασίνου και περιπάτου και στη διευθέτηση της κυκλοφορίας στην περιοχή. Προτείνεται η αποκατάσταση των αρχαίων διαδρομών, η αποκατάσταση του τείχους της κλασικής εποχής και η αποκατάσταση του αττικού τοπίου και του αρχαίου ποταμού Ηριδανού.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Κιχώριο. Η λειψυδρία έπληξε και τους χώρους πρασίνου της Αθήνας. Τουλάχιστον όμως μας φανέρωσε ποια φυτά ταιριάζουν αβίαστα με το δικό μας κλίμα. Αντέχουν και ευδοκιμούν φυτά ντόπια, ελιές, μουριές, κουτσουπιές, πουρνάρια, χαρουπιές, δάφνες και άκανθοι και, από τα ξενόφερτα, η βρωμούσα (αειλάνθη), τα πιπερόδεντρα, ο αθάνατος (αγαύη), το μπουζάκι. Αγριόχορτα κι αγριολούλουδα, το κιχώρι, το πεντάνευρο, το περδικάκι, δε θέλουν πότισμα ούτε φροντίδα. Ίσως είναι καιρός να αποδώσουμε το «γκαζόν» στις βορειότερες χώρες και εμείς να στραφούμε στις μολόχες μας, τις λεβάντες, τα κυκλάμινα.

Άλλα θέματα: Το σπίτι του στρατηγού Thomas Gordon στο Άργος (II) Βασίλης Δωροβίνης

Το σπίτι του στρατηγού Γκόρντον στο Άργος. Γενική άποψη κατά την περίοδο καθαρισμού και αναστηλώσεως (1989). Ο συγγραφέας επανέρχεται στο σπίτι του Γκόρντον παρακολουθώντας πόσα και ποια χέρια άλλαξε, πόσες και ποιές χρήσεις γνώρισε. Η σειρά μεταβιβάσεων εμφανίζεται συνεχής και αδιάκοπη από το 1882 και μετά. Τη χρονιά αυτή την οικία αγοράζει ο Γεώργιος Ν. Βάθης, καπνοπώλης και κάτοικος Αθηνών. Νωρίτερα το σπίτι είχε στεγάσει το Παρθεναγωγείο της Θεοφ. Δαρρωνά. Στη συνέχεια, οι πολυετείς προσπάθειες του Βάθη να πουλήσει το σπίτι θα μείνουν άκαρπες. Μετά το θάνατό του (1914), στην αποθήκη λειτούργησε χοροδιδασκαλείο. Τον Απρίλιο του 1928, ως διάττων αστήρ, εμφανίζεται για μια μέρα στο Άργος ο εγγονός του Γκόρντον, Τσαρλς. Τον Ιούλιο του 1936 το 4ο Ορειβατικό Σύνταγμα Πυροβολικού νοικιάζει το σπίτι του Γκόρντον για να εγκαταστήσει τα γραφεία του. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 το σπίτι έχει γίνει κανονικό ερείπιο: η στέγη καταρρέει, παλιές τοιχογραφίες έχουν καλυφθεί με ασβέστη και λαδομπογιά, στο ισόγειο ο γέρος φύλακας έχει εγκαταστήσει κουνελοστάσιο και κοτέτσι. Τα διαβήματα του «Πολιτιστικού Ομίλου Άργους» προς το Υπουργείο Πολιτισμού δεν εισακούονται. Το 1983 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή αντιμετωπίζει για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να αποκτήσει οίκημα στο Άργος. Εν τω μεταξύ, το 1982 το σπίτι του Γκόρντον είχε κηρυχτεί διατηρητέο με προεδρικό διάταγμα του Αντώνη Τρίτση. Το 1985 προβάλλεται από την ΕΡΤ1 η ταινία μικρού μήκους του Θανάση Ρακιντζή «Προς Αργείους», με σκηνές γυρισμένες στο εσωτερικό του εν λόγω σπιτιού. Οι κάτοικοι του Άργους βρίσκουν την ταινία δυσφημιστική και την αποδοκιμάζουν. Το ακίνητο θα αγοράσει το 1987 η Γαλλική Σχολή.

Μετατροπή εκκλησιών σε αίθουσες δικαστηρίων Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, Αριστέα Παπανικολάου-Kρίστενσεν

Ο Άγιος Αθανάσιος του Ψυρρή όπως σωζόταν τον πρώτο χρόνο μετά την απελευθέρωση. Η ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα του κράτους (1834) ανέδειξε οξύ το πρόβλημα στέγης για τις δημόσιες υπηρεσίες και τους κρατικούς λειτουργούς. Η αυτοψία κρατικών υπαλλήλων έδειξε ότι, εκτός από το Μέγαρο Κοντόσταυλου όπου κατοίκησε προσωρινά ο Όθων, κατοικίες με πολλά δωμάτια υπήρχαν μόνο δύο, στην Καπνικαρέα, και ανήκαν στον κόμητα Μποτσάρι και στον Υδραίο Γιούρντη. Το σπίτι των Κλεάνθη και Schaubert είχε ήδη νοικιαστεί για τη στέγαση του Γυμνασίου. Επείγοντα χαρακτήρα είχαν πάρει οι αίθουσες απονομής της δικαιοσύνης, το Πρωτοδικείο, το Κακουργιοδικείο, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος. Σε τρία κτήρια που ανήκαν στην κυβέρνηση, όπως και στο Φετιχιέ τζαμί, στο Μεντρεσέ και στο τζαμί του Τζισδαράκη δεν μπορούσαν να γίνουν επισκευές γιατί η περιοχή ήταν προορισμένη για αρχαιολογικές ανασκαφές. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση αποφάσιζε να ανοικοδομήσει, θα ξεσήκωνε την κοινή γνώμη. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Πραΐδης προτείνει να αξιοποιηθούν τέσσερις από τις ερειπωμένες εκκλησίες του κέντρου. Πράγματι, αρχίζουν οι επισκευές στις εκκλησίες της Αγίας Ελεούσας, του Αγίου Αθανασίου και του Χριστοκοπίδη. Η τέταρτη εκκλησία, η Παναγία του Κανδήλη, κρίθηκε τελικά ακατάλληλη. Αποφασίζεται ο Μεντρεσές να χρησιμοποιηθεί ως φυλακή. Ο διευθυντής της τεχνικής υπηρεσίας E. Schaubert αναθέτει τη μετασκευή των τριών εκκλησιών στον βοηθό-αρχιτέκτονα της υπηρεσίας Χριστιανό Χάνσεν. Η μόνη τροποποιημένη εκκλησία που σώζεται σήμερα, ενσωματωμένη στο κτήριο του Παλαιού Κακουργοδικείου, είναι η Αγία Ελεούσα στου Ψυρρή. Η μορφολόγηση των όψεων του κτηρίου, που πρέπει να ανεργέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1830, μαρτυρεί ικανότατο αρχιτέκτονα. Βλέπουμε εδώ τα παράθυρα που ο Χάνσεν θα χρησιμοποιήσει στο Πανεπιστήμιο, όπως και την κεντρική εξώθυρα με το μαρμάρινο πλαίσιο που κλέβει τις εντυπώσεις στην πρόσοψη. Οι δύο παρωτίδες αποτελούν θαυμάσια δείγματα αντιγραφής και ενσωμάτωσης των παρωτίδων της βόρειας στοάς του Ερεχθείου. Σήμερα, μισοκαμένο και τρισάθλιο, το κτήριο στριμώχνεται ανάμεσα σε αυθαίρετες παράγκες και βάρβαρα τσιμεντένια κατασκευάσματα.

Η εξημέρωση του αλόγου και η παρουσία του στην προϊστορική περίοδο του Aιγαίου Θεοφάνης Μαυρίδης

Μυκήνες: άλογο και αναβάτης. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το εξημερωμένο άλογο προέρχεται από δύο κύρια είδη: το είδος Tarpan και το είδος Przewalski. Η εξημέρωσή του, που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ευρύτερης περιοχής της νότιας Ρωσίας, αρχικά απέβλεπε στην εξασφάλιση τροφής. Στην Κνωσό και τις Μυκήνες το άλογο εμφανίζεται ως ζώο έλξης. Μόνο ένα μυκηναϊκό ειδώλιο παριστάνει άλογο με αναβάτη. Τα ανασκαφικά ευρήματα φανερώνουν ότι η εισαγωγή αλόγου έγινε κατά τη Μεσοελλαδική εποχή (Λέρνα, προϊστορικοί τύμβοι Μαραθώνα). Σκελετοί ή οστά αλόγων βρέθηκαν σε τάφους (Βρανάς, Μαραθώνας, Αρχάνες), οστά αλόγων βρέθηκαν στο ιερό της Φυλακωπής στη Μήλο και το ιερό της Δήμητρας στην Κνωσό.

Δημοκρατία: ιδεολογία και πράξη, με ειδική αναφορά στην Aθηναϊκή Δημοκρατία των κλασικών χρόνων Βασίλης Χαραμής

Μαρμάρινη προτομή του Περικλή. Ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Κρεσίλα, Μουσείο του Βατικανού. Την ιδεολογία της αθηναϊκής δημοκρατίας διατύπωσαν αρχικά οι έννοιες «ισηγορία», νοούμενη ως ελευθερία, και «ισονομία», ως έννοια νομική και πολιτική. Και οι δύο αυτές έννοιες προϋπέθεταν την ισότητα καταγωγής, την «ισογονία». Τέσσερις σταθμοί θα οδηγήσουν την αθηναϊκή δημοκρατία στην ολοκλήρωσή της: η ένωση της Αττικής από τον Θησέα, η νομοθεσία του Σόλωνα -ιδιαίτερα η άρση της σεισάχθειας, οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και οι εποχές του Εφιάλτη και του Περικλή. Ο «Επιτάφιος λόγος» είναι η πρώτη γραπτή μαρτυρία της πολιτικής και κοινωνικής ωρίμανσης. Από το λόγο του Περικλή δεν προκύπτουν ιδεολογήματα αλλά η αντανάκλασή τους στην πράξη. Κατονομάζονται οι δημοκρατικοί θεσμοί, εξαίρεται το ελεύθερο και ανεκτικό πνεύμα των Αθηναίων ειδικά απέναντι στους δούλους. Η ποιότητα ζωής συναρτάται με το πολίτευμα. Ο Περικλής επισημαίνει με ποιούς τρόπους εκφράζεται κοινωνικά η δημοκρατία: ως μέριμνα για τη διασκέδαση του πολίτη, ως υπεραυτάρκης αγορά σε είδη κατανάλωσης, ως κοινωνία ανοιχτή χωρίς σύμπλεγμα ξενοφοβίας, ως στρατιωτική αγωγή, ως εν γένει νοοτροπία, ως ισόρροπη εκλεκτικότητα ανάμεσα στο ωραίο, στο απλό, στο πνεύμα, στην ανδρεία, ως εξωραϊστική πολιτική και σώφρων χειρισμός του δημόσιου χρήματος, ως μέσο ή ευκαιρία για τη βελτίωση του εισοδήματος των οικονομικά αδυνάτων, ως υπευθυνότητα, αμεσότητα και συλλογικότητα, ως ενημέρωση και διάλογος, ως δραστηριοποίηση και προγραμματισμός, ως ανώτερο ψυχικό βίωμα. Ο Περικλής θα αποκαλέσει την Αθήνα «γενικό της Ελλάδας σχολείο», αντικείμενο θαυμασμού για σύγχρονους και μεταγενέστερους. Ωστόσο, την επιθυμητή επικράτηση του «ίσον» υποβλέπουν η οικονομική ανισότητα και η ανισότητα σε πολιτικά δικαιώματα. Ενάντια στην οικονομική ανισότητα επιστρατεύτηκαν: α) η ναυτική πολιτική της Αθήνας που διεύρυνε τη στρατιωτική βάση δίνοντας συνεχή απασχόληση και στα μη προνομιούχα στρώματα της αθηναϊκής κοινωνίας, β) η θέσπιση νόμων που επέτρεπαν στους φτωχούς όχι μόνο να ζουν καλύτερα με δαπάνες της πολιτείας και των πλουσιοτέρων αλλά και να μετέχουν στη λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας. Όσο για τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, αυτά γίνονται αντιληπτά μόνο σε συνάρτηση με την έννοια της ισογονίας, άρρηκτα συνδεδεμένης με την κοινή καταγωγή, την πατρώα γη και τις στρατιωτικές υποχρεώσεις -που εξαιρούσαν αμέσως τις γυναίκες, τους μέτοικους και τους δούλους. Τους μέτοικους απέκλειε από τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα και η απαγόρευση της απόκτησης ακίνητης περιουσίας.

Ξύλινα ζωγραφικά ταβάνια από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα (αίτια φθορών, προτάσεις συντήρησης) Σπυρίδων Τσιμάς, Μηνάς Χατζηχρήστου

Αρχοντικό Νατζή, Καστοριά, 18ος αι. Λεπτομέρεια της οροφής. Εξετάζονται οκτώ αντιπροσωπευτικά ταβάνια από πέντε γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας. Παρουσιάζονται, κατά σειρά αρχαιότητας, το ταβάνι της Καστελλανίας στη Ρόδο (αρχές 16ου αιώνα), τα ταβάνια της τράπεζας της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου (β΄ μισό 17ου αιώνα), οι οροφές των αρχοντικών της Καστοριάς Νατζή και Τσιατσαπά (18ος αιώνας) και οι οροφές τριών νεοκλασικών κτηρίων του 19ου αιώνα: της οικίας Κουτσομυτόπουλου και του κτηρίου «Δασκαρόλη-Ακρίτα» στην Καλαμάτα και του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Τέλος, εξετάζεται η οροφή του «δωματίου» του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ από τη Λέσβο (1925-1950), που τώρα βρίσκεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Αναλύονται τα ζωγραφικά και διακοσμητικά στοιχεία των οροφών, η αρχιτεκτονική και η κατασκευή τους. Πριν κατατεθούν προτάσεις επεμβάσεων, απαριθμούνται οι φθορές που υφίστανται το ξύλο και το χρώμα και τα αίτια που τις προκαλούν. Το άρθρο αντλεί από την πτυχιακή εργασία των συγγραφέων που έγινε στη Σχολή Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης, Τ.Ε.Ι. Αθηνών, τον Μάρτιο του 1993.

Ο κύκλος της Έλλα Αλέξανδρος Ζούκας

Χρήστος Παπανικολάου, «Έλλα» (αυγοτέμπερα). Αναζητώντας τους αυθεντικούς συνεχιστές της βυζαντινής τεχνοτροπίας, ο ζωγράφος-αγιογράφος Χρήστος Παπανικολάου οδηγήθηκε σε μια εξάχρονη περιπλάνηση μαθητείας: Άγιο Όρος, Θεσσαλονίκη, Οχρίδα, Στουντένιτσα της Σερβίας, Κωνσταντινούπολη, Σινά. Στη Λάρισα, όπου στη συνέχεια εγκατέστησε το εργαστήρι του, δημιούργησε μια σειρά έργων με τίτλο «Ο Κύκλος της Έλλα». Ο κύκλος με το όνομα της Λαρισαίας πριγκίπισσας, που την απαγωγή της το 10ο αιώνα από σλάβους επιδρομείς διηγείται ο θρύλος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το θέατρο του ανολοκλήρωτου, όπου η ολοκλήρωσή του ματαιώνεται κάθε στιγμή από την αμαρτία: δηλαδή την ανάγκη.

Κυρήνη. Η ελληνική αποικία της Λιβύης Επαμεινώνδας Βρανόπουλος

Μεγάλη Λέπτις. Το αρχαίο θέατρο. Την Κυρήνη ίδρυσαν Δωριείς άποικοι από τη Θήρα το 631 π.Χ. Το χώρο της Αγοράς περιβάλλουν επιβλητικά ερείπια στοών και βωμοί θεών. Στα ΝΑ της βρίσκονται δημόσια κτίρια, επιβλητικές οικίες με μεγάλες περίστυλες αυλές, με ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα. Στα ΒΔ της Αγοράς, η Ιερά οδός οδηγεί στην Ιερή Πηγή και το Τέμενος του Απόλλωνα αφού περάσει από το Νυμφαίο. Ο ναός του Απόλλωνα γειτονεύει με άλλους ναούς. Μπροστά του, αρχαία κρήνη εικονίζει τη νύμφη Κυρήνη να πνίγει λιοντάρι ενώ η Αφρική τη στεφανώνει. Λίγο ανατολικότερα βρίσκεται ένα από τα τέσσερα θέατρα της Κυρήνης. Το νεκροταφείο της, μήκους 5 χλμ., είναι το μεγαλύτερο του αρχαίου κόσμου.

Μουσείο και επικοινωνία: περί όρων και ορίων Ανδρέας Λαπούρτας, Άντζελα Δημητρακάκη

Η αρχιτεκτονική των μουσείων εκφράζει το πνεύμα των καιρών. Nene Staatsgalerie, Στουτγάρδη (αρχιτέκτονας: James Stirling). Στην απτή πραγματικότητα ενός συγκεκριμένου μουσειακού περιβάλλοντος, η επικοινωνία συντελείται στο πλαίσιο της ταυτότητας του μουσείου. Η διαδεδομένη έννοια της επικοινωνίας με τους τρεις παράγοντες, πομπός-μήνυμα-δέκτης, στην περίπτωση των μουσείων δεν παραλείπει μόνο την κριτική δράση των επισκεπτών αλλά αγνοεί την τοποθέτηση των αντικειμένων στην έκθεση, δηλαδή την παρέμβαση τουλάχιστον του επιμελητή. Οι επισκέπτες τείνουν να εκλαμβάνουν το μουσείο και τις εκθέσεις του ως ένα περιβάλλον ουδέτερο, «αντικειμενικό». Αλλά τα εκθέματα δεν «μιλούν από μόνα τους», η αναζήτηση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας δεν χωράει πια ούτε στα μουσεία. Οι επισκέπτες άλλωστε «βλέπουν ό,τι εκείνοι θέλουν να δουν». Χρειάζεται, επομένως, η βαθύτερη κατανόηση των ανθρώπων για να ερμηνευτεί η επιτυχία μιας έκθεσης. Είναι το μουσείο «ένα ίδρυμα ανοικτό στο κοινό»; Είναι το κοινό ενιαίο; Πως επηρεάζεται η συμπεριφορά των επισκεπτών από τη σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του μουσείου και τα εκθέματα; Η κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα του θεσμού του μουσείου δεν εξασφαλίζεται πλέον από ένα απομονωμένο κέντρο έρευνας και συντήρησης, στα όρια ενός αυτο-αναφορικού ακαδημαϊσμού. Είναι πράγματι τα μουσεία ιδρύματα που υπηρετούν την κοινωνία ή μήπως υπηρετούν αποκλειστικά τις συλλογές τους; Απαιτείται μια ουσιαστικότερη γνωριμία του κοινού, επισκεπτών και μη, όπως και ένας βαθύτερος προβληματισμός γύρω από τη σημασία που μπορεί να έχουν οι συλλογές για το κοινό. Η σύγχρονη πρόκληση δεν εξαντλείται στην προσέλκυση επισκεπτών. Αντίθετα, η πρόκληση έγκειται στην ποιότητα της εμπειρίας που προσφέρει ο μουσειακός χώρος.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η είσοδος της Μεγάλης Τούμπας του τάφου του Φιλίππου Β' στο Μουσείο της Βεργίνας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στην περιοχή της Πέλλας, στη διπλή τούμπα Γιαννιτσών αποκαλύφθηκε ο μεγαλύτερος μακεδονικός τάφος στον ελληνικό χώρο, συλημένος ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια – Μόσχα, Βερολίνο και Άγκυρα διεκδικούν το θησαυρό του Πριάμου που φυλαγόταν μυστικά στο Μουσείο Πούσκιν – Ακέραιο είναι ελληνικό πλοίο του 5ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε στη Μασσαλία

Συνέδρια

Στη μνήμη του Μ. Μιχαηλίδου-Νουάρου ήταν αφιερωμένο το Η΄ Πολιτιστικό Συμπόσιο Δωδεκανήσου που διεξήχθη στην Κάρπαθο (19-21 Αυγούστου) – Διεθνές Συνέδριο εγκαινιάστηκε στις 30 Ιουνίου στο μέγαρο της Ουνέσκο στο Παρίσι, με στόχο τη διάσωση των μνημείων σε όλο τον κόσμο

Βιβλία

Γιάννης Σακελλαράκης, Κρητομυκηναϊκά, Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1992 – Frieda Vandenabeele, Μάλια-Κρήτη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1992 – Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, Κτίρια για δημόσια χρήση στη νεότερη Ελλάδα, 1827-1992, Παπασωτηρίου, Αθήνα 1993 – Danielle Bonneau, Le régime administratif de l’eau du Nil, Brill, Leiden-N.York-London 1993

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Προνόμια παρέχει στα μέλη της η «Διεθνής Ένωση για τη Μελέτη του Οψιανού» (IAOS) που δραστηριοποιείται από το 1989 κυρίως στην Αμερική – Με επιτυχία ολοκληρώθηκε στην Αθήνα (17-23 Μαΐου) το Γ΄ ειδικό συνέδριο της «Ένωσης για τη μελέτη του μαρμάρου και άλλων πετρωμάτων που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα» (ASMOSIA)

Συνέδρια

Το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αμερικής διοργανώνει το Ετήσιο Συνέδριό του στην Ουάσινγκτον, 27-30 Δεκεμβρίου 1993 – Το Γ΄Διεθνές Συμπόσιο για τη Συντήρηση των Μνημείων στη Μεσόγειο θα διεξαχθεί στη Βενετία, 24-27 Ιουνίου 1994 – «Πόλεις στη θάλασσα» είναι ο τίτλος του Συμποσίου που θα λάβει χώρα στη Λευκωσία τον Οκτώβριο του 1994

Δημοσιεύσεις

Liritzis Y. & Kokkoris M., “Revised Dose-rate Data for Thermoluminescence/ESR Dating”, Nuclear Geophysics, 6/3 [1992], σελ. 423-443 – Grimanis A.P., Vassilaki-Grimani M. & Kilikoglou V., “Use of INAA in Archaeology in Greece”, Transactions of the American Nuclear Society 1992, σελ. 170-171

English summaries: Athens and the unification of its archaeological sites Iordanis E. Dimakopoulos

Our society can be evaluated by the way our cities have expanded and by the production of their built environment. Since the beginning of the modern state, Athens, our capital city, has served as an example for the reproduction of similar city replicas. Another expression of the altered faces of our urban centers, shaped through internal immigration, is reflected in urban archaeology — a widely accepted phenomenon throughout the developed western European countries today- apart from our historic monuments dating since Antiquity. The idea of the unification of the archaeological sites, as it has been conceived by scholars and by those who supervised this project, goes beyond the original meaning of the word "unification". Here, the unification simply aims to secure any pedestrian visiting the major antiquities of Athens, or just walking somewhere,a vehicle-free itinerary from one archaeological site to another, from the Ardyttus hill to Plato's Academy. From this point a lot of faultless work is necessary and above all a plan and the organisation of the whole project, something that no public service seems to possess today. Therefore, a special public organisation is needed which will chanel the relevant financial resources to the works and not to the continuously increasing functional expenses. The leadership of the Ministry of Culture has obviously the responsibility to search for it or to create it as soon as possible. Needless to say that the role played by the Archaeological Service must be the right one.

The meeting of the ancient and modern city Maro Papadopoulou

Attica has been inhabited continuously from antiquity to the present, in spite of the various catastrophes it has suffered. The natural environment, regardless of its numerous transformations, had remained almost unchanged up to the beginning of our century. The modern city covers the ancient one like a membrane which must stop, where and when it is inevitable, in order to supply light and life to the ancient city which in turn is "sacrificed" so the modern city can develop at the necessary pace . This meeting of the two cities is symbolically expressed by the proposed third Square which is included in the awarded study of the architects Theocles Kanarelis and Maro Papadopoulou, who participated in third "Panhellenic Architectural Competition for the Formation of the Third Square at Kerameikos". The Third Square of Athens was designed for the first time by the architects Kleanthis and Schauberd in the original town-planning project of the city.It showed a huge triangle with a square set at each of its angles.Out of these three squares only the two have actually been realized, those of Omonoia and Syntagma. The third one would have been located at Kerameikos. Seen from a different approach today, the Third Square of Athens could function as the essential meeting point of the two cities, Athens ancient and modern. All the proposals of the study, based on thorough historical and in situ research, lead to a difficult but imperative step that should be taken to upgrade the city of Athens. The elongated Third Square, having the form of a street rather than of a square, must function as the vital connection between the two cities, ancient and modern, and the two districts of Athens, its centre and western regions. For the realization of this plan, however, some buildings in the modern city "must be sacrificed" to reveal the values of the ancient settlement. At the same time the ancient city has already "sacrificed" some of its features to the works for the Metro which will contribute to the smoother function of modern Athens. Thus, Athens, in spite of all the misfortunes and problems it has to deal with, can still envisage and hope for the gaining of a historical and social identity, as well as for its qualitative functional upgrading, that will enable the city to undertake and play the role of a particularly Greek modern European metropolis.

Another way of looking at Athens Elli Papakonstantinou

"City-monster"." Unbearable city". "The ugliest capital city in Europe". These are among the descriptions that we usually hear, read and very often repeat, when referirng to Athens. When these are combined with our country's problems of development ,they contribute to our notion that it is wrong or even hopeless to have money or efforts invested in Athens. At the same time they nourish and reinforce a negative attitude on the part of the citizens towards their city. And this perhaps is the most unlucky factor for the future of Athens. Although the city undoubtedly faces very serious environmental and town-planning problems, it must regain and restore an identity which will inevitably incorporate all the characteristics of its origin and evolution. These are what make Athens unique, therefore they are precious, regardless whether they are suited or not to an ideal model. Nevertheless, the identity of the city should also be a modern one, combining all those features which will allow it to function as the cultural capital of Europe, that, apart from its glorious past also has an excellent present and a most promising future. There is no doubt that modern Athens is not graced with beautiful architecture, its real ugliness, however, the visual confusion and disorder are to a large extent due to the brutal alterations of its aspects by improper, additional elements. It has already been said that most unlucky for the future of the city is the negative mood and attitude of its inhabitants. Here one should add that apart from serious, major choices,regarding such things as air pollution or traffic, there also exist the "minor", although decisive questions, the impact of which have a strong symbolic and educational character. These secondary choices may also have the power to persuade us that Athens is after all a city with future, if only we were able to look at it again, approach it in a new spirit, reconcile ourselves to its peculiarities, sense its perennial historicity and love it with its virtues and defects.

The natural environment of Athens Grigoris Tsounis

The overpopulation of Athens has resulted in the disorderly web of the present city plan, the destruction of green vegetation and the downgrading of the urban and suburban environment. In 1833-1834 when the city of Athens was originally intended as the capital of Greece, it was spread out in an area of approximately 750 acres. However, the population increase both of 1922 with Asia Minor refugees after the Greek defeat and 1940 due to urbanization after the second World War, caused major demographic and fiscal problems. After 1960 the forests were abandoned by the rural population, and devastating fires, appropriation of the land and illegal housing began.At present, green areas of green around Athens are few and far between. Mount Hymettus and Aegaleo, the Lycabettus hill, the archaeological sites, the National Garden, are nevertheless home to over forty species of birds and wild plants. The existence of "wild" life in the capital is a positive and optimistic message for the upgrading of the city and the life in it.

On what terms and limitations museums communicate with their public Andreas Lapourtas, Angela Dimitrakaki

Given the scope of the subjects mentioned by the title and the limitations of an article, our aim is to raise some of the issues concerning both the need for museums and the role they play in modern society. In an age flooded with images and dominated by computers, a museum exhibition of any kind constitutes a mass medium, but with a specific difference: exhibitions are concerned primarily with actual objects. This sense of immediacy is the basic stimulus which draws the public to museums. And ,in turn, museums function mainly, but not exclusively, as a medium of visual communication between the past and the present, between man and his complex environment. Thus museums justify their existence through exhibitions, which are, on the whole, products of their times. As to their social role, this should perhaps be assessed less on the number of people visting them and more on the potential opportunities they offer visitors to enrich their life —by bringing them into contact with a wide range of subjects and viewpoints.

The domestication of the horse and its presence in the Aegean during the prehistoric period Theophanis Mavridis

The domestication of the horse took place in Southern Russia and the Ukraine during the fourth millenium, and more specifically at the Dereivka site. During the Early Bronze Age the domesticated horse became a familiar feature of the Near Eastern, Central and North European societies. It was brought to Greece at the beginning of' the Middle Bronze Age. Remains of horses have been excavated at several sites in Greece, such as Lerna, Marathon, Archanes and elsewhere, proving the important role the horse played in the Greek economy of the Late Bronze Age.

Cyrene. The Greek colony in Libya Epameinondas A. Vranopoulos

Many colonies had been founded in Libya by the ancient Greeks. Tripolis, the present capital of that country, still maintains its ancient Greek name. One thousand kilometers to the East, Pentapolis was located."As its name indicates, it was created by the union of five Greek poleis(cities).The most important Greek colony however in North Africa was Cyrene which had been founded in 631 BC by settlers from the island of Thera. Many Greek architectural monuments have survived and in the Museum of the capital a number of beautiful works of Greek art are exhibited. It is also worth mentioning that Greek speaking inhabitants still exist today in the present village Marsa Sousi that lies in the location of the ancient city Apollonia.

General Thomas Gordon’s house in Argos Vasilis Dorovinis

Colonel Th. Gordon, from Cairness, Aberdeenshire, in Scotland, was among the military philhellenes who came to Greece with the outbreak of the Greek War of Independence in 1821. He actively participated in organising a regular Greek army and stayed in Greece for many years , almost until his death in 1841.It is scarcely known, however, that he had his house built in the town of Argos in the Peloponnese -soon after the end of the War of Independence — This is because relevant information came from indirect references or from the local tradition of Argos, as published in a newspaper of the town in 1928, when his grandson visited Argos and the house itself. For the first time,Vassilis Dorovinis, the author of this article, brings to light archive sources and connects them with existing information and oral tradition, thus presenting a full record of the history of the house from the time of its construction to the present. In his study he has taken into consideration documents from the Historic Archive of the National Bank of Greece, the Mortgage Registry of Argos and Nauplion, the General Archives of the State, the archives of the British School of Athens and those of the Gordon family from the University of Aberdeen. Other relevant information derives from the press of Argolis (1821-1980),from the families that have lived in the house, as well as from foreign travellers who visited Argos in the nineteenth century. Finally, the efforts for keeping the building from collapsing and its purchasing and restoration by the French Archaeological School (1987-1993) are presented, while unknown activities of Gordon, such as the purchasing of land in Argos, are thoroughly looked into.

Painted wooden ceilings from the 16th to the 19th century.What causes damage to them and proposals for restoration Spyridon Tsimas, Minas Hatjichristou

Wood has been extensively used in public and private buildings for the construction of many architectural features, such as roofs and ceilings, since antiquity. Wooden ceilings are decorated with carvings or paintings or with a combination of the two. This article deals with the painted wooden ceilings in Greece starting from the 16th century, the date of the oldest surviving example, up to and including the 19th century. Representative samples from five different areas of Greece have been examined, while the conclusions drawn have been based on the research made on these specific ceilings. This research is divided in four parts: a. An analysis of the historical and decorative elements, b. A recording of the architectural, technical and constructive features, c. The identification of existing damages and the investigation of the factors which have caused them. And finally, d. Proposals for restoration and conservation.

Transformation of churches into court rooms Maro Kardamitsi-Adami, Aristea Papanikolaou-Christensen

In the small, ruined town of Athens of 1834 a serious problem was created concerning the proper housing of public services and of civil servants. Therefore, the ministry in charge decided to convert ruined churches into court rooms in order to house various Judicial services, such as the Criminal Court and the Court of Appeal of the Supreme Court. Three such churches, located in the same district, were selected: Hagia Eleousa, close to Kapsali's hotel, Hagios Athanasios, next to the Psyris area and the so-called church of Chrysokopidis. According to a rough estimate by E. Shaubert the expenses for the adapting for functional reasons of all three churches would have amounted to 4,299.76 drachmas. Hagia Eleousa has been preserved in its altered shape, incorporated into the building of the old Criminal Court, while for the other two churches there is no surviving evidence. The remarkable monograph in Greek, entitled "The Old Criminal Court", by D. Constantinidis, L Politis and E. Biris offers a detailed description of the entire building and many historical data. The institution of Criminal Courts dates back to 1835, the transformation of Hagia Eleousa before the summer of 1837. The final plans undoubtedly belong to Christian Hansen.It is interesting to note that certain architectural features characteristic of Hansen's work, closely resembling or even copying ancient Greek prototypes, appear for the first time in the remodelling of this church. The present condition of the building presents us with the sad picture of total abandonment.

Democracy. Ideology and praxis with special reference to the Athenian democracy of the classical period Vassilios G. Haramis

This article focuses on whether or not the theory of democracy, is aligned and converges with the praxis, the working of democracy. I think that it is not necessary theoretically to define the political praxis in order to clarify whether it is directly or indirectly connected with ideology. If this is the case, that is if they are aligned, then the relation between theory and praxis is mutual; in other words, as a consequence ideology leads to praxis, but also praxis is the outcome of ideology, or one is in full accordance with the other.

Democracy. Ideology and praxis with special reference to the Athenian democracy of the classical period Vassilios G. Haramis

This article focuses on whether or not the theory of democracy, is aligned and converges with the praxis, the working of democracy. I think that it is not necessary theoretically to define the political praxis in order to clarify whether it is directly or indirectly connected with ideology. If this is the case, that is if they are aligned, then the relation between theory and praxis is mutual; in other words, as a consequence ideology leads to praxis, but also praxis is the outcome of ideology, or one is in full accordance with the other.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αμφορείς (III) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Αρχαίο κελάρι στη Ρόδο, 3ος αι. π.Χ. Οι αμφορείς της Μένδης της Χαλκιδικής (450-425 π.Χ.) ξεχωρίζουν από το δακτυλικό αποτύπωμα του αγγειοπλάστη. Ο σκοτεινός σταχτόχρωμος πηλός είναι τυπικό γνώρισμα για την κεραμική της Λέσβου. Οι θασιακοί αμφορείς ήταν γνωστοί ως «θάσιον» εξ αιτίας των σφραγίδων τους. Θαυμαστό και φθηνότερο από τα κρασιά Λέσβου και Θάσου ήταν το κρασί της Κω. Οι αμφορείς της αναγνωρίζονται από τις διπλές λαβές με τα πολλά κήια ονόματα στις σφραγίδες. Οι σφραγίδες των ροδιακών αμφορέων από το 250 π.Χ. και μετά φέρουν και τα σύμβολα των νομισμάτων, τον Ήλιο και το «ρόδο». Σύμβολα των νομισμάτων έχουν και οι αμφορείς της Κνίδου, ειδικά το κατενώπιον κεφάλι του ταύρου.

Τεύχος 96, Σεπτέμβριος 2005 No. of pages: 122
Κύριο Θέμα: Μηχανισμοί με γρανάζια από την αρχαιότητα έως σήμερα: μια συνεχής παράδοση M.T. Wright

Το Βυζαντινό Ηλιακό Ρολόι/Ημερολόγιο, Μουσείο Επιστημών, Λονδίνο, αρ. ευρ. 1983-1393.

Βυζαντινά υφάσματα: τεκμήρια τεχνολογικών κατακτήσεων Παρή Καλαμαρά

Εξάμιτο πορφυρό μεταξωτό (περίπου 1000 μ.Χ.) των αυτοκρατορικών εργαστηρίων, κοσμημένο με ελέφαντες.

Θαυμαστές μηχανές από την Ανατολή Κωνσταντίνος Κανάβας

Λεπτομέρεια του 6ου υδραυλικού-μηχανικού ωρολογίου του αλ-Τζάζαρι.

Το μεσαιωνικό εργαστήριο επεξεργασίας ζάχαρης της Ρόδου Ηλίας Κόλλιας

Η διαδικασία επεξεργασίας της ζάχαρης. Χαλκογραφία του 17ου αι.

Τεχνολογία και πόλεμος στο Βυζάντιο Ταξιάρχης Γ. Κόλλιας

Χρήση του υγρού πυρός σε επίθεση κατά κάστρου. Βατικανός ελληνικός κώδικας 1605, του 11ου αι.

Η οικοδομική τεχνολογία στο Βυζάντιο Σταύρος Μαμαλούκος

Αθήνα, Ναός Αγίων Θεοδώρων. Λεπτομέρεια δυτικής όψεως.

Μια οικουμενική τεχνολογία συγκερασμού Δύσης και Ανατολής Κλαίρη Παλυβού

Παράσταση τρύγου των αρχών του 4ου αι. Ρώμη, Αγία Κωνσταντία.

Ληνοί και ελαιουργεία στην Ελλάδα κατά τους Μέσους χρόνους και την Τουρκοκρατία Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελος

Βεριά, Ν. Σιλάτων Χαλκιδικής. Ζεύγος παλαιοχριστιανικών ληνών, αρχικώς για παραγωγή οίνου και ακολούθως αποκλειστικά ελαίου.

Γνωριμία με τη βυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική. Στοιχεία για την τεχνολογία και τις τεχνικές διακόσμησης Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή

Πινάκιο με λεπτεγχάρακτη διακόσμηση: απεικόνιση θηριομαχίας, β' μισό 12ου αι.

Ο μεσαιωνικός ζαχαρόμυλος Κολοσσίου Μαρίνα Σολομίδου-Ιερωνυμίδου

Ο χώρος βρασμού του ζαχαροπολτού.

Άλλα θέματα: Ο Eugene Troump, ο Αναστάσιος Θεοφιλάς και τα Νέα Κτήρια του Αρσακείου (1896-1901) Νικόλαος Ε. Θανόπουλος

Τα Νέα Κτήρια, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Αρσάκη.

Υπέρυθρη φωτογραφία με ψηφιακές μηχανές. Εφαρμογές στην αρχαιολογία και στη συντήρηση έργων τέχνης Αριστείδης Κοντογεώργης

Τήνος. Αριστερά: φωτογραφία με φίλτρο 89Β. Δεξιά: η ίδια φωτογραφία ύστερα από αφαίρεση του κόκκινου χρώματος.

Η προσέγγιση του π στον Όμηρο Γιώργος Λύκουρας

Ο αρπιστής της Κέρου. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα.

Η αρχαία μεταλλουργία του Παγγαίου και η Σκαπτή Ύλη του Θουκυδίδη Κώστας Ατακτίδης

Είσοδος αρχαίας στοάς της Σκαπτής Ύλης. Διακρίνεται η τεχνική λάξευσης.

Μουσείο: Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλαμάτας Ξένη Αραπογιάννη

Πρόσοψη του Μπενάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου Καλαμάτας.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Ελληνική αρχιτεκτονική και παγκόσμια κατάσταση Μαρία Κορμά

Η αφίσα της εκδήλωσης.

Ελαίας εγκώμιον Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη

Άποψη από τον χώρο της έκθεσης.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η φρεατώδης μεταλλουργική κάμινος σε πλήρη λειτουργία κατά τη διάρκεια πειραματικής προσομοίωσης της παραγωγής πρώιμου χαλκού.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, ηλεκτρονικές εκδόσεις Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Ένα από τα περίφημα ψηφιδωτά της έπαυλης του Ηρώδη στη Λουκού Κυνουρίας.

Πληροφορική: Φορητοί υπολογιστές για την ξενάγηση σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Οθόνες από τον φορητό οδηγό ξενάγησης στις μόνιμες συλλογές της Tate με χρήση πολυμέσων.

English summaries: A world technology comprising East and West Clairie Palyvou

The Church being singled out as a regulator of Public Life, gives a symbolic character to the architecture of the monumental Western Churches. Features of the period are castles that protect the cities, as are the famous Byzantine siege machines incorporating “Liquid Fire”. Pottery glazing (7th century), refined sugar and tsipouro (spirits) are introduced into daily life. The horizontal loom replaces the upright one. In the field of engineering, a Byzantine clock/calendar points at a continuity from antiquity, secured by the Arabs. Lastly, miraculous machines become part of applied technology. These are made to provoke the wonder of the Emperor’s guests.

Building Technology in Byzantium Stavros Mamaloukos

Byzantine building technology is strongly differentiated in territorial and time groups as regards the materials used and the ways of construction. The numerous but unequally distributed surviving monuments, mainly churches and fortifications are in themselves the most important relevant source of information. The literary references to skariphos (preparatory drawing), the representations of building models and the varying information that the buildings themselves yield give evidence of the probable existence of architectural plans after which the monumental edifices were erected. As regards in Byzantium, there is, as it seems, a strong differentiation of status between the early and the late years of the empire. In the rare cases that architects are mentioned in connection with their work, they rather appear to be in change of traveling groups of masons and are occasionally monks. The earlier scholars have distinguished two traditions in buildings walls and vaults in the Early Byzantine architecture: the first one uses rubble or dressed stones combined with bricks, the second tradition is confined to dressed stones, according to the ancient Greco-Roman mode. The later Byzantine architecture has similarly been divided into local “schools” on the basis of differences in building and characteristic features of the monuments. Such divisions are not effective anymore and today we prefer to group the Byzantine monuments in territorial and time entities. Scaffolds were an indispensable mean for the erection of buildings, the foundations of which were made of stonework that in certain cases was reinforced with timber. The prevailing way of building walls in the so called “School of Constantinople” was the alternation of stonework and brick work bands or the use the plain brick work. Stone masonry was used only in modest buildings. The typical feature of the so-called “Helladic School”, the known as “cloisonné masonry”, was introduced during the Middle Byzantine period. The method of building arches and vaults was similar to that of walls, while the overall reinforcement of the structure of buildings was a common practice. The edifices were covered, depending on the case, by vaulted structures, timber gabled or float roofs.

Technology and War in Byzantium Taxiarchis G. Kollias

Until the eleventh to twelfth century Byzantium commanded a particularly advanced war technology, compared to the standards of the medieval world. This article presents relevant evidences concerning fortification and siege technology and refers to the so-called Greek fire, to certain portable weapons, to the equipment of warriors and to the harness of their horses as well as to war ships. The capture of Constantinople by the crusaders in 1204 deprived the Byzantines of the distinguished position they had hold in war technology.

An Introduction to Byzantine Glazed Pottery. Aspects of Technology and Decorative Techniques Demetra Papanikola-Bakirtzi

The study of Byzantine glazed pottery has made considerable progress of late. This short essay summarises recent archaeological data and links them with the findings of archaeometrical and ethnographical studies to give an introduction to the technology and decorative techniques of Byzantine glazed pottery. Byzantine glazed pottery belongs in the category of earthen ware. It was thrown on a foot-operated wheel and coated with lead glaze. The wares were fired twice, and coated with lead glaze. The wares were fired twice, first to convert the raw, soft clay into hard ceramic (the biscuit firing) and then to make the glaze adhere to the ceramic surface and become transparent and shiny (the glaze firing). In the early thirteenth century the Byzantine workshops changed their method of firing glazed wares and started to stack them on top of each other, separating them with tripod stilts, and thus making better use of the space inside the kiln and facilitating mass production. Another interesting technique was the use of clay rods inside the kiln. With one end embedded in the walls of the kiln, they formed shelves of a kind, on which the wares were placed for firing. It is method, very well known in the Islamic World, that also used in the pottery work-shops in Byzantine Serres in northern Greece. As far as its decorative techniques are concerned, Byzantine glazed pottery falls into three main categories: Sgraffito Ware (with the decoration engraved through layer of slip), Painted Ware, and Relief Ware. Further research into the technology of Byzantine pottery will improve our knowledge of a commodity that is important for our understanding of the Byzantines’ everyday lives.

Wineries and Olive Oil Mills in Medieval and Ottoman Greece Ioakeim A. Papaggelos

The cultivation of vines and olives are among the oldest in the Greek land. During the age of Roman rule an extensive cultivation of these plants is observed, whereas the cultivation methods and the production technology both of wine and olive oil is improved. In the medieval period grapes continued to be crushed in grooved and trough like receptacles, a phase occasionally followed by a mechanical pressing of the grape rags. In the sixteenth century the earlier winepress was replaced in many regions by large wooden device, in which the grapes were crushed and their rags were stored until they would be fermented and become appropriate for distillation. In olive oil production the essential technological progress seems to have stopped after the few innovations in the olive oil technology introduced in the years of Roman occupation, when the olive oil production was boosted, in northern Greece in particular. During the Early Christian period the processing of olive crop followed the prevailing practice: a pair of rotating millstones of lentoid cross-section was crushing and pressing the olives, the rags of which were then mechanically compressed. The common terminology of olive oil and wine production used in the literary texts creates problems in the interpretation of the relevant archaeological finds. The barbaric invasions of the sixth and seventh centuries ad seem to have discontinued the olive oil producing activity at least in northern Greece. The reestablishment of systematic olive groves in southern Macedonia seems to be related with the reorganization of monasticism on Mount Athos in the tenth century. A water-driven olive mill of 1324/1325 has been located in Volvi, Thessaloniki, whereas a fully equipped olive oil mill in the Athonite Monastery of Zygos, dating from the sixteenth to seventeenth centuries, has been researched and recorded. It is a characteristic example of the olive oil technology and practice already prevailing in the middle period of Ottoman rule.

The medieval, sugar-processing workshop on the island of Rhodes Elias E. Kollias

The homeland of sugarcane is India, where Nearchus, admiral of Alexander the Great, first saw it. Sugarcane and its product, sugar, are also mentioned by the great physicians of late antiquity, Galen, Archigenis of Apamia, Alexander of Aphrodisia and Orivasius, while later literary references to sugar are made by Theophanis, Constantine Porphyrogennetos, Eustathios of Thessaloniki and others. Sugarcane was transplanted from India to Khouizistan, north of the Persian Gulf, and was later transferred by the Arabs through their conquests to those Mediterranean countries that had a suitable climate for its cultivation, namely Syria, Palestine, Morocco, Spain and Egypt. Sugar probably arrived in Western Europe in the 9th century when the Arabs conquered Sicily and brought with them the cultivation of sugarcane. Western Europeans acquired sugarcane plantations after they had subdued Syria and Palestine during the Crusades. After their withdrawal from the Middle East they encouraged the cultivation of sugarcane in their own territories where the climatic conditions were favourable, as in Sicily, Rhodes and Cyprus. The first reference to Rhodian sugar dates from the second quarter of the fourteenth century and is made by Francesco Balducci Pegolotti. The toponyms Zacharomylos (sugar mill) and Masari (from the Arabic masera or massera, meaning sugar mill) on the eastern coast of Rhodes offered a vital lead for the location of the sugar workshop on the island. Excavations on the site Zacharomylos, brought to light rectangular workshop rooms, a millstone measuring 3.20 metres in diameter and a vast number of shards of conical vessels that were used for refining sugar.

The medieval sugar mill at Colossi Marina Solomonidou-Ieronymidou

Systematic archaeological research at the sugar mill of Colossi led to important conclusions regarding the sugar factories of medieval Cyprus. In 1210 the sugar mill of the feud of Colossi was assigned to the religious order of Saint John of Jerusalem, known as Knights Hospitalers, by the king of Cyprus Hugues I Lusignan. According to literary sources there was a sugar production at Colossi from 1343 on, although it is very probable that sugar had been produced there much earlier, even since 1210. The excavation finds and the inscription on the southern wall of the sugar refinery that mentions that the workshop was renovated in 1591 under the administration of Murat, pasha of Cyprus, prove that the Colossi factory continued to operate during the years of Turkish rule. The valuable archival material concerning the cultivation and processing of sugarcane, the sugarcane plantations and the sugarmills of Cyprus increases its importance when it is combined with archaeological research. The excavations at the sugar mill of Colossi represent the first stage in the study of medieval industrial archaeology in Cyprus and are very important, since no other Mediterranean country has so far undertaken a similar project in this field.

Byzantine Textiles: Records of Technological Achievements Pari Kalamara

The Byzantine textiles that have survived to date as well as their representations on works of art of Byzantium yield valuable information about the existing at that time infrastructure of textile production, the applied weaving techniques, the manufacturing methods and thus about the interplay of technology and taste and the socio-economic phenomena. However, a variety of questions concerning the looms that were used during the Byzantine era remain unanswered. The textiles themselves indicate that initially both the vertical loom with weights or fixed horizontal bars and the horizontal loom with headless and treadles were in use. It seems that the draw loom was adopted later for weaving the elaborate, figured silk Byzantine cloths. Textiles decorated with the tapestry technique, plain textiles and silk figured cloths appear to coexist throughout the centuries of the long lived Byzantine Empire. The analysis of their individual technical characteristics suggests the type of loom used for their weaving. The development of loom and weaving technology follows a parallel course with the changes in the use of textiles for dressmaking and for clothing in general. Initially the articles woven to a finished form prevail, while in later periods the dissemination of figured cloths gradually reinforces the role of the tailor. He is expected to design and tailor costume units from the rolls of figured textiles, a process that demands not only specific skills but also the use of quite complicated croquis.

Geared Instruments from Antiquity to the Present Day: a Continuous Tradition Michael T. Wright

The famous Antikythera Mechanism, dateable to the first century B.C., demonstrates that intricate mechanical instruments were made in the Hellenistic period. While this instrument remained a unique survival, it was however possible to regard this type of artifact as highly unusual. More recently, a second Greek geared device has emerged. This instrument, known as the Byzantine Sundial Calendar, is of later date, from about 500 ad. It is very much simpler than the Antikythera Mechanism, but the existence of two instruments, using similar technology for comparable purposes, both in an astronomical context, encourages us to believe in a continuing tradition of making such devices in late antiquity. The author describes a “minimal” reconstruction of the Byzantine instrument, and shows that it must have been closely comparable to the arrangement of an instrument described in about 1000 ad by the polymath Al-Bīrūnī. This correspondence leads us on to suppose that the Hellenistic tradition of making geared instruments survived to be transferred to the world of Arabic learning. With the subsequent transfer of knowledge from Arabic culture to the Latin West, we have an unbroken chain of development from antiquity to modern technical achievements of the present day.

Wonder Machines from the Orient Constantine Canavas

The medieval Byzantine and European history of technology is closely related to technological developments in the Islamic world. A crucial factor of these relations is the multi-layer antagonism between Arab Muslim states and Byzantium. The development of technologies of amazement and wonder was a strategy that apparently played an important role in this political and military rivalry. As a political weapon such devices were installed in reception halls of palaces. Although no archaeological evidence has survived so far, we do have Byzantine and Arabic reports concerning palace automata. Only Arabic sources mention automata in reception ceremonies in Baghdad, whereas the oldest ambassador reception in a Byzantine palace hall decorated with automata is reported in an Arabic source. This text, however, is not reliable, since it is rather a narrative influenced by Arabic imagery than a realistic description. There is more evidence and a lot of controversy as regards the Arabic origin of such devices. The Arabic technical term hiyal implied an ingenious or tricky structure often related to an artificial wonder. Most probably both Arabic hiyal and Byzantine automata originate from the Greek-Roman late antiquity. Famous Arab authors like the brothers Banu Musa (9h cent. ad) and Al Jazari (12th-13th cent. ad) present devices similar to those conceived by Heron (1st cent. ad) or refer to Greek scholars such as Archimedes (3rd cent. B.C.) and develop further ingenious devices. Some of them, like the water-raising machines, are explicitly related to large-scale use and can be still found operating in Arab countries. The effect of amazement has apparently entered the connotation of these mechanical constructions, since even in Arabic cosmographies of the fourteenth century they are most often mentioned as (technological) wonders.

The Approach to π in the Homeric Epics Giorgos Lykouras

According to the conclusions of the research on numbers in the Homeric epics, they have been mainly used in order to reinforce the poetic-literary aesthetics. This happens because numbers in these studies are approached individually and the theory of music as a comparative method has altogether been ignored, although it was crystallized in the classical period and its fundamental principles had appeared long before the Homeric poems. Therefore, if we examine numbers in the epics using the theory of music, we also find out the opposite: the poetic text functions as canvas embellished with “announcements” of mathematical content. On the basis of the information “On favorable and unfavorable numbers” that Greek Literature supplies, we establish in this article that the ratios of a series of individual numbers or their combinations seem to have a similar function in the epics. Thus, the numbers 11 and 17 are considered to have a disagreeable influence, as also in the classical age. The number 22 (2X11), one of the derived numbers, in relation with the number 7 appears as a “mathematical figuration”. In this way the ratio 22/7 is interpreted as circumference/diameter, which is considered as the Greek approach to π. It should be noted that all the historians of mathematics refer to this approach, but they do not know when it was invented. Finally, it should be also added that the ratio 222/7 (=3.1428……) is much superior to the other two approaches to π dating from the second millennium B.C., namely that of the Babylonians, 3 1/8 (=3.126), and that of the Egyptians, 256/81( =3.1605).

The Ancient Metallurgy of Mount Paggaion and Thucudides’ “Skapte Hyle” Kostas A. Ataktidis

The ancient Greeks had an amazing way and ease in discovering veins of ore and excavating galleries that followed the various directions the veins could lead them. Although all the antique mines had already been exhausted in antiquity, the “hollow mountains” have remained. They cannot however be identified or located, since no exterior characteristic or indication has survived. The reason is that the ancient mines did not transport outside the mine the rubble and waste produced from the excavation of a new gallery, but filled with it already exhausted one. Relevant reference that confirms the application of this method is cited in Herodotus, who mentions that the mountain opposite to the island of Samothrace was a “hollow mountain” excavated in search for ore.

Infrared Photography with Digital Camera in Archaeology and Conservation of Antiquities Aristidis H. Kontogeorgis

Infrared photography has been around for at least 70 years. For many years working with infrared film had been quite difficult, because it required: loading the camera in total darkness, extensive exposure bracketing, special developing, special ability in evaluating the photographic results before the pictures were printed etc. However, the last couple of years photography by infrared light has become much easier. CCD and CMCS chips used in digital cameras and camcorders are sensitive to near-infrared light, so with a digital camera, infrared filter that blocks out the visible light, and a tripod anyone can get infrared photos. The main advantage of digital cameras is that the have LCD screens, which can be used to preview the resulting image in real -time. Therefore, infrared photography has become a useful tool with many applications in archaeology and in the conservation of works of art.

Eugène Troump, Anastasios Theophilas and the Arsakeion New Buildings (1896-1901) Nikolaos Thanopoulos

A series of data from the period 1896-1901 concerning the erection of the Arsakeion New Buildings have resulted from the research carried out by the author of this article in the framework of his Ph. Dissertation entitled “The Athenian Monumental Edifices of the Nineteenth and Early Twentieth Century: Investigation of Construction and Static Methodology (1834-1901). In brief, the initial decision of the Philekpaideutiki Society Board was the Vouros mansion and parts of the Tositseion School and the Kindergarten edifice on Stadiou Street to be pulled down in order the Exoterikon Didaskaleion to be erected there, after the architectural plans by Eugene Troump, a project that, however, was never realized. In 1899 the military architect Anastasios Theophilas was entrusted to design the so-called Arsakeion New Buildings and in 1990 the Tositseion School and the neighboring buildings were demolished. On 26 April 1901 the foundations of the New Buildings were laid according to Theophilas’ designs, as they were modified by the supervisors of the project Nikolaos Balanos and Nikolaos Demadis and the expert suggestions of Wilhelm Doerpfeld. This article presents in detail the elements composing the crucial period of five years that was very important for the architectural and building development of Arsakeion.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Ποσειδώνας Μαρίζα Ντεκάστρο

Ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα.

Τεύχος 128, Δεκέμβριος 2018 No. of pages: 144
Editorial: Δεκέμβριος 2018 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Για όλα τα όμορφα άλογα… Στην εκδρομή μας στον νομό Αργολίδας επισκεφτήκαμε μεταξύ άλλων το Βυζαντινό Μουσείο στο Άργος, το οποίο επί Καποδίστρια στέγαζε το ιππικό. Δέστρες και ταΐστρες έχουν παραμείνει στο κτίριο και έχουν ενσωματωθεί στο αφήγημα της έκθεσης. Όταν κανείς δεν έχει φυσική πρόσβαση σε άλογα, αυτά καταλαμβάνουν χώρο στη φαντασία του. Είναι καλά ριζωμένο στη συνείδησή μας ότι αυτά τα θαυμάσια πλάσματα ανέκαθεν πρόσφεραν τον εαυτό τους στον άνθρωπο, όμως σε μια στιγμή σαν αυτή που κανείς αγγίζει τους σιδερένιους κρίκους στον τοίχο στον οποίο δένονταν ή τις χτιστές ταΐστρες στον χώρο που ξαπόσταιναν, η επίγνωση της χρήσης τους από τον άνθρωπο γίνεται απτή. Χρησιμοποιούνταν σαν ζωντανά εργαλεία στις καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου: μετακινήσεις και μεταναστεύσεις. Όργωμα της γης, για να 'χει ο άνθρωπος τροφή και προϊόντα να πουλήσει. Κυνήγι και αγωνίσματα, για να θρέψει την περηφάνια του. Θυσιάζονταν στο πεδίο της μάχης, τον ακολουθούσαν στον θάνατο. Κι ακόμα παραπέρα, τον συντρόφευαν και στο επέκεινα. Τόσες ταφές έχουν βρεθεί με άλογα. Ακόμα κι αν δεν ήταν η ώρα τους να φύγουν, έπρεπε να θυσιαστούν για να τιμήσουν κάποιον σημαντικό νεκρό και να εμπλουτίσουν την ταφή του, σαν κτερίσματα κι αυτά. Κάποια άλογα είχαν ονόματα τα οποία έμειναν στην ιστορία, γιατί ήταν σύντροφοι με πρόσωπο. Στο ψηφιδωτό που εκτίθεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας απεικονίζονται τα τέσσερα άλογα ενός άρματος σε μια στιγμή θριάμβου. Τα ονόματά τους περιλαμβάνονται στο περίτεχνο έργο, ως φόρος τιμής, ως μνεία. Θα καλπάζουν αιώνια σαν τα ανώνυμα άλογα της ζωφόρου του Παρθενώνα. Σε μια στιγμή γαλήνης, κλείστε τα μάτια κι ονειρευτείτε, όπως λέει το παλιό αμερικάνικο νανούρισμα, όλα τα όμορφα άλογα να περνούν από μπροστά σας.

Συνέντευξη: E.–L. Schwandner — Από την Πέργαμο στην Αφαία

Ο E.–L. Schwandner δείχνει τα ίχνη δεύτερης χρήσης των λίθων του αρχαϊκού βωμού — τους νέους συνδέσμους που χρησιμοποιήθηκαν όταν επί Αττάλου Α΄ ο βωμός μεταφέρθηκε 15 μ. ανατολικότερα. Διαπρεπής ερευνητής, παθιασμένος με τη δουλειά του, ο Ernst–Ludwig Schwandner, Γερμανός αρχιτέκτονας–αρχαιολόγος, απόκτησε την πρώτη του ανασκαφική εμπειρία στην Πέργαμο. Χρόνια αργότερα, βρέθηκε στην ανασκαφή του ιερού της Αφαίας. Αποκάλυψε τον πρωιμότερο αρχαϊκό ναό της θεάς μελετώντας τα θραύσματά του. Ανέδειξε μαζί με τον Dyfri Williams την εν πολλοίς άγνωστη παρουσία των βασιλέων Άτταλου Α' και Ευμένη Β' και τον ισχυρό δεσμό τους με το ιερό της θεάς  που τους ταξίδευε από την Πέργαμο στην Αφαία.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Νικουλιτσέλ: Το οικοδόμημα–«μαρτύριο» Victor H. Baumann

Το εσωτερικό του χώρου όπου στεγάζεται η βασιλική, όπως διαμορφώθηκε το 2016 (φωτ.: G. Dincu). Ταραγμένοι καιροί έρχονται για τους κατοίκους του Κάτω Δούναβη με το τέλος του 4ου αιώνα. Οι Βησιγότθοι, όπως αργότερα και οι Ούννοι, φέρνουν ερήμωση και χάος. Στα ίδια χρόνια στο χωριό Νικουλιτσέλ κατασκευάζονται βασιλική και διώροφη κρύπτη–«μαρτύριο». Θαμμένη κάτω από την Αγία Τράπεζα, με σφραγισμένη είσοδο, η κρύπτη προφύλασσε τα άγια λείψανα από τους ιερόσυλους «βαρβάρους». Η αρχιτεκτονική σύλληψη της κρύπτης και ο μεγάλος αριθμός μαρτύρων που εμπεριέχει την καθιστούν μοναδικό μνημείο στην Ευρώπη.

Θέματα: Αστέρια Γλυφάδας Κωνσταντίνα Καζά-Παπαγεωργίου

Άποψη του κεντρικού τμήματος της ανασκαφής, λίγα μέτρα από τον κλειστό, θαλάσσιο όρμο (Αρχείο ανασκαφής, φωτ.: Κώστας Ξενικάκης). Τα Αστέρια Γλυφάδας, στη χερσόνησο Πούντα, βρίσκονται ανάμεσα στις χερσονήσους του Αγίου Κοσμά και του Καβουρίου–Βουλιαγμένης. Και στις τρεις θέσεις αποκαλύφθηκαν εκτεταμένα οικιστικά, εργαστηριακά και ταφικά κατάλοιπα από την 4η χιλιετία και καθ’ όλη τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ. Μαρτυρείται έντονη δραστηριότητα των κατοίκων της δυτικής αττικής ακτής, τουλάχιστον από τη Νεολιθική εποχή, στην κατεργασία, την παραγωγή και τη διακίνηση αγαθών αλλά και στην επικοινωνία με τους παράκτιους οικισμούς του Αιγαίου.

Το φρούριο της Αγίας Μαύρας Μαρία Λαμπρινού

Γενική άποψη του φρουρίου από ανατολικά, προς τη Λευκάδα. Καρτ ποστάλ της δεκαετίας του '80. Το οχυρό ιδρύθηκε το 1300 στο στρατηγικό σημείο συνάντησης χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων. Σε οργανική σχέση με το χαμηλό ελώδες τοπίο που το περιβάλλει, το ασύμμετρο οχύρωμα με τον μικτό αμυντικό σχεδιασμό υπήρξε ταυτόχρονα φραγμός σε προελάσεις επιδρομέων και δίοδος επικοινωνίας. Στους έξι αιώνες ζωής, δεν έπαψε να προσαρμόζει τα αμυντικά του συστήματα στα νέα πρότυπα, αποκτώντας τον στιβαρό φρουριακό χαρακτήρα μιας αμυντικής μηχανής ικανής να αντεπεξέλθει σε επίμονες πολιορκίες.

Η μελισσοκομία στο Βυζάντιο Σοφία Γερμανίδου

Μικρογραφία από το χειρόγραφο των «Κυνηγετικών» του Ψευδο-Οππιανού, κώδ. 479, φ. 62r, β' μισό του 11ου αι. Η προστατευτική προσωπίδα ενισχύει την απεικόνιση του Αρισταίου ως μελισσοκόμου (δεξιά). Οι κυψέλες, χρηστικά αγγεία «βιοτεχνικής» χρήσης και «παραγωγής–επεξεργασίας πρώτων υλών», έχουν παραμεληθεί από την έρευνα των βυζαντινολόγων, μαζί με όλα τα αγροτικά εργαλεία ή σκεύη. Τα ίχνη τους είναι πενιχρά, ενώ η επιφανειακή συλλογή και η ανεπαρκής τεκμηρίωση δεν πιστοποιούν την αποκλειστικά μελισσοκομική τους χρήση. Δείγμα «ανακύκλωσης» των κυψελών είναι η χρήση τους σε παιδικές ταφές. Για την πληρέστερη κατανόηση της μελισσοκομικής δραστηριότητας επιστρατεύονται η εικονογραφία και οι γραπτές πηγές.

Παραδοσιακή μελισσοκομία Γιώργος Μαυροφρύδης

Λιθόκτιστο μελισσοκομείο στη Μάνη (φωτ.: Σ. Γερμανίδου). Οι ελληνικές κυψέλες κινητής κηρήθρας, χάρη στις περιγραφές των περιηγητών του 17ου αιώνα, έδωσαν στη Δύση τις βάσεις της σύγχρονης μελισσοκομίας. Οι κυψέλες, κατασκευασμένες από πρόσφορα τοπικά υλικά, ήταν πήλινες, λίθινες, σανιδένιες, μελισσοκόφινα. Θάσος και Χαλκιδική μαζί με το Θριάσιο πεδίο της Αττικής ήταν οι μόνες περιοχές με επαγγελματίες μελισσοκόμους. Συχνά τοποθετούσαν τις κυψέλες σε «μελισσόκηπους» ή «μελισσομαντριά» για να προστατεύονται, ακόμα και από το βάσκανο μάτι.

Λατρευτικοί λίθοι των Ναβαταίων στην Πέτρα της Ιορδανίας Τιμολέων Γαλάνης

Ανάγλυφο με διττή απεικόνιση της θεότητας: κάτω ως ορθογώνιος λατρευτικός λίθος και επάνω με ανθρώπινο πρόσωπο μέσα σε μετάλλιο. Αν και εξαιτίας της διάβρωσης δεν μπορεί να διαπιστωθεί με ασφάλεια η ταυτότητα της θεότητας, πρόκειται πιθανόν για τον Δουσάρη, τον προστάτη θεό της βασιλικής δυναστείας της Πέτρας και του ναβαταϊκού κράτους. Στην Πέτρα, το θρησκευτικό κέντρο της αραβικής φυλής των Ναβαταίων, εγκατεστημένων εκεί από τον 4ο αιώνα π.Χ., συντριπτική είναι η αριθμητική υπεροχή των ανεικόνιστων λατρευτικών στηλών έναντι των ανάγλυφων ανθρωπόμορφων θεοτήτων. Ιδιαίτερη ομάδα αποτελούν οι λίθοι στους οποίους αποδίδονται σχηματικά τα μάτια και η μύτη. Τίθεται το ερώτημα: η τάση αποφυγής της ανθρωπόμορφης ή ζωόμορφης απεικόνισης των θεοτήτων, ούτως ή άλλως κυρίαρχη στην προϊσλαμική Αραβία, είναι τοπικό χαρακτηριστικό ή απότοκο θεολογικού στοχασμού;

Η αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία ως προτύπωση του μονοθεϊσμού Αλίκη Μαραβέλια

Ναός του Καρνάκ. Νέο Βασίλειο, περίοδος XVIII και XIX Δυναστείας. Έχετε ποτέ σκεφθεί ότι η αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία αποτελεί, όπως και ο Ιουδαϊσμός, πρόγονο του Χριστιανισμού; Επώνυμοι Αιγύπτιοι στοχαστές που κάνουν ενσυνείδητη χρήση του όρου «θεός» στον ενικό κατατάσσονται στους ενοθεϊστές. Εν μέσω της πολλαπλότητας των μορφών στην απεικόνιση των αιγυπτιακών θεοτήτων, η ενοθεϊστική μεταφυσική προσέγγιση συντελούσε στη θεώρηση του κοσμικού γίγνεσθαι. Τι θα λέγατε όμως αν μαθαίνατε ότι οι θεότητες της Αιγύπτου μπορούν να ιδωθούν ως κβαντομηχανικές κυματοσυναρτήσεις και, μάλιστα, ως νέφη πιθανότητας;

Αρχαιολογικός χώρος: Ιερό Απόλλωνος Θερμίου Ολυμπία Βικάτου

Το οροπέδιο του Θέρμου με τα ερείπια του Ιερού του Απόλλωνος στους πρόποδες του Μεγαλάκκου. Στο βάθος η λίμνη Τριχωνίδα και ο σημερινός οικισμός του Θέρμου. Το Ιερό του Απόλλωνος ιδρύθηκε στο κατάρρυτο οροπέδιο του Θέρμου, σε υψόμετρο 360 μ. βορειοανατολικά της λίμνης Τριχωνίδας, σε θέση φύσει οχυρή, προστατευμένη από τις βουνοκορφές του Παναιτωλικού όρους και των χαμηλότερων υψωμάτων της Αγριλιάς. Λόγω της στρατηγικής του θέσης χαρακτηρίζεται από τον Πολύβιο «ακρόπολις συμπάσης της Αιτωλίας». Ο φυσικός πλούτος και το κομβικό σημείο ίδρυσής του στο σταυροδρόμι μεταξύ της ορεινής και της πεδινής Αιτωλίας, των εύφορων κοιλάδων και των ποταμών Ευήνου και Αχελώου, προσέφεραν ιδανικές συνθήκες για την εγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων, ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συνάντησης και συναλλαγής κοινοτήτων που αναζητούσαν την άσκηση κοινών λατρευτικών πρακτικών, κυρίως σε περιόδους κρίσεων και πολέμων.

Τεύχος 36, Σεπτέμβριος 1990 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Δομική έρευνα στο εκκλησιαστικό συγκρότημα του Οσίου Λουκά Φωκίδος Παύλος Μυλωνάς

Το εσωτερικό του τρούλου της Παναγίας. Το τύμπανο είναι χτισμένο με ορθογωνισμένους πωρόλιθους. «Με κάποια επιμονή» ο συγγραφέας αναζητεί και παρουσιάζει τις δομικές ενδείξεις που αποκαλύπτουν τη σειρά διαδοχής των κτισμάτων στο συγκρότημα του Οσίου Λουκά. Tο συγκρότημα αποτελείται από δύο συναπτόμενους ναούς, το Καθολικό και τον μικρότερο ναό της Παναγίας. Δύο δομικά στοιχεία που αποκαλύφθηκαν το 1964 απέδειξαν ότι η Παναγία προηγείται χρονικά από το Καθολικό, ανατρέποντας την ως τότε κρατούσα άποψη. Το συγκρότημα εμφανίζει δύο καινοφανείς αρχιτεκτονικές εξελίξεις. Ο ναός της Παναγίας, που ανήκει στον τύπο του σύνθετου εγγεγραμμένου σταυρού, έχει ένα δικιόνιο προθάλαμο, τη Λιτή. Στο Καθολικό, που ανήκει στον ηπειρωτικό οκταγωνικό τύπο, εμφανίζεται ένα νέο θολικό σύστημα, ο ευρύς άνευ τυμπάνου τρούλος και το βυζαντινό ημιχώνιο. Λύση αρχιτεκτονική και δείγμα της ανεξάρτητης πορείας του μεσοβυζαντινού ελλαδικού χώρου, το βυζαντινό ημιχώνιο επαναφέρει την αισθητική του λοφίου. Από τον «Βίο» του Οσίου Λουκά, γραμμένο ανάμεσα στο 966 και στο 997, μαθαίνουμε ότι γύρω στο 946 ανοικοδομήθηκε πλάι στο κελί του Οσίου ο πρώτος ναός της Αγίας Βαρβάρας και ότι, μετά το θάνατό του (953), το κελί του, όπου και τάφηκε, διαμορφώθηκε σε επιβλητικό Μνήμα. Με το Μνήμα πλάι στο ναό της Αγίας Βαρβάρας πραγματοποιείται το ιδιάζον για μαρτύρια δίδυμο Ναού και Μνήματος ή Μαρτυρίου. Το 955 οι πιστοί φοιτητές του Οσίου αρχίζουν τη διακόσμηση που θα ολοκληρώσει το ναό της Αγίας Βαρβάρας. Από ευγνωμοσύνη προς τον Όσιο που είχε προφητέψει την απελευθέρωση της Κρήτης από την αραβική κατοχή (961), ο Ρωμανός Β΄ στέλνει χρήματα και προσωπικό για να κτιστεί στον τάφο του αγίου ναός περικαλλής. Ο πολυτελέστατος ναός, «Ευκτήριον εν σχήματι σταυρού», αποπερατώθηκε το 966. Το Ευκτήριον, διώροφο επιτάφιο σταυροειδές μαρτύριο, είχε προσκυνηματικό ναό με το λείψανο του Αγίου στον όροφο, στη βόρεια κεραία του σταυρού του, ακριβώς πάνω από τη θέση του τάφου στην υπόγεια κρύπτη. Η θέση αυτή του τάφου καθόρισε την ακριβή θέση του Ευκτηρίου πλάι στην Αγία Βαρβάρα, ναό με στενό νάρθηκα που κατείχε τη σημερινή θέση της Παναγίας. Πιθανόν με δωρεά της Θεοφανώς, μετά το 977 και πάντως όχι μετά τις αρχές του 11ου αιώνα όπου τον κατατάσσει η ρυθμολογία του, άρχισε να κτίζεται ο ναός της Παναγίας ως επέκταση ή ανακατασκευή της Αγίας Βαρβάρας. Μέρος αυτής της επέκτασης ήταν και η Λιτή. Ο «χώρος» Λ ή Προσκυνητάριον ανεγέρθηκε συγχρόνως με το ναό της Παναγίας και σχεδιάστηκε ειδικά ως Προσκυνητάριον της Λειψανοθήκης του Οσίου Λουκά, κοινό και στους δύο ναούς. Αν η μετάθεση της λάρνακας του Οσίου Λουκά έγινε πράγματι το 1011, τότε, μέσω του «χώρου» Λ, στο ίδιο έτος χρονολογείται και ο ναός της Παναγίας. Ως προς τα χρονικά όρια ίδρυσης του Καθολικού, ομοιότητες σε διακοσμητικά στοιχεία με το ναό της Παναγίας υποδεικνύουν ότι η ανοικοδόμηση του ενός δεν ξεκίνησε πολύ αργότερα από την αποπεράτωση της άλλης, ενώ η ολοκλήρωση του Καθολικού δεν πρέπει να ξεπερνά το 1048. Αν και το Καθολικό αντιμετωπίζεται ως επέκταση του Ευκτηρίου, εδώ η μετατροπή είναι ουσιώδης καθώς από ένα ναό ελεύθερου σταυρού, μέτριο σε μέγεθος και χαμηλό σε ύψος συντελείται η μετάβαση σε ένα ναό μεγαλοπρεπή, διπλάσιο σε έκταση και τετραπλάσιο σε όγκο.

Άλλα θέματα: Ένα αρχαίο εργαστήριο στην εποχή μας Πάνος Βαλαβάνης

Ο δημιουργός του εργαστηρίου Ζ. Καλογήρου επανέρχεται συχνά στην «ενεργό υπηρεσία» στολίζοντας τα μικρά πιθάρια. Δέκα φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, που είχαν επιλέξει το μάθημα «Αττικά Αγγεία και Οικονομία», και μια φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ επισκέφθηκαν, υπό την επίβλεψη του Πάνου Βαλαβάνη, ένα κεραμικό εργαστήριο στο Μαρούσι. Ήταν το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1988-1989. Με το νου στραμμένο στα εργαστήρια της αρχαιότητας, αναζητούσαν στο μαρουσιώτικο εργαστήρι αγγειοπλαστικής κοινά στοιχεία αλλά και πληροφορίες σχετικές με θέματα δομής και λειτουργίας που θα φώτιζαν τις αντίστοιχες αρχαίες διαδικασίες. Η ομάδα κατέγραψε το εργαστήρι, απολίθωμα από το παρελθόν, «φωτογραφίζοντας» με κάθε λεπτομέρεια τη διαμόρφωση των χώρων του και τις λειτουργίες τους, την προμήθεια του πηλού, τα είδη και την προετοιμασία του, το πλάσιμο, τη διακόσμηση και το ψήσιμο των αγγείων. Για το ψήσιμο, το εργαστήριο χρησιμοποιούσε τον «παλιό» φούρνο και όχι τον ηλεκτρικό και, εκτός από την ηλεκτροκίνηση του τροχού, οι αλλαγές στην τεχνική ήταν μικρές και εξωτερικές. Μια συνεχής πορεία της ελληνικής κεραμικής γίνεται αισθητή μέσα από ομοιότητες και αναλογίες. Ίσως επειδή ως τα μέσα του 20ού αιώνα, οπότε επικράτησαν τα φτηνά βιομηχανοποιημένα προϊόντα από γυαλί, μέταλλο και πλαστικό, ο πηλός υπήρξε το αδιαφιλονίκητο υλικό κατασκευής των χρηστικών ειδών. Το γεγονός ότι η τέχνη του πηλού μαθαίνεται από τρυφερή ηλικία, όταν το παιδί επιστρατεύεται στην οικογενειακή βιοτεχνία, καθιστά το επάγγελμα κληρονομικό. Ανάλογα παραδείγματα διαδοχής έχουμε και από την αρχαιότητα: ο Εργότιμος (γύρω στο 570 π.Χ.) έχει ως διαδόχους το γιο του Εύχηρο και τον εγγονό του, ο σύγχρονός του Νέαρχος τα παιδιά του Τλήσονα και Εργοτέλη, ο Αμάσης το γιο του Κλεοφράδη (β΄ μισό 6ου ή αρχές 5ου αιώνα), ο Βάκχιος τους γιους του Βάκχιο και Κίττο που μεταναστεύουν από την Αθήνα στην Έφεσο. Το εργαστήρι του Μαρουσιού ίδρυσε ο Ζανής Καλογήρου από τη Σίφνο, νησί διάσημο για τα κεραμικά του που ταξίδευαν σε όλο τον αιγαιακό χώρο. Σε όλο το Αιγαίο ταξίδευαν και οι Σιφνιοί, από την άνοιξη ως τα μέσα του φθινοπώρου, ως περιπλανώμενοι αγγειοπλάστες. Αντίστοιχη είναι η μετακίνηση των τεχνιτών στα χωριά του Μεσσηνιακού κόλπου και των «βεντεμάρων» από το Θραψανό του Ηρακλείου σε όλη την Κρήτη. Βέβαιο θεωρείται ότι περιπλανώμενοι ή μετανάστες αγγειοπλάστες υπήρχαν και στην αρχαιότητα, όπως π.χ. πιστεύεται για την ευβοϊκή και κυκλαδική παραγωγή αγγείων στα αρχαϊκά χρόνια.

Η ελληνική κοιμητηριακή γλυπτική του 19ου αιώνα Ηλίας Μυκονιάτης

Γ. Χαλεπάς, Τάφος Σοφίας Αφεντάκη (Κοιμωμένη), 1878. Η δημιουργία νεκροταφείων έξω από τις πόλεις, που στην Ελλάδα ίσχυσε από το 1834, αποδέσμευσε την εικονογραφία και το σχήμα των τάφων από εκκλησιαστικούς και καλλιτεχνικούς κανόνες. Εξαρτημένη από τον παραγγελιοδότη που απευθυνόταν κυρίως σε εργαστήρια ανώνυμων τεχνιτών, η ταφική γλυπτική, που έζησε ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, εκφράζει άμεσα την αισθητική της αστικής τάξης. Στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, το σημαντικότερο της χώρας, οι πολύ πλούσιοι έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση στα μαυσωλεία στον τύπο ναΐσκου, όπου τον τόνο δίνουν στοιχεία της κλασικής αρχιτεκτονικής. Δεν λείπουν και αντιγραφές μνημείων της αρχαιότητας, όπως του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτη. Ωστόσο υπάρχουν και μνημεία αιγυπτιακού, γοτθικού, βυζαντινού ή και εκλεκτικιστικού ρυθμού. Αντίθετα, η γλυπτική είναι στραμμένη στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες, σε μια «μέχρι παρωδίας προσκόλλησιν εις τα της αρχαίας Ελλάδος», σχολιάζει ο Δ. Βικέλας. Το παράδειγμα της στήλης είναι ενδεικτικό: η στηληφιλία που παρατηρείται στο ελληνικό νεκροταφείο είναι μοναδική περίπτωση στον κόσμο. Η αρχαιοπληξία της ελληνικής κοινωνίας από τη μία και η άνευ όρων υποταγή της στο διεθνές κλασικιστικό στυλ δεν επέτρεψαν στους καλλιτέχνες να δώσουν προσωπικές πρωτότυπες λύσεις. Φαίνεται ότι οι έλληνες καλλιτέχνες υιοθέτησαν πολύ νωρίς την τυποποίηση της παραγωγής που είχε εισβάλει στα ευρωπαϊκά εργαστήρια. Ο προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει ότι στο Α΄ Νεκροταφείο, παρά τη φαινομενική ποικιλία, χρησιμοποιείται μικρός σχετικά αριθμός τύπων σε πολλές παραλλαγές. Η χρήση της τεχνικής του προπλάσματος βοήθησε αποφασιστικά σε αυτό το είδος της παραγωγής. Μια ταξινόμηση της κοιμητηριακής γλυπτικής με χαλαρά εικονογραφικά κριτήρια θα διέκρινε τρεις μεγάλες ομάδες: α) Μνημεία με απεικονίσεις του θανάτου που εκφράζεται με αλληγορικές μορφές, συνήθως γυμνό φτερωτό νέο που στηρίζεται σε ανεστραμμένο δαυλό ή λαμπάδα, σύμβολα της ζωής που σβήνει. Η εικαστική απόδοση του ήρεμου και ωραίου θανάτου από τον Canova και η παγκόσμια εμβέλεια της πλαστικής του έφερε, μέσω των Βαυαρών, το μοτίβο στην Ελλάδα, όπου επινοήθηκαν διάφοροι συνδυασμοί. β) Μνημεία στην ανθρώπινη επιτυχία. Γύρω από το άγαλμα ή την προτομή του νεκρού αναπτύσσονται διάφορες αλληγορικές μορφές, συνήθως αρετές που συχνά συνδυάζονται με την ιδιότητα του ευεργέτη. γ) Μνημεία με την εικόνα του νεκρού που αποδίδεται με περίοπτα γλυπτά, αγάλματα και προτομές ή με ανάγλυφα. Εδώ ανήκουν τα περισσότερα γλυπτά των κοιμητηρίων. Συχνότερες είναι οι προτομές, ανάγλυφες και σε κυκλικό πλαίσιο στην οθωνική περίοδο, ολόγλυφες μετά το 1870. Η απαίτηση για ομοιότητα προς το νεκρό έφερνε τους καλλιτέχνες όλο και κοντύτερα σε ρεαλιστικές προσπάθειες, που όμως υπονόμευε η αδυναμία τους να ξεφύγουν από τα κλασικιστικά γνωρίσματα. Η εικόνα του νεκρού δεν πέφτει στο επίπεδο του οικείου ούτε έχει σκοπό να εκφράσει φόβους για την άλλη ζωή. Η επιθυμία να διαιωνιστεί και να κατοχυρωθεί η μνήμη του σε αυτό τον κόσμο είναι η μεγάλη αλλαγή που έφερε ο νεοκλασικισμός στην αντιμετώπιση του θανάτου. Το άρθρο περιλαμβάνει φωτογραφίες 35 ταφικών μνημείων επώνυμων νεκρών και τα ονόματα των καλλιτεχνών που τα κατασκεύασαν.

Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής (1828-1833) (V) Βασίλης Δωροβίνης

Η Σοφία Καλλέργη σε νεαρή ηλικία. Το τμήμα του Μουσείου Άργους, που σήμερα στεγάζεται σε κτίριο γνωστό με το όνομα «Καλλέργειο», ήταν κάποτε κατοικία του στρατηγού Δημ. Καλλέργη και της οικογένειάς του. Ο Δημήτριος Καλλέργης (1803-1867) ήρθε το 1822 από την Πετρούπολη στην Ελλάδα μαζί με τους δύο αδελφούς του για να λάβουν μέρος στον Αγώνα. Φίλος του Καποδίστρια, συνταγματάρχης του Ιππικού από το 1832, συμμετέχει ενεργά με την πλευρά των Καποδιστριακών στην εμφύλια διαμάχη, γίνεται ο ήρωας στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Παντρεύτηκε τη Σοφία Ρέντη, νύφη περιζήτητη, με την οποία απέκτησε μια κόρη κι ένα γιο. Ο γιος, ο Εμμανουήλ (1835-1909), άριστος αξιωματικός, ερωτεύτηκε την αυτοκράτειρα Ευγενία της Γαλλίας και αναγκάστηκε να επανακάμψει στην Ελλάδα το 1861. Ήταν ο τελευταίος από τους Καλλέργηδες που κατοίκησε το σπίτι του Άργους. Γνωρίζουμε ότι στις αρχές του 1830 ο Δημ. Καλλέργης μένει σε νοικιασμένο σπίτι στο Ναύπλιο και ότι λίγο αργότερα ζητεί να αγοράσει μια έκταση στο Άργος, κοντά στην πλατεία και το στρατώνα, για να οικοδομήσει κατοικία, αίτημα που γίνεται δεκτό. Ο αρχιτέκτονας της οικοδομής, που ολοκληρώθηκε το 1830, δεν είναι γνωστός αλλά δεν είναι απίθανο να ήταν ο Ντεβώ. Πολύ σύντομα ο Καλλέργης θα προτείνει στην Κυβέρνηση να του αγοράσει την κατοικία με αντίτιμο την παραχώρηση εθνικών γαιών στην επαρχία Άργους για την αποκατάσταση προσφύγων από την Κρήτη. Επιτροπή ειδικών εκτιμητών ορίζει το ποσό των 49.351,70 φοινίκων. Ιούνιος του 1831 και δεν έχει ακόμη δοθεί στον Καλλέργη γη ως αντάλλαγμα για την κατοικία του που αποκαλείται επίσημα «Δημόσιον Παλάτιον» και «Παλάτιον της Κυβερνήσεως». Την πολυτάραχη περίοδο της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης και λίγο πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια, γίνεται συνεννόηση μεταξύ του Καλλέργη και του αδελφού του Κυβερνήτη Αυγουστίνου για να επιστραφεί στον πρώτο το σπίτι του Άργους. Ο Ιανουάριος του 1833 βρίσκει τη Σοφία Καλλέργη εγκατεστημένη εκεί. Αυτό το κομψό σπίτι που οι περιηγητές θαυμάζουν, όπου ο Όθων παραθερίζει, προς το τέλος του αιώνα ξεπέφτει και το 1909, όταν ο Εμμ. Καλλέργης πεθαίνει, ο αθηναϊκός τύπος το χαρακτηρίζει «διώροφον και ημιερειπωμένον». Στη σύγχρονη ιστορία του το «Καλλέργειον» θα «μεταβληθεί σε αποχωρητήρια Άργους και περιχώρων» ώσπου, τον Οκτώβριο του 1931, οι κληρονόμοι Καλλέργη ανακοινώνουν ότι δωρίζουν το κτίριο για να στεγάσει Μουσείο και Θέατρο. Το 1956-57, το Κράτος αποφασίζει να ιδρύσει στο χώρο Μουσείο του Άργους που αναλαμβάνει να κατασκευάσει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή με έξοδα του γαλλικού κράτους και με αρχιτέκτονα τον Φομίν. Το «Καλλέργειο» - Μουσείο εγκαινιάστηκε το 1957 και η νέα πτέρυγα που δημιούργησε ο Φομίν το 1961.

Ανάγλυφα του Δ. Κόσσου και του Λ. Δρόση στο Mουσείο της Πόλεως των Aθηνών Δημήτρης Παυλόπουλος

Λ. Δρόσης, Κεφάλι Ήρας Ο Δημήτριος Κόσσος (1819-1872) ασκήθηκε από μικρός κοντά στον πατέρα του στην ξυλογλυπτική και εξοικειώθηκε με τη λαϊκή θεματογραφία. Με υποτροφία του Βασιλείου της Ελλάδος, το 1849 πηγαίνει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του φεύγει για το Παρίσι αλλά επιστρέφει στην Αθήνα το 1865, όταν του προσφέρεται η έδρα της Πλαστικής στο Σχολείον των Τεχνών. Δύο του κυκλικά, χαμηλά ανάγλυφα (tondi) από γύψο, προπλάσματα μεταλλίων, με τις προσωπογραφίες του Όθωνα και της Αμαλίας χρονολογούνται στο 1855. Η μορφή του Όθωνα αναπτύσσεται με τις συμβάσεις ενός λαϊκότροπου ακαδημαϊκού ρεαλισμού. Στην Αμαλία, που μοιάζει με θεά του Ολύμπου, οι ιδεαλιστικοί τύποι εμφανίζονται σαφέστερα. Ο Κόσσος, γλύπτης που δεν υπολειπόταν στην τεχνική αλλά υστερούσε σε τόλμη και φαντασία, περιορίστηκε στην κατηγορία των μεταλλίων. Ο Λεωνίδας Δρόσης (1834-1882), γιος του βαυαρού μουσικού Karl von Dörsch και μιας Σπετσιώτισσας, σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών κοντά στον Christian Siegel, όπου και εξελλήνισε το όνομά του. Με υποτροφία του ελληνικού κράτους, το 1857 πηγαίνει στο Μόναχο και, δύο χρόνια αργότερα, φτάνει στη Δρέσδη. Αποφασιστικής σημασίας για τις σπουδές και τις παραγγελίες που επρόκειτο να λάβει ήταν η θερμή υποστήριξη του βαρόνου Σίμωνα Σίνα. Ο Σίνας ανέθεσε στον Δρόση τον γλυπτό διάκοσμο της Ακαδημίας, εργασία που αποκαλύπτει τις αρετές και τους περιορισμούς του καλλιτέχνη. Στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών υπάρχει μια δική του ανάγλυφη κεφαλή της Ήρας από λευκό πεντελικό μάρμαρο. Η θεά, που φοράει επιχρυσωμένο στέμμα, γίνεται το αιώνιο πρότυπο του ωραίου, αν και η απόδοση του προσώπου της δεν πείθει ούτε συγκινεί.

Ο Ερμής του Πραξιτέλους: ελληνικό πρωτότυπο ή ρωμαϊκό αντίγραφο; Ντόρα Κατσωνοπούλου

Ο Ερμής του Πραξιτέλη. Η σύγχρονη ιστορία του αγάλματος του Ερμή, που ο Παυσανίας γύρω στο 175 μ.Χ. είδε στην Ολυμπία, στο ναό της Ήρας, άρχισε τον Μάιο του 1877 όταν γερμανοί ανασκαφείς το ανακάλυψαν στον ίδιο χώρο. Ως το μόνο πρωτότυπο έργο από τα χέρια του Πραξιτέλη, το άγαλμα απολάμβανε τον αμέριστο θαυμασμό. Έως το 1927. Τότε ο Karl Blümel διατύπωσε την άποψη ότι ο Ερμής δεν ανήκει στον 4ο αιώνα π.Χ. αλλά είναι αντίγραφο των ρωμαϊκών χρόνων. Το 1948 ο Blümel επιστρέφει με νέα άποψη: πρωτότυπο το άγαλμα αλλά ο γλύπτης είναι κάποιος ελληνιστικός Πραξιτέλης. Στο συμπόσιο του 1931 για τον Ερμή, η Gizela Richter αντικρούει τα επιχειρήματα του Blümel που επικεντρώνονται στην ακατέργαστη πίσω πλευρά του αγάλματος, στη στήριξή του πάνω σε κορμό δέντρου και στην πλαστικότητα του ενδύματος. Πρόσφατα (1984), η Brunilde Ridgway χρονολόγησε το άγαλμα στον 2ο αιώνα π.Χ. επισημαίνοντας ακόμη ότι, βάσει της ιστορίας του υποδήματος, σε αυτό τον αιώνα ανήκει και το σανδάλι του Ερμή. Το 1937 ο Oscar Antonsson ισχυρίστηκε ότι το άγαλμα είναι πρωτότυπο μεν, έχει όμως υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Επιπλέον, το αρχικό σύνολο δεν απεικόνιζε τον Ερμή αλλά τον Πάνα με τον μικρό Διόνυσο και περιλάμβανε μια ακόμη μορφή μαινάδας ή νύμφης. Τα δύο επιγράμματα και η αναφορά στον Πλίνιο που ο Antonsson επιστρατεύει για να ισχυροποιήσει τη θέση του υπέρ του Πάνα δεν αντέχουν στον έλεγχο. Η ιδέα του όμως ότι το πρωτότυπο έργο του Πραξιτέλη τροποποιήθηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους εξηγεί τις τεχνικές ατέλειες που οδήγησαν το 1927 τον Blümel να θέσει θέμα πρωτοτυπίας του έργου.

Αρχαϊκή και κλασική γλυπτική στην Kύπρο Ντόρα Βασιλικού

Κεφαλή ιερέα (;) από την Ταμασσό. Πηλός. Ύψ.: 0,36 μ. Πρωτοκυπριακός ρυθμός, 660-600 π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο. Στην καρδιά του πολιτισμένου κόσμου της αρχαιότητας, στη διασταύρωση των εμπορικών δρόμων, με πλούσια μεταλλεία χαλκού η ίδια, η Κύπρος τράβηξε το ενδιαφέρον πολλών γειτόνων της. Απορροφημένη από την Ανατολή ως το 1400 π.Χ., έρχεται στη συνέχεια σε επαφή με τον ελληνικό κόσμο, πρώτα με τους μυκηναίους έμπορους και τεχνίτες που εγκαθίστανται στο νησί προτού, γύρω στο 1200 π.Χ., οι Έλληνες την αποικίσουν συστηματικά. Η Κύπρος θα στραφεί οριστικά προς το Αιγαίο χωρίς όμως να απαρνηθεί ποτέ τις ανατολικές επιδράσεις που διαμορφώνουν την παράδοσή της. Η γεωμετρική και η αρχαϊκή εποχή είναι για την Κύπρο εποχές με έντονη δημιουργική έκφραση. Τις πολλές όψεις και τις αντιθέσεις του κυπριακού χαρακτήρα συνδέει το ετεοκυπριακό υπόστρωμα που διασφαλίζει μια ταυτότητα χαρακτηριστικά κυπριακή παρά τις πολλές επιδράσεις. Στα αρχαϊκά χρόνια (750-475 π.Χ.) το νησί γνώρισε την κατοχή των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων και των Περσών. Στα εκατό χρόνια ελευθερίας που μεσολάβησαν ανάμεσα στις κατοχές Ασσυρίων και Αιγυπτίων (669-569 π.Χ.), η κυπριακή τέχνη δίνει τα πιο εμπνευσμένα έργα της. Η μνημειώδης γλυπτική εμφανίζεται στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. ως μια μορφή της ειδωλοπλαστικής σε μεγάλη κλίμακα. Τα πρωτοκυπριακά γλυπτά (650-550 π.Χ.) είναι πήλινα, με δυνατό πλάσιμο και προέρχονται από ιερά, κυρίως από το ιερό της Αγίας Ειρήνης. Τυποποιημένα, πολύ εκφραστικά και διακοσμητικά, τα γλυπτά της πρώτης αρχαϊκής περιόδου παραμελούν την απόδοση του σώματος για να τονίσουν το πρόσωπο. Εκτός από αυτό το «ανατολικό» στοιχείο, τα πρωτοκυπριακά έργα συγγενεύουν τεχνοτροπικά και με τα ετρουσκικά. Στη δεύτερη αρχαϊκή περίοδο, στη γλυπτική εμφανίζονται τρεις ρυθμοί: α) ο κυπροαιγυπτιακός, β) ο νεοκυπριακός, που κατάγεται από τον πρωτοκυπριακό και εμφανίζεται γύρω στο 580 π.Χ., και γ) ο κυπροελληνικός ρυθμός που εμφανίζεται γύρω στο 540 π.Χ. και ακμάζει γύρω στο 500 π.Χ. Ο ιωνικής έμπνευσης κυπροελληνικός ρυθμός, που θα φέρει τους Κούρους και τις Κόρες, θα επικρατήσει σε όλη την Κύπρο. Προς το τέλος της αρχαϊκής εποχής, σβήνει βαθμιαία το μειδίαμα και η τυποποίηση των μορφών, αραιώνουν τα διακοσμητικά στοιχεία και μαζί με το νατουραλισμό έρχεται στην τέχνη το μέτρο. Στην κλασική εποχή (475-325 π.Χ.) γίνεται φανερό πόσο η ελληνική επίδραση εξουδετέρωσε την κυπριακή έμπνευση. Στις πολιτιστικές της σχέσεις με την Ελλάδα η Κύπρος θα είναι πια μόνο δέκτης. Τα γλυπτά της κλασικής εποχής διακρίνονται σε α) έργα εισηγμένα από ελληνικές περιοχές ή φτιαγμένα στην Κύπρο από έλληνες τεχνίτες και β) έργα που ονομάζονται κυπροελληνικά (ή κυπροκλασικά), φτιαγμένα από Κύπριους που ακολουθούν τα ελληνικά πρότυπα χωρίς να απεμπολήσουν την τοπική τους παράδοση. Η συγγραφέας αξιοποιεί τις πολλές φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο της σε διαφωτιστικές συγκρίσεις.

Ο θρακικός τάφος του Kαζανλούκ Τάσος Ιατρού

Τα άλογα του ευγενούς – λεπτομέρεια από την παράσταση της νεκρικής γιορτής στο θόλο του νεκρικού δωματίου. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σκάβοντας ορύγματα πάνω στο λόφο που υπερδεσπόζει του Καζανλούκ, ανατολικά της Σόφιας, μια ομάδα στρατιωτών ανακαλύπτει θολωτό τάφο. Οι ανασκαφές ολοκληρώθηκαν το 1946. Για τις εντυπωσιακά διατηρημένες τοιχογραφίες του, το 1966 η Unesco εντάσσει τον τάφο στην Παγκόσμια Λίστα Μνημείων με Ιστορική Σημασία. Τη δεκαετία του 1960 συμπληρώνονται τα μέτρα προστασίας του ενώ το 1974 δημιουργείται ακριβές αντίγραφο του τάφου επισκέψιμο από το κοινό. Ο τύπος του θολωτού τάφου μαρτυρεί την πολιτιστική διείσδυση των Ελλήνων που είχαν κατακλύσει με αποικίες τον Εύξεινο Πόντο από τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, ο θρακικός τάφος που ανήκει στο β΄ μισό του 3ου αιώνα π.Χ. απομακρύνεται από τους αντίστοιχους θολωτούς της Υστεροελλαδικής περιόδου ήδη κατασκευαστικά, καθώς αποτελείται όχι από δύο αλλά από τρεις χώρους: έναν ανοικτό προθάλαμο χτισμένο με πέτρα, έναν κλειστό δρόμο και το νεκρικό δωμάτιο χτισμένα με τούβλα. Οι αμφικλινείς τοίχοι του δρόμου στο επάνω μέρος τους και σε όλο τους το μήκος απεικονίζουν σκηνές με έφιππους Θράκες σε γυμνάσια ή σε πόλεμο. Στη θολωτή στέγη του νεκρικού δωματίου, οι τοιχογραφίες απεικονίζουν τη νεκρική γιορτή που ακολουθεί το θάνατο του ευγενούς. Εικονίζεται ο νεκρός και η σύζυγός του, οι προσωπικοί υπηρέτες του και τα αγαπημένα του άλογα ράτσας. Στην κορυφή της θολωτής στέγης απεικονίζονται οι αγώνες αρμάτων προς τιμήν του νεκρού. Χρωστικές ουσίες, όπως κόκκινο Πομπηίας και ώχρα, επικαλύπτουν τους τοίχους του δρόμου και του νεκρικού θαλάμου. Πλάι στον πρωτότυπο τάφο, υπάρχει και άλλο νεκρικό, θολωτό κτίσμα οθωμανικής προέλευσης κτισμένο γύρω στα μέσα του 14ου αιώνα μ.Χ.

Η συμβολή των ανασκαφών του Σπηλαίου Πετραλώνων στη γνώση για τη βιοστρωματογραφία του Eυρωασιατικού Kάτω-Mέσου Πλειστοκαίνου Νίκος Πουλιανός

Άποψη του εσωτερικού του Σπηλαίου Πετραλώνων. Με τον όρο «βιοστρωματογραφία» ανασκαφικής θέσης υποδηλώνεται η συνολική εικόνα της στρωματογραφίας σε σχέση με τα παλαιοοικολογικά, πολιτισμικά, χρονολογικά και παλαιοβιολογικά δεδομένα. Βάσει της βιοστρωματογραφίας, οι ανασκαφές διακρίνονται σε α) (παλαιο)ανθρωπολογικές, β) αρχαιολογικές, γ) παλαιοντολογικές. Τα βιοστρωματογραφικά δεδομένα του Σπηλαίου των Πετραλώνων εντάσσονται στην εποχή του Πλειστόκαινου, που υποδιαιρείται σε Κατώτερο, Μέσο και Ανώτερο. Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι το χρονικό όριο του Κάτω-Μέσου Πλειστόκαινου είναι τα 700.000 χρόνια. Τα ευρήματα του Σπηλαίου των Πετραλώνων, κυρίως παλαιοανθρωπολογικά καθώς και παλαιοβοτανολογικά και παλαιοντολογικά, είναι ηλικίας 550-750 (ή και 600-800) χιλιάδων ετών. Η ανεύρεση λίθινων και οστέινων εργαλείων σχεδόν σε όλα τα στρώματα του Σπηλαίου, ειδικά στα κατώτερα, δείχνει ότι οι Αρχάνθρωποι δεν μπορούσαν να εξαπλωθούν βορειότερα κατά την ψυχρότατη Χαλκιδίκεια περίοδο. Τα συνδυασμένα δεδομένα των ευρωασιατικών ανασκαφών αλληλοσυμπληρώνουν τη γενική εικόνα της εποχής του Κάτω-Μέσου Πλειστόκαινου, ενώ τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στο Σπήλαιο Πετραλώνων χρησιμεύουν ως αναγκαία πληροφόρηση για την ακριβή βιοστρωματογραφική αλληλουχία και τελικά οδηγούν στην αναθεώρηση των παλαιοανθρωπολογικών θεωριών σχετικά με την εξέλιξη του Ανθρώπου.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αγίου Μηνά στη Δρυοπίδα Κύθνου. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Τρία κυκλαδικά αντικείμενα γλίτωσαν τον πλειστηριασμό του Sotheby’s και επαναπατρίστηκαν χάρη στην Ντ. Γουλανδρή και τον Ι.Β. Γουλανδρή - Ο ουμανισμός της Αναγέννησης αναβιώνει στην Ιταλία καθώς σύγχρονοι Μαικήνες επενδύουν στην πολιτιστική κληρονομιά – Μετά τους τάφους του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ., αποκαλύφθηκαν στην Τανάγρα 135 κιβωτιόσχημοι τάφοι του 4ου αιώνα π.Χ. - Ασύλητος θολωτός τάφος (1100-900 π.Χ.) βρέθηκε στη θέση Καμινάκι της κοινότητας Παχείας Άμμου της Ιεράπετρας

Συνέδρια

Ο Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος της Άρτας «Ο Σκουφάς», το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και η Η΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων οργάνωσαν στην Άρτα, 27-31 Μαΐου 1990, επιστημονικό Συμπόσιο με θέμα «Το ‘Δεσποτάτο’ της Ηπείρου» - Οργανώθηκε στην Αθήνα, 16-17 Μαΐου 1990, το Έβδομο Διεθνές Συνέδριο του Σουηδικού Ινστιτούτου με θέμα: «Η γεωργία στην αρχαία Ελλάδα» - Το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών πραγματοποίησε στις 11 Μαΐου το Α΄ Συνέδριο Μαντείας με θέμα: «Τέχνη μαντική, τέχνη ανθρώπων»

Εκθέσεις

Στις 4 Ιουλίου 1990 εγκαινιάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου έκθεση αφιερωμένη στη ζωή και το έργο του Κίτσου Α. Μακρή – Με αφορμή τα 50 χρόνια από το θάνατο του πατέρα της Ψυχανάλυσης πραγματοποιήθηκε έκθεση στο University Art Museum, State University of New York με 60 αντικείμενα της συλλογής του - «Το τεμαχισμένο σώμα» ήταν ο τίτλος πρωτότυπης έκθεσης που οργανώθηκε στο Μουσείο του Orsay τον Μάρτιο και Ιούνιο, και στο Schirn Kunsthalle της Φραγκφούρτης τον Ιούλιο και τον Αύγουστο

Βιβλία

Γιάννης Γκίκας, Κάστρα – Ταξίδια στην Ελλάδα του θρύλου και της πραγματικότητας, Αστήρ, Αθήνα 1990 – Χρ. Μπουλώτης (επιμ.), Παγκόσμια Ιστορία: Ανερχόμενες αυτοκρατορίες (400 π.Χ.-200 μ.Χ.), Καπόπουλος (Time – Life), Αθήνα 1990 – Σωτήρης Δημητρίου, Η εξέλιξη του ανθρώπου, τόμ. Α, Καστανιώτης, Αθήνα 1990 - Χ. Μακαρόνας και Ε. Γιούρη, Οι οικίες του Διονύσου και της αρπαγής της Ελένης στην Πέλλα, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 109, Αθήνα 1989

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Το Ερευνητικό Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» οργάνωσε το 1990 νέα σειρά σεμιναρίων για θέματα χρονολόγησης, μελέτης των αρχαίων κεραμικών και μελέτης του αρχαίου μαρμάρου – Το Ερευνητικό Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» κυκλοφόρησε, με τίτλο «ΔέλτΑ», το πρώτο τεύχος του ενημερωτικού του εντύπου

Συνέδρια

Το 6ο Ειδικό Διεθνές Συνέδριο για τη χρονολόγηση με θερμοφωταύγεια (TL) και συντονισμό ηλεκτρονικού σπιν (ESR) έγινε στο Clermont Ferrand της Γαλλίας στις 2-6 Ιουλίου 1990

Βιβλία

Β. Παπαζάχου και Κ. Παπαζάχου, Οι σεισμοί της Ελλάδας, Ζήτης, Θεσσαλονίκη 1989

English summaries: A revived ancient workshop Panos Valavanis

In the winter semester of the academic year 1988-1989, the students of the Department of History and Archaeology of Athens University who had chosen the course "Attic Pottery and Economy" had the opportunity to visit a pottery workshop at Marousi, Attica. This scheduled educational activity proved to be a unique experience.In an atmosphere both remote and unreal, compared to the nearby modern Kifissias highway and the European shopping centres of the district, the students encountered a pottery workshop where the working methods and pottery procedure as well as the social structure of antiquity had been revived almost completely.

Nineteenth – century Greek funerary sculpture Ilias Mykoniatis

The character of nineteenth - century Greek funerary sculpture is still impossible to define. Before we can proceed with such research, a photographic corpus must be compiled, so that we can study the material in its sum total and in all its variety. However, even at this stage, some characteristics can be discerned. Attempts have been made to survey aspects such as material, style and iconography in connection with economic attitudes and socio - ideological tendencies. Consequently a preliminary attempt of thematical classification is proposed.

The “Kallergheion” or “Palace of Government” in Argos Vasilis Dorovinis

The building known as "Kallergheion", which since 1957 houses a part of the Archaeological Museum of Argos, represents a peculiar case in the building history of the Capodistrian period of Argos. The author has included this building in a series of articles on the public edifices of the period that is regularly published in this periodical representing part of a broader research scheme focusing on the space organization attempted by the Capodistrian administration in Greece. The subject of the erection and the up-to-day use of the "Kallergheion" is approached from a historic view point and is clarified on the basis of new and unkown data, primarily coming from the General State Archives and the various press editions of Argolis. As a result, the question regarding the information about the building itself, contradictory until now, is answered. It is in full accordance with a real situation, which is characterized by alternating ownership ,status and uses. In the first part of the article the author presents and analyzes the information published so far on the history of the building that also supplies data about its form and the surroundings. In the second part basic information is supplied concerning Demetrios Kallerghis and those members of his family who were connected with the building until the year 1909. In the third part a thorough account is given on the erection of the edifice in 1830. On its cession to the Government by Demetrios Kallerghis on condition of its being exchanged with public land, on its use as a "Palace of the Government" and on its recovery by its original owner in 1832, since the condition of exchange had not been honoured by the Government. The entire procedure is examined within the framework of public land being granted for the erection of private buildings and also of Kallerghis' effort to obtain dwelling premises in Argos and Nauplion. Then, the actual condition and the destiny of the building is followed up to the beginning of the twentieth century via testimonies of foreign travellers and the information of the local press. The fourth and closing part meticulously records the evolution of the building for half a century and its decline into desolation, degradation, degeneration and the cycle of the various proposals for its "upgrading". Finally, full reference is made to the alterations made so as to become part of the Museum that caused the partial demolition of its south side, onto which the new Museum wing, on Fomin's plans, was "injected", and which was officially inaugurated in 1961.

Reliefs by Demetrios Kossos and Leonidas Drosis in the museum of the City of Athens Dimitrios Pavlopoulos

Two reliefs of cyclical shape (tondi) executed by the sculptor Demetrios Kossos and another one showing a head, a work of the artist Leonidas Drosis, are exhibited at the Museum of the City of Athens, recent acquisitions of the institution. The two works of Kossos were purchased by Lambros Eutaxias, the Museum's founder, in 1983, while the work of Drossis is a donation of Constantine Tsopotos to the Museum. These three works of scupture, although almost unknown to the public, are representative of their creators, whose artistic profile and personality have remained obscure, especially that of Kossos. Furthermore, the study of these reliefs increases even to a slight degree our inadequate knowledge of Greek sculpture during the first decades following the Greek Revolution.

Praxiteles’ Hermes. Greek original or Roman copy? Dora Katsonopoulou

The statue of Hermes found in Olympia in 1877 is a most celebrated work of art, being the only surviving original piece made by Praxiteles, the famous fourth century BCsculptor.The Hermes had been considered as an original work of art at least from the time of its discovery until 1927, when the debate on the issue of its authenticity began. Karl Bliimel, a German archaeologist, became the fatal person in the case of Hermes, since he was the one who created the issue of its authenticity by publishing in 1927 a work on "The Technique of Ancient Greek Sculpture". In this book, Blumel supported the argument that the statue of Hermes was not an original work of Praxiteles but a mere copy of the Roman period.His "heretic" argument was based on various technical characteristics of the statue. Oscar Antonsson claimed a few years later that the statue, although a original work of Praxiteles, displays various later sculptural modifications. He also argued that the statue is not representing Hermes, the messenger of gods but Pan, the god of pasture and wild life, who is carrying the child Dionysus. As was expected, Blumel reentered the debate in 1948 with a new theory about the statue. Hermes is indeed an original work by Praxiteles, not however of the famous fourth ceutury BC sculptor, but of another Praxiteles, an artist of the second half of the second century BC, (that is, of a Praxiteles of the Hellenistic period). Thus, it is probable that the statue, known to us as Hermes of Praxiteles supplies us with a piece of rare as well as significant evidence from antiquity. It combines the original work of a great Greek artist as well as the modifications performed by some Roman sculptor a few centuries later.

Ancient Cyprian sculpture Dora Vassilikou

The geographic position of Cyprus in the centre of the then known civilized world of antiquity has determined not only its historic route, but also its cultural expression. Cyprus had developed close relations with the neighbouring East until 1400 BC, when Mycenaean merchants settled on the island. From then on, Cyprus started a progressive orientation towards the Greek world and during the twelfth and eleventh centuries BC it was systematically colonized by the Greeks as a result of the disasters the mainland country had gone through. During the Mycenaean age, a very characteristic style of art developed on the island, an art displaying a good number of Eastern and Greek features. In the Geometric and Archaic period, the art of Cyprus appears to oscillate between Greece and the East and to be affected some times by Greek, at other times by Eastern artistic factors depending on the historic circumstances. The influence of the East had been periodically reinforced as much by the Phoenician colonization as by the successive occupation of the island by the Assyrians, Egyptians and Persians. However, starting from the year 499 BC, on the date of the Ionian revolution, Cyprus developed such strong and creative bonds with Greece in the spiritual field that the Greek way of life, morals and customs as well as art became predominant. Monumental scultpure makes its first appearance on Cyprus around 650 BC and its first stylistic phase is called Early Cyprian. It exhibits a lively modelling and strong expression and although it is obviously affected by the art of the East, it manages to retain its distinct Cyprian character. The two successive phases which follow, the Cyprian-Egyptian and Neo-Cyprian style, show less inspiration. The Cyprian-Greek style appears around 540 BC and is closely related to Greek art which was transmitted to the island by the Greek cities of Ionia, therefore the works belonging to this style have a strong Ionian flavour. At the beginning Cyprian-Greek art has a dynamic quality and is full of initiatives but progressively it starts fading and becomes stylized, The sculpture of the classical period in Cyprus includes certain works which are Greek creations, however most of its products are purely Cyprian, following the Greek model and exhibiting an outstanding variety. The best of these Cyprian works of the classical period have kept their Cyprian identity. From the classical period on Cyprian art starts loosing its autonomy as it enters the sphere of the Greek world. It now becomes a peripheral, provincial art and its style shows nothing more than a combination of local, conservative, Archaic as well as eclectic artistic elements.

The Kazanlouk Thracian grave Tasos Iatrou

The Kazanlouk Thracian grave in central Bulgaria offers a most significant topic of research into the relatively unknown everyday life of the ancient Thracians with whom the Greek city-states developed mutual relations that were beneficial to both nations. The Kazanlouk grave represents one of the few examples of the impact of Mycenaean art on the life and culture of the ancient Thracians.They were people of Indo-European origin who in the twelfth century BC settled in a wide region of the Balkans, part of which is now the present Bulgarian state.

“The contribution of the Petralona cave excavations to our knowledge of the Euroasiatic Nikos A. Poulianos

The famous Petralona cave was discovered and first explored in 1959. Nine years later, in 1968, Aris Poulianos conducted the first excavation of the cave that was carried out according to modern excavational methodology. The conclusions thus drawn have led to a revision of the paleoanthropological theories as regards not only the appearance of the first Europeans but also to the evolution of Man during the Lower -Middle Pleistocene period, thai is 700,000 years ago, approximately. The analysis of the "bioskaligraphical" data of the Petralona cave, compared to similar excavations in Euroasia, verifies the aforementioned conclusions, which enrich our knowledge of the paleoecological changes, that have affected the paleoanthropological cultural evolution, with new and accurate information.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Η Ελληνική Πλαστική (V) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Κνιδία Αφροδίτη, έργο του Πραξιτέλη, περί το 350-330 π.Χ. Ρωμαϊκό αντίγραφο. Από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. τη γλυπτική χαρακτηρίζει γλυκύτητα και χάρη, τα αγάλματα αποκτούν εκφραστικά πρόσωπα. Μεγάλοι γλύπτες της εποχής είναι ο Τιμόθεος, ο Βρύαξις, ο Λεωχάρης αλλά κυρίως ο Σκόπας, ο Πραξιτέλης και ο Λύσιππος. Σε συνθέσεις που στροβιλίζονται, τα έργα του Σκόπα ξεχωρίζουν για το νευρώδες ύφος και τη ζωηρή τους έκφραση. Αντίθετα, τα σώματα του Πραξιτέλη με σάρκα ήρεμη και επιδερμίδα απαλή, γέρνουν και στρέφονται με χάρη. Ο καινοτόμος όμως ήταν ο Λύσιππος. Αλλάζοντας το σύστημα αναλογιών αύξησε την εντύπωση του ύψους. Σπάζοντας τους άξονες και στρέφοντας κορμό, κεφαλή και άκρα προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ζωντάνεψε την εντύπωση της κίνησης. Προπάντων όμως, αλλάζοντας τη δομή και τη στάση του σώματος και την ανάπτυξή του μέσα στο χώρο, έδωσε για πρώτη φορά στην πλαστική την τρίτη διάσταση.

Τεύχος 84, Σεπτέμβριος 2002 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Mόδα και άγχος Alison Clarke, Daniel Miller

Σύμβολα και συμβολισμοί στις ελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες Μανόλης Βαρβούνης

H ενδυμασία των Kρητικών στην περίοδο της Bενετοκρατίας (1211-1669) Αικατερίνη Κ. Μυλοποταμιτάκη

Ένας αιώνας μόδα Ιωάννα Παπαντωνίου

H κάπα: ερμηνεύοντας το σύμβολο και το ένδυμα στην Eλλάδα και την Πολυνησία Άννα Παπαστεργίου

H ένδυση στη νεότερη και σύγχρονη εποχή Ιωάννης Πετρόπουλος

Eλληνική και διεθνής μόδα στη σύγχρονη εποχή: μια συνέντευξη του Γιάννη Tσεκλένη στον Iωάννη Πετρόπουλο Γιάννης Τσεκλένης, Ιωάννης Πετρόπουλος

Από τους ελληνικούς κεκρυφάλους, στους μάλλινους κεφαλόδεσμους της Aιγύπτου και τα ζωνάρια της Aρκαδίας Σοφία Τσουρινάκη

Eλληνορράπται και Biedermeier: η φουστανέλα του Όθωνα και η στολή της Aμαλίας Δέσποινα Χριστοδούλου

Άλλα θέματα: Άγιοι Tόποι, διαδρομή στους τόπους της μνήμης, της πίστης, της ιστορίας: μία συζήτηση με τον καθηγητή Γ.Π. Λάββα Μάνος Μικελάκης

Mεταλλικά νήματα ιστορικών υφασμάτων: Τεχνολογία κατασκευής και συντήρησης Σταύρος Πρωτοπαπάς, Ελπίδα Χριστοφορίδου

O σουσαμόμυλος Μάκης Αξιώτης

Mουσειακά εκπαιδευτικά προγράμματα στο Nοσοκομείο Παίδων: μια νέα ευκαιρία για κοινωνικές υπηρεσίες Δέσποινα Καλεσσοπούλου

Eπτά διευκρινίσεις σχετικά με τις προϊστορικές γραφές του Aιγαίου Άρτεμις Καρναβά

Μουσείο: Mουσείο Aρχαιολογικού Xώρου Mυστρά Αιμιλία Μπακούρου, Παρή Καλαμαρά, Έλια Βλάχου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Πολιτισμός 2000 Γιώργος Λιόντος

Πληροφορική: Αρχαιολογικά περιοδικά στο Διαδίκτυο Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Eικαστικά δρώμενα: Zαχαρίας Kουμπλής, ζωγραφική-κατασκευές – Nίκος Mπαχαρίδης, αναδρομική έκθεση γλυπτικής Δήμητρα Μήττα

English summaries: Dress in later times and dress in our day and age Ioannis Petropoulos

In the middle of the 19th century, haute couture and the fashion industry made their appearance. The tailors and women tailors of Frankish costume (Frangoraftes and Frangoraftisses) reproduced the fashions of the western world which eventually were to take the place of local Greek costumes. In this issue of the journal items of clothing are described such as the woollen, Sarakatsan gown which was embroidered with symbols, the Hawaian feather cape, the Greek shepherd’s cape made of goat’s wool, the Greek technique of spinning without weft as well as practices common to many countries and civilizations such as the Danish, Pharaonic Egypt, Southern Italy and Peru. The freedom and sense of anxiety that goes with the fashions of the 1990s onward is discussed, also the couturier Yannis Tseklenis’ belief in the social values that lie behind the dress code.

A Century of Fashion loanna Papantoniou

Since the issue here is the garment, fashion nowadays is the professional occupation in designing, making and marketing original, haute couture clothing. The haute couture, covering the need for change, supplies the market with new products, which serve as models for the known as pret-a-porter garments, a term introduced in the 1960s by Pierre Cardin. The twentieth century can be characterized as the century of the great haute couture maitres, which, however, is marked by two disastrous world wars that have in turn determined the relation of the emancipated woman with the haute couture and vise versa. For the first time the garment is commercially promoted in the great exhibitions of London (1890) and Paris (1900). Since, approximately, 1930 the simple chic taste prevails. Nothing is loud in a world that knows how to behave and to change clothes, appropriate to a variety of occasions, even within the span of a day. The World War II preserves this attitude, although now the dresses become shorter, and the shoes with a platform heel - made of cork, rope or wood in combination with other cheap materials — are a novelty. In the postwar years the haute couture firms are reorganized. A new type of fashion shop, the boutique and a new form of formal dress, the cocktail dress, which gradually replaces the long evening gown, are the highlights of the period. In 1947 Dior makes a revolution with the "New Look", while the fashion historians consider the years between 1947 arid the late 1950s as the Renaissance period of haute couture. In the 1960s the dressing revolution that introduced the "mini" has not come out of the blue, since some designers have already advanced in shortening the skirt; this "mini" skirt, if designed by Jacques Esterel, can be wide, with countless petticoats to bell it out - as to match the style of Brigitte Bardot -, or narrow, as to elevate the silhouette of Aundrey Hepburn, the muse of lun£p VTE Zipavoi. In 1980 the haute couture of Paris seems to have lost everything. The fashion trends that follow are char¬acterized by anarchy and confusion. Through super spectacular exhibitions arises the dogma of fashion for fashion or of fashion for only one exhibition. The costly, extreme creations are worn only once by movie stars in the Oscar Awards celebration or by some fabulously rich ladies. Japan appears as a bright phenomenon in the fashion firmament, and designers, such as loei MiyidKe, who introduce us in the twenty-first century simply confirm it. Miyake is considered as a national capital in his country, an esteem which provides him with every opportunity and facility to carry on his research into textile and garment. Today, owing to the TV Fashion Channel and the countless fashion magazines, we can observe a beautiful new generation to be dressed - or undressed -without any imagination, probably because the amply offered supply has created a big confusion.  

The Technique of Sprang: From the Greek Headgear to the Woolen Headdress of Egypt and the Belts of Arcadia Sophia Tsourinaki

The term sprang means a fabric consisting of a single set of elements, as well as the technique of "plaiting parallel threads with fixed threads" on a frame. In the manufacturing process, a continuous thread is fixed at both ends in a braiding frame, and plaiting begins from the ends to the center by intertwining threads in alternate rows. The tools the worker uses are her fingers and a few small sticks. A characteristic feature of sprang is the finish line or "meeting" line which consists of a chained row or different thread at the center, designed to hold the elements in place. The elasticity is considerable, and the fabric produced is often lace-like openwork, but it can also be compact and braid-like. Sprang bands and headgear have been found in the course of archaeological excavations in different sites, and the earliest known examples, definitely made on a frame, come from the Bronze Age in Denmark (about 1400 BC). There also exist Iron Age examples from Europe, and later Coptic bag-shaped caps from Egypt, items made of undyed linen or dyed in different colours wool. Fifth-century BC vases from Greece and South Italy show women with frames lying on their laps or hunging on the wall, as well as female figures with spang-like headgears. It has already been accepted that these frames were probably used for sprang. On the evidence supplied by the Greek vase representations and the rare textiles that have survived to the present day, a practical application of the technique is examined, particularly its use in the "Coptic" sprang hair nets of the Benaki Museum in Athens. Plaiting on a frame, especially for belts using a tubular warp, seems to be deeply rooted in many handicraft traditions in Greece, Scandinavia, Mexico and Pakistan, where this traditional technique has been kept alive.  

Cretan Attire During the Venetian Rule (1211-1669) Aikaterini Mylopotamitaki

During the thirteenth century, the first century of the Venetian rule on Crete, the attire of the islanders remained attached to the Byzantine dressing models. However, starting from the fourteenth century on, first the male and later the female costumes are influenced by the dressing styles of the West, that will fully affect the local attire by the early fifteenth century. Nevertheless, it seems that even in the second half of the fifteenth century some Cretan women continue to wear as a formal Clothing the Byzantine dress.

The Cape: Interpreting the Symbol and Garment in Greece and Polynesia Anna Papastergiou

Two different types of cape are presented in this article: the feather cape of Hawaii and the shepherd's cape of Greece, dissimilar dresses not only in appearance and qualities, but also in their social symbolism. The Hawaiian cape - the making of which requires not only feathers but also special talent and religious belief - is a symbol of great social and spiritual power, worn only by the chief of the tribe and those who deserve it, due to their excellent performance in war. On the other hand, the Greek shepherd's cape is a simple, practical garment, is made of wool and is worn by common villagers, especially those who work outdoors, under tough weather conditions, it is waterproof and worm, but also heavy and not quite flexible. This kind of cape is mostly found in mountainous regions, where cattle breeding and wood cutting are the main financial sources. Although the Hawaiian feather cape has undergone changes through the centuries, under the baneful influence of the European conquerors, and has finally disappeared, the shepherd's cape in Greece is still in use, essentially unaffected in function, properties and symbolism in its age-long course.  

Hellinorraptai and Biedermeier: the Foustanella of Othon and the Costume of Amalia Despina Christodoulou

In this article the creation of the foustanella of Othon and the costume of Amalia, the attire, that is, of the first royal couple, the Bavarian monarchs of modern Greece, that became the "national costume" of the country, is examined. Othon was initially encouraged to wear the foustanella -the famous white kilt worn by the chieftains of the Greek War of Independence-, in order, he, a foreigner, to be better accepted by his subjects; while his queen practically "invented" her costume for similar reasons. However, while the foustanella is accepted to be a more or less authentic expression of the Greek tradition, the costume of Amalia is regarded as an artificial, folkloric invention. Yet, how accurate these judgements can be? It has been argued that the foustanella became very popular in the newly born Greek state, because it was chosen as the official uniform of the Greek army, although this adoption had been fiercely opposed by those who had considered it as a dress of Albanian origin, therefore unacceptable to be the national costume of Greece. Amalia's outfit, however, was not at first intended to be a national costume, but simply the courtly dress of her ladies-in-waiting. The stoli Amalias, as it came to be known, was a combination of the main European Biedermeier dress style with other components from the Peloponnese and the islands, Hydra for example. Biedermeier was a romantic fashion trend in Germany and Austria during the first half of the nineteenth century, a popular style also expressed in music and furniture. It must also be added that in nineteenth-century Europe, Germany in particular, there existed a great interest in "traditional" or "folk" cultures, thus part of the royal couple's concern for the "traditional" costumes of Greece may be related with their intention to create, more or less, a folk culture for their new country. Even so, such "traditional" attires as the foustanella were destined to short live as daily wear, and they finally did in the twentieth century. Therefore, the disappearance of the Helllnoraptai, the tailors who specialized in traditional costumes such as the foustanella, since even the late nineteenth century, is an undeniable proof of the prevalence of the Frangika, the clothing of western style. Nevertheless, the initial appearance of the Hellinoraptai must be interpreted as part of the social and cultural changes that the Biedermeier style and its patrons introduced to Greece: the creation of the new state demanded the creation of a new national costume to go with it.  

Symbols and Symbolisms of the Greek Traditional Costumes Manolis Varvounis

The article examines the large issue of symbols and symbolisms in folk art, with special reference to the traditional costume. The case of the apron from the female costume of the Sarakatsani of Greece has been chosen as a representative example. Thus, the symbols decorating this apron - crosses, snakes, the sun, the moon, flora motives - and their symbolism are examined, and general conclusions are drawn regarding the role of symbols in the embellishment of the Greek traditional costume and in the culture of Greeks in general. The case of the aforementioned apron can then serve as a model for similar approaches to the symbolical dimension of the decorative repertoire that adorns Ihe traditional Greek costume, and as such it is treated here.

Fashion and Anxiety Alison Clarke, Daniel Miller

The relationship of individuals to fashion is socially mediated. Individuals are frequently too anxious about the choices to be made to proceed without various forms of support and reassurance. Where possible, support involves close friends and family who are trusted to give advice reflecting care and concern. Where these forms of support are themselves too fraught or are unavailable, there may be recourse to catalogues and commercial advice or finally to fully structured regimes of clothing advice such as provided by CMB. In practice, individuals may use a combination of such supports. Certainly, we do not wish to deny the existence of women who do not resort to any of these devices and who are, indeed, relatively unanxious about their clothing choices. Nevertheless, generalisations appear to be warranted about a pervasive and, we suspect, increasing anxiety around the evaluation of any particular choice of clothing, alongside an intensive concern to know what the normative fashion choice should be. The term normative appears appropriate in that it is used to infer both a tendency to return to an imagined homogenising norm (e.g. the little black dress), but also a vague, but present, sense of morality associated with this. Indeed, even where individuals make an effort to be distinct, they seem just as concerned to properly establish what it is they are being distinct from. It is important to recognise that what we see around us cannot be reduced to any simple moral agenda, since what has been presented here is inherently contradictory. You cannot have democratic liberty and equality without a concomitant sense of anxiety that is the precise result of that experience of freedom. It is above all the emancipation that was achieved through feminism that has left women with this huge burden of freedom and this further accentuation of much older fears and concerns over social embarrassment. But if the alternative is a return to those older forms of authority, of the constraints of officially sanctioned sartorial codes, and an unwarranted respect for the voice of industry elites about what fashion "is", then it may well seem that an anxiety that requires still more shops to be visited before making a choice, or that makes a full wardrobe appear to have "nothing in it", may, on reflection, be a price worth paying.  

Modern Greek and International Fashion: An Interview with Yannis Tseklenis loannis Petropoulos

The anthropological and historical analyses of this current issue are supplemented by the relevant comments and observations of an active and well-respected Greek fashion designer. In his interview with I. Petropoulos, Yannis Tseklenis illuminates numerous practical and theoretical matters connected with the globalisation in fashion and touches on future trends. Among other things Tseklenis brings out the decisive (albeit unseen) contribution of the anonymous consumer in setting trends. Clothes have an undeniable social function, beyond their aesthetic value. As Tseklenis puts it; "A priest's garb makes him a priest... You can't teach English at university if you' re dressed as an Arab... You can't preach from the pulpit dressed as a frogman".

Historic Metal Threads: Manufacture and Restoration Technology Stavros Protopapas, Elpida Christophoridou

The metal threads of the historic period, made mainly from precious metals - gold and silver -, are considered as the first artificial fibers manufactured by humans: Delicate wires and sheet-bands, single or combined with other natural - animal or plant - fibers were widely applied in manufacturing and decorating valuable textiles. In this article the materials and techniques of manufacturing metal threads are described, and the various methods - mechanic, chemical, etc - of cleaning that have been used for the restoration of textiles are analyzed. At the same time, the technical and ethic limitations and the problems inherent in the various methods of cleaning, due to the simultaneous presence of heterogeneous materials (e.g. metals combined with plant or animal fibers and organic pigments), are detected and recorded. Finally, the especially important role of the pedantic preliminary examination and identification of all, if possible, the materials used is underlined. This procedure can help the restorer to make a factual decision as regards the kind and extension of the proper and safe interventions, necessary for the restoration of textiles of the historic period, which are interwoven or decorated with metal threads.

Seven Clarifications Regarding the Prehistoric Aegean Script Artemis Karnava

The study of the prehistoric Aegean script is an underdeveloped field in the Greek academia, a fact which entails lack of academic interest and scarcity of relevant publications. The public's interest, however, make it imperative certain research targets to be clarified as these are followed by script researchers. Therefore, seven necessary clarifications and basic bibliography are offered: 1."Language" and "script" constitute two different notions. 2. The term "prehistoric Aegean scripts" refers to three scripts invented and used in the second millennium BC in Crete and mainland Greece: the Cretan Hieroglyphic, Linear A and Linear B. 3. The Phaistos Disk is not a document of the Cretan Hieroglyphic script, but a unique sample of an otherwise unknown script. 4. The terms "Hieroglyphic1' and "Linear" scripts are conventional names which are still in use mainly for historical reasons. 5. The Cretan Hieroglyphic script is not the forerunner of the so-called Linear scripts, A and B. 6. It is by no means possible to prove that the acrophqnic (or rebus) principle was used for the original creation of the scripts signs. 7. Linear B is the only prehistoric Aegean scripts which is deciphered.

Holy Land: A Route in the Land of Memory, Faith and History Manos Mikelakis

The discussion with Professor G. Lavas about the Holy Land has a dual objective: On the one hand to give us the opportunity to deal thoroughly with crucial issues of Biblical Archaeology and its Scientology; and on the other, to elevate Biblical Archaeology as a science which seeks the self-consciousness of man as regards memory, history, reality and his own desires. "It could be most useful, if the researcher of Biblical Archaeology, as a neutral observer, could let reality -finds and testimonies - lighten up the events and restrain himself from final interpretations - which could be postponed in due time -, in case an obstinate or monolithic position could create a disagreement between testimonies and finds".  

The sesame oil press Makis Axiotis

The sesame plant is very ancient, mentioned by ancient writers as being cultivated in Persia, Egypt, Ethiopia, and in the Indies. Hippocrates, Galenos and Dioskourides used it as medicine. Menandros writes of a pudding made of sesame served at weddings, which was supposed to ensure the couple had many children. The sesame press existed before the industrial age and was used to produce the tasty Lenten halva and the nutricious sesame pulp (tahini). The saponaria plant also known as tsoueni was an indispensable ingredient of halva. An Ottoman register of 1548 records that sesame was cultivated in Lesvos, it was also imported from Asia Minor and from Lemnos.Today there are five halva factories known to us in Lesvos that indicate that there were facilities powered by animals available on the island from the time of the Turkish occupation up to the middle of the 20th century. If one is to understand how the sesame press worked one should take a look at the Roman flour press which was hand or animal powered (molo asinaria). Such mills were found in Pompey and Ostia. Such presses were made of volcanic stone. All sesame presses found on Lesvos are made of the local volcanic stone. The similarities in the construction of the sesame press with the Roman flour press are interesting and should be looked into.

Visual art events Dimitra Mitta

Two one man shows were organized at the Old Archaeological Museum of Salonika during the 2001 Dimitria.In his work, Zaharias Koublis combines a craftsman’s skill with an artist’s sensibility. Often, on various types of material, he makes use of the leftovers of human activities. His sun, for example, with its look of the all seeing eye, is nothing but a colander. Rust and ochre earth colours rarely confront an intense red or blue. The artist repeatedly uses two motifs: a steatopygic woman’s form which refers to Neolithic statuettes and to sculptures of the post war period (Arp, Richier, Moore) and a fragmented shape: a fish bone? A wind –up bird? A guitar? Koublis has successfully integrated these recognizable influences in his work. The sculptures of self-taught Nikos Baharides are the meeting points not just of artists such as Rodin, Caro, Arp, Richier and Moore but also of the art of Neolithic statuettes, Minoan subject matter and woman as the source of life. Baharides depicts the human body, fish and birds in a realistic or abstract manner. He is guided by his use of found materials. The charred pieces of wood left over from fires, are particularly interesting. The burnt piece of olive wood from Thasos creates an Ikaros even more dramatic than that of Rodin.  

Museum Educational Programs in the Children’s Hospital: a New Chance for Social Services Despoina Kalessopoulou

The article presents the application of educational programs in the Children's Hospital and the parameters of their planning. Museums through a systematic cooperation can very well offer alternative modes of social support and expression: the museum objects give the patients the possibility to release their sentiments in a symbolic language. The educational activities create for the sick a connection with the reality outside hospital and offer them protection from the dangerous self-isolation. The interaction with the museum's personnel enriches the social contacts and contributes to the development of psychic and social skillfulness. Consequently, the activation of vehicles that transport experiences from the cultural space to the secluded hospital environment will add more quality to the life of the sick children and a new meaning in the field of our activities as well.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Mυθικά τέρατα των παραμυθιών: O Mινώταυρος (α΄ μέρος) Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 24, Σεπτέμβριος 1987 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Οι παλαιοχριστιανικές οικίες της Kύπρου Φρύνη Χατζηχριστοφή

Το μέγαρο του Θησέα στην Πάφο ανοικοδομήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα. Οι αστικές οικίες παρουσιάζονται ως μεγάλα κτήρια συνδεδεμένα όλα με μια περίστυλη αυλή και μια αψιδωτή αίθουσα, το triclinium. Είναι όλες πλούσια διακοσμημένες, συνήθως με ψηφιδωτά. Αναφέρονται το μέγαρο του Θησέα στην Πάφο, δύο οικίες στην Κωνσταντία (πρώην Σαλαμίνα), που ονομάστηκαν η μία «ελαιοτριβείο» και η άλλη «ρωμαϊκή», το μέγαρο του Ευστόλιου στο Κούριο, άλλη μία οικία στην Άλασσα και μερικές ακόμη στην Παλαίπαφο. Οι αγροτικές οικίες αποτελούνται από ένα ή δύο δωμάτια φτωχικής κατασκευής όπου συχνά βρέθηκαν αγροτικά εργαλεία. Κατοικίες του κλήρου θεωρούνται τα δωμάτια πλάι στη βασιλική της Αγίας Τριάδας και τη βασιλική στον Άγιο Φίλωνα της Καρπασίας καθώς και η επισκοπική οικία στο Κούριο. Με τις αραβικές επιδρομές η οικοδομική δραστηριότητα σταματά. Οι πλούσιοι ιδιοκτήτες συχνά εγκαταλείπουν τις κατοικίες τους αναζητώντας καταφύγιο σε πιο ασφαλείς περιοχές. Έτσι τις μεγάλες κατοικίες ή ακόμη και τις βασιλικές καταλαμβάνουν φτωχοί ιδιώτες (squatters) που τις εκμεταλλεύονται.

Βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη στην Κύπρο Νίκος Γεωργίου, Εύη Φιούρη

Άγιος Γεώργιος, 14ος αι. Παναγία της Ασίνου. Στην ασπίδα, αρχαίο βυζαντινό έμβλημα απεικονίζεται ως δυτικό οικόσημο. Το άρθρο ξαναζωντανεύει τους αιώνες μέσα από πολλά παραδείγματα. Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου της βυζαντινής τέχνης, από τα τέλη του 4ου ως τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα, στην αρχιτεκτονική επικρατεί ο ρυθμός της ξυλόστεγης βασιλικής. Από τρία ψηφιδωτά του 6ου αιώνα, το ψηφιδωτό στην Παναγία την Αγγελόκτιστη διατηρεί την ελληνιστική παράδοση αντανακλώντας και την τέχνη της Βασιλεύουσας. Στη μέση βυζαντινή περίοδο, στους ναούς επικρατούν ο απλός τετράστυλος εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλλο, ο μονόκλιτος με τρούλλο, ο οκταγωνικός και οι μικροί καμαροσκέπαστοι. Κατά την εικονομαχία η Κύπρος γίνεται κέντρο των εικονόφιλων. Το 12ο αιώνα άλλες τοιχογραφίες εμφανίζουν ελληνιστική λεπτότητα και άλλες το μοναστικό κομνήνειο στυλ. Ο 13ος αιώνας φέρνει στο νησί τους Φράγκους και μαζί την αποξένωση από τις βυζαντινές μορφές τέχνης. Οι πρόσφυγες από την παλαιστινιακή πόλη Άκκρα μεταφέρουν μια τεχνοτροπία που απηχεί εκείνην της μονής Σινά. Στο β΄μισό του 13ου αιώνα, στις τοιχογραφίες μια «ανάμεικτη» κυπριακή τέχνη συνδυάζει την προσκόλληση στη βυζαντινή παράδοση, την τέχνη των Σταυροφόρων και στοιχεία από τη ζωγραφική της Καππαδοκίας και της Απουλίας του 11ου αιώνα. Τον 14ο αιώνα από τις λίγες τοιχογραφίες κυριότερες είναι αυτές του Αγίου Νικολάου της Στέγης. Σχεδόν κυπριακή αποκλειστικότητα αποτελεί η ανατολικής προέλευσης μορφή του Αγίου Μάμα πάνω σε λιοντάρι. Αρχαϊκό στοιχείο, το έμβλημα που απεικονίζεται στο εσωτερικό της ασπίδας του Αγίου Γεωργίου -σταυρός μέσα στην ημισέληνο κι ολόγυρα αστέρια- παίρνει τη μορφή δυτικού οικόσημου. Μόνο στην Κύπρο η Αγία Κυριακή, φορώντας μακρύ λώρο με τις μορφές των ημερών της εβδομάδας, ενσαρκώνει την ημέρα της Κυριακής. Τον 15ο αιώνα οι περισσότερες εικόνες ανήκουν στην ντόπια σχολή με τα έντονα χρώματα και τις απλοϊκές, λαϊκές μορφές. Δυτικότροπα, οι δωρητές εικονίζονται γονατιστοί στο κάτω μέρος της εικόνας σε στάση προσευχής. Τον 15ο και 16ο αιώνα χτίζονται στην περιοχή του όρους Τροόδους πολυάριθμα εκκλησάκια. Τοιχογραφίες της μονής του Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο και της εκκλησίας του Αρχάγγελου στον Πεδουλά θυμίζουν την τέχνη του Μυστρά. Αντιπροσωπευτικός ζωγράφος του 15ου αιώνα, ο Φίλιππος Γουλ συνδυάζει την τέχνη της τοπικής λαϊκής βυζαντινής παράδοσης, στοιχεία αρχαϊκά, δάνεια από παλαιότερες μορφές τέχνης και δάνεια από την ύστερη γοτθική και την τέχνη της Αναγέννησης. Η αγάπη για πολυτέλεια και λεπτομέρεια είναι δείγμα της απομάκρυνσης της τέχνης του 15ου αιώνα από τη βυζαντινή λιτότητα και αυστηρότητα. Ύστερα από το κύμα των προσφύγων που ακολούθησε την Άλωση, νέο ρεύμα της παλαιολόγειας Αναγέννησης φέρνει στο νησί η βασίλισσα Ελένη Παλαιολογίνα, τροφοδοτώντας τη δημιουργική ανάμειξη στοιχείων και τεχνοτροπιών. Το δυτικό στοιχείο κερδίζει έδαφος και από τις αρχές του 16ου αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες σειρές τοιχογραφιών της λεγόμενης Ιταλο-Βυζαντινής σχολής. Χωρίς την καλλιτεχνική καθοδήγηση της Κωνσταντινούπολης, οι Κύπριοι ζωγράφοι αναζητώντας έμπνευση στρέφονταν ελεύθερα προς πάσα κατεύθυνση, δημιουργώντας από τον 13ο ως τον 17ο αιώνα μια ξεχωριστή ζωγραφική. Με εξαίρεση τα έργα του Κορνάρου, η τουρκική κατοχή φέρνει στην Κύπρο την παρακμή.

Εκκλησίες της Κύπρου στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς Στυλιανός Περδίκης

Ο άγιος Μάμας πάνω σε λιοντάρι. Σταυρός του Αγιασμάτι. Τον Δεκέμβριο του 1985, η Ουνέσκο εντάσσει εννέα εκκλησίες της περιοχής του Τροόδους στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς με το σκεπτικό ότι οι τοιχογραφίες τους συνιστούν εξαίρετη μαρτυρία για τον βυζαντινό πολιτισμό και τις στενές σχέσεις με τη ζωγραφική της Δυτικής Ευρώπης. Οι εκκλησίες είναι: - η Παναγία της Ασίνου, κοντά στο Νικητάρι, - ο Άγιος Νικόλαος της Στέγης, κοντά στην Κακοπετριά, - οι εκκλησίες της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στον Καλαπαναγιώτη, - η Παναγία του Μουτουλλά στον Μουτουλλά, - ο Αρχάγγελος στον Πεδουλά, - ο Σταυρός στο Πελένδρι, - η Παναγία του Άρακα στα Λαγουδερά, - η Παναγία της Ποδίθου στη Γαλάτα και - ο Σταυρός του Αγιασμάτι κοντά στην Πλατανιστάσα. Αναλυτικά περιγράφονται οι τοιχογραφίες τεσσάρων ναών: Το εικονογραφικό σύνολο της Παναγίας του Άρακα ( 1192), εξαίρετο δείγμα της υστεροκομνήνειας περιόδου, υπερέχει από τις αντίστοιχες τοιχογραφίες των Αγίων Αναργύρων στην Καστοριά και του Αγίου Γεωργίου στο Κουρπίνοβο της Γιουγκοσλαβίας. Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μουτουλλά διακρίνονται σε δύο ομάδες. Οι παλαιότερες είναι του 1280 ενώ οι νεότερες, που ανήκουν τεχνοτροπικά στη Μακεδονική Σχολή, του 14ου-5ου αιώνα. Ο ζωγράφος του 1280 χαρακτηρίζεται από απλότητα, γραμμικότητα και επιπεδομορφία. Οι πολυπρόσωπες σκηνές του συγγενεύουν με τοιχογραφίες του 11ου και 12ου αιώνα από την Καππαδοκία, άλλα στοιχεία όμως θυμίζουν σταυροφοριακές εικόνες του Σινά και εικονογραφικά σύνολα της Ν. Ιταλίας. Ο ναός του Σταυρού του Αγιασμάτι εικονογραφήθηκε στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα από τον Φίλιππο Γουλ. Στις συνθέσεις του ζωγράφου που προδίδουν απλότητα και λαϊκότητα ανιχνεύονται επιδράσεις από δυτικές μικρογραφίες του Μεσαίωνα αλλά και ομοιότητες με τη Μακεδονική Σχολή. Οι τοιχογραφίες της Παναγίας Ποδίθου είναι από τις ωραιότερες της Κύπρου του 16ου αιώνα με δυτική επίδραση, εμφανή κυρίως στην τεχνοτροπία και στα χρώματα, ενώ η εικονογραφία παραμένει σε μεγάλο βαθμό βυζαντινή.

Εκκλησίες και μοναστήρια της Λεμεσού Σοφοκλής Σοφοκλέους

Άγιος Νικόλαος των γάτων. Βόρεια είσοδος. Λεπτομέρεια με τα οικόσημα. Παλαιοχριστιανικές βασιλικές έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στο Κούριο, την Αμαθούντα και την Άλασσα, καθώς επίσης μαρτύρια και βαπτιστήρια. Στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του 4ου αιώνα κτίστηκε η Μονή Αγίου Νικολάου των Γάτων. Τα παλαιότερα μέρη της εκκλησίας είναι από τη Φραγκοκρατία και είναι γοτθικού ρυθμού. Ταλαιπωρημένη από επιδρομείς και κατακτητές, η μονή μάλλον εγκαταλείφθηκε πριν από τον 18ο αιώνα. Λόγω των συνεχών ανοικοδομήσεων, στην πόλη της Λεμεσού δεν διασώθηκαν πολύ παλαιές εκκλησίες. Μεσαιωνική εκκλησία, πιθανόν της Αγίας Αικατερίνης, ενσωματώθηκε στα κτίσματα του τζαμιού Kebir. Μεσαιωνικός λατινικός ναός υπήρχε στο χώρο του σημερινού μητροπολιτικού ναού. Δείγματα απλοποιημένης μεταγοτθικής αρχιτεκτονικής αποτελούν ο ναός του Αγίου Αντωνίου, ο παλαιός ναός της Αγίας Νάπας, ο πρώην μητροπολιτικός ναός των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας, κ.ά. Στο σημερινό ναό της Αγ. Νάπας φυλάσσονται εικόνες και τμήματα από το εικονοστάσιο του παλαιού ναού που κτίστηκε το 1738 και κατεδαφίστηκε γύρω στο 1890. Δίτρουλλη, βυζαντινή και τοιχογραφημένη εκκλησία του 14ου αιώνα αφιερωμένη στην Αγ. Αναστασία σώζεται στα Πολεμίδια. Στην περιοχή σώζεται και αβαείο μεσαιωνικής λατινικής μονής του τάγματος των Καρμηλιτών αφιερωμένης στην Παναγία. Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Πελέντρι ανακηρύχθηκε μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την Ουνέσκο. Κτισμένη τον 13ο αιώνα, επεκτάθηκε τον 14ο και εικονογραφήθηκε τον 14ο και 15ο αιώνα με παλαιολόγεια τεχνοτροπία. Ο άγιος Μάμας στον Λουβαρά κτίστηκε το 1455 και αγιογραφήθηκε το 1495 από τον Φίλιππο Γουλ. Κοντά στο Μονάγρι υπάρχει η μικρή εκκλησία της άλλοτε μονής της Παναγίας της Αμασγού που αρχικά κτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα. Η εκκλησία τοιχογραφήθηκε πρώτα στα τέλη του 12ου-αρχές του 13ου και, αργότερα, τον 14ο και τον 16ο αιώνα. Τμήματα τοιχογραφιών της πρώτης φάσης ανήκουν στην τεχνοτροπία των Κομνηνών.

Ο μεσαιωνικός κόσμος της Kύπρου μέσα από παραστάσεις εφυαλωμένων αγγείων Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή

Κυνηγός γερακάρης, πρώιμος εγχάρακτος τύπος εμπλουτισμένος με καφέ χρώμα, 13ος αι. Ίδρυμα Πιερίδη. Ο οίκος των Λουζινιάν βασίλεψε στην Κύπρο τρεις αιώνες (1192-1489). Στον κόσμο που γεννήθηκε από την παρουσία τους στο νησί εντάσσονται οι παραστάσεις έξι αγγείων με χαρούμενη διάθεση. Τα τρία πρώτα ανήκουν στον 13ο αιώνα και τα άλλα τρία στον 14ο αιώνα. Τα πρώτα διατηρούν εμφανή τα στοιχεία της κοινής βυζαντινής κεραμικής. Στα επόμενα, η φανερή επίδραση του σταυροφοριακού κόσμου διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα. Στο κυνήγι με τη βοήθεια αρπακτικών πουλιών αναφέρεται η παράσταση με τον κυνηγό. Σε δύο αγγεία, γυναικείες μορφές χορεύουν κρατώντας μουσικά όργανα: η μία κρατάει «σείστρα», η άλλη «φεγγία», είδος κροτάλων. Η πλούσια φορεσιά μιας αρχοντοπούλας μήπως είναι η «cipriana», φόρεμα μόδας που πιθανόν από την Κύπρο να διαδόθηκε στη Δυτική Ευρώπη; Από το κεφάλι της κόρης κρέμεται μακρύς πέπλος, στοιχείο της κυπριακής ενδυμασίας που καθιερώθηκε μετά την πτώση της Άκκρας (1291). Σιδερόφρακτος, ετοιμοπόλεμος ιππότης διακοσμεί το επόμενο αγγείο. Τέλος, σε πινάκιο που πρέπει να συσχετιστεί με το γάμο απεικονίζεται ζευγάρι σφιχταγκαλιασμένο.

Στοιχεία λαϊκής διακοσμητικής τέχνης στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Κύπρου Φρόσω Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου

Λιθανάγλυφο «φυλακτό» του 1817 στο χωριό Λαζανιά. Παραμελημένη είναι η μελέτη της λαϊκής διακοσμητικής σε συνδυασμό με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Στα σπίτια, η είσοδος ή το ξωπόρτι συχνά πλαισιώνονται από καλοπελεκημένες πέτρες, κατάλληλες για λάξευση. Τοξωτά ανοίγματα δίνουν τη δυνατότητα διάτρητης διακόσμησης σαν αυτή των γοτθικών μνημείων του νησιού, ενώ έχουν επιζήσει και θυρώματα με γοτθικού τύπου οξυκόρυφες καμάρες. Ιδιαίτερη ομάδα αποτελούν οι διακοσμημένες με νεοκλασικά μοτίβα είσοδοι αστικών σπιτιών. Προστατευτικό και αποτροπαϊκό ρόλο για τα κτίσματα έχουν τα λιθανάγλυφα «φυλαχτά». Η λιθογλυπτική βρίσκει άλλες εφαρμογές στα κιονόκρανα, τα τόξα, τις καμάρες. Η ξυλογλυπτική, που μεγαλούργησε ως εκκλησιαστική τέχνη, αναπτύχθηκε στις ορεινές περιοχές. Τα ξυλόγλυπτα διακοσμητικά στοιχεία μιας κατοικίας απαντούν στο ανώφλι και τους «παραστατούς» της εξώπορτας, στο «μετωπίδι» πάνω από την πόρτα, σε πλαίσια παραθύρων, ακόμη και στο κάλυμμα ιδιόμορφης κλειδωνιάς. Στις ξύλινες δίφυλλες πόρτες κατά κανόνα ο «κατεβάτης» είναι ολοσκάλιστος. Τα ξύλινα κάγκελα, τα «παρμάκια», εμφανίζονται σε διάφορους τύπους καφασωτών και με ποικίλα περιγράμματα σε όλη την Κύπρο. Περίτεχνα ξυλόγλυπτα ταβάνια με κεντρικό μετάλλιο και κορνίζες τοίχων από πλούσια αστικά σπίτια σώζονται ελάχιστα. Ταβάνι ζωγραφιστό και χρυσοποίκιλτο διατηρείται στον μοναδικό σωζόμενο τοιχογραφημένο οντά του αρχοντικού του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου (τέλη 18ου αιώνα). Στοιχείο εσωτερικού χώρου είναι και η «σουβάντζα», ράφι τοίχου, ξυλόγλυπτο ή γύψινο. Η γύψινη σουβάντζα έχει ανάγλυφο διάκοσμο που γίνεται με ειδικό ξύλινο καλούπι. Τα διακοσμητικά θέματα αντλούνται από τα σεντούκια αλλά κυρίως από τα τέμπλα. Πρακτικοί λόγοι, αερισμού και φωτισμού, δημιούργησαν τις «αρσέρες» ή «φουλλίδες» ή «αναφωτί(δ)ες», ανοίγματα ψηλά στον τοίχο που κλείνουν με γύψινη διάτρητη πλάκα.

Η Κύπρος επί Τουρκοκρατίας (1571-1878) Γεώργιος Διονυσίου

Ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός (1880-1821). Την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους έκρινε η παράδοση της Αμμοχώστου το 1571. Λίγο αργότερα, αποστολή Ελλήνων Κυπρίων στην Κωνσταντινούπολη πετυχαίνει την επανασύνδεση της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Κύπρου με το Πατριαρχείο από το οποίο είχε αποκοπεί το 1260. Η εκκλησία είναι υπεύθυνη για την είσπραξη του φόρου υποτελείας των χριστιανών και την απόδοσή του στους Τούρκους. Μετά το 1660, η Πύλη την αναγνωρίζει ως τον μοναδικό εκπρόσωπο των υποδούλων. Γύρω της θα περιστραφεί ο συλλογικός βίος των Κυπρίων ως το τέλος της Τουρκοκρατίας. Η έκρηξη της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα έδωσε την αφορμή στον αιμοδιψή διοικητή Κουτσούκ Μεχμέτ να εκτελέσει 486 άτομα, ανάμεσά τους τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και άλλους αρχιερείς. Αν και ο ελληνισμός της Κύπρου δοκιμάστηκε τη δεκαετία του 1820, η εκκλησία συνέχισε να απολαμβάνει τα παλαιά της προνόμια. Το 1839 δημοσιεύτηκε ο Χάττι Σερίφ του Γκιουλχανέ, χάρτης μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που έμελλαν να αποτύχουν. Ύστερα από πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, το Χάττι Χουμαγιούν το 1856 ήταν η δεύτερη απόπειρα μεταρρυθμίσεων, με πενιχρά όμως αποτελέσματα. Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, από το 1830 και μετά, οι προσπάθειες για την ανόρθωση της ελληνικής παιδείας είναι συνεχείς και ο κυπριακός ελληνισμός σημειώνει δημογραφική άνοδο. Σε αγγλική απογραφή του 1881, οι Έλληνες είναι 137.631 και οι Τούρκοι μόλις 45.458. Στο τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου, η Αγγλία με αντάλλαγμα την υπόσχεση βοήθειας πείθει την Τουρκία να της παραχωρήσει την Κύπρο. Η συμφωνία υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1878. Σχεδόν ένα μήνα αργότερα φθάνει στο νησί ο πρώτος Άγγλος κυβερνήτης.

Η βρετανική διακυβέρνηση στην Kύπρο, 1878-1960: μια σύντομη επανεκτίμηση Γεώργιος Γεωργαλίδης

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με τον κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη Sir John Harding που θα τον εξορίσει στις Σεϋχέλλες. Η Βρετανία εφάρμοσε στην Κύπρο μια προσέγγιση βαθμιαίας αλλαγής αποφεύγοντας επιμελώς τις τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Οι βρετανικές αρχές δεν ασχολήθηκαν με την οικονομική και την κοινωνική άνοδο της Κύπρου, αλλά τουλάχιστον η διοίκηση αποκαθάρθηκε από την προηγούμενη διαφθορά και αυθαιρεσία, οι υπηρεσίες επωφελήθηκαν από τις αποτελεσματικότερες βρετανικές διαδικασίες. Γενικά, έμμεσα ήταν τα μεγαλύτερα οφέλη από τη βρετανική διακυβέρνηση: προστασία των κατοίκων από επιδημίες και επιθέσεις, υποχώρηση του αναλφαβητισμού, δημογραφική έκρηξη, εκπαίδευση σε θέματα διοίκησης. Πολιτικά, η Αγγλοκρατία στην Κύπρο μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους: α) 1878-1920. Οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό με πνεύμα ανοχής. Διαπρεπείς Βρετανοί πολιτικοί εκφράζουν την πλήρη τους κατανόηση για τον σφοδρό πόθο των Ελληνοκυπρίων να ενωθούν με την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 1915, η αγγλική κυβέρνηση προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την άμεση ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. β) 1920-1945. Με τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923 διευθετείται οριστικά το διεθνές καθεστώς της Κύπρου. Το 1925 η Βρετανία ανακηρύσσει την Κύπρο Αποικία του Στέμματος. Αν και οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι δεν διανοούνται την ένωση ανεξάρτητα από τη βρετανική παρουσία στο νησί τους, οι Βρετανοί προσπαθούν να αναχαιτίσουν την εξάπλωση του ελληνικού εθνικού κινήματος. Μετά τη βίαιη καταστολή της ενωτικής εξέγερσης του 1931, όλες οι τοπικές ελευθερίες εξαλείφονται. γ) 1945-1960. Το 1948 οι Ελληνοκύπριοι απορρίπτουν ως ανεπαρκείς τις συνταγματικές προτάσεις της Βρετανίας για περιορισμένη αυτοκυβέρνηση, απαιτώντας να δοθεί οριστική λύση. Δηλαδή: ένωση με την Ελλάδα με αντάλλαγμα βρετανικές στρατιωτικές διευκολύνσεις στο νησί. Το 1955 η διαμάχη εξελίσσεται σε ένοπλη σύγκρουση που κλιμακώνεται μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου το 1956. Για να εξουδετερώσει την ελληνοκυπριακή αξίωση για αυτοδιάθεση, η Βρετανία εμπλέκει την Τουρκία στρατολογώντας συνάμα εκατοντάδες Τουρκοκύπριους στις δυνάμεις ασφαλείας. Παράλληλα θέτει για πρώτη φορά θέμα διχοτόμησης της νήσου. Το 1958, με το σχέδιο Μακμίλλαν, η βρετανική κυβέρνηση προτείνει το μοίρασμα της εξουσίας στην Κύπρο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Προκειμένου να αποφύγουν τη διχοτόμηση, οι Ελληνοκύπριοι θυσιάζουν την αξίωσή τους για αυτοδιάθεση. Η Διάσκεψη του Λονδίνου του 1959, που υπογράφεται από όλες τις πλευρές, εγκαθιδρύει ανεξάρτητη δημοκρατία στην Κύπρο και αποκλείει τόσο την Ένωση όσο και τη διχοτόμηση. Η ιστορία έδειξε πως η πολιτική κληρονομιά των Βρετανών στην Κύπρο ήταν μόνο λίγο καλύτερη από των Οθωμανών.

Τα μετά την ανεξαρτησία, 1959-1986 Ανδρέας Δημητρίου

Οι Τούρκοι δεν δίνουν στοιχεία για τους Ελληνοκύπριους που συνελήφθησαν κατά την τουρκική εισβολή. Το 1959, οι μαχητές της ΕΟΚΑ καλούνται να καταθέσουν τα όπλα ενός τετράχρονου αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η αδελφοκτόνα οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄ θα προέλθει από τους δυσαρεστημένους που εμφανίζονται ως αδιάλλακτοι ενωτικοί. Συγχρόνως, η τουρκοκυπριακή κοινότητα κινείται προς τη σταδιακή τουρκοποίηση του νησιού. Μέσα από αυτές τις Συμπληγάδες έπρεπε να πορευτεί ο αρχιεπίσκοπος και πρώτος Πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος Γ΄ και η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Η Κύπρος ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος το 1960 με Σύνταγμα που της επιβάλλεται και γίνεται αποδεκτό προκειμένου να αποφευχθεί η διχοτόμηση που υπέκρυπτε το σχέδιο Μακμίλλαν. Το Σύνταγμα χωρίζει το λαό σε δύο κοινότητες με βάση την εθνική καταγωγή. Εξ ίσου διαιρετικό είναι και στα προβλεπόμενα ποσοστά στελέχωσης της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, της δημόσιας διοίκησης, του στρατού και της αστυνομίας. Οι συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας θέτουν την Κύπρο υπό την κηδεμονία των εγγυητριών δυνάμεων, της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις οποίες αναγνωρίζεται δικαίωμα επέμβασης και διατήρησης στρατευμάτων στο νησί. Προπαραμονή Χριστουγέννων του 1963, οι Τουρκοκύπριοι παίρνουν τα όπλα και πετυχαίνουν το σχηματισμό της διαχωριστικής «πράσινης γραμμής» και τη δημιουργία τουρκικών θυλάκων. Η δεύτερη διακοινοτική ταραχή συνέβη τον Νοέμβρη του 1967. Η ελληνική χούντα ανακαλεί τότε από την Κύπρο το στρατηγό Γρίβα και την ελληνική μεραρχία, αφήνοντας το νησί ανυπεράσπιστο. Ώσπου, στις 15 Ιουλίου 1974, ολοκληρώνοντας την καταστροφική της ανάμειξη, η απριλιανή δικτατορία υποκινεί πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Ο Μακάριος γλιτώνει αλλά στο νησί ενσκήπτει ο Αττίλας. Οι τουρκικές δυνάμεις σε λιγότερο από ένα μήνα έχουν καταλάβει το 37% του νησιού. Ο Μακάριος επιστρέφει στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974. Το νησί θρηνούσε 6.000 νεκρούς, 1.619 αγνοούμενους και 200.000 πρόσφυγες. Ατέρμονοι γύροι συνομιλιών δεν οδηγούν πουθενά. Ο Ντενκτάς υπογράφει δύο συμφωνίες, μία με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο το 1977 και μία με τον πρόεδρο Κυπριανού το 1979. Αμέσως μετά όμως οι Τούρκοι απαιτούν να αναγνωριστεί η «διζωνική» ομοσπονδία (αντί της «διακοινοτικής» που ήταν ο εν χρήσει όρος), ερμηνεύοντάς την ως δύο κράτη. Στον όγδοο γύρο συνομιλιών το 1980, οι Τούρκοι εμφανίζουν χάρτη με τις «δικές τους» περιοχές που προέβλεπε ότι στο 18% του πληθυσμού που αντιπροσώπευαν αναλογούσε το 33% του νησιού. Το 1982 η τουρκική πλευρά εκδίδει τίτλους ιδιοκτησίας των ελληνοκυπριακών περιουσιών σε Τουρκοκύπριους και σε έποικους από την Τουρκία. Όταν ο ΟΗΕ το 1983 απαιτεί την αποχώρηση του στρατού κατοχής, οι Τούρκοι εισάγουν στα κατεχόμενα την τουρκική λίρα, ιδρύουν δική τους Κεντρική Τράπεζα, ενώ η Βουλή των Τουρκοκυπρίων προετοιμάζει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Και ενώ τα Ηνωμένα Έθνη αρχίζουν και πάλι νέους κύκλους επαφών, τον Νοέμβριο του 1983 ο Ντενκτάς ανακηρύσσει τα κατεχόμενα «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», κατά παράβαση όχι μόνο κάθε αρχής δικαίου αλλά ακόμη και της ίδιας του της υπογραφής στο έγγραφο του 1979.

Άλλα θέματα: Αρχαιολογία και τηλεόραση Μεταξία Τσιποπούλου

Ξεναγός στις ελληνικές αρχαιότητες είναι η πρωταγωνίστρια της ταινίας «Επιχείρηση Απόλλων». Ποια είναι η θέση που κατέχει η παρουσίαση της αρχαιολογίας και των αρχαίων μνημείων στα ελληνικά τηλεοπτικά προγράμματα; Με τη ματιά ενός επαγγελματία, η συγγραφέας αποδελτιώνει το περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» και παρακολουθεί μεγάλο μέρος του προγράμματος της ΕΡΤ 1 και ΕΡΤ 2 για τη χρονιά από 11.1.1986 ως 10.1.1987. Έχοντας ταξινομήσει το υλικό της, το υποβάλλει στις εξής ερωτήσεις: 1. Ποιο ποσοστό καταλαμβάνουν στο σύνολο του προγράμματος εκπομπές που αναφέρονται σε μνημεία ή στην αρχαιολογία, αποκλειστικά ή ευκαιριακά; 2. Ποιο είναι το ποσοστό των αμιγώς αρχαιολογικών εκπομπών; 3. Ποιο είναι το ποσοστό των εκτάκτων εκπομπών και σειρών με αυτό το θέμα; 4. Ποιο είναι το ποσοστό αναφορών σε τακτικές εκπομπές; 5. Συγκριτικά με άλλες χώρες, ποια θέση κατέχουν οι ελληνικές αρχαιότητες και τα μνημεία; 6. Ποιο είναι το ποσοστό των ελληνικών παραγωγών σε σχέση με ξένες; 7. Ποια η θέση τους στην Εκπαιδευτική Τηλεόραση; 8. Ποια η θέση τους στα παιδικά προγράμματα; 9. Κινηματογραφικές ταινίες και διασκευές, θεατρικά έργα και παραστάσεις, σειρές, με πηγή έμπνευσης ή αναφορές στην αρχαιότητα 10.Ποιο είναι το ποσοστό επαναλήψεων όποιας από τις παραπάνω κατηγορίες 11. Ώρες μετάδοσης κατά ζώνες του προγράμματος 12. Η παρουσίαση στο περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση». Διαγράμματα διευκολύνουν την παρουσίαση του υλικού και των συμπερασμάτων.

Το ανθρώπινο κρανίο Λίλιαν Kαραλή-Γιαννακοπούλου

Οστέινη κιβωτός της νοημοσύνης και του παρελθόντος. Το πιο συχνό εύρημα μιας ταφής, το κρανίο αποδεικνύεται μια οστέινη κιβωτός που διαφυλάσσει τόσο την ανθρώπινη νόηση όσο και τα ίχνη του παρελθόντος. Για τη διεπιστημονική του μελέτη συνεργάζονται η Ιατρική, η Ανθρωπολογία, η Αρχαιολογία και η Ιστορία. Τα συμπεράσματα της Ιατρικής αφορούν την παθολογία, την ανατομία, τα γενετικά χαρακτηριστικά, τα αίτια θανάτου. Η Ανθρωπολογία ενδιαφέρεται τόσο για τις βιολογικές όσο και για τις κοινωνικές πλευρές της ζωής. Με την ταξινόμηση των ανθρώπων βάσει των μορφολογικών τους χαρακτηριστικών και των επιτευγμάτων τους, και με τις μετρήσεις (Ανθρωπομετρία) που εντοπίζουν ανατομικές μεταβλητές στο κρανίο, πιστοποιεί τη διαχρονική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Η Αρχαιολογία αντιμετωπίζει το ανθρώπινο κρανίο ως αρχαιολογικό εύρημα προσπαθώντας να βγάλει συμπεράσματα για τη χρονολόγηση, την ηλικία, το γεωγραφικό και κοινωνικο-πολιτισμικό χώρο στον οποίο εντάσσεται. Αν και ανάλογη, η ματιά της Ιστορίας προσεγγίζει θεωρητικά την κοινωνία, τη διαστρωμάτωση και τις μεταβολές της, την ανάπτυξη της επιστήμης, το επίπεδο της παιδείας.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το Ασκληπιείο της Μεσσήνης Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

«Αρχαίο μνημείο» κηρύχτηκε η παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου αιώνα στο Κιάτο Κορινθίας - Πήλινο ομοίωμα σείστρου βρέθηκε στο Φουρνί των Αρχανών της Κρήτης - Στην Ανάπα της Μαύρης Θάλασσας αποκαλύφθηκαν ασύλητοι τάφοι του 6ου αιώνα π.Χ. - Λατρευτικό σπήλαιο ήταν η Χρυσοσπηλιά στη Φολέγανδρο με δεκάδες ονόματα γραμμένα κατά στίχους από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. ως και τα ρωμαϊκά χρόνια

Συνέδρια

Το «6ο Διεθνές Συνέδριο Προϊστορικού Αιγαίου» οργανώθηκε στην Αθήνα (30 Αυγούστου-5 Σεπτεμβρίου) με θέμα «Το προϊστορικό Αιγαίο και οι σχέσεις με τις γύρω περιοχές» - Το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια οργανώνει στις 18-21 Οκτωβρίου 1988 Διεθνές Συνέδριο Αρχαιομεταλλουργίας

Εκθέσεις

Στις 20 Ιουνίου άνοιξε στο Übersee-Museum της Βρέμης έκθεση με τίτλο «Οι αδερφές της Αφροδίτης και η χριστιανική Κύπρος – 9000 χρόνια κυπριακού πολιτισμού» - Εγκαινιάστηκε στις 15 Ιουνίου 1987 στο Μουσείο Μπενάκη έκθεση με θέμα «Η εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων κατά την εποχή της Ιταλικής Αναγέννησης»

Μουσεία

Μετά την αποπεράτωση του Μουσείου Κρητικής Εθνολογίας των Βώρων ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μεσσαράς επεκτείνει τις δραστηριότητές του

Βιβλία

Marj R. Lefkowitz, Woman in Greek Myth, Johns Hopkins Univ. Press, Baltimore 1986 - J. Chadwick, L. Godart, J.T. Killen, J.-P. Olivier, A. Sacconi, I.A. Sakellarakis, Corpus of Mycenaean Inscriptions from Knossos (vol. I, 1-1063), Ed. Dell’Ateneo, spa, Roma – Cambridge Univ. Press, 1986 - Ρ. Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική,Πήλιο, Μέλισσα, Αθήνα 1987

English summaries: Early Christian houses Fryni Chatzichristofi

Early Christian houses are still very scarce and do not allow us to draw firm conclusions as to their plan. Despite the dearth of information we can support the view that large city-dwellings had a peristyle yard, an apsidal room, the so-called triclinium, and that they were lavishly decorated. The rural house consists of one or two rooms of poor construction and a variety of agricultural tools indicate relevant activities. Repeated invasions of Cyprus by the Saracens put an end to building activities. Rich people abandon their homes for safer places. Squatters move in and put up their living quarters in the rich villas or even in the religious complexes of desolated basilicas.

The Byzantine art of Cyprus Evi Fiouri, Nikos Georgiou

Cyprus posseses a treasure of Byzantine art and this is only natural, since it became one of the eastern provinces of the Byzantine Empire as soon as Constantinople was founded, in 334 AD. Having inherited ancient Greek and Roman art, Cyprus was ready to develop a new form of art, which was, in a way the continuation of the Hellenistic heritage. The first period of Byzantine art in Cyprus begins at the end of the fourth and ends in the seventh century when the devastating Arab raids begin. From this period some basilicas with wooden roofs, now ruined, are preserved, very few icons and three beautiful apsidal mosaics. Technically, the mosaic of the Panaghia Angeloktisti church is the most important and it belongs to the Hellenistic tradition. It shows the Virgin Mary holding the Child and assisted by the Archangels. It reflects the art of Constantinople. The Arab raids from 649 to 965, when the island was liberated by Nicephoros Phocas, destroyed most objects of art in Cyprus. From this period very little remains, like the basilicas of Panaghia Aphentika and Haghios Varnavas. By the end of this period domed churches appear on the island like the church of Haghia Paraskevi in Yeroskipou. The paintings in the rock-cut chapel of Haghia Mavri near Kyrenia, (10 th century) are considered as very important to this period. The mid-Byzantine period in Cyprus is rich in churches and wall paintings, which reflect the metropolitan style and are most valuable since contemporary paintings of Constantinople have been destroyed. In the church of Haghios Nikolaos tis Steghis near Kakopetria there are some eleventh century wall paintings depicting scenes from the life of Christ, like the Resurrection of Lazarus. The figures are highly spiritual and are rendered in a hieratical and austere manner, with pale, oblong faces and wide open eyes. The twelveth century wall paintings belong to the Comnenian style emanating from Constantinople, like those of the Crypte of Haghios Neophytos and of Panaghia tou Arakou. The colours are soft and harmonious, the face expressions are calm and majestic, the anatomy of the bodies is correct and the draperies undulate gracefully and vividly around the lithe bodies. This art reflects grace and spirituality with a mannerism, which also seeks beauty and harmony. The Frankish occupation (1192-1489) severs the island from the artistic centre guiding Byzantine art and Cypriot artists turn for inspiration to the already existing art forms. Thus, we have a kind of conservative art which repeats the twelveth century style and ignores the Palaeologian Renaissance that started in Byzantium during the thirteenth century. Towards the end of the thirteenth century Byzantine art in Cyprus is influenced by the art of the Crusaders. The short, rectangular bodies and the disproportionately big heads, the linear features and the simplified and linear folds and draperies characterise this form of art and can be seen in the wall paintings of the Panaghia tou Moutoulla church and in several icons from this period. The impact of Western art was at the beginning hardly visible on Cypriot paintings but its influence increased progressively and ended with the creation of an Italo-Byzantine school, at the end of the fifteenth / beginning of the sixteenth century. Wall paintings of this school are those of the Panaghia tou Podithou near Galata, the Panaghia lamatiki at Arakapas and of the Latin chapel of the monastery of Haghios loannis Lampadistis. The iconography in these wall paintings is Byzantine but the style is influenced very much by the Italian Renaissance with naturalistic landscapes, correct perspective, the gothic architecture in the background and the harmonious colours. The Macedonian school also affected the Cypriot painters, although it arrived a bit late in the island. Still, there are some beautiful icons painted in the Palaeologian style, like the one of the 14th century showing Christ on the throne with two angels and three donors. The broad, calm faces, the robust bodies, the smooth draperies and the translucid, harmonious colours belong to this style that reflects the humanistic tendencies of the court of the Palaeologi. Next to these modern styles and influences one can always detect the archaic features preserved in wall paintings or icons of Cyprus. The lack of an artistic centre and guide must be held responsible for this mixture of styles where archaism stands next to the Italian Renaissance elements and where an old, almost forgotten feature of the former Byzantine art was brought back and inserted, under a new form in the Byzantine art of Cyprus.

Churches of Cyprus in the catalogue of the World Cultural Heritage Stylianos Perdikis

The committee of the World Cultural Heritage during its regular 9th session, which took place in Paris on December 3, 1985, decided to include nine wall-painted churches of Cyprus, of the Mount Troodos area, in the Catalogue of the World Cultural Heritage. This distinction was due to the fact that the murals embellishing these churches have a dual importance: they represent an excellent genre of the Byzantine art and civilization and also prove the close relations with Western European painting. The selected churches are the following: Panaghia tis Assinou, close to Nikitari, Haghios Nikolaos tis Steghis, close to Kakopetria, The Monastery of Haghios loannis Lambadistis at Kalo-panaghiotis, Panaghia tou Moutoulla, Archangelos at Pedoulas, Stavros at Pelendri, Panaghia tou Arakou at Lagoudera, Panaghia tis Podithou at Galata, and Stavros tou Aghiasmati close to Platanistasa. The enrolment of these nine churches in the Catalogue of the World Cultural Heritage manifests beyond doubt the high quality of Byzantine and post-Byzantine painting of Cyprus.

Churches and monasteries of Limassol Sophocles Sophocleous

The ecclesiastical history that unfolds from early Christian times in the present geographical area of the Diocese of Limassol is marked by all the general characteristics of the history of the church of Cyprus. It is also conditioned by the political, military, social and economic changes that the island has undergone for the two past millennia until now. This historic period can be studied in the particular area of Limassol through written sources, oral tradition and the affluent monuments in its religious art. Countless churches, monasteries and other holy sites are spread all over the diocese covering 4 municipalities, 78 villages and 8 refugee housing estates. They date from the paleochristian era up to the present day. They have been preserved either as ruins, discovered during excavations or as monuments which have been refitted or transformed with the addition of other parts; these changes correspond to their functions throughout the centuries. Other churches or monasteries (abandoned or in use) survived in their original state, but are somewhat damaged. Very few examples were converted into mosques during the Ottoman period, such as Haghios Georgios at Episcopi, where the wall paintings of the original church can be seen under the Turkish distemper. Among these abundant ecclesiastic monuments only a few representative examples can be cited here. The monastery of Haghios Nikolaos ton Ghaton was originally built, according to tradition, in around 330 AD, but the present building is the result of reconstructions and modifications between the thirteenth and sixteenth centuries, its rehabilitation in the middle of the eighteenth century and the recent reconstructions of some parts. In the city of Limassol the oldest churches which have survived up to now are those of Haghios Antonios and Haghios Andronikos, specimens of post-Gothic style mixed with Byzantine reminiscences. A wonderful example of a Byzantine church of the fourteenth century, with two domes, preserving some of its wall paintings, is that of Haghia Anastasia at Polemidia. Outside Polemidia is the church of the medieval Catholic cloister of the order of Carmelites (fourteenth century), now converted into an Orthodox chapel. In the village of Pelendri, up on the mountains of the Troodos range, which was a medieval Frankish fief, we can visit the church of Timios Stavros (thirteenth-fifteenth centuries), where there are plenty of wall paintings: it is listed in the Unesco catalogue of World Cultural Heritage. Finally, another two remarkable churches are to be mentioned, that of Haghios Mamas at Louvaras, painted by Philippos Goul in 1495, and that of Panaghia tou Amasgou at Monagri (twelfth-sixteenth centuries), which was formerly a monastery. The oldest painting in its interior dates from the twelfth century and belongs to the Comnenian style.

Mediaeval Cyprus as manifested in the representations of glazed pottery Dimitra Papanikola-Bakirtzi

The glazed mediaeval pottery of Cyprus is unique to the study of Byzantine pottery. They share common roots and many similarities. However, the mediaeval pottery of the island exhibits local characteristics, one of the impacts of the Crusades on the history of Cyprus. Several representations on mediaeval glazed pottery supply concrete information as regards the attire, customs and habits of the age and succeed, in their naive and charming way, in transporting us to the fascinating world of the Cypriot Middle-Ages.

“Features of decorative folk art in the traditional architecture of Cyprus Efrosini Rizopoulou –Igoumenidou

This article broadly outlines the subject of folk art features, which decorate special parts of houses of traditional architecture in Cyprus, dating from the late eighteenth to the early twentieth century. More specifically it refers to the stone carved decoration on doorways — sometimes inspired from mediaeval, Frankish prototypes — on capitals of stone columns supporting arched verandas and on arches in the interior of houses, also to symbolic representations on protective stone carved lintels placed above doorways of houses. Fine specimens of woodcarving are found among the decorated frames of doors and windows, doorlocks, woodcarved ceilings in rich houses of urban architecture. Wall paintings in houses of folk architecture are exceptional in Cyprus and survive only in fragments. The gypsum shelves with ornaments in relief formed with a wooden mould constitute another characteristic morphological feature in the interior of traditional houses in many villages all over Cyprus. Motives such as rosettes, lozenges, arched buildings, stylized birds, lions and cypresses are similar to those found on wooden chests and other pieces of folk art furniture.Other motifs such as angels, scroll vines with grapes, dragons etc. seem to have been inspired from the much more sophisticated ecclesiastic art. Rosettes, stars, eagles, cypresses and geometric patterns form the repertoire of ornaments in the cut plaques covering sky-lights on the upper part of the walls of traditional houses. In all the above mentioned examples, folk art enhances and enriches traditional architecture by transforming features of practical significance into works of art.

Cyprus under the Turks Georgios Dionysiou

The conquest of Cyprus by the Turks in 1571 put an end to the Western domination of the island that had already lasted for almost four centuries. The Turkish conquest did not simply add a new land to the vast Ottoman territory but cut the island violently off from the direct cultural influence of the West and transfered it into the domain of Ottoman despotism. The occupation of Cyprus was completed with the fall of Ammochostos (Famagusta) in August of 1571, almost a year later than the surrender of the capital, Nicosia. The Russian-Turkish war of 1877-1878 had a serious impact on the history of Cyprus. At the end of this war England managed to persuade Turkey that the latter would benefit, if the island were conceded to England; England, in exchange, would stand by Turkey in case of Russian attack. The relevant treaty was signed on July 4, 1878 during the Berlin Congress and the first English governor arrived at Cyprus on July 22, 1878. The Cypriots considered the English domination of the island rather a temporary situation and a transitional stage for the fulfillment of their national pursuit.

The British administration in Cyprus (1878-1960) George Georgalidis

The period of British rule over Cyprus can be divided into three phases: a) 1878-1920. The Panhellenic feelings of the Greek Cypriot population were tolerated by the spirit of British "laisser-faire". During this period prominent British politicians, Gladstone, Churchill, Lloyd George, Lord Crew, Lord Milner, MacDonald, accepted as logical the aspiration of the Greek Cypriots for Union with Greece. In October 1915, Britain offered Cyprus to Greece as an inducement for participation in the war on the side of the Entente powers. b) 1920-1945. In 1924 the treaty of Lausanne settled the International status of Cyprus. Thereafter Turkey urged the Turkish population to emigrate to Asia Minor but without much success. In 1925 Cyprus was proclaimed a crown colony and the British government tried to contain Greek Nationalist feelings with a policy that resulted in the uprising of 1931. The rising was easily suppressed. During the second World War thousands of Cypriots inspired only by their love for freedom fought against fascism by the side of the British. c) 1945-1960. In 1948 Britain offered constitutional proposals of limited self-government which were rejected. The Cypriots believed that as Greece was the ally of Britain in two World Wars and as they themselves had fought with the British against their enemies, they should have their aspiration for union with Greece fulfilled, while Britain could retain its military bases. This did not happen. The British attitude remained entirely negative and it resulted in an armed uprising of the Greek Cypriots in 1955. In the process of reacting against the Greek Cypriots Britain deliberately involved Turkey in the affairs of Cyprus. By 1959 the Greek Cypriots were obliged to compromise and accept an independent Cyprus in order to avoid the forcible dismemberment of their island as envisaged by the MacMillan plan. Thus, on February 19 1959, Britain, Greece, Turkey and representatives from the Greek and Turkish communities of Cyprus signed in London the complex agreements that created the Independent State of Cyprus.

Cyprus after Independence (1959-1986) Andreas Dimitriou

The struggle put up by Greek Cypriots in 1955 against colonial rule had as its ultimate goal the liberation and union with Greece. When this struggle came to an end in 1959, its achievement was an independent Republic with many limitations. Such a solution left many Greek Cypriots (80% of the population) with a sour taste and the same went for Turkish Cypriots (18% of the population) who, after British instigation, started to cry out for partition. In fact, the Turkish Cypriots started smuggling arms from Turkey even before the British rule was terminated and the incident of the ship "Deniz" which was involved in gun running proves the case. When Cyprus was finally declared an Independent Republic on August 16, 1960, the omens were not favourable. On the one hand the sentiments of her people and on the other the Constitution, which was an artificial creation virtually imposed on the Cypriots and containing the seeds of division, quickly precipitated the situation. The fact that part and parcel of the Constitution were the Treaties of Guarantee and Alliance, accelerated the tragic events to follow as both of them infringed on the independence of the newly born Republic. What occured in the summer of 1974 clearly exposed this infringement.Internal strife started as early as Christmas Eve 1963 and many innocent Cypriots, members of either of the two main communities on the island, were killed, most times in cold blood. In the summer of 1964 the Turkish airforce bombed indiscriminately Greek villages and armed forces; the latter were engaged in fighting with Turkish troops in western Cyprus, and many civilians were victims of napalm bombs. The second round of serious fighting occured in 1967 but afterwards a period of relative peace followed. In 1973 the two communities were at a point of reaching a just solution when on 15-7-74 a coup against Makarios took place which was inspired and executed by the Greek junta . On 20-7-74 Turkey grasped the long awaited opportunity to invade Cyprus and using the pretext of restoring constitutional order landed troops on the island after massive air and sea bombing of various, most times non-military, targets. Although the coup collapsed in three days' time, the Turkish army did not return to Turkey but instead it mounted a second attack on the 14th-8-74. Up to then it had controlled a small strip of land while after the16th-8-74 they occupied the 37% of the island. Thus, although nearly 200.000 people had been expelled by the Turkish force of arms from their ancestoral homes, the three guarantor powers not only failed to stand by their commitments but they were the ones that undermined the independence of Cyprus: The junta of Greece generated the coup, Turkey invaded and still occupies and refuses to negotiate an acceptable solution, while Great Britain played the role of Pontius Pilate. Since the invasion and occupation several rounds of talks have taken place but without results. The U.N. Secretary General has tried time and again to bring about a viable solution but the Turkish side frustrates all his efforts as it wants the occupied territory to be promoted into a mini state having very loose ties with the rest of Cyprus. Two agreements were signed by Denktash. One with the late archbishop Makarios in 1977 and one with President Kyprianou in 1979 but to no avail. What Denktash wants for his puppet regime is the power "to conclude international treaties, convention agreements, issuing of passports, granting of citizenship, even defence" (see Turkish proposals of 1978 for a solution to the Cyprus problem). Obviously, no Cypriot government can agree to such demands. Meanwhile two fifths of the Greek Cypriots continue to be refugees in their own country, while 60.000 mainland Turks have been imported into the occupied territory in an effort to change the ages old demographic character. In this effort of Turkification of northern Cyprus, we can ascribe the eradication of anything Greek. Gone are sixth century AD mosaics , scratched are beautiful Byzantine frescoes . Tombs were looted and churches turned into stables . The most tragic aspect of the Cyprus problem is no doubt that of the missing persons. 1.619 Greeks, many of the civilians, old people, women even children, were captured alive and Turkey refuses thirteen years after the invasion to say anything about their fate. If the Cyprus problem is to be solved two prerequisites are indispensable. First, Turkey must withdraw its army and settlers from Cyprus and secondly, the unity, sovereignty, territorial integrity and independence of the island must be restored throught the implementation of the U.N. resolutions. Towards this end the International Community has a duty to work, otherwise this world will not be safe for small countries.

Archaeology and television Metaxia Tsipopoulou

How are ancient monuments and archaeology presented on Greek television programmes? From a professional’s viewpoint, the author transcribes bulletins from the magazine “Radiotileorasi” and follows the greater part of programmes on ERT1 and ERT2, covering the period between 11/1/1986 and 10/1/1987. Having classified her material, she refers to it by posing the following questions: 1) What percentage of television’s total output ,exclusively or occasionally covers programmes dealing with monuments or archaeology in general? 2) What is the percentage of purely archaeological programmes? 3) What is the percentage of occasional programmes or series on this subject? 4) What is the percentage of references made to archaeology in regular programmes/ 5) Compared to other countries, what place is occupied by Greek antiquities and monuments? 6) What is the percentage of Greek productions compared to foreign ones? 7) What is their place on Greek, educational television? 8) What is their place in Children’s Television? 9) Films and adaptations, plays and productions and series, inspired by or referring to antiquity. 10) What is the percentage of repeating one of the above categories? 11) Times of transmitting these programmes. 12) Manner of presentation in “Radiotileorasi” magazine. Diagrams help in the presentation of the material as well as the reaching of conclusions.

The human skull Lilian Karali-Yannakopoulou

The human skull, the most common find in a burial, proves to be a kind of ark made of bone which preserves both human intelligence and traces of the past. For an interdisciplinary study of the skull, the following branches of science work together: Medicine, Anthropology, Archaeology and History. The conclusions reached by medicine concern the skull’s pathology, its anatomy, general features and causes of death. Anthropology is equally interested in the biological as in the social aspects of life. By classifying humans according to their morphological features and their accomplishments and by calculations (anthropometry) which localize anatomical variables in the skull, Anthropology certifies the evolution, through time, of the human race. Archaeology treats the human skull as an archaeological find. It tries to reach conclusions concerning the skull’s dating, its age and its geographical and cultural milieu. Although similar to Archaeology, History takes a theoretical look at society, its stratas and their changes, the developments of science and the level of education.

Τεύχος 72, Σεπτέμβριος 1999 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Μαγεία και Ορθοδοξία Charles Stewart

Το Γοργόνειο των Γνωστικών, 2ος αι. μ.Χ., Συρία: προβασκάνιο που συνδυάζει στοιχεία από την αρχαιοελληνική, τη χριστιανική και την ιουδαϊκή παράδοση. Η κατηγορία της «μαγείας» δεν είναι αμετάκλητα σταθερή. Η μαγεία του χθες μπορεί να γίνει η θρησκεία του σήμερα και αντίστροφα. Το άρθρο διερευνά τα όρια ανάμεσα στη μαγεία και την Ορθόδοξη θρησκεία στην Ελλάδα μέσα από ιστορικά και σύγχρονα ανθρωπολογικά δεδομένα. Το κακό μάτι αποτελεί παράδειγμα μιας πρακτικής που κάποτε χαρακτηριζόταν ως δεισιδαιμονία αλλά αργότερα υιοθετήθηκε από την επίσημη Εκκλησία. Τέλος, ο συγγραφέας εξετάζει περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους τα όρια μεταξύ μαγείας και θρησκείας είναι ασαφή. Η Ορθοδοξία αναπτύχθηκε ως συστηματική θρησκεία κατά κύριο λόγο σε ελληνικά εδάφη και στην ελληνική γλώσσα. Με αυτή την έννοια αποτελεί μια «αυτόχθονη μεγάλη παράδοση». Πολλές μαγικές πρακτικές έχουν μια ακόμη μεγαλύτερη ιστορία στην Ελλάδα. Τόσο η Ορθοδοξία όσο και οι παραδοσιακές μαγικές πρακτικές αντλούν από πολιτισμικές αντιλήψεις της ύστερης αρχαιότητας προκειμένου να συγκροτήσουν ένα σώμα πρακτικών για να απευθυνθούν στα θεία. Η κοινή τους βάση στην ελληνική πολιτισμική λογική βοηθάει στην εξήγηση των τυπικών ομοιοτήτων που καμιά φορά δυσχεραίνουν τη διάκριση.

Τελετουργικός λόγος και συμβολική μετατόπιση στο ξεμάτιασμα Χριστίνα Βέικου

Προβασκάνια μορφή σε σύγχρονο σπίτι της Ιθάκης: ο φύλακας του σπιτιού κρατάει στο ένα χέρι το χατζάρι και στο άλλο ανθρώπινη κεφαλή. Η συγγραφέας παρουσιάζει και αναλύει τρεις γητειές για το κακό μάτι. Τις γητειές  συνέλεξε στη διάρκεια εθνογραφικής επιτόπιας έρευνας στην ορεινή Ελεύθερνα του νομού Ρεθύμνου στην Κρήτη, το 1989. Η πίστη στο κακό μάτι είναι ένα πολιτισμικό ιδίωμα ευρύτατα διαδεδομένο σε όλη την περιοχή της Μεσογείου. Αναφέρεται στη θρυλούμενη δύναμη κάποιων ανθρώπων να προκαλέσουν ζημιά με το να κοιτάξουν κάποιον άλλον άνθρωπο ή την ιδιοκτησία του/της. Η ζημιά που προκαλεί το κακό μάτι θεραπεύεται με ειδικές γητειές. Οι γητειές θυμίζουν προσευχές και επιτελούνται τελετουργικά πάνω από το σώμα του ανθρώπου που υποφέρει από άντρες ή γυναίκες μεγάλης ηλικίας που «ξέρουν τα λόγια» και μπορούν έτσι να απομακρύνουν το κακό. Το άρθρο εστιάζει σε δύο σημεία. Καταρχήν επιχειρεί να δείξει, στηριζόμενο στην τοπική ρητορική, ότι το φαινόμενο του κακού ματιού δεν σχετίζεται με κανενός είδους μαγεία ή μαύρη μαγεία. Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι «το μάτι του ανθρώπου είναι φυσικό» και δεν έχει σκοπό να κάνει κακό. Η ασθένεια που προκαλείται από το κακό μάτι συμβαίνει τυχαία, είναι ένας δυνάμει κίνδυνος αλλά όχι μια ηθελημένη και κακόβουλη επίθεση. Ωστόσο, επώδυνα συμπτώματα μπορούν να προκληθούν μέσω της διαμεσολάβησης των συναισθημάτων, όταν ο άνθρωπος κοιτάζει με υπερβολικό θαυμασμό που βγαίνει μέσα από την καρδιά του. Η λογική του ξε/ματιάσματος είναι η λογική της καρδιάς και του σώματος, όχι του Λόγου και του νου: «από την αγάπη του και τη λαχτάρα του κανείς ματιάζει». Το δεύτερο σημείο αντιμετωπίζει τις γητειές για το ξεμάτιασμα ως κείμενα. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι πρόκειται για συμβολικά δομημένες πράξεις λόγου, κείμενα επιτελεστικά που πράττουν ενώ λέγουν και περιγράφουν ενώ πράττουν, προκειμένου να ξεματιάσουν τον πάσχοντα. Με αυτές τις επιτελέσεις ο λόγος μεταμορφώνεται σε πράξη, η πράξη ενσωματώνεται και το σώμα είναι ο χάρτης πάνω στον οποίο εγγράφονται όλες οι συμβολικές μετατοπίσεις της προσβολής κατά την πορεία της θεραπευτικής τελετουργίας. Η θεραπευτική τελετουργία δραματοποιείται πάνω και διαμέσου του κορμιού του ανθρώπου που έχει θιγεί, ενώ γίνεται επίκληση στον υπερβατικό κόσμο των αγίων και στον ίδιο τον Χριστό για να καθαγιάσουν την όλη διαδικασία. Σε αυτό το πλαίσιο, το ανθρώπινο σώμα, ως πολιτισμικό όχημα, αναδεικνύεται σε τόπο μεστό νοήματος, όπου διάφορες σφαίρες εμπειρίας, προσωπικά συναισθήματα, κοινωνική διάδραση και θρησκευτική φαντασία απεικονίζονται, σε αμοιβαία νοηματοδότηση και κατανόηση.

Το μαγεμένο ρούχο Νίκος Ξένιος

Τα παιδιά φεύγουν με τον Ιάσονα και τον παιδαγωγό κρατώντας τα μαγικά δώρα της Μήδειας προς τη Γλαύκη: εικόνα από τη «Μήδεια» του Παζολίνι. Το άρθρο αφορά τη διαχρονική χρήση μιας εκδοχής της μαγείας στον ελληνικό πολιτισμό: τον φετιχισμό του υφάσματος, τη φυλακισμένη Νεράιδα, το υποκατάστατο του ερωτικού πόθου, το «σύνεργο» του πέπλου. Στις παραδόσεις πολλών λαών λαϊκές και λόγιες λογοτεχνικές αφηγήσεις συσχετίζουν το ρούχο με μαγικές πρακτικές. Το ρούχο επίσης συμβολοποιείται στη γλώσσα του ονείρου (Jung), όπου προσλαμβάνει τα γνωρίσματα ενός αρχετύπου, ίσης ανθρωπολογικής βαρύτητας με τη γυμνότητα. Το ζήτημα «ομοιοπαθητικής» μαγείας περιλαμβάνει πολλές επιμέρους πρακτικές, αλλά και κατά τόπους παραλλαγές μιας συγκεκριμένης πρακτικής. Το ρούχο φορτίζεται από τους «πρωτόγονους» πολιτισμούς με κατηγορήματα ηθικής υφής που επιβιώνουν έως σήμερα, λειτουργεί ως φορέας πολλών μαγικών ιδιοτήτων και, με «μαγικο-φαινομενικό» τρόπο, μεταδίδει τις ιδιότητες αυτές στον αποδέκτη ή το φορέα του. Ο εμποτισμός ενός ενδύματος με υγρό από κάποια μαγική συνταγή εντάσσεται, κατά τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, στην «ιδιωτική» εκδοχή της μαγείας, που μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί «μαύρη» μαγεία. Η υποσυνείδητη λειτουργία «υποκατάστασης» που επιτελεί το μαγεμένο ρούχο μπορεί, ώς ένα βαθμό, να εξηγήσει και τη λειτουργία της διαφήμισης στον σύγχρονο κόσμο. Η κατανάλωση ενός προϊόντος (π.χ. η αγορά ενός ρούχου) συνδέεται άτυπα με τις ιδιότητες που ο διαφημιστής αποδίδει στο είδος αυτό. Σαν σύγχρονος σαμάνος-μάγος, ο διαφημιστής προλαμβάνει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, γνωρίζοντας σε βάθος τις τεχνικές της «σύγχρονης μαγείας» που θα καθηλώσουν το αγοραστικό κοινό και, με εντελώς «εξωλογικό» τρόπο, θα το οδηγήσουν στην κατανάλωση του προϊόντος. Με τη σειρά του, το φαινόμενο αυτό συνδέεται άρρηκτα με σύγχρονους μύθους, και συχνά μάλιστα τους παράγει.

Η ερωτική και γονιμική μαγεία στο λαϊκό πολιτισμό της νεότερης Ελλάδας Θεόδωρος Παραδέλλης

Φούρνισμα ψωμιού στην Αττική, Μουσείο Μπενάκη, Φωτογραφικό Αρχείο. Η γυναικεία γονιμότητα νοείται και μέσα από το σχήμα της παρασκευής του ψωμιού. Η ερωτική και γονιμική μαγεία αποτελεί τμήμα ενός συνόλου πεποιθήσεων, πρακτικών και εκφορών, που στηρίζεται στη μεταφορική και αναλογική σκέψη, διέπεται από μια λογική του αισθητού και του συγκεκριμένου και παρεμβαίνει στη συμβολική κοσμική τάξη προκειμένου να επιφέρει κάποια απτά αποτελέσματα. Η γυναικεία γονιμότητα στον ελλαδικό χώρο νοείται και εκφέρεται κυρίως μέσα από το μεταφορικό σχήμα της φυτικής γονιμότητας και αναπαραγωγής. Νοείται μάλιστα ως «εξημερωμένη», «γεωργημένη» φυτική γονιμότητα. Το σχήμα της γεωργημένης φυτικής γονιμότητας επισημαίνεται παντού, στα τραγούδια της αγάπης, στα γονιμικά σύμβολα του γάμου, στα γαμήλια έθιμα. Η γυναίκα αποκαλείται «χωράφι», ενώ η λέξη «σπόρος» δηλώνει το σπέρμα και το τέκνο. Σε περίπτωση ακληρίας, η γονιμότητα αναζητείται στο χώρο της φύσης. Το νερό υποβάλλει εδώ την εικόνα μιας γονιμοποιού δύναμης. Λαϊκές και λόγιες μαιευτικές αντιλήψεις συνδέουν τη γονιμότητα της γυναίκας με την υγρασία της μήτρας. Η άτεκνη, προκειμένου να «ξυπνήσει» τη δική της γονιμότητα, βοσκούσε το γρασίδι ή σερνόταν πάνω στα χόρτα λέγοντας «φάε μουνί χορτάρ’». Το «τρυποπέρασμα» είναι μια μαγική τελετουργική πράξη, κατά την οποία η άτεκνη «διαβαίνει» μέσα από τη σχισμάδα ενός δέντρου. Άλλος τρόπος αντιμετώπισης της ατεκνίας ήταν η προσφυγή «εις τα όξω», τις μαΐστρες, τις μάγισσες που έχουνε βότανα και ξέρουν ξόρκια και λυσίματα για τ’ αμπόδεμα και τα μάγια. Από τα πιο διαδεδομένα μαγικά συλληπτικά ήταν το κρεμμύδι και η σκόνη από αποξηραμένες βδέλλες. Την ίδια βασική λογική εξυπηρετούν πλύσεις, αχνίσματα και υποκαπνισμοί . Η γυναικεία γονιμότητα στον ελλαδικό χώρο νοείται επίσης και μέσα από το μεταφορικό σχήμα της παρασκευής ψωμιού. Το έθιμο θέλει η άτεκνη να τρώει ψωμί από νέο φούρνο. Σε πολλές κοινότητες οι ιερείς δεν δέχονταν πρόσφορο για τη λειτουργία από άτεκνη. Η άρνηση ισχύει και για την περίπτωση της πόρνης και της παλλακής. Ο άντρας δεν φέρει ποτέ την ευθύνη για την ατεκνία. Δεν εμφανίζεται στείρος αλλά «δεμένος» με μαγικά μέσα, εμποδισμένος, ανίκανος. Η κατάδεση γίνεται από εχθρικό πρόσωπο και έχει στόχο το ζευγάρι ή και μόνο τη νύφη. Στην ερωτική μαγεία χρησιμοποιείται και το αίμα της περιόδου που έχει ιδιαίτερη δύναμη και είναι αμφίσημο. Οι άντρες, αντίθετα, για να μαγιοποτίσουν την αγαπημένη τους, χρησιμοποιούν σπέρμα το οποίο μαραίνουν στον ήλιο. Αντίστροφα, η μαγεία που δημιουργεί μίση ή έχθρα χρησιμοποιεί ουσίες που διαλύουν ή βλάπτουν: αλάτι, γλώσσα φιδιού, κόπρανα, αίμα από σφαγμένα ζώα, χώμα από πρόσφατη ταφή κ.ά. Η μαγική πράξη βασίζεται στη δημιουργία ενός υποκατάστατου αυτού που επιθυμεί κανείς να ελέγξει. Η ομοιότητα εκλαμβάνεται ως ταυτότητα και δημιουργεί την αίσθηση της επαφής και της κυριαρχίας. Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται (αίμα, σπέρμα, τρίχες του ηβαίου) είναι σύμβολα της σεξουαλικής πράξης και του πόθου, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα και μέρος της οντολογικής πραγματικότητας της πράξης. Επιπλέον, ενσαρκώνουν υλικά και συγκεκριμένα μια σχέση αλλά και μια πρόθεση. Η «απομίμηση» αυτή συνδυάζεται συχνά με τις ανάλογες επωδές, οι οποίες συνιστούν επιτελεστικές εκφορές σε χρόνο προστακτικής, όπου η αναπαράσταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης σημαίνει και την πραγματοποίησή του.

Η μαγεία στη νεότερη Ελλάδα Ιωάννης Πετρόπουλος

Εκκλησίασμα και θύμα μαγείας κατά τη διάρκεια εξορκισμού. Σε ποιο σημείο τελειώνει η θρησκεία και αρχίζει η (δημώδης) μαγική παράδοση στη νεότερη Ελλάδα; Είναι το ανθρώπινο μάτι εκ φύσεως «καλό» και δαιμονοποιείται μόνο ανάλογα με τα συναισθήματα που διακατέχουν τον φορέα του;  Είναι το μάτιασμα στην πραγματικότητα κοινωνική ασθένεια που κατά κανόνα προσβάλλει άτομα που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο; Φτάνει στα όρια του φετιχισμού η μαγική φόρτιση ενδυμάτων και στοιχείων της ενδυμασίας; Κατάφερναν να προσελκύσουν την αγαπημένη τους οι άντρες που, ώς πρόσφατα, χρησιμοποιούσαν «αντρίκεια στάλα» (σπέρμα, δηλαδή) ξηραμένη στον ήλιο με μαγικές διαδικασίες;

Το κακό μάτι στους Έλληνες της Αυστραλίας: ταυτότητα, συνέχεια, νεοτερικότητα Βασιλική Χρυσανθοπούλου-Farrington

Το λιβάνισμα στις οικογενειακές τελετουργίες των Καστελοριζιών: προετοιμασία σταριού για το Ψυχοσάββατο. Το άρθρο αναφέρεται στα πιστεύω και τις συμπεριφορές γύρω από το κακό μάτι, όπως εκδηλώνονται στις προ-γαμήλιες τελετουργίες των Ελλήνων μεταναστών από το Καστελόριζο στο Περθ της Αυστραλίας. Το πρωτότυπο εθνογραφικό υλικό που παρουσιάζεται εδώ προέρχεται από επιτόπια έρευνα στο Περθ κατά την περίοδο 1984-1986. Η ανάλυση εστιάζεται στο ρόλο που παίζει το κακό μάτι αφενός στη διαμόρφωση της εθνοτικής κουλτούρας των Καστελοριζιών, δηλαδή της ξεχωριστής πολιτισμικής τους ταυτότητας στο ευρύτερο αυστραλιανό κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο, και αφετέρου στη μετάδοση της κουλτούρας και της ταυτότητας αυτής από τη μια μεταναστευτική γενιά στην άλλη. Το πρώτο μέρος του άρθρου διερευνά την έννοια του κακού ματιού, τη διάδοση και τις διαχρονικές του εκδηλώσεις, και παρουσιάζει κριτικά μερικές από τις πιο έγκυρες ερμηνείες του. Στο δεύτερο μέρος το κακό μάτι εξετάζεται στο πλαίσιο των προ-γαμήλιων τελετουργιών των Καστελοριζιών μεταναστών και των απογόνων τους που έχουν εγκατασταθεί στο Περθ, έχοντας σχηματίσει μια ανθηρή κοινότητα από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Δυο διαβατήριες, προ-γαμήλιες τελετουργίες, «τα βοτάνια» και «τα μουσουκάρφια» (γαρύφαλλα), εξετάζονται ως προς τους τρόπους  με τους οποίους εκφράζουν, αναπαράγουν, μεταδίδουν και τροποποιούν καστελοριζίτικες πολιτισμικές αξίες και σύμβολα που περιστρέφονται γύρω από την έννοια του κακού ματιού. Το κακό μάτι είναι η έννοια που ενώνει αυτά τα άτομα σε μια κοινότητα «στη βάση μιας κοινής μορφής, και όχι απαραίτητα ενός κοινού νοήματος», όπως γράφει ο Antony Cohen. Κάποιοι Καστελοριζιοί δεύτερης ή τρίτης γενιάς ενδέχεται να απορρίπτουν ανοιχτά την ιδέα του κακού ματιού ως πρόληψη. Ωστόσο, επιτελούν τελετουργίες που ενσωματώνουν και εκφράζουν αυτή την ιδέα. Επιπλέον, ακόμα κι όταν αυτά τα άτομα συνειδητά απορρίπτουν την ιδέα του κακού ματιού, πολιτισμικές αξίες και συμπεριφορές, όπως είναι ο ανταγωνισμός και το κουτσομπολιό, συνεχίζουν να εκδηλώνονται ανάμεσα στους Καστελοριζιούς, χαλκεύοντας έτσι μια συνέχεια που εγγυάται τη διατήρηση μιας ιδιαίτερης ηθικής κοινότητας, με την ευρεία έννοια του όρου, μέσα στον κόσμο της νεοτερικότητας.

Άλλα θέματα: Οι πόλεις των νεκρών. Ιστορική εξέλιξη Μαριλένα Μεντζίνη

Επισκέπτες και προσκυνητές στην πλατεία Τιενανμέν, μπροστά στο μαυσωλείο του Μάο (1998). Το 1997 ανακαλύφθηκε στην Αλεξάνδρεια μια αρχαία νεκρόπολη που, για επτά αιώνες, ήταν γεμάτη συντριβάνια, δέντρα και λιθόστρωτους δρόμους, όπου οι ζωντανοί μπορούσαν να περπατήσουν, να φάνε και να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς τους. Άρα η «νεκρόπολη» -«η πόλη των Νεκρών»- δηλώνει το «πολυάνδριο» των αρχαίων, το κοιμητήριο των χριστιανών και το νεκροταφείο των νεότερων. Ο μετασχηματισμός του κοιμητηρίου, το 18ο αιώνα στην Ευρώπη, οφείλεται στην αντικατάσταση της μεσαιωνικής θεολογίας από μια προρομαντική αντίληψη της θνητότητας. Στο γ΄τέταρτο του 18ου αιώνα, το κοιμητήριο, ως ειρηνικό τοπίο κήπου, ήταν η εναλλακτική λύση που προτιμήθηκε αντί των μακάβριων τόπων ταφής, όπου είχε οδηγήσει η θεολογία του μεσαίωνα. Το παρισινό Père-Lachaise ήταν το πρώτο και πιο ονομαστό δυτικό κοιμητήριο που σχεδιάστηκε ως γραφικό τοπίο κήπου, συνδυάζοντας τη γραφικότητα με τη μνήμη της προσωπικής απώλειας. Κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού, που ήρθε στο φως το 1863, συμπύκνωνε όλα τα στοιχεία του κοιμητηρίου-τοπίου. Σήμερα, ιδίως στο μοντέρνο κόσμο, τα κοιμητήρια μόλις λίγων δεκαετιών είναι ήδη κορεσμένα ή ξεχασμένα, αφού οι επισκέψεις έχουν πολύ αραιώσει. Αν και η Ανατολή, η Νότια Ευρώπη και οι Ισπανόφωνοι συνεχίζουν να θεωρούν το κοιμητήριο κέντρο της ζωής τους, στα μάτια των υπολοίπων το μαυσωλείο, το μνημείο, ο τάφος, έχασε τη μνημονευτική λειτουργία του. Ο θάνατος μιμείται τη ζωή, τα ταφικά μνημεία αποτελούν την έκφρασή της. Το πρόβλημα της διαφορετικής αντιμετώπισης των νεκρών και της κατάταξής τους, βάσει της εν ζωή κοινωνικής τους θέσης, είναι μια ισχυρή απόδειξη γι’ αυτό.

Η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ροΐδω Μητούλα

Μονεμβασιά: ένας ολόκληρος βυζαντινός οικισμός με το κάστρο του προστατεύεται. Σε αντιδιαστολή προς την Αρχαιολογία, που έχει ως αντικείμενό της τα αρχαία ευρήματα, η Μνημειολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη των μνημείων. Σε ένα αστικό περιβάλλον τα μνημεία παίρνουν διάσταση πολιτισμικού κειμηλίου και επιδρούν καθοριστικά στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του. Κάτω από την επίδραση του κινήματος του ρομαντισμού, κατά τον 19ο αιώνα ξεκινά η συστηματική καθιέρωση κανόνων δικαίου και η ίδρυση ειδικών διοικητικών οργάνων για την προστασία των αρχαιολογικών, κυρίως, μνημείων. Κάνοντας σήμερα μια επισκόπηση των κειμένων που προβλέπουν δράσεις για τη διατήρηση και προβολή της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, παρατηρούμε τη σταθερά επαναλαμβανόμενη μέριμνα για τη διατήρηση της σύνδεσης των αρχιτεκτονικών μνημείων με το ευρύτερο αστικό περιβάλλον όπου είναι τοποθετημένα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη θεώρηση του αρχιτεκτονικού χώρου ως ενιαίου, θεωρείται ότι η παράδοση που συνοδεύει το συγκεκριμένο μνημείο πρέπει να συνυπολογίζεται, ζητείται η ευαισθητοποίηση των κατοίκων και απαραίτητη κρίνεται η συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων. Τέλος, ευαίσθητο αναδεικνύεται το θέμα της τουριστικής εκμετάλλευσης, αφού σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θίγεται η ακεραιότητα και η προστασία του μνημείου ούτε η συνολική εικόνα της πόλης.

Μουσείο και Επικοινωνία Μάρλεν Μούλιου, Αλεξάνδρα Μπούνια

H νέα μουσειοσκευή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης με θέμα «Η διατροφή στην αρχαία Ελλάδα». Η έννοια της επικοινωνίας δεν περιορίζεται στις δραστηριότητες που μπορεί να οργανώσει ένας μουσειακός οργανισμός εντός και εκτός του φυσικού του χώρου. Εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, τα μουσεία δέχονται πιέσεις να βελτιώσουν την απόδοσή τους, ιδιαίτερα σε σχέση με άλλους τομείς της «βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου». Η πρόκληση που τα μουσεία αντιμετωπίζουν σήμερα είναι να συνδυάσουν αποτελεσματικά όλες τις παραδοσιακές αξίες του μουσείου ως οργανισμού, με το ενδιαφέρον για την ενεργό και αμφίδρομη συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς. Στόχος είναι να εδραιωθεί βαθιά μέσα στην κοινωνική συνείδηση η σημασία του μουσείου ως φορέα αξιών και ποιότητας.

Έρευνα κοινού και αξιολόγηση στα μουσεία Θεανώ Μουσούρη

Άποψη της νέας έκθεσης γεωλογίας (Earth Galleries) στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου. Η επικοινωνία του μουσείου με το κοινό αποτελεί πια το κέντρο της μουσειακής πρακτικής. Τα εκθέματα είναι η αφετηρία για την ερμηνεία του θέματος που αντιπροσωπεύουν. Η ερμηνεία των εκθεμάτων συνδυάζεται με τις προσδοκίες και τις ανάγκες των επισκεπτών. Η γνώση κτίζεται και μεταδίδεται μέσα σε κοινωνικό περιβάλλον. Ο ρόλος των επισκεπτών σε αυτή τη διαδικασία είναι ενεργητικός. Οι επισκέπτες δεν είναι «άδεια δοχεία» που πρέπει να γεμίσουν με γνώση, αλλά φτιάχνουν τις νοητικές δομές πάνω στις οποίες κτίζουν τη γνώση. Η χρήση του όρου «κοινό» είναι παραπλανητική γιατί κρύβει την ποικιλία και τις διάφορες κοινωνικές ομάδες που το συναπαρτίζουν. Βασικά δημογραφικά στοιχεία αποτελούν το πρωταρχικό υλικό για να καθορίσει το μουσείο το προφίλ των επισκεπτών του. Περαιτέρω έρευνα μπορεί να προσφέρει στοιχεία σχετικά με τους λόγους της επίσκεψης, τα ενδιαφέροντα, τις γνώσεις, τις επιθυμίες, τις προσδοκίες των επισκεπτών. Το πρώτο στάδιο της αξιολόγησης είναι η προκαταρκτική (front-end) αξιολόγηση που συμπίπτει χρονικά με το στάδιο της σύλληψης της αρχικής ιδέας για μια καινούργια έκθεση ή ένα καινούργιο πρόγραμμα. Όταν η έκθεση παίρνει σάρκα και οστά, τότε γίνεται η διαμορφωτική (formative) αξιολόγηση. Η ολική/διορθωτική αξιολόγηση γίνεται όταν η έκθεση ανοίγει για το κοινό. Το παραπάνω μοντέλο για έρευνα κοινού και αξιολόγηση καλεί τους εργαζόμενους στα μουσεία να επαναπροσδιορίσουν το μέτρο με το οποίο κρίνουν την επιτυχία της δουλειάς τους και τον τρόπο με τον οποίο παίρνουν αποφάσεις. Αυτό υπαγορεύει τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του μουσείου ως δημόσιου εκπαιδευτικού οργανισμού ώστε να καλύπτει τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.

Σκέψεις για τη μουσειακή εκπαίδευση και επικοινωνία στη μεταμοντέρνα εποχή Eilean Hooper-Greenhill

Το Βρετανικό Μουσείο (φωτ.: Βικιπαίδεια). Τα μουσεία στη σημερινή τους μορφή είναι δημιουργήματα του Διαφωτισμού, ιδρύματα της Μοντέρνας περιόδου που επικαλέσθηκε τη λογική για να εκτοπίσει τις προκαταλήψεις και τις υποκειμενικές γνώσεις προηγούμενων εποχών. Σήμερα βρισκόμαστε πιο κοντά στο να καταλάβουμε ότι η γνώση είναι ιστορικά προσδιορισμένη. Οι απόλυτες βεβαιότητες του Μοντερνισμού έχουν αντικατασταθεί από τη ρευστότητα του Μεταμοντερνισμού. Το κύριο χαρακτηριστικό των επισκεπτών του μουσείου σήμερα είναι ότι αντιλαμβάνονται τα πράγματα σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, τις μαθησιακές τους προτιμήσεις και τις κοινωνικές και πνευματικές τους ιδέες και προκαταλήψεις. Το παλιό παθητικό «ευρύ κοινό» έχει εξελιχθεί σε νέους «ενεργούς επισκέπτες». Οι θεωρίες μάθησης και επικοινωνίας χρησιμοποιούνται για να ερμηνεύσουν την εμφάνιση του μεταμοντέρνου ενεργού επισκέπτη. Αν εξετάσουμε συγχρόνως τις μαθησιακές και επικοινωνιακές θεωρίες, και αν λάβουμε υπόψη τις ιστορικές τους αλλαγές, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, κατά τα τελευταία διακόσια περίπου χρόνια, έχουν επικρατήσει μια θετικιστική επιστημολογία, μια διδακτική μαθησιακή θεωρία και μια μεταδοτική άποψη της επικοινωνίας. Οι αποδέκτες της μεταδιδόμενης γνώσης θεωρούνταν ως αδιαφοροποίητη μάζα και ως γνωστικά παθητική. Το μεταδοτικό μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί σε μια έκθεση που σχεδιάζεται για το «ευρύ κοινό». Πρόκειται για μια μέθοδο δημιουργίας εκθέσεων εδραιωμένη από καιρό, που εφαρμόζεται ακόμη σε πολλά μουσεία και πινακοθήκες. Σταδιακά τον τελευταίο μισό αιώνα, και ταχύτερα τα τελευταία είκοσι χρόνια, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια κίνηση στην εκπαιδευτική και επικοινωνιακή θεωρία, που αποδέχεται ότι οι άνθρωποι δρουν ενεργά για να κατανοήσουν το κοινωνικό τους περιβάλλον και ότι συνυπάρχουν πολλαπλές και κάποτε αντίθετες απόψεις. Αυτή η τελετουργική ή πολιτισμική άποψη εισηγείται ότι η «πραγματικότητα» δεν έχει πεπερασμένη ταυτότητα, αλλά αποκτά ύπαρξη, παράγεται, μέσω της επικοινωνίας. Ό,τι «γνωρίζουμε» παράγεται μέσα από την προσωπική κατασκευή νοημάτων, αλλά και μέσα από την εξέταση και την εκλέπτυνση της ερμηνείας μας στο πλαίσιο ουσιαστικών κοινοτήτων.

Μουσεία για τους ανθρώπους ή για τα αντικείμενα; Μαρία Οικονόμου

Αναπαράσταση της ζωής πάνω σε μοντέλο πλοίου του 17ου αι. στο Ναυτικό Μουσείο του Άμστερνταμ. Τα μουσεία ανταποκρίθηκαν με διάφορους τρόπους στο πρόβλημα της ερμηνείας και της έλλειψης των αρχικών συμφραζομένων των συλλογών τους. Κάποιες μουσειακές εκθέσεις δείχνουν να αντικατοπτρίζουν ακόμη στοιχεία από τον παλιό τους ρόλο ως συλλογές θαυμαστών και αξιοπερίεργων αντικειμένων («cabinets de curiosités») που συνοδεύονται από ελάχιστες πληροφορίες. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η προσπάθεια ανάπλασης και αναπαράστασης του παρελθόντος, το «όπως ήταν». Αρκετά μουσεία συνειδητοποίησαν τον ελιτίστικο ρόλο τους και επιχειρούν με διάφορους τρόπους ένα άνοιγμα στο κοινό και σε μη προνομιούχες ομάδες της κοινότητας. Η χρήση ποικίλων ερμηνευτικών μέσων μπορεί να εξυπηρετήσει την επικοινωνία με το κοινό και να ενισχύσει την κατανόηση και τη μάθηση στο μουσείο. Η εμπειρία της επίσκεψης στο μουσείο είναι ένα σύνθετο φαινόμενο και επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων. Περιλαμβάνει την προσωπική διάσταση (τον μοναδικό συνδυασμό εμπειριών, ενδιαφερόντων και γνώσεων κάθε επισκέπτη), την κοινωνική διάσταση (τη σχέση με τους φίλους ή την οικογένεια, τους άλλους επισκέπτες, το προσωπικό του μουσείου) και τη φυσική διάσταση (την αρχιτεκτονική και την ατμόσφαιρα του συγκεκριμένου κτηρίου, τα φυσικά χαρακτηριστικά των συλλογών, την άνεση ή τη σωματική κούραση που νιώθει κάθε επισκέπτης). Και οι τρεις αυτοί παράγοντες έχουν άμεση επίδραση στο πως θα βιώσουν το μουσείο οι επισκέπτες. Τα διαδραστικά συστήματα πολυμέσων, όταν χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά, μπορούν να συνοδεύουν τις εκθέσεις ως ισχυρό ερμηνευτικό εργαλείο.  Προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του (διαχείριση συλλογών, εξυπηρέτηση του κοινού, έρευνα), το μουσείο οφείλει να έχει βαθιά γνώση των συλλογών του και ένα καλά οργανωμένο σύστημα καταγραφής των μουσειακών πληροφοριών.

Ο Δίκτυς, ο Δάρης, ο Benoit και το δόγμα του “αρχαϊσμού” των επών Βαγγέλης Πανταζής

Σε αυτό το ερυθρόμορφο αγγείο του 490-480 π.Χ. ο Διομήδης κρατάει ασπίδα με διπλή λαβή. Ο Όμηρος όμως γνωρίζει μόνο ασπίδες με μια λαβή και ιμάντα. Ο Πόλεμος της Τρωάδος, έμμετρη ελληνική μετάφραση του 14ου αιώνα, του έπους που είχε γράψει στα γαλλικά τον 12ο αιώνα ο Benoît de Saint-Maure, δείχνει με τρόπο ανάγλυφο πόσο δύσκολο είναι να διατηρήσει ένας ποιητής την ιστορία του παρελθόντος ανεπηρέαστη από τις επιδράσεις της εποχής του. Από αναπόφευκτους αναχρονισμούς βρίθουν και τα Χρονικά του Δάρητος του Φρυγός και του Κρητικού Δίκτυος, κείμενα της ελληνιστικής-ρωμαϊκής εποχής που, υποτίθεται, αποδίδουν τα πραγματικά γεγονότα του Τρωικού πολέμου, όπως τα είχαν αφηγηθεί αυτόπτες μάρτυρες. Στόχος των παρατηρήσεων του συγγραφέα είναι το δόγμα του «αρχαϊσμού των επών», η άποψη ότι ο «ποιητής» των ομηρικών επών, που φέρεται να έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ., επέλεγε με επιμέλεια κατά την αφήγησή του τα στοιχεία που αντιστοιχούσαν στην εποχή των τρωικών γεγονότων, αποκλείοντας παράλληλα συστηματικά ό,τι αντιστοιχούσε στη δική του εποχή, αποφεύγοντας έτσι κάθε αναχρονισμό. Άποψη του συγγραφέα είναι ότι τα έπη, δημιουργήματα της εποχής η οποία απεικονίζεται σε αυτά, συντέθηκαν στο πέρασμα από τον 11ο στον 10o αιώνα π.Χ.

Ανοίγοντας τα μουσεία στο κοινό Nick Merriman

Το Κέντρο Συντήρησης των Εθνικών Μουσείων του Merseyside στο Λίβερπουλ. Η ιστορία του προικοδότησε το Μουσείο με μια δημόσια εικόνα ελάχιστα κολακευτική: σκονισμένο και νεκρό ίδρυμα, προσείλκυε λίγους και εκλεκτούς μορφωμένους που διαχωρίζονταν από τους αμόρφωτους μη-επισκέπτες. Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα αρκετοί παράγοντες ανέτρεψαν τα δεδομένα: α) η συνειδητοποίηση του ανερχόμενου κοινωνικού ρόλου του μουσείου στο πλαίσιο της εκπαίδευσης και της εξέλιξης της κοινότητας· β) η απαίτηση για περισσότερη υπευθυνότητα στη διαχείριση δημοσίων κονδυλίων· γ) ο αυξημένος ανταγωνισμός από τους άλλους τομείς της «βιομηχανίας της πολιτισμικής κληρονομιάς» και από το σύνολο της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας. Τα μουσεία προβληματίστηκαν για το πως θα κατάφερναν να προσελκύσουν ένα ευρύτερο και κοινωνικά αντιπροσωπευτικότερο κοινό. Μια από τις πολλές Έρευνες Κοινού αποκάλυψε ότι, αν και η μάθηση αποτελεί σημαντικό συστατικό της επίσκεψης στο μουσείο, η συντριπτική πλειοψηφία των επισκεπτών θεωρεί την επίσκεψη κοινωνική δραστηριότητα που γίνεται με τη θέλησή τους στον ελεύθερο χρόνο τους. Κύριο μέλημα της πρακτικής του μουσείου είναι τώρα η κατανόηση των προκαταλήψεων και των αναγκών τόσο των επισκεπτών όσο και των μη-επισκεπτών, και η συμμετοχή τους στο σχεδιασμό των εκθεμάτων και των άλλων ερμηνευτικών μέσων. Έχοντας παραθέσει συγκεκριμένα παραδείγματα επιτυχημένου συνδυασμού της θεωρίας με την πράξη, ο συγγραφέας διαπιστώνει πως το μουσείο έχει αρχίσει να μετατρέπεται από ναό για τη μετάδοση ιερών γνώσεων στις παθητικές μάζες, σε φόρουμ ζωντανών διαβουλεύσεων και αλληλεπιδράσεων. Το νέο «ανοιχτό» μουσείο είναι κοινωνικά συνυφασμένο με τους επισκέπτες του, ενώ η μουσειακή εμπειρία γίνεται πιο συναλλακτική από ποτέ.

Αλέκου Ε. Φλωράκη, “Μαρμάρινα λαϊκά τέμπλα της Τήνου” Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά, Γιώργος Καραδέδος

Το Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο της Τήνου. Τον Δεκέμβριο του 1998 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Αλέκου Ε. Φλωράκη, Μαρμάρινα λαϊκά τέμπλα της Τήνου από τις εκδόσεις Τήνος. Το 1996 κυκλοφόρησε το βιβλίο των Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά, Γιώργου Καραδέδου και Γιώργου Λάββα, Η εκκλησιαστική μαρμαρογλυπτική στις Κυκλάδες από τον 16ο ώς τον 20ό αιώνα, Αθήνα, εκδόσεις Φιλιππότη. Οι δύο από τους συγγραφείς της Εκκλησιαστικής μαρμαρογλυπτικής, που υπογράφουν το παρόν άρθρο, διαπιστώνουν ότι το περιεχόμενο του βιβλίου τους  επικαλύπτεται με αυτό του Φλωράκη. Τα Μαρμάρινα λαϊκά τέμπλα φέρουν στο εσωτερικό τους τη χρονολόγηση 1996, «εσκεμμένη προχρονολόγηση», που εκφράζει την πρόθεση του Φλωράκη να αποφύγει κάθε αναφορά στο δικό τους βιβλίο, από το οποίο δανείζεται συνεχώς στοιχεία σε διάφορα επίπεδα. Δια του λόγου τους το αληθές, οι συγγραφείς παραθέτουν ενδεικτικό κατάλογο με κάποια από τα πολλά σημεία επαφής.

Υπέρυθρη φωτογραφία Αριστείδης Κοντογεώργης

Έγχρωμη φωτογραφία από έγχρωμη διαφάνεια (Kodak Ektachrome Infrared EIR) με φίλτρο Νο 12. Η υπέρυθρη φωτογραφία σε εξωτερικές λήψεις χρησιμοποιείται για την απόκτηση τεχνικών και επιστημονικών πληροφοριών και για τη δημιουργία ασυνήθιστων εικαστικά εικόνων. Η ιδιαιτερότητα του υπέρυθρου φιλμ οφείλεται στην ιδιότητά του να καταγράφει αυτό που δεν μπορεί να ΅καταγράψει΅το μάτι. Λόγω της ιδιότητας των υπέρυθρων ακτίνων να διαπερνούν την ομίχλη, το υπέρυθρο φιλμ έχει χρησιμοποιηθεί πολύ σε αεροφωτογραφίσεις,. Στην αρχαιολογία η υπέρυθρη αεροφωτογραφία χρησιμοποιείται επειδή είναι πολύ χρήσιμη στον εντοπισμό λειψάνων αρχαίων οικισμών ή κατασκευών. Η υπέρυθρη φωτογραφία έχει αποδειχθεί πολύ χρήσιμο εργαλείο στη συντήρηση έργων τέχνης, ιδιαίτερα στην εξέταση πινάκων ζωγραφικής, αγιογραφιών, υφασμάτων, δερμάτων και περγαμηνών. Πολύτιμη είναι η συμβολή της και στην αποκρυπτογράφηση κειμένων δυσδιάκριτων λόγω της φθοράς τους από το χρόνο και της εναπόθεσης ρύπων. Επιπλέον, η διεισδυτική ικανότητα της υπέρυθρης ακτινοβολίας καταγράφει λεπτομέρειες καλυμμένες με ημιδιαφανές βερνίκι, αναγνωρίζει και εντοπίζει τυχόν επιζωγραφίσεις και παλαιότερες επεμβάσεις. Μπορεί μάλιστα να αποτελέσει το μέσον ταυτοποίησης των έργων ζωγραφικής. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την ασπρόμαυρη και την έγχρωμη υπέρυθρη φωτογραφία συζητώντας αναλυτικά για τη φωτογραφική μηχανή, τους φακούς και την εστίαση, τα φίλτρα και τα φιλμ: είδη, ευαισθησία, αποθήκευση, τοποθέτηση στη μηχανή, εμφάνιση, εκτύπωση.

Οι γεωλογικές έρευνες και η Ιλιάδα Παναγιώτης Μάλφας

Αναπαράσταση της Τροίας VI. Από το A Guide to Troia, 1997. Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες στην Τροία ενδιαφέρουν και τους γεωλόγους. Σκοπός τους είναι να διευκρινιστεί το τοπογραφικό περιβάλλον της Τροίας για την εποχή του Τρωικού πολέμου και να εξακριβωθεί αν ο χώρος προς βορρά και γύρω από το ύψωμα του οχυρού ήταν, όπως και σήμερα, ευρέως πεδινός ή ήταν θάλασσα. Έτσι θα μπορούσε να απαντηθεί το παλαιό ερώτημα, εάν οι πολεμικές περιγραφές της Ιλιάδας προσαρμόζονταν επί πραγματικού εδάφους ή ήταν φανταστικές. Κι αυτό γιατί, ενώ σύμφωνα με τον Όμηρο οι συγκρούσεις Αχαιών και Τρώων εντοπίζονται μεταξύ της Τροίας και της ακτής του Ελλησπόντου, σύμφωνα με τον Στράβωνα τον χώρο αυτό τον εκάλυπτε θάλασσα. Στον τουριστικό αρχαιολογικό Οδηγό της Τροίας ενσωματώνονται δύο παλαιογεωγραφικοί χάρτες. Οι χάρτες εμφανίζουν την προϊστορική Τροία να περιβάλλεται από τα δυτικά και τα βόρεια είτε από θάλασσα (στον έναν), είτε από δέλτα ποταμών, βάλτους και παράκτιες λιμνοθάλασσες (στον άλλον). Εξετάζοντας τους χάρτες ο συγγραφέας εντοπίζει μια τρανταχτή αντίφαση και, αφού εκθέσει τα δικά του επιχειρήματα, θέτει τελικά το ερώτημα: αφού ο Όμηρος, όπως και ο Στράβων, είχε να κάνει με ακατάλληλο για τις περιγραφές της Ιλιάδας τοπογραφικό περιβάλλον, καθώς η μεταβολή του τοπίου στην Τροία είχε γίνει πολύ πριν απ’ αυτόν, αφού ο ίδιος μας διηγείται την εξαφάνιση του στρατοπέδου των Αχαιών που συντελέστηκε μετά τον πόλεμο (Ιλιάδα Μ 13-30), από ποιόν έγινε αυτή η καταπληκτική προσαρμογή στο τότε τοπογραφικό περιβάλλον της Τροίας; Απάντηση: από εκείνους που έζησαν τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου. Επομένως η Ιλιάδα δεν είναι Μύθος, είναι Ιστορία.

Μουσείο: Το Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας Φανουρία Δακορώνια

Όστρακο της Μυκηναϊκής εποχής με παράσταση πολεμικού πλοίου. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας στεγάζεται στον αναστηλωμένο στρατώνα των χρόνων του Όθωνα, που βρίσκεται στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο του κάστρου της πόλης. Το αρχαιολογικό υλικό που εκτίθεται στο Μουσείο προέρχεται κατά κύριο λόγο από ανασκαφές των τελευταίων χρόνων, σωστικές και συστηματικές, και αντιπροσωπεύει όλα τα στάδια του πολιτισμού στο νομό Φθιώτιδας, από την αρχαιότερη Νεολιθική μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Το σημαντικότερο γλυπτό που διαθέτει το Μουσείο Λαμίας, μοναδικό για την εικονογραφία του παγκοσμίως, είναι το μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο στην Αρτέμιδα Ειλείθυια του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ., το οποίο τεχνοτροπικά εντάσσεται στον κύκλο της Πραξιτέλειας σχολής.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Πληροφορική: Αρχαιολογικά cd-rom για ενημέρωση, διδασκαλία και ψυχαγωγία Κατερίνα Χαρατζοπούλου

ΑΙΓΥΠΤΟΣ, 1156 π.Χ. Το αίνιγμα του βασιλικού τάφου. Πολιτιστικό παιχνίδι που εκδίδει η Ένωση Γαλλικών Μουσείων (RMN). Παρουσιάζεται μια επιλογή από τις ξενόγλωσσες ηλεκτρονικές εκδόσεις σε CD-ROM που απευθύνονται κυρίως σε ένα ευρύ κοινό. Στην επιλογή αυτή εκπροσωπούνται χρονολογικές περίοδοι και πολιτισμικές ενότητες εκτός των ορίων της ελληνικής αρχαιολογίας. Παρουσιάζονται ακόμη πανεπιστημιακές και εμπορικές εκδόσεις, και συνεπώς ποικίλες προσεγγίσεις για την επιλογή και την επεξεργασία του περιεχομένου και την τυπολογία των προϊόντων. Οι τίτλοι ομαδοποιούνται στις εξής κατηγορίες: 1. Εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και δυναμικές αναπαραστάσεις: α) Perseus 2.0: Interactive Sources and Studies on Ancient Greece, β) Atlas of Ancient World, γ) The Ancient Civilizations of the Mediterranean 2. Ανασκαφικά δεδομένα με τη μορφή πολυμέσων· προτάσεις δημοσίευσης και ερμηνείας: α) çatal Höyük. When humans first began to live in cities, β) Pseira, A Bronze Age Seaport in Minoan Crete. Introduction to the Site 3. Εξερευνήσεις αρχαιολογικών χώρων: α) Délos. Base de données d’images archéologiques, β) Exploring Ancient Cities: Crete, Petra, Pompeii, Teotihuacan, γ) I Greci in Occidente 4.  Υποβρύχιες ανακαλύψεις: Le trésor du San Diego. A la recherche du galion perdu 5. Παρουσίαση μνημείων και συλλογών: α) The Trajan Column on CD-ROM, β) Musée du Louvre, les antiquités, γ) La Vénus de Milo 6. Θέματα πολιτισμού και ιστορίας: α) La mythologie antique, rencontre avec les dieux et les héros, β) Classical Mythology: History, Legends, Influences, γ) The Ancient Greek Theatre 7. Θέματα ιστορίας της αρχαιολογίας και επικοινωνίας: α) La conquête de l’archéologie modern, β) Kérylos 8. Παιχνίδια για όλους: Égypte 1156 av. J.-C. L’énigme de la tombe royale.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Magic in modern Greece Ioannis Petropoulos

Out of the five articles in this survey, three deal with the question of the “evil eye”, an incontestably “paganistic” belief in magic that is one of the oldest in the Greek-speaking world. The distinction between religious belief in the evil eye and belief in magic, is so fine that it is hard to draw the line between the two. What conclusions, asks the writer, can be drawn from fieldwork made on the power of the “eye”? This research was conducted at the Cretan village Eleftherna near the town of Rethymnon . What makes the descendants of the immigrants from Castelorizo in Perth, Australia so different from their forefathers? Other questions discussed are the use of herbs in magical potions, the magical properties of certain items of clothing which borders on fetishism, the role of magic in providing or standing in the way of fertility.

Magic and Orthodoxy Charles Stewart

The category of "magic" is not permanently fixed. Yesterdays magic may become today's religion and vice versa. In this article the boundaries between magic and Orthodox Christianity in Greece are explored through historical and contemporary anthropological data. The evil eye offers one example of a practice that was once considered as superstitious but which the official Church later embraced. The latter part of the article considers further the reasons why the boundaries between magic and religion are unclear. Christian Orthodoxy developed as a systematic religion largely in Greek territory and in the Greek language. In this sense it constitutes an "indigenous great tradition". Many magical practices have an even longer history in Greece. Both Orthodoxy and traditional magical practices draw on late antique cultural conceptions to articulate a body of practices for appealing to the sacred. This common basis in Hellenic cultural logic helps to explain the formal similarities that sometimes make them difficult to distinguish.

Spells Against the Evil Eye Christina Veikou

This paper presents and analyses the text of three spells against the evil eye. The spells were collected by the author from native men and women evil eye heaters during ethnographic fieldwork at a mountain village in central Crete in 1989. The belief in the evil eye is a cultural idiom widespread throughout the Mediterranean area. It refers to the alleged power that some people are considered to have to cause harm by looking at another person or his/her property. Evil eye affliction is cured when special prayer-like spelis are ritually performed over the body of the afflicted person by folk healers, elderly men or women, who "know the words" and can thus take the evil away. The paper has two main focuses. The first is to show, on the basis of indigenous rhetoric, that the evil eye phenomenon is not related to any kind of sorcery or black magic. Native people think that the evil eye is a natural properly, a physical quality, that means no purposeful harm. The illness caused by the evil eye happens accidentally, it is a potential danger, but not a deliberate and malevolent attack. Painful symptoms may occur, however, through the mediation of sentiments, when the looking person expresses excessive admiration that comes straight out from his/her heart. The second point refers to the spells as texts. The suggestion is that they are symbolically constructed speech acts, which do not only say, but actually do things, in order to cure the suffering. The healfnq ritual is enacted on and through the body of the afflicted person, whereas holy entities are invoked to sanctify the entire procedure In this context, the human body, as a cultural vehicle, seems to be a meaningful locus, where various spheres of experience, personal feelings, social interaction and religious imagination, are represented, mutually signified and understood.  

The Evil Eye Among the Greeks of Australia: Identity, Continuity and Modernization Vassiliki Chryssanthopoulou-Farrington

This article deals with the beliefs and attitudes concerning the evil eye, as they are manifested in the pre-wedding ritual of the Casteilorizian Greeks of Perth, Australia. The evil eye is considered as regards the Castellorizian ethnic culture and identity in the broader Australian social framework and the transmission of this culture from one generation of immigrants to another. In the first part of the paper the concept of the evil eye, its dissemination and manifestation through the ages are examined, and some of its most valid interpretations are reviewed. In the second part the evil eye is considered in the context of the pre-wedding rituals of the Greek immigrants from Casteilorizo island, and their descendants, who have settled in Perth and have formed a vibrant community, since the early years of our century. Two pre-wedding rites, the blessing and spreading of votania (wild herbs} and the threading of mousoukarfia (cloves), are examined as regards the ways they express, reproduce, transmit and modify Castellorizian cultural values and symbols that revolve round the concept of the evil eye. The evil eye is the notion that unites these individuals into a community "on the basis of a shared form, though not necessarily of a shared meaning", to quote Antony Cohen. Some CasteNorizians of the second or third -generation may overtly reject the idea of the evil eye as being a "superstition". Yet, they perform rites that embody and express this idea. Moreover, even when these individuals consciously reject the idea of the evil eye, cultural values and attitudes, such as competition and gossip, continue to be expressed among the Castellorizians, thereby forging a continuity that guarantees the perpetuation of a community with its own "moral" quality in a modernized world.

The Enchanted Garment Nikos Xenios

This article refers to a version of magic, present throughout Greek civilization: the fetishism of cloth, the imprisoned fairy, the substitute of erotic desire, the “instrument" of veil. In many traditions we find folk and learned narrations about magical practices related to clothes. The garment also has its own symbolism in the language of dreams (Jung), where it takes on the features of an archetype, and shares with nudity the same anthropological gravity. “Homeopathic" magic includes many individual performances and regional versions of an actual practice. The garment is charged by "primitive" civilizations with ethical qualities, that have survived until today, it functions as a vehicle of many magical properties, and, through a magic-like way, it passes these properties on to its user. The impregnation of a garment with a magic potion belongs, according to social anthropologists, to the "private" version of magic, which can also be considered as "black" magic.

The Erotic and Fertility Magic in the Folk Culture of Modern Greece Theodoros Paradellis

This article deals with the content, meaning and use of erotic and fertility magic in the popular culture of modern Greece. Magic is approached as a unified ensemble of representations, practices and expressions aimed at influencing experienced reality. The two interrelated phenomena -love and fertility- are considered in the ideological and cosmological context of popular culture, with a view to illuminating their inner logic. The description and interpretation of some typical examples is attempted in relation to the inexpressible mental schemes through which fertility and sexuality are conceived and articulated in popular culture.

Museums and communication Marlen Mouliou, Alexandra Bounia

The notion that museums are not just safe-keepers of artefacts but mainly there to promote a better life-style for all, is one of the reasons that made the Museums Association in Gt Britain replace in 1998, the definition it had adopted 20 years back of what museums stand for. It now seems that museums are there for the purpose of improving communication with their existing public but also to increase their number of visitors. To this purpose museums’ communication strategy includes activities taking place inside and outside of actual museum buildings. This is not all. The ultimate purpose of the new communications strategy for museums is to make it clear to the public that museums are important in upholding values and quality of life in all strata of society.

Opening up Museums to the Public Nick Merriman

For most of their history, museums have viewed their visitors as passive recipients of knowledge. As a result the public image of museums is that they are rather boring and hard work. This article summarises recent work which involves the public much more in the work of the museum, and "opens up" the institution to a much greater extent than ever before. Examples are given of successful ways In which museums have worked with the public to provide them with a better experience, and to attract a wider audience. This has included new approaches to exhibitions, handling objects, new technology, and outreach work.

Thinking about museum education and communication in the post-modern age Eilean Hooper-Greenhill

During the last half-century and gathering pace in the last twenty years, there is a move in education and communication theory towards acknowledging people as active in making sense of their social environments and towards acknowledging that plural and sometimes conflictual views exist. Consequently, the museum world has begun to accept the museum visitors far from being a homogenous mass of people, are individuals with their own particular needs, preferred learning styles and cultural agendas. The active post-modern museum visitor can be explained and approached through theories of learning and communication. These theories may also influence museums in their definition and understanding of their role in contemporary and future societies, of their impact on people and of their power to define past, present and future.

Museums for People or for Objects? Maria Economou

Museums have responded differently to the problem of interpretation and the lack of the original context of their collections. Some have conserved their image as "cabinet of curiosities", presenting beautiful objects with little information about them, while others have opted for a "slice of the past" approach, thus trying to recreate the past "as it was." A number of museums have realized their elitist role and are trying different ways of opening up to the public and to disadvantaged sections of the community. The use of various interpretation media can assist the communication with the audience and enhance understanding and learning in the museum. The museum visit is a multifaceted phenomenon that includes the interaction between three different contexts, the personal, the social, and the physical. Interactive multimedia applications, when used effectively, can be a powerful interpretation medium in exhibitions. In order to perform successfully its functions (collections management, public service, research), the museum needs to have deep knowledge of its collections and a well-organized system of recording museum information.

Research and Evaluation of the Museum Public Theano Mousouri

The rapid changes in the economy, politics and technology of our century have influenced the course of development and the structure of the European museums. The continuous need for democratization and the new alternatives in financing have led museums to study and re-define their relationship with their public. These changes have created -and continue to create- tensions in the museums, since they stress the need for a re-examination of their value and role in modern society. The education of and the communication with the public has become one of the most fundamental functions of a modern museum To achieve this objective, many museums are conducting a research of their public, in order to understand the motives, expectations and interests of their visitors, and to evaluate the success of exhibitions, programs and other services they offer. The purpose of this article is to explain what the research and evaluation of the museum public is, and how the results of such surveys can contribute to the improvement of the function and performance of a museum.

Dictys. Dares, Benoit and the Dogma of the “Archaism” of the Epics Vangelis Pantazis

In the Homeric epics a past world is represented, a world dead even before the time these poems had presumably been composed, that is the 8th century B.C., according to the prevailing view. The political georgraphy to which the epics refer had changed and been forgotten long before the historic era. How, then, can we explain the gap separating the time of the poet from the actual time he describes in his poems? The usual answer remains invariably the same: the poet was systematically archaizing. However, this answer generates two even more serious questions: a. How could a poet of the 8th century B.C. have possed archaeological knowledge available only to expert archaeologists of our time? b. Is it possible that he was functioning with motives sensible only to the modern, analytic philologists? Numerous, strong and indicative are the anachronistic symptoms occuring in the 12th-century French epic La-guerre de Troade. by Benoit de Sainte Maure. Medieval knights, Turks, even Chinese in the fringe of the narration, share the epoch of the Trojan War along with the Homeric heroes. This undoubtedly proves ground¬less the assertion that Homer -and even more Homers was systematically and successfully archaizing. Thus. the phenomenon of the antiquated world, consistently pictured in the Homeric poems, can satisfactorily be explained, if we dare to accept that the time of their final composition was very close to the era they represent.

The Protection of the Architectural Heritage Roido K. Mitoula

The research into the cultural course of a people and the study of its history and past decisively contribute to the understanding of its specific physiognomy and identity. The architectural heritage records, in the most explicit and legible way, this cultural course, therefore its protection is universally considered as indisputable. This article deals with the concept of monument and its significance for the formation of a city's physiognomy as well as with the value of the architectural monuments, being an essential part of the cultural heritage of a place. Then the necessity of protecting the cuttural tradition and the relevant efforts made so far are presented, while emphasis is faid on the architectural heritage and the European examples in particular. Finally, the article ends with a series of interesting findings and conclusions.

Infra-red Photography Aristeidis Kontogeorgis

The infra-red photography has already been known since the late nineteenth century. In the 1930s, thanks to the invention of new chemical methods, it became easy and simple in its use. alike black-and-white photography. The special quality of the infra-red film is due to its property to record what the eye cannot. The infra-red photos are particularly interesting and are counted among the most important instruments of many scientists (e.g. in archaeology, medicine, astronomy). In parallel with their scientific applications, the infra-red films have become especialfy popular among artistic photographers professionals and amateurs as well-, who, by exploiting their unique properties, reveal an entirely different visual reality to the public, creating photographic pictures that cannot be produced using the conventional, ordinary films.

Troas. In search of the Achaean Camp Panayotis Malfas

Where did the battles of the Achaeans and Trojans take place? Was the battlefield of the Trojan War located in the plains lying north of Troy towards the Hellespont where today’s city lies or inland where the geographer Strabo placed it in the 1st century BC? In Strabo’s day, Troy, which went by the name of New Ilion at the time lay so close to the coast that the geographer thought there was insufficient space for a battlefield. It seems however, as recent geological research shows, that the sea had flooded the coast before Strabo’s time and that the landscape had altered more than once since the Trojan war. In 1872 the discovery of Troy was based on the assumption that the site of the battle was a plain, unchanged since the Prehistoric age. However, alluvial river deposits are still to be found far into the coast north of Troy. The purpose of this article is on one hand to show that the geological event that caused the alteration of the landscape is to be found in verses M:13-30 of the Iliad, and on the other hand to prove that the Homeric narration alludes to the seismic event that destroyed Troy VI in 1275 BC.

Necropolises: A Historical Evolution Marilena Mentzini

As a matter of fact there has never been only one treatment of mortality throughout history, since the social, cultural, customary, religious and perceptive way of life, as well as the economic and geographical data of each people, led to a diversified attitude towards death rituals and the choice and planning of burial. Therefore, through a short touring in time and place, a first recording of the evolution of the relation between man and death is attempted, as it is expressed and imprinted in the field of their ultimate co-existence. The anthropologist Clifford Geertz has proved that death practices have always been in direct relation with social life, since death and its ritual do not only reflect social values, but also function as an important power of their formation.

“Marble popular temples of Tinos” by Alekos E. Florakis Alexandra Goulaki-Voutyra, George Karadedos

A book was published in 1996 by the two authors of this article and George Lavva. The book’s title was “Ecclesiastical marble sculpture in the Cyclades from the 16th to the 20th century”. The book in question was the outcome of much research done by an art historian and architects of the University of Thessaloniki who surveyed, studied, photographed and analyzed the construction of ecclesiastical sculptures in more than 140 churches. Then, in 1998 A. Florakis’ book comes out with the title Marble Popular Temples of Tinos. The authors of this article argue that Florakis in full knowledge of their book Ecclesiastical Marble Sculpture in the Cyclades, borrows to a great degree much of the book’s contents and in retrospect dated his own book as published in 1996 and not two years later as is the case.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας Μαρίζα Ντεκάστρο

Η πύλη της Ιστάρ έχει ύψος 14,50 μέτρα. Από αυτήν περνούσε όποιος έμπαινε στην πόλη της Βαβυλώνας. Πρωτεύουσα της Μεσοποταμίας, η Βαβυλώνα ήταν χτισμένη στην όχθη του Ευφράτη. Μπαίνοντας στην πόλη από την πύλη της Ιστάρ, προτού φτάσεις στο παλάτι των βασιλέων, έβλεπες από μακριά τους φημισμένους κρεμαστούς κήπους που λέγεται πως κατασκεύασε η βασίλισσα Σεμίραμη. Θα φανταστούμε ένα μεγάλο κτήριο με ταράτσες σε διαφορετικά επίπεδα, όπου είχαν φυτέψει κάθε λογής δέντρα, λουλούδια και θάμνους μυριστικούς. Οι Μεσοποτάμιοι υδραυλικοί είχαν βρει τρόπους για να ανεβάζουν το νερό του Ευφράτη και να ποτίζουν τους κρεμαστούς κήπους, δροσιστικό όνειρο κάθε ταξιδιώτη που ερχόταν από την καυτή έρημο.

Τεύχος 25, Δεκέμβριος 1987 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Η αγωγή των νέων στη δωρική Κρήτη και Σπάρτη Ανδρέας Παναγόπουλος

Σπαρτιάτισσες που αγωνίζονται. O Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, δύο αντιδημοκρατικοί φιλόσοφοι, είναι οι κυριότερες πηγές μας για την κρητική και τη σπαρτιατική πολιτεία. Δωρικό φαινόμενο αποτελεί η «πολιτεία-στρατόπεδο» με τον ομαδικό τρόπο ζωής και αγωγής που μόνο στόχο είχε τη δημιουργία ανδρείων πολεμιστών. Θεμελιώδεις θεσμοί ήταν τα συσσίτια και τα γυμνάσια (στρατιωτικές ασκήσεις). Οι νέοι ζούσαν σε οργανωμένες ομάδες (αγέλαι στη Σπάρτη, βουαί στην Κρήτη). Η παιδεραστία, απότοκος της ομαδικής ζωής, τίθεται στην υπηρεσία της αγωγής των νέων. Και στις δύο πολιτείες απαγορευόταν η οινοποσία, συμπόσια δεν οργανώνονταν. Στο ίδιο αυστηρό πλαίσιο αγωγής, απαγορευόταν στους νέους η αποδημία, όπως και η κριτική σε νόμους και θεσμούς. Στη Σπάρτη η απαγόρευση αποδημίας συμπληρώνεται με την ξενηλασία. Σε τέτοιες κοινωνίες προφορικότητας, με κύριο μέλημα επιπλέον την ανάπτυξη του σώματος, γράμματα και ποίηση έρχονται δεύτερα: πρωτεύοντα ρόλο στην αγωγή παίζουν η μουσική και ο χορός. Λέγεται ότι πρώτοι οι Κρήτες χόρεψαν ένοπλους χορούς και λάτρευαν τον Δία ως χορευτή. Ο Πλάτωνας διακρίνει τον ένοπλο χορό σε πολεμικό (πυρρίχη), ομαδικό χορό όπως αυτός των Κουρητών, και ειρηνικό (εμμέλεια). Η χρήση της μουσικής δεν απέβλεπε μόνο στην ψυχαγωγία αλλά διευκόλυνε και την εκμάθηση. Με τον ήχο της βάδιζαν στη μάχη οι μεν Λακεδαιμόνιοι με αυλούς, οι δε Κρήτες με λύρες. Κρήτες και Σπαρτιάτες γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Στη Σπάρτη αναγνώριζαν την αξία του Ομήρου τον οποίο οι Κρήτες θεωρούσαν απλά «χαριτωμένο». Στις σχέσεις τους με τη Σπάρτη οφείλουν οι Κρήτες την εξοικείωσή τους με τον Τυρταίο. Ενώ η Κρήτη είχε πρόβλημα υπερπληθυσμού, η Σπάρτη έπασχε από ολιγαριθμία. Το κρατικό μονοπώλιο της αγωγής των νέων άρχιζε από τη γέννησή τους, όταν τα νεογέννητα ελέγχονταν από δημόσια αρχή. Όποιο ήταν κακόμορφο κατέληγε στους Αποθέτες. Από τα επτά τους χρόνια τα παιδιά κατατάσσονταν σε ομάδες, ζούσαν, έπαιζαν και εργάζονταν μαζί. Η υπακοή στον Αρχηγό της ομάδας ήταν άσκηση πειθαρχίας. Όλη η ζωή τους ήταν η σκληρή σωματική άσκηση, η αντοχή στην πείνα και σε δοκιμασίες, όπως το μαστίγωμα στο βωμό της Άρτεμης Ορθίας, η άμιλλα, η εκμάθηση της προγονικής σοφίας σε στίχους ή σε πεζό λόγο. Από την έντονη αθλητική άσκηση δεν εξαιρούνταν τα κορίτσια.

Παιδαγωγική στην αρχαία Ελλάδα Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα

Σκηνή σε σχολείο. Κύλικα του ζωγράφου Δούριδος (480 π.Χ.). Μουσείο Βερολίνου. Με την καθοδήγηση του Βασίλη Μοσκόβη, δεκατρείς φοιτήτριες και φοιτητές μετέφρασαν το Περί παίδων αγωγής του Πλουτάρχου, στο πλαίσιο του μαθήματος «Παιδαγωγική Έρευνα» που διδάχτηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1986-1987. Ο Πλούταρχος ορίζει τους κανόνες της σωστής αγωγής των ελεύθερων και εύπορων παιδιών. Αρχίζει έγκαιρα: ο πατέρας να μην είναι μεθυσμένος την ώρα της σύλληψης, η μάνα να θηλάζει η ίδια το παιδί της. Τρεις είναι οι παράγοντες που εξασφαλίζουν την ενάρετη ζωή: η φυσική προδιάθεση, η λογική (η πνευματική καλλιέργεια) και η συνήθεια (η εξάσκηση). Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στην επιλογή του παιδαγωγού. Το παιδί πρέπει να ακούσει τα εγκύκλια μαθήματα βιαστικά ώστε να αφιερωθεί στη φιλοσοφία. Για τον Πλούταρχο, τέλειος είναι εκείνος που συνδυάζει αρμονικά την πολιτική δραστηριότητα με τη φιλοσοφία. Πολύ σημαντική είναι η άσκηση της μνήμης. Η σωματική ανάπτυξη δεν πρέπει να αμελείται. Τα παιδιά να παρακινούνται στις καλές πράξεις με την πειθώ, γιατί το ξύλο ταιριάζει σε δούλους. Απευθύνονται γενικές οδηγίες προς τους νέους: να μην είναι αντικοινωνικοί, να ζουν συγκρατημένα, να κρατούν τη γλώσσα τους, να στέκονται πάνω από το θυμό τους και να κρατούν καθαρά τα χέρια τους. Οι κόλακες καταδικάζονται. Ως προς την παιδεραστία, οι έρωτες της Θήβας, της Ηλιάδας και της Κρήτης καταδικάζονται, ενώ υμνούνται οι εραστές της ψυχής. Ο Πλούταρχος παραθέτει μια σειρά από αλληγορικές φράσεις του Πυθαγόρα που βοηθούν στην απόκτηση της αρετής. Ο πατέρας οφείλει να είναι πρότυπο μίμησης για το παιδί του.

Πληροφορίες για την εκπαίδευση των νέων στην Αθήνα την κλασική εποχή Κλαίρη Ευστρατίου

Ο Αίσωπος με την αλεπού. Κύλικα του 5ου αι. π.Χ. Οικογενειακή υπόθεση στην Αθήνα, η συστηματική εκπαίδευση των αγοριών ήταν προσιτή μόνο στους πλούσιους. Τα αγόρια πηγαίνουν σχολείο στα επτά. Προηγουμένως έχουν επωφεληθεί, όπως και τα κορίτσια, από την ανεπίσημη εκπαίδευση που παρέχουν η μητέρα και οι τροφοί με τραγούδια, με μύθους από τον Αίσωπο ή με τα κατορθώματα ομηρικών ηρώων. Σημαντικός ήταν ο ρόλος του παιδαγωγού. Τα μαθήματα ήταν τρία: τα γράμματα, που συμπεριλαμβάνουν και την αριθμητική, η μουσική και η γυμναστική στην παλαίστρα για νέους 12–18 χρονών. Η ανάγνωση και η γραφή ήταν απλά το μέσο για την εκμάθηση του Ομήρου. Οι πλουσιότεροι Αθηναίοι παρακολουθούσαν μαθήματα από σοφιστές και επωφελούνταν από τις συζητήσεις μαζί τους στα συμπόσια.

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο Ασπασία Λούβη-Kίζη

Μαθητές και φιλόσοφοι. Χρονογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη (Εθνική Βιβλιοθήκη Μαδρίτης). Η θρησκευτική παιδεία στο Βυζάντιο, οργανωμένη από την Εκκλησία, ήταν σαφώς διαχωρισμένη από την κοσμική παιδεία που στηριζόταν στις κλασικές σπουδές. Σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης υπήρχαν και στις επαρχίες αλλά τα παιδιά της ανώτερης κοινωνικής τάξης είχαν ιδιωτικούς δασκάλους. Στο σχολείο τα παιδιά διδάσκονταν γραμματική, δηλαδή γραφή και ανάγνωση, και αργότερα σύνταξη και εισαγωγή στους κλασικούς συγγραφείς. Στην εφηβεία, διδάσκονταν ρητορική, δηλαδή προφορά, απαγγελία και μελέτη των κλασικών και τέλος φιλοσοφία, επιστήμες και τις τέσσερις τέχνες: αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία. Η κλασική παιδεία απουσιάζει μόνο από τις σχολές των μοναστηριών. Γύρω στον 7ο αιώνα ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη η Πατριαρχική Σχολή με διδασκαλία της βασικής κλασικής παιδείας και των θεολογικών κειμένων. Πλάι στις Σχολές της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας, της Βηρυτού και της Αθήνας, ο Μ. Κωνσταντίνος δημιουργεί στην πρωτεύουσα πανεπιστήμιο που, υπό την αυτοκρατορική αιγίδα, θα λειτουργήσει ως το τέλος της αυτοκρατορίας με διδασκαλία των κλασικών, των επιστημών και της φιλοσοφίας. Ο Ιουστινιανός θα αναπτύξει τη Νομική αναδεικνύοντας το πανεπιστήμιο στο σημαντικότερο κέντρο νομικών σπουδών. Το 856 ο Βάρδας, θείος του Μιχαήλ Γ΄, ιδρύει δεύτερο πανεπιστήμιο στα ανάκτορα της Μαγναύρας το οποίο έκλεισε ο Βασίλειος Β΄. Το 1045 τρίτο πανεπιστήμιο ιδρύεται από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο που επιθυμεί να αναδιοργανώσει τη νομική επιστήμη. Στο μεταξύ, ο Ιωάννης Μαυρόπους έχει ιδρύσει ιδιωτικό σχολείο και, ανάμεσα στους δασκάλους, είναι και ο Μιχαήλ Ψελλός. Ο Κωνσταντίνος θα προσθέσει στο πανεπιστήμιο Σχολή Φιλοσοφίας. Στα χρόνια των Κομνηνών η επίβλεψη των σπουδών περνάει στα χέρια της Εκκλησίας. Όταν το πανεπιστήμιο, ακολουθώντας την πρωτεύουσα, μεταφέρεται στη Νίκαια, ο Ιωάννης Βατάτζης ιδρύει Σχολή Φιλοσοφίας όπου διδάσκει ο Νικηφόρος Βλεμμύδης. Όταν ο Μανουήλ Παλαιολόγος επανακτά την Κωνσταντινούπολη, ψυχή του πανεπιστημίου γίνεται ο Γεώργιος Ακροπολίτης. Την εποχή του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου το πανεπιστήμιο γνωρίζει πραγματική άνθηση και γίνεται το πεδίο εφαρμογής του βυζαντινού ουμανισμού. Το τελευταίο οργανωμένο πανεπιστήμιο πρόσφερε ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425) ονομάζοντάς το «Καθολικόν Μουσείον».

Η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας: τα αναγνωστικά βιβλία στις αρχές του 20ού αιώνα Δήμητρα Μακρυνιώτη

Παπαγιαννάκης, Το Ελληνόπουλο, λάδι σε μουσαμά (Μουσείο Μπενάκη). Με κύριο σημείο αναφοράς το περιεχόμενο των αναγνωστικών βιβλίων της περιόδου 1880-1919, η συγγραφέας εξετάζει πώς δομείται το παρελθόν και πώς ορίζεται η έννοια «πατρίδα» στη διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας. Η διάπλαση της εθνικής ταυτότητας γίνεται επιτακτική σε μια περίοδο όπου κυριαρχούν το όραμα της συνένωσης με τις ακόμη υπόδουλες περιοχές, η θεωρία του Φαλμεράυερ, η αμφισβήτηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας και η προώθηση της Μεγάλης Ιδέας. Η έννοια «πατρίδα» ορίζεται ως προς το χώρο και το χρόνο. Τα σύνορα συμβάλλουν αποφασιστικά στην εξομοίωση όσων βρίσκονται εντός των ορίων της και στη διαφοροποίησή τους από όσους είναι έξω από αυτά. Ωστόσο, η έννοια του εθνικού εδάφους δεν δηλώνει απαραίτητα την πραγματική οριοθέτηση του «ελληνισμού», που ρευστοποιεί τα σύνορα καθώς εκτείνεται σε παρελθόντες χρόνους και σε εδάφη. Το εθνικό έδαφος και η ελληνικότητα μιας περιοχής προσδιορίζονται από την ιστορία, την κοινή γλώσσα, τους προγόνους. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το προσωπικό «δέσιμο» του καθενός με την ιδιαίτερη πατρίδα του, μεγενθύνουν τη φόρτιση του δεσμού με την ευρύτερη πατρίδα. Τα προσωπικά βιώματα παραμερίζονται και προβάλλεται μια διαπροσωπική σχέση: η πατρίδα είναι η μάνα που προσφέρει στα παιδιά της μια κοινή ταυτότητα. Στην ακραία της μορφή, η άρνηση της ατομικότητας είναι ο θάνατος για την πατρίδα. Τον εδαφικό προσδιορισμό της έννοιας «πατρίδα» καθορίζει η συνεχής αναφορά στο παρελθόν που θεσμοθετεί την ιστορική συνέχεια και νομιμοποιεί εδαφικές διεκδικήσεις. Στα περιεχόμενα των Αναγνωστικών, το παρελθόν διαιρείται στις εξής ιστορικές περιόδους: Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 1821 και Νέα Ελλάδα. Το μεγαλείο των αρχαίων προγόνων προβάλλεται ως κληρονομιά. Οι πόλεις της Αθήνας και της Σπάρτης είναι ορόσημα φιλοπατρίας. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλέξανδρου συντελούν στον ορισμό της ελληνικής ταυτότητας μέσα από την απόρριψη της ετερότητας, ενώ η καταγωγή του καλύπτει ιδεολογικά τον Μακεδονικό Αγώνα. Η Βυζαντινή Aυτοκρατορία οριοθετεί τα σύνορα του ελληνισμού, κατοχυρώνοντας και την ελληνικότητα της Μικράς Ασίας, θεσμοθετεί την αλληλεξάρτηση έθνους και ορθοδοξίας και προσφέρει θρύλους που καλλιεργούν προσδοκίες: «πάλι με χρόνους με καιρούς…». Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας τονίζονται οι ταπεινώσεις των υποδούλων και η ωμότητα των κατακτητών, υπηρετώντας έτσι τον αλυτρωτισμό που βρίσκεται στον πυρήνα της Μεγάλης Ιδέας. Η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία διατηρεί το διαχωρισμό «Έλληνες» και «Τούρκοι», ενώ η διαφορά γλώσσας και θρησκείας ενισχύει την ελληνική ταυτότητα. Κάθε αναφορά στο ’21 έχει άμεση κατάληξη στο παρόν καθώς προβάλλει τους ανεκπλήρωτους στόχους και απαιτεί την ολοκλήρωση της αρχικής εξέγερσης.

Τα πρώτα δημοτικά της Aθήνας Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

Κύρια όψη του Παρθεναγωγείου του Πειραιά (Αρχείο Εμπορικής Τραπέζης). Τα τρία σχολεία στην Αθήνα την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ο «Παρθενών» που ίδρυσε η Φιλοθέη Μπενιζέλου τον 16ο αιώνα, η σχολή του ιερομονάχου Γρηγόρη Σωτήρη κοντά στο Κονσέγιο (αρχές 18ου αιώνα) και η περίφημη σχολή Ντέκα (1750). Προσαρμοσμένα στην αλληλοδιδακτική μέθοδο διδασκαλίας, ειδικά κτίρια για τη στοιχειώδη εκπαίδευση εμφανίζονται στις αρχές του 19ου αιώνα, το πρώτο στους Δολούς της Μάνης (1819). Στην Αθήνα η Φιλόμουσος Εταιρεία ιδρύει το πρώτο αλληλοδιδακτικό το 1823. Δάσκαλος είναι ο ιεροδιάκονος Συνέσιος Σμυρναίος. Ο αριθμός των μαθητών αυξάνει ραγδαία. Δεύτερο αλληλοδιδακτικό ιδρύεται με δάσκαλο τον Νεόφυτο Νικητόπλου ή Νικητόπουλο. Το 1831 φθάνουν στην Αθήνα οι Αμερικανοί μισιονάριοι J. King, Robertson και Hill με σκοπό την ίδρυση σχολείων. Τα αλληλοδιδακτικά τους σχολεία, ιδιωτικά και φιλανθρωπικά, παρείχαν δωρεάν φοίτηση. Το 1834, οι μεγαλοαστικές αθηναϊκές οικογένειες πείθουν την Francis Hill να ιδρύσει ανώτερο παρθεναγωγείο με δίδακτρα για τη μέση εκπαίδευση των κοριτσιών. Όπως και το σχολείο της για τα άπορα κορίτσια, το σχολείο αρρένων του Δ. Σουρμελή και το οικοτροφείο της Γαλλίδας παιδαγωγού Βαλμεράνζ, ανήκουν και αυτά στο χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το 1834 καθιερώνεται η υποχρεωτική φοίτηση παιδιών 5-12 ετών σε σχολεία που κτίζονται και συντηρούνται με ευθύνη των δήμων (εξ ου και δημοτικά). Ο αλληλοδιδακτικός οδηγός του Ι. Κοκκώνη παρέχει τις κτιριολογικές οδηγίες. Το 1835, ο Δήμαρχος Αθηναίων Ανάργυρος Πετράκης, έχοντας εξασφαλίσει εκκλησόπεδο στην οδό Αθηνάς, αναθέτει στον αρχιτέκτονα του Δήμου Stauffert να σχεδιάσει το δημοτικό. Αν και η χωροθέτηση και η μορφολογία του κτιρίου δεν ήταν οι ενδεδειγμένες, το σχολείο υπήρξε το μοναδικό δημοτικό της Αθήνας για πάνω από 30 χρόνια και, από τον πρώτο του δάσκαλο, ονομάστηκε «Σχολή Καραμάνου». Στα επόμενα χρόνια η συνδιδακτική κερδίζει έδαφος και τα διδακτήρια προσαρμόζονται. Το 1871 ο Δήμος Αθηναίων κτίζει το δεύτερο δημοτικό στο Μαρούσι, πιθανόν με κάποιον από τους δύο μηχανικούς του, τον Ν. Λύσιππο και τον Ι. Γενισαρλή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870, το ερβαρτιανό εκπαιδευτικό σύστημα αποκτά συνεχώς οπαδούς. Ο Σύλλογος προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων στέλνει στη Γερμανία τρεις υπότροφους εκπαιδευτικούς, τον Σπ. Μωραΐτη, τον Χαρίσιο Παπαμάρκο και τον Παν. Οικονόμου. Το δημοτικό που κτίζει τώρα ο Δήμος της Αθήνας, η Δημοτική Σχολή της οδού Αδριανού σε σχέδια του Παναγή Κάλκου, επιχειρεί να εκφράσει το νέο σύστημα. Κατώτερο από μορφολογική άποψη αλλά με παρόμοια κάτοψη είναι το σύγχρονό του δεύτερο Παρθεναγωγείο Πειραιά (1876) που ιδρύει ο Ιάκωβος Ράλλης.

Το ελληνικό εκπαιδευτήριο του Γρ. Γ. Παπαδόπουλου Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

Οικία Γ. Γενναδίου (1845- κατεδ. 1980), φωτογραφία 1930-40 (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη). Το νεοκλασικό κτίριο στη γωνία των οδών Ακαδημίας και Σίνα που πήρε το όνομα του Κωστή Παλαμά είχε στεγάσει το ιδιωτικό σχολείο με την επωνυμία «Ελληνικόν εκπαιδευτήριον» (1849-1870), που ίδρυσε Γρηγόριος Γ. Παπαδόπουλος. Ο Γρ. Παπαδόπουλος (1818-1873), σημαντική προσωπικότητα στο χώρο της παιδείας, υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του «Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων» και συντέλεσε στη σύσταση του Ωδείου και στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1870. Ιδιαίτερα τον απασχόλησε η μόρφωση των γυναικών. Δική του ήταν η ιδέα της ίδρυσης του «Συλλόγου Ελληνίδων Γυναικών» και του «Εργαστηρίου των Απόρων Γυναικών». Συνέταξε ο ίδιος ή βελτίωσε τα προγράμματα του διδασκαλείου, του Αρσακείου, του Πολυτεχνείου, του Ελληνικού Παρθεναγωγείου, του Αμαλιείου και του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα. Με τους γοργούς ρυθμούς αύξησης του αθηναϊκού πληθυσμού, με την άφιξη παιδιών από επαρχίες ή την ομογένεια, το πρόβλημα της στέγασης των μαθητών είχε γίνει οξύ. Οι Αθηναίοι κάθε κοινωνικής τάξης δεν καταδέχονταν να πάρουν οικότροφους. Το «Παιδαγωγείον» που έκτισε ο γυμνασιάρχης Αθηνών Γ. Γεννάδιος το 1845 δεν συγκέντρωσε αρκετούς μαθητές ώστε να λειτουργήσει. Το κτίριο του Εκπαιδευτηρίου ήταν το πρώτο που κτίστηκε στην Αθήνα ειδικά για να στεγάσει ίδρυμα μέσης εκπαίδευσης, αφού το Βαρβάκειο του αρχιτέκτονα Παν. Κάλκου ολοκληρώθηκε το 1859. Τα δύο γυμνάσια της Αθήνας και τα άλλα στην υπόλοιπη Ελλάδα στεγάζονταν σε νοικιασμένα κτίρια. Μονάχα στην Ερμούπολη είχε κτιστεί το 1834 ειδικό κτίριο σε σχέδια του Erlacher. Φευγαλέα αναφορά του Φ. Δραγούμη στο κτίριο του Ελληνικού Εκπαιδευτηρίου αποδίδει την πατρότητά του στον Σταμάτη Κλεάνθη. Η συγγραφέας αναγνωρίζει πράγματι τον αρχιτέκτονα στον πρώιμο γερμανικό νεοκλασικισμό της όψης, στη λιτότητα, στην οργάνωση του κτιρίου.

Άλλα θέματα: Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής αρχαιολογίας Βασίλειος Πετράκος

Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (1778-1849), πρώτος πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Το 1829, ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Καποδίστριας διορίζει τον Ανδρέα Μουστοξύδη διευθυντή ενός ανύπαρκτου Εθνικού Μουσείου με σκόρπιες αρχαιότητες που φιλοξενούνταν στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Τον Μουστοξύδη θα αντικαταστήσει ο ζωγράφος Αθανάσιος Ιατρίδης. Το 1834 στην Αθήνα, ο Ιατρίδης γίνεται βοηθός του πρώτου Έλληνα έφορου αρχαιοτήτων, Κυριάκου Πιττάκη. Με νόμο του 1834, που εκπονήθηκε από Βαυαρούς βάσει της νομοθεσίας του Παπικού Κράτους για τα αρχαία της Ρώμης, γεννιέται η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Προϊστάμενος διορίζεται ο Βαυαρός αρχιτέκτων Βάισενμπεργκ. Θα τον αντικαταστήσει ο Ρος με υφισταμένους τον Πιττάκη και τον Ιατρίδη. Το εμβληματικό μνημείο της Ακρόπολης περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τον Μάρτιο του 1835. Ο Πιττάκης συγκεντρώνει με έρανο τα χρήματα για την πρώτη ανασκαφή τον Απρίλιο του 1833. Τη διαμόρφωση του Ιερού Βράχου επηρέασε ο αρχιτέκτονας Leo von Klenze που υπέδειξε στο βασιλιά την κατεδάφιση μεσαιωνικών και τουρκικών κτισμάτων, την αναστήλωση του Παρθενώνα και την ίδρυση μουσείου πάνω στην Ακρόπολη. Ο Ρος, ο Eduard Schaubert και ο Hansen ανέλαβαν την αναστήλωση του ναού της Αθηνάς Νίκης. Το 1835 ο Ρος καθιερώνει τα πρώτα εισιτήρια εισόδου στην Ακρόπολη. Την ίδια χρονιά, εκδίδεται το τετράτομο έργο του William Martin Leake, Travels in Northern Greece. Το 1836, με την παραίτηση του Ρος από τη θέση του Γενικού Εφόρου, σβήνει η ευρωπαϊκή αυγή της ελληνικής αρχαιολογίας. Τον Ρος διαδέχεται ο Πιττάκης, «ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος». Στις 6 Ιανουαρίου 1837 ιδρύεται η Αρχαιολογική Εταιρεία. Τον Οκτώβριο του 1837 κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος της Εφημερίδος Αρχαιολογικής. Στο πρώτο μουσείο της (1847), η Αρχαιολογική Εταιρεία τοποθετεί τα εκμαγεία των μαρμάρων του Παρθενώνα που ήρθαν από την Αγγλία έχοντας έτσι «αντί της αληθείας τουλάχιστον τας σκιάς». Ενώ από το 1845 αρχιτέκτονες της Σχολής της Ρώμης έρχονταν στην Αθήνα, αξιόλογα ελληνικά αρχαιολογικά σχέδια έφτιαξε πρώτος ο αρχιτέκτονας Παναγής Κάλκος με αφορμή συλλογική έκθεση για το Ερέχθειο (1853). Από τα μέσα του αιώνα αρχίζει η ίδρυση των ξένων αρχαιολογικών σχολών με πρώτη τη γαλλική. Τον Πιττάκη διαδέχεται ο Παναγιώτης Ευστρατιάδης που, το 1866, προσλαμβάνει ως βοηθό τον Παναγιώτη Σταματάκη. Η αποκαλούμενη «ηρωική εποχή της ελληνικής αρχαιολογίας» λήγει με το θάνατο του Σταματάκη το 1885. Με τον Κουμανούδη γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1859) αρχίζει η άνοιξη της ελληνικής αρχαιολογίας που συγκεντρώνει ανθρώπους νέους, σπουδαγμένους, γλωσσομαθείς, στραμμένους προς την Ευρώπη.

Ο ζωγράφος Iωάννης Kορνάρος και η σχολή του Σοφοκλής Σοφοκλέους

Η Υψηλοτέρα των Ουρανών (1853), εικόνα της σχολής Κορνάρου. Κελλάκι, ναός Αγ. Γεωργίου. Ο Κορνάρος γεννήθηκε το 1745 στην Κρήτη. Πριν από το 1775 φθάνει στη μονή Σινά. Η άφιξή του στην Κύπρο τοποθετείται ανάμεσα στο 1785 και το 1789. Εδώ, φιλοτέχνησε κυρίως εικόνες αλλά και αργυροεπίχρυσα επικαλύμματα εικόνων, τοιχογραφίες και χαλκογραφήματα. Η ιδιάζουσα τεχνοτροπία του καλλιτέχνη διαδόθηκε με ταχύ ρυθμό σε όλο το νησί παραμερίζοντας τη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Η εν είδει χαλκογραφίας μικρογραφική του δουλειά αποκαλύπτεται θριαμβευτικά στην εικόνα της Παναγίας Ελεούσης του Κύκκου. Με επιχρυσωμένο φύλλο ασημιού, έκτυπο και εγχάρακτο, με τα πρόσωπα των μορφών ζωγραφισμένα πάνω στο μέταλλο, ο Κορνάρος κάλυπτε παλαιότερες εικόνες, συνήθως ένθρονης βρεφοκρατούσας Παναγίας, δημιουργώντας μια εικονογραφική παράσταση δικής του έμπνευσης. Ήταν όμως και χαράκτης. Οι δύο χάλκινες πλάκες που φιλοτέχνησε εκτυπώθηκαν επανειλημμένα σε χαρτί και ύφασμα. Η προτομή της Παναγίας Μακεδονίτισσας Βρεφοκρατούσας στην ομώνυμη μονή στη Λευκωσία είναι η μόνη ενυπόγραφη τοιχογραφία του Κορνάρου που βρίσκεται στην Κύπρο. Η τεχνοτροπία του Κορνάρου εκπηγάζει από την κρητική σχολή (τέλη 15ου-τέλη 17ου αιώνα). Τα πρώιμα έργα του στην Κρήτη και τα όψιμα κυπριακά του έργα έχουν κοινή την περίπλοκη δομή της εικονογραφικής σύνθεσης. Στα όψιμα έργα επικρατεί η καμπύλη και ελικοειδής γραμμή, οι φωτοσκιάσεις, τα οβάλ πρόσωπα. Τάσεις μπαρόκ χαρακτηρίζουν έργα όπου συνδυάζονται η πλαστικότητα των μορφών και ασκητικές μορφές σε ρεαλιστική απόδοση. Τα στρογγυλά, εύσαρκα πρόσωπα με μεγάλα μάγουλα και καμαρωτά φρύδια και οι εξωπραγματικές πτυχώσεις των ενδυμάτων, η πλούσια εναλλαγή των χρωμάτων του είναι από τα χαρακτηριστικά που θα αντιγράψουν οι συνεχιστές του. Τέλος, στα μοτίβα που περιβάλλουν τις εικόνες διακρίνεται η συγχώνευση της χαρακτικής με τη ζωγραφική, τέχνες που και στις δυο ο Κορνάρος ήταν μεγάλος μάστορας. Οι τελευταίες αναλαμπές του έργου του Κορνάρου σβήνουν στο τέλος του 19ου αιώνα με την επικράτηση του ρεαλισμού.

Η παράμετρος της φυλετικής ανισότητας στην οργάνωση και παραγωγή των σύγχρονων πόλεων Σάσα Λαδά

Είναι 10 το πρωί: όλοι εν δράσει! Αναζητώντας τις διάφορες μορφές με τις οποίες παράγεται η εξουσία, διαπιστώνουμε ότι στην οργάνωσή του ο χώρος της πόλης έχει αφομοιώσει μια σειρά παραδοχές για το ρόλο των γυναικών. Οι παραδοχές αυτές δεν έχουν αλλάξει από τη βιομηχανική επανάσταση. Η διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα έχει και μια χωρική διάσταση. Η πόλη παίρνει ελάχιστα υπ' όψη της τη μεταβαλλόμενη θέση των γυναικών στην κοινωνία, ενώ η διαίρεση του χώρου σε δημόσιο και ιδιωτικό αναπαράγει τα φυλετικά στερεότυπα. Ο ιδιωτικός χώρος συνιστά ένα προνομιακό πεδίο για τη μελέτη της σχέσης «γυναίκα–χώρος». Η εξέλιξη προς την πυρηνική οικογένεια που αρχίζει με τη γέννηση του καπιταλισμού τον 17ο και 18ο αιώνα γενικεύεται στη διάρκεια του 19ου και του 20ού. Η έννοια του «συνολικού σπιτιού» σβήνει για να ανατείλει η κατάσταση της «συνολικής νοικοκυράς» και, παράλληλα, η ζήτηση για μικρά διαμερίσματα. Μελέτες αναφέρουν ότι η οργάνωση και η μορφή της πόλης ενισχύει την υποδεέστερη θέση των γυναικών, νομιμοποιεί τις αντιθέσεις σε βάρος τους και τις αποκλείει από την ιδιοποίηση του χώρου, δημιουργώντας μια σειρά από «απαγορευτικά σήματα». Η κριτική που εκφράζεται μέσα από τη φεμινιστική οπτική οφείλει να συντεθεί με τις συζητήσεις των αρχιτεκτόνων για τη σημερινή κρίση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.

Το εθνικό μουσείο λαϊκής τέχνης και παράδοσης της Γαλλίας, ATP Αίγλη Μπρούσκου, Ανδρομάχη Οικονόμου

Σχεδιάγραμμα του Εθνικού Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης (ΑΤΡ). Στο ΑΤΡ συνυπάρχουν ένα υποδειγματικό μουσείο και ένα ερευνητικό κέντρο, συνδυασμός που λείπει από την Ελλάδα. Ο ιδρυτής του Μουσείου G.-H. Rivière είναι εκείνος που οραματίστηκε και το Κέντρο Γαλλικής Εθνολογίας, που ανήκει στη Διεύθυνση Μουσείων της Γαλλίας και στο Εθνικό της Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (C.N.R.S.). Το δωδεκαώροφο κτίριο του Μουσείου στεγάζει τα εργαστήρια και τους επιστημονικούς του χώρους. Σε οριζόντιο άξονα και σε έκταση 6.000 τ.μ., στο ισόγειο και το υπόγειο, βρίσκονται οι εκθεσιακοί χώροι. Αρχιτέκτονας ήταν ο Dubuisson, ενώ ο Claude Lévi-Strauss συνεργάστηκε στο θεωρητικό σχήμα. Τον παιδαγωγικό ρόλο του μουσείου υπηρετούν ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Η Πολιτιστική του Γκαλερί, που αντανακλά τη στρουκτουραλιστική προσέγγιση του μεγάλου εθνολόγου, απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Η Επιστημονική Γκαλερί, οργανωμένη κατά τρόπο «κλασικό», απευθύνεται στους ειδικούς.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Τμήμα του οχυρωματικού τείχους της αρχαίας πόλης του Γαλαξιδιού. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Και πάλι φέτος στο Πανόραμα, σεμινάρια, ταξίδια και εκπαιδευτικά προγράμματα με ξεναγήσεις – Η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή χορηγεί σε Έλληνες και Κύπριους πτυχιούχους υποτροφία ℒ400 το μήνα για φοίτηση έως τρεις μήνες σε Πανεπιστήμιο ή Μουσείο της Αγγλίας – Το Ωδείο «Νίκος Σκαλκώτας» εισάγει τη διδασκαλία παραδοσιακών μουσικών οργάνων από γνωστούς μουσικούς

Συνέδρια

Στη Νίσυρο έγινε φέτος (23-27 Αυγούστου) το Ε’ Πολιτιστικό Συμπόσιο Δωδεκανήσου – «Το προϊστορικό Αιγαίο και οι σχέσεις με τις γύρω περιοχές» ήταν το θέμα του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Προϊστορικού Αιγαίου που έγινε στην Αθήνα (30 Αυγούστου–5 Σεπτεμβρίου) – Στο εκθεσιακό κέντρο της Villette στο Παρίσι πραγματοποιήθηκε (5-12 Ιουλίου) η ετήσια σύνοδος της Επιτροπής Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (CECA) του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM)

Εκθέσεις

Στο Amsterdam, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1987, ταξίδεψε η έκθεση «Ελλάδα και Θάλασσα» - «Η ανατίναξη του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι» είναι το θέμα έκθεσης που άνοιξε στις 28-9-1987 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη

Μουσεία

Ως παράρτημα του μελλοντικού Μουσείου Ακροπόλεως, το κτήριο Weiler στο χώρο του στρατοπέδου Μακρυγιάννη θα στεγάσει αντίγραφα των μαρμάρων του Παρθενώνα, ξενιτεμένα και μη, και την ιστορία τόσο των καταστροφών όσο και των αναστηλώσεων των μνημείων

Βιβλία

Λήδα Κροντηρά, Πρώτη γνωριμία με την Κρήτη του Μίνωα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987 – Αικ. Κουμαριανού – Λουκ. Δρούλια, Evro Layton, Το ελληνικό βιβλίο, 1476-1830, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1987 – Χαρούλα Σταματοπούλου, Ζαγόρι, Μέλισσα, Αθήνα 1987 – Sinclair Hood, Οι τέχνες στην προϊστορική Ελλάδα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1987

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf. Σ. Χαραλάμπους και Χ.Θ. Μιχαήλ, «Νέα μέθοδος χρονολόγησης κεραμεικών με θερμοφωταύγεια», Nuclear Instruments and Methods 137 (1976), σελ. 565-567 - X.Θ. Μιχαήλ και Π.Δ. Ανδρόνικος, «Προβλήματα που αντιμετωπίσθηκαν στη νέα μέθοδο μέτρησης του ρυθμού δόσης (μέθοδος του εγκλείστου)», Nuclear TRACKS 1985, τόμ. 10, σελ. 631-637 - Ν. Ζουριδάκης, J.F. Sallieges, A. Person, Σ. Φιλιππάκης, «Χρονολόγηση κονιαμάτων από αρχαία ελληνικά ανάκτορα με τη μέθοδο ραδιενεργού άνθρακα», Archaeometry, τχ. 29/1 (1987)

English summaries: The education of youths in Doric Crete and Sparta Andreas Panagopoulos

The education of youths in Athens and Ionia in the classical age had as its final goal the harmonic development of body and mind, by cultivating equally athletics and knowledge. This approach was in accordance with the instructions of the intellectuals and mirrored the prevailing democratic ideology. The Cretans and the Spartan Dorians, on the contrary, without being illiterate, held athletics in first priority and especially army manoeuvers and training in arms.. The Doric world, having as supreme ideal the "νικάν εν πολέμω" ( war victory) began with war, evolved through war and terminated in war. Their state was a vast camp that had messes and military training and expeditions as typical characteristics. The Cretans and Spartans of the classic period ruled by aristocracy or oligarchy and kingship, respectively, were closed societies of oral rather than written communication; they rejoiced more on valour in the field of battle than in virtue or justice and this natural choice provoked the criticism of the two major classic philosophers Plato and Aristotle, who otherwise, conservative as they both were, admired and praised the Cretans and Spartans.

Education of children in ancient Greece Jela Varnava-Skoura

Under the supervision of Vassilis Moskovis thirteen students of either sex translated Plutarch’s book “Concerning the education of children”. This project was related to “Paedagogical Research”, a lesson taught at the Paedagogical Department of Primary Education, Athens University, during 1986 and 1987. Plutarch defines the rules for the proper upbringing of free and well-to-do children. He begins, opportunely as follows: The father must not be drunk at the time of conception, and the mother should breastfeed her baby herself. Three factors ensure a virtuous life: A natural predisposition (towards such a life), logic (cultivating the intellect) and habit (training). Great attention is given to the choice of teacher. The child should get through his general education rapidly, in order to then devote himself to philosophy. In Plutarch’s eyes, he who harmoniously combines an engagement in politics alongside philosophy, achieves perfection. The training of memory is very important. Physical development should not be neglected. Children should be encouraged to do good deeds through persuasion because corporal punishment is only fit for slaves. General instructions are given to the young. They should not be antisocial, they should live modestly, hold their tongues, master their anger and keep their hands clean. Flatterers are condemned. As for pederasty,the lovers of Theba, Iliada and Crete are condemned, while lovers of the soul are praised. Plutarch includes a series of allegorical phrases by Pythagoras that help achieve virtue. A father is obliged to be an example to his child.

The education of youths in classical Athens Clairie Eustratiou

Education and training both in prehistoric and Homeric Greek society are synonymous with work and dexterity. They presuppose physical, mental and psychological maturity and characterize the action and attitude of man in all the expressions of his life. For the prehistoric human being education entailed the application and improvement of gained knowledge - with the help of experience - for handling the environment so as to create the best living conditions. For youths in antiquity all activities concerning the management of the house and property and which were handed down by adults were the only education available, since life concentrated entirely on the family-race. From the eighth century BC on, family ties start loosening. The economy breaks its family boundaries and becomes urban, while the "city" is gradually transformed into a"state". Education starts to obtain a definite character and to train citizens for their participation in public affairs. By the end of the sixth century the nature of the youths' education has become clear. It is destined only for boys who escorted by their paedagogue go to school and the palaestra in order to be taught letters, music and gymnastics. The education is private and aims to train and prepare the youths for the public life. The education of the girls is relevant to their activities in the home and prepares them for the life of mature, responsible women and is achieved through certain procedures related to religious life.

Education in Byzantium Aspasia Louvi-Kizi

The Byzantines inherited from the classical world a deep respect for learning and a high appreciation for the spiritual civilization of the ancient Greeks. Therefore, it is almost certain that the public schools operated without interruption from the Roman period to the Fall of the Byzantine Empire. The theocratic character of the political, cultural, social and ideological structure and thought of the Byzantine Empire supplies an incomplete knowledge of the secular life in Byzantium. Through this basic concept the scholars are inevitably led only to the religious aspects of Byzantine history and art. It is not accidental that most information on education, available so far, refers to advanced studies, which are connected with the life and work of eminent Church personalities. Our knowledge of basic education is comparatively limited. Elementary schools operated not only in the capital but also in the province. However, children of high society had their private tutors as in ancient Greece and Rome. The number of schools and the percentage of the attending children remain subjects of research since both vary according to geographic areas and periods in time and are relevant to the large percentage of illiterates in Byzantium. The elementary curriculum included grammar, that is writing and reading, as well as syntaxis and introduction to the classic authors, while rhetoric was taught in the secondary curriculum , that is, pronounciation, reciting and the study of the classics. The third level of education concentrated on philosophy, the sciences and the four arts of arithmetics, geometry, music and astronomy. Thus, it becomes obvious that the classical education was fundamental to the schooling system of the Byzantines and it is significant that the classic works have been preserved in the Byzantine scriptoria where educated copyists reproduced manuscripts of ancient texts It seems that the secular education, organized by the state, was clearly separated from the religious education for which the Church held the entire responsibility. The University of Constantinople was under the auspices of the emperor and remained active from the fourth to the fifteenth century. The major subjects taught there were classic literature, science and philosophy, but not theology. The latter was included in the curriculum of the Patriarchic School, probably founded in the seventh century in the Byzantine capital, where attendants were clergymen and theologians. Minor schools educating the monks were located in many monasteries.

The formation of the national identity Dimitra Makrynioti

The love of one' s own country, the obligations of the civilian and soldier towards it, as well as the knowledge of its historic past, are the main axes on which each state invests ideologically in order to justify its existance in the consciousness of its citizens. In the pursuit of creation and reinforcement of the national identity and consciousness childhood attracts the most attention. The education of each new generation of citizens according to the ethnic ideals and the lessons of the glorious past is the first important step towards the creation of an ethnic identity. Consequently, children are conceived as the future generation of civilians and soldiers and childhood is defined as the age category,where proper education makes the child aware aware of its presence and obligations in the specific place and time, to keep alive the memories from the past and to fight for the realization of the national visions. The procedure of developing a national identity and the attention paid to it are closely connected with the social, political and ideological circumstances prevailing in a country during a certain period. In Greece, the first decades of the twentieth century display such circumstances, which set the problem of national identity as a focal point of political, social and ideological interest.

The first primary schools in Athens Maro Kardamitsi-Adami

The eagerness for learning and education, typical of the Greek people, remained steady throughout the dark years of Turkish occupation. Therefore, it is not surprising that the Athenians, even in slavery, tried to found and maintain their own schools. The levels of education were three, the first, "the common schools", provided elementary knowledge, the second, the "hellenicon",where Greek education and culture were taught and at the third level philosophy and science were taught. The second level usually functioned as a prerequisite of the third and was not so much connected with the first. The "common schools" were housed, as a rule, in the narthex of churches or in monasteries, since the teachers were in their majority clergymen, or even in the house of the teacher, if he was a layman. The schools of the upper level were originally housed in monasteries. The coenobitic character of education was also well known both in the West and the East. Therefore, the first building units erected to house educational institutions of the middle and upper level were generally ruled by the same principles. Their plan was a large closed rectangle for the bigger institutions, while the smaller ones followed a n or a Γ plan. Three such schools operated in Athens. The "Parthenon", a girls' school, founded by Philothei Benizelou in the sixteenth century; the school of the monk Gregory Sotiris founded in the early eighteenth century and the famous Deka school, founded in 1750. It was only in the beginning of the nineteenth century that the first edifices purposed for elementary education were built. Their plan and layout served a specific teaching method, that of inter-didactics. The first school applying this approach was instituted in Doli, Mani. while the first in Athens was founded by the Philomousos Society in 1823. More schools were built later, the best as regards architecture being the one designed by the municipal architect Stauffert, that started operating in the fall of 1840. The second municipal school, built in 1871, followed Stauffert' s architectural principles and was located in Marousi. The new building purposed to house a primary school and financed by Athens' Municipality in 1875-76, was probably the first architecture trying to express the new educational concept. The school, located in Adrianou Street, was founded in 1874 and was built according to the plans of the well known architect Panagis Kalkos. A similar plan also displayed its contemporary second girls' school in Piraeus, which was founded by lakovos Rallis in 1876 in the Hydraic sector. The architecture of this building was, hovewer, less successful as regards its morphology, than the school of Adrianou Street. These three aforementioned schools or rather the first two, since the third does not essentially belongs to Athens, were the only buildings especially planned and erected to house public schools of primary education in the Greek capital during the nineteenth century. Only one building, the Varvakeion Lyceum, was built in Athens (1857-59) to house a school of secondary education. Built according to the plans of Panagis Kalkos it represented one of the best examples of the Greek classicism. Other buildings serving the needs of secondary education belonged to the private sector. For almost an entire century (1840-1926) the capital of Greece possessed only two buildings purposely erected as primary schools. All the other schools were housed either in rented or donated buildings, which, however, could hardly, if at all, cover the basic needs of a proper education.

The Greek Institute of Gr. G. Papadopoulos Maro Kardamitsi-Adami

A few months ago the neoclassical building of Athens University on the corner of Academias and Sina Streets was opened to the public. The entire work of its restoration was commissioned to the member of Athens Academy, Professor Solon Kydoniatis by the University Senate. After the decision of the University Rector, the building was dedicated to the great poet Kostis Palamas. Although the homage and respect owed to the memory of our national poet is undeniable, it could be probably a better idea for this building to preserve the name of its founder. Gregorios G. Papadopoulos. Gregorios Papadopoulos (1818-1873), an eminent personality in the field of education, completed his studies in France and came to Greece in 1844 after an invitation by A. Mavrokordatos. He was appointed teacher in the Gymnasium of Athens, while at the same time he lectured on Art History at the Athens Polytechnic. He had already become a member of the Archaeological Society of Rome and the Academy of History and Archaeology of South Russia. He sojourned in Patras for a short period of time in order to organize there the local highschool. After his return to Athens he founded in 1849 the "Greek Institute", while at the same time he kept up with his lectures in Athens Polytechnic. A founding member of the "Association for the Expansion of the Greek Letters" he also contributed to the institution of the National Conservatory and the organization of the Olympic Games of 1870. He was especially concerned with the education of the Greek woman, therefore he took the initiative for the institution of the "Association of Greek Women" and the "Workshop of the Indigent Women". The improvement of the curriculum at the Teachers' College, Arsakeion, Polytechnic, Greek Parthenagogeion. Amaleion and the Chatzikosta Orpanage was the product of his mind. In 1870 Papadopoulos was appointed head of a department tn the Ministry of External Affairs and a little later he left for Thessaloniki in order to coordinate there the consuls of Macedonia and Thrace. His positive role and contribution to this period so important to Northern Greece, was substantial. Being in Thessaloniki, he suffered a severe attack of bronchitis and died in 1873. The Greek Institute (1849-1870) was the first edifice built in Athens, since the foundation of the Greek State, with the sole purpose of housing an educational institution. The two highschools in Athens were housed in rented buildings. The Varvakeion highschool, designed by the architect P. Kalkos, was founded one year later than the Greek Institute, in 1857, and was finished in 1859. All over Greece the highschools were housed in rented buildings with the single exception of the Hermoupolis highschool, on Syros island, built in 1834 according to the plans of the architect Erlacher. Therefore, the architect responsible for the plans of the Greek Institute did not have any existing model to follow. The layout and organization of the plan, section and facade of the Institute point out clearly that their designer was a civil engineer. Thus, we can accept as valid the information supplied by Th. Dragoumis that Stamatis Kleanthis was the creator of this building.

The early years of Greek archaeology Vasileios Petrakos

The ancient monuments of Greece have served to the modern Greek state as an excellent source for the expression of its ideology. This concept, as well as the Greeks' belief that the antique monuments were a venerated heritage, led to the foundation of an archaeological service and of a national museum on Aegina island, soon after the establishment of the Greek state. This first archaeological service, originally staffed with Independence fighters and philhellenic scientists succeeded in overcoming the post war chaos and with the help of the Archaeological Society to reach its goal, that of rescuing and restoring the antiquities and to organize a most efficient service, which, in spite of the political and financial obstacles, laid the foundations of contemporary Greek archaeology.

The painter loannis Kornaros and his school Sophocles Sophocleous

loannis Kornaros was a Cretan painter who settled in Cyprus during the late eighteenth and early nineteenth century. He created many works in his own typical style and strongly influenced Cypriot hagiography, thus contributing to the termination of the post-Byzantine tradition of the island. The artist was born in 1745 on Crete, however, his exact birthplace, Sitia or Mylopotamos, is a matter of argument. The date of his birth is concluded from the historic inscription on the oldest known portable icon ascribed to him that is safely kept in the Akroteriani Monastery (Toplou) in Sitia district. The inscription gives as date of execution the year 1770 and mentions that Kornaros was twenty five years old when he painted this icon In 1775 or a little earlier the painter visited the St. Catherine's Monastery on Sinai. Kornaros and Cyprus : Kornaros painted most of his works on Cyprus and all belong to the mature, late phase of his artistic activity. He came to the island when the Archbishop was Chrysanthos. His arrival can be placed between 1787 and 1789, however the exact date cannot be defined, since it depends on the date of his departure from Sinai, a matter which also remains uncertain, as well as on his probable sojourn in Alexandria where some of his works still exist. The influence of his style was so strong that it progressively prevailed throughout Cyprus, on the one hand creating a "school' and on the other contributing to the replacement of the post-Byzantine tradition of painting. The great impact Kornaros' style had on the religious art of the island was mainly due to the decay of post-Byzantine hagiography in eighteenth century Cyprus and to the inflow of Western artistic tendencies as a result of which the hagiographers, clergy and believers were searching and longing for something new and fresh, which they easily discovered in Kornaros' painting. The "school" of Kornaros continued to exist and develop in the nineteenth century, sometimes pure, sometimes mixed with other tendencies and artistic currents. It was nol before the end of the century that a new realistic and powerful style completely replaced from Cyprus the hagiographic school of the immigrant artist.

Gender inequality in the organization and production of modern cities Sasa Lada

As we explore the different forms taken on by authority, we realize that, while organizing itself, the city has absorbed and acknowledged the different roles played by its women. These ways of acknowledging women have not changed since the Industrial Revolution. Discrimination between the sexes has taken on a spatial-related dimension. The city barely takes into account women’s changing place in society, while its definition of space as public or private has reproduced gender stereotypes. Private space lends itself to the study of the link existing between woman and space. The evolution of the nuclear family beginning with the birth of capitalism in the 17th and 18th century, grew during the 19th and 20th century. The notion of a “Total House” gives way to the rise of the notion of the “Total Housewife” and simultaneously to the rise in demand for such apartments. Studies mention that the organization and form of the city reinforces women’s inferior position, condones unfavourable contrasts and excludes them from appropriating space, thus creating a series of “Signals of Prohibition”. Arguments made from a feministic point of view need to be linked to the discussions made by architects concerning the crisis in the architecture of today.

ATP- The French national museum of popular art and tradition Egli Brouskou, Andromache Economou

The ATP combines an exemplary museum with a research centre. Such a concept of a museum is lacking in Greece. The museum’s founder G.H. Riviere was the one to also envisage the French Centre of Ethnology which is part of the Management of French Museums and the National Centre for Scientific Research. The twelve storey museum building houses the laboratories and the space devoted to scientific research. The exhibition space covers 6000 square metres on a horizontal axis and is situated on the ground floor and in the basement. The museum’s architect is Debuison, and the great ethnologist Claude Levi-Strauss collaborated on a theoretical level. Special programmes support the museum’s educational function. Its Cultural Gallery reflecting Claude Levi-Stauss’s structuralistic approach, addresses the general public. The Scientific Gallery, organized in a “classical” manner addresses the specialists.

Τεύχος 73, Δεκέμβριος 1999 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Τεχνολογία και μαγεία Alfred Gell

Βοσκός της φυλής Nuer (Ανατολική Αφρική) που αρμέγει την ανήσυχη αγελάδα του (περ. 1939). Ο συγγραφέας παρουσιάζει ένα ταξινομικό σχήμα των τεχνολογικών ικανοτήτων του ανθρώπου, που χωρίζεται σε τρία κύρια συστήματα: στην τεχνολογία της παραγωγής, στην τεχνολογία της αναπαραγωγής και στην τεχνολογία της γοητείας. Η Τεχνολογία της Παραγωγής περιλαμβάνει την κοινώς νοούμενη τεχνολογία, δηλαδή τους πλάγιους τρόπους για την εξασφάλιση των «πραγμάτων» που θεωρούνται αναγκαία: τροφή, στέγη, ενδυμασία, κατασκευάσματα παντός είδους. Στο σύστημα αυτό συμπεριλαμβάνεται η παραγωγή σημάτων, δηλαδή η επικοινωνία. Η Τεχνολογία της Αναπαραγωγής είναι σύστημα πιο αμφιλεγόμενο, επειδή περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος αυτού που η καθιερωμένη ανθρωπολογία δηλώνει με τον όρο «συγγένεια». Στην Τεχνολογία της Γοητείας, τέλος, τοποθετούνται όλες εκείνες οι τεχνικές στρατηγικές, ειδικά η τέχνη, η μουσική, οι χοροί, η ρητορική, τα δώρα κ.λπ., τις οποίες χρησιμοποιούν οι άνθρωποι προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συναίνεση άλλων ανθρώπων στις επιδιώξεις ή στα σχέδιά τους. Στις τεχνικές στρατηγικές της γοητείας, από τις οποίες εξαρτάται η διευθέτηση της κοινωνικής ζωής, εκδηλώνεται η ανώτερη ευφυΐα. Η τεχνολογία, η επιδίωξη δυσεπίτευκτων στόχων με πλάγια μέσα, τι σχέση έχει με τη μαγεία; Η μαγεία είναι/ήταν σαφώς μια πλευρά καθεμιάς από τις τρεις τεχνολογίες που αναφέρθηκαν. Διαφέρει όμως γιατί αποτελεί έναν «συμβολικό» σχολιασμό τεχνικών στρατηγικών παραγωγής, αναπαραγωγής και ψυχολογικής χειραγώγησης. Ως συμπλήρωμα των τεχνικών μεθόδων, η «μαγεία» διατηρείται επειδή εξυπηρετεί «συμβολικούς», δηλαδή γνωστικούς, σκοπούς. Έχοντας περιγράψει τη μαγεία ως «ιδανική» τεχνολογία, που κατευθύνει την πρακτική τεχνολογία και κωδικοποιεί τις τεχνικές μεθόδους στο γνωστικό-συμβολικό επίπεδο, ο συγγραφέας αναρωτιέται ποια θα μπορούσαν να είναι τα χαρακτηριστικά μιας «ιδανικής» τεχνολογίας; «Ιδανική» τεχνική μέθοδος, προσθέτει, είναι εκείνη που μπορεί να εφαρμοστεί με μηδενικό κόστος δυνατοτήτων. Το προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της «μαγείας» ως ιδανικής τεχνολογίας είναι το ότι είναι «αδάπανη» όσον αφορά το μόχθο, τους κινδύνους και τις επενδύσεις που αναπόφευκτα απαιτεί η πραγματική τεχνική δραστηριότητα. Η παραγωγή «δια μαγείας» είναι παραγωγή χωρίς ασύμφορες παρενέργειες, όπως ο αγώνας, η προσπάθεια κ.λπ. Οι προπαγανδιστές, οι κατασκευαστές δημόσιων εικόνων (image makers) και οι ιδεολόγοι του τεχνολογικού πολιτισμού είναι οι μάγοι του, και το ότι δεν διεκδικούν υπερφυσικές δυνάμεις οφείλεται μόνο στο ότι η ίδια η τεχνολογία έχει γίνει τόσο ισχυρή, που δεν χρειάζεται να το κάνουν. Και το ότι δεν αναγνωρίζουμε τη μαγεία απερίφραστα, οφείλεται στο ότι τεχνολογία και μαγεία είναι για μας ένα και το αυτό.

Μιλώντας για τη μαγεία Richard Gordon

Ο Laduma Madela μαζί με την Nolwenzo, την «Πριγκίπισσα των Φαρμάκων». Η πήλινη κούκλα χρησιμοποιείται για τη θεραπεία κάποιων μορφών τρέλας. Η έννοια της κριτικής απόστασης στο θέμα της μαγείας δεν είναι διόλου αυτονόητη. Το άρθρο εξετάζει κάποιους από τους τρόπους με τους οποίους ποικίλοι πολιτισμοί, όπως των αρχαίων Ελλήνων και των Αζάντε, και διάφορα άτομα στο πέρασμα των αιώνων –από τον Κικέρωνα και τον Πλωτίνο έως τον Tylor και την M. Douglas- μίλησαν περί μαγείας και πρότειναν θεωρίες γι’ αυτήν. Ξεκινώντας να μελετήσουμε τη θεωρία και την πρακτική της μαγείας άλλων κοινωνιών, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια σοβαρή μας αναπηρία: η ματιά μας είναι εξαρχής διαστρεβλωμένη από την υποτίμηση της μαγείας, μια στάση που ανάγεται στην Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών αιώνων, στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και στον βικτωριανό (μεσο-αστικό) ορθολογισμό. Ο αρχαιολόγος και ο ιστορικός της αρχαιότητας αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον πρακτικό εμπόδιο: οι άνθρωποι που τους ενδιαφέρουν είναι νεκροί προ πολλού, κι έτσι δεν έχουνε εντόπιους πληροφορητές. Κι όμως, πιο πρόσφατα δεδομένα πεδίου που περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, το «λογικό» σκεπτικό βάσει του οποίου μια τοπική κοινότητα ερμηνεύει το μαγικό εγχείρημα, μπορεί να ρίξει φως στα αρχαία δεδομένα και να μας επιτρέψει, αν μη τι άλλο, να θέσουμε καίρια ερωτήματα στο παλαιότερο υλικό. Ένας τρόπος για να προσεγγίσουμε κριτικά τη μαγεία είναι να τη μελετήσουμε ως επιτέλεση που εμπεριέχει συμβολική δράση και να εστιάσουμε ιδιαίτερα τόσο στα συμφραζόμενα τέτοιων τελετουργιών όσο και στη μαγική γλώσσα. Ο Malinowski ενσάρκωσε το παράδειγμα μιας τέτοιας προσέγγισης σε διάφορες εργασίες του για τα νησιά Τρόμπριαντ, και η καινοτομία του έχει αποδειχθεί λυτρωτική εδώ και 65 χρόνια τώρα.

Μαγεία, φύλο και κοινωνικός “ρατσισμός” Κωσταντίνος Μαντάς

Από το κινηματογραφικό έργο The Devils (Οι δαιμονισμένες) του Ken Russell, που αναφέρεται σε γεγονότα του 1634. Οι ιστορικοί έως τις αρχές του 20ού αιώνα απέφευγαν να προσεγγίσουν το φαινόμενο της μαγείας, μιας «πρωτόγονης» και «αρχαϊκής» επιβίωσης του ανθρώπινου ψυχισμού, εντελώς αταίριαστης με το πνεύμα του Διαφωτισμού. Από τα αρχαία χρόνια, η μαγεία συνδέθηκε με τα μέλη εκείνα του κοινωνικού σώματος που θεωρούνταν πλησιέστερα στις δυνάμεις της φύσης. Το δίπολο «άνδρας-πολιτισμός» και «γυναίκα-φύση», που θεωρήθηκε το θεμέλιο της αρχαιοελληνικής σκέψης, σήμερα αμφισβητείται. Ως αντεστραμμένη όψη της επίσημης θρησκείας, η μαγεία προσέλκυσε άτομα που δεν μπορούσαν να πραγματώσουν τις ευχές και τις επιθυμίες τους μέσα από την επίσημη θρησκεία, δηλαδή γυναίκες και άλλους περιθωριακούς τύπους. Τα άτομα αυτά υπέστησαν διώξεις σε περιόδους φανατισμού και αδιαλλαξίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική. Τέλος, το κυνήγι των μαγισσών συνέβαλε στην καταστροφή των λίγων, επαγγελματικών κυρίως επιτευγμάτων των γυναικών του Μεσαίωνα. Ο συγγραφέας σχολιάζει αρχαία κείμενα, μαγικούς παπύρους και ταινίες του κινηματογράφου.

Η θεωρία της μαγείας Ιωάννης Πετρόπουλος

Ιερός κυνηγός της φυλής των Κόγκο που τιμωρεί την κακοήθη μαγεία. Φυλακτήριο ειδώλιο. Ζαΐρ, πριν από το 1878. Είναι η ίδια η έννοια της μαγείας οικουμενική και διαχρονική ή πρόκειται για υστερο-βικτωριανό νοηματικό κατασκεύασμα μιας ιμπεριαλιστικής μεσαίας τάξης; Η διάκριση μεταξύ θρησκείας και μαγείας είναι οικουμενική, ή τουλάχιστον χρήσιμη, ή διαφέρει από εποχή σε εποχή και από λαό σε λαό; Ποιόν ορισμό θα μπορούσαμε να δώσουμε στη μαγεία; Πρόκειται για κατώτερη θρησκεία; Για ελαττωματική λογική ή συναισθηματική διεργασία; Για οπισθοδρομική συμπεριφορά ή παιδαριώδη φαντασίωση; Πως αναλύεται η μαγεία; Ως συμβολικό σύστημα ή ως παράσταση με ιδιαίτερη μορφολογία στο επίπεδο της γλώσσας και των δρωμένων της; Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο μάγο και τη μάγισσα;

Η μαγεία ως σημείο αναφοράς στην ανθρωπολογική θεωρία Ελεωνόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου

Μια ιέρεια του βουντού ετοιμάζεται να συμβουλευτεί κάποιο πνεύμα για έναν πελάτη της. Στο βάθος, ο βωμός γεμάτος ετερόκλητα αντικείμενα. Προς τι το ενδιαφέρον που οι ανθρωπολόγοι έχουν επιδείξει για τη «μαγεία»; Κκαι πώς η ανθρωπολογική θεωρητικοποίηση αυτού του θέματος χρησίμευσε ως βάση για την ανθρωπολογική θεωρία γενικά; Για πάνω από ενάμιση αιώνα, η Ανθρωπολογία (και η Λαογραφία) έζησαν σύμφωνα με ένα καθήκον που τους είχε ανατεθεί ως θεμέλιο της πανεπιστημιακής τους καριέρας: το επιστημονικό τους αντικείμενο ήταν/είναι η ετερότητα, ένα μείγμα πρωτογονισμού και παραδοσιακότητας, οπισθοδρομικότητας και συντηρητισμού αλλά και εξωτισμού και ρομαντισμού: το «παράλογο» βασιλεύει. Κατά κάποιο τρόπο, η «μαγεία» έγινε ανθρωπολογικό και λαογραφικό αντικείμενο, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για την αναπαραγωγή της επιστημολογικής της συνέχισης. Η ανθρωπολογία της ανθρωπολογικής «μαγείας», λοιπόν, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα από μόνο του, καθώς η «μαγεία» έγινε κατανοητή, ορίστηκε και εξηγήθηκε με ένα σωρό τρόπους. Διαπιστώνουμε όμως μια διπλή τάση: είτε προς μια εξελικτική εξήγηση  της ύπαρξης και της διατήρησης της «μαγείας» ως απόδειξης των παράλογων όψεων ιστορικά καθορισμένων γεγονότων ή προς μια θεώρηση της «μαγείας» ως μιας αναπόφευκτης όψης κάθε είδους κοινωνίας, όντας από μόνη της ένα σκληροπυρηνικό φαινόμενο σκληροπυρηνικό. Όπως και να ’χει, η «μαγεία» προσλαμβάνει πολλές μορφές στην ανθρωπολογική θεωρία αλλά και στην κοινωνική πρακτική: θεραπεία, «το μάτι», κατοχή από πνεύματα, υπερφυσικά όντα, δηλητήριο, γητειές, μαντική είναι μόνο κάποιες από τις μορφές που παίρνει η «μαγεία»· γιατί υπάρχουν παράλληλα θεωρίες για το σώμα, για τη σκέψη, για το συμβολισμό, για την ταξινόμηση, χωρίς να παραλείψουμε τις θεωρίες για την κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Με δυο λόγια, η «μαγεία» είναι πρωτεϊκό θέμα που έχει παράγει πρωτεϊκές επιστημολογικές καταστάσεις και πρωτεϊκές αναλυτικές έννοιες και ιδέες με σκοπό να εξηγήσουν / ερμηνεύσουν πρωτεϊκές κοινωνικές καταστάσεις.

Η κοινωνική διάσταση της μαγείας Στρατής Ψάλτου

Βραζιλιάνος μάγος-ιερέας: ετοιμάζεται να καταληφθεί από κάποιο δαιμόνιο. Το έργο του Marcel Mauss, Σχεδίασμα μιας γενικής θεωρίας για τη μαγεία, το οποίο εξέδωσε σε συνεργασία με τον  Henri Hubert το 1904 στο Παρίσι, επηρέασε τους σημαντικότερους ανθρωπολόγους που καταπιάστηκαν στη συνέχεια με το θέμα αυτό. Σηματοδοτεί, στις αρχές του 20ού αιώνα, τη στροφή από την αντιμετώπιση της μαγείας ως διανοητικής, ατομικής υπόθεσης στην άποψη ότι η προέλευση και η φύση της μαγείας γίνεται κατανοητή μόνο μέσω της κοινωνικής λειτουργίας της. O Mauss, αφού επισημάνει τις αδυναμίες της προσέγγισης του Frazer, θα διατυπώσει τη δική του θεωρία. Ξεκινά από το γεγονός ότι η μαγεία περιλαμβάνει τρία συστατικά στοιχεία: α) δρώντα πρόσωπα, β) ενεργήματα (πράξεις) και γ) νόμους (νοητικές παραστάσεις). Ονομάζει μάγο το πρόσωπο που τελεί τις μαγικές πράξεις, μαγικές παραστάσεις ή νόμους τις ιδέες και τις δοξασίες που αντιστοιχούν στις μαγικές πράξεις, ενώ τις πράξεις σε σχέση με τις οποίες όρισε τα υπόλοιπα στοιχεία της μαγείας τις ονομάζει μαγικές τελετουργίες. Έχοντας δώσει αυτούς τους ορισμούς, ο Mauss προχωρεί στην περιγραφή των τριών στοιχείων. Για το ένα από αυτά, τους νόμους, διακρίνει δυο μεγάλες κατηγορίες: α) τους απρόσωπους και β) τους προσωποποιημένους. Απρόσωποι είναι οι νόμοι της συνάφειας, της ομοιότητας και της αντίθεσης. Για να παρουσιάσει τις προσωποποιημένες μαγικές οντότητες, ο Mauss αναφέρει δυο μεγάλες κατηγορίες τους, τις ψυχές των νεκρών και τα δαιμόνια. Το συμπέρασμα του Mauss είναι ότι «υπάρχουν στη ρίζα της μαγείας θυμικές καταστάσεις που γεννούν ψευδαισθήσεις και που δεν είναι ατομικές, αλλά προκύπτουν από την ανάμειξη των αισθημάτων του ατόμου με εκείνα ολόκληρης της κοινωνίας».

Άλλα θέματα: Οι τοιχογραφίες του Πανσέληνου στον Ι. Ναό του Πρωτάτου Αγίου Όρους: φυσικοχημική ανάλυση (1) Αδ. Δανιηλία και άλλοι

Φωτογραφία στην ορατή περιοχή του φάσματος. Λεπτομέρεια της παράστασης Χριστός Αναπεσών. Ο ναός του Πρωτάτου ιστορείται στο τέλος του 13ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες αποδίδονται στον αγιογράφο Μανουήλ Πανσέληνο και αποτελούν λαμπρό αντιπροσωπευτικό δείγμα της Μακεδονικής Σχολής. Η μέχρι σήμερα σχετική βιβλιογραφία επικεντρώνει στην αισθητική και ιστορική θεώρηση της ζωγραφικής του Πανσέληνου. Το παρόν άρθρο, του οποίου δημοσιεύεται εδώ το πρώτο από τα δύο μέρη, έρχεται να καλύψει το βιβλιογραφικό κενό σε ό,τι αφορά τη μελέτη της διαδικασίας κατασκευής των τοιχογραφιών. Το περιεχόμενο του άρθρου διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς άξονες: α) Την περιγραφή των συστατικών υλικών και της τεχνικής κατασκευής της ζωγραφικής, με σκοπό την ανάδειξη της αξίας της και την προβολή του μνημείου. β) Την καταγραφή της σημερινής κατάστασης διατήρησης και τη λεπτομερή περιγραφή και οριοθέτηση φθορών, αλλοιώσεων και επεμβάσεων, με στόχο την αποτελεσματική συντήρηση των τοιχογραφιών αλλά και του μνημείου ολόκληρου που βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο. Διεξοδικά μελετήθηκαν ορισμένα θέματα, η επιλογή των οποίων έγινε με κριτήριο την αντιπροσωπευτικότητά τους ως προς την τεχνική και τεχνοτροπία του Πανσέληνου αλλά και της Μακεδονικής Σχολής γενικότερα. Εφαρμόστηκε συνδυασμός μη καταστρεπτικών και δειγματοληπτικών μεθόδων ανάλυσης. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε φωτογράφιση και μακροφωτογράφιση στην ορατή περιοχή του φάσματος και εφαρμόστηκε υπέρυθρη ανακλαστογραφία. Έγινε φωτογράφιση του φθορισμού που προκαλείται από υπεριώδη πηγή διέγερσης και πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις χρώματος. Ως προς τις δειγματοληπτικές μεθόδους ανάλυσης, έγινε παρατήρηση στο οπτικό μικροσκόπιο και, επιπροσθέτως, χρησιμοποιήθηκαν φασματοσκοπικές μέθοδοι μRAMAN και μFTIR, η στοιχειακή μικροανάλυση SEM-EDS και η περιθλασιμετρία ακτίνων X. Κατά τη μελέτη αυτή, οι ενδείξεις που συγκεντρώθηκαν από τις μη καταστρεπτικές μεθόδους επιβεβαιώθηκαν και συμπληρώθηκαν από τα αποτελέσματα των αναλυτικών μεθόδων.

Ανοιχτός διάλογος με την κοινότητα: μια ελληνική πρόταση στα προγράμματα προσέγγισης Δέσποινα Καλεσοπούλου

Παιδιά της Σχολής Χιλλ ξυπνούν στο έκθεμα «Γειά σου Πυθαγόρα» ύστερα από μια διανυκτέρευση στο Παιδικό Μουσείο. Τα τελευταία χρόνια τα μουσεία αντιμετωπίζουν όλο και πιο επιτακτικά τη μεγάλη πρόκληση της εποχής τους, να γίνουν ζωντανά κύτταρα «στην υπηρεσία της κοινωνίας και της εξέλιξής της». Εκτός όμως από τους έφηβους ή τις εθνικές μειονότητες που δεν επισκέπτονται τα μουσεία επειδή νιώθουν ότι δεν τους αφορούν, υπάρχει και μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που δεν μπορούν να επισκεφθούν τα μουσεία γιατί δεν έχουν φυσική πρόσβαση: μένουν σε άλλη πόλη, έχουν δυσκολίες κινήσεως, είναι ασθενείς. Στο άρθρο παρουσιάζονται τρία από τα προγράμματα προσέγγισης που έχει αναπτύξει το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο. «Το Παιδικό Μουσείο στο Νοσοκομείο» ήταν το όνοματου προγράμματος προσέγγισης που περιλάμβανε δέκα πιλοτικά εκπαιδευτικά προγράμματα στην πτέρυγα εντατικής θεραπείας νεοπλασματικών παθήσεων του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία», τα οποία απευθύνονταν σε παιδιά 4-15 ετών.«Η Χρωματιστή Διαδρομή» πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια ενός διώροφου λεωφορείου γεμάτου μηχανήματα εικόνας και ήχου. Η αρχική ιδέα ήταν της εταιρείας Informa-Canonκαι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που σχεδιάστηκε ήταν σπονδυλωτό και είχε τον γενικό τίτλο «Αντι-γράφοντας την πόλη μου». Το πρόγραμμα «Ελάτε να φτιάξουμε τον Οδηγό του Μουσείου» ήταν μια πρόσκληση που το Παιδικό Μουσείο απηύθυνε στη γειτονική του Σχολή Χιλλ. Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε συνεργατικά και τα παιδιά αναμείχθηκαν στην «παρασκηνιακή» ζωή του Μουσείου. Τα προγράμματα προσέγγισης διαμορφώνουν ενεργητικά το προφίλ των επισκεπτών του μουσείου, φέρνοντας το μουσείο σε επαφή με πολύ διαφορετικό κοινό και δυναμώνοντας τον κοινωνικό του ρόλο. Εμπεριέχουν όμως και μια πρόκληση: ύστερα από την αρχική προσέγγιση, πώς μπορεί να συνεχιστεί η επικοινωνία με το κοινό; Πώς μπορεί να διατηρηθεί ο ανοιχτός διάλογος με την κοινότητα;

Ο ναός του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά των Αθηνών: μορφές φθορών και προτάσεις προστασίας Βασίλειος Λαμπρόπουλος, Χρυσή Βομβογιάννη

Η οροφή του δυτικού περιστυλίου, με το στέγαστρο για την προστασία της ιωνικής ζωφόρου. Ο ναός του Ηφαίστου, που λανθασμένα ονομάζεται Θησείο, βρίσκεται στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, στην αρχαία Αγορά της Αθήνας. Ο δωρικού ρυθμού ναός χτίστηκε γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και είναι σήμερα ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα μνημεία. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο ο ναός μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Επεμβάσεις έγιναν και κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή. Το 1834 και έως την έναρξη των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αγορά το 1931, ο ναός χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση αρχαιολογικής συλλογής. Η Αμερικανική Σχολή συνέχισε τις επεμβάσεις συντήρησης στο ναό ως το τέλος της δεκαετίας του 1950. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, εργασίες συντήρησης έγιναν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως. Οι φθορές στο ναό είναι μηχανικές, βιολογικές και φυσικοχημικές. Συμβουλευόμενοι τη βιβλιογραφία και με επιτόπια παρατήρηση, οι συγγραφείς παρουσιάζουν τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση των φθορών και καταθέτουν μια ολοκληρωμένη μελέτη για τη συντήρηση του ναού.

Η τέχνη του Πραξιτέλη Antonio Corso

Απόλλων Σαυροκτόνος, έργο του Πραξιτέλη. Ρωμαϊκό αντίγραφο, παλαιότερα στη συλλογή Borghese. Παρίσι, Λούβρο. Οι αρχαίοι κριτικοί τέχνης αναγνώριζαν στον Πραξιτέλη τον μεγαλύτερο αγαλματοποιό (γλύπτη αγαλμάτων των θεών) μετά τον Φειδία και τον σημαντικότερο καλλιτέχνη της Αθήνας του 4ου αιώνα π.Χ. Ξεκάθαρη εμφανίζεται στην αρχαία παράδοση η προτίμηση του Πραξιτέλη για την μαρμαρογλυπτική, επειδή η μαρμαρογλυφία είναι συνυφασμένη με την αντίληψη της γλυπτικής ως απελευθέρωσης και, κατά τον Πλάτωνα, ως αποκάλυψης αυτού που ενυπήρχε ήδη στον μαρμάρινο όγκο, δηλαδή μέσα στη φύση. Η τέχνη του Πραξιτέλη θεωρήθηκε σύμβολο του κόσμου των εταιρών στην Αθήνα της ύστερης κλασικής εποχής, όταν αυτή η αντιπροσωπευτική μορφή της ελληνικής κοινωνίας θαυμάστηκε και εκτιμήθηκε πολύ. Η έκφραση υποκειμενικών συναισθημάτων σε έργα τέχνης, κάτι τόσο εμφανές στο έργο του Πραξιτέλη, είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διεργασίας, οι πρόδρομοι της οποίας πρέπει να αναζητηθούν στην εποχή του Αθηναίου ηγέτη Κίμωνα (δεκαετία του 460 π.Χ.). Η τέχνη του Πραξιτέλη είναι μεγάλη, γιατί εκφράζει πολύ παραστατικά την ανάγκη του ατόμου να αποδεσμευτεί από το στενό περιβάλλον της πόλεως, μια ανάγκη έντονα αισθητή στην πολιτισμική ατμόσφαιρα της Αθήνας, και η οποία οδήγησε τρεις δεκαετίες αργότερα στην επική περιπέτεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η όψιμη καλλιτεχνική παραγωγή του Πραξιτέλη χαρακτηρίζεται από τα εξής γνωρίσματα: από τεχνοτροπική άποψη, η απόδοση των επιφανειών τονίζεται μέσω του παιχνιδιού της φωτοσκίασης, πράγμα που κάνει την εικόνα αβέβαιη και ονειρώδη· από ρυθμική άποψη, περιγράφεται το σκηνικό, μπροστά στο οποίο παρουσιάζονται οι μορφές μεγεθυμένες στα πλάγια και ιδωμένες έτσι από μια σκηνογραφική σκοπιά· όσον αφορά το μήνυμα, παραμελείται η ιδανική τάση, που αποσκοπούσε στην ανακάλυψη των πραγματικών μορφών των θεών και ήταν χαρακτηριστική της νεότητας του Πραξιτέλη, για χάρη μιας προτίμησης προς τις κομψές εγκόσμιες μορφές, κατάλληλες για την πρόκληση ηδονής. Αυτή η πραξιτέλεια τεχνοτροπία εξαπλώθηκε σ’ όλον τον ελληνικό κόσμο, και έγινε η κατεξοχήν αθηναϊκή τεχνοτροπία.

Από την ιστορία της αρχαιολογικής επιστήμης στην ανάγνωση μουσειακών εκθέσεων του παρελθόντος Μάρλεν Μούλιου

Η «αρχαιολογία του θανάτου» ιδωμένη στο Μουσείο ως Τέχνη. (Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραμεικού). Γιατί οι μουσειακές απεικονίσεις του παρελθόντος έχουν απέκτησανοκτήσει τη μορφή που όλοι ξέρουμεν εμφάνιση που έχουν; Πως οι μουσειακές εκθέσεις κατασκευάζουν, ταξινομούν, απεικονίζουν και ερμηνεύουν το παρελθόν; Πρόκειται γιαΤα πολύ σημαντικά αυτά ερωτήματα, που πρέπει να απαντηθούν. Η συγγραφέας, ενήμερη για τις νεότερες θεωρίες της Αρχαιολογίας και της Μουσειολογίας, επιχειρηματολογεί υπέργια της σημασίας της μελέτης των μουσειακών δομών του παρελθόντος σε σχέση με μια κριτική ανάλυση του «λόγου» της Αρχαιολογίας, δηλαδή της ποιητικής (δομής και φυσιογνωμίας)  και πολιτικής (ιδεολογίας) της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Συνεχίζει λέγοντας τη συνέχεια, ότι τα μουσεία του κλασικού παρελθόντος και η επιστήμη της Κλασικής Αρχαιολογίας προσφέρουν πρόσφορο έδαφος στην εξερεύνηση της μεταξύ σχέσης ανάμεσα στον «λόγο» της Αρχαιολογίας και τον «λόγο» των μουσείων. Τέλος, εν συντομία σχολιάζει εν συντομία τόσο τις παραδόσεις όσο και τις τρέχουσες προοπτικές της Κλασικής Αρχαιολογίας, καθώς και την δυνάμει επίδρασή τους σε εκθέσεις κλασικής αρχαιολογίας, ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη μορφή έκφρασής τους.

Μουσειολογία: ιστορία, θεωρία και πρακτική Μάρλεν Μούλιου, Αλεξάνδρα Μπούνια

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Η Μυκηναϊκή Αίθουσα το 1910. Το επιστημονικό αντικείμενο της μουσειολογίας περιλαμβάνει τη μελέτη: - της ιστορίας και θεωρίας της συλλεκτικής δραστηριότητας καθώς και την έρευνα της ιστορίας και των αρχών αξιολόγησης αντικειμένων και συλλογών - της ιστορίας, επιστημολογίας και κοινωνιολογίας του μουσείου ως πολυδιάστατου οργανισμού, με ποικίλους ρόλους και ιδεολογικές προεκτάσεις - της ιστορίας, θεωρίας και πρακτικής άλλων επιστημών που σχετίζονται άμεσα με τον μουσειακό χώρο και τις συλλογές του μουσείου σε σχέση με την κοινωνία και τις κοινότητες που καλείται να υπηρετήσει. Στο πλαίσιο αυτών των κατευθύνσεων, το παρόν αφιέρωμα στη μουσειολογία ολοκληρώνεται με μια αναφορά σε ερευνητικές εργασίες που σχετίζονται με τα επιστημονικά ενδιαφέροντα της μουσειολογίας και σε προσπάθειες που συνδυάζουν τις θεωρητικές αναζητήσεις με την εφαρμογή τους για την παρουσίαση μουσειακού έργου.

Μουσεία για όλους; Προγράμματα προσέγγισης στο διεθνή χώρο Θεανώ Μουσούρη

Νεαρός επισκέπτης της έκθεσης «Εποικισμός του Λονδίνου» ακούει προσωπικές μνήμες τεσσάρων κατοίκων της πόλης από διαφορετικές κοινότητες. Έρευνες κοινού που διεξάγονται στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική δείχνουν ότι το προφίλ των επισκεπτών των μουσείων αποτελείται σε γενικές γραμμές από ανθρώπους ανώτερης μόρφωσης, μέσης και ανώτερης κοινωνικής τάξης, ηλικίας 25-45 ετών. Οι ομάδες επισκεπτών που κατά παράδοση δεν επισκέπτονται μουσεία είναι -μεταξύ άλλων-  άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, από διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, έφηβοι και ηλικιωμένοι. Ο πιο εύκολος τρόπος να εντοπιστούν αυτές οι ομάδες επισκεπτών είναι να συσχετιστούν με τις ομάδες κοινοτήτων στις οποίες μπορεί να ανήκουν. Τα προγράμματα προσέγγισης, που σχετίζονται άμεσα με το είδος του μουσείου και τις συλλογές του, δημιουργήθηκαν με στόχο να αναπτύξει το μουσείο αμφίδρομες σχέσεις συνεργασίας με τις κοινότητες που βρίσκονται κοντά του γεωγραφικά. Τα προγράμματα προσέγγισης διακρίνονται σε τρεις γενικές κατηγορίες:

  1. Προγράμματα γύρω από αντικείμενα/συλλογές. Εδώ εντάσσονται α) οι παρουσιάσεις αντικειμένων σε περιοδεύουσες εκθέσεις και β) ο δανεισμός αυθεντικών αντικειμένων
  2. Προγράμματα γύρω από ποικίλες δραστηριότητες που έχουν ως αφετηρία τις συλλογές του μουσείου. Μια κατηγορία τέτοιων προγραμμάτων στοχεύουν στην ανάκληση αναμνήσεων που μπορούν να λειτουργήσουν θεραπευτικά για το άτομο και συγχρόνως να εμπλουτίσουν την ερμηνεία των συλλογών ενός μουσείου.
  3. Προγράμματα γύρω από πληροφορίες που στόχο έχουν την παροχή πληροφοριών σχετικά με εκθέσεις, υπηρεσίες και άλλες εκδηλώσεις ενός μουσείου, και περιλαμβάνουν κινητές εκθέσεις, τηλεοπτικές εκπομπές με θέματα παρμένα από τις συλλογές του μουσείου, ανάρτηση αφισών και πληροφορίες στο διαδίκτυο.
Επιδιώκοντας να προσεγγίσει νέες ομάδες επισκεπτών, το μουσείο επηρεάζεται από αυτές. Δεν μαθαίνει μόνο για τη διαδικασία της συνεργασίας, αλλά για τη λειτουργία και τις ανάγκες του ίδιου του οργανισμού.

Συλλογές και συλλέκτες στην αρχαία Ρώμη: 1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ. Αλεξάνδρα Μπούνια

Ο Κικέρων υπήρξε χαρακτηριστικός συλλέκτης της ομάδας των «διανοούμενων ουμανιστών». Η μελέτη της ιστορίας των συλλογών βρίσκεται στην καρδιά κάθε προσπάθειας να κατανοηθεί η φύση των μουσείων. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η ιστορία της ευρωπαϊκής συλλεκτικής δραστηριότητας και των ευρωπαϊκών μουσείων θα ήταν εντελώς διαφορετική χωρίς τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι κληρονόμησαν την ελληνική διάθεση για την απόλαυση της τέχνης και την ελληνιστική παράδοση της χρήσης της για την αποστολή  πολιτικών και κοινωνικών μηνυμάτων. Κατά την ύστερη δημοκρατική και την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο στη Ρώμη, η συλλεκτική δραστηριότητα έγινε σταδιακά  κοινωνικό και πνευματικό φαινόμενο αδιαμφισβήτητου κύρους. Οι Ρωμαίοι συλλέκτες απέκτησαν ενδιαφέρον για τα ελληνικά έργα τέχνης και τα αντικείμενα πολυτελείας, όπως και για τα αξιοπερίεργα αντικείμενα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ανιχνεύονται τρεις τύποι συλλεκτών σύμφωνα με προσωπικά, συναισθηματικά και ψυχολογικά κίνητρα αλλά και σύμφωνα με τις κοινωνικές και ιδεολογικές επιταγές της εποχής. Δύο από αυτούς, οι «παθιασμένοι συλλέκτες» και οι «διανοούμενοι ουμανιστές», προέρχονται από τη φιλελληνική τάση, ενώ οι «εγκυκλοπαιδιστές» από τη συντηρητική τάση. Τα χρόνια αυτά στη Ρώμη συνοψίζουν τις έννοιες ολόκληρης της πρώτης («αρχαϊκής») φάσης της συλλεκτικής δραστηριότητας. Είναι η εποχή της μετάβασης από τις συλλογές ως ιερά αφιερώματα και υπομνήσεις θριάμβων στις συλλογές ως κοινωνικό και πνευματικό φαινόμενο με αδιαμφισβήτητο κύρος. Επιπλέον, είναι η εποχή όπου αποδίδονται νέα χαρακτηριστικά στον υλικό πολιτισμό και εγκαινιάζονται πρακτικές, όπως η χορηγία των τεχνών και η αγορά τέχνης, και επιστήμες, όπως η ιστορία της τέχνης. Η δραστηριοποίηση για τη δημιουργία συλλογών δεν είναι παρά άλλη μια καινοτομία της περιόδου. Κεντρική θέση κατέχει η επιθυμία να «κατασκευαστεί» ένα ένδοξο παρελθόν για τη ρωμαϊκή κοινωνία. Η κυρίαρχη ιδεολογία αναζητείται στον ελληνικό πολιτισμό. Οι δυο αυτοί αιώνες, επομένως, έγιναν η αφετηρία μιας σειράς ιδεών, πρακτικών και θεσμών, που επηρέασαν άμεσα τις συλλεκτικές και καλλιτεχνικές επιλογές της Ευρώπης. Το μοντέλο που προσέφεραν αναβίωσε κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης και αποτέλεσε έκτοτε ζωντανή παράδοση για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο.

Τέχνη και παθολογία από την αρχαιότητα ως σήμερα Χρυσή Μπούρμπου

Νάνοι που χορεύουν. Αγαλματίδια από ελεφαντόδοντο. Αρχές 12ης Δυναστείας (20ός αι. π.Χ.). Γιατί η Τέχνη επιλέγει να απεικονίσει μια μορφή που μόνο αισθήματα λύπης, τρόμου ή απέχθειας μπορεί να προκαλέσει; Μήπως επειδή το «γκροτέσκο» μαγνητίζει την προσοχή; Από την προ-δυναστική Αίγυπτο έως την κλασική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, ανακαλύπτουμε πολυάριθμες απεικονίσεις νάνων. Κατά την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή, θα κυριαρχήσουν ευρύτερα αντιλήψεις που προσέδιδαν αποτρεπτικές ή άλλες ιδιότητες στους ανθρώπους με φυσικά μειονεκτήματα. Η ρεαλιστική διάθεση που χαρακτηρίζει τη ζωγραφική Φλαμανδών, Ολλανδών, Ιταλών και Γερμανών ζωγράφων του 15ου αιώνα εκφράζεται στην απεικόνιση περιπτώσεων ραχίτιδας ή ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Καθετί που φαίνεται να επηρεάζει τη ζωή αντανακλάται στην τέχνη. Και όταν η τέχνη απεικονίζει νάνους, καμπούρηδες, δύσμορφους ανθρώπους σε ασυνήθιστες στάσεις και με κωμικές εκφράσεις αντικατοπτρίζει ίσως τις προτιμήσεις των ευγενών της εποχής για εμψυχωτές. Ανθρωπολόγοι και παλαιοπαθολόγοι όμως οφείλουν να χρησιμοποιούν τις απεικονίσεις αυτές με μεγάλη προσοχή, ειδικά σε περίπτωση διάγνωσης και περιγραφής ασθενειών. Άραγε οι Φλαμανδοί ζωγράφοι με τα τόσο εκφραστικά χέρια που φιλοτεχνούν αποδίδουν τη ρευματοειδή αρθρίτιδα ή τα έντονα συναισθήματα; Η καλλιτεχνική απόδοση μιας ασθένειας μπορεί να είναι πολύ στυλιζαρισμένη η και μείγμα διαφορετικών παθολογικών περιπτώσεων. Συχνά ακόμη ο καλλιτέχνης υπερβάλλει για να προκαλέσει αβίαστα το γέλιο. Πολλές φορές ακόμα και το ίδιο το έργο δεν αρκεί για να τονίσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της υγείας και της ασθένειας. «Το πλοίο των τρελών», θέμα που καθιερώνεται για να διαχωριστούν «οι παράφρονες» από τους «σώφρονες», θα ζωγραφίσει πρώτος, πριν από τον H. Bosch, ο S. Brant το 1494.

Η χελώνα και οι Αρχαίοι (διόρθωση και συμπλήρωση) F. B. Lorch

Καρέττα καρέττα (ή χελώνα Loggerhead) από ελληνικό γραμματόσημο. Ο συγγραφέας επανέρχεται σε άρθρο του το οποίο είχε δημοσιευτεί το 1990, στο τεύχος 35 της Αρχαιολογίας, και περιείχε μια λανθασμένη πληροφορία. Η διόρθωση αναφέρει ότι η ελληνική κύλιξ, που εικονίζεται στη σελίδα 63 του άρθρου εκείνου, είναι δείγμα ερυθρόμορφης κεραμικής του 5ου αιώνα π.Χ. και σήμερα ανήκει στο Μουσείο Ετρουσκικής Τέχνης της Ρώμης. Πρόκειται για το αγγείο που εικονίζει έναν άνδρα να τρέχει ακολουθούμενος από χελώνα. Η χελώνα αποδίδεται ως υβρίδιο θαλάσσιας και χερσαίας χελώνας. Ο συγγραφέας υπενθυμίζει ότι τα νομίσματα της Αίγινας, της περιόδου από το 700 περίπου έως το 404 π.Χ., ή και αργότερα, εικονίζουν στον εμπροσθότυπο θαλάσσιες χελώνες, ενώ στο τέλος της περιόδου χερσαίες χελώνες. Το γεγονός αυτό, γράφει, δεν έχει εξηγηθεί ικανοποιητικά. Κατά τον συγγραφέα, πρόκειται για ένα ακόμη παράδειγμα πηλογλυφικού μύθου που προέρχεται από το Qhuena, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι άνθρωποι ή η πόλη που εξέδωσε το νόμισμα αυτό.

Ιστορική και τεχνική έρευνα ελληνιστικού ψηφιδωτού δαπέδου στη Σάμο Κατερίνα Αθηαινίτου, Νικολίτσα Ζαχαροπούλου

Λεπτομέρεια από την ταινία σπειρομαίανδρου, οι άκρες του οποίου απολήγουν σε μορφές γρυπολεόντων. Το 1983, στην πλαγιά του λόφου της Σπηλιανής, επάνω από το Πυθαγόρειο της Σάμου, ανακαλύφθηκαν σημαντικά λείψανα μεγάλου κτηριακού συγκροτήματος των ελληνιστικών χρόνων. Η ανασκαφή έφερε στο φως δυο χώρους που καλύπτονται με ψηφιδωτά δάπεδα εξαιρετικής τέχνης. Το πρώτο δάπεδο είναι διακοσμημένο με ψηφιδωτό γρυπολεόντων, δηλαδή σπείρες που απολήγουν σε μορφές γρυπολεόντων και περιβάλλουν το ψηφιδωτό σε ορθογώνιο σχήμα, διαστάσεων 9,50x7,00 μ. Το δεύτερο δάπεδο διακοσμείται με ψηφιδωτό βλαστόσπειρας, επίσης σε ορθογώνιο σχήμα, διαστάσεων 5,62x5,18 μ. Και στα δύο ψηφιδωτά έχει διαπιστωθεί η ίδια τεχνική κατασκευής. Οι σπείρες που φέρουν τις κατά κρόταφον προτομές γρυπών αποτελούν το πιο αξιόλογο διακοσμητικό στοιχείο του ψηφιδωτού. Το σχέδιο είναι σπάνιο και το μόνο μέχρι σήμερα γνωστό αντίστοιχο βρίσκεται στην οικία των Δελφινιών στη Δήλο. Ο τύπος των γρυπών της Σάμου θυμίζει την αρχιτεκτονική διακόσμηση του ναού των Διδύμων που χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ. Η ακρίβεια στην απόδοση σε αυτό το δάπεδο επιτρέπει την αναγνώριση της προέλευσης του μοτίβου: πρόκειται για την απεικόνιση σε ψηφιδωτό, διακόσμησης τοίχου από κονίαμα, διότι το μοτίβο μοιάζει με έξεργο ανάγλυφο σε επίπεδο βάθος. Επιπλέον, το λευκόχρυσο χρώμα του μοτίβου θυμίζει τις επίχρυσες πήλινες απλίκες από τον Τάραντα που μιμούνται τη μεταλλουργία και χρονολογούνται από το 350-325 π.Χ. Μια στυλιστική χρονολόγηση στηρίχτηκε στη σύγκριση με το σύνολο των γνωστών ψηφιδωτών του corpus. Οι παραλληλισμοί που έχουν αναφερθεί για τα διάφορα μοτίβα, η τεχνική των ψηφιδωτών με τους γρυπολέοντες και τη βλαστόσπειρα οδήγησαν στην παραγωγή που άνθισε στην Πέργαμο κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ.

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα… Μια έκθεση για την ιστορική μνήμη Ντέλια Τζωρτζάκη, Αλεξάνδρα Νικηφορίδου

Ο ρόλος του μουσείου ως φορέα επίσημης και θεσμοθετημένης συλλογικής μνήμης. Το άρθρο παρουσιάζει την έκθεση «Κάθε Χρόνο Τέτοια Μέρα...Εθνικές Επέτειοι και Ιστορική Μνήμη» που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (ΙΜΕ) και εγκαινιάστηκε στο χώρο του πρώην εργοστασίου της ΒΙΟΣΩΛ το Μάρτιο του 1998. Η έκθεση αναφέρεται στο πεδίο του εθνικού παρελθόντος, αναφορά που λειτουργεί με δύο τρόπους: ως ιστορική, η έκθεση «αναπαριστά», εκ των πραγμάτων, το παρελθόν· ταυτόχρονα όμως επιχειρεί να θίξει το θέμα της νοηματοδότησης του παρελθόντος, τόσο από ιστορική όσο και από μουσειολογική άποψη. Πως δηλαδή προσεγγίζει το παρελθόν η επιστήμη της ιστορίας και πως επιχειρεί να το οπτικοποιήσει η μουσειολογική πρακτική. Το άρθρο χωρίζεται σε δυο μέρη: το πρώτο μέρος εξετάζει το πλαίσιο οργάνωσης, την επιλογή του θέματος και το σκεπτικό της έκθεσης· το δεύτερο μέρος αναλύει τον τρόπο οπτικοποίησης του θεωρητικού πλαισίου. Η έκθεση επιχείρησε να θέσει στο επίκεντρο του προβληματισμού το ρόλο των ιστορικών μουσείων και εκθέσεων ως πηγών κριτικής προσέγγισης του παρελθόντος. Η παλινδρομική μέθοδος στην ιστορία, οι πολλαπλές «αναγνώσεις» των γεγονότων μέσα από τα εκάστοτε παρόντα καθώς και η θεωρία του κονστρουκτιβισμού στην κοινωνική πρακτική (social constructionism), η συνειδητοποίηση δηλαδή του ρόλου του ατόμου στην παραγωγή νοήματος, αποτέλεσαν τον πυρήνα του θεωρητικού πλαισίου. Η ανάλυση μιας έκθεσης ως συστήματος αναπαράστασης θέτει αυτομάτως τις εκθέσεις και τους δημιουργούς-φορείς τους στο ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό και επιστημολογικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν. Μόνον έτσι αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι εκθέσεις δεν είναι «ουδέτερο έδαφος» που καλλιεργεί τη γνώση, αλλά προϊόντα ιδεολογίας. Συχνά ιδεολογικών συγκρούσεων που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα, την τελική εικόνα.

Η έκθεση των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα (1829-1909) Ανδρομάχη Γκαζή

Έκθεση γλυπτών στο αρχαιολογικό μουσείο της Θήρας, γραμμική διάταξη (1904). Οι μουσειακές εκθέσεις αποτελούν ιδανικό πεδίο για να ανιχνεύσει κανείς την ιδεολογική άποψη μιας κοινωνίας και μιας εποχής για το παρελθόν. Η περίοδος 1829-1909 επελέγη επειδή το 1829 ιδρύθηκε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο της χώρας, ενώ το 1909 αποτελεί terminus ante quem, καθώς σηματοδοτεί μια μείζονα αλλαγή στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας αλλά και μια περίοδο ύφεσης στην ανάπτυξη των μουσείων. Αν τα μουσεία αποτελούν «εργαλεία κρατικής ιδεολογίας», κατ’ αναλογία οι εκθέσεις δεν είναι «απλές αναπαραστάσεις αδιαμφισβήτητων δεδομένων» αλλά «πολιτιστικά τεχνουργήματα». Υπό αυτή την έννοια κάθε έκθεση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα εντελώς νέο ιδεολογικό αντικείμενο, που απαιτεί τη δική του ξεχωριστή ερμηνεία. Το ιδεολογικό οικοδόμημα του νέου ελληνικού κράτους βασιζόταν στον σεβασμό για τη δόξα της αρχαίας Ελλάδας και στην προσπάθεια χρησιμοποίησης της δόξας αυτής για την επίτευξη σύγχρονων στόχων. Οι αρχαιότητες, εθνικά σύμβολα έτοιμα προς χρήση, ήταν η προφανής απόδειξη του δεσμού αυτού. Ο πρωταρχικός σκοπός των μουσείων ήταν η αποθήκευση και η ασφαλής φύλαξη των αρχαιοτήτων. Η ιδέα του μουσείου ως χώρου παιδείας αναπτύχθηκε σταδιακά. Τα ελληνικά μουσεία ήταν εξαρχής προσανατολισμένα προς το ευρύ κοινό. Το θεωρητικό πλαίσιο για την έκθεση των αρχαιοτήτων ήταν το ακόλουθο: χρονολογική παρουσίαση, διδακτισμός, αισθητισμός. Οι εκθέσεις μπορούν να ιδωθούν ως αισθητική αξία, ως ιδεολογική πρόταση και να μελετηθούν για την ιδεολογική τους λειτουργία. Τα μουσεία διατήρησαν τη στερεότυπη και βαθιά ριζωμένη αίσθηση περί της συγγένειας της σύγχρονης με την κλασική Ελλάδα. Οι αρχαιότητες είχαν προφανή ιδεολογική και πολιτική αξία. Στα «ιερά κειμήλια» άρμοζαν «ευπρεπείς εκθέσεις». Λόγω του φαινομενικά ουδέτερου τρόπου παρουσίασής τους, οι εκθέσεις ενίσχυαν και προωθούσαν την κυρίαρχη ιδεαλιστική αντίληψη για τις αρχαιότητες και διαιώνιζαν την επίσημη στάση του κράτους σχετικά με την αρχαιολογική κληρονομιά. Υπ’ αυτό το πρίσμα, και σε ό,τι αφορά τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό, τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία της περιόδου 1829-1909 παρέμειναν συντηρητικά.

Μουσείο: Το Επιγραφικό Μουσείο Χαράλαμπος Κριτζάς

Τμήμα αττικού ψηφίσματος, σχετικού με τη σικελική εκστρατεία, 416/5 π.Χ. Ωραίο δείγμα στοιχηδόν γραφής σε προευκλείδιο αλφάβητο (ΕΜ 659 1β. IG I3 93). Το Επιγραφικό Μουσείο, μοναδικό στο είδος του στον ελλαδικό χώρο, είναι ο πραγματικός θεματοφύλακας των αρχαίων «τίτλων» του ελληνισμού. Σήμερα, τον Σεπτέμβρη του 1999, έχουν καταγραφεί 13.501 επιγραφές στα ευρετήρια του Μουσείου. Είναι σχεδόν όλες γραμμένες σε μάρμαρο ή λίθο, ενώ υπάρχουν λίγες συγκριτικά πάνω σε αντικείμενα από πηλό. Στο μέγιστο ποσοστό τους οι επιγραφές είναι ελληνικές αλφαβητικές, κυρίως από την Αττική. Χρονολογικά οι επιγραφές κλιμακώνονται από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Στον προθάλαμο και στις δυο μεταπολεμικές αίθουσες, η έκθεση ακολουθεί τις σύγχρονες μουσειολογικές και αισθητικές αντιλήψεις. Στις υπόλοιπες αίθουσες η ταξινόμηση υπαγορεύθηκε από τη μορφή και το μέγεθος του λίθου αλλά και από το είδος των επιγραφών, καθώς συνέπεσε με την έκδοση της σειράς Inscriptiones Graecae. Ο κοινός επισκέπτης  βρίσκεται αμήχανος μπαίνοντας στη μεγάλη «λίθινη βιβλιοθήκη» του Επιγραφικού Μουσείου. Καλείται τώρα να συμμετάσχει ενεργά και να αποκρυπτογραφήσει τα κωδικοποιημένα μηνύματα που φέρουν οι «φθεγγόμενοι λίθοι». Θα ανακαλύψει πως οι άψυχες πέτρες εκπέμπουν φωνές και αποπνέουν συναισθήματα. Κείμενα επίσημα, νόμοι και ψηφίσματα, κείμενα όλο ευσέβεια, οι αναθηματικές επιγραφές, κείμενα που κρύβουν ανθρώπινο πόνο, τα επιτύμβια επιγράμματα, κείμενα χαρούμενα ή περίεργα, τιμητικές επιγραφές, διάφορα πειράγματα, οι μαγικοί κατάδεσμοι. Κύριος σκοπός του μουσείου, πέρα από τη φύλαξη των πολύτιμων κειμένων του, είναι η εξυπηρέτηση των πολυάριθμων μελετητών, που γίνεται επί τόπου ή με αλληλογραφία. Άτυπη είναι η λειτουργία ενός εκπαιδευτικού προγράμματος για την ιστορία της ελληνικής γραφής. Είναι αισθητή η έλλειψη ενός χώρου για εκπαιδευτικά προγράμματα, και επιτακτική η ανάγκη χώρου για την οργάνωση περιοδικών εκθέσεων.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Πληροφορική: Delivering Diversity, Promoting Participation. Συνέδριο CIDOC-MDA ‘99 Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Συνέδριο CIDOC-MDA 1999. Από τις 7 ώς τις 10 Σεπτεμβρίου 1999 πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Επιτροπής για την Τεκμηρίωση (CIDOC), μιας από τις διεθνείς επιτροπές του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM). Η διοργάνωση έγινε σε συνεργασία με το MDA (Museum Documentation Association), τον εθνικό φορέα αρμόδιο για την ανάπτυξη και τον συντονισμό των εφαρμογών τεκμηρίωσης στα βρετανικά μουσεία. Το συνέδριο ήταν αφιερωμένο στις μορφές παρουσίασης των συλλογών και τις διαστάσεις της επικοινωνίας στο Διαδίκτυο, καταγράφοντας το πέρασμα από την προβληματική της τεκμηρίωσης στην προβληματική της επικοινωνίας. Η παρουσίαση της βρετανικής κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα των Μουσείων και του Πολιτισμού αποτέλεσε μια από τις εντυπωσιακότερες στιγμές του συνεδρίου, τόσο για το δυναμισμό των προτάσεων όσο και για το μέγεθος των χρηματοδοτήσεων. Την εφαρμογή αυτών των τάσεων στο Ην. Βασίλειο για την παροχή πρόσβασης στην εθνική κληρονομιά σε ηλεκτρονική μορφή έδειξαν τα προγράμματα ανάπτυξης πολιτιστικών δικτύων. Σε ειδικές συνεδρίες συζητήθηκαν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης περιεχομένου, με αντικείμενο τις μουσειακές συλλογές και τη διάθεσή τους στο Διαδίκτυο, καθώς και τα αποτελέσματα από τις έρευνες κοινού, που επισκέπτεται τόσο τον φυσικό όσο και τον δικτυακό χώρο των Μουσείων. Μια συντονισμένη παρουσίαση του επαγγέλματος του «τεκμηριωτή» ή, όπως ονομάζεται σωστότερα σήμερα, του ειδικού της πληροφορίας στα Μουσεία του Ην. Βασιλείου, έδωσαν οι Andrew Roberts και Alice Grant. Σε ειδική συνεδρία παρουσιάστηκαν οι εξελίξεις στο χώρο των εφαρμογών των επιστημών της πληροφορίας και της επικοινωνίας στην Αρχαιολογία στο Ην. Βασίλειο. Συμπληρωματικά, αξίζει να αναφερθούν και οι δραστηριότητες της ομάδας εργασίας για την Αρχαιολογία στο πλαίσιο του CIDOC.

Έκθεση Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Από την έκθεση για τα «Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων», στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης. Η έκθεση «Βυζαντινά εφυαλωμένα Κεραμικά. Η Τέχνη των Εγχαράκτων», που οργανώθηκε από το Μουσείο Βυζαντινού πολιτισμού Θεσσαλονίκης, περιλαμβάνει τριακόσια περίπου αγγεία από όλη την Ελλάδα. Πρόκειται για το κατεξοχήν είδος διακόσμησης των κεραμικών που εξυπηρέτησαν ως επιτραπέζια σκεύη στα νοικοκυριά από τα μεσοβυζαντινά έως τα νεότερα χρόνια. Η έκθεση διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη, παρουσιάζεται η πορεία και η εξέλιξη της εγχάρακτης διακόσμησης από τα μεσοβυζαντινά έως τα μεταβυζαντινά χρόνια. Στη δεύτερη, παρουσιάζονται ευρήματα από δυο ναυαγισμένα βυζαντινά πλοία και, στην τρίτη, παρουσιάζονται ομάδες αγγείων με κοινά χαρακτηριστικά, που μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένα κέντρα παραγωγής του ελλαδικού χώρου.

English summaries: The theory of magic Ioannis Petropoulos

The writers in this survey ask important questions about the nature of magic. Such as whether magic is timeless in its meaning or is it only a late Victorian fiction. Is there any meaning in making a distinction between magic and religion? Is magic universal? Are the substances used in magic practised by Zulu witchdoctors any different from those used in ancient Greece or during the Renaissance? How does one define magic? Is it an inferior religion, defective logical system, a fantasy of technology? How should magic be approached and analyzed? As a system made of symbols? As a strange performance? What are the characteristics of a witch and a wizard? Already from the 5th century BC magic being considered as technology, how is it threatened by 21st century high technology?

Talking of magic Richard Gordon

The idea of critical distance in relation to magic is by no means self-evident. This article examines some of the ways in which various cultures like those of the ancient Greeks and the Azande and various individuals across time- from Cicero and Plotinus to Tylor and M. Douglas- have talked about and proposed theories about magic. In studying the theory and practice of magic of other societies, we suffer from a serious handicap: our view is coloured from the first by the disparagement of magic, an attitude which reaches back to the Early Church, the European enlightenment and Victorian (middle-class) rationalism. The archaeologist and ancient historian face a practical obstacle as well: his or her subject are dead and buried, and so they lack local informants. Yet more recent field data, including e.g. the "logical" premisses on which a local community explains the operation of magic, may throw suggestive light on the ancient data and enable us at least to frame pertinent questions about the older material. One way of approaching magic critically is to study it as a performance inolving symbolic action and to focus especially upon the context of such rituals as well as the magical language. Malmowski exemplified this approach in several works on the Trobriand islands, and his innovation has proved liberating for some 65 years now.

Magic as Point of Reference in the Anthropological Theory Eleonora Skouteri-Didaskalou

The article examines the interest shown by anthropologists in "witchcraft" and the way in which anthropological theorization on that subject served as the basis for anthropological theory in general. For over one and a half century, Anthropology (and Folklore) have lived up to an assignment offered to them as a basis for their academic career; their scientific object was/is otherness, a mixture of primitiveness and traditionalism, of backwardness and conservatism as well as of exoticism and romanticism; the "irrational" reigns. In a way, "witchcraft" became an anthropological and folkloric object, thus creating the conditions for the reproduction of its epistemological continuation. The anthropology of anthropological "witchcraft" is, then, a very interesting subject in itself, as "witchcraft" has been understood, defined and explained in a variety of ways. There is a dual tendency, though, either towards an evolutionary explanation of the existence and persistence of  "witchcraft" as a proof of the irrational aspects of historically determined events; or towards a consideration of  "witchcraft" as an indispensable aspect of any kind of society, being a hard-core social phenomenon in itself. Either way, "witchcraft" assumes many forms in anthropological theory as well as in social practice; healing, the evil eye, spirit possession, supernatural beings, poison, sorcery, divination are but some of the forms "witchcraft" undertakes; because there also exist theories about the body, about thought, about symbolism, about classification, not to mention theories about social and political organization. In short, "witchcraft" is a protean subject that has produced protean epistemological situations and protean analytical concepts and notions to account for protean social situations.  

Technology and Magic Alfred Gell

Technical means are a roundabout means of securing some desired result. I would like to offer a classificatory scheme of human technological! capabilities in general, which can be seen as falling under three main headings. The first, the "Technology of Production", comprises technology as it has been conventionally understood. The second, the "Technology of Reproduction", includes most of what conventional Anthropology designates by the word "kinship". The third, the "Technology of Enchantment', is the most sophisticated. It includes all technical strategies, which human beings employ in order to secure the acquiescence of other people in their intentions or projects. Magic is, or was, clearly an aspect of each of the three technologies identified above. I take the view that "magic" as an adjunct to technical procedures persists, because it serves "symbolic" ends, that is to say cognitive ones. The propagandists, image-makers and ideologues of technological culture are its magicians, and if they do not lay claim to supernatural powers, it is only because technology itself has become so powerful that they have no need to do so. And if we no longer recognize magic explicitly, it is because technology and magic, for us, are one and the same.

The Social Dimension of Magic Stratis Psaltou

The theoretical consideration of magic changed radically in the late nineteenth century, thanks to the work of great thinkers who explored the provenance of magic as a phase in the spiritual evolution of man. While in the early twentieth century another group of scholars enriched the issue drastically, proposing that if the provenance of magic is to be fully understood, its social function should first be examined. The world of magic has been constructed and is inhab­ited "by the successive expectations, obsessive il­lusions and prospects of entire generations, which are all expressed in the form of formulas".

Magic, Gender and Social Racism Kostas Mantas

The phenomenon of magic became the subject of study in the field of classical studies not before the early twentieth century, since its non-rational character did not match the Weltanschauung of the Western world after the Age of Enlightenment. Magic, as the reverse image of official religion, attracted those individuals who were unable to realise their wishes and desires through official religion, women, that is, and other outsiders. For this reason women and other members of fringe groups became victims of persecutions during periods of intolerance both in Europe and North America. Finally, witch-hunt contributed to the shattering of the few, mainly professional achievements of mediaeval women.

Museology. Its history, theory and practice Marlen Mouliou

The field of research of museology includes: a) the study of the history and theory of collections and the rules of evaluating artefacts and collections, b) how museums’ scientific and social background should be studied as a living organism, c) the study of other sciences relevant to museums, such as history of art and how such sciences affect today’s museums, and d) the study of museums’ relationship with society and the various social groups they serve. This last function of museology touches on sensitive matters such as how a museum should present such things as ethnic minorities, different historical memories, how different identities are shaped and so on.

Collections and collectors in ancient Rome: 1st century B.C. – 1st century A.D. Alexandra Bounia

The article aims to throw light on Roman collecting attitudes during the first centuries B.C. and ad, and thus indicate how the developments during this interesting transitional era have influenced the broad history of European collecting and the shaping of contemporary museums. The acquaintance with the Greek world had a powerful impact on Roman thought and customs, The Romans inherited Greek interest in works of art and the Hellenistic tradition of using them to convey political and social messages. During the period under examination, this tradition was further explored and thus new collecting practices and notions were added to the existing ones. Gradually collecting became a social and intellectual phenomenon of indisputable status. Roman collectors developed an interest in Greek objets d' art and luxury goods, as well as natural and artificial curiosities. Within the above framework, three collecting modes have been detected, according to different personal and emotional motives, as well as social, ideological and political demands. Two of them, "passionate collectors" and "intellectual humanists" have been influenced by the "philhellenic" attitude, while the third, the "encyclopedists", from the conservative attitude. There is a clear line of development from the sculpture and curiosities' collectors of the 1st centuries B.C. and ad through the rest of the Roman period and onwards, through the 15th and 16th centuries and so, to the whole idea of the value of classical antiquity and contemporary museum collections.

The Exhibition of Antiquities in Greece (1829-1909): Ideological Starting points – Practical Approaches Andromache Gazi

A series of questions referring to the ideological approach of the Greek past has been the cause of this research. The special nature of this past in Greece, that is its duration, cultural radiance and international fame, has enriched it with a symbolical meaning. The research covers the period from 1829, when the first Greek archaeological museum was founded, to 1909, a year that signals not only a major change in the political life of Greece, but also a period of inflation in the museums development. Museum exhibitions offer the ideal field for detecting the ideology of a society and an epoch about the past. The content of the exhibitions can be read in three different ways, as follows: First reading: the exhibition as an esthetic value; second reading: the ideological function of the exhibition; third reading: the exhibition as an ideological proposal. However, as very aptly Susan Pearce has noted, "the exhibitions tend to adopt the most convenient aspect from a whole range of available choices .... because they must be easily readable by visitors. In this way the exhibitions usually end up to preserve a standard view and approach of the past".  

From the History of Archaeology to the Reading of Museum Constructions of the Past Marlen Mouliou

Why do museum representations of the past come to look the way they do? How do museum exhibitions construct, order, represent and interpret the past? These are very important queries, which need to be addressed and explained. The author of the article, being aware of modern theories in the fields of Archaeology and Museology, argues about the importance of studying museum constructions of the past in relation to a critical analysis of the discourse of Archaeology, that is the disciplinary poetics and socio-politics of Archaeology. She continues by arguing that museum receptions in Greek classical past and the discipline of Classical Archaeology provide a fertile ground in exploring the interrelationship between the discourse oi Archaeology and the discourse of museum. She also explains, how such a line of research can be pursued in the context of Greek archaeological museums. Finally, she presents some brief remarks on the traditions as well as the current perspectives of Classical Archaeology and their potential effect on classical archaeological exhibitions, their subject matter and form of expression.

“This Day Every Year…”: An Exhibition on Historical Memory Delia Tzortzaki, Alexandra Nikephoridou

Exhibitions are systems of representations. They use the field of the visible in order to give a form to what is invisible. They employ objects, texts and sound, as well as every other semiotic method, in order to create entities ana ensembles with a meaningful context. Via metonymy and metaphor exhibitions construct a "realm of significance", which cannot itself be seen One of the major realms of significance is the past, and more specifically the national past, which was first visualized in museum exhibitions during the last couple of centuries. This article refers to the exhibition "This Day Every Year... National Anniversaries and National Memory", organized by the Institution of Major Hellenism in its new premises, the cultural center Hellenic World, on 254 Peiraios Street, in Tavros, Atlica. The exhibition refers to the national past and, by reason of the Greek anniversaries of October 28th and March 25th, attempts to approach the notion of the anniversary through the present and the daily routine, on the one hand; and on the other, to bring up the issues of the science of History, the role of the historian and that of the museologist. The exhibition does not present the historic facts in themselves, but the way in which each historical period has conceived and interpreted them. Given that it was originally purposed for school groups, the exhibition seeks a new "pedagogic" method for presenting history, different from the one employed in school text¬books. Entities, such as the Hero, Celebration, Mass Media. Memory, comment on the mechanisms of remembrance, the procedure of production of social memory, the notion of stereotype- the stereotype of hero, for example, in different eras- the meaning of symbols and ceremonies in anniversaries. The article comprises two parts: the first examines the organizational framework, the choice of subject and the grounding of the exhibition, while the second analyses the method of visualizing its theoretical framework.

Museums for All? Museum Outreach Programmes Theano Moussouri

Cultural, political, economic and technological changes have forced museums to redefine their mission and to construct new identities for the future. In the post-modern era. museums need to justify their social relevance. Some of the questions museums need to answer are the following: What will the role of the museum as an educational institution be in 2000? How can museums define and strengthen their role in a rapidly changing social reality? The answer to these questions can be partly answered by developing new relationships with audiences- current, potential and virtual ones. In their effort to become more open and to approach new audiences, museums have developed outreach programmes for different communities. The aim of this paper is to present the rationale of and different approaches to outreach programmes as well as to provide examples of good practice.

Open Dialogue With the Community: A Greek Proposal to the Outreach Programmes Despoina Kalessopoulou

The outreach programmes comprise activities inside and mainly outside the museum, which aim to consolidate (he dialogue with the community and to offer services to an isolated, as regards place or ideas, public By providing the museum a contact with a very diversified public, they shape energetically the visitors' profile and strengthen the social role of the museum The article presents three different outreach programmes, developed by the Greek Children's Museum. "The Children's Museum in the Hospital" and the "Coloured Route", which the museum presented in ten different Greek cities, functioned as a dynamic opening to a new public and expanded the museum's services to other areas. The last programme - "Join Us to Construct the Museum’s Guide"- invigorated the relations with an already existing public, through a series of activities inside and outside the museum premises And most important, it offered children the chance not only to get acquainted with the "behind-the-scenes" museum, but also to contribute to its function. The variety of approaches and also the challenge they comprise became obvious through the presentation of the fore mentioned programmes; apart from the public's response, the museum has to find ways for retaining its contact and dialogue with the community, in order these two partners to create an essential and life-long relation between them.

The Art of Praxiteles Antonio Corso

The ancient art criticism recognized in Praxiteles the greatest sculptor of images of deities (agalmatopoios) after Pheidias, and the greatest artist of Athens in the late-classical period, which is for us the fourth century B.C. In particular, Praxiteles' predilection for marble sculpture has been very clear in the ancient tradition, because marble sculpture is consistent with the concept of sculpture as a release and, according to Plato, as a discovery of what existed already inside the block of marble, thus inside nature. The most significant merit of his art is that it has been regarded as the symbol of the world of the courtesans in late classical Athens, when this important figure of Greek society had been deeply admired and highly regarded. The expression of subjective feelings in works of art, which is so apparent in Praxiteles' oeuvre, is the result of a long process, whose antecedents go back to the age of the Athenian leader Cimon (460s B.C.). The art of Praxiteles is great, because it expresses very well the need to evade the narrow environment of the polis, surrounding the individual, which was felt very deeply in the Athenian culture and which led, three decades later, to the epic adventure of Alexander the Great. The late artistic production of Praxiteles is characterized by the following features: from the stylistic point of view, by the accentuation of the rendering of the surfaces through a game of light and shade, which makes the image fluent and dreamy; from the rhythmic point of view, by the addition of backdrops, against which the figures are represented enlarged and are rendered as in a stage setting; from the point of view of the message, by the neglect of the ideal tendency, aiming at the discovery of the true form of the gods, and the favouring, instead, of the elegant mundane figures, apt to excite a hedonistic gratification. This Praxitelean style is irradiated everywhere in the Greek world and becomes the Athenian style par excellence.

The temple of Hephaistos in the Ancient Agora of Athens: Types of erosion and conservation propositions Vasileios Lambropoulos, Chryssi Vomvoyianni

The temple of Hephaistos is located on the hill of the Agoraios Kolonos on the west side of the Ancient Agora of Athens. This temple which previously was called "Theseion", was built about the middle of the 5th century B.C. It is one of the best preserved monuments. The present work includes the study of the history of the temple and the pervious attempts to preserve it. According to bibliography and personal observation the existing erosion of the temple has been recorded and an environmental study on the site of the Ancient Agora has been made. Based on the above facts a general study about the conservation of the temple has been made.

How the murals by Panselinos at the Church of Protaton at Mount Athos were photochemically analyzed Danielia Ad. and others

The murals at the Protaton on Mount Athos belong to the end of the 13th century. These murals are the only remaining composition by Manouel Panselinos and a unique example of the Macedonian School of painting. Until now, bibliography had concentrated on the aesthetics and the history of the murals and attention had not been given to the procedure of their making by the artist. This treatise a) describes the materials and techniques used by the artist, b) gives a detailed record of the damage, fading and interventions made on the paintings over the years, having as its purpose an effective conservation of this work of art. Attention was given both to Panselinos’ technique and to his style of painting, while the methods of analysis and the samples taken were a combination of non-destructive methods such as photographing and macrophotography of the visible end of the spectrum, ultra-violet reflectography, photographing the fluorescence resulting from visible and UV light illumination, and colour measuring. Samples were observed through the microscope, μRAMAN and μ FITIR spectroscopic methods were applied, as was analytical electron microscopy, SEM-EDS.

Sea turtles and the ancient Greeks (addendum) Lorch F.B.

This article corrects some points in the publication in the no 35 issue of the Archaeologia journal on the subject of a Greek Kylix . The kylix discussed is an Attic red figure vase dating from the 5th century BC. On it is depicted a tortoise behind the figure of a running man. In this picture the tortoise is a hybrid, having all the characteristics of a sea-turtle apart from its shell which is that of a tortoise (land turtle). The first staters of Aegina, minted in the years 700-404BC, display on the obverse side the peloglyph of a Land tortoise ‘s shell or carapace. This, it seems, stands for three Qhuena terms: a) “Oenone”, an earlier term for Aegina, b)” Oenopia,” another former name of Aegina, and c) “Oea”, early main inland town of Aegina.

Historical and Technical Research on a Hellenistic Mosaic Floor on Samos Island Katerina Atheanitou, Nikolitsa Zacharopoulou.

In 1983 important remains of a large Hellenistic building complex were discovered on the slope of Speliani hill, rising above Pythagoreion, on the island of Samos. The systematic excavation that followed brought to light two areas with mosaic floors of exceptional art. The first floor, measuring 9.50x7.00m (drawing 1), is decorated with spirals, each terminating to a griffin figure, while the second, measuring 5.62x 5.18m (drawing 2), is embellished with a running spiral motif. Both mosaics have been executed in the same technique. The motif: the iconographic type of the Samos griffins is quite similar to the architectural decoration of the temple at Didyma, dated from the first quarter of the second century B.C., now in the Louvre. The date of the mosaics: the stratigraphic data are, so far, very inadequate, therefore only a relative date can be proposed. Thus, the iconographic motifs and the technical execution employed lead to works produced in Pergamon during the second century B.C., and especially to the mosaics of the palaces IV and V, which in all probability date from the second quarter of the second century B.C.

Art and Pathology From Antiquity Until Today Chryssi Bourbou

From the era of rock-graffito until the present exhibitions of works of art in museum and galleries, man appears the only creature endowed with the unique gift to express his most intimate thoughts and feelings through art. Through a selection of examples that represent various aspects of the human destiny, on the one hand we attempt to understand the motives of the artist who created them, and on the other to explore their usefulness and validity as source of the science of Paleopathology.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα εφτά θαύματα του κόσμου: Ο Κολοσσός της Ρόδου Μαρίζα Ντεκάστρο

Έτσι φαντάστηκαν στα νεότερα χρόνια τον Κολοσσό, από τις περιγραφές των αρχαίων. Τη Ρόδο, πλούσιο νησί ναυτικών και εμπόρων, ξεκίνησε να υποτάξει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής με μεγάλο στόλο. Οι Ροδίτες όμως άντεξαν την πολιορκία και νίκησαν τον Δημήτριο. Για να ευχαριστήσουν τον προστάτη τους θεό Ήλιο, κατασκεύασαν ένα κολοσσιαίο άγαλμα του θεού. Ο γλύπτης Χάρης από τη Λίνδο και οι μαθητές του χρειάστηκαν δώδεκα χρόνια για να το τελειώσουν. Ο μπρούντζινος Κολοσσός έμελλε να καταστραφεί αργότερα από σεισμό. Ήτανε, λέει, 31 περίπου μέτρα ψηλός και στεκόταν στην είσοδο του λιμανιού της Ρόδου, με τα πόδια του ένα σε κάθε μόλο, ώστε να περνούν τα πλοία από κάτω.

Τεύχος 4, Αύγουστος 1982 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Αγωνίσματα Άννα Λαμπράκη

Ο πρωταθλητής Ελλάδας και ρέκορντμαν Ν. Παπαγεωργίου στη Βαλκανιάδα του Ζάγκρεμπ το 1934. Ο ακοντισμός στην αρχαιότητα διακρινόταν σε εκηβόλο και στοχαστικό. Στους αγώνες δρόμου ανήκουν το στάδιο, ο δίαυλος, ο ίππιος, ο δόλιχος και ο οπλίτης με αθλητές που φορούν χάλκινες πανοπλίες. Αγώνες δρόμου υπήρχαν και για τις γυναίκες. Στο άλμα εις μήκος, οι αθλητές κρατούσαν βάρη, τους αλτήρες, για να ισορροπούν καλύτερα. Η πάλη εμφανίζεται με δύο μορφές: την ορθία πάλη και την κάτω πάλη. Τα υπόλοιπα βασικά αγωνίσματα ήταν το πένταθλο, το παγκράτιο και οι αρματοδρομίες. Από τις αρματοδρομίες ξεχωρίζουν το τέθριππο, η απήνη, η συνωρίδα αλόγων, το τέθριππο πώλων (πώλος είναι το πουλάρι), η συνωρίδα πώλων. Τα ιππικά αγωνίσματα ήταν η ιπποδρομία τελείων κελήτων (κέλης είναι ο δρομικός ίππος, ο ίππος της ιππασίας), η ιπποδρομία πώλων και η κάλπη (ιπποδρομία στην οποία ο αναβάτης πηδούσε από το άλογο όταν πλησίαζε στο τέρμα και παρεκάλπαζε ως αυτό).

Ελληνικοί αγώνες, ρωμαϊκά αθλήματα και αθλήματα της Kεντρικής Aμερικής Pierre Lévêque

Άρμα σε ταφική στήλη από τον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών, 16ος αι. π.Χ. Η ίδρυση των Ολυμπιακών αγώνων (776 π.Χ.) συνδέεται με τον Πέλοπα ή, συχνότερα, με τον Ηρακλή. Ιεροτελεστία και δευτερευόντως μόνο θέαμα, οι αγώνες απηχούν μιαν ανατολική θεολογία της γονιμότητας και της αέναης επιστροφής που εξαπλώθηκε στον ελλαδικό χώρο μέσω του κρητομυκηναϊκού συγκρητισμού. Η ελληνική λέξη ἥρως, που έχει κρητικές καταβολές και σημαίνει «δεσπότης», «κύριος», συνδέεται με την παράδοση ότι μόνο οι βασιλείς και οι πρίγκιπες ζουν μετά το θάνατο, όπως φαίνεται και στους αγώνες της Ίδας που έχουν σχέση με το θάνατο του παιδιού-βασιλιά. Έτσι εξηγείται γιατί δύο όροι-κλειδιά των ελληνικών αγώνων έχουν κρητική προέλευση: Ἄεθλος (αγώνας) και κτέρεα (κτερίσματα). Γύρω από έναν μεγάλο νεκρό οργανώνονται οι αγώνες στην Ολυμπία (Πέλοψ), στη Νεμέα (Οφέλτης), στα Ίσθμια (Μελικέρτης), στους Δελφούς (Πύθων). Στην αφετηρία τους οι αγώνες περιλάμβαναν χορικά δρώμενα που αναβίωναν τα πάθη του ήρωα και το θρήνο της ταφής, στα οποία οι μελετητές αναγνωρίζουν τις απαρχές της τραγωδίας. Η περιοδικότητα των αγώνων θυμίζει τα Ελευσίνια μυστήρια, στα οποία οι μυημένοι καλούνταν «μακάριοι» όπως και των αγώνων ο νικητής (ὄλβιος). Ο χρόνος θέσπισης των Ολυμπιακών αγώνων τους συνδέει με τα αριστοκρατικά πολιτεύματα των κυοφορούμενων πόλεων. Συνθέτοντας τη λειτουργία των αγώνων, διακρίνουμε τρία επίπεδα: α) οι αγώνες προϋποθέτουν «κανόνες παιχνιδιού», μακρόχρονη εξάσκηση και, για τους μουσικούς και ποιητικούς αγώνες, υψηλή καλλιέργεια, β) από την προσπάθεια των αγωνιζόμενων απορρέει μια θεία χάρη που φέρνει τον άνθρωπο κοντά στο υπερφυσικό, γ) με την εκεχειρία, οι αγώνες συμβάλλουν στην αρμονία. Οι ρωμαϊκοί αγώνες στηρίζονται σε ιταλικές και ετρουσκικές παραδόσεις, δέχθηκαν όμως και ελληνικές επιρροές. Δίνοντας έμφαση στο θέαμα, αναθέτουν ρόλο εκτελεστών σε περιθωριοποιημένα άτομα, μίμους και μονομάχους. Αναντίστοιχη προς τους ελληνικούς αγώνες είναι και η σημασία που αποδίδεται στο αίμα που χύνεται ιδίως στην πάλη των μονομάχων, είδος ανθρωποθυσίας. Αναζητήσαμε την ανθρωπολογική σύγκριση που θα εδραίωνε την άποψή μας στον αγώνα αντισφαίρισης στις προκολομβιανές κοινωνίες. Αυτό το εξεζητημένο παιχνίδι, στο οποίο μόνο οι ευγενείς είχαν δικαίωμα συμμετοχής, ενεργοποιεί όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και μας αποκαλύπτει τις κοσμικές του διαστάσεις. Όπως ο θρίαμβος ενός Ολυμπιονίκη παραμένει η νίκη του Πέλοπα, έτσι κι εδώ οι κινήσεις ανάγονται σε ένα χρόνο αρχέγονο, τον μόνο που μετράει.

Αθλήματα στη μινωική Kρήτη και στη μυκηναϊκή Ελλάδα Αικατερίνη Παπαευθυμίου-Παπανθίμου

Ακροβάτες προσκολλημένοι στα κέρατα ταύρου, σπονδικό αγγείο από την Κουμάσα, 2100-1900 π.Χ. Ο ταύρος, ιερό ζώο που ταυτίζεται με την ανδρική θεότητα, αποτελεί εμβληματική μορφή στη μινωική Κρήτη. Εμφανίζεται στο μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από τον Δία, στο μύθο του Μινώταυρου, είναι το αντικείμενο του πόθου της Πασιφάης. Τα ταυροκαθάψια, το πιο δημοφιλές αλλά και το πιο επικίνδυνο άθλημα που σχετιζόταν με την ιερή τελετουργία, κλέβει τις εντυπώσεις. Ωστόσο, άλλα αθλήματα, η πάλη, η πυγμαχία, το κυβίστημα, δηλαδή η ακροβασία, μαρτυρούνται σε αρχαιολογικά ευρήματα όπως το λίθινο κωνικό ρυτό από την Αγία Τριάδα (περ. 1500 π.Χ.) ή η τοιχογραφία από τη Σαντορίνη με τα δύο παιδιά πυγμάχους. Τα ταυροκαθάψια συνδέονται πιθανόν με τη σύλληψη του άγριου ταύρου για θρησκευτικούς σκοπούς, όπως απεικονίζεται σε ελεφαντοστέινη πυξίδα (1500-1450 π.Χ.) από τον Κατσαμπά. Το ίδιο θέμα απεικονίζουν και τα δύο χρυσά κύπελλα από το Βαφειό της Λακωνίας (περ. 1500 π.Χ.). Οι πάμπολλες παραστάσεις του αγωνίσματος επιτρέπουν την περιγραφή του. Άντρες ή γυναίκες, φορώντας ένα απλό περίζωμα, άρπαζαν τον ταύρο από τα κέρατα. Προσπαθώντας να απαλλαγεί, ο ταύρος έδινε την ευκαιρία στους αθλητές να εκτελέσουν το εντυπωσιακό τους κυβίστημα. Παλαιότερες απεικονίσεις του αγωνίσματος θεωρούνται τα σπονδικά αγγεία της προανακτορικής περιόδου που βρέθηκαν στους θολωτούς τάφους της Κουμάσας και του Πορτιού στη Μεσσαρά. Η καλύτερη όμως απεικόνιση σώζεται σε τοιχογραφία της Κνωσού, το Toreador Fresco, γύρω στο 1500 π.Χ. Λάρνακα του μυκηναϊκού νεκροταφείου της Τανάγρας που παριστάνει και ταυροκαθάψια, υποδεικνύει ότι οι Μυκηναίοι είχαν επιτάφιους αγώνες σαν αυτούς που περιγράφει ο Όμηρος.

Ο πυγμάχος της Kνωσού με τους κρίνους Jean Coulomb

Ο «Πρίγκηψ με τα κρίνα» της Κνωσού σε αναπαράσταση του 1926 (Α. Έβανς και Ζιγιερόν, υιός). Είναι ο «Πρίγκηψ με τα κρίνα», εμβληματική μορφή του μινωικού πολιτισμού, μια χίμαιρα του Σερ Άρθουρ Έβανς που πίστεψε πως ανακάλυψε την προσωπογραφία του ιερέα-βασιλιά, δηλαδή του Μίνωα; Ο συγγραφέας, έχοντας υποβάλει τον Πρίγκηπα σε ανατομική εξέταση που, από την ανάπτυξη των μυώνων του, αποδεικνύει ότι πρόκειται για πυγμάχο, προτείνει να τον εκθρονίσουμε. Αν και στην πρώτη δημοσίευση (1901-1902) των αποσπασματικών ευρημάτων του (κνήμη, κορμός, στέμμα), ο Έβανς σημειώνει ότι ανήκουν σε διαφορετικές παραστάσεις και ότι ο κορμός ανήκει πιθανόν σε πυγμάχο, το 1926 ο συνεργάτης του Ζιγιερόν υιός, σε μια ευφυή ανάμειξη τμημάτων μινωικού αναγλύφου και σύγχρονης ζωγραφικής, δημιουργεί τη μορφή ενός αιώνια νέου άντρα που κρατά το λουρί ενός ιερού ζώου, σφίγγας ή γρύπα. Ο συγγραφέας αναζητεί παράλληλα στη μινωική πλαστική και, ιδιαίτερα, στο ρυτό της Αγίας Τριάδας με τους δώδεκα εγχάρακτους πυγμάχους που και αυτοί φορούν περιδέραιο όπως ο πυγμάχος της Κνωσού με τους κρινανθούς. Το πολυτελές του διάδημα δεν γνωρίζουμε σε ποια μορφή ανήκε. Μελετώντας θραύσματα από την Κνωσό, ο συγγραφέας δηλώνει με βεβαιότητα ότι οι τοίχοι του ανακτόρου της Κνωσού γύρω στο 1500 π.Χ. έφεραν ανάγλυφα από κονίαμα που παρίσταναν δύο πυγμάχους, ανάλογους με αυτούς που αποκαλύφθηκαν στην τοιχογραφία της Θήρας.

Τα τέσσερα πανελλήνια αγωνιστικά κέντρα Κλαίρη Ευστρατίου, Άννα Λαμπράκη

Ολυμπία, το ιερό της Ήρας. Δελφοί, Ολυμπία, Ισθμός Κορίνθου, Νεμέα: γιατί διάλεξαν οι Έλληνες αυτά τα ιερά για να συγκεντρώνονται; Η παλαιότητά τους μαρτυρείται από λείψανα της μυκηναϊκής περιόδου και γνωρίζουμε ότι ο αρχικός τους χαρακτήρας ήταν νεκρικός, καθώς οργανώθηκαν γύρω από τον τάφο επιφανών ηρώων. Ο Απόλλων εποπτεύει τους Δελφικούς αγώνες που γιορτάζουν τη νίκη του επί της Πυθούς ή του Πύθωνα, χθόνιες, προ-ολύμπιες δυνάμεις. Στα Ίσθμια, που γιορτάζονται με αφορμή το θάνατο του Παλαίμονα-Μελικέρτη, προστάτης είναι ο Ποσειδώνας. Ο Δίας επιστατεί στους αγώνες της Νεμέας και της Ολυμπίας. Για τους αγώνες στη Νεμέα υπάρχει διπλή παράδοση: είτε συνδέονται με τον Ηρακλή και τη νίκη του επί του επιχώριου λέοντα, ή με τον τάφο του Οφέλτη που ίδρυσαν οι Επτά πριν εκστρατεύσουν επί Θήβας. Με τον Πέλοπα και την Ιπποδάμεια συνδέονται οι αγώνες στην Ολυμπία. Διάσημοι και λόγω της αναβίωσής τους, ξεχωρίζουν μαζί με τους Δελφικούς αγώνες που έχουν τον πιο έντονο πανελλήνιο χαρακτήρα. Τα Πύθια ιδρύθηκαν το 590 π.Χ. και γιορτάζονταν αρχικά κάθε οκτώ χρόνια, στη συνέχεια κάθε τέσσερα. Τα Ίσθμια ξεκίνησαν το 582 π.Χ. και γιορτάζονταν ανά διετία. Με τον καιρό ατονεί ο νεκρικός χαρακτήρας της αέναης επιστροφής και επικρατεί η λατρεία της άμιλλας που δίνει ηθικό περιεχόμενο στους αγώνες. Κήρυκες διαδίδουν έγκαιρα την έναρξη μιας εκεχειρίας που μπορούσε να διαρκεί και ένα έτος, χρόνος που χρειαζόταν στους απομακρυσμένους Έλληνες για να παν και να ’ρθουν. Αφού κάθε χρόνο γίνονταν κάπου πανελλήνιοι αγώνες και οι αρχαίοι δεν έζησαν εν ειρήνη, αυτό σημαίνει ότι η εκεχειρία δεν γινόταν πάντα σεβαστή.

Παναθηναϊκοί αμφορείς Νίκη Προκοπίου

Παναθηναϊκός αμφορέας (367-366 π.Χ.) με την υπογραφή του αγγειοπλάστη Κίττου. Βρετανικό Μουσείο. Την πανάρχαιη αθηναϊκή γιορτή εκλαΐκευσε επί το μεγαλοπρεπέστερο ο Πεισίστρατος το 566 π.Χ., διακρίνοντάς την σε Μεγάλα και Μικρά Παναθήναια, αναδιοργανώνοντας την πομπή του πέπλου, εισάγοντας τους αθλητικούς αγώνες και θεσπίζοντας ως βραβεία τους παναθηναϊκούς αμφορείς, γεμάτους λάδι από τα ιερά δέντρα της θεάς. Ο κάθε αμφορέας περιείχε 38-39 λίτρα λάδι, διανέμονταν δε γύρω στους 1300 αμφορείς. Αν και η ερυθρόμορφη τεχνική επικρατεί στα αγγεία από τα μέσα του 5ου αιώνα, παραδοσιακοί οι παναθηναϊκοί αμφορείς θα παραμείνουν μελανόμορφοι ως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η διάταξη των θεμάτων είναι τυποποιημένη: στην κύρια όψη εμφανίζεται η Αθηνά σε στάση μάχης, στη δευτερεύουσα το αγώνισμα στο οποίο διακρίθηκε ο αθλητής. Απέναντι από τη θεά, επιγραφή δηλώνει «είμαι ένα βραβείο από τους αγώνες της Αθήνας». Μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., η Αθηνά πλαισιώνεται από δύο δωρικούς κίονες που πάνω τους τοποθετείται κόκορας, σύμβολο αγωνιστικού πνεύματος. Τον 5ο αιώνα οι αμφορείς διακοσμούνται από ζωγράφους της ερυθρόμορφης τεχνικής από τους οποίους ξεχωρίζουν ο Επίκτητος ΙΙ και ο ζωγράφος του Βερολίνου. Ξεχωριστή ομάδα αποτελούν τα αγγεία του Κουμπάν. Από τις αρχές του 4ου αιώνα ορίστηκε να αναγράφεται στην κύρια όψη του αγγείου το όνομα του επώνυμου άρχοντα, γεγονός που επιτρέπει ακριβή χρονολόγηση. Στην κορυφή των κιόνων, τους κόκορες αντικαθιστούν τα σύμβολα που συχνά απεικονίζουν πλαστικά έργα. Το 360/59, η μορφή της Αθηνάς, με περίβλημα που καταλήγει σε σχήμα χελιδονοουράς, στρέφεται προς τα δεξιά. Από την εποχή αυτή γνωρίζουμε τους αγγειοπλάστες Βάκχιο και Κίττο. Στους ελληνιστικούς χρόνους η τεχνική των αγγείων αρχίζει να εκφυλίζεται. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. στα αγγεία αναγράφονται οι ταμίες που θα αντικαταστήσουν αργότερα οι αθλοθέτες. Ο ελλιπής παναθηναϊκός αμφορέας των αρχών του 4ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε στην Αγορά, το τελευταίο δείγμα που σώθηκε ως εμάς, καθρεφτίζει την παρακμή της εποχής του.

Ο βυζαντινός ιππόδρομος στην Kωνσταντινούπολη Αντρέας Ιωαννίδης

Ισορροπία σε άλογο (Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, 1952, πιν. Ε΄, εικ. 3). Μέρος του μνημειακού συμπλέγματος που περιλάμβανε την Αγία Σοφία και το Παλάτι, ο Ιππόδρομος βρισκόταν στην καρδιά της Βασιλεύουσας. Με μορφή αρχαίου ελληνικού σταδίου αποτελείται από τρία μέρη, τις carceres (κάρκερες), το πέλμα και τα βάθρα. Οι carceres, καμπύλο κτίσμα με 12 πόρτες και κεντρική πύλη, ήταν το σημείο εκκίνησης. Στην ευθεία τους υπήρχε πύργος που έφερε τα επίχρυσα άλογα του Λύσιππου που τώρα στολίζουν τον Άγιο Μάρκο στη Βενετία. Εκεί κυμάτιζε η σημαία της έναρξης των αγώνων. Το πέλμα, δηλαδή ο στίβος, χωριζόταν σε δύο δίαυλους με λοξή και χαμηλή αξονική κατασκευή, τη σπίνα. Ο χαμηλός της τοίχος περιείχε νερό κι ονομαζόταν Εύριπος. Στον έντονα συμβολικό χαρακτήρα της σπίνας συντελούσε ο πλούσιος γλυπτός της διάκοσμος. Σώζονται οι δύο οβελίσκοι, του Μ. Θεοδόσιου και του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, και η κολόνα που σχηματίζουν τα κορμιά τριών φιδιών. Πάνω της στηριζόταν χρυσός τρίποδας, αφιέρωμα στους Δελφούς μετά τη μάχη των Πλαταιών. Τα βάθρα ήταν τα καθίσματα των θεατών που στηρίζονταν σε κολόνες, 30 ή 40 σειρές σε αμφιθεατρική διάταξη. Οι άρχοντες κάθονταν στα σκαμνία. Ειδικός υπάλληλος, ο μαξιλλάριος, φρόντιζε να κάθονται οι θεατές σε μαξιλάρια. Κάθισμα λεγόταν το βασιλικό θεωρείο, πολυώροφη κατασκευή που επικοινωνούσε με το παλάτι. Πέρα από τους αγώνες, ο Ιππόδρομος φιλοξενούσε αναγορεύσεις αυτοκρατόρων, υποδοχές επισήμων, αρχές επαναστάσεων, διαπομπεύσεις, θανατικές εκτελέσεις, στρατιωτικούς θριάμβους. Η κατεξοχήν λειτουργία του βέβαια ήταν οι αρματοδρομίες που τελούνταν συχνά πυκνά ακόμα και Κυριακές και γιορτές, γεγονός που εξόργιζε τον κλήρο. Τους τέσσερις δήμους, τους Πράσινους, τους Βένετους, τους Ρούσσους και τους Άσπρους, αντιπροσώπευαν 4 τέθριππα. Όποιος ηνιόχος έχανε την περικεφαλαία του, το κασσίδιον, έβγαινε από τον αγώνα. Στο τέλος των αγώνων ή ενδιάμεσα, προσφέρονταν διάφορα θεάματα με μίμους και ακροβάτες ή με αναπαραστάσεις κυνηγιού με άγρια θηρία που έφερναν από μακριά. Από τα αγωνίσματα που συνέχιζαν την ελληνορωμαϊκή παράδοση, ο νόμος αναγνώριζε ως βασικά την πάλη, την πυγμαχία, το άλμα, το δρόμο και το δίσκο, και ως ελεύθερα το ακόντιο, την άρση βαρών, το τόξο και τη σφαίρα. Ο βυζαντινός ιππόδρομος αναπαράγει τον ρωμαϊκό κοσμικό συμβολισμό που υποκρύπτει αγροτικές λατρείες προσθέτοντας και βιβλικούς συμβολισμούς. Με τις νίκες να αποδίδονται στον αυτοκράτορα που αντιπροσωπεύει την κοσμογονική πράξη της δημιουργίας, η πολιτική ζωή «θεατρικοποιείται» οδηγώντας σε μια κάθαρση που δεν είναι παρά η επαναφορά της τάξης. Αν τυχόν η εξουσία του αυτοκράτορα αμφισβητηθεί, επέρχεται η τιμωρία όπως όταν στη στάση του Νίκα ο Ιουστινιανός σκότωσε στον Ιππόδρομο 30.000 άτομα.

Πιέρ ντε Kουμπερτέν: η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων Άννα Λαμπράκη

Στον Πιερ ντε Κουμπερτέν οφείλεται η αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων. Το 393 ο Μέγας Θεοδόσιος απαγορεύει την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων. Επιθυμώντας διακαώς την αναβίωσή τους, ο Πιερ ντε Κουμπερτέν προτρέπει τον Γεώργιο Α΄ να προκηρύξει την έναρξη της Πρώτης Σύγχρονης Ολυμπιάδας στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 1896, Κυριακή του Πάσχα. Ο Γ. Αβέρωφ και άλλοι εύποροι Έλληνες της διασποράς ανέλαβαν τα έξοδα της αναμαρμάρωσης του αρχαίου σταδίου (4ος αι. π.Χ.). Σε 43 διαφορετικά αγωνίσματα έλαβαν μέρος 311 αθλητές από 13 κράτη. Στο επινοημένο αγώνισμα του Μαραθώνιου, νικητής αναδεικνύεται ο μαρουσιώτης γαλατάς Σπύρος Λούης. Οι σύγχρονες Ολυμπιάδες στοχεύοντας μόνο τα ρεκόρ δεν κατάφεραν να αναβιώσουν το αρχαίο ήθος της αθλητικής νίκης.

Βία και αθλήματα Norbert Elias

Κριτής και παγκρατιαστές. Πίσω όψη παναθηναϊκού αμφορέα (480-470 π.Χ.), Μουσείο Hood, Ανόβερο. Παρουσιάζεται περίληψη άρθρου του Norbert Elias (1976) για τη διαφορετική αντίληψη της αρχαίας και της σύγχρονης κοινωνίας ως προς τη βία που ενέχεται στα αθλήματα. Ο Elias θέτει δύο θεμελιώδεις θεωρητικές αρχές: α) την αποφυγή του εθνοκεντρισμού που δεν επιτρέπει την κατανόηση της διαφορετικότητας μιας άλλης κοινωνίας και β) το ανεπίτρεπτο της αποσύνδεσης ενός κοινωνικού φαινομένου από άλλα δομικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας στην οποία εντάσσεται. Στην αρχαιότητα, λέει, η αθλητική βία συνδέεται με το ιδεώδες της ρώμης, την κοινωνική θέση του αθλητή, την αυτοάμυνα αλλά και τα πολεμικά ήθη. Καταλήγοντας, επισημαίνει την υποκρισία του σύγχρονου κράτους-έθνους που αποδοκιμάζει μεν τη βία αλλά την εφαρμόζει ασύδοτα στις διακρατικές σχέσεις και τους συνεχείς πολέμους.

Άλλα θέματα: Η αρχαία πόλη της Χαλκίδας (II) Πέτρος Γ. Καλλιγάς

Γεωμετρικό αγγείο από τη Χαλκίδα. Στα χρόνια γύρω από το 800 π.Χ. συντελείται μια αλλαγή-ορόσημο στη ζωή της πολιτείας. Η στροφή προς τη θάλασσα και τις ναυτικές δραστηριότητες έχει ως αποτέλεσμα ένα «συνοικισμό» που δημιουργεί το άστυ της Χαλκίδας με το λιμάνι του στο μυχό του κόλπου του Αγ. Στεφάνου. Η πόλη γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση και αποκτά προηγμένη τεχνολογία στη μεταλλοτεχνία και, κυρίως, στην επεξεργασία του σιδήρου. Η επεξεργασία του χαλκού, με τον οποίο κάποιοι συνέδεσαν το όνομα της πόλης, προϋποθέτει μακρινές εμπορικές συναλλαγές για την απόκτηση του απαραίτητου κασσίτερου. Στην αγγειοπλαστική, ο σκύφος ή κοτύλη είναι το δημοφιλέστερο σχήμα, ενώ καθαρά ευβοϊκή ιδιορρυθμία αποτελεί η χρήση λευκού επιχρίσματος στα διακοσμητικά σχήματα. Τον 8ο αιώνα η Χαλκίδα συναγωνίζεται ισότιμα τη Θήβα, την Αθήνα, την Κόρινθο. Αποκτά αποικίες στην Ιταλία, τη Σικελία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Στα τέλη του 8ου αιώνα, έρχεται αντιμέτωπη με την Ερέτρια στον γνωστό πόλεμο για το Ληλάντιο πεδίο. Η πόλη κατοικείται αδιάκοπα ως τις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. Παλαιοχριστιανικά μνημεία, τάφοι και ευρήματα αποτελούν τις τελευταίες ενδείξεις κατοίκησης. Τότε η παλαιά πόλη εγκαταλείπεται, μεταφέρεται και οχυρώνεται στο λόφο που ελέγχει το πέρασμα του Ευρίπου. «Κάστρο του Ευρίπου» θα ονομαστεί (αργότερα, Νεγκροπόντε). Αν και το φαινόμενο της εγκατάλειψης των αστικών κέντρων μπροστά στις επιδρομές Αβάρων και Σλάβων είναι γενικότερο, διαφαίνεται ένα επιτελικό, μεγαλόπνοο σχέδιο, που αποδίδεται στον Ηράκλειο, για την ίδρυση εκτεταμένου αμυντικού συστήματος από πόλεις-λιμάνια σε επιλεγμένες και οχυρωμένες θέσεις, όπως η Χαλκίδα, η Μονεμβασιά, η Κέρκυρα.

Γεννάδειος Βιβλιοθήκη: ένα σημαντικό πνευματικό κέντρο της Ελλάδας Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή

H πρόσοψη του κτιρίου της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Ο Ιωάννης Γεννάδειος (1844-1932) δώρισε τη βιβλιοθήκη του στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών με τον όρο να διατηρηθεί ως παρακαταθήκη για τον ελληνικό λαό όντας προσιτή στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Το έργο της Αμερικανικής Σχολής ήρθαν να συνδράμουν «Οι φίλοι της Γενναδείου», συμβάλλοντας στον συνεχή εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης. Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει κλασικούς συγγραφείς, έργα θεολογικά, γεωγραφικά και ταξιδιωτικά, βυζαντινά κείμενα, βιβλία σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση, την ιστορία της Τουρκοκρατίας και μοναδικά ντοκουμέντα σχετικά με τον Μπάυρον. Άλλες συλλογές απαρτίζουν οι ελληνικές γραμματικές, έργα φυσικής ιστορίας και έργα μουσικά. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχουν τα πολύτιμα αρχεία της για τον Αλή Πασά, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Σλήμαν, τον Δ. Μητρόπουλο κ.ά.

Μορφές μεταβυζαντινής κεραμεικής: αθηναϊκά εργαστήρια Αγγελική Χαριτωνίδου

Χαραχτή ροζέτα με σπειροειδείς κύκλους σε υποπράσινο κάμπο. Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, Τ 1843 (περ. 1650-1750). Από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα, η ιστορία της μεταβυζαντινής και νεότερης κεραμικής συνεχίζεται αδιάλειπτα στα βυζαντινά χνάρια της ζωγραφικής και της εγχάραξης (sgraffito), με κύρια χρώματα το πράσινο και το καστανοκίτρινο ή την ώχρα, και με εφυάλωση της διακοσμημένης επιφάνειας. Αυτή η συνέχεια καθιστά δυσδιάκριτες όχι μόνο χρονικές αλλά και τοπικές διαφορές ανάμεσα σε εργαστήρια τόσο απομακρυσμένα όπως η Κύπρος και η Άρτα, η Ρόδος και η Θεσσαλονίκη ή η Θεσσαλία. Ωστόσο, εύκολα διακρίνει κανείς ότι η λεπτεπίλεπτη βυζαντινή τεχνική γίνεται χονδροειδέστερη και τα προτιμώμενα σχήματα του πιάτου, της γαβάθας και του τριφυλλόσχημου μαστραπά φέρουν κοσμήματα που κινούνται ελεύθερα και στην εξωτερική όψη. Παράλληλα, εμφανής είναι η επίδραση από ξένα εργαστήρια: από την Ιταλία έρχονται τα μαγιόλικα κεραμικά, από τη Νίκαια (Ισνίκ) τα «ροδίτικα», ενώ τα κεραμικά της Κιουτάχειας επιζούν ως και στο εργαστήρι «Κιουτάχεια» στην Αθήνα του 20ού αιώνα. Μεγάλη διάδοση από τον 18ο ως τον 20ό αιώνα είχαν και τα κεραμικά του Τσανάκ-καλέ. Στην Αθήνα οι αγγειοπλάστες είχαν στήσει τα εργαστήρια τους στους χώρους της αρχαίας και της ρωμαϊκής αγοράς και στην Πλάκα, όπου συνέχισαν να δουλεύουν και μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους το 1456. Στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα χρονολογούνται κεραμικά που, συνυπάρχοντας με τους άλλους δύο παραδοσιακούς ρυθμούς, μιμούνται τα ιταλικά μαγιόλικα.

Κλασικά και νεοκλασικά ακροκέραμα Νίκος Γρηγοράκης

Γωνιακό ακροκέραμο από το εργαστήριο του Φειδία, 430 π.Χ., Μουσείο Ολυμπίας. Ξεπερνώντας τον χρηστικό ρόλο της κεραμοσκεπής, τα ακρωτήρια στις γωνίες των αετωμάτων διακοσμούσαν τα ακραία μέρη της στέγης με θέματα φυτικά, με ζώα ή με μυθικά προσωπεία. Η επιφάνειά τους ήταν συνήθως ζωγραφιστή με εναλλαγές μαύρου και κόκκινου χρώματος. Η απόδοση των φυτικών σχεδίων, φύλλων λωτού, ακάνθου, φοίνικα, αμπέλου, ανθέμιου χαρακτηρίζουν τις περιόδους της αρχαιότητας. Η χρήση των ακροκεράμων επανέρχεται με το κίνημα του Νεοκλασικισμού στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Το κίνημα μεταφυτεύεται στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς και το ακροκέραμο γίνεται το σήμα κατατεθέν της ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Φτιαγμένα για σπίτια κάθε τάξης από τα κεραμοποιεία του Δ. Σαρρή, που συνεργαζόταν με τον Τσίλλερ, του Α. Νάστου, του Στ. Μπουρίτη κ.ά., τα ακροκέραμα, αν δεν πληρούν τις αρχαίες προδιαγραφές της αρχιτεκτονικής εναρμόνισης, διαθέτουν μιαν αυθύπαρκτη ομορφιά κι ευαισθησία.

Ηρακλής Tony Kozelj

Αναπαράσταση του Ηρακλή με το δοχείο των προσφορών, από το ιερό Σαλιάρη της Θάσου. Είναι γνωστός ο κύκλος των μύθων γύρω από τον Ηρακλή. Παιδί του Δία και της Αλκμήνης, αντίπαλος του Ευρυσθέα που τον ανάγκασε να κάνει τους δώδεκα άθλους του. Πολλές είναι οι παραλλαγές που ερμηνεύουν το γεγονός ότι ο Ηρακλής μπήκε στη δούλεψη του Ευρυσθέα. Στη Θάσο όμως, ο Ηρακλής εμφανίζεται ως προστάτης του «άθλου» της εργασίας στα λατομεία. Ο εργάτης βλέπει ενσαρκωμένη τη δύναμη που χρειάζεται στον Ηρακλή. Πλαγιασμένος πάνω στη λεοντή και με το ρόπαλο στο δεξί του χέρι, ο Ηρακλής είναι σαν να του λέει: «Άνθρωπε, τι σε δυσκολεύει;»

Το ψηφιδωτό (II) Δημήτρης Χρυσόπουλος

Βυζαντινές χρυσές ψηφίδες. Την ποικιλία των ψηφιδωτών κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους συνοδεύει η εξειδίκευση των τεχνιτών. Ο pictor imaginarius ζωγραφίζει την εικόνα πάνω σε χαρτόνι, ο pictor parietarius μεταφέρει το σχέδιο πάνω στην αρχιτεκτονική επιφάνεια, προτού εκτελέσει το ψηφιδωτό στους τοίχους, τις αψίδες και τους τρούλους ο musivarius και, στα δάπεδα, ο tesselarius. Με τη μεγάλη εξάπλωση του ψηφιδωτού υποβαθμίζεται η καλλιτεχνική του αξία και εμφανίζεται το φαινόμενο του «προκατασκευασμένου» έργου. Εκτός από πέτρες, στρογγυλεμένες ή κομμένες σε κύβους, οι τεχνίτες χρησιμοποίησαν πολύχρωμα μάρμαρα και άλλα πετρώματα που τα χρωμάτιζαν τεχνητά. Οι περίτεχνες συνθέσεις περιείχαν συχνά ημιπολύτιμους λίθους, ενώ στα εντοίχια μωσαϊκά γίνεται χρήση υαλόμαζας. Μετά το 1204, οι υαλοκατασκευαστές εγκαθίστανται στη Βενετία και ιδρύονται τα πρώτα εργοστάσια κατασκευής υαλόμαζας. Τον 14ο αιώνα, οι φούρνοι του Μουράνο αρχίζουν την παραγωγή σμάλτου προσθέτοντας νέα χρώματα στην ελληνική παλέτα και, τον επόμενο αιώνα, κατασκευάζοντας υαλόμαζα σε δύο στρώματα διαφορετικού χρώματος, αγγίζουν την απεριόριστη πολυχρωμία. Τον 15ο αιώνα, στη Βενετία πάλι, κατασκευάζονται χρυσές ψηφίδες ανθεκτικότερες από εκείνες που, με δύο τεχνικές, έφτιαχναν οι Βυζαντινοί ενώ, το 1881, κατασκευάζονται ασημένιες ψηφίδες από πλατίνα. Ο συγγραφέας, αφού αναφερθεί και στα συνδετικά υλικά, παρουσιάζει ενδεικτικό κατάλογο αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ψηφιδογράφων και ψηφοθετών.

Κλιματολογία μουσείων Γιώργος Αλεξίου

Το έντονο φως προκαλεί ρωγμές στο χρώμα των πινάκων. Κλιματολογία Μουσείων ονομάζεται ο κλάδος που εξετάζει τη ζημιογόνα επίδραση του περιβάλλοντος στα αντικείμενα με σκοπό τουλάχιστον να την περιορίσει. Τρεις είναι οι κυριότεροι παράγοντες φθοράς: ο φωτισμός και η υπεριώδης ακτινοβολία, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η υγρασία. Την κατάσταση στην Ελλάδα μελέτησε ο συγγραφέας σε μεταπτυχιακή διατριβή, εξετάζοντας τις περιβαντολλογικές συνθήκες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο Μουσείο Ακροπόλεως, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Μπενάκη και στο Βυζαντινό Μουσείο. Συγκρίνοντας τα αποτελέσματά του με τα διεθνή πρότυπα καταλήγει πως αυτά δεν συμβαδίζουν με τις διεθνείς προδιαγραφές.

Ορέστεια από τον Peter Stein: τέσσερις αφίσες αντί προγράμματος Γιούλη Βελισσαροπούλου, Αντρέας Ιωαννίδης

Αφίσα για το πρώτο μέρος της τριλογίας, Αγαμέμνων του Peter Stein (Επίδαυρος, 1980) Πριν δύο περίπου χρόνια, το 1980, ο Peter Stein με τον βερολινέζικο θίασο Schaubühne παρουσίασε στην Επίδαυρο την τριλογία του Αισχύλου που, όπως και η πρόσφατη παράσταση του Peter Hall, προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις. Ο Stein ετοίμαζε την παράστασή του διάρκειας 9 1/2 ωρών επί επτά χρόνια. Με τη βοήθεια φιλολόγων-ελληνιστών μετέφρασε το έργο σε πεζό λόγο διαλέγοντας λέξεις που ηχούν σαν νεοελληνικές. Αποφεύγοντας σύγχρονες αναφορές, έδωσε το προβάδισμα στην Αρχαιολογία παρά στο Θέατρο. Αντί για πρόγραμμα της παράστασης κυκλοφόρησαν τέσσερις αφίσες, από μία για τον Αγαμέμνονα, τις Χοηφόρες και τις Ευμενίδες και μια τέταρτη για την Ορέστεια συνολικά. Οι αφίσες συνδυάζουν την υψηλή αισθητική με μαρτυρίες φιλολογικές και αρχαιολογικές που «ντύνουν» την παράσταση.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Γιορτάζοντας το χρυσό του ιωβηλαίο θα γίνει στο νέο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας (6-12 Σεπτεμβρίου 1982) το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου - Εντυπωσιακό ταφικό μνημείο αποκαλύφθηκε στη Λίνδο - Στην Πελλάνα Λακωνίας αποκαλύφθηκε ο μεγαλύτερος ως τώρα θολωτός τάφος από το 1500-1300 π.Χ. - Πρωτοελλαδικοί τάφοι λαξευμένοι στο βράχο που μιμούνται κυκλαδικά πρότυπα βρέθηκαν στη Μάνικα Χαλκίδας - Η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή οργάνωσε σειρά σεμιναρίων (19-21 Μαΐου 1982) με ομιλητή τον υπεύθυνο συντήρησης του Πολεμιστή Α του Ριάτσε

Συνέδρια

Το Γ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη (29-30 Μαΐου) η Ελληνική Ιστορική Εταιρεία - Το 3ο Διεθνές Συμπόσιο του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (Αθήνα, 31/5-5/6 1982) είχε θέμα: «Μινωική θαλασσοκρατορία. Μύθος και πραγματικότητα»

Βιβλία

Βασ. Κρεμμυδάς - Σοφοκλής Μαρκιανός, Ο αρχαίος κόσμος: Ανατολικοί λαοί και Ελλάδα ως το 323 π.Χ., Γνώση, Αθήνα 1982 - Χρήστου και Σέμνης Καρούζου, Ανθολόγημα θησαυρών του Εθνικού Μουσείου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981 - Emily Vermeule / Vassos Karageorghis, Mycenaean Pictorial Vase Painting, Harvard University Press, Harvard-London 1982 - Andrew Sheratt (επιμ.), The Cambridge Encyclopedia of Archaeology, Crown & Cambridge University Press, New York 1981 - Νίκος Γρηγοράκης, Νεοελληνικά κεραμουργήματα καλλιτεχνών του «Κεραμεικού» σε υδατογραφίες του Σιμονάκη, Υάκινθος, Αθήνα 1980 - Στ. Λυδάκης, Μια πολύτιμη γλυπτοθήκη, το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, Ίδρυμα Αισθητικής Μιχελή, Αθήνα 1981

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Ένα μεγάλο «μπράβο» αξίζει στο δήμαρχο Ηρακλείου που όχι μόνο κήρυξε διατηρητέο το κτίριο της οδού Άλμπερτ 17 αλλά μερίμνησε να μην «πνιγεί» από γειτονική οικοδομή - Ογκώδες τσιμεντόκουτο του ΟΤΕ φύτρωσε στην Άνω Μερά Μυκόνου

Έκθεση

Στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών παρουσιάστηκαν (6-23 Μαΐου 1982) 47 ακουαρέλες και σέπιες του ζωγράφου Émile Gerlach με θέματα από τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία

English summaries: The games Anna Lambraki

There were two kinds of javelin throwing contest in antiquity. The far-shooting contest and the contest of aim. Runners ran in the stadium, they also ran the double course, they raced on horseback, there was the long course and the race where athletes ran wearing armour. Women also ran races. In the long jump athletes held weights, the alteres, the better to improve their balance. There were two kinds of wrestling match; upright wrestling and wrestling on the ground. Other main contests were the pentathlon, the pancration (a combination of wrestling and boxing),and chariot races. There was the four-horsed chariot race, the four-wheeled chariot race, the two-horsed, the chariot race with four colts and with two colts. There were contests held with athletes on horseback. Such races were the race of perfect racehorses, the racing of colts and the kalpi, a race on horseback where at some point the rider jumped off the horse and ran alongside the steed to the end of the course.

Athletic games in Ancient Greece, Rome and central America Pierre Lévêque

The establishment of the Olympic Games in 756 B.C. coincides with radical social changes that led to the creation of the city-state which gradually evolved from the kingdoms of Homer’s time. Ancient Greece, dates back to the Olympic Games in fact, rooted on older traditions going back to the Minoan, or even earlier ages. In the background of the Olympic Games lie a great number of religious beliefs and rituals, quite popular in the eastern Mediterranean during the Neolithic age, which are brought to Greece via the Creto-Mycenaean culture. The nucleus of this religion l theology is the cycle of renewal in nature – succession of life and death - of the world, the societies and their leaders. This theology brings along with it a feeling of security; it gives answers to man’s role in the universe, to his destiny, and places him under the protection of gods and heroes who secure biological renewal and social revival and continuity. Thus, the athletic competition becomes, for mortals, a medium for complete fulfillment. The Panhellenic games are the most impressive part of athletics that comprise nudist, equestrian, poetic and music competitions, found all over Greece during the time of the city-state. The Greek games can be analyzed as follows, on one hand they gave to the participants the chance to express their vital dynamism in a noble competition, which, however, cannot be regarded as an exclusive characteristic of the Greek civilization. J. Huizinga has proved that fundamentally emulation of heroes like Hercules and Theseus comes with all forms of contest, even with the deeds of heroes like Hercules and Thesaeus, who are often confronted with beasts and monsters. Athletic games involve athletes who compete according to rules and undergo a long training. On the other hand, they symbolise a complete range of the imaginary relations of humans with the universe. Finally, the games are a decisive element for the structure and function of the community, since through them, a positive approach to community elements is achieved. This role is particularly obvious in the Olympic Games, where athletes from all Greek cities - even those at waswar – are gathered to participate in a religious and peaceful competition. The Roman games originated in Etruscan and Italian tradition. Although they were influenced, in their evolution, by Greek ideas, they retained their own character and have developed their identity. It is interesting also to mention the lawn-tennis played in the pre-Colombian societies of Central America. In this game, with an old and clear religious meaning, only the aristocracy had the right to participate. The playground symbolized the universe, the ball and the players symbolized the sun and the stars respectively. The simple people, members of the community, were not allowed to play but only to watch. The game was the symbolic representation of the macrocosm and it guaranteed regeneration, renewal and “perpetual return”. As Mircea Eliade points out, the aim is one and the same: “the annulation of time past, the abolition of history through a continuous return in ill tempore, through the repetition of the act of creation”.

Athletic games in Minoan Crete and Mycenaean Greece Aikaterini Papaefthymiou-Papanthimou

Athletic games like boxing, wrestling and bull-leaping seem to have been indispensable to every religious feast in Minoan Crete. These games are often shown on ritual objects – found in special locations that have been considered as sanctuaries – like the conic, sotone rhyton (c. 1500 BC) from Agia Triada. Being a very characteristic example, it is decorated with scenes of boxing, wrestling and bull-leaping in relief. The most popular and hazardous game was bull-leaping, which in all probability originates from bull-catching. Various phases of the game are represented on the two famous golden cups from Vapheio, Laconia, on show at the National Museum. The numerous representations of bull-leaping in Minoan wall-painting and minor arts give us a clear picture of the actual game: the athletes participating (men and women) seized the running bull firmly by its horns and while the animal tried to toss off its human burden, they were launched in the air risking a jump over and across the back of the bull. The best representation of bull-leaping is the so-called ‘toreador fresco” (c. 1500 BC) in Knossos. It is not certain, however, whether this game bears any relation to modern Spanish bullfights. Bull-leaping, wrestling and boxing passed from the Minoan over to the Mycenaean world. Mycenaeans introduced, most probably, the race and chariot races to athletic games and were the first who organized athletic competitions on funerary occasions, events that are represented on funerary Mycenaean monuments and are so brilliantly described in the Homeric Poems.

The boxer with the lily necklace from Knossos Jean Coulomb

The reconstruction of the so-called “Priest – king” from Knossos is one of the most popular figures of Minoan art. It is made up of three ancient fragments of painted plaster (the crown, the torso, the left leg); the other parts are modern, painted by inference. When A. Evans uncovered the plaster fragments in 1901, he wrote that they belonged to different personages and “the torso may suggest a boxer”. This theory seems to make sense. Anatomical observation of this torso shows a contracted powerful musculature and the left arm that has ceased to exist is definitely in a lifted position as the pectoral muscle is raised. These observations allow us to conclude the torso was one of a boxer resembling the many athletic representations engraved on the Boxer Vase from Agia Triada. The lily crown belongs to another personage, perhaps a priestess (like the one on the Agia Triada sarcophagus). The painted reliefs of two athletes boxing in the Palace of Knossos were surely the model for the “boxing children” fresco in Akrotiri at Thera.

Four panhellenic sanctuaries Anna Lambraki, Clairie Eustratiou

The Panhellenic festivals offered the ancient Greeks the opportunity to express their unity in origin, tradition and language. These feasts and games took place in four major sanctuaries, commemorating past achievements of heroes and of the illustrious dead. Thus, in Delphi the myth of Apollo who slew the dragon Python – symbol of a prehistoric earth deity, was the nucleus of the festivities, in Nemea the games honored the dead royal child Ophelites or, according to another version, Hercules. In Isthmia the hero honoured was Melikertes, while in Olympia the athletic games commemorated the victory of Pelops over the old King Oenomaos. Periods of peace were proclaimed throughout the country to facilitate the gathering of Greeks in these four sanctuaries. Each Panhellenic feast had a distinct character; in Delphi, for example, the peaceful noble spirit of Apollo, patron of the arts, presided while in Olympia the games were held under the auspices of Zeus, the potent father of gods, so that mind and body were trained and exercised in the use of weapons, a means of vital importance for ruling. The symbolism and ethics of the Greek ideal served later as a substitute for the funeral character of the games. Thus, the Olympic Games stood for the cult of physical and mental effort and of noble competition that led to virtue and perfection.

Panathenaic amphorae Niki Prokopiou

Panathenaic Amphorae, the Attic vases offered as a prize to the winners of athletic competitions held during the Great Panathenaea, form a distinct group, which, for almost ten centuries (6th century BC to 4th century AD), has been enriched with hundreds of samples. They are decorated with black painted figures on a light background while the details are rendered with incision and red and white paint. This technique remains in use until the mid 5th century BC, when its rival, the red-figured style, is definitely adopted. However, the black – figured decoration will exceptionally continue to be used on the Panathenaic amphorae, the “official vases”, a tradition that will prevail even in the Hellenistic period. The decoration themes are strictly prescribed and their arrangement on the vase becomes typical. The goddess Athena, in a warrior’s pose, is depicted on the front side, while on the back is represented the athletic game in which the athlete has won. While, however, the rendering of the goddess is dry and stylized, that of the athlete is free and natural and expresses the contemporary art of the times. In the evolution of iconography it can be observed that in early works (6th century B.C.) Athena is represented in a warrior’s pose turning to the left, while later, at the end of the 6th century, she is flanked by two Doric columns. The 5th century amphorae have been decorated by great artists of the red-figured style, who are distinguished by their personal style in design. The 4th century introduces a number of innovations, most important of which is the inscription of the name of the so-called “Eponymos Archon” on the front face of the vase, which serves as an indisputable chronological evidence. Along with the name of the archon also appear his symbols and attributes. From 360 BC to 50 BC, the figure of the goddess turns to the right. At the end of the century the attribute towards athletics and their content is changed – the result of the game counts more than the competition itself – and consequently the representation of the athletic games is altered: the ideal athlete image is gone, the old vigor and grace are lost. During the Hellenistic and roman period the overall appearance of Panathenaic amphorae degenerates reflecting the decay of the times they belong to.

The Hippodrome in Constantinople Andreas Ioannides

The hippodrome was the centre of social and political life in Constantinople. It was there that the Emperor was proclaimed and dignitaries were welcomed in official ceremonies, there that revolutions broke out, executions, pillories and military triumphs took place. The hippodrome as architectural concept is a combination of the Greek stadium and the Roman arena.It owes to the latter both its structure and symbolism. The most popular show in the hippodrome was chariot-racing, taking place either regularly or on fixed dates or marking happy or disastrous occasions to sweeten the crowds. Beside chariot-racing, the hippodrome was the place for various athletic games like wrestling, boxing, hurling, also for shows and public spectacles in which actors, mimes and acrobats performed hunting and battle scenes etc. Moreover, the hippodrome had a rich cosmic symbolism; it symbolized the universe, while the chariot-races symbolized the circle of life and consequently the continuous renewal of the universe which culminated in the person of the emperor, the representative of God on earth, who ruled the universe-empire. All this symbolism resulted in reinforcing the power and authority of the emperor. Furthermore, the four municipalities representing the people of Constantinople and the symbolic colours for their distinction and identification – green, blue, white, red – reflected the social structure of the capital. Thus, the hippodrome can be defined as the symbolic representation of the social and political situation of its times.

Pierre de Coumbertin or the revival of the Olympic Games Anna Lambraki

In the name of Christianity, the Byzantine emperors ordered the destruction of ancient temples and sanctuaries and banned all activities that might promote the ancient spirit and culture. From the 18th to the early 19th century, however, Europeans seek to return to the ancient origins and archetypes of their civilization. Thus, in 1874, the German excavations under E. Curtius begin in Olympia, while in 1883 Pierre de Coumbertin, a young French ideologist, becomes conscious of the importance of athletics in the upbringing of youths. Since then, he commits himself to revive the Olympic Games. The first International Olympiad takes place in Athens in 1896 thanks to the persistent efforts of de Coumbertin. However, the approach to the Olympic Games and appreciation of them couldn’t be more different nowadays; in antiquity the glory of the winner in an Olympiad accompanied him for the rest of his days, today it lasts only as long as he holds a record.

Violence and athletic games Andreas Ioannides, Norbert Elias

Norbert Elias, in an article published in the “Actes en Sciences Sociales” no 6 Paris 1976, deals with violence in athletics, a characteristic that distinguishes modern from the ancient Olympic Games. For the overall appreciation of cultural phenomena in societies of the past, one has to carefully study relevant theoretical, ideological and methodological questions, since any “research on a social phenomenon remains incomplete if not related to other characteristics of the social structure to which it belongs”. The author concludes that violence is conditioned by” inner” factors, innate in a society as well as by “outer” ones, determined by the relationship between societies. Therefore, the notions of defence as combat, the notion of self-defence also the social status of an athlete relate to one another and can explain violence in athletic games, since violence is fundamental to the biological existence of human beings.

The ancient town of Chalkis (part II) Petros Kalligas

The first urban centre was created around 800 BC., when the inhabitants of small scattered villages gathered together and founded the first organized settlement. This new town of the late geometric period was located in Agios Stefanos Bay, which became the town harbour and a centre of navigation and commerce. Metalwork and pottery developed. At the same time an intense movement of colonization is observed to the North (Macedonia, Thrace) and the West (Italy, Sicily) is observed.Up to 600 A.D., that is, for fourteen centuries, Chalcis flourished and declined at the same location around Agios Stefanos Bay. The effort of the Department of Antiquities of Euboea undertaken at the moment is to determine the successive phases of the town planning development and organization of ancient Chalcis. The decade 610-620 A.D., when the ancient town is abandoned and transferred to a neighboring location on the hill dominating the Euripus strait, is considered a crucial historic landmark. The new, small town l fortress, the “Castle”, is fortified and thus a suitable harbour for the royal ships is secured. It is suggested that the transfer and the fortification of coastal towns such as Chalkis, Monemvasia, Corfu etc. belonged to a broader defense plan of the Byzantine Empire, attributed to the Emperor Herakleios (610-641 A.D.). This plan aimed at control of the sea, a goal to be achieved through the reorganization of the royal navy and the resistance against the Abars and the Slavs. Fortified harbours ensured the inhabitants’ safety and made possible the mooring and supplying of the fleetwith provisions The new choice of position proved successful and the new fortified town of Chalcis became in the Middle Ages known throughout the east Mediterranean Sea as the “Castle of Euripus”.

The Gennadius library, an important cultural centre American School of Classical Studies at Athens

The Gennadius Library is named after the diplomat and bibliophile Ioannis Gennadius (1844-1932), who 60 years ago donated his distinguished book collection to the American School of Classical Studies on the condition that the School would hold these books in trust for the Greeks and operate a library, accessible to the international community of scholars. To house the collection, the School constructed in 1923- 1925 a building in the Neoclassical style with the aid of the Greek Government and the Carnegie Corporation. To assist the enrichment of the collection, which originally numbered 26.000 volumes and now comprises over 70.000, the association “The Friends of the Gennadius Library” was instituted in 1964. The Gennadius Library, which is also a research institute offers to scholarship, through its rare collection, a wide range of items and topics referring to Greece: classic authors in first editions, editions of works of the Church Fathers, travellers’ descriptions, a rich collection of archaeological editions of the 18th -20th century, Byzantine texts, an impressive number of volumes on the Greek Revolution (1821 – 1829) and on Turkish history (1470 – 1500), a unique collection of information (archives, works of art) on the philhellene Lord Byron, modern Greek Literature. However, the most important possession the Library holds is its archives, like that of Ali Pasha, of the archaeologist Heinrich Schliemann and of the music conductor Dimitris Mitropoulos. Moreover, the Nobel-prize winning poet Odysseus Elytis has recently donated his papers to the Library in appreciation for its distinguished contribution to the study of Greek culture. The Gennadius Library is not only archives, books, catalogues and stacks but also an alive and active educational nucleus: the series of lectures and exhibitions held there verify this additional cultural character.

Post- Byzantine pottery from Athens Angeliki Charitonidou

Pottery as an artistic medium not only survived the fall of the Byzantine Empire and Turkish rule but it has also achieved a rich and impressive production both in quantity and quality. Post-Byzantine potters have adopted the traditional Byzantine techniques in making and decorating their products. Two main types of decoration are employed: the painted and the incised one (sgraffito), while the colours prevailing are the green and ochre (yellow-brown). The decorated area is glazed with a colourless varnish. The ceramics, even when coming from the most remote Greek workshops, display common characteristics in form and decoration, since even in post-Byzantine times they closely follow tradition. This tradition was so strong that the foreign influence from east and west affected only few workshops. The examples illustrated here represent Athenian workshops of two periods, from around 1650 to1750 and from1750 to 1850.

Classic and neoclassical acroteria Nikos Grigorakis

The earliest acroteria known appear in Greece in the 6th century BC. They are decorated with floral motifs, representations of animals and mythological figures like Hermes, the goddess Athena etc. More popular, however, are the anthemia that are painted, in low relief in front . The acroteria remain in use until the end of the roman period, they then reappear as architectural decorative features in the 19th century, the age of Neoclassicism in Europe. In this new phase they decorate both aristocratic and humble houses in Athens and other urban centres. Their form and decoration seems closely related to the ancient acroteria, while they are arranged together more densely.

Herakles Toni Koželj

"Let Herakles be his name" proclaimed Apollo, the god of sun and music: this was the starting point for the creation of a popular mythology related to Herakles, a mythology that distinguished him as the most celebrated among Greek heroes. An unknown, so far, quality of the hero is presented here: Herakles patron of miners. In this role, he is represented lying comfortably in a mine and facing the miners. He looks as if he is saying: "Come on you, humans, what is all the fuss and difficulty about? I, alone, could have done more and better work". From the complete representations shown here, four were found in Thassos, one in Laconia and one in Iran.

Mosaics (part II) Dimitris Chrysopoulos

Different types of mosaic appear in Roman times where at the same time artists specialize in a particular skill. So, we can see the pictor imaginarius, who paints the different subjects, the pictor parietarius, who transfers the painting from the cartoon to the surface which is to be decorated by the musivarius (for walls and ceilings) or the tesselarius (for floors) with the tesserae. We give here some names of artists who signed their work; some are Greek, others are Roman but their works spread worldwide; Amitaion, Amiteius Quintus, Antaios, Anthos, Apollinaris, Asklepiades, Blastos, Cecilianus, Dioskourides and others. The materials used for mosaics are: pebbles, natural rocks cut to cubic tesserae, enamel tesserae, gold-glass tesserae. As binding materials were used: lime, pumice, marble and ceramic dust (sometimes egg was added). At the end of the 19th c. portland cement is widely used.

Museum climatology George Alexiou

The conservation of works of art includes their restoration and preservation. Control over environmental conditions in Museums is quite a new science which is not as yet included in the history of conservation. The basic reasons for the deterioration of works of art (in museums and galleries) are three: 1) strong light and UV radiations 2) pollution of the air and 3) humidity. The situation in Greece is not brilliant, for the moment, but we hope to see some improvement as countries reconsider their role in the preservation of historic monuments and of works of art.

Peter Stein’s Oresteia. Four posters instead of a theatre programme Julie Velissaropoulou, Andreas Ioannides

Two years ago, in 1980, Peter Stein brought the Berlin Schaubuhne’s production of the Oresteia to the theatre of Epidauros. This production of Aescylus’s trilogy was very controversial as indeed was Peter Hall’s recent production. Peter Stein’s production lasted for nine and a half hours. Preparations for the production took seven years. The trilogy was translated into prose with the advice of specialists in ancient Greek literature. The play was put into words sounding like modern Greek. No reference was made to the modern world but the emphasis was more on the archaeological than on the theatrical aspects of the trilogy. Four posters were given out instead of a programme, one for each part of the trilogy, (Agamemnon, Libation Bearers, Eumenides), and one for the Oresteia as a whole. The posters are visually very pleasing, and by their reference to the literary and archaeological side of the Oresteia, add greatly to the performance.

Τεύχος 122, Δεκέμβριος 2016 No. of pages: 144
Συνέντευξη: Χαράλαμπος Μπούρας [1933-2016] – Ένας σπάνιος άνθρωπος

Χαράλαμπος Μπούρας. Φωτ.: Σωκράτης Μαυρομμάτης. Το 2009 η Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, εγκαινιάζοντας τη σειρά «Τιμής Ένεκεν», εκδίδει τις ομιλίες που αφιέρωσαν στον Χαράλαμπο Μπούρα στις 8 Μαΐου 2007 οι Μανόλης Κορρές, Σταύρος Μαμαλούκος, Δημήτρης Φιλιππίδης, Μάνος Γ. Μπίρης, Μάρω Καρδαμίτση–Αδάμη και Cyrill Mango. «Πάντα πίστευα πως το μυαλό του είναι φτιαγμένο με ειδικό τρόπο, κάποιο μοντέλο μηχανής τούρμπο, που αντί για το κουβάρι που όλοι εμείς οι υπόλοιποι προσπαθούμε να διαφεντέψουμε, εκείνου είναι απίστευτα τακτικό και καλοστρωμένο, όπως τα εργαλεία σ’ ένα χειρουργείο» καταθέτει ο Δ. Φιλιππίδης. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον Μπούρα «ένα σπάνιο παραδείσιο πτηνό που έτυχε να βρεθεί στα μέρη μας». Ο Μ. Κορρές αναφέρεται κυρίως στον Μπούρα–αναστηλωτή, ειδικό της προστασίας και συντήρησης των ιστορικών μνημείων, στον Μπούρα–δάσκαλο. Ξεχωρίζουμε τη μελέτη με τα 107 σχέδια για την αναστήλωση της άρτι ανεσκαμμένης στοάς στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, την οποία ο Χ. Μπούρας άρχισε τον Οκτώβριο του 1960 και κατέθεσε τον Οκτώβριο του 1962. «Σημειωτέον ότι» σημειώνει ο Μ. Κορρές, «τότε ο Μπούρας, ως Διευθυντής Αναστηλώσεων, βρισκόταν κάθε μέρα στο γραφείο του στο Υπουργείο Παιδείας, και στη Βραυρώνα πήγαινε τα απογεύματα». Στη μελέτη του αυτή ο Χ. Μπούρας σημείωνε: «Απαραίτητος προϋπόθεσις της αναστηλώσεως του μνημείου είναι η δυνατότης επαναφοράς αυτού εις την θέσιν (κατάστασιν) εις την οποία ευρέθη (η περίφημη αρχή της αναστρεψιμότητος)». Και εδώ σημειωτέον ότι η παλαιότερη διατύπωση της Αρχής της Αναστρεψιμότητας (Reversibility) σε επίσημο έγγραφο θα γίνει το 1963 στον καταστατικό χάρτη του American Institute of Conservation, ενώ από τη Χάρτα της Βενετίας (1964) λείπει. Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, ο Χ. Μπούρας εκπονεί δεύτερη διατριβή για τα βυζαντινά σταυροθόλια με νευρώσεις, η καταγωγή των οποίων έως τότε θεωρείτο φράγκικη. Από το 1966 έως το 1973/74, καθηγητής στο ΑΠΘ, διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής. Αντίστοιχο διδακτικό αντικείμενο θα υπηρετήσει και στο ΕΜΠ τα χρόνια 1974–1999. «Σχεδόν όλοι οι εν ενεργεία σήμερα Έλληνες αρχιτέκτονες αναστηλωτές είναι μαθητές του Χαράλαμπου Μπούρα και, όπως λένε, εκείνος διέπλασε την επιστημονική τους προσωπικότητα και τα ιδανικά τους» προσθέτει ο Μ. Κορρές. Τη συμβολή του Χ. Μπούρα στη μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής, πεδίο στο οποίο έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς του, παρουσιάζει ο Σ. Μαμαλούκος. Οι δημοσιευμένες μελέτες του ξεπερνούν τις εκατό, ανάμεσά τους οκτώ βιβλία, περί τα σαράντα άρθρα σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά, περίπου τριάντα μελέτες σε συλλογικούς τόμους και πρακτικά επιστημονικών συναντήσεων. Οι χωροχρονικές ενότητες των ερευνών του αφορούν την αρχιτεκτονική α) της Κωνσταντινούπολης και των περιοχών της άμεσης επιρροής της (Χίος κ.ά. νησιά  του Αιγαίου), β) της λεγόμενης Μεσοβυζαντινής Ελλαδικής Σχολής, γ) του Δεσποτάτου της Ηπείρου, δ) την αρχιτεκτονική και τέχνη της Λατινοκρατίας, στην οποία διέκρινε την αμιγώς δυτική μεσαιωνική αρχιτεκτονική από τη φραγκοβυζαντινή αρχιτεκτονική, και ε) την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική των μετά την Άλωση χρόνων. Από τις συνθετικές του μελέτες ξεχωρίζουν τα Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής (τόμ. 2). «Είναι μια συνοπτική ιστορία της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής» σημειώνει ο συγγραφέας. «Όχι μόνον της Βυζαντινής και της Ευρωπαϊκής έως τον 15ο αιώνα, αλλά και του Ισλαμικού κόσμου και της Τουρκοκρατίας, που διετήρησαν τον μεσαιωνικό τρόπο σκέψεως αλλά και “παραγωγής” της αρχιτεκτονικής έως τα νεώτερα».

Θέματα: Σύμβολα από την Παλμύρα Σταματούλα Μακρυπόδη

«Σύμβολο» εξαγωνικού σχήματος. 26 χιλιοστά. Όψη α: Προτομή ιερέα κατά μέτωπο. Όψη β: Δύο ανθρώπινες μορφές. Πιθανώς σκηνή συμποσίου. Στα αριστερά διακρίνεται αποτύπωμα ιδιωτικής σφραγίδας. Στο έξεργο επιγραφή. Αρ. ΝΜ 214/2005. Επιγραφικό και Νομισματικό Μουσείο, Αθήνα. Το Νομισματικό Μουσείο φιλοξενεί μια ιδιότυπη ομάδα αρχαίων τεχνουργημάτων, τα οποία αναγνωρίζονται ως σύμβολα (tesserae) της Παλμύρας. Πρόκειται για πήλινα πλακίδια σε ποικίλα και ιδιόμορφα σχήματα, με έκτυπες παραστάσεις συνήθως και στις δύο όψεις και με επιγραφές στην αραμαϊκή. Πιθανότατα χρησιμοποιούνταν για την πρόσβαση σε τελετουργικά γεύματα ή για τη διανομή φαγητού μετά από θυσίες. Χρονολογούνται ανάμεσα στον 1ο και τον 3ο αι. μ.Χ. και παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις θεότητες της Παλμύρας και τη σημιτική θρησκευτική ιστορία γενικότερα.

Δελφικές επιγραφές Νικόλαος Πετρόχειλος

Ψήφισμα της πόλης των Δελφών: Tο 159/8 π.Χ. απονεμήθηκαν τιμές σε έναν ξένο ευεργέτη της πόλης των Δελφών. Αργότερα το όνομα και η εθνικότητά του απολαξεύτηκαν, γεγονός που ισοδυναμεί με καταδίκη σε λήθη (Μ.Δ. 3798). Από τους χιλιάδες ενεπίγραφους λίθους που έχουν βρεθεί στους Δελφούς επιλέχθηκαν 52 πιο αντιπροσωπευτικοί, προκειμένου να εκτεθούν και να αναδείξουν το εύρος της δραστηριότητας του ιερού και τη σημασία του ως πανελλήνιου κέντρου. Παρουσιάζονται επιγραφές αναθηματικές, έμμετρες, αφιερώματα και ψηφίσματα της Δελφικής Αμφικτυονίας, οικονομικές πράξεις, αγωνιστικές επιγραφές, καθώς και επιτύμβιες.

Είναι το παρελθόν μια ξένη χώρα; Δήμητρα Παπακωνσταντίνου

Τοπίο με αρχαιότητες του Ολλανδού ζωγράφου Herman Posthumus (γεν. 1512/13). Στην επιγραφή παράθεμα από τον Οβίδιο (Μεταμορφώσεις 15, 234–5): «Χρόνε που καταβροχθίζεις τα πράγματα και συ μισητή αρχαιότητα, όλα τα καταστρέφετε». Η ύπαρξη μιας μηχανής του χρόνου θα καθιστούσε άραγε περιττή την αρχαιολογική έρευνα; Καθώς η αρχαιολογία εξετάζει καταρχήν τον υλικό πολιτισμό και προσπαθεί να συνάγει συμπεράσματα μέσα από αυτόν για τους πολιτισμικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και άλλους μετασχηματισμούς στην ιστορία του ανθρώπου, βασικό μέλημα της επιστήμης είναι ο τρόπος με τον οποίο ο χρόνος εγγράφεται στα αντικείμενα που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Τελικά, πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν; Μήπως το βλέμμα του αρχαιολόγου είναι αυτό που δημιουργεί το παρελθόν, ακριβώς όπως το βλέμμα της Γοργούς;

Ιονία Οδός (ΙΙ): Πορείας συνέχεια Ολυμπία Βικάτου

Κτερίσματα από το νεκροταφείο της Λιμναίας. Το δεύτερο τμήμα της Ιόνιας οδού και δύο ακόμα οδικοί άξονες που συνδέονται μαζί της αλλάζουν τα δεδομένα της αρχαίας τοπογραφίας στην περιοχή της Β–ΒΔ Αιτωλοακαρνανίας. Οι αρχαιότητες εκτείνονται χρονολογικά από την Πρωτογεωμετρική περίοδο έως και την Πρωτοβυζαντινή εποχή, περιλαμβάνοντας νέα στοιχεία για τις αρχαίες πόλεις που βρίσκονται στη νότια και ανατολική ακτή του Αμβρακικού Κόλπου και την ύπαιθρο χώρα τους, ενώ αποκαλύπτουν τη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.

Μια στέγη για τα όνειρα των Ελλήνων: 150 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου

Φωτογραφική άποψη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (1889). Το 1834, ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος προβλέπει  την ίδρυση «Κεντρικού Δημόσιου Μουσείου διά τας αρχαιότητας» με έδρα την Αθήνα. Κλασικιστές Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες εκπονούν ακατάπαυστα  επί 30 χρόνια μελέτες και σχέδια. Τις αντιγνωμίες για τη θέση του Μουσείου τερματίζει η δωρεά 62 περίπου στρεμμάτων από την Ελένη Τοσίτσα τον Μάρτιο του 1866. Στις 3 Οκτωβρίου 1866,  τίθεται ο θεμέλιος λίθος του Κεντρικού Μουσείου  το οποίο, δύο χρόνια αργότερα, μετονομάζεται «Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον».

Η Κοιλάδα των Τεμπών (IV): Στα ίχνη του βυζαντινού παρελθόντος Σταυρούλα Σδρόλια

Μεσοβυζαντινό πανδοχείο, ναός και κτιριακό συγκρότημα του 4ου-3ου αι. π.Χ. Στο στενό μέρος της Κοιλάδας των Τεμπών, εκεί όπου κατά τις μαρτυρίες των περιηγητών παρουσιαζόταν επιτακτική η ανάγκη για ανάπαυση, ήρθε στο φως ένα στενόμακρο κτίριο των βυζαντινών χρόνων, πιθανόν πανδοχείο της περιόδου. Στα ανατολικά του, αποκαλύφθηκαν τα λείψανα βυζαντινού ναού και πλήθος τάφων επιμελημένης κατασκευής, ενώ στη δυτική έξοδο της Κοιλάδας εντοπίστηκαν κατάλοιπα παλαιοχριστιανικού οικισμού. Οι πρώτες έρευνες στην περιοχή οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο πιθανότατα για θέση προσκυνήματος σε έναν σημαντικό σταθμό της αρχαίας οδικής αρτηρίας.

Μικρό αφιέρωμα: Μουσεία και Μουσειολογία στη σύγχρονη κοινωνία: Εισαγωγή Μάρλεν Μούλιου

Αντικρίζοντας τη «Νυχτερινή Περίπολο» του Rembrandt στο δίκαια πολυβραβευμένο Rijksmuseum στο Άμστερνταμ. Φωτ.: Αρχείο Μ. Μούλιου. «Ο λόγος για τον οποίο δεν έχουν γραφεί οδηγίες χρήσης λεξικών ή μουσείων είναι επειδή θα ισοδυναμούσαν με οδηγίες χρήσης του ανθρώπινου νου» σημειώνει ο Robert Harbison στο βιβλίο του Eccentric Spaces (2000). Μία από τις βασικότερες προκλήσεις της μουσειολογικής επιστήμης, εκτός από τη διεπιστημονικότητα, είναι η ευρύτητα του πεδίου γνώσης και έρευνας, σκέψης και αντίληψης που απαιτείται για τη λειτουργία του μουσείου και την κατανόησή του ως φαινομένου. Το 1999, το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες φιλοξένησε το πρώτο αφιέρωμά του στη Μουσειολογία (τχ. 70–73), ενώ 15 χρόνια μετά (2014–15) παρουσίασε στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ένα δεύτερο, σε επιμέλεια της γράφουσας, το οποίο εστίασε σε βασικά πεδία της σύγχρονης μουσειολογικής έρευνας και πρακτικής. Στο διάστημα μεταξύ των δύο αφιερωμάτων πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα —και εξακολουθούν να αλλάζουν—, τόσο στα θεσμικά όργανα και τις νομοθετικές ρυθμίσεις για τον πολιτισμό, την οργάνωση και τη λειτουργία των μουσείων, όσο και στην ίδια την κοινωνία και την οικονομία της γνώσης και του πολιτισμού. Από το σύνολο των δεκαπέντε άρθρων του δεύτερου αφιερώματος αναδημοσιεύονται στο παρόν τεύχος —σε βραχύτερη εκδοχή— τρία κείμενα, τα οποία συμπυκνώνουν προβληματισμούς για το παρελθόν και το μέλλον των μουσείων και του μουσειακού επαγγέλματος.

Επάγγελμα: Μουσειολόγος Μάρλεν Μούλιου

Εκπαιδευτική επίσκεψη προπτυχιακών φοιτητών Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, στο πλαίσιο σεμιναριακού μαθήματος μουσειολογίας. Φωτ.: Αρχείο Μ. Μούλιου. Η συγγραφέας επενδύει με τη θεωρητική της κατάρτιση τα δεδομένα που προέκυψαν από μια πρωτότυπη ερευνητική της πρωτοβουλία: Προκειμένου να χαρτογραφήσει τις επαγγελματικές πορείες των μουσειολόγων στην Ελλάδα, να ανιχνεύσει τους παράγοντες που καθόρισαν τη μουσειολογική τους κατάρτιση, την επαγγελματική τους εξέλιξη και το σημερινό προσωπικό τους μουσειολογικό στίγμα, προώθησε σχετικό ερωτηματολόγιο, το οποίο συμπλήρωσαν πλήρως 82 μουσειολόγοι που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Το εύρος των σχολίων τους συγκροτεί ένα εντυπωσιακό υλικό με βαρύνουσα σημασία στη μελέτη της πορείας της μουσειολογίας στην Ελλάδα.

Εμείς και οι «Άλλοι» Εσθήρ Σολομών

To Μουσείο Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, στο Βανκούβερ του Καναδά. Φωτ.: Μ. Μούλιου. Ποιος είναι ο ρόλος των εθνογραφικών μουσείων στον 21ο αιώνα; Πώς τα μουσεία αυτά, προϊόντα της αποικιοκρατίας  που ήθελε τη Δύση μοναδικό πρωταγωνιστή στην παραγωγή της γνώσης, μπορούν να ανταποκριθούν στις πολιτικές, κοινωνικές και δημογραφικές προκλήσεις της εποχής μας; Πώς κατασκευάζουν και πραγματεύονται την εθνοτική και πολιτισμική ετερότητα σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, πληθυσμιακών μετακινήσεων, άμβλυνσης των διαφορών, αλλά και έντονης ανάπτυξης του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας;

Στο στόχαστρο των καλλιτεχνών Άννα-Μαρία Κάντα

Άποψη της έκθεσης «The Museum Show», Arnolfini, 2011, © Arnolfini. Φωτ.: Jamie Woodley. Με έμπνευση τον Μάη του ’68 καλλιτέχνες από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού εστίασαν την αμφισβήτηση και τις ιδεολογικές τους ανησυχίες στην «παραγωγή» των έργων τέχνης, στους θεσμούς που τα πλαισιώνουν και εκτιμούν την αξία τους, και στο χώρο των μουσείων, στους τρόπους με τους οποίους αυτά συγκροτούν και αναδεικνύουν τις συλλογές τους. Από τις συζητήσεις αναδύθηκε στα τέλη του ’80 η Θεσμική Κριτική, κίνημα τέχνης με αντίκτυπο στη θεσμική μεταρρύθμιση του μουσείου και στον γόνιμο διάλογο ανάμεσα στους μουσειολόγους και τους καλλιτέχνες.

Αρχαιολογικός χώρος: Κάστρο Ιωαννίνων Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου

Αεροφωτογραφία του Κάστρου των Ιωαννίνων. Το Κάστρο Ιωαννίνων με τη διαχρονική ιστορία του αποτελεί ένα εμβληματικό μνημείο της ομώνυμης πόλης. Είναι κτισμένο σε μια μικρή χερσόνησο που προβάλλει στη λίμνη Παμβώτιδα και περιέβαλλε τον οικιστικό πυρήνα της πόλης. Το Κάστρο διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Η χάραξή του ακολουθεί σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου. Ο οχυρωματικός περίβολος, προσαρμοσμένος στις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους, έχει ύψος που κυμαίνεται σήμερα από τα 8,85 μ. έως και τα 13,69 μ. Στο εσωτερικό του διαμορφώνονται δύο οχυρές ακροπόλεις: η βορειοανατολική, όπου σήμερα δεσπόζει το τζαμί του Ασλάν πασά, και η νοτιοανατολική, που είναι περισσότερο γνωστή ως Ιτς Καλέ.

Τεύχος 138, Απρίλιος 2022 No. of pages: 144
Editorial: Απρίλιος 2022 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Ένας θησαυρός που δεν ανακτήθηκε ποτέ. Σαν όλους τους θησαυρούς. Η μοίρα τους είναι να θάβονται — είτε μέσα μας είτε στη γη. Εκεί φαίνεται να βρίσκεται και η απόλαυσή τους από τους ιδιοκτήτες τους — στην κατοχή και αποθήκευσή τους μακριά από το πεδίο του βλέμματος. Οι υπό καλλιέργεια αρετές μας δεν θα γίνουν ποτέ ένα δώρο που θα προσφέρουμε στον εαυτό μας και στους άλλους. Οι απολογισμοί θα διαγράψουν κύκλους μέσα στη σκέψη μας μέχρι τα ίχνη τους να χαθούν. Τα νομίσματα έμειναν θαμμένα στα λουτρά στην Ερέτρια, σαν τα τραύματα, τις αναμνήσεις, τις μεταμέλειες και τις συγγνώμες που θάβουμε μέσα στον νου μας. Φαίνεται πως γεννιόμαστε με την τάση να συσσωρεύουμε περισσότερο παρά να μοιραζόμαστε. Υπάρχει τέλος, υπάρχει σκοπός ή μας οδηγεί η παρόρμηση; Χρήμα, αγαθά, άνθρωποι, επιτεύγματα, εμπειρίες, εξουσία, ό,τι επιλέγει ο καθένας να συλλέξει. Πόσο αληθινή είναι η κατοχή τους; Τι προσπαθούμε να κρατήσουμε κρατώντας τα; Η απελευθέρωση και η εξέλιξη έρχονται με την επίπονη ανατροπή αυτής της τάσης. Με τη συσσώρευση τρέφουμε το εγώ, όχι την ψυχή. Η αυτάρεσκη πλευρά μας δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Είναι ο κόλακας, όχι ο μέντορας.

Συνέντευξη: Sylvian Fachard – Αρχαιολόγος του τοπίου

Ο Sylvian Fachard, διευθυντής της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα. Τον γοητεύει η πολιτισμική πολυπλοκότητα του τοπίου της Αττικής. Η σταθερότητα του τοπίου μέσα στις χιλιετίες στη Μεσόγειο τον συναρπάζει. Τον συναρπάζει επίσης απολύτως το ότι η χωρική και εδαφική οργάνωση αποτελεί προϋπόθεση του αρχαίου ελληνικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπερμάχεται των διεπιστημονικών μελετών σε επίπεδο περιοχής (regional studies), εργάζεται με Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) συμπληρώνοντας όσα δεν βλέπει το μάτι. Είναι ο καθηγητής Sylvian Fachard, νέος διευθυντής της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Γενεύη-Ελλάδα: Ματιές σε μια μακροχρόνια φιλία Béatrice Blandin, Pierre Ducrey

Άγαλμα του Απόλλωνος Σαυροκτόνου. Αντίγραφο από πρωτότυπο έργο του Πραξιτέλη, α' τέταρτο 2ου αι. (πρωτότυπο έργο: μεταξύ 340 και 330 π.Χ.). Βρέθηκε στη Ρώμη, Via dei Serpenti. Περίβλεπτο άγαλμα από πεντελικό μάρμαρο, ίχνη ερυθρού χρώματος στον κορμό του δέντρου. Ύψ. 110 εκ., πλ. 71 εκ., βάθ. 81 εκ. Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας, δωρεά του Walther Fol το 1871, αρ. ευρ. MF 1316. © Musée d’art et d’histoire, φωτ.: André Longchamp. Μια κομβική παρουσία συνέδεσε τις απαρχές του φιλελληνικού κινήματος στη Γενεύη με τη δημιουργία της σύγχρονης Ελβετίας. Πρόκειται για τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό Εξωτερικών του Τσάρου, έναν από τους διπλωμάτες που χειρίζονταν τις ελβετικές υποθέσεις. Για την επέτειο των 200 ετών από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, το Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας της Γενεύης διοργάνωσε έκθεση και ημερίδα με θέμα «Γενεύη και Ελλάδα. Μια φιλία στην υπηρεσία της ανεξαρτησίας».

Αφιέρωμα: Η προϊστορική κατοίκηση της Ερέτριας και της Αμαρύνθου Sylvie Müller Celka, Tobias Krapf, Μatthieu Ghilardi

Η ακρόπολη της Ερέτριας. Στην κορυφή της βρίσκεται η παλαιότερη εγκατάσταση η οποία χρονολογείται στην Ύστερη/Τελική Νεολιθική περίοδο. Οι ανασκαφές της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα έχουν διαχρονικά επικεντρωθεί στις ιστορικές φάσεις κατοίκησης της Ερέτριας και της Αμαρύνθου, με την έρευνα της αρχαίας πόλης και του εκτός των τειχών ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος. Ως εκ τούτου, τα προϊστορικά κατάλοιπα αποτελούν μέχρι σήμερα τυχαία ευρήματα, με μόνη εξαίρεση έναν μικρό τομέα στην κορυφή της ακρόπολης της Ερέτριας. Αντιθέτως, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας είχε διεξαγάγει στοχευμένες έρευνες στην Αμάρυνθο από τη στιγμή που τα δεδομένα της επιφανειακής έρευνας αποκάλυψαν ότι ο λόφος των Παλαιοεκκλησιών αποτελεί σημαντικό σημείο στο δίκτυο των παράκτιων θέσεων της κεντρικής Εύβοιας κατά την Εποχή του Χαλκού.

Εγχυτρισμοί στην Eρέτρια κατά την Υστερογεωμετρική και την Αρχαϊκή περίοδο Αλεξάνδρα Δάφνη Βλαντή

Τάφος 2, Oικία με τα Ψηφιδωτά. © ESAG. Ο ενταφιασμός μέσα σε κεραμικά αγγεία αποτελεί τον επικρατέστερο τρόπο ταφής στην Ερέτρια για έμβρυα, νεογέννητα και νήπια από την Υστερογεωμετρική έως και την Αρχαϊκή περίοδο. Η ταφή μέσα σε αντικείμενα σημαντικά για τη διατήρηση του οίκου υποδηλώνει ότι τα άτομα αυτά δεν αντιμετωπίζονταν ως παραμελημένα μέλη της κοινωνίας. Αντίθετα, παρέχει προστασία στους εύθραυστους αυτούς σκελετούς και συνδέει τα πρόωρα χαμένα νεαρά άτομα με την οικογένειά τους.

Από την ανασκαφή στη δημοσίευση Tamara Saggini, Pauline Maillard, Χάρης Γιαννουλόπουλος, Γαλάτεια Κονσουλίδη

Το ειδώλιο Τ7244 (σε πρώτο πλάνο αριστερά) και άλλα αντικείμενα στη θέση εύρεσης στο εσωτερικό του ναού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος. © ESAG. Το καλοκαίρι του 2020 στην Αμάρυνθο, ο τομέας που είχε ανασκαφεί τελευταία στα δυτικά του ανασκαφικού πεδίου απέφερε σημαντικά ευρήματα. Νέες τομές διενεργήθηκαν με στόχο τη διερεύνηση του κτηρίου 6, το ανατολικό τμήμα του οποίου είχε ήδη αποκαλυφθεί. Όπως αποδείχθηκε, το μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα είχε πλάτος 10 μ., μήκος τουλάχιστον 30 μ. και η θεμελίωσή του ακουμπούσε σε προγενέστερα οικοδομικά κατάλοιπα. Μία τομή διαστάσεων 4x4 μ., στο κέντρο του δυτικού τμήματος του κτηρίου 6, αποκάλυψε έναν αποθέτη με σπάνια ευρήματα: αγγεία, πήλινα ειδώλια και μικροευρήματα. Τα περισσότερα από τα ευρήματα αυτά διατηρούνταν ακέραια, ενώ κάποια είχαν σπάσει in situ από το βάρος της επίχωσης. Αυτό το σύνολο αντικειμένων που παρουσιάζει μεγάλη χρονολογική συνοχή τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. Στο άρθρο παρουσιάζονται δύο αντικείμενα που προέρχονται από αυτόν τον σημαντικό αποθέτη: ένα πήλινο σανιδόμορφο καθιστό ειδώλιο και μια χάλκινη φιάλη.

Φως στις κοινωνίες των νεκρών και των τεχνιτών Delphine Ackermann

Στήλη της Θεττάλης και της κόρης της (ME 20064). Ερέτρια. 60,5x37–39x7,6–7 εκ., γ' τέταρτο 4ου αι. π.Χ. (φωτ.: Α. Σκιαδαρέσης). Η Ερέτρια ήταν μία από τις πολυπληθέστερες και ακμάζουσες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας. Αυτό το δημογραφικό «πλεόνασμα» και η ευημερία των διαβιούντων πολιτών αντανακλάται στον κόσμο των νεκρών, κρίνοντας από τη μεγάλη αφθονία των ταφικών μνημείων που αποκαλύφθηκαν στη σύγχρονη πόλη και τα περίχωρά της. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η εύκολη πρόσβαση σε ντόπιο μάρμαρο και ασβεστόλιθο καλής ποιότητας που επέτρεπε στους τεχνίτες να παράγουν λίθινα σήματα για τους τάφους Ερετριέων, αλλά και ορισμένων ξένων που έτυχε να πεθάνουν μακριά από την πατρίδα τους. Στην Ερέτρια βρέθηκαν, επίσης, πολυάριθμα κείμενα χαραγμένα στον λίθο, τα οποία επιτρέπουν στους επιγραφικούς να βελτιώσουν σημαντικά τις γνώσεις μας για την πόλη και την τεράστια επικράτειά της. Μέσα σε αυτό το πλούσιο επιγραφικό υλικό, οι επιτάφιοι είναι μακράν τα πιο πολυάριθμα κείμενα.

Τα Δρακόσπιτα της νότιας Εύβοιας Μαρία Χιδίρογλου, Karl Reber, Aγγελική Γ. Σίμωσι, Chloé Chezeaux, Jérôme André

Το Δρακόσπιτο του όρους Όχη. Τα Δρακόσπιτα της νότιας Εύβοιας αποτελούν μία ομάδα από αρχαία λίθινα κτίρια, τετράγωνης ή ορθογώνιας κάτοψης. Η λαϊκή φαντασία τα ονόμασε Δρακόσπιτα εξαιτίας της εντυπωσιακής κατασκευής τους από μεγάλους, κατεργασμένους λίθους. Τα περισσότερα εντοπίζονται στην ορεινή περιοχή των Στύρων Καρυστίας. Κατά τη νεότερη περίοδο, μαζί με τον χαρακτηρισμό «δρακόσπιτο», στο καθένα από αυτά αποδόθηκε το νεοελληνικό, κάποτε αρβανίτικο ή άλλο, τοπωνύμιο της γεωγραφικής θέσης του, όπως στα Δρακόσπιτα Λιμικό, Ίλκιζες, Κούρθεα, Λουμιθέλ, Κρόι Φτοχτ, Αμινού και Βίγκλια. Το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο είναι το Δρακόσπιτο στο όρος Όχη, στα βόρεια της πόλης της Καρύστου. Το συγκρότημα των τριών Δρακόσπιτων στη θέση Πάλλη Λάκκα Στύρων είναι επίσης αξιοσημείωτο και καλοδιατηρημένο.

Θέματα: Παιδικό παιχνίδι: H περίπτωση των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας Σοφία Σκλείδα

Ερυθρόμορφη υδρία από την περιοχή της Καμπανίας, περ. 350 π.Χ. Μιλάνο, Θεατρικό Μουσείο της Σκάλας του Μιλάνου (Λάζος Χ.Δ., «Παίζοντας στο χρόνο: Αρχαία ελληνικά και βυζαντινά παιχνίδια (1700 π.Χ.– 1500 μ.Χ.), Αίολος, Αθήνα 2002, σ. 136). Έρωτας δίνει ώθηση σε μια νεαρή κοπέλα που κάνει κούνια πάνω σε πέταυρον. Ανάμεσα στις δύο μορφές, διακρίνεται το υποπόδιο πάνω στο οποίο ανέβαιναν οι κόρες για να καθίσουν στην αιώρα. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εντάξει τα ομαδικά παιχνίδια στο πρόγραμμα αγωγής των παιδιών, γνωρίζοντας ότι αναπτύσσουν τη συντροφικότητα, ασκούν το σώμα, καλλιεργούν το πνεύμα, μαθαίνουν τα παιδιά να σέβονται τους κανόνες τους και, συνακόλουθα, να τηρούν μεγαλώνοντας τους νόμους της πόλης τους. Σήμερα, είναι γενικότερα γνωστό ότι πολλά παιχνίδια που παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα και μάλιστα στην Κάτω Ιταλία, την περιοχή που αφορά στη μελέτη μας, έφτασαν μέσω του Βυζαντίου ως τις μέρες μας. Σε ορισμένες περιπτώσεις παίζονται με πανομοιότυπο τρόπο ή με μικρές διαφοροποιήσεις, σε άλλες διατηρούν ακριβώς το ίδιο αρχαίο όνομα ή έχουν πάρει διαφορετικό.

Καλαμάτα, 14 Σεπτεμβρίου 1685 Βιργινία Αλμπάνη

«Ο Francesco Morosini εκπορθεί το κάστρο της Καλαμάτας». Μουσείο Correr Βενετίας. Photo Archive–Fondazione Musei Civici di Venezia. Στον Francesco Morosini, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με την καταστροφή του Παρθενώνα (1687), ανέθεσε η Βενετική Γερουσία την ηγεσία του στόλου των χριστιανικών δυνάμεων της Δύσης στον Βενετοτουρκικό πόλεμο του 1684–1699, γνωστό ως Πόλεμο του Μορέως. Τη διοίκηση των στρατευμάτων της ξηράς είχε ο στρατηγός βαρώνος Annibale di Deghenfelt, που πρωταγωνίστησε στη μάχη της Καλαμάτας. Η νίκη ήρθε ανήμερα του Σταυρού.

Αρχαιολογικός χώρος: Ερέτρια – Αμάρυνθος Αγγελική Γ. Σίμωσι, Sylvian Fachard, Όλγα Κυριαζή, Tobias Krapf, Tamara Saggini, Thierry Theurillat, Samuel Verdan, Jérôme André

Σύμπλεγμα Θησέα και Αντιόπης τη στιγμή της αποκάλυψής του το 1900. Ερέτρια, Ναός Δαφνηφόρου Απόλλωνα, τέλη 6ου αι. π.Χ. (Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, 1900). Η Ερέτρια βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νότιου Ευβοϊκού Κόλπου, απέναντι από τις ακτές της Αττικής. Η ίδρυσή της σε μια θέση στην οποία μαρτυρείται κατοίκηση ήδη από την Εποχή του Χαλκού (παρόλο που αυτή δεν μοιάζει να συνεχίζεται κατά την 1η χιλιετία π.Χ.) δεν μπορεί να μελετηθεί χωρίς την παράλληλη αναφορά σε δύο θέσεις που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού έως την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου: την Αμάρυνθο και το Λευκαντί. Στον λόφο Παλαιοεκκλησιές της Αμαρύνθου υπήρχε μια σημαντική προϊστορική θέση για την οποία γίνεται αναφορά στα αρχεία του μυκηναϊκού ανακτόρου της Θήβας. Η εξέλιξη αυτού του οικισμού στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. δεν είναι γνωστή, ωστόσο οι δραστηριότητες των κατοίκων φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν προς την πεδιάδα, μετά την ξηρασία που έπληξε τον κόλπο στα δυτικά του λόφου. Τον 8ο αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται στην περιοχή τουλάχιστον τρεις αψιδωτές οικίες, ενώ το αργότερο από τον 7ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται εκεί το Ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, το οποίο αναδείχθηκε στο σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο της Εύβοιας.

Τεύχος 61, Δεκέμβριος 1996 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Η μελέτη των λίθινων εργαλειακών συνόλων Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Οι πρώτες ύλες Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η τυπολογία των εργαλείων Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η λειτουργική προσέγγιση Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η γραφική αναπαράσταση των λίθινων εργαλειακών συνόλων Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

Η λάξευση του λίθου στην παλαιολιθική εποχή Αντίκλεια Μουνδρέα-Αγραφιώτη

Η συμβολή των ελληνικών δεδομένων στην παγκόσμια παλαιολιθική έρευνα Ελένη Παναγοπούλου

Άλλα θέματα: Οι τοιχογραφίες του 17ου αιώνα στου ναούς της Kαστοριάς Μελίνα Παϊσίδου

Η πρώτη ξένη Aρχαιολογική Σχολή της Ελλάδας γιορτάζει τα 150 χρόνια της Roland Etienne και άλλοι

Η τουριστική αξιοποίηση των μνημείων και των ιστορικών χώρων της Aθήνας Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Κλείτωρ: μια πόλη της αρκαδικής Αζανίας Μαρία Πετριτάκη

Πρακτικά συνεδρίου με αντικείμενο τις σπηλαιολογικές έρευνες του Α. Μάρκοβιτς στην Ελλάδα Θεόδωρος Πίτσιος

Παραδοσιακές τεχνικές αργυροχρυσοχοΐας Εμμανουήλ Σαββιδάκης

Νέα στοιχεία για τη μεσολιθική περίοδο στον ελληνικό χώρο Αδαμάντιος Σάμψων

Μουσείο: Μουσείο Σύμης-Σάλα Χατζηαγαπητού Ελένη Παπαβασιλείου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

English summaries: The study of stone tool industries Georgia Kourtesi-Philippakis

Chiseled stone tools are records of human activity. They were invented by Homo habilis, about 2.6 million years ago, along with his bipedal character, which is, of course, a preceding stage of development.The above two events as well as the enlargement of the anthropoid's brainpan are considered today as the three basic features of the evolution and gradual development of the human species. For this reason the study of stone tool industries, which appear in every Palaeolithic site and represent 99% of the archaeological material, is a crucial step for the understanding of the intelligence, behaviour, activities and social structures of the humans who lived during the Palaeolithic period. The first handling of this material goes back to the 16th century AD, when stone tools found in Italy were recognized as human products. The study of Prehistoric stone industries evolved quickly since. The problems and objectives in the study of stone tool industries reflect the most representative intellectual conditions in each period as well as the influence of its scientific trends on these studies. Today the research and study of the stone tool industries are organized into four major sectors, which, however, have not developed at the same rate.The raw material sector aims at defining the quality of the raw stone material chosen and used by Palaeolithic man for making his tools, the sector also traces sources and investigates the procedures used for supplying and distributing the raw material. The technology sector examines technical procedures followed during all stages of the making of stone tools, from the flaking of the raw material to the final creation of an object. Its objective is to reconstruct "the technical chain" and to determine the position of stone findings within it. The typology sector takes into consideration the different shapes of stone finds, especially of tools, and introduces types, the listing of which permits their chronological and cultural categorization. The technology sector locates and analyzes under a microscope, the deteriorations caused by time on stone tools, which, when effected by human activity, are called "utilization traces". Experimental Archaeology makes a decisive contribution to different areas of research and to the study of the stone tool industries of the Palaeolithic period.  

Raw material Georgia Kourtesi-Philippakis

The modern research approach to Prehistory, which contributes to the understanding of man's behaviour and the organization of his life during the Paleolithic period, consists of the definition of the raw stone material chosen and used by Paleolithic man for making his tools, the location of the sources of raw material , and the investigation of the procedure for the supply, transportation and distribution of raw material.

Typology of tools Georgia Kourtesi-Philippakis

Experimental Archaeology may have proved that flakes, blades, miniature blades and other artefacts produced from either chips or fragments of stone can be used for various tasks. However, only those of the above items whose sides and tips have been refined, are officially cosidered as tools. Most often the working procedure defines the form of the tool, which is a decisive factor for its typological analysis. The establishment of types became the main objective of specialists during the first half of the 20th century. The classification of types in a list depending on time and place, made a chronological and cultural approach possible which remains valid till today in the world of Prehistory.    

The utilization approach Georgia Kourtesi-Philippakis

For decades scholars have avoided any utilization approach to tools because of their ( the scholars') justified mistrust in the extravagant imagination of the pioneer prehistorians regarding the tools' use. In 1963 J. Tixier himself, the well-known French technologist and typologist had written that the time had not yet come - if ever -to leave behind "Prehistoric Typology" and to advance to "Prehistoric Utilization".He further added that this second stage of research was very extensive and included many traps which could mislead scholars. One year later the Western world was informed through the English edition of S.A. Semenov's work "Prehistoric Technology" about his research on on the utilization traces of tools.

The graphic representation of stone tool industries Georgia Kourtesi-Philippakis

The description of stone tool industries, seen as an indispensable prerogative for the propagation of knowledge and communication, is never complete enough to allow the reader to visualise one such artefact in his mind's eye. Therefore, an acurate drawing, showing all traces of working, retouching and utilizing a tool, must accompany every publication. The evolution of the graphic representation of Prehistoric stone tools advances simultaneously with that of typology and technology.

The hammering of stone in the Palaeolithic period Antikleia Moundrea-Agrafioti

Stone implements are the only material remnants which permit us to follow the evolution and differentiation of technology throughout the Palaeolithic period. They supply composite information which, to be understood, needs to be decoded and interpreted. The basic technical components, knowledge, materials and actions, are correlated and form standards, quite recognizable even in the early phases of human activity. The technological approach enables us to analyse the basic methods for the hammering and carving of stone and to determine the ideas leading to these endeavours during the Lower, Middle and Upper Palaeolithic period. We present in this article the various versions of stone carving techniques as well as the methods of manufacturing stone implements through a simple or complex procedure. Stone carving techniques clarify a. certain ways hunters and food collectors thought at that time and their ways of dealing with the environment as a source of raw materials;b. the degree of technical innovations, both their conception in the abstract and their organized realization; and c. the introduction of technical novelties and their coexistence or combination with the technical standards with a future to them.

17th century wall-paintings in the churches of Kastoria. A contribution to the study of monumental painting in Western Macedonia Melina Paisidou

In the 17th century, Kastoria was a wealthy city of about 10,000 inhabitants, mostly Christians, who occupied the eastern, northern and southern regions outside the city walls and the area of the Byzantine citadel. Their spiritual and social self-administration was regulated by the Bishopric. The degree of their religious freedom is confirmed by the number of old and new churches, which have been renovated or founded, respectively. According to the surviving monuments, sixteen churches dating from 1605/6 to 1663 are decorated with wall-paintings. Their dedicatory inscriptions together with literary sources reveal social, professional and financial parameters, which allow us to reconstruct the everyday life of Kastoria's Christian population. In the subject matter of these wall-paintings, 14th-and 15th-century artistic trends prevail from northern and western Macedonia and the adjacent regions, beyond Greece's present frontiers.These trends however are filtered through the local tradition. In spite of the apparent eclecticism of these works, they show a unity of style which belongs to the so-called "anti-classical" tradition with its various manifestations - The styles of Macedonia, Epirus and that of the "Kastoria Workshop" . Thirteen different artists can be distinguished -mainly locals with a limited range of intercommunal activity- three of the above belong to the same group to which the decoration of five churches can be assigned. They seem equally well to master the technique of icon painting as well as of monumental painting. The 17th-century wall-paintings of Kastoria are multi-dimentional artistic works of art, which do not mark the end of a school of painting but represent the link between 16th-century conservatism and the 18th century boom of folk art painting. Furthermore, they prove the coexistence of two worlds, the one that is conventionally known as post-Byzantine and the world of modern Greece that was only just emerging at the time.  

The contribution of Greek data to international research into the Palaeolithic era Eleni Panagopoulou

A concise presentation is attempted in this brief note of three major research issues of contemporary Palaeolithic Archaeology. Archaeological evidence of the Palaeolithic period in Greece is investigated within the framework of these issues and there is proof that owing to its geographical position at the crossroads the Near East and Europe, our country is an area of special interest for their approach. 1. The origin of the human species and its propagation in Europe/The Lower Palaeolithic period. 2. The origin of contemporary man (Homo sapiens sapiens) and his propagation in Europe/The transition from the Middle to the Upper Palaeolithic period. 3. The transition from the Palaeolithic to the Mesolithic period. From this brief survey it becomes obvious that in Greece we are in a position to locate an abundance of archaeological evidence. This will contribute decisively to the investigation of the great financial, social and cultural changes that took place during the Palaeolithic period. In years to come, the objective of scholars must not only be the discovery of new sites but also the completion of a reference system in which the Greek data will be combined with those from abroad for a better understanding of the past.  

The tourist exploitation of the monuments and the historic site of Athens or The tourist flow to Athens and its implications upon the monumental heritage of the city Alexander Papageorgiou-Venetas

1. Social and cultural aspects of tourism in Athens During the four centuries of Turkish rule (1452-1828) Greece was hardly visited by foreigners. Travel contacts developed slowly but steadily during the first fifty years of independent national life. During the first decade the active involvement of foreign scholars (e.g. L. Ross, G. Muller, H. Ulrichs, A. Brandis, G. Finlay, N. L. Fraas, etc.) in the social and scientific life of young Greek society contributed even more decisively to Greece again approaching the family of European states. Some rare exclusive visitors came to Athens on their own initiative on their way to lengthy trips in the Middle East, for example the German writer and landscape specialist Furst Puckler-Muskau ( Athens 1836), the French novelist Gustave Flaubert (in 1851) or the French philosopher Ernest Renan (in 1865) . They were considered as cultivated travellers (Bildungsreisende). Organized visits for tourists were still non existent. At the time some early photographers, mainly architects and draftsmen (e.g. G. M. Bridges 1848, J. Robertson 1850, A. Normand 1851 and F. A. Beato 1857) organized the first photographic campaigns in Athens, focusing mainly on the documentation of the city's antique monuments. In these early days a special kind of group was to be seen on the Acropolis with the presence of crowds of young midshipmen from foreign fleets anchored in the bay of Phaleron. This was a calamity for the monuments as vividly described by Ross in his memoirs. This period of individual travelling, during which organized tours were very rare,was followed -starting in the last decade of the 19th century- by an era of early group (not mass!) tourism.The guidebooks of Joanne Murray and Baedeker were indispensable travel companions. Their high standard still amazes us today. Already, however in the 1890ies Mr.Cook in person visited Greece and conceived a vast program of regular tours. In 1914 an official office for tourism was founded, followed in the 30ies by a specific ministry for "Press and Tourism". By the late 1920ies air connections had already been established between Athens and some European cities. The first tourist brochures were issued and for the first time ancient sites were "reanimated". Cultural events with international appeal took place in Athens (performances of antique drama at the Odeion of Herodes Atticus, in Delphi in 1927, and the Delphic festival in 1930) and in Olympia (festivities in the Altis on the occasion of the 1936 Olympic Games). The elitist nature of the tourist flow to Athens and Greece persisted, however, until the Second World War. Immediately after the war there was a growing awareness in Athens of the inevitable opening up of the country to mass tourism. Today, package tours absurdly promise the tourist, two days in which to "do" the whole of Athens and all the museums of the city with a "comprehensive guided tour" and in the evenings still be able to be confronted with "real life" in the city's central districts. In addition "experience" (the word education is strictly avoided) is combined with relaxation. Therefore groups of tourists are herded outside of Athens as soon as possible. Today, although Greece still strives for "educational tourism" based on different itineraries, the flow has degenerated into a twofold phenomenon. Mass summer vacations on coastal regions and islands of an average duration of 8 days and a mass inundation of Athens for a ritual and rather unconcious visit of the famous "antiquities" in the polluted city by people anxious to leave the place as soon as possible. 2. Tourist infrastructure and tourist policy in Greece during the last decades. Tourism in Athens as an economic factor.Tthe city and its heritage as tourist attractions. In the beginning of the 50ies Greek authorities became aware of the importance of tourism. With tourist planning came the generous expansion of central ports and airports. 3. The implications of the influx of tourists on the monumental heritage of Athens Specific living habits and the rather low awareness (by the majority of Athenian population) of the artistic value of the city's historical heritage create many varieties of exploitation of the different antiquities. The wear and tear of the rock surface of the Acropolis, caused by the footsteps of millions of visitors, reached an alarming degree. By 1980 a light, reversible concrete covering was foreseen in situ in order to create a pedestrian pathway on the plateau. Visiting the interior of the Parthenon was prohibited. This brings us to the delicate problem of human behaviour in cultural public spaces. Visitors hinder one another in the crush of the crowd, and more so because their own physical presence is often so dense that it prevents the lower parts of the buildings or exhibits in the museums from being seen. The qualitative aspect of the phenomenon is in certain circumstances more serious than the quantitative one. The human mass does not assemble together as a visually indifferent entity dominated by the monuments,rather groups of people prevail, competing with the aesthetic appearance of the monuments. Thus, it seems that the openminded ,playful and "tactile" experience of historical sites combined with the security of the monuments care has still to be invented!  

Kleitor. City of the Arcadian Azania Maria Petritaki

Kleitor, a city of NW Arcadia called Azania in antiquity, lies about 3 km. west of the village of Kato Kleitoria and today belongs administratively to the Kalavryta county of Achaia. It owes its name (kleistos-closed) to its enclosed landscape, mythological tradition, however, relates it to Kleitor, son of Azania, the founder of the Arcadian tribe of Azanoi. Texts by Pausanias are the most important historical sources for the topography, monuments and myths of the region. Nevertheless, the relevant testimony of earlier writers, such as Pindar, Xenophon, Plutarch, Polybius, Libius, is also enlightening. The city has been excavated since 1987, and its cultural physiognomy has emerged progressively through the combination of random finds, excavational data and survey results. Its Hellenistic fortification wall, of which the NW and W gates have been located, encloses an area of 145 acres approximately. Its cemeteries are dated from the Geometric to the Late Roman years; while the ancient theater,the houses and kilns for ceramics have started being revealed by the city itself. None of its sanctuaries mentioned by Pausanias -those of Asclepius, Demeter, Eilethia, Dioskouroi, Koria Athena- have as yet been identified although there are positive indications of the cult of Artemis. Moreover, at the site of Frangoklessi, which today dominates the archaeological area and echoes the Frankish conquest of the land, an Early Christian basilica has been located. Random Prehistoric finds, products of surveys or excavations - place the use of the site in the Early Mycenean period. The city seems to have prospered in Classical and Hellenistic times, it was a trading center in the Roman era, while its administrative nucleus in later days probably moved west to the town going by the name of Kleitor since Mediaeval times.  

New evidence of the Mesolithic period in Greece Adamantios Sampson

Until recently the Mesolithic period in Greece was considered as a doubtful period and in certain cases even its existence was questioned. The achaeologist D. Theocharis defined the Mesolithic period as a transitional phase, with its use of stone continuing the Late Palaeolithic tradition. However, relevant finds in Greece have multiplied day by day and the Mesolithic period has obtained its real dimensions and special features. Remnants of habitation from the Frangthi cave, the Theopetra cave in Kalambaka, the Cyclopas cave on the island of Joura, Alonnessos, and the outdoor site on Kythnos exhibit are remarkably similar where stone masonry and food remnants are concerned. The excavational data from the cave on Joura -the huge accumulation of fish bones and the technical perfection of the relevant equipment- prove an astonishing fishing boom. Dozens of bone hooks dating from between 8500-7000 BC bear witness to the highest quality of minor arts. The stone work recovered from the above mentioned sites follows the Palaeolithic tradition and shows typical Mesolithic characteristics; however, shortly after 8.000 BC, pigs, the first domesticated animals appear in the cave of Joura, while the primitive cultivation of plants probably begins in the Frangthi cave. This latter phase could thus be seen as "Early Neolithic" or "Preceramic" and corresponding to a similar phase which, in the Middle East and Asia Minor (Yarmo, Cayonu, Beida, Jericho), is dated back to the 9th millennium. In this case, however, the problem of the chronological definition of the Mesolithic period emerges. What is primarily established is that the Mesolithic period in Eastern Greece and the Aegean begins earlier, while in Western Greece (Corfu) and the Balkans (Lepenski Vir) there is a time lag. It seems that new achievements such as cultivation of land, domestication of animals probably came to the Balkans from the East via the Aegean sea routes. Thus, it is natural that the Aegean sites appear more developed that those of Western Greece. The recent excavation of a Mesolithic settlement on Kythnos testifies to intense marine activity in the Aegean already from the 9th-8th millennium BC. The study of the lithic material from Joura (J. Kozlowski, personal communication) has also established the relationship with the stone masonry of SWestern Asia Minor (Attaleia region). Progress in research must also clarify the chronological limits of the Preceramic phase which was first established by Theocharis and Milojcic in Thessaly. This phase, the duration of which was probably short, does not appear everywhere in Greece, while its lithotechny is almost identical with that of the Early Neolithic period.  

Traditional silversmith and goldsmith’s techniques Emmanouil Savvidakis

Since antiquity, metals have been appreciated in Greece, where the metalwork tradition still remains important and has created "schools", such as those of the Dodecanese, Stemnitsa or loannina. This article deals with three different traditional techniques, one of which refers to the casting of a ring (small object) on a cuttle-fish bone mould. The second one refers to the reproduction of a flat model by using soot, the third one to the mounting of a stone or gem.

Τεύχος 109, Δεκέμβριος 2008 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Περί Έρωτος Αντρέας Ιωαννίδης

Caravaggio, "Έρωτας", περ. 1601-2, λάδι, 191x148 εκ., Staatliche Museen, Βερολίνο. Ο θεός Έρωτας που μας κληροδότησε η Αρχαιότητα, προσωποποίηση της αρχέγονης δύναμης της επιθυμίας και του πόθου για τον άλλον, της ροπής για ένωση με τον άλλον. Ο θεός που οι αρχαίοι Έλληνες τον θέλουν να ξεπηδάει από το χάος που συνιστά τη δύναμη που δημιουργεί τον Κόσμο. Ο φοβερός αυτός θεός που πήρε τη μορφή ενός φτερωτού γυμνού αγοριού, με αρκετά σκαμπανεβάσματα στην ηλικία του, από πιτσιρικάς μέχρι έφηβος. «Ο πιο όμορφος ανάμεσα στους θεούς, αυτός που παραλύει τα μέλη του κορμιού, που νου και φρόνιμη βούληση δαμάζει μέσα στα στήθη όλων των ανθρώπων και όλων των θεών», άρα κυβερνάει θεούς και ανθρώπους. Σ’ αυτόν τον θεό θα αφιερώσουμε τρία συνεχόμενα τεύχη της Αρχαιολογίας, χωρίς τον αυστηρό χρονικό προσδιορισμό που συνήθιζε το περιοδικό στα αφιερώματά του μέχρι τώρα. Δειλά, θα γίνονται ωσμώσεις των διαφόρων εποχών – μήπως άραγε γνωρίζει και ο έρωτας εποχή;

Ο έρωτας στον Πλάτωνα Βασίλης Κάλφας

Jacques Louis-David, "Έρωτας και Ψυχή", 1817, λάδι, 181x241 εκ., The Cleveland Museum of Art, Κλήβελαντ Στο κείμενο επιχειρείται η σκιαγράφηση της πλατωνικής σύλληψης του έρωτα ως φιλοσοφικής έννοιας. Στην προσωκρατική σκέψη, όποτε χρησιμοποιήθηκε η εικόνα του έρωτα (στον Ησίοδο, στον Παρμενίδη, στον Εμπεδοκλή), έγινε ως προσωποποίηση της δύναμης ή της αιτίας κίνησης των όντων στο σύμπαν. Ο Πλάτων όμως θα αναθέσει έναν διαφορετικό και πρωτόγνωρο ρόλο στον έρωτα: ο έρωτας, η πιο ισχυρή και πολύπλοκη ανθρώπινη επιθυμία, λειτουργεί ως ένας ανέλπιστος εσωτερικός σύμμαχός μας στον δρόμο προς την αληθινή φιλοσοφία. H ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Iδέες. Στο Συμπόσιο, τόσο στο λόγο της Διοτίμας όσο και στην παρέμβαση του Αλκιβιάδη, ο έρωτας ταυτίζεται με τον φιλόσοφο, τον «φίλο» της σοφίας, και ειδικά με τον Σωκράτη. Και στον Φαίδρο, η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Η φιλοσοφία ορίζεται ως μια ζωντανή επικοινωνία ψυχών: του εραστή-δασκάλου και του ερώμενου-μαθητή. Aν η φιλοσοφία είναι διαδικασία μάθησης, που προϋποθέτει δύο ανισότιμους πόλους, τον δάσκαλο και τον μαθητή, τότε η ερωτική συνομιλία είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα που πλησιάζει περισσότερο σ’ αυτό το ιδεώδες.

Πλάτωνος, Συμπόσιο (απόσπασμα σε μετάφραση) Πλάτων

Συγκέντρωση θεών, ανατολική πλευρά Παρθενώνος, Μουσείο Ακροπόλεως. «(...) Ως υιός λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως, συμβαίνει ώστε η κατάστασίς του να είναι η εξής: Πρώτα πρώτα είναι αιωνίως πτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως τον φαντάζεται ο κόσμος (...)». Πλάτωνος, Συμπόσιον, κείμενον-μετάφρασις και ερμηνεία: Ι. Συκουτρής, Αθήναι 1934, σ. 140, 142, 144, 146 (στο αρχαίο κείμενο: 203b και 203c).

Πλάτωνος, Φαίδρος (απόσπασμα σε μετάφραση) Πλάτων

Σκηνή παλαίστρας από ερυθρόμορφο αγγείο, 5ος αι. π.Χ., Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. «(...) η ψυχή ολόκληρη βράζει και δονείται, και, όπως ακριβώς δημιουργείται, σ’ εκείνους που βγάζουν δόντια, ο πόνος γύρω από αυτά ενόσω φυτρώνουν, δηλαδή τσούξιμο και αίσθημα έντονης δυσανεξίας γύρω από τα ούλα, έτσι προκαλείται και ο πόνος που υφίσταται εκείνος που η ψυχή του αρχίζει να βγάζει φτερά (...)». Πλάτωνος, Φαίδρος, μελέτη-μετάφραση-σχόλια: Παναγιώτης Δόικος, εκδ. Ζήτρος, Αθήνα 2002, σ. 273-281 (στο αρχαίο κείμενο: 251a-252c).

Απουλήιου, Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις (απόσπασμα σε μετάφραση) Απουλήιος

Έρως και Ψυχή, μαρμάρινο σύμπλεγμα, Galleria degli Uffizi, Φλωρεντία. [Ο έρωτας] «με το γάμο, θα συμμαζευτεί, θα φρονιμέψει. Έχει διαλέξει μια νέα και του ’χει δώσει και την παρθενιά της. Ας την πάρει λοιπόν, κι ας ζήσει ευτυχισμένος με τον πρώτο του αυτό έρωτα, την Ψυχή». Απουλήιου, Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις (μτφρ. από την έκδοση "Γραμμάτων" Αλεξάνδρειας, 1927), εισαγ.-επιμ.: Α. Αϊβαλιώτης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1982, σ. 149-151 (στο αρχαίο κείμενο: Βιβλίο VI, παράγρ. 22, 1- 24, 4).

Γλυπτά του Έρωτα στην τέχνη της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου Νίκος Κατσικούδης

Χάλκινος κοιμώμενος Έρως, Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη. Το άρθρο πραγματεύεται την απεικόνιση του Έρωτα στην αρχαία ελληνική γλυπτική. Στις γενεαλογίες ο Έρως θεωρείται από τις αρχέγονες δυνάμεις, ενώ στην ποίηση είναι ο θεός της Αγάπης και αναφέρεται ως γιος διαφόρων θεών. Οι γλυπτικές παραστάσεις του Έρωτα είναι σχετικά περιορισμένες. Εικονίζεται φτερωτός σε εφηβική, παιδική ή νηπιακή ηλικία. Στην εξηρτημένη γλυπτική εικονιζόταν στο βάθρο του λατρευτικού αγάλματος του Διός στην Ολυμπία. Η παράσταση του Έρωτα σε θρόνο στη Βοστόνη να κρατάει ζυγαριά είναι χαρακτηριστική, όμως εκφράζονται επιφυλάξεις για τη γνησιότητα του έργου. Επίσης, εικονίζεται στα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα, στη βόρεια μετόπη (ΧΧV) και στην ανατολική ζωφόρο δίπλα στην Αφροδίτη. Τέλος, απεικονίζεται στην ανατολική ζωφόρο του ναού της Αθηνάς Νίκης. Στη διάρκεια του 4ου αιώνος μεγάλοι καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν γλυπτά του Έρωτα, τα πρωτότυπα των οποίων δεν σώζονται. Η γνώση μας στηρίζεται στο συσχετισμό των φιλολογικών πηγών και των ρωμαϊκών αντιγράφων. Πρόκειται για τους Έρωτες των Θεσπιών και του Παρίου, που δημιούργησε ο Πραξιτέλης, έργα γνωστά από τα αντίγραφα του Centocelle και του Παλατίνου. Ο Πόθος του Σκόπα, που στήθηκε στη Σαμοθράκη, αποτελούσε σύμπλεγμα με την Αφροδίτη και είναι γνωστός επίσης από αντίγραφα. Ο Έρωτας τοξότης του Λυσίππου ακολουθεί το μοτίβο του Αποξυόμενου. Στην ελληνιστική εποχή χρονολογείται ο κοιμώμενος Έρως της Νέας Υόρκης και ο Έρως κιθαρωδός στην Τύνιδα, που αποδίδονται με τη μορφή νηπίων. Στο Μουσείο Bardo της Τύνιδας βρίσκεται και ο χάλκινος Έρως που σχετίζεται με τους αθλητικούς αγώνες. Τέλος, ερωτικά συμπλέγματα στα οποία εικονίζονται ο Πάνας ή Σάτυρος, η Αφροδίτη και ο Έρως έχουν έναν παιγνιώδη ή και σατυρικό χαρακτήρα και εκφράζουν το πνεύμα της εποχής.

Μια ψυχαναλυτική παλινωδία για τον έρωτα: στα σταυροδρόμια της φροϊδικής και πλατωνικής θεωρίας Χρυσή Γιαννουλάκη

François Gérard, "Έρωτας και Ψυχή", 1798, λάδι, 186x132 εκ., Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. Εκτός από τους μύθους και τις τραγωδίες, η πλατωνική φιλοσοφία παρουσιάζει επίσης γόνιμα σημεία σύγκλισης και απόκλισης με την ψυχαναλυτική σκέψη και δύναται να αποτελέσει, με τη σειρά της, πηγή έμπνευσης. Η αναμφισβήτητα τεράστια ποσότητα των αντικαταθλιπτικών που καταναλώνονται στις μέρες μας αλλά και η συλλογική επιθετικότητα, που διογκώνεται διαρκώς διεθνώς, διαλύουν την ευδαίμονα αυταπάτη της δυνατότητας του ορθολογισμού και της επιστήμης να κατακτήσουν τις τελικές απαντήσεις. Ένα θέμα που έχει απασχολήσει έντονα τον Sigmund Freud είναι η διαπίστωση ότι ενώ το αναγνωστικό κοινό δέχεται ως αυτονόητο το γεγονός ότι το γνωστικό πεδίο κάθε επιστήμης έχει κάποια όρια, κάνει συνήθως εξαίρεση για το πεδίο της ανθρώπινης ψυχολογίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα: α) είτε την επικέντρωση του ενδιαφέροντος τόσο της επιστημονικής κοινότητας, όσο και των υπολοίπων, στις βιολογικές θεωρίες και έρευνες που, καθώς κατακτούν ολοένα νέα εδάφη, μοιάζει να υπόσχονται τις τόσο επιθυμητές τελικές απαντήσεις, β) είτε την άκριτη, δογματική, ανορθολογική αποδοχή τρόπων σκέψης και δράσης που θέτουν σε κίνδυνο τη διασφάλιση της ανθρώπινης ειρήνης και ευτυχίας. Ο στοχασμός όλων, ως εκ τούτου, οφείλει να αρθεί στο ύψος της αποστολής του να είναι ο φορέας της ανάδειξης της διφυΐας του ανθρώπου. Το πνεύμα των καιρών (zeitgeist) της εποχής του Freud επέβαλε την ενδυνάμωση της αντικειμενικότητας έναντι της υποκειμενικότητας, της επιστήμης έναντι της θρησκείας, της ετερότητας έναντι της ομοιότητας. Το zeitgeist της δικής μας εποχής επαναφέρει στο προσκήνιο την ενδυνάμωση της υποκειμενικότητας έναντι της αντικειμενικότητας, της ομοιότητας έναντι της ετερότητας. Γνωρίζουμε ότι τα δίπολα αυτά βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση. Η ανάδειξη των ωσμώσεων ανάμεσά τους συντελεί σε μια ευρύτερη κατανόηση των ανθρώπινων ψυχικών καταστάσεων. Ο Freud ήταν επιφυλακτικός, τουλάχιστον στα δημόσια γραπτά του, σε εμπειρίες όπως ο έρωτας ή οι μυστικιστικές εμπειρίες, ο Πλάτων το αντίθετο. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, μπορεί το έργο του τελευταίου να φωτίσει το άχρονο συναίσθημα ευδαιμονίας που συνοδεύει τις ερωτικές ή μυστικιστικές απολαύσεις, ή κατ’ άλλους και οποιαδήποτε δημιουργία ή απόλαυση έργου τέχνης. Η κατάρρευση της πρωταρχικής ναρκισσιστικής ευδαιμονίας αναζητά το γιατρικό της, ειδάλλως μπορεί να οδηγήσει σε κατακλυσμιαία επιθετικότητα, συλλογική ή ατομική. Η αναζήτηση των δυνατοτήτων που διατίθενται στον άνθρωπο προκειμένου να επιστρέψει στον απολεσθέντα παράδεισο της ναρκισσιστικής αυτάρκειας και ευδαιμονίας δίχως ταυτόχρονα να οδηγηθεί στο χώρο της παθολογίας, μας φέρνει απαρέγκλιτα στον έρωτα –το πιο κοινό από τα πάθη–, στην τέχνη και την επιστήμη, στη θρησκεία και στο μυστικισμό. Σε αυτό το άρθρο, θα επερωτήσουμε τη φροϋδική θεώρηση για τον έρωτα με αφετηρία μια έννοια-σταθμό στην ψυχαναλυτική σκέψη, το ναρκισσισμό. Επιπλέον, έχοντας την τύχη να διαθέτουμε στην ίδια τη γλώσσα μας το έργο ενός κορυφαίου γνώστη των ερωτικών, του Πλάτωνα, δεν θα διστάσουμε να το χρησιμοποιήσουμε, σκύβοντας να δροσιστούμε στους σχετικούς διάλογους του: το Συμπόσιο και τον Φαίδρο.

Η επιθυμία της Κίρκης Δημήτρης Ι. Κυρτάτας

Franz von Stuck, "H Tilla Durieux ως Κίρκη", 1913, λάδι, Alte Nationalgalerie, Βερολίνο. Η διαχείριση της ερωτικής επιθυμίας απασχόλησε την ελληνική αρχαιότητα από τη λεγόμενη αρχαϊκή έως την ύστερη εποχή. Με λιγοστές εξαιρέσεις, όπως τις περιπτώσεις που διάφορες υποθέσεις ακραίας ερωτικής συμπεριφοράς έφθαναν στα αθηναϊκά δικαστήρια, οι καλοί τρόποι δεν επέτρεπαν να τίθεται το ζήτημα με αναφορές στους ζώντες ή ακόμα και σε υπαρκτά πρόσωπα του παρελθόντος. Ο προβληματισμός γινόταν ευχερέστερος με όρους μυθολογικούς και με αναφορές σε μύθους. Οι περιπέτειες του Οδυσσέα, για παράδειγμα, γίνονταν συχνά αφορμή για σχολιασμό. Ιδιαίτερη έλξη ασκούσε το επεισόδιο της Κίρκης, το οποίο επικαλέστηκε αιώνες αργότερα και ο Πλούταρχος για να διατυπώσει τις απόψεις του γύρω από τις ηδονές και τους ερωτικούς πειρασμούς. Η ομηρική αφήγηση αφήνει άλλωστε περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες. Από τη μια πλευρά παρουσιάζει την Κίρκη ως απειλητική μάγισσα που μεταμόρφωνε τους επισκέπτες της σε ζώα και που κράτησε δέσμιο τον Οδυσσέα με τον έρωτά της για ένα χρόνο, ενώ από την άλλη προσκαλεί σε μια σύγκριση με την Πηνελόπη. Η συμπεριφορά της Κίρκης παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας οικοδέσποινας η οποία προσπαθεί να προστατέψει την τιμή της. Όσα φανερώνονται για την ερωτική της επιθυμία ενδέχεται να αντανακλούν αντιλήψεις για τις προβλεπόμενες συμπεριφορές γυναικών. Η αναζήτηση μιας μόνιμης σχέσης και ενός γάμου αντιδιαστέλλεται προς τη λαγνεία και την ελευθεριότητα. Η προσφυγή στα μαγικά φίλτρα αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην ενδυνάμωση μιας σχέσης που την απειλούσαν οι πειρασμοί του κόσμου.

Ο Βοκκάκιος και οι Προραφαηλίτες. Ανυπεράσπιστοι έρωτες Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα, Σταύρος Δεληγιώργης

John William Waterhouse, "Δεκαήμερον", 1916, ελαιογραφία σε μουσαμά, 61x91 εκ., Lady Lever Art Gallery, Λίβερπουλ. Οι Προραφαηλίτες, μια μυστική εταιρεία νέων ΄Αγγλων ζωγράφων, ποιητών και κριτικών που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1848, γοητευμένοι από τις ρομαντικές φαντασιώσεις, ανακαλύπτουν στον ύστερο Μεσαίωνα και στις Γραφές εικονογραφικά θέματα και εμπνέονται από τα έργα των τριών μεγάλων Φλωρεντινών, του Πετράρχη, του Δάντη και του Βοκκάκιου. Στην πρώτη έκθεση της Αδελφότητας, το 1849, ο Millais εκθέτει την Ισαβέλλα (1848 -1849), το πρώτο έργο ενδεικτικό της προραφαηλιτικής τεχνοτροπίας, συνοδευμένο από τους στίχους της πρώτης και της εικοστής πρώτης στροφής του ποιήματος του Keats, Ισαβέλλα ή η γλάστρα με τον βασιλικό (Isabella or The Pot of Basil, 1820), έμμετρης παραλλαγής της πέμπτης νουβέλας της τέταρτης μέρας από το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου. Η δραματική συνέχεια της ιστορίας του ποιήματος του Keats εικονογραφείται δέκα χρόνια αργότερα σε έργο του Hunt, H Ισαβέλλα και η γλάστρα με τον βασιλικό (1868). Από το έργο του Hunt εμπνέεται ένας όψιμος Προραφαηλίτης, ο John William Waterhouse (1849-1917) την Ισαβέλλα (1907), αλλά δίνει και μια πρωτότυπη σκηνή με τους πρωταγωνιστές του Δεκαήμερου (1916). Ο Dante Gabriel Rossetti ζωγραφίζει την Bocca Baciata (1859), εμπνευσμένη από το επιμύθιο της έβδομης νουβέλας της δεύτερης μέρας (στίχος 122). Οι Προραφαηλίτες παρουσιάζουν ανάλογη εμμονή στις αναπαραστάσεις ορισμένου τύπου γυναικείας ομορφιάς με εκείνην που χαρακτήριζε τους μεγάλους Φλωρεντινούς στην περιγραφή των Donne Angelicate. Η μούσα του Βοκκάκιου εικονίζεται από τον Rossetti στο ΄Οραμα της Fiammetta (1878), ένα από τα διπλά έργα που συνόδευαν τα ποιήματά του Ballads and Sonnets (1861), με μοντέλο την ελληνικής καταγωγής Μαρία Σπάρταλη-Stillman, της οποίας η ομορφιά υπήρξε φημισμένη και καθιερώθηκε ως ο τύπος της ιδανικής προραφαηλιτικής καλλονής, ενώ η ίδια δεν υπήρξε μόνο μοντέλο αλλά θεωρείται η καλύτερη από τις γυναίκες ζωγράφους της ομάδας.. Ο μαγικός κήπος του Messer Ansaldo (1889) της Σπάρταλη εικονογραφεί την πέμπτη ιστορία της δέκατης μέρας του Δεκαήμερου. Ο Βοκκάκιος εξακολουθεί, επτά αιώνες μετά, να είναι επίκαιρος και να επανατροφοδοτεί την πένα και τον θεωρητικό λόγο όχι μόνο των ιστορικών και κριτικών της λογοτεχνίας αλλά και των ιστορικών και κριτικών της τέχνης.

Άλλα θέματα: Γαμήλια έθιμα της αρχαιότητας και η θέση της γυναίκας στο γάμο Μαρία Γκιρτζή

Η νύφη την επομένη του γάμου τακτοποιεί τη νέα οικία. Τη θέση της γυναίκας στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική κοινωνία της αρχαιότητας σε σχέση με το θεσμό του γάμου εξετάζει η Μαρία Γκιρτζή στο άρθρο αυτό, αντλώντας πληροφορίες και παραθέτοντας αποσπάσματα από ένα πλήθος φιλολογικών πηγών – έπη, κωμωδίες και τραγωδίες, ιστορικές αφηγήσεις, δικανικούς λόγους, πραγματείες κ.λπ. Με βάση αυτές τις μαρτυρίες επιχειρεί μια συγκριτική μελέτη των γαμήλιων εθίμων στις δύο πόλεις, όπως και της θέσης της γυναίκας πριν αλλά και μετά το γάμο, απαντώντας, μεταξύ άλλων, σε ερωτήματα, όπως το γιατί παντρεύονταν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα, το αν υπήρχε αγάπη στο γάμο, και κλείνοντας με μια αναφορά στο γάμο της ρωμαϊκής κοινωνίας.

Ο Εραστής της Γης Άννα Guest-Παπαμανώλη

Τραγόμορφοι Γέροι με ανθισμένα ξύλα και νεαρές Κορέλες χορεύουν συντονισμένα. H κοσμογονική εξήγηση που μας άφησε κληρονομιά ο Hσίοδος εκφράζει το πανανθρώπινο διαχρονικό βίωμα – ότι η Γη που γεννά τη βλάστηση είναι γένους θηλυκού. Aπό τότε που ο άνθρωπος επινόησε την καλλιέργεια, σε όλα τα πλάτη του πλανήτη σε δοξασίες και παραδόσεις που εξαρτώνται από το τοπικό περιβάλλον, τις εποχές του χρόνου, τις ιστορικές περιόδους και την πολιτισμική ψυχοσύνθεση των κατά τόπους αγροτών, η γη είναι γυναίκα – από θεά ως σκλάβα. Όσο πιο εξαρτημένη είναι η ανθρώπινη κοινωνία από τη γη τόσο οι μύθοι, οι δοξασίες και η απορρέουσα συμπεριφορά –δηλαδή τα αγροτικά έθιμα– είναι βαθιά ριζωμένα σε αυτήν. Από τα γνησιότερα, σε απευθείας σχέση με τη γη, χειμωνιάτικα έθιμα –που έχουν καταγραφεί και μελετηθεί κάτω από την ονομασία δρώμενα- είναι ο Kαλόγερος, που διαδραματίζεται σε αγροτικές περιοχές της Mακεδονίας, αλλά και το έθιμο των Γέρων της Σκύρου.

Η Loggia Χανίων: Ιστορικά, αρχιτεκτονικά και εραλδικά σημεία των καιρών Παναγιώτης Φουτάκης

Το οικόσημο και το ρητό του αρχοντικού. Το μοναδικό ενετικό αρχοντικό του ιστορικού κέντρου της πόλης των Χανίων, το οποίο εξακολουθεί να διατηρεί και την αρχιτεκτονική ταυτότητά του και το οικόσημό του και το λατινικό ρητό του, βρίσκεται στην οδό Ζαμπελίου 37-43. Tο άρθρο αυτό αποτελεί μέρος μιας εκτενέστερης έρευνας για την ταύτιση του οικοσήμου και τον εντοπισμό του ατόμου για το οποίο κτίστηκε αυτό το εξαίρετο δείγμα καλαισθησίας και ευαισθησίας, αλλά και την αναστήλωση του αρχοντικού, η οποία πρέπει να γίνει. Στο άρθρο αυτό, ο συγγραφέας δεν καταπιάνεται με τη λεπτομερή εξιστόρηση του πραγματικού οδοιπορικού της έρευνάς του. Μια παράθεση στοιχείων ωστόσο είναι σημαντική για τη γνωστοποίηση, σε ένα ευρύτερο κοινό, του ιστορικού, αρχιτεκτονικού και εραλδικού χαρακτήρα ενός μνημείου που στέκει ακόμη όρθιο απέναντι στην αδιαφορία των ανθρώπων: είτε πρόκειται για το Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο ως ιδιοκτήτης του κτίσματος θα το αναστηλώσει κάποτε –είθε πριν καταρρεύσει– είτε για τους ιδιώτες οι οποίοι το νοικιάζουν και το χρησιμοποιούν ως ταβέρνα!

Το νηματουργείο Βέρμιον στη Βέροια Αναστασία Ι. Μαργιέ, Άννα Σ. Ματσκάνη

Το νηματουργείο "Βέρμιον" κατά την τρίτη φάση (1966-1972). Η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα, οι τρεις σημαντικότερες πόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας είχαν ανέκαθεν το φυσικό προνόμιο της δυνατότητας εκμετάλλευσης της υδραυλικής δύναμης από υδατοπτώσεις. Στηριζόμενες σε αυτό τέθηκαν οι βάσεις για την πρώιμη βιοτεχνική και βιομηχανική ανάπτυξη τους από τις αρχές του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα κατασκευάστηκαν αξιόλογα βιομηχανικά κτίρια, τα οποία αποτελούν μάρτυρες μιας περιόδου πλούσιας και δημιουργικής που ο αντίκτυπός της φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Ένα από κτιριακά συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν την περίοδο αυτή στη Βέροια είναι το νηματουργείο βάμβακος «Βέρμιον». Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά συγκροτήματα της Μακεδονίας και αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα βιομηχανικών συγκροτημάτων στην Ελλάδα όπου συνυπάρχουν χώροι παραγωγής, διοίκησης και εργατικής κατοικίας. Περιβάλλεται από λίθινα τείχη και πύργους, παραπέμποντας σε κατασκευές οχυρωματικού χαρακτήρα. Η τυπολογία του συγκροτήματος, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού κτιρίου, και παράλληλα συνδυάζει χαρακτηριστικά εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Στη μορφολογία του διακρίνονται αναφορές στο κλασικισμό, καθώς και στοιχεία που συναντώνται σε ανάλογα ευρωπαϊκά συγκροτήματα του 19ου αιώνα, όπως είναι η αυστηρή συμμετρία και μεγαλοπρέπεια. Στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο λειτούργησε το βιομηχανικό συγκρότημα, έγιναν προσθήκες, αλλαγές στην εσωτερική διάρθρωση του εργοστασίου και τροποποιήσεις της αρχικής του μορφής λόγω του εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού, της αύξησης της παραγωγής και του εργατικού προσωπικού αλλά και λόγω της φυσικής φθοράς του χρόνου και των καταστροφών που υπέστη. Σήμερα, αν και το νηματουργείο «Βέρμιον» δεν λειτουργεί, συνεχίζει να διατηρεί την αρχιτεκτονική του αξία και το σημαντικό ρόλο του στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής.

Συντηρητής εκτός έδρας: Ανασκαφές στην Ανατολική Μεσόγειο Αριστοτέλης-Γεώργιος Σακελλαρίου

Λίθινα αντικείμενα που έχουν τοποθετηθεί με τη σειρά εισαγωγής τους στο αυτοσχέδιο εργαστήριο. Tο άρθρο αυτό αποτελεί έναν «οδηγό επιβίωσης» για τον συντηρητή αρχαιοτήτων που λαμβάνει μέρος σε αρχαιολογικά προγράμματα εκτός έδρας. Οι προκλήσεις που εμφανίζονται είναι η έλλειψη ενημέρωσης πάνω στο ποιες εργασίες αναλαμβάνει, η επικοινωνία με τον υπεύθυνο και των υπολοίπων μελών του προγράμματος καθώς και τη συχνή δράση του ως μονάδας.. Βάση της εμπειρίας του συγγραφέα καθώς και άλλων ατόμων που έχουν εργαστεί σε ανασκαφικά προγράμματα, παρουσιάζονται κάποιες προετοιμασίες που είναι ωφέλιμες να γίνουν, αρκετό καιρό πριν, σε εργασιακό όσο και προσωπικό επίπεδο. Η θεωρία εφαρμόζεται στην πράξη. Με τη βοήθεια παραδειγμάτων και φωτογραφικού υλικού, το κείμενο προσπαθεί να δώσει μιαν άλλη, κοντινότερη εικόνα στον αναγνώστη, είτε αυτός έχει ανασκαφική εμπειρία, είτε όχι.

Εικονική αρχαιολογία και η συμβολή των τρισδιάστατων γραφικών στην αρχαιολογική έρευνα Γιάννης Κουρτζέλλης

Τρισδιάστατη ιδεατή αναπαράσταση των γλυπτών του Παρθενώνα. Η καταγραφή αρχαιολογικών δεδομένων, η μελέτη και η αναπαράσταση τοποθεσιών με αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον, αντικειμένων και τοπίων του παρελθόντος με τη βοήθεια υπολογιστή και προγραμμάτων τρισδιάστατων γραφικών, ονομάζεται «εικονική αρχαιολογία». Η χρήση των υπολογιστών στο χώρο του πολιτισμού αποτελεί τεχνολογία αιχμής, που επιτρέπει στους πολιτιστικούς οργανισμούς καταρχήν να ψηφιοποιήσουν το υλικό τους, ώστε αυτό να είναι διαθέσιμο στην επιστημονική κοινότητα και στο ευρύ κοινό και στη συνέχεια με τη βοήθεια των τρισδιάστατων γραφικών να μελετήσουν, να επεξεργαστούν και να οπτικοποιήσουν πολύπλοκα δεδομένα, έννοιες και ευρήματα παρέχοντας έτσι μια πιο αντιληπτή μορφή του πολιτιστικού αγαθού. Στο άρθρο δίνεται ο ορισμός και ο σκοπός της εικονικής αρχαιολογίας, έτσι όπως καθορίζεται από τη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς και η συμβολή των λογισμικών τρισδιάστατων γραφικών και των σύγχρονων τεχνικών σύλληψης δεδομένων στην ενίσχυση της αρχαιολογικής διαδικασίας.

Ο Όμηρος και η γραφή: έλεγχος μιας θεωρίας Χαράλαμπος Ε. Μαραβέλιας

Η περίφημη οινοχόη του Διπύλου. Το ζήτημα της γραφής είναι θεμελιώδες μέσα στο λεγόμενο ομηρικό ζήτημα. Τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις η θεωρία του Αμερικανού καθηγητή B.P. Powell ότι το ελληνικό αλφάβητο επινοήθηκε ειδικά προκειμένου να καταγραφούν τα ομηρικά έπη• και μάλιστα καθ’ υπαγόρευση του ίδιου του ποιητή. Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η λειτουργικότητα του «ομηρικού» αλφαβήτου που προτείνει ο Powell, ενώ τονίζεται η ελάχιστα ικανοποιητική κατάσταση της ελληνικής γραφής για μια τέτοια χρήση κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, εποχή του ποιητή. Η στοιχειωδώς ικανοποιητική απόδοση των ομηρικών επών στο αλφάβητο που προτείνει ο Powell ελέγχεται και κρίνεται πρακτικά αδύνατη: κυρίως λόγω των σοβαρών ελλείψεων της ελληνικής γραφής κατ’ αυτή την περίοδο, της προφανούς απουσίας επαρκούς γραφικής ύλης ή/και κατάλληλων επιφανειών. Και σε κάθε περίπτωση, ένεκα του γεγονότος ότι η ομηρική ήταν η προφορική ποίηση μιας προφορικής κοινωνίας. Έτσι η ομηρική ποίηση όχι μόνο δεν είχε ανάγκη τη γραφή, αλλά –αντίθετα- η τέχνη της γραφής αποδείχθηκε «εχθρική» για την ελληνική επική ποίηση. Ο συγγραφέας του άρθρου, ερευνητής των πρώιμων ελληνικών συστημάτων γραφής, υποστηρίζει ότι η πρωταρχική χρήση του ελληνικού αλφαβήτου ήταν να διευκολύνει, ιδίως από ελληνικής πλευράς, τις ελληνο-φοινικικές ναυτιλιακές και εμπορικές συναλλαγές. Η χρήση της γραφής από τους Έλληνες στη λογοτεχνία και την επιστήμη έπεται χρονικά, όπως συνέβη παντού στην ιστορία της γραφής.

Κορακονησία, ένα μικρό νησί στον Αμβρακικό Κόλπο Αφέντρα Μουτζάλη

Κορακονησία. Άποψη από αέρος. Η Κορακονησία βρίσκεται στον Αμβρακικό Κόλπο, ανάμεσα στα βυζαντινά λιμάνια της Άρτας, την Κόπραινα και τη Σαλαώρα. Στο νησάκι, που σε παλαιά έγγραφα αναφέρεται ως Κορακονήσιον, εκτός από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το τοπίο της ευρύτερης περιοχής, μπορεί κανείς να επισκεφθεί το Φειδόκαστρο, το μικρονήσι Κέφαλο, το Καθολικό της Μεσοβυζαντινής Μονής της Παναγίας, το παρεκκλήσιο του Οσίου Ονουφρίου και την "Κούλια" της τελευταίας οθωμανικής περιόδου.

Μουσείο: Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης Αγγελική Γ. Σίμωσι, Κώστας Δαμιανίδης

Οι αμφορείς της Αρχαιολογικής Συλλογής Νέας Κούταλης, όπως εκτίθενται σύμφωνα με την περιοχή προέλευσής τους και τη χρονολογία. Στο ακριτικό νησί της Λήμνου εγκαινιάσθηκε την 1η Ιουλίου 2006 ένα νέο θεματικό Μουσείο του Αιγαίου. Στο Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης παρουσιάζεται η ναυτική παράδοση των προσφύγων από το νησί Κούταλη της Προποντίδας. Στη Νέα Κούταλη οι πρόσφυγες του 1922 ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με τη σπογγαλιεία και την επεξεργασία σφουγγαριών. Έτσι στο Μουσείο εκτίθενται κειμήλια και φωτογραφίες από τη ναυτική ζωή των Κουταλιανών πριν από τον ξεριζωμό τους από την Προποντίδα, αντικείμενα που αφορούν τη σπογγαλιεία (εξοπλισμός δυτών, εξαρτήματα των σπογγαλιευτικών καϊκιών, εργαλεία επεξεργασίας των σφουγγαριών κ.ά.), αλλά και αρχαιολογικά ευρήματα που περισυνέλεξαν οι σφουγγαράδες από τα βάθη της θάλασσας και χρονολογούνται από τους αρχαίους έως τους νεότερους χρόνους. Πληροφορίες Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης τηλέφωνο Μουσείου: 22540 92383 Ωράριο λειτουργίας Μουσείου Τρίτη κλειστά Δευτέρα, Τετάρτη-Κυριακή: 10.00-14.00 Δήμος Νέας Κούταλης Λήμνος 81400 τηλ.: 22540 51790, 51362 fax: 22540 51763 e-mail: dimkout@otenet.gr

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Εκδρομή στο Λιτόχωρο Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Δίον Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν σε κάθε τεύχος μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Αυτή τη φορά προορισμός μας είναι το Λιτόχωρο. Χτισμένο στις ανατολικές υπώρειες του Ολύμπου, με πολλές γραφικές γωνιές προσφέρεται ως ορμητήριο για πολλές εξορμήσεις: έτσι, εκτός από την ανάβαση στον Όλυμπο, προτείνονται επισκέψεις στο Δίον, τη Βεργίνα, το Κάστρο του Πλαταμώνα, αλλά και πιο κοντινές διαδρομές στα Ταμπάκικα, τους Μύλους, το Ξέφωτο του Αϊ-Γιάννη.

Βιβλιοπαρουσίαση: Il papiro di Artemidoro Antonio Corso

Το εξώφυλλο του βιβλίου Βιβλιοπαρουσίαση της σημαντικής έκδοσης Il papiro di Artemidoro, των C. Gallazzi / B. Kramer / S. Settis (επιμ.), Edizioni Universitarie di Lettere Economia Diritto, Μιλάνο 2008.

Βιβλιοπαρουσίαση: Οδοιπορικό στα Μνημεία του Νομού Καρδίτσας. Αρχαιότητες, Ναοί, Νεότερα Μνημεία Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το εξώφυλλο του βιβλίου Βιβλιοπαρουσίαση της έκδοσης Οδοιπορικό στα Μνημεία του Νομού Καρδίτσας. Αρχαιότητες, Ναοί, Νεότερα Μνημεία, της Ευαγγελίας Τσαγκαράκη (επιμ.), Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καρδίτσας, Καρδίτσα 2007.

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 21/1 (2008) Σοφία Αντωνιάδου

Το εξώφυλλο του βιβλίου της Ruth D. Whitehouse "Gender and Italian Archaeology: Challenging the Stereotypes". Στη στήλη "Από το Journal of Mediterranean Archaeology" παρουσιάζεται το έργο της αρχαιολόγου Ruth D. Whitehouse, στο οποίο είναι αφιερωμένο το τεύχος 21/1 (2008), του Journal of Mediterranean Archaeology.

Δικτυακοί τόποι: Με αφορμή τον ιστότοπο της ΚΖ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Η αρχική σελίδα του ιστότοπου της ΚΖ' Εφορείας Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων που λειτουργεί από το καλοκαίρι του 2007. Για την ιστοσελίδα μιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο νου είναι η επίσημη παρουσίαση που περιλαμβάνει ο ιστότοπος του ΥΠΠΟ, προσβάσιμη από τον κατάλογο των Περιφερειακών Υπηρεσιακών Μονάδων του (από το οργανόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού, www.yppo.gr/1/g10.jsp, επιλογή "Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς",www.yppo.gr/1/g1540.jsp?obj_id=11). Οι ιστοσελίδες αυτές, τυποποιημένες και απρόσωπες ίσως, αλλά εξαιρετικά χρήσιμες, προσφέρουν συγκεκριμένες πληροφορίες για όλες τις Εφορείες, Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ) και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ). Τι συμβαίνει όμως αν μια Εφορεία αποφασίσει να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα στην αρχαιολογική επικοινωνία; Η στήλη των «Δικτυακών Τόπων» παρουσιάζει τις περιπτώσεις τριών Εφορειών οι οποίες, εκτός από την τυποποιημένη παρουσίαση στον ιστότοπο του ΥΠΠΟ, διαθέτουν ανεξάρτητη ιστοσελίδα: η ΛΓ΄ ΕΠΚΑ, η ΚΖ΄ ΕΠΚΑ και η 10η ΕΒΑ.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Χάρτης της Κέρκυρας, από τη συλλογή του ΜΙΕΤ. Ειδήσεις: Γερμανοί επιστήμονες στα ίχνη του Ιπποδρόμου της Αρχαίας Ολυμπίας, Νεολιθικά ευρήματα στο Βασιλί Φαρσάλων, Ρωμαϊκά γλυπτά εντοπίστηκαν στην Κύθνο, το Βατικανό δάνεισε στην Ελλάδα γλυπτό του Παρθενώνα, Άνοιξε η Αρχαιοθήκη στο Δίον, Υποτροφίες Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Εκθέσεις: Χάρτες του Ιονίου Πελάγους, Ελλάδα και Τεχνολογία: μια διαχρονική προσέγγιση, Η εξέλιξη της αρχαιολογικής φωτογραφίας, Βυζαντινές εικόνες στο Βουκουρέστι. Συνέδρια: 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αναστηλώσεων, Κύκλος σεμιναρίων για την Αλβανία, «Byzantium in London». Διαλέξεις: Διάλεξη της Εταιρείας Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Διαλέξεις στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταρεία, Διάλεξη για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Βιβλία: Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, R. Treuil και άλλοι, Dikili Tash, village préhistorique de Macédoine orientaleΒασιλική Μαχαίρα, Το ιερό Αφροδίτης και Έρωτος στην Ιερά ΟδόHorst Blanck, Το βιβλίο στην αρχαιότητα.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Το 5ο Συμπόσιο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας -Το 2ο Συνέδριο Προϊστορικής Αρχαιολογίας -Νέες εκδόσεις: Θ. Τσέλιος, Η μεταλλουργία του χαλκού στην Προανακτορική Κρήτη: Τεχνολογικές εξελίξεις και κοινωνικές όψεις, Ε. Ιωακείμογλου, Τα οργανικά υλικά στην Τέχνη και την Αρχαιολογία. Τόμος Α΄: Λίπη και έλαια, φυσικά κεριά και φυσικές ρητίνες.

Τεύχος 13, Νοέμβριος 1984 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Το ιστορικό της αρχαιολογικής έρευνας Διαμαντής Τριαντάφυλλος

Πήλινο προσωπείο Διόνυσου από τη Μαρώνεια, 4ος αι. π.Χ. Μουσείο Κομοτηνής. Η πρώτη προϊστορική ανασκαφή στη Θράκη, στην τούμπα της Παραδημής έδωσε σημαντικά ευρήματα της Νεολιθικής και της πρώιμης εποχής του Χαλκού. Η Παραδημή όμως υπήρξε εξαίρεση, αφού όλες οι έρευνες στρέφονταν πρώτα στην παραλιακή ζώνη, όπου είχαν ιδρυθεί τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. οι ιωνικές αποικίες, και μετά στη γειτονική πεδινή ζώνη ως τα νότια υψώματα της Ροδόπης. Η εξερεύνηση της τρίτης ζώνης που περιλαμβάνει τις ορεινές περιοχές της Ροδόπης ως τα βουλγαρικά σύνορα άρχισε μόλις το 1971. Στόχος η επισήμανση μνημείων και χώρων της πρώιμης και μέσης εποχής του Σιδήρου (1000-600 π.Χ.). Περιγράφονται τα σημεία των ανασκαφών και εκθέματα από τα Μουσεία Κομοτηνής και Σαμοθράκης.

Η προϊστορία στο χώρο της Δυτικής Θράκης Διαμαντής Τριαντάφυλλος

Μαρώνεια, Άγιος Γεώργιος. Μεγαλιθική πύλη του δυτικού σκέλους των τειχών. Από τη Μέση και τη Νεότερη Παλαιολιθική εποχή βρέθηκαν κοντά στα Ρίζια του Έβρου αρκετά κομμάτια επεξεργασμένου πυριτόλιθου. Από τη Νεολιθική εποχή, που στη Θράκη φθάνει ως το 4500 π.Χ., η Παραδημή είναι ο μόνος οικισμός που έχει ανασκαφεί. Συγκρίνεται με τους οικισμούς Φωτολείβος Ι, Ντικιλί-Τας Ι και με τον πολιτισμό Vesselinovo-Karanovo III της Βουλγαρίας. Τα στιλβωμένα αγγεία δείχνουν υψηλή τεχνική, κάποια έχουν εγχάρακτη διακόσμηση και χαρακτηρίζονται από το κωνικό σχήμα του κάτω μέρους και τις κερατοειδείς ή κομβιόσχημες αποφύσεις στις λαβές. Η τρίτη περίοδος της Παραδημής έδωσε και εξαιρετικά ειδώλια. Στην τέταρτη περίοδο εμφανίζεται η κεραμική με γραφίτη (Graphit Malerei). Για τη νεολιθική αρχιτεκτονική δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία και οι υποθέσεις στηρίζονται στα ευρήματα του Karanovo. Η εποχή του Χαλκού αρχίζει γύρω στο 3000 π.Χ. Τα ευρήματα από την πρώιμη εποχή του Χαλκού στην Παραδημή μπορούν μόνο να παραβληθούν προς τα αντίστοιχα της Τροίας Ι. Περισσότερες πληροφορίες δίνουν οι οικισμοί του Φωτολείβους και του Ντικιλί-Τας που έδωσαν αρχιτεκτονικά λείψανα και πλούσια κεραμική με σχοινωτή διακόσμηση, χαρακτηριστική της Kurgan-Kultur (Schnurkeramik). Η Μέση Χαλκοκρατία δεν εμφανίζεται ανασκαφικά, ούτε τα μινυακά αγγεία που τη χαρακτηρίζουν. Άγνωστη ανασκαφικά είναι και η Ύστερη Χαλκοκρατία με τη μυκηναϊκή κεραμική. Τα κενά ως προς την εποχή του Χαλκού στη Θράκη συμπληρώνουν τα ανασκαφικά ευρήματα στη ΝΑ Βουλγαρία. Οι πιο χαρακτηριστικές θέσεις της εποχής ως τα μέσα της Ύστερης Χαλκοκρατίας είναι τούμπες σχηματισμένες πάνω σε θέσεις χαλκολιθικές, νεολιθικές ή και νέες. Λίγο πριν από την αρχή της μέσης περιόδου της, εργαλεία και όπλα κατασκευάζονται από μέταλλο, χρησιμοποιούνται οι κλειστές μήτρες και γενικεύεται η ανάμιξη χαλκού και κασσίτερου. Σκοτεινές παραμένουν και η πρώιμη και μέση εποχή του Σιδήρου που αντιστοιχούν με την Πρωτογεωμετρική και Γεωμετρική του ελλαδικού χώρου. Στο ορεινό χωριό Ρούσσα του Έβρου βρέθηκαν κρηπιδώματα διαλυμένων τύμβων που περιλάμβαναν τάφους από σχιστόπλακες. Στην πρώτη περίοδο της Ρούσσας (9ος αιώνας π.Χ.) χρονολογούνται οι μεγαλύτεροι τάφοι, Dolmens, καθώς και η κεραμική με την αυλακωτή διακόσμηση στο λαιμό και τον ώμο των αγγείων. Χαρακτηριστικό σχήμα είναι ο «αμφορέας» με το αμφικωνικό σώμα, τον κωνικό λαιμό και τις τέσσερις κατακόρυφες κερατοειδείς αποφύσεις (Buckelkeramik). Τα γεωμετρικά σχέδια είναι εμπίεστα και εγχάρακτα ενώ αποδίδεται και η διακοσμητική μορφή του πελαργού. Στη δεύτερη περίοδο χρησιμοποιούνται στις θήκες τα μεγάλα τεφροδόχα αγγεία με τα υπολείμματα της καύσης των νεκρών, στην κεραμική κυριαρχεί η εμπίεστη διακόσμηση και εμφανίζονται οι χάλκινες και σιδερένιες τοξωτές και τριγωνικές πόρπες. Η κεραμική των δύο πρώτων περιόδων της Ρούσσας έχει ομοιότητες με την κεραμική της Τροίας VIIB2. Στην τρίτη περίοδο της Ρούσσας (γύρω στο 600 π.Χ.) ανήκουν οι απλές καύσεις ή τα τεφροδόχα αγγεία μέσα σε αβαθείς λάκκους. Χαρακτηριστικά κτερίσματα είναι τα σιδερένια μαχαιρίδια και οι αιχμές δοράτων. Σε υψώματα της Ροδόπης έχουν λαξευτεί σε βράχους δίσκοι ή και κοιλότητες σε διάφορους συνδυασμούς, ίχνη λατρείας ή αστρονομίας. Έχουν επίσης επισημανθεί ίχνη υπαίθριων ιερών. Στη θρησκεία και τη μυθολογία των αρχαίων Θρακών εμφανίζονται ο Ήλιος, ο Απόλλων, ο Μάρων, ο Ρήσος, ο Θραξ Ιππεύς ή Ήρως που αργότερα συμφύρεται με τον άγιο Γεώργιο και, βεβαίως, ο Ορφέας και ο Διόνυσος.

Εθνοαρχαιολογικές έρευνες στη Θράκη Νίκος Ευστρατίου

Ορεινή Ροδόπη. Πέτρινο κλειστό σπίτι. Η εθνοαρχαιολογική έρευνα που έγινε στη Θράκη το καλοκαίρι του 1982 επικεντρώθηκε στην περιοχή βορειοδυτικά της Κομοτηνής, στη χαράδρα του ποταμού Κομψά του που πηγάζει από την ορεινή Ροδόπη. Η ορεινή Ροδόπη φιλοξενεί παραδοσιακές φυλετικές ομάδες, όπως οι Πομάκοι, αποκλειστικά ορεσίβιοι και με περιορισμένες επαφές με τους πεδινούς. Η απομόνωσή τους οφείλεται και στη χάραξη των εθνικών συνόρων το 1920. Οι οικισμοί τους θεωρούνται μία από τις βορειοελλαδικές παραλλαγές του τυπικού μεσογειακού χωριού με την πυρηνική οικιστική διάταξη. Μια άλλη πληθυσμιακή ομάδα, εγκατεστημένη στην ίδια περιοχή πριν κατέβει στην πεδιάδα, ήταν οι Μουσουλμάνοι. Ζούσαν σε οργανωμένα χωριά και είχαν στενές εμπορικές σχέσεις με κωμοπόλεις της πεδιάδας όπου πουλούσαν τα προϊόντα τους. Παρά την κοινή θρησκεία δεν υπήρξε επιμειξία μεταξύ Μουσουλμάνων και Πομάκων. Μια τρίτη ομάδα, μετακινούμενη εποχιακά, ήταν οι Σαρακατσάνοι που ξεχειμώνιαζαν κοντά στις Σάππες. Ως το 1919 μετακινούμενοι ήταν και οι βούλγαροι βοσκοί, οι Μπαηγκάνηδες, που κατέβαιναν να ξεχειμωνιάσουν στις παραθαλάσσιες περιοχές της Θράκης. Το Σίλλιο και ο Κάβος είναι δύο χωριά στην χαράδρα του Κομψάτου, κοντά στον Πολύανθο. Το Σίλλιο είναι εντελώς εγκαταλελειμμένο από το 1948, ενώ ο Κάβος, ερημωμένος από το 1950, κατοικείται το καλοκαίρι από λίγες οικογένειες. Κύρια πηγή πληροφοριών για την κοινωνική οργάνωση και την οικονομία των χωριών ήταν ο ογδοντάχρονος προύχοντας του Σίλλιου Ρετζέπ αγά. Πρόκειται για τυπικά μουσουλμανικά χωριά με περιορισμένη κοινωνική ζωή. Το κλειστό σύστημα επικοινωνίας και εμπορικής δοσοληψίας, ανέπαφο για πολλά χρόνια, διατήρησε παλιές παραγωγικές διαδικασίες και κοινωνικές δομές. Η πολιτιστική συμπεριφορά των παραδοσιακών ομάδων της Ροδόπης δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε περιβαλλοντικούς, οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους. Ορισμένοι τύποι πολιτιστικής συμπεριφοράς δεν είναι αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου αλλά μιας μακρόχρονης ιστορικής διαδικασίας-εμπειρίας. Ανάλογα ερμηνευτικά προβλήματα αντιμετωπίζει ο προϊστορικός αρχαιολόγος. Οι παρατηρήσεις μας από την έρευνα των παραδοσιακών ομάδων της Θράκης δείχνει ότι η χρήση μεμονωμένων κριτηρίων για την κατανόηση πολιτιστικών διαδικασιών, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην αρχαιολογία, δεν οδηγεί σε σωστές ερμηνείες.

Άβδηρα: ιστορικά στοιχεία Διαμαντής Τριαντάφυλλος

Πήλινα ειδώλια χορευτριών από τάφο ελληνιστικής εποχής στα Άβδηρα. Η αποικία που πρώτοι οι Κλαζομένιοι επιχείρησαν να ιδρύσουν στο χώρο των Αβδήρων γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα καταστράφηκε στο τέλος του από τους Θράκες. Τα Άβδηρα ίδρυσαν οι κάτοικοι της ιωνικής πόλης Τέω το 545 π.Χ. Ο μύθος λέει πως την πόλη ίδρυσε ο Ηρακλής θέλοντας να τιμήσει τον Άβδηρο που κατασπάραξαν τα ανθρωποφάγα άλογα του βασιλιά των Βιστόνων Θρακών Διομήδη. Στη διάρκεια των Περσικών πολέμων τα Άβδηρα χρησίμευσαν ως βάση των Περσών και ο Δημόκριτος άκουσε μαθήματα από τους Χαλδαίους μάγους που είχε μαζί του ο Ξέρξης. Η πόλη διέκοψε την κυκλοφορία νομισμάτων της από το 449 ως το 439 π.Χ. και τη σταμάτησε μετά το 167 π.Χ. Στη ρωμαϊκή κυριαρχία παρέμεινε αυτόνομη πολιτεία σε στενή εξάρτηση από τη Ρώμη. Στον αφανισμό της συντέλεσαν και τα έλη που άρχισαν να δημιουργούνται στο ακρωτήρι Μπουλούστρα, τοπωνύμιο που προέρχεται από το όνομα του Πολύστυλου, μικρού οικισμού των βυζαντινών χρόνων. Στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια τα Άβδηρα αριθμούσαν γύρω στους 22.000 κατοίκους, είχαν πολύ ανεπτυγμένη οικονομία και άριστα οργανωμένο δημοκρατικό πολίτευμα. Πολιούχος θεός τους ήταν ο Απόλλων και έμβλημά τους ο γρύπας. Η πόλη γιόρταζε τα Διονύσια, τα Θεσμοφόρια και διοργάνωνε αγώνες προς τιμήν του Άβδηρου. Διάσημοι Αβδηρίτες υπήρξαν ο Ανακρέων, ο Πρωταγόρας και ο Δημόκριτος. Ο οχυρωματικός περίβολος της πόλης, που δημιουργήθηκε στο τέλος της αρχαϊκής εποχής, έχει κτιστεί με γωνιόλιθους πωρόλιθου και οι δόμοι του πλησιάζουν το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Η πόλη χωριζόταν σε δύο τμήματα, με πιο σημαντικό το δυτικό όπου βρέθηκαν τρεις δρόμοι και όπου μάλλον βρισκόταν η αγορά. Στα ρωμαϊκά χρόνια, νότια από την πύλη του δυτικού τείχους κατασκευάστηκαν λουτρά ενώ, στον 9ο-10ο αιώνα μ.Χ., ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Οι κατοικίες που βρέθηκαν χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ. ως τη ρωμαϊκή εποχή. Από τα ελληνιστικά χρόνια εφαρμόστηκε το ιπποδάμειο σύστημα. Κτισμένες με μεγάλους γωνιόλιθους πωρόλιθου, ασβεστόλιθου ή γρανίτη, οι κατοικίες ήταν εσωτερικά επιχρισμένες με χρωματιστά ασβεστοκονιάματα. Τα Άβδηρα είχαν δύο λιμάνια και θέατρο έξω από τα τείχη. Οι τάφοι, από την αρχαϊκή ως την ελληνιστική εποχή, είναι διαφόρων ειδών: μονολιθικοί σαρκοφάγοι, κιβωτιόσχημοι, πήλινες λάρνακες, ταφικά πιθάρια, τεφροδόχα αγγεία, λακκοειδείς και κεραμοσκεπείς. Σε πολλές περιπτώσεις σκεπάζονται με τύμβους. Στα αξιόλογα ευρήματα που μοιράζονται τα Μουσεία της Καβάλας και της Κομοτηνής ανήκουν η σαρκοφάγος κλαζομενιακού τύπου με παράσταση του μύθου του Τρωίλου (500-400 π.Χ.), δύο ανθεμωτές επιστέψεις επιτυμβίων στηλών (5ος αιώνας π.Χ.), το ψηφιδωτό δάπεδο με δελφίνια, κρίνους και ανθέμια (250-200 π.Χ.) κ.ά. Από τις ανασκαφές των δύο τελευταίων ετών στα Άβδηρα, ήρθε στο φως το πρώτο αρχαϊκό ιερό και εντοπίστηκε το νεκροταφείο των Κλαζομενίων (μέσα 7ου αιώνα π.Χ.). Οι τάφοι των ενηλίκων είναι απλές ταφές στην άμμο, ενώ το οι παιδικές ταφές γίνονται σε μεγάλα ταφικά αγγεία. Από τα κτερίσματα, πόρπες, ιωνικές κύλικες και ταφικοί αμφορείς φανερώνουν σχέσεις με τα παράλια της Μ. Ασίας, ενώ οι πρωτοκορινθιακοί αρύβαλλοι προδίδουν σχέσεις και με την κυρίως Ελλάδα.

Σαμοθράκη Δημήτρης Μάτσας

Τμήμα της ανάγλυφης μαρμάρινης ζωφόρου από το Πρόπυλο του Τεμένους με κορίτσια να χορεύουν, περ. 340 π.Χ. (Μουσείο Σαμοθράκης). Ο προϊστορικός οικισμός (Μικρό Βουνί) που έζησε από την Τελική Νεολιθική του αιγαιακού χώρου ως τα όψιμα χρόνια της Μέσης Χαλκοκρατίας αποτελεί παράδειγμα πρωτοαστικής «πόλης» στο Αιγαίο. Εντοπίστηκαν οικισμοί της Ύστερης Χαλκοκρατίας και τρία μεγαλιθικά ταφικά μνημεία από την εποχή του Σιδήρου. Το τελευταίο στρώμα του προελληνικού πληθυσμού ήταν θρακικό και η γλώσσα του παρέμεινε ως τελετουργική γλώσσα στη λατρεία των Μεγάλων Θεών μέχρι τον 1ο αι. π.Χ. Γύρω στο 700 π.Χ. το νησί αποίκισαν Αιολείς. Η πόλη, με ασημένια νομίσματα και μικρό πολεμικό στόλο στα αρχαϊκά χρόνια, προστατεύτηκε στις αρχές του 6ου με εντυπωσιακό τείχος. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια η λατρεία των Μεγάλων Θεών παίρνει διεθνή χαρακτήρα. Η νομισματοκοπία που είχε διακοπεί τα κλασικά χρόνια συνεχίζεται μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, από τον 3ο αιώνα μ.Χ. αρχίζει σταθερή η παρακμή. Γύρω στο 1430 η Σαμοθράκη περιέρχεται στην κυριαρχία του γενουάτη ηγεμόνα της Αίνου Παλαμήδη Gattilusi. Ερημώνεται δύο φορές, στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης και το 1821. Κεντρική μορφή της θρησκείας των Μεγάλων Θεών είναι μια «Μεγάλη Μητέρα», η Αξίερος, Δήμητρα για τους Έλληνες, συγγενική της Κυβέλης και των αντίστοιχων θεαινών της Ανατολίας. Από την Αξίερον πιθανόν αποσπάσθηκαν η Εκάτη Ζηρυνθία και Αφροδίτη Ζηρυνθία, ενώ προσκολλημένος σε αυτή είναι ο Καδμίλος, ιθυφαλλικός θεός της γονιμότητας που ταυτίστηκε με τον Ερμή. Κάβειροι είναι δύο συνοδοί ιθυφαλλικοί δαίμονες. Στους Μεγάλους Θεούς ανήκουν ένας θεός του Κάτω Κόσμου και η γυναίκα του, ο Αξιόκερσος (Άδης) και η Αξιόκερσα (Περσεφόνη). Οι γιορτές της Σαμοθράκης δραματοποιούσαν το γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας. Στα νυχτερινά Μυστήρια των Μεγάλων Θεών υπήρχαν δύο βαθμίδες: η καθαυτό μύηση και η εποπτεία. Μεγάλες ποσότητες κρασιού καταναλώνονταν στο συμπόσιο, πριν ή μετά τη μύηση. Γύρω στο 340 π.Χ., στην καρδιά του Ιερού Χώρου που έχει έκταση 50 περίπου στρεμμάτων, κτίστηκε ορθογώνιος περίβολος γνωστός ως Τέμενος, πιθανόν ανάθημα του Φιλίππου Β΄. Το Πρόπυλο στην είσοδό του αποδίδεται στον Σκόπα. Η ζωφόρος διακοσμείται με τελετουργικό χορό κοριτσιών στην πρωιμότερη χρήση του αρχαϊστικού ρυθμού. Ανάμεσα στο 288 και το 281 π.Χ. η βασίλισσα Αρσινόη αφιέρωσε τη Θόλο, γνωστή με το όνομά της. Η Θόλος αποτελεί το μεγαλύτερο γνωστό κλειστό και κυκλικό οικοδόμημα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. κατασκευάζεται θέατρο και, αργότερα, πάνω από το κοίλο, ορθογώνιο κτίσμα που χωριζόταν σε δύο τμήματα. Στο πίσω νότιο τμήμα έστεκε η πλώρη του πλοίου με τη Νίκη. Μετά την κατάργηση της πολυθεϊστικής λατρείας τον όψιμο 4ο αιώνα π.Χ. το Ιερό ερημώνει. Ένα καμίνι του 5ου αιώνα που μεταβάλλει τα κοντινά του μάρμαρα σε ασβέστη, ένας σεισμός στα μέσα του 6ου αιώνα και η σύληση ως τα νεότερα χρόνια ολοκληρώνουν την καταστροφή. Το ιστορικό της έρευνας αρχίζει με τον γάλλο πρόξενο στην Αδριανούπολη M. Champoiseau που πρώτος έσκαψε στη Σαμοθράκη το 1863 βρίσκοντας στο Ιερό των Μεγάλων Θεών το άγαλμα της Νίκης. Ακολουθούν άλλοι Γάλλοι, δύο αυστριακές αποστολές και, από το 1938, το Πανεπιστήμιο της Νέα Υόρκης. Από το 1982 η ΙΘ΄ ΕΠΚΑ εργάζεται στην προϊστορική θέση Μικρό Βουνί.

Μαρώνεια Μαρία Σαρλά-Πεντάζου, Βαγγέλης Πεντάζος

Μνημειακή πύλη της Μαρώνειας. Επτά οικισμοί στην πεδινή περιοχή στα ΝΑ της Κομοτηνής ανήκουν στη Νεολιθική (3η χιλιετία π.Χ.) και την Πρωτοχαλκή (2η χιλιετία π.Χ.) περίοδο. Ο Όμηρος εμφανίζει τους Θράκες Κίκονες να πολεμούν γενναία στο πλευρό των Τρώων και αναφέρει τη Μαρώνεια ως την πατρίδα του ιερέα του Απόλλωνα Μάρωνα. Στα ακρογιάλια της, για να ξεφύγει από τη σπηλιά του Κύκλωπα ο Οδυσσέας τον μεθάει με μαρωνίτικο κρασί. Τη Μαρώνεια ιδρύουν στο α΄ μισό του 7ου αιώνα π.Χ. άποικοι από τη Χίο. Στοιχεία για τη ζωή στα αρχαϊκά χρόνια δεν υπάρχουν. Τον 4ο αιώνα, εποχή της μεγάλης ακμής, δημιουργείται τεχνητό λιμάνι ενώ μακρύ τείχος προστατεύει την πόλη. Ο Φίλιππος Β΄ προσαρτά τη Μαρώνεια το 350 π.Χ. τερματίζοντας την κυκλοφορία των ανεξάρτητων νομισμάτων πού έκοβε στο α΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Σειρά από 28 τέτοια ασημένια τετράδραχμα εκτίθενται στο Νομισματικό Μουσείο. Από την πόλη του 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. οι ανασκαφές αποκάλυψαν ένα ελληνιστικό θέατρο που έχει υποστεί ρωμαϊκή μετασκευή, ένα ιερό που βάσει των επιγραφών αποδίδεται στον Διόνυσο και κατοικίες που προδίδουν πολυτέλεια και άνεση. Για τη λατρεία του Απόλλωνα μαρτυρεί ο Όμηρος και για τη λατρεία του Διόνυσου η εικόνα του θεού και το σύμβολό του, το σταφύλι, πάνω στα νομίσματα. Αργότερα προστέθηκε η λατρεία του μυθικού οικιστή Μάρωνα. Οι επιγραφές μαρτυρούν και λατρεία του Δία, του Ποσειδώνα, του Ερμή και του Ασκληπιού. Στους ελληνιστικούς χρόνους εισάγονται αιγύπτιοι θεοί και στους ρωμαϊκούς η λατρεία της Ρώμης. Το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό, υπήρχε Βουλή, Δήμος και Γερουσία, ενώ οι απόγονοι των οικιστών αποτελούσαν την αριστοκρατική τάξη. Γύρω στο 148 π.Χ. η Μαρώνεια θέτει σε κυκλοφορία αργυρά τετράδραχμα που μαζί με τα παρόμοια θασίτικα είναι τα κυριότερα νομίσματα της Θράκης. Στα βυζαντινά χρόνια η Μαρώνεια είναι έδρα επισκόπου. Στην παραλία Άγιος Χαράλαμπος σώζονται ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτό δάπεδο, θεμέλια βυζαντινής εκκλησίας και κτιρίων κ.ά.

Ο ελληνικός αποικισμός στην αιγαιακή Θράκη Εύη Σκαρλατίδου

Αργυρό τετράδραχμο Δικαίας με παράσταση βοδιού στην κύρια όψη και χταποδιού στη δεύτερη, 500/475 π.Χ. Η Θάσος και η Σαμοθράκη υπήρξαν οι γέφυρες επικοινωνίας με τη χώρα των Θρακών. Στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. πάριοι άποικοι αποβιβάστηκαν στη Θάσο. Το 654 π.Χ. μετανάστες από την Άνδρο ιδρύουν την Άργιλο στον κόλπο του Στρυμόνα και μια σειρά από αποικίες στη Χαλκιδική. Γύρω στα 660-650 π.Χ., τα μεταλλεία του Παγγαίου παρακινούν χίλιους νέους μετανάστες από την Πάρο, μαζί και Έλληνες της Θάσου, να περάσουν απέναντι, στην Περαία. Στη θασιακή Περαία, με μήκος 110 χλμ., οι Έλληνες ίδρυσαν νέες αποικίες ή «εμπόρια». Από τις αρχαιότερες πόλεις ήταν η Γαληψός, η Οισύμη, η Στρύμη, η Νεάπολη, η Δάτος και η Σκαπτή Ύλη. Ανατολικά της Σκαπτής Ύλης ιδρύθηκε ο εμπορικός σταθμός της Στρύμης. Λίγο αργότερα οι Θάσιοι ίδρυσαν στην Περαία και άλλα «εμπόρια», την Απολλωνία, την Αντισάρα, το Ακόντισμα και την Πίστυρο και, το 360/359 π.Χ., ίδρυσαν τις Κρηνίδες στην πεδιάδα των Φιλίππων με τα κοιτάσματα χρυσού. Στο νέο νομισματοκοπείο των Κρηνίδων οι Θάσιοι έκοβαν νομίσματα με την επιγραφή «ΘΑΣΙΟΝ ΗΠΕΙΡΟ». Στο Αηδονοχώρι του νομού Σερρών αποκαλύφθηκαν νεκροταφείο, ιερό και οικίες που αποδίδονται στην αρχαία Τράγιλο. Στο ακρωτήριο Μπουλούστρα, στο δυτικό άκρο του Πόρτο-Λάγος, Μικρασιάτες άποικοι ίδρυσαν τα Άβδηρα. Ανάμεσα στα Άβδηρα και τη Στρύμη, στο ΝΑ άκρο της Βιστονίδας, τοποθετείται μια άλλη αποικία, γνωστή ως «Δίκαια παρ’ Άβδερα». Βάσει των ευρημάτων υποστηρίζεται η εκδοχή ότι την αποίκισαν Ίωνες, ενώ τα ωραιότατα νομίσματά της τη σχετίζουν με τη Σάμο. Άποικοι από τη Χίο ίδρυσαν στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. τη Μαρώνεια. Μεταξύ Μαρώνειας και Μεσημβρίας πρέπει να βρισκόταν η Ορθαγορία. Στη Σαμοθράκη τώρα, γύρω στα 700 π.Χ. εγκαταστάθηκαν Σάμιοι ιωνικής καταγωγής και Μικρασιάτες με αιολική προέλευση από την περιοχή της Τρωάδας. Στο νησί κατοικούσαν ήδη προελληνικά φύλα και το θρακικό φύλο των Σαΐων. Στη θέση της αποικίας υπήρχε προελληνικό ιερό των Μεγάλων Θεών με μυστηριακή λατρεία που χρησιμοποιούσε γλώσσα μη ελληνική. Η ομάδα των Μεγάλων Θεών περιλάμβανε τη γυναικεία θεότητα που ονομαζόταν Αξίερος, τον Κάδμιλο, τους Καβείρους, και τους θεούς του Κάτω Κόσμου Αξιόκερσο και Αξιόκερσα. Οι λατρευτικές ανάγκες καθόρισαν τη χρήση των κτισμάτων: το Ανάκτορο, το Τέμενος όπου ο Σκόπας είχε φιλοτεχνήσει μαρμάρινο σύμπλεγμα Αφροδίτης και Έρωτα, το Ιερόν, το Αρσινόειο, η μεγαλύτερη γνωστή θόλος. Σε υπαίθρια μνημειακή κρήνη είχε στηθεί το άγαλμα της Νίκης, όρθιας στην πλώρη ενός πλοίου. Μια σαμοθρακική Περαία δημιουργήθηκε στα θρακικά παράλια ανάμεσα στο όρος Ίσμαρος και τις εκβολές του Έβρου. Μας παραδίδονται τα εξής ονόματα: Μεσημβρία, Σάλη, Ζώνη, Δρυς, Τέμπυρα και Χαράκωμα. Φαίνεται ότι η Περαία ή τμήμα της αφιερώθηκε ως ιερό τέμενος στους θεούς της Σαμοθράκης. Η Αίνος κτίστηκε στις εκβολές του Έβρου και η ζωή σε αυτήν συνεχίστηκε αδιάλειπτη. Το γεγονός ότι από τα μέλη της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας πλήρωνε τον μεγαλύτερο φόρο μαρτυρεί την οικονομική της άνθηση. Ιδρύθηκε το αργότερο στο β΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. μάλλον από Αιολείς από την Αλωπεκόνησο και αργότερα από Μυτιληναίους και Κυμαίους. Οι ελληνικές αποικίες της Θράκης αν και ιδρύθηκαν ως «εμπόρια» άσκησαν ισχυρή επιρροή στους Θράκες και σταδιακά τους εξελλήνισαν.

Η αιγαιακή Mεσημβρία Τζένη Τσατσοπούλου-Καλούδη

Ο περιτοιχισμένος οικισμός της Μεσημβρίας. Άποψη από την ακρόπολη. Η Μεσημβρία ήταν κατά τον Ηρόδοτο η δυτικότερη από τις αποικίες που ίδρυσαν οι Έλληνες της Σαμοθράκης στα παράλια της Θράκης, «τα Σαμοθρηίκια τείχεα», στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. Από τις συστηματικές ανασκαφές που άρχισαν το 1966 αποκαλύφθηκε ένα ολοκληρωμένο οικιστικό σύνολο. Το τείχος ορίζει μια έκταση 733 στρεμμάτων αλλά η ιδιαιτερότητα του οικισμού έγκειται σε ένα εσωτερικό τείχος που δημιουργεί μια σχεδόν τετράγωνη, περιτοιχισμένη συνοικία 243 περίπου στρεμμάτων στο ΝΔ του άκρο. Στη συνοικία με την ιπποδάμεια ρυμοτομία, με οικίες, με μαγαζιά ή εργαστήρια και με ένα ληνό, διακρίνονται τρεις φάσεις που χρονολογούνται το αργότερο από τον 5ο αιώνα π.Χ. φθάνοντας ως τον 3ο ή και τον 2ο αιώνα π.Χ. Στην ευρύτερη πόλη ανακαλύφθηκε ιερό της Δήμητρας. Από τα ευρήματα του ιερού εκπληκτικά είναι τα αφιερώματα στη θεά: πλήθος πλακίδια επίχρυσα, επάργυρα, χάλκινα, ακόμη και χρυσά και ασημένια, φέρουν σφυρήλατες λατρευτικές παραστάσεις. Εικονίζονται η Κυβέλη σε θρόνο, η Δήμητρα και η Κόρη, η μεγάλη θεά της Σαμοθράκης, δεόμενοι λατρευτές, μέρη του σώματος, κ.ά. Στα ευρήματα από τη Μεσημβρία συγκαταλέγονται ακέφαλος αρχαϊκός κούρος, θαυμάσια αγγεία του 5ου και του 4ου αιώνα και ένας παναθηναϊκός αμφορέας, νομίσματα από διάφορες πόλεις, περίτεχνα κτερίσματα. Στο νεκροταφείο που βρίσκεται έξω από την πόλη βρέθηκαν ταφές σε λίθινες και πήλινες σαρκοφάγους, κεραμοσκεπείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι, εγχυτρισμοί, καύσεις και μεμονωμένες ελεύθερες ταφές. Ξεχωρίζει κυκλικός τύμβος με μια κεντρική ταφή και οκτώ άλλες γύρω του σε λεβητοειδή τεφροδόχα αγγεία και πίθους προϊστορικής εποχής, γεγονός που υποδεικνύει ότι η Μεσημβρία ιδρύθηκε πάνω σε θέση παλαιότερου θρακικού οικισμού.

Στρύμη, μια θασίτικη αποικία Λυδία Κρανιώτη

Τα θαλασσοφαγωμένα στόμια από δύο σήραγγες του υδραγωγείου στη Στρύμη. Η κακομοιριά όλων των Ελλήνων μαζεύτηκε στη Θάσο, διαπιστώνει εξ ιδίας πείρας ο Αρχίλοχος. Στη Θάσο εγκαταστάθηκαν Πάριοι από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Στα μέσα του 7ου αιώνα, κατάφεραν να απωθήσουν τους αυτόχθονες και να σχηματίσουν την Περαία, το γεφύρωμα του νησιού προς την ενδοχώρα, ιδρύοντας παραλιακές πόλεις με ανατολικότερη τη Στρύμη. Σε χαμηλή μικρή χερσόνησο, ανάμεσα στη Μαρώνεια και το Πόρτο Λάγος, κοντά στο ακρωτήρι της Μολυβωτής που προμήθευσε με δόμους από τιτανόλιθο τον οχυρωματικό περίβολο της πόλης, εντοπίστηκαν τα ερείπια της Στρύμης σε χώρο που αναιρεί τη μαρτυρία του Ηροδότου. Η γεωφυσική εικόνα δηλώνει πως τόσο η Στρύμη όσο και η Μολυβωτή ήταν κάποτε νησίδες. Η Στρύμη υπήρξε μήλον της έριδος ανάμεσα στη μητρόπολη Θάσο και τη Μαρώνεια. Το 353 π.Χ. ο Φίλιππος ο Β΄ βοήθησε τους Μαρωνίτες να την καταλάβουν και να την καταστρέψουν. Από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια που ανακαλύφθηκαν σε σταυροδρόμι της αρχαίας πόλης, το «σπίτι του βωμού» προβάλλει μια επαρχιακή εφαρμογή της ιπποδάμειας ρυμοτομίας ενώ το «σπίτι του θησαυρού» συνεισφέρει στην έρευνα με 28 ασημένια τετράδραχμα Μαρωνιτών που απεικονίζουν είτε τον Διόνυσο είτε άλογο που καλπάζει. Οι κάτοικοι, για την ύδρευσή τους, λάξευσαν υπόγειο δίκτυο από σήραγγες, φρεάτια και δεξαμενές, τμήματα των οποίων θυμίζουν το ευπαλίνειο όρυγμα της Σάμου (540 ή 525 π.Χ.) και το υδραγωγείο της Ολύνθου (τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.). Το υδραγωγείο της Στρύμης χρονολογείται στα τέλη του 6ου ή –το πολύ– στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Αττική προέλευση έχουν τόσο τα μελαμβαφή όσο και τα ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου αιώνα π.Χ. που προέρχονται από τα ταφικά μνημεία: παναθηναϊκός αμφορέας του ζωγράφου του Βερολίνου, ερυθρόμορφη πελίκη του ζωγράφου της Κενταυρομαχίας (Λούβρο), ερυθρόμορφος αμφορέας με πώμα του ζωγράφου του Πηλέα και παρόμοιος αμφορέας του ζωγράφου του Κλεοφώντα. Σε λαβές άβαφων οξυπύθμενων αμφορέων υπάρχουν ενσφράγιστες επιγραφές με διάφορα σύμβολα (θαλάσσια ζώα, καρπούς, κ.ά.), σφραγίσματα δαχτυλιδιών (σύμπλεγμα που μοιάζει με την Αφροδίτη και τον Έρωτα) και θασίτικα ονόματα.

Βυζαντινό οδοιπορικό στη Θράκη Νικόλαος Ζήκος

Τραϊανούπολις. Η «Χάνα». Ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολή και τη Θεσσαλονίκη, η Θράκη αποτέλεσε το βόρειο προτείχισμα της αυτοκρατορίας. Λεηλατήθηκε από τους Βησιγότθους (378), τους Ούνους (α΄ μισό του 5ου αιώνα), τους Καταλανούς (14ος αιώνας) και τους Τούρκους (14-15ος αιώνας). Η επιδρομή του βασιλιά των Βουλγάρων Ιωαννίτση το 1206 ήταν η πιο καταστροφική. Στο δρόμο από τη Μακεδονία προς τον Έβρο ο ταξιδιώτης καλείται να ανασυστήσει την ιστορία των πόλεων που συναντά. Τόπειρος: έδρα επισκόπου από τον 5ο ως τον 8ο αιώνα. Ξάνθεια – Ξάνθη: άσημος οικισμός που προήχθη σε επισκοπή τον 9ο αιώνα, βρισκόταν σε θέση κατάλληλη για στρατοπέδευση και στρατιωτική βάση. Άβδηρα – Πολύστυλο: οχυρωμένη ναυτική βάση όπου βρέθηκαν παλαιοχριστιανική και μεσοβυζαντινή βασιλική, μονόχωρος θολοσκέπαστος ναός του 12ου αιώνα, δύο νεκροταφεία. Αναστασιούπολις – Περιθεώριον: η μεγάλη τοξωτή πύλη που έφερε στο λιμάνι είχε δεξιά και αριστερά μαρμάρινες πλάκες με χαρακτά μονογράμματα των κτητόρων Παλαιολόγων. Μαξιμιανούπολις – Μοσυνόπολις: συχνό στρατόπεδο εκστρατειών με δημόσια λουτρά προς χρήση των αυτοκρατόρων κατά τη διαμονή τους στην πόλη. Παπίκιον Όρος: ανήκει στον ορεινό όγκο της Ροδόπης, ΒΔ της Κομοτηνής, κέντρο μοναχισμού οργανωμένου κατά τα πρότυπα του Αγίου Όρους. Κουμουτζηνά – Κομοτηνή: ο παλαιοχριστιανικός σταθμός της Εγνατίας οδού. Γρατιανού – Γρατινή: αποτέλεσε το σημαντικότερο οικιστικό κέντρο της κεντρικής Ροδόπης στα υστεροβυζαντινά χρόνια μετά την καταστροφή της θρακικής πρωτεύουσας Μοσυνοπόλεως. Πάτερμα: δίπλα σε ρεματιά που γεφυρώνεται με τριπλή μεσαιωνική γέφυρα. Μαρώνεια: σημαντικό εμπορικό κέντρο και λιμάνι, από τα μέσα του 5ου αιώνα αναδείχθηκε σε αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή εξαρτώμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μάκρη: τρίκλιτη μεσοβυζαντινή βασιλική (9ος-10ος αιώνας), σταυροειδής τετρακιόνιος του 12ου αιώνα. Τραϊανούπολις: από τον 4ο ως τον 13ο αιώνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής στη Θράκη. Σώζεται η «Χάνα», κτίσμα που χρησίμευε ως σταθμός της Εγνατίας οδού τον 14ο-15ο αιώνα. Φέρες: η Παναγία Κοσμοσώτειρα κτίστηκε το 1152 από τον Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό ως καθολικό μονής. Έργο αριστουργηματικής αρχιτεκτονικής και τοιχογράφησης αποπνέει κωνσταντινουπολίτικο αέρα. Διδυμότειχον: εδώ στέφθηκε αυτοκράτορας το 1341 ο Ιωάννης Καντακουζηνός. Το κάστρο του Πυθίου: έργο βυζαντινής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής, χρησιμοποιήθηκε από τον Ιωάννη Καντακουζηνό ως έδρα και προσωπικό καταφύγιο. Έργο αμυντικό αλλά και μνημειώδης εγκατάσταση αυτοκράτορα.

Δραστηριότητες του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών στη Θράκη Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το Λαογραφικό Μουσείο Κομοτηνής. Στο πλαίσιο της πολιτιστικής αναβάθμισης της Θράκης, η Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού του ΥΠΠΕ δραστηριοποιείται από το 1982 σε δύο τομείς: 1. Στον χαρακτηρισμό νεωτέρων μνημείων ως διατηρητέων, 2. Στην επιχορήγηση φορέων στο χώρο της λαογραφίας. Αναφέρονται τα κτίρια και οι επιχορηγήσεις. Αναφέρεται ακόμη η αποκάλυψη τρίκλιτης βασιλικής και νεκροταφείου του 11ου αιώνα στο Πολύστυλον, όπως και η συνέχιση της έρευνας για την αποκάλυψη βυζαντινών πόλεων που εντάσσεται στο πρόγραμμα της European Science Foundation. Επίσης σημειώνεται η αποκάλυψη το 1984 βυζαντινού βαπτιστηρίου στη Θράκη και δύο βυζαντινών ναών του 11ου αιώνα στο Παπίκιον Όρος στη Ροδόπη.

Τα χάνια της Ξάνθης Χριστίνα Ζαρκάδα

Το μεγάλο χάνι της Φιλιππούπολης. Ελαιογραφία του βούλγαρου ζωγράφου Τζάνκο Λαβρενός. Το χάνι, λέξη περσικής προέλευσης, ανάγεται πιθανόν στους σταθμούς ανεφοδιασμού που οργάνωσαν οι Αχαιμενίδες (6ος–5ος αιώνας π.Χ.) στις μεγάλες οδικές αρτηρίες. Τέτοιοι σταθμοί, που ο Ηρόδοτος ονομάζει «καταλύσεις» και ο Κτησίας «emporia», γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση τον 13ο αιώνα στην Περσία, τη Συρία και την Ανατολία. Τα χάνια που κτίζονταν στους εμπορικούς δρόμους των καραβανιών (καραβάνσεραϊ) οργανώνουν το χώρο αμυντικά γύρω από ένα αίθριο με λίγα ανοίγματα στο εξωτερικό και μικρό τζαμί στο κέντρο. Τον 17ο αιώνα τα χάνια των πόλεων καθιερώνονται όχι μόνο ως πανδοχεία αλλά και ως αγορά και χρηματιστήριο των εμπορικών ειδών. Στα Βαλκάνια, μέχρι τον 19ο αιώνα, η Ξάνθη παραμένει ένα ασήμαντο κεφαλοχώρι καθώς η Εγνατία περνάει από τη Γενισέα. Στην περιγραφή του ο Εβλιά Τσελεμπή (1667) αναφέρει δύο χάνια. Ωστόσο, η επιβολή της μονοκαλλιέργειας του καπνού, η μεταφορά στην Ξάνθη της έδρας του Τούρκου έπαρχου το 1872 μετά την καταστροφική πυρκαγιά στη Γενισέα αλλά και η θέση της Ξάνθης στη νέα σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκη–Κωνσταντινούπολη (1891) οδήγησαν την πόλη σε μεγάλη ακμή. Καταφθάνουν Δυτικομακεδόνες και περίφημοι ηπειρώτες τεχνίτες που χτίζουν τα δίπατα σπίτια των καπνεμπόρων, καπναποθήκες, μύλους, χάνια, καταστήματα. Όλα σχεδόν τα χάνια εμφανίζουν το μοντέλο «φούρν’ μαγαζί και χάν(ι)», δηλαδή το χάνι συνοδεύεται από μια σειρά μαγαζιά και φούρνο. Τα δώδεκα χάνια που σώζονται στην Ξάνθη, και εδώ αναφέρονται ονομαστικά, είναι συνήθως διώροφα με εσωτερική αυλή, έχουν στον όροφο τα δωμάτια με το ξύλινο χαγιάτι ως κοινόχρηστο χώρο επικοινωνίας, ενώ στο ισόγειο τους βοηθητικούς χώρους, αποθήκες, στάβλους και τα καταστήματα πάντα να κλείνουν την πλευρά που βλέπει το δρόμο. Κτισμένα κυρίως στο β΄ μισό του 19ου αιώνα, τα χάνια αυτά φέρουν νεοκλασικές επιδράσεις στη μορφολογική οργάνωση. Ως αντιπροσωπευτικό δείγμα περιγράφεται το χάνι της οδού Κομοτηνής 55 στο εμπορικό κέντρο της Ξάνθης, στο χώρο όπου κάθε Σάββατο γίνεται το παζάρι. Η κτητορική επιγραφή της κεντρικής του εισόδου αναφέρει ότι κτίστηκε το 1880 και ανήκε σε δύο Ηπειρώτες, τον Δημήτριο Θ. Μοράβα και τον Μαργαρίτη Ιωάννου. Η όλη του αρχιτεκτονική σύνθεση και τυπολογία το προορίζουν να μετατραπεί ιδανικά, κατά τη συγγραφέα, σε φοιτητικό ξενώνα.

Θρησκευτικές απεικονίσεις σε θρακιώτικα νεοελληνικά κοσμήματα Κατερίνα Κορρέ

«Ζουνάρι με την κορώνα» με απεικονίσεις σταυρών. Ιδιωτική Συλλογή, Αθήνα. Η Θράκη φημίζεται για μια εμμονή σε πρωτογενείς μορφές λατρείας όπου συχνά το χριστιανικό και το παγανιστικό συμπορεύονται. Μέρος από τα μυστήρια και τα όργια της διονυσιακής λατρείας αποτελούν το βαθύτερο υπόστρωμα δρώμενων όπως είναι ο Καλόγερος (ή Κούκερος, Χούχουτος, Σταχτάς, Μπέης, Κιοπέκμπεης) και, προπαντός, τα Αναστενάρια. Η λατρεία του «Θρακός ιππέως» μεταφέρθηκε στον καβαλάρη άγιο Γεώργιο που η γιορτή του συνδέεται με μαγικές ενέργειες. Το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα διαποτίζει και την παραδοσιακή τέχνη. Στα χωριά Μεγάλο και Μικρό Ζαλούφι, στο ύψος του μετώπου οι γυναίκες τοποθετούσαν ιδιόρρυθμο κόσμημα, την πλιάτσικα. Στο πάνω μέρος καθεμιάς από τις πέντε της σειρές με φλουριά που συμβόλιζαν τα πέντε καρφιά της Σταύρωσης, υπήρχε χρυσός σταυρός με παράσταση του Εσταυρωμένου. Τη χρυσή πόρπη με την παράσταση Παναγίας ή Εσταυρωμένου, που στερέωνε το μαντίλι στην κορυφή αυτού του κεφαλόδεσμου, οι γυναίκες τη θεωρούσαν φυλακτικό. Στο Καβακλί, το στολίδι του κεφαλόδεσμου ήταν η μπάπκα πάνω στο μικρό φέσι, με τα φλουριά της τοποθετημένα σε σχήμα σταυρού. Μαρτυρείται και επιμετώπιο κόσμημα της ανατολικής Θράκης που στο επάνω κεντρικό σημείο του κατέληγε σε σταυρό. Ακολουθεί η πρώτη δημοσίευση δώδεκα θρακιώτικων κοσμημάτων. Τα κοσμήματα του κορμιού περιλαμβάνουν τρία γιορντάνια–περιλαίμια, τρία εγκόλπια–φυλαχτά, ένα βραχιόλι και μια ζώνη, ενώ στον κεφαλόδεσμο ανήκουν τα κοσμήματα για το μέτωπο και τους κροτάφους και οι καρφίδες για τη στερέωση των κεφαλομάντιλων. Στα κοσμήματα απαντούν τα εξής θρησκευτικά θέματα: Φιλοξενία του Αβραάμ, Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα (του τύπου της Βλαχερνίτισσας), Χριστός στο Σταυρό, Χριστός σε απεικονίσεις Ανάστασης, Γέννηση, Χριστός Παντοκράτορας, Χριστός ως αμνός, άγιος Στυλιανός, άγιος Κωνσταντίνος. Πέρα από την έντονη θρησκευτικότητα, τα κοσμήματα αυτά διακρίνονται για την αυστηρή ή οριζόντια συμμετρία τους, τη μετωπικότητα, την ενισχυτική επανάληψη του ίδιου θέματος που πολλαπλασιάζει τη δύναμή τους και για το συνδυασμό μαγικού, αποτρεπτικού και θρησκευτικού συμβόλου, γεγονός που προδίδει ότι η σχέση ανθρώπου και αντικειμένου είναι σχέση ψυχική, δηλαδή μαγική.

Η μοναδικότητα του χώρου της Ξάνθης Βασίλης Δωροβίνης

Σπίτια στη διατηρητέα περιοχή της Ξάνθης που φτιάχτηκαν από καστοριανούς τεχνίτες. Το 1982, σε αποστολή του ΥΧΟΠ, ο συγγραφέας βρέθηκε στο χώρο της Ξάνθης και μαγεύτηκε. Γνώστης εκ των ένδον, στηλιτεύει την κρατική ανορεξία και την έλλειψη πολιτικής για τη διατήρηση των αρχιτεκτονικών δημιουργημάτων που, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που ασκούν συμφέροντα, «παράγοντες» και τοπικοί βουλευτές, αφήνουν να καταστρέφεται ένας χώρος μοναδικός. Χώρος με μεγάλη πεδινή έκταση, ορεινό όγκο σχεδόν απροσπέλαστο, χιλιόμετρα αμμουδερής παραλίας. Χώρος όπου από αιώνες συμβιώνουν τέσσερις «εθνίες» (‘Ελληνες, Πομάκοι, πεδινοί μουσουλμάνοι, «Τουρκόγυφτοι»). Χώρος του καπνού που έφτιαξε τα αστικά αρχοντικά των ελλήνων καπνεμπόρων του 19ου και 20ού αιώνα, τα επιβλητικά μουσουλμανικά μνημεία και τις θαυμάσιες πέτρινες γέφυρες. Στην παραδοσιακή πόλη της Ξάνθης, όπως και στην Κομοτηνή, το πείραμα της οργανωμένης δόμησης ανέλαβε η ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ, θυγατρική της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας. Ιδιαίτερα στον τομέα της δόμησης όμως, δεν έχουν γίνει καταγραφές και τα στοιχεία είναι ελάχιστα. Επιβάλλεται να επιστρέψει η Βουλγαρία το αρχειακό υλικό που τα στρατεύματα κατοχής (1941-44) πήραν αποχωρώντας. Στα Άβδηρα οι ανασκαφές καρκινοβατούν. Υπολείμματα της βυζαντινής παραλιακής πόλης των Πόρων, στο Πόρτο Λάγος, κινδύνευσαν άμεσα από την εγκατάσταση τεράστιων σιλό εργοστασίου. Στα αρχαιότερα μουσουλμανικά μνημεία ανήκουν το θαυμάσιο τζαμί της κωμόπολης Γενισέας και τουλάχιστον δύο παλιά νεκροταφεία, ενώ από τα αρχοντικά μουσουλμάνων αστών ξεχωρίζει εκείνο του Σεφκέτ μπέη. Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ξάνθη είχε και ισραηλίτικη κοινότητα που η συναγωγή της εμφανίζει έντονα στοιχεία νεοκλασικισμού. Η Ξάνθη και το προάστιό της Παλαιά Χρύσα διασώζουν αρχοντικά εμπόρων με στοιχεία κεντροευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής (τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα) πλάι σε αστικά σπίτια φτιαγμένα από καστοριανούς τεχνίτες που μοιάζουν εκπληκτικά με σπίτια στη Δυτική Μακεδονία. Αρμονικά δένουν εκκλησίες και τζαμιά και, στο μη διατηρητέο τμήμα της πόλης, υψώνονται επιβλητικές οι καπναποθήκες. Στην Παλαιά Χρύσα σώζεται ο κουμπές της εισόδου του άλλοτε μουσουλμανικού σχολείου (μέσα 19ου αιώνα) που έχει μεγάλη ομοιότητα με ανάλογο στοιχείο κτιρίου της Νότιας Ελλάδας του 1828. Εκτός από τους αρχαιολόγους που πρόλαβαν να διαφυλάξουν τμήμα της παλιάς Ξάνθης (αποτύπωση, καταγραφή, τοπογραφικοί χάρτες), η σωτηρία της πόλης επαφίεται στους ιδιώτες. Τα μέλη της «Φιλοπρόοδης Ένωσης Ξάνθης» ίδρυσαν λαογραφικό μουσείο στεγάζοντάς το σε δύο συνεχόμενα αρχοντικά καπνεμπόρων. Την πολιτισμική μοναδικότητα του χώρου της Ξάνθης συμπληρώνουν τα χωριά με έντονο παραδοσιακό χρώμα στα βόρεια του νομού, όπως είναι το Κάτω Καρυόφυτο, και τα πομακοχώρια. Και τη φυσική του ιδιαιτερότητα, η λίμνη Βιστωνίδα με τον σπάνιο υδροβιότοπο, το δάσος της Χαϊντούς, ο Ίασμος, τα σπήλαια των Δρυάδων, της Μονής Ταξιαρχών κ.ά.

Ξάνθη, περίοδοι ακμής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια Στέφανος Ιωαννίδης

Καπναποθήκες της Ξάνθης, 1890. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία προωθεί τις μονοκαλλιέργειες. Το 1860 η Γενισέα καταστρέφεται από πυρκαγιά και η έδρα του έπαρχου μεταφέρεται στην Ξάνθη. Το 1871 η εφημερίδα της Σμύρνης «Μέντωρ» αναφέρει πως όλοι οι κάτοικοι της Ξάνθης εμπορεύονται τα καπνά που η ετήσια εξαγωγή τους υπερβαίνει τις 2,5 εκατομμύρια οκάδες. Αναδύεται η εικόνα μιας πόλης ανθηρής και φιλοπρόοδης, στραμμένης στην εκπαίδευση των παιδιών της. Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ Σγουρός σφραγίζει τα τέλη του 19ου αιώνα, την «belle époque» της Ξάνθης. Σε επαγγελματικό οδηγό της εποχής φαίνεται η είσοδος γερμανικών, γαλλικών, αγγλικών, αυστριακών, ελβετικών κεφαλαίων και οι ανάγκες ενός διαμετακομιστικού εμπορίου που πενήντα χάνια δεν φτάνουν να ικανοποιήσουν. Την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας πολιτιστική δράση είχαν το θέατρο «Απόλλων» και ο Μουσικογυμναστικός Σύλλογος «Ορφεύς». Με την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα το 1904 συγκροτούνται «Ομάδες Αντιστάσεως». Στη διάρκεια των Βαλκανικών και του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου η Ξάνθη βιώνει αλλεπάλληλες κατοχές από Τούρκους, Βούλγαρους, Έλληνες, πάλι Βούλγαρους, Συμμάχους, ώσπου απελευθερώνεται το 1920. Στον Μεσοπόλεμο η πόλη και πάλι ευημερεί. Ακμάζει η σιγαροβιομηχανία, οι καπνεργάτες οργανώνονται στο συνδικάτο τους «Η Άμυνα» και ανασυστήνουν το πολιτιστικό τους σωματείο «Εργατική πρόοδος». Την έντονη πολιτιστική δραστηριότητα της πόλης διακόπτει η δικτατορία του Μεταξά και η βουλγαρική κατοχή (1940-44). Από τον Σεπτέμβρη του 1944 ως τον Απρίλη του 1945 το ΕΑΜ εγκαθιδρύει αυτοδιοίκηση. Την άνοιξη του 1945 εγκαθίστανται οι επίσημες ελληνικές αρχές. Ακολουθεί τριακονταετία μαρασμού και παρακμής. Η εισβολή στην Κύπρο το 1974 και ο κίνδυνος που διαφάνηκε ώθησαν την πολιτεία να πάρει μέτρα για την ανάπτυξη της Θράκης.

Τα «Θρακικά Χρονικά» Στέφανος Ιωαννίδης

Τα Θρακικά Χρονικά. Το 1960 ο Στέφανος Ιωαννίδης, μορφή που σημάδεψε με το πέρασμά της τόσο τη «Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών» όσο και τη «Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης», ιδρύει τα Θρακικά Χρονικά. Στηρίζεται σε θρακιώτες συνεργάτες. Η έκδοση είναι τριμηνιαία και φέρει τον υπότιτλο «Έρευνα - Επιστήμη - Τέχνη». Έμβλημα ο γρύπας από παράσταση νομίσματος των Αβδήρων. Το 1972 το περιοδικό επανεμφανίζεται ως ετήσια έκδοση και ο υπότιτλος θα γίνει «Αρχαιολογία - Ιστορία - Λαογραφία - Έρευνα». Στόχος του περιοδικού υπήρξε η ανάδειξη του πλούτου της Θράκης σε όλο το φάσμα των επιστημών και των τεχνών.

Το «Αρχείο του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού» Στέφανος Ιωαννίδης

Ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, ιδρυτής του Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. Είναι το έργο ζωής του Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου. Πρόσφυγας, γεννημένος το 1884 στις Σαράντα Εκκλησιές, αγωνιώντας να περισώσει την ψυχή της Θράκης, γίνεται διευθυντής σύνταξης του πρώτου τόμου των Θρακικών που εκδίδει το νεοσύστατο «Θρακικό Κέντρο». Στη συνέχεια, ιδρύει την «Εταιρεία Θρακικών Μελετών» και εκδίδει το 1934 το δικό του περιοδικό, τροφοδοτώντας την ύλη του και με ό,τι είχε ο ίδιος συλλέξει και αποθησαυρίσει στο αρχείο του. Τριάντα τρεις τόμοι εκδόθηκαν ως το θάνατό του το 1967. Ένας 34ος τόμος εκδόθηκε το 1969 με τον τίτλο Αρχείο Θράκης, και στη συνέχεια το περιοδικό συγχωνεύτηκε με τα Θρακικά.

English summaries: The unique character of the district of Xanthi Vasilis Dorovinis

The town and vicinity of Xanthi represent a unique case in modern Greece where both the natural envirnoment and the cultural heritage of the district are concerned. This article concentrates on the treatment and prospects of Xanthi's cultural heritage (from the ancient, Byzantine and later period), Muslim and Jewish monuments, as well as the traditional villages of the area.

Ethnoarchaeological research in Thrace Nikos Efstratiou

Ethnoarchaeological research carried out in Thrace proved that ethnographic observations can facilitate archaeological explanation. The area of mountainous Rhodopi, north of the town of Komotini, is very rich in ethnographic material mainly because traditional societies, such as the Pomaks have lived there for centuries. Although the situation has changed dramatically in the last sixty years, the remains of these isolated communities are still apparent and significant. The main ethnoarchaeological work took place around two deserted villages in the gorge of the Komposatos River. The research was focused on the reconstruction of the history, environment and economy of the area in the last hundred years, by interviewing peasants and collecting information from various sources. Our aim was to draw a framework in which valid hypotheses can be formulated concerning the historical and economic processes that have affected the evolution of the traditional societies of the area. Moreover, we proceeded to put forward hypotheses on how these ethnographic observations can be used as analogies for explaining archaeological concepts.

Xanthi. Its rise in the last 100 years Stefanos Ioannidis

The town Xantheia is mentioned by Ancient and Byzantine writers, yet they give no information as regards the inhabitants, the regime, the economic and cultural life, or its distinguished citizens. The first documented information dates from the mid-19th century, when Xanthi becomes an important commercial tobacco centre. In the 1860s the town starts to prosper, while famous schools are founded thanks to the noble initiative or to the generous contribution of Greek tobacco merchants. In the early 20th century, an active cultural life already exists, led by the society “Orphaeus” and the theatre “Apollon”. In the last twenty years of Turkish rule, (1891 – 1912), most of the trade is in Greek hands, while over 5.000 tobacco workers contribute to the high performance of the economic and cultural mechanism. Between 1904 and 1912, patriotic groups of resistance become active and are coordinated with the organization of the Macedonian Struggle. In the years 1912 – 1919, due to the first uproar of the Balkan wars and the First World War, Xanthi is successively ruled by the Turks, the Bulgarians, the Greeks, the Bulgarians once again and the Allies, while it is finally liberated in May 1920. The town sees a new phase of economic and cultural development in the years between the two World Wars, which is interrupted by Metaxas’ dictatorship, the war and the Bulgarian occupation. From September 1944 to April 1945, the Greek Liberation Front (EAM) introduces the system of self-administration in Thrace, while in the following thirty years the city goes through a heavy economic crisis and its natural aftermath, population reduction. Since 1974, year of the fall of the Greek junta, serious measures have been taken for the development and recovery of Xanthi.

Religious representations on Modern Greek jewels from Thrace Katerina Korre-Zografou

To this day a wide variety of folk traditions live on in Thrace. Particularly persistent are original forms of cult, in which pagan and Christian elements often coexist harmoniously. It is well-known that many gods of the Greek pantheon originate from Thrace and it is highly probable that a large part from the Dionysian orgies and mysteries came from the deeper strata of Thracian culture. Quite many modern Greek mimic representations, having a strong physiolatric character and aiming at the fertility of the land, are based on Christian religion, but also retain indispensable elements from the ancient Greek tradition as well as from the instinctive primitive religions. It is characteristic that the Church, during its early years, tried all but possible means to uproot myths and pagan practices but it was finally obliged to give up its efforts. In Thrace, that northeastern part of Greece, the cult of the Thracian Hero-Rider is deeply rooted and manifests itself in various forms and media, on stelae in reliefs and on rock carvings. The old tradition of the Thracian Rider is continued by the modern Greek inhabitants of the area in the cult of St. George, the hero of the new faith. The deep religious feeling of the Greek population of Thrace seals, in a distinct way, their traditional art. Various data concerning the traditional folk attire lead to the indisputable presence of deep religious feeling. In Mikro and Megalo Zaloufi, villages in eastern Thrace, as well as in the neighbouring settlements, the peasants used to wear over the typical headdress, a significant and peculiar form of jewel, called “pliatsika”. It covered the entire space between the top of the hood and the eyebrows.The jewel consisted of five rows of big golden coins, sewed vertically on leather. The five rows symbolized the five nails of the Crucifixion. A golden cross, showing the crucified Christ,hung over each row. The “pliatsika”, a gift to the fiancée from her beloved, was worn for the first time on the day of betrothal. A woolen or silk material covered the headdress and was attached to the top of the head by a golden buckle showing the Virgin or Christ on the Cross. This buckle was considered to be an amulet and was worn by women throughout their life. The religious-Christian element plays an important part in secular, silver jewelry, in which religious representations and symbols deriving from Church iconography are employed for the decoration of head or body.

Strymni. A Thasian colony Lydia Kraniotis

Thasos, the fertile island of the north Aegean Sea rich in gold deposits, was colonized by Parians in the Archaic Period (8th-7th century BC.). By the mid 7th century, emigrants from Thassos had founded a number of town-colonies on the Macedonian and Thracian coast with the purpose of exploiting the products of the fertile inland and its gold deposits. Strymni, the Thasian colony in eastern Thrace, was a humble town located between the present Porto Lago and Maroneia. The low and small peninsula on which the town was built and the present cape Molyviotis were once independent islands. Although the excavations, carried out in the area of Ancient Strymni are limited, they have produced important finds. This small, provincial town was protected by a fortified wall to the north and west and by a natural steep coast to the east and south. A cluster of houses on a crossroads exhibit the “hippodameian” town-planning. The inhabitants of Strymni had undertaken the painstaking project to carve the poros out of the ground of the peninsula in order to create a complete water supply system comparable to the Eupalineion aquaduct of Samos. The cemetery has not as yet been located, since the few funerary monuments found, that date back to the 5th century BC, belong to the same family. The most important vases come from tombs, they are products of Attic workshops and quite many can be attributed to well-known artists. The neighbouring Maronians started claiming Strymni ever since its founding (about 650 B.) and finally managed to destroy it completely – as an answer to the Strymnians’ resistance – with the help of Philip II in the mid-14th century BC.

Samothrace Dimitris Matsas

The island of Samothrace facing the delta of Euros River, displays a central mountain range and a peripheral zone of human settlement and activity that is mainly accumulated on its southweastern part. There, the proto-urban settlement of the island is located, the result of the introduction of the Mediterranean multi-culture to the area. A composite society in Samothrace appears again, after the colonization of the island by the Greeks and the foundation / institution of the city-state on the northwestern coast, next to a pro-hellenic sanctuary of mystic cult. The sanctuary and the cult of the Great Gods, as well as the entire island, reached a high point in the Hellenistic and Roman period. However, from the 3rd century on a gradual decay began which led to desolation by the 6th century. The random inhabitation of the town continues up to the 15th century, when the entire population is settled exclusively in Chora, in the interior of the island. This characteristic social phenomenon, exhibiting a unique multifunctional central settlement, would be preserved in Samothrace until the beginning of the 20th century, when a gradual decentralization began to take place. Archaeological research on the island started in the past century and has, until now,concentrated mainly on the sanctuary of the Great Gods. The excavation undertaken by the 19th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities in Mikro Vouni, as well as the diachronic archaeological survey of Samothrace, open new perspectives in the study of human behavior in the field of insular biogeography.

Maroneia Vangelis Pendazos, Maria Sarla-Pentazou.

The remains of ancient Maroneia lie south east of Komotini, on a plain well protected from the north winds by Ismaros Mountain. The area has been inhabited since the Neolithic age 93rd millennium BC). At least seven settlements belong to this period and more precisely to the 2nd millennium BC. The archaeological data speaks for the domination of this area by Thracian tribes – they also managed to reach Troy – during these years. Homer provides the first information about Maroneia and also mentions the town as birthplace of the priest Maron, who lived in the sacred grove of Apollo in the town Ismaros. In the 7th century BC a wide colonization of the coastal Thrace took place. The location of the first settlement of emigrants from Chios Island remains as yet unknown. However, in Professor Bakalaki’s opinion, this colony must be identified with the acropolis at the top of Ismaros Mountain, east of Maroneia. Besides the elegant coins of the 6th century BC, we have no other information or documentation of the life of Maroneia in antiquity. During the Persian Wars, Maroneia shared the fate of the other Thracian towns and was occupied by the invaders. After the defeat of the Persians, the town became a member of the Athenian Alliance. The 4th century BC, was the period of flourishing and prosperity for Maroneia. The archaeological excavations that started in 1969 in Maroneia and continue until today, brought to light important finds, significant for the town’s history. Of equal importance are also the remnants of the Byzantine Era in the area than prove beyond doubt that Thrace has always been a most valuable source of culture.

Greek colonies in Aegean Thrace Evdokia Skarlatidou

In the early 7th century BC Greeks from the insular country of Asia Minor reached the islands and the Thracian coast of the North Aegean Sea, the part bounded between the rivers Strymonas and Evros. The newcomers forced the onld inhabitants, the Thracians, to retreat to the inland and founded there a number of commercial stations (emporia) and colonies). Thus, emigrants from Paros island founded on the Thracian coast the following emporia and colonies: Galepsos, Apollonia, Oesymi, Antisara, Neapolis, Akontisma, Pistyros and Strymni: while later they advanced to the interior of the area with the purpose of exploiting the rich gold and silver deposits of mount Pangaion. Greeks from Asia Minor colonized the region east of the mouth of River Nestos and founded Avdira and Dikaia, while emigrants from Chios Island founded Maroneia at the foot of mount Ismaros, and Orthagoreia. The inhabitants of Samothrace Island, Aeolians and Ionians who arrived there in the early 7th century BC, were founders of many emporia and colonies on the Thracian coast: Mesimbria, Zoni, Drys, Sali, Charakoma, Tembyra, Samothracian, Peraia. The eastern colony of the Aegean Tracian coast, Aenos, was situated on the mouth of Evros river and was founded by Aeolians from the island of Alopekonissos and by emigrants from the islands of Mytiini and Euboea . The commercial relations between the Greeks of the colonies and the Thracians from inland resulted in the influence of Greece civilization on the Thracians and to the gradual hellenization of many of them.

The prehistory of the district of Western Thrace Diamantis Triantafyllos

Our knowledge of the prehistory of western Thrace is limited and is based on area surveys, random finds and excavational data from neighbouring regions. Three locations in south Evros, that is, Rizia, Keramos and Pheres furnish Palaeolithic evidence, while the Neolithic period is much better known, not only from the excavation of Paradimi but also from quite many other contemporary locations. The first phase of Paradimi corresponds to the Vesselinovo-Karanovo III civilization of Bulgaria, yet its ceramic follows an independent local tradition. The third period exhibits remarkable figurines, while the fourth is marked by the graffiti technique used in pottery. The Early Bronze Age in Paradimi ends almost abruptly a little before 2000 BC.as is also the case with Dikili-Tash and Photoleivos, a date that coincides with the appearance of the new Indo-European tribes in the area. The Middle Bronze Age is completely unknown and no trace of the typical Minyan pottery has been found in the whole of Thrace. The Late Bronze Age is known only from finds that come from mountainous acropoleis. Mycenaean settlements and finds have not – as yet – been located on coastal Aegean Thrace. Most information for the Thracian Bronze Age comes from excavations of neighbouring Bulgaria. The Early Bronze Age settlements are erected on low artificial hills (=toumba) on sites inhabited during the Stone and the Bronze Age. At the same time new settlements are created close to rivers and springs or on naturally fortified hills. The houses, in the beginning, are rectangular in plan, constructed with poles, tree-branches and clay, while later they follow an apsidal plan. They contain a furnace, a space for storing cereals, stone hand-mills and the other necessary household.ware In the pottery of the early period dominate the phialae with the inward turned lips, the prochoi with the obliquely cut mouth and the flasks; the Middle period is characterised by conic vases having two perpendicular handles and by prochoi with oblique mouth and raised handles; vases with raised handles appear in the Late period. The Iron Age began around 1000 BC, according to the new excavational data. It is especially interesting for the study of the history of Thracian tribes, their religion, mythology and civilization. The excavated tombs at Roussa, in south Evros, containing dolmens and cists, gave ceramics embellished with furrows, impressed and incised designs.A characteristic shape in pottery is the amphora with the biconical body, the conical neck and four vertical horny bulges on its shoulders. The impressed decoration exhibits a rich geometric repertoire; homocentric circles with tangent lips, horizontal or vertical bands formed by the combination of lines, triangles, meanders and rhombs. This predominant geometric feeling goes so far as to deploy a severe geometric design even for the representation of animals. On the basis of the ceramics and graves three periods can be distinguished in Roussa: the dolmens and the pottery with the furrowed decoration date back to the 9th century BC; the cist graves, the pottery with the rich impressed embellishment and the bronze and iron buckles, to the 8th century B.C.; the simple cremation in pits or in ash-vases accompanied with funerary offerings such as iron knives and spear heads, date to around 600 BC. The ceramics of Roussa belong to the Buckelkeramik and Stempelkeramik groups.Representative examples of these groups are to be found in a considerable geographic span, from Romania to Asia Minor and verify the settlements of Thracian tribes in the southeastern Balkans. The carved discs found on the mountain peaks of Rhodopi prove the extensive cult of Sun Worship, while the cavities and the incised designs found on rocks have not as yet been given any sound explanation. The open-air sanctuaries located on the hill and mountain peaks of Thrace must be connected with the cult of the mythic Thracian king Rhesos who, killed in Troy, was later worshipped as a hero and deified. The cult of Rhesos was succeeded by the cult of the Thracian Rider or Hero that gives its place to Saint George the Rider in the Christian Era. The carved tombs that stand for caves, the conchs in the rocks of the mountains and the megalithic grave-dolmens mirror the faith of the Thracians in the eternity of soul and reveal the simultaneously celestial and earthly character of their religion that is perfectly expressed in the Orphic mysteries.

Avdira. Historical data Diamantis Triantafyllos

Avdira was founded in 545 BC by inhabitants of the Ionian town Teo. Initially, the settlers had to fight against hostile local Thracian tribes in order to establish themselves there. During the Persian Wars, King Xerxes was twice received there. When the Persian Wars were over, Avdira became a member of the First and Second Athenian Alliance. In 376 BC the town was destroyed by the Trivalians. Later it was successively ruled by the Macedonians, the Seleukids, the Ptolemies and by Lysimachus. The economy of Avdira was based on agriculture, cattle-raising, fishery and commerce. The town had commercial relations with distant countries as indicated by coin circulation. It had a democratic regime, the vulture as its emblem and Apollo as patron god. Its main religious feasts were the Dionysia and the Thesmophoria, while its mythical founder, Avdiros, was honoured through athletic competitions. Famous philosophers and poets were born in Avdira: Protagoras, Leucippus, Anaxarchus, Nicaenetos and the celebrated Democritus. The town was again destroyed during the Roman period by the general Ortensius. In the 1st century BC Avdira fell into decline due to political, financial and public health (epidemic) reasons. A small village, Polystylon, had replaced the thriving town in the Buzantine era. The excavations that started thirty years ago, brought to light parts of fortifications, a gate reinforced with towers, streets, Hellenistic and Roman houses, sculpture workshops, a segment of the ancient theatre and a multitude of tombs dating from the Archaic period to Byzantine years. A part of the city walls and a tower on the Acropolis were found during the recent excavations, while the research goes on outside the walls of the classical town, where the archaic temple and cemetery of the 7th century BC are situated.

The inns of Xanthi. Architectural development and function Christina Zarkada-Pistioli

The Greek word chani (=inn) is of Persian origin and originally described the building complexes along main commercial roads which served as stations, storehouses and hostels. The inns of urban centres are their direct successors. The architectural evolution of these buildings in antiquity is not known, since the building materials used in their construction were especially perishable. The inns were erected on commercial routes, on significant locations, dangerous passes, and crossroads, in big cities, on bridges etc. and at a distance of approximately 20 miles the one from the other. The inn of the provincial, commercial road functions as a filling station, while the long road ends at an agency, a place for commercial transactions and a place to spend the night. In the 17th century urban inns become hotels with commercial activity.In their function they resembled the ancient agora. Commencing with the Turkish occupation of the Balkans, a great number of inns were built by the roadside of the road connecting Constantinople with Belgrade via Sofia or Thessaloniki and along the ancient Egnatia Road. In 1667, the famous Turk traveler Evlia Celebi gives the first description of the town Xanthi in which two inns are mentioned. The town becomes an important urban centre in the 19th century, due to the extensive cultivation of tobacco, on the one hand, and to the new developmental policy of the Ottoman Empire, on the other. In 1872 Xanthi becomes the seat of the Turkish prefect and as a result, the only administrative, military and commercial centre in the region. Owing to its geographic position, the town is included in the plan for the new railroad that connected Thessaloniki with Constantinople in 1891. Soon, a pressing demand for its famous tobacco led a great number of Epirotan and Macedonian workers to the town. The Epirotans, in particular, being more skillful craftsmen, are responsible for a variety of representative buildings such as two-storey houses, huge tobacco store-houses, mills, inns and shops. All the inns of Xanthi display the same layout, which is typical of urban inns from the 17th century on. Individual buildings are arranged around a courtyard and are usually two-storied. The rooms occupy the first floor and communicate through an outer wooden loggia facing the yard. Supplementary rooms, stables and shops are on the ground floor. The shops open towards the street.A heavy wooden door secures the entrance of the inn and gives access to the yard.

The Byzantine route through Thrace Nikolaos Zikos

Due to its geographic position between Constantinople and Thessaloniki, Thrace played an important role in the long history of the Byzantine Empire from early Christian years to the fall of Constantinople (1453). Being a natural fortification to the north of the state it was organised both administratively and militarily. It faced, for centuries, the attacks and the destructions caused by various hostile tribes and nations, the heaviest of all by Ioannitsi, king of the Bulgarians, in 1206. Topeiros, Xanthi, Avdira, Anastasioupolis, Mosynopolis, Komotini, Gratini, Maronia, Makri, Traianoupolis, Pheres, Didymoteichon and Pytheion are Byzantine towns, in ruins nowadays , that the visitor sees when passing through Thrace. Most of the aforementioned towns were used as stations by the travellers of the Egnatia road – the most important road across Thrace – and developed economically, socially and militarily. Many served as seats of bishops and other functionaries of the church, some were built close to or on the site of ancient towns, others keep until today their Byzantine name. The Papikion Mountain, part of the mountain range of Rhodopi, is important to the religious life of Byzantium, since an important monastic centre developed there along the lines of Mount Athos. The aforementioned towns along with smaller settlements and fortresses standing on the barely accessible mountaintops of Rhodopi safeguarded and controlled communication in the entire Thracian region and transmitted the Byzantine civilization to to the insular Balkans.

The circumstances under which archaeological digs were carried out in Thrace Diamantis Triandafyllos

The first excavation of a prehistoric site in Thrace took place at the mound of Parademe and brought to light important finds of the Neolithic age and of the Early Bronze age. The excavation at Parademe was, however, an exception since all research originally took place on the shores where the Ionian colonies had been founded in the 7th and 6th centuries BC. It was after the shores had been investigated that excavations were carried out from the plains adjacent to the shores up to the southern heights of mount Rodope. In 1971 a third phase of research started, covering the mountainous district of Rodope up to the Bulgarian border. Excavations aimed at marking out sites and monuments belonging to the Early and Middle Iron Age (1000-600 BC). In this article the sites are described, also exhibits from the museums of Komotini and Samothraki.

Activities organized by the Ministry of Culture and Sciences in Thrace The editors of the Archaeologia journal

Since 1982 the ministry of culture and sciences has become active in promoting folk culture in Thrace. The interest taken by the ministry has concentrated mainly on a) the preservation of contemporary monuments of interest, b)the funding of services relating to folklore in Thrace. In this article the buildings and funding of their protection are mentioned. Also mentioned are the unveiling and giving over to the public of a three-aisled basilica and 11th century cemetery in Polystylon as is the continuing search for the discovery of Byzantine cities. This search is part of the European Science Foundation program. In 1984 a Byzantine baptistery was discovered in Thrace as were two 11th century Byzantine churches on mount Papikion of Rodopi.

The “Thracian Chronicles” Stefanos Ioannidis

In 1960 the “Thracian Chronicles” were founded by Stefanos Ioannides. Stefanos Ioannides was an influential figure both in the “ Foundation for the Arts and Literature” as in the “Progressive Association of the city of Xanthi”. The “Thracian Chronicles” was a local paper, run by Thracian journalists. It was a quarterly with the subtitle “Research-Science- Arts”. Its logo was the griffin on a coin of Abdera. In 1972 the paper reappeared as a yearly publication with the subtitle of “Archaeology-History-Folklore-Research”. The journal aimed at promoting the artistic and historic wealth existing in Thrace.

“Archives of the treasures of Thracian folklore and language” Stefanos Ioannidis

These archives are the work of a lifetime. Polydoros Papachristodoulou was a refugee born at Saranta Ecclesies in 1884. In his effort to preserve Thracian traditions he became editor of the first volume of Thracian News which was published by the newly founded “Thracian Centre”. He then founded the “Association for Thracian Studies” and in 1934 he published his own magazine which was supplied with information from what he had in his personal archives. Thirty-three volumes had been published by the time of his death in 1967. A 34th volume was published in 1969 with the title Thracian Archives. The magazine later merged with the Thracian Chronicles.

Τεύχος 49, Δεκέμβριος 1993 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Η Παναγιά η Χελιδονού Μαργκερίτ Γιουρσενάρ

Από το λεύκωμα του Πλάτωνα Ριβέλλη «Ερείπια», Φωτοχώρος/Φωτογραφικός Κύκλος, Αθήνα 1992. Δημοσιεύεται το διήγημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Η Παναγιά η Χελιδονού» από τη συλλογή της Διηγήματα της Ανατολής. Μεταφράστρια και εκδότρια: Ιωάννα Χατζηνικολή (Αθήνα, 1980). Η εικονογράφηση του διηγήματος προέρχεται από το λεύκωμα του Πλάτωνα Ριβέλλη Ερείπια, Φωτοχώρος/Φωτογραφικός Κύκλος, Αθήνα 1992

Μεταμορφώσεις στην αιγαιακή προϊστορία. Mερικές απόψεις για τη 2η χιλιετία π.X. Χρήστος Μπουλώτης

Μικρογραφική τοιχογραφία από το ανάκτορο της Κνωσού με παράσταση ομαδικής θρησκευτικής γιορτής. ΜΜΙΙΙ (16ος αι. π.Χ.). Aλλαγή, εξέλιξη και μετεξέλιξη, εμφάνιση, εξαφάνιση ή επανεμφάνιση, όροι που επανέρχονται σαν επωδός όταν διαβάζουμε τον αρχαιολογικό-πολιτισμικό χρόνο, ιδιαίτερα της προϊστορίας, συστεγάζονται άνετα κάτω από τον γενικευτικό όρο «μεταμόρφωση». Ακολουθώντας, με κάποια παραδείγματα, τη διαδρομή από το αιτιατό στο αίτιο, θα παρακολουθήσουμε την εξελικτική διαδικασία που δημιούργησε την «καλλιτεχνική κοινή». Ο ψευδόστομος αμφορέας αγγίζει στην Κρήτη τη μαζική παραγωγή και τυποποίηση τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. Η συνάρτησή του με το ανακτορικό εμπόριο λαδιού ήταν τόσο στενή ώστε, όταν τα ανακτορικά κέντρα και η συναφής οικονομία κατέρρευσαν, η παραγωγή του άρχισε να φθίνει για να σβήσει οριστικά μετά την πρωτογεωμετρική περίοδο. Τα μινωικά άωτα κωνικά κύπελλα, ευτελή και μιας χρήσης, εμφανίζουν μια κατακόρυφη εκτίναξη της παραγωγής τους αποκλειστικά κατά τη ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ περίοδο. Τα ανασκαφικά δεδομένα τεκμηριώνουν την παρουσία τους στις ομαδικές συνεστιάσεις λατρευτικών πράξεων με κοσμοσυρροή, σαν αυτές που απεικονίζονται σε μικρογραφικές τοιχογραφίες της Κνωσού. Η αισθητή κάμψη της παραγωγής τους είναι συνέπεια της αποσύνδεσής τους από τις λατρευτικές πρακτικές, τις οποίες η εγκατάσταση μιας μυκηναϊκής δυναστείας στο τέλος της ΥΜΙΒ περιόδου δεν θα άφησε ανεπηρέαστες. Τα αγγεία γοήτρου αποκαλύπτουν μεταμορφωτικούς παράγοντες που συναρτώνται με την ιδεολογία και τη συμπεριφορά μιας ιεραρχημένης, ανακτορικής κοινωνίας. Ο γραπτός διάκοσμος είναι εκείνος που μεταβάλλει ένα απλό αγγείο σε περιζήτητο είδος πολυτελείας. Στους εξέχοντες ζωγραφικούς ρυθμούς, το φυτικό, το θαλάσσιο, τον ανακτορικό ή το μυκηναϊκό εικονιστικό, οι όποιες μεταμορφώσεις στο θεματολόγιο αντλούν από τη συνεχή εικονογραφική παράδοση που εγκαινίασε ο καμαραϊκός ρυθμός. Στον μυκηναϊκό ρυθμό, την εξαίρεση, οι μυκηναίοι ζωγράφοι αντλούν πρότυπα από τις σύγχρονές τους τοιχογραφίες των «παλαιών» ανακτόρων. Στις απαρχές της τέχνης των τοιχογραφιών, η φορά των επιδράσεων που, κατά κανόνα, βαίνει από τις τοιχογραφίες προς την κεραμική ανατρέπεται. Στην αιγαιακή τέχνη, η πολυχρωμία που πρωτοεμφανίζεται με τον καμαραϊκό ρυθμό σηματοδοτεί και συνδέει τοιχογραφίες και κεραμική. Η γενετική τους συσχέτιση ενισχύεται από την κοινή εμφάνιση και έκφραση της ίδιας ιδεολογίας στο ίδιο ανακτορικό πλαίσιο. Στην πορεία της σφραγιδογλυφίας, το νέο προκύπτει μέσα από προσαρμογές και μετεξελίξεις του παλιού. «Υπογραφή» του κατόχου τους, οι σφραγίδες εμφανίζονται στην Κρήτη γύρω στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., διευκολύνοντας τις διαδικασίες συναλλαγών. Στην εξελικτική της πορεία η σφραγιδογλυφία αναζητεί όλο και πρακτικότερα σχήματα, όλο και σκληρότερους και εντυπωσιακότερους λίθους ώσπου, από τις αρχές της νεοανακτορικής εποχής, καταλήγει σε δύο σχήματα σφραγίδων, το φακοειδές και το αμυγδαλοειδές. Σε κριτήριο δεξιοτεχνίας αναδεικνύεται η σφραγιστική εικόνα. Απαιτώντας υψηλού βαθμού τεχνογνωσία, η διάδοση της μεταλλοτεχνίας κατά την 3η χιλιετία π.Χ. επέβαλε την τεχνική εξειδίκευση στο πλαίσιο των πρωτοαστικών κοινωνιών. Η «τεχνική κοινή», που δημιουργήθηκε βαθμιαία σε όλο τον αιγαιακό χώρο, υπήρξε μια από τις βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία της «καλλιτεχνικής κοινής». Ενδιαφέρουσα περίπτωση μεταμόρφωσης στην παραγωγή τεχνημάτων είναι η μήτρα. Με την πλατιά χρήση της στην κοσμηματοτεχνία κατά τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ., χυτά κοσμήματα κατασκευάζονται σε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες. Η τυποποίηση και η μαζικοποίηση της παραγωγής συνέβαλαν στην κατίσχυση της «καλλιτεχνικής κοινής». H δυνατότητα μίμησης του λαμπρού προτύπου κόσμησης που πρόβαλλε η άρχουσα τάξη την έφερε πολύ κοντύτερα στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.

Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι στον 4ο μ.Χ. αιώνα προσπάθησαν να σώσουν την αρχαία θρησκεία Νικόλαος Παπαχατζής

Το πέρασμα της Ερυθράς θάλασσας σε ελληνικό χειρόγραφο,10ος αι. Η Νύχτα, η Έρημος, ο Βυθός και η Ερυθρά Θάλασσα προσωποποιούνται Ο Ιουλιανός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 331 μ.Χ. Έλαβε ελληνική παιδεία στη γενέτειρά του, στη Νικομήδεια, στην Αντιόχεια και σε άλλα κέντρα της Ανατολής και επηρεάστηκε βαθύτατα από τη σκέψη των ονομαστότερων νεοπλατωνικών, του Πορφύριου, μαθητή του Πλωτίνου και, ιδιαίτερα, του Ιάμβλιχου. Στους σωζόμενους Λόγουςτου Ιουλιανού αναφέρεται ο νεοπλατωνικός «φιλόσοφος Σαλούστιος», συγγραφέας της πραγματείας «Περί θεών και κόσμου». Πρόκειται για ένα είδος μανιφέστου που ο Σαλούστιος έγραψε λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα για να εκθέσει τις βασικές αρχές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές, της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που προετοίμαζε ο Ιουλιανός. Όταν στα 30 του ο Ιουλιανός γίνεται αυτοκράτορας, αρχίζει η προσχεδιασμένη συνεργασία με τον Σαλούστιο. Θεσπίζεται απόλυτη ανεξιθρησκεία. Αρχαίοι βωμοί και ναοί επισκευάζονται, διοργανώνονται επιβλητικές θυσίες στις οποίες μετέχει προκλητικά ο αυτοκράτορας, ύμνοι εμπλουτίζουν την αρχαία λατρεία. Η μεταρρύθμιση όμως στόχευε και στη δογματική εξυγίανση της αρχαίας θρησκείας με τη βοήθεια της φιλοσοφίας. Ειδικά σεμινάρια με φιλοσοφικές απόψεις για τη φύση και τις ιδιότητες των θεών αποσκοπούσαν στην ανύψωση της παλιάς πίστης σε επίπεδο απρόσιτο από τις άλλες θρησκείες. Το δοκίμιο «Περί θεών και κόσμου» αποτελείται από 21 κεφάλαια. Οκτώ από αυτά συνδέονται με τη θρησκεία και τα άλλα έχουν φιλοσοφικό περιεχόμενο.

Από τον παγανισμό στον χριστιανισμό Αφέντρα Μουτζάλη

Ο «χριστιανός Ορφέας» σε ψηφιδωτό δαπέδου του 6ου αι. από την Ιερουσαλήμ (Κωνσταντινούπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο). Η υποχώρηση της αρχαίας θρησκείας και η συνακόλουθη επικράτηση του χριστιανισμού συμπορεύτηκαν με κάποια γεγονότα-σταθμούς: α) παύουν οι διωγμοί του Δεκίου (249-250) και του Διοκλητιανού (303-304), β) το 313 το Έδικτον των Μεδιολάνων αναγνωρίζει τον Χριστιανισμό, γ) το 392 ο Θεοδόσιος Α΄ απαγορεύει τη λατρεία στα αρχαία ιερά, δ) το 435 ο Θεοδόσιος Β΄ διατάσσει την καταστροφή των ειδωλολατρικών ιερών και τον εξαγνισμό τους με την τοποθέτηση σταυρού, ε) το 529 κλείνει η Νεοπλατωνική Σχολή των Αθηνών σηματοδοτώντας το τέλος του αρχαίου κόσμου. Τα σημαντικότερα από τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Ελλάδας κτίστηκαν κυρίως μετά το 425 σε πόλεις παράλιες (Θεσσαλονίκη, Νέα Αγχίαλος, Κόρινθος) ή νησιωτικές. Από τους πολλούς αρχαίους ναούς που μετατράπηκαν σε παλαιοχριστιανικές βασιλικές, ενδεικτικά αναφέρουμε: τη βασιλική στη θέση Ιερού της Αφροδίτης στον Ακροκόρινθο, τη βασιλική στο Ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, τη βασιλική στο ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, το Ωρολόγιον του Ανδρονίκου του Κυρρήστου που έγινε βαπτιστήριο, τη βασιλική που κτίστηκε στο θέατρο του Διονύσου, τον Παρθενώνα που έγινε η Παναγία η Αθηνιώτισσα, το ναό του Ηφαίστου, το «Θησείον», που έγινε Άγιος Γεώργιος, το ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδος που έγινε η Παναγιά στην Πέτρα. Η νέα θρησκεία επέλεξε να εγκατασταθεί και σε μεγάλα ιερά της αρχαιότητας, όπως η Δωδώνη και το Ηραίον της Σάμου. Συμμορφούμενοι με διάταγμα του Αρκάδιου (399) που όριζε την καταστροφή όσων αρχαίων ναών είχαν απομείνει στην ύπαιθρο, φανατισμένοι χριστιανοί κατέστρεψαν το ναό της Νέμεσης στη Ραμνούντα και θρυμμάτισαν το άγαλμά της.

Ο Φρειδερίκος Γκαίρτνερ στην Ελλάδα και η οικοδόμηση των Ανακτόρων των Αθηνών Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Λεπτομέρεια της εσωτερικής διακόσμησης των ανακτόρων. Υδατογραφία (Αρχείο Gärtner, Μουσείο Αρχιτεκτονικής, Πολυτεχνείο Μονάχου). Ο Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας στο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1835 έφερε μαζί του και τον αρχιτέκτονα Friedrich von Gärtner. Στο μεταξύ, ο Όθων είχε ήδη εγκρίνει τη μελέτη του Leo von Klenze για την ανέγερση ανακτόρων σε κλιμακωτά επίπεδα στις δυτικές κλιτύες του λόφου των Μουσών. Οι διαφωνούντες με την πρόταση Klenze αντέτειναν το υψηλό κόστος και το ανθυγεινό κλίμα της περιοχής. Τη λύση έδωσε ο Λουδοβίκος που, ακολουθώντας τις συστάσεις των αυλικών ιατρών, επέλεξε τη θέση του αρχαίου Λυκείου. Η ανέγερση των ανακτόρων, επίτευγμα σχεδόν απίστευτο για την Ελλάδα του τότε, κράτησε περίπου 7 χρόνια (1836-1843). Γερμανοί συνεργάστηκαν με Έλληνες και Ιταλούς, τα αρχαία λατομεία της Πεντέλης ξαναλειτούργησαν. Ο Gärtner μετέφερε αυτούσιες τις συνθετικές αρχές που εφάρμοζε στη Γερμανία. Αντίθετα, ο Schinkel και ο Klenze, άπαξ και βρέθηκαν στον ελληνικό χώρο, αποχωρίστηκαν τις ακαδημαϊκές αντιλήψεις σχετικά με τους κλειστούς και συμμετρικούς κτηριακούς όγκους και υπερασπίστηκαν την ελεύθερη ασυμμετρία, τη γραφικότητα της διάταξης. Ωστόσο, η μορφολόγηση του παλατιού του Gärtner πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα της βασικής του αρχής, δηλαδή του κλειστού, λιτού κυβικού κτίσματος. Ως ιδεώδες πρότυπο χρησίμευσε η αυστηρή κατασκευή του δωρικού ναού ενώ, με μέθοδο σύνθεσης την «κάθαρση» ενός ιστορικού προτύπου, ο Gärtner κατάφερε να εφαρμόσει τον «απέριττο ρυθμό». Η ανάλυση της αρχιτεκτονικής των ανακτόρων αποκαλύπτει πώς δημιουργήθηκε η εντύπωση ηρεμίας και λιτού μεγαλείου. Οι αναφορές στα κλασικά πρότυπα είναι περιορισμένες. Νεοτερισμό του κλασικισμού στον ελληνικό χώρο συνιστούν οι επιχρισμένοι τοίχοι με χαραγμένους αρμούς που μιμούνται ισόδομες τοιχοποιΐες. Μνημειακότητα και χάρη απέπνεε και η εσωτερική διακόσμηση των ανακτόρων, εξ αιτίας της οποίας ο Gärtner επέστρεψε στην Ελλάδα για λίγους μήνες το 1840. Η ομάδα των 22 αρχιτεκτόνων, ζωγράφων και διακοσμητών με τους βοηθούς τους που τον συνόδευε, παρέμεινε για να ολοκληρώσει το έργο. Ο Gärtner δεν ασχολήθηκε με την ένταξη του παλατιού στην πόλη ή το τοπίο. Η ζώνη πρασίνου που δημιουργήθηκε αργότερα οφείλεται στην πρωτοβουλία της βασίλισσας Αμαλίας. Την ένταξη των ανακτόρων στον ιστό της πόλης ανέλαβε ο υπολοχαγός Hoch. Η ιστορία των ανακτόρων υπήρξε πολυτάραχη. Κατοικία των βασιλέων Όθωνα και Γεωργίου έως το 1909, υπέστη μεγάλες ζημιές σε δυο πυρκαγιές, το 1884 και το 1909. Έμεινε απανθρακωμένο ερείπιο και στέγασε πρόσφυγες από τη Μ. Ασία, πριν αποφασιστεί η ριζική του μετατροπή σε έδρα της Βουλής. Τα σχέδια έγιναν από τον Αντ. Κριεζή και εκτελέστηκαν στα έτη 1929-1934. Την ίδια εποχή ισοπεδώθηκε το ελαφρά επικλινές έδαφος του παλατιού προκειμένου να στηθεί το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Το κτήριο του Gärtner στερήθηκε έτσι ένα βασικό του χαρακτηριστικό, την εξέχουσα θέση του πάνω σε ύψωμα.

Αναζητώντας την Iστορία των Ελλήνων Μπέριτ Ουέλλς

Το χωριό Πρόσυμνα στην Αργολίδα και η γύρω του περιοχή όπου διεξάγεται η αρχαιολογική έρευνα. Υπό την αιγίδα του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, πραγματοποιήθηκε στην Αργολίδα κατά τα έτη 1988-1990 «επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στις περιοχές Μπερμπάτι και Λίμνες». Αντικείμενο της έρευνας ήταν η διαχρονική κατοίκηση και χρήση του τόπου από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπων μας γυρνούν 50.000 χρόνια πίσω. Στα μέσα της παλαιολιθικής εποχής υπήρχε ήδη ζωή στο φαράγγι της Κλεισούρας, όπου εντοπίστηκαν οικισμοί της μεσολιθικής εποχής και χιλιάδες εργαλεία από πυριτόλιθο. Από τα μέσα της νεολιθικής εποχής, περί το 5000 π.Χ., η εικόνα του οικιστικού μοντέλου στην περιοχή γίνεται πιο συνεκτική. Στις επόμενες επτά χιλιετίες το οικιστικό μοντέλο διαδοχικά επεκτείνεται και συρρικνώνεται. Στα τέλη της τρίτης χιλιετίας, στην κοιλάδα του Μπερμπατιού η ανθρώπινη παρουσία διακόπτεται επί πεντακόσια χρόνια εξαιτίας μιας καταστροφικής διάβρωσης του εδάφους. H έρευνα συνέλεξε σημαντικές πληροφορίες για την επικοινωνία και τις μετακινήσεις των ανθρώπων στη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Πολλοί από τους αρχαίους δρόμους είναι σε χρήση και σήμερα. Η αρχαία Κοντοπορεία, που χρονολογείται στα κλασικά χρόνια ή στον 4ο - 3ο αιώνα π.Χ., ανάλογα με την έννοια που δίνουμε στο πρώτο συνθετικό του ονόματος, είναι είτε «ο κοντινότερος δρόμος» ή «δρόμος αδιάβατος χωρίς μπαστούνι». Κάπως αόριστες είναι οι μαρτυρίες του Πολύβιου και του Αθήναιου στις οποίες στηρίζονται δύο εκδοχές ταύτισης της διαδρομής. Η συγγραφέας υποστηρίζει μια τρίτη εκδοχή, ότι η σύγχρονη Κοντοπορεία απλά ακολουθεί την αρχαία Κοντοπορεία. Η σύγχρονη Κοντοπορεία που, από τη Φραγκοκρατία και μετά, ένωσε την Αργολίδα και την Κορινθία ήταν ο κοντινότερος δρόμος μεταξύ Άργους και Κορίνθου.

Άλλα θέματα: Οι αλυκές της Λευκάδας Μαρία Λαμπρινού

Νέες αλυκές στο λιμάνι Δρέπανο σχεδιασμένες από τον Spiridion Morazzo το 1740. Κοινό δημιούργημα του ανθρώπου και της φύσης, ομοιογενές σύνολο ιστορικού, κοινωνικού και τεχνικού ενδιαφέροντος, οι αλυκές αποτελούν μνημείο παραδοσιακής-τεχνολογικής κληρονομιάς. Τη συστηματική παραγωγή αλατιού στη Λευκάδα οργάνωσαν οι φράγκοι ηγεμόνες της Κάρολος Α΄ Τόκκος και η σύζυγός του Φραγκίσκα Ατζαγιόλι. Οι πρώτες αλυκές ήταν στη λιμνοθάλασσα που εκτείνεται ανάμεσα στο φρούριο Αγία Μαύρα και το Porto Drepano. Η κατασκευή τους τοποθετείται λίγο πριν το 1415, οπότε για πρώτη φορά αναφέρεται φόρτωση αλατιού σε πλοία της Ραγκούσας. Με την κατάληψη της Λευκάδας από τους Ενετούς το 1684, οι φράγκικες αλυκές επεκτάθηκαν και νέες οργανώθηκαν κοντά στο λιμάνι Δρέπανο. Η επιλογή των θέσεων των αλυκών ήταν μελετημένη και η οργάνωση των σταδίων παραγωγής, που περιγράφονται αναλυτικά, υποδειγματική. Η μεταφορά του αλατιού από τις αλυκές στα πλοία γινόταν με τα μονόξυλα. Οι αλυκές εκμισθώνονταν σε πρόσωπα προσκείμενα στην ενετική κυβέρνηση. Η παραγωγή τους έφτανε τους 3-4 τόνους το χρόνο. Το μεγαλύτερο ποσοστό πήγαινε στις αποθήκες μονοπωλίου της Βενετίας ή της Κέρκυρας και το υπόλοιπο παρέμενε στο νησί για τις ανάγκες των κατοίκων της Λευκάδας, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και της Κεφαλλονιάς. Ο έλεγχος ποιότητας και ποσότητας ήταν αυστηρός και γινόταν από τον τοπικό Προνοητή (Provveditore staordinario). Για να ασκεί καλύτερο έλεγχο, η ενετική κυβέρνηση υποχρέωνε το μισθωτή να υποβάλλει αναλυτικά σχέδια των εγκαταστάσεων των αλυκών, σχεδιασμένα από τον εκάστοτε διορισμένο κρατικό υπάλληλο-τοπογράφο (agrisimentor publico). Ιδιαίτερη αξία έχουν τα σχέδια (1725) του agrisimentor publico Spiridion Morazzo που αποτυπώνουν όχι μόνο τις λειτουργίες των αλυκών αλλά και σκηνές από τη ζωή γύρω από αυτές.

Επί της μεθόδου ραδιοχρονολόγησης με τον Άνθρακα-14 Γιάννης Καλοπίσης

O Willard F. Libby, που επινόησε τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης με άνθρακα-14. Η ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα-14 είναι μια τεχνική για τον προσδιορισμό, με αξιόλογη προσέγγιση, της ηλικίας αντικειμένων φυτικής ή ζωικής προέλευσης. Η μέθοδος επινοήθηκε το 1946 από τον Willard F. Libby και η αξία της αναγνωρίστηκε επίσημα το 1960 με την απονομή στον Libby του βραβείου Nobel για τη Χημεία. Ο συγγραφέας εισάγει βήμα-βήμα τον αναγνώστη στη θεωρία και την πρακτική της μεθόδου, επισημαίνοντας τις τυχόν επιπλοκές και δυσκολίες της.

Το αρχαιολογικό τοπίο ενός ανακτόρου Στέλλα Χρυσουλάκη, Λεωνίδας Βοκοτόπουλος

Περιοχή Κάτω Ζάκρου: ο μινωικός δρόμος που συνδέει τον όρμο με την ενδοχώρα. Η σημασία του ανακτόρου Ζάκρου, μικρότερου από τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων, έγκειται τόσο στην καλή του διατήρηση όσο και στην εκτεταμένη αποκάλυψη της πόλης που το περιέβαλλε. Ωστόσο, συνολική έρευνα πεδίου δεν έχει γίνει στην περιοχή. Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Μινωικοί Δρόμοι» με αντικείμενο τις χερσαίες επικοινωνίες στην πρωτοϊστορική Κρήτη και το ρόλο που αυτές έπαιξαν στο πλαίσιο της οργάνωσης και της ζωής του μινωικού κόσμου, το νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, με επίκεντρα το ανάκτορο Ζάκρου και τη λιμενική πόλη του Παλαικάστρου, ορίστηκε ως περιοχή-πιλότος. Η μελέτη των δικτύων επικοινωνίας δεν μπορούσε να αρκεστεί στη διερεύνηση του οδικού συστήματος και των κτισμάτων που το εξυπηρετούσαν (σταθμοί, φυλάκια). Χρειαζόταν επίσης να γίνει αντιληπτή η στάση των ανθρώπων απέναντι στο περιβάλλον τους: επιλογή θέσης κατοίκησης, εκμετάλλευση φυσικών πόρων, άμυνα και προστασία εγκαταστάσεων, επικοινωνιών κ.ά. Η περιοχή που επελέγη δεν απέδωσε μόνο πληθώρα και ποικιλία αρχαιολογικών καταλοίπων αλλά τα στοιχεία αυτά τις περισσότερες φορές είναι άριστα διατηρημένα χάρη στην περιορισμένη κατοίκηση από το Μεσαίωνα έως σήμερα, την απουσία εντατικής καλλιέργειας με μηχανικά μέσα και την άναρχη τουριστική ανάπτυξη. Εντοπίστηκαν ίχνη της Υπονεολιθικής – Πρωτομινωικής περιόδου, ενώ πολλά και σημαντικά ήταν τα μινωικά ευρήματα από την Παλαιοανακτορική, Νεοανακτορική και Μετανακτορική περίοδο. Οι τρεις οικισμοί των «σκοτεινών» αιώνων είχαν καταφύγει στη ζώνη του φαραγγιού των Νεκρών. Στους ιστορικούς χρόνους φαίνεται ότι ο όρμος εγκαταλείφθηκε και η κατοίκηση μεταφέρθηκε στον Ξηρόκαμπο, στην Πάνω Ζάκρο και στις Καρούμες.

Πλημοχόη Αναστασία Κούκου

Αττική πλημοχόη τύπου Α από τη Σίνδο, Τάφος 22. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η λέξη «πλημοχόη» πιθανότατα προέρχεται από το ρήμα «πίμπλημι», γεμίζω, και το ουσιαστικό «χοή», σπονδή. Μια δεύτερη εκδοχή συνδέει το αγγείο με ιεροτελεστίες σχετικές με την παλίρροια και τη σελήνη. Πρόκειται για αγγείο πλατύ, με κυρτό περίγραμμα και κάλυμμα, που στηρίζεται σε κεντρικό πόδι. Στην ελληνική κεραμική εμφανίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα και εξέλιπε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Ίσως το κομψότερο αγγείο της ομάδας της, η πλημοχόη, όπως ο κώθων και η τριποδική πυξίδα, ανήκει στα εξάλειπτρα. Δοχείο καλλυντικών που περιέχει αλοιφή, το εξάλειπτρον είναι παράγωγο του ρήματος «εξαλείφω», δηλαδή: αλείφω εντελώς, επιχρίω. Ο Beazley διέκρινε δυο τύπους πλημοχόης ανάλογα με το πλάτος του ποδιού και τη βάση του αλλά οι αγγειογραφίες πρόσθεσαν και άλλους. Οι πλημοχόες κατασκευάζονταν συνήθως από πηλό και έφεραν απλό, γραμμικό διάκοσμο, υπήρχαν όμως και άλλες από μάρμαρο ή αλάβαστρο. Η έλλειψη μιας ασφαλούς ερμηνείας για τη χρήση του αγγείου ενθάρρυνε πολλές υποθέσεις: δοχεία χοής, σαλτσιέρες, λύχνοι; Πιο εύλογη είναι η υπόθεση ότι η πλημοχόη κατασκευάστηκε αποκλειστικά ως δοχείο για υγρά. Στην αγγειογραφία χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες στη διάρκεια του λουτρού και της ένδυσης, άρα θα περιείχε άρωμα, μύρο, αρωματισμένο νερό, γαλάκτωμα. Σε λευκές ληκύθους η πλημοχόη απεικονίζεται στην τελετή του γάμου, στο λουτρό της νύφης ή του γαμπρού. Συνδέεται επίσης με τα έθιμα ταφής και τη νεκρική λατρεία. Αναφέρεται ότι στην Ελευσίνα την τελευταία μέρα των μυστηρίων που λεγόταν Πλημοχόαι χρησιμοποιούσαν την πλημοχόη για να κάνουν σπονδή προς τις χθόνιες θεότητες.

Η Μήδεια-Μήτις: ο κύκλος και ο μαγνητισμός του κέντρου Αντιγόνη Μώρου

Η Μήδεια κάνει ξόρκια. Υδρία του Ζωγράφου της Κοπεγχάγης, Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Η συγγραφέας εμπνέεται από την παράσταση της Μήδειας που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο (10-11 Ιουλίου 1993) σε σκηνοθεσία Ν. Χαραλάμπους. Στην ορφική μυθολογία, γράφει, η Μήτις ήταν Αρχέγονη θεά που ενώνει μέσα της το Θηλυκό και το Αρσενικό, η Μήτις-Φάνης. Αυτή η διπλή φύση της εκφράζει την αρχική τελειότητα, το ΕΝ-ΟΛΟΝ. Η Μήδεια ανήκει στο σημασιολογικό πεδίο της «μήτιδος»: επινόηση, σοφία, αλλά και δόλος, πανουργία. Μάγισσα η Μήδεια μεταμορφώνει τα μέρη σε ΕΝΑ μέσα σε κύκλο. Η ορχήστρα του θεάτρου της Επιδαύρου είχε κέντρο-ομφαλό την ένθρονη Μήδεια. Όλα τα πρόσωπα έμπαιναν στην τροχιά της Μήδειας-κέντρου, μαγνητισμένα από την εξωανθρώπινη δύναμή της.

Η «Πότνια Θηρών» ή Πώς μπερδεύτηκε η Ιστορία Λίζα Χρυσικοπούλου

Και μπαινοβγαίνοντας από την τρύπα της οροφής, τσουρούφλιζαν τα οπίσθιά τους στη φωτιά της εστίας. Παιχνιδιάρικη ετυμολόγηση της επίκλησης που προσδιορίζει μια θεά ως «δέσποινα των αγριμιών». Η συγγραφέας υιοθετεί τη μορφή παραμυθιού που αρχίζει σε χρόνια παλιά και παμπάλαια, τότε που των ανθρώπων τα σπίτια δεν είχαν ακόμα πόρτες. Τσουρούφλιζαν τα οπίσθιά τους στη φωτιά της εστίας καθώς μπαινόβγαιναν από την τρύπα της οροφής. Κραυγές και επικλήσεις, παραφθορές και λογοπαίγνια έφτιαξαν τη λέξη «Πόντια». Γενιές και γενιές αργότερα, σε κάποιο χωριό της Ανατολίας το κόκκινο ζώμα της μπουγάδας ενός γελαδάρη μαγνήτισε ένα ταύρο. Όρμηξε καταπάνω του παίρνοντας σβάρνα κι ένα κομμάτι τοίχου. «Θαύμα» πήγε να πει ο γελαδάρης, από το στόμα του όμως βγήκε η λέξη «Θύρα».

Φετιχισμός και συλλεκτική μανία: η συλλογή Freud Ντέλλα Τζωρτζάκη

To γραφείο του Freud με τα αγαλματίδια, τα χειρόγραφα και τα γυαλιά του(Μουσείο Freud, Λονδίνο). Το σπίτι του Freud στο Λονδίνο μετατράπηκε το 1986 σε Μουσείο. Το γραφείο-ιατρείο του διατηρήθηκε απείραχτο, όπως ήταν όσο ζούσε εκείνος. Ο εισηγητής της θεωρίας της ψυχανάλυσης επινόησε ένα ιδιαίτερο τρόπο ανάγνωσης των αντικειμένων με άξονα το λανθάνον περιεχόμενό τους. Το βάρος της έρευνας πέφτει στον τρόπο με τον οποίο εξέθεσε ο ίδιος τα αντικείμενα της μεγάλης του συλλογής αρχαιοτήτων, ειδικότερα όμως τα ειδώλια που πήραν θέση πάνω στο τραπέζι του και που ανακαλούν τη φροϋδική έννοια του πατέρα. Καταπατώντας κάθε συμβατικό τρόπο ταξινόμησης, τοποθετημένα σαν ανθρώπινο σύνολο, τα αγαλματίδια δημιουργούσαν με την παρουσία τους ατμόσφαιρα ονείρου και ψυχικών συνειρμών. Κάθε συλλογή είναι διάλογος ανθρώπου και αντικειμένων. Όταν η προσκόλληση στη συλλογή αποτελέσει αυτοσκοπό, τότε τα αντικείμενα χάνουν τις πραγματικές τους ιδιότητες και μετατρέπονται σε φετίχ. Με ανθρωπολογική προέλευση, ο όρος «φετίχ» χρησιμοποιήθηκε τόσο από την ψυχανάλυση όσο και από τον Μαρξισμό. «Κάθε φετίχ», αναφέρει ο Freud, «είναι ένα σύμβολο θριάμβου ενάντια στην απειλή του ευνουχισμού». Ο Marx ανατρέχει στο φετιχισμό για να περιγράψει τη μετατροπή των προϊόντων της εργασίας σε εμπορεύματα στην καπιταλιστική παραγωγή. Στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, η κατοχή αντικειμένων εκφράζει την ανάγκη του ατόμου να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του. Πέρα από την ψυχολογική της διάσταση που σχετίζεται με την αθανασία, η συλλογή λειτουργεί και ως υποκατάστατο κοινωνικών σχέσεων. Η διεύρυνση του εαυτού μέσω της συλλογής είναι μόνο ένα σύστημα αυτο-αναφορικό. Η συλλογή χρησιμοποιεί, επίσης, το παρελθόν για να δικαιολογήσει την παρουσία της ως σώμα από «αυθεντικά» κομμάτια. Στην ουσία είναι μια α-ιστορική κατασκευή.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Δημοσιεύεται ο κατάλογος των διαλέξεων που οργανώνει η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή για το 1994 – Κεφαλή κούρου του 6ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε σε ανασκαφή που διενεργεί η ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Χαλκίδας – Τα Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου δάνεισαν για τρία χρόνια κυκλαδικό αγαλματάκι προς έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Βιβλία

Jean-Charles Moretti, Théâtres d’Argos, EFA, Paris 1993 – Ruth Padel, In and Out of the Mind. Greek Images of the Tragic Self, Princeton Univ. Press, Princeton 1992 – Susan E. Alcock, Grecia Capte: The Landscape of Roman Greece, Cambridge Univ. Press, New York 1993 – Ιωάννης Τραυλός,Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Καπόν, Αθήνα 1993

Εκθέσεις

Στο Μουσείο Kestner του Αννόβερου οργανώθηκε έκθεση της συλλογής A. Cahn από αγγεία και ζωγραφιστά όστρακα – Την ελληνο-ρωμαϊκή τέχνη ως πηγή έμπνευσης ευρωπαίων ζωγράφων από τον Mengs ως τον Ingres πρόβαλε στο Λος Άντζελες η έκθεση με τίτλο «Vision of Antiquity: Neoclassical Figure Drawing»

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στις αρχές Νοεμβρίου 1993 κυκλοφόρησαν οι Σταλακτίτες, το νέο περιοδικό της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας – Με ταχύ βρυθμό συνεχίζονται οι εργασίες για την έκδοση των Πρακτικών του 3ου Διεθνούς Συμποσίου ASMOSIA ’93 που έγινε στην Αθήνα (17-23/5/1993)

Βιβλία

B. Rothenberg (επιμ.), The Ancient Metallurgy of Copper, IAMS, Thames & Hudson, Λονδίνο 1990 – R. Shepherd, Ancient Mining, Chapman & Hall, Νέα Υόρκη 1993

English summaries: From paganism to Christianity. Ancient sanctuaries in Greece, that were converted to Early Christian Basilicas Afendra Moutzali

Christianism was born and established in an atmosphere of a "Greco-Roman universalism", as it was then represented by the Roman Empire. The transformation of the ancient world is also documented by the religious architecture: the Christian church was substituted for the pagan temple whose new uses were by necessity adapted to serve the needs of the new religion. Ancient cultural edifices in mainland Greece, that were converted into Early Christian basilicas are located in the Peloponnese (Corinth, Nemea, Argos, Epidaurus, Tegea, Olympia), in Athens, Attica, Dodone, Corfu, the Cyclades ( the islands of Delos, Sikinos, Thera, Paros Naxos, Kea ), in the islands of Samos and Thasos in the Aegean. The typology of the Early Christian basilicas deriving from the transformation of pagan temples as a rule ,depends on the form of the ancient cultural edifice which is reused and adapted to the needs and functions of the new religion. Apart from the Greek temples converted into churches, others exist which, according to concrete excavational data, have been destroyed by the Christians. To this cause must be assigned the destruction - for practical reasons - of the Asclepieion in Athens, the damage suffered by the ancient temple at Palaeopolis on Corfu , the brutal shattering of the cult statue of Nemesis at Ramnous in Attica as well as the demolition of her temple.

Metamorphoses in Aegean prehistory Christos Boulotis

By reading about archaeological remains, certain terms constantly appear, such as change, evolution, appearance, disappearance, reappearance, etc, which in the present article appear under the general term "metamorphosis". It is true that the archaeological- cultural time, especially in Prehistory: is primarily perceived by us through such metamorphoses in the various manifestations of material life. As metamorphosis is most of all conceived any evolutional procedure that, so much in its short as much in its long duration -especially in the latter-, represents the main vehicle in the creation of civilization. The Aegean palatial civilizations of the 2nd millenium BC. - the Minoan and the Mycenaean -, owing to their social complexity and spectacular flourishing of all categories of arts and crafts, offer an ideal study for metamorphoses as defined and conceived here. Bypassing theoretical constructions of a generalized character, only a few aspects of the issue are approached here through some absolutely representative examples of pottery (stirrup jars, conical cups, prestige-pottery), painting (genetic correlation of the art of the wall-paintings with the Camares style), seal-engraving (mainly the evolution of shape from polymorphy to homeomorphy) and jewelry (wide use of matrix). Starting from changes that occur in the quantity and quality of the production, an effort is made to determine the factors that affect them in connection with the overal socio-economic network of the period and the improvement of know-how.

Searching the history of the Greeks Berit Wells

The Berbati-Limnes archaeological survey is the first of its kind performed in Greece under the auspices of the Swedish Archaeological Institute of Athens. The author of the present article, who took the initiative for this survey, was also head of the research expedition. The in situ research was undertaken in three expeditions in Argolis, during the years 1988-1990 in the region east of Mycenae. The research program was financed by the Humanitarian-Social-Scientific Research Center, the Joseph Aners and the Marc and Amalia Valemberg Institutes, the Royal Scholarship Foundation and the Eric and Lily Phillipson Foundation. The research team organized the search for the perpetual inhabitation of the forementioned location from Antiquity until today (housing, land cultivation). The archaeological survey at Berbati and Limnes also produced significant information on the communication and emigration of people in the North-eastern Peloponnese. This information represents a necessary and valuable addition to our knowledge, obtained so far through the archaeological excavations taking place in the area in the last hundred years.

Friedrich von Gaertner and the building of the royal palace of Athens Alexander Papageorgiou-Venetas

Professor Alexandros Papageorgiou-Venetas has written this article on the occasion of the two hundred years from the birth of the German architect Friedrich von Gaertner (1792-1847), director of the Academy of Arts of Munich. The author, on the basis of unpublished archive material kept in various cultural institutions of Munich, attempts a concise but thorough critical presentation of the old royal palace of Athens (built between 1836-1843), the only important work by Gaertner outside Germany. First, the procedure of choosing the proper location for the palace, as well as the various phases of its erection are presented, while plenty of information is supplied regarding the technical means, the cost of construction and the collaborators of this work. Then, a critical analysis is attempted of the prevailing compositional principles in the conception of the project.There is also a comparison of Gaertner's notions with the morphological views of his contemporaries Schinkel and Klenze, the celebrated German architects of classicism. A thorough description follows of the morphological and constructive choices of the compositional scheme of the palace and in addition the particular virtues and weaknesses of the work are brought into focus. The article ends with the critical presentation of the incorporation of the palace into the town-planning web of the city of Athens with a concise reference to the question of the formation of the surrounding environment, the creation of the Royal Gardens, as well as later interventions on this significant building, which for one hundred fifty years after its erection has remained the symbol par excellence of modern Athens.

Neoplatonic philosophers of the fourth century AD who attempted to save the ancient religion Nikolaos Papachatzis

The significance of a modest literary work of the Early Christian period, assigned by its manuscript tradition to a Neoplatonic "philosopher Salloustius", known from the surviving ΛΟΓΟΙ (=Speeches) of the emperor Julian, has not as yet been properly evaluated. This work was in circulation throughout the Middle Ages in the capital of the Byzantine Empire, Constantinople, and in other major centres of the East under the title Περί θεών και κόσμου (=Concerning the gods and the world). Its content leaves no doubt that when it was written — soon after the middle of the fourth century AD - its purpose was to serve the planned religious reformation of the emperor Julian, who had already been numbered among the distinguished Neoplatonic philosophers. The small group of the Neoplatonists of Constantinople, gathered round Julian and Sallustius - the latter being a firm opponent of Christianity but also a modest thinker and advisor to the emperor —, exhibits in a kind of manifesto its fundamental religious and philosophical principles for which the reformers were going to strive. A few years earlier, the most famous Neoplatonists had lived in Greece and in the West, and their works had dominated the philosophical thought of the then known world in its entirety: Porphyrius, a student of the founder of Neoplatonism Plotinus, and lamvlichus. The works of these great phiiosophers had affected the thought of the Neoplatonists of Constantinople.

The sallt marsh of Leukada island Maria Lambrinou

The salt marsh, a complex creation of human energy and natural construction, represents a homogeneous entity of historic, social and technical interest. The first salt marshes on the island of Leukada date from around 1415, during the period of the Latin conquest, and caused the creation of the suburb Amaxiki. Soon after the occupation of the island by the Venetians in 1684, the salt marshes were expanded, their number was increased by new ones, such those of Torretta, and all were perfectly organized. Their remnants, which have been preserved up to the present, are now endangered to be completely destroyed, thus depriving us of the impressive and valuable technological achievements that were in use until 1948.

The radiocarbon-14 dating method Giannis Kalopisis

The radiocarbon-14 dating method is a technique defining, with significant accuracy, the age of objects which were once mainly made of a living material. This method was introduced in 1946, when Willard F. Libby, within the context of researching cosmic rays, predicted the creation of the radioisotopic carbon-14 in the atmosphere. Soon, by utilizing the first indications and experiments, he proved the possibilities emerging from the use of the forementioned scientific procedure. He was awarded with the Nobel prize for Chemistry "for his method of applying the carbon-14 for the definition of age in Archaeology, Geology, Geophysics and other scientific disciplines". Simplified information and data are presented in this article for the best understanding of this method.

The Plemohoe Anastasia Koukou

The word "plemohoe" presumably derives from the Greek πίμπλημι (- I fill) and χοή (- I pour out).A Plemohoe is a wide vessel with curved outer lines and lid. It stands on a broad central foot that starts from a flat disklike base. It first appeared in Greek pottery (mainly in Attica and Boeotia) in the late seventh century B.C. and remained in use until the early fourth century B.C. It belongs to the group of exaleiptron pottery along with the kothon and the tripod pyxis- their common characteristics are the incurving lip as well as their function which is related to beauty. Although the use of plemohoe has not as yet been ascertained, Beazley has recognised two types of plemohoe, according to the form of the foot. Its decoration was simple consisting only of a minor decorum or a glazed surface. It was probably intended to contain liquid beauty products such as scent, unguent e.t.c. and was associated in Athens with marriage and funerary rituals. According to Athenaeus, the plemohoe was used in Eleusis on the last day of the mysteries. Plemohoe has remained one of the most enigmatic vessels of antiquity due to the scarcity of relevant information in ancient sources and to its sudden disappearance from the repertoire of pottery.

Fetishim and collecting mania.The Freud collection Delia Tzortzaki

The tendency to collect derives from one's need to define his own qualities and to control the world around him. It also suggests a personal relationship between man and objects, functioning as a bridge over the past. Every human product has two aspects, one is a tangible, "objective" reality - and the other is that of the imagination,of human inventiveness, and of the ideological charge that resulted in its production. When a private collection becomes public, any attempt to present it objectively is a utopia. This is especially true, when it comes to to a group of articles having their own distinct meaning, an assemblage of fetish understood only by their owner-spiritual father as in the case of the Freud collection.

The archaeological landscape of a palace Stella Chryssoulaki, Leonidas Vokotopoulos.

The palace of Zakro, the fourth Minoan palace of Crete, was discovered during the excavations conducted by Professor Nikolaos Platon from the 1960s to the 1980s. Although this palatial complex is the smallest of those already excavated, namely Knossos, Phaestos and Malia, its primary contribution to science is due both to its good state of preservation and to the extensive appearance of the town surrounding it. The large scale of the excavation - to be published soon by Lefteris Platon - produced ,on the one hand ,a thorough picture of the life and function of the palace, its relations with the town and its commercial transactions with other centers on Crete and abroad.On the other hand it produced a series of significant indications regarding the rural economy of the palatial center and its relevant connections with the broader region to which it belongs geographically and culturally .Athough Zakro had attracted quite early on the interest of geographers-travellers, such as Thomas Spratt, and of the pioneers of Cretan archaeology, Lucio Mariani, Federigo Halbherr and Arthur Evans himself, it had not been systematically and thoroughly researched till recently. The excavator of the palace carried out a series of rescue or trial excavations in the area (mainly graves), while other archaeologists completed the project by excavating a villa, open-air sanctuaries, and a small rural installation. In spite of all the major or minor excavations, the investigation of the broader zone around the palace still remains fragmentary, while the finds, regardless of their importance, cannot in themselves help us picture the inhabitation of the area during successive historical periods.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αμφορείς (ΙV) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Κυκλοφόρησαν στο τέλος της Δημοκρατίας μεταφέροντας κρασιά. Ο σχηματισμός του χείλους διαιρεί αυτούς τους αμφορείς σε 3 ομάδες. Από τους ρωμαϊκούς αμφορείς που κατασκευάστηκαν και κυκλοφόρησαν αποκλειστικά στο χώρο της Μεσογείου, ευρύτατα διαδεδομένος στο τέλος της Δημοκρατίας είναι ο τύπος που χρησίμευε στη μεταφορά κρασιού της Καμπανίας, του Λατίου, πιθανόν και της Ετρουρίας. Άλλος τύπος αμφορέα, που κατασκευάστηκε από την Καμπανία έως την Ανατολή, πιθανότατα προέρχεται από το γνωστό τύπο των αμφορέων της Κω. Αμφορέας για ξίδι είναι ο «ροδιακός», σύγχρονος του «χιακού» αμφορέα. Οι κνιδιακοί αμφορείς κατασκευάζονται από κόκκινο πηλό, καλυμμένο ενίοτε με υπόλευκο βερνίκι. Οι αμφορείς που κατασκευάζονται στο Αιγαίο κατά τους υστερορωμαϊκούς χρόνους διαφέρουν τυπολογικά ανάλογα με τη χρήση τους: μεταφέρουν λάδι, αλοιφές, κρασί και σουσαμέλαιο.

Τεύχος 97, Δεκέμβριος 2005 No. of pages: 138
Κύριο Θέμα: Η ναυπηγική τέχνη κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας Κώστας Α. Δαμιανίδης

Χαλκογραφία των ναυπηγείων της Κωνσταντινούπολης.

Ενδεικτικός κατάλογος Τεχνικών Μουσείων της Ελλάδας Χαράλαμπος Δριμούσης, Ανδρομάχη Νάστου και άλλοι

Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού, Σπάρτη.

Η τεχνολογία στην οικοδομική της οθωμανικής περιόδου Γιάννης Κίζης

Το πρόπλασμα για το κτίσιμο του Καθολικού της Μονής Ξηροποτάμου, στον Άγιον Όρος, 1762.

Παλαιά ελαιοτριβεία της Μεσσηνίας Νικόλαος Γ. Λάσκαρης

Άνθεια. Ελαιοτριβείο Φλέσσα

Θεματικά τεχνολογικά μουσεία: Κιβωτός διάσωσης της παραδοσιακής τεχνολογίας Ασπασία Λούβη

Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα.

Καινοτομίες σε τεχνικές και υλικά, σίδηρος και μπετόν-αρμέ Νίκος Μπελαβίλας

Ο κυλινδρόμυλος Γεωργή-Νικολετόπουλου στον Πειραιά. Ένα από τα πρώτα κτίρια μπετόν-αρμέ στην Ελλάδα.

Η λειτουργία των υδροκίνητων και ανεμοκίνητων εγκαταστάσεων στον ελληνικό χώρο Στέφανος Νομικός

Αμοργός, Χώρα. Ερειπωμένο χαρακτηριστικό συγκρότημα ανεμόμυλων με κυλινδρικούς πέτρινους πύργους.

Η σημασία του έργου του μοναχού Θεόφιλου για τη διαχρονία των τεχνικών της αργυροχρυσοχοϊας Οικονομάκη-Παπαδοπούλου Γιώτα

Η Εύα χειρίζεται διπλό φυσερό. Ελεφαντοστέινο πλακίδιο από βυζαντινό κιβωτίδιο. 10ος ή 11ος αιώνας.

Η νέα εποχή και ο θρίαμβος της τεχνολογίας Κλαίρη Παλυβού

Μοναχός σιδηρουργός στο εργαστήριό του στις Καρυές.

Μουσεία επιστημών και τεχνολογίας Στέλιος Παπαδόπουλος

To Ashmolean Museum στην Οξφόρδη.

Οι παραδοσιακοί προβιομηχανικοί μύλοι της Κύπρου Ευφροσύνη Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου

Νερόμυλος στον Ξερό ποταμό, στην Πάφο.

Από το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στο Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας Κωνσταντίνος Τάνης

Τρεις πρόδρομοι νεοέλληνες μηχανικοί Θ.Π. Τάσιος

Έτσι μοίρασε ο Χαρμπούρης το φορτίο σε όλο το μήκος της φορτηγίδας, πριν να αντλήσει τα νερά και να την ανελκύσει στην επιφάνεια

Άλλα θέματα: Παθολογία του ανθρώπου και αρχιτεκτονική Πέτρος Ράδης

Ο Αμφιάραος πραγματοποιεί χειρουργική επέμβαση στον Αρχίνο. 4ος αι. π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Το Οινοπωλείο του Νικόδημου στη Λάρισα και οι φωτογραφίες του Αβραάμ Παυλίδη Μπίλη Βέμη

Λάρισα. Οινοπαντοπωλείον Νικ. Νικόδημου, εσωτερικό (φωτ. Α. Παυλίδη, 7.7.2005).

Τα αρχαία Λύκαια Νίκος Μπεργελές

Λίθινα εδώλια και στο βάθος η κοιλάδα με τον ιππόδρομο και το στάδιο.

Οδοιπορικό στην ενδοχώρα της Θράκης: Το σπήλαιο Μεγάλη Βούβα Λευκίμης του Ν. Έβρου Σταύρος Δ. Κιοτσέκογλου

Δεξιά πλευρά της εισόδου του σπηλαίου Μεγάλη Βούβα.

Αρχαιολογία και εθνικισμός, μια αμφίδρομη σχέση Μαρία Χουντάση

Γελοιογραφία του Φ. Δημητριάδη με τον πρωθυπουργό να παρουσιάζει την Ακρόπολη ως έργο της κυβερνήσεώς του.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας Γαρυφαλιά Αρβανίτου-Μεταλληνού

Ήμισυ αετώματος με παράσταση διονυσιακού συμποσίου, 500 π.Χ.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Το Β΄ Διεθνές Συνέδριο Αρχαιολογίας Πάρου και Κυκλάδων Ντόρα Κατσωνοπούλου

Το πρόγραμμα του συνεδρίου

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας

Εικονογραφική εξιστόρηση πτυχών της ιστορίας του πορθμού Λευκάδας Μαρία Λαμπρινού

Σχέδιο σε ακουαρέλα του πορθμού της Λευκάδας, όπως αποδόθηκε από άγνωστο καλλιτέχνη.

2ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας: Μια διακλαδική, διαθεματική συνάντηση εργασίας Κλαίρη Παλυβού

Η αφίσα του συνεδρίου.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Ο κούρος από το Ηραίο της Σάμου που επαναπατρίστηκε.

Πληροφορική: Εικονική πραγματικότητα και πολιτισμική κληρονομιά – Sacred Angkor Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Πανοραμική εικόνα του ναού του Angkor Wat.

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 18/1 (2005) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο

English summaries: A new era and the triumph of technology Clairie Palyvou

A great change was brought about by movement becoming mechanized, by the use of steam, petroleum and electricity. In the pre-industrial period, Greece moved at a very slow pace. The Greeks of the diaspora were the pioneers and innovators. Greeks distinguished themselves in building and shipbuilding. Steel and concrete are predominant in the late 19th and early 20th century. Sweeping changes occur. Traditional ways of production are not recorded or published. Nevertheless, the triumph of technology led to the creation of museums of Science and Technology related to the field of Industrial Archaeology.

The Craft of Shipbuilding During the Turkish Occupation Kostas A. Damianidis

The evidence of the Greek commercial shipping and shipbuilding during the Turkish occupation are limited, while any references to shipbuilding until the middle of the eighteenth century are brief and sporadic. The technique applied in the Greek shipyards could be characterized as rather primitive, according to description in travelers accounts, although certain existing information can support the argument that Greek shipbuilders with expert knowledge and technical skills existed in that period. There fore, it is very important that Greek shipbuilders –whose names are occasionally mentioned- and craftsmen were employed in the state shipyards of both the Ottomans and the Venetians from the fifteenth to the nineteenth century, according to literary sources. From the eighteenth century on the information about shipping and shipbuilding in the islands and the coastal areas of Greece is increasing, as a result of the Greek trading activity that is rapidly developing in these years. In the late eighteenth and the early nineteenth century the islands Hydra, Spetses and Psara became the driving force of shipping. The techniques applied in the major Greek shipyards was by then modernized and included the thorough designing of the vessel, the use of imported raw materials when necessary, and the adoption of more secure launching and refloating methods. Furthermore, the effective division of labor among specialized craftsmen resulted to the increase of production and to the improvement of the quality of vessels. As regards the technical applications, the molding method, the variations of which have survived until today, probably represents the most interesting heritage of the Greek shipbuilding craft, at least since the time of Turkish occupation. Similar methods, usually known by the English term “whole-moulding” have been recorded in quite many historical and ethnological research projects dealing with the traditional shipbuilding of other countries and are counted even today among the important “secrets” of the trade of the wooden ship builder.

The Building Technology in the Ottoman Period Yiannis Kizis

By the term “technology” in the pre-industrial building construction we mean: the means for architectural drawing, the degree of processing raw materials and the tool of equipment. Since architectural drawings from the Greek province have not survived, the model (maquette) of the katholikon of Xeropotamou Monastery on Mount Aths represents so far a unicum of its kind. However, drawings of impressive konak (Ottoman mansions), distinct in expression and structure, have been preserved in Constaninople. In the province the use of a wooden module for laying down the plan of a building, directly on the ground, is an evidenced practice. Thus, the vast technological divergence between center and periphery is more than obvious. Until the middle of the nineteenth century the building materials are limited to those available in the construction environment and are closely connected with the local architectural idiom. Due to favorable trade conditions, the local differences in building technology start decreasing with the Athonite monasteries and the merchants of the Greek Diaspora being the vanguards of every innovation. The new demands, however, did not lead to the technological development of the domestic sources of building materials, but to extensive imports exclusively from European industries. The sole use of hand tools and the general acceptance of naïve building practices lends to the works a picturesque character that fades away as nearing the centers, that is Mount Athos, the cities and the capital. Nevertheless, the craftsmen in later years start taking licenses and deviating from tradition even in the province: the development of technology since the mid-nineteenth century has not always contributed, as one would expect, to the quality and durability of buildings.

Three Pioneer Engineers of Modern Greece Theodosios P. Tassios

The historiography of modern Greek Technology, which conventionally coincides with the era from the fifteenth century until to date, is not so rich as the one dealing with the other aspects of nationality activity in these six centuries. This article on the one hand refers to this period and on the other contributes to the knowledge of its Technology by focusing exclusively on the personality of three engineers: Nikolaos Sorvolos (15th cent.), a native of Chandax (present Herakleion), Crete, Marinos Charbouris (18th cent.), a native of Argostoli, Kephallonia, and Michail Kokkinis 919th cent.), a native of the island of Chios. They shared the common characteristic of originating from the “periphery”, but they were educated and made a carrer mainly in the West, since the historical circumstances prevailing in their time did not favor “nativeness”. Nevertheless, given that these three “ pioneer engineers” returned sometime and realized important works inside the geographical boundaries of contemporary Greece, certain latent broader influence of their achievements could probably be traced. Here is a concise presentation of their major achievements: a. In 1439, N. Sorvolos “transported” a Venetian fleet, consisting of six galleys nd twenty-five brigs, through a massif of 1,000m height in Northern Italy. b. In 1770, M. Charbouris managed to hoist a huge rock weighing 2,000 tons and to transport it through swamps and rivers to Saint Petersburg, Russia. c. In 1824, M.Kokkinis achieved the gigantic task of planning and building the 2,000 m long stone fortification wall of the city of Mesolonghi in twenty months and in war conditions. The promotion of these pioneers of Greek Technology can probably contribute to the restoration of balance of our educational interests, so that they will be reoriented towards applied sciences as happened in 1810.

Innovations in Techniques and Materials: Iron and Reinforced Concrete Nikos Belavillas

The use of reinforced concrete in Greece coincides with the intensive building activity in the country in the twentieth century, and its “secrets” are known to thousands of engineers as well as to craftsmen. Particularly in Greece of the early twenty-first century the use of reinforced concrete is considered the simplest way to erect a building, not to mention that the use of metal for the construction of big technical works (bridges, large roofs, stadiums), although much more difficult in application, is regarded as a matter of course. These two building materials, iron, from the end of the nineteenth century, and reinforced concrete, from the beginning of the twentieth have penetrated the building sector superseding stone and wood, the age long traditional building materials. Iron as building element was used for the construction of factories and Neoclassical mansions around the end of the 1870’s, while the technique of iron construction was continuously developing until about 1905, and can boast grand and bold applications mainly in industrial, harbor and rail works. Reinforced concrete was introduced in Greece in 1901, was essentially established in the 1920’s and was extensively used from then on until the World War II for the erection of hundreds of factories, hospitals, schools and urban blocks of flats of modernistic architecture. Some of the avant-garde reinforce concrete buildings had no followers as opposed t the urban blocks of flats of the 1930’s that became influential models. The basic typology of their architecture and particularly the in situ method of construction have remained unchanged since then. Meanwhile, reinforced concrete as building material transgressed the boundaries of specialized firms and came slowly at the disposal of every minor contractor or craftsman.

The Operation of Water- and Wind- Powered Installation in Greece Stephanos Nomikos

During the pre-industrial technological era the natural sources of energy were intensively exploited in Greece for the operation of water- and wind- powered installations, most of which were grinding mills. The watermills, which were mainly furnished with horizontal water wheels, were erected throughout the country, even on the islands, where there has always been a shortage of running water, while the windmills were primarily built in the Aegean, where suitable winds blow. In addition, water power was used for the operation of fulling-mills, water saws, oil mills and fulling-tabs, while wind power was employed not only for water pumping but mainly for the common Mediterranean tower mill and other types of mills, such as the horseshoe-shaped mill, which operated with a single wind direction, or the mill with a horizontally rotating propeller. In spite of the important cultural, historic, social and economic role these installations have played, it does not exist in Greece even to date, when they have been ruined by time, an articulated stet policy for their protection and preservation, although they are significant examples of pre-industrial technology and interesting monuments for archaeological and ethnological study.

The Traditional Pre-Industrial Mills of Cyprus Euphrosyne Rizopoulou- Egoumenidou

This article is a brief review of the motive power of the pre-industrial mills of Cyprus, dating mainly from the eighteenth to the twentieth century. All the available forms of energy have been exploited on the island, the muscular (human and animal), the aeolian and the water power. To the first group are ascribed the hand mill, an integral part of the traditional household until the twentieth century, the cotn grinding mill driven by animals, and the olive mill. During the period of British administration (1878-1960), mills driven by animals are exclusively recorded in Ammochostos district until 1919. The few preserved remnants indicate that the motion was conveyed to the millstones through a large horizontal wooden wheel. The olive mill consists of a cylindrical millstone that rotates vertically in astone round basin. This type of mill, to which the majority of mills preserved on the island belongs, is diversified as regards the form of its vertical axis and its location, whether, that is, it stands in the open or it is sheltered. The few ruined windmills that have been located in areas with suitable winds belong to the Mediterranean type of mills, which consists of a cylindrical tower-like structure, a vertical wheel and canvas sails. Their operation stopped in the beginning of the twentieth century. Water power has been the major exploitable energy, and the watermills have been operating from the twelfth to the mid-twentieth century. They display a monumental stone-built water tower and aqueduct and, as a rule, a horizontal wheel rotating by waterpower. In the pre-industrial phase the millstones, of Melian origin, were installed on the floor of a space built just above the water-wheel, so that both the upper millstone and the water-wheel could rotate around the same vertical axis.

Old Oil Mills of Messenia Nikolaos G. Laskaris

In the framework if the research project carried out in Messenia, the oil producing region of Greece par excellence, relevant machinery and installations have been located, the older ones dating from the mid-nineteenth century. These types of machinery have been identified: In the first type, the crushing device consists of a lower and an upper stone and the press displays a stone base and a wooden superstructure. In the second, the crushing device is enlarged and the press is made exclusively of metal. In the third type, that signals that industrialization of energy, the central system is hydraulic, the crushing device becomes even more bulky and elevated and the press is furnished with a piston. In this later phase of the oil mill evolution more modern and developed types of press are used. The last hydraulic press stopped to be used around 1980, while the oil mills operating to day are equipped with centrifugal apparatuses. Not only the machinery, but also the type of the oil mill buildings is also diversified forming three groups: a. The small, single-spaced oil mills that are located in the olive production areas, process a small amount of olives and serve the needs of a few families. b. The enlarged oil-mills that have the capacity to accommodate large quantities of olives and are located in populated areas. c. The oil mill complexes that can handle an immense olive production and reflect the industrialization of energy and the increase of product.

Theophilos’ De Diversis Artibus and its Importance for the Diachrony of Gold- and Silversmithing Techniques Yota Ikonomaki-Papadopoulos

In Western Europe the break from the past as regards the conception of natural environment, the machine technology and the new labor approach has laid the foundations of the technological tradition, already since the early twelfth century. These principles are expressed by the Presbyter Theophilos, a German monk of the Benedictine order, in his work De Diversis Artibus, a manual in three books, the first of its kind treatise on painting, glass-making and metalwork, written between 1122 and 1123. The third book of this work of diachronic importance is dedicated to metalwork and supplies the basis on which the evolution over the centuries of gold-m and silversmithing techniques can be followed, particularly in our country, where the pre-industrial period has lasted until about the middle of the twentieth century. From the twelfth century to the recent past or even to date Theophilos’ descriptions, the relevant references to modern technical manuals and our oral tradition verify each other continuously. In this article the references to workshops, tool equipments and, indicatively, to certain techniques of manufacturing and decorating objects are aiming to locate the continuities and breaks and to stress any retardation observed in comparison to the technological tradition of the west. Finally, the review of the Greek literary sources concerning metalwork confirms that basic reference texts are lacking and that the gap between science and technology, theory and praxis has never been bridged.

Thematic Technological Museums: An Ark of Traditional Technology Aspasia Louvi-Kizi

The serious misunderstanding that the restoration of traditional workshops could contribute to the preservation of traditional techniques has resulted to a series of restored and renovated ateliers, however closed and inactive if not definitely abandoned, as well as to a big disillusionment. Concurrently, it has become obvious that traditional arts as a production method and therefore as a means of living have died. The preservation of traditional technology can be much more effectively realized through its recording, documenting and videotaping and also through the publishing of relevant scientific articles. Nevertheless, the creation of thematic technological museums, although it presupposes a high cost of construction, is the most appropriate and effective way for transmitting to the museum visitor traditional technology and its course. These museums fall in two categories: a. The museums of themselves, that is workshops in which the entity of apparatuses is preserved. b. The thematic technical museums housed in neutral building-shells. Both, however, must be primarily based on museological entities, resulting from the elaboration of complete research projects that have been realized through modern educational methods. The operation cost of these museums is a more serious problem than their construction, since the task to staff, maintain and renovate them is both expensive and difficult. The Piraeus Bank Group Cultural Foundation has elaborated a model for the operation and management of an ensemble of eight Thematic Thematic Technological Museums in Greece.

Sciences and Technology Museums Stelios Papadopoulos

The history of the Sciences and Technology Museums begins at the late sixteenth century with the “galleries of curiosities” and continues in the seventeenth century with the institution of the Ashmolean Museum in Oxford, which presents the scientific and technological achievements in an encyclopedic way. Since the mid-twentieth century, the era of the skyrocketing development of mass media, the emphasis has been shifted and laid up on systematic education. The new approach to thematic exhibitions ascribes the displayed object to a program with a multidimensional meaning-message, such as artifact and society, process of scientific thought, need for protection and preservation. The fixed objective is the communication of knowledge and the means of achieving it are the new museographic applications, such as the advanced audiovisual media and the transeffective systems that help the museum visitor to undergo a personal experience and to form a critical opinion.

From the Technical Museum of Thessaloniki to the Science Center and Technology Museum Konstantinos Tanis

A meeting held in 1978 among educationists, technicians and businessmen gave the initiative for the institution of the Technical Museum of Thessaloniki. The purpose of its establishment and uninterrupted presence for a quarter of a century was to contribute to the acquaintance and familiarity with and the increase of interest in Science and Technology. In October 2001 the Science Center and Technology Museum was constituted, an institution that incorporated the activities of the former Technical Museum and conducted the construction, organization and operation of the new installations.

Indicative catalogue of technical museums in Greece Haralampos Drimousis, Andromachi Nastou et al.

Cities possessing technological museums are cited below in alphabetical order. Information on the museums is also supplied (contact numbers, timetables, museum schedules etc). The cities are the following: Athens, Aigio, Andros, Volos, Galaxidi, Demetsana, Edessa, Thessaloniki, Ioannina, Kalamata, Komotini, Mykonos, Patra, Rhodos, Soufli, Sparti, Syros, Chania and Chios.

Archaeology and Nationalism: a Mutual Relationship Maria Chountasi

Today, when a critical approach to world archaeology is necessary, there are many scholars who ask philosophical questions about the nature and social contribution of archaeology in order to clarify its role. Such an essential question is dealing with the relationship of archaeology with nation. Do archaeologists discover an “objective” past or do they create on their own alternative histories, which then they project in the past? How the socio-political and cultural environment influences the archaeologist’s work? This article aims to explore such issues in the field of Greek archaeology and, by adopting the methodology of critical evaluation, to define the relationship of archaeology and nationalism. Scholars from all over the world have already underlined the mutual character of this relationship. On the one hand, archaeology seems to become valuable when its findings can define the identity of a nation; and on the other, nationalism seems to be enhanced by using the “glorious” past and its remnants; Greek archaeology is not an exception to this common practice.

The Ancient Lycaea Nikos Bergeles

Lycaea, dedicated to the gods Zeus and Pan, was the most important festival in Arcadia. It was established by Lycaon, the mythical king of Arcadia, and it included rites, performed on the top of the Lycaeon Mount at 1383m height, as well as athletic games and horse races that were conducted in a valley close to the mountain peak. Tradition considers it an age-long festival, but according to the Parian Marble it was established in the fourteenth century B.C.. The archaeological finds evidence rites that date from the archaic period, while the historical sources confirm the conduct of games from the early classical age. The archaeological excavations brought to light tablets inscribed with fourth-century programs of games and names of Lycaean victors. In the athletic games that were held every five years and had a pan-Arcadian range, could also participate distinguished athletes from all over Greece. The program of the games included foot races, wrestling, and horse and chariot races and was similar to that of the Olympic games.

Human Pathology and Architecture Petros Radis

The terminology used in architecture in the ancient world clearly shows that quite often its point of reference is the human body; thus, correspondences of human members to architectural ones are established which refer to the complete and intact as well as to the damaged architectural members. In the terminology concerning the building detriments, the damages are regarded as wounds, the restorations as medical treatments and the declined edifices as living organisms that suffer. Therefore, it becomes obvious that the terminology of architecture refers to man, either directly, when it specifies the architectural members, or indirectly, when it turns t medical terminology in order to describe their decay.

An Itinerary in the Island of Thrace: The “Megali Vouva” Cave in Evros Region Stavros D. Kiotsekoglou

In the district of Leukimi village, at the depth of a small valley, we come in view of the impressive “Megali Vouva” cave that displays a carved phallumorphic stele on the upper right side of its entrance. The interior of the cave consists of two unequal in size chambers. An elevated shallow semi-circular conch (probably a burial place) with two hollows on its right side (probably purposed for offerings) has been carved on a lime stone protrusion almost at the center of the bigger chamber. It closely resembles the cock-cut tomb at Askites. The scattered Hellenistic and Byzantine shards and the fragments of hand made pottery dictate the urgent excavation of the site, which may yield significant finds for the history and culture of Thrace.

Nikodemos’ Wine Shop in Larissa Billy Vemi

In spite of the first impression of an impersonal concrete city that Larissa gives, the patient itinerant finds out that it has preserved some tesserae from all the periods of its history: they represent islets of quality in the everyday life as well as a pole of attraction for the visitors of Larissa. Among them a wine shop of the early twentieth century still stands intact and operates as a restaurant thanks to the painstaking efforts of a local association. The Greek public opinion and our fellow citizens usually downgrade the very serious issue of respecting and preserving the cultural heritage of our country, and in particular that of the recent past. The case of Nikodemos’ wine shop in Larissa and its successful management for twenty years now by a local association presents an interesting model for the preservation of an historic monument of a city by its conscious of the past and appreciative citizens.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Δήμητρα και Πλούτωνας, αδελφικοί καυγάδες Μαρίζα Ντεκάστρο

Η επιστροφή της Περσεφόνης στον Επάνω Κόσμο. Στα δεξιά η Δήμητρα περιμένει ήρεμη την κόρη της.

Τεύχος 129, Απρίλιος 2019 No. of pages: 144
Editorial: Απρίλιος 2019 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Άνδρος, με τη στοιχειωτικά όμορφη Χώρα. Με τα αρχοντικά και με τον ναύτη που χαιρετά, με τα ξωκλήσια. Η Παναγία η Θαλασσινή εν μέσω των κυμάτων. Ο αέρας να σε σηκώνει. Είναι τόσα τα ξωκλήσια στα ελληνικά νησιά, λες και στήθηκαν για να δαμάζουν αυτόν τον αέρα. Η επίκληση του θείου στοιχείου, η παράδοση του ανθρώπου στον Θεό μια γλυκιά, λυτρωτική ταπείνωση. Σ’ ένα σημείο πάντα σπάει το φράγμα των παράλληλων κόσμων. Το σημείο επαφής ανθρώπου–Θεού είναι το θεϊκό άγγιγμα στο δάχτυλο του Αδάμ στην εικόνα που δημιούργησε ο Μιχαήλ Άγγελος, είναι και το ξωκλήσι που χτίζει ο πιστός στο άκρο του ελληνικού νησιού. Είναι η Πυθία στο Μαντείο των Δελφών μέσα από την οποία μιλά ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Είναι η μούσα που ψιθυρίζει στο αφτί του καλλιτέχνη τα μυστικά της ομορφιάς του σύμπαντος, όπως αναφέρει στο άρθρο του ο Δρ Νίκος Ξανθούλης. Τι μπορεί, όμως, στ’ αλήθεια να παρηγορήσει τον άνθρωπο μέσα στην απέραντη υπαρξιακή μοναξιά του; Την αίσθηση του μάταιου και του φευγαλέου της ζωής, του χρόνου που ξεγλιστράει μέσ’ από τα χέρια μας την έχει εκφράσει μοναδικά ο Έντγκαρ Άλαν Πόε σε ποίημά του λέγοντας πως όλα τα φαινόμενα δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σ’ όνειρο. Αναρωτιέται, όμως, στο τέλος ο ποιητής αν αυτό ισχύει καθολικά. Μήπως κάτι διασώζεται; Μήπως υπάρχει κάτι άφθαρτο και ακατάλυτο;

Συνέντευξη: Ελένη Νομικού – «Το μουσείο είμαστε εμείς»

Η Ελένη Νομικού. Βαδίζοντας στον ωραιότερο πεζόδρομο της Αθήνας, μαγνητισμένοι από τις υπαίθριες αρχαιότητες. Στην απέναντι πλευρά, δύο νεοκλασικές κατοικίες μάς μεταφέρουν στα τέλη του 19ου αιώνα και σε έναν τρόπο ζωής που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Στη νέα ζωή τους άνοιξαν σε ένα ευρύ κοινό και συναπαρτίζουν το κέλυφος του Μουσείου των Ηρακλειδών. Το Μουσείο, που τάραξε τα νερά της ελληνικής μουσειακής πραγματικότητας όταν πρωτοεμφανίστηκε, προβάλλει σήμερα την αρχαία ελληνική τεχνολογία με την έκθεση «Εύρηκα». Στο τιμόνι του, η Ελένη Νομικού.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Μουσείο Λούβρου: Ελληνικές επιγραφές στην «Αποθέωση του Ομήρου» Αλίκη Σαμαρά-Κάουφμαν

Jean–Auguste–Dominique Ingres, «Η αποθέωση του Ομήρου», 1827. «Αν θεός είναι ο Όμηρος, ίδιες τιμές με τους αθάνατους ας έχει. Αλλά πάλι, και θεός να μην είναι, ας θεωρείται πως είναι θεός». Ο Γάλλος ζωγράφος Ingres (Ενγκρ) ξεδιπλώνει στην οροφή μιας αίθουσας του Λούβρου τη μεγάλη, πολυπρόσωπη σύνθεση που αποθεώνει τον ποιητή. Ένθρονος, ο Όμηρος περιβάλλεται από εμβληματικές θεϊκές μορφές. Τα έπη του προσωποποιούνται. Παρούσες οι Μούσες και οι επτά πόλεις που ερίζουν για το ποια είναι η γενέτειρα του ποιητή.

Θέματα: Ανέθεκε ταις νύμφαις Νίκος Ξανθούλης

Πομπή θυσίας, Πίνακας Α του Πιτσά. ΕΑΜ, αρ. ευρ. 16464. Φωτ.: Ελευθέριος Γαλανόπουλος. Σε μια βαθιά σπηλιά στον Άνω Πιτσά, κοντά στο Ξυλόκαστρο, βρέθηκαν το 1935 τέσσερις ξύλινοι και επιζωγραφισμένοι αναθηματικοί πίνακες. Ανάθημα στις Νύμφες, ο πρώτος πίνακας (540-530 π.Χ.) ζωγραφίζει με τρία χρώματα, γαλάζιο, κόκκινο, κίτρινο, πομπή θυσίας. Τρεις γυναικείες, τρεις παιδικές και μια πιθανολογούμενη ανδρική μορφή, στεφανωμένες και ντυμένες επίσημα, κατευθύνονται προς το βωμό. Μουσικά όργανα, κλαδιά μυρτιάς, ταινίες νίκης και το πρόβατον επί σφαγήν. Πώς διαβάζεται ο πίνακας Α του Πιτσά;

Η άγνωστη γεωμετρική Ελίκη Ντόρα Κατσωνοπούλου, Ιωάννης Κουκουβέλας

Τμήμα γεωμετρικού αγγείου (The Helike Project, Ντ. Κατσωνοπούλου). Περιδεείς οι κάτοικοι της αρχαίας Ελίκης, περιοχής με σεισμική δράση έντονη και ακατάπαυστη από τα προϊστορικά χρόνια, επέλεξαν για πολιούχο θεό και προστάτη τους τον Ποσειδώνα που διαφεντεύει τους σεισμούς. Θρυλείται ότι με το σεισμό του 373 π.Χ. η Ελίκη βυθίστηκε στη θάλασσα. Αξιοποιώντας και τη σύγχρονη τεχνολογία, μια συστηματική και διεπιστημονική αρχαιολογική έρευνα εντόπισε την αρχαία πόλη στη στεριά.

Αρχαϊκοί πίθοι σε ελληνιστικούς οικισμούς Καλλιόπη Γκαλανάκη, Χριστίνα Παπαδάκη, Κωνσταντίνος Χρηστάκης

Λύκτος: Ελληνιστική Οικία Δ, οικόπεδο Γ.Μ. Ζουραράκη (φωτ.: Γ. Ρεθεμιωτάκης). Ανθεκτικά τα αρχαία πιθάρια, αρκετά από τα οποία αποτελούν προϊόντα του μακρόβιου εργαστηρίου κεραμικής στην ενδοχώρα της επαρχίας Πεδιάδος, επιβεβαιώνουν, με τη μακροχρόνια χρήση τους, την εξέχουσα σημασία της μεταποίησης και της αποθήκευσης των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων στους αρχαίους χρόνους. Στην αρχαία πόλη της Λύκτου, τα αποθέματα τροφής σε πίθους και σε διάφορα φέροντα σκεύη από φθαρτά υλικά, μαζί με τα εποχιακά προϊόντα, εξασφάλιζαν επάρκεια τροφής σε πέντε ενήλικα μέλη καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, πρακτική συνήθης και στην προβιομηχανική Κρήτη.

Η Πυθία των Δελφών και το μυστικό της «δάφνης» Χαράλαμπος Β. Χαρίσης

Camillo Miola (Biacca), «Ο χρησμός» (1880), J. Paul Getty Museum. Η φωτογραφία διατίθεται από το μουσείο στο πλαίσιο του προγράμματος Open Content. Η «ιερή νόσος» του Ιπποκράτη, η σημερινή επιληψία, γινόταν αντιληπτή από τους αρχαίους ως είσοδος κάποιου θεού ή δαίμονα στο ανθρώπινο σώμα. Τα συμπτώματα της νόσου ταυτίζονται με εκείνα που εμφάνιζε η Πυθία σε μαντική έκσταση. Μέσα από το σώμα της, ο Απόλλωνας πρόφερε χρησμούς με τη δική της φωνή. Τη μετάπτωση της Πυθίας σε μια τεχνητή και αναστρέψιμη κατάσταση επιληψίας εξασφάλιζε το μάσημα φύλλων και η εισπνοή καπνού ροδοδάφνης.

Τα ξωκλήσια της Άνδρου Άννα Δεληγιάννη

Αγία Θαλασσινή, Χώρα Άνδρου. Κεραμοσκεπές ξωκλήσι με δίριχτη στέγη από βυζαντινό κεραμίδι. Στις παραδοσιακές κοινωνίες ο άνθρωπος λειτουργεί με γνώμονα τη θρησκευτική σκέψη. Το τοπίο που δεν ελέγχει τον τρομάζει. Για να το εξαγνίσει από τα δαιμόνια που τον επιβουλεύονται, κτίζει στα όρια μεταξύ του οικισμού και της ατιθάσευτης φύσης εξωκκλήσια που θα του εξασφαλίσουν  θεϊκή  προστασία. Με δομικά υλικά από το νησί, με τις απλές γραμμές και τα λιτά σχήματα της κυκλαδικής λαϊκής κατοικίας και με το «γαλάχτισμα», το ανδριώτικο ξωκλήσι παραδίδεται πάλλευκο, ευδιάκριτο από μακριά.

Μια επιγραφή-δείγμα της εβραϊκής παρουσίας στη Χίο Βάλια Παπαναστασοπούλου

Το κείμενο της επιγραφής (φωτ.: Μ. Τσαμπλάκος). Σε θέση προικισμένη από τη φύση και σπαρμένη με ερείπια μεσαιωνικών πύργων, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Πικρού. Στο κατώφλι του Ιερού Βήματος έχει ενσωματωθεί μαρμάρινη επιγραφή, που πιθανότατα προέρχεται από το κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο της Χίου. Η ερμηνεία της επιγραφής συνηγορεί υπέρ της ταφικής χρήσης της.

Μικρό αφιέρωμα: Θησαυροί νομισμάτων – Εισαγωγή Δέσποινα Ευγενίδου

Πήλινη πρόχους στα χέρια της αρχαιολόγου Δέσποινας Χατζή–Βαλλιάνου. Περιέχει θησαυρό 322 αργυρών νομισμάτων του 2ου αι. π.Χ. Βρέθηκε κάτω από το δάπεδο ενός λαξευτού τάφου. Ανασκαφές ΚΓ΄ ΕΠΚΑ στη νεκρόπολη της αρχαίας Φαιστού, στη θέση Φαλαγκάρι, το 1987. Φωτ.: Αρχείο Δ. Χατζή–Βαλλιάνου. Η αναζήτηση και η εύρεση κρυμμένων θησαυρών αποτελεί διαχρονικό όνειρο σε πολλές κοινωνίες και σε διαφορετικές εποχές. Ο απρόσμενος και εύκολος πλουτισμός αλλά και η συναισθηματική φόρτιση που μπορεί να δημιουργήσει ένα αντικείμενο από μια παλαιότερη εποχή τροφοδότησαν τη φαντασία των ανθρώπων.

Χρυσός και ασήμι στο νησί του χαλκού Ευαγγελινή Μάρκου

Θησαυρός αργυρών νομισμάτων που ανευρέθηκε στη γωνία των οδών Νικοκρέοντος και Χατζοπούλου, στην επέκταση του αρχαιολογικού χώρου του Λόφου Αγίου Γεωργίου. Λευκωσία, 2006, ανασκαφές της Εφόρου Αρχαιοτήτων δρος Δ. Πηλείδου. Οι νομισματικοί θησαυροί εμπλουτίζουν σημαντικά τις πληροφορίες για την ιστορία της Κύπρου που μας δίνουν οι πρωτογενείς πηγές. Νησί πλούσιο σε χαλκό αλλά χωρίς κοιτάσματα χρυσού και αργύρου, η Κύπρος στηριζόταν για την έκδοση νομισμάτων στην εισαγωγή  των πολύτιμων μετάλλων ακόμα και σε μορφή αντικειμένων ή νομισμάτων από άλλους τόπους. Στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους μάλιστα, η Κύπρος λειτούργησε ως «εργοστάσιο ανακύκλωσης» καθώς, με το που έφταναν ξένα νομίσματα στο νησί, μετατρέπονταν σε τοπικό νόμισμα.

«Αλέξανδροι»: Το διεθνές νόμισμα του ελληνιστικού κόσμου Σοφία Κρεμύδη

Θησαυρός Κορίνθου (Πελοπόννησος), 1930 (IGCH 77). Απόκρυψη θησαυρού: τελευταίο τέταρτο 4ου αι. π.Χ. Περιέχει χρυσούς στατήρες Φιλίππου Β’ και Αλεξάνδρου Γ΄. Νομισματικό Μουσείο Αθηνών. Φωτ.: Μ. Σκιαδαρέσης. Με τα χιλιάδες τάλαντα που βρήκε αποταμιευμένα από τους Πέρσες βασιλείς, ο Αλέξανδρος έκοψε χρυσά και αργυρά νομίσματα σε μεγάλες ποσότητες, τους «Αλεξάνδρους». Η τεράστια παραγωγή αλλά και ο αποθησαυρισμός χρυσών «Αλεξάνδρων» μειώθηκαν κατακόρυφα μετά τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., καθώς ο χρυσός που είχε εισρεύσει στη Μακεδονία επενδύθηκε σε πολυτέλεια και δεν παρέμεινε στην εγχρήματη οικονομία. Οι περισσότεροι χρυσοί θησαυροί βρέθηκαν στη Βαλκανική, κρυμμένοι από Θράκες μισθοφόρους στο δρόμο της επιστροφής.

Αρχαιολογικός χώρος: Σαλαμίνα Εύη Μικρομάστορα

Το Κυκλοτερές ταφικό μνημείο στις Κολώνες. Φωτ.: Εύη Μικρομάστορα. Το νησί πήρε το όνομά του από τη νύμφη Σαλαμίνα, μία από τις είκοσι κόρες του θεού–ποταμού Ασωπού σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση. Οι αρχαιολογικές έρευνες που έχουν διενεργηθεί στη Σαλαμίνα είναι τόσο σωστικού όσο και συστηματικού χαρακτήρα. Ξεκινούν με τον Σλήμαν το 1883 που στράφηκε στις νησίδες στο βόρειο τμήμα του Στενού της Σαλαμίνας. Ακολούθησαν ο Χ. Τσούντας το 1884 στο Στενό της Σαλαμίνας και ο Π. Καββαδίας το 1896 στην περιοχή του Ναυστάθμου όπου αποκαλύφθηκε πλειάδα τάφων του 11ου αιώνα π.Χ. Ο Α. Κεραμόπουλλος επικεντρώθηκε στο βόρειο τμήμα του τείχους της Κλασικής περιόδου, ο Ευθ. Μαστροκώστας το 1958 στη θέση Χαλιώτη στα νότια του νησιού και στη θέση Καμίνια στα Αμπελάκια. Ο Β. Πετράκος το 1960 και ο Κ. Δαβάρας το 1964 ανέσκαψαν το γνωστό εκτεταμένο μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγίας Κυριακής στα νοτιοανατολικά της πόλης της Σαλαμίνας. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από τις αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ι. Δεκουλάκου, Μ. Πωλογιώργη και, τα τελευταία 14 χρόνια, από την Τ. Κάττουλα. Στο νότιο τμήμα του νησιού εργάζεται από το 1994 έως σήμερα η ανασκαφική ομάδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων υπό τη διεύθυνση του καθ. Γ. Λώλου. Έχοντας εντοπίσει αρχικά το Σπήλαιο του Ευριπίδη και το Ιερό του Διονύσου, συνεχίζει την αποκάλυψη της Μυκηναϊκής Ακρόπολης των Κανακίων. Τα τελευταία δύο χρόνια το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιοτήτων διεξάγει έρευνα στον όρμο του Αμπελακίου, καταγράφοντας τις εγκαταστάσεις του αρχαίου λιμένα. Τέλος, το Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών το 2016 πραγματοποίησε επιφανειακή έρευνα και χαρτογράφηση της αρχαίας πόλης της Κλασικής περιόδου στα Αμπελάκια.

Τεύχος 37, Δεκέμβριος 1990 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Ο αρχαίος κόσμος στο διεθνή κινηματογράφο Χρήστος Χαλκιάς

«Κλεοπάτρα»: Λιζ Τέηλορ (1963), Κλωντέτ Κολμπέρ (1934) Α. Βωβός κινηματογράφος Ένας μάγος-ταχυδακτυλουργός, ο Ζωρζ Μελιές, γύρισε το 1899 το πρώτο ιστορικό φιλμ, την «Κλεοπάτρα», που δεν ήταν παρά μια κινηματογραφημένη θεατρική πράξη κατά τα πρότυπα της εποχής. Η χώρα που απέκτησε πάθος με τις ιστορικές παραγωγές ήταν η Ιταλία, ούτε αυτή όμως ξέφυγε από τα κινηματογραφημένα σκετς. «Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας» (1908) των Αρτούρο Αμπρόσιο και Λουίτζι Μάγγυ συγκεντρώνει για πρώτη φορά τις προδιαγραφές ενός ιστορικού φιλμ. Χάρη στο πρωτοποριακό της γύρισμα, η «Καμπίρια» (1913) του Τζιοβάνι Παστρόνε σημειώνει έναν δεύτερο μεγάλο σταθμό. Ύστερα από πολλές συμπαραγωγές Ιταλών και Γάλλων, ο γαλλικός κινηματογράφος αποσύρεται από τις επικές παραγωγές ενώ οι Ιταλοί θα κατακλύσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο «Μπεν Χουρ» (1907) του Σίντνεϊ Όλκοτ ήταν η πρώτη ιστορική ταινία που γυρίστηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η «Μισαλλοδοξία» (1916) του Ντ. Γκρίφιθ, «το μεγαλύτερο φιλμ που έγινε ποτέ», θεωρείται σταθμός και αφετηρία στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο Γκρίφιθ συνδύασε ιδιοφυώς την έρευνα, αρχαιολογική και φιλολογική, με ένα κολοσσιαίο υπερθέαμα. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης που επηρέασε την παραγωγή των επικών ταινιών όσο κανείς άλλος είναι ο Σεσίλ ντε Μιλ που με την Paramount γύρισε το 1923 τις «10 Εντολές». Η περίοδος του βωβού κλείνει το 1929 με την «Κιβωτό του Νώε» του Μάικλ Κέρτιτζ. B. Ηχητικός κινηματογράφος Το 1949 θεωρείται η απαρχή της αναβίωσης των ιστορικών παραγωγών του νεότερου ηχητικού και έγχρωμου κινηματογράφου. Τη χρονιά αυτή προβάλλεται το θρυλικό «Σαμψών και Δαλιδά» του Σεσίλ ντε Μιλ που «σπάει» τα ταμεία. Το 1951 η Metro Goldwin Mayer αντεπιτίθεται με το «Κβο Βάντις», το 1953 η 20th Century Fox παρουσιάζει το «Χιτώνα», το πρώτο σινεμασκόπ στην ιστορία του κινηματογράφου. Οι ταινίες «10 Εντολές» (1956), «Μπεν Χουρ» (1959), «Κλεοπάτρα» (1963), «Ο Χιτών» (1953), «Η Βίβλος» (1966), «Σπάρτακος» (1960) και «Κβο Βάντις» (1951) κέρδισαν συνολικά πάνω από 30 Όσκαρ και ανήκουν στα 100 πιο κερδοφόρα φιλμ όλων των εποχών. Επιστρατεύοντας μεγάλους σκηνοθέτες και διάσημους ηθοποιούς, ο ηχητικός επικός κινηματογράφος δεν στοχεύει στην απομίμηση αλλά στην κινηματογραφική επανερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, στη μέθεξη των βιωμάτων των ηρώων. Παράλληλα συνδυάζει την τέρψη με την ηθική ανύψωση του κοινού καθώς το καλό πάντα θριαμβεύει. Μετά το τέλος της δεκαετίας του '70 οι ιστορικο-επικές παραγωγές εγκαταλείφθηκαν οριστικά. Σχολιάζονται το ιστορικό πλαίσιο, η κινηματογραφική προσαρμογή και η ιστορική αυθεντικότητα των ταινιών: «Η Βίβλος» (1966) του Τζων Χιούστον, «Αδάμ και Εύα» (1956) του Αλμπέρτ Γκατ, Η Κιβωτός του Νώε» (1929) του Μάικλ Κέρτιτζ, «Σόδομα και Γόμορρα» (1963) του Ρόμπερτ Άλντριτζ, «Οι πατριάρχες της Βίβλου» (1963) του Μαρτσέλο Μπάλτι, «Ο Ιωσήφ και τα αδέλφια του» (1962) του Ίρβιγκ Ρέηπερ, «Οι 10 Εντολές» (1956) του Σεσίλ ντε Μιλ, «Σαμψών και Δαλιδά» (1949) του Σεσίλ ντε Μιλ, «Δαβίδ και Βηθσαβέε» (1951) του Χένρυ Κινγκ, «Ο Σολομών και η βασίλισσα του Σαββά» (1959) του Κινγκ Βιντόρ, «Σπάρτακος» (1960) του Στάνλεϋ Κιούμπρικ, «Ο τελευταίος Ρωμαίος» (1968) του Ρόμπερτ Σιόντμαν. Τέλος, ομαδοποιούνται θεματικά σε κατάλογο ιστορικές ταινίες του ηχητικού κινηματογράφου για: την Παλαιά Διαθήκη, την αρχαία Αίγυπτο, τον Τρωικό πόλεμο, την αρχαία Ελλάδα, την αρχαία Ρώμη, τις κατακτήσεις της Ρώμης, τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα χρόνια της παρακμής και, τέλος, τη διαίρεση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που δημιουργεί το Βυζάντιο.

Ελληνικός κινηματογράφος και ιστορία: μια σκιαγράφηση Τάσος Γουδέλης

«Πέτρινα Χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη, 1984. Πώς να ενταχθεί ο κινηματογράφος, αλαζονικό πλουσιόπαιδο του βιομηχανικού πολιτισμού, σε μια καχεκτική Ελλάδα που, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, έχει εισπράξει την καθυστέρηση σε όλα τα επίπεδα του πολιτισμικού γίγνεσθαι; Ακόμη και η αυταρχική πολιτική εξουσία, ανίκανη να εκμεταλλευτεί την εμβέλεια της μεγάλης οθόνης και να συντάξει μέσω αυτής την «επίσημη Ιστορία», θα περιοριστεί στην άσκηση λογοκρισίας. «Το ανάθεμα» (1916), φιλμ-ζουρνάλ του Χεπ, απαγορεύεται. Οι μυθοποιήσεις του παρελθόντος θυμίζουν κακές σχολικές παραστάσεις: η «Γκόλφω του Μπαχατόρη (1914) ή η «Μαρία Πενταγιώτισσα» (1928) του Μαδρά, ο «Οδυσσέας Ανδρούτσος» (1925) του Μανάκια και το σύγχρονο «Λάβαρο του 1821» του Λελούδα. Πλάι σε βουκολικά δράματα, όπως η «Αστέρω» (1952) του Δημόπουλου, γυρίζεται το «Πικρό ψωμί» (1951) του Γρηγορίου. Πρώτο μεταπολεμικό ιστορικό φιλμ: το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου «Τραγωδία του Αιγαίου» (1961). Η προσέγγιση της αρχαιότητας εξαντλείται προπολεμικά σε δύο εκδοχές του «Προμηθέα δεσμώτη» (1927) και στο «Δάφνις και Χλόη» (1931) του Ορέστη Λάσκου. Το 1961 ο Τζαβέλλας γυρίζει την «Αντιγόνη». Αν το 1962 ο Ζάρπας καταγράφει απλά την παράσταση της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, με την ευριπίδεια «Ηλέκτρα» του (1962), ο Κακογιάννης εγκαινιάζει έναν πρωτότυπο διάλογο με την τραγωδία, κάτι που δεν θα πετύχει στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (1977). Στη διάρκεια της χούντας η «Μήδεια» εμπνέει δύο ταινίες, ο Δαδήρας γυρίζει το ψευδοϊστορικό «Ιπποκράτης και δημοκρατία» και ο Ζερβουλάκος διασκευάζει κοινότοπα τη «Λυσιστράτη». Μεταχουντικά, Φέρρης (1975) και Θέος (1976) δημιουργούν δυο φιλόδοξες δοκιμιακές ταινίες. Παιδιά της δεκαετίας του '60, οι ταινίες μικρού μήκους εκπροσωπούνται από τις «100 ώρες του Μάη» (1963) των Λαμπρινού-Θέου και τις «Περιπτώσεις του Όχι» (1965) των Παπαστάθη-Αυγερινού. Με αρετές εμφανίζονται οι ταινίες των Μανουσάκη(1965), Γλυκοφρύδη(1966), Μανθούλη και Σταμπουλόπουλου(1966, 1967), και Δαμιανού(1966). Επί δικτατορίας ευδοκιμεί το είδος της πομπώδους επετειακής ιστορικής ταινίας, παραγωγής Τζέιμς Πάρις. Τον εγχώριο κινηματογράφο αναζωογονεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με την «Αναπαράσταση» (1970) και τις «Μέρες του ’36» (1972). Το 1971, ο Κατσουρίδης γυρίζει το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» και ο Δαμιανός την «Ευδοκία». Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η πολιτική ταινία απογειώνεται: «Θίασος» (1975) του Αγγελόπουλου, «Χάπυ Ντέι» (1976) του Βούλγαρη, «Κελί μηδέν» (1975) του Σμαραγδή, «Μαρτυρίες» (1975) του Καβουκίδη, «Μάης» (1976) του Ψαρρά, «Γράμμα στον Ναζίμ Χικμέτ» (1976) του Αριστόπουλου. Με την υπόθεση Πολκ, οι Μαλλιάρης (1981) και Γρηγοράτος (1987) στρέφονται στη σύγχρονη ιστορία. Διαφορετικές προσεγγίσεις της Ιστορίας προτείνουν οι «Κυνηγοί» (1977) και ο «Μεγαλέξαντρος» (1980) του Αγγελόπουλου και ο «Ελευθέριος Βενιζέλος» (1978) του Βούλγαρη. Προσωπογραφίες δημιουργούν ο Τζήμας στον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο» (1981) και ο Λαμπρινός στον «Άρη Βελουχιώτη» (1981). «Στον καιρό των Ελλήνων» (1981) και στον «Θεόφιλο» (1987), ο Παπαστάθης συνθέτει ένα δοξαστικό στις αξίες του ελληνισμού. Στη δεκαετία του ’80 η αποτίμηση του παρελθόντος αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά: «Κάθοδος των εννιά» (1984) του Σιοπαχά, «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1982) του Αγγελόπουλου και «Πέτρινα χρόνια» (1986) του Βούλγαρη. Ξεχωρίζει η αισθητική του «Δοξόμπους» (1987) του Λαμπρινού και της «Υπόγειας διαδρομής» (1983) του Δοξιάδη. Μέσα από τις νέες μυθοπλασίες («Πρωινή περίπολος» -1987 του Νικολαΐδη και «Βιοτεχνία ονείρων» -1990 του Μπουλμέτη), η Ιστορία πια αφορά το μέλλον και γίνεται νοητή ως μια απειλητική οικολογική Νέμεσις.

Η περίπτωση του Παζολίνι Νίκος Ξένιος

Η Μήδεια του Παζολίνι με το πρόσωπο της Μαρία Κάλλας Πιερ Πάολο Παζολίνι (1922-1975): Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός, ζωγράφος, συγγραφέας και ποιητής, καθηγητής φιλολογίας με σύντομη διδασκαλική καριέρα. Στα 53 του, το σώμα του βρίσκεται κατακομματιασμένο. Στην πρωτόλεια ταινία του «Accatione», ο Παζολίνι στρέφει το βλέμμα ενός θρησκευόμενου στο υπο-προλεταριάτο της Ρώμης, κοινωνικό χώρο που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του κινηματογραφικού του έργου. Οι ταινίες «Mamma Roma» και «La Ricotta» (1962) προδίδουν τη στράτευσή του στην Αριστερά. Στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (1964), η ματιά του σκηνοθέτη διασταυρώνεται ισότιμα με τη ματιά του πιστού. Παράλληλα, μια ολόκληρη μικροαστική αλλά και εμπορική εικονογραφία ανατρέπεται. Ο Παζολίνι δεν κρύβει την πολεμική του διάθεση ενάντια στο φανατισμό ενός ορισμένου μαρξισμού και ενός ορισμένου λαϊκισμού. Η άποψή του κρίθηκε αιρετική από το πνευματικό κατεστημένο της εποχής. Σε επανειλημμένες δίκες, όχι μόνον οι κληρικοί αλλά και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας στρέφονται εναντίον του. Ο δικός του «Οιδίπους τύραννος» (1967) ενσαρκώνει τον τραγικό ήρωα που, απογυμνωμένος από οποιαδήποτε δείγματα αστικής νοοτροπίας, οδηγείται στην τελική του συντριβή στην προσπάθειά του να καταλύσει εδραιωμένες κοινωνικές δομές. Η αντισυμβατικότητα του Οιδίποδα γίνεται φανερή στην προσέγγιση της μητέρας του Ιοκάστης. Ο Παζολίνι επεκτείνει την προβληματική του Σοφοκλή ενσωματώνοντας σε αυτή τη φροϋδική θεωρία και το ρόλο που αυτή αναγνωρίζει στα αρχέγονα ένστικτα και το υποσυνείδητο. Η «Μήδεια» (1970) αντιπαραβάλλει τη βαρβαρότητα της Ανατολής στον «πολιτισμό» της Δύσης. Η συγκλονιστική κραυγή της στην τελευταία σκηνή μεταφράζει την απόγνωση μπροστά στο πολιτισμικό αδιέξοδο των καιρών μας.

Άλλα θέματα: Ο αρχαιολογικός έλεγχος των εκσκαφών για τον κεντρικό αποχετευτικό αγωγό Ρόδου: εκπλήξεις και προβλήματα Εριφύλη Κανίνια

Η υστεροελληνιστική επιτύμβια σύνθεση Γ 1499 προτού οι πλάκες συναρμολογηθούν μεταξύ τους. Η συγγραφέας, που είχε την ευθύνη του αρχαιολογικού ελέγχου της εκσκαφής, ανοίγει το ημερολόγιό της. Μέσα στο στενό όρυγμα της οδού Δημητρίου Αναστασιάδη ερευνήθηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι λαξευμένοι στον φυσικό πωρόβραχο, θήκες και δύο χτιστοί τάφοι-θάλαμοι. Σε μικρό λαξευμένο κιβωτιόσχημο τάφο, βρέθηκε εξαίσιο χρυσό στεφάνι από το β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Αποτελείται από δύο κλαδιά ελιάς με 28 φύλλα το καθένα που συνδέονται με μικρό «ηράκλειο» κόμβο. Στη Φανερωμένη αποκαλύφθηκε ευρύτερο σύνολο τάφων σε πυκνή διάταξη, από τους οποίους οι 60 περίπου που ερευνήθηκαν χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου και στον 3ο αιώνα π.Χ. Αρκετοί είναι υπόγειοι «συρταρωτοί» με δίδυμους τάφους-προθαλάμους. Από διαταραγμένες επιχώσεις περισυλλέχτηκαν πάνω από 40 ταφικά μέλη, ανάμεσά τους κυλινδρικός επιτύμβιος βωμός του 1ου αιώνα π.Χ. με γιρλάντες και βουκράνια, ανάγλυφη παράσταση νεκρόδειπνου και επιγραφή. Νοτιότερα οι εκσκαφές διακόπηκαν σε δύο σημεία. Πρώτα στα κτήματα Καζούλη, όπου αποκαλύφθηκε τετράπλευρος χώρος ταφικού μνημείου λαξευμένος στον φυσικό πωρόβραχο, προσβάσιμος με λαξευμένη κλίμακα καθόδου. Στις πλευρές του εντοπίστηκαν τέσσερις λαξευμένοι θαλαμωτοί τάφοι, διάφορα λαξεύματα θηκών ή μικρότερων «συρταρωτών» τάφων. Οι θαλαμωτοί τάφοι θα σχημάτιζαν μνημειώδη πρόσοψη που θα επιστεφόταν με γείσα. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα επιτύμβια μέλη με επιγραφές που δίνουν πλούσιο προσωπογραφικό υλικό. Οι δύο εκπλήξεις όμως που περίμεναν στο Βόδι ήταν απρόσμενες. Σε σπαράγματα βρέθηκε μεγάλη ανάγλυφη σύνθεση σε τρεις πλάκες, δουλεμένη σε αλλεπάλληλα, εναλλασσόμενα επίπεδα βάθους, με μια κεντρική μορφή ήρωα-πολεμιστή πλαισιωμένη από δύο εφηβικές μορφές δούλων. Ο ένας κρατάει το δόρυ του πολεμιστή ενώ γέρνει σε κορμό δέντρου στο οποίο είναι τυλιγμένο φίδι. Ο άλλος, με υψωμένα τα χέρια, προσπαθεί να συγκρατήσει ένα άλογο από τα χαλινάρια. Ο πολεμιστής έχει ριγμένη στους ώμους χλαμύδα, με το αριστερό χέρι κρατάει ξίφος σε θηκάρι ενώ απλώνει το δεξί σε οριζόντια θέση, κίνηση που θέλει να ελέγξει την ορμή του αλόγου. Σε ξεχωριστή πλάκα είχε δουλευτεί το ανώτερο μέρος, που δεν σώζεται, με το κεφάλι του ήρωα, του αλόγου, του φιδιού και πιθανόν το φύλλωμα του δέντρου. Η επιτύμβια σύνθεση χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ. Όχι πολύ μακρύτερα, σπασμένη σε τρία κομμάτια, βρέθηκε μεγάλη επιτύμβια στήλη των χρόνων του αυστηρού ρυθμού. Διασώζει αλληγορική σκηνή με μικρό έφηβο που προσφέρει πετεινό σε νεαρό άντρα. Η επίστεψη της στήλης θα πρέπει να ήταν αετωματική. Το έργο, πιθανόν προϊόν περιφερειακού εργαστηρίου, χρονολογείται στο τέλος του πρώτου ή στην αρχή του δεύτερου τέταρτου του 5ου αιώνα π.Χ.

Δίδυμο ταφικό μνημείο: συμβολή στη μελέτη των ροδιακών νεκροπόλεων Αντώνης Μαστραπάς

Πρόσοψη δίδυμου ταφικού μνημείου στη Ρόδο. Στην περιφέρεια της σύγχρονης πόλης της Ρόδου, σε οικόπεδο προορισμένο για ανοικοδόμηση, αποκαλύφθηκε τμήμα της νοτιοδυτικής αρχαίας νεκρόπολης. Ο ίδιος χώρος είχε χρησιμοποιηθεί από την αρχαιότητα και ως λατομείο εξόρυξης πωρόλιθου. Στο οικόπεδο εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα μέρους εκτενέστερου νεκροταφείου με δεκαοκτώ λαξευτούς κιβωτιόσχημους τάφους, δύο κτιστούς κιβωτιόσχημους, δύο λαξευτούς θαλάμους, πέντε θήκες λαξευμένες ή κτιστές που περιείχαν καύσεις σε τεφροδόχα αγγεία ή οστεοθήκες με ιστορική συνέχεια από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ως τους ρωμαϊκούς χρόνους και δεκατρείς ελεύθερες επιφανειακές ταφές από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου, λαξευμένο σε ενιαίο τμήμα φυσικού βράχου, βρέθηκε δίδυμο ταφικό μνημείο, τμήμα ευρύτερου ταφικού συγκροτήματος όπως δείχνει η επέκταση του περιβόλου του. Οι είσοδοι των δύο ταφικών θαλάμων ήταν σφραγισμένες με καλυπτήριες πέτρες. Οι πανομοιότυποι τάφοι έχουν ορθογώνιο σχήμα και αετωματική οροφή. Ο πρώτος ταφικός θάλαμος ήταν σφραγισμένος αλλά είχε συληθεί. Δεν βρέθηκε καν ίχνος από οστά. Τα ευρήματα, που προέρχονται από την επίχωση, είναι τέσσερα μυροδοχεία ατρακτοειδούς σχήματος των ύστερων ελληνιστικών χρόνων, το κάτω μέρος οξυπύθμενου αμφορίσκου, λυχνάρι με αποκρουσμένο μυκτήρα και πήλινο δισκοειδές αντικείμενο. Ο δεύτερος θάλαμος ήταν ασύλητος. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε ύπτια θέση. Πάνω του, στην αριστερή θωρακική χώρα, είχε τοποθετηθεί αργυρό ομφαλωτό φιαλίδιο. Τα υπόλοιπα κτερίσματα, από τα πλέον χαρακτηριστικά των νεκροπόλεων της Ρόδου, ήταν δύο οξυπύθμενοι αμφορίσκοι, ένα μυροδοχείο, ένα λυχνάρι και σιδερένια στλεγγίδα. Κυρίως από το μυροδοχείο και το λυχνάρι, η γυναικεία αυτή ταφή χρονολογείται στο α’ τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ.

Οι κυρίαρχες αντιλήψεις για τον άνθρωπο στον Eλληνισμό και τον Xριστιανισμό Αντώνης Παπαρίζος

Λεπτομέρεια τοιχογραφίας από το Καθολικό της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου. Με αφετηρία την άποψη ότι η αντίληψη για τον άνθρωπο έχει κομβική θέση στη ζωή μιας κοινωνίας καθώς συνδέεται με την αντίληψη για το θεό, ή τους θεούς, και τον Κόσμο, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο μετασχηματισμός οποιασδήποτε κοινωνίας σηματοδοτείται από την κριτική που αρχίζει να ασκείται από τα μέλη της στην κυρίαρχη αντίληψή της για τον άνθρωπο. Στην αρχαία Ελλάδα, στην πρώτη περίοδο ίδρυσης της «πόλης», ο άνθρωπος είναι ο πολίτης στην προσπάθειά του για συλλογική επιβίωση και σωτηρία ενώ, στην περίοδο της ακμής της, ο άνθρωπος γίνεται άσκηση για την αρετή. Στην ελληνιστική περίοδο, ο άνθρωπος της Μεσογείου μετατρέπεται σε έναν παθητικό κοσμοπολίτη που αρχίζει να επιδιώκει την αθανασία και τη σύνδεση με έναν άλλο Κόσμο, καλύτερο από τον επίγειο. Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, ο «μεσογειακός άνθρωπος» μέχρι και τον 3ο αιώνα μ.Χ. αναπτύσσει τρεις βασικές αντιλήψεις για τον εαυτό του. Τον άνθρωπο/«Λόγο», για τους στωικούς, τον άνθρωπο/κοσμικό κύτταρο φωτός σε κατάσταση πτώσης, για τα ρεύματα του γνωστικισμού, και τον άνθρωπο/ψυχή που ελπίζει σε μια άλλη ζωή ή την αθανασία, για τις ποικίλες μυστηριακές λατρείες και το νεοπλατωνισμό. Όλες σχεδόν οι μεσογειακές αντιλήψεις της εποχής για το τι είναι άνθρωπος συναντιούνται και συγκρούονται στη μορφή του Ιησού Χριστού. Κατά τον ελληνικό Μεσαίωνα, υπήκοος και υπάκουος του αυτοκράτορα και της Εκκλησίας, ο άνθρωπος έχει μια ενιαία αντίληψη για τον εαυτό του: είναι χριστιανός που κινδυνεύει να χάσει τη σωτηρία και την ψυχή του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο Ιησούς Χριστός γίνεται η κεντρική συμβολική μορφή, η κεντρική αντίληψη μέσω της οποίας οι Έλληνες μπορούν να συλλάβουν τον εαυτό τους και να αντιπαρατεθούν στον κατακτητή: συνδέονται άμεσα με τα Πάθη του και την ελπίδα της Ανάστασης.

Αρχαιολογικοί τόποι και αρχαιολογικοί χώροι Βασίλης Δωροβίνης

Άποψη του Φιλιππείου στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Δημοσιεύεται τμήμα της ανακοίνωσης του συγγραφέα στο συνέδριο του ελληνικού τμήματος του ICOMOS «Νέες πόλεις πάνω σε παλιές – το παράδειγμα της Άρτας». Θεωρώντας την προσφυγή στη νομολογία «κλειδί» σε θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς, ο συγγραφέας ανατρέχει σε αυτή προκειμένου να διακρίνει εννοιολογικά τους αρχαιολογικούς τόπους από τους αρχαιολογικούς χώρους. Αφού διευκρινιστεί ότι η σχέση τόπου προς χώρο είναι σχέση όλου προς μέρος, ο συγγραφέας θέτει και άλλα ερωτήματα: ποιος είναι αρμόδιος να χαρακτηρίσει τόπους και χώρους ως «αρχαιολογικούς», πότε απαγορεύεται και πότε όχι η εκτέλεση έργων σε αρχαιολογικούς χώρους ή, δεδομένης της άγριας οικοπεδοποίησης της γης, τι μέριμνα έχει λάβει ο νομοθέτης για την εναρμόνιση των Υπουργείων Πολιτισμού και Χωροταξίας;

Εκλεκτικιστικές κατοικίες στην Κηφισιά στα χρόνια της «Μπελ Επόκ» Ελένη Παπανδρέου

Χαρακτηριστικό εκλεκτικιστικό παράδειγμα: η κατοικία της οδού Κόκκοτα 3 στην Κηφισιά, χτισμένη το 1900 για την κόμισα De Brooke. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι ομογενείς που επαναπατρίζονται, μαζί με τα κεφάλαιά τους, εγκαινιάζουν στην Ελλάδα τον ευρωπαϊκό τύπο της δεύτερης κατοικίας (villa). Μετά το 1880, επαύλεις αρχίζουν να ανεγείρονται στις παρυφές των μεγάλων αστικών κέντρων. Η δεύτερη κατοικία όφειλε να διαφοροποιείται από το μέγαρο της πόλης, εμφανίζοντας έναν όχι αμιγή κλασικισμό και μια γραφική-ρομαντική σύνθεση, εναρμονισμένη με το ελληνικό τοπίο. Στην Κηφισιά, τόπο παραθερισμού των εύπορων Αθηναίων, σώζονται σήμερα 114 διατηρητέα, χτισμένα ανάμεσα στο 1870 και το 1936. Τα νεοκλασικά της σπίτια είναι λιγοστά. Στον πρώιμο αυστηρό Νεοκλασικισμό (1833-1863) κατατάσσονται εκείνα με τη λιτή διάθεση που αποκλείει τις ρομαντικές εξάρσεις. Στον ώριμο Νεοκλασικισμό (1863-1897) ανήκει η έπαυλη «Χρυσάνθεμο», χτισμένη το 1890, που διατηρεί τα επιμέρους στοιχεία του Νεοκλασικισμού συνδυάζοντάς τα με ελεύθερες και ασύμμετρες κτηριολογικές συνθέσεις. Στον Τσίλερ αποδίδεται η έπαυλη «Ατλαντίς», χτισμένη το 1897. Ο αρχιτέκτονας αντικαθιστά τα ρωμαϊκά μορφολογικά στοιχεία με ελληνικά. Οι εκλεπτυσμένες αναλογίες και η πειθαρχημένη ποικιλία των στοιχείων που δίνουν στη σύνθεση μια κάποια ελευθερία εμπλουτίζουν τελικά τη νεοκλασική συμμετρία του συνόλου. Το 1910, η βίλα Καζούλη παραμορφώνει τις κλασικιστικές αρχές καθώς τις εισάγει στο σύστημα της αναγεννησιακής μορφολογίας. Το Ρομαντισμό υιοθέτησε και μια άλλη κατηγορία σπιτιών, τα γραφικά «Picturesque» με τις ξύλινες εξωτερικές διακοσμήσεις. Ρυθμολογικά εντάσσονται στην αγροτική αρχιτεκτονική. Κατεξοχήν εικονογραφικό τους πρότυπο υπήρξε η κατοικία του αρχιτέκτονα C.F. Schinkel στο Πότσνταμ (1829-1831). Στην Ελλάδα, ο Τσίλερ συνθέτει με ελληνικά μορφολογικά στοιχεία. Το στιλ του, που ονόμασαν «ελληνοελβετικό», εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη θερινή κατοικία του βασιλιά Γεωργίου στο Τατόι. Οι «γραφικές» κατοικίες διακρίνονται σε εκείνες που είναι συμμετρικές και κλειστές έτσι ώστε, αν αφαιρούνταν τα ξύλινα διακοσμητικά στοιχεία τους θα θύμιζαν έργα του Νεοκλασικισμού, και σε άλλες, στις οποίες κυριαρχεί το πνεύμα της αγροτικής αρχιτεκτονικής και η ελεύθερη διάρθρωση των χώρων. Η κατοικία της οδού Κόκκοτα 3, αν και ανήκει στην πρώτη κατηγορία, με τους δύο ακραίους «μεσαιωνικούς» πύργους της μετατρέπεται σε χαρακτηριστικό εκλεκτικιστικό παράδειγμα. Αλλά και οι κατοικίες της δεύτερης κατηγορίας, παρά το λαϊκό-αγροτικό χαρακτήρα τους, επειδή εμφανίζουν πολλά ετερόκλητα ρυθμολογικά στοιχεία μπορούν να καταταγούν στον εκλεκτικισμό. Το κτήριο του 1910 στην οδό Κασσαβέτη 19, αποτελεί σύζευξη της αγγλικής προαστιακής βίλας με μια πέτρινη διασκευή του ρυθμού Swiss Cottage. Οι εκλεκτικιστικές κατοικίες είναι πλούσιες σε αναφορές ιστορισμού. Ο Ρομαντισμός προκρίνει ως κύρια πηγή μορφολογικής ανανέωσης τη φρουριακή αρχιτεκτονική και τους πύργους που εκφράζουν τη μυθολογία του Μεσαίωνα. Την πυργοειδή-μεσαιωνική μορφή εκπροσωπεί μια έπαυλη του 1872 στην οδό Εμμ. Μπενάκη 8 και Πεσμαζόγλου που διατηρεί, κατ’ εξαίρεση, μορφές του Νεοκλασικισμού συνδυάζοντάς τες με στοιχεία του γαλλικού Μπαρόκ. Πρόδηλα μεσαιωνικός είναι ο χαρακτήρας του πύργου στην οδό Τατοΐου και Δεληγιάννη, χτισμένος το 1915 σε σχέδια βέλγου αρχιτέκτονα. Στις κατοικίες με γοτθικίζοντα στοιχεία, παραλλαγή των φρουριακών κτισμάτων, ανήκει η κατοικία του 1897 στην οδό Στροφυλίου 25 και Πεσμαζόγλου. Στα βυζαντινίζοντα εκλεκτικιστικά κτήρια ανήκει η έπαυλη της οδού Τατοΐου 31, κατοικία του Ιωάννη Μεταξά από το 1939, που χτίστηκε το 1890 από τους αρχιτέκτονες αδελφούς Αξελούς.

Μοντέρνα αρχιτεκτονική και προβλήματα διατήρησης Αντρέας Γιακουμακάτος

Θ. Βαλεντής – Π. Μιχαηλίδης, προοπτικό σχέδιο της οικίας Αβέρωφ, Κηφισιά, 1940. Η υπάρχουσα νομοθεσία στην Ελλάδα στοχεύει κυρίως στην προστασία κτηρίων του 19ου αιώνα και παραδοσιακών οικισμών. Ωστόσο, στις ευρωπαϊκές χώρες, από τη δεκαετία του ’80, διεθνείς οργανισμοί κινητοποιήθηκαν για τη συντήρηση αξιόλογων αρχιτεκτονημάτων και συνόλων του 20ού αιώνα. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει συστήσει ειδική Επιτροπή μελέτης και το ICOMOS εξέδωσε μια πρώτη σειρά οδηγιών. Το DOCOMOMO προσανατολίζεται στη διάσωση του έργου των ιστορικών πρωτοποριών και του μοντέρνου κινήματος στην Ευρώπη ενώ, στο πλαίσιο της Unesco, λειτουργεί διεθνής ομάδα ειδικών για τη συντήρηση της αρχιτεκτονικής «Art nouveau» σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική. Στην πολιτισμική αξιολόγηση και διάσωση περιλαμβάνονται το ίδιο το φυσικό περιβάλλον και οι κατασκευές που εντάσσονται δημιουργικά σε αυτό και το ολοκληρώνουν (ενδεικτικά: τα tucul στα χωριά της Αβησσυνίας ή οι υδροφράκτες κατά μήκος των βελγικών καναλιών). Η προβληματική που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών συμπίπτει σε κάποια κοινά σημεία: καταρχήν, κάθε χώρα καλό θα ήταν να συντάξει και να δημοσιοποιήσει καταλόγους έργων που κρίνονται άξια προστασίας. Η επιλογή δεν πρέπει να δεσμεύεται από «πολιτισμικές προκαταλήψεις» υπέρ του μοντέρνου αλλά να καταγράφει και αντιπροσωπευτικά δείγματα του ακαδημαϊσμού ή περιφερειακών τάσεων. Να επιλέγονται έργα στα οποία να αναγνωρίζεται «ιστορική μνήμη» ή μία από τις νέες τυπολογίες του 20ού αιώνα (κινηματογραφικές αίθουσες, τα καταφύγια της γραμμής Maginot κ.ά.). Πρωταρχική σημασία έχει το νομικό πλαίσιο και η εξασφάλιση πόρων. Από επιστημονική άποψη όμως, προέχει η μελέτη των κατασκευαστικών μεθόδων και υλικών, που εξασφαλίζει την ορθή ανάγνωση της παθολογίας του κτηρίου και την υιοθέτηση των καταλληλότερων μεθόδων επέμβασης.

Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το χρυσό δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο (5ος αι. π.Χ., Παντικάπαιον) είναι το έμβλημα των εκδηλώσεων «Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα». Τον Απρίλιο του 1991 στο Λονδίνο, σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του King’s College, η Πολιτιστική Εταιρεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ» οργανώνει και παρουσιάζει ένα πολύπτυχο πρόγραμμα για τους «Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα». Το πρόγραμμα περιλαμβάνει Έκθεση στο King’s College που παρουσιάζει ο Sir Steven Runciman, παρουσίαση του βιβλίου The Greeks in the Black Sea, ακαδημαϊκή ημερίδα, ξεναγήσεις για τα αγγλικά σχολεία και για τα μέλη της ελληνικής παροικίας, ξεναγήσεις και εργαστήρια για τα παιδιά της ελληνικής και της κυπριακής κοινότητας, διαλέξεις για το αγγλικό και το ελληνικό κοινό, προβολές βιντεοταινιών. Στο πλαίσιο του προγράμματος, εκδόθηκε το βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Καλυκωτός κρατήρας του αγγειογράφου Ευφρονίου και του κεραμέα Ευξιθέου, περ. 510-500 π.Χ. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στο Ενημερωτικό Δελτίο της Αρχαιολογικής Εταιρείας αναγγέλλεται η επαναλειτουργία της Σχολής Διδασκαλίας της Ιστορίας της Τέχνης, από 7 Νοεμβρίου 1990 μέχρι 13 Μαρτίου 1991 – Αποκαλύφθηκε στη Βεργίνα άγαλμα του 4ου αιώνα π.Χ. που εικονίζει τη θεά της δόξας Εύκλεια, αφιέρωμα της γιαγιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ευρυδίκης – Στη φετινή ανασκαφή του νεκροταφείου της αρχαίας Μεσημβρίας (Θράκη) αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός τάφων του 5ου, 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. σε ποικιλία μορφών και με ποικίλα κτερίσματα. Δηλώνουν ταφική λατρεία οι τρεις μνημειακές λίθινες κατασκευές;

Εκθέσεις

Στο Μουσείο του Λούβρου (ως τις 31.12.90) εκτίθενται εξήντα περίπου έργα του Ευφρόνιου, του μεγαλύτερου ζωγράφου ερυθρόμορφων αγγείων - «Κυκλαδικός Πολιτισμός – Η Νάξος στην 3η χιλιετία» είναι ο τίτλος έκθεσης στο Μουσείο Γουλανδρή (22.10.90-31.3.91)

Συνέδρια

Το 9ο Διεθνές Συνέδριο για τα μυκηναϊκά και αιγαιακά κείμενα οργάνωσαν το «Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος» και η «Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών» (Αθήνα, 2-6.10.90) – Τριήμερο Εργασίας με θέμα την ιστορία του ελληνικού κρασιού οργάνωσε στη Σαντορίνη (7-9.9.90) το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ με χορηγό την εταιρία «Ι. Μπουτάρης & Υιός ΑΕ»

Βιβλία

Μενέλαος Χριστόπουλος, Οι θεότητες της Μουσικής στην ομηρική και αρχαϊκή ποίηση, Αθήνα 1985 – Μαρίζα Ντεκάστρο, Βυζαντινή Τέχνη. Οδηγός για παιδιά, Κέδρος, Αθήνα 1990 – Μ. Χατζηδάκης, Δ. Σοφιανού, Ιστορία και τέχνη στο Μεγάλο Μετέωρο, Interamerican, Αθήνα 1990 – Νίκος Βασιλάτος, Όπλα 1790-1860. Μνημεία ελληνικής ιστορίας και τέχνης, ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 1989

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Απολογισμός της δεκαετούς περίπου δράσης της Αρχαιομετρικής Εταιρείας – Κυκλοφόρησε στις αρχές Νοεμβρίου 1990 το 2ο τεύχος του Δελτίου Αρχαιομετρίας (ΔελτΑ) – Συνεχίζοντας μια σχεδόν δεκαετή παράδοση επαναλαμβάνονται από 31.10.90 τα σεμινάρια Αρχαιομετρίας στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Κέντρου «Δημόκριτος» - Παρουσίαση των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Χημικού Εργαστηρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

Συνέδρια

• 2nd Biennial Asmosia Meeting: Συνάντηση αφιερωμένη στη διακίνηση και την προέλευση του αρχαίου μαρμάρου έγινε στο Leuven του Βελγίου (15-19.10.90) • Fourth Australian Archaeometry Conference: το Συνέδριο θα γίνει στην Kamperra (Αυστραλία), 29.1-1.2.1991, με θέματα: χρονολογήσεις, προέλευση, αναλύσεις υλικών, εφαρμογές υπολογιστικών μεθόδων, μελέτες αυθεντικότητας και μελέτες DNA • 3rd International Symposium on ESR Dosimetry and Applications: το Συμπόσιο θα γίνει στην Ουάσινγκτον (ΗΠΑ), 14-18.10.1991, και θα περιλαμβάνει και θέματα εφαρμογής της τεχνικής ESR στην αρχαιολογία

English summaries: The ancient world in the international cinema Christos Chalkias

Epic and historical films have been favourite subjects of the Cinema since its birth. One of the major reasons for this phenomenon is that in these kind of productions movie makers have the opportunity to use their creative abilities to the full and to act as independent artists rather than to bear the risk of "failure", as often happens in the live theatre. In other words, Cinema has the privilege of directly convincing, impressing and creating "atmosphere" through the powerful effect of the image as opposed to live theatre which heavily depends on dialogue. This fact relies on the undisputed aphorism that a picture is equal to a thousand words. During the silent Cinema era super-productions on historical subjects used to make headlines, offering the producers big profits or heavy losses. The competition was mainly between the American and the Italian cinema and names like Griffith or Cecil DeMille made history. Soon after the introduction of the talkies, in 1927, the idea of spectacular epic production was put on the shelf, since its extremely high cost increased the chance of financial failure and thus no producer was willing to undertake this risk. However, DeMille after endless arguments with Zuckor of Paramount finally managed to make three epic films with a limited budget. In 1949, ten years after "Gone with the Wind", DeMille made an old dream of his come true. He made "Samson and Delilah". Metro-Goldwin-Mayer (MGM) counter- attacked defending its reputation with an amazing production, the "Quo Vadis» and 20th Century Fox followed with the first movie filmed in cinemascope, "The Robe". Shortly thereafter, a great number of epic and historical productions were made in the Golden Hollywood era. When the excessive making of epics led to a natural decline, the great minds of Hollywood gathered in Beverly Hills to discuss a counter attack against the "magic" of the small screen. The result of that summit? A few more masterpieces like "Cleopatra", "Lawrence of Arabia". "Mutiny on the Bounty» and so on. In the mid-sixties, Hollywood stopped making epics for good. The great era had ended. The primacy in spectacle passed to Europe, where Italy easily gained the leading role since its film makers, as we already have mentioned, had a great liking for super productions. However, in the early seventies Europe also gave up the making of historical and epic films. What has finally remained is an inheritance of about 270 productions in which we can follow the birth and development of historical and epic films.

Greek films and history. A survey Tasos Goudelis

A survey of Greek historic films from the years when they made a first appearance (Balkan Wars) in the form of new releases until the 1970s (Th. Angelopoulos and "militant" documentaries) leads to the conclusion that such films were strongly affected by the general political climate of the country. This kind of film was not especially successful before 1974, in the so-called "old", commercial cinema, due to the lack of freedom in ideological expression. Thus, the folk and anniversary-like approach to and treatment of historic subjects [see, "foustanella" (= an evzone's petticoat) or war epopoeiae with melodramatic exaggeration] became the political instrument, which was used to prevent any deviation from the official and showed the prevailing authority's interpretation of the historic past. Adding the lack of technical prerequisites of Greek film-making to this major motive, we can easily explain the reasons of the disappointing quality of the Greek historic film of that period. The intense political climate prevalent in the years following the overthrow of junta directly affected, as it was natural to happen, the historic film and resulted to a "counter attack", occasionally out of bounds, of the politically militant film makers. In the 1980s the political-historic film gradually loses ground and is succeeded by more anthropocentric films which approach history in a less schematic or dogmatic way. The relation Greek cinema has with ancient literature has not been especially fruitful. Apart from the three pre-World-War II atttempts to make films with an ancient Greek tragic and pastoral repertory (two "Prometheus Bound" in the late 1920s by Gaziadis Brothers and D. Meravidis, respectively, films which were based on the staging of the play by Sikelianos during the Delfi Festival and "Daphnis and Chloe" in 1931 by Orestes Laskos on Loggos' script) no others can be mentioned on similar subjects. Only in 1961 G. Tzavellas shoots a film on Sophocles' "Antigone", while two films on "Electra" - the one based on Sophocles' and the other on Euripides' play - follow, directed by Ted Zarpas (a mere filming of the National Theater's performance in Epidaurus) and M. Kakoghiannis, respectively. There after, antiquity will be represented in the movies either by "historic" anniversary films and adaptations of tragic plays during the years of the military dictatorship (e.g., "Hippocrates and Democracy") or by experimental films inspired by the ancient Greek world [e.g., "Prometheus se Theftero Prosopo» (= Prometheus in Second Person) in 1974 by K. Ferris, "Diadikasia" (= Procedure) in 1975 by D. Theos. In 1977 M. Kakoghiannis returns to the sphere of ancient tragedy directing "lphigeneia in Aulis".

The case of Pasolini Nikos Xenios

Both in his writings and in his films P.P. Pasolini revives antiquity, approached and interpreted, however, through his personal, Marxist world image, which is essentially different from the narrative form of Hollywood and Cineccita. The major classical works that have attracted his attention, intellect and creativity are "Oedipus the King", "Oresteia" and "Medea", not to mention his interest in the phiiosophic-biosofic content and message of Christianity.

The archaeological investigation of sewage duct works in the city of Rhodes. Surprises and questions Eryfilli Kaninia

The rescue archaeological investigations during the opening of the trenches for the installation of the city of Rhodes main sewage duct brought to light important new finds. During the rescue excavation in the trench on Demetriou Anastasiadi street, some cist graves, caskets as well as two chamber tombs were investigated. They belong to the eastern sector of the urban neckropoleis extending to the south-east of the Hellenistic wall; an exquisite gold olive wreath was found in a small cist grave belonging to the 4th century BC. Approximately two kilometres south of the Karakonero funerary emplacements, on the western side of the road to Kallithea, a rectangular rock-hewn courtyard approached by steps of a Late Hellenistic funerary monument was researched; many grave members were collected bearing rich inscriptional evidence for the family of ΜΕΛΩΝΟΣ ΑΡΙΣTOKPITOY ΝΕΤΤΙΔΑ. In 1986, seven hundred metres to the west of the outlet of the main sewage duct at Cape Vodi (about five kilometres away from the city of Rhodes), pieces of a Late Hellenistic relief composition were found.The lower part of this composition was found in situ forming part of the southern of two parallel flanking walls which have not as yet been fully investigated. The composition has been worked on in three adjoining marble slabs and depicts a central frontal figure of a hero-warrior holding his sword and standing in front of his horse between two servant boys. The upper part of the composition, which would have been worked on one or more separate slabs, is missing. The above composition dates from the 1st century BC. Two years later, in 1988, three pieces of a large grave stele were found buried under a huge accumulation of earth a few metres away from the site where the Late Hellenistic composition had been discovered. The stele can be said to date from the first half of the 5th century BC. It depicts a young boy offering a rooster to a young man in a fine scene of tender allegory. The rescue excavations during the construction of the city of Rhodes' main sewage ducts required close cooperation between the Archaeological Service and the Local Administrative Authority responsible for the project.

A twin burial monument. A contribution to the study of a Rhodian necropolis Antonis Mastrapas

The article is based on the results of a rescue excavation at the modern city quarters of Rhodes island and aims to present the archaeological data of a burial monument located in a necropolis of the ancient city of Rhodes. The research conclusions have contributed to our knowledge of burial architecture and customs and to the reconstruction and appreciation of the social canvas of the island in general.

The prevailing concepts of man in Hellenism and Christianity Antonis Paparizos

Societies are structured and formed through the cosmotheoretical image of what they really represent. The nucleus of the concept of this representation is man himself. In the autonomous ancient Greek city man is a free citizen.In the universal Christian society he is a Christian subject and a bondman; while in a free, contemporary, national society he is a continuously emerging and self-created human being.

Houses of special interest in Kifissia of the “belle epoque” Eleni Papandreou

The old prestige of the city of Athens was revived when the city became the capital of the modern Greek state. The installation of Otto' s reign in Greece had as a natural aftermath the introduction of the then contemporary notions and concepts of German architecture to the country; therefore, the "neoclassical" style appears to prevail both in public as well as in private buildings. However, by the end of the nineteenth century the wealthy Greeks of the Diaspora, such as Sygros, Papoudoff, Negrepondis, Averoff and others, return to their fatherland bringing along not only their wealth, but also their refined Europeanized mentality and education, which was going to affect greatly the general attitude of the upper-class Athenian society. The spirit of Maeecenas, the benefactor, which becomes predominant, finds its most authentic expression in a series of manors and villas, not inferior to European ones. The plutocratic social segment of Athens warmly adopts the notion of the suburban, "romantic" in style villa as it attempts to be released from the restraints of classical architecture. These villas that appear mainly in the Athenian suburbs become progressively the exclusive private buildings of Kifissia, because their romantic air was perfectly suited to the purely rural character of the surburb which was also easily accessible by train. One of the typical stylistic features of these villas is the obvious dependence of their form on the rural architecture of central Europe. Thus, both a unique suburb - a "museum" of the most eccentric and ostentatious specimens - and a unique architecture - extremely picturesque and daring - were created in the outskirts of Athens. The typology of these villas sought to adapt a picturesque and romantic architectural style compatible with the Greek landscape and avoiding social symbolism or implications. In this determinative yet vague framework many architects tried to combine harmoniously a variety of styles. Ernst Ziller among then also follows this objective in the model that Hansen created for the villas of his upper class Viennesse clientele. The representative stylistic examples of the Kifissia villas exhibit a more or less similar treatment of architectural composition and a wide variety of formation elements, which are often so heterogeneous as to make their stylistic classification extremely difficult if not impossible. Apart from the few "neoclassical" specimens, a broad range of styles and variations appear: "art nouveau", "wood carved", "rustic"; degenerated or exact applications of Victorian architectural "fantasies" with Middle-Age turrets ant ramparts. These styles and variations either form a random conglomeration οr a successful novelty, depending on the architect's genius and ability. The Kifissia villas are undoubtedly products of a transitional period, which is characterized by an ideological inconsistency and lack of orientation, by a rearrangement of the aesthetic values and by the superficial adoption and adaptation of international architectural models. These manors although cannot be considered as typical examples of Greek tradition, nevertheless they are characteristic of a specific phase of our recent history.

Modern architecture and restoration problems Andreas Giakoumakatos

The issue of restoration or of the reconstruction of works of architectural tradition lately is being reconsidered. Due to a continuously developing historic and cultural awareness, it is being approached beyond the "traditional" way. Until recently a "reconstruction" was, almost exclusively, limited to a restoring or reconstructing intervention upon the architecture of monuments of buildings that have a significant artistic value. The major aim of this intervention was to handle effectively the critical structural deficiencies caused either by time or destructive natural phenomena (earthquakes, etc.). However, in the 1980s the need for an effective approach to the problems concerning the restoration of important works of architecture of the 20th century became quite urgent. These problems, needless to say, are much more complex and difficult to solve than they originally appear to be.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Η Ελληνική Πλαστική (VI) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Νεαρός ιππέας (τζόκεϊ), 240-200 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η ελληνιστική εποχή (336-31 π.Χ.) προβάλλει τον τρισδιάστατο χώρο και την έκρηξη των συναισθημάτων. Τα πορτρέτα εκφράζουν τον έντονο ατομικισμό, τα συμπλέγματα διηγούνται μια ιστορία. Παρά τις έντονες αλληλεπιδράσεις, διακρίνονται η αλεξανδρινή σχολή, η περγαμηνή και η σχολή της κυρίως Ελλάδας. Στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο (300-230 π.Χ.) επικρατούν η σχολή του Πραξιτέλη (αττική) και του Λύσιππου (πελοποννησιακή). Στη μέση ελληνιστική περίοδο (230-150 π.Χ.) διακρίνεται το στυλ «μπαρόκ», που εκφράζει η Πέργαμος με τα γλυπτά της ζωφόρου στο Βωμό του Διός Σωτήρος, και το στυλ «ροκοκό» που αντλεί από την πραξιτέλεια παράδοση. Στην ύστερη ελληνιστική εποχή (150-31 π.Χ.), ένας ακαδημαϊκός κλασικισμός συμβιώνει με μορφές που αναπτύσσονται τολμηρά και στις τρεις διαστάσεις του χώρου.

Τεύχος 85, Δεκέμβριος 2002 No. of pages: 170
Κύριο Θέμα: Iστορία και κοινωνιολογία του ενδύματος: ορισμένες μεθοδολογικές παρατηρήσεις Roland Barthes

Mόδα / Iστορία Jean-Paul Mattera

Tο νόημα ενός περιζώματος: ο Γκάντι, η ένδυση και ο ινδικός εθνικισμός Emma Tarlo

H κλωστοϋφαντουργία στις αρχές του εικοστού αιώνα Σάββας Βασιλειάδης

Tελετουργικές και θεσμοποιημένες μορφές παρενδυσίας Θεόδωρος Παραδέλλης

H θεωρία της ένδυσης Ιωάννης Πετρόπουλος

H σκοπιά της Eκκλησίας: η ένδυση στο δίκαιο των ιερών κανόνων Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης

Ψυχολογία και ενδυμασία Νίκος Τζαβάρας

Tα υφάσματα των νομάδων και η συνάντηση με τον Joseph Beuys Ίρις Tζαχίλη

H ελληνική φορεσιά στο θέατρο «Δόρα Στράτου»: παράδοση ή νεωτερισμός; Σοφία Χανδακά

Άλλα θέματα: O Eρμής της αρχαίας Mεσσήνης. Eφαρμογή τεχνολογίας Laser για απομάκρυνση ιζηματογενών αποθέσεων Αμερίμνη Γαλανού, Ιωάννα Δογάνη, Παρασκευή Πουλή

Φυσικοχημική διερεύνηση μεταλλικών νημάτων σε μουσειακά υφάσματα Σταύρος Πρωτοπαπάς, Ελπίδα Χριστοφορίδου, Αθανάσιος Καραμπότσος

H άγνωστη ιστορία της νεότερης Aθήνας. H προσωρινή στέγαση των δημόσιων λειτουργιών της νέας πρωτεύουσας το 1834 Διονύσιος Ρουμπιέν

O Xρυσός Aιώνας της Oλλανδικής Zωγραφικής από τη συλλογή του Mουσείου της Nτόρντρεχτ Αγγέλα Ταμβάκη

Eκπαιδευτικά προγράμματα αρχαιολογίας στην Eλλάδα Κώστας Κασβίκης, Κλεονίκη Νικονάνου, Εύα Φουρλίγκα

Aρχαιολογία, μουσείο και εκπαίδευση. Έρευνα της ελληνικής και της διεθνούς εμπειρίας Στέλιος Ανδρέου, Κώστας Κωτσάκης

Mουσειακή εκπαίδευση και αρχαιολογία. Παραδείγματα από τρεις ευρωπαϊκές χώρες Εύα Φουρλίγκα, Κλεονίκη Νικονάνου, Κώστας Κασβίκης, Ιουλία Γαβριηλίδου

Tο Kλασικό στον κινηματογράφο Stefan Altekamp

Μουσείο: Aρχαιολογικό Mουσείο Kέας Γιάννα Βενιέρη

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Kατασκευές για έρημες ακτές. Mια εικαστική προσέγγιση στην πνευματικότητα του φυσικού χώρου ΜΙΤ Μητρόπουλος

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, επιστολές, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Συντηρητές χωρίς Σύνορα – ελληνικό τμήμα Χρήστος Καρύδης

Tο Kέντρο «Γαία» Αριστέα Βαενά

Πληροφορική: Αρχαιολογικά περιοδικά στο Διαδίκτυο, από την έντυπη στην ηλεκτρονική δημοσίευση Κατερίνα Χαρατζοπούλου

English summaries: The theory of dress Ioannis Petropoulos

Roland Barthes speaks of dress or fashion as being a social mechanism. Is there such a thing as a formal, structured “language” of dress, is one of the questions asked. Also how does psychoanalysis look on such things as the sense of shame that goes with nudity, our submission to the “urgent commands” of fashion and how clothes are identified with our social image. Could transvestism or drag shows be a way of ultimately enforcing the social code of sexual identity behind dress? What is the connection between colonialism and Mahatma Gandhi’s khadi loincloth? How did the hats worn by nomads become a source of inspiration to Joseph Beuys? Can one find traces of an identity in the present Paris fashions? And finally, are men allowed to wear earrings in church?

History and Sociology of Clothing: Methodological Observations Roland Barthes

A host of methodological problems attends to the study of the history of clothing, particularly its various descriptions of internal (qualitative) developments. Conventional historical treatments are incapable of answering such basic questions as "precisely when does an article of clothing change in function or form?". Periodization is proved to be too narrow, and many researchers have wrongly approached dress as a purely historical event, in the hope of adumbrating the spirit of the times. Whatever its primary origin and function -such as protection or decoration — , clothing constitutes a system. That is, every article of clothing is subsumed under a formal, normative system instituted by society, In Saussurian terms, the clothes of an individual -or even his/her hair style— are the equivalent of parole, while the wider system to which they belong -the rules governing sartorial combinations and uses, the constraints and uses, degrees of permissiveness and toleration- constitutes the underlying iangue. Fashion (mode) is thus always a "fact of dress as a system" (costume). But parole can turn into Iangue , e.g. when a social group collectively adopts an individualized type of dress - which often happens in men's fashion; conversely, Iangue can turn into concrete parole, as often occurs in female haute couture. In post-Darwinian terms, individual habillement corresponds to a biological organism, whereas costume to a species. As a system, dress (costume) can and should be analysed both syn chronically and diachronically. To return to my opening reservation: dress, though a product of history and especially susceptible of change in periods of turbulence, should be studied above all in the light of values that are oppositional and structured as social models.

What’s in a Loincloth?: Gandhi, Clothing and Indian Nationalism Emma Tarlo

No public figure of the twentieth century exploited the communicative potential of dress more thoroughly than the Indian nationalist leader, Mahatma Gandhi, whose simple white cotton loincloth became a key symbol of India's struggle against British colonial rule. Like many elite Indian men of his day, Gandhi begun his adult life impressed by European clothing. However, years of struggle as a human rights barrister in South Africa taught him that racism went beyond clothes, and he became convinced that India could never attain political or economic freedom in the clothing of the colonizer. When he abandoned his European apparel and called on all Indians to boycott or burn their foreign cloth, it was a public dismissal of what he called "the tinsel splendours of Western civilization" - a civilization he chose to challenge, not with luscious elite Indian garb, but with the simple coarse cotton garments of the Indian peasantry. The white cotton khadi (hand-spun and hand-woven cloth) he promoted as national dress was intended to unite all Indians -whether rural or urban, male or female- providing a powerful symbol of national unity whilst at the same time ensuring the revival of the threatened industries of hand-spinning and weaving. But although Gandhi was highly successful at exploiting the communicative potential of clothes, the subtlety of his message was often misunderstood. This becomes particularly clear, when exploring the symbolism of the loincloth which he originally adopted as a temporary and drastic measure in 1921, but which he ended up wearing till the end of his life.

The Textiles of the Nomads and the Meeting with Joseph Beuys Iris Tzachili

This article deals with the textiles of the nomads, the pilot, the position they had in these people's life, their mode of manufacturing, way of using and symbolic dimension throughout the centuries, form the Scythians to the nomads of the present Mongolia. The German artist Joseph Beuys has developed an experiential, rich relationship with these textiles. We must point out, however, how different is the approach of an archaeologist from that of an artist: the first approaches knowledge through his methodological instruments, which, the most wiil allow him to treasure is a touch of nostalgia for the different; while the second can adopt the form, the symbols, even the senses in order to express some personal realities.

Ritual and Institutionalized Form of Transvestism Th. Paradellis

Transvestism, which in our civilization seems to have a simple and one-way meaning, is proved to be a very general and vague term, when included in the cultural and social content of other people and placed under different historical conditions. Transvestism, in general, is defined as the total or partial adoption of dress, behavior, way of speaking and works of the opposite sex. The argument that transvestism can have different reasons and cultural content and that it is not necessarily connected with homosexuality is documented through a brief presentation of certain selected and characteristic examples. The concept of transvestism obliges us to exceed the biological sex, social sex, sexuality and reproduction, in order to adopt an attitude that takes under consideration the cultural and social components of each meaning and their interrelation.

Textile Industry in the Beginning of the Twentieth Century Savvas Vasileiadis

The technology of textile industry was formed almost parallel with the industrial revolution. It was the textile industry that sometimes caused the rapid changes that the industrial revolution brought about, while others drew power from the latter. Until then the textile industry was a mere activity, mainly of handicraft expression in its original phase and of applied art in its final stage, where the combinations of colour and the design were playing an important role in the final appearance of the textile product. With the evolution of technology, this artistic character was limited to the designing procedure and was almost effaced from the production level. On the contrary, the systematization of knowledge was strengthened and expressed through machinery and procedure designing in an industrial scale. The end of the nineteenth and the beginning of the twentieth century signal the conclusion of this long transition. Through continuous efforts the technology of textile industry obtains a form, which will become a point of reference for the years to come. A technological substratum is thus created, that makes the technological evolution possible. Relevant improvements will be continuous created, they will be many and important, but not radical and subversive. The next landmark will be set in the field of materials, and a new era will begin with the invasion of electronics in the textile industry procedures. The examination of the early twentieth-century textile industry technology in this framework offers the opportunity not only to review the course made so far, but also to explore the horizons ahead. Thus, it is possible to follow the progress from the older handicraft stage to the industrial production and, at the same time, to the formation of the needs, which will lead the developments in the near future. All this long evolutionary route of the technology of textile industry is also a reference to the incomparable human effort for covering the need of dressing and, at the same time, a monument of the continuous endeavour of the engineers, designers and makers, of all these modern media of the Promethean spirit.

Clothing from the Viewpoint of the Byzantine Church: The Canon Law Konstantinos G. Pitsakis

Although there exists, at least in principle, the scriptural disapproval of the excessive care for clothing (Mat. 6:28-31. Luke 12:22-28; Mat. 11:8, Luke 7:25: James 2:2-4). strongly reflected on the doctrine of the Church Fathers as well, this disapproval is mirrored in the Canon Law of the Eastern Church with regard to the clergy members only, to whom the pursuit of luxurious attire is forbidden (Canon 27 of the Council in Trullo of 692 and Canon 16 of the Vllth Ecumenical Council of Nicaea of 787). Such prohibitions does not exist for laymen. On the contrary, already the Synod of Gangrae, of about 340, in its broader effort to eradicate extremities of ascetic spirit, barred the clothing in rags for piety reasons and the ex¬pression of contempt to those dressed luxuriously (Canon 12), as well as the dressing of women in a man's attire for austerity reasons (Canon 13). Special Canons (62 and 71 of the Council of Trullo) also prohibited ths masquerade or the exchanging of suits between men and women, in the framework of feasts, which had been considered as pagan survivals. It is often argued that these regulations prohibited women from wearing clothes appropriate to men. In reality, however, such a general prohibition, corresponding to that contained in the Old Testament Law (Deuter. 22:5], was never introduced expressly in the Eastern Church Law.

The Greek Costume in the Dora Stratou’s Theater: Tradition or Innovation? Sophia Handaka

This article investigates the face acquired by tradition in modern Greek society, and in the material civilization in particular. Focusing our interest in the costume collection of the Dora Stratou's theater, we argue that while tradition is common in its natural expression, it becomes individual in its fabricated dimension, The traditional practices obtain a very different form, role and position in society through an objective procedure. Using theater as a model, we observe that the excessive emphasis on "authenticity" and the "archetype" -terms that clearly separate the historical truth from innovation and novelty- has only a relevant value in a world where change is a continuous process. Dora Stratou has collected Greek costumes on the basis of their appearance and availability, while any other particular criteria used had more to do with their appropriateness to a dancing and theatrical performance than with these dresses as traditional objects. Apart from being an indispensable factor in a dancing performance, costume is the expression of cultural definition and ethnic identity. Its study should not rise questions as regards its authenticity and originality, since the standards defining these qualities are flexible and subjects to change. The criteria of "traditionalism" are fluid by definition, therefore conventional evaluations of the "traditional" often fail to render the appropriation of different elements, new or old ones. It has often been stressed that traditional life, although constantly subjected to changes, is continuously "handed down", from one generation to the next, without ever loosing its value. From the moment it enters the realm of the conscious, massively produced and delivered, transmission that claims the ensuring of continuity, traditional life acquires various expressions and dimensions. It becomes tradition, with a capital T. Past is idealized, and civilization becomes an air-tied mass. As a result, we perceive "hellenization" beyond time and history. What is really missing is the historical and rational relation with the past.

Physicochemical Investigation of Metal Threads in Historic Textiles Stavros Protopapas, Elpida Christophoridou, Athanasios Karampotsos

Textile objects answer many and various needs of man and have been made by a great variety of materials. The metals used for making metal threads, employed since antiquity for the decoration of precious textiles, represent a special group of materials with many peculiarities. The simultaneous presence of disparate materials, such as the non-organic metals and the organic fibers and dyes, makes the conservation work problematic and complex, both technically and ethically. The examination of the morphology and the clear chemical identification of all the material components of the textile is a necessary prerequisite, before the beginning of any conservation work. The results of such a preliminary examination of composite metal threads and sequints of the eighteenth and nineteenth century are presented in this article. Among the methods used was the microscopic investigation of the morphology of the threads, the identification of the visual fibers of their nucleus and dye, the electronic inspection {SEM) of the surface morphology and state of preservation of the metal threads, as well as the analysis (AAS) of the chemical composition of the metal materials. The results of the examination and the information drawn facilitate the technical and historical decoding of the textile objects and help the conservator to reach well documented decisions as regards the kind and extension of any intervention. Finally, they give the possibility of controlling the short- and long-term effectiveness and security of the conservation methods applied.

Psychology and Clothing Nikos Tzavaras

The tendency for embellishing and decorating our appearance coexists with and is probably expressed through organic, natural needs, so that clothing declares innermost wishes, submission to general restrictions and symbolic commands. The need of the individual to cover, one way or another, a small part of his/her body is an anthropological commonplace, which, however, refers to an exceptionally important constant factor throughout history. The constitution of a naked human physiognomy is almost unthinkable. Thanks to the attire chosen, the dressed individual is transformed to a composed surface of symbolic signs and at the same time to a projection surface for the observer. Clothing, finally, serves the expansion and formation of communication codes, which surpass the potentialities that the body morphology and the muscular expression offer. The morphology and symbolism of the body are provided by the clothing, the manifestation of cultural conceptions and subjective fantasies. The covering of the body is obviously interwoven with decency, a pivotal feeling for the human psychism and, by expansion, for the individual behavior in a group or in society. Decency, that is, is the nucleus of the very sexual existence, which coexists with the command for its dissimulation or distortion. Therefore, the covering of the genitals is one of the symbolic prerequisites for social coherence and a condition sine qua non for the constitution of the impulsive repression. Decency refers to the socialization of sexuality. It is the feeling through which the moral demands and their conflict with the subjective sexual inclinations are proved. Clothing contributes to the broadening of the expressive potentialities of an individual, because it enriches the standard morphology of the body with a new "vocabulary", through which the intimate inclinations are represented and realized.  

Fashion/History J.-P. Mattera

Through a poetic text, the author of this article attempts to speak about textile and fashion: the very origin of weaving, the sanctity enveloping this ceremonial activity, the evolution of textile that resembles the unfolding of life, the garment that becomes not only a part of the movement, but also of the history of the individual wearing it.

The Unknown History of Modern Athens: The Temporary Housing of Public Services of the New Capital in 1834 Dionysios Roubien

In 1834, when the Greek capital was transferred to Athens, the lack of appropriate buildings for housing public services led to the utilization of edifices, dating from the period before the Revolution of 1821, mainly churches and mosques, even ancient monuments. The sudden arrival of the Regency, settled in the winter in a city lacking the necessary substructure to receive it, can primarily be held responsible for the preservation of the old city and the reuse of the semi-ruined old buildings. As a result, the old urban tissue was urgently reconstructed without, however, any relevant program to have been designed In advance. Thus, the compulsory preservation of edifices that were under demolition became a restraining factor in the realization of the approved town planning. However, besides the public services, the need the abundant antiquities to be sheltered was also imperative, pending the erection of a museum. Therefore, certain churches and the better- preserved ancient monuments were used for storing the ancient works of art. The want of buildings suitable to house the functions of the capital of a modern European state brought to the attention of the officials the few available private mansions, the dimensions and the structure of which could meet such a role. The utilization of all these edifices was not, however, so temporary as it was meant to be at the beginning, therefore extensive restoration and other works were carried on in them, a tangible proof that the permanent buildings would not be available in the near future. The study of the temporary installations of the public services of Athens reveals their compulsory accumulation in the old city as a result of the hasty transfer of the capital and the preservation of the old urban tissue that it caused. Consequently, all the urban activities are again gathered in the same section of the city as in the Ottoman period, a fact which restrained all attempts for the lay-out of the permanent edifices in the new town-planning of the city, in the framework of the creation of a modern European capital.  

Hermes of Ancient Messene: Application of Laser Technology for the Removal of Sediments from White Marble Amerimni Galanou, loanna Dogani, Paraskevi Pouli

A rare marble statue of Hermes was revealed in ancient Messene in 1996, which, although it was found in fragmentary condition, is almost fully preserved. The statue is made of white dolomitic marble, however, when it was found, its surface was almost completely covered by dark-colored sediments. The cleaning of the work was necessary for its aesthetic elevation, so that it could be presented to the public fully restored and recognizable. All the satisfactory methods for handling similar problems were examined before the cleaning of the statue, and the laser method was selected on the basis of its positive properties: although it fully removes the sediments, it leaves intact a thin layer of patina on the thus perfectly restored marble surface. The application of the laser method also revealed important details of the work and the various qualities of its surface, elevated the virtues of the material and soothed the strong color contrasts, The application of laser technology proved to be the only one that combined the capability of the complete control of the device during the cleaning procedure with the respect to all those elements, which compose the authentic "skin" of the statue.

Design Proposals for Open-Air Shrines at Remote Island Coasts in Greece Mit Mitropoulos

This article deals with the question of innovative development within the context of local tradition in Greece and with constructions for re¬mote island sites in particular. However, the emphasis is not on the constructions themselves, but on the deserted sites and the way they can be approached. The constructions belong to three types, lookouts, steps-leading nowhere and open-air shrines, and must be ruled by two major principles: the spiritual dimension of the deserted place -the landscape or the seascape itself-, and the special constraints, dictated by the physiognomy of each construction. These constraints are the following: the site chosen, the shelter capability, the path of the sun and the direction of the prevailing wind. In addition, as regards the open-air shrines type, it must also be taken into consideration that these constructions afford access to their visitors. In terms of policy, it is suggested: a. The opening of motor roads to be avoided, so that the remoteness of chapels/shrines to be preserved, b. Tourist or other relevant developmental facilities that necessitate an access by car to be discouraged, so that the continuity of the natural landscape to remain intact, c. The use of high technology for communal use —medical facilities, educational units, internet-cafe, local administration office— to be encouraged, rather than the countless individual phone connections to be promoted. The aforementioned construction and policy proposals contribute to the cultural survival and the social coherence of the remote Greek islands.  

A discussion of Greek and international experience in archaeology, museums and education Stelios Andreou, Kostas Kotsakis et al.

Communication with the public is the essence of “public archaeology” and museology. It is also important to educational programs for children. In context of the lesson Archaeology and History of Art which is taught at The Aristotelian University of Thessaloniki, a discussion took place “on how Greek and European experience in general on modern style education can be applied to the teaching of History and Culture in Primary and Secondary schools” (July 1998-March 2000). Specifications were set for Greek educational programs having to do with museums and archaeology in general. Greek experience on such matters was compared to programs of the same type that have been applied in Great Britain, Germany and France. Alternative approaches to archaeology as experienced by children were also discussed.

Educational archaeology as taught in Greece Kostas Kasvikis, Kleoniki Nikonanou, Eva Fourliga

Research that was done by the Aristotelian University of Thessaloniki (July 1998-March 2000), had as its objective to see to what extent the existing educational programs encourage the building up of the relations between schools and museums. The research also aimed at understanding whether museum specialists and school teachers could work together. The results of the research showed that the museum staff who are currently in charge of educational programs have no teaching experience. On the other hand school teachers are not told of these educational programs and so do not take part in them. Educational archaeology is part of the school program and specifically belongs to the History lesson while the various pamphlets that go with the teaching of History hinder rather than encourage students to take an open-minded approach to archaeology. Guided tours of antiquities, research either recorded by the students or not, and “workshops, ”are part of the Greek programs for educational archaeology which are similar to the French system. The pilot program entitled “Melina-Education and Culture”, saw to the various archaeological departments offering educational information and involved school teachers . In two schools in Thessaloniki, a primary school and a high-school, a pilot scheme was introduced where a group project of archaeological interest involved alternative knowledge, the pupils’ experience of antiquities and so on. In this article tables of the conclusions reached by the research into educational archaeology are presented analytically.

Investigation of the European experience in the application of Educational Cultural Programs to school curriculums Eva Fourlinga, Kleonike Nikonanou, Kostas Kasvikis, Ioulia Gavrieledou

The educational policy of museums and cultural media of Germany, Great Britain and France was looked into by the research team of the Aristotle University of Thessaloniki in the years 1998 to 2000. A general characteristic of the policy of British museums is the effort made to achieve a direct and effective connection of cultural activities with the national school curriculum. Therefore, although educational programmes are planned by museums, it is the teachers who have the last word in their realization. The German museums’ policy is twofold. The educational departments of German museums plan and realize educational activities which are organized by special services which undertake the educational support of all museums. A close contact is kept with school teachers. In France, the conducted tours of museums for children are combined with workshop activities. French museums usually organize such programmes and school teachers take on a secondary role in these educational activities.  

The Classic in the Movies Stefan Altekamp

About 700 film and television productions deal with the Greco-Roman antiquity, most of them dedicated to the Roman world. However, while in the "Roman" movies the subject derives from historic material, in the "Greek" ones it is rarely based on the history of the classic period, the fifth and fourth centuries BC. On the contrary, it is mostly subjects from the Greek mythology that have been filmed, which have also been used excessively in the theatrical repertoire of the very classic years. Consequently, "the classic in the movies" has to do first with mythological subjects elaborated during the classic era. and then with the projection of the classic era in the movies as a historic phenomenon.

“The Golden Age of Dutch Painting from the Collection of the Dordrecht’s Museum” at the National Gallery and Alexandros Soutzos Museum, Athens: A Brief Commentary Angela Tamvaki

This exhibition marked the fruitful collaboration between I the Greek National Gallery and the Dutch Dordrecht's I Museum, which commenced two years earlier with an-I other similar event entitled "Greek Gods and Heroes in the Age of Rubens and Rembrandt", a significant contribution to an ongoing dialogue about the role of "history painting" in the Netherlands.The Athenian exhibition was a presentation of some of the most spectacular artistic accomplishments of the Dutch Golden Age I through the individual case of one of its main centers: that of Dordrecht, the oldest city of Holland. Curators of both exhibitions were Peter J. Schoon, Director, and Sander Paariberg, Curator of the Dordrecht's Museum, and the author. The show, including 77 items, was divided in six thematic unities and was laid out in the building on two floors: Landscape painting, marine painting, and still life upstairs, genre painting, portraiture and history painting downstairs. Among the painters represented in the exhibition were Rembrandt's distinguished pupils, who left their native Dordrecht in order to study under the great master in Amsterdam: Ferdinand Bol (1616-1680), Samuel van Hoogstraten (1627-1678), Nicolas Maes (1634-1693), and Arent de Gelder (1645-1627). Dordrecht's most fa¬mous landscape painter Albert Cuyp (1620-1691), who led, during the same period, his large retrospective exhi¬bitions in Washington, London and Amsterdam, was rep¬resented by three paintings of his specialization. The presence of two more members of the Cuyp family, the father Jacob Gerritsz. Cuyp (1594-1652) and Benjamin Gerritsz. Cuyp (1612-1652), was also significant, since Jacob was Dordrecht's leading portraitist in the first half of the seventeenth century, while Benjamin received Rembrandt's message in quite an intriguing way. The Dordrecht's Museum also owns exceptional works by a few painters who are not natives of the city, such as Jan van Goyen (1596-1656), Jacob van Gee! (1584/5-1638 or later) or Adriaan Coorte (active around 1683-1707). Finally, a local revival, or rather a return to the values of the Dutch Golden Age, best represented in the works of Abraham (1753-1826) and Jacob van Strij (1756-1815) and Christiaan Schotel (1787-1838) prolonged the artistic flourishing in Dordrecht until, approximately, 1830. A smaller show, consisting of drawings and prints from the Dordrecht's Municipal Archives, which illustrate the city's life and activities in the seventeenth and eigh¬teenth centuries, complemented the main exhibition. The Commercial Bank of Greece, EBFA and EPT sponsored the exhibition and the communication of the event.

The Greek Branch of the International Organization “Restaurateurs Sans Frontieres” Christos Karydis

The Greek branch of the international organization "Restaurateurs Sans Frontieres" is a non-profitable association, having among its immediate goals: a. To restore and preserve cultural monuments, b. to develop and promote not only the monuments but their spiritual content as well, c. to evoke and stimulate public awareness of legacy and its spreading to future generations. The main objectives are: the interest in and awareness of the important role the cultural heritge plays in every society to be increased; and the need for personal involvement in the cause of protecting and preserving this heritage to be fully understood.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Mυθικά τέρατα των παραμυθιών: O Mινώταυρος (β΄ μέρος) Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 26, Μάρτιος 1988 No. of pages: 118
Κύριο Θέμα: Τα τάσια του Mακρυγιάννη Κατερίνα Κορρέ-Ζωγράφου

Απεικόνιση της Αθηνάς στο ασημένιο τάσι του Μακρυγιάννη, Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο (αρ. 3730). Δημοσιεύονται για πρώτη φορά τα δύο τάσια του Μακρυγιάννη που δώρισε στο Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο ο γιος του, στρατηγός Κίτσος Μακρυγιάννης. Το τάσι, που αναφέρεται συχνά στα κλέφτικα τραγούδια, εντάσσεται στην κατηγορία αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν από αγωνιστές του ’21 και ανήκαν στο σύνολο (τακίμι) του οπλισμού τους. Τα τάσια του Μακρυγιάννη, που συνδιαλέγονται συναρπαστικά με τα γραπτά του, είναι κατασκευασμένα από Ηπειρώτη χρυσοχόο. Το «ασημένιο» τάσι με αριθμό αντικειμένου 3730 είναι από επίχρυσο ασήμι και σαβάτι και δουλεμένο με χυτή, χαρακτή και σαβατλίδικη τεχνική. Στον εσωτερικό ομφαλό απεικονίζεται δικέφαλος με στέμμα, σκήπτρο και σφαίρα. Ολόγυρα την εξωτερική επιφάνεια καλύπτουν τα εξής θέματα: α) Μπροστά από τα ανάκτορα, ο Όθων ορκίζεται πίστη στο Σύνταγμα. Απέναντί του, έφιππος άντρας (Καλλέργης;), β) Κρανοφόρος πολεμιστής με δόρυ και ασπίδα με γοργόνειο. Πίσω του αρχαίος ναός, μπροστά του δέντρο στη ρίζα του οποίου κάθεται ογκώδης ανθρώπινη κεφαλή, γ) Αθηνά κρανοφόρος στηρίζει το χέρι της σε ασπίδα με γοργόνειο και συνοδεύεται από κουκουβάγια. Συμμετρικά πλαισιώνεται από σημαίες και πολεμικά σύμβολα, δ) Αρχαιοπρεπής αντρική μορφή με φτερωτά πέδιλα και κηρύκειο (Ερμής;). Από το σώμα του ξεκινάει κέρας Αμαλθείας. Το τοπίο περιλαμβάνει ανθοφόρο αγγείο, οικοδόμημα και καράβια με ανοιχτά πανιά. Η πρώτη παράσταση αναφέρεται σε ιστορικό γεγονός στο οποίο πρωταγωνίστησε και ο Μακρυγιάννης. Οι επόμενες τρεις σχετίζονται με την αρχαιολατρία του. Η μεγαλογράμματη επιγραφή στο τελείωμα ταυτίζει το τάσι και περιλαμβάνει λέξεις ή εκφράσεις που αντιστοιχίζονται με όμοιές τους στο γραπτό του έργο. Το «ξύλινο» τάσι με αριθμό αντικειμένου 3732, φτιαγμένο από ξύλο, ασήμι, σαβάτι και δέρμα, είναι δουλεμένο με επιπεδόγλυφη, χαρακτή και σαβατλίδικη τεχνική. Στο εσωτερικό, που είναι ντυμένο με δέρμα, τον ομφαλό διακοσμεί σταυρός. Εξωτερικά στον ομφαλό ρόδακας χρησιμεύει ως το κέντρο λουλουδιού με αραιά πέταλα που υψώνονται ως τα μισά της κούπας. Κυματιστή γραμμή διαχωρίζει τις διακοσμητικές επιφάνειες: φτερωτό λιοντάρι, φτερωτός δράκος, πουλί, λεοντόμορφο θηρίο. Η μεγαλογράμματη επιγραφή που ταυτίζει το «τάσιον» και το χρονολογεί (1850) έχει λέξεις που απαντούν με αξιοθαύμαστη συχνότητα στα Οράματα και Θάματα.

Άλλα θέματα: Οι βράχοι της Kαβάλας μαρτυρούν το χαμένο πολιτισμό της Κώστας Ατακτίδης

Βραχοανάγλυφα ρωμαϊκών Φιλίππων. Φίλιπποι – Κρυονέρι – Ζυγός – Π. Καβάλα – Ελαιοχώρι, Παγγαίο – Ελευθερούπολις και Φωλεά είναι οι περιοχές του νομού Καβάλας που εμφανίζουν πλήθος βραχογραφήματα. Η γραφή πάνω σε βράχους γίνεται με χρώμα ή με χάραξη. Μια δεύτερη διάκριση προκύπτει από τη θέση τους: άλλα βρίσκονται μέσα σε σπηλιές και εντοπίζονται δύσκολα, ενώ άλλα απαντούν στο ύπαιθρο σε μεγάλους βράχους από ασβεστόλιθο. Τέλος, ενώ μεγάλο μέρος του βραχογραφικού υλικού μπορεί να χρονολογηθεί, για ένα επίσης μεγάλο μέρος η απουσία αρχαιολογικών ευρημάτων καθιστά αδύνατη την ένταξή του σε κάποια πολιτισμική περίοδο. Στην πρώτη ομάδα χωριών, εγχάρακτα σχήματα παριστάνουν ελάφια, αλεπούδες και άλλα ζώα, αλλά και έναν οπλισμένο ιππέα, πολεμιστή ή κυνηγό, που σύμφωνα με μια «μυστηριακή ερμηνεία» θα μπορούσε να είναι πρόγονος του Θράκα ιππέα. Στους Φιλίππους και στο Κρυονέρι εντοπίστηκαν δεκατέσσερα παλαιολιθικά εργαλεία που ταξινομούνται από την Πρώιμη Μέση Παλαιολιθική ως την Ύστερη Άνω Παλαιολιθική (500000–20000 π.Χ.). Στους μνημειώδεις βράχους των ρωμαϊκών Φιλίππων βρέθηκαν 180 βραχογραφήματα από τα τέλη του 2ου και τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., που απεικονίζουν κυρίως την Άρτεμη και πιθανότατα είναι αναθηματικά αφιερώματα. Στα βουνά του Συμβόλου, στο βάραθρο της Φωλεάς και στην τοποθεσία «Γραμμένη πέτρα», σε βράχους με κοιλότητες απεικονίζονται γεωμετρικά σχήματα, κυρίως κυκλικά, ενώ κάποια χαράγματα σχηματίζουν πλοία και βάρκες με πανιά και κουπιά. Τα ίδια θέματα διακρίνονται και στις βραχογραφίες στο Ασφέντου Κρήτης.

Μινωικοί αθλητικοί αγώνες: η πάλη Jean Coulomb

Τμήμα του έκτυπου από την Κνωσό με βραχίονα και κέρατο ταύρου (συμπληρωμένο από το σχεδιαστή του Evans). Ο συγγραφέας παραμερίζει παρερμηνείες για να καταλήξει ότι, αντίθετα με την Αίγυπτο όπου οι αναπαραστάσεις πάλης είναι αναρίθμητες και της πυγμαχίας μηδενικές, στην Κρήτη η πάλη δεν τεκμηριώνεται από εικονογραφημένα αποδεικτικά στοιχεία. Οι μόνοι αθλητικοί αγώνες που έχουν τεκμηριωθεί για την Κρήτη είναι η ταυρομαχία (αιχμαλώτιση και ταυροκαθάψια), η πυγμαχία και η ακροβασία. Διακρίνονται οι καθαυτό ακροβάτες (κυβιστήρες) από τους άλτες ταύρων με τους οποίους συχνά συγχέονται κυρίως λόγω της εξομοίωσης μινωικών και αρχαίων ελληνικών αθλημάτων. Το 1901 ο Evans ανακαλύπτει στην Κνωσό τμήματα γύψινων αναγλύφων που αναπαριστούν τμήματα ανθρώπινων σωμάτων και τα χαρακτηρίζει «διασκορπισμένα μέλη». Το 1930 ο Evans επιλέγει ένα από τα «διασκορπισμένα μέλη» και το ονομάζει «τμήμα μιας ομάδας παλαιστών». Οι μετέπειτα συγγραφείς θα προσθέσουν στα μινωικά αθλήματα και την πάλη μετά την ταυρομαχία και την πυγμαχία. Το 1976, ο B. Kaiser διαφώνησε με την ερμηνεία του Evans υποστηρίζοντας πως στο ανάγλυφο απεικονίζεται ταυρομάχος να αρπάζει το κέρατο του ζώου που είναι κάτω από τη δεξιά του μασχάλη, άποψη που ασπάζεται και ο συγγραφέας.

Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα Ντόρα Βασιλικού

Δαίμονες μεταφέρουν το ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών (1250-1200 π.Χ.). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες είναι νωπογραφίες της κατηγορίας fresco a secco. Τα χρώματα έχουν γαιώδη προέλευση και συχνά συγκρατούνται με οργανική κόλλα άγνωστης σύνθεσης. Το στίλβωμα με βότσαλο κάνει την τοιχογραφία να φαίνεται λεία. Όπως στην Κρήτη και στις Κυκλάδες, από τη μυκηναϊκή τεχνική της απεικόνισης λείπει η προοπτική. Οι μορφές είναι επίπεδες, οι άνδρες βάφονται κόκκινοι και οι γυναίκες λευκές, τα μάτια αποδίδονται μόνο κατ’ ενώπιον. Οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν στις τοιχογραφίες τους τα μινωικά πρότυπα στη φάση της τυποποίησής τους, ενισχύοντας τη συμβατικότητά τους και αποτυπώνοντας τη δική τους προτίμηση στην αφαίρεση και το συμβολισμό. Ακόμη κι όταν η θεματογραφία είναι μινωική, η απόδοση είναι συγκριτικά στεγνή και άτεχνη. Η λατρεία της φύσης απουσιάζει, οι Μυκηναίοι στρέφονται προς τον άνθρωπο και τις ασχολίες του. Όπως σε όλες τις αιγαιακές τοιχογραφίες, και σε αντίθεση με την Αίγυπτο, πρόσωπα και γεγονότα είναι ανώνυμα. Ζωηρόχρωμες και συντηρητικές, οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες αποπνέουν μεγάλη πείρα και παράδοση. Οι ζωγράφοι λιγότερο επινοούν και περισσότερο αντιγράφουν, γεγονός που εν μέρει ευθύνεται για την ομοιομορφία που χαρακτηρίζει τις τοιχογραφίες των διαφόρων μυκηναϊκών ανακτόρων. Η διαπίστωση αυτή υποστηρίζει την άποψη ότι υπήρχε συγκεκριμένο εικονογραφικό πρόγραμμα. Στους τοίχους του ανακτόρου, που είναι το σύμβολο της μυκηναϊκής εξουσίας, οι παραστάσεις δεν είναι μόνο διακοσμητικές αλλά αποτυπώνουν τις παραδόσεις και τις αξίες της κοινωνίας. Στη Θήβα, μία από τις παλαιότερες τοιχογραφίες της ηπειρωτικής Ελλάδας (1400 π.Χ.) εικονίζει πομπή κυριών, όπως και μια πολύ παρόμοια τοιχογραφία από την Τίρυνθα (τέλος 13ου αιώνα). Οι στολισμένες κυρίες φορούν το τυποποιημένο μινωικό κοστούμι και κάποιες κρατούν ως προσφορά ειδώλιο και ύφασμα, θυμίζοντας τα «θεοφόρεια», τελετή που αναφέρεται σε πινακίδες της Γραμμικής Β. Ανάλογες πομπές έχουν βρεθεί σε όλα τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Θεϊκή υπόσταση έχει η «Μυκηναία» (1250 π.Χ.) που, καθιστή, υποδέχθηκε τα κοσμήματα που της πρόσφερε πομπή γυναικών. Στα θρησκευτικά θέματα ανήκει η παράσταση με τους δαίμονες στις Μυκήνες αλλά και οι οκτώσχημες ασπίδες, σύμβολα της ένοπλης θεάς που λάτρευαν οι Μυκηναίοι. Μεγάλη τοιχογραφία στην Τίρυνθα απεικονίζει κυνήγι κάπρου στο οποίο συμμετέχουν και δύο αριστοκράτισσες της αυλής. Το ανάκτορο της Πύλου (1300-1200 π.Χ.) σώζει μια σπουδαία σειρά τοιχογραφιών με διάφορα θέματα, σκηνή κυνηγιού, μάχης, συμποσίου, πομπή ανδρών, άγρια ζώα. Από τις μορφές ξεχωρίζει ο «Μουσικός» που παίζει στο συμπόσιο την αγαπητή στους Μυκηναίους λύρα.

Τα μετρικά συστήματα Γιάννης Μπαντέκας

Γεωργός με άκαινα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τα κυριότερα χαρακτηριστικά μετρικών συστημάτων που συνδέονται άμεσα με τον ελληνικό χώρο. Ελπίζει έτσι ότι δίνει το έναυσμα σε έρευνες που θα ξεκαθαρίσουν οριστικά τους τίτλους ιδιοκτησίας και θα εδραιώσουν ένα αξιόπιστο Ελληνικό Κτηματολόγιο. Τα μετρικά συστήματα, πριν από το δεκαδικό, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με το αν οι μονάδες επιφανείας, όγκου, βάρους κ.λπ. προκύπτουν από τη μονάδα μήκους ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση ονομάζονται ομογενή ή κλειστά, στη δεύτερη ανομογενή, διττά ή ανοικτά. Τα αρχαιότερα συστήματα στη Μεσόγειο είναι το Βαβυλώνιο, το Ασσυριακό και το Αιγυπτιακό. Στον Όμηρο, η επιφάνεια μετριέται με την τετραγωνική άκαινα, με τον γύην και με την άρουρα, μονάδα που συνδέεται με τις μονάδες μήκους αλλά και με την εργασία του οργώματος. Στην αρχαϊκή εποχή το μετρικό σύστημα στηρίζεται στο πλέθρο του Λυκούργου των 31,5 μ. Στην κλασική Ελλάδα, παρά τις τοπικές ποικιλίες, τα μετρικά συστήματα έχουν κοινή δομή και βάση το πόδι. Για μεγάλες αποστάσεις χρησιμοποιείται ο Δίαυλος και το Μίλιον. Για το μήκος, εκτός από τον πήχυ των 24 δακτύλων, υπήρχε και ο βασιλικός πήχυς των 27 δακτύλων. Την εποχή αυτή η μέτρηση των αγρών γίνεται κυρίως με το σχοινίον και την άκαινα και εκφράζεται σε πλέθρα. Το ρωμαϊκό μετρικό σύστημα στηρίζεται στον πόδα με τον οποίο μετριούνται τα κτίρια ενώ για τους αγρούς χρησιμοποιείται το actus. Για τις επιφάνειες χρησιμοποιούνται οι μονάδες jugerum (η έκταση που μπορεί να καλλιεργηθεί σε μια μέρα), heredium και centuria. Στο βυζαντινό σύστημα τα μέτρα της επιφάνειας στηρίζονται στις μονάδες μέτρησης όγκου με επικρατέστερη το Μόδιον. Την εποχή αυτή εμφανίζεται και το Ζευγάριον, που δηλώνει την επιφάνεια που οργώνεται από ένα ζευγάρι βόδια σε ένα χρόνο. Στην Τουρκοκρατία, στα μήκη ο πήχυς αντικαθιστά την οργυιά των Βυζαντινών και, στις επιφάνειες, το στρέμμα αντικαθιστά το μόδιον. Αντίστοιχη με το Ζευγάριον μονάδα είναι το Τσιφλίκι (τσιφ = ζευγάρι). Τα ενετικά μετρικά συστήματα στηρίζονταν στο πόδι (piede) και το βήμα (passo, pertica), είχαν την ίδια δομή χωρίς όμως να είναι και ομοιόμορφα αφού κάθε περιοχή της Ιταλίας είχε το δικό της.

Το Bαρόσι της Έδεσσας Χριστίνα Ζαρκάδα-Πιστιόλη

Έδεσσα, συνοικία Βαρόσι. Σπίτια «εν σειρά» με εσωτερικά χαγιάτια στην οδό Μακεδονομάχων 20 και 22.

Το Βαρόσι, η πρώτη χριστιανική συνοικία που δημιουργήθηκε στην Έδεσσα (Βοδενά) στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αναπτύχθηκε αρχικά στο χώρο της ακρόπολης μέσα στο κάστρο, ως συνέχεια της βυζαντινής πόλης. Το όνομα Βαρόσι προέρχεται από το ιρανικό var («οχυρό»), που κατέληξε στο σερβοκροάτικο βάροκι, «οχυρωμένο τμήμα πόλης». Το Βαρόσι βρισκόταν κοντά στην αγορά. Στα μεγάλα χάνια διανυκτέρευαν οι χωρικοί που έρχονταν για το παζάρι και την αγοραπωλησία του κόκκινου πιπεριού της Καρατζόβας. Το 1944, οι Γερμανοί έκαψαν το μεγαλύτερο τμήμα του, επειδή στο Βαρόσι οχυρώνονταν τα μέλη της Αντίστασης. Η πολεοδομική οργάνωση στηρίζεται σε κλειστά οικοδομικά τετράγωνα, με τα κτισμένα «εν σειρά» σπίτια να εμφανίζουν εξωτερικά έναν τοίχο, ενώ στο εσωτερικό το καθένα να έχει μια μικρή αυλή και το χαγιάτι του. Ο αμυντικός χαρακτήρας της οργάνωσης ενισχύεται από «πορτούλες» που εξασφαλίζουν την επικοινωνία σπιτιών και αυλών. Χαρακτηριστικά βαλκανικά σπίτια της Τουρκοκρατίας, έχουν τρεις ορόφους, το ισόγειό τους αποτελείται από πέτρα και οι όροφοι από «ντολμά μπουλμέ» ή «μπαγδατί». Τα αρχοντικά έχουν στις αυλές τους ιδιωτικά παρεκκλήσια. Η κύρια ασχολία των κατοίκων στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού είναι η εκτροφή του μεταξοσκώληκα. Η συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά σπίτια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τις οδούς Μακεδονομάχων, Αρχ. Μελετίου και Αθ. Φράγκου. Το 1983, το ΥΠΠΟ χαρακτήρισε το Βαρόσι διατηρητέο αρχιτεκτονικό σύνολο.

Μια περιοδεία στα ελληνικά νησιά, Iούλιος του 1850 Ida Haugsted

Ρόδος. Συμπύλη (Ροδίνι). Σκίτσο του L.A. Winstrup, Ακαδημία Τεχνών Κοπεγχάγης, αρ. 5933. Με τη σκούδα «Λέων» του Όθωνα στη διάθεσή της, μια οικογένεια Δανών εγκατεστημένων στην Ελλάδα από το 1839 και δυο φίλοι τους, ένας αρχιτέκτονας, ο Βίνστρουπ, κι ένας φιλόλογος, ο Λίστοβ, επίσης Δανοί, ξεκίνησαν για μια περιοδεία στα νησιά του Αιγαίου και τη Μ. Ασία. Ο Asmus Lüth, παντρεμένος με την Christiane, ήταν εφημέριος στην Αυλή της Αμαλίας. Μαζί με το ζευγάρι και τα δύο παιδιά τους ήταν και η αδελφή της Christiane, Hanne Fisher, που το 1858 θα παντρευτεί τον Βίνστρουπ. Η Christiane κρατούσε σχολαστικά ημερολόγιο και ο Βίνστρουπ σχεδίαζε διαρκώς. Το ημερολόγιο βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη και τα σκίτσα στην Ακαδημία Τεχνών της Κοπεγχάγης. Στο άρθρο δημοσιεύονται αποσπάσματα από το ημερολόγιο και σκίτσα. Στο ημερολόγιο καταγράφονται οι επισκέψεις στην Αίγινα και το Σούνιο, τη Σίκινο, τη Θήρα, την Ανάφη, την Κω, τη Ρόδο, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό, τη Σάμο και την Έφεσο.

Η βίλλα Τρεβιζάν. Μια ενετική βίλλα στο νομό Χανίων Ιωάννα Σωτηρίου

Η αρχική μορφή της βίλλας Τρεβιζάν. Κτισμένες στο ρυθμό της Αναγέννησης, οι 120 περίπου βίλες φεουδαρχών κρητικής και ενετικής καταγωγής εμφανίζονται στην κρητική ύπαιθρο τον τελευταίο αιώνα της ενετικής κυριαρχίας (1210-1669), περίοδο μεγάλης ακμής για το νησί. Στην περιοχή Κόκκινο Μετόχι της επαρχίας Κισσάμου του νομού Χανίων, η βίλα Τρεβιζάν συνδυάζει υψηλή αναγεννησιακή αρχιτεκτονική και προηγμένη τεχνική πέτρινων κτιρίων. Ομοιότητες παρουσιάζουν τρεις άλλες βίλες που έχουν και αυτές χαρακτηριστεί διατηρητέες από το ΥΠΠΟ, οι βίλες στα Ροδωπού, στις Καλάθενες και στα Νατζηπιανά. Η βενετσιάνικη αρχιτεκτονική της υπαίθρου έχει πλήρως αγνοηθεί από το ελληνικό κράτος. Εάν στις αρχές του 20ού αιώνα η πόλη της Βενετίας δεν είχε αναθέσει στον Giuseppe Gerolla να καταγράψει την ενετική αρχιτεκτονική στην Κρήτη, δεν θα διαθέταμε για αυτές τις βίλες καμιά πηγή πληροφοριών. Στο έργο του Monumenti Veneti nell’Isola di Creta (1905-1932), ο Gerolla περιέγραψε και τεκμηρίωσε με φωτογραφίες και σχέδια ό,τι διασωζόταν από την ενετική αρχιτεκτονική στο νησί.

Ο Λαβύρινθος Αντώνης Τσούκας

Αναπαράσταση της Ιεριχούς. Εβραϊκή ξυλογραφία 1743. Η ετυμολογία συνδέει το λαβύρινθο με το καρικό «λάβρυς» που δηλώνει τον διπλό πέλεκυ. Από τους αρχαιότερους λαβύρινθους θεωρείται ο αιγυπτιακός τάφος της 6ης Δυναστείας (2300 π.Χ.) στη λίμνη Μοιρίδα. Στην Ελλάδα λαβυρινθοειδές κτίσμα βρέθηκε μόνο στο κέντρο της θόλου της Επιδαύρου που κατασκεύασε ο Πολύκλειτος ο νεότερος στα 360-320 π.Χ. Ο μύθος της Αριάδνης εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές στο χώρο της Μεσογείου και το σχήμα του λαβύρινθου εντοπίζεται από την Ευρώπη ως τον Καύκασο, από την Ινδία ως τους Ινδιάνους Hopi. Κατά τον Kerenyi, ο λαβύρινθος συμβολίζει την πρώτη επαφή με το ασυνείδητο. Συμβολίζοντας το «κέντρο» ο λαβύρινθος σχετίζεται με την ατομικότητα και τις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου, ενώ συμβολίζοντας την κίνηση των ουράνιων σωμάτων σχετίζεται με τη γονιμότητα και τον κύκλο της ζωής. Σημείο αναφοράς σε διάφορα γονιμικά δρώμενα, ο λαβύρινθος εμπνέει το χορό της Αριάδνης (κρατήρας του François, 556 π.Χ.). Στην ύστερη αρχαιότητα απεικονίζει πόλεις–«κέντρα του κόσμου»: Ιεριχώ, Ρώμη, Ιερουσαλήμ. Στους καθεδρικούς ναούς του Μεσαίωνα, ο λαβύρινθος δεν συμβόλιζε μόνο «τη λυτρωτική πορεία προς το κέντρο» αλλά χρησίμευε και ως σημείο τέλεσης ιερατικών χορών προτού το Βατικανό τους απαγορεύσει στο τέλος του 16ου αιώνα. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνωρίζει, από την Αναγέννηση και μετά, η εφαρμογή του λαβύρινθου στην κηποτεχνία. Στην Αναγέννηση, το κέντρο του λαβύρινθου γίνεται το «δέντρο της γνώσης» και τα πρόσωπα του κρητικού μύθου συμβολίζουν την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της άγνοιας. Στη σύγχρονη εποχή ο λαβύρινθος αναβιώνει στις εικαστικές τέχνες από καλλιτέχνες, όπως ο Richard Logn, ο Terry Fox, ο Ugo Dossi, ο Dennis Oppenheim κ.ά.

Τα ιστορικά κέντρα των βορειοελλαδικών πόλεων και η μεταπολεμική ανοικοδόμηση Αλέκα Γερόλυμπου, Νίκος Καλογήρου και άλλοι

Βέροια, παλιά εβραϊκά σπίτια στην Μπαρμπούτα. Σχέδιο του Perilla, 1932. Σε σύγκριση με τις πόλεις της νότιας Ελλάδας, οι βορειοελλαδικές πόλεις είναι ξεχωριστές. Από τη γεωγραφική τους θέση βρέθηκαν ενταγμένες οργανικά στην οικονομία των Βαλκανίων και στο δίκτυο των μεγάλων εμπορικών δρόμων. Καθώς η οθωμανική κυριαρχία διήρκεσε εδώ σχεδόν έναν επιπλέον αιώνα, οι πόλεις διατήρησαν την παραδοσιακή τους διάρθρωση. Τα κέντρα αυτά έχουν συνεχή παρουσία στην ιστορική εξέλιξη της περιοχής και έντονη παράδοση αστικής ζωής. Η σύνθεσή τους είναι πολυεθνική: Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι αλλά και Βούλγαροι, Σέρβοι, Τσιγγάνοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ελληνικό στοιχείο μειοψηφεί. Οι εθνικο-θρησκευτικές ομάδες διατηρούν αυτόνομη κοινοτική οργάνωση κατά πόλη και γειτονιά. Η πόλη που καταλαμβάνει οριοθετημένες οχυρές θέσεις διακρίνεται με σαφήνεια από την ύπαιθρο. Αυτή η κλειστή «αμυντική» διάταξη χαρακτηρίζει και την εσωτερική διάρθρωση της πόλης. Οι οικοδομικές ενότητες–νησίδες είναι εσωστρεφείς, είναι οργανωμένες γύρω από την εκκλησία, το τζαμί ή τη συναγωγή, και ενσωματώνουν κάποια εργαστήρια, καταστήματα και αποθήκες. Εμπορικές, βιοτεχνικές και βιομηχανικές δραστηριότητες διεξάγονται σε ειδικές περιοχές. Η προέλευση των σπιτιών είναι κοινή, ο παραδοσιακός τύπος με δωμάτια εν σειρά, χαγιάτι, εσωτερική αυλή, έναν ή δύο ορόφους. Ατέρμονη ποικιλία εμφανίζει η σχέση των κτισμάτων με το δρόμο, η αναλογία κτισμένων και ανοιχτών χώρων, η ιεράρχηση χώρων δημόσιων, ημιδημόσιων και ιδιωτικών. Η ποιότητα αυτών των ιστορικών κέντρων απορρέει από τη συνολική αίσθηση ζωής που μεταφέρουν. Συστήματα «αυτορρυθμιζόμενα», οι πόλεις αποκτούν τη φυσική τους μορφή χωρίς κρατική παρέμβαση. Μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα οι οθωμανικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού και η ευρωπαϊκή διείσδυση εισάγουν το «ευγενές κτίριο» (bâtiment noble) με μορφές εκλεκτικιστικές ή δυτικές, πλήρως αντίθετες με την τοπική μορφολογία. Από το 1912, που τα σύνορα του ελληνικού κράτους επεκτείνονται, ως το 1940, οι κρατικές ρυθμίσεις σε διαφορετικά επίπεδα του οικιστικού πλέγματος εγκαθιδρύουν τη χρήση της πολεοδομίας ως εργαλείου εκσυγχρονισμού. Μια θεαματική εικονογράφηση προσφέρουν οι Σέρρες (1914-1920) και η Θεσσαλονίκη (1917) που τα ιστορικά τους κέντρα καταστράφηκαν βίαια από πυρκαγιά. Τα ρυμοτομικά σχέδια του Μεσοπολέμου άρχισαν να εφαρμόζονται στις δεκαετίες 1950-1970. Σε αυτή την περίοδο της ραγδαίας αστικοποίησης επικρατεί ο κατακερματισμός σε έργα μικρής κλίμακας που αναδεικνύει την «αντιπαροχή» σε σχεδόν αποκλειστικό μηχανισμό. Ωστόσο, οι «δυσλειτουργίες» της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας και η συνέχεια ενός μακραίωνου πολεοδομικού συστήματος διέσωσαν ορισμένα στοιχεία του ιστορικού κέντρου των πόλεων. Καθώς η βορειοελλαδική πόλη με τη δομή της θεωρήθηκε «τουρκόπολη», τα χαρακτηριστικά της αφέθηκαν να εξαλειφθούν. Η διάσωση μεμονωμένων κτισμάτων, αδιαφορώντας για το ευρύτερο περιβάλλον τους, ουσιαστικά καταστρέφει το ιστορικό πολεοδομικό σύνολο.

Οι εργασίες του Γερμανικού Αpχαιολογικού Iνστιτούτου κατά το 1987 Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ολυμπία. Προϊστορικό κτίριο δυτικά του Πελοπείου. Την έκθεση των ανασκαφικών εργασιών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου για το 1987 συμπληρώνει σημείωμα για την ιστορία του και τις εκδοτικές και άλλες δραστηριότητές του. Το Γ.Α.Ι. της Αθήνας, ένα από τα τμήματα του ομώνυμου οργανισμού που στεγάζεται στο Βερολίνο, ιδρύθηκε το 1874 και στεγάζεται στο σπίτι που έκτισαν για τον Σλήμαν οι αρχιτέκτονες Β. Ντέρπφελντ και Ερν. Τσίλλερ. Στην Ελλάδα το Ινστιτούτο διενεργεί τέσσερις ανασκαφές, στην Τίρυνθα, στον Κεραμεικό, στη Σάμο και στην Ολυμπία. 1. Στο Ηραίον της Σάμου ολοκληρώθηκε η έκθεση των ευρημάτων από ανασκαφές των προηγουμένων ετών που διηύθυνε ο H. Kyrieleis. Επίσης, υπό την επίβλεψη του H. Kienast έγινε καθαρισμός και μελέτη του μεγάλου βωμού και των δύο ναόσχημων κτιρίων νότια της Ιεράς Οδού. 2. Στον Κεραμεικό, υπό τη διεύθυνση της Ursula Knigge, οι ανασκαφές αφορούσαν πάλι τα ρωμαϊκά στρώματα και εργαστήρια στο χώρο του «κτιρίου Υ». 3. Στην Ολυμπία, υπό τη διεύθυνση του Helmut Kyrieleis, οι ανασκαφές με σκοπό τη στρωματογραφική έρευνα της προϊστορικής κυρίως εποχής έγιναν στην περιοχή του Πελοπίου και στην περιοχή βόρεια του Πρυτανείου.

Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής αρχαιολογίας Βασίλειος Πετράκος

Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (1778-1849), πρώτος πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Το 1829, ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Καποδίστριας διορίζει τον Ανδρέα Μουστοξύδη διευθυντή ενός ανύπαρκτου Εθνικού Μουσείου με σκόρπιες αρχαιότητες που φιλοξενούνταν στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Τον Μουστοξύδη θα αντικαταστήσει ο ζωγράφος Αθανάσιος Ιατρίδης. Το 1834 στην Αθήνα, ο Ιατρίδης γίνεται βοηθός του πρώτου Έλληνα έφορου αρχαιοτήτων, Κυριάκου Πιττάκη. Με νόμο του 1834, που εκπονήθηκε από Βαυαρούς βάσει της νομοθεσίας του Παπικού Κράτους για τα αρχαία της Ρώμης, γεννιέται η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Προϊστάμενος διορίζεται ο Βαυαρός αρχιτέκτων Βάισενμπεργκ. Θα τον αντικαταστήσει ο Ρος με υφισταμένους τον Πιττάκη και τον Ιατρίδη. Το εμβληματικό μνημείο της Ακρόπολης περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τον Μάρτιο του 1835. Ο Πιττάκης συγκεντρώνει με έρανο τα χρήματα για την πρώτη ανασκαφή τον Απρίλιο του 1833. Τη διαμόρφωση του Ιερού Βράχου επηρέασε ο αρχιτέκτονας Leo von Klenze που υπέδειξε στο βασιλιά την κατεδάφιση μεσαιωνικών και τουρκικών κτισμάτων, την αναστήλωση του Παρθενώνα και την ίδρυση μουσείου πάνω στην Ακρόπολη. Ο Ρος, ο Eduard Schaubert και ο Hansen ανέλαβαν την αναστήλωση του ναού της Αθηνάς Νίκης. Το 1835 ο Ρος καθιερώνει τα πρώτα εισιτήρια εισόδου στην Ακρόπολη. Την ίδια χρονιά, εκδίδεται το τετράτομο έργο του William Martin Leake, Travels in Northern Greece. Το 1836, με την παραίτηση του Ρος από τη θέση του Γενικού Εφόρου, σβήνει η ευρωπαϊκή αυγή της ελληνικής αρχαιολογίας. Τον Ρος διαδέχεται ο Πιττάκης, «ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος». Στις 6 Ιανουαρίου 1837 ιδρύεται η Αρχαιολογική Εταιρεία. Τον Οκτώβριο του 1837 κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος της Εφημερίδος Αρχαιολογικής. Στο πρώτο μουσείο της (1847), η Αρχαιολογική Εταιρεία τοποθετεί τα εκμαγεία των μαρμάρων του Παρθενώνα που ήρθαν από την Αγγλία έχοντας έτσι «αντί της αληθείας τουλάχιστον τας σκιάς». Ενώ από το 1845 αρχιτέκτονες της Σχολής της Ρώμης έρχονταν στην Αθήνα, αξιόλογα ελληνικά αρχαιολογικά σχέδια έφτιαξε πρώτος ο αρχιτέκτονας Παναγής Κάλκος με αφορμή συλλογική έκθεση για το Ερέχθειο (1853). Από τα μέσα του αιώνα αρχίζει η ίδρυση των ξένων αρχαιολογικών σχολών με πρώτη τη γαλλική. Τον Πιττάκη διαδέχεται ο Παναγιώτης Ευστρατιάδης που, το 1866, προσλαμβάνει ως βοηθό τον Παναγιώτη Σταματάκη. Η αποκαλούμενη «ηρωική εποχή της ελληνικής αρχαιολογίας» λήγει με το θάνατο του Σταματάκη το 1885. Με τον Κουμανούδη γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1859) αρχίζει η άνοιξη της ελληνικής αρχαιολογίας που συγκεντρώνει ανθρώπους νέους, σπουδαγμένους, γλωσσομαθείς, στραμμένους προς την Ευρώπη.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το αρχαίο θέατρο της Λάρισας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Τρίκλιτη, παλαιοχριστιανική βασιλική από τον 5ο-6ο αιώνα βρέθηκε στις νότιες υπώρειες του Παγγαίου – Αποκαλύφθηκε στη Μινώα της Αμοργού ελληνιστικός «απόπατος» - Οι 14 μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας θα αναστηλωθούν! – Θα αποκαλυφθεί το αρχαίο θέατρο της Λάρισας που παραμένει θαμμένο από το 1846

Συνέδρια

Η Αγγλική Σχολή στην Αθήνα οργάνωσε στις 31 Ιανουαρίου 1987 την τέταρτη Συνάντηση με θέμα «Οι Θετικές Επιστήμες στην Αρχαιολογία» - Διεθνές Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Ματράνο (10-15.10.87) με θέμα τους Ελληνόφωνους της Κάτω Ιταλίας. Τους συνέδρους υποδέχθηκε ο απόγονος του πρωτοπρεσβύτερου που δολοφονήθηκε εκεί το 1631

Εκθέσεις

Με αφορμή την επιστροφή του «Εφήβου» στην Adge της Γαλλίας, εγκαινιάστηκε έκθεση με θέμα «Το ελληνικό πλοίο, σύμβολο και φορέας πολιτισμού»

Βιβλία

Το ετήσιο περιοδικό Ηόρος ετοιμάζεται να εκδώσει το 5ο τεύχος του

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Πραγματοποιήθηκε στο Δημόκριτο (19-23.5.1986) το 25ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιομετρίας – Στο Liblice της Τσεχοσλοβακίας, κοντά στην Πράγα, έγινε από τις 5 ως τις 9 Οκτωβρίου 1987 Διεθνές Συμπόσιο με θέμα «Αποτελέσματα έρευνας στην Αρχαιομεταλλουργία του Σιδήρου κατά την εικοσαετία 1967-1987»

English summaries: The cups of Makrygiannis Katerina Korre-Zografou

The tassia (= cups) of Makrygiannis. eponymous objects of multiple value and importance, since they were personal utensils belonging to this famous fighter for modern Greece, are for the first time published with the sole ambition of becoming widely known as examples of a special historic, folk and artistic significance. The correlation between Makrygianni's texts and his cups produces interesting results, because it reveals the close connection of objects and written testimonies. The tassi (τάσσι, το: cup; Turkish, tas) or Kouna (Kouna, n. : Latin, cupa) or κίκαρη (on Mount Agrapha) a shallow, hemispherical, usually handless vessel with vertical or slanting sides, with or without an omphalus on its inner bottom and with a separate or embodied base, is one of the basic liquid -containing utensils ( of water, wine,or milk). The tassi, a functional vessel closely related with the everyday life of Greeks today, becomes a distinct object in the various aspects of folk life. In folk poetry and song frequent reference is made not only to the material it is made of (silver, glass, crystal, china), its provenance, use (wine-cup, water-cup) and colour; there is also an eloquent admiration for its overall appearance, richly and elaborately decorated as it usually was. The cup (tassi) -in the case of the Independence fighters of 1821- is part of a takimi ( set) along with the rest of the armor. It is very significant that similar or related decorative themes embellish both armor and cups, a connection which indicates that it was probable that such a commission was executed by the same artist in one and the same silversmith's workshop. Therefore, the relations in style and repertoire that associate such groups of objects are only natural. Frequent is the reference to cups in kleftiko folk songs, which present a rich source of information on the armor of fighters of 1821. In this category of songs the cup is considered as a valuable vessel used, mainly, for drinking wine or water from. The cups of Makrygiannis are included in the group of objects used by the fighters of 1821. They belong to the collections of the National and Historic Museum (nos. 3730 and 3732 respectively) and are "monuments" not only to Neohellenic traditional Art, but also to the History of Modern Hellenism. The general's cups were donated, along with other souvenirs of the fighter, to the National and Historic Museum by his son, general Kitsos Makrygiannis (1848-1948). Thus, the cups of Makrygiannis, like many other exhibits of this Museum, are utensils of multiple value and interest. Being eponymous they form, along with the rest of the objects belonging to the general, a group of special significance from the aesthetic-artistic as well as from the folk and historical point of view.

The rocks of Kavala tell of a lost civilization Kostas A. Ataktidis

Lost, "disappearing" civilizations leave behind traces, which attract our curiosity. History teaches that the disappearing procedure takes place progressively because the number of humans and creations involved in it is considerably large. The probable reason which can cause a sudden "exodus" from a certain area may be a natural disaster, an invasion or an occupation. It is certain that such a factor contributed to the "disappearance" of the population settled in the periphery of Kavala. Who, in any case, were the native inhabitants of this district? We may never know the answer. There exists an abundance of indications in cave-shelters, the ploughs of contemporary farmers have brought to light tools and works of a past people mentioned by Herodotus and Thucydides and finally there is the illicit activity of antiquities smugglers. The Archaeological Service has not, unfortunately, been seriously engaged so far with these areas of Kavala that thus remain closed to science. However, the Speleological Team of Kavala belonging to the Greek Speleological Society, twenty five years ago began to locate, record, photograph and research all the carstic and relevant phenomena in the area around Kavala and the Mount Paggaion. This discreet and consistent work was recently rewarded with a most important discovery. The hard surface of the Kavaia rocks has preserved the testimory of a lost civilization. In the districts of Philippoi -Kryoneri - Zygos - Old Kavala - Elaeo-chori, Paggaion - Eleftheroupolis and Pholea in the Kavala county there exists a multitude of significant rock graffiti. In 1965 professor G. Bakalakis during the 5th Congress of Studies in Magna Grecia, that took place in Taranto, referred to "paintings", similar to those of Spain, which were discovered on rocks in the area "Matera" in Apoulia and expressed the wish that similar works be also found in Greece. Four years later the Paggaion graffiti were located. Their great importance does not lie in their number which incidentally is greater than anywhere else but in their evidently being the origin and starting point of graffiti in the rest of Greece and in Europe.

Wrestling. A Minoan athletic game in dispute Jean Coulomb

Boxing and wrestling are commonly regarded as Minonan athletic games. Scholars, however, often confuse these two competitions. Let us for instance examine the athletic representations of the Boxer rhyton from Agia Triada, in which twelve boxers are depicted, but no wrestler. Sir A. Evans uncovered (1901) in the eastern side of the Knossos palace several fragments of agonistic high-reliefs. In Palace III (1930) he described one of these as " part of a wrestler relief". However, B. Kaiser gave recently a new interpretation of this specific fragment.The represented athlete is a toreador grasping a bull's horn with his left hand. We agree with Kaiser's interpretation and supply new supporting arguments. Therefore, wrestling cannot anymore be considered undisputedly as an athletic Minoan game and further research is necessary.

Wall painting in Mycenaean Greece Dora Vassilikou

The art of painting originated in Minoan Crete and spread from there to mainland Greece. Aegean wall paintings are akin to the so-called fresco, a secco technique. Some artistic conventions are characteristic. The drawing is two-dimensional, figures are without plastic volume with a frontal eye even if the face is shown in profile, absence of ground line, men are painted in red and women in white. The oldest Mycenaean paintings belong to the 14th century BC but most date back to the 13th century. Many subjects are Minoan- like processions, gatherings, bull-fights but some are typical of mainland art like the heraldic animals and the hunting and battle scenes. These subjects are common to all Mycenaean palaces where they are repeated with some monotony. Mycenaean paintings have bright colours and are powerful decorative compositions even though the figures are often static and rigid. But besides that of being decorative the paintings of the palaces may have another function to show the luxury of the royal court, the royal hunts and battles as well as important religious ceremonies. In fact, it is most probable that there existed a specific program in the decoration of a palace. From this point of view the paintings of the palace of Pylos are very enlightening as they constitute a homogeneous entity, safely dated. Through the wall paintings we can eventually understand some aspects of Mycenaean life, its conservatism and important hierarchical organisation. Even though some Mycenaean - and also Theran - frescoes show a strong narrative character no person or event can be historically identified.

The metric system John Bandekas

The introduction and establishment of a unified metric system was an important step towards the organization of human society. By the term "metric system" we mean a series of units for measuring length, surface, volume, capacity, weight and currency efficient in serving the demands of all activities of a society. The metric system has facilitated the various transactions, programming and organization and is a fundamental priority for any scientific development. This article is not the product of systematic research into the characteristics and qualities of different metric systems. It has at its aim to explain certain problematics related to research on land registry measurements. Therefore, it only refers to metric details related to the measurement of such surfaces. The study has been articulated in two parts. The first deals with some general concepts of the metric system in itself and classifies the surface metric units according to their base. The second part presents a concise description and brief commentary on the main systems known to us, which are related to or have influenced the metric system used on Greek territory.

The Varossi district in the town of Edessa Christina Zarkada-Pistioli

A brief historic review of the town of Edessa is made in this article. Furthermore the architecture of the wall surrounding the city, which was built successively on two levels the plain and the acropolis, is examined. In 1389 the town of Edessa was conquered by the Turks, who turned its walls into ruins. The town at that time was divided into twelve quarters of which only three were Christian. Varos, the most important of all on the SE side of the Byzantine acropolis, Hosnisin and Mahal. A thorough description of the architectural elements of the Varosi houses follows in the article that tells of the architecture employed there in relation to the inhabitants' occupation ( breeding silk worms). The article concludes with the significant remark that Varosi is a unique entity, which has been preserved intact in the present urban landscape of Edessa and is one of the few relevant examples in Northern Greece.

A tour of the Greek Islands, July 1850 Ida Haugsted

On July 16, 1850 a group of Danish travellers living in Athens, left the dusty, hot, summer city for a tour of the Greek and Turkish, at that time, Aegean islands and of the coast of Asia Minor . For their purpose they had borrowed King Otto's small schooner «Λέων». The journey was planned to last five to six weeks and although the demand for this specific ship was high, they managed to sign a contract with its captain Rividis. They departed from Pireus harbour. Members of the group were Asmus Heinrich Liith (1806-1859), vicar to queen Amalia's court, his wife Christiane F. Fisher (1817-1900) and her sister Hanne Fisher (1819-1910). Both sisters came from Fredensborg, Denmark. The two children of the couple. Damans and Nicolaos, born in Athens in 1839 and 1841, respectively, also went on the trip. The family had lived in Athens, since 1839. Living over ten years in the country, they had learned the language, had a good knowledge of Greek culture and had already toured mainland Greece. Members of the group were also a Danish architect, Laurits Albert Winstrup (1815-1889), studying in Athens and a Danish philologist. Christian Listov (1821-1893), who had arrived in Greece six months ago. The tour started from Aegina island and continued with various stops over Cape Sounion and the islands Melos, Sikinos, Thera, Anaphi and also Kos and Rhodes, at that time under Turkish rule. After a short sojourn on Rhodes they carried on to visit Knidos, Alikarnassus. Didyma. Ephesus and Samos island. The group split up in Koussandasi, because Lutti shot himself by mistake in the arm. Winstrup and Listov continued to Chios and from there they took a steam boat to Smyrna and Constantinople, where they spent eighteen days and returned to Athens in early September.

The Villa Trevisan. A Venetian villa in the province of Chania, Crete Ioanna Sotiriou

The Venetian Villa Trevisan of the late 16th c. is located in the area of Kokkino Metochi, in the Southern Province of Chania, Crete, and is one of the 120, approximately, feudal residences of Venetian and Cretan nobility that were scattered round the Cretan countryside. These villas made their appearance in the last century of Venetian rule (1210-1669) and manifest a very important period in the long history of the island. The villa Trevisan represents one of the best examples of countryside feudal residences, since it combines Renaissance architecture and advanced construction methodology for stone buildings. The subject of the villa Trevisan is seen through the historical background of the Venetian period in Crete and the political, social and economic factors that made possible the appearance of these countryside residences are analysed. The Venetian works in architecture and city-planning are mentioned in brief, while three other Venetian villas in the vicinity are presented, that bear certain similarities to the villa Trevisan.The villa at Rodopou, the villa Clussia at Natzipiana and the villa Retonda at Kalathenes. The villa Trevisan itself is analysed and examined historically, architecturally and structurally. Futhermore, the different historic periods of the building are distinguished and the causes of the decay that have affected the static equilibrium and the appearance of the building are exposed. There are proposals for future uses to which the villa Trevisan could be put to, the architectural and structural restorations of the villa as well as for the treatment of stone. The study of the villa Trevisan has been further documented with architectural drawings, depicting the existing situation, the additions and alternations of later periods and the proposed restoration. The subject of the villa Trevisan was studied as a thesis by the article's author and was submitted to the University of York for the degree of Master of Arts in Conservation, in August 1987.

The labyrinth. A brief reference to the evolution of its symbolic content in time Antonios Tsoukas

In the archaic period the appellation "labyrinth" was given to any monumental, stone building with a complex plan. The term originally refers to the mythical edifice built by Daedalus in Knossos to house the Minotaurus by command of King Minos. The etymological origin of the word is related to the Carian root "λάβρυς", meaning a double axe and was established in the area of Eastern Mediterranean long before the descent of the Greek tribes. Among the oldest examples of a labyrinthine building in the Mediterranean countries is the Egyptian tomb of the sixth dynasty, 2300 BC, close to Lake Moerida, that has been described both by Herodotus and Strabo, while funerary monuments in the form of a labyrinth must have been erected by the Etruscans as is also mentioned by Pliny. The first linear representation of a labyrinth in Greece dates from 1300 BC and shows the plan of a religious building dedicated to Ariadne, while other prehistoric, labyrinthoid, incised representations in caves have been located in England (1800-1400 BC), Syria (1200 BC),the Caucasus (2000 BC) and in Spain (1000 BC). The only labyrinthoid edifice found in Greece is the underground construction of the Epidaurian Tholos built between 360 and 320 BC by Polycleitos the Younger in the vicinity of the Asclepeion. In many districts of central India and Caucasus, as well as among the Indians of New Mexico, the plan of the labyrinth is related to beliefs referring to the stars' motion, to fertility and to the overall image of the world. The wide spreading of labyrinths to many geographically remote civilizations has been an issue of great interest to ethnologists, folk scientists and archaeologists for many years now. Modern scholars, such as Yung and Kerenyi, argue that the universality of the labyrinth is due to the fact that its plan is one of the most important archetypal representations that expresses experiences and questions of a metaphysical nature belonging to primeval man. The entire spectrum of symbolisms, referring mainly to fertility and renovation of nature started very early in the cultural evolution of man to be experienced through a variety of acts, all of which held the plan of the labyrinth asa constant point of reference. These acts interlaced with certain mythical facts were repeated as symbolic performances in every anniversary which had special meaning to the social group. One of the few representations of a similar performance, from the sphere of Cretan mythology, very popular throughout the Mediterranean countries, was Ariadne's dance, which is depicted on the so-called Francois crater, dating back to 565 BC. The impact of the symbolic content of the labyrinth can be detected in Jewish and Christian spirituality. It is also found in the religious architecture of the Middle-Ages, where the labyrinth, adjusted to the Church dogma, was used to symbolize the painful and hard course of man on earth. Another application of the labyrinth, established by the end of the eleventh century and especially adopted during the Renaissance and modern period, was in the art of gardening. The mythical framework of the Cretan labyrinth - Theseus, Ariadne, Daedalus, icarus - also functions as an allegory of the liberation of man from the bonds of ignorance. Progressively, from the Late Renaissance onward the symbolic content of the labyrinth starts degenerating. In our time the labyrinth, both as plan and symbolism, is revived in the field of fine art along with many other archetypal symbols. Many artists such as Richard Long, Terry Fox, Ugo Dossi, Dennis Oppenheim and others express an artistic concern with the labyrinth by adjusting its wide symbolism to the present time.

The historic centres of northern Greek towns and post-war town rebuilding Aleka Karadimou-Gerolympou, Nicos Kalogirou, Nicos Papamichos et al.

Within the borders of the modern Greek state, the towns of Northern Greece present a series of peculiarities which are made especially obvious by their historic centres. These peculiarities affected the later architectural formation of the towns and their town-planning. A specific approach towards their architectural heritage therefore becomes necessary based on the understanding and interpretation of their history. The geographic position of these towns in the Balkans and their delayed, for almost a century, detachment from the Ottoman empire (compared to the towns of Southern Greece) are considered as the basic reasons for their peculiar development and their common characteristics. These common traits are researched and evaluated in this article, furthermore, what is also examined is the impact these traits had on efforts for modernization and reformation made by the Ottoman empire in the late nineteenth century and by the Greek state in the interval between the two Wars. After 1923 the towns of Northern Greece are not any more exclusively subjected to the town-planning experimentations of the Greek state, but they are controlled by a common town-planning legislation. The great needs created by refugee settlements in urban and rural areas, the interior emigration and the reorganization of the national housing network, led to a general, superficial and flat handling of these towns. However, the simple lay out of streets in any expansion plan and the typified rationalism of the traditional town-planning elements, as they were drawn in the 1930s, must not be held responsible for the present situation. This was caused in the 1960s, when the well known procedure of building production was established and has prevailed ever since.

The work of the German Archaeological Institute during 1987 The editors of the Archaeologia journal

In this article an account is made of the digs carried out by the German Archaeological Institute, a description is also given of the history of the Institute as well as its publications and various activities. The G.A.I is a branch of the main Institute based in Berlin. It was founded in 1874 and in Athens its centre of operations is the house built for Heinrich Schliemann by the architects B. Dorppfeld and Ern. Ziller. Four digs by the German Archaeological Institute are in progress in Greece, at Tirynth, in Kerameikos, on the island of Samos and in ancient Olympia. 1.There has been an exposition of finds from the digs carried out under H. Kyrieleis at the Heraion, the temple of Hera in Samos. H. Kienast has supervised the cleaning and study of the great altar and two temple-shaped buildings south of the Iera Odos (Sacred Way). 2.At Kerameikos the excavations have been supervised by Ursula Kniegge and concentrate mainly on the Roman strata and workshops in the area of “Building Y”. 3.In Olympia, under Helmut Kyrieleis, excavations have mainly taken place around the Pelopion and in the area lying north of the Prytaneion.

The early years of Greek archaeology Vasileios Petrakos

The ancient monuments of Greece have served as an excellent source for the expression of its ideology to the modern Greek state. This concept, as well as the Greeks' belief that the antique monuments were a venerated heritage, led to the foundation of an archaeological service and a national museum on Aegina island, soon after the establishment of the Greek state. This first archaeological service, originally staffed with Independence fighters and philhellene scientists succeeded in overcoming post war chaos and with the help of the Archaeological Society it reached its goal. That of rescuing and restoring the antiquities and of organizing a most efficient service, which, in spite of political and financial obstacles, laid the foundations for contemporary Greek archaeology.

Τεύχος 74, Μάρτιος 2000 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Ο Αύγουστος και η χρυσή εποχή της Ρώμης Steven Hijmans

Άγαλμα του θωρακοφόρου Αυγούστου, από τη βίλα της Λιβίας κοντά στην Prima Porta, έξω από τη Ρώμη. Μαρμάρινο αντίγραφο του χάλκινου πρωτοτύπου, μετά το 20 π.Χ. Η έλευση του Αυγούστου, πρώτου αυτοκράτορα της Ρώμης, σήμανε πράγματι την αρχή μιας σημαντικής μεταβατικής περιόδου στην ιστορία, και ταυτόχρονα μιας νέας εποχής στο χρόνο. Η διακυβέρνησή του από το 27 π.Χ. ώς το 14 μ.Χ., που ονομάστηκε Χρυσή Εποχή (Aurea Aetas), ακολούθησε την κατάρρευση της Δημοκρατίας που συντελέστηκε σε διάστημα λίγων γενεών. Μετά την ήττα του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στο Άκτιο το 31 π.Χ., ο Οκταβιανός στα 32 του έμεινε μόνος κυρίαρχος στη Ρώμη. Από τις πρώτες του ενέργειες ήταν η θεοποίηση του θετού του πατέρα Ιούλιου Καίσαρα. Ο Αύγουστος παρουσιάζεται ως υπέρτατος άρχοντας από θεϊκό δικαίωμα και ταυτόχρονα αποκαλεί τον εαυτό του «primum inter pares». Το ιδανικό του ήταν να ενώσει όλους τους Ρωμαίους, ευγενείς και πληβείους, πολίτες, συμμάχους και υπηκόους, στην κοινή επιδίωξη ενός οράματος: της οικουμενικής ειρήνης και ευημερίας υπό την ευμενή ηγεσία της Ρώμης. Μετά από έναν αιώνα αιματηρού εμφυλίου πολέμου, η ελκυστικότητα του οράματος αυτού ήταν ολοφάνερη. Ο Αύγουστος γρήγορα κέρδισε την ενθουσιώδη υποστήριξη πολλών συγγραφέων και εικαστικών. Μαζί δημιούργησαν τη γλώσσα –λογοτεχνική, αρχιτεκτονική και εικαστική- της αυτοκρατορίας, μεταφράζοντας τα ιδανικά του σε ευρύτατα αποδεκτά και κατανοητά μνημεία τέχνης και λογοτεχνίας. Η άποψη ότι η Ρώμη περιορίστηκε στη στείρα αντιγραφή ελληνικών προτύπων είναι λανθασμένη. Αντίθετα, αξιοποίησε περαιτέρω την ελληνική τέχνη προκαλώντας την ενσωμάτωσή της στον ευρύτερο κόσμο του συνόλου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο οβελίσκος που ο Αύγουστος μετέφερε από την Αίγυπτο στη Ρώμη και τον ανήγειρε στο πεδίο του Άρεως, όπου χρησίμευε ως δείκτης ενός τεράστιου ηλιακού ωρολογίου. Το μνημείο είναι μεστό συμβολισμού: α) αναφέρεται στην κυριαρχία της Ρώμης επί της Αιγύπτου, β) ως αιγυπτιακό σύμβολο του ήλιου αναφέρεται στον ρωμαϊκό θεό-ήλιο Sol, που ο Αύγουστος ταύτιζε με τον Απόλλωνα. Ο Αύγουστος αναγνώριζε ακόμα το γεγονός ότι οι περίπλοκοι υπολογισμοί και οι μετρήσεις που εξασφάλιζαν την ακρίβεια του ηλιακού ωρολογίου είχαν ως βάση τα επιτεύγματα της ελληνικής επιστήμης. Το ίδιο το μέγεθός του θύμιζε στο θεατή ότι δεν είναι απλό ρολόι αλλά ένα ακόμη μνημείο εις ανάμνηση κάποιας από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις και επιτεύξεις της Αυγούστειας επανάστασης, την εισαγωγή δηλαδή ενός νέου συστήματος υπολογισμού του χρόνου, του ιουλιανού ημερολογίου. Το ημερολόγιο πήρε το όνομά του από τον Ιούλιο Καίσαρα, ενώ οι μήνες Ιούλιος και Αύγουστος από τους δυο μεταρρυθμιστές. Φαίνεται ότι ο ένας από τους δύο εισήγαγε την εβδομάδα των επτά ημερών, σύστημα που συνδεόταν με τον Απόλλωνα και τη λατρεία του.

Σύντομη ανασκόπηση του υπολογισμού του χρόνου κατά την αρχαιότητα John D. Morgan

Βαβυλωνιακή πινακίδα με τον θεό Ήλιο Σαμάς που κρατά δίσκο και κανόνα, σύμβολα του Ήλιου και της τροχιάς του. Περ. 870 π.Χ.. Βρετανικό Μουσείο. Τα ημερολόγια που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες αρχαίες ελληνικές πόλεις διέφεραν πολύ από το σύγχρονο ημερολόγιο. Τα έτη δεν χαρακτηρίζονταν με αριθμούς μετρούμενους από μια μακρινή εποχή, αλλά με το όνομα ή τα ονόματα των ανδρών που κατείχαν το αξίωμα κάθε χρόνο. Όπως το αρχαίο βαβυλωνιακό ημερολόγιο και το αρχαίο και σύγχρονο κινεζικό, το αρχαίο ελληνικό ημερολόγιο ήταν σεληνο-ηλιακό με μήνες που υποτίθεται ότι παρακολουθούσαν τις φάσεις της σελήνης και έναν εμβόλιμο μήνα που προστίθετο 7 φορές σε διάστημα 19 ετών για να εμποδίσει τους μήνες του ημερολογίου να ολισθήσουν από τη σωστή τους θέση στις εποχές. Κάθε ελληνική πόλη είχε δικές της ονομασίες για τους μήνες, πράγμα που δυσκόλευε πολύ τον καθορισμό μιας ημερομηνίας με τρόπο που να είναι σαφής για τους κατοίκους δύο ή περισσοτέρων πόλεων. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα αρχαία ελληνικά ημερολόγια ήταν «ελαστικά»: κατ’ αντιδιαστολή προς το άκαμπτο ημερολόγιο που κληρονομήσαμε από τους Ρωμαίους, οι πολίτες μιας αρχαίας ελληνικής πόλης μπορούσαν να αποφασίσουν να καθυστερήσουν την πρόοδο του πολιτικού ημερολογίου τους με την προσθήκη εμβόλιμων ημερών, εάν οι προετοιμασίες τους για μια γιορτή καθυστερούσαν. Λίγο μετά τη λήξη της γιορτής, και οπωσδήποτε πριν από το τέλος τους έτους, θα καταργούνταν ημέρες ώστε το έτος του άρχοντα να περιλάβει τον σωστό αριθμό ημερών και να λήξει στον ορθό χρόνο. Το άρθρο «εικονογραφούν» περί τα τριάντα αρχαία παραθέματα.

Η αρχαία Ρώμη μπροστά στο “τέλος εποχής”: κυκλικός χρόνος και διαρκής αναγέννηση Αθανάσιος Κυριαζόπουλος

Ο φτερωτός Αιών μεταφέρει τον Αντωνίνο Πίο και τη γυναίκα του στον ουρανό. Κάτω αριστερά, ο θεοποιημένος Campus Martius κρατάει τον οβελίσκο του Αυγούστου. Σε όλες τις κρίσεις που τη συγκλόνισαν στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της η αρχαία Ρώμη βίωνε την αγωνία του επικείμενου τέλους της. Ο υπολογισμός του αναμενόμενου χρόνου ζωής της στηριζόταν στην αρχή του Μεγάλου Ενιαυτού, δηλαδή ενός πολυετούς χρονικού (κοσμικού ή αστρολογικού) κύκλου. Ποιές είναι οι φιλοσοφικές και κοσμοθεωρητικές ρίζες αυτής της πίστης και με ποιούς τρόπους οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να «θεραπεύσουν» τη φοβία του «τέλους εποχής»; Η επίδραση της στωικής φιλοσοφίας στη ρωμαϊκή σκέψη υπήρξε καταλυτική. Οι στωικοί πίστευαν ότι ο κόσμος, ως δομημένο, συγκροτημένο σύνολο, υπόκειται σε έναν περιοδικό ρυθμό καταστροφής, μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται «εκπύρωσις», και στη συνέχεια «παλιγγενεσίας» με τελικό αποτέλεσμα την «αποκατάστασιν». Αυτά τα σενάρια περί τέλους του κόσμου στηρίζονται στις κοσμολογικές ιδέες των Ελλήνων φιλοσόφων, όπως ο Ηράκλειτος, ο Πλάτων και οι Στωικοί που, με τη σειρά τους, επηρεάστηκαν από τις θρησκευτικές και αστρολογικές απόψεις των αρχαίων Αιγυπτίων, των Βαβυλωνίων, των Περσών και των Ινδών. Προσπαθώντας να ξεπεράσουν αυτό τους το άγχος, οι Ρωμαίοι επινόησαν ποικίλες στρατηγικές, ακολουθώντας δυο διαφορετικά νοερά σχήματα, που και τα δύο βρίσκονται στα ποιήματα του Βιργίλιου: α) η εσχατολογική πρόταση συνίσταται στην έλευση ενός παιδιού που η γέννησή του θα σημάδευε τη δεύτερη έλευση του χρυσού αιώνα, β) η πολιτική πρόταση περιλαμβάνει την επανίδρυση της Ρώμης, όταν ο Αύγουστος θα έχει θριαμβεύσει επί του Μάρκου Αντωνίου. Όταν η δεύτερη επιλογή ξεκάθαρα επικράτησε, η Ρώμη ανακηρύχτηκε Αιωνία Πόλη, Urbs Aeterna: η παγκόσμια κυριαρχία της θεωρείται τώρα απεριόριστη.

Οι καιροί και οι χρόνοι. Η διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης στον κόσμο των πρώτων χριστιανών Δημήτρης Κυρτάτας

Η δεύτερη μέρα της δημιουργίας. Μινιατούρα από λειτουργικό βιβλίο του 14ου αιώνα (Βόρεια Ιταλία). Οι χριστιανοί της πρώτης και της δεύτερης γενιάς είχαν στραμμένη τη σκέψη τους στο μέλλον. Αγωνιούσαν να μάθουν πότε θα έρθει η συντέλεια του κόσμου. Κανείς όμως από τους επιφανείς δασκάλους της Καινής Διαθήκης δεν είχε θελήσει να δεσμευτεί γι’ αυτό. Στις αμέσως επόμενες γενιές εμφανίστηκαν διάφοροι προφήτες, οι «μοντανιστές», που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να προβλέψουν τον ακριβή χρόνο αλλά και τον τόπο της Δευτέρας Παρουσίας. Χωρίς να χάσουν τελείως το ενδιαφέρον τους για το μέλλον, οι χριστιανοί άρχισαν σταδιακά να στρέφουν το βλέμμα τους στο παρελθόν. Ο πρώτος λόγος που έκανε ορισμένους δασκάλους του χριστιανισμού να ασχοληθούν με την ιστορία ήταν απολογητικός. Μια από τις σοβαρότερες κατηγορίες που βάραινε τους χριστιανούς του 2ου αιώνα ήταν ο νεοτερισμός τους. Εκείνοι απαντούσαν διεκδικώντας την ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση που πήγαινε πίσω ως τον Μωυσή και ακόμη μακρύτερα, ως τους πατριάρχες και τον Αδάμ. Επιπλέον, επιχειρηματολογούσαν υπέρ της προτεραιότητας της ιουδαϊκής σοφίας έναντι της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, ο Μωυσής ήταν παλαιότερος από τον Όμηρο. Κάποιοι χριστιανοί άρχισαν να στρέφουν την προσοχή τους στο παρελθόν και για πολιτικούς λόγους. Πίστεψαν ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στα χρόνια του Αυγούστου από θεϊκή πρόνοια. Θεώρησαν ότι η εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας και η εξάπλωση του Χριστιανισμού ήταν δυο εξελίξεις προορισμένες να συνεργήσουν για το καλό της ανθρωπότητας. Άρχισαν να φαντάζονται μια εκχριστιανισμένη οικουμενική αυτοκρατορία με έναν αυτοκράτορα και ένα Θεό. Ο τρίτος λόγος που έκανε τους χριστιανούς να στραφούν στο παρελθόν ήταν ιστοριογραφικός. Ο συσχετισμός του Μωυσή με τον Όμηρο και του Ιησού με τον Αύγουστο δημιούργησε ιστοριογραφικά προβλήματα που οδήγησαν τους χριστιανούς στην αναζήτηση πληροφοριών σε όποιες πηγές ήταν πρόσφορες: στα γραπτά των Ιουδαίων, των Ελλήνων, των Ρωμαίων αλλά και στα χρονικά ανατολικών πολιτισμών. Στη διάρκεια αυτής της αναζήτησης, συνειδητοποίησαν ότι μεγάλο εμπόδιο στεκόταν η έλλειψη ενός κοινού χρονολογικού συστήματος. Έτσι, αντικαθιστώντας διάφορα εθνικά ή τοπικά συστήματα, συνέλαβαν την ιδέα να τοποθετήσουν στην αρχή όλων των ιστορικών γεγονότων τη δημιουργία του κόσμου. Τον 6ο αιώνα η ιδέα αντικαταστάθηκε από μιαν άλλη, που τοποθέτησε τον Ιησού στο κέντρο της ιστορίας και καθιέρωσε τις προ Χριστού και μετά Χριστόν χρονολογίες. Η ιστορική συνείδηση της πρώιμης χριστιανοσύνης χτίστηκε πάνω σε μια πίστη, που γεφύρωσε το ενδιαφέρον τους για το παρελθόν με τις προσδοκίες τους για τη συντέλεια του κόσμου.

Σκέψεις για τα μυκηναϊκά μηνολόγια Χρήστος Μπουλώτης

Χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι από τις Μυκήνες: ο ηλιακός δίσκος και η ημισέληνος υποβάλλουν την έννοια δήλωσης ημερολογιακού χρόνου. Παρά την αποσπασματικότητά τους, τα αρχεία Κνωσού και Πύλου πιστοποιούν ρητά την ημερολογιακή ρυθμολόγηση του μυκηναϊκού έτους, τον μερισμό του σε μήνες, με τα ονόματά τους αναγραφόμενα κάθε φορά σε πτώση γενική στην κορυφή των καταστίχων ως επικεφαλίδες, σύμφωνα με την αρχειακή δεοντολογία, και συνοδευόμενα κατά κανόνα στην περίπτωση της Κνωσού με το προσδιοριστικό me-no (μηνός). Ο θρησκευτικός χαρακτήρας και οι λατρευτικές συνδηλώσεις των μηνολογίων Κνωσού και Πύλου είναι το δεύτερο εμφανές στοιχείο σύγκλισής τους με τα ημερολόγια της ιστορικής εποχής. Μέσα από τον ίδιο ονοματοθετικό μηχανισμό, κάποιοι μήνες ονοματίζονται από θεότητες, σημαίνοντα ιερά ή γιορτές που, όλα μαζί, στην ημερολογιακή τους συνάρτηση, συνέτειναν στην ιερή σηματοδότηση του έτους, εμφαίνοντας συνάμα τους κύριους σταθμούς του θρησκευτικού εορτολογίου, σημαντικές πτυχές του οποίου διασώζει η επίσημη αφηγηματική τέχνη της εποχής, προπάντων δε οι ανακτορικές τοιχογραφίες και τα χρυσά σφραγιστικά δαχτυλίδια. Την ισχυρότερη, ωστόσο, ένδειξη για τη μυκηναϊκή καταγωγή του ελληνικού ημερολογίου μας δίνει η επιβίωση του ονόματος δύο ή ίσως τριών κνωσιακών μηνών στα ημερολόγια της ιστορικής εποχής: τον Λάπατο τον ξαναβρίσκουμε, πολλούς αιώνες αργότερα, ως μήνα αρκαδικό, σε μια επιγραφή του Ορχομενού, ενώ ο ΔίFιος εμφανίζεται σε περισσότερα τοπικά ημερολόγια, όπως της Μακεδονίας, της Αιτωλίας, της Λέσβου κ.ά. Ο Κλάριος, αν ευσταθεί αυτή η μεταγραφή του, θα έβρισκε το πάρισό του στον μήνα Κλαριών της Εφέσου. Δύσκολα θα αμφισβητούσε κανείς τη χρήση ημερολογίου στη μινωική Κρήτη από την αυγή της 2ης χιλιετίας, όταν δηλαδή τα πρώτα ανάκτορα επιδιώκουν να επεμβαίνουν ρυθμιστικά και να ελέγχουν τις πιο ποικίλες εκφάνσεις του κοινωνικού, οικονομικού και θρησκευτικού βίου. Με τη σειρά τους οι Μυκηναίοι, όταν πλέον περνούν βαθμιαία στο ανακτορικό στάδιο του έκδηλου συγκεντρωτισμού, θα αναζητήσουν ημερολογιακό πρότυπο στη γειτονική, ακμάζουσα Κρήτη. Για το μινωικό ημερολόγιο δεν γνωρίζουμε, στην ουσία, τίποτα άμεσο και ρητό. Η εικονογραφία της εποχής, ωστόσο, μαζί με τη γενετικά συναφή των Μυκηναίων, μας δίνει μερικές πολύτιμες ενδείξεις για τη ρυθμιστική σημασία ήλιου και σελήνης στο τελετουργικό, τουλάχιστον, ημερολόγιο. Ένας τέτοιος συνδυασμός των δύο αυτών ουρανίων σωμάτων υποδηλώνει ίσως σεληνο-ηλιακό ημερολόγιο, για τη θέσπιση του οποίου συνηγορεί η μαρτυρία της Οδύσσειας (τ 178-179). Ένα τέτοιο ημερολόγιο απαιτούσε βέβαια μακροχρόνιες και συνεχείς παρατηρήσεις των φάσεων της σελήνης όσο και του ήλιου. Το πλούσιο ανάγλυφο της κρητικής γης πρόσφερε ως ιδεώδη παρατηρητήρια τα επιβλητικά βουνά της με τα πολυάριθμα Ιερά Κορυφής. Κρίνοντας από την αιτιώδη συνάφεια του τρίπτυχου «αστρονομία – θρησκεία – ημερολόγιο» και συνυπολογίζοντας τον έκδηλα θρησκειοκρατικό χαρακτήρα του μινωικού κόσμου, βάσιμα υποθέτουμε ότι οι μήνες του μινωικού ημερολογίου θα έφεραν και αυτοί ονόματα ιερά – μια ονοματοθετική πρακτική που υιοθέτησαν και οι Μυκηναίοι, για να την κληροδοτήσουν στη συνέχεια στους Έλληνες της ιστορικής εποχής.

Αφετηρίες χρονολογικών εποχών Ιωάννης Πετρόπουλος

Αφετηρίες των χρονολογικών εποχών. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν ως αφετηρία χρονολόγησης το έτος κτίσεως της Ρώμης, που αντιστοιχεί στο έτος 753 π.Χ. του Ιουλιανού ημερολογίου. Στην Ελληνιστική εποχή χρησιμοποιήθηκε ευρέως η χρονολόγηση που είχε ως αφετηρία το 312/1 π.Χ., όταν ο Σέλευκος Α' κυρίευσε τη Βαβυλώνα. Για τους Βυζαντινούς αφετηρία χρονολόγησης ήταν το έτος της κτίσεως του Κόσμου, που ήταν η 1η Σεπτεμβρίου του 5509 π.Χ. Οι Αλεξανδρινοί, και σήμερα ακόμη οι Κόπτες, χρησιμοποιούν ως αφετηρία χρονολόγησης την 29η ή 30ή Αυγούστου του 284 μ.Χ., δηλαδή την εγκαθίδρυση του Διοκλητιανού.

Το πέρασμα του χρόνου στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα Ιωάννης Πετρόπουλος

Herman Posthumus, 16ος αι., Τοπίο με αρχαιότητες. Χαραγμένοι στην επιγραφή, οι στίχοι του Οβίδιου (Μεταμορφώσεις 15, 234-5) καταγγέλλουν τη φθορά που επιφέρει στα ανθρώπινα πράγματα ο πανδαμάτωρ Χρόνος. Η τυποποίηση και παγκοσμιοποίηση του δυτικού χρονολογικού συστήματος είναι το αποτέλεσμα τριών διαδοχικών συγκυριών: των επιτευγμάτων της ελληνιστικής αστρονομίας, των στρατιωτικών θριάμβων του Ιουλίου Καίσαρα (που τροποποίησε, με τη βοήθεια της ελληνικής επιστήμης, το ανακριβέστατο ετρουσκικής προέλευσης ημερολόγιο των Ρωμαίων) και της καθοριστικής επικράτησης του Χριστιανισμού. Αν ο χρόνος για τους αρχαίους είχε κίνηση αέναη και κυκλική, ο χρόνος των Χριστιανών ήταν και παραμένει γραμμικός, μη αναστρέψιμος και εσχατολογικά κατευθυνόμενος.

Ο χρόνος και το πλήρωμά του στην αρχαϊκή Ελλάδα και οι λεγόμενες ορφικές θεογονίες Σπύρος Ράγκος

Ο Ήλιος-Απόλλων ανατέλλει από τη θάλασσα. Οι γύρω του έφηβοι, που χάνονται ή αναδύονται από τη θάλασσα, συμβολίζουν τη Δύση και την Ανατολή των άστρων. Η γραμμική αντίληψη του χρόνου, χαρακτηριστικό της προχωρημένης, αφηρημένης και μαθηματικής σκέψης, αντιτίθεται στην κυκλική θέαση του χρόνου, τη  βασισμένη στην άμεση ανθρώπινη εμπειρία. Η καθημερινή διαδοχή φωτός και σκότους και η ετήσια εναλλαγή των εποχών, σε συνδυασμό με το γέμισμα και το άδειασμα του φεγγαριού, δημιουργούν μια εικόνα του χρόνου ως κύκλου. Η κυκλική θέαση του χρόνου προϋποθέτει την τάξη, τον ρυθμό και, κάτι περισσότερο, το ξανάνιωμα. Τέτοια ήταν η σύλληψη του χρόνου στην αρχαϊκή Ελλάδα από τον Όμηρο και εξής. Μιας και η προκλασική συνείδηση δεν διακρίνει με αυστηρότητα την χρονική συνέχεια από τα χρονικά γεγονότα που συμβαίνουν μέσα σε αυτή, ο χρόνος θεωρείται ποιοτικός και διαφοροποιημένος. Στον Ησίοδο ο χρόνος είναι η κανονική διαδοχή κατάλληλων και ακατάλληλων ωρών και ημερών. Μια τέτοια διαδοχή νοείται τόσο φυσική όσο ο ερχομός στη ζωή και το πέρασμα στο θάνατο κάθε ζωντανού πλάσματος. Ο θάνατος είναι το αναπόδραστο τέλος της ζωής θυμίζοντας πολύ αυτό που περιγράφεται στην θαυμάσια ομηρική μεταφορά, τα φύλλα που ο άνεμος ρίχνει χάμω στη γη το φθινόπωρο κάνοντας τόπο στην ερχόμενη άνοιξη για να τα αντικαταστήσει – η νέα γενεά. Ο κυκλικός χρόνος φέρνει γεννήσεις, θανάτους και νέες γεννήσεις. Τον 6ο αιώνα π.Χ. αναδύθηκε στη συνείδηση για πρώτη φορά η ιδέα ότι η ζωή ίσως είναι τιμωρία για κάποιο αρχέγονο αμάρτημα. Το μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα του Αναξίμανδρου μαρτυρεί την εμφάνιση της ιδέας. Την ανάπτυξή της κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. την οφείλουμε στα αλληλένδετα πνευματικά ρεύματα των Ορφικών και των Πυθαγόρειων. Και τα δύο ανέτρεψαν την ομηρική σχέση του σώματος προς την ψυχή και θεώρησαν ότι ο αληθινός εαυτός εγκατοικεί στην ψυχή. Οι Πυθαγόρειοι όμως διεξήγαγαν και επιστημονικές έρευνες σχετικά με τη μαθηματική δομή του κόσμου εν γένει. Λέγεται ότι ο Πυθαγόρας όρισε τον χρόνο ως «την σφαίραν του περιέχοντος», ταυτίζοντας τον χρόνο με τις ουράνιες κινήσεις. Η πυθαγόρεια ιδέα κωδικοποιεί και μεταφράζει στη γλώσσα της επιστήμης το αρχαϊκό βίωμα που βρίσκουμε στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Δεν αποτελεί σύμπτωση το ότι, στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ο σύγχρονος του Αναξίμανδρου, αλλά κατά μια γενιά νεότερός του, ο και υποτιθέμενος δάσκαλος του Πυθαγόρα, Φερεκύδης, συνέθεσε τη μεικτή του θεογονία. Βλέπουμε εκεί τον Χρόνο, τον Δία και τη Χθονία (Γη) να είναι οι μόνες αγέννητες θεότητες, οι πρώτες αρχές. Η ιδέα ότι ο Χρόνος (με ή χωρίς την Ανάγκη στο πλάι του) είναι πρώτιστος θεός, επανεμφανίζεται σε ύστερες ορφικές θεογονίες. Μετά την ανακάλυψη των παπύρων του Δερβενίου το 1962, μπορούμε με ασφάλεια να θεωρήσουμε ότι αυτές οι ελληνιστικές συνθέσεις αντλούν από κλασικά πρότυπα. Δεν είναι απίθανο ο θεοποιημένος Χρόνος να είχε εμφανιστεί στα πρώιμα στάδια των ορφικών μύθων διαδοχής ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. Τα χρυσά ελάσματα από την Κάτω Ιταλία, την Κρήτη και τη Θεσσαλία και οι οστέινες πινακίδες από την Όλβια (που χρονολογούνται από το τέλος του 5ου έως τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.), δείχνουν μια εκπληκτική ενασχόληση με τη μακάρια ζωή μετά θάνατον που εκλαμβάνεται ως δώρο του Διονύσου, της Περσεφόνης ή και των δύο. Αυτή η επιγραφική μαρτυρία δικαίως έχει συσχετισθεί με τη διονυσιακή μύηση και τα ορφικά μυστήρια. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι έκδηλη η ιδέα μιας μετενσαρκωνόμενης ψυχής. Ο δηλωμένος στόχος του ορφικού μύστη είναι η έξοδός του/της από τον βαρυπενθή χρονικό κύκλο γεννήσεων και θανάτων που κυβερνά η Ανάγκη. Μπορούμε ενδεχομένως να συνδυάσουμε την κυκλική θέαση του χρόνου, την οποία προϋποθέτει η θεωρία των αναγκαστικών μετενσαρκώσεων, με το θεϊκό ζευγάρι του Χρόνου και της Ανάγκης που συναντάμε σε μια ύστερη εκδοχή της ορφικής θεογονίας. Εάν έχουμε δίκιο, συνεπάγεται ότι η απελευθερωμένη ψυχή του ορφικού μύστη ξεφεύγει από την καθεστηκυία τάξη που ανάγεται στην απαρχή της δημιουργίας του κόσμου και φτάνει στην πρωταρχική αδιαφοροποίητη κατάσταση, χωρίς να χάσει την προσωπική του/της συνείδηση –πράγμα αδύνατον στη φυσική, και την ομηρική, τάξη πραγμάτων.

Άλλα θέματα: Ένας προϊστορικός οικισμός στο Αρχοντικό Γιαννιτσών Αικατερίνη Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Αγγελική Πιλάλη-Παπαστερίου

Πρόχους, ένα από τα χαρακτηριστικά αγγεία του Αρχοντικού Γιαννιτσών. Ο προϊστορικός οικισμός στο Αρχοντικό Γιαννιτσών έρχεται στο φως σταδιακά από το 1991 μέχρι σήμερα. Έχει τη μορφή τούμπας-τράπεζας και βρίσκεται σε προνομιακή θέση, δεσπόζοντας σε μια μεγάλη πεδινή έκταση και μη απέχοντας στην εποχή του πολύ από την παραλία του Θερμαϊκού. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν αλλεπάλληλες φάσεις του οικισμού που χρονολογείται στο τέλος της Πρώιμης και στην αρχή της Μέσης εποχής του Χαλκού, δηλαδή σε μια εποχή ελάχιστα γνωστή στη Μακεδονία. Σειρά από 21 ραδιοχρονολογήσεις που έδωσε το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος προσδιόρισαν τις κύριες φάσεις του οικισμού από το 2300-1900 π.Χ. Στην κορυφή της τούμπας αναγνωρίστηκε η νεότερη φάση που χαρακτηρίζεται από οικήματα με λίθινα θεμέλια και από κεραμική με εγχάρακτο γραμμικό διάκοσμο. Στην Α. πλαγιά αποκαλύφθηκαν λείψανα πασσαλόπηκτων σπιτιών, στα δάπεδα των οποίων βρέθηκαν πολλά ακέραια αγγεία, εργαλεία, πήλινα σφονδύλια και υφαντικά βάρη κ.ά. Το πιο ενδιαφέρον όμως εύρημα είναι ένας μεγάλος αριθμός πήλινων κατασκευών, ανοιχτές εστίες, χαμηλές πλατφόρμες, που εξυπηρετούσαν καθημερινές ανάγκες. Ο πιο συχνός τύπος είναι οι κατασκευές με ελλειψοειδές σχήμα, μικροί φούρνοι με θολωτή στέγαση και με μικρό πλευρικό άνοιγμα που χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα. Φαίνεται ότι το κάθε σπίτι είχε το δικό του φούρνο. Σε τρεις περιπτώσεις, πλάι στους φούρνους αυτούς ήρθαν στο φως και ταφές μικρών παιδιών μέσα σε πιθάρι. Η ταφή νηπίων μέσα στα σπίτια δίπλα σε εστίες αποτελούσε συνήθεια από τη Νεολιθική εποχή.

Ο Μηνάς Αβραμίδης της Συλλογής Τάσου Μεγαλόπουλου Κατερίνα Κορρέ-Ζωγράφου

Μηνά Αβραμίδη, πινάκιο, 1950-1954. Γυμνή μορφή (πιθανότατα Διόνυσος) θωπεύει λιοντάρι. Συλλογή Μεγαλόπουλου. Ο Μηνάς Αβραμίδης (1877-1954) είναι ο κατεξοχήν απόγονος των μεγάλων κεραμοπλαστών του Iznik και της Κιουτάχειας. Το 1922 φθάνει πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη και από εκεί κατεβαίνει στην Αθήνα. Το 1923 προσλαμβάνεται ως αρχιτεχνίτης στη νεοφαληρική «Κιουτάχια», όπου θα δουλέψει σκληρά για δυο χρόνια. Αποχωρώντας, σταθμεύει για λίγο στη Φλώρινα. Το 1926 τον βρίσκουμε εγκατεστημένο στη Θεσσαλονίκη. Για να επιβιώσει θα δημιουργεί ως το τέλος «τρέχοντα» αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Ωστόσο φαίνεται ότι η χαρά και το πάθος της ζωής του υπήρξαν τα κατάκοσμα κεραμικά, τα οποία δούλεψε ασταμάτητα με γνώμονα πάντοτε την ποιότητα, την άψογη τεχνική και τις εκτυφλωτικές –ιδιαίτερα στα «ισλαμικά» του- χρωματικές προσθήκες. Η Συλλογή Μεγαλόπουλου περιλαμβάνει ένα σημαντικό πυρήνα του έργου του Αβραμίδη, άγνωστο ως τώρα στην επιστημονική έρευνα. Η Συλλογή που εκπροσωπεί όχι μόνο διαφορετικές χρονολογικές φάσεις της δουλειάς του αλλά και διαφορετικές πηγές έμπνευσης, χαρακτηρίζεται από άψογη ποιότητα εκτέλεσης. Περιλαμβάνονται αντικείμενα μεγάλης ποικιλίας ως προς τα σχήματα, τη λειτουργία και τη διακόσμηση: κάποια έργα έχουν σαφείς ισλαμικούς προσανατολισμούς, άλλα εμπνέονται από την αρχαία ελληνική Μυθολογία και Τέχνη. Τα «βυζαντινά» έργα διακρίνονται για την τεχνική (sgraffito) ή τη χριστιανική τους εικονογραφία. Στα ανθοδοχεία ο γραπτός και εγχάρακτος διάκοσμος αποτελείται από ζωομορφικά θέματα. Ανάγλυφος, επίθετος και γραπτός είναι ο διάκοσμος στα πολύχρωμα στεφάνια της συλλογής.

Σλάβοι στη βυζαντινή Πελοπόννησο Αφέντρα Μουτζάλη

Poluzemljanka, η πασσαλόπηκτη ημιυπόγεια παραδοσιακή οικία των Σλάβων. Κυριολεκτούσε άραγε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο Περί θεμάτων του όταν έγραφε ότι «εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος»; Η εγκατάσταση Σλάβων στην Πελοπόννησο είναι ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός. Φαίνεται ότι η κάθοδος σλαβικών ομάδων στον ελλαδικό χώρο αρχίζει ουσιαστικά μετά το 602, όταν κατέρρευσε το σύνορο του Δούναβη. Δύο δεκαετίες αργότερα, οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, προτιμώντας κυρίως τις ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές της. Ο σταδιακός εξελληνισμός τους συντελέστηκε με τη βοήθεια της Εκκλησίας που φρόντισε για τον εκχριστιανισμό τους και της Πολιτείας που τους στρατολογούσε στον βυζαντινό στρατό ως μισθοφόρους, απαιτούσε την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων και αξίωνε από αυτούς την αναγνώριση της εξουσίας του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Εκτός από τα σλαβικά τοπωνύμια αδιάψευστοι μάρτυρες της παρουσίας των Σλάβων στην Πελοπόννησο είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα. Στην Ολυμπία, στις όχθες του Κλαδέου ποταμού, δημιουργήθηκε, πολύ κοντά στον παλαιοχριστιανικό, ένας σλαβικός οικισμός από τον οποίο βρέθηκαν χειροποίητα τεφροδόχα αγγεία με καύσεις νεκρών. Λίγο αργότερα, πιθανόν έποικοι δεύτερης γενιάς, θάβονται κατά τον χριστιανικό τρόπο, έχοντας όμως ως κτέρισμα ένα πήλινο χειροποίητο αγγείο. Αυτό συμβαίνει στην Κόρινθο με τον κτιστό κιβωτιόσχημο τάφο του «Περιπλανώμενου Στρατιώτη» και στην Μεσσήνη με τον τάφο 31Β. Η πόρπη που βρέθηκε στον τάφο 31Β ανήκει στον τύπο Emling ελλαδικού χώρου και χρονολογείται γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα. Στην ίδια περίοδο τοποθετούνται και τα χειροποίητα αγγεία που εντάσσονται στη μεγάλη ομάδα της λεγόμενης σλαβικής κεραμικής. Ωστόσο, η σύνδεση της χειροποίητης κεραμικής μόνο με Σλάβους είναι απλουστευτική. Η μοναδική αναμφισβήτητη μαρτυρία για τη σλαβική παρουσία στην Πελοπόννησο παραμένουν τα ταφικά αγγεία της Ολυμπίας.

Οι τοιχογραφίες του Πανσέληνου στον Ι. Ναό του Πρωτάτου Αγίου Όρους: φυσικοχημική ανάλυση (2) Α. Δανιηλία, Σ. Σωτηροπούλου, Δ. Μπικιάρης και άλλοι

Φωτογραφία υπεριώδους φθορισμού. Λεπτομέρεια της παράστασης «Εισόδια της Θεοτόκου». Οι μόνες τοιχογραφίες του Πανσέληνου (13ος αιώνας) που επέζησαν, κοσμούν το ναό του Πρωτάτου (10ος αιώνας) στο Άγιο Όρος. Στο άρθρο παρουσιάζονται διεξοδικά η εξέταση και η τεχνική ανάλυση δεκαπέντε θεματικών ενοτήτων, αντιπροσωπευτικών αυτού του μνημειώδους έργου. Οι τοιχογραφίες που εξετάστηκαν καλύπτουν έκταση εξήντα πέντε περίπου τετραγωνικών μέτρων. Η εκτεταμένη μελέτη και τεκμηρίωση τόσο των πρωτότυπων όσο και των συντηρημένων τοιχογραφιών έγινε με τη χρήση ποικίλων τεχνικών εικόνας, ανάμεσά τους υπεριώδη φωτογραφία φθορισμού, υπέρυθρη ανακλαστογραφία, και μέτρηση χρώματος και απεικόνιση. Η χημική ταύτιση των χρωστικών ουσιών, των συνδετικών υλικών και της στρωματογραφίας επιτεύχθηκε με παρατήρηση στο οπτικό μικροσκόπιο, σε λευκό πολωμένο φως και με υπεριώδη πηγή διέγερσης κατάλληλα επιλεγμένων δειγμάτων. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης οι φασματοσκοπικές μέθοδοι mRaman και μFTIR, η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, η στοιχειακή μικροανάλυση SEM-EDS κ.ά. Τα αποτελέσματα αυτής της συνεργατικής προσπάθειας έδειξαν ότι στις τοιχογραφίες η τεχνική εφαρμογής των χρωματικών στρωμάτων είναι μεικτή, νωπογραφία (al fresco) και ξηρογραφία (al secco), προσδιόρισαν τα υλικά ζωγραφικής που είχε επιλέξει ο Πανσέληνος, καθώς και τη χρωματική του παλέτα. Η μελέτη αυτή αποτελεί σημαντικό και απαραίτητο προαπαιτούμενο για την ενδεχόμενη συντήρηση αυτών των μοναδικών τοιχογραφιών.

Μουσείο: Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης Φανουρία Δακορώνια

Αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου Αταλάντης. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης στεγάζεται στο παλαιό γυμνάσιο της πόλης, χαρακτηρισμένο ως ιστορικό διατηρητέο κτήριο. Τα ευρήματά του προέρχονται από τις συστηματικές και σωστικές ανασκαφές της περιοχής της ανατολικής Λοκρίδας και του ΒΔ. τμήματος της αρχαίας Φωκίδας, το οποίο εμπίπτει μέσα στα διοικητικά όρια του νομού Φθιώτιδας. Τον επισκέπτη υποδέχονται λίθινα αρχαία, κυρίως επιτύμβιες στήλες από πωρόλιθο ή από σκληρό ασβεστόλιθο. Από τη νεολιθική εποχή έως τη ρωμαϊκή, τα εκτιθέμενα αρχαία αντιπροσωπεύουν όλα τα στάδια του πολιτισμού, όπως έχουν βεβαιωθεί στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Από τα όστρακα εικονιστικών κρατήρων της ΥστεροΕλλαδικής ΙΙΙΓ περιόδου που προέρχονται από την ανασκαφή του αρχαίου λιμανιού Κύνος στους Λιβανάτες, μεγάλης σημασίας εύρημα είναι το τμήμα κρατήρα με παράσταση ναυμαχίας. Από την κεραμική της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κύπελλα με graffiti, ενώ από τους κλασικούς χρόνους, οι κάνθαροι με ποικιλία φυτικών κοσμημάτων με λευκό επίθετο χρώμα. Από την κεραμική της ελληνιστικής περιόδου ξεχωρίζουν δυο μεγαρικοί σκύφοι σπάνιου τύπου που στηρίζονται σε ανάγλυφα κοχύλια.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Πληροφορική: Το cd-rom The Cycladic World Art and History in the Central Aegean Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το εξώφυλλο της ηλεκτρονικής έκδοσης «Ο κυκλαδικός κόσμος: Τέχνη και Ιστορία στο κεντρικό Αιγαίο». Από τα ελληνικά πολιτισμικά cd-rom που, στην εκπνοή του 20ού αιώνα, διεκδικούν τη θέση τους στην ελληνική και την παγκόσμια αγορά, δύο νέες ηλεκτρονικές εκδόσεις παρουσιάζονται στο παρόν και στο επόμενο τεύχος: α) The Cycladic World (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή, Εταιρία ATC. Αθήνα 1999) και β) Η Αθήνα στα χρόνια του Περικλή (Εκδοτική Ερμής και CAID – Κέντρο Εφαρμοσμένου Βιομηχανικού Σχεδίου. Αθήνα 1999). Θέμα της ηλεκτρονικής έκδοσης «Ο κυκλαδικός κόσμος: Τέχνη και Ιστορία στο κεντρικό Αιγαίο» αποτελεί ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες διαχρονικά, από την Εποχή του Χαλκού έως τον 20ό αιώνα. Η αφηγηματική πλοκή στηρίζεται σε τρεις άξονες λειτουργικής οργάνωσης του περιεχομένου. Ο πρώτος άξονας (Gallery) αντιστοιχεί στην παρουσίαση μιας συλλογής, που αποτελείται από δεκαεπτά κυκλαδικά ειδώλια και άλλα αντικείμενα, επιλεγμένα από την προϊστορική συλλογή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Ο δεύτερος άξονας παρέχει γεωγραφική πρόσβαση (Island Map) ενώ ο τρίτος άξονας οργανώνει τις θεματικές ενότητες του περιεχομένου χρονολογικά (Timeline). Παρουσιάζει συνοπτικά την τέχνη, την αρχιτεκτονική, την καθημερινή ζωή και τη ναυτιλία στις Κυκλάδες σε 4 μεγάλες χρονικές περιόδους, που αντιστοιχούν στους προϊστορικούς, τους ιστορικούς, τους χριστιανικούς και τους νεότερους χρόνους.

Το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “Προστασία Μνημείων” του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (α΄μέρος) Νίκος Χολέβας

Το κτήριο Αβέρωφ. Παρέχονται πλήρεις και αναλυτικές πληροφορίες που αφορούν το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Προστασία Μνημείων» του Ε. Μ. Πολυτεχνείου. Η περιγραφή του προγράμματος αναφέρεται στις γενικές διατάξεις, το αντικείμενο/σκοπό, τους μεταπτυχιακούς τίτλους, τα όργανα διοίκησης/προσωπικό, την αποδοχή των μεταπτυχιακών φοιτητών, την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, τη χρονική διάρκεια των σπουδών, το πρόγραμμα σπουδών, την απονομή του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης, την οικονομική ενίσχυση των μεταπτυχιακών φοιτητών και τις μεταβατικές διατάξεις.

English summaries: The passage of time in Greco-Roman antiquity Ioannis Petropoulos

How was time perceived in antiquity? What systems were in use for placing everyday activities in some order or time sequence? How was the present perceived in connection with the past and the future? These are questions dealt with in this issue of the Archaeologia journal. Mycenaean calendars, cyclical time in Homer and Hesiod, the attempt made by the Orphics to see time outside of cycles, prediction of the future in Roman times and the fond dwelling on a golden age, Augustus’ sundial at Campus Martius in Rome, the questions posed by the early Christians and the adoption of a linear concept of time, with no turning back and controlled by destiny.

Milestones that mark an era Ioannis Petropoulos

The year Rome was built (A.U.C) coincides with the date 753 BC of the Julian calendar and marks the beginning of time as kept by the Romans. The calendar of the Hellenistic era begins with the time of the Seleucids which coincides with the 1st of September or of October of the year 312 BC. To the Byzantines time was recorded from the year of the Creation of the world, that is to say the 1st September of 5509 BC. Alexandrian time was kept from the 29th or the 30th of August of the year 284 AD when Diocletian was enthroned and this calendar is still kept by the Copts to this day.

Some Thoughts on the Mycenaean Menologies Christos Boulotis

The absence of month names from the Homeric epos led M. Nilsson (1918) to the conclusion that the Greek calendar, religious in origin and character, was nothinq else than a post-Homeric invention, essentially of the 7th century B.C.. He even considered the only month (Ληναιών) mentioned in Hesiod’s Works and Days as a later interpretation. Sound objections to Nilsson's argument, as regards the date of appearance of the Greek calendar, were first raised by G. Thomson (1943), who supported its Mycenaean provenance. Thomson was absolutely justified by the deciphering of the Linear B tablets (1952). We know now, on the basis of the categorical account of the palatial archives of Knossos and Pylos, that the Mycenaeans had in fact established local calendars, with differents month names, obviously. However, structured on a common base for counting the time. The first part of this article underlines the striking analogies and convergences between the Mycenaean calendars and those of the historic period, having as an objective the reinforcement of Thomson's view, on the grounds of new relevant data. A special emphasis is laid on the fact that the Mycenaean calendars, like the later Greek ones, present a distinct religious character, as various months have been named after deities, sanctuaries or festivals (e.g. pa-ki-ja-ni-jo-jo me-no, di-wi-jo-jo me-no), while at the same time they serve as chronological frames for regulating the official feast calendar and every cult activity. We have every reason to presume that the Mycenaeans would have sought a calendar model in the flourishing palatial Crete, from where they had also adopted writing, and the metric and measuring system. The second part of the article deals with our knowledge of the Minoan calendar, for which there is not any direct and explicit written information. Evidence is also examined (iconography, Homeric abstract on the renewal of King Minos" sacred reign, Odyssey, T 176-179), which seems to indicate the use of a luni-solar calendar of eight-years uration. This view is substantially supported by the archaeoastronomical observations, conducted recently by scholars of the Uppsala University in the Petsophas and Traostalos peak sanctuaries on Crete. At least some of the numerous Minoan peak sanctuaries seem to have functioned not only as religious and cult sites, but also as astronomical observatories for regulating the calendar cycle, to which the priesthood contributed significantly, according to the well known Egyptian triptych "astronomy-religion-calendar".

A Brief Survey of Ancient Time-reckoning John D. Morgan

The reckoning of time in the ancient world differed in many important aspects from the habits familiar to us in the modern word. Whereas we label the years with a number counting the years from the birth of Jesus Christ, and hence attach great importance to the new millennium, the custom of the ancient Greeks and Romans was to label the years with the name or names of particular officials who held office in that year. This greatly complicated the designation of a year in a manner which would be familiar to the people of more than a single city. The labeling of years according to Olympiads, which was developed by historians in the Hellenistic period, was never used much for dating contemporary official documents. Moreover, the calendars of ancient Greek cities, unlike the modern calendar descended from the Roman calendar, were flexible: it was possible to insert εμβόλιμοι days into them to postpone a festival, and afterwards suppress the same number of days to bring the calendar back into order.

Time and Its Fulfilment in Archaic Greece and the So-called Orphic Theogonies Spyros Rangos

To the linear view of time, characteristic of advanced, abstract and mathematical thought, is opposed a circular view, based on immediate life experience. The daily alternation of darkness and light, and the annual rotation of the seasons, in combination with the waxing and waning of the moon, produce an image of time as a cycle. This is the time of the living organism. The circular view of time implies order, rhythm and, what is more, rejuvenation. Such was the conception of time in Archaic Greece from Homer onwards. Since preclassical conscience does not sharply distinguish temporal sequence from temporal events occurring therein, time is regarded as qualified and differentiated. In Hesiod time is the regular succession of opportune and unfavourable hours and days. Such a succession is thought to be as natural as the coming-into-being and passing-away of every living thing. Death is the unavoidable end term of life in much the same way as, according to the splendid Homeric simile, wind casts down a trees leaves in autumn to let following spring bring new ones in their stead - the new generation. Circular time brings births, deaths, and new births. In the 6th century B.C. the idea that life may be punishment for some primordial crime first sprang to consciousness. Anaximander's sole surviving fragment testifies to the emergence of the idea. Its development is traditionally ascribed to the kindred movements of the so-called Orphics and the Pythagoreans. Both reversed the Homeric relation of body to sou! and thought that the true self resides in the soul. But the Pythagoreans also conducted scientific enquiries concerning the mathematical structure of the world at large. It is reported that Pythagoras defined time as the sphere of the container. As he is said to have ascribed temporal sequence to the movements of the heavenly bodies, Pythagoras can be seen as codifying and translating into the language of science an Archaic experience. It is no accident that in the middle of the 6th century B.C. the younger contemporary of Anaximander's and reported teacher of Pythagoras, Pherecydes of Syros, composed his mixed theogony. There we find Time. Zeus and Earth to be the sole ungenerated deities. The idea that Time (with or without Necessity as his consort) is a primordial god, reappears in later Orphic theogonies. After the discovery of the Derveni papyrus in 1962. these Hellenistic compositions can be safely assumed to draw on classical models. It is not unlikely that deified Time appeared at the first stages of Orphic succession myths as early as the 5th century B.C.. The gold lamellae from South Italy. Crete and Thessafy and the bone tablets from Olbia (dating from the end of the 5th to the middle of the 4th centuries B.C.), show an astonishing preoccupation with blissful afterlife considered to be the gift of Dionysus, Persephone, or both This epigraphical evidence has been rightly associated with Dionysian initiation and Orphic mysteries. In some cases, the idea of a transmigrating soul is also manifested. The stated goal of the Orphic initiate is his or her exit from the depressing temporal cycle of births and deaths governed by Necessity. We may perhaps combine the circular view of time implied in the theory of compulsive metempsychosis with the divine couple of Time and Necessity that we find in a late version of Orphic theogony If that is correct, we may conclude that the liberated soul of the Orphic initiate escapes the order constituted at the very beginning of world formation, and reaches the original undifferentiated state, without losing his or her personal consciousness - an impossibility in the natural, and Homeric, order of things.

Augustus and the Golden Age Steven Hijmans

This article discusses the turbulent political and military background of the Pax Augusta, which was hailed by imperial propagandists like Vergil in his Aeneiad. The emperor instigated an ambitious architectural programme which included the construction of a monumental sun-dial, equipped with an Egyptian obelisk and freighted with ideological symbolism. The author also correlates Augustus grandiose building projects to his confirmation of Julius Caesar's calendar reform and the introduction of the seven-day week (hebdomas), which is still in use today.

Imperium sine fine. Ancient Rome Confronting the ‘End of Days”: Cyclical Time and Perpetual Renaissance Athanasios Kyriazopoulos

In periods of external pressure or internal crisis, Ancient Rome was haunted by the prospect of its imminent fall. This fear was fed by widespread beliefs in the cyclic repetition of cosmic eras, as well as in the periodic destruction of the universe, either by means of total combustion (ekpyrosi) or by cataclysm. These "end of the world' scenarios were built upon the cosmological ideas of Greek philosophers, such as Heraclitus, Plato and the Stoics, who in their turn were influenced by the religious and astrological beliefs of ancient Egyptians, Babylonians, Persians and Indians. In their endeavour to overcome this kind of anxiety, the Romans resorted to various intellectual strategies, following two distinct patterns of thought, both found in the poems of Vergil: (a) the eschatological proposal, consisting in the anticipation of an infant whose birth would herald the second coming of the Golden Age; (b) the political proposal, implying the re¬foundation of Rome, after the triumph of Augustus over Marc Anthony. When the second option clearly prevailed. Rome was proclaimed Urbs Aeterna: its universal domination was now considered to be limitless - an imperium sine fine.

Times and Dates. The Formation of Historical Consciousness Among the Early Christians Dimitris Kyrtatas

Christians of the first generation were concerned with the future. They were anxious to know the exact time of the end of the world. From the New Testament they knew that such information was not available to them, but in the next generations there appeared prophets who claimed that they could foretell the approaching end. Without losing interest in the future some Christians gradually started paying greater attention to the past. The first reason for this development was apologetic. Second-century Christians were accused of advancing new views concerning the gods. In replying, they claimed for themselves the long history of the Jews, which went back to Moses as well as to adam and Eve. Furthermore, they argued for the priority of Jewish wisdom over the best aspects of Greek philosophy. According to their reckoning, Moses was older than Homer. Some Christians started paying attention to the past for political reasons as well. It seemed to them that Jesus was born at the time of Augustus by divine providence. The establishment of the empire and the spread of Christianity, they thought, were two developments destined to work for the benefit of mankind. They started imagining a Christianised and universal empire with one emperor and one God. Belief in the priority of Moses over Homer and in the simultaneous appearance of Jesus and Augustus created historiographical problems, which led Christians to investigate the myths, chronicles and histories of Jews, Greeks, Romans and some eastern nations. In the process of doing so, they realised that a major obstacle was the lack of a common chronological system. Thus, in place of the numerous existing national or local systems, second-century Christians came up with the idea of making the creation of the world a beginning for all historical events. In the sixth century, this idea was replaced by a new one, which placed Jesus at the centre of history, and established ad and B.C. dates. The historical consciousness of early Christianity was built upon a belief, which bridged their interest in the past and their expectations of the end of the world.  

Slaves in Byzantine Peloponnese Afendra Moutzali

The invasion and inhabitation of the Peloponnese by the Slavs is an undeniable historical fact. The Slavs who settled in the Peloponnese were not nomads but farmers and cattle-breeders. The Slavic toponyms. historical sources and archaeological finds offer the evidence for the Slavic penetration and presence in the Peloponnese during the Middle Ages. The Slavic toponyms show mainly an agrarian people. When first arrived in the Peloponnese, the Slavs were pagans.The burning of the dead, hand-made pottery and cultivation of land, using fire for clearing the ground, are typical features of their early civilization. The hand¬made urns, containing the ashes of the dead, that were found in Olympia represent so far the only irrefutable evidence of the presence of Slavs in the Peloponesse. Hand-made vessels, offerings to the dead, have been discovered in a grave of the south Stoa of Corinth, in the grave 31B in Messene and in the graves at Palioboukovina, Hagia Triada, Eleia. Hand-made intact pottery or pottery fragments, that had been used as kitchen utensils, mainly frying pans and pots, as well as tableware, have been found in Argos, Tiryns, Examilion, Hagios Vasilios in Korinthia, Pallandion in Arkadia, Sparta and Karyoupolis in northeastern Mani. This hand-made pottery does not necessarily imply a Slavic invasion or settlement. The hand-made clay pottery was used by that segment of the population, native or foreign, that could not afford to buy the more expensive, wheel-made cooking utensils.

Menas Avramidis in the Tassos Megalopoulos Collection Katerina Zographou-Korre

Menas Avramidis (1877-1954), from Kioutacheia, is considered the descendant par excellence of the great potters of Iznik and Kioutacheia. In 1922 he arrives in Thessaloniki and later in Athens, where, in 1923, he is employed as chief craftsman in the firm "Kioutacheia". Two years later he sojournes in Fiorina and in 1926 he is settled in Thessaloniki, where he continues to create excellent objects of everyday use until his death.. Avramidis work in the Megalopoulos Collection, unknown until now to the scientific research, is of superb craftsmanship, represents various phases of the creator's oeuvre, like the early piece from "Kioutacheia", and exhibits his different sources of inspiration as well. The collection comprises items that present a wide variety in use. shape and decoration: some have a distinct Islamic orientation or are decorated with a thematic repertoire based on ancient Greek mythology and art, some follow the Byzantine tradition in technique and style, others are embellished with a religious iconography, while the vases in the collection are adorned with incised and painted zoomorphic subjects.

New Data from the Everyday Life of the Prehistoric Inhabitants of Macedonia. A Prehistoric Settlement in Archontiko, Giannitsa Aikaterini Papaeuthymiou-Papanthimou, Angeliki Pilali-Papasteriou

The excavations on the Prehistoric tumulus of Archontiko, Giannitsa, brought to light successive phases of a settlement, which is dating from the late ΠΕΧ to the early MEX period, an era almost unknown in Macedonia. The main phases of the settlement. according to twenty-one radio-chronologies, performed by the Archaeometry Lab of Demokritos institution, were defined between 2300 and 1900 B.C. The later phase of the settlement was located on the top of the tumulus and is characterized by stone building foundations and pottery bearing incised linear decoration. Remnants of pile-dwellings were discovered on the east slope, while a number of intact vases, tools, weaving implements, etc was recovered on their floor. The most interesting find, however, is a great number of clay constructions: open fireplaces, platforms and small ellipsoidal furnaces stood on the house floor, perfectly serving the heating, lighting, cooking, etc needs of the inhabitants. The study of the pyrotechnology of the ellipsoidal structures, carried out by Dr. G. Maniatis, of the Demokritos Institution, showed that the temperature of their inner sides could have reached 500-600 centigrades. The warming up of the furnace, however, hardly needed more than 300-350 centigrades, a fact that supports the argument that these structures have mainly been used for cooking.

Panselinos’ Wall-Paintings in the Church of Protaton, Mount Athos: A Physico-chemical Diagnosis A. Daniilia, S. Sotiropoulou, D. Bikiaris et al.

The only surviving fresco wall-paintings by Panselinos (13th c. ad), one of the most celebrated Greek religious painters of the Byzantine era, decorate the Church of Protaton (10th c. ad) on Mount Athos. This article details the examination and technical analysis of 15 thematic units, representative of this monumental work of art. The wall-paintings examined cover an area of approximately sixty-five square meters. Extensive study and documentation of both original paintings and already restored frescoes were attained through the use of various imaging techniques, including visible and ultraviolet photography, infrared reflectography (IRR), and colour measurement and representation. Chemical identification of pigments, binders and layer stratigraphy was achieved by using visible and ultraviolet fluorescence microscopy. Raman spectroscopy, Fourier Transform Infrared spectroscopy (FTIR). X-Ray Diffraction (XRD). Scanning Electron Microscopy with Energy Dispersive Analysis fSEM-EDS), and Electron Probe Microanalysis (EPMA). The results of this collaborative effort have shown the paintings to be executed in both the true fresco and the lime painting technique, and have established Panselinos' choice of painting materials and colour palette. This study is an important and necessary prerequisite for the eventual restoration and conservation of these unique wall-paintings.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα εφτά θαύματα του κόσμου: Ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο Μαρίζα Ντεκάστρο

Νόμισμα της Εφέσου, που στη μια του όψη παριστάνει τον περίφημο ναό της Άρτεμης. Μεγάλη ήταν η λατρεία της Άρτεμης στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου λατρευόταν και ως θεά της Αφθονίας. Ένα βράδυ κάποιος Ηρόστρατος έκαψε το ναό της μόνο και μόνο για να ακουστεί το όνομά του. Την ίδια νύχτα γεννιόταν στην Πέλλα ο Μέγας Αλέξανδρος. Η Άρτεμη είχε πάει στα γεννητούρια και δεν πρόφτασε την καταστροφή του ναού της, έλεγαν οι κάτοικοι. Στη συνέχεια, οι Εφέσιοι έχτισαν ένα γιγάντιο ναό για τη θεά, τον στόλισαν με γλυπτά του Πραξιτέλη και γύρω του φύτεψαν πάμπολλα δέντρα ώστε το τοπίο να μοιάζει με τα αγαπημένα άλση της θεάς.

Τεύχος 123, Απρίλιος 2017 No. of pages: 144
Editorial: Απρίλιος 2017 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Με το τεύχος 123 εγκαινιάζουμε την πολιτική του περιοδικού για δημοσίευση αποκλειστικά πρωτότυπου υλικού από το 2017. Στα εσώφυλλα παρουσιάζουμε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, ένα πρωτοποριακό μουσείο που προσαρμόζεται στις ανάγκες του κοινού και καλλιεργεί την αγάπη για τον πολιτισμό. Ο εκδότης Άδωνις Κ. Κύρου, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μιλά για την ισόβια σχέση πάθους που έχει με την αρχαιολογία και για τον τρόπο με τον οποίο αυτή συνδυάστηκε με τη δημοσιογραφία. Με χαρά σάς συστήνουμε τη νέα μας στήλη με τίτλο «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», στην οποία επιθυμούμε να προβάλουμε ίχνη που έχει αφήσει το αρχαίο ελληνικό παρελθόν εκτός των συνόρων της χώρας μας, τα οποία δεν είναι επαρκώς προβεβλημένα — είτε πρόκειται για αρχαιολογικούς χώρους είτε για εκθέματα σε συλλογές μουσείων του εξωτερικού. Η στήλη εγκαινιάζεται με την αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Λαπιντέρ στην Αβινιόν της Γαλλίας. Η Δρ Γεωργιάννα Μωραΐτου παρουσιάζει τους υαλοπίνακες των Κεγχρεών, τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα που ανασύρθηκαν από το βυθό της θάλασσας τη δεκαετία του 1960. Τα διακοσμητικά έργα δεν τοποθετήθηκαν ποτέ στη νεοπλατωνική σχολή για την οποία προορίζονταν. Η αρχαιολόγος Χριστίνα Παπαδάκη μάς ταξιδεύει στις κρυφές εορτές που λάμβαναν χώρα κατά τη θεμελίωση σημαντικών κτιρίων στη Νεοανακτορική Κρήτη. Οι εναποθέσεις που έχουν βρεθεί μας δίνουν πληροφορίες για τη διατροφή, τις πεποιθήσεις και τις δομές της εξουσίας στις προϊστορικές κοινωνίες του Αιγαίου. Στο άρθρο που ακολουθεί, οι ερευνητές ενάλιας αρχαιολογίας Δρ Γιώργος Κουτσουφλάκης, Δρ Θεοτόκης Θεοδούλου και Δρ Brendan Foley μάς παρουσιάζουν ένα βυζαντινό ναυάγιο του 12ου αιώνα που εντοπίστηκε στο Πελαγονήσι των Βόρειων Σποράδων. Επισκεπτόμαστε την Ακαδημία Πλάτωνος με τη βοήθεια των αρχαιολόγων Μανώλη Παναγιωτόπουλου και Τάνιας Χατζηευθυμίου, μέσα από την ιστορία της, το αρχαιολογικό ιστορικό της αλλά και τα υλικά κατάλοιπά της. H φιλόλογος και αρχαιολόγος Χαρά Θλιβέρη μάς εισάγει στη σύζευξη ανάμεσα στην αρχαιολογική μαρτυρία και την τέχνη του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Τα υλικά κατάλοιπα της αρχαιότητας χρησιμοποιούνται από τον καλλιτέχνη ως σύμβολα μέσω των οποίων συνδιαλέγεται με την ιστορία. Η Δρ Έλια Πετρίδου υπογράφει το άρθρο που διερευνά το εάν και κατά πόσο οι μουσειακές εκθέσεις με θέμα τη μόδα συμβάλλουν στην εισβολή του καταναλωτισμού σε χώρους που σχετίζονται με την επίσημη κουλτούρα. Ακόμη, το τεύχος αυτό, όπως και το επόμενο, επιχειρεί να αναδείξει όψεις του λακωνικού πολιτισμού που άνθησε στη Σπάρτη και τη γύρω της περιοχή στα αρχαία, βυζαντινά και νεότερα χρόνια. Εδώ, ο Αρχαιολογικός Οδηγός της αρχαίας Σπάρτης, με τα πενιχρά κατάλοιπα ενός θρυλικού παρελθόντος (Χαρά Γιαννακάκη), προβάλλεται στον καμβά της σύγχρονης πόλης που ίδρυσε ο βασιλιάς Όθωνας (Γεωργία Κακούρου Χρόνη).

Συνέντευξη: Άδωνις Κ. Κύρου – Όταν η Δημοσιογραφία συναντά την Αρχαιολογία

Ο Άδωνις Κύρου στο παλαιό γραφείο της «Εστίας». Συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, ο Άδωνις Κύρου επί σχεδόν 25 χρόνια κράτησε το τιμόνι της ιστορικής εφημερίδας «Εστία». Ωστόσο, από μικρός είχε δείξει μια έντονη κλίση και προς την αρχαιολογία. Τελικά εφήρμοσε την πατρική συμβουλή: «καὶ τοῡτο πράττειν, κἀκεῖνο μὴ ἀφιέναι». Δεινός περιπατητής, ιχνηλάτησε αρχαιότητες σε κάμπους και βουνά της Αττικής πριν επεκτείνει τις εξερευνήσεις του στα παράλια και τις βραχονησίδες του Αργοσαρωνικού. Από τα πολλά του ευρήματα, ίσως γνωστότερα είναι το σπήλαιο του Φράγχθι στην Αργολίδα, που κατοικήθηκε από την Ανώτερη Παλαιολιθική έως και τη Νεολιθική περίοδο, και το μινωικό ιερό κορυφής στα Κύθηρα, το πρώτο που βρέθηκε εκτός Κρήτης. Δικαίως οι αρχαιολόγοι τον έχουν επανειλημμένα και θαυμάσει και τιμήσει.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Μουσείο Λαπιντέρ: Κλασικές αρχαιότητες σε ένα μπαρόκ παρεκκλήσι Odile Cavalier

Η στήλη της Μυρτιάς. Περ. 400 π.Χ. Αρ. ΜΑ 806. Μουσείο Καλβέ. Από την ίδρυσή τους στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μικρά και μεγαλύτερα μουσεία αδυνατούσαν να διανοηθούν την ύπαρξή τους χωρίς αντικείμενα από τους αρχαίους πολιτισμούς και κυρίως από τον ελληνορωμαϊκό. Αποσπασματικά και ελλειπτικά, τα μουσεία αυτά παρουσιάζουν εικόνες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού ανάμεσα σε δείγματα άλλων αρχαίων πολιτισμών, όπως του αιγυπτιακού, του κινεζικού κ.ά. Τα τέχνεργα που εκτίθενται και ο τρόπος παρουσίασής τους καθορίζουν την πρώτη επαφή του δυτικού κοινού με την ελληνική αρχαιότητα. Η Αβινιόν, που ιδρύθηκε από Φωκαείς αποίκους της Μασσαλίας τον 6ο αιώνα π.Χ., φιλοξενεί μια αρχαιοελληνική συλλογή στο Μουσείο Lapidaire, το οποίο στεγάζει έργα λιθογλυπτικής και υπάγεται στο Μουσείο Calvet. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή όταν μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της Παπικής εκκλησίας (14ος αι.). Κτίσμα του 17ου αιώνα, το μέγαρο Calvet αγοράστηκε τον 19ο αιώνα από τον δήμο και μετατράπηκε σε μουσείο για να στεγάσει τη συλλογή του Esprit Calvet. Η συλλογή περιλαμβάνει έργα ζωγραφικής και γλυπτικής από τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Βόρεια Ευρώπη (15ος–20ός αι.), έπιπλα και αντικείμενα διακοσμητικών τεχνών. Ιδιαίτερα πλούσια είναι και η αιγυπτιακή συλλογή του μουσείου. [Από τον πρόλογο της Δέσποινας Ευγενίδου, Επίτιμης Διευθύντριας του Νομισματικού Μουσείου]

Θέματα: Εικόνες διάφανες, χρωματιστές Γεωργιάννα Μωραΐτου

Τμήμα του πίνακα αρ. 2 που αναπαριστά πτηνό. «Η ανακάλυψη ενός μόνο πίνακα του τύπου των Κεγχρεών θα είχε προκαλέσει ενθουσιασμό μεταξύ των ειδικών στο γυαλί. Η ανακάλυψη εκατό πινάκων τοποθετεί το εύρημα ανάμεσα στα σπουδαιότερα  του αιώνα». (R. Brill, 1976)

Γιορτές κάτω από τη γη Χριστίνα Παπαδάκη

Φουρνί Αρχανών: Εναπόθεση θεμελίωσης στον «Χώρο 9» του Κτηρίου 4. Αφορμή για την οργάνωση συλλογικών εορτών συμποτικού και συνεστιακού χαρακτήρα στην Κρήτη της 2ης χιλιετίας π.Χ. υπήρξε, μεταξύ άλλων, η θεμελίωση ή ανακατασκευή σημαντικών κτηρίων κοσμικού χαρακτήρα, όπως τα ανάκτορα. Τα υλικά κατάλοιπα αυτών των «κτηριακών εορτών» θησαυρίζονταν σε ειδικά διαμορφωμένους υπόγειους αποθέτες. Στο άρθρο παρουσιάζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αποθετών από τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού, του Γαλατά και της Ζάκρου, το Μέγαρο Νίρου Χάνι και το Ταφικό Κτήριο 4 στο Φουρνί Αρχανών.

Αυτοψία σε ένα άγνωστο ναυάγιο Γιώργος Κουτσουφλάκης, Θεοτόκης Θεοδούλου, Brendan Foley

Η κύρια κεραμική απόθεση του βυζαντινού ναυαγίου. Στον θαλάσσιο δρόμο που ένωνε τον ελλαδικό χώρο με την Κωνσταντινούπολη ερευνήθηκε από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων ναυάγιο του 12ου αιώνα. Εντοπίστηκαν σιδερένια μέλη από τρεις τουλάχιστον διαφορετικές άγκυρες τύπου Υ, ενώ το κεραμικό φορτίο, που είχε υποστεί πολλαπλές θραύσεις, έδειχνε να αποτελείται αποκλειστικά από δύο τύπους αμφορέων. Η εξέταση αμφορέα του τύπου Günsenin IIb αποκάλυψε ίχνη τόσο από σταφύλια όσο και από ελαιόλαδο. Το ναυάγιο βρέθηκε στο ακρωτήριο Κάτεργο της Κυρα-Παναγιάς, πολύ κοντά στον περίκλειστο όρμο Πλανήτη. Ο Μέγας Εκκλησιάρχης Σιλβέστρος Συρόπουλος (1439) και τα πρώιμα νησολόγια μαρτυρούν  την καίρια σημασία της θέσης αυτής.

Επιστροφή στην Ακαδημία Μανώλης Παναγιωτόπουλος, Τάνια Χατζηευθυμίου

Οι αίθουσες στο βόρειο άκρο της Παλαίστρας. Ο Αρχαιολογικός Χώρος της Ακαδημίας Πλάτωνος σήμερα είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των δύο αυτών κόσμων: του κόσμου της ανάγκης και του κόσμου ενός εκστατικού οράματος. Η δυνατότητα συνύπαρξης των δύο κόσμων όμως δεν χάθηκε ποτέ, γιατί οι διαστάσεις των επεμβάσεών τους στον τόπο ήταν ανεκτές, αφομοιώσιμες και υποφερτές και έτσι κατάφερε να διασωθεί μέχρι σήμερα η «ατμόσφαιρα» του τόπου ως συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο και ως κοινό αγαθό. Εδώ και λίγο καιρό αναμένεται στην περιοχή της Ακαδημίας μια γιγαντιαία εμπορική επένδυση, μια δραματική επέμβαση που παραβιάζει τις υποφερτές διαστάσεις που σιωπηρά τηρήθηκαν από τις αρχές του 20ού αι. μέχρι σήμερα. Επιστρέφοντας κι αυτή στο όνομα. Για λόγο εντελώς διαφορετικό αυτή τη φορά…

Ανοίκεια συγκατοίκηση με το παρελθόν Χαρά Θλιβέρη

Γ. Ψυχοπαίδης, «Τα κάτω άκρα – μάθημα ιστορίας», 1996, 40x52x50 εκ. Αν η οικειότητα είναι ο χειρότερος εχθρός της κατανόησης, ποια η σχέση των σημερινών Ελλήνων με το αρχαίο τους παρελθόν; Αποσταθεροποιώντας τη συμβατική σχέση μας με την αρχαιότητα, μετατρέποντας την κλασική τέχνη σε σύγχρονη εικαστική γλώσσα, ο Ψυχοπαίδης εγκαινιάζει μια νέα πρόσληψη και διεκδικεί για τις αρχαιότητες την επιστροφή τους στο παρόν μέσα από τους όρους του παρόντος. Η αντισυστημική του τέχνη συνδυάζει στα έργα του την εικονογράφηση της Ποπ Αρτ με τις αρχαιοελληνικές μαρτυρίες που αποκτούν χαρακτήρα φετιχιστικών συμβόλων. Με την αρχαία τέχνη να δημιουργεί το ανθρωπογενές υπόβαθρο μιας πολιτικής διαμαρτυρίας, η σύγχρονη τέχνη καλείται να παίξει το ρόλο μιας αισθητικής αντιπολίτευσης.

Θέαμα ή περιεχόμενο; Εκθέσεις μόδας σε μουσεία Έλια Πετρίδου

Άποψη της έκθεσης «Catwalk». Φωτ.: Carola van Wijk. ©Rijksmuseum. Τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα και περισσότερα μουσεία επιλέγουν να παρουσιάζουν, σε συνεργασία με γνωστούς οίκους, εκθέσεις σύγχρονης μόδας. Η πρακτική αυτή έχει προκαλέσει θετικά αλλά και αρνητικά σχόλια που αφορούν από τη μια την αύξηση της επισκεψιμότητας στα μουσεία και από την άλλη την ανησυχία περί εμπορευματοποίησης του πολιτισμού. Mε αφορμή την έκθεση «Catwalk» στο Rijksmuseum το 2016 και το συνέδριο που διοργανώθηκε στο πλαίσιο αυτής, επιχειρείται μια παρουσίαση του φαινομένου και των καταβολών του και αναπτύσσεται ένας προβληματισμός γύρω από τα ιδεολογικά δίπολα («θέαμα εναντίον περιεχομένου») που χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν την τάση αυτή.

Σπάρτη: Μια νέα πόλη πάνω στην παλιά Γεωργία Κακούρου Χρόνη

Σπάρτη. Η οδός Λυκούργου τη δεκαετία του 1950. Συλλογή Γ. Γάββαρη. «Πρέπει να είτανε πολύ όμορφος και ελκυστικός ο Πάρις για να αρνηθεί η Ελένη έναν τέτοιο Παράδεισο». Στην τρυφερή κοιλάδα του Ευρώτα, στον ίσκιο που ρίχνει επιβλητικός ο Ταΰγετος, η πρώτη κατοίκηση ανάγεται στην 3η χιλιετία π.Χ. Για μας, η αρχαία Σπάρτη ταυτίζεται με τον Μενέλαο και την Ελένη, τον βασιλιά Λεωνίδα, το «ταν ή επί τας». Και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι ομολογουμένως ευάριθμα. Με απόφαση του Όθωνα η νέα πόλη χτίστηκε πάνω στην παλιά. Η βαυαρική ρυμοτομία και ο νεοκλασικός ρυθμός χάρισαν στη Σπάρτη ιδιαίτερη γοητεία. Η σύγχρονη πόλη όμως υποφέρει: αισθητική υποβάθμιση, αλλοίωση του νεοκλασικού της χαρακτήρα, κακοποίηση του ζωτικού της περιβάλλοντος. Για την αναβάθμισή της αρκούν άραγε τα μουσεία που δημιουργήθηκαν; Δεν θα έπρεπε μάλλον ολόκληρη η Σπάρτη να αντιμετωπιστεί ως αρχαιολογικός χώρος;

Αρχαιολογικός χώρος: Αρχαία Σπάρτη Χαρά Γιαννακάκη

Το θέατρο της αρχαίας Σπάρτης. Η ακρόπολη της αρχαίας Σπάρτης υπήρξε για αιώνες η καρδιά μιας ένδοξης και μοναδικής πόλης, μαρτυρώντας την αδιάλειπτη ιστορική και πολιτιστική της συνέχεια και την πορεία της από την ακμή προς τη λήθη. Τα υλικά κατάλοιπα της Σπάρτης, εμψυχωμένα από τα έργα και τις ιστορίες απλών ανθρώπων και γενναίων ανδρών που έζησαν στον τόπο, καθιστούν την περιήγηση στον πρόσφατα αναμορφωμένο και κατά τον Παυσανία «θέας ἄξιον» αρχαιολογικό χώρο της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης μια ανεπανάληπτη αισθητική και εκπαιδευτική εμπειρία.

Τεύχος 139, Αύγουστος 2022 No. of pages: 144
Editorial: Αύγουστος 2022 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Ο κήπος. Ένας κήπος. Ομορφαίνει, νοηματοδοτεί και δίνει μια σπλαχνική διάσταση στην ύπαρξη των κτιρίων. Αναρωτιέται όποιος δεν τον γνωρίζει για τα όσα κρύβει. Αποτελεί καταφύγιο για τα κατατρεγμένα πλάσματα της πόλης. Μεγαλώνει ερήμην μας, πάντα. Οι παρεμβάσεις μας σε αυτόν είναι για εμάς. Η βοήθειά μας σε αυτόν, πάλι για εμάς είναι. Η φύση δεν μας έχει ανάγκη. Μας έχει βαρεθεί, για την ακρίβεια. Εμείς την έχουμε ανάγκη. Ο πνευματώδης κύριος Bennet μας εξηγεί την ταφονομία. Με κάνει να σκέφτομαι ένα διήγημα που με έχει σημαδέψει, τη «Σαρκοφάγο» του Γιώργου Ιωάννου. «Σαρκοφάγος να ξαναγίνει, επ’ ουδενί λόγω θα της επέτρεπα», δηλώνει ο συγγραφέας. Στο τέλος, όμως, που η σαρκοφάγος επιστρέφει στο βλέμμα του κόσμου, γίνεται πάλι τάφος. Στον κήπο και στον τάφο, κοινός παρονομαστής είναι η γη, το χώμα. Ό,τι είμαστε, ό,τι είναι, το κρατάει το χώμα. Πεθαίνουμε αλλά και γεννιόμαστε μέσα του, υποτασσόμαστε στις αιώνιες λειτουργίες του. Το τρέφουμε και μας τρέφει. Ως κιβωτός της ζωής και πηγή των πάντων, η γη αποφασίζει τι θ’ αφανιστεί και τι θα παραμείνει. Δεν υπάρχει απώλεια, όμως, στον νου της, μόνο μετουσίωση. Αυτά τα μικρά σχήματα είναι του ανθρώπινου νου.

Συνέντευξη: John Bennet – Αιγαιακή αρχαιολογία με ανθρωπολογικά ερωτήματα

Ο John Bennet κρατά σημειώσεις κατά τη διάρκεια της έρευνας πεδίου στο πλαίσιο του Pylos Regional Archaeological Project (1992–1994). Φωτ.: PRAP Archive. Στοχαστικός, προσηνής, άνθρωπος με χιούμορ, ο καθηγητής Αιγαιακής Αρχαιολογίας, John Bennet, διευθύνει τη Βρετανική Σχολή Αθηνών επί επτά χρόνια (2015–2022). Στις μέρες του η ΒΣΑ έγινε περισσότερο γνωστή και επίσης πιο προσβάσιμη. Η έκθεση του ΝΕΟΝ (2018) με έργα του Α. Λόλη έφερε πολύ κόσμο στον κήπο της για πρώτη φορά. Σε μια Σχολή που δεν σχεδιάστηκε ως βάση ανασκαφών, η σημαντική συνεισφορά του Διευθυντή της στη διεύρυνση των επιστημονικών ενδιαφερόντων της ήταν μονόδρομος.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Οι Μινωίτες στο Μουσείο Ashmolean Andrew Shapland

Η αίθουσα «Κόσμος του Αιγαίου» στο Μουσείο Ashmolean. Το Μουσείο Ashmolean στεγάζει την πληρέστερη συλλογή μινωικών αρχαιοτήτων εκτός Ελλάδος, τα κυριότερα αντικείμενα της οποίας εκτίθενται στην αίθουσα «Κόσμος του Αιγαίου». Η συλλογή διαμορφώθηκε από τον ανασκαφέα της Κνωσού Sir Arthur Evans που εμπλούτισε το οξφορδιανό Μουσείο με αντίγραφα από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Τα περισσότερα από τα αντικείμενα του Ashmolean με κνωσιακή προέλευση εξήχθησαν τη σύντομη περίοδο πριν από την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Αφιέρωμα: Η έρευνα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών στην Ελλάδα John Bennet

Ο Sir Arthur Evans (στο κέντρο με λευκό κράνος) με εργάτες στην Κνωσό. Φωτ.: BSA SPHS Image Collection (BSA SPHS 01/2032.5235). Παρά το κάπως αμφίβολο ξεκίνημά της, από την ίδρυσή της το 1886 η Βρετανική Σχολή Αθηνών ήταν υπεύθυνη για έρευνες σε πολλές θέσεις εντός (και κάποτε και εκτός) της ελληνικής επικράτειας. Τα επιτεύγματα αυτά αντικατοπτρίζονται σε αναρίθμητα άρθρα που δημοσιεύθηκαν πρώτα στο Journal of Hellenic Studies και έπειτα, από το 1895 και μετά, στην Επετηρίδα της Σχολής με τίτλο Annual of the British School at Athens (ABSA), η οποία σήμερα μετρά 116 τόμους, και στους 50 συμπληρωματικούς τόμους (Supplementary Volumes) όπου παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας πεδίου, και στους 23 τόμους της σειράς μελετών (BSA Studies).

«Το ξένο οικείο και το οικείο ξένο» Margaret Kenna

Η Margaret Kenna στο ελαιοτριβείο την ώρα της δουλειάς. Ανάφη, Νοέμβριος 1966. Με την ευγενική παραχώρηση της Margaret Kenna. Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, η Βρετανική Σχολή Αθηνών έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην αρχαιολογία, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης της που επικεντρωνόταν σε δημοσιεύσεις αρχαιολογίας και κλασικών σπουδών, με την προσθήκη κάποιων έργων λαογραφίας. Τα ταξίδια, ωστόσο, και οι περιηγήσεις των μελών σε αρχαιολογικούς χώρους τούς έφεραν σε επαφή με τις τοπικές κοινότητες. Όταν οι περιηγητές μιλούσαν ελληνικά, μπορούσαν να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις.

Μια βιβλιοθήκη με χαρακτήρα Εύη Χαριτούδη

Η Αίθουσα Payne το 1947. Από αριστερά: Lilian (Ann) Jeffreys, John Cook (τότε διευθυντής της Σχολής), Enid Cook (σύζυγος του διευθυντή), Helen Thomas (μετέπειτα Waterhouse, βιβλιοθηκονόμος της Σχολής κατά το ακαδημαϊκό έτος 1946–1947), Herbert Schoen (;), Geoffrey Kirk και Σύλβια Αποστολίδου (μετέπειτα Ιωαννίδου, γραμματέας της Σχολής την περίοδο εκείνη). Φωτ.: Αρχείο ΒΣΑ. Ένα σύγχρονο κέντρο μελέτης, σημείο συνάντησης ερευνητών και φοιτητών από όλο τον κόσμο, αλλά και χώρος με τεράστια ιστορία, η Βιβλιοθήκη της Βρετανικής Σχολής Αθηνών βρίσκεται εκεί όπου χτυπάει η καρδιά της Σχολής. Η Βιβλιοθήκη ιδρύθηκε το 1886, μαζί με τη Σχολή, και εμπλουτίστηκε σημαντικά το 1899 όταν περιήλθε στην ιδιοκτησία της η συλλογή του Σκωτσέζου φιλέλληνα George Finlay (1799–1875). Αυτή η συλλογή τής έδωσε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθιστώντας την μία άξια λόγου ερευνητική βιβλιοθήκη.

«Greece behaving grandly – very proud of Crete»: Το Αρχείο της Βρετανικής Σχολής Αθηνών Αμαλία Γ. Κακίση

Ανασκαφές της Βρετανικής Σχολής Αθηνών στην Περαχώρα τη δεκαετία του 1930, με επικεφαλής τον Humfry Payne (BSA Study Collection, Perachora, C648). Το Αρχείο είναι το επίσημο αποθετήριο για τα έγγραφα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών (ΒΣΑ) και τεκμηριώνει την πλούσια ιστορία και το ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων της από την ίδρυσή της το 1886 μέχρι σήμερα. Στα πρώτα χρόνια της Σχολής, το αρχείο και οι φωτογραφικές συλλογές φυλάσσονταν στη Βιβλιοθήκη της, κατ’ αρχήν υπό την επίβλεψη του Υποδιευθυντή, ο οποίος ήταν και Βιβλιοθηκονόμος. Χρόνια αργότερα, όταν η Σχολή είχε επεκταθεί σημαντικά, την επίβλεψη ανέλαβε ο Βιβλιοθηκονόμος — θέση ανεξάρτητη πλέον από αυτή του Υποδιευθυντή. Η Αίθουσα του Αρχείου χτίστηκε το 1986 ως μέρος της επέκτασης της Βιβλιοθήκης και ο πρώτος Αρχειονόμος διορίστηκε επίσημα το 1997.

The Marc and Ismene Fitch Laboratory: Μισός αιώνας διεπιστημονικής αρχαιολογικής έρευνας Ευαγγελία Κυριατζή

Εξωτερική όψη του Εργαστηρίου Fitch σήμερα. Η ίδρυση του Εργαστηρίου Fitch ήταν ένα πρωτοπόρο, αν και αρκετά ριψοκίνδυνο, εγχείρημα. Αυτό φαίνεται άμεσα από τη σύγκρισή του με άλλα εργαστήρια «αρχαιομετρίας» της εποχής, που ιδρύθηκαν στο πλαίσιο μεγάλων εθνικών ερευνητικών κέντρων ή πανεπιστημίων, με δυνατότητα πρόσβασης σε ήδη υπάρχουσες και υψηλού επιπέδου υποδομές και κατάρτιση. Τέτοια εργαστήρια λειτουργούσαν ήδη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στη Βρετανία, στο University of California, Berkeley και στο Brookhaven Νational Laboratory στις ΗΠΑ. Την ίδρυση του Fitch θα ακολουθήσει γρήγορα και η γένεση ενός άλλου, ανάλογου εργαστηρίου στην Ελλάδα, στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών (ΕΚΕΦΕ) «Δημόκριτος».

Αρχαιολογικός χώρος: Κνωσός: Η πόλη και το μινωικό ανάκτορο Κωστής Χρηστάκης

Το ανάκτορο και η περιοχή της Κνωσίας χώρας, περ. 1933. Η Κνωσός είναι μια από τις σημαντικότερες  αρχαιολογικές θέσεις παγκόσμιας εμβέλειας και ο δεύτερος σε επισκεψιμότητα χώρος στην Ελλάδα. Βρίσκεται στη λοφώδη μεσόγεια χώρα στα νότια της πόλης του Ηρακλείου, στην κοιλάδα του Καίρατου ποταμού και του παραποτάμου του Θέρρωνα. Ο Καίρατος πηγάζει από τις Αρχάνες και εκβάλλει στον Πόρο, ανατολικά του Ηρακλείου, το επίνειο της μινωικής Κνωσού. Στα ανατολικά υψώνεται ο λόφος του Αϊ-Λιά, στα βόρεια οι χαμηλοί λόφοι Τζαφέρ Παπούρα και Κεφάλα, στα νότια οι λόφοι των Πάνω και Κάτω Γυψάδων, στα δυτικά η Ακρόπολη (ή Μοναστηριακό Κεφάλι) και περίπου στη νότια περιοχή της κοιλάδας ο λόφος «Κεφάλα του Τσελεβή», όπου θεμελιώθηκε το μινωικό ανάκτορο. Η Κνωσός κατοικείται συνεχόμενα από την 7η χιλιετία π.Χ. έως τις μέρες μας. Η ανασκαφή της θέσης έχει άρρηκτα συνδεθεί με τη Βρετανική Σχολή Αθηνών που δραστηριοποιείται στην περιοχή από το 1900 με σκοπό την έρευνα, τη μελέτη και την προβολή, στο ακαδημαϊκό και το ευρύ κοινό, της ιστορίας του μακραίωνου αυτού κέντρου.

Τεύχος 14, Φεβρουάριος 1985 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Οι πηγές της αρχαίας ελληνικής μουσικής Annie Bélis

Ο Απόλλων κιθαρωδός κάνει σπονδή. Λευκή κύλικα, γύρω στο 470 π.Χ. (Μουσείο Δελφών, αρ. 8140). Η μουσική στην αρχαιότητα συμπορευόταν με τη φιλοσοφία, την αστρονομία και τα μαθηματικά. Τα ανασκαφικά ευρήματα είναι απογοητευτικά. Πλάι στους θρυμματισμένους αυλούς από τη Δήλο, τέσσερις ανέπαφοι αυλοί βρέθηκαν στην Πομπηΐα. Το μοναδικό έγχορδο, λύρα με ηχείο από καύκαλο χελώνας, ανακαλύφθηκε σε τάφο στο δρόμο προς την Ελευσίνα. Το εύρημα θυμίζει τη λύρα που κατασκεύασε ο Ερμής και τελικά χάρισε στον Απόλλωνα. Ο Μίδας ο Ακραγαντίνος, ο Σάτυρος ο Σάμιος αναφέρονται ως δεξιοτέχνες μουσικοί. Οι μουσικοί «της μόδας» που έπαιρναν μέρος σε μουσικούς αγώνες όλου του ελληνικού κόσμου ήταν πρόσωπα περιωπής και χρέωναν τους μαθητές τους με υψηλά δίδακτρα. Αντίθετα οι άσημοι ή οι πλανόδιοι που έπαιζαν το βαρίμιτον αμείβονταν πενιχρά. Ιδιαίτερα κακοχαρακτηρισμένη ήταν η τάξη των αυλητών που έπαιζαν στις κηδείες. Συχνά τα αττικά αγγεία παριστάνουν μουσικές σκηνές: μουσικός που παίρνει μέρος σε αγώνες, γυναίκες στο γυναικωνίτη, ο Απόλλωνας. Στον κρατήρα του Προνόμου, ο αυλητής Πρόνομος από τη Θήβα συνοδεύει τις ετοιμασίες μιας παράστασης δράματος με τον Διόνυσο και την Αριάδνη. Για τη μουσική ορολογία αντλούμε πληροφορίες από σχολιαστές και λεξικογράφους. Την εξαιρετική όμως τύχη να διαθέτουμε παρτιτούρες από την αρχαιότητα και να μπορούμε και να τις διαβάσουμε την οφείλουμε στα εγχειρίδια των θεωρητικών Περί Αρμονικής. Πρώτος διδάξας (προφορικά) υπήρξε ο Πυθαγόρας. Για τον Φιλόλαο και τον Αρχύτα τον Ταραντίνο τα μουσικά διαστήματα εκφράζονται με τη σχέση δύο ακέραιων αριθμών και οι συνδυασμοί τους διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στα άστρα και τους νόμους του σύμπαντος. Επιφανέστερος έλληνας μουσικός θεωρείται ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος (4ος αιώνας π.Χ.). Στην πραγματεία του Περί Αρμονικής ανασκευάζει τους μαθηματικούς υπολογισμούς των Πυθαγορείων, εκφράζει τη θεωρία μιας συγκερασμένης κλίμακας και διατυπώνει για πρώτη φορά μια συγκροτημένη θεωρία της Ρυθμικής. Τους θεωρητικούς της κλασικής εποχής δεν απασχολούσε η γραφή της μουσικής. Οι μαθητές μάθαιναν με το αυτί και τη μνήμη. Ωστόσο, οι όψιμες πηγές μας συμβαδίζουν με τις πληροφορίες για τον Πίνδαρο που έστελνε στα ξένα το κείμενο και τη μουσική των ποιημάτων του και για τους επαγγελματίες μελογράφους της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας τον 3ο αιώνα π.Χ. Το βέβαιο είναι ότι οι Έλληνες από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. χρησιμοποιούν δύο συστήματα μουσικής γραφής. Στο πρώτο, μια σειρά από σύμβολα που προέρχονται από το ιωνικό αλφάβητο πάνε από τέταρτο τόνου σε τέταρτο τόνου. Το άλλο αποτελείται από συλλαβές και το βλέπουμε στο επίνητρο του Μουσείου της Ελευσίνας. Ωστόσο, τα περισσότερα μουσικά κείμενα που επέζησαν ήταν γραμμένα με δύο άλλα συστήματα, το οργανικό και το φωνητικό, που με ένα διάγραμμα ανάγνωσης που πρόσφερε ο θεωρητικός Αλύπιος ξαναζωντανεύουν. Γνωστότεροι είναι οι δύο δελφικοί ύμνοι στον Απόλλωνα, χαραγμένοι στον νότιο τοίχο του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς τον 2ο αιώνα π.Χ. Τον δεύτερο ύμνο συνέθεσε ο Αθηναίος Λιμένιος. Το πιο ευανάγνωστο τεκμήριο αποτελεί η στήλη του Σεικίλου από τις Τράλλεις με επιτύμβια επιγραφή και μελωδία.

Η μουσική στο γάμο της αρχαίας Ελλάδας Αλίκη Kauffmann-Σαμαρά

Η νύφη παίζει την τριγωνική άρπα ανάμεσα σε φίλες της. Γαμικός λέβης, γύρω στο 430 π.Χ. Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης. Οι γάμοι στην αρχαιότητα γίνονταν το μήνα Γαμηλιώνα, όταν γιορταζόταν η ιερογαμία του Δία και της Ήρας. Η παλαιότερη μαρτυρία για το γάμο είναι ένα απόσπασμα της Ιλιάδας, όπου κάποιοι τραγουδούν με συνοδεία οργάνων τον υμέναιο και άλλοι έχουν στήσει χορό. Σε υδρίες και λουτροφόρους του 7ου αιώνα π.Χ. απεικονίζονται ζευγάρια που χορεύουν υπό τον ήχο αυλών ή ομαδικός χορός με χωριστά τα δύο φύλα γύρω από το λυριστή. Τον ίδιο αιώνα η Σαπφώ συνθέτει επιθαλάμια που αγόρια και κορίτσια τραγουδούσαν μπροστά στον νυφικό θάλαμο, όπως θα κάνει και ο Θεόκριτος (3ος αιώνας π.Χ.). Από τα επιθαλάμια, τα «κατακοιμητικά» είχαν σκοπό να αποκοιμίσουν τους νεόνυμφους ενώ τα «διεγερτικά» να τους ξυπνήσουν. Για τους αγγειογράφους του 6ου αιώνα π.Χ. αγαπημένο θέμα ήταν ο γάμος του Πηλέα και της Θέτιδας που αποδίδεται με δύο τρόπους: α) πομπή των θεών που πηγαίνουν στη γιορτή και β) πομπή των νεόνυμφων πάνω σε άρμα την ώρα της «αγωγής», όταν η νύφη εγκαταλείπει το πατρικό της. Και στις δύο περιπτώσεις τα μουσικά όργανα είναι απαραίτητα. Στην κεραμική του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. σε άρμα απεικονίζονται και τα ζευγάρια Μενέλαος και Ελένη, Ηρακλής και Ήβη, Άλκηστη και Άδμητος, Κάδμος και Αρμονία. Γαμήλια αγγεία είναι οι υδρίες, οι λουτροφόροι και οι γαμικοί λέβητες και όλα συνδέονται με το νυφικό λουτρό. Η ερυθρόμορφη αγγειογραφία του 5ου αιώνα π.Χ., χωρίς να εγκαταλείπει τη γαμήλια πομπή με τέθριππο, αναδεικνύει νέα γαμήλια θέματα. Στην προγαμιαία τελετή της λουτροφορίας, αυλοί και κρόταλα ρυθμίζουν το βηματισμό των παρισταμένων. Οι παραστάσεις επικυρώνουν τις πληροφορίες του Πολυδεύκη (1ος αιώνας μ.Χ.), ότι το «γαμήλιο αύλημα» παίζεται με έναν ή με δύο αυλούς. Από το τέλος του 5ου και στον 4ο αιώνα π.Χ. το ενδιαφέρον των αγγειογράφων στρέφεται και στον κόσμο των γυναικών που προετοιμάζονται για το γάμο. Το «νυμφοστολείν» των αρχαίων αποδίδεται με σκηνές από το δωμάτιο της νύφης που συχνά παίζει η ίδια λύρα, βάρβιτο ή τρίγωνο την ώρα που οι φίλες της παίζουν μουσική και τραγουδούν νυφιάτικα τραγούδια. Σε γαμήλιο λέβητα των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. ξεδιπλώνεται ο γαμήλιος χορός της νύφης με τις φίλες της. Ο Θεόκριτος μας πληροφορεί ότι το «επιθαλάμιο τραγούδι της Ελένης» τραγουδούσαν και χόρευαν οι δώδεκα παρθένες της Σπάρτης μπρος στο δωμάτιο των νεόνυμφων. Ως προς το θέμα της αναχώρησης των νεόνυμφων, συχνά το τέθριππο εγκαταλείπεται και η νύφη βαδίζει χαμαίπους ενώ ο άντρας τής κρατάει το χέρι. Την αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στο γάμο και στη μουσική εκπροσωπεί η μυθική μορφή του Υμέναιου, της προσωποποίησης του γάμου. Μυθογράφοι της ύστερης αρχαιότητας παραδίδουν ότι ήταν γιος μιας Μούσας και του Απόλλωνα, ξακουστός μουσικός που τον καλούσαν στους γάμους για να τραγουδήσει. Λίγο πριν τραγουδήσει στο γάμο του Διόνυσου και της Αριάδνης, βουβάθηκε ή πέθανε. Από τότε σε όλους τους γάμους τραγουδούν τον υμέναιο. Το άρθρο συνοδεύει πλούσια εικονογράφηση ενώ σημειώνονται αναλογίες με τραγούδια ή έθιμα από τη νεότερη Ελλάδα.

Μουσική και αρχαίος ελληνικός λόγος Αντώνης Κ. Λάβδας

Απόσπασμα χορικού από τον Ορέστη του Ευριπίδη, σε πάπυρο του 1ου αι. μ.Χ. Η μελική γραμμή που διαγράφει η ανθρώπινη ομιλία διαφέρει από μια καθαρά μουσική μελωδία. Ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος (310 π.Χ.) την ονομάζει «λογώδες μέλος» και λέει ότι ναι μεν κινείται μεταξύ οξύτητας και βαρύτητας αλλά το είδος της κίνησης είναι διαφορετικό. Την κίνηση που η ακοή αντιλαμβάνεται ως σταθερή την ονομάζουμε συνεχή. Αντίθετα, όταν η φωνή μοιάζει να αλλάζει θέσεις, η κίνηση είναι διαστηματική. Συνεχής είναι η κίνηση του λόγου και διαστηματική η κίνηση της μουσικής. Πολύ αργότερα, ο Αριστείδης ο Κοϊντιλιάνος (2ος ή 3ος αιώνας μ.Χ.) περιγράφει μια μέση κίνηση της φωνής, ανάμεσα στη συνεχή και στη διαστηματική, που ακούμε στην απαγγελία των ποιημάτων. Ο Λογγίνος (250 μ.Χ.) συμβουλεύει τους ρήτορες να τη χρησιμοποιούν προκειμένου να διεγείρουν τον οίκτο. Διαβάζοντας Πλάτωνα και Αριστοτέλη διαπιστώνουμε ότι τα μουσικά γνωρίσματα του αρχαίου ελληνικού λόγου είχαν μια τόσο τυπικά διαγραφόμενη μορφολογία, ώστε να επηρεάζουν και την ίδια τη διαμόρφωση της ελληνικής μουσικής. Στις αρχαίες λέξεις ουσιαστικοί είναι οι τόνοι, η διάκριση σε οξείες, περισπώμενες και βαρείες συλλαβές, που τα σημάδια τους λένε πως εφηύρε ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (2ος αιώνας μ.Χ.). Από τις διαφορετικές τους θέσεις προέκυπτε το μελικό σχήμα της κάθε λέξης και από την κατά μήκος διάταξή τους το ρυθμικό σχήμα της. Αυτό το πλήρες, μελωδικό και ρυθμικό, σχήμα της λέξης ο ομιλητής το έπαιρνε από τη λέξη, δεν της το έδινε. Αποκαλυπτικές είναι οι οδηγίες του Αριστοτέλη προς τους ρήτορες: ο έντεχνος πεζός λόγος, λέει, πρέπει να έχει ρυθμό αλλά όχι μέτρο. Αναζητώντας ένα βηματισμό ταυτόχρονα ρυθμικό και ελεύθερο καταλήγει στον Παίωνα ή Παιάνα. Η αποστολή της μουσικής να ενδυναμώνει μέσα από τους τύπους του λόγου τις δικές του αναπνοές, την καταξίωνε πολύ περισσότερο από την «ψιλή», την οργανική πρακτική της. Όταν ο Ευριπίδης αρχίζει να ελευθεριάζει, τόσο ο Αριστοφάνης όσο και, αργότερα, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς τον μέμφονται. Η άποψη του Αλικαρνασσέως εντάσσεται και σε μια εποχή, από τον 2ο αιώνα π.Χ. ως τον 2ο αιώνα μ.Χ., όπου επικρατεί ένα νεο-αυστηρό ύφος που επανασυνδέει τη μελοποίηση με την προσωδία του λόγου. Ενδεικτικό παράδειγμα, το «Προοίμιον» του μουσικού Διονυσίου (1ος αιώνας π.Χ. ή μ.Χ.). Το εύρημα που οριοθετεί το χώρο στον οποίο κινούνται η μουσική και ο αρχαίος ελληνικός λόγος είναι ένας χριστιανικός ύμνος (τέλος 3ου αιώνα μ.Χ.) στο μεταβατικό στάδιο προς το βυζαντινό μουσικό ύφος που ονομάζεται «ειρμολογικόν».

Η μουσική στην αρχαία Ελλάδα Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου

Μουσικός διαγωνισμός του Απόλλωνα με τον Μαρσύα. Μαρμάρινη βάση από τη Μαντίνεια, περ. 330 π.Χ. Αθήνα, Εθν. Αρχαιολογικό Μουσείο Στην κάθε στιγμή της ζωής των αρχαίων Ελλήνων, η μουσική προσάρμοζε τους νόμους και το ήθος της, ένα ήθος που δεν ήταν υποκειμενικό. Οι αρχαίοι χρησιμοποίησαν δύο μουσικές σημειογραφίες, τη φωνητική και την ενόργανη. Τα σαράντα κατάλοιπα σημειογραφίας που σώζονται και, χάρη στους πίνακες του Αλύπιου (4ος αιώνας μ.Χ.) διαβάζονται απόλυτα ως προς τους φθόγγους και το ρυθμό, παραμένουν αδιάβαστα ως προς άλλα ουσιώδη γνωρίσματά τους. Οι δύο δελφικοί ύμνοι στον Απόλλωνα (τέλη 2ου αιώνα π.Χ.), που διασώζουν ειδικές κλίμακες και τρόπους που είχαν εξαφανιστεί μετά το 500 π.Χ., μας προτείνουν έναν άλλο τρόπο προσέγγισης: τη βυζαντινή και τη δημοτική μας μουσική.

Τα κυριότερα μουσικά όργανα των αρχαίων Ελλήνων Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Αρπιστής, μαρμάρινο ειδώλιο από την Κέρο, 2800-2200 π.Χ. (Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο). Από την Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής του Σόλωνα Μιχαηλίδη (ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982) προέρχονται τα λήμματα που ζωντανεύουν τα αρχαία μουσικά όργανα και την ιστορία τους. Ανάλογα με το πώς παράγεται ο ήχος, τα πνευστά διακρίνονται στους αυλούς που χρησιμοποιούν γλωσσίδα (αυλός, δίαυλος, πλαγίαυλος, ύδραυλις) και στη σύριγγα, όπου ο ήχος παράγεται κατευθείαν με το φύσημα. Εδώ ανήκει η σύριγγα του Πάνα και τα διάφορα είδη σάλπιγγας. Τα έγχορδα διακρίνονται σε τρεις ομάδες. Χορδές ίσες σε μήκος αλλά διαφορετικές σε πάχος που δεν ξεπερνούσαν τις δώδεκα είχαν η λύρα, η κιθάρα και τα συγγενικά τους κιθαρίς, βάρβιτος, κ.ά. Διαφορετικού μήκους χορδές που μπορούσαν να φτάσουν και τις σαράντα είχαν τα «πολύχορδα», το ξενικής προέλευσης ψαλτήριον (μάγαδις, πήκτις, φοίνιξ κ.ά.) και τα ελληνικής προέλευσης επιγόνειον, σιμίκιον, τρίγωνον, που παίζονταν μόνο με τα δάκτυλα. Μάλλον περιορισμένη είναι η τρίτη κατηγορία του λαούτου που περιλαμβάνει όργανα με βραχίονα και αντιπροσωπεύεται από το τρίχορδον. Περιγράφονται η λύρα, η φόρμιγξ, η βάρβιτος, η κιθάρα, η σαμβύκη, η μάγαδις, ο φοίνιξ, η πήκτις και η πανδούρα. Αυτά που σήμερα ονομάζουμε κρουστά ήταν ξενικής προέλευσης και παίζονταν σε οργιαστικές τελετές. Είναι ο δίσκος, τα κύμβαλα, το τύμπανον, το σείστρον, ο κώδων και τα κρόταλα.

Το θέαμα-ακρόαμα στους πρώτους αιώνες της επικράτησης του Xριστιανισμού Χριστόδουλος Χάλαρης

Ο Δίας - Βυζαντινός αυτοκράτορας τίκτει τον Διόνυσο από τον μηρό του (Κώδ. 6 φ. 163β). Οι πύρινοι λόγοι του Ιωάννη του Χρυσόστομου ενάντια στους θυμελικούς αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία. Πολλές νομικές διατάξεις στόχευαν στην εξάλειψη όσων εμπλέκονταν στα θεάματα: απώλεια κληρονομικών δικαιωμάτων, υποχρεωτική απογραφή, για τις θεατρίνες απώλεια των προνομίων εντίμων γυναικών κ.ά. Το κράτος όμως παράλληλα, μέσω των δήμων, τους συντηρεί: οι καλλιτέχνες τρέφονταν από τον δήμο προκειμένου να τον διασκεδάζουν. Γιατί η δραστηριότητα των θυμελικών δεν περιοριζόταν στον σκηνικό χώρο. Λάμπρυναν όλες τις εκδηλώσεις του δήμου αλλά και τα συμπόσια των αρχόντων, πρωτοστατούσαν στις γαμήλιες πομπές, δραματοποιούσαν κατά παραγγελίαν επικήδειους θρήνους. Τον θίασο αποτελούσαν μουσικοί, μίμοι και μιμάδες, μίμοι αοιδοί και μίμοι ορχούμενοι. Καθώς απέδιδαν με λόγο, μουσική και χορό δραματοποιημένους μύθους, οι ορχούμενοι μίμοι του Βυζαντίου θεωρήθηκαν πρόδρομοι του ευρωπαϊκού χοροδράματος. Σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, το κοινό παρακολουθούσε τις παραστάσεις με ιερή ευλάβεια και οι άνθρωποι συνέχιζαν να τραγουδούν τη μελωδία στα σπίτια τους. Οι πρώτοι που σκέφτηκαν να επωφεληθούν από τη μουσική και το θέατρο ήταν οι Αρειανοί. Πανίσχυροι στην Αλεξάνδρεια, ενθρόνισαν πατριάρχη τον Λούκιο (382-385). Ο εκπτωκός πατριάρχης Παύλος περιγράφει εκβακχισμένη λειτουργία των Αρειανών στην εκκλησία Θεωνά που θυμίζει έντονα βακχικό όργιο. Η προσέγγιση του θείου γίνεται μέσα από την βακχεία. Τη χριστιανική βακχεία οδηγούσαν οι μίμοι, οι ορχηστές, οι παιγνιώτες. Ο Χρύσανθος, στο Θεωρητικόν Μέγα της Εκκλησιαστικής Μουσικής, παρέχει πληροφορίες για το συσχετισμό του εκκλησιαστικού χώρου με τον θεατρικό. Κατά τον συγγραφέα, σημείο συνάντησης του αρχαιοελληνικού θεάτρου με τη χριστιανική εκκλησία υπήρξε η ταύτιση από το λαό της λατρείας του Χριστού και του Διόνυσου.

Η βυζαντινή μουσική Λυκούργος Αγγελόπουλος

Πέτρος Πελοποννήσιος Λαμπαδάριος, από την Ανθολογία της Παπαδικής (1815), Μονή Μεγίστης Λαύρας, Άγιο Όρος. Η άγραφη κοσμική μουσική των Βυζαντινών περνάει στη νεότερη παράδοση προφορικά, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Κάποια από αυτά έχουν καταγραφεί σε μεταβυζαντινά χειρόγραφα του Αγίου Όρους ήδη από το 1562. Ως προς τη μουσική της Εκκλησίας, διακρίνουμε τέσσερις περιόδους: α) από τον 1ο αιώνα ως την κτίση της Κωνσταντινούπολης, β) από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως την εποχή των μεγάλων υμνογράφων του 7ου-8ου αιώνα, γ) από τον 12ο αιώνα ως την Άλωση και δ) από την Άλωση ως τις μέρες μας, με δύο υποπεριόδους: α) το διάστημα της Τουρκοκρατίας και β) το διάστημα από το 1820 ως σήμερα. Στη μουσική της πρώτης περιόδου βαραίνουν οι θεωρίες των αρχαίων. Η πυθαγόρεια «θεία φύση των διαστημάτων» σώζεται ως σήμερα στη φωνητική μουσική και στα χαρακτηριστικά όργανα της Ανατολής. Από την άλλη, η δυτική μουσική ακολουθεί το συγκερασμό των μουσικών διαστημάτων που θεμελίωσε ο Αριστόξενος. Η βυζαντινή, όπως και κάθε ανατολίτικη μουσική, είναι τέχνη μελωδική και μονοφωνική – σε αντίθεση με τη νεότερη δυτική μουσική που είναι πολυφωνική. Άλλο χαρακτηριστικό είναι το ίσον, ένα είδος οριζόντιας αρμονίας τελείως διαφορετικής από την αρμονία της δυτικής μουσικής. Κι ακόμη ένα γνώρισμα είναι το φωνητικό στοιχείο: ποτέ δεν υπήρξε οργανική συνοδεία στην Εκκλησία. Στη δεύτερη περίοδο ολοκληρώνεται το υμνογραφικό έργο για όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Μετά το τροπάριο δημιουργείται το στιχερό. Ο Ρωμανός ο Μελωδός εκπροσωπεί το κοντάκιο που αναπτύσσεται τον 5ο με 6ο αιώνα. Το κοντάκιο αντικαθιστά ο κανόνας, πολύστροφο ποίημα με εννέα ωδές, που καθεμιά τους αποτελείται από τον ειρμό και τα τροπάρια. Τη δεύτερη περίοδο χαρακτηρίζει η ανασύνταξη και αναδιάρθρωση της Οκτωήχου, έργου που αποδίδεται στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Στην τρίτη περίοδο, ο ποιητής-συνθέτης γίνεται συνθέτης-ψάλτης. Αρχίζει η εποχή των μεγάλων μαϊστόρων. Τα Χειρόγραφα Εκκλησιαστικής Μουσικής 1453-1820 του Μανόλη Χατζηγιακουμή (1980) αποτελούν έκδοση-σταθμό στην ιστορική έρευνα αυτής της περιόδου. Από την Οξύρυγχο της Αιγύπτου προέρχεται πάπυρος του 3ου αιώνα μ.Χ. με ύμνο στην Αγία Τριάδα τονισμένο στην αρχαία ελληνική αλφαβητική σημειογραφία. Μετά τον 7ο αιώνα για την καταγραφή των ύμνων διαμορφώνεται ένα είδος παρασημαντικής, το εκφωνητικό είδος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα αρχίζει η συστηματική διάκριση των σημαδιών της βυζαντινής μουσικής από τα εκφωνητικά. Η μεσοβυζαντινή σημειογραφία είναι η πιο τελειοποιημένη. Η υστεροβυζαντινή είναι γνωστή και ως γραφή του Ιωάννη του Κουκουζέλη, φημισμένου μαΐστορα του 13ου ή των αρχών του 14ου αιώνα. Καταγράφοντας τις μελωδίες, λέει ο Χρύσανθος, οι Βυζαντινοί ακολουθούν τρία στάδια: την παραλλαγή, τη μετροφωνία και το μέλος. Η μεταρρύθμιση του μουσικού συστήματος στις αρχές του 19ου αιώνα είναι γνωστή ως «η νέα μέθοδος των τριών διδασκάλων», του Χρύσανθου, του Γρηγόριου και του Χουρμούζιου. Ανάλογα με το χαρακτήρα κατασκευής τους, ο Χρύσανθος διακρίνει τα μέλη σε παπαδικό, στιχεραρικό και ειρμολογικό. Ένα ξεχωριστό είδος μελοποιίας είναι το καλόφωνο (στιχεραρικό και ειρμολογικό) που συμπληρώνει το μελωδικό περίγραμμα με το κράτημα. Το κράτημα θεωρείται το απόλυτο είδος μουσικής των Βυζαντινών.

Εκατό χρόνια ελληνικού τραγουδιού Γιώργος Παπαστεφάνου

Ο Αττίκ στο πιάνο του. Η Οπερέτα και η Επιθεώρηση (γεν. 1894) είναι τα δύο είδη μουσικού θεάτρου. Ξενόφερτες μουσικές επενδύονται με ελληνικούς στίχους σε καντάδες. Στις αρχές του αιώνα μας εμφανίζεται η ελληνική οπερέτα. Ο Αττίκ μετέφερε από το Παρίσι το τραγούδι που διηγείται μια ιστορία. Το ταγκό και το βαλς δεσπόζουν στο αστικό τραγούδι ως το 1960. Το λαϊκό τραγούδι, γεννημένο στα ελλαδικά λιμάνια, μπολιάζεται μετά το 1922 με το μικρασιάτικο. Στη δεκαετία του 1930, η Πειραιώτικη Σχολή λανσάρει το βαρύ και περιθωριακό ρεμπέτικο. Η σμυρνέικη μουσική υποχωρεί. Ανθεί παράλληλα το «δημοτικοφανές» τραγούδι που αναβιώνει στη δεκαετία του 1950. Πλάι στα «δημοτικοφανή», νέοι για την Ελλάδα ρυθμοί προστίθενται στο ταγκό και το βαλς: σουίνγκ, ρούμπα, μπολέρο. Στα χρόνια της Κατοχής οι συνθέτες στρέφονται προς τις αμερικάνικες μελωδίες της τζαζ, και οι φωνές ακολουθούν αμερικάνικα πρότυπα. Το 1948 ο Χατζιδάκις ξαφνιάζει την αστική Αθήνα με τη διάλεξή του για το ρεμπέτικο. Γεννιούνται τα αρχοντορεμπέτικα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το ελαφρό τραγούδι του μουσικού θεάτρου υποχωρεί μπρος στον Μάνο Χατζιδάκι. Το κοινό αγκαλιάζει πρώτα τα τραγούδια του από τον κινηματογράφο. Μετά το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», στο πρώτο φεστιβάλ τραγουδιού το 1959, ο Χατζιδάκις γίνεται πρωτοσέλιδο. Το ελληνικό τραγούδι μπαίνει στην εποχή του ανταγωνισμού ανάμεσα σε πρόσωπα και εταιρείες. Η ποίηση γίνεται πρώτο υλικό για τα τραγούδια. Εμφανίζονται Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Λεοντής. Το 1961 στην Πλάκα δημιουργείται το πρώτο μουσικό καφενείο, ο Τιπούκειτος, και πέφτει ο σπόρος για τις μπουάτ. Από το 1976 το ελληνικό τραγούδι άρχισε τις «επιστροφές». Ο κύκλος έχει κλείσει.

Φουτουριστική μουσική Ελένη Μαχαίρα

Ο Diaghilev και ο Stravinsky στο σπίτι του Marinetti μια βραδιά των «Intonarumori», 1984. «Να εκφράσουμε τη μουσική ψυχή του πλήθους, των μεγάλων βιομηχανικών ναυπηγείων, των τρένων, των υπερωκεανείων, των τεθωρακισμένων, των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων. Θα προσθέσουμε τελικά στα μεγάλα κυρίαρχα μοτίβα του μουσικού ποιήματος το δοξασμό της μηχανής και το θρίαμβο του ηλεκτρικού». Κάπως έτσι καταλήγει το μανιφέστο του ο μουσικός Balilla Pratella το 1911 στο Μιλάνο. Στον ιταλικό φουτουρισμό αναφέρεται η συγγραφέας, κίνημα τέχνης και πολιτικής, γοητευμένο από τις νέες φόρμες που περιέχουν την καινούρια βαρβαρότητα. Στον απόηχό του βρίσκονται οι σύγχρονοι μουσικοί προβληματισμοί και η ηλεκτρονική μουσική. Στη στασιμότητα της κατασταλαγμένης «οργανικής εποχής», ο Σαιν-Σιμόν αντιπαραθέτει τους πυρετούς και τις αγωνίες της «κριτικής εποχής». Η μουσική υπακούει στη διαίσθηση, στη δίχως νόημα φαντασία, στη βία, στη διαρκή δυναμική κίνηση. Η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται μέσα στη μουσική αποσύνθεση ήχων και θορύβων. Από το 1911, σε μια προβληματική που περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα μιας ζωντανής προσωπικότητας που βρίσκεται σε «κατάσταση συναγερμού», σε «βίαιη ασυμφωνία» με το περιβάλλον της, ο Σένμπεργκ υποστηρίζει στην Πραγματεία περί Αρμονίας ότι μόνον η κίνηση παράγει την αληθινή παιδεία (Bildung) που, με το κριτικό πνεύμα του «μαθητή», αρθρώνεται απέναντι στην παιδεία παραδοσιακού τύπου. Ο καλλιτέχνης, λέει ο Σένμπεργκ, δεν δημιουργεί σύμφωνα με τα κριτήρια του ωραίου μα σύμφωνα με μια εσωτερική ανάγκη. Γενικά στη φουτουριστική τέχνη το «λειτουργικό» είναι συνώνυμο του «δημιουργικού». Η διαίσθηση ως δυνατότητα εξυπνάδας, ως πρώτη ουσία της έμπνευσης έχει σχέση με την κίνηση, την ενέργεια, τη δύναμη που, εμπνευσμένοι από τον Μπεργκσόν, τον Σορέλ και τον Νίτσε, οι φουτουριστές υιοθέτησαν.

Άλλα θέματα: Η θανατική ποινή κατά την καποδιστριακή περίοδο (συμπλήρωμα) Βασίλης Δωροβίνης

Πρώιμη λαιμητόμος (Μουσείο της Σκωτίας). Ο συγγραφέας συμπληρώνει παλαιότερο άρθρο του (Αρχαιολογία, τχ. 11) με δύο περιπτώσεις που εντόπισε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, οι οποίες αφορούν τις σχέσεις θανατικής ποινής και καποδιστριακής διοίκησης. Στην πρώτη περίπτωση (1830), φαίνεται ότι η κεντρική διοίκηση, αποβλέποντας στον παραδειγματισμό, έπαιζε άμεσο ρόλο στον καθορισμό της διαδικασίας της εκτέλεσης. Για τη δεύτερη (1831), δεν είναι σαφές αν πρόκειται για επικείμενη εκτέλεση ή για μετατροπή ποινής. Το Οθωνικό Αρχείο των ΓΑΚ αποκαλύπτει ότι ο δήμιος Χασάν Αρναούτ διορίστηκε το 1833, πριν από τον Ποινικό Νόμο που εισήγαγε τη λαιμητόμο, και έπαιρνε 100 δραχμές το μήνα.

Θέατρα της νότιας Ελλάδας Βασίλης Δωροβίνης

Το θέατρο «Απόλλων» του Πύργου. Ο συγγραφέας διαφωνεί με το ότι το Μαλλιαροπούλειο και το νεοκλασικό θέατρο της Πάτρας αποτελούν «τα μοναδικά θεατρικά αρχιτεκτονήματα σε ολόκληρη τη νότια Ελλάδα» (Αρχαιολογία, τχ. 12, « Αρχαία και σύγχρονα θέατρα στην Αρκαδία»). Υπενθυμίζει την ύπαρξη του θεάτρου «Απόλλων» (1878) στον Πύργο. Όντας στην περιφέρεια, η ακμαία κοινότητα του Πύργου είναι τόσο γνωστή όσο και οι χώρες του Τρίτου Κόσμου, λέει. Η Ερμούπολη μόλις αρχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον. Το μεγαλοπρεπές της θέατρο «Απόλλων» πρέπει να περιληφθεί στα θέατρα της νότιας Ελλάδας.

Παρατηρήσεις στο Καθολικό Χελανδαρίου Παύλος Μυλωνάς

Ανδρόνικος Παλαιολόγος ο Β΄και Στέφανος Ούρωch ο Μιλούτιν, με τον Άγιο Στέφανο στο πλευρό του (λιτή Μονής Χελανδαρίου, 14ος αι.) Το 1198, ο πρώην μεγάλος ζουπάνος της Σερβίας Στέφανος Νεμάνια, ήδη μοναχός Συμεών, και ο γιος του Ράστκο, μοναχός Σάββας και κατοπινός Άγιος, έλαβαν χρυσόβουλλο σιγίλλιο από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο (1195-1203) για να επιδιορθώσουν την ερημωμένη μονή. Φαίνεται ότι το 1198 δεν ανυψώθηκε νέα εκκλησία και ότι οι Νεμάνια ανακαίνισαν την ήδη υπάρχουσα ελληνική μονή. Μοναστήρι και καθολικό επέζησαν ως τις αρχές του 14ου αιώνα, όταν ο κράλης Στέφανος Ούρωτς ο Β΄, ο επιλεγόμενος Μιλούτιν, αποφάσισε να κατεδαφίσει τον παλαιό ναό και στα θεμέλιά του να ανεγείρει νέο. Ο εξωνάρθηκας του πρίγκιπα Λαζάρου είναι η τελευταία προσθήκη που έγινε στο ναό λίγο πριν από το 1389. Το τμήμα της πρόθεσης του μαρμάρινου τέμπλου και τα κιονόκρανα του τρίλοβου παραθύρου της λιτής αποδεικνύουν την εδώ ύπαρξη ενός από τα παλαιότερα τέμπλα του Όρους, από τα τέλη του 10ου ή τις αρχές του 11ου αιώνα. Τα άλλα δύο τμήματα του τέμπλου ανήκουν στην ανακατασκευή που έκανε ο Μιλούτιν τον 14ο αιώνα. Τα κιονόκρανά τους ο Ορλάνδος τα χρονολογεί στα τέλη του 16ου ή τις αρχές του 17ου αιώνα. Δύο από τους κιονίσκους του τέμπλου φέρουν το παλαιό διακοσμητικό μοτίβο του διπλού σχοινοειδούς κόμπου που βλέπουμε στα τέμπλα της Αγίας Τριάδας του Κριεζώτη ή της Μονής Δαφνίου και που υπογραμμίζει μια ρυθμολογική συγγένεια με τις Βλαχέρνες της Άρτας (1250), την Πόρτα Παναγιά (1283), το Πρωτάτο (1295 ή 1313). Το διακοσμητικό δάπεδο, ο βυζαντινός «πάτος», αποτελείται από συνδυασμούς μαρμαροστρώσεων και μαρμάρινων διακοσμήσεων. Απλές γεωμετρικές μορφές δημιουργούνται με πολύχρωμα μάρμαρα και την τεχνική opus sectile. Στις βάσεις των κιόνων που στηρίζουν τον τρούλο έχει γίνει χρήση πτερνιστήρων, άγνωστων στην Πόλη, την Ελλάδα και τον Άθω αλλά γνωστών στη Σερβία. Ανήκουν, επομένως, στην ανακατασκευή του Μιλούτιν. Στο εσωτερικό του ναού χρησιμοποιείται το «αισθητικό τετράγωνο», μια οπτική διόρθωση που αναδεικνύει την προοπτική του χώρου. Παρόμοιες διατάξεις αισθητικών τετραγώνων βρίσκουμε στην Παναγία του Οσίου Λουκά (10ος αι.) και στην Παναγία των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη (1028). Αυτή η ιδιαίτερη συνθετική εκλέπτυνση ασφαλώς ανήκει στον ναό του 10ου-11ου αιώνα. Σε σύγκριση με χορούς άλλων ναών αγιορειτικού τύπου, οι χοροί του Χελανδαρίου διακρίνονται από το τρίλοβο άνοιγμα στον άξονα του κάθε χορού που χρησιμεύει και ως πλάγιο άνοιγμα. Γνωρίζουμε ότι ο Όσιος Αθανάσιος της Λαύρας διεύρυνε για την ευρυχωρία των ψαλτών το Κυριακόν του δημιουργώντας τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου μετά χορών (965). Αντίστοιχη διεύρυνση έκανε και ο Μιλούτιν στον σύνθετο τετρακιόνιο εγγεγραμμένο χωρίς χορούς ναό. Κατεδαφίζει την παλαιά εκκλησία κρατώντας τις διαστάσεις της, μέρος του τέμπλου και το μεγαλύτερο μέρος του δαπέδου και ανεγείρει νέα. Οι αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις του συγγραφέα αναδεικνύουν τρία γεγονότα από τη διαδρομή της μονής Χελανδαρίου κεφαλαιώδους σημασίας για την αρχιτεκτονική ιστορία του Αγίου Όρους: α) το σημερινό καθολικό κτίστηκε στη θέση ενός άριστου βυζαντινού μνημείου του λαμπρού 11ου αιώνα, β) χοροί προστέθηκαν σε τύπο ναού χωρίς χορούς και γ) εισήχθη στο Όρος ο τύπος ναού μετά λιτής.

Η έκθεση για τα εκατό χρόνια της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας στο Βυζαντινό Μουσείο Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Κοίμηση Θεοτόκου, Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ερμούπολη Σύρου. Για την επέτειο των εκατό χρόνων (1884-1994) από την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας οργανώθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών έκθεση με αποκτήματα της τελευταίας δεκαετίας αλλά και βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα και το σπάνιο χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου από τη συλλογή της ΧΑΕ. Η έκθεση περιλαμβάνει 147 έργα τέχνης που παρουσιάζονται στην πλειονότητά τους για πρώτη φορά στο κοινό, δημιουργήματα γλυπτικής, ζωγραφικής και μικροτεχνίας από τους πρώτους χριστιανικούς ως τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Η Διευθύντρια του Μουσείου παρουσιάζει τα σημαντικότερα από αυτά, ανάμεσά τους και την Κοίμηση της Θεοτόκου από τον ομώνυμο ναό της Σύρου με την υπογραφή του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

Ελληνικό Λογοτεχνικό και Iστορικό Αρχείο (EΛIA) Αντρέας Ιωαννίδης

Από την εκδοτική δραστηριότητα του Ε.Λ.Ι.Α: περιοδικό «το 3ο μάτι» (1935-1937). Τη σημαντικότερη συλλογή αρχείων της Ελλάδας, διαμορφωμένη από το 1980 σε Εταιρεία, οφείλουμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στον Μάνο Χαριτάτο που την ενορχήστρωσε. Εκτός από τα λογοτεχνικά και ιστορικά του αρχεία, το Ε.Λ.Ι.Α διαθέτει πλούσιο φωτογραφικό και χαρτογραφικό αρχείο. Η βιβλιοθήκη των 45.000 τόμων καλύπτει την ελληνική λογοτεχνία, ιστορία και λαογραφία, τις ελληνικές εκδόσεις του 19ου αιώνα, τα ελληνικά περιοδικά και τα ημερολόγια του 19ου και 20ού αιώνα, τα ελληνικά βιβλία τυπωμένα στην Αίγυπτο και τις ελληνικές και ξένες εκδόσεις για την Ελλάδα. Στην εκδοτική του δραστηριότητα ξεχωριστή θέση κατέχει η φωτογραφική αναπαραγωγή περιοδικών του 19ου και του 20ού αιώνα.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Μακεδονικός τάφος. 4ος αι. π.Χ. Πύδνα, βόρειο νεκροταφείο. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Εφηβικός νόμος από 139 στίχους βρέθηκε χαραγμένος σε στήλη πλάι στο Γυμνάσιο της Αμφίπολης - «Σινε-αρχαιολογία» είναι ο νέος όρος που περιγράφει την ενασχόληση με τις απαρχές του κινηματογράφου - Μακεδονικός τάφος του 4ου αιώνα π.Χ. με άριστο ζωγραφικό διάκοσμο αποκαλύφθηκε στα Πετριώτικα Χαλκιδικής - Όστρακα της Ύστερης Νεολιθικής εποχής και ταφικά ευρήματα της ΥΕΙΙΙ περιόδου εντοπίστηκαν στο νησάκι Ψαρά - Μεταπτυχιακές σπουδές με θέμα «Αρχιτεκτονική και Αρχαιολογία» οργανώνουν οι σχολές αρχιτεκτονικής του Παρισιού, του Νανσύ, του Στρασβούργου και η École Nationale Supérieure des Beaux-Arts

Συνέδρια

Στη Φλωρεντία (22-24 Οκτωβρίου 1984) οργανώθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης και το ιταλικό Διαμέρισμα της Τοσκάνης διεθνές συνέδριο με θέμα «Αρχαιολογία και χωροταξία» από το οποίο η Ελλάδα απουσίασε - Με αρωγό την Τοπική Αυτοδιοίκηση, η Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών διοργάνωσε στο Λουτράκι και την Κόρινθο (25-27.5.1984) το Β΄ Τοπικό Συνέδριο Κορινθιακών Ερευνών υπό την αιγίδα του ΥΠΠΕ - Για την εκατονταετηρίδα (1985) του John Beazley οργανώνονται στην Αγγλία δύο συνέδρια: το πρώτο στο Βρετανικό Μουσείο (25-26 Ιουνίου 1985) έχει θέμα «Έλληνες αγγειογράφοι», ενώ στην Οξφόρδη (28 Ιουνίου 1985) το θέμα είναι «Ο Μπήζλεϋ και η Οξφόρδη»

Βιβλία

C. Ph. Bracken, Κυνηγοί αρχαιοτήτων στην Ελλάδα, μτφ. Λ. Λάμπρου, Γεωργίου & Υιοί Ο.Ε., Θεσσαλονίκη 1983 - Δημήτρης Τσιμπουκίδης & Ίννα Μιρίκοβα (επιμ.), Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, Παπαδήμα, Αθήνα 1984 - Νικολ. Αντ. Μασουρίδης, Απεκρυπτογράφησε ο Ventris την Γραμμική Β; Αθήνα 1984 - Πέτρος Φιλίππου - Αγγέλου (επιμ.), Άπαντα Χρήστου Ν. Πέτρου - Μεσογείτη (1909-1944), Επιμορφωτικός Σύλλογος Καλυβίων, Καλύβια 1984 - Φοίβος Αρβανίτης, Μάνος Χατζιδάκις,Παιδικός οδηγός για γνωριμία με τη μουσική, Διάγραμμα, Αθήνα 1984

Μουσεία

Η Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη εγκαινίασε στις 14 Ιουλίου το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σητείας - Με πρόσκληση του Εθνογραφικού Μουσείου Γενεύης, η κυρία Φαίη Σταμάτη μετέφερε εκεί την παρουσίαση της κατασκευής ενός πηλιορείτικου σαμαριού - Το 1982 άνοιξε στη Στοκχόλμη Μουσείο τέχνης της Μεσογείου και της Ανατολής. Το ελληνικό ενδιαφέρον εστιάζεται στα κυπριακά ευρήματα και στη συλλογή της Ασίνης, όπου έσκαψε ο ίδιος ο Γουσταύος Αδόλφος ΣΤ΄

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Στον ανεκτίμητης αξίας Εθνικό Δρυμό του Σουνίου έφθασαν πριν τρία χρόνια μπουλντόζες. Η βαρβαρότητα φέρει τη σφραγίδα του Ελληνικού Κράτους μέσω της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων. Δικαιολογία; Λόγοι Εθνικής Άμυνας! Η ανάσχεση των δραστηριοτήτων που πέτυχε η Αρχαιολογική Υπηρεσία τώρα, θα ισχύσει και στο μέλλον;

English summaries: Byzantine music Lykourgos A. Angelopoulos

The music chanted in the Church of the Orthodox East from the time of the Byzantine empire until today is known as Byzantine. Three extensive periods mark the historic evolution of music and hymnology. The first covers the period between the early Christian years and the foundation of Constantinople and is characterized by the oral transmission of hymns. The second reaches the 12th century and achieves a high point in the 7th and 8th centuries. During this period the kontakion and the canon are created to promote ecclesiastic poets such as Romanos the Melodos (6th century), Andreas of Crete (7th century), St. John Damaskinos and Kosmas the MeIodos (7th-8th century), Sophronios, Patriarch of Jerusalem and many others. Furthermore, a variety of other kinds of hymns appears in this phase, like the sticheron, automelon, apolytikion, etc. The system of the octave is organized and the Octoechos is coded by St. John Damaskinos. The third period commences in the 12th century and ends with the fall of Constantinople. This is the golden era of Byzantine music and exhibits a great number of famous hymnologists like Ioannis Koukouzelis, Nikephoros Ethikos, Ioannis GIykis, Xenos of Koroni, Ioannis Kladas, et al. The chanters/musicians chanting in the metropolis of Constantinople are called names denoting roles played in the chorus such as domestikos, lambadarios, protopsaltis, monophonarios, anagnostis, vastaktis, chironomos. The chironomos (a gesticulating cantor) led the choristers in the proper way of chanting. From the Fall of the ByzantIne capitaI, a new phase starts that lasts until today. The years of Turkish rule and those that follow υρ to the 19th century have fully been studied, from the historic point of view, by Manolis Hatziyakoumis in his book "xειρόγραφα έκκλησιαστικής µουσικής, 1453-1820" (= Manuscripts of Ecclesiastic Music, 1453¬1820). Byzantine music is monophonic and melodic and its signs signal the departure of the voice from the originaI vocals called "base of sound". These possess an impetus that is transmitted through the vocal practice, interpreting the written music and is a prerequisite of performing melody. Βyzantine music is, in addition, purely vocal and needs no musical instruments. The early music texts exhibit only a few signs. Βy the 12th century, a complete system is developed that is valid until today with certain alterations. The same signs recording the music texts in books have different names depending οn the sort of hymns they contain. The reading interpretation of signs is as foIlows: the starting vocal is defined and the voice moves up or down according to the Indications of the signs. Other signs signify the alterations, changes that is, from one sound to another. The so-called "κρατήµατα" are free compositions in which meaningless syllables like te-ri-rem, to-ro-ro, etc., are used instead of verses. Thus, the composer having no obligation to a certain text advances to the composition of pure music. The reformation of three major music masters (Chrysanthos, Gregorios and Chourmouzios) in the early 19th century simplified the writing and defines in detail the division of time. Αll chanted hymns, old and contemporary, were adapted to and rewritten in the new system / scheme, while in 1832 the book of Chrysanthos reveals the theoretical foundations of this system. One and a half century later, in 1982, the monumental work "Θεωρητικό "(= Οn Theory) written by Simon Karas is published. It completes through a detailed and exemplary classification the examination of the Greek music system; it corrects errors and refers thoroughly to the rhythm, the musicaI expression, the interνals, the "attractions" ; furthermore, it deals with the popular/folk music and its instruments, so that Greek music is approached and studied theoretically as an entity, while at the same time this entity is fully documented.

The sources of ancient Greek music Annie Bélis

Music in ancient Greece played an important part on all occasions – marriages, funerals, banquets sacrifices, religious processions – and prevailed in public entertainments – competitions or demonstrations. Music was also a serious topic of thought in the schools of philosophy. As a matter of philosophic concern, it caught philosophers’ attention for centuries and even the Fathers of the Church got involved. Greeks never disputed either the impressive effect music has on the human soul – a unique quality that distinguishes music from other arts – or its close relation to the supreme laws of the universe. The passion Greeks had for music materialized in a multitude of treatises on Harmony and Rhythmics that have come down to us through written tradition. On the other hand, the representations of music scenes on pottery and reliefs exhibit the music instruments played by virtuosos and amateurs and help us to understand their technique. Needless to say that archaeological excavations enriched our knowledge on the subject, since they brought to light a considerable number of flutes and more rarely of lyres, in fragments. The wonder, however, of Greek music is that it included lyrics as can be proved by the few such texts that have survived. Parts of a tragedy on a fragmentary papyrus, two hymns dedicated to Apollo, the epitaph of a music lover inscribed on a stela. Therefore, we must admit that the study of ancient Greek music takes the combined efforts of more than one disciplines. Musicologists, in the first place, philologists for the interpretation of complex treatises, papyrologists for the deciphering of music symbols on tattered papyri, and finally archaeologists who discover, unfortunately quite seldom, parts of music inscriptions or instruments, so badly destroyed that they cannot produce even a single note of music. However, music in ancient Greece was a field in which both philosophical thought and mathematic calculations participated.

Audio-visuaI performances in the first centuries of Christianity Christodoulos Chalaris

Α commonly held theory shows the Byzantines devoid of any affinity or relation to music. This argument is absolutely challenged. It identified with the intention of certain Church Fathers to put down any influence of the ancient world on contemporary historic reality. However, this historic reality was radically different from what was intended. As a matter of fact thymelic performances with mimes, musicians and dancers, had an immense effect on low and middle cIass people. Christian performances that according to Chrysostom involved noise, clatter, diabolic screams and schemes, limb movements and rotation of eyes, and were accompanied by music produced by flutes and syringes were very popular with believers who attended them piously and then tended to import the musical themes into their everyday life. Even St. Paul has described certain liturgies similar to Bacchic rites in which mimes, dancers and musicians replace the priests of Bacchus. Finally, Chrysanthos, a theorist of ecclesiastic music, has written that during the first centuries of Christianity, believers, knowing no other way to praise the new God than the traditional one of the ancient religion, employed pagan means and media such as chanting accompanied by the music of flute and lyre. These are regarded by Chrysanthos as diabolic vehicles.

Music in the marriage ceremony in ancient Greece.Texts and pictures Aliki Kauffman-Samaras

Ancient texts of historians, poets, philosophers etc. give us much information about marriage and its celebration in ancient Greece. But we know little about wedding songs and music. Homer gives the first description of a marriage celebration in a village, where people played the music of “Hymenaios” on flutes and guitars and danced in a ring. Such wedding dances with flute players were perhaps the subjects of scenes on 7th century BC vases. During the same period, Sappho composed wedding songs which spoke about love or the beauty of the bride and groom, and we can compare them to popular modern songs. Some were sung in front of the nuptial bedroom, and these are called “epithalamia”. On Attic pottery of the Archaic period there are many nuptial processions with chariots showing mythical weddings. That of Peleus and Thetis was the most popular at the time, but also the weddings of Heracles and Hebe, Menelaus and Helen or contemporary weddings. At mythical ceremonies, Apollo and the Muses played music. At human marriages, a musician, man or woman was often present. In the 6th and 5th centuries BC , wedding scenes were represented on specially shaped vases, hydriae, loutrophoroi and nuptial lebetes. During this period, the representation of “loutrophoria” appeared on pottery with the bride and her friends or parents returning from the fountain. Between them, a girl carried the loutrophoros, a vase of special shape containing the water for the nuptial bath. All these scenes are accompanied by music, perhaps the “γαμήλιο αύλημα” of the text. In the 5th century on Attic vases, especially on hydriae or nuptial lebetes, there were scenes with the dressing and preparation of the bride, while young girls played music on harps and sang wedding songs, as they do today in Greek villages. Perhaps the “epithalamia” were sang then. Dances shown on these vases could also have a relationship with marriage. Another subject portrayed on pottery was the departure of the newly married couple, sometimes in a chariot but often on foot. Frequently a musician played the flute and sometimes the god of love, Eros, played the nuptial march. Later in Greek Mythology, Hymenaios became the incarnation of marriage. He was the son of Apollo and a Muse, a famous singer and musician. People invited him to weddings to sing and play music. But during the marriage of Dionysus and Ariadne, suddenly he lost his voice or – in some versions – he died. From then on, the song of “Hymenaios” was sung on all wedding occasions in ancient Greece to commemorate him.

Music and ancient Greek speech Antonis K. Lavdas

The relationship speech has to music is a well known fact. Both speech and music are based on musical “formations” produced in order to transmit a certain “meaning” either to the producer of the sound or to another person. Both are vehicles of expression and communication that have in common the element of sound and are composed of tone combinations. However, these tone combinations differ from Music to Speech. Aristoxenos the Tarantine, calls «λογώδες μέλος» (melody of speech) the musical diagram of Speech, and thoroughly distinguishes the “perpetual movement” of voice present in Speech from the “movement in intervals”, characteristic of Music. In Ancient Greece, Speech, the «λογώδες μέλος», had an objective substance of its own. It was the product of the musical scheme of each word that possessed various “tonic pitches” and duration of syllables. This scheme could be transformed by the change of the “case” of a noun (nominative, genitive, etc), of the “tense” of a verb (present, past, etc.), by the adjacency to other words, etc. These transformations were dictated by an objective aesthetic prevailing in the Greek language and not by the personal, subjective expressive need of the speaker. Thus, the typical musical schemes of ancient Greek Speech were a most suitable and facile material for music composition, since the melody set to this Speech remained for long a mere repetition of its diagrams. One had simply to transfer them from the perpetual movement of Speech to the “movement of intervals” of Music. Up to the early years of Christianity, the relationship of music to Greek speech recurs: it is emancipated from its function“subordinate” to speech and then again it resumes to play a subservient role.

Futuristic music. The conflict between the “old” and the “new” worlds Eleni Mahaira-Odoni

Futurism is a special "ism" that appeared at the beginning of the century to agitate by its different forms and its unity not only the world of arts but also the entire concept of the world into which it was born. It is certain that the contribution of futurism both to art history and to history is of great importance. It managed to conceive the death and immobility of thought and traditional art. The repertoire of futurist music follows and shares the repertoire of the other manifestations of futurist art, as well as its ideology and philosophy. Its themes are war, industrialization, motion, speed, adoration of modernism, etc. Α series of "studies" prepared the revolution of music that started from its very "explosion". These studies violently attacked the traditional writing of music common up to the early 20th century by changing the architecture of conventionaI musical models and aiming to the absolute tonic freedom through the breaking of musical joints.

Architectural remarks on the Helandari catholicon and evolution of the type of church with side-apses and liti of Μt. Athos Pavlos Mylonas

1. - Τhe templon, already published, is made of parts belonging to two different styles: the part corresponding to the prothesis is typical of 10th or early 11th century templa, while the other two bays, belong to a 14th century style 29. Α chancel-door similar to the one of the Protaton (10th c.) can be seen in the monastery museum. 2.- Τhe marble floor, published in its greater part, extends mostly through the central part of the church, in a rectangular pattern related to the four columns. Bands of opus sectile decorated with alternating circles and squares of rectangles run from column to column forming a large rectangular pattern; Το this main rectangle, other rectangular patterns are added to the north, south, east and west. It must be noted, however, that the floor of the side apses follow a different pattern, whereas the areas around the outer edges of the column-bases as well as the areas of the angle compartments do not follow any scheme but are simply infillings. Το explain this antinomy the following alternatives could by suggested: a) during a major reconstruction (obviously the one of the early 14th c.) an 11th c. floor from another church was taken and laid out, the missing areas being supplemented by other designs, as in the side apses, and the rest was filled with whatever slabs were at hand. However, the removal of an existing marble floor is, in itself, an extremely difficult technical problem, eνen today. In any case, nο similar transfer has been recorded in the history of art. b) a second alternative would see the copying of 11th c. patterns during the 14th c. reconstruction. However this is unfeasible from an artistic point of view and this is the reason why nο century can copy another century. But even if we accept that this did happen at Helandari, then why the general design was not followed for all the parts of the church floor? c) Α third explanation would accept that the ancient parts of the floor have remained in situ since the 11th c. and that a major structural change required a new floor design for the areas of the side apses and new lying of the angle compartments. If this third alternative is accepted as valid, then one should also accept that the existing ancient floor is part of a 10th or 11th c. church which, judging from the quality of the marble floor, should be considered as extremely important. Α comparison of this floor to other similar floors dating from the 11th c., as in Hosios Loucas, Lavra, Ivirοn, Nea Μοni, Stoudiou, Vatopedi, Xenophontos, St. Demetrius of Vatopedi, Church at Veljusa (Southern Serbia), will provide sufficient argument to attest that the main floor of Helandari belongs to the 11th c. and to the same decorative style as all the others mentioned above. Τhis last fact leads to the conclusion that these marble patterns were, to a certain extent, pre-assembled and came from a common handicraft Centre, located most probably at Proikonesos, the sea of Marmara. Οη the other hand the marble floor covering the side apses with cosmatilike patterns reminds one of Italian or Dalmatian style and should be ascribed to the 14th c. 3. - Τhe bases of the four central columns are fitted with spurs at each corner of the plinth. Τhis, however, is a feature unknown in Byzantine architecture but well-known in Romanesque and Gothic buildings as well as in Serbian ones, such as Decani , which is also a monument of the 14th c. Having accepted that these bases belong to a Serbian style of the 14th c., one will also have to accept: a) that the columns, the vaults and cupola, if not an even larger part of the church, have been torn down and rebuilt as they are now, b) that the initial flooring has been removed from the angle compartments and the outer edges of the columns, to accommodate the new bases, which follow exactly the dimensions of the old ones, c) that the exact position of the old (and new) bases indicate the geometric setting of the old church which, compared to other 11th c. Athos churches, can offer enough elements for an approximate theoretical reconstruction of the original monument. 4. - It has been pointed out that the flooring of the side-apses is of a different design than that of the main floor. Additionally the angles k1-k1 and k2-k2 are extended into the area of the side-apses proper and that the angles of the interior curved walls of these apses stand οn the decorative bands of the old floor. At this point one should note that the side-apses of Helandari differ from all other Athonite side-apses by having axual three-lobed entrances, decorated by twin columns bearing capitals with 10th - 11th c. decorative patterns. These three-lobed openings naturally remind of three-lobed or twin-lobed diaphragms of the typical Byzantine cross-in-square type of church without side-apses. One may recall the case of Megisti Lavra in which the northern and southern ends of the side cross-arms have been removed and replaced by side-apses or choirs. Οne is therefore led to conclude that a similar solution was applied at Helandari. Τhis fact is also reinforced by the dedicatory inscription which mentions the “narrowness” of the old church as the reason for which it was torn down to make room for the new one. Τhe justification of “narrowness” is also present in texts referring to the rebuilding of the Protaton, whereas in a text relating to the structural changes in Lavra, mention is made of an “enlargement”. The transaction of the three-lobed openings called for either the fitting of existing 11th c. carved slabs or for the carving of new ones , the new ones following 14th c. patterns. 5. - Τhe masonry work looks homogeneous), a fact which supports its rebuilding. Τhe side-apses as well as the chancel apse are five-sided, a feature particular to the 12th-14th centuries. Τhe cross-vaults over the prothesis and diaconicon are ribbed, but the section of the ribs is semicircular, a feature which belonging to western rather than to a Byzantine style further confirms the 14th c. dating. 6.- Τhe wide narthex or liti appears οn Athos for the first time at Helandari, while the older known example is the one at the Panagia Church of Hosios Lucas, dating from the middle of the 10th c. Τhe liti of Helandari shows structural and decorative features, which can lead to two opposing theories: a) that the liti was supposedly added at a later date namely in 1347 and b) that the liti belongs to the rebuilding of the early 14th c. 7. - Τhe remarks made in this paper emphasize three episodes in the building history of the Helandari catholicon that are of capital importance in the development of church architecture οn the Holy Mοuntain: a. - Τhe tracing and discovery of a Byzantine monument of the 10th-11th c., unknown until now, but outstanding which stood in the place of the present catholicon and was of the cross-in-square type without side-apses. b. - Τhe addition of side-apses to a church of the type without side-apses, three centuries after the first application of the type with side-apses at Lavra. c. - Τhe appearance of the type of church with liti for the first time οn Athos. Οne should stress the fact that quite a few scholars have so far considered the type of cross-in-square with side-apses, (known also as Athonite type), as a uniform design, based οn still-unknown originals from Asia Minor, the Caucasus or Constantinople. However, one could instead promote a new approach theory according to which there has been an evolving course from churches without side-apses (Protaton, perhaps Vatopedi, Lavra, perhaps Iviron, Helandari, etc.) towards the well-known Athonite type of church with side-apses. Whenever this development took place it must be dated between roughly 1000 and 1300. Τhis new fashion was applied either by the addition of side-apses, as in Xenophontos of St. Demetrius of Vatopedi, or by the building of new churches with the new feature. Τhis fashion and type spread not only οn Athos but also from Athos to Macedonia, Serbia, the Danube countries and the rest of Greece.

Music in ancient Greece Yannis Papaioannou

It was until recently accepted, not only by non-specialists but also by distinguished musicologists, that music in the cultural life of ancient Greece had played a lesser part than sculpture, poetry, theatre or architecture. Furthermore, that it by no means could claim achievements equal to the other arts. This misbelief was based both on a limited knowledge of ancient Greek music, and on the mishandling of the subject, since scholars had tried to study and evaluate it by comparing it with classical, western music. As a result they could not reach any positive conclusions. European scholars in the past had mainly based their study on the interpretation of ancient texts that led at that time to contradictory conclusions.

Α century of Greek song George Papastephanou

The so-called "rembetiko" , that is the urban folk song, appeared together with the development of the first urban Centres in the 19th century. Most original are the songs of mainland Greece and those from Asia Μinor. There exist, however, tunes imported by the Bavarians which combined with Greek verses were soon incorporated in the Greek song repertoire. The Athenian cantatas as well as those of the Ionian islands originate from the belcanto, which was also imported from Italy around this time. New melodies were introduced in Greece by touring theatrical groups from Europe. Ιn 1894 the Greek revue was born, while in the early 20th century the Greek operetta appeared. The year 1926 is quite significant for the history of modern Greek song with the emergence of the composer Attic. Returning from Paris, Attic introduced songs with a"subject". Since then, a number of music-and-verse composers appear on the scene, whose work marks and represents their time. On the other hand, the "rembetiko" song continues to exist, aIthough restricted to a certain social strata. The situation changed radically in 1950, when Manos Chatzidakis made popular with the bourgeoisie the magic of bouzouki. Since 1976, a new trend is obserνed. Verse in translation put to original Greek music produce a repertoire of quality songs.

Musical instruments in ancient Greece The editors of the Archaeologia journal

The musical instruments that were in use in ancient Greece and their history are brought to life in entries coming from Solon Michaelides’ Encyclopedia of Ancient Greek Music (MIET, Athens 1982). According to how sound is produced, wind instruments are divided into flutes with a tongue (flute, double flute, flageolet, oblique flute) and syringes where the sound is directly blown out. The shepherd’s flute belongs in this category together with other pipes. Strings are divided into three categories depending on the number of chords they had. Instruments having chords of equal length but of different width not surpassing twelve chords were the lyre, the guitar, and related string instruments such as the cytharis, barbitos etc. Many-stringed instruments with chords of differing length that could reach the number of forty chords were the psalterion, an imported instrument, (magadis, pictis, phoenix and others) and the Greek triangles ( cannon, epigoneion, simikeion ) that were strummed on. The lute was a stringed instrument of limited use. In the category of lutes, instruments with an arm are included such as the trichordon ( three-stringed lute). In this article instruments such as the lyre the fominx, the barbitos, the guitar, the samviki, the magadis, the phoenix, the piktis and the pandoura are described. What today are known as percussion were imported instruments and were played at orgiastic feasts. These were the seistron, the cymbals and the drums amongst others.

The death penalty in the years of Capodistrias (supplement) Vassilis Dorovinis

The author adds additional information to a previous article in issue 11 of the Archaeologia journal. He writes of two cases of capital punishment under the government of Capodistrias that he read of in the General Archives of State .In the first case (in 1830), it seems that the government played a decisive role in the execution which was meant to play the role of an exemplary punishment. In the second case of capital punishment, (in 1831), it is not clear whether it was a case of enforcement of the law of the times or whether the penalty actually imposed by the court was altered. In the Ottoman Archive of the General Archives of State, it seems that Hasan Arnaout, executioner, was employed in 1833 before the guillotine had been introduced to Greece. He was paid a salary of 100 drachmas a month.

Theatres of southern Greece Vassilis Dorovinis

The author cannot agree that the Malliaropoulio theatre and the neoclassical building of the Patras theatre are “the only theatres in all of southern Greece” ( the Archaeologia journal, issue no 12 “Ancient and contemporary theatres in Arcadia”). The author reminds us of the “Apollo” theatre (built in 1878) in the town of Pyrgos. The flourishing community of Pyrgos, belonging as it does to the provinces, is as well-known as a third world country would be had it owned a theatre. The theatre of Ermoupolis is only just starting to draw the public’s interest. However, the town’s spectacular “Apollo” theatre ought to be included in the list of the theatres of southern Greece.

An exhibition at the Byzantine Museum on the occasion of the one hundredth anniversary of the Christian Archaeological Society Myrtale Acheimastou-Potamianou

On the occasion of the one hundredth anniversary of the founding of the Christian Archaeological Society, (1884-1994), an exhibition opened at the Athens Byzantine Museum. Recent acquisitions were on show as well as Byzantine and post-Byzantine manuscripts, also the rare golden seal of Andronicus B’ Paleologos, belonging to the Christian Archaeological Society’s collection. 147 works of art were also on show, most of them being exhibited for the first time. These are works of sculpture, paintings and miniatures, dating from the early Christian to the Late Byzantine period. The curator of the museum presented the most important works. Among these is El Greco’s Dormition of the Virgin, belonging to the church of the Dormition in Syros.

The Greek literary and historic archive (ELIA) Andreas Ioannides

This collection of archives, the most important in Greece, was brought together by the personal effort of Manos Haritos. In 1980 it became a company. Apart from the literary and historical archives it owns, ELIA also has to show an impressive collection of photographs and maps. ELIA boasts a library of 45.000 volumes covering Greek literature, history and folklore, 19th century Greek editions, 19th and 20th century Greek magazines and calendars, Greek books printed in Egypt and Greek and foreign editions that have to do with Greece. An important part of ELIA publications has to do with the photographic reproduction of 19th and 20th century journals.

Τεύχος 62, Μάρτιος 1997 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Η πρώιμη αστικοποίηση στην Ελλάδα: ηπειρωτική Ελλάδα Ντόρα Κόνσολα

Η πόλη στον ελληνικό χώρο Αλέξανδρος-Φαίδων Λαγόπουλος

Πόλη και κοινωνικές επιστήμες Αλέξανδρος-Φαίδων Λαγόπουλος

Παραστάσεις πόλεων στην αιγαιακή τέχνη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Χρήστος Μπουλώτης

Η πρώιμη αστικοποίηση στην Ελλάδα: νησιά Αιγαίου Χρίστος Ντούμας

Ο προϊστορικός οικισμός: ποσότητες και ποιότητες Γιώργος Χουρμουζιάδης

Ο κτισμένος χώρος και οι νεολιθικοί οικοδόμοι Γιώργος Χουρμουζιάδης

Άλλα θέματα: Ένας χαυλιόδοντας ελέφαντα από τη Μικρή Βόλβη Νίκος Μουτσόπουλος

Για την ολοκληρωμένη προστασία και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς Μαρίνα Καραβασίλη

Μελέτη και χρονολόγηση, με τη μέθοδο του C14, ασβεστοκονιαμάτων εντοίχιων ψηφιδωτών Μελίνα Κορόζη

Η αρχαιολογία της Θεσσαλονίκης τους πρώτους επτά αιώνες της ζωής της Μιχάλης Τιβέριος

Αντιμετώπιση και μέθοδοι συντήρησης ιζηματογενών αποθέσεων σε λίθινα αρχαιολογικά ευρήματα Βασίλειος Λαμπρόπουλος, Κλεοπάτρα Παπασταματίου

Ιδεολογικές διαφορές στις επιτύμβιες επιγραφές γυναικών: από την κλασική στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή Κώστας Μαντάς

Μια νέα κυπριακή συλλαβογραφική επιγραφή Νίκη Μ. Χριστοδούλου

Μουσείο: Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Αναστασία Τούρτα

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Representation of towns in Aegean art of the second millenium BC Christos Boulotis

The so-called "Town Mosaic", the fragmentary faience composition found in the palace of Knossos and dating, in all probability, from the dawn of the Neopalatial period, opens a very significant thematic cycle in Aegean art, in which the town is a steady point of reference. For the first time in the Aegean ,the plethora of private, urban houses makes obvious the realization of the concept of the town. At the same time, however, this composition introduces the elements of landscape, narration and historiography to art. The thematic cycle of the town is expanded and disseminated outside Crete in various artistic forms during the Late Bronze Age I. The most striking example is that of the miniature "frieze of the fleet" from the West House of Akrotiri, Thera, in which at least five towns, different in architecture, landscape and topography are represented. A diagnosis of the reasons which led to the creation and diffusion of this thematic cycle is attempted in this article. Furthermore, the artistic principles of the town representations are critically approached and discussed as well as their identification and interpretation in the complex historic framework of the era.

Prehistoric settlements George Chourmouziadis

The author of the article first makes a concise reference to the theoretical approach of space during Prehistoric antiquity i.e., its development, organization and use. The purpose of this reference is to present, in codified form, not only general theoretical schemes which serve to identify the analysis of intra- and inter- community relations developing in this space.Those schemes which are formulated as general conclusions are also presented. Since the author considers the settlement as the basic objective measurement for the study of space, he attempts to formulate proposals regarding "space archaeology". The first proposal has to do with the introduction of the term "ecospace", in which the concepts of organization and use coexist. The other proposals concern the way Prehistoric settlements develop and are relevant to their functional "properties". Thus, two development procedures are acccepted by the author: (a) the diachronic and (b) the synchronic. In the former the research approach refers to the identification and analysis of the elements responsible for the form of a settlement; while in the latter it tries to recognize four ways of synchronic development, (a) the cyclic, (b) the solid, (c) the polycentric and (d) the vertical to the productive source.

The built up space George Chourmouziadis

The author of the article first presents the factors affecting the formation of a Prehistoric settlement and of architectural structures in general. These factors, through their application, refer to the organization of space, to food-supplying and ideological inventions. In the process,the author attempts to analyze ways through which these inventions affect the Prehistoric habitation and concludes with a proposal referring to distinctions between forms of Prehistoric habitation. On the basis of this proposal the author distinguishes two basic forms of Prehistoric habitation: (a) the single-space and simple one, and (b) the multi-space and composite one, which appears in two versions, the megaroid house and the megaron. The article presents sound descriptions of both kinds of houses, analyses the reasons for the invention and construction of the megaroid type and comprises all the theories on the origin and character of the megaron.  

A new syllabic inscription from Cyprus Niki Christodoulou

On the island of Cyprus, not far from the village Deneia lies an extensive ancient cemetery, which has been used since the Bronze Age. The cemetery, known to the inhabitants of the adjacent villages, has been looted by illegal excavations. As a result the landscape, being full of trenches, looks as if it has been bombed. The illegal excavators, having collected whatever seems important or valuable to them, break or leave behind all the rest of the finds. An inscribed phiale comes from this cemetery. The illegal excavator did not appreciate its value, but he found it useful as a watering-jar for the poultry in his back yard. There it was noticed by a collector of ancient objects, who bought it and delivered it to us to read its inscription. The phiale had been made of red clay including fine grains of sand and has a red coating. The lips slant outwards and the base is wide and circular . The phiale, which can be probably dated to the fourth century BC, bears a syllabic inscription, incised with a sharp instrument before firing.  

Early urbanization in Greece. The Aegean islands Christos Doumas

As mountain peaks scattered in the sea, the Aegean islands did not favour population explosions. In order to survive on their rocks, the islanders developed skills and techniques for the maximum exploitation of their natural resources.They acquired empirical knowledge in fields, such as physics, chemistry, meteorology, astronomy, from their activities in mining, metalwork, shipbuilding and seafaring. This resulted in the development of technology, whose products were exchanged for subsistence commodities from mainland communities. Thus, in the islands' craft specialisation,the division of trade and labour, all archaeologically documented as very early in the third millennium BC have contributed to the process of urbanization.This was different not only from that of the mainland but even among the various island communities themselves. The relatively large size of the eastern Aegean islands of Lemnos, Lesbos, Chios and Samos together with their geomorphology as well as their being geographically placed near the coast of Asia Minor not only guaranteed their survival but also favoured the development of harbour-settlements which controlled the sea routes from South to North and vise versa. Poliochni on Lemnos, thanks to its location just opposite the Dardanelles, seems to have developed as a proto-urban centre as early as the beginning of the third millennium BC, rightly claiming the title of the first European city . Town planning, paved streets, communal wells, a sewage system as well as an impressive wall for its defense are among the visible works of the so-called Yellow period (c. 2300 BC), but the communal "Granary' and the so-called "Assembly Hall" or Bouleuterion date back to the beginnings of the city ( Blue period). Some of these proto-urban features of Poliochni are also found in other known Early Bronze Age settlements of the Northeastern Aegean islands. But Poliochni's early and rapid development seems to have been due to the early introduction of metals and metallurgical technology from the Caucasus area, as is reflected in many ancient Greek myths and confirmed by archaeological discoveries. The process of urbanization in the Northeastern Aegean islands was cut short towards the end of the third millennium BC for reasons still unknown to us. The size, lay-out and distribution of Early Cycladic I (3200-2700 BC) cemeteries as well as the custom of single burials in each grave suggest that isolated farmsteads were dispersed throughout the islands. Fewer but larger cemeteries and the practice of multiple inhumations suggest the existence of sizeable villages, preferably coastal, during the Early Cycladic II period (2700-2300 BC.). Such villages seem to have been created by the synoecism of the scattered farmsteads in coastal locations guaranteeing safe anchorage. Skarkos on los is the best known example of an EC II coastal village with clear urban characteristics such as a townplan, and a network of streets bordered by rows of two-storey houses. Similar settlements developed at Gratta on Naxos, Paroikia on Paros, Ayia Irini on Kea, Akrotiri on Thera, Phylakopi on Melos, Chalandriani on Syros etc. Craft specialisation and division of labour are reflected in metallurgy, stonecarving and, above all, in shipbuilding and seafaring, while some form of social stratification is evident from the burial customs. Some small, short-lived, fortified settlements, like Kastri on Syros and Panormos on Naxos, were perhaps a hasty solution in the face of an emergency and do not seem to constitute examples of smooth urban development. Little is known about the Early Cycladic II (2300-2000 BC) settlements which are buried under subsequent phases of habitation. Limited in numbers -no more than one in every island - they occupy the same coastal sites as the preceding E.C. II centres, which apparently developed into ports. These towns developed further during the Middle Cycladic period (2000-1600 BC) into real cities of a cosmopolitan character, of which Akrotiri on Thera is the best example. Akrotiri was buried early in the Late Bronze Age under thick deposits of volcanic ash. However, other towns, such as Paroikia on Paros, Phylakopi on Melos, Grotta on Naxos, Agia Irini on Kea continued to exist throughout the Late Bronze Age.  

Protection and utilization of cultural heritage in the case of the district of Copais Marina Karavasili

What was once lake Copais lies in surroundings that are both natural and cultural .These are defined on one hand by the nature of the environment-originally it was a lake and after its drainage a cultivated plain. On the other by the different creative activities exercized on it and by the various socio-economic relations which have developed in this environment at every stage of its existence. Copais is a tectonic recess which is surrounded by mountains and receives the waters of the adjacent rivers. Since the days of antiquity, the lake's drainage has been a constant preoccupation of its neighbouring population. In the fourteenth century BC the ancient Minyes managed to harness the waters of the lake waters and thus created the first techno-hydraulic work in Europe. In modern Greece the drainage and exploitation of lake Copais was carried out by the English company "Lake Copais Co. Ltd" (1886-1952), while the next manager of the work was until recently the "Copais Organization" (1953-1996). The former English installations (buildings, technical works, mechanical equipment) have been characterized by the Greek Ministry of Culture as historical monuments to be preserved, since they form "a complete agricultural and industrial complex, unique to Greece, with historical importance for the habitation and socio-economic development of Boeotia and Greece in general". The nature of this agricultural and industrial complex (natural, technical and built environment) demands an overall approach, interpretation and management of the monument. The creation of an eco-museum will serve as the cultural medium protecting and utilizing its distinctive features. The function of such an institution should be combined with special forms of tourism -agricultural, ecological, cultural— which, are mild forms of tourism compared to mass tourism, respect the environment and do not cause cultural downgrading. These proposals suggest possibilities and choices for the protection and utilization of the Greek cultural heritage.

Early urbanization in Greece. The Greek mainland Dora Konsola

The article examines how the Greek mainland gradually became urban, mostly in its central and southern regions, during the Early Bronze Age (3rd millennium BC). This is the period known as Early Helladic (EH).The specific questions to be answered are whether or not the first urban centers came into existence during the course of this period, what was the level of urbanization achieved, and what were the different ranks in the urban hierarchy. The available evidence is reviewed on three spatial levels; those of a) inter-settlement, b)settlement, c) intra- settlement. There follows an attempt to identify the main characteristics of urbanization on the basis of the material available. Detailed inspection shows that several settlements of the Early Helladic period, and especially in its second and more advanced phase, the EH II, display features generally connected with urbanization, either of a socio-economic character such as increased agricultural production,the specializing of crafts, exchange networks, organization of politics, social stratification, etc., or related to the internal structure and architecture of the settlement such as the big size of public works, monumental architecture of specialised function, etc. These characteristics, however, appear in a rather rudimentary form and, consequently, the stage of urbanization reached by the EH II settlements may be termed formative or early. As far as settlement hierarchy is concerned, the sites can be put into three categories: 1) sites with a rather advanced level of early urbanization, which developed into regional poles or central places, with a cluster of satellite sites spread over a large area around them, 2) sites with a moderate level of early urbanization, which, because of their geographical position, served as autonomous trade-transportation centers, and 3) small satellite communities, where urban traits are almost absent.  

The lime mortar of wall mosaics. The study and dating of it with the 14C method Melina Korozi

This article presents a thorough study and investigation of lime mortar, which serves as bed for wall mosaics, through the application of physico-chemical methods. The methods employed are three: a. the XRD. which examines the mortar surface, b. the SEM, which analyses the chemical components of the materials and c. the 14C, a method of absolute dating. Samples for this study come from two churches in Thessaloniki, dating from the Early Christian and Early Byzantine period, also from the katholikon of Hosios Loukas Monastery in Boeotia and that of Daphni Monastery in Attica, both of the Middle Byzantine period. The conclusions of the study are the following: First, the striking difference in craftmanship and technique of the mosaic bed between the earlier and later period is more than obvious. Second, the application of the 14C method leads to a precise dating of lime mortar, thus solving dating problems concerning those Byzantine monuments, which were decorated with wall mosaics more than once over a period of time.  

Cities and social sciences Alexandros Ph. Lagopoulos

The present article starts by defining what a settlement is, arguing that morphological definitions are misleading compared to sociological ones. The settlement is seen as a social phenomenon with certain geographical features. There follows a discussion concerning the delimitation of the city. Different aspects of cities are presented in brief such as human ecology, economics of the city, human geography, social anthropology, sociology, and cities' archaeology . On this basis, the main characteristics of any city are formulated and the concept of the city is integrated with that of a group of settlements . Related to the above are the factors to which the city owes its emergence, otherwise called urbanization factors. Theoretical approaches to this question are divided into two opposite categories. Ths first "objective" category of thought includes economic and (in this context) Marxist, sociological and military approaches, ascribing the appearance of the city to material processes. The second category, the "subjective one, refers to subjective representations and ideology, i.e. the semiotic factor; thus, the religious theory relates the appearance of the city to sacred places administered by a priesthood which offers metaphysical protection. The same epistemological polarization is observed in those scientific fields concerned with the study of space, such fields of study and their polarization being the subject of the last part of the article. It is observed that postmodernism represents the latest form of subjectivism and limits the study of space only to spatial meaning, denying the existence of any material or other reality outside of it. It is finally argued that we should go beyond the fragmentation created by the objective and subjective schools of thought and consider the combined approach, the synthesis which Marxism offers.

Treatment and restoration of sediments on stone archaeological finds Vasilios Lambropoulos, Cleopatra Papastamatiou

The region of Edessa is free from the usual erosion factors of urban areas,but another uncontrollable action of nature causes an intense problem and sets limitations to archaeological knowledge, especially in such a important Macedonian town. The problem, roughly described, is created by the sediment crust which covers movable and unmovable archaeological finds and thus restricts their historical, stylistic, morphological and chronological study as well as their proper exhibition in museums and other relevant institutions.  

Ideological differences. The sepulchral inscriptions of women of the Classical, Hellenistic and Roman eras Kostas Mantas

The sepulchral inscriptions of antiquity are an important source of data for social history. Initially, this kind of "immortality", recorded in epic poetry, was preserved only for aristocrat warriors. From the 7th century BC onwards new political circumstances created an "equality" in the face of death for most people which materialized in the new type of "immortality", that of the sepulchral inscription. Women as well as men, had the right to be commemorated on their tomb , though this commemoration was strictly of a private character: Women died mostly in childbirth, or, peacefully in bed and their memory was preserved by their family, whereas men usually died on the battlefield and they were commemorated by the state. During the hellenistic and roman eras, women of the elite were commemorated not only for their matronly virtues but also for social roles such as that of athletes or evergetists. Of course it cannot be argued that there was a radical change in the position of women in society. However the social role of women which was minimal in classic times became more active . This becomes evident even from the platitudes that are inscribed on their tombs.

An elephant tusk from Mikri Volvi Nikos K. Moutsopoulos

In the area of Mikri Volvi, around the present refugee village by the lake, there is sufficient evidence of the importance this eastern part of the Byzantine Empire held for the emperor Justinian, as is also documented in the writings of Procopios. Basilicas, cisterns, breakwaters, fortresses exist as proof, while there is more evidence from later periods in time. New data, however, came from a very remote era to testify to the "liveliness" of the area; an elephant tusk. The elephant was not unknown in this region, since a very important and relevant find the "Protoelephant", was discovered by the anthropologist Aris Poulianos and his son Nikos in the Ptolemais basin in October of 1977. the Ptolemais find, dismembered by a group of primitive hunters, was dated by Poulianoi to about 2.5 million years ago. Moreover, the name ''Kokala" (= huge bone) of an area to the NW of Mikri Volvi, as well as the name "Kokalou" of another site east of ancient Apollonia, is etymologically related to the enormous bones of a certain elephant species, which is usually characterized as "Archidiskodon meridionalis", or perhaps related to the bones of rhinoceros and other huge animals, The find from the area of Mikri Volvi, if studied by an expert paleontologist, might produce very interesting results.  

Palaeolithic research in the Ionian region During the 1960s. The Grava rock shelter of Hagios Matthaios in Kerkyra Avgoustos Sordinas

Palaeolithic research in the Ionian Islands brought to light an Epigravettian wild goat economy, with a tendency towards domestication. We stand on the threshold of partial, but still aceramic, domesticated cattle-breeding in the Balkans. These scattered, limited sequences become better known everyday and are confirmed by the survival of many Epigravettian elements (especially backed bladelets and lunates) in Neolithic layers, to mention only a small example from the mountains of Albania opposite Kerkyra. Such information would be the greatest service that Late and Post-Palaeolithic Archaeology could offer. A Palaeolithic farm was located in May 1966 in Hagios Matthaios in Grava, which was an extensive rock shelter before its roof caved in.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Πόσο μακριά από μας είναι οι αρχαίοι; Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 110, Μάρτιος 2009 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Περί Έρωτος και Αγάπης Αντρέας Ιωαννίδης

Έρωτας από ερυθρόμορφο αγγείο, 480 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στον Έρωτα προσεγγίζει το χριστιανικό Βυζάντιο, όπου ο Έρωτας έχει ένα περισσότερο πνευματικό και άυλο περιεχόμενο απ’ ό,τι στην αρχαιότητα. Ωστόσο, είτε μιλάμε για τον ζαβολιάρη αρχαιοελληνικό φτερωτό θεό είτε για τον βυζαντινό άγγελο, πρόκειται πάντα για την ίδια ελκτική δύναμη, την επιθυμία για τον άλλο, την ανάγκη για ένωση.

Βυζαντινοί έρωτες, θεϊκοί και ανθρώπινοι Γιώργος Ζωγραφίδης

Ο ασπασμός των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, τοιχογραφία, 12ος αι. Άγιον Όρος, Μονή Βατοπεδίου Το άρθρο αυτό επιχειρεί να παρουσιάσει και να σχολιάσει όψεις του βυζαντινού έρωτα και κυρίως του ερωτικού λόγου κατά τη βυζαντινή περίοδο έως τον 12ο αιώνα. Αν και οι δυσκολίες να μιλήσουμε για το θέμα αυτό είναι αρκετές, οι υπάρχουσες πηγές επιτρέπουν να καταγράψουμε την ποικιλία των ερωτικών σχέσεων και την (μάλλον ανεπιτυχή) προσπάθεια κατασταλτικής ρύθμισής τους από την πολιτεία και τη χριστιανική εκκλησία. Η επιφυλακτική έως αρνητική στάση προς τον έρωτα (και τον γάμο) ταιριάζει στο ευρύτερο πνευματικό κλίμα της ύστερης αρχαιότητας και έτσι από τον 6ο αιώνα ο ερωτικός λόγος εκλείπει. Η γλώσσα του σωματικού έρωτα μεταφέρεται και χρησιμοποιείται πλέον στον θεολογικό λόγο, για να δηλώσει τη θρησκευτική εμπειρία και ειδικότερα για να παραστήσει τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αν στο ανθρώπινο επίπεδο ο έρωτας δεν περιγράφεται ως ‘καθαρό’ συναίσθημα και δεν ξεχωρίζει από την ερωτική πράξη, στην θεολογική γραμματεία και στη μυστική ποίηση ο θείος έρωτας νικά τη διάθεση για σωματική ένωση. Στην ασκητική ζωή η επιθυμία ξεπερνιέται με την απάθεια, τη νέκρωση των παθών, ώστε ο αληθινός έρωτας ως ενδιάθετη ορμή που είναι να στραφεί προς τον Θεό.

Προς Κορινθίους Α΄ 13.1-13 Απόστολος Παύλος

Κωνσταντίνος Παρθένης, Ευαγγελισμός, λάδι, Εθνική Πινακοθήκη. «... εάν έχω χάρισμα προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλην την γνώσιν, και εάν έχω όλην την πίστιν, ώστε να μεταθέτω βουνά, αλλά δεν έχω αγάπην, δεν είμαι τίποτε (...)»

Ένα άγαλμα του Έρωτα και η ερμηνεία του τον 11ο αιώνα Χριστίνα Αγγελίδη

Caravaggio, Κοιμώμενος Έρως, λάδι σε καμβά, 1608, Galleria Palatina, Φλωρεντία. Σε ένα σύντομο διδακτικό κείμενο, το οποίο, όπως δηλώνεται από τον ίδιο, απευθύνεται σε ένα μαθητή, ο Μιχαήλ Ψελλός περιγράφει και σχολιάζει ένα μαρμάρινο άγαλμα του κοιμώμενου ΄Ερωτα, που πιθανότατα ανήκε στην αυτοκρατορική συλλογή έργων τέχνης της Κωνσταντινούπολης. Σκοπός του Ψελλού ήταν να εξοικειώσει το μαθητή του με τη λεπτομερή παρατήρηση ενός έργου τέχνης, και να τον διδάξει πώς να εκτιμήσει την καλλιτεχνική ποιότητα του έργου, η οποία δίνει εύληπτη μορφή σε αφηρημένες έννοιες. Ο ειδικός αυτός γλυπτικός τύπος έδινε τη δυνατότητα στον Ψελλό να εισαγάγει το μαθητή του σε μια σειρά από έννοιες που ανάγονται στον Πλάτωνα και τις νεοπλατωνικές αναγνώσεις του έργου του, και να αναπτύξει τη φιλοσοφική πτυχή της ρητορικής, η οποία μετουσιώνει μια ιδέα σε υλική μορφή.

Ερωτισμός και Βυζάντιο Μαρία Καμπούρη-Βαμβούκου

Ζεύγος εραστών σε κήπο. Εφυαλωμένο πιάτο (αρχές 13ου αι.) από την Κόρινθο. Κόρινθος, Αρχαιολογικό Μουσείο. Χριστιανισμός και ερωτισμός είναι δύο έννοιες που δύσκολα συμβιβάζονται μεταξύ τους. Ο χριστιανισμός θεωρούσε τη σωματική έλξη, την ηδονή, την απόλαυση απαγορευμένες ακόμη και στα πλαίσια του γάμου, ο οποίος ως θεσμός έπρεπε να εξυπηρετεί κυρίως τη διαιώνιση του είδους και κατά δεύτερο λόγο να αποτελεί νόμιμη διέξοδο στις σεξουαλικές ορμές. Η Εκκλησία από την πρώιμη περίοδο έκανε τα πάντα για να εξουδετερώσει τον ερωτισμό. Στην προσπάθειά της κατέφυγε σε υπερβολές, χωρίς να καταφέρει να απαλλαγεί από συμπεριφορές στον σεξουαλικό τομέα που αντιστοιχούσαν περισσότερο στην ανθρώπινη φύση παρά σε ασκητικούς και εκκλησιαστικούς κανόνες. Ο ερωτισμός από την άλλη, προσπάθησε να υπερβεί τις αντιστάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα από τη λογοτεχνία και την πραγματική ζωή. Η ερωτική λογοτεχνία βοηθά να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι Βυζαντινοί εξέφραζαν τις αντιλήψεις τους για τον έρωτα. Την εικόνα αυτή συμπληρώνουν οι διάφορες νομοθετήσεις για την γενετήσια ηθική, οι Βίοι των αγίων και κάθε είδους ψυχωφελή κείμενα που απέβλεπαν στη νουθεσία των πιστών. Το Κράτος, και περισσότερο, η Εκκλησία, θέλησαν να ελέγξουν τη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Στους νόμους και τους εκκλησιαστικούς κανόνες καταγράφονται ποικίλου τύπου αμαρτήματα της σάρκας που αποτελούν χωριστές κατηγορίες αξιόποινων πράξεων. Σε αντίθεση με τα συνήθως θρυλούμενα για το Βυζάντιο, προκύπτει από τις πηγές ότι αυτό υπήρξε μία ανεκτική σε θέματα ερωτισμού για την εποχή του κοινωνία, η οποία κατόρθωνε να συνδυάζει την πνευματικότητα και τη λατρεία προς το θείον με τον εγκόσμιο έρωτα, διαμορφώνοντας το γνώριμό μας «συναμφότερον» μεταξύ ερωτισμού και ορθοδοξίας.

Άσμα Ασμάτων: έρωτας θεϊκός ή έρωτας ανθρώπινος; Θάνος Χρήστου

Άσμα Ασμάτων, ξυλογραφία του Τάσσου για τη μεταγραφή του Γιώργου Σεφέρη, 1965. Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της εβραϊκής λογοτεχνίας που με το βαθύτατα ερωτικό του περιεχόμενο έδωσε το έναυσμα σε πολλούς δημιουργούς να προχωρήσουν στην εικονογράφησή του είναι το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα. Οι στίχοι του έδωσαν τη δυνατότητα να εκφράσουν τον λυρισμό του, να τονίσουν τη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα, να σχολιάσουν την ένωσή τους, να αναδείξουν τις τρυφερές πλευρές του έρωτα. Χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούν οι απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, για το αν δηλαδή πρόκειται για ένα καθαρά ερωτικό κείμενο ή για μία αλληγορία του έρωτα μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ ή του Χριστού με την εκκλησία, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην περίπτωση των ελλήνων δημιουργών υπερισχύει η πρώτη εκδοχή. Το κείμενο εικονογραφεί πρώτος το 1938 με επτά ξυλογραφίες του ο Ευθύμης Παπαδημητρίου, ο οποίος είναι και ο δημιουργός που επιμένει ιδιαιτέρως στο αισθησιακό περιεχόμενο των παραστάσεων. Ο χαράκτης αντιμετωπίζει την καθαρά ερωτική διάσταση του κειμένου αποθεώνοντας τη σαρκική επαφή των δύο φύλων, την ένωσή τους, τη λαχτάρα της ηδονής. Τονίζει τον αφηγηματικό χαρακτήρα των σκηνών, και αντιμετωπίζει το κείμενο ως μια απολύτως ερωτική περιγραφή. Ο Τάσσος έχει την ευκαιρία να εικονογραφήσει τη μετάφραση του Γεωργίου Σεφέρη το 1965 με επτά ασπρόμαυρες ξυλογραφίες στις οποίες προσπαθεί να αποδώσει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο το λυρικό κλίμα της ποίησης του Σολομώντα. Χωρίς να μεταχειρίζεται σχεδόν καθόλου τα αφηγηματικά στοιχεία από το κείμενο εικονογραφεί το ερωτικό σφιχταγκάλιασμα και μεταφέρει όλη τη μαγεία του. Ο Αλέκος Φασιανός, δίνει έξι εικόνες στις οποίες δεν ξεφεύγει από το ιδιαίτερο μορφοπλαστικό του ιδίωμα με τις ίδιες ανάλαφρες μορφές, τις σχεδόν άυλες, που βασίζονται στην αέρινη γραμμή του σχεδίου του. Χωρίς να τονίζει ιδιαίτερα τα αισθησιακά χαρακτηριστικά, ο τρόπος που επικοινωνούν οι μορφές στη ζωγραφική επιφάνεια δείχνει με ουσιαστικό τρόπο το δεσμό ανάμεσά τους, την ερωτική έλξη, τη συνάντηση τους, την βαθύτερη ένωσή τους. Η Ρένα Ανούση-Ηλία επιβάλλει με την εικονογράφησή της ένα καθαρά ονειρικό κλίμα, χωρίς να μένει στα επιμέρους αφηγηματικά στοιχεία του κειμένου. Βασικό χαρακτηριστικό των παραστάσεων η σχεδιαστική οξύτητα και ο περιορισμός της πλαστικής απόδοσης, που δίνουν τη δυνατότητα στην καλλιτέχνη να αποδώσει το περιεχόμενο μεταφέροντας με λυρισμό και εκφραστικότητα τις μορφές της. Ο Γιάννης Κυριακίδης αντίθετα δίνει οκτώ ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο σε ένα κλίμα που βρίσκεται ανάμεσα στο ερωτικό περιεχόμενο και στη θεολογική ερμηνεία. Ο χαράκτης παραπέμπει πολύ περισσότερο στην εσωτερικότητα της ερωτικής σχέσης παρά στα καθαρά εξωτερικά στοιχεία της ένωσης των δύο φύλων. Αποφεύγει συνειδητά και ολοκληρωτικά την απόδοση των μορφών στη γυμνότητά τους και επιμένει περισσότερο σε άλλα χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν ένα έρωτα ο οποίος βασίζεται στην ψυχική επικοινωνία και όχι στην ερωτική ένωση Πιο πρόσφατη εικονογράφηση είναι αυτή του Τάκη Κατσουλίδη για τη μετάφραση του Γιώργου Παπαδόπουλου το 2007. Όπως και στις περισσότερες από τις άλλες περιπτώσεις, ο Κατσουλίδης επιλέγει έναν καθαρά ερωτικό χαρακτήρα για τις παραστάσεις που δίνει. Χωρίς εξόφθαλμες και εξαντλητικές περιγραφές του γυμνού γυναικείου σώματος ο καλλιτέχνης αποδίδει το περιεχόμενο επιμένοντας σε έναν υπολανθάνοντα ερωτισμό, περισσότερο υπαινισσόμενος παρά αποκαλύπτοντας.

Άσμα Ασμάτων 7.7-8.7 Σολομώντας

Άσμα Ασμάτων, ξυλογραφία του Γιάννη Κυριακίδη για την έκδοση του 2000 (εκδ. Καστανιώτη και Διάττων). Γιατ’ είναι δυνατή σαν θάνατος η αγάπη, σκληρό καθώς ο άδης το πάθος το αγαπητικό. Οι φλόγες της φλόγες φωτιάς, άγριο αστροπελέκι. (απόσπασμα σε μετάφραση, Παλαιά Διαθήκη, Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 2003.)

Είναι οι άγγελοι μια απεικόνιση του Έρωτα στη βυζαντινή τέχνη; Άννα Παπαστεργίου

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, αρχές 14ου αι. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα. Η βυζαντινή τέχνη είναι μια τέχνη αυστηρά θρησκευτική, η οποία προάγει τις έννοιες και τα πιστεύω του χριστιανισμού. Στα πρώτα στάδια της δημιουργίας της νέας θρησκείας και προκειμένου οι διδαχές της να γίνουν κατανοητές από τον απλό λαό, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα γνώριμα σύμβολα από το ειδωλολατρικό παρελθόν. Ένα από αυτά τα σύμβολα ήταν και οι φτερωτές μορφές, που πήραν την μορφή αγγέλων. Σύμφωνα με την χριστιανική γραμματεία τα τάγματα των αγγέλων είναι εννιά: Θρόνοι, Κυριότητες, Δυνάμεις, Αρχές, Εξουσίες, Σεραφείμ, Χερουβείμ, Άγγελοι, Αρχάγγελοι. Το κάθε τάγμα από αυτά, έχει τη δική του μορφή και τον δικό του ρόλο. Εκτός από τους Αγγέλους και τους Αρχαγγέλους, τα υπόλοιπα τάγματα έχουν ρόλο συνοδευτικό και γενικότερα προστατευτικό. Οι Άγγελοι και οι Αρχάγγελοι απεικονίζονται με εμφανείς επιδράσεις από τον Ερμή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας αλλά και από τις θεότητες Νίκη και Δόξα της ρωμαϊκής μυθολογίας. Το κάλλος τους θα μπορούσε να επηρεάσει τον θεατή και να θεωρήσει ότι είναι μια προσωποποίηση του Έρωτα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, η βυζαντινή τέχνη όμως κατόρθωσε να τους απαλλάξει από κάθε έννοια ερωτικού πάθους και τους ανέδειξε ως πρότυπα αγνότητας και θείας αγάπης. Η απεικόνιση του Έρωτα πιθανώς απουσιάζει από αυτήν την καθαρά θρησκευτική τέχνη, παρουσιάζεται όμως και περιγράφεται γλαφυρά σε άλλες μορφές κοσμικής τέχνης, δηλαδή στην ποίηση και την λογοτεχνία.

Ασθένεια του αισθήματος. Ο έρωτας στο βυζαντινό σύστημα ψυχοπαθολογίας Ν. Θεοχαράκης, Σ. Στυλιανίδης, Φ. Θεοχαράκης, Σ. Γερουλάνος

Edvard Munch, Μελαγχολία, 1894-95, ελαιογραφία, Bergen Kunstmuseum, Μπέργκεν. Στο βυζαντινό σύστημα ψυχοπαθολογίας διακρίνεται μια ιδιαίτερη κατηγορία ψυχοπαθολογίας η ασθένεια του αισθήματος. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι το αίσθημα ως διαταραχή την Βυζαντινή περίοδο εντάσσεται στο πλαίσιο των διαταραχών περισσότερο από τους ιατρούς της εποχής παρά από τους εκκλησιαστικούς πατέρες με ιατρική παιδεία. Ως βασικά συμπτώματα περιγράφονται η δυσθυμία, η αϋπνία, η οινοποσία, η ασιτία και η διαρκής αναζήτηση του έρωτα σαν πάθος. Η θεραπεία περιλαμβάνει ησυχία, μέτρια δίαιτα, την χρήση του «φόβου», τροποποίηση της σκέψης, την μίμηση προτύπων. Κάποιοι συγραφείς συσχετίζουν παθολογικά την ασθένεια του αισθήματος με την γονόρροια και τα λιβιδινικά όνειρα.

Άλλα θέματα: Γαμήλιες πρακτικές και η θέση της γυναίκας στο γάμο στο Βυζάντιο Μαρία Γκιρτζή

Εργαστήριο υφαντικής (μικρογραφία χειρογράφου 14ου αι.). Για το γάμο στο Βυζάντιο και τη θέση της γυναίκας στην γονική οικεία αρχικά και τη συζυγική στη συνέχεια οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες, καθώς ιστορικές πηγές που να αναφέρονται άμεσα στον ιδιωτικό βίο των βυζαντινών δεν έχουν σωθεί. Εντούτοις η μελέτη ιστορικών και αγιολογικών κειμένων, νομοθετικών διατάξεων και ιδιωτικών εγγράφων, χρονογραφιών, μυθιστορημάτων, ποιημάτων, σατυρικών έργων κτλ. παρέχει έμμεση πληροφόρηση, η οποία όμως είναι αποσπασματική (καθώς υπάρχουν κενά για κάποιες χρονικές περιόδους και περιοχές) και μερικές φορές μονομερής (αφού για παράδειγμα εντοπίζεται πλήθος πληροφοριών για γυναίκες της ανώτερης τάξης και αυτοκράτειρες, των οποίων όμως οι συνθήκες διαβίωσης δεν αποτελούν κανόνα). Λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών δυσχερειών γίνεται στη συνέχεια μια προσπάθεια ανασύνθεσης μιας κάπως γενικής εικόνας της θέσης της γυναίκας και των γαμήλιων πρακτικών στο Βυζάντιο.

Δάφνη, η φωτεινή παρθένα Άννα Guest-Παπαμανώλη

Η Δάφνη μεταμορφώνεται σε δένδρο. Ψηφιδωτό. Πάφος, 3ος αι. μ.Χ. Η Δάφνη, η φωτεινή παρθένα, έχει διασχίσει αιώνες και πολιτισμούς, έχοντας στεφανώσει νικητές, αθλητές, βασιλείς και στρατηλάτες. Το κείμενο αυτό αναφέρεται στον πασίγνωστο μύθο του άτυχου έρωτα του Απόλλωνα και της μεταμόρφωσης της Δάφνης σε δέντρο, αλλά και στο πώς, σύμφωνα με τον Οβίδιο, η Δάφνη έφτασε να στεφανώνει τους ένδοξους άνδρες, ή να συνδεθεί με το Μαντείο των Δελφών, σύμφωνα με τον Παυσανία. Αν και ποτέ δεν θα μάθουμε αν η Πυθία μασούσε πράγματι φύλλα δάφνης για να βρεθεί σε έκσταση, εκείνο που ξέρουμε είναι ότι πρόκειται για ένα φυτό με πολλές και πολύτιμες ιδιότητες. Αυτές οι εξαγνιστικές και ηρεμιστικές ιδιότητες καθιστούν απλή και αυτονόητη της συσχέτισή της με το απολλώνιο φως, τη γνώση και τη μαντική, αλλά και την παρουσία της σε έθιμα και παραδόσεις από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας.

Αλβανία, γη της μνήμης Véronique Vassal

Απολλωνία, άποψη του μνημείου των Αγωνοθετών με την αναστηλωμένη πρόσοψη, από το εσωτερικό. Χάρη στη γεωγραφική της θέση στα δυτικά της βαλκανικής χερσονήσου, μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας, η Αλβανία, ένα από τα μικρότερα κράτη της Ευρώπης, επηρεαζόταν από τα ιστορικά και πολιτιστικά γεγονότα που λάμβαναν χώρα στην κεντρική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Στην αρχαιότητα το βόρειο τμήμα της χώρας κατοικούσαν οι Ιλλυριοί, το νοτιότερο, με όριο την κοιλάδα του Αώου, αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Ηπείρου, ενώ στα παράλια της Αδριατικής ιδρύθηκαν κατά την αρχαϊκή εποχή ελληνικές αποικίες, που συνέβαλαν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής. Το βασίλειο των Ιλλυριών άκμασε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Αργότερα καταλύθηκε από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.) και ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η περιοχή αποτέλεσε αντικείμενο διενέξεων μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, και το 15ο αιώνα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Η Αλβανία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο άρθρο παρουσιάζονται συνοπτικά επιλεγμένες αρχαίες πόλεις: η Επίδαμνος, που ονομάστηκε αργότερα Δυρράχιο, και η Απολλωνία, αποικίες της Κορίνθου και της Κέρκυρας, ο Βουθρωτός, κέντρο του «κοινού» των Πρασσαίβων και του ηπειρωτικού έθνους των Χαόνων, η Βυλλίς, πόλη του ιλλυρικού φύλου των Βυλλιόνων, και η Αντιγόνεια, που ιδρύθηκε από τον Πύρρο. Υπεύθυνοι για την προστασία, τη διαχείριση και την ανάδειξη της αρχαιολογικής κληρονομιάς στην Αλβανία είναι επίσημοι κρατικοί φορείς, όπως το Ινστιτούτο Πολιτιστικών Μνημείων, το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών, το Εθνικό Κέντρο Απογραφής της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, κ.ά. Εδώ και χρόνια, ξένες αρχαιολογικές αποστολές διεξάγουν συστηματικές ανασκαφές σε συνεργασία με αλβανούς αρχαιολόγους, ενώ τελευταία η προϊστορική αρχαιολογία έχει αναπτυχθεί σημαντικά.

Αρχαιολογικά τεκμήρια στο Τουρκμενιστάν: η έρημος Κάρα-Κουμ Βίκτωρ Σαριγιαννίδης

Kobur, στο πεδίο 8 της ανασκαφής. Στο άρθρο αυτό εξετάζονται τα αρχαιολογικά ευρήματα των τελευταίων χρόνων στην Κάρα-Κουμ, μία από τις μεγαλύτερες ερήμους του κόσμου που βρίσκεται στην κεντρική Ασία, στο ανατολικό τμήμα του σύγχρονου Τουρκμενιστάν. Στην άμμο της νοτιοανατολικής Κάρα-Κουμ ήρθε στο φως μια αρχαία χώρα με την ονομασία Μαργκούς, σύμφωνα με την επιγραφή του Μπεχιστούν (Ιράν).

Η Γραμμική Α και Β, η Κυπριακή και η Ετρουσκική Γραφή ως παραλλαγές της ελληνικής συλλαβικής γραφής για την απόδοση ελληνικών κειμένων Παντελής Ν. Μασουρίδης

Ετρουσκική σταμνία, 600 π.Χ. Ο Michael Ventris φαίνεται να είναι ο πρώτος που υποψιάστηκε ότι “η Γραμμική Β έγραφε και τα Ετρουσκικά”. Η εργασία μου τον αποδεικνύει σωστό, αλλά το πλεονέκτημα μου ήταν η χρήση των φωνητικών αξιών των σημείων της Γραμμικής Β του Νικολάου Α. Μασουρίδη, οι οποίες με είχαν ήδη βοηθήσει στην ερμηνεία τόσο της Γραμμικής Α όσο και στην ερμηνεία της Κυπριακής Γραφής. Η Κυπριακή γραφή, με 16 σημεία από ένα σύνολο 55 συνολικά βασικών σημείων να ομοιάζουν με σημεία και της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β, συμπέρανα ότι ήταν σαφώς Ελληνική συλλαβική γραφή που διαβάζονταν από αριστερά προς τα δεξιά. Το πρώτο μου “στοιχείο” ήταν βεβαίως η διπλο-εγγεγραμμένη επιγραφή, γνωστή ως “Δήμητρα και Κόρη”, γραμμένη στα Αρχαία Ελληνικά και στην Κυπριακή γραφή, που με οδήγησε στην προσωρινή ερμηνεία των φωνητικών αξιών 15 ακόμη σημείων. Οι λέξεις στην Κυπριακή Γραφή χωρίζονταν με την γνωστή από την Γραμμική Α και Γραμμική Β κάθετη γραμμή. Διασπώντας τις Αρχαίες Ελληνικές λέξεις στην πιθανή συλλαβική τους μορφή και εφαρμόζοντας τις γνωστές φωνητικές αξίες των σημείων της Γραμμικής Β ταίριαξα σημεία με συλλαβές. Η προσωρινή φωνητική αξία 5 ακόμη σημείων προέκυψε από μία φαινομενικά τρίλεξη Κυπριακή επιγραφή, της οποίας 9 από τα 17 σημεία ήταν γνωστά και 3 ήταν προσωρινώς γνωστά από την διπλο-εγγεγραμμένη επιγραφή “Δήμητρα και Κόρη”. Εφοδιασμένος με 36 σημεία από το σύνολο των 55 σχεδόν αναγνωρισμένων και με την χρήση της Θεωρίας του Νικολάου Α. Μασουρίδη για τις φωνητικές αλλαγές της Ελληνικής γλώσσας από την Γραμμική Α και Γραμμική Β προς τα Αρχαία Ελληνικά που βασίζονταν στις παρατηρήσεις του Michel Lejeune και του Ιωάννη Σταματάκου, προχώρησα στην αποκρυπτογράφηση της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Αρχαία Ιδαλία. Η Ετρουσκική γραφή που χρησιμοποιεί τα ίδια σημεία με την Αρχαϊκή Ελληνική γραφή, ήταν μια φυσική συνέχεια της έρευνάς μου από την στιγμή που αντιλήφτηκα το γεγονός ότι 25 από τα 27 βασικά σημεία και το 1 δισύλλαβο σημείο της είχαν ήδη ταυτοποιηθεί και είχαν γνωστές φωνητικές αξίες. Η φωνητική αξία 12 σημείων από τα παραπάνω αναφερόμενα 28 είχε ήδη ερμηνευθεί από τον πατέρα μου Νικόλαο Α. Μασουρίδη στην Γραμμική Β γραφή, η φωνητική αξία 6 σημείων είχε προσδιοριστεί από εμένα στην Κυπριακή γραφή και 1, πάλι από εμένα, στην Γραμμική Α, για 5 ακόμη σημεία συμπέρανα τις συλλαβικές φωνητικές αξίες Αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων. Η έρευνά μου της Ετρουσκικής γραφής που μόλις ολοκληρώθηκε, ερμήνευσε επιτυχώς 15 επιγραφές πάνω σε καθρέπτες, 6 πάνω σε πολύτιμους λίθους, 11 πάνω σε αγγεία και άλλα σκεύη, 15 σε ταφικές επιγραφές, 3 πάνω σε σαρκοφάγους, καθώς και το από 25 σειρές κείμενο των δύο Χρυσών Πινακίδων από το Πύργοι, το από 40 σειρές κείμενο της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Κορτόνα και το από 48 σειρές κείμενο της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Ανιόνε. Η έρευνα μου συμπληρώθηκε με την ερμηνεία 12 επιγραφών πάνω σε αγγεία και στήλες στα Αρχαϊκά Ελληνικά από την Αθήνα, Κόρινθο, Νάξο, Δήλο και το Σιγείον στα Δαρδανέλια. Όλα τα παραπάνω κείμενα είναι γραμμένα σε Συλλαβική Ελληνική γραφή και διαβάζονται όπως η Γραμμική Α, η Γραμμική Β και τα Κυπριακά από αριστερά προς τα δεξιά.

Ισσός ή Γαυγάμηλα; Νέοι προβληματισμοί Τριαντάφυλλος Παπαζώης

Σχέδιο διεξαγωγής της μάχης στην Ισσό το 333 π.Χ. μεταξύ του Μ. Αλεξάνδρου και του Δαρείου Γ'. Στο ψηφιδωτό της Πομπηίας απεικονίζεται η μάχη μεταξύ Μ. Αλεξάνδρου και Δαρείου Γ΄ στην Ισσό ή στα Γαυγάμηλα; Με βάση τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι ιστορικοί, όπως ο Πλίνιος, ο Πλούταρχος, ο Κουίντος Ρούφος, ο Αρριανός, σχετικά με τις συνθήκες διεξαγωγής των δύο ιστορικών μαχών, ο ιστορικός ερευνητής Τ. Παπαζώης επιχειρεί στο άρθρο του αυτό να απαντήσει στο ερώτημα για τη μάχη που απεικονίζεται στο ψηφιδωτό της Πομπηίας, αμφισβητώντας την ερμηνεία που έχει επικρατήσει πως πρόκειται για τη μάχη της Ισσού. Ο συγγραφέας διερευνά επίσης τη σχέση της πανοπλίας που φέρει ο Αλέξανδρος στο ψηφιδωτό με την ταυτότητα του νεκρού βασιλιά και τα ευρήματα στον τάφο ΙΙ της Βεργίνας.

Μουσείο: Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο: Η αλλαγή Δημήτριος Κωνστάντιος

Είσοδος στο Μουσείο. Στο βάθος, κύρια όψη του Μεγάρου Δουκίσσης Πλακεντίας. Εκτενής παρουσίαση της επέκτασης και του εκσυγχρονισμού όλων των υποδομών καθώς και της επανέκθεσης των συλλογών του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Ο σχεδιασμός του ολοκληρωτικού αναπροσανατολισμού του Μουσείου, που ξεκίνησε το 1999, είχε στόχο να προσδώσει ένα νέο ρόλο στο μουσείο, ώστε να είναι ένα ίδρυμα ουσιαστικά ανοικτό, οικείο και φιλικό στο κοινό. Πληροφορίες Διεύθυνση: Λεωφ. Βασ. Σοφίας 22, 106 75, Αθήνα Τηλ.: 210 7294926 Δικτυακός τόπος: www.byzantinemuseum.gr Ωράριο λειτουργίας μουσείου Καθημερινά 8.30-15.00, εκτός Δευτέρας

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Εκδρομή στη Λήμνο Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Νυχτερινή άποψη του Κάστρου της Μύρινας.

Σε αυτό το τεύχος, το περιοδικό Αρχαιολογία προτείνει ως προορισμό τη Λήμνο. Ένα νησί που προσφέρει πολλές επιλογές περιήγησης, από το Βυζαντινό Κάστρο της Μύρινας, χτισμένο από τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό, ως το Καβείριο Ιερό, όπου τελούνταν μυστήρια προς τιμήν των παιδιών του Ηφαίστου, το Κουκονήσι, ή τα απολιθωμένα δάση του.

Δικτυακοί τόποι: Melammu Project και On-line περιήγηση στο Δίον Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Η κύρια πρόσβαση στην online περιήγηση στο αρχαίο Δίον, από το διαδραστικό τοπογραφικό διάγραμμα του αρχαιολογικού πάρκου. Παρουσίαση α) του Melammu Project - The Assyrian and Babylonian Intellectual Heritage Project, προγράμματος αφιερωμένου σε δύο μεγάλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, της βάσης δεδομένων και της ιστοσελίδας του, και β) του νέου ιστότοπου που προσφέρει στους χρήστες του μια online περιήγηση στο αρχαιολογικό πάρκο του Δίου.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Η στήλη στην οποία απεικονίζεται ο Μιθριδάτης να χαιρετά τον Ηρακλή. Ειδήσεις: Αποκαλύφθηκε τμήμα του δρόμου των Μαρμάρων, Επιστρέφουν ευρήματα από τον Θορικό, Αρχαία ναυάγια ελληνικών πλοίων στην Αδριατική, Επανέκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Νέες εκθεσιακές ενότητες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Εγκαίνια για τη νέα μόνιμη έκθεση του Βυζαντινού Μουσείου. Εκθέσεις: Θησαυροί της αρχαίας Κολχίδας, Μακεδονίας νόμισμα. Συνέδρια: Βενετία-Άργος, 29ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας. Διαλέξεις: Η Αθήνα και οι πολεμιστές της: «Δημόσιον Σήμα», Δύο διαλέξεις για την αρχαία Μεσσήνη, Σεμινάριο Μινωικής Αρχαιολογίας Βιβλία: Pierre Hadot, N’oublie pas de vivre, Goethe et la tradition des exercices spirituels / Νίκος Γρηγοράκης, Τρίπολη / Γεωργία Εμμ. Χατζή, Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας / Αικατερίνη Ν. Σαράφη, Τήνος. Χάρτες - Ενδυμασίες / Κωνσταντίνος Σκαμπαβίας, Νανώ Χατζηδάκη (επιστ. επιμ.), Βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -ΕΑΕ: Νέο Διοικητικό Συμβούλιο, νέο ξεκίνημα -Συνέδρια προς τιμήν του S. Rovira -Νέα διδακτορική διατριβή -Επιστημονική διημερίδα στην Τρίπολη -TECHNART 2009 - Διεθνές Συνέδριο στην Αθήνα -LAIS-2009 Διεθνές Συμπόσιο στους Δελφούς

Τεύχος 50, Μάρτιος 1994 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Ες Λήμνον φιλτάτην Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Γιος της λήμνιας βασίλισσας Υψιπύλης και του αρχηγού της Αργοναυτικής εκστρατείας Ιάσονα είναι ο βασιλιάς Εύνηος. Μαζί του συναλλάσσονται οι Αχαιοί πολιορκητές της Τροίας, εκείνοι που θα εγκαταλείψουν στο νησί τον Φιλοκτήτη. Η ομηρική αναφορά που μετράει περισσότερο όμως είναι εκείνη που συνδέει το νησί με τον Ήφαιστο.  Στη Λήμνο εκσφενδόνισε οργισμένος ο Δίας τον θεϊκό τεχνίτη και εκεί θα στήσει αυτός το εργαστήρι του. Φιλόξενους συμπαραστάτες θα βρει τους αγριόφωνους Σίντιες, κατοίκους του νησιού αρχέγονους. Την ιστορική πορεία της Λήμνου καθόρισε το γεωγραφικό της στίγμα: στην είσοδο του Ελλησπόντου, θαλάσσιο σταυροδρόμι, ορμητήριο, οχυρό, τόπος εξορίας. Το εισαγωγικό αυτό κείμενο ακολουθεί «Συνοπτικό χρονολογικό διάγραμμα της Λήμνου (513 π.Χ. – 1912)».

Πολιόχνη. Εξήντα χρόνια ανασκαφικής έρευνας Alberto Benvenuti

Οι οικιστικές φάσεις της Πολιόχνης διακρίνονται μεταξύ τους από το όνομα του χρώματος που φέρει η καθεμία. Η Μελανή περίοδος είναι προ-αστική. Πρώτη αστική περίοδος είναι η Κυανή που χωρίζεται σε Πρώιμη και Ύστερη. Εδώ η κεραμική εξελίσσεται τόσο ως προς τα σχήματα όσο και ως προς την τεχνική διακόσμησης. Εμφανίζονται οι τριποδικές χύτρες και η κεραμική με μη ομαλή επιφάνεια (ceramica striata / scored ware). Στη διάρκεια της Πράσινης περιόδου τα αγγεία, προπαντός αυτά της οικιακής χρήσης, χάνουν σταδιακά τη στιλπνότητά τους. Κατά την Ερυθρά περίοδο η διακόσμηση στα αγγεία σπανίζει και η οικιακή κεραμική παρουσιάζει μη στιλπνή επιφάνεια. Τα κεραμικά σχήματα είναι όμοια με εκείνα των προηγμένων φάσεων της Τροίας Ι και των πρώιμων φάσεων της Τροίας ΙΙ. Η Κίτρινη περίοδος έχει εξαιρετικά απλά σχήματα (όμοια με εκείνα της Τροίας ΙΙ), με χαρακτηριστικότερα το δέπας αμφικύπελλον και τις σφαιρικές άωτες φιάλες. Ανάμεσα στην Κίτρινη και την Καστανή περίοδο, παρεμβάλλεται Hiatus που αντιστοιχεί στην Τροία ΙΙΙ και IV. Κατά την Καστανή περίοδο η μονόχρωμη ερυθρά κεραμική, όμοια με εκείνη της Τροίας V, εμφανίζει μεγάλη ποικιλία σχημάτων και διακόσμησης που γίνεται με τροχό. Ανάμεσα σε αυτή και την τελευταία, Ιώδη περίοδο, μεσολαβεί Hiatus που αντιστοιχεί στις πρώιμες και τις μέσες φάσεις της Τροίας VI. Η Ιώδης περίοδος παρουσιάζει κεραμική λεπτόκοκκου πηλού στους χαρακτηριστικούς τύπους του τέλους της Μινωικής και της Μέσης Ελλαδικής και με σχήματα πρωτομυκηναϊκά.

Κουκονήσι: ένας νέος προϊστορικός οικισμός στον κόλπο του Mούδρου και το προϊστορικό πρόσωπο της Λήμνου Χρήστος Μπουλώτης

Οι ιταλικές ανασκαφές ανέδειξαν την Πολιόχνη ως την αρχαιότερη πόλη του Αιγαίου. Και ανέδειξαν την κεφαλαιώδη σημασία της Λήμνου στο πλαίσιο του «τρωικού-παρατρωικού» πολιτισμού της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Στην είσοδο του Ελλησπόντου, απέναντι από την Τρωάδα, η Λήμνος υπήρξε από τους πρώτους σταθμούς στη μεταλαμπάδευση της νέας επαναστατικής τεχνογνωσίας, της μεταλλοτεχνίας, που πρέπει να έγινε μέσω Μικράς Ασίας. Χρυσόμαλλο δέρας, βασιλιάς Εύηνος, Ήφαιστος, Σίντιες και Κάβειροι υποστηρίζουν μια τέτοια άποψη. Πέρα από τη γεωστρατηγική του σημασία, την εκπληκτική άνθηση του νησιού ευνόησε και η γεωμορφολογία του. Τα χθαμαλά του βουνά κάνουν χώρο σε εκτεταμένους βοσκότοπους και εύφορες αμπελοφόρες και σιτοφόρες πεδιάδες διευκολύνοντας το ανταλλακτικό εμπόριο. Το Κουκονήσι, νησίδα στο μυχό του κόλπου του Μούδρου, ανήκει στο πυκνό πλέγμα προϊστορικών οικισμών της Λήμνου. Κρίνοντας από τις ελώδεις παραλίες και τα αβαθή νερά, συνυπολογίζοντας την ανυψωμένη σήμερα στάθμη της θάλασσας, δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι, σε κάποιες τουλάχιστον περιόδους κατοίκησής του, το Κουκονήσι ήταν ενωμένο με την ανατολική πλευρά του κόλπου. Η συνεχής άροση για την καλλιέργεια σιτηρών έφερε στην επιφάνεια πληθώρα οστράκων, άφθονα λιθοτεχνήματα, θαλάσσια όστρεα και διαταραγμένα οικοδομικά υλικά, ένα επί τόπου «λατομείο» πεπλατυσμένων λίθων, που αξιοποιήθηκαν από τους ντόπιους σε μαντριά, σε ξερολιθιές ή στην εσωτερική λιθεπένδυση πηγαδιών. Άλλωστε, η πιο εύλογη ετυμολόγηση του ονόματος της νησίδας, που αρχικά ονομαζόταν Σπάθα, στηρίζεται στο ντόπιο αγροτικό ιδίωμα και στα σκόρπια αρχαία οικοδομικά λείψανα υπό μορφή λίθων. «Κούκκο» λένε στη Λήμνο το λιθοσωρό. Το κεραμικό υλικό κατατάσσεται χονδρικά σε δύο μεγάλες χρονολογικές ομάδες. Η νεότερη ανάγεται στους ιστορικούς χρόνους. Τα όστρακα της Υστερογεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής παρουσιάζουν χαρακτηριστικά δείγματα της εγχώριας παραγωγής «bucchero» και της γραπτής κεραμικής με γραμμική γραπτή διακόσμηση. Τα όστρακα της παλαιότερης ομάδας τεκμηριώνουν την έντονη κατοίκηση στα χρόνια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Τυπολογικά αντίστοιχα με την κεραμική από την Πολιόχνη και τη Μύρινα, εγγράφονται στην κεραμική παραγωγή του τρωικού πολιτισμικού κύκλου. Τα περισσότερα –χειροποίητα, στην πλειοψηφία τους ανοιχτές φιάλες και τριποδικές χύτρες- καλύπτουν την 3η χιλιετία π.Χ. Χρονολογικά και τυπολογικά ξεχωρίζει μεγάλη ομάδα οστράκων από το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Προέρχονται από τροχήλατα ερυθρόχρωμα αγγεία εξαιρετικής ποιότητας και χαρακτηρίζονται από τις οριζόντιες αυλακώσεις γύρω από το χείλος και τις περίτεχνες λαβές. Την κατοίκηση κατά την εκπνέουσα Ύστερη εποχή του Χαλκού (13ος-12ος αιώνας π.Χ.) εκπροσωπούν γραπτά μυκηναϊκά όστρακα, ανάμεσά τους τμήμα από ταυρόσχημο ρυτό. Τα άλλα κινητά ευρήματα από το προϊστορικό Κουκονήσι είναι τα ποικίλα λιθοτεχνήματα, τα κωνικά και αμφικωνικά πήλινα σφονδύλια, τα πήλινα βαρίδια και τα θαλάσσια όστρεα σε μεγάλη ποικιλία. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν τα μυκηναϊκά ευρήματα που για πρώτη φορά τεκμηριώνουν άμεσα μια κάποιου είδους μυκηναϊκή παρουσία στο νησί. Με τα ευρήματα αυτά «δένει» η πινακίδα ΡΥ Αb 186 από το ανάκτορο της Πύλου που αναφέρεται σε γυναίκες της Λήμνου, παραδίδοντας έτσι την παλαιότερη μνεία του ονόματος του νησιού.

Η πυροτεχνολογία στη Λήμνο της πρώιμης Εποχής του Χαλκού Χρίστος Ντούμας

Από τα σημαντικότερα προβλήματα στα οποία η φωτιά πρόσφερε λύση ήταν η κατεργασία του ξύλου, το ίσωμα ή η κάμψη του, με εφαρμογές στην κατασκευή τόξων και άλλων βλητικών κατασκευών, την αρχιτεκτονική, τη ναυπηγική. Χάρη στη φωτιά αναπτύχθηκαν η αγγειοπλαστική και η κεραμουργία, η παραγωγή και η κατεργασία των μετάλλων. Την πρωτοπορία της Λήμνου στην τεχνολογία της φωτιάς αναγνωρίζουν οι αρχαίοι και επιβεβαιώνουν οι ανασκαφές. Από την Πολιόχνη της τρίτης χιλιετίας π.Χ προέρχονται σκεύη υψηλής αισθητικής και υψηλής αντοχής ταυτόχρονα. Από την υπονεολιθική (Μαύρη) φάση της Πολιόχνης, διαπιστώνεται η πρόσμειξη λεπτών θραυσμάτων μαρμαρυγία στον πηλό, προκειμένου να γίνουν τα μαγειρικά σκεύη ανθεκτικά στη φωτιά. Οι ανασκαφικές μαρτυρίες της επιτόπιας κατεργασίας χαλκού και μπρούντζου υποδεικνύουν στους ειδικούς μελετητές ότι τα μέταλλα προέρχονται από την περιοχή του Αφγανιστάν. Στην τρίτη χιλιετία π.Χ., η ναυσιπλοΐα ήταν ήδη αναπτυγμένη και το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού γινόταν μέσω του Εύξεινου Πόντου. Άποψη του συγγραφέα είναι ότι η Αργοναυτική εκστρατεία είχε σκοπό την απόκτηση τεχνογνωσίας από την περιοχή της Κολχίδας σχετικά με την προμήθεια και την κατεργασία των μετάλλων. Στην περιοχή του Καυκάσου άλλωστε δεν τιμώρησε ο Δίας τον Προμηθέα, επειδή αυτός χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά; Στη Λήμνο είχε στήσει το εργαστήρι του ο αρχιμεταλλουργός των θεών, ο Ήφαιστος. Παιδιά ή εγγόνια του, δεινοί μάγοι και μεταλλουργοί, οι Κάβειροι λατρεύονται από πολύ νωρίς στη Λήμνο. Για να ελλιμενιστεί η Αργώ στο νησί, την άδεια βγαίνει να ζητήσει ο Αιθαλίδης, ο γιος της καπνιάς.

Το ιερό των Καβείρων στη Λήμνο Luigi Beschi

Δαίμονες της μεταλλουργικής πυράς και της γονιμότητας, του κρασιού και της θάλασσας, οι Κάβειροι συνδέονται με τον Ήφαιστο ή τον Καδμύλο, τον ιθυφαλλικό Ερμή της Ίμβρου. Συχνά ταυτίζονται με τους Διόσκουρους. Πάνω σε βόρειο, απόκρημνο ακρωτήρι της Λήμνου, κοντά στο λιμάνι της Ηφαιστίας που το διοικούσε, το Καβείριο αγναντεύει τη Σαμοθράκη. Γύρω στο 200 π.Χ., ημιτελές αφήνεται μεγάλο ορθογώνιο κτήριο με στοά στην πρόσοψη, μικρότερο αλλά ανάλογο της Στοάς του Φίλωνος στο Τελεστήριο της Ελευσίνας και διπλάσιο σε πλάτος από το Ιερό της Σαμοθράκης. Τη στενή σχέση με την Αττική και την έντονη θρησκευτική ζωή του Ιερού υπογραμμίζει το υλικό αποθέτη που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ. έως την ελληνιστική περίοδο. Τον 3ο αιώνα μ.Χ., ταπεινότερο κτήριο μιμείται την κάτοψη και τη λειτουργικότητα του μεγάλου ελληνιστικού Τελεστηρίου που κάηκε. Εδώ βρέθηκε πλούσιος αποθέτης κεραμικής που καλύπτει το διάστημα από τον 8ο έως και τον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ. Καταμετρήθηκαν 300 περίπου αγγεία, ανάμεσά τους οινοχόες, κύαθοι και σκύφοι, κύπελλα, κάνθαροι και αγγεία από γκρίζο bucchero. Αυτή η αρχαιότερη φάση δεν εκπροσωπείται στα ευρήματα της Σαμοθράκης. Την άποψη ότι οι κάνθαροι του Τεμένους της Σαμοθράκης προέρχονται από τη Λήμνο ενισχύει το γεγονός ότι το «καρχήσιον», που αναγνωρίστηκε ως το τελετουργικό αγγείο των Μυστηρίων της Σαμοθράκης, συναντιέται συχνά στον αποθέτη του Καβειρίου της Λήμνου. Κάτω από το κεντρικό κλίτος του υστερορωμαϊκού Τελεστηρίου, αποκαλύφθηκε το αρχικό Τελεστήριο που χρονολογείται στο 700 π.Χ. περίπου. Τα αγγεία, από το β΄μισό του 6ου αιώνα π.Χ., υποδεικνύουν ότι ίσως πρόκειται για το αρχαιότερο Τελεστήριο στον ελληνικό χώρο, παλαιότερο και από το σολώνειο Τελεστήριο της Ελευσίνας. Αναθηματικές επιγραφές σε αγγεία, γραμμένες στο ίδιο αλφάβητο και στην ίδια γλώσσα της γνωστής τυρρηνικής στήλης των Καμινίων του β΄μισού του 6ου αιώνα π.Χ., αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη της σχέσης του Ιερού με τον βαρβαρικό πληθυσμό των Τυρρηνών που, στο τέλος της υστεροαρχαϊκής περιόδου, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Λήμνο και να μεταναστεύσουν στη Χαλκιδική. Η άφιξη και εγκατάσταση των Τυρρηνών στη Λήμνο και την Ίμβρο τοποθετείται μετά το τέλος της 2ης χιλιετίας και συνδέεται με την πρώτη εμφάνιση της καβειρικής λατρείας στο χώρο του Αιγαίου.

Η νομισματοκοπία της Λήμνου Βάσω Πέννα

Η κοπή και η εικονογράφηση των λημνιακών νομισμάτων δεν μένουν, βέβαια, ανεπηρέαστες από τις ιστορικές περιπέτειες του νησιού. Η λεηλασία του από τον Φίλιππο Β΄(354-352 π.Χ.) θέτει τέλος στην αθηναϊκή κυριαρχία που είχε εγκατασταθεί το 479 π.Χ. Ώσπου ο Σεπτίμιος Σεβήρος (192-211 μ.Χ.) να της παραχωρήσει την ανεξαρτησία της, η Λήμνος είχε περάσει από τα χέρια των επιγόνων του Αλεξάνδρου, των Ρωμαίων και, για άλλη μια φορά, των Αθηναίων. Οι πρώιμες κοπές της Μύρινας και της Ηφαιστίας χρονολογούνται πριν από το 348 π.Χ. Η κεφαλή Αθηνάς στον εμπροσθότυπο και κουκουβάγια με σύμβολα στην πίσω όψη, εμφανίζονται σε νομίσματα και των δύο πόλεων. Στη Μύρινα διακρίνονται τρεις ομάδες ανάλογα με την απόδοση των θεμάτων. Στην Ηφαιστία, εκτός από τον «αθηναϊκό» τύπο νομίσματος, μια δεύτερη ομάδα, πιστή στην τοπική παράδοση, αντικαθιστά την κουκουβάγια με κριάρι. Τα ελληνιστικά νομίσματα της Ηφαιστίας έχουν καθαρά θρησκευτική-λατρευτική θεματική. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις τοπικές θεότητες, τον Ήφαιστο και τους Καβείρους. Από το 166 π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., το νομισματοκοπείο της Μύρινας είναι ανενεργό ενώ η Ηφαιστία εκδίδει νομίσματα με τον Ήφαιστο. Η πόλη προχωρεί σε ψευδοαυτόνομες κοπές, με την επώνυμη, πυργοστεφή κεφαλή της θεάς Λήμνου στον εμπροσθότυπο και, στην πίσω όψη, το όνομα της πόλης πλάι σε αναμμένη δάδα, θέμα που αναφέρεται σε ετήσιο τελετουργικό εορτασμό στο νησί. Άλλα εικονογραφικά θέματα είναι η κεφαλή του Διονύσου και τα σύμβολα της λατρείας του, σταφύλι ή κέρας της αφθονίας, η ακτινωτή κεφαλή του Απόλλωνα ως θεού Ήλιου, οι εξάκτινοι αστέρες και οι πίλοι, σύμβολα των Διοσκούρων.

Οι επιγραφές του Aρχαιολογικού Mουσείου της Mύρινας Λήμνου Λίλιαν Αχειλαρά

Οι κληρούχοι, που οι Αθηναίοι εγκατέστησαν στη Λήμνο στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., διατηρούσαν το δικαίωμα του αθηναίου πολίτη και συνέχιζαν να προσδιορίζονται από το δήμο και τη φυλή τους. Δύο δήμοι κληρούχων υπήρχαν στο νησί, ένας σε καθεμιά από τις πόλεις της λημνιακής «διπόλεως». Η Αθήνα από τον 4ο αιώνα π.Χ. έστελνε «επιμελητές». Επιγραφή του 329/8 π.Χ. αναφέρει δυο στρατηγούς της Λήμνου να μεταφέρουν στην Ελευσίνα τις «απαρχές» του σταριού και του κριθαριού. Οι κληρούχοι εγκατέλειψαν τη Λήμνο μόνο μια φορά, μετά τη νίκη του Λύσανδρου στους Αιγός Ποταμούς (404/3 π.Χ.) που έφερε στο νησί τούς Σπαρτιάτες. Το 387 π.Χ. όμως, η Ανταλκίδειος ειρήνη αποδίδει τη Λήμνο, την Ίμβρο και την Τένεδο στους Αθηναίους. Οι εγχώριοι Λήμνιοι έχουν Βουλή και Εκκλησία του δήμου. Υπάρχει όμως και «εκκλησία και δήμος των τετελεσμένων», των μυημένων στα Καβείρια μυστήρια. Μεγάλη σειρά επιγραφών του μουσείου αποτελούν οι «όροι», τα ορόσημα αγρών και οικιών. Οι ενεπίγραφοι όροι χρησίμευαν ως ορόσημο των υποθηκευμένων κτημάτων λόγω δανείου. Η Άρτεμις, πολιούχος της Μύρινας, λατρευόταν ως θεά της Σελήνης σε επίσημο ιερό μέσα στα όρια της πόλης. Ωστόσο, δύο επιγραφές είναι ορόσημα τεμένους της Αρτέμιδας που βρισκόταν έξω από τη Μύρινα. Αντίστοιχα, το ιερό των Καβείρων που ανήκε στην Ηφαιστία είχε κτιστεί έξω από τα τείχη της. Άλλοι δύο όροι βεβαιώνουν την ύπαρξη θρησκευτικής οργάνωσης των Οργεώνων υπό την αιγίδα του Ηρακλή. Το διάσημο κρασί του νησιού διαλέγεται με τον Διόνυσο. Τα Διονύσια φιλοξενούσαν και αγώνες τραγωδίας. Άλλες επιγραφές παραπέμπουν στη λατρεία του Ηφαίστου, πολιούχου της Ηφαιστίας, και των Καβείρων που ονομάζονται Μεγάλοι Θεοί. Ιδιαίτερη κατηγορία επιγραφών αναφέρεται σε χειραφετήσεις δούλων. Εξαιτίας τους η αίγλη του Καβειρίου είχε φτάσει έως την Αθήνα. Οι επιτύμβιες επιγραφές σκαλίζουν σε στήλες το όνομα του νεκρού με ή χωρίς την ανάγλυφη παράστασή του. Επιτύμβιες είναι σχεδόν όλες οι επιγραφές που προέρχονται από την Ίμβρο και την Τένεδο.

Η Μύρινα υπό το φως των ανασκαφών Αγλαΐα Αρχοντίδου-Αργύρη

«Δίπολις» ήταν η Λήμνος ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Στη χαλκολιθική περίοδο («periodo nero») ανήκουν τα οικιστικά λείψανα από την Πολιόχνη και τη Μύρινα. Στο τέλος της «periodo verde», όταν η Πολιόχνη άγγιζε τη μεγαλύτερη ακμή της, η Μύρινα παρήκμασε. Από τη μυκηναϊκή περίοδο τα ευρήματα είναι ελάχιστα. Έντονη δραστηριότητα στο νησί από τον 8ο έως τον 5ο αιώνα π.Χ. μαρτυρούν τα ευρήματα από τον αποθέτη στο Καβείριο, το πλούσιο υλικό από το Ιερό της Μεγάλης Θεάς, τα κτερίσματα από τη νεκρόπολη της Ηφαιστίας, τα ευρήματα από το Ιερό της Άρτεμης και τα μοναδικά ειδώλια από αποθέτη στη Μύρινα. Από το εκτός πόλεως ιερό τέμενος της Άρτεμης, όπου βρέθηκε θυσιασμένος ταύρος, προέρχονται ειδώλια μουσικών γυναικείων μορφών. Αθηναίοι εντοπίζονται στη Μύρινα από το τέλος των αρχαϊκών χρόνων. Ταραχές ακολούθησαν την επιβολή του τυράννου Λυκάρετου από τους Πέρσες το 512 π.Χ. Εξ αιτίας τους έγιναν οχυρωματικά και λιμενικά έργα στην ακτογραμμή του νησιού. Αθηναίοι κληρούχοι εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Ηφαιστία και τη Μύρινα μετά το 439 π.Χ. Επιγραφές των κλασικών χρόνων μαρτυρούν την ύπαρξη στην πόλη δήμου Χαλκιδέων. Η ακμή της Μύρινας συνεχίζεται στις μέρες των επιγόνων. Έξω από την πόλη, τα κτερίσματα από συστάδα τάφων (β΄ μισό του 2ου αιώνα π.Χ. - αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ.) περιλαμβάνουν χρυσές δανάκες, χρυσά κοσμήματα, νομίσματα, αγγεία. Το μεγαρόσχημο κτήριο σχετίζεται με την Αφροδίτη - θεά του Κάτω Κόσμου. Η Λήμνος παρέμεινε αθηναϊκή έως τον 2ο αιώνα μ.Χ. Στη Μύρινα αποκαλύφθηκε νεκροταφείο των ρωμαϊκών χρόνων με κιβωτιόσχημους τάφους, χτισμένους σε χαμηλό τοιχάριο ή εγχυτρισμούς σε αμφορείς.

Εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού της Λήμνου. Ένα πρώτο σχεδίασμα Άγγελος Δεληβορριάς

Σπανιότητα εικαστικών μαρτυριών, σπανιότητα περιγραφικών τεκμηρίων. Την ερευνητική του μέθοδο ο Άγγελος Δεληβορριάς στηρίζει στην αρχή ότι ο παραδοσιακός νεοελληνικός πολιτισμός των μεταβυζαντινών αιώνων πρέπει να άνθισε και στη Λήμνο, άσχετο αν η μη έγκαιρη παρέμβαση για την περισυλλογή και την προστασία τεκμηρίων οδήγησε σε μια έλλειψη συμπτωματική. Ως προς την αρχιτεκτονική, στη Μύρινα κυρίως, εντοπίζονται κτίσματα «ηπειρωτικού τύπου». Την παλαιότερη παράδοση του λημνιακού σπιτιού αντιπροσωπεύει ο απλός, μονόχωρος τύπος του αγροτόσπιτου με την «αξάτη» που, τον 18ο αιώνα, παίρνει κάποτε μνημειακό χαρακτήρα. Απελευθερώνοντας την προέλευση του «ηπειρωτικού» τύπου κατοικίας από τον δογματικό της προσανατολισμό στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, φανερώνεται πιθανότερη μια στέρεη εξάρτησή της από τις παραδόσεις του ευρύτερου, ενιαίου νησιωτικού χώρου. Στα νησιά του ανατολικού αιγαίου παραπέμπει και η ιδιαιτερότητα του πλαστικού ιδιώματος των γλυπτικών διακοσμητικών στοιχείων στις κατασκευές του όψιμου 19ου αιώνα. Απομονωμένο ανάμεσα στα αδημοσίευτα τέμπλα του νησιού, το «αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο» σε εξωκκλήσι του 1732 στη θέση Ανυπάτη, αδυνατεί να πει αν πίσω του βρίσκεται κάποιο περιοδεύον σινάφι ή ένα τοπικό εργαστήρι. Φαίνεται ότι από τα σπίτια της Λήμνου δεν απουσίαζε το κατ’ εξοχήν νησιώτικο έπιπλο, η κασέλα. Οι διακοσμημένες κασέλες θέτουν το ερώτημα της ζωγραφικής παράδοσης, διαδεδομένης τον 18ο αιώνα σε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Το γεγονός ότι δύσκολα θα είχε γεννηθεί εκ του μηδενός το έργο του λαϊκού ζωγράφου Γρηγορίου Παπάμαλη, επιτρέπει την υπόθεση πως πιθανότατα θα υπήρχε κάποια τοπική σχολή εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Το 1786, ο γάλλος ελληνιστής D’Ansse de Villoison που επισκέπτεται τη Λήμνο, αναφέρεται σε σπίτια στολισμένα με «βαρδάκια», δηλαδή σε στολισμένους τοίχους με κεραμικά, από τα οποία δεν απουσιάζουν τα Τσανάκ-Καλέ. Εντοπίζοντας ίχνη των καμινιών ως το 1840, η Μπέτυ Ψαροπούλου διαπιστώνει ότι οι τσουκαλάδες του νησιού έφτιαχναν κεραμικά γυαλωμένα και ακόσμητα και μόνο τα σταμνιά τους ζωγράφιζαν με άσπρο μπατανά. Αναμφίβολα, τα πιο θεαματικά κοσμήματα των νησιώτικων σπιτιών ήταν τα κεντήματα. Το 1894, ο Louis de Launαy προσέχει τα στρωσίδια, υφασμένα και κεντημένα από τις γυναίκες του σπιτιού. Το 1806, ο μητροπολίτης Λήμνου καταδικάζει τα «περιττά» κεντήματα. Την ύπαρξη τοπικής παράδοσης υποστηρίζει και η μαρτυρημένη άνθιση της παραγωγής βάμβακος και μετάξης. Μια εικόνα από τη χαμένη κεντητική της Λήμνου μπορούν να προσφέρουν τα δυο γυναικεία πουκάμισα του Μουσείου Μπενάκη: σχηματοποιημένα άνθινα θέματα, μετρητή βελονιά, χρωματιστά μετάξια. Λίγο πριν εκπνεύσει, το ίδιο διακοσμητικό πνεύμα, το ίδιο τεχνοτροπικό ύφος απαντά στις «πετσέτες» που, έως τα προπολεμικά χρόνια, έδεναν στο κεφάλι τους οι λήμνιοι χωρικοί. Η παρακολούθηση της εξελικτικής διαδικασίας στην περίπτωση της γυναικείας φορεσιάς είναι δυσχερής, καθώς ένα μοναδικό ακέραιο παράδειγμα διασώθηκε στο Εθνικό-Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Ο εξωτερικός επενδύτης, το καβάδι, απουσιάζει ίσως λόγω παλαιότητας ή παραφθοράς. Το πουκάμισο της Λήμνου ανήκει στη μεγάλη ομάδα πουκαμίσων με «κολονάτο» διάκοσμο, με ιστορία που χάνεται στα βάθη του ελληνικού χρόνου. Όσο για τη βράκα, η επίδραση του οθωμανικού στοιχείου είναι «περιστασιακή». Ορθότερος είναι ο προσανατολισμός της Marie de Launay που ανιχνεύει «un arrière-goût italien», από τα κατάλοιπα των χρόνων των Gateluzzi.

Το μεσαιωνικό φρούριο Κότζινος της Λήμνου Χαράλαμπος Πέννας

Ο Κότζινος, σημερινός Κότσινας, είναι στη μεσοβυζαντινή περίοδο το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο λιμάνι της Λήμνου. Ως «τόπος» μαρτυρείται το 1136. Οι Μονές του Αγίου Όρους με μετόχια που καταλαμβάνουν τις ευφορότερες εκτάσεις του νησιού έχουν στραμμένο το μάτι τους πάνω του. Το 1403 η Λήμνος παραχωρείται στον Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγο. Μετά το θάνατό του, ο Κότζινος παραμένει στη χήρα του Ευγενία, για να καταλήξει το 1440 στην οικογένειά της, τους γενοβέζους Γατελούζους. Το 1479 η Λήμνος εκχωρείται από τους Βενετούς στους Τούρκους. Ανάμεσα στο 1403 και το 1479,το στρατηγικής σημασίας νησί διεκδικούν Τούρκοι και Βενετοί. Με τη μοίρα του νησιού συνδέθηκαν δύο ακόμη Παλαιολόγοι, ο Κωνσταντίνος, που το 1442 απώθησε τους Τούρκους, και ο δεσπότης του Μορέα Δημήτριος. Στο αρχαιολογικό μουσείο της Λήμνου φυλάσσεται μαρμάρινο αρχιτεκτονικό μέλος από τον Κότζινο με μονογράφημα που πιθανότατα αναφέρεται στον Δημήτριο Παλαιολόγο. Ήδη από τον 16ο αιώνα το φρούριο του Κότζινου ήταν ακατοίκητο. Στο εσωτερικό του φρουρίου, από όπου ξεκινούν τα 64 σκαλοπάτια που πραγματοποιούν την κάθοδο προς το «αγίασμα», στρωματογραφική ανασκαφική έρευνα απέδωσε ελάχιστα κεραμικά δείγματα. Αυτά διακρίνονται σε δυο ομάδες: η πρώτη χρησιμοποιεί την τεχνική της εγχάραξης, λεπτής (sgraffito) και φαρδιάς (incision). Στα διακοσμητικά της θέματα συγκαταλέγονται ομόκεντροι κύκλοι, γοργόνα και άγγελος (;). Στη δεύτερη ομάδα, χρησιμοποιούνται δύο τεχνικές, γραπτή και εγχάρακτη. Οι πιτσιλιές είναι σκουροπράσινες και το γέμισμα της χάραξης καφετί. Και οι δυο ομάδες έχουν εφυάλωση πράσινη και κίτρινη. Χρονολογούνται στα τέλη του 15ου με τις αρχές του 16ου αιώνα. Πήλινος τριποδίσκος προσδιορίζει υστεροβυζαντινό εργαστήρι κεραμικής.

Οι Mάντρες της Λήμνου Νίκος Σηφουνάκης

Μάντρα ονομάζεται ο κτιστός χώρος στην ύπαιθρο, στα χωράφια ή στα δυσπρόσιτα βουνά, όπου συγκεντρώνει ο βοσκός το κοπάδι του. Με τον προσανατολισμό της προφυλάσσει το βοσκό από το βορριά. Οι στάβλοι ή στάνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, το κρητικό μητάτο με τον «κούμο» του αποτελούν πρόχειρες, θολιαστές κατασκευές, φτιαγμένες αποκλειστικά από πέτρα με το εκφορικό σύστημα. Όμοια ακριβώς κτίσματα είναι οι μάντρες στη Χίο. Ξύλινες τουρλωτές κατασκευές ήταν τα κονάκια των Σαρακατσάνων. Με επίκεντρο τη Λήμνο, τα νησιά Λέσβος, Ίμβρος, Τένεδος και Σαμοθράκη μοιράζονται όμοιες κατασκευές, μοναδικές στην τεχνική τους. Στη Λήμνο κτίζουν με πέτρα, ξύλο και καλάμια. Αληθινοί μαστόροι έχτιζαν την πέτρα χωρίς χρήση κονιάματος. Σε αντίθεση με άλλα μέρη, στη Λήμνο η μάντρα εξελίσσεται και οργανώνεται. Διακρίνονται πέντε τύποι: α) ο αρχικός, το μονόχωρο ορθογώνιο κτίσμα με τζάκι, β) ο γεωργικός, σε περιοχές με καλλιεργήσιμη γη, με αποθηκευτικούς χώρους κυρίως για σιτηρά, αλώνι, κατοικία βοσκού, χώρο σταβλισμού μεγάλων οικόσιτων ζώων, γ) ο γεωργοκτηνοτροφικός, σε περιοχές με καλλιεργήσιμη γη αλλά και βοσκοτόπια, με χώρο κατοικίας, χώρο για τα πρόβατα (χαγιάτι), στάβλο για μεγάλα ζώα, αχυρώνα, φούρνο, αλώνι κλπ., δ) ο κτηνοτροφικός, μόνο σε περιοχές με βοσκοτόπια σε ψηλά βουνά και απότομες χαράδρες, διαθέτει: χαγιάτι (για τα πρόβατα) και μικρό χώρο με τζάκι για το βοσκό, ε) ο μεικτός οικογενειακός βρίσκεται μέσα ή κοντά σε οικισμό. Το χαγιάτι στις μάντρες της Λήμνου είναι ο χώρος γύρω από τον οποίο οργανώνονται όλες οι άλλες λειτουργίες. Και είναι το σημείο που προσδιορίζει την τελική αρχιτεκτονική σύνθεση του συγκροτήματος.

Παραδοσιακές κρήνες της Λήμνου Χρήστος Μπουλώτης, Όλγα Βαξεβανέρη

Στα δύο λιθοεπένδυτα πηγάδια της Πολιόχνης το Αιγαίο της 3ης χιλιετίας π.Χ. πρωτοβλέπει το στοιχείο της σύναξης και της κοινωνικής ζωής που συνοδεύει ως τις μέρες μας κοινοτικά πηγάδια και κρήνες. «Καλλίρροες» ήταν οι «τυκτές», οι υπόστεγες αρχαιοελληνικές κρήνες. Θρησκευτικές δοξασίες, τελετουργικά δρώμενα και δεισιδαιμονίες ήταν συνυφασμένες με τη λειτουργική- κοινωνική διάστασή τους. «Αι κρηναίοι νύμφαι» μεταμορφώνονται στις νεράιδες των δικών μας παραμυθιών. Με εξαίρεση το θολοσκέπαστο υπόγειο «αγίασμα» στο φρούριο του Κότσινα, οι περιηγητές σπάνια μνημονεύουν κρήνες του νησιού. Τη μόνη κρήνη που αναζητούν είναι η «Φθελιδεία», απ’ όπου έβγαινε η φημισμένη «λημνία γη». Στη Μύρινα και στο χωριό Τσιμάνδρια, εντύπωση τους προκαλεί το κάλυμμα σαρκοφάγων που, αναποδογυρισμένο, χρησίμευε σαν λεκάνη κάτω από τη βρύση. Ένας τους παρατηρεί ότι η κρήνη είναι το κέντρο της κοινωνικής ζωής των γυναικών. Οι σωζόμενες υπέργειες κρήνες ανήκουν στο διάστημα από το β΄μισό του 19ου αιώνα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Από αυτές, η παλαιότερη είναι τουρκική και στέκεται στην αγορά της Μύρινας (1771). Δεύτερη χρονικά (1862) είναι η υπόστεγη κρήνη του χωριού Δάφνη, σύγχρονη σχεδόν με την κρήνη των Λύχνων. Οι κρήνες διακρίνονται τυπολογικά σε δυο ομάδες: α) Υπόστεγες κρήνες. Αρχιτεκτονικός τύπος με αρχαίες καταβολές που πλησιάζει την οικιστική αρχιτεκτονική. Ορθογώνιες στην κάτοψη, οι κρήνες έχουν χτιστές τις δύο ή τις τρεις πλευρές ενώ οι υπόλοιπες υποστηρίζονται από πεσσό ή κίονα. Η κεραμιδένια στέγη είναι μονόριχτη, δίριχτη ή τετράριχτη και φέρεται από ορατά ξύλινα ζευκτά. β) Κρήνες με συμπαγή πρόσοψη. Απαρτίζουν την πολυαριθμότερη ομάδα. Αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη, η πρόσοψη αναπληρώνει τον υπόστεγο χώρο. Ο κρουνός περιγράφεται συνήθως από ψηλό θυρόσχημο αρχιτεκτονικό πλαίσιο. Παραδείγματα εκζήτησης στη διαμόρφωση της πρόσοψης αποτελούν οι κρήνες των Θέρμων (1908) και του Κοντοπουλίου (1927). Στα συμβολικά, μεμονωμένα θέματα που κοσμούν τις κρήνες ανήκει και ο σταυρός που εξαγνίζει τα νερά. Χρονολογημένες βάσει κτιτορικών επιγραφών, οι τρεις χρονικά τελευταίες κρήνες είναι διακοσμητικά απαιτητικότερες. Η υπόστεγη κρήνη στα Τσιμάνδρια (1935) διακοσμείται με δυο λίθινα ολόγλυφα ανθοδοχεία, με ανδρικό και γυναικείο χέρι σε χειραψία. Έργο του Βασίλη Κοντού, η υπόστεγη κρήνη του Πεδινού (1950) εμφανίζει δυο γωνιαία «ακροκέραμα» με σύμφυτες ανθρώπινες κεφαλές και μικρή προτομή αγγέλου. Η πληθωρικά διακοσμημένη κρήνη του Κοντοπουλίου (1927) είναι έργο του Τάσου Ανηβελάκη. Στην απόληξη της πρόσοψης, η τοξωτή διάταξη των γλυπτών κοσμημάτων θυμίζει έντονα αετωματική σύνθεση. Τη συμμετρικότητα υπογραμμίζουν δυο αντωποί φτερωτοί γρύπες που υποβαστάζουν γυναικεία κεφαλή. Την κορυφή του «αετώματος» καταλαμβάνει ολόγλυφο καθισμένο λιοντάρι. Δυο καθιστές παιδικές μορφές αποτελούν τα πλαϊνά ακρωτήρια. Ανθισμένα κλαδιά ακάνθου δηλώνουν τη ζωοδότρα δύναμη του νερού. Οι δαιμονικοί γρύπες και το λιοντάρι είναι συνάμα αποτρόπαια και φύλακες της κρήνης. Αποτροπαϊκή είναι και η γυναικεία κεφαλή, ίσως γοργόνειο. Την ιστορία ζωντανεύουν οι γλαφυρές επιγραφές της τουρκικής κρήνης στη Μύρινα και της υπόστεγης κρήνης στη Δάφνη αλλά και η δίγλωσση επιγραφή, τουρκική και ελληνική, της κρήνης των Θέρμων.

Λημνιακή λιθογλυπτική Δέσποινα Βογδάνου-Κωνσταντίνου

Την άφθονη πέτρα της Λήμνου δούλευαν οι πετράδες με μεράκι και τα δημιουργήματά τους βρίσκονται διάσπαρτα στο νησί. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο μάστορας που είχε για βοηθούς τους γιούς του, που μάθαιναν έτσι τα μυστικά της δουλειάς. Την τέχνη των πετράδων θαυμάζουμε στις εκκλησίες και τα καμπαναριά, ιδιαίτερα στο τέμπλο του Αγίου Κωνσταντίνου στο χωριό Ρωμανού. Και στα αρχοντόσπιτα: κατώφλια, υπέρθυρα, παραστάδες, ποδιές παραθύρων, τζάκια, που όχι μόνο τα πελεκούσαν αλλά τα τοποθετούσαν κιόλας. Το μεράκι τους διατρανώνουν τα υποστηρίγματα (φουρούσια) των μικρών μπαλκονιών από πελεκητή πέτρα, στολισμένα με ανάγλυφα πουλιά, λουλούδια, γρύπες, λιοντάρια. Η τέχνη τους έφτιαξε κρήνες, χείλη πηγαδιών και τις ποδιές τους ολόγυρα, γούρνες. Δικά τους είναι και τα λιτά ηρώα με τα πετρωμένα δάφνινα στεφάνια. Και για τους κοινούς νεκρούς σμιλέψανε πέτρινα αγγελούδια, γλάστρες, λουλούδια, άγκυρες και άλλα παρόμοια θέματα. Η συγγραφέας παραθέτει όσα ονόματα πετράδων κατάφερε να συγκρατήσει η προφορική παράδοση.

Σημείωμα για το παραδοσιακό λημνιακό σπίτι Χάρης Βαξεβανέρης

Το λημνιακό παραδοσιακό σπίτι έχει σχήμα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, έχει τετράριχτη κεραμιδένια σκεπή και είναι χτισμένο όλο με εμφανή πέτρα. Γυμνό από δέντρα, το νησί προμηθευόταν ξύλο από το Άγιο Όρος, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη και τη Θράκη. Ο ασβέστης δεν ήταν σε χρήση αφού και αυτός εισαγόταν από τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο ή το Άγιο Όρος. Ανάλογα με τους χώρους που το απαρτίζουν και τη γενικότερη αρχιτεκτονική του μορφή, το λημνιακό σπίτι χωρίζεται σε τέσσερις τύπους: α. Μονώροφο σπίτι (καλύβι ή χαμόγειο) β. Διώροφο σπίτι με εξωτερική πέτρινη σκάλα γ. Διώροφο σπίτι με αξάτα . «Αξάτα» ονομάζεται ο χώρος που προστίθεται στην πρόσοψη της απλής διώροφης οικίας. Έχοντας στέγη επίπεδη χρησιμεύει σαν εξώστης δ. Διώροφο σπίτι με αξάιτο. Το «αξάιτο» είναι δωμάτιο με υπόστεγο κτισμένο πάνω στην αξάτα. Πέρα από την αγροτική αρχιτεκτονική, στα εύπορα χωριά και ιδίως στην πρωτεύουσα, τη Μύρινα, αναπτύχθηκε η αστική αρχιτεκτονική που δεν έχει ακόμη μελετηθεί.

Άλλα θέματα: Μουσείο Iστορίας, παιδικού παιχνιδιού και βιβλίου στη Mύρινα Χρήστος Μπουλώτης

Το Μουσείο παιχνιδιών (Spielzeugmuseum) στη Νυρεμβέργη έδωσε το 1978 στο συγγραφέα το ερέθισμα να στήσει στη γενέτειρά του ένα μουσείο αντίστοιχο. Έτσι ξεκίνησε τη συλλογή του. Πάνω από έξι χιλιάδες παιχνίδια καλύπτουν το χρονικό φάσμα από το β΄μισό του 19ου αιώνα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Γνώμονας στο στήσιμο της συλλογής ήταν η ανάδειξη της ελληνικής πραγματικότητας. Από το αστικό και μεγαλοαστικό παιχνίδι έως το ευτελές πανηγυριώτικο ή αυτοσχέδιο παιχνίδι εικονογραφείται όλη η κοινωνική διαστρωμάτωση με τη συναφή ιδεολογία. Γύρω από τη δυαδικότητα αγορίστικο – κοριτσίστικο παιχνίδι αρθρώνονται οι θεματικές ενότητες. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στα τρένα, αυτοκίνητα και καράβια, ενώ πολυάριθμες ομάδες απαρτίζουν τα τσίγκινα λιθόγραφα και τα κουρδιστά παιχνίδια, οι κατασκευές, οι μαριονέτες κ.ά. Οι λαϊκές αυτοσχέδιες κατασκευές και τα παραδοσιακά παιχνίδια του δρόμου από τη Λήμνο κατέχουν ξεχωριστή θέση. Για την πληρέστερη τεκμηρίωσή του, το παιχνίδι έχει αναζητηθεί σε παλιά χαρακτικά, ζωγραφικά έργα, καρτ-ποστάλ, φωτογραφικές αποτυπώσεις και σε κείμενα. Συμπληρωματική της ιστορίας των παιχνιδιών, η ιστορία του παιδικού βιβλίου εκπροσωπείται από εκατοντάδες παλιά παιδικά βιβλία, κάποια σε εξαιρετικά σπάνιες εκδόσεις. Το μουσείο στη Λήμνο οφείλει πολλά στους «δωρητές ψυχής» που αποχωρίστηκαν και δώρισαν τα δικά τους παιχνίδια. Δυο βασικές αρχές διέπουν τα σχέδια για το Μουσείο: α) να μην υποβαθμιστεί ο θαυμαστός κόσμος του παιδικού παιχνιδιού σε άψυχα μουσειακά εκθέματα, β) το παιχνίδι να είναι σταθερά παρόν στην ευρύτερη έννοιά του ως κινητήριου παράγοντα για τη δημιουργία πολιτισμού, άποψη που εικονογραφείται ανάγλυφα στο βιβλίο του Χουιζίνγκα Homo Ludens.

Η «Κιβωτός» περιοδεύει στη Λέσβο και τη Λήμνο Εύη Πίνη, Νάνσυ Σελέντη

Εν είδει κινητής έκθεσης, το μουσειολεωφορείο μεταφέρει στο κοινό που αδυνατεί να επισκεφθεί το μουσείο μια αποσπασματική του εικόνα. Οι ρόλοι αντιστρέφονται, το μουσείο επισκέπτεται το κοινό του. Η ιδέα έχει εφαρμοστεί δεν είναι καινούρια. Για παράδειγμα, η «Ζέμπρα με ρόδες», όπως λέγεται το μουσειολεωφορείο στη Μποτσουάνα, επισκέπτεται χωριά που είναι διασκορπισμένα στην έρημο Καλαχάρι. Η Κιβωτός δημιουργήθηκε από τη συνεργασία της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Λέσβου με το Κέντρο Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του ΥΠ.ΠΟ και την Κ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Η Κιβωτός θέτει πολλαπλούς στόχους: παιδαγωγικούς, μουσειακής δεοντολογίας, κοινωνικού περιεχομένου και επιμορφωτικής πολιτικής.

Meligunis Lipara, vol. VI Χρίστος Ντούμας

Στον έκτο τόμο της σειράς Meligunis Lipara, οι συγγραφείς L. Bernabò Brea και Madeleine Cavalier καταθέτουν λεπτομερή απολογισμό των ανασκαφικών εργασιών που έγιναν στη νησίδα Filicudi κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960. Εκτιμούν ότι τα Αιόλια νησιά δέχτηκαν μετανάστες από το Αιγαίο κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. Τρανή απόδειξη ο οικισμός του Capo Graziano στη νησίδα Filicudi, χρονολογημένος στην περίοδο μεταξύ 2300 και 2000 π.Χ. περίπου, χρόνο άφιξης στο Αιγαίο των «Πρωτο-Ελλήνων». Κάποιος δικός τους κλάδος, πιστεύουν, εγκαταστάθηκε στο λόφο του Capo Graziano. Tα περί εισβολής των «Πρωτο-Ελλήνων» αντικρούει o Χρ. Ντούμας. Oι αρχαιολογικές μαρτυρίες, υπενθυμίζει, έχουν αποδείξει πως το Αιγαίο το εκμεταλλεύονταν οι νησιώτες του. Ως τη μεγαλύτερη απόδειξη αναφέρει την Πολιόχνη που, από τις αρχές κιόλας της τρίτης χιλιετίας π.Χ., ήταν αξιόλογος σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου πάνω στο θαλάσσιο δρόμο μεταξύ Αιγαίου και Μαύρης θάλασσας. Για λόγους ακόμη ανεξακρίβωτους, η Πολιόχνη και άλλα πρωτο-αστικά κέντρα του βορειο-ανατολικού Αιγαίου εγκαταλείφθηκαν γύρω στα τέλη της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου (περί το 2300/2200 π.Χ.). Άποψη του συγγραφέα είναι ότι οι νεήλυδες της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και οι μετανάστες των Αιόλιων νησιών είναι πρόσφυγες από τη Λήμνο.

Ξεχασμένα αρχαία θέατρα: απόσπασμα από το οδοιπορικό Μέμη Σπυράτου

Η σκηνοθέτις ενδίδει στην αίσθηση της αναζήτησης, στον ίδιο τον τόπο όπου εκτυλίσσεται το Δράμα. Σε μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Λήμνου, την Ηφαιστία, σώζονται τα ίχνη του θεάτρου της που χρονολογείται στον 5ο ή τον 4ο αιώνα π.Χ. Αποσπάσματα από τονΦιλοκτήτη του Σοφοκλή οδηγούν από τη μοναξιά του ήρωα στην τελική συμφιλίωση, στην επαναφορά της πανάρχαιας τάξης.

Μουσείο: Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λήμνου Αγλαΐα Αρχοντίδου-Αργύρη

Στους χώρους του παλαιού τουρκικού Διοικητηρίου προσαρμόστηκε η σύγχρονη επανέκθεση. Τα ευρήματα, που εκτίθενται με χρονολογική σειρά, προέρχονται από τις ανασκαφές της Ιταλικής Σχολής στην Πολιόχνη, το Καβείριο και την Ηφαιστία, τα ευρήματα της Κ΄ Εφορείας από τη Μύρινα κυρίως, περιλαμβάνονται όμως και οι αρχαιότητες από την Ίμβρο που είχε στείλει ο Επίσκοπος στην Αθήνα λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή. Αντίγραφο του Έρωτα που έφτιαξε ο Λύσιππος, σφίγγες και σειρήνες συντροφιά στον Κάτω Κόσμο, Απόλλωνας κιθαρωδός, αυλητής, γυναίκες μουσικοί, από τους τάφους των αθηναίων κληρούχων μελαμβαφή αγγεία αττικά, ειδώλια και σκεύη, τα ελληνιστικά εργαστήρια κεραμικής από την Ηφαιστία και τη Μύρινα, ο αποθέτης από το Καβείριο.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στον «Άι-Στράτηγο», στους Μπουλαριούς της Μάνης, αρχαιοκάπηλοι χάραξαν με καλέμι τοιχογραφίες προκειμένου να τις αποκολλήσουν –Ιερό του Ποσειδώνα του 11ου αιώνα π.Χ., το αρχαιότερο έως σήμερα, αποκαλύφθηκε στο Ποσείδι Κασσάνδρας στη Χαλκιδική –Τον Σεπτέμβριο του 1993 ο Πωλ Φωρ παρουσίασε στη Βικελαία Βιβλιοθήκη «Μερικά κρητομυκηναϊκά τοπωνύμια σε έναν κατάλογο του Φαραώ Αμένοφι του Γ΄ (1380 π.Χ.)»

Εκθέσεις

Στις 15 Μαΐου 1994 λήγει στη Φερράρα της Ιταλίας έκθεση με αντικείμενα από το νεκροταφείο της Σπίνα, μιας πόλης μεταξύ ελληνικού και ετρουσκικού κόσμου που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. στις εκβολές του Πάδου

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στη μνήμη της Μελίνας Μερκούρη, η Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία (Ε.Α.Ε.) κατέθεσε συμβολικό ποσό για το Μουσείο της Ακρόπολης – Με το ακρώνυμο ΘΕΤΙΣ (Θετικές Επιστήμες για την Τέχνη, Ιστορία, Συντήρηση) εμφανίζεται εταιρεία που ιδρύθηκε πρόσφατα με στόχο την παροχή υπηρεσιών σε θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς στην ελληνική και ξένη αγορά

Συνέδρια

Το Διεθνές Συμπόσιο «The Ceramics Heritage», που θα διεξαχθεί στη Φλωρεντία από τις 28 Ιουνίου έως 2 Ιουλίου 1994, έδωσε στη δημοσιότητα το προκαταρκτικό του πρόγραμμα – Το 1ο Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Η παλαιολιθική εποχή στην Ελλάδα και στις γειτονικές περιοχές» θα πραγματοποιηθεί στα Ιωάννινα, 7-11 Σεπτεμβρίου

Δημοσιεύσεις

Th. Skoulikidis & E. Kritikou, «Protective coating for marbles and stones using n-semiconductors as pigments» στο Structural Repair and Maintenance of Historical Buildings, τόμ. ΙΙΙ, 1993, σελ. 243-249 – P. Delopoulou, «Comparison of the corrosive action on Pentelic marble of mitrates and sulfates with the action of nitrogen-oxides and sulphur-dioxide», Atmospheric Environment, 26/B, 1993, σελ. 183-188

English summaries: Poliochni Alberto G. Benvenuti

The settlement of Poliochni, situated on a small precipice hill overlooking the sea on the eastern coast of the island of Lemnos opposite Troad, is one of the most significant sites of the Early Bronze Age in northern Aegean. Systematically excavated in the years 1931-1936, 1951-1953 and 1956 has, since 1985, become the objective of a wide restoration and exploitation campaign which, starting back from 1990, is also offering the possibility of re-examining the archaeological data. Being originally a village of huts in curvilinear plan, it substituted for an urban settlement, with megaron-type houses and imposing public buildings, whose inhabitants had a remarkable knowledge of metal work techniques. The settlement, surrounded by magnificent walls, was occupying the slope of the hill for almost the entire third millennium B.C., though less consistent traces indicate a more sporadic inhabitation even during the second millennium. The archaeological data prove as certain the relations of Poliochni with Troy and the other centers of the Troad, the northern Aegean, the Cyclads, in a major degree, as well as with important centers of mainland Greece. The necropolis of the settlement has not been located as yet, however, the intramural burials, not only of children, reveal an established ceremonial, rich in socio-cultural significance.

The Sanctuary of the Kabeiroi on Lemnos. Luigi Beschi

Although the origin of the cult and the genealogy of the Kabeiroi have remained obscure, the excavations of the Italian Archaeological School at cape Chloe have advanced our relevant knowledge. According to the results of this research project, that was initiated in 1937-1938 and has been continuing from 1982 until today, it seems highly probable that the first known sanctuary of the Kabeiroi with the oldest in the Greek region Telesterion was situated there. A number of graffiti on pottery finds, drawn in the same alphabet and leanguage with the known Tyrrenian stele from Kaminia, of the sixth century B.C. -presently in the National Archaeological Museum of Athens-, prove beyond doubt that this sanctuary is related with the Tyrrenians and that the problem of their origin as well as of their arrival to Lemnos is in all probability connected with the first appearance of the Kabeirian cult in the Aegean basin.

Myrina Under the Light of Excavations Aglaia Archontidou - Argyri

The excavational research of the last decade at Myrina, Lemnos, has brought into light new, abundant data concerning the ancient topography of the city and the history of the island. The remnants of a large littoral settlement at the site Richa Nera, which seems to resemble Poliochni, are proven to be of special importance for the inhabitation of Lemnos during the Early Bronze Age. As regards the historic times, the location of sanctuaries in and outside of Myrina, ceramic and koroplastic workshops, fortifications, cemeteries etc., certifies on the one hand the importance of the city -equal to that of Hephaestia- from the eighth century B.C. to the Roman period, included, and on the other its considerable extension.

The Inscriptions of the Archaeological Museum of Myrina, Lemnos Lillian Acheilara

The few inscriptions of the Archaeological Museum of Myrina, few if only compared to the plethora of the recorded ones in the bibliography for Lemnos, do not fall short of valuable information on history, civilization, religion and the general course of the island in antiquity and especially on the status quo that prevailed on Lemnos after the Athenians, under the leadership of Miltiades, took over and established there their klerouchoi. These inscriptions derive from excavations on Lemnos -at Myrina, Hephaestia and the Sanctuary of the Kaveiroi-and from accidental finds from this as well as from the neighboring Imbros and Tenedos island. Most of the inscriptions are decrees honouring individuals, natives or kierouchoi, who, in various ways, had benefited the demoi of the Lemnian "dipolis" (» with two cities). Funerary and votive inscriptions also exist while others are relevant to the liberation of slaves or to setting the boundaries of sanctuaries, houses and fields.

The traditional house of Lemnos

Simplicity and popular wisdom have dictated the formation and layout of the traditional house of Lemnos, a type of dwelling that has been adopted throughout the rural settlements and villages of the island and belongs to the broader rural architecture of Greece. It is a one or two-storied house with an oblong groundplan, built with visible stone masonry and topped with a double-sloping tiled roof. The Lemnian peasant -usually a farmer and cattle-breeder- in his role of architect has created the proper structure and layout for meeting his everyday needs. By composing his dwelling with simplicity and harmony, he has achieved a purely functional result, which could very well serve as a source of inspiration for contemporary architecture.  

Lemnian stonecarving Despoina Vogdanou - Konstantiou

The art of stonecarving has a long and rich tradition on Lemnos; the rocky mountains of the island have always supplied the necessary raw material in abundance. Unfortunately, this traditional art has almost completely vanished.The various creations of the stonecarvers, however, who worked with inspiration and excessive artistry for the embellishment of churches, mansions, funerary monuments and Heroa, bridges, fountains etc. These craftsmen still remain witnesses of its passed glory. From the great number of popular stonecarvers, who were active periodically on Lemnos, oral tradition has only preserved some of their names.

Aspects of the Popular Culture of Lemnos Angelos Delivorias

The author of the article puts certain questions regarding the traditional art of Lemnos, which remains practically unknown, due both to the absence of relevant evidence and to bibliographical poorness. Using as a starting point some figurative documentations of foreign travellers, he firstly approaches architecture, which periodically has more effectively attracted the scientific interest, and then continues with the examination of the interior decoration of houses. He advances further to an attempt of investigating woodcarving and painting, the latter been also conjectured by the ascertained work of modern folk artists. General remarks follow about the ceramic tradition and embroidery that must have been flourishing at the end of the eighteenth and the beginning of the nineteenth century, also interwoven with the embellishment of the Lemnian costume. The evolutionary course of the latter is traced through the impressions of travellers as well as on the basis of the few surviving specimens. In sharp contrast, the gold and silversmith's products are non-existent, as at least can be judged from the present results of the relevant research.

Koukonissi Christos Boulotis

As the excavations at the proto-urbanistic settlement of Poliochni have proven, the island of Lemnos has in many ways played an extremely important role in the framework of the so-called Trojan Civilization during the Early Bronze Age. According to the mythical tradition and the archaeological evidence the contribution of the island to the adoption and the Aegean transmission of the new revolutionary know-how, Metallurgy, was, as it seems, decisive. Primarily, the privileged geographic position of Lemnos -at the entrance to the Dardanelles, across the Troad- in combination with its suitable land morphology -fertile, broad plains and safe ancorages- must be considered as the basic factors for the cultural thriving of the island during this period. Thus, an impressive network of littoral, in their majority, settlements was developed, which still await for the archaeologist's pickaxe. One of these settlements, among the most important at it seems, is the Koukonissi isle, south of Lemnos, at the inner part of the Moudros Bay. The first surveys, besides a number of sherds from the historic period, produced abundant evidence of prehistoric inhabitation, especially at the northern part of the isle. Scattered building remnants, ceramics and clay spindles -perfectly corresponding to those from Poliochni and Troy-, sea-shells, scraps of consumed food, as well as a plethora of stone tools ascertain the great importance of Koukonissi during the Early Bronze Age. The finds surveyed so far, mainly ceramics, reliabiy witness to many superposed building phases. The inhabitation of the isle also went on during Middle and Late Bronze Age, as it is proven by the presence of Mycenaean sherds as well. Now is the turn for the systematic excavational research that has been scheduled to commence this year.

The Traditional Fountains of Lemnos Christos Boulotis, Olga Vaxevaneri

In the rich architectural polyptych of the island, the traditional fountains comprise an especially important chapter of the anonymous, in most cases, folk creation and serve as an indispensable vehicle of the local micro-history. The majority of the surviving fountains is dated from the second half of the nineteenth century to the beginning of the 1940's, included. Some of them and a few older ones have occasionally, and for various reasons, attracted the interest of foreign travellers. On the basis of the type of their roofing the fountains of Lemnos are divided in two groups: a. roofed fountains with supporting props and a free, functional space, similar to a vestibule, for weather protection of those waiting there for getting water, and especially of women while doing their laundry, b. unroofed fountains with a solid facade —from where the spout appears - in numerous morphical variations. Their sculptural decoration, mostly of symbolic character (cross, resettes, human and angelic heads, daemonic creatures, etc.) is sparing, although some examples exhibit a surprising sophisticated embellishment. Nevertheless, most fountains bear inlaid inscriptions referring to the year of their foundation and to the name of the sponsor, the latter being either the community or local benefactors or occasionally foreign dignitaries. The name of the craftsman, with a sole exception, is silenced; it has been entrusted to the oral tradition, which however is often forgerfull.

The Fire Technology on Age Lemnos in the Early Bronze Age Christos Doumas

The third millennium B.C. was a period of high prime for Lemnos. The first town of Europe was founded on its land, since the island happens to be situated at the cross-roads connecting two seas -the Aegean with the Euxine Pontus- at the most critical moment of the Aegean history. Mastering the technology of fire, the Aegean society started advancing by leaps and bounds towards its emancipation and, consequently, civilization. Specialized knowledge and raw materials for the development of metallurgy in the Aegean seem to be transferred from the eastern coasts of Euxine Pontus through the Vosporus and the Hellespont straits.Thus, Lemnos functioned as the first station of import and transmission of the new technology and its products. This is attested by the archaeological finds and is also echoed by the ancient myths about Hephaestus, the Kabeiroi, the Golden Fleece and the Argonauts.

The Mintage of Lemnos Vasso Penna

This short article is the early outline of a thorough study on the mintage of Lemnos. Special emphasis is laid on the dating of certain types of coins, which coincide with important stages of the historic evolution of the two local mintages, these of Myrina and Hephaistia. The conclusions drawn still being provisional and the coins' evidence fragmentary, cannot reject or confirm whatever theories are revealed through the study of the island's history or slightly suggested by concrete archaeological data. However, the concise description of types, brief iconographical commentary, and the search of chronological evidence are only a few of the excitements involved in this study. Nevertheless, on the basis of the frequency that local coin issues are found all over the island, the variety of iconographic types and the degree of differentiation of the coinage stamps, it is certain that the productive activity of both mints of the island remained in high levels throughout the Hellenistic period, although clear indications do exist for even earlier historic phases.

Kotzinos, the Medieval Fortress of Lemnos Charalambos Pennas

Kotzinos, the most important Medieval town and commercial harbour of Lemnos, second only to Palaeokastron (Kastro - Myrina), is located at the northern side of the island, close to the ancient Hephaestia, at the inner spot of the Bournias Bay. The gradual degeneration of the harbour of Hephaestia, mainly due to accumulation of silt during the Late Roman period, created the need for a bigger and safer harbour like Kotzinos, which thus was founded in the Middle Byzantine years. Today Kotsinas is a small village of fishermen in which the ruins of the Medieval walls represent the only witness to the second most important town of Lemnos during the Middle Ages. The financing of a peliminary research in the area, coupled with the "European" interest in fortified settlements that are endangered to vanish, offered the opportunity for an in situ investigation and study of the remaining evidence. The combination of the archaeological and historical data proves that the Medieval fortress Kotzinos -and its broader region- has been of crucial importance, since it could, and still can control the Hellespont straits, the major commercial station of the sea-route to Constantinople. Its significance is further ascertained by the continuous conflict mainly between Byzantine and Venetian merchants for the domination of the area as well as by the strong interest of the monasteries of the Mount Athos in their properties on the island, the metochia that occupy the most fertile land of Lemnos.

The Mandres of Lemnos Nikos Sifounakis

The architecture of the cattle-breeders of Lemnos is an Unknown Architecture that it is usually passed by without being evaluated. The products of this architecture are called mandres (= pens) not only on Lemnos but throughout the Aegean as well. They are made of simple materials, stone, wood and canes and their building technique remains unchanged in the span of 4000 years -from the Prehistoric period until today- as unaltered are the needs these structures serve. Still today on Lemnos hundreds of such buildings welcome and shelter the shepherd and his flock. On the basis of the cattle character of the area -pure or mixed- and the capacity of the flock the mandres are divided in five types: Type A: Original, B: Agricultural, C: Agricultural-Cattle, D: Cattle, E: Family. The thorough analysis of each type offers the possibility not only the building and compositional ability of its creator to be studied but mainly the way of living in past, old times to be known and understood.

The “Kivotos” is Touring Lesbos and Lemnos Evi Pini, Nancy Selendi

The "Kivotos' (=Arc)) is a bus-museum touring the towns and villages of Lesbos and Lemnos and transporting pictures from the local history and civilization. The first acquaintance of the "Kivotos" with the school communities is made through the educational program "Eastern Aegean: Pictures from the Past. Lesbos and Lemnos from the Prehistoric Period to the Hellenistic Age" that aims to make the youths aware of their cultural heritage and its protection.

The Museum of History of Children’s Toys and Books at Myrina Christos Boulotis

"A collection of more than 6,000 toys, dating from antiquity (copies) until the beginning of the 1960's decade, as well as hundreds of rare children's books compose the core of the Museum of History of Children's Toys and Books which is going to be established soon at Myrina, on Lemnos island. In accordance with the other objectives of the museum, the creation of a relevant research center has been scheduled, aiming to the investigation of all aspects regarding the symbolic dimension of children's game, its socio-anthropolo-gical extension and financial parameter as well as its educational and therapeutic role. "  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (I) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Τα επιθετικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων διακρίνονται σε: α)αγχέμαχα, δόρυ, ξίφος, εγχειρίδιο και β) εκηβόλα, ακόντιο, τόξο, σφενδόνη. Τα κύρια αμυντικά όπλα είναι η ασπίδα, ο θώρακας, το κράνος και οι κνημίδες. Το δόρυ αποτελείται από το ξυστόν, ξυσμένο ξύλο μελιάς ή κρανέας, και φέρει στο ένα του άκρο τη λόγχη. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται η σάρισα, κύριο επιθετικό όπλο της μακεδονικής φάλαγγας. Στο ξίφος, μέγεθος και σχήμα ποικίλλουν. Ξίφος μήκους 55 εκ. περίπου, τοποθετημένο στη θήκη του, τον κολεό, κρεμόταν με κοντό τελαμώνα στην αριστερή πλευρά των οπλιτών της φάλαγγας.

Τεύχος 98, Μάρτιος 2006 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Η αυτοκτονία στις αρχαίες εικαστικές τέχνες Antonio Corso

Ο Αίας μπήγει το ξίφος στο έδαφος για να αυτοκτονήσει. Μελανόμορφος αττικός αμφορέας που αποδίδεται στον Εξηκία, περ. 540 π.Χ.

Η αυτοκτονία στην αρχαία τέχνη Anton J.L. van Hooff

Η αυτοκτονία της Διδώς. Μικρογραφία από τον κώδικα Virgilius Vaticanus, Lat. 3225 φ. 40.

Αβεβαιότητα και βεβαιότητα στο πρώιμο ελληνικό μυθιστόρημα. Νοήματα της αυτοκτονίας Susanne MacAlister

Ο Θεαγένης λαμβάνει τιμητικό βάιο από τη Χαρίκλεια. Άμπραχαμ Μπλούμαρτ, Mauritshuis, Χάγη.

Ο Φαέθων, ο Φάων της Σαπφούς και ο Λευκός Βράχος της Λευκάδας Gregory Nagy

Η Αφροδίτη ξαναδίνει τη νιότη και χαρίζει ομορφιά στον Φάωνα. Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφη υδρία, 410 π.Χ.

Γυναίκες αυτόχειρες στην αρχαιότητα Χάρις Δεληγιώργη

Η Φαίδρα, ο Ιππόλυτος και ο Έρως. Ψηφιδωτό από την "Οικία του Διονύσου", Νέα Πάφος, αρχές 3ου αι. μ.Χ.

Το φαινόμενο της αυτοκτονίας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους Ευανθία Κυριαζή

Η αυτοκτονία της Λουκρητίας. Μουσείο Καλών Τεχνών, Caen.

Οι Στωικοί περί της αυτοχειρίας Ανδρέας Μάνος

Ανίμπαλε Καράτσι, "Αφροδίτη και Αγχίσης", Palazzo Farnese, Ρώμη.

Η αυτοκτονία του Αίαντα στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή Γιάννης Νηματούδης

Οι Αχαιοί βρίσκουν τον Αίαντα νεκρό, πεσμένο στο γυμνό ξίφος.

Αυτόχειρες στην αρχαιότητα Ιωάννης Πετρόπουλος

Η Σαπφώ όπως απεικονίστηκε από τον Γκυστάβ Μορώ, 1871 (λεπτομέρεια).

Αυθαίρετος θάνατος. Από την αυτοκτονία στον κοινωνικό βίο Ιωάννης Πετρόπουλος

Ερυθρόμορφο αγγείο Δούριδος (500-460 π.Χ.), Φλωρεντία, Museo Archeologico Nazionale.

Άλλα θέματα: Τρία έμβολα πολεμικών πλοίων της κλασικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής Γιώργος Βαρουφάκης

Έμβολο (Μουσείο Κανελλοπούλου)

Η μυκηναϊκή κοινωνία με βάση τη μελέτη του ταφικού υλικού Κωνσταντίνος Γαλανάκης

Ταφικός Κύκλος Α στις Μυκήνες.

Τα υλικά και οι τεχνικές κατασκευής της ρωσικής εικόνας μέσα από τις πηγές. Εικονογραφικές οδηγίες (15ος-19ος αι.) Αικατερίνη Ταλάρου - Γανίτη

"Εις Άδου Κάθοδος", 16ος αι. Χρυσοκονδυλιές στις ακτίνες της δόξας του Ιησού με την τεχνική ίνακοπ.

Αθηνά και Ζευς του Φειδία. Μια ερμηνεία Έλενα Τσίκιζα - Νικολακάκη

Αναπαράσταση του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Ολυμπίου Διός.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής Νικολίτσα Κοκοτάκη

Χρυσή προτομή Σεπτίμιου Σεβήρου, Πλωτινόπολη.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Έκθεση Φωτογραφίας Ελένη Μητσάκη

Γενική άποψη του ναού της Αρτέμιδος στην Αυλίδα. Σε πρώτο πλάνο το άδυτο του ναού.

Βιβλιοπαρουσίαση: Νάνση Τουμπακάρη, Ο Λιόντας, Αθήνα, 2006 Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Οι περιπέτειες ενός μικρού ιστορικού κτιρίου στον Χάνδακα Εμμανουήλ Παπουτσάκης

Η ιδιοκτησία Παπουτσάκη πριν από την καθαίρεση των κονιαμάτων.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, ηλεκτρονικές εκδόσεις, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας

English summaries: Suicides in antiquity Ioannis Petropoulos

Although it is unknown as a term in ancient Greek, suicide is nevertheless present in Graecoroman antiquity. Ajax, an emblematic suicide, turned his deed into an act of bravery. However, suicide is approved of, when it protects male honour. What if, though, the hero’s suicide is due to a narcissistic trauma? From among the real or mythical women suicides, Sappho stands out for her “drowning”. What, however , is its symbolism? The five “Romantic” novels of late antiquity are haunted by despair in love, but intended suicide acts as an affirmative gesture to life. For the Romans, the suicide’s methods conceal all sorts of symbolisms. The stoic philosophers Seneca and Epictetus were in favour of a voluntary exit from the game of life.

Suicide in Ancient Art Anton J.L. van Hooff

Suicide is often denoted as the “Roman Death” in the Anglo-Saxon world. The expression stems from the conviction that self-killing was common in the ancient world. However, on the basis of the available data it is not possible to corroborate this belief. In my 1990 monograph entitled From Autothanasia to Suicide. Self Killing in Classical Antiquity 960 instances were processed. During the years the number of my ghastly collection has grown to 1317.. As an historian I am not qualified to assess the aesthetic meaning of an individual work of art nor its place in a specific genre. My questions are basic and global: which suicides were represented? Were specific methods favored or avoided by art? If so, why? What is the proportion of male versus female suicide in art? Are these distinct patterns for Greek and Roman iconography of self-killing? The answers to these questions may help to establish the significance of art for understanding the ancient paradigm of mors voluntaria. The way an individual puts an end to his or her life is the most objective method to group the representations. Therefore, this paper discusses the material to the method used.

Suicide in the Visual Arts of Antiquity Antonio Corso

The article focuses on the visual representations of suicide in antiquity and examines their literary background: Ajax’s suicide is thoroughly narrated in the cyclic poems, an epos that was disseminated in the entire Greek world through the popular representations of this episode, decorating in the archaic period pottery, shields and architectural sculpture. In the fifth century B.C. the tragedies of Aeschylus and particularly those of Sophocles presenting Ajax’s suicide probably inspired the celebrated painter and toreutics artist Parrausius to create a work with this subject and equally influenced the vase-painting repertoire in the decades that followed. The shift of interest towards representations of real events that occurres after Aristotle’s explains the success and popularity of a series of sculptures, ranging from the Pergamene to Roamn art, which portray the suicide of defeated barbarian leaders. Finally, suicides caused by love as well as their impact on Roman wall paintings are considered.

Phaethon, Sappho’s Phaon, and the White Rock of Leukas Gregory Nagy

Sappho identifies herself with Aphrodite and Phaon with Phaethon. By diving from the White Rock of Leukas, she does what Aphrodite does in the form of the evening star, diving after the sunken sun in order, next morning, as the morning star, to bring him back from the dead in pursuit of her.

The Suicide of Ajax in the Homonymous Tragedy of Sophocles Yiannis Nimatoudis

In his tragedy Ajax Sophocles outlines the psychological portrait of the tragic hero and stresses the internal procedures that lead him to take his own life. The character of Ajax is depicted rigorous and strict with a supercilious, excessive appreciation of his won heroism that reaches impudence and arrogance. Ajax identifies himself with the behavioral model of valor and heroism that the figure of his severe but glorified father represents. He will not dare to stand before his father before he himself would accomplish the heroic deeds of his model. The supercilious self-esteem of Ajax and his rigid and arrogant nature suggest a narcissistic pathology, which is connected with an equally pathological “ideal Ego” that displays unfeasible or excessive ambitions as well as compulsive feelings of disgrace and makes man unable to face the consequences of his actions and the criticism of others. Ajax’s reaction to the outcome of the “crisis of arms” will reveal the susceptibility of his character. The course of the play follows the route of the psychical clashes of Ajax. The shame, humiliation and insult he feels because of the outcome of the “crisis of arms” cause a strong narcissistic trauma that leads the hero to revenge in order to restore his haughty self-appreciation. Driven by his narcissistic furor (with the intervention of the goddess Athena, according to Sophocles), he switches to a situation of “madness” and dispatches the cattle of the Achaeans in an illusion that he slaughters his hateful enemies. Regaining the perspicacity of his conscious of his nature that he is unable to change and thus he commits suicide in a desperate effort to restore his pathological insolence. Ajax takes his own life, since disgrace has deprived him of honor, the major reason of his existence.

Authairetos Thanatos: From Suicide to Social Life. Ioannis Petropoulos

Although the ancient Greek language has no single term for “suicide”, our sources-particularly the myths, the historians, funerary epitaphs and dream-books- abound in revealing information on how the Greeks regarded the self-killing of a member of their society. The article examines two representative cases from the mid- fourth century B.C. First, the case of the Athenian politician Timarchus who was alleged to have prostituted himself to other men in his youth, having welcomed upon his body the “sins of a woman”. After being sentenced to atimia (in effect, a humiliating and lifelong public silence and withdrawal), Timarchus is reported to have hanged himself. The report, based on a literal reading of a passage in Demosthenes XIX, 2, is late (pseudo-Plutarch), yet seems plausible enough in the light of the social dynamics of the fourth-century B.C. Athens: atimia could have provoked suicide in a society in which social cohesion and the need to conform were extremely intense. Second, the flamboyant, pseudo-altruistic suicide of Pausanias, Phili II’s eromenos, as recounted in Diodorus Siculus (XVI. 93. 3-7). Both suicides were triggered by the invective that alleged violation of dikaios eros, that is properly managed homosexual relations. Both allegations “feminized” the accused and thereby cast a shadow on his competence and solidarity as a citizen-soldier. As we hope to show, these parallel suicides-a kind of diptych-shed light on one another and together confirm a number of ancient mentalities regarding not only suicide but also masculinity and “male honor”.

Stoics’ Approach on Suicide Andreas Manos

In the Hellenistic period when Stoicism flourished, suicide was “in fashion”. No matter how paradox it may seems, the Stoic, a rare human type, had the right to commit suicide for five different reasons. He was excused to take his own life, when his bliss, a state of euphoria similar to that of god, was threatened, since, according to Stoic philosophy, god, nature and the word were equivalent sizes, related to each other with sympathy. Zemo of Citium, the founder of Stoicism, committed suicide, when a heavenly “sign” announced to him that his time had come to depart from his world. The doctrines of the Cynics contributed in general to the philosophy of Stoics and particularly to their approach on suicide. The reasoning of J.M. Rist, an expert on Stoicism, that Plato and Aristotle consider suicide permissible under certain circumstances brings afore various persuasive arguments and interesting questions regarding this subject, which breaches the internal cohesion of the Stoic system of philosophy.

Uncertainty and certainty in the early Greek novel. Meanings of suicide Susanne McAlister

The young and beautiful lovers of the ancient Greek novels attempt escape from some stalemate situation which introduces uncertainty to the desired outcome of their love. In their quest for togetherness, they depart their normal environment, risking their lives, and passively submit themselves to ordeals in alien parts. They might thus be seen as fixed props on which are pinned a symbolic expression of a search for self-definition and social role. But it is while in the chaotic, alien world that the isolated protagonists find themselves most lacking in social identity; and it is also in this alien world that the individual protagonist attempts his or her own ultimate act of personal control:suicide. Typical of all suicide scenes in the novels is loss of hope, defeat and resignation. For purely personal reasons- always despair over the perceived loss of their loved one- all of the novels’ protagonists attempt, or threaten to kill themselves. Thus the protagonists’ risk-taking, which started their ordeals in the alien world, is an act born out of a feeling of uncertainty; in contrast, the protagonists’ suicide acts within their alien world ordeals arise from a sense of certainty. The protagonists’ constructed meanings for their suicide actions show that they know beyond all doubt that there is no hope of attaining their love (and social identity) in the future, that all is irretrievably lost. While the lovers, through their risk-taking departure from their homelands were communicating the question “Who am I?”, through their suicide acts they are communicating the answer “I know who I am, I am nobody”. At the determination of each suicide attempt, the individual protagonist possesses a certainty of his or her social identity as a nobody in the absence of order.

Women Suicides in Antiquity Charis Deligiorgi

The article deals with four of the many cases of women in antiquity that intentionally took their own life: Sappho, Phaidra, Iocaste and Cleopatra. However, the circumstances prevailing in the time each one of them lived concealed the personal, social and political causes of their suicide.

The Phenomenon of Suicide in the Roman Period Evanthia Kyriazi

The phenomenon of suicide in antiquity and in the Roman period in particular is a complex subject with many aspects that need to be studied. In most cases only the motive that drives a person to commit suicide is known, while his childhood. Experiences and mental balance are latent. The choice of method by which the individual intentionally takes his own life, such as starvation, setting himself on fire, taking poison or hanging himself, has a specific symbolism and a great importance. The motives driving a person to commit suicide, such as mania, physical pain, dedication, disgrace and others, must be approached through the way of thinking of those living in the Roman age, which is also relevant to their social up bringing. The Roman laws were referring only to specific cases of suicide, such as the suicide of soldiers, while the jurists of the period laid particular stress on such cases as the suicide of the defendant who would take his own life during his trial. Finally, we must note that there were no social or ethical limitations in representing suicide either in visual arts or theatrical plays, drama and comedy. Some of the surviving works of art, such as the wall painting of Pyramus and Thisbe or the sculpture of the Gaul who turns his sword to himself after having killed his wife, give us an adequate idea of how the suicidal act was represented.

Interpreting Mycenaean society through its burial practices Konstantinos Galanakis

The Mycenaean world undoubtedly displays a unique form of “burial” culture which in addition to its architectural expressions (shaft, chamber, vaulted graves) and artistic manifestations (funeral offerings), also reveals the structure of its society. Thus, the study of Mycenaean burials discloses the close relation of funerary practices and customs with Mycenaean society and how this society was organised. Furthermore, the social stratification and status as well as the political and economic level both of individuals and of the society they lived in are reflected in the funerary rituals and in the basic types of burial of the Late Helladic period.

Three bronze rams from ancient warships of the Classical, Hellenistic and Roman period Georgios Varoufakis

This article focuses on three bronze battering rams from ancient warships of the Classical, Hellenistic and Roman periods, found in Greece. The first is exhibited at the Archaeological Museum of Piraeus, the second is on show at the Archaeological Museum of Ioannina in Northern Greece. The latter is in fact a mere fragment of a ram that was found on the site of the Nicopolis excavations. It is part of a group of battering rams decorating the monument of Octavian Augustus, built to commemorate his victory over the combined fleets of Queen Cleopatra of Egypt and Marcus Antonius in the naval battle of Aktion in 31 BC. The third is a very small, ram-like object with a peculiar shape-its identity will be discussed later- strikingly different from the other two. It is on show at the Kanellopoulos museum in Athens. The study of the three battering rams from the point of view of metallurgy has led to significant conclusions regarding their chemical composition, anti-corrosive behaviour in sea water, physical and mechanical properties and overall design.

An interpretation of Pheidias’ statues of Athena and Zeus Elena Tsikiza-Nikolakaki

The name of Pheidias is related to two exceptionally beautiful and sumptuous statues; that of Athena Parthenos and that of Zeus. Made of gold and ivory, the statue of Athena was housed in the nave of the Parthenon, while the other statue was housed in the temple of Zeus in Olympia. The iconography of these two statues and their pedestals is derived from mythology and is very interesting from a historical, sociological and political point of view. As the forerunner of philosophy and history, Mythology supplied artists with material for the creation of associations necessary to the spectator. The figures depicted on the shield of Athena and on the throne of Zeus, conveyed a message from the creator of the two statues to the visitors to the two ancient sanctuaries, that of the temple of Athena that stood on the Acropolis of the city that was the centre of the Athenian alliance, and the sanctuary of Zeus at the Panhellenic centre of Olympia. Both symbolised a world lost to us today, which left its traces and exerted an influence on Christianity, the new religion. Although these mythical works of art perished in the age of the Byzantine Empire, their fame has remained indelible.

Materials and techniques used on 15th to 19th century Russian icons Aikaterini Talarou-Ganiti

Russian icons are painted with egg tempera on a wooden medium which is usually made of linden and is supported on its reverse by horizontal wooden bars. The obverse is generally dressed with linen on which the preparation for painting, a mixture of plaster or chalk with sturgeon or animal glue and linseed oil, is applied. The preliminary sketch is drawn according to the models or instructions of iconographic manuals; it is made with charcoal and is accentuated with ink. The finished painting is coated with a protective layer of “alifa”, a varnish consisting of progressively drying linseed oil and amber. Gold, mixed with egg white and occasionally combined with boll is used for gilding, while gold sheet is employed for gold striations, either plain, in which case it is applied according to the “inakop” technique, or dissolved in sour cherry-tree glue and mixed with egg white. Egg-yolk and “kvas” are the cohesive agents of pigments.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μια αλυσίδα για να γνωρίσεις τα πολύ πολύ μακρινά χρόνια: Γεωλογία Μαρίζα Ντεκάστρο

Μια καταβύθιση δημιούργησε τούτη τη λιμνούλα.

Τεύχος 130, Αύγουστος 2019 No. of pages: 144
Editorial: Αύγουστος 2019 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Με αφορμή το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας, είχαμε την τιμή να συνομιλήσουμε με τον διαπρεπή ιδιωτικό ερευνητή, κύριο Γιώργο Τσούκαλη. Είναι προφανές πως η επιτυχία που έχει γνωρίσει ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι απόλυτα δικαιολογημένη από τα προσόντα που διαθέτει και έχει επιστρατεύσει στην επαγγελματική δραστηριότητά του, δεν είναι συγκυριακή. Επιπλέον, όπως διαπιστώνεται από την επικοινωνία και τη συναναστροφή μαζί του, πρόκειται για έναν πραγματικό κύριο. Τα όσα μας εμπιστεύτηκε είναι συγκλονιστικά και εγείρουν έντονα συναισθήματα γύρω από τη μοίρα του υλικού πολιτισμού μας και τις επιπτώσεις της στην εθνική ταυτότητά μας. Στην πορεία της καριέρας του έχει σώσει αμέτρητους εθνικούς θησαυρούς από αρχαιοκάπηλoυς και ιερόσυλους. Τα αγαθά αυτά θα ήταν καταδικασμένα να αλλάζουν χέρια που μόνο το κέρδος υπολογίζουν, αποξενωμένα από το περιβάλλον στο οποίο πραγματικά ανήκουν, από το οποίο προσδιορίζονται και το οποίο προσδιορίζουν. Όταν εξαφανίζονται αυτά τα αγαθά, χάνουμε κομμάτια της ιστορίας μας και, κατά συνέπεια, της ταυτότητάς μας. Αυτό πιστεύει και ο κύριος Τσούκαλης. Έχει ταχθεί έμπρακτα και με αυταπάρνηση στη δίωξη αυτού του εγκλήματος, από το οποίο θίγεται το κοινωνικό σύνολο, το έθνος αλλά και ο οικουμενικός πολιτισμός. Ο σεβασμός και η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι επένδυση, είναι διατήρηση της αξιοπρέπειας. Απόδειξη ότι αξίζουμε τα δώρα που βρέθηκαν στον δρόμο μας, ότι μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε τι προστατεύεται και τι απεμπολείται.

Συνέντευξη: Γιώργος Τσούκαλης – Σκάκι με τους αρχαιοκάπηλους

Ο Γιώργος Τσούκαλης. Καταξιωμένος ιδιωτικός ερευνητής, ο Γιώργος Τσούκαλης έχει μια παράπλευρη αδυναμία: είναι στρατευμένος στην πάταξη της αρχαιοκαπηλίας. Στο βιβλίο του Λαθρέμποροι ιστορίας. Επιστροφή των 20 θησαυρών (εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2012), παρουσιάζει είκοσι υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας από το 1991 έως το 2012, τις οποίες έλυσαν ο ίδιος και οι συνεργάτες του. Μας ταξιδεύει εδώ κι εκεί στην ηπειρωτική Ελλάδα, ακολουθώντας τα ίχνη των αρχαιοκάπηλων και της λαθραίας συγκομιδής τους. Υπάρχει αναμέτρηση, υπάρχει σασπένς. Εκείνος προσπαθεί να τους παρασύρει σε παγίδα, οι άλλοι μπλοφάρουν προκειμένου να φυλάξουν τα νώτα τους. Η ατμόσφαιρα έχει κάτι από κατασκοπευτική ταινία ή και θρίλερ. Η συνεργασία του Γιώργου Τσούκαλη με την Ελληνική Αστυνομία ξεκίνησε το 1991. Η αρχή έγινε στα Μέγαρα με μια μεγάλη ανάγλυφη επιτύμβια πλάκα από μάρμαρο. Ακολούθησαν υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα τόσο διαφορετικά όσο μια αρχηγός κυκλώματος σωματεμπορίας, που είχε παράλληλα οργανώσει μεγάλο δίκτυο αρπαγής και μεταφοράς βυζαντινών εικόνων, ένας ιδιαίτερα γνωστός γκαλερίστας, ένας συντηρητής έργων τέχνης, δύο αντικέρ, ένας απόστρατος συνταγματάρχης, ένας μετρ γνωστού ξενοδοχείου κ.ά. Η σημαντικότερη ίσως υπόθεση αρχαιοκαπηλίας στην Ελλάδα είναι μυθιστορηματική: Ύστερα από πολυετείς ενέργειες, το 1998 επαναπατρίζονται από το Μαϊάμι τα 277 αρχαία αντικείμενα που είχαν κλαπεί από το Μουσείο της Κορίνθου τον Απρίλιο του 1990. Οι δράστες, έχοντας τότε τραυματίσει σοβαρά το φύλακα, είχαν μπει στο μουσείο από τα κεραμίδια. Το 2011, σημειώθηκαν δύο επιτυχίες που ξεπέρασαν κατά πολύ τα ελληνικά σύνορα: Ανακτήθηκαν το «Κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου», ο πίνακας του Ρούμπενς που είχε κλαπεί το 2001 από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Γάνδης, και ένα χρυσοκέντητο Κοράνι. Την ίδια χρονιά αποτράπηκε η πώληση ενός αγαλματιδίου της θεάς Εκάτης που προερχόταν από την περιοχή της Κορίνθου ή της Νεμέας. Τα χρηματικά ποσά που διακυβεύονται είναι διόλου ευκαταφρόνητα. Στο κέρδος προσβλέπουν άλλωστε όσοι ανακαλύπτουν τα περιζήτητα αρχαία και επιθυμούν να τα πουλήσουν, πόσω μάλλον οι διακινητές που αναζητούν ή «έχουν έτοιμο» τον τελικό αποδέκτη. Τρίτο και τελευταίο πρόσωπο αυτής της διαδρομής, ο αγοραστής, ενδέχεται να εμφορείται από αγάπη για τις ελληνικές αρχαιότητες — εκτός εάν η απόκτησή τους ενισχύει απλά το κενόδοξο κοινωνικό του γόητρο. Είναι πάντως διατεθειμένος να πληρώσει αδρά. Και το εμπόριο αρχαιοτήτων καλά κρατεί.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης: Ελληνορωμαϊκά αριστουργήματα στη Νέα Υόρκη Κωνσταντίνα Ζήδρου

Αττική επιτύμβια στήλη από πεντελικό μάρμαρο (περ. 360 π.Χ.), στην οποία απεικονίζεται οικογένεια. Είναι μία από τις αρτιότερες επιτύμβιες στήλες της Κλασικής περιόδου. Στην καρδιά του Μανχάταν, ακουμπώντας στο δυτικό όριο του Central Park, το κεντρικό παράρτημα του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης παρουσιάζει ένα πανόραμα πολιτισμών που εκτείνονται σε περισσότερες από πέντε χιλιετίες και περιλαμβάνουν θησαυρούς που έχουν συγκεντρωθεί από κάθε γωνιά της γης. Μία από τις συλλογές του απαρτίζεται από εξαιρετικά έργα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, όλα τους υψηλής καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας.

Θέματα: Αρχαιολογική τοπογραφία της Άνω Μεσσηνίας Ξένη Αραπογιάννη

Νέδα. Θέση «Μπέρεκλα». Τα ερείπια της εκκλησίας του Άι-Στράτηγου, που είναι κτισμένη επάνω στα θεμέλια του ναού του Νομίου Πανός. Οι γοητευτικές τοποθεσίες της Άνω Μεσσηνίας κρατούν ακόμη μυστικές τις θέσεις που αναφέρουν οι αρχαίες πηγές. Η αρχαία Ανδανία, μυθική κοιτίδα της μεσσηνιακής επικράτειας, δεν έχει ταυτιστεί. Ωστόσο, αποκαλύφθηκαν τα λείψανα μεγάλου δωρικού ναού των πρώιμων κλασικών χρόνων, ο οποίος αποδίδεται στον Απόλλωνα. Ο ναός βρίσκεται σε άμεση οπτική επαφή με το ναό του Επικουρίου στις Βάσσες.

Αυλαία ξανά! Μελίνα Φωτοπούλου, Παναγιώτης Κωσταλούπης

Η ζωγραφισμένη αυλαία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Ένα ειδυλλιακό ξέφωτο με ψηλά δέντρα και κελαρυστά νερά. Μια παρέα από Νύμφες ακούνε μαγεμένες τη μουσική του Ορφέα. Εκείνος, απόμακρος, στρέφεται εκστατικός προς το ηλιοβασίλεμα. Η αυλαία, μεσοπολεμικό δημιούργημα του σκηνογράφου Θεόδωρου Αρμενόπουλου, είχε βίο περιπετειώδη και δεν θα είχε καλή κατάληξη αν δεν έπεφτε στα έμπειρα και ευαίσθητα χέρια της ομάδας συντήρησής της.

Ιερό ένδυμα στο προϊστορικό Αιγαίο Τίνα Μπολώτη

Τοιχογραφία από το θρησκευτικό κέντρο του ανακτόρου των Μυκηνών, 13ος αι. π.Χ. Γυναικεία μορφή (θεότητα; ιέρεια;) με πόλο στο κεφάλι. Τα εικονογραφημένα ευρήματα των ανασκαφών στο Ακρωτήρι, τη Μινωική Κρήτη και τις Μυκήνες αναδεικνύουν μια ενδυματολογική εμφάνιση που αποκαλείται «ιερή» ή «ιερατική», μια φορεσιά επίσημη και εξαιρετική με ανάλογα εξαρτήματα και περίτεχνη κόμμωση για τις γυναίκες. Γίνεται όμως να διακρίνουμε το ιερό από το κοσμικό σε σκηνικά με έντονο τελετουργικό πρόσημο;

Τέχνη και τεχνολογία στα ψηφιδωτά της Κύπρου Μαρίνα Σολομίδου-Ιερωνυμίδου, Ελευθέριος Χαραλάμπους

Ψηφιδωτό που απεικονίζει την Κτίσιν (αρχές 5ου αι. μ.Χ.). Οικία Ευστολίου, Κούριον. Διάσπαρτα σε όλη την Κύπρο, τα ψηφιδωτά δάπεδα καλύπτουν έκταση που αγγίζει τα 13 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανέλαβε να μελετήσει την τεχνολογία κατασκευής τους. Ερευνήθηκαν ο τρόπος δημιουργίας του στρώματος ψηφοθέτησης, τα κονιάματα που χρησιμοποιήθηκαν ως υποστρώματα και ως υποδομή για τη σωστή στήριξη των δαπέδων, ο τρόπος επιλογής και κοπής των πετρωμάτων και η αξιοποίηση των φυσικών και μηχανικών τους ιδιοτήτων, καθώς και ο τρόπος ψηφοθέτησης και τοποθέτησης των ψηφιδωτών.

Ετρουσκικά αρχαϊκά κοσμήματα Βίβιαν Στάικου

Χρυσό επιστήθιο κόσμημα από σφυρήλατο χρυσό έλασμα και ενθέσεις κεχριμπαριού. Palestrina, αρχές 7ου αι. π.Χ. Εκθαμβωτικής ομορφιάς, η χρυσοχοΐα των Ετρούσκων φανερώνει τον κοσμοπολιτισμό της κοινωνίας τους και τη στενή επαφή με τις τέχνες της Ανατολής. Τα κοσμήματά τους είναι αναγνωρίσιμα από την τελειότητα των τεχνικών διακόσμησης. Στην κοκκίδωση, τα σφαιρίδια γίνονται τόσο μικροσκοπικά που μοιάζουν με χρυσόσκονη. Σκεπτόμενες μαϊμούδες και πάπιες καμαρωτές προσμετρούνται σε έναν εκρηκτικό αριθμό ζώων, πραγματικών και φανταστικών, που συγχρωτίζονται ελεύθερα με ανθρώπους, με θεϊκές μορφές και ιερά σύμβολα.

Μικρό αφιέρωμα: Σελευκιδικοί θησαυροί: Η νομισματική παραγωγή του Αντιόχου Γ’ Παναγιώτης Ιωσήφ

Αργυρό τετράδραχμο Αντιόχου Γ' με κεφαλή του βασιλέως στον εμπροσθότυπο. Νομισματοκοπείο ΔΕΛ, 17,06 γρ., 29 χιλ., 12. SC 1063 (Ιδιωτική συλλογή «The Medicus collection»). Η «Βάση Θησαυρικών Δεδομένων των Σελευκιδών» επιτρέπει τη μελέτη των νομισμάτων που έκοψε ο Αντίοχος Γ' αλλά και των θησαυρών που οι ιδιοκτήτες τους απέκρυψαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Ο Αντίοχος Γ' αξιοποιεί τα προϋπάρχοντα νομισματοκοπεία της Μεσοποταμίας, τα νομίσματά του όμως έχουν δυτικόστροφο προσανατολισμό με τελικό προορισμό τη Μικρά Ασία. Τη νομισματική του παραγωγή χαρακτηρίζει η εξαιρετικά πλούσια κοπή χάλκινων νομισμάτων που συνδέονται με την πληρωμή των πολυάριθμων στρατιωτικών φρουρών στην επικράτειά του.

Ρωμαϊκοί θησαυροί Χαρίκλεια Παπαγεωργιάδου

Εύρημα από οικία στην Cosa, λατινική αποικία στα τυρρηνικά παράλια. Αποτελείται από 2.004 αργυρά δηνάρια, τα τελευταία από τα οποία χρονολογούνται στα 74–72 π.Χ. Συνδέεται άμεσα, δηλαδή, με τη δήωση και την καταστροφή της πόλης από Τυρρηνούς πειρατές το 70 π.Χ. Οι αιτίες για αποθησαυρισμό δεν εξαντλούνται στις πολεμικές συγκρούσεις. Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια ενδέχεται να πυροδοτούνται και από λόγους ακραιφνώς οικονομικούς. Άλλωστε, πόλεμος και χρήμα είναι έννοιες αλληλένδετες. Οι βαρβαρικές εισβολές στα τέλη του 3ου αιώνα που συντάραξαν την αυτοκρατορία συνοδεύτηκαν από μια μαζική υποτίμηση. Η μελέτη της σύνθεσης των «θησαυρών» αποκαλύπτει τις διακυμάνσεις στην αξία του χρήματος και, κατ’ επέκταση, στην ευρύτερη οικονομική και χρηματιστηριακή αυτοκρατορική πολιτική.

Αρχαιολογικός χώρος: Λιμένας Κυλλήνης-Γλαρέντζας Τώνια Μουρτζίνη, Αθανασία Ράλλη

Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου. Διακρίνονται τα κατάλοιπα του αρχαίου λιμένα της Κυλλήνης, της μεσαιωνικής πόλης και του λιμένα της Γλαρέντζας (2004). Ο αρχαιολογικός χώρος Κυλλήνης-Γλαρέντζας βρίσκεται στην τοπική κοινότητα Κυλλήνης του Δήμου Ανδραβίδας-Κυλλήνης της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, σε μικρή απόσταση από το σύγχρονο ομώνυμο του χωριού λιμάνι, που εξυπηρετεί τη θαλάσσια επικοινωνία της Πελοποννήσου με τα νησιά του νοτίου Ιονίου. Πρόκειται για το χώρο όπου ιδρύθηκε το λιμάνι της αρχαίας Κυλλήνης αρχικά και της μεσαιωνικής Γλαρέντζας αργότερα. Η θέση, στο βορειοδυτικό άκρο της δυτικότερης χερσονήσου της Πελοποννήσου, βόρεια του ακρωτηρίου Χελωνάτας στον Κυλλήνιο κόλπο, ασφαλής και στρατηγική, αποτέλεσε το μοναδικό λιμάνι της περιοχής από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας και διαχρονική πύλη επικοινωνίας της Ελλάδας με τη Δύση.

Τεύχος 5, Νοέμβριος 1982 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Γραφές στον ελλαδικό χώρο Κλαίρη Ευστρατίου

Ο πήλινος αμφιπρόσωπος δίσκος της Φαιστού, περ. 1700 π.Χ., κυριότερο δείγμα της κρητικής ιερογλυφικής γραφής. Γύρω στο 2000 π.Χ., μαζί με τα πρώτα μεγάλα ανάκτορα στην Κρήτη, εμφανίζεται ένα είδος γραφής που μοιάζει με τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου και προέρχεται από ιδεογράμματα. Κυριότερο δείγμα της είναι ο δίσκος της Φαιστού (1700-1600 π.Χ.), που σχηματοποιεί τα αρχικά ιερογλυφικά σημάδια σηματοδοτώντας τη μετάβαση στο γραμμικό σύστημα γραφής. Προελληνική γλώσσα, η «γραμμική Α» (1700-1400 π.Χ.) δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Η «γραμμική Β», μυκηναϊκή ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τους Αχαιούς από το 1450 π.Χ., αποκρυπτογραφήθηκε από τους J. Chadwick και M. Ventris. Oι Έλληνες παίρνουν από τους Φοίνικες το αλφάβητο, το οποίο όμως θα εμπλουτίσουν με φωνήεντα.

Η γέννηση της γραφής Αντρέας Ιωαννίδης

Σκηνή συμποσίου από τη Θήβα της Αιγύπτου, γύρω στο 1400 π.Χ. Μετά την ανακάλυψη της κεραμικής την 7η χιλιετία, της μεταλλουργίας και της γραφής γύρω στο 3500 π.Χ., εμφανίζονται οι πρώτες πόλεις. Ο καταμερισμός της εξειδικευμένης εργασίας δημιουργεί μια κάθετη κοινωνική διαστρωμάτωση που έχει στην κορυφή της το παλάτι, όπου βρίσκεται το κέντρο διαχείρισης του κεφαλαίου. Η γραφή γεννήθηκε για να εξυπηρετήσει τις νέες λογιστικές ανάγκες. Στη Μεσοποταμία, οι Σουμέριοι ανακαλύπτουν τη σφηνοειδή γραφή που χρησιμοποιήθηκε από τη σουμεριακή και την ακκαδική γλώσσα. Εμφανίζεται γύρω στο 3300 π.Χ. και εκλείπει στα χρόνια του Χριστού. Το όνομά της το οφείλει στο βασικό της γραφικό σημείο που έχει μορφή σφήνας. Στην Αίγυπτο, η ιερογλυφική γραφή χρησιμοποιήθηκε από το 3150 π.Χ. περίπου ως το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. Ενώ η σφηνοειδής εξελίχθηκε μέσα από ένα λογιστικό σύστημα, το ιερογλυφικό γραφικό σύστημα της Αιγύπτου εμφανίζεται εξαρχής σχεδόν ολοκληρωμένο. Απλοποιημένη μορφή της ιερογλυφικής είναι η ιερατική που, γύρω στο 650 π.Χ., θα δώσει την ακόμη πιο απλοποιημένη δημοτική. Η ιερογλυφική γραφή συνδέεται άμεσα με τις ζωγραφικές παραστάσεις σε μια μορφή που θυμίζει σημερινά κόμικς ή κλασικά εικονογραφημένα. Γύρω στα μέσα της 3ης χιλιετίας, στις περιοχές της Συρίας και της Παλαιστίνης, εμφανίζονται δύο φωνητικά αλφάβητα, το σφηνοειδές της Ουγκαρίτ και το φοινικικό. Με βάση το φοινικικό οι Έλληνες θα φτιάξουν το δικό τους αλφάβητο, που οι Ρωμαίοι θα μετατρέψουν σε λατινικό, στο οποίο θα βασιστούν όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες. Μέσα από το ελληνικό θα βγει αργότερα και το σλαβικό αλφάβητο.

Πάπυροι και παπυρολογία Γιούλη Βελισσαροπούλου

Συστάδα από παπύρους. Αιγυπτιακή τοιχογραφία της 18ης δυναστείας, 1703-1468 π.Χ. Παρανείλιο φυτό που οι Αιγύπτιοι επεξεργάζονταν ήδη από την 3η χιλιετία, ο πάπυρος δεν τους προμήθευε μόνο με γραφική ύλη αλλά και με τροφή, φάρμακα, καραβόπανα κ.ά. Ακόμη και πλοία κατασκεύαζαν οι Αιγύπτιοι από κορμούς παπύρων. Από την εξαγωγή του στη Βύβλο της Φοινίκης (12ος-11ος αιώνας π.Χ.) προέρχεται η ελληνική λέξη «βύβλος, βιβλίο». Δώρο της άμμου είναι οι πάπυροι που σώθηκαν κυρίως από την Αίγυπτο και, σε πολύ μικρότερο ποσοστό, από την Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία. Στην Ευρώπη το σπουδαιότερο παπυρικό εύρημα είναι οι 800 περίπου κύλινδροι από έπαυλη στο Herculaneum (Ηράκλειο), που θάφτηκε κάτω από τη λάβα του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. Ελληνικοί πάπυροι βρέθηκαν στο περσικό Κουρδιστάν, το Αφγανιστάν, στο δρόμο που συνδέει την Αντιόχεια με τη Μεσοποταμία (Δούρα-Ευρωπός) και σε σπηλιές γύρω από τη Νεκρά Θάλασσα. Ο πάπυρος του Δερβενίου (γύρω στο 350 π.Χ.) θεωρείτο ως το αρχαιότερο δείγμα ελληνικής γραφής σε πάπυρο μέχρι την ανακάλυψη παπύρινου κύλινδρου σε τάφο του 5ου αιώνα π.Χ. στη Δάφνη της Αττικής. Ορόσημο για την αιγυπτιολογία υπήρξε η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο. Στην ομάδα επιστημόνων που τον συνόδευε οφείλεται η ανεύρεση, το 1799, της τρίγλωσσης στήλης της Ροζέττας. Σταθμό για τη μελέτη των παπύρων αποτελεί η δεκαετία 1870-1880, όταν οι αιγύπτιοι γεωργοί μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες εύφορου χώματος προκειμένου να επεκτείνουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η απογύμνωση της γης έφερε στην επιφάνεια χιλιάδες παπύρους. Μόνον η Οξύρρυγχος έδωσε γύρω στους 3.500. Την αθρόα ανεύρεση παπύρων ακολούθησε η έκδοση και μελέτη τους με αποτέλεσμα την ίδρυση μιας αυτοτελούς πλέον επιστήμης, της παπυρολογίας.

Τα αριθμητικά αρχιτεκτονικά σύμβολα Claudia Antonetti

Αθήνα, Ακρόπολη. Αρχιτεκτονικά μέλη της επισκευής του Εκατόμπεδου του Πεισίστρατου. Η χρήση γραμμάτων πάνω σε αρχιτεκτονικά μέλη βοηθούσε τους τεχνίτες στη σύνδεση των κατεργασμένων λίθων. Οι Έλληνες γνώριζαν δύο συστήματα αρίθμησης με εφαρμογή γραμμάτων, το αλφαβητικό και το ακροφωνικό ή δεκαδικό, αν και στα αρχαιότερα δείγματα βλέπουμε να χρησιμοποιούνται και εμπειρικές μέθοδοι. Το αλφαβητικό σύστημα δίνει στη σειρά των συνθηματικών γραμμάτων αριθμητική σημασία, ενώ στο ακροφωνικό σύστημα χρησιμοποιούνται ως αριθμοί τα αρχικά γράμματα λέξεων, οι οποίες εκφράζουν τους ίδιους τους αριθμούς. Η συγγραφέας παρουσιάζει δείγματα αλφαβητικού συστήματος του 6ου αιώνα π.Χ. από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, από τον Θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς με τα τρία του διαφορετικά συστήματα αρίθμησης, από τον πρώτο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Το Εκατόμπεδο της Ακρόπολης των Αθηνών παρέχει την αρχαιότερη μαρτυρία χρήσης του ακροφωνικού συστήματος. Συντομογραφίες των ονομάτων των αριθμών συναντάμε στον Θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς και στον πρώτο ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Μοναδικό είναι το παράδειγμα των επιγραφών της Καλυδώνας (580-550 π.Χ.) που δεν περιέχουν μόνον ολογράφως τους αριθμούς των διαδοχικών τμημάτων της υδρορρόης αλλά προσδιορίζουν και ποια τμήματα ανήκουν στην ανατολική ή τη δυτική πλευρά του ναού. Οι αρχαίοι Έλληνες προτίμησαν το εύχρηστο σύστημα της αλφαβητικής αρίθμησης που επεκτάθηκε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Τη διάδοσή του μαρτυρούν η Στοά του Φιλίππου στη Δήλο (217-210 π.Χ.), μια βάση της Αγοράς της μικρασιατικής Άσσου (3ος-2ος αι. π.Χ.), ο βωμός του Ευμένους Β΄ και ο λεγόμενος «ιωνικός» ναός στο ισόπεδο του θεάτρου της Περγάμου (200-150 π.Χ.), η μεταφορά του ναού του Ηφαίστου στην Αγορά των Αθηνών (1ος αι. π.Χ.).

Η αντιγραφή και η χειρόγραφη παράδοση των αρχαίων κειμένων Ιωάννης Ταβλάκης

Ο ευαγγελιστής Λουκάς και ο Θεόφιλος. Μικρογραφία του 12ου-13ου αι. από τον κώδικα αρ. 234 της Μ. Παντοκράτορος Αγίου Όρους. Η οργάνωση της βιβλιοθήκης του Αριστοτέλη τον 4ο αιώνα π.Χ. μαρτυρεί ήδη μια διακίνηση κειμένων που στους επόμενους αιώνες θα ενταθεί. Οι φιλόλογοι της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου αποκαθιστούν κριτικά τα γνησιότερα χειρόγραφα. Ιδρύονται δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και οργανωμένα κέντρα αντιγραφής. Με τη διάδοση του Χριστιανισμού αναπτύσσεται με γοργό ρυθμό η αντιγραφή βιβλικών και πατερικών κειμένων. Στην όψιμη αρχαιότητα τα ελληνικά κείμενα μεταφράζονται στα συριακά, τα αραβικά και τα αρμενικά. Παράλληλα, η περγαμηνή αντικαθιστά τον πάπυρο ως υλικό γραφής και ο κώδικας τον κύλινδρο ως σχήμα βιβλίου. Το χαρτί, γνωστό στους Κινέζους από τον 1ο-2ο αιώνα μ.Χ., άρχισε να διαδίδεται στον ελληνικό χώρο μετά τον 10ο αιώνα. Ωστόσο, τα ελληνικά χειρόγραφα εξακολούθησαν να γράφονται σε περγαμηνή ως τον 14ο αιώνα. Οι αντιγραφείς δούλευαν σε οργανωμένα εργαστήρια. Μετά τον 9ο αιώνα, εμφανίζονται τα εργαστήρια της μονής Στουδίου, της μονής των Οδηγών, της μονής Προδρόμου-Πέτρας στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο του Αρέθα στην Καισάρεια κ.ά. Ο αντιγραφέας παρομοιάζει τη χαρά του όταν, με ιδρώτα και μόχθο, τελειώνει ένα βιβλίο με τη χαρά του ξενιτεμένου που ξαναβλέπει την πατρίδα του. Τα λάθη στην αντιγραφή αλλά και οι παραβάσεις των κανόνων εργασίας τιμωρούνται ανάλογα: αφορισμός και πενήντα ή και εκατό μετάνοιες για τον πρωτοκαλλιγράφο που αμελούσε τα καθήκοντά του, τριάντα μετάνοιες για όποιον θύμωνε κι έσπαζε το καλάμι του κ.ο.κ. Συχνά ο καλλιγράφος υπέγραφε το έργο του, που ολοκληρωνόταν μόνο μετά την παραβολή με το πρωτότυπο, τη φιλοτέχνηση τυχόν μικρογραφιών, των επίτιτλων και των κεφαλαίων γραμμάτων, τη συρραφή των φύλλων και τη στάχωση του κώδικα.

Η βυζαντινή γραφή Κατερίνα Καλαμπαρτζή-Κατσαρού

Μικρογράμματη γραφή τύπου «άσσου πίκας»: Κώδ., Εθνική Βιβλιοθήκη Βατικανού, αρ. 1553, φ120. 10ος αι., Ιωάννης Δαμασκηνός. Αφετηρία για την εξελικτική πορεία της γραφής θεωρείται η καθιέρωση του ιωνικού αλφάβητου στην Αθήνα από τον Ευκλείδη το 403/402 π.Χ. Η μεγαλογράμματη γραφή των αττικών επιγραφών αποτέλεσε τον κανόνα και πέρασε στο Βυζάντιο. Λέγεται ότι ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (περ. 257-180 π.Χ.) υπήρξε ο εισηγητής των σημείων στίξης που διέσπασαν τη συνεχή ακολουθία των λέξεων. Η καλλιγραφική προσπάθεια του γραφέα δεν ήταν πάντα η ίδια. Για τις διαπροσωπικές συναλλαγές αρκούσε ένα κοινότυπος τύπος γραφής που ονομάστηκε επισεσυρμένη (ή κοινή). Τάση για προχωρημένη εκζήτηση εμφανίζει η επίσημη γραφή των δημόσιων υπηρεσιών, η λεγόμενη γραφή της επίσημης γραμματείας ή γραφειοκρατική. Η καλλιγραφική γραφή που απευθυνόταν σε βιβλιόφιλους ονομάστηκε βιβλιακή ή γραφή των βιβλίων. Πρώτα στάδια του μεγαλογράμματου ρυθμού, σε χρήση ως τον 10 αιώνα, αποτελούν η βακχυλίδεια και η ρωμαϊκή γραφή. Στο μεταίχμιο του 2ου-3ου αιώνα μ.Χ., εμφανίζεται η βιβλική μεγαλογράμματη γραφή. Δείγματα της κοπτικής ή αλεξανδρινής γραφής σώζονται από τον 6ο και 7ο αιώνα. Η τελευταία μορφή του μεγαλογράμματου ρυθμού είναι η οξυκόρυφη (ogivale), που εμφανίζει δύο τύπους, την κεκλιμένη και την όρθια. Επιβίωση της βιβλικής μεγαλογράμματης με αφομοιωμένα στοιχεία της οξυκόρυφης αποτελεί η λειτουργική στρογγυλόσχημη γραφή. Η μικρογράμματη γραφή εμφανίζεται γύρω στο 800 μ.Χ. Η αρχή της βρίσκεται στη μεγαλογράμματη κοινή επισεσυρμένη που, από τον 4ο ως τον 9ο αιώνα, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα χάρη της συντόμευσης του χρόνου γραφής. Η επίσημη χρήση της λατινικής γλώσσας ως τα χρόνια του Ηράκλειου (610-641 μ.Χ.) είχε σαν αποτέλεσμα το συνταίριασμα των χαρακτήρων ρωμαϊκής και λατινικής επισεσυρμένης σε ένα καινούριο ύφος γραφής, τη βυζαντινή επισεσυρμένη. Στην αναγέννηση των γραμμάτων του 9ου-10ου αιώνα, το βιβλιογραφικό εργαστήριο της Μονής Στουδίου προσφέρει το αρχαιότερο χειρόγραφο βυζαντινής μικρογράμματης γραφής. Στην τυποποίησή της, η στουδιτική γραφή κατέχει ξεχωριστή θέση. Η όλο και μεγαλύτερη εισδοχή μεγαλογράμματων σημείων στη μικρογράμματη γραφή δημιουργεί έναν μικτό ρυθμό. Η μικρογράμματη εμφανίζει τώρα δύο τύπους: την όρθια καλλιγραφική με μεγαλογράμματα τα σημεία Ε και Η και την καλλιγραφική με κλίση γραφή, που θα είναι η βάση για τις εξελικτικές τάσεις της μικρογράμματης. Οι παλαιογράφοι από εδώ και στο εξής μιλούν για ομάδες γραφών (παλαιά στρογγυλή, παλαιά επιμήκη κ.ά.). Τον 13ο αιώνα εμφανίζεται η γραφειοκρατική μικρογράμματη (δημοτική) γραφή με πολλές βραχυγραφίες και ακανόνιστα σχήματα γραμμάτων. Στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα δημιουργείται η ανισοστρόγγυλη γραφή. Οι ξεχωριστές τεχνοτροπικές αποκλίσεις στους τύπους των γραφών συνδέονται με τα αντιγραφικά κέντρα της αυτοκρατορίας σε βαθμό που οι παλαιογράφοι ονοματίζουν με προσγραφές σε βιβλιογραφικά εργαστήρια.

Έγγραφα και πλαστογραφία στο Βυζάντιο Σπύρος Τρωιάνος

Χρυσόβουλλος Λόγος του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, Ιούνιος 1301. Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών (χειρόγραφο αρ. 1, 19). Αν ο δυτικός Μεσαίωνας υπήρξε η «εποχή της πλαστογραφίας», άραγε ισχύει κάτι ανάλογο και για το Βυζάντιο; Στο ρωμαϊκό δίκαιο, η «πλαστογραφία», falsum, περιλάμβανε και την υπεξαγωγή εγγράφων, την ψευδορκία, την ψευδή καταμήνυση, τη δωροδοκία δικαστή κ.ά. Οι ποινές ήταν ιδιαίτερα αυστηρές. Η ιουστινιάνεια νομοθεσία, στην καμπή της μετάβασης από το ρωμαϊκό δίκαιο στο βυζαντινορωμαϊκό, διακρίνει τα έγγραφα σε ιδιωτικά, δημόσια και συμβολαιογραφικά. Η διαφορά ανάμεσα σε ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα εντοπίζεται στο βάρος της αποδείξεως. Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα βρίσκονται κοντύτερα στα ιδιωτικά, επειδή μοιράζονται μαζί τους την αναγκαία απόδειξη της πιστότητας με μάρτυρες. Ξεχωριστά, ανάμεσα στα δημόσια έγγραφα, είναι τα αυτοκρατορικά σάκρα, τα προστάγματα, τα χρυσόβουλα. Εκχωρώντας ή ανανεώνοντας προνόμια, τα αυτοκρατορικά έγγραφα ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη στους πλαστογράφους. Τα περισσότερα από αυτά αφορούσαν μοναστικές περιουσίες. Δεν είναι τυχαίο ότι, διαθέτοντας την εμπειρία της γραφής, τα μοναστήρια έγιναν ο συνηθισμένος τόπος παραγωγής πλαστών εγγράφων. Οι δικαστές χρησιμοποιούσαν διάφορα κριτήρια, από γραφολογικά ως υφολογικά, προκειμένου να διακρίνουν τα πλαστογραφημένα έγραφα. Η διπλωματική, ο κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που μελετά τα έγγραφα, αναπτύχθηκε από την προσπάθεια να διακριθούν τα γνήσια από τα πλαστά. Από τις απόψεις των ιστορικών για το φαινόμενο της πλαστογραφίας στον Μεσαίωνα πειστικότερη είναι εκείνη που διαβλέπει μια συγκαλυμμένη πράξη βίας. Πρόκειται, δηλαδή, για πράξη αυτοδικίας κοινωνικών ομάδων που αγωνίζονται να κρατήσουν τα προνόμιά τους.

Επιγραφές στα μελανόμορφα αγγεία του 6ου αιώνα π.X. Αλίκη Kauffmann-Σαμαρά

Ο Αίας και ο Αχιλλέας παίζουν ζάρια σε μελανόμορφο αμφορέα του Εξηκία, Μ. Βατικανού (344). (Πηγή: The Beazley Archive online). Μετά το 650 π.Χ., ο Έλληνας αγγειογράφος αρχίζει να «διηγείται» γλαφυρά επεισόδια και οι πρώτες λέξεις που γράφει πλάι στις μορφές αποσκοπούν στην ταύτισή τους. Από το 600 π.Χ. όλα τα εργαστήρια κεραμικής υιοθετούν τη μελανόμορφη τεχνική που περιγράφει μυθολογικές και σκηνές της καθημερινής ζωής. Οι επιγραφές πολλαπλασιάζονται και ποικίλλουν σε νόημα. Η μετονομασία των ίππων του Αχιλλέα από τον ζωγράφο Νέαρχο στα μέσα του 6ου αιώνα πιθανόν αναφέρεται σε κάποια γνωστά «φαβορί» των ιπποδρομιών της Αθήνας. Παράλληλα, οι επιγραφές μεταφέρουν πληροφορίες και ονόματα απλών ανθρώπων που δεν σώζονται στον γραπτό λόγο. Από το 566 π.Χ., που ο Πεισίστρατος αναδιοργανώνει τους αγώνες προς τιμήν της Αθηνάς, κατασκευάζονται οι παναθηναϊκοί αμφορείς με αναπόσπαστο στοιχείο την επιγραφή. Στην όψη με τη μορφή της Αθηνάς Προμάχου υπάρχει πάντα η επιγραφή των ΑΘΗΝΗΘΕΝ ΑΘΛΩΝ. Όταν από τον 4ο αιώνα οι ζωγράφοι υποχρεούνται να αναγράφουν το όνομα του επώνυμου άρχοντα, η επιγραφή τους γίνεται πολύτιμο στοιχείο χρονολόγησης. Ωστόσο, η μεγάλη καινοτομία των επιγραφών στα αγγεία του 6ου αιώνα είναι οι υπογραφές των καλλιτεχνών: ο τάδε «ἔγραφσεν», ο τάδε «ἐποίησεν». Οι περισσότερες υπογραφές χρονολογούνται μεταξύ 550 και 520 π.Χ. και μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα κεραμικά εργαστήρια της Αθήνας, παρότι για μας τα πιο σημαντικά αγγεία είναι αυτά που δεν έχουν υπογραφή. Σε μικρογραφικές κύλικες (540-510 π.Χ.), με ή χωρίς υπογραφή, αναγράφονται ευχετικές φράσεις. Σε μία από αυτές, τα γράμματα χρησιμοποιούνται ασυνάρτητα, ως διακοσμητικά στοιχεία. Από τα τέλη του 6ου ως τις αρχές του 5ου αιώνα, οι ψευδεπιγραφές θυμίζουν τα παλιότερα παραπληρωματικά κοσμήματα. Μετά το 550 π.Χ., οι ζωγράφοι χρησιμοποιούν «διαφημιστικά» συνθήματα για να δελεάσουν την πελατεία τους. Ούτε οι διάλογοι ανάμεσα στις απεικονιζόμενες μορφές τούς αφήνουν αδιάφορους. Στον αμφορέα του Εξηκία, σε παιχνίδι με ζάρια (κύβους), «τέσσερα!» αναφωνεί ο Αχιλλέας κερδίζοντας το «τρία!» του Αίαντα. Μια ξεχωριστή κατηγορία επιγραφών σε μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία είναι τα ονόματα που συνοδεύει η λέξη «καλός», ωραίος, και που έχουν σαφώς ερωτικό χαρακτήρα. Τα ονόματα αφορούν κυρίως σύγχρονους νεαρούς Αθηναίους, αριστοκράτες και πλούσιους. Όπως λέει ο Pierre Devambez, στην αρχαιότητα τα αγγεία με τις επιγραφές τους θα έπαιζαν το ρόλο των σημερινών περιοδικών.

Γύρω από την ελληνική επιγραφική Ντίνα Πέππα-Δελμούζου

Σκηνή «δεξιώσεως» πάνω σε λουτροφόρο με τον πολεμιστή Ιεροκλή ορθό και τον πατέρα του Ιέρωνα καθιστό. Καθώς οι ασπρισμένοι ξύλινοι πίνακες και άλλα φθαρτά υλικά δεν σώθηκαν, η ελληνική επιγραφική μελετά τις αρχαίες ελληνικές επιγραφές πάνω σε πέτρα ή χαλκό. Η χρονική της διάρκεια, από τις αρχές της αλφαβητικής γραφής ως τα τέλη της ελληνιστικής εποχής, συναγωνίζεται την τεράστια γεωγραφική έκταση του αρχαίου κόσμου. Από την Αθήνα και μόνο, 13.500 επιγραφές φυλάσσονται στο Επιγραφικό Μουσείο, 7.500 στο Μουσείο της Στοάς του Αττάλου, άλλες στους «Αέρηδες» στην Πλάκα, κι άλλες κάτω από την Ακρόπολη. Οι επιγραφές διακρίνονται σε δημόσιες και ιδιωτικές. Με εντολή των πόλεων χαράχτηκαν ψηφίσματα, νόμοι, απόδοση λογαριασμών των αρχόντων, κατάλογοι. Με εντολή των ιερατείων χαράκτηκαν κανονισμοί, οδηγίες για τους πιστούς. Στις ιδιωτικές ανήκουν οι αναθηματικές επιγραφές, διάφορα επιτύμβια, ορόσημα νομής κτημάτων, προικώων, κ.ά. Οι επιγραφές των αρχαϊκών χρόνων εμφανίζουν μεγάλη ετερομορφία που οφείλεται στην κατά τόπους αφομοίωση του φοινικικού αλφάβητου. Από τις παραλλαγές του αλφάβητου ξεχώρισαν το ιωνικό (ή ανατολικό) στα παράλια της Μ. Ασίας και το Αιγαίο, και το χαλκιδικό (ή δυτικό) που μεταφέρθηκε από την Κύμη της Εύβοιας στην Cuma της Ιταλίας. Ο συγκερασμός των δύο στην Αθήνα το 403 π.Χ. διαμόρφωσε το αλφάβητο της ιωνικο-αττικής γλώσσας. Βουστροφηδόν, κιονηδόν και στοιχηδόν είναι οι τρόποι παρουσίασης των επιγραφών.

Γραφές ταχυδρομικής τέχνης ΜΙΤ Μητρόπουλος

Ο Gulielmo Achille Cavellini ντυμένος με τα αυτοκόλλητα που δημιούργησε. Τα αυτοκόλλητα, η οθόνη της τηλεόρασης, η επανάχρηση παλιών γραφών όπως οι στάμπες , το γκράφιτι, η δουλειά πάνω στο σώμα ή με το σώμα είναι νέες γραφές που επανακαθορίζουν τα κριτήρια των Καλών Τεχνών. Στην Ταχυδρομική Τέχνη, μέσα από τα υπάρχοντα δίκτυα των ταχυδρομείων, καλλιτέχνες και φιλότεχνοι επικοινωνούν μεταξύ τους απευθείας χωρίς τη διαμεσολάβηση συλλέκτη ή γκαλερίστα, ανταλλάσσοντας σχέδια, φωτογραφίες, ιδέες. Οι επικοινωνίες γίνονται σε δύο επίπεδα πολυπλοκότητας: το πρώτο λειτουργεί σαν επικοινωνιακό μήνυμα που λέει «Εγώ είμαι εδώ, εσύ που είσαι;». Το δεύτερο απαιτεί καλλιτεχνική δημιουργία, προσωπική εμπιστοσύνη, πρωτοβουλία λειτουργίας με τον άλλο που δεν είναι παρών.

Άλλα θέματα: Γκράφιτι στη Nέα Υόρκη, ένας τρόπος επικοινωνίας ΜΙΤ Μητρόπουλος

Γκράφιτι στη Νέα Υόρκη. Το βιβλίο Η θρησκεία των γκράφιτι (The Faith of Graffiti) κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1974 με κείμενο του Norman Mailer και φωτογραφίες των M. Kurlansky και J. Naar. Εδώ δημοσιεύονται έξι φωτογραφίες με σχόλια που δίνουν στα γκράφιτι διαστάσεις ιερής γραφής, παραλληλίζουν την κίνησή τους με το ροκ εντ ρολ, τα τοποθετούν στην πρωτοπορία της πρώτης νεανικής κουλτούρας των δρόμων που ξεκίνησε το 1950.

Η αρχαία Ελλάδα όπως την είδαν οι Γάλλοι αρχιτέκτονες του 19ου και 20ού αιώνα: στα πλαίσια μιας έκθεσης Marie-Christine Hellmann

Προοπτική άποψη των ναών της Ποσειδωνίας του R. Mirland, 1915 (Παρίσι, ENSBA). Πρόσφατα παρουσιάστηκαν στην Αθήνα τα σχέδια ελληνικών μνημείων από γάλλους αρχιτέκτονες της παρισινής Σχολής Καλών Τεχνών (ENSBA) στο διάστημα 1845-1937. Το «Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης» οδηγούσε τους καλύτερους φοιτητές της Σχολής στις «Αποστολές της Ρώμης». Μένοντας τέσσερα χρόνια στη Βίλα των Μεδίκων, οι υπότροφοι μελετούσαν κάθε χρόνο από ένα μνημείο της Ιταλίας (αποτύπωση, πλήρης αναπαράσταση, πίνακες με λεπτομέρειες). Φραγμό για το ταξίδι στην Ελλάδα αποτελούσε ο φόβος μήπως οι νέοι, στο πνεύμα του ρομαντισμού, ξέφευγαν προς την Ανατολή, όπως ο Delacroix. Το ταξίδι αυτό εγκρίθηκε τελικά στις 15 Φεβρουαρίου 1845. Τους νέους αρχιτέκτονες στέγασε η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή που ιδρύθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1846.

Αρχαιολογικές αναπαραστάσεις και αρχιτεκτονική εργασία Philippe Fraisse

Επίδαυρος, ναός του Ασκληπιού, σχέδιο του Defrasse (1891). Τα σχέδια που βγήκαν από τη Βιβλιοθήκης της Σχολής Καλών Τεχνών στο Παρίσι για να εκτεθούν στο κοινό πρέπει να τα θεωρήσουμε ως χαρακτηριστική παραγωγή αρχιτεκτόνων που αντιδρούν μπροστά σε μια άσκηση αποκατάστασης, όπως θα αντιδρούσαν μπρος στον οποιοδήποτε αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Τα σχέδια αναπαράστασης ή αρχιτεκτονικού σχεδιασμού διέπονται από την ίδια τυπολογία, τις ίδιες τεχνικές και τις ίδιες συμβατικές αρχές. Και στις δύο περιπτώσεις η συλλογή πληροφοριών χρησιμεύει ως προστατευτικό πλαίσιο. Κοινή είναι η επεξεργασία υποθέσεων που ακολουθεί. Τα σχεδιάσματα αποτελούν το τελευταίο στάδιο εργασίας που, και στην αναπαράσταση και στο σχεδιασμό, κατέχει πρωταρχική θέση. Ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο που χαρακτηρίζει όλους ανεξαιρέτως τους νικητές του Βραβείου της Ρώμης που ανέλαβαν την αναπαράσταση ενός μνημείου είναι η ταύτισή τους με τον αρχιτέκτονα που είχε συλλάβει το μνημείο πριν από 20 αιώνες. Από την εξέταση του συνόλου των Αποστολών διακρίνονται τρεις τάσεις που αποτέλεσαν κριτήριο για τη μελέτη της εργασίας των αρχιτεκτόνων: α) η μέριμνα για τη μέθοδο, για τη λεπτομερή και ακριβή συλλογή στοιχείων, β) οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες που τονίζουν την εμφάνιση σε βάρος της αρχιτεκτονικής, έργα μεγάλων ζωγράφων παρά αρχιτεκτόνων, και γ) η αναζήτηση ορθολογικών χώρων από αρχιτέκτονες που ερευνούν το χώρο αντιδρώντας όπως απέναντι σε μια πραγματική αρχιτεκτονική παραγγελία.

Πώς εμφανίζονται τα σπουδαιότερα ελληνικά κέντρα μέσα από τις “Αποστολές της Ρώμης” Marie-Christine Hellmann

Δελφοί, Ιερά οδός και ναός του Απόλλωνα, λεπτομέρεια της γενικής αναπαράστασης από τον A. Tournaire (1894). Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, τόσο οι αρχαιολόγοι όσο και οι αρχιτέκτονες που κέρδισαν το Βραβείο της Ρώμης κινούνται προς την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τη Μικρά Ασία. Με εξαίρεση τα Δίδυμα και την Αλικαρνασσό, θέμα της αποστολής δεν είναι πια ένας μεμονωμένος ναός αλλά πλήρη ιερά: Ολυμπία, Δήλος, Δελφοί. Οι διαστάσεις των σχεδίων αυξάνονται υπερβολικά, η χρωματική παλέτα εμπλουτίζεται. Η αισθητικά πολύ ωραία αναπαράσταση των ανασκαφών στη Δήλο του Nénot (1881-1882) ανήκει στον κόσμο της φαντασίας, σε αντίθεση με τα πολύ πιο πειστικά σχέδια της Αποστολής του Lefèvre. Η Άλτις της Ολυμπίας που αποκαλύφθηκε το 1883 από τους Γερμανούς, αποτυπώνεται από τον Laloux. Στην Επίδαυρο, η κοινή εργασία του αρχιτέκτονα Defrasse και του αρχαιολόγου Lechat οδηγεί σε μια στοιχειοθετημένη αναπαράσταση του ναού του Ασκληπιού και της Θόλου της Επιδαύρου. Στο τέλος του 19ου αιώνα, οι Δελφοί αποτελούν την κορωνίδα όλης αυτής της σειράς των εργασιών. Σε πίνακες πελώριων διαστάσεων, ο Tournaire συνταιριάζει αυστηρές αρχαιολογικές απαιτήσεις και ανεπτυγμένη καλλιτεχνική αίσθηση. Με τον Pontrémoli στην Πέργαμο, τον Hulot στον Σελινούντα, τον Lefèvre στη Δήλο και τον Bonnet στην Πριήνη παρατηρούμε πώς, στις αρχές του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον για την πολεοδομία αντικαθιστά το ενδιαφέρον για τα μνημεία. Αστείρευτη πηγή έμπνευσης, η Ακρόπολη των Αθηνών ενέπνευσε το 1912 την αποστολή του Nicod που αποτύπωσε τους στύλους του Ολυμπίου Διός, την Πλάκα και απόψεις του Ιερού Βράχου με τη σύγχρονη πόλη στα ριζά του.

Η αττική αρχιτεκτονική στις “Αποστολές της Ρώμης” Marie-Francoise Billot

Παρθενώνας, δωρικός ρυθμός, αποκατάσταση του B. Loviot (1879-1881). Υδατογραφία, κόκκινο και γαλάζιο μελάνι. Οι γάλλοι αρχιτέκτονες, όπως ο Ballu, ο Paccard, ο Titeux, ο Tétaz, ο Dubuisson ή ο Loviot, δεν έρχονται από τη Ρώμη για να μελετήσουν την εξέλιξη των κατόψεων, των όγκων, των σχημάτων και των διαστάσεων, αλλά για να θαυμάσουν και να συλλάβουν το νόημα της αττικής αρχιτεκτονικής του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ. που έχει αναχθεί σε πρότυπο τελειότητας. Βρίσκουν ότι ο συνδυασμός του λογικού με μια «εξαίσια καλαισθησία» αποτυπώνεται στον αθηναϊκό δωρικό ρυθμό της Ακρόπολης, στον ιωνικό ρυθμό του Ερέχθειου, στον κορινθιακό ρυθμό του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτους. Τα λεπτομερειακά τους σχέδια τους αποκαλύπτουν την καθαρότητα και τη χάρη των αττικών γραμμών. Σε σύγκριση με τα μνημεία της Ακρόπολης, τα παλαιότερα ή νεότερα μνημεία αντιμετωπίζονται με σχετική περιφρόνηση και απαξιωτικές κρίσεις. Από το 1845 ως το 1854, τα σχέδια των Αποστολών είναι διπλά πολύτιμα καθώς αποτυπώνουν λεπτομερέστατα την πρόοδο των ανασκαφών στους σημαντικούς αρχαιολογικούς τομείς της πόλης. Με ακρίβεια περιγράφεται η κατάσταση των δόμων, πέτρα προς πέτρα. Εξίσου αξιόπιστες με φωτογραφίες, οι Αποστολές προσδιορίζουν την όψη των μνημείων όταν επιτέλους αυτά γίνονται αντικείμενο αναστήλωσης και προστασίας. Η αναπαράσταση, όπως την εννοούσε η Ακαδημία των Καλών Τεχνών, άφηνε μεγάλη ελευθερία στους αρχιτέκτονες να προτείνουν συλλήψεις συνόλων που κανένας αρχαιολόγος δεν θα μπορούσε ποτέ να εκφράσει. Αποδεικνύεται τελικά ότι, σε σύγκριση με τις συντηρητικές σχεδιαστικές αναπαραστάσεις μας, οι έντονα χρωματισμένες εικόνες τους είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα της αρχαιότητας.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το αρχαίο θέατρο της Βεργίνας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Αποκαλύφθηκε στη Βεργίνα θέατρο του 4ου αιώνα π.Χ. που ταυτίζει το χώρο με τις Αιγές - Νεκροταφείο με πλούσια ευρήματα από την περιοχή του αρχαίου Ανθεμούντα της Χαλκιδικής αναζητεί την πόλη στην οποία ανήκει - Δεκαέξι τάφοι του 7ου αιώνα π.Χ. αποκαλύφθηκαν στα Άβδηρα της Θράκης - Η ζωφόρος του Παρθενώνα από εκμαγεία του 17ου αιώνα εκτίθεται στο Πανεπιστήμιο του Illinois - Ανώτατο Συμβούλιο εποπτεύει την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στη Γαλλία - Κέντρο Μελετών Ιονίου ιδρύθηκε στην Αθήνα από ομάδα επτανησίων λογίων και επιστημόνων

Εκθέσεις

Η έκθεση εικόνων Κρητικής Σχολής (1400-1600) στο Μουσείο Μπενάκη, που ανοίγει στις 17 Ιανουαρίου, συνοδεύεται από σειρά επτά διαλέξεων - Για τα 25 χρόνια από την ίδρυση του Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Βέρνης, οργανώθηκε έκθεση με θέμα το ελληνικό και ρωμαϊκό πορτρέτο

Συνέδρια

Η Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών διοργάνωσε το «Α΄ Τοπικόν Συνέδριον Λακωνικών Μελετών» (5-7.6.1982) στους Μολάους - Στις 19.9.1982 άρχισε η Συνάντηση Σκανδιναυών Βυζαντινολόγων με τη συμμετοχή και ελλήνων επιστημόνων - Ημερίδα με θέμα «Θετικές Επιστήμες και Αρχαιολογία» έλαβε χώρα τον Ιανουάριο 1981 στην Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή

Βιβλία

Ι.Α. Πετρόπουλος/Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843, Παπαζήσης, Αθήνα 1982 - René Ginouvès, L'Archéologie gréco-romaine, P.U.F., Paris 1982 - Γκουσταύος Γκλοτζ, Η εργασία στην αρχαία Ελλάδα, Δίφρος, Αθήνα 1982 - Βασ. Χ. Πετράκος, Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία, ΤΑΠ, Αθήνα 1982 - Σπ. Ασδραχάς, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη και ιθ αιώνες: Υποθέσεις και προσεγγίσεις, Ερμής, Αθήνα 1982 - Ν.Κ. Μουτσόπουλος, Τα «Δρακόσπιτα» της ΝΔ Εύβοιας. Συμβολή στην αρχιτεκτονική, την τυπολογία και τη μορφολογία τους, Η΄ Επιστημονική Επετηρίς της Πολυτεχνικής Σχολής, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Θεσσαλονίκη 1982

Επιστολές

Με θέμα τις «Νεοελληνικές βαρβαρότητες», η στήλη φιλοξενεί επιστολές αναγνωστών. Στο τεύχος αυτό γράφουν οι: Νέλλα Παπαοικονόμου, με θέμα το Πυθαγόρειο της Σάμου, Ντίνος Κακούρης, με θέμα το Εθνικό Τυπογραφείο, Μάριος Σαββουλίδης, με θέμα την εν γένει προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς

English summaries: Different forms of writing in ancient Greece Clairie Eustratiou

Around 2000 BC, along with the first great palaces in Crete a kind of writing appears, bearing a similarity to Egyptian hieroglyphics and deriving from ideograms. The form of hieroglyphics on the Phaestos disc (1700-1600 BC) is the main example of this writing and marks the transition towards linear writing. Linear A writing (1700-1400 BC) is pre-Hellenic and has yet to be deciphered. Linear B is the Mycenaean Greek language used by the Achaeans from 1450 BC onwards. It was deciphered by J. Chadwick and M. Ventris. The Greeks adopted the Phoenician alphabet, to which however they added vowels.

The birth of writing Andreas Ioannides

The appearance of writing in the eastern Mediterranean (Mesopotamia and Egypt) was the result of a social-economic evolution. The "invention" of agriculture around 8.000 BC brought along with it a social-economic revolution on which society as we know it is based even today. It caused the creation of the first settlements and, later,that of cities, the appearance of craftsmen (potters and silversmiths) and of the class system in its first form . The fact that man, for the first time, was accumulating "capital" - in the form of food - which was administered by a political-religious centre, palace and priesthood, contributed to this evolution. In order that this administration might operate, an accounting system became necessary from which writing derived. Consequently, writing was not a natural but a cultural phenomenon. It appeared in Mesopotamia and Egypt in the 4th millenium BC in the form of ideograms and phonograms. The phonetic alphabet of the Phoenicians originated from phonograms and was solely based on consonants.The Greeks completed this alphabet by adding vowels and created, thus, the first "modern"alphabet from which the Latin and the Slavic alphabet is derived.

Papyri and papyrology Julie Velissaropoulou

Pliny the Elder gives a blow-by-blow description, not always correct, of the processing of papyrus from the homonymous plant of Egypt. He also refers to the various qualities of papyrus available on the market. Other sources give information on the selling prices of this writing material from the Classic to the Roman age. The ancient papyri that havecome down to us are mainly from Egypt but also, in a smaller percentage, from Palestine and Mesopotamia. Only a few papyri have been discovered outside these countries. The most important papyri found in Europe are the cylinders from Herculaneum, Italy, discovered in a rural villa along with a collection of fine sculptures during an excavation in 1952. Greek papyri have also been discovered in the Persian Kurdistan, in Ai-Khanoum, Afghanistan, in Doura- Europos, Mesopotamia, as well as in caves around the Dead Sea, Palestine. The Greek soil has supplied papyrology with few papyri. One, of the mid-4th century B.C., was found in Derveni, 10 km. north of Thessaloniki, in 1962; another, of the mid-5th century B.C., the oldest, so far, example of Greek writing on papyrus, was found in a tomb at Daphni, Attica, among other offerings (see Αρxαιολογiα 1, Nov. 1981, p. 85). The expedition of Napoleon the Great in Egypt stands as a landmark for the study of ancient texts and Egyptology. However, until the second half of the 19th century, the study of Greek papyri was considered a secondary discipline, subordinate to Egyptology. The great number and significance of papyri, discovered during the three last decades of the 19th century, thanks to the systematic excavations of European archaeologists gave every right to the famous Romanist Mommsen to state that if the 19th century is known as the age of inscriptions, the 20th would be known as the age of papyri. The numerous editions and studies of papyrus texts set the foundations for a new self-contained and self-sufficient science, that of papyrology.

Numerical architectonic symbols Claudia Antonetti

Soon after the invention of writing, man attributed to it a symbolic meaning by using its elements in order to define various actualities. Thus, ancient Greeks used the letters of the alphabet as distinctive signs for many objects; judicial and theatrical tablets, law chapters and chapters of books, offerings in temple inventories etc. Quite common was, in addition, the use of painted or incised letters or architectonic members for the correct matching of dressed stones. This tactic is significant to us; on the one hand it throws light on the various construction techniques and on the working scheme of the ancients, proving the logic and care involved in their architecture. On the other hand, this tactic reveals the way letters were used in the numbering systems known to Greeks. Apart from the alphabetic and the decimal, other empirical arrangements of numbers were used.

Copying ancient texts Ioannis Tavlakis

We owe the ancient texts we possess today to the persistent efforts of copyists of all ages, who supplied their intellectual clientele with exact copies of older manuscripts. The actual copying, a challenge in itself, became even more problematic and demanding, when the prototype was old with faded or destroyed writing. The transition from papyrus to parchment and from the majuscule to minuscule writing (9th century AD) were crucial moments for the survival of texts; the new medium and technique demanded special knowledge of older writings and a critical mind during copying. Copying normally took place in organized workshops, where the old manuscripts to be copied were gathered, necessary writing material was provided and the selling of production was guaranteed. Eventually, various technical problems would appear but the invention of new media soon rescued the situation. The writing material originally used was papyrus but its sensitive character and difficulties in provision of it led to the wide use of parchment from the 3rd century. Finally, the industrial production of paper made the use of both, papyrus and parchment impractical and disavantageous and put this new material exclusively into use from the 10th century down to our days. The invention of printing in the 15th century did not bring copying to an end. Te calligraphers continue to exercise their skill either because the provision of printed books was difficult in certain areas or because the request for certain texts had only a limited character. Every manuscript, beyond any other value it may possess, also stands as a unique work of art, sealed with the personality of the individual copyist, who devoted his time to an activity that perhaps was non-creative for him, but invaluable to us, the copying of old manuscripts.

Byzantine writing Aikaterina Kalamartzi-Katsarou

The evolution of Byzantine writing from the beginning to the end of the Byzantine empire, that almost coincides with the invention of printing, is briefly surveyed in this article. First, the origin of Greek writing in capitals as in Attic inscriptions, is studied and the ways of thinking that led to the formation of two types of writing, official and regular, everyday writing, is examined. The majuscule writing in capitals developed from the static form of inscriptions to the biblical majuscule writing that remained in use until the 10th century. In the last phase of the evolution appeared the odinata et inclinata majuscule and the odinale diretta writing. The latter affected the liturgical rotondo majuscule writing of the Gospel. Minuscule writing appeared in the 8th to 9th century. The phases and types of its evolution can be classified chronologically in three periods from the 9th to the 11th, the 11th to the 13th and the 13th to the15th.

Official documents and forgery in Byzantium Spyros Troianos

This article deals with the “abuse” of writing in juridical documents during the byzantine age, which by the West has been considered as “the age of forgery”. Through the forgery of official documents and juridical texts the author examines whether the content of this term also applies to the East. Justinian legislation classified the documents on the basis of their provenance into private, public and notarial. Needless to say private documents could more easily be forged. For this reason, when a case of dispute about the authenticity of a document arose, the law demanded full proof of its authenticity. In Byzantine legislation certain provisions on legal procedure and penal laws were comprised referring to forgery as a punishable offence. A forgery – falsum in the Roman law – did not, however, only mean an altogether forged or the copying of an authentic document as is the case today. The term also applied to a whole series of criminal acts that had as common characteristic the mere fact that they were punished by the same law and formed, in a way, a procedural unity. Beside forgery as such, placed under the same serious category of criminal actions were deceit, the appropriation of documents, bribery of a judge etc. Judging from the severity of the punishment – exile and confiscation for free citizens, the death penalty for slaves – these acts must have been considered as severely criminal. As far as the aetiology of the phenomenon is concerned the most satisfactory explanation so far is the one that reasons that the effort of a suitor to gain a trial by forgery a disguised act of violence, where a kind of special mental ability replaces physical force. In this context, an act of forgery appears as a form of self- redress in certain social groups. Such citizens having secured, especially from the 13th century on, a minimum of land property and having some sort of an education fought tooth and nail to keep these possessions even though endless trials from disputes might ensue.

Inscriptions on black-figured vases of the 6th century BC Aliki Kauffman-Samaras

Since the early years of their civilization, Greeks travelled and met people of the East, an important source of knowledge and inspiration. New knowledge and experience mainly affected pottery, a basic and essential art that is representative of the age it was made in. Thus, the 8th century B.C. is the "Geometric" and the 7th century the "Orientalizing" period. Also from the East, Greeks brought home the Phoenician alphabet which altered and most probably developed became indisputably Greek in character. Thus, from the mid-8th century B.C. Greeks have written in their own alphabet on the pottery they created: Vessels of everyday use that, according to the celebrated archaeologist Pierre Devampez, "played the role magazines play today". The content of the pottery inscriptions varied: it indicated the use of the individual piece, it identified the owner, it supplied titles and names, it simply recorded the name of the artist, potter and painter of the vase or the words spoken by the represented figures. Therefore, inscriptions on vases come down to us as a vast source of information on one of the most important ages of art and civilization in Greece.

Greek Inscriptions Constantina Peppa-Delmouzou

Writing served ancient Greeks as a medium for the expression of thought, for the communication of important public texts and for the keeping of various archives. Greeks mainly wrote on wood, papyrus, linen material, parchment, wax etc. Inscriptions are generally classified as public and private ones. Due to the immense expansion of the classical world, ancient Greek inscriptions can be found in the entire Mediterranean, the Black Sea and even in the remote areas of Asia Minor. They range chronologically from the beginning of alphabetic writing to the end of the Hellenistic Age. Varieties of the written word in the Archaic period are incredibly rich. Local varieties of certain letters of the alphabet I are due to different versions of the phonetic alphabet. None of the Greek alphabets of the Archaic years retained the exact form and the phonetic value of any of the twenty-two letters of the Phoenician alphabet. Writing gradually evolved into three forms; verse, columns and "boustrophedon".

Scripts in postal art MIT Mitropoulos

Stickers, the television screen, writing used over and over again as in seals or in graffiti, art produced by the body or on the human body, all these are new forms of scripts redefining the fine arts. In Postal Art artists and art lovers communicate directly by post without intermediaries, in an exchange of drawings, photographs, or ideas without the intervention of galleries or collectors. On one level this exchange could be a simple greeting saying “hello here I am, where are you?” On another level it is an artistic communication demanding creativity, self-confidence and the ability to communicate with an audience that one cannot actually see.

New York graffiti as a way of communication MIT Mitropoulos

In 1974 a book called The Faith of Graffiti was published in the United States, written by Norman Mailer and illustrated by M. Kurlansky and J. Naar. Here we present six photographs with captions that bring to graffiti the attributes of an almost holy writ, compares the movement with that of rock and roll and places it in the avant-garde of the young street culture that took off in the 1950s.

Ancient Greece in an exhibition, as conceived by 19th and 20th century French architects Marie-Christine Hellman

Drawings of Greek monuments by French architects belonging to ENSBA the French school of fine arts in the years 1845-1937 were recently exhibited in Athens. The “First Grand Prize” (Prix de Rome), led the most qualified students of the French school to the Prix de Rome expeditions. Scholars who qualified for these expeditions stayed at the Medici villa for four years and studied one Italian monument each year drawing up plans and reconstructing the monuments on paper, making detailed blueprints of each monument. The only obstacle that stood in the way of the Greek expedition was the spirit of Romanticism leading the young men East as in the case of Delacroix. The expedition was finally approved on the 15th January of 1845.The young architects stayed at the French School of Archaeology in Athens which was founded on the 11th of September 1846.

Archaeological models and architectural plans Philippe Fraisse

Drawings which were brought to the public out of the Library of the Paris School of Fine Arts should be seen as characteristic of architects whose reconstruction of monuments is in the same spirit as any architectural design. Architectural drawings, whether these are reconstructions or plans for buildings are ruled by the same techniques and conventions. In both cases the available information defines the latitude the architect is allowed.The working process is also similar both to reconstructions or in blueprints for a new building.The drawing of plans is the final stage which is also the most important both to reproductions and in the designing of buildings.It is worth mentioning that all Prix de Rome winners who reconstructed a monument on paper identified with the architect who originally designed the building 20 centuries ago.Three tendencies can be seen as crucial to the work of the architects who took part in the Expeditions. a) a methodical research and gathering of exact and detailed evidence around their subject, b) the strikingly beautiful murals that resulted , which are more painterly than architectural, and c) the rationalism in the architects’ designs which seem to belong to a new architectural assignment rather than to the reconstruction of a monument.

Greece in the drawings of 19th and 20th century French architects Marie-Françoise Billot

This article records impressions from a very interesting exhibition of drawings made by French architects of the 19th and 20th centuries that was recently on show in Athens. These architects, as many others of their colleagues, students at the Ecole des Beaux- Arts in Paris, holders of scholarships of the French Academy,and then living in Rome for four years, started coming to Greece in 1845. The purpose of their stay was, in collaboration with the archaeologists, to submit to the Academy a complete study of a monument. The study comprised the full and detailed record of a monument in its "actual state", its reconstitution, (plan, view in perspective, sections), and certain significant details of the edifice in large scale drawings. The portfolio was also accompanied by an appendix that clarified its contents. Distinct, tendencies worth mentioning in the drawings of these young architects are: the care for a strict methodology, the excessive attention paid to "actual state" drawing and the research for "rational spaces".

Τεύχος 38, Μάρτιος 1991 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Μουσείο Kυκλαδικής Τέχνης: Οι εκπαιδευτικές μουσειοσκευές Μαρίνα Πλατή

Αρχαία ελληνικά αγγεία στη μουσειοσκευή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Οι τέσσερις μουσειοσκευές του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης καλύπτουν τα εξής θέματα: «Κυκλαδικός πολιτισμός». Εκτός από το έντυπο ενημερωτικό υλικό, η μουσειοσκευή περιέχει πέντε αντίγραφα των αντιπροσωπευτικότερων ειδωλίων και άλλα πέντε των κυριότερων σκευών, τις πρώτες ύλες στις Κυκλάδες της 3ης χιλιετίας (φύλλο χαλκού, μάρμαρο, οψιδιανό, ελαφρόπετρα και σμύριδα) και αντίγραφα χάλκινων εργαλείων. «Το παιχνίδι στην αρχαία Ελλάδα». Στόχος αυτής της μουσειοσκευής είναι να μάθουν τα παιδιά τις ρίζες και την εξέλιξη διάφορων παιχνιδιών, την αρχαία ονομασία τους, με ποιο όνομα επιβίωσαν στα χρόνια μας, τους κανόνες τους κ.ά. Τα παιδιά μπορούν να περιεργαστούν τα υλικά των παιχνιδιών της μουσειοσκευής και να παίξουν πλειστοβολίνδα («βεζίρης»), ψηλαφίνδα (τυφλόμυγα) κ.ά. παιχνίδια που περιγράφονται στο ενημερωτικό έντυπο. «Η αρχαία ελληνική ενδυμασία». Η μουσειοσκευή αυτή δημιουργήθηκε σε συνεργασία με το Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως (βλ. σ. 17-19) «Αρχαία ελληνικά αγγεία». Η μουσειοσκευή απευθύνεται κυρίως σε μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου και έχει οργανωθεί σε τέσσερις ενότητες: Μια σειρά από πήλινα άβαφα αντίγραφα αγγείων για να τα περιεργαστούν τα παιδιά. Ενημερωτικό υλικό που αναφέρεται στα στάδια κατασκευής ενός αγγείου, στην εξέλιξη των κεραμικών ρυθμών από τον 10ο ως και τον 5ο αιώνα π.Χ. και στην κατάταξη των βασικών σχημάτων των αγγείων ανάλογα με τη χρήση τους. Μικρή φωτογραφική έκθεση και μια σειρά εκπαιδευτικών παιχνιδιών.

Α’ Εφορεία Προϊστορικών και Kλασικών Aρχαιοτήτων: Οι εκπαιδευτικές μουσειοσκευές Κορνηλία Χατζηασλάνη

Μουσειοσκευή της Μικρής Ζωφόρου «Η Ζωφόρος του Παρθενώνος». Στη μουσειοσκευή, η ζωφόρος διαιρέθηκε σε τμήματα σύμφωνα με τις θεματικές ενότητες των τεσσάρων πλευρών της (ιππείς, άρματα, πομπή της θυσίας, θεοί). Περιέχεται το κάθε αντίγραφο τμήματος της ζωφόρου με τη φωτογραφία του, ενώ η δυτική ζωφόρος έχει αναλυθεί σε μεμονωμένους λίθους, ο ένας χρωματισμένος για να θυμίζει την αρχική μορφή. Την πραγματική κλίμακα δίνει μικρό κεφάλι της Ίριδας. Οι μαθητές θα κληθούν να συνθέσουν με τα αντίγραφα τις πλευρές της ζωφόρου και θα γνωρίσουν την πρώτη ύλη δουλεύοντας με αρχαία εργαλεία σε ένα κομμάτι μάρμαρο. «Η Δυτική Ζωφόρος του Παρθενώνα». Τα εκμαγεία από το δυτικό τμήμα της ζωφόρου συνοδεύονται από τις πλαστικοποιημένες φωτογραφίες των άλλων τμημάτων στην ίδια κλίμακα. Υπάρχουν πάντα οι πρώτες ύλες, λίθος με χρωματική απόδοση και μικρό κεφάλι εφήβου σε πραγματική κλίμακα. Μήτρες από πλαστικό επιτρέπουν στους μαθητές να φτιάξουν το εκμαγείο ενός λίθου ή να συνθέσουν μια πλευρά ή και ολόκληρη τη ζωφόρο. «Το Ιερό της Ακροπόλεως». Η μουσειοσκευή αποτελείται από δύο μέρη: α) αντίγραφο του Βράχου με τα επίπεδα που διαμορφώθηκαν τον 5ο αιώνα για να υποδεχτούν τις βάσεις των κτηρίων και β) τις μακέτες κτηρίων, βωμών, αναθημάτων κ.λπ. Τα παιδιά μπορούν να τοποθετήσουν τα δικά τους αναθήματα, να εξοικειωθούν με την τοπογραφία της Ακρόπολης και, με ειδική χειροτεχνία (χάρτινοι προσκυνητές, πεζοί, ιππείς, βόδια για τη θυσία), να αναπαραστήσουν την πομπή των Παναθηναίων. «Λιθοξοϊκή». Η μουσειοσκευή έχει δύο επίπεδα: Στο ανώτερο τοποθετούνται ο πήχυς, η γωνία, το κουμπάσο (διαβήτης) και το μολύβι. Στο κατώτερο, μαζί με δύο μαντρακάδες (σφυριά της λιθοτεχνίας) και προστατευτικά γυαλιά, έχει προσαρμοστεί ένα κομμάτι μάρμαρο (που πάνω του έχουν λαξευτεί διαδοχικά ίχνη εργαλείων) και έχουν τοποθετηθεί τα αντίστοιχα εργαλεία. Στα παιδιά δίνεται η ευκαιρία, κάνοντας πρακτική εφαρμογή σε μάρμαρα και έχοντας παρατηρήσει τα εργαλεία της μουσειοσκευής και τα ίχνη του καθενός, να μάθουν να αναγνωρίζουν τα ίχνη αυτά πάνω σε αρχαία μάρμαρα. «Αρχαία Ελληνική Ενδυμασία». Η μουσειοσκευή, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, περιέχει ενημερωτικό υλικό, τις πρώτες ύλες και τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους της αρχαίας ελληνικής ενδυμασίας, που τα παιδιά μπορούν να αναγνωρίσουν σε αγγεία και γλυπτά από τον 6ο ως τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο καλύτερος τρόπος για να μάθουν τα παιδιά να ξεχωρίζουν τις ενδυμασίες είναι να ντυθούν τα ίδια. Στη μουσειοσκευή περιέχονται πέπλος, χιτών, ιμάτιο, χλαμύς και εξωμίς. Διάφορα εξαρτήματα συνοδεύουν τα ρούχα, όπως περόνες, κουμπιά, υποδήματα κ.ά. «Αρχαία Ελληνικά Μουσικά Όργανα». Η μουσειοσκευή περιλαμβάνει: μια αφίσα του Γ. Πολύζου με την κιθάρα, υλικό για τον εκπαιδευτικό με διαφάνειες, βιβλία, προτάσεις για χειροτεχνίες και την κασέτα με τη μελέτη του Gregorio Paniagua με τη μουσική της Αρχαίας Ελλάδας. Σε ειδικές θήκες έχουν τοποθετηθεί τα εξής μουσικά όργανα: βάρβιτος, σάλπιγγα, λύρα, δύο σύριγγες του Πανός, κύμβαλα, κέρας, τύμπανο, δύο ζευγάρια κρόταλα και οι αυλοί με τη φορβειά. Δημοσιεύεται το σύνολο του εποπτικού υλικού που το Μουσείο Ακροπόλεως έχει συντάξει ειδικά για τους εκπαιδευτικούς.

Μουσείο Μπενάκη: Οι εκπαιδευτικές μουσειοσκευές Μάρια Διαμάντη, Καλυψώ Mιλάνου και άλλοι

Το κασελάκι του αγιογράφου. Η μουσειοσκευή «Οι ελληνικοί παραδοσιακοί κεφαλόδεσμοι» απευθύνεται σε παιδιά 8-12 χρονών. Στον εκπαιδευτικό παρέχει οδηγίες, βιβλία και άρθρα για την παραδοσιακή ενδυμασία. Στα παιδιά προσφέρονται διαφάνειες με επεξηγηματικό κείμενο, αφίσες με κεφαλόδεσμους, μεγάλη ασπρόμαυρη φωτοτυπία αθηναϊκού κεφαλόδεσμου για να τη χρωματίσουν και να την κρατήσουν, δείγματα κεφαλόδεσμων μεταγραμμένα σε οικεία στα παιδιά υλικά (χαρτόνι, κόλες γλασέ, χαρτί γκοφρέ, ύφασμα, κ.ά.) που συνοδεύονται από ενημερωτικές καρτέλες και οδηγίες κατασκευής, δύο κεφάλια από κούκλες για να δοκιμάσουν πάνω τους τους κεφαλόδεσμους. Την αναβίωση της εποχής ενισχύει κασέτα με παραδοσιακά τραγούδια. Η χειροτεχνική φάση έχει εύκολα και δύσκολα στάδια: Να ζωγραφίσουν ένα κεφαλόδεσμο ή να τον κατασκευάσουν; Να ζωγραφίσουν μια ολόκληρη φορεσιά ή να διαλέξουν ένα μοτίβο από ένα υφαντό μαντίλι και να το κεντήσουν σε σελιδοδείκτη; Μήπως να το ζωγραφίσουν πάνω σε τζάμι ή σε πλακάκι; «Το κασελάκι του αγιογράφου» απευθύνεται σε μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου. Είναι εξοπλισμένο με εργαλεία και υλικά αγιογραφίας από το 15ο και το 16ο αιώνα, από τότε δηλαδή που οι κρητικοί ζωγράφοι ξαναζωντανεύουν την παράδοση της κωνσταντινουπολίτικης αγιογραφίας. Διαφάνειες επιτρέπουν τη σύγκριση της οργάνωσης και των υλικών ζωγραφικής ενός κρητικού εργαστηρίου με αντίστοιχα εργαστήρια στην Ιταλία και τις Κάτω Χώρες. Τα υλικά, που ακολουθούν τα στάδια της ζωγραφικής, είναι η ξυλεία, η ζωική κόλλα (που προερχόταν και από την επεξεργασία μουσούδας τράγου), το ύφασμα, ο νεκρός γύψος, ο κρόκος του αβγού, τα χρώματα, ο χρυσός και το βερνίκι. Η τεχνική δεν είναι απλή. Για την αποτύπωση του σχεδίου χρησιμοποιούνταν τα «ανθίβολα», «νύχι» από αχάτη ολοκλήρωνε το στίλβωμα του χρυσώματος. Το «κασελάκι» εναποθέτει στα χέρια του καθηγητή ένα κείμενο και διαφάνειες για τα εργαστήρια, τα υλικά και την τεχνική της αγιογραφίας. Στα παιδιά προσφέρει τα υλικά σε μπουκαλάκια και βάζα, τα εργαλεία (πινέλα, «νύχι», γουδί, αχιβάδες κ.λπ.) και, τέλος, το ανθίβολο και μια εικόνα σε πέντε διαδοχικά στάδια κατασκευής. Η μουσειοσκευή «Τα λαϊκά παιχνίδια», που βασίζεται στην προσωπική συλλογή της Μαρίας Αργυριάδη, απευθύνεται σε παιδιά του Δημοτικού και περιέχει αυθεντικά παλιά παιχνίδια πλάι στις διαφάνειες και τα επεξηγηματικά κείμενα. Στα λαϊκά παιχνίδια περιλαμβάνονται η κουδουνίστρα, τα ζώα (πάνινα, πήλινα, ξύλινα), η κούκλα των κοριτσιών. Εδώ επιβάλλεται μια παρένθεση: γύρω στα τρία της, το κορίτσι του χωριού αποκτούσε από τη μητέρα της την πρώτη του, πάνινη, «κουτσούνα». Γύρω στα 8 με 12, το κορίτσι έπαιρνε από τον πατέρα του μια ξύλινη κουτσούνα ντυμένη με αστική φορεσιά. Στην εφηβεία, το κορίτσι αποκτούσε μια κούκλα με νυφική φορεσιά που θα συνόδευε τα προικιά της και δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ. Το τόπι, «σφαίρα» στην αρχαιότητα, ήταν αρχικά κοριτσίστικο παιχνίδι, όπως και τα κότσια, οι «αστράγαλοι». Στην αρχαιότητα υπήρχαν δύο ειδών κούνιες, η «σφενδόνη» και το «πέταυρον». Το γιο-γιο είναι ένα λαϊκό πανηγυριώτικο παιχνίδι. Αγορίστικα παιχνίδια είναι η ροκάνα, οι κατασκευές αντικειμένων (αμάξια, καραβάκια, κ.λπ.) και οι σφυρίχτρες, ήδη γνωστές στην Αίγυπτο τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα π.Χ.

Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών: εκπαιδευτικά προγράμματα και υλικό Όλγα Γκράτζιου

Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Πέρα από τις τρεις εκπαιδευτικές εκδηλώσεις με τη μορφή ανοιχτής ημέρας του Μουσείου (1989-1991), το Βυζαντινό Μουσείο, χάρη στα εκπαιδευτικά προγράμματα που εγκαινίασε το 1988, έχει συγκεντρώσει τον πυρήνα μιας μελλοντικής μουσειοσκευής. Ο μεγάλος αριθμός μαθητών που επισκέπτονται το Μουσείο υπέδειξε την ανάγκη προετοιμασίας των συνοδών εκπαιδευτικών. Το εκπαιδευτικό υλικό που ετοιμάστηκε περιλαμβάνει 10λεπτη βιντεοκασέτα για τον βυζαντινό πολιτισμό και έξι φυλλάδια για τη βυζαντινή τέχνη. Στη διάρκεια της επίσκεψης, τα παιδιά μπορούν να παρατηρήσουν εννέα διαδοχικές φάσεις κατασκευής μιας εικόνας. Στο Πωλητήριο διατίθενται τέσσερα παζλ με μια εικόνα του Μουσείου και με ψηφιδωτά του Δαφνιού.

Νομισματικό Μουσείο: εκπαιδευτικά προγράμματα και υλικό Μίνα Γαλάνη-Κρίκου

Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα στο Νομισματικό Μουσείο. Το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του Νομισματικού Μουσείου απευθύνεται στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Πριν από την επίσκεψη, αποστέλλεται στον εκπαιδευτικό «Ενημερωτικός Φάκελος» με: α) ενημερωτικό φυλλάδιο, β) ανάτυπο άρθρου που παρουσιάζει τη φιλοσοφία του Προγράμματος και περιγράφει τη δραστηριότητα των παιδιών στο Μουσείο, γ) Πληροφορίες και οδηγίες για το παιχνίδι «Το Κυνήγι του Θησαυρού» και δ) Το βασικό Φυλλάδιο του Εκπαιδευτικού Προγράμματος που κατευθύνει τους μαθητές πάνω από τις προθήκες. Τις μοναχικές επισκέψεις του εκπαιδευτικού με την τάξη του διευκολύνουν η διάθεση του βασικού Φυλλαδίου από άλλα μουσεία και το πρόγραμμα του Νομισματικού Μουσείου «Ενημέρωση των Εκπαιδευτικών».

Κέντρο εκπαιδευτικών προγραμμάτων του YΠΠO: εκπαιδευτικά προγράμματα και υλικό Κέντρο εκπαιδευτικών προγραμμάτων YΠΠO

Χώρος του κτιρίου στο οποίο στεγάζεται το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Επικοινωνίας του ΥΠΠΟ. «Η Γέννηση της Γραφής» και «Ο Δημόσιος Βίος στην Αρχαία Αθήνα» είναι τα δύο εκπαιδευτικά προγράμματα που το Κέντρο Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του ΥΠΠΟ απευθύνει σε παιδιά από την Δ΄ Δημοτικού ως την Γ΄ Λυκείου. Και στα δύο, ειδικευμένοι εκπαιδευτές εξοικειώνουν τα παιδιά με το αντικείμενο με τη βοήθεια εποπτικού υλικού και οπτικοακουστικών μέσων. Η πρακτική εφαρμογή έχει μορφή παιχνιδιού. Άλλα παιδιά γράφουν στα ιερογλυφικά, στη σφηνοειδή, στη Γραμμική Β και άλλα αναπαριστούν στην Αρχαία Αγορά τους Ηλιαστές, την Εκκλησία του Δήμου, τους Μετρονόμους, χρησιμοποιώντας αντίγραφα αντικειμένων που είδαν στο Μουσείο της Στοάς του Αττάλου. Πλούσια ενημερωτικά φυλλάδια χορηγούνται στους εκπαιδευτικούς.

Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης: Οι φορητές εκπαιδευτικές μονάδες Ευρυδίκη Αντζουλάτου-Ρετσίλα

Του Μουσείου τα μιλήματα» (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, 1990). Δύο τύπους μικρών ειδικών αποσκευών έχει δημιουργήσει το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης: «Το μπαουλάκι της Πανδώρας», διακοσμημένο εξωτερικά από τον λαϊκό ζωγράφο Γιώργο Σαββίδη, επιδιώκει, με το όνομά του, να διεγείρει την περιέργεια για το περιεχόμενό του. Τα αντικείμενα που κρύβει, κατάλληλα επιλεγμένα, προέρχονται από τις συλλογές του Μουσείου. Καθώς το κοινό του προγράμματος ποικίλλει (μαθητές κάθε ηλικίας, ενήλικες, άτομα με ειδικές ανάγκες), τα μουσειακά αντικείμενα προσαρμόζονται και το μπαουλάκι εμπλουτίζεται αναλόγως. Πάντοτε όμως, η εκπαιδευτική διαδικασία αποσκοπεί στην ενεργό συμμετοχή του κοινού που καλείται να εκφράσει στο τέλος τις εντυπώσεις του με λόγο, με σχέδιο, με κίνηση. Η αποσκευή «Του Μουσείου τα Μιλήματα» δημιουργήθηκε για να προετοιμάσει την επίσκεψη των σχολικών ομάδων. Ο εκπαιδευτικός δανείζεται την αποσκευή και τη χρησιμοποιεί στην τάξη. Κεντρικό στοιχείο του περιεχομένου της είναι μια σειρά από διαφάνειες με έργα από τις συλλογές του Μουσείου. Συνοδεύονται από κασέτα με επεξηγηματικό σχολιασμό σε απλό και άμεσο προφορικό λόγο. Η αμεσότητα του λόγου στηρίζεται στη σκέψη ότι «το Μουσείο έρχεται και μιλά μέσα στην τάξη», σκέψη που έδωσε στην αποσκευή το όνομά της. Η αποσκευή περιέχει επίσης: μικρογραφίες χαρακτηριστικών αντικειμένων, πλήρη σειρά εκδόσεων του Μουσείου, μαγνητοσκοπημένη ξενάγηση στο Μουσείο και μια σειρά ενημερωτικά έντυπα για τον εκπαιδευτικό, ανάμεσά τους και κατάλογο λαογραφικών ταινιών που προβάλλονται στο Μουσείο.

Κοινοτικό Τοπικό Μουσείο στις Mηλιές Πηλίου: Μουσειοσκευές για τη ζωή στο χωριό Ελένη-Φαίη Σταμάτη

Η μουσειοσκευή για το επάγγελμα του πεταλωτή από τις Μηλιές Πηλίου Το Κοινοτικό Μουσείο στις Μηλιές ετοίμασε για τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού μια σειρά από μουσειοσκευές με γενικό θέμα «Η ζωή σε ένα χωριό του Πηλίου». Η πρώτη μουσειοσκευή για το επάγγελμα του σαμαρά, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων όλα τα απαραίτητα εργαλεία και υλικά για να κατασκευάσει κανείς ένα σαμάρι, αποδείχθηκε βαριά και δύσχρηστη. Αντικαταστάθηκε από μικρότερες μουσειοσκευές για τα εξής επιμέρους θέματα: «Η καλλιέργεια της ελιάς», «Το σπιτικό καρβέλι», «Το πετάλωμα», «Το πηλιορείτικο αρχοντικό», «Ο πηλιορείτικος γάμος», «Από το μαλλί στο υφαντό». Καθεμιά τους περιλαμβάνει πληροφοριακό κείμενο για τον εκπαιδευτικό και φυλλάδιο για τα παιδιά, διαφάνειες, φωτογραφίες, παιχνίδι, χειροτεχνία κ.ά.

Παιδικό Mουσείο: εκπαιδευτικά προγράμματα και υλικό Ελένη Γερουλάνου, Σοφία Ρωκ-Μελά

Με ένα διαβατήριο τα παιδιά του Παιδικού Μουσείου ταξιδεύουν στο χρόνο μέσα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Με εκπαιδευτικά προγράμματα και υλικό, το Παιδικό Μουσείο απευθύνεται στα παιδιά του Δημοτικού και τους δασκάλους τους για να τους ευαισθητοποιήσει στις ειδικές μεθόδους διδασκαλίας στα Μουσεία. Από τα τρία προγράμματα, το «Ταξίδι στο χρόνο» και «Οι δώδεκα θεοί» αφορούν την αρχαία Ελλάδα και «Η Ελληνική Επανάσταση στο Μουσείο» τη νεότερη ιστορία. Στους δασκάλους παρέχεται υλικό που θα τους βοηθήσει να προετοιμάσουν τους μαθητές για τα εξής μουσεία: Βοτανικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Δημοτική Πινακοθήκη, Εθνικό Αρχαιολογικό, Εθνικό Ιστορικό, Πολεμικό, Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης Δήμου Αθηναίων, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Μουσείο και Κέντρο Μελέτης Ελληνικού Θεάτρου, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βορρέ.

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στον Εθνικό Κήπο Τέτη Χατζηνικολάου

Ο χάρτης του Εθνικού Κήπου παρουσιάζει τα ενδιαφέροντα σημεία του και επισημαίνει τις σημαντικές χρονιές της ζωής του. Το πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στον Εθνικό Κήπο παρουσιάστηκε τον Απρίλιο του 1988. Για τη δημιουργία του συνεργάστηκαν το Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) και η Επιτροπή Δημοσίων Κήπων και Δενδροστοιχιών. Εκπαιδευτικό φυλλάδιο για παιδιά ηλικίας 7-11 ετών συμπληρώνει το ειδικό έντυπο για τους εκπαιδευτικούς. Το έντυπο έχει στη μία όψη του έγχρωμο χάρτη του Κήπου με σημειωμένα όλα τα ενδιαφέροντα σημεία του και, στο περιθώριο, πληροφορίες και χρονολογίες. Η άλλη όψη διηγείται την ιστορία του Κήπου, μιλάει για τα φυτά και τα ζώα του και περιγράφει τις φροντίδες που δέχεται σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Σύλλογος για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας: Μουσειοσκευή Άννα Κρεμέζη-Μαργαριτούλη

Πανώ φωτογραφικής έκθεσης με λεζάντες για τη βιολογία της χελώνας. Το Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης Μαθητών επιδιώκει να δημιουργήσει οικολογική συνείδηση στα παιδιά προβάλλοντας το παράδειγμα ενός πανάρχαιου ερπετού που κινδυνεύει από εξαφάνιση στη σύγχρονη εποχή. Για να ανταποκριθεί στις πολλές αιτήσεις για ενημέρωση, συχνά από απομακρυσμένες περιοχές, ο Σύλλογος δημιούργησε τη «Βαλίτσα της Χελώνας», που υλοποιήθηκε με την ενίσχυση της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς και του ΥΠΕΧΩΔΕ. Η βαλίτσα διατίθεται σε τέσσερα επίπεδα, ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα, και περιέχει 14 αντικείμενα: έκθεση φωτογραφίας και έντυπου υλικού, τη βιντεοταινία «Caretta», διαφάνειες, ερωτηματολόγιο, οδηγίες για τους εκπαιδευτικούς, δώρα κ.ά. Παρατίθεται κατάλογος των εκδόσεων για παιδιά στο Πωλητήριο του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας.

Βυζάντιο και Kίνα: Ο θαλάσσιος δρόμος του μεταξιού Γιάννης Ρούσκας

Κινεζική γιόνκα στο Quanzhou σήμερα. Το όραμα του Αλέξανδρου κληροδότησε τρεις δρόμους για τη σύνδεση της Ανατολής με τη Μεσόγειο. Ο βόρειος περνούσε από τη Βακτριανή, την Κασπία και τη Μαύρη θάλασσα. Ο κεντρικός ένωνε τις Ινδίες με τον Περσικό διαμέσου του Τίγρη στη Σελεύκεια. Από εκεί, διά ξηράς, τα εμπορεύματα έφταναν στην Αντιόχεια και την Έφεσο. Ο νότιος δρόμος από τις Ινδίες, μέσω της Αραβικής χερσονήσου και της Ερυθράς θάλασσας, κατέληγε στο λιμάνι των Πτολεμαίων Βερενίκη. Την έκφραση «Δρόμοι του μεταξιού» εγκαινίασε τον 19ο αιώνα ο γερμανός γεωγράφος Ferdinand von Richthofen, επειδή το πολυτιμότερο αγαθό, που την παραγωγή του η Κίνα κρατούσε μυστική, ήταν το μετάξι. Από τις εξαγωγές πορσελάνης και κεραμικών της Κίνας, ο δρόμος του μεταξιού ονομάστηκε και «porcelain» ή «ceramic road», ενώ το όνομα «spice road» οφείλεται στη μεγάλη διακίνηση μπαχαρικών προς την Κίνα. Ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ., οι κίνδυνοι στους χερσαίους δρόμους έστρεψαν το εμπόριο προς τη θάλασσα. Ο Ινδικός ωκεανός έγινε ένας θαλάσσιος διάδρομος που ένωνε τον ρωμαϊκό κόσμο με τα λιμάνια της Ινδίας και τα παράλια της Κίνας. Οι θαλάσσιοι δρόμοι επωφελήθηκαν όχι μόνο από το έργο των γεωγράφων αλλά και από τις μελέτες του Ίππαλου για τους μουσώνες. Αξιοποιώντας τους μουσώνες, τα πλοία με κατεύθυνση την Ανατολή διέσχιζαν τον Ινδικό την άνοιξη και, φορτωμένα με τα προϊόντα της, έκαναν το αντίστροφο ταξίδι το χειμώνα. Το εμπόριο με την Κίνα είχαν στα χέρια τους οι μεγαλέμποροι της Αλεξάνδρειας, κυρίως Έλληνες, και οι Σύροι στα λιμάνια τους. Με την άνοδο του Ισλάμ τον 7ο αιώνα, οι Άραβες έγιναν οι διαμεσολαβητές του εμπορίου της Κίνας με τη Βενετία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ωστόσο, εξίσου σημαντική υπήρξε η παρουσία των Κινέζων. Τα πλοία τους, με το ένα και μοναδικό πρυμναίο πηδάλιο, μπορούσαν να πλέουν κόντρα στον άνεμο. Ο άνεμος ήταν η κινητήρια δύναμή τους και τα λίγα κουπιά ήταν επικουρικά. Είχαν συνήθως τέσσερις ιστούς και δυο ειδών ιστία, για ανέμους από την πρύμνη και για ανέμους από την πλώρη. Από τον 11ο αιώνα η χρήση της πυξίδας γενικεύτηκε. Οι πλοηγοί πορεύονταν με τα άστρα τη νύχτα, τον ήλιο τη μέρα και την πυξίδα στη συννεφιά. Πρωτοπόρος στην αστρονομική ναυσιπλοΐα, η Κίνα καλλιέργησε όσο κανείς την «επιδεξιότητα να σε οδηγούν τα άστρα». Στις δυναστείες Tang, Song και Yuan (7ος-14ος αιώνας μ.Χ.), από τα λιμάνια Hepu, Guangzhou (Καντώνα), Quanzhou και Yanghou, τα κινεζικά πλοία ταξιδεύουν στον Περσικό κόλπο, την Ερυθρά θάλασσα, την ανατολική Αφρική. Όπως γράφει ο Μάρκο Πόλο, που επισκέφθηκε την Κίνα το 1275 μ.Χ. και έμεινε εκεί 17 χρόνια, η κίνηση στο λιμάνι του Quanzhou ήταν 100 φορές μεγαλύτερη από την κίνηση στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Η εμβάθυνση της πολιτισμικής όσμωσης ανάμεσα στους λαούς Ανατολής και Δύσης ήταν το σημαντικό παράπλευρο όφελος που προέκυψε από τους δρόμους του μεταξιού.

Άλλα θέματα: Το στενό της Σκύλας και ο Οδυσσέας: Ερμηνευτική προσέγγιση στο κείμενο της Οδύσσειας Μενέλαος Χριστόπουλος

Η Σκύλλα και ένας κάβουρας εικονίζονται σε νόμισμα του Ακράγαντα από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Βοστόνη, Museum of Fine Arts. Το πέρασμα από το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης είναι για τον Οδυσσέα αναγκαστικό. Αν ακολουθούσε την εναλλακτική που του εμφανίζει η Κίρκη, να περάσει ανάμεσα από τις Πλαγκτές πέτρες όπως η Αργώ, ο ήρωας του έπους θα έπρεπε να ξεπεράσει το κλέος του Ιάσονα. Ασύμβατες διαδρομές. Συμβολικά η Αργώ εγκαινιάζει τη γενιά των ποντοπόρων πλοίων. Ο Οδυσσέας χάνει το στόλο του και καταλήγει κυβερνήτης μιας σχεδίας, προτού το κύμα τον ξεβράσει ολόγυμνο στο νησί των Φαιάκων. Η Αργώ ήταν «σε όλο τον κόσμο ξακουσμένη». Το πλοίο του Οδυσσέα δεν είχε όνομα. Η Οδύσσεια όμως θα κάνει «στον κόσμο ξακουστό» τον ήρωά της. Αφηγούμενος τις περιπέτειές του, ο Οδυσσέας δανείζει τη φωνή του όταν μεταφέρει είτε αυτολεξεί τα λόγια κάποιων προσώπων είτε άλλων τα λόγια που τα άκουσε. Το θαλασσινό του ταξίδι αποκαλύπτεται εν μέρει από τα λόγια των άλλων. Ο Οδυσσέας με δικά του λόγια συμπληρώνει τα κομμάτια που λείπουν. Ήχοι, θραύσματα από φωνές, αποσπάσματα από ομιλίες η μια μέσα από την άλλη, συνθέτουν το ναυτικό ταξίδι του Οδυσσέα. Για τη Σκύλλα, πρώτα απ’ όλα μαθαίνουμε για τη φωνή της, πως είναι όμοια με θηλυκό κουτάβι που γαβγίζει. Στην κατηγορία του θηλυκού, όπως όλοι οι θανάσιμοι κίνδυνοι για τον Οδυσσέα, η Σκύλλα συνδέεται με μυθικές μορφές όπως η Λάμια, η Έμπουσα, η Έχιδνα, η Εκάτη κ.ά. Κανείς δεν μπορεί να πολεμήσει ένα τέτοιο πλάσμα, λέει η Κίρκη. Ο Όμηρος την ονομάζει «αθάνατον κακόν». Μια άλλη εκδοχή εμφανίζει τη Σκύλλα όχι αθάνατη αλλά αναστημένη. Ο πατέρας της Φόρκυς την ξαναφέρνει στη ζωή όταν την κομματιάζει ο Ηρακλής. Ο διαμελισμός της από τον Ηρακλή υπογραμμίζει το συνονθύλευμα από ζώα που συνθέτει το σώμα της Σκύλλας: όνομα και φωνή σκύλου, τρεις σειρές δόντια όπως τα σκυλόψαρα, δώδεκα πόδια και έξι λαιμοί σαν γιγάντιος πολύποδας κ.λπ. Συνδυάζοντας την εικόνα ενός μικρού σκυλιού που θηλάζει η μητέρα του με την ιδέα ενός θανάσιμου κακού, πίσω από την εικόνα αυτής της «σκύλακος νεογιλής» προβάλλει ένα τέρας με παιδική φωνή. Η μητέρα της Σκύλλας Κράταιις, που καλείται να επέμβει για να περιορίσει τις επιθέσεις της κόρης της, ενισχύει το θέμα της παιδικότητας. Έχοντας μιλήσει για την αφθαρσία της Σκύλλας, την τροφή της και την επέμβαση της μητέρας της, ο Όμηρος συνεχίζει περιγράφοντας τα βόδια και τα πρόβατα του Ήλιου που ζουν αιώνια. Στο νησί της Θρινακίας, ξαναβρίσκουμε τα θέματα της μητρότητας, της τροφής και της αθανασίας. Αυτά τα θέματα είναι και ο συνδετικός κρίκος με το επόμενο στάδιο του ταξιδιού, όταν ο Οδυσσέας θα χάσει τους συντρόφους του πριν ξαναβρεί την ατομικότητά του.

Πορτρέτα από τη νεολιθική Θεσσαλία Κώστας Γαλλής, Λάια Ορφανίδη

Πήλινο φυσιοκρατικό κεφάλι (τύπος Α1) από άγνωστη θέση της Θεσσαλίας. Πάνω από 2.500 είναι τα αδημοσίευτα νεολιθικά ειδώλια από τη Θεσσαλία, ανατολική και δυτική, ευρήματα επιφανειακών κυρίως ερευνών. Από τα εκατοντάδες κεφάλια που έχουν ήδη μελετηθεί προκύπτει μια τυπολογία βασισμένη στη μορφολογία τους: διακρίνονται τα φυσιοκρατικά (Α) και τα σχηματοποιημένα (Β). Στα σχηματοποιημένα, το κεφάλι είναι απλά ένα τριγωνικό κομμάτι πηλού ή πέτρας. Στα φυσιοκρατικά, στοιχεία του ανθρώπινου κεφαλιού αποδίδονται, έστω και υπαινικτικά. Τα φυσιοκρατικά κεφάλια είναι κυρίως πήλινα, τα σχηματοποιημένα είναι πήλινα και λίθινα. Τα πήλινα έχουν πλαστεί γύρω από κυλινδρικό, επιμήκη, πήλινο πυρήνα που πάνω του επικολλήθηκε το πρόσωπο. Χαμηλό ανάγλυφο ή εγχάραξη αποδίδουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου με έμφαση στα μάτια και τη μύτη, και τα δύο επίθετα. Μικρή, οριζόντια σχισμή ζωγραφίζει το στόμα, τα αυτιά δεν θεωρείται απαραίτητο να δηλωθούν, οι κομμώσεις ενδέχεται να είναι περίτεχνες. Εννέα τύποι ξεχωρίζουν στα φυσιοκρατικά κεφάλια (Α1-9), δύο στα σχηματοποιημένα (Β1-2). Η μελέτη αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα των θεσσαλικών ειδωλίων στη νεολιθική Ελλάδα. Μάλιστα, η κατηγορία Α1 δεν απαντά πουθενά αλλού. Γυναίκες απεικονίζουν οι τύποι Α2 και Α3 που υπογραμμίζουν την κόμμωση. Με τον τύπο Α4 η φυσιοκρατία αγγίζει την αποκορύφωσή της. Εδώ ο ειδωλοπλάστης έχει αναπτύξει δεξιοτεχνία τέτοια που του επιτρέπει να φτιάχνει προσωπογραφίες. Οι προχωρημένες φάσεις της Μέσης Νεολιθικής φαίνεται ότι αποτελούν την αφετηρία για σχηματοποίηση. Τα κεφάλια συνεχίζουν να αποδίδονται φυσιοκρατικά αλλά η μορφή γίνεται πιο στυλιζαρισμένη. Ο ειδωλοπλάστης διακοσμεί με χρώμα και εγχαράξεις όπως στην κεραμική. Τα κεφάλια από τη Νεότερη Νεολιθική είναι πολύ σχηματοποιημένα: τραπέζια, τρίγωνα, ελλείψεις αντικαθιστούν τα προσωπικά χαρακτηριστικά.

Από την παθολογία στην αρχαιολογία του βιβλίου Κωνσταντίνος Χούλης

Κώδικας 13ου αιώνα με στάχωση από ύφασμα που φέρει κεντημένο το μονόγραμμα των Παλαιολόγων. Ρώμη, βιβλιοθήκη μονής Grottaferrata Ο όρος «παθολογία», επιβεβλημένος από το Ινστιτούτο που ίδρυσε το 1938 στη Ρώμη ο Alfonso Gallo, θεωρείται παρωχημένος. Ο διεπιστημονικός όρος «αρχαιολογία του βιβλίου» δηλώνει τη γνώση των υλικών (ξύλο των πινακίδων, προέλευση του δέρματος του καλύμματος, είδος μετάλλου για τα κλείστρα) αλλά και της τεχνικής που τα συνδυάζει για να φτιάξει τη στάχωση του βιβλίου. Αντικείμενο μελέτης της είναι κυρίως το μεσαιωνικό βιβλίο. Οι παλαιότεροι συντηρητές, αν έκριναν ότι η παλιά βιβλιοδεσία αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για τα φύλλα με το κείμενο, την πέταγαν και την αντικαθιστούσαν με νέα, καλλιτεχνική. Η μεγαλύτερη καταστροφή παλαιών βιβλιοδεσιών έγινε μεταπολεμικά και, στην Ιταλία, οι πλημμύρες της Φλωρεντίας και της Βενετίας (1966) την επέτειναν. Την ιστορία της βιβλιοδεσίας επηρέασε το μνημειώδες τρίτομο έργο του Ιταλού De Marinis (1960) που στήριζε την καλλιτεχνική αξία μιας βιβλιοδεσίας μόνο στη διακόσμηση του καλύμματος. Εκτός όμως από τα διακοσμητικά στοιχεία του καλύμματος για τα οποία χρησιμοποιούνται στάμπες, σε συνδυασμό με φύλλα χρυσού στη Δύση, ιστορική αξία έχουν μεταξύ άλλων: ο τρόπος ραφής των τετραδίων, οι αποστάσεις μεταξύ των σημείων ραφής, το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα πιθανά νεύρα και, το βασικότερο, ο τρόπος με τον οποίο στηρίζονται οι ξύλινες (αργότερα χαρτονένιες) πινακίδες στο σώμα του βιβλίου. Οι επεμβάσεις αποκατάστασης της βιβλιοδεσίας σήμερα περιορίζονται στο ελάχιστο. Η αλλαγή προσέγγισης αντικατοπτρίζεται στα δύο μεγάλα προγράμματα, στη Γαλλία και την Ιταλία, για την καταγραφή και αρχειοθέτηση των δομικών στοιχείων των μεσαιωνικών βιβλιοδεσιών που φυλάσσονται σε μουσεία και σε βιβλιοθήκες, κρατικές και εκκλησιαστικές.

Θεσσαλικά χερνιβόξεστα και σαλτσερά των τελευταίων βυζαντινών αιώνων Γιώργος Γουργιώτης

Θεσσαλικός επιχύτης για το πλύσιμο των χεριών, Λαογραφικό Μουσείο Λαρίσης. Καθώς έτρωγαν με το χέρι, πριν το φαγητό οι Βυζαντινοί νίβονταν ή χειρονίβονταν χρησιμοποιώντας ένα χρηστικό σύστημα δύο σκευών, το «χερνιβόξεστο». Το ένα σκεύος ήταν το «χέρνιβο», η λεκάνη που δεχόταν τα απόνερα, και το άλλο ο «επιχύτης», το δοχείο με το νερό. Η μορφή του χέρνιβου δεν μας είναι γνωστή. Κεραμικά αγγεία διαφόρου χωρητικότητας, οι επιχύτες από τον θεσσαλικό χώρο έχουν σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα, επίπεδη βάση, εκροή με κλίση προς τα επάνω, ταινιοειδές χερούλι. Είναι πάντα ακόσμητοι, με καστανοκίτρινη ή καστανοπράσινη εφυάλωση. Ένα δεύτερο οικιακό σκεύος είναι επιτραπέζιο. Γνωρίζουμε ότι οι Βυζαντινοί περιχύναν το φαγητό τους με κάποια ζεστή σάλτσα που χρειαζόταν ένα ειδικό σκεύος για την εναπόθεσή της. Τα σκεύη αυτά θερμαίνονταν μέσα στη χόβολη. Οι Βυζαντινοί τα ονόμαζαν «σαλτσάρια» ή «σαλτσερά». Απλούστερα στη μορφή από εκείνα που βρέθηκαν στην Κόρινθο, στην Αγορά των Αθηνών κ.α., τα θεσσαλικά σαλτσάρια εμφανίζουν δύο παραλλαγές: είτε έχουν σχήμα ημισφαιροειδές και είναι διαφόρου χωρητικότητας, με ή χωρίς περιχείλωμα ή είναι σκεύη μεγάλης χωρητικότητας, με επίπεδο πυθμένα και σχεδόν κατακόρυφα τοιχώματα. Εφυαλωμένα μέσα κι έξω, μονόχρωμα και αποίκιλτα, στηρίζονται σε κολουροκωνικά κοίλα πόδια με τριγωνικά ή σχισμοειδή ανοίγματα και έχουν χοντρά τοιχώματα για περισσότερη θερμοχωρητικότητα. Από τα άφθονα θεσσαλικά ευρήματα καθημερινής χρήσης που χρονολογούνται από το 13ο αιώνα και μετά, διαφαίνεται ότι μετά τη φραγκική κατάκτηση τα επαρχιακά κεραμουργεία αναπτύχθηκαν σε αυτοδύναμες μονάδες και πρόσφεραν στην τοπική αγορά σκεύη υψηλής ποιότητας με έντονα επιτόπια χαρακτηριστικά.

Περιβαλλοντική Αρχαιολογία Λίλιαν Kαραλή

Συγκριτική ανατομία ανθρώπου – γάτας. Αν το περιβάλλον είναι το κέλυφος μέσα στο οποίο και διά του οποίου επιβιώνει ο άνθρωπος με σχέση δυναμικής αλληλεπίδρασης, τότε όλα τα εξελικτικά βήματα του ανθρώπινου είδους βρίσκονται χαραγμένα στο κέλυφος αυτό σαν σε χάρτη και, επομένως, είναι ανιχνεύσιμα. Με την ανίχνευση, αποκρυπτογράφηση και ερμηνεία τους ασχολείται η περιβαλλοντική αρχαιολογία. Δύο κυρίως παράγοντες καθιστούν το έργο αυτό επίπονο και σχολαστικό: η αποσπασματικότητα των αρχαιολογικών δεδομένων και η παρεμβολή αλλαγών τόσο στο φυσικό περιβάλλον όσο και στον ανθρώπινο παράγοντα που συχνά αλλοιώνουν την εικόνα του περίγυρου και την κάνουν δυσανάγνωστη. Ο περιβαλλοντικός αρχαιολόγος οφείλει να αντιλαμβάνεται τις αλλαγές στην επιφάνεια της γης, να αναλύει και να ερμηνεύει τα ιζήματα και το ρόλο τους στον τρόπο ζωής, να συμπεραίνει τη διατροφή πληθυσμών από τις ασθένειες που διαφαίνονται στα οστά τους, να αναγνωρίζει θαλασσινά από τα όστρεα και τα λοιπά κατάλοιπά τους, είδη της χερσαίας πανίδας από τα οστά τους, είδη της χλωρίδας από τη γύρη και τους σπόρους των φυτών. Τη βοήθειά τους προσφέρουν άλλες επιστήμες, όπως η Γεωλογία, η Οικολογία, η Φυσική Ανθρωπολογία, η Παλαιοζωολογία, η Παλαιοβοτανική και η Παλαιοπαθολογία.

Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής.Η αρχή και η ερείπωση: άγνωστα ντοκουμέντα για το «Καλλέργειο» του Άργους Βασίλης Δωροβίνης

Άργος: η οικία Δημ. Καλλέργη σε φωτογραφία του 1934 από το αρχείο του Τάσου Τσακόπουλου. Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 36 της Αρχαιολογίας, ο συγγραφέας υποστήριζε την ισχυρή πιθανότητα ύπαρξης προστυλίου στην ανατολική πλευρά της οικίας που έκτισε το 1830 ο Δημήτρης Καλλέργης. Στο μεταξύ, είχε την ευκαιρία να δει κάποια σχέδια που φιλοτέχνησε το 1833 ο Χάνσεν στο Άργος. Ένα από αυτά απεικονίζει το «Καλλέργειο» από τα ΒΔ., αποδίδοντάς του σοφίτα και προστύλιο. Την ύπαρξη του προστυλίου υποστηρίζουν άλλωστε απόσπασμα του σχεδίου πόλεως του 1847, παλιές φωτογραφίες του κτιρίου και το σχέδιο Φομίν. Δύο φωτογραφικές μαρτυρίες του 1934 από το αρχείο του Τάσου Τσακόπουλου απεικονίζουν τις αλλαγές στη μορφή του κτιρίου.

Η Παλαιοπαθολογία Άννα Λαμπράκη

Σημάδια που άφησαν ρίζες φυτών πάνω στο κόκαλο. Η Παλαιοπαθολογία διερευνά τις ασθένειες των προϊστορικών ανθρώπων αξιοποιώντας τα σημάδια που αυτές άφησαν πάνω στα οστά. Οι ειδικοί έχουν καταλήξει στα εξής συμπεράσματα: 1. Ο προϊστορικός άνθρωπος ασκούσε μόνος του ένα είδος κινησιοθεραπείας θέλοντας να θεραπεύσει την αγκύλωση των κλειδώσεων, 2. Γνωστή, η κρανιακή χειρουργική είχε μεγάλο ποσοστό επιτυχίας, 3. Προς τους άρρωστους παρεχόταν ιατρική φροντίδα. Επομένως, οι προϊστορικές κοινωνίες δεν ήταν τόσο σκληρές και άγριες όσο νομίζουμε. Η «ταφονομία» ασχολείται με τη διατήρηση ή την καταστροφή των οστών. Για παράδειγμα, καταστροφή προκαλούν οι ρίζες φυτών που, επειδή παράγουν κάποιο οξύ, αποτυπώνονται πάνω στο κόκαλο.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Ένα άγνωστο οχυρό της αρχαίας Mήθυμνας Μάκης Αξιώτης

Λεσβία δομή στο τείχος της Νότιας πλευράς του οχυρού στην αρχαία Μήθυμνα. Σε έξι επικράτειες ήταν χωρισμένη η Λέσβος, όσες και οι αιολικές της πόλεις. Εκτός από τα τείχη των ίδιων των πόλεων, οχυρωματικά έργα υπήρχαν και στο εσωτερικό της κάθε επικράτειας. Τα οχυρά έχουν συνήθως ορθογώνιο σχήμα, αν και υπάρχουν και κάποια με σχήμα ακανόνιστο ή κυκλικό. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η κατασκευή του τείχους με τη λεσβία δομή. Οι πλευρές των λίθων λαξεύονταν ώστε οι εξωτερικές τους επιφάνειες να αρμόζουν απόλυτα. Στις πιο επιμελημένες κατασκευές, μετά βίας χωράει ανάμεσα στους λίθους η λεπίδα μαχαιριού. Αργότερα, στον 2ο αιώνα π.Χ., όταν η Ερεσός έχτισε τέτοια οχυρά χρησιμοποίησε το ισόδομο σύστημα με τους ορθογώνιους λιθόπλινθους που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Στην ανατολική παραλία της Μηθυμναίας είχαν βρεθεί τάφοι ελληνιστικοί, παλαιοχριστιανικά ερείπια, βυζαντινοί ναοί και το μεσαιωνικό κάστρο της Κλειούς, δεν είχε βρεθεί όμως οχυρωματικό έργο. Ωστόσο, δικόρυφο οχυρό υψώνεται σε στρατηγικό σημείο ανάμεσα στον κάμπο της Λαγκάδας του Μανταμάδου και στο Γενί-Λιμάνι της Κάπης. Το ύψωμα είναι διαμορφωμένο σε ωοειδές πλάτωμα και το τείχος ζώνει το χείλος του πλατώματος. Φτιαγμένο κάπως πρόχειρα με μικρές πέτρες κατά το έμπλεκτο σύστημα έχει πάχος 1 περίπου μ. Χαρακτηριστικό της αρχαιότητας του περιβόλου είναι το τμήμα του τείχους στο ανατολικό άκρο της νότιας πλευράς, φτιαγμένο με επιμελημένη λεσβία δομή. Όστρακα από αγγεία τεφρά λεσβιακά και μελαμβαφή συνηγορούν υπέρ της αρχαιότητας των κτισμάτων. Στη ΒΔ άκρια του πλατώματος έχει χτιστεί πρόσφατα η Αγιά Σωτήρα.

Δομική έρευνα στο εκκλησιαστικό συγκρότημα του Οσίου Λουκά Φωκίδος (συμπληρωματική περίληψη) Παύλος Μυλωνάς

Άποψη του εκκλησιαστικού συγκροτήματος του Οσίου Λουκά. Συζητώντας με αρχαιολόγους και ιστορικούς, ο συγγραφέας αντιλήφθηκε ότι με το άρθρο του στο τεύχος 36 της Αρχαιολογίας δεν είχε καταστήσει απολύτως σαφή τα βασικά του επιχειρήματα, ότι οι δομικές παρατηρήσεις είναι από μόνες τους ικανές να στήσουν το ιστορικό πλαίσιο του συγκροτήματος του Οσίου Λουκά και ότι, επίσης, η μελέτη του εκείνη αποκάλυπτε και χωροθετούσε δύο ακόμη κτήρια. Την παρανόηση καλλιέργησε εν μέρει η αναφορά στα αμφίβολης αξιοπιστίας Υπομνήματα που δημοσίευσε ο Κρέμος. Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, από γραπτές πηγές, τον Βίο του Οσίου και δύο μελέτες που χρονολογούν το Καθολικό στα 1011, ενώ παράλληλα παραπέμπει στο αρχικό του άρθρο. Έχοντας ανακεφαλαιώσει ένα προς ένα τα δομικά επιχειρήματά του, καταλήγει και πάλι σε δύο ιστορικά συμπεράσματα: α) κάτω από το ναό της Παναγίας και το Καθολικό, υπάρχουν άλλα δύο κτήρια, τα αρχικά: ο ναός της Αγίας Βαρβάρας και το Ευκτήριο και β) η σειρά των κατασκευών έχει ως εξής: 1. Αρχική Αγία Βαρβάρα (946) και ολοκλήρωσή της (955 - 958/959/960) 2. Ευκτήριο (960; - 965;) 3. Μεταποίηση της Αγίας Βαρβάρας σε Παναγία και σύνδεση με το Ευκτήριο μέσω του «χώρου Λ» (1000; - 1011) 4. Κατασκευή του Καθολικού με πυρήνα το Ευκτήριο (μετά το 1011 και πριν το 1048) Αποδεικνύεται ότι η χρήση των Υπομνημάτων στην αρχική μελέτη συνέβαλε απλά στο να χρονολογηθεί το Ευκτήριο στα 961-966 (αντί του περίπου 960; - 965;) και να προταθεί ως αρχή ανεγέρσεως της Παναγίας η περίοδος μετά το 997, αντί περίπου 1000.

Βόμβες στο λίκνο του πολιτισμού μας Κλαίρη Ευστρατίου

Ζιγκουράτ στην αρχαία πόλη της Ουρ. Η συγγραφέας, εξαιτίας του πολέμου στον Περσικό Κόλπο, εκπέμπει σήμα κινδύνου για τα μεγάλα κέντρα του μεσοποταμιακού πολιτισμού. Η ιστορία της Μεσοποταμίας αρχίζει την 9η χιλιετία με τη «νεολιθική επανάσταση». Στο σημερινό Κουρδιστάν, την 7η χιλιετία αρχίζει η αστικοποίηση του ανθρώπου και ανακαλύπτεται η κεραμική. Γύρω στα 2600 π.Χ. ανακαλύπτεται η γραφή. Η στήλη του νομοθέτη βασιλιά Χαμουραμπί με τη σφηνοειδή γραφή, ο Ναβουχοδονόσωρ στη Βαβυλώνα με τους κρεμαστούς κήπους, τα κλιμακωτά παλάτια, η Ουρ και η Ουρούκ, η Νινευή και η Νιμρούδ, τα βασιλικά πορτρέτα και οι ανάγλυφες συνθέσεις: ο πολιτισμικός θησαυρός της Μεσοποταμίας που κινδυνεύει είναι αμύθητος.

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία, αλληλογραφία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Άποψη Κασταλίας κρήνης Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Ολοκληρώνονται οι εργασίες για τη σταθεροποίηση των βράχων στην Κασταλία Πηγή των Δελφών - Κτίσμα μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής παλαιότερο του 16ου αιώνα στο νομό Πέλλας και τουρκικό λουτρό του 18ου αιώνα στη Λάρισα κηρύχτηκαν «ιστορικά διατηρητέα μνημεία» - Στη Γαλλία ολοκληρώθηκε η αναστήλωση τμημάτων της «Γραμμής Μαζινό» που άνοιξαν πλέον στους επισκέπτες

Εκθέσεις

Από τις 6 ως τις 20 Νοεμβρίου, στην Αθήνα, στο Πάρκο Ελευθερίας, οργανώθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων της Καλαβρίας φωτογραφική έκθεση της περιοχής όπου βρισκόταν το αρχαίο ελληνικό Σκυλλήτιον και αργότερα το ρωμαϊκό Scolacium - Με θέμα «Η τέχνη του κοροπλάστη: Ελληνικά πήλινα έργα του ελληνιστικού κόσμου» οργανώθηκε στα τέλη του 1990 έκθεση στο Art Museum του Πανεπιστημίου του Princeton - Με θέμα « Ο χρυσός της Ελλάδας: Κοσμήματα από το Μουσείο Μπενάκη» έγινε έκθεση στο Μουσείο Cooper - Hewitt της Νέας Υόρκης

Συνέδριο

Το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ οργάνωσε επιστημονική ημερίδα (27.10.90) με θέμα «Πολιτισμικές και εμπορικές ανταλλαγές ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο και την Ανατολή κατά τη βυζαντινή και την οθωμανική περίοδο»

Βιβλία

Γιώργος Γραμματικάκης, Η κόμη της Βερενίκης, Παν/κές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1990 - P.E. Easterling / B.M.W. Knox, Η Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Παπαδήμα, Αθήνα 1990 – Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, Adam, Αθήνα 1990 - Κ. Μανάφης (επιμ.), Σινά, οι θησαυροί της Μονής, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1990 - Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου, Ερμής, Αθήνα 1990

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Το Εργαστήριο Fitch της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής διοργανώνει από τις 25 Φεβρουαρίου ως τις 26 Μαρτίου 1991 σειρά 4 σεμιναρίων για τα αρχαία κεραμικά – Στον αρχαίο Ευρωπό Παιονίας, πλάι στις ανασκαφικές δραστηριότητες, έχει αναληφθεί και πρόγραμμα γεωφυσικών διασκοπήσεων

Βιβλία – περιοδικά

R. Desbrosse / J. Koslowski, Hommes et climats à l’âge du Mammouth, Masson 1989 – J.P. Mohen, Métallurgie préhistorique - Introduction à la paléométallurgie, Masson 1990 – M.-Cl. Berducou, La conservation en archéologie, Masson 1990

Συνέδρια – Συναντήσεις

Το Τμήμα Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών διοργανώνει το 1ο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Γεωεπιστήμες και Περιβάλλον» από 15 ως 18 Απριλίου 1991 – Συμπόσιο Αρχαιομετρίας διοργανώνει η European Geophysical Society στο Wiesbaden της Γερμανίας από 22 ως 26 Απριλίου 1991 – «ESR Dosimetry and Applications» είναι το θέμα του 3ου Διεθνούς Συμποσίου που οργανώνει και φιλοξενεί το National Institute of Standards and Technology στο Gaithersburg των ΗΠΑ από 14 ως 18 Οκτωβρίου 1991

English summaries: The museum of Cycladic Art. The museum goes to school Marina Plati

"When Schools do not go to the Museum, then the Museum must go to School". To realize this slogan the Museum of Cycladic and Ancient Greek Art has created its first educational museum-kit. Its main purpose is to introduce children to the Cycladic Civilization, the civilization, that developed in the Cyclades during the third millennium BC, the so-called Early Bronze Age. The museum-kit contains casts of the representative marble idols and utensils of the third millennium BC, copies of tools, rough materials and relevant elucidating material (scientific catalogue, museum publications for children on the Cycladic civilization, slides, maps and handicrafts). The project's main aim is to enable children to be tought the Cycladic Civilization not only through seeing and listening, but through the knowledge of the rough materials that the ancient inhabitants of the Cyclades used (marble, bronze, opsidian, emery, pumice-stone); to feel and experience the copies of the Museum exhibits and to experiment with copies of Early Bronze Age tools. The museum-kit can be used at school, either as a visit substitute when a class for various reasons cannot visit the Museum; or for an adequate preparation of the children before a museum visit. Owing to the teachers' enthusiasm and everpresent zeal, the museurn-kits have already "travelled" to more than sixty schools, mainly in Attica, but also as far as Kalamata, Karpathos, Spetses, Chalkida, Zakynthos, Naxos and Mytilini. The subjects to which the kits refer are the Cycladic Civilization, the Play in Ancient Greece, Ancient Greek Attire and Ancient Greek Vases. For any participation in the Museum of Cycladic and Ancient Greek Art educational programs the teacher must contact the Museum in advance. Besides the museum-kit, a wide range of educational material is available at the Museum, some of it can be obtained on loan, other material must be purchased.

A’ ephorate of prehistoric and classical antiquities Kornilia Chatziaslani

Each museum-kit is a complete unit which can be easily used by anyone who reads the accompanying instructions. It is addressed to certain school ages but it can also be appropriately adjusted so as to meet the educational needs of various other ages. Relevant analytic material (scientific monographs and publications) or a simple elucidating text is available to teachers for the effective use of the museum-kit contents. The purpose of the educational museum-kits varies. Through the constructive entertainment some aim at the development of creativity, while others at the achievement of a faster knowledge. The purpose, however, is multiple and by combining all the educational components it results in an overall improvement of the student's educational status. The teacher has the experience of his students' mental and knowledge potentialities. Thus, depending on his specialization and his specific pursuits, he can make the best ouf of the museum-kit, since each of them has been planned to cover an entire topic. The topics of the museum-kits are: 1. The Parthenon Frieze 2. The Acropolis Sanctuary 3. Stone Carving 4. Ancient Greek Attire 5. Ancient Greek Musical Instruments.

The Benaki museum. An educational program Niki Psaraki-Belesioti

A few years ago certain school teams started visiting the museums of Greece not any more as mere spectators, but as participants in «dromena», In order that continuous contact between children and museum develop we have started lending relevant material in museum-kits to schools, cultural societies and institutions. The museum-kits travel from school to school making accessible to children material relevant to a specific subject or explaining an entire topic. The subject/ topic is introduced to children through elucidating texts, slides, photographs, museum copies or originals, proposals for educational activities or handicrafts. When presenting the museum-kit to his class the teacher's work is made much easier by the concrete information and the simple instructions which accompany the kit. The choice of subject of a museum-kit aims at the following objectives,to emphasize certain collections of the Benaki Museum,to make known to the public the work of the Museum departments and to develop specific topics related to art. The museum-kits are designed and realized by the Department of Educational Programs of the Benaki Museum in cooperation with specialists. All scientific information is adapted to the educational objectives dictated by the age of the children to which they are addressed. «The Greek Traditional Headbands-are intended for children eight to twelve years of age, but also for younger ones if properly adapted. "The Folk Games» are intended for children of Elementary Education levels. "The Hagiographer's Kit» is intended for high-school students.

Centre of educational programs, Greek ministry of culture AUTHOR NOT MENTIONED

The centre of Educational Programs of the Ministry of Culture presents in Athens two educational programs, which are addressed to children, aged 9-14: a. The Birth of Writing. Presented all the year round at the centre's premises, on 9 Prytaneiou St., Plaka. b. The Public Life in Ancient Athens. Presented in Spring and Fall in the Ancient Agora site. Both programs run in two phases: 1. Specialized personnel introduces the children to the basic components of the program, using for best results relevant illustrative and audio-visual material. 2. The children exercise the knowledge thus obtained through specially designed forms of play. In the Birth of Writing program the children are invited to try the hieroglyphic, sphenoid or Linear Β writing; while in the Public Life in Ancient Athens they revive the classical Athenian Democracy by playing the part of Heliastes of the Ecclesia tou Demou (= Assembly of Free Citizens) and by using copies of the exhibits they have already seen in the Museum of the Attalos' Stoa. All relevant printed material is available at the centre of Educational Programs.

The portable museum-kits of the Greek Folk Art museum Evridiki Antzoulatou-Retsila

The Greek Folk Art Museum has created two types of portable, educational units, the "Pandora's Chest" and "Museum Chat". The "Pandora's Chest" includes representative, authentic objects from the museum's collections. They have so been chosen as to serve properly the educational program and the museum staff, who accompany the kit, to the various schools where it is sent. The "Museum Chat" includes audiovisual material that refers to the Greek Folk Art sectors, relevant objects in miniature scale, printed information and ideas for creative handicrafts. It is lent out to schools for a defined period of time.

The Children’s Museum. Educational material for teachers Eleni Geroulanou, Sophia Roque-Mela

One of the pursuits of the Children's Museum is to plan and produce educational programs and relevant material appropriate to the needs of teachers and pupils of Elementary Education. These programs seek to introduce the teacher to the special method required for an effective educational project realized in a Museum. The teacher's participation in such a program gives him the chance to experience these methods so as to make the best out of them when he visits another Museum. In addition he is supplied with the necessary educational material which he can utilize in order to prepare his pupils for a future visit to a Museum (behaviour, approach, observation, description of the exhibits). For example, in the case of the National Archaeological Museum, a pamphlet and a "Passport" are available to the teacher. The pamphlet contains ideas and activities which can be applied and performed before the educational visit to the Museum. The passport enables the visiting pupil to "travel" via the exhibits through the centuries.

An educational program in the National Gardens of Athens Teti Hatzinikolaou

This educational program aims at the best utilization of the National Gardens' potentialities, being the major assembly of plants in the Greek capital, for the environmental education of youth and for the general public. The program is the result of the cooperation between the Greek Section of ICOM (International Council of Museums) and the Commitee of Public Gardens and Alleys, and was for the first time realized in April, 1988, on the occasion of the European Year for the Environment. Taking into consideration that the National Garden lies in the centre of Athens, has a rich vegetation and serves as an easily accessible pastime area to many Athenians, the Greek Section of ICOM carefully planned and published a special leaflet, useful to teachers and to anyone interested. It contains a colour map ot the Garden with all its worth-seeing sites marked and commented on by an elucidating brief text. The reverse of the leaflet gives information relevant to the Garden.Its history and stages of development,plants and animals residing in it, the necessary care for its proper maintenance and the staff required. Finally, this leaflet, available at the "institutions" of the National Garden-the Botanic Museum and the Children's Library - is accompanied by a special educational pamphlet for children, aged 7-11.

The sea- turtle protection society of Greece. The turtle kit Anna Kremezi-Margaritouli

The Society for protection of the Sea-turtle is a non-profitable organization, which has as its objective the study of the sea turtle in Greece and the channeling of the relevant information to the authorities and public. The Program of Environmental Information for students that started in 1986 belongs to this " framework". The program is supported by the Ministry of Education and financed by the European Economic Communities and the International Fund for wild life (WWF Int.). The sea turtle is used as an example of an agelong serpent which is seriously threatened by modern man's competition and materialistic greed. Thus, this program does not simply aim to introduce the turtle to students of all grades. Its main target is to make them understand the responsibility each and every one of us holds for the environment's degeneration and to propose an alternative, harmless for the environment, way of life. Knowing thoroughly the biology, habits and difficulties that a sea turtle faces, many examples can be presented in support of the forementioned ideas. The students' response is very positive and the schools interested in our program are more than we can easily accomodate. Therefore, our desire to satisfy all applications, even those of remote schools, as well as the need for an educational material easily used led to the creation of the "Turtle Kit". This kit is a complete mobile program for Environmental Education that has been realized thanks to the support given by the General Secretariat of New Generation and the Ministry of Environment. The "Turtle Kit" contains: - Photographic exhibition on turtle biology and on the project of its study and protection. - Relevant printed information. - Video-tape (27') entitled "Caretta"; filmed at Zakynthos island from 1980 to 1983. - Four series of slides, accompanied by texts, on Nature's functions and the tighs existing among living organisms. - Gifts for the teachers and the school communities. - A questionaire. - Instructions for the teachers, etc. By entrusting the "Turtle Kit" to the teachers to use it as a creative tool we hope that they will succeed in transferring theirs as well as our own environmental problematic and worries to the students. We strongly believe that we all will live in a better world tomorrow if children are properly informed today.

Byzantium and China Yannis Rouskas

The East experienced Hellenism thanks to Alexander the Great. Without him, the Greek word and spirit would not have reached the heart of Asia, the Greek language would not have become the common instrument of the then known universe and the gift of Hellenism that he so enthusiastically offered would not have embraced "so erotically and insurmountably by an attractive and thrilling as ever Asia". Alexander the Great infused new power into the Asiatic life. The meeting of the Asiatic peoples with the people of the West as well as the cultural exchanges that followed as a natural altermath were for the first time realized in the sixth to fourth centuries BC in the Empire of the Achaemenids. It was to Persepolis that people from all over the Empire sped, while towns in the peripheral provinces, such as Vaktra, Samarkand and Taxila, which were destined to become later important stations of the routes of silk, were connected with roads and developed into meeting points of East and West. The routes of silk date from the first centuries of the Early Christian period. Via these routes, silk and other precious or exotic products from China and India were transferred to the Western world. And via these same routes the bounds of coexistence and the cultural dialogue of the West and East were founded, developed and flourished. The people using these routes towards the West or East followed various land or sea courses which in rather a symbolic way show the close and effective communication of people.

The straits of Skylla and Odysseus Menelaos Christopoulos

This article proposes an interpretive and semasiological analysis of certain data contained in the Homeric narration and referring to the Odysseus' passing through the straits of Skylla. Specifically noted are - The relation between Odysseus' and Jason's ships (contrary to the Argonautic epos the importance in the Odyssey is given to Odysseus not to his ship). - The significance of the voice as a "representational" medium and the function of the multiple narration in the composition of the "oral" geography in Odyssey, in Odysseus' narration the words of others are almost narrated). - The description of Skylla made by Circe in relation to certain characteristic faculties, which are assigned to Skylla (voice of a female puppy). - The relation of Skylla with other terrifying mythical creatures, its killing by Heracles, its revival by Phorcys, its resemblance to the appearance of a dog and its feminine substance (invulnerable, therefore fatal). - The persistence of the Homeric description of Skylla in certain elements relevant to food, immortality and mainly to childishness. - The role of food, maternity and immortality in the Homeric narrations about Skylla and the Threnacia island, the inclusion of the Skylla episode in Odysseus' return and its importance for the definition of the general concept of time in Odyssey (separation of Odysseus from his companions, regaining of individuality by Odysseus, his interposition in a time that exclusively concerns him).

Portraits from neolithic Thessaly Kostas J. Gallis, Laya Orphanidi-Georgiadi.

This article is only the summary of a joint publication on the figurines in private collections of Thessaly. The relevant project was carried out by the Research centre for Antiquity of the Athens Academy and the IE' Ephorate of Prehistoric and Classic Antiquities at Larissa. The article refers to a choice of twenty Neolithic figurine heads found on various sites of Eastern and Western Thessaly. These heads have been selected from over 2.500 unpublished figurines, which belong to private collections. They have been rendered with such an expressive power and realistic features that they could be considered as portraits of unknown members of the Neolithic Thessalian society. These heads, apart from exhibiting a very interesting modeling technique, contribute a lot to out knowledge of the appearance of the Neolithic face. However, since these figurines are surface finds, it is not easy to classify them in precise chronological groups. Nevertheless, an attempt of classifying them in chronological and topographical entities is made by comparing them to relevant pottery and to other published or unpublished figurines from Thessaly and the surrounding area. Two main groups of heads seem to prevail so far, the naturalistic and the schematic one. The first group of heads, usually made of clay, can be subdivided in two entities, the one sharing common characteristics - a fact possibly indicating the existence of figurine workshops; the other displays heads of free, plastic rendering with an emphasis on certain facial features. The overall handling of these heads shows the artist's effort to portray specific members of the Neolithic community, an effort which often produces individual faces of ovewrhelmmg expression. The second group includes figurine heads made of marble or other stone. Some of them are acroliths, while others do not bear any specific characteristics.

From the pathology to the archeology of books Konstantinos Houlis

Until recently the interest of scholars, historians and paleographers was mainly focused on the books' text, while the case studies dealing with the structural elements of old books were a rarity. However, the scientific knowledge of the materials and techniques required for and applied to book binding is not only necessary for a book restorer but it seems to be an indispensable tooI for the historian and the old books specialist, in general. A new scientific discipline, "the Archaeology of Books" has as its object the thorough study of materials and special techniques of book making, mainly of the manuscript. The major pursuit of this new science is the collection and utilization of ail information relevant to the history of the book. At the same time it has set the ambitious objective to reconstruct bit by bit the overall appearance as well as the production of a Mediaeval scriptorium.

Environmental archaeology Lilian Karali-Giannakopoulou

Environmental Archaeology is a new concern of archaeological science ,co-ordinating and dealing with different disciplines, such as geology, biology, ecology, anthropology, paleobotany. paleozoology, etc. Its main scope is the study of man and his environment, their mutual interaction and the archaeological evidence coming from that relationship, such a artifacts, ecofacts and a complex of factors which it is difficult to fully understand.

The complex of St Luke of Stiris. Chronology according to structural facts Pavlos Mylonas

Discussing with friends the article on the "Complex of St Luke" (ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, 36. Sept. 1990) I detected an underestimation of the importance of structural remarks in framing the history and dating of the Complex. Thus, a reaffirmation of the proposed chronology, based only on structural remarks seems necessary. Reference will be made to the English Summary of the said article ipp. 29, 30), to the Vita of the Saint and to two papers dating the Catholicon to 1011, namely: "A propos de la date... etc", Ca. Arch. XIX, 1969, and "Περί Μονής Οσίου Λουκά Νεώτερα", Ελληνικά, 25, 1972. Features in the church of the Panaghia disclose remains of an older building, which can be no other than the church of St Barbara, mentioned in the Vita. Between the two existing churches, namely the Panaghia and the Catholicon, lies "space Λ", housing the relics of the Saint. The said space, because of its decorated masonry, identical to and continuous with that of the Panaghia, is considered as contemporary to the latter. Other features, such as deviation "δ" (p. 30, col. 1) and a blocked former skylight, indicate that "space Λ" connected the "new" Panaghia to an older building. Other details, such as other blocked skylights and the plan of the Crypt, confirm the fact that the Catholicon has enveloped an older building on the same site, which should be identified with the Euktenon in the shape of a Cross, mentioned in the Vita. Three facts, connected with the erection of the Catholicon, must be emphasized: (a).- The addition of an eastern cross-vault to "space Λ" (b).-the fact that the said cross-vault lacks decorations ("A propos... etc", p. 131), and (c).- the fact that in the N.E. gallery, the wall of the Panaghia had to be demolished, to give the Catholicon its normal dimensions. These facts indicate that the Catholicon had to respect "space Λ", which was already in existence and in use as a sanctified place of worship (p. 30, §IX). "Space" "Λ", was designed, from the time of its erection (Ελληνικά, ρ. 308) to house the relics of the Saint. However, the said paper was composed when it was generally believed that "space Λ" formed part of the N.E. compartment of a totally "new" Catholicon, which replaced a modeste oratoire ("A propos.-. etc", p. 128) or a small oratory (ένας μικρός "ευκτήριος οίκος", "Περί Μονής" p. 300). The same papers rightly indicate that the translation of the relics into "space Λ" occured on the 3rd of May of 1011. This date was then accepted as the date of erection of the Catholicon, because "space Λ" was believed to form part of the latter. However, according to the new discoveries, "space Λ" was erected prior to the Catholicon, simultaneously with the Panaghia. Obviously then, the date of 1011 should be assigned to "space Λ" and accordingly to the Panaghia, as well. As mentioned already in ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, p. 27 end of § μα1 and n. 80, the preponderance of structural facts should lead to a reexammation of ambiguous texts. Tentative Chronology a. Si. Barbara, begun 946 (Vita) and was decorated plentifully (955 and after, 955-960?) (Vita). b. Euktenon, some time after the above (960-965"?) (Vita). c. Panaghia, finished shortly before 1011, having begun a decade (?) earlier (1000-1011?). d. Catholicon, date uncertain, later than 1011 and earlier than 1048. Conclusion It is obvious that the above tentative chronology, based solely on structural facts, coincides almost exactly with the one already proposed. A slight deviation is to be noted only in Irelation to the date of the Euktenon ("960?-965?" instead of "961-966"), as well as that of the beginning of the Panaghia ("1000?" instead of "after 997").

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι ελληνικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί (I) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Δωρικός ναός του 5ου αι. π.Χ., αφιερωμένος στη θεά Ήρα. Σεγέστα Σικελίας. Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. η Ελλάδα βλέπει τη γέννηση των μνημειακών ναών. Ξεκινώντας από την ηπειρωτική Ελλάδα, ο δωρικός ρυθμός θα επικρατήσει στις αποικίες της Δύσης, ενώ ο ιωνικός στην ανατολική Ελλάδα και τα νησιά. Τρίτος ρυθμός, ο κορινθιακός, θα περιμένει τον 4ο αιώνα π.Χ. Οι κυριότερες διαφορές δωρικού και ιωνικού ρυθμού σημειώνονται στην ανωδομή τους, πολύ φανερά στα κιονόκρανα. Οι βραχύτεροι και πιο χοντροί δωρικοί κίονες πατούν απευθείας στο στυλοβάτη, όχι σε βάση όπως οι ραδινοί ιωνικοί. Έχουν 16-20 ραβδώσεις με κοίλη τομή που σχηματίζουν μεταξύ τους οξείες ακμές αντί για τις 22-44 ραβδώσεις, χωρισμένες με κατακόρυφη ταινία, των ιωνικών κιόνων.

Τεύχος 86, Μάρτιος 2003 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Aπό το θησαυρό του Aτρέα στο παλάτι του Mενελάου: ο τρόμος της ανωνυμίας στη μυκηναϊκή αρχαιολογία Pascal Darcque

Mινωίτες και Mυκηναίοι στον 20ό αιώνα Alexandre Farnoux

Mινωική Kρήτη: ένας χαμένος παράδεισος; Rene Treuil

Iστοριογραφώντας την προϊστορία του Aιγαίου Όλγα Πολυχρονοπούλου

Οι βασικές αναφορές των πρώτων αρχαιολόγων: ο μύθος θεμελιωτής μιας επιστήμης Όλγα Πολυχρονοπούλου

Η συλλογή προϊστορικών αρχαιοτήτων στην Eλλάδα την εποχή πριν από τον Σλίμαν Μιχάλης Φωτιάδης

H ανακάλυψη των κυκλαδικών ειδωλίων: αξιολογικές παρερμηνείες και αισθητικές καταχρήσεις Βασιλική Χρυσοβιτσάνου

Άλλα θέματα: Tο Oφθαλμιατρείο Aθηνών Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

Για τη μουσική γεωγραφία των Δελφών Γιώργος Λυκούρας

Nέοι χάρτες και αρχαίοι λαοί της Aνατολικής Mεσογείου Βαγγέλης Πανταζής

H περιοχή της Γκαντάρα Zainul Wahab

Γκαντάρα. Κλιμακωτή κατασκευή από ψαμμόλιθο, με ανάγλυφη παράσταση στην οποία είναι εμφανής η ελληνιστική επίδραση.

Πλουραλισμός και πολυφωνία στον Ίωνα του Eυριπίδη. O Eυριπίδης ως στοχαστής και δραματουργός Κατερίνα Ζαχαρία

H αρχαιολογική φωτογραφία με τη χρήση της νέας τεχνολογίας Νίκος Πουλιανός

Έκθεση και αποθήκευση μουσειακών αντικειμένων. Eπιλογή και χρήση κατάλληλων κατασκευαστικών υλικών Ευγενία Σταματοπούλου

Φωκική Συμπολιτεία Κατερίνα Τυπάλδου-Φακίρη

Aρχαίες οχυρώσεις στην Kεφαλονιά Γεράσιμος Θωμάς

Aρχαίο θέατρο Mεγαλόπολης. Mορφές διάβρωσης και προτάσεις προστασίας Αθανάσιος Καραμπότσος, Βασίλης Λαμπρόπουλος

Μουσείο: Tο Mουσείο του Φώτη Pαπακούση στα Iωάννινα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Η βασίλισσα Pωξάνη και η σχέση της με τον προθάλαμο του τάφου II στη Bεργίνα Τριαντάφυλλος Παπαζώης

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Πληροφορική: Πηγές για τη διδασκαλία της Αρχαιολογίας στο Διαδίκτυο (1) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

English summaries: Historiography. Writing the history of the prehistoric Aegean Olga Polychronopoulou

In six articles the purpose of historiography is discussed, that is the study of the mechanisms and factors that lie behind the ideas and stereotypes of an era. Before Schliemann, were collectors of Aegean prehistoric antiquities interested in the archaeological nature of their collections? The Cycladic idols that were looked upon with contempt by those who admired the classical ideal were greatly admired by followers of the modern movement at the end of the 19th century. The social and cultural background of Schliemann, Dorpfeld, or Tsountas certainly influenced their archaeological research and various interpretations of it. Why should an archaeologist long to give a Homeric name to a Mycenaean site discovered by him? Evans made up an image of ancient Crete that stood for everything that was the exact opposite of the Victorian ,industrial society of the England he came from. There is also a similarity between Cretan Mycenaean and contemporary art.

Collecting Prehistoric Antiquities in Greece in the Era before Schliemann Michael Fotiadis

The practice of collecting prehistoric artifacts has had a long history in Europe, and the collectors and antiquaries of the 16th-19th centuries are regarded today by many as the precursors of the discipline of prehistoric archaeology, in the circum-Aegean lands such a practice and the associated discourses appear to have emerged much more recently, but they certainly antedate Schliemann's discoveries of the 1870s, and they can be followed back to the early 19th century. In this article I try to reconstruct something of the texture and ethos of that practice and discourses, as they emerge from the writings of archaeologists of the period. It is evident that collecting and the associated discourses had their rules and norms, strategies and tactics, distinctly different from those that would prevail later on in the discipline of Aegean prehistory.

The Discovery of Cycladic Figurines: Evaluative Misinterpretations and Aesthetic Overuses Vassiliki Chryssovitsianou

The first figurines carved on white marble came to light in the late eighteenth century, when P. van Kneney drew attention to their existence and called them "idols" or "figurines". Save the end of the nineteenth century, the European travelers and archaeologists were not system¬atically engaged in the study of figurines; it was only then that the climate started changing, when the first research projects were carried out in the Cyclades by Bent, Dümmler and Tsountas. The aesthetic evaluations of the scholars for this new works of art were expressing their reactions, which could be grouped in three categories: the first shows embarrassment and reserve, the second includes all sorts of negative judgments, the third comprises complex terms and peculiar characterizations. This reserve, aversion and, in some cases, rejection originated from the established conception of “beautiful". The classic ideal did not permit scholars to approach the Cycladic figurines in a different way. This atti¬tude changed in the early twentieth century, when the modern sculptors "adopted" morphological characteristics of the figurines in their creations. Acceptance and recognition came slowly and progressively through the familiarity of the specialists with these "primitive" art forms, which in the 60s led archaeologists to typology. This formalistic method of classification and evaluation prevailed throughout the post-war years, and thus the "peculiar", "incomplete", "ugly", "primitive" statuettes were transformed and began to be considered as fine works of art.

Myth: The Founder of a Science Olga Polychronopoulou

The birth of the Aegean prehistory is indissolubly connected with the Homeric epos and the Greek mythology, since the first archaeological research in the area was aiming at the verification of the historic truth comprised in the ancient texts and myths. However, the col¬lation of the Homeric world with the tangible relics led to the discovery of two, unknown so far, prehistoric civilizations, the Mycenean and the Northeastern Aegean one. In the era of Romanticism, Homer as well as the classic antiquity and the East are the baste points of reference for the pioneers of the Aegean prehistoric archaeology. The conception of Homer by H. Schliemann is not the result of a unique inspiration, but the consequence of scientific and cultural tendencies of his earlier or contemporary colleagues, distinguished in various, however relevant, fields, such as folklore and comparative mythology, which were especially developed in Germany during Schliemann's period. W. Dörpfeld, on the contrary, Schliemann's assistant in Troy and Tiryns, was more affected by classic archaeology, especially in the early years of his career. After the establishment of Otto's dynasty in 1833, Greece became the most rewarding field for the German scholars, philologists in their majority, who initiated a new era in the archaeological research. Dörpfeid's participation in the Olympia excavations had such an impact, that classic archaeology became a model for the interpretation of the prehistoric remnants of Troy and Tiryns. The reference of building ruins or site remnants to a Homeric or mythological framework has become an unquestionable reality in the case of the Aegean prehistory, while the discovery of Homeric cities and palaces remains a fascinating event even today.

The Treasure of Atreus in the Palace of Menelaus: The Terror of Anonymity in Mycenean Archaeology Pascal Darcque

From Pausanias time until today travelers, specialists and archaeologists continue to give names and to add prestige to the archaeological remnants that date from the second half of the second millennium B.C.. Most of these names are loans from the Iliad and Odyssey. The standard repetition of the phenomenon probably sug­gests that we believe even today in the complete his­toricity of the epic texts and myths. The archaeologists dealing with the Aegean world have often been nour­ished with the classic tradition to such an extent, that they quite easily pass from the archaeological evidence to the myths, because there is a continuity of data from the present to the past in their minds and culture. However, the existence of a city called “Troy” continues to have an untenable historical support and scientific reasoning, while the Homeric texts cannot be taken as testimonies for the Mycenaean age. Next to these scientific reasons, which prompt cer­tain archaeologists and historians to accept the epic or mythical accounts, the terror of anonymity can equally be explained by the prestige accompanying this or that name of a site. To pull an archaeological discovery out of anonymity and oblivion means that whoever achieves this task not only will become famous among his col­leagues, but he win also be praised by a broader public which still lives with the ideal that it is the Archaeologist who sets off to discover lost cities and he succeeds in his objective. Therefore, we must accept that our effort the Mycenaean place-names to coincide with those of the historic period is often a dangerous task. In addition, we must not forget that there is not any Mycenaean text supplying the name of a single Mycenaean lord. What seems, then, reasonable is to hope that the new texts of the Linear B script will enrich our knowledge about Mycenaean Greece.

Minoan Crete: A Paradise Lost René Treuil

In revealing Crete to the West, Evans pictured an ideal land: nature was wonderful, with a rich vegetation and welcoming atmosphere, an entity inspiring the artistic creation, while Minoan society, affected by nature, was peaceful, harmonious and feministic in a way; as a result, civilization was splendid in every aspect, and art, luxury and joy governed the Minoan world. This idyllic description ascribed Crete to the series of lost paradises, where humanity experienced a kind of Gold Age, according to various myths, which have as a common motif the contrast to the present. As a matter of fact, Evans created this picture of Crete in order to contradict the Victorian industrial and bourgeois England. This model, which replaced the standard model of classic Greece, was fed by Evans' sensitivity towards nature, landscape, flowers and birds, while at the same time it was supported by a sort of rejection of the pre¬sent: rich and idle, Evans never found his proper place in society, and the wars, which he witnessed, carried him further away from the present. Therefore, he turned to another world, exotic and fascinating, whom he formed as he desired, and who would be incarnated in the palace of Knossos. Evans' vision was criticized, but it was finally imposed on Crete and on the occasion of Crete. The effect of the discovery, the composing ability of Evans, his knowledge of journalism, his dominating stature, the expectations of the public, all contributed to this success, where viewpoint was more important than science. From then on superlative was praised and anachronism marked more and more the picture of Minoan Crete, while a guided public kept asking reassurance for the very same issues. One hundred years later, however, this picture must be reevaluated, the history of the ideas must be restored and, most important, the radical differentiation between this picture and the historic reality must be achieved. The picture must be submitted to the trial of doubt and criticism and must leave space for new research, which will give new answers not to the same eternal questions, but to others, which have not been raised as yet. Let us wonder, if such a revision of the picture can possibly be attempted on Crete itself.

Minoans and Mycenaeans in the Twentieth Century Alexandre Farnoux

The discovery of the Aegean civilizations of the Bronze Age caused an exchange between the Creto-Mycenaean art and the twentieth-century artistic production. This was a two-way exchange: for example, the European artists were inspired by the forms and the repertoire of the pre¬historic creators, while so much in architecture and furniture as much in theatre the modern construction techniques (reinforced concrete, bricks etc.) contributed to the reconstruction and "revival" of many ancient monu¬ments and works of art, as for instance the palace of Knossos, not to mention the esthetic issues concerning Art Nouveau and Arts and Crafts that elevated the Minoan masters as contemporaries of Morris and Guimard. This two-way effect becomes obvious in a plethora of examples, especially in France, where between 1905 and 1930 a real “Cretomania" is manifested: in literature, theatre and cinema as well as in the decorative motives embellishing the Art Nouveau ceramics the reference to the Minoans and Mycenaeans is easily recognizable. The fake industry also indicates the passion for the art then called pre-Hellenic and therefore non classic: an art very much suitable to a period which, while was rejecting academism, was getting more than enthusiastic with whatever was pioneering and innovating. Thus, it will not be a paradox if we say that the Creto-Mycenaean art is related with the art of the early twentieth century.

New maps and the ancient peoples of the Eastern Mediterranean Vangelis Pantazis

The way we hang up maps, that is North up and South down, a consensus regarded as a natural fact, conveys the subconscious but firm idea that the countries of the North lie higher than the countries of the South and that the people of the North are superior to those of the South. In the writings of the historians, linguists and archaeologists of the last century who formed a still effective viewpoint regarding the origins of the ancient Greek civilization, this world image is traceable and quite eloquent: southward movements are described as “downward”. According to the laws of gravity, conquerors always descend from “on high” from the manly North, flooding and submerging the swampy, passive, effeminate South. This world image has been decisive in the interpretation of philological, historical and archaeological finds concerning the relations of the Minoan with the Mycenaean civilization, as well as the provenance of the ancient Greek “nation”. Even before the Linear B script was deciphered, it was already known that the ancient Greek language consisted of two layers, one Indo-European and one not Indo-European. Under the influence of the notions mentioned before, the first, the “higher” layer which was characterized as the more purely “Greek” was attributed to the Indo-Europeans who descended from the North, while the second layer, the “pre-Hellenic” was assigned to the non Indo-European native population which was naturally under the authority of the first. However, the semantic analysis of the two lingual layers show that the terminology of the dominant layer, “άναξ” (=lord), “βασιλεύς”(=king), “ξίφος”(= sword), “θώραξ”(=cuirass), “χιτών”(=robe), “χρυσός”(=gold), is not Indo-European. This fact is also confirmed by the deciphering of the Linear B script, and reinforces Evans’ theory of the suzerainty of the “Minoans” over the already Greek-speaking Peloponnese, and also on the Minoan roots of the Mycenaean civilization, a theory rejected in haste in the light of the influence of the cartographic consensus mentioned at the beginning of this article.

The Gandhara Area Zainub Wahab

The Gandhara area is mentioned for the first time in the Rig-veda, the oldest sacred book of the Aryans who arrived at the valley of the River Indus around 1500 B.C., as well as in the Achaememan inscriptions of the sixth to fifth century B.C. In both sources this area is described as a wealthy Achaemenian satrapy, which, not only was paying a high tribute, but also was supplying the Iranian army with armed corps. The Chinese pilgrims, who unanimously place the Gandhara area to the west of the River Indus, call it Kien-to-lo. It is namely the district surrounded by the Lagman region and the city of Djata-labad to the west, the Souat and Bouner hills to the north, the River Indus to the east and Kalabag hills to the south. These same boundaries were enclosing many famous sites of ancient Pakistan, some of which are renowned due to the deeds of Alexander the Great, while others are celebrated thanks to the writings of the Chinese pilgrims.

The ancient theatre of Megalopolis. Proposals for the theatre’s protection from various forms of erosion A. Karabotsos, V. Lambropoulos

According to the famous ancient Greek traveller Pausanias, the ancient Greek theatre of Megalopolis was the biggest in the Greek territories. It had a diameter of 126 metres and a capacity of 21.000 persons and it probably accommodated the meeting of the Common of the Arcadians. The architectural parts of the theatre are built with whitish, sedimentary limestone, while the surrounding walls of the edifice to the east and west are made of stone. Agents such as water, atmospheric conditions and the microclimate have caused alterations in the building materials, changes in colour, composition, natural properties and so on. The conservation practices proposed are cleaning of depositions, salt removal from stone surface, treatment of the theatre’s foundations to make them waterproof and durable. In addition consolidation of building materials is proposed, as well as restoration of broken architectural parts, reconstruction of surrounding walls and compulsory use of suitable filters by the factories of Megalopolis.

Choosing Construction Materials for the Exhibition and Storage of Museum Objects Eugenia Stamatopoulou

The construction materials (wood, paper, textile, varnishes, pigments, synthetic membranes and foamy rubber) used for the exhibition and storage of the museum collections may function as factors of serious damage of the sensitive items. Lists of materials and the sort and extension of ero¬sion that may cause as well as the groups of the sensitive museum collections are presented in this article, while the proper construction materials that must be chosen and used are mentioned. Finally, solutions are given for the restoration and upgrading of the storage and exhibition systems of the museum objects, aiming at the partial or total elimination of the damage, which may be caused to these objects by unsuitable construction materials.

Archaeological Photography and New Technology Nikos Poulianos

The documentation of the scientific data through visual representation is necessary in the modern scientific methodology. In the archaeognostic sciences in particular, such as archaeology, geoarchaeology, palaeoan-thropology, palaeontology etc, all the representational methods are applied. The most appropriate ways for representing and documenting the archaeological data are photography and videotaping. The latter is coming off rather simply, the photos, however, that can be taken are of a low analysis, therefore they do not have the dis-tinctiveness necessary for the presentation and publication of the data. Photography, on the contrary, offers all the technical qualities, prerequisites for presentation and publication and, although it is a more complex procedure that videotaping, it does not require any particular specialization. In any case, if the photos can be taken by a professional photographer, the quality of the result is usually much higher. In action, however, as regards in situ surveys, excavations and/or photographing of finds, the employment of such a specialist is difficult and is also considered a luxury due to the high cost and to the close cooperation with the archaeologist it entails, since only a few photographers know "the correct angle for photographing archaeological items". Therefore, the ordinary but efficient documentation of the excavationai data through photography, an indispensable means for archaeologists, is now much easier, if one uses the new digital technology of computers.

Ancient Fortifications in the Kefalonia Island Gerasimos Thomas

Kefalonia, the largest of the Ionian Islands, laying on the exit of the Patraikos Bay, has been already since antiquity an important naval station for the ships travelling to Sicily, South Italy and the adriatic coast. The natural forti¬fications of the island, created by the land morphology and the high relief of the ground, has successfully been exploited by the natives already since antiquity. The human presence on Kefalonia is dated from around 50,000 B.C.( while the first organized settlement is placed in the first half of the second millennium. According to Thucydides, the island was a Terra-polis (= had four cities) and was divided in four cities-states, namely Pale, Krane, Same and Pronnous. The strong rivalry and hostility governing their relations from the fifth century B.C. on, and especially during the fourth and third century, led to the construction of extensive fortresses, sections of which have survived until today. However, the powerful fortifications did not hold back the Romans, who managed to occupy Same in 187 B.C. and to use the island as a naval base for their war operations.

The Phocian Confederation Katerina Typaldou-Fakiri

Ancient Phocis played a very important role in the history of ancient Greece, not only because of its vicinity to the famous sanctuary of Delphi, which it originally owned, but also because of its geographical position. In the begin¬ning of the sixth century B.C., after the first sacred war, Phocis lost the sanctuary of Delphi and was occupied by the Thessalians. Soon after their liberation in the end of the same century the Phocian cities allied in a confederation aiming at the recovery of the sanctuary of Delphi and at their independence. However, the efforts of the Phocians to regain the celebrated sanctuary caused two more sacred wars with unfortunate implications for them: they were submitted to Philippe of Macedonia, were excluded from the Deiphic amphictyony and were forced to pay each year a heavy indemnity for the precious offerings of the sanctuary they had plundered during the third war. The hostility between Phocians and Macedonians continued, and they had several fierce confrontations in the battlefield during the third and second century B.C. Until their final submission to the Romans, the Phocians managed to preserve somehow their independence by remaining united and by keeping their confederation quite powerful, whenever a political issue would arise.

The Musical Geography of Delphi George Lykouras

In this article the ancient musical ratios, that is the musi¬cal fractions still alive in the musical tradition of Greece, the Balkans and Eastern Mediterranean, are related to the geographical data of ancient sites. Thus, the musical intervallic constants also form geographical con¬stants and represent the marginal relation between day and night during the summer solstice, which was determining the geographical latitude of each location. For example, for Babylon this relation was 3/2 (three parts day and two parts night during the solstice of June 21st), for Cyzicus 5/3 (15 hours day and 9 hours night), while for Alexandria it was 7/5 (14 hours day and 10 hours night). Furthermore, it is quite probable that already since the second millennium B.C. it was known the ratio of the perfect "fourth" 4/3, which represents the geographical latitude of the Egyptian Thebes. The ratio between day and night for Delphi, having a geographical latitude 38o 35', coincides with the har¬monic ratio of the golden mean, which justifies the name of the site "omphalos". In Delphi the duration of day on June 21st is 14 hours and 50' and that of night 9 hours and 10'. This ratio, which also represents the symbolism Apollo-Dionysus, is the golden ratio (1,61808...). An analogous interpretation can be applied to the meridian of important ancient sites, on the basis of the difference of sunrise and sunset in two locations. In this way the position of Delphi in the omphalos of Europe is warranted, since its location is in reality the golden mean of the solar distance between the Atlantic of the Hesperides and Atlas and the Caucasus of Prometheus.

The Eye-Hospital of Athens Maro Kardamitsi-Adami

The great number of Greek captives that Governor Capodistrias brought back from the labor markets of Egypt, in combination with the bad hygiene conditions prevailing in the first years after the liberation of Greece from the Turks, created a fertile environment for the contagion and spreading of trachoma. Thus, as a large segment of the population was threatened with blindness, an emergency situation was created for the foundation of a hospital, specialized in ophthalmologic diseases. Thus, a special committee was established in 1843 with main objective the erection of the hospital and, therefore, the necessary fund-raising. The plans of the building, which stands today on the junction of Panepistimiou Avenue with Sina Street, were commissioned to the Danish architect Christian Hansen: he produced two different series of drawings, one in Neoclassic style, the other, to be finally realized, according to the wishes of Ludwig of Bavaria, in Neobyzantine style. The official inauguration ceremony of the hospital took place on June 14th, 1854. The increasing need of space led to the addition of a storey to the Eye-Hospital in 1860 and to the erection of a new building at the back of the existing one in 1914. The hospital was functioning effectively for a few years, when in 1930 the then assistant Professor Charamis declared that the building would not be able to meet for long the constantly rising demand. This viewpoint was supported in the post-war years by professor Kosmetatos, who also proposed the selling of the edifice. However, the issue remained in suspense, and thus the small, elegant building of Panepistimiou Avenue stands even today in place. A new function, suitable to its dimensions and space layout, can preserve it for many years to come.  

Plurality of Discourses in Euripides’ Ion Katerina Zacharia

This paper discusses a general problem in Euripidean poetics starting from a feature of the Ion. In that play there is a curious juxtaposition of contrasting pairs that run through the very core of the play. Euripides has arranged the plot-construction in a series of doublets, which, I argue, express the very substance of the play itself, as is shown by the fact that, beyond these individual structural repetitions, the thematics of the play as a whole is characterized by doubling and repetition at every level. Also, more profoundly, this arrangement in doublets is a way of representing reality; the dramatist wants to signal the co-existence of different perspectives of vision, without supplying a clear-cut answer. In the Ion, Euripides is ultimately inquiring into the nature of the Athenian civic ideology and the value and limitations of the Athenian achievement. In the gradually deepening and ultimately overwhelming crisis of the Peloponnesian War, Euripides is asking how Athens became what it was and what it has to remember about itself, if it is to continue to survive. The arrangement in doublets is related to but is not identical with another feature of Euripidean drama, namely the assignment to his characters of speeches that seem to betray consciousness of contemporary rhetorical techniques, beyond what is to be expected of these legendary characters. This Euripidean practice of offering contrasting speeches on a single important issue has often been remarked upon by scholars who have connected it with the sophistic interest in rhetoric which is so conspicuous a feature of the Athenian culture in Euripides' day. For this sophistic context, the plurality of discourses is necessarily linked with the un-knowability of reality. For Euripides, on the other hand, I suggest matters are different. For the dramatist, truth is not unattainable, but can only be approximated via this very plurality of discourses. Here I explore some concepts of Mikhail Bakhtin's literary theory for indicating how Euripides is different both from his tragic colleagues and from his sophistic contemporaries. Euripidean truth is not contradictory or ambiguous; it requires two or more voices and his plays precisely "embody" this dialogical vision of truth.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Η Λάμια Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 27, Ιούνιος 1988 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Ελλάδα, αρία ή μεσογειακή; Martin Bernal

Ελεφαντοστέινο σύμπλεγμα με δύο θεότητες και νεαρό θεό, από την Ακρόπολη των Μυκηνών, 15ος αι. π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο γνωστός συγγραφέας συνοψίζει εδώ τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στην τριλογία με τίτλο Μαύρη Αθηνά: Οι αφροασιατικές ρίζες του κλασικού πολιτισμού. Ο Bernal προωθεί δύο σχήματα, το «αρχαίο» και το «άριο», για να συζητήσει την προέλευση και τη διαμόρφωση της αρχαίας Ελλάδας. Στο «άριο» πρότυπο, παραβλέποντας τη γλώσσα που ήταν προϊόν μίξης, τόσο οι ινδοευρωπαίοι εισβολείς από το Βορρά, όσο και οι αυτόχθονες εμφανίζονται «φυλετικά καθαροί», ενώ οι κατακτητές ανήκουν σε ανώτερη «ράτσα». Το «αρχαίο» πρότυπο αναγνωρίζει την Ανατολή αντί του Βορρά ως τόπο καταγωγής των αρχαίων Ελλήνων. Η Ελλάδα, όπου κατοικούσαν οι Πελασγοί και άλλες πρωτόγονες φυλές, εποικίστηκε από Αιγύπτιους και Φοίνικες και διδάχτηκε πολλά από αυτούς. Το αρχαίο πρότυπο δεν αμφισβητήθηκε ως το τέλος του 18ου αιώνα και καταστράφηκε όταν το 19ο αιώνα κυριάρχησε ο ρομαντισμός, ο ρατσισμός και η έννοια της προόδου. Ο Humboldt εφάρμοζε στα γυμνάσια και στα πανεπιστήμια της Πρωσίας μια εκπαίδευση βασισμένη στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας. Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα επικράτησε το «ευρύ άριο πρότυπο» που αποδεχόταν τη σχέση με τους Φοίνικες αλλά εξοβέλιζε τους Αιγύπτιους. Ώσπου ο αντισημιτισμός έθεσε οριστικά έξω από τη σφαίρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού τους «Σημίτες». Η κατάσταση αντιστράφηκε μετά το 1945. Σήμερα, ένα νέο σχήμα χρειάζεται, κοντά στο αρχαίο πρότυπο, που θα αναδεικνύει τα ερεθίσματα και τις επαφές στο σημείο συνάντησης Ευρώπης και Μέσης Ανατολής όπου βρίσκεται η Ελλάδα.

Η επίδραση της κλασικής Ελλάδας στο σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών Ανδρέας Παναγόπουλος

Η πενταμελής επιτροπή, υπεύθυνη για τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, παρουσιάζει το Κείμενο στο Κονγκρέσο. Πίνακας του J. Trumbull Οι εμπνευστές και συντάκτες του αμερικανικού Συντάγματος, άνθρωποι με υψηλή μόρφωση, ήξεραν καλά τα συντάγματα των αρχαίων ελληνικών πόλεων, της Ρώμης και της Καρχηδόνας. Ενδιαφέρονταν για κυκλικές θεωρίες διακυβέρνησης και για την ιδέα της «μεικτής πολιτείας», δηλαδή ενός συνδυασμού δημοκρατίας και ολιγαρχίας που εκφράστηκε στα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και τελειοποιήθηκε από τον Πολύβιο και τον Κικέρωνα. Ο John Adams πρότεινε, ως διορθωτικά μέσα, τις ενισχυμένης αξίας αρνητικές ψήφους, το διαχωρισμό των εξουσιών, τους ελέγχους και τους επανελέγχους. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στις θεωρητικές και πρακτικές πλευρές της ομοσπονδίας, εξ ου ο James Wilson ονόμασε το Αμφικτυονικό Συμβούλιο «το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών της αρχαίας Ελλάδας».

Ο Carl Orff και οι Oρφικοί Ύμνοι Ανδρέας Παναγόπουλος

Ο Ορφέας μαγεύει τα ζώα με τη μουσική του. Ρωμαϊκό ψηφιδωτό της Αυτοκρατορίας, Αρχαιολογικό Μουσείο του Παλέρμο, Σικελία. Ο γερμανός μουσικοσυνθέτης Carl Orff (1895-1982) ξεφεύγει από την «ευρωπαϊκή φλυαρία», όπως χαρακτηρίζει η Βιρτζίνια Γουλφ τους σύγχρονούς της καλλιτέχνες σε σύγκριση με τους αρχαίους Έλληνες. Βαθύς γνώστης της αρχαιότητας μελοποίησε την Αντιγόνη και τονΟιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή σε μετάφραση Hölderlin και τονΠρομηθέα δεσμώτη του Αισχύλου στο πρωτότυπο. Στο σκηνικό κονσέρτοTrionfo di Afrodite ο Orff χρησιμοποιεί και πρωτότυπους στίχους της Σαπφούς και του Ευριπίδη. Τα Carmina Burana, σε συνδυασμό με τα Catulli Carmina και τον Trionfo di Afrodite στο θεατρικό τρίπτυχο τωνΘριάμβων, παραστάθηκαν με τραγούδι και χορό σε ένα λυρικό έργο με τίτλο Die Welt der Liebe. Στο τελευταίο έργο που παρουσίασε ο ίδιος, τοDe temporum fine comoedia, μελοποιεί σιβυλλικές προφητείες στα ελληνικά και επικαλείται το θεό Όνειρο ενός από τους ορφικούς ύμνους. Στο Αγνώστω θεώ η μελοποίηση γίνεται απευθείας στο αρχαίο κείμενο των δώδεκα ύμνων. Την έκδοση ετοιμάζει ο Werner Thomas. Στο άρθρο παρατίθενται στο πρωτότυπο και στη νεοελληνική μετάφραση τρεις ύμνοι, του Ονείρου, του Θανάτου και ο εις Αφροδίτην.

Κλασική αρχαιότητα και φασισμός Αντρέας Ιωαννίδης

Αθηνά ενωμένη με το ναζιστικό έμβλημα στον Κατάλογο από την επίσημη έκθεση γερμανικής τέχνης. Στη Γερμανία του 19ου αιώνα το κλασικό ιδεώδες που είχε εμπνεύσει έναν Βίνκελμαν ή έναν Χέγκελ μετατρέπεται σε όπλο της άρχουσας τάξης. Η ταχύρρυθμη βιομηχανική ανάπτυξη δημιουργεί εξαθλιωμένες μάζες στις οποίες η εξουσία αντιπαραθέτει μια απόλυτη και αποστασιοποιημένη αισθητική. Αυτήν θα κληρονομήσει το Γ΄ Ράιχ. Οι Γερμανοί ταυτίζονται με την αρία φυλή και τους αρχαίους Έλληνες - οι Ναζί ειδικά με τους Δωριείς. Στην τέχνη επιλέγεται για τον άντρα το αθλητικό γυμνό που ενσαρκώνει την απρόσωπη αξία του «παναθλητή». Στην παράδοση των Maillol και Hildebrand τοποθετούνται οι εθνικοσοσιαλιστές γλύπτες Kolbe, Klimsch και Scheibe, τους οποίους θα ακολουθήσουν οι κατεξοχήν ενσαρκωτές της ναζιστικής ιδεολογίας Josef Thorak και Arno Breker. Η απολυτότητα των αντρικών μορφών έρχεται σε αντίθεση με μια πληθώρα γυναικείων μορφών που υποδηλώνουν σχετικότητα και παθητικότητα. Η καλύτερη απόδοση της σχέσης άντρα και γυναίκας στη ναζιστική τέχνη είναι η «Κρίση του Πάρη» του Ivo Saliger. Οι μοντέρνοι πειραματισμοί, εξπρεσιονισμός, ντανταϊσμός κ.ά., θεωρούνται «εκφυλισμένη τέχνη». Μια τέχνη εξ ολοκλήρου ηθογραφική επανέρχεται. Τη σχέση του ανθρώπου με την κοινότητα αναλαμβάνει να καθορίσει η αρχιτεκτονική. Τα δημόσια κτήρια εφαρμόζουν έναν χοντροκομμένο κλασικισμό επιδιώκοντας να είναι γιγάντια, ορθογώνια, συμπαγή, απέριττα, φτιαγμένα από φυσικά υλικά και με μια επαναληπτική ομοιομορφία στις όψεις χάρη κυρίως σε δωρικές κιονοστοιχίες. Ο δωρικός κίονας γίνεται το σώμα του πολεμιστή και η κιονοστοιχία είναι η κοινότητα στην οποία αυτός εντάσσεται. Όπως και σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, η κατάλυση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας με το πέρασμα από τη διαφορά στην ομοιομορφία είναι πρωταρχικό μέλημα του ναζισμού.

Η Αρχαιότητα στη διαφήμιση Χρήστος Μπουλώτης

Γιγαντιαία ντοματάκια στριμώχνουν στη γωνία ένα μικρό και ασήμαντο Δημόκριτο. Μια διαφήμιση που αξιοποιεί την αρχαιότητα προϋποθέτει την αρχαιογνωσία του καταναλωτικού κοινού. Στην Ελλάδα, το σαρωτικό κύμα τουρισμού από τη δεκαετία του 1960 προκάλεσε μια «ψευδοπαλινόρθωση» της αρχαιότητας. Δύο διαφορές διακρίνουν τις ξένες από τις εγχώριες διαφημιστικές εφαρμογές. Οι ξένες διαφημίσεις έχουν «δραστικό» χαρακτήρα προβάλλοντας πρόσκαιρα ένα προϊόν, ενώ στις ελληνικές υπερτερεί η «στατική» διαφήμιση που χρησιμοποιεί ένα αρχαίο θέμα ως «σήμα κατατεθέν». Επίσης, οι ξένοι επαναλαμβάνουν έναν περιορισμένο αριθμό μοτίβων που έχουν δανειστεί από την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική. Η ελληνική αγορά αντιπαραθέτει μια τεράστια ποσότητα αρχαιότητας με παραστάσεις μυθολογικές και άλλες, ετερόκλητες. Από την αρχιτεκτονική, ο Παρθενώνας γίνεται το πιο «πολυφορεμένο» διαφημιστικό σκηνικό. Ωστόσο, κίονας και κιονωτή πρόσοψη οφείλουν τη μεγάλη διαφημιστική τους εμβέλεια στο Νεοκλασικισμό. Η Αφροδίτη της Μήλου μεταμορφώνεται σε περιζήτητο «φωτομοντέλο». Για την αμείωτη σαγήνη που ασκεί στο ομαδικό ασυνείδητο, δεν είναι αμέτοχοι οι υπερρεαλιστές: Dali, Man Ray, Breton, Eluard. Η διαφημιστική κατάχρηση θα δημιουργήσει μια «αντι-Αφροδίτη» που θέλει να χάσει τα περιττά της κιλά. Από τα αντρικά αγάλματα, ο Δισκοβόλος του Μύρωνα και ο Ερμής του Πραξιτέλη εκπροσωπούν το κλασικό ιδεώδες. Μια πιο στιβαρή αρρενωπότητα εκφράζει ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου. Από το διαφημιστικό πανηγύρι δεν λείπουν ο Ηνίοχος των Δελφών ή ο παις του Κριτίου. Τα πλοκάμια της διαφήμισης απλώνονται και προς τα αρχαϊκά χρόνια αρπάζοντας έναν Κούρο αλλά και τον Αντίνοο της ύστερης αρχαιότητας που διακοσμεί μια αφίσα της Αίγλης του Ζαππείου. Το φαινόμενο χρειάζεται να μελετηθεί εμβριθέστερα σε σχέση με την ιχνηλάτηση του παρελθόντος μέσα στο παρόν.

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο στις ευρωπαϊκές σκηνές Ελένη Βαροπούλου

Θέα στο λιμάνι του Πειραιά μέσα από νεοκλασικό σπίτι. Από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Αντουάν Βιτέζ, Παρίσι 1986. Μια «πλήρης» μεταφραστική πρακτική όπως αυτή που εφαρμόζουν στον Οιδίποδα τυράννο η Μαγιότ Μπολάκ και ο Ζαν Μπολάκ στηρίζει σήμερα πολλές παραστάσεις: την παράσταση της Ορέστειας του Πέτερ Στάιν από την Σάουμπύνε και τις «αναγνώσεις» της Αντιγόνης στη Γερμανία και τη Γαλλία με σκηνοθετημένη τη γλώσσα του Χαίλντερλιν. Ο Αντουάν Βιτέζ αποκτά πρόσβαση στην αρχαιότητα μέσω του μύθου της νεότερης Ελλάδας: Στην Ηλέκτρα του 1971, ο Βιτέζ δημιουργεί παρενθέσεις με στίχους του Ρίτσου και, το 1986, το ανέβασμά του διαποτίζεται από μια νεοελληνική αίσθηση. Στο πλαίσιο της χρήσης ενός αρχέτυπου μύθου λειτουργεί η μορφή της Αντιγόνης στο Ρομανσέρο του Οιδίποδα και στο Ευαγγέλιο του Οξύρινχουπου ανέβασε ο Εουζένιο Μπάρμπα. Η έμφαση στο θεατρικό δρώμενο θεμελιώνει το ανέβασμα από τον Λη Μπρούερ του Γκόσπελ επί Κολωνώ, όπου το λίγο κείμενο αποδίδεται σαν ορατόριο με ψαλμωδίες των Μαύρων της Αμερικής. Συγκλονιστική ήταν και η σκηνοθετική πρόταση για τον Αίαντα του Σοφοκλή που ανέβασε ο Πήτερ Σέλαρς στην Ουάσινγκτον το 1986. Ο Συλβαδόρ Τάβορα, δημιουργώντας μια αντιστοιχία ανάμεσα στις βακχικές τελετές και τις ανδαλουσιανές αγροτικές γιορτές, εμφανίζει την ιέρεια του φλαμένκο, Μανοέλα Βάργκας, στο ρόλο της Αγαύης. Το παλίμψηστο των μύθων ομαδοποιεί παραστάσεις όπως ο Οιδίπους τύραννος του Γύργκεν Γκος, η Μήδεια του Αλεξάντερ Λανγκ, ακόμη και ηΆλκηστις του Μπομπ Ουίλσον, μικτό θέαμα που παρατάσσεται επί σκηνής με την Περιγραφή εικόνας του Χάινερ Μύλλερ και την ιαπωνική φάρσα Κυογκέν, τον Παγιδευτή πουλιών στην κόλαση.

Η Ελλάδα στα χαρακτικά των ευρωπαϊκών περιηγητικών εκδόσεων Αφροδίτη Κούρια

Χορός της Κρήτης. Χαλκογραφία επιχρωματισμένη από την έκδοση του Robustiano Gironi, Il costume dei Greci, Μιλάνο, 1819-1824. Στις εικόνες που χαράσσονται από τα τέλη του 15ου αιώνα ως την Ελληνική Επανάσταση, η αποτύπωση του χώρου «πάσχει» αρχικά από αναχρονισμό και έλλειψη αξιοπιστίας. Στο β΄μισό του 17ου αιώνα οι ευρωπαίοι ταξιδιώτες απαιτούν από τις εικόνες έγκυρη πληροφόρηση. Ωστόσο, τα ρεαλιστικά στοιχεία στην Αθήνα προβάλλονται σε ένα σκηνογραφικό πλαίσιο που επιβιώνει και στον αιώνα του Διαφωτισμού. Στον 18ο αιώνα ζωγράφοι και αρχιτέκτονες έρχονται για να αποτυπώσουν με επιστημονική εγκυρότητα τα μνημεία της Αθήνας. Όμως, το ρομαντικό φίλτρο της αρχαιολατρείας οδηγεί σε ωραιοποιήσεις, εμπνέεται από τη «ζωγραφική των ερειπίων» και αποδίδει μελαγχολικά την ιδέα της αδυσώπητης δράσης του χρόνου. Ρομαντικό προανάκρουσμα είναι και η διείσδυση ενός ειδυλλιακού φυσικού τοπίου. Στρεφόμενοι και προς το παρόν της Ελλάδας, οι ευρωπαίοι περιηγητές αρχίζουν να παρατηρούν τους κατοίκους. Στις πρώιμες περιηγητικές εκδόσεις οι κάτοικοι είναι φιγούρες που επιτρέπουν απλά την αποτύπωση μιας φορεσιάς. Από τους ταξιδιώτες, ιδίως οι Γάλλοι υπήρξαν ευάλωτοι στην εξωτική γοητεία των ανατολίτικων ενδυμασιών. Στο β΄μισό του 18ου αιώνα οι άνθρωποι εμφανίζονται ενταγμένοι στο περιβάλλον τους, αν και η αισθητική του Rococo τείνει να τους εξωραΐσει. Οι Νεοέλληνες είναι βέβαια ιδωμένοι σε σχέση με την αρχαιότητα μέσα στη διαχρονικότητα που αναζητεί η Ευρώπη. Η διάσταση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν αποτέλεσε έμμονη ιδέα στην περιηγητική φιλολογία του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Στις αρχές του 19ου η πνευματική ζωή στην Ευρώπη και η ευαισθητοποίηση των Ευρωπαίων για τους σκλαβωμένους Έλληνες έστειλαν πολλούς ταξιδιώτες στην Ελλάδα που συνόδευσαν το γνήσιο ενδιαφέρον τους με μια πιο διεισδυτική ματιά.

Διαφωτισμός και κλασική παράδοση Ελευθέριος Οικονόμου

Leo von Klenze, Τα προπύλαια του Μονάχου, 1848. Το κίνημα του Διαφωτισμού σαρώνει την Ευρώπη στις αρχές του 18ου αιώνα. Παιδί του είναι η Εγκυκλοπαίδεια που οργάνωσαν οι Ντ' Αλαμπέρ και Ντιντερό. Η Ευρώπη του ancien régime και του ροκοκό υποχωρεί για να αναδυθεί η απλότητα και αγνότητα που κηρύσσει ο Ρουσώ. Στην αρχιτεκτονική, όλη η Ευρώπη επιδιώκει πλήρη κάθαρση. Ανάλογες κινήσεις εξαγνισμού σημειώνονται στη μουσική και τη λογοτεχνία. Κοινό ερώτημα όλων είναι: ποιος δρόμος οδηγεί στο «αληθινό στυλ»; Η μίμηση της αρχαιότητας, απαντά ο γερμανός αρχαιολόγος J. Winckelmann στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο κλασικισμός στην Ευρώπη είχε παλαιές ρίζες. Στην Ιταλία ανάγονται στην αναγέννηση του 15ου αιώνα. Στην Αγγλία εντοπίζονται στην παράδοση του Picturesque. Εδώ, η επιστροφή στους κανόνες του Βιτρούβιου, του Παλλάντιου και του Inigo Jones φέρνουν στην αρχιτεκτονική ένα στυλ αγνό και φυσικό. Στη Γαλλία ο θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Soufflot θεωρεί την αναβίωση του grand siècle επιστροφή στο «κλασικό». Στις αρχές του 18ου αιώνα τίθεται θέμα αυτοψίας. Από το 1720, η Βασιλική Ακαδημία Αρχιτεκτονικής στη Γαλλία θεσμοθετεί υποτροφίες για τη μελέτη των αρχαιοτήτων στη Ρώμη και την Ιταλία. Όταν οι αρχαιολόγοι αποκαλύπτουν το Ηράκλειο, την Πομπηία και την Ποσειδωνία (1730-1750), η Ευρώπη ανακαλύπτει τον πολιτισμό της Μεγάλης Ελλάδας. Η επέκταση του Grand Tour προς την Ελλάδα και τα παράλια της Μ. Ασίας θεσμοποιείται χάρη στη δημοσίευση από τον Βίνκελμαν του έργου του για τη μίμηση της αρχαίας ελληνικής τέχνης και την αποστολή των Άγγλων Dilettanti Stuart και Revett στην Ελλάδα που θα αποφέρει τις πρώτες σωστές αποτυπώσεις μνημείων. Τον Βίνκελμαν αντικρούει ο βενετός αρχιτέκτονας Piranesi που προπαγανδίζει την υπεροχή της ρωμαϊκής έναντι της αρχαίας ελληνικής τέχνης, εγκαινιάζοντας τη «μάχη των στυλ» στην Ευρώπη. Στην αναζήτηση του «νέου στυλ», η φιλοσοφία του ρασιοναλισμού κηρύσσει την επιστροφή στη φύση. Ο γάλλος θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Laugier, θεωρώντας την πρωτόγονη καλύβα του Βιτρούβιου με τους κορμούς και τη δικλινή στέγη την «ουσία της αρχιτεκτονικής» (1753), παραπέμπει στον δωρικό ρυθμό. Οι γάλλοι ρασιοναλιστές αρχιτέκτονες στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης (Boullée, Ledoux) εμπνέονται και από τις απλές γεωμετρικές κατασκευές του Καρτέσιου προκειμένου να αποδώσουν το «φυσικό», το γνήσιο. Στην Αγγλία του 19ου αιώνα, ο κλασικισμός παίρνει το προβάδισμα. Ωστόσο, οι αρχιτέκτονες Wilkins και Smirke, καθώς προσαρμόζουν διάφορα στυλ στις λειτουργίες των κτιρίων, προσδίδουν στην αρχιτεκτονική τους εκλεκτικιστική χροιά. Διαφορετική χρήση του αρχαιοελληνικού προτύπου θα κάνει ο Cockerell, διαπρύσιος υπερασπιστής του. Στη Γερμανία, οι πρώσοι αρχιτέκτονες Genz και Gilly επιδιώκουν να αναπτύξουν ένα εθνικό στυλ. Ο Schinkel θα γίνει ο κυριότερος εκπρόσωπος του κλασικισμού. Το σχέδιό του για την ανέγερση των ανακτόρων του Όθωνα στο βράχο της Ακρόπολης ευτυχώς δεν υλοποιήθηκε. Ο Βαυαρός von Klenze, σχεδιαστής της Γλυπτοθήκης του Μονάχου, είναι εκείνος που θα ασκήσει επιρροή στη νεοσύστατη ελληνική πρωτεύουσα.

Ο Ροντέν και η αρχαία ελληνική τέχνη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα

Ροντέν, Δαναΐς, μάρμαρο, 1885. Μουσείο Ροντέν, Παρίσι. «Είμαι η γέφυρα που ενώνει δύο όχθες, το παρόν και το παρελθόν … Πορεύομαι ως την πιο βαθιά αρχαιότητα … γιατί η αρχαιότητα είναι η μεταμόρφωση του παρελθόντος σε ένα αιώνιο παρόν».

Ο Μπουρντέλ και η Ελλάδα Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα

Μπουρντέλ, Πηνελόπη, 1907, χαλκός, 0,61μ. Επανερμηνεία του ελληνιστικού τύπου της «Αιδουμένης». Αντίθετα από το δάσκαλό του Ροντέν που θαύμαζε τον Φειδία, ο Αντουάν Μπουρντέλ (1861-1929) στράφηκε προς τον «οργανωμένο σάλο» της Ολυμπίας και την αρχαϊκή τέχνη. Ήταν από τους πρώτους που διακήρυξαν, ήδη το 1905, την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα.

Η μοντέρνα τέχνη και οι αρχαιότητες Μάρθα Χριστοφόγλου

Βίλλεμ ντε Κούνιγκ, Γυναίκα, 1951. Η εξπρεσιονιστική παραμόρφωση επιτίθεται προκλητικά στο κλασικό κάλλος της ανθρώπινης μορφής. Η απόλυτη εμπιστοσύνη στο παρόν και το μέλλον, θεμέλιο της ιδέας του μοντέρνου, θεωρητικά υποβαθμίζει ή καταργεί τη σχέση με το παρελθόν. Στο επίπεδο των καλλιτεχνικών μορφών η ρήξη με την αρχαία παράδοση, στην οποία ο Νεοκλασικισμός είχε προσδώσει μια ακαδημαϊκή συμβατικότητα, ήταν επίσημη και τυπική. Η ουσιαστική όμως ρήξη έγινε στο επίπεδο της λειτουργίας των έργων, με την αναζήτηση ενός νέου ρόλου για την τέχνη στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ωστόσο, στο έργο του Σεζάν, «πατέρα της μοντέρνας τέχνης», ανιχνεύεται ο στόχος μιας πνευματικά ελεγχόμενης αρμονίας με βάση την οπτική εμπειρία της φύσης, εκπληκτικά όμοιος με εκείνον της αρχαιοελληνικής κλασικής τέχνης. Η αντιφατική σχέση του μοντέρνου ανθρώπου με το παρελθόν αποκαλύπτεται στο θεσμό του μουσείου. Αν «η τέχνη είναι κάτι παρελθόν», όπως έγραφε ο Χέγκελ, το μουσείο είναι παρόν και έχει μέλλον. Το μένος των Φουτουριστών, Ντανταϊστών, Σουρεαλιστών κ.ά. κατά της αρχαιότητας εκφράζει τη χειραφέτησή τους από την κλασική αισθητική του μέτρου και την περιγραφική, ανθρωπομορφική αναπαράσταση. Τρία σημεία συγκεντρώνουν τις περισσότερες επιθέσεις: η μιμητική αναπαράσταση της φύσης, η κλασική αισθητική της εύρυθμης ισορροπίας και το δέος που συνήθως εμπνέουν τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της αρχαιότητας. Όμως οι επιστήμες του 20ού αιώνα, κυρίως η ανθρωπολογία, διεύρυναν την έννοια της «αρχαιότητας» και οι νεοφερμένοι πολιτισμοί εισήγαγαν αντι-κλασικές εικαστικές προτάσεις. Συγχρόνως, η Μυθολογία γίνεται αντικείμενο μελέτης και δεξαμενή αρχετύπων. Ο πυρετός της ενημέρωσης, η διαδρομή: έρευνα-μουσείο-μαζικά μέσα φέρνει στην ίδια μοίρα τις εικόνες του παρελθόντος και του παρόντος. Η σύγχρονη τέχνη συντροφικά συνδιαλέγεται με την αρχαιότητα των μουσείων, του τουρισμού, ακόμα και της ακαδημαϊκής τέχνης.

Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική του αιώνα μας και η Ελλάδα Σάββας Κονταράτος

Robert Stern, σχέδιο για περίπτερο στη Forum Design Exhibition, Lin, 1980. Από την πρώιμη Αναγέννηση ως τον ύστερο Νεοκλασικισμό, η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική δεν έπαψε να «παίζει» με μορφολογικά στοιχεία και ρυθμολογικούς τρόπους της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στα τέλη του 19ου αιώνα όμως, οι αρχιτέκτονες της Νέας Τέχνης διακήρυξαν την απεξάρτησή τους από τους ιστορικούς ρυθμούς. Ωστόσο, θρεμμένοι καθώς ήταν με τα διδάγματα του ρομαντικού και του ρασιοναλιστικού νεοκλασικισμού, όσοι δεν οπισθοδρόμησαν σε κλασικίζουσες εκφράσεις επιχείρησαν να συμβιβάσουν το αίτημα της νεωτερικότητας με μια πιο αφηρημένη εκδοχή του κλασικού. Ο Henry van de Velde, o Hector Guimard δηλώνουν ότι οι αναζητήσεις τους εμπνέονται από την ελληνική αρχαιότητα. Ο Adolf Loos δεν έπαψε να διακατέχεται από την έμμονη ιδέα του δωρικού κίονα. Η χρήση που έκανε αυτού «του εύγλωττου σημείου νοσταλγίας για αυστηρότητα» ο ίδιος, όπως και ο Peter Behrens και ο νεαρός Mies van der Rohe, οδήγησε τον R. Banham στην εύστοχη παρατήρηση ότι «στις γερμανόφωνες χώρες της Ευρώπης, η νέα αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα γεννήθηκε κάτω από τον αστερισμό του Δωρικού Κίονα». Οι θεωρητικές επικλήσεις του αρχαίου πνεύματος θα πυκνώσουν στη διάρκεια της ηρωικής περιόδου του Μοντέρνου Κινήματος. Ο J.J.P. Oud, λόγου χάρη, επιθυμεί έναν «ανιστόρητο κλασικισμό» αλλά ανατρέχει και στη θεωρία των αρμονικών αναλογιών. Οι θεωρίες αυτές βρήκαν τον πιο εύγλωττο εκφραστή τους στο πρόσωπο του Le Corbusier. Αν και οργίζεται με την ανάγκη που νιώθει να υποκλιθεί μπροστά στον Παρθενώνα, ο Le Corbusier θα παραμείνει σε όλη του τη ζωή σαγηνευμένος από το «δωρικό ήθος». Στις βυζαντινές εκκλησίες αναγνώρισε την αίσθηση των αναλογιών και τη μαθηματική χάρη, στα σπίτια των Κυκλάδων την αρμονία και την ανθρώπινη κλίμακα. Ο ιταλικός φασισμός, ο γερμανικός ναζισμός και ο σοβιετικός σταλινισμός με σύνθημα το «δικαίωμα του λαού στους κίονες», έφεραν έναν ψευδομνημειακό εκλεκτισμό στα όρια του κιτς. Σε αυτή τη χρήση της κλασικής παράδοσης από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα οφείλεται εν μέρει η αποστασιοποίηση της μεταπολεμικής Ευρώπης. Αντίθετα στις ΗΠΑ, η κλασική παράδοση σύντομα επανεμφανίζεται. Μέσα στην ποικιλία των τάσεων της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής, οι σχέσεις με την αρχαία Ελλάδα είναι λαβυρινθώδεις. Ο ριζοσπαστικός εκλεκτικισμός των ΗΠΑ (Charles Moore, Robert Venturi, Robert Stern) χειρίζεται τους κλασικούς ρυθμούς ως πρόχειρα στερεότυπα, ιδανικά για εντυπωσιακές μεταμφιέσεις. Για τον ευρωπαϊκό νεορασιοναλιστικό φονταμενταλισμό (Aldo Rossi, Leon Krier), οι κλασικοί ρυθμοί είναι τα αρχετυπικά παραδείγματα για έναν κλασικισμό που νοείται ως ήθος και όχι ως ύφος. Και στις δύο περιπτώσεις, η ιστορικότητα που εξόρισε ο μοντερνισμός επαναπροσδιορίζει τη σύγχρονη προβληματική. Στο βάθος λάμπει σταθερά η αρχαία Ελλάδα.

Η επίδραση του ελληνικού επίπλου στον ευρωπαϊκό σχεδιασμό μέχρι και το 19ο αιώνα Ροζαλία Ιωαννίδη

Καρέκλα «Trafalgar», 1805. Βασισμένη στη δομή της αρχαίας καρέκλας «κλισμός» (Λονδίνο, Μουσείο Victoria and Albert). Στη Δυτική Ευρώπη της βασιλείας του Καρλομάγνου, ο «θρόνος του Νταγκομπέρ» είναι ένα επιβλητικό, πτυσσόμενο σκαμνί με ρίζες στον αρχαίο δίφρο. Στη γοτθική τεχνοτροπία (12ος-14ος αιώνας), οι μορφές συγγενεύουν προς τις κλασικές χωρίς όμως να πετυχαίνουν την κλασική αντίληψη της ενότητας και της καθυπόταξης των δευτερευόντων στοιχείων. Στα μέσα του νατουραλιστικού 15ου αιώνα στην Ιταλία, τα έπιπλα συνδυάζουν τον κλασικό κανόνα των αναλογιών και την προσαρμογή στη φυσική εμπειρία, υπογραμμίζουν όμως επισημότητα και ισχύ. Στον μανιερισμό του 16ου αιώνα η αρμονία και η κανονικότητα διακόπτονται. Την εποχή του μπαρόκ, το έπιπλο σχεδιάζεται περισσότερο για την έκθεση παρά για τη χρήση. Η ρευστή ασυμμετρία του ροκοκό αποτυπώνεται και στα έπιπλα. Τα έπιπλα γνωστά ως στυλ «Λουδοβίκου 16ου» στη Γαλλία και ως «στυλ Άνταμ» στην Αγγλία εκφράζουν το πνεύμα του νεοκλασικισμού. Στην Αγγλία, κύριος εκφραστής του νεοκλασικισμού ήταν ο Ρόμπερτ Άνταμ που εμπνεύσθηκε από ρωμαϊκά πρότυπα. Νεοκλασικισμός και ρομαντισμός συνυπάρχουν στο ναπολεόντειο στυλ empire. Στην περίοδο της Αντιβασιλείας στην Αγγλία, τα έπιπλα συνδύαζαν δύο ή περισσότερα στυλ. Ο αρχαιολάτρης Τόμας Χοπ προσπάθησε να συγκεράσει τα αρχαία έπιπλα με τις σύγχρονες απαιτήσεις. Επανεμφανίζεται ο κλισμός στην παραλλαγή της καρέκλας Trafalgar. Η οικειοποίηση της αρχαιότητας είναι κυρίως οπτική. Τα έπιπλα Biedermeier στην Αυστρία και τη Γερμανία συνδυάζουν το λιτό κλασικό πρότυπο με τον φορτωμένο διάκοσμο του empire. Τον 19ο αιώνα, συντελείται το πέρασμα από τη βιοτεχνία στη βιομηχανία. Εμφανίζεται ο μεταρρυθμιστής Ουίλιαμ Μόρις. Δημιουργούνται έτσι οι αρχές του σχεδιασμού που εκφράστηκαν από ομάδες όπως η γερμανική Werkbund. Τις ιδέες της εξάπλωσε σε όλο τον κόσμο το Bauhaus.

Άλλα θέματα: Η Αναγέννηση και τα χρονικά της όρια Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα

Σάντρο Μποτιτσέλι, Η Γέννηση της Αφροδίτης, 1486, Ουφίτσι, Φλωρεντία. Σε προδημοσίευση από το βιβλίο της Εισαγωγή στην τέχνη της ιταλικής Αναγέννησης, η συγγραφέας σχολιάζει τις δυο πρώτες περιόδους, την Πρωτοαναγέννηση ή Trecento (14ος αιώνας) και την Πρώιμη Αναγέννηση ή Quattrocento (15ος αιώνας). Η Αναγέννηση διάλεξε για παρελθόν της την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Πρόδρομος της Αρχαιολογίας θεωρείται ο Κυριακός της Αγκώνας, που επέδρασε σε συγγραφείς και καλλιτέχνες όπως ο μοναχός Φραντσέσκο Κολόννα από το Τρεβίζο (1433-1527), φερόμενος ως συγγραφέας της Υπνερωτομαχίας του Πολύφιλου, ερωτικής και «αρχαιολογικής» μυθιστορίας. Στην Πάδουα, ο Φελίτσε Φελιτσιάνο και ο Τζοβάνι Μαρκανόβα συνεχίζουν το έργο του Κυριακού. Ο φίλος τους Μαντένια οφείλει τον αρχαιολογικό του φανατισμό στον δάσκαλό του Σκουαρτσιόνε. Αντίθετα από την αρχαιολογική αναβίωση της αρχαιότητας στη βόρεια Ιταλία, στη Ρώμη η επανασύνδεση με το αρχαίο πνεύμα τον καιρό του Ραφαήλου και του Μιχαηλάγγελου είναι βαθύτερη και πιο οργανική. Στη Φλωρεντία, η αρχαιότητα που συνομιλεί με τη φιλοσοφία δίνει στην τέχνη πνευματικότερο χαρακτήρα. Στο δεύτερο μισό του Κουατροτσέντο το πάθος για τα ερείπια έχει καταλάβει σαν επιδημία όλη την Ιταλία. Στη Ρώμη μια σειρά από ουμανιστές πάπες επιδίδονται σε αναστηλωτικό έργο. Η αρχαιολογική έρευνα φέρνει στο φως τον Κορμό Μπελβεντέρε, τον Λαοκόοντα, ενώ το ανάκτορο του Μπελβεντέρε διαμορφώνεται για να στεγάσει τους θησαυρούς του Βατικανού. Υπακούοντας στο σύνθημα του Βοκκάκιου, ο Τζότο (1266;-1337) αναδεικνύεται σε σύμβολο της επιστροφής στη φύση, όπως και ο Μαζάτσιο (1401-1428). Το αντι-σύνθημα του Πετράρχη «επιστροφή στους κλασικούς» βρίσκει γόνιμο έδαφος στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Η φαινομενική αντινομία ανάμεσα στη μίμηση της φύσης και την έμπνευση από κλασικά πρότυπα αίρεται στην Κλασική Αναγέννηση.

Αξιοπιστία της γκραβούρας στις εκδόσεις των περιηγητών Στάθης Φινόπουλος

Προσωπογραφία του Μιαούλη, επιχρωματισμένη λιθογραφία του Senefelder (1826) από σχέδιο εκ του φυσικού του Boggi. Είναι όλα τα παλαιά χαρακτικά αναξιόπιστα; Οι εικόνες των εκδόσεων του περιηγητή Breydenbach (1486) δεν είναι, τον συνόδευε όμως ο ζωγράφος Reuwich. Σχετικά σωστή θεωρείται και η εικονογράφηση των περιηγήσεων του Nicolay (1568). Πρόκειται όμως για εξαιρέσεις. Το ενδιαφέρον του κοινού για την πιστότητα των σχεδίων ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, θα υποχρεώσει τον de Bruyn ή Le Brun (1698) να προσκομίσει πιστοποιητικά από μάρτυρες που τον είδαν να ζωγραφίζει επί τόπου. Συχνά τα σχέδια εκ του φυσικού γίνονταν βιαστικά: η απεικόνιση προσώπου δεν ήταν ευπρόσδεκτη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι τουρκικές αρχές υποψιάζονταν τους σχεδιαστές μνημείων για κατασκόπους. Ο περιηγητής έδινε το σκίτσο του σε επαγγελματία ζωγράφο που το βελτίωνε, αφαιρώντας πραγματικά στοιχεία ή προσθέτοντας φανταστικά. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του χαράκτη που άλλαζε ό,τι δεν άρεσε στον ίδιο ή στον εκδότη. Ο επιχρωματισμός των χαρακτικών γινόταν στην τύχη. Λίγοι καλλιτέχνες φρόντιζαν, όπως ο Edward Lear, να σημειώνουν επί τόπου τις αποχρώσεις του τοπίου που σκιτσάριζαν. Το 1749 ο ζωγράφος Richard Dalton σχεδιάζει πιστά τον Παρθενώνα αφαιρώντας όμως τα σπίτια που τον περιέβαλλαν και το τζαμί στο εσωτερικό του. Λίγο αργότερα, ο Julien David Le Roy παρουσιάζει μια εντυπωσιακή χαλκογραφία του Θησείου αλλά με μερικούς πρόσθετους κίονες. Όσο για τις προσωπογραφίες, λέγεται ότι οι αγωνιστές του '21 γελούσαν βλέποντας τις εικόνες τους σε φιλελληνικές εκδόσεις της εποχής. Ο ερευνητής σήμερα οφείλει να επιδοθεί σε συστηματική έρευνα στους καταλόγους μεγάλων βιβλιοθηκών και μουσείων, να ψάξει σε ιδιωτικές συλλογές και να παρακολουθεί εκθέσεις και δημοπρασίες του εξωτερικού και τους καταλόγους τους.

Αναδρομή στο ελληνικό έπιπλο (7000-150 π.Χ.) Πλάτων Αλεξίου

Πήλινο ειδώλιο καθιστού άντρα. Τα πόδια του ταυτίζονται με τα μπροστινά πόδια του καθίσματος. Νεολιθική περίοδος, Σέσκλο. Ανάλογα με τη μορφή και τη χρήση τους, οι κατασκευές επίπλων κατανέμονται σε κατηγορίες. Ο θρόνος, επιβλητικό κάθισμα με ή χωρίς ερεισίνωτο, συχνά χωρίς ερεισίχερα, χρησιμοποιείται από θεούς, βασιλείς και ήρωες. Ο κλισμός, καθαρά ελληνική δημιουργία, προέρχεται από το θρόνο με τα κυρτά πόδια, έχει κυρτό ερεισίνωτο χωρίς ερεισίχερα. Ο δίφρος (σκαμνί), άλλοτε σταθερή κατασκευή και άλλοτε πτυσσόμενη, χρησιμοποιείτο κυρίως από το λαό. Η κλίνη - ανάκλιντρον χρησιμοποιείται για ύπνο, γευματισμό και αποτελεί το βασικό έπιπλο για τα συμπόσια, όπου μια κλίνη φιλοξενούσε συγχρόνως δύο με τρία άτομα. Το τραπέζι παρουσιάζει λιγότερους τύπους από τα καθίσματα και τις κλίνες. Σε κάθε σπίτι υπήρχε το αποθηκευτικό έπιπλο κασέλα ή σεντούκι.

Οι εργασίες της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής κατά το 1987 Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Εγκαταστάσεις της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Το 1886, ύστερα από πρόσκληση του μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄, άγγλοι επιστήμονες ίδρυσαν την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή με σχέδια του πρώτου της διευθυντή F.C. Penrose, σε οικόπεδο στην οδό Σουηδίας 52 που τους παραχώρησε η ελληνική κυβέρνηση. Η Σχολή δημοσιεύει ετήσια το Annual of the British School at Athens και τα Supplementary Volumes όπου περιέχονται οι κυριότερες ανασκαφές και οι μονογραφίες. Σε πέντε σημεία επικεντρώθηκε η ανασκαφική έρευνα της Σχολής κατά το 1987: α. Στην Ήπειρο, στο φαράγγι του Βίκου Κλίθι, β. Στο εσωτερικό των ανακτόρων της Κνωσού (Sinclair Hood), γ. στο Παλαιόκαστρο, στα ανατολικά παράλια της Κρήτης, δ. στην Κεντρική Μακεδονία, στην τούμπα Ασσίρου (K. Wardle), ε. στην Κύπρο.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο στις Συρακούσες. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Η κατοικία του Τσίλερ στην οδό Μαυρομιχάλη 6, τοιχογραφημένη πιθανότατα από τον Γιούρι Σούμπιτς, δωρήθηκε στο ΥΠΠΟ - Αρχαιολογικοί χώροι χαρακτηρίστηκαν λόφοι γύρω από την Πλύτρα της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς στη Λακωνία - Ασυναρτησία, διάλυση και απραξία χαρακτηρίζουν την επίσημη πολιτική για την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά - Ξέσπασε η σοβούσα από χρόνια κρίση στην Αρχαιολογική Εταιρεία

Συνέδρια

Διεθνές Συμπόσιο στους Δελφούς, 17-20 Μαρτίου 1988, οργάνωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών με θέμα «Η ελληνική παρουσία στην αρχαία Αίγυπτο» - Διεθνές επιστημονικό συνέδριο οργανώθηκε στη Χαλκίδα (24-27.9.1987) με θέμα «Η πόλη της Χαλκίδας» - «Η χαρτογράφηση του ελληνικού παράλιου και νησιωτικού χώρου» είναι το θέμα του 7ου Διεθνούς Συμποσίου που οργανώνει η Εταιρεία Ελληνικής Χαρτογραφίας, 6-8 Οκτωβρίου 1989

Βιβλία

Νίκος Παπαχατζής, Θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987 - Κατερίνα Κακούρη, Γενετική του θεάτρου, Μαυρομμάτης & Σία, Αθήνα 1987 - Νικόλαος Γκιολές, Βυζαντινή ναοδομία 600-1204, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1987 - Αδαμάντιος Σάμψων, Η νεολιθική κατοίκηση στο Γυαλί της Νισύρου, Ευβοϊκή Αρχαιόφιλος Εταιρεία, Αθήνα 1987

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf. Το φθινόπωρο του 1989 στην Αθήνα θα γίνει στην Αθήνα το 1ο Συμπόσιο Αρχαιομετρίας με θέμα «Σύνδεση Αρχαιομετρίας και Αρχαιολογίας» - Πρόσφατα εγκαταστάθηκε στο Δημόκριτο το πρώτο πλήρες εργαστήριο χρονολόγησης με C-14 στην Ελλάδα - Στο 6ο Διεθνές Συνέδριο Προϊστορικού Αιγαίου (Αθήνα 1987) ανακοινώθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα δειγματοληπτικής χημικής και ισοτοπικής ανάλυσης μυκηναϊκών χάλκινων αντικειμένων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

English summaries: Is Greece Aryan or Mediterranean? The struggle between two historiographical models Martin Bernal

In the summer of 1982, an interesting debate took place in the pages of the New York Review of Books. Four years earlier, the Palestinian literary critic and historian Edward Said had published Orientalism, in which he challenged the objectivity of European studies of the "East". Said argued that far from being shaped by disinterested scholarship, Orientalism was largely a self referential system that had developed in conjunction with Western Imperialism, for which it served important functions. The publication caused a furor among the orthodox and, in June 1982, there came the official response. Writing in the New York Review of Books, the eminent historian of the Middle East Bernard Lewis counterattacked. Lewis used the tactic of reductio ad absurdum. He put forward a hypothetical situation in which modern Greeks objected to what they saw as the biases of classical scholarship and therefore sought to overthrow it. He proposed this as analogous to modern Arab malcontents denying the scholarly objectivity of orientalism. Thus the latter charge was clearly ridiculous. In his response to Lewis in the New York Review of Books of the 12th of August, Said argued that there was no comparison between the pure scholarship of the classicists and the use of orientalism as a handmaid of imperialism. He contrasted the great, liberal German Hellenist Wilamowitz-Moellendorf and the "orientalist"- Professor Milsom, then Israeli governor of the West Bank. Thus, despite their fundamental opposition to each other on almost every other issue, both Lewis and Said were agreed on the fundamental point that the discipline of classics was the epitome of disinterested, objective scholarship. My recently published book The Fabrication of Ancient Greece 1785-1985, which is the first volume of a trilogy called "Black Athena: The Afroasiatic Roots of Classical Civilisation" is an attempt to challenge this assumption. In it, I argue that far from being detached and peripheral, the German academic discipline of Altertumswissenschaft, transposed into England as "Classics", has been central to Northern European culture in the 19th and 20th centuries and that it has usually been highly "political". Classics has incorporated social and cultural patterns in society as a whole and has reflected them back, to provide powerful support for the notion of Europe's possessing a categorical superiority over all other continents, which in turn justifies imperialism or neo-colonialism as missions civilitrices.

The influence of ancient Greece on the constitution of the United States Andreas Panagopoulos

The highly educated men who conceived and wrote the American Constitution, were well acquainted with the constitutions of the cities of ancient Greece, Rome and Carthage. They were interested in circular theories of government and in the ideal of a diverse state, namely a combined democracy and oligarchy as expressed in the works of Plato and Aristotle and perfected by Polybius and Cicero. As a compromise to the above, John Adams recommended negative votes of a confirming importance, the division of power and repeated auditing. Special attention was given to the theoretical and practical aspects of the Confederacy, resulting in James Wilton’s calling the Amphictyonian Council a “Congress of the United States of Ancient Greece”.

Carl Orff and the Orphic Hymns Andreas Panagopoulos

The German composer Carl Orff (1895-1982) avoids “European loquacity”, a trait attributed to her contemporaries by Virginia Woolf who was comparing them to the ancient Greeks. Being knowledgeable in matters of ancient Greek culture, Orff set to music the Sophoclean tragedies of Antigone and Oedipus Rex in translations by Holderlin, as well as Aeschylus’ Prometheus Bound in the original text. Ιn the staged concerto Trionfo di Afrodite, Orff used the original verses by Sappho and Euripides. His Carmina Burana together with the Catulli Carmina and the Trionfo di Afrodite in the Triumphant Theatrical Triptych were presented with songs and dance in a lyrical composition called Die Welt der Liebe. In his final work, De temporum fine comoedia, presented by Orff himself, he sets Greek Sibyllic prophecies to music and invokes the god Oneiros, from one of the Orphic hymns. In To an Unknown God, the ancient text made up of twelve hymns is set directly to music. The edition is prepared by Werner Thomas. The article presents three hymns in ancient Greek and in their modern Greek translation. The hymn to Oneiros (Dreams), to Death and to Aphrodite.

Classical antiquity and fascism. The adventures of the classic ideal in Nazi Germany Andreas Ioannides

The employment of the classic ideal in Nazi Germany, however deprived of every humanistic reference, was the aftermath of German idealism. The Nazis, considering themselves of common origin with the ancient Greeks, decided that classic art could ideally represent them. This choice was meaningful and of strategic importance.On the one hand, it created a strong bond with the leading upper middle-class, which from the nineteenth century on had already used the perpetuity of the Greek myth in order to persuade of the absolutism of its authority, on the other the application of the classical ideal to Europe could offer the possibility of a double code for human existence. The classical ideal was the perfect vehicle for An Idea. Thus, a model, common for all, was created, its context dictated and formulated by national-socialism, dismissing every subjective differentiation. The Nazis also pursued the same uniformity of model in architecture. They located it in the colonnade, a symbol of the military array, which directly referred to a unity, based however, on uniform repetition. It was their version and vision of human society. It was, and still is, the picture of totalitarianism.

Antiquity put into advertising Christos Boulotis

Tuning professional intuition to the rhythm and demands of our age, advertisers foresaw in time the dynamic potentialities of ancient art in affecting consumers' habits. Huge amounts of money were invested, through advertising, in the image of antiquity, which in the long run has been proven extremely profitable. The sweeping wave of mass tourism had effectively paved the way for the impressive realization of this policy. The advertising potentials and range of ancient art was originally tested in the big, open European markets. The circumstances of the Greek market were a priori more favorable. However, while a limited, prodromal employment of antiquity in Greek advertising was apparent, the big boost came again from abroad. Nevertheless, certain differences in choice and quantity do exist between the foreign and Greek applications of antiquity in advertising. Sculpture and architecture are the leading subjects in the advertising repertoire, since they embody, more than any other art form, the "Classic ideal", which functions as the most effective advertising temptation. The image of antiquity as it is mirrored in advertising, produces contradictory judgements, depending on the point of view and approach of the individual. However, it has become undeniable that, in most cases, antiquity in advertising functions against antiquity. Because advertising, through the misunderstanding and perversion, which usually coexist with the aesthetics of kitch, composes and promotes a distorted and vulgarized image of a sublime world. Thus, it annihilates the relationship of the public with the true values of antiquity.

Ancient Greek theatre on the European stage Helene Varopoulou

Greek drama has always charmed foreigners. This becomes particularly obvious in contemporary performances of classic tragedies and comedies ;put on stage all over the world. They are staged sporadically or sytematically, following the theatrical tradition of centuries or merely as meteorites, framed by scientific knowledge and the recollection of past performances or by the glamour of originality. It is commonly accepted, that during the last decades the interest of theatrical companies, actors and directors in ancient dramatic texts has not only multiplied the relevant performances throughout the world, but has also made known to the public certain tragedies, which were seldom staged or had never been put on stage before. The reasons, which brought the works of the Greek classics with such an emphasis to the fore, do not, of course, coincide everywhere and are different if not from place to place, at least, from the one geographic and cultural unity to the other. The staging of an ancient tragedy in Western Europe serves, for example, different needs of the public and of the people involved in theatrical art, than in the countries of the Far East.

Renaissance and antiquity Marina Lambraki-Plaka

The dialectic relationship that the Renaissance had with Antiquity, from which the new era derived its prototypes and principles, is defined in this article as the major characteristic of the Renaissance. A critical approach towards Antiquity clearly distinguishes the Renaissance from the various revivals of the Dark Ages. The study of ancient architecture belongs to the trend of Humanism (studia humanitatis), while the first collections of antiquities and inscriptions appear in the early fifteenth century. It is in the same period that Ciriaco d' Ancona creates the prototype of the romantic, travelling archaeology. A similar atmosphere also prevails in the Hypnero-machia Poliphili by the Dominican Francesco Colonna (1499). The archaeologic zeal of the North Italian artists focuses on the historic representation of the ancient world (cf. Mantegna). The reconstruction project patronized by the Popes is initiated by Nicholas E' and culminates under Leo I'. This ambitious scheme is part of a cosmocratoric programme, which aims to elevate Rome as the natural heir to the capital of Roman Imperium. The ancient aesthetics of imitation (Platonic or Aristotelian) in all its varieties stands behind the artistic quests of the Renaissance. "Urban realism" makes the classicizing tendencies of the early Quattrocento seem obscure. Realism is subordinated to the idealism of the classic era. The Neoplatonic aesthetics paved the road for this change although there is no reasonal connection between them. Classicizing idealism reflects the new balance of power in the Italian peninsula and, through its impersonal grandeur, serves the ideology of the Papal Imperium.

Greece in the engravings of European editions. Views and “aspects” Aphrodite Kouria

Based, primarily, on depictions of the Greek urban and rural landscape, ancient monuments and Greek costumes this article examines the mode in which Greece appears in the engravings of European travelling editions from the end of the fifteenth to the nineteenth centrury. During this period, political and military events, together with current ideological, philosophical and artistic trends focus the interest of Europe on Greek territory. The older, arbitrary, usually imaginative pictures, employed in their iconography the code language of the early engravings. In the late seventeenth century they were succeeded by pictures comprising real elements, products of direct observation and in situ copying. At the same time, archaeolatry, the idealistic and romantic trend, the quest for the exotic and picturesque as well as the impact of the European artistic tendencies (Rococo, Neoclassicism, Romanticism) create works that stand far away from reality. The multitude of eighteenth and nineteenth century engravings with Greek subjects compose a multiple in aspects and concepts physiognomy of Greece. Greece as a vision and romantic fantasy, Greece as a land belonging to the exotic East, Greece as a sad relic of a glorious past and a slave of the barbarian Turk despot represent characteristic features of this physiognomy.

On the credibility of engravings in books by travellers Stathis Finopoulos

The belief that engravings in old travel books depict true likenesses of Greek scenery, dress and people can lead to mistaken conclusions. The later colouring of costume plates can mislead, the representation of ancient monuments can be fanciful as are many portraits. Even captions under engravings cannot always be trusted.

The Enlightenment and classical tradition Eleftherios Oikonomou

The revival of the classical tradition in eighteenth century Europe coincided with the Enlightenment. The Enlightment primarily appeared in the sphere of philosophy, but soon it imbued all sciences. Its main doctrine was the return to the roots of humanity and the creation, without bias, of a new civilization, firmly founded on the Word, the human thought. In the domain of architecture,the Enlightment attracted many followers. It appeared in eighteenth century France as an opposition to Rococco and was soon theorized by Laughier, Souflott and Perrault. Laughier proposed the "return to the primitive hut", a structure much resembling the Greek doric order. Greek antiquities gained the full interest of architects, who thus abandoned Roman models. The theorists Winkelmann and Piranesi started the debate "Grecia versus Roma", that was carried on until the early nineteenth century through the "War of Styles". The trips and sojourn of European antiquity-lovers and architects to Greece brought to the fore Greek art and architecture, which soon prevailed in Europe and sealed the taste of an entire period as "gout Grecque", "gusto Greco", etc. This idealized figure of Greece along with sketches, plans and elevations of its monuments were employed by the European architects in the commissions they undertook everywhere in Europe. The Neo-Hellenic style had reached its prime. Thus, Greece played a leading role in the intellectual and artistic firmament of Europe, while Europe contributed, in return, to the establishment of the new Greek state.

Rodin and ancient Greek art Marina Lambraki-Plaka

“I am the bridge uniting two shores, that of the present and that of the past. I walk towards the deepest part of antiquity, because antiquity is the transformation of the past into an eternal present”.

Bourdelle and Greece Marina Lambraki-Plaka

Unlike his teacher Rodin who admired Pheidias, Antoine Bourdelle (1861-1929) became interested in the “organized commotion” of Olympia and of archaic art. As early on as 1905, Bourdelle was one of the first to be in favour of the return of the Parthenon sculptures.

Modern art and antiquities. Hints of multifold embarassment and the fate of a relationship Martha Christophoglou

The anti-academic spirit of modern art at first sight seems to clash with the artistic values of classical antiquity. Since Cezanne, however, antiquity has been approached in various complex and contradictory ways, which by no means indicate denial or contempt. Certainly, the representation of nature, the anthropocentric mentality, the classical eurythmia and the entire structure of humanistic aesthetics have often suffered violent attacks. In opposition to these values modern art has put forward the autonomy of plastic space, the absolute, clear figure and anti-classical aesthetics. Quite frequently, however, these modern artistic proposals represent new interpretations of some "antiquity", of the Platonic word, for instance, of the art of other ancient civilizations or even of other aspects of Greco-Roman classicism, as they were lately revealed by contemporary scholarship. The real target of modern criticism was not ancient art, but the conservatism of its superficial admirers. The essential opposition between ancient and modern art lies only in the function of artwork in societies past and present. Recently, even this antinomy tends to disappear, since both ancient and modern works of art are treated indiscriminately when researched, restored or consumed. The common fate of past and present images unexpectedly reconciles the two, leaving unanswered only a few embarrassing questions about the future.

How Greece affected the European architecture of our century Savvas Kondaratos

From the early Renaissance to late Neoclassicism, i.e., for more than four centuries, Europen architecture did not cease to use, in various ways and meanings, the order established by ancient Greeks and adopted later by the Romans. This age-long classicist tradition was broken off at the end of the 19th century by the Art Nouveau architects who claimed their freedom from all stylistic conventions. However, as they were imbued with the precepts of romantic and rationalist Neoclassicism, some of them retreated to a more conservative position, while some others tried to arrive at a more abstract conception of the classical, compatible with modernity. The latter usually felt that their quest for new architectural forms should be guided by the "logic", the "principles", and the "spirit" of the Greeks. The transition from Art Nouveau to the Modern Movement is also marked by more concrete stylistic references to the Greek architectural heritage. R. Banham has appropriately remarked that "in the German-speaking countries of Europe the new architecture of the 20th century was born under the sign of the Doric Column", referring of course to its use by Adolf Loos, Peter Behrens and young Mies van der Rohe. Even during the "iconoclastic" period of the Modern Movement, it seems that most pioneers of the movement aspired to an "unhistorical classicism" — J J.P. Oud's expression — and that in their minds the machine paradigm was as a rule connected to the old aesthetics of harmonic proportions. Especially Le Corbusier, the most acknowledged hero of architectural modernism, who as a young student had felt obliged to bow, "although in anger", before the supremacy of the Parthenon, remained throughout his life fascinated by the "moralite dorique" and proved eager to discover it even in Byzantine churches or on Greek islands . References to the classical tradition have also been part of the rhetoric used by Italian fascism, German nazism and Soviet Stalinism in promoting a monumental architecture that could eloquently express such regimes' power and magnificence. It is perhaps due to their association with totalitarianism that overtly classicizing trends were discredited in postwar Europe. But they were soon to reappear in the USA. Classical tradition has been once more revitalized by the various current architectural trends usually qualified as post-modern. Two main trends can be easily discerned. Radical eclecticism, mainly developed in the USA, indulges in a free-style classicism and uses the classical orders in a rather fragmented and distorted way, as popular stereotypes that are made welcome in a "garden party of styles". Neorationalist fundamentalism, more congenial to Europe, adheres to an elementary kind of classicism out of a profound nostalgia for archetypal forms. In both cases, history, expelled by modernism, seems to reimbue current architectural practice. Ancient Greece always stands out in the background of this histoncal experience either as a deceitful idol or as an unreachable yet compelling ideal.

The impact of Greek furniture design on European furniture up until the end of the nineteenth century Rozalia Ioannidi

The fecundity of Greek art is characteristic of every phase of the evolution of universal art. The values and principles of Greek art are present in the entire spectrum of European artistry and whether prevalent or present in a more subtle way they are expressed through the social structure of each civilization. Furniture is a barometer, very sensitive to financial, social and cultural changes. Only a few pieces of furniture have survived from ancient Greece, therefore, most of our knowledge of the subject derives from their representation on pottery. The careful study of these handmade, everyday objects, which have been designed to serve human needs, reveals the eternal values of their art. The furniture of Romans, compared to those of ancient Greeks, are lighter and blunter in form and as a result they appear deprived of volume and structural stability. During the Renaissance, furniture is designed according to the classical ratio of proportions, with a firm flow of form and an elegant curvature, resembling that of the ancient Greek creators, and with such a clever combination of the parts so as to form a harmonious whole. Baroque furniture is a vehicle of the classicizing tendency, which expresses the special social and political circumstances pertaining to that period. During the eighteenth century the pursuit of classical prototypes is also apparent in furniture design. The "Louis XVI" and "Adam- style" furniture, in France and England respectively, also led the rest of Europe to neo-classicism. Neo-classicism, in the Napoleon style "Empire", served the purpose of propaganda and demostrated the prestige of the new regime. The difference between Greek art and the art of the nineteenth century is that the latter approaches classical art visually and appropriates some of its virtues and values. The varied, revived style of the ninteteenth century is greatly affected by two new factors, the development of technology and the social movement of the reformist William Morris. In a combination of these factors lie the foundations for the design principles of the twentieth century. The philosophy of these principles aims at the revival of the anthropocentric ideal in art.

A retrospective on Greek furniture (7000-150BC) Platon Alexiou

The construction of furniture falls into different categories depending on its form and use. The throne, an impressive chair with or without a back, often without arms, is used by gods, kings and heroes. The clismos, a purely Greek creation, originates from the throne with curved legs and has a curved back without arms. The difros (stool), either a solid or folding structure, is used mainly by the populace. The bed-couch is used for sleeping and eating. It is the basic piece of furniture, used for a symposium where it could seat two or three people. There were fewer types of table compared to chairs and beds. Every home had a chest as a piece of furniture used for storage.

The work of the British School of Archaeology during 1987 The editors of the Archaeologia journal

In 1886, following an invitation from king Edward the 6th, English scholars founded the British School of Archaeology. The plans were by the school’s first director F.C Penrose, on a plot of land on number 52 Souedias St., granted by the Greek government. Each year, the School publishes the Annual of the British School in Athens and the Supplementary Volumes which contain monographs on important archaeological excavations. During 1987, the British School concentrated on archaeological research at the following sites: a) The Vicos gorge in Epiros. b) The interior of the palace at Knossos (Sinclair Hood). c) Palaiokastro on the eastern coast of Crete. d) The Assiros mound in central Macedonia (K.Wardle). e) Cyprus.

Τεύχος 75, Ιούνιος 2000 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Ξέρουν ότι είναι Χριστούγεννα; Χρόνος και ταυτότητα στο Βυζάντιο της όγδοης ημέρας Anthony Bryer

Η Δημιουργία του κόσμου, τμήμα από ψηφιδωτά εμπνευσμένα από τη Γένεση, 1180-1190. Σικελία, Μονρεάλε, Μητρόπολη «Αποτελεί μύθο το ότι οι αρχαίοι και οι μεσαιωνικοί άνθρωποι αδιαφορούσαν για το χρόνο και βασίζονταν σε πρόχειρους υπολογισμούς» ισχυρίζεται ο συγγραφέας και το αποδεικνύει με μια επισκόπηση παραδειγμάτων που μας ταξιδεύουν από την Κριμαία και την Αρμενία έως τη Συρία, με ενδιάμεσους σταθμούς την Ινδία και τη Μογγολία. Στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον του βυζαντινού και του μεταβυζαντινού κόσμου πυκνή είναι η ποικιλία σε ημερολόγια και εορτολόγια που χρησιμοποιούσαν οι διάφορες εθνότητες, θρησκείες και αιρέσεις. Οι ασυμφωνίες των χρονοδιαγραμμάτων με βάση τον ήλιο ή τη σελήνη μας αγγίζουν στενότερα. Προέρχονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από το γεγονός ότι πολλοί πολιτισμοί ακόμη αργοπορούν να προσαρμόσουν το ρωμαϊκό Ιουλιανό ημερολόγιο («παλιό ημερολόγιο») στις διορθώσεις που εισήγαγε με το Γρηγοριανό ημερολόγιο («νέο ημερολόγιο») ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ' το 1582 μ.Χ. «Χωρίς ημερολόγιο αγνοούμε όχι μόνο που και πότε, αλλά και ποιοί είμαστε», ο συγγραφέας σημειώνει χαρακτηριστικά.

Ηλιακά ρολόγια στη βυζαντινή Ελλάδα: ανάλημμα ή ανάθεμα; Mary Lee Coulson

Ηλιακό ρολόι, τοποθετημένο πάνω από την είσοδο του νάρθηκα. Κοίμησις της Θεοτόκου (Μέρμπακας). Σε σύγκριση με τον συνολικό αριθμό των σωζόμενων βυζαντινών ναών, ο αριθμός των ηλιακών ρολογιών της Ελλάδας που βρίσκονται σε εκκλησίες είναι ελάχιστος. Τα ρολόγια αυτά, που καταγράφονται ως σπαράγματα, είναι όλα κατακόρυφα επίπεδα ρολόγια, με προορισμό να τοποθετηθούν σε νότιους τοίχους, σε αντίθεση με τα αρχαία ηλιακά ρολόγια, ημικυκλικά ή κωνικά, που προορίζονταν να στέκονται αυτόνομα στο χώρο. Άλλη μια διαφορά είναι ότι στα αρχαία ρολόγια σημειώνονταν η τρίτη, η έκτη και η ένατη ώρα και ποτέ δεν σημειωνόταν με αριθμό η κάθε ώρα, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα βυζαντινά ρολόγια. Τέλος, τα αρχαία ρολόγια διαιρούσαν τη φωτεινή περίοδο της ημέρας σε δώδεκα ώρες, ενώ τα βυζαντινά παρουσιάζουν ποικιλία διαιρέσεων: 11, 12 και 13 ώρες. Φαίνεται ότι υπάρχουν ουσιαστικά μόνο δύο βυζαντινοί ναοί στην Ελλάδα με ηλιακά ρολόγια που είναι αναμφίβολα σύγχρονα των κτηρίων πάνω στα οποία βρίσκονται: της Παναγίας Σκρίπου (9ος αιώνας) και της Κοίμησης της Θεοτόκου στον Μέρμπακα (τέλη του 13ου αιώνα). Ο μικρός αριθμός των ηλιακών ρολογιών υποδηλώνει ότι αυτά δεν ήσαν συνηθισμένο μέρος του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου των ναών, όπως σαφέστατα συμβαίνει στη μεσαιωνική Δύση. Το ηλιακό ρολόι εμφανίζεται στη δυτική τέχνη το Μεσαίωνα, συσχετισμένο με την ιστορία του βασιλιά Εζεκία. Εν τω μεταξύ, στη Δύση αλλάζει και η στάση απέναντι στον καθημερινό χρόνο σε σχέση με την εργασία. Μέσα σε μια «θεολογία της εργασίας», όπως την αποκαλεί ο Le Goff,  όλο και περισσότερα επαγγέλματα κρίνονταν άξια χρηματικής αμοιβής και ήταν έντιμο ο χρόνος να εξαγοράζεται. Γλυπτά με ημεροδείκτες που απεικόνιζαν τις εργασίες των μηνών φιλοτεχνούνταν πάνω στις προσόψεις των ναών ενώ υπήρχαν και ηλιακά ρολόγια συνδυασμένα με αγγέλους, όπως αυτό του 13ου αιώνα στον καθεδρικό ναό της Παναγίας στην Αμιένη, το οποίο ήταν στην πραγματικότητα ενδείκτης των εργάσιμων ωρών, παρουσιασμένος μέσα στα εκκλησιαστικά συμφραζόμενα της εποχής. Στο Βυζάντιο, η τετρακτύς της Αστρονομίας, Μαθηματικών, Γεωμετρίας και Μουσικής εθεωρείτο ειδωλολατρικός κλάδος σπουδών. Επιπλέον, όσοι ενδιαφέρονταν για την Αστρονομία ασχολούνταν με τις εγκυκλοπαιδικές συμπιλήσεις έργων του παρελθόντος και όχι με πρακτική παρατήρηση, νέους υπολογισμούς ή νεοτερικές εφαρμογές της συσσωρευμένης γνώσης τους. Ακόμη και ο Θεόδωρος Μετοχίτης, στο μνημειώδες έργο του Στοιχεία Αστρονομίας (14ος αιώνας), λέγεται ότι προσπάθησε απλά να κατανοήσει και να εξηγήσει τα αρχαία κείμενα. Ηλιακά ρολόγια εμφανίζονται σε εικονογραφήσεις βυζαντινών χειρογράφων της ιστορίας του Εζεκία, αλλά δεν είναι τα ημικυκλικά ρολόγια των δυτικών μεσαιωνικών μικρογραφιών. Στα μοναστήρια η τήρηση του χρόνου επιτυγχανόταν μάλλον με υδραυλικά ρολόγια, όπως συνέβαινε και στη Δύση. Η διαφορά στον αριθμό των ηλιακών ρολογιών που σώζονται στους ναούς της λατινικής Δύσης και στους ναούς της ορθόδοξης Ανατολής πιθανότατα αντανακλά με ακρίβεια το γεγονός ότι στον ορθόδοξο κόσμο τα ρολόγια πάνω σε κτίσματα θρησκευτικού χαρακτήρα θεωρούνται περιττά ή ακόμη και απρεπή. Ωστόσο τα ρολόγια της Σκρίπου και του Μέρμπακα συνιστούν την εξαίρεση. Ο ναός της Σκρίπου σχεδιάστηκε πιθανότατα ως ταφικό μνημείο του χορηγού του, οπότε το ηλιακό ρολόι, διακοσμημένο με παγώνια, αναφέρεται στην αιώνια ζωή. Επίσης, εξαιτίας των δέκα μόνο γραμμών που είναι χαραγμένες, αποτελεί ίσως μια πιο συγκεκριμένη αναφορά στην ιστορία του Εζεκία. Ο ναός του Μέρμπακα πιθανότατα δεν ήταν ορθόδοξος αλλά καθολικός ναός. Η χρονολόγησή του συμπίπτει με τη θητεία του William του Moerbeke ως δομηνικανού αρχιεπισκόπου της Κορίνθου. Ανάμεσα στις μεταφράσεις αυτού του φιλέλληνα, το έργο του Πτολεμαίου Περί αναλήμματος εξηγεί πώς κατασκευάζεται ένα ηλιακό ρολόι.

Το τέλος του χρόνου στο Βυζάντιο Paul Magdalino

Η γέννηση του Χριστού, ψηφιδωτό, λεπτομέρεια, α΄ μισό του 11ου αι. Μονή Οσίου Λουκά, Καθολικό. Από τις διάφορες χρονολογίες που προσφέρονταν κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, το Βυζάντιο κατέληξε να προτιμήσει εκείνη που προσδιόριζε τη Δημιουργία στα 5500 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού, την οποία τοποθετούσε, σύμφωνα με το σημερινό χρονολογικό σύστημα, στο 8 π.Χ. Το πλήρωμα αυτού του γραμμικού χρόνου αναμενόταν με την «συντέλειαν του αιώνος», κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Οι χρονολογίες συνήθως δίνονταν με βάση το έτος της Δημιουργίας. Ο Χριστιανισμός ποτέ δεν έχασε την προσδοκία του ότι η συντέλεια επίκειται. Το πλήρωμα του χρόνου όμως ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί. Ωστόσο, το επικείμενο του τέλους προκαλούσε ανησυχία. Για τη χρονολόγηση του τέλους προσαρμόστηκε το χρονολόγιο των γεγονότων μετά τη Δημιουργία, στο πλαίσιο μιας συμπαντικής εβδομάδας βασισμένης στις επτά ημέρες της Δημιουργίας. Με σεβαστές βιβλικές δηλώσεις, που το νόημά τους ήταν ότι τα χίλια χρόνια ήταν μια μέρα στα μάτια του Θεού, ήταν δυνατόν να νοηθεί η ανθρώπινη ιστορία ως μια εβδομάδα χιλιετιών, αντίστοιχη προς τις επτά ημέρες της Δημιουργίας. Προς τα τέλη του 5ου αιώνα, η χρονολόγηση του τέλους στο έτος 6000 κατέστησε έντονη την αναμονή. Το Βυζάντιο άφησε την έκτη χιλιετία να έλθει και να παρέλθει, η αίσθηση όμως ότι το πλήρωμα του χρόνου πλησίαζε εντάθηκε. Οι προσδοκίες κατά τον 6ο και 7ο αιώνα επηρεάζονταν όχι τόσο από αριθμητικούς υπολογισμούς, αλλά περισσότερο από την πορεία των γεγονότων που οι πηγές περιγράφουν ως εντυπωσιακά αποκαλυπτικά. Για παράδειγμα, η δυστυχία που προκάλεσε ο Ιουστινιανός με τους πολέμους και τις διώξεις του, μαζί με τους καταστρεπτικούς λοιμούς και σεισμούς της βασιλείας του, τον έκαναν να μοιάζει με τον Αντίχριστο. Οι ορδές των Αβάρων και Σλάβων που διέτρεχαν τη Βαλκανική επί μισό αιώνα μετά τον Ιουστινιανό, ταίριαζαν με την προφητική περιγραφή των Γωγ και Μαγώγ. Οι Άραβες κατακτούν την Ιερουσαλήμ το 637. Το 691/2 ανεγείρεται πάνω στο Όρος του Ναού ο Θόλος του Βράχου. Δεν ήταν γραμμένο ότι ο Αντίχριστος θα ξανάχτιζε το Ναό των Εβραίων; Με το ψευδώνυμο Μεθόδιος ο εκ Πατάρων, ένας Σύρος χριστιανός έγραψε το πιο πρωτότυπο και διάσημο αποκαλυπτικό κείμενο του πρώιμου Μεσαίωνα.  Το Ισλάμ θα καταστρεφόταν από έναν βασιλέα των Ελλήνων, με το τέλος της ζωής του οποίου θα άρχιζε η βασιλεία του Αντίχριστου. Ωστόσο, τον όγδοο, τον ένατο και τον δέκατο αιώνα αφθονούσαν και οι απόλυτοι αριθμητικοί υπολογισμοί του τέλους του χρόνου. Η χρήση του ελληνικού αλφαβήτου για τη γραφή των αριθμών σήμαινε ότι όλα τα γράμματα, και επομένως όλες οι λέξεις, είχαν αριθμητική αξία. Τα γράμματα της λέξης «Ιησούς» έδιναν προστιθέμενα τον αριθμό 888, ο οποίος υπολογιζόμενος με έτη από τη γέννηση του Χριστού, υποδείκνυε το έτος 6388/879-880 ως τέλος της χριστιανικής εποχής. Κατά τα μέσα του ένατου αιώνα, κυκλοφόρησε ένας αποκρυφιστικός θρύλος, του οποίου το νόημα ήταν ότι ο Χριστός είχε δώσει την ευλογία της ειρήνης στους μαθητές του σχηματίζοντας τα γράμματα ςφ (6500) με το δεξί του χέρι. Υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες ότι το έτος 6500/991-2 αναμενόταν με μεγάλη ανησυχία, η οποία, όταν έφθασε το έτος αυτό, μεταφέρθηκε αμέσως στη χιλιοστή επέτειο της Ανάστασης του Χριστού, που ήταν το έτος 6533/1025. Κατά τον 10 αιώνα, φαίνεται ότι απέκτησε κύρος η Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η ιδέα ότι η χιλιετία της Αποκάλυψης είχε αρχίσει με τον Χριστό και βρισκόταν σε εξέλιξη, αν και ουσιαστικά επίσημη από τον 7ο αιώνα, συναντούσε την βαθιά απροθυμία να ερμηνευτεί ο αριθμός κατά γράμμα. Στο Βυζάντιο ποτέ δεν ήταν αργά για το τέλος του χρόνου. Σε γενικές όμως γραμμές, φαίνεται ότι υπήρχε μεγαλύτερη απροθυμία να βρεθεί ένα νέο χρονικό όριο, από ό,τι στη Δύση. Το τέλος της έβδομης χιλιετίας ήταν αρκετά οριστικό και, όταν αυτό έφτασε, το 1492, το Βυζάντιο δεν υπήρχε πλέον.

Το παρελθόν του μέλλοντος. Το τέλος του κόσμου και η προπαγάνδα στην ιστοριογραφία του 6ου αι. Γιώργος Καλόφωνος

Η Δημιουργία του κόσμου, λεπτομέρεια, ψηφιδωτό, α΄ μισό 13ου αι. Βενετία, Άγιος Μάρκος. Ανιχνεύοντας τον αντίκτυπο που είχε η προσδοκία του τέλους του κόσμου στην ιστοριογραφία του 6ου αιώνα, στο πρώτο ήμισυ του οποίου διάφοροι κύκλοι τοποθετούσαν τη συμπλήρωση της κρίσιμης χιλιετίας, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ενδεικτικά δύο αντιπροσωπευτικά κείμενα της εποχής: την Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα και τα Ανέκδοτα του Προκοπίου. Η Χρονογραφία του Μαλάλα σταματά περί το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού και στο τελευταίο τμήμα της προδίδει τη χρήση προφορικών μαρτυριών και προσωπικής γνώσης των γεγονότων. Στα Ανέκδοτά του ο Προκόπιος εξαπολύει μύδρους εναντίον των ηρώων της Ιστορίας των Πολέμων του, παρουσιάζοντας με τα μελανότερα χρώματα τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Ο Ιουστινιανός είναι ο βασιλιάς των δαιμόνων, ίσως και ο Αντίχριστος ο ίδιος. Τη δαιμονική βασιλεία του ίδιου και του θείου και προκατόχου του, Ιουστίνου Α΄ (518-527 μ.Χ.), προαναγγέλλουν εξίσου δαιμονικά σημεία. Μηνύματα διατυπώνονται, με το κύρος και τη μεταφυσική διάσταση προφητικών ονείρων, απηχώντας κατά πάσα πιθανότητα την ενσωμάτωση στο κείμενο των Ανεκδότων προφορικών ιστοριών που κυκλοφορούσαν ως αντιδυναστική προπαγάνδα. Στον αντίποδα  του Προκοπίου, ο Μαλάλας φαίνεται ότι αντλεί από την επίσημη αυτοκρατορική προπαγάνδα. Επιδίδεται επίσης σε μια δύσκολη προσπάθεια να αποδείξει, μέσω περίπλοκων και αυθαίρετων υπολογισμών, ότι η έκτη χιλιετία από κτίσεως κόσμου είχε ήδη παρέλθει, ότι, όπως ισχυρίζεται η πλευρά του αυτοκράτορα, ο κόσμος έχει πάρει παράταση ζωής, και πως η βασιλεία του Ιουστινιανού σημαίνει την έναρξη της χρυσής χιλιετίας που θα προηγηθεί της Δευτέρας Παρουσίας. Χρησιμοποιώντας δυο προφητικά όνειρα, ο Μαλάλας θα επιδοθεί στην αμαύρωση του Αναστασίου, τελευταίου αυτοκράτορα της προηγούμενης δυναστείας, προκειμένου να δικαιωθεί η ανάληψη της εξουσίας από τη δυναστεία του Ιουστινιανού. Πολλά έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια για την «αποκαλυπτική» διάσταση της επίσημης αυτοκρατορικής προπαγάνδας του 6ου αιώνα αλλά και κατοπινών εποχών. Από όλον τον τρόμο του 6ου αιώνα για το τέλος του κόσμου δεν μένουν σήμερα παρά κάποιες σποραδικές αναφορές. Όσο για τους δυο ιστορικούς, ο Μαλάλας, που απηχεί ξεκάθαρα την αυτοκρατορική προπαγάνδα, αναφέρεται ρητά στις προβλέψεις για το τέλος του κόσμου μόνο και μόνο για να τις διαψεύσει. Ο Προκόπιος όμως, που εκφράζει την άλλη πλευρά, δεν διστάζει, στο πλαίσιο της δαιμονολογίας του, να αντλήσει από τη δεξαμενή τέτοιων αφηγημάτων, που αναμφίβολα κυκλοφορούσαν μέσα στην αναστάτωση που προκαλούσε η αναμονή του τέλους. Και αυτός, εν τούτοις πουθενά δεν αναφέρεται ρητά στην προσδοκία του τέλους του κόσμου.

Η μέτρηση του χρόνου στο Βυζάντιο Θύμιος Νικολαΐδης

Βυζαντινός αστρολάβος από χαλκό, 11ος αι. Brescia, Civici Musei d’Arte e di Storia. Για τους Βυζαντινούς ο χρόνος είναι μέτρηση της φθοράς. Η μέτρησή του πηγάζει από την ελληνορωμαϊκή παράδοση αλλά τροποποιείται τόσο με την εισαγωγή χριστιανικών στοιχείων όσο και λόγω της επιρροής της αστρονομίας άλλων πολιτισμών, κυρίως του Ισλάμ. Τη μέτρηση του χρόνου ορίζει η αστρονομία που χρησιμοποιεί διαφορετικά μαθηματικά εργαλεία: επεξεργασία ιστορικών παρατηρήσεων για τη χρονολογία, αστρονομικές εφημερίδες για το ημερολόγιο και, για τη μέτρηση της ώρας, τον αστρολάβο. Η χρονολογία που ακολουθούσαν κατά κανόνα οι Βυζαντινοί είναι ο χρόνος από κτίσεως κόσμου, χρόνος που τοποθετείται στο 5509/5508 προ Χριστού. Η χρονολογία καθιερώθηκε από το «Πασχάλιον Χρονικόν» (7ος αιώνας), το οποίο τοποθετεί την Κτίση στην εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου) του 5508 π.Χ. Ωστόσο η αρχή του έτους για τους Βυζαντινούς μετατοπίστηκε από την 21η Μαρτίου στην 1η Σεπτεμβρίου, ακολουθώντας τη φορολογική περίοδο της ινδικτιώνος. Οι Βυζαντινοί αστρονόμοι χρησιμοποιούσαν τους αστρονομικούς πίνακες (κανόνες) του Κλαύδιου Πτολεμαίου, και αργότερα των Περσών, των Εβραίων, ή ακόμα του Τολέδο ή του βασιλιά της Καστίλλης Αλφόνσου (13ος αιώνας), που ακολουθούν διαφορετικές χρονολογίες και διαφορετικά ημερολόγια. Το κύριο μέλημά τους ήταν επομένως η μετατροπή της βυζαντινής χρονολογίας και του ημερολογίου στην πτολεμαϊκή για να βρεθεί η αντιστοιχία της συγκεκριμένης μέρας. Η μετατροπή αυτή οδήγησε σε πολλά σφάλματα. Στο σύστημα του Πτολεμαίου στηριζόταν η αστρονομία μέχρι τις πρώτες αραβικές επιρροές (τέλη του 8ου αιώνα), χάρη κυρίως στα εγχειρίδια του Θέωνα Αλεξανδρείας (β΄μισό του 4ου αιώνα). Παρά τις ξένες επιρροές, τα εγχειρίδια αυτά αποτέλεσαν τις βάσεις της βυζαντινής αστρονομίας μέχρι τους παλαιολόγειους χρόνους. Την ώρα, οι Βυζαντινοί αστρονόμοι τη μετρούσαν με τον επίπεδο αστρολάβο, όργανο πολύ φθηνότερο στην κατασκευή από τον σφαιρικό και εύκολο στη χρήση. Τρία είναι τα είδη χρόνου που μετρούν οι αστρονόμοι: ο αστρικός, ο πραγματικός ηλιακός και ο μέσος ηλιακός. Ο αστρολάβος μετρά τον πραγματικό ηλιακό χρόνο, ο οποίος διαφέρει από εποχή σε εποχή. Μετρά επίσης δύο είδη ωρών που χρησιμοποιούνται στο Βυζάντιο: τις ίσες ώρες, ή ισημερινές, και τις άνισες, εποχιακές ή καιρικές. Η βυζαντινή ώρα επομένως εξαρτιόταν πάντα από την εποχή του χρόνου.

Το πέρασμα του χρόνου στο Βυζάντιο Ιωάννης Πετρόπουλος

Τμήματα από βυζαντινό φορητό ηλιακό ρολόι και ημερολόγιο, ορείχαλκος, περ. 520, Λονδίνο, The Science Museum. Για τους Βυζαντινούς ο χρόνος άρχισε την 21η Μαρτίου 5508 π.Χ., ημερομηνία της Δημιουργίας του κόσμου. Το ημερολόγιο της κοινωνίας αυτής ήταν το Ιουλιανό. Πυκνή ήταν η ποικιλία των ημερολογίων και των εορτολογίων που χρησιμοποιούσαν οι διάφορες εθνότητες, θρησκείες και αιρέσεις στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο. Ο χρόνος των Βυζαντινών ήταν «εκ γενετής» φθαρτός. Η γραμμική πρόοδός του θα έληγε, πίστευαν κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όταν θα επέστρεφε ο Κύριος εν δόξη για να κρίνει «ζώντας και νεκρούς». Η βυζαντινή εσχατολογία συχνά συνέδεε το τέλος της Αυτοκρατορίας με το τέλος του χρόνου. Κατά περιόδους εμπεριστατωμένες εικασίες διατυπώνονταν για το χρόνο της συντέλειας. Η λόγια βυζαντινή λογοτεχνία δημιουργεί εσκεμμένα την ψευδαίσθηση της «αχρονίας». Γνήσιο λογοτεχνικό είδος, η ομιλία –δηλαδή, το κήρυγμα– ως συστατικό της Θείας Λειτουργίας κινείται στο «αιώνιο παρόν» του Θεού.

Ο άχρονος χρόνος της Ομιλητικής στη μεσοβυζαντινή περίοδο Νίκη Τσιρώνη

Τμήμα επιστυλίου τέμπλου με το Δωδεκάορτο: Βάπτιση, α΄μισό 12ου αι. Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης. Οι ομιλίες, τα κηρύγματα, του 8ου και του 9ου αιώνα αποτελούν σαφή κατηγορία κειμένων με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις δικές της συμβάσεις, τους δικούς της τρόπους κ.λπ. Η ομιλητική είχε θεωρηθεί λογοτεχνικό είδος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ιστορική πηγή καθώς δεν αναφέρεται στη σύγχρονή της πραγματικότητα. Ωστόσο, πρόσφατα η επιστημονική έρευνα έδειξε ότι, παρόλο που οι ομιλητές της μεσοβυζαντινής περιόδου αποφεύγουν να αναφερθούν άμεσα στη λατρεία των εικόνων –το κυρίαρχο θέμα της ημέρας-, αναφέρονται έμμεσα μέσω ενός μετωνυμικού λόγου, ο οποίος εκδηλώνεται στην επιλογή του θέματος, τη χρήση λέξεων και εικόνων καθώς και στον συναισθηματικό τόνο, με ιδιαίτερη έμφαση στο σώμα και τις αισθήσεις. Οι ομιλίες συνδυάζουν δυο διαφορετικές αντιλήψεις χρόνου: η πρώτη αντανακλά το αιώνιο παρόν του Θεού, όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν χωρίζονται αλλά συνυπάρχουν στον χρόνο του Θεού, και η δεύτερη δηλώνει τη γραμμική αντίληψη του χρόνου που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κατανόησή του. Στο πλαίσιο της Θείας Λειτουργίας οι ομιλίες αντιπροσωπεύουν το σημείο όπου αυτές οι δύο αντιλήψεις συναντιούνται και εμπλουτίζουν η μια την άλλη, σημείο ένωσης ανάμεσα στη δημιουργία και τον Δημιουργό. Από το ομιλητικό corpus της μεσοβυζαντινής περιόδου το παρόν άρθρο χρησιμοποιεί παραδείγματα Ομιλιών του Πατριάρχη Γερμανού Α', του Ανδρέα Κρήτης και του Ιωάννη Δαμασκηνού. Στις ομιλίες αυτές οι αναφορές στο αιώνιο παρόν συνδυάζονται με αναφορές στη σύγχρονη θεολογική διαμάχη της Εικονομαχίας. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο πρόσωπο της Θεοτόκου, που συμβολίζει τη σάρκωση. Μοναδική θέση αποδίδεται στην Παρθένο ως προστάτιδα τόσο των χριστιανών όσο και της αυτοκρατορικής πόλης του Βυζαντίου, αλλά και ως προστάτιδα της λατρείας των εικόνων, η οποία από τον 9ο αιώνα και εξής έμελλε να γίνει αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθοδοξίας. Με τον ίδιο τρόπο που ένα μυθιστόρημα ή ένα δοκίμιο, ανεξάρτητα από το θέμα του, φέρει τη σφραγίδα της εποχής στην οποία γράφηκε, οι ομιλίες αποκαλύπτουν την έγνοια των Βυζαντινών με την άχρονη πραγματικότητα του Θεού αλλά και με σύγχρονα θεολογικά θέματα, όπως η Εικονομαχία.

Άλλα θέματα: Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας. Μια διαδρομή στο χώρο και στο χρόνο Κλεοπάτρα Θεολογίδου

Ο μύλος του Μάρκου εσωτερικά, όπου πρόκειται να στεγαστεί τμήμα του Βυζαντινού Μουσείου Βέροιας. Στο άρθρο εκτίθεται η αρχιτεκτονική προμελέτη του μουσείου, όπως παρουσιάστηκε στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Το μουσείο θα στεγαστεί εν μέρει σε διατηρητέο κτήριο, τους αλευρόμυλους του Μάρκου, και ταυτόχρονα στα όρια προστατευόμενης περιοχής, της Κυριώτισσας.  Στη Βέροια υπάρχει η ευτυχής συγκυρία, ο χώρος του Βυζαντινού Μουσείου να είναι αλληλένδετος με τις προστατευόμενες περιοχές της Κυριώτισσας και της Εβραϊκής συνοικίας. Ιστός φορτωμένος με μνημεία και μνήμες. Πρόκειται στην ουσία για ένα χώρο μουσείο, με την ευρύτερη σημασία του όρου, που, για να ανταποκριθεί στο ρόλο του, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πολιτισμική ενότητα. Το Βυζαντινό Μουσείο είναι αναπόσπαστο τμήμα του συνόλου αυτού. Αποτελεί την «εισαγωγή» σε αυτή τη διαδρομή, άρα ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σύνθετος. Βάσει του θεωρητικού πλαισίου που είχε οριστεί, στο σχεδιασμό του κτηρίου χρειάστηκε να επιλυθούν τα ακόλουθα ζητήματα: α) η αποκατάσταση και αλλαγή χρήσης του διατηρητέου κτηρίου των μύλων, β) η επιτυχής ένταξη νέων κατασκευών που θα αντιπροσωπεύουν την εποχή τους σε έναν ιστορικό χώρο, με σεβασμό στα χαρακτηριστικά του και σε αρμονία με το περιβάλλον, γ) ο σχεδιασμός κατάλληλων εκθεσιακών χώρων, που θα επιτρέπουν πολλαπλές μουσειολογικές και μουσειογραφικές προσεγγίσεις και δ) η άρτια λειτουργία όλου του κτηριακού συγκροτήματος. Στόχος ήταν, η ίδια λογική που θα έπρεπε να διέπει την οργάνωση των εκθέσεων και των διατηρητέων περιοχών της πόλης, να επεκτείνεται και στην αρχιτεκτονική σύνθεση του ίδιου του μουσειακού χώρου. Το Μουσείο της Βέροιας διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, ώστε να αποτελέσει σήμα, ένα σημείο αναφοράς στην πόλη.

Η ακρόπολη της Σπάρτης. Προτάσεις για μια επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

Σκηνή από εκπαιδευτικό πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε στον αρχαιολογικό χώρο της ακρόπολης της Σπάρτης. Επιμελήτρια της Κουμανταράκειου Πινακοθήκης Σπάρτης, η συγγραφέας είχε προφανώς πολλές ευκαιρίες για να προβληματιστεί γύρω από τις επισκέψεις παιδιών σε μουσεία ή σε ανοιχτούς αρχαιολογικούς χώρους. Από την εμπειρία και από τα διαβάσματά της των θεωρητικών της μάθησης (Jean Piaget, John Dewey, David Kolb, Howard Gardner), «κτίζει» ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μια επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο της ακρόπολης της Σπάρτης. Ύστερα από μια σύντομη θεώρηση της λειτουργίας της μάθησης, η συγγραφέας καταλήγει στο «τι» και «πως» της διδασκαλίας, που έχει ούτως ή άλλως τους κανόνες της, θέτει στόχους, προτείνει δραστηριότητες. Τις προτεινόμενες δραστηριότητες διακρίνει σε τρεις ομάδες, σε Δραστηριότητες πριν από την επίσκεψη, κατά την επίσκεψη και μετά την επίσκεψη. Το εκπαιδευτικό αυτό πρόγραμμα απευθύνεται α) στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και β) στο Λύκειο, και έχει πραγματοποιηθεί με τους μαθητές του 1ου Δημοτικού Σχολείου Σπάρτης και του Γυμνασίου Ξηροκαμπίου. Με στόχο την επανεκτίμηση και τη βελτίωση του προγράμματος, προτείνεται στους εκπαιδευτικούς, αφού μεσολαβήσει κάποιο διάστημα από την επίσκεψη, να ελέγξουν με ένα κατάλληλα διατυπωμένο ερωτηματολόγιο τη γνωστική, ψυχολογική και συναισθηματική εμπειρία των μαθητών τους.

Οι γαλλικές ανασκαφές στη Βηρυτό Catherine Aubert

Ελληνιστική κατοικία πλαισιωμένη από τα αψιδωτά θεμέλια του μικρού οθωμανικού σαραϊκού (ανασκαφή IFAPQ). Στο πλαίσιο του σχεδίου ανοικοδόμησης του κέντρου της πόλης της Βηρυτού, εφαρμόστηκε ένα τεράστιο πρόγραμμα σωστικών ανασκαφών. Η αρχική δοκιμαστική τομή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αρχαιολογίας της Εγγύς Ανατολής επεκτάθηκε σε έκταση 4000 τ.μ. στο βόρειο τμήμα της πλατείας των Μαρτύρων. Οι αρχαιολογικές αυτές έρευνες, που διήρκεσαν 44 μήνες, έφεραν στο φως μέρος της πόλης, η κατοίκηση της οποίας είχε αρχίσει από τον 6ο-5ο αιώνα π.Χ. Τα πρώτα ίχνη εποικισμού του βόρειου τμήματος της Πλατείας των Μαρτύρων ανάγονται στην Περσική περίοδο των Αχαιμενιδών. Οικιστικά στοιχεία που εμφανίζονται αποκλειστικά στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα των ανασκαφών, ξεχωρίζουν εμφανώς από τα μεταγενέστερα κτήρια λόγω των «αρχαϊκών» τους δομών, χαρακτηριστικών των οικισμών της εποχής του Σιδήρου Ι (1200-1000). Τα κινητά ευρήματα από την ανασκαφή επιβεβαιώνουν τη χρονολόγηση της Εποχής του Σιδήρου ΙΙΙ, χάρη στην ομοιογένεια της κεραμικής. Οι οικίες της Ελληνιστικής περιόδου συχνά διατηρούνται ώς το ύψος των τριών μέτρων. Παρατηρούνται διάφορα στρώματα εγκατάστασης, από τον 4ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ. Ο πλούτος των ευρημάτων αυτού του κατοικημένου χώρου περιλαμβάνει εγχώρια είδη και υλικό εισαγμένο από την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα την Κύπρο. Φαίνεται ότι το ποσοστό του εισαγόμενου από το Αιγαίο υλικού αυξάνεται από το β΄ ήμισυ του 2ου αιώνα, γεγονός που αντιστοιχεί στην αναπτυξιακή φάση των σχέσεων μεταξύ Βηρυτού και Δήλου, όπου βρίσκεται το καθίδρυμα του κοινού των Ποσειδωνιαστών της Βηρυτού. Η μετάβαση από την Ελληνιστική στη Ρωμαϊκή εποχή είναι ακόμη σχετικά άγνωστη. Μια συνοικία της Βυζαντινής εποχής, που κατοικήθηκε από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα, φαίνεται να είναι η τελευταία σε αυτόν τον τομέα της πόλης τουλάχιστον έως τον 12ο αιώνα. Η απουσία ισλαμικών κατοικιών και η παρουσία ενός φούρνου κεραμικής του 13ου αιώνα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν περιφερειακό βιοτεχνικό τομέα. Ένα σύνολο τεσσάρων φρεάτων, ένας παχύς συμπαγής τοίχος και δυο τοίχοι με αψίδες ανήκουν ίσως στην εποχή του εμίρη Φαχρ-αντ-Ντιν Β΄[γνωστού και ως Φικαρντίν]. Τα θεμέλια του οθωμανικού Μικρού Σεραγιού, που οικοδομήθηκε το 1883-1884 και καταστράφηκε το 1945, αποτελούν το πιο πρόσφατο τεκμήριο αυτού του τομέα της πόλης, όπου αναπτύχθηκαν αργότερα τα οικοδομικά έργα της γαλλικής διοίκησης.

Απομάκρυνση επικαθίσεων από την οξείδωση μπρούντζινων συνδέσμων σε μαρμάρινα γλυπτά και μνημεία Βασίλειος Λαμπρόπουλος, Αικατερίνη Φραντζικινάκη

Δοκίμιο Πάρου. Σχηματισμός χλωριούχων και ανθρακικών αλάτων του χαλκού στην επιφάνεια του δοκιμίου. Οι μεταλλικοί σύνδεσμοι που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη σύνδεση των δομικών στοιχείων των μνημείων οξειδώνονται, αργά ή γρήγορα, ανάλογα με το μέταλλο και τις συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον του μνημείου. Ταυτόχρονα με τη διάβρωση των μπρούντζινων ή ορειχάλκινων συνδέσμων, σχηματίζονται ευδιάλυτα άλατα του χαλκού, που μεταφέρονται με το νερό της βροχής, εισχωρούν στους πόρους του μαρμάρου και εγκαθίστανται στην περιφέρεια των κρυστάλλων του ανθρακικού ασβεστίου, δημιουργώντας πράσινους λεκέδες. Οι λεκέδες χαλκού σχηματίζονται στην επιφάνεια ή σε βάθος στο μάρμαρο και απομακρύνονται δύσκολα χρησιμοποιώντας στην επιφάνεια του μαρμάρου χημικά αντιδραστήρια υλικά, τα οποία αντιδρούν με το χαλκό και διαλύουν τους λεκέδες χωρίς να προκαλούν φθορά στο μάρμαρο. Οι συγγραφείς έκαναν δοκιμές καθαρισμού των αλάτων χαλκού με διαλύματα αμμωνιακών αλάτων (νιτρικό αμμώνιο, χλωριούχο αμμώνιο και όξινο ανθρακικό αμμώνιο) και πάστα με βάση το E.D.T.A. (πάστα Mora). Συμπέραναν ότι η μέθοδος του όξινου ανθρακικού αμμωνίου ήταν η ηπιότερη για την απομάκρυνση των αλάτων χαλκού από το μάρμαρο.

Ψηφιακή συντήρηση. Η συμβολή της ψηφιακής τεχνολογίας στη συντήρηση αρχαιοτήτων και έργων τέχνης Αθανάσιος Βέλιος

Μια από τις προτάσεις συμπλήρωσης του μοντέλου του αντικειμένου. Το νέο υλικό περιγράφει το σχήμα του αυθεντικού αντικειμένου. Ένα μικρό μέρος από το σύνολο των εφαρμογών που μπορεί να έχει η ψηφιακή τεχνολογία στους υπολογιστές, παρουσιάζει συνοπτικά ο συγγραφέας. Συγκεκριμένα: 1) εικονική ολοκλήρωση της συντήρησης του αντικειμένου μέσω προγραμμάτων επεξεργασίας εικόνας και όγκου, 2) ψηφιακός καθαρισμός, συγκόλληση με αλγόριθμους ταύτισης των θραυσμάτων και εικονική συμπλήρωση, σε περιπτώσεις όπου η συντήρηση είναι ανέφικτη, 3) ψηφιοποίηση του όγκου και των χρωμάτων των μνημείων, σε περιπτώσεις όπου χρειάζεται να συμπληρωθούν κομμάτια που λείπουν από το μνημείο, 4) πέρα από την κατασκευή της γεωμετρίας της συμπλήρωσης, η αισθητική αποκατάστασή της, 5) κατασκευή αντιγράφων των μνημείων, 6) καθαρισμός, 7) συστηματική παρακολούθηση του περιβάλλοντος του μνημείου και 8) παρακολούθηση της εξέλιξης της διάβρωσης σε κάποιο υλικό.

Ο Cesare Brandi και η θεωρία της συντήρησης Ήβη Γαβριηλίδη

Λεπτομέρεια τοιχογραφίας με θέμα «Dormitio Virginis» μετά τη συντήρηση, Εκκλησία του Αγίου Πέτρου στο Terni, τέλη 1300-αρχές 1400. Ο Cesare Brandi υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης και της Κριτικής της Τέχνης στην Ιταλία. Ήταν ίσως ο πρώτος που έδωσε τέτοια έμφαση στην αξία της συντήρησης των έργων τέχνης. Ανέπτυξε σταδιακά, με επιμονή και μεγάλη ευαισθησία, μια θεωρία συντήρησης, η οποία αποτελεί έως σήμερα τη βάση για την ανάπτυξη αυτής της επιστήμης. Ο Brandi βοήθησε στην αντιμετώπιση των πολεοδομικών προβλημάτων, στο πολύπλοκο και λεπτό θέμα της συντήρησης των ερειπίων, στην προληπτική συντήρηση και σε πολλά άλλα θέματα. Για «τις εξαιρετικές του ικανότητες ανάγνωσης και ερμηνείας των έργων τέχνης», ο Cesare Brandi διορίζεται διευθυντής του Istituto Centrale del Restauro (I.C.R.) που ιδρύεται τον Ιούλιο του 1939. Για πρώτη φορά προσδιορίζεται, με ειδική νομοθεσία, το επάγγελμα του συντηρητή και προσφέρεται σχετικό δίπλωμα μετά από τριετή φοίτηση. Ως τότε, η έλλειψη μιας εξειδικευμένης σχολής, που θα είχε το κύρος να επιβάλει μια τεχνοτροπία σύμφωνη με τις αρχές συντήρησης, άφηνε περιθώρια στον εμπειρισμό και τον πειραματισμό. Το 1960, τρεις μελετητές της συντήρησης και από τους μαθητές του Brandi, οι Licia Vlad Borelli, Joselita R. Sena και Giovanni Urbani, συγκεντρώνουν σε έναν τόμο είκοσι χρόνων σημειώσεις και μαθήματα του δασκάλου τους. Η πρώτη έκδοση εμφανίζεται το 1963, με τίτλο Θεωρία της Συντήρησης. Αυτό που επιχειρεί εδώ ο Brandi είναι η εφαρμογή της φιλοσοφικής μεθόδου της ενατένισης.  Έχοντας ταυτίσει τη «συντήρηση» με την «αισθητική», συνομιλεί με τον Χάιντεγκερ και τον Νίτσε για τον ορισμό του «έργου τέχνης».

Νέο στοιχείο για τη μορφή του κτιρίου Καλλέργη στο Άργος Βασίλης Δωροβίνης

Απόσπασμα του σχεδίου της πόλης του Άργους, 1847 (ΓΑΚ). Ο συγγραφέας, που έχει διαπραγματευτεί το θέμα του κτιρίου Καλλέργη σε δυο προηγούμενα τεύχη της «Αρχαιολογίας», τεύχη 36 και 38, επανέρχεται με ένα νέο στοιχείο. Πρόκειται για ένα σχέδιο του Φερδινάνδου Στάντεμαν, το οποίο παρουσιάζει το κέντρο της πόλης του Άργους, με τους στρατώνες του ιππικού και με την οικία Καλλέργη σε πρώτο πλάνο. Το σχέδιο επιβεβαιώνει πλήρως τις υποθέσεις που ο συγγραφέας είχε ήδη διατυπώσει. Επάνω στη στέγη του κτιρίου είχε κατασκευαστεί πρόσθετο δωμάτιο («μπελβεντέρε»), και σε όλο το μήκος της ανατολικής πλευράς είχε κατασκευαστεί προστύλιο που υποστήριζε εξώστη. Η αποκατάσταση της οικίας Καλλέργη στη δεκαετία του 1950 δεν αναζήτησε την αρχική μορφή αλλά στηρίχτηκε στα στοιχεία που είχε διασώσει η ερείπωση του κτιρίου. Ανοιχτό παραμένει, επομένως, το θέμα της μελλοντικής αναστήλωσης.

Οι αιγυπτιακές κούκλες του Μουσείου Μπενάκη Σοφία Τσουρινάκη, Roberta Cortopassi

Κούκλα με μάλλινο χιτώνα και κουκούλα. Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 10389. Στο άρθρο παρουσιάζονται πέντε κούκλες από την κοπτική Αίγυπτο που ανήκουν στη Συλλογή του Μουσείου Μπενάκη. Οι κούκλες περιορίζονται σε δυο τύπους: τις κούκλες από κουρέλια και τις κούκλες από κόκαλο. Οι κούκλες από κουρέλια που μας είναι γνωστές σήμερα είναι δέκα. Πρόκειται για αντικείμενα φτιαγμένα, σίγουρα, από παιδιά ή από τους οικείους τους. Το εξαιρετικά εύθρυπτο υλικό τους και το γεγονός ότι ως ευρήματα πρέπει να είχαν πολύ μικρό ενδιαφέρον για τους αρχαιολόγους του προηγούμενου αιώνα εξηγούν ίσως τον περιορισμένο αριθμό τους. Αντίθετα, οι κούκλες από κόκαλο είναι πολύ κοινά αντικείμενα, που τα συναντάμε σε όλες τις συλλογές της Κοπτικής περιόδου. Μικρές, μεταξύ 7 και 15 εκ., και δουλεμένες με τρόπο πρόχειρο, αποτελούνται πάντα από ένα κόκαλο μακρύ και σχισμένο κατά μήκος. Αν και ο απλός τρόπος της επεξεργασίας της ύλης και η εξαιρετικά σχηματοποιημένη μορφή τους θα μπορούσαν να φανερώσουν μια οικογενειακή κατασκευή, ο μεγάλος αριθμός των ευρημάτων και τα σταθερά χαρακτηριστικά τους δείχνουν ότι σίγουρα πρόκειται για εξειδικευμένη παραγωγή.

Αρχαία λατομεία Πάρου: Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού του Αιγαίου Ανδρέας Κεραμίδας

Αρχαίο λατομείο μαρμάρου Πάρου. Από το νεοσύστατο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας Πάρου και Κυκλάδων (Ι.Α.Π.Κ.) παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2000 η οικονομοτεχνική μελέτη του Διευθυντή-Συντονιστή του ΥΠ.ΠΟ. Α. Κεραμίδα με τον γενικό τίτλο «Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού του Αιγαίου». Η μελέτη αφορά στην ενοποίηση δύο ξεχωριστών αρχαιολογικών χώρων: ο πρώτος στη θέση Λάκκοι, όπου υπάρχουν τα λατομεία ανοιχτής εξόρυξης, και ο δεύτερος στη θέση Μαράθι, όπου υπάρχουν οι υπόγειες στοές εξόρυξης και, στην κοιλάδα, τα κτήρια του 19ου αιώνα. Πρόκειται για τα γνωστά λατομεία μαρμάρου, τα οποία θα ενταχθούν σε ένα οικολογικό-γεωλογικό και αρχαιολογικό πάρκο. Τα βιομηχανικά κτήρια του 19ου αιώνα θα στεγάσουν Μουσείο, Τράπεζα βιβλιογραφικών πληροφοριών, Συνεδριακό Κέντρο, Γραφεία παραρτημάτων διεθνών οργανισμών, ενώ προβλέπεται και η ανέγερση μεταλλικού ανοιχτού θεάτρου. Ως προς τη χρηματοδότηση του έργου, ύψους 2 δισ. δρχ. περίπου, αυτή θα καλυφθεί από κοινοτικά κονδύλια.

Η ταυτότητα των νεκρών στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας Τριαντάφυλλος Παπαζώης

Αναπαράσταση της τοιχογραφίας με τη σκηνή του κυνηγιού από τον βασιλικό τάφο ΙΙ, στη Βεργίνα. Το 1978, ο Μανώλης Ανδρόνικος αποκάλυψε κάτω από τον όγκο μιας μεγάλης Τούμπας τρεις βασιλικούς τάφους (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ), από τους οποίους ο πρώτος βρέθηκε συλημένος και οι δύο άλλοι ασύλητοι. Τον τάφο Ι ονόμασε «Τάφο της Περσεφόνης», τον τάφο ΙΙ τον απέδωσε στον βασιλιά Φίλιππο Β΄ και στην τελευταία σύζυγό του, και τον τάφο ΙΙΙ ονόμασε «Τάφο του Πρίγκιπα». Ο συγγραφέας, έχοντας σχηματίσει με βάση τα αρχαία κείμενα και τα ταφικά κτίσματα και ευρήματα της Βεργίνας διαφορετικές απόψεις από αυτές του καθηγητή Μ. Ανδρόνικου, παραθέτει τα αποδεικτικά στοιχεία και τα συμπεράσματά του. Ο ίδιος πιστεύει ότι: τα οστά που βρέθηκαν στον τάφο Ι ανήκουν στη βασίλισσα Κλεοπάτρα και το βρεφικής ηλικίας παιδί της και τα οστά που βρέθηκαν στον τάφο ΙΙ με την τοιχογραφία του κυνηγιού ανήκουν στον Μέγα Αλέξανδρο. Στον προθάλαμο του τάφου ΙΙΙ είχαν ταφεί η βασίλισσα Ρωξάνη με τον δωδεκάχρονο Αλέξανδρο Δ΄, ενώ στον κυρίως ταφικό θάλαμο είχαν τοποθετηθεί τα οστά του Φιλίππου Β΄. Τα 21 άρματα που εικονίζονται στη ζωφόρο του προθαλάμου συμβολίζουν τις 21 εκστρατείες του νεκρού βασιλιά.

Μουσείο: Βυζαντινή και μεταβυζαντινή Συλλογή Χανίων Μιχάλης Ανδριανάκης, Σουζάνα Χούλια

Ζεύγος χάλκινων ενωτίων με στελέχη από υαλόμαζα (10ος-11ος αι.) Στύλος Αποκορώνου. Ο ναός San Salvatore, άλλοτε καθολικό της μονής των Φραγκισκανών, στεγάζει σήμερα τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή συλλογή στα Χανιά. Την παλαιοχριστιανική περίοδο σκιαγραφούν τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου από το Καστέλι Κισσάμου, κιονόκρανα, θωράκια και επιτύμβιες επιγραφές. Η δεύτερη βυζαντινή περίοδος αντιπροσωπεύεται κυρίως από αποτοιχισμένες τοιχογραφίες. Οι περισσότερες προέρχονται από το ναό της Αγίας Βαρβάρας στα Λατζιανά Κισσάμου (11ος αιώνας), ενώ δυο αποτμήματα τοιχογραφιών είναι έργα του ζωγράφου Θεόδωρου Δανιήλ Βενιέρη (1292). Από την περίοδο της Ενετοκρατίας εκτίθενται αρχιτεκτονικά γλυπτά και εικόνες (15ος-17ος αιώνας), από τις οποίες ξεχωρίζει έφιππος Άη Γιώργης δρακοντοκτόνος, έργο του Εμμανουήλ Τζάνε. Αξιόλογη είναι η συλλογή με μολυβδόβουλα και νομίσματα. Στα αντικείμενα μεταλλοτεχνίας ανήκει σπάνιο αγγείο ισλαμικής τέχνης του 10ου αιώνα.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, επιστολές, βιβλία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Πληροφορική: Το cd-rom Η Αθήνα στα χρόνια του Περικλή Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Ο βράχος της Ακρόπολης. Η ηλεκτρονική έκδοση «Η Αθήνα στα χρόνια του Περικλή» πραγματεύεται τον πολιτισμό της κλασικής εποχής, όπως δημιουργήθηκε στην κοιτίδα του, από τον 5ο έως και τα τέλη του 4ου αιώνα. Το cd-rom απευθύνεται τόσο σε οικογένειες, γονείς και παιδιά, όσο και σε δάσκαλους και παιδαγωγούς. Στόχος της έκδοσης είναι να γοητεύσει το κοινό της και ύστερα να το εκπαιδεύσει. Αναπόφευκτα ο χαρακτήρας της είναι εγκυκλοπαιδικός (reference) και το περιεχόμενό της αφορά όλες τις εκφάνσεις του κλασικού πολιτισμού: ιστορία και πολιτική, ιδέες και πνευματική ζωή, καλλιτεχνική δημιουργία, καθημερινή ζωή και θρησκεία, με αναλυτικά κείμενα και με αναφορές σε επιλεγμένους αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία και αντικείμενα. Φέρνει στη οθόνη, εκτός από τα εκτεταμένα κείμενα, ποικίλα εικονογραφικά τεκμήρια (χάρτες, σχεδιαστικές απεικονίσεις και φωτογραφίες αντικειμένων και μνημείων, τρισδιάστατες αναπαραστάσεις μνημείων), αφηγήσεις και μουσική επένδυση.

Το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “Προστασία Μνημείων” του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών (β΄μέρος) Νίκος Χολέβας

Το κτήριο Αβέρωφ. Τα μαθήματα του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Προστασία Μνημείων» αναπτύσσονται σε τρεις βασικές θεματικές ενότητες. Από αυτές, η πρώτη γίνεται σε συνεργασία με τη Β΄κατεύθυνση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος και περιέχει τα υποχρεωτικά μαθήματα κορμού· η δεύτερη περιέχει τα υποχρεωτικά μαθήματα της Α΄κατεύθυνσης και η τρίτη τα μαθήματα επιλογής, πάντοτε για την Α΄κατεύθυνση. Δημοσιεύεται το αναλυτικό πρόγραμμα με τα μαθήματα των τριών αυτών ενοτήτων.

English summaries: The passage of time in Byzantium Ioannis Petropoulos

Time was a matter of fascination to the Byzantines as one can tell by the Church canon, the lives of the saints and the menologium. At times it seems that heightened interest was taken in eschatological issues such as those of death, judgement and destiny. It must have been during such periods that sundials were built in the churches of mainland Greece, out of which eleven survive to our day. However, whilst in the West the time was displayed in public places thus enforcing and supporting the work ethic, in Byzantium sundials were a rarity. In Byzantium time was considered to be by its nature finite, ending with the Second Coming which was expected to happen in the 6th century. From the 6th century to the 10th century AD, various predictions of doom foretold that the end of time would coincide with the end of the Empire.

‘Do they Know it’s Christmas?’ Anthony Bryer

This article argues that calendars are distinctive signifiers of cultural identity. People are distinguished by how they measure time. From their birthday onwards their scheme of time places them in precise relationships with their society, their secular ruler and their concept of cosmic order Complications arise with the co-existence of time systems, lunar and solar calendars. The collision and interpenetration of cultures is reflected in their time systems. Major eras have political, historical or religious origins, but the Byzantine Year of the World (Annus Mundi) has an inbuilt end of time at the Eighth Day, Millennium or Era, precisely from 7001 AM or 1492 ad, when, instead of the end of the world, came the unexpected discovery of a new world.

Measuring Time in Byzantium Thymios Nikolaidis

The measuring of time in Byzantium comprised the chronology, that is the determination of the number of the year from a given origin, the calendar, that is the division of the year, and the time, that is the division of the day. All three were calculated with the help of astronomy. The Byzantine era counted its origin starting from the Creation (21 March 5508 B.C.). and used the Julian calendar, The astronomical tables were based on an era and calendar different from the Byzantine ones, therefore one of the major concerns of Byzantine astronomers was the chronological conversion, that is the correspondence between the tables dates and the Byzantine ones. The first chapters in aft Byzantine astronomical manuals were dedicated to this subject These manuals were based mainly on Ptolemaic astronomy, which followed the commentaries on Ptolemy by Theon of Alexandria, or on Persian astron¬omy and the School of Maragha. Rolemaic and Persian astronomical tables used a calendar of a 365-days year. Byzantine astronomers used the astrolabe to determine time, an instrument considered as the most precise clock by Theodoros Meliteniotis. one of the greatest astronomers of the Paiaeologan period. Although only one Byzantine astrolabe has been preserved, there is a rich literature on the subject. Byzantines used both the equal hours -being in fact slightly unequal, as the astrolabe measures the real and not the main solar time- and the unequal ones - defined by dividing the night as well as the day by twelve.  

The End of Time in Byzantium Paul Magdalino

The Byzantine conception of the end of time was based on biblical prophecies, as interpreted by Christian exegesis of the 2nd and 3rd centuries, which saw world history in terms of a cosmic week of millennia corresponding to the days of Creation, and in terms of a succession of world empires, of which the Romano-Byzantine would be the last. Although the Church discouraged speculation on the day of the End, there was always a strong tendency to discern signs of its imminence in contemporary events, or to predict it according to symbolic or astronomical patterns. Both kinds of speculation intensified not only with the approach but also with the passing of the year 6000 from the Creatton, which was believed to fall at the end of the sixth century ad, Eventually, attention was focused on the end of the seventh millennium (ad 1492), but only after other, intermediate dates failed to live up to expectations The most important of these was the middle of the seventh millennium, which also happened to be the millennial anniversary of the life of Christ. Thus, even though Byzantium did not adopt the system of dating from the Incarnation, which became standard in the West, the year 1000 (or its Byzantine equivalent. ad 992) was at least equally significant in the Greek East. This was clearly a result of the belief that the Kingdom of the Saints, prophesied in the Apocalypse of the St. John, had been inaugurated by Christ, and the Christian Church and Empire were its earthly manifestation.

The Futures Past: The end of the world and propaganda in 6th-century historiography George T. Calofonos

Now that the eve of the new millennium is presumably safely behind us. we are in a better position to understand the ephemeral appeal of predictions of doom. Despite their flexibility, precise calculations of the end of the world -or other catastrophes eventually expire and fall into oblivion: who would be interested today in reading an extensive study on how the Y2K bug would destroy civilization as we knew it? The anticipation of the end is inherent in the linear-teleological perception of time which is part of our Christian legacy. In the continuous attempts to forecast the exact moment of the Second Coming, and therefore the end of time, the concept of the millennium proved to be one of the most influential tools For the Byzantines, it was not the first millennium ad. but the sixth AM {anno mundi) which first came into play, Due to the complexity and fluidity of early Byzantine chronology, reaching a universally accepted date was impossible, Varying calculations produced a whole set of alternative dates for this event, all of which fell within first half of the sixth century, in an attempt to determine the impact of eschatological fear on the period's historiography, this article turns to two of the mam historical sources of the sixth century: the Secret History of Procopius and the Chronography of John Malalas. It has been recently argued that eschatological considerations played an important role in the official imperial propaganda of Justinian whose reign covers part of this period. A close examination of the material from the two contemporary historical sources reveals a slightly different picture, All the relative passages were composed through a manifestly layered process, strictly related to their appropriation. The origins of such apocalyptical rumors were probably oral, and their initial function anti-dynastic. It seems rather unlikely that Justinian would construct his official propaganda on the ambiguous and therefore dangerous grounds of eschatology: had he done so. he would have invited the unfavorable conclusion that his reign was the earthly rule of the Antichrist. Malalas's emphatic argument that all calculations of the time of the Second Coming had already been proven wrong, obviously refers to Justinian's defense against the propaganda of his enemies as reflected in the Secret History's famous equation of Justinian with the "king of demons" However, eschatological references in these works are neither numerous, nor extensive, both writers modi¬fied any such material in order to suit their own propa¬gandists purposes, which no longer involved any escha¬tological considerations. Their texts betray no real belief in an approaching end of the world. By the time they were writing, talk of an ominous future was already a thing of the past Besides, if one believed that the end of the world was at hand one would hardly engage in writing history.  

The Timeless Time of Homiletics in the Middle Byzantine Period Niki Tsironis

Homiletics has been considered a literary genre that cannot be used as a historical source due to its lack of refe¬rence to contemporary reality. Recently, scholarly research shown that although the homilists of the middle Byzantine period avoid referring directly to the cult of icons -the dominant issue of the day- they do so indirectly, through symbolic language manifested in their choice of subject, use of vocabulary and imagery as well as m the highly emotional tone they evoke, with particular emphasis on the body and the sences The sermons of the 8th and 9th centuries should be considered as a single category with its own characteristics and idioms. Sermons combine two distinct conceptions of time, the first reflecting the eternal presence of God. where past, present and future exist alongside God's time, and the second conveying the linear conception of time charac¬teristic of human understanding. In the context of the Divine Liturgy homilies represent the point where these two conceptions of time meet and enrich one another as a point of communion between the creation and the Creator From the homiletic corpus of the middle Byzantine period this article uses examples of Homilies of the Patriarch Germanos I, Andrew of Crete and John of Damascus. In these homilies references to the eternal are combined with references to the contemporary theological debate of Iconoclasm. Special attention is given to the person of the Mother of God, as a symbol of the Incarnation In numerous examples one notes the unique position ascribed to the Virgin as the protectress of both the Christians and the imperial city of Byzantium, but also as the protectress of the cult of icons, which from the 9th century onwards would become an inextricable element of Orthodoxy. In the same way that a novel or an essay, regardless of its subject, bears the imprint of the time in which it was written, the homilies reveal the concern of the Byzantines with the timeless reality of God, as well as with contemporary theological issues, such as Iconoclasm.  

Analemmata in Byzantium Greece: Attractive or Anathema? Mary Lee Coulson

Sundials were a common feature of the ancient Greek and Roman world. The use of dials seems to have lapsed in the medieval Greek world, however, whereas it did not in the medieval West. This paper examines the extant medieval Greek dials and suggests that it was the difference in both the definitions of time and the meaning of sundials in the Catholic and the Orthodox traditions that determined the fate of dials in Byzantine Greece.

The French excavations in Beirut Catherine Aubert

Rescue excavations were carried out in Beirut during reconstruction of the city centre. Archaeological research, started in October 1993 and lasted forty-four months. Part of the ancient city was brought to light. Settlements date from the Iron Age III . Inhabitation of the ancient city started from the 5th or 6th century BC down to the Hellenistic, Roman and Ottoman periods. The archaeological remnants connect Beirut and Lebanon with the Hellenistic civilization, they also connect the Mediterranean with Asia.

The Acropolis of Sparta: Proposals for a Visit in the Archaeological Site Georgia Kakourou-Chroni

The museums and archaeological sites must offer knowledge, pleasure and entertainment to all. Unfortunately, however, teachers and students feel that they are not welcomed there, while many parents complain for the lack of any mechanism of receiving children, especially of preschool age and individuals with special needs. In this article we would like to offer educational material, which would facilitate the visitor of the Acropolis of Sparta to get better acquainted with it. At the same time the article serves as a proposal to the instructors of the higher grades of Elementary School, High School and Lycaeum, who would like to organize a visit to the archaeological site of the Acropolis of Sparta for their students.

The Identity of the Dead in the Royal Tombs of Vergina T. Papazois

My long and persistent study of the texts of antiquity, on which archaeologists and other specialists were based for the identification of the dead buried in the royal tombs of Vergina, led to certain conclusions, which contradict the so far relevant arguments In short, the results of my research are the following: The bones found in the grave I belong to Queen Cleopatra and to her baby child. The bones recovered in the grave II with the Hunting wall-painting belong to Alexander the Great, in the anteroom of the grave III were buried Queen Roxane and her twelve-years old son Alexander IV, while in the chamber of the tomb Philipp's II bones were laid. Furthermore, the wall-painting in this tomb, representing twenty-one chariots, is related with the battles of Philipp II.

The Egyptian Dolls of the Benaki Museum Sophia Tsourinaki, Roberta Cortopassi

The article deals with the archaeological Coptic "doll" of Egypt. The dressed dolls in the collection of the Benaki Museum lead to certain conclusions as regards the crafting and use of such an archaeological object. Apart from dolls made entirely of cloth, the bone idols that have been preserved in a large number testify that they belong to a more luxurious type of dressed doll The persons portrayed are female youths, in the representation of which painting plays the major role, denoting the details and the embellishment of the body. Although they have been made by professional craftsmen, the formation of the garments -sewn and assembled from reused parts of textiles- was decided by children. A grown-up could very well intervene in the making of an attire, however, a part of the relevant procedure was entirely performed by children. The type of the "bodiless" figurine, where a small bone plaque was wrapped in a cocoon of staffed material, probably derives from the Roman limbless dolls.

Cesare Brandi and the Restoration Theory Ivi Gabrielides

Cesare Brandi, one of the most important personalities of twentieth-century Italy in the field of History and Art Criticism, was probably the first who strongiy emphasized the value of restoration of the works of art Working with great sensitivity and insistence, he gradually developed a restoration theory, which still remains the foundation of the evolution of this science until today as regards the restoration of the works of art, either mobile objects or architectural monuments. He also contributed considerably to the handling of town-planning problems, to the intricate issue of restoring antique ruins, to the preventive restoration and to many other relevant subjects.

New Evidence of the Morphology of the Kallergis1 Mansion Vasilis Dorovinis

A small-scale plan of 1835, drawn by Friedrich Standemann, that shows the center of the city of Argos and the Kallergis' mansion, has been recently added to the evidence I have presented so far (issues no 36 and 36) of the morphology of this building, The plan has been published in the German edition of the exhibition catalogue The New Greece - Greeks and Bavarians in the Time of Ludwig /, but it has been omitted from the Greek edition. The mansion has a cubic form, a hip roof with a look-out opening and a roofed porch. It is therefore beyond doubt that the original form of the building has not been sought or at least it was not known, when it was restored in the 1950s.

The Byzantine Museum of Veroia: A Trip in Time and Space Kleopatra Theologidou

The preliminary architectural study of the Byzantine Museum of Veroia. as it was submitted to the Central Archaeological Council of the Greek Ministry of Culture, is presented in this article. The museum is going to be housed partly in a preservable building, the Markos' Mills, and partly in an edifice on the border of the protected area of Kyriotissa. When finished, it will be an area-museum, in the broader sense of the term, which, in order to serve the purpose for which it was made, should be conceived as a cultural unity. It will aim to the full understanding of history and historical continuity and to the thorough elucidation of the special charac¬teristics of the region and its people. Therefore, it demands a particular planning, governed by dear targets and principles, where the common and trivial will be equally important as the exceptional and outstanding. In planning the museum we had to meet the following demands: 1. The rehabilitation and change of use of the preservable building of the mills. 2. The harmonic incorporation of new edifices, representative of their period, in a specific historical site. 3. The creaticn of appropriate exhibition areas, that will accommodate multiple museological and museographical approaches. 4. The perfect functioning of the entire building complex Our desire and objective was to extend and apply the reasoning that should rule the organization of exhibitions and the preservation of the traditional sectors of the city to the architectural composition of the entire museum area. Thus, the Byzantine Museum of Veroia has been endowed with all the qualities and characteristics necessary as to become the logo of the city.  

Removal of Copper Stains, Formed from Bronze Joints on Marble Statues and Monuments Vasileios Lambropoulos, Katerina Frantzikinaki

Bronze dowels and clamps were employed in ancient Greek architecture for the construction and conservation of monuments. Dowels for the fastening of blocks vertically and damps for their connection horizontally, when being in the same course, were used rather rarefy in the Archaic period, but their use became more frequent in the periods that followed. The corrosion of bronze joints produces soluble copper salts, which appear as green stains on the marble surface and affect the aesthetic aspect of the monuments. Ammonium salts as well as mora paste have been tested for the removal of bronze stains from marble samples.

Digital Restoration: The Contribution of Digital Technology to the Restoration of Antiquities and Works of Art Athanasios Velios

This article aims to excite the reader's interest in a new sector, to support the new technologies and to persuade the research sponsors that the financing of research programs on digital technology in restoration is worthwhile. The contribution of Computer Science to the field of Restoration and Archaeology has so far been confined, with few exceptions, to data bases for the best possible filing of projects and finds. The undeniable necessity for data bases in Restoration and Archaeology also found its justification by a post-graduate Computer program on recording and documentation of antiquities and works of art, introduced last year into the Computer Science Department of the University of Crete. In certain cases, however, the extension of the use of computers, apart from the data bases, in Restoration and Antiquities is remarkable. In the two-dimentionai space, the work of Nicholas Frayltng of the Royal College of Art is a typical example of the usefulness of computers: the restoration of works of painting, like the miniatures, that are in fact impossible to be restored, was realized with the help of digital processing. Moreover, the achievements of Balas and Fotakis, concerning the digital system of inspecting paintings and cleaning paintings with laser beam, is well known. Needless to say, that the potentialities this technology offers are greater than these we take advantage of today.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα εφτά θαύματα του κόσμου: το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού Μαρίζα Ντεκάστρο

Μακέτα του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού. Στην Καρία της Μικράς Ασίας κατοικούσε κάποτε ένα τέρας, η Χίμαιρα. Τη Χίμαιρα σκότωσε ο Βελλεροφόντης καβάλα στον Πήγασο. Όταν βασιλιάς έγινε ο Μαύσωλος έκανε πρωτεύουσά του την Αλικαρνασσό, το σημερινό Μποντρούμ, που βρίσκεται απέναντι από τη Ρόδο. Θέλοντας να τον τιμούν οι άνθρωποι στους αιώνες, ο Μαύσωλος έχτισε το Μαυσωλείο, τάφο ψηλό και μεγαλόπρεπο, γεμάτο κολόνες, ανάγλυφα και αγάλματα. Μόνο που ο βασιλιάς δεν πρόλαβε να καμαρώσει το έργο του γιατί πέθανε. Το έργο ολοκλήρωσε η γυναίκα του Αρτεμισία που προσέλαβε τους γνωστότερους γλύπτες, τον Σκόπα, τον Λεωχάρη, τον Βρύαξη και τον Τιμόθεο.

Τεύχος 15, Μάιος 1985 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Τα ιερά σπήλαια της Κρήτης Paul Faure

Σπήλαιο του όρους «Κεράτον» στο Βιάννο: Φυσικό είδωλο Βρεφοκρατούσας. Στην Κρήτη είναι γνωστές 3.320 καρστικές μορφές: σπήλαια, βάραθρα και σπηλαιοβάραθρα, χώνοι – καταβόθρες, δολίνες, πόλγες, φυσικές γέφυρες, φαράγγια. Ανάμεσά τους, έχουν αναγνωριστεί πενήντα αρχαία σπήλαια και διακόσιες εξήντα εκκλησίες σε σπηλαιώδεις κοιλότητες. Ο συγγραφέας, έχοντας ανατρέξει στο ιστορικό της έρευνας των σπηλαίων της Κρήτης από το 1885, εστιάζει σε τρία από αυτά. α) Το σπήλαιο της Αγίας Παρασκευής στη Χαλέπα, 12 χλμ. από την Κνωσό, πήρε το όνομά του από κατεστραμμένο ομώνυμο εκκλησάκι (17ος αιώνας). Ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται από τα χρώματα των δολομιτικών πετρωμάτων πάνω από την είσοδο. Το σπήλαιο περιλαμβάνει τρεις αίθουσες σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Τρεις υψηλοί όγκοι τραβερτίνου, δουλεμένοι από ανθρώπινο χέρι, σχηματίζουν μορφές ζώων, μάσκα Γοργόνας, καθιστή γυναίκα, παιδί. Βρέθηκε κεραμική των μέσων της 2ης χιλιετίας, της Μεσομινωικής Ι και της Υστερομυκηναϊκής ΙΙΙΒ-Γ εποχής. Ιδιαίτερα σημαντικά αναθήματα είναι τα χάλκινα μινωικά αγαλματίδια με το ένα χέρι σηκωμένο στο ύψος του μετώπου, ο χάλκινος διπλούς πέλεκυς κ.ά. Το πηχτό σκοτάδι στη λαβυρινθώδη διαδρομή που οδηγεί στο 2ο και 3ο επίπεδο είναι ίσως η καλύτερη εικόνα του Λαβυρίνθου. Την κεντρική θεότητα της σπηλιάς ο συγγραφέας ονομάζει Βασίλισσα, Κυρά ή Αριάδνη. β) Η «Μαύρη Σπηλιά» στις Καμάρες, στα 1524 μ. υψόμετρο, δημιουργεί δέος με την τεράστια είσοδό της. Κοντά στην είσοδο, δύο ψηλά πλατώματα βράχων σχηματίζουν τεράστιο βωμό. Η λατρεία εδώ άρχισε λίγο πριν από το 2000 π.Χ. και συνεχίστηκε ως το 1600 π.Χ., με περίοδο κορύφωσης τη Μεσομινωική. Βρέθηκαν δύο είδη κεραμικής, το ένα πολυτελές με ωραίο χρωματιστό διάκοσμο, το άλλο πολυπληθέστερο και χονδροειδές. Τη φήμη του το σπήλαιο την οφείλει στα ωραία του αγγεία που ονομάστηκαν «καμάρες», όπως και η ανάλογη κεραμική της Μεσαράς και της Φαιστού. Στο βάθος της Σπηλιάς, έρποντας από άνοιγμα που κατηφορίζει 8 μ., καταλήγει κανείς σε αδιέξοδο διακοσμημένο με σταλακτίτες. Ιερό στις θεότητες των ψηλών βουνών ή και είσοδος στον κόσμο θεών και νεκρών; γ) Η Αρκουδοσπηλιά ή Σπηλιά της Παναγίας Αρκουδιώτισσας στο όρος Ακρωτήρι Κυδωνίας έχει μικρό ξωκλήσι της Παναγίας του 16ου αιώνα που στηρίζεται στο τοίχωμα της εισόδου της. Πήρε το όνομά της από ψηλό σταλαγμίτη που μοιάζει με αρκούδα που κοιτάζει σε μεγάλη λίμνη. Στο κέντρο της πρώτης αίθουσας, το νερό της λίμνης θεωρείται αγίασμα. Στο σώμα της αρκούδας πολυάριθμα σημάδια δείχνουν ότι, όπως στο Σκοτεινό και αλλού, ένας «εκφραστικός σταλαγμίτης» δουλεύτηκε από χέρι ανθρώπου. Στο σκοτάδι της δεύτερης αίθουσας βρέθηκαν όστρακα αγγείων κυρίως κλασικής και ελληνιστικής εποχής και σύγχρονά τους πήλινα κεφαλάκια της Άρτεμης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αποκάλυψη τμημάτων μαρμάρινου αγάλματος παιδιού και την ύπαρξη του σταλαγμίτη σε σχήμα αρκούδας συνηγορούν για λατρεία της Άρτεμης Κουροτρόφου την κλασική εποχή.

Η νέα έρευνα στο Iδαίο Άντρο (1982-1984) Γιάννης Σακελλαράκης

Χάλκινη ασπίδα από το Ιδαίο Άντρο, με παράσταση Κουρητών. Οι πρώτοι Κρήτες μπήκαν στο Ιδαίο Άντρο στην Ύστερη Νεολιθική εποχή. Πρόκειται για μια τεράστια σπηλιά στον Ψηλορείτη μήκους 40 και πλάτους 50 μ. Από τη Μεσομινωική περίοδο (ΜΜΙΑ) προέρχεται μικρό λίθινο τριβείο, δείγμα ότι η σπηλιά χρησίμευσε ως κατοικία. Βρέθηκαν αγγεία, κύπελλα και πρόχοι, η μία χαρακτηριστική της τεχνικής barbitine. Στη Μεσομινωική περίοδο η παρουσία στη σπηλιά μοιάζει να ελαττώνεται. Στο τέλος των μεσομινωικών και στην αρχή των υστερομινωικών χρόνων η ανθρώπινη παρουσία εμφανίζεται εξατομικευμένη. Αυτό λέει η σφραγίδα από αχάτη, ένθετη σε σφραγιστικό δαχτυλίδι, με την παράσταση αντιλόπης με το νεογνό της. Στην Υστερομινωική περίοδο το Ιδαίον Άντρο γνωρίζει την πρώτη του ακμή: μικροαντικείμενα, χάντρες, χάλκινα ειδώλια ζώων. Λίθινες τράπεζες προσφορών ή κέρνοι, πήλινοι δίσκοι όπως αυτοί από το ναό με την ανθρωποθυσία στις Αρχάνες σχετίζονται με τη λατρεία του μινωίτη θεού της βλάστησης τον οποίο διαδέχτηκε ο έλληνας Δίας. Η πρώτη λατρεία του Δία πρέπει να αναχθεί στη μυκηναϊκή φάση. Εκτός από τα πολλά αγγεία, κυρίως κύπελλα, βρέθηκαν πλήθος λατρευτικά ειδώλια ζώων συγκρίσιμα μόνο με το είδωλο της Αγίας Τριάδας και μήλο ξίφους από ορεία κρύσταλλο, όπως αυτά από τους τάφους των Μυκηνών. Πασίγνωστα είναι τα χάλκινα αναθήματα των γεωμετρικών χρόνων από την ανασκαφή του Federico Halbherr. Από τη μικροτεχνία ξεχωρίζουν το χρυσό περίτμητο έλασμα με τις αντίνωτες μορφές δύο πολεμιστών από το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π. Χ. και τα σπουδαία ελεφαντουργήματα βορειοσυριακής προέλευσης του 8ου αιώνα π.Χ. Από τη Φοινίκη έχει εισαχθεί περίτμητο πλακίδιο με έξεργη ανάγλυφη παράσταση σφίγγας. Αφιερώματα αριστοκρατών είναι πέντε ελεφάντινες σφραγίδες διακοσμημένες στη μία όψη με γραμμικά θέματα και στην άλλη με εικόνα ανθρώπου με άλογο. Την κρητική ακμή της τέχνης του 7ου αιώνα π.Χ. δείχνει χάλκινη φιάλη με παράσταση ταύρων αλλά και πλήθος μικροτεχνήματα, όπως το κεφάλι περόνης με δύο αντίνωτες γυναικείες κεφαλές με ψηλό πόλο ή το επίσης ελεφάντινο πλακίδιο με τη φτερωτή πότνια θηρών. Το έργο αυτό υποδηλώνει τη σπουδαιότητα του ιερού και το συσχετίζει με το Ηραίο της Σάμου και το Αρτεμίσιο της Εφέσου. Στην ανασκαφή του 1984 βρέθηκε η πρώτη νέα ακέραιη ασπίδα με ανάγλυφη απόδοση γρυπών και σφιγγών που φαίνεται πως ήταν ανάθημα κρεμασμένο σε δέντρο, όπως συνηθιζόταν, έξω από το Ιδαίον Άντρο. Από την κλασική εποχή έχουμε την ένδειξη για τις πρώτες αρχιτεκτονικές διαρρυθμίσεις, τις απαραίτητες για την άσκηση της λατρείας. Πλήθος αναθήματα μαρτυρούν τη λατρευτική χρήση της σπηλιάς και στους ελληνιστικούς χρόνους, παράδειγμα το δαχτυλίδι από σάρδιο με την Ίσιδα-Τύχη. Στη Ρωμαϊκή εποχή το Ιδαίον Άντρον γνωρίζει την τελευταία του μεγάλη άνθηση. Μέρος της έρευνας περιλαμβάνει και τον περιβάλλοντα χώρο του Άντρου. Από τις διαπιστωμένες αρχαίες θέσεις αξιομνημόνευτη είναι η Ζώμινθος, όπου αποκαλύφθηκε καλοχτισμένο κτίριο του 16ου αιώνα π.Χ., το μεγαλύτερο από οποιοδήποτε ως σήμερα γνωστό μινωικό μέγαρο.

Σπήλαιο Πιτσών Κωνσταντίνος Λ. Ζάχος

Ξύλινος ζωγραφιστός πίνακας με πομπή θυσίας από το σπήλαιο των Πιτσών Κορινθίας (6ος αι. π.Χ.). Η κορινθιακή σπηλιά διαθέτει εντυπωσιακό λιθωματικό στολισμό, βάραθρο στο πλάι της μεγάλης αίθουσας και δύο διαδρόμους, χωρισμένους με πέτρινο παραπέτασμα καταστόλιστο από σταλακτίτες, που οδηγούν στη δεύτερη αίθουσα. Από τον 7ο αιώνα π.Χ. ως τη Ρωμαιοκρατία στέγαζε τη γυναικεία λατρεία των Νυμφών, προστάτιδων του τοκετού, και του Διονύσου όπως δείχνουν τα ειδώλια σατύρων. Οι κατάλληλες συνθήκες διέσωσαν κομμάτι υφάσματος βαμμένου με πορφύρα, ξύλινες πυξίδες, ξύλινο σύμπλεγμα Δήμητρας και Κόρης και τέσσερις γραπτούς ξύλινους πίνακες. Επιγραφή χαρακτηρίζει δύο από αυτούς ως αφιερώματα στις Νύμφες. Τρεις πίνακες παρουσιάζουν γυναίκες ενώ στον τέταρτο, που σώζεται καλύτερα, απεικονίζονται γυναίκες και τρία παιδιά σε πομπή θυσίας.

Παλαιοανθρωπολογικές έρευνες στη θέση «Απήδημα» της Μέσα Μάνης II Θεόδωρος Κ. Πίτσιος

Αντιπρόσωποι θαλάσσιας μικροπανίδας παράκτιας φάσης και θραύσματα αχινών, σπηλιά στο Απήδημα της Μέσα Μάνης ΙΙ. Δυτικά της Αερόπολης, σε μικρή παραθαλάσσια σπηλιά, εντοπίστηκαν ίχνη παλαιολιθικής κατοίκησης και απολιθωμένα ανθρώπινα οστά σε πλειστοκαινικά συμπαγή στρώματα λατυποπαγούς. Έγιναν τέσσερις τομές που όλες έδωσαν λίθινα και οστέινα εργαλεία, παλαιοντολογικά ευρήματα, ίχνη φωτιάς, κατάλοιπα ζώων. Το σύνολο των ευρημάτων μαρτυρεί πρωτογενή εναπόθεση ανθρώπινων καταλοίπων από μακρά και έντονη χρήση. Απαραίτητη για τη χρονολόγηση των ευρημάτων είναι η χρήση γεωφυσικών μεθόδων. Για μια προσέγγιση χρησιμοποιήθηκαν οι παλινδρομικές κινήσεις της Μεσογείου σε συνδυασμό με τα στρωματογραφικά στοιχεία. Το πρώτο εύρημα ήταν η μεσαία φάλαγγα ενός γυναικείου σκελετού, ο οποίος βρέθηκε μισό μέτρο βορειότερα. Η νεκρή ήταν γυναίκα εύρωστη, γύρω στα 20-25, και είχε εναποτεθεί τελετουργικά. Κοντά της, κάτω από πέτρα βρέθηκαν επτά οστέινα εργαλεία και ακέραιη κνήμη νεαρού ελαφιού. Συγκεντρώθηκαν 41 κελύφη από θαλασσινά κοχύλια που σχημάτιζαν μέρος περιδέραιου. Η ιδιομορφία της ταφής συνίσταται στην απουσία του κρανίου της νεκρής. Αργότερα ήρθε στο φως και δεύτερο κρανίο. Η προκαταρκτική τους εξέταση δείχνει πως η θέση τους οφείλεται σε τελετουργική τοποθέτηση. Η βάση του δεύτερου κρανίου ήταν διανοιγμένη. Ξεχωριστές ταφές κρανίων έχουν διαπιστωθεί σε πολλές παλαιολιθικές θέσεις της Ευρώπης και της Ασίας. Σε σπηλιά του Monte Circeo νότια της Ρώμης βρέθηκε ταφή μεμονωμένου κρανίου Νεάντερταλ με τη βάση του τεχνητά διανοιγμένη. Αυτός ο «κανιβαλισμός» που βλέπουμε και στο Steinheim της Στουτγάρδης, στο Ehringsdorf της Βαϊμάρης και του Choukoutien κοντά στο Πεκίνο ίσως οφείλεται στην παλαιολιθική πίστη για τη μεταβίβαση των νοητικών ικανοτήτων του νεκρού.

Σπήλαιο «Ελληνοκαμάρα» Κάσου Γιάννης Σακελλαράκης

Μνημειακή κατασκευή της εισόδου και δείγμα τοιχοδομής εξωτερικού τοίχου στην «Ελληνοκαμάρα» Κάσου. Η σπηλιά της «Ελληνοκαμάρας» είναι μια βραχοσκεπή που ο άνθρωπος μετέτρεψε σε τεχνητό σπήλαιο. Η τριμερής εσωτερική της διαίρεση, μορφολογικά ανάλογη με τα τριμερή ιερά της Ανατολής, και η μνημειακή κατασκευή του φράγματος της εισόδου υποδεικνύουν ότι πρόκειται για τόπο λατρείας. Χαρακτήρες της γραμμικής Α και Β σε λιθόπλινθους και σε λίθους διάσπαρτους στο εσωτερικό της σπηλιάς παραπέμπουν στα τεκτονικά σημεία που κατέγραψε ο Evans στην Κρήτη. Δεδομένου ότι η χρονολόγηση δεν μπορεί να στηριχτεί στην τοιχοδομία, μέχρις ότου υλοποιηθεί η προγραμματισμένη έρευνα διατυπώνουμε την υπόθεση ότι η «Ελληνοκαμάρα» ως χώρος λατρείας ανάγεται πιθανώς στην κρητομυκηναϊκή περίοδο και φθάνει τουλάχιστον ως τα ελληνιστικά χρόνια.

Τα σπήλαια και η χρήση τους στην Εύβοια και γενικότερα στον ελληνικό χώρο Αδαμάντιος Σάμψων

Σπήλαιο Πολιτικών, Εύβοια: όστρεα διασκευασμένα σε κοσμήματα. Μόνο το Φράγχθι στην Αργολίδα παρουσιάζει στρωματογραφημένα ευρήματα από την Παλαιολιθική σε συνεχή διαδοχή ως τη Χαλκοκρατία. Λείψανα από την Αρχαιότερη Νεολιθική που ανάγεται στην 6η χιλιετία βρέθηκαν στο Κοίλωσι Καρύστου και στου Μαρμαρά τη σπηλιά στα Πολιτικά της Εύβοιας. Στην κεραμική των λίγων οικισμών της Εύβοιας διαφαίνονται έντονες σχέσεις με τη Νέα Μάκρη Αττικής. Στη Νεότερη Νεολιθική που απλώνεται σε όλη την 5η χιλιετία η ανθρώπινη παρουσία στα σπήλαια γενικεύεται. Στην Εύβοια αξιοπρόσεχτο είναι το σπήλαιο Σκοτεινή στα Θαρούνια και το σπήλαιο Μέριανη του Μίστρου. Η Τελική Νεολιθική έχει μεγάλη διάρκεια (4100-3200 π.Χ.) και αφορά «πολιτισμό του Αιγαίου». Ανερμήνευτη παραμένει η σπανιότητα λειψάνων από τη Χαλκοκρατία. Ευρήματα βρέθηκαν στα σπήλαια της Δραγκονάρας, Γκρασπηλαία, Φράγχθι, Κουφιέρου, και στο σπήλαιο Νέστορος. Η μυκηναϊκή περίοδος αντιπροσωπεύεται από τη Σκοτεινή και την Τουρκοσπηλιά στην Εύβοια. Στους ιστορικούς χρόνους, τα σπήλαια έγιναν χώροι λατρείας ή ταφών. Η χρήση των σπηλαίων ως μόνιμης κατοικίας από τη Νεολιθική εποχή και πέρα είναι απίθανη. Πιθανότερη είναι η εποχική διαβίωση κυρίως βοσκών με τα κοπάδια τους, χωρίς να αποκλείεται η ταφική χρήση. Βέβαιο είναι ότι περιστασιακά οι σπηλιές λειτούργησαν ως καταφύγια από επιδρομές, τόποι απομόνωσης σε επιδημίες ή και για το «σπήλιωμα» ασθενικών νεογνών. Σπηλιές με ταφές βρέθηκαν στην Εύβοια, στην Κρήτη, στη Ρόδο, στη Μάνη. Βιοτεχνική χρήση έχει βεβαιωθεί για τη Γκρασπηλαία της Οχτωνιάς. Δημοσιεύονται δύο πίνακες: ο ένας με τα σπήλαια της Εύβοιας, ο άλλος με τα προϊστορικά σπήλαια της Ελλάδας εκτός της Εύβοιας και της Κρήτης.

Σπήλαια της Αττικής αφιερωμένα στη λατρεία του θεού Πάνα Χάρη Δεληγιώργη-Αλεξοπούλου

Αναθηματικό ανάγλυφο με τον Πάνα και Νύμφες. 330 π.Χ., Στοά του Αττάλου, Αθήνα. Η εισαγωγή της λατρείας του Πάνα στην Αττική συνδέεται με τον πανικό που ο θεός ενέσπειρε στους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα. Ο Αρκάδας Πάνας λατρεύεται σε σπηλιές, χώρους στον αντίποδα του πολιτισμένου βίου, που υπογραμμίζουν παράλληλα την ετερότητα της πατρίδας του. 1. Σπηλιά Οινόης Β΄, Μαραθώνας. Οι προσκυνητές αφιέρωσαν στον Πάνα και τις Νύμφες μια σπηλιά με πέντε θαλάμους όπου βράχια και σταλακτίτες φτιάχνουν με τα χρώματά τους ένα νεραϊδότοπο. Εντοπίστηκαν νεολιθικές ταφές και ευρήματα που φθάνουν ως την Υστεροελλαδική ΙΙΙ (1600-1100 π.Χ.). Το σπήλαιο ξαναλειτούργησε την κλασική εποχή. Βρέθηκαν όστρακα αγγείων, πήλινα ειδώλια του Πάνα και των Μαραθωνίδων Νυμφών. 2. Λυχνοσπηλιά ή Άντρο Πάνα, Πάρνηθα. Η σπηλιά έχει τρεις επιφανειακές πηγές νερού και δύο θαλάμους. Στο βορινό μέρος το δάπεδό της σκεπάζεται από πετρωμένες ροές (gours), που η ύλη τους έχει σχηματίσει μεγάλες λεκάνες στο κέντρο της σπηλιάς. Σε συλλογή νερού σε λεκάνη βρέθηκαν niphargus για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Επίσης: όστρακα προϊστορικής και μυκηναϊκής κεραμικής, θραύσματα αγγείων από το 1000 ως τον 5ο αιώνα π.Χ., αγαλματίδια και ανάγλυφα με τον Πάνα, τον Ερμή, τις Νύμφες, λουτροφόρος και εκατό γαστρώδη αγγεία (θυμιατήρια). Το σπήλαιο πήρε το όνομά του από τα παλαιοχριστιανικά λυχνάρια που υπερβαίνουν τις δύο χιλιάδες. 3. Ακρόπολη Αθηνών. Στη βορειοδυτική πλευρά της Ακρόπολης υπάρχουν τρία σπηλαιώδη χάσματα, τελείως ανοικτά και με μικρό βάθος. Στο Α΄ τοποθετείται η πηγή της Κλεψύδρας, το Β΄ ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Από το Γ΄ δεν υπήρξαν ευρήματα. Ένα πραγματικό σπήλαιο που εντοπίστηκε αποδόθηκε στον Πάνα. 4. «Νυμφαίο» Πεντέλης. Μαρμάρινη σπηλιά, μόλις 30 μ. χαμηλότερα από το κυριότερο λατομείο της αρχαιότητας. Η ζωή εκεί αρχίζει στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ και διακόπτεται το 2ο αιώνα μ.Χ. Ενυπόγραφα αναθήματα στις Νύμφες, που εικονίζονται με τον Ερμή και τον Πάνα, είναι τα δύο ανάγλυφα του 4ου αιώνα π.Χ. Βρέθηκαν πήλινα ειδώλια, πολλά λυχνάρια φωτισμού και κομμάτια μαρμάρινης λεκάνης. Πρόκειται άραγε για νυμφαίο – μαντείο όπου ασκείται η υδρομαντική και η λεκανομαντεία; 5. Σπηλιά του Πάνα, Δαφνί. Η σπηλιά έχει σχήμα χωνιού και χωρίζεται σε τρία διαμερίσματα. Δεν υπάρχουν ευρήματα αρχαιότερα του 5ου αιώνα π.Χ. Από τις ενδείξεις λατρευτικής χρήσης, χαρακτηριστικότερες για τον Πάνα και τις Νύμφες είναι οι πήλινες σωληνοειδείς μορφές. 6. Σπηλιά «Νυμφόληπτου», Βάρη. Δύο επιγραφές μαρτυρούν ότι ο Αρχέδημος ο Θηριανός έσκαψε το βράχο για να αφιερώσει τη σπηλιά στις Νύμφες. Ο Βωμός ο αφιερωμένος στον Πάνα έχει την όψη πρόσοψης ιερού. Χαμηλότερα, σε διώροφο βωμό υπάρχει η επιγραφή «Απόλλωνος έρσο». Πλάι, ανάγλυφο εικονίζει άντρα που σπάει πέτρες κρατώντας εργαλεία γλύπτη ή λιθοξόου. Το όνομα «Αρχέδημος» είναι πάλι χαραγμένο δύο φορές. Προς την έξοδο, σμιλεμένο γυναικείο κεφάλι συνοδεύεται από την επιγραφή «Χάριτος». Τα ποικίλα ευρήματα είναι ανάγλυφα, νομίσματα, επιγραφές, αγαλματίδια, αγγεία, λυχνίες. Στην αρχαιότητα η σπηλιά χρησιμοποιήθηκε από το 550 ως τον 2ο αιώνα π.Χ. 7. Σπηλιά των Μεγάρων. Τα λιγοστά ευρήματα υπέδειξαν ότι η σπηλιά ήταν αφιερωμένη στον Πάνα. Καθώς έχει γεμίσει πέτρες, ως σήμερα μόνον οι αρχαιοκάπηλοι την έχουν ερευνήσει συστηματικά.

Το Kωρύκειο Άντρο Pierre Amandry

Το Κωρύκειο Άντρο Στον Παρνασσό, σε υψόμετρο 1360 μ., η σπηλιά, η αφιερωμένη στον Πάνα και τις Νύμφες, υπήρξε πιθανόν το πρώτο θρησκευτικό κέντρο της περιοχής γύρω από τους Δελφούς. Ανθρώπινη παρουσία διαπιστώνεται ήδη από την παλαιολιθική εποχή. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. τα ευρήματα πληθαίνουν: αγγεία, πήλινα ειδώλια και προτομές, δαχτυλίδια και αστράγαλοι. Στη ρωμαϊκή εποχή, η αίγλη του σπηλαίου έχει σβήσει. Βρέθηκαν πήλινα αγαλματίδια του Πάνα, ανάγλυφο με τις Νύμφες που οδηγεί ο Ερμής, γυναικεία ειδώλια. Τι μαρτυρεί όμως το πλήθος των αστραγάλων; Παιδικό παιχνίδι ή όργανο μαντείας; Μήπως πριν εγκατασταθεί η Πυθία στους Δελφούς, υπήρχε μαντείο στο Κωρύκειο Άντρο;

Καιάδας Πέτρος Θέμελης

Θραύσμα κρανίου με χάλκινη αιχμή βέλους. Γεωλογικά και ανθρωπολογικά στοιχεία συνηγορούν για τον εντοπισμό του Καιάδα 10 χλμ. έξω από τη Σπάρτη, στο δρόμο Σπάρτης-Καλαμάτας, στην έξοδο του χωριού Τρύπη. Θρυλική είναι η μορφή του Αριστομένη, ηγέτη των εξεγέρσεων των υποδουλωμένων Μεσσηνίων (5ος αιώνας π.Χ.), που κατάφερε να αποδράσει από τον Καιάδα όπου τον έριξαν οι Λακεδαιμόνιοι. Σε βάραθρο ρίχνονταν και στην Αθήνα οι κατάδικοι που είχαν θανατωθεί με το βασανιστήριο του «αποτυμπανισμού». Ο καταποντισμός ολόσωμων πτωμάτων σε βάραθρο ήταν η «εσχάτη των ποινών». Ο Καιάδας χρησιμοποιήθηκε από τους Σπαρτιάτες κυρίως στη διάρκεια των Μεσσηνιακών πολέμων (8ος-5ος αιώνας π.Χ.) για τον καταποντισμό εχθρών αλλά και κοινών καταδίκων. Πρόκειται για σπηλαιοβάραθρο γεμάτο ανθρώπινο σκελετικό υλικό. Μεγάλη κατάπτωση βράχων στο εσωτερικό του ακολούθησε τον καταστρεπτικό σεισμό του 464 π.Χ. Τα οστά ανθρώπινων σκελετών πάνω σε πεσμένους ογκόλιθους μαρτυρούν είτε ότι ρίχτηκαν άνθρωποι και μετά το 464 π.Χ. ή ότι όσοι επέζησαν από το σεισμό προσπάθησαν να αναρριχηθούν προς την έξοδο αλλά δεν τα κατάφεραν. Άλλωστε, η έξοδος από το αρχικό στόμιο του βάραθρου με τα σχεδόν κατακόρυφα τοιχώματα αρνητικής κλίσης είναι εντελώς αδύνατη όχι μόνο για ανθρώπους αλλά και για ζώα.

Το σπήλαιο χώρος γέννησης και χώρος θανάτου-πρώτη προσέγγιση Πέπη Ρηγοπούλου

Δαφνί, Γέννηση. Ψηφιδωτό, περ. 1100. Στη βυζαντινή εικονογραφία, το σπήλαιο συνδέεται κυρίως με τη Γέννηση του Χριστού (Δαφνί, Όσιος Λουκάς, Περίβλεπτος Μυστρά) και τη Σταύρωσή του. Μια σχηματική γραμμή αποδίδει το σπήλαιο στις εκκλησίες-σπήλαια της Καππαδοκίας αλλά το βραχώδες τοπίο παραμένει αναγνωρίσιμο. Εικονογραφικά εμφανίζεται στη γέννα της Εύας, στον Μωυσή και τη φλεγόμενη βάτο, στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή της Πάτμου ενώ συνδέεται με τον Άγιο Αντώνιο και την Αγία Αικατερίνη. Το σπήλαιο τοποθετείται κάτω από τον Σταυρό που μοιάζει να φυτρώνει από αυτό. Στον Γολγοθά, στο μαύρο του άνοιγμα διαγράφεται το κρανίο του Αδάμ. Τη θέση του σπηλαίου που στηρίζει το σταυρό, στη Δύση παίρνει κάποτε η ίδια η γη αντικαθιστώντας τον Άτλαντα που υποβαστάζει τον ουράνιο θόλο. Χώρος της Γέννησης και χώρος του Θανάτου: ποια η σχέση του χριστιανικού σπηλαίου με το άντρον της αρχαιότητας; Η Ρέα και ο Δίας, ο Ερμής, ο Φιλοκτήτης, ο Ίων, ο Πλάτωνας: το φως παλεύει με το σκοτάδι. Στη σύγχρονη λογοτεχνία, ο Δον Κιχώτης επιχειρεί μια κάθοδο σε μια σπηλιά-μήτρα με ένα σχοινί-ομφάλιο λώρο. Ανάλογη κατάβαση επιχειρεί και ο Σεβάχ ο Θαλασσινός. Χώρος ψευδαίσθησης και οφθαλμαπάτης για την πλατωνική Πολιτεία, στη βυζαντινή παράδοση το σπήλαιο γίνεται χώρος αποκάλυψης-μετάβασης από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, χώρος συμφιλίωσης με το μαύρο.

Σπήλαιο Βύθακας Διρού Μάνης Κώστας Μερδενισιάνος

Ο θάλαμος της «Χρυσής Βροχής» στο σπήλαιο Βύθακα του Διρού. Η είσοδος του σπηλαίου είναι ένα βάραθρο με διάμετρο 4-5 μ. και κάθετο βάθος γύρω στα 5 μ. Από τον πυθμένα του ξεκινούν δύο αντίθετης φοράς κατηφορικοί διάδρομοι. Ο βορειοδυτικός απολήγει σε μικρή αίθουσα και κλείνει σε εσοχή γεμάτη λιθωματικό διάκοσμο. Ο νότιος οδηγεί στο κυρίως σπήλαιο. Στο σημείο που στενεύει υπάρχει απότομη κατάβαση 2 μ. που σχηματίζεται από τεχνητή λιθοδομή. Από εκεί και πέρα αρχίζει η «Μεγάλη Αίθουσα» του σπηλαίου με ύψος οροφής 10 μ., διακοσμημένη ολόκληρη με φαντασμαγορικούς σταλακτίτες, σταλαγμίτες και τεράστιες κολόνες με κίτρινες, ροζ και κόκκινες αποχρώσεις. Με απότομη ανάβαση 4 μ. από το νότιο άκρο της αίθουσας, βρισκόμαστε σε θάλαμο με πυκνό σταλακτιτικό διάκοσμο που θυμίζει κρυσταλλωμένη βροχή. Ονομάστηκε θάλαμος της «Χρυσής Βροχής». Στο σπήλαιο υπάρχουν δύο βαθύτερα επίπεδα. Στα επιφανειακά ευρήματα συγκαταλέγονται θραύσματα αγγείων, χάλκινα νομίσματα, σιδερένια αιχμή βέλους, κοκάλινοι δακτύλιοι και πολλά θραύσματα οστών ιδίως στο κατώτερο επίπεδο. Η διερεύνηση του σπηλαίου δρομολογήθηκε το 1978 από τον πρόεδρο της κοινότητας Δρυάλου Λακωνίας που απευθύνθηκε στο Τμήμα Σπηλαιολογικών Ερευνών (ΤΣΕ) της Εταιρείας Πνευματικής και Επιστημονικής Αναπτύξεως (ΕΠΕΑΝ). Έπονται τρεις αποστολές το 1978, το 1979 και το 1980. Στην τελευταία ακολουθεί κινηματογραφικό συνεργείο της τότε ΥΕΝΕΔ (ΕΡΤ 2). Το 1981 η ΕΠΕΑΝ κιγκλιδώνει το σπήλαιο για προστασία. Το 1982 οργανώνεται νέα αποστολή για πληρέστερη χαρτογράφηση, φωτογράφιση και συμπληρωματική κινηματογράφηση. Ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί υπέρ της τουριστικής αξιοποίησης του σπηλαίου Βύθακα που, μαζί με τα ήδη αξιοποιημένα σπήλαια Βλυχάδα και Αλεπότρυπα, θα δημιουργήσουν στην περιοχή του Διρού σπηλαιολογικό συγκρότημα ανάλογο με το πρότυπο συγκρότημα της γιουγκοσλαβικής Ποστόινα.

Υπόσκαφες και σπηλαιώδεις εκκλησίες Θόδωρος Σκούρας

Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, μέσα στη σπηλιά. Από τις εκκλησίες των βράχων, υπόσκαφες ονομάζονται εκείνες που διαμορφώθηκαν με την αφαίρεση μάζας από τους φυσικούς βράχους της σπηλιάς, όπως έγινε στη Σαντορίνη. Σπηλαιώδεις λέγονται όσες διαμορφώθηκαν προσθετικά, δηλαδή με το χτίσιμο τοίχων, τέμπλου ή άλλων τμημάτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: η εκκλησία της Αγίας Ελεούσας στη λακωνική Μάνη, η εκκλησία μέσα στη σπηλιά του Νταβέλη στην Πεντέλη, ο Άγιος Αθανάσιος στη Σκύρο κ.ά. Αναγκαστικά, ο θάλαμος της σπηλιάς υπαγορεύει κάποιες αποκλίσεις. Η θέση της Πρόθεσης είναι η μόνη που τηρείται αυστηρά. Εκτός από τους διωγμούς των χριστιανών ή την ηθελημένη απομόνωση αναχωρητών, οι εικόνες που έκρυβαν όσοι καταδιώκονταν από επιδρομείς και έβρισκαν καταφύγιο σε σπηλιές (σπήλαιο «Εικονίσματα» στην Εύβοια), οδήγησαν και αυτές στη δημιουργία εκκλησιών. Εικόνες σε σπηλιές έφερναν και οι βοσκοί. Οι περισσότερες υπόσκαφες και σπηλαιώδεις εκκλησίες βρίσκονται στο Αιγαίο και την Πελοπόννησο, σε τόπους που επέδραμαν πειρατές. Περιγράφονται τρεις από τις εκκλησίες που ιδρύθηκαν σε αρχαία λατρευτικά άντρα. 1. Σπήλαιο Αγίου Χριστοδούλου, Λίμνη Ευβοίας. Αυτή η μεικτή, υπόσκαφη και σπηλαιώδης εκκλησία χρονολογείται γύρω στα 1102. 2. Άγιος Νικόλαος στα Πουριά, Σκύρος. Εκκλησία που μετατράπηκε σε μεικτού τύπου, υπόσκαφη σε πελεκημένο βράχο από ασβεστιτικό ψαμμίτη, το οικοδομικό υλικό των Σκυριανών. Χρονολογείται πριν από το 1806. 3. Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης στα Παγιά Σκύρου. Καθαρά σπηλαιώδης εκκλησία. Μεγάλες λαξεμένες πέτρες από ελληνιστικά τείχη έχουν χρησιμοποιηθεί στους τοίχους της. Ίσως ο άγιος Αθανάσιος το 10ο αιώνα έφτιαξε στη σπηλιά μια εκκλησία που το 1602 τη γκρέμισαν για να φτιάξουν τη σημερινή.

Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας (ίδρυση-νομικό πλαίσιο-στόχοι) Πέτρος Θέμελης

Το σπήλαιο της Αλιστράτης Σερρών. Με την ίδρυση της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας (1977) τα σπήλαια περιλαμβάνονται στην κατηγορία των μνημείων και κάθε εύρημα που προέρχεται από αυτά θεωρείται αρχαιολογικό. Ο συγγραφέας δράττεται της ευκαιρίας για να επισημάνει τα ως τώρα κακώς κείμενα. Τα παλαιοντολογικά ευρήματα των ανοιχτών χώρων, γράφει, δεν προστατεύονται από κανένα νόμο, με αποτέλεσμα χώροι σαν το Πικέρμι να έχουν μετατραπεί σε σκουπιδότοπους. Οι παλαιοντολογικές ανασκαφές που εκτελούν τα πανεπιστήμια διέπονται ακόμη από νόμο του 1936 που χορηγεί στον αλλοδαπό ανασκαφέα έξι ευρήματα από το κάθε είδος! Στα πανεπιστήμια η φυσική αρχαιολογία δεν διδάσκεται ως αυτοτελής επιστήμη, ανθρωπολογικό μουσείο δεν υφίσταται. Στο ΥΠΠΕ συγχέεται μάλλον η Αρχαιομετρία με τη Συντήρηση. Πέρα από την προστασία και την έρευνα σπηλαίων και παλαιοανθρωπολογικών θέσεων, οι στόχοι της Εταιρείας είναι: α) συνδρομή στις περιφερειακές Εφορείες Αρχαιοτήτων, β) ο συντονισμός της έρευνας, η συνεργασία με τον ΕΟΤ, τα υπουργεία και τους ιδιωτικούς φορείς, γ) η συμβολή στην ανάπτυξη της περιφέρειας σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και η προβολή του σπηλαιολογικού πλούτου της χώρας. Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει το θέμα της «ανασκαφής σπηλαίων», καθώς εκεί βρίσκονται αδιατάραχτα στρώματα αποθέσεων – επιθέσεων που προσφέρουν σημαντικά στρωματογραφικά στοιχεία για τη μελέτη κυρίως προϊστορικών περιόδων. Αυτό το πλεονέκτημα της αδιατάρακτης μικροστρωματογραφίας σε κλειστούς χώρους οδήγησε στην υιοθέτηση ειδικής ανασκαφικής τεχνικής.

Αρχαιογεωλογία Δέσποινα Πέννα, Μιράντα Χατζιώτη

Σπήλαιο Σφεντόνη, στα Ζωνιανά του νομού Ρεθύμνου. Η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας είναι ο κατάλληλος φορέας για να συμπεριλάβει την αρχαιογεωλογική έρευνα των ανοιχτών χώρων. Με το γενικό όρο «αρχαιογεωλογία» ή «γεωαρχαιολογία» νοείται η στενότερη συνεργασία της ιστορίας και της αρχαιολογίας με τις άλλες επιστήμες του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα όσες μελετούν την τεταρτογενή. Η οργάνωσή της πρέπει να προβλέπει τη συγκρότηση των εξής αρχείων: α) άμεσες ή έμμεσες φιλολογικές μαρτυρίες, σχετικές με τοπογραφία, κλίμα, γεωμορφολογία, υδρογραφία, κ.ά., β) χάρτες (τοπογραφικούς, γεωλογικούς, υδρογραφικούς, ακτογραφικούς κ.λπ.) και αεροφωτογραφίες, γ) συναφείς πληροφορίες από δημοσιεύσεις παλαιών ανασκαφών.

Οργάνωση και στελέχωση της Eφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Κωνσταντίνος Λ. Ζάχος

Το σπήλαιο των Λιμνών, στα Καλάβρυτα. Η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας χρειάζεται να αποκτήσει τους εξής χώρους: εργαστήριο ανθρωπολογίας και αποθήκη, γεωλογικό εργαστήριο και τράπεζα πετρωμάτων, εργαστήριο βιολογίας, εθνοβοτανολογίας, λιθοτεχνίας, ζωοαρχαιολογίας, τράπεζα για όστρακα σπηλαίων, αρχείο σπηλαίων, εργαστήριο συντήρησης αρχαίων και την κατάλληλη βιβλιοθήκη. Ορίζεται, κατά ειδικότητα, ο αριθμός των ατόμων που πρέπει να στελεχώσουν την Εφορεία. Η Εφορεία πραγματοποιεί αυτοψίες, επεμβαίνει για τη διάσωση σπηλαίων, επιβλέπει τις ανασκαφές από τις περιφερειακές Εφορείες και από τις ξένες σχολές και συνεργάζεται με τον ΕΟΤ. Ο συγγραφέας επισημαίνει πόσο καταστροφική μπορεί να είναι η τουριστική αξιοποίηση σπηλαίων αν δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες προδιαγραφές.

Τα κυριότερα ελληνικά σπήλαια και ο τρόπος εξερεύνησής τους Άννα Πετροχείλου

Εξερευνώντας πολυδαίδαλη λίμνη στο σπήλαιο «Λιμνών» στις Καστριές Καλαβρύτων. Τα σπήλαια, ανάλογα με το πώς σχηματίστηκαν και πως εξελίχθηκαν, διακρίνονται σε α) ηφαιστειογενή, κοραλλιογενή και σε τόφους ή β) αιολικά. Τα τεκτονικά και τα καρστικά διαιρούνται σε οριζόντια, κατακόρυφα, λιμναία και ενάλια. Η Ελλάδα, χώρα καρστική (κατά το 65% καλύπτεται από ασβεστολιθικά πετρώματα), έχει πλήθος σπήλαια, βάραθρα και υπόγειους ποταμούς. Η συστηματική μελέτη των σπηλαίων άρχισε το 1950 με την ίδρυση της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (ΕΣΕ) από τον Γιάννη Πετρόχειλο. Τις μελέτες της η ΕΣΕ τις καταθέτει στον ΕΟΤ και στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΕ που συστήθηκε το 1977. Αναφέρονται τα σπήλαια που έχουν ήδη αξιοποιηθεί τουριστικά και όσα θα ακολουθήσουν. Περιγράφονται οι πραγματικές συνθήκες διερεύνησης και η απαραίτητη εξάρτηση του σπηλαιολόγου.

Σπηλαιοέρευνα Πέτρος Ν. Ρωμανάς

Ο πιο συχνά απαντώμενος κάτοικος των σπηλαίων. Χάρη στα ασβεστολιθικά της πετρώματα η Ελλάδα είναι «χώρα των σπηλαίων». Ξένοι επιστήμονες έχουν εργαστεί στο Ασπροχάλικο Ηπείρου, στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας, στο σπήλαιο Κίτσου στο Λαύριο Αττικής. Ωστόσο, εκμεταλλευόμενοι την αδιαφορία του ελληνικού κράτους κάποιοι ξένοι επισκέπτες προκάλεσαν καταστροφές. Μόλις το 1983 το ΥΠΠΕ αποφάσισε να κηρύξει τα σπήλαια «αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς». Το πρώτο στάδιο της σπηλαιοέρευνας είναι ο εντοπισμός του σπηλαίου που γνωρίζουν κυρίως οι ντόπιοι. Στη συνέχεια γίνεται η αναγνώριση και η εξερεύνηση της σπηλαιομορφής. Η νέα τεχνολογία έχει διευκολύνει πολύ την εξερεύνηση, αν και ο εξοπλισμός εισάγεται από το εξωτερικό και είναι δαπανηρός. Οποιαδήποτε επέμβαση απαγορεύεται ρητά. Για τους σπηλαιολόγους ισχύει ο βασικός κανόνας: «Πάρε μόνο φωτογραφίες και άφησε μόνο τα πατήματά σου!» Το τρίτο στάδιο είναι η αποτύπωση, η χαρτογράφηση της διαδρομής που ακολουθήθηκε και η λήψη φωτογραφιών. Ακολουθεί η σύνταξη μιας έκθεσης που υποβάλλεται στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΕ. Η έλλειψη εξοπλισμού και ατόμων δεν επιτρέπει στην Υπηρεσία να ολοκληρώσει την έρευνα με ανασκαφή. Ο συγγραφέας στιγματίζει την τουριστική αξιοποίηση των σπηλαίων που διαταράσσει την ευαίσθητη οικοϊσορροπία τους. Ως «θλιβερά παραδείγματα» αναφέρει το σπήλαιο Πέραμα στα Γιάννενα και το σπήλαιο Κουτούκι στην Παιανία Αττικής.

Άλλα θέματα: Ανασκαφές στο ελληνικό τμήμα της Kαπερναούμ Αικατερίνη Ασδραχά

Η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία στην Καπερναούμ. Το «ελληνικό τμήμα» της Καπερναούμ, αγορασμένο από το Πατριαρχείο, καλύπτει 20.000 τ.μ. κατά μήκος της θάλασσας της Γαλιλαίας. Αποτελεί την ανατολική απόληξη της αρχαίας πόλης που το δυτικό της τμήμα ανήκει στο Φραγκισκανικό Μοναχικό Τάγμα της Κουστωδίας των Αγίων Τόπων. Ο σύγχρονος τοίχος που διαχωρίζει τα δύο τμήματα έτυχε να είναι και το διαχωριστικό όριο της αρχαιότερης πόλης (2ος αιώνας π.Χ.) από τη μεταγενέστερη. Ο διευθυντής των ανασκαφών Βασίλειος Τζαφέρης θεωρεί ότι η ίδρυσή της συμπίπτει με την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τον Ηράκλειο το 629. Από τα ευρήματα ξεχωρίζουν λείψανα εγκαταστάσεων που χρησίμευαν ως αγκυροβόλιο και θησαυρός 282 χρυσών δηναρίων των Ομμεϋαδών.

Απόψεις για την ιερότητα της Δήλου στην αρχαιότητα Αλέξανδρος Γ. Αλεξίου

Αλ. Αλεξίου, Η Μεγάλη Πυραμίς, Χάρτης αρ. 14-1. Ο συγγραφέας αμφισβητεί ότι η ιερότητα της Δήλου οφείλεται στη γέννηση του Απόλλωνα και προωθεί τη θεωρία ότι προέρχεται από τις γεωδαιτικές σχέσεις που τη συνδέουν με την πυραμίδα του Χέοπος. Με τη μέθοδο της τριγωνοδαισίας συνδέει ελληνικά ιερά, πόλεις και τόπους με τη Μεγάλη Πυραμίδα. Αναφέρονται το όρος Αραράτ, τα ακρωτήρια Ταίναρο, Σούνιο και Μανδήλι όπου ήταν η πόλη Γόρδιο, η πόλη του Κολοφώνα με το Κλάριο Μαντείο, η Κύπρος, η Ολυμπία, ο ποταμός Ινωπός και η σχέση του με το Νείλο.

Προσπάθεια για την προσέγγιση, αποκρυπτογράφηση και ανάλυση του θησαυρού των Σιφνίων Ασπασία Παπαδοπεράκη

Από τη Γιγαντομαχία της βόρειας ζωφόρου του Θησαυρού των Σιφνίων. Η συγγραφέας, γλύπτρια η ίδια, αποκαλύπτει την αριθμητική τάξη που διέπει τις μετρήσεις του κτιρίου, της ζωφόρου και των αναλογιών της. Καλυμμένη από τα σχήματα και την πλαστικότητα, η τάξη δημιουργεί μιαν αόριστη μουσικότητα. Με οδηγό τη χρυσή τομή της μονάδας του καννάβου γράφεται η πυκνότητα της σύνθεσης, ενώ οι κάθετες γράφουν τη γραμμή της σύνθεσης και το ρυθμό. Δύο γλύπτες έχουν δουλέψει στη ζωφόρο. Ο ένας που ήταν και ο αρχιτέκτονας ήταν ιωνικής καταγωγής και μάλλον όρισε και τις χαράξεις (καννάβους) σε όλες τις πλευρές της ζωφόρου. Ο δεύτερος γλύπτης προσάρμοσε με προσωπικό τρόπο τη σύνθεσή του. Αναλύονται διεξοδικά δύο θέματα: α) τα τέσσερα άλογα των Ελλήνων, δεξιά της ανατολικής ζωφόρου και β) η γιγαντομαχία της βόρειας ζωφόρου με τον Κάνθαρο-γίγαντα.

Εικόνα του Γεωργίου Kλόντζα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας: η ναυμαχία της Ναυπάκτου Μαρία Βασιλάκη

H ναυμαχία της Ναυπάκτου του Γεωργίου Κλόντζα (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας) Η ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) είναι το κεντρικό θέμα της εικόνας. Στη «μάχη των Εχινάδων», όπως την ονομάζει επιγραφή σε βενετοκρητική διάλεκτο, τα σημαιοστολισμένα πλοία του Ιερού Συνασπισμού και των Τούρκων πλαισιώνουν τη σφοδρή σύγκρουση. Στην ξηρά διακρίνεται ο ισπανός αρχιστράτηγος Don Juan de Asturia. Την παράσταση στεφανώνει ζώνη με έξι αγίους: άγιος Μάρκος, άγιος Νικόλαος, προφήτης Συμεών, άγιος Σπυρίδων και οι άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος. Η ναυμαχία απαθανατίστηκε σε τρεις ακόμη κρητικές εικόνες και σε μικρογραφημένο χειρόγραφο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης που εικονογράφησε ο κρητικός Κλόντζας. Η εικόνα, εφόσον είναι δικό του έργο, χρονολογείται ανάμεσα στο 1571 και 1608.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Αρχαία ελληνιστική πόλη στον Ξερόκαμπο. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Ανακαλύφθηκε στο Παπίκιο όρος της Ροδόπης μοναστηριακό συγκρότημα και εκκλησία του 1083 – Ναός της Αθηνάς του 7ου αι. π.Χ. αποκαλύφθηκε στην ακρόπολη Κουκουναριές της Πάρου – Ασύλητο προμινωικό νεκροταφείο με λαξευτούς τάφους κυκλαδίτικου τύπου βρέθηκε στη Σητεία Κρήτης – Η Τράπεζα της Ελλάδας ανεβάζει τα επιτόκια δανείων για επισκευές παραδοσιακών κτιρίων

Εκθέσεις

Το Μουσείο Μπενάκη οργάνωσε την έκθεση «Αθήνα 1839-1900. Φωτογραφικές Μαρτυρίες»

Βιβλία

Μανόλης Ανδρόνικος, Βεργίνα οι βασιλικοί τάφοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984 – Πετροχείλου Άννα, Τα σπήλαια της Ελλάδας, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984 – Hélène Monsacré, Les larmes d’Achille, Albin Michel, Paris 1984 – Claude Mossé, La Grèce archaique, d’ Homère à Eschyle, Le Seuil, Paris 1984 – Emily Vermeule, Ελλάς η εποχή του χαλκού, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1983 – I.F. Sanders, Roman Crete, Aris and Phillips Led, Warminster 1982

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Πολλά μέλη του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων καταγγέλλουν τη μη εφαρμογή του Αρχαιολογικού Νόμου από υπηρεσίες της Άρτας και την παράλληλη παροχή οικοδομικών αδειών από την Πολεοδομία της ίδιας πόλης, με αποτέλεσμα να έχουν αρχίσει οικοδομικές εργασίες στο χώρο της αρχαίας Αμβρακίας

English summaries: New theories οη the sanctity of Delos in antiquity Alexandros G. Alexiou

We all know from history that the rocky island of Delos has always been a sacred site of religious reverence and homage in spite of its minute size. Also that the state of Athens tried for centuries to possess it employing even illicit means from a political and humanitarian point of view. The reverence for this small island was such that all the other islands lying close to it were named Cyclads due to their circular arrangement around Delos, the holy nuclear. Delos as a place of worship was venerated long before Delphi and Olympia. Αll ancient writers ascribe the veneration and sancity of Delos to the holy myth according to which not only Artemis but mainly her brother Αροllο were born there. Of course, this theory has always been an enigma since nο other birthplace of any Greek god, Zeus included, has ever been considered as sacred as Delos. If we also take into consideration that other peoples Iike Egyptians, Persians, Phoenicians, Jews, Romans, etc.,regarded Delos as a most sacred place the enigma becomes even more complex due to the international so to speak reverence in which the island was held. Το answer this enigma one has to search and discover the real reason for the sanctity of the Aegean island, beyond the myth of Αροllο. Our answer-theory is the natural conclusion of twenty years research οn the Pyramid of Cheops and derives from the very close geodetic relations connecting two objects so different and far apart from each other. Delos, a natural geographic point, and the Pyramid of Cheops, an artificial, human creation that was chosen to be built οn a specific site considered by the ancient Egyptians as the omphalos of the world.

Excavations in the Greek sector of Capernaum Catherine Asdracha

The most interesting excavation in the “Greek sector” of the ancient city of Capernaum was carried out last summer by the Israeli Department of Antiquities and Museums. The excavation was under the auspices of the Greek Orthodox Patriarchate of Jerusalem and was directed by Vasilios Tzaferis, a Greek in origin. In the excavation also participated and contributed financially approximately forty students and professors of the universities of Notre Dame, of Indiana, Missuri State University and Averett College of Virginia, U.S.A. The project focused on the excavation of a new area, extending over one and a half acres, between the walls of the Franciscan sector and the shore of the Τiberias sea. The surνey was limited to four trenches where traces of a public building (bath?) and of a water supply and drain system started to appear. The shards found so far belong to the Roman, Byzantine and Arabic period. The excavation is to be continued this coming summer and its pursuit is quite ambitious; the formation and functions of the posterior city to be completed and elucidated, the church of St. John the Theologian, known from christian itineraries, that replaced the oId sanctuary of St. Peter's dwellings after the Arabic conquest, to be located and brought to light.

Attic caves dedicated to the god Pan Chari Deligiorgi -Alexopoulou

Caves and natural sanctuaries dedicated to Pan, a deity of nature, are located far from urban sanctuaries. 1. The Oenoe Β cave, Marathon, Attica, consists of ten halls overloaded with stalactitic and stalagmitic material. The archaeologic finds belong to the Prehistoric, Classic, Roman and Byzantine period. 2. The cave located in the 5-Ω side of Parnis mountain is called "Pan's cavern" or "cavern of the lamps" due to the multitude of lamps found in it. lt consists of two halls that have produced a significant number of inscriptions, dedicatory reliefs, etc. 3. The cave of Pan on the NW slope of the Acropolis hill is adjacent to three major ones dedicated to Αροllο. It was assigned to the cult of Pan after the Marathon battle in 490 BC. 4. The cave "Nymphaeon", on Mount Penteli is small but important since two singificant dedicatory reliefs were found there. The one, dating back to 350 BC, has a representantion of Pan, the Nymphs, Hermes and of three quarry men, the dedicators. The other, dating forty years later than the first, exhibits a scene taking place in a cave. 5. The cave of Pan at Daphni, Attica is located close to the Byzantine monastery. The arcaeological finds are not important but serνe as terminus for its dating: the cult performed in the cave ranges from the Prehistoric period to the end of the 5th century BC. 6. The cave "Nympholiptou" at Vari, Attica is located high οn Hymittos mountain. The finds date from the 6th to the 2nd century BC, although the coins of 307-408 ΑD found in it indicate a resumption of use after a gap of four to five centuries. 7. The cave of Megara, yet virtually unexcavated, has produced a few surνey finds, which date to the classic era.

The sacred caves of Crete Paul Faure

It is just one hundred years ago that archaeologists and antiquities hunters started searching the ground of the Cretan caνes, but it was only in 1982 that professor J. Sakellarakis began the scientific excavation of the caνe in which Zeus-Jupiter, the major god of the Greek and Latin pantheon was born, brought up, got married and died. The speleologists in Crete haνe documented oνer 3.300 carstic forms and among them fifty caνes of cult worship and two hundred and sixty rock shelters with Christian chapels. Three caνes are discussed here. The cave of Hagia Paraskeνi at Skoteino, an authentic labyrinth of Ariadne, Theseus and the Minotaurus. The cave Mavri at Kamares, close to Phaestos and the cave of Arkouda, close to Chania. dedicated to the Nymph Cynosoura and later to Artemis. The importance and effect of the cults performed in the forementioned caves of classical mythology and of the Greek world in general are underlined in this article.

Τhe cave of Vythakas at Dyros, Mani. Α promising case study Κostas Merdenesianos

The caνe Vythakas is located at Pyrgos Dyrou in the western Mani, Peloponnese. The entrance of the caνe is a gorge fiνe metres deep and four to fiνe metres wide. The bottom of this small gorge is coνered by huge stones, earth and further transferred material that forms a hillock two to three metres high. Thus, the real depth of the gorge, when going down, is diminished from seνen to fiνe meters, approximately. Immediately after one has descended one stands in front of two sloping corridors leading in opposite directions, going NW and south, respectiνely. The south corridor giνes access to the main caνe, where the following objects haνe been surνeyed and photographed: _ Shards of νarious sizes. _ Bronze coins (diametre 1 cm.) that due to their heaνy oxidation did not exhibit any indication of origin. _ Metal arrow-heads. _ Bone rings, probably from a necklace. _ Bone fragments located in νarious spots but mainly in the lower leνel of the caνe. Α stone wall of yet unknown date and function was discoνered and photographed.

Deciphering and analysis of the Siphnian Treasure Aspasia Papadoperaki

The article deals with the deciphering of the original decorative "writing" of the Siphnian Treasure that was created by the architect and the sculptor - probably an architect-sculptor of the monument, who was responsible for the initial lay out of a complete and unified decorative scheme. The author reaches the conclusion that the free representation of the subjects in the zophoros was deliberately disciplined in the eternal order of geometry and mathematics. Thus, an imaginary net of harmonic lines is created that covers the entire zophoros and contributes tο the thematologic and aesthetic analysis of the animated frieze. Furthermore, the elevation of the building itseIf follows the same ratios and order prevailing in the zophoros.

Τhe major Greek caves and the way they were explored Anna Petrocheilou

Foreign travellers were the first to explore Greek caves in modern years. Only in 1950 the Greek Speleologic Society was founded due to the initiative of Yannis Petrocheilos. Since then the systematic research and study of the caves began both for scientific and touristic purposes. In Greece, where approximately 7.600 caves have been recorded, only one hundred are significant, since they present a special interest for tourism, archaeology, anthropology, palaeontology, biology, etc. The following caves have already been touristically promoted: Perama and Anemotrypa in the area of Ioannina, Epirus, Glyphada and Alepotrypa in Laconia, Droggorati and Melissani in Cephallonia Island, Hagios Georgios in Κilkis, Kokkines Petres in Petralona, Chalkidiki and Koutouki in Paeania, Attica, while others are now being promoted. Only a few caves present normal exploration conditions. The access to horizontal caves is often difficult for various reasons such as voluminous and dense decoration, narrow and low passes, etc. The exploration of precipices requires special outfit and equipment thus precipices with remarkable vertical depth, like Epos (437 m.) or Provatina (405 m.) have been conquered. Another difficult problem that the speleologists face are underground rivers. Prerequisites for their exploration are plastic air pumped boats and often a frog-man's attire. Ιn cave exploration the size of the unknown area cannot be anticipated for the time neccessary for its exploration therefore the speleologist must have great physical strength and resistance. Proper equipment also plays an important role in his pursuit. An outfit of durable material, a head protecting cap, waterproof boots and gloves, an electric head lamρ, a candle and a lighter for the detection of carbon dioxide and a handy first-aid kit. More specifically for the exploration of horizontal caves one needs a compass, a meter, notebooks and pens, a cord for depth measurements and a flash equipped camera; for precipices οne has to add special ropes, metallic stairs, rock nails, etc., while for under-ground rivers one must have a plastic boat, a pump, a frogman's attire, etc.

Paleoanthropologic research οn the site “Apidima”, mesa (inner) Mani II Theodoros Pitsios

Ιn September 1978 traces of paleolithic inhabitation and petrified human bones were located in a small cave by the sea west of Areopolis. Α series of scientific processes took place for the study of these finds. Detachment of the cranial bones, survey of relevant data, graphic representation, photography, measuring in situ and geologic observations. Certain other observations were also made concerning the effect of the Pleistocene fluctuations of the Mediterranean on the topographic-­geomorphologic conditions of the cave, the adjacent area and the major geographic space of the finds. The systematic research and survey of the cave materialized in the last two years due to the support and collaboration of the Ephoria of Paleoanthropology and Speleology of the Ministry of Culture and Science. Tentative excavations were tried on four different levels and all of them produced a significant number of stone and bone tools, numerous paleontological finds, traces of fire and food remnants (deer and wild goats, bones of smaller animals as well as fragments of sea shells). Paleolithic burial. The middle finger of a hand from a female skeleton was the first find, located at a small depth at the present entrance to the hollow area Γ. Almost the entire female skeleton lay half a meter apart and forty to fifty centimeters deeper than the ground surface. The scattered finger bones as well as the absence of various small bones may be due to animal activities. The dead had been laid vertically to the axis of the hollow,lay οn the east side and faced the outer area of the cave. The legs had the knees strongly folded and the upper part of the torso was leaning downwards. The skeleton indicated a robust. fully grown-up human of twenty to twenty five years of age. The formation of pelvis determined the sex of the dead who was spontaneously named "Kanella" by the excavating team. The anatomic arrangement of the skeleton, the burial site and the enviroment conditions leave nο doubt that the dead was burried according to a certain ritual. Shoulders and head had been overlaid οn a slab measuring 42x34x10 cms. Α disk shaped stone, of 25 cms diameter and 5 cms thickness was placed in front of the skeleton. Seven stone tools were arranged under the slab, that may be considered as personal belongings of the dead, along with an intact fawn's calf probably indicating a food offering. The essential absence of the skull - only three small fragmengs of the lower jaw and seven independent teeth were found - was a striking peculiarity. The dating. We consider necessary the employment of geophisic methods of absolute dating for the chronology of the finds. Relevant experiments have been made by G. Maniatis, G. Lyritzis and Ν. Andronikos under the ESR method οn stalagmitic and bone samples from Apidima without, however, final conclusions. Α chronologic approach to the finds was also employed utilizing the known retrogressive movements of the Mediterranean, caused by the climatic alternation of warm and cold Pleistocene periods. The Mediterranean offers an ideal example for the study of sea flunctuations since its daily tide remains under the thirty cms. Thus, the traces left by older sea levels οn the formation of coastal areas have often been used for dating coastal paleolithic sites and for the formation of chronologic systems; these systems can be also applied to mainland paleolithic sites as regards their dating.

Caves as birthplaces and places of death Pepi Rigopoulou

Ιn Byzantine iconography the Cave, a characteristic feature of the Nativity scene, is employed in various representations as in the Flight intο Egypt, the Crucifixion and in a series of scenes with certain saints, ascetes and martyrs. The wide repertoire in which the Cave appears obliges the scholar to determine the pictorial features οf the Cave and their symbolism. Therefore, this article demonstrates the basis of the Byzantine representations on the relevant literature and the deep relation among these various scenes in which the Cave is included. A place where light and darkness, life and death coexist, as well as a place οf initiation, the Cave imbues with its dual meaning each image in which it appears. Thus, in the Nativity its dark background prophesies the entrance οf the Child into the painful existence that will eventually lead tο death: while in the Crucifixion the Cave supports the Cross and functions as a promise οf Resurrection of not only Christ but also of the fallen Adam. This function οf the Cave corresponds to the sphere οf ancient myth, of Ritual and drama as well as tο philosophy. The Cave, being a place οf love, birth, imminent danger and death for the Child is transformed in Plato's Politeia into the symbol οΙ soul's imprisonment, which to the philosopher is nothing more than the world οf phenomena. Christian iconography inherits all these elements and subordinates them intο a new perspective. Thus, the Cave for the Byzantine painter or hymnograph becomes the place where both the real and the symbolic Revelation take part. The place οf liberation from the powers οΙ Darkness and Death. The Exodus from the Cave is now feasible.

Exploration of caves Petros Romanas

The systematic and thorough exploration of caves started in the second half of the 19th century. The work of speleologists is usually harsh, hard and risky. During the last two decades the exploration of complex and extensive caves has been facilitated due to the employment of modern technology by highly qualified and trained speleologists, experts in climbing, underwater cave-diving etc.

New research in the Idaion Andron John A. Sakellarakis

The Idaion Andron is the most important cave of antiquity due to its relationship to myths concerning the birth and life of Zeus. It was discovered one hundred years ago and still stands as a challenge to archaeological study. Therefore, the new research that started in 1982 is equally important as the first excavation of 1885 that produced celebrated pieces of art. The significance of the recent excavation lies in the fact that through its finds the history of the Idaion Andron can for the first time be reconstructed from the earlier to the later phase of antiquity. It can be proved by now that the famous cave was first used in the late Neolithic period and that it remained in use throughout the Bronze Age, both in the early and in the middle Minoan period. Α cult is verified in the late Minoan period, probably the cult of the Minoan annually born god of vegetation and growth, whose successor in the Mycenean era is Zeus in the form of the so-called "Κρητογενής» (= born in Crete) Zeus. This cult lasted for centuries and reached its apogee in the Geometric and early Archaic years as can be proved by a multitude of precious offerings. The finds of the last excavational phase, man-made objects or utensils, (imports in many cases from various areas of the eastern Mediterranean) are not only interesting for their contribution to the history of art but they are also significant for revealing the ritual of the cult which, at least in certain periods, appears exceptionaIIy dynamic. The new exploration of the mountain of Ida (Psiloritis) was not limited only to the cave but it also covered the central volume of the mountain, where many ancient sites were identified. Α huge Minoan edifice was partly discovered on one of those sites called Zominthos. Furthermore, the exploration of the cave itself was not confined to historic and archaeolgical study, but expanded into many branches of physical science in spite of the innate difficulties and negative conditions of such a remote, mountainous place.

Caves and their use in Euboea and Greece in general Adamantios Sampson

Euboea offers a great number of interesting caves. Almost two hundred of them have been recorded. Only half of this number have been however explored, while only twenty-six display evidence of inhabitation during prehistoric and historic times. Euboean caves and those on Greek territory in general, are examined here in a chronological order. During the Paleolithic age the inhabitation of caves is a rare phenomenon with the exception of NW Greece. This is probably due to the considerable tectonic quality of the Greek area that causes either the collapse or the radical change of cave formations. The early Neolithic period also appears rarely in Greek caves. Only two Euboean caves offer relevant traces indicating that they were used for burials rather than for habitation. During the late Neolithic phase the human presence becomes frequent and, as is also the case with the next phase, it is the result of settlement during summer time, a practice continued until today by the Sarakatsanoi of Pindos mountain range. The late Neolithic coincides with the cave period and in Euboea the inhabitation of caves prevails while the finds dating from the Bronze age are rare or absent. Ιn the Historic era caves become burial or worship sites or are used for handicraft activities. As regards the use of caves it is difficult to propose that they were used as permanent habitations during the Neolithic period, since at that time man could settle in outdoors sites. Most probably in these years caves act as temporary settlements, not excluding burial use. Nevertheless, throughout the ages caves come into use as stables and provide shelter against weather calamities or hostile invasions. Caves were also employed, from antiquity until one hundred years ago, for the encavement of babies or sick children and for the quarantine of people suffering from contagious or mortal diseases. Furthermore, since from the Bronze age on a religious quality had been attributed to caves, they were used for cult activities especially in Crete. Finally their use for handicraft activities is quite rare and is only apparent in a cave in Euboea.

Rock sheltered churches and churches in caverns Theodoros Skouras

This article deals with an almost unknown group of Christian monuments, churches, that is, housed in caves. The reasons for their creation are explained as well as the way of their construction and the traditional inclinations and mentality of their builders. Three such churches are described. The rock sheltered church of St. Christodoulos in the Limni of Euboea, dating back to 1102 ΑD and that of St. Nicolas in Skyros Island, dating before 1806 AD. The cavernous church of St. Athanasios the Athonite in Skyros, that dates back to 1602, is also presented.

Kaiadas Petros Themelis

We still lack concrete evidence for the identification of the abysmal cave of Kaiadas known through literary sources (cf. Pausanias IV 18. 4-7) and vaguely situated in the area around Sparta. Local tradition locates it either among the ravines in the area of Mystras close to the village of Parori or on the gorges of Mt. Taygetos at the village of Trypi. In the latter place, the existing pit goes by the name of Kaiadas even today, after which a modern hotel was named, built close to the cave by the south side of the main road Sparta-Kalamata. Α journalist who happened to pass by was informed by the owner of the hotel about the presence of the pit hole and the existence of great masses of bones in it. The journalist managed to climb down into the hole with the help of local authorities and to take some excellent colour pictures of the interior, which were shown to me after her return to Athens. Impressed by the quantity of the bones, which seemed to be exclusively human and by the fact that they were arranged in successive, almost stratified layers, we decided to organize an exploration team with the participation of Ε. Kampouroglou, geologist, Th. Pitsios, anthropologist and J. Ioannou, speleologist, all of them possessing adequate experience in cave research. Their aim was to carry out a preliminary investigation of the pit hole known as Kaiadas and thus to help us to decide upon the value of the first information brought forward by the journalist. The geological as well as the anthropolological reports of the aforementioned specialists, in relation to the historical and the literary evidence lead us to the tentative conclusion that the pit hole of Trypi is actually the Kaiadas of antiquity, used by the Spartans mainly during the period of the Messenian wars (8th-5th centuries BC) to hurl down into it the Messenian captives as weII as criminals sentenced to death , the sacrilegious and traitors to the country. Excavation is of course urgently needed to support ουr tentatively proposed identification and to offer us a relative date for the layers of the skeletal material. We have reason to believe that excavation will bring to light archaeological material as well, since it is already reported that pottery fragments (mostly lamps) and iron chain rings have been found by locals among the bones. Α recent accidental find from the pit hole of Kaiadas, the fragment of a human (?) skull with a bronze arrow-head thrust into it makes further investigation and systematic excavational research, despite the difficulties, a very promising enterprise and worth undertaking.

The cave at Pitsa Konstantinos L. Zachos

The excavations of 1934 in a cave near the village Pitsa, Corinthia, Peloponnese, directed by Μ. Mitsos and Α. Orlandos, brought to light important archaeological finds that date from the 7th century BC down to the Roman period. Among these finds most worth mentioning are numerous terracotta figurines (mainly of females), vases, bronze objects and two wooden statuettes. However, the most significant find were the four colour paintings of the 6th century BC. The Nymphs, protectors of pregnant women, as well as the god Dionysus were worshipped in the cave as can be concluded on the basis of the satyr idols produced by the excavations.

The cave of Ellinokamara at Kasos John P. Sakellarakis

The cave of Ellinokamara οn the Island of Kasos in the Dodecanese has been νisited in the course of time by travellers and archaeologists who have provided us with detailed descriptions and sketches both of the interior and of the exterior of the cave. The first sketch we have was made by L. Ross in 1843 while passing through Kasos during his travels in the Aegean archipelago. The detailed report and plan of the cave made by G. Susini is of a much later date. It gives a thorough description of masons' marks made in the Linear Α and Β writing, also of the Greek alphabet found οn blocks embodied in the cave entrance wall or scattered about the cave itself. Furthermore it recorded various shards given to Susini by locals, presumably originating from the cave, that unfortunately have perished. Ιn the 1960s R. Hope Simpson and J.J. Lazenby visited twice the cave and made a sketch of the entrance and a ground plan of the cave. Ιn 1982 the Ephorate of Paleoanthropology and Speleology sent a team to the site that made a detailed plan of the entrance wall and a ground plan. They also took relevant photographs. Susini has dated the entrance wall to the second half of the 5th century BC, regardless of the marks made by masons that he had recorded. Hope Simpson and Lazenby have dated it to the Classical times. Although we recognize the difficulty in dating the construction we cannot, of course, base ουr assumptions solely οn the manner the wall was built, since similar constructions existed during the Minoan l Mycenaean period and even later. We must also take into account the linear Α and Β pictograms seen and sketched by Susini. The Ephoria is planning for 1985 the digging of trial trenches in the cave, that is considered to be a place of worship probably of the Minoan l Mycenean era and in continuous use down to Classical times.

The Department of Paleoanthropology and Speleology. ( How it was founded and its legal status and purpose) Petros Themelis

When the department of paleoanthropology and speleology was founded in 1977, caves became included in the category of monuments so now any find coming from a cave is considered to be an archaeological find. The author of the article grasps the opportunity to point out what until now is wrong with the department. It seems, as he writes, that paleontological finds that lie in the open, remain unprotected by any law. As a result of this, places such as Pikermi have been turned into rubbish dumps. University digs are still regulated it seems by a law originating from 1936 whereby a foreign excavator is allowed to keep six items out of every kind of find. At universities, geophysics in archaeology is not taught as a science and there is no such thing as a museum of anthropology. The ministry of culture and sciences seems to have confused Archaeometry with Restoration. Apart from the exploration and protection of caves and paleoantropological sites the department’s goal is: a) to assist local departments of archaeology, b) to coordinate research, and cooperate with the tourist board (EOT), ministries and the private sector, c) to promote development of local districts in collaboration with local administration , and to promote the speleological wealth that exists in the country. The excavation of caves is a special matter under consideration, seeing that in caves there are to be found undisturbed layers of deposits and soil that offer important stratigraphic evidence for the study of prehistoric times mainly. This undisturbed sediment and soil to be found in the closed areas of caves is of tremendous advantage to research and led to the adoption of a special technique of excavation.

Archaeogeology Despina Penna, Miranda Hadzioti

The Department ( Ephorate ) of Paleoanthropology-Speleology is the proper institution to undertake the archaeological investigation of open spaces. What is understood by the general terms of “archaeogeology” or “geoarchaeology” is the close connection of history and archaeology with other disciplines having to do with the natural environment, more specifically those disciplines that have to do with the tetartogenous era. In organizing this office, the following archives should be assembled: a) all direct or indirect literary accounts having to do with topography, climate, geomorphology, hydrographic networks and so on, b) maps (whether topographic, geological, hydrographic, or maps of drainage, also photographs taken from the air, and c) related information coming from publications of former excavations.

The organization and staffing of the Department (Ephorate) of Paleoanthropology and Speleology Constantinos L. Zachos

The Department of Paleoanthropology and Speleology needs room for the following activities: an anthropology lab and storage space, geological lab and space for assembly of fossils, labs for biology, ethnobotanology, for the study of ground stone tools, a lab for zooarchaeology, space for assembly of fossils from caves, a caves archive, a lab for restoration of antiquities and a library. In this article the number of staff that ought to be employed by the Department is given, according to what field each employee specializes in. The Department’s work would include inquests on the field and intervention for the preservation of caves. The Department would supervise excavations taken on by local ephorates and by foreign schools of archaeology and would work together with the Greek tourist board (EOT). The author of the article points out that the touristic development of caves can be disastrous unless the necessary specifications are kept.

The Korikio cave Pierre Amandry

On mount Parnassus at a height of 1360 metres, this cave was dedicated to the worship of Pan and the Nymphs and was probably the first religious centre to exist in the region around Delphi. Humans seem to have been present in the cave from Paleolithic times. There are more finds belonging to the 6th century on, such as vases, clay idols and busts, rings and knuckle-bones. By Roman times, the cave’s fame as a place of worship seems to have faded. Other finds are clay statuettes of Pan, a picture in relief of the nymphs driven by Hermes, statuettes of women. What however were all the knuckle-bones found in the cave used for? Were they children’s games or instruments of divination? Perhaps before the worship of Pythia at Delphi there was an oracle at the Korikio cave.

Τεύχος 124, Αύγουστος 2017 No. of pages: 144
Editorial: Αύγουστος 2017 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Θυμάμαι τη μέρα που πρωτοσυνάντησα την κυρία Ασπασία Λούβη. Είχε περάσει από το γραφείο να μας αφήσει κάποια βιβλία για να χρησιμοποιήσουμε στο άρθρο της για τον Μυστρά, τον Αρχαιολογικό Χώρο του τεύχους που κρατάτε στα χέρια σας. Προσπαθούσα να διατηρώ μια ισορροπία ανάμεσα στο να προσέχω τις επισημάνσεις της και να παρατηρώ την ίδια. Ήταν δύσκολο. Η Ασπασία Λούβη είναι μαγευτική. Είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις που η παρουσία του ανθρώπου μιλά από μόνη της και λέει τόσα πολλά, και θες ν’ ακούσεις. Είχα τη χαρά, στη συνέχεια, να τη συναναστραφώ σε ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μου έκανε την τιμή να με παρουσιάσει με τόσο ζεστό και προσωπικό τρόπο που με συγκίνησε βαθιά. Δειπνήσαμε μαζί εκείνη τη νύχτα και απόλαυσα το κάθε λεπτό. Η περήφανη Σπαρτιάτισσα που αγαπά να χαρακτηρίζεται από την ιδιότητά της ως βυζαντινολόγου μάς ταξιδεύει στον μυθικό και γεμάτο υψηλή τέχνη Μυστρά, με το φράγκικο κάστρο που μοιάζει να ίπταται πάνω από πολυάριθμες εκκλησίες. Εκτός απ’ τον Μυστρά, στις σελίδες του περιοδικού θα βρείτε πολλά ενδιαφέροντα και σημαντικά άρθρα, αδημοσίευτα μέχρι σήμερα. Είμαι σίγουρη ότι θα τα υποδεχτείτε με την προσοχή που τους αρμόζει. Αυτή τη φορά, όμως, σας καλώ ν’ αφήσετε για μια στιγμή την Αρχαιολογία στην άκρη. Η εποχή του χρόνου που μπορεί να μας κάνει περισσότερο να νιώσουμε παιδιά είναι εδώ. Το εξώφυλλό μας με κάνει να ονειροπολώ. Η μνήμη μου ταξιδεύει στα παιδικά βιβλία των πρώτων παιδικών χρόνων, και ειδικά σε ένα που είχε θέμα του το καλοκαίρι, με παιδιά που κάνουν μπάνιο στη θάλασσα και τρώνε με τα χέρια καρπούζι. Μην αφήσετε το καλοκαίρι να φύγει χωρίς να έχετε νιώσει έστω για μια στιγμή αυτή την ανεμελιά.

Συνέντευξη: Μάνθα Ζαρμακούπη – Αρχαία αρχιτεκτονική με κοινωνικό πρόσημο

H Μάνθα Ζαρμακούπη. Η Μάνθα Ζαρμακούπη αποφοίτησε το 2000 από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Στο Harvard ολοκλήρωσε μετ’ επαίνων ένα διετές μεταπτυχιακό στην «Ιστορία και Θεωρία της Αρχιτεκτονικής». Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα την έφεραν πίσω στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στον τομέα Κλασικής Αρχαιολογίας του Κολεγίου St John’s στην Οξφόρδη. Εκεί υποστήριξε το 2007 τη διδακτορική της διατριβή, μια αρχιτεκτονική και πολιτισμική μελέτη των ρωμαϊκών επαύλεων γύρω από τον κόλπο της Νάπολης (1ος αι. π.Χ.–79 μ.Χ.). Σήμερα ανήκει στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου του Birmingham. Ένα πυκνογραμμένο, δεκασέλιδο Βιογραφικό μαρτυρεί μια ακατάβλητη ερευνητική δραστηριότητα που εδράζεται στη διπλή της ιδιότητα, της αρχαιολόγου και της αρχιτέκτονος, και απλώνεται σε στεριά και θάλασσα. Σκιαγραφώντας το φάσμα των ενδιαφερόντων της, θα αναφέρουμε ενδεικτικά ότι συμμετείχε ως αρχιτέκτων πεδίου στην ανασκαφή του Ιωάννη Μυλωνόπουλου στο ιερό του Ποσειδώνα στον Ογχεστό της Βοιωτίας, στην ανασκαφή του R.R.R. Smith στην Αφροδισιάδα της Καρίας (Μ. Ασία). Έλαβε επίσης μέρος σε αναστηλωτικά προγράμματα στην Ελλάδα για μνημεία του 13ου–19ου αιώνα: εκκλησίες και μοναστήρια της Πάρου, φράγκικο κάστρο της Μονεμβασιάς, χωριά της Μάνης, βιομηχανικό συγκρότημα στον Πειραιά. Αρχιτέκτων τοπίου στους κήπους της έπαυλης Arianna A (Stabiae, κόλπος της Νάπολης), αρχιτέκτων πεδίου και αρχαιολόγος στη Δήλο, σε συνεργασία με τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Ως υποβρύχια αρχαιολόγος έλαβε μέρος στην έρευνα των Αλ. Μαζαράκη Αινιάνος και Δ. Κουρκουμέλη στο λιμάνι της αρχαίας Κύθνου. Κυρίως όμως καταδύεται στη Δήλο, συνδιευθύνοντας με την Αγγελική Σίμωσι, Προϊσταμένη της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, την υποβρύχια έρευνα της βορειοανατολικής πλευράς του νησιού. Από τις μελέτες της θα σταθούμε μόνο στα βιβλία: Ύστερα από το συνέδριο που οργάνωσε το 2007 στην Οξφόρδη, το 2010 εκδίδει με δική της επιμέλεια τον τόμο που προέκυψε από αυτό: Η Έπαυλη των Παπύρων στο Herculaneum: αρχαιολογία, πρόσληψη και ψηφιακή αναπαράσταση. Στη συμμετοχή της, «The virtual reality digital model of the Villa of the Papyri project», η Μάνθα Ζαρμακούπη παρουσιάζει το ψηφιακό μοντέλο εικονικής πραγματικότητας της Έπαυλης των Παπύρων, το οποίο ανέπτυξε η ίδια στο UCLA. Τώρα ετοιμάζει την επιμέλεια ενός άλλου τόμου με τίτλο: Ματιές στην πόλη: Μεταξύ αρχιτεκτονικών και αρχαιολογικών προσεγγίσεων (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών). Το 2014 εκδίδεται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Οξφόρδης, αναθεωρημένη, η διδακτορική της διατριβή: Ένας σχεδιασμός που αποβλέπει στην πολυτέλεια: επαύλεις και τοπία στον κόλπο της Νάπολης (περ. 100 π.Χ.–79 μ.Χ.). Δύο ακόμη μονογραφίες της βρίσκονται στα σκαριά: η πρώτη πραγματεύεται την ιδέα του τοπίου στις πολυτελείς ρωμαϊκές επαύλεις (The idea of landscape in Roman luxury villas), ενώ η δεύτερη σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας πόλης που αλλάζει, το εμπόριον δηλαδή της ύστερης ελληνιστικής Δήλου (Portrait of a city in change: the emporion of late Hellenistic Delos).

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Μουσείο Ashmolean: Συλλογή Εκμαγείων Ελληνορωμαϊκής Τέχνης Ολυμπία Μπομπού

Άποψη της θεματικής έκθεσης για τα Ιερά. Πηγή φωτογραφίας: Ashmolean Museum. Περισσότερα από 1.100 αντικείμενα περιλαμβάνει μια από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες συλλογές εκμαγείων στη Μεγάλη Βρετανία, η συλλογή του πανεπιστημιακού μουσείου της Οξφόρδης Ashmolean. Τα πρώτα εκμαγεία της συλλογής αντιγράφουν έργα αναγνωρισμένα ως αριστουργήματα, όπως ο Λαοκόων και ο Απόλλωνας Belvedere. Από το 1885 και μετά η συλλογή άρχισε να εξυπηρετεί και τους διδακτικούς στόχους των μαθημάτων αρχαίας τέχνης και αρχαιολογίας και εμπλουτίστηκε με αντιπροσωπευτικά έργα τέχνης από διάφορες περιόδους και περιοχές (π.χ. από τη Θάσο, το Άργος, τη Ρώμη κ.α.).

Θέματα: Ο θρόνος του θεού Σταύρος Βλίζος

Αμύκλες: Το σωζόμενο τμήμα της κρηπίδας του θρόνου. Τιμώντας τη σχέση του Απόλλωνα με τον Υάκινθο, οι Λάκωνες γιόρταζαν τα Υακύνθεια στο Αμυκλαίον, λίγο έξω από τη Σπάρτη, σ’ ένα τοπίο μαγευτικό που κατοικείτο ήδη από την Εποχή του Χαλκού. Το 2005 το Ερευνητικό Πρόγραμμα Αμυκλών ανέλαβε την περάτωση των ανασκαφών που είχαν ξεκινήσει στα τέλη του 19ου αιώνα, τη μελέτη και δημοσίευση παλαιών και νέων ευρημάτων και την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου.

Η χώρα των Εσπερίων Λοκρών Νικόλαος Πετρόχειλος

Χάλκινο πτυκτό (αναδιπλούμενο) κάτοπτρο από το αρχαίο Χάλειον (το σημερινό Γαλαξίδι), 4ος αι. π.Χ. (Μ.Μ. 345). Σε μια στενή παράκτια λωρίδα γης στη βόρεια πλευρά του Κορινθιακού, συνορεύοντας με την ιερή χώρα των Δελφών, με τη Δωρίδα και την Αιτωλία, κατοικούσαν οι Εσπέριοι Λοκροί. Η Φωκίδα τούς χώριζε από  τους ομοεθνείς τους, τους Οπούντιους Λοκρούς, που ήταν εγκατεστημένοι στην Εύβοια. Σημαντικά ανασκαφικά ευρήματα συμπληρώνουν τις φειδωλές γραπτές πηγές και φωτίζουν τη μακραίωνη ιστορία που τώρα μόλις ανακαλύπτουμε.

Ανακαλύπτοντας την αρχαία Χίο Νίκος Μερούσης

Εμπορειός. Λόφος Προφήτη Ηλία. Ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Φωτ.: Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Χίου. Ο κόσμος της αρχαίας Χίου αποτελούσε πάντοτε ένα αίνιγμα, έναν κόσμο ερμητικά κλειστό,  κατά βάση άφαντο από τα βυζαντινά χρόνια και μετά. Επιπλέον, η φειδωλότητα των πηγών κάλυπτε με αχλύ το ήδη σκοτεινό τοπίο.

Τα υλικά της Ιστορίας Σοφία Τσουρινάκη

Ανισομερές σημείο με παράσταση Διονύσου που σηκώνει τον πέπλο της Αριάδνης, λινάρι και μαλλί (Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 7131_2). Τα υφάσματα που έφτιαξαν οι Κόπτες, οι χριστιανοί της Αιγύπτου, ακολουθούν στις υφαντικές πρακτικές την κοινή τεχνογνωσία που είχε αναπτυχθεί στην ανατολική Μεσόγειο πολλούς αιώνες πριν. Ως προς τις υφαντικές ύλες, το λινάρι και το μαλλί είχαν εντοπιότητα. Το μετάξι, που περνάει στο Βυζάντιο μετά τον 5ο αιώνα, θα μεταφερθεί στη Βόρεια Αφρική από τους Άραβες. Όσο για το βαμβάκι, διαδόθηκε στην Αίγυπτο και στη Μεσόγειο μετά την άφιξη των Αράβων, από τη γλώσσα των οποίων προέρχεται η λέξη cotton.

Τα άγρια ζώα της Αττικής και της Εύβοιας Γεώργιος Θεοδώρου, Σωκράτης Ρουσιάκης

Γνάθος ενός Metailurus parvulus. Απομακρύνθηκε μέσα από το ίζημα της κοίτης όπως και άλλα οστά μετά από προσωρινή εκτροπή του νερού του ρέματος Βαλανάρη. Αφού συντηρήθηκε, εκτίθεται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο Πικερμίου. Aνασκαφή 2010 στη θέση PV1. © Γ. Θεοδώρου. Τότε που η Αττική και η Εύβοια έμοιαζαν με σημερινό αφρικανικό τοπίο, τις διέσχιζαν κοπάδια από γαζέλες, αντιλόπες και άλλα βοοειδή, ιππάρια, μικρές ομάδες από αιλουροειδή και άλλα σαρκοφάγα και προβοσκιδωτά. Την πανίδα αυτή ζωντανεύουν οι παλαιοντολογικές ανασκαφές στο Πικέρμι και την Κερασιά.

Αινιγματικές ταφές κρυμμένες σε σπίτια της Κυπαρισσίας Γκέλυ Φράγκου

Άποψη του Τάφου 2 κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του. Σωστική ανασκαφή πολύ κοντά στη σύγχρονη ακτογραμμή αποκάλυψε μεγάλο τμήμα του οικιστικού συνόλου της Κυπαρισσίας του 4ου αιώνα μ.Χ. Από τα σημαντικά ευρήματα, τις εντυπώσεις έκλεψαν οι χωριστές ταφές τεσσάρων νηπίων, ενός παιδιού και μιας ενήλικης γυναίκας μέσα στον οικισμό, κάτω από δάπεδα και κοντά σε τοίχους. Δεδομένου ότι ταφές εντός οικισμών ανήκουν σε πολύ πιο πρώιμες εποχές, η αποκάλυψη ενός τέτοιου φαινομένου στα ρωμαϊκά χρόνια αναζητεί την αρχαιολογική του ερμηνεία.

Αρχαιολογικός χώρος: Μυστράς Ασπασία Λούβη

Αεροφωτογραφία του Μυστρά. Ένα φράγκικο κάστρο σαν τα άλλα της Πελοποννήσου έμελλε να γίνει η Βυζαντινή Καστροπολιτεία που τον τελευταίο ενάμιση αιώνα πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε κέντρο δημιουργίας για την τέχνη, ελπίδας για τη συνέχεια και καταφυγής για τη διανόηση και την ηγεσία πριν από την παράδοση. Μπολιάστηκε με την υψηλή τέχνη της πρωτεύουσας, δημιούργησε ελπίδες για μια αναγέννηση και συνετρίβη από την ιστορική συγκυρία. Οι καταστροφές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα έχουν δυσκολέψει περισσότερο το έργο της μελέτης του Μυστρά και των όσων έχει ακόμη να αποκαλύψει, ενώ ο χρόνος και η αδιαφορία αντιμάχονται ανελέητα τη διάσωσή του.

Τεύχος 140, Δεκέμβριος 2022 No. of pages: 144
Editorial: Δεκέμβριος 2022 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Μια γυναίκα που αγαπώ πολύ μου είπε πως στην Ιαπωνία οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να πιάνουν τη φωτιά μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γι’ αυτό δεν μπορούσαν ν’ ασχοληθούν με την τέχνη της κεραμικής την οποία, μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία, εξερεύνησαν με πάθος και διακρίθηκαν σε αυτή. Οι γυναίκες πάντα κατανοούσαν τη φωτιά. Την έχουν μέσα τους και την τιθασεύουν. Ήταν αναμενόμενο ότι θα διαπρέψουν στη χρήση της. Η φύση των γυναικών τούς επιτρέπει να κατανοούν θεμελιωδώς όλα τα στοιχεία. Με τη χρήση αυτής τους της συνάφειας επιχειρούσαν ανέκαθεν να ερμηνεύσουν και να θεραπεύσουν τον κόσμο. Μάγισσες, μάντισσες, μαίες, μητέρες, αφετηρίες και καταφύγια, οι γυναίκες είναι η ζωή η ίδια. Με χαρακτηριστικά που αντιστοιχούσαν σε αυτά της γης, δεν μου κάνει εντύπωση ότι οι πρώτες θεότητες ήταν γυναικείες. Στη φύση, όμως, παρατηρούμε τη δράση αντιθετικών δυνάμεων, οι οποίες με την αλληλεπίδρασή τους δημιουργούν, συντηρούν, καταστρέφουν και επαναδημιουργούν τη ζωή, όπως πρέπει. Όσο απομακρυνόμαστε από αυτόν τον κύκλο, όσο επιλέγουμε τις τάσεις που αντανακλούν την επίπλαστη ταυτότητά μας, τόσο η ισορροπία χάνεται. Ο κόσμος για να έχει ισορροπία χρειάζεται τη συνέργεια του θηλυκού με το αρσενικό. Καμία τάση δεν είναι αυθύπαρκτη, παρά η άλλη όψη μιας τάσης.

Συνέντευξη: Jenny Wallensten – Με γνώση, όραμα και κέφι

Η δρ Jenny Wallensten στο Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών. Στο βάθος διακρίνεται το Μουσείο Ακρόπολης. Στις επιγραφές βλέπει στιγμιότυπα μιας τελετουργίας, στους δρόμους της τζαζ μια ευκαιρία συνάντησης σουηδικής και ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στην καρδιά της έχει την αρχαία ελληνική θρησκεία και μυθολογία. Ένα αντίστοιχο σεμινάριο οργανώνει και συντονίζει κάθε χρόνο στο Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών με τη ζωντάνια και τον ενθουσιασμό που τη χαρακτηρίζουν. Την επιτυχία του μαρτυρούν οι συμμετοχές που πλέον εκτείνονται στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια και Νότια Αμερική.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Οι διεθνείς περιπέτειες ενός αρχαίου ελληνικού λιονταριού Jenny Wallensten

Αντίγραφο του Λέοντα του Πειραιώς στην είσοδο του Μουσείου Σουηδικής Ιστορίας στη Στοκχόλμη. Φωτ.: National Historical Museums. Το αντίγραφο ενός τεράστιου λέοντα περιμένει τους επισκέπτες του Μουσείου Σουηδικής Ιστορίας στη Στοκχόλμη. Το πρωτότυπο, φιλοτεχνημένο τον 4ο αιώνα π.Χ., στήθηκε —άγνωστο πότε— στο λιμάνι του Πειραιά στο οποίο έδωσε το μεταβυζαντινό όνομά του: Πόρτο Λεόνε. Ήταν τέλη του 17ου αιώνα όταν το είδε ο Βενετός στρατηγός Morosini και το πήρε στη Βενετία. Έναν αιώνα αργότερα ένας αιγυπτιολόγος διέκρινε επιγραφές σε ρουνική γραφή, τη γραφή των Βίκινγκς.

Αφιέρωμα: Η σουηδική αρχαιολογική έρευνα πεδίου στην Ελλάδα και το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών Frederick Whitling

Ο Γουσταύος (ΣΤ') Αδόλφος στην Ασίνη, το φθινόπωρο του 1922. Φωτ.: Bernadottebiblioteket, bildarkiv, GVIA A10a. Από το 1894 μέχρι σήμερα, Σουηδοί κλασικοί αρχαιολόγοι έχουν ερευνήσει δεκατρείς αρχαιολογικές θέσεις της Ελλάδας. Η πλειονότητα των θέσεων αυτών εντοπίζεται στην Πελοπόννησο, ωστόσο έρευνες πεδίου έχουν διεξαχθεί και στην Κρήτη, στη Στερεά Ελλάδα και στη Θράκη. Σήμερα τρία ερευνητικά προγράμματα περιλαμβάνουν ανασκαφικές εργασίες εν εξελίξει, στην Καλαύρεια, τον Βλοχό και την Ερμιόνη. Παράλληλα πραγματοποιούνται μελέτες του ήδη ανεσκαμμένου αρχαιολογικού υλικού.

Η Ασίνη σε βάθος 7.000 ετών Gullög Nordquist

Η Κάτω Πόλη από την ακρόπολη με τον λόφο της Μπαρμπούνας στο βάθος, το 1926. Φωτ.: Συλλογή Ασίνης (7733). Τις τελευταίες δεκαετίες νέες θεωρητικές προσεγγίσεις και μελέτες έχουν φέρει στο φως καινούργιες πτυχές της ζωής στην Ασίνη. Αρχαιολογικό υλικό στο οποίο στο παρελθόν συχνά αποδιδόταν περιορισμένη σημασία, όπως τα οστά ζώων, έγινε το επίκεντρο της αρχαιολογικής έρευνας, ενώ νέα ερωτήματα οδήγησαν σε νέες γνώσεις γύρω από τη ζωή αυτού του ταπεινού αλλά γεμάτου ζωή οικισμού στις ακτές του κόλπου της Αργολίδας. Το παρόν άρθρο παρουσιάζει κάποιες από αυτές τις νέες γνώσεις, κυρίως όσες προέκυψαν την τελευταία εικοσαετία.

Οι έρευνες των αρχαίων καταλοίπων στην ακρόπολη της Μιδέας Ann-Louise Schallin

Άποψη από τον χώρο της Ανατολικής Πύλης προς το χωριό της Μιδέας. Φωτ.: Ann–Louise Schallin. Η ακρόπολη της Μιδέας δεσπόζει στην άκρη της αργολικής πεδιάδας. Εντοπίζεται εύκολα, καθώς τόσο ο οικισμός της Μιδέας στους πρόποδες του λόφου όσο και το επιβλητικό τείχος που περικλείει την ακρόπολη είναι σε περίοπτη θέση. Η Μιδέα βρίσκεται στο κέντρο της μυκηναϊκής επικράτειας, με τις Μυκήνες στα βόρεια και την Τίρυνθα στα νοτιοδυτικά. Σε μικρή απόσταση από τη Μιδέα, στον οικισμό των Δενδρών, εντοπίστηκε ένα μυκηναϊκό νεκροταφείο που πιθανότατα αποτελούσε έναν από τους χώρους ταφής της πόλης.

Το ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαύρεια Πόρου Arto Penttinen

Άποψη της ανασκαφής στο Κτήριο Α το 2012. Το καλοκαίρι του 1894 δύο νεαροί Σουηδοί, ο Samuel Wide και ο Lennart Kjellberg, έκαναν το όνειρό τους πραγματικότητα: να διενεργήσουν μια σουηδική ανασκαφή σε μια σημαντική θέση της αρχαίας Ελλάδας. Στόχος τους ήταν να αναβαθμίσουν τη θέση της Σουηδίας ως καλλιεργημένου έθνους μέσω της εξερεύνησης των ερειπίων της αρχαίας Ελλάδας. Καθώς η Σουηδία δεν διέθετε αρχαιολογική σχολή στην Ελλάδα την εποχή εκείνη, η άδεια ανασκαφής αποκτήθηκε μέσω του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. Η θέση που προσφέρθηκε στους δύο αρχαιολόγους ήταν το ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαύρεια της νήσου Πόρου, θέση γνωστή από τις γραπτές πηγές ως ο τόπος θανάτου του ρήτορα Δημοσθένη και ως το κέντρο της Αμφικτιονίας της Καλαύρειας. Οι Σουηδοί πέρασαν δύο μήνες στο νησί εκείνο το καλοκαίρι, εξερευνώντας τα ερείπια του ιερού, γράφοντας επιστολές στη Σουηδία και υποδεχόμενοι επισκέπτες, όπως τον σπουδαίο αρχαιολόγο Wilhelm Dörpfeld του Γερμανικού Ινστιτούτου.

Οδός Σουηδίας ή Πώς οι Σουηδοί κλασικιστές συνέδραμαν τον λιμοκτονούντα ελληνικό λαό Marie Mauzy

Δίστομο, Ιούνιος 1944. Στο κέντρο, η νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού Έλλη Αδοσίδου και ο Christian Callmer. Η οδός Σουηδίας, που βρίσκεται στο Κολωνάκι, στο κέντρο της Αθήνας, αρχικά ονομαζόταν οδός Σπευσίππου. Μετονομάστηκε τη δεκαετία του 1940, για να τιμήσει την ανθρωπιστική αποστολή του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπέρ του ελληνικού λαού που λιμοκτονούσε. Στον συγκεκριμένο δρόμο δεσπόζουν τέσσερα μεγάλα ιδρύματα: το Μαράσλειο Διδασκαλείο, η Βρετανική Σχολή Αθηνών, η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Όλα αυτά τα κτήρια χρησιμοποιήθηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό ως γραφεία και χώροι διαμονής. Σήμερα, σχεδόν κανένας δεν γνωρίζει γιατί ο δρόμος αυτός ονομάστηκε οδός Σουηδίας και τι ακριβώς έκαναν οι Σουηδοί ώστε να τιμηθούν με αυτόν τον τρόπο.

Θέματα: Αναζητώντας τα τοπία του παρελθόντος Αntoine Chabrol, Εric Fouache

Ανύψωση της ακτογραμμής έπειτα από σεισμούς στη χερσόνησο της Περαχώρας (φωτ.: A. Chabrol). Σήμερα, χάρη στην ανάπτυξη της γεωαρχαιολογικής προσέγγισης, τα τοπία συναποτελούν αρχαιολογικό και ιστορικό αντικείμενο. Οι μέθοδοί της συνιστούν την αφετηρία θεαματικών ανακαλύψεων σε κάθε γωνιά της γης, οι οποίες αλλάζουν την εικόνα που είχαμε για τους παλαιότερους πολιτισμούς. Σε όλες τις βαθμίδες της, είτε κατά τη διάρκεια της αρχαιολογικής έρευνας στη στεριά είτε κατά τη διάρκεια της ενάλιας έρευνας, η γεωαρχαιολογική προσέγγιση έχει καθιερωθεί ως πρωτοποριακό εργαλείο τόσο ως προς την κατάκτηση της γνώσης όσο και ως προς τον χαρακτηρισμό των δεσμών που πάντα υπήρχαν (και υπάρχουν ακόμα) μεταξύ «ανθρώπου και περιβάλλοντος».

Οι χρήσεις και η διακίνηση της μαστίχας στην ελληνική αρχαιότητα: Δεδομένα και υποθέσεις Νίκος Μερούσης

Φύλλο μαστιχόδεντρου (χαρακτικό, Ο. Dapper, «Description exacte des iles de l'Archipel», Άμστερνταμ 1703, σ. 217). Οι σελίδες που έχουν γραφτεί για τη μοναδική χιώτικη μαστίχα και τον σχίνο (Pistacia lentiscus var. chia), που καλλιεργείται στα 24 Μαστιχόχωρα του νότου, σε μια έκταση 212 τετρ. χλμ., άγνωστο από πότε, είναι αναρίθμητες. Κανείς δεν έχει δώσει μια επαρκή απάντηση στο γιατί η μαστίχα, η φυσική αρωματική ρητίνη που εκκρίνει ο κορμός του χιώτικου σχίνου, παράγεται μόνο σε αυτή την περιοχή.

Αρχαιολογικός χώρος: Βλοχός Μαρία Βαϊοπούλου, Robin Rönnlund, Φωτεινή Τσιούκα

Καλλιτεχνική αναπαράσταση της αρχαίας πόλης στον Βλοχό όπως πιθανόν ήταν τον 3ο αι. π.Χ. Robin Rönnlund. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα του Βλοχού αναφέρει για πρώτη φορά ο Βρετανός περιηγητής William Leake, ο οποίος πέρασε από την περιοχή το 1803. Ο Leake δεν επισκέφθηκε ποτέ ο ίδιος τον λόφο, αλλά στηρίχτηκε σε αναφορές των ντόπιων κατοίκων. Ο πρώτος λόγιος που επισκέφθηκε τον λόφο και περιέγραψε τις αρχαιότητές του ήταν ο Δανός φιλόλογος Johan Louis Ussing το 1847. Ο Ussing παρατήρησε τα καλοδιατηρημένα κατάλοιπα των οχυρώσεων πάνω στον λόφο, καθώς και τους μεγάλους δρόμους με αναλημματικούς τοίχους στις πλαγιές του, κάνοντας όμως μόνο μια σύντομη αναφορά και χωρίς να μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες. Για εκατό και πλέον χρόνια μετά την επίσκεψη του Ussing δεν δημοσιεύτηκαν παρά ελάχιστες άμεσες πληροφορίες για τα αρχαιολογικά κατάλοιπα του Βλοχού.

Τεύχος 63, Ιούνιος 1997 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Η πολεοδομία της κλασικής περιόδου Wolfram Hoepfner

Πειραιάς. Σχέδιο της πόλης από τον Ιππόδαμο. Στην κοινωνία της Κλασικής περιόδου ο δημόσιος χώρος αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Χαρακτηριστικές είναι οι εκτεταμένες δημόσιες περιοχές μέσα στις πόλεις, το φαινόμενο της «τυποποίησης των κατοικιών» σε πόλεις νεόδμητες κατ’ επιταγή της αρχής της ισονομίας, η πολιτιστική σημασία που αποκτά ο ανδρώνας των συμποσίων, ενός θεσμού που ενίσχυε την τάση για την καταξίωση της ύπαρξης του πολίτη μέσα από τη δημόσια ζωή. Ο συγγραφέας παρουσιάζει έξι πόλεις (Μίλητος, Πειραιάς, Αθήνα, Όλυνθος, Ρόδος, Πριήνη) και ένα ηπειρώτικο χωριό (Όρραον) επισημαίνοντας ομοιότητες και διαφορές. Η Μίλητος είναι η πρώτη ελληνική πόλη-μητρόπολη που ανεγέρθηκε βάσει σχεδίου, έργο αναμφίβολα του Ιππόδαμου. Το σφιχτοπλεγμένο οδικό της δίκτυο είναι πρωτοφανές. Ισομεγέθη τεμάχια ευνοούσαν τις «μονοκατοικίες σε σειρά». Προορισμένο για τα κοινά, το κέντρο της πόλης σχημάτιζε Η, σχήμα που συναντάμε στις πόλεις έως την Ελληνιστική περίοδο. Ο Πειραιάς είναι η πρώτη πόλη που έχει ανεγερθεί βάσει σαφώς επιστημονικού πολεοδομικού σχεδιασμού. Εκφράζοντας την εκτίμησή τους, οι Αθηναίοι έδωσαν στον Ιππόδαμο το δικαίωμα του πολίτη. Ο Πειραιάς είχε το πιο πυκνό οδικό δίκτυο. Στη δεκαετία του 470 π.Χ. η πόλη έμοιαζε με σύγχρονη συνοικία «κατοικιών σε σειρά». Ο ανδρώνας είχε σχεδιαστεί για να χωράει επτά ανάκλιντρα. Σε αντίθεση με τη Μίλητο, στις συνοικίες της Αθήνας η ανοικοδόμηση έγινε πάνω στο παλαιό σχέδιο. Σε αντίθεση με τον Πειραιά, δεν υπήρχαν εντυπωσιακοί προθάλαμοι με κίονες και ο ανδρώνας δεν χωρούσε συνήθως πάνω από τρία ανάκλιντρα. Αθήνα, Μίλητος και Πειραιάς τεκμηριώνουν τον βασικό πολεοδομικό κανόνα της εποχής που υπαγόρευε τη διάθεση μεγάλης έκτασης που να διασχίζει την πόλη από άκρη σε άκρη για την ανέγερση μνημείων και δημόσιων οικοδομημάτων. Οι ναοί χτίζονταν κατά προτίμηση πάνω σε ύψωμα για να φαίνονται από μακριά. Η μακεδονική Όλυνθος ιδρύθηκε το 432 π.Χ. Στο οδικό δίκτυο δεν αντανακλάται το ιπποδάμειο σύστημα. Ο τύπος των τυποποιημένων σπιτιών χαρακτηρίζεται ως οικία με παστάδα. Οι κίονες των παστάδων, που αποτελούσαν ένα είδος πρόσοψης, τεκμηριώνουν και κάποιο χαρακτήρα επίδειξης, άγνωστο στην Αθήνα της εποχής. Όταν το 408 π.Χ. οι τρεις παλαιές πόλεις της Ρόδου ενώθηκαν σε ενιαίο κράτος, ίδρυσαν στο βορειότερο σημείο του νησιού τη Ρόδο με τα πέντε λιμάνια, τη μεγαλύτερη πόλη που είχε ιδρυθεί έως τότε. Πόλη πρότυπο, η Ρόδος απέκτησε το πυκνότερο οδικό δίκτυο και τους μεγαλύτερους κλήρους για κατοικίες. Για πρώτη φορά, τεράστιοι χώροι αφήνονται κενοί προβλέποντας τη μελλοντική ανάπτυξη. Τα κατάλοιπα των πιο καλοδιατηρημένων κατοικιών της Κλασικής περιόδου βρίσκονται στο χωριό Όρραον. Το τειχισμένο ωοειδές χωριό με τα 100 περίπου σπίτια δεν είχε θέατρο ούτε γυμνάσιο. Τα σπίτια διαθέτουν χώρο συμποσίων και λουτρό, υπνοδωμάτια και δωμάτια υπηρεσίας. Όπως και οι αγροικίες που έχουν ανασκαφεί στην Αττική, τα σπίτια στο Όρραον δεν υστερούν σε τίποτα από τις κατοικίες των πόλεων. Η Πριήνη αποτελεί την κορωνίδα του κλασικού αστικού σχεδιασμού. Ολόκληρη η πόλη μπορεί να θεωρηθεί ένα κομψοτέχνημα. Ο αρχιτέκτων Πυθέας δεν κατασκεύασε μόνο ένα σύστημα από ορθογώνιους, παράλληλους δρόμους και τετράγωνα. Ακολουθώντας την πυθαγόρεια φιλοσοφία ενσωμάτωσε τις γωνίες όλων των κτιρίων σε αυτό το περίτεχνο γεωμετρικό δίκτυο. Το σχέδιο περιλαμβάνει τις τυποποιημένες ατομικές κατοικίες και κορυφώνεται στο περίφημο ναό της Αθηνάς που βρίσκεται σε υπερυψωμένη βάση πάνω από την αγορά.

Η ελληνιστική πόλη E. J. Owens

Η αγορά της Άσσου. Η κυριαρχία των Μακεδόνων βασιλέων είχε μεγάλη επίδραση στις πόλεις του ελληνιστικού κόσμου που έχουν πλέον χάσει την πολιτική τους ανεξαρτησία. Λίγες μόνο πόλεις εξαιρούνται από τις εισφορές που επιβάλλουν οι βασιλείς, οι οποίες όμως αντισταθμίζονται με παροχές και χορηγίες. Οι νέες πόλεις δημιουργούνται συνήθως από τη συνένωση γειτονικών οικισμών. Έτσι ιδρύεται η Θεσσαλονίκη από τον Κάσσανδρο το 316 π.Χ. και η Δημητριάς στον Παγασητικό από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή το 393 π.Χ. Η ταχύτερη μέθοδος για τη δημιουργία νέων πόλεων ήταν η χρήση ενός συστηματικού ιπποδάμειου σχεδίου. Οι νεόδμητες πόλεις σχεδιάζονται ως σειρές από επαναλαμβανόμενα οικοδομικά τετράγωνα, τις νησίδες (insulae). Οι διαστάσεις της κάθε νησίδας ανάγονται στην απλή αναλογία 2 προς 1, και όλα τα κτήρια προσαρμόζονται στο μέγεθος της νησίδας ή των πολλαπλασίων της. Μια εικόνα της διαρρύθμισης των νησίδων κατοικίας μας δίνει η Κασσώπη. Οι Σελευκίδες βασιλείς ίδρυσαν πάνω από εξήντα πόλεις. Τα πολεοδομικά σχέδια ακολουθούσαν και εδώ ένα στερεότυπο μοντέλο. Οι περισσότερες πόλεις ήταν προσαρμοσμένες στο πρότυπο που χαρακτηρίζει την Αντιόχεια επί του Ορόντη, την οποία διάλεξε για πρωτεύουσά του ο Σέλευκος Α' το 300 π.Χ. Η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού αποίκων καθιστούσε αναγκαία την εφαρμογή ενός απλουστευμένου πολεοδομικού σχεδίου, στρατιωτικού τύπου, που συγχρόνως υπογράμμιζε την ισότητα των νέων κατοίκων. Θύλακες ελληνικού πολιτισμού μέσα σε ένα κόσμο βαρβάρων, οι ελληνιστικές πόλεις επιτηρούσαν τη διατήρηση της αποκλειστικότητάς τους. Από τα σπουδαιότερα μέσα διατήρησης της ελληνικής ανωτερότητας ήταν το γυμνάσιο. Εκπαιδευτικό ίδρυμα που σκόπευε στη φυσική και πνευματική διάπλαση της νεολαίας, το γυμνάσιο ήταν και μια κοινωνική λέσχη με μέλη που προέρχονταν από την άρχουσα τάξη. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. το γυμνάσιο αρχίζει να καλλωπίζεται αρχιτεκτονικά ενώ το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνεται μέσα στα τείχη και συχνά τοποθετείται κοντά στην αγορά δείχνει την αυξανόμενη σημασία του. Οι εκτεταμένοι εξωραϊσμοί και οι πειραματικές συνθέσεις μνημειακών κτισμάτων βρίσκουν χαρακτηριστικό παράδειγμα στην αγορά της πόλης της Άσσου. Η πόλη Δούρα-Εύρωπος ιδρύθηκε από τον Σέλευκο Α΄ γύρω στο 300 π.Χ. Βρισκόταν στην κορυφή απόκρημνου οροπεδίου και ήταν περιτειχισμένη με ισχυρά τείχη. Ήταν ο κύριος εμπορικός σταθμός στον Ευφράτη και σε αυτό οφείλεται η κοσμοπολίτικη ανάπτυξή της. Όπως η Δήλος στο Αιγαίο και οι πόλεις των καραβανιών, η Πέτρα, η Παλμύρα και η Γέρασα, η Δούρα-Εύρωπος προσήλκυσε πραματευτές κι εμπόρους κάθε εθνικότητας με αποτέλεσμα ένα εντυπωσιακό μείγμα ελληνικού, παρθικού, σημιτικού και ρωμαϊκού πολιτισμού. Η Πέργαμος αναμφίβολα αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα του ελληνιστικού πολεοδομικού σχεδιασμού. Χτισμένη σε μια κορυφογραμμή, πρόβαλε με θεαματικό τρόπο την ιδιομορφία του εδάφους χρησιμοποιώντας εκτεταμένες και περίπλοκες βαθμίδες. Στη χαμηλότερη βαθμίδα υπήρχε η επιβλητική αγορά και στην παραπάνω βαθμίδα ένα γυμνασιακό συγκρότημα. Το θεαματικότερο τμήμα της πόλης ήταν, στην κορυφή του βουνού, η ακρόπολη, με το θέατρο στο κεντρικό της σημείο. Στηριγμένο σε ένα ογκώδες αντιτείχισμα, το θέατρο βρισκόταν στην απόκρημνη δυτική πλευρά του χώρου, με θέα τα εδάφη του βασιλείου. Εδώ υπήρχε άλλη μια αγορά, αρκετοί ναοί, ο μεγάλος βωμός του Δία, στρατόπεδο, οπλοστάσιο και το βασιλικό ανάκτορο.

Πόλη-πόλις κατά την υστερογεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο Αλέξανδρος Γούναρης

Αρχαία Σμύρνη, κατά φαντασία αναπαράσταση του οικισμού προς το τέλος του 7ου αι. π.Χ. Μεμονωμένα πολεοδομικά στοιχεία δοκιμάζονται για να τεκμηριώσουν απαντήσεις στα ερωτήματα ως προς τη γένεση και την εξέλιξη της πόλης-κράτους. Τέτοια στοιχεία είναι το τείχος, η αγορά, κάποιο τέμενος, το δίκτυο ύδρευσης, ένας αναλημματικός τοίχος κ.ά. Στα αρχαϊκά Μέγαρα Υβλαία, η ανάπτυξη των κατοικιών γύρω από την τραπεζοειδούς σχήματος αγορά εξηγεί την παρέκκλιση από το αυστηρά ορθογωνικό πολεοδομικό σχέδιο. Πολεοδομικές εικόνες προσφέρουν και οι πολεοδομικοί πυρήνες, που συνήθως συνίστανται από τις ομάδες των κατοικιών.  Το παράδειγμα του οικισμού της Λαθούριζας, λίγο νοτιότερα της υστερογεωμετρικής και αρχαϊκής πόλης των Αθηνών, αν και επιδεικνύει ποικιλία αρχιτεκτονικών τύπων κατοικιών και ένα πολεοδομικό ιστό ανένταχτο στις συνήθεις τυπολογήσεις, συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα πολεοδομικού πυρήνα πρόδρομου αυτών που κατόπιν αναπτύχθηκαν στις εν άστει οικιστικές συγκεντρώσεις. Τέλος, τα πολεοδομικά σύνολα συνίστανται από συστηματοποιημένες ομαδοποιήσεις πολεοδομικών στοιχείων και πολεοδομικών πυρήνων. Για την τυπολόγηση πολεοδομικών συνόλων έχουν χρησιμοποιηθεί μορφολογικά και λειτουργικά κριτήρια. Πιο στέρεη βάση όμως προσφέρει το κριτήριο του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το πολεοδομικό σύνολο. Α. Σε μια πρώτη κατηγορία ομαδοποιούνται οι πολεοδομικοί τύποι του μικρασιατικού χώρου: Έφεσος, Σμύρνη, Μίλητος, Μελίη, Λάρισα επί του Έρμου, Νεανδρία. Στη Μελίη ο οικισμός απεικονίζει τον πρώτο πολεοδομικό τύπο οικισμού, τον τόπο κατοικίας του νεοαφιχθέντος ηγεμόνος από τον ελλαδικό χώρο. Η Σμύρνη και η Μίλητος όμως δεν επαληθεύουν το πολεοδομικό πρότυπο της Μελίης. Στη Μίλητο δεν αλλάζει μόνο η πολεοδομική κλίμακα αλλά επιπλέον διακρίνεται αμυδρά η τήρηση αξόνων προσανατολισμού στους καμπυλόσχημους πολεοδομικούς πυρήνες της Υστερογεωμετρικής περιόδου, γεγονός που προαγγέλλει την προσχεδιασμένη σύλληψη του χώρου. Β. Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται οι τύποι που προδιαγράφουν τις απαρχές της πολεοδομικής σχεδίασης στο χώρο της νοτίου Ιταλίας και της Σικελίας: Μέγαρα Υβλαία, Κασμέναι, Σελινούς, Μεταπόντιο, Ακράγας. Ο αρχαϊκός πολεοδομικός ιστός στις περισσότερες από τις αποικίες συνίσταται από τα γνώριμα ορθογώνια τετράγωνα που ορίζονται από παράλληλους και κάθετους μεταξύ τους δρόμους. Η σύλληψη του σχήματος αυτού αποδίδεται από κάποιους στις απαρχές της εξορθολογισμένης πολεοδόμησης των μητροπόλεων της Μ. Ασίας και δη της Μιλήτου. Παρά το ασύμβατο των χρόνων, στον πολεοδομικό χώρο αναγνωρίζεται η υλοποίηση των αλλαγών που συνέβησαν στον πνευματικό χώρο των Ιώνων φιλοσόφων. Γ. Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν οι εντελώς ιδιόμορφοι τύποι των εσχατιών του αποικιακού χώρου, η Ολβία στον Πόντο αλλά και η Κυρήνη στη Βόρειο Αφρική. Δ. Οι τύποι που εμφανίζονται στον ελλαδικό χώρο απεικονίζουν μια αυτόχθονη, μη προσχεδιασμένη πολεοδομία. Τίθεται το ερώτημα: μπορούμε μέσω της θεώρησης της υστερογεωμετρικής-αρχαϊκής πολεοδομίας να ιχνηλατήσουμε ιστορικά φαινόμενα ή και γεγονότα αλλά και πνευματικές δραστηριότητες όπως είναι ο πολεοδομικός σχεδιασμός; Η ποικιλία των υστερογεωμετρικών πολεοδομικών τύπων, η καθόλου αυτονόητη μετεξέλιξή τους προς τα ευανάγνωστα και εξορθολογισμένα σχήματα πόλεων του τέλους της αρχαϊκής περιόδου, οι επιβιώσεις προγενέστερων πολεοδομικών διευθετήσεων αλλά και οι ασυνέχειες εντός των πολεοδομικών ιστών, κάθε άλλο παρά οδηγούν σε μονόπλευρες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Αν εξαιρέσουμε τις πόλεις του αποικιακού χώρου που αναδύθηκαν εκ του μηδενός, οι ερμηνείες της πολεοδομικής εξέλιξης των πόλεων της μητροπολιτικής Ελλάδας και της Μικράς Ασίας είναι δέσμιες των ιστοριών της κάθε πόλης-κράτους, ιδιαίτερα των γεωφυσικών παραμέτρων του περιβάλλοντος χώρου.

Από τον μυκηναϊκό κόσμο στην πόλη-κράτος των ιστορικών χρόνων: οι οικισμοί των Σκοτεινών Xρόνων Νότα Κούρου

Φαιστός, γεωμετρικός οικισμός. Στην ανακτορική κοινωνία της Μυκηναϊκής περιόδου το θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο βρισκόταν μέσα στην τειχισμένη ακρόπολη, στο ανάκτορο του μονάρχη, που διηύθυνε συνολικά μια μεγάλη περιφέρεια με πολλά και μικρά οικιστικά σύνολα. Αντίθετα, η πόλη-κράτος των Ιστορικών χρόνων μαζί με την περιφέρειά της αποτελούσε αυτόνομη πολιτική ενότητα με ένα κύριο μεγάλο οικισμό, στον οποίο από πολεοδομική άποψη κυριαρχούσε το ιερό της πολιούχου θεότητας και η αγορά με τα δημόσια οικοδομήματα. Ο όρος «Σκοτεινοί χρόνοι» ορίζει την περίοδο που μεσολαβεί από το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού έως τη δημιουργία της πόλης-κράτους (περ. 1100-750 π.Χ.). Σήμερα, ύστερα από τα ευρήματα των νεκροταφείων στο Λευκαντί και την Κνωσό, υποδηλώνει κυρίως την αποσπασματική μας γνώση για τους οικισμούς της μεταμυκηναϊκής περιόδου. Ο αριθμός των οικισμών δεν μπορεί να προσδιοριστεί, είναι όμως σαφές πως έχουμε συνθήκες μόνιμης εγκατάστασης. Τα μεγαλύτερα οικοδομήματα που εμφανίζονται στους μικρούς οικιστικούς πυρήνες ερμηνεύονται συνήθως ως «οικίες αρχόντων». Στις περισσότερες θέσεις, όπου αργότερα αναπτύσσονται μεγάλες πόλεις-κράτη, εντοπίζονται περιφερειακά πολλοί οικιστικοί πυρήνες, οι οποίοι επιβεβαιώνουν τον αριστοτελικό όρο για την «κατά κώμας οίκησιν» που προηγήθηκε της πόλης. Οι μυκηναϊκές ακροπόλεις θα μείνουν ακατοίκητες και, από τον 8ο αιώνα π.Χ. και μετά, θα φιλοξενήσουν μόνο το ναό της θεότητας. Αντίθετα, η κατοίκηση των μινωικών κέντρων είναι συχνά συνεχής. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα μεγάλα κέντρα του ανατολικού Αιγαίου (Σάμος, Σμύρνη, Μίλητος) που ιδρύονται στο πλαίσιο του ιωνικού αποικισμού και αναπτύσσονται ταχύτατα σε μεγάλα αστικά κέντρα. Ιδιότυπη κατηγορία οικισμών αυτής της περιόδου αποτελούν οι «οικισμοί φυγάδων» σε δυσπρόσιτες θέσεις της ανατολικής Κρήτης. Η αγορά εμφανίζεται μόλις κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. Θρησκευτικά κέντρα πριν από τον 9ο αιώνα π.Χ. δεν ταυτίζονται γιατί η λατρεία είναι υπαίθρια και συντελείται γύρω από κάποιο βωμό. Τα νεκροταφεία είναι κατά κανόνα παρόδια και καλά οργανωμένα. Οι παλιότεροι οικισμοί των Σκοτεινών χρόνων είναι ατείχιστοι. Το πρωιμότερο τείχος των Ιστορικών χρόνων είναι το τείχος της Σμύρνης (περί το 850 π.Χ.).

Η αρχαία ελληνική πόλη-κράτος Αλέξανδρος-Φαίδων Λαγόπουλος

Αεροφωτογραφία κεντρικού τομέα οικισμού Βόρειου Λόφου Ολύνθου κατά τη διάρκεια των αναστηλωτικών εργασιών. Το δεύτερο τεύχος του αφιερώματος για την πόλη της Ελλάδας, συντονισμένο πάντοτε από τον Α.-Φ. Λαγόπουλο, διεισδύει στην πρώτη χιλιετία π.Χ. για να μελετήσει αυτήν την πολιτική και χωρική ενότητα που είναι η πόλις, η πόλη-κράτος. Οι συγγραφείς καταγράφουν την περίοδο εκκόλαψης αυτού του νέου κοινωνικού μορφώματος, τη φάση ανάδυσής του, το απόγειό του κατά την Κλασική περίοδο και την εκ των έσω φθορά του, την Ελληνιστική. Τα πέντε γενικά άρθρα του αφιερώματος εμπλουτίζουν τέσσερις μονογραφίες για την Κεντρική Μακεδονία.

Ο θρησκευτικός και πολιτικός συμβολισμός της πόλης στην αρχαία Ελλάδα Αλέξανδρος-Φαίδων Λαγόπουλος

Ο ομφαλός των Δελφών (σύμφωνα με τον Basil Petrakos, «Delphi», Clio Editions, Athens 1977). Η παραγωγή του χώρου στην αρχαία Ελλάδα είναι αδύνατο να αποσυνδεθεί από μια ιδεολογία που κυριαρχείται από μυθικά πρότυπα. Η ακρόπολη του Διμηνίου, που περιβάλλεται από έξι ομόκεντρα τείχη, ίσως υποδηλώνει κάποιον κοσμικό συμβολισμό. Κάτι ανάλογο πιθανόν συμβαίνει με το ανάκτορο της Κνωσού, το οποίο ταυτίζεται με το λαβύρινθο που, με τη σειρά του, ταυτίζεται με εικόνα του κόσμου. Στον πρώτο μύθο για την ίδρυση του μυκηναϊκού οικισμού της Καδμείας, ο ήρωας θανατώνει ένα δράκο που αντιπροσωπεύει το χάος. Ο οικισμός που ακολουθεί τη νίκη ταυτίζεται με την τάξη του σύμπαντος. Ο κοσμικός άξονας διέρχεται από το κέντρο του κόσμου που ταυτίζεται με ομφαλό. Το μαντείο των Δελφών κατείχε μια κοσμική κεντρικότητα. Με την έννοια του ομφαλού είναι στενά συνδεδεμένη η θεά Εστία. Στην κοσμολογία των Πυθαγορείων κοσμικό κέντρο είναι η εστία μαζί με τη φωτιά. Στην πόλη-κράτος κοσμικό κέντρο είναι και η αγορά. Στην Αθήνα, η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη στηρίχτηκε στην αρχή της ισονομίας που συνδέεται στενά με την έννοια της συμμετρίας. Στο χωρικό μοντέλο του Κλεισθένη, ο χώρος υπακούει στη σύμμετρη τάξη του «κόσμου». Ο Ιππόδαμος οργάνωσε τον αστικό χώρο με ένα οδικό δίκτυο αποτελούμενο από μια σχάρα παράλληλων και κάθετων αρτηριών. Η πολεοδομική του σύλληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους αριθμούς 3 και 10. Κοσμολογικές έννοιες καθώς και η έννοια της συμμετρίας χαρακτηρίζουν την ιδανική πόλη-κράτος του Πλάτωνα στους Νόμους. Η γεωμετρία και η αριθμολογία των Νόμων συγγενεύει στενά με την πλατωνική κοσμογονία και κοσμολογία του Τίμαιου, καθώς και με την περιγραφή της Ατλαντίδας στον Κριτία.

Άλλα θέματα: Οι ιστορικές πληροφορίες των Pούνων της Σουηδίας για τα ταξίδια των Σκανδιναβών στο Bυζάντιο Αντωνία Βαφειάδου

Ρουνική επιγραφή σε πέτρα που μας μιλά για κάποιον άντρα ο οποίος ήταν στην Ελλάδα και πήρε μερίδιο από το χρυσάφι. Το μόνο είδος γραπτού λόγου στη Σκανδιναβία στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν οι ρούνοι, γράμματα σμιλευμένα σε πέτρα, που εμφανίστηκαν τον 11ο αιώνα. Οι ρούνοι περιείχαν είτε απλά χαραγμένες λέξεις και ονόματα είτε επίσημες, διακοσμημένες επιγραφές στη μνήμη κάποιων προσώπων. Εικοσιέξι ρούνοι πληροφορούν για ταξίδια Σκανδιναβών στο Βυζάντιο. Σε δεκαπέντε από αυτούς, οι άντρες που αόριστα εμφανίζονται να έχουν πεθάνει στην Ελλάδα, δεν αποκλείεται να υπήρξαν ξένοι μισθοφόροι στρατιώτες. Είναι άλλωστε γνωστό το σώμα των Βαράγκων που δημιούργησε στις αρχές του 10ου αιώνα ο Βασίλειος Β΄ για να τους χρησιμοποιήσει στην προσωπική του φρουρά. Δυο ρουνικές επιγραφές δηλώνουν πως ορισμένοι άντρες πήγαν στην Ελλάδα για «να μοιράσουν χρυσό». Ήταν άραγε μισθοφόροι ή έμποροι; Από τα βυζαντινά αντικείμενα που βρέθηκαν στη Σκανδιναβία, 635 νομίσματα βρέθηκαν στη Σουηδία σε θησαυρούς, τάφους ή ανάμεσα σε άλλα ευρήματα σε κατοικίες, όλα από την εποχή των Vikings (800-1150). Τα περισσότερα είναι ασημένια και βρέθηκαν στο νησί Gotland. Έχει διαπιστωθεί πως τα νομίσματα ήταν θαμμένα κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών για πολλές γενιές. Τα άλλα βυζαντινά αντικείμενα της Σκανδιναβίας έχουν σχεδόν όλα θρησκευτικό χαρακτήρα. Ξεχωρίζουν δυο σφραγίδες από το Hedeby/Ribe της Δανίας με ελληνικές επιγραφές που δηλώνουν την ταυτότητα του κατόχου τους. Τέλος, σε γυναικείους και ανδρικούς τάφους του 9ου και του 10ου αιώνα στο νησί Birka της Σουηδίας βρέθηκαν κομμάτια μεταξωτά υφάσματα με χρυσό και ασήμι στη διακόσμησή τους, σύμφωνα με τα βυζαντινά πρότυπα.

Πύδνα Μάνθος Μπέσιος

Μακρύγιαλος, βόρειο νεκροταφείο Πύδνας. Περιτραχήλιο, 4ος αι. π.Χ. Στη βόρεια Πιερία, νότια από τον σύγχρονο οικισμό του Μακρύγιαλου, βρίσκεται η αρχαία Πύδνα. Η πρώτη κατοίκηση στην περιοχή, ένας από τους πιο εκτεταμένους οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής, εντοπίζεται νοτιοδυτικά του Μακρύγιαλου. Διακρίνονται δύο φάσεις, μια προδιμηνιακή και μια σύγχρονη με το κλασικό Διμήνι. Στην εποχή του Χαλκού ιδρύονται για πρώτη φορά οικισμοί στα παράλια της βόρειας Πιερίας, ο ένας στη θέση της αρχαίας Πύδνας, στα νότια του νεολιθικού οικισμού. Μεγάλη επέκταση του οικισμού σημειώνεται την Πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Για πρώτη φορά στη Μακεδονία εμφανίζονται θαλαμωτοί τάφοι. Την αρχαϊκή εποχή η Πύδνα συρρικνώνεται σημαντικά. Η πόλη, που οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν «μακεδονική», γνωρίζει τη μεγάλη της ακμή τον 5ο αιώνα π.Χ. Στα χρόνια του Αλέξανδρου Α' γίνεται το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του βασιλείου. Η ακμή της ανακόπηκε μετά την αποστασία της, που πρέπει να αποδοθεί στις μεταρρυθμίσεις του Αρχέλαου (413-399 π.Χ.). Τιμωρώντας τους, ο Αρχέλαος μετέφερε τους κατοίκους σε μεσόγεια θέση, στο σημερινό Κίτρος. Σύντομα όμως εκείνοι επέστρεψαν κερδίζοντας μάλιστα και την αυτονομία τους, μάλλον χάρη σε ευνοϊκές ρυθμίσεις του βασιλιά Αμύντα Γ'. Το 357 π.Χ. ο Φίλιππος Β' καταλαμβάνει την πόλη και την επαναφέρει στη σφαίρα επιρροής των Μακεδόνων. Μετά την ολοκληρωτική εγκατάλειψη της Μεθώνης το 354 π.Χ., η αστικοποίηση της Πύδνας εντείνεται. Στο χώρο της Πύδνας το 168 π. Χ.  οι Ρωμαίοι συνέτριψαν τις μακεδονικές δυνάμεις του Περσέα. Στα βυζαντινά χρόνια η Πύδνα γνωρίζει πάλι μεγάλη ακμή ως Κίτρος, οχυρωμένος οικισμός με έδρα επισκοπής. Στην Τουρκοκρατία ο παράλιος οικισμός εγκαταλείπεται για να μεταφερθεί στη σημερινή θέση του Κίτρους.

Θεσσαλονίκη. Τέχνη και μνημεία κατά την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή περίοδο Νίκος Νικονάνος

Αγία Σοφία. Ψηφιδωτό τρούλου. Ανάληψη (λεπτομέρεια). Τον 5ο και 6ο αιώνα, περίοδο ακμής για την πολυάνθρωπη πόλη, η Θεσσαλονίκη μεταβάλλεται από ρωμαϊκή σε χριστιανική. Η Ροτόντα, ο Άγιος Δημήτριος, η Αχειροποίητος και η Μονή Λατόμου είναι οι πιο πειστικοί μάρτυρες μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας παράλληλης με εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Από τα περίφημα ψηφιδωτά της Ροτόντας, περίκεντρου ρωμαϊκού οικοδομήματος που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό στα τέλη του 4ου αιώνα, γνωστότερη είναι η ζωφόρος των μαρτύρων. Η εκκλησία του πολιούχου Αγίου Δημητρίου του 5ου αιώνα ξανακτίστηκε τον 7ο αιώνα, μετά από πυρκαγιά. Πεντάκλιτη ελληνιστική βασιλική διακρίνεται για τον μεγαλοπρεπή της διάκοσμο. Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες αποτελούνται από πίνακες, αφιερώματα πιστών, και συνιστούν πολύτιμα τεκμήρια για την ιστορία της ζωγραφικής από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα. Στην Αχειροποίητο, μεγάλη τρίκλιτη ελληνιστική βασιλική με εξαιρετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και γλυπτά, τα ψηφιδωτά απεικονίζουν φυτικά κοσμήματα σε συνδυασμό με συμβολικές παραστάσεις του χριστιανισμού. Η Μονή Λατόμου –Όσιος Δαβίδ- κτίστηκε στα τέλη του 5ου αιώνα και σήμερα διατηρείται κατά τα δύο τρίτα. Θεωρείται προδρομικός τύπος του σταυροειδή με τρούλο ναού και διασώζει σύγχρονα με την κατασκευή του ψηφιδωτά και τοιχογραφίες κομνήνειες και παλαιολόγειες. Η τέχνη από τον 7ο αιώνα έως το τέλος της χιλιετίας εκπροσωπείται κυρίως από τη β΄ φάση του Αγίου Δημητρίου και από την Αγία Σοφία που η ίδρυσή της τοποθετείται στον 7ο αιώνα. Ανήκει στον μεταβατικό σταυροειδή με τρούλο και περίστωο τύπο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ψηφιδωτά και τοιχογραφίες, με προεξάρχον το ψηφιδωτό της Ανάληψης στον τρούλο (τέλη 8ου αιώνα). Στον 11ο αιώνα ανήκει η Παναγία των Χαλκέων, σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο ναός. Κτισμένη μόνο με τούβλα, πιστοποιεί τη γενικότερη διάδοση των αντικλασικών τάσεων του αιώνα της. «Χρυσός αιώνας» της ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη θεωρούνται οι τελευταίες δεκαετίες του 13ου και το πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Από την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, επώνυμοι ζωγράφοι της μετακαλούνται και εργάζονται έξω από τα όριά της, ο Πανσέληνος, ο Καλλιέργης, ο Ευτύχιος, ο Μιχαήλ Αστραπάς. Στην Αχειροποίητο, στα υπολείμματα από την παράσταση των Σαράντα Μαρτύρων (1225-1230), διαφαίνονται οι τάσεις των δημιουργών στην προβαθμίδα της παλαιολόγειας «αναγέννησης». Τις αναζητήσεις της παλαιολόγειας αρχιτεκτονικής της πόλης στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα εκφράζει ο Άγιος Παντελεήμων. Σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής με νάρθηκα με περίστωο, ο ναός των Αγίων Αποστόλων (1310-1314) φέρει στις γωνίες τέσσερις, μικρότερους από τον κεντρικό, δορυφόρους τρούλους. Υψηλής τέχνης είναι τόσο τα ψηφιδωτά όσο και οι τοιχογραφίες του. Από τα πιο ωραία κτίσματα της εποχής είναι ο ναός της Αγίας Αικατερίνης, εγγεγραμμένος σταυροειδής με πέντε τρούλους και στοά που περιτρέχει το ναό από τις τρεις πλευρές. Οι τοιχογραφίες του διατηρούν αναμνήσεις από τη μνημειακή τεχνοτροπία του τέλους του 13ου αιώνα. Ένα από τα πιο προικισμένα εργαστήρια της Θεσσαλονίκης έχει τοιχογραφήσει την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ορφανού. Στο πρώτο μισό του αιώνα χρονολογείται και ο ναός των Ταξιαρχών, ιδιότυπη διώροφη ξυλόστεγη μονόχωρη βασιλική με περιμετρική στοά. Μετά το ιδιαίτερα ταραγμένο β΄τέταρτο του 14ου αιώνα έως την πρώτη άλωσή της από τους Τούρκους (1387), η Θεσσαλονίκη ζει την τελευταία περίοδο ακμής. Εξίσου δημιουργικές υπήρξαν η αρχιτεκτονική και ζωγραφική της πόλης, όπως αυτό αποτυπώνεται στο καθολικό του Προφήτη Ηλία, το μνημείο της Μονής Βλατάδων και το ναΐδιο της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.

Ελληνικές αποικίες του Ευξείνου Πόντου Ηλίας Πετρόπουλος

Λάγυνος από το Τεμίρ-Γκορά (Κερτς), β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ. «Ανατολίζοντος» ρυθμού, το αγγείο πιθανόν κατασκευάστηκε στη Ρόδο. Οι πρώτες μαρτυρίες της ελληνικής παρουσίας στα βόρεια παράλια της Μαύρης θάλασσας εντοπίζονται στο νησάκι Μπερεζάν, την αρχαία Βορυσθενίδα, που ιδρύθηκε στο β΄ μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Αναζητώντας καλλιεργήσιμα εδάφη, οι κάτοικοι του νησιού στράφηκαν στην απέναντι ηπειρωτική γη, όπου τελικά έχτισαν την Όλβια. Αποικία των Μιλησίων ήταν και το Παντικάπαιο, το σημερινό Κερτς. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι τα πρώτα θεμέλια της ελληνικής αποικίας είχαν χτιστεί πάνω στα ερείπια μη ελληνικού οικισμού. Τα ευρήματα πρέπει να αποδοθούν στο λαό των Κιμμερίων που κυριαρχούσαν κάποτε στο Βόσπορο. Οι γλωσσολόγοι εντάσσουν τη γλώσσα των Κιμμερίων στην οικογένεια της αρχαίας περσικής. Περσικής προέλευσης θεωρείται το τοπωνύμιο Άξενος, που είχε αποδοθεί στη Μαύρη θάλασσα, ακόμη και το ίδιο το όνομα του Παντικάπαιου. Τα κύρια ονόματα περσικής προέλευσης που αναφέρονται σε επιγραφές μαρτυρούν ότι στους αρχαίους Έλληνες του Παντικάπαιου είχαν εισχωρήσει και εκπρόσωποι αυτόχθονων εθνοτήτων. Υπήρξαν όμως πάντοτε οι μεταξύ τους σχέσεις ειρηνικές; Οι γραπτές πηγές αναφέρουν ότι οι Έλληνες εξεδίωξαν από τον τόπο τούς Σκύθες προκειμένου να ιδρύσουν το Παντικάπαιο και τις άλλες πόλεις στο Βόσπορο. Οι λεηλατικές επιδρομές των Σκυθών κάθε που τα νερά του Βοσπόρου πάγωναν  δημιουργούσαν φόβο και ανασφάλεια στους Έλληνες. Ισχυρό οχυρωματικό τείχος προστάτευε το Παντικάπαιο ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ.  Στην περίπτωση της πόλης Ιλούρατον το πλάτος των τειχών έφτανε τα 8μ. Εν κατακλείδι οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν και εδραιώθηκαν στα βόρεια παράλια του Εύξεινου πόντου καταφέρνοντας να αφομοιώσουν τους αυτόχθονες κατοίκους.

Αρχαία Όλυνθος: η αρχαιολογική έρευνα και οι εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης του χώρου Σουλτάνα Πρωτοψάλτη, Φανή Αθανασίου

Αρχαία Όλυνθος. Συντηρημένα επιχρίσματα τοίχων οικίας ΑVI 8. Η αρχαία Όλυνθος εκτείνεται στο επίπεδο πλάτωμα και στις ανατολικές πλαγιές δυο φυσικών λόφων. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι την Όλυνθο ίδρυσαν οι Βοττιαίοι που εγκαταστάθηκαν στον Νότιο λόφο, στη θέση μικρού νεολιθικού οικισμού. Την αρχαϊκή και κλασική πόλη κατέστρεψαν οι Πέρσες το 479 π.Χ. Όταν η Όλυνθος γίνεται η έδρα του Κοινού των Χαλκιδέων το 432 π.Χ., ο πληθυσμός της τριπλασιάζεται και η πόλη επεκτείνεται στον Βόρειο λόφο, όπου οργανώνεται με βάση το ιπποδάμειο σύστημα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο αποτελείται από δέκα σπίτια σε δύο σειρές που ανήκουν στον τύπο της «οικίας με παστάδα». Γύρω από τη λιθόστρωτη αυλή διατάσσονται οκτώ έως δεκατρία δωμάτια. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν την ύπαρξη και δευτέρου ορόφου στη βόρεια πλευρά του σπιτιού. Πολλά σπίτια έχουν παρόμοια κάτοψη με συνεχόμενους τοίχους, επομένως χτίστηκαν σύμφωνα με συνταγμένο εκ των προτέρων πολεοδομικό σχέδιο. Περιμετρικά του οικισμού εντοπίστηκαν τα τρία νεκροταφεία της πόλης. Στα νοτιοανατολικά του, εντοπίστηκαν οι κατοικίες των εύπορων πολιτών, οι «βίλλες», διακοσμημένες με ιδιαίτερα σημαντικά ψηφιδωτά από φυσικά βότσαλα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιγραφές με συμβόλαια αγοραπωλησίας, οι οποίες βρίσκονταν μάλλον τοποθετημένες πλάι στην κεντρική είσοδο κάθε σπιτιού. Μετά την καταστροφή της από τον Φίλιππο το 348 π.Χ., η Όλυνθος δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ πια. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν στα 1928-1938 από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή και τον καθηγητή D. M. Robinson. Η ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων υλοποιεί σήμερα (1992 – 1999) εργασίες αποκατάστασης με στόχο την ανάδειξη της πολεοδομίας, της αρχιτεκτονικής, της τέχνης και, γενικά, της καθημερινής ζωής της αρχαίας Ολύνθου.

Τα αρχαία Στάγειρα κατά τους αρχαϊκούς και τους κλασικούς χρόνους Κώστας Σισμανίδης

Στάγειρα. Ληνός (πατητήρι) λαξευμένος στο βράχο. Τα Στάγειρα, γνωστά ως η γενέτειρα του Αριστοτέλη, βρίσκονται στα ΒΑ του σημερινού χωριού της Ολυμπιάδας, πάνω σε μια πανέμορφη ορεινή χερσόνησο. Η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη στους δυο συνεχόμενους και χαμηλούς λόφους αυτής της χερσονήσου, τον Βόρειο και τον Νότιο. Από τα πιο σημαντικά ευρήματα των ανασκαφών είναι το πρώιμο κλασικό τείχος στο Νότιο λόφο της πόλης, επειδή μας επιτρέπει να υπολογίσουμε την ακριβή της έκταση, καθώς σε όλες της τις άλλες πλευρές η πόλη βρεχόταν από τη θάλασσα. Στον αντίστοιχο βόρειο λόφο ήρθε στο φως μεγάλο τμήμα του υστεροκλασικού τείχους. Πρόκειται για το τείχος που, σύμφωνα με τις πηγές, έχτισε ο Φίλιππος Β', κατά παράκληση του Αριστοτέλη, αφού πρώτα ο ίδιος είχε καταστρέψει την πόλη το 348 π.Χ. Στην ίδια περιοχή βρέθηκαν διάφορα οικοδομήματα του 6ου αιώνα, όπως ένα Θεσμοφόριο κι ένα αρχαϊκό Ιερό. Στην ακρόπολη αποκαλύφθηκαν τμήματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων και μεγάλη δεξαμενή νερού. Βρέθηκε επίσης ο κεντρικός υδροδοτικός αγωγός της πόλης. Τα πολλά σπίτια της Κλασικής και της Ελληνιστικής περιόδου που αποκαλύφθηκαν θυμίζουν την οικιστική οργάνωση στις «Χώρες» των ελληνικών νησιών. Στην αγορά αποκαλύφθηκαν τμήματα κτηρίων του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ., λιθόστρωτοι δρόμοι και μια κλασική Στοά. Οι τομές που διενεργήθηκαν τον περασμένο χρόνο οδήγησαν σε νέα ευρήματα. Ανάμεσά τους, μεγάλος αρχαϊκός ναός στην κορυφή του Βόρειου λόφου, χτισμένος με τεράστιους γρανίτινους γωνιόλιθους. Από τις ανασκαφικές ενδείξεις συνάγεται ότι ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού, με μαρμάρινα αρχιτεκτονικά γλυπτά και με πλαστική διακόσμηση εξαιρετικής τέχνης στα αετώματα και στις μετόπες του.

Οι κατακόμβες της Aθήνας Νίκος Στερεόπουλος

Βάσεις τειχών, αρχαίο μάρμαρο και βυζαντινό κεραμικό. Τα χριστιανικά σύμβολα εν είδει σιδερόφραχτης θύρας υπενθυμίζουν την ιερότητα και το μυστήριο του χώρου. Τα μυστικά υπόγεια του κέντρου της πόλης. Υπόγειες στοές, που ερμηνεύονται ως αρχαϊκές διέξοδοι ακροπόλεων, φρουρίων και άλλων οχυρώσεων, άλλες κατασκευές που έγιναν ανεξάρτητες κατακόμβες και κρύπτες. Ένα υπόγειο δίκτυο εξακτινώνεται με επίκεντρο την περιοχή της πλατείας Συντάγματος. Κάτω από τη Ρωσική εκκλησία της οδού Φιλελλήνων (Σώτειρα Λυκοδήμου) αποκαλύπτεται μεγάλη κατακόμβη. Τα σκαλοπάτια τελειώνουν στην είσοδο των μεγάλων στοών. Εδώ τα ψηφιδωτά εντυπωσιάζουν με τα απαλά τους χρώματα. Αφήνοντας πίσω μας τη μεγάλη κατακόμβη και τις μικρότερες πλευρικές της, μια σήραγγα μας οδηγεί στην περιοχή που βρέθηκε το παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο. Μια ακόμη σημαντική κατακόμβη βρίσκεται κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, κοντά στη Μητρόπολη. Από το χώρο της χριστιανικής «νεκρόπολης», η μεγάλη στοά συνεχίζει στην οδό Αμαλίας, κάτω από το Μέγαρο Μποδοσάκη, και πορεύεται προς το Κολωνάκι. Άλλη μακριά σήραγγα ξεκινά από το Κολωνάκι, καταλήγει στο πίσω μέρος της Βουλής και, συνεχίζοντας κάτω από τον Εθνικό κήπο, κατηφορίζει έως το Παλαιό Φάληρο. Έχει στο μεταξύ συναντηθεί με άλλες διαδοχικές στοές, μια στο Ηλιακό ρολόι, άλλη στο άγαλμα του Βύρωνα και άλλη που έρχεται από την Ακρόπολη. Πολλές από αυτές παραμένουν βατές, όπως αυτή της Βουλής που χρησιμοποιήθηκε επί Γερμανών αλλά και επί χούντας. Μια άλλη σήραγγα που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο της Κατοχής είναι αυτή που, από το άγαλμα του Βύρωνα, καταλήγει στους πρόποδες της Ακρόπολης. Μέσα από μια δίοδο πέρασαν ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας για να φτάσουν στον Παρθενώνα και να κατεβάσουν τη γερμανική σημαία.

Άκανθος-Ερισσός-Ιερισσός Ελένη Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου

Ασημένια τετράδραχμα Ακάνθου κλασικών χρόνων. Η Άκανθος, που ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., υπήρξε είτε αποικία των Ανδρίων ή μικτή αποικία Ανδρίων και Χαλκιδέων. Η σημαντικότερη πόλη της ΒΑ Χαλκιδικής γρήγορα αναπτύχθηκε σε ακμάζουσα πόλη-κράτος. Σε Ανατολή και Δύση έχουν βρεθεί τα ασημένια της νομίσματα που κυκλοφόρησαν γύρω στο 530 π.Χ. Η πόλη θα επιβιώσει και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση γνωρίζοντας άνθιση και ευημερία. Στα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά χρόνια διατηρείται με το τοπωνύμιο Ερισσός. Όταν το παλιό χωριό της Ιερισσού εγκαταλείπεται μετά το σεισμό του 1932, διακόπτεται μια συνεχής κατοίκηση τριάντα τουλάχιστον αιώνων. Η Άκανθος αναπτύχθηκε σε θέση προϊστορικού οικισμού, όπως μαρτυρείται από τμήμα λιθόκτιστης αψιδωτής κατασκευής, άφθονα όστρακα και ένα «πιθεώνα» από την εποχή του Σιδήρου. Τμήματα της οχύρωσης της Ακάνθου αποκαλύπτονται σταδιακά. Στα τείχη του περιβόλου εντοπίζονται δύο οικοδομικές φάσεις. Η αρχαιότερη έχει επιμελημένη ισόδομη τοιχοδομία από μεγάλες πλίνθους τοπικού γρανίτη. Η νεότερη, με ψευδοϊσόδομη τοιχοδομία, φαίνεται να ανάγεται στα κλασικά ή στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια. Στους λόφους της πόλης ερευνώνται δυο ενδιαφέροντα κτίρια των κλασικών χρόνων. Πρόκειται για ένα μνημειακό ναό πιθανά αφιερωμένο στην Αθηνά και για ένα ορθογώνιο κτίσμα με αίθριο και τοιχογραφημένο διάκοσμο που θυμίζει οικίες της Πέλλας. Αν δεν είναι έπαυλη πλουσίων Ακανθίων ίσως πρόκειται για το Πρυτανείο της Ακάνθου. Σε κεντρική διασταύρωση της Ιερισσού βρέθηκε και τρίτο οικοδόμημα που εντάσσεται στο χώρο του νεκροταφείου και έχει ανεγερθεί πάνω από τάφους του αρχαιότερου νεκροταφείου της Ακάνθου. Γνωστότερο είναι το παράλιο νεκροταφείο των Ακανθίων αποίκων, μια νεκρόπολη 60 στρεμμάτων, που χρησιμοποιήθηκε από τον 7ο αιώνα π.Χ. έως τον 17ο αιώνα μ.Χ.

Μουσείο: Μουσείο Μπενάκη. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Άγγελος Δεληβορριάς

Το Μουσείο Μπενάκη μετά την προσθήκη της νέας πτέρυγας και την επισκευή των εξωτερικών του όψεων (Μάρτιος 1997). Το νεοκλασικό αρχοντικό που στέγασε την οικογένεια Μπενάκη όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1910 μετατράπηκε σε Μουσείο όταν, το 1930, ο Αντώνης Μπενάκης πρόσφερε τη συλλογή του στο ελληνικό έθνος. Οι σημαντικές δωρεές που ακολούθησαν μαζί με τον μεγάλο αριθμό των αγορών έχουν μετατρέψει το Μουσείο Μπενάκη σε θησαυροφυλάκιο που στεγάζει πάνω από 45.000 μουσειακά αντικείμενα. Σε αυτά πρέπει να προσμετρηθούν οι τόμοι της Βιβλιοθήκης, τα αρνητικά και οι φωτογραφίες του Φωτογραφικού Αρχείου, τα έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου. Στο μεταξύ οι νεότερες μουσειολογικές αντιλήψεις επέβαλαν τη δημιουργία Τμημάτων Συντήρησης, Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Ηλεκτρονικής Τεκμηρίωσης. Οι τρεις προσθήκες που έγιναν στο κτήριο τα χρόνια 1965-1973  δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες, τις δραστηριότητες και τις εκδηλώσεις ενός Μουσείου που επαναπροσδιορίζει τη φυσιογνωμία του. Η νέα μουσειακή του δομή, στηριγμένη στις αρχές των λεγόμενων «δορυφορικών συστημάτων», θα αποσυμφορήσει  υλικό και υπηρεσίες. Η ισλαμική συλλογή μεταστεγάζεται στο κτηριακό συγκρότημα του Κεραμεικού, η κινεζική συλλογή στο σπίτι του Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα, τα Ιστορικά Αρχεία μεταστεγάζονται στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα και το Φωτογραφικό Αρχείο μετακινείται σε γειτονικό διαμέρισμα της οδού Κουμπάρη. Στο κέντρο αυτού του δορυφορικού συστήματος θα εξακολουθεί να βρίσκεται το γνωστό νεοκλασικό μέγαρο του Μουσείου με εκσυγχρονισμένες τις κτηριακές του εγκαταστάσεις και με διπλασιασμένους τους ωφέλιμους χώρους του, χάρη στην προσθήκη νέας πτέρυγας στο πίσω μέρος του οικοπέδου. Στους εκθεσιακούς χώρους θα αναπτυχθούν οι ελληνικές και μόνο συλλογές, έτσι ώστε να προσφέρεται στον επισκέπτη μια συνολική εικόνα της ιστορικής διαδρομής του ελληνισμού.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Pydna Manthos Bessios

Ancient Pydna lies in north Pieria, to the south of Makrygialos. The first settlement of the region, one of the most extensive settlements of the Late Neolithic period, is located to the south-west of Makrygialos. The settlement was built during two periods of time, one part is pre-Diminian, covering an area of approximately 75 acres and bounded by a trench system, and another part of the settlement is contemporary to that of Dlmini. In the Bronze Age the settlement was transferred about 1500 m. south-east to the coast of the Thermaikos bay, where, due to sea erosion, only a small part of the tumulus has survived. In the Early Iron Age the settlement also extended around the tumulus, while later it obtained its maximum expansion. Bounded by a trench, it covered an area of over 50 acres, while during the Archaic period, due to colonization, it diminished considerably. Pydna reached a high point of prosperity in the fifth century BC.In the years of Alexander I (498-45) it expanded even further, covering an area of over 62 acres, a unique size in the Macedonian kingdom of which Pydna was the major port. Its defection and defeat by Archeiaos (413-399) temporarily halted its prosperity. Archeiaos transferred the Pydnaeans to the hinterland, but they soon came back and for a certain period enjoyed autonomy - until 357 BC, when Philip resubmitted the city to the Macedonian sphere of influence. The rise of Pydna continued in Hellenistic years when it became the main urban center of northern Pieria. After the battle of Pydna in 168 BC the role played by the town diminished considerably. However, during the Byzantine era Pydna once again rose to prosperity, though under another name, Kitros, and became the seat of an episcope. The coastal settlement was finally abandoned in the fifteenth century, after the Turkish conquest.

The City-Polis (city-state) during the Late Geometric and Archaic period Alexander Gounaris

The subject is approached within the context of existing research.Scholars have long disagreed on the concepts of the city-settlement and the city-state (polis) during the Early Geometric and Geometric period.In this essay the subject is broached at a time in Protohistory when the two concepts -the one of the settlement, the other of the state-, asymptotic in time as regards their appearance, started to coexist. This probably took place from the mid-eighth century BC onwards in specific regions of Greece, Asia Minor and colonies. The characteristics of the parallel course — of the city-polis hereafter— until the end of the Archaic period are the following: 1. Some critical figures are relatively measurable and inter-comparable. Considering the official number of communities in the Greek state that can be called settlements ( the 1991 census shows 12,817 settlements), findings from the Early Geometric period have been recorded in 336 settlements, while there are findings from the Geometric period in 554 settlements. Within the context of architecture and town-planning, findings from the Late Geometric and Archaic periods have been recorded in 137 settlements in Greece and in Asia Minor. 2. The history of the town-planning of the time not only includes the few existing indications of town-planning complexes, but also takes into account the town-planning cores, as well as architecture, which is a component of the town-planning network: walls, the agora, temples, the sanctuaries, technical works. A typical feature of a city plan is, generally speaking, the evolution from the curved to the quadrilateral and rectangular schemes. The progress towards the architecture of beams on columns is thus reflected in this evolution, as well as a social evolution signaling the final abandonment of nomadic life, the determinant relation with the land and the nomads' coexistence with the land's earlier inhabitants. 3. Reviewing town-planning in terms of geographical patterns, the study first turns to examples of town-planning complexes in Asia Minor. The inability to reach a conclusion, due to the diversity of cases, reorientates the study to "readable" examples in the Greek colonies in Sicily and South Italy. Even here however, a town planning model that is common to all Greek towns, clear town-planning schemes, heralds of the Hippodamean system are not recognizable. 4. Finally, when reviewing the phases of Greek Protohistory, we come to the conclusion that the history of town-planning of the Late Geometric and Archaic periods can only be seen in the light of certain cities of the period, until research both in quality and quantity will permit us to draw a clearer picture of the town-planning of the period.  

Town-planning in the Classical age Wolfram Hoepfner

Success in the Persian Wars inspired the Greeks with self-confidence, which the polis (cities) reflected both in their architecture and in their politics. Miletos, rebuilt according to a new plan, and the plan for Piraeus, are based on a scientific approach which takes into account functional, aesthetic and social factors. A network of parallel streets of differing width, spacious public squares and temples on the highest locations became standard elements of city planning. Hippodamos from Miletos not only drew up plans for the first European metropolis in Pireus, but also designed a standardized house which was repeatedly constructed in most cities with astonishing success. In contrast, the reconstruction of Athens followed the old street plan. In Olynthos in Macedonia, in 432 BC the houses were remarkably comfortable and there was no lack of public installations, but as the population grew the city became crowded and housing was constructed even outside the city walls. The city port of Rhodes was planned along ambitious lines towards the end of the 5th century. Good use was made of earlier planning experience. Five harbours show the demands made by commerce, splendid houses bear witness to the expectations of wealth on the part of the citizens, and for the first time huge spaces are left empty to accomodate future growth. In Kassope in Epiros, built around 360BC as a residential area, conditions are very different, though here too we find all the elements of a Classic polis such as the agora which is the citizens' meeting place, the marketplace, private houses, a stoa (arcade) with statues in honour of notable citizens serving as a record of the city's history, the Prytaneion serving as office space and reception area for the Prytaneis, the Bouleuterion in which the Bouleutes discuss and vote on important issues, the theatre in which the Demos assembly makes the final decision. In Epiros there is also to be found a well preserved village from the same period. Both here in Orraon and in Attika we note that life in the country was not fundamentally different from life in the cities. New houses in villages and small towns conform to the same standards as those in cities, as is also shown by the characteristic andrones (men's quarters). Participation in symposia marked cultural activities in the countryside as well, but the gymnasion and the theatre were institutions of the polis. The high point of classical urban planning is Priene. This is a unique case of the city being built as an enormous work of art. Pytheos, the architect, not only constructed a system of right-angle, parallel streets and squares, but following Pythagorean philosophy he integrated the corners of all buildings into this artful geometric network. The plan includes private houses conforming to standards of the time and culminates in the famous temple of Athena on a raised terrace high above the agora.  

From the palatial society of the Minoan-Mycenaean world to the polis-state of the Classical period Nota Kourou

The polis-state as state and as autonomous political entity, covered a large area with several minor settlements and a main large urban centre, whose architecture was dominated over by the agora and the temple. In this sense it is completely different from Mycenaean society, whose main architectural feature was the palace. The polis-state as such came into being towards the end of the eighth century BC. What followed the destruction of Mycenaean palaces in still largely unknown. The aim of this paper is to discuss settlements in the Aegean during the first phase of the transitional period that precedes the era of the polis-state of Classical times.This period, well known by now, is still known in current scholarchip as the "Dark Ages", due to the many difficulties that lie in the way of understanding the historical process that led to the creation of the polis-state. Settlement seem to have been of a permanent nature, though a standard form of town-planning does not seem to exist. At the beginning, the settlements are small and close to each other, confirming the Aristotelian description. A special type of settlement, known as "place of refuge" is to be found in some remote and steep regions of Crete. In the Eastern Aegean the settlements destined to become big urban Ionian centers were probably built in a movement going by the name of  "Ionian colonization". Later in this period, that is in the eighth century BC, the first town fortifications are to be found. The dwellings of the small settlements are built in accordance to the geomorphology of the enviroment and there is a preference for the apsidal plans of ellipsoid buildings, although rectangular ones are not absent. Bigger buildings found in some settlements are considered as "dwellings of the nobility". The agora appears in its final form only in the eighth century at Dreros. Religious buildings cannot be identified with certainty before the 8th century, and worship usually took place out in the open around an altar. A unique and without precedent big apsidal building of the tenth century at Lefkanti in Euboea was found in the area of the cemetery built above a grand double burial, which for this reason is thought to be a heroon (a hero's tomb).  

Religious and political symbolism of the polis in ancient Greece Alexandros Ph. Lagopoulos

A member of a precapitalist society is a homo religiosus, his life governed by mythical and sacred prototypes. Undoubtedly, living space in ancient Greece was determined by material conditions, but cannot be seen in isolation from these prototypes. The acropolis of Dimini in the 4th millennium, consisting of concentric walls, may imply a cosmic model, this may also be the case of the palace of Knossos, due to its association with the labyrinth. The foundation of the Mycenaean settlement of Kadmeia (Thebes) is related to the slaughter of a dragon symbolizing chaos, while the decoration of the walls of Mycenaean settlements is associated with music. In the case of Athens, from Mycenaean times down to the Archaic period, the centre of the world is spatially transferred to the" omphalos" of a town. In the same city, Cleisthenes's reform was based on the principle of "isonomia", closely akin to "symmetria", a word with a semi-aesthetic meaning deriving from the cosmic order of the Pythagoreans. Symmetria is also the governing principle of the sculptural, pictorial and architectural production of the Classical period. The concept of symmetria and other cosmological notions lie behind Hippodamus's urban grid. The same is the case with Plato's ideal city-state in the Laws, which is based on a radial concentric pattern. Both geometry and arithmology are closely related to Plato's cosmogony and cosmology in Timaeus, and to the description of Atlantis in Kritias.  

Hellenistic cities E. J. Owens

Alexander's conquests transformed Greece and Asia, and the city was essential to this process of transformation. The city was a means to propagate the Greek way of life throughout the east , to maintain Greek political and cultural supremacy over newly conquered lands, Hellenistic dynasts also found found an important and enduring means of propaganda and self-promotion in the city. However, the new political, social and economic conditions resulting from the establishment of the Hellenistic kingdoms profoundly affected the Greek city. With the notable exception of the Ptolemies in Egypt, the Hellenistic kings built new cities and renovated and refurbished existing ones. The result was that urban life flourished thoughout the Greek east. City builders continued to rely on grid planning to create new cities, and the barrack-like residential blocks, the strong city walls and the independently fortified acropolis are often a reflection of the military nature of the new cities.  At the same time such uniform arrangements allowed for the rapid settlement of a large incoming population and emphasized the essential equality of all the new citizens, whatever their origins. In both new cities and existing ones grandiose public buildings were erected for the benefit of the citizens both by the Hellenistic kings and the local aristocracy. This spate of new construction visually transformed the Greek city and created some of the most stunning visual urban landscapes of the ancient world. The Hellenistic city is often seen as a hiatus between the achievements of the Classical world and the new impetus brought by the Romans to urban life.This view is untenable. Hellenistic kings and the local aristocracy had a beneficial effect on the Greek city transforming it and offering a high level of prosperity and material comfort to many ordinary citizens.

Greek colonies in the Black Sea Ilias Petropoulos

One of the most interesting chapters of ancient Greek history is that in which the ancient Greeks make heroic attempts to make commercial and cultural contact with peoples and nations of lands that were until then unknown to them. The Greek ships carried the seafarers, who defying all danger responded positively to the great challenge for charting and conquering new lands. This activity, which peaked during the late eighth century and continued until the sixth century BC was named the "Age of Adventures" by R.Hopper. From the late seventh century BC on, Greeks not only settled and made their presence firm on the northern shores of the Black Sea (Euxinos Pontos), but also managed to hellenize and assimilate the natives, armed with the huge cultural heritage, which they carried with them far from their Helladic metropoles.

Ancient Olynthos. Excavations and works of rehabilitation and promotion of the site Soultana Protopsalti, Fani Athanasiou

According to Herodotus, ancient Olynthos was founded in the mid-seventh century BC by the Viottieans. The first town was erected on the South Hill without a specific town-plan and was destroyed by the Persians in 479 BC. The ruins of a small Neolithic settlement have also been located on the same site. The establishment of the Common of the Chalkideans in 432 BC marked the increase of the town's population and its extension to the North Hill. It was then that the town was rebuilt according to the Hippodamean town-plan.Parallel avenues intersecting perpandicular streets, created a network of building blocks with ten houses to each block. The houses of Olynthos belong to the "pastada" type.Each is organized around an open-air courtyard with a roofed Doric stoa, the "pastada", to its north, to which the dwelling quarters give access. The north side of the house was two-storeyed. Other identifiable building areas are the kitchen, oikos, bathroom, men's quarters, store-rooms, work-houses and shops. The floor mosaics of Olynthos, among the earliest in Greece, are especially treasured in the history of art. Olynthos was destroyed by Philip II in 348 BC and was never again reinhabited. The first excavations were carried out by the American School of Archaeology under the direction of Professor D. M. Robinson from 1928 to 1938. An important project for the restoration and promotion of the North Hill settlement has been developed since 1990 by the XVItti Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, with the financial support of the European Union and Greek Ministry of Culture.  

Ancient Stageira during the Archaic and Classical periods Konstantinos Sismanidis

Excavations on the site of ancient Stageira commenced in September 1990 and continue every summer to this day. In this short period of time, the boundaries of the ancient town were marked out on the small mountainous "Liotopi" peninsula, not far from Olympiada. The southern wall of the Classical phase of the town, which blocked the peninsula from one end to the other, from sea to sea, was located and revealed, thus contributing to the location of the town's limits. Recent excavations have brought to light, beside the large sections of the Stageira fortification, the acropolis, several houses of the Classical and Hellenistic period, an Archaic sanctuary, a stoa of the Classical age, etc. As the excavations progressed, the archaeological site as a whole was put in order.Relevant works were scheduled or are in progress, so that the site, properly organized, can be opened to the public. Needless to say, Aristotle's birthplace, which is visited by hosts of "pilgrims" from Greece and abroad, must remain clean and pure, unspoiled by any industrial or other pollution, so that the site's features both historical and archaeological can come down to future generations as an important heritage.

The catacombs of Athens. Catacombs and secret underground galleries below the center of Athens Nikos Stereopoulos

APXAIOΛΟΓΙΑ went down into the catacombs, the ancient galleries and labyrinthine passages that connect the Russian Church on Philhellenon St. with the Greek Parliament,and the Acropolis with other sites.Furthermore, following a network of underground extensions and age old connections which begin from under the center of Athens, it even managed to reach Pireus, haven of the capital. A secret world of unknown dimensions, use and age was revealed. Catacombs and cemeteries end up at underground necropoles, tunnels and galleries racing from Amalias Avenue towards various directions lead to sites of worship.Early Christian crypts enliven escape exits to ancient fortifications. All these monuments represent another expression of religious architecture in which the terms "guarding" and "protection" have a real content, since they refer to people, monuments, history and to quantities of moveable archaeological treasures.

Akanthos – Erissos – lerissos Eleni Trakosopoulou-Salakidou

Ancient Akanthos, the founding of which is mentioned in various ancient written sources, is the most important town of north-eastern Chalkidiki and a major port in the north Aegean. It owes its development to its geographic position and its mineral and forest wealth. Around 530 BC, the broad circulation of its coins - they have been found in Egypt, Sicily, Persia and elsewhere— is indicative of the commercial and financial role played by the city. Akanthos appears at the forefront of history during the Persian wars. In modern times, the earthquake of 1932 caused the abandonment of ths town, and thus a continuous habitation of at least three centuries came to an end. The systematic excavation of the ancient settlers started only in 1994 and brought to light prehistoric finds, mainly of the Bronze and Iron Age. A storage area of the Iron Age, part of the Classical-Hellenistic fortifications, extending over an area of approximately 140 acres, and remnants of a monumental temple, probably of the Classical period came to light. An important large edifice with an atrium and wall painting brings to mind houses of Pella. The finds from this building date from the Hellenistic period. Moreover, two cemeteries have been located, which in twenty years of excavational research have produced over 9,000 graves and valuable information about the everyday life and the cultural level of the inhabitants of the town.

Historic information of the Swedish runes about the travels of Scandinavians to Byzantium Antonia Vafiadou

The only form of writing in Scandinavia, during the years of the Byzantine Empire, were the runes, official inscriptions on stone, wood or bone, written in the phonetic alphabet. Some inscriptions refer to travels of the Scandinavians to Byzantium. This relation of Scandinavians, mainly with Constantinople, is also supported by the little archaeological evidence found in our days. We should hope that the archaeological excavations will reveal more findings, thus shedding light on the relation of Scandinavian mercenaries and traders with the Byzantine Empire.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Το αρχαίο ελληνικό υπόδημα (1) Βγένα Βαρθολομαίου

Λίθινο εργαλείο για το ξύσιμο του δέρματος. Οι τεχνικές κατεργασίας του δέρματος εφαρμόστηκαν ήδη από την παλαιολιθική περίοδο. Θα παραμείνουν περίπου κοινές για όλη την αρχαιότητα ενώ ορισμένες θα διατηρηθούν στην Ευρώπη έως και τον Μεσαίωνα. Με κοφτερά «ξύστρα» αφαιρούσαν από το τομάρι το τρίχωμα και το λίπος. Τα ξύστρα της κλασικής αρχαιότητας δεν διαφέρουν πολύ από τα παλαιολιθικά αλλά ούτε από τις σύγχρονες φαλτσέτες. Μετά τον πλήρη καθαρισμό, συχνά ακολουθούσε το «άργασμα» του δέρματος. Οι πληροφορίες για τη βυρσοδεψία είναι λίγες αλλά η ορολογία που παραδόθηκε είναι πλούσια. Οι βυρσοδέψες της Αθήνας είχαν τα εργαστήριά τους απόμερα, στην περιοχή Κυδαθήναιον, λόγω της δυσοσμίας που συνοδεύει την κατεργασία των δερμάτων.

Πόσο κοντά είμαστε στους προγόνους μας; Μαρίζα Ντεκάστρο

Η Παλαιοντολογία εξετάζει τα απολιθώματα, λείψανα οργανισμών που διατηρήθηκαν μέσα στην πέτρα. Πριν 4 εκ. χρόνια εμφανίστηκε στην Αφρική ο μακρινότερος πρόγονος του ανθρώπου, ο Αυστραλοπίθηκος. Ο Επιδέξιος άνθρωπος, που πρώτος κατασκεύασε τα λίθινα εργαλεία, έζησε πριν 2 εκ. χρόνια. Λίγο αργότερα ο Όρθιος άνθρωπος θα ανακαλύψει τη φωτιά. Ο Σκεπτόμενος άνθρωπος, ο άμεσος πρόγονός μας, πρωτοεμφανίστηκε 250.000 χρόνια πριν από σήμερα. Από τις επιστήμες, η γεωλογία εξετάζει την ιστορία της γης. Ένας από τους κλάδους της, η παλαιοντολογία, μελετά τους ζωντανούς οργανισμούς που έζησαν κατά τη διάρκεια των παλαιών εποχών και εντοπίζει τα αποτυπώματά τους στα απολιθώματα. Η αρχαιολογία εξετάζει τα υλικά κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Τεύχος 111, Ιούνιος 2009 No. of pages: 120
Κύριο Θέμα: Έρωτας… Αντρέας Ιωαννίδης

Franz von Stuck, "Έρωτας", 1889. Παστέλ, μεικτή τεχνική σε χαρτί, 72x31,5 εκ. Ιδιωτική Συλλογή. Το τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος της Αρχαιολογίας στον Έρωτα αφορά τη νεότερη και τη σύγχρονη εποχή. Αντίθετα με την αρχαιότητα και το Βυζάντιο, εδώ δεν υπάρχει η απόσταση από το παρελθόν, ώστε να προσεγγίσει κανείς το θέμα εκ του ασφαλούς μέσα από τα πολιτισμικά κατάλοιπα. Εδώ υπεισέρχεται ο ζωντανός άνθρωπος με τις εμπειρίες και τα βιώματά του. Εισβάλλει δηλαδή η ίδια η ζωή. Και τότε, τι να πει κανείς για τον έρωτα και πώς να τον ορίσει…

Σύντομες παρατηρήσεις για τον έρωτα στη νεωτερικότητα Γεράσιμος Βώκος

Edward Burne-Jones, "Το τραγούδι του Έρωτα", 1868-77. Λάδι, 114,3x155,9 εκ. The Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη. Με εκκίνηση μια σύντομη αναφορά στον Φρόιντ και μια εκτενέστερη στον Πλάτωνα, θα επιχειρήσω να θέσω τον έρωτα ως πρόβλημα στην προοπτική της διάκρισης και της ένωσης του σώματος με την ψυχή. Η μέθοδος αυτή θα οδηγήσει, στον 17ο αιώνα και στην εξέταση των αντιλήψεων του Καρτέσιου, κυρίως σε σχέση με τα πάθη της ψυχής . Ταυτοχρόνως, την ίδια εποχή, μια σειρά στοχαστών που ονομάζουμε μοραλιστές, ασχολήθηκαν με τις διάφορες μορφές που παίρνει ο έρωτας σε σχέση όχι τόσο με το σώμα όσο με το εγώ. Καίριο ως προς το σημείο αυτό είναι το έργο του Λαροσφουκό, στο οποίο μια στάση, έστω μικρή, είναι σχεδόν υποχρεωτική. Στη συνέχεια, είναι απαραίτητο το πέρασμα από τον Καντ, στο πλαίσιο της ηθικής του οποίου ο έρωτας αποτελεί πρόβλημα που πρέπει, πάση θυσία, να αντιμετωπισθεί.

Έρωτας και (μετα)νεωτερικότητα: μια επανεξέταση των φροϊδικών θέσεων της Βασιλική-Πηγή Χριστοπούλου

Karl Hubbuch, "Βραδιά μεταμφιεσμένων", 1928. Λάδι, 45x49 εκ. Lenbachhaus, Μόναχο. Στο άρθρο αυτό επιχειρείται μία σύντομη επανεξέταση της φροϋδικής θεωρίας του πολιτισμού, όπως αυτή εντάσεται μέσα στη γενικότερη θεωρία των ενορμήσεων, και της εγκυρότητάς της μέσα στα πλαίσια της (μετα)νεωτερικότητας. Η συμβολή του Lacan, όπως και οι ενδιαφέρουσες προεκτάσεις του Θάνου Λίποβατς, δίνουν μια ευκαιρία σύζευξης του φιλοσοφικού, ψυχαναλυτικού και θεολογικού λόγου ως προς τον έρωτα, αλλά και την γενικότερη ανάλυση των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων της εποχής μας.

Η λαγνεία ως δημόσιος πολιτισμός Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός

Benozzo Gozzoli, "Ο χορός της Σαλώμης", 1461-62. Ζωγραφική σε ξύλο, 23,8x34,3 εκ. National Gallery of Art, Ουάσινγκτον. Η έξοδος από τη σεξουαλική απελευθέρωση της νεωτερικότητας χαρακτηρίζεται από την υποχρεωτική μετανεωτερική κυριαρχία της λάγνας εικόνας. Η κατάρρευση των ιδεολογιών και δι’ αυτής η αχρήστευση της διάνοιας συνοδεύεται από τη γενικευμένη διέγερση του οπτικού νεύρου. Το άρθρο αυτό υποστηρίζει πως οι εξελίξεις της εποχής μας στρέφονται κατά του έρωτα ως τρόπου συνάντησης των προσώπων και αυθυπέρβασής τους, επειδή προτείνουν μια πρακτική φιλοσοφία ελέγχου πάνω στις αναπαραστάσεις των σωμάτων. Με ψυχαναλυτικούς όρους, η ορμή παύει να στηρίζει την επιθυμία και γίνεται ο δήμιός της.

Ο έρωτας στο δημοτικό τραγούδι Ερατοσθένης Καψωμένος

Γιώργος Σικελιώτης, "Ερωτικό ζευγάρι". Λάδι σε χαρτόνι, 71x100 εκ. Πινακοθήκη Ρόδου. Τα ερωτικά δημοτικά τραγούδια ή, κατά τη λαϊκή ορολογία, τα τραγούδια της αγάπης (ή του πόθου) είναι από τις αρχαιότερες κατηγορίες δημοτικού τραγουδιού. Και παρότι η χρονική αφετηρία τους δεν είναι διαγνώσιμη, ορισμένα θέματα μάς πηγαίνουν ως την αρχαϊκή εποχή. Τα ερωτικά τραγούδια εμφανίζουν μια μεγάλη ποικιλία και μια ακμαία προφορική παράδοση· καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, ποιητικών μορφών, μυθικών, εικονοπλαστικών και συμβολικών εκφράσεων: λυρική έκφραση ατομικών συναισθημάτων και παθών, εξομολογήσεις και ερωτικούς διαλόγους, αφηγηματική εκδίπλωση ερωτικών επεισοδίων ή μικρών ιστοριών, ερωτικές αλληγορίες και ερωτικά δράματα· και από μετρική και στιχουργική άποψη, ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτες ρίμες, σύνθετους και απλούς στίχους, ιαμβικά και τροχαϊκά μέτρα, αργούς τελετουργικούς και γοργούς χορευτικούς ρυθμούς, τραγούδια, μπαλάντες, και διαλογικές φόρμες, αλφαβητικές ή αριθμητικές ακροστιχίδες και δίστιχα. Μέσα σ’ ολόκληρη τη δημοτική ποίηση, τα ερωτικά τραγούδια, ιδιαίτερα τα δίστιχα, οι ερωτικές «μαντινάδες», είναι ως σήμερα η πιο ζωντανή και δυναμική κατηγορία.

Ο έρωτας στον ελληνικό κινηματογράφο Ελίζα-Άννα Δελβερούδη

"Γοργόνες και μάγκες", Λάκης Κομνηνός, Μαίρη Χρονοπούλου, 1968. Ο έρωτας είναι αγαπημένο μοτίβο σε όλες τις αναπαραστατικές τέχνες και έχει τροφοδοτήσει θεατρικά έργα, μυθιστορήματα και σενάρια σε κάθε εποχή. Η μακραίωνη χρήση μοτίβων σχετικών με τον έρωτα προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη μυθοπλαστική του αναπαράσταση. Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε, μέσα από τη μυθοπλασία, τους τρόπους με τους οποίους κάθε εποχή εκφράζει τις επικρατούσες πεποιθήσεις, συνήθειες και πρακτικές σχετικά με τον έρωτα. Ο κινηματογράφος είναι ένα πρόσφορο μέσον για να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τον ρόλο που παίζει ο έρωτας στις ανθρώπινες σχέσεις στις νεότερες κοινωνίες. Ιδιαίτερα στον ελληνικό κινηματογράφο μπορούμε να παρατηρήσουμε την εξέλιξη των κοινωνικών αντιλήψεων σ’ αυτό το κομβικό θέμα. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο ελληνικός κινηματογράφος υιοθέτησε αρχικά τις πατριαρχικές αντιλήψεις της παραδοσιακής κοινωνίας, έτσι όπως είχαν προσαρμοστεί στα δεδομένα της αστικής ζωής. Στη συνέχεια, και σε συνάρτηση με τις αλλαγές που επήλθαν στην κινηματογραφική παραγωγή κατά τη δεκαετία του 1970, οι κινηματογραφιστές είχαν τα περιθώρια να εκφράσουν προσωπικές παρατηρήσεις και απόψεις για τον έρωτα, απομυθοποιώντας τους κανόνες ευτυχίας που αναπαρήγαγε η προηγούμενη γενιά. Η σύγχρονη παραγωγή, επανακτώντας εμπορικούς στόχους, δείχνει μια μεγάλη απομάκρυνση από τα αισθήματα που συνόδευαν τα πρότυπα του έρωτα σε όλη την προηγούμενη περίοδο και τον παρουσιάζει ως ένα κεντρικό, ωστόσο ευκαιριακό καταναλωτικό αγαθό του σύγχρονου αμοραλιστικού κόσμου.

Ανδρόγυνες ουτοπίες και σουρεαλισμός: η αναζήτηση του ιδανικού έρωτα και η υπέρβασή του Βικτώρια Φερεντίνου

Victor Brauner, "Μεταξύ μέρας και νύχτας", 1938. Ελαιογραφία. Συλλογή Albert A. Robin. Κανένα άλλο κίνημα της πρωτοπορίας δεν έχει συνδεθεί τόσο με τον έρωτα όσο ο Σουρεαλισμός. Οι σουρεαλιστές ύμνησαν την ερωτική έλξη και την παντοτινή αγάπη, διερεύνησαν τη σεξουαλικότητα και απελευθέρωσαν την ανθρώπινη επιθυμία. Το παρόν άρθρο πραγματεύεται το σύγχρονο ερωτικό μύθο που έπλασε ο θεωρητικός θεμελιωτής του Σουρεαλισμού, André Breton, και την πρόσληψή του από καλλιτέχνες του κινήματος. Εμπνευσμένος από τον αριστοφανικό μύθο στο πλατωνικό Συμπόσιο και τις μεταμορφώσεις του στην αλχημεία και τη λογοτεχνία, ο Breton ερμηνεύει την ανδρογυνία ως την κατάσταση πραγμάτωσης του αμοιβαίου έρωτα και προβάλλει την ανάγκη ανασύστασής της, μέσω της σαρκικής και πνευματικής ένωσης με το έτερον ήμισυ. Η σουρεαλιστική ποίηση περιγράφει με τρόπο γλαφυρό την αναζήτηση αυτού του ιδανικού, ενώ ο εικαστικός Σουρεαλισμός το μορφοποιεί με απρόσμενα και συχνά αμφίσημα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στα εικαστικά έργα των Victor Brauner και Max Ernst, άλλοτε τονίζεται η σαρκική διάσταση της ανδρόγυνης ένωσης και άλλοτε αναδεικνύεται ο ρόλος της ιδανικής γυναίκας στην επίτευξη της ανδρικής πληρότητας. Από την άλλη, καλλιτέχνιδες όπως οι Leonora Carrington και Remedios Varo, επικρίνουν την αποθέωση του σαρκικού έρωτα και προσανατολίζονται σε μια πιο εσωτερική ερμηνεία του ανδρόγυνου μύθου.

Άλλα θέματα: Το Ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαυρεία Θεοδωροπούλου Τατιάνα

Άποψη των σύγχρονων ανασκαφών (φωτ. B. Wells). Περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο και το φυσικό περιβάλλον της Καλαυρείας, την ιστορία των ερευνών, τις σύγχρονες ανασκαφές και τους στόχους τους, και παρουσίαση του ιερού του Ποσειδώνα ως πόλο λατρευτικών και κοσμικών δραστηριοτήτων, από τον 7ο-6ο αι. π.Χ. έως τα ελληνιστικά χρόνια και τη ρωμαϊκή περίοδο.

Με τα φτερά του Έρωτα πάνω στις αύρες της Άνοιξης Άννα Guest-Παπαμανώλη

Σκηνή από τα Ανθεστήρια σε ερυθρόμορφο αγγείο. 5ος αι. π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Συλλογή Σερπιέρη. Όταν τα νεαρά άνθη ευωδιάζουν τις αύρες, η νεολαία της υπαίθρου εκτελεί ένα από τα ζωντανότερα έθιμα: τις Κούνιες. Έθιμο διεθνές και διαχρονικό από τη Γαλλία ως τα Βαλκάνια, από την αρχαία ως τη σύγχρονη Ινδία και ευρύτατα διαδεδομένο στην Ελλάδα. Στη Νάξο, π.χ., οι νεαροί δένουν ένα σχοινί στο κλαδί ενός δέντρου, που είναι μεγάλο και δροσερό σαν νύμφη. Εκεί τα αγόρια δίνουν τον παλμό και τα κορίτσια αιωρούνται ως τα ψηλότερα φύλλα. Παραδοσιακά ερωτικά τραγούδια τονίζουν την έννοια του εθίμου. Ανάλογο έθιμο λάμβανε χώρα, ως γνωστόν, τη δεύτερη μέρα της αθηναϊκής διονυσιακής γιορτής των Ανθεστηρίων, τις Χόες. Το κρητο-μυκηναϊκό ειδώλιο ενδέχεται να απεικονίζει ανάλογη τελετή – μια κίνηση-προσευχή προς τις αόρατες δυνάμεις της ζωής.

Παραστάσεις ανθρώπινων μορφών στην τέχνη της εποχής των μυκηναϊκών λακκοειδών τάφων Κωνσταντίνος Γαλανάκης

Νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο, η αρχαιότερη από τις νεκρικές προσωπίδες των Μυκηνών. Μέσα 16ου αι. π.Χ. Η τέχνη της εποχής των λακκοειδών τάφων στις Μυκήνες αποτελεί προφανώς μία από τις πιο σημαντικές εκφάνσεις ολόκληρου του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Περιέχει ένα αρκετά ποικιλόμορφο θεματολόγιο που ορίζεται από α) απλουστευμένες καλλιτεχνικές φόρμες κατώτερης ποιότητας όπως για παράδειγμα η τεχνική των παραστάσεων στις ταφικές στήλες του Ταφικού Κύκλου Α, και β) εκλεκτική, παραστατική τέχνη και πολυτελείς διακοσμητικούς τύπους με τη χρήση χρυσού και πολύτιμων υλικών όπως οι μεταλλικές νεκρικές προσωπίδες των Ταφικών Κύκλων Α και Β. Με βάση αυτά τα δεδομένα δεν είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός αυθεντικών παραστάσεων ανθρωπίνων μορφών κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. Πιθανώς η πρώιμη μυκηναϊκή τέχνη συγκεντρωνόταν περισσότερο στην παραγωγή διακοσμητικών αντικειμένων ειδικά προορισμένων για επίδειξη, και όχι στη λειτουργική παραστατική τέχνη η οποία παρουσιάστηκε αργότερα στην αρχαιότητα. Ως στοιχεία για την απεικόνιση ανθρωπίνων μορφών και βασικές πηγές για την αναγνώριση στοιχειώδους παραστατικής τέχνης κατά την Υστεροελλαδική Ι (ΥΕ Ι) περίοδο εξετάζονται στο κείμενο οι ταφικές στήλες, οι νεκρικές προσωπίδες από τους Ταφικούς Κύκλους Α και Β, και κάποιες μικρογραφικές παραστάσεις στη μικρογλυπτική και σε άλλα εικονογραφικά μέσα.

Νεολιθικές Συλλογές στην Ελλάδα: μια αρχαιολογική και μουσειολογική προσέγγιση Αλεξάνδρα Τράντα-Νικόλη

Προθήκη με αντικείμενα ενδεικτικά της οικοσκευής ενός νεολιθικού σπιτιού. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το παρόν άρθρο εξετάζει τα ερωτήματα εάν και κατά πόσον στις εκθέσεις Νεολιθικών Συλλογών στην Ελλάδα διαθλώνται επιστημολογικές τάσεις της Αρχαιολογίας αφενός και υιοθετούνται σύγχρονες τάσεις της Μουσειολογίας αφετέρου, προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε την θεωρία που υπάρχει πίσω από την πράξη. Εξετάζοντας τις νεολιθικές συλλογές των μελετών περιπτώσεων, καταλήξαμε ότι αυτές διακρίνονται από τα εξής κοινά χαρακτηριστικά: ένταξη των αντικειμένων σε συμφραζόμενα, συμπληρώσεις αυθεντικών αντικειμένων, συχνή χρήση αναπαραστάσεων και ανακατασκευών, χρήση λαογραφικών παραλλήλων. Καθώς έχει τονιστεί η ανάγκη για ειλικρίνεια από πλευράς των επιμελητών, και η σύγχρονη αντίληψη για την ιστορία θέτει το ζήτημα της σχετικότητας κάθε ιστορικής ερμηνείας, φαίνεται ότι οι επιμελητές των εκθέσεων υιοθετούν τη διδακτική προσέγγιση, η οποία προϋποθέτει ότι η αλήθεια είναι αντικειμενική και υπάρχει ανεξάρτητα από το δέκτη. Αυτό σημαίνει ότι οι επιμελητές δεν έχουν αντιληφθεί -ή τουλάχιστον δεν το εκφράζουν στις εκθέσεις- ότι μπορούν να επενδύσουν με την ερμηνεία τους τα δεδομένα , και όχι να ανακατασκευάσουν το παρελθόν. Στις Νεολιθικές Συλλογές δεν αντικατοπτρίζεται ο Νεολιθικός Πολιτισμός, αλλά το ιστορικό πλαίσιο που εκκόλαψε τις αντιλήψεις των επιμελητών που δημιούργησαν τις εκθέσεις, όπου αντικείμενα-αυθεντικά και ανακατασκευές- και εποπτικά μέσα, με τη μορφή κειμένων και εποπτικού υλικού «συνομιλούν» μεταξύ τους, δημιουργώντας συστήματα αναπαράστασης. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι νέες θεωρίες στην αρχαιολογία ή πειραματισμοί απουσιάζουν εντελώς.

Η Ρετόντα της Κρήτης, ένα γιαπί τεσσάρων αιώνων Βασίλης Ν. Κνιθάκης

Όψη της βίλας Ρετόντα, όπως είναι σήμερα. Τo έτος 1900 η Κρήτη είναι αυτόνομη. Η κρητική επανάσταση είναι σε εξέλιξη και η Κρήτη μοιάζει με ηφαίστειο. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής - Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία, Ρωσία, και λιγότερο η Αυστρία και η Γερμανία, έχουν μοιραστεί το νησί και προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά που αυτοί άναψαν μεταξύ των μουσουλμάνων και των χριστιανών κατοίκων του νησιού. Με αυτόν τον τρόπο κάνουν απαραίτητη τη στρατιωτική παρουσία τους στην περιοχή λόγω της διώρυγας του Σουέζ. Αυτήν την εποχή φτάνει στο νησί ένας μεγάλος αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας, ο Ιταλός Giuseppe Gerola. Εν μέσω πολλών κινδύνων και περιπετειών, διασχίζει το νησί από άκρη σε άκρη και καταγράφει, φωτογραφίζει και μελετά ό,τι βενετσιάνικο έχει αφήσει όρθιο ο χρόνος και οι Τούρκοι. Στην αξιοθαύμαστη κληρονομιά του βιβλίου του βρίσκονται τρία κτίρια ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, ένα στο χωριό Δραπανιάς, το άλλο στο χωριό Ροδωπού και το τρίτο και αξιολογότερο στο χωριό Καλάθενες του νομού Χανίων. Το τελευταίο μνημείο είναι γνωστό ως βίλα Ρετόντα. Όπως διαπίστωσε ο Giuseppe Gerola και οι μετέπειτα ερευνητές, οι ιδιοκτήτες του δεν πρόλαβαν να το ολοκληρώσουν λόγω της τουρκικής εισβολής που έγινε στις 15 Ιουνίου του 1645 στο Κολυμπάρι Χανίων. Τη βίλα στο χωριό Δραπανιάς την ονόμασε βίλα Τρεβιζάν, από το όνομα της οικογένειας στην οποία ανήκε. Όσο για τη βίλα στο χωριό Ροδωπού, δεν κατέγραψε τους πιθανούς ιδιοκτήτες της εξαιτίας της καταστροφής του θυρεού. Εβδομήντα χρόνια αργότερα η κυρία Φατούρου- Ησυχάκη συνεχίζει την έρευνα για τη βίλα Ρετόντα. Διαπιστώνει και εκείνη ότι το κτίριο είναι ημιτελές και ότι ο άνω όροφος που είχε προβλεφθεί δεν κατασκευάστηκε. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο είναι πανομοιότυπο με σχέδιο του αρχιτέκτονα Palladio για τη βίλα Ροτόντα στην Vicenza της Ιταλίας. Ανακαλύπτει ακόμη ότι τα σχέδια τα έφερε στα Χανιά ο Onorio Belli, οικογενειακός φίλος του Palladio, ο οποίος ήταν γιατρός, βοτανολόγος, αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος, και εργάστηκε στο Ηράκλειο και στα Χανιά σαν γιατρός. Αναφέρει επίσης ότι από τα ίδια σχέδια του Palladio είχε εμπνευστεί κι ο αρχιτέκτονας και πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέφερσον για το σχέδιο του Λευκού Οίκου. Διασταυρώνοντας ιστορικές πηγές και μετέπειτα εργασίες προκύπτουν υπόνοιες ότι το κτίριο που βρίσκεται στο Δραπανιά και είναι γνωστό ως βίλα Τρεβιζάν δεν ανήκε στην οικογένεια των Τρεβιζάν. Καταγραφές της εποχής αποκαλύπτουν ότι η οικογένεια αυτή δεν είχε ούτε κρητικό αλλά ούτε βενετσιάνικο τίτλο ευγενείας. Το κτίριο αυτό πιθανόν ανήκε στην οικογένεια Polani ή ίσως στην οικογένεια των Γαβαλάδων. Η βίλα στο χωριό Ροδωπού ανήκε στην οικογένεια των Polani, εκείνη στο χωριό Καλάθενες πιθανόν στην οικογένεια των Τζαγκαρόλων αντί για την οικογένεια των Καλλέργηδων. Και τα τρία αυτά σπίτια είναι σήμερα σε άθλια κατάσταση. Με εξαίρεση το κτίσμα του Ροδωπού στο οποίο έγινε μια υποτυπώδης συντήρηση για να μην καταρρεύσει, η βίλα στο χωριό Δραπανιάς υπέστη σοβαρές ζημιές με τον σεισμό των Αντικυθήρων. Και η βίλα στο χωριό Καλάθενες είναι σήμερα στάβλος και τρώγλη. Είναι κατάντια του πολιτισμού μας ένα σπίτι κτισμένο με σχέδιο του Palladio να βρίσκεται σε αυτή την τραγική κατάσταση. Είναι καιρός να δοθούν μερικά ευρωπαϊκά κονδύλια για την αναστήλωση τέτοιων μνημείων ώστε να μαθαίνουν οι νέοι μας την ιστορία τους αλλά και για να βοηθηθούν οικονομικά οι κάτοικοι ορεινών και απρόσιτων περιοχών.

Τα επιτραχήλια του αγίου Διονυσίου Ζακύνθου: ζητήματα προληπτικής συντήρησης και διατήρησης Κωνσταντίνος Στουπάθης, Χρήστος Καρύδης

Κεντρικό τμήμα του επιτραχηλίου Α, όπου αναπαρίστανται οι ιεράρχες άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και άγιος Γρηγόριος ο Μέγας. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται τα επιτραχήλια τα οποία κατά την παράδοση ανήκαν στον άγιο Διονύσιο, πολιούχο της νήσου Ζακύνθου. Τα αντικείμενα εκτίθενται στο Ναό του Αγ. Νικολάου του Μώλου εντός της πόλεως. Πρόκειται για πρώτη εικονολογική προσέγγιση και καταγραφή τόσο της κατάστασης διατήρησής τους όσο και των προβλημάτων που παρουσιάζουν ή προκύπτουν και σχετίζονται με τη λήψη μέτρων προληπτικής συντήρησης, ειδικά όταν τα ιερατικά υφάσματα συνδυάζονται με άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια. Τα συγκεκριμένα λειτουργικά ενδύματα είναι άγνωστα στην ευρεία επιστημονική κοινότητα, όπως και στους πιστούς που τα ευλαβούνται ως ιερά κειμήλια.

Μια τοτεμική θεατροθιασική τελετουργία σε βραχώδες έξαρμα του χωριού Κίρκη στο Ν. Έβρου Σταύρος Δ. Κιοτσέκογλου

Κεφάλι και ρουθούνια της δυτικής πλευράς. Στην περιοχή του χωριού Κίρκη (Ν. Έβρου), εντοπίσθηκε βραχώδες έξαρμα, στο οποίο χαράχθηκαν με αιχμηρό αντικείμενο δυο αμυγδαλόσχημα μάτια και στο κάτω μέρος του βράχου δυο κοιλότητες πολύ κοντά η μία με την άλλη. Η απόδοση των λαξευμένων χαρακτηριστικών, καθώς και η επιλογή του βαθμιδωτού βράχου, όσον αφορά το σχήμα του, μας οδηγούν στην άποψη πως πρόκειται για απεικόνιση κεφαλής βοδιού, ταύρου, ή δαμάλας. Σε απόσταση τριάντα μέτρων νοτιοανατολικά του βράχου, ένα μικρότερο βραχώδες έξαρμα λαξεύτηκε σε σχήμα φαλλού σε στύση. Η ζωομορφική θεότητα που αποδίδεται με τα αγελαδίσια χαρακτηριστικά στο βράχο, σε συνδυασμό με τη γονιμική κα ανανεωτική δύναμη ενός θεού, που δηλώνεται με τον λίθινο φαλλό, μαρτυρούν γονιμοποιές τοτεμικές τελετουργίες στο χώρο της αιγιακής Θράκης, όπως επιβεβαιώνεται και από το μεγαλιθικό μανιτάρι (menhir), που εντοπίσθηκε στην εν λόγω περιοχή δίπλα σε πηγή νερού. Στην ίδια περιοχή εντοπίσθηκε υπαίθριο θρακικό ιερό περιστοιχισμένο από πλέον των είκοσι τάφων λαξευμένων στο βράχο. Η κεραμική που εντοπίσθηκε στην περιοχή, χρονολογείται την εποχή του σιδήρου.

Η ανακύκλωση στην αρχαιότητα Φανουρία Δακορώνια

Οδοντόφρακτο κράνος από την Ελάτεια, 13ος αι. π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας. Η ανακύκλωση είναι ένας όρος που μπήκε στη ζωή μας τις τελευταίες δεκαετίες με αφορμή τα περιβαλλοντικά προβλήματα, που δημιούργησε στον πλανήτη o άνθρωπος με την κακή και άσκοπη κάποτε χρήση των φυσικών πόρων. Η ανακύκλωση όμως, ως λειτουργία, είναι μία πανάρχαια υπόθεση που ξεκινά μαζί με τη ζωή στον πλανήτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αέναη λίπανση της χλωρίδας από νεκρούς οργανισμούς, περιττώματα, σεσηπότα οργανικά υλικά. Ακόμα και ο μαύρος χρυσός, τόσο σημαντικός στη σύγχρονη οικονομία, είναι προϊόν ανακύκλωσης.

Μουσείο: Ένα μουσείο – πολλές ιστορίες: η επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων Ελένη Κοτζαμποπούλου, Ελένη Βασιλείου

Ελεύθερη ανασύσταση ταφικού περιβόλου από τα παράλια της Ηπείρου (Αίθουσα 5). Παρουσίαση της επανέκθεσης των συλλογών του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, με αναφορά στην ιστορία της ίδρυσης του μουσείου, στο σκεπτικό του εγχειρήματος της επανέκθεσης, και, στη συνέχεια, περιήγηση σε όλες τις αίθουσες της νέας έκθεσης. Πληροφορίες Διεύθυνση: Πλατεία 25ης Μαρτίου 6, 452 21 Ιωάννινα Τηλ.: 26510 01050 / Fax: 26510 01052 Δικτυακός τόπος: www.amio.gr Ωράριο λειτουργίας μουσείου Δευτέρα: 13:30-20:00 Τρίτη-Κυριακή: 08:00-20:00

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Εκδρομή στον Βόλο Συντακτική Επιτροπή περιοδικού “Αρχαιολογία”

Κ. Βολανάκης, "Το Λιμάνι του Βόλου". Λάδι σε μουσαμά, 69,8x152,3 εκ. Ιδιωτική Συλλογή, Αθήνα. Σε αυτό το τεύχος το περιοδικό Αρχαιολογία παρουσιάζει τον Βόλο και τους χώρους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος γύρω από αυτόν.

Βιβλιοπαρουσίαση: Ancient Greek Colonies in the Black Sea Ιωάννης Πετρόπουλος

Το εξώφυλλο του βιβλίου. Βιβλιοπαρουσίαση των τόμων Ancient Greek Colonies in the Black Sea, επιμ. D.V. Grammenos / E.K. Petropoulos, Thessaloniki 2003 και Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2, επιμ. D.V. Grammenos / E.K. Petropoulos, Oxford 2007.

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 21/2 (2008) Σοφία Αντωνιάδου

Στη στήλη «Από το Journal of Mediterranean Archaeology» παρουσιάζεται το άρθρο της Δ. Μαργωμένου «Food Storage in Prehistoric Northern Greece: Interrogating complexity at the margins of the Mycenean World», 21/2 (2008). Στη στήλη «Από το Journal of Mediterranean Archaeology» παρουσιάζεται το άρθρο της Δ. Μαργωμένου «Food Storage in Prehistoric Northern Greece: Interrogating complexity at the margins of the Mycenean World», 21/2 (2008).

Δικτυακοί τόποι: Μία ιστοσελίδα για κάθε ανασκαφή. Επισκόπηση των ιστοσελίδων για τις αρχαιολογικές έρευνες πεδίου (1ο) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Η ιστοσελίδα του Institut français d’archéologie orientale για τις γαλλικές αρχαιολογικές έρευνες στην Αίγυπτο. Ανασκαφές και έρευνες επιφανείας έχουν εδώ και καιρό την ιστοσελίδα τους, επιστρατεύοντας, ανάλογα με τους στόχους και τα διαθέσιμα μέσα, κάθε είδους τεχνολογία. Η στήλη συγκέντρωσε 200 περίπου ιστότοπους που παρουσιάζουν αρχαιολογικές έρευνες πεδίου (ανασκαφές, έρευνες επιφανείας κ.ά.), κυρίως σε αρχαιολογικές θέσεις της Μεσογείου, που διεξάγονται από επιστημονικούς φορείς και ερευνητικές ομάδες. Στο τρέχον τεύχος παρουσιάζεται μια βασική, γενική επισκόπηση των ιστοσελίδων αυτών και στο επόμενο τεύχος θα ακολουθήσουν συνοπτική ανάλυση και γενική αξιολόγηση (σκοποί, κατηγορίες κοινού στις οποίες απευθύνονται, περιεχόμενο και αξιολόγηση σε σχέση με έντυπες δημοσιεύσεις για τις ανασκαφές, μέσα και τεχνολογίες των ιστοσελίδων κ.ά.).

Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος. Το “σύστημα” à la carte συνεχίζεται από το ΥΠΠΟ Βασίλης Δωροβίνης

Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος όπως ήταν το 1984. Ο Βασίλης Δωροβίνης κρούει και πάλι τον κώδωνα κινδύνου για το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, βιβλία Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Το άγαλμα που ανασύρθηκε από τα ανοιχτά της Καλύμνου. Ειδήσεις: Αρχαίος οικισμός στα Τέμπη, Νέα ευρήματα στη Δήλο, Σημαντικά ευρήματα στα Μακρά Τείχη, Ρωμαϊκή έπαυλη στην Ποτίδαια, Παλαιοντολογικά ευρήματα στο Σέσκλο, Μυκηναϊκό ανάκτορο στη Θήβα, Χάλκινο άγαλμα ανασύρθηκε από τα ανοιχτά της Καλύμνου, Παυλοπέτρι: αγώνας δρόμου για τη διάσωση της βυθισμένης πόλης, Αναβιώνει το αρχαίο θέατρο του Δίου, Αρχίζει η έρευνα για τον Ιππόδρομο της Ολυμπίας, Εγκαινιάστηκε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλύμνου, Εγκαίνια για το Μουσείο της Χαιρώνειας. Εκθέσεις: Έκθεση παλαιτύπων στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Προκολομβιανή τέχνη στο Μουσείο Μπενάκη, Το Άγιον Όρος στο Παρίσι. Συνέδρια: Συμπόσιο για την Ιστορία και τον Πολιτισμό της Πρέβεζας, Ξένος-Μέτοικος. Αρχαιότητα και αρχαίο δράμα, ΙΑ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο. Βιβλία: M. Castineiras & John Camps, Romanesque Art in the MNAC Collections / Δ. Κραβαρτόγιαννος, Αρχαία νομίσματα, ιστορικά τεκμήρια / Γ.Χ. Χουρμουζιάδης, Δισπηλιό. Σημειώσεις για τον επισκέπτη / Τ. Χέριν, Τι είναι το Βυζάντιο;

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Παλαιοκλιματικές έρευνες σε σπήλαια της Πελοποννήσου -Νέο αρχαιομετρικό περιοδικό -Νέοι επιστήμονες στο χώρο της Αρχαιομετρίας -Ημερίδα Πολιτισμικής Τεχνολογίας στην Ξάνθη -Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία (ΕΑΕ): Νέες δραστηριότητες -Νέες εκδόσεις: Σ.-Μ. Βαλαμώτη, Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής στην προϊστορική Ελλάδα

Τεύχος 51, Ιούνιος 1994 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Τα βυζαντινά κάστρα στη Mακεδονία και τη Θράκη Δέσποινα Ευγενίδου

Η κρίση των πόλεων του 7ου και 8ου αιώνα θα οδηγήσει τον 9ο αιώνα στη συρρίκνωση και τη μετονομασία τους. Τον 10ο αιώνα οι Βυζαντινοί με τη λέξη «κάστρο» εννοούν τειχισμένους οικισμούς, δηλαδή πόλεις. Τα κάστρα τους βρίσκονται είτε στον άξονα της Εγνατίας οδού ή στην ενδοχώρα. Ενδοχώρα της πρωτεύουσας, η Θράκη οριοθετείται από τη χερσόνησο της Κωνσταντινούπολης, την οροσειρά του Αίμου και τον ποταμό Νέστο που τη διαχωρίζει από τη Μακεδονία. Στην Κωνσταντινούπολη τα νέα τείχη που έκτισε ο Θεοδόσιος, κοντά σε εκείνα που είχε ορθώσει ο Κωνσταντίνος, ολοκλήρωσαν ένα πρωτοφανές για την εποχή αμυντικό έργο. Η Αναστασιούπολη και η Μαξιμιανούπολη μετονομάστηκαν σε Περιθεώριο και Μοσυνόπολη αντίστοιχα. Η Μαρώνεια κράτησε το όνομά της αλλά τα Άβδηρα μετονομάστηκαν σε Πολύστυλο. Το Πύθιο, που φέρει την επίδραση της δυτικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, και το Διδυμότειχο διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου. Οχυρωμένο ήταν και το μοναστήρι των Φερών ενώ Ξάνθη και Κομοτηνή αναπτύχθηκαν μετά την οθωμανική κατάκτηση. Το τείχος της Θεσσαλονίκης, που χτίστηκε βιαστικά στα μέσα του 3ου αιώνα λόγω των γοτθικών επιδρομών, ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα. Το μόνο κτίσμα που προστέθηκε εξ ολοκλήρου είναι η ακρόπολη. Η Βέροια έζησε έως τον 20ό αιώνα ενώ οι συνομήλικοί της Φίλιπποι τη βυζαντινή περίοδο βρίσκονται ήδη σε μαρασμό. Η Καστοριά διατηρεί τείχη από την εποχή του Ιουστινιανού. Η Ρεντίνα έχει ιουστινιάνεια οχύρωση και βυζαντινό κάστρο. Το Γυναικόκαστρο, κτίσμα του Ανδρόνικου Γ΄, αποτελεί έργο νέας τεχνικής. Τα Μογλενά και τα Σέρβια άκμασαν ανάμεσα στο 10ο και 13ο αιώνα και χρησίμευσαν στην προστασία του αγροτικού πληθυσμού.

Επιστροφή στο Βυζάντιο Judith Lange

Η συγγραφέας μας καλεί να ακολουθήσουμε την Εγνατία οδό, συνοδεύοντάς την σε ένα οδοιπορικό από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. Παλιός δρόμος του εμπορίου που έφτανε κάποτε ως το Δυρράχιο, η Εγνατία περνάει σήμερα μέσα από εγκαταλειμμένα ερείπια, τοπία μοναχικά και σιωπηλά. Τέτοιο είναι το βυζαντινό κάστρο στο Πύθιο. Κάτω από το βυζαντινό τείχος στο Διδυμότειχο, τσιγγάνοι και μουσουλμάνοι ζουν σε σπηλιές σκαμμένες στο βράχο. Στις Φέρες δεσπόζει η Παναγιά Κοσμοσώτειρα του 12ου αιώνα, μικρογραφία της Αγίας Σοφίας. Αγκυροβόλι στο κενό είναι σήμερα το λιμανάκι της Μαρώνειας. Αν όμως τα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά ερείπια είναι σκόρπια και λιγοστά, κρυμμένο από το λόφο βρίσκεται ένα θέατρο ελληνιστικό. Η Κομοτηνή, όπως και οι Σέρρες, η Ξάνθη, η Δράμα, η Καστοριά και η Βέροια έθαψαν τη βυζαντινή τους καταγωγή κάτω από την αυθαίρετη δόμηση. Απέραντοι, αμμώδεις κάμποι περιβάλλουν τα ερείπια της Αναστασιούπολης (Περιθεώριον). Στα Άβδηρα (Πολύστυλον), οι πέτρινοι όγκοι του κάστρου γλιστρούν στην αμμουδιά και μια ερειπωμένη βασιλική είναι χτισμένη πάνω στη θάλασσα. Ο δρόμος διχοτομεί τις ανασκαφές των Φιλίππων: ρωμαϊκό θέατρο, Αγορά, βυζαντινό κάστρο, δυο βασιλικές του 5ου αιώνα. Γυναικόκαστρο και Μογλενά ταιριάζουν απόλυτα σε αυτό το πανόραμα. Τη βουκολική γαλήνη διακόπτει η κίνηση και ο δυναμισμός μιας μητρόπολης. Ακόμη και τώρα η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη Βυζάντιο: εκκλησίες, μοναστήρια, το κάστρο πάνω στην ακρόπολη με τα τείχη να περιβάλλουν το Επταπύργιο. Κυκλωμένα από κτήρια σύγχρονα, τα περισσότερα μνημεία δίνουν την εντύπωση χαμένης μάχης. Μέσα στις εκκλησίες όμως, οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά προδίδουν μια θρησκευτικότητα βαθιά, ένα αρμονικό αγκάλιασμα Ανατολής και Δύσης.

Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Eλλάδας Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

Διανθίζοντας το κείμενό της με εκτενή αποσπάσματα από αρχειακές πηγές, η συγγραφέας ζωντανεύει τη ζωή στο Ναύπλιο μετά την απελευθέρωσή του (1822), τον διορισμό του σε «Καθέδρα της Κυβερνήσεως και της Βουλής» από την Γ’ Εθνοσυνέλευση (1827) και την άφιξη του Καποδίστρια (1828). Άμεσο μέλημα του Κυβερνήτη υπήρξε η πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας. Έντονα προβληματίζεται από την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Ναύπλιο, όπου είχαν συρρεύσει πρόσφυγες από όλη την Ελλάδα, ζώντας άθλια, σε άθλια καλύβια. Έχοντας ο ίδιος εγκατασταθεί στην Αίγινα, επιφορτίζει τον προσωπικό του φίλο, Σταμ. Βούλγαρη, μηχανικό με βαθμό λοχαγού στο γαλλικό στρατό, με την επιστασία του «πρώτου προγράμματος οργανωμένης δόμησης λαϊκής κατοικίας». Το πρόγραμμα το είχε καταρτίσει ο ίδιος μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Η οικοδόμηση της Πρόνοιας, στη ΒΑ πλευρά του Παλαμηδιού, αρχίζει ταχύτατα καθώς στην Ύδρα έχει εμφανιστεί πανούκλα. Η επιδημία έρχεται στο Ναύπλιο ενώ τα πρώτα παραπήγματα σε κανονικό σχέδιο είχαν αρχίσει να χτίζονται από συνεργείο 30 πελοποννήσιων μαστόρων, με αρχιμάστορες τον Μαστροζαφείρη Οικονομόπουλο και τον Μαστροαργύρη. Μέσα σε δυο χρόνια οι καλύβες που είχαν κατασκευαστεί αντικαταστάθηκαν με οίκους μεγάλους και ευπρεπείς και η Πρόνοια έγινε προάστιο.

Άλλα θέματα: Αγιογραφίες του ζωγράφου Θεόφιλου Xατζημιχαήλ Αγγελική Βαβυλοπούλου-Χαριτωνίδου

Στη Λέσβο, σε δύο εκκλησάκια του χωριού Κέντρο σώζονται αγιογραφίες φιλοτεχνημένες από τον Θεόφιλο. Στον Άι-Γιάννη βρίσκονται «Ο Άρχων Μιχαήλ» και «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου». Στον Ταξιάρχη, οι «Άγιος Κωνσταντίνος –Αγία Ελένη», «Ο Παντοκράτωρ», ο «Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλίτης» [sic] και ο «Άγιος Γεώργιος Τροπαιοφόρος», αντιμέτωποι σε διπλό πλαίσιο, και ο «Άρχων Μιχαήλ». Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που εικονογραφούν το άρθρο τραβήχτηκαν το 1962 από τον τότε Έφορο αρχαιοτήτων στο νησί Φ. Σ. Χαριτωνίδη

Πέτρινα απομεινάρια από την κατεργασία της ελιάς στη Λέσβο Μάκης Αξιώτης

Το αρχαιότερο έως σήμερα απομεινάρι από την κατεργασία της ελιάς στη Λέσβο είναι ένα πρωτόγονο λιοτρίβι της πρώιμης Χαλκοκρατίας (2800-2000) που η ανασκαφέας της Θερμής χαρακτήρισε «πατητήρι ελιών». Στις μέρες μας, τα υπερσύγχρονα ελαιοτριβεία αντικατέστησαν ζωοκίνητους ελαιόμυλους και χειροκίνητα πιεστήρια. Δύο ήταν τα «συγκροτήματα» επεξεργασίας: το λιοτρίβι και το πιεστήριο. Στο λιοτρίβι, μέσα σε μονολιθική, κυκλική δεξαμενή, γύριζαν δυο μυλόπετρες με σχήμα τμήματος σφαίρας. Αργότερα, οι μυλόπετρες πήραν το σχήμα κόλουρου κώνου και η «κάτω πέτρα» έγινε αβαθής. Από τα μέσα του 19ου αιώνα υιοθετήθηκε η κυλινδρική μυλόπετρα. Στο πιεστήριο, πάνω σε μεγάλο κυβόλιθο στηριζόταν κυκλική, πέτρινη («κάτω») πλάκα με περιφερικό αυλάκι και στόμιο.

Η νότια κλιτύς της Ακρόπολης Θάνος Παπαθανασόπουλος

Ο όρος «αρχαιολογικό πάρκο» δηλώνει τη συνύπαρξη συνόλου αρχαίων μνημείων και πρασίνου σε αστικές περιοχές και προϋποθέτει την ένταξή του στους συχνούς περιπάτους των πολιτών. Προτού όμως η νότια κλιτύς της Ακρόπολης αναβαθμιστεί σε πάρκο, πρέπει να προστατευτούν και να αναβαθμιστούν τα μνημεία της. Το θέατρο του Διονύσου σώζει υπολείμματα αλεπάλληλων σκηνικών κατασκευών που καλύπτουν επτά αιώνες. Σώζεται η μορφή και το δάπεδο της ορχήστρας των ρωμαϊκών χρόνων και από το κοίλο των χρόνων του Λυκούργου διατηρούνται στη θέση τους το 15% των εδωλίων, ενώ περίπου άλλα τριακόσια ακέραια εδώλια βρίσκονται διασκορπισμένα στο χώρο. Άρα, το κοίλον του θεάτρου μπορεί να αποκατασταθεί. Τα θεμέλια των σκηνικών κατασκευών επιβάλλεται να προστατευτούν με κατάχωση. Να καταχωσθούν πρέπει και τα θεμέλια των δύο ναών του Διονύσου, αυτού του 6ου αιώνα π.Χ και του νεότερου. Τεράστιο πρόβλημα αποτελεί εδώ η φθορά του κροκαλοπαγούς λίθου των θεμελίων που τα βλέπουμε να χάνονται μέρα με τη μέρα. Ως προς το «Ωδείο του Περικλή», υπόστυλο οικοδόμημα στεγασμένο με τα ξύλα των περσικών πλοίων που καταστράφηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, εκκρεμεί η ολοκλήρωση της ανασκαφής που διακόπηκε το 1932. Το κτηριακό συγκρότημα του Ασκληπιείου θα έπρεπε να στεγάσει τα αγάλματα και τις επιγραφές του. Τι γίνεται όμως με τα χιλιάδες μαρμάρινα ευρήματα, κατάσπαρτα στον αρχαιολογικό χώρο; Μια εφικτή λύση είναι η στέγαση της Στοάς του Ευμένη με διώροφο στέγαστρο, κατά το πρότυπο της Στοάς του Αττάλου. Δεν θα μένει τότε παρά να αποκατασταθεί ο ωραιότερος περίπατος του κόσμου, ο Περίπατος που περιέτρεχε την Ακρόπολη.

Αρχαιότητες σε σύγχρονο πολεοδομικό ιστό. Εμπειρίες από τη Θεσσαλονίκη Ευαγγελία Χατζητρύφωνος

Πως θα ενταχθεί στο σήμερα ένα δομημένο περιβάλλον του παρελθόντος; Σε υπό ανάπτυξη πολεοδομικές ενότητες, όπως οι επεκτάσεις σχεδίου πόλεως, οι αρχαιολογικοί χώροι ή τα μεμονωμένα μνημεία ή σύνολα εντάσσονται με σχεδιασμό που έχει γίνει εκ των προτέρων. Αν όμως πρόκειται για ήδη διαμορφωμένο πολεοδομικό ιστό, τότε χρειάζονται σημειακές επεμβάσεις για να αξιοποιηθούν. Ο ιστορικός πυρήνας της Θεσσαλονίκης ανήκει στη δεύτερη περίπτωση Ο επανασχεδιασμός της Θεσσαλονίκης από τον γάλλο πολεοδόμο E. Hébrard αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1917, θεωρείται πανευρωπαϊκά το πρώτο μεγάλο πολεοδομικό εγχείρημα του 20ού αιώνα. Αντικατοπτρίζοντας τις αντιλήψεις της εποχής, το ιστορικό μνημείο αποτέλεσε το επίκεντρο του πολεοδομικού ιστού της περιοχής του. Περίοπτο στο κέντρο μιας πλατείας, το μνημείο απομονωνόταν από το παραδεδομένο περιβάλλον του. Στο σχεδίασμα του νέου πολεοδομικού ιστού, βασισμένου σε ορθογώνια κάνναβο με έντονες διαγωνίους, δεν λήφθηκε υπόψη ούτε η ιστορική τοπογραφία της πόλης ούτε ο προϋπάρχων πολεοδομικός ιστός –με εξαίρεση τους βασικούς άξονες των οδών Βενιζέλου, Εγνατίας, Αγ. Δημητρίου, Αγ. Σοφίας, στους οποίους προστέθηκε νέος μνημειακός άξονας, η οδός Αριστοτέλους. Στη Θεσσαλονίκη, μόλις πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, η αρχαιολογική έρευνα ήταν ακόμη ανύπαρκτη και άγνοια επικρατούσε για την ιστορική τοπογραφία της πόλης. Άλλωστε πολιτικές σκοπιμότητες υπαγόρευσαν τόσο την ταχύτητα στο σχεδιασμό όσο και τις τροποποιήσεις στη νομοθεσία περί αύξησης συντελεστή και ποσοστού κάλυψης. Οι σημερινές προσπάθειες για να ξαναβρεί η πόλη κάτι από τη φυσιογνωμία της μέσα από τον μνημειακό της πλούτο συγκλίνουν στην κατά το δυνατό ομαδοποίηση μνημείων σε ζώνες (ή «αρχαιολογικούς περιπάτους»). Οι ζώνες σήμερα διαγράφονται ως εξής: Α. Ζώνη ανατολικών τειχών (Λευκός Πύργος – Επταπύργιο) Β. Κεντρική ζώνη (Πλατεία Αριστοτέλους – Άγιος Δημήτριος) Γ. Ζώνη δυτικών τειχών (Λαδάδικα – Βόρεια τείχη) Δ. Ζώνη βορείων τειχών και Άνω Πόλη (Βόρεια τείχη έως Επταπύργιο) Ε. Διάσπαρτα μεμονωμένα μνημεία χωρίς άμεση σύνδεση με τις ζώνες. Η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου διέπεται από κάποιες αρχές, όπως: την έρευνα και τεκμηρίωση των αρχαιοτήτων, ως εργασία υποδομής για την ένταξή τους στον πολεοδομικό ιστό• τη διαφύλαξη της ιστορικής συνέχειας του δομημένου περιβάλλοντος και της διατήρησης όλων των φάσεών του, κ.ά.

Μία περίπτωση διάσωσης Κώστας Παπαπαναγιώτου, Σπύρος Τσίμας, Μηνάς Χατζηχρήστου

Στην πλατεία Κλαυθμώνος, ο έμπορος Ιωάννης Σκυλίτσης έκτισε το 1844 ημιτριώροφη πολυτελέστατη κατοικία. Το κτήριο περιήλθε το 1884 στο Ελληνικό Δημόσιο και στέγασε το υπουργείο Ναυτικών. Από το 1975, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει δύο ακόμη ορόφους, το ιστορικό κτήριο στεγάζει τη Διοίκηση Δοικητικής Μέριμνας Ναυτικού. Νεοκλασικό με στοιχεία ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, το «Υπουργείο Ναυτικών» προβάλλει περήφανα τους τοσκανικούς μονόλιθους (παραστάδες) της κεντρικής του εισόδου. Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα παράθυρα και η χτιστή πέτρα του ισογείου. Στο εσωτερικό του κτηρίου εντυπωσιάζει ο ζωγραφικός διάκοσμος οροφών και τοίχων του 1ου και του 2ου ορόφου. Στο άρθρο περιγράφονται οι διαδικασίες αποκάλυψης, συντήρησης και αισθητικής αποκατάστασης της κεντρικής οροφογραφίας και των αντίστοιχων τοιχογραφιών στον 2ο όροφο. Αποκαλύφθηκαν στρώματα επιζωγραφήσεων και επιχρισμάτων πάχους 0,5 εκ. Στην οροφογραφία εντοπίστηκαν δύο στρώσεις κονιάματος, με συνδετικό ασβέστη, στρωμένες σε πανό από λεπτά καλαμάκια (μπαγδατί) καρφωμένο σε ξύλινο σκελετό. Τα χρώματα περιέχουν χρωστικά σε σκόνη, με συνδετικό φυσική οργανική κόλλα. Στην οροφή του 2ου ορόφου, σε έκταση 30 τ.μ. περίπου, εναλλάσσονται τετράγωνα και ορθογώνια παραλληλόγραμμα με κεντρική ροζέτα, πλαισιωμένα από λεπτότερα ορθογώνια πλαίσια με φυτικό διάκοσμο και αγγελικά πρόσωπα στο κέντρο. Στα μοτίβα κυριαρχούν τα χρώματα χονδροκόκκινο, γαλάζιο, πράσινο, διαβαθμίσεις του γκρίζου, άσπρο, μαύρο και μωβ. Οι ιταλοί ζωγράφοι, που κυρίως φιλοτεχνούσαν τις οροφές στα μέσα του 19ου αιώνα, πετύχαιναν αρμονία θερμών και ψυχρών χρωμάτων και σωστή διαβάθμιση της φωτοσκιάς προς όφελος της πλαστικότητας. Η επίδραση από τυπωμένα πρότυπα, σαν τα υπογεγραμμένα από ευρωπαϊκά τυπογραφεία που βρίσκονται στο αρχείο του Κίτσου Μακρή, είναι προφανής.

Ο εποικισμός του Λονδίνου. 15.000 χρόνια μετανάστευσης από το εξωτερικό: μια μουσειολογική πρόταση Ελεάνα Γιαλούρη

Η έκθεση «Ο εποικισμός του Λονδίνου. 1500 χρόνια μετανάστευσης από το εξωτερικό» δεν ξεφεύγει από την παράδοση του Μουσείου του Λονδίνου: τις ειδικές εκθέσεις που το Μουσείο διοργανώνει για διάφορες όψεις της λονδρέζικης ζωής, τη δραστηριότητά του που στοχεύει στη δυναμική του ένταξη στην κοινωνία του Λονδίνου, καθιστώντας το ζωντανό κύταρο της καθημερινής του ζωής. Η προσέγγιση του θέματος είναι βαθιά αντιρατσιστική. Μια συνοπτική ιστορία του Λονδίνου, από την ίδρυσή του το 50 π.Χ. έως σήμερα, παρουσιάζεται ως αφήγηση της μετανάστευσης ποικίλων ομάδων, εθνοτικών (ethnic), φυλετικών και θρησκευτικών. Οι ομάδες αυτές δεν προσεγγίζονται μεμονωμένα αλλά ως σύνολο, δείχνοντας έτσι ότι η μορφή και η ανάπτυξη της πρωτεύουσας είναι το αποτέλεσμα της κοινής τους συνεισφοράς. Στην έκθεση τα μουσειακά αντικείμενα παρουσιάζονται ως μέσα μιας γενικότερης πραγματικότητας, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής και οικονομικής, μέτοχοι και μάρτυρες ενός πολυσχιδούς παρελθόντος. Για το λόγο αυτό, ακόμη και τα κοινής χρήσης αντικείμενα διεκδικούν, σε επίπεδο ιστορικό-αρχαιολογικό, ίση μεταχείριση με ένα έργο τέχνης. Ο στόχος της έκθεσης κάθε άλλο παρά εξαντλείται στον ενημερωτικό και παιδευτικό της χαρακτήρα. Πρόκειται για μια μοναδική κοινωνικοπολιτική προσφορά. Καταφέρνει να συνδέσει το χθές με το σήμερα και βοηθάει την κάθε κοινότητα να βρει τη θέση της στην ευρύτερη πολυεθνική κοινωνία του Λονδίνου. Είναι προφανές ότι η ύπαρξη στην Αθήνα ενός Μουσείου της ιστορίας της πόλεως, που θα αναπτύσσει δραστηριότητες παρόμοιες με αυτές του Μουσείου του Λονδίνου και θα λειτουργεί ως πολιτισμικός και εκπαιδευτικός πυρήνας για τους κατοίκους της, είναι σχεδόν ζωτική ανάγκη.

Comte de Caylus ή Johann Joachim Wincκelmann – Ένας ή δύο οι πατέρες της Κλασικής Αρχαιολογίας; Αντρέας Ανδρέου

Ο Comte de Caylus (1692-1765) υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του ανερχόμενου στην Ευρώπη «νεοκλασικισμού». Άνθρωπος των γραμμάτων, σπουδαίος συλλέκτης αρχαιοτήτων και πρωτο-αρχαιολόγος θα ταξιδέψει στην Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, τα παράλια της Μ. Ασίας και την ηπειρωτική Ελλάδα (1714-1717). Οι επόμενες αρχαιολογικές του έρευνες θα γίνουν «από την πολυθρόνα» του στο Παρίσι. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών και της Ακαδημίας των Επιγραφών και Γραμμάτων. Έχοντας αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του 1720 να ασχολείται εντατικά με τη χαλκογραφία, έχει τη δυνατότητα να πλαισιώνει τις δημοσιεύσεις αντικειμένων της συλλογής του με δικά του χαρακτικά. Στο βιβλίο του για τα χρυσά νομίσματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η επικέντρωσή του στο αντικείμενο αυτό καθαυτό συνιστά ένα βήμα προς τη μοντέρνα μορφή του ειδήμονα κριτικού. Στο χρονικό διάστημα 1752-1760, δημοσιεύει το εξάτομο και πλούσια εικονογραφημένο έργο του Recueil d’antiquités égyptiennes, etrusques, grecques, romaines et gauloises, από το οποίο θα αντλούν οι σχεδιαστές του νεοκλασικισμού για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Η απορρόφησή του στη διαδικασία της συλλογής, η μορφολογική του επεξεργασία μεμονωμένων αντικειμένων δεν του επέτρεψαν να προβάλει μια σφαιρική, θεμελιακή θέση για την ιστορική ανάπτυξη της αρχαίας τέχνης. Το μοντέλο επεξεργασίας της αρχαίας ελληνικής τέχνης του Caylus διέφερε ουσιαστικά από αυτό του Winckelmann. Οι δύο συμφωνούν ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός είναι κατώτερος του αρχαίου ελληνικού, ο Caylus όμως αναγνώριζε στην αρχαία Αίγυπτο έναν ακόμη εξέχοντα πολιτισμό. Άποψή του ήταν ότι ναι μεν οι πολιτισμοί έχουν αμοιβαία αλληλεξάρτηση, ωστόσο κοινή τους προέλευση και επιρροή είναι ο πολιτισμός των Αιγυπτίων.

Αρχαίο θέατρο. Σκηνή και «σκηνογραφικά» βοηθήματα Πλάτων Αλεξίου

Η σκηνή του θεάτρου ήταν ένα επίμηκες σταθερό οικοδόμημα πίσω από την ορχήστρα, ξύλινο στους κλασικούς χρόνους, λίθινο στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, που υπηρετούσε πολλαπλές λειτουργικές ανάγκες: πάνω της παρουσιαζόταν το σκηνικό φόντο, το εσωτερικό της ήταν το παρασκήνιο για την αλλαγή κοστουμιών, κ.ά. Βασικό σκηνικό ήταν η όψη ανακτόρου ή ναού που κάμπτονταν σε σχήμα Π καταλήγοντας σε δυο προσκήνια. Η μεσαία από τις τρεις θύρες ονομαζόταν «βασίλειος». Κινητοί ζωγραφικοί πίνακες, τα «παραπετάσματα» ή «καταβλήματα», λειτουργούσαν ως σκηνικά άλλων σκηνικών παραστάσεων. Για να δείξουν το εσωτερικό ενός χώρου ή κάποιον ήρωα ή θεό επί σκηνής, χρησιμοποιούσαν το «εκκύκλημα», μια τροχήλατη πλατφόρμα. Οι «περίακτοι» ήταν περιστρεφόμενες μηχανές με τρεις όψεις και με διαφορετική στην καθεμιά τους διακόσμηση. Για τους «από μηχανής θεούς» χρησιμοποιούσαν ένα συνδυασμό γερανού, τροχαλιών και σχοινιών. Σημείο εμφάνισης θεών ήταν και το «θεολογείο». Το «κεραυνοσκοπείο» συνοδευόταν από το «βροντείο». Άλλες μηχανές ήταν το «στροφείο», η «σκοπή», το «τείχος», ο «πύργος» και η «διστεγία». Για την ανάδυση φαντάσματος από τον Κάτω Κόσμο υπήρχαν οι «χαρώνειοι κλίμακες». Ανάλογες καταπακτές ήταν και τα «αναπιέσματα». Δεν γνωρίζουμε αν την όψη της σκηνής κάλυπτε κάποιο παραπέτασμα, «προσκήνιο» ή «αυλαία». Το όνομα του έργου ήταν γραμμένο σε ειδικό πλαίσιο που λεγόταν «φρυκτώριο». Ανάλογα με το περιεχόμενο, επάνω στη σκηνή συχνά τοποθετούνταν αγάλματα ή βωμοί θεών, ερμαϊκές στήλες, όψεις τάφων κ.ά. Η εμφάνιση άμαξας ή ιππέα γινόταν από το «κλισίον». Τη σκηνογραφική πανδαισία της τραγωδίας, του σατυρικού δράματος και της κωμωδίας ολοκλήρωναν τα κοστούμια των ηθοποιών και τα κάθε λογής εξαρτήματα.

Μία άλλη πρόταση. Νέες χρήσεις σε υφιστάμενα κτήρια: κτήριο «Φιξ» Αντώνης Βεζύρογλου, Νίκος Σιαπκίδης και άλλοι

Η επιστημονική ομάδα, που υπογράφει ένα εμπεριστατωμένο άρθρο, συνδυάζει την αποτυχία και των τριών διαγωνισμών που προηγήθηκαν για το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως (Ν.Μ.Α.) με την επίμονη επιλογή της «θέσης Μακρυγιάννη». Με την πρόταση «Φιξ» το Ν.Μ.Α. ενσωματώνεται στην οπτική της πολεοδομικής ενοποίησης του ιστορικού κέντρου και των αρχαιολογικών χώρων. Είναι αυτονόητο ότι η πρόταση θεμελιώνεται στην αρχή να χρησιμοποιούνται παλαιά κτηριακά κελύφη για την ενσωμάτωση άλλων λειτουργιών. Η πρόταση οργανώθηκε με βάση γενικά κριτήρια στα οποία τώρα προστίθενται και κάποια συμπληρωματικά. Ένα από αυτά είναι η επιτακτική ανάγκη αναζήτησης ασφαλούς χώρου για τη στέγαση των αρχιτεκτονικών μελών και του γλυπτού διακόσμου που προέρχονται από τις συνεχιζόμενες εργασίες αποκατάστασης των μνημείων της Ακρόπολης. Χωρίς αξιολογική σειρά απαρίθμησης, τα γενικά κριτήρια κατατάσσονται άλλοτε σε αντιδιαστολή και άλλοτε σε παράλληλη σύγκριση με τα κριτήρια που παρουσιάζονταν στο αρχικό προσχέδιο του διαγωνισμού του ΥΠ.ΠΟ. Τα κριτήρια της πρότασης «Φιξ», που οι συγγραφείς παρουσιάζουν αναλυτικά, είναι: 1. Η απόσταση του οικοπέδου από τον αρχαιολογικό χώρο και η ευχέρεια πρόσβασης σε αυτόν 2. Το μέγεθος και η μορφή του οικοπέδου και του εργοστασίου «Φιξ» 3. Ο αριθμός και το κόστος των απαιτούμενων απαλλοτριώσεων 4. Η ύπαρξη αρχαιοτήτων και η αξιολόγησή τους 5. Το κυκλοφοριακό πρόβλημα και η ύπαρξη του Μετρό 6. Η προσπελασιμότητα του κτηρίου και η οδική εξυπηρέτησή του 7. Η ένταξη και ο συσχετισμός με το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας 8. Η δυνατότητα απόκτησης του κτηρίου από το Δημόσιο 9. Η υπάρχουσα χρήση του κτηρίου 10. Η σχέση του Ν.Μ.Α. με το Βράχο 11. Η οικονομία του έργου 12. Η διατήρηση ελεύθερων χώρων και η επαναχρησιμοποίηση παλαιών κελυφών 13. Η ασφάλεια των εκθεμάτων και των έργων 14. Η οικολογική διάσταση της πρότασης.

Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και τα προγράμματα υποβρυχίων ανασκαφών Ελπίδα Χατζηδάκη

Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (Ε.Ε.Α.) που ιδρύθηκε μόλις το 1977 έχει εστιάσει την προσοχή της σε δέκα υποβρύχιες έρευνες. Στο ναυάγιο της Αλοννήσου, το πλοίο (5ος-αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) που μετέφερε κρασί από τη Μακεδονία είχε μήκος τουλάχιστον 30μ., αναιρώντας έτσι την πεποίθηση πως οι Ρωμαίοι πρωτοπόρησαν στη ναυπήγηση σκαφών άνω των 100 τόνων. Στα Άβδηρα ανασκάφηκε και πάλι ο αρχαίος λιμένας. Στη Χαλκιδική ερευνήθηκε η σχέση των χερσαίων αρχιτεκτονικών λειψάνων με τα οικοδομικά λείψανα στο βυθό της θάλασσας. Στα Φαλάσαρνα, στο χερσαίο ελληνιστικό λιμάνι που περικλείεται από προεκτάσεις των οχυρωματικών τειχών της πόλης σχηματίζοντας «λιμένα κλειστόν», συνεχίστηκαν οι ανασκαφές στους οχυρωματικούς πύργους, σε τμήμα της προκυμαίας κ.α. Συνεχίζεται επίσης η έρευνα στο ναυάγιο του πλοίου «La Thérèse» που είχε λάβει μέρος στον Κρητικό πόλεμο (1669). Στο σύγχρονο λιμάνι της Ζακύνθου προχωρεί η ανασκαφή μεταβυζαντινού ναυαγίου. Στο Άκτιο έγινε προσπάθεια να εντοπιστούν τα έμβολα από την πρώρα των πλοίων που καταστράφηκαν στη ναυμαχία του 31 π.Χ. Τουλάχιστον 50 χάλκινα έμβολα βρίσκονται βυθισμένα στην περιοχή. Προγραμματίζεται υποβρύχια ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της Βόνιτσας, όπου εντοπίστηκαν βυθισμένα τμήματα της αρχαίας πόλης του Ανακτορίου, λείψανα του λιμανιού και βυθισμένα κτήρια που χρονολογούνται από την ελληνιστική έως τη βυζαντινή περίοδο. Στη Σάμο, κάτω από το σύγχρονο λιμάνι, βρίσκονται τα κρηπιδώματα και ο περίφημος μώλος του τυράννου Πολυκράτη. Ο αρχαίος κυματοθραύστης αποτυπώθηκε, οι αρχαιολογικές έρευνες εξακτινώθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Στη Μεθώνη εντοπίστηκαν προϊστορικά κτηριακά λείψανα και διαπιστώθηκε ότι η καταστροφή του καταποντισμένου οικισμού οφείλεται σε σεισμό.

Συρακούσες: Paolo Orsi, τo υποδειγματικό μουσείο Νίκος Ξένιος

Το μουσείο ιδρύθηκε το 1967 στη μνήμη του μεγάλου σικελού αρχαιολόγου Πάολο Όρσι. Υπερσύγχρονο και κομψό, προτάσσει τον παιδευτικό του χαρακτήρα. Τα εκθέματα από τη μακραίωνη ιστορία που αρχίζει με την ίδρυση της πόλης από τους Κορίνθιους (8ος αιώνας π.Χ.) και φτάνει ως τον 7ο αιώνα μ.Χ., διανέμονται σε τρεις χώρους: 1. Προϊστορία και πρωτοϊστορία. 2. Ελληνικές αποικίες της ανατολικής Σικελίας. 3. Υπο-αποικίες και εξελληνισμένα κέντρα της Σικελίας. Όλες τις παλαιολιθικές ανασκαφές του νησιού συγκεφαλαιώνει η «Γκραβέτια» τεχνολογία. Η Νεολιθική εποχή εκπροσωπείται από τον πολιτισμό Stentinello και η περίοδος του Χαλκού από τα ταφικά ευρήματα του πολιτισμού Castelluccio. Ο πολιτισμός της Μέσης Χάλκινης περιόδου έδωσε ευρήματα κεραμικής, υαλουργίας, αργυροχρυσοχοΐας κ.ά. από τη Θάψο. Η ποικιλία της κεραμικής στον «πανταλικό» πολιτισμό, στα ευρήματα της κοιλάδας Μαρσελίνο και του όρους Finocchito, μαρτυρεί την αλληλεπίδραση των πολιτισμών της Μεσογείου την περίοδο των μεγάλων αποικισμών. Εκτίθενται νομισματική συλλογή και αναθήματα από το ναό της Δήμητρας και της Κόρης, σπαράγματα όπλων από χαμένο ναό του Άρη, ευρήματα από το ναό της Αθηνάς και το ναό του Απόλλωνα της νήσου Ορτυγίας. Πολλά ευρήματα προέρχονται από νεκροπόλεις. Μια ελληνική Καρυάτιδα προέρχεται πιθανόν από το θέατρο των Συρακουσών. Εκτίθενται δυο ακόμη Καρυάτιδες, έξοχοι κούροι, αγαλμάτιο του Ηρακλή της «σχολής Λυσίππου», ευρήματα από το βωμό του Ιέρωνα του Β΄. Ενδιαφέρουσες είναι οι παραστάσεις δύο αγγείων που απεικονίζουν τη Γοργώ να ιππεύει τον Πήγασο και την Αθηνά σε άρμα με άλλες θεότητες. Το σπουδαιότερο απόκτημα του Μουσείου είναι ακέφαλο ρωμαϊκό αντίγραφο αναδυόμενης Αφροδίτης των ελληνιστικών χρόνων.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Ο υπουργός Πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος, μιλώντας στο Συνέδριο «Η Ευρώπη και η πολιτισμική της κληρονομιά» (Λισαβώνα, Απρίλιος 1994), ζήτησε τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αρχαιολογίας στην Ελλάδα – Πρωτοβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική αποκαλύφθηκε στην Πέτρα της Ιορδανίας - Χάρη σε παρέμβαση της Unesco απετράπη η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί – Στη χερσόνησο των Μεθάνων αποκαλύφθηκε μυκηναϊκό ιερό και σημαντικός αριθμός πήλινων ειδωλίων

Βιβλία

Ι. Τραυλός, Πολεοδομική εξέλιξη των Αθηνών, Καπόν, Αθήνα 1993 – Γιάννης Μέγας, Ενθύμιον. Από τη ζωή της Εβραϊκής Κοινότητας, Θεσσαλονίκη 1897-1917, Καπόν, Αθήνα 1993 – Μαρία Κοντού, Μουσεία και Πινακοθήκες της Ελλάδος και της Κύπρου, ΥΠ.ΠΟ., Αθήνα 1993 – Guy Rachet, Civilisation et Archéologie de la Grèce préhellénique, Hachette, Παρίσι 1993 – Oliver Dickinson, The Aegean Bronze Age, Cambridge Univ. Press, Κέημπριτζ 1994

Εκθέσεις

Ειδώλια από τις Κυκλάδες και την Ανατολία παρουσιάστηκαν σε έκθεση με τίτλο «Ποιήματα από μάρμαρο» που οργανώθηκε στο Μουσείο Barbier-Mueller της Μασσαλίας (11 Μαρτίου-15 Ιουνίου 1994) - «Γλυπτική σε μάρμαρο – Ελλάδα 600-100 π.Χ.» είναι ο τίτλος έκθεσης που οργανώθηκε στο Μουσείο Allard Pierson του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ το Μάρτιο του 1994

Συνέδρια

Στις 12-18 Σεπτεμβρίου 1993 πραγματοποιήθηκε στο Πόρτο της Πορτογαλίας το Α΄ Αρχαιολογικό Συνέδριο Ιβηρικής – Στο Ομήρειο της Χίου, από τις 4-7 Ιουνίου 1994, πραγματοποιήθηκε το προσυμφωνημένο στην Καΐρειο βιβλιοθήκη της Άνδρου Διεθνές Συνέδριο του προγράμματος «Η εξέλιξη της ξυλοναυπηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα» - Στις 13-16 Απριλίου 1994 η Βελγική Αρχαιολογική Σχολή οργάνωσε στο Λαύριο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο με θέμα «Τα αρχαία μεταλλεία στην Ευρώπη» - «Γεωαρχαιολογία των Τύμβων της Αρχαίας Ευρώπης (1η χιλιετία π.Χ.-1η χιλιετία μ.Χ.)» ήταν το θέμα Διεθνούς Συνεδρίου στην Cosenza της Καλαβρίας από 15-18 Ιουνίου 1993

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Με τίτλο «Η Δράμα και η περιοχή της: Ιστορία και Πολιτισμός» διοργανώθηκε από το Δήμο Δράμας η 2η Επιστημονική Συνάντηση στις 18-22 Μαΐου 1994 – Σε ειδικό τόμο με τίτλο Trade and Production in Premonetary Greece θα δημοσιευτούν αρκετά από τα θέματα που συζητήθηκαν στη διημερίδα (Workshop) της Σουηδικής Αρχαιολογικής Σχολής (9-10 Απριλίου 1994)

Προσεχή Συνέδρια

14-16 Οκτωβρίου 1994, Διεθνές Συνέδριο με θέμα «A Multi-Disciplinary Approach to Studying the Past», Cambridge MA, ΗΠΑ 4-11 Δεκεμβρίου 1994, «Third World Archaeological Congress», Ν. Δελχί, Ινδία

Δημοσιεύσεις

Κ. Κονοφάγος, Κ. Τσάιμου, «Ερμηνεία της εικονιζόμενης παραστάσεως σε ερυθρόμορφη κύλικα των Musées Royaux d’Art et d’Histoire στις Βρυξέλλες», Ορυκτός Πλούτος (1994) 89, σελ.23-26 – Μ. Δερμιτζάκης, Χ. Μιχαήλ, Γ. Μπασιάκος, Φ. Τριπολιτσιώτου, «Συμβολή στη χρονολόγηση σύγχρονων ψηφιδοπαγών αιγιαλών (beach-rocks) δια της μεθόδου της θερμοφωταύγειας» (1993), Πρακτικά του 4ου Πανελλήνιου Συμπόσιου Ωκεανογραφίας και Αλιείας, σελ.257-259

English summaries: The Byzantine Castles in Macedonia and Thrace Despoina Evgenidou

The Byzantine castles were the connecting knots of the defensive network of an Empire that was developed in the area of the Eastern Mediterranean, an Empire which neither organized Crusades, in order to solve demographic and financial problems, nor invested its policy in Sacred Wars, but paid the penalty of its non-violent attitude with its destruction and disappearance after eleven centuries of existence. These castles, being stone-built, seem to have been so smoothly incorporated through the years with their natural environment that have been forgotten. Only in 1970 some restoration and research projects have begun. Instructions for building, besieging and defending castles are supplied by numerous Late Antiquity and Byzantine writers, while Procopius in the sixth century A.D. mentions at least six hundred locations in the Balkans, where new fortifications were erected or older ones were improved and reinforced by the Byzantine emperor Justinian. The towns of the Hellenistic and Roman era will be transformed in the course of centuries into walled Medieval settlements or inhabited castles in order to offer protection to the rural population. In the tenth century the Byzantines used the term κάοτρον (= castle) to describe fortified towns. Thrace, being the inland region of the Byzantine capital, also functioned as the protective shield of Constantinople with its many thriving harbours, towns and Medieval castles, such as Pythion and Didymoteichon. The fortification works in Macedonia, which either are added to Hellenistic towns (Thessaloniki, Veroia) or are founded in the years of Justinian (Castoria), are completed in the tenth and eleventh centuries (Serbia) and are further reinforced in the Komnenean period, while some new are built in the time of the Palaeologan dynasty. The travelling artery of the Egnatia road, connecting Constantinople with Dyrrhachion, on the Adriatic coast, passes through Thessaloniki, the second important city of the Byzantine Empire. The fortifications along this route as well as in the inland area are located 35-40 kms. far from each other.

Pronoea, the First Refugee Settlement of Free Greece Maro Kardamitsi-Adami

In December 1822 a treaty is signed in Nauplion between Greeks and Turks. Nauplion is Greek again after six centuries of foreign occupation. In January 1828, Kapodistrias arrives in Greece and undertakes the governing of the newly established state. One of his major concerns was the town-planning reconstruction of the country. In the Spring of 1828 St. Voulgaris from Corfu, an engineer and officer of the French army is instructed by Kapodistrias to register all the refugees who live in huts in Nauplion and then to choose together a suitable location for the construction of the new settlement. Thus the first organized project of building popular houses, especially purposed for refugees, in modern Greece was created. The chosen location lies NE of Palamidi and Voulgaris draws the plans. Unfortunately, the first two town plans of Pronoea have not survived. The oldest plan of the suburb, which has been preserved, is drawn by the Brigade Topographique of the French army. However, the most informative plan is the one of 1833, drawn by the Bavarian geometer Gebhard and the next plan, of 1834, also made by the Bavarians P. I Hatter, F. Frund and B. Kutter is fully representing the existing situation. The suburb is soon inhabited. Besides the indigent refugees a lot of wealthy citizens settle there. The price proposed for buying land in Pronoea is very low. Soon the building in the suburb begins. According to the census of 1831 Pronoea occupies an area of 24,000 square meters and has 1,700 inhabitants. Today the corresponding numbers are 230,000 and 3,466 respectively, which means that the suburb is densly populated. The present settlement differs only slightly from that of the Kapodistrian time. Although it lacks the impressive, beautiful buildings of the historic center of Nauplion, it is a homogeneous architectural entity that exhibits quite interesting features: a low sky-line and characteristic streets and houses, Pronoea is the first planned refugee settlement of Greece, therefore, it must be considered as especially important.

Stone Remnants of the Olive· Processing on Lesvos Makis Axiotis

This brief article, as it becomes obvious from its title, deals with what had survived from Antiquity from the olive-processing stone apparatus and researches the mode of their employment and application.

Religious Paintings of the Artist Theophilos Chatzimichael Angeliki Vavylopoulou-Charitonidou

In 1962 a group of Mytilenians organized in the Touristic Pavilion of Mytilene the first in his homeland painting exhibition of the artist Theophilos Chatzimichael, that included works on loan from various collectors of the island. Ph. S. Charitonidis, at that time Ephor of Antiquities on Mytilene and member of the organizing group, by tracing throughout the island works of Theophilos, in order to compose the Exhibition Catalogue, had roughly created a photographic archive. Besides the known or even published works of Theophilos, the archive also includes unpublished photos of the artist's hagiographies, painted by him in humble small churches of Mytilene, portable icons and wall-paintings, all darkened, indiscernible and damaged by the smoke of candles and the humidity of walls. The wall-paintings published here were decorating two small churches of the village Kentro, not far from the gulf of Gera.

Another Proposal for the New Acropolis Museum Antonis Veziroglou, Nikos Siapkidis

The proposal for reusing the old brewery Fix on Sygrou Avenue, was the aftermath of an open debate, held in 1988 in the Athens Polytechnic School in the framework of the International Architectural Competition for the New Acropolis Museum. The idea is based on the widely accepted practice of reutilizing old existing building installations, which although have become useless they are still incorporated into the town-planning network. This article tries to prove that the specifications required for the needs of a contemporary new Acropolis Museum are well covered by the available shell of the building, a fact analyzed in the plans of the functional layout as well as in the corresponding metrical data. Furthermore, an attempt is made for the incorporation of the building in a town-planning scheme, which is related with the concept of unifying the archaeological sites of Athens and the historical center of the capital. The environmental deterioration of the Attica basin and the urgent need of preserving the Acropolis exhibits ask for an imediate, realistic and reliable solution. Therefore, the suggested proposal does not only meet this need but it also offers a challenge for the morphological and aesthetic transformation of the existing shell into a building worthy of its new role as the Acropolis Museum.

The Colonization of London. 1500 Years of Immigration from Abroad: A Museological Proposal Eleana Gialouri

The exhibition The Colonization of London, 1500 Years of Immigration from Abroad follows the tradition of the Museum of London, as regards special exhibitions on the various aspects of life in London, as well as its activity for the dynamic incorporation of the Institution in the society of this city, which makes it an active cell of London's everyday life. A concise history of London, from its foundation in 50 B.C. until today, is presented as a narrative of the immigration of various ethnic, racial and religious groups. These groups are not approached isolated but as an entity that proves that the form of the capital and its development is the result of a common contribution of these numerous communities. Time is presented circularly. The problematic of the exhibition is not focused on the alive past and present. The exhibition does not simply make a presentation but it brings in light contemporary social issues, such as racism, through their historic consideration. The museum objects of the exhibition are presented as media of a more general social, political, cultural and economic reality, and become participants and witnesses of a multifold past or present. For this reason even the common objects of recent periods demand an equal treatment with a work of art, in the historical-archaeological level. The objective of the exhibition exceeds the informational and educational limits and becomes a unique socio-political offer. The exhibition succeeds to connect yesterday with today and helps each community to find its place in the broader multinational society of London. It is obvious that the existence in Athens of a city museum, which will be undertaking similar to the Museum of London activities and will be functioning as a cultural and educational nucleus for its people, is an almost vital necessity.

Scenographic Devices Platon Alexiou

Although many questions regarding the evolution of the theatrical edifice, until it attained its final stone-built form, still remain unanswered, it is beyond doubt that since the time of the great tragic poets and Aristophanes it consisted of three basic architectonical parts: the orchestra for the performance of the chorus, the amphitheatrical coelon, with rows of seats for the spectators, and the stage. There were many devices purposed to serve the various needs of the performance: some were used as vehicles for the actors to appear or disappear or to swing high up above the stagefloor, while others were producing sounds. There also existed certain prismatic, revolving apparatus, which had a different decoration painted on each of their three sides. Others, suspended from the top of the stage, were decorated with representations of the thunder. However, the list does not end here. More apparatus and relevant accessories are enumerated in the text of this article.

One or Two Are the Fathers of Classical Archaeology? Andreas Andreou

All scholars admit that J.-J. Winckelmann is the father of Classical Archaeology, however few know the relevant contribution of Count de Caylus during the 18th century. His rich personality led him to take progressive for his time, reformative positions that laid the foundations for the modern approach of ancient Greek art. As regards the efforts of the two forementioned scholars for the scientifically documented dating of the history of Greek art. it would only be fair Winckelmann and Count de Caylus to be considered equal.

The South Slope of Acropolis: The Intellectual and Artistic Center of Ancient Athens. Today what? Thanos Papathanassopoulos

Monuments such as the Sanctuary of Dionysus with its two temples and theater, the Pericles' Odeion, Asclepieion, Eumenis' Stoa and the Herode Atticus' Odeum, which for centuries functioned as the cultural and artistic center of ancient Athens and embellished the land of Attica, it is not permitable to remain in obscurity, undergraded and deserted. These important monuments can play today an almost equal to the past attractive social role: restored, preserved and protected, they can be incorporated in a venerated, charming, friendly, properly organized and fully controlled archaeological park, which will gradually evolve to a familiar, dear place.

A Restoration Case Kostas Papanagiotou, Spyridon Tsimas, Minas Hatjichristou

The Klauthmonos square, indispensably related with the very history of the 19th century Greece, still preserves a few impressive buildings from that period. One of them houses today an administrative service of the Navy. The exterior of the edifice still retains all the architectural features of its style and time, which add an air of European grand-bourgeois character to appearance, while the interior had greatly suffered by various, multiple uses. Recently, during our military service, we have worked for the restoration of the interior decoration of the building: the painting embellishments of the ceiling and walls that were thus revealed, being in accordance with the appearance of the exterior, restor the lost, passed glamour of the mansion and enrich the cultural heritage of Athens.

The Ephorate of Underwater Antiquities and the Program of Submarine Research Elpida Hatzidaki

The Ephorate of Underwater Antiquities, one of the most modern as regards the means and equipment used by its archaeological staff, was founded only in 1977. Its objective is to save, study, restore and protect all submarine treasures of the Greek seas. From its foundation until today about 700 shipwrecks and many ancient sunk cities have been located. First director of this Service was G. Papathanassopoulos who was succeeded by D. Kazianis, then E. Hatzidaki followed who was later replaced by her predecessor E. Hatzidakis' main effort was aiming at the research sector. As a result ten different submarine research projects were organized: on Alonnessos, Avdera Chalkidiki, Phalasarna, the ship La Therese, Zakynthos, Aktio, Vonitsa, Samos and Methone. The organization of training seminars on the methodology of modern archaeological researcr was another of the initiatives she took while being in office.

Antiquities in a Modern Town-Planning Network. Experiences from Thessaloniki Evangelia Hatzitryphonos

The lack of constitutional legislation for the protection of the built environment of the past — with its various contents — and its incorporation in the modern needs inevitably leads to the disappearance of the historic continuation and physiognomy of the Neohellenic cities. The limited interventions and the establishment of zones of historic monuments and archaeological sites are often the only solutions left. Some characteristic cases and experiences from the city of Thessaloniki and certain basic remarks presented in this article can be proven useful elsewhere.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Το ακόντιο, δόρυ μικρό και ελαφρύ, χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο, το κυνήγι και την άθληση.Το βεληνεκές του ήταν κάτω από 20μ. και η χρήση του δύσκολη. Το τόξο αποτελείται από ξύλινο καμπύλο στέλεχος και χορδή (νευρά). Τα βέλη, μικρογραφία του ακοντίου, έφερε ο τοξότης στη φαρέτρα. Γωρυτός ονομαζόταν η θήκη του τόξου. Το βεληνεκές του τόξου μπορούσε να αγγίξει και τα 200 μ. Η σφενδόνη είναι όπλο απλούστατο: μια μικρή και φαρδιά δερμάτινη λουρίδα με δυο ιμάντες δεμένους στα άκρα της. Τα βλήματα που εκσφενδονίζονταν ήταν ελλειψοειδείς πετρούλες, πήλινες ή μολύβδινες σφαίρες. Η σφενδόνη είχε μεν το μεγαλύτερο βεληνεκές, υστερούσε όμως σε ακρίβεια.

Τεύχος 99, Ιούνιος 2006 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Ο απαγχονισμός του Ιούδα στη Βυζαντινή τέχνη Νεκτάριος Ζάρρας

Ο απαγχονισμός του Ιούδα και η Σταύρωση. Πλακίδιο από ελεφαντόδοντο (420-430), Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο. Η ευαγγελική παράδοση περί του θανάτου του Ιούδα θα ασκήσει σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του εικονογραφικού θέματος ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Η απεικόνιση του θέματος σε εικονογραφημένα χειρόγραφα της μεσοβυζαντινής περιόδου (Ψαλτήρια με εικονογράφηση στην ώα, Ευαγγελιστάρια Τετραευαγγέλια), θα διαμορφωθεί με βάση την ευαγγελική παράδοση και την πατερική γραμματεία στα πλαίσια της ερμηνείας του Ευαγγελίου του Ματθαίου και του ψαλμού 108. Στην παλαιολόγεια εποχή η απεικόνιση του θέματος εμπλουτίζεται με νέα εικονογραφικά στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από την εικαστική απόδοση αφενός των κειμένων που συνδυάζουν και τις δύο παραδόσεις και αφετέρου άλλων διηγήσεων περί του θανάτου του Ιούδα, των οποίων χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί εκείνη του Παπία Ιεραπόλεως. Η πτώση του Ιούδα από το δέντρο και η απεικόνιση της μορφής του στο σπηλαιώδες άνοιγμα αποτελούν τα στοιχεία που με βάση τα σωζόμενα μνημεία εισάγονται στην παλαιολόγεια εικονογραφία. Στο εικονογραφικό πρόγραμμα αυτής της εποχής ο απαγχονισμός του Ιούδα αποτελεί τμήμα μιας ομάδας παραστάσεων, οι οποίες εικονίζουν με αφηγηματικότητα τα γεγονότα που συνδέονται με την προδοσία του Διδασκάλου επεκτείνοντας τον κύκλο των Παθών.

Η αυτοκτονία στο Βυζάντιο Απόστολος Καρπόζηλος

Ο Ιώβ απευθύνει τον λόγο στους τρεις φίλους του. Κώδ. Β 100, 13ος αι., Μονή Μεγίστης Λαύρας, Άγιον Όρος. Τα στοιχεία που αντλούμε από τις πηγές σχετικά με το ζήτημα της αυτοκτονίας στο Βυζάντιο είναι πολύ περιορισμένα, γεγονός που εξηγεί για ποιο λόγο το θέμα δεν έχει διερευνηθεί. Τα περιστατικά αυτοχειρίας που έχουν καταγραφεί από τον 4ο αιώνα έως την ιουστινιάνεια περίοδο αφορούν σχεδόν αποκλειστικά ειδωλολάτρες και περιπτώσεις διαιώνισης μιας στρατιωτικής παράδοσης – ότι για έναν ηττημένο στρατιωτικό ηγέτη δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να αυτοχειριαστεί, προκειμένου να γλιτώσει την ατίμωση και την ταπείνωση στα χέρια των νικητών. Σε μεταγενέστερες περιόδους, παρόμοια περιστατικά αντιμετωπίζονταν ίσως ως ταμπού και πιθανόν να αποσιωπούνταν. Τα δικαστικά αρχεία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι τα περιστατικά αυτοκτονίας γυναικών σε κατάσταση εξαιρετικής έντασης δεν ήταν ασυνήθιστα και περιέχουν αναφορές σε αυτοκτονίες ανθρώπων που είχαν καταστραφεί οικονομικά και βρίσκονταν σε απόγνωση. Ο απαγχονισμός φαίνεται ότι ήταν η πιο κοινή μέθοδος αυτοκτονίας, με το μαχαίρωμα και τον πνιγμό να ακολουθούν. Επίσης, το να κόβει κανείς τις φλέβες του καταγράφεται σε μία και μόνο περίπτωση – παρόλο που το περιστατικό αποδείχτηκε ότι ήταν ψεύτικη αυτοκτονία. Δράστης ήταν ο εικονοκλάστης Πατριάρχης Ιωάννης Γραμματικός.

Αυτοκτονία και θρησκεία Μάριος Π. Μπέγζος

Η Δημιουργία του Κόσμου. Τμήμα ψηφιδωτού της Γένεσης, 1180-1190. Σικελία, Μονρεάλε, Μητρόπολη (ναός). Κάθε θρησκεία είναι ολιστική και βασίζεται στην θεμελιώδη παραδοχή ότι η πραγματικότητα είναι μια ενιαία οντότητα με επίκεντρο το θείο (θεϊκό) στοιχείο γύρω από το οποίο εξακτινώνονται όλα τα άλλα στοιχεία (ανθρώπινο και κοσμικό, έμψυχο ή άψυχο, έλλογο και άλογο). Η ζωή ανήκει στον θεϊκό παράγοντα της πραγματικότητας που καθορίζει τον ρυθμό των όντων σε όλη την κλίμακα της ύπαρξής τους. Καθένα εντάσσεται και υποτάσσεται στον κύκλο της ζωής και του θανάτου που καθορίζεται από το θείο στοιχείο. Ο άνθρωπος δεν δικαιούται να διαταράξει τον κύκλο της ζωής, γι’ αυτό απαγορεύεται ο φόνος («ου φονεύσεις») τόσο του άλλου ανθρώπου (δολοφονία) όσο και του ίδιου του εαυτού μας (αυτοκτονία). Η αυτοδιάθεση της ζωής (άρα και του θανάτου) φαντάζει ως ανταρσία του ανθρώπινου απέναντι στο θεϊκό στοιχείο, γι’ αυτό καταδικάζεται ως σοβαρή διατάραξη της ζωτικής αρμονίας του σύμπαντος. Εξαιτίας του ολισμού της η θρησκεία αρνείται στον άνθρωπο το νεωτερικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματός του. Η ζωή είναι τόσο πολύτιμο αγαθό και σε τέτοιο βαθμό στενά συνδεδεμένη με το θεϊκό στοιχείο που παραμένει κατά την πιστεύουσα συνείδηση η πηγή της ζωής, ώστε κάθε ανθρώπινη παρέμβαση σε βάρος της ζωής εκλαμβάνεται αυτόματα και αυτόχρημα σαν προσβολή του θείου, αφού εξισώνονται το ζωτικό και το θεϊκό φαινόμενο. Η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής με οποιοδήποτε τρόπο κι αν συμβεί καταδικάζεται απερίφραστα, γι’ αυτό η θρησκευτική παράδοση οριοθετεί αυτήν την κατηγορηματική κατάφαση της ζωής με σειρά απαγορευτικών μέτρων όπως καταφαίνεται στην περίπτωση του αυτόχειρα που εξαιρείται της εκκλησιαστικής κηδείας (ταφή, μνημόσυνα, τρισάγια).

Αυτόχειρες στο Βυζάντιο Ιωάννης Πετρόπουλος

Ο Αριστοτέλης. Νησί Ιωαννίνων, Μονή Φιλανθρωπηνών (καθολικό), τοιχογραφία, 1560. Όπως είδαμε στο προηγούμενο τεύχος της Aρχαιολογίας, μια μικρή μερίδα φιλοσόφων, όπως ο Πυθαγόρας και ο Πλάτων, καταδίκαζαν απερίφραστα την αυτοκτονία, χωρίς όμως να εξισώσουν την πράξη αυτή με φόνο. Tον 1ο αιώνα μ.X. ήταν ακόμη συνηθισμένο να συζητιέται σε φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές το θέμα αν η αυτοκτονία ήταν και ανθρωποκτονία ή όχι. Mε την επικράτηση του Xριστιανισμού όμως, χάρη κυρίως στον Άγιο Aυγουστίνο και τον Tιμόθεο, Πατριάρχη Aλεξανδρείας, η αυτοκτονία ορίστηκε ως φονική πράξη και άρα καταδικαστέα. Στο δεύτερο τεύχος του αφιερώματος στους Αυτόχειρες, εξετάζεται η αυτοκτονία στη βυζαντινή περίοδο.

Η αυτοκτονία στο δίκαιο της Εκκλησίας Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης

Ο Ιούδας προδίδει τον Χριστό. Ψηφιδωτό, 1180-1190, Βενετία, Άγιος Μάρκος (ναός). Η Εκκλησία ενωρίτερα αντιμετώπισε την αυτοκτονία ως μείζον αμάρτημα και ως εκκλησιαστικό – «κανονικό» αδίκημα. Νωρίς επίσης, και στη χριστιανική Ανατολή και στη Δύση, καθιερώνεται ως η κατ’ εξοχήν ποινή για το αδίκημα αυτό η απαγόρευση της εκκλησιαστικής κήδευσης και ταφής, καθώς και της προσφοράς ευχών, και κυρίως της Ευχαριστίας υπέρ των αυτοχείρων. Η «ποινή» αυτή εισάγεται από την εκκλησιαστική πρακτική, και εν συνεχεία επισημοποιείται από κανονικό δίκαιο τόσο της Ανατολικής (κανόνας 14 Τιμοθέου Αλεξανδρείας) όσο και της Δυτικής Εκκλησίας. Ως δικαιολογητική βάση της ποινής αυτής, η οποία εν τούτοις, τουλάχιστον στο δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησίας, δεν προβλέπεται για άλλα, πολύ σοβαρά, εκκλησιαστικά αδικήματα, προβάλλεται ότι ειδικά με την πράξη αυτή ο δράστης αμφισβητεί τον ίδιο τον Δημιουργό του, ως μόνον κύριο της ζωής και του θανάτου του – ή, άλλως, ότι στην περίπτωση αυτή η δυνατότης μετανοίας του δράστη εκ των πραγμάτων φαίνεται να αποκλείεται, αφού το αδίκημά του υλοποιείται με το ίδιο το γεγονός του θανάτου του. Το παράδειγμα του Ιούδα συχνά μνημονεύεται. Στην πραγματικότητα η σκληρή αυτή αντιμετώπιση αποβλέπει στο να εμπεδωθεί στην κοινή συνείδηση η εκκλησιαστική απαξία της πράξης αυτής, απαξία η οποία δεν είναι καθόλου δεδομένη στη γενική αντίληψη, αφού η πράξη δεν στρέφεται σε βάρος άλλου. Γίνεται, εν τούτοις, δεκτό ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού από τον δράστη, αν αποδειχθεί, τον απαλλάσσει από τη μεταθανάτια αυτή ποινή. Έτσι, από την αρχαία Εκκλησία ως τις ημέρες μας, εισάγεται μία μακρά πρακτική όπου οι οικείοι του νεκρού επιδιώκουν, με επίκληση αληθών ή, το συνηθέστερο, ψευδών μαρτυριών και γνωματεύσεων, και με τη γενική «συνενοχή» ή συγκατάβαση, να επιτύχουν την εκκλησιαστική κήδευση. H κοινωνική ευαισθησία στις ημέρες μας επέβαλε τη, ρητή ή σιωπηρή, εγκατάλειψη της απαγόρευσης (έτσι και στους νέους κώδικες κανονικού δικαίου της Pωμαιοκαθολικής Eκκλησίας). Mε πολλούς δισταγμούς αυτή είναι και η πρακτική που τείνει να ακολουθεί τώρα και η Iερά Σύνοδος της Eκκλησίας της Eλλάδος.

Ο απαγχονισμός του Ιούδα στη Μεταβυζαντινή ζωγραφική Γιώργος Τσιγάρας

Η σκηνή του Απαγχονισμού. Άγιον Όρος, Μονή Διονυσίου. Η αποτρόπαιη πράξη του Ιούδα απαντά σπάνια μεν στην τέχνη της βυζαντινής περιόδου, συχνά δε στη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Στη ζωγραφική της μεταβυζαντινής περιόδου το θέμα εντάσσεται στον εικονογραφικό κύκλο των Παθών και απεικονίζεται μαζί με την παράσταση της Μεταμέλειας και επιστροφής των τριάκοντα αργυρίων. Στην εικονιστική απόδοση του θέματος του Απαγχονισμού του Ιούδα, στη ζωγραφική της περιόδου αυτής, ο Ισκαριώτης εικονίζεται κρεμασμένος σε δένδρο που λυγίζει από το βάρος του σώματος και από κάτω εικονίζεται σπηλιά μέσα στην οποία τοποθετείται πληγιασμένη και τυμπανισμένη μορφή, ο ίδιος ο αυτόχειρας. Είναι ενδιαφέρον ότι την περίοδο αυτή διακρίνονται δύο παραλλαγές που σχετίζονται με δύο διαδοχικές χρονικές φάσεις του γεγονότος. Στην πρώτη παραλλαγή ο Ιούδας αποδίδεται με έντονη κίνηση να αντιδρά στην πράξη του, τινάζει πόδια, στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω και φέρνει τα χέρια στο λαιμό, θέλοντας να αποφύγει τον πνιγμό. Η παραλλαγή αυτή απαντά στα μνημεία της λεγόμενης «σχολής της Αχρίδας», με χαλαρότητα στα μνημεία του «καστοριανού εργαστηρίου» και στα μνημεία της ΒΔ Ελλάδας. Στη δεύτερη παραλλαγή ο Ισκαριώτης εικονίζεται να έχει παραδώσει το πνεύμα του, και το σώμα του είναι ακίνητο και ευθυτενές. Οι αφετηρίες της παραλλαγής αυτής εντοπίζονται σε μνημεία της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Υιοθετείται από τους κρητικούς ζωγράφους του 16ου αιώνα στις εργασίες τους στο Άγιον Όρος, καθώς και σε μνημεία του 17ου και 18ου αιώνα.

Άλλα θέματα: Θεατρικά δρώμενα στη Ρωμαϊκή Αγορά. Μια ερμηνευτική πρόταση διαχείρισης της μνήμης της πόλης Μάνος Μικελάκης

Η πρόταση της ελληνικής "Ομάδας Όραμα" με το φωτισμό από νέον αποτύπωσε μια νεωτερική θεώρηση της αισθητικής του ερειπίου. Η θεατρική παράσταση Mindscape στη ρωμαϊκή αγορά ήταν μια δράση της Καλλιτεχνικής Σκηνής της Κεντρικής Ευρώπης (Platform Culture Central Europe) που φιλοξενήθηκε από την Ελληνική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η βασική ιδέα ήταν να αποκατασταθεί η λειτουργική ταυτότητα της αγοράς ως τόπου συνάθροισης των πολιτών και ανταλλαγής αγαθών και ιδεών. Πηγή έμπνευσης το έργο του φημισμένου Πολωνού σκηνοθέτη Jerzy Grotowski και τα «έργα-γεγονότα» και θεματική τις «Βιογραφίες». Έτσι η ρωμαϊκή αγορά μέσα από τη θεατρική σύμβαση κατέστη μια εφήμερη αγορά θεάτρου. Τα εμπορεύματα που διακινήθηκαν δεν ήταν υλικά αλλά πνευματικά αναπτύγματα. Οι πολίτες που προσήλθαν αποκόμισαν ένα διαφορετικό αρχαιολογικό περίπατο. Το διακύβευμα της θεατρικής πράξης ήταν αφενός στο επίπεδο της αισθητικής πρόσληψης του μνημείου και αφετέρου στη λειτουργική χρήση του χώρου. Οι κίονες, η στοά, ο αναλημματικός τοίχος της αγοράς απέκτησαν ένα διαφορετικό, σχεδόν οντολογικό περιεχόμενο. Θα μπορούσαμε έτσι να μιλήσουμε για μια ανατρεπτική ερμηνεία- διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς.

Γενίτσαροι. Μύθος και πραγματικότητα Γρηγόρης Ζώρζος

Βίαιη στρατολόγηση νεαρών χριστιανών. Βιέννη, Εθνική Βιβλιοθήκη. Η λέξη γενίτσαρος ή γενίτσαροι είναι μία έννοια που, ουσιαστικά, δηλώνει ένα ξεκάθαρο ιδεολογικό και θρησκευτικό προφίλ ανθρώπου. Οι γενί-τσερί, νέοι στρατιώτες, είναι οι στρατιώτες υπεράσπισης της εξουσίας κυρίως θρησκευτικής. Κατά την εγκυκλοπαίδεια Encarta οι janissary είναι τούρκοι (sic) στρατιώτες που αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του σουλτάνου από τον 14ον έως το 1826. Οι Janissaries προήρχοντο κυρίως από τους χριστιανούς των Βαλκανίων. Ακόμη είναι οι φανατικοί, οι αφοσιωμένοι οπαδοί και οι υποστηρικτές που αναφέρεται και σε μία άλλη (θρησκευτική) άποψη όπου γενίτσαρος (janizary) είναι ο οπαδός ή ο υποστηρικτής σύμφωνα με το Forthright’s Phrontistery. Aκόμη, σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης, οι γενίτσαροι αποτελούν την προσωπική φρουρά του σουλτάνου καθώς και μέρος του τακτικού στρατού. Το σώμα των γενιτσάρων οργανώθηκε τον 14ον αιώνα και είχε δυναμική μέχρι και τον 16ον αιώνα μέσα από το παιδομάζωμα των χριστιανών, ενώ στην συνέχεια από τους μουσουλμάνους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διαλύθηκε το 1826 από τον τακτικό στρατό.

Εναλλακτικός τρόπος διδασκαλίας της Ιστορίας μέσα στη Σχολική Βιβλιοθήκη Ελένη Νικητάκη, Παναγιώτα Ψυχογυιοπούλου

Ίριδα, κομμάτια της ζωφόρου από γύψο και χρωματισμένα από τους μαθητές της Α' τάξης του 6ου Ενιαίου Λυκείου Καλαμάτας. Το άρθρο που ακολουθεί παρουσιάζει μια προσπάθεια διαθεματικής προσέγγισης που διενεργήθηκε στο 6o Ενιαίο Λύκειο Καλαμάτας, με την πρωτοβουλία δυο Σχολικών Βιβλιοθηκών, σε συνεργασία με την εκπαιδευτική κοινότητα των συγκεκριμένων σχολικών μονάδων. Καθώς η εκπαιδευτική πράξη ανανεώνεται, αναζητεί νέους τρόπους προσέγγισης της γνώσης, ελκυστικούς για τους μαθητές, κύρια όμως δημιουργικούς κι ενισχυτικούς της πρωτοβουλίας τους, με στόχο την ενεργητική συμμετοχή και την ουσιαστική μάθηση στους κόλπους μιας πολυπολιτισμικής σχολικής τάξης. Έτσι με άξονα το μάθημα της ιστορίας στην Α΄ τάξη του Ενιαίου Λυκείου επιχειρήθηκε διαθεματική διάχυση στη Λογοτεχνία, την Πληροφορική και την Αισθητική Αγωγή. Στόχος ήταν να ευαισθητοποιηθούν οι μαθητές σε θέματα Ιστορίας και Τέχνης, ώστε το μουσείο, ως ο κατεξοχήν χώρος αποτύπωσης αυτών να αποτελέσει πόλο έλξης των νεαρών εφήβων. Σημαντικό ρόλο άσκησαν σε αυτό τα εκπαιδευτικά προγράμματα: «Πάμε στην Ακρόπολη» και «Η ζωφόρος του Παρθενώνα» του Μουσείου Ακρόπολης. Συγκεκριμένα οι μαθητές έχοντας διδαχτεί το κεφαλαίο Τέχνη, Κλασική περίοδος, σελ.111-120 του σχολικού βιβλίου, επιχείρησαν στο χώρο της σχολικής βιβλιοθήκης, μέσα από την παρακολούθηση βιντεοκασέτας, την ακρόαση μουσικής, την περιήγηση στο διαδικτυο να συνθέσουν ποιήματα, να συγγράψουν ιστορίες, να αφηγηθούν παραμύθια, να ζωγραφίσουν, να δημιουργήσουν με γύψο την Ίριδα και κομμάτια της ζωφόρου και στη συνέχεια να τα χρωματίσουν, ώστε να ανασυνθέσουν και να μυηθούν στην πολιτιστική παραγωγή της κλασικής περιόδου.

Ιλισός. Από τη θεοποίηση στην απομυθοποίηση Άννα Α. Δεληγιάννη

Πλατάνια (κοίτη Ιλισού, Αγ. Φωτεινή). Μια μελέτη για την αυτοφυή χλωρίδα των παριλίσιων πεδίων από τα κλασικά χρόνια έως τα μέσα του 20ού αιώνα, που έγινε από τη Διεύθυνση Μελετών Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού, με σκοπό την ανάπλαση και ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, με δένδρα και άνθη που συνάδουν με τις κλιματολογικές συνθήκες, τη μορφολογία εδάφους και την ιστορική μνήμη της συγκεκριμένης περιοχής, η οποία περικλείεται από τις οδούς Βασ. Κωνσταντίνου – Αρδηττού – Λεωφ. Αμαλίας και Βασ. Σοφίας. Η παρουσία των περισσότερων φυτών και δένδρων στο χώρο πιστοποιείται από φιλολογικές μαρτυρίες, περιγραφές περιηγητών, ατθιδογράφων.  Άλλων, όμως, συμπεραίνεται, όπως της δάφνης, της μυρτιάς, αναγάγοντάς τες σε μυθικές αναφορές και συμβολισμούς. Στο τέλος, παρατίθεται ένας συγκεντρωτικός κατάλογος δένδρων και ανθέων, τα οποία αναφέρονται στο κείμενο της μελέτης αυτής, αλλά και συμπληρωματικός κατάλογος που αφορά στη χλωρίδα του Εθνικού Κήπου και εκείνης του έργου του Θεοφράστου Περί φυτών ιστορίας, για να αποδειχθεί η συνέχεια της ελληνικής χλωρίδας από την κλασική εποχή έως και το δεύτερο τέταρτο του εικοστού αιώνα και εικάζεται ότι αυτά τα δέντρα και άνθη που αναφέρονται στο Περί φυτών ιστορίαςευδοκίμησαν στον κήπο του Θεοφράστου και αποτέλεσαν το έναυσμα της παρατήρησης και της μελέτης του αρχαίου φιλοσόφου, ο οποίος δικαίως θεωρείται πατέρας της βοτανικής.

Από την Κρητική στην Επτανησιακή Σχολή. Μετάβαση από τη λατρευτική εικόνα στον θρησκευτικό πίνακα Ειρήνη Λεοντακιανάκου

Θαύμα του αγίου Λουκιανού, Κωνσταντίνος Κονταρίνης, 1708. Κέρκυρα, Ναός Θεοτόκου Σπηλαιώτισσας. Το άρθρο αυτό πραγματεύεται την αλλοίωση του είδους της λατρευτικής εικόνας, που συντελείται στα Επτάνησα, κατά το δεύτερο μισό του 17ου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Η αύξηση των αναθηματικών εικόνων, η έμφαση στο αφηγηματικό στοιχείο και στη δραματικότητα, ο διδακτικός χαρακτήρας, καθώς και ο εμπλουτισμός της θεματολογίας από τη λατρευτική πρακτική μετουσιώνουν το λατρευτικό περιεχόμενο της εικόνας. Οι απαρχές της εξέλιξης αυτής θα πρέπει να αναζητηθούν στη μετανάστευση των ζωγράφων της Κρητικής Σχολής στο χώρο των Ιονίων νήσων κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου και μετά την πτώση του Χάνδακα. Η μεταβυζαντινή ζωγραφική των Επτανήσων απομακρύνεται σταδιακά από τα μορφολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής εικόνας, καθιστώντας το είδος αυτό παρωχημένο και προφανώς ασύμβατο με τη θρησκευτικότητα μιας κοινωνίας εν εξελίξει. Έτσι, στα Ιόνια νησιά η επερχόμενη Επτανησιακή Σχολή θα αφήσει πίσω της και τα τελευταία κατάλοιπα της βυζαντινής παράδοσης υιοθετώντας τρόπους ζωγραφικής που στηρίζονται εξ ολοκλήρου σε δυτικά πρότυπα.

Ποιος είναι ο αρχιτέκτονας; Αναζητώντας την καταγωγή της αρχιτεκτονικής των οικισμών Ρεθύμνης Κωνσταντίνος Μ. Πολιουδάκης

Δαμάβολος. Τα παραδοσιακά σύνολα που διατηρούνται στην ορεινή περιοχή του Ρεθύμνου παρουσιάζουν μια αξιοθαύμαστη, διαχρονική αρχιτεκτονική, της οποίας η προέλευση είναι αδύνατον να ερμηνευθεί με τον καθιερωμένο τρόπο σκέψης. Στην παρούσα προσπάθεια επιδιώκουμε να διανοίξουμε έναν κόσμο απρόσιτο στο μύθο, στο λόγο και στην επιστήμη, στον οποίο επικρατεί το συναίσθημα ως καθαρό στοιχείο του εαυτού μας. Το τοπίο, αποτελώντας καθοριστικό παράγοντα του συναισθήματος, είναι σε θέση διαμέσου της φαινομενολογικής σκέψης να συμβάλει στην κατανόηση των αρχιτεκτονικών μορφών αλλά και στην καθοδήγηση οποιασδήποτε επέμβασης του ανθρώπου στο περιβάλλον του.

Τα όνειρα όπως τα αντιμετώπισαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο Φρόυντ Παναγιώτης Συκιώτης

Κοιμώμενος Ερμαφρόδιτος, γνωστός ως "Ερμαφρόδιτος Borghese". Αντίγραφο έργου της ελληνιστικής εποχής. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου. Με τη φροϋδική θεωρία των ονείρων, η ψυχανάλυση διευρύνθηκε από ψυχοθεραπευτική μέθοδος σε μια ψυχολογία της ανθρώπινης φύσης. Ο Φρόυντ έδειξε ότι τα όνειρα έχουν ψυχολογική σημασία και νόημα και πως καθένα τους αντιπροσωπεύει την έκφραση μιας απόπειρας εκπλήρωσης επιθυμιών και πόθων. Είκοσι πέντε αιώνες νωρίτερα, οι αρχαίοι Έλληνες, όπως ο Πλάτωνας, είχαν κατανοήσει πλήρως τον μηχανισμό των ονείρων.

Η Σαπφώ και η εποχή της Κωνσταντίνος Ν. Μαντάς

Απεικόνιση της Σαπφούς σε αττική ερυθρόμορφη υδρία (5ος αι. π.Χ.). Θέμα του άρθρου είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο η ποίηση της Σαπφούς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας: γνωρίζουμε ότι λυρικοί ποιητές εκτός από εκφραστές της ατομικότητας, ήταν και φορείς των πολιτικών ιδεωδών της αρχαϊκής εποχής. Συνήθως η Σαπφώ, ως γυναίκα, θεωρούνταν ότι εξέφραζε μόνο συναισθήματα και την ατμόσφαιρα του οίκου: Όμως, τις δύο τελευταίες δεκαετίες η άποψη αυτή αναθεωρήθηκε με επιτυχία. Κάποιοι περιορισμοί στη θεματική ανάπτυξη οφείλονται στο ότι το άρθρο εντάχθηκε μέσα στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού προγράμματος για την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων στη μέση εκπαίδευση

Το περίφημο ριζάρι (ερυθρόδανο το βαφικό) και η τεχνολογία του Ελπίδα Χριστοφορίδου, Σταύρος Πρωτοπαπάς και άλλοι

Χειροποίητη μάλλινη κουβέρτα με κόκκινες ίνες βαμμένες με ριζάρι. Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Αμπελακίων Θεσσαλίας. Tο ριζάρι [madder] θεωρείται από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες φυσικές βαφές και έχει περιγραφεί από όλους τους αρχαίους συγγραφείς. Eίναι γνωστό από τα προϊστορικά χρόνια τόσο στη Mικρά Aσία όσο και στη μητροπολιτική Eλλάδα. Για την παρασκευή του χρησιμοποιούνταν οι ρίζες ενός θάμνου που περιείχαν περισσότερα από είκοσι βαφικά συστατικά, παρέχοντας πολλές αποχρώσεις του κόκκινου. Στο παρόν άρθρο περιγράφεται η αρχαία και νεότερη τεχνολογία, ιδιαίτερα του τούρκικου κόκκινου, με έμφαση τις πολύπλοκες και με παραλλαγές διεργασίες πρόστυψης. Eρευνήθηκε η φυσικοχημεία της βαφής και έγινε προσπάθεια ανίχνευσης πρότυπων και άγνωστων δειγμάτων με χρήση φασματοσκοπίας ορατού-περιώδους, φθορισμομετρίας και χρωματογραφίας λεπτής στοιβάδας (TLC) [Thin-Layer Chromatography]. Διαπιστώθηκε ότι για την πλήρη ταυτοποίηση της βαφής από ιστορικά υφάσματα απαιτούνται διάφορες αναλυτικές χημικές μέθοδοι.

Μουσείο: Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος Χαράλαμπος Τορτορέλης

Η αίθουσα Ζ του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος. Το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας μας, το οποίο με περισσότερα από 4.000 κειμήλια, έργα τέχνης, ιστορικά αντικείμενα, ναυτικά όργανα, διοράματα, αναπαραστάσεις, τμήματα και μοντέλα πλοίων, εκτιθέμενα χρονολογικά και θεματικά, παρουσιάζει το μεγάλο ναυτικό ταξίδι του θαλασσινού λαού μας και μας ταξιδεύει στις ελληνικές θάλασσες και στα μεγάλα ναυτικά επιτεύγματα του Έλληνα Ναυτικού επί του υγρού στοιχείου όλου του πλανήτη.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Το 36ο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας (ISA 2006) -Έκθεση κεραμικών της Μεσογείου -Νέα βιβλία: U. Yalcin κ.ά., Das Schiff von Uluburun-Welthandel vor 3000 Jahren, Αδ. Σαμψών, Προϊστορία του Αιγαίου. Παλαιολιθική-Μεσολιθική-Νεολιθική -Συντήρηση μετάλλων σε Εργαστήριο Πλάσματος -Η επιστημονική συζήτηση για την ομηρική Ιθάκη -...και για την προϊστορική ηφαιστειακή έκρηξη στη Θήρα -Νέα περιφερειακά συνέδρια στα Μέθανα και στη Σίφνο

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Η σαρκοφάγος που αποκαλύφθηκε σε περιοχή της Πάφου. Ειδήσεις: Έρευνες στην Κέρο, Εντυπωσιακή σαρκοφάγος, Η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, Ιθάκης ευρήματα, Τοιχογραφία με τελετή ενθρόνισης. Εκθέσεις: Η μορφή της αρχής, Η Κρήτη ταξιδεύει, Χάλκινα νομίσματα, Αυλίδα – τόπος μύθου και ιστορίας, τόπος οχυρός, Κειμήλια Πρωτάτου, Άθως: Η μοναστηριακή ζωή στο Άγιον Όρος. Συνέδρια: Αρχαιολογικά πάρκα, 1ο Συνέδριο Αναστηλώσεων, Επιγραφές και Ιστορία της Θεσσαλίας, Προσωπογραφίες πόλεων. Διαλέξεις: Αντιμετώπιση της αρχαιοκαπηλίας, Μνημειακοί τάφοι κοντά στην Τροία, Αρχαιολογικές έρευνες στην Αλβανία, Αντιγονεία της Χαονίας. Βιβλία: Λ. Μέσκελ: Η αρχαιολογία στο στόχαστρο, M. Lefkowitz: Θνητοί και Αθάνατοι, Ε. Λαδιά: Τα ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων, J. de Romilly: Από το φλάουτο στην απολλώνια λύρα, Μ. Φιλίππου: Οι αρχαίες μουσικές της Αιγύπτου. Επιστολές: Η σύγχρονη ιστορία του Δίολκου. Ένα μνημείο ζητά δικαίωση.

Η «πυραμίδα» στην περιοχή Καμπία της Νέας Επιδαύρου. Η επίλυση ενός προβλήματος Σπύρος Ν. Παππάς

Η δυτική γωνία του κτίσματος. Ήταν το έτος 1995, όταν το βιβλίο ενός συγγραφέα με τίτλο Πυραμίδες στην Ελλάδα , έδωσε το έναυσμα για να ανακινηθεί το θέμα της ύπαρξης πυραμιδικών κτισμάτων στον ελλαδικό χώρο. Στο συγκεκριμένο βιβλίο , εκτός των πιστοποιημένων -και γνωστών στην επιστημονική κοινότητα- πυραμιδικών περιπτώσεων , παρουσιάζονταν και ορισμένα πρωτοεμφανιζόμενα κτίσματα , φερόμενα ως πυραμίδες, μεταξύ των οποίων και το μεγαλιθικό μνημείο που βρίσκεται στην περιοχή Καμπία της Νέας Επιδαύρου, του νομού Αργολίδος. Στο παρόν άρθρο διαπιστώνεται το πρόβλημα στους λίθους της εισόδου του μνημείου αυτού, που οδήγησε -ακόμα και κάποιους αρχαιολόγους– σε λανθασμένα «πυραμιδικά» συμπεράσματα. Επίσης, τεκμηριώνεται η κάθετη διάταξη των λίθων, τόσο στο αριστερό όσο και στο δεξιό σημείο της πρόσοψης όπου στηρίζονταν τα βασικότερα επιχειρήματα περί «πυραμιδοειδούς» εξωτερικής επιφάνειας, και αποκαθίσταται, τέλος, η πραγματική λιθοδομή της εισόδου σε επίπεδο τριών δόμων, συμπληρώνοντας έτσι τη συνολική, μη πυραμιδική, φυσιογνωμία του μνημείου.

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 18/2 (2005) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Η στήλη του JMA παρουσιάζει το άρθρο της Senta C. German "Photography and Fiction: The Publication of the Excavation at the Palace of Minos at Knossos" (18/2, 2005).

English summaries: Suicides in Byzantium Ioannis Petropoulos

Christianity condemns suicide and declares it to be an act of murder. The rules of Church Law state that the suicide is denied Christian burial and a memorial service. Literary sources reveal the deed’s satanic origins and attribute it mainly to functionaries. The satanic suicide par excellence is Judas Iscariot. In the 14th century depictions of his hanging complete the Betrayal scene, while more often in the post Byzantine period, they are linked to the depiction of Redemption. The gallows were used by the Church to support its official interpretation of suicide as the act of ultimate despair.

Suicide in Byzantium Apostolos Karpozelos

The literary evidence on suicide in Byzantium is rather limited and for this reason the subject has not been investigated as yet. The incidents of voluntary death from the fourth century to the Justinian period involve almost exclusively pagans, and cases that perpetuate a military tradition, according to which a defeated leader had no other choice but to kill himself, lest suffered disgrace and humiliation in the hands of the victor. In later periods such incidents were probably held as taboo and might have been suppressed. Judicial records attest to the fact that suicidal incidents of women under extreme stress as well as of desperate individuals who were financially ruined were not uncommon. The notion of mercy killing seems unknown in the Christian era and suicide cases resulting from madness or melancholy are hardly mentioned in medical hand-books of the period. Hanging is the most common suicidal method, followed by stabbing or drowing-to cite one or two other ways. The slicing of veins appears only once, in the case of the iconoclast Patriarch Ioannes Grammatikos, to be proved a fake suicide after all. The issue of suicide was not debated in philological discussions in Byzantium nor did it provoke the writing of thorough treatises. The last contribution in this topic is a series of commentaries on Prorphyry’s Isagoge and on Plotinus’ views on death as they were expounded in sixth-century Alexandria. The act of suicide was associated with superstitious beliefs, dispersed in dreams books and astrological texts such as Artemidoros’ Oneirokritikon and Ioannis Kamateros’ dream book, respectively. Finally, the com-mon people believed that the soul of the biothanatos would be transformed into a demon.

The Suicide in Church Law Konstantinos G. Pitsakis

The Church has quite early encountered suicide as a major sin and an offense against canon law. In the Christian East and West the ban of the ecclesiastic funeral and burial as well as of relevant services is also early established as the penalty par excellence for this infraction. The “penalty” is introduced in the ecclesiastic practice and is later validated by the canon of the law both the Eastern (canon 14 of Timotheus of Alexandria) and the Western Church. The argument justifying this kind of penalty, which at least in the law of the Eastern Church is not imposed for even much graver ecclesiastic offences, is that the perpetrator through his act challenges his Creator himself, the only master of his life and death. To put it more explicitly, the suicide, being at the same time victim and victimizer, is in reality unable to repent his act, since his very death realizes his offense. Judas’ suicide is often mentioned as a typical example. The objective of this harsh approach is to consolidate in the common consciousness the demerit of the Church for this act, which after all is only turned against nobody else but the suicide himself. If, nevertheless, can be proved that the perpetrator had lost his reason in committing suicide, then he is dispensed from the after death “penalty”. Thus, from the time of ancient Church until today the same long practice is applied: the family of the deceased seeks to attain ecclesiastic funeral of its member by invoking true or usually false testimonies and expert opinions and by exploiting the general “complicity” or consent (cf. Shakespeare, Hamlet, act 5, scene 1). The sensitivity of our present society has imposed the expressed or silent abandonment of the aforementioned ban (this reality is also acknowledged in the new codes of canon law of the Roman Catholic Church), a practice that the Holy Synod of the Church of Greece seems inclined to follow quite hesitantly.

Suicide and Religion Marios Begzos

Every religion being holistic is based on the fundamental acknowledgement that reality is a whole entity whose focal point is God from whom all other elements are emitting: human and cosmic, animate and inanimate, rational and irrational. Life belongs to the divine element of reality that determines the rhythm of all begins in the scale of existence. Each of them is incorporated and subordinated in the cycle of life and death, which is ruled by God. Man has no right to upset the cycle of life, therefore murder, both assassination and suicide, is prohibited. The self-determination of life, therefore of death, seems as the rebellion of man against God, and for this reason it is condemned as a serious disturbance of the vital harmony of universe. By reason of its holism, religion deprives man of the right to self-determine his body. Life is the most valuable possession of man, which in the consciousness of the believer emanates from the divine element alone. Thus, the human intervention at the expense of life itself is automatically considered as an insult to God, because it levels life and divinity. The act of taking somebody’s life, regardless of the way, is flatly condemned; therefore the religious tradition reinforces the absolute affirmation of life with a series of banning measures, as in the case of the suicide who is altogether deprived of the ecclesiastic funeral (burial, memorial services).

Judas’ Suicide by Hanging in Byzantine Art Nektarios Zarras

The Gospel tradition concerning the death of Judas has exercised an important influence on the iconography of this subject already since the first centuries of the Christian age. The pictorial representation of Judas’ suicide by hanging in illustrated manuscripts of the Middle Byzantine period (Psalters with marginal illuminations, Lectionaries, Four Gospels) is based on the tradition of the Gospels and the pateric literature, in the framework of the interpretation of the Gospel of Matthew and the psalm 108. In the Palaeologan period the representation of this subject is enriched with new iconographic data. They originate from the visual tradition of the two aforementioned texts and from other accounts of Juda’s death, that of Papias of Hierapolis being the most characteristic and influential. The fall of Judas from the tree and the representation of his figure in a cavernous hollow are the new iconographic vocabulary that is introduced in the Palaeologan painting, judging from the monuments preserved so far. In the iconographic program of this era Judas’s suicide by hanging belongs to a group of scenes that thoroughly narrate the episodes related to the Betrayal, thus extending the Cycle of Christ’s Passion.

Judas’ Suicide by Hanging in Post-Byzantine Art Yiorgos Tsigaras

Judas’ suicide by hanging is represented rarely in the art of the Byzantine era as opposed to Post-Byzantine painting where his hideous deed is depicted quite often in the Cycle of Christ’s Passion accompanying the Repentance of the Iscariot and the Return of the thirty silver pieces to the high priest. The Post-Byzantine iconography shows Judas hanging from a tree that bows with the weight of his body and below this scene his blistered and swollen figure in the hollow of a cave. Two versions of this episode are distinguished in this period: In the first Judas is depicted as an agitated figure; he holts his feet, turns his head backwards and brings his hands to his throat, trying desperately to avoid throttling. This version characterizes the monumental painting of the so-called “School of Ochrid” and is more or less typical of the “Kastoria Workshop” to which a number of frescoes in northwestern Greece is ascribed. In the second version the Iscariot is represented dead, his body hanging motionless. The iconographic type originates from the late Byzantine monuments and is adopted by the Cretan painters in the Athonite wall paintings of the sixteenth century, as well as in other seventeenth- and eighteenth-century examples of monumental painting.

Ilissos River: From Deification to Demythicization Anna A. Deliyanni

This article presents a research project carried out by the Ministry of Culture, which deals with the self-sown flora of the area adjacent to the river Ilissos. The objective of the project was the rehabilitation and promotion of the grounds surrounding the Byzantine Museum of Athens through planting trees and flowers compatible with the climate, earth and historical memory of the site. The flourishing of most of these vegetal species in these grounds is at-tested by literary sources, travelers’ accounts and Athenian journalists writings, while the existence of other plants, like laurel and myrtle, is presumed on the basis of their mythological role, meaning and symbolism. The comparable study of the inventory of trees and flowers at the end of the article, the additional list of the National Garden flora and the catalogue deriving from Theophrastos’ work On the History of Plants can prove the continuity of the Greek flora from the classical period until now and suggest that some of the plants included in Theophrastos’ History might have thrived in his garden and have sparked the ancient philosopher, the father of Botany, to study them.

From the Cretan to the Ionian School: The Transition from the Portable Icons to Religious Panel Painting Irini Leontakianakou

This article focuses on the transformation of icons as means of religious expression that takes place in the Ionian Islands during the second half of the seventeenth and throughout the eighteenth century. The increasing number of ex-voto produced in that period, the emphasis on narration and pathos, the didactic character as well as the enrichment of iconography with elements deriving from the ritual practice radically alter the content of icons. The very beginning of this evolution must be sought in the immigration of artists of the Cretan School to the Ionian Islands, spanning from the years of the Cretan War to the period that followed the fall of Candia (present Herakleion). The Post-Byzantine painting of the Ionian Islands gradually departs from the morphological and ideological characteristics of the traditional icon, which thus becomes old fashioned and incompatible with the religious feelings of an evolving society. As a result the Ionian School of painting, leaving behind even the last hangover of the Byzantine tradition, adopts means and modes of painting entirely based on Western models.

The Approach of Ancient Greeks and Freud on Dreams Panagiotis Sikiotis

Freud’s theory of dreams has broadened and transformed psychoanalysis from a psychotherapeutic method to a psychology of the depth of human nature. He showed that dreams were meaningful and that each one represented the disguised expression of a wish fulfillment attempt. Some twenty-five centuries earlier the ancient Greeks had already fully understood (Plato, The Republic IX) this mechanism of psyche, whom they expressed in a more poetical way.

The Janissaries: Myth and Reality Gregorios Zorzos

The meaning of the term janissary or janissaries clearly pictures an ideological and religious human profile. The “yeni-çeri”, the new militia, is the soldier defending mainly a religious power. According to the Encyclopedia Encarta the janissaries are the Turkish elite soldiers, recruited from Christians from the Balkans, who formed the personal guard if the Sultan from the fourteenth century until 1826. The Forthrights’s Phrontistery describes them as the fanatic loyal followers of a certain religion, while the entry of the Oxford Dictionary defines them as regular soldiers who formed the personal guard of the Sultan. The janissaries’ corps was organized in the fourteenth century, was manned through the mass kidnapping of Christian children until the sixteenth century and by Muslims of the Ottoman Empire thereafter and it was abolished in 1826 by the regular army, when the janissaries revolted against the Sultan.

The “Pyramis” in the Kampia District of Nea Epidauros. The Solution of a Problem Spyros N. Pappas

It was in 1995, when a book entitled Pyramids in Greece introduced the question of the existence of pyramids in Greece. Besides the already identified and known to the scientific community pyramidal examples, certain recently located structures, reputed as pyramids, were presented in this particular book, in which the megalithic monument in the Kampia district of Nea Epidauros in Argolis was also included. The present article deals with the problem of the stones at the entrance to this monument, which has led even some archaeologists to erroneous “pyramidal” conclusions. It also documents the vertical arrangement of stones on the left and right side of the façade, a lay out on which the more serious arguments for the “pyramid-like” exterior of the monument are based. Finally, it reconstructs three layers above the ground the actual stone masonry of the entrance, thus completing the overall non-pyramidal physiognomy of the edifice.

Sappho and Her Time Kostas Mantas

This article deals with the means through which Sappho’s poetry can be used as a source of the social and political history of her time. We very well know that the lyric poets do not only convey individuality in their work, but they also reveal the political ideals prevailing in the archaic period. Sappho, being a woman, was until recently regarded as having expressed only feelings and sentiments as well as home atmosphere in her verses. However, this judgment has successfully been revised in the last two decades.

Upgrading School Knowledge: A Proposal Panaghiota Psychogiopoulou, Eleni Nikitaki

This article presents an attempt of interdisciplinary approach that was hold in the 6th Luceum Kalamata, Peloponnese. The staff of two school libraries took the initiative and the project was carried out in collaboration with the educational community of two related schools. As the practice of education should be constantly renewed, it must find out new attractive and creative ways of approaching knowledge that will primarily corroborate the students’ initiative and will aim at their active participation and substantial learning in the framework of a multicultural school. Therefore, having as a pivot the History course of the first grade of the Lyceum, it was attempted an interdisciplinary diffusion in and relation to Literature, Informatics and Aesthetics. The objective was the sensitization of students in History and Art issues, so that the museum, the space par excellence that houses their documentation, to become the attraction pole for the young ephebes. The educational programs “Let’s visit the Acropolis” and “The Parthenon frieze” greatly contributed to the achievement of this goal. Particularly, the students, after been instructed the chapter referring to the art of the classical period, were exposed to a variety of experiences relevant to this same subject (videotapes, music, Internet surfing). Been thus prepared, they undertook the task to compose poems, to write stories, to narrate tales, to paint and to cast in plaster the goddess Iris in order not only to become familiar with but also to reconstruct the cultural product of the classical age. The two philologists, authors of this article, worked out the analytical scheme of the aforementioned course.

The Settlements of Rethymnon: Seeking the Origin of Their Architecture Konstantinos M. Polioudakis

The traditional settlements that have been preserved in the mountainous district of Rethymnon, Crete, present an admirable age-long continuity, the origin of which is impossible to be interpreted through the common, established way of thinking. In this article we pursue to reveal a world dominated by sentiment, which is a pure component of our existence, a world that remains inaccessible to myth, reason and science. Through the phenomenological thought, landscape, being a decisive factor of sentiment, can contribute to our understanding of the forms of architecture and guide any human intervention in environment.

The Famous Madder (Rubia tinctorum) and Its Technology E. Christophoridou, S. Protopapas, E. Alexandri et al.

Madder is considered one of the oldest and most important natural dying stuff and has been described by all writers of antiquity. It has been known in Asia Minor as well as in the metropolitan Greece since the prehistoric age. It is made from the roots of a climbing herb, which yields more than twenty dying components and a variety of red tints. The ancient and modern technology of madder is described in this article, particularly that of the Turkish red madder; moreover emphasis is given to the various intricate procedures of mordant. A number of methods has been employed for the investigation of the physics and chemistry of dying and for the detection of both the standard and the unknown so far specimens of madder: Phasmatoscopy (visible and ultra violet), Phthorismometry and Thin-Layer Chromatography (TLC). It is thus ascertained that the eye used in historic textiles can be identified through analytical chemical methods.

Theatrical Performances in the Roman Agora: A Proposal for the Conduct of the City’s Heritage Manos Mikelakis

The theatrical performance Mindscape in the Roman Agora of Athens was an activity of the Platform Cultural Central Europe hosted by the Greek Presidency of the European Union. The basic idea was the restoration of the functional identity of the Agora as a place where citizens are assembled and goods and ideas are exchanged. Source of inspiration were the work of the famous Polish theatrical director Jerzy Grotowski and the “plays-happenings” and thematic was the play Biographies. Through the theatrical convention the Roman Agora thus became an ephemeral theatrical agora. The commodities traded were not material but spiritual off springs, the citizens that attained experienced a different archaeological itinerary. The real objective of the theatrical performance laid on the one hand on the aesthetic perception of the monument and on the other on the functional value of the space. The columns, the stoa and the buttress wall of the Agora obtained a different, almost ontological content. Thus, we could claim a subversive interpretation-conduct of the archaeological heritage.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Ήφαιστος ο σιδηρουργός Μαρίζα Ντεκάστρο

Η Θέτιδα παραλαμβάνει από τον Ήφαιστο τα όπλα που του είχε ζητήσει να κατασκευάσει για το γιο της, τον Αχιλλέα. Σε αυτό το τεύχος η Μαρίζα Ντεκάστρο αφηγείται το μύθο του θεού Ήφαιστου.

Τεύχος 131, Δεκέμβριος 2019 No. of pages: 144
Editorial: Δεκέμβριος 2019 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Η καταγραφή και η ματιά. Ο φωτογράφος Σωκράτης Μαυρομμάτης πραγματεύεται στο άρθρο του τη σχέση ανάμεσά τους. Η καταγραφή είναι υποχρεωτική και είναι η αφορμή. Η ματιά αναδεικνύει τις διαχρονικές αξίες. Περίσσιο λυρισμό μπορεί ν’ ανιχνεύσει κανείς και στις εικόνες και στις λέξεις του. Λυρισμό, όμως, που συμβαδίζει με την αρτιότητα στη δομή. Οι υφές, δηλαδή η αλήθεια στο φως. Μέσα από τις εικόνες του, ανακαλύπτουμε τις υφές, όπως όταν επισκεπτόμαστε έναν αρχαιολογικό χώρο και όλη τη διαφορά απ’ το να βλέπουμε μια φωτογραφία την κάνει το γεγονός ότι μπορούμε επιτέλους ν’ αγγίξουμε τα περίφημα μάρμαρα. Μας δείχνει τα μάρμαρα με τις πληγές τους. Μας δείχνει την ηλικία τους. Η πέτρα μοιάζει σαν να ’χει εκραγεί, σαν να ’χει τρέξει νερό από μέσα της. Σαν να ’χει αλλάξει η ύλη της, να ’χει μετουσιωθεί. Οι χαρακιές των αρχαίων τεχνιτών, τα ίχνη τους βρίσκονται ξαφνικά μπροστά μας και μαζί με την απόσταση στον χώρο μηδενίζεται και η απόσταση στον χρόνο. Η ματιά του φωτογράφου, εκτός από τα μνημεία, αναδεικνύει εξίσου τη σωστική παρέμβαση του σύγχρονου ανθρώπου σε αυτά, γεφυρώνοντας το παρελθόν με το παρόν. Οι αιώνιες πέτρες που στέκουν παθητικά και ο άνθρωπος, με την προσωρινή φύση του και τον ενεργητικό ρόλο που καλείται να παίξει για να τις βοηθήσει να συντηρηθούν μέσα στον χρόνο, βρίσκονται σε αντιπαραβολή. Υπέροχη, αγαπητική γειτνίαση.

Συνέντευξη: Κώστας Ιωαννίδης — τ’ είναι τέχνη; τι μη τέχνη; και τι τ’ ανάμεσό τους;

Ο Κώστας Ιωαννίδης. Τι είναι η φωτογραφία; Αν δεν είναι τέχνη, τότε τι; Μήπως είναι τεχνολογία; Ή μήπως τεκμηρίωση; Και πάλι, το μέσο είναι διάφανο ή μήπως αναπόδραστα συγχέει τα όρια τεκμηρίωσης και υποκειμενικότητας; Ερωτήματα ζητούν απαντήσεις: πρόκληση για τον θεωρητικό που αναμετριέται μαζί τους. Στην εποχή των εικόνων, με τα «έξυπνα κινητά» να μας ωθούν στην πρακτική της παραγωγής τους, δεν είναι άκαιρο να αναλογιστούμε τα της φωτογραφίας, τη φύση και τη χρήση, το οδοιπορικό της.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Η alma mater του νέου ελληνισμού Αθηνά Γεωργαντά

Εξωτερική όψη του Παλάτσο Μπο. Ακόμη και πριν από την Άλωση, Έλληνες και Κύπριοι φοιτητές ξεκίνησαν να πηγαίνουν στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Προπύργιο του Ουμανισμού και της Αναγέννησης, το πανεπιστήμιο εξελίχθηκε σε σπουδαίο κέντρο ελληνικών σπουδών, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση. Tη δεκαετία του 1940 φιλοτεχνήθηκαν οι προσωπογραφίες σαράντα σπουδαστών του από άλλες χώρες, που διακρίθηκαν σε πολιτικά αξιώματα της πατρίδας τους. Ανάμεσά τους, τρεις Έλληνες.

Θέματα: Επουλώνοντας τις πληγές ενός θεού – Ποσειδών Λειβαδόστρας Γεωργία Καραμαργιού, Γεράσιμος Μακρής, Παντελής Φέλερης, Γεώργιος Κούρος, Γεωργιάννα Μωραΐτου

Ποσειδών Λιβαδόστρας. Ανάλυση με φθορισιμετρία ακτίνων Χ (XRF). Ούτε οι θεοί είναι άτρωτοι. Μας το μαθαίνει η Αφροδίτη της Ιλιάδας. Πόσο μάλλον η γλυπτή αναπαράσταση μιας θεότητας, φτιαγμένη από χέρια θνητών, από υλικά φθαρτά. Ακρωτηριασμένος και σπασμένος σε πολλά κομμάτια βρέθηκε το 1897 στη θάλασσα αυτός ο μπρούντζινος Ποσειδώνας. Μόνο το κεφάλι είχε σωθεί αλώβητο. Συντηρήθηκε το 1897, το 1935, το 1970 και το 2016. Το ιστορικό των περιπετειών του εικονογραφεί παράλληλα τις τεχνολογικές κατακτήσεις της επιστήμης της Συντήρησης.

Ναυτικό εμπόριο στο πέτρινο Λιοντάρι του Πόρου Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου

Η απόκρημνη ακτή στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού. Οι αρχαιολογικές έρευνες που διενεργήθηκαν το διάστημα 1999–2001 στο Μόδι, μια ακατοίκητη σήμερα βραχονησίδα απέναντι από την ανατολική ακτή του Πόρου, έφεραν στο φως κτηριακά κατάλοιπα ενός σημαντικού οικισμού της Υστερομυκηναϊκής περιόδου. Δεδομένης της νευραλγικής θέσης του πάνω στους θαλάσσιους δρόμους που συνδέουν τον Αργοσαρωνικό με τον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου, το Μόδι θεωρείται πιθανό να λειτούργησε ως διαμετακομιστικός σταθμός για τη διακίνηση εμπορικών προϊόντων.

Με κομμένη την ανάσα. Αρχαιολογική φωτογραφία: Η αισθητική της τεκμηρίωσης Σωκράτης Μαυρομμάτης

Παρθενώνας. Λεπτομέρεια κιονοκράνου του προνάου στο έδαφος, εκτεθειμένου στα φυσικά στοιχεία, με χαμένη την αρχαία επιφάνεια (1980). Φωτογραφία: Σωκράτης Μαυρομμάτης. «Η αισθητική της τεκμηρίωσης του αρχαίου κόσμου συμπλέκεται στην εποχή μας με τις σύγχρονες κατασκευές, τα μικρά και μεγάλα κτήρια που αναρριχώνται σε πλαγιές, λόφους και ακροπόλεις. Περικυκλώνουν και συνοδεύουν την αρχαιότητα άλλοτε θωπευτικά, άλλοτε απειλητικά και ενίοτε καταστροφικά. Αρκετά συχνά, σκαλωσιές και εργοτάξια συμπληρώνουν τη γενική εικόνα που μετά τις επεμβάσεις δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Οι επεμβάσεις στα μνημεία συνυπάρχουν με ένα σύνολο τεχνικών βοηθημάτων που τα εγκλωβίζει μέσα σε ένα σιδερένιο δάσος ικριωμάτων και γερανών. Αυτή η αναγκαιότητα τεκμηριώνεται ως έργο, αλλά κυρίως ως ιστορική στιγμή μεγάλης σημασίας που έχει τη δική της αισθητική, την “αισθητική της αναστήλωσης”». (από το κείμενο του Σωκράτη Μαυρομμάτη)

Ετρουσκικά αρχαϊκά κοσμήματα Βίβιαν Στάικου

Χρυσό περιδέραιο με αλυσίδες και σφυρήλατα περίαπτα. Ruvo, 480 π.Χ. Ο εξελληνισμός και η κομψή πολυτέλεια ενός νέου τρόπου ζωής σφραγίζουν την ώριμη Αρχαϊκή περίοδο έως και το 480 π.Χ. Στις τεχνικές επικρατεί η συρματερή, συνηθίζεται η ένθεση σκληρών λίθων ή υαλόμαζας. Λιτά τώρα τα κτερίσματα των νεκρών. Περόνες για τα μαλλιά, ενώτια τύπου «μπαούλο», δισκοειδή ενώτια, περιδέραια, περικάρπια, πόρπες, δαχτυλίδια με σφενδόνη ή με περιστρεφόμενο ψευδοσκαραβαίο, επίρραπτα πλακίδια. Με νόμο του 449 π.Χ. θα απαγορευτεί να συνοδεύουν τους νεκρούς χρυσά κτερίσματα.

Μικρό αφιέρωμα: Η μαρτυρία των θησαυρών της Παλαιολόγειας περιόδου Ελένη Μ. Λιάντα

Λεπτομέρεια από παράσταση Δευτέρας Παρουσίας. Ο φιλοχρήματος παρουσιάζεται με το πουγγί κρεμασμένο από το λαιμό του. 13ος αι. Άγιος Γεώργιος Κουβαρά, Αττική. Φωτ.: Κ. Ξενικάκης (1η ΕΒΑ). Εφορεία Ανατολικής Αττικής. Είμαστε στο Βυζάντιο τον καιρό των Παλαιολόγων. Είναι οι δύο αιώνες που μεσολαβούν μεταξύ του τέλους της Λατινοκρατίας και την Άλωση της Πόλης. Από τα νομίσματα που κόπηκαν τότε συγκροτήθηκαν 94 θησαυροί μοιρασμένοι, κατά σειρά μεγέθους, ανάμεσα στη Βουλγαρία, την Τουρκία, την Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Ρουμανία, τη Σερβία και την Αγγλία [sic]. Για τον προσδιορισμό και την κατανόηση του τρόπου διανομής των νομισμάτων αξιοποιείται η μέθοδος της ποσοτικής ανάλυσης.

Αρχαιολογικός χώρος: Αρχαίο Φρούριο Αιγοσθένων Χριστίνα Μερκούρη, Ευγενία Τσάλκου, Καλλιόπη Φλώρου, Ελευθερία Ζαγκουδάκη

Ο Νοτιοανατολικός Πύργος αναστηλωμένος και πλήρως αποκατεστημένος (Γ. Ασβεστάς, 2016, Αρχείο ΥΠΠΟΑ). «Η απομόνωση του τοπίου διέσωσε για εμάς μια ελληνική οχυρωμένη πόλη στην καλύτερη κατάσταση και μεγαλύτερη πληρότητα από οποιαδήποτε άλλη... ένα μέρος, που όσοι το έχουν δει, το αναπολούν με θαυμασμό και τείνουν να επιστρέφουν...» Με τα λόγια αυτά περιγράφει ο Βρετανός αρχαιολόγος E.F. Benson το αρχαίο φρούριο των Αιγοσθένων σε άρθρο που δημοσιεύει στα τέλη του 19ου αιώνα. Ακόμη και σήμερα, το φρούριο των Αιγοσθένων, στο Πόρτο Γερμενό της Δυτικής Αττικής, αποτελεί ένα από τα επιβλητικότερα και εντυπωσιακότερα αρχαία φρούρια στον ελλαδικό χώρο.

Τεύχος 6, Φεβρουάριος 1983 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Αθήνα: 5.000 χρόνια ζωής Ιουλία Φωτοπούλου-Λαγοπούλου, Ιωάννης Τραυλός

Χαρακτικό των J. Stuart και N. Revett. Διακρίνεται το τζαμί που είχε ανεγερθεί από τους Τούρκους στο εσωτερικό του Παρθενώνα. Η Αθήνα, που στην Πρωτοελλαδική εποχή εμφανίζει σαφή συγγένεια με τις Κυκλάδες, στη Μεσοελλαδική ζει τον ερχομό των Αχαιών. Στην Υστεροελλαδική περίοδο ανθεί ο τοπικός μυκηναϊκός πολιτισμός (1380-1100 π.Χ.) που τοποθετεί τα ανάκτορα του βασιλιά και ιερέα ψηλά στην Ακρόπολη. Τη μυθική μορφή του ιδρυτή Κέκροπα θα συναγωνιστεί τώρα ο Θησέας στον οποίο αποδίδεται ο συνοικισμός της Αττικής. Γύρω στο 600 π.Χ. ο νομοθέτης Σόλων θα επισπεύσει τις πολιτικές εξελίξεις με την ίδρυση της Βουλής και της Ηλιαίας. Την τυραννία του Πεισίστρατου διαδέχεται ο Κλεισθένης (τέλος 6ου αιώνα π.Χ.) που διαιρεί τους Αθηναίους σε δέκα φυλές και εγκαθιδρύει τη δημοκρατία. Στο απόγειό της η δημοκρατία θα φτάσει τα χρόνια του Περικλή (460-429 π.Χ.), καθώς η Εκκλησία του Δήμου αποκτά όλη την εξουσία. Η πολιτική υπεροχή της Αθήνας εμπνέει ανησυχία στους Σπαρτιάτες. Στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.) που τους έφερε αντιμέτωπους, οι Αθηναίοι θα αναγκαστούν να γκρεμίσουν τα τείχη της πόλης τους. Οι Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππος και Αλέξανδρος σεβάστηκαν την πόλη αλλά το 86 π.Χ. ο Σύλλας την καίει και την καταστρέφει. Άλλο μεγάλο πλήγμα επέφερε στην πόλη ο Ιουστινιανός που το 529 μ.Χ. έκλεισε το τελευταίο της πανεπιστήμιο. Η φράγκικη περίοδος με τις συνεχείς εναλλαγές κατακτητών τελειώνει με την κατάκτηση της Αθήνας από τους Τούρκους (1456-1458 μ.Χ.). Το 1687 οι Ενετοί του Μοροζίνη επιτέθηκαν στην πόλη προκαλώντας σημαντικές καταστροφές, μεταξύ άλλων και στον Παρθενώνα. Στα 1833 η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου και, για πρώτη φορά στην ιστορία της, αποκτά σχέδιο πόλης που συντάσσουν οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Schaubert και προβλέπει 35-40.000 κατοίκους. Το σχέδιό τους και το σχέδιο του Klenze (1834) εφαρμόστηκαν με πολλές τροποποιήσεις. Οι πρώτες περιοχές που αναπτύχθηκαν έξω από το σχέδιο ήταν η Νεάπολη και το Κολωνάκι. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α΄ Παγκόσμιος και η Μικρασιατική καταστροφή ενέταξαν στην Ελλάδα νέους πληθυσμούς. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, 230.000 σε Αθήνα και Πειραιά, διαβιώνουν σε άθλιες συνθήκες. Δύο γεγονότα σφραγίζουν το 1924, η κατάργηση της βασιλείας και η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το δημοψήφισμα του 1935 επαναφέρει τη βασιλεία που προετοιμάζει τη δικτατορία του Μεταξά (1936). Μετά την Κατοχή, στους πρόσφυγες προστίθενται οι εσωτερικοί μετανάστες, στα παραπήγματα οι μικροί συνοικισμοί έξω από το σχέδιο πόλης. Την εποχή αυτή θεσμοποιείται ο τυχαίος τρόπος ανάπτυξης της Αθήνας. Διαφορετική είναι η ανάπτυξη του Πειραιά που, με επίκεντρο το λιμάνι του, φιλοξενεί το διαμετακομιστικό και λιανικό εμπόριο αλλά και τη βιομηχανική ζώνη που αρχίζει από τη Δραπετσώνα και φτάνει στη Νίκαια.

Η πολιτική οργάνωση και εξέλιξη της αρχαίας Aθήνας Δημήτρης Παπαχρήστου

Οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτων σε ερυθρόμορφη οινοχόη. Περίπου 400 π.Χ., Museum of Fine Arts, Βοστώνη. Η πολιτειακή εξέλιξη της Αθήνας συνδέεται με μεγάλες μορφές. Στον Θησέα αποδίδονται δύο «Συντάγματα» που ορίζουν ένα κοινό συμβούλιο για τη διαχείριση των υποθέσεων και των τεσσάρων φυλών και διαχωρίζουν τους πολίτες σε τρεις τάξεις, τους ευγενείς, τους γεωργούς και τους τεχνίτες. Ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια της αριστοκρατικής ολιγαρχίας. Τον 7ο αιώνα, ο Δράκων καταγράφει τους νόμους και περιορίζει τα προνόμια της αριστοκρατίας. Οι γεωργοί όμως δεν ανακουφίζονται. Αντίθετα, εμφανίζεται ο θεσμός της υποθήκης που περιλαμβάνει και την υποθήκευση του ανθρώπινου σώματος. Ο Σόλων είναι εκείνος που θα προβεί σε ριζοσπαστικές αλλαγές. Απαγορεύει τις υποθήκες, αναδιανέμει την καλλιεργήσιμη γη και καταργεί τα χρέη των αγροτών (σεισάχθεια). Με το νομοθετικό έργο του Σόλωνα οι πολίτες αποδεσμεύονται από την εξάρτηση της καταγωγής, ενώ η οικονομία υποστηρίζει τώρα την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Η πολιτική ισχύς των αριστοκρατών περιορίζεται και από τη θέσπιση ενός νομοθετικού σώματος, της Βουλής των Τετρακοσίων. Ο Σόλων διαίρεσε τις τάξεις με βάση τα εισοδήματα από τη γη. Έτσι όλα τα αξιώματα δόθηκαν στους πεντακοσιομέδιμνους. Οι κοινωνικές διαμάχες συνεχίζονται ώσπου ο Πεισίστρατος δημιουργεί το διάδοχο καθεστώς της τυραννίας. Ο μεγάλος μεταρρυθμιστής που θα εδραιώσει την αθηναϊκή δημοκρατική πολιτεία είναι ο Κλεισθένης. Με τον γεωγραφικό χωρισμό της Αττικής σε 100 δήμους και δέκα φυλές δυναμιτίζει την επικυριαρχία των αριστοκρατικών γενών. Τα μέλη της Βουλής αυξάνονται σε 500, για την αναλογική εκπροσώπηση της κάθε φυλής με πενήντα μέλη και εισάγεται ο θεσμός του οστρακισμού. Στα χρόνια του Περικλή, κορυφώνεται η πολιτική οργάνωση που συνδυάζεται με την πολιτιστική δημιουργία.

Το θέατρο γεννήθηκε στην Αθήνα Κλαίρη Ευστρατίου

Ετοιμασίες για την παράσταση. Λεπτομέρεια μωσαϊκού από την Πομπήια (Εθνικό Μουσείο Νεαπόλεως). Στην Αθήνα, η λατρεία του Διονύσου καθιερώθηκε την εποχή του Πεισίστρατου (6ος αιώνας π.Χ.). Από τη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων ξεπήδησε το αρχαίο δράμα. Ο διθύραμβος, το λατρευτικό τραγούδι του «χορού» του Διονύσου, διαμορφώνεται σε αυτόνομο είδος με τονισμένα τα αφηγηματικά στοιχεία. Στα Μεγάλα Διονύσια του 535/4 π.Χ., ο Θέσπις εισάγει τον πρώτο υποκριτή. Η εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή θα γίνει από τον Αισχύλο και του τρίτου από τον Σοφοκλή. Τον 5ο αιώνα η τραγωδία είναι και ένας κοινωνικός θεσμός που η πόλις επιδοτεί με τα «θεωρικά» και τις «χορηγίες». Οι δραματικοί αγώνες στα Μεγάλα Διονύσια παρουσιάζονταν στην ορχήστρα της Αγοράς. Καθώς όμως το χορικό μέρος υποχωρεί προς όφελος του λόγου και της σκηνικής παρουσίας των υποκριτών, εμφανίζονται τα θέατρα με την αμφιθεατρική διάταξη των καθισμάτων, την ορχήστρα και την υπερυψωμένη σκηνή με τις παρόδους και τα παρασκήνια. Από τα πρώτα θέατρα είναι το θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη. Από τον «κώμο» και τα φαλλικά της λατρείας του Διονύσου ξεπήδησε και η κωμωδία που, όπως βλέπουμε και στον Αριστοφάνη, έχει κριτικό πολιτικό χαρακτήρα. Στην ελληνιστική εποχή όμως η «νέα κωμωδία», που εκπροσωπεί κυρίως ο Μένανδρος, χάνει τον πολιτικό χαρακτήρα της και μετατρέπεται σε κωμωδία ηθών.

Κεραμεικός: οι εργασίες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Iνστιτούτου Ursula Knigge

Υδρία του ζωγράφου του Μειδία από τάφο στην Ιερά Οδό. Τον κώδωνα του κινδύνου για τα μνημεία του Κεραμεικού κρούει το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο που έχει αναλάβει τις ανασκαφές από το 1913. Οι συστηματικές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας από το 1870 στόχευαν στον εντοπισμό του Διπύλου και του Κεραμεικού που το θεμιστόκλειο τείχος (479/8 π.Χ.) είχε χωρίσει σε δύο τμήματα, μέσα και έξω από την πόλη. Το ορόσημο με την επιγραφή ΟΡΟΣ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ επιβεβαίωσε την τοποθεσία των ανασκαφών. Η ανασκαφή των τάφων συνεχίστηκε στο χώρο δυτικά της Ιεράς Πύλης. Στη δεκαετία του 1930 αποκαλύφθηκε η σημαντικότερη νεκρόπολη της Αθήνας και της Αττικής από τη γεωμετρική περίοδο (10ος-8ος αιώνας π.Χ.). Τα πλούσια κτερίσματα, κυρίως αγγεία, εκτέθηκαν σε μικρό μουσείο που κτίστηκε το 1936. Όταν το 1956 οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν, αποκαλύφθηκαν μεγάλα ταφικά μνημεία στην περιοχή της Ιεράς Οδού και, έξω από τα τείχη, πάνω από 7.000 όστρακα εξοστρακισμών. Σήμερα, καταβάλλεται προσπάθεια ώστε η ανασκαμμένη περιοχή να εμφανίζει όσο το δυνατό την όψη που είχε στην αρχαιότητα. Για την αποσύνθεση των τοίχων και των μνημείων δεν ευθύνεται τόσο η άγρια βλάστηση όσο η ατμοσφαιρική ρύπανση και, ειδικότερα, το διοξείδιο του θείου που εκπέμπει το παρακείμενο εργοστάσιο του γκαζιού. Για τη διάσωση των επιτύμβιων μνημείων τουλάχιστον προτάθηκε η φύλαξη των πρωτοτύπων σε κλειστό χώρο και η αντικατάστασή τους με αντίγραφα. Καθώς όμως η ελληνική πλευρά δεν ενέκρινε την κατασκευή νέας πτέρυγας του μουσείου, οι προσπάθειες για τη συντήρηση των ταφικών μνημείων του Κεραμεικού έχουν σταματήσει.

Η οινοχόη του Διπύλου Χρήστος Μπουλώτης

Η επιγραφή πάνω στην οινοχόη του Διπύλου, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (αρ. 192). Η οινοχόη του Διπύλου (750-735 π.Χ.), που διαφύλαξε την αρχαιότερη μαρτυρία αλφαβητικής γραφής, πήρε το όνομά της από το υστερογεωμετρικό αττικό εργαστήρι του «τεχνίτη του Διπύλου». Ο αρχιτεχνίτης του ειδικευόταν στην κατασκευή μνημειωδών ταφικών αγγείων που στήνονταν ως σήματα σε τάφους του Κεραμεικού. Το σφαιρικό της σώμα φέρει γραπτό διάκοσμο από οριζόντιες ταινίες και στον ψηλό λαιμό της απεικονίζεται ραδινό ελάφι σε βοσκή. Στη σκούρα ζώνη του ώμου αρχίζει η επιγραφή, χαραγμένη και όχι γραπτή, που διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά. 47 γράμματα, δάνειο βορειοσημιτικό, σχηματίζουν λέξεις που δεν διαχωρίζονται μεταξύ τους. Το γράμμα Χ, που απουσιάζει από το φοινικικό αλφάβητο, κάνει εδώ την πρώτη του εμφάνιση. Η πρώτη από τις δύο προτάσεις διαβάζεται εύκολα: «Όποιος τώρα από όλους τους χορευτές χορέψει με περισσότερη χάρη». Η κύρια πρόταση που έπεται είναι δυσανάγνωστη. Εύλογη φαίνεται η άποψη ότι το αγγείο αθλοθετήθηκε για τον δεινότερο χορευτή και αργότερα έγινε κτέρισμα στον τάφο του. Η επιγραφή απηχεί τον ομηρικό ποιητικό λόγο τόσο με το επικό της λεξιλόγιο όσο και με την έμμετρη μορφή της. Για την πρώτη πρόταση χρησιμοποιήθηκε το δακτυλικό εξάμετρο ενώ για την επόμενη το αδώνειο. Η στιχουργική της ποικιλία βρίσκει παράλληλο στη δεύτερη αρχαιότερη επιγραφή, τη χαραγμένη σε υστερογεωμετρικό σκύφο από τις Πιθηκούσες (Ίσχια, Κάτω Ιταλία), γύρω στο 720 π.Χ. Φαίνεται πως η αποδοχή του φοινικικού αλφαβήτου έγινε γύρω στα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. Ελεύθερη από τον όποιο ιερό χαρακτήρα, με την αυγή του 7ου αιώνα π.Χ. η γραφή θα γνωρίσει εξάπλωση εκρηκτική.

Η πύλη του Αδριανού Philippe Fraisse

Κύκλος από ανοιχτόχρωμες πλάκες που «απομονώνουν» την πύλη του Αδριανού. Σχέδιο του Philippe Fraisse. Όπως δηλώνουν και οι επιγραφές στις δύο όψεις της Πύλης (131/132 μ.Χ.), το μνημείο σηματοδοτεί το όριο ανάμεσα στην (αρχαία) Αθήνα, πόλη του Θησέα και τη (ρωμαϊκή) πόλη του Αδριανού. Προκειμένου το μνημείο να επανενταχθεί στη ζωή της σύγχρονης Αθήνας, ο συγγραφέας προτείνει τη χάραξη δύο αξόνων με δενδροφύτευση ή χρωματικό κράσπεδο, τη δημιουργία, γύρω από την Πύλη, κύκλου με διάμετρο 38 μ. από ανοιχτόχρωμες πλάκες που θα απομονώνουν το μνημείο, την επαναγραφή των μισοκατεστραμμένων επιγραφών και τη μετατόπιση της εισόδου του Ολυμπιείου στον άξονα της Πύλης.

Επεμβάσεις στην αρχιτεκτονική κληρονομιά της Aθήνας Νικόλαος Θ. Χολέβας

Η Τράπεζα Εργασίας της οδού Μητροπόλεως. Ο συγγραφέας εικονογραφεί με συγκεκριμένα παραδείγματα τα βασικά προβλήματα που θέτει η αποκατάσταση ιστορικών κτιρίων της Αθήνας. Θεμελιώδης θέση των αρχιτεκτόνων είναι ότι τα παραδοσιακά κτίρια δεν είναι «αντικείμενα» ή σκηνογραφικά ευρήματα αλλά αποτελούν «δοχεία ζωής», διαθέτουν δηλαδή μια κάτοψη, έναν εσωτερικό χώρο άρρηκτα συνδεδεμένο με την όψη τους. Όπως το έθεσε ο Cesare Brandi, ιστορικός και φιλόσοφος των αποκαταστάσεων, στόχος της επέμβασης είναι η αποκατάσταση «της δυναμικής συνολικότητας» ενός αρχιτεκτονήματος. Συμβατή με την άποψη του ΥΠΠΕ που θεωρεί «διατηρητέο μνημείο» μόνον τις όψεις του κτιρίου, ήταν η επέμβαση της Εθνικής Τράπεζας στο κτίριο του πρώην ξενοδοχείου Εξέλσιορ στην Ομόνοια. Στο κτίριο Βούρου στην οδό Σταδίου, κραυγαλέο παράδειγμα προς αποφυγή, το ισόγειο αλλοιώθηκε πλήρως χάνοντας τη σχέση του με τη μορφολογία του ορόφου. Στην Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδος, στη γωνία των οδών Σταδίου και Εμμ. Μπενάκη, τα κουφώματα αντικαταστάθηκαν από σκουρόχρωμους υαλοπίνακες και εφαρμόστηκε μια πολυχρωμία, ανύπαρκτη στην πρωτότυπη μορφή, που διέσπασε τον μορφολογικό χαρακτήρα του κτιρίου. Παράδειγμα προς αποφυγή αποτελεί και το Εμπορικό Κέντρο της Πλάκας, παρά την έγκριση των επεμβάσεων από τα αρμόδια υπουργεία. Ψευδαίσθηση ιστορικής μνήμης προσφέρει στο διαβάτη το ισόγειο υποκατάστημα τραπέζης στην οδό Φιλελλήνων 46, όπου υψωνόταν το Μέγαρο Κοσδώνη, έργο του Τσίλερ (1894). Στο ισόγειο κάτω από το άμορφο σύγχρονο κτίριο προστέθηκαν οι μαρμάρινοι νεοκλασικοί κίονες που ανήκαν στον πρώτο όροφο του Μεγάρου σχηματίζοντας χονδροειδή αρχιτεκτονική ανορθογραφία. Αντίθετα, στην Τράπεζα Εργασίας της οδού Μητροπόλεως είναι φανερή η προσπάθεια μιας μετρημένης επέμβασης.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση ως παράγοντας καταστροφής των αρχαίων μνημείων Θεόδωρος Σκουλικίδης

Οι Καρυάτιδες έχουν υποστεί μεγάλη φθορά εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης του λεκανοπεδίου Αττικής. Το κείμενο αφορά την προσβολή των ασβεστολίθων και ειδικότερα των μαρμάρων στην Ακρόπολη της Αθήνας. Στηρίζεται σε ανακοίνωση που έκανε ο καθ. Θ. Σκουλικίδης (ΕΜΠ) στο διεθνές συνέδριο για τη ρύπανση του περιβάλλοντος (Θεσσαλονίκη, 21-25 Σεπτεμβρίου 1981). Η ατμοσφαιρική ρύπανση στην Αθήνα είναι ευθέως ανάλογη με τη βιομηχανική ανάπτυξη, την κεντρική θέρμανση των πολυκατοικιών και την αύξηση των αυτοκινήτων. Το διοξείδιο του θείου προκαλεί λεπτή στιβάδα γύψου, επάνω στην οποία αποτυπώνονται οι λεπτομέρειες των γλυπτών ενώ το ανάγλυφό τους, σε θαλάσσια ατμόσφαιρα, διαβρώνεται από αιωρούμενα σωματίδια. Τα οξέα της ατμόσφαιρας σε συνδυασμό με το νερό της βροχής αποσυνθέτουν το πέτρωμα. Η οξείδωση των μεταλλικών συνδέσμων προκαλεί σπασίματα. Τη φθορά από μικροοργανισμούς επιτείνει και πάλι η ατμοσφαιρική ρύπανση.

Τα μουσεία της Αθήνας Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας. Παρουσιάζονται τα Μουσεία της Αθήνας που καλύπτουν αρχαιολογικά και άλλα ενδιαφέροντα

Συνέντευξη με την υπουργό Πολιτισμού και Eπιστημών Μερκούρη M. Αντρέας Ιωαννίδης

Η Μελίνα Μερκούρη. Η Μελίνα Μερκούρη απαντά στα ερωτήματα που της θέτει ο Αντρέας Ιωαννίδης. Η ρήση του Σαρτρ «ο σοσιαλισμός είναι ένας ανθρωπισμός» και η θέση ότι η κοινωνική αλλαγή είναι διαλεκτικά και διαρθρωτικά δεμένη με την πολιτιστική ανάπτυξη καθορίζουν τους γενικούς στόχους του Υπουργείου που είναι: η αποκατάσταση της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας, ο εκδημοκρατισμός στο πλαίσιο και τις διαδικασίες, ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός και η αποκέντρωση. Η συγκεκριμένη φιλοσοφία από την οποία εμφορείται η πολιτιστική πολιτική αντανακλά στον τομέα των Μουσείων, το Θέατρο, τις εικαστικές τέχνες, τον κινηματογράφο, τη μουσική, το βιβλίο. Το Μουσείο νοείται ως χώρος που συνδυάζει την αισθητική με τη διδακτική και παιδαγωγική αποστολή. Όσο για την αρχαιολογία, αυτή, λέει η Υπουργός, «είναι κατά κάποιο τρόπο μια αυτογνωσία».

Άλλα θέματα: Οι επιγραφές και ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Aρχαίων Βάσα Κοντορίνη

Ψήφισμα της Χερσονήσου της Κριμαίας προς τιμή του Διοφάντου, στρατηγού του Μιθριδάτη ΣΤ΄. Έγγραφα μιας πόλης, οι επιγραφές αναφέρονται κυρίως στην τοπική ιστορία. «Τοπικά χρονικά» μπορούν να θεωρηθούν δύο μεγάλες επιγραφές: το ψήφισμα από τη Χερσόνησο της Κριμαίας προς τιμή του Διοφάντου, στρατηγού του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα, και το ψήφισμα προς τιμή του Καλλία, ο οποίος συνδέεται με την εξέγερση των Αθηναίων κατά του Δημήτριου του Πολιορκητή (287 π.Χ.). Η επιγραφή, που βρέθηκε στην Αγορά των Αθηνών, παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την πολιτική και στρατιωτική ζωή της πόλης αλλά και ειδήσεις για τη δράση των πρώτων δύο Πτολεμαίων στο Αιγαίο. Την πολιτική ιστορία φωτίζουν επιγραφές με συνθήκες, όπως αυτή μεταξύ Ρώμης και Αιτωλικής Συμπολιτείας ή εκείνη που διευθετεί τα της συγχώνευσης δύο πόλεων, της Τέω και της Κυρβισσού. Σε αναθηματική στήλη από την Αττική (350-300 π.Χ.) επιγράφονται ο όρκος των εφήβων και εκείνος που έδωσαν όλοι οι Έλληνες πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Για τις άλλες πόλεις πέρα από την Αθήνα και τη Σπάρτη, οι επιγραφές αποτελούν τη μοναδική πηγή για θεσμούς, όπως είναι αυτός των ξένων δικαστών, και για τη θρησκευτική τους ζωή που περιλαμβάνει και τους αγώνες. Σε μολύβδινα ενεπίγραφα ελάσματα αναγράφονται τα ερωτήματα και οι επιθυμίες που οι πιστοί απευθύνουν στους θεούς. Τα επιτύμβια κείμενα και οι κατάλογοι παραδίδουν θησαυρό ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων. Στις επιγραφές στηρίζονται οι μελέτες για τον εξελληνισμό ή τον εκλατινισμό του αρχαίου κόσμου. Σε σύγκριση με τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων που μας παραδόθηκαν έμμεσα, η επιγραφή, κείμενο αυτούσιο, μας φέρνει σε άμεση επαφή με την αρχαιότητα.

Το ψηφιδωτό (III) Δημήτρης Χρυσόπουλος

Το σχέδιο του ψηφιδωτού ξεπατικώνεται στο νάυλον που το σκεπάζει. Ο συγγραφέας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα στάδια που ακολουθούνται για τη συντήρηση ενός ψηφιδωτού δαπέδου. Τον καθαρισμό με νυστέρι ακολουθεί η φωτογράφιση και αποτύπωση του ψηφιδωτού. Στη συνέχεια προετοιμάζεται ο τεμαχισμός του. Μετά την αποκόλληση, τα κομμάτια μεταφέρονται στο εργαστήριο για καθαρισμό. Αφού το αρχικό υπόστρωμα διορθωθεί και αλφαδιαστεί, το ψηφιδωτό επανατοποθετείται. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι όσο το δυνατό πλησιέστερα προς τα αρχαία αλλά έχουν ενισχυθεί με ελάχιστο τσιμέντο.

Κουφονήσι: η «Δήλος» του Λιβυκού Νίκος Παπαδάκης

Πορφύρες και άλλα όστρακα για την κατασκευή της βαφής από το Κουφονήσι. Από τις τρύπες αφαιρούσαν το «άνθος». Πολύ κοντά στις ΝΑ ακτές της Κρήτης, το Κουφονήσι μαζί με τη Γαύδο, τη Γαυδοπούλα και το Γαϊδουρονήσι αποτελούν τη νοτιότερη ελληνική γη. Η σημερινή όψη του νησιού δεν προδίδει την παλιά του δόξα. Σκεπασμένο με άμμο, χωρίς βλάστηση και νερά, κατοικείται από ποντικούς, φίδια, σκορπιούς και αράχνες. Τα τρία μόλις μίλια που το χωρίζουν από την Κρήτη είναι πέρασμα εξαιρετικά επικίνδυνο εξαιτίας των ανέμων και των θαλάσσιων ρευμάτων. Η Λεύκη, ή Λευκή στην αρχαιότητα, υπήρξε μήλον της έριδος μεταξύ της Ιτάνου και της Ιεράπυτνας, των σπουδαιότερων πόλεων της περιοχής. Η «Διαιτησία των Μαγνησίων», επιγραφή εντοιχισμένη στο παρεκκλήσι της μονής Τοπλού, μαρτυρεί τους μακρόχρονους δικαστικούς αγώνες των δύο πόλεων. Σταθμός στο δρόμο προς και από την Αίγυπτο, τόπος λατρείας και εορτών, η Λεύκη διακρινόταν για το ψάρεμα και την κατεργασία της πορφύρας. Το χρήμα που εισέρεε από το εμπόριο της πορφύρας, τους σπόγγους και την αλιεία, η εμπορικοαστική τάξη του νησιού απέδιδε στη μητρόπολη κρατώντας μεγάλο μέρος για τις δικές της ανάγκες. Οι ανασκαφές που διεξάγονται σε δυσμενέστατες συνθήκες, αποκάλυψαν ένα ολοκληρωμένο θέατρο με πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο, δύο μεγάλα σπίτια, το ένα πολυτελές, τα λείψανα μεγάλου ναού και ενός κολοσσικού αγάλματος. Επιβλητικό προανακτορικό τείχος και μινωικά όστρακα δείχνουν ότι η Λεύκη ήταν κατοικημένη στα προϊστορικά χρόνια. Στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. η Λεύκη καταστράφηκε ολοσχερώς από βάρβαρους επιδρομείς ή από φανατικούς χριστιανούς ύστερα από 2.000 χρόνια ζωής.

Η επίδραση των μικρογραφιών του Kοκκινοβάφου στις τοιχογραφίες του Ντίλιου: δύο παραδείγματα Θέτη Ξανθάκη

Μικρογραφία Κοκκινοβάφου. Η Ευχαριστήρια Προσευχή της Άννας. Βυζαντινό κτίσμα του 13ου αιώνα, το καθολικό της Μονής του Αγίου Νικολάου του Ντίλιου διακοσμείται με εξαιρετικές τοιχογραφίες που η κτητορική επιγραφή χρονολογεί στο 1543. Σε 23 πίνακες απεικονίζονται επεισόδια από τον κύκλο ζωής της Παναγίας, τοποθετώντας το μνημείο ανάμεσα στην Περίβλεπτο του Μυστρά και τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, ως προς την πλουσιότερη ανάπτυξη του θεομητορικού κύκλου. Ο ζωγράφος της Μονής Ντίλιου αντλεί και από την εικονογραφία των μικρογραφιών των Ομιλιών του Ιακώβου της Μονής Κοκκινοβάφου. Πώς όμως ο ζωγράφος της Μονής Ντίλιου απέκτησε πρόσβαση στο ιστορημένο χειρόγραφο από τη Μικρά Ασία, από το β΄ τέταρτο του 12ου αιώνα;

Ο πρωτοελλαδικός οικισμός και το νεκροταφείο της Μάνικας Χαλκίδας Αδαμάντιος Σάμψων

Γενική άποψη του νεκροταφείου της Μάνικας. Στον ΠΕ οικισμό της Μάνικας που εκτείνεται από την ώριμη φάση της ΠΕ Ι μέχρι το τέλος της 3ης χιλιετίας ενώ συγχρόνως κινείται πάνω σε 20-25 εκτάρια, εντοπίζει ο συγγραφέας την προϊστορική πόλη της Χαλκίδας. Η σπουδαιότερη αρχαιολογική ανακάλυψη υπήρξε το οργανωμένο νεκροταφείο με τάφους λαξευμένους σε ασβεστολιθικό πέτρωμα. Ο φρεατοειδής δρόμος και η τραπεζιόσχημη διαμόρφωσή τους δεν απαντούν παρά στους τάφους των Kurgan του Πόντου. Η οροφή των ΠΕ τάφων της Μάνικας έχει έντονη κλίση προς τα κάτω, ώστε ο τάφος σε τομή έχει σχήμα παπουτσιού. Γενικά, οι τάφοι της Μάνικας αποτελούν μνημειώδεις κατασκευές και περιέχουν κτερίσματα που δεν ανταποκρίνονται στο μέγεθός τους. Τα πήλινα αγγεία είναι κατασκευασμένα χωρίς τροχό και οι τύποι τους δεν έχουν βρεθεί στα κτήρια του σύγχρονου ΠΕ οικισμού της Μάνικας. Εμφανίζονται η ραμφόστομη πρόχους, το φλασκοειδές αγγείο, το μόνωτο κύπελλο, η στρογγυλή ή αχινόσχημη πυξίδα, η φακοειδής πυξίδα, το δίωτο κύπελλο. Ακόμη, μια μαρμάρινη πυξίδα και ένα τηγανόσχημο σκεύος. Έτσι, πολλά από τα κτερίσματα φαίνονται εισηγμένα. Αν η ανατολική προέλευση κάποιων είναι αβέβαιη, η κυκλαδική άλλων είναι βεβαιωμένη. Ύστερα από τα σημαντικά νεολιθικά ευρήματα της Εύβοιας, λέει ο συγγραφέας, ο αιγαιακός πολιτισμός Αττικής-Κεφάλας μπορεί να ονομαστεί Attic – Kephala – Euboea Culture. Ο ΠΕ πολιτισμός της Εύβοιας αποτελεί τη φυσική του συνέχεια.

Το ακρόπρωρο Θεμιστοκλής Αντώνης Πατεράκης

Το ακρόπρωρο Θεμιστοκλής μετά από τη συντήρησή του. Στις συλλογές της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας που στεγάζεται στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής ανήκουν και τα ακρόπρωρα πλοίων της Επανάστασης του 1821. Δείγμα αυτής της «ναυτικής» ξυλογλυπτικής είναι και το ακρόπρωρο «Θεμιστοκλής» από το ομώνυμο πλοίο του σπετσιώτη αγωνιστή Χατζή Γιάννη Μέξη. Σκαλισμένη σε ξύλο κωνοφόρου δέντρου, η φιγούρα αποδίδεται με έναν κεντρικό κορμό στον οποίο έχουν προστεθεί τρία κομμάτια ξύλου, δύο στα πλαϊνά και ένα πίσω. Η συντήρηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις φθορές που είχαν προκαλέσει στη ζωγραφική επιφάνεια ο ήλιος και η θάλασσα, στο ξύλο οι οργανισμοί (σαράκι, τερμίτες) και τα οξειδωμένα μεταλλικά καρφιά αλλά και τις ρωγμές που προκαλούνται από τη διαστολή ή συστολή του ξύλου ανάλογα με τις αλλαγές της υγρασίας και της θερμοκρασίας. Εκτός από την προληπτική απεντόμωση και την αντικατάσταση των καρφιών, αφαιρέθηκαν τα στρώματα επιζωγραφίσεων από το πρόσωπο και το στήθος. Η συντήρηση ολοκληρώθηκε με την αισθητική αποκατάσταση του ακρόπρωρου.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το μικρό θέατρο της αρχαίας Αμβρακίας, στο κέντρο της Άρτας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Λαξευτός τάφος με πλούσια κτερίσματα ήρθε στο φως στο γεωμετρικό νεκροταφείο της Κνωσού – Μυκηναϊκοί τάφοι βρέθηκαν στη Μεσσηνία, ο ένας με διάμετρο 8 μ. – Στην περιοχή Άγ. Γεώργιος Νικήτης της Χαλκιδικής βρέθηκε και δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική – Η πλατεία Λυσικράτους «ανοίγει» και φανερώνει μνημεία διαφόρων εποχών – Στην Άρτα αποκαλύφθηκε τμήμα θεάτρου των ελληνιστικών χρόνων

Συνέδρια

Το Η΄ Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής και Λατινικής Επιγραφικής έγινε στην Αθήνα, 3-9 Οκτωβρίου 1982 – Η Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών οργάνωσε το Β΄ Τοπικό Συνέδριο Μεσσηνιακών Σπουδών στην Κυπαρισσία, 27-29 Νοεμβρίου 1982

Βιβλία

Γ. Χουρμουζιάδης, Π. Ασημακοπούλου, Κ.Α. Μακρής, Μαγνησία, το χρονικό ενός πολιτισμού, Αθήνα 1982 – Ιωάννα Κριτσέλη-Προβίδη, Τοιχογραφίες του θρησκευτικού κέντρου των Μυκηνών, Αθήνα 1982 – L.D. Reynolds, N.G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι. Το ιστορικό της παράδοσης των κλασικών κειμένων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981 – Henri Focillon, Η ζωή των μορφών, Νεφέλη, Αθήνα 1982 – A. Amandry, Η Ελληνική Επανάσταση σε γαλλικά κεραμεικά του 19ου αιώνα, Αθήνα 1982

Εκθέσεις

Στα Ευρωπάλια 1982 που έγιναν στο Βέλγιο ξεχώρισαν τρεις εκθέσεις: «Τέχνη των Κυκλάδων από το 3200 έως το 2000 π.Χ.», «Άνθρωποι και θεοί της αρχαίας Ελλάδας από το 1000 ως το 30 π.Χ.» και «Αίγλη του Βυζαντίου από το 330 ως το 1453» – «Άνθρωποι, θεοί και ήρωες της Ελλάδας» ήταν το θέμα της έκθεσης αρχαίας ελληνικής κεραμικής που οργανώθηκε στη Ρουάν της Γαλλίας (23 Οκτωβρίου 1982-31 Ιανουαρίου 1983)

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Την ονομαστή βενετσιάνικη οχύρωση της Κέρκυρας, το Παλιό Φρούριο με τους προμαχώνες που πλαισιώνουν την πύλη του, αφήνει να καταρρέουν η αναλγησία του Ελληνικού Κράτους – Έξω από την Κόρινθο, στη θέση Λέχαιο όπου ανασκάφηκε η «Βασιλική του Λεωνίδα» και άλλα παλαιοχριστιανικά κτίσματα, πλάι σε τρία κτίρια τεράστια και κακοφτιαγμένα ανεγείρεται γιγάντια οικοδομή που και την επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής θα εμποδίσει και το τοπίο θα τραυματίσει

English summaries: A brief survey of the 5000 years of Athens as a city Julia Fotopoulou-Lagopoulou, John Travlos

150 years ago the overcrowded modern Greek capital, occupied by three million inhabitants was a modest town of 4.000 people. The rapid and irregular growth of population is primarily responsible for the problems Athens faces today, since the town-plan and mechanisms for organization and function proved inadequate to serve the needs created by such growth. In the 15th century BC, the mythic King Cecrops laid the foundations for the city of Athens – and consequently of Attic civilization – on the Acropolis hill where later, in the Mycenaean period, Thesaeus, another mythic king, subordinated all the settlements of Attica under a central power. As Athens developed, the main public functions were concentrated in the Agora, which became the nucleus of the city, while religious life was located on the Acropolis. Certain laws affecting the future of Athens in a positive way were made by Solon around 600 BC.The annexation of the opponent city of Eleusis played an important part , while an impressive work of architecture and town-planning, the New Agora, started to materialize. The tyranny of Peisistratus, in 560 BC, brought a boom commerce and shipping which lasted until 508-507, when Cleisthenes restored democracy. In the years of Pericles (460-429 BC) democracy continued to evolve in a perfect tripartite scheme; elected citizens as legislative assembly – the Parliament, the judicial power – the Hiliaia court. The increased power of Athens, that emerged triumphant from the Persian Wars and expanded its boundaries through colonization, seriously bothered rival towns, Sparta and Corinth. Thus, the Peloponnesian War (431-404) came as a natural result of Athenian expansion and ended with the destruction of Athenian supremacy and the complete victory of Sparta. Throughout the 4th century, Athens tried in vain to regain its diminished power which, of course, was unable to resist Philip of Macedonia. In 228 BC Athens was on good terms with the Romans, but in spite of this compromise, the celebrated city did not avoid destruction by Sulla in the 1st century BC. Although destroyed by the Romans, Athens continued to be an intellectual and educational Centre with famous schools attended by young people from all over the empire. The high esteem in which Roman emperors held classical civilization benefited Athens finally in the 2nd century A.D. The emperor Hadrian improved the living standards of the city with a series of public works, temples etc. The fall of the Roman empire had a bad effect on Athens that was once more destroyed by the Eruls in 267 AD. However, the final blow to the city of humanism was given by Christianity. In 529 BC. the Byzantine emperor Justinian banned every activity of the philosophical schools and either closed down or altered to Christian all the pagan temples. From 1205 until the Turkish occupation the city was successively ruled by various foreign invaders. The Turks occupied Athens peacefully and through the privileges assigned to the city, they contributed to its development. In 1687 the Venetians under Morozini destroyed Athens once more and the city was temporarily abandoned by its inhabitants. Better days came in the 18th century, when commerce and handicrafts came to Greek hands. In 1833, two years after its liberation, Athens was proclaimed capital of Greece and hence a new phase for its development commenced. The first town-plan of Athens was ready in 1833 but never fully materialized. However, the basic axes of the present town-plan were drawn up and the main squares were formed. The period between 1909 and 1950 were years of war and internal political upheaval and of change that in every way greatly affected the development of the city . Both Greek territory and the population became more than twice as large and new urban and commercial Centres were created.

The political evolution of ancient Athens Dimitris P. Papachristou

Athens was unique among all other city-states of ancient Greece in its search for achievement of the perfect social and democratic system of administration. The rural character of production in Attica led the classes that were in possession of the means of production into a perpetual struggle with the slaves . Therefore, for the sake of peace among the classes, the establishment of a central state organization became necessary. Kingship was succeeded in government by an oligarchy formed of aristocrats while legislative and judicial bodies were formed to reinforce stability. The increasing powers held by citizens in politics contributed to the progressive decrease of the power of aristocracy in government. In timocratic government, a version of oligarchy, political privileges were assigned to citizens who wished to exercise public power on the basis of their income. The introduction of certain radical measures by Solon, like the annulment of debts, the consolidation of land, the ban on mortgages and the development of commerce changed the relation of citizens to private property and increased general welfare. However, the social division brought about by Solon based on economic criteria resulted in the creation of rival factions distinguished by their places of settlement. Finally, Peisistratus, the leader of the “mountainous” faction installed tyranny, a form of administration that endorsed one man with absolute power, including, nevertheless, certain democratic elements. However, Cleisthenes contributed greatly to the establishment of democracy by introducing the institution of local self-administration, which stands until today as one of the foundations of democracy. Thus, the fifty deputies elected from each of the ten municipalities of Attica and constituting the body of the “Boule” as well as the democracy-defending mechanism of ostracism extinguished the power of aristocracy and guaranteed the smooth functioning of Democracy.

Athens, birthplace of the theatre Clairie Eustratiou

The history of the theatre began in Greece with the cult of Dionysus. This cult came from northwest Asia Minor and despite reactions, it was finally accepted and introduced to Attica in the 6th century BC. The rural character of the cult was apparent in the ritual that displayed a cyclical dance performed by men disguised as satyrs,singing the dithyramb. The festival of the Great Dionysia was held in Athens annually in honor of Dionysus, where performances of drama narrating the life and cult of the god were included in whch the main role was played by the chorus. This was the situation until 534 BC when Thespis introduced tragedy and the first actors (hypocrites). By the 5th century, when tragedy achieves a social status, three actors performed on stage, while the chorus commented on their actions and sayings. The religious character of drama gradually diminished and the three great tragic poets, Aeschylus, Sophocles and Euripides produced plays financed by the city. The roles were exclusively played by men wearing masks. The theatrical performances were initially staged in the orchestra of the Agora and later in the theatre of Dionysus at the foot of the Acropolis. The development of comedy also related to the cycle of the dionysiac cult running a parallel course to that of tragedy. Aristophanes, its main representative, drew the material for his plays from his contemporary everyday life and reality. Tragedy as theatrical form died out in the 4th century, while comedy continued to be performed and reached its peak in the Hellenistic period. The "new comedy" under Menander gave to theatre its final form, lasting until today.

The site of Kerameikos and the German Archaeological Institute Ursula Knigge

The cemetery of Kerameikos on the west boundaries of Athens was in 479 -8 B.C. divided by the Themistoclean walls into two parts, the one included inside the city walls, the other lying outside. The Greek excavation of 1871 brought to light the landmark of Kerameikos, with the inscription ΟΡΟΣ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ. In 1913 the Greek government conceded to the German Archaeological Institute the right to excavate the site. The excavations that followed gave impressive results and brought to light finds like the “Pompeion”, the place where the vessels used in the Panathenaic Procession were kept, the Dipylon, the sacred gate, the tomb of the Spartans who were killed in the battle of Piraeus in 403 BC, and last but not least, the most important necropolis of Attica of the Geometric period (10th to 8th century BC). This first phase of excavation lasted until 1930, while a second one was resumed in 1956. Seven thousand shards inscribed with names of Athenians sent into exile, a building decorated with rich terracotta ornaments as well as other finds that echo the everyday life in ancient Athens belong, among others, to the second phase of excavation. The portable archaeological finds were exhibited in a small museum founded in 1936, and enlarged in 1963. Furthermore, the site of Kerameikos was properly arranged so as to regain, as fully as possible, the aspect held in antiquity. Trees and bushes were planted to mark the topography and the wild vegetation that destroys stone and especially limestone, was pruned. Needless to say, the major factor responsible for the deterioration of limestone is atmospheric pollution, especially high in the area, due to the neighboring gas factory that produces CO2. Inscriptions that survived for centuries have suffered severe destruction during the last thirty years. Only the small-scale monuments that have been kept in the museum will be rescued. Therefore, the German Archaeological Institute has undertaken a “rescue project” by safeguarding the small monuments in the museum and replacing them in the open air by exact replicas. Unfortunately, the museum is inadequate in size to accommodate the great number of valuable items and thus the need for its expansion has become more than urgent.

The Dipylos wine-jug Christos Boulotis

The Dipylos wine-jug (750-735 BC) has brought to us the most ancient example of alphabetical writing and it took its name from the workshop of the “Dipylos craftsman” belonging to the late geometric period. The workshop’s chief craftsman specialized in memorial,funeral urns which were put as markings on graves at the Kerameikos cemetery.The wine jug’s rounded surface is decorated with horizontal bands of script and on the jug’s neck there is a picture of a slender deer, grazing.On the dark zone of the jug’s shoulder the inscription starts to appear, incised and not written, and it reads from right to left. 47 letters taken from the north Semitic language form words that cannot be separated from each other.The letterX which does not exist in the Phoenician alphabet, here makes its first appearance.The first of the two sentences is easily read. “Whoever out of all the dancers now dances with more grace”.The main part of the sentence that follows is almost illegible.It seems to be a reasonable assumption that the vessel was a prize for the best dancer, later to be put on his grave as a funerary gift.The inscription echoes Homeric verse not only because of its epic vocabulary but also because of the verse it is in. The line in.the first sentence is in the dactylic exametre while the second sentence is in the adonian metre.The variation in verse is similar to that found in the second most ancient inscription in existence, carved on a cup belonging to the late geometric period coming from Pithei kouses (Ischia, Southern Italy) dating from around 720 BC.Freed of any sacred character writing spread like wildfire with the dawn of the 7th century BC.

Hadrian’s Gate Philippe Fraisse

Hadrian’s Gate, a characteristic monument of the city of Athens, could be easily incorporated and function in the life of the modern city. The necessary modifications for this accomplishment are simple; the neighboring street pavements could be properly marked so that people passing by could feel that they were accessing a distinct zone; certain axes to and from the Gate could be stressed by three alleys; furthermore, the entrance to the site of the temple of Olympian Zeus could be transferred to the axis of the Gate. These simple modifications are easily realized and would reassign to Hadrian’s Gate its original symbolism, that of the boundary between old (Acropolis) and new city (lower city).

Interventions on the historic monuments of Athens Nicholas Cholevas

This article attempts to discuss critically certain negative aspects of the refurbishing of the historic monuments of Athens. Change of usage of a historic building during restoration often destroys the building’s architectural potential, especially when the inner layout is thoroughly modified and when integral parts of the initial design are ignored. In Athens, where property is an investment, the issues of conservation of buildings, of their restoration and incorporation of traditional buildings into their surroundings must become the object of serious study. Where the current approach to the making-over of old buildings is concerned integration of a building or of a group of buildings into the town plan should be guaranteed for the more effective perpetuation of architecture as an element of self-knowledge for a nation.

The effects of atmospheric pollution on the deterioration of ancient monuments Theodore Skoulikidis

The marbles of the Acropolis, the symbol of the city of Athens, apart from other causes of deterioration have heavily suffered recently from the onset of atmospheric pollution hanging over the Greek capital. The text that follows is based on the report of the Professor of the National Technical University Th. Skoulikidis made during the International Conference on Environmental Pollution, held in Thessaloniki between 21 and 25 September 1981. Emphasis has been given by the editor to the part concerning the effects of atmospheric pollution on limestone and especially on marble. There are six main kinds of limestone and marble deterioration caused by atmospheric pollution and its attack: 1. Water freezing and expanding in the fissures thus causing the stone to cracking. 2. Erosion caused by suspended particles. 3. Biodeterioration. 4. Marble cracking produced by the corrosion of steel clamps and junctions introduced either during construction or, mainly, restoration. 5. Attack by acids contained in the atmosphere that, combined with rain-water, result in dissolution of the stone. 6. Attack by SO2 that, in absence of rain water, creates a gypsum formation (sulfation) on the stone surface. The study of the latest case, that of sulfation, proved that the sulfated film on the marble surface contained 80-97% gypsum, while the thickness of gypsum film measured by a new method, the “pin probe method” – that of Prof. Skoulikidis’ group- was found 1-15 mm. The comparison of ancient statues in their present situation to old photographs or modules made ten to sixty years ago, led to the conclusion that the severe deterioration started twenty to twenty-five years ago, a period that coincides with the intense industrialization of the area of Athens and, consequently, with the increase of pollution. Moreover, it was observed for the first time that the sculpture details have been preserved, as if printed, on the thin gypsum film.

Museums in Athens The editors of the Archaeologia journal

Museums in Athens of archaeological and other interest, are presented here.

An interview with Melina Mercouri, Greek minister for culture and sciences Andreas Ioannides

Melina Mercouri answers questions put to her by Andreas Ioannides.Sartre’s saying that “socialism is a kind of humanism”, and the position taken that social change is something irreparably bound to the cultural development of a country,determine the ministry’s objective,namely that of restoring a national identity to Greek matters of culture, of promoting democratic procedures ,and of bringing a socialist administration to Greece, including the parts of the country that are outside of the centre.This policy reflects on all matters of culture,on museums,the theatre, the arts, the cinema, music, and literature.Museums are conceived as places that instruct as well as entertain, as for archaeology, “this”, the minister adds, “is something that brings a kind of self-knowledge”.

Inscriptions of the public and private life of the ancient Greeks Vassa Kontorini

Greek inscriptions present a rich variety in content since they refer to many aspects of the public and private life of the ancient Greeks. The information they supply demonstrates, corroborates or establishes the relevant texts of ancient writers. The fact that an inscription is almost always an original document makes the information supplied exceptionally valuable and often unique.

Mosaics (part III) Dimitri Chrysopoulos

The techniques that are in use nowadays for the restoration of mosaics vary,depending on whether the mosaics decorate a wall or floor. We are dealing here with the restoration of floor mosaics. Floor mosaics usually make their appearance in the course of an excavation and soon thereafter the restoration work commences; cleaning of the surface, drawing of its decoration, recording of its status in photographs. In the next phase, a strong fabric is pasted onto the mosaic surface to stabilize and hold together its tesserae. Thus, the mosaic is ready for the next step, to be taken if judged necessary; detachment from the ground. The cleaning of the bottom of the mosaic follows and then the mosaic either is placed on a specially prepared bed or is fixed in frames, in the case of its being transferred to a museum.

Koufonisi Island, the Delos of the Libyan sea Nikos P. Papadakis

Koufonisi Island, covered today with sand and bushes, lies close to the southeast shore of Crete. From the Middle Ages until today there is no mention that the island was ever inhabited permanently. However, scattered ancient remains brought the island to the attention of the English admiral and traveler T.B. Spratt in the mid 19th century. His itinerary and visit was repeated by the English archaeologists Bosanquet and Curley in 1903 and by the American A. Leonard Jr. in 1970. The definite conclusion all the above travelers reached was that Koufonisi was identical to the island Lefki of antiquity for which the people of Itanos and Hierapytna were contending, as it is referred in the famous “Inscription of Magnetes” of 112-111 B.C. Excavations and archaeological research have since 1976 taken the responsibility to answer to the questions obviously leading to the above conclusion and the result is undoubtedly impressive: An entire theatre that could have housed a thousand spectators, a temple still containing fragments from the colossal cult statue; two private houses with 17 rooms decorated with mosaics and colourful walls, a system supplying water to the city through a series of vaulted cisterns and built pipes, a Minoan acropolis, cemeteries, and last but not least, the city of Lefki itself. Thus, slowly but steadily is unveiled the short but impressive presence of this small island near eastern Crete. Judging from the finds so far one can say that Lefki, being one of the major Centres of processing and trading in purple, a symbol of authority and economic power, soon became the object of rivalry among its neighbors. A series of diplomatic intrigues and fights had occurred over the dominance of this prolific island. Later, when its sources of prosperity were depleted, the people of Lefki were exterminated through arms and fire. An invasion in the 4th century A.D. burnt the historic island to the ground. On the basis of the existing ruins, the importance it had for its neighbors and the fact that it was never again inhabited after its destruction, we may describe Koufonisi quoting a western journalist as "the Delos of the Libyan Sea".

The influence of the miniatures of the manuscript of Kokkinovaphos on the wall -painting of Dilios.Two examples Thetis Xanthaki

The Monastery of Hagios Nicolaos Dilios was built in the 13th century AD on the island of the Lake of Ioannina and was decorated with superb frescoes in 1543. The frescoes of the Catholikon are important not only for their artistic quality but primarily for their iconography. The 23 scenes of the narthex dedicated to the Life and Death of the Virgin as well as the iconographic relation of a number of scenes with the miniatures of the 12th century manuscript of Jacob Kokkinovaphos contribute to the unique character of this wall-painted humble church. The number of scenes places the monument among the three first of Orthodoxy exhibiting such a rich cycle of the Life of the Virgin. While the close iconographic relation between the frescoes and the manuscript, ranging from characteristic details - such as the youngest son of Joseph in the scene of the arrival of the Virgin at the House of the Elect - to entire scenes - such as the thanksgiving prayer of Anna - distinguishes the painting of the narthex as a "direct" successor of the tradition of the manuscript. The case is of exceptional importance since the two works were executed in areas distant from one another (northern Greece - Asia Minor), in different media, in the 16th and 12th century respectively. Moreover, we lack until now any intermediary work of painting that could serve as a link in time or space between the miniatures and the frescoes.

Manika, a settlement and cemetery of the Early Helladic Period Adamantios Sampson

For many years it has commonly been accepted that the prehistoric settlement of Manika occupied the entire peninsula of the same name five kilometers north of Chalcis at Euboea. A part of the settlement’s cemetery was excavated in 1904, but, until recently, the location of the settlement itself had not been identified. The excavations of 1982 were carried out far from the peninsula in three distant spots (see map). These uncovered well-preserved Early Helladic buildings (at a depth of 0,20 m), private dwellings and a workshop (2). The surface prospection in the excavated areas also located buildings of the same period and thus the existence of an early Bronze Age town extending on at least 200-250 acres beyond the peninsula was proven. The expansion of the town was probably due to the maritime, commercial and technical activities of its inhabitants. Furthermore, 21 vaulted tombs have been recently excavated in the area. They were carved in the hard rock and they are similar to the tombs excavated in 1904. The cemetery of Manika covers a wide are and dates back to the early part of Early Helladic II and also to the last part of the Early Helladic III period. The tombs are water-tight and display human skeletons in cross-legged positions and a number of burial offerings, most of them originating from the Cyclades and the East. There are imported vessels, products of exchange in the Aegean area. The tombs of the rich are distinguished from those of the poor by their construction and the quality of offerings they contain. Most of the vessels found in the tombs are absent from the settlement. This can be either incidental or due to the burial customs dictating that only precious, imported vessels could serve as offerings. However, the tombs are monumental and prove, in a way, the prosperity of the inhabitants of the settlement, that flourished during the Early Helladic II period. The Helladic character of the settlement and the cemetery of Manika is clear although the relation held with the Aegean and the East are obvious. After the recent archaeological finds, the theory that Manika could have been a Cycladic colony no longer seems to be correct. Manika was an important settlement through which bronze and obsidian was imported to Euboea, Boeotia and probably to Thessaly. The Neolithic settlements of Euboea were communicating with the Aegean area from the 4th millennium BC. The civilization of Euboea in the Early Helladic II period can be considered as the successor of the culture of Attica – Euboea Kephala, a part of the wider Aegean civilization of the last Neolithic age.

The Prow-statue known as the “Themistocles” Antonios Paterakis

The collection of the Historic Ethnologic Society of Greece comprises, among its other exhibits, a number of figurehead prow-statues from ships used during the Greek Revolution of 1821. The prow-statues, carved by specialist craftsmen who had their workshop close to shipyards, probably originated not from Greece but also from workshops located abroad, like Trieste, where a Greek colony prospered. Distinct among the prow-statues of the collection is the so-called “Themistocles” from the ship that went by the same name, belonging to the Hadji-Janni Mexi family from Spetses. Carved on a trunk of a coniferous tree, the statue consists of a central and three adjusted parts. We are dealing here with its restoration and aesthetic presentation. After a prow-statue was carved, it was painted with minium (to be better protected from sun and sea) and then with colours. However every time the ship was repaired, the prow-statue was also repainted and, as a result today, certain statues display seven to eight successive layers of painting. The damages of the “Themistocles” can be classified as follows: 1. Damages caused by prolonged exposure to sun and sea that destroys the painted surface. 2. Wood decay caused by wood-eating microorganisms, like termites and moths. 3. Damage caused by the mutability of environmental conditions. 4. Damage caused by rusty nails. During the course of restoration the successive layers of overpainting were removed and the original painted surface was uncovered. The metal nails were replaced by wooden ones, while for aesthetic reasons, the damaged, lost parts of the wood were replaced with polyurethane resin. Finally, the wood underwent a preventive insecticide treatment. An aesthetic presentation of the restored prow-statue followed; where it was judged absolutely necessary, the statue was painted with water-colours so as to regain more or less its original overall effect.

Τεύχος 39, Ιούνιος 1991 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Αφιέρωμα στα ιερά της Αττικής Κλαίρη Ευστρατίου

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Βραυρώνας. Ο αναγνώστης καλείται να κλείσει τα μάτια στο κακοποιημένο αττικό τοπίο, το υποτιμημένο φυσικό περιβάλλον, την άναρχη και κακόγουστη δόμηση, τα πεταμένα σκουπίδια, τα ανενόχλητα μπάζα. Μήπως και καταφέρει να δει τι αντίκριζαν οι αρχαίοι του κάτοικοι. Ισχυρά αλλά προσιτά βουνά, η Πάρνηθα, η Πεντέλη, ο Υμηττός, ακρογιαλιές με φυσικά λιμάνια, ο Ιλισός κι ο Κηφισός μέσα από κοιλάδες εύφορες, ο κάμπος του Μαραθώνα και τα Μεσόγαια, θάλασσα, διάχυτο φως, μενεξεδένια σούρουπα. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με τις αισθήσεις που αυτό ξυπνά, με χαρακτήρα περιορισμένο και οικογενειακό στο ξεκίνημά τους γεννήθηκαν τα πρώτα θρησκευτικά κέντρα στην ύπαιθρο Αττική.

Η αρχαία Αττική και τα ιερά της Βασίλειος Πετράκος

Το ιερό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Για τα ιερά της Αττικής είναι αδύνατο να έχουμε συνολική εικόνα. Ακόμη και αν τα γνωρίζαμε όλα, οι πηγές μας, που είναι πολλές, με σπουδαιότερες τις επιγραφικές, είναι όλες αποσπασματικές. Νέα ευρήματα με ονόματα νέων θεοτήτων ή πρωτόφαντες επικλήσεις παλαιών φανερώνουν καθημερινά ότι η άγνοιά μας είναι μεγαλύτερη από τη γνώση μας και ότι τα συμπεράσματά μας είναι προσωρινά. Το βέβαιο είναι ότι το πλήθος των θεοτήτων που λατρεύονταν στην Αττική είναι εντυπωσιακό. Nαοί και ιερά ανήκαν όλα σε κάποιο δήμο, ήταν οι εκκλησίες των αρχαίων Αθηναίων. Το φυσικό περιβάλλον της Αττικής, που πολλές φορές ήταν και η αιτία ίδρυσης των ιερών, έχει χαθεί. Σε ακραία αντίστιξη βρίσκονται το ιερό της Αρτέμιδος Ταυροπόλου στις Αλές Αραφηνίδες, τη σημερινή Λούτσα, δυσδιάκριτο ερείπιο μέσα στην άμμο και ξένο σώμα, και το γειτονικό ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας με τους αμπελώνες και τους κήπους, τον ποταμό Ερασίνο, τα νερά που αναβλύζουν και λιμνάζουν, τους απείρακτους γύρω λόφους. Στον Ραμνούντα, όπου σώζονται το τοπίο, τα ιερά, τα νεκροταφεία, τα λιμάνια και ο δήμος με το φρούριο, τα σπίτια και τα εργαστήρια, φαίνεται ακόμα καλύτερα η σχέση ιερού, τόπου και ανθρώπων. Tο ιερό του Αμφιαράου στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, κατατάσσεται στα αττικά ιερά. Λείψανα ιερών βρέθηκαν στοn Μαραθώνα, στις Αχαρνές, στο Σούνιο, στη Ζωστήρα άκρα (Βουλιαγμένη), στην Ικαρία, στην Ελευσίνα. Δεν είναι λίγες οι θεότητες που λατρεύονταν μέσα στο άστυ και, αν οι λατρείες του Πειραιά δεν είχαν την πυκνότητα των αθηναϊκών, ήταν και εκεί πολλές και σημαντικές.

Η Αττική στους προϊστορικούς χρόνους Μαρία Παντελίδου-Γκόφα

Τάφος (Ι) βασιλιά στο Βρανά με το σκελετό του αλόγου του. Αδιάσπαστη φαίνεται η συνέχεια της ζωής στην Αττική από το 5500 π.Χ. ως το τέλος περίπου της Nεολιθικής, πριν από το 3000 π.Χ. Ο παλαιότερος νεολιθικός οικισμός είναι εκτεταμένος και βρίσκεται στην παραλία της Νέας Μάκρης. Οι κάτοικοι ταξιδεύουν στη Στερεά, τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο και στη Μήλο για τον οψιανό της. Τα πρώτα χρόνια της εποχής του Χαλκού, η κατοίκηση πυκνώνει και σημειώνεται μεγάλη στροφή προς τη θάλασσα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι οικισμοί στο Ασκηταριό της Ραφήνας και στον Άγιο Κοσμά και τα νεκροταφεία στον Άγιο Κοσμά και στο Τσέπι του Μαραθώνα. Στην ενδοχώρα στενότερες είναι οι επαφές με τη Στερεά και την Πελοπόννησο. Από τη Μεσοελλαδική εποχή, που αρχίζει γύρω στο 2000 π.Χ., τα σημαντικότερα ευρήματα είναι ταφικός τύμβος στην Άφιδνα, τρεις τύμβοι στον Βρανά του Μαραθώνα και καλοδιατηρημένα σπίτια στον Θορικό. Τους πρώτους χρόνους του μυκηναϊκού πολιτισμού, η Αττική επικοινωνεί πολύ αραιά με την Πελοπόννησο. Θολωτοί τάφοι βρέθηκαν στο Λαύριο και στον Βρανά του Μαραθώνα. Στον Βρανά, αν και μόνο ένα χρυσό κύπελλο διασώθηκε από τα κτερίσματα, στην αρχή του μακρού δρόμου, βρέθηκαν θαμμένα αντικριστά τα δύο άλογα του βασιλιά. Με την αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ περιόδου, γύρω στο 1400 π.Χ., πολλαπλασιάζεται και εξαπλώνεται στην ενδοχώρα ο μυκηναϊκός πληθυσμός, συντηρητικός και συγκρατημένος. Στα παράλια κατοικούν φιλήσυχοι ψαράδες. Οι κάτοικοι των Αθηνών, αφήνοντας τον επάνω βράχο στους ηγεμόνες, συνεχίζουν να κατοικούν νοτιότερα, από το Ολυμπιείον ως τον Κεραμεικό, σε μικρές ομάδες σπιτιών. Αυτή η «κατά κώμας» διάταξη διαμόρφωσε εκείνα περίπου τα χρόνια τη διατύπωση του προελληνικού ονόματος Αθήναι στον πληθυντικό. Η σημαντική εξάπλωση του μυκηναϊκού πολιτισμού αρχίζει μετά το 1300 π.Χ. Στην Αττική, αν οι απομιμήσεις μυκηναϊκών σκευών και κοσμημάτων είναι άτεχνες και επαρχιακές, δηλώνουν ωστόσο στενή παρακολούθηση των εξελιγμένων μυκηναϊκών κέντρων. Ο βασιλιάς των Αθηνών οικοδομεί πάνω στο βράχο ανάκτορο και το οχυρώνει με ισχυρό κυκλώπειο τείχος και κρυφή κάθοδο σε υπόγεια κρήνη μεταβάλλοντας τη θέση σε ακρόπολη. Με την αρχή του 12ου αιώνα π.Χ., ανάπτυξη και ευημερία ανακόπτονται, πολλοί οικισμοί εγκαταλείπονται. Εξαίρεση αποτελεί το νεκροταφείο της Περατής με τα πλούσια κτερίσματα που διηγούνται την ιστορία των νεκρών: έμποροι και ναυτικοί, ανεξάρτητοι από κάθε κεντρική διοίκηση, χωρίς να διακόψουν τις επαφές με την Αργολίδα, στρέφονται στις αγορές του Αιγαίου φτάνοντας ως την Κύπρο και την Ανατολή.

Το Αμφιάρειο του Ωρωπού Βασίλειος Πετράκος

Το ανάγλυφο που αφιέρωσε ο Αρχίνος από τον Ωρωπό με την παράσταση της θεραπείας του. Το Αμφιάρειο του Ωρωπού ιδρύθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. , μετά την εγκατάλειψη του θηβαϊκού Αμφιαρείου. Στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, διετέλεσε κατά μεγάλα διαστήματα στην κατοχή της Αθήνας και, στο β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ., είχε σχεδόν εξαττικιστεί. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα περιορισμένης εμβέλειας ιερά της Αττικής, θρησκευτικά κέντρα κάποιου δήμου, το Αμφιάρειο του Ωρωπού ήταν το εθνικό ιερό μιας πόλης και είχε φήμη που ξεπερνούσε τα εθνικά της όρια. Εκεί δημοσιεύονταν τα επίσημα έγγραφα της πόλης και, για μεγάλο διάστημα, του Κοινού των Βοιωτών. Πλήθος ανθρώπων από όλα τα μέρη της Ελλάδας, τη Μικρά Ασία, την Ιταλία συνέρρεε στα «Αμφιάρεια τα μεγάλα», αθλητικούς και μουσικούς αγώνες που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια. Η είσοδος του ιερού του Αμφιάραου στην αρχαιότητα ήταν από τα ανατολικά, στην κατάληξη του δρόμου που ερχόταν από τον Ωρωπό ή το ιερό λιμάνι Δελφίνιο. Τα κτήριά του κατασκευάστηκαν στις όχθες ενός χειμάρρου, «Χαράδρας» έλεγαν οι αρχαίοι, που διασχίζει ένα από τα ωραιότερα πευκοδάση της Αττικής. Όποιος έμπαινε στο ιαματικό ιερό πλήρωνε δικαίωμα εισόδου παίρνοντας ως απόδειξη μολυβένιο εισιτήριο. Στην αριστερή όχθη βρίσκονται πρώτα τα λουτρά κι ευθύς αμέσως η μεγάλη στοά μήκους 110 μ., κτίσμα και αυτή του 4ου αιώνα π.Χ., εγκοιμητήριο επισκεπτών και ασθενών. Στα δύο δωμάτια που υπήρχαν στα άκρα της γινόταν η εγκοίμηση όσων ζητούσαν χρησμό ή θεραπεία από τον Αμφιάραο. Σύμφωνα με το τυπικό, οι πιστοί θυσίαζαν όχι μόνο στον Αμφιάραο αλλά και σε όλους όσων τα ονόματα είναι γραμμένα πάνω στο βωμό. Έχοντας θυσιάσει ένα κριάρι, έπεφταν για ύπνο πάνω στο νωπό δέρμα του περιμένοντας το φανέρωμα του ονείρου. Μετά τη θεραπεία ή το χρησμό, οι πιστοί έριχναν στην πηγή του ιερού χρυσά ή ασημένια νομίσματα. Από πολύτιμα μέταλλα ήταν και τα πολλά αφιερώματα. Με τη στοά-εγκοιμητήριο συνδέεται η επιγραφή με τον ιερό νόμο (α΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.). Ο χώρος μπροστά από τη στοά χρησίμευε ως στάδιο στους αγώνες που γίνονταν στο ιερό. Πίσω από τη στοά, το θέατρο με τους περίφημους πέντε μαρμάρινους θρόνους είναι σκαμμένο μέσα στο λόφο. Δυτικά της στοάς, παράλληλα με το δρόμο που οδηγούσε στο ναό, βρίσκεται η σειρά των βάθρων. Ο ναός, φτιαγμένος από ωραίο πωρόλιθο, είχε εξωτερικά λεπτό κονίαμα στολισμένο με μαιάνδρους και ανθέμια. Το νότιο τμήμα του ναού παρασύρθηκε από το ποτάμι στην ύστερη αρχαιότητα. Ούτε το άγαλμα του Αμφιάραου σώθηκε. Ανατολικά του ναού βρίσκεται ο βωμός του ιερού, αφιερωμένος σε πολλές θεότητες. Πολύ κοντά του, ανάμεσα από βαθύσκια πλατάνια, αναβλύζει ακόμα η ιερή πηγή από την οποία, πίστευαν οι Ωρώπιοι, αναδύθηκε ως θεός ο Αμφιάραος.

Το ιερό της Νέμεσης στον Ραμνούντα Βασίλειος Πετράκος

Αναπαράσταση της ανατολικής όψης του ναού της Νεμέσεως του 5ου αι. π.Χ. κατά τον John Peter Gandy Deering. Κυνηγημένη από τον Δία, η Νέμεσις μεταμορφώνεται σε κύκνο. Ο Δίας θα πάρει και αυτός τη μορφή κύκνου και θα ενωθεί μαζί της στον Ραμνούντα. Από το αυγό που γέννησε η Νέμεσις βγήκε η Ελένη. Αυτός ο ιδρυτικός μύθος του ιερού ενισχύεται από την ανάγλυφη παράσταση στη βάση του αγάλματος της θεάς. Η Λήδα, θετή μητέρα της Ελένης, εμφανίζεται να την οδηγεί στην πραγματική της μητέρα, τη Νέμεση. Η προπαγάνδα των Ραμνουσίων θα εξάρει το ρόλο της Νέμεσης στη μάχη του Μαραθώνα. Η θεά τιμώρησε την ύβριν των Περσών που έρχονταν με ένα μεγάλο κομμάτι παριανό μάρμαρο που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για το τρόπαιο που θα έστηναν μετά τη νίκη τους. Το μάρμαρο αυτό, λέει ο Παυσανίας, το έκανε ο Φειδίας άγαλμα της θεάς. Επισκιάστηκε έτσι πλήρως το παρελθόν του ιερού που όμως σώζεται από επιγραφές, κεραμική και αρχιτεκτονικά λείψανα. Ωστόσο, η Νέμεσις του Ραμνούντος είχε εντελώς αντίθετες ιδιότητες. Χθόνια θεότητα την εμφανίζουν οι μύθοι, μητέρα της Ελένης, αιώνιο σύμβολο ομορφιάς. Την τρομακτική, εκδικητική της φύση ο μύθος την αγνοεί. Όπως δηλώνει και το όνομά της (νέμω: απονέμω και οδηγώ στη βοσκή), η Νέμεση είναι η αγροτική θεά που μεριμνά για τη διατήρηση της αγροτικής τάξης και εκδικείται τη διατάραξή της, την ύβριν. Με τη Νέμεση συλλατρευόταν στον Ραμνούντα μια άλλη χθόνια θεότητα, η Θέμις. Στο ιερό της Νέμεσης δεσπόζουν τα ερείπια δύο ναών. Ο παλαιότερος χτίστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. με πολυγωνική πολεοδομία. Ο μικρός ναός που σώζεται σήμερα διαδέχτηκε έναν παλαιότερο πώρινο. Ο αρχαιότερος όμως ναός του ιερού της Νέμεσης είναι ένα κτήριο των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ., από το οποίο σώζονται λείψανα λακωνικής κεράμωσης. Έργο του αρχιτέκτονα του Θησείου θεωρούν ορισμένοι τον μαρμάρινο αττικό ναό που χτίστηκε στο διάστημα 436-432 π.Χ. Ο ιερός ναός δεν αποπερατώθηκε: το τμήμα κάτω από τα κιονόκρανα έμεινε ατελείωτο, οι κίονες δεν απόκτησαν ποτέ ραβδώσεις, στυλοβάτης και βαθμίδες δεν λαξεύτηκαν ολοκληρωτικά. Στο βάθος του σηκού βρισκόταν το άγαλμα της Νέμεσης, έργο του Αγοράκριτου.

Η κεραμική του ιερού της Νέμεσης στον Pαμνούντα Ελένη Θεοχαράκη-Tσίτουρα

Κεφάλι «σφίγγας» (600-575 π.Χ.) αφιερωμένο στη Νέμεση. Τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα π.Χ., πρώτη περίοδος του ιερού της Νέμεσης, γενναιόδωροι προσκυνητές αφιέρωσαν αμφορείς, υδρίες, λουτροφόρους, πινάκια, τριποδικές πυξίδες, σκύφους. Τα αγγεία διακοσμούνται με επάλληλες σειρές ζώων και δαιμονικών πλασμάτων, όπως επέτασσε η κορινθιακή κεραμική. Ο μεγαλύτερος αριθμός τους αποδίδεται στο εργαστήριο του Ζωγράφου του Πόλου. Στο β΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ., η λουτροφόρος αναδεικνύεται στο προσφιλέστερο ανάθημα στη χθόνια θεά. Σε θραύσματα διακρίνονται πομπές γυναικών και ανάγλυφα ή ζωγραφιστά φίδια. Στην αρχή του 5ου αιώνα π.Χ., κύλικες μαζικής παραγωγής με άτεχνο διονυσιακό διάκοσμο μεταφέρουν εικόνα φτώχιας. Ωστόσο, ο μεγάλος τους αριθμός δείχνει ότι η άσκηση της λατρείας συνεχίζει αμείωτη. Στη θεά αφιερώνονται, χωρίς να την απεικονίζουν, και πήλινα γυναικεία ειδώλια.

Περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντος Βασίλειος Πετράκος

Το Αμφιάρειο του Ραμνούντος. Αναπαράσταση (σχ. Κ. Ηλιάκη). Ο Ραμνούς ανήκε στο δήμο της Αιαντίδος. Εκτός από τα δύο του ιερά, της Νέμεσης και του Αμφιάραου, τον Ραμνούντα αποτελούν η Βόρεια και η Νότια οδός, και το πυκνοκατοικημένο φρούριο με τα μαρμάρινα τείχη, με κτήρια δημόσια και ιδιωτικά. Διττός ήταν ο προορισμός της φρουράς: να φυλάει τα σύνορα της Αττικής με τη Βοιωτία και να εξασφαλίζει το ανεμπόδιστο πέρασμα των αθηναϊκών πλοίων που περιπολούσαν τον Ευβοϊκό διατηρώντας τον ελεύθερο από τους πειρατές. Χωρίς τα φρούρια του Ραμνούντος και του Σουνίου η Αθήνα αποκοβόταν από την Εύβοια που την προμήθευε με στάρι. Πλησιάζοντας την περιοχή του Ραμνούντος από το δρόμο της Σταμάτας, βρισκόμαστε στην πεδιάδα του Λιμικού, που τότε διέσχιζε απ’ άκρου σ’ άκρο η Νότια οδός, πλαισιωμένη από ταφικούς περιβόλους του 4ου αιώνα π.Χ. από άσπρο, ντόπιο μάρμαρο. Η οικογένεια του Μενεστίδου μάς άφησε ένα επιτύμβιο ανάγλυφο και ο Ευφράνωρ μια επιτύμβια στήλη. Το τελευταίο, λιθόστρωτο τμήμα της Νότιας οδού οδηγεί στο ναό της Νέμεσης. Σήμερα βλέπουμε τα ερείπια δύο ναών του 5ου αιώνα π.Χ. Πριν από αυτούς υπήρξε ένας ναός από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, στα τέλη του οποίου χτίστηκε άλλος ναός, δωρικού ρυθμού, από ωραίο λευκό πουρί της Αττικής που υποθέτουμε ότι καταστράφηκε από τους Πέρσες. Μετά τα Περσικά, χτίστηκε τρίτος ναός της θεάς, που συνήθως λέγεται πολυγωνικός ή μικρός ναός. Όταν χτίστηκε ο τέταρτος ναός της Νέμεσης, ο μικρός ναός έγινε «θησαυρός», αποθήκη αναθημάτων. Ο νέος ναός της Νέμεσης, περίστυλος, δωρικού ρυθμού, από άσπρο ντόπιο μάρμαρο, άρχισε να οικοδομείται στα μέσα περίπου του 5ου αιώνα π.Χ. και έμεινε σε πολλά σημεία ημιτελής. Από τα κεραμίδια του από πεντελικό μάρμαρο σώθηκε, ως «περιπλανώμενος λίθος», όπως θα έλεγε ο Louis Robert, ένας στρωτήρας που βρέθηκε στη Σκάλα Ωρωπού. Το λατρευτικό άγαλμα και η βάση του, έργα και τα δύο του αγαπημένου μαθητή του Φειδία Αγοράκριτου, θρυμματίστηκαν μετά μανίας από τους χριστιανούς. Ο Βόρειος δρόμος του Ραμνούντος έχει μνημεία μεγάλα και πολυτελή. Ξεχωρίζουν ο περίβολος της Μνησικράτειας και του Λυσίππου, του Πυθάρχου, του Φανοκράτους και, ιδιαίτερα, του Ιεροκλέους. Κατηφορίζοντας τον βόρειο δρόμο, ο αρχαίος Ραμνούσιος αντίκριζε στο τέρμα του ένα μικρό ακριτικό χωριό, προστατευμένο από ισχυρό τείχος, το φρούριο. Δύο δρόμοι, ο ανατολικός και ο δυτικός, οδηγούσαν στο κέντρο του χωριού, την αγορά, που εδώ χρησίμευε και ως θέατρο. Γύρω της υπήρχαν μαγαζιά, εργαστήρια και κατοικίες, συχνά διώροφες. Στο γυμνάσιο γυμνάζονταν και οι στρατιώτες της φρουράς. Από τη λαμπαδηδρομία κατά τα Νεμέσεια, έχουν σωθεί αρκετά από τα αναθήματα των εφήβων με χαραγμένα τα ονόματά τους. Στον άνυδρο Ραμνούντα οι αρχαίοι άνοιξαν πλήθος πηγαδιών, αντλώντας το νερό με ένα μηχανισμό με αντίβαρα, με τον «κήλωνα» ή «κηλώνειον» που σήμερα ονομάζεται «γεράνι». Το ψηλότερο μέρος του φρουρίου ανήκε στους στρατιωτικούς που, με ιδιαίτερη δίοδο, μπορούσαν να βρεθούν γρήγορα στην ακτή σε περίπτωση ανάγκης. Τέλος, ιατρική φροντίδα παρείχε από τον 5ο αιώνα π.Χ. το μικρό ιαματικό ιερό του ήρωα γιατρού Αριστόμαχου. Τον υποκατέστησε ο Αμφιάραος με ένα μικρό ιερό χτισμένο κοντά στο φρούριο, πάνω στα βράχια.

Τα ιερά της Τετραπόλεως του Μαραθώνα Άρτεμις Ωνάσογλου

Ο Τύμβος του Μαραθώνα σήμερα. Ήταν τόσο ασύλληπτο αυτό που συνέβη το 490 π.Χ., ώστε οι Έλληνες απέδωσαν τη νίκη στην ανάμειξη των θεών. Μαζί με τον Μιλτιάδη, τον Καλλίμαχο και τους άλλους, στη γνωστή εικόνα της Ποικίλης Στοάς της Αγοράς των Αθηνών, ο Πάναινος κατέγραψε την παρουσία της Αθηνάς, του Πάνα, του Ηρακλή, του Θησέα, του Μαραθώνα, του Εχετλαίου. Στην περιοχή της Τετραπόλεως, που απαρτίζεται από τους οικισμούς του Μαραθώνα, της Τρικορύθου, της Οινόης και της Προβαλίνθου, πιστοποιείται τόσο η λατρεία του Ηρακλή και του Πάνα όσο και της Αθηνάς. Ωστόσο, μόνο δύο είναι τα ταυτισμένα ιερά: το ρωμαϊκό ιερό της Ίσιδας στην Μπρεξίζα και η σπηλιά του Πάνα στην Οινόη. Από επιγραφή του πρώιμου 5ου αιώνα π.Χ. πληροφορούμαστε ότι η γιορτή και οι αγώνες για τον Ηρακλή, που προσφωνείται και «εμπύλιος», τώρα αναβαθμίζονται. Πολυθάλαμη σπηλιά, φορτωμένη σταλακτίτες και σταλαγμίτες, με έντονη χρήση από τα νεολιθικά ως τα υστεροελλαδικά χρόνια, γίνεται τόπος λατρείας του Πάνα από τον 5ο αιώνα π.Χ. Βρέθηκε μεγάλος αριθμός ειδωλίων του Πάνα και των Νυμφών που λατρεύονταν στη σπηλιά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η τρίτη θεότητα που συσχετίζεται με τη μάχη του Μαραθώνα είναι η Αθηνά «Ελλωτίς». Το ιερό του Διονύσου, όπου στήνονταν τα ψηφίσματα της Τετραπόλεως, τοποθετείται στην πεδιάδα. Εκεί κοντά βρισκόταν και ο τάφος του ήρωα ιατρού Αριστόμαχου. Ο Φιλόχωρος μας πληροφορεί για την ύπαρξη δύο ιερών του Απόλλωνα, ως Πυθίου στην Οινόη και ως Δηλίου στον Μαραθώνα. Τη λατρεία της Άρτεμης βεβαιώνει επιγραφή πάνω σε μαρμάρινα μέλη βωμού.

Το ιερό της Ίσιδας στον Μαραθώνα Ιφιγένεια Δεκουλάκου

Άγαλμα Ίσιδος, Γόρτυνα (180-190 μ.Χ.). Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Το σπουδαιότερο κέντρο λατρείας του Σάραπη και της Ίσιδας στην Ελλάδα, σε όλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, ήταν στη Δήλο, όπου το πρώτο Σαραπείο ιδρύεται το 220 π.Χ. Στον Μαραθώνα, δίπλα στη θάλασσα, στο έλος της Μπρεξίζας και 1.500 μ. νότια από τον τύμβο των Αθηναίων, βρέθηκαν τα λείψανα μεγάλου αιγυπτιακού ιερού της Ίσιδας του 2ου αιώνα μ.Χ. Από τον περίβολο διατηρείται τμήμα με μνημειακό πρόπυλο. Μπροστά από το πρόπυλο βρέθηκε αιγυπτιάζον μαρμάρινο άγαλμα σε υπερφυσικό μέγεθος: Νεαρός άντρας στη γνωστή μετωπική στάση, με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά, προβάλλει το αριστερό πόδι. Φοράει περίζωμα και πόλο. Μαζί του βρέθηκε το κάτω μέρος μαρμάρινου αγάλματος της Ίσιδας, με τις χαρακτηριστικές πτυχές του ιματίου που δένεται μπροστά στο στήθος (ισιακόν άμμα). Σε τμήμα από το υπέρθυρο της εισόδου σώζεται ανάγλυφος ηλιακός δίσκος και γύρω του ουραίος (φίδι), σύμβολα της θεάς. Από το μνημειακό πρόπυλο, μαρμαροστρωμένη πομπική οδός οδηγεί στο ναό της Ίσιδας. Μέρος της λατρείας τελείται στον υπαίθριο χώρο του ναού, στην αποκορύφωσή της όμως φτάνει μέσα στο άδυτο, όπου και το άγαλμα της θεάς. Στη ρωμαϊκή εποχή είχαν καθιερωθεί δύο μεγάλες γιορτές της Ίσιδας. Στα Πλοιαφέσια, ιερέας και μυημένοι εγκαινίαζαν τη νέα περίοδο της ναυσιπλοΐας ρίχνοντας το πλοίο της Ίσιδας στη θάλασσα. Στα Ισεία, γιόρταζαν τη «ζήτηση» και «εύρεση» του Όσιρη, που συμβόλιζε το θάνατο και την ανάσταση του θεού. Στην ανατολική πλευρά του περιβόλου, ήρθε στο φως πολυτελές βαλανείο, σύγχρονο με το ναό. Δεν είναι διόλου απίθανο τα δύο οικοδομήματα να συσχετίζονται με την οικοδομική δραστηριότητα του Ηρώδη Αττικού

Ο ναός της Ταυροπόλου Αρτέμιδος στη Λούτσα Κλαίρη Ευστρατίου

Πήλινος αναθηματικός πίνακας με παράσταση Αρτέμιδος πάνω σε ταύρο. Τέλος 6ου αι. π.Χ. Μουσείο Βραυρώνος. Ο πώρινος δωρικός περίπτερος ναός είναι σχεδόν ολόκληρος θαμμένος κάτω από την άμμο. Νότιά του αποκαλύφθηκαν μεγάλο κτηριακό συγκρότημα και μικρό ιερό με πρόναο και άδυτο. Τα ευρήματα στον αποθέτη, ειδώλια, κοσμήματα, κεραμική γεωμετρικής εποχής και οι τυπικοί κρατηρίσκοι με τις διπλές λαβές, συγγενεύουν με εκείνα του ιερού της Βραυρώνας. Οι γραπτές πηγές, ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Ταύροις (1449-1461) και ο Μένανδρος στους Επιτρέποντες, υποβάλλουν την ιδέα μιας οργιαστικής λατρείας της θεάς, με γλέντια διονυσιακού περιεχομένου και μίμηση ανθρωποθυσιών, στοιχεία που για την Άρτεμη ξενίζουν. Είναι φανερό ότι δεν έχουν γίνει ακόμη σαφείς οι ιδιότητες της Αρτέμιδος ως Ταυροπόλου.

Το ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα Κλαίρη Ευστρατίου

Αναθηματικό ανάγλυφο που εικονίζει τη θεά Άρτεμη καθιστή σε βράχο να ακούει τους ικέτες. Λίγοι τόποι θα ήταν εξίσου ταιριαστοί για την ίδρυση ενός ιερού στην Άρτεμη. Στην αρχαιότητα, πλάι στο ιερό έρρεε ο ποταμός Ερασίνος που, εκβάλλοντας στη γειτονική θάλασσα, σχημάτιζε πλατιά αμμουδερή γη, το έλος. Με τον ποταμό ενώνονται άφθονα υπόγεια νερά. Το φυσικό τοπίο, πράο αλλά ανήμερο, για ζώα και φυτά ελεύθερα και ανέγγιχτα από χέρι ανθρώπου, είναι αναπόσπαστο μέρος της ιερότητας του χώρου. Η παρέμβαση του ανθρώπου, ειδικά του σημερινού, παραμένει ανεπιθύμητη. Οι παλαιότεροι κάτοικοι της Βραυρώνας, γύρω στο 3500 π.Χ., ιδρύουν την προϊστορική τους ακρόπολη στον πτυχωτό λόφο με το σχήμα φεγγαριού. Στην ύστερη πρωτοελλαδική και μεσοελλαδική περίοδο η περιοχή ακμάζει. Ο πληθυσμός μεγαλώνει στα μυκηναϊκά χρόνια, στα υπομηκηναϊκά χρόνια όμως η περιοχή εγκαταλείπεται. Ο Θουκυδίδης μάς πληροφορεί ότι η Βραυρώνα είναι μία από τις δώδεκα προϊστορικές πόλεις που ο Θησέας οδήγησε στο «συνοικισμό». Ο Ηρόδοτος διηγείται το περιστατικό της απαγωγής των αθηναίων γυναικών, που βρίσκονταν στο ιερό της Βραυρώνας, από τους Πελασγούς της Λήμνου. Και ο Ευριπίδης, στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, εμφανίζει την Αθηνά να προλέγει στην κόρη του Αγαμέμνονα πως της Άρτεμης ιέρεια θα γίνει στη Βραυρώνα, όπου και θα ταφεί σαν έρθει η ώρα, κι αφιερώματα θα παίρνει τα ωραιότερα ρούχα γυναικών που πέθαναν στη γέννα. Πράγματι, κοντά στο βωμό του ιερού εντοπίστηκε το «κενήριον», ο τάφος της Ιφιγένειας, και μικρός ναός, το ηρώον της. Η Βραυρωνία Άρτεμις, θεότητα παλαιά, είναι ευπρόσδεκτη στην Ακρόπολη των Αθηνών τον 6ο αιώνα π.Χ. , όταν ο Πεισίστρατος τής κτίζει το Βραυρώνιο. Από το Βραυρώνιο ξεκινούσε η πομπή της μεγάλης γιορτής των Βραυρωνίων που γινόταν κάθε πέντε χρόνια. Τα παλαιότερα ευρήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία του ιερού στη Βραυρώνα ανάγονται στον 9ο αιώνα π.Χ. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. κτίζεται ο μεγάλος πώρινος δωρικός ναός της Άρτεμης πάνω από το μέρος όπου υπόγεια φλέβα του Ερασίνου αναβλύζει νερό. Από το ναό σώζονται μόνο τα θεμέλια. Το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, που θεωρείται έργο του Πραξιτέλη, δεν σώθηκε. Προς το τέλος του ίδιου αιώνα κτίζεται σε σχήμα Π η «στοά των άρκτων», που πλαισιώνει προς Β τον υπαίθριο χώρο του ναού σχηματίζοντας ορθογώνια αυλή. Στα δωμάτια της στοάς έμεναν τα παιδιά στη διάρκεια της θητείας τους. Μπροστά από το ναό υπήρχε ο βωμός, τόπος θυσίας αλλά και λατρευτικών τελετών που απεικονίζονται στους πήλινους κρατηρίσκους με διπλές λαβές, χαρακτηριστικούς της λατρείας της Άρτεμης και ως Ταυροπόλου και ως Μουνιχίας. Κοριτσάκια γυμνά ή με κοντούς, κροκωτούς χιτώνες, κάποια με μηνοειδές στεφάνι στα μαλλιά, τρέχουν και χορεύουν γύρω από το βωμό στη διάρκεια της «αρκτείας» τους, διαβατήριου έθιμου προς την ενηλικίωση. Σε ένα από τα μεγαλύτερα ιερά της αρχαιότητας αναδεικνύουν το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος το πλήθος και η ποιότητα των ευρημάτων. Αγάλματα παιδιών, ανάγλυφα με σκηνές λατρείας, κοσμήματα, παραστάσεις στα αγγεία, τα χρυσοϋφασμένα ρούχα των γυναικών, κι ας μη σώθηκαν, δείχνουν ξεκάθαρα τη θέση της θεάς στον πλουμιστό κόσμο των γυναικών.

Το ιερό του Σουνίου Μαρία Οικονομάκου-Σαλλιώρα

Ο ναός της Αθηνάς στις Καβοκολόνες. Πίνακας του W.H. Barlett, 1830. Το Σούνιο, στην είσοδο του Σαρωνικού και του Ευρίπου, ήταν ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Αττικής. Ένα από τα πέντε σημαντικότερα φρούριά της, χτισμένο στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., στέγαζε μόνιμη φρουρά. Στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου βρέθηκαν πρωτοελλαδικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, λεπίδες οψιανού και τμήματα κυκλαδικών ειδωλίων που αποδίδονται σε υπαίθριο πανάρχαιο ιερό. Άλλωστε, η πρώτη αναφορά στο «ιερό Σούνιο» βρίσκεται στην Οδύσσεια (γ 278). Στο ψηλότερο σημείο της απόκρημνης άκρης της χερσονήσου, ο πώρινος, περίπτερος δωρικός ναός στον Ποσειδώνα (τέλος 6ου αιώνα π.Χ.) καταστράφηκε στις περσικές επιδρομές. Επί Περικλή συνεχίστηκε η κατασκευή του ερειπωμένου ναού που τώρα ήταν μαρμάρινος, περίπτερος και με δύο κίονες μεταξύ παραστάδων στον πρόναο και το σηκό. Πάνω από τον πρόναο υπήρχε ζωφόρος με σκηνές Κενταυρομαχίας. Από τα αρχαϊκά αναθήματα βρέθηκαν πολλά κομμάτια κούρων από τα οποία συναρμολογήθηκαν δύο. Οι κούροι ήταν τοποθετημένοι γύρω από τον πώρινο ναό. Στην κορυφή ενός χαμηλότερου λόφου, στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου, ιδρύθηκε το ιερό της Αθηνάς Σουνιάδος. Ο σηκός χωριζόταν με κιγκλίδωμα σε δύο μέρη, και στο ανατολικό υπήρχε το βάθρο της θεάς. Κιονοστοιχίες υπήρχαν μόνο στις δύο πλευρές, νότια και ανατολική, ιδιομορφία που εντυπωσίασε τον Βιτρούβιο. Στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου της Αθηνάς υπήρχε μικρότερος ναός. Όταν ο Παυσανίας περιηγείται την Αττική αποδίδει στην Αθηνά το ναό του Ποσειδώνα, που διατηρούσε πλέον μόνο τις κιονοστοιχίες. Η λανθασμένη απόδοση διατηρήθηκε ως τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν το λάθος του Παυσανία διόρθωσαν οι ανασκαφικές έρευνες του Β. Στάη (1899 και 1900).

Τα ιερά του Πειραιά Γεώργιος Σταϊνχάουερ

Ανάγλυφο από το Ασκληπιείο Πειραιά, αρχές 4ου αι. π.Χ. Θεραπεία ασθενούς από τον Ασκληπιό. Πίσω του η Υγεία. Μουσείο Πειραιώς. Τρεις είναι οι πειραϊκές λατρείες που διεκδικούν παναθηναϊκή ακτινοβολία. Αν το ιερό της Άρτεμης στην άκρα της Μουνιχίας είναι το αρχαιότερο και το πιο σημαντικό, το κατεξοχήν πειραϊκό ιερό είναι το Διισωτήριο, ιερό του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς. Η επίκληση του Δία που, επιπλέον, κρατά τη Νίκη, πιθανόν συνδέει την ίδρυση του ιερού με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Με την ίδρυση του λιμανιού σχετίζεται και το ιερό της Αφροδίτης που ιδρύθηκε από τον Θεμιστοκλή και ξανά από τον Κόνωνα. Η τρίτη μεγάλη πειραϊκή λατρεία τοποθετείται στη Ζέα, όπου ο Ασκληπιός αποβιβάστηκε φτάνοντας στην Αθήνα. Εκεί ιδρύεται το πρώτο αττικό Ασκληπιείο και γιορτάζονται τα Επιδαύρια. Η θάλασσα του Πειραιά φιλοξενούσε τις λεμβοδρομίες των Παναθηναίων και των Αιαντείων, το ιερό λουτρό του αρχαίου αγάλματος της Αθηνάς στα Πλυντήρια ή των μυστών την πρώτη μέρα των Ελευσινίων. Από τις δημοτικές γιορτές διάσημα είναι τα Διάσια, αφιερωμένα στον Δία Μειλίχιο που λατρευόταν με μορφή φιδιού, τα Πληρώσια, τα Θεσμοφόρια, τα Θήσεια. Τα Διονύσια του Πειραιά, με παραστάσεις τραγωδιών και κωμωδιών, τοποθετούνται σε ίση μοίρα με τα Λήναια και τα Διονύσια εν άστει. Τον Πειραιά χρωμάτιζαν οι εξωτικές, ξένες λατρείες. Από τα αρχαιότερα ιερά (5ος αιώνας π.Χ.) είναι αυτά της θρακικής Βενδίδος, που συγγενεύει με την Άρτεμη, της φρυγικής Μητέρας των Θεών, που συνοδεύεται από τον Άττη, του Σαβαζίου και, πιθανόν, της Αιγύπτιας Ίσιδος. Στα ελληνιστικά χρόνια θα προστεθούν οι λατρείες του Άμμωνος και του Σαράπιδος αλλά και άλλων θεοτήτων, φρυγικών, καρικών, συριακών και φοινικικών. Στους ρωμαϊκούς χρόνους ακμάζει ιδιαίτερα ένα από τα παλαιότερα Ίσεια της Ελλάδας, όπου η θεά συνδέεται με τη ναυσιπλοΐα.

Το ιερό της Αρτέμιδος Μουνιχίας Λυδία Παλαιοκρασσά

Κεφάλια πήλινων γυναικείων ειδωλίων (Πειραιάς, Αρχαιολογικό Μουσείο Το 1935, ανάμεσα στην κατεδάφιση της έπαυλης Κουμουνδούρου και την οικοδόμηση του κτηρίου για τον Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος, μόνο μια σωστική ανασκαφή πρόλαβε να παρεμβληθεί στην κορυφή της μικρής χερσονήσου που δεσπόζει του λιμανιού της Μουνιχίας, του Τουρκολίμανου. Τα περισσότερα από τα κινητά ευρήματα ήταν αναθήματα των κοριτσιών πριν από το γάμο τους. Πήλινα ειδώλια νηπίων, αγοριών και κοριτσιών, γυναικών και πλαγγόνων αναδεικνύουν τις ιδιότητες της Άρτεμης ως Κουροτρόφου, ως της θεάς που επιβλέπει την ενηλικίωση και οδηγεί από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και το γάμο. Η ιστορία της περιοχής, αδιάσπαστη, αρχίζει στο τέλος της Νεολιθικής περιόδου. Το ιερό, που ιδρύθηκε τουλάχιστον το 10ο αιώνα π.Χ., γνώρισε μεγάλη ακμή στον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ., όπως μαρτυρούν η κεραμική αλλά και τα άφθονα πήλινα ειδώλια. Μια δεύτερη άνθηση σημειώνεται μετά τα Περσικά, όταν η «αρκτεία» γίνεται η κυριότερη εκδήλωση της λατρείας. Στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. αρχίζει να διαφαίνεται η παρακμή του ιερού. Σύμφωνα με την παράδοση, το ιερό ίδρυσε ο μυθικός βασιλιάς της Αττικής Μούνιχος. Ιερέας ήταν ο Έμβαρος, όταν ξέσπασε λοιμός ύστερα από το φόνο μιας άρκτου. Ο Έμβαρος τότε εξασφάλισε κληρονομική ιεροσύνη επειδή πρόσφερε την κόρη του στη θεά. Στη θυσία όμως, ο Έμβαρος αντικατέστησε την κόρη του με μια γίδα. Σε ανάμνηση του περιστατικού, οι κόρες έπρεπε να «αρκτεύουν» στη θεά πριν από το γάμο τους. Αρχαίες επιγραφές μάς πληροφορούν ότι και οι έφηβοι είχαν καθήκοντα προς την προστάτιδά τους. Συμμετείχαν στη γιορτή της θεάς στις 16 του μήνα Μουνιχιώνα, έπαιρναν μέρος σε αγώνες με τα ιερά πλοία, σε θυσίες στη θεά και σε πομπές προς τιμήν της.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία, αλληλογραφία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το αρχαίο θέατρο στην περιοχή της Τρυπητής, στη Μήλο. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Το ελληνικό τμήμα του ICOM / Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων αφιέρωσε φέτος τη Διεθνή Ημέρα των Μουσείων (18η Μαΐου) στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο – Η Ασπασία Παπαθανασίου και οι συνεργάτες της δημιουργούν το «Κέντρο Έρευνας και Πρακτικών Εφαρμογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος» - Τμήμα ψηφιδωτού του 3ου αιώνα μ.Χ. με κεφαλή Μέδουσας επέστρεψε στο Μουσείο Σπάρτης από όπου είχε κλαπεί – Η ιστιοσανίδα (surf) ξεκίνησε από την Αφροδίτη, υποστήριξε ο καθ. C. Bérard σε διάλεξη στην Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή

Συνέδριο

Το «Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Κέντρο για την Πολιτισμική Κληρονομιά» στο Ravello, κοντά στη Νεάπολη της Ιταλίας, διοργάνωσε για δεύτερη φορά το ευρωπαϊκό εργαστήριο «Τεχνολογία και ανάλυση των αρχαίων γλυπτών λίθων» (9-12 Δεκεμβρίου 1990).

Εκθέσεις

Στο Σπίτι της Κύπρου άνοιξε έκθεση με 60 αρχαιολογικά εκθέματα του Μουσείου του Ιδρύματος Πιερίδη - Στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης άνοιξε έκθεση με πάνω από 200 κυπριακά νομίσματα, συλλογή του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου - Στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης εγκαινιάστηκε έκθεση (29.4.1991-5.2.1992) με θέμα «Τα μεταξωτά της Προύσας. Από το κουκούλι στο μετάξι και στα μεταξωτά υφάσματα»

Βιβλία

Piero Ventura / Gian Paolo Ceserani, Τροία. Αναζητώντας τους χαμένους πολιτισμούς, Άμμος, Αθήνα 1990 – Πωλ Φωρ, Η καθημερινή ζωή την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, Παπαδήμας, Αθήνα 1991 – Κλοντ Μοσσέ, Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, Αθήνα 1991 – Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Ο γελωτοποιός και η αλήθεια του, Καστανιώτης, Αθήνα 1991

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Διαλέξεις

Με πρωτοβουλία της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας (Ε.Α.Ε.), νέα σειρά διαλέξεων προγραμματίστηκε για το τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου 1991

Συνέδρια

Με μεγάλη επιτυχία έγινε στους Δελφούς, από 19 ως 21 Απριλίου 1991, το 2ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιομετρίας για τη Νότια Ευρώπη Στην Κίνα, 2-9 Αυγούστου 1991, θα διεξαχθεί το 13ο Συνέδριο INQUA (International Congress on Quaternary Research) - Tο International Symposium on Ancient and Historic Metals: Conservation and Scientific Research θα φιλοξενηθεί από το Μουσείο J. Paul Getty των ΗΠΑ, 21-23 Νοεμβρίου 1991

Βιβλία

C.A. Brebbia (επιμ.), Structural Repair and Maintenance of Historical Buildings, Φλωρεντία 1989 - M. Nordon, L'eau conquise: Les origines et le monde antique, Masson, Παρίσι 1991 – D.A. Hardy κ.ά. (επιμ.), Thera and the Aegean World III, Proceedings of the Third International Congress, Santorini, Greece, 3-9 September 1989, Λονδίνο 1990

English summaries: Attica in prehistoric times Maria Pantelidou Gofa

The first human settlement in Attica dates back to the early years of the Prehistoric era. The earliest traces of inhabitation can be found in the vicinity of Ramnous, Marathon, Raphina, Loutsa, Vravrona and Lavrion. Furthermore, Anavyssos, Laghonissi and then Athens as well as various sites alongside the rivers of Ilissos and Kifissos are areas which have supplied us with adequate information on human habitation during the Late Neolithic period. The oldest settlement lies on the Nea Makri sea-shore under the present town. Its houses, large and well built, were equipped with storage rooms for the safekeeping of goods. The inhabitants were peasants, hunters and seamen who managed to maintain mutual relations with Sterea, Thessaly and the Cyclades. During the Proto-Helladic period the population increased and new settlements were created. In the Mycenean era, the entire area of Attica was inhabited and followed the development of the main Mycenean centers of the rest of Greece. By the end of the Mycenean world many settlements in Attica were abandoned or diminished, thus paving the way for the rise and dominance of the city of Athens.

The Amphiaraeion of Oropos Vasileios Petrakos

At the northernmost point of Attica, amidst a pine- forest is located the major sanctuary of ancient Greece, dedicated to the chthonian god Amphiaraos. It was founded at the end of the fifth century BC and was a healing sanctuary. People suffering from physical illness or from the burden of crucial problems asked the god's help in order to be cured or relieved. To achieve their objective, the god's suppliants had to follow a certain procedure. Instructions were given to them either by the sanctuary's personnel or by the text incised on a specific stele (sacred law). The physical or psychological disease was healed or counseled by the god while the patient was asleep. The edifices of the sanctuary are built along the banks of the ravine torrent. On the left bank the official buildings are located (the stoa, theater, temple, altar, e.t.c), while to the right the living quarters lie.

The sanctuary of Nemesis at Ramnous Vasileios Petrakos

The happy for the Athenians conclusion of the Persian wars made the until then obscure sanctuary of Nemesis famous. The renowned statue of the goddess Nemesis, a work by Pheidias' pupil Agorakritos, maintained its fame until the end of the ancient world. Τhe equally important relief representation decorating the statue 's base shows Helen to be led by Leda, her stepmother, and by Nemesis, her natural mother. Nemesis personifies retributive, divine justice but also order, moderation and balance. In the Ramnous sanctuary, the religious centre of Ramnous municipality, the ruins of two temples prevail, the smallest of whch scholars relate to Themis, goddess of justice, who was also worshiped here. Excavations of recent years have brought to light much new data concerning the religious and political life of the Ramnous municipality.

Ceramics from the temple of Nemesis at Ramnous Helen Theocharaki-Tsitoura

The ceramics from the temple of Nemesis at Ramnous, dating from the early sixth to the mid-fifth century BC, comprise shards of ex votos, black-figured and black painted pottery, utensils of domestic use and figurines. Typical sixth century vessels are the loutrophoroi dedicated to the chthonian nature of Nemesis, while the cylices are characteristic earthenware of the fifth century.

The sanctuaries of the Marathon Tetrapolis Artemis Onassoglou

Marathon is closely related to the famous battle of 490 BC, which has been vividly described by Herodotus. The heroes and gods who contributed to this Greek victory were worshiped in the Marathon tetrapolis which consisted of the Marathon, Trikorynthos, Oenoe and Provalinthos settlements. Apollo, Artemis as well as Dionysus were deities who were also worshiped in Marathon. Heracles was considered to be the patron and major hero of Marathon. His sanctuary is located at the Valaria vicinity, while Pan and the Nymphs were worshiped in a multi-chambered cave to the NW of Oenoe. The sanctuaries of the other deities, known from literary sources, have not as yet been located with certainty.

The sanctuary of Isis at Marathon Ifigenia Dekoulakou

Isis belongs to the older Egyptian deities and according to the Pyramid Texts she is the daughter of Geb and Nut, sister of Set and Nephthis, sister and wife of Osiris. The myth of Isis and Osiris is narrated by Plutarch and according to Herodotus, who visited Egypt in the fifth century BC, they were the only gods worshipped at the time. The cult of Isis becomes very popular and spreads to the entire Mediterranean area, Greece included. The trading relations between Athens and Egypt resulted among other things in the importing of the cult of Isis to Piraeus, already in the fourth century BC. Thereafter, Isis is ascribed with faculties belonging to Demeter, is identified with Aphrodite and is Hellenized since her cult is adopted in many Greek regions. Her sanctuary at Marathon by the sea was brought to light in 1968. A ruined part of the enclosure and its monumental propylon, from which the processional way leads to the temple, have been preserved. An intact, colossal Egyptian statue of a young man as well as the lower body of a statue of Isis have been discovered in front of the propylon. The sanctuary was founded in the second century AD. Contemporary with the Iseion is the Roman valaneion (=baths), found to the east of the enclosure.

The sanctuary of Artemis at Vravron Clairie Eustratiou

On the eastern coast of Attica, between the present Porto-Rafti and Rafina, flourished one of the most important sanctuaries of antiquity. It was dedicated to Artemis, the great goddess of nature. Life at the vicinity of Vravrona commences in the Neolithic Age (3.500 BC.). Until the end of the Mycenean era settlement is confined to the rocky hill — the prehistoric acropolis — towering over the southern part of the valley. A cemetery, dating from the end of the Mycenean period, has been excavated on the slopes of the neighbouring hill, called Lapoutsi. The sanctuary is famous from the Geometric age, when the first temple was erected. The important demos of Philaides was located at the area, a demos which supplied Athens with renowned politicians and military. During Peisistratos' tyranny in sixth century BC Athens, an edifice with a stoa, the so-called Vravroneion, was erected next to the Chalkotheke and dedicated to Artemis Vravronia. In the fifth century BC the sanctuary reached its climax. The poros Doric temple was built, the bridge was constructed and the stoa was erected in which the so-called "arktoi" (=bears) stayed. The site has been related to the sacrifice of Iphigenia, which took place before the departure of the Greek fleet for the Trojan war. The young offspring of Athenian families used to perform here the Arctaia ritual by imitating bears. The archaeological finds from the excavations conducted there by the most gifted archaeologist loannis Papademetriou are very rich and witness the cult of the great prehistoric goddess Artemis. Gold-woven dresses, jewelry, mirrors, vases, statuettes and other offerings are dedicated to the goddess Artemis as well as to her priestess Iphigenia who, according to myth, is buried here.

The sanctuary of Sounion Mary Salliora- Oikonomakou

Cape Sounion is the southernmost tip of Attica. On the flat top of the cape, the sanctuary of Poseidon was founded and fortified. To the northeast of this sanctuary, on another, lower hillock was erected the temple of Sounias Athena . In the second century AD, when Pausanias visited the ruins of the Poseidon temple, he misconceived them as been the remnants of the Athena temple. This erroneous interpretation has been perpetuated until the early years of the twentieth century, when the excavations conducted by V. Stais in 1989 and 1990 brought to light the fortress and the two sanctuaries, which this time were correctly assigned to the deities to which they had originally been dedicated. Architectonic members from the Poseidon temple — mainly pieces of columns — have been smuggled by seamen and archaeophiles and transferred to various European countries.

The sanctuaries of Piraeus George Steinhauer

Piraeus was a major political and military centre next to Athens, therefore many of the cults flourishing in this town obtained a Panathenaic character. The sanctuary of Artemis Mounichia is considered to be the most important among all others located in the vicinity. The sanctuaries of Zeus Soter and Athena Sotera at the central harbour of Kantharos must also be noted. The third significant cult is that of Asclepius, whose sanctuary was erected at Zea where, according to the myth, he came on shore when he arrived in Attica. In addition, a number of religious festivals testify to the existence of cults such as Diassia, in honour of Zeus Milichius (-Clement Zeus), Perossia, Thersmophoria, Thessia, Dionyssia. Foreign cults, mostly alien to the Greek pantheon, also existed in Piraeus, such as thecult of Voudina, in the fifth century B., and those of Cybele, Savazios, Cyprian Aphrodite, as well as of Isis, Ammon, Sarapis and of other, mainly Phrygian, deities.

The sanctuary of Artemis Mounichia Lydia Palaiokrassa

The ruins of the sanctuary of Artemis Mounichia were discovered in 1935, during construction works, on the south side of the Mounichia harbour — the present Tourkolimano — and on the Koumoundouros peninsula. The researched finds indicate that life at this site already existed in the last phase of the Neolithic Age. Furthermore, it has been ascertained that the cult of the goddess was active in the tenth century BC and reached its climax in the eighth and seventh centuries. The finds dating mainly from the fifth century BC and especially the small craters with double handles prove that the cult and religious hypostasis of the goddess corresponded to those of the Vravronian Artemis. The performed rites are related to the entering maturity procedure of the young Athenean korae and ephebi and the Arctaia ritual is also here an indispensable part of the typikon, as in Vravron.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι ελληνικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Περγαμηνό κιονόκρανο από τη Στοά του Ευμένη. Το επιστύλιο στους δωρικούς ναούς επιστέφεται από στενή ταινία στην οποία προσαρμόζονται οι κανόνες. Από τους κανόνες κρέμονται έξι συνήθως σταγόνες ή ήλοι. Στον ιωνικό ρυθμό, η πρόσοψη του επιστυλίου είναι χωρισμένη σε τρεις οριζόντιες τανίες. Η δωρική ζωφόρος εναλλάσσει τρίγλυφα και μετόπες ενώ η ιωνική είτε φέρει τους γεισήποδες είτε διακοσμείται με ανάγλυφες μορφές. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο που περιβάλλουν δύο κάτω ζώνες με οκτώ φύλλα άκανθας η καθεμιά και μια ανώτερη, με έλικες αντί για φύλλα. Στα αιολικά κιονόκρανα δεσπόζουν δύο σχεδόν κατακόρυφοι έλικες που χωρίζονται με ενιαίο ανθέμιο. Περγαμηνά ονομάζονται τα φοινικόσχημα κιονόκρανα της ελληνιστικής Περγάμου, με τα βαθιά αυλακωτά σχηματοποιημένα φύλλα (αυλούς).

Τεύχος 87, Ιούνιος 2003 No. of pages: 122
Κύριο Θέμα: Σύντομη ιστοριογραφία της αρχαιολογίας του τοπίου Michèle Brunet

O Kλεμανσό, η Eλλάδα και η ελληνική αρχαιολογία Roland Etienne, Francoise Etienne

O W. Deonna και η αρχαιολογική επιστήμη Alexandre Farnoux

Oι αρχιτέκτονες και οι απαρχές της ελληνικής αρχαιολογίας Marie-Christine Hellmann

H γέννηση της σύγχρονης αρχαιολογίας Philippe Jockey

H σύγχρονη αρχαιολογία σε «πράξεις». H εποχή των μεγάλων ανασκαφών Philippe Jockey

Kαταστρέφοντας αρχαιότητες «χάριν συμφερόντων των ζώντων» Θανάσης Καλπαξής

Iστοριογραφώντας την κλασική αρχαιότητα Όλγα Πολυχρονοπούλου

Άλλα θέματα: Στρατηγικές επιβίωσης στην αρχαιότητα: υιοθεσία, δουλεία, «παραμονή» Κώστας Μαντάς

Oι ιστορικές διαδρομές της Aθήνας: η συμβολή τους στο περιβάλλον και τη φυσιογνωμία της πόλης Παναγιώτης Παταργιάς, Μαρία Δανιήλ, Αλέξανδρος Πουλούδης, Ζέττα Αντωνοπούλου

Tάφοι λαξευμένοι στο βράχο και τελετουργίες στη γη των Kικόνων Σταύρος Δ. Κιοτσέκογλου

Θρησκεία και αρχιτεκτονικές επεμβάσεις στα οικοδομήματα των ιερών Πέτρος Ράδης

Tο κτήριο του παλαιού Kακουργιοδικείου Βηθλεέμ Σαννίου-Παττακού

Xρονολόγηση ενετικών οχυρώσεων του κάστρου της Mεθώνης Παναγιώτης Φουτάκης

Μουσείο: Mουσείο Aστυπάλαιας Μαρία Μιχαλάκη-Κόλλια

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 15/1 (2002) Σοφία Αντωνιάδου

Πληροφορική: Πηγές για τη διδασκαλία της Αρχαιολογίας στο Διαδίκτυο (2) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

English summaries: The historiography of classical antiquity Olga Polychronopoulou

The great excavations on the sites of Heraclea and Pompei (1738) and the scientific mission to Egypt (1798) mark the beginning of the archaeology of our times. In the 18th century, together with the fashion of travelling to the Orient came the architects who mapped, painted and drew antiquities. Georges Clemenceau, the statesman and Hellenist took a lively interest in the French excavations at Delos and Delphi. The founding of the foreign Schools of archaeology in Athens and the great excavations make evident the conflicts that occured between the foreign policy and archaeology of the time. The Swiss archaeologist Waldemar Deonna remained in obscurity because he never conformed with the stereotypes of someone in charge of an excavation. Landscape was promoted to a cultural heritage and this caused archaeologists to conform with the science of “Human Geography”. The question arises what are the factors that would allow for those in charge of antiquities to condone the destruction of those very same antiquities?

The Birth of Modern Archaeology Philippe Jockey

Curiously enough, although archaeology is a "science" referring to the past, it has been formed in modern times. Neither antiquity nor the Middle Ages, apart from certain amazing exceptions, have recognized its real value, probably because of its origins. The monuments of the past sometimes have been considered as sacred others as diabolic, in any case they have been characterized with a quality or property. During the quatrocen-to, and especially according to the theory of Cyriacus of Ancona, they are regarded as seals of history. The collection of curiosa or the heterogeneous piling up of items in the cabinet de curiosités in the sixteenth and seventeenth centuries paved the way for the enthronement of the later archaeology in three stages during the eighteenth and nineteenth centuries: The exploration of Herculaneum and Pompeii, the expedition to Egypt and the omnipotence of prehistory, which was taken, however not without a fight, from the clergy. Thus, being in the last quarter of the nineteenth century, the era of the great excavations could finally commence.

The Architects and the Origins of Greek Archaeology Mane-Christine Hellmann

The second half of the eighteenth and the entire nineteenth century represent a true golden era for the architects who were also considered archaeologists. They could, therefore, organize all sorts of expeditions, primarily oriented towards the collection of Greek works of art, which could be used as models for the neo-classical constructions in Europe. This tendency was gradually followed by excavations, aiming not only to the discovery of famous monuments and sites, but also to their study and publication with perfect scientific methodology. These architects were primarily interested in temples, of which they pursued to retrace their origin and evolution. After the foundation of the French Archaeological School and the German Archaeological Institute of Athens, the architects continued to play an important part in the great excavations. Through their work in Greece as well as in Asia Minor and South Italy they essentially contributed in forming the canon of the orders and made the ancient Greek religious architecture widely known. This article deals with certain remarkable personalities among them.

Clemenceau, Greece and Greek Archaeology Françoise Etienne, Roland Etienne

In 1907, initiating a series of lectures organized by the French Union for the Defense of the Rights of Hellenism, its President, Theophile Homolle, a former director of the French School of Athens and a prominent archaeologist, paid tribute to "the ardent philhellene and intellectual" Georges Clemenceau, who, being a premier at the time, was unable to attend to that meeting. This aspect of the personality of one of the most celebrated French politicians remains rather obscure. We know that Clemenceau had a classical education -he was awarded a prize in Greek translation and history, when he was eleven years old!-, he admired ancient Greece and was the author of a Life of Demosthenes, as well as that after the victory of 1918, he became a fervent supporter of the settlement of Greeks in Smyrna, Asia Minor. Our knowledge, however, is limited as regards his participation in the just causes of modern Hellenism, and we ignore in general that he was so passionate with archaeology that he could intervene in the deliberations of experts or could finance the excavations in Boetia, for which he was always well informed, despite of the burden of his state responsibilities. Clemenceau was seized by a true philhellenic patriotism, as his controversial choices and progressive gushes prove. He not only approved of the destruction of the Frankish tower and the Turkish minaret on the Athenian Acropolis, but he could even have eagerly added to these "the ignoble pedestal of Agrippa, a monument of the Roman barbarity". We must forgive these "mistakes" of his, since, at the same time he personified the just causes for the return of the Parthenon marbles and the restoration of the Acropolis monuments.

Modern Archaeology in “Acts”: The Era of the Great Excavations Philippe Jockey

The development of great excavations in Greece, starting from the last quarter of the nineteenth century, serves as a good example of the apple of discord, generated by archaeology among the European powers. It was absolutely fair and just that the Modern Greek nation wished to base its identity on and to certify its relation with its ancient past by revealing its archaeological heritage. At the same time, the rivalry of the then Great Powers created in Greece a new battle field, through the dominance and excavation of "sites-beacons", such as Delphi. Thus, in order the opponents to be surpassed, it became decisive and urgent that more and more finds to be discovered or impressive building reconstructions to be erected. These "deeds" would not only testify for the range of the work accomplished, but they would also reveal the efficiency and potency of the performer to both, friends and enemies.

W. Déonna and the Science of Archaeology Alexandre Farnoux

The history of archaeology is in vogue today, and this rising interest is expressed in many ways: Biographies, monographs, narration, analyses etc, not to mention congresses, seminars and round tables focusing on this subject, that make it more and more successful. This new archaeological tendency affects classical archaeology as well. The return to the past is usually the opportunity for a critical examination of the works of our predecessors, as regards the choice of a reconstruction or the prejudices of a representation, which seem to the modern expert as being out-of-date. However, the history of archaeology in itself does not elude criticism. On the one hand, it is fascinating to observe its development, when theoretical archaeology, so alive between the years 1960 and 1980, is shaky and cannot easily escape anymore from the limited circle of initiates. On the other hand, it shapes a concept of archaeology that can be questioned, since it concerns the history of a profession and its characteristics, such as the exploration and investigation of a site from the first travelers who visited the area to the first scholars who excavated it. In this way, all archaeologists who are not excavators or to whom excavations are not their primary concern are excluded. Thus, authentic archaeologists remain in the shadow, their only fault being that they defended an archaeology which is not our concern or whose work, although exceptionally interesting, seems today inappropriate for exploitation Waldemar Déonna is one of them.

A Brief Historiography of Landscape Archaeology Michèle Brunet

Landscape archaeology is finally older than it seems: The great scientific expeditions of the nineteenth century, such as the Moreas expedition, realized combined geographical and archaeological research. At the same time, it remains undeniable that the archaeology of the rural areas was developed in the 60s and 70s throughout Europe, owing much to the general consciousness that landscape and environment also belong to the cultural heritage, on equal terms with monuments.

Destroying Antiquities “for the Benefit of the Living” Thanasis Kalpaxis

There is a number of cases where the destruction of antiquities is performed with the consent of archaeologists or the services to which their protection has been entrusted. This contradiction has a long history. One of the factors that badly affected the issue were the building and reconstruction permits, issued on the occasion of past Olympic Games in Athens. Among the most striking examples is the restoration of the Panathenaic Stadium for the Games of 1896 and the erection of the Zappeion Mansion for the Olympia of 1874. In the first case the possibility for excavation research, which could probably clarify the earlier building phases of the edifice was sacrificed. As a result a stadium was built, the form of which did not correspond to the known architecture of antiquity. In the second case a Roman bath was permanently covered with earth, before even it was studied, and thus its total extent and its relation to the other buildings of the city remained unknown forever. In conclusion, the arguments expressed between supporters and opponents on the issue of the destruction of antiquities did not succeed to shape an effective theoretical basis for handling this problem.

Rock-carved Tombs and Rituals in the Land of Cicones Stavros D. Kiotsekoglou

The cult of the sun was spread in Thrace during the last phase of the Bronze Age. The countless schematic representations of the sun, carved on the Palaeokastro rock, in Petrota of Rodope and in Nipsa of Evros, in combination with Makrobius' information regarding the existence of a cyclical temple with a central roof opening on the Zilmissos hill, reveal the affiliation of this Dionysiac sanctuary with the cult of the sun, a deity related both with the god of vegetation and that of the kingdom of the dead. The carved tombs of Thrace, or the conchs on the mountain rocks, eastwards orientated so as to catch the beneficial sunbeams, are monuments expressing the belief of the Thracians in the immortality of the soul. In addition, they were serving as the last dwelling of kings and leaders, they symbolized the unification of the solar and chthonic cult and were centers of ritual offerings and cult. Close to Boz-tepe, just six kilometers away from the village Avantas in the Alexandroupofis province, three tombs have been carved on the east, northeast and north side of an isolated rock. The first comprises one vertical and two transverse conchs, each having a different function: the central one was purposed for the placement of the dead, the second for offerings, the third probably for offerings or libations or even for bloody sacrifices. An oblong slab was closing the entrance of the tomb neatly and tightly. Two more elongated, spacious conchs for burials have been carved on the north and northeast side of the rock; they are surrounded by smaller openings, appropriate for the placement of offerings.

Dating the Venetian Fortifications at the Castle of Modon Panagiotis Foutakis

From the Greek and Roman age to the Byzantine era and from the Venetian domination to the Ottoman Empire, Modon has been a commercial and military crossroads of varying importance, depending on the historic period. It reaches its climax in the years of the Venetian rule, when most of its fortifications are erected Surprising enough, the military architecture of the castle has not been dated as yet. This article puts an end to this lack and offers precious new conclusions about the fortress of Modon, which has played an important role in the history of the Mediterranean.

Religion and Architectural Interventions in the Edifices of Sanctuaries Petros Radis

The analysis of the interventions (restorations, transformations etc.) performed in ancient edifices presents further difficulties, when sacred buildings are concerned, since their relation with a deity is an additional factor, which can affect the undertaking of the necessary works. This factor alone or in combination with others (political, financial etc.), but always in close relation with the practical indispensability of an intervention, has a different importance and impact in each case. When it can affect the decision for the undertaking of the work, then it sometimes has a positive influence on the works by speeding them up or a negative one, which leads to the postponement or even the cancellation of the project.

Giovanni d’Athanasi, the Lemnian (1798-1854). His role in the discovery of antiquities in Egypt during the first half of the nineteenth century B.I. Chryssikopoulos

This article deals with the life and work of Ioannis Athanasiou from Lemnos, the historical island that lies across the sea from the Homeric Ilion. Ioannis Athanasiou, also known as Giovanni d’Athanasi or Yanni, was not only active as an interpreter but is mainly known as excavator of antiquities in Egypt, in the area of Thebes in particular, during the first half of the nineteenth century. In 1816 he entered the service of H. Salt, the English Consul General in Egypt, who for a number of years entrusted to the loyal Greek his excavations, mainly those around Thebes. Athanasiou discovered tombs of noblemen and kings of the Pharaonic Egypt and saw to the enrichment of his employer’s collection. Among his more important discoveries, or dicoveries in which his role was essential, are the tobs of Ramses II, in all probability Amenophis III, Ramses VII and Sethos I, as well as those of many other illustrious members of the ruling class of ancient Egypt. Athanasiou also participated in the opening of Ramses II’s tomb in Abu Sibel and in excavations around the Giza pyramids. The industrious Greek was known to all the distinguished travellers of the time as it becomes obvious from their personal diaries. Their enthusiastic references to the young Yanni is the result not only of his insight, but also of his friendliness, virtues and qualities that made him a reliable personality in the eyes of his contemporary international community in Egypt.

The Building of the Old Criminal Court Bethlehem Sanniou-Pattakou

The building of the old Criminal Court in the Psyrri area in Athens is a rare specimen of public nineteenth-century architecture. It was erected around 1837, according to the plans of Christian Hansen, on the ruins of the post-Byzantine church of Hagia Eleousa, in order to house properly the Criminal Court in the new capital of the Greek state. The building, which has been declared conservable in 1974, is a two-storied, stone-build edifice, roofed with Byzantine tiles that lay on well-preserved and interesting in structure timber trusses. It consists of a central, higher part and two lateral, recessing ones. Its austere facades reflect the spirit of the early Neoclassicism and maintain its original decoration. The east part of the monument preserves the tripartite form of the bema of Hagia Eleousa, while the areas of the Prothesis and Diakonikon are in exceptionally good condition (hidden as they were for over 150 years behind shallow Neoclassical niches) and display pointed arches, sealed passages leading to the central part of the bema and traces of wall-paintings. Furthermore, on its west part a thick post-Byzantine wall, formed by pillars and pointed arches, is incorporated in the masonry of the Neoclassical ground floor. Thus, both monuments, the post-Byzantine and the Neoclassical, are projected, been wisely incorporated into a harmonic ensemble.

The Historic Route of Athens. Their Contribution to the Environment and Physiognomy of the City Maria Daniel, Panagiotis A. Patargias, Alexandros Pouloudis, Z. Antonopoulou

The conduct of the Olympic Games in Athens in August of 2004 is a unique opportunity for the upgrading of the urban environment of the city. In this framework, the elevation of the physiognomy of Athens, the smarting up of its contemporary building tissue and the upgrading and projection of its cultural deposits through their incorporation in the everyday function of the city-, appear as urgent priorities. Therefore, to the main cultural endeavor of the capital towards this direction belongs the recently attempted unification of the basic cultural poles of Athens, which can be reached through the historic route of the city: starting from the Ardettos Hill, it passes by the Olympeion, the Acropolis slopes, the Philopappos Hill, the Ancient and the Roman Agora, the Theseum temple and terminates to the area of the ancient cemetery of Kerameikos, the third historical square of the city, according to the original plan of the Greek capital, drawn by Kleanthis and Schaubert in 1833. It is known that the rest of Athens is characterized by a plethora of Neoclassical, Byzantine and other edifices of distinct character and works of art, an assembly of monuments that coexists with a variety of ancient historical architecture and sculpture. The elevation and projection of the aforementioned cultural elements in homogeneous groups can offer the possibility so that a wide spectrum of cultural units to be exhibited, units which will express the historical significance and the cultural tradition of the City of Democracy, Science, Art, Athletics and Civilization. There is no doubt that such a great enterprise will lead to the adoption and realization of the notion that the surrounding area of a monument or a work of art also needs the same attention as the work of art itself.

Strategies of Survival in Antiquity: Adoption, Slavery, “Paramoni” Kostas Mantas

The hard reality in every pre-industrial society obliged its members to act and behave in a way, which we would regard today as inhuman, although selective sterilization or abortion are common practices in the modern Western world as well. The survival of the elderly in antiquity was depending on the possession of slaves who looked after them instead of their children. Therefore, it is not surprising that in numerous liberation inscriptions the slaves are bound to stay with their former master or an aged relative of him until the latter would die. For the members of the elite the adoption, of boys in particular, as well as the institutions of marriage between close relatives and of concubine were representing various strategies of survival.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Mυθικά τέρατα των παραμυθιών: Η Σφίγγα και άλλα τέρατα για να τρομάζουν τους μεγάλους Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 16, Αύγουστος 1985 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Μουσείο: μοντέρνο ή και δημοκρατικό Αντρέας Ιωαννίδης

Το σύνθημα «Η τέχνη ανοίγει τα μάτια» συνδυάζεται με τη διαφορά στο μάτι και στη ματιά. Μετά τον Διαφωτισμό και τον «ορθολογισμό» του 19ου αιώνα, η δυτική κοινωνία βιώνει το διχασμό ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Το βίωμα αντανακλά και στα μουσεία. Σε όσα μουσεία όμως δεν έχουν ακόμη απαρνηθεί την ιστορία τους, η κρίση επιδεινώνεται. Στον αντίποδα βρίσκεται το μοντέρνο μουσείο που προβάλλει την εκπαιδευτική του λειτουργία. Ντυμένο με πληροφορίες, το αντικείμενο γίνεται αντιληπτό ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου. Ο δημοκρατικός προβληματισμός θεωρεί την τεκμηρίωση των αντικειμένων αυτονόητη. Επικεντρώνεται επομένως στην ιδέα ότι τόσο το ίδιο το αντικείμενο όσο και η πρόσληψή του είναι προϊόντα ιστορικής διαδικασίας. Η πληρέστερη πληροφόρηση για το αντικείμενο πηγάζει από τρεις κατευθύνσεις: την αισθητική, την ψυχολογική και την κοινωνιολογική. Υπενθυμίζεται ότι ρόλος του μουσείου είναι να εξηγεί, όχι να αξιολογεί. Η αξιολόγηση πολιτισμών, κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, εξαφάνισε πολλούς πολιτισμούς που διέφεραν από τον δυτικό. Η εξοικείωση με τη διαφορετικότητα και ο σεβασμός της είναι από τους σημαντικότερους προορισμούς ενός μουσείου.

Πρόγραμμα για τα παιδιά της Δ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Μαρίζα Ντεκάστρο

Τα παιδιά έφτιαξαν πήλινα αντίγραφα από κυκλαδίτικα ειδώλια. Στο πρόγραμμα, που λειτούργησε τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1984, οι μαθητές ξεναγήθηκαν σε μικρή έκθεση φωτογραφιών, ταξίδεψαν με τη φαντασία τους στην κυκλαδίτικη καθημερινότητα του 3000 π.Χ., παρακολούθησαν την εκπαιδευτική ταινία «Κυκλάδες: Τέχνη και Πολιτισμός, Παρελθόν και Παρόν», έφτιαξαν πήλινα αντίγραφα και έγραψαν συλλογικά κείμενα. Στην ενότητα του θηραϊκού πολιτισμού τα παιδιά έμαθαν για το ηφαίστειο από τη διήγηση (1707-1708) του γάλλου περιηγητή πατέρα Tarillon και από το μυθιστόρημα για παιδιά της Ν. Τζώρτζωγλου. Η μελέτη ολοκληρώθηκε με την ταινία «Σαντορίνη 1500 π.Χ.». Επιστέγασμα των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων ήταν η επίσκεψη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στις αίθουσες Κυκλάδων και Θήρας, όπου οργανώθηκε εκπαιδευτικό παιχνίδι-άσκηση παρατηρητικότητας και γνώσεων.

Τι είναι μουσείο Φωτεινή Οικονομίδου-Μπότσιου, Ελένη Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου και άλλοι

Η φορεσιά του Δρυμού, νομού Θεσσαλονίκης. Ο σύλλογος του ΥΠΠΕ στη Βόρεια Ελλάδα οργάνωσε το πρώτο πειραματικό πρόγραμμα μαθημάτων με θέμα «Τι είναι το μουσείο;» για τα παιδιά της Ε΄ τάξης του 4ου Δημοτικού Σχολείου Πολίχνης στη Θεσσαλονίκη. Συνεργάστηκαν αρχαιολόγοι από το Αρχαιολογικό Μουσείο και την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μία συντηρήτρια και, τέλος, οι δύο υπεύθυνες του Προγράμματος, ερευνήτριες από το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας και μέλη της Εκπαιδευτικής Επιτροπής του ICOM. Οι συντελεστές εκθέτουν αναλυτικά το σκεπτικό που οδήγησε στην απόφασή τους να «πάει» πρώτα το μουσείο στο σχολείο. Στις εννέα μεταξύ τους συναντήσεις συζητήθηκαν: ο ρόλος του μουσείου και η σχέση του με την Ιστορία, τι είναι ένα προϊστορικό / κλασικό / βυζαντινό / λαογραφικό μουσείο και πώς πρέπει να είναι το καθένα από αυτά, η σπουδαιότητα των ανασκαφών και της επιτόπιας έρευνας, η συντήρηση. Οι μαθητές, που δεν είχαν ποτέ πάει σε μουσείο, επισκέφθηκαν το Αρχαιολογικό και το Λαογραφικό. Ελλείψει Βυζαντινού, ξεναγήθηκαν στον Άγιο Δημήτριο, την Αγία Σοφία και τον Άγιο Νικόλαο Ορφανό.

Εκπαιδευτικά προγράμματα του Mουσείου Mπενάκη Αιμιλία Γερουλάνου

Εκπαιδευτικός φάκελος με ερωτήσεις σχετικές με τα εκθέματα του Μουσείου. Το Μουσείο Μπενάκη ξεκίνησε να πειραματίζεται με εκπαιδευτικά προγράμματα το 1979. Το πρώτο του πρόγραμμα απευθυνόταν σε παιδιά 7-12 χρονών, λειτούργησε για 20 μέρες γύρω στα Χριστούγεννα στις αίθουσες Λαϊκής Τέχνης. Εξακόσια παιδιά έλαβαν μέρος, ενώ πολύτιμη ήταν η βοήθεια του Σώματος Ελλήνων Οδηγών. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και, στη συνέχεια, το παιχνίδι προσαρμόστηκε και παίχτηκε από 5.400 Οδηγούς σε 75 πόλεις. Για τα προγράμματα αυτά ετοιμάστηκαν τρία βιβλιαράκια με 40 περίπου διαφάνειες. Το Μουσείο προχώρησε επίσης σε μια σειρά εκδόσεων: Χρωματίζω τις κάρτες μου, Μουσείο Μπενάκη, Λαϊκή Τέχνη της Μαρίας Κυνηγού-Φλάμπουρα (1980), Σχέδια του Σταμάτη Ζάννου για χαρτοκολλητική (1983), οι τρεις τόμοι για τα Κεντήματα της Αμαλίας Μεγαπάνου. Σε λίγα αντίτυπα κυκλοφόρησε πλακάκι με σχέδιο Ιζνίκ για να χρωματιστεί με χρώματα σμάλτου. Η ναυαρχίδα του Μιαούλη «Άρης» έγινε παζλ με 500 κομμάτια. Για την υποδοχή των μαθητών έχουν οργανωθεί σήμερα τρία προγράμματα. Τα δύο απευθύνονται σε παιδιά του Δημοτικού και κινούνται στο τμήμα της Λαϊκής Τέχνης. Το τρίτο, για το Γυμνάσιο, κινείται στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή συλλογή.

Θεατρικό Μουσείο Πάνου Αραβαντινού Ευδοκία Παπουλή-Δημητροπούλου

Σχέδιο για κοστούμι της «Αλεπούς» του Στραβίνσκι. Στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά (τέλος 19ου αιώνα) στεγάζεται το μουσείο Πάνου Αραβαντινού. Οι μαθητές ξεναγούνται στα άδυτα του θεάτρου, βλέπουν κοστούμια από όπερες, οπερέτες, μπαλέτα και τρισδιάστατες σκηνογραφικές μακέτες. Με την ενθάρρυνση του προσωπικού και με τα υποδείγματα των φακέλων του Π. Αραβαντινού, πολλά παιδιά σκηνογράφησαν και ανέβασαν θεατρικά έργα. Το άρθρο παρέχει πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του μεγάλου σκηνογράφου που γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1886 και πέθανε στο Παρίσι το 1930. Ο Αραβαντινός σπούδασε στην Αθήνα και το Βερολίνο. Στους Βαλκανικούς πολέμους σχεδίασε τις στολές του Ελληνικού Στρατού. Από το 1912-1916 σκηνογράφησε στην Αθήνα και τον Πειραιά έργα του Σαμάρα, του Καλομοίρη και την επιθεώρηση «Ξιφίρ-Φαλέρ». Από το 1917 εργάστηκε στο Βασιλικό Θέατρο του Βερολίνου σκηνογραφώντας πάνω από 100 μουσικά έργα, κυρίως του Βάγκνερ. Σκηνογράφησε όμως και για όπερες άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. Ο Αϊνστάιν φέρεται να είπε πως ξαναείδε το ίδιο έργο μόνο για τις σκηνικές εικόνες του Αραβαντινού. Ο Αραβαντινός ασχολήθηκε και με την εικονογράφηση βιβλίων, με την αφίσα και τη γελοιογραφία. Η μεγαλύτερη συλλογή έργων του (1300) στεγάζεται στο φερώνυμο μουσείο.

Τα ιστορικά μουσεία: Η «Νέα Ιστορία» και ο αντίκτυπός της σ’ αυτά Μαρία Καμπούρη-Βαμβούκου

Η πλατεία des Vosges στους γάμους του Λουδοβίκου ΧΙΙΙ με την Άννα της Αυστρίας. Ζωγραφική σε ξύλο, αρχές 17ου αι. Είναι ο πιο πλατύς και πολυσχιδής κλάδος του δέντρου της μουσειολογίας, ισχυρίζεται ο γάλλος μουσειολόγος G.H. Rivière. Ο W. Herbst, θεωρητικός ειδικευμένος στα μουσεία γενικής ιστορίας, θέτει τρεις προϋποθέσεις: α) τη χρήση της ιστορικής επιστήμης, β) τη συλλογή και σπουδή των αντικειμένων, γ) την αισθητική και εκπαιδευτική τους παρουσίαση. Το ιστορικό μουσείο ακολουθεί τις ίδιες θεωρητικές και μεθοδολογικές κατευθύνσεις με την επιστήμη της ιστορίας. Περισσότερο από κάθε άλλο μουσείο, το μουσείο ιστορίας είναι πολιτικό. Όπως παρατηρεί ο Braudel, «η ιστορία είναι κόρη του καιρού της». Είναι ο λόγος που τα μουσεία αυτά απαιτούν διεπιστημονική προσέγγιση και συνεργασία. Διακρίνουμε μουσεία αφιερωμένα στην ιστορία των εθνών και άλλα στην ιστορία πόλεων ή ευρύτερων περιοχών. Η ιστορία των εθνών εκπροσωπείται από το Εθνικό Μουσείο Ιστορίας των Λαών της Σοβιετικής Ένωσης στη Μόσχα, το Εθνικό Μουσείο της Ουγγαρίας, το Εθνικό Μουσείο του Μεξικού, το Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας στο ανατολικό Βερολίνο κ.ά. Στα ιστορικά μουσεία πόλεων ανήκουν το Μουσείο Carnavalet στο Παρίσι, το Κρατικό Μουσείο του Λένινγκραντ, το Μουσείο του Λονδίνου, το ενδιαφέρον Μουσείο της Φραγκφούρτης κ.ά. Στην Ελλάδα μοναδικό παράδειγμα είναι το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, ενώ το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης βρίσκεται ακόμη στα ευχολόγια.

«Τα αριστουργήματα μιλάνε μόνα τους» Όλγα Γκράτζιου

Μουσείο γύρω στο 1690. Χαρακτικό του B. Picart. Ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας των μουσείων ολοένα κερδίζει έδαφος. Πλαισιώνοντας την παρουσίαση των εκθεμάτων με πληροφορίες που τα εντάσσουν στο ιστορικό τους πλαίσιο, τα μουσεία ευελπιστούν να προκαλέσουν ερεθίσματα, να διεγείρουν νοητικές και συναισθηματικές λειτουργίες, μετατρέποντας τη μετάδοση της γνώσης σε διασκέδαση. Στον αντίποδα, βρίσκεται ο αισθητισμός, η άποψη ότι «τα αντικείμενα μιλάνε μόνα τους» αφού το ωραίο «ψυχαγωγεί» από μόνο του. Η άποψη αυτή, που επιζεί χάρη στις θεωρίες για τον αυτόνομο και τον απόλυτο χαρακτήρα της τέχνης, κυριαρχεί στα περισσότερα ελληνικά μουσεία. Οι υπέρμαχοι του αισθητισμού διατείνονται ότι η διδαχή από τη μία κουράζει και από την άλλη κατηχεί, προπαγανδίζει μια άποψη και επηρεάζει την ελεύθερη θεώρηση του θεατή. Στο επίκεντρο της ασυμφωνίας βρίσκεται η σημασία που αποδίδεται στην ιστορικότητα. Η έλλειψή της και η προβολή μόνο της αισθητικής αξίας παραπληροφορεί, καθώς στο θεατή μένει η εντύπωση ότι εξαρχής τα αντικείμενα κατασκευάστηκαν ως έργα τέχνης. Για να ζωντανέψουν τα αντικείμενα απαιτείται έρευνα, περιοδικές εκθέσεις για πειραματισμούς, κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η προσπάθεια αποδίδει.

Τα μουσεία τέχνης και τα παιδιά Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα

Παιδιά και φοιτητές δοκιμάζουν τη χρήση εργαλείων στο Κέντρο Έρευνας Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Lejre, Δανία. Αντίθετα με την Αμερική όπου από τις αρχές του 20ού αιώνα ιδρύθηκαν μουσεία για παιδιά, στην Ευρώπη δημιουργήθηκαν κυρίως εκπαιδευτικά τμήματα μέσα στα μεγάλα μουσεία. Ειδικά τα μουσεία τέχνης βρίσκονται αντιμέτωπα τόσο με την έλλειψη διδασκαλίας στα σχολεία ενός αντίστοιχου μαθήματος όσο και με την άγνοια των ίδιων των εκπαιδευτικών για την ιστορία της τέχνης. Στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι, στο Μουσείο Νέας Σκωτίας στην Αγγλία, οι υπεύθυνοι των μουσείων τέχνης προετοιμάζουν τους εκπαιδευτικούς με διαλέξεις και έντυπα. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι διανέμει στους μικρούς του επισκέπτες τη «Μικρή εφημερίδα για παιδιά». Τι όμως μπορεί να προσφέρει στα παιδιά ένα μουσείο; Ο Μπρεχτ θεωρεί «ωραίο» ό,τι έχει τη σφραγίδα της κοινωνικής εξέλιξης: τα απομονωμένα από τα συμφραζόμενά τους αντικείμενα δεν μετράνε, μετράνε οι άνθρωποι και η ιστορία τους που τα διαμορφώνουν. Με παρόμοιο σκεπτικό, το Παιδαγωγικό Τμήμα του Μουσείου της Νέας Σκωτίας μοίρασε το 1982 σε όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας ένα τεύχος αφιερωμένο στα μουσεία. Στην Ελλάδα έχουν σποραδικά οργανωθεί αξιόλογα εκπαιδευτικά προγράμματα από το Μουσείο Μπενάκη, την Εθνική Πινακοθήκη και άλλα μουσεία, κυρίως λαογραφικά. Η Πινακοθήκη προσφέρεται για εκδηλώσεις με παράλληλες δραστηριότητες, μουσική, κίνηση-χορό, που διευρύνουν τη φαντασία, τους ορίζοντες και την ευαισθησία των παιδιών.

Παιδικές βιβλιοθήκες σε παραδοσιακά αρχοντικά. Μια πρόταση για το νομό Κοζάνης Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα, Δημήτρης Βεργίδης

Οικία Κερατζή, Σιάτιστα νομού Κοζάνης, Δ. Μακεδονία. Παρουσιάζεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση, με όραμα. Περιλαμβάνει δύο σκέλη: α) την αξιοποίηση του χρόνου των παιδιών που δεν έχουν εξοικειωθεί με το βιβλίο στα σπίτια τους, έχοντάς το συνδέσει μόνο με τον καταναγκασμό της σχολικής εκπαίδευσης και β) την αξιοποίηση παραδοσιακών σπιτιών που είτε είναι ιδιοκτησία Δήμων, Κοινοτήτων, Δημόσιων Οργανισμών κ.λπ., είτε ελέγχονται από το Υπουργείο Πολιτισμού, είτε οι ιδιοκτήτες τους συγκατανεύουν στην αναστήλωση και την αξιοποίησή τους από κρατικό φορέα. Ως προς το δεύτερο σκέλος, ερευνώνται οι δυνατότητες απόκτησης παραδοσιακών κτιρίων. Οι συγγραφείς περιγράφουν συγκεκριμένα τον αρχιτεκτονικό ρυθμό και το ύφος των αρχοντικών της Σιάτιστας που χτίστηκαν από τα σινάφια των μαστόρων της Δ. Μακεδονίας και της Ηπείρου στα μέσα και στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Και μόνο οι τοιχογραφίες και τα ξυλόγλυπτά τους τα κάνουν μοναδικά. Για την πρόταση συνεργάστηκαν ένας αρχιτέκτονας-ιστορικός, μια βιβλιοθηκάριος και μία κοινωνική λειτουργός. Η παιδική βιβλιοθήκη αποφασίστηκε να είναι από τα βασικά στοιχεία των Ανοιχτών Κέντρων Απασχόλησης και για την πρόταση αυτή επιστρατεύτηκε η εμπειρία της κυρίας Καββαδία-Χατζοπούλου. Η πρόταση περιλαμβάνει οκτώ Ανοιχτά Κέντρα Παιδικής Απασχόλησης σε κεντρικούς οικισμούς, που οι περισσότεροι έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα των Ανοιχτών Πόλεων για την αναβάθμιση της υπαίθρου. Οι συγγραφείς περιγράφουν αναλυτικά το περιεχόμενο και το κόστος μιας παιδικής βιβλιοθήκης.

Σκέψεις γύρω από το ιστορικό μυθιστόρημα για παιδιά Μαρίζα Ντεκάστρο

Πηνελόπη Δέλτα, “Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου”, εκδόσεις Εστία. Η έλξη που ασκεί η λογοτεχνία οφείλεται στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας που λείπουν από τα στεγνά σχολικά εγχειρίδια. Στα ιστορικά μυθιστορήματα όμως, οι συγγραφείς καλούνται να επιλύσουν το ζήτημα του χρόνου. Μια θαυμάσια λύση υιοθετεί ο Α. Λωρύ στο βιβλίο του Πρόας ο Νικίου. Το εύρημα της χρονομηχανής, όπως στο Είδα κι άκουσα στην Κνωσό της Ε. Έμκε, καταλήγει στο διδακτισμό. Αντίθετα, το όνειρο ως μέσο ταξιδιού στο Όταν οργίζεται η γη της Ν. Τζώρτζωγλου επιτρέπει στη φαντασία να ζωντανέψει ελεύθερα μια εποχή. Ωστόσο, ο έλεγχος είναι απαραίτητος. Ο αναχρονισμός μπορεί να πάρει εδώ μια επικίνδυνη μορφή: δημιουργεί την εντύπωση ότι ο άνθρωπος παραμένει αναλλοίωτος ανά τους αιώνες, ότι δεν διαμορφώνεται από την εποχή του.

Στην υπηρεσία του κοινού τα Εθνικά Mουσεία της Γαλλίας Elisabeth des Portes, Catherine Parodi

Αφίσα του Υπουργείου Πολιτισμού: Ελάτε οικογενειακώς στο μουσείο. Η Διεύθυνση των Μουσείων της Γαλλίας δραστηριοποιείται σε εκπαιδευτικά προγράμματα σε όλη την περιοχή του Παρισιού. Στον τομέα της υπάγονται και τα σχολεία. Στους δασκάλους ταχυδρομούνται δύο φορές το χρόνο ενημερωτικά έντυπα και προβλέπεται η συμμετοχή τους στα προγράμματα επιμόρφωσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας. Στους μαθητές προσφέρεται η δυνατότητα να εξετάσουν τα μουσειακά αντικείμενα από πολλές σκοπιές: μέσα από την ξενάγηση-διάλεξη, που ζωντανεύει με το διάλογο και το «παιδαγωγικό βαλιτσάκι»· μέσα στα εργαστήρια, όπου τα παιδιά πειραματίζονται με τις τεχνικές που είδαν στα μουσειακά αντικείμενα· τέλος, δημιουργήθηκαν και «ζωντανά» προγράμματα που ενθαρρύνουν την ελεύθερη κίνηση στο μουσείο. Στη διάρκεια της επίσκεψης, τα παιδιά 5-10 χρονών παίρνουν το έντυπο Επίσκεψη-Ανακάλυψη που έχει χαρακτήρα παιχνιδιού, και τα παιδιά 10-15 χρονών το πιο σχολικό έντυπο Επίσκεψη-Εξερεύνηση. Μετά την επίσκεψη, οι νέοι 8-14 χρονών παίρνουν ένα έντυπο που βοηθάει να συγκρατήσουν όσα άκουσαν. Η πολιτική ανοίγματος προς το νέο κοινό έστρεψε τα μουσεία προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Ειδικά για το στρατό δημιουργήθηκε ένα «λεωφορείο-μουσείο». Ωριαίες διαλέξεις στο Λούβρο προσπαθούν να προσελκύσουν τους εργαζόμενους την ώρα του μεσημεριανού τους διαλείμματος. Το κυριακάτικο πρόγραμμα των «οικογενειακών επισκέψεων» σημείωσε μεγάλη επιτυχία. «Μουσειολεωφορεία» δημιουργήθηκαν για όσους κατοικούν μακριά από τις σφαίρες ενημέρωσης. Τέλος, περιοδεύουσες εκθέσεις διοργανώνονται από τη Διεύθυνση Μουσείων της Γαλλίας και δανείζονται δωρεάν σε όποιον υποβάλλει αίτηση.

Μουσείο για τα παιδιά της Βοστώνης Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Μουσείο για παιδιά της Βοστώνης. Το 1913 ιδρύθηκε στη Βοστώνη το «Μουσείο για παιδιά» που σήμερα βρίσκεται στην κορυφή της πρωτοπορίας. Η μάθηση συνδυάζεται με το παιχνίδι. Στο «Γραφείο του Γίγαντα» όλα τα αντικείμενα έχουν μέγεθος δωδεκαπλάσιο του φυσικού και τα παιδιά, π.χ., μπορούν να κάνουν ορειβασία πάνω στο τηλέφωνο. Σε άλλους χώρους μαθαίνουν την ιστορία των Ινδιάνων, τα αντικείμενα του περασμένου αιώνα στο «σπίτι των παπούδων» ή, απλά, φορώντας αδιάβροχα και παίζοντας με το νερό μαθαίνουν τις ιδιότητές του. Στο τμήμα με τίτλο «Κι αν δεν μπορούσες;…» τα παιδιά, με δεμένα τα μάτια ή χρησιμοποιώντας ένα τεχνητό χέρι, μαθαίνουν πώς είναι η ζωή για παιδιά με ειδικές ανάγκες.

Το «Μουσείο στην Iστορία της Αρχιτεκτονικής» Ελευθέριος Οικονόμου

Το «σπίτι μέσα σε σπίτι», αρχέτυπο σπίτι του Ungers. Το Μουσείο ως κτιριακός τύπος στην ιστορία της αρχιτεκτονικής εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Στην πρώτη του μνημειώδη έκφραση το μουσείο στεγάζει τις ιδιωτικές συλλογές των ευγενών ή του κλήρου, κρατώντας τον κοινό πολίτη σε απόσταση (π.χ.: το Φριντερισιάνουμ στο Κάσελ). Τα πρώτα κρατικά μουσεία για το ευρύ κοινό, το Βρετανικό Μουσείο και το Λούβρο, δημιουργήθηκαν τον 18ο αιώνα και αποτελούν ορόσημα του ανερχόμενου αποικιοκρατισμού και εθνικισμού. Αυτός ο τύπος μουσείου βρήκε πρόθυμους μιμητές στα μικρά κρατίδια της Γερμανίας, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το Παλαιό Μουσείο του Σίνκελ στο Βερολίνο και τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου του Κλένζε. Αντίθετα, το μοντέρνο κίνημα του 20ού αιώνα επαναδιατυπώνει τον ορισμό του Μουσείου ως δημοκρατικού θεσμού με εκπαιδευτικούς σκοπούς. Η αλλαγή στη σύλληψη του ρόλου του Μουσείου συμβαδίζει με τον νέο αρχιτεκτονικό τύπο του: Μουσείο της Χάγης (Μπερλάγκε), Κρέλερ-Μύλερ Στίφτουγκ (Χ. Βαν ντε Βέλντε), Μουσείο Γκούγκενχάιμ (Φρανκ Λόιντ Ράιτ). Στη Γερμανία, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ευνοείται η τάση να διαφυλαχθεί το οικοδομικό υλικό που είχε διασωθεί από τον πόλεμο, δημιουργώντας συχνά ένα συνδυασμό παλαιού και νέου (π.χ.: Παλαιό Μουσείο του Βερολίνου, Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου). Το κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης του Βερολίνου από τον Μις βαν ντερ Ρόε σηματοδοτεί μια νέα εποχή της σύγχρονης αρχιτεκτονικής μουσείων. Η διάθεση για ένα ανοιχτό, «ευέλικτο» Μουσείο αντανακλά και στην αρχιτεκτονική. Χαρακτηριστικά δείγματα είναι η Νέα Πινακοθήκη της Στουτγκάρδης του Στέρλινγκ, το Γερμανικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής του Ούγκερς, το Μουσείο Χειροτεχνίας της Φραγκφούρτης του Μάγερ. Τα δύο τελευταία ανήκουν στην επονομαζόμενη «όχθη των μουσείων» στη Φραγκφούρτη.

Άλλα θέματα: Δ. Γρ. Kαμπούρογλου: «Το Mαγνάδι» ή «Η Μαρμαρωμένη Bασιλοπούλα», Παραμύθι για τα Eλγίνεια Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα

Πίσω όψη κεφαλιού Καρυάτιδας, Μουσείο Ακροπόλεως. Ο Δ. Γρ. Καμπούρογλου (1852-1942), συγγραφέας της Ιστορίας των Αθηναίων, εμπνέεται εδώ από την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα από τον Έλγιν και γράφει το παραμύθι της Καρυάς. Αθηναϊκή δοξασία παρουσίαζε τις Καρυάτιδες σαν νεράιδες που μόνο το κορμί τους ήταν μαρμαρωμένο. Οι νεράιδες, στις πανελλήνιες παραδόσεις, γίνονται θνητές αν κάποιος τους πάρει το πέπλο τους, το μαγνάδι. Στις παραδόσεις του αθηναϊκού λαού οι Καρυάτιδες ονομάζονταν «μαρμαρωμέναις βασιλοπούλαις». Πέρα από την απόσπαση των μαρμάρων, υπάρχει άραγε ιστορική αλήθεια και πίσω από το θρύλο; Ποιες ήταν οι Καρυάτιδες; Ιέρειες της Αρτέμιδας που είχε ναό στην Καρυά ή κόρες της πομπής των Παναθηναίων; Ή μήπως οι σκλαβωμένες γυναίκες της Καρυάς που οι Αθηναίοι την κατάστρεψαν γιατί είχε συμμαχήσει με τους Πέρσες; Οι Καρυάτιδες, που ο θρήνος τους για τη κλεμμένη τους αδελφή συγκλονίζει τους Αθηναίους, αναδεικνύονται μέσα από το παραμύθι του Καμπούρογλου, σε σύμβολο του πόθου για τη λευτεριά της πόλης τους.

Προτάσεις για αρχαιολογικό πάρκο Πάνος Βαλαβάνης

Το μερικά ανακατασκευασμένο αμφιθέατρο της CUT. Σε πρώτο πλάνο αναπαράσταση αρχαίου γερανού. Το άρθρο εμπνέεται από το αρχαιολογικό πάρκο που σχεδιάζεται για την Αθήνα και που περιλαμβάνει το Ζάππειο, τον Αρδηττό και το Ολυμπιείον, τμήμα της συνοικίας Μακρυγιάννη, το χώρο γύρω από την Πνύκα και του Φιλοπάππου, την αρχαία και τη ρωμαϊκή αγορά, τη βιβλιοθήκη του Αδριανού, τον Κεραμεικό και το Γκάζι. Το γεγονός ότι το πάρκο θα φτιαχτεί σε χώρους προκαθορισμένους περιορίζει την τόλμη των πειραματισμών. Τέτοιου είδους πρόβλημα δεν αντιμετώπισε ένα άλλο αρχαιολογικό πάρκο, το CUT (Colonia Ulpia Traiana), φτιαγμένο γύρω από τα ερείπια ρωμαϊκής αποικίας που ιδρύθηκε το 100 μ.Χ. περίπου. Βρίσκεται πλάι στην πόλη Ξάντεν της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στη ΒΔ Γερμανία, στη συμβολή των ποταμών Λίπε και Ρήνου. Η αποικία έσβησε στα μέσα του 4ου αιώνα. Ο συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς πώς έχουν χρησιμοποιηθεί τα τείχη και το αμφιθέατρο για τον εκπαιδευτικό περίπατο, πως ο παιδότοπος είναι μια ρωμαϊκή πόλη, πως τα παιχνίδια των παιδιών εμπνέονται από την αρχαιότητα. Μέσα στο πάρκο οι ανασκαφές είναι επισκέψιμες, ενώ «κέντρο πληροφόρησης» ενημερώνει τόσο για την ίδια την CUT όσο και για τις πρακτικές της αρχαιολογικής έρευνας. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο συγγραφέας προτείνει με ποιο μνημείο θα έπρεπε να συνδυαστεί η κάθε θεματική ενότητα για την αρχαία πόλη.

Τοπογραφικές αποτυπώσεις σπηλαίων Διονύσης-Δημήτρης Μπαλοδήμος, Στέφανος Δογγούρης

Το Λιθί Χίου. Το Εργαστήριο Γενικής Γεωδαισίας του Ε.Μ.Π. αναπτύσσει γεωδαιτικές μεθόδους για αποτυπώσεις σε υπόγειους χώρους, όπως μεταλλεία και σπήλαια. Τον Απρίλιο του 1983 αποτυπώθηκε το σπήλαιο «Σφάραγκας» που βρίσκεται 200 μέτρα από τη θάλασσα και 1,5 χλμ. από το χωριό Λιθίτης Χίου. Έχει επίσης αποτυπωθεί η Γαλάζια Σπηλιά στο Καστελλόριζο, ενώ συνεχίζονται οι τοπογραφικές εργασίες στις Κατακόμβες της Μήλου. Το άρθρο περιέχει ερμηνεία τοπογραφικών όρων, όργανα και είδη μετρήσεων, μεθόδους και σχεδιαστικούς υπολογισμούς.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου στον Πετρά Σητείας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Έκκληση από το Μουσείο Μπενάκη για τον επαναπατρισμό ενός τρίπτυχου του Γεωργίου Κλόντζα που δημοπρατείται στο Sotheby’s – Στην Κάτω Τούμπα λειτουργεί για παιδιά το «Μουσικό Εικονογραφικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης» - Στη Βερόνα της Ιταλίας έγινε το Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαιολογικών Ταινιών (10-16 Ιουνίου) και Συνάντηση με θέμα «Αρχαιολογία και φορείς μαζικής ενημέρωσης» - Στον Πετρά, μέσα στη Σητεία, βρέθηκε μινωικός οικισμός με σπίτια, ληνό, πλήθος κινητά ευρήματα και τελετουργικά αντικείμενα

Συνέδρια

Αρχαιολογικό και Ιστορικό Συμπόσιο με θέμα «Λάρισα: Παρελθόν και Μέλλον» διοργανώθηκε στη Λάρισα, στις 26-27 Απριλίου 1985 – Στις 30 Μαρτίου 1985 οργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια συνέδριο για την κληρονομιά των Μινωιτών - Η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία διοργάνωσε φέτος στη Θεσσαλονίκη (7-9 Ιουνίου) το ετήσιο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης

Εκθέσεις

Ο Ιωάννης Τραυλός επιμελήθηκε την αθηναϊκή έκθεση (4 Ιουλίου-8 Σεπτεμβρίου) με τίτλο «Αθήνα: Προϊστορία και Αρχαιότητα» - Στο κτίριο του ΟΛΠ στεγάζεται η έκθεση «Ελλάδα και θάλασσα» - Το Fogg Art Museum εγκαινίασε έκθεση με θέμα: «Νομίσματα στην ελληνική τέχνη. Η συλλογή του Arthur Stone Dewing» - Στην έκθεση με θέμα το κρασί που λειτουργεί στο Μουσείο Cooper-Hewitt της Νέας Υόρκης (4 Ιουνίου-13 Οκτωβρίου 1985) εξέχουσα θέση έχει η ελληνική παράδοση

Βιβλία

Αγγελική Βαρελλά, Το μυστικό του Δία, Ελληνική Εκδοτική, Αθήνα 1984 - Μενέλαος Χριστόπουλος, Θεότητες της μουσικής στην ομηρική και αρχαϊκή ποίηση, Αθήνα 1985 - Thomas Hope, Εικόνες από την Ελλάδα του 18ου αιώνα, Μέλισσα, Αθήνα 1985 - John Boardman, Αθηναϊκά ερυθρόμορφα αγγεία: Αρχαϊκή περίοδος, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1985 – Gisela M.A. Richter,The Portrait of the Greeks, Cornell University Press, Ithaca N.Y. 1984

English summaries: Museums of art and children Efthymia Georgiadou-Koundoura

The special emphasis recently given to the educational role museums are supposed to play has naturally brought the interest of experts to children. Children's familiarization with works of art is considered as necessary as a child's experience of literature. In Europe, as well as in North America, museums closely cooperate with teachers and work out special activities for children that aim not only to enrich their knowledge and to develop their judgment ability, but also to cultivate their mental, psychical and physical potentialities. In Greece, sporadic but worth mentioning attempts have been made so far, mainly by folklore museums ( The Peloponnesian Folklore Institute, the Museum of Folk Art of Athens, the Folklore Museum of Thessaloniki), by the Benaki Museum and the National Gallery. However, much is expected of archaeological museums, which abound in Greece. Art museums by collaborating with teachers and adopting a proper program can and must play an important role in the Greek educational system.

Children’s libraries in traditional mansions. A proposal for the province of Kozani AUTHOR NOT MENTIONED

This article is only part of a major study on concrete proposals for the creation of social infrastructure — especialy in the rural areas of the province of Kozani —and on the investigation of the potentialities offered by traditional architecture Traditional mansions preserved in settlements like Siatista, Eratyra etc., are discussed here. These stately edifices instead of being treated as works of art can house modern activities, like libraries or educational, recreational centres for children, in this way meeting basic social needs of the area.

Cave survey Dionyssios D. Balodimos, Stefanos Dogouris

The laboratory of General Geodesy of the Department of Rural and Surveying Engineering of the N.T.U. of Athens, has recently included in its activities the development of methods for large scale topographical surveys. These large scale surveys concern monuments, buildings and constructions of special technical or archaeological interest as well as man-made underground areas, mines and caves. Two caves have already been surveyed, one of which is situated near the village Lithi on the island of Chios (1983) and the other is the Blue Cave on the island of Kastellorizo (1985). Similar methods are being applied at present, for the surveying of the Catacombs of Milos. In this paper, after a reference to the principles guiding cave survey, a brief account of methods that may be applied and instruments that may be used, is given. Finally, there is a brief description of the works carried out for the surveying of the Cave “Sfarangas” near Lithi, Chios together with a series of topographical charts.

Cultural activities and theory Mariza Decastro

The article presents the various activities that can enliven the teaching of History in elementary school. The program was created for children of the 4th Grade. It dealt with the Cycladic civilization and included the following activities: a) an exhibition of pictorial documents, b) the reading of excerpts relevant to the topic from childrens' books and from foreign travellers' writings, c) the writing of essays on the topic by the children, d) sculpture with clay and painting. The program was completed by a visit to the National Archaeological Museum. There, the children had the chance to play an educational game of knowledge and observation in the exhibition areas of Cycladic Art.

Reflections on historical fiction for children Mariza Decastro

This article examines the problems, endemic to historical fiction for children. Historical fiction is often used by teachers as a vehicle for escaping from the routine of teaching history in the traditional way. The Time factor. The present time is the basic temporal point of reference to a child. By teaching the past we ask children to realise and define their position in connection with the present time of their personal history and the succession of the periods of the past. Consequently, fictional time must appear as a whole so that the reader would be able to recognize through the perennial evolution of history certain elements of himself and of his time. The Historic Quality of Historical Fiction. A multitude of anachronisms have been recorded in the content of historical fiction for children. These anachronisms have not usually to do with the wrong incorporation of historic data within a certain period, but they are “distortions" in portraying human types of the past. History is used as scenery in which people of the past move about with feelings and attitudes belonging to the present. The restoration and representation of a historic period requires the knowledge and conclusions of other related sciences; only then can the socio-economic relations, behaviour and psychology of the people who lived at a certain time in the past be correctly evaluated and represented without distortion or misunderstanding.

Educational programmes of the Benaki Museum Aimilia Geroulanou

Two aims of modern social policy have radically affected the character and role played by museums in many countries, offering new ideas for their function. One objective focuses on the optimum exploitation of people's spare time given the existing potentialities and alternatiνes. The other seeks the deνelopment of society as a whole through a broader exposure to and participatlon of the public in cultural issues and activities. The year 1979 was dedicated by the Unlted Nations to the Child. In this year the Benaki Museum started approaching and exρerimenting with programs of an educatlonal character. The first of these programs referred to children of ages 7-12, lasted twenty days, was housed in the exhibition areas where Folk Art is shown and had approximately six hundred participants. For the effective organization of games and the creative cooperation of the children credit must be given to the generous assistance of the Greek Girl Scouts Organizatlon. Attempts were made by the Museum to channel the educational materiaI produced for this program (three booklets with forty transparencies each and with elucidating texts οn the relevant period and its artistic production) to the two hundred schools equipped wlth projectors. The Benaki Museum also tried to enrich its educational programs wlth more activities always aiming to familiarize children with traditional art. For this purpose a series of editions were published. Μoreover, special programs were initiated by the Museum for the better information of school children that would have been led there rather unprepared. Special effort has been made so that the educational programs οΙ the Museum appear fresh and entirely differentiated from the idea οf school teaching. Children must be persuaded that by playing games in the Museum they are not being asked to pass any kind οf test. Νο dishonest competition or cheating is needed. Most questions do not demand special knowledge to be answered or have definite answers to them. Two of the programs are addressed to elementary school children, while a third is addressed to high school students. The Administrative Committee οf the Benaki Museum recognizing the importance οf the educational programs has decided to create a new, separate Department. The new scheme brings along new perspectives and plans, as well as problems that must soon be solved. Α broad cooperation of all museums οn this subject is a necessity. The involvement οf the Ministry οf Education in the issue, at a later stage, will be essential as well as critical to the result. Moreover, the engagement οf various cultural and educational societies in the reinforcement of the relationship between children and their cultural heritage will undoubtedly contribute to the promotion οf the country as a whole.

“Masterpieces speak for themselves”! The survival of an old-fashioned view that opposes the educational policy of museums Olga Gratziou

It is generally demanded in our days that museums should obtain an educational character. To be, that is, so organized that their visitor can become well acquainted with the genres and exhibits and in addition receive such stimulation so as to revisit the museum or to wish to broaden one's first acquaintance by various means. This approach is an answer to the older view that «works of art speak for themselves”, through, that is, their artistic quality and aesthetic value. The followers of this older belief argue that the beautiful has an innate educational quality, while any educational effort not only causes fatigue but is also illiberal. In imposing a certain view, an ideology, consequently, the free experiencing of the work of art is prevented. Thus, however, they neglect the fact that the degree of experiencing is conditioned both by the visitor's ability to perceive and one's knowledge so far, obtained by factors that are different for each category of visitor. Therefore, if we let the works of art, even the masterpieces, speak for themselves it is certain that they will hardly say a few things to the visitor. On the contrary, the visitor will gain knowledge if the exhibits are presented in their historic setting, if information is given about their makers and users, about their initial meanings and functions and those attributed to them in later periods. For this to be achieved hard and demanding work is needed both in organizing an exhibition and in advancing scientific research. However, the result, a museum with many and regular visitors, is more than worthwhile.

The modern democratic museum Andreas Ioannides

In order to function in a modern society a museum should combine the two purposes that justify it. It ought to be both modern and democratic, which means that it should not only supply additional information on its exhibits, but also carefully select the kind of information supplied. Selection should been made on the assumption that an exhibit is a cultural product which possesses in itself an aesthetic value; also, that it has been created by an individual, therefore it includes a phsychological value; and last, since its creator is a social being, the exhibit has, in addition, a sociological value. Only when all of these conditions occur, do we get the fullest possible consideration of an approach to the cultural product.

History museums Maria Kambouri

History museums have reached in our day their full development and maturity. They represent, according to the famous French museologist G. Η. Riviere, the broadest and most manifold branch of museology. It is commonly accepted that museums contribute to the representation of the historic memory. However, museums with exhibitions of a strictly historic character are still few, although a tendency of catching up with this pursuit has become recently quite clear. This tendency is of course closely related to the development of the educational function of museums and the progress of historic studies. According to experts, museums of general history must base their scientific and social role οn the following fundamental elements: a. use of the science of history; b. collection and research οn the objects to be exhibited; and c. efforts for the creation of an exhibition of high aesthetic and educational standards. The full acceptance of the fact that history is the science οn which the historical museum must be founded determines not only the method of collecting and researching but also the very content of the Museum. The historic objects, as a source of museographic material are of unique importance to historic research and for the understanding and transmission of knowledge of history. Needless to say that the most particular activity of a Museum, the nucleus of all the work done in there, is the exhibition of objects. This is the language of the Museum and its creation demands an interdisciplinary approach. History museums as museums of the history of nations or cities or broader regions or even of historic genres serνe as centres for education and aesthetic refinement. The history museum apart from being a "political museum", more than any other kind of museum, is an institution with a specific scientific physiognomy, a complex organism that embraces the most essential fields of human activity and seeks to be incorporated in the modern system of democratic education for all.

Museums in the history of architecture Eleftherios Oikonomou

The development of the Museum as an institution is marked by three distinct phases. As a special building type i.e. as a specific architectural task, it emerges in the late 18th century. In the first phase, the "museum" is restricted to private collections of the aristocracy and the clergy, e.g. the Fridericianum in Kassel, the Museo Pio Clementino etc. Here the building type demonstrates monumentally, a manifestation of the owner's rank and position. The first large-scale national Museums appeared in England and France in the 18th century. Both, the British Museum in London and the Louvre in Paris are landmarks of rising nationalism and colonialism. They lost their restrictive aristocratic or cleric character to serve the “new” public, i.e. the up-and-coming bourgeoisie as "temples" for the arts. This museum type found avid imitators among the small German royal and ducal states, of which the best known examples are Schinkel's Altes Museum in Berlin and Klenze's Glyptothek in Munich. Whereas the exhibits in this type of museum - objects collected from all over the world in a variety of fields - are intended for and attract the well-informed connoisseur and the educated traveller, the modern movement of the 20th century advocates the notion of the Museum as a democratic institution with didactic/ educational intentions. This changing concept of the role of the Museum brought with it a new type of museum architecture, which conformed to the notions of the modern movement in regard to the creation of space Examples are Berlage, Museum of Hagen; Henry van de Velde, Kroller -Muller - Stiftung; Frank Lloyd Wright, Guggenheim Museum. The post-World War II development in Germany is marked by two successive tendencies. The first is the preservation of the building material that had survived the war, often in the shape of a combination of old and new (e.g. Altes Museum, Berlin; Alte Pinatothek, Munchen). The building of the Nationalgalerie in Berlin by Mies van der Rohe marks a new era of contemporary museum architecture. The trend is now towards an open, “flexible” Museum, a notion of the Museum which also reflects on museum architecture. The most significant examples of this tendency are Hans Hollein's Stadtische Galerie, Monchengladbach; James Stirling's Neue Staatsgalerie, Stuttgart; Oswald UngersDeutsches Architekturmuseum, Frankfurt; and Richard Meyer's Kunstgewer-bemuseum, Frankfurt. The latter two are part of the so-called Museumufer in Frankfurt where a number of Museums are grouped together on the left bank of the river Main, creating a museum-area. It is only superficially paradoxical to view some of these recent Museums as new “temples” of art, a comparison they seem to invite, despite their more open, democratic character, by the way in which the architects make use of architectural vocabulary through quotations or allusions.

The Theatrical Museum of Panos Aravantinos Evdokia Papouli-Dimitropoulou

Panos Aravantinos' Theatrical Museum of Scenography is housed in the Municipal theatre of Pireas. Aravantinos(1886 - 1930), a prominent scenographer of his time, had designed sets and costumes for all theatrical genres, opera, ballet, operetta, prose, etc. He spent most of his life abroad where he produced his main volume of work. Guided tours for children is one of the activities of the Museum. The young visitors can follow the architectural evolution of theatre from antiquity until today; moreover, they become familiar with the scenographic creation of Panos Aravantinos through his drawings and costumes and can understand some of the prerequisites for putting on a play today.

Serving the public in the National Museums of France Catherine Parodi, Elisabeth des Portes

In the last four years the French Service of Museology and Cultural Activity has engaged itself with determination to broaden and enrich its activities that are addressed both to school children and teachers as well as to a new public; problematic children, workers, soldiers, peasants etc. Its mission has gradually been defined. It functions as the intermediary between the public and museum collections, therefore it must be in close collaboration with the management of museums. In this way the dual mission of the Museum, that is preservation of traditional, cultural wealth and the way in which this wealth is transmitted to the general public can materialize as such.

Proposals for an archaeological park Panos Valavanis

A visit to the archaeological park of Xanten, West Germany, was the motive behind some ideas and proposals for a similar park planned for Athens. The creation of extensive areas of green as well as the "live" presentation of various monuments to the public with the assistance of all the modern methods of Museology, are judged necessary, therefore, they are underlined. Needless to say that Athens as a city possessing a variety of monuments of high quality is ideal for passing on information on all aspects of life and messages about classical Antiquity.

The Laestrygones, the Cyclopes and Metropolis square Periklis Panteleakis

It has almost become customary in our country not to exercise criticism on architecture. All art magazines contain columns in which every artistic activity and event is criticized and evaluated; literature, music, painting, theatre, etc. Such a column does not appear in any Greek architectural magazine, as if a secret agreement existed. The most one can find is a vague anxiety about general architectural questions, with no direct or definite reference to the work of a certain architect, as if the entire subject were taboo. I do not feel sorry to ignore this taboo. Given the crisis of architecture in our country we probably need now more than ever to face reality unconventionally. I only feel sorry because the colleague, whose work I am dealing with is a nice fellow and I appreciate and respect his work. The fact that I think highly of him as an architect is one of the reasons that led me to criticize the way he has treated the Metropolis square and the result of this treatment. How can one describe something that lacks any central, concrete idea? It is as if you strive to describe a chaotic and random situation, unarticulated, without beginning or end. Everything is neither in order nor clear. Thus, even what we conventionally could call "the concept behind the idea of the square” lies somewhere between the casual and the so called “intentional”. If, of course, one could argue that such a concept exists in the first place and not an obvious dare I say intentional refusal to bring the parts of the square under any order at all.

Mycenaean boxers Jean Coulomb

Mycenaean athletic games are generally considered to be a Minoan legacy. Boxing, which was a very important competitive game among Minoans during the period of the second palaces, was adopted and diffused throughout the Mycenaean World. The only incontestable representations of boxing known today are found on two craters from Cyprus from the beginning of the 13th century BC. Thus, it can be argued that boxing is rarely depicted in Mycenaean art. The author supports that this pictorial theme, unusual to Mycenaean Pictorial Vase Painting, was imported into Cyprus by some Cretan travelling craftsmen who had in mind Minoan traditions, in particular those coming from from Knossos.

D.G.Kambouroglou; “The Tale of the Veil” or “The Princess Who Turned to Marble”. A fairy tale about the Elgin marbles Tzela Varnava-Skoura

In this tale, inspired by the theft of the Parthenon marbles, D.G.Kambouroglou (1852-1942), author of the History of the Athenians writes the story of the Karyatid who went missing. An Athenian belief had it that the Karyatids were fairies. Only their bodies had turned to marble. A Greek tradition says that fairies become mortal if their veil is stolen, and in Athenian traditional tales the Karyatids were known as “princesses turned to marble”. What is the truth behind the traditional tale, other than the true story of the statue’s theft? Who were the Karyatids actually? Were they priestesses serving the goddess Artemis at her temple in Karya, or rather were they maidens at the Panathenea procession? They might have been women slaves from Karya, the town destroyed by the Athenians for siding with the Persians. In Kambouroglou’s tale the Karyatid’s lament for the loss of their stolen sister becomes a plea for the liberation of their city.

The Boston children’s museum The editors of the Archaeologia journal

The Children’s Museum was founded in Boston in 1913, and even today is considered an avant-garde institution. Learning is combined with play. On the “Giant’s Desk” all objects have twelve times their natural size and children can for example climb over the telephone on the desk. In other rooms in the museum, children learn the history of red Indians, in the “grandparents’ house” they are shown objects belonging to the past century, or simply by playing with water, children find out about its properties. In the section called “what if you couldn’t?” children have their eyes bound shut or use an artificial limb in order to better understand how life is for handicapped children.

What museums are for Fotini Economidou-Botsiou, Eleni Trakosopoulou-Salakidou et al.

The society of the Greek Ministry of Culture and Sciences in Northern Greece organized an experimental series of classes for children of the 5th form of the 4th primary school of Polichni in Thessaloniki. These classes were the joint effort of archaeologists from the Archaeological Museum and from the 9th Ephorate of Byzantine antiquities, a restorer of antiquities also took part and the two ladies in charge of the program, who were doing research at the Ethnological Museum of Folklore in Macedonia and who also belonged to the Educational Committee of ICOM (International Council of Museums). In this article, the organisers of the classes explain analytically the concept that museums should be the ones to “go” to the schools .In nine meetings the questions discussed were the role played by museums and what museums have to do with history. What a prehistoric\classical\byzantine museum, or museum of folklore is and how each should be set up. Also under discussion were the question of the importance of excavations and of local research, and the importance of the restoration of antiquities. The school children who had never been to a museum were taken to the Archaeological and Folklore museums. As there was no Byzantine museum at the time in Thessaloniki, the children were taken on a tour of the church of St. Demetrius, of Agia Sophia and of Agios Nikolaos Orphanos.

Τεύχος 28, Σεπτέμβριος 1988 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Το άτομο μέσα στην πολιτεία Jean-Pierre Vernant

Επιτύμβιο μνημείο, αττική κόρη (540 π.Χ.). Στο βάθρο, επιγραφή ονομάζει την κόρη Φρασίκλεια και τον παριανό γλύπτη Αριστίωνα. Έχοντας μελετήσει τον αρχαίο ινδικό πολιτισμό και κοινωνίες που εμπεριέχουν ένα σύστημα από κάστες, ο Louis Dumont διέκρινε δύο μορφές ατόμου, το εκτός κόσμου και το εντός κόσμου, αντίθεση την οποία και γενίκευσε. Στην αρχαία Ελλάδα των άστεων (8ος-4ος αιώνας π.Χ.), παρατηρεί ο συγγραφέας, η κοινωνία δεν είναι ιεραρχικού τύπου και ο ενδοκοσμικός χαρακτήρας της θρησκείας δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μιας προσωπικότητας αναχωρητή. Προσεγγίζοντας το ζήτημα από την προοπτική της ιστορικής ανθρωπολογίας, ο Vernant διακρίνει ανάμεσα σε άτομο, υποκείμενο και πρόσωπο, διάκριση που, για να κάνει αντιληπτή, αντιστοιχίζει στα λογοτεχνικά είδη της βιογραφίας, της αυτοβιογραφίας και των προσωπικών εξομολογήσεων. Κάποια άτομα αξιολογούνται ως τέτοια λόγω της μοναδικότητάς τους, όπως ο Αχιλλέας ή οι ιεροί Μάγοι. Η απομόνωσή τους όμως δεν συνιστά συμπεριφορά απαρνητή. Η ιδιωτική σφαίρα του ατόμου ορίζεται σε σχέση με τη δημόσια. Αν η αγωγή και τα συμπόσια στη Σπάρτη παραμένουν στη σφαίρα του κοινού, το αθηναϊκό συμπόσιο εκπροσωπεί μια πιο ελεύθερη διαπροσωπική συναλλαγή. Στις ταφικές πρακτικές ως το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., η ατομικότητα του νεκρού στην Αττική προβάλλεται με το όνομά του πάνω στη στήλη ή με έναν επιτάφιο κούρο. Όταν επικρατήσουν οι οικογενειακοί τάφοι, τα επιτάφια επιγράμματα εξυμνούν προσωπικά συναισθήματα. Από τους δημόσιους θεσμούς, στον τομέα της θρησκείας ο μυημένος στα Ελευσίνια Μυστήρια δεν διακρίνεται σε τίποτα από τον αμύητο. Μια επιλεκτική κοινωνικότητα του ατόμου εκδηλώνεται στις μικρές θρησκευτικές κοινότητες των συνουσιαστών. Το άτομο όμως θα προβληθεί κυρίως μέσα από την εξέλιξη του δικαίου. Περνώντας από την προδικαστική αντίληψη του μιάσματος στο θεσμό των δικαστηρίων, αναδεικνύεται το άτομο–εγκληματίας. Και η διαθήκη, όπως διαμορφώνεται από τον 3ο αιώνα π.Χ., συνδέει το υποκείμενο με τις επιθυμίες του και με την αποκλειστική του περιουσία. Μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο στη λυρική ποίηση, το υποκείμενο σχετικοποιεί τις κοινωνικά αποδεκτές αξίες, εκφράζει το υποκειμενικό βίωμα του χρόνου, συναισθάνεται. Το εγώ δεν είναι οροθετημένο ούτε ενοποιημένο. Δεν υπάρχει ενδοσκόπηση, το υποκείμενο είναι εξωστρεφές. Η συνείδηση του εαυτού του δεν είναι διαλογισμός, είναι υπαρξιακή. Η πλατωνική αντίληψη της ψυχής που είναι ο ίδιος ο Σωκράτης έχει την αφετηρία της στις ασκήσεις εξόδου από το σώμα των Μάγων. Δεν είναι όμως το «εγώ» του Σωκράτη αλλά μια απρόσωπη και υπερπροσωπική οντότητα, ένας δαίμων. Όταν αυτή η θεϊκή ψυχή έρχεται σε επαφή με τα άλλα τμήματά της, το θυμό και την επιθυμία, που συνδέονται με το σώμα, θα τις υποτάξει. Η συνεχής πρακτική της πνευματικής άσκησης που θα κάνει τον άνθρωπο κύριο του εαυτού του έχει έννοια μόνο στο πλαίσιο της πόλης και αυτό ισχύει και για την ασκητική των στωικών. Η στροφή προς μια νέα αντίληψη του προσώπου συντελείται μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα μ.Χ. Στο χριστιανισμό, στο πρόσωπο του ασκητή συνδυάζονται η αναζήτηση του θεού και η διερεύνηση του εγώ. Στην ανελέητη ενδοσκόπηση, στην εξέταση ονείρων και φαντασιώσεων βρίσκεται η απαρχή του σύγχρονου τύπου ατόμου και προσώπου, όπως το εκφράζει ο Αυγουστίνος. Η αξία όμως που αποδίδεται κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. στο υπερφυσικό κάθε άλλο παρά ενθαρρύνει την εκτός κόσμου φυγή.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην αρχαία Αθήνα τον 5ο και 4ο αιώνα π.X. Ανδρέας Λεντάκης

Μαρμάρινη προτομή του Περικλή με υπογραφή «Περικλής Ξανθίππου, Αθηναίος». Ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνικού έργου του 430 π.Χ. περίπου Στην αρχαία Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα, κοινωνία ανδροκρατική και δουλοκτητική, τα ανθρώπινα δικαιώματα διασφαλίζονται από μια συμμετοχική δημοκρατία: οι αθηναίοι πολίτες μετέχουν περιοδικά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων ενώ, παράλληλα, σε όλα σχεδόν τα δημόσια αξιώματα δεν εκλέγονται αλλά αναδεικνύονται με κλήρο. Καθιερώνοντας τη «μισθοφορία», ο Περικλής επέτρεψε και στους φτωχότερους να μετέχουν ενεργά στην πολιτική ζωή. Οι αθηναίοι πολίτες φορολογούνται ανάλογα με την τάξη τους. Οι ευπορότεροι επιβαρύνονται με τις λειτουργίες. Στη θρησκεία, η απουσία δόγματος επιτρέπει σχετική ελευθερία αλλά η ύπαρξη των θεών της πόλης δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί. Μια τέτοια κατηγορία απαγγέλθηκε στον Σωκράτη όπως και στον Αναξαγόρα. Η Αθήνα περιγράφεται εύστοχα ως κλειστή λέσχη πολιτών, δηλαδή ελεύθερων και ενήλικων αντρών που, με νόμο του Περικλή (451 π.Χ.), έπρεπε να έχουν αθηναίους γονείς. Την ελευθερία επιλογής συντρόφου περιόριζε και το γεγονός ότι το γάμο κανόνιζε ο πατέρας. Μόνο οι παντρεμένοι μπορούσαν να γίνουν ρήτορες ή στρατηγοί. Όσο για την κόρη που δεν είχε αδελφό, την επίκληρο, μετά το θάνατο του πατέρα όφειλε να παντρευτεί τον κοντινότερο συγγενή του. Οι γυναίκες στην Αθήνα δεν πήγαιναν σχολείο, τελούσαν υπό καθεστώς κηδεμονίας και εκπροσωπούνταν από έναν «κύριον», πατέρα, αδελφό ή σύζυγο. Παντρεύονταν γύρω στα 14 και η προίκα τους ήταν αναπαλλοτρίωτη. Αυστηρά γυναικείες γιορτές ήταν τα Θεσμοφόρια, τα Αρρηφόρια, τα Σκιροφόρια, τα Στήνια και τα Αλώα. Αντίθετα, οι εταίρες παρακολουθούσαν τις θεατρικές παραστάσεις, τα μαθήματα των φιλοσόφων και παρευρίσκονταν στα συμπόσια. Τα αγόρια από έξι ως δεκαπέντε χρονών συνόδευε στο σχολείο και την παλαίστρα ο παιδαγωγός. Τα δύο επόμενα χρόνια, ως «πρόσηβοι», καθήκον είχαν την εκγύμναση. Στη διετή εφηβεία τους που άρχιζε στα 18 με τον όρκο των εφήβων έκαναν το αντίστοιχο της στρατιωτικής μας θητείας. Οι μέτοικοι, ξένοι εγκατεστημένοι στην Αθήνα, είχαν ίδιες στρατιωτικές και οικονομικές υποχρεώσεις με τους Αθηναίους αλλά δεν τους επιτρεπόταν να έχουν έγγεια ιδιοκτησία. Πολιτικά δικαιώματα δεν είχαν και όφειλαν να έχουν έναν «προστάτη», έναν αθηναίο εγγυητή. Οι δούλοι διαφοροποιούνται από το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς: άλλοι ανήκουν σε ιδιώτες και άλλοι στην πόλη, απαρτίζοντας την αστυνομία και απασχολούμενοι σε δημόσια έργα. Εργάζονται σε αγρούς, σε σπίτια, σε βιοτεχνίες και εργαστήρια, σε δικό τους χώρο χωρίς την παρουσία αφεντικού (οι «χωρίς οικούντες») και στα ορυχεία του Λαυρίου. Ο ξυλοδαρμός και ο βασανισμός ήταν η συνήθης μεταχείριση αν και ο δούλος μπορούσε να ζητήσει να πουληθεί σε άλλον αφέντη. Επισκέπτες από ολιγαρχικές πόλεις εκπλήσσονται διαπιστώνοντας ότι το δικαίωμα στον ξυλοδαρμό ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον αφέντη αλλά και με την ενδυματολογική ομοιότητα μεταξύ των δύο. Στους «χωρίς οικούντες» δούλους επιτρεπόταν να δουλεύουν με αμοιβή, καταβάλλοντας στο αφεντικό τους την «αποφορά» και συγκεντρώνοντας έτσι το ποσό για την εξαγορά της ελευθερίας τους. Ευκολότερος τρόπος να γίνει ένας δούλος «απελεύθερος» ήταν να δανειστεί το απαιτούμενο ποσόν από κάποιον από τους αθηναϊκούς «εράνους» αποπληρώνοντάς το στη συνέχεια. Ο δούλος μπορούσε να ελευθερωθεί και από τον κύριό του ή ακόμη και από την πόλη που ελευθέρωνε δούλους μαζικά στιςκρίσιμες πολεμικές περιόδους, όταν χρειαζόταν περισσότερους πολεμιστές.

Η αφύπνιση της ατομικής συνείδησης Κλαίρη Ευστρατίου

Μελανόμορφος κρατήρας του 7ου αι. π.Χ. με υπογραφή ΑΡΙΣΤΟΝΟΦΟΣ ΕΠΟΙΣΕΝ. Ρώμη, Μουσείο Conservatori. Στη μετάβαση από την ύστερη εποχή του Χαλκού στην εποχή του Σιδήρου, τα σχηματοποιημένα φυσιοκρατικά θέματα της μυκηναϊκής εποχής θα μετατραπούν πάνω στα αγγεία σε σχήματα γεωμετρικά. Στη στροφή από τον 8ο στον 7ο αιώνα π.Χ., οι κεραμίστες είναι επώνυμοι και υπογράφουν τα έργα τους. Από τον 6ο αιώνα και μετά, αναγράφεται συχνά και το όνομα του ζωγράφου. Τον ίδιο καιρό εμφανίζονται ονόματα καλλιτεχνών και στη γλυπτική, που τον 5ο και τον 4ο αιώνα επικεντρώνεται στη ρεαλιστική απόδοση προσωπικοτήτων. Έπεται η τέχνη του πορτρέτου που, ως το τέλος του ελληνορωμαϊκού κόσμου, θα καλλιεργήσουν γλύπτες επιδέξιοι αλλά ανώνυμοι.

Πρόσωπο και ανθρώπινη οντότητα στο βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο Σπύρος Τρωιάνος

Ο Τερτυλλιανός υπήρξε και σημαντικός νομικός που ασχολήθηκε με τη φύση του εμβρύου. Θεωρείται το έμβρυο ζωντανός οργανισμός; Και αν ναι, από ποιο χρονικό σημείο και μετά; Σε αντίθεση με την πλατωνική φιλοσοφία, για τους στωικούς το έμβρυο δεν αποτελεί ξεχωριστή οντότητα και η δική τους θέση θα κυριαρχήσει στην κλασική ρωμαϊκή νομική σκέψη. Κατά τη διάρκεια της συμβασιλείας του Σεπτίμιου Σεβήρου και του Αντωνίνου Καρακάλλα (195-211 μ.Χ.) θεσπίστηκε διάταξη για την τιμωρία της άμβλωσης, για λόγους όμως εξαπάτησης του συζύγου. Η χριστιανική διδασκαλία προσανατολίστηκε προς την οντολογική αυτοτέλεια του εμβρύου. Η Εκκλησία θεωρεί την παρεμπόδιση της γέννησης ανθρωποκτονία, μόνο αν το έμβρυο έχει ήδη λάβει μορφή ανθρώπου. Ο Τερτυλλιανός παραπέμπει σε χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης που επηρέασε τόσο τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα όσο και την «Εκλογή» των Ισαύρων. Πότε όμως έχει λάβει το έμβρυο ανθρώπινη μορφή; Το ερώτημα συνδέθηκε με την απόκτηση της ψυχής. Κατά τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα η ψυχή «εμφυτεύεται» με την είσοδο του σπέρματος στη μήτρα. Ο Τερτυλλιανός προσθέτει ότι η ψυχή μεταδίδεται κληρονομικά από τους γονείς. Αν και, λοιπόν, διαθέτει ψυχή, το έμβρυο αποκτά ανθρώπινη μορφή και υπόσταση μόνο σαράντα ή ενενήντα μέρες μετά τη σύλληψη, ανάλογα με το γένος. Τη φαινομενική αντίφαση αίρει η αριστοτελική διάκριση της ψυχής σε «φυτική», «αισθητική» και «λογική» που αργότερα εμφανίζεται ως επίσημη θέση της Εκκλησίας. Ο Γρηγόριος Νύσσης που υποστήριξε ότι η λογική ψυχή ενυπάρχει από τη στιγμή της σύλληψης είναι ο επιφανέστερος από τους λιγοστούς πολέμιους αυτής της άποψης. Θα τον ακολουθήσει τον 9ο-10ο αιώνα ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας. Χωρία του Γεώργιου Σχολάριου και του Θεοφάνους Μηδείας (15ος αιώνας) αποδεικνύουν ότι οι απόψεις του Αρέθα δεν επικράτησαν.

Η ανθρωποκεντρική κοσμοθεωρία της Αναγέννησης και η λατρεία του προσώπου Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα

Ντομένικο Βενετσιάνο, Προσωπογραφία πατρικίας, περ. 1450, Μουσείο Ντάλεμ, Βερολίνο. Η αλαζονική αποθέωση του ανθρώπου χαράσσει το σημείο τομής ανάμεσα στον αρχαιοελληνικό και τον αναγεννησιακό ανθρωποκεντρισμό. Η διαφορά ανάμεσα σε έναν Μανέτι, που αντιπροσωπεύει τον αστικό, θετικιστικό και φιλελεύθερο ουμανισμό των αρχών του φλωρεντινού Κουατροτσέντο, και έναν Φιτσίνο, που σημειώνει τη στροφή προς τον νεοπλατωνικό ιδεαλισμό της εποχής των Μεδίκων, είναι ότι ο πρώτος βλέπει την ολοκλήρωση του ανθρώπου στην πολιτική και πρακτική ζωή ενώ ο δεύτερος εξαρτά την ηθική τελείωση από τον θεωρητικό βίο και την ενατένιση. Ο αριστοτελικός φιλόσοφος Πιέτρο Πομπονάτσι θέτει την ηθική τελείωση ως ύψιστο σκοπό της ζωής. Τον πιο τολμηρό και προφητικά μοντέρνο ορισμό της ελευθερίας δίνει ο Πίκο ντέλα Μιράντολα (1463-1494): βλέποντας ως προνόμιο την ελευθερία του ανθρώπου να επιλέξει τη θέση του στον κόσμο, μεταθέτει ακέραιη την ευθύνη του ανθρώπινου πεπρωμένου στη συνείδηση του ατόμου. Ο Ηρακλής και ο Προμηθέας ήταν οι μυθικές μορφές που ενσάρκωναν την ενεργητική ζωή και τη δημιουργική επινοητικότητα, μια αρετή που εκφράστηκε στο θεωρητικό έργο του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι. Η χαρακτηριστική για την εποχή λατρεία του προσώπου εκδηλώνεται στις βιογραφίες και αυτοβιογραφίες, στις προσωπογραφίες, στους τάφους με το πορτρέτο του νεκρού, στα προσωπικά εμβλήματα, ακόμη και στην ιστορία της τέχνης του Τζιόρτζιο Βαζάρι. Το δόγμα εξανθρωπίζεται και το ρίγος του ανθρώπινου πάθους διατρέχει τις ιερές σκηνές. Οι άυλες βυζαντινές μορφές εμψυχώνονται από ανθρώπινα αισθήματα, αλλαγή που αντανακλάται και στην Παλαιολόγεια τέχνη. Ο εκσυγχρονισμός των θρησκευτικών σκηνών θα ολοκληρωθεί στην Πρώιμη Αναγέννηση τον 15ο αιώνα, όταν οι καλλιτέχνες θα ντύσουν τους ήρωές τους σύμφωνα με το συρμό της εποχής τοποθετώντας τους σε δρόμους και πλατείες μιας πολιτείας.

Το άτομο μέσα από τις εργόχειρες κεντητές υφαντές υπογραφές των μεταβυζαντινών και νεοελληνικών χρόνων Κατερίνα Κορρέ-Ζωγράφου

Χρυσοκέντητος ενεπίγραφος επιτάφιος που φιλοτέχνησε η κεντήστρα Θεοδοσία της Πούλοπος το 1599. Μουσείο Μπενάκη, αρ. αντ. 9338. Οι ενυφασμένες ή κεντημένες υπογραφές στη διάρκεια αυτών των αιώνων μπορούν να ενταχθούν σε ποικίλες κατηγορίες ανάλογα με: α) τον τεχνίτη και τον τόπο καταγωγής, τον τόπο δράσης ή την ασχολία του, β) τους αναθέτες/αφιερωτές ή δωρητές, γ) τις συνδυασμένες υπογραφές κατασκευαστή και αναθέτη, δ) τον κάτοχο και ε) τις τυποποιημένες εκφράσεις στις οποίες οι υπογραφές εμπεριέχονται. Στους βυζαντινούς χρόνους, οι αφιερωματικές επιγραφές αναφέρουν ονόματα αυτοκρατόρων, όχι υφαντών, και χαρακτηριστική είναι η ανωνυμία που καλύπτει τους χρυσοκλαβάριους. Οι ορθόδοξοι καλλιτέχνες αρχίζουν να υπογράφουν τα έργα τους κυρίως από τα μέσα του 16ου αιώνα. Τα εκκλησιαστικά υφαντά και κεντητά συνήθως υπογράφονται, στα κοσμικά οι υπογραφές σπανίζουν. Στους μεταβυζαντινούς χρόνους ο παραδοσιακός τεχνίτης δρα με «ταπεινοφροσύνη» και με τους περιορισμούς που του επιβάλλει η τοπική παράδοση. Τα παλαιότερα ενεπίγραφα κοσμικά κεντήματα προέρχονται από την Κρήτη. Τα δύο παλαιότερα (έτη 1697, 1726) βρίσκονται στο Μουσείο Metropolitan στη Νέα Υόρκη ενώ στο Λονδίνο, στο Victoria and Albert, φυλάσσονται τρία ακόμη παραδείγματα από τα έτη 1733, 1757 και 1762. Μετά την έλευση του Όθωνα επικρατεί μια γενικότερη μόδα αντιγραφής από χαρακτικά. Στο β΄μισό του 19ου αιώνα, καθιερώνονται τα κεντητά μονογράμματα με τοπικές ιδιομορφίες στη Νίσυρο, τη Μικρασία, την Κύπρο κ.α.

Άλλα θέματα: Μινωικά ευρήματα στην πόλη της Σητείας Μεταξία Τσιποπούλου

Πετράς. Υστερομινωικός ΙΙΙΑ σφραγιδόλιθος από ίασπι. Στη μεγάλη πρωτομινωική νεκρόπολη στην Αγία Φωτιά, τα πολλά κυκλαδικά στοιχεία στα κτερίσματα δημιούργησαν την εντύπωση ότι το νεκροταφείο ανήκε σε αποικία Κυκλαδιτών. Αναζητώντας τον οικισμό στο λόφο των Κουφωτών, αποκαλύφθηκαν δύο κυκλικά κτίσματα της Μεσομινωικής ΙΙ φάσης, ανεπιβεβαίωτης ταφικής χρήσης. Στο τέλος της Προανακτορικής εποχής ανήκει μεγάλο ορθογώνιο κτίριο, μοναδικό σε όλο το Αιγαίο, με κεντρική αυλή και 36 χώρους. Η συμμετρία του, η κεντρική αυλή και η εσωστρέφεια των δωματίων που βλέπουν όλα προς αυτή αλλά και η επιδίωξη μνημειώδους εντύπωσης αποτελούν στοιχεία πρωτοφανή για τη μινωική αρχιτεκτονική. Το κτίριο έζωνε οχυρωματικό τείχος με τέσσερις πύργους. Χίλια περίπου στρέμματα ερευνήθηκαν επιφανειακά. Οι σημαντικότερες θέσεις ήταν από τη Νεοανακτορική εποχή και τον 7ο αιώνα π.Χ. Από το 1985 άρχισε η συστηματική ανασκαφή στην παραθαλάσσια θέση του Πετρά πλάι στη Σητεία, όπου ερευνήθηκαν δύο νεοανακτορικά διώροφα σπίτια που καταστράφηκαν στην Υστερομινωική Ια εποχή. Χαραγμένα σημάδια σε κάποια από τα 500 περίπου αγγεία επιτρέπουν την υπόθεση για ύπαρξη πινακίδων. Βρέθηκε υστερομινωικό Ια ακέραιο λίθινο πατητήρι σταφυλιών και ενδείξεις για κατοίκηση κατά την Πρωτομινωική και Μεσομινωική φάση. Στην κορυφή του λόφου αποκαλύφθηκε μεγάλο νεοανακτορικό κτίριο σχεδόν «μεγαλιθικής» κατασκευής. Εξαιρετικά σπάνιο για την Κρήτη είναι το κυκλώπειο υστερομινωικό Ι οχυρωματικό τείχος με τεράστιους τετράγωνους πύργους. Ο λόφος είχε κατοικηθεί από την Τελευταία Νεολιθική μέχρι την Υστερομινωική ΙΙΙΑ. Τα νεολιθικά λείψανα φαίνεται πως συνδέονται με τα Δωδεκάνησα. Εντοπίστηκε επίσης σημαντικό υστερομινωικό Ι κεραμικό εργαστήριο. Εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα από την πόλη της Σητείας ως τη Μονή Τοπλού δείχνει ότι ο κόλπος είχε πυκνή μινωική κατοίκηση.

Ο θεός της βλάστησης και ο Κρηταγενής Ζευς Νίκος Ξένιος

Πήλινο ειδώλιο λατρευτή με εγχειρίδιο από το «ιερό κορυφής» του Πετσοφά (περ. 20ός αι. π.Χ.). Είναι το βρέφος της Δίκτης που έθρεψε η Αμάλθεια, Δίας ή «νυχτοπερπατητής» Ζαγρέας, πρόγονος του ελλαδικού Διόνυσου; Οι ρίζες του πρωτότυπου διονυσιασμού βρίσκονται στην αρχαιοκρητική λατρεία του βλαστικού δαίμονα; Ήταν μια μυστηριακή λατρεία των λαϊκών τάξεων, μια θρησκεία εθνική ή κάποιο σύστημα «πρακτικής» μεταφυσικής; Με αυτά τα ερωτήματα κλείνει ο συγγραφέας, έχοντας υποστηρίξει ότι ο κορυφαίος δαίμων γεννιέται από τη Μητέρα-Φύση. Άλλοτε Διογενής, άλλοτε Διόνυσος, άλλοτε Ζαγρεύς κι άλλοτε Ζευς, το παιδί της Φύσης δεν είχε καθορισμένο φύλο, πέθαινε κάθε καλοκαίρι και ξαναγεννιόταν την άνοιξη και είχε σωτήριες, θεραπευτικές ιδιότητες. Ίσως ο «Κρηταγενής» Δίας να ήταν άλλη μια έκφραση του Κορυφαίου αυτού Κούρου που αντιπροσώπευε την αθανασία και λατρευόταν οργιαστικά.

Αποτύπωση ανασκαφών με γεωδαιτικές μεθόδους. Εφαρμογή στην ανασκαφή Μάνδαλου Γιαννιτσών Γ. Δούκας, Α. Mπαντέλλας, Π. Σαββαΐδης

Φωτομωσαϊκό που απεικονίζει τμήμα της ανασκαφής. Οι γεωδαιτικές μέθοδοι αποτύπωσης του χώρου της ανασκαφής, χρησιμοποιώντας θεοδόλιχο, χωροβάτη, μετροταινία και συχνά ηλεκτρονικά όργανα μέτρησης αποστάσεων (EDM), πετυχαίνουν μικρή διάρκεια, μονιμότητα των σημείων αναφοράς και ακρίβεια, δεν διακόπτουν τις ανασκαφικές εργασίες, απαιτούν προσωπικό μόνο δύο ατόμων και δίνουν τη δυνατότητα της δημιουργίας αρχείων δεδομένων και αποτελεσμάτων στον υπολογιστή. Το μειονέκτημά τους είναι η αδυναμία απόδοσης των λεπτομερειών ενός αντικειμένου. Το πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι φωτογραμμετρικές μέθοδοι αποτύπωσης που όμως απαιτούν ειδικά όργανα και ειδικευμένο προσωπικό. Στην αποτύπωση των προϊστορικών ευρημάτων της ανασκαφής στο Μάνδαλο Γιαννιτσών χρησιμοποιήθηκε ένας συνδυασμός γεωδαιτικών μεθόδων και φωτογράφισης με απλή φωτογραφική μηχανή 35mm.

Ιστορική τεχνολογία Γιώργος Βαρουφάκης

Αναπαράσταση κεραμικού κλιβάνου Αγ. Τριάδας, Κρήτη. Η εκπαίδευση αρχαιολόγων και ιστορικών δεν τους προετοιμάζει για την αντιμετώπιση θεμάτων τεχνικής και τεχνολογίας που προκύπτουν από ανασκαφές ή αρχαία κείμενα. Συνηθισμένο είναι το λάθος να θεωρείται ο μπρούτζος, κράμα χαλκού και κασσίτερου, «λαϊκό» συνώνυμο του ορείχαλκου, που όμως είναι κράμα χαλκού και ψευδάργυρου, άγνωστο πριν από την Ελληνιστική εποχή. Απαραίτητη είναι επίσης η γνώση των διαφορών ανάμεσα στους κεραμικούς και τους μεταλλουργικούς κλιβάνους. Η έλλειψη τεχνικών γνώσεων αντανακλά και στην απώλεια πληροφοριών. Στη λίθινη επιγραφή από την Ελευσίνα του 4ου αιώνα π.Χ., αναφέρεται παραγγελία για την κατασκευή των μπρούτζινων πόλων και εμπολίων ανάμεσα στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνιας Στοάς, που θα ανεγειρόταν μπρος στο Τελεστήριο της Ελευσίνας. Οι αρχαιολόγοι αναγνώστες της επιγραφής δεν είδαν ότι στην παραγγελία περιλαμβανόταν το αρχαιότερο ευρωπαϊκό πρότυπο, με προδιαγραφές για το μίγμα χαλκού και κασσίτερου. Η επιγραφή αποτελεί επίσης την πρώτη γραπτή μαρτυρία για την εισαγωγή του τόρνου στην ιστορία των μετάλλων. Καθώς οι τεχνικοί πειραματίζονται με τις πληροφορίες που παρέχουν τα κείμενα, οι μύθοι, η εικονογραφία, συμβάλλουν στην ανασύνθεση της εξελικτικής πορείας των τεχνικών. Ιδιαίτερα χρήσιμη θεωρείται η συστηματική διδασκαλία της ιστορικής τεχνολογίας στα ΑΕΙ.

Τοπογραφία και ανάπτυξη των αρχαίων πόλεων-κρατών της Ελλάδας Βούλα Μέγα

Βαθμίδα ανάπτυξης πόλης-κράτους και μέγεθος σημερινού οικισμού. Οι πόλεις–κράτη της αρχαιότητας κυριαρχούν από τα μέσα της Αρχαϊκής ως το τέλος της Κλασικής εποχής. Οι σημαντικότερες από τις πόλεις που αποκάλυψαν οι αρχαιολόγοι κατατάσσονται σε τέσσερις βαθμίδες ανάπτυξης, που μετριέται βάσει της ιστορικής παρουσίας τους και των αξιών που μας κληροδότησαν. Στην πρώτη βαθμίδα κατατάσσονται η Αθήνα και η Σπάρτη, στην τέταρτη οι πόλεις που ανέτειλαν και έδυσαν γρήγορα: Μεγαλόπολη, Ραμνούντα, Μαντίνεια, Μεσσήνη, Θέρμο, Στράτο, Κασσόπη και Σαμοθράκη. Στη δεύτερη βαθμίδα κατατάσσονται πόλεις πλούσιες και ισχυρές: Κόρινθος, Άργος, Ρόδος, Θήβα, Θάσος και η Δήλος ως εμπορικό κέντρο. Πόλεις μέσης σημασίας κατατάσσονται στην τρίτη βαθμίδα: Ερέτρια, Αίγινα, Συκιώνα, Δωδώνη, Νάξος, Κως. Η τοπογραφία τους είναι συγγενική και συνδυάζει μια πεδινή ή παραθαλάσσια κάτω πόλη με μιαν Ακρόπολη. Συγγενικές είναι και οι μορφές δόμησης, ακανόνιστης ως τον 5ο αιώνα, οπότε εμφανίζεται η οργανωμένη δόμηση που αποδίδεται στον Ιππόδαμο. Καθώς το στατιστικό δείγμα των «κυριότερων πόλεων–κρατών» είναι πολύ ελλειπτικό για να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσον η τοπογραφία κυοφόρησε διαχρονικές θέσεις οικισμών, μια τέτοια έρευνα πρέπει να ξεκινήσει αντίστροφα από τους σημερινούς οικισμούς. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ως προς το ότι η βαθμίδα αρχέγονης ανάπτυξης, με μία από τις συνισταμένες της την ομαλή πεδινή τοπογραφία, είναι δείκτης της αδράνειας των οικισμών στο χώρο.

Ένταξη νέων χρήσεων σε υφιστάμενα κελύφη Φ. Βερδέλης, Μ. Γραφάκου και άλλοι

Λαύριο, η εξέδρα. Σκέψεις-σκίτσα για το χώρο. Διδακτική ομάδα αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ απασχολήθηκε με το ζήτημα της χρησιμοποίησης παλαιών κελύφων με προσθήκες, κατεδαφίσεις και αναδιαρρυθμίσεις που θα εξυπηρετούν τη νέα χρήση, θα χρησιμοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία και θα στοχεύουν στην ανανέωση της μορφής του αστικού χώρου χωρίς να καταργούν την ταυτότητά του. Πραγματοποιήθηκε μέσα στον αστικό χώρο μια κριτική, δειγματοληπτική αξιολόγηση κτιρίων που έχασαν την αρχική τους χρήση και απέκτησαν μια νέα. Οι λόγοι είναι διάφοροι: βαθμιαίος μετασχηματισμός της περιοχής σε «κέντρο πόλης» που τα μετέτρεψε σε επαγγελματικούς χώρους, υποβάθμιση της περιοχής που τα εκκένωσε πριν μετατραπούν από κάποιο δημόσιο φορέα σε χώρο κοινωφελή στο πλαίσιο αναβάθμισης της γειτονιάς κ.ά. Ενδιαφέρουσα ομάδα αποτελούν οι αποθηκευτικοί ή επαγγελματικοί ισόγειοι χώροι που μετατράπηκαν σε θεατρικούς, όπως το Θέατρο της οδού Κυκλάδων ή το Απλό Θέατρο. Στα παραδείγματα που εξετάστηκαν, στην απόφαση χρησιμοποίησης ενός υπάρχοντος περιβλήματος κοινός ήταν ο οικονομικός παράγοντας. Η μετατροπή χρήσης μελετήθηκε για δύο μικρά κτίρια στην περιοχή του Λόφου Σκουζέ. Ερευνήθηκε όμως και η κατηγορία των βιομηχανικών κτιρίων που απαντούν συχνά και προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες επέμβασης. Συγκεκριμένα: ο ατμοηλεκτρικός σταθμός Νέου Φαλήρου, το εργοστάσιο τσιμέντου «Άτλας», το υπόστεγο και η εξέδρα στο Λαύριο και η Δημοτική αγορά Καρδίτσας.

Οι τροφές των αρχαίων Eλλήνων και η ένταξή τους στο οικονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό σύστημα της κλασικής Eλλάδας Μαρία Σαρρή

Ενυπόγραφη αθηναϊκή κύλικα με παράσταση κυνηγού από το Vulci (Ετρουρία), 550-525 π.Χ. Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Για τους αρχαίους Έλληνες, σημαντικότερη από την κτηνοτροφία ήταν η γεωργία, και η ιδιοκτησία του γεωργικού κλήρου στήριζε την πολιτική διάρθρωση της κοινωνίας. Στις καλλιέργειες κυριαρχούσαν τα δημητριακά, οι ελιές και τα αμπέλια, δώρα της Δήμητρας, της Αθηνάς και του Διονύσου. Η οργάνωση του χρόνου με βάση τις αγροτικές εργασίες αντικατοπτρίζεται σε ονόματα μηνών και σε θρησκευτικές γιορτές. Οι αρχαίοι εισήγαγαν σιτηρά από τη Σικελία, τη Θράκη, τον Πόντο και την Αίγυπτο, παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τη Μαύρη θάλασσα και αλάτι από την Ταυρική χερσόνησο και τον Εύξεινο πόντο. Τα πολλά είδη ψωμιού μαρτυρούν τη μεγάλη του κατανάλωση. Τη γεύση ή την οξύτητα του κρασιού βελτίωναν με την προσθήκη θαλασσινού νερού, κιμωλίας, αρωματικών φυτών κ.ά. Σε ανέρωτο κρασί βουτούσαν οι αρχαίοι λίγο ψωμί που μαζί με ελιές και σύκα αποτελούσε το πρωινό τους, το «ακράτισμα». Η πιο αγαπημένη ζωική τροφή ήταν τα ψάρια, ιδιαίτερα τα παστά. Μεγάλη κατανάλωση είχαν όσπρια και λαχανικά, τυρί αυτούσιο ή σε διάφορα παρασκευάσματα, οστρακόδερμα και ακριβά χέλια από τους πλούσιους. Η χρησιμότητα των κατοικίδιων ζώων απέτρεπε τη σφαγή τους κι έτσι καταναλωνόταν κυρίως το φθηνό χοιρινό. Οι φτωχοί έτρωγαν βοδινό στις μεγάλες δημόσιες θυσίες και οι πλούσιοι εμπλούτιζαν το φαγητό τους με το κυνήγι. Στα συμπόσια, μετά το «δείπνον», οι συζητήσεις και η διασκέδαση συνοδευόταν με νερωμένο κρασί, ξηρούς καρπούς και φρούτα. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το μέτρο και η εκλεκτικότητα εντασσόταν στην όλη «δίαιτα» του ανθρώπου, με την αρχαία έννοια του «τρόπου ζωής», που ο Ιπποκράτης θεωρούσε πολύτιμη για την υγεία.

Ιστορία της ίδρυσης και στέγασης του Ανθρωπολογικού Mουσείου Λίλιαν Kαραλή-Γιαννακοπούλου

Οι συλλογές του Ανθρωπολογικού Μουσείου καλύπτουν όλες τις φάσεις της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου. Το Ανθρωπολογικό Μουσείο, από τα πρώτα στην Ευρώπη, ιδρύθηκε το 1886 από τον Κλων Στέφανο. Μετά από βίο περιπετειώδη λόγω συνεχών μεταστεγάσεων, τώρα στεγάζεται παραγκωνισμένο στο ισόγειο του κτιρίου της έδρας Ιστολογίας και Βιολογίας. Σπουδαίας σημασίας αποκτήματα είναι οι σιδηρόδετοι σκελετοί του Π. Φαλήρου, οστά από την προϊστορική Ασίκη, από τον Άγιο Κοσμά Αττικής και σκελετοί από την Κεφαλονιά και τη Θέρμη, τη Μυτιλήνη και την Κρήτη. Πολύτιμες δωρεές (Butot, Reinach) δημιούργησαν μια ολοκληρωμένη εικόνα εξέλιξης από τη Νεολιθική εποχή ως την εποχή του Σιδήρου. Μεγάλες προϊστορικές συλλογές παραχώρησε και ο καθηγητής Μ. Μητσόπουλος, ενώ ο Α. Μάρκοβιτς κληροδότησε ευρήματα από ανασκαφές σπηλαίων.

Αρχαιολογία και εκπαίδευση Όλγα Δάσιου

Αμφορέας του Εξηκία (530 π.Χ.) με τον Αίαντα και τον Αχιλλέα να παίζουν ζάρια. Η συγγραφέας εισηγείται την εισαγωγή της αρχαιολογίας ως ιδιαίτερου μαθήματος στα ελληνικά σχολεία της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επιχειρηματολογώντας, επισημαίνει ότι οι παραστάσεις που αποκτούν τα παιδιά από μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους ή ακόμη και από προβολές διαφανειών ή ταινιών, συμβάλλουν στη βαθύτερη κατανόηση των αρχαίων κειμένων και της ιστορίας. Στην έλλειψη αρχαιογνωστικής κατάρτισης των Ελλήνων αποδίδεται η ξενομανία, η αρχαιοκαπηλία και η διαμάχη με τους αρχαιολόγους σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων. Τέλος, διατυπώνονται προτάσεις για τη μεταβατική περίοδο έως ότου λυθεί το πρόβλημα. Το άρθρο συνοδεύεται από εκτενή βιβλιογραφία που απευθύνεται σε όσους φιλόλογους καθηγητές επιθυμούν να προσθέσουν στη διδασκαλία τους και την αρχαιολογική παράμετρο.

Τα κεραμικά του παρεκκλησίου της Φανερωμένης της Σαλαμίνας Γιώργος Νικολακόπουλος

Η πίσω όψη πινακίου με ζωγραφισμένο–εγχάρακτο διάκοσμο. Κόρινθος, β΄μισό 13ου-αρχές 14ου αι. Στο μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης, κολλημένο στο νότιο τοίχο του καθολικού βρίσκεται παρεκκλήσι με εννέα εντοιχισμένα κεραμικά. Από τρία πινάκια κοσμούν τη νότια θύρα και το παράθυρο της αψίδας, ενώ το παράθυρο του αετώματος στον ανατολικό τοίχο επιστέφουν τρεις σκύφοι. Ένα από τα πινάκια της νότιας πλευράς, κατασκευασμένο στην Κόρινθο στο β΄μισό του 13ου ή στον πρώιμο 14ο αιώνα, αποτελεί θαυμάσιο δείγμα του είδους ζωγραφισμένο–εγχάρακτο (painted-sgraffito). Ίδιας τεχνικής και χρονολόγησης είναι και ο ένας από τους σκύφους. Δύο από τα πινάκια της κεντρικής αψίδας, διακοσμημένα με στυλιζαρισμένα φυτικά μοτίβα, είναι ιταλικά κεραμικά της Πίζας του 15ου ή των αρχών του 16ου αιώνα.

Το νομοσχέδιο για το ΤΑΠΑ Βαγγέλης Βασιλακάκης

Αρχαιοκαπηλία, ιδιώνυμο αδίκημα.

Το σχέδιο νόμου του ΥΠΠΟ για τη διαφύλαξη και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς θεσπίζει ιδιώνυμα αδικήματα για κάθε μία από τις δράσεις που σχετίζονται με την «αρχαιοκαπηλία». Τα αδικήματα αυτά επισύρουν βαρύτατες ποινές, αμφίβολης όμως αποτελεσματικότητας. Το βάρος της ποινής επηρεάζει και η αξιολόγηση των προστατευόμενων έργων σε: α) έργα πολιτισμού, β) εξέχοντα έργα πολιτισμού και γ) έργα πολιτισμού μικρής αξίας. Στα προβληματικά σημεία του νομοσχεδίου συγκαταλέγονται ο χαρακτηρισμός ενός έργου ως εξέχοντος μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, η αστυνομικής λογικής διάταξη που θεσμοθετεί το «κάρφωμα» και η απουσία μέριμνας για τη δράση των ξένων αρχαιοκαπήλων στη χώρα μας.

Η πολιτιστική κληρονομιά σε νέες περιπέτειες Βασίλης Δωροβίνης

Η οικία του Ερνέστου Τσίλερ (Μαυρομιχάλη 8). Το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο του ΥΠΠΟ διέψευσε τις ελπίδες όσων περίμεναν να δημιουργηθεί ένας Ενιαίος Φορέας Προστασίας που θα εφαρμόσει και θα επεκτείνει τις ρυθμίσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς στο πλαίσιο της πολεοδομίας ή του περιβάλλοντος. Η προχειρότητα του νομοσχεδίου αποκαλύπτεται στην ίδια τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου: ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Νεοτέρων Μνημείων απουσιάζει, από τα μέλη απουσιάζει ένας αρχιτέκτονας. Μάλιστα, από τον Διευθυντή απαιτείται αόριστη «εμπειρία σε θέματα διοίκησης» και πτυχίο ΑΕΙ οποιουδήποτε κλάδου. Επικίνδυνη κρίνεται τόσο η αοριστία των «οικονομικών» διατάξεων όσο και η απομάκρυνση του ιδιωτικού κεφαλαίου από το παιχνίδι της διατήρησης.

Αρχαίο πνεύμα αθάνατο Σπύρος Τρωιάνος

Τελετή αφής Ολυμπιακής φλόγας. Με αφορμή την ιστορία του Μπεν Τζόνσον, ειπώθηκε ότι και στην αρχαιότητα υπήρχαν διάφοροι τρόποι που επηρέαζαν την έκβαση μιας αγωνιστικής αναμέτρησης. Μια διάταξη των αυτοκρατόρων Ουαλεντινιανού, Θεοδοσίου Α΄ και Αρκάδιου του έτους 389 εντάχθηκε στον Θεοδοσιανό Κώδικα στα τέλη της δεκαετίας 420-430. Ορίζει ότι όποιος ανακαλύψει μάγο πρέπει υποχρεωτικά να τον παραδώσει στη δικαιοσύνη. Η έσχατη ποινή προβλέπεται για όποιον από τους agitatores («ελαύνοντες», μετέφρασαν) ή άλλους τολμούσε να εξοντώσει το μάγο ιδιωτικά. Η διάταξη με αυτούσιο το λατινικό της κείμενο προστέθηκε το 534 στον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Επεξήγηση ερμηνεύει τη λέξη «agitatores» ως τους ηνιόχους στις αρματοδρομίες.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Άποψη από τις ανασκαφές στην αρχαία Αντρώνα Φθιώτιδας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Μυκηναϊκό νεκροταφείο στην Αντρώνα της Φθιώτιδας – Μόλις 400 μ. στα ανοιχτά του Κάβο Βόδι στη Ρόδο εντοπίστηκε ναυάγιο με χιακούς αμφορείς του 5ου αιώνα π.Χ. – Το Γαλλικό Ινστιτούτο της οδό Σίνα προσφέρει τις Παρασκευές δίωρα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης - Αρχίζουν οι υποβρύχιες έρευνες για τον εντοπισμό της βυθισμένης Ελίκης

Συνέδρια

Το 10 Διεθνές Συνέδριο Αρχαίων Χαλκών διοργανώθηκε στο Freiburg, 18-22 Ιουλίου 1988, σε επαφή με το 13ο Διεθνές Συνέδριο Κλασικής Αρχαιολογίας (Βερολίνο, 24-30 Ιουλίου 1988) – Στο Κάστρο της Μονεμβασίας πραγματοποιήθηκε (6-8 Σεπτ. 1988) το 1ο Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης με θέμα «Η Μονεμβασία και ο Βυζαντινός και Μεταβυζαντινός κόσμος»

Εκθέσεις

Μόνο μια πρόγευση μας πρόσφερε η Πινακοθήκη τον Ιούνιο από τα ευρήματα του αυτοκρατορικού τάφου του Κιν Τσιχουάνγκ Τι – «Πανευρωπαϊκή» ονομάζει το ΤΕΕ τη «Β΄Έκθεση Αρχιτεκτονικής» που οργάνωσε με επαρχιακό στιλ από τις 25 Μαΐου ως τις 15 Ιουνίου – «Το πραγματικό, το ψεύτικο και το έργο τέχνης» ήταν ο τίτλος έκθεσης που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη, στο Asian Society

Μουσεία

Διεθνή διάκριση κέρδισε το Μουσείο Αφής που έχει δημιουργήσει ο Φάρος Τυφλών – Διαχρονικό Μουσείο θα ιδρυθεί στην Πάτρα για την ιστορία της περιοχής από τα Νεολιθικά χρόνια ως τον 19ο αιώνα – Πρώτο στο είδος του στην Ελλάδα είναι το Αγροτομουσείο Μυκόνου (Open Air / Village Museum) που εγκαινιάστηκε πρόσφατα

Βιβλία

Μαριάννα Κορομηλά, Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα, εκδ. Πανόραμα, Αθήνα 1988 – Μαρίζα Ντεκάστρο, Αρχαιολογία. Ένα ταξίδι στο παρελθόν, Κέδρος, Αθήνα 1988 – Paul Faure, Parfums et aromates de l’ Antiquité, Fayard, Paris 1987 – Λουί Ντυμόν, Δοκίμια για τον Ατομικισμό, Ευρύαλος, Αθήνα 1988

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στη Lucca της Ιταλίας, 9-13 Μαΐου, έγινε συνέδριο με θέμα «Workshops on Marbles in Ancient Greece and Rome: Geology Quarries, Commerce, Artifacts» - Δύο διαλέξεις δόθηκαν στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με γενικό θέμα «Αρχαιομεταλλουργία – Στοιχεία Μεταλλουργίας και Μεταλλοτεχνίας από τον ελλαδικό χώρο» - Στις 3 Ιουνίου η Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία οργάνωσε δεύτερη εκπαιδευτική εκδρομή στην Ελευσίνα

Βιβλία, Δημοσιεύσεις

G.A. Wagner / E. Pernicka / M. Vavelidis / I. Baranyi / Y. Bassiakos, «Archaometallurgishe Untersuchungen auf Chalkidiki», Anschnitt 38/ 5-6 (1986), σ. 166-186 – E. Pernicka / I. Bassiakos / G.A. Wagner, «Goldvorkommen und antiker Bergbau auf der Kykladeninsel Sifnos»,Naturwissenschaften 69 (1982), σ. 39-40 - M. Vavelidis και G.C. Amstutz, «New Genetic Investigations on the Pb-Zn Deposits of Thassos (Greece)», στο J. Schneider (επιμ.), Mineral Deposits of the Alps and of the Alpine Epoch in Europe, Springer Verlag, 1983

English summaries: The individual in the city-state Jean-Pierre Vernant

The starting point of our research lies in Louis Dumond's distinction of two diametrically different Types of Individiuals, i.e. the endocosmic and exocosmic one. We wish to test the validity of this general classification by examining the overall situation in the archaic and classical Greece, between the eightth and fourth centuries B.C. First we must make two significant remarks. The first refers to the ancient Greek religion and society, while the second to the concept of individual in itself. Greek polytheism is a religion of endocosmic character. On the other hand, Greek society lacks hierarcy and is characterized by equality. The city defines, under the principle of equality, the body of individuals who comprise it. The second remark defines the concept of individual and individualism. We propose a classification which, although contains a disputable element, permits the clarification of the subject. a. The individual, stricto sensu: His position, role and merit in the social group, his limits, licence and relative autonomy in the institutional framework he belongs to. b. The subject: When speaking for himself in the first person singular, he gives a reliable account of certain characteristics, which define him as a unique being. c. The ego, the person: The entity of practical and psychological approaches, which grant the subject with a property of inwardness and uniqueness that promote it to a prototype, a sole and real being. Let's start from the individual. In order to examine his presence in Greece we have three accesses at our disposal: The individual evaluated as such in his uniqueness; the individual and his personal sphere: the private dimension; finally, the participation of the individual in social institutions, whose function has been of vital and crucial importance already since the classical age. We will refer to two examples of "unusual" individuals from the archaic period. Achilles, the hero warrior, on the one hand and Ermotimos or Epiphanides or Empedocles, the inspired magician, on the other. Already, since the years of the most archaic forms of cities — by the late eighth century — and the Homeric age, two sectors are roughly described, that are both related to and affect each other: the common and the private. The common sector was comprised of all the activities and practices, which must be typical of participation and in which the individual had to partake, if he wanted to be considered a citizen. While the private, was an undivided and absolutely personal sector. The burial rituals and monuments show the predominance of the private over the public sphere, exhibiting a wealth of sentimental bounds, which connected the individual with his human environment. In Attica, until the late sixth century, graves were purposed for a singe burial, thus extending the ideology of the heroic individual, heroic in its uniqueness. Leaving apart the private, we will examine the public sector. There existed: a series of institutions, which helped the promotion of certain aspects of the individual. Two examples, relevant to religious and law institutions, respectively, will elucidate our argument. Apart from the official religion there existed the Mysteries, such as the Eleusinian ones. They were performed under the auspices of the state, although they were accessible to every Greek-speaking individual, Athenian or foreigner, woman or man, slave or master. However, the presence of the individual in the core of public institutions becomes apparent mainly through the law evolution (see, for example, the poenal law and the will). As regards the subject, the use of the first person singular in a text may be interpreted in various ways, depending on the nature of the text and the form of expression. Finally, the Greeks of the archaic and classical era did have a knowledge of their ego, such as of their body, although this knoweledge and experience was different in quality from ours. Ego had weither boundaries nor unity. It was a field open to multiple forces, as H. Frankel has conceived it. This experience was mainly oriented inwards. The individual had to be sought and discovered in his human environment, which reflected like a mirror his image and consisted his alter ego: parents, children, friends. He did not create a closed internal world, which he had to penetrate in order to fully recognize or reveal himself. On the contrary, his justification lies upon the others. A like the eye cannot see itself, the individual is looking around him for self-understanding. The conscience of himsef was not the result of meditation or self-concentration. It was simply existential. Existence comes before the consciousness of existence. Therefore the common saying "l think, therefore, I exist" cannot be applied to an ancient Greek. The care about one's self, as it appeared in the late pagan period, will lead to a new concept of person, granting to the individual of the West his original characteristics and distinct physiognomy. This change took place during the third and fourth centuries AD. Peter Brown has masterly elucidated the circumstances and the impact of this new approach and attitude on the social, religious and spiritual sphere. The appearance of the saint, the man of God, the ascete, introduced a new type of individual who had abandoned the trivial world and set himself free from the bounds of society in order to pursuit his true ego. The search for God and the investigation of ego was the duality of the same lonesome trial. A new form of identity was thus realized: it defined the human being on the base of his inmost thoughts. Here lies the very beginning of the modern type of individual. But this breach with the pagan past also manifested a sequence. These men were not deniers. During their search for God, for themselves, for God in themselves, they were looking at the earth. By gaining a celestial authority, which had sealed their physiognoly so as to be undoubtedly recognized by their contemporaries as real "friends of God", they were judged as qualified to complete their mission on earth. Augustine is an excellent witness of the change in the evolution of the human personality, when he speaks about the abyss of human conscience or when he wonders about the incomprehensibility and multiplicity of mans memory and the mystery of his existence. The new content of person was connected with a different and more intimate relation of the individual with God. Peter Brown underlines the variety of changes, which has affected the structure of ego during the fourth century AD. Thus, he remarks that the special attention and merit given to the supernatural, during this period of transformation, -has bound man to the world more dynamically than ever, by creating new or reformed institutions. The man of Augustine who dares to say "I", when talking to God, stands very far apart from the citizen of the classical city, i.e. the homo aequalis of the pagan antiquity, and is completely remote from the denier or the homo hierarchicus of the Indian civilization.

Human rights in classical Athens Andreas Lentakis

Human rights are a major issue in our social and political debates, therefore their definition and safeguarding must comprise the climax of democracy and humanitananism and be the prime pursuit of civilization. This article is a concise reference to the course of human rights from the Magna Carta of 1215 to the Universal Declaration of Human Rights of the UN and the relevant European Convention. Its purpose is to make clear the approach of a different society, such as the Athenian, and also to show the singificance of that society's contribution to the present reality of human rights. Human rights in Athens of the fifth and fourth century BC were safeguarded by the democratic regime, which typically was founded with Solon's legislation, but essentially started funcioning under Klesthenes' reformations, and reached its culmination with the so-called Pericles' "μισθοφορία". Seven units are examined in this article: 1. The rights and obligations of the free citizens, the status and content, that is, of the term "Citizen" in antiquity. 2. Women's rights. Although they represented half of the population of the free citizens they were treated as the juvenile of the ancient Greek society, because in all their life they firmly depended on a "master", who was entitled to exercise a strict patronage. 3. The rights of children, mainly boys, during their adolescence. 4. The rights of metics, the immigrants, that is, who were permanently settled in Athens. 5. The limited rights of slaves. They were divided into private and public slaves and, depending on their occupation, into slaves of fields, homes, workshops, mines; the slaves who worked in their own premises comprised a separate category. The conditions under which they could gain the free status are also numbered here. 6. The rights of the hetaerae, this particular kind of prostitute, who were usually someone's concubine for a certain period. 7. Opinions, arguments and declarations of intellectuals, especially sophists, that represent the most advance humanistic ideas of the ancient world and are more progressive than the Christian attitude and theories of St. Paul and other apostles regarding women or slavery.

The awakening of self-consciousness Clairie Eustratiou

The historic events and readjustments which took place in the wider Aegean region from the twelveth to the eight century BC, had a great effect on social life and artistic creation. In the eighth century BC the first signed vases appear, a fact meaning that the artist has started becoming aware of his individuality, therefore he proclaimes himself a creator through his signature. The inscription of the artist's name on works of sculpture, that occurs from the sixth century on, has presented us a long, interesting list of sculptors, while poetry and history has also transmitted to us the first eponymous personalities. The first attempts for the representation of realistic figures with individual features appear in the fifth and fourth centuries. The art of portraiture, which flourishes during the Roman period, assigns the prominent role in artistic creation not to the artist but to the work of art.

Man as individual or as a mere being in the Byzantino-Roman law Spyros Troianos

The answer to the questions revelant to the starting point of the human existence has periodically been related with the evolutionary process of the growth of the embryo. However, it has been founded more on theological theories, influenced by prevailing trends in each era, rather than on scientific, medical arguments. In the sphere of law, these questions are important for the determination of whether and since when, the embryo can be considered as a perfect individual and thus become a legal, protected estate and the object of special care by the legislator.

The anthropocentric cosmotheory of the Renaissance and the cult of Man Marina Lambraki-Plaka

The principle of the sophist Protagoras that "man is the measure of all things", which summarizes the anthropocentric cosrnotheory of ancient Greek civilization deserves to be the emblem of the Renaissance. On this basis the solidarity and contiguity of the two worlds can be explained as well as the frantic quest for principles and models in the sphere of Antiquity that became an obsession with the Renaissance man. The reorientation from the theocratic content and philosophy of the Middle-Ages to the new anthropocentric ideal of the Renaissance was realized under the omens of the crucial changes, which took place in the economic and social structure. Man' s realization of his potential and, consequently, his self-confidence encouraged him to question traditional values, the authenticity of the "ex revelation knowledge", the superstitions and terrors brought down to hom to him by the medieval period. The entire Humanistic movement, which functioned as the vital spine of Renaissance civilization, was focused on the study of Man; thus, an anthropocentric philosophy was developed, whose main characteristic was the central and prominent position Man held in the world of creation.

The individual through the hand-made embroidered and woven signatures of the post-Byzantine and modern Greek period Katerina Korre-Zografou

The signature, whether embroidered, woven, incised, written, carved or inlaid in various media — tissue, wood, stone, clay — expresses clearly the psychological need of the human being to imprint, by any means, his existence through time and thus, to gain and secure a kind of "immortality"... In this way, and already since the ancient Greek age man, either as a creator or as dedicator, has promoted his work, which in return has distinguished him not only among his contemporaries, but also among his descendants.

Minoan discoveries in the area of the gulf of Siteia in eastern Crete Metaxia Tsipopoulou

The gulf of Siteia, due to its geographic position, is of vital importance for a better understanding of the Minoan civilization, and its foreign relations, in particular. The author of the article has recently conducted a series of excavations and surface surveys both intensive and extensive, which have produced very interesting results. At Aghia Photia, a unique Late Prepalatial (Middle Minoan Ia) rectangular, fortified building was found, probably a predecessor of the Minoan Palace. An intesive survey in the vicinity showed, in addition, an occupation during Minoan and later times. At Petras, the excavation of a Minoan settlement (mainly Late Minoan Ia) begun in 1985. There also exists a big fortification wall of an almost Cyclopean appearance. During the thorough survey of the area twelve new archaological sites were located. Furthermore, a systematic and extensive survey over the entire area of Siteia Gulf revealed several Minoan, mainly coastal, settlements.

The god of vegetation and the Cretan Zeus Nikos Xenios

Inscriptions, cave excavations and sanctuaries on mountain tops testify to the cult of the Cretan Zeus. A study of the Sphragistics may lead to some conclusions on this orgiastic, mountainous cult. The surviving part of Euripides tragedy Κρήται (= the Cretans) clarifies certain details of the Kouretes ritual. Through this part of the tragedy is reflected a certain relation of Zeus with the Dionysus of the archaic and classical period. It is probable that the Cretan cult was the origin of all later Helladic cults of orgiastic character.

The measurement of excavations with geodetic methods Paris Savvaidis, Ioannis Doukas, A. Bandellas

In this paper the use of geodetic methods for the measurement of archaeological excavations is described along with the use of photographs taken with an ordinary 35 mm. camera for drawing up the plans of the excavation area. With the help of the above methods, the measurement of the excavation at the prehistoric site of Mandalos was accomplished.

Historic technology. Useful information for archaeologists and historians George J. Varoufakis

It is commonly accepted that recently graduated archaelogists do not possess enough knowledge of the notions and technical terminology required later on in museum or excavation work. Thus, they obtain their first knowledge of the various materials used by their ancestors within the archaeological environment. However, this experience is not enough to clarify in their minds basic technical terms, frequent in their scientific engagement, and as a result many things remain obscure. The study of ancient texts by a technician is another interesting subject, in such a text a technician can discover exceptionally important information about ancient technology, while an archaeologist can miss it since he is differently oriented and trained as regards science. An eloquent example is the today famous stone inscription of Eleusis of the fourth century BC. The text refers to a commission for bronze decorative elements. The commission includes in it contemporary technical and chemical standards, therefore its discovery is an important contribution to the history ot technology not only of Greece but also of the entire known world of the era. The inscription was found in the archaeological site of Eleusis in 1893 and was since kept in the small museum as an ordinary exhibit without anyone ever suspecting what extremely valuable information was hidden among the lines of its text. This commission was based on the oldest European prototype, a really thrilling fact! The first natural question that arises is how quality control was kept in that period since such a control would guarantee the model standards and would eliminate risk of adulteration. This argument is also supported by another inscription, which refers to the commission of the goddess Athena's anthemion in the Parthenon and informs us that the price of copper per talandon (twenty five to twenty six kilos) was thirty five ancient drachmas, while tin was exceedingly more expensive reaching two hundred and thirty drachmas for an equal quantity. Therefore, if there was no control, fraud would be only natural.

Topography and development of the city-state in ancient Greece Voula P. Mega

The most outstanding city-states in ancient Greece are examined in this article according to their topography and town-planning as they have been revealed and interpreted by archaeology. The classification of these city-states into four groups on the basis of their development in antiquity (population, prestige, wealth, colonies) and their symbolic significance in the course of history lead us to certain observations as regards their development and inertness in time and place. With the exception of Delos Island, which long ago has been treated as a museum in itself, the major cities continue to play an urban and political role. The under-developed cities have suffered more than the others from the decay caused by time. As regards topography, the cities of the advanced group are characterized by a regular micro- and macro-topography. They display low altitude and smooth slopes. Thus, topography seems to be related with the town-planning development of the cities through time. This relation between topography (definite and absolutely measurable) and development (hardly evaluated) still remains hypothetic. However, it can be verified if a larger statistic sample including all city-states and their continuation in time is studied, or if a survey of all the contemporary known locations and a search for their "roots" in the past is seriously undertaken and carried out.

The introduction of new functions to already existing architectural outer structures Ph. Verdelis, Margarité Graphakou, Ioannis Kavalieratos et al.

The practice of reusing old buildings is a phenomenon common to almost every historic period , mainly in long existing urban centres. The centre of Athens is a handy example.Here, a large number of civil services is housed in buildings originally designed for different functions. The financial factor is primarily responsible for the different use of many such edifices. Today, the expansion of urban centres, the dynamic rearrangement of activities in the cities and the progress of technology along with the realization of certain values - points of reference, all typical of the urban network, raise the issue of conservation of those buildings that have lost their original function . The question of reusing buildings, which have been deprived of their primary function by dynamic city evolution represents an international reality and an important architectural quest of our time. To cover new functional demands that will meet the new needs and the character of the area is a problem, which cannot be solved simply with the production of new buildings and replacement of the old ones. The continuously increasing number of empty shells, not necessarily conservable, creates a demand for a proper realistic policy, which will prolong their life and preserve them for the following reasons: -They are reference points on the urban network. - They play an important role in the continuity and completeness of the urban domain. - They occupy considerable space that makes their replacement financially unprofitable. - They usually exhibit a remarkable quality of architecture. -They possess historical significance. The introduction of new functions to an old building - shell with additions, demolitions and rearrangements, which will serve these new functions, employ the modern technology and aim at renewal of the form of an urban area - with respect for its identity- presents a most interesting challenge for any architect.

Foods eaten by the ancient Greeks and how this was incorporated in classical Greece’s economic, social and religious system Maria Sarri

Farming to the ancient Greeks was more important than stock breeding. The ownership of a plot of land supported society’s political structure. Cereals were usually cultivated as were olive trees and vineyards, given to the mortals as gifts respectively by Demeter, Athena and Dionysos. The names given to the months and the religious festivals reflect the way the calendar year was organized, according to farming chores. The ancient Greeks imported wheat from Sicily, Thrace, the Black Sea and Egypt, salted fish from the Hellespont and the Black Sea, salt from the Taurus Peninsular and the Black Sea. The many kinds of bread indicated its large consumption. The Greeks improved the taste and acidity of their wine by mixing it with salt water, chalk, aromatic herbs etc. Their breakfast, called “akratisma” consisted of a little bread dipped in undiluted wine and eaten with figs and olives. Fish was a favourite of theirs, particularly the salted kind. They consumed great amounts of lentils and vegetables, cheese in its natural state or specially prepared. The rich enjoyed eels, which were expensive, and shellfish. Domestic animals had their uses and therefore were not slaughtered. Instead, pork being cheap, was consumed. The poor ate beef during the great public sacrifices while the well to do enriched their meals with game. At the symposia, after the dinner “deipnon”, the guests talked and enjoyed themselves, drinking watered down wine and eating fruit and nuts. We can therefore conclude, that man’s “diet” was moderate and selective in the ancient sense of “The Way of Life”, considered by Hippocrates as vital for one’s health.

The Museum of Anthropology. Its founding and location Lilian Karali-Yannakopoulou

The museum of Anthropology, one of the first of its kind in Europe, was founded in 1886 by Dr Stephanos Clon. After many adventures due to its constant relocation, it is at present located in a state of neglect on the ground floor of the building of the Biology and Histology Headquarters. Some important acquisitions have been made. Skeletons from Palaio Faliro bound in iron, bones from prehistoric Asiki and Agios Kosmas in Attika, as well as skeletons from Cefalonia and Thermi, Mytilene and Crete. Precious donations made by Bulot and Reinach create a complete picture of the evolution from the Neolithic Era to the Iron Age. Professor Mitsopoulos has donated large prehistoric collections and Mr A. Markowitz has bequeathed finds from cave excavations.

Archaeology and education Olga Dasiou

The contribution of Archaeology, a branch of the Humanities, to the assessment of historic truth is a fact beyond doubt. Our knowledge of the History of Man would have been extremely incomplete if it had been based only on philological sources and had rejected the valuable information and data derived from interdisciplinary sciences, such as Archaeology, History and Anthropology. Furthermore. Archaology, due to its educational properties, has a distinct position among the disciplines of Altertumwissenschaft with an educational character. The educational value of Archaeology is apparent in the daily didactic practice, since it is necessary used for the documentation, annotation and enrichment of the knowledge obtained by students, either through History or in courses in Ancient Greek Literature.

The ceramics from the Chapel of Faneromeni on Salamis George Nikolakopoulos

Attached to the southern side of the church, in the monastery of Faneromeni, is a chapel containing nine ceramics built into the wall. Three plates decorate the southern door and the window over the arch, while, on the eastern wall, the window of the pediment is crowned by three bowls. On the southern side, one of the plates, made in Corinth during the second half of the 13th century or the early 14th century, is a wonderful example of the drawn incised type (painted sgraffito). One of the bowls belongs to the same period and is of a similar technique. Two of the plates of the central arch, decorated with stylized plant motifs, are Italian ceramics from Pisa belonging to the 15th or early 16th century.

The Bill concerning the protection against the smuggling of antiquities Vangelis Vasilakakis

The Bill passed by the Ministry of Culture concerning the safe keeping and protection of the country’s cultural heritage, decrees that each action connected with the illegal dealing in antiquities be considered an offence. These offences are punishable by heavy penalties which have, however, doubtful results. The scale of the penalty influences the way protected works of art are evaluated as a) works of culture, b) prominent works of culture c) cultural works of lesser/minor value. There are several tricky points to be found in the bill. One is the classifying of a piece of work as “prominent” after the offence has been committed. Another is the whole structure of the bill according to police logic, thus favouring informers. Last but not least the absence of concern about the activities of illegal foreign dealers in antiquities in our country.

The continuing adventure of our cultural heritage Vassilis Dorovinis

The eagerly anticipated bill passed by the Ministry of Culture, disappointed all those who expected the creation of a “Joint Body for the Protection of our Cultural Heritage” which would implement and make more room for regulations drawn up on occasions concerning city planning or the environment. The bill’s incomplete quality is made obvious in the manning of the Governing Board. The man in charge of the Directorate of Modern Monuments was absent, as was an architect member of the board. The only actual prerequisite for the Director, is for him to have a vague knowledge of “Management” and a University degree in any subject. The vagueness of “financial” regulations is considered just as dangerous as the removal of private capital from the conservation game.

True to the spirit of Antiquity Spiros Troianos

On account of the Ben Jonson story it was said that, even in antiquity, there were various ways of influencing the outcome of a sporting event. An order of 389 AD issued by the emperors Valentinian, Theodosius A and Arcadius, was later included in the Theodosian Code at the close of the decade 420-430 AD. The provision states that whoever should discover a wizard was obliged to hand him over to justice. The death sentence was given to whichever of the agitators “agitatores” dared kill the wizard in private. This provision with its entire latin text was added to the Justinian Code. A footnote explains the word “agitatores” as meaning the charioteers at the chariot races.

Τεύχος 76, Σεπτέμβριος 2000 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Χρόνος, τελετουργία και τελεολογία Charles Stewart

Γάμος: ο χορός του Ησαΐα (από «πλανόδιο» φωτογράφο). Ο ανθρωπολόγος Edmund Leach, που μελέτησε τη συμβολική απεικόνιση του χρόνου, θεωρούσε τις γιορτές στιγμές απόσπασης από τη συνηθισμένη εμπειρία της καθημερινότητας, τελετουργικές διακοπές που καθορίζουν τα απαραίτητα διαστήματα ώστε ο χρόνος να γίνεται αισθητός. Οι τελετουργίες συχνά ενσωματώνουν στη δραματουργία τους πολιτισμικές εικόνες του ίδιου του χρόνου. Η συμμετοχή σε τέτοιου είδους τελετουργίες μπορεί με τη σειρά της να επηρεάσει τη μοίρα των ανθρώπων τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον. Οι τελετουργίες, επομένως, αναπαριστούν το χρόνο ενώ έχουν επίπτωση στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν το χρόνο. Ο τελετουργικός τύπος, ο χρόνος και η τελεολογία είναι άρα αλληλένδετα. Στο άρθρο αυτό, ως βασικό παράδειγμα της συμβολικής αναπαράστασης του χρόνου στην τελετουργία, ο συγγραφέας εντοπίζει πρακτικές με κυκλοτερή κίνηση στις ελληνικές τελετουργίες. Στην αρχαιότητα, η μέτρηση του χρόνου γινόταν με αναφορά στις κυκλικές κινήσεις των πλανητών. Τη μετάθεση αυτής της γνώσης  στην τελετουργία μπορούμε να διαπιστώσουμε στις Νεοπλατωνικές μαγικές πρακτικές, στοιχεία των οποίων αναδύονται στις σπουδαιότερες λειτουργικές πρακτικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύγχρονες μαγικές πρακτικές σε τοπικό επίπεδο εμπεριέχουν και αυτές τελετουργική χρήση του κύκλου –μαγικοί κύκλοι- μόνο που, στις περιπτώσεις αυτές, ο κύκλος δεν σχετίζεται με την κίνηση των ουρανίων σωμάτων, και άρα με τον χρόνο, αλλά με την οριοθέτηση ενός ιερού χώρου. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι, ενώ η Εκκλησία απορρίπτει αυτές τις τοπικές πρακτικές ως «μαγική» δεισιδαιμονία, έχει η ίδια δανειστεί από μια «μεγάλη παράδοση» αρχαίας μαγείας προκειμένου να διατυπώσει κάποια από τα κεντρικά στοιχεία της δικής της τελετουργικής πρακτικής.

Η αναλογική σκέψη ως Ιστορία David E. Sutton

«Θεμιστοκλής», ξυλόγλυπτο ακρόπρωρο του ομώνυμου ιστιοφόρου του Αντωνίου Κριεζή, αρχές 19ου αι. Γιατί η ιστορία έχει σημασία στο παρόν; Στο πλαίσιο της ανθρωπολογικής του έρευνας, αυτό ήταν κατ’ ουσία το ερώτημα που ο συγγραφέας έθετε στους Καλύμνιους, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αμερικανός ο ίδιος, ήταν εξοικειωμένος με τη λαϊκή κουλτούρα της χώρας του που συνήθως ορίζει την ιστορία ως κάτι που δεν έχει πλέον σημασία για το παρόν της ζωής των ανθρώπων. Στην Κάλυμνο ο ξένος εντυπωσιάστηκε από τη σχεδόν ομόφωνη παραδοχή της σημασίας της ιστορίας και από τους τρόπους με τους οποίους τα ιστορικά γεγονότα μπορούσαν να συνδεθούν, ώστε να δημιουργήσουν μια αφήγηση με λογικό ειρμό. Οι Καλύμνιοι έβλεπαν την ιστορία ως σημαντική μέσω της αναλογίας, δηλαδή μέσω της σύγκρισης των γεγονότων. Και τις αναλογίες οι Καλύμνιοι τις αναζητούσαν όχι μόνο διαχρονικά, όταν θεωρούσαν ότι μπορούν να πάρουν μαθήματα για το παρόν από τα γεγονότα του παρελθόντος, αλλά και ανάμεσα σε περιοχές εμπειρίας. Δηλαδή, έβρισκαν αναλογίες ανάμεσα σε εμπειρίες εθνικής πολιτικής, θρησκευτικές και τοπικές. Τα μέσα για την κατασκευή τέτοιων ομοιοτήτων βασίζονται στην αντίληψη ενός ισομορφισμού ανάμεσα στην πολιτική, τη θρησκευτική και την τοπική περιοχή δράσης. Στο τοπικό, εθνικό και θρησκευτικό επίπεδο, η «ιστορία» και οι «ιστορίες» περιγράφουν γεγονότα που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο. Όμως δεν πρόκειται για γεγονότα απλώς νέα ή ασυνήθιστα, αλλά για γεγονότα που εμπίπτουν σε συγκεκριμένα στερεότυπα και αποκαλύπτουν την αλήθεια, όπως την αντιλαμβάνεται ένα άτομο, ένα νησί, ένας λαός. Προκειμένου να διερευνηθούν κάποιες από τις σημασίες της «Ιστορίας», πρέπει να αναδειχθεί ο ρόλος που έχει στη ζωή των Καλύμνιων η πολιτική των κομμάτων σε εθνικό επίπεδο. Με την πανταχού παρουσία τους, η πολιτική και οι πολιτικοί εξυπηρετούν στην Ελλάδα μια λειτουργία παρόμοια με αυτήν της λαϊκής κουλτούρας και των «σταρ» στις ΗΠΑ. Τα παραδείγματα ερμηνείας της πολιτικής μέσω της τοπικής εμπειρίας είναι άφθονα. Είναι εμφανή στους επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα περιβάλλεται από «κακούς γείτονες». Εξίσου συχνές όμως είναι και οι μεταφορές που εξηγούν την τοπική εμπειρία στη βάση της ευρύτερης πολιτικής. Στον καθημερινό λόγο των Καλύμνιων οι μεταφορικές ισοδυναμίες εκτείνονται και στην περιοχή της θρησκείας. Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία πολλοί Καλύμνιοι παραλληλίζουν αγίους της Ορθοδοξίας με πολιτικά πρόσωπα. Οι αντιστοιχίες αυτές έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο ο λαός της Καλύμνου βλέπει την ιστορία και κατασκευάζει ιστορικές αφηγήσεις. Αν η πολιτική παρέχει ένα πρόχειρο απόθεμα οριζόντιων αναφορών για την κατανόηση της καθημερινής ζωής, η ιστορία –η οποία γίνεται ευρέως κατανοητή ως ιστορία των πράξεων ηγετικών πολιτικών και θρησκευτικών μορφών- προσφέρει τις κατακόρυφες αναφορές, που διευρύνουν και επιβεβαιώνουν την κατανόηση του παρόντος από τους Καλύμνιους. Παράδειγμα, ο 20χρονος νεαρός που παραλληλίζει τον Δ. Τσοβόλα με τον Σωκράτη, έναν «δημοκράτη» που τον ξεφορτώθηκαν οι δεξιοί της εποχής του. Αξίζει να σημειωθεί ότι μπορεί ένας μη θεοσεβούμενος Καλύμνιος να απορρίπτει κάποια θρησκευτική αφήγηση για το παρελθόν, αλλά το ίδιο πρόσωπο θα χρησιμοποιήσει τη δομή αυτής της αφήγησης για να αντιληφθεί την προσωπική ή εθνική ιστορία. Για τους Καλύμνιους, η εθνική ιστορία είναι μια συλλογή ιστοριών, οργανωμένων γύρω από διαφορετικά θέματα (θυσία, αγώνας, προδοσία). Οι ίδιες οι ιστορίες είναι πολλές και αρκετά πλούσιες, ώστε να στηρίξουν διαφορετικά θέματα σε διαφορετικά πλαίσια. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι προσωπικές ιστορίες μπορούν να αλλάζουν θέματα. Αυτό που έχει σημασία είναι η αίσθηση ότι οι πράξεις του κάθε ανθρώπου, καθώς και οι πράξεις των άλλων, διαρκώς «ιστοριοποιούνται», δηλαδή προστίθενται στο θέμα που θα θεωρηθεί ότι χαρακτηρίζει τη ζωή του.

Χρόνος και κοινωνική οργάνωση στους νομάδες του ελληνικού χώρου Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος

Οικογένεια Κούτρα. Ρίλα Βουλγαρίας, 1968. (Δ. Μαυρογιάννης, Οι Σαρακατσάνοι της Θράκης, 1998). Μέσα από τα κοινωνικά και πολιτισμικά γεγονότα μορφοποιείται και γίνεται αναγνώσιμος ο χρόνος στην περιοδική και τελετουργική συμπεριφορά του ανθρώπου. Πέρα από τα σταθερά και αναλλοίωτα μοτίβα, υπάρχει και ο μικρόκοσμος, όπου ο «χρόνος είναι συγκεκριμένος και συνδεδεμένος με τη διαδικασία μάλλον, παρά αφηρημένος, ομογενής και υπερβατικός». Αυτός είναι ο συγκεκριμένος χρόνος, τον οποίο θα διερευνήσει ο συγγραφέας. Η προσέγγιση επιχειρείται στην κοινωνία των νομάδων του ελληνικού χώρου, Σαρακατσάνων και Βλαχόφωνων. Σαρακατσάνοι και Βλαχόφωνοι στηρίζουν την οικονομική τους λειτουργία στην κτηνοτροφία. Γι’ αυτό, η διπολική οργάνωση του χρόνου πηγάζει από τη φυσική αναγκαιότητα. Στο δίπολο βουνό-κάμπος, το βουνό γίνεται συνώνυμο του καλοκαιριού, ενώ ο κάμπος ταυτίζεται με το χειμώνα. Για τους νομάδες του ελληνικού χώρου, ο ετήσιος κύκλος εμπεριέχει δυο ευδιάκριτες χρονικές μονάδες που αντιστοιχούν σε εξάμηνα και έχουν ορόσημα τις γιορτές του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου. Η αναπαραγωγική –και κτηνοτροφική- δραστηριότητα συγκροτείται από συγκεκριμένες πράξεις, που ταυτόχρονα λειτουργούν και ως υποδιαιρέσεις του χρόνου. Αυτές είναι: το κούρεμα των ζώων (κούρος), η εποχή της γονιμοποίησης (μαρκάλος ή μάρκαλος) και ο γέννος, ο οποίος αποτελεί δίπολο με τον μαρκάλο. Η μετακίνηση των Σαρακατσάνων και των Βλαχόφωνων διαπότισε την ίδια την κοινωνική τους οργάνωση. Το βουνό και το ξεκαλοκαιριό συγκροτούσαν τον πόλο της κατάφασης. Σε αυτόν τον πόλο απέδιδαν τις θετικές ιδιότητες του πολιτισμικού τους συστήματος. Ο κάμπος είναι, λοιπόν, ο αρνητικός πόλος. Η μετακίνηση, «διάβα» για τους Βλαχόφωνους και «στράτα» για τους Σαρακατσάνους, ήταν μια ευκαιρία να προβληθεί η ανωτερότητα του ορεινού πολιτισμού. Η στράτα λειτουργεί ως χρόνος που ανασυσταίνει μερικώς την έννοια της σαρακατσάνικης ταυτότητας, επιτρέποντας την προβολή και ενίσχυση του κύρους ή την επαναδιαπραγμάτευση της θέσης τους στην κοινωνία των όμαιμων νομάδων μέσα από τα σημάδια κύρους και ισχύος (φορέματα γυναικών, αρματωμένα άλογα, κουδούνια και ζωικός πληθυσμός). Ιδιαίτερα, τα πανηγύρια συγκροτούν το χωροχρόνο, στα όρια του οποίου αναπαράγεται η κοινότητα. Στα πανηγύρια ο χρόνος βιώνεται ως υπέρβαση του παρόντος και ως συνάντηση με τους απαρασάλευτους ρυθμούς της κοινοτικής ζωής.

Διαχείριση του χρόνου στην προφορική παράδοση των Ελλήνων και άλλων βαλκανικών λαών Μαριάνθη Καπλάνογλου

Ο μήνας Νοέμβριος: το όργωμα και ο Τοξότης, ζώδιο του μήνα. Τυπικό, 1346 (κώδ. 1199). Άγιον Όρος, Μονή Βατοπεδίου. Η συνάντηση του ανθρώπου με προσωποποιημένες υποδιαιρέσεις του χρόνου αποτελεί γνωστό θέμα στην προφορική παράδοση των βαλκανικών λαών. Από αυτή τη μακρά και πλούσια αφηγηματική παράδοση η συγγραφέας εξετάζει δύο ομάδες διηγήσεων: 1. Τις δημοσιευμένες και αδημοσίευτες παραλλαγές του παραμυθιού «Οι δύο γριές και οι δώδεκα μήνες» (ΑΤ *480), που εξετάζονται σε σχέση με βαλκανικά τους παράλληλα, αλλά και τις διαδεδομένες στα Βαλκάνια δοξασίες και εθιμικές ενέργειες, οι οποίες αφορούν το πρόσωπο της γριάς. 2. Μια ομάδα ελληνικών παραμυθιών που ανήκουν στον παραμυθιακό τύπο ΑΤ 304: «Ο κυνηγός» και περιλαμβάνουν το επεισόδιο της συνάντησης του ήρωα με το πρόσωπο που κυβερνά τη μέρα και τη νύχτα. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην πρώτη καταγραμμένη παραλλαγή του παραμυθιού αυτού σε ένα περιηγητικό κείμενο του 1843. Οι δώδεκα μήνες με τη μορφή παλικαριών αποτελούν γνωστές παραμυθιακές μορφές στην ελληνική παράδοση. Στο ευρέως διαδεδομένο στον ελλαδικό χώρο παραμύθι «Οι δυο γριές και οι δώδεκα μήνες», μια φτωχή γριά ανεβαίνει στο βουνό για να μαζέψει ξύλα (χόρτα) ή να βρει φως για να γνέσει. Για να γλιτώσει από τη βροχή καταφεύγει σε μια σπηλιά, όπου κάθονται οι δώδεκα μήνες γύρω από μια φωτιά. Τη ρωτούν τη γνώμη της γι’ αυτούς και εκείνη τους επαινεί όλους. Την ανταμείβουν με δώρα, συνήθως φλουριά. Μια κακή γριά, που μαθαίνει το μυστικό, συναντά κι αυτή τους μήνες αλλά τους κακολογεί όλους κι εκείνοι, για να την τιμωρήσουν, της δίνουν ένα σακούλι με φίδια που την κατασπαράζουν. Οι ελληνικές παραλλαγές του παραμυθιού κατατάσσονται στον παραμυθιακό τύπο ΑΤ 480 του διεθνούς καταλόγου ως ελληνικός οικότυπος (*ΑΤ 480), επειδή το ελληνικό παραμύθι διαφέρει από το σχήμα που παρουσιάζει ο διεθνής κατάλογος, τόσο στο πρωταγωνιστικό πρόσωπο (γριά αντί για κορίτσι), όσο και στη δομή και την ανάπτυξη της ίδιας της αφήγησης. Ωστόσο, το παραμύθι φαίνεται να συγγενεύει όχι με άλλα παραμύθια αλλά με τις σχετικές παραδόσεις της γριάς και του Μάρτη και τις ιδιαίτερα διαδεδομένες στο χώρο της Βαλκανικής δοξασίες και εθιμικές ενέργειες, οι οποίες συνδέουν το πρόσωπο της γριάς με την επιθυμητή και προσδοκώμενη μετάβαση από το χειμώνα στην άνοιξη. Μια διαφορετική αντιπαράθεση του ανθρώπου με το χρόνο περιλαμβάνεται σε ορισμένες παραλλαγές του παραμυθιακού τύπου ΑΤ 304. Εδώ ο ήρωας, φυλάγοντας το λείψανο ή τον τάφο του πατέρα του, σκοτώνει στη διάρκεια της νύχτας τα θηρία που του επιτίθενται και, στη συνέχεια, φεύγει για να βρει φωτιά για το καντήλι του πατέρα του, που έχει σβήσει. Στο δρόμο συναντά μια γριά. Εκείνη έχει στην κατοχή της δύο κουβάρια, ένα μαύρο κι ένα άσπρο, που τα τυλίγει διαδοχικά φέρνοντας το σκοτάδι και το φως. Τη στιγμή της συνάντησης τυλίγει το κουβάρι της νύχτας για να ξημερώσει. Ο ήρωας της λέει να μην τελειώσει το κουβάρι για να καθυστερήσει τον ερχομό της μέρας, και όταν εκείνη αρνείται τη δένει και της παίρνει τα δυο κουβάρια. Μόνο όταν ολοκληρώσει τις περιπέτειές του ελευθερώνει στην επιστροφή τη γριά και της επιστρέφει τα κουβάρια για να συνεχίσει τη δουλειά της.

Νοσταλγία και η “Παλαιά Πόλη”. Αναπαραστάσεις του χρόνου και ο χρόνος της αναπαράστασης Πηνελόπη Παπαηλία

Ο Γιάννης Κοντός καβαλάρης, τοιχογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, 1912. Ανακασιά Βόλου, οικία Γιάννη Κοντού. Η νοσταλγία είναι η κατεξοχήν «ασθένεια» της νεοτερικότητας. Για πρώτη φορά εμφανίστηκε ως ιατρικός όρος στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα. Αργότερα, με τη συγκρότηση των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών, την εκβιομηχάνιση και τον αποικισμό, το φαινόμενο έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις. Η νοσταλγία παρέμεινε αντικείμενο ιατρικού ενδιαφέροντος έως τη δεκαετία του 1870, οπότε η υστερία ανέτειλε ως διάδοχος ψυχοσωματική ασθένεια. Μετά την εξαφάνισή της από την ιατρική βιβλιογραφία, η νοσταλγία θα αποτελέσει απλά μια κοινή κατάσταση, ίσως και φυσιολογική έκφραση επιθυμίας. Μέσα από μια διαδικασία μεταλλαγής, φαίνεται να κατέχει θέση –σιωπηλή αλλά διάχυτη- στην ψυχαναλυτική σκέψη, σε βασικές έννοιες, όπως «καθήλωση» και «παλινδρόμηση». Η νοσταλγία αποτελεί ιδιαίτερη αντίληψη για το χρόνο. Πρώτον, ο χρόνος συνδέεται άρρηκτα με το χώρο. Στην πρώτη φάση της ιστορίας της νοσταλγίας ο χώρος αυτός ήταν ο τόπος καταγωγής του «ασθενούς». Με την πάροδο του χρόνου, η νοσταλγία συνδέθηκε και με τη ρομαντική, πιο αφηρημένη και μεταφυσική, έννοια της πατρίδας. Δεύτερον, ο χρόνος νοείται πάντα διττός, το παρελθόν βιώνεται μέσα από το παρόν. Η γλυκόπικρη γεύση της νοσταλγίας σχετίζεται με την αίσθηση της οριστικής απώλειας, αλλά ταυτόχρονα και με τη δυναμική αναβίωση του παρελθόντος στη φαντασία. Τρίτον, αυτό που ενδιαφέρει είναι ο ίδιος ο χρόνος. Τα ίχνη ενός χαμένου κόσμου (φωτογραφίες, κτήρια, τραγούδια, ερείπια) προκαλούν νοσταλγία όχι ως πιστά τεκμήρια ενός συγκεκριμένου παρελθόντος, αλλά ως σημάδια του ίδιου του περάσματος του χρόνου. Παρόλο που δεν σέβεται τον χρόνο ως ιστορία, η νοσταλγία διαφωτίζει την ιστορία, ιδιαίτερα την ιστορία του καπιταλισμού. Για τον Άγγλο κριτικό της λογοτεχνίας Raymond Williams, η νοσταλγία εντοπίζεται στην αντίθεση «ύπαιθρος» - «πόλη». Ο Williams θεωρεί ότι η εξιδανίκευση της υπαίθρου προέρχεται από τη λανθασμένη ταύτιση του καπιταλισμού με την πόλη. Στο τέλος του βιβλίου του ο Williams επισημαίνει ότι ο ίδιος λόγος που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη μεταμόρφωση και την καταστροφή της υπαίθρου –απώλεια της κοινότητας, της αλληλεγγύης και της αισθητικής αρμονίας- είχε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιείται για την περιγραφή της πόλης τη δεκαετία του 1970. Με τη ραγδαία αποβιομηχάνιση των δυτικών κρατών που άρχισε τότε, το πρόσφατο παρελθόν της πόλης –ως σύμβολο μιας πρώιμης μορφής καπιταλισμού- αποτελούσε και αυτό αντικείμενο νοσταλγίας. Στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1990 παρατηρήθηκε ένα κύμα νοσταλγίας, που μάλιστα φαίνεται να δυναμώνει παρά να ελαττώνεται. Τα ράφια των βιβλιοπωλείων είναι γεμάτα τοπικές ιστοριογραφίες, φωτογραφικά λευκώματα, απομνημονεύματα και ανατυπώσεις παλαιών βιβλίων, ενώ παλαιά κτήρια και εργοστάσια ανακαινίζονται και φωταγωγούνται επιδεικτικά. Το «χωριό» δεν κατέχει αποκλειστική θέση στις νοσταλγικές αναζητήσεις των Ελλήνων· η πόλη του πρώτου μισού του 20ού αιώνα έχει αποκτήσει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Αυτό το άρθρο εξετάζει την αναπαράσταση της «παλαιάς πόλης» του Βόλου μέσα από τοπικές πρακτικές ανατύπωσης κειμένων και εικόνων (ιστοριογραφίες, φωτογραφίες, Τύπος).

Ο χρόνος στη νεότερη Ελλάδα Ιωάννης Πετρόπουλος

Ευγένιος Σπαθάρης, «Το θέατρο του Καραγκιόζη». Τρόπος φυγής από το παρόν –και το μέλλον, η νοσταλγία εύκολα μετατρέπει την ιστορία ενός τόπου σε μυθολογία. Στον χωροχρόνο του παραμυθιού, ο χρόνος αναπαριστάνεται ως βιωματικός και, κατά παράβαση των νόμων της φύσης, ως στατικός. Τα πανηγύρια των Σαρακατσάνων αποτελούν μηχανισμό επίρρωσης των κοινωνικών δομών τους αλλά ταυτόχρονα προσφέρουν μια προσωρινή φυγή από τον αμείλικτο ευθύγραμμο χρόνο. Ποιά η σχέση του τελετουργικού χρόνου με τα κυκλικά σχήματα στις κατ’ εξοχήν ιεροπραξίες της νεοελληνικής κοινωνίας, τα μυστήρια της Εκκλησίας; Ο συμφυρμός και ακόμη και η σύγχυση «μύθου» και βεβαιότητας φανερώνονται καθαρά στις αφηγήσεις Καλυμνίων για τις διάφορες «ιστορίες» τους – τις ατομικές-οικογενειακές, την τοπική καθώς και την εθνική ιστορία.

Άλλα θέματα: Μερικές πτυχές της πρώιμης ιστορίας του Ευξείνου Πόντου. Η άφιξη και η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση των Ελλήνων Ηλίας Πετρόπουλος

Οι ελληνικές αποικίες στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Θέσεις αυτοχθόνων φύλων. Ο συγγραφέας θεωρεί αντιεπιστημονική την άποψη κάποιων αρχαιολόγων, ότι η εμφάνιση των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο πριν το 600 π.Χ. είναι «ασήμαντη και ίσως εποχιακή». Ο ίδιος στηρίζει τις αντιρρήσεις του σε αρχαιολογικές μαρτυρίες. Καταλήγει ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τη Μαύρη θάλασσα ήδη κατά το δεύτερο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ., δηλαδή γύρω στο 660, ή και ακόμη νωρίτερα, αν ληφθούν υπόψη διάφορα μυκηναϊκά ευρήματα. Στο συμπέρασμα αυτό συγκλίνουν και οι αρχαίες γραπτές πηγές. Άλλωστε έχει πλέον αρχαιολογικά αποδειχθεί ότι ο πρώτος ελληνικός οικισμός στα βόρεια παράλια της Μαύρης θάλασσας είχε ιδρυθεί λίγο μετά τα μέσα του 7ου αιώνα στη χερσόνησο του Μπερεζάν, ενώ ο δεύτερος εμφανίστηκε λίγο αργότερα στο χώρο του Ταγκανρόγκ, στην Αζοφική θάλασσα.

Ο εγκαταλειμμένος οικισμός Φάρσα στην Κεφαλονιά, ύστατη μαρτυρία της τοπικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής Σπύρος Παρίσης

Οικισμός Φάρσα στην Κεφαλονιά: Μελισσόκηποι με τις κυψέλες τους. Στον οικισμό Φάρσα μόνο δυο αρχοντικά σώθηκαν από τους σεισμούς του 1867. Τα υπόλοιπα κτήρια ανοικοδομήθηκαν μετά το 1867 ανά συνοικίες. Χρονικά μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις φάσεις: Η πρώιμη φάση (από το 1870, ανοικοδόμηση από τους σεισμούς του 1867, έως τα τέλη του 19ου αιώνα), η όψιμη φάση (αρχές 20ού έως 1930) και η μεταγενέστερη φάση (από το 1930 έως το 1953, έτος του τελευταίου σεισμού). Με βασικό άξονα τον κεντρικό δρόμο, η ρυμοτομία στο κέντρο του χωριού είναι γραμμική, ενώ στον υπόλοιπο οικισμό είναι  σπονδυλωτή. Παρά την πυκνή δόμηση του κέντρου, ο κεντρικός δρόμος έχει διευρύνσεις. Η μεγαλύτερη δημιουργείται στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου Κιλίστρι αλλά ο κύριος χώρος συναναστροφής των κατοίκων ήταν η πλατεία «Μουρσιά». Εκτός από την κατοικία, στον οικισμό δεν υπήρχαν πολλές άλλες χρήσεις παρά μόνο οι στοιχειώδεις κοινές εξυπηρετήσεις. Οι μελισσοκομικές εγκαταστάσεις ήταν τοποθετημένες στην περίμετρο του χωριού, με εξαίρεση το σπίτι του Κυριάκη Παναγή Γρηγοράτου, που όμοιό του δεν υπάρχει στην Κεφαλονιά, με στέγαση των κυψελών στο κατώι. Οι κυψέλες αυτές στον τοίχο του σπιτιού λειτουργούσαν έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα περισσότερα σπίτια είναι ισόγεια, άλλα είναι ημιδιώροφα και διώροφα. Στη διαμόρφωση των διώροφων συντελεί το επικλινές έδαφος πάνω στο οποίο κτίστηκε ο οικισμός. Η κύρια είσοδος και η όψη των κτισμάτων βλέπουν συνήθως προς την αυλή, σπάνια προς το δρόμο. Τα μπαλκόνια σπανίζουν. Απλά και λιτά, κυρίως λειτουργικά, είναι τα υπόλοιπα στοιχεία. Εξαίρεση αποτελούν κάποια κτίσματα, όπου τονίζονται κυρίως οι γωνίες του σπιτιού και το ορθογώνιο πλαίσιο στα παράθυρα και στις πόρτες, σε αντίθεση με την κυρίως λιθοδομή, που ήταν ακανόνιστη και αδρή. Συμμετρική όψη είναι ο χαρακτήρας που επικρατεί στο σύνολο του οικισμού, και ελεύθερη-σύνθετη οργάνωση ή απλές-στοιχειώδεις όψεις σε μικρά κτίσματα. Για τους χώρους κατοικίας τα ανοίγματα είναι μεγάλα, ενώ για τους βοηθητικούς χώρους, στο κατώι, πιο μικρά. Οι αυλόπορτες ή «πορτόνια» αποτελούν, μαζί με τους ψηλούς λιθόκτιστους μαντρότοιχους ή «κούρτη», το όριο μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου χώρου. Εξωτερικές λιθόκτιστες σκάλες συναντάμε σε λίγα κτίσματα. Οι βοηθητικοί χώροι, χαμηλά κτίσματα με μονοκλινή στέγη ή «μονήρονα», λέγονται «παράσπιτα» και παρουσιάζουν ποικιλία στην τοποθέτησή τους στο οικόπεδο. Η αυλή, αν δεν είναι κοινή, είτε περιβάλλει το κτίσμα είτε εφάπτεται στις τρεις, τις δύο ή τη μία πλευρά του. Οι μαντρότοιχοι οριοθετούν την ιδιοκτησία της κατοικίας αλλά και τις αυλές. Η αυλή, η στέρνα, το υπαίθριο καθιστικό ή «πεζούλα» και ο κήπος, μέρη που περιέβαλλαν τα κτίσματα, ήταν κανόνας στα Φάρσα.

Προϊστορική τοπογραφία των βόρειων παραλίων της Λέσβου. Θέσεις της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού Βασίλης Κουμαρέλας

Η προϊστορική θέση στις Βίγλες Σκουτάρου. Η βόρεια ακτογραμμή της Λέσβου, με συνολικό μήκος 21 ναυτικά μίλια, διασπάται από μεγάλο αριθμό όρμων, χερσονήσων και ακρωτηρίων. Βασικό στοιχείο στη γεωμορφολογία της ζώνης είναι τα βουνά και οι λόφοι, ένα ανάγλυφο που διαρρέεται από ποτάμια, κυρίως χειμάρρους. Από γεωλογική άποψη η περιοχή αποτελείται από ηφαιστειογενή πετρώματα της τριτογενούς περιόδου. Ανάμεσα στα ηφαιστειακά πετρώματα περιλαμβάνονται κατά τόπους και σημαντικά επιφανειακά κοιτάσματα πυριτόλιθου, υπό μορφή βράχων και φλεβών, καθώς και διάσπαρτα σε ευρείες εκτάσεις κομμάτια ποικίλου μεγέθους. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις θέσεις οίκησης κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Παράλιες θέσεις είναι τα Λάψαρνα, το ακρωτήριο Πόχη, το ύψωμα Τσέφος, ο αμμουδερός κολπίσκος Αγκάλη, τα υψώματα Μάκρυνας, Κούκλα, Αμπαστός και Τσέφος, η αρχαία Άντισσα, το ύψωμα Βίγλες και η πλαγιά του λόφου Καλαϊτζίκι στην αγροτική περιφέρεια του Σκουτάρου, η πλαγιά του βουνού Ράχωνας, η Μήθυμνα, ο λόφος Καρά Τεπές. Οι μεσόγειες εγκαταστάσεις που έχουν ώς σήμερα επισημανθεί στην ορεινή ενδοχώρα της ζώνης είναι: το χωριό Χύδηρα και η κοντινή του τοποθεσία Λέπερνα, η πλαγιά του λόφου Καλπάκας, η περιοχή Καστέλια, η κορυφή του υψώματος Προφήτης Ηλίας. Η επιλογή των παραλιακών θέσεων, οι περισσότερες από τις οποίες αποτελούν αρκετά ασφαλή αγκυροβόλια, δεν φαίνεται να είναι τυχαία. Την εποχή αυτή η εμφάνιση του χαλκού επιφέρει επαναστατικές αλλαγές, με την κατασκευή τελειότερων εργαλείων και όπλων. Η γειτονική Λήμνος, λόγω της καίριας θέσης της παρά τον Ελλήσποντο, γίνεται κέντρο κατεργασίας και εμπορίας μετάλλων. Η απόκτηση της νέας τεχνολογίας μέσω του ανταλλακτικού εμπορίου προϋπέθετε πλεόνασμα γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής και την ύπαρξη εκτεταμένων οικισμών – κέντρων πρωτοαστικού χαρακτήρα. Στη Λήμνο της ΠΕΧ, τέτοια σημαντικά κέντρα υπήρχαν στην Πολιόχνη, στη Μύρινα και στο Κουκονήσι. Για τη Λέσβο, το μόνο τεκμηριωμένο ανασκαφικά κέντρο που γνωρίζουμε είναι η Θερμή. Ωστόσο, τα επιφανειακά δεδομένα μας επιτρέπουν να πιθανολογήσουμε βάσιμα ακόμη τρεις τουλάχιστον αξιόλογους συνοικισμούς. Οι δυο βρίσκονται στον κόλπο της Καλλονής, στις τοποθεσίες Κουρτήρ Λισβορίου και Παλιόκαστρο-Σκεπαστό Καλλονής. Ο τρίτος, στη θέση Χαλατσές, στον κόλπο της Γέρας. Από τις καταγραφείσες προϊστορικές θέσεις των βορείων παραλίων της Λέσβου, δύο φαίνεται πως συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης εμπορικού σταθμού, εκείνες της Μήθυμνας και του Οβριόκαστρου-Άντισσας, όπου κατά τους ιστορικούς χρόνους ήκμασαν οι δυο αιολικές πόλεις.

Αναζήτηση της μυθικής Ατλαντίδας στην ομηρική Τροία Παναγιώτης Μάλφας

Παλαιογεωγραφικός χάρτης του «τρωικού κόλπου», αποδιδόμενος στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Η ταύτιση της Ατλαντίδας με την Τροία, θεωρία που αναπτύχθηκε από τον Γερμανό γεωαρχαιολόγο Eberhard Zangger, προκύπτει κυρίως με την αφαίρεση των υπερφυσικών χαρακτηριστικών της μυθικής χώρας και με τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της, αντί στο Γιβραλτάρ, στην περιοχή του Ελλησπόντου και της Προποντίδας. Επίσης η ταύτιση προκύπτει με τη διόρθωση της εποχής κατά την οποία υπήρξε η Ατλαντίδα, αντί της Παλαιολιθικής, την περίοδο της Χαλκοκρατίας. Έτσι, η εποχή του πολέμου κατά τον οποίο, σύμφωνα με τη διήγηση, ηττήθηκε η Ατλαντίδα από τους προγόνους των Αθηναίων, προσδιορίζεται γύρω στο 1300 π.Χ. Οι πρόγονοι επομένως δεν είναι άλλοι από τους Μυκηναίους-Αχαιούς κι ο πόλεμος που κέρδισαν δεν είναι άλλος από τον πόλεμο της Τροίας. Από τη θεωρία του Zangger λείπει η τελευταία πράξη της ιστορίας της χαμένης Ατλαντίδας, ο καταποντισμός της. Ο πλατωνικός Τίμαιος αναφέρει ότι «το νησί της Ατλαντίδας βυθίστηκε στη θάλασσα και αφανίστηκε». Ενδείξεις ενός καταποντισμού στο χώρο της Τροίας μας παρέχει και η Ιλιάδα (Μ 13-33), εκεί όπου διακόπτεται η περιγραφή της μάχης («Τειχομαχία») και ο ποιητής διηγείται την καταστροφή του τείχους του στρατοπέδου των Αχαιών από τους θεούς και την εξαφάνισή του στη θάλασσα μετά τον πόλεμο.

Η νέα τεχνολογία στη διαθεματική διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων Αναστασία Βακαλούδη

Φύλλο Εργασίας και Συμπληρωματική Έρευνα. Στο άρθρο παρουσιάζονται κάποιες προτάσεις για διδασκαλία φιλολογικών μαθημάτων με συνδυασμό διδακτικής από το σχολικό εγχειρίδιο και χρήσης του Διαδικτύου. Πρόκειται για ένα νέο τρόπο διδακτικής προσέγγισης που υποστηρίζει τα επιμέρους διδακτικά αντικείμενα, παρέχει εύκολη και δημιουργική πρόσβαση στην πληροφόρηση (κείμενο και, κυρίως, εικόνες και πολλαπλές αναπαραστάσεις), δίνει την ευκαιρία για την ανάπτυξη της διαθεματικότητας και για τη συνεργασία καθηγητών άλλων ειδικοτήτων, πέραν της φιλολογικής, προσφέρει τη δυνατότητα αξιολόγησης της γνώσης, παρέχει κριτήρια επιλογής της πληροφορίας από το Διαδίκτυο, εικονικές επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, και επιτρέπει ευρύτερα τη μετατροπή της Λογοτεχνίας σε Ιστορία, της λογοτεχνικής πληροφορίας σε ιστορική και την τεκμηρίωση της Ιστορίας μέσα από λογοτεχνικές και αρχαιολογικές πηγές. Οι μαθητές συνεργάζονται σε ομάδες και δεν αποτελούν πλέον παθητικούς δέκτες. Από την άλλη, από τον δάσκαλο απαιτείται να προσεγγίζει τη γνώση διερευνητικά, να την επεξεργάζεται και να την μετασχηματίζει, όχι ως πομπός, αλλά ως βοηθός και συνεργάτης των μαθητών του.

Επιστημονική Συνάντηση: Προστασία και ανάπλαση παλιάς πόλης. Παρεμβαίνοντας για την προστασία της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου Μιχάλης Δεληγιαννάκης

Κτήρια στη συμβολή των οδών Τσουδερών και Τσαγρή. Η παλιά πόλη, απροστάτευτη, αλλάζει. Το κουρείο έγινε χρυσοχοείο. Το άρθρο αυτό είναι η εισήγηση του αρχιτέκτονα-αρχαιολόγου Μιχάλη Δεληγιαννάκη στην Επιστημονική Συνάντηση με θέμα: «Ρέθυμνο: Προστασία και ανάπλαση παλιάς πόλης», που έγινε στο Ρέθυμνο στις 12 και 13 Νοεμβρίου 1999. Ο συγγραφέας, αφού παρουσιάσει το ιστορικό της υπόθεσης, υπενθυμίζει τις θέσεις που είχε εκφράσει το 1981 σε άρθρο του με τίτλο: «Χωροψυχολογία του τουρισμού». Στο άρθρο εκείνο ο συγγραφέας είχε αποπειραθεί να αναγνώσει τα προβλήματα που προκύπτουν σε μια τουριστική περιοχή όπως η παλιά πόλη του Ρεθύμνου. Αν τότε είχαν επισημανθεί οι τάσεις, σημειώνει, σήμερα το φαινόμενο έχει συντελεστεί. Σημειολογικά η παλιά πόλη μοιάζει πια με γκέτο. Η επικοινωνία, που το 1981 είχε χαρακτηριστεί άτυπη, έχει τώρα μετατραπεί σε μια μεταγλώσσα, εξυπηρετώντας τον πρόσκαιρο καταναλωτή και όχι την επικοινωνία. Οι ελάχιστες προσπάθειες πολεοδομικής παρέμβασης απέτυχαν ακριβώς γιατί, μεταξύ άλλων, ο σχεδιασμός γινόταν για τον «χρήστη», του οποίου όμως η έννοια στο χρόνο δεν είχε προσδιοριστεί. Χρήστες είναι οι μόνιμοι κάτοικοι, οι τουρίστες, οι έμποροι, οι μαγαζάτορες. Από τους μόνιμους κατοίκους σήμερα οι περισσότεροι είναι οικονομικοί μετανάστες. Πριν από δέκα χρόνια ήταν διαφορετικά. Ακόμη και οι τουρίστες είναι διαφορετικοί. Όσο για τους εμπόρους της παλιάς πόλης, αυτοί απευθύνονται όλο και πιο πολύ στον εποχιακό καταναλωτή. Στο επίπεδο της αρχιτεκτονικής παρέμβασης τα πράγματα είναι δυσκολότερα γιατί η δυναμική αλλαγή του χρήστη στην παλιά πόλη υποβιβάζει τα οικήματα σε χρηστικά αντικείμενα. Σημειολογικά τα σπίτια του Ρεθύμνου υποβιβάστηκαν σε κατασκευή. Τα σπίτια-οίκος έχασαν την επικοινωνιακή τους σημασία. Η πόλη μοιάζει με πανδοχείο. Τα πάντα, οικήματα, δρόμοι, πλατείες, άνθρωποι, ο πολιτισμός, έγιναν μονοδιάστατα, με μια αξία μόνο: την εμπορική. Το αμείλικτο ερώτημα σήμερα είναι: Είναι δυνατόν να ανασυγκροτηθεί ο κοινωνικός ιστός;

Επιμένουν στο à la carte! (ΥΠΠΟ και σπίτι του Μακρυγιάννη) Βασίλης Δωροβίνης

Η Οικία Μακρυγιάννη (φωτογραφία από Γ. Σαρηγιάννη). Το θέμα το γνωρίζει καλά ο συγγραφέας, που έχει αρθρογραφήσει γι’ αυτό ήδη δύο φορές στα τεύχη 44 και 47 της Αρχαιολογίας. Πρόκειται για το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος που, τον Αύγουστο του 1982, κηρύχθηκε διατηρητέο από το τότε ΥΧΟΠ. Ο ιδιοκτήτης του αμέσως κατέθεσε αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά τα επιχειρήματά του απορρίφθηκαν από το ΣτΕ. «Το πελατειακό σύστημα αρχίζει να κινείται», σημειώνει ο συγγραφέας, και το ξεδιπλώνει μπρος στα μάτια μας. «Σύμφωνα με τους πάγιους κανόνες του πελατειακού συστήματος, όταν σημειωθούν αντιδράσεις σε υπό χάραξη “διευκολύνσεις”, η διαδικασία σταματά για ευθετότερο χρόνο». Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε το 1999. Στη συνεδρία αρ. 53 του ΚΑΣ ξανασυζητήθηκε το από το 1994 θέμα, με την παρουσία μόνου του ιδιοκτήτη. Το έτος 2000 η τότε υπουργός Ελ. Παπαζώη προλαβαίνει να υπογράψει απόφαση πανομοιότυπη της γνωμοδότησης του ΚΑΣ, σύμφωνα με την οποία το σπίτι του Μακρυγιάννη δεν χρήζει κήρυξης διότι δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία που να το συνδέουν με τον στρατηγό Μακρυγιάννη και δεν διασώζει επαρκή αρχιτεκτονικά στοιχεία. Από τα Πρακτικά, ο συγγραφέας μεταφέρει τρία σημεία «που αποδεικνύουν το à la carte για παρανομούντες ιδιοκτήτες».

Η Λέσβος των υδρόμυλων. Μια πρώτη εκτενής προσέγγιση Μάκης Αξιώτης

Λεσβιακός υδρόμυλος: βαγένι κυκλικής διατομής. Αν και οι ποταμοί της Λέσβου δεν έχουν νερό στις εκβολές τους το καλοκαίρι, βαθιά στην ενδοχώρα, πηγές αστείρευτες χαρίζουν νερό σε παραπόταμά τους, δημιουργώντας έτσι μόνιμους δρόμους νερού. Τους δρόμους του νερού ακολουθούσαν οι στράτες των ανθρώπων από τα προϊστορικά χρόνια ώς τη μεταβυζαντινή εποχή. Μέχρι και την Κλασική εποχή το στάρι εξακολουθούσε να αλέθεται στους παλινδρομικούς μυλόλιθους. Γύρω στον 3ο αιώνα π.Χ., εμφανίζεται ο περιστροφικός χειρόμυλος, ο πασίγνωστος από όλα τα σπίτια του νησιού, αφού επιβίωσε επί δύο χιλιετίες. Στις όχθες των ποταμών εμφανίζεται ο υδραλέτης, ο γνωστός νερόμυλος. Ο νερόμυλος επικρατεί κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο, την προβιομηχανική, και εξαφανίζεται τελείως γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, αφού έχει επικρατήσει πλήρως ο κυλινδρόμυλος. Στη Λέσβο οι πρώτες αναφορές σε υδρόμυλους γίνονται σε έγγραφα του 1578 και αφορούν την ιδιοκτησία της Μονής Λειμώνος. Μετά διασώζεται ο υδρόμυλος του Χασάν Πασά, του 1782, που συνδέεται και με την υδροδότηση της Μυτιλήνης. Αρκετοί από τους υδρόμυλους αποτελούσαν συστήματα «εν σειρά», και το νερό από αστείρευτες πηγές μαζευόταν σε φράγματα των ποταμών. Από εκεί, κτιστά επιφανειακά αυλάκια, επενδυμένα με κουρασάνι, πήγαιναν το νερό από τον ένα μύλο στον άλλον. Οι περισσότεροι όμως (ξερόμυλοι ή με ροή από πηγή) διέθεταν δεξαμενή, απ’ όπου με το μυλαύλακο, κτιστό με πέτρα και κουρασάνι, ερχόταν το νερό στην ακροποταμιά. Το νερό ερχόταν στην κορυφή του υδατόπυργου. Μετά από ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα, για να συγκρατούνται τα κλαδιά, έπεφτε στο βαγένιπηγάδι). Το βαγένι στους λεσβιακούς μύλους παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα αξιόλογων κατασκευαστικών διαφορών.

Ίχνη παλαιολιθικής εγκατάστασης στη Λέσβο Χ.Β. Χαρίσης, P. Durand, Μ. Αξιώτης, Τ.Β. Χαρίσης

Αιχμές Levallois και λιμαξόσχημο εργαλείο από τα Ροδαφνίδια Λέσβου. Οι παγετώνες ποτέ δεν έφτασαν ως τη Λέσβο που, εκείνη την περίοδο, αποτελούσε τμήμα της Μ. Ασίας και είχε το νοτιοανατολικό μέρος της ενωμένο με τη Χίο. Στις μεσοπαγετώδεις περιόδους, με το λιώσιμο των πάγων, η Λέσβος μετατρεπόταν σε νησί λόγω της ανύψωσης των νερών της Μεσογείου στα σημερινά επίπεδα. Οι γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες στη Λέσβο κατά το Πλειστόκαινο δεν ήταν απαγορευτικές για το πέρασμα ή την παραμονή του ανθρώπου. Πράγματι, στην κοινότητα Πολιχνίτου εντοπίσθηκαν πρόσφατα τα ίχνη μιας υπαίθριας εγκατάστασης της Παλαιολιθικής εποχής. Η τοποθεσία, ένας μεγάλος ελαιώνας, ονομάζεται Ροδαφνίδια και διατρέχεται από τον ποταμό Γλυφιά. Ο παλαιολιθικός λιθώνας που εντοπίστηκε έχει έκταση μεγαλύτερη από 400 στρέμματα. Σε όλη αυτή την έκταση υπάρχουν άφθονα αποκρούσματα και εργαλεία, όλα επιτόπιας παραγωγής. Τα περισσότερα εργαλεία έχουν παραχθεί με άμεση κρούση σκληρού κρουστήρα, ενώ σχεδόν όλα είναι από κερατόλιθο (chert), χρώματος ξανθού και καστανού. Τα χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας στα Ροδαφνίδια ανήκουν στη Μέση Παλαιολιθική εποχή. Η συνύπαρξη της Αχελαίας τεχνικής με την τεχνική Levallois θα μπορούσε ίσως να μετατοπίσει τη χρονολογία στο τέλος της Κατώτερης Παλαιολιθικής (200.000 χρόνια πριν από σήμερα). Αλλά και το τοπίο στα Ροδαφνίδια έχει όλα τα στοιχεία των υπαίθριων καταυλισμών της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής. Η αφθονία των πυρήνων κάνει πιθανότερο να χρησιμοποιήθηκε η περιοχή ως καταυλισμός-εργαστήριο παρά ως πέρασμα κυνηγών. Η τοποθεσία φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε κατά την Προϊστορική εποχή.

Μουσείο: Το Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκάδας Αγγέλικα Ντούζουγλη

Κάνθαρος μεσοελλαδικής εποχής (Αίθουσα Δ). Το Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκάδας στεγάζεται στο νεόδμητο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Λευκαδίων. Τα ευρήματα που παρουσιάζονται στις αίθουσές του καλύπτουν μια μεγάλη χρονολογική περίοδο από την Παλαιολιθική εποχή έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Στην αίθουσα Α εκτίθενται ευρήματα από τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των κατοίκων του νησιού στους ιστορικούς χρόνους. Στην ενότητα της Μουσικής ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χάλκινα κλειδιά αυλών που βρέθηκαν ως κτερίσματα σε αρχαίους τάφους. Η αίθουσα Β είναι αφιερωμένη στις θεότητες της αρχαίας Λευκάδας. Ένας σφραγιδόλιθος των ύστερων κλασικών χρόνων, από χαλκηδόνιο λίθο, παριστάνει την αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία. Η αίθουσα Γ είναι αφιερωμένη στα ταφικά έθιμα της αρχαίας Λευκάδας. Εκτίθενται επιλεκτικά επιτύμβιες στήλες, λίθινες τεφροδόχοι, κάλπες και διάφορα κτερίσματα από τις ανασκαφές της ΙΒ΄ ΕΠΚΑ στο βόρειο και το νότιο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Η αίθουσα Δ, όπου παρουσιάζονται οι αρχαιότητες των προϊστορικών χρόνων, είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Wilhelm Dörpfeld, μεγάλου φιλέλληνα αρχαιολόγου, ο οποίος απέδειξε την παρουσία τού ανθρώπου στο νησί κατά τη Νεολιθική εποχή (ανασκαφή στη Χοιροσπηλιά) αλλά και κατά την εποχή του Χαλκού. Ο Dörpfeld πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες σε διάφορες θέσεις του νησιού, προσπαθώντας να τεκμηριώσει και με αρχαιολογικά δεδομένα τη θεωρία του, ότι η Λευκάδα, και όχι το σημερινό νησί της Ιθάκης, πρέπει να ταυτιστεί με την ομηρική Ιθάκη.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, αλληλογραφία, βιβλία Λίζα Δίζελου, Πελαγία Τσινάρη (επιμ.)

Πληροφορική: Αρχαιολογία στο Διαδίκτυο (1) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το λογότυπο της στήλης «Πληροφορική». Από τα παγκόσμια και εθνικά γενικά αρχαιολογικά ευρετήρια, το εκτενέστερο είναι το ArchNet (http://archnet.uconn.edu) ενώ η αρχαιολογική πύλη ARGE-Archaeological Resource Guide for Europe (http://odur.let.rug.nl/arge) αποτελεί αντίστοιχη υπηρεσία για την Ευρώπη. Τα συστήματα πρόσβασης που καταλογογραφούν τις εθνικές πληροφοριακές πηγές στον Παγκόσμιο Ιστό δεν περιλαμβάνουν συνήθως άλλο περιεχόμενο παρά συγκεντρώνουν τις διαθέσιμες πηγές αρχαιολογικού περιεχομένου στο Διαδίκτυο για μια χώρα, αποτελώντας τον «καθρέφτη» της εθνικής δικτυακής αρχαιολογίας. Από τις πιο γνωστές τέτοιες πύλες είναι η βρετανική CBA guide to UK archaeology on line (http://www.britarch.ac.uk/index.html), η γαλλική ArchData (http://www.univ-tise2/utah/archdata/), η ισπανική Arqueohispania (http://www.terra.es/personal/jtovar) και η γερμανική Archäologie online (http://www.archaeologie-online.de/). Σε αντίθεση με τον γενικό χαρακτήρα των παραπάνω ευρετηρίων, άλλα συστήματα πρόσβασης είναι αφιερωμένα σε ειδικές γνωστικές περιοχές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει για τον πλούτο της η παγκόσμια συλλογή δικτυακών τόπων με πεδίο αναφοράς τις Κλασικές Σπουδές και τη Μεσογειακή Αρχαιολογία (Classics and Mediterranean Archaeology, http://classics.Isa.umich.edu). Ειδικά για την Κλασική Αρχαιολογία, πολύ αξιόλογες υπηρεσίες προσφέρει η Virtuelle Bibliothek Klassische Archäologie (http://www2.huberlin.de/winckelmann/virtbibl.html). Στο χώρο της προϊστορικής αρχαιολογίας στα πιο γνωστά ευρετήρια ανήκουν οι σελίδες που τροφοδοτεί ο John Younger (KAPATIJA Websites in Aegean Archaeology, http://www.duke.edu/jyounger/Kapatija/ στο Πανεπιστήμιο Duke. Τη Ρωμαϊκή Αρχαιολογία καλύπτει ο οδηγός που εκδίδει ο Pedar Foss και φιλοξενείται από το Πανεπιστήμιο DePauw (Romarch http://acad.depauw.edu/romarch). Τις αιγυπτιολογικές πηγές στο Διαδίκτυο συγκεντρώνουν οι σελίδες που ετοιμάζει ο Nigel Strudwick στο Ινστιτούτο Newton του Πανεπιστημίου του Cambridge (Egyptology Resources, http://www.newton.cam.ac.uk/egypt). Από τις πιο γνωστές πύλες στο Βυζαντινό Διαδίκτυο είναι οι σελίδες που έχει συγκεντρώσει ο Paul Halsall από το Πανεπιστήμιο Fordham (Byzantium: Byzantine Studies on the Internet, http://www.fordham.edu/halsall/byzantium/index.html, παραπέμπει και σε άλλα σχετικά ευρετήρια).

English summaries: Time in modern Greece Ioannis Petropoulos

Time past and narrative techniques are what create history. The inhabitants of the island of Kalymnos tell many tales where certainty and myth become one and the same thing and bring significance to the past through metaphor. Humans experience time as either a linear or a circular experience. The first kind of time has to do with activities such as farming while circular time is experienced in story-telling and in rituals. What is the significance in the turning movements performed during the Orthodox liturgy? How is time experienced in fairy-tales? Time in a festival or feast is seen as an opportunity to escape from the merciless progression of time. Another form of escapism can be seen in nostalgia, a European strategy which is examined here through the example of the “old town of Volos”.

Analogic Thinking as History David E. Sutton

This paper examines historical consciousness on the Greek island of Kalymnos. It looks at how Kalymnians reconstruct their past, and how they use their reconstruction to make sense of and argue about the meaning of their present. It examines the intersecting time-lines of religious, national and local history on Kalymnos, and the use of the same key symbols and themes in narrating these histories on a personal level, and in commemorating them on a local and national level. Such histories display a number of common themes, such as that of struggle against overwhelming odds, whether that struggle is of Greek national heroes fighting oppressors (or their own dictators) or Orthodox martyrs giving their lives for Christianity. Narratives of national, religious and personal histories are drawn on a common stock of themes and tropes in order to make sense of the past and relate it to the struggles of the present. At the same time prevalent metaphors directly connect the national and the local in everyday speech. Through this tying together of national, religious and local experience, "history" becomes part of the common sense of everyday Kalymnian life and interpretation of the world.

Representations of Time and the Time of Representation Penelope Papailias

The quintessential "disease" of modernity, nostalgia, always comments in some way on social and economic transformations. In this paper, ! situate contemporary nostalgic discourses in Greece against the background of the global upsurge in nostalgia that has marked the last quarter of the twentieth century. This paper does not aim to identify a distinctly Greek "way of doing time", but rather to locate Greek representations of past time within both local and global contexts. My particular focus in this article is on nostalgia for the "old city" of Volos as manifested in various textual practices engaged in by both municipal and individual agents: in particular, the reproductions and re-presentations of out-of-print local histories, period photographs and the local press. Nostalgia for urban space represents a significant departure from nostalgic discourses on villages and the rural landscape that have been in circulation in Greek society for some time. This nostalgia for the "old city" does not express a desire for escape from capitalism and European models of cultural life, but rather a fascination with the establishment of these economic and social institutions in Greece. The collapse of the manufacturing base of Volos and the ongoing changes in the social composition of the city and nation have generated a sense of longing for authentic, unmediated and tangible forms of community and capitalism that appear to have existed in the town's past.

Time, Ritual and Teleology Charles Stewart

The anthropologist Edmund Leach has contended that rituals may work to modulate the social experience of time. In so doing, they often incorporate cultural images of time itself into their dramaturgy. Participation in such rituals can, in turn, influence the fate of people both in life, and after death. Rituals thus represent time while affecting people's experience of time. Ritual form, time,and teleology are thus all bound up together. In this paper I identify practices of circling in Greek rituals as a prime example of the symbolic representation of time in ritual. In antiquity, time was measured by reterence to the circular motions of the stars. The transposition of this knowledge into ritual can be observed in Neo-Platonic magical practices, elements of which, I contend, re-surface in main Christian Orthodox liturgical practices. Contemporary local-level magical practices also involve ritual circling -magic circles-, but I argue that in these cases the circle is not related to celestial motion, and thus to time, but to the creation of boundaries between the sacred and the profane. It is nonetheless interesting to observe that although Church rejects these local practices as superstitious "magic", it has itself borrowed from a "high tradition" of ancient magic in formulating some of the key elements of its own ritual practice.  

Time in the Oral Tradition of Greek and Other Balkan Peoples Evangelos Avdikos

The history of mankind is imbued by the concept of time and the way in which the community is managing it. Talking about human civilization, we refer to and search for the representations indicative of the time relation to the social organization of a specific community of population. Furthermore, by discussing time we gain the advantage of understanding the relation of rituals to cultural attitudes as it is revealed in social forms. Time obtains countable characteristics and is adjusted to specific forms of social organization.The imprint of time on the economic and social attitude of the cattle-breeder Greek nomads, especially the Vlach-speeking and Sarakatsanoi, is investigated in this article. Time in these segments of population is introduced as a parameter of their productive activity. The cattle-breeding procedure, as well as its particulars (mating, litter, shearing), defines the way in which these nomads are experiencing time. In this case the present each time represents a firm framework, necessary for the survival of the cattle-breeders' household. In addition, the cattle-breeding activity has dictated the regular transfer from the mountains to the plains and vise versa, a fact that has immediately affected many aspects of the cultural and social activities of the Greek nomads, as well as their ideological relation to the duality mountain/plain.

The Treatment of Time in the Oral Tradition of Greek and other Balkan Peoples Marianthi Kaplanoglou

The main theme of the confrontation of man with personified divisions/fractions of time unfolds in different narrative traditions of Greek and other Balkan peoples. This paper discusses the tale of "The two old women and the twelve months", which is considered a Greek oikotype, taking into account related versions as well as relevant customs and beliefs from other Balkan peoples. This investigation is based on published and unpublished versions from the Catalogue of the Greek Folktale as well as on recently collected material. In these stories, time is perceived according to the main events of rural life, especially sowing-time, harvesting and the folk calendar. This paper also examines a peculiar episode in the meeting of the tale-hero with an old woman or man who controls day and night by folding two skeins, one black and the other white.

The Search of the Mythic Atlantis in the Homeric Troy Panagiotis Malfas

The news that a German research team is on its way to Asia Minor, in order to search Atlantis in the vicinity of the ancient Troy, motivated the scholar P. Malfis to deal again with this region and to examine the issue on the basis of the ancient literature. The parallelism of the Homeric to the Platonic text does not lead us to such a conclusion, however, the final answer will be given by the data of the geological research.

Three Scenarios on Teaching Philology Anastasia Vakaloudi

The article presents an original method of teaching philology, which combines the content of school text-book with the issue of the internet. Thus, the understanding of the interest subject, the thorough knowledge and the move substantial communication and exchange of ideas and information are achieved, through dialogue and collaboration.

Some Aspects of the Early History of the Black Sea Elias Petropoulos

Recent archaeological finds have altered the theories concerning the voyages of Greeks in antiquity: the first Greek settlement on the northern coast of Black Sea was founded about the mid-7th century B.C., however the Greeks had already known the area, as the Mycenaen finds discovered there prove. Consequently, the theory that dates the colonization of this area in 600 B.C. is not valid any more.

Intervening for the Protection of the Old Town Michalis Deliyannakis

In our time for subversive changes the author, using as an example the old town of Rethymnon on Crete, wonders whether or not it is possible the urban social tissue to be reconstructed, since nothing is anymore what it used to be. Furthermore, today, that the textual tradition does not correspond to the town planning of the same period, the problematic for the production of the indispensable historical knowledge is more than necessary.

Prehistoric Topography of the North Coast of Lesvos Vasileios Koumarelas

The author of the article identifies sites of the Early Bronze Age. By considerably enriching the list of the sites on Lesvos, which had been inhabited during the prehistoric period, he reveals the importance of the island during this era.

Lesbos of Water-Mills Makis Axiotis

In this article the author is touring the existing water-mills of Lesbos and describes the type to which they belong. Water-mills are first mentioned in 1578. On this fertile island with the industrious inhabitants, the water-mills were working continuously until 1913, when they were replaced by steam- and diesel-mills.

Traits of Palaeolithic Settlement on Lesbos Ch. Charisis, P. Durand, Makis Axiotis et al.

The authors of the article guide us around the Paleolithic Lesbos and its characteristic lithotechny, through a concise introduction of the geology of Lesbos. Their contribution in the identification of Paleolithic sites in Greece and in the documentation of the answer concerning our anthropogony is quite significant.

The Deserted Settlement of Farsa on Cephalonia Spyros Parisis

Farsa, a settlement known as Farissa during the period of Venetian occupation (1678), lived until the earthquake of 1953, when it was deserted by its inhabitants. A few late bourgeois houses, mainly belonging to seamen, punctuate this essentially agrarian settlement, which still preserves elements of the local tradition, characterized by functionality and rationalism, elements that have lent Farsa a unique physiognomy.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα εφτά θαύματα του κόσμου: Ο χρυσελεφάντινος Δίας της Ολυμπίας Μαρίζα Ντεκάστρο

Νόμισμα που εικονίζει το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία. Το νόμισμα κόπηκε τον καιρό που βασίλευε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός. Το έβδομο θαύμα του κόσμου ήταν το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, εκεί όπου κάθε τέσσερα χρόνια μόνον Έλληνες αγωνίζονταν σε αθλητικούς αγώνες για να τιμήσουν τον πατέρα των θεών. Μέσα στο μαρμάρινο ναό, πάνω σε εβένινο θρόνο, κάθεται ο Δίας στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι ελιάς, κρατώντας τη Νίκη στο δεξί του χέρι. Ο γλύπτης Φειδίας τον έπλασε από ελεφαντόδοντο και χρυσό και τον στόλισε με πολύτιμες πέτρες. Το περίλαμπρο άγαλμα του Φειδία μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και καταστράφηκε από πυρκαγιά το 475 μ.Χ. Το γνωρίζουμε μόνο από ένα αρχαίο νόμισμα και από την περιγραφή του Παυσανία.

Τεύχος 125, Δεκέμβριος 2017 No. of pages: 144
Editorial: Δεκέμβριος 2017 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Ο Δεκέμβρης παραδοσιακά ανήκει στα Χριστούγεννα, στα αλεξανδρινά, τη θαλπωρή κάθε είδους, άρα και στα παραμύθια. Κάθε αφήγηση κι ένα νοερό ταξίδι, μια αναμόχλευση του υποσυνειδήτου, ένα παιχνίδι με τα όρια της αντίληψης. Τα παραμύθια κρύβουν σκοτεινές αλήθειες. Αφήνουν, όμως, χώρο και για την ελπίδα. Σκοτάδι και φως περιπλέκονται με τα στοιχεία των μύθων και γίνονται αδιαχώριστα μεταξύ τους. Όσο εξωτικό κι αν είναι το περιεχόμενό τους, το μείγμα αυτό μας είναι οικείο απ’ τη ζωή την ίδια. Οι έννοιες στο παραμύθι είναι κωδικοποιημένες και οι αλήθειες μεταμφιεσμένες, στο τέλος, όμως, βρισκόμαστε πάντα μπροστά στο επιμύθιο. Το ίδιο συμβαίνει και όταν κλείνει το αφήγημα της κάθε χρονιάς. Για όσους δεν ορίζουν τις χρονιές τους με τα καλοκαίρια, τώρα είναι η στιγμή για απολογισμούς και στοχοθετήσεις. Οι μεν απολογισμοί φέρνουν πιθανώς ικανοποίηση αλλά και μεταμέλειες, οι δε στόχοι και τα όνειρα αποτελούν πηγή αισιοδοξίας. Αναλογιζόμενη τον ρόλο του συναισθήματος στη ζωή μας, πιάνομαι από την κουβέντα του καθηγητή Άγγελου Χανιώτη στη συνέντευξη που μας παραχώρησε: ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του είναι η ανθρώπινη εμπειρία. Ο άνθρωπος και τα συναισθήματά του. Στο μυαλό μου έρχεται η κατεστραμμένη προτομή της παιδίσκης που βρέθηκε στη ρωμαϊκή έπαυλη στον Ισθμό της Κορίνθου. Το πρόσωπο του κοριτσιού έχει χαθεί, έχει διασωθεί μόνο το βλέμμα, η πεμπτουσία του προσώπου. Αυτό μας μιλά από τα βάθη του χρόνου. Μεταφέρει την ανθρώπινη εμπειρία από μια στιγμή απείρως απομακρυσμένη, αλλά, χάρη στην αρχαιολογία, ξαναγεννημένη. Να έχετε μια υπέροχη χρονιά.

Συνέντευξη: Άγγελος Χανιώτης – Η Μακρά Ελληνιστική Εποχή που μας σαγηνεύει

Ο Άγγελος Χανιώτης. Φωτ.: Α. Γριμάνη. Ο καθηγητής Άγγελος Χανιώτης διδάσκει από το 2010 Αρχαία Ιστορία και Κλασικές Σπουδές στο Ινστιτούτο Ανώτατων Σπουδών του Πρίνστον (Institute for Advanced Study, Princeton). Στο πρόσωπό του συναντιούνται ο ιστορικός, ο αρχαιολόγος, ο επιγραφολόγος, ο φιλόλογος. Με το ερευνητικό του ενδιαφέρον στραμμένο στην Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου και της ρωμαϊκής Ανατολής, έχει αναδείξει ποικίλες όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας σ’ εκείνα τα χρόνια, την κοινωνική, την πολιτισμική, τη θρησκευτική, τη νομική, την οικονομική. Συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων και κύριος εκδότης του Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG), έχει μελετήσει θέματα όπως ο πόλεμος, η θρησκεία, η επικοινωνιακή πλευρά των τελετουργιών, οι στρατηγικές της πειθούς στον αρχαίο κόσμο. Τον τελευταίο καιρό η έρευνά του εστιάστηκε στα συναισθήματα, τη μνήμη και την ταυτότητα. Με την πρωτοτυπία τους, οι μελέτες του έθεσαν σημαντικά ερωτήματα στην επιστημονική κοινότητα, πυροδοτώντας διαλόγους που συνέβαλαν στη βαθύτερη κατανόηση όψεων της αρχαιότητας που δεν είχαν ποτέ πριν διερευνηθεί. Απόφοιτος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ο Άγγελος Χανιώτης συνεχίζει τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη. Η διδακτορική του διατριβή έχει τίτλο Ιστορία και ιστορικοί στις ελληνικές επιγραφές. Επιγραφική συμβολή στην ελληνική ιστοριογραφία. Το 1992 εκλέγεται στη Χαϊδελβέργη καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας αναλαμβάνοντας και υψηλά διοικητικά καθήκοντα. Ενδιαμέσως σπουδάζει και νομικά. Το 1996, αξιοποιώντας και τις νομικές του γνώσεις, εκδίδει στα γερμανικά το βιβλίο Οι συνθήκες μεταξύ κρητικών πόλεων στην Ελληνιστική εποχή. Θα αφιερώσει τέσσερα χρόνια στην έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης προτού περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τα τελευταία χρόνια ερευνά ως αρχαιολόγος την Αφροδισιάδα της Μ. Ασίας. Το μόνο του βιβλίο στα ελληνικά, Θεατρικότητα και δημόσιος βίος στον ελληνιστικό κόσμο (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009), κερδίζει το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Δοκιμίου. Επιμελείται τον πρώτο τόμο (2012) και συνεπιμελείται με τον Pierre Ducrey τον δεύτερο (2014) μιας δίτομης έκδοσης με τον γενικό τίτλο Ξεσκεπάζοντας τα συναισθήματα (Unveiling Emotions), μιας ρηξικέλευθης προσέγγισης που αξιοποιεί τη μαρτυρία αρχαίων ιστοριογράφων και επιγραφών. Μόνο δειγματοληπτικά θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε το έργο του Άγγελου Χανιώτη με το 25σέλιδο βιογραφικό. Ας προσθέσουμε μόνο τα εξής λίγα: Τον Δεκέμβριο του 2014, εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Με τον εισιτήριο λόγο του, «Η ζωή των αγαλμάτων», έκλεψε την καρδιά όλων. Οι διεθνείς βραβεύσεις πολλές. Το 2014 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας του απένειμε τον Σταυρό του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα. Χάρη σε «Έναν κόσμο συναισθημάτων», ο Άγγελος Χανιώτης έγινε γνωστός και στο ευρύ ελληνικό κοινό. Πρόκειται για την εξαιρετική έκθεση που συνδιοργάνωσε με τον επίτιμο διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Νίκο Καλτσά, και τον αν. καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας της Τέχνης και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, Ιωάννη Μυλωνόπουλο. Η έκθεση παρουσιάστηκε φέτος [2017] στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Υόρκης (9 Μαρτίου–24 Ιουνίου) και στο Μουσείο της Ακρόπολης (18 Ιουλίου–19 Νοεμβρίου). Μόνο που το ελληνικό κοινό έμεινε με ένα παράπονο: αν και είχε εκδοθεί ελληνικός Κατάλογος, αυτός δεν ήταν διαθέσιμος στους επισκέπτες της έκθεσης.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Πάριον: Μια πρώιμη αποικία της Πάρου στην Προποντίδα Ντόρα Κατσωνοπούλου, Vedat Keleş, Michael Deniz Yilmaz

Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου στο Πάριον. Φωτ.: Parion Excavations. Η πρώτη αποικία της Πάρου ιδρύθηκε στα μέσα ή στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. στην περιοχή της Τρωάδας, σε στρατηγική θέση με φυσικά λιμάνια και εύφορη γη. Τη μεγαλύτερη ακμή του το Πάριον εμφανίζει από τον 4ο αιώνα π.Χ. Τότε χρονολογείται και το διάσημο άγαλμα του Έρωτα που έφτιαξε για την πόλη ο Πραξιτέλης. Στον 2ο αιώνα μ.Χ., πριν αρχίσει η παρακμή, ανήκει η εξαιρετικής τέχνης μαρμάρινη κεφαλή της Αρτέμιδος που βρέθηκε στο ωδείο. Συστηματικές ανασκαφές από το 2005 αποκάλυψαν την αρχαία νεκρόπολη, το θέατρο, τα ρωμαϊκά λουτρά, το ωδείο, την Αγορά και τα καταστήματα.

Θέματα: Ρωμαϊκή έπαυλη με θέα Ζωή Ασλαματζίδου-Κωστούρου

Μαρμάρινο σύμπλεγμα Έρωτα και δελφινιού από διακόσμηση κρήνης, 2ος αι. μ.Χ. Μεγάλης έκτασης ρωμαϊκή έπαυλη ήρθε στο φως κατά τις πολυετείς ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1996 κοντά στο Λουτράκι, στη θέση Κατουνίστρα. Το πολυτελές συγκρότημα χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ., είχε θέα στον Κορινθιακό και διέθετε εντυπωσιακό λουτρό. Ανήκε μήπως σε κάποιο γαιοκτήμονα ή ήταν η εξοχική κατοικία ενός πλούσιου εμπόρου ή κάποιου αξιωματούχου της τότε ρωμαϊκής αποικίας της Κορίνθου; Οπωσδήποτε όμως κτίστηκε την περίοδο ανάδειξης της πόλης σε εμπορικό κέντρο και παρήκμασε πιθανόν λόγω του καταστροφικού σεισμού του 551.

Η προϊστορική Τροιζήνα Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου

Σφραγιδόλιθος από αχάτη, από τον Τάφο 2. Η μεσοελλαδική ακρόπολη και οι τρεις θολωτοί τάφοι που ανασκάφηκαν στο λόφο Μεγάλη Μαγούλα, κοντά στον αρχαίο λιμένα Πώγωνα (επίνειο της Τροιζήνας), δείχνουν ότι εδώ πρέπει να βρισκόταν η προϊστορική Τροιζήνα. Οι έρευνες αποκάλυψαν μια πρώτη εικόνα της πατρίδας του Θησέα, που κρυβόταν πίσω από  την αχλή του μύθου και έδωσαν νέα, πολύ σημαντικά στοιχεία για την αρχιτεκτονική εξέλιξη των θολωτών τάφων στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.

Στα άδυτα των εργαστηρίων της πορφύρας Σοφία Τσουρινάκη

Λινό, ανισομερές σημείο με βαφή κοχενίλλης (ΠΛΙ, αρ. ευρ. 2000.05.21). Ο Αριστοτέλης ονομάζει «ανθό» τον αδένα του μαλακίου που περιέχει τη βαφή της θαλασσινής πορφύρας. Ένδειξη πλούτου, κύρους και ισχύος, ήταν για τους αρχαίους ίσης αξίας με το χρυσάφι. Χιλιάδες κοχύλια όμως χρειάζονταν για να εξαχθούν λιγοστά γραμμάρια της πολύτιμης βαφής. Δημιουργήθηκαν έτσι απομιμήσεις της από φθηνότερα χρωστικά, ζωικής ή φυτικής προέλευσης, με τη βαφική μέθοδο του βρασμού με χρήση προστυμμάτων. Αντίθετα, η πορφύρα, όπως και το ινδικό, είναι βαφές αναγωγής και δεν αναλύονται στο νερό. Χρωστικά υποκατάστατα της πορφύρας ήταν το ριζάρι, η άγχουσα, το φύκι, οι λειχήνες, τα μούρα, το κρεμέζι και η κοχενίλλη.

Η τέχνη του παραμυθιού Μαρία Αθανασέκου, Ασημίνα Μερτζάνη

Edward Burne–Jones, «Από τον κύκλο της Ωραίας Κοιμωμένης», 1890. Buscot Park, Oxfordshire. Ο Αριστοτέλης έλεγε  πως η ψυχή δεν σκέφτεται χωρίς εικόνα. Αν αληθεύει ότι η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία μας, τότε εκείνη οφείλει να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση για να είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Το παραμύθι, με την αφήγηση και τη δημιουργία νοερών εικόνων, διευρύνει την αντίληψη της πραγματικότητας και του εαυτού. Χάρη σ' αυτό δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερη εικαστική τέχνη που το εικονογραφεί ή εμπνέεται από τους ήρωες και τις ηρωίδες του.

Κυνήγι ελεφάντων στη Δυτική Μακεδονία Ευαγγελία Τσουκαλά

Η μάχη δύο αρσενικών ελεφάντων σε περίοδο αναπαραγωγής είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει ο δεξιός χαυλιόδοντας του ενός. Ζωγραφική αναπαράσταση: R. Bakker, επίβλεψη: D. Mol. Τοιχογραφία στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο, Σιάτιστα. Μέχρι τα μέσα της Πλειστοκαινικής περιόδου, προβοσκιδωτά, δηλαδή ελέφαντες, μαμούθ και μαστόδοντες, είχαν βρει στον ελλαδικό χώρο καταφύγιο από το δριμύ ψύχος που επικρατούσε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το παλαιοπεριβάλλον που χρειάζονταν έπρεπε να είναι δασώδες με ανοικτές εκτάσεις, πλούσια βλάστηση, πολλά νερά και θερμό κλίμα. Στην περιοχή της Σιάτιστας βρέθηκε ο απολιθωμένος γομφίος ενός στεγόδοντα, προβοσκιδωτού που εντοπίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα απολιθώματα των προβοσκιδωτών, ιδίως τα κρανία και τα γιγαντιαία οστά τους, έκαναν τεράστια εντύπωση στους αρχαίους, που πίστεψαν ότι προέρχονται από Κύκλωπες, γίγαντες ή δράκους, ενώ στους χαυλιόδοντες των ελεφάντων ο άνθρωπος σε όλες τις εποχές βρήκε μια πολύτιμη ύλη, πρόσφορη στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Τα κυκλικά τριβεία του Λαυρίου Γεώργιος Δ. Παπαδημητρίου

Κυκλική κατασκευή αρχαίου τριβείου στο Δημολιάκι. Ισχυρά διαταραγμένη, έχει συναρμολογηθεί από τεμάχια μαρμάρου. Το αυλάκι στην άνω επιφάνεια φέρει συνεχόμενες κοιλότητες και οι αρμοί του δεν έχουν στεγανοποιηθεί. Φωτογραφία του συγγραφέα. Φαίνεται ότι γύρω στο 260 π.Χ. άρχισε μια περίοδος παρακμής για τα μεταλλεία της Λαυρεωτικής που είχαν χρηματοδοτήσει την αθηναϊκή δημοκρατία. Ο Στράβων μαρτυρεί ότι στο τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. τα μεταλλεία είχαν επικεντρωθεί στην ανάκτηση αργύρου από την ανακύκλωση των απορριμμάτων που είχαν σωρευτεί στη διάρκεια των κλασικών χρόνων. Απαιτήθηκε όμως η δημιουργία μιας νέας τεχνολογικής εφαρμογής: Τα κυκλικά τριβεία παρέτειναν τις μεταλλουργικές δραστηριότητες των αρχαίων για δύο τουλάχιστον αιώνες.

Αρχαιολογικός χώρος: Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα Κωνσταντίνα Ζήδρου

Άποψη από εσωτερικά του κυρίως ιερού με τους εντυπωσιακού πάχους τοίχους του. Η σύνταξη ενός σύντομου και ταυτόχρονα περιεκτικού αρχαιολογικού–περιηγητικού οδηγού για το Νεκρομαντείο του Αχέροντα έχει διπλό στόχο: να βοηθήσει αρχικά τον αναγνώστη να γνωρίσει κάθε όψη του αρχαιολογικού χώρου και, στη συνέχεια, να του εξάψει το ενδιαφέρον ώστε να τον επισκεφθεί και να τον ανακαλύψει με τη δική του ιδιαίτερη ματιά, αλλά και με πολύτιμο βοήθημα τον συγκεκριμένο οδηγό. Εκτός όμως από τον αρχαιολογικό χώρο του Νεκρομαντείου, ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Αχέροντα. Ακροβατώντας στο μεταίχμιο του κόσμου των νεκρών και των ζωντανών, θα θυμηθεί τη σχετική ομηρική περιγραφή του Κάτω Κόσμου. Θα έχει όμως και την ευκαιρία να δει αρκετές ακόμη θέσεις της αρχαίας Ηπείρου.

Τεύχος 141, Απρίλιος 2023 No. of pages: 144
Editorial: Απρίλιος 2023 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Ο αριστοτεχνικά κατασκευασμένος τάφος στο Σαροσέλ βρέθηκε συλημένος. Οι θησαυροί που είχαν επιλεγεί να συνοδεύσουν τον σημαίνοντα νεκρό στο επέκεινα χωρίστηκαν απ’ αυτόν στην πορεία του χρόνου. Η μεγαλόπρεπη κατασκευή, όμως, παρέμεινε. Ήταν σημαντική γι’ αυτούς που την επέλεξαν. Ήταν μια δήλωση συνέχειας με το μεγαλείο που είχε προηγηθεί. Την ίδια ανάγκη της αίσθησης συνέχειας έχουμε κι εμείς σήμερα. Είναι η ανθρώπινη και απανταχού αναγνωρίσιμη επιθυμία του ανήκειν. Αν κάποιος αποτελεί έναν κρίκο σε μια αλυσίδα γενεών, τότε αυτό το ανήκειν αποτελεί το αντίδοτο στην παροδικότητα της ανθρώπινης ζωής. Αν αυτή η αλληλουχία γενεών, μάλιστα, είναι ένδοξη και μένει στην Ιστορία, ο μετέχων σε αυτή κερδίζει το εισιτήριο για την αιωνιότητα. Το ταξίδι των αρχαιολογικών καταλοίπων μέσα στον χρόνο κρατά όσο αυτά είναι ανέγγιχτα από ανθρώπινο χέρι. Όποιος τ’ αρπάζει αφαιρεί επίσης την πολύτιμη πληροφορία που θα συνθέσει την γνώση της ιστορίας, η οποία αποτελεί μέρος της πολιτιστικής ταυτότητάς μας. Η σχέση που έχουν τα τέχνεργα με τον τόπο στον οποίο έχουν βρεθεί αλλά και μεταξύ τους, η θεμελιώδης αυτή σύνδεση σπάει. Τα αντικείμενα, ακόμα κι αν ανακτηθούν, δεν έχουν ν’ αφηγηθούν τίποτα πια. Η παραμονή τους μέσα στη γη μόνο όταν διακοπεί από αρχαιολόγους νοείται ως ταξίδι. Το αφήγημα είναι όλο εκεί.

Συνέντευξη: Jean-Charles Moretti – Μια ζωή στη Δήλο

Ο Jean-Charles Moretti. Προσωπικό αρχείο. Διακεκριμένος ιστορικός της αρχιτεκτονικής, με πλούσια ερευνητική εμπειρία, γνωστός για την αγάπη του στα ελληνορωμαϊκά θέατρα. Οι θεατρικές παραστάσεις είναι το αγαπημένο του θέαμα. Έχει άρρηκτα συνδεθεί με τη Δήλο, όπου μετράει σχεδόν 40 χρόνια παρουσίας. Από το 2010 διευθύνει τη γαλλική αρχαιολογική αποστολή στο νησί. Η θεωρητική του σκευή του επιτρέπει να χαράζει κατευθύνσεις στην έρευνα και του επιβάλλει να διατυπώνει τις διαφωνίες του με τη σύγχρονη χρήση των αρχαίων θεάτρων.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Η πόλη του Διονύσου Musa Kadıoğlu

Ελαιόδεντρο και ρωμαϊκή δεξαμενή (M. Kadıoğlu). Η Τέως, μία από τις ιωνικές παραθαλάσσιες πόλεις–κράτη, απέχει περίπου 60 χλμ. από τη σημερινή Σμύρνη. Ήταν φημισμένη σε όλο τον αρχαίο κόσμο χάρη στο Κοινόν των περί τον Διόνυσον τεχνιτών, ομάδα καλλιτεχνών που διοργάνωναν θεατρικές παραστάσεις. Ο ναός στον οποίο λατρευόταν ο Διόνυσος ήταν μεγαλόπρεπος, ένας μικρός ναός ήταν αφιερωμένος στη Ρώμη και τον Αύγουστο, ενώ επιβεβαιωμένη είναι και η λατρεία των δύο Ελευσίνιων θεοτήτων, της Δήμητρας και της Κόρης.

Αφιέρωμα: Αρχαία Αρχιτεκτονική: Εισαγωγή Μάνθα Ζαρμακούπη

Κάτοψη του ναού του Μέσσου. Κλίμακα 1:50. Η Μάνθα Ζαρμαζούπη παρουσιάζει τα άρθρα που περιλαμβάνονται στο Αφιέρωμα.

Η αινιγματική ζωφόρος του Παρθενώνα Βασιλεία Μανιδάκη

Απόκομμα ζωφόρου στην Ακρόπολη με τη χαρακτηριστική επιφάνεια άτεχνου πριονισμού. Φωτ.: Β. Μανιδάκη. Η ιωνική ζωφόρος του Παρθενώνα μαζί με τις ανάγλυφες μετόπες στον δωρικό θριγκό, τα μεγαλειώδη αγάλματα στα αετώματα, τις λεοντοκεφαλές στις γωνιακές σίμες και τα ολόγλυφα ακρωτήρια στα άκρα της στέγης συνθέτουν τη δραματοποίηση μιας εξαίρετης εικαστικής αφήγησης στο πλουσιότερο πρόγραμμα γλυπτικής που έλαβε ποτέ δωρικός ναός.

Ο ψευδοδίπτερος ιωνικός ναός στο Ιερό του Μέσσου Γιάννης Κουρτζέλλης

Αεροφωτογραφία του ναού του Μέσσου. Διακρίνεται η παρούσα κατάσταση διατήρησης του μνημείου και η σύνθετη θεμελίωσή του (© Αντώνης Δεληγιάννης). Στο νησί της Λέσβου ο ψευδοδίπτερος ιωνικός διπλός εν παραστάσι ναός στο ιερό του Μέσσου, με οκτώ κίονες στις στενές και δεκατέσσερις στις μακρές πλευρές του, θεωρείται από πολλούς μελετητές ως το αρχαιότερο παράδειγμα εφαρμογής της ψευδοδίπτερης κάτοψης σε ιωνικούς ναούς και το μοναδικό μνημείο με πραγματική ψευδοδίπτερη κάτοψη στον σημερινό ελλαδικό χώρο.

Το εργοτάξιο των μυστηρίων Ιουλία Καούρα

Το Τελεστήριο της Ελευσίνας κατά τη διάρκεια της τελευταίας του ανασκαφής τη δεκαετία του 1930. Το τελεστήριο είναι ο κύριος ναός του ιερού της Δήμητρας και της Κόρης, στο εσωτερικό του οποίου λάμβανε χώρα κάθε χρόνο η κεντρική τελετή των περίφημων Μυστηρίων. Με διαδοχικές οικοδομικές φάσεις που εκτείνονται τουλάχιστον από την Αρχαϊκή περίοδο έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους, το κτήριο παρουσιάζει μία εξαιρετικά πολύπλοκη ιστορία, την κατανόηση της οποίας περιέπλεξε περισσότερο η σύνθετη πορεία που είχε η έρευνά του. Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται την οικοδομική ιστορία του Τελεστηρίου κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ.

Ο τάφος του Σταροσέλ Chavdar Tzochev

Η τοποθεσία Τσετίνοβα Μογκίλα, από τα νότια (© C. Tzochev). Ο τάφος του Σταροσέλ αποτελεί έναν από τους πολλούς που κατασκευάστηκαν στη Θράκη κατά τα τέλη του 4ου–αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και σε γενικές γραμμές, όσον αφορά το σχέδιο και τα δομικά χαρακτηριστικά του, ανήκει σε μια ομάδα θολωτών τάφων τυπικών στην περιοχή αυτή. Ωστόσο, ο τάφος του Σταροσέλ διακρίνεται για την πολυπλοκότητα του σχεδίου του, τη φιλοδοξία της κλίμακάς του, την επιδεξιότητα της μηχανικής του και τη δεξιοτεχνία της εκτέλεσής του.

Χτίζοντας το μετακλασικό θέατρο: Συνέχεια και αλλαγή στον ιωνικό σκηνικό χώρο Jeanne Capelle

Το θέατρο στο κέντρο της Ιεράπολης, με μία εξέδρα στον άξονα του κοίλου. Προσωπικό αρχείο της συγγραφέως. Σε αυτό το κείμενο εξετάζεται η Ιωνία, η αρχαία και διάσημη για τις τέχνες της περιοχή των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας —αυτή της Σμύρνης στη σημερινή Τουρκία— για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου των ιωνικών θεάτρων στο μετακλασικό θέατρο.

Ελληνιστικά γυμνάσια: Όψεις της αρχιτεκτονικής Στέλλα Σκαλτσά

Ανατολική στοά (ξυστός) στο γυμνασιακό συγκρότημα στη Μεσσήνη, όψη από βόρεια (φωτ.: Σ. Σκαλτσά). Το γυμνάσιο στην Ελληνιστική περίοδο συνδέεται άμεσα με τον θεσμό της εφηβείας, δηλαδή την επίσημη εκπαίδευση αγοριών, γύρω στα 18 με 20 έτη, από αξιωματούχους επιφορτισμένους τόσο με την εκπαίδευσή τους όσο και με την εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία του θεσμού. Λόγω της διάδοσης και της βαρύτητας που απέκτησε ο θεσμός της εφηβείας κατά την Ελληνιστική περίοδο, βαρύτητας που επεκτεινόταν στην ίδια την υπόσταση της πόλης, θα θεωρούσε κανείς πως σε κάθε πόλη που έχει ανασκαφεί αρχαιολογικά θα έχει αποκαλυφθεί και από ένα γυμνάσιο. Ωστόσο, ενώ οι επιγραφές καταδεικνύουν τη ζωτικότητα του θεσμού, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα σκιαγραφούν μια τελείως διαφορετική εικόνα όσον αφορά το κτιριακό συγκρότημα του γυμνασίου. Δηλαδή, υπογραμμίζουν τη δυσκολία ασφαλούς ταύτισης κτιριακών καταλοίπων με γυμνάσια, ειδικά όταν απουσιάζουν οι επιγραφές που θα υποστήριζαν μια τέτοια ερμηνεία.

Αρχαιολογικός χώρος: Ρωμαϊκή Αθήνα Μάνθα Ζαρμακούπη

Ο ναός του Ολυμπίου Διός από βορειοανατολικά. Το Ολυμπιείον υπάγεται στην αρμοδιότητα της ΕΦΑ Πόλης Αθηνών. © ΥΠΠΟΑ / ΟΔΑΠ. Στην πόλη των Αθηνών ο Αυτοκράτορας Αδριανός πραγματοποίησε το φιλόδοξο αρχιτεκτονικό του όραμα με την ολοκλήρωση του ναού του Ολυμπίου Διός, την κατασκευή ενός ναού της Ήρας και του Πανελληνίου Διός, μιας βασιλικής, ενός ιερού όλων των θεών, του Πανθέου, μιας βιβλιοθήκης, ενός γυμνασίου και του υδραγωγείου. Πρόθεσή του δεν ήταν απλώς να στολίσει την πόλη, αλλά να δικαιώσει τον τίτλο της ως κέντρου του «Πανελληνίου» του Αυτοκράτορα — μιας θρησκευτικο–πολιτικής ένωσης ελληνικών πόλεων της Ανατολής, ενός Κοινού, που ιδρύθηκε από τον Αδριανό, με στόχο κυρίως τη διατήρηση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στα ανατολικά και την τόνωση των εμπορικών και άλλων σχέσεων.

Τεύχος 64, Σεπτέμβριος 1997 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Αρχαίες πόλεις και κώμες: μεγάλα παλαιοχριστιανικά εκκλησιαστικά κέντρα της Μακεδονίας Blaga Aleksova

Στόμπι, προσωπογραφία από τοιχογραφία του βαπτιστηρίου. Το Ανατολικόν Ιλλυρικόν με την περιοχή της Μακεδονίας ήταν κατοικημένο από ισχυρές φυλές, οργανωμένες εθνικά και πολιτικά έτσι ώστε να συνιστούν ένα ξεχωριστό αλλά και συνυφασμένο σύνολο. Το 168 π.Χ., ή ακριβέστερα το 146 π.Χ., περιήλθαν στην ηγεμονία της Ρώμης. Εκείνη την εποχή η Μακεδονία ήταν χωρισμένη σε τέσσερις επαρχίες. Από το β΄μισό του 2ου αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τα αστικά της κέντρα ζούσαν υπό την απειλή βαρβαρικών επιδρομών από το βορρά. Σε ολόκληρο το Ιλλυρικόν και τη Μακεδονία αρχίζει η αποκατάσταση των πόλεων και των οχυρών που είχαν παραμεληθεί κατά τους ειρηνικούς χρόνους. Το γεγονός αυτό επηρεάζει την αστική οργάνωση των πόλεων. Για να επανδρωθούν οι μονάδες που φύλαγαν τα οχυρά στις γραμμές του Δούναβη, στρατολογήθηκαν άντρες από απομακρυσμένες ανατολικές επαρχίες, γεγονός που συνέβαλε στην ταχεία ανάπτυξη της λατρείας των ανατολικών θρησκειών. Εκεί οφείλεται η άνοδος του ελληνικού και του ρωμαϊκού πολυθεϊσμού στο Ιλλυρικόν. Ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται εν μέσω μιας εξαιρετικά σύνθετης πολιτικής και θρησκευτικής συγκυρίας για ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, επομένως και για τη Μακεδονία. Την εμφάνισή του έκανε πολύ νωρίς. Σύμφωνα με γραπτές πηγές, η ιεραποστολική δραστηριότητα του Αποστόλου Παύλου ξεπέρασε τις διάφορες μεσογειακές χώρες, φτάνοντας και στα σύνορα του Ιλλυρικού. Η ελεύθερη και ειρηνική διάδοση του Χριστιανισμού διακόπηκε αιφνίδια το 64 μ.Χ. Η χρονιά αυτή σηματοδοτεί την απαρχή οργανωμένων και σκληρών διώξεων που, με ελάχιστες παύσεις, συνεχίστηκαν έως το 313 μ.Χ., όταν ο Κωνσταντίνος ο Α΄ προκήρυξε την ανοχή στον Χριστιανισμό. Μετά την επιβολή της θρησκευτικής ειρήνης, ο Χριστιανισμός άρχισε να εκπροσωπεί μια εξωστρεφή εκδήλωση ισχύος την οποία ασκούσε το ίδιο το κράτος. Στις πόλεις οι επίσκοποι είχαν ίση δύναμη με τους υπερασπιστές του κράτους (defensor civitatis). Κάθε πολιτεία ή πόλη είχε έναν επίσκοπο που ήταν το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη επιρροή. Κατά την περίοδο ανάμεσα στην εδραίωση της θρησκευτικής ειρήνης και το τέλος του 6ου αιώνα, η αποαστικοποίηση της αρχαίας πόλεως υπήρξε ραγδαία. Η Εκκλησία ήταν η μόνη που αναλάμβανε την πρωτοβουλία και την διεκπεραίωση δημόσιων κατασκευαστικών έργων. Στην περιοχή της Μακεδονίας ανακαλύφθηκαν αρκετές παλαιοχριστιανικές επισκοπικές έδρες και χριστιανικοί ναοί. Πέρα από τις αστικές επισκοπικές έδρες, στο φως ήρθε και ένας σημαντικός αριθμός εκκλησιών που υπάγονταν στη δικαιοδοσία επισκόπων. Τα μεγάλα παλαιοχριστιανικά εκκλησιαστικά κέντρα στη Μακεδονία είναι το Σκούπι, η Ηράκλεια η Λυγκηστική, η Λυχνιδός, η Μπαργκάλα, η Ζαπάρα, το Στόμπι, η Στρούμιτσα και η Prima Justiniana.

Η πόλη, η αστικοποίηση και η μελέτη της ιστορικής γεωγραφίας Mark Billinge

Richard Estes, 1936, «Gordon’s Gin» (ιδιωτική συλλογή). Οι ιστορικοί γεωγράφοι που επικεντρώνονται στο άστυ ασχολήθηκαν με δυο αλληλένδετα θέματα: με την πόλη αυτή καθαυτή (την προφανή δομημένη μορφή της) και με τη γενικότερη έννοια της αστικοποίησης (τη γενική οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική διαδικασία, την οποία η δομημένη μορφή της πόλης αντιπροσωπεύει και εκφράζει). Ως προς την ίδια την πόλη, δύο όψεις κυριάρχησαν, η μορφολογία της (η χωρική της διάταξη) και η κοινωνική και οικονομική της λειτουργία. Και οι δυο τους έδωσαν λαβή σε διαφωνίες τόσο ως προς τη φύση τους όσο και ως προς το βαθμό στον οποίο, με διάφορους τρόπους μέσα στο χρόνο, κάποια από τις δύο υπερίσχυσε της άλλης. Βασισμένοι στην άποψη του David Harvey, ότι η μοναδική μέγιστη συνέχεια στην ιστορία της αστικοποίησης είναι εκείνη της αστικοποίησης ως τρόπου παραγωγής (η πόλη ως η οργανώτρια και η γεωγραφική εστία της πλεονάζουσας παραγωγής, της πλεονάζουσας συσσώρευσης και, ποικιλότροπα στα χρόνια του φεουδαλισμού και του καπιταλισμού, της πλεονάζουσας ανακατανομής ή ανταλλαγής), οι ιστορικοί γεωγράφοι υπερθεμάτισαν σπεύδοντας να καταδείξουν ακριβώς με ποιο τρόπο τέτοιες εκφράσεις εκδηλώθηκαν κάτω από διάφορες τεχνολογικές απαιτήσεις. Το γεγονός αυτό τους οδήγησε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Αντλώντας από οικονομικές θεωρίες αλλά και από θεωρίες Κοινωνικού Δαρβινισμού, οι ιστορικοί γεωγράφοι κατασκεύασαν χωρικά δυναμικά μοντέλα της μοντέρνας βιομηχανικής πόλης αλλά και της φεουδαρχικής προ-βιομηχανικής πόλης. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις της μορφής της πόλης υπογραμμίζουν τη δυναμικά μεταβαλλόμενη φύση της. Άλλοι στράφηκαν προς την ερμηνεία του σχήματος της αστικής κατανομής και των δεσμών –αρχικά τοπικών, στη συνέχεια περιφερειακών και τέλος εθνικών και διεθνών- που αμφότερα υποστήριξαν την αστικοποίηση, την αποσυνέδεσαν όλο και περισσότερο από την οικεία της σχέση με την τοπική ενδοχώρα, και, μέσω της ανταλλαγής, χάλκευσαν νέα έθνη-κράτη και νέες διεθνείς πολιτικές. Σε αυτό το σημείο τόσο οι θεωρίες περί της διάδοσης μέσω των μεταφορών και των βελτιώσεων στις επικοινωνίες, όσο και περί της ιεραρχικής κυριαρχίας ενθάρρυναν μια ευρύτερη εστίαση όσον αφορά τη χωρική κλίμακα και την αστική επιρροή. Αυτές οι δύο προσεγγίσεις, μορφή ενάντια στη λειτουργία και δια-αστικές ενάντια σε ενδο-αστικές προοπτικές, συμπληρώθηκαν από ένα πολύ πιο γενικό επιχείρημα για τη θεμελιώδη φύση της αστικοποίησης, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Οι θεωρίες της αστικοποίησης από τις καταβολές της έως τις μέρες μας είναι ανταγωνιστικές: α) οικονομικό φαινόμενο (μια μέθοδος πλεονασματικής εξαγωγής και κατανάλωσης), β) κοινωνικό φαινόμενο (ένα μέσο οργάνωσης μιας συλλογικής αλλά άνισης κοινωνίας), γ) πολιτικό φαινόμενο (ο έλεγχος, μέσα από αστικά δίκτυα, του εθνικού κράτους καθώς και της καθημερινής ζωής) και δ) πολιτισμικό φαινόμενο (η έκφραση και απεικόνιση της συμβολικής γνώσης). Πρόσφατες συγκρίσεις ανάμεσα στην παρακμή της φυσικής πόλης και την ευρωστία της αστικοποίησης κατά τη μεταμοντέρνα περίοδο τελικά υπογραμμίζουν το βαθμό στον οποίο η μορφή και η λειτουργία, όπως η πόλη και η αστικοποίηση, συνδημιούργησαν μια τέλεια σύνθεση κατά τους πρωτο-μοντέρνους και μοντέρνους χρόνους στη Δυτική Ευρώπη και τώρα, για μία ακόμη φορά, διαχωρίζονται. Τέλος, η προθυμία της ιστορικής γεωγραφίας να αγκαλιάσει την ευρύτερη ιστορική προοπτική –από τις αστικές καταβολές το 5οοο π.Χ. έως τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη αστικοποίηση της μεταμοντέρνας περιόδου- εξασφάλισε για την πόλη και την αστικοποίηση μια θέση στις γεωγραφικές σπουδές που παραμένει αμφιλεγόμενη, υπόκειται σε μόνιμη επανερμηνεία και είναι εξαιρετικά ερεθιστική.

Η ύστερη βυζαντινή πόλη Τόνια Κιουσοπούλου

Μυστράς. Χαρακτικό V. Gonelli, «Mémoires de la Morée», Άμστερνταμ 1686. Το άρθρο σκιαγραφεί την εικόνα της βυζαντινής πόλης κατά την εποχή των Παλαιολόγων (1261-1453). Στα χρόνια αυτά η διοικητική διαίρεση του Βυζαντίου στηρίζεται στα «κατεπανίκια». Ένα καπετανίκιο συνιστούσε μια πόλη με τη γύρω της περιοχή. Κάτοικοι των πόλεων ήταν οι άρχοντες, «οι μέσοι» και ο δήμος. Ανάμεσά τους τη μεγαλύτερη ισχύ είχαν οι γαιοκτήμονες. Οι μέσοι ασχολούνται με εμπορικές δραστηριότητες, που αναπτύσσονται συνήθως έξω από τα τείχη, και ποτέ δεν απόκτησαν πρόσβαση στην εξουσία. Η συνύπαρξη αριστοκρατίας και μέσων, η οποία διαφοροποιούσε τη βυζαντινή πόλη από τη σύγχρονή της δυτικοευρωπαϊκή, επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του αστικού χώρου. Ανάμεσα στις πόλεις αυτής της εποχής, διακρίνουμε πόλεις με πολλαπλές λειτουργίες, «πόλεις-εμπόρια» και «πόλεις-κάστρα». Όλες τους είναι τειχισμένες. Το τείχος ορίζει και περιορίζει τον αστικό χώρο. Μέσα από τα τείχη, η έλλειψη σχεδιασμού είναι βασικό γνώρισμα της βυζαντινής πόλης. Συζητώντας την οργάνωση του αστικού χώρου ως φαινομένου ιστορικά προσδιορισμένου, η συγγραφέας ανατρέχει στην τοιχογραφία που βρίσκεται στη Βλαχέρνα της Άρτας και αναπαριστά τη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κωνσταντινούπολη. Άντρες και γυναίκες ακολουθούν την εικόνα ενώ κοντά τους, στο αριστερό άκρο της παράστασης, μικρέμποροι πουλάνε τα εμπορεύματά τους σε άντρες που πίνουν και κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Είναι δημόσιος ο χώρος όπου τελείται η λιτανεία; Ο περίβολος ενός ναού ή ο ανοιχτός χώρος μπροστά του είναι μεν δημόσιος χώρος, δεν έχει όμως τα χαρακτηριστικά της πλατείας, δεν έχει δηλαδή προβλεφθεί ως τέτοιος. Τη λειτουργία αυτή αποκτα εκ των υστέρων, λόγω της στενής του σύνδεσης με τη μονή. Οι εκκλησίες αποτελούν σημεία αναφοράς και κοινωνικής ζωής μέσα στην πόλη. Στο χώρο των ναών όχι μόνο αναπτύσσεται κοινωνική ζωή αλλά ασκούνται και κάποιες στοιχειώδεις πολιτικές δραστηριότητες. Γύρω από μια εκκλησία οργανώνονται οι συνοικίες ενώ στους περιβόλους τους συγκεντρώνεται κόσμος για να διασκεδάσει ή να εμπορευτεί. Τα περιθώρια για κοινωνική ζωή μέσα στην πόλη ήταν περιορισμένα. Η τοπογραφία της βυζαντινής πόλης αποτυπώνει, ήδη από τη μέση εποχή, τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα της βυζαντινής κοινωνίας. Η πόλη δεν έδινε στον Βυζαντινό δυνατότητες για να κατασκευάσει τον δημόσιο χώρο του, γιατί ο δημόσιος χώρος δεν ήταν στοιχείο της ζωής του ως υπηκόου του αυτοκράτορα.

Η βυζαντινή πόλη Αλέξανδρος-Φαίδων Λαγόπουλος

Άποψη του Μυστρά. Το παρόν τεύχος αποτελεί το τρίτο μέρος του αφιερώματος στην ελληνική πόλη. Όπως η αρχαία ελληνική πόλη μεταφυτεύτηκε, μέσα από τη δυναμική των αποικιών, σε ένα γεωγραφικό χώρο πολύ ευρύτερο από την Ελλάδα, με τρόπο ανάλογο η μεταγενέστερή της βυζαντινή πόλη διαχύθηκε στα Βαλκάνια. Τα πέντε γενικά άρθρα του αφιερώματος ακολουθούνται από τρεις μονογραφίες για τρεις οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας. Οι μονογραφίες αυτές, μαζί με τις τέσσερις του προηγούμενου τεύχους, αποτελούν ένα σύνολο που παρέχει πληροφορία αιχμής πάνω στη μακεδονική αρχαιολογία.

Ο θρησκευτικός συμβολισμός της βυζαντινής πόλης Αλέξανδρος-Φαίδων Λαγόπουλος

Το πενταόμφαλο του ναού του Παντοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Ο χριστιανικός ναός έχει διπλή συμβολική διάσταση, την κοσμική και την ουράνια. Ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους αποτελεί μια εικόνα του κόσμου όντας παράλληλα μια πραγματοποίηση του ουράνιου κόσμου και του Παραδείσου. Ο ναός υπήρξε και μια κατεξοχήν ενσωμάτωση της Ουράνιας Ιερουσαλήμ, στην οποία παραπέμπει. Ο τύπος του εγγεγραμμένου σταυροειδούς ναού με τρούλο ενσωματώνει συμβολικά τον Σταυρό και τον Εσταυρωμένο. Στα βιβλικά κείμενα , η γη και ο κόσμος είναι τετράγωνα ή κυκλικά και διαιρούνται σε τέσσερις περιοχές από έναν κεντρικό σταυρό, του οποίου το κέντρο, ο «ομφαλός», υποδεικνύει το κέντρο του κόσμου. Τη γη συμβολίζει το τετράγωνο που ορίζεται από τέσσερις κεντρικές κολόνες, κάτω από τον τρούλο, σύμβολο του ουρανού. Ο «ομφαλός» υποδέχεται το ομφάλιο. Στον Δυτικό ναό στο ομφάλιο αντιστοιχεί ο «λαβύρινθος». Με τετραμερή κύκλο απέδωσε ο Δυτικός Μεσαίωνας την Ουράνια Ιερουσαλήμ που, στην Αποκάλυψη του Ιωάννη έχει κάτοψη τετράγωνη και τετραμερή και δώδεκα πύλες. Η πραγματοποίηση της Ουράνιας Ιερουσαλήμ σε χωρικές κλίμακες που δεν περιορίζονταν στην αρχιτεκτονική αποτέλεσε σκοπό και πόθο όλου του χριστιανισμού. Αυτός ήταν και ο σκοπός του Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας διατήρησε τον ρωμαϊκό σταυρό των κύριων οδικών και κοσμικών αρτηριών της ρωμαϊκής πόλης, decumanus (Α-Δ) και cardo (Β-Ν). Το χριστιανικό αντίστοιχο του decumanus ήταν τώρα η κύρια αρτηρία της πόλης που καλούνταν «Λεωφόρος Μέση». Το βορειοδυτικό της τμήμα αντιστοιχούσε στον cardo της Ρώμης, την προβολή πάνω στη γη του κοσμικού άξονα που ενώνει το κέντρο της γης και του κόσμου με τον πολικό αστέρα. Η Βασιλεύουσα είναι το επίκεντρο ενός κοσμικού κέντρου διότι το κράτος είναι ο «οφθαλμός της γης». Κέντρο της πόλης ήταν ο «φόρος» (το ρωμαϊκό forum) που με την ελλειπτική του μορφή παρέπεμπε στον κοσμικό ωκεανό γύρω από τη γη. Το ελλειπτικό forum του Κωνσταντίνου είχε στο κέντρο του μια θεόρατη κολόνα με το κολοσσιαίο άγαλμα του αυτοκράτορα, τη βάση της οποίας περιέκλειαν τέσσερις ναοί που σχημάτιζαν σταυρό. Τόσο αυτό το κεντρικό στοιχείο του forum όσο και εκείνο του μεταγενέστερου forum του Θεοδόσιου Β΄ ήταν τοποθετημένα στην Μέση και ταυτίζονταν με ομφαλό, το κοσμικό κέντρο που βρίσκουμε και στις εκκλησίες. Τα κύρια συμβολικά στοιχεία του χώρου της Κωνσταντινούπολης δείχνουν ότι αυτή εκπροσωπεί μια γιγαντιαία πραγματοποίηση, στο συμβολικό επίπεδο, της μορφής που είναι «εγγεγραμμένη σταυροειδής με τρούλο». Χρήση στοιχείων από αυτό το χριστιανικό πρότυπο διαπιστώνεται σε σημαντικές βυζαντινές πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη, η Μονεμβασία και ο Μυστράς. Ο Κωνσταντίνος εφάρμοσε το αρχέτυπο της ουράνιας Ιερουσαλήμ και στη χριστιανική Ρώμη. Εκχριστιανίζοντας τον ρωμαϊκό οδικό σταυρό έχτισε βασιλικές στα τέσσερα άκρα του. Η Ρώμη οργανώθηκε έτσι συμβολικά γύρω από ένα «σταυρό (τεσσάρων) βασιλικών», που συνδυαζόταν με την έννοια ενός κυκλικού τείχους με κέντρο το Κολοσσαίο.

Η πρώιμη βυζαντινή και η μεσοβυζαντινή πόλη Νίκος Κ. Μουτσόπουλος

Αεροφωτογραφία της Μεσημβρίας του Ευξείνου. Το άρθρο σκιαγραφεί τη μετάπλαση της αρχαίας και της ρωμαϊκής πόλης σε παλαιοχριστιανική και, μετά τη θύελλα των βαρβαρικών επιδρομών και εγκαταστάσεων, τη μεταμόρφωσή της, στις ίδιες ή σε νέες θέσεις, σε μεσοβυζαντινή πόλη. Προσδιορίζεται επίσης και η διαδικασία μετάβασης από την πόλη στο κάστρο. Βασικά κέντρα γύρω από τα οποία διαδραματίστηκαν οι κοσμογονικές αυτές μεταλλαγές στο βαλκανικό χώρο είναι η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη και το Σίρμιον. Τα γεγονότα που θα διαδραματιστούν μέσα σε αυτό το τρίγωνο δεν θα αλλάξουν μόνο την πορεία του ιστορικού βίου των ευρωπαϊκών πόλεων και οικισμών του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αλλά θα αλλοιώσουν και την πληθυσμιακή του σύνθεση. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδίως όμως στην ύπαιθρο, οι Ρωμαίοι πολίτες, μετά τις βαθύτατες δημογραφικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν τις εισβολές και εγκαταστάσεις των επιδρομέων, θα μεταμορφωθούν σε ορισμένες ορεινές περιοχές σε «Αρμάνους»-Βλάχους και, κατά γεωγραφικές περιοχές, οι σλαβικοί πληθυσμοί αναμεμειγμένοι με Βουλγάρους θα παραλάβουν τελικά το όνομα της δυναμικής αυτής μειονότητας. Τέλος, αλλού θα παραμείνουν Σλάβοι, Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένιοι, ενώ βόρεια από τον Ίστρο θα σημειωθεί η λατινογένεση του ρουμανικού έθνους. Σε καμιά πόλη οι κάτοικοι δεν αποτελούν αδιατάρακτη συνέχεια του αρχικού πληθυσμού. Αξιοσημείωτο είναι ότι στις μεγάλες πόλεις δεν έπαψε ποτέ να ομιλείται η ελληνική γλώσσα. Από τις σλαβικές επιδρομές στη Βαλκανική οι αρχαίες πόλεις μπόρεσαν να επιβιώσουν είτε κρατώντας την αρχαία ονομασία και την πρωταρχική τους θέση, είτε εγκαταλείποντας τη μία από τις δύο. Ήδη από τον 4ο αιώνα φανερή ήταν η υποβάθμιση και εγκατάλειψη όλων εκείνων των στοιχείων που και κατά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή έδιναν την ψευδαίσθηση ότι το πρότυπο της αρχαίας πόλης είναι ζωντανό. Κατά τον 6ο και τον 7ο αιώνα, τα θέατρα, τα αμφιθέατρα, οι αθλητικές εγκαταστάσεις, τα βουλευτήρια εγκαταλείπονται, όπως και κάθε δημόσιο κτίριο του παρελθόντος, γιατί τώρα πια έχει αλλάξει «εκ βάθρων» η κοινωνική ζωή των πόλεων. Τώρα η εκκλησία, μεγάλη και επιβλητική, και η μικρή πλατεία που τη συνοδεύει αποτελούν το κέντρο της πόλης. Αν η Πρώιμη Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ένα σύνολο πόλεων, η Μέση Βυζαντινή αυτοκρατορία, γράφει ο Cyril Mango, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα σύνολο κάστρων. Αυτή η μετάβαση από την πόλη στο κάστρο είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στον ελλαδικό χώρο. Οι βυζαντινολόγοι συμφωνούν ότι, από τον 7ο αιώνα, όλες οι πρώιμες βυζαντινές πόλεις αντικαθίστανται από κάστρα. Πολλές από τις πόλεις που είχαν καταστραφεί ανοικοδομούνται και συνοικίζονται ήδη από τον 8ο αιώνα. Τον 9ο αιώνα πολλές από τις παλιές πόλεις ανακτούν τον αστικό τους χαρακτήρα, ενώ παράλληλα η οικονομία ξαναγεννιέται βαθμιαία. Η ανακαίνιση ακριβώς του αστικού βίου αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα φαινόμενα της αναγέννησης του 9ου αιώνα. Ας σημειωθεί όμως, ότι οι νέοι οικισμοί δεν έχουν πια καθόλου τον μνημειακό χαρακτήρα της Ύστερης Αρχαιότητας.

Άλλα θέματα: Η μεταμόρφωση της κλασικής πόλης κατά τη ρωμαϊκή εποχή Κώστας Μαντάς

Πρόσοψη της αναστηλωμένης Βιβλιοθήκης του Κέλσου στην Έφεσο (2ος αι. μ.Χ.). Κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου η πόλη υπήρξε το βασικό πολιτειακό κύτταρο του ελληνικού κόσμου. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα οι δημόσιοι χώροι και τα κτίρια: η αγορά, το βουλευτήριο, το πρυτανείο, το γυμναστήριο, το θέατρο, τα βαλανεία και, βέβαια, οι ναοί. Στα χρόνια των Ρωμαίων, οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας δεν μπορούν να συγκριθούν με τις πόλεις της Μ. Ασίας, όπου ο ελληνικός «αστικός» πολιτισμός συνεχίζει να ακμάζει οικονομικά και πολιτιστικά: στην Έφεσο, την Πέργαμο, τη Σμύρνη, κέντρα αξιόλογα, άκμασε το φαινόμενο του ευεργετισμού. Αντίθετα, η φτωχή γεωργικά κυρίως Ελλάδα στηριζόταν στην καλή θέληση κάποιων ευεργετών για την επισκευή δημόσιων χώρων ή την αναζωογόνηση τελετών. Οι πόλεις υπέφεραν επίσης από τη βαριά φορολογία που επέβαλλαν οι Ρωμαίοι. Από το γενικό κλίμα της παρακμής στην κυρίως Ελλάδα ξέφυγαν μόνο όσες πόλεις δημιουργήθηκαν ή επανιδρύθηκαν από τους Ρωμαίους ως αποικίες (Νικόπολη, Πάτρα, Κόρινθος), καθώς και οι δύο πρώην μεγάλες δυνάμεις, Αθήνα και Σπάρτη, που προορισμός τους ήταν να λειτουργούν ως πόλεις-μουσεία και τουριστικά αξιοθέατα για τους Ρωμαίους με εκλεπτυσμένα γούστα. Την παρακμή της δημοκρατίας επιβεβαιώνει η απολιτικοποίηση δημόσιων κτιρίων, όπως το γυμνάσιο και το πρυτανείο. Το γυμνάσιο έχει γίνει κέντρο αναψυχής στο οποίο συχνάζουν κυρίες της αριστοκρατίας. Θρησκευτική έγινε η κύρια λειτουργία του πρυτανείου και ο πρύτανης ήταν συχνά γυναίκα. Η αγορά αλλάζει αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και περιορίζεται στον οικονομικό της ρόλο. Το θέατρο μετατρέπεται σε χώρο θεάματος. Από τη μεταβολή της λειτουργίας των δημόσιων χώρων του άστεως, γίνεται φανερή η μετατροπή του άστεως από αυτόνομη πολιτική μονάδα σε τμήμα του διοικητικού μηχανισμού του ρωμαϊκού κράτους.

Παλατιανό (αρχαίο Ίωρον): μία πόλη της αρχαίας Kρηστωνίας Ηλέκτρα Αναγνωστοπούλου-Χατζηπολυχρόνη

Παλατιανό, το αρχαίο Ίωρον. Το ανασκαμμένο τμήμα της πόλης το 1996. Η Κρηστωνία τοποθετείται στο ανατολικό τμήμα της εύφορης πεδιάδας που ξεκινάει από τον ποταμό Αξιό και φθάνει έως τον ορεινό όγκο του Δυσώρου. Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον εντοπίζεται στα τέσσερα αστικά κέντρα της, τις πόλεις των Κλιτών, της Μορρύλου, των Βραγυλών και του Ιώρου, των οποίων η θέση είχε άμεση σχέση με τις οδικές αρτηρίες της περιοχής. Το αρχαίο Ίωρον, που τοποθετείται στον σύγχρονο οικισμό του Παλατιανού του νομού Κιλκίς, είχε τον έλεγχο της διάβασης που συνέδεε τη Σιντική και την Παρορβηλία με την Κρηστωνία και τη Μυγδονία. Η ανεύρεση αγάλματος του Διονύσου, επιγραφής και αγγείων με διονυσιακές παραστάσεις συνηγορούν υπέρ της τοποθέτησης σε αυτό το χώρο του διάσημου στην Κρηστωνία ιερού του Διονύσου. Το πιο αξιόλογο μνημείο του χώρου είναι το ηρώο του Παλατιανού. Το μνημειακό ταφικό κτίσμα φέρει πάνω στο βάθρο του τέσσερα μαρμάρινα αγάλματα που παριστάνουν, αφηρωισμένα, τα μέλη μιας επιφανούς οικογένειας της περιοχής. Τα ονόματά τους, Πάτραος, Αμμία, Αλέξανδρος, Ζόιλος και Μήδης, είναι κοινά στη Μακεδονία. Το ηρώο δεν βρίσκεται σε χώρο νεκροταφείου αλλά σε δημόσιο χώρο της πόλης, ίσως στην Αγορά, όπως συμβαίνει με το ανάλογο παράδειγμα της Πριήνης. Ένα δεύτερο ηρώο βρέθηκε κοντά στο πρώτο. Η συστηματική ανασκαφή του Παλατιανού άρχισε το 1993 φέρνοντας στο φως πολλά στοιχεία που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της κατοίκησής της από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. καθώς και σημαντικές ενδείξεις για την κατοίκηση του χώρου κατά τον 6ο, 7ο και 8ο αιώνα π.Χ. Ο οικισμός των ρωμαϊκών χρόνων που εγκαταλείφθηκε τον 3ο αιώνα, διαδέχθηκε την πόλη της ελληνιστικής περιόδου που είχε αναπτυχθεί στον ίδιο χώρο από τον 4ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ. Τα κινητά ευρήματα, μήτρες κατασκευής ειδωλίων, αγγείων, λυχναριών, πήλινων πλακιδίων, τα λίθινα, σιδερένια, χάλκινα και οστέινα εργαλεία, οι πήλινες και μολύβδινες αγνύθες, τα πήλινα και χάλκινα ειδώλια θεών, όπως της Κυβέλης, του Δία Υψίστου, του Ερμή, της Αθηνάς, του Διονύσου, του Αιγύπτιου Bes μαρτυρούν την ύπαρξη εργαστηριακών χώρων και χώρων λατρείας.

Λείβηθρα: ανάπλαση-ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Έφη Πουλάκη-Παντερμαλή

Αργυρό τετράδραχμο Περσέως από τα Λείβηθρα, 179-168 π.Χ. Τα Λείβηθρα βρίσκονται στο νότιο τμήμα του νομού Πιερίας, μπροστά στη μεγάλη πτυχή που χωρίζει τον Άνω από τον Κάτω Όλυμπο. Κοντά στα Λείβηθρα, σε μια από τις σπηλιές του Ολύμπου, γεννήθηκε ο Ορφέας. Γιατί οι Θράσσες και οι Μακεδόνισσες γυναίκες της Πιερίας σκότωσαν τον Ορφέα; Στα Λείβηθρα βρισκόταν το πρώτο «τελεστήριον» των μυστηρίων του, εδώ και το ιερό με τον τάφο του, για τις γυναίκες «παντελώς άβατον». Ο αρχαιολογικός χώρος των «Λειβήθρων» περιλαμβάνει α) περιτειχισμένη αρχαία ακρόπολη που μοιάζει να εγκαταλείφθηκε στα ελληνιστικά χρόνια, β) αρχαίο οικισμό που χρονολογείται από τα προϊστορικά ίσως χρόνια έως και τα βυζαντινά και γ) αρχαία νεκροταφεία που χρονολογούνται από τα προϊστορικά χρόνια έως και τα ελληνιστικά.

Ευρωπός, πόλις Mακεδονίας, από Ευρωπού του Μακεδόνος και Ωρειθυίας της Κέκροπος Θώμη Σαββοπούλου

Ευρωπός. Το χρυσό βραχιόλι του κιβωτιόσχημου τάφου ξέφυγε από τους αρχαίους τυμβωρύχους. Τα αρχαιότερα λείψανα κατοίκησης της αρχαίας Ευρωπού εντοπίζονται στο κέντρο του σημερινού χωριού, στον προϊστορικό οικισμό που έχει τη μορφή τούμπας. Παρά την έλλειψη ανασκαφής, τα διάσπαρτα όστρακα αγγείων αποδεικνύουν μια πρώιμη ανταλλαγή στον τομέα του εμπορίου με τη νότια Ελλάδα, όπως μαρτυρεί και ο αρχαϊκός Κούρος που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Κιλκίς. Φαίνεται ότι η Ευρωπός στη διάρκεια του 5ου-4ου αιώνα ήταν από τα πλέον αναπτυγμένα και σε δεσπόζουσα θέση πολίσματα. Για το λόγο αυτό ο Θραξ εισβολέας Σιτάλκης κατέβαλε προσπάθεια να την εκπορθήσει. Τα τεράστια πιθάρια που αποκαλύφθηκαν σε κάθε οικιακό χώρο μαρτυρούν την οικονομική της ευμάρεια και την αφθονία των προϊόντων της γης της. Η έρευνα των νεκροταφείων μας δίνει απτά την κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής. Η αποκάλυψη μιας συστάδας τάφων, ενός μακεδονικού, ενός κιβωτιόσχημου και μιας θήκης, με χρυσά κτερίσματα αποδεικνύει την ύπαρξη εταίρων στην κοινωνία της Ευρωπού. Τα ευρήματα των απλών κεραμοσκεπών τάφων αποδεικνύουν την ομοιογένεια των ταφικών εθίμων και πρακτικών με ολόκληρη την υπόλοιπη Μακεδονία και το κοινό πολιτισμικό επίπεδο. Στα χρόνια των Ρωμαίων, η αλματώδης ανάπτυξη της πόλης είναι έκδηλη στα ταφικά της μνημεία. Από τα εντυπωσιακότερα ευρήματα είναι οι καμαροσκέπαστοι υπόγειοι μονοθάλαμοι ή διθάλαμοι τάφοι με οικογενειακό χαρακτήρα. Η ακρόπολη σταδιακά ερημώνεται κατά τον 5ο και τις αρχές του 6ου αιώνα, και σε μεγάλα τμήματά της εγκαθίστανται κεραμείς με τα εργαστήριά τους. Με την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου η Ευρωπός τού 1997 θα μπορεί δικαιωματικά να νιώθει περήφανη για το επίθετο «Ευρωπαίος», το οποίο δάνεισε στην Ενωμένη Ευρώπη η ομώνυμη προκάτοχός της.

Η Θεσσαλονίκη κατά την Τουρκοκρατία. Η οργάνωση της πόλης και τα μνημεία Ευάγγελος Χεκίμογλου, Θάλεια Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου

Η Θεσσαλονίκη από τη θάλασσα στα τέλη του 19ου αιώνα. Στα πεντακόσια χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (1430-1912) η βυζαντινή φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης αλλοιώθηκε και η πόλη απόκτησε το ανατολίτικο χρώμα που τόσο γοήτευε τους ταξιδιώτες περιηγητές. Κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της πόλης έπαιξε η νέα εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της, καθώς στους Χριστιανούς κατοίκους προστέθηκαν Μουσουλμάνοι και Εβραίοι, και αργότερα μικρότερες μειονότητες από Σλάβους, Βουλγάρους, Ρουμάνους, Λεβαντίνους και άλλους Ευρωπαίους. Οι Μουσουλμάνοι έχτισαν πολλά τζαμιά, μεντρεσέδες, πτωχοκομεία, λουτρά, τεκέδες, χάνια, κρήνες κ.ά. και ακόμη εκσυγχρόνισαν και συντήρησαν την οχύρωση. Οι Εβραίοι, αν και αποτελούσαν την πολυπληθέστερη κοινότητα και σημαντικό παράγοντα της οικονομικής και πολιτισμικής ζωής, δεν άφησαν δείγματα της δικής τους οικοδομικής δραστηριότητας. Η οικοδομική δραστηριότητα του χριστιανικού στοιχείου γίνεται αισθητή στην πόλη από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά, οπότε εμφανίζονται οι πρώτες μεταβυζαντινές εκκλησίες. Τον 19ο αιώνα ο αέρας του εξευρωπαϊσμού που φυσάει στην Υψηλή Πύλη φέρνει διάθεση εκσυγχρονισμού στη Θεσσαλονίκη. Ο τριπλασιασμός του πληθυσμού, η απαρχή της εκβιομηχάνισης, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, η εγκατάσταση δημοτικής αρχής και, τέλος, το Μακεδονικό ζήτημα οδηγούν σε έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Το πρώτο «σχέδιο πόλεως» συντάσσεται το 1880. Τα παραθαλάσσια τείχη κατεδαφίζονται, δημιουργείται προκυμαία και η πόλη ανοίγεται στη θάλασσα. Η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται σε διεθνές λιμάνι με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Στο διάστημα 1890-1912 η οθωμανική κυβέρνηση κτίζει σειρά μεγαλοπρεπών δημόσιων κτιρίων. Η ισραηλιτική κοινότητα εγκαταλείπει την τακτική της αφάνειας. Η θρησκευτική αρχιτεκτονική της ελληνικής κοινότητας ακολουθεί νεοβυζαντινά πρότυπα, η δημόσια αρχιτεκτονική της συμβαδίζει με τον Νεοκλασικισμό την ώρα που η πλειονότητα των ιδιωτικών αρχοντικών ακολουθεί τον Εκλεκτικισμό.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Antique cities and towns. Great early Christian church centres in Macedonia Blaga Aleksova

Eastern Illyricum and Macedonia were populated by powerful tribes, that were organized ethnically and politically so as to exist both separately and as an entity. In 168 BC or, more precisely, in 146 BC, they came under Roman rule. At that time Macedonia was divided into four districts. From the second half of the 2nd century onward the Roman Empire and its cities were threatened by barbarian incursions from the north.The restoration of towns and their fortresses that had been neglected in peacetime began all over Illyricum and Macedonia. This had its influence on the urban organization of the towns. Soldiers were recruited from remote eastern provinces to man fortifications along the lines of the Danube. This contributed to the rapid development of eastern religious cults. The worship of ancient and oriental cults and deities also contributed to the rise of Greek and Roman polytheism in Illyricum. Christianity began to develop during an extremely complex political and religious state of affairs in the area of the Roman Empire and Macedonia . It appeared very early. According to literary sources, the missionary activity of the Apostle Paul, apart from numerous Mediterranean countries, reached the borders of Illyricum. The free growth and peaceful development of Christianity was abruptly interrupted in 64 AD. This year marked the onset of organized and cruel persecutions which, with minor interruptions, were to last until 313 AD, when Constantine I advocated tolerance towards Christianity. After religious peace had been established, Christianity began to represent an outward manifestation of the power exerted by the state. In cities, bishops were equal in power to the defenders of the state (defensor civitatis). Each town or city had a bishop who became the city's most influential figure. The period between the establishment of religious peace and the end of the 6th century saw a rapid deurbanization of the ancient polis. The church was the only initiator and organizer of civil engineering and of construction works. In Macedonia, a number of Early Christian episcopal centres have been discovered, and a large number of Christian churches has been explored. Outside the urban diocesan centres a considerable number of churches, under the jurisdiction of bishops, has also come to light.  

Palatiano (ancient Ioron). A town of ancient Krestonia Ilectra Anagnostopoulou-Chatzipolychroni

Systematic archaeological research carried out in the archaeological site of Palatiano -where loron, one of the most important towns of ancient Krestonia is located— brought to light data contributing to our knowledge of the settlement and social organization of this remote area which, since 479 BC followed the historic course of the Macedonian state.

The city, urbanism and the study of historical geography Mark Billinge

Historical geographers with an interest in cities have been concerned with two interrelated issues, that of the city itself and its buildings and with the more general concept of urbanism (the general economic, social, political and cultural process which the built form of the city variously represents and expresses). In terms of the city itself, two aspects have been dominant; that of its morphology (its spatial arrangement) and that of its social and economic function. Debate has surrounded both the nature of these two and the extent to which, either aspect has been dominant over a period of time.Motivated by David Harvey's notion that the single greatest continuity in the history of urbanism is that of urbanism as mode of production (the city as the organiser and geographical focus of surplus production, surplus accumulation and variously, under feudalism and capitalism, of surplus redistribution or market exchange), historical geographers tried to establish precisely how this theory manifests iteself under different technological circumstance. This has led them in different directions. Some have sought to see how increasingly large and sophisticated cities organised their own space and internal functions, and have charted the rise of the ordered city in which segregation and the articulation of functions led to an increasingly coherent pattern of spatial display. Such models not only draw upon economic theories of land-market organisation, in which the underlying evaluation and exchange of land increasingly determines the functions which it is forced to sustain, but also upon theories of Social Darwinism which have sought to explain the distribution of different population groups, social classes and life-cycle related migrations. From such material, historical geographers have fashioned spatially dynamic models of the modern industrial city as well as of the feudal pre-industrial city, though controversy rages over the latter, based upon the division between those who envisage the feudal city as being constructed upon an actively negotiated land market, and those who believe that its order and arrangement stemmed from more socially-based (i.e., more strictly feudal) considerations. These approaches to the form of the city only serve to emphasise its dynamically changing nature. Others have sought to interpret the pattern of urban distribution and the links - first local, then regional and ultimately national and international- which have sustained urbanism, increasingly disconnecting it from its intimate relationship with the local hinterland, and, through exchange, forged new nation-states and new international polities. Here theories both of diffusion through improvement in transport and communication (see telecommunicate functions of the urban network in the modern era) and of hierarchical dominance have encouraged a wider focus in terms of spatial scale and urban influence. These two approaches, that of form versus function and intraurban versus inter-urban perspectives, have been complemented by a much more general argument concerning the fundamental nature of urbanism, irrespective of period or place. Here competing theories of urbanism (from its origins down to the present) exist: Urbanism as an economic phenomenon (a mode of surplus extraction and redistribution), as a social phenomenon (a means of organising a collectivised but unequal civil society), a political phenomenon (the control, through urban networks, of the nation state as well as everyday lives) and as cultural phenomenon (the expression and representation of symbolic knowledge). Recent comparisons between the decline of the physical city and the contrasting vigour of urbanism in the post-modern period serve only to highlight the extent to which form and function, the city and urbanism both came together in a perfect synthesis during the early modem and modern periods in Western Europe and are now once again coming apart. Finally, historical geography's willingness to engage in the widest historical perspective -from urban origins in 5,000 BC to the present globalised urbanism of the postmodern period- ensure that the place of the city and urbanism within geographical study remain controversial, subject to constant re-interpretation and uniquely stimulating.

The late Byzantine town Tonia Kiousopoulou

This article concentrates on the Late Byzantine town. Here, the position of towns in the administrative system of the Byzantine Empire is examined, as well as the privileges some of them enjoyed, in context of the gradual weakening of the central power and the establishment of the landed aristocracy as the leading social class. The social stratification of the urban population in this period is also examined, and emphasis is given to the role and function of the "middle" classes, active in trade and entrepreneurial activities. The forementioned aspects are the context within which the organization of social life in towns of the time is studied, in relation to the evolution of their urban character, also their function during the last three centuries of Byzantium.

Religious symbolism in the Byzantine city Alexandros Ph. Lagopoulos

The study of the symbolism of the Byzantine city becomes more accessible with reference to the crowning building in Byzantium, the church. The combination of a cubic form with a dome, on one hand, a cosmogramme presenting the earth (the base of the complex) and the firmament (the dome); on the other, it materializes in the form of a church. From earliest Christian times on, the church is an image of the world and of the Heavenly Jerusalem. The main type of the Byzantine church has a cruciform plan. In biblical texts, the earth and the world are presented as square or circular and divided in four parts by a cross, the centre of which indicates the centre of the world. The two plans are closely related. The cupola's keystone corresponds vertically to the centre of the cruciform plan, its "Omphalos" (-navel), symbolizes the sky, and the square between the four central columns of the church symbolizes the earth. The iconography of the cupola is adapted to its heavenly meaning. The church is also, like the earthly Jerusalem, the centre of the world. The mythical location of Jerusalem in the cosmic centre is reflected in Western medieval cartography, which puts this city in the centre of a circular earth encircled by a cosmic ocean. The construction of a new Jerusalem, and through it that of the heavenly city, has always been the desire of all Christianity. This was the aim of Constantine the Great when he founded Constantinople. The emperor kept both the Roman ritual for the foundation of a city, and the Roman urban and cosmic cross of streets, composed by the decumanus (E-W) and the cardo (N-S). The Christian equivalent of the decumanus was now the "Leoforos Mesi" (Middle Avenue). Constantine's elliptical forum ( also carrying cosmic symbolism) had at its centre a huge column with a colossal statue of the emperor on top; the base of the column was surrounded by four chapels, together constituting a cross. Both this central element of the forum and that of the later forum of Theodosius II were located on the Leoforos Mesi and are to be identified by the omphalos, the cosmic centre which is also to be found in the church. This symbolic conception by Constantine is corroborated by his interventions in Rome, where he built basilicas linked to the extremities of the urban street cross of the city. With his urban interventions in Constantinople and Rome, Constantine was not simply christianizing the Roman plan, but he very specifically aimed at the realization on earth of the Heavenly Jerusalem. Available data reveals the use of elements of this Christian model in important Byzantine cities, such as Thessaloniki, Monemvasia and Mystras. This settlement model has survived down to our times in the Greek countryside.  

The Transformation of the Classical Town in the Roman Period Kostas Mantas

The town was the basic political unit in the Helladic area during the classical era. In the Hellenistic and Roman periods, many towns, especially in mainland Greece, suffered heavily from the wars of conquest of the Romans and then from the civil fights of the late years of the Republica. In the Greek mainland, Patras, Corinth and Nikopolis, all Roman colonies, were the only towns that prospered. Athens and Sparta, on the contrary, became a shadow of their glorious past, functioning as centres of a peculiar cultural tourism. The transformation of the Greek town from an autonomous state to a part of the Roman Empire is certified by the changes observed in the architectural function of its public buildings.

The Early and Middle Byzantine Town Nikos K. Moutsopoulos

In this article we attempt to clarify the circumstances and means that affected the transformation of the ancient Balkan town to Roman and then to Early Christian. It is already known from Pausanias' Ελλάδος Περιήγησις (Travels in Greece X: 4,14) what a settlement must include so that it can be characterized a town: public buildings, gymnasium, theater, fountains and an agora. The ancient Greek town is transformed into Roman without any alteration of the general urban form; the public areas, theaters, amphitheaters, agora and stadia continue to exist, although the style and order of architectural expansion, such as the scale, change. The basic centers in and around which the cosmogo-nic evolution towards the Early Byzantine town took place in the Balkans are Constantinople, Thessaloniki and Sirmium. This geographic triangle will experience the crucial events which not only changed the historical course of the European towns of the Eastern Roman Empire, but also altered their population composition . The Roman citizens, the Romano! of the Middle Byzantine period, after the invasions, tre barbaric settlements and the deep population changes, will become Armano- Wai I achians; the Slavic popula-j tion, mixed in certain geographic areas with Bulgarians, will finally adopt the name of this dynamic minority; however, in other regions they will manage to keep their identify as Slavs, Serbs, Croats, Slovenians, while I north of the Danube the Latinogenesis of the Romanian nation will take place. After the Slavic invasions and settlements in the Balkans, many ancient towns survive in their original location, but with urban alterations, others arel transferred, some change their original name. In this area, certain Roman towns were founded in antiquity, such as Nikopolis in Epirus, some on the ruins of Hellenistic Greek towns, such as Sardiki, Nikopolis ad Istrum, Trajanopolis, etc. To these, the Roman colonies founded close to or on ancient towns, such as Photiki, Kassandreia, Dion, Corinth and Knossos, among others, should also be added. After the period of the Slavic invasions and settlements and the destruction of the Roman and Early Christian towns that followed, there was a reshaping of the town from the Roman fortified urban cell to a castrum (castle): this form of town was built on new fortified sites according to different town-planning principles and presented a different fortification and different choices as regards building forms (dwellings, workshops). The agora, public buildings and theaters no longer exist, the fortifications are a specific feature of the settlement-castrum, and the acropolis and the cisterns constitute an indispensable factor for the survival of the population in periods of invasions. Th constructions are poor and ancient building material is reused in the new edifices. In the Middle Byzantine capitals which survived thf barbaric invasions, such as Constantinople and Thessaloniki, the ancient public buildings (theaters, the hippodrome) as well as the palaces and agorae continue to exist. Already in the Early Byzantine period the church (episcopal basilica) takes a predominant position in the settlement and becomes the center of social activities. Central squares do not exist. An irregular, often labyrinthine street network leads to the blocks of houses; due to the sloping ground the roads (rhymae) have often a stepped formation and sometimes lead to a blind end. In the eleventh century, the houses are also extended outside the town walls, where they sometimes form separate quarters (exovourga). The walls are reinforced, as in the Roman and Early Christian period, with towers and the town proper is strongly fortified. Despite the invasions, destructic and finally the barbaric settlements, mainly the Slavic ones, the people of the East Roman Empire, the later Byzantium, managed to survive. The Byzantines took care to colonize the devastated areas with Greeks who were transferred there from remote districts. The Slavic population which settled around the major urban centers, such as Thessaloniki, was soon assimilated by the Greek-Byzantine population, were converted to Christianity and finally became Greeks: they were absorbed in the Byzantine administrative mechanis and became tax-payers as well as soldiers in the army of the Empire. No Slavic towns or major settlements of any form have survived, but only scattered clusters of one-aisled, usually wooden and very often underground constructions (izba), identical to those described in the books with the miracles of Saint Demetrius.  

Leivethra. Conservation and promotion of the archaeological site Efi Pandermali – Poulaki

The project "Leivethra: Conservation and Promotion of the Archaeological Site" refers to the development of an archaeological area in the county of Pieria , which extends at the foot of Mount Olympus, close to the communities of Leptokaria and Skotina. Leivethra lies not far from the sea and the National Road 1 (Thessaloniki-Athens), next to the mountain road connecting National Roads 1 and 13 (the Old National Road Thessaloniki-Athens via Elassona] and on one of the first hillocks of Olympus, which juts out like a promontory in the exceptionally beautiful basin torrents that form the Zeliana river bed. This project has been designed for the conservation and promotion of the ancient acropolis of Leivethra, so that one of the most important historic sites in one of the most impressive landscapes of Mount Olympus can develop in the right way. It also includes plans to create a scenic route in the region (the south coast of Pieria, Mount Olympus and foothills, Skotina, Palia Skotina, Palios Panteleimon, the castle of Platamonas). This area is mentioned repeatedly in ancient literature, in relation to Orpheus and the myth of the Olympian Muses.

Europos, a Macedonian city Thomi Savvopoulou

Europos, a town in Macedonia, occupies an important geographical position on the west bank of Axios river and was continuously inhabited from the Prehistoric period down to the end of antiquity. Recent excavations brought to light sections of the town, workshop sectors (ceramic kilns) and parts of cemeteries that reveal the successive phases of the town's course in history. (Classical and Hellenistic years, Macedonian, Imperial and Late Roman periods). The cemeteries of Europos offer us the opportunity to follow the diachronic evolution of burial customs and practices within the entire spectrum of the social classes of each separate era. The grave finds supply information about all sectors of private and public life. Part of the Roman cemetery with its monumental vaulted tombs will be promoted with the help of the Regional Community Support Framework. Since work on the promotion of the site has already started, we hope that Europos will soon become a cultural nucleus for the development of the entire region.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Το αρχαίο ελληνικό υπόδημα (2) Βγένα Βαρθολομαίου

Στο σανδάλι, με το οποίο η Αφροδίτη φοβερίζει τον Σάτυρο, φαίνεται καθαρά η κατασκευή της σόλας με τα καρφιά. Ο αρχαίος υποδηματοποιός επεξεργαζόταν τόσο τη σόλα (το κάττυμα), όσο και το επάνω μέρος του υποδήματος. Η ένωση των δύο μερών γινόταν με λωρίδες από νεύρα βοδιού, με προσήλωσιν (κάρφωμα) ή με δερμάτινα νήματα. Τρύπες για τους ιμάντες άνοιγαν με τα οπέατα. Το δέρμα συνήθως βαφόταν μαύρο, κόκκινο ή κίτρινο. Το τελειωμένο υπόδημα στιλβωνόταν με μούργα ελαιολάδου ή με ειδικό λίθο, τον αγήρατον. Διακοσμητικά σχέδια χαράσσονταν πάνω στο δέρμα με πυρακτωμένη ακίδα. Οι βασικοί τύποι υποδημάτων είχαν ποικιλία παραλλαγών με εξίσου ποικίλα ονόματα, όπως: η εμβάς, το σάνδαλον, το σανδάλιον, η ενδρομίς, αι βαυκίδες, αι αρβύλαι, αι βασσάραι κ.ά.

Μυστικά μέσα στη γη Μαρίζα Ντεκάστρο

Όψη ανασκαφής. Στο οικόπεδο όπου θα χτιζόταν ένα καινούριο σχολείο, τα σκαφτικά μηχανήματα χτύπησαν ξαφνικά σε κάτι σκληρό που έμοιαζε με τοίχο. Ο μηχανικός κάλεσε τους αρχαιολόγους κι αυτοί ξεκίνησαν τις ανασκαφές. Οι αρχαιολόγοι δουλεύουν πολύ συστηματικά. Ανοίγουν μεγάλους τετράγωνους λάκκους και βλέπουν στα τοιχώματά τους τα διαφορετικά στρώματα του εδάφους. Όσο βαθύτερο είναι ένα στρώμα τόσο αρχαιότερα είναι τα κατάλοιπα που περιέχει. Τα αντικείμενα που έρχονται στο φώς με τις ανασκαφές μας πληροφορούν για τις δραστηριότητες των ανθρώπων που κατοικούσαν εκεί και μας βοηθούν να τις χρονολογήσουμε.

Τεύχος 112, Σεπτέμβριος 2009 No. of pages: 128
Κύριο Θέμα: Αντί εισαγωγής: 25 χρόνια μετά την έκδοση του έργου «Haus und Stadt im klassischen Griechenland» Ernst-Ludwig Schwandner

Πρόταση αποκατάστασης νησίδας της Ολύνθου με δέκα «τυποποιημένες κατοικίες» (Haus und Stadt im klassischen Griechenland). Το 1973, με απόφαση της Κεντρικής Διεύθυνσης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, ιδρύθηκε ένα Τμήμα Αρχιτεκτονικής (Architekturreferat), προκειμένου να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη σχετική έρευνα μέσα στους κόλπους του Ινστιτούτου. Ως διευθυντής του νέου τμήματος επιλέχθηκε ο φιλέλληνας Wolfram Hoepfner, πράγμα που προϊδέαζε για την έρευνα στην κατεύθυνση της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Οι δυο μας, σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους, σχεδιάσαμε ένα ερευνητικό πρόγραμμα για τους μελετητές της αρχιτεκτονικής, αρχιτέκτονες-αρχαιολόγους, το οποίο δεν επικεντρωνόταν στα σημαντικότερα ιερά, τα ταφικά μνημεία ή τα δημόσια κτήρια, αλλά αντίθετα στην ανώνυμη αρχιτεκτονική των απλών κτισμάτων, την «ιδιωτική αρχιτεκτονική». Η καλή συνεργασία ανάμεσα στην ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, τα ελληνικά πανεπιστήμια και τους ερευνητές από πολλές χώρες για τους κοινούς αυτούς στόχους οδήγησε το 1986 στο πρώτο βιβλίο με τίτλο Haus und Stadt im klassischen Griechenland, που έδωσε νέα έμπνευση και ώθηση στην έρευνα της αρχαίας κατοικίας, επειδή οι ανασκαφείς εκτεταμένων οικιστικών τομέων αρχαίων πόλεων, όπως στην Πέργαμο, τη Δήλο, τον Πειραιά κ.α., αποδέχθηκαν την πρόκληση να αντιπαραθέσουν τα ευρήματα και τις απόψεις τους στις δικές μας σκέψεις και υποθέσεις. Τώρα, 25 χρόνια μετά, το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στην αρχαία ελληνική κατοικία, ώστε αυτά τα θέματα να γίνουν γνωστά σε ένα ευρύτερο κοινό.

Αρχιτεκτονική και κοινωνία κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν

Ερέτρια. Αναπαράσταση των κτηρίων στην περιοχή του ιερού του Απόλλωνος Δαφνηφόρου κατά το α΄ μισό του 8ου αι. π.Χ. Στο άρθρο αυτό εξετάζεται η εξέλιξη των αρχιτεκτονικών μορφών των οικιών στον ελλαδικό χώρο κατά την πρωτογεωμετρική (11ος αι. π.Χ.-900 π.Χ.) και τη γεωμετρική περίοδο (900-700 π.Χ.), σε συνάρτηση με τις κοινωνικές αλλαγές που παρατηρούνται το διάστημα αυτό έως και τη γένεση της πόλης-κράτους. Κατά τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους επικρατεί ο απλός ενιαίος επιμήκης τύπος οικίας με τα δωμάτια σε διάταξη το ένα πίσω από το άλλο, ενώ οι διαφορές μεταξύ των οικιών της ελίτ και του υπόλοιπου πληθυσμού ενός οικισμού είναι αρκετά εμφανείς. Κατά τη διάρκεια του 9ου και 8ου αιώνα π.Χ. οι διαφορές αυτές υποχωρούν και σε αρκετές περιοχές οι οικιστικές μονάδες γίνονται πιο σύνθετες, περιλαμβάνοντας τώρα περισσότερα κτήρια που περικλείονται από περίβολο, τα οποία απαρτίζουν έναν σύνθετο και αυτόνομο «οίκο». Στα πρώιμα στάδια της αστικοποίησης και της γένεσης της πόλης-κράτους, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των οικιών σταδιακά μεταβάλλεται και γίνεται πιο σύνθετος, με περισσότερους χώρους οργανωμένους γύρω από μια κεντρική αυλή ή έναν κοινό διάδρομο, επιτρέποντας τη διαφοροποίηση της χρήσης των χώρων και των δραστηριοτήτων της οικογένειας.

Η κατοικία στην Αμβρακία κατά την αρχαϊκή περίοδο Γεωργία Πλιάκου

Θραύσμα μελανόμορφου αττικού αγγείου από την Αμβρακία. Η Αμβρακία (σύγχρονη Άρτα) ιδρύθηκε ως αποικία της Κορίνθου στο νότιο άκρο της Ηπείρου, κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. Ο σχεδιασμός της πόλης πραγματοποιήθηκε κατά τα πρότυπα οργάνωσης των αποικιών, όπου η διαίρεση της γης σε ισομεγέθεις κλήρους-οικόπεδα υπέβαλε ένα οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα παράλληλων δρόμων και ορθογώνιων οικοδομικών νησίδων. Κατ’ αναλογία, τα σπίτια της αρχαϊκής περιόδου εμφανίζουν τυποποιημένη κάτοψη και εντάσσονται σε δύο διαφορετικούς τύπους, γνωστούς και από άλλες οργανωμένες αποικίες του κυρίως ελλαδικού χώρου και της Μεγάλης Ελλάδας. Ο τύπος με παρατακτική σειρά δύο ή τριών δωματίων βόρεια μιας μεγάλης αυλής, αποτελεί και τον πιο κοινό τύπο αρχαϊκού σπιτιού στη μητροπολιτική και Μεγάλη Ελλάδα. Ο δεύτερος, περισσότερο ανεπτυγμένος τύπος σπιτιού που απαντά στην Αμβρακία, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παστάδας μεταξύ της αυλής και των δωματίων. Εκτός από τυπική κάτοψη τα αρχαϊκά σπίτια εμφανίζουν επίσης επιμελημένη κατασκευή. Η αρχιτεκτονική διάρθρωση και η οικοσκευή τους βοήθησε στην ταύτιση των κύριων δωματίων με τον οίκο και τον ανδρώνα. Η ευρύχωρη παστάδα εξυπηρετούσε ανάγκες αποθήκευσης, ενώ ο ίδιος χώρος στέγαζε τους αργαλειούς του σπιτιού και λειτουργούσε ως ιστεώνας. Τα ευρήματα βεβαιώνουν τις στενές σχέσεις της Αμβρακίας με τη μητρόπολή της Κόρινθο αλλά και την ανάπτυξη εμπορικών επαφών με την Αθήνα και άλλες περιοχές κατά τον 6ο αιώνα π.Χ.

Η αρχαία Λευκάδα και τα σπίτια της Manuel Fiedler

Πρόταση αναπαράστασης μιας ελληνιστικής κατοικίας της Λευκάδας. Τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ. η Κόρινθος ίδρυσε ένα πυκνό δίκτυο εμπορικών σταθμών και αποικιών στις παράκτιες περιοχές του Iονίου πελάγους και της Αδριατικής θάλασσας, εδραιώνοντας έτσι την κυρίαρχη θέση της στη Δύση. Πρώτη δημιουργήθηκε η αποικία της Κέρκυρας, το 734 π.Χ. και, περίπου έναν αιώνα αργότερα ακολούθησε η ίδρυση της Λευκάδας, του Ανακτόριου, της Αμβρακίας, καθώς και των πόλεων Απολλωνία και Επίδαμνος/Δυρράχιον. Η αποικία Λευκάς ιδρύθηκε ακριβώς στο στενότερο σημείο του μόλις 600 μ. πλάτους θαλάσσιου περάσματος που τη χωρίζει από την ηπειρωτική χώρα της Αιτωλοακαρνανίας, έτσι ώστε να ελέγχεται η θαλάσσια εμπορική κίνηση που διερχόταν από τον πορθμό. Χτισμένη στους πρόποδες μιας λοφοσειράς και την πεδιάδα που κατέληγε στην ακτή του πορθμού, η πόλη χωριζόταν σε μια ορεινή άνω πόλη, η οποία είχε δύο ακροπόλεις και ένα μεγάλο θέατρο, και μία κάτω πόλη στα πεδινά, όπου συγκεντρωνόταν ο κύριος όγκος των κατοικιών. Κατά τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν στη Λευκάδα, τη δεκαετία του 1990, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια μιας οικίας από τα πρώιμα χρόνια της αποικίας, το α´ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Καθώς στο συγκεκριμένο οικόπεδο κτίστηκαν και μετασκευάστηκαν διάφορα κτίρια στο πέρασμα των αιώνων, τα αρχαιότερα ίχνη δυστυχώς δεν διατηρήθηκαν ικανοποιητικά. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα χαρακτηριστικά της οικίας δίνουν αρκετές πληροφορίες για τις οικιστικές και καθημερινές συνήθειες αλλά και εν γένει τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής.

Η αρχαιολογία της κατοικίας στους Αλιείς Bradley A. Ault

Αλιείς: λευκό και ερυθρό κονίαμα σε τοίχο οικίας στην κάτω πόλη. Το άρθρο αυτό προσφέρει μια εικόνα της οικιστικής αρχιτεκτονικής στους Αλιείς της ύστερης κλασικής περιόδου. Τα σπίτια αυτά του 4ου αιώνα π.Χ. συγκαταλέγονται μεταξύ των καλύτερα σωζόμενων κατοικιών της περιόδου στον ελλαδικό κόσμο και αποτελούν σημαντικά παραδείγματα αρχαιοελληνικής ιδιωτικής αρχιτεκτονικής. Λαμβάνοντας υπόψη τη μορφή και τη χρήση τους, τα σπίτια στους Αλιείς παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τις κατοικίες της ίδιας περιόδου σε άλλες πόλεις, κυρίως με εκείνες της Ολύνθου, και προαναγγέλλουν εξελίξεις της ελληνιστικής οικιστικής αρχιτεκτονικής όπως αυτές που μαρτυρούνται στην Ερέτρια και στη Δήλο. Αυτές οι ομοιότητες τεκμηριώνουν την ύπαρξη μιας καθιερωμένης κοινήςιδιωτικής αρχιτεκτονικής που ίσχυε σε όλο τον αρχαιοελληνικό κόσμο, παράλληλα με ένα τυποποιημένο αλλά ευέλικτο λεξιλόγιο για κοσμικά και ιερά οικοδομήματα. Η παρουσία μεμονωμένων κατοικιών με αυλή και μία μοναδική είσοδο, με πρόθυρα σε εσοχή, μεσημβρινού προσανατολισμού στοές, ανδρώνες ανεξάρτητους από τον πυρήνα του οίκου, που περιλάμβανε τα συγκροτήματα κουζίνας-λουτρού, καθώς και ένα ολόκληρο φάσμα κοινών αρχιτεκτονικών στοιχείων, διάταξης και παραταξιακών στοιχείων, στηρίζουν τη συμμετοχή των Αλιέων σε ένα ευρύτερο  φαινόμενο «ελληνικότητας», χαρακτηριστικό της εποχής. Στα σπίτια της πόλης των Αλιέων, όπως και αλλού, βλέπουμε το ιδιωτικό να αλληλεπιδρά με το δημόσιο, τον ανδρικό κόσμο να ενσωματώνεται στη γυναικεία σφαίρα, και την οικιακή μικρο-οικονομία να διαμορφώνει έναν αδιάρρηκτο δεσμό με την πολιτική μακρο-οικονομία.

«Καλλίθηρα»: Η οργάνωση του αστικού χώρου ενός αρχαίου οικισμού Μπάμπης Γ. Ιντζεσίλογλου

Καλλίθηρο Καρδίτσας: ερείπια που πιθανόν να ανήκουν σε δημόσιο λουτρό (οικόπεδο Αθανασίου Φυτσιλή, Ο.Τ. 65). Δεν είναι ιδιαίτερα σύνηθες να μελετάται η οργάνωση ενός μικρού περιφερειακού αρχαίου οικισμού, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομά του, δηλαδή την ταυτότητά του. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο αρχαίος οικισμός στο Καλλίθηρο της Καρδίτσας. Ένα μέρος του αρχαίου οικισμού έτυχε να βρίσκεται μέσα στα όρια του σύγχρονου χωριού και έτσι εξαιτίας της κατασκευής νέων κατοικιών πραγματοποιήθηκε πλήθος ανασκαφών από τις οποίες ήρθαν στο φως πολλά στοιχεία σχετικά με την οργάνωση του αρχαίου οικισμού. Ο οικισμός ιδρύθηκε την τελευταία εικοσαετία του 4ου αι. π.Χ. και καταστράφηκε από μια μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε τον βόρειο και ανατολικό τομέα του οικισμού κατά τη δεκαετία του 220 π.Χ. Αργότερα παρατηρούνται περιορισμένες κατασκευές νέων κτιρίων ή επισκευές των παλαιότερων. Τα τείχη περικλείουν μια μικρή έκταση που περιλαμβάνει πεδινές εκτάσεις στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του οικισμού, ενώ προς τις άλλες κατευθύνσεις τα τείχη περιλαμβάνουν τον χαμηλό ασβεστολιθικό λόφο του Αγ. Αθανασίου. Εσωτερικά των τειχών αποκαλύφθηκαν αρκετά τμήματα δρόμων από τους οποίους διακρίνεται ένας κεντρικός, η «πλατεία οδός», που διασχίζει διαγώνια τον βόρειο τομέα του οικισμού. Από τις κατευθύνσεις των τμημάτων των δρόμων που αποκαλύφθηκαν φαίνεται ότι οι οικοδομικές νησίδες δεν είχαν κανονικό σχήμα. Στους δρόμους δεν υπήρχε υπόγειο αποχετευτικό σύστημα και τα νερά της βροχής έβγαιναν εκτός του οικισμού με αποχετευτικούς αγωγούς που διέσχιζαν εγκάρσια το τείχος. Αποκαλύφθηκαν μόνο τμήματα κατοικιών στα οποία μπορούμε να διακρίνουμε εσωτερικές αυλές με ξύλινη στοά τουλάχιστον από τη μια της πλευρά, λουτρά με πήλινες μπανιέρες (ασαμύνθους), οικιακά ιερά με ειδώλια και θυμιατήρια, ενώ σε δωμάτια γενικής χρήσης βρέθηκαν πήλινες σφραγίδες με θρησκευτικές παραστάσεις που χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση των πωπάνων (ψωμιά για θρησκευτική χρήση). Ακόμη βρέθηκαν αποθηκευτικοί χώροι (πιθεώνες) γεμάτοι πιθάρια για τη διατήρηση υγρών και στερεών τροφών. Προς το παρόν δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη πρώτου ορόφου στις κατοικίες του οικισμού. Οι κατοικίες είχαν λίθινες κρηπίδες και τα ψηλότερα τμήματα των τοίχων τους ήταν κτισμένα με ωμά πλιθιά. Οι σκεπές των σπιτιών καλύπτονταν με πήλινα κεραμίδια λακωνικού τύπου και πολλές από αυτές έφεραν σφραγίσματα με τα ονόματα των κατασκευαστών τους. Πάνω στις σκεπές υπήρχαν ανοίγματα με οπαίες κεράμους από τις οποίες έβγαινε ο καπνός της εστίας. Στο δυτικό τμήμα του οικισμού βρέθηκαν και κλίβανοι κεραμικών εργαστηρίων.

Άλλα θέματα: Ένας πραγματικός θησαυρός: Η Συλλογή Χαλκών του Βερολίνου και η τεκμηρίωσή της με σύγχρονα μέσα Norbert Franken

Το Altes Museum φιλοξενεί τη Συλλογή Χαλκών της Συλλογής Αρχαιοτήτων του Βερολίνου των Κρατικών Μουσείων Βερολίνου. Το άρθρο παρουσιάζει το πρόγραμμα επιστημονικής και εικονογραφικής τεκμηρίωσης του αρχικού πυρήνα της Συλλογής Χαλκών της Συλλογής Αρχαιοτήτων του Βερολίνου, όπως ήταν έως το 1871, με βάση τον πρότυπο κατάλογο του Carl Friederichs, Geräthe und Broncen im Alten Museum (1871). Το πρόγραμμα αυτό πραγματοποιήθηκε στη Συλλογή Αρχαιοτήτων Βερολίνου από το 2004 έως το 2007. Κατά τη διαδικασία της απογραφής, της τεκμηρίωσης και της ψηφιακής φωτογράφισης της συλλογής ταυτίστηκαν και ήρθαν στο φως αντικείμενα που θεωρούνταν μέχρι πρότινος χαμένα, καταμετρήθηκαν όσα καταστράφηκαν στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου ή είχαν κλαπεί από τον σοβιετικό στρατό χωρίς να επιστραφούν στη συνέχεια. Η βάση δεδομένων με τις εικόνες των αντικειμένων δημοσιεύεται στο διαδίκτυο, μαζί με το πλήρες κείμενο του καταλόγου Carl Friederichs (Bilddatenbank Friederichs,www.smb.museum/friederichs). Στην επόμενη φάση του προγράμματος θα τεκμηριωθούν τα χάλκινα έργα που αποκτήθηκαν από το 1871 έως το 1945.

Άρτα: Οι μεταμορφώσεις του αστικού τοπίου Αφέντρα Μουτζάλη

Παλιά φωτογραφία της οδού Σκουφά στην Άρτα. Αρχείο Β. Γκανιάτσα. Η πόλη δημιουργεί, αλλά και καταργεί την ιστορική μνήμη. Την αρχαία Αμβρακία διαδέχεται η μεσοβυζαντινή πόλη, μετά δημιουργείται η πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου κι αυτή αργότερα μετατρέπεται σε οθωμανικό αστικό κέντρο. Το έτος 1082 η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά με το σημερινό της όνομα, Άρτα. Διαφορετικές πόλεις διαδέχονται η μια την άλλη στον ίδιο χώρο και σε άλλες εποχές. Η προγενέστερη υποδομή της πόλης επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τη συνέχεια της λειτουργίας της. Σημεία αναφοράς της Άρτας: οι βυζαντινοί ναοί της Παρηγορήτισσας, της Αγίας Θεοδώρας, του Αγίου Βασιλείου στη λαχαναγορά, το κάστρο –που κατέχει σημαντική θέση στη μεσαιωνική και τη νεότερη ιστορία της– το θρυλικό γεφύρι, το Φεϋζούλ τζαμί, το Ιμαρέτ και η οικία Ζορμπά.

Το σπίτι τεκμήριο ιστορίας στο Κάστρο της Χώρας Ίου Μαρία Γεωργιάδη

Αυλή του 17ου αιώνα, με υποστήριγμα προερχόμενο από την γκρεμισμένη σκάλα του 15ου αιώνα σε σπίτι της Χώρας Ίου. Η μελέτη της κατοικίας του μέσου ανθρώπου έχει εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για κοινωνίες του παρελθόντος. Πρόσφατο παράδειγμα η ανασκαφή του Σκάρκου (2700-2000 π.Χ.) στην Ίο των Κυκλάδων. Στον ίδιο τόπο οι κάτοικοι έζησαν επί 4.000 χρόνια σε οχυρωμένο οικισμό στην κορυφή του λόφου από όπου είναι ορατή η κίνηση στο λιμάνι: το Κάστρο της Χώρας Ίου. Εκεί ένα κτίριο μαρτυρεί ιστορία έξι αιώνων. Η αρχιτεκτονική των χώρων της πρόσοψης, με υλικά παρόμοια με εκείνα των μύλων, είναι καθρέφτης της ζωής των αγροτών, όπως οι οικογένειες που εποίκησαν την Ίο το 1579. Η σάλα και τα περί αυτήν έχουν έντονο χαρακτήρα μεσαιωνικού αρχοντικού, όπως αυτά που έχτιζαν γύρω στα 1460 οι Βενετοί του Δουκάτου της Νάξου. Το κατοικούσαν μάλλον ναυτικοί -ίσως πιλότοι- που ήταν, σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών, από τους καλύτερους του Αιγαίου.

André Couchaud, ο αρχιτέκτων του Καστέλου της Ροδοδάφνης στην Πεντέλη Όλγα Φουντουλάκη

Το Καστέλο της Ροδοδάφνης γύρω στα 1950. Η Sophie de Marbois (1785-1854), η μετέπειτα Δούκισσα της Πλακεντίας, μετά το χωρισμό της από τον σύζυγό της Anne-Charles Lebrun ήρθε μαζί με την κόρη της, Caroline-Elisa (1804-1837) και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Αγόρασε μεγάλες εκτάσεις στην Αθήνα και στη γύρω περιοχή και έκτισε έξι κτίρια στην Αττική. Το Καστέλο της Ροδοδάφνης στην Πεντέλη (1840, δεν αποπερατώθηκε) είναι ένα από αυτά, κτίσθηκε σε γοτθικό ρυθμό και παρουσιάζει σημαντικό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Στην ελληνική βιβλιογραφία αναφέρεται ο Σταμάτης Κλεάνθης ως αρχιτέκτων της Ροδοδάφνης, χωρίς όμως να υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτό. Πρόσφατα ανακαλύψαμε σε ένα άρθρο του γάλλου αρχιτέκτονα André Couchaud, ότι η Ροδοδάφνη άρχισε να κτίζεται το 1840 σύμφωνα με δικά του σχέδια. Ο André Louis Antoine Couchaud (1813-1849) ανήκει στους αρχιτέκτονες του κύκλου της Λυόν, έμεινε στην Ελλάδα κατά τα διαστήματα 1838-1840 και 1842-1845 και ασχολήθηκε κυρίως με την έρευνα βυζαντινών εκκλησιών. Σύμφωνα με τον Couchaud, μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα το 1840, τη συνέχιση της οικοδόμησης του Καστέλου της Ροδοδάφνης ανέλαβαν βαυαροί και μετά έλληνες αρχιτέκτονες. Ο Κλεάνθης ανέλαβε την οικοδόμηση των βοηθητικών κτιρίων του Καστέλου. Δεν είναι εξακριβωμένο εάν ο Κλεάνθης ασχολήθηκε και με την επίβλεψη των οικοδομικών εργασιών του κεντρικού κτιρίου ή ποιοι είναι οι βαυαροί και οι έλληνες αρχιτέκτονες οι οποίοι συνέχισαν την επίβλεψη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που βρέθηκαν μέχρι σήμερα, ο Couchaud είναι ο αρχιτέκτων του Καστέλου της Ροδοδάφνης, ο Κλεάνθης είναι πιθανότατα ο αρχιτέκτων της Maisonnette επίσης στην Πεντέλη, ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις για το ποιος είναι ο αρχιτέκτων (αρχιτέκτονες) των υπόλοιπων κτιρίων της Δούκισσας.

Γυναίκα, δουλεία και ελευθερία στην ελληνική αρχαιότητα Κώστας Μαντάς

Αναπαράσταση της Εκάβης μετά την αιχμαλωσία της. Απουλική λουτροφόρος, 4ος αι. π.Χ. Μολονότι ορισμένοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει τη θέση ότι οι αρχαίες Ελληνίδες ήταν το ίδιο καταπιεσμένες με τους δούλους, η κριτική εξέταση των πηγών αφήνει τα πορίσματά τους έωλα. Οι γυναίκες ιδιοκτήτριες δούλων δεν φαίνεται να διέφεραν σημαντικά από τους άρρενες ομολόγους τους ως προς το βαθμό της εκμετάλλευσης των δούλων, τουλάχιστον ως την ελληνιστική εποχή, ίσως γιατί ως τότε οι περισσότερες γυναίκες είχαν περιορισμένα οικονομικά δικαιώματα, π.χ. καμία Αθηναία δεν συμμετείχε στην εκμετάλλευση των ορυχείων του Λαυρίου. Συνήθως, οι παλιοί παιδαγωγοί και οι τροφοί τύγχαναν στοργικής μεταχείρισης αλλά αυτό δεν ήταν αποκλειστικότητα των γυναικών. Οι γυναίκες επεδείκνυαν σκληρή συμπεριφορά σε ειδικές περιπτώσεις (αντιζηλία με παλλακίδες, θάνατος παιδιού λόγω απροσεξίας της τροφού) ή όταν ήταν άτομα σαδιστικής, ψυχοπαθολογικής, προσωπικότητας.

Το μουσείο ως παιδευτικό εργαλείο ή ως αφετηρία μιας άμεσης αισθητικής εμπειρίας; Καλή Τζώρτζη

Μουσείο Louisiana. Ποιητική αντιπαράθεση των έργων του Giacometti και του S. Francis. Αφετηρία της μελέτης αποτελούν οι έκτυπες ομοιότητες που επιτρέπουν να αντιστοιχίσουμε δύο ευρωπαϊκά μουσεία τέχνης, το Μουσείο Kröller-Müller, στην Ολλανδία, και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Louisiana στη Δανία: ιδρύθηκαν από συλλέκτες με ιδιαίτερο πάθος, αλλά και συγκεκριμένη άποψη για την τέχνη, βρίσκονται μέσα σε ένα γοητευτικό φυσικό τοπίο και μακριά από κάποιο αστικό κέντρο, σχεδιάστηκαν ειδικά για να στεγάσουν τις συγκεκριμένες συλλογές και εξελίχθηκαν μέσα από επεκτάσεις, πάντα όμως σύμφωνα με την αντίληψη του συλλέκτη-ιδρυτή για το τι σημαίνει μουσείο. Και είναι αυτές ακριβώς οι ομοιότητες που συγκροτούν το υπόβαθρο για τον εντοπισμό των ουσιαστικών διαφορών τους, τόσο από τη σκοπιά του κτιριακού όσο και του εκθεσιακού σχεδιασμού τους, διαφορές που μας επιτρέπουν να προτείνουμε τη διάκριση μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων τρόπων με τους οποίους η χωρική δομή του κτιρίου μπορεί να προσδώσει νόημα στην έκθεση της συλλογής και να συμβάλει στη μετάδοση θεωρητικής γνώσης στην περίπτωση του Κröller-Müller και αισθητικής, στην περίπτωση του Louisiana. Κι ακόμη, αυτή η μελέτη του αντιθετικού ζεύγους μουσείων μπορεί να συνεισφέρει περαιτέρω στον αρχιτεκτονικό και εκθεσιακό σχεδιασμό των μουσείων, παρέχοντας σε αρχιτέκτονες και επιμελητές εκθέσεων μια σε βάθος κατανόηση των αρχών και χαρακτηριστικών του χώρου και, κυρίως, επίγνωση των συστηματικών συνεπειών στρατηγικών αρχιτεκτονικών επιλογών και σχεδιαστικών αποφάσεων.

Μουσείο: Μόνιμη Έκθεση Συλλογών Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης: «Σκηνές από την καθημερινή ζωή στην αρχαιότητα» Νικόλαος Χ. Σταμπολίδης

Μερική άποψη του εκθεσιακού χώρου του 4ου ορόφου με τη νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Ύστερα από είκοσι χρόνια λειτουργίας, το Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης αποφάσισε το 2007 να αναδιαρθρώσει τις μόνιμες συλλογές του, δηλαδή τις εκθέσεις των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν όχι μόνο στο κύριο, σύγχρονο κτίριο (επί της οδού Νεοφύτου Δούκα 4) και μάλιστα στους τρεις ορόφους του (2ο, 3ο και 4ο), πάνω από την περίφημη συλλογή των Κυκλαδικών στον 1ο όροφο, αλλά και αυτές στο Μέγαρο Σταθάτου (επί των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου 1). Εδώ παρουσιάζεται η μόνιμη έκθεση του 4ου ορόφου του κεντρικού κτιρίου, με τίτλο «Σκηνές από την καθημερινή ζωή στην αρχαιότητα». Πληροφορίες: Διεύθυνση: Νεοφύτου Δούκα 4, 106 74 Αθήνα Τηλ.: 210 7228321-3 Fax: 210 7239382 Δικτυακός τόπος: www.cycladic.gr Ωράριο λειτουργίας μουσείου Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο: 10.00-17.00 Πέμπτη: 10.00-20.00 Κυριακή: 11.00-17.00

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Εκδρομή στην Περαχώρα Λουτρακίου Δήμητρα Σπηλιοπούλου

Το λιμανάκι του Ηραίου με τα αρχαία λείψανα στο βάθος. Σε αυτό το τεύχος το περιοδικό Αρχαιολογία παρουσιάζει μια περιήγηση της Περαχώρας Λουτρακίου με τη λίμνη της Βουλιαγμένη (Ηραίου), τον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου και τους ναούς της Ήρας Ακραίας και της Ήρας Λιμενίας.

Ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς… Μια συνέντευξη με τον δρα Robert Steven Bianchi Ζέτα Ξεκαλάκη

Ο δρ Robert Steven Bianchi. Μια συνέντευξη με τον δρα Robert Steven Bianchi για τη σημειολογία των πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων στη μελέτη της ελληνιστικής Αιγύπτου και τα μεθοδολογικά προβλήματα στην αρχαιολογία ως επιστήμη.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Βάσω Ηλιοπούλου

Άποψη από την περιοδική έκθεση «Γυναικών Λατρείες: Τελετουργίες και Καθημερινότητα στην Κλασική Αθήνα» που φιλοξενείται στο ΕΑΜ. Ειδήσεις: Νέα ευρήματα στην Ελεύθερνα, Ταφικά ευρήματα στις Αιγές, Ψηφιδωτό αγγέλου ήρθε στο φως στην Αγία Σοφία, Αρχίζει η συντήρηση των λεόντων της Δήλου, Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Πάτρα, Εγκαινιάστηκε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μεσσηνίας κ.ά. Συνέδρια: Bronze Age Aegean Warfare, Griechische Grabbezirke klassischer Zeit - Norme und Regionalismen, H 15η ετήσια επιστημονική συνάντηση της DEGUWA. Εκθέσεις: Ταξίδι στα νησιά. Νομισματικές μαρτυρίες, Η μαγεία του κεχριμπαριού, Η γυναίκα στην αρχαιότητα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης υποδέχεται τον Έρωτα κ.ά. Διαλέξεις: Διαλέξεις της Εταιρείας των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Μουσειακές Σπουδές. Βιβλία: John M. Camp, Οι αρχαιότητες της Αθήνας και της Αττικής, Henri Stierlin, L’Orient Grec κ.ά.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Συνέδριο προς τιμήν του J.D. Muhly -Το αναπτυξιακό πρόγραμμα «Θαλής» -Έκπτωση συνδρομής στο περιοδικό AASC -Το Πληροφοριακό Δελτίο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας -Το θερινό σχολείο του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» -Το Δ´ Διεθνές Σιφναϊκό Συμπόσιο -Archaeometry 2010 Νέες εκδόσεις: C. Bachhuber και R. Gareth (επιμ.), Roberts Forces of Transformation: The End of the Bronze Age in the Mediterranean, Αδαμάντιος Σάμψων (επιμ.), The Cave of the Cyclops: Mesolithic and Neolithic Networks in the Northern Aegean, Greece, τόμ. 1: Intra-Site Analysis, Local Industries, and Regional Site Distribution

Τεύχος 52, Σεπτέμβριος 1994 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Εκπαιδευτικοί και προγράμματα για την Ακρόπολη Κορνηλία Χατζηασλάνη

Στο παρόν τεύχος της Αρχαιολογίας δημοσιεύονται τα Πρακτικά τριών Ημερίδων με θέμα «Εκπαιδευτικοί και Προγράμματα για την Ακρόπολη». Το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Ακροπόλεως δημιουργήθηκε το 1987 από την Α’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με την Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως. Η διδασκαλία «μέσα από τα μνημεία» εμπλουτίζει τη μαθησιακή διαδικασία με τη βιωματική προσέγγιση και την αισθητική καλλιέργεια. Τα παιδιά έρχονται σε επαφή με την τέχνη και την αρχιτεκτονική της κλασικής αρχαιότητας αλλά και με τα μεγάλα έργα συντήρησης και αναστήλωσης που πραγματοποιούνται στον Ιερό Βράχο. Κομβικός είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού που πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένος ώστε να λειτουργήσει όχι ως καθοδηγητής αλλά ως καταλύτης.

Χαιρετισμοί από την Εφορεία Ακροπόλεως, από την Eπιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Aκροπόλεως και την Ένωση Φίλων Aκροπόλεως Πέτρος Καλλιγάς, Χαράλαμπος Μπούρας, Έβη Τουλούπα

Στην έναρξη των εργασιών της Ημερίδας με θέμα «Εκπαιδευτικοί και Προγράμματα για την Ακρόπολη» χαιρετισμό απηύθυναν ο Έφορος Αρχαιοτήτων και Διευθυντής της Ακροπόλεως Πέτρος Καλλιγάς, ο καθηγητής Ε.Μ.Π. και Πρόεδρος Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακρόπολης Χαράλαμπος Μπούρας και η Γ.Γ. της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως Έβη Τουλούπα. Με την αντίστοιχη σειρά παρατίθενται τρία μικρά αποσπάσματα. 1. Τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν στους μαθητές, και μελλοντικούς πολίτες, γνώση και αγάπη για τα μνημεία με τρεις τρόπους: α) με τις επισκέψεις και τα επιτόπια εργαστήρια, β) με τις μουσειοσκευές που ο δάσκαλος δανείζεται για την τάξη του σχολείου και γ) με σεμινάρια για εκπαιδευτικούς. 2. Όπως προβλέπεται και από τη Σύμβαση της Γρανάδας, κάθε συστηματικό αναστηλωτικό πρόγραμμα οφείλει να συνδυάζεται με την εκπαίδευση. Με τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τις μόνιμες εκθέσεις του Κέντρου Ακροπόλεως προσβλέπουμε στην εξοικείωση των μελλοντικών πολιτών με τον αρχαίο πολιτισμό. 3. Η Ένωση Φίλων Ακροπόλεως συνδράμει τις αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη, στην προστασία του περιβάλλοντος χώρου της, στην ανέγερση του νέου Μουσείου και παρακολουθεί, με ιδιαίτερη συγκίνηση, την ευαισθητοποίηση των νέων για τα μνημεία του μεγάλου ιερού μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Σύντομο ιστορικό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στην Aκρόπολη Κορνηλία Χατζηασλάνη

Το πρώτο μεγάλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, «Μια μέρα στην Ακρόπολη», πραγματοποιείται το 1986, σε συνεργασία με τη Σχολή Campion. Τα εγκαίνια του Κέντρου Μελετών το 1987, 300 χρόνια μετά την καταστροφή του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι, δίνουν την ευκαιρία για εκθέσεις και ειδικά προγράμματα για την «Ιστορία του Βράχου». Το 1989 δημιουργείται το πρόγραμμα «Μια μέρα στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως». Το 1990, την έκθεση του Μ. Κορρέ «Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα» συνοδεύουν προγράμματα για την κατασκευή κλασικών ναών. Την επόμενη χρονιά, με αφορμή την αποξήλωση της δυτικής ζωφόρου, δημιουργείται το πρόγραμμα «Μια μέρα με τη Ζωφόρο» και η αντίστοιχη μουσειοσκευή. Ακολούθησαν άλλες μουσειοσκευές για την ενδυμασία, τα μουσικά όργανα, τη λιθοξοϊκή, το ιερό της Ακροπόλεως, τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Παράλληλα ετοιμάστηκαν 25 Εκπαιδευτικοί Φάκελοι. Άλλοι τίτλοι εκπαιδευτικών προγραμμάτων είναι Αναστήλωση μνημείων, «Κτίζοντας ένα νέο-αρχαίο ναό», «Το ιερό της Ακροπόλεως», «Στην Ακρόπολη με τον Πλούταρχο και τον Παυσανία». Η προσπάθεια συνεργασίας με τους εκπαιδευτικούς ολοκληρώνεται από τη μια με τις ετήσιες Ημερίδες, που οργανώνει η Α’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με θέμα «Εκπαιδευτικοί και προγράμματα για την Ακρόπολη» και, από την άλλη, με εκθέσεις έργων των μαθητών. Τα Πρακτικά που δημοσιεύει η «Αρχαιολογία» περιλαμβάνουν 53 ανακοινώσεις που παρουσιάζουν την εργασία 79 εκπαιδευτικών. Η επιλογή της κατάταξης των ανακοινώσεων δεν είχε κριτήριο τη θεματική αλλά έγινε κατά διδακτική ενότητα.

Η Ακρόπολη μέσα στη διδακτέα ύλη Ήρα Φραγκούλη-Bελέ, Αικατερίνη Γιαννακοπούλου, Κωνσταντίνα Σχίζα

Στην ομάδα αυτή εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αναπτύσσουν τις δυνατότητες συνδυασμού της διδακτέας ύλης με μαθήματα για την Ακρόπολη. Οι δύο πρώτες εκπαιδευτικοί είναι φιλόλογοι. Η πρώτη ανακοίνωση αναδεικνύει αυτές τις δυνατότητες αξιοποιώντας τα αρχαία κείμενα. Στην επόμενη, η εκπαιδευτικός που είχε συνοδεύσει μαθητές τής Α’ Γυμνασίου στο πρόγραμμα «Μια μέρα στην Ακρόπολη» ανθολόγησε τις διάφορες προσεγγίσεις των ίδιων μαθητών στις επόμενες χρονιές, όποτε η διδακτέα ύλη πρόσφερε την ευκαιρία. Η Περιβαλλοντολογική Εκπαίδευση μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση στη διδασκαλία μέσω του πολιτισμικού μας περιβάλλοντος. Αυτή η τεράστια δυναμική παρουσιάζεται αναλυτικά στην τελευταία ανακοίνωση, την αναφορά ενός τετραήμερου σεμιναρίου που οργάνωσαν η Εφορεία Ακροπόλεως και το Υπουργείο Παιδείας. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις αναλύονται σε βάθος και η αναφορά ολοκληρώνεται με την αξιολόγηση του σεμιναρίου.

Η ένταξη της Ακρόπολης στη διδακτέα ύλη M. Rotchettis, F. Sakaridou και άλλοι

O τρόπος με τον οποίο ο κάθε εκπαιδευτικός συνδυάζει ένα θέμα από την Αρχαιότητα με το αναλυτικό πρόγραμμα και το εντάσσει στο μάθημα που διδάσκει είναι το κύριο θέμα αυτής της ενότητας. Οι δυνατότητες είναι αμέτρητες. Με βάση τις εισηγήσεις χωρίστηκαν στις εξής ενότητες: Διεπιστημονική προσέγγιση – Ιστορία, Μυθολογία – Φυσική, Χημεία – Εικαστικά – Θεατρικό παιχνίδι – Σύγχρονη τεχνολογία στην εκπαίδευση. 1. Διεπιστημονική προσέγγιση Και οι δύο ανακοινώσεις προέρχονται από δύο ξενόφωνα σχολεία της Αθήνας, ένα γαλλόφωνο Γυμνάσιο και ένα αγγλόφωνο Δημοτικό. Οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου προσέγγισαν την Ακρόπολη μέσα από τα μαθήματα της Βιολογίας, της Γεωγραφίας, της Ιστορίας, των Καλλιτεχνικών, των Μαθηματικών, της Μουσικής, της Τεχνολογίας, της Φιλολογίας (Ελληνικής και Γαλλικής) και της Φυσικής-Χημείας. Στο δεύτερο σχολείο οι καθηγητές όλων των τάξεων, από το Νηπιαγωγείο έως και την ΣΤ΄ Δημοτικού, ενσωμάτωσαν στη διδακτέα ύλη της κάθε τάξης θέματα σχετικά με τους κλασικούς ναούς, με αφορμή τους ναούς από την Ακρόπολη. 2. Ιστορία, Μυθολογία Η ενότητα αυτή περιέχει τα καθ΄ ύλην αρμόδια μαθήματα για τη διδασκαλία του κλασικού πολιτισμού. Οι μαθητές του Δημοτικού απολαμβάνουν ιδιαίτερα ιστορίες με τους θεούς του Ολύμπου. Στις πρώτες τρεις εισηγήσεις παρουσιάζονται: μια θεωρητική προσέγγιση στη θεωρία του Μύθου∙ η μελέτη της Αθηνάς-Παρθένου που, μέσω του έργου του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, κατέληξε στη μελέτη της Μέδουσας-Γοργούς∙ τέλος, η μελέτη των 12 θεών που τις ιδιότητές τους εικονογράφησαν τα παιδιά πάνω στις κούκλες τους, τους σκανδιναβούς Ευχούληδες. Η επόμενη ανακοίνωση παρουσιάζει ένα μάθημα για τη Ζωφόρο που έγινε ταυτόχρονα σε 93 μαθητές της Δ΄ Δημοτικού. Η πολυπλοκότητα του θέματος και η μικρή ηλικία των παιδιών οδήγησαν στην προσωπική συμμετοχή –με συναισθηματική φόρτιση, φαντασία και γνώσεις- μικρών λογοτεχνών και ζωγράφων στην πομπή των Παναθηναίων. Το βιβλιαράκι που δημιούργησαν είναι ουσιαστικά έργο παιδικής λογοτεχνίας. Στις επόμενες τρεις ανακοινώσεις εκπαιδευτικοί του Γυμνασίου παρουσιάζουν πώς οργάνωσαν το μάθημα της Αρχαίας Ιστορίας και Τέχνης μέσα από ένα συγκεκριμένο θέμα που επέλεξαν. Ένα θέμα ήταν στοιχεία της Φύσης στην Ακρόπολη. Μια άλλη εκπαιδευτικός χρησιμοποίησε τη μουσειοσκευή της Λιθοξοϊκής και με θέμα «η τέχνη της λιθοξοϊκής από την αρχαιότητα έως σήμερα» οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου ακολούθησαν την Ιστορία της Τέχνης από τα κυκλαδικά ειδώλια στα κλασικιστικά γλυπτά του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών έως τα σύγχρονα γλυπτά. Παράλληλα δούλεψαν με το μάρμαρο, ασχολήθηκαν με τις φθορές του και με αρχαία και σύγχρονα λατομεία. Η ίδια εκπαιδευτικός δίδαξε στην Γ΄ Γυμνασίου Μεσαιωνική Ιστορία μέσα από την εκστρατεία του Μοροζίνι και την ανατίναξη του Παρθενώνα. Οι μαθητές καταλήφθηκαν από δημοσιογραφικό οίστρο, δημοσίευσαν την εφημερίδα εκείνης της μέρας και βιντεοσκόπησαν το βραδινό δελτίο ειδήσεων. 3. Φυσική – Χημεία Το μάθημα της Φυσικής – Χημείας οργανώθηκε με αφορμή ένα άρθρο της εφημερίδας Observer με θέμα «Όξινη βροχή στην Αθήνα» και συνδύασε την ιστορία και τον πολιτισμό με τη χημεία. 4. Εικαστικά Οι καθηγητές των καλλιτεχνικών μαθημάτων σε Γυμνάσια και Λύκεια, μαζί με τους φιλολόγους, έχουν δείξει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ακρόπολη και τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Οι ανακοινώσεις τους αναλύουν τόσο τη διαδικασία της διδασκαλίας όσο και τις διάφορες τεχνικές της. Οι πρώτες επτά ανακοινώσεις περιγράφουν μαθήματα των Καλλιτεχνικών. Κάποιοι εκπαιδευτικοί αξιολογούν κατά προτεραιότητα την παράλληλη γνώση που ο μαθητής μπορεί να συγκεντρώσει, την ορολογία της αρχιτεκτονικής, τα ιστορικά γεγονότα. Άλλοι εστιάζουν στην αύξηση της δημιουργικότητας του μαθητή και στην καλλιτεχνική έκφραση. Διδάσκεται σχέδιο ελεύθερο και γραμμικό, οι τεχνικές του κολάζ και του χναριού. Για τη μελέτη του χρώματος χρησιμοποιούνται όλων των ειδών οι μπογιές, τέμπερα, κηρομπογιές, ακουαρέλες/νερομπογιές. Στη γλυπτική δουλεύονται το σαπούνι, ο γύψος, οι ρητίνες, η πλαστελίνη, ο πηλός, η πορσελάνη. Κατασκευάζονται μήτρες, εκμαγεία, αρχαίες τεχνικές δοκιμάζονται. Η Ζωφόρος ενέπνευσε λογής λογής κοσμήματα. «Οι μαθητές ζωγραφίζουν την ιστορία της Ακρόπολης» είναι ο τίτλος του βιβλίου που δημιούργησαν 170 μαθητές. Η κλασική αρχιτεκτονική και οι ρυθμοί της ήταν πηγή έμπνευσης για την «Πόλη του μέλλοντος με αρχαία ελληνικά στοιχεία» ενώ κίονες και κεραμώσεις από την Ακρόπολη ενέπνευσαν την ελεύθερη δημιουργία διακοσμητικών στοιχείων και σχημάτων με καλειδοσκοπική μορφή. Οι δύο τελευταίες ανακοινώσεις περιγράφουν εργασίες στο μάθημα «Σχέδιο και Τεχνολογία» στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο και σε ένα αγγλόφωνο σχολείο. Και τα δύο σχολεία έχουν εργαστήριο για την επεξεργασία ξύλου και μετάλλων. Στις εργασίες των μαθητών περιλαμβάνονται: μια παιδική χαρά, έπιπλα, ρολόγια Swatch, και η «Μαρμαρογλυπτική Αθηνών ο Ικτίνος» Α.Ε. που, με τις μετοχές της, χρηματοδότησε τις μακέτες των αρχαίων λατομείων που έφτιαξαν τα παιδιά. 5. Θεατρικό παιχνίδι Το μάθημα του θεατρικού παιχνιδιού συνδυάζει και συμπληρώνει όλα τα μαθήματα. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τρεις ανακοινώσεις: θεατρολόγος-καθηγητής σε αγγλόφωνο σχολείο οργάνωσε ένα θεατρικό εργαστήρι στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως. Οι άλλες δύο ανακοινώσεις αφορούν μαθητές του Δημοτικού και του Λυκείου και διηγούνται πώς προέκυψαν από τη διδασκαλία για τη Ζωφόρο δύο θεατρικά παιχνίδια. Η τόσο διαφορετική προσέγγιση από τις δύο ηλικίες –τα μικρότερα παιδιά αναπαράστησαν την πομπή ενώ οι έφηβοι παράστησαν τους θεούς που συζητούν για τη ρύπανση των μνημείων- αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο πολύ προσφέρεται σε διαφορετικές προσεγγίσεις ένα θέμα σαν τη Ζωφόρο. 6. Σύγχρονη τεχνολογία στην εκπαίδευση (Η.Υ.) Πρόκειται για μάθημα που εντάχθηκε στο αναλυτικό πρόγραμμα πρόσφατα. Στην ομάδα αυτή ένας δάσκαλος, ένας καλλιτέχνης και ένας ηλεκτρονικός μηχανικός προσεγγίζουν ο καθένας με τον τρόπο του το θέμα της Ακρόπολης.

Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν από εκπαιδευτικούς για την Aκρόπολη Ειρήνη Νάκου, Νέλλη Βασιλείου και άλλοι

Τα προγράμματα αυτά οργανώθηκαν είτε στο χώρο της Ακρόπολης και τα μουσεία του ή σε συγκεκριμένα σχολεία. 1. Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν στο χώρο της Ακρόπολης Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει εκπαιδευτικούς οι οποίοι, προκειμένου να συνοδεύσουν τους μαθητές τους στην Ακρόπολη και στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως ή να διδάξουν στην τάξη, οργάνωσαν ένα δικό τους πρόγραμμα που περιγράφεται στην ανακοίνωσή τους. Η πρώτη ανακοίνωση αφορά τα αποτελέσματα έρευνας για την ανάπτυξη της ιστορικής αντίληψης μαθητών Γυμνασίου μέσα στο Κέντρο Μελετών και στην Ακρόπολη και εντάσσεται στη συγκεκριμένη αυτή έρευνα που διεξάγεται ευρύτερα στο χώρο των μουσείων. Οι δυο επόμενοι εκπαιδευτικοί οργάνωσαν ένα πρόγραμμα-οδοιπορικό για να συνοδεύσουν τους μαθητές τους του Δημοτικού στην Ακρόπολη. Η τελευταία εκπαιδευτικός παρουσιάζει το προϊόν συλλογικής έρευνας των μαθητών της Α΄Λυκείου, τον «Οδηγό του Κέντρου Μελετών Ακροπόλεως», που οι μαθητές της επιμελήθηκαν και εκτύπωσαν οι ίδιοι. 2. Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν στο σχολείο Στην ομάδα αυτή εντάσσονται εκπαιδευτικοί από τη μείζονα περιοχή της Αθήνας οι οποίοι, έχοντας επισκεφθεί τα μνημεία ή με τη βοήθεια μουσειοσκευών, πραγματοποίησαν προγράμματα για την Ακρόπολη και τον κλασικό πολιτισμό. Οι πρώτοι τρεις εκπαιδευτικοί και οι μαθητές τους της Α΄Γυμνασίου έλαβαν μέρος στο μεγάλο πρόγραμμα «Μια μέρα στην Ακρόπολη». Περιγράφονται οι σύνθετες και καρποφόρες δραστηριότητες στις οποίες έλαβαν μέρος τα παιδιά πριν και μετά την επίσκεψή τους στον αρχαιολογικό χώρο καθώς και η προετοιμασία των εκπαιδευτικών πριν και μετά το πρόγραμμα. Ποιήματα, εικαστικά έργα, θεατρικό παιχνίδι, η σύνταξη και η εκτύπωση 50σέλιδου τεύχους με θέμα «Μια μέρα στην Ακρόπολη», έργο 106 μαθητών, περιλαμβάνονται στη διαδικασία της διδασκαλίας που οργάνωσαν οι εκπαιδευτικοί. Τα παιδιά ενός σχολείου που έλαβαν μέρος στο πρόγραμμα οργάνωσαν για τους υπόλοιπους μαθητές στο σχολείο τους μια «Μέρα στην Ακρόπολη» σε συνεπτυγμένη μορφή. Η επόμενη ανακοίνωση περιγράφει πώς ένας δάσκαλος αναγκάστηκε για παιδαγωγικούς λόγους να δημιουργήσει στο σχολείο του ένα πρόγραμμα. Στόχος του ήταν να παρηγορήσει τους μαθητές του μετά τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα που δημιούργησε η αψυχολόγητη συμπεριφορά ξένου τηλεοπτικού συνεργείου. Οι δυο τελευταίες ανακοινώσεις δείχνουν ανάγλυφα τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει η οργάνωση Ομίλων στα σχολεία, εν προκειμένω ενός Αρχαιολογικού Ομίλου.

Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν από εκπαιδευτικούς σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους Λ. Κεχαγιά, Κ. Παπακυριακού και άλλοι

Πολλοί εκπαιδευτικοί που διδάσκουν σε σχολεία εκτός Αθήνας επεξεργάστηκαν και προσάρμοσαν τα προγράμματα για την Ακρόπολη, έτσι ώστε να δημιουργήσουν άλλα, σχετικά με τη δική τους περιοχή έχοντας επιλέξει τον αρχαιολογικό χώρο ή το μουσείο που τους ενδιαφέρει. Οι πρώτες τρεις ανακοινώσεις αυτής της ομάδας περιγράφουν την οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων στους Δελφούς, στην αρχαία Αιανή (Κοζάνης) και στο Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η προσαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος «Μια μέρα στην Ακρόπολη» στο χώρο των Δελφών αποτελεί παράδειγμα μιας επιτυχημένης του εφαρμογής σε κάποιο άλλο ιερό. Τα προγράμματα στην αρχαία Αιανή και στο Μουσείο Θεσσαλονίκης στηρίχτηκαν στο θέμα «Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα». Οι επόμενες δύο ανακοινώσεις περιλαμβάνουν προγράμματα για τη μελέτη κλασικών ιερών της Αττικής, τους αρχαιολογικούς χώρους του Ραμνούντος και της Βραυρώνας. Το τύπωμα ενός Οδηγού για το χώρο και το Μουσείο της Βραυρώνας πιστοποιεί την έκταση της έρευνας και τη σκληρή δουλειά των μαθητών. Οι ακόλουθες τρεις ανακοινώσεις παρουσιάζουν τις ποικίλες χρήσεις των διαφόρων μουσειοσκευών στον Βόλο, στον Χάρακα της Κρήτης και στη Σύρο. Στη Σύρο, όπου σώζονται έξοχα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, οι μαθητές φωτογράφισαν και μελέτησαν αρχαία μορφολογικά στοιχεία που αναβιώνουν στα κτήρια. Παράλληλα έκαναν έρευνα αρχείου και συνέταξαν ειδικό τεύχος για τα νεοκλασικά κτήρια της Ερμούπολης. Οι έφηβοι του τελευταίου σχολείου σχεδίασαν ένα οδοιπορικό μέσα από τις διάσημες αρχαιότητες της Ελλάδας ξεκινώντας από την Ακρόπολη, με σκοπό να παρουσιάσουν ένα πανόραμα πολιτισμού σε συνομήλικούς τους μαθητές από το Πόρτο της Πορτογαλίας.

Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν από ειδικά σχολεία για την Ακρόπολη Σ. Μαλαμίδου, Α. Βουτυρά, Η. Ζαφειροπούλου και άλλοι

Όλοι ξέρουμε ότι η Ακρόπολη είναι ένας αρχαιολογικός χώρος με δύσκολη πρόσβαση. Το Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως, στεγασμένο σε κτήριο που έχει αποκατασταθεί με σύγχρονες προδιαγραφές, διαθέτει ράμπες, ευρύχωρους ανελκυστήρες και εκθεσιακούς χώρους, καθώς και αίθουσα διαλέξεων με κινητά καθίσματα. Το δανειστικό υλικό δίνει στους μαθητές την ευκαιρία να επεξεργαστούν ένα θέμα στο σχολείο με πολύ μεγαλύτερη άνεση, δυνατότητα πολύ σημαντική για άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι δυνατότητες επαυξάνονται όταν προηγείται συνεργασία του Τμήματος με ειδικούς επιστήμονες. Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται δύο τέτοιες εφαρμογές εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Βιβλία-Bιβλιογραφία. Ο Μπλε Σάκος-μια προσέγγιση με βιβλία και παιχνίδι Έλγκα Καββαδία-Χατζοπούλου

Όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα συμπληρώνονται και ολοκληρώνονται από μια καλή βιβλιοθήκη, όπου τα παιδιά θα αναζητήσουν τα στοιχεία για την έρευνά τους αλλά και θα ανακαλύψουν την ψυχαγωγία που χαρίζει ένα βιβλίο. Η δυνατότητα μιας κινητής βιβλιοθήκης, μιας βιβλιοθήκης-μουσειοσκευής, είναι το θέμα της ανακοίνωσης που ακολουθεί. Ο «Μπλε Σάκος» είναι ένα ταξίδι στην αρχαία Ελλάδα οργανωμένο από το Κέντρο Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου, τον καθ’ ύλην αρμόδιο φορέα για να γράψει στον επίλογο αυτών των Πρακτικών μια συναφή, επιλεγμένη βιβλιογραφία.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην παλαιά δημοτική αγορά της πόλης, έργο του Ε. Τσίλερ. Προσαρμόζοντας το κτήριο στην κατωφέρεια του εδάφους και δημιουργώντας μικρές ασυμμετρίες στα αρχιτεκτονικά του στοιχεία, ο Τσίλερ ξεφεύγει εδώ από την ακαμψία του νεοκλασικισμού. Στις έξι αίθουσες του Μουσείου στεγάζονται ευρήματα που χρονολογούνται από τα νεολιθικά έως και τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Προέρχονται από σωστικές ανασκαφές στην πόλη του Αιγίου, από τις άλλες αρχαίες πόλεις της επαρχίας Αιγιαλείας (Αιγείρα, Κερύνεια, Ρύπες κ.λπ.) αλλά και από αταύτιστους αρχαίους οικισμούς της περιοχής. Στο αίθριο αρχιτεκτονικά μέλη, ταφικοί πίθοι, κομμάτια γλυπτών συμπληρώνουν την έκθεση του Μουσείου.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, αλληλογραφία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Το ΥΠ.ΠΟ. θα ενισχύσει τη συνέχιση του Ερευνητικού Προγράμματος Καταγραφής της Ελληνικής Παραδοσιακής Φορεσιάς, στο οποίο συμμετέχουν το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα και το Λύκειο των Ελληνίδων – Τρία ναυάγια βρέθηκαν στην περιοχή του αρχαιολογικού θαλάσσιου πάρκου των Β. Σποράδων, δύο βυζαντινά και ένα αρχαίο - Σημαντική συλλογή αιγυπτιακών αντικειμένων εκτίθεται και πάλι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Εκθέσεις

Στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης οργανώθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (27 Μαΐου – 27 Ιουλίου) έκθεση σπάνιων ορυκτών και απολιθωμάτων, «Το έργο της Φύσης», ενώ «Το έργο του Ανθρώπου» εκπροσωπούσαν καλλιτεχνήματα του Μουσείου

Ειδήσεις

Περισσότερες από 40 πρωτότυπες εργασίες θα περιέχονται σταΠρακτικά του Β’ Συμποσίου Αρχαιομετρίας της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας (Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 1993) – Το εργαστήριο Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών και το Ίδρυμα Samuel H. Kress οργάνωσαν στη Βικελαία Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο της Κρήτης διεθνή ημερίδα (30 Ιουλίου 1994) με θέμα: «The Practical Impact of Science on Field Archaeology: Maintaining Long-term Analytical Options»

Νέες Εκδόσεις

Περιοδικό: Mark Pollard & Arnold Aspinall (εκδ.), Archaeological Prospection. Πανεπιστήμιο του Bradford, Ηνωμένο Βασίλειο Πρακτικά: Elena Antonacci-Sanpaolo (επιμ.), Archeometallurgia ricerche e prospettive. Πανεπιστήμιο της Bologna, Ιταλία

English summaries: The Incorporation of the Acropolis in the Curriculum M Rochettis, F Sakaridou, C Bolton et al.

The way in which a teacher includes a topic from Antiquity in the curriculum and incorporates it in his teaching is the subject of this unit. The opportunities the curriculum offers are countless and with reference to the existing papers, they have been divided in the following groups: Interdisciplinary Approach, Classical History, Visual Arts, Science, Drama and Computer Studies. 2.1. Interdisciplinary Approach Both papers come from international schools of Athens, a French-curricutum high school and a British-curriculum elementary school. The pupils of the 7th grade approached the study of the Acropolis through Biology, Geography. History, Fine Arts. Mathematics, Music, Technology, French and Greek Literature and Science, while in the other school teachers of all the grades, from the kindergarten to the 6th grade, incorporated in the curriculum topics related to ancient temples, taking the opportunity from a programme on the Acropolis temples. 2.2. Classical History This section includes papers presented by teachers who teach Classical History. Elementary school pupils especially enjoy topics related to the gods of Olympus. The first three papers pre¬sent: a theoretic approach to teaching mythology, the study of Athena-Parthenos that through the work of the celebrated contemporary Greek artist Ghika, resulted in a topic on Gorgon Medusa and the study of Greek Gods through the illustration of their qualities on the pupils' dolls, the Scandinavian Trolls. The next paper presents a lesson on the Parthenon Frieze to ninety three 4th graders. The complexity of the subject and the young age of the pupils make especially interesting the personal, charged with emotion, imagination and knowledge, participation of the children who became excellent authors and painters in order to reproduce or interpret the Panathenaic procession. The booklet produced is a work of children's literature. In the last three papers, high school teachers describe the way they organized their lesson on Ancient History and Art through a specific topic they had chosen. Elements from Nature on the Acropolis is one of the topics. Another teacher, using the Museum-Kit "Stone-Cutting", organised her lesson through the topic "Stone Sculpture from Antiquity until Today" and her 7th graders followed the route of the History of Art from the Cycladic figurines to the Neoclassical and the modern works of art; while at the same time they studied the marble. its pathology and conservation, ancient and contemporary quarries. The same teacher with her 10th graders studied Medieval history through Morosini's expedition and the explosion of the Parthenon. Morosini's diary was written with ink on parchment, the pupils became journalists, published the newspaper of that day and made a video of the 9 o' clock News. 2.3. Science The Science lesson was organised on the basis of an article from the London newspaper "Observer", entitled "Acid Rain in Athens" and combined most successfully history and culture with Chemistry. 2.4 Visual Arts Visual Arts teachers are: together with Classics teachers, the ones more interested in the Acropolis and the related educational programmes. In their papers we can focus both on teaching methods and on the analysis of the various techniques. The first seven papers describe Art lessons. Some teachers evaluate primarily the parallel information that the student can compile, the historic events, the terminology of architecture; others focus their interest on the increase of the student's creativity and artistic expression. A great variety of colours (tempera water-colours, etc.) are exploited in painting, while the use of a diversity of materials (soap, plaster of Paris, resin, clay etc.) and techniques (ancient and modern methods) in sculpture enrich the possibilities for creation. Various types of jewellery have been produced from the Parthenon Frieze. One hundred and seventy pupils produced the book "The Students Paint the History of the Acropolis". Classical architecture and its orders supplied the inspiration, layout and content for "The City for the Future Composed With Ancient Greek Elements', while columns and tiles from the Acropolis were the inspiration for a free expression of decorative elements and forms. The last two papers present work in the lesson Design and Technology both at a Greek and at an International school. Both schools have a workshop and can work with wood and metal. Among the children's work are: the design of a playground, of furniture, of Swatch watches, as well as, the setting up of the Company "Ictinos: Athens Stone-Cutting Co.", with its stocks which produced models of the ancient quarries. 2.5. Drama Drama lessons and performances combine and compliment all courses; Small theatrical performances are included in many papers through these proceedings. There are three papers in this group: a drama teacher of an International school presents a "Drama Lesson" inside the Centre for the Acropolis Studies. The other two papers present two theatrical performances (4th and 12th graders) which resulted from a lesson on the Parthenon Frieze. The strongly diversified approach of the different age range is not only very interesting in itself-the children acted the Panathenaic proces-sion and the teenagers acted the gods represented in the Frieze, the subject of discussion being the pollution of the monuments - but it also proves once more the vast possibilities a theme such as the Frieze can offer for different approaches. 2.6 Computer Studies Courses in Computer Studies are a recent addition to the school curriculum. In this group, an elementary school teacher, an artist, and a computer engineer, give three different approaches on the Acropolis topic.

Books-Bibliography E. Kavvadia Hatzopoulou

All educational programmes are supplemented and completed with a good library for the research of information on the theme under study and for motivating the child to read for enjoyment. The theme of the following paper is a mobile library. The library-kit is a voyage to Ancient Greece compiled by the Centre for Children's and Adolescents' Books which is the most appropriate participant in concluding this issue with a selected relevant bibliography.

Educational Programmes Organised by Teachers in Different Archaeological Sites L. Kehagia, K.Papakyriakou, A. Karra et al.

Many teachers working in the province modified and adjusted the programmes for the Acropolis and created new ones appropriate to the archaeological site or the museum they had chosen to present to their class. The first three papers describe the organising of educational programmes in the archaeological sites of Delphi and Aiani (Kozani) and in the Thessaioniki Museum. The adaptation of the programme "A Day at the Acropolis" to the archaeological site of Delphi gives an example of its successful application to another classical sanctuary. The programmes in Aiani and in the Thessaioniki Museum were based on the theme "Everyday Life in Ancient Greece". The next two papers include programmes on the study of classical sanctuaries in Attica, the archaeological sites of Rhamnous and of Bravron. The printing of a guidebook for the Site and the Museum of Bravron shows the extent of the research and the hard work of the pupils. The three following papers present the several uses of the various Museum-Kits in Volos, in Charakas on the island of Crete and on the island of Syros. In Syros where excellent examples of neoclassical architecture are preserved, the pupils recorded and studied classical elements and forms reviving in the buildings. They also did archive-research and compiled a booklet on Neoclassical Hermoupolis. The teenagers of the last school planned an itinerary throughout celebrated monuments of antiquity in Greece starting from the Acropolis in order to present a cultural panorama of their country to students of the same age from the city of Porto in Portugal.

Educational Programmes Organised by Special Schools on the Acropolis S. Malamidou, A. Voutyra, H. Zafeiropoulou

As we all know, access to the Acropolis archaeological site is not always easy. The Centre for the Acropolis Studies which has been restored with up-to-date facilities is equiped with ramps, spacious lifts and exhibition rooms as well as a conference room with mobile seats. The loan material gives pupils the opportunity to carry out projects at school, a very important aid for pupils with special needs. The progress is even greater when the Department has collaborated in advance with specialists in this field. Two such educational programmes are beeing presented below.

Educational Programmes on the Acropolis Organised by Teachers E. Nakou, N. Vasileiou, Th. Messinis et al.

These programmes were carried out either on the Acropolis area and its museums or in each particular school. 3.1. Educational Programmes Carried out on the Acropolis Area This section includes teachers who organised their own programme in order to teach at school or on the Acropolis site and in the Centre for the Acropolis Studies. The programme is described in their paper. The first paper presents the results of the study on the growth of historic perception of teen-agers inside the Centre and on the Acropolis which is part of this particular research carried out in museums in general. Two 7th grade teachers describe their teaching approach for the study of the Acropolis. Two 4th grade teachers in order to accompany their pupils on the Acropolis, created a trail, which they describe. The last teacher presents a "Guidebook of the Centre for the Acropolis Studies" a collective research, editing and printing effort of her 10th graders. 3.2. Educational Programmes Carried out at School This section includes teachers from the region of Athens who after their visit to the monuments or with the help of Museum-Kits, organised rellevant programmes at school. The first three teachers took part with their pupils in the open-day educational programme "A Day at the Acropolis". The complex and fruitful activites in which the students participated before and after their visit to the archaeological site, are presented, as well as, follow-up work produced; research done, poems written, painting and sculpture, performances, editing and printing a 50 page booklet are among the children's work. A team of pupils from a school, who took part in the programme organised a minor "Day at the Acropolis" for the rest of their fellow pupils, at school. The folllowing paper describes how a teacher was forced into organising a special programme at his school in order to console his distressed pupils after a disappointing experience caused by a foreign television filming crew. The last two papers show the vast importance of extra-curricular clubs and in particular of an Archaeology Club at school.

The Acropolis as Part of the Curriculum Ira Frangoulis-Vele, Ekaterini Giannakopoulou, Konstantina Shiza

In this group high school teachers present the possible combinations of the school curriculum with courses on the Acropolis. The first two are teachers of Ancient Greek Litterature. These possibilities are presented through the original texts in the first paper. In the next, a teacher who escorted her 7th grade pupils to the open day programme "A Day at the Acropolis", compiled an anthology of the various approaches of these students in the following years through the opportunities the curriculum offers. Environmental Education can give a big impulse to teaching through our cultural environment. This huge potential is presented in depth in the next paper which is a report of a four day seminar for fifty-seven teachers organised by the Acropolis Ephorate and the Ministry of Education. Interdisciplinary appoaches are analysed in depth and the report concludes with the evaluation of the seminar.

Εκπαιδευτικοί και Προγράμματα για την Ακρόπολη Cornelia Hatziaslani

The Education Department of the Acropolis was created in order to provide the wider public with an opportunity to enhance its understanding of classical civilisation, as well as of the scientific work currently in progress for the conservation and restoration of these unique monuments. It was founded in 1987 together with the inauguration of the Centre for the Acropolis Studies, by the First Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities in collaboration with the Committee for the Preservation of the Acropolis Monuments. Since the study of the Athenian Acropolis is part of the curriculum in the majority of schools worldwide, one of the Education Department's main purposes is to enable the teacher, through special educational programmes, intensive seminars and specially made resource material to take initiatives and work on his/her own with the children. A teacher today can choose from among six Information Leaflets, eight Trails, twenty-five Teachers' Packs and six Museum Kits and use them as aids for his lesson about the Acropolis. These resources were made for the use of teachers for courses on classical civilisation and most of them are also available in English. They are to be used by teachers at their own discretion according to how they design their lesson and the particular requirements of their pupils. All the services of the Education Department are provided free of charge and are integrated with the annual symposium "Teachers' Programmes about the Acropolis" that the Acropolis Ephorate organises at the Centre for the Acropolis Studies every May. Participants at these Symposiums are teachers who wish to present original projects that they worked on with their classes after the collaboration with the Education Department. In the present issue of "Archaeologia" fifty-two papers by seventy-nine teachers are published. They represent the proceedings of the first three Symposiums that took place in 1991, in 1993 and in 1994. After thoroughly studying the papers it was decided to group and publish them according to their principal subject. A brief summary of each group and of the papers it contains, follows.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (III) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Οι πρώτες ασπίδες κατασκευάζονταν από κλαδιά καλυμμένα με γύψο, δέρματα και χάλκινα ελάσματα. Μια εξοχή, ο ομφαλός, βρισκόταν στο κέντρο της εξωτερικής πλευράς που συχνά διακοσμούσαν σήματα, σημεία ή επίσημα, διακριτικά του πολεμιστή ή αποτροπαϊκά. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο οι ασπίδες έχουν σχήμα πύργου, οκτώ ή κυκλικό, τύποι που τον 9ο και 8ο αιώνα π.Χ. εξελίσσονται στον ορθογώνιο τύπο, τον τύπο του Διπύλου και τον στρογγυλό ή ωοειδή. Ο νέος τύπος στρογγυλής ασπίδας στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., το όπλον, έδωσε το όνομά του στους οπλίτες. Από τη θρακικής προέλευσης πέλτη πήραν το όνομά τους οι πελταστές.

Τεύχος 100, Σεπτέμβριος 2006 No. of pages: 146
Κύριο Θέμα: Περιθωριακοί αυτόχειρες. Ρεμπέτικο και αυτοκτονία Στάθης Gauntlett

Μποστ, από τον πίνακα "Μπουζουκσής ψάλων...". Τα ρεμπέτικα συνήθως αφηγούνται μελαγχολικές, λυπητερές ιστορίες από το περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, σε ένα πολύ μικρό ποσοστό τους αναφέρονται ρητά στην αυτοκτονία. Οι λόγοι γι’ αυτό πιθανότατα σχετίζονται με το ήθος των ρεμπετών –πρωταγωνιστών και ερμηνευτών των τραγουδιών αυτών- και την τάση τους να βιαιοπραγούν προθυμότερα εις βάρος των άλλων παρά του εαυτού τους. Από την άλλη μεριά, ο τρόπος ζωής που προβάλλεται ως ηρωικός στα ρεμπέτικα περιλαμβάνει μια πιστή αφοσίωση σε δραστηριότητες επικίνδυνες για την ίδια τη ζωή, όπως η κατάχρηση ναρκωτικών και ποτών. Επομένως, εάν θεωρήσει κανείς ως μορφή εκούσιας αυτοθανάτωσης την εξάρτηση από τα ναρκωτικά και τον αλκοολισμό, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα πολυάριθμα ρεμπέτικα που αναφέρονται στα ναρκωτικά και το ποτό είναι τραγούδια αυτοκτονίας και οι ρεμπέτες που πέθαναν από την κατάχρηση αυτών των ουσιών, όπως ο πολυθρύλητος Ανέστης Δελιάς, είναι αυτόχειρες. Αφήνοντας στην άκρη το θέμα αυτό, πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει καμία γνωστή περίπτωση χρήσης ρεμπέτικων στίχων σε σημειώματα αυτοχείρων, ούτε ηρωική πράξη αυτοθυσίας, ηρωική ή άλλη, που να συνοδεύτηκε από ρεμπέτικο τραγούδι. Ούτε, τέλος, κατηγορήθηκε το ρεμπέτικο για υποβολιμαία παρακίνηση των ακροατών του προς την αυτοκτονία. Κατά συνέπεια, η ρεμπετολογία δεν έχει ενδιαφερθεί παρά ελάχιστα μέχρι στιγμής για την αυτοκτονία. Εξαίρεση αποτελεί ο Ηλίας Πετρόπουλος, στον οποίο φαίνεται πως ασκούσαν μια επίμονη γοητεία τόσο η αυτοχειρία όσο και οι αυτοκακώσεις. Προπολεμικά, η αυτοκτονία ως θέμα φαίνεται πως ανήκε αποκλειστικά στους αμανέδες. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι φημισμένοι συνθέτες του ρεμπέτικου φωνογράφησαν πεισιθάνατους στίχους σε σχήμα αμανέ κατά το μεσοπόλεμο. Τη χαριστική βολή έδωσε στους αμανέδες η «γενοκτόνα» λογοκρισία που επέβαλε το φθινόπωρο του 1937 το καθεστώς Μεταξά. Η θεματολογία της αυτοκτονίας πέρασε έτσι στα πειραιώτικα ρεμπέτικα της μεταπολεμικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως υπάρχει κάποια απροθυμία από την πλευρά των στιχουργών να αναφερθούν απροκάλυπτα στην αυτοκτονία. Το άρθρο παρουσιάζει και εξετάζει παραδείγματα ρεμπέτικων, όπου εκφράζεται η τάση προς την αυτοκτονία, κυρίως εκείνων που συνέθεσαν ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης, και εξετάζει την έμμεση σύνδεση του γνωστού τραγουδιού του τελευταίου «Συννεφιασμένη Κυριακή» με τον περιβόητο ουγγρικό ύμνο της αυτοκτονίας «Gloomy Sunday».

Η αυτοκτονία στον 20ό αιώνα μέσα από τα φύλλα των εφημερίδων Θεώνη Ζερβού

Salvador Dali, Πορτρέτο της κυρίας Isabel Styler-Tas (Μελαγχολία), 1945, Staatliche Museen zu Berlin, Nationalgalerie, Βερολίνο. Από τα βάθη των αιώνων συναντώνται κρούσματα αυτοκτονίας, τα οποία μας μεταφέρουν πρώτοι οι τραγικοί ποιητές. Η έρευνα που επιχειρούμε στο άρθρο αυτό μέσα από τα φύλλα των εφημερίδων, τόσο για τα περιστατικά όσο και για τον προβληματισμό προς αντιμετώπιση του φαινομένου, μας οδήγησε στο σκεπτικό ότι όσο δύσκολο είναι να εντοπίσει κανείς επακριβώς τα αίτια –τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο– άλλο τόσο είναι αδύνατο να δοθούν συμβουλές επί συνόλου. Πώς να εξηγηθούν οι αυτοκτονίες του Περικλή Γιαννόπουλου, του Κώστα Καρυωτάκη, της Πηνελόπης Δέλτα, του Ιωάννη Συκουτρή; Και παρά τις διευκρινίσεις που έδωσαν ορισμένοι, άφησαν και πολλά ερωτηματικά. Η κοινωνία αντιμετώπισε πάντα με επιφυλακτικότητα την αυτοκτονία και πολλές φορές με ειρωνεία! Αν και από τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Emile Durkheim με το βιβλίο του Κοινωνικές αιτίες της αυτοκτονίας έδωσε το στίγμα του φαινομένου, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις αιτίες και να θέσει υπόλογη την κοινωνία, παραδέχεται ωστόσο ότι κάτι βαθύτερο και εντελώς προσωπικό συμβαίνει. Οι σύγχρονες κοινωνίες οργάνωσαν συνέδρια, κέντρα για τόνωση του ηθικού, ανέλυσαν τα ψυχολογικά και ψυχοσωματικά αίτια, οι στατιστικές όμως δείχνουν πάντα ανοδική τάση στα ποσοστά, μέχρι και 260% από το 1950. Το μόνο που συστήνουν οι ψυχολόγοι είναι η παλαιά καλή συνταγή: αγάπη και φροντίδα για τα ευαίσθητα αυτά άτομα.

Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο. Σχόλια στην εικονοποιία του ποιήματος Μιχάλης Κοπιδάκης

Ο Βούδας πεθαίνει γαλήνια ανάμεσα στους μαθητές του. Κολοσσικό άγαλμα του Βούδα (5ος-6ος αι. μ.Χ.). Την εικονοποιία του ποιήματος «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο» συγκροτούν στοιχεία από την ελληνική λαϊκή παράδοση, από τη νεοελληνική ποίηση, από την ορολογία της τελετουργίας των Ελευσίνιων Μυστηρίων και από την Υψιπύλη του Ευριπίδη. Ο Άγγελος Σικελιανός δεν είναι μόνο ο εμπνευσμένος «υποφήτης των Μουσών», αλλά και ο πολυμαθής λόγιος ποιητής που αντλεί από τα απύθμενα διαβάσματά του.

Ο χορός του Ζαλόγγου Ρένα Λουτζάκη

Ο χορός του Ζαλόγγου. Έργο του Θεόφιλου, 1929. Το άρθρο έχει ως επίκεντρο τις γυναίκες του Σουλίου που, όπως εικάζεται, «εν χοροίς και ασμάσι» οδηγήθηκαν στον γκρεμό με δική τους απόφαση, προτιμώντας για τις ίδιες και τα παιδιά τους το θάνατο παρά μια οδυνηρή αιματοχυσία και αιχμαλωσία. Το γεγονός αυτό έχει μείνει στην ιστορία ως «ο Χορός του Ζαλόγγου». Σκοπός του άρθρου είναι να διερευνήσει τις δύο όψεις αυτού του φαινομένου, το περιεχόμενό του και ως τη σκηνική παρουσίασή του. Έτσι, εξετάζονται τρεις δραματοποιημένες εκδοχές του μύθου, η σχολική εκδοχή, η θεατρική παράσταση του Σπυρίδωνα Περεσιάδη και η κινηματογραφική ταινία του Στέλιου Τατασόπουλου, τις οποίες η συγγραφέας του άρθρου εντάσσει στο χωροχρονικό τους πλαίσιο, έτσι ώστε να αναδειχθεί και να προσδιορισθεί η επίδραση του μύθου στη νεότερη ελληνική κοινωνία.

Ο Αυτοκτόνος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σχέδιο του ναού του Αγίου Ελισαίου στην Πλάκα, προτού κατεδαφιστεί το 1943. «Ήτο λοιπόν άστεγος; Είχε δωμάτιον, αλλά που ετόλμα ο πτωχός να εισέλθη από την σπιτονοικοκυράν του. Εχρεώστει τρία ενοίκια. Επί τρεις εβδομάδας;, μετά το μεσονύκτιον, πλησιάζων με παλμούς εις την αυλόπορταν, ανοικτήν μένουσα όλην την νύκτα, καθώς όλαι αι αυλόπορται των οικιών της συνοικίας, εχουσών ενοικήτορας πολλούς, αφήρει τα χαλασμένα και σχισμένα πέδιλά του και κρατών αυτά με την αριστεράν, επάτει με τες κάλτσες, ενέβαλλε το κλείθρον με απείρους προφυλάξεις και με τόσον ολίγον κρότον, ώστε οι παλμοί της καρδίας έκαμνον κρότον μεγαλείτερον (…).» Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ο Αυτοκτόνος», Άπαντα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, επιμ. Γ. Βαλέτα, τόμ. 5, εκδ. Γιοβάνης, 1954.

Αυτόχειρες στη νεότερη Ελλάδα Ιωάννης Πετρόπουλος

Fred Boissonas, Άποψη της Ακρόπολης από το Θησείο το 1920. Στο τεύχος αυτό, το τρίτο μέρος του αφιερώματος στους Αυτόχειρες, η αυτοκτονία προσεγγίζεται ως σύνθετο κοινωνικό, λογοτεχνικό και ακόμη και χορολογικό φαινόμενο στην Ελλάδα των νεότερων χρόνων. Σε αντίθεση με τη μεσαιωνική περίοδο, τα δεδομένα του φαινομένου πληθαίνουν για τον ιστορικό της νεοελληνικής κοινωνίας.

Ο θάνατος δεν έχει κουβεντολόι Νίκος Σταθούλης

Σχεδιάγραμμα "ΥΠΑΡΞΕΩΣ", 7 Ιουνίου 1966. Έργο του Α. Ακριθάκη. Ο Αλέξης Ακριθάκης ήταν ο πλέον ανατρεπτικός, ευάλωτος και απρόβλεπτος καλλιτέχνης που γνώρισα ποτέ. Η τέχνη ήταν η ζωή του και η ζωή του η ίδια ήταν η τέχνη του. Πάντοτε τον θυμάμαι να κινείται στην οριακή γραμμή του παιχνιδιού, «…γιατί μόνο τότε το έργο γίνεται πληθωρικό και παρουσιάζει μια εσωτερικότητα». Για τον ίδιο τόσο η τέχνη όσο και η ζωή έχουν μια εγκληματικότητα. Γιατί το έγκλημα για τον ίδιο είναι μια τρυφερή ιστορία: «Η τέχνη είναι ένα πολύ επικίνδυνο και ανθυγιεινό επάγγελμα. Τέχνη είναι η τραγική σου ζωή και η ασχήμια του κόσμου που κυκλοφορεί γύρω σου… οι καλλιτέχνες έχουνε μέσα τους τη φθορά. Ο ρόλος του καλλιτέχνη και όχι του ζωγράφου είναι να ανατρέπει τα πράγματα. Σήμερα δε σέβονται την τέχνη. Σέβονται μόνο τους ζωγράφους τους κοσμικούς… τους έχω χεσμένους». Ο Αλέξης Ακριθάκης πέρασε τη ζωή του βλέποντας τους φίλους του να αυτοκτονούν. Ο ίδιος είχε επιλέξει έναν αυτοκτονικό τρόπο ζωής γιατί πίστευε πως αυτή πρέπει να είναι η συνεχής διαμαρτυρία στη ζωή του καλλιτέχνη. «… Η ζωγραφική είναι ένα επάγγελμα σαν τον ψιλικατζή. Η τέχνη έχει τα προβλήματα των ανθρώπων που πεθαίνουν μόνοι τους στο δρόμο». Από το σπίτι του στην Αθήνα το έσκασε 16 χρονών. Οικογένεια Στάντζου-Φιξ. Η μητέρα του Γερμανίδα. Τελείωσε τη Λεόντειο. Το εργοστάσιο υφασμάτων της μητέρας του ήταν στο Γκάζι. Πίσω από το Πιλοποιείο του Πουλόπουλου. Διέρρηξε το χρηματοκιβώτιο και πήγε στη Θεσσαλονίκη όπου έκανε τις δραχμές μάρκα. Με μια μηχανή τετράχρονη έφυγε για το Παρίσι. Από τότε δεν ξαναείδε τους γονείς του. Στο Παρίσι σπούδασε στην Ακαδημία Grand Chaumiere. Έκανε διδακτορικό με τον Γ. Κανδύλη στο θέμα «Η ζωγραφική και η πολεοδομία». Για να ζήσει δούλεψε ως δοκιμαστής αυτοκινήτων της Peugeot στην Αφρική. Ταξίδεψε στις περισσότερες πόλεις της Ευρώπης. Ο Τσίγκος ήταν φίλος του. Ακόμη και ο Keith Haring τον αναγνώρισε ως πρωτοπόρο και «δανείστηκε» μερικά από τα σύμβολά του. Το σεργιάνι του στον κόσμο θα το κάνει με τη στήριξη της γυναίκας του Φώφης και του μαικήνα της τέχνης τον οποίο λάτρευε, Αλέξανδρο Ιόλα. Η ζωή του ήταν ένας κραδασμός. Ένα σπιντάρισμα. Ήταν ένας πρωτόγονος άγριος λύκος και ταυτόχρονα τόσο τρυφερός…

Το φάσμα της αυτοχειρίας Λίζυ Τσιριμώκου

Το ξίφος, το πιστόλι, το δηλητήριο: οι συνηθέστεροι "αυτοκτονολογικοί τρόποι" στα λογοτεχνικά κείμενα. Σχέδιο της P. Reznikov. Επιχειρώντας να προσδιορίσουμε μια παράδοση περί αυτοκτονίας στη νεότερη λογοτεχνία μας, πέρα από τη συνηγορία του Κάλβου και του Σολωμού, και τη συμβολή του «νοσηρού ρομαντισμού» της αθηναϊκής σχολής, παραδόξως ανιχνεύουμε ένα ισχυρό στίγμα αυτοκαταστροφής στα κείμενα της τριανδρίας του νεοελληνικού διηγήματος (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Μητσάκης), της περιλάλητης «γενιάς του 1880», της γενιάς της «ηθογραφικής υγείας». Ο Αυτόχειρας (1895) του Μιχαήλ Μητσάκη φωτίζει την αυτοκτονία σε αντίστιξη προς την περιηγητική διάθεση του κειμένου: ο αφηγητής περιπλανιέται στην Πάτρα, δίνοντας εξαντλητικές περιγραφές από καθετί που καταβροχθίζει το αχόρταγο βλέμμα του, ενώ τη σκέψη του τριβελίζει ακατάπαυστα το αίνιγμα της αυτοχειρίας που συνέβη στο ξενοδοχείο όπου διαμένει. Το σφυροκόπημα των τελευταίων λέξεων του αυτόχειρα στο μυαλό του αφηγητή γίνεται ολοένα πιο δυνατό ώσπου επιβάλλει το ρυθμό του στο κείμενο. Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1891, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αναγγέλλει τον Αυτοκτόνο, ένα από τα διηγήματά του, το οποίο, ωστόσο, δεν δημοσιεύθηκε παρά πολύ αργότερα. Αυτολογοκρινόμενος ή για άλλους λόγους; Πάντως, η παρουσία μετέπειτα κειμένων στο έργο του τα οποία ασχολούνται με την αυτοχειρία μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι και ο συγγραφέας από τη Σκιάθο (και αριστοτεχνικός μεταφραστής του Ντοστογιέφσκι) υπέκυψε στη γοητεία του θέματος. Νωρίτερα ακόμη, στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ο Γεώργιος Βιζυηνός πραγματεύεται το αυτοκαταστροφικό τέλος ενός άτυχου ερωτικού ζεύγους στο έργο τουΑι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας: εδώ παρακολουθούμε πώς η αδράνεια και η μελαγχολία οδηγούν αργά, μεθοδικά και αναπόδραστα στο κατώφλι του (λυτρωτικού) θανάτου. Κατά συνέπεια, το φάσμα της αυτοχειρίας πλανάται καθοριστικά πάνω από το νεοελληνικό διήγημα, το οποίο, ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα, θα αλλάξει ριζικά το τοπίο της νεοελληνικής πεζογραφίας, δημιουργώντας τις τεχνικές, ρητορικές και θεματικές προϋποθέσεις για έναν λογοτεχνικό μοντερνισμό.

Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν Πέτρος Χαρτοκόλλης

Η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα (Αλεξάνδρεια, 1874 - Αθήνα, 1941). Το παρόν άρθρο είναι η τελευταία πράξη ενός θεατρικού έργου που βασίζεται στο βιβλίο του Π. Χαρτοκόλλη Ιδανικοί Αυτόχειρες και αφορά τους πέντε πιο σημαντικούς αυτόχειρες λογοτέχνες της νεοελληνικής γραμματείας, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Περικλή Γιαννόπουλου, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Ιωάννη Συκουτρή και την Πηνελόπη Δέλτα. Είναι ουσιαστικά μια συζήτηση μεταξύ πέντε διάσημων ψυχαναλυτών μιας άλλης εποχής πάνω στο θέμα της αυτοκτονίας με βάση τις πληροφορίες που παρουσιάζονται στα προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου και δικές μου αντιλήψεις για το θέμα της αυτοκτονίας.

Άλλα θέματα: Γραπτές διακοσμήσεις του Ε. Τσίλερ σε αθηναϊκά ιδιωτικά οικοδομήματα. Επιρροές από τον Θ. Χάνσεν Βιργινία Μαυρίκα

Ερνέστος Τσίλερ, σχέδιο για οροφή στην Οικία Ψύχα, 1875. Οι σχεδιασμένες από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ernst Ziller γραπτές διακοσμήσεις για το εσωτερικό και εξωτερικό οικοδομημάτων της Αθήνας φανερώνουν τις επιρροές του από την ελληνική αρχαιότητα (ιδιαιτέρως την αρχιτεκτονική πολυχρωμία), τη ρωμαϊκή αρχαιότητα (ιδιαιτέρως της πομπηιανές συνθέσεις), την Αναγέννηση και τις δημιουργίες του Theophil Hansen. Οι τακτικές επισκέψεις του Ziller στη Βιέννη, τόπο δράσης του Hansen μετά την αποχώρησή του από την Αθήνα το 1846, του παρείχαν τη δυνατότητα να ενημερώνεται για το έργο του στενού φίλου και συνεργάτη του, και να αναπτύξει δεσμούς γενικότερα με τους ζωγράφους του λεγόμενου «κύκλου Rahl», π.χ. τον Eduard Bitterlich. O Ziller μετέφερε στην Αθήνα διακοσμητικά συστήματα στο πλαίσιο των ιστορικιστικών τάσεων, που άκμαζαν την εποχή εκείνη στη Βιέννη. Οι επιρροές του Hansen στο διακοσμητικό έργο του γίνονται προφανείς μέσα από ποικίλες συγκρίσεις, π.χ. οροφές της οικίας Ψύχα με οροφές των Palais Todesco και Epstein, οροφές της οικίας Καλλιγά με οροφές για το μέγαρο του αρχιδούκα Γουλιέλμου, διάφορα αταύτιστα σχέδια του Ziller με σχέδια για το Palais Todesco και το μέγαρο του αρχιδούκα Γουλιέλμου. Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζεται, επίσης, από τους δύο αρχιτέκτονες το θέμα των Μουσών εντός ανεξάρτητων πλαισίων. Μέσα από το σωζόμενο έργο του Ziller διαπιστώνεται η πρόθεσή του να λειτουργεί ως φορέας του Gesamtkunstwerk, δηλαδή θεωρούσε τη ζωγραφική και τη γλυπτική ως αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες τέχνες σε σχέση με την αρχιτεκτονική, μία έννοια της οποίας ο Theophil Hansen υπήρξε θερμός υποστηρικτής.

Βυζάντιο – Αναγέννηση. Μια σύγκριση της βυζαντινής και της αναγεννησιακής έκφρασης Παντελής Παντελεάκης

Η Δευτέρα Παρουσία: Άγγελος με το στερέωμα του ουρανού (Μονή της Χώρας). Στο άρθρο αυτό επιχειρείται μια σύγκριση μεταξύ δύο σημαντικών έργων διαφορετικών περιόδων, αλλά με κοινό θέμα: τη ζωγραφική απεικόνιση της Δεύτερης Παρουσίας. Tο πρώτο βρίσκεται στο παρεκκλήσι της Mονής της Xώρας στην Πόλη, που είναι πιο γνωστή σαν Kαχριέ Tζαμί. Eίναι έργο ανώνυμου ζωγράφου του 14ου αιώνα (π. 1320). Ωστόσο η ανωνυμία του ζωγράφου ήτανε συνήθεια της εποχής, χωρίς να σημαίνει αναγκαστικά, όπως θα συνέβαινε σήμερα, πως ο ζωγράφος ήτανε ασήμαντος. Tο δεύτερο έργο είναι πασίγνωστο, είναι η Δεύτερη Παρουσία του Mιχαηλάγγελου στην Kαπέλλα Σιξτίνα της Pώμης, καμωμένο τον 16ο αιώνα (περί το 1540). Mέσα από την εκτενή περιγραφή των δύο έργων ο συγγραφέας προβάλλει τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Kαι στα δύο, για παράδειγμα, ακολουθούνται οι ίδιες περίπου συνθετικές αρχές. Mια διάταξη σε σειρές παράλληλες, με το ενδιαφέρον επικεντρωμένο στην κεντρική μορφή του Xριστού. Kαι στις δύο συνθέσεις, ο χώρος που διατίθεται για τη σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας είναι μεγάλος. Στην Kαπέλλα Σιξτίνα, καταλαμβάνεται ολόκληρος ο ανατολικός τοίχος. Στο παρεκκλήσι της Mονής της Xώρας ολόκληρος ο τρουλοειδής θόλος προς τ’ ανατολικά του τρούλου, τα τέσσερα λοφία του, το βορινό τύμπανο και το μισό νότιο τύμπανο. Ωστόσο ενώ στο Kαχριέ Tζαμί έχουμε να κάνουμε με σύμβολα και με τον ιδεαλισμό που χαρακτηρίζουν ολόκληρη την ελληνική Tέχνη, στην Kαπέλλα Σιξτίνα βρισκόμαστε στην περιοχή της χειροπιαστής καταγραφής των ανθρωπίνων και των γήινων συναισθημάτων.

Το καθεστώς της δουλείας στην αρχαιότητα Μαρία Γκιρτζή

Δούλος που εργάζεται σε σιδηρουργείο. Αν στην ομηρική εποχή θεωρείται φυσιολογικό οι βασιλείς να διεκπεραιώνουν πάσης φύσεως δουλειές, δεδομένου ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των έργων δούλων και ελεύθερων παραμένει ασαφής, δεν συμβαίνει το ίδιο στην κλασική αρχαιότητα. Την εποχή αυτή, η δουλεία θεωρείται πλέον φυσικό φαινόμενο σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ο πλούτος των αρχαίων πηγών ρίχνει αρκετό φως στο καθεστώς της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα. Οι περισσότερες πληροφορίες αφορούν την Αθήνα, για την οποία είναι γνωστά, για παράδειγμα: ο τρόπος απόκτησης δούλων, κατηγορίες δούλων και ασχολίες τους, μεταχείριση, νομικό καθεστώς, δυνατότητες χειραφέτησης κτλ. Αν και τα στοιχεία για τη Σπάρτη και την Κρήτη είναι σαφώς λιγότερα και αποσπασματικά, εντούτοις βοηθούν ώστε να σχηματιστεί μια αρκετά καλή εικόνα για τους εκεί δούλους, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο μελετητή να προβεί σε ενδιαφέρουσες συγκρίσεις μεταξύ των τριών μεγάλων πόλεων-κρατών της αρχαιότητας και να συνάγει αξιόλογα συμπεράσματα.

Η επινόηση και η υιοθέτηση της χρήσης των κεραμικών αγγείων Κωνσταντίνα Παπακώστα

Μεγάλο αγγείο που κοσμείται με πλαστική ανθρώπινη κεφαλή και εγχαράξεις. Φυλή Αζάντε, Σουδάν. Το άρθρο πραγματεύεται το θέμα των απαρχών της επινόησης της κεραμικής και διερευνά τους παράγοντες και τις συνθήκες που οδήγησαν στην εμφάνισή της στις ανθρώπινες κοινότητες καθώς και τα αίτια της ευρύτατης υιοθέτησής της. Οι παράγοντες αυτοί πρέπει να αναζητηθούν στη μαγικο-θρησκευτική διάσταση της ανθρώπινης δραστηριότητας: υποστηρίζεται ότι το πρώτο ψημένο κεραμικό δεν εξυπηρετούσε πρακτικές ανάγκες, τις οποίες ικανοποιούσαν άλλωστε ποικίλα άλλα υλικά, αλλά χρησιμοποιήθηκε εξαιτίας της ίδιας της φύσης του πηλού και της συμβολικής της σχέσης ανάμεσα στο αγγείο και τη χρήση του και στο ανθρώπινο σώμα, ενώ την ίδια στιγμή το συγκεκριμένο μπορούσε να πάρει λεπτοδουλεμένα σχήματα, κατάλληλα για τελετουργική χρήση. Οι λόγοι υιοθέτησης της κεραμικής αναφέρονται στη σχετική βιβλιογραφία και αφορούν τα πλεονεκτήματα, τόσο πρακτικά όσο και οικονομικά, που παρείχε το κεραμικό αγγείο. Τέλος, η γεωργία και η μόνιμη εγκατοίκηση ευνόησαν την υιοθέτηση αυτού του νεωτερισμού.

Στρωματογραφική ανάλυση και μελέτη ακρόπρωρου Ναυτικού Μουσείου Γαλαξειδίου Αντώνης Πατεράκης, Χριστίνα Σπεράντζα

Γενική άποψη του ακρόπρωρου, στη θέση που τοποθετήθηκε μετά τη συντήρησή του, στο νέο Ναυτικό Μουσείο Γαλαξειδίου. Τα ακρόπρωρα είναι ξύλινα γλυπτά τα οποία τοποθετούσαν στην πλώρη των πλοίων, στο ανώτερο τμήμα του ξύλου που αποτελεί τη συνέχεια της καρένας. Είναι έργα της ναυτικής λαϊκής ξυλογλυπτικής, με διάφορες αναπαραστάσεις και απεικόνιζαν συχνά ήρωες από την ελληνική ιστορία (όπως από την Ελληνική Επανάσταση) ή από τη μυθολογία (όπως τις γοργόνες), επηρεαζόμενοι από το φόβο των ανθρώπων για το άγνωστο και την προσπάθεια υπέρβασης του φόβου αυτού. Με τα ακρόπρωρα του 18ου και του 19ου αιώνα προσανατολιζόμαστε σε μεγέθη μιας μνημειώδους γλυπτικής, η οποία είναι ασυνήθιστη για την ελληνική λαϊκή τέχνη. Τα σωζόμενα ακρόπρωρα ανήκουν στις συλλογές των ιστορικών και ναυτικών μουσείων, ενώ ένας σημαντικός αριθμός βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές. Το ακρόπρωρο που μελετάμε βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο Γαλαξειδίου, το αρχαιότερο ναυτικό μουσείο της Ελλάδας, και εικονίζει μια όρθια γυναικεία μορφή, χρωματισμένη με μαύρο χρώμα, που φοράει ολόσωμο μαύρο ένδυμα, φέρει κορόνα στο κεφάλι και στηρίζεται σε ξύλινη βάση με προβολή του δεξιού ποδιού εμπρός και του αριστερού πίσω. Το θέμα της παρούσας μελέτης είναι η διαπίστωση υποκείμενων χρωματικών στρωμάτων και η καταγραφή τους μέσα από στρωματογραφική παρατήρηση. Αυτό κατέστη δυνατό με δημιουργία δειγμάτων που πραγματοποιήθηκε σε περιοχές που ήταν αντιπροσωπευτικές του συνόλου του γλυπτού από τις οποίες θα μπορούσε κανείς να αποκομίσει μια γενική εντύπωση για την όψη του κατά τις διάφορες χρωματικές επεμβάσεις. Αποτέλεσμα της έρευνας ήταν η διαπίστωση χρωματικών στρωμάτων κάτω από το μαύρο χρώμα που επιβεβαιώνει τη μαρτυρία ότι μετά το θάνατο του πλοιοκτήτη, λόγω πένθους, έβαψαν το ακρόπρωρο του πλοίου του και τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του με μαύρο χρώμα.

Η μετάδοση των αρχαίων κειμένων και η ιστορία της Jean Irigoin

Πήλινες πινακίδες με σημεία της Γραμμικής Α (αριστερά) και της Γραμμικής Β (δεξιά). Η παρούσα μελέτη για την ανακάλυψη, τη διατήρηση, την έρευνα και τη διάδοση αρχαίων κειμένων βασίζεται σε δεδομένα του 20ού αιώνα. Το 1953, η είδηση πως ο Michael Ventris και ο John Chadwick αποκωδικοποίησαν τη γραφή των πήλινων πινακίδων που βρέθηκαν από το 1900 και ύστερα στην Κνωσσό, την Αργολίδα, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα και την Πήλο, τάραξε τα νερά στους χώρους των αρχαιολόγων, των φιλόλογων και των γλωσσολόγων. Οι Ventris και Chadwick ανέτρεψαν τις ποικίλες θεωρίες για την ύπαρξη οκτώ διαφορετικών διαλέκτων και απέδειξαν ότι η επονομαζόμενη Γραμμική Β ήταν η «μυκηναϊκή», δηλαδή η πρώτη ελληνική διάλεκτος. Σε συνέπεια των συμπερασμάτων τους, η πρώτη εμφάνιση της ελληνικής γραφής τοποθετήθηκε χρονολογικά πολλούς αιώνες νωρίτερα. Οι χιλιάδες πινακίδες, ωστόσο, δεν περιλάμβαναν κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά ήταν αρχειακού ενδιαφέροντος. Δυστυχώς, μικρό μόνο μέρος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας έφτασε ως εμάς. Για παράδειγμα, έχει σωθεί μόνο το 3% από τις 1200 κωμωδίες και τραγωδίες που παίχθηκαν στα θέατρα του πέμπτου και του τέταρτου αιώνα π.Χ. Τα αρχαία μνημεία –ναοί, στοές και θέατρα-, που φέρνουν στο φως οι ανασκαφές, παρ’ όλη τη φθορά που έχουν υποστεί, παραμένουν αυθεντικά, σε αντίθεση με τα κείμενα της αρχαίας γραμματείας τα οποία πέρασαν από αντιγραφή σε αντιγραφή προτού φτάσουν στα χέρια μας. Πολλά από αυτά τα αντίγραφα, που συχνά χρονολογούνται χιλιάδες χρόνια μετά το θάνατο των δημιουργών τους, ανακαλύφθηκαν σε μοναστικές βιβλιοθήκες της μεσαιωνικής περιόδου. Τα επτά από τα ενενήντα θεατρικά έργα του Αισχύλου τα γνωρίζουμε από τα βυζαντινά τους αντίγραφα, ενώ η αρχαιότερη πλήρης μαρτυρία που έχουμε για τον Όμηρο χρονολογείται στα μέσα του 10ου αιώνα. Η ανακάλυψη, η διατήρηση και η μελέτη των κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας επεφύλασσε πολλές εκπλήξεις, όπως οι πάπυροι που βρέθηκαν στην έρημο της Αιγύπτου, όπου σώζονταν κείμενα της αρχαϊκής, της κλασικής και της ελληνιστικής Ελλάδας, ή η επικούρεια βιβλιοθήκη που βρέθηκε στο Herculaneum, και η οποία είχε θαφτεί με την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. Οι νέες τεχνολογίες στη φωτογραφία, όπως η πολυφασματική τεχνική, και στην πληροφορική αναμφισβήτητα διευκολύνουν την ανάγνωση και την αποκατάσταση κειμένων, είτε διορθώνοντας λάθη που παρεισέφρησαν κατά την αντιγραφή τους είτε απαλείφοντας πιθανές παρερμηνείες.

Η ελληνική επιρροή στο Γκανγκουντέρ Zainul Wahab

Κεφαλή του Βούδα από ασβεστοκονίαμα, χαρακτηριστικό δείγμα της τέχνης της Γκαντάρα, 4ος-5ος αι. μ.Χ. Η τέχνη της Γκαντάρα –που στα σανσκριτικά σημαίνει ευωδιασμένη γη– παρουσιάζει πολλά δυτικά στοιχεία, αν και η ύπαρξη επαφών της περιοχής αυτής με τον δυτικό κόσμο υπήρξε πάντοτε ζήτημα περίπλοκο και αμφιλεγόμενο. H φύση και η έκταση της επιρροής της Δύσης στην τέχνη της Γκαντάρα αποτέλεσε μάλιστα θέμα διαμάχης, από την εποχή της αποκάλυψής της. Tα ερωτήματα που τέθηκαν πολλά: η επιρροή της Δύσης υπήρξε άμεση ή έμμεση; Περιορίστηκε σε μια μόνο, επεκτάθηκε σε μερικές, ή διείσδυσε σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης της Γκαντάρα; Εάν πάλι η δυτική επιρροή ήταν άμεση, πώς ακριβώς έδρασε; Και με ποιον τρόπο άλλοι σύγχρονοί της πολιτισμοί, όπως ο ρωμαϊκός, ο βυζαντινός, ο σκυθικός, ο παρθικός, ο σασσανιδικός κ.ά., επηρέασαν την εισροή των δυτικών επιδράσεων; Kαι τα ερωτήματα συνεχίζονται: η δυτική επίδραση στην τέχνη της Γκαντάρα υπήρξε καθαρά ελληνική, ελληνο-ρωμαϊκή, περσο-ελληνο-ρωμαϊκή ή ινδο-ελληνο-ρωμαϊκή; Kυρίως όμως, ποιο ήταν το ανώτερο και κατώτερο χρονικό όριο της αρχαίας Γκαντάρα και ποιο είναι το χρονολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να εξεταστεί η δυτική επιρροή πάνω στην τέχνη της; Οι απαντήσεις σε αυτές τις απορίες είναι πολύπλοκες και αμφίσημες· εξαρτώνται από την οπτική γωνία του ερευνητή, που καλείται να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα από σκοπιά είτε «δυτική» (ελληνική ή ρωμαϊκή) είτε «ανατολική» (ινδική, περσική ή κεντρο-ασιατική). Eδώ γίνεται μια προσπάθεια να απαντηθούν όλες αυτές οι ερωτήσεις, τονίζουμε ωστόσο ότι σε τόσο περιορισμένο χώρο αυτό δεν είναι δυνατό παρά μόνο κατά γενικό τρόπο και κατά περίπτωση.

Η εκπαίδευση του βλέμματος. Με τον τρόπο του Ανρί Μισώ Μπίλη Βέμη

Ρενέ Μαγκρίτ, "Η ερμηνεία των ονείρων" (1930). H «εκπαίδευση του βλέμματος» έχει αναδειχτεί τις τελευταίες δεκαετίες σε έναν από τους κύριους στόχους όλων των μουσειοπαιδαγωγικών δραστηριοτήτων στα μουσεία, τις πινακοθήκες, τους αρχαιολογικούς χώρους, αλλά και γενικότερα σε μέλημα όλων όσοι στις αίθουσες διδασκαλίας, από το νηπιαγωγείο ως την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενδιαφέρονται για τη διδακτική της τέχνης και του πολιτισμού. To βιβλίο του ποιητή και ζωγράφου Ανρί Μισώ (Henri Michaux), En rêvant à partir des peintures énigmatiques, αποτελεί ένα πετυχημένο παράδειγμα εκπαίδευσης του βλέμματος στην πρόσληψη των οπτικών μορφών. Πέρα από την αναμφισβήτητη λογοτεχνική του αξία, το βιβλίο προσφέρει μια υποδειγματική περιγραφή έργων τέχνης –λογοτεχνικό είδος γνωστό από την αρχαιότητα-, αλλά και μια πρόταση δημιουργικής πρόσληψης εικαστικών μορφών γενικότερα. Η προσεκτική του ανάγνωση αποκαλύπτει ότι για τη διαδικασία της επικοινωνίας με ένα έργο, και μάλιστα όχι μόνο εικαστικό, δεν είναι απαραίτητες οι προϋπάρχουσες γνώσεις και πληροφορίες που το αφορούν, το ίδιο ή τον δημιουργό του, ούτε η εξειδικευμένη ορολογία, αλλά η δεκτικότητα και ασκημένες αισθήσεις.

Το Μουσείο Νικολάου Γιαλούρη Αναστασία Μανδάλα

Θαλάσσιος ρυθμός, 1977. Χαμένη τοιχογραφία. Village Inn, Πόρτο Καρράς (φωτοθήκη Μουσείου Γιαλούρη). Το Μουσείο του ζωγράφου και χαράκτη Νικολάου Γιαλούρη (1928-2003) στη χώρα της Χίου (Ελευθερίου Βενιζέλου 73) στεγάζεται στο νεοκλασσικίζον κτήριο της Παλαιάς Περιηγητικής από το προηγούμενο καλοκαίρι. Ογδόντα έργα του μεγάλου Χιώτη καλλιτέχνη εκτίθενται στον όροφο και στην εσωτερική κλίμακα του οικοδομήματος. Χαρακτικά, ακρυλικά, παστέλ και έργα σινικής μελάνης αντιπροσωπεύουν τους δημιουργικούς του κύκλους.

Η στέγαση των δημόσιων λειτουργιών στην Αθήνα του Γεωργίου Α΄ Διονύσιος Ρουμπιέν

Το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, που προήλθε από τη συνένωση ιδιωτικών κατοικιών. Tο παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια προηγούμενου, που είχε θέμα την προσωρινή στέγαση των δημόσιων λειτουργιών της Aθήνας από το 1834 ως το 1862. Eνώ λοιπόν κατά την πρώτη αυτή περίοδο οι δημόσιες λειτουργίες στεγάζονταν σε προεπαναστατικά κυρίως κτίρια, επί της βασιλείας του Γεωργίου A΄ χρησιμοποιούνται συχνά δημόσια κτίρια που είχαν οικοδομηθεί για άλλη χρήση. Aυτό συνέβη γιατί ο οικοδομικός προγραμματισμός της οθωνικής βασιλείας βασίστηκε κυρίως σε ιδεολογικά κριτήρια, αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες.

Η εξέλιξη του Α΄ Κοιμητηρίου της Αθήνας μέχρι τα χρόνια του Μεσοπολέμου Μαρία Δανιήλ

Σχέδιο του Α

Το Α´ Κοιμητήριο της Αθήνας είναι το πρώτο συγκροτημένο κοιμητήριο που ιδρύθηκε στην πόλη, στα πρώτα χρόνια της σύστασης του νεοελληνικού κράτους. Ο αρχικός του πυρήνας, ο οποίος διακρίνεται μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκε στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα και σταδιακά επεκτάθηκε καταλαμβάνοντας τη σημερινή του έκταση. Πρόκειται για το επίσημο κοιμητήριο της Αθήνας και βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Από ιστορικής και καλλιτεχνική άποψη, θεωρείται πολύ σημαντικό. Το κεντρικό του τμήμα συμπεριλαμβάνει αξιόλογα γλυπτά και αποτελεί ουσιαστικά μια υπαίθρια συλλογή αντιπροσωπευτική της γλυπτικής του 19ου αιώνα. Από την κτηριακή υποδομή του Κοιμητηρίου διακρίνονται ο Ι. Ν. των Αγ. Αποστόλων (1899-1901), ο ναός των Αγ. Θεοδώρων (1899), σε σχέδια του Αρμοδίου Βλάχου, ο καθολικός ναός του Αγ. Καρόλου (1928) με δαπάνη της οικογένειας Φιξ, το Οστεοφυλάκιο (1928) σε σχέδια του Ε. Λαζαρίδη και το κτήριο εισόδου που ολοκληρώθηκε το 1939 με σχέδια πρόσοψης του Α. Κωνσταντινίδη. Εκτός από το τμήμα ταφής των Ορθοδόξων περιλαμβάνει και το τμήμα των Διαμαρτυρομένων που μεταφέρθηκε διά νόμου στη θέση αυτή το 1914 από το χώρο του Ζαππείου. Περιλαμβάνει επίσης το Ισραηλιτικό τμήμα που προϋπήρχε από το 1866 και επεκτάθηκε το 1910 καταλαμβάνοντας τη θέση του παλαιού έρημου Τούρκικου νεκροταφείου. Λίγες ταφές Καθολικών έχουν διασωθεί και εντοπίζονται γύρω από τον καθολικό ναό.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου Κεφαλονιάς Μιχάλης Πετρόπουλος

Γυάλινα αγγεία από το ρωμαϊκό νεκροταφείο της Σάμης. Παρουσίαση του Αρχαιολογικού Μουσείου Αργοστολίου Κεφαλονιάς, της ιστορίας του, της ιστορίας του νησιού, των παλαιότερων και νεότερων ευρημάτων που εκτίθενται στις αίθουσες του Μουσείου.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Νέο Δοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας -Το Ι´ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο -Η ελαία στην προϊστορική Κρήτη -Οι προοπτικές χρηματοδοτήσεων ερευνητικών προγραμμάτων -Το περιοδικό Mediterranean Archaeology and Archaeometry

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Το ανάγλυφο της Θάσου Ειδήσεις: Οι ανασκαφές των Δανών, Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, Κεραμικό εργαστήριο στο Κιλκίς, Συνεχείς αποκαλύψεις στη Λάρισα, Δίον Πιερίας, Αποκρυπτογράφηση του DNA, Ανοιχτό το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Οι βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας κ.ά. Εκθέσεις: Το Μουσείο και η Ανασκαφή, Η Κίνα των Tang, Περί αρχαιοκαπηλίας, Πολιτισμός 42 αιώνων από τον βυθό, Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος, Λατρείας Τάματα κ.ά. Συνέδρια: Για τα 100 χρόνια ανασκαφών στον Πρινιά, Το Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας και η επιτόπια έρευνα, Οι ανασκαφές στην Αγορά από την Αμερικανική Σχολή. Διαλέξεις: Τα έργα στην Ακρόπολη, Βελγική Σχολή, Η οικονομία των βυζαντινών πόλεων κ.ά. Βιβλία: L’Architecture Grecque / 2. Architecture Religieuse et Funéraire, Marie-Christine Hellmann, Ο θάνατος και οι θρησκείες, John Bowker, Η πορνεία στην Ελλάδα και στη Ρώμη, Violaine Vanoyeke κ.ά.

English summaries: Suicides in modern Greece Ioannis Petropoulos

The first writers to justify suicide were Kalvos and Solomos. Vizyinos, Papadiamantis and Metsakes were pioneers in the “anthology of suicide”. The “Dance of Zalongos” proved to be an ideology and a national monument. Since the 1900s Greek newspapers have noted instances of suicide. Following their previous discussions on the suicides Karyotakis, Giannopoulos, Lapathiotes, Sikoutris and Penelope Delta, a group of psychoanalysts discusses the death wish as pathogenic, in the last act of the play “Ideal Suicides”. “Atzesivanus’ Suicide” a sonnet by Sikelianos. Rembetika songs and pre war amanedes, a composition by George Zambetas. The painter Akrithakes: How does he relate to the poet Karyotakis?

The Phantasm of Suicide Lizy Tsirimokou

Attempting to define a suicidal tradition in our modern literature, apart from Kalvos’ and Solomos’ advocacy and the contribution of the “morbid Romanticism” of the school of Athens, we paradoxically trace a strong self-destructive stigma in the texts of the short –story triad of writers (Vizyinos, Papadiamantis, Mitsakis), the notorious “Generation of the 80’s”, the generation of healthy genre literature. Michail Mitsakis’ Suicide (1895) highlights suicide in counterpoint to the itinerant mood of the text: the narrator lingers about Patras and gives a precise description of whatever his greedy sight devours, while his thought is constantly pestered by the enigma of the suicide committed in the hotel he stays. The hammering of his mind by the last words of the perpetrator becomes continuously stronger and essentially imposes the rhythm in this evocative setting. A few years earlier (1891) Alexandros Papadiamantis announces the Suicide, one of his short-stories, which, however, was not published until much later. Self-censorship or other conjuctions? In any case, the presence of later textsin his oeuvre dealing with suicide allow us to consider that the writer from Skiathos island (and masterly translator of Dostoevsky) also fell under the spell of the subject. Even later, in the early 1880’s, Georgios Vizyinos deals with the self-destructive end of an ill-fated erotic couple in his work Consequences of an old story: we follow here how languish and melancholy lead slowly, methodically and inevitably to the threshold of the (redeeming) death. Thus, the phantasm of suicide hovers decisively over the young short-story writing, which, already in the early nine-teenth century, will change radically the landscape of Modern Greek prose, by creating the technical, rhetoric and thematic prerequisites of a literary modernism already in the nineteenth century.

The Suicide Alexandros Papadiamantis

A half-finished short story, in draft form, by Papadiamantis , has just been published. Originally, it was to have been published in the “Ephimeris” (Newspaper) of 1891. Two years earlier, the “Ephimeris” had published “Crime and Punishment” translated by Papadiamantis, thus “introducing” Dostoevsky to Greek letters. Was Papadiamantis drawn to the writing of his story by his constant proximity and familiarity with the Russian author who was so obsessed with suicide? As in the case of Metsakes’ story, Papadiamantis’ hero is a foreigner, an outsider to local society and its mentality who does not permit himself to disturb the world after his death. At the end of “The Suicide”, Papadiamantis links the act of suicide to madness.

The Dance of Zaloggon: a Historic Image of Farewell to Life Irene Loutzaki

The article focuses on the decision of the women of Souli who, as it is surmised, were led up to death “singing and dancing… either repelled to the edge of the precipice by the retreating fighters or by their own decision rather to die voluntarily along their children than to suffer a painful bloodshed and captivity”. This incident is historically known as “the dance of Zaloggon”. The objective of the article is to investigate the dual aspect of this dance phenomenon, both as content and performance. Therefore, it deals with three dramatized examples, the version of a school presentation, a theatrical performance directed by Spyridon Peresiadis and a respective film production by Stelios Tatasopoulos, and seeks to set them in a space/time framework, so that the impact of the dance of Zaloggon on modern Greek society to be revealed and defined.

Greek Literary Men who Committed Suicide Petros Hartokollis

This article is the last act of a play after my book Ideal Suicides and refers to the five most important suicides-literary men of modern Greek literature: Kostas Karyotakis, Periklis Giannopoulos, Napoleon Lapathiotis, Ioannis Sykoutris and Penelopi Delta. It is essentially a discussion among five famous psychoanalysts of another time on the issue of suicide, which is based on the information supplied by my book as well ason my views on this topic.

Suicide in the Twentieth Century Through the Newspaper Issues Theoni Zervou

Tragic poetry is the first to record cases of suicide in antiquity. The research we have attempted through the newspaper issues, as regards both the actual incidents and the problematic on the handling of the phenomenon, has led us to the following conclusion: it is equally difficult the reasons leading to a suicide to be intentified, since they differ from individual, as it is impossible general advice or methods to be proposed for the prevention of committing suicide. How the suicide of Periklis Giannopoulos, Kostas Karyotakis, Penelopi Delta, Ioannis Sykoutris can be explained? In spite of the relevant elucidation furnished by some of them, many unanswered questions still remain. Society has always faced suicide with reserve, if not with irony! Already in the late nineteenth century Emile Durkheim, who has dealt thoroughly with the phenomenon in his book Social reasons of of suicide and has tried both to discover the reasons of suicide and to determine the share of responsibility belonging to society, admits that something deeper and entirely personal drives an individual to take his own life. Modern societies have organized congress and centers for uplifting the moral and have analyzed the psychological and psychosomatic reasons. Nevertheless, the statistics continue to record an increasing tendency for suicide, rocketing to a 260% in the last fifty years. Psychologists and other specialists recommend the old, good recipe, that is, love and care for individuals who have excessive sensitivity. The Line of Social Aid (phone number 197) is vigilant twenty-four hours a day.

Rebetika Songs and Suicide Stathis Gauntlett

Rebetika tend to relate melancholic hard-luck stories from the margins of Greek society and yet only a very small proportion of them allude explicitly to suicide. The reasons for this may be connected with the macho ethos of rebetes (the protagonists and exponents of these songs) and their tendency to direct their aggression against others rather than themselves. On the other hand, the life-style proclaimed as heroic in the songs includes an unswerving devotion to life-threatening such as the abuse of drugs and alcohol; so that if one defined drug-addiction and alcoholism as a form of suicide, one might also argue that the numerous rebetika about drugs and alcohol are suicide-songs and deem rebetes who have died from abuse of these substances, such as the legendary Anestis Dellias, to have been suicides. Putting that issue aside, there are no known cases of rebetika serving as suicide notes or as an accompaniment to self-destruction, whether heroic or otherwise. Nor have rebetika been accused of subliminally prompting suicide. Accordingly, commentators on rebetika have not been overly concerned with the suicide theme to date, except for the late Elias Petropoulos, who seems to have had an abiding fascination for suicide and self-mutation per se. In the pre-war era, the theme of suicide seems to have been the preserve of the genre known as amanedes (wailing oriental threnodies copiously interspersed with the expletive aman[mercy!]); witness the fact that famous exponents of rebetika recorded death- wish lyrics as amanedes in the pre-war era. Amanedes did not recover from the death-blow dealt to the recording of Greek Ottoman-style music in the autumn of 1937 by General Metexas’s “genodical” censorship. Exploitation of the theme of suicide therefore passed to Piraeus-style rebetika in the post-war era. But there seems to have been a reluctance on the part of rebetika lyricists to write overtly and explicitly of suicide. The article therefore proceeds by examining examples of rebetika expressing suicidal tendencies, notably those composed by Vamvakaris and Tsitsanis, and explores the tenuous link between the latter’s famous song “Cloudy Sunday” and the notorious Hungarian suicide-anthem “Gloomy Sunday”. Patterns of motivation, method and desired consequences do emerge from the analysis of these examples, but the identification of a peculiarly “rebetic” mode of suicide in the more dramatic texts needs to be tempered with a realisation that the broad generic designation “rebetika” also accommodates songs expressing a much more phlegmatic, almost clinical approach to death.

“The Suicide of Atzesivano”: Comments on the Imagery of the Poem Michalis Kopidakis

The elements composing the imagery of the poem "The Suicide of Atzesivano" derive from the Greek folk tradition, modern Greek poetry, ritual terminology of the Eleusinian Mysteries and from Euripides' Hypsipyle. Angelos Sikelianos is not only the inspired "prophet of the Muses", but also the erudite, literatus poet who draws from his abysmal, profound readings.

You Cannot Chat With Death Nikos Stathoulis

Alexis Akrithakis was the most subversive, susceptible and surprising artist I ever met. His art was his life and his life itself was his art. I always remember him moving at the extreme limits of the game, “because only then the work becomes excessive and gain inwardness”. Criminality was for Akrithakis a component of life, since for him crime is a tender story: “ Art is a very dangerous and unhealthy craft. Art is your tragic life and the world’s ugliness that surrounds you…artists carry impairment in them. The role of the artist, not of the painter, is to overthrow every kind of establishment. There is no veneration of art today, but only respect for the painters who socialize … fuck of them off”. Akrithakis passed his life seeing his friends taking their own lives. He himself had chosen a suicidal way of living, because he believed that an artist’s life should be a continuous protest; “painting is an occupation like that of a haberdasher. Art embodies the problems of people who die alone in the streets…”. An offspring of the prominent Stantzou-Fix family and a student of the “aristocratic” Leonteios high school, he run away from his Athenian home in the age of sixteen. He had cracked beforehand the safe of the textile industry of his German mother, located at Gazi behind the Poulopoulos Hat Factory, and fled to Thessaloniki. From there, having exchanged drachmas to Deutsche marks, he drove to Paris on a four stroke motorcycle. He never saw his parents again. In Paris he studied painting in the Grand Chaumiere Academy; the subject of his Ph.D. thesis, supervised by G. Kandylis, was “Painting and Town Planning”. In order to earn his living he became a Peugeot test driver in Africa. He traveled a lot in Europe and visited most of its cities. Tsingos was his friend, while even Keith Haring acknowledged Akrithakis as the pioneer of his own style from whom he “borrowed” some of his symbols. In his stroll in the world he relied on his wife Fofi and on his patron Alexandros Iolas whom he adored. His life was a continuous shock and an accelerating whirling. He was at the same time a primitive wild wolf and a most tender human being….

Making Earthenware: Invention and adoption Konstantina Papakosta

The article deals with the question of the outset of making earthernware and investigates the factors/circumstances that led to the introduction of pottery in human communities as well as the reason of their extensive adoption. These factors are sought in the magic-symbolic-ritual field: it is argued that the first earthenware of baked clay was made not for any practical necessity, been already served by various other materials, but because of the very nature of clay; it could function as a vehicle of symbolisms relating the vessel and its use with the human body and at the same time could be shaped in refined forms most appropriate for ritual use. The reason can be found in the relevant bibliography that refers to the advantages, both practical (cooking utensils and storing vessels) and economic, the earthenware has given to communities. Finally, it is suggested that agriculture and permanent settlement have favored the adoption of this new technique.

The housing of public services in Athens in the reign of King George I Dionysios Rubien

In spite of the progress the Modern Greek State made in the reign of King Otto, the needs to be satisfied in the years of his successor King George I were still many and imperative. Such were, among others, the housing of the public services in Athens – the Voulefterion (Parliament) being an urgent case, since its building had been destroyed by fire- and the exhibition of the Olympia, whose housing proved to be quite problematic. Private mansions continued to shelter public services, such as the National Bank, or to house temporary royalties, like Constantine, the heir to the throne, and Princess Sophia, not to mention that the sessions of the courts of law were also held in private buildings or churches. However, it is quite indicative that most of the spacious public edifices originally erected for other purposes, such as the University, the Academy and the Polytechnic of Athens, finally housed antiquities, thus meeting other needs. Finally, even hospitals occupied occasionally public buildings of different function. The study of the housing of public services in Athens reveals that the practical choices of the officials of the Modern Greek state were mainly affected by the conviction that the establishment of continuity between ancient and modern Greece was the major priority. This continuity demanded the erection of edifices-monuments of reference to the glorious past, regardless of their practical usefulness. It is interesting to note that the majority of citizens were more than willing to make the necessary sacrifices for the fulfillment of this “vision”.

The State of Slavery in Classical Antiquity Maria Girtzi

In the Homeric age the phenomenon of kings transacting all sorts of business is considered natural, the borderline between works exclusively carried out by slaves and those accomplished by free men being ambiguous. In classical antiquity, however, this situation has changed drastically, since slavery in the then known world is regarded a mere natural state. The wealth of ancient sources sheds ample light on the state of slavery in ancient Greece. Most information refers to Athens, for which are known, for example, the way of obtaining slaves, the categories of slaves and their occupations, their treatment and legal status, the possibilities of their emancipation etc. Although the available data on Sparta and Crete are fewer and fragmentary, they nevertheless picture quite clearly the state of slavery there; as a result, interesting comparisons can been made among the three major cities- states of antiquity and remarkable conclusions can be reached.

Stromatographic Analysis and Study of a Figurehead in the Nautical Historical Museum of Galaxeidi Antonis Paterakis, Christina Sperantza

Figureheads are carved wooden full-length figures mounted at the upper tip of the hull, where the keel terminates. The iconography of these artifacts of naval folk woodcarving is mainly influenced by the humans’ primeval fear of the unknown and their attempt to overcome it. Greek figureheads in particular often portray heroes from the Greek history and mythology. The huge eighteenth – and nineteenth – century figureheads can be ascribed to monumental sculpture and are quite unusual in the repertoire of the Greek folk art. The surviving figureheads belong to historical and nautical museums, while private collectors have acquired a considerable number of them. The figurehead presented here is exhibited in the Nautical Historical Museum of Galaxeidi, the oldest naval museum in Greece. It portrays a female figure, painted in black, who wears a long dress and a crown on her head and stands, projecting the right foot, on a pedestal. This article deals with the discovery of successive layers of pigment under the black coating and their documentation and study through stromatographic observation. The conclusion of this research was the location and identification of layers of different colors under the concealing black pigment, which verified the oral account that following the death of the captain and owner of the vessel, the figurehead of this ship and the shutters of his house were painted black as a mark of mourning.

The Museum of Nikolaos Gialouris Anastasia Mandala

The Museum of the painter and engraver Nikolaos Gialouris (1928-2003) in the Chora of Chios island has been housed since last summer in the Neoclassicizing building of the Old Touring Club of the town, on 73, Eleftheriou Venizelou Street. Eighty works of the great Chian artist are exhibited in the storey and in the space if the interior staircase of the edifice. Engravings and works in acrylic, pastel and Indian ink represent and define the creative inspirations, trends and expressions of Gialouris.

Ziller’s Painted Decoration in Athenian Mansions and Hansen’s Influence Virginia Mavrika

The drawings of the German architect Ernst Ziller for the painted decoration of Athenian mansions reveal the influence exercised on him by the Greek and Roman antiquity, the Renaissance and Theophil Hansen’s creation. Ziller’s regular visits to Vienna, where Hansen was active since he had left Athens in 1846, gave him the opportunity to become informed of the work of his close friend and colleague and to be acquainted with the painters of the so-called “Rahl cycle”, such as Eduard Bitterlich. A follower of Historism flourishing at that time in Vienna, Ziller introduced to Athens its decorative vocabulary. Hansen’s affect on Ziller’s decorative work is obvious when comparing, for example, the ceilings of Psycha’s mansion with those by Palais Todesco and Epstein or various unidentified Ziller’s drawings with Hansen’s relevant work in Archduke Wilhelm’s mansion. The two architects have also similarly treated the subject of the Muses, both in layout and representation. Ziller’s surviving oeuvre verifies his choice to act as a representative of the “Gesamtkunstwerk” concept: when related to architecture, painting and sculpture should be considered interrelated and complementary arts, an approach also consistently followed and fervently supported by Theophil Hansen.

The Evolution of the First Cemetery of Athens Until the Mid-War Years Maria Daniel

The First Cemetery of Athens is the first organized burial ground of the city, which was set up in the early years of the Moden Greek state. Its original nucleus, visible until today, was formed in the beginning of King Otto’s reign and was gradually expanded into its present extent. It is the official cemetery of Athens, it is situated at the center of the capital and is considered very important for its historic and artistic merit. Its central part comprises many remarkable pieces of sculpture, being essentially an outdoors collection representative of the nineteenth-century Greek sculpture. Distinct among its religious architecture are the churches of Hagioi Apostoloi (1899-1901) and Hagioi Theodoroi (1899), after Armodios Vlachos’ plans, the Catholic church of St. Charles (1928), erected on the expense of the Fix family, the Ossuary (1928), after E. Lazaridis’ plans, and the monumental entrance to the cemetery, whose façade was concluded in 1939 according to A. Konstantinidis’ plans. In addition to the burial area of the Orthodox, it also includes the section of the Protestants, transferred there by law in 1914 from the Zappeion grounds, and that of the Israelites, which have existed since 1866, was expanded in 1910 over the area of the old deserted Turkish cemetery. Only few Catholic burials have been located around the church of the respective dogma.

Byzantium and the Rennaissance: Comparing the Byzantine and the Rennaissance Expression Pantelis Panteleakis

In this article we attempt to compare two important works from different periods but with the same subject matter: the pictorial representation of the Last Judgment. The first, the work of an anonymous painter of the fourteenth century (about 1320), decorates the parecclession of the Chora Monastery in Constantinople, also known as Kariye Djami. The anonymity of the artist was customary in his time and by no way it implies that he was a mediocre painter. The second work is the celebrated last Judgment in the Sistine Chapel in Rome, executed by Michelangelo in the sixteenth century (about 1540). Through the detailed description of the two masterpieces we highlight their similarities and differences. For example, in both almost the same compositional principles are followed; a similar layout with parallel bands or tiers that enhance the central figure of Christ, the focus of interest, extends over a most spacious surface: in the Sistine Chapel the Last Judgment occupies the entire east wall, in the Chora Monastery it adorns the cupola to the east of the dome and extends over the pendetives, the northern and half of the southern drum of the dome. However, while in the Constantinopolitan work the spectator is imbued with the symbolism and the idealism that the entire Greek art radiates, in the Roman painting he experiences the almost tangible, animated representation of the entire spectrum of human and earthly feelings.

The Greek Influence on Gangudher Ζainul Wahab

The art of Gandhara, the fragrant land in Sanscritic, includes many element that derive from the West, although the contacts of this Asiatic region with the western world have always been a complicated and controversial issue. As a matter of fact, the nature and extent of the western influence o the art of Gandara has arisen ever since it was discovered a fierce debate over a variety of questions: This influence was direct or indirect, it affected only a single art form, it expanded over more ones or did it penetrate all the expressions of the Gandhara art? If it was direct, how was it exercised? How other contemporary civilizations, like the Roman, Byzantine, Scythian, Parthian, Sassanian one, handled the flow of western influence ? What is the chronological framework in which the western affect on Gandhara art must be examined? The answers to these complex and ambiguous questions largely depend on the scholar’s standpoint, whether he is oriented towards the West (Greece and Rome) or the East (India, Persia or Central Asia). Therefore, in spite of the limitations imposed, we try by this article to give some answers, based on the finds brought to light during the excavations at the site Grangudher.

The preservation of ancient texts and the story they tell Jean Irigoin

The current research on the discovery, preservation, study and dissemination of ancient Greek texts is based on twentieth century data. In 1953, the news came that Michael Ventris and John Chadwick had deciphered the script written on the clay tablets, successively discovered since 1900 in Knossos, Argolis, Mycenae, Tiryns and Pylos. Ventris and Chadwick succeeded in refuting theories on the existence of eight other dialects and proved that the so-called Linear B was the “Mycenaean”, that is to say, the first Greek dialect. As a result of their finding, the first appearance of a Greek script was antedated and placed many centuries earlier. The thousands of tablets, were not, however, comprised of Greek literature but were mere inventories, that is to say, accounting records. Unfortunately only a small part of Greek literature has come down to us. Only a meagre 3% of the 1200 comedies and tragedies staged during the fifth and fourth centuries BC has been preserved. The intact or ruined monuments of antiquity, temples, arcades and theatres, have, on the other hand, remained tangible and authentic as opposed to the works of ancient literature that we only have in copies and not in the original. Many such copies, often dating from over a thousand years after the death of their creators ,have been discovered in monastic libraries of the medieval period. Seven out of the ninety tragedies by Aeschylus are known to us from their Byzantine copies, while the earliest complete testimony on Homer dates from the tenth century AD. The discovery, preservation and study of ancient Greek literature in the twentieth century has been both adventurous and impressive. One only has to think of the papyri found in the Egyptian desert, in which texts of archaic, Classical and Hellenistic Greece have been preserved, or the Epicurean library discovered in ancient Herculaneum under lava from the eruption of Vesuvius in 79 AD, or the two Greek philosophical treatises regenerated from the dried mud of Ai-Chanum in Afghanistan. New techniques in photography such as the multispectral, and new technologies in information, undoubtedly facilitate the reading and restoration of texts, whether through the correction of mistakes made in successive copying or through the deletion of possible word variations and misunderstandings of content.

Training the Eye in Henri Michaux’s Way Billy Vemi

In the last decades the training of the eye has been promoted to a major objective of all educational activities that take place in museum, galleries and archaeological sites; it has also becomes a serious concern of all professionals who are interested in the effective instruction of art and civilization in every grade of education from kindergarten to university. The book of the poet and painter Henri Michaux En rêvant à partir des peintures énigmatiques offers a successful paradigm of the initiation of this eye to the perception of visual arts. Apart from its undeniable literary merit, the book offers an exemplary description of works of art, a literary category known even since Antiquity, as well as a proposal of creative perception of various visual forms. Its careful reading reveals that neither previous relevant knowledge of or information on the work of art nor specific terminology are the crucial prerequisites for communicating with it, but mainly receptivity and trained senses. In this article we analyze the main components of Henri Michaux’s approach that enhance his book and make it a suitable model for museum, school and even personal education.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Απόλλωνας, ο ατίθασος γιος του Δία Μαρίζα Ντεκάστρο

Ο θεός Απόλλωνας κιθαρίζει ανάμεσα στη μητέρα και την αδελφή του. Παράσταση από ερυθρόμορφο αμφορέα του 6ου αι. π.Χ. Σε αυτό το τεύχος η Μαρίζα Ντεκάστρο αφηγείται την ιστορία του Απόλλωνα, του ατίθασου γιου του Δία.

Τεύχος 132, Απρίλιος 2020 No. of pages: 144
Editorial: Απρίλιος 2020 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού.  Οι μυθικοί πολεμιστές της Αίγινας, μετά τη θριαμβευτική εκστρατεία τους στην Τροία, δοξάστηκαν στον τόπο τους, στον ιερό λόφο της Αφαίας. Έχοντας μείνει για αιώνες κρυμμένοι στον ναό τους, έμελλε να ταξιδέψουν ξανά και να δοξαστούν σε ξένο τόπο. Επιδεικνύουν τις άρτιες κινήσεις τους, προκαλούν το δέος των θεατών, βρίσκονται σ’ ετοιμότητα. Είναι περήφανοι και άξιοι πολεμιστές. Όταν η Γλυπτοθήκη αδειάζει, νοσταλγούν τον πευκόφυτο λόφο, όπως η Αφροδίτη νοσταλγεί το όμορφο νησί της. Αναρωτιέμαι αν νιώθουν το ίδιο οι Λαπίθες και οι Κένταυροι του Παρθενώνα και αν οι έφιπποι Αθηναίοι αγωνιούν — θα φτάσει ποτέ το πέπλο στη θεά τους; Η Καρυάτιδα και η φτερωτή Νίκη παλεύουν να μην ξεχάσουν τις αδερφές τους. Οι Μαγεμένες, άραγε, θυμούνται τη Θεσσαλονίκη; Εγώ θυμάμαι τη μέρα που ξεναγήθηκα στον ναό της Αφαίας από τον καθηγητή Schwandner. Είπε κάτι που θα μείνει στο μυαλό μου για πάντα. Μίλησε για το numen, την ενέργεια του τόπου, αυτό που κάνει τους ανθρώπους να λατρεύουν θεούς στο ίδιο μέρος ανά τους αιώνες. Γεννάει και κάτι άλλο, λοιπόν, ο λόφος εκτός από τα αγάλματα, κάτι άπιαστο. Οι αίθουσες των μουσείων μπορεί να φιλοξενούν τα μάρμαρα, το numen, όμως, παραμένει στον τόπο.

Συνέντευξη: Χρήστος Τερζής — Μουσική, δαιμόνιον πράγμα

Ανασυνθέτοντας τον ομηρικό ήχο. Ο Χρήστος Τερζής σε εκδήλωση στην Αρχαιολογική Εταιρεία, 2015. Με μια βουτιά στα άπατα νερά της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, ο νεαρός απόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών αναδύθηκε με ένα διδακτορικό στο αντικείμενο της μαθηματικής αρμονικής επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα. Αρχαιομουσικολόγος, καταπιάστηκε με την ανακατασκευή αρχαίων μουσικών οργάνων, σε συνεργασία με επιστήμονες της Πληροφορικής ενεπλάκη σε προγράμματα που απευθύνονται σε μικρούς και μεγάλους. Ακόμη και η διδασκαλία και οι διαλέξεις του δεν στοχεύουν παρά στη διάδοση της αρχαίας ελληνικής μουσικής.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Ελληνικές αρχαιότητες στο Μόναχο Κωνσταντίνα Ζήδρου

Πληγωμένος πολεμιστής από την αριστερή γωνία του ανατολικού αετώματος του ναού της Αφαίας, π. 490 π.Χ. Γλυπτοθήκη Μονάχου. Η Γλυπτοθήκη, το μοναδικό μουσείο στον κόσμο αφιερωμένο στην αρχαία γλυπτική, και η Κρατική Συλλογή Αρχαιοτήτων, με τα εξαιρετικά έργα μικροτεχνίας, καταλαμβάνουν τις δύο πλευρές της Königsplatz στο Μόναχο. Η «Πλατεία του Βασιλιά» συνδέει άρρηκτα τα δύο μουσεία με τη μορφή του Λουδοβίκου Α'. Το πάθος του βασιλιά της Βαυαρίας για την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη προίκισε τα μουσεία με σπάνιες συλλογές που είχε καταρτίσει με δικά του έξοδα.

Αφιέρωμα: Το παιδικό παιχνίδι και η μελέτη της παιδικής ηλικίας στην αρχαιότητα Κλειώ Γκουγκουλή

Καθιστή αρθρωτή πλαγγόνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Πηγή: Χ. Λάζος, «Παίζοντας στο χρόνο. Αρχαία ελληνικά και βυζαντινά παιχνίδια», Αίολος, Αθήνα 2002, σ. 527. Το ερευνητικό ενδιαφέρον για το παιδικό παιχνίδι στις κοινωνίες του παρελθόντος αναπτύσσεται στο πλαίσιο της σταδιακής εμφάνισης μελετών για την οικογένεια, τη δημογραφία και την παιδική ηλικία αρχικά από κοινωνικούς ιστορικούς. Μετά από μια μακρόχρονη παραμέληση του θέματος από τις επιστήμες της ιστορίας και της αρχαιολογίας, το έναυσμα για τις παραπάνω μελέτες δίνουν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 έργα–σταθμοί στην ιστορία της παιδικής ηλικίας, όπως τα βιβλία του Lloyd deΜause και του Philippe Ariès, που εισάγουν την ιδέα της κοινωνικής συγκρότησης τόσο των συναισθημάτων προς τα παιδιά όσο και των αντιλήψεων για την παιδική ηλικία, ως ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας. Καθώς κερδίζει έδαφος η θέση ότι η παιδική ηλικία συγκροτείται κοινωνικά και επομένως διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία και από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη, αναπτύσσεται βαθμιαία ένα έντονο διεπιστημονικό ενδιαφέρον για τη διερεύνηση των αντιλήψεων περί παιδικής ηλικίας, των σχέσεων γονέων–παιδιών και της παιδικής κουλτούρας σε διάφορες ιστορικές περιόδους από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους.

Τα παιδία παίζει Ολυμπία Μπομπού

Καθιστή αρθρωτή πλαγγόνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Πηγή: Χ. Λάζος, «Παίζοντας στο χρόνο. Αρχαία ελληνικά και βυζαντινά παιχνίδια», Αίολος, Αθήνα 2002, σ. 527. Το παιχνίδι, στοιχείο καθοριστικό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και της φαντασίας, συνοδεύει το παιδί και σε διαβατήριες τελετές, σε λατρευτικές πρακτικές, στον τάφο ως κτέρισμα. Εστιάζοντας στο παιχνίδι-αντικείμενο, παρακολουθούμε την απεικόνισή του στην αγγειογραφία, την κεραμοπλαστική και, κυρίως, στη γλυπτική. Διαπιστώνουμε ότι ένα ακίνητο παιχνίδι στα χέρια του παιδιού δηλώνει την πολύ μικρή ηλικία του, όπως o κυνηγετικός σκύλος ή μια στλεγγίδα μαρτυρούν τις ασχολίες των νεαρών εφήβων.

Ένα παιχνίδι ή κάτι παραπάνω; Barbara Carè

Σκηνή άσκησης της μαντικής τέχνης με αστραγάλους σε χάλκινο καθρέφτη του πρώιμου 4ου αι. π.Χ. (Inv. 1888,1213.1 – © The Trustees of the British Museum). Η έλλειψη συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας οδήγησε στην πεποίθηση ότι οι αστράγαλοι και το παιχνίδι τους συνδέονταν αποκλειστικά με τη νεαρή ηλικία, παρόλο που αρχαίες μαρτυρίες αναφέρουν την ευρεία χρήση τους από ενήλικες ανεξαρτήτως φύλου. Η νεκρόπολη του Λουτσιφέρο (6ος–3ος αι. π.Χ.) στους Επιζεφύριους Λοκρούς ανατρέπει το μονοπώλιο της νεαρής ηλικίας ενώ τεκμηριώνει το συμβολικό νόημα των αστραγάλων και τη χρήση τους σε τελετουργικές δραστηριότητες.

Παίζοντας με τις αβεβαιότητες της ζωής στην αρχαία Ελλάδα Véronique Dasen

Αττική ερυθρόμορφη λήκυθος, 470–460 π.Χ. Μαλιμπού, Μουσείο J. Paul Getty, Συλλογή Βίλλας, 71.AE.444. Η φωτογραφία διατίθεται από το Mουσείο στο πλαίσιο του προγράμματος Open Content. Σε αγγεία της Κλασικής περιόδου, αγόρια και κορίτσια σε ηλικία γάμου απεικονίζονται σε παιχνίδια δεξιοτεχνίας και τύχης. Οι αγγειογράφοι αξιοποιούν μεταφορικά τη δράση του παιχνιδιού για να εντάξουν σε μια εικονική πραγματικότητα το κρίσιμο στάδιο της ερωτοτροπίας, προάγγελο του γάμου. Με τις ευλογίες του Έρωτα και της Αφροδίτης, τόσο στο ελεύθερο όσο και στα οργανωμένα παιχνίδια, τα κορίτσια φανερώνουν αυτενέργεια απέναντι στις αβεβαιότητες της ζωής.

Θέματα: Η ελληνική κασέλα Άρης Τσαραβόπουλος, Βιργινία Ματσέλη

Ναυτική κασέλα, μαρνέρα, με σκαλιστή διακόσμηση στην πρόσοψη και ζωγραφιστή εσωτερικά στο καπάκι. Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, Ηράκλειο. Με ασφάλεια θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τρεις τουλάχιστον χιλιετίες, η κασέλα ήταν το μοναδικό έπιπλο φύλαξης στο σπίτι, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στον ευρύτερο της Μέσης Ανατολής. Συχνά ήταν και το μόνο έπιπλο του σπιτιού. Το άρθρο αποτελεί μια σύνοψη του πρώτου μέρους του βιβλίου Η ελληνική κασέλα, που προέκυψε από 25ετή έρευνα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα,η οποία συνεχίζεται ακόμη. Εδώ παρουσιάζονται η γενική συζήτηση για την κασέλα ως έπιπλο, οι χρήσεις, οι συμβολισμοί, η κατασκευή και η παραγωγή της, αλλά και η διακόσμησή της. Στο βιβλίο περιγράφονται και τα αποτελέσματα της επιτόπιας έρευνας σε όλες τις περιοχές στις οποίες αυτή διεξήχθη.

Το βορειοδυτικό νεκροταφείο των Μεγάρων Χριστίνα Καζαζάκη

Γενική άποψη νεκροταφείου. Οικόπεδο Π. Μαρούγκα. Από το 2014 έως το 2019 έχουν ανασκαφεί στην περιοχή του Βορειοδυτικού Νεκροταφείου περισσότεροι από 160 τάφοι, γεγονός που οδηγεί τους αρχαιολόγους σε επανεκτίμηση της πυκνότητας και της έκτασής του. Όπως άλλωστε φαίνεται μετά και την ανασκαφή στο οικόπεδο Π. Μαρούγκα, το νεκροταφείο επεκτείνεται και προς τα ανατολικά, όχι μόνο στην περιοχή πέριξ των αρχαίων τειχών αλλά και σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτά, στοιχείο που μέχρι σήμερα δεν γνωρίζαμε. Η περαιτέρω έρευνα των νέων αρχαιολογικών δεδομένων αναμένεται να δώσει πολλά στοιχεία τόσο για την τοπογραφία των νεκροταφείων της αρχαίας πόλης όσο και για τα ταφικά έθιμα που επικρατούσαν και, κυρίως, για τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων αναπτύχθηκαν.

Mark Dion, «Tate Thames Dig»: Ο αστικός αρχαιολόγος Ελεάνα Μαργαρίτη

Mark Dion, «Tate Thames Dig», 1999. Ξύλινο ντουλάπι, πορσελάνη, πήλινα σκεύη, μέταλλο, οστά ζώων, γυαλί και δύο χάρτες. Διαστάσεις: περ. 2,66x3,70x1,26 μ. © Mark Dion, Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Tanya Bonakdar Gallery, Νέα Υόρκη / Λος Άντζελες. © Tate, Λονδίνο 2019. Στον ρακοσυλλέκτη, περιπλανώμενο σαν τον πλάνητα ποιητή, χωρίς όμως την κομψότητα εκείνου, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είδε τον «αστικό αρχαιολόγο». O Mark Dion αναδεικνύει τη συλλογή ευρημάτων σε δημιουργική μέθοδο τέχνης, θολώνοντας τα όρια μεταξύ επιστήμης και τέχνης, αρχαιολογικής ανασκαφής και καλλιτεχνικής επιτέλεσης. Για τις ανασκαφές του επιλέγει πολιτισμικά τοπόσημα. Μετά την Ελβετία, την Ιταλία, τα κανάλια της Βενετίας, στο πλαίσιο της Μπιενάλε 1997–98, στράφηκε στο Λονδίνο και τον Τάμεση.

Αρχαιολογικός χώρος: Άμφισσα Ανθούλα Τσαρούχα

Άποψη της Άμφισσας. Η ιστορική εξέλιξη της πόλης της Άμφισσας πέρα από τις γραπτές πηγές πιστοποιείται και από τις υλικές μαρτυρίες, τα κατά χώραν εναπομείναντα οικοδομικά κατάλοιπα και τα ευρήματα της αρχαιολογικής έρευνας που επιτρέπουν εν μέρει την ανασύσταση της ιστορίας στην περιοχή από τους προϊστορικούς έως τους νεότερους χρόνους. Ξεχωριστή θέση κατέχουν ο θολωτός τάφος στη θέση Άμπλιανος, η οχύρωση της πόλης, τα κτίρια, θρησκευτικά ή κοσμικά, τα οποία κοσμούνται με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα, τα οικοδομικά λείψανα οικιών και εργαστηρίου, τα νεκροταφεία της, τα οποία μαρτυρούν το επίπεδο οικονομικής ευημερίας της πόλης.

Τεύχος 7, Μάιος 1983 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Προϊστορικοί οικισμοί στη Θεσσαλονίκη Δημήτριος Γραμμένος

Προϊστορικός οικισμός Λεμπέτ. Εντός των βυζαντινών τειχών της πόλης δεν έχει βρεθεί προϊστορικός οικισμός. Η κατοίκηση ήταν συνεχής σε ένα τοπίο που είτε ήταν ανάλογο με τα σημερινά παράλια της Δ. Χαλκιδικής ή, στις εκβολές του Αξιού και του Γαλλικού, ήταν αποκλειστικά πεδινό. Οι οικισμοί, κάτω από ομαλό ή απότομο γήλοφο (τούμπα), ήρθαν στο φως από ξένες αρχαιολογικές σχολές. Μνημονεύονται ο Γάλλος Rey, οι Άγγλοι Heurtley και Wardle, ο Γερμανός Hänsel. Οικισμοί βρέθηκαν στη Σταυρούπολη, την Άνω Τούμπα, την Ευκαρπία (Λεμπέτ), την Πυλαία και το Μικρό Καραμπουρνού. Παρά τις ανάλογες εργασίες ελλήνων αρχαιολόγων, διαπιστώνεται εγχώριο έλλειμμα γνωσιολογικό, μεθοδολογικό και συντονιστικό.

Η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα Ευτέρπη Μαρκή

Ο Διόνυσος, η Μαινάδα, ο Διόσκουρος, ο Γανυμήδης, ο Δίας και η Αύρα της Incantada. Στη θέση της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ιδρύει, γύρω στο 316 π.Χ., μια πόλη με το όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης. Τα ελληνιστικά ευρήματα είναι κυρίως κινητά και προέρχονται από τάφους. Τα σημαντικότερα μνημεία ανήκουν στη ρωμαϊκή περίοδο, αν και το Σεράπειο είχε ήδη ιδρυθεί στους ελληνιστικούς χρόνους. Το κατωφερικό έδαφος διασπά την Αγορά σε δύο πλατείες, ενωμένες με στοά γνωστή ως Incantadas ή Είδωλα. Στη βόρεια πλατεία αποκαλύφθηκε το Ωδείο της πόλης. Στην αγορά βρέθηκαν επίσης λείψανα της βιβλιοθήκης. Πολλά είναι τα λουτρά. Από τις κατοικίες, ξεχωρίζει ψηφιδωτό δάπεδο αυλής που απεικονίζει την κοιμώμενη Αριάδνη με τον Διόνυσο και την αρπαγή του Γανυμήδη. Οι τάφοι είναι πολλών τύπων: επιτύμβιες στήλες, επιτύμβιοι βωμοί και μαρμάρινες σαρκοφάγοι για την αστική τάξη, τάφοι κεραμοσκεπείς για τα λαϊκά στρώματα, τάφοι κτιστοί κιβωτιόσχημοι, τάφοι καμαροσκεπείς. Η πόλη τειχίστηκε και πάλι με αφορμή τις επιδρομές των Γότθων, που άρχισαν το 254 μ.Χ. Το Γαλεριανό συγκρότημα, με τον Ιππόδρομο, το Ανάκτορο, την Καμάρα και τη Ροτόντα, χρονολογείται στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Η Καμάρα, ή θριαμβικό τόξο του Γαλέριου, διακοσμείται με ιστορικά ανάγλυφα που εικονίζουν τους πολέμους του εναντίον των Περσών και την εδραίωση της ειρήνης στα χρόνια της τετραρχίας. Η Ροτόντα, κυκλικό κτίριο, στεγασμένο με θόλο, μάλλον ναός παρά μαυσωλείο, θυμίζει το Πάνθεον της Ρώμης. Είκοσι χρόνια μετά το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου (303 μ.Χ.), ο Μ. Κωνσταντίνος κατασκευάζει στόλο και ιδρύει στην πόλη μεγάλο λιμάνι. Στον ίδιο αιώνα χρονολογείται σταυρικό ταφικό μαρτύριο, από τα πρωιμότερα του είδους.

Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της (παλαιοχριστιανικά χρόνια) Δημήτρης Ναλπάντης

Άγιος από τον τρούλλο της Ροτόντας. Στα τέλη του 4ου ή, κατά άλλους, στα μέσα του 5ου αιώνα, κατασκευάζεται η βυζαντινή οχύρωση που αποκρούει τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Γότθων, των Οστρογότθων και, αργότερα, των Ούννων. Στην εκπνοή του, ο 4ος αιώνας σημαδεύεται από μεγάλη σφαγή στον Ιππόδρομο με χιλιάδες θύματα. Τόπος καταραμένος πια, ο Ιππόδρομος δεν ξαναλειτούργησε. Η ακμή και ακτινοβολία του 5ου αιώνα στηρίζεται στην ανάδειξη της πόλης σε κομβικό σημείο εμπορίου, σε κέντρο διοικητικό αλλά και θρησκευτικό που διεκδικείται από τον Πάπα. Ενδεικτική είναι και η ύπαρξη νομισματοκοπείου αλλά και εργοστασίου όπλων. Τότε ανθούν τα τοπικά εργαστήρια γλυπτικής και ψηφιδωτών. Λαμπρό δείγμα ψηφιδωτής διακόσμησης προσφέρει η Ροτόντα. Τρίκλιτη δρομική βασιλική είναι η Αχειροποίητος, ο παλιότερος καλύτερα σωζόμενος ναός της Ανατολής. Η παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγ. Δημητρίου πιθανολογείται πως ήταν είτε τρίκλιτη είτε πεντάκλιτη με εγκάρσιο κλίτος. Στο εκκλησάκι του Οσίου Δαυίδ, πρώην καθολικό της Μονής Λατόμου, σώζεται περίφημο ψηφιδωτό του Χριστού.

Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της (η μεσοβυζαντινή πόλη) Δέσποινα Ευγενίδου

Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός αντιμετωπίζει τους Νορμανδούς. Η μεσοβυζαντινή Θεσσαλονίκη από τον 11ο έως και τον 13ο αιώνα αναπνέει τους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων. Ο Βασίλειος εγκαθιστά στην πόλη το στρατηγείο του. Στις στιγμές μεγαλείου που έπονται, χτίζεται η Παναγία των Χαλκέων με την Ανάληψη στον κεντρικό τρούλο. Ο Αλέξιος Α‘Κομνηνός εγκαθιστά εδώ το στρατηγείο του στη διάρκεια του πρώτου Νορμανδικού πολέμου. Την περίοδο αυτή, ήδη πολυπολιτισμική, η πόλη αριθμεί 100.000 κατοίκους ενώ το εκτεταμένο εμπορικό της κέντρο θυμίζει ανατολίτικο παζάρι. Την ανάπτυξη αυτή διακόπτει η επιδρομή των Νορμανδών το 1185. Ισορροπώντας πολιτικά ανάμεσα στους Βούλγαρους, την αυτοκρατορία της Νικαίας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, η πόλη διανύει τον 13ο αιώνα. Ζωγράφοι από τη Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό κέντρο στη διάρκεια της Λατινοκρατίας, εργάζονται στη Σερβία, ίσως και στη Βουλγαρία. Η επαφή με τη Δύση, το εμπόριο και η αναπτυσσόμενη βιοτεχνία ευνοούν την ανάπτυξη μιας μεσαίας τάξης και την αυτάρκεια της πόλης. Τελικά, το λίκνισμα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση τρέφει τη «νύμφη του Θερμαϊκού».

Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της (η Θεσσαλονίκη την εποχή των Παλαιολόγων) Θανάσης Παπαζώτος

Ναός του Αγίου Νικολάου των Ορφανών. Η έντονη φιλολογική παραγωγή και τα μνημεία της «Παλαιολόγειας Αναγέννησης», ξεπηδούν μέσα από μια ταραγμένη πολιτική περίοδο που βλέπει τους «δυνατούς» να διεκδικούν μέρος της αυτοκρατορικής εξουσίας. Στο διάστημα της αστάθειας και των εμφυλίων πολέμων, η Θεσσαλονίκη, πριν υποκύψει στους Τούρκους το 1430, αλλάζει συνεχώς χέρια. Ο λαός εξεγείρεται εναντίον των δυνατών. Οι Ζηλωτές νικούν και η πόλη αυτοδιοικείται για μία περίπου δεκαετία (1342-1350). Τα ίδια χρόνια εμφανίζεται η έριδα ανάμεσα στον Γρηγόριο Παλαμά, εκπρόσωπο των Ησυχαστών, και τον εκπρόσωπο της δυτικής σχολαστικής θεολογίας, μοναχό Βαρλαάμ. Το 1303 διακοσμείται το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου στο ναό του Αγίου Δημητρίου. Οι τοιχογραφίες του συγκρίθηκαν με εκείνες του Μανουήλ Πανσέληνου στο Άγιον Όρος και προσδιόρισαν το ύφος της Μακεδονικής Σχολής. Λίγο αργότερα χτίζεται ο σημερινός ναός των Αγίων Αποστόλων, εξαιρετικό δείγμα αρχιτεκτονικής. Μετά την καταστολή του κινήματος των Ζηλωτών, χτίστηκαν η Μονή των Βλατάδων και ο μικρός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα κοντά στην Καμάρα.

Οι σεισμοί και τα επακόλουθά τους Χρυσάνθη Τσιούμη

Υποστήλωση της ΒΔ γωνίας της Αχειροποιήτου. Ο σεισμός του 1978 στη Θεσσαλονίκη προσφέρει στη συγγραφέα την αφορμή να εκφράσει τις σκέψεις και τις ανησυχίες της, να διαπιστώσει τις ελλείψεις και τα νομοθετικά κενά που οφείλει να αντιμετωπίσει η Πολιτεία για να διασώσει τα μνημεία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη αποκάλυψε ότι οι ζημιές από σεισμό θα ήταν πολύ μικρότερες, αν η συντήρηση των μνημείων είχε ήδη εξασφαλίσει τη στατική τους επάρκεια. Ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία πάσχει όχι μόνο από πενιχρή χρηματοδότηση αλλά και από την ανυπαρξία κατάλληλου επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού. Και για τους δύο αυτούς λόγους, οι αρχαιολόγοι συνεργάστηκαν τότε με το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Όταν, 18 μήνες αργότερα, το έργο ανατέθηκε στη Βυζαντινή Εφορεία Αρχαιοτήτων, οι στατικές μελέτες σταμάτησαν ελλείψει πολιτικών μηχανικών. Μεταξύ άλλων προτείνονται η θέσπιση μεταπτυχιακού τμήματος αναστηλωτικών σπουδών, υπηρεσιακά σεμινάρια μετεκπαίδευσης, ανανέωση του προπολεμικού αρχαιολογικού νόμου, αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων προς τις περιφέρειες.

Η θέση των μνημείων μέσα στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη, προτάσεις για αξιοποίηση Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου

Το Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης. Τι ρόλο επιφυλάσσουμε στα μνημεία σε ένα υποβαθμισμένο οικολογικά περιβάλλον; Τα εξοστρακίζουμε; Τα επιδεικνύουμε ως έργα τέχνης στους τουρίστες; Τα αγαπάμε επειδή υποθάλπουν τη νοσταλγία; Η μήπως θα θέλαμε να ζωντανέψουν και να συμμετάσχουν στη ζωή της σύγχρονης πόλης μας; Οικονομικά προβλήματα αλλά, κυρίως, η έλλειψη κρατικού πολιτιστικού σχεδιασμού έπνιξαν βυζαντινούς ναούς μέσα σε πολυκατοικίες: τον Άγιο Παντελεήμονα, την Αχειροποίητο, την Παναγία των Χαλκέων, το ναό του Σωτήρα. Αν και χρήση ταιριαστή, το Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στον περίβολο της Μονής Βλατάδων, με τους τσιμεντένιους όγκους του ανάγκασε το μυστικισμό της να συρρικνωθεί στο καθολικό. Συζητούνται η Ροτόντα, ο Λευκός Πύργος, το Επταπύργιο με τις φυλακές του Γεντί-Κουλέ σε σχέση και με τη θέση του ανύπαρκτου ως σήμερα [1983] Βυζαντινού Μουσείου, το Μπεζεστένι, τα λουτρά Γιαουντί-χαμάμ και Μπέη-χαμάμ, το Χαμσά-μπέη τζαμί που στεγάζει τον κινηματογράφο Αλκαζάρ. Παρότι οι εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης προέχουν, οφείλουμε να ακούσουμε και τη μυστική φωνή κάθε μνημείου με αγάπη και σεβασμό.

Πολιτιστικές και καλλιτεχνικές σχέσεις Θεσσαλονίκης και Σλάβων Σωτήρης Κίσσας

Λεπτομέρεια εικόνας Αγ. Δημητρίου από το Ντμίτροβ. Πύλη του Βυζαντίου προς τη Βαλκανική, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε αρχικά τον κύριο πυρήνα άμυνας. Σε αυτό το πλαίσιο, σφυρηλατείται η λατρεία του Αγίου Δημητρίου που θα επιδράσει στην κρατική ιδεολογία, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, την ονοματολογία και τη λαϊκή παράδοση των σλαβικών λαών. Με την αποστολή των αδελφών Κύριλλου και Μεθόδιου στη Μεγάλη Μοραβία (863), ο κόσμος των Σλάβων μπαίνει στην οικογένεια των λαών της Ευρώπης. Τον επόμενο χρόνο εκχριστιανίζονται οι Βούλγαροι και λίγο αργότερα οι Σέρβοι. Στα 988 δέχονται το χριστιανισμό οι Ρώσοι. Μαζί με το χριστιανισμό εξαπλώνεται και η λατρεία του Αγίου. Η φιλοπατρία και η μυροβλησία του Αγίου Συμεών των Σέρβων έχει ως πρότυπο τον «κηδεμόνα» της Θεσσαλονίκης. Στα μέσα του 14ου αιώνα, οι Βούλγαροι χρησιμοποιούν για το μυστήριο του χρίσματος μύρο από τον τάφο του στη Θεσσαλονίκη. Την ακτινοβολία της πόλης μαρτυρεί ακόμη και η ίδρυση εκεί του πρώτου βουλγαρικού τυπογραφείου το 1838.

Η Θεσσαλονίκη μετά την άλωση (1430-1912) Μαρία Καμπούρη

Ναός Αγίου Μηνά, η κόγχη του ιερού. «Πήραν την Πόλη, πήρα την, πήραν τη Σαλονίκη». Οι Τούρκοι παραχωρούν φοροαπαλλαγές προκειμένου να προσελκύσουν έναν πληθυσμό που είχε τραπεί σε φυγή μετά τη λεηλασία της πόλης. Στα τέλη του 15ου αιώνα, Εβραίοι πρόσφυγες, κυνηγημένοι στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ισπανία, δίνουν στη Θεσσαλονίκη χρώμα εβραιούπολης. Τον επόμενο αιώνα, φορείς οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, της δίνουν πίσω την ακμή της. Το 1520 καταγράφονται 3.143 εβραϊκές οικογένειες, 1.374 μουσουλμανικές και 1.087 χριστιανικές. Από τα μέσα του 17ου αιώνα όμως, η εβραϊκή κοινότητα παρακμάζει εξαιτίας των νέων εμπορικών δρόμων που είχε χαράξει η αποικιοκρατία. Στα τέλη του 18ου, οι Εβραίοι αποτελούν την τρίτη εθνικοθρησκευτική ομάδα του πληθυσμού και οι ελληνόφωνοι τη δεύτερη. Οι τελευταίοι, χάρη στο εμπόριο, αρχίζουν να σχηματίζουν περιουσίες. Η πόλη συμμετέχει στην επανάσταση της Μακεδονίας (1821-1822) και είναι το επίκεντρο του Μακεδονικού αγώνα (1903-1904). Αποτελεί το ορμητήριο της Νεοτουρκικής εξέγερσης. Η γραφικότητα της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης αποτυπώνεται στα σχόλια των ξένων περιηγητών που θαυμάζουν και τους τεχνίτες της, συρμακέσηδες και χαλκουργούς. Από τους δώδεκα μεταβυζαντινούς ναούς της, σώζονται οι επτά. Ανήκουν στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής, χωρίς νάρθηκα ή χαγιάτι, με πρόναο ή και γυναικωνίτη. Ταπεινοί εξωτερικά, στολίζονται με ξυλόγλυπτα εικονοστάσια και διακοσμημένα ταβάνια. Από τον ζωγραφικό τους διάκοσμο σώζονται μόνον ελάχιστα δείγματα στη Νέα Παναγία.

Η Θεσσαλονίκη κατά την Τουρκοκρατία-Τα μνημεία Αλίκη Σαμουηλίδου, Αιμιλία Στεφανίδου-Φωτιάδου

Yahudi hamami. Το άρθρο περιγράφει γλαφυρά τη δεύτερη σε σπουδαιότητα πόλη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, ζωντανεύοντας τα χρώματα και τη βουή της. Οι ακάλυπτες λωρίδες γης που διακρίνονται μέσα στην περιτειχισμένη περιοχή σε χάρτη του 1882, είναι ό,τι είχε απομείνει από τις μεγάλες χέρσες εκτάσεις του 17ου αιώνα, καλλιεργημένες με αμπέλια και σπαρτά τον 16ο. Κύρια οδός είναι η Εγνατία, ο Φαρδύς Δρόμος, ενώ οι μεγάλοι λιθόστρωτοι δρόμοι της αρχαιότητας σταδιακά καταστρέφονται. Καθώς η πόλη είχε χαραχτεί αρχικά σε κάνναβο, οι βασικοί ευθύγραμμοι δρόμοι της διατηρούνται. Οι μουσουλμανικές συνοικίες είναι οι ωραιότερες, ξεχωρίζοντας και με τα ζωηρά χρώματα, απαγορευμένα στις άλλες κοινότητες, στα καφασωτά των σπιτιών τους. Τα σπίτια στις εβραϊκές συνοικίες, ευτελή εξωτερικά, έχουν εσωτερικό επιμελημένο και βαμμένο με μπλε χρώμα. Το μεγαλύτερο μέρος τους καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1890. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα υπήρχαν δώδεκα ελληνικές συνοικίες, η καθεμιά γύρω από την εκκλησία της. Πολυτελή είναι τα σπίτια του Φραγκομαχαλά, που υποδέχθηκε το γαλλικό προξενείο (1685) και τα άλλα ευρωπαϊκά προξενεία που το ακολούθησαν. Από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των Τούρκων, μεντρεσέδες και μεκτέμπ, δεν σώζεται κανένα. Τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κτίσματα της πόλης πρέπει να ήταν οι εκκλησίες που είχαν μετασκευαστεί σε τζαμιά, καθώς τα νεοϊδρυθέντα τζαμιά ήταν επαρχιακά τεμένη. Παρουσιάζονται εκτενώς, το Χαμζά μπέη τζαμί (ο σημερινός κινηματογράφος Αλκαζάρ), το Αλατζά ιμαρέτ τζαμί, χτισμένο το 1484, το Γενί τζαμί, χτισμένο το 1901 για τους εξισλαμισμένους Εβραίους, τους Ντονμέδες. Πληροφορίες υπάρχουν μόνο για τον τεκέ Mevlevihane, χτισμένο έξω από τα τείχη της πόλης για το τάγμα των Μεβλεβήδων με τους στροβιλιζόμενους δερβίσηδες. Από τους τουρμπέδες, μαυσωλεία επιφανών προσώπων, σήμερα σώζεται ο Musa Baba, που στεγάζει τη λέσχη του ποδοσφαιρικού συλλόγου της γειτονιάς. Το μεγαλοπρεπέστερο λουτρό της Θεσσαλονίκης είναι το Μπέη χαμάμ, χτισμένο από τον σουλτάνο Μουράτ Β‘. Χτισμένο στην εβραϊκή συνοικία, το Γιαουντί (εβραϊκό) χαμάμ ήταν σε χρήση ως το 1912. Το Πασά χαμάμ χτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και το Γενί (Νέο) χαμάμ βρίσκεται πίσω από τον Άγιο Δημήτριο. Τέλος, το Κουλέ χαμάμ (τέλη 13ου -αρχές 14ου αιώνα), είναι το μοναδικό σωζόμενο λουτρό της βυζαντινής περιόδου. Το Μπεζεστένι (τέλη του 15ου αιώνα) βρισκόταν στο κέντρο της αγοράς. Χτισμένο σαν ασφαλές χρηματοκιβώτιο, στέγαζε το εμπόριο του μεταξιού και όλων των πολύτιμων ειδών. Κοντά στην αγορά της πόλης ήταν συγκεντρωμένα τα χάνια, τερματικοί σταθμοί εμπόρων και ταξιδιωτών, αποθήκες εμπορευμάτων, χώροι διαμονής και εμπορικών συναλλαγών. Τα καραβάν-σαράι, πολυτελέστερα κτίσματα πάνω στους εμπορικούς δρόμους, είναι τα καταλύματα των καραβανιών. Τα τείχη της πόλης διατηρούν τη μορφή τους στην Τουρκοκρατία και οι πύργοι επισκευάζονται. Την ύδρευση της πόλης εξασφάλιζαν κυρίως οι πηγές του Χορτιάτη και φαίνεται πως κάθε δρόμος είχε την κρήνη του.

Διάγραμμα οικονομικής ιστορίας της Θεσαλονίκης (4ος-19ος αιώνας) Νίκος Σβορώνος

Σκηνές αγροτικής ζωής. Στο κέντρο ενός πυκνού οδικού δικτύου και με τους θαλάσσιους δρόμους που ανοίγει το λιμάνι της, η Θεσσαλονίκη από τον 9ο αιώνα ξεπερνά κατά πολύ τη βαλκανική της εμβέλεια. Τον 12ο, η μεγάλη εμποροπανήγυρη του Οκτωβρίου, τα Δημήτρια, συγκεντρώνει εμπόρους από τη Ρωσία ως την Ιβηρική και πραμάτειες από το Γιβραλτάρ ως τη Φοινίκη. Μετά την άλωσή της από τους Νορμανδούς (1185), το εξωτερικό εμπόριο μεγάλης ακτίνας περνά σε Γενουάτες και Βενετούς που ιδρύουν στην πόλη εμπορικές παροικίες. Βάση της οικονομίας παραμένει η γη που έχει κυρίως περιέλθει στα μοναστήρια του Άθω και σε μεγάλες οικογένειες τιτλούχων. Την αγροτική οικονομία συμπληρώνει η αστική, με το εμπόριο και τις μεταφορές, τη βιοτεχνία και τα εργαστήρια. Η αστική οικονομική δραστηριότητα μαρτυρείται και από τους κοινωνικούς αγώνες που, τον 14ο αιώνα, θα ξεσπάσουν στην επανάσταση των Ζηλωτών. Μετά την κατάκτηση και τη λεηλασία της από τους Τούρκους, η πόλη ερημώνει. Όμως τα ευνοϊκά μέτρα του σουλτάνου αποδίδουν. Στα 1733, η εβραϊκή της κοινότητα αριθμεί 18-20.000 μέλη, η μουσουλμανική περί τα 10.000 και η χριστιανική 8-9.000. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η εμπορική δραστηριότητα συντελεί στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Μια αρχαϊκή οικονομία που στηρίζεται σε προνόμια δεν επιτρέπει τη μεταβολή της οικιακής βιοτεχνίας σε βιομηχανική επιχείρηση. Ωστόσο, η οικονομική δραστηριότητα της Θεσσαλονίκης συνέβαλε στη δημιουργία του πρώτου πυρήνα της ελληνικής, και βαλκανικής, αστικής τάξης. Οι κοινωνικές δομές αρχίζουν επομένως να διαφοροποιούνται, ετοιμάζοντας την πολιτιστική και εθνική αφύπνιση των βαλκανικών λαών.

Τα νεότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης Ευαγγελία Καμπούρη, Ευδοξία Μαυρουδή, Κορνηλία Τρακοσοπούλου

Κτίριο στην οδό Φράγκων και Λ. Σοφού. Στην εμπεριστατωμένη παρουσίαση των μνημείων της Άνω Πόλης, της Κάτω Πόλης και της Ανατολικής της περιοχής, το άρθρο προτάσσει το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των νεότερων μνημείων. Το χρονικό όριο του 1830, που συμπίπτει με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την εισαγωγή του νεοκλασικισμού, παραβλέπει την παλαιότερη παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Η υποχρέωση να αναλάβει ο ιδιοκτήτης τη δαπάνη αποκατάστασης του διατηρητέου ευθύνεται εν πολλοίς για την αρνητική του αντιμετώπιση. Οι αναχρονιστικές ποινές δεν μπορούν σήμερα να αποτρέψουν τους παραβάτες. Τα οικιστικά αρχιτεκτονικά σύνολα αλλά και τα κτίρια «συνοδείας» που καθορίζουν τη μορφή και την κλίμακα του διατηρητέου πέφτουν σε κενό του νόμου. Τέλος, οι Εφορείες Νεοτέρων Μνημείων άρχισαν να λειτουργούν μόλις το 1980 και δεν έχουν ακόμη επαρκή στελέχωση. Δρουν επομένως υπό την πίεση πρωτοκόλλων ετοιμορροπίας ή αιτήσεων για κατεδάφιση παρά βάσει αξιολόγησης και προγραμματισμού. Η Άνω Πόλη αποτελούσε την τουρκική συνοικία. Στα διατηρητέα περιλαμβάνονται τα διώροφα ή τριώροφα σπίτια Τούρκων αξιωματούχων και Ντονμέδων (εξισλαμισθέντων Εβραίων). Το 1922, πραγματοποιείται η πρώτη επέμβαση στην περιοχή για τη στέγαση προσφύγων. Η χαρακτηριστική της πολεοδομική διάρθρωση (στενοί δρόμοι χωρίς ευθυγράμμιση, αδιέξοδα, κ.λπ.) καταστρέφεται καθημερινά. Για τα κτίρια της Κάτω Πόλης ορόσημο αποτελεί η πυρκαγιά του 1917. Διακρίνονται σε όσα κατασκευάστηκαν πριν ή μετά από αυτήν και, ενδιάμεσα, σε αυτά που διέσωσαν τμήματά τους. Στα τέλη του 19ου αιώνα, και μετά την πυρκαγιά του 1890, η Θεσσαλονίκη ανακαινίζεται. Ο κλασικισμός και ο εκλεκτικισμός υιοθετούνται από μια πόλη που επιθυμεί να αντιπροσωπεύεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Μετά το 1917, κατασκευάζονται αξιόλογα δείγματα στυλιστικού πλουραλισμού και της νέας αρχιτεκτονικής (art nouveau). Η κατεδάφιση των ανατολικών τειχών το 1886 και η πυρκαγιά του 1890 ώθησαν τα υψηλά εισοδήματα να επεκταθούν ανατολικά στην «περιοχή εξοχών», χτίζοντας επαύλεις-πύργους. Πάνω σε ιπποδάμειο οδικό πλέγμα, ανάμεσα στα 1894-1912, χτίζονται εκατό περίπου επαύλεις και αρκετές εκατοντάδες μικρότερα σπίτια. Οι αρχιτέκτονες εφαρμόζουν ένα μίγμα νεοκλασικής ρυθμολογίας με εκλεκτικιστικές μορφές, συχνά φορτωμένες με βαριές διακοσμήσεις του οθωμανικού μπαρόκ. Τις περισσότερες νεοκλασικές επιδράσεις φέρουν τα δημόσια κτίρια που κατασκεύασε η τουρκική κυβέρνηση. Στις κατοικίες διακρίνονται πέντε τύποι: ο πρώτος χαρακτηρίζεται από την επίδραση της αυστρογερμανικής αρχιτεκτονικής, την πολυπλοκότητα του όγκου, τη σύνθετη στέγη, τον ορθογωνικό πύργο, τις λεπτοδουλεμένες ξυλοκατασκευές. Στον δεύτερο ανήκουν κτίσματα διώροφα με συμμετρική διάρθρωση. Στο κέντρο της κύριας όψης, επιβλητική μαρμάρινη σκάλα οδηγεί στην είσοδο. Στον ίδιο άξονα τοποθετείται ο εξώστης του δευτέρου ορόφου. Τρίτη ομάδα αποτελούν τα κτίρια με φρουριακό χαρακτήρα. Τα κτίσματα του τέταρτου τύπου (1920-1930) διακρίνονται για την υπερβολική τάση διακόσμησης των όψεων και την επίδραση του οθωμανικού ροκοκό. Τέλος, οι συντεχνίες των Ελλήνων μαστόρων που εργάζονται στην κατασκευή προσθέτουν παραδοσιακά στοιχεία στην αστική αρχιτεκτονική. Δεν είναι λίγα τα κτίρια που ενώ εντάσσονται στις παραπάνω ομάδες περιλαμβάνουν αρχιτεκτονικές προεξοχές (σαχνισί) ή έχουν μορφή και οργάνωση παραδοσιακού σπιτιού.

«Οι κήποι του πασά». Ένα δείγμα φανταστικής αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη την εποχή του εκλεκτικισμού Πελαγία Αστρεινίδου, Κλεοπάτρα Θεολογίδου

Το συντριβάνι. Η φανταστική αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από ποιητική διάθεση, έλλειψη πρακτικότητας και μια προσπάθεια «αναπαραγωγής» της φύσης. Σε αυτήν κατατάσσονται συχνά τα έργα του Gaudi, ειδικά το πάρκο Güell. Έκφραση μιας νοητικής σκέψης αντίστοιχης προς τη μυθική, ανήκει σε αυτό που ο Lévi-Strauss ονομάζει «μαστόρεμα». Περιθωριακή και εκκεντρική, διαφοροποιείται τόσο από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική όσο και από τον εκλεκτικισμό, ρεύμα του συρμού στη Θεσσαλονίκη την ίδια εποχή. Έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης, οι επικλινείς Κήποι χτίστηκαν το 1904 πίσω από το νοσοκομείο που σήμερα ονομάζεται Άγιος Δημήτριος, στο οποίο ανήκαν. Η ονομασία τους δεν κυριολεκτεί. Σώζονται μόνο ένα σιντριβάνι και γύρω του μια σήραγγα, μια στέρνα, μια χαμηλή πύλη προς υπόγειο χώρο κι ένα υπερυψωμένο καθιστικό. Σκουπιδότοπος και τόπος παιγνιδιού σήμερα, με το παιχνίδι των όγκων και των υλικών, τα αναπάντεχα ανοίγματα, το ορμητικό ή κελαρυστό νερό του είχε σχεδιαστεί για να προσφέρει στον επισκέπτη μια ξεχωριστή εμπειρία

Συνέντευξη του Δημάρχου Θεσσαλονίκης κ. Θ. Μαναβή Αντρέας Ιωαννίδης

Ο Λευκός Πύργος. Ο δήμαρχος κύριος Θ. Μαναβής απαντά σε ερωτήσεις του Αντρέα Ιωαννίδη. Ποια η σχέση διοικητικής και πολιτιστικής αποκέντρωσης; Ποιος είναι ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης και ποια η σχέση της με την αρχαιολογική υπηρεσία; Σε μια πόλη με πολλά και σημαντικά μνημεία, ποιος θα θέλατε να είναι ο ρόλος τους; Η δεύτερη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν έχει βυζαντινό μουσείο. Πώς το σχολιάζετε; Πώς είναι μέχρι τώρα η πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης και πώς θα θέλατε να γίνει στο μέλλον;

Ο εκλεκτικισμός στη Θεσσαλονίκη Χριστίνα Ζαρκάδα-Πιστιόλη

Ο κινηματογράφος Διονύσια. Εκλεκτικισμός, ή μορφολογικός πλουραλισμός, ονομάζεται η αρχιτεκτονική τάση που επενδύει τα κτίρια επιλέγοντας μορφολογικά ανάμεσα σε ρυθμούς διαφόρων ιστορικών περιόδων. Στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα, η κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται σε κέντρο του ελληνικού εκλεκτικισμού. Κάθε κοινότητα διακρίνεται από τις επιλογές της. Στην ελληνική, τα δημόσια κτίρια επιλέγουν τον νεοκλασικό ρυθμό που οι κατοικίες, σε ταπεινότερη εκδοχή, κρατούν για την πρόσοψη παραμένοντας λαϊκά, βαλκανικά σπίτια. Στις τούρκικες συνοικίες ξεχωρίζουν τα σπίτια που ανήκουν στους Ντονμέδες, εξισλαμισμένα μέλη της αριστοκρατίας της εβραϊκής κοινότητας. Το τζαμί τους, το Γενί τζαμί, συνδυάζει στοιχεία Αναγέννησης και Μπαρόκ, χωρίς να λείπουν βυζαντινές, ισλαμικές και νεοκλασικές επιδράσεις. Ανέπαφη από τις πυρκαγιές του 1890 και 1917, που κατέστρεψαν τα σπίτια της εβραϊκής κοινότητας, έμεινε η περιοχή των «λαδάδικων» με κτίσματα που μεταφέρουν την ατμόσφαιρα των λιμανιών της Βόρειας θάλασσας. Μετά το 1890, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα από όλες τις κοινότητες μεταφέρονται έξω από τα τείχη στα ανατολικά της πόλης χτίζοντας επαύλεις-πύργους. Οι μουσουλμάνοι μεταπράτες επιλέγουν έντονα στοιχεία μπαρόκ, ενώ οι Έλληνες προτιμούν έναν όψιμο νεοκλασικισμό με στοιχεία της ώριμης Αναγέννησης. Μέσα στην πόλη χτίζεται η «πυρίκαυστος ζώνη» που σχεδόν ταυτίζεται με το εμπορικό κέντρο. Η χρήση των κτισμάτων καθορίζει και τη μορφολογική τους επένδυση. Οι στοές συνδυάζουν Αναγέννηση και Μπαρόκ και, στο εσωτερικό τους, βιομηχανική αρχιτεκτονική και ροκοκό διακόσμηση. Στις αγορές με ισόγεια καταστήματα και ημιώροφο κυριαρχεί ο νεοβυζαντινός ρυθμός. Οι τράπεζες διακρίνονται για τον αυστηρό νεοκλασικό ρυθμό τους.

Η απαρχή της βιομηχανικής ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης Όλγα Τραγανού-Δεληγιάννη

Δημοτικά σφαγεία, 26ης Οκτωβρίου. Το άρθρο στοχεύει στην ανάδειξη των ιστορικών βιομηχανικών μνημείων της πόλης και της ανάγκης προστασίας τους. Μαζί με τη Σμύρνη, οικονομική πρωτεύουσα μιας Οθωμανικής αυτοκρατορίας που εξευρωπαΐζεται ήδη από τον 18ο αιώνα, η Θεσσαλονίκη αποκτά νέους σιδηροδρομικούς σταθμούς και νέες αποθήκες στο λιμάνι της. Ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή και τη θάλασσα στήνονται οι πρώτες βιομηχανικές μονάδες. Το 1900, η πόλη αριθμεί 19 εργοστάσια: έξι αλευρόμυλους, έξι σαπωνοποιεία, δύο υφαντήρια, ένα ζυθοποιείο, ένα παγοποιείο, ένα οινοπνευματοποιείο, μια σιγαρετοβιομηχανία και ένα κεραμοποιείο. Μετά το 1922, χάρη στα φθηνά εργατικά χέρια των προσφύγων, ο αριθμός τους διπλασιάζεται. Σε αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε η πρώτη σοσιαλιστική οργάνωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Fédération και γιορτάστηκε για πρώτη φορά η εργατική Πρωτομαγιά (1909). Τα βιομηχανικά μνημεία, στην Ευρώπη και την Αμερική, υπάγονται στον κλάδο της βιομηχανικής αρχαιολογίας, μαζί με άλλα μνημεία της τεχνικής (π.χ. γέφυρες). Αναζητούνται νέες χρήσεις που θα τα συντηρήσουν και θα τα αξιοποιήσουν.

Θεσσαλονίκη: μια αναφορά στην πολεοδομική της εξέλιξη Ευάγγελος Π. Δημητριάδης

Άποψη της Θεσσαλονίκης από τη θάλασσα. Την πόλη που ίδρυσε ο Κάσσανδρος σε γεωγραφικά πλεονεκτική θέση, οι Ρωμαίοι θα προικίσουν με άρτιο οδικό δίκτυο. Πάνω στον ιπποδάμειο σχεδιασμό της, θα χαράξουν δύο νοητούς άξονες: ο οριζόντιος συμπίπτει με την Εγνατία οδό και ο κάθετος με τη σημερινή οδό Βενιζέλου. Στο σημείο τομής τους λειτουργεί το κέντρο της πόλης. Ο Γαλέριος, με το λαμπρό ανακτορικό του συγκρότημα, επεκτείνει το κέντρο προς τα ανατολικά και, γύρω στο 300 μ.Χ., δημιουργεί την οριστική μορφή της «περιτειχισμένης πόλης» που θα διατηρηθεί ως τον 19ο αιώνα. Ο Μ. Κωνσταντίνος δημιουργεί τεχνητό λιμάνι που λειτουργεί σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Σε αυτούς τους αιώνες, καινούριοι πολεοδομικοί πυρήνες αφαιρούν από το σχέδιο της πόλης τους αυστηρούς άξονες. Μετά το 1500, με την έλευση και των Εβραίων προσφύγων, το πολύγλωσσο πλήθος της ανατολίτικης πόλης συνωστίζεται σε διάφορα παζάρια. Σταδιακά από τον 17ο αιώνα, στην πόλη που αποκτά λειτουργία πρακτορείου διεισδύουν ευρωπαϊκά κεφάλαια. Τον 19ο αιώνα, οι πρωτοβουλίες εξευρωπαϊσμού της οθωμανικής διοίκησης μαζί με μια σειρά από πυρκαγιές θα αλλάξουν ριζικά τη χωρολειτουργική οργάνωσή της: η ομόκεντρη ανάπτυξη που είχε επί αιώνες μέσα στα τείχη υποτάσσεται στην τομεακή. Στη νεότερη περίοδο, μετά την πυρκαγιά του 1917 στο κέντρο, ανοικοδομείται η Πυρίκαυστη Ζώνη που ανήκει στα εύπορα στρώματα. Μετά το 1922 και την άφιξη εκατό χιλιάδων προσφύγων, το κέντρο της πόλης εμπορευματοποιείται ενώ, χωρίς υποδομή, φορτίζεται η περιφέρεια. Το 1926 ιδρύονται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και η Διεθνής Έκθεση. Γύρω στο 1928, η πόλη παίρνει τη σημερινή της μορφή με πενταπλάσια έκταση από αυτήν που είχε ως περιτειχισμένη.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η Μονή Καισαριανής. Το Νομισματικό Μουσείο γιορτάζει τα 150 χρόνια από την ίδρυσή του - Η Μονή Καισαριανής κινδυνεύει από τις ζημιές που προκάλεσαν οι τελευταίοι σεισμοί - Το Άργος σώζει τους Καποδιστριακούς στρατώνες του - Συνέδριο με θέμα την Αρχαιολογία των μουσικών οργάνων έγινε το 1982 στο Καίμπριτζ - Ανιχνευτές μετάλλων και ανασκαφές στο Βέλγιο - Στα Ροΐτικα της Πελοποννήσου αποκαλύφθηκε παλαιοχριστιανική βασιλική με ψηφιδωτό δάπεδο - Παράνομη ξενοδοχειακή μονάδα στην Κω κατέστρεψε αρχαιολογικό χώρο - Ναυάγιο του 1ου αιώνα π.Χ. που μετέφερε κρασί από την Κω ανακαλύφθηκε μεταξύ Ύδρας και Σπετσών - Χωρίς απήχηση η έκθεση με θησαυρούς του Βατικανού στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης - Πήλινη σαρκοφάγος βρέθηκε στα Χανιά - Υστερομινωικές κιβωτιόσχημες σαρκοφάγοι βρέθηκαν στο Ηράκλειο. 12ο Διεθνές Συνέδριο Κλασικής Αρχαιολογίας με θέμα: Η Ελλάδα των κλασικών χρόνων (6ος-5ος αι. π.Χ.) και ο αρχαίος κόσμος 8ο Διεθνές Συνέδριο των Εταιριών των Κλασικών Σπουδών στο Δουβλίνο 9ο Συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης για την ιστορία του γυαλιού στο Nancy της Γαλλίας

English summaries: Prehistoric settlements in Thessaloniki Dimitrios V. Grammenos

The oldest settlement is that of Stavroupolis and presents us with finds of the Neolithic period while other settlements are of the Bronze and of the Iron Age. The settlement of Mikro Karabournou mainly belongs to historic times. We can presume that the area occupied today by Thessaloniki and its suburbs, the present coast of Chalkidiki, was uninhabited in the prehistoric period. A systematic excavation in one of the locations that once formed, according to Romaios, ancient Thermi casts light on the “dark” interval of the city’s history, that is, between the iron age and the time of Kassandros. The settlements of Macedonia, in general, were in the past the object of study of the English and French Archaeological Schools.Recent excavations in the area of Thessaloniki are carried out by the German and English Archaeological School, respectively in Kastanas and Assiroi, prehistoric settlements of the Bronze Age. The settlements have the formation of a steep or smooth hill as noted also in the Balkans and in the Near and Far East. This formation comes from residues of permanent and continuous residence in combination with various geological factors throughout many centuries or even millenniums.

Thessaloniki in Antiquity Efterpi Marki

It is considered certain that the city founded by Kassandros in 316 BC was located on the site of the Thracian city Therme, mentioned in written sources since the 5th century BC. The only archaeological finds from Therme were discovered around 1930 during an excavation at the junction of Krystali and Antigonidon Streets and belong to the temple of Thermaios Dionysus. These are the only remnants of the Thracian predecessor of Thessaloniki, while a Macedonian tomb and parts of fortification embodied in the walls represent the Hellenistic city. During the Roman period, the city was expanded through the erection of many public buildings, thermae and temples, while the Agora, consisting of two continuous squares was founded in the mid-2nd century AD. The entrance to the lower square was decorated with sculpture reliefs, preserved today in the Louvre and known as “incantada”. During the years 1963 to 1971 the Odeion, the eastern stoa and a double cryptoporticus on which the south stoa is based were excavated in the area of the upper north square. Around 303 to 311 AD Thessaloniki became the capital of Galerius, one of the tetrarchs, who embellished the city with fine monumental edifices: the hippodrome, the palace, an octagonical public building, nymphaea, a triumpant arch and last but not least, the Rotonda, the official imperial church.

Byzantine Thessaloniki and its monuments (The early Christian years) Demetris Nalpantis

At the end of the 4th, or,as some believe, during the middle of the 5th century, Byzantine fortifications were built, serving the purpose of warding off successive raids by the Goths,the Ostrogoths, and later by the Huns.As the 4th century came to an end, it was marked by a bloody slaughter at the Hippodrome with thousands of victims.The Hippodrome was now closed, never to re-open.The affluence and radiance of Thessaloniki of the 5th century was due to the city becoming a centre of trade and commerce, also a centre of administration and a religious centre, a place the Pope staked his claim to.The city boasted a mint and an armoury, it was then that local workshops for sculpture and mosaics flourished.The Rotonda is an excellent example of mosaics.The Acheiropoiitos is the oldest and best preserved church in the East.It is a triple-aisled,royal way Basilica.The early Christian Basilica St.Demetrius, must have been either three-aisled or five-aisled, with a transept or cross-aisle.A famous mosaic of Christ can be seen at the chapel of Osios David. This chapel was formerly the church belonging to the Latomos monastery.

Byzantine Thessaloniki and its monuments (The dark centuries) Panos Theodoridis

Constant raids turned the city into a haven for refugees.The earthquake of 620 AD was only one reason for the city decreasing in size and becoming partially farmland.It is indicative of this state of affairs that in the 7th century the church of Hagia Sophia was three times smaller than the basilica that had existed on the same spot before.By the 9th century the city had again become a force in finance and trade, it also became a centre of missionary activity.In the beginnings of the following century Thessaloniki was besieged by Saracens.This however did not stand in the way of the city becoming a military station and a place of transit for trade.

Byzantine Thessaloniki and its monuments (the Middle Byzantine city) Despina Evgenidou

War was being waged on the Bulgarians in the Middle Byzantine city of Thessaloniki of the 11th, 12th and 13th centuries.Vassilios made the city his military headquarters,and in the great moments of military triumph that followed, the church of the Virgin of Halkis was built with the Ascension of Christ depicted on its central dome.During the first campaign against the Normans the city becomes Alexios Komninos th 1st’s headquarters.At this time, the city is already a melting pot of nations .Its inhabitants number over 100.000, while the central market is reminiscent of an eastern bazaar. This prosperity is cut short in 1185 by the incursion of the Normans.During the 13th century the city keeps a precarious political balance between the Bulgarians, the empire of Nicaia and the prelacy of Epirus.Painters from Thessaloniki,the greatest centre for the arts during Latin rule, work in Serbia, perhaps even in Bulgaria.Contact with the west, trade and the development of small businesses encourage the growth of a middle class.It seems that the “Nymph of the bay of Thermaikos” (the name that Thessaloniki goes by), thrives as it sways between the Western and the Eastern worlds.

Byzantine Thessaloniki and its monuments. (Thessaloniki during the rule of the Paleologos dynasty) Thanassis Papazotos

The creative literary output and renowned monuments of the “Paleologan regeneration”, are the product of political turbulence in times when the class of the “powerful” (the dynatoi),staked their claim to a share of imperial authority.In times of political instability and civil wars, before surrendering to the Turks in 1430, the city of Thessaloniki would change hands more than once.The people revolted against the dynatoi,the zealots won in this confrontation, and the city for about one decade (in the years 1342-1350) would be self-administrated.In the same years an open debate would be carried on between Gregory Palamas on the side of the Hesychasts and the western scholar monk Barlaam, in the quieting controversy.In 1303 the chapel of St.Euthymios in the church of Saint Demetrius was decorated, and the murals, comparable to those painted by Manouel Panselinos on Mount Athos are considered a definitive example of the Macedonian school.Shortly after, an exceptional example of architecture was built, what today is known as the church of the Apostles.Once the Zealot movement had been put down,the Monastery of Vlatades came to be built, the small church of the Metamorphosis of the Saviour was also built near Καmara ( the Arch of Galerius ) in Thessaloniki.

The problem of restoring monuments in the case of Thessaloniki Chryssanthi Tsioumi

The earthquake of 1978 had a terrible effect on the monuments of Thessaloniki and their already bad condition further deteriorated. Poor preservation, a result of natural decay and of previous earthquakes had not been properly faced up tountil then for two main reasons, the high cost of such such an operation and the lack of an adequate number of specialized staff in the Archaeological Service. Both factors made the settlement of the accumulated problems especially difficult and proved the weakness of the Greek Archaeological Service as regards the undertaking of efficient restoration on the monuments of Thessaloniki. Finally, the responsibility for restoration works was reassigned in 1980 to the Ephoreia of Byzantine Antiquities in collaboration with the Service for Restoration of Monuments. For a better performance the Ephoreia was generously financed and manned with scientific and technical staff. A number of studies on restoring certain monuments was worked out between 1978 and 1980 while thereafter the whole operation was carried out on both theoretical (studies) and practical (restoration work) levels.Hard-gained experience of restoring the monuments of Thessaloniki imposed the need to consider the problem on a panhelladic scale. Most monuments in Greece bear more or less serious damages and present restoration presents problems to which the financing and the organization of the Archaeological Service are not able to respond efficiently. Therefore, effective measures must be taken, such as planning the restoration of monuments on a panhelladic scale, manning the Archaeological Service with all necessary specializations, considering the preservable monuments on a new legal base depending on their status (private, ecclesiastical, public buildings etc, creating in Greece post-graduate studies on restoration of monuments, finally, the serious issue on the preservation of monuments to be included as a first priority governmental program.

The preservation of historic monuments in modern Thessaloniki Eftychia Kourkoutidou-Nikolaidou

Man has always adjusted his surroundings to his needs and aesthetic values. The connection however between man and environment, existing monuments and the space around them used to be more balanced. The features of the modern city, however, have deteriorated due to the urgent needs and the rapid changes of contemporary life. If monuments are to be preserved and regain their multiple functions we are obliged to choose between two alternatives, either to exclude them from the life of the modern city, treating them as respectable works of art or to revive their original social function so they can again contribute to the city's life and improve, in their way, the standard of living. If one is to choose the second alternative , then the respect for the unique character of the monument must prevail, that is, the preservation of the entire atmosphere from which the individuality and the distinct character of each monument depends.

The relations of Thessaloniki with the Slavs Sotiris Kissas

This article refers briefly to the relation Thessaloniki has with Bulgarian, Serbian and Russian civilisation. Emphasis is given to the spread of the cult of St. Demetrius to the Slavic people and to the effect it has on their lives. In Russia, along with the cult of St. Demetrius, the worship of St. Alexander of Thessaloniki is widespread. Thessaloniki as an artistic Centre plays an important role in the civilization of Serbia during the Middle-Ages, while its relations with Bulgaria and Russia are periodic and casual.

Thessaloniki after the Turkish conquest Maria Kampouri

After 1430, when Thessaloniki was conquered by the Turks, the city follows the destiny of the rest of enslaved Hellenism. The settlement of Spanish-Jews in the city in the 15th century creates a heterogenous and mixed population, also consisting of Moslems and Christian Greeks, that becomes a determining factor in the city's development. The post-byzantine churches, representing the art created under Turkish rule, served as nuclei for the religious and communal life of Christians. Thus, churches form a group of monuments of the same historical period and belong to the type of three-aisled basilica with a timber roof. This style prevails throughout Greek territory in the 18th and 19th centuries. Church interiors are decorated with wood-carvings, indispensable to every post-Byzantine church.

Thessaloniki under the Turks, the Turkish monuments Aliki Samouilidou, Aimilia Stefanidou - Fotiadou

Under Turkish rule, Thessaloniki was one of the most crowded and important cities of the empire. Almost until the end of the 19th century, when the city entered the phase of development and modernization, Thessaloniki did not expand outside its walls. Thus, building activities were limited. Consequently the changes in the city 's form covered only the emergencies created by successive fires. The three communities forming the population of the city, each with its specific character,resided in their own quarters in different areas and had their own educational, charitable and commercial institutions. The Turks inhabited the upper city, the most beautiful and spacious area. The Greeks the Southeast segment, the Jews the densely populated neighborhoods of the central and lower west side of the city. The Turkish administration had the intention,although not the ability, to impress on the distribution of land and on the form of the buildings a strictly arranged social system by controlling even the height or the colouring of the houses or the restoration and embellishment of the churches. The commercial centre was located in the southwestern area, where each guild had its own quarters, while the administrative Centre was located in the upper city, occupying almost the same place as the Byzantine town centre around the “Konaki” which was the seat of the Vali in Thessaloniki. During all these centuries of building anarchy, the ancient “layout” of the streets did not disappear and thus many modern avenues were opened in the old traces. The walls underwent many restorations and their gates were modified, but their outline and form, that of the Byzantine period, were preserved almost until 1870 when certain parts were demolished. The city included numerous Turkish buildings of religious and charitable character, while after the mid-19thcentury, monumental edifices were erected reflecting the influence of the European architecture. A number of djamis have been preserved, such as the Hamza Bey Camii of 1467 – 68, the Alaca Imaret Camii of 1484, the Yeni Camii of the early 20th century, as well as other public buildings, such as the Bay Hamam, an impressive double bath of the mid 15th century, an inn and some fountains in the upper city; there also stands the characteristic Turkish house of the 19th century where the great leader Kemal Atatürk was born, and finally the Bedesten, a large, rectangular, vaulted stone-built edifice, once the very Centre of the marketplace, where even today certain shops are housed. Most of the buildings mentioned so far were built during the first two centuries following the Turkish occupation, in the period of early Ottoman architecture or in its classical phase. Of course, they cannot compete in size, quality and decoration with the buildings of Constantinople and the other important Centres, especially since in the case of Thessaloniki, the most important djamis were but altered old Christian churches (Rotonda, Acheropoietos, Hagios Demetrios, Hagia Sophia). Nevertheless, they serve as notable examples of provincial architecture and they eloquently speak of the historic part of the city.

A survey of the economic history of Thessaloniki (4th to 19th century AD) Nikos Svoronos

After Constantinople,Thessaloniki was the second most important economic and political centre of the Byzantine Empire. Located on a curious crossroads, the city was connected on the one hand with Constantinople and the East “via Egnatia” and with the European West through Dyrrachium; and on the other with the Northern provinces of the Balkans through main and secondary roads that formed an important transportation network. This privileged position contributed to the promotion of the city to one of primary economic importance, not only in the Balkans, but also in the whole empire from the 9th century on. Since the 4th century AD, Thessaloniki has functioned as the storehouse and distribution centre of Balkan products. Even later in the 13th century, when the territory and the power of the empire decreases, Thessaloniki keeps a dual economic character, agricultural and urban. After the Turkish conquest, however her economic significance diminishes and her population shrinks. The thriving, crowded city that in the 12th century numbered 100.000 people, was in the 16th century inhabited by only 20.000 people, a heterogeneous mixture of Greeks, Turks and Jews. This phase of decline did not, however, last long and Thessaloniki, slowly but steadily, regained her old pace and rhythm and became again, in the late 18th century, a prosperous city of 60.000 people and the economic capital of the Balkans. This fact in itself has largely contributed to the creation of the Greek middle class and consequently to its Balkan counterpart. It can also be held responsible for the first serious diversification in the social structure and led to the cultural and national awakening of the Balkan people.

Modern monuments of Thessaloniki Maria Kampouri, Evdoxia Mavroudi, Kornilia Trakosopoulou

The continual daily destruction of traditional settlements, of the old, historic nucleus of the towns and of preservable monuments is to a certain degree due to the lack of a modern legislative framework that would potentially protect and exploit the cultural heritage.Immediate measures to be taken include modernization of legislation, motivation for owners of protected buildings, the full manning of the relevant service of the Ministry of Culture and Science and, last, but not least, the proper education of the population on the vital subject of the preservation of the architectural tradition of their city. The Upper City This used to be the Turkish quarter of Thessaloniki, presently spoiled form through irrational alterations that altogether neglected the distinct features of the area. However, some examples of representative buildings that belong to various architectural styles and range, chronologically, from the years of Turkish rule down to our days, have been preserved. The Lower City The increase in population, the very location of the commercial Centre and the fires of 1870 and 1917 have had their effect on the development of the form of the Lower City. The remarkable town-planning of Thessaloniki, that was worked out by an international committee was never fully realized and, until 1919, underwent a series of alterations. The area exhibits a wide variety of buildings that express the international trends and tendencies of architecture: commercial passages shops, offices, etc. are affected by the neoclassicism the eclecticism, the Art Nouveaux etc. The Eastern Area The destruction of the eastern walls and the economic boom resulted in the expansion of Thessaloniki towards the eastern districts, those of the “Countryside”. Villas and middle-class houses, among which prevail the “towers” that led their name to the area, are built. Also the buildings here do not belong to a certain architectural type but present a combination of neoclassical style with elements of eclecticism and often with Ottoman baroque decorations. Well-known architects create remarkable and impressive private dwellings, while at the same time hospitals and public buildings are erected in the area.

The “Gardens of the Pasha”, an example of imaginative architecture in Thessaloniki in the time of eclecticism Pelagia Astreinidou, Cleopatra Theologidou

The "Gardens of the Pasha" are located outside the eastern walls of Thessaloniki, behind the hospital "Agios Demetrios". Of what has been preserved until today from this inventive garden there remains a spring in the middle of the gardens and around it a tunnel, a cistern, a low gate giving access to an underground area and to a raised seating area. The whole group dates back to 1904 and serves as an example of creative architecture closely resembling Antoni Gaudi's Güell park (1900- -1914). Such inventive architecture shows creativity and original thought and lacks any historical or social characteristics. It makes a change from traditional architecture as well as from the eclecticism of its time because it does not belong either to known architectural codes or any commonly accepted forms.

Interview with Mr Th.Manavis, mayor of Thessaloniki Andreas Ioannides

The mayor, Mr Th .Manavis answers Andreas Ioannides’ questions.What effect does decentralization of government have on the local, decentralized culture? How does the local administration affect the arts in the city and how does it relate to the archaeological services? In a city that is known for its many important monuments what role would you like these monuments to play? The second most important city of Byzantion has no Byzantine museum.Would you comment on this?And what about the cultural life of Thessaloniki. How would you like it to evolve?

Eclecticism in Thessaloniki Christina Zarkada-Pistioli

During the second half of the 19th century the architectural style in Europe shows a pluralism known as eclecticism or historicism. What gives eclecticism its distinct character is that for each type of building, a certain historic form, a style, is selected so that the function of the building can be easily recognized from its exterior. Often, however, motifs and elements of various styles are combined on the same edifice.In Greece the period 1880 to 1922 is characterized by a tendency towards eclecticism and Thessaloniki is at the very centre of this movement. The commercial character of the city and the financial prosperity of its merchants find expression in architecture via the eclecticism prevailing in Europe during this period. European eclecticism originates from the Ecole des Beaux Arts in Paris, where most architects went for further studies. Needless to say the spirit and mentality of the Ecole des Beaux Arts is also brought to Thessaloniki by the Jewish Minority which is educated along French lines. Thessaloniki, a city of multinational character has a prevailing Jewish, Muslim and Christian population. The city of the 19th century is divided into areas distinguished by the nationalities living in them, while architecture functions as a vehicle expressing each nationality and its ideology. Thus, after 1880, the preference of the Greek community is for public buildings in the neoclassical style, dominating official Greek architecture after 1830. As regards private dwellings, the neoclassical style is applied only to the facades, the rest being typical of the Balkan folk house. Distinct in the Turkish neighborhoods are the houses of the “donmedes”, the Islamized Jews. Thus, the eclectic decoration of the exterior of the traditional houses of the upper city can be considered the result of the mixed European, Jewish and Islamic culture of the “donmedes”. Since 1890, however, a small number of public Ottoman buildings are built in the Neoclassical style. After 1880 when the city expands outside the walls, an area of villas or “towers” is created between the White Tower and the Depo District. This quarter becomes the ethnologically mixed sector of Thessaloniki, since Jews, “donmedes”, Turks, Greeks French and Italians move there as soon as they become wealthy. The architecture of each “tower” reflects the personal taste of the owner and expresses his ideology.Turks choose an architecture characterized by impressive baroque elements, a style quite close to the so-called baroque of Constantinople, “donmedes” employ, mainly, the neogothic style enriched with Art Nouveaux elements. The Greeks, on the contrary, prefer a late Neoclassical style combined with high Renaissance elements. After the fire of 1917, the area where the commercial centre was located is rebuilt. A number of commercial stoas (arcades) are worth mentioning from this phase, since they exhibit a Renaissance or Neobaroque style on the exterior and influences from the “industrial revolution” and rococo decorations in the interior. The banks are distinguished by a severe Neoclassical style, while Aristotelous Street and Square as well as the Vlali – Modiano Markets are notable for their NeoByzantine layout.

The beginning of the international development of Thessaloniki.The first industrial buildings and the need for their protection Olga Traganou-Deligianni

The 18th and 19th centuries are periods evidencing very important devemopments in the Balkans. In the 18th century the long intervals of peace bring as an immediate effect the investment of European capitals in the East. By the end of the 18th century Thessaloniki becomes a large commercial storehouse of central Europe and an important industrial Centre. However, the old industrial buildings are demolished in the last years, victims of technical progress, just as in the rest of Europe. The consideration of the possibilities for the conservation and utilization of old constructions - e.g.steam-engines of past times- could become part of the recording and evaluation of the industrial monuments of Thessaloniki. The transformation of old factories into Centres for creative occupations,museums, technical and other and into libraries (mainly buildings adjacent to densly populated areas), along with the reopening of some of them in the form of handicraft workshops could save important works of the industrial history of Thessaloniki and endow the western part of the city with a new quality of life.

Thessaloniki, a town-planning survey Evangelos P. Dimitriadis

1. The Ancient period (315 BC to 4th Century AD): At the beginning of the Hellenistic period, Cassandros created Thessaloniki by uniting 26 small settlements. Thanks to its significant geographic location Thessaloniki soon became the centre of commerce in the area. During the Roman period, Thessaloniki becomes even more important as it enters the phase of commercial and industrial development. In the first century A.D. Thessaloniki also becomes a Roman military Centre and, therefore, its significance is increased. Around 300 AD, the final form of the “walled city” is created, a form to be preserved until the end of the 19th century. The entire layout of the city is determined by two Centres: the administrative-religious Centre, along with the sector of popular entertainment; and the economic and cultural Centre located exactly in the middle of town. 2.The Dark Ages and Byzantine Period (4th century AD. up to 1430). The serious demographic decrease in populations in the countryside leads to the creation of small rural settlements that function like communes. In important urban Centres, like Thessaloniki, there exists on the one hand a strong state monopoly of certain articles controlled by the economic elite and on the other a system of commercial production organized in guilds and directed by the middle class. The layout of the city in the 14th century exhibits three distinct sub-Centres. To the the west lies the harbour the administrative, the commercial and the economic centre of the city while the eastern part of the city remains a dwelling quarter organized like a parish around the nucleus of a church. 3.The Ottoman period (1430 to 1912): The settlement in Thessaloniki of a great number of Jews, from the 15th century on, as well as the intense presence of the Turkish population do not enhance the Greek appearance of the city, at least for the three first centuries of the Turkish occupation. Thessaloniki is economically subordinate to and functions according to the Ottoman feudal system as a "market town” . The organization of the city, still unknown in detail, is determined by the settlement around the harbor of Jews, Greeks and Europeans who hold the commercial reins in their hands. The upper city is inhabited by Turks who administer and exploit the primary sector. International and local ,social, economic and demographic rearrangements that mainly occur after the 17th and 18th centuries transform the function of the city so that it becomes a “city-agency” and connect it to European capitalist Centres. Thus, by the end of the 19th century the organization and development of the city instead of being homocentric becomes sectional . 4. Modern period (1912 until today). Liberated Thessaloniki (1912) is annexed to the Greek state which goes through the economic phase of liberal capitalism (1907 to 1913, 1950 to 1953). After the fire of 1917 the rebuilt sections of the “burnt zone” are made according to Hebrard’s plan (1921). Then, the central urban area of the city is commercialized, while at the same time the peripheral area is irrationally overloaded. In 1928 Thessaloniki almost takes on its present form expanding to cover an area five times larger than the original “walled city”. During the decade of 1961 to 1971 the city specializes in wholesale trade, in industry and handicrafts and directly influences the whole area of Macedonia and Thrace .

Τεύχος 40, Σεπτέμβριος 1991 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Οι Έλληνες στη Mαύρη Θάλασσα Μαριάννα Κορομηλά

Μονή Τσαλέντζικχα, Γεωργία: οι τοιχογραφίες έγιναν από τον κωνσταντινουπολίτη αγιογράφο κυρ Μανουήλ Ευγενικό το 1384. Το προλογικό αυτό κείμενο διευκολύνει τον αναγνώστη στην κατανόηση του πρωτεύοντα ενοποιητικού ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες στη διαμόρφωση της ιστορίας και της πολιτισμικής φυσιογνωμίας αυτού του Άξενου ή Εύξεινου κόσμου. Εδώ, στα «μαύρα πέλαγα», οι αρχαίοι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με φιλοπόλεμους και ιπποτρόφους νομάδες, κτηνοτρόφους απλοϊκούς και γεωργούς φιλήσυχους, άσχετους με τη θάλασσα και το εμπόριο, χωρίς πόλεις, χωρίς γραφή. Οι μόνοι λαοί που μέσα στους αιώνες διατήρησαν την πολιτισμική τους ταυτότητα και ζουν μέχρι σήμερα στα παράλια και στα ενδότερα της ευξεινοποντιακής λεκάνης είναι οι δύο αρχαιότεροι: Έλληνες και Καυκάσιοι. Η ελληνική ήταν η μόνη γραπτή γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από όλα τα έθνη ως τον 9ο αιώνα, με εξαίρεση τους Καυκάσιους που, τον 4ο αιώνα, όταν εκχριστιανίστηκαν, απέκτησαν δικό τους αλφάβητο. Τον εξελληνισμό των αρχαίων λαών κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους ακολούθησε ο εκχριστιανισμός Χαζάρων, Βουλγάρων και Ρώσων (9ος-10ος αιώνας) από το Βυζάντιο, που επέβαλε στους νεοφώτιστους το δικό του σύστημα αξιών. Παρόμοια, η ναυτιλία και το εμπόριο ήταν αποκλειστικά στα χέρια αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών ως το 1204, όταν εμφανίστηκαν οι Βενετοί. Ακόμη και ως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Έλληνες μοιράστηκαν με τους Τούρκους την εμπορική ναυτιλία μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Το 1900, οι Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας και της Προποντίδας έφταναν τα 3.000.000. Οι μισοί ζούσαν στις παραδοσιακές εστίες: ανατολική και βόρεια Θράκη, Βιθυνία, Παφλαγονία και Πόντο. Οι υπόλοιποι ζούσαν στις παραδοσιακές περιοχές της ελληνικήςδιασποράς: στο βόρειο τμήμα του Ευξείνου, από τον Δούναβη ως τον Καύκασο.

Ο Άξενος Πόντος των Άθλων. Από τη μυκηναϊκή εποχή ως τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια. Θεοί, ημίθεοι, ήρωες και ποντοπόροι (1400-635 π.X.) Μαριάννα Κορομηλά

Η πενηντάκωπη Αργώ. Ομοίωμα από το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Πειραιάς. Το πέταγμα του Φρίξου και της Έλλης προς την Κολχίδα δεν είναι παρά το προοίμιο. Ο θρύλος της Αργοναυτικής Εκστρατείας είναι εκείνος που θα εκφράσει τη διείσδυση στον «Άξενο Πόντο», με την πενηντάκωπη Αργώ να περνάει τον Βόσπορο τον 13ο αιώνα π.Χ. Οι μύθοι που συνδέθηκαν με τη Μαύρη Θάλασσα δημιουργήθηκαν από τον 14ο-13ο αιώνα ως τον 6ο-5ο αιώνα π.Χ.: οι τέσσερις τελευταίοι άθλοι του Ηρακλή, ο Θησέας στη χώρα των Αμαζόνων, οι μάγισσες Μήδεια και Κίρκη, η γυναίκα-φίδι, η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων, και, από τον Τρωικό πόλεμο, ο Αχιλλέας, ο Πάτροκλος, ο Αίαντας κ.ά.

Ο Eύξεινος Πόντος και η Προποντίδα. Aπό τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια ως την ύστερη αρχαιότητα (630 π.X.-330 μ.X.) Μαριάννα Κορομηλά

Ο θεός Διόνυσος. Οινοχόη του 1ου αι. π.Χ., Ελληνική Μεσημβρία. Ίστρο ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το προσπελάσιμο για τα πλοία τους τμήμα του Δούναβη, από τις Σιδηρές Πύλες ως τις εκβολές του. Η Ίστρια, που χτίστηκε ανάμεσα στη θάλασσα και τη λιμνοθάλασσα για να ελέγχει το στόμιο του ποταμού, γρήγορα ανέπτυξε εμπορικές ανταλλαγές με τους Γέτες και Δακούς των Καρπαθίων. Πρώτοι οι Σκύθες αρχίζουν τις επιδρομές, ακατάπαυστες μετά το 281 π.Χ., όταν οι Κέλτες περνούν τον Δούναβη. Βουλιάζοντας ανάμεσα στα έλη και υποφέροντας από τις επιδρομές Σλάβων και Αβάρων, η ζωή της Ίστριας έχει τελειώσει προτού φανούν, το 670, οι Πρωτοβούλγαροι Ονογκούρ. Τον εμπορικό και ναυτικό κόσμο της περιοχής συγκέντρωσε η αρχαία αποικία των Μιλησίων Τόμις, που μετονομάστηκε σε Κωνσταντιανά. Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄ συντρίβει τους Οδρυσούς στην ενδοχώρα της Θράκης, ιδρύει τη Φιλιππούπολη και θεμελιώνει αγροτικές κωμοπόλεις με έποικους από τη Μακεδονία και τον Νότο που θα εξελληνίσουν τους πεδινούς και ημιορεινούς πληθυσμούς. Στα ρωμαϊκά χρόνια, η Φιλιππούπολη γίνεται πρωτεύουσα της επαρχίας Θράκης και ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς της Διαγωνίου οδού που κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι. Το 422 π.Χ., σε στρατηγική θέση στο νοτιοδυτικό άκρο της Κριμαίας, οι Δωριείς από την Ηράκλεια του Πόντου ιδρύουν την πόλη Χερσόνησο. Ως τα τέλη του 14ου αιώνα, η βυζαντινή Χερσών θα είναι το αυτοκρατορικό «στρατηγείο» που συγκεντρώνει πληροφορίες για όλους τους λαούς της στέπας. Το 860/1, οι Κύριλλος και Μεθόδιος από τους Χερσωνίτες παίρνουν πολύτιμες πληροφορίες για το Χανάτο των Χαζάρων του Βόλγα-Δον. Εδώ, το 989, γίνεται ο γάμος της πορφυρογέννητης Άννας με τον πρίγκιπα Βλαδίμηρο του Κιέβου. Με τη Βασιλεύουσα στα χέρια Φράγκων και Βενετών και την αντικρινή της Σινώπη ενσωματωμένη στο σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ, η Χερσών δεν μπορούσε να ζήσει. Δημιουργείται η ποντιακή Περατεία, ένα δίκτυο κάστρων και χωριών του κριμαϊκού αιγιαλού, που περνάει στη διοίκηση των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας. Την ώρα που ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανακαταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη (1261), Γενοβέζοι και Βενετοί δημιουργούν αποικίες στην Κριμαία. Η Χερσών μαραίνεται. Γύρω στα 302 π.Χ., ο Μιθριδάτης Α΄ ιδρύει το μικρό βασίλειο του Πόντου με επίσημη γλώσσα τα ελληνικά. Ο τελευταίος Μιθριδάτης θα το επεκτείνει στο μεγαλύτερο μέρος της Μαύρης Θάλασσας. Ο Πομπήιος, το 66 μ.Χ., δίνει οριστικό τέλος στο θαλασσινό βασίλειο που στηρίχτηκε στις δεκάδες ελληνικές πόλεις και τα πλοία τους. Στο βορειότερο άκρο της θάλασσας του Αζόφ (Μαιώτις λίμνη) εκβάλλει ο ποταμός Τάναϊς (Δον), σύνορο Ευρώπης και Ασίας κατά τον Στράβωνα. Οι αρχαίοι Έλληνες έκτισαν εδώ την Ταναΐδα στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., το πιο προωθημένο εμπορικό κέντρο των αποικιών του Κιμμέριου Βοσπόρου. Στον στρατηγικό χώρο του Δον κατέληγαν όλες οι ορδές που ξεκινούσαν από την Κεντρική Ασία. Πρωτεύουσα της περιοχής ήταν το Παντικάπαιον-Βόσπορος, σημερινό Κερτς, στην είσοδο της Αζοφικής. Το Βυζάντιο χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να εξασφαλίσει την παρουσία του εδώ αφού, ακόμη και τη νάφθα για το «υγρόν πυρ» από τις αγορές της Αζοφικής την προμηθευόταν. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος θα μνημονεύσει τόσο την «άφθαν», όσο και το «βερζίτικον», τον οξύρρυγχο της Κασπίας και της Αζοφικής που έδινε θαυμάσιο χαβιάρι και έναν σπανιότατο μεζέ.

Ο Ανατολικός Πόντος Μαριάννα Κορομηλά

Ο ηγεμόνας Ιερεμίας Μοβίλα προσφέρει το μοντέλο της εκκλησίας που έχτισε στον Παντοκράτορα. Μονή Σουτσεβίτσα (1582-96). Το συγκρότημα των Ποντικών Άλπεων, παράλληλο προς τη θάλασσα, καταλαμβάνει ολόκληρο τον ανατολικό Πόντο. Δυτικά από τις εκβολές του ποταμού Πυξίτη, σχηματίζοντας τρεις τραπεζοειδείς ταράτσες, ένας επιμήκης λόφος φτάνει ως τη θάλασσα. Αυτόν το λόφο στη χώρα των Κόλχων διάλεξαν οι Σινωπείς για να χτίσουν την αποικία τους τον 7ο αιώνα π.Χ. Μπρος στη δική της θάλασσα ανέκραξαν οι Μύριοι του Ξενοφώντα. Η διάνοιξη από τους Ρωμαίους του ορεινού δρόμου που συνέδεσε την παλιά ελληνική αποικία με την Περσία, την Αρμενία, τη Μεσοποταμία και τη Συρία, ο ελλιμενισμός του στόλου, ο στρατωνισμός των λεγεώνων, η αυξημένη κίνηση, τη μετέτρεψαν σε μεγαλούπολη. Τον 5ο αιώνα ιδρύεται η Επισκοπή Τραπεζούντος, η πόλη γίνεται κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου εξυπηρετώντας συγχρόνως τον ανεφοδιασμό στρατού και στόλου. Εδώ κατέληγε ο δρόμος της Ανατολής, από εδώ έφευγαν τα καράβια για την Κωνσταντινούπολη. Όταν οι περσικές επιδρομές κλείνουν το δρόμο του μεταξιού, η πόλη χάνει την εμπορική της σημασία, παραμένει όμως ιδανική βάση. Με τους Άραβες προ των πυλών έζησε ο ανατολικός Πόντος από τον 7ο ως τον 12ο αιώνα. Η Τραπεζούντα ανασυγκροτείται διοικητικά και στρατιωτικά. Γίνεται πρωτεύουσα του βυζαντινού «θέματος» της Χαλδίας, η Επισκοπή της ανυψώνεται σε Μητρόπολη. Θρυλικό ήταν το «βάνδον» Ματζουκάων της Τραπεζούντας με τους ροπαλοφόρους κτηνοτρόφους που φύλαγαν με τη «ματσούκα» τα περάσματα του βουνού. Μέσα στις πτυχές του βουνού της Ματσούκας, στη χαρακιά ενός πελώριου βράχου, δύο μοναχοί από την Αθήνα εναπόθεσαν την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας δημιουργώντας, στις αρχές του 11ου αιώνα, τον ασκητικό πυρήνα της Παναγίας στο όρος Μελά. Το 1074, με τους Σελτζούκους προ των θυρών, ο δουξ της Χαλδίας Θόδωρος Γαβράς κηρύσσει τον Πόντο ανεξάρτητο, οργανώνει τους χωρικούς και αναχαιτίζει τη σελτζουκική προέλαση. Η Τραπεζούντα θα εξελιχθεί σε πρωτεύουσα μιας περιοχής που ξέρει να αυτοδιοικείται και να αυτοαμύνεται. Στη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας η ασκητική πολιτεία του όρους Μελά ενισχύεται. Οι Οθωμανοί θα σεβαστούν τη μεγάλη της περιουσία, την απαλλαγή από φόρους και την υπαγωγή της στο Πατριαρχείο. Η Μονή Σουμελά εγκαταλείπεται μόνο μετά την Καταστροφή, το 1923. Τον 17ο και 18ο αιώνα, οι αρχιμεταλλουργοί της Αργυρούπολης αναπτύσσουν ισχυρότατες σχέσεις με το Μοναστήρι. Η Μονή ανακαινίζεται, γίνονται πολλά νέα οικοδομήματα, νέες τοιχογραφίες καλύπτουν τις βυζαντινές. Σήμερα, οι σαθροί σοβάδες φέρουν τοιχογραφίες του 1686, του 1712, του 1744. Τη μονή συνέδραμαν όλοι οι ορθόδοξοι της Μαύρης Θάλασσας και όλες οι διασπορές των Ποντίων. Τον 17ο αιώνα, ξεχωρίζει η μορφή του Τραπεζούντιου Σεβαστού Κυμινήτη. Το 1683, ιδρύει στον Πόντο το Φροντιστήριον της Τραπεζούντος, εκπαιδευτικό ίδρυμα γυμνασιακής και ανώτερης παιδείας. Το 1689 αναλαμβάνει το Ελληνικό Φροντιστήριο στο Βουκουρέστι και γίνεται ο πρώτος καθηγητής-διευθυντής της Πριγκηπικής Ακαδημίας. Εξέχουσα προσωπικότητα υπήρξε και ο Δοσίθεος Νοταράς που καταπολέμησε την καθολική προπαγάνδα και πυροδότησε πολλές εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες. Το έργο του Δωδεκάβιβλος εκδόθηκε το 1715 στο Βουκουρέστι σε τυπογραφείο που είχε ο ίδιος οργανώσει. Το 1707, ο ανιψιός του Χρύσανθος ιδρύει την Πριγκηπική Ακαδημία του Ιασίου.

Άλλα θέματα: Καλαθοπλεκτική και ψαθοπλεκτική: τέχνες με παρελθόν Μαρία Μπελογιάννη

Τεχνική διαπλοκής με σχισμή (split twine). Ελλείψει αποδείξεων, η γέννηση των δύο τεχνών τοποθετείται μετά το 10000 π.Χ. Τα πρωιμότερα δείγματα καλαθοπλεκτικής και ψαθοπλαστικής έδωσαν νεολιθικές θέσεις της Εγγύς Ανατολής, ενώ η πρώτη ευρωπαϊκή μαρτυρία προέρχεται από τους λιμναίους οικισμούς της Ελβετίας, γύρω στο 2500 π.Χ. Ωστόσο, η κατασκευή μιας καλύβας ή μιας παγίδας για ψάρια αποτελούν ενδείξεις ότι ο παλαιολιθικός άνθρωπος γνώριζε την τεχνική της διαπλοκής. Γρήγορα οδηγήθηκε στην κατασκευή του καλαθιού. Καλάθια και ψαθιά, χρησιμεύοντας ως στήριγμα για το στέγνωμα των αγγείων πριν από το ψήσιμο, άφησαν εντυπώματα. Η επίδραση που άσκησε η καλαθοπλεκτική και η ψαθοπλεκτική στη μορφή και το διάκοσμο των κεραμικών αγγείων της Προϊστορικής Ελλάδας καθιστά αναμφίβολη την παρουσία τους. Ανασκαφικές έρευνες σε θέσεις Νεολιθικής και Χαλκής εποχής έφεραν στο φως ικανοποιητικό αριθμό εντυπωμάτων ψάθας στην κυρίως Ελλάδα, την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου. Τέσσερις είναι οι μεγάλες κατηγορίες των τεχνικών καλαθοπλεκτικής και ψαθοπλεκτικής. Η τεχνική διαπλοκής απαντά κυρίως στην ψαθοπλεκτική για την παραγωγή μεταφορικών δοχείων, ψαθιών, σάκων καθώς και ψαροπαγίδων και διχτυών. Εξίσου διαδεδομένη είναι και η τεχνική σπείρας που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή καλάθινων δοχείων. Η τεχνική απλής ή διαγώνιας πλέξηςστηρίζεται στην τεχνική των υφαντών και χρησιμοποιείται και από τις δύο τέχνες. Τελευταία χρονικά, η τεχνική λυγαριάς παίρνει το όνομά της από το υλικό. Χρησιμοποιεί τις στρωτές και πολύ ευλύγιστες βίτσες του φυτού κύρια για την παραγωγή καλαθιών. Η βάση τους έχει τη μορφή άστρου είτε στρογγύλου κέντρου, σταυροειδούς ή ωοειδούς. Η τεχνική αυτή κυριαρχεί σε όλες σχεδόν τις θέσεις της Χαλκής εποχής

Ένας Aθηναίος αρχιτέκτονας στην επαρχία: ο Πάνος Καραθανασόπουλος στο Άργος Βασίλης Δωροβίνης

Ταχυδρομικό δελτάριο τυπωμένο στην Ατλάντα των ΗΠΑ με το αρχικό σχέδιο για το ναό του Κεφαλαριού. Ο συγγραφέας συμπληρώνει δύο προηγούμενα άρθρα του (Αρχαιολογία, τεύχη 29 και 35), στα οποία εξέφραζε τη βάσιμη υποψία ότι ο αρχιτέκτονας της δημοτικής νεοκλασικής αγοράς του Άργους, αλλά και του πρόσθετου κτηρίου στο σημερινό δημαρχείο της πόλης, δεν είναι άλλος από τον Πάνο Καραθανασόπουλο, «της σχολής Τσίλερ». Άρθρο του λόγιου Κ. Ολύμπιου σε τοπική εφημερίδα του 1933 έρχεται να επιβεβαιώσει τις υποψίες του. Παράλληλα, τον θέτει στα ίχνη του Καραθανασόπουλου, που την περίοδο 1918-1924 παρουσιάζεται στο Άργος ως αρχιτέκτονας-επιχειρηματίας. Το 1918, ύστερα από έκρηξη που κατέστρεψε τον παλαιότερο ναό της Ζωοδόχου Πηγής στο Κεφαλάρι του Άργους, ο αρχιτέκτονας αναλαμβάνει την οικοδόμηση νέου, ογκώδους ναού. Οι βαριές κατασκευές και οι μεγάλες επεμβάσεις αστικού τύπου σε ένα τοπίο φυσικό και αγροτικό ήταν άραγε έμπνευση του Καραθανασόπουλου ή του επιβλήθηκαν από τους χρηματοδότες του ομογενείς Αργίτες των ΗΠΑ; Ο συγγραφέας παραθέτει γλαφυρό απόσπασμα από το άρθρο του Κ. Ολύμπιου που έχει μια καλή κουβέντα για όλους: οι Αργείοι είναι «ψωροφαντασμένοι», ο Καραθανασόπουλος είναι «παλαιάς σχολής», οι «οψίπλουτοι ταλαράδες» της Αμερικής είναι και «δολλαριόπουλοι».

Ένα σύμβολο της εσωτερικής επικοινωνίας στη βυζαντινή τέχνη Έφη Αθανασίου

Το «Τρίτο Μάτι» στο μέτωπο του Αγίου Αββάκυρου. Άτριο της Βασιλικής της Santa Maria Antiqua στο Forum της Ρώμης Στο πρόσωπο του Παντοκράτορα της Μονής Δαφνίου μια οριζόντια γραμμή διατρέχει το μέτωπο. Από το μέσον της γραμμής, στην προέκταση της μύτης, κατεβαίνει ένα σχεδόν δακρυόσχημο περίγραμμα ελαφρά διαπλατυσμένο στη βάση του. Στο μέσον της βάσης ζωγραφίζεται μικρό τρίγωνο που επαναλαμβάνεται ανάμεσα στα φρύδια. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως στον Κωνσταντίνο του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, το σύμβολο αποκτά τέτοια γεωμετρική σχηματοποίηση ώστε αποκλείει την πιθανότητα να πρόκειται περί ρυτίδας. Με μεγάλη σαφήνεια εμφανίζεται το σύμβολο αυτό στο μέτωπο του Αγίου Αββάκυρου στο άτριο της Βασιλικής της Santa Maria Antiqua, στο Forum της Ρώμης. Το άρθρο διαπραγματεύεται το νόημα αυτού του σχήματος που συμβολίζει το Τρίτο Μάτι (μάτι της σοφίας) και το άνοιγμά του, που επιτυγχάνεται με ορισμένες τεχνικές αυτοσυγκέντρωσης. Το Τρίτο Μάτι, ερμητικό σύμβολο που παρατηρείται κυρίως στη μεσοβυζαντινή ελλαδική τέχνη και συχνότερα σε μοναστικά παρά σε εκκλησιαστικά μνημεία, παραπέμπει στο μυστικισμό και παρέχει ενδείξεις κοινωνικού και θεολογικού περιεχομένου. Στην ιατρική το Τρίτο Μάτι είναι γνωστό ως ένας αδένας, ο κωνοειδής, που βρίσκεται βαθιά μέσα στον εγκέφαλο. Ο Descartes τον αναφέρει ως «έδρα της ψυχής». Μια και σε άλλους πολιτισμούς (αιγυπτιακό, ινδικό, βουδιστικό κ.ά.) το εν λόγω σύμβολο έχει άμεση σχέση με την εσωτερική άσκηση, ενδέχεται στη βυζαντινή τέχνη να συσχετίζεται με κινήματα όπως ο χριστιανικός γνωστικισμός ή ο ησυχασμός.

Μια νέα προϊστορική θέση στη Λέσβο Μάκης Αξιώτης

Το ύψωμα Αγγουρέλια (και ο Αι-Γιάννης) στη ΒΑ Λέσβο. Η Λέσβος δεν ήταν αμέτοχη στον λαμπρό «Πολιτισμό του ΒΑ Αιγαίου» (2800-2000 π.Χ.). Στη Θερμή αποκαλύφθηκε μεγάλος οικισμός που κατοικήθηκε από το 2400 ως το 1200 π.Χ. Ανάλογος θα ήταν και ο οικισμός στη θέση Κουρτήρ του Λισβοριού. Τρίτος οικισμός βρέθηκε στις Χαλακιές της Νυφίδας, ενώ διάσπαρτα σε όλο το νησί είναι τα απομεινάρια αυτής της εποχής. Στη ΒΑ Λέσβο, στην περιοχή της Σαρακήνας, ανακαλύφθηκε μια νέα προϊστορική θέση: ένας μικρός, οχυρωμένος οικισμός πάνω στο ύψωμα Αγγουρέλια που είχε διαμορφωθεί σε ακρόπολη. Περίβολος από αλάξευτες πέτρες, λίγα θεμέλια σπιτιών, όστρακα αγγείων, λεπίδες από πυριτόλιθο, γουδιά, πήλινο σφοντύλι, ένα σπασμένο πιθάρι.

Ιστορία του ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρετανίας» Ελένη Παπανδρέου

Έργο του Θεόφιλου Χάνσεν, το «Μέγαρο Δημητρίου» στην αρχική του μορφή. Η οικία του Αντώνη Δημητρίου, απέναντι από το βασιλικό παλάτι, άρχισε να κτίζεται το 1842. Αν και το κτήριο εντάσσεται στον πρώιμο νεοκλασικισμό, ο αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν κατάφερε να «σπάσει» την αυστηρή συμμετρία με μια πιο ελεύθερη οργανική διάταξη των χώρων και με παράλληλη χρήση αναγεννησιακών μορφολογικών στοιχείων. Όταν ο Στάθης Λάμψας, με ξενοδοχειακές σπουδές στο Παρίσι, επιστρέφει με σκοπό να δημιουργήσει ξενοδοχείο εφάμιλλο των ευρωπαϊκών, το «Μέγαρο Δημητρίου», τώρα ιδιοκτησίας Σάββα Κέντρου, στεγάζει τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Το 1873, Λάμψας και Κέντρος συνεταιρίζονται και μετατρέπουν το Μέγαρο σε ξενοδοχείο που αρχίζει να λειτουργεί τον ίδιο χρόνο με το όνομα «Μεγάλη Βρετανία». Σε πέντε χρόνια η «Μεγάλη Βρετανία» ήταν ήδη το καλύτερο ξενοδοχείο της Εγγύς Ανατολής και, ως τους δεύτερους Ολυμπιακούς αγώνες του 1906, είχε αποκτήσει πανευρωπαϊκή φήμη. Ο Θεόδωρος Πετρακόπουλος, γαμπρός του Λάμψα, αναλαμβάνει το 1909 τη διεύθυνση του ξενοδοχείου. Επί των ημερών του αρχίζουν οι σταδιακές επεκτάσεις, ανάμεσά τους και η προσθήκη μιας νέας πτέρυγας στην οδό Πανεπιστημίου το 1930. Το 1957 αποφασίζεται η κατεδάφιση της παλιάς πτέρυγας «Petit Palais» και η ανέγερση στη θέση της νέας πτέρυγας σε σχέδια του πολιτικού μηχανικού Κώστα Βουτσινά. Με τη νέα πτέρυγα, το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας» θα περιλάμβανε συνολικά 401 υπνοδωμάτια. Η επέκταση του 1930 προς την Πανεπιστημίου με άλλα ύψη ορόφων, διαφορετική διάρθρωση και κακή μίμηση των άψογων αναλογιών του Χάνσεν, καθώς και η ανέγερση νέου κτηρίου στη θέση του «Petit Palais» συνετέλεσαν στην ολοκληρωτική παραποίηση του μνημειώδους αυτού έργου, αλλοιώνοντας ριζικά σημαντικό μέρος της ιστορικής και αισθητικής του αξίας.

Πρόγραμμα για παιδιά. Παράδειγμα για μεγάλους Μαριάνθη Ημέλλου-Χαραλαμπίδη

Διήμερο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Φιλώτι της Νάξου εξοικειώνει τα παιδιά με τον Κυκλαδικό πολιτισμό. Η εκπαιδευτικός Μαριάνθη Ημέλλου-Χαραλαμπίδη οργάνωσε στο Φιλώτι της Νάξου (9-10 Αυγούστου 1991) εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τον κυκλαδικό πολιτισμό που απευθύνθηκε σε παιδιά ηλικίας 8-13 ετών. Για να μυήσει τα παιδιά στη «ζωή και την τέχνη στη Νάξο την 3η χιλιετία π.Χ.», η εκπαιδευτικός χρησιμοποίησε διαφάνειες, αντίγραφα και άλλα χειροπιαστά αντικείμενα. Τη δεύτερη μέρα τα παιδιά επισκέφθηκαν το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας Νάξου κρατώντας 16σέλιδο έντυπο με ερωτήσεις, περιλήψεις, σχέδια, παιχνίδια και ασκήσεις. Το απόγευμα έγιναν συζητήσεις, διορθώθηκαν οι ασκήσεις, διαβάστηκαν εργασίες και ακούστηκαν οι εντυπώσεις των παιδιών. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν κατασκευάζοντας από πηλό αντίγραφα μουσειακών αντικειμένων.

Μουσείο: Τα αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας Δέσποινα Ευγενίδου

Xάλκινο άγαλμα έφηβου αθλητή, από τη θάλασσα του Mαραθώνα. Γύρω στο 340-330 π.X. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Γιατί η Αρχαιολογία εγκαινιάζει μια νέα σειρά δισέλιδων με θέμα τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία; Η σειρά, που αρχίζει με τα μουσεία της επαρχίας, αισιοδοξεί να προκαλέσει το ερέθισμα για μια επίσκεψη. Απώτερος στόχος της όμως είναι να συντελέσει στον εκσυγχρονισμό των μουσείων. Είναι καιρός να διευρύνουν τα μουσεία το ρόλο τους που έχει πλέον ξεπεράσει τα όρια της φύλαξης και της συντήρησης. Αντιμέτωπα με νέους τρόπους έκθεσης, εκπαιδευτικά προγράμματα, περιοδικές εκθέσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις, τα μουσεία τώρα ανοίγονται στο κοινό.

Μουσείο Νεμέας Φανή Παχύγιαννη-Καλούδη, Stephen G. Miller

Γενική άποψη του Μουσείου Νεμέας από το Ιερό του Διός. Κτισμένο από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Berkeley, σχεδιασμένο ως αναπόσπαστο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου του Ιερού του Διός, το Μουσείο παραδόθηκε στο ελληνικό κράτος το 1984. Το Ιερό και το αρχαίο Στάδιο παρουσιάζονται σε πρόπλασμα. Εκτίθενται τρεις κίονες του ναού, το καλύτερα διατηρημένο κορινθιακό του κιονόκρανο, νομίσματα, ευρήματα από το ναό του ήρωος-νηπίου Οφέλτη που ο θάνατός του συνδέεται με την εγκαθίδρυση των αθλητικών αγώνων γνωστών ως «Νέμεα», καθώς και ευρήματα σε γειτονικές θέσεις από τα προϊστορικά ως και τα γεωμετρικά χρόνια. Ένα μεγάλο παράθυρο μετρήθηκε έτσι ώστε, σε περίπτωση αναστήλωσης του ναού, να του προσφέρει το πλαίσιο που θα δημιουργεί την εντύπωση «φυσικού πίνακα».

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Άποψη από τα αρχαία Στάγειρα. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Άγνωστη φαραωνική πόλη του 2600-2100 π.Χ. αποκαλύφθηκε κοντά στα πόδια της Σφίγγας - Ευρήματα στο νομό Πρεβέζης, που χρονολογούνται πριν το 500000 π.Χ., αποδεικνύουν την παρουσία ανθρώπου στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότερη παλαιολιθική εποχή - «Έργα τέχνης» χαρακτηρίστηκαν οι βοτσαλωτές αυλές και τα πεζοδρόμια τριών κτηρίων, «ιστορικών διατηρητέων μνημείων», στη Χώρα Χίου

Εκθέσεις

Το 11ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως (31 Μαΐου-2 Ιουνίου 1991) με θέμα «Κυρίαρχες τάσεις στην Τέχνη και την Αρχιτεκτονική του 16ου αιώνα» - Στη Μονεμβασία και στο τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε το Δ΄ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης, στη διάρκεια του οποίου ο σερ Στήβεν Ράνσιμαν ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Μονεμβασίας

Βιβλία

Ρομπέρ Μοντράν, Η καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, Παπαδήμας, Αθήνα 1991 - Μαριάννα Κορομηλά, Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα από την Εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του εικοστού αιώνα, Πανόραμα, Αθήνα 1991 - R.D. Dawe (εκδ.), Σοφοκλέους, Οιδίπους τύραννος. Κριτική και ερμηνευτική έκδοση, μτφ. Γ.Α. Χριστοδούλου, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Το Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως φιλοξένησε Διεθνή Διεπιστημονική Συνάντηση (13-15 Ιουνίου 1991) με θέμα «Earthquakes in the archaeological record: Palaeoseismological and archaeological aspects» - Η Ετήσια Συνάντηση της American Anthropological Association (AAA) θα γίνει στο Σικάγο, 20-24 Νοεμβρίου 1991

Βιβλία - Δημοσιεύσεις

Ετοιμάζεται η έκδοση των Πρακτικών του Α΄ Συμποσίου Αρχαιομετρίας της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας (1990) και του 2ου Συνεδρίου Αρχαιομετρίας της Νότιας Ευρώπης (1991) - Y. Maniatis / B. Kromer, «Radiocarbon dating of the Νeolithic Early Bronze Age site of Mandalo, W. Macedonia», Radiocarbon 32/2 (1990), σ. 149-153 - E. Photos, «The question of meteoric versus smelted nickel-rich iron: archaeological evidence and experimental results», World Archaeology 20/3 (1989), σ. 403-421

English summaries: The Greeks in the Black Sea Marianna Koromila

The Black Sea is geographically unique. Greek harbour and trade installations transformed its shores into a centre of culture about which however, the information available is too scarce to provide an overall, complete picture. What is really needed is a major international interdisciplinary program that would produce a substantial body of research, something at present glaringly absent from international bibliography. Most scholars of the ancient and mediaeval period state ignorance on the subject; the association of the black colour of the sea with their dim, barely lit knowledge is a common joke in scientific circles. So long as crucial knowledge is missing, the history of the Greeks in the Black Sea will remain limited. Local excavational archaeology has not so far succeeded in bringing necessary data to the other historic sciences. Long lasting excavations of ancient Greek, Early Christian and Byzantine towns cover only a part of the famous Ionian and Byzantine “lake”, as the Euxine Pontus was called from the seventh BC to the thirteenth century AD. It is hard to find translations of any relevant scientific articles.

The Axenos (inhospitable) Pontus of Mythic Labours. From the Mycenaean Age to Early Archaic Years. Gods, Semi-gods, Heroes and Seafarers 1400-635 BC Marianna Koromila

There are countless myths relating to the superhuman efforts made to explore the territory lying beyond the northeastern Aegean. One of the earliest is the tale of Phrixos and Helle, a story marked by the tragic death of the heroine. It would, however, be many centuries and many more heroic deeds and sacrifices later before ships sailing from Aeolis, Ionia and Attica would bring the first Greek settlers to the Hellespont and the Propontis, and from there to the Euxine Pontus. The first long voyages and the adventures of the pioneering, daring seamen are all creatively mentioned in the legend of the Argonautic Expedition. The original account refers to a voyage which must have taken place during the fourteenth or thirteenth century BC, when the Mycenaean kingdoms flourished. All myths connected with the Black Sea, the heroic deeds, the monsters, hybrid creatures like the Amazons and the woman-snake, the head-hunters who used to sacrifice shipwrecked sailors, as well as the sorceresses Medea and Circe, all the fantastic tales succesfully coexisted within the ancient Greek mentality. The Black Sea might symbolically, be called Axenos Pontus (a propitiatory appelation of this Inhospitable Sea). Ancient authors of Late Antiquity mention Axenos Pontus, in their desire to stress the overwhelming difficulties and trials awaiting early seafarers, especially before the first Greek colonies were established along its coastline.

The Euxine Pontus and the Propontis From the Early Archaic Period to Late Antiquity (630 BC – 330 AD). The Greek «Lake» that lies Beyond the Symplegades (the jostling rocks) Marianna Koromila

The Propontis forms the geographical and historical entry to the Black Sea . From the seventh century BC to the fourth century AD the key-city which kept the roads of communication open was called Byzantion. In 330 AD the emperor Constantine the Great brought the capital of the Roman Empire to ancient Byzantion , which was renamed Constantinople, after the emperor's name. Byzantion-Constantinople, located on the northest tip of the Propontis, kept the passage of the Symblegades (jostling rocks) continuously open for twenty six centuries. The Istros-Danube and Metropolitan Istria The river Danube has its sources in the Black Forest and flows into the northwest of the Black Sea, forming a broad, extensive delta. Istria, the most important metropolitan colony on the west coast of the Black Sea was built on a peninsula. When, in 330 AD, the emperor Constantine transferred the capital of the Roman Empire from the West to the East, the Danube border became the spine of Byzantine defences. Most commercial activity was transferred to Tomis (the present-day Constantza). From the Danube Delta to the Bosphoros Southwards from the riverine and maritime Istria a series of large and small coastal colonies and anchorages was created The earliest of these colonies was ApolIonia, the Byzantine Sozopolis, the present Sozopol. Penetration to the Hinterland of Thrace and the Early Hellenization of the Ancient Thracians In the middle of the fourth century BC, when Philip II, the king of Macedonia, had conquered the Thracian coast from Aegean to the Propontis ,right in the middle of present day Bulgaria Philip founded Philippoupolis. The city is located on the principal road-artery connecting the Aegean with the Danube. Alexander, Philip 's son, was the first to cross this axis and reached the great river with his army, in May 335 BC. The ancient Greek Chersonisos -Byzantine Cherson - Modern Sebastopol At the southwestern end of the Crimea, where the Tauroi head-hunters lived, the Dorians from Herakleia of Pontos founded the city of Chersonesos in 422 BC. Its exceptional harbour is the present naval base of the Soviet Black Sea fleet. The Kingdom of Pontos or the Kingdom of the Mithridatians 302 (?)-64 BC The cradle of this peculiar "Hellenistic" kingdom was Amaseia, a well-fortified city in the hinterland of Pontos, built on the top of a ravine of the river Iris. The account of its foundation is directly associated with the campaign of Alexander the Great in western Asia.

East Pontus ( East Black Sea) Marianna Koromila

The Holy, Imperial, Patriarchal and Stavropegic Monastery of the All-Holy Mother of God of Soumela, the Most Reverent Relic of Pontic Hellenism. After 1071, when the last free territories were confined to the mountainous Pontos, the cave inhabitants of Mount Mela and the people of Upper Matsouka lived among the Seljuk Turks, the Tourkomans and the Mongols of the Grand Komnenoi, and when the enemy retreated, the emperors rearranged the defense of the mountain, built castles and strengthened the ascetic city of Mount Mela by founding a well organized monastic center, able to control the pathways to Kromna and the belligerent border. The second prosperous period in the history of the Monastery of Soumela, during the seventeenth to eighteenth centuries, is associated with the opening of the famous mines of Pontos, located on the south slopes of the Pontic Alps, where Gümüshane-Argyroupolis, the City of Silver was founded.Spiritual and financial relations between the master miners and the monastery were continuous and very strong. The Monastery of Soumela is now ruined. However, the visitor will find dozens of holy figures painted on the external walls of the rock-hewn church and of the nine chapels which gradually climb up to the top of the cave. The dilapidated plaster covering the walls is decorated with paintings dating from 1686, 1712 and 1744. The role the Monastery played in the cause of Orthodoxy and Hellenism during the Ottoman period is too important to be correctly evaluated. Even today, on the eve of the feast of the Dormition of the Virgin many Turks set off in groups from all the villages of the Pontic Alps to come and venerate the Mother of God in the «Mariemana Monastir». Sevastos Kyminitis and the Educational Institutions in Trebizond and Bucarest Sevastos Kyminitis, the most eminent educationalist in Pontos and Wallachia in the late seventeenth century, originated from the Trapezuntine village Kymina. In 1683 he founded the Phrondistirion of Trebizond, an institution for grammar and humanistic studies. Six years later he was appointed director of the Greek Phrondistirion of Bucarest, operating in the Monastery of St Savvas. Furthermore, the Trapezuntine teacher was the first professor in the Princely Academy of Bucarest (Iasion).

Basketry and matting. Grafted by the past onto the present Maria Beloyanni

Evidence of the existence and apllication of basketry and matting crafts come down to us from the Neolithic Age and not earlier than 10.000 BC. However, proof of the use of products made with the twining technique exist even earlier, when Neolithic man stopped using pot-like objects found in nature, like coconuts and shells. These were employed for the transportation of equipments and tools during the endless wanderings dictated by nomadic life. The archaeological research of Neolithic and Bronze Age sites both in the East and West brought to us a great number of identical baskets and mats — which have been preserved until today thanks to the favourable environmental conditions — mat impressions on house floors and on the bases of various pottery items as well as pottery casts of basketry. The thorough study of these finds led to the identification of the material and technique used for making baskets and mats as well as to a significant conclusion: that the crafts of basketry and matting as regards their material and technique have remained unchanged throughout the centuries, despite the triumph of mechanization and the technological evolution of our time.

A spiritual symbol Efi Athanassiou

The representations of Christ as well as those of emperors in Byzantine wall-paintings quite often display a characteristic iconographic symbol on the forehead, between the eyes. At first sight it looks like a wrinkle, however, a more carefull observation reveals that it is a sign, the symbol of the "third eye", which suggests the spiritual properties of the represented figure. This iconographic element implies that Byzantine art is not only figurative and symbolic, but that it also offers to the believer the possibility of exalting himself to a high level of self-knowledge, wisdom, fulfilment and knowledge of the universe.

The history of the “Grande Bretagne” hotel Eleni Papandreou

The mansion of Antonis Demetriou —later known as the "Grande Bretagne" hotel— a work of the Danish architect Th. Hansen was probably the most mature, classicizing, with Renaissance elements, edifice built in Athens in about the middle of the nineteenth century. It has been closely associated with the political and social history of Greece and functioned as the center of the country 's leisured class activities for many years. Unfortunately, the new hotel erected in the same position, after the demolition of the old, has brutally copied the balanced, perfect proportions and the characteristic elements with which Hansen had endowed the original building. Thus, a considerable part of the historic and aesthetic value of the monument has been altered and lost.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Κοροπλαστική (I) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Πενθούσα, περί το 670 π.Χ. Τέχνη 4.000 χρόνων, η κοροπλαστική στην Ελλάδα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. Πήλινα ειδώλια βρέθηκαν σε τάφους, ιερά και σπίτια. Στα ιερά συνήθως απαντούν μορφές ζώων από πηλό. Κάποια ειδώλια χρησίμευαν ως κούκλες και παιχνίδια. Από τα ταφικά ειδώλια, άλλα θάβονται ως τμήμα της περιουσίας του νεκρού και άλλα είναι καθαρά ταφικά, όπως η «πενθούσα». Κάποια διαιωνίζουν πανάρχαια νεκρικά έθιμα, άλλα αναπαριστούν μορφές της καθημερινότητας. Οι απεικονίσεις αυτές λιγοστεύουν από τον 5ο αιώνα π.Χ. Τον επόμενο αιώνα, με την επικράτηση του σκεπτικισμού, πολλά ταφικά αγαλματίδια θυμίζουν χαριτωμένες εικόνες της ζωής. Στην ελληνιστική εποχή, πλήθος είναι τα ειδώλια θεοτήτων που αποπνέουν χαρά και ηδυπάθεια.

Τεύχος 88, Σεπτέμβριος 2003 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: H βυζαντινή Eλλάδα στη γαλλική λογοτεχνία Sophie Basch

Bυζάντιο και ιστοριογραφία Χριστίνα Αγγελίδη

Γυναίκες και Bυζάντιο. Mια επισκόπηση της έρευνας μετά το 1970 Χριστίνα Αγγελίδη

Συναίνεση με τη βυζαντινή ιστοριογραφία: η ειρωνεία Ηλίας Αναγνωστάκης

Bυζαντινή Aρχαιολογία. Aνάμεσα στην αρχαιολογική προσέγγιση των καταλοίπων της μεσαιωνικής εποχής και την Iστορία της Bυζαντινής Tέχνης Όλγα Γκράτζιου

H μελέτη του Bυζαντίου στη νεότερη Eλλάδα Τόνια Κιουσοπούλου

Άλλα θέματα: Mουσεία και παγκοσμιοποίηση Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

Oδοιπορικό στο βυζαντινό κάστρο της Zίχνας Κωνσταντίνος Κετάνης

O κίονας ως σύμβολο του Xριστού σε έργα βυζαντινής τέχνης Μαρία Ευαγγελάτου

Oι προϊστορικές έρευνες στην Hμαθία. Παλιά και νέα δεδομένα (A΄ Mέρος) Νίκος Μερούσης, Λιάνα Στεφανή

Nεότερα αστικά και λαϊκά ρόπτρα Μάνος Μικελάκης

Oι ιόνιοι γείτονες της Δυτικής Aκαρνανίας. Tα νησιά Kάλαμος και Kαστός Αφέντρα Μουτζάλη

Aισθητικές ποιότητες στην ελάσσονα αρχιτεκτονική. H συνοικία των Άνω Πετραλώνων Διονύσιος Ρουμπιέν

H σημασία του φοίνικα στην κρητομυκηναϊκή θρησκεία. Mια νέα προσέγγιση Αλεξάνδρα Τράντα-Νικόλη

H γαλλική Aρ Nουβώ και η ελληνιστική τέχνη. Tο θαύμα της διαχρονικής αισθητικής Ιωάννης Τσούμας

Μουσείο: Ίδρυμα N.Π. Γουλανδρή – Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης Δημήτρης Πλάντζος

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, επιστολές, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Πληροφορική: Πηγές για τη διδασκαλία της Αρχαιολογίας στο Διαδίκτυο (3) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

English summaries: Byzantium and historiography Christina G. Angelidi

Byzantium became an object for study in the 19th century. Notably Fallmerayer and George Finlay dealt with the subject . By the 20th century it had become obvious that the history of Byzantium was significant, however Byzantine history has yet to find its place in contemporary historiographic debate. Today it is mostly the social history, and cultural history that are researched by historians, now that the distinction between disciplines has become more flexible. In every Byzantine historian’s work there lies implicitly one or another historiographic theory, such as 19th century positivism, a Marxist reading of history, the Marxist type school of Annales, the theory of structuralism that comes from the discipline of anthropology, and new-positivism.

“Consensus” with Byzantine Historiography: The Irony Elias Anagnostakis

Byzantine studies, and by extension Byzantine historiography, were from the beginning a historical field, which, although was held in contempt by historians and archaeologists, was mainly useful for the complementary knowledge it could offer. It served the knowledge of antiquity, the making of national history and was regarded as the appropriate period for the study of the decline of Roman institutions. In its effort to gain self-rule and self-esteem, by stressing its specific characteristics and interests, Byzantine historiography was engaged into a contradicting and refuting course, that led to an apologetic and complicated dead end. Nevertheless, it managed to accomplish important achievements in the political, economic and institutional history, although its relation with the historical theory and the interdisciplinary dialogue has always been problematic. A crucial turn-point occurred, when social history and anthropology were introduced in Byzantine historiography, as well as the tracing and study of the interactions between the Medieval West and Islam began, in parallel with the search for the identity of the "Byzantine man". The historiography of Early-Byzantine Peloponnese and its Dark Ages compresses all the aforementioned qualities and features in an exemplary way. It most suitable demonstrates the problematic relation between theory and history, history and archaeology, texts and tangible objects. Furthermore, it successfully proves how fragile and risky the expectations for the relation between historians and archaeologists were and how arbitrarily the other side has adopted the reputed axioms of each field. Indeed, the historical production concerning Medieval Peloponnese represents a good example at least for the study of the prevailing trends in Byzantine historiography. In conclusion, Byzantine historiography, participating in the issues of the contemporary history making and writing, as opposed to the Byzantine self-sufficiency, teaches us that what must be defined is primarily the need for interdisciplinary communication and continuous transformation of perception.  

Women and Byzantium: A Survey of the Research After 1970 Christine G. Angelidi

Byzantine studies progress steadily, but slowly. Nevertheless, research on Byzantine women has been exceptionally developed during the last three decades. This article focuses on relevant studies presenting a broad spectrum of new methodological approach. Women and law, women and economic activity, women and religious practice were the three avenues that were firstly exploited in the 1970s and early 1980s, and as a result, Byzantine women were placed in the social-economic context of their time. Then, from 1985 onwards, the shift from "empirical " to gender oriented research did show the importance of the aforementioned studies for the reconstruction of the world perception of the Byzantines.

The Study of Byzantium in Modern Greece Tonia Kioussopoulou

A brief review of the history of Byzantine studies in Greece is attempted in this article. The reason is the strong political interest that the study and the frequent "use" of Byzantium present, depending on the political coincidences of each era, from the constitution of the Modern Greek state to the mid-war period.

Byzantine Archaeology: Between the Archaeological Approach to the Medieval Remnants and the History of Byzantine Art Olga Gratziou

The terms Byzantine archaeology, Medieval archaeology, Christian archaeology, History of Byzantine art, History of Medieval art refer to related fields, sometimes overlapping each other. These terms are used with a different nuance from country to country, therefore, their content varies, depending on the case. In order their meaning to be clarified, a retrospection of the history of their use is necessary, which becomes elucidating for the understanding of the field they define and the problems their research presents. Therefore, a brief survey of the institution of Byzantine archaeology in Greece during the second decade of the twentieth century is attempted, and the hesitation of specialists in using the terms Byzantine, Medieval and Christian, regarding the material remnants surviving in Greece, is discussed. The research and educational contents of the contemporary "Byzantine archaeology" are listed, and the terms "Middle Ages” and "Medieval" are proposed as the most appropriate for every case, in parallel with the term "Byzantine", both for its chronological definition and its scientific connotations.

Byzantine Greece in French Literature Sophie Basch

Byzantine Greece, as opposed to the classical one, has not attracted the interest of French travelers. As it seems to them especially oriental, they have considered it as a "Turkish creation"! However, while their travelling accounts reveal a deep lack of understanding the Byzantine past, the novels and theatrical plays at the end of the nineteenth century demonstrate, on the contrary, their sympathy for this historic period, in which the writers recognize the decadence, typical of their own century. This sensitization reaches its climax in 1884, when Sarah Bernard played the renowned empress in Victorien Sardou's Theodora.

The Prehistoric Research in Emathia: Old and New Data Nikos Meroussis, Liana Stephani

The present prefecture of Emathia has been continuously inhabited throughout prehistory. The data from the excavation and survey research carried out in the prefecture during the last decade are summarized and presented in this article. Six settlements are inhabited in Emathia during the Early Neolithic, the most representative example being Nea Nikomedeia, which was excavated by R. Rodden in the beginning of the 60s. The locations used in this peri¬od are either tells or level ground on the hills. The available data for the Middle Neolithic are not sufficient enough for the time being. In the Late and Final Neolithic the number of settlement is rapidly increasing, thus not only tells and level ground but also caves are inhabited. During the Early Bronze Age the number of locations are decreasing, probably owing to ecological and financial factors. In the Late Bronze Age the locations inhabited are limited, since, as it seems, some population groups move to semi-mountainous areas, a procedure which continues in the Early Iron Age as well.

The French Art Nouveau and the Hellenistic Art: The Miracle of Timeless Aesthetic Ioannis Tsoumas

The strength and endurance of art values and qualities are examined in this article, in relation with the place, time, circumstances and cultural provenance of the society in which they are developed. By comparing two completely different cases of artistic prime in the world art history, those of the Hellenistic period and Art Nouveau, a comparative study is attempted, on the basis of the sources that inspired their artists as well as their common thematic repertoire, elements which contributed to the formation of the style of these artistic trends. Through this study various conclusions are reached, which lead us to consider that the great values in art remain unchanged throughout the centuries, since they express the human spirit, soul and intellect, regardless of the period. The important creators of French Art Nouveau of the late nineteenth and the early twentieth century seem to stand, more or less, on the same aesthetic platform with their anonymous colleagues of the vast, in time, geographic and cultural extent, Hellenistic era. The various arguments and criticism concerning these two cultural trends, being as a rule controversial and ambiguous, are also presented in this article. Finally, their common route is recorded, by investigating both the impact of other civilizations on them and the common techniques that they have developed, accidentally or not.

An Itinerary in the Byzantine Castle of Zichna Konstantinos D. Ketanis

The ruins of the Byzantine castle of Zichna are located six kilometers away from the modern settlement of Nea Zichni. Five sections of the fort, two gates and one tower are preserved today, as well as one Byzantine church, one cistern and two (?) Ottoman baths. In addition, three ruined houses, one bridge and the post-Byzantine church of Hagios loannis Prodromos is what remains from the adjacent village, which had been inhabited until the 1960's. Zichna is mentioned for the first time by the twelfth-century Arab geographer Idrisi, while its castle, probably built in the fourteenth century, was captured by the Ottomans in 1375 ad.

The Pillar as Symbol of Christ in Byzantine Art Maria Evangelatou

The pillar mentioned in various Biblical texts is often interpreted as a Christological symbol by the Church Fathers. With a similar symbolism it is used in the Early-Christian and the Medieval art of East and West. Three examples from the art of Byzantium are presented in this article. In the sixth-century mosaics decorating the katholikon of the Monastery of Saint Catherine on Mount Sinai a pillar is represented between the two lobes of the window on the face of the apse. It is aligned with the Lamb of God, the medallion with trie cross, the figure of Christ and the bust of David, all placed on the vertical axis of the mosaic. It is probable that here the pillar symbolizes Christ, and thus its presence between the theme of the Burning Bush and that of Moses Receiving the Tablets of Law reinforces the central theological significance of the mosaic ensemble: Before incarnation God revealed his presence only through visions, symbols and commandments, while after his incarnation he appeared in flesh before men. In the miniature on folio 147v of cod.Paris.gr. 510 (879-882) the single pillar of a peculiar edifice that stands next to the Annointment of David is represented on the same vertical axis with the altar of the Sacrifice of Abraham and the column anointed by Jacob. It seems that here the pillar functions as a Christological symbol, enriching the multiple references of the miniature to the doctrine of Incarnation. On folio 28v of cod.Christ Church gr. 12 in Oxford (1265-1300) Mathew is depicted next to a slender pillar, crowned with the bust of Christ Emmanuel. Both the iconographic type of Emmanuel and the pillar that symbolizes Christ emphasize the doctrine of Incarnation, which is especially stressed in the beginning of the Gospel of Mathew.

Aesthetic Qualities in Minor Architecture: Ano Petralona, Athens Dionysios Roubien

Ano Petralona was built like all peripheral quarters of Athens: Soon after the establishment of the city as the capital of Greece, the lower income brackets, unable to build according to the urban plan, were jerry-building outside its limits, and not before long the built area was necessarily incorporated into the original town plan. Thus, this quarter became part of the official town plan in the late nineteenth century. The building tissue in Ano Petralona comprises three interesting types of edifices: The first includes the neoclassical and the eclecticism buildings of the late nineteenth and early twentieth century, representing the "popular" version of the official architectural trends, as they are expressed by their contemporary buildings in the central sectors of Athens. However, in spite of their adjustment to the local conditions, they very well preserve the basic features of their bourgeois models. Then, the type of the one- and two-storey mid-war house follows, which echoes the doctrines of the modern architectural movement, but adapted to the demands of the popular city sectors. Nevertheless, the characteristic elements of the movement are obvious, as in the former type. The third type occurs only in the area of Assyrmatos, the neighborhood lying on the higher part of the district. It includes one- and two-storey dwellings of the first postwar years, which, however, have undergone serious interventions. Thus, the identical cubic volumes have been enriched with yards, sheds, porches and fencing, creating a neighborhood with a strong local physiognomy. This is a popular architecture with a great historical value, not only for its rarity, but mainly because it proves the admirable, wise way in which the popular expression prevails, even if it is housed in a given cocoon that represent completely different aesthetic values.

Modern Urban and Folk Knockers Manos Mikelakis

Already since antiquity the knocker, as a secondary usable and decorative element of the door, must have expressed aspects of a mystical, cosmological and religious thought. The assimilative power of folk civilization, in spite of the radical historical, religious and social realignments, has not only conserved, but it has also en¬riched its morphoplastic vocabulary, preserving at the same time a palimpsest of beliefs and superstitions that refer to the house doors and gates. The present research and study of the modern folk knockers has a double objective: on the one hand, through an original typological classification, to set off the wealth of their form elaboration; and on the other, to project the sym¬bolism and beliefs that they probably include. In our days the knockers gradually vanish from house doors. At the same time their modern form expressions for purely decorative functions seem to be inferior to the artistic aesthetic and their symbolism, and thus they are degraded in industrialized forms, which copy the most popular old models. Although quite many modern urban and folk knockers still survive, a great part of this urban heritage is lost forever. Their concise study attempts to recall and to compose memories and pictures of our youth.

The Ionian Neighbors of Western Akarnania: The Kalamos and Kastos Islands Aphendra G. Moutzali

Episkopi, one of the three villages of Kalamos, presents a special archaeological interest. Remnants of the ancient town of the island have been preserved in the area of Hagios Minas, while Kastro, a fortress of military character with an earlier phase dating from the Early Byzantine period, is visible from the sea, as it stands north of Episkopi. Fortification remains of the ancient settlements of Kalamos have been located in the northeast side of the island at the sites Xylokastro, Zygos and Hellenika. The old unfortified settlement Kalamos was ere¬cted below the highest mountain top of the island, Vouni, and far from the sea, in order its inhabitants to be safeguarded against the pirates. Kastos is a low, oblong, stony island, north of Kalamos. Its old settlement was lying higher than the small church of Saint Aimilianos, in an altitude of 155 m, while its new one started taking shape in the nineteenth century, close to the harbor. A second, natural harbor is formed in the Sarakiniko Bay, in the west side of the island. Items dating from the Late Hellenistic, Roman and Early Byzantine era have been surveyed on Kastos. The Ionian islands Kalamos and Kastos have never been devastated and present a regular and continuous habitation from the Late Neolithic to our time. This fact is mainly due to their geographic position and to the importance of the sea-route, in which they are located, connecting Italy with the Ionian Sea and the coast of Epirus with Western Akamania, the Ionian Islands and the Peloponnese. The systematic study of the old, ruined today, settlements of these islands, which still preserve, almost intact, many remnants of their past, will provide us with data and information useful for the research.  

The Significance of the Palm Tree in the Creto-Mynoan Religion: A New Approach Alexandra Tranta-Nikoli

The palm tree has a special significance in the religious iconography of the Creto-Mycenean world. Its representation next to an altar, suggests the sacred environment in which the rites honoring the deity take place (sacrifices, bloodless offerings, dances), the watering of the palm tree, performed by the Demons, is an invocation for land fertility, a ritual of sympathetic magic purposed to cause rain. The dance in a palm tree grove, resembling that of Artemis, is also an invocation for the women at the borderline between childhood and coming to age for marriage, the virgin deity being their protector. The relation of the palm tree to the dead is very close: it embellishes the Palatial amphorae, which are funeral offerings, it is represented on urns and prochooi and it decorates an hydria that had been used for libation, before it was deposited as a funeral offering into a grave. The choice of the palm tree or Tree of Life as a fertility and bearing symbol is based on its botanical qualities, which relate the plant with the water, an indispensable element to the libation rituals aiming at the fruitfulness of earth and women and to funerary libations as well. The functions of fertility and bearing and that of the relation to the Under World are interconnected and are all present in the persona of Persephone, the classical version of their incarnation.

Museums and Globalization Georgia Kakourou-Chroni

"Museums and Globalization" is the subject suggested by the International Council of Museums (ICOM) in 2003 on the occasion of the celebration of the universal Day of Museums on the 18th of May. We are used to regard globalization as a negative notion or at least as a complicated and ambiguous one. However, we could deal with globalization through the spirit of Christian love and thus approach the needs of other people with open mind and heart. Museum and school can play an important role in this direction. The museums cannot ignore the pressure exercised by one or more stronger cultures on weaker ones, therefore they should redefine their role as regards their collections and communication with the public, considering the cultural tradition of each people as a value in itself. The Greek school, on the other hand, is compelled by the reality of our time to incorporate in its community many foreign students and to help them to communicate with their human environment, while retaining their diverse identity. Thus, the Koumantareios Gallery of Sparta, a branch of the National Gallery, has participated in the celebration of the universal Day of Museums with the educational program "The children of today design a museum for the children of tomorrow". The objective of this program is to deepen the understanding among children and to "exploit” the diversity by transforming it to creativity. Culture, after all, contributes greatly in realizing better such notions as identity and diversity and fighting against others such as racism and xenophobia.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Oι αρχαίοι θεοί: Η αρχή του κόσμου Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 41, Δεκέμβριος 1991 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Εικόνες του Άνδρα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο Δορυφόρος (αντίγραφο έργου του Πολυκλείτου, 5ος αι. π.Χ.). Πρόκειται για τον γνωστό «κανόνα», υπόδειγμα τελειότητας. Από τις πρώτες απεικονίσεις του ανθρώπου, οι λιγοστές που παριστάνουν αντρική μορφή αποδίδουν το πρόσωπο αφαιρετικά, προσδίδοντάς του μάλιστα στοιχεία αλόγου. Αν και η γυναίκα ταυτίζεται με τη γονιμότητα και τη μητρότητα, θα χάσει κάθε εξουσία μόλις ο άντρας συνειδητοποιήσει το ρόλο του στη διαδικασία της γονιμοποίησης. Ο άντρας όμως πρέπει να είναι και τέλειος. Η ανάγκη ενός «συμπληρώματος» του δημιουργεί κρίση ταυτότητας. Από την κρίση θα βγει όταν αποδεχθεί τα δύο φύλα ως ισότιμα, αντίληψη που εδραίωσε ο χριστιανισμός με την πίστη στην ισότιμη ποιότητα των δύο φύλων.

Εικονογραφία της νεολιθικής εποχής και της πρώιμης Χαλκοκρατίας Χριστίνα Μαραγκού

Λίθινο φαλλικό περίαπτο της Ύστερης Νεολιθικής εποχής από τη Σπηλιά του Κίτσου στην Αττική. Πλήθος ανθρώπινων μορφών της Νεολιθικής εποχής και της Πρώιμης Χαλκοκρατίας δεν παρέχουν καμιά ένδειξη φύλου ενώ άλλες, σπανιότερες, είναι ερμαφρόδιτες ή υβριδικές. Φυσιοκρατική και σχηματική απόδοση συμβαδίζουν ή και συνυπάρχουν. Σε μια γυναικοκρατούμενη και άφυλη θεματική, δυσερμήνευτη παραμένει η σπανιότητα της ανδρικής παρουσίας που δεν ξεπερνά το 2-10% του συνόλου των ανθρωπόμορφων ειδωλίων. Πέρα από τα ειδώλια, ανδρικές μορφές, εγχάρακτες, ανάγλυφες ή γραπτές, μαρτυρούνται σε αγγεία. Η αυτόνομη πρώιμη πλαστική δεν περιορίζεται στην απεικόνιση ολόσωμων ανθρώπων αλλά προβάλλει και μέρη του σώματος, ιδίως φαλλούς και πόδια, συχνά περίαπτα. Ο τεχνίτης δίνει μάλιστα φαλλική μορφή σε κεφάλια ειδωλίων με μακρύ λαιμό, ας είναι και γυναικεία. Από τα ειδώλια, άλλα είναι όρθια, άλλα καθιστά και άλλα μισοξαπλωμένα. Τα καθιστά σε σκαμνί ή «θρόνο» δεν είναι βέβαιο ότι παριστάνουν άνδρες. Πιθανότατα απεικονίζουν την ανάπαυση μέλους μιας οικογένειας στη νεολιθική, γεωργοκτηνοτροφική της καθημερινότητα. Τα πρωτοκυκλαδικά ειδώλια εμφανίζονται ως μουσικοί, κυνηγοί/πολεμιστές ή σε στιγμή πρόποσης χάρη στα εξαρτήματά τους: άρπα, αυλός, εγχειρίδιο, ζώνη, αορτήρ, ποτήρι. Το γεγονός της κοινωνικής διαφοροποίησης εντάσσεται στη νέα πραγματικότητα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας με τη σαφή εξειδίκευση των επαγγελμάτων. Δυσερμήνευτοι είναι και οι σκοποί που εκπλήρωναν τα ειδώλια. Τα ιθυφαλλικά ειδώλια και όσα τοποθετούν το ένα ή και τα δύο χέρια στο φαλλό σε εκδήλωση ερωτισμού ή έκκλησης για αναπαραγωγή, αντιστοιχούν στις γυναικείες μορφές που παριστάνονται έγκυοι, με πληθωρικό στήθος, με αιδοίο λεπτομερώς διαμορφωμένο ή σε στάση γέννας. Υπάρχουν όμως και μη ιθυφαλλικά ειδώλια, όπως υπάρχουν και ειδώλια γυναικών που δεν τονίζουν την ερωτική ή αναπαραγωγική πλευρά τους, και αυτά θεωρείται ότι αποδίδουν άνδρες και γυναίκες σε μεγάλη ηλικία.

Άντρες με μειωμένη ισχύ στις κωμωδίες του Aριστοφάνη Παναγιώτης Δημάκης

Η Αφροδίτη αποκρούει τις ερωτικές ορμές του Πάνα. Δήλος, γύρω στο 100 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. «Καθρέφτες πιστούς της μικροαστικής κοινωνίας του 5ου αιώνα π.Χ.» θεωρεί ο συγγραφέας τις αριστοφανικές κωμωδίες και από αυτές θα σταχυολογήσει επιχειρήματα για να υποστηρίξει ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν ήταν φύλο τόσο ισχυρό όσο νομίζουμε. «Ανθρωπίσκοι», όπως λέει ο Αριστοφάνης, κινδύνευαν να γίνουν οι συμπολίτες του για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν ο γάμος με Ατθίδα ανώτερης κοινωνικής τάξης. Αυτό τον καημό εκφράζει στιςΝεφέλες ο χωριάτης Στρεψιάδης, που πήγε και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μεγακλή, πρωτευουσιάνα από σόι. Εξουσία πάνω στους άντρες τους αποκτούσαν και όσες γυναίκες πήραν με το γάμο τους μεγάλη προίκα. Γιατί αν ζητούσε κάποια στιγμή η σύζυγος διαζύγιο (δικαίωμα «απολείψεως»), ο σύζυγος όφειλε να επιστρέψει την προίκα στον πατέρα ή τον αδελφό της. Επειδή όμως στο μεταξύ την είχε κατασπαταλήσει, μπορούσε μόνο να τη συγκεντρώσει από την εκποίηση δικών του περιουσιακών στοιχείων. Για τον ίδιο λόγο, ο σύζυγος που θα ήθελε να πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα του, αναγκαζόταν να κάνει υπομονή. Όταν ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης, θέλοντας να επηρεάσουν την ψήφο των πολιτών, τους καλούν να αναλογιστούν τι απάντηση θα δώσουν στις γυναίκες τους και τα παιδιά τους όταν ερωτηθούν, περιγράφουν την παραεξουσία που, στο σπίτι, ασκεί κριτική. Σε υποδεέστερη θέση βρισκόταν προφανώς και ο γέρος σύζυγος νεαρής γυναίκας. Άλλωστε αυτό που έτρεμαν περισσότερο οι τότε άνδρες της Αθήνας ήταν η τυχόν απιστία των γυναικών τους.

Ο άνδρας ως αξιωματούχος και επαγγελματίας στην κοινωνία του Βυζαντίου Αφέντρα Μουτζάλη

Ακροβάτες και θηριοδαμαστές σε τμήμα μαρμάρινου ανάγλυφου του 5ου αιώνα μ.Χ. Η διαπίστωση ότι μια πατριαρχική κοινωνία, όπως η βυζαντινή, ευνοούσε περισσότερο τους άντρες παρά τις γυναίκες δεν αποτελεί είδηση. Άλλωστε, στο Βυζάντιο οι γυναίκες είχαν δικαίωμα να ασκήσουν μόνο το ιατρικό επάγγελμα. Τη διαβάθμιση των κοινωνικών τάξεων σε ανώτερη, μέση και κατώτερη καθόριζαν η ευγενική καταγωγή, το μέγεθος της περιουσίας, η θέση στην κρατική ή εκκλησιαστική ιεραρχία. Στα μεσοβυζαντινά χρόνια, η ανώτερη τάξη είναι μια τάξη ρευστή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής αναρρίχησης αποτελεί ο ιδρυτής της δυναστείας των Μακεδόνων, Βασίλειος Α΄, γιος χωρικών και στο ξεκίνημά του ιπποκόμος. Στην κατώτερη τάξη ανήκε ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων χωρίς περιουσία ή μόνιμη απασχόληση, ενώ στο περιθώριο της κοινωνίας βρισκόταν ο βυζαντινός υπόκοσμος, οι ρεμβοί, οι πόρνες και οι λεπροί. Σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, οι μοναχοί βρίσκονταν εκτός κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οι λόγιοι, ομάδα μικρή αλλά όχι «κλειστή», μετρούσαν μέλη από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Τους άρχοντες διορίζει ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Παράδειγμα ο «κόμης των θείων λαργιτιόνων» ή «των θείων θησαυρών», που ελέγχει τα δημόσια οικονομικά, μεταλλεία, νομισματοκοπεία, δημόσιες αποθήκες και κρατικά εργαστήρια, με προϊστάμενο τον «βασιλικό σακελλάριο». Μεγάλος αριθμός ανώτερων και κατώτερων υπαλλήλων, οι περισσότεροι ευνούχοι, εργάζεται στο «Ιερόν Παλάτιον». Πολλοί οι παλατιανοί αξιωματούχοι, όπως ο «πραιπόσιτος του ιερού κουβικλίου», που διευθύνει τις αυλικές υπηρεσίες, ο «πρωτοαηκρήτης», επικεφαλής της αυτοκρατορικής γραμματείας, ο «παπίας» ή «τατάς», θυρωρός της αυλής, ο «πιγκέρνης», που σερβίρει στο αυτοκρατορικό ζεύγος το καλό κρασί που οφείλει να έχει προμηθευτεί κ.ά. Ένας από τους σημαντικούς αξιωματούχους του βυζαντινού κράτους ήταν ο «έπαρχος της πόλεως» που διοικούσε και φρόντιζε την Κωνσταντινούπολη. Ήλεγχε όλα τα σωματεία («συστήματα»), σε αυτόν υπάγονταν οι «κριταί των ρεγεώνων», οι συνοικιακοί δικαστές, οι «γειτονάρχες», οι «δήμαρχοι» και ο «παραθαλασσίτης», υπεύθυνος για τον έλεγχο των εμπορικών πλοίων στο λιμάνι. Αποκλειστικά με την περιουσία του στέμματος ασχολούνταν ο «μέγας κουράτωρ» και, από την εποχή του Βασιλείου Α΄, ο «κουράτωρ των Μαγγάνων». Μικρογραφία του βυζαντινού κράτους, η Εκκλησία έχει τη δική της διοικητική οργάνωση που εξυπηρετείται από πολυάριθμους ιερωμένους. Από τα πιο σημαντικά οφφίκια είναι του «μεγάλου οικονόμου», του «μεγάλου σακελλάριου», του «άρχοντα των μοναστηρίων», του «ραιφενδάριου». Πολύτιμες πληροφορίες για τα επαγγέλματα στις πόλεις και την ύπαιθρο παρέχουν, εκτός από το Επαρχικό Βιβλίο, τα νομικά κείμενα και τους Βίους των Αγίων, οι ταφικές επιγραφές, τα παρασελίδια «σημειώματα» των κωδίκων, ψηφιδωτά, εικόνες, μικρογραφίες χειρογράφων, υφάσματα και έργα μικροτεχνίας. Στις παραστάσεις κολαζομένων ανδρών, που εμφανίζονται ήδη από τον 12ο αιώνα, περιλαμβάνονται αγροτικά επαγγέλματα, όπως ο «παραθεριστής», ο γεωργός που κλέβει το στάρι του διπλανού του, ο «παραμυλωνάς», που κλέβει το αλεύρι κ.ά.

Ανδρικά μοντέλα στον ελληνικό κινηματογράφο Τάσος Γουδέλης

Ο Κ. Κακκαβάς ενσαρκώνει ένα από τα μοντέλα του «ζεν-πρεμιέ» στη δεκαετία 1955-1965. Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή «ψιττακίζει» παρουσιάζοντας τον ευτραφή και κοσμικό Σπυριντιών, ενώ στους κωμικούς Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ και Βιλάρ η κατάφαση σε ανδρικά μοντέλα του διεθνούς σινεμά είναι απόλυτη. Ο βασικός ανδρικός τύπος που διασχίζει τις ταινίες του μεσοπολέμου είναι ένα «υβρίδιο»: οι αστικής προέλευσης ταινίες φουστανέλας υπηρετούν φολκλορικές αφέλειες φορώντας «μάσκα» δανεισμένη από τους αμερικανούς σταρ του βωβού. Εξίσου φασματικός είναι ο ανδρικός τύπος στα μελό και τις ηθογραφίες. Τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, τα αδέξια μελό (ποιμενικά και «αστικά») μαζί με τη φαρσοκωμωδία συνιστούν μονόδρομο. Ο κύριος ανδρικός τύπος, με τη μορφή του «ζεν-πρεμιέ», συγκεκριμενοποιείται στην ευγενική αστική φυσιογνωμία και την ηθική προσωπικότητα. Ο Χορν, ο Χατζίσκος, ο Κωνσταντάρας θα ενσαρκώσουν τον νεαρό ήρωα των λαϊκών ρομάντζων. Υπήρξαν όμως και οι αντι-ήρωες. Στον «Δράκο» (1956), ο Κούνδουρος καινοτόμησε νωρίς βάζοντας τον Ηλιόπουλο να υποδυθεί τον καταπιεσμένο και φοβισμένο μικροαστό της εποχής. Στους «Παράνομους» (1958), ο ίδιος σκηνοθέτης θα αξιοποιήσει το ευγενικά αινιγματικό πρόσωπο του Φυσσούν για να μεταφέρει ό,τι, λόγω της λογοκρισίας, ελάνθανε. Ο «λαϊκός» νέος διαφέρει από τους «ζεν-πρεμιέ» μόνο φαινομενικά. Η παρέκκλιση που υπαινίχθηκε η προσωπικότητα του Φούντα καταργήθηκε για χάρη ενός ψευδεπίγραφου εξωτισμού, του τύπου «ο μάγκας με την αγνή καρδιά». Την εμφάνιση του Φούντα, μαύρο παντελόνι και λευκό ή μαύρο πουκάμισο με ανοικτό γιακά, θα υιοθετήσουν και άλλοι ανάλογοι τύποι. Αντίθετα ο Ξανθόπουλος, τόσο με την εμφάνισή του όσο και με την εξευγενισμένη λαϊκή του «αργκό», μοιάζει να δικαιολογεί την καταγωγή του προκειμένου να ενταχθεί στο μικροαστικό σκηνικό του ’60. Την καθαυτό μορφή του Κακού στα φιλμ της περιόδου υποδύθηκαν νεαροί ηθοποιοί όπως ο Στρατηγός ή ο Κούρκουλος, μιμούμενοι τον υπόκοσμο του Χόλιγουντ. Από τους τυπικούς «κακούς» του αμερικανικού σινεμά κατάγεται ο Ανέστης Βλάχος. Ακαταμάχητη στο μεταπολεμικό σινεμά είναι η γοητεία των νεαρών πρωταγωνιστών με το ευγενικό και αρρενωπό παρουσιαστικό: Κακκαβάς, Νικολινάκος, Μπάρκουλης, Παπαμιχαήλ κ.ά. Ο κομψός ήρωας τύπου Μπάρκουλη γίνεται το είδωλο των κοριτσιών. Στις φαρσοκωμωδίες του ’50 και των αρχών του ’60 με τους Σταυρίδη, Γκιωνάκη, Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Μακρή, Χατζηχρήστο κ.ά., οι θαυμάσιοι αυτοί τυπίστες «αποκαθιστώντας» πάντα τις αρραβωνιαστικές τους ή «πιάνοντας την καλή» υπηρέτησαν άξια τις ηθικολόγες συμβάσεις. Μεγάλη γκάμα θεατών αναγνώρισαν τον εαυτό τους σε αυτούς τους ανδρικούς τύπους της κωμωδίας. Το πρώτο σπουδαίο δείγμα αυτής της ταύτισης συναντάμε στα φιλμ του Σακελλάριου με πρωταγωνιστή τον Λογοθετίδη που διαδέχθηκε στον τύπο του «άτακτου» μεσήλικα ο Κωνσταντάρας. Τη δεκαετία του ’60 όμως, πλάι στο «παλιό» σινεμά, ανατέλλει η εποχή του σινεμά «δημιουργού» με την ελεγειακή και λυρική δραματουργία του Κανελλόπουλου. Σκηνοθέτες όπως ο Μανθούλης, ο Κολλάτος, ο Δαμιανός εισάγουν ήρωες που είναι περισσότερο σύμβολα καταστάσεων παρά ατομικότητες. Αργότερα, το σινεμά του Αγγελόπουλου θα οδηγήσει αυτή τη λογική στα άκρα. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τον Βούλγαρη ή τον «γκονταρικό» Παναγιωτόπουλο. Το συμπέρασμα είναι ότι ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος πρότεινε ένα εντελώς «ανοικτό» μοντέλο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι τα ανδρικά μοντέλα στον ελληνικό κινηματογράφο είναι … οι ίδιοι οι σκηνοθέτες του.

Συγγένεια και έρωτας στο λαϊκό τραγούδι Λευτέρης Οικονόμου

Στέλιος Καζαντζίδης, Τόλης Βοσκόπουλος. Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι ο Καζαντζίδης βιώνει την ερωτική σχέση στο πλαίσιο ενός ιδιώματος που διέπεται ακόμα ισχυρά από τη συγγένεια, ενώ ο Βοσκόπουλος την καταλαβαίνει μέσω ενός ιδιώματος ερωτευμένων. Η προσέγγιση του καθενός δεν είναι βέβαια ανεπηρέαστη από τη «βαθιά κρίση που περνάει σε αυτή τη φάση η ελληνική κοινωνία [και που] έχει σχέση με το βασικό δίλημμα, ατομιστική πορεία ή συλλογικότητα». Το κατεξοχήν συναίσθημα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης είναι ο πόνος του αδικημένου. Ο έρωτας, ένα μόνο από τα στοιχεία του πόνου, είναι σχεδόν πάντα συνδεδεμένος με την προδοσία και το διαλυμένο σπιτικό, από μια γυναίκα που καταπατά τον κώδικα της συγγένειας. Στα τραγούδια του Βοσκόπουλου, ο πόνος χάνει την οικονομική και κοινωνική σήμανση. Ενώ ο Καζαντζίδης συνεχίζει να επικαλείται την εργατιά της φτώχειας και της εκμετάλλευσης, ο Βοσκόπουλος είναι «και του λιμανιού και του σαλονιού». Η στάση του Καζαντζίδη νοηματοδοτείται τόσο από το πρότυπο του ασυμβίβαστου άνδρα, όσο και από το πρότυπο του καλού οικογενειάρχη. Η γυναίκα καταξιώνεται στο ρόλο της μάνας. Αν αυτόν τον κώδικα της συγγένειας οι ήρωές του τον καταπατούν, είναι γιατί τους αναγκάζει η φτώχεια, ο ξεριζωμός και η εγκατάλειψη. Στον αντίποδα, για τον Βοσκόπουλο ο ιδανικά ερωτευμένος είναι μόνος. Η συγγένεια, αν δεν απουσιάζει εντελώς, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο. Η προδοσία γίνεται μόνο δίλημμα και κατεξοχήν πηγή ερωτικής συγκίνησης. Ο ερωτικός δεσμός χωρίς στεφάνι γίνεται σκοπός ζωής. Σε μια κοινωνία με ισχυρή παράδοση συγγενικών σχέσεων, τον κατεξοχήν δεσμό πάθους αποτελεί ο παράνομος δεσμός που εισάγεται στο τραγούδι την εποχή του Βοσκόπουλου.

Ο «τρανσβεστισμός» και το καρναβάλι Μαρία Ιωσηφίδου

Η «Μπάμπω». Αποκριάτικο έθιμο της Β. Ελλάδας, όπου άντρας ντυμένος γριά γυναίκα, «συμβάλλει» στη γονιμότητα της γης. Στο πλαίσιο μιας τελετουργίας, η υιοθέτηση του ενδύματος ή και της συμπεριφοράς του αντίθετου φύλου είναι φαινόμενο παγκόσμιο. Στην Ευρώπη, το πιο χαρακτηριστικό τελετουργικό πλαίσιο είναι το καρναβάλι, κατεξοχήν τελετουργία αντιστροφών. Στην Ελλάδα, η αποκριάτικη περίοδος των κοινωνικών ανατροπών και των καταχρήσεων ακολουθείται από τη Σαρακοστή, περίοδο μετάνοιας και εγκράτειας. Οι δύο αυτές αντιθετικές περίοδοι έρχονται σε ισορροπία στον εορτασμό του Πάσχα. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξεταστεί η φύση του τρανσβεστισμού στο καρναβάλι. Η συγγραφέας αναφέρεται στην επιτόπια έρευνά της το χειμώνα του 1986 στο Πέτα, χωριό έξω από την Άρτα, στη διάρκεια της οποίας συνέλεξε τις αναμνήσεις των ηλικιωμένων του χωριού από τις Απόκριες. Πιο έντονη ανάμνηση ήταν το Γαϊτανάκι, όπου πέντε ή έξι ζευγάρια, κρατώντας ο καθένας μια από τις δέκα ή δώδεκα κορδέλες που κρέμονταν από ψηλό κοντάρι, χόρευαν πρώτα αριστερόστροφα πλέκοντας τις κορδέλες, ύστερα δεξιόστροφα ξεπλέκοντάς τες. Όλοι οι χορευτές ήταν άντρες, οι μισοί ντυμένοι τσολιάδες, οι άλλοι μισοί γυναίκες. Ρακένδυτοι Αραπάδες, με μουντζουρωμένο πρόσωπο, με κρεμασμένα τραγοκούδουνα, μάζευαν λεφτά από τους θεατές κάνοντας πειράγματα και χειρονομίες σεξουαλικού περιεχομένου. Ο ένας τους βαστούσε το κοντάρι. Το απόγευμα, άντρες με γκροτέσκες μεταμφιέσεις κατευθύνονταν στην πλατεία του χωριού λέγοντας άσεμνα αστεία. Η διόγκωση του σώματος με καμπούρα ή πελώρια μύτη αναπαριστά αντίστοιχα την κοιλιά της εγκύου και το φαλλό σε στύση και σηματοδοτεί τη διόγκωση μιας νέας ζωής. Η μεταμφίεση με την αλλαγή ρούχων γινόταν μόνο από τους άντρες κι έπαιρνε δύο μορφές: μία σοβαρή στο γαϊτανάκι και μια άλλη, μπουφόνικη, με γελοιοποίηση της γυναικείας γονιμότητας και σεξουαλικότητας. Σήμερα το Γαϊτανάκι χορεύεται από εφήβους και κορίτσια. Αράπης υπάρχει μόνο ένας για να βαστάει το κοντάρι. Ήδη πριν από το 1986, θεσμοθετήθηκε παρέλαση γυναικών, μεταμφιεσμένων σε άντρες, που καταλήγει το βράδυ σε ταβέρνα. Οι γυναίκες οικειοποιούνται έτσι την ανδρική κοινωνική δύναμη όπως αντίστοιχα οι άντρες, ντυμένοι γυναίκες, οικειοποιούνται την αναπαραγωγική δύναμη των γυναικών. Μέρος μιας κοινωνικής και προσωπικής δήλωσης, ο τρανσβεστισμός μπορεί και να εκφράσει, μόνο στο πλαίσιο της Αποκριάς και ανεξάρτητα από χρονικές περιόδους ή κοινωνικές συνθήκες, διαφορετικές κοινωνικές και προσωπικές επιθυμίες και απαιτήσεις.

Παραστάσεις του ανδρισμού στην ορεινή Κρήτη Michael Herzfeld

Δυο αδέλφια -στολισμένα με «τεκμήρια ταυτότητας». Φρόνιμοι και νοικοκυροί δε ζουν στον Ψηλορείτη Οι κουζουλοί την κάμανε αθάνατη την Κρήτη. Σοβαρά διλήμματα ταυτότητας επιφέρει η ζωοκλοπή, συνταυτισμένη με τη «ληστεία» από τις κρατικές αρχές, αφομοιωμένη όμως από τους ορεσίβιους κτηνοτρόφους στο θρύλο της «κλεφτουριάς». Οι βοσκοί έχουν προ πολλού συνειδητοποιήσει τις πρακτικές και ρητορικές δυνατότητες που τους προσφέρει η αμφίσημη έννοια αυτού του θεσμού. Σε μια ζωή όπου κάθε κοινωνική σχέση ακόμα και μεταξύ πολίτη και κράτους είναι διαπραγματεύσιμη, η ζωοκλοπή λειτουργεί σαν πλούσιο είδος «συμβολικού κεφαλαίου». Η καλλιέργεια από τους βοσκούς της κοινωνικής αμφισημίας υπήρξε η ραχοκοκαλιά μιας εκτενέστερης μελέτης του συγγραφέα για την καθημερινή αναπαραγωγή της κοινωνικής ιδεολογίας του ανδρισμού σε κάποιο κρητικό χωριό. Κάθε «κλεψιά» προκαλεί ποικιλία ερμηνειών και, όπως συμβαίνει με την ποιητική έκφραση, έτσι και η έννοια όλων των πράξεων πηγάζει από τη συγχώνευση ερμηνειών και από τη μεταφορικότητα κάθε τέτοιας ενέργειας. Σε τέτοιου είδους «κοινωνική ποιητική» δεν ισχύει αποκλειστικά μία μόνο εξήγηση. Στο παρόν άρθρο τονίζονται ιδιαίτερα οι οπτικές διαστάσεις αυτής της ποιητικής. Στις συνοδευτικές φωτογραφίες διαπιστώνεται εύκολα ο κεντρικός ρόλος της χειρονομίας, της γκριμάτσας, της επιδεικτικής κατανάλωσης, του σηκωμένου ποτηριού. Η καθημερινότητα είναι το κατεξοχήν πεδίο όπου αδιάκοπα και ποικιλόμορφα αναπαράγεται η κοινωνική ιδεολογία του ανδρισμού –στο καλαμπούρι, στο γλέντι, στο ποτό, στο χορό, θεαματική εκδήλωση που συνδυάζει χάρη και δύναμη, ισορροπία και τόλμη –τις αντιπαρατιθέμενες αρετές δηλαδή του ανδρισμού. Μήπως όμως οι παραστάσεις του ανδρισμού στην καθημερινή συμπεριφορά, η έντονη επιδεικτικότητα, αποτελούν συνειδητή αντίσταση στην όλο και επιταχυνόμενη τυποποίηση της παράδοσης; Αντί για υποταγή, η στάση τους πρέπει να ερμηνευτεί ως ένα ακόμη δείγμα της εκπληκτικής τους προσαρμοστικότητάς στις απαιτήσεις της στιγμής. Δικαιολογημένα θα μιλούσαμε για μια ποιητική του τουρισμού.

Κοινωνικό φύλο, ομοκοινωνικότητα, σεξουαλικότητα Κώστας Γιαννακόπουλος

Δυτικοί ερευνητές θεώρησαν δείγμα σεξουαλικών σχέσεων τις στενές σωματικές επαφές στην ανδρική ομοκοινωνικότητα Όρος σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα, η «ομοκοινωνικότητα» εκφράζει ωστόσο μια γνωστή μας κοινωνική πραγματικότητα: με κύρια χαρακτηριστικά την ανδρική κυριαρχία και τον απόλυτο διαχωρισμό των φύλων, η ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα η «παραδοσιακή», υπήρξε κατεξοχήν ομοκοινωνική. Όλος ο δημόσιος χώρος ήταν οργανωμένος με βάση τις προσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε άνδρες. Ένα παράδειγμα θεσμοθετημένης ανδρικής σχέσης είναι η αδελφοποιία. Θεσμοθετημένη ή αυθόρμητη, η ανδρική ομοκοινωνικότητα προϋποθέτει την υπεραρρενωπότητα (machismo). Γνωρίζοντας ότι η σεξουαλικότητα ή η φιλία είναι κοινωνικές κατασκευές, θα εστιάσουμε στο περιεχόμενο που δίνει η νεοελληνική «παραδοσιακή» κοινωνία στους όρους σεξουαλικότητα και ανδρισμός. Η ανεξέλεγκτη ηδυπάθεια και η ακόρεστη σεξουαλική «πείνα» των γυναικών, που έρχεται σε αντίθεση με το πρότυπο της ασεξουαλικής μάνας, πρέπει να καθυποταχθεί από την ανδρική σεξουαλική δύναμη προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος της εκθήλυνσης που ένας άνδρας μόνιμα διατρέχει. Η ευρεία διάδοση της ενεργητικής ομοφυλοφιλίας ως τη δεκαετία του ’70 στηρίζεται στη λαϊκή αντίληψη ότι ο ενεργητικός άντρας δεν εκθηλύνεται, αντίθετα κάνει επίδειξη του ανδρισμού του. Ο φόβος του ευνουχισμού/εκθήλυνσης και η επίδειξη του ανδρισμού δεν οδηγούν μόνο στην ανάδειξη της ετερο-φυλοφιλίας, της υποταγής του θηλυκού στους άντρες, ως κυρίαρχης μορφής σεξουαλικότητας αλλά δομούν και τις ομοκοινωνικές σχέσεις των ανδρών διαγράφοντας και τα όριά τους. Η «εκθήλυνση» κάποιου μέλους της ανδρικής ομάδας, είτε με τη μορφή της ομοφυλοφιλίας είτε της φυσικής αδυναμίας και τρυφερότητας ή μιας «συναισθηματικής» ετεροφυλοφιλίας, «μπλοκάρει» το σύστημα της ανδρικής αλληλοεκτίμησης και αλληλοαναγνώρισης. Η ανδρική τάξη καταλύεται. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό γιατί η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία της ανδρικής ομοκοινωνικότητας δεν μετατρέπεται σε ομοφυλοφιλία.

Άλλα θέματα: Σφάγιον: το φυσικό Δίκαιο σε Θεοδικία Νίκος Ξένιος

Ο Εσταυρωμένος του Χριστιανισμού στην εκδοχή της θυσίας. Andrea del Castagno (1421-1457), «Η Σταύρωση». Η «φύσις» και ο «νόμος» στην αρχαιότητα συνιστούν αντιθετικό ζεύγμα. Η «πολιτική» ύπαρξη έρχεται να υποσκάψει την ίδια τη «φυσικότητα» της ύπαρξης, όπως τουλάχιστον την επαγγέλλεται η διονυσιακή λατρεία, φτάνοντας μέχρι του σημείου να την καταργήσει. Την «επιστροφή στη φύση» ενσαρκώνει ο διονυσιασμός που, στην ινδική χερσόνησο, θα συναντήσει τον σιβαϊτισμό. Εξισορροπώντας ανάμεσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και τη φυσική πραγματικότητα που τον περιβάλλει, ο αρχαίος Έλληνας χρησιμοποίησε τη θυσία και για να εξευμενίσει τα φυσικά στοιχεία. Ο «πολιτικός» ήρωας, άρρηκτα συνδεδεμένος με το δημοκρατικό πολίτευμα, εντάσσεται στην «πόλη» ως ενεργό μέλος της πολιτικής κοινότητας. Για να είναι μια θυσία «πολιτικό» γεγονός, θα έπρεπε να εμπλέκεται με τα πολιτικά πράγματα, να προάγει τον κοινό βίο των πολιτών, να αντικαθιστά μια ενέργεια «πολιτικής προαίρεσης» και να αποκτά πιθανές προεκτάσεις στο χώρο της Μεταφυσικής. Πώς όμως επιβιώνει μέσα στο χρόνο το μοτίβο της θυσίας; Γιατί, στη μυθολογία και τον Ησίοδο, το «σφάγιον» (το θύμα) είναι ευγενούς καταγωγής; Είναι «εξιλαστήριο θύμα», «φαρμακός»; Τον τραγικό ήρωα μπορούμε να τον θεωρήσουμε υποψήφιο «σφάγιο»; Για τον Ευριπίδη, άρνηση της θυσίας σημαίνει άρνηση της θεότητας και των ηθικών της καταβολών. Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής τέχνης, η θυσία συμβολίζει τη μοναδική οδό εξιλασμού του ανθρώπινου γένους, στο όνομα του «απολωλότος προβάτου». Ανιχνεύοντας τα αίτια της έκπτωσης στο στίβο της πολιτικής πρακτικής, ο Ευριπίδης καταλήγει στην αποκοπή του ανθρώπου από τις φυσικές του ρίζες, στην «ενοχικότητα» του πολιτισμού. Στο βωμό μιας συναισθηματικής αρτίωσης, μιας πολιτικής ωρίμανσης ή μιας ερωτικής ολοκλήρωσης, ο ήρωας της τραγωδίας κατατεμαχίζεται, για να αναδυθεί από τη στάχτη του το βλαστάρι μιας νέας γενιάς ιδεωδών. Αυτή είναι η τραγική άποψη της θυσίας, αλληγορία ενός γενικότερου πολιτισμικού προτύπου, που συντάσσεται ως σωτηρία από την ασχημοσύνη, την ηθική έκπτωση, τον εκφυλισμό, τη διχόνοια: πάντα στο πνεύμα της αδελφωμένης, συνδαιτημόνος κοινότητας των προκλασικών χρόνων. Και με έδεσμα τις σάρκες του εξιλαστήριου αμνού, της θεότητας: η αναφορά στη θυσία Εκείνου δεν παύει να είναι το κατεξοχήν Μυστήριο.

Θυσία ταύρων και νεκρικά έθιμα στ’ αγρίδια της Ίμβρου Ελένη Ψυχογιού

Οι θυσιαστές δρουν υπό την άμεση επίβλεψη του γερο-χασάπη των Αγριδιών. Ανοίκειο το σκηνικό στην Ίμβρο. Ερειπωμένα σπίτια ελληνικά και ασιάτες έποικοι. Τουρκικός στρατός παντού, ατμόσφαιρα κατοχής. Αλλά, σε πείσμα όλων αυτών, τα ορεινά Αγρίδια με τους ελάχιστους πια ηλικιωμένους Έλληνες, τον Δεκαπενταύγουστο πανηγυρίζουν. Στο πανηγύρι περιλαμβάνονται δύο τελετουργίες αρχαϊκής μορφής: α) η αιματηρή δημοτελής θυσία βοοειδών («κουρμπάνι») με μαγείρεμα και διανομή του θύματος στους πανηγυριστές και β) το νεκρόδειπνο, η προσφορά τροφών στους νεκρούς με συνεστίαση στους τάφους. Οι ταύροι που θυσιάζονται στα Αγρίδια είναι πολλοί, προσφορές κατοίκων του χωριού αλλά και Ίμβριων της Διασποράς. Η όλη τελετουργία είναι αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Οι γυναίκες θα ξενυχτήσουν στην εκκλησία το λείψανο της Παναγίας, μοιρολογώντας την με ψαλμωδίες. Την παραμονή, μετά τον εσπερινό, οι άνδρες ρίχνουν το κρέας, κομμένο κομματάκια, σε χαλκωματένια λεβέτια. Πρώτα μπαίνουν στη φωτιά τα δυο λεβέτια με τα κόκαλα και ένας τέντζερης με εντόσθια -μεζές για όσους θα ξενυχτήσουν βράζοντας το κρέας. Τα χαράματα, στο ζουμί από τα κόκαλα θα βράσει το σπασμένο στάρι για να γίνει η «κουρκούτα». Στην πανηγυρική λειτουργία της ημέρας χοροστατεί ο επίσκοπος Ίμβρου και Τενέδου. Η κουρκούτα μοιράζεται στο εκκλησίασμα αφού την έχει διαβάσει ο επίσκοπος με ειδικές ευχές. Επιβίωση μιας πανάρχαιας νεκρολατρείας, οι προσφορές τροφής απευθύνονται στη δαιμονική-θεϊκή φύση που συν τω χρόνω αποκτά ο νεκρός. Στα Αγρίδια τον Δεκαπενταύγουστο, μετά το μοίρασμα της κουρκούτας και με επικεφαλής τον επίσκοπο και τους ιερείς, όλο το χωριό πηγαίνει στο νεκροταφείο. Πάνω στους τάφους υπάρχουν δίσκοι με γλυκά και φρούτα, κεράσματα για όλους. Στο εκκλησάκι του Αγίου Μόδεστου, γονατιστός ο επίσκοπος ψάλλει ειδική δέηση και κάνει ομαδικό τρισάγιο. Επιβιώνοντας παρά τις αλλεπάλληλες μεταβολές και τις αντίξοες συνθήκες, έθιμα και θρησκευτικές εκδηλώσεις διασχίζουν το χρόνο όπως οι πολιτισμοί του F. Braudel που «θριαμβεύουν απέναντι στη διάρκεια». Πτυχές του πανηγυριού στα Αγρίδια, που η ερευνήτρια κατέγραψε το 1990, ανάγονται στην αρχαία λατρεία των χθόνιων θεοτήτων. Επιπλέον, η αρχαϊκότητά του συσχετίζει το πανηγύρι με την πελασγική μυστηριακή θρησκεία των Καβείρων.

Η Ίμβρος στην αρχαιότητα Ηλίας Ανδρέου, Ιωάννα Ανδρέου

Τμήμα του τείχους της αρχαίας Ίμβρου στο Κάστρο. Βουνά και κοιλάδες σε εναλλαγή φτιάχνουν μια Ίμβρο «παιπαλόεσσα», κυματιστή. Προϊστορικά ευρήματα σε τρεις λόφους αποδεικνύουν ότι οι θέσεις αυτές κατοικήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, από την Πρωτοελλαδική ως και την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο. Τα νεολιθικά εργαλεία όμως που ανέφερε το 1908 ο C. Fredrich φανερώνουν δραστηριότητα σε χρόνους ακόμη πρωιμότερους. Μόνο συστηματικές ανασκαφές θα αποκαλύψουν την ιστορία που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα μυκηναϊκά χρόνια και τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. όταν, αξιοποιώντας τη στρατηγική θέση του νησιού, η πόλη των Αθηνών δημιουργεί αποικία αθηναίων κληρούχων. Οι κληρούχοι, που παρέμεναν αθηναίοι πολίτες, οργάνωσαν τον Δήμο των «Αθηναίων των εν Ίμβρω» κατά τα πρότυπα της αθηναϊκής πολιτείας, ακολούθησαν το αττικό μηνολόγιο, ονόμασαν τον μεγαλύτερο ποταμό του νησιού Ιλισσό και χρησιμοποίησαν αθηναϊκούς τύπους στα νομίσματά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι, το 1419, ο φλωρεντινός περιηγητής Buodelmonti βρήκε να αγοράσει στην Ίμβρο χειρόγραφο του Πλούταρχου. Ούτε ότι αναθηματικές επιγραφές του Δήμου της Ίμβρου βρέθηκαν στην Αγορά των Αθηνών και στο ιερό των Δελφών. Την Ίμβρο θα αποσπάσει από τη μητρόπολή της ο Σεπτίμιος Σεβήρος στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Ο σπουδαιότερος χώρος εγκατάστασης των Αθηναίων ταυτίζεται με το σημερινό Κάστρο. Στα βυζαντινά και τα νεότερα χρόνια το αρχαίο υλικό αξιοποιήθηκε ποικιλότροπα: σαρκοφάγοι έγιναν δεξαμενές για ύδρευση, επιγραφές ενσωματώθηκαν στο δάπεδο εκκλησίας κ.ο.κ. Ενδείξεις για κατοίκηση σε άλλες θέσεις βρέθηκαν τόσο στη βόρεια πεδιάδα όσο και στη νότια ακτή του νησιού. Στο νοτιοδυτικό άκρο της Ίμβρου τοποθετείται η θέση του αρχαίου Ναυλόχου, όπου λέγεται ότι υπήρχε πηγή με μαγικές ιδιότητες. Στην περιοχή Ροξάδο έχουν εντοπιστεί σημαντικά ερείπια που αποδίδονται είτε σε φρουριακή κατασκευή είτε σε τεχνητό φράγμα – δεξαμενή που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της αρχαίας πόλης της Ίμβρου ή του ιερού των Μεγάλων Θεών. Γιατί οι αθηναίοι κληρούχοι μετέφεραν μεν τις θρησκευτικές παραδόσεις της πατρίδας τους αλλά ασπάστηκαν και τις τοπικές προελληνικές λατρείες: του Ερμή ως Ιμβράμου και Ορθάνη, των Μεγάλων Θεών ή Καβείρων, της Κυβέλης, της Ίσιδος και του Διόνυσου, που εδώ λατρευόταν ως χθόνιος. Ερείπια και περιηγητές μας πληροφορούν για τις βυζαντινές θέσεις κατοίκησης στο νησί: Κάστρο, Αρασιά, Παλιόκαστρο, Πύργος Σχοινουδιού. Τον 18ο αιώνα διαμορφώθηκαν τα οικιστικά σύνολα του νησιού όπως διατηρούνται ως σήμερα. Σπουδαίοι τεχνίτες, οι Ίμβριοι χτίζουν χωριά και εκκλησίες χρησιμοποιώντας την ντόπια ηφαιστειογενή πέτρα. Οι εκκλησίες ακολουθούν τον πρώιμο τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με μόνη ιδιομορφία τις εξωτερικές αντηρίδες. Στα πανηγύρια επιβιώνουν πανάρχαιες συνήθειες, όπως η θυσία βοδιών και οι προσφορές στους νεκρούς τον Δεκαπενταύγουστο. Σήμερα, την ώρα που οι παροικίες των Ίμβριων μέσα και έξω από την Ελλάδα ακμάζουν, μαραζωμένο το ελληνικό στοιχείο του νησιού βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο ολοσχερούς αφανισμού.

Μουσείο: Μουσείο Δίου Δημήτριος Παντερμαλής

Η πρώτη μεγάλη αίθουσα του μουσείου Δίου με ευρήματα από τις Θέρμες και το Ιερό της Ίσιδας. Τη δημιουργία του Μουσείου επέβαλαν τα πλούσια ευρήματα από τα ιερά και τις λατρείες του Δίου που αποκαλύφθηκαν στο ιερό κέντρο των αρχαίων Μακεδόνων τη δεκαετία του 70. Στον λατρευτικό χώρο των μεγάλων δημόσιων λουτρών (Θέρμες) βρέθηκε σύνολο αγαλμάτων που εικονίζει τους Ασκληπιάδες. Από το Τέμενος της Ίσιδος ξεχωρίζουν τα λατρευτικά αγάλματα της Υπολιμπιδίας Αφροδίτης και της Ίσιδος Τύχης. Γλυπτά, πήλινα ειδώλια, αγγεία, επιγραφές, κοσμήματα βρέθηκαν στο Ιερό της Δήμητρας, όπου η λατρεία της θεάς ανάγεται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Η έκθεση περιλαμβάνει ευρήματα από τα Ιερά του Ασκληπιού, του Διονύσου και προ παντός του Ολυμπίου Διός, ταφικά μνημεία και κτερίσματα, νομίσματα, κ.ά.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Στο τυπογραφείο βρίσκονται τα Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Αρχαιομετρίας που οργανώθηκε πέρυσι από την Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία

Διαλέξεις - Μαθήματα

Συνεχίστηκαν τους μήνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο 1991 οι διαλέξεις που διοργανώνει η Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία – Για την επιμόρφωση των προπτυχιακών φοιτητών του, το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης διοργανώνει σειρά διαλέξεων Αρχαιομετρίας – Η υπεύθυνη του Χημικού Εργαστηρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου έδωσε σειρά μαθημάτων σε πτυχιούχους Αρχαιολογικού και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών

Βιβλία – Δημοσιεύσεις

C. Renfrew / P. Bahn, Archaeology: Theories, Methods and Practice, Thames & Hudson, London 1991 – D. A. Scott, The Metallography and Microstructure of Ancient and Historic Metals, Getty Conservation Institute & J. Paul Getty Museum, Santa Monica, Ca, 1991 – Y. Liritzis / L. Orphanidis-Georgiadis / N. Efstratiou, «Neolithic Thessaly and the Sporades: Remarks on cultural contacts between Sesklo, Dimini and Aghios Petros based on trace element analysis and archaeological evidence», Oxford Journal of Archaeology 10/3 (1991), σ. 307-313

English summaries: Iconography of the Neolithic and Early Bronze Age. The (deceptive) rarity of the male presence Christine Marangou

The more one stands back from the present, the more difficult it becomes to interpret a long forgotten reality. Time lapses are multiplied due to more recent memories intervening and to the automatisms gained, which unconsciously affect even the most objective researcher of the past. Thus, it is only natural that the works of art, images of this reality, present even more difficulties in their interpretation.If, in theory, the identification of the human figure, whether male or female, should be a relatively easy task, the archaeological material itself does not cease to pose new questions. Indeed, a multitude of human figures from the Neolithic and Early Bronze Age do not reveal their sex, while others, very rare ones, are hermaphrodite or hybrid beings with zoomorphic features. And we are referring only to the more obvious human representations and not to the numerous male and female symbols, which already in the Palaeolithic period have been painted or incised —along with realistic everyday scenes— on cave walls and transportable finds, everywhere in Europe.

Men with diminished power in Aristophanes’ comedies Panayotis Dimakis

It is a commonplace to state that men in classical Greece were, indisputably, the stronger sex. They were supposed to be the lords of their house and family and they alone used to influence the destinies of their city without the help or participation of women. However, even this commonplace, like any other, reveals only a part of the truth.This is easily understandable, if one reads Aristophanes' comedies, which truly mirror the Athenian middle-class society of the fifth century BC. When Dionysios the Younger, tyrant of Syracusae, asked Plato to recommend a work presenting a picture of contemporary Athens, the latter simply sent him a selection of Aristophanes' comedies. Therefore, one is fully justified when choosing these comedies, to study amongst other topics, the status of men in classical Greece.

Man as official and professional in Byzantine society Afendra Moutzali

The position, career and diminishing status of men is closely related to the structure of Byzantine society, which has been radically changing in its thousand years course. However, throughout this long period both institutions and beliefs were more in favour of men than of women. The structure of Byzantine society was clearly a partiarchal one. Within the boundaries of the family,the power of the male leader mirrors his secular authority within the framework of the state. The Byzantine Empire recognized the important role of woman both in the family and in society. She was also granted certain financial and judicial rights along with the potential to exercise some professions, such as that of midwife and codex copyist. Nevertheless, a man in his capacity as an official, a professional or even a eunuch had more going for him compared with a woman, because the institutions, concepts and mentality of the time did not impose any limits to him in regards to his entertainment, education, career and the realization of his personal ambitions.

Models of men in the Greek cinema Tasos Goudelis

The "Semiology of a type of male and female as proposed by one film or by groups of films dominates all other elements of fiction. Furhtermore, it adds to the content of narrative cinema, as a cultural product, through the aesthetic and sociological components of the latter. The basic male type,a constant in the Greek movies of the mid-war period of the 20s and 30s, was a "hybrid", the product of the union of different morals, his bourgeois origin was in the popular pictures and his borrowed "mask" was from American or other stars of the silent cinema.Apart from being naive he created a miserable example without any meaning.Whether he is in films about love, social conflicts,war, the country side, or in comedies,the "jeune premier" of our post-war cinema, the dark, good-looking, reliable young man is omnipresent. He is a petit bourgeois with extreme emotional purity and courtesy for a proper bridegroom, a model of behaviour in a society which is by custom compelled —or deeply desires after its civil-war experiences— to conform. The deceptive differentiation of the "popular", young man, as represented by G. Foundas, perfectly fits this logic. The white or black shirt with the unbuttoned collar and the black trousers, Foundas' typical outfit, gradually becomes the standard costume of similar "heroes" both on screen and in life. The model advertized by the "jeune premier" of the 1950s remains valid throughout the 1960s until new, more demanding fictionsl bring new depths to the psychological portrait of the hero, abolishing the established prototype of the handsome bourgeois in the portrait of the main male character. The Greek cinema of the 1950s and the early 1960s signifies for many of us primarily comedy played by the unique actors of this genre. The comedy of that period managed to become extremely popular to a broad spectrum of the public, which recognized itself in the everyday "idiom" of its great but ordinary-looking actors. In the mid-1960s and next to the "old" cinema that continues to produce male "idols" —usually with a perfect Greek profile, appropriate for being exported abroad— heroes with more realistic features appear, who, nevertheless lack individuality as they also mirror the trivial needs of contemporary society. Finally, modern Greek cinema proposes an absolutely "open", flexible male model, which can seriously be identified with its film directors themselves.

Affinity and love in folk song Eleftherios N. Economou

This article deals with the evolution of male identity in Greek society by comparing the work and appearance of Stelios Kazantzidis and Tolis Voskopoulos, two especially popular folk singers. The study is based on analysing the different way the two men perceive love. While Kazantzidis thinks of love only within the framework of traditional marriage, Voskopoulos looks at it through the eyes of a lover independent of any such social relationship. As a result, in spite of the points in common and affinity between these artists, two altogether different male ideals clearly appear in their songs, connected to each other in spite of their divergent social orientation and mode of singing.

Transvestism and the carnival M. Iosifidou

Apokries (the Carnival) marks the reversal or breakdown of social boundaries. Authority is ridiculed. People are no longer who they seem to be. In fact, they are not definable even by gender. The presence of the Arapadhes (The Blacks), the masked faces in the evening, the unusually high activity at night and its associated sense of danger also indicates a reversal of norms. The blatant sexual jokes and satirizing of sexual taboos and the danger sensed by women when walking alone at night "on such days" reflects a sense of uncontrolled sexuality — a time when order gives way to social license. A major aspect of this ritualised social chaos is the masquerading of men dressed as women and women as men. These acts of transvestism are not psychological or cultural maladjustments, but rather means whereby expressions of power and authority are voiced. Men take on the role of the fertile woman, by appropriating her socially recognised power to reproduce. Yet, in so doing their ultimate inability to reproduce is marked. It is perhaps then that the contradiction between the recognised power of female reproduction and the subordinate position of women lead ultimately to the comedy and the buffooning of the transvestite men. Carnival as remembered by the elderly is a time of danger and laughter. It is a time of social chaos, of excess before the fast of Lent and the reestablishment of a brighter and cleaner social order with Easter. But Carnival may also create a context within which groups can express their dissatisfactions and their dissent. It may be a time when social boundaries are tested, pushed to their limits. Such I feel is the Apokria parade of the women in town. Dressed as men, these women appropriate male public status through the arrogation of male dress and confine their menfolk, in word if not in deed, to home and the caretaking of children. With the end of Apokries ends their dress and also social appropriation of male identity, but not without the lasting sense that women, too, now have "personalities", they are more and more participating in public acts of display, and they are increasingly finding their own public voice. Thus, transvestism, is not one act but many. It is part of a social as well as a personal statement. And even within the single ritual context of Apokries it can at different moments in time and under different social circumstances express different social and personal desires and demands.

Displays of masculinity in mountainous Crete Michael Herzfeld

One can only wonder whether or not the displays of masculinity in everyday behaviour are a conscious resistance to the rapidly accelerating standardization of traditions. Showing off stands perhaps one step before complete assimilation. Some mountainous villages in Crete can be seen as a case study. The inhabitants of these villages have already been organizing "Cretan dances"and "Cretan feasts" for tourists. Needless to say such a false attitude can affect the villagers' everyday behaviour , and in the long run spoil their very nature. Day after day, these mountain people are exposed to strong currents of new and alien influences and demands. Are they then being submissive through their attitudes to folklore or are they proving to be extraordinarily able in adjusting themselves to the demands of the moment, as we have reasons to believe? This phenomenon can likewise be compared with the most traditional public displays of masculinity, the only important difference being that the role of women has now infiltrated public activities and has become an indispensable part of the local culture. Is it then a " poetry "of tourism that we are dealing with? The term can be justified given the fact that the inhabitants themselves consider that through this adjustment to circumstance they are grasping opportunity from the very teeth of the commercial shark, as, even today, they snatch laughter from death, a quibble from the clumsy verse of the antagonist, the fiance from the house of her strict father, and the best lamb from the worthy opponent, only to offer it later in a meal to the unsuspected representatives of the Law, while the latter are enjoying the best possible hospitality in the home of the wanted perpetrators, which is also home to the Law.

Social sex, homosociality, sex Kostas Giannakopoulos

Public activities in "traditional" Mediterranean societies were organized on the basis of interpersonal relationships between men. The intense emotion and the close physical contact between men have led many Western scholars to the conclusion that these relationships are homosexual . For a better understanding of these relations we think it necessary that one take into consideration the meaning each society has placed upon the terms sexual / sexuality, emotions/frendship, masculinity /femininity as well as the manner in which the above phenomena are expressed in the overall social and financial structure of each society.Bearing this in mind we can approach Greek "traditional" society, a society both heterosexual and homosocial. Heterosexual, because all sexuality is confined to the relationship between males and females, that is, between the sovereignty of men and the submission of women. The fear of feminization and the display of virility do not only lead to the submission of women to men as a prevailing symbol of sexuality. It also eatablishes the relations between men within the framework of homosociality and defines its limits.

The sacrificial victim. Natural law as divine law Nikos Xenios

The study of Sacrifice both as a social practice, religious mystery and political allegory leads us to the conclusion that each group of people, social entity and organized society has employed and used Sacrifice in its attempt and pursuit to approach the Divine or to complete human Nature. This act is man's willing effort of reconciliation with the physical and metaphysical framework, defined by each civilization for its people. Undoubtedly, the subject is vast and a brief examination can only superficially offer the study of classical authors, the research of political philosophy, the conclusions of Social Anthropology and the understanding of political violence and ecological destruction. It is true that theory precedes action and if one is to make ethical evaluations one should first consider thoroughly the motives, philosophical environment, scientific completeness and the degree of consciousness and responsibility for every sacrifice. Does the need to return to the origins of human civilization and to reevaluate the ideals of our time have to take into consideration the existence of teleology in social conditions? Is Euripides today surprisingly relevant? Finally, is our effort to investigate the true essence of all things and the principles of Justice inevitably opposed to the vengefulness of an older, more mighty and invisible natural power?

Bull sacrifice and funerary rites at Aghridia on the island of Imbros Eleni Psychogiou

Despite the fierce persecutions against the Greek population of the island, that naturally has caused its diminishing, many rites, religious and other ,still survive that derive from the Hellenic and Prehellenic antiquity. Among other customs is the sacrifice of bulls on the 15th of August at Aghridia and the" necrodeipnon", that is the visit to the cemetery on that same day, which is accompanied by food offerings to the dead and the living having their meals on the tombs. This article not only includes a description of the specific customs, as they were performed in August 1990, but also underlines the particular features indicative of the continuous cultural presence of Hellenism on the island of Imbros.

Imbros in antiquity Elias Andreou, Ioanna Andreou

Throughout the centuries Imbros has born true witness to its history and Greek character, through none other than the remains of works of art, left behind by all those who had inhabited the island from the prehistoric period down to the present day. In spite of the deterioration of the natural environment in recent years, almost all Imbro's settlements and primarily the composition of its population, its antiquities and monuments continue to speak for themselves. Building foundations, stone tools and pottery sherds prove the existence of prehistoric settlements on the south coast and the Megalos Potamos plain since the Neolithic period. These finds as well as relevant references in the Homeric poems confirm the ever important role Imbros played in sea travel to Thrace, the Hellespont and the Black Sea. The existence of a fortified settlement as well as other inhabited groups, cemeteries, sanctuaries. harbours, hydraulic and various other installations —on the fertile northern plain and in other locations of the island— dating from the classical, Hellenistic and Roman age verify all the information of ancient authors. The epigraphic evidence reveals that the Athenian immigrants brought to the island the political organization of the Attic demos and their religious traditions, although they embodied in the latter the local popular deities and rituals. Furthermore, the same sources manifest the contacts of Imbrians with other lands and also the settlement of families from the insular and mainland Greece on the island.They also make clear that in the second century AD the inhabitants of Imbros in spite of Roman rule, continued to retain the Athenian model of organization and to keep their ethnic names, as declarative of their origin. The century old name of the island, the pure Hellenic population element and the civilization of Imbros have been perpetuated throughout the Early Christian and Byzantine period and the Turkish occupation and have survived until today. Unfortunately, even the near future of the Hellenic character and civilization of the island seems most uncertain since its destruction is pursued. This harsh fact must motivate, as soon as possible, not only the Imbrians and the Greeks but also every intellectual and scientist all over the world and, most importantly, all those who decide on the destinies of lands and people of Earth , to come to the rescue of Imbros.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Κοροπλαστική (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Βοιωτικό ειδώλιο του 8ου αι. π.Χ. Βοστώνη, Museum of Fine Arts. Γεωμετρική και δαιδαλική περίοδος (περ. 900-550 π.Χ.): Ίπποι, ιππείς και πτηνά είναι οι δημοφιλέστεροι τύποι των γεωμετρικών και υπογεωμετρικών ειδωλίων. Ιδιόρρυθμος είναι ο τύπος των ειδωλίων της Βοιωτίας, εντυπωσιακά είναι τα μεγάλα πήλινα προσωπεία (Γοργόνων;) από την Τίρυνθα. Από τα πήλινα ειδώλια του δαιδαλικού ρυθμού, ξεχωρίζουν η «πότνια θηρών» και τα μυθολογικά συμπλέγματα. Στην αρχαϊκή περίοδο (περ. 550-475 π.Χ.), τα ειδώλια αποδίδουν κυρίως γυναικείες μορφές, όρθιες ή καθιστές, σε στάση συγκρατημένη. Τέτοιες μορφές χρησιμεύουν και ως υδρίες. Βρέθηκαν επίσης μεγάλες προτομές γυναικείων θεοτήτων, μυθικές μορφές, ζώα και πλαγγόνες, κομψά γοργόνεια και προσωπεία. Ιδιαίτερα είναι τα ύστερα αρχαϊκά αγαλμάτια ή συμπλέγματα από τη Βοιωτία, που απεικονίζουν καθημερινές ή επαγγελματικές ασχολίες.

Τεύχος 89, Δεκέμβριος 2003 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Πολ Ζαμό: Στην Ελλάδα με τον Χαράλαμπο Ευγενίδη (1914). Ένας ταξιδιωτικός “αντι-οδηγός” στην Ελλάδα του 20ου αιώνα Sophie Basch

Σιλλουρόκαμπος (Παρεκκλησιά). Οι πρώτοι αγρότες της Κύπρου Jean Guilaine

Η αρχαιολογική παιδεία των αρχιτεκτόνων στη σύγχρονη Ελλάδα Francois Loyer

Η παραγωγή μεταξιού στο Σουφλί. Συμβολή στην ελληνική βιομηχανική αρχαιολογία Marie-Laure Portal

Βιομηχανική αρχαιολογία και κληρονομιά: επικοινωνίες και εντάσεις Χριστίνα Αγριαντώνη

Ιστοριογραφία της Αρχαιολογίας. Νεότεροι χρόνοι Ν. Ε. Καραπιδάκης

Η “ανακάλυψη” των αρχείων τον 19ο αιώνα – Οι συναφείς επιστήμες Ν. Ε. Καραπιδάκης

Η ιστοριογραφία και η βιομηχανική αρχαιολογία Ασπασία Λούβη-Κίζη

Η αναγέννηση του γοτθικού και οι απαρχές της μεσαιωνικής αρχαιολογίας στον 19ο αιώνα Ρίκα Μπενβενίστε

Ελληνομάθεια, αρχαιογνωσία και εθνική κληρονομιά. Το ελληνικό προεπαναστατικό ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες Γιώργος Τόλιας

Άλλα θέματα: Νερό, “Ύδωρ”. Οι χρήσεις του στην αρχαιότητα και τον πρώιμο ελληνικό Μεσαίωνα Κώστας Μαντάς

Οι προϊστορικές έρευνες στην Ημαθία. Οι ανασκαμμένοι οικισμοί (Β΄Μέρος) Νίκος Μερούσης, Λιάνα Στεφανή

Παλαιοδιατροφή: Τα σταθερά ισότοπα και η αρχαιολογία Ευφροσύνη Βήκα, Mike Richards

Η περίφημη αρχαία πορφύρα της Ερμιόνης και η τεχνολογία της Σταύρος Πρωτοπαπάς, Βασίλης Γκάτσος

Αποτυπώσεις αρχαιολογικών χώρων και ανασκαφών με χρήση τηλεκατευθυνόμενου ελικοπτέρου Δημήτρης Σκαρλάτος, Σοφία Θεοδωρίδου

Η συντήρηση της φορητής εικόνας της Παναγίας Γλυκοφιλούσας του Φώτη Κόντογλου Κωνσταντίνος Στουπάθης

Παραδοσιακές και σύγχρονες μέθοδοι για τη λύση του προβλήματος της ταύτισης θραυσμάτων Αθανάσιος Βέλιος, Alan Cummings, John Harrison

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους Άννα Μπανάκα-Δημάκη

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 15/2 (2002) Σοφία Αντωνιάδου

Διεθνές συνέδριο: Η Αρχαιομεταλλουργία στην Ευρώπη, Μιλάνο, 24-26 Σεπτεμβρίου 2003 Γιώργος Βαρουφάκης

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, επιστολές, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Πληροφορική: Πηγές για τη διδασκαλία της Αρχαιολογίας στο Διαδίκτυο (4) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

English summaries: The historiography of archaeology in modern times N.E. Karapidakis

To Greek intellectuals of the 19th century a return to antiquity seemed to be a good way of being accepted by their European counterparts. Architecture and archaeology were very much connected to each other. With the advance of the 19th century, European nations began to search for a story to go with their medieval origins. Monuments, being of course archaeological evidence, became of primary interest. The archaeological concept of a Material Life introduced a tendency among archaeologists to study the background against which such monuments originally stood. The general term “Industrial Archaeology” introduced the study of material life by economic historians, ethnologists and anthropologists, while it expanded archaeological thought.

Hellenism, Antiquarianism and National Legacy: Greek Antiquities Before the War of Independence Giorgos Tolias

The turn of the Greek intelligentsia and the educated social elite to antiquities takes place in the last decades before the War of Independence: archaeological collections are created, the antiquarian editions become more frequent, the Press dedicates more and more space to antiquarian and archaeological subjects in the section "Archaeology". At the same time the reaction against the Greek participation in the trafficking of antiquities is piling up. The turn to antiquities is the impact of the local philological traditions, which is inspired by the excessive archaeological interest of the foreigners. The intelligentsia understands the political and symbolic value of the ancient monuments, which is internationally recognized as national legacy. The scattered and omnipresent antiquities are the material tokens of national excellence, by far more direct than the philological heritage, which verify and confirm both continuation and sequence.

The Archaeological Background of Architects in Modern Greece François Loyer

The contribution of architects to archaeology is especially important, although their relation to this science is ambivalent and occasionally conflicting. Since the beginning of the nineteenth century architectural drawing has been used for imprinting and representing the archaeological remnants, thus contributing to their more thorough knowledge. However, the product of this pro¬cedure not only functioned as a precise documentation, but it also recorded the tendencies and problematic of each period. For example, the linear drawing of neo¬classical archaeologists emphasized the decorative ele¬ments and the side views, whereas in the second third of the nineteenth century stress was given to the poly-chromy of decoration. In the same period, however, the romantic idealism of Leo von Klenze was succeeded by the more realistic and adjusted to the demands of the time approach of Florimond Boulanger or of Lyssandros Kaftantzoglou, which annoyed the fanatic lovers of classic. In edifices like Zappeion, the Polytechnical School, the Parliament or the church of Hagios Konstantinos a broad variety of influences from other historical periods is present, the result of a typological eclecticism. In the middle of the nineteenth century, when architecture appeared less magnificent but open and inclined to international exchanges, foreign archaeologists in Athens became the teachers of the new generation of architects. The dialogue of architecture with archaeology was not interrupted in the twentieth century, in spite of the appearance of modernism, although temporary rifts did occur. Architecture continued to refer to the past, its reference, however, to classic antiquity became less and less persuasive. Archeology, an autonomous science by then, changed and advanced in the field of the ethnology of folk art and tradition, while its contemporary architectural production continued to be identified and to mingle with it.

Paul Jamot: In Greece with Charalambos Eugenidis (1914). A Traveler’s Anti-guide in Twentieth-century Greece Sophie Basch

In the end of the nineteenth century the French traveler had many references in his disposal, if he planed to visit Greece, where the archaeological excavations were constantly multiplied and whose people had disillusioned the philhellenes and was ridiculed by Armand Abu, who in 1854 in his play Grèce contemporaine had masqueraded the descendants of Pericles as Punch. How the glamour of this demoted Olympus, that is contemporary Greece, could be restored, when Athens, its capital, could not rival the glory of the past more than its contemporary metropolises. Not to mention the great men of the country, who, in the eventful political life of the small kingdom, separating Greeks in "purists" and followers of the vernacular, remained rather obscure, and thus we continue to ignore their achievements. Therefore, what was left were the archaeological ruins and the live ruins, the Greek people, politely been characterized as "degenerated", whose "revival" was considered as rather impossible. To oppose this unrealistic picture of Greece, which was limited to a capital, caricature of the country, and to some heroic remnants, Paul Jamot published in 1914 a book entitled En Grèce, avec Charalambos Eugénidis. His approach to the Greek reality made this work a traveler's anti-guide. The de-dramatization Jamot made can only function, if we renounce heroization and the naive, linear history of a Greece, which we review as a gallery full of great and glorious men, from the heroes of antiquity to the illustrious personalities of the Greek War of Independence. His narration, based on his guide, Charalambos Eugenidis, a reliable and folk mentor, whose presence is more emotive than active as he adds tone and color to the atmosphere, pictures Greece in its human climax. A climax lost until then in the reference to statues or in the bold, mainly decorative, sketching of the country, which stressed the pathetic local reality and demonstrated the degeneration of Greek people. This human climax was the real expression of Greece, as Le Corbusier wrote a few years later.

The Discovery of Archives in the Nineteenth Century. The Interrelated Sciences Nikos E. Karapidakis

The great upheavals effected by the French Revolution and the Napoleonic Wars led many young people in the early nineteenth century to redefine their relation to the past, without, however, to part from the vested values of the Enlightenment. The return to the past and the study of the history of mankind became identical. This redefinition led to the institution of special schools for the education of those able to understand the records of the past. The integration of various archival services, the accumulation of records confiscated from the Napoleon's army, as well as the archival methods applied, led to the revision of many rules and to reevaluation of modes of managing the archival material existing in various European countries before the French Revolution. Thus, in combination with the specialized schools, the science of Archives was gradually created, as a separate sector dealing exclusively with the management of archives. The reevaluation of the past went hand in hand with the romantic ideas concerning the notion of a nation and its history. The historical sciences that were developed throughout the nineteenth century were so organized as to promote the national history and the European nations. The classical philology, a field in which Germany prevailed in the beginning of the nineteenth century, supported the studies relevant to the medieval records, as well as the publishing practices, a route that France also followed, after having completed its own independent course. Other countries then succeed, like Britain, Italy and Greece.  

The Gothic Revival and the Origins of Medieval Archaeology in the Nineteenth Century Rika Benveniste

The nineteenth century is of special interest, not only for its intellectual and ideological movement that accompanied the emerging admiration for the medieval past and its monuments, mainly churches and castles, but also for the institutions and personalities that created the framework for the cultivation of historical studies and medieval archaeology. The "Gothic revival" did not find one and only expression, as the examples of England and France prove. In England, already since the middle of the eighteenth century, the "rediscovery" of the Middle Ages is present in the interest of bourgeoisie and aristocracy in the "Gothic" forms of furniture, decoration and the restoration of medieval castles. Scholars and architects supported the idea that both the way of life and the art of the Middle Ages were superior to those of their time. Therefore, they should become examples for imitation, so that the contemporary architects could reach the structural clarity and the high technical level, prevalent in medieval architecture. In France, Eugène Viollet-le-Duc was the leading figure in the Committee of Historical Monuments and its policy for their restoration. According to his theory, "the restoration of a monument does not simply mean its repair or reconstruction, but its reinstatement in a full, complete form, even if it had never existed". His pursuit was to discover the original logic of the builders of cathedrals, which could be achieved by removing the later additions, stressing the features that should had prevailed in the building and even completing in full the form of the edifice. Most of his contemporaries seem to have favored such a restoration of monuments. However, there were others who severely criticized these notions and practices, denouncing the homogeneity of forms and the modern inventions. Both became the symbol of the archaeological movement of the time and owed a lot, in France at least, to Viollet-le-Duc's work and talent. It was in the same period in England that John Ruscin was fiercely arguing that the restoration of a building could lead to its absolute destruction. The medieval "critical archaeology" flourished in the intellectual milieu of the late nineteenth century, when the reaction to any restoration project was strong. Its objective was the description and dating of monuments, the excavations that bring to light the substructures and layers of successive churches and towers, the research projects regarding entire areas and the monographs on specific buildings. In the nineteenth century the remains of the Old Regime, towers and cathedrals, archives and works of art, gained a new identity and became the emblems of a new national myth. In the climate of Romanticism, by exploiting the literature of the past and the principles of positivism, the "Gothic revival' revitalized the archaeology of the Middle Ages.

Industrial Archaeology and Heritage: Communication and Conflict Christina Agriantoni

Industrial archaeology is a new discipline and at the same time a new practice in the field of the protection of cultural heritage. This duality in its character is due to the conditions that affected its creation in time and place: it was in England of 1950’s, when the country had been swept by a huge wave of de-industrialization, that the scientific interest in industrial ruins coincided with the social demand for preserving the nations’ resources, know-how and local identities. Industrial archaeology, by adopting concepts from the relevant sciences, as well as from the field of the protection of monuments, contributed to the broadening of these concepts and to the introduction of new ones. It also played a decisive role in the deposition of the notion of monument and in the enrichment of the concept of heritage. It also favored the creation of a new kind of museums, the eco-museums, and, instead of studying the technical achievement, it chose to consider the entire environment of productive activities. However, a conflict was created from the beginning between the scientific and the preservation issues as regards both the specifications of the scientific field and the character of the interventions in the relics of industrial heritage. In Greece, the study and documentation of industrial archaeology started in the 1980’s, while quite many initiatives have been taken for its promotion. Nevertheless, the recent industrial past of the country does not seem to have been appreciated properly, and as a result the material remains of this past are approached and treated with inconsistency.

Historiography and Industrial Archaeology Aspasia Louvi-Kizi

The historiography of Greek industrial archaeology is poor, mainly because of the relatively recent interest in this specific subject. Therefore, the relevant studies represent until now especially remarkable but isolated efforts, since they do not belong to the framework of a cultural policy with clearly set objectives. The adoption of West European models is not easily applicable, not only because the issues regarding general principles have not been resolved even there, but also because the differences existing in Greek reality play a determinant role. In the last twenty years, however, not only the scientific society, but also the broader public have become sensitive and active in this direction. In addition, the new archaeological low has taken the first step for the planning of an explicit cultural policy in this field. In this institutional framework all the bodies involved in industrial archaeology have to coordinate their efforts and to be aware of the self-generating difficulties of this subject, which are due to: a) the ephemeral character of buildings and structures, b) the high degree of desolation, c) the often vast area occupied by the built complexes and the respectively important economic interests in future investments there, d) the architectural peculiarities of the buildings, e) the problems created by the mechanical equipment. It is, thus, concluded that the reuse of the building-shell undoubtedly conserves the historical landscape, but not the industrial heritage. On the other hand, the advancing technology does not allow the same or similar use of industrial complexes, The few buildings that have been restored to be used as museums are the only exception. For all the rest, the first step to be taken for their preservation as monuments of our industrial legacy is their systematic documentation and thorough study. This task requires the cooperation of many specialties, which in coordination with the state, will lead to the creation of a historiography, valuable for the preservation of industrial heritage.  

The Silk Production in Soufli: A Contribution to the Greek Industrial Archaeology Marie-Laure Portal

The silk worm-breeding town of Soufli in Thrace is of great interest for the Greek industrial archaeological studies for many reasons. Therefore, its economic influ¬ence on Greek silk production at the turn of the twentieth century, the concentration on that place of all productive phases -from the mulberry tree culture to the products sale-, as well as the preservation of buildings and equipment would entirely justify a relevant monograph. For this purpose, in addition to vestiges and to some archive material, unfortunately incomplete for the Tzivre enterprise, the researcher could also use pho¬tographs showing the industrious life of the inhabitants. This article attempts to demonstrate the interest the site presents and the promising future of the young Greek industrial archaeology through two kinds of seri-cultural equipment, the property patrimony devoted to sericulture and the furniture and productive tools. Indeed, in addition to the complete demolishing of the existing buildings and the documentation of their history, the study would determine the specific contribution of each type of tool and property devices to the quality of products. For example, regarding the assignment of the Prussian specialist masons to build a silk worm-breeding factory, it would be necessary to determine the building arrangements targeting to optimize the worm environment and therefore the cocoon quality. This approach can be transposed to furniture and tools, despite any focal particularities and difficulties. Furthermore, the Soufli study would improve the factors which concern the choice of species and the kinds of culture used by professionals for improving the cocoon quality, if it could include an analysis of worm egg production and of mulberry tree farming. In the future monograph on the Soufli equipment, the definition of elements significant for silk production - architectural improvisations specific to sericulture, parts of tools necessary for getting such or such thread quality - would allow us to make comparisons, both historical (chronological and geographical) and qualitative (comparison with other Greek fibers).

Sillourokambos (Parekklessia): The First Peasants of Cyprus Jean Guilaine

In less than ten years, owing to the excavations at Sillourokambos (Parekklessia) that is located on southern Cyprus, our knowledge of the settlement of the first farming and cattle-raising communities on the island has made an impressive progress. These excavations have also brought to the fore the issue of dating the domestication of various species of flora and fauna of the mainland of Cyprus. All started in the end of the 1980s, when the antiquaries working at the coastal area of Amathounta, the ancient capital of a Cypriot «kingdom», decided to draw the archaeological map of the district, in order to get a better idea of the relations between the city and its rural surrounding. This project not only enabled the precise location of the earlier layers of inhabitation, but it also proved the existence of a great number of Neolithic settlements in this region, east of Limassol. Thus, an especially thorough synopsis of all the prehistoric records was possible to be worked out. Afterwards, research started in the more extended archaeological site at Sillourokarnbos, a fortress of around 20 square meters in extent, which was built five kilometers far from the coast on a small plateau between two valleys. Originally the objective was the continuation of strata to be proved, but then this effort led to the re-classification and dating of the abundant archaeological material, coming from the archaeological site and from the nu¬merous nearby settlements.

The Prehistoric Research in Emathia: The Excavated Settlements (Second Part) Nikos Meroussis, Liana Stephani

The results of the excavations in four prehistoric settlements in Emathia are presented in this second part of the article.The settlement of Nea Nikomedeia is a small tumulus, inhabited during the Early and Late Neolithic. During three excavational periods the excavator, R. Rodden, discovered a small section of the settlement that was inhabited by approximately 600 people and was consisted from about 100 buildings during the Early Neolithic. The three habitation horizons of the settlement had a close sequence the one with the other. The post-holed dwellings were made of tree trunks, branches and mortar. One distinct among them, due to its size and finds, has been considered by the excavator to be a sanctuary. The excavation of the settlement at Polyplatanos commenced in 1977. It is a low and extensive tumulus that was inhabited during the middle of the fifth millennium B.C. The ruined houses on the top of the tumulus have been constructed with tree trunks, branches and mortar. The most characteristic find of the settlement is a number of vessels, decorated according to the various styles current in this period in Thessaly and Macedonia. The archaeological site of Kallipetra, on Mount Vermion, was located during the construction works of Egnatia. The area has continuously been inhabited from the Neolithic to the Hellenistic era. During the Neolithic the settlement seems to occupy a very small area, while during the Bronze Age is obvious that it has been expanded and developed. However, the continuous habitation has seriously damaged the prehistoric inhabitation strata of the district. The settlement at Angelochori is a modest tumulus with steep slopes. The excavation brought to light two main habitation phases, dating from the Late Bronze Age. It is obvious that a mound, at least four meters high, enclosed the settlement that was built with mortar, useless building material, wood and shards. The earthenware from Angelochori includes a great variety of decorated mat-painted and incised vases as well as huge storage pots.  

Water: Its Use in Antiquity and in the Early Greek Middle Ages Kostas Mantas

The objective of the present article is to investigate the use of water during the Hellenistic and Roman period. Special attention and emphasis was given to the sufficient water supply of cities, sanctuaries, water mills, baths, as well as to the construction of flood controls and to the survival of the practices of water benefaction, in relation to the management of water resources during the Late antiquity.

Paleonutrition: Stable Isotopes and Archaeology Euphrosyni Vika, Mike Richards

Nutrition represents a basic problematic of the archaeological thought. By studying the nutritious behavior, we can reach some conclusions on the function of society, the division of labor between sexes, the relation of religious rituals to food (offering, consumption, restriction). Besides covering the needs of survival, nutrition is also determined by the various preferences generated by society and civilization. In the research process of nutrition, the analysis of the stable isotopes of carbon and nitrogen of the bones collagen is based on the principle that the collagen rate corresponds to the rate of the nutrition goods consumed plus a percentage of concentration. More specifically, the percentage of carbon (δ13C) indicates if the protein derives from sea or land (fish or meat) and also if plants, like corn, with C4 way of photosynthesis have been consumed. Whereas the percentage of nitrogen (δ15N) shows if the protein is vegetable or animal, the bone collagen is used in archaeology, since it is the only organic substance that is preserved in satisfactory for analysis levels. The present article deals with Kalamaki, a Bronze Age cemetery in the area of Achaia. Although the condition of the bones preserved there is very bad, the analysis shows a generally uniform nutrition, with meat, dairy products and cereals as protein source. The absence of fish from this nutrition has to be studied, in order the conditions that affected its consumption to be established.

The famous ancient purple of Hermione and its technology Stavros Protopapas, Vassilis Gatsos

Purple, the so-called royal dye, was the most beautiful and expensive dye in antiquity. It was known in Minoan Crete and on the Aegean islands and because of its importance it has been thoroughly described by almost all writers of the time. Here, in this article we have concentrated on the famous purple of Hermione which for over 1000 years was the most prized in the East. First the technology of the times is described and then we go on to examine the dye chemically, phasmatoscopically and macroscopically. Purple dye came from the shell murex of the district. Purple gave to the fabrics of the time an impressive and peculiar violet hue, similar to that of an amethyst. The colour difference between Hermione purple and its rival Tyros purple is also recorded in this article. These were the two prevalent royal purple dyes in Mediterranean countries. The Hermionian purple was found at Susa by Alexander the Great and described by Plutarch.

Traditional and Modern Methods for Solving the Problem of Fragmentation Athanasios Velios, Alan Cummings, John Harrison

By the term “fragmentation” we mean the identification of the original position of a fragment in relation to the object or building to which it belongs, as well as the selection of the adjacent fragments in order to be put together to a unit. The fragmentation is traditionally approached on the basis of the ability of the human brain to combine fractured surfaces and characteristic decorative elements. The traditional techniques, however, are time consuming and require special equipment if, in particular, the relevant objects are bulky or heavy. Some scholars have proposed the use of computers for solving the problem of fragmentation, however, a practical solution applicable to a wide variety of objects has not been set forth as yet. The methodology proposed here is based on the creation of three-dimensional digital models of fragments and their analysis on the principles of Riemannian geometry and Mahalanobis distance. These models are segmented in fractured and decorative surfaces. The data concerning the object derive from decoration and from the available archaeological knowledge, while the fractured surfaces are numerically characterized and identified on the basis of their topography. The combination of the aforementioned parameters decreases the possible associations of fragments considerably and contributes to the faster solution of fragmentation, without endangering, at the same time, the actual objects.  

The marking out of archaeological sites and excavations with the use of a guided helicopter Dimitris Skarlatos, Sophia Theodoridou

This article introduces the application of digital photogrammetry with the use of a radio-controlled helicopter for a faster and more precise marking out of archaeological sites and excavations. Minimisation of the stay on the archaeological site, precision and reduced cost are the main advantages of the method. Photographs as a medium provide promptitude, ease and quality of recorded information, this is what makes it a handy instrument for the documentation of each stage of an excavation. Photogrammetry has a clear advantage over all methods, when the stay on the site is minimal, when it is not sure whether the measurings will actually be needed and it is not yet known which are details that are needed to be recorded.

The Restoration of Photis Kontoglou’s Panaghia Glykophilousa Konstantinos Stoupathis

There are quite a few works of art both in Greek and Western hagiography, which have been damaged not only by the usual environmental factors, like humidity, but also by malign human intervention, such as inappropriate restoration. This article deals with the restoration of the portable icon of Panaghia Glykophylousa, painted by Photis Kontoglou. The restoration of the work was quite problematic: the wood panel of the icon was swollen, owing to the humidity of the environment, and maltreated, when it was attempted to reaffix the two sections of the painting on a new wooden surface. The edge of the icon was over-painted, and when this later layer of painting was removed in the course of restoration, it was revealed that the new wooden panel had been covered with a plasticized canvas, before the original painting was transferred on it. The painted surface was covered in the past with a probably synthetic varnish, insoluble to mild organic dissolvers. For this reason the sections of underpainting and painting were fixed and the painting surface was cleaned mechanically. The reconstruction of the painting sections was done by stages for the best completion of the lost painting, Needless to say, that special care was taken for the preventive preservation of the icon.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Η θεά Γη και τα παιδιά της Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 17, Νοέμβριος 1985 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Τα ελληνικά τετράδια σχεδίων του αρχιτέκτονα Χριστιανού Χάνσεν Ida Haugsted

Χ. Χάνσεν, Ζωγραφισμένο τούρκικο σπίτι στη Χαλκίδα. Ακουαρέλα. Ο Χριστιανός Χάνσεν (1803-1883) γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη. Στην Αθήνα έζησε από το 1833 ως το 1850. Προικισμένος και δραστήριος, ο Χάνσεν κτίζει το Νομισματοκοπείο (1835) και συμμετέχει στις εργασίες αναστήλωσης στην Ακρόπολη που περιλαμβάνουν και την ανόρθωση του ναού της Απτέρου Νίκης (1835-1837). Σε αυτόν οφείλονται η Καθολική εκκλησία του Αγίου Παύλου στον Πειραιά (1836), τα κτίρια του Πανεπιστημίου Αθηνών (1839), η Αγγλικανική εκκλησία και πολλές ιδιωτικές κατοικίες. Το 1840 κτίζει λιμενικά κτίρια στο Καλαμάκι. Το 1850 αναχωρεί από την Ελλάδα. Τα πρώτα του ελληνικά σχέδια έγιναν στο ταξίδι προς την Αθήνα και αποτυπώνουν όψεις της Πάτρας, του Άργους, της Αίγινας. Πολλά από τα σκίτσα των τετραδίων του αναπαριστούν τοπογραφικές απόψεις της Αθήνας, κυρίως από τη δεκαετία του 1830. Στην Αθήνα ζούσαν τότε μόνο 600 κάτοικοι, «λίγα μόνο σπίτια είχαν στέγη και οι δρόμοι χάνονταν στα χαλάσματα αφού τα πάντα είχαν σωριαστεί σε απίστευτη σύγχυση. [Μια] εντελώς ρημαγμένη πόλη με τα ερείπια να ξεπετάγονται παντού». Αυτή ήταν η πρώτη του εντύπωση. Από εκδρομές στα περίχωρα της Αθήνας σχεδίασε βυζαντινές εκκλησίες στην Καισαριανή και την ευρύτερη περιοχή του Υμηττού, όπως τον Άγιο Ιωάννη τον Κυνηγό του 12ου αιώνα. Από τον Πειραιά αποτυπώθηκε σε σκίτσο η είσοδος της μονής του Αγίου Σπυρίδωνα, σήμερα κατεδαφισμένη, και άποψη του πρωτόγονου λιμανιού. Ένα από τα τετράδια σχεδίων του το χρησιμοποίησε ο Χάνσεν στη Χαλκίδα αποτυπώνοντας την τουρκική αρχιτεκτονική της. Το ταξίδι του στην Κύθνο δημιούργησε σειρά 18 σχεδίων, ενώ λίγα είναι τα σχέδια από την Τήνο, την Πάρο, τη Νάξο και τη Σαντορίνη.

Άλλα θέματα: Στοιχεία λιθοτεχνίας της Κάτω Παλαιολιθικής Εποχής της Νέας Αρτάκης Ευβοίας Εύη Σαραντέα-Mίχα, Surrendra-Kumar Mishra

Χειροπέλεκυς από πυριτόλιθο. Ύστερη περίοδος της Κάτω Παλαιολιθικής εποχής Νέας Αρτάκης, Εύβοια. Πλάι στις πλούσιες πηγές πυριτόλιθου της Νέας Αρτάκης ανακαλύφθηκε ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός πέτρινων εργαλείων από την Παλαιολιθική, τη Μεσολιθική και τη Νεολιθική εποχή. Συλλέχθηκαν 307 εργαλεία που ταξινομήθηκαν με βάση τα τυποτεχνολογικά τους δεδομένα. Η μία ομάδα ανήκει στην Πρώιμη και η άλλη στην Ύστερη Κάτω Παλαιολιθική εποχή της Νέας Αρτάκης. Περιλαμβάνονται 24 χειροπελέκεις, 2 αξίνες, 12 δίπλευροι λιανιστές, 10 κοπανιστήρια-κόφτες, 7 δίπλευρα τσεκούρια και 16 ξέστρα. Για τη λάξευση των εργαλείων αυτής της περιόδου χρησιμοποιείται η τεχνική της άμεσης κρούσης, της εξαντλητικής αποφολίδωσης με άμεση κρούση, η κανονική δευτερογενής επεξεργασία, η τεχνική του κυλινδρικού σφυριού, η τεχνική λεβαλουά και, ελάχιστα, η τεχνική του αμονιού.

Μυκηναίοι πυγμάχοι Jean Coulomb

Θραύσμα αμφοροειδούς κρατήρα από την Έγκωμη, 1300-1260 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο). Σκηνή πυγμαχίας απεικονίζεται ξεκάθαρα μόνο σε δύο κυπριακά αγγεία, σε έναν αμφοροειδή κρατήρα από το Κύτιο και σε θραύσμα αμφοροειδούς κρατήρα από την Έγκωμη. Με την πυγμαχία έχουν κατά καιρούς συσχετιστεί απεικονίσεις σε θραύσμα αμφοροειδούς κρατήρα από τη Μαρώνη, σε σαρκοφάγο της Τανάγρας και σε δύο θραύσματα μυκηναϊκής κεραμικής. Προκύπτει ότι: α) οι Μυκηναίοι δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για παραστάσεις αγώνων πυγμαχίας και β) οι μόνες δύο αδιαμφισβήτητες παραστάσεις πυγμαχίας βρέθηκαν στην Κύπρο (αρχές του 13ου αιώνα π.Χ.). Ο συγγραφέας υποστηρίζει την άποψη ότι η Κρήτη, το λίκνο των αθλοπαιδιών, είχε στενές επαφές με την Κύπρο: το καμίνι στο ανάκτορο της Ζάκρου δούλεψε με χαλκό από την Κύπρο. Οι τοιχογραφίες της Κνωσού, πρωτεύουσας της πυγμαχίας, και η προφορική παράδοση κράτησαν ζωντανή τη μνήμη των ξακουστών αγώνων πέρα και από την κατάκτηση των Μυκηναίων. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος των περιπλανώμενων αγγειοπλαστών. Για την πυγμαχία δεν ενδιαφέρθηκαν ούτε οι Μυκηναίοι ούτε οι Ρωμαίοι της Δημοκρατίας. Στα ομηρικά έπη όμως, στις απεικονίσεις της Γεωμετρικής εποχής η πυγμαχία είναι παρούσα. Στην Ολυμπία, θα συμπεριληφθεί στα επίσημα αγωνίσματα από την 23η Ολυμπιάδα και πέρα.

Μήδεια και Iππόλυτος1984. Η σημασία του χώρου Πήττα-Herschbach M.

Μήδεια του θιάσου Τόχο. Πολλές αναβιώσεις αρχαίου δράματος τείνουν να επιβάλουν στα έργα ένα ιδεολογικό ή αισθητικό εποικοδόμημα που, όσο ευφάνταστο και πειστικό κι αν είναι, συνήθως δεν συνάδει με την καθαρή δομή της αρχαίας τραγωδίας (πάροδος, χορικά, επεισόδια). Δομή που αντανακλά την τυπική διαρρύθμιση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου (ορχήστρα, πάροδοι, λογείο, ημικυκλικό θέατρο) και που παίζει κρίσιμο ρόλο στη γενική οικονομία της θεατρικής πράξης και στη διαμόρφωση της σχέσης θεατής-ηθοποιός-έργο. Δύο σχετικά πρόσφατες παραστάσεις το 1984 στο Ηρώδειο, η Μήδεια του γιαπωνέζικου θιάσου Τόχο και ο Ιππόλυτος του Εθνικού Θεάτρου, υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Ο θρίαμβος της Μήδειας δεν οφείλεται μόνο στους καταπληκτικούς ηθοποιούς αλλά και στο ότι το ανέβασμα είχε προσαρμοστεί στις ειδικές απαιτήσεις του θεάτρου. Αποτέλεσμα: η σκηνική δράση, με ανεμπόδιστη όλη τη δύναμη που εκπέμπει, συνέδεσε τους ηθοποιούς με το κοινό με μια αμεσότητα που έσπασε το φράγμα της γλώσσας. Σε αντίθεση, το ανέβασμα του Ιππόλυτου προφανώς αγνόησε τα δομικά χαρακτηριστικά τόσο του θεάτρου όσο και του έργου. Ένας άλλος θεατρικός χώρος ιδρύθηκε που ύψωσε ένα φράγμα ανάμεσα στους ηθοποιούς και το κοινό, απομόνωσε τους ηθοποιούς μεταξύ τους και τους απόσπασε τόσο από τα πρόσωπα που υποδύονταν όσο και από τη σκηνική δράση. Το ανέβασμα αγνόησε τις δραματικές επιταγές της τραγωδίας που στηρίζονται στην έντονη αντίθεση ανάμεσα στο πρόσωπο της Φαίδρας και σε εκείνο του Ιππόλυτου. Μια αντίθεση που εκφράζεται και μέσα από το μοίρασμα του σκηνικού χώρου σε εσωτερικό και εξωτερικό: το ανάκτορο-φυλακή της Φαίδρας και ο φαινομενικά απεριόριστος τομέας δράσης του Ιππόλυτου.

Μελέτη των χρυσών νομισμάτων του Πύρρου και του τύπου της πίσω όψης τους με τη Nίκη Tροπαιοφόρο Francine Σαμώνη-Lecomte

Η πίσω όψη χρυσού νομίσματος του Πύρρου με παράσταση Νίκης τροπαιοφόρου. Συρακούσια θεωρείται η προέλευση της Νίκης που χρονολογείται ανάμεσα στο 278 π.Χ. και το 276 π.Χ., δηλαδή στο διάστημα διαμονής του Πύρρου στη Σικελία. Η Νίκη συμβολίζει τη βασιλική επιτυχία και τη θεϊκή προστασία, επιτυχίες περασμένες και μελλούμενες. Στιλιστικά εμπνέεται από τη Νίκη στα νομίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου αλλά διαφέρει από αυτή. Ως προς τη λεπτότητα, ως προς το δυναμισμό που εκφράζει εναρμονίζοντας την καινοτόμο στάση των «τριών τετάρτων» με την κομψή απόδοση του ενδύματος αλλά και ως προς τον τύπο του ενδύματος: έναν ελληνιστικό πέπλο με μακρύ απόπτυγμα που πιάνει κάτω από το στήθος.

Τα σπήλαια: χθόνιος χώρος στις σημιτικές αντιλήψεις Κοσμάς Μεγαλομμάτης

Ο απόκοσμος διάκοσμος των «καμινάδων νεράιδων» στην Καππαδοκία. Ο χθόνιος χώρος των σπηλαίων τα εντάσσει στον Κάτω Κόσμο. Λεπτομερείς περιγραφές ενός Κάτω Κόσμου των σπηλαίων προσφέρουν η ασσυριακή-βαβυλωνιακή λογοτεχνία, τα αιγυπτιακά κείμενα και η Βίβλος. Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο ότι η πλουσιότερη φιλολογία επί του θέματος απορρέει όχι από σημιτικές αλλά από σουμεριακές κοσμοθεωρίες. Ο συγγραφέας περιηγείται τους αρχαίους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής περιγράφοντας τις αντιλήψεις τους για τα σπήλαια. Σπήλαια και τάφοι, ως χώροι αντίθετοι του «καλού τόπου», ενσαρκώνουν και την αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου. Δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του τάφου ή του σπηλαίου και του Κάτω Κόσμου όπου απολήγουν.

Το μοναστήρι του Aγίου Nικολάου στο Μέτσοβο Ελευθέριος Κοκόλης

Δείγμα συντήρησης. Η αριστερή πλευρά πριν από τη συντήρηση, η δεξιά έχει συντηρηθεί. Οι ορδές των Τούρκων που ξεχύθηκαν μετά την Άλωση προς τη Δύση κατέστρεψαν την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Μέτσοβο όχι όμως και το πλούσιο μοναστήρι του. Σε μαρτυρία του 1650, το μοναστήρι εμφανίζεται οικονομικά ενεργό καλύπτοντας μάλιστα το μισθό του δασκάλου στο Μέτσοβο. Το 1700 η εκκλησία ξανακτίζεται. Από το 1925 όμως το μοναστήρι εγκαταλείπεται και οι ταξιδιώτες μετατρέπουν την εκκλησία σε χάνι και στάβλο. Το 1960, με δαπάνη του Ιδρύματος Τοσίτσα, η πρώτη αναστήλωση του μοναστηριού το έσωσε από την κατάρρευση. Τον Οκτώβριο του 1984, με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ, άρχισε η δεύτερη αναστήλωση. Το επείγον ήταν να απομονωθεί η υγρασία που διαπότιζε τον τοίχο της εκκλησίας καθώς αυτός, λόγω της κλίσης του εδάφους, έμπαινε 2,50 μ. μέσα στο έδαφος. Στη συνέχεια άρχισε η στερέωση των τοιχογραφιών στις οποίες διακρίνεται το χέρι τριών ζωγράφων. Η ζωγραφική του Ευστάθιου είναι καθαρά βυζαντινή, λιτή και αυστηρή. Ο δεύτερος ζωγράφος είχε πιθανόν μαθητεύσει στο Άγιο Όρος και ο τρίτος είχε γνώσεις ιστορίας αλλά και αρχιτεκτονικής. Τα πλούσια ενδύματα που ζωγράφισε δηλώνουν ιταλική επίδραση αλλά και στοιχεία της μικρογραφικής τέχνης του Θεόδωρου Πουλάκη. Αξιοπερίεργη είναι η παρουσία δύο Παντοκρατόρων στο ναό. Το 1984 βρέθηκαν σε κρύπτη τρεις καμβάδες σχετικοί με την ιστορία του μοναστηριού.

Η ελληνική μεσαιωνική κεραμεική Γιώργος Νικολακόπουλος

Κεντρικό θραύσμα κεραμικού με ξεστό διάκοσμο και απεικόνιση λαγού. Θήβα, τέλος 12ου ή 13ου αιώνα. Στο άρθρο, που αποτελεί σταχυολόγηση από εκτεταμένη, ομότιτλη μελέτη, ο συγγραφέας επισημαίνει τη σημασία της βυζαντινής κεραμικής της κυρίως Ελλάδας: Κόρινθος, Αθήνα, Σπάρτη, Θεσσαλονίκη, Θήβα κ.α. Μαζί με τη λοιπή βυζαντινή και την ισπανοαραβική, λέει, είναι οι πρόδρομοι της νεότερης ευρωπαϊκής κεραμικής. Και όμως παραμένει ανεξερεύνητη, σχεδόν άγνωστη. Σε παράρτημα δημοσιεύει 24 κεραμικά από τη Θήβα, την Κόρινθο και τη Σικυώνα, που φυλάσσονται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Τα περισσότερα είναι θραύσματα μικρών διαστάσεων, δίνουν όμως πληροφορίες για την ύλη, το υάλωμα και το σχήμα του αγγείου. Ο χρόνος κατασκευής αναγκαστικά καθορίζεται από τη χρονολόγηση όμοιων αγγείων. Τα πολλά ερωτηματικά υποδεικνύουν τις ερευνητικές κατευθύνσεις που θα αναδείξουν τη μεσαιωνική κεραμική της κυρίως Ελλάδας.

Σύντομη παρουσίαση μερικών μεταβυζαντινών μνημείων της Καμενίτσας Πατρών Κώστας Παπαγιαννόπουλος

Ναός του Ευαγγελιστή Λουκά: ο Αρχάγγελος Μιχαήλ από τη βόρεια θύρα του τέμπλου (μέσα 18ου αιώνα). Η σημερινή Καμενίτσα δεν διασώζει τίποτα από το παρελθόν της ως πόλης-φρουρίου της Αχαΐας. Ο μονόχωρος, καμαροσκέπαστος ναός του Αγίου Γεωργίου, με τον κύριο όγκο του οικοδομημένο μέσα στο χώμα είναι του 18ου αιώνα. Πιθανολογείται ότι ο ναός υπήρξε μετόχι της μονής των Αγίων Πάντων Τριταίας. Η μονόκλιτη βασιλική του Ευαγγελιστή Λουκά κτίστηκε πριν από το 1688 και απομίμησή της θεωρείται ο ναός της Παναγίας (Κ. Αλισσού). Σε ανακαίνιση του 18ου αιώνα αφαιρέθηκε η καμάρα της στέγης, ενώ το 1947-1948 αντικαταστάθηκε το ξύλινο τέμπλο. Από το παλαιό τέμπλο των μέσων του 18ου αιώνα σώζονται εικόνες από το δωδεκάορτο, οι θύρες με τους αρχαγγέλους και ο μεγάλος του σταυρός.

Νεότερα στοιχεία για το Παλιό Πανεπιστήμιο Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

Το παλιό Πανεπιστήμιο, 1887. Σκίτσο του Ο. Φωκά. Το σπίτι του Κλεάνθη και του Schaubert στους πρόποδες της Ακρόπολης, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1833 ήταν από τα ακριβότερα της Αθήνας. Ανάμεσα στο 1833 και το 1837, ο Κλεάνθης αγόρασε από τον Schaubert το μερίδιό του. Το σπίτι είχε δύο πηγάδια και δέκα λάκκους, δηλαδή δέκα πελώρια πιθάρια λαδιού χωμένα στη γη με το στόμιό τους στο επίπεδο του εδάφους. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834 αρχίζει ο συγκεντρωτισμός. Το1835 μεταφέρεται το Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας και μετονομάζεται σε «Γυμνάσιον». Πρώτος Γυμνασιάρχης ο Γεώργιος Γεννάδιος. Το Γυμνάσιον στεγάζεται στην οικία Κλεάνθη αλλά σύντομα ο χώρος της δεν επαρκεί. Η οικία Κλεάνθη προκρίνεται για τη στέγαση του «Πανεπιστημίου του Όθωνα» που εγκαινιάζεται στις 3 Μαΐου του 1837. Από τα εγκαίνια δεν έλειψαν τα κωμικά στοιχεία. Την πρώτη διάλεξη έδωσε ο Λουδοβίκος Ρος με θέμα τον Αριστοφάνη. Το 1839 θεμελιώνεται το νέο Πανεπιστήμιο που σχεδίασε ο Chr. Hansen. Το 1841 εκκενώνεται η οικία Κλεάνθη, αμέσως όμως μισθώνεται από τη Γραμματεία της Παιδείας. Ωστόσο, το 1845 γίνεται αναγκαστική κατάσχεση του παλαιού Πανεπιστημίου που ο Κλεάνθης είχε υποθηκεύσει έναντι δανείου. Από το κείμενο της κατάσχεσης που τελικά δεν υλοποιήθηκε, προέρχεται η παλαιότερη και λεπτομερέστερη περιγραφή της οικίας. Ένα χρόνο πριν πεθάνει, το 1861, ο Κλεάνθης πούλησε το σπίτι σε ιδιώτη που το αφιέρωσε στο μετόχι του Παναγίου Τάφου. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία το απαλλοτρίωσε το 1963. Το 1967 την κυριότητα αποκτά το Πανεπιστήμιο. Οι εργασίες συντήρησης διήρκεσαν από το 1975 ως το 1984.

Τροχιές. Η αρχαία μεσογειακή παράδοση των αστικών δικτύων Jean Gottmann

Θήρα, Δυτική οικία. Τμήμα τοιχογραφίας με πόλεις και πλοία που δηλώνουν συγκοινωνιακό δίκτυο. Η αρχαία Μεσόγειος είναι το αδιαμφισβήτητο λίκνο των αστικών δικτύων. Οι πόλεις της διακρίνονται σε «εμπορικές» και «ιερές». Από το Αιγαίο ξεχωρίζουν η Σαντορίνη και η Δήλος. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ζωφόρος στο Ακρωτήρι της Θήρας που παριστάνει τρεις πόλεις με τα λιμάνια τους και πλοία να αρμενίζουν ανάμεσά τους. Πρόκειται για τον παλαιότερο χάρτη μεγάλης κλίμακας που γνωρίζουμε. Η Δήλος, γενέτειρα του Απόλλωνα και άρα πόλη ιερή, υπήρξε και μεγάλο πολυεθνικό εμπορικό κέντρο στο Αιγαίο για πολλούς αιώνες. Στο σύστημα ενός παγκόσμιου χάρτη (Orbis Terrarum), τα σταυροδρόμια ανάμεσα σε θαλάσσιους και στεριανούς δρόμους έπρεπε να πυκνώσουν. Η πιο χαρακτηριστική εμφάνιση αυτού του φαινομένου μας ταξιδεύει στον 10o αιώνα π.Χ., στην Ιερουσαλήμ του Σολομώντα με τη μεγάλη πολιτική και εμπορική σφαίρα επιρροής. Συμμαχίες με την Αίγυπτο και την Τύρο, το λιμάνι του Ετζιών-Γκεμπέρ για τον απόπλου εμπορικών στόλων προς την Ερυθρά θάλασσα, διαμετακομιστικό κέντρο των καραβανιών, η Ιερουσαλήμ συνέδεε τα δίκτυα της ξηράς και της θάλασσας. Στους Νόμους του ο Πλάτων είχε περιγράψει την ιδανική πόλη σε μικρή κλίμακα, σε απομόνωση, με περιορισμένες θαλάσσιες και χερσαίες δραστηριότητες που εξασφαλίζουν τα χρηστά ήθη των πολιτών. Αντίθετα, το πρότυπο που πρότεινε ο Αλέξανδρος στηριζόταν σε ένα επεκτατικό, πλουραλιστικό πολιτικό και πολιτιστικό σύστημα, ενεργοποιημένο με δίκτυα που συνέδεαν μεγάλες εμπορικές πόλεις. Η Ρώμη, με θάλασσά της τη Μεσόγειο, οικειοποιήθηκε το Orbis Terrarum. Επέκτεινε και οργάνωσε το αστικό δίκτυο προσθέτοντας μια στρατιωτική και δικαιική δομή χωρίς προηγούμενο. Η στρατηγική επιλογή του τόπου για την ίδρυση της Νέας Ρώμης έκανε την Κωνσταντινούπολη πολιτική πρωτεύουσα (ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική) για 1.600 χρόνια. Στα δύο στρατόπεδα που δημιουργήθηκαν μετά την προέλαση των Αράβων, το χριστιανικό και το μουσουλμανικό, κάποια δίκτυα επιβίωσαν. Ο Μεσογειακός Μεσαίωνας είναι εποχή επικράτησης των αστικών δικτύων και των αστικών ανταγωνισμών. Οι πόλεις-κράτη της Ιταλίας συντηρούν δίκτυα επικοινωνίας και εμπόριο σε ορισμένες σφαίρες επιρροής, διεκδικώντας τες η μια από την άλλη. Με κοινή τους απόφαση όμως διατηρεί η Ρώμη το προνόμιο της ιερής πόλης, γεγονός που συνέτεινε στη διατήρηση μια ορισμένης ενότητας στην παγκόσμια σφαίρα επιρροής. Ακόμη και σήμερα η παπική ευλογία μας θυμίζει: «Urbi et Orbi». Με την παρακμή της Μεσογείου, τον 17ο αιώνα τα σημαντικότερα κέντρα επιρροής μεταφέρονται στη Λισαβώνα και τη Σεβίλλη προτού ανηφορίσουν προς τον Δυτικό και Ανατολικό Βορρά.

Το μικροκλίμα του μουσείου: κλιματισμός, φωτισμός, ακουστική Γιώργος Αλεξίου

Εξάρτημα σαρακατσάνικης φορεσιάς, ΜΕΛΤ, αρ.4135/4. Αποχρωματισμός στη γωνία λόγω έκθεσης στην ορατή και υπεριώδη ακτινοβολία. Κλίμα ή Μικροκλίμα ονομάζεται το σύνολο των περιβαλλοντολογικών παραμέτρων που επικρατούν στον μουσειακό χώρο. Το μικροκλίμα περιλαμβάνει το ακουστικό, το ατμοσφαιρικό, το θερμικό και το οπτικό κλίμα. Κύρια παράμετρος στο ακουστικό κλίμα είναι η στάθμη του θορύβου. Ορισμένες συχνότητες μπορούν να θέσουν σε συντονισμό, άρα σε ταλαντώσεις, κάποιο αντικείμενο και να του προκαλέσουν ζημιά. Οι κύριοι παράμετροι για το ατμοσφαιρικό κλίμα είναι τα αιωρούμενα σωματίδια, το διοξείδιο του θείου, το διοξείδιο του αζώτου, το όζον, το υδρόθειο, η αμμωνία και τα χλωροϊόντα. Οι παράμετροι που συνιστούν το θερμικό κλίμα είναι η σχετική υγρασία και η θερμοκρασία. Η επίδραση της υγρασίας διαφέρει ανάλογα με το υλικό. Τα μέταλλα διαβρώνονται, τα υγροσκοπικά υλικά, ξύλο ή οστά, υφίστανται ρωγμάτωση ή στρέβλωση. Σε οργανικά προϊόντα (χαρτί, πάπυρος, δέρμα, υφαντά), οι ίνες γίνονται δύσκαμπτες και εύθραυστες. Η θερμοκρασία ενδέχεται να επηρεάσει την τιμή της σχετικής υγρασίας και να επιταχύνει κάποιες χημικές αντιδράσεις. Στο οπτικό κλίμα το πρόβλημα στρέφεται στον έλεγχο της ορατής και της υπεριώδους ακτινοβολίας. Τα μουσειακά αντικείμενα διακρίνονται σε αυτά με απλή μοριακή κατασκευή (μέταλλα) και σε εκείνα με σύνθετη (ξύλο, ύφασμα). Τα υλικά με τη σύνθετη κατασκευή υφίστανται σημαντικές φθορές, φωτολυτικές ή φωτοχημικές, που αντιμετωπίζονται με τον έλεγχο της έντασης της ακτινοβολίας και του χρόνου έκθεσης του αντικειμένου σε αυτήν.

Οι Λαιστρυγόνες, οι Kύκλωπες και η πλατεία της Mητροπόλεως Περικλής Παντελεάκης

Τμήμα της πλατείας Μητροπόλεως μετά τη διαμόρφωση. Δεν χρειάζεται να «κουβαλούμε μες στην ψυχή μας (…) / τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες», λέει ο συγγραφέας, γιατί τους έχουμε μπροστά μας καθημερινά και μας κατατρώνε την ψυχή. Εδώ τα ανθρωποφάγα τέρατα του Καβάφη είναι τα αρχιτεκτονικά τερατουργήματα που αλλοιώνουν την όψη της Αθήνας όλο προς το χειρότερο. Η ανεπανάληπτη ευαισθησία του Πικιώνη στην Ακρόπολη και στου Φιλοπάππου, η υποδειγματική διαμόρφωση του χώρου γύρω από το άγαλμα του Βενιζέλου από τον Βοκοτόπουλο δεν παραδειγμάτισαν. Επικράτησε η έλλειψη φαντασίας, η απρόσωπη μονοτονία, η ασχήμια. Πολύ χειρότερη και από την πλατεία Κλαυθμώνος και από τη Βουκουρεστίου είναι η πλατεία της Μητρόπολης. Υπεύθυνος για τη διαμόρφωσή της είναι ο αρχιτέκτονας Α. Τομπάζης. Ο συγγραφέας αποδομεί ένα ένα τα στοιχεία της νέας πλατείας, εκφράζει την οργή και την αγανάκτησή του, τα ερωτηματικά που δημιουργούνται. Προτείνει να προκηρυχθούν αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί για να ξαναφτιαχτούν οι πλατείες Μητροπόλεως και Κλαυθμώνος.

Μια γαλλική περίπτωση και μερικά δικά μας Μεταξία Τσιποπούλου

Η Μητρόπολη της Chartres στη Γαλλία. Νότια όψη. Το Αρχαιολογικό Κέντρο της Chartres στη Γαλλία έκλεισε σε ένα φυλλάδιο τις ποικίλες εμπειρίες από την ανασκαφή μιας αρχαίας πόλης που βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη. Οι αναπόφευκτες συγκρίσεις έκαναν τη συγγραφέα να αναρωτηθεί: Γιατί οι σωστικές ανασκαφές σε πόλεις δεν αξιοποιούνται για την κατανόηση της αρχαίας πολεοδομικής οργάνωσης; Γιατί δεν χρηματοδοτούνται εκθέσεις και φυλλάδια που θα βοηθούσαν το κοινό να πλησιάσει τη δουλειά των αρχαιολόγων; Μήπως είναι καιρός να κάνουν οι αρχαιολόγοι ανοίγματα στο κοινό; Γιατί δεν θεσμοθετούνται διεπιστημονικές ομάδες και αρχαιολογικά ινστιτούτα για τη μελέτη και ανάδειξη συγκεκριμένων περιοχών; Το Υπουργείο Νέας Γενιάς δεν θα μπορούσε να στείλει ομάδες νέων για να συμμετάσχουν σε ανασκαφές;

Μια μέρα στο μουσείο Κορνηλία Χατζηασλάνη

Παραδοσιακή επεξεργασία χάντρας κομπολογιού. Είναι ο τίτλος μιας σειράς εκπαιδευτικών προγραμμάτων που οργανώνει η Σχολή Campion για τους μαθητές της και τις οικογένειές τους. Ειδικευμένοι τεχνίτες αναπαριστούν στο χώρο του Μουσείου τον τρόπο κατασκευής αντικειμένων που εκτίθενται στις προθήκες. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αναπαράστασης, δημιουργείται ένα «αρχείο» που επιτρέπει την αναπαραγωγή της σε κάποιο άλλο μουσείο. Η Σχολή Campion έχει συνεργαστεί με τέσσερα αθηναϊκά μουσεία: το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Το Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης του Δήμου Αθηναίων (σπίτι Αγγελικής Χατζημιχάλη), το Μουσείο Μπενάκη και το Νομισματικό Μουσείο. Οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν από κατασκευή ψάθινης καρέκλας και ύφανση στον αργαλειό ως κατασκευή τσαρουχιών και επεξεργασία γούνας. Από μαθήματα ζωγραφικής από τον Μποστ και ζωγραφική σε πορσελάνη ως στάμπες σε ύφασμα και κατασκευή φουστανέλας. Από ψωμογλυπτική και διακόσμηση σιγκουνιού από τερζή ως μαθήματα αγιογραφίας και βυζαντινής γραφής.

Τοπογραφικές αποτυπώσεις σπηλαίων (συμπλήρωμα) Διονύσης-Δημήτρης Μπαλοδήμος, Στέφανος Δογγούρης

Οριζοντιογραφία του σπηλαίου. Πρόκειται για την αποκατάσταση μιας παράλειψης εκ μέρους του περιοδικού που, στο τεύχος 16, στο άρθρο των Δ.-Δ. Μπαλοδήμου και Στ. Δογγούρη, δεν δημοσίευσε πέντε σχέδια που συνόδευαν το κείμενο. Παρατίθεται η εισαγωγή του άρθρου και τα σχέδια του σπηλαίου Σφάραγκας στο Λιθί της Χίου.

Περιστεριώνες της Τήνου Γιάννης Σημηριώτης

Περιστεριώνας στην Τήνο. Φωτογραφία Γ. Σημηριώτη, 1975. Η εκτροφή περιστεριών ήταν προνόμιο των γενοβέζων ευγενών. Όταν κατέλαβαν την Τήνο το 1204, οι ντόπιοι όφειλαν να κτίζουν τους περιστεριώνες με μόνο αντάλλαγμα την κοπριά, λίπασμα για τα χωράφια τους. Μετά την αναχώρηση των Γενοβέζων, οι Τηνιακοί συνέχισαν να εκτρέφουν περιστέρια για την κοπριά και το κρέας τους. Τα δυτικοφερμένα «κολουμπάρια», οι περιστεριώνες, έγιναν στολίδι της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής. Από το πλήθος που κτίστηκαν στο νησί τον 18ο και 19ο αιώνα, σήμερα σώζονται περίπου χίλιοι. Περιγράφεται με λεπτομέρεια το τετράγωνο διώροφο κτίσμα, οι δύο του όροφοι, το δώμα και τα οικοδομικά υλικά, η πρόσοψη και ο εξωτερικός διάκοσμος.

Δύο περιστεριώνες στην αρχαία Mαντινεία Νίκος Γρηγοράκης

Ενσωματωμένος σε σπίτι περιστεριώνας στην περιοχή της Μαντινείας. Ο συγγραφέας άρχισε το 1978 να καταγράφει τους περιστεριώνες της Τρίπολης που βρίσκονται «φυτεμένοι» στα χωράφια της Μαντινείας και της Τεγέας. Όχι μακριά από το αρχαίο θέατρο της Μαντινείας συνάντησε πυργοειδή, λιθόκτιστο περιστεριώνα. Στις δύο του πλευρές είχαν εντοιχιστεί μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, ίσως από τον γειτονικό ναό του Ποσειδώνα. Στα 100 μέτρα περίπου βρισκόταν και άλλο λιτό, δίπατο κτίσμα, περιστεριώνας ενσωματωμένος σε σπίτι. Το κάτω μέρος του ήταν λιθόκτιστο με σφηνωμένο αρχαίο αρχιτεκτονικό μέλος και στο πλινθόκτιστο πάνω του μέρος υπήρχαν βαθουλώματα για να κουρνιάζουν τα περιστέρια. Απέριττα λαϊκά κτίσματα, χτισμένα χωρίς σχέδιο χρονολογούνται ανάμεσα στο 1920 και το 1940.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Paul Faure, Alexandre. Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1985 Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Αναγγέλθηκε η ίδρυση Φινλανδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα – Εικοσιένας ασύλητοι κιβωτιόσχημοι τάφοι αποκαλύφθηκαν στο Δίον – Ιστορικό διατηρητέο μνημείο χαρακτηρίστηκε το τραινάκι Βόλου – Μηλεών – Διατηρείται μανιάτικος πύργος του 18ου αιώνα - Στο Μόναχο άνοιξε το πιο πρωτότυπο μουσείο που εκθέτει 600 περίπου δοχεία νυκτός

Συνέδρια

Η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη το 6ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης – Τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Sir John Beazley γιορτάστηκαν τον Ιούνιο με δύο συμπόσια στο Λονδίνο και την Οξφόρδη – Συνάντηση με θέμα «Οι θετικές επιστήμες στην Αρχαιολογία» πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1983 στην Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή

Βιβλία

Μιχαήλ Τιβέριος, Μια «κρίσις των όπλων» του ζωγράφου του Συλέα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1985 – Πάνος Ζαμβακέλλης, Εισαγωγή στη Βυζαντινή ζωγραφική, Αθήνα 1985 – Βασ. Σφυρόερα, Α. Αβραμέα, Σπ. Ασδραχά (κείμενα), Χάρτες και χαρτογράφοι του Αιγαίου Πελάγους, Ολκός, Αθήνα 1985 – Paul Faure, Alexandre, A. Fayard, Paris 1985

Εκθέσεις

Εννέα εκθέσεις οργανώθηκαν στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Πολιτιστική Αθήνα» - Ο Δήμος Σητείας οργάνωσε από τις 17 ως τις 31 Αυγούστου φωτογραφική-εκπαιδευτική έκθεση με θέμα «Σητεία: Προϊστορία, Αρχαιότητα»

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Με ψήφισμά τους (3.11.1985), εκπρόσωποι των κατοίκων της Αγίας Ευθυμίας Φωκίδας, Οικολογικές Κινήσεις και Σύλλογοι Προστασίας Περιβάλλοντος από όλη την Ελλάδα καλούν την Κυβέρνηση να επανεξετάσει τη δημιουργία μονάδας Αλουμίνας-Αλουμινίου στα 11 χλμ. από τους Δελφούς

English summaries: From the Greek sketchbooks of the architect Christian Hansen Vasilis Dorovinis

The Danish architect Christian Hansen (1803-1883) worked and lived in Athens for 17 years from 1833 to 1850; during this period he was employed by the Greek court. Christian Hansen was born in Copenhagen. His father Rasmus Hansen (1774-1824) worked as a messenger boy in an insurance company and came from Norway. His mother was Sophie Elisabeth Jensen. As an architect in Athens he showed great skill and activity. He built the Mint (1835), participated in the restoration of the Acropolis, which included the reerection of the Temple of Nike (1835-37). Besides, he built the Catholic Church St. Paul in Piraeus (1836), the University of Athens (1839) as well as the Anglican Church (1840), several private houses etc. In the 1840's he built harbour buildings at Kalamaki. In the library of the Academy of Fine Arts in Copenhagen, where the drawings of Christian Hansen were archived after his death, are over 300 drawings, aquarelles, sketches etc from his studies in Greece - mostly of monuments and architecture of antiquity.The Library is also in possession of 10 small sketchbooks filled with drawings from his stay in Greece. Most of these drawings were executed during his first years in Greece in the 1830s, and therefore they are of the greatest interest today as a documentation of topography, archaeology, architecture etc of the early Othonian period. In this presentation, some of the sketches are published for the first time. My intention with this introduction to some of Christian Hansen's several hundred sketches in his sketchbooks in Copenhagen have been to bring into focus the drawings which are not especially concerned with archaeological objects or antique monuments, which were also of great interest to Christian Hansen. The sketches show Hansen's studies of contemporary Greek towns with their byzantine and modern architecture. He was deeply influenced by this architecture which is proved by his buildings at Athens, in Trieste and in Copenhagen. At the same time the sketches offer documentation of topographical and historical interest in the years of King Otto’s first 10 years on the throne of Greece. Many of the documents both those presented in this article and others depicted in the sketchbooks have now disappeared, but further studies in the subject may throw more light on which places and which monuments were depicted in the books. The Danish sketchbooks form also an invaluable source together with drawings of other European architects and artists who recorded their impressions of Greece in the 1830s in sketches, paintings and drawings.

Orbits. The ancient Mediterranean tradition of urban networks Jean Gottman

Networks of cities are fundamental to the understanding of the evolution of the world as it is today. Too often, however, a city is considered only within the framework of its surrounding region. The question has arisen worrying geographers, historians, sociologists and politicians, whether a city lives, works, and lasts or falls mainly as the centre of a region, determined by local circumstances or chiefly as a part of a constellation of far-flung cities. This is not, in fact, a new problem born in our time. It is an ancient problem which has been with mankind since the dawn of history. Gordon Childe would probably have said that it is a tendency originating in the Neolithic period. The cradle of all systems that may be called urban networks or constellations of cities working together is, of course, the ancient Mediterranean. Does this ancient Mediterranean tradition express basic human curiosity or even more, the impulse to learn how to deal with others, how to overcome distance and perhaps even how to overcome human diversity? Is it the will of individuals to liberate themselves from their original environment,however ideal it may be?

New information on the “Old University” of Athens Maro Kardamitsi-Adami

In 1834, as it is known, the capital of the Greek state was transferred from Nauplion to Athens and the intellectual activity of the country followed suit. Thus, by governmental decree, the Central School of Aegina was moved to Athens on April 10, 1835 and was given the new name "Gymnasium”-. Georgios Gennadius was its first principal. The housing of the institution proved problematic, since most Athenian houses were judged unsuitable. Finally, a house situated on the northern foothill of the Acropolis was selected. When exactly this house was built is unknown, Solon Kydoniatis believes that it was sold by its owner Sante Chanum to the architect Stamatis Cleanthes in 1831. Soon after it was sold, the house was renovated by Cleanthes and his colleague Schaubert. It is characteristic that while the Greek scholars refer to the house as “ the house of Cleanthes”, their German counterparts call it the “house of Schaubert”. Nevertheless, this was the edifice that housed the First High School of Athens. In the archives of the present First High School of Plaka, Gennadius’ book of “correspondence and various other contents” is kept until today. The information supplied from it proves that from 1835 until October of 1836 the house of Cleanthes was used as a school. The increasing number of students caused a new transfer of the school that was moved to the house of Votsaris, this time, on October 12, 1836. A few months later the institution of the University was decided. Two houses were then proposed for its housing, the house of K. Vlachoutsis and the house of Cleanthes. The second was, finally, selected.

The monastery of St. Nicholas at Metsovo Eleftherios Kokolis

The passage of Metsovo has always been important to communications between eastern and western mainland Greece. The town's location can well explain the importance it always had and also accounts for its fortifications among which the fortress-monastery of St. Nicholas and Panagia are numbered. The monastery of St. Nicholas is mentioned in 1380 as the prominent monastery. The catholicon of the monastery was destroyed in 1453 by the Turks but it was rebuilt in 1700, thanks to the privileges given by the sultan Ahmed IV to Metsovo in 1659. By 1925 the monastery was abandoned by its monks and since then it has given shelter to random travelers and brigands. Smoke, exessive moisture and slipping soil are the main reasons for the destruction of the monastery's wall painted decoration. However, in 1960 and 1984 a project for the reconstruction and renovation of the monastery was undertaken, financed by the Averof - Tositsas Foundation. Three painters are responsible for the embellishment of the catholicon with wall paintings, each painter with a style of his own. Portable icons, some of them significant are kept and venerated in the church.

The infernal character of caves from the Semitic point of view Cosmas Megalommatis

Caves in the Semitic conception represent an infernal space which is considered to be part of the underworld. This element occurs in Indo-European and especially in the Greek religion. Openings in the earth such as caves, precipices, springs and rivers give access to a world situated under that of the living, that is, under our world.

Greek medieval pottery G. A. Nikolakopoulos

When referring to Byzantine pottery we must specify the provenance of the product we have in mind. My personal research has convinced me that important ceramic art was developed and exercised not only in Constantinople but also in various other parts of mainland Greece. The mediaeval pottery of mainland Greece remains essentially unexplored and unknown, although it demonstrates rare characteristics of aesthetic value and together with Hispano-arabic pottery must be considered as the forerunner of modern European pottery. Furthermore, Greece lacks a museum exclusively dedicated to pottery, even if the finds from Corinth, Sparta, Olynthus, Thessaloniki, the shipwreck from Pelagonessos, Thebes, Rhodes Island, etc. would form a unique collection. This article represents only a compilation of an extensive study, however. Since this publication cannot contain the entire study, I have decided to present selected pieces of certain significant and instructive pottery from mainland Greece, which are kept in the Byzantine Museum of Athens. These selected pieces should persuade the reader that this pottery is in no way inferior to the ceramics of the rest of the Byzantine Empire. The pottery chosen derives: 1. From excavations in Thebes, carried out by Keramopoulos. 2. From excavations in Corinth, carried out by the American School of Classical Studies in Athens. Certain vases were conceded for publication to Philadelpheas.3. From excavations in Sicyon, carried out by Orlandos.

A brief presentation of some post-Byzantine monuments in Kamenitsa, Patra Kostas Papagiannopoulos

Kamenitsa is mentioned in Byzantine and Venetian texts as an important town-fortress in Achaia, Peloponnese. A considerable number of Christian churches have survived among the ruins of the town. Quite a few belong to a later period, as, for example, two churches of St. John, the Church of St. Paraskevi, of St. Luke, of the Virgin, etc.

Medea and Hippolytus in 1984. The importance of theatrical space Mary Pittas-Herschbach

The theoretical position taken in this article is that the structural characteristics (shape, dimensions, disposition of parts) of any theatre exert a significant influence on the overall effect of a given theatrical event. This is particularly true in the case of the ancient Greek theatres, whose formal characteristics reflect the society whose needs they served, and which are in turn reflected on the structure of the plays created for performance in these theatres. Nevertheless, many “revivals” of ancient plays tend to impose an ideological or aesthetic superstructure upon the plays, which, ingenious or compelling as it may be on its own merit, is usually at odds with the explicit dramatic action of the play and its articulation through the actions of the performers within a dramatic scheme which is uniquely served by the structural characteristics of the surviving ancient theatres.Two relatively recent productions illustrate this point rather pertinently; the Medea of the Japanese Toho company, and the Hippolytus of the National Greek Theatre, both performed in the summer of 1984 in the theatre of Herod Atticus. The resounding success of the former must be attributed not only to the admitted virtuosity of the actors, but also to the fact that the production was skillfully tailored to the specifications of the theatre which, though not of the same period as the Euripidean plays, includes most of the features of an open-air classical Greek theatre. As a result, the dramatic action of the play, with its characteristic structure of episodes alternating with choral stasima, and its outward-reaching thrust, extending uninhibited from the performers to the public and beyond the theatre to the polis, was given its full dramatic scope and expression, despite the language “barrier” of the Japanese performance. By contrast, the production of Hippolytus largely ignored the structural characteristics of the theatre, as well as those of the play. A new theatrical space was established, which erected a barrier between the performers and the public, isolated the performers from one another, and detached them from the characters they were portraying, as well as from the action of the play. In this way, the basic characteristics of Greek drama among which are its dynamism, its universality, and its ability to commune and to communicate in many levels, were seriously undermined. Furthermore, the production ignored the specific dramatic imperatives of the Hippolytus, which is built upon a powerful contrast between the character of Phaidra (who is as dynamic as Hippolytus despite, and even because of, the constraints placed upon her) and that of Hippolytus This contrast is also expressed in spatial terms, through the division of the scenic space into interior and exterior space; Phaidra's palace/prison and the seemingly limitless domain of Hippolytus. In general, it can be said that when the production introduces a dramatic scheme which clashes with the existing mechanism of the play it purports to recreate, this results in the destabilization of the inherent economy of that play, and a subversion of the play's relationship with the public. This is not only contrary to the spirit and purpose of classical Greek drama but is thoroughly anti-theatrical as well.

Stone tools of the Low Palaeolithic period from Nea Artaki in Euboea and their significance Evi Sarantea Mikha, Mishra Surrendra-Kumar

In the last seven years the site of Nea Artaki in Euboea has displayed evidence of prehistoric settlement sites, beside other archaeological evidence. A total of 3.500 stone tools have been recovered from the area by now, which can easily be assigned to different workshops of Palaeolithic, Mesolithic and Neolithic times. The 307 Lower Palaeolithic tools collected so far have been analysed statistically for their variable types, techniques and functions and can be clearly classified into early and late types. They include 24 hand-axes, 2 picks, 12 choppers, 10 pounder-cutters, 16 scrapers, 7 cleavers, 78 cores, 60 flakes, 9 hammerstones, 61 unfinished and 28 broken tools. All the forementioned tools come from four different locations that form two distinct clusters. On the base of the attributional analysis of the finds one can assume that during the entire Lower Palaeolithic period the area was inhabited by eight population groups clearly distinguishable from one another.

Two dovecotes in ancient Mantineia Nikos Grigorakis

1978 was the year when the author of this article started to make a record of dovecotes around Tripolis. Such dovecotes were to be found “planted” on land in Mantineia and Tegea. The author discovered a towershaped, stonebuilt dovecote not far from the ancient theatre of Mantineia. Marble, architectural members had been incorporated into the walls of the building on both sides, these members probably had come from the temple of Poseidon, nearby. About 100 metres away the author found another simple, two-storey building, a dovecote and house in one. The basement was built of stone with an ancient architectural member wedged into the wall. On the brick first floor there were holes in the wall for pigeons to roost. Both buildings are simple, peasant buildings built without a plan. They seem to date from some time between 1920 and 1940.

Dovecotes on the island of Tinos Yiannis Simiriotis

The breeding of pigeons was the exclusive privilege of Genovese nobles. When, in 1204, the island of Tinos was invaded by the Genovese, the locals were obliged to build dovecotes, their only reward being the pigeons’ droppings which they used as fertilizer for their land. After the departure of the Genovese from their island, the inhabitants of Tinos continued to breed pigeons for their droppings and their meat. The western style dovecotes, known as “couloubaria” became a feature of cycladic architecture. Out of the many dovecotes that were built on the island during the 18th and 19th century, today there remain roughly one thousand. In this article the square buildings are described in detail. They have two floors and a terrace, the materials they are built of are described, as well as the façade and the external decoration on the dovecotes.

The topographic mapping of caves (supplement) Dionysis-Dimitris Balodimos, Stefanos Dongouris

In issue 16 of the Archaeologia journal, five drawings were omitted which were supposed to accompany D.D Balodimos and S. Dongouris’ article. Here we publish the introduction to the article in question, also the plans of the Sfarangas cave at Lithi on the island of Chios.

A day at the museum Cornelia Hadziaslani

It is the title given to a series of educational programs organized by the Campion School for its pupils and their parents. Specialized technicians recreated the way the objects on show had been originally made. The next step, after this reconstruction, was to make an “archive” allowing reconstruction at another museum. Visits were made by the Campion School to four museums in Athens. The Museum of Greek Folk Art, the Municipal Museum of Folk Art and Traditions (housed in Angeliki Hadjimihali’s home), The Benaki Museum, and The Numismatic Museum. Activities ranged from making a wicker chair to weaving at a loom, from making traditional Greek shoes to processing fur. The artist Bost gave the children drawing lessons, other activities were painting on porcelain, printing on fabrics and making the national Greek skirt, the foustanela. Bread sculptures were created, a traditional felt jacket was decorated , lessons were given in the painting of religious icons and in Byzantine lettering.

The case of an excavation in France and of those at home Metaxia Tsipopoulou

A brochure was brought out by The Archaeological Centre at Chartres in France in which the record was kept of the excavation of an ancient town that lies beneath the modern town of Chartres. This led to the author of the article making inevitable comparisons with the state of things in Greece. In this article she asks herself why, for instance, rescue excavations in Greek cities are not used as an opportunity to understand town-planning in antiquity. Why essays and brochures are not funded. These should help the uninformed public to better understand archaeologists’ work. Should archaeologists themselves try to approach the general public? Why are interdisciplinary teams and archaeological institutions not introduced in order to study and promote districts of interest? Could the Ministry of Youth perhaps send groups of young people to attend and help in excavations?

The role played by airing, lighting and acoustics in museum microclimates Giorgos Alexiou

Climate or Microclimate is the name for the sum total of environmental conditions prevailing in a museum. A museum’s microclimate includes acoustic, atmospheric, thermal and optic conditions. The main factor determining acoustic weather conditions in a museum is the noise level. Certain sound frequencies have been known to create oscillation in objects that are tuned in to these frequencies, and to cause damage. The main factor that determines the atmospheric climate in a museum are the particles of dust in the air; sulphur dioxide, nitrogen, hydrogen, ammonia, ozon and chloroionta. The warmth of the microclimate depends on the degree of moisture and what temperature the room has. The effect had on museum objects by moisture, depends on the material that exhibits are made of. Metal for instance can get corroded by the damp, and absorbent materials such as certain fibres, or bone can crack or warp. In the case of organic materials such as paper, papyrus, leather or woven materials, damp causes the fibres to become stiff and brittle. The temperature possibly affects the moisture level and brings about certain chemical reactions faster. In the case of the optical environment in a museum, this is regulated by control of visible and ultra-violet radiation. Museum exhibits are divided into those with simple molecular systems (metals) and those with complex molecular systems such as wood and materials. Complex materials can suffer serious photolytic or photochemical damage. This can be dealt with by controlling radiation levels and seeing that objects don’t get exposed to such radiation.

A study of the gold coins of Pyrrhus that have the trophy-bearing Nike on the back Christine Samoni-Lecomte

The coins bearing Nike on them are believed to be of Syracusian origin, belonging to the years between 278BC and 276BC, that is the period during which Pyrrhus was in Sicily. Nike symbolizes royal success and divine protection in triumphs past and yet to come. Stylistically the Pyrrhus coins’ Nike is influenced by the Nike on Alexander the Great’s coins but also differs in finesse and in the dynamism she expresses on the Pyrrhus coin. Here Nike is presented at the innovative three-quarter angle, wearing a gown which is both well-presented and elegant in itself. It is a Hellenistic style tunic with a long veil tying under the breast.

Τεύχος 29, Δεκέμβριος 1988 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Αποσπάσματα επιστολών του John Foster Jr. Νικόλαος Γιαλούρης

Σχέδιο του John Foster Jr. από τη ζωφόρο του ναού των Βασσών, τώρα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Δημοσιεύονται αποσπάσματα τριών επιστολών που ο Foster απευθύνει στον πατέρα του το 1812 από τη Ζάκυνθο, όπου έχουν εκτεθεί προς πώληση τα γλυπτά του ναού των Βασσών. Ο Foster ενημερώνει τον πατέρα του για την πλούσια συγκομιδή από την «ανασκαφή», εκθειάζει τους θησαυρούς που θεωρεί ανώτερους του Παρθενώνα και τον παρακαλεί να πείσει την αγγλική κυβέρνηση να τους αγοράσει. Τις επιστολές συνόδευαν 37 σχέδια των γλυπτών του ναού στις Βάσσες και τρία σχέδια από το γλυπτικό διάκοσμο της Αφαίας. Σε τρία άλλα σχέδια όπου ο ναός των Βασσών εντάσσεται στο γύρω τοπίο, ο Foster συνδυάζει καταπληκτικά γραμμικό σχέδιο και ακουαρέλα, σε μια τεχνοτροπία γνωστή ως «aquarellierte zeichnung». Το λεύκωμα με τις επιστολές και τα σχέδια, που ο Γ. Σεφέρης δώρισε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ο ποιητής το είχε αγοράσει στο Λονδίνο το 1952 σε δημοπρασία στου Sotheby.

Ο ναός του Eπικούριου Aπόλλωνα: ο ανθρώπινος παράγων αιτία καταστροφής του μνημείου Θάνος Παπαθανασόπουλος

Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα από τα βορειοανατολικά. Dodwell, Views in Greece, London 1830. Mοναδικός μας πληροφοριοδότης, o Παυσανίας αποδίδει το ναό του Επικούριου Απόλλωνα στον Ικτίνο. Αλλά ακόμη κι αν δεν τον έκτισε ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνα, κάποιος εξίσου εμπνευσμένος δημιουργός συνδύασε εδώ ιδιομορφίες που προσδίδουν στο έργο μυστηριακή χροιά. Σε μια κορυφή του Λυκαίου όρους, σε υψόμετρο 1.130 μ. και σε χώρο ιερό όπου λατρευόταν ένας πολεμικός θεός ήδη από τον 8o αιώνα π.Χ., κτίστηκε ένας ναός που δεν αντικρίζει την Ανατολή αλλά το Βορρά, όπως ταιριάζει σε θεό που ξεχειμωνιάζει στη χώρα των Υπερβορείων. Δωρικού ρυθμού και ιδιαίτερα επιμήκης, ο ναός μοιάζει περισσότερο αρχαϊκός παρά κλασικός. Η ένταση των κιόνων της δωρικής περιμετρικής κιονοστοιχίας είναι η μόνη «οπτική διόρθωση». Ιωνικού ρυθμού είναι ο σηκός και, στον κατά μήκος άξονά του, υπήρχε κορινθιακός κίονας με το παλαιότερο κορινθιακό κιονόκρανο που δεν σώζεται πια. Ο κίονας ενδέχεται να συμβόλιζε τον Απόλλωνα στην ανεικονική μορφή της πανάρχαιης λατρείας του. Στη μαρμάρινη ζωφόρο του ναού, η Κενταυρομαχία και η Αμαζονομαχία με τους πανελλήνιους ήρωες Ηρακλή και Θησέα, ξεδιπλώνονται σε είκοσι τρεις ανάγλυφες πλάκες. Οι ιδιαίτερα πολλοί μεταλλικοί σύνδεσμοι που είχαν βάλει οι αρχαίοι για να προστατεύσουν το ναό από το έντονο σεισμογενές της περιοχής, έγιναν η αιτία της καταστροφής του. Από τη στιγμή που η στέγη με τα μαρμάρινα κεραμίδια κατέρρευσε και το μνημείο δεν μπορούσε πια να χρησιμεύσει ως καταφύγιο, οι γύρω κάτοικοι άρχισαν να το διαλύουν για να αφαιρέσουν το μετάλλευμα. Ό,τι δεν περιείχε μεταλλικό στοιχείο, κίονες περιστυλίου, επιστύλια, πλακόστρωτο δάπεδο, διασώθηκε. Το 1765, ο γάλλος αρχιτέκτονας J. Bocher, που περιοδεύει στην Αρκαδία, αντικρίζει αναπάντεχα το ναό. Το 1812 μια «πολυεθνική εταιρία αρχαιοκαπήλων», οι Haller von Hallerstein, Ch. R. Cockerell, John Foster, Gropius, Bronstedt, Linckh, Otto Magnus von Stackellberg κ.ά., έχοντας ήδη αφαιρέσει τα γλυπτά του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα, καταφθάνουν στις Βάσσες. Με πολυπληθές συνεργείο «ανασκάπτουν» τη θαμμένη κάτω από έναν τεράστιο σωρό αρχιτεκτονικών μελών ανάγλυφη ζωφόρο του εσωτερικού ιωνικού θριγκού του ναού. Η δημοπρασία στη Ζάκυνθο, την Πρωτομαγιά του 1814, την απέδωσε στο Βρετανικό Μουσείο. Η Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών αναθέτει στον Π. Καββαδία την αναστήλωση του ναού (1902-1907). Οι φωτογραφίες την περίοδο της αναστήλωσης και τα σχέδια περιηγητών και καλλιεργημένων αρχαιοκαπήλων είναι η μόνη τεκμηρίωση που διαθέτουμε για τις προηγούμενες μορφές του ναού. Στη συνέχεια, οι αρχαιολόγοι Κ. Κουρουνιώτης, Κ. Ρωμαίος και Ν. Γιαλούρης πραγματοποίησαν εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες. Ύστερα από έκθεση του Χ. Μπούρα, το 1975 συγκροτείται επιτροπή με πρόεδρο τον Ν. Γιαλούρη για την προστασία του μνημείου. Διαπιστώνονται τμήματα με ανεπαρκή θεμελίωση. Το 1982, η δεύτερη Επιτροπή Συντηρήσεως εστιάζει στην καταστροφική φθορά του δομικού υλικού του ναού, ενός στρωσιγενούς ασβεστόλιθου εύθρυπτου και ευαίσθητου στις μεταβολές της θερμοκρασίας. Το 1983 αποφασίζεται η εγκατάσταση ενός προσωρινού περίκλειστου στέγαστρου από ελαφρά και ανθεκτική ύλη που εξασφαλίζει στεγανότητα και διαφοροποιείται εντελώς από τις αρχιτεκτονικές γραμμές του μνημείου.

Προβλήματα του ναού των Βασσών και της εκεί λατρείας του Απόλλωνα Νικόλαος Γιαλούρης

Ο Απόλλων πάνω σε κύκνο πλησιάζει τον ιερό φοίνικα της Δήλου. Ερυθρόμορφο αττικό αγγείο, 4ος αι. π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο

Ένας αιώνας σχεδόν παρεμβλήθηκε από την «ανασκαφή» της γνωστής ομάδας (Cockerell, Leigh, Foster, Stackellberg Haller von Hallerstein, Linkh, Bronstedt και Gropius) ως την έναρξη των εργασιών από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία το 1902. Όταν στη δεκαετία του 1970 διαπιστώθηκαν οι κίνδυνοι που διέτρεχε το μνημείο τόσο από άποψη στατικής όσο και λόγω της ευπάθειας της σχιστολιθικής τοπικής ασβεστόπετρας, επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων συγκρότησαν μια ομάδα σωτηρίας του ναού. Οι συστηματικές ανασκαφές γύρω από το ναό του Βασσίτα Απόλλωνα επιβεβαίωσαν την ύπαρξη κάποιου Δήμου που υπαγόταν στην πολιτική χώρα των Φιγαλιέων. Ο ναός βρισκόταν ανάμεσα σε πολυάριθμες οικοδομές, μερικές μνημειώδεις, αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Τα περισσότερα κινητά ευρήματα είναι αρχαϊκά με άφθονα τα αναθηματικά όπλα. Κοντά στο ναό εντοπίστηκαν μεταλλουργικά εργαστήρια. Πολλά είναι και τα εισαγμένα είδη μικροτεχνίας, ηλειακά, πρωτο-κορινθιακά-κορινθιακά, λακωνικά. Στις Βάσσες λατρευόταν και η Άρτεμις Ορθασία και μολύβδινα αναθήματα βρέθηκαν όμοια με αυτά που προέρχονται από το ναό της Αρτέμιδος Ορθίας στη Σπάρτη. Τα ευρήματα μαρτυρούν μια αδιάκοπη λατρεία από τα ύστερα γεωμετρικά χρόνια. Από την πληθώρα των αφιερωμένων όπλων συνάγεται ότι ο Απόλλων λατρευόταν αρχικά ως πολεμικός θεός και έγινε επικούριος-ιατρός στην κλασική περίοδο. Τομή στο σηκό αποκάλυψε αρχαϊκό δάπεδο και μια άλλη στο δυτικό πτερό έναν αρχαϊκό τοίχο ενώ εντοπίστηκαν πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του αρχαϊκού ναού που είχε τον ίδιο προσανατολισμό με τον ικτίνειο. Ο προσανατολισμός Β-Ν του ναού στις Βάσσες είναι μια ιδιορρυθμία που επιχωριάζει στην Αρκαδία και συνδέεται με τον Απόλλωνα Υπερβόρειο. Από τις υπερβόρειες χώρες τον μεταφέρουν κύκνοι ή γρύπες κάθε άνοιξη και με γιορτές τον υποδέχονται στους Δελφούς και τη Δήλο. Κύκνοι επίσης μεταφέρουν από τον Βορρά στο Νότο τον κελτικό θεό Bhorvon και τον Ινδό Brahma. Σε πανάρχαιη λατρεία οφείλεται πιθανόν η παρουσία του κορινθιακού κίονα στο βάθος του σηκού, εκεί όπου συνήθως τοποθετείται το λατρευτικό άγαλμα. Ο ίδιος ο Απόλλων παριστάνεται συχνότατα σε ανεικονική μορφή και μάλιστα στην Τεγέα. Ο Απόλλων Αγυιεύς με μορφή τετράγωνη συνδέεται και αυτός με τις Υπερβόρειες χώρες. Ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Αρκαδία είναι και η λατρεία του Διονύσου Αγυιέως που παριστάνεται συχνά στα αγγεία ως δένδρινος στύλος ή κίονας. Αν πράγματι ο Απόλλων παριστανόταν κιονόσχημος στον ιδιόρρυθμο ναό του, τότε ο υπερβόρειος θεός Αγιεύς Απόλλων που λατρεύτηκε επίμονα στη συντηρητική Αρκαδία, βρήκε στις Βάσσες την πρώτη μνημειακή ανεικονική του έκφραση.

Άλλα θέματα: Το Kέντρο Mελετών Ακροπόλεως Κορνηλία Χατζηασλάνη

Εργαστήριο εκμαγείων στο υπόγειο του Κέντρου Μελετών Ακροπόλεως. Το Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως που εγκαινιάστηκε το 1987 είναι παράρτημα του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως και χώρος προετοιμασίας των επισκεπτών της Ακρόπολης, ειδικά των παιδιών. Στεγάζεται στο κτίριο Weiler που έκτισε ο ομώνυμος βαυαρός μηχανικός το 1832. Στο ισόγειο εκτίθενται αντίγραφα από τις μετόπες, τη ζωφόρο και τα αετώματα του Παρθενώνα ενώ δύο μικρές αίθουσες θα φιλοξενήσουν τον γλυπτό διάκοσμο του Ερεχθείου και του ναού της Αθηνάς Νίκης. Αντίγραφα έχουν γίνει σε διάφορες ιστορικές περιόδους με αρχαιότερα εκείνα που η αγγλική κυβέρνηση δώρισε στην Ελλάδα το 1846 «σε αντικατάσταση» των πρωτοτύπων που είχε αποσπάσει ο Έλγιν. Ιδιαίτερα πολύτιμες είναι οι παλαιές μήτρες που διατηρούν λεπτομέρειες της επιφάνειας, χαμένες πια στο πρωτότυπο. Σε καμαροσκέπαστο χώρο του υπογείου που θα φιλοξενεί ειδικές εκδηλώσεις, προς το παρόν διατηρούνται το ψηφιδωτό δάπεδο και άλλα ευρήματα της ανασκαφής του 1985-86. Στον 1ο όροφο επιδεικνύεται το έργο που έχει επιτελέσει η Επιτροπή Συντηρήσεως Ακροπόλεως από το 1975. Σε μικρή αίθουσα στεγάζεται προσωρινά η έκθεση «Η ανατίναξη του Παρθενώνος – 300 χρόνια» που παρουσιάζει τον βομβαρδισμό από τον Μοροζίνι αλλά και σχέδια και μακέτες με τα κτίσματα που είχε ο Παρθενώνας σε διάφορες ιστορικές φάσεις. Υπάρχει επίσης αίθουσα διαλέξεων και προβολών. Στο 2ο όροφο στεγάζεται η βιβλιοθήκη Γιάννη Μηλιάδη.

Το βυζαντινό μουσείο της Μητροπόλεως Λεμεσού Σοφοκλής Σοφοκλέους

Άγ. Γεώργιος, 14ος αι. Παναγία της Ασίνου, Κύπρος. Η δημιουργία του Μουσείου υπηρετεί την προστασία της εκκλησιαστικής περιουσίας της Μητρόπολης Λεμεσού, που περιλαμβάνει τις ενορίες τεσσάρων Δήμων και 77 κοινοτήτων καθώς και μονές. Το Μουσείο θα στεγαστεί σε κτίσμα του ιταλού αρχιτέκτονα Καφιέρο (1923). Οι συλλογές θα απαρτίζονται από εικόνες και αντικείμενα που έχουν χάσει τη λατρευτική ή τελετουργική τους ιδιότητα. Οι παλαιότερες εικόνες ανάγονται στον 12ο αιώνα, τα εκκλησιαστικά βιβλία από τα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας, οι χαλκογραφίες και τα αντιμήνσια καλύπτουν τον 16ο ως τον 19ο αιώνα ενώ αντιπροσωπεύονται η χρυσοκεντητική, η κεραμική, η μεταλλοτεχνία, η ξυλογλυπτική, αρχιτεκτονικά γλυπτά και επιγραφές καθώς και επιτύμβιες στήλες από κοιμητήρια του 18ου και 19ου αιώνα

Η παλαιοχριστιανική Βασιλική του Iλισσού Λάμπρος Σκόντζος

Τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου με παράσταση πελαργού που ραμφίζει φίδι, 5ος αι. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 01756. Πίσω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός βρίσκεται το αρχαιότερο χριστιανικό μνημείο της Αθήνας, ναός αφιερωμένος στον άγιο Λεωνίδη, επίσκοπο Αθηνών που μαρτύρησε τον 3ο αιώνα. Ο Γ. Σωτηρίου που ανέσκαψε συστηματικά το μνημείο (1916-1917), το χρονολογεί στις αρχές του 5ου αιώνα. Η βασιλική κτίστηκε πλάι στο Μαρτύριον με τα οστά του αγίου και επτά γυναικών που σταυρώθηκαν μαζί του και η ίδρυσή της συνδέεται με την Αθηναΐδα-Ευδοκία, σύζυγο του Θεοδόσιου Β΄. Κρίνοντας από τη μοναδική καλλιέπεια του ναού, η χορηγία της αυτοκράτειρας πρέπει να ήταν γενναία. Για άγνωστους λόγους όμως ο ναός εγκαταλείφθηκε και η τελειωτική καταστροφή του αποδίδεται στο διοικητή της Αθήνας Χατζή-Αλή που το 1778 χρησιμοποίησε υλικά του στην οχύρωση της πόλης. Ο τεράστιος ναός ήταν μια τρίκλιτη ξυλόσκεπη ελληνιστική βασιλική με δύο εγκάρσια κλίτη στο ιερό βήμα και το νάρθηκα. Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί στήριζαν ένα είδος τρούλου ή θόλου, γεγονός που καθιστά το ναό μεταβατικό τύπο προς τη μεγαλοπρεπή τρουλαία βασιλική του 6ου αιώνα, στην οποία ο τρούλος του ιερού βήματος μετατοπίζεται στο κέντρο του ναού. Ο νάρθηκας είχε τη μορφή που βλέπουμε στον Άγιο Δημήτριο και την Αχειροποίητο της Θεσσαλονίκης. Οι εσωτερικοί τοίχοι του ναού ήταν καλυμμένοι με ορθομαρμάρωση από πεντελικό μάρμαρο, το δάπεδο ήταν στρωμένο με θαυμάσιο ψηφιδωτό, εξαιρετικός είναι ο διάκοσμος στα αρχιτεκτονικά μέλη. Στα προσκτίσματα του ναού ανήκει η κρύπτη-Μαρτύριον του αγίου Λεωνίδη και ένα πιθανό Βαπτιστήριο.

Οι βοεβόδες της Σκύρου στην Τουρκοκρατία Ξενοφών Αντωνιάδης

Στέφανος ο μέγας (1439-1504) και άγιος βοεβόδας της Μολδαβίας. Ο βοεβόδας, τίτλος με σλαβική προέλευση που αποδίδεται στους ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, μέσα στην πολυδαίδαλη οθωμανική διοίκηση καταλήγει να σημαίνει τον αξιωματούχο που μισθώνει το προνόμιο είσπραξης των φόρων των ραγιάδων. Για την τουρκοκρατούμενη Σκύρο του 18ου και 19ου αιώνα γνωρίζουμε ότι ο βοεβόδας συμμετείχε στη δημοσιονομική εξουσία και ασκούσε παράλληλα δικαστικές και διοικητικές αρμοδιότητες. Ύστερα από την κατάληψη του νησιού το 1538 από τον καπουδάν-πασά Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, η Σκύρος υποχρεώθηκε να καταβάλει χίλια δουκάτα το χρόνο. Με βάση ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα της εποχής, συντάσσεται και παρατίθεται κατάλογος των βοεβοδάδων της Σκύρου από το 1739 ως την απελευθέρωση, ενώ η παράθεση συναφών εγγράφων διαγράφει το πλαίσιο της εξουσίας τους.

Ενδείξεις για την εξάπλωση, μέχρι της Θεσσαλίας, ενός οργανωμένου συστήματος συμβόλων επί αγγείων, κατά την Eποχή του Xαλκού Κώστας Γαλλής

Τμήμα χείλους πίθου από τον προϊστορικό οικισμό Κυπάρισσος 3 με εγχάρακτα σύμβολα Στην έρευνα για τις σχέσεις της Θεσσαλίας με άλλες περιοχές του κρητομυκηναϊκού κόσμου επιθυμεί να συμβάλει ο συγγραφέας, συζητώντας δύο τυχαία επιφανειακά ευρήματα από προϊστορικούς οικισμούς της ανατολικής Θεσσαλίας, δύο όστρακα με εγχάρακτα σύμβολα. Το πρώτο προέρχεται από τους Γόννους, από το λόφο του Μπεσίκ Τεπέ. Το όστρακο ανήκε σε μεγάλο αγγείο και στην εξωτερική του πλευρά διακρίνεται σύμβολο χαραγμένο πριν το ψήσιμο. Αν και ελλιπές, το σύμβολο όπως μπορεί να αποκατασταθεί είναι πολύ κοινό στην κυπρομινωική και μυκηναϊκή γραφή. Απαντά σε μινωικό ψευδόστομο αμφορέα από την Μπαμπούλα της Κύπρου, στη λαβή ψευδόστομου μυκηναϊκού αμφορέα από τον μεγάλο τάφο ΙΙΙ του Minet-el-Beida (Ras Schamra, Συρία) και σε επιγραφές της Γραμμικής Α, χαραγμένες σε τράπεζες προσφορών στην Κρήτη, στο Ιερό της Σύμης Βιάννου. Το δεύτερο όστρακο προέρχεται από τον προϊστορικό οικισμό Κυπάρισσος 3 και ανήκε σε χείλος πίθου. Εγχάρακτο πάνω του εμφανίζεται, εκτός από ένα αντεστραμμένο ελληνικό Π (πιθανόν αρχικά ένα τετράγωνο), ένα σύστημα οριζόντιων και κάθετων γραμμών ανάλογο με τα αριθμητικά που βρίσκουμε σε κείμενα πινακίδων της κυπρομινωικής και της μυκηναϊκής γραφής (Γραμμικής Α και Β). Αν πράγματι οι οριζόντιες γραμμές δηλώνουν τις δεκάδες και οι κάθετες τις μονάδες, τα σύμβολα αυτά αντιστοιχούν στον αριθμό 24 της κυπρομινωικής γραφής. Για τα αριθμητικά έχουμε παραδείγματα σε όστρακο τροχήλατου αγγείου του 13ου αιώνα π.Χ. από την Έγκωμη και σε θραύσμα πινακίδας από τη Ras Schamra.

Ταξίδια στην Ελλάδα: χρονικό μιας ανακάλυψης (Α΄) Friedrich-Wilhelm Hamdorf

Ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Υδατογραφία του Sir William Gell (1774-1836). Μουσείο Μπενάκη, ΓΕ 22945. Πρόκειται για τη μετάφραση του κειμένου που έγραψε ο Friedrich Wilhelm Hamdorf για τον κατάλογο της έκθεσης «Ein griechischer Traum, Leo von Klenze der Archäologe». Η έκθεση έγινε στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου το 1985-1986. Δημοσιεύεται το πρώτο μέρος του κειμένου που διατάσσει σε χρονολογική σειρά, από τον 14ο ως τον 19ο αιώνα, τους ξένους ταξιδιώτες στην Ελλάδα και τις εκδόσεις που κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους.

Τα κτίρια της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Αθήνα Ida Haugsted

Ροδοδάφνη, κτίσμα του Χάνσεν σε γοτθικό ρυθμό για τη Δούκισσα της Πλακεντίας. Η Marie-Anne-Sophie Marbois γεννήθηκε στην Αμερική το 1785 και πέθανε το 1854 στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον Anne-Charles Lebrun που πήρε τον τίτλο de Plaisance το 1809. Μαζί απέκτησαν μια κόρη, την Caroline-Eliza. Ταξιδεύοντας με την Ελίζα, η Sophie de Plaisance γνωρίζει το 1827 στη Ρώμη τον Καποδίστρια. Η συνάντηση αυτή την παρακινεί και να χρηματοδοτήσει την επανάσταση στην Ελλάδα και να επισκεφθεί τη χώρα. Στην Αθήνα εγκαθίσταται με την κόρη της μετά το 1833 και κτίζει δικό της ξύλινο σπίτι στην οδό Πειραιώς, κοντά στο σημείο όπου θα ιδρυθεί το 1840 το θέατρο Sansoni. Στο διπλανό σπίτι, έμενε ο γερμανός γλύπτης Christian Heinrich Siegel και ο δανός εφημέριος της Αμαλίας Asmus Heinrich Luth. Η γυναίκα του Christiane και η αδελφή της Hanne Fischer (που θα παντρευτεί τον Winstrup) κρατούν ημερολόγια. Το 1847 πυρκαγιά καταστρέφει το σπίτι της Σοφίας. Στο υπόγειο βρισκόταν το φέρετρο με το βαλσαμωμένο σώμα της κόρης της που είχε πεθάνει 10 χρόνια νωρίτερα σε ταξίδι στη Βηρυττό. Πρόσφατες έρευνες σε αρχεία της Κοπεγχάγης ανασκευάζουν την άποψη ότι τα σπίτια και τα παλάτια της Σοφίας στην Αθήνα έκτισε ο Σταμάτιος Κλεάνθης. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο αρχιτέκτονας που τα έκτισε κοντά στη δεκαετία του 1840 πρέπει να ήταν ο Δανός Christian Hansen. Άλλωστε ο Κλεάνθης από το 1835 είχε στραφεί στην εμπορία μαρμάρου. Στη γη που αγόρασε από τη Μονή Πεντέλης, η Σοφία κτίζει πρώτα τη «Μαιζονέτ». Εμπνευσμένη από το ιταλικό στυλ θυμίζει την «Ξενία-Αναγέννηση», το κτίριο λουτρών που σχεδίασε ο Χάνσεν το 1837 για τα Λουτρά της Κύθνου. Στα τετράδια του Χάνσεν βρίσκονται και σχέδια που θυμίζουν το σχέδιο πάνω στο οποίο οποίο κτίστηκαν τα «Ιλίσσια». Το παλάτι αυτό που η Σοφία έκτισε για τον εαυτό της στεγάζει σήμερα το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Η «Ροδοδάφνη» ή «Καστέλο» εντυπωσιάζει με το γοτθικό στυλ. Αυτό το καλοκαιρινό παλάτι έμεινε ημιτελές και αποπερατώθηκε από το ελληνικό κράτος. Η «Ροδοδάφνη» κτίστηκε παράλληλα με την αγγλικανική εκκλησία Άγιος Παύλος, για την οποία ο Χάνσεν είχε παραδώσει μια πρόταση σε γοτθικό ρυθμό. Δύο ακόμα σπίτια έκτισε η Σοφία στο Πεντελικό, την «Plaisance» που προοριζόταν για χρήση ξενώνα και τον «Πύργο» που έμεινε ημιτελής. Πειστήρια υπέρ της άποψης ότι ο Χάνσεν ήταν ο αρχιτέκτονας της Σοφίας παρέχουν τόσο τα ημερολόγια της Κριστιάνε Λυτ και της Χάνε Βίνστρουπ όσο και γράμματα της ίδιας της Δούκισσας. Το γεγονός ότι ο Χάνσεν άφησε δύο μεγάλα κτίρια ημιτελή οφείλεται στην εκ μέρους του διακοπή της συνεργασίας του με τη Δούκισσα

Η δημοτική νεοκλασική αγορά του Άργους (1889-1989) Βασίλης Δωροβίνης

Τόξα και υποστυλώματα κεντρικού τμήματος της αγοράς στο Άργος. Στο όνομα του εκσυγχρονισμού, ο νεοκλασικισμός μεταφυτεύεται στην περιφέρεια στο πλαίσιο της δημιουργίας αστικής υποδομής σε επαρχιακές πόλεις με έντονο αγροτικό χαρακτήρα, όπως το Άργος ή ο Πύργος. Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την ανέγερση της Αγοράς του Άργους, ο συγγραφέας διαβάζει τον τοπικό τύπο, τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου Άργους αλλά και περιηγητικά βιβλία για να στοιχειοθετήσει τις περιπέτειες της Αγοράς. Η πρωτοβουλία για την ανέγερση της Αγοράς ανήκει στον δήμαρχο Σπήλιο Καλμούχο, τον οποίο η αντιπολίτευσή του υποσκάπτει σταθερά. Ο αρχιτέκτονας του έργου παραμένει άγνωστος. Στην εκσκαφή των θεμελίων αποκαλύπτεται τμήμα του αρχαίου τείχους του Άργους. Μέσα στο σωρό των άλλων προβλημάτων, προκύπτει και η καταγγελία ότι η αγορά καταλαμβάνει μέρος της πλατείας των Στρατώνων του Καποδίστρια. Οι σύγχρονες περιπέτειες της Αγοράς αρχίζουν το 1972, όταν ο Δήμος αποφασίζει να «αναμορφώσει» την πλατεία του Στρατώνα, κόβοντας όλα τα αιωνόβια δέντρα, απλώνοντας το τσιμέντο απλόχερα. Το 1974, η προοπτική ανέγερσης «Διοικητηρίου» στο χώρο της Αγοράς κινητοποιεί την Αρχαιολογική Υπηρεσία Ναυπλίου που κηρύσσει την Αγορά προστατευόμενο μνημείο. Το κτίριο αρχίζει να καταρρέει αλλά η μέριμνα για τη συντήρησή του είναι ανύπαρκτη. Η κρατική αδιαφορία και ο πρωτογονισμός της δημοτικής αρχής επιτρέπει στον κάθε επιχειρηματία να εφαρμόζει τη δική του άποψη περί αναστήλωσης, μετατρέποντας την Αγορά σε πολύχρωμη κουρελού. Τέλος, τον Οκτώβριο του 1988 εγκρίνεται από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων του ΥΠΠΟ η πλήρης μελέτη αποτύπωσης και αναστήλωσης από τον τοπικό αρχιτέκτονα Κώστα Μακρή.

Το κτίριο του πρώτου Εθνικού Τυπογραφείου (και ο χάρτης της Βενετίας στην πράξη) Βασίλης Δωροβίνης

Το κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου το 1837. Το κτίριο οικοδομήθηκε το 1835 για να στεγάσει το «Βασιλικόν Τυπογραφείον και Λιθογραφείον». Τον Αύγουστο του 1854 οι δύο του πλευρές καταστρέφονται ολοσχερώς από φωτιά. Το 1905 νέο κτίριο ανεγείρεται για το Εθνικό Τυπογραφείο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κ. Βελλίνη. Το 1931-32, στο κτίριο του παλαιού Τυπογραφείου της οδού Σταδίου που είχε ερειπωθεί, εγκαθίσταται το Πρωτοδικείο Αθηνών μετά την προσθήκη του ορόφου και των πλευρών επί των οδών Σανταρόζα–Πανεπιστημίου-Αρσάκη καθώς και τη διαμόρφωση των όψεων. Το 1982, στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδίου με εμπνευστή τον Αντώνη Τρίτση, τίθεται επί τάπητος και η τύχη του κτιρίου του Αρσακείου και των κτιρίων που στέγαζαν το Πρωτοδικείο. Η κατεδάφιση άρχισε στα μέσα του 1985. Ο συγγραφέας με γνωμοδότησή του θεμελιώνει επιστημονικά την ιστορικότητα του παλαιού Τυπογραφείου αποτρέποντας την κατεδάφιση όλων των κτιρίων του Πρωτοδικείου. Έρχεται λοιπόν η ώρα της αναστήλωσης που θέτει ίσως για πρώτη φορά το θέμα της εφαρμογής του Χάρτη της Βενετίας.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Τοιχογραφία με φυτικά κοσμήματα και κρίνους από την «Έπαυλη των Κρίνων» στην Αμνισό. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Τα φαραωνικά σχέδια του Τσαουσέσκου «αναμορφώνουν» τη Ρουμανία - Και πάλι στο τιμόνι του γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού, ο Ζακ Λανγκ εγγυάται τη συνέχεια της πολιτικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς - Το κεντρικό Συμβούλιο του ΕΟΤ αποφάσισε τη δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου στην Παληοχώρα Αμνισού - Με αφορμή την αναστήλωση της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, οργανώθηκε η έκθεση «Μεσσηνία, δυο χρόνια μετά το σεισμό» στην Παλιά Λαχαναγορά της Καλαμάτας

Συνέδρια

Στο Αγρίνιο διοργανώθηκε (21-30 Οκτωβρίου 1988) το Α΄Αρχαιολογικό και Ιστορικό Συνέδριο Αιτωλοακαρνανίας με γενικό θέμα «Μνημειακή Κληρονομιά και Ιστορία Αιτωλοακαρνανίας» - Την καταγραφή, προστασία και αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς του Λαυρίου εγγυήθηκε η υπουργός Πολιτισμού κ. Μελίνα Μερκούρη στο τριήμερο διεθνές συμπόσιο «Βιομηχανική αρχαιολογία - βιομηχανικός πολιτισμός» (14-16.11.1988)

Βιβλία

Επαμ. Α. Βρανόπουλος, Ιστορία της Αρχαίας Εύβοιας, Αθήνα 1987 - Νίκος Θ. Χολέβας, Εισαγωγή στο έργο του αρχιτέκτονα Σωτηρίου Ι. Μαγιάση, Ε.Μ.Π., Αθήνα 1987 - Νίκος Νικονάνος, Μετέωρα. Τα μοναστήρια και η ιστορία τους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987 - Τατιάνα Γκοντσαρόβα,Ευριπίδης, Μοντάγια Γκβάρδια, Μόσχα 1988 - Χριστίνα Φίλη,Αμφίδρομα, Σμίλη, Αθήνα 1987 - Δημήτρης Φιλιππίδης (επιμ.), Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα 1988

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf. Η Αρχαιομετρία είναι ανάμεσα στα θέματα του Α΄Επιστημονικού Συνεδρίου Γεωφυσικής που θα γίνει στην Αθήνα από 19 μέχρι 21 Απριλίου 1989 – Από 19 μέχρι 24 Μαΐου 1988 έγινε στο Τορόντο του Καναδά το 26ο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας – Διεθνές Συνέδριο έγινε στην Αθήνα από 19 μέχρι 23 Σεπτέμβρη 1988 με τίτλο «Η Τεχνική Γεωλογία στη μελέτη, διατήρηση και προστασία των έργων της αρχαιότητας, των μνημείων και ιστορικών χώρων»

English summaries: Extracts from the John Foster Jnr letters Nikolaos Yalouris

Extracts are published from three letters that Foster sent his father in 1812 from Zante, where the sculptures from the temple of Bassae were on display for their sale. Foster informs his father of the excavations’ rich “harvest” as he calls it. He praises the treasures which he considers superior to those of the Parthenon and asks his father to convince the British Government to buy them. The letters were accompanied by thirty-seven drawings of the sculptures from the temple of Bassae and three drawings of the temple of Aphaia sculptures. In three other drawings where the temple of Bassae is incorporated in the surrounding landscape, Foster marvelously combines line drawing and watercolour in a technique known as “aquarellierte zeichnung”. The album with the letters and drawings donated by G. Seferis to the Gennadios Library was bought by the poet in London in 1955 at a Sotheby’s auction.

The temple of Apollo Epikourius Thanos Papathanasopoulos

The Ictinian temple at Bassae is located in an area sacred, at least since the geometric age. The archaeological excavations proved that at this same site and already since the eightth centyru BC a martial god was worshipped, because most of the finds are weapons. In the seventh century BC the Phigalians dedicated a temple to Apollo, an ally in war time, who later, in the classical period, becomes a healer. The architectural finds confirm that an archaic temenos, with one or probably two temples, existed before the Ictinian temple. The temple at Bassae, of Doric order, is an especially long building reminding more of an archaic than a classical temple. The columns of the perimetrical colonnade show an entasis and this is the only "visual correction" found in the building. The four pairs of Ionic half-columns along the long walls of the nave, the marble frieze, the Corinthian column and the door leading to the adyton form an admirable composition and make the temple unique in its kind. The Destruction of the Monument. The ancient builders of the temple, being aware of the intense seismic character of the region, used a multitude of metallic joints in its construction. However, the iron and lead of this exceptionally large number of joints reinforcing the building ironically later became the main reason for its destruction. The Temple in Recent Years. Scientific Research. The Looting. The temple had been forgotten in its wilderness for many centuries and the only people who were aware of its existence were the inhabitants of the vicinity. In 1765, when the French architect J. Bocher was touring Arcadia, he came upon a monument of the classic period, where almost all the columns were still standing, and he immediately identified it as the temple of Apollo Epikourius mentioned by Pausanias. From then on, Bassae will become one more pole of attraction for European travellers. Artists, scientists, antiquities smugglers. Philhellenes and others visit Bassae in abundance. They write, paint, study the architecture, or reconstruct graphically the monument, record its peculiarities in form and order and occasionally they loot the monument. Celebrated personalities of politics, diplomacy, art and science such as Chandler, Fauvel, Leake, Pouqueville, visit the ruins of the superb edifice. The discovery of the monument attracts the interest of the Europeans greatly. As an immediate result an expedition of "antiquity lovers", manned with Hallervon Hallerstein, Ch. R. Cockerell, John Foster, Gropius Bronstedt, Linckh, Otto Magnus von Stackellberg and others, arrive at Bassae in June 1812. The members of this group having located at Bassae from their visit on the previous year , the marble frieze of the temple "buried" under a huge pile of architectonic members, manage to claim it and to export it to England for permanent exhibition in the British Museum. It must be noted here, that during this looting three valuable works were realized; the morphologic and rhythmologic study of the temple by the painter and architect Haller von Hallerstein, the study and representations of the temple by the archaeologist and artist Otto Magnus von Stackellberg who is credited with the first publication of the monumentand finally, detailed plans of the temple and drawings of its frieze were made by J. Foster. Twenty years after the looting, in 1833, when Greece had already become an independent country, the "Expedition Scientifique de Moree" worked out a series of plans, measured drawings and graphic representations of the monument that although are imperfect, offer a valuable contribution to the research of the temple (Expedition Scientifique de Moree, Paris 1833). Equally valuable are also the exceptionally accurate measured drawings made by Denis Lebouteux (1853). The Restoration Made by the Archaeological Society. The Basic Problems of the Building and the Concern About it Today. From 1902 to 1907 the Archaeological Society of Athens had commissioned P. Kavadias to realize a wide program of works aiming to the full restoration of the original form of the temple. The result of the efforts undertaken at that time is the temple almost as it stands today. The only documentation of the monument at our disposal, besides the representations and plans made by travellers, are the photographs taken before and during the restoration works of the years 1902-1907. In our country the archaeologists involved in solving the peculiar problems of the temple, are Kourouniotis, Romaios and since 1959 Yialouris. The latter continues the research so that the study of the temple foundation and the checking of its preservation could become feasible. In 1965 Professor Chr. Bouras supervised certain consolidation works of limited scale and at the same time he made a report emphasizing the urgent measures, which should be taken for the protection and restoration of the monument. The first committee for the protection of the temple was formed ten years later, in 1975. It authorized the architect-archaeologist A. Petronotis to constitute a working group of scientist of various, relevant specialities. This group continued its work up to 1979. New excavations were undertaken inside the temple under the supervision of N. Yialouris and J. Travlos. According to the well-known principle of ancient Greek architecture, the foundations of a building should be laid on solid rock. However, certain parts of the Apollo temple foundations have been laid on a softer subsoil. As a result the temple crepis has dissimilarly subsided and the horizontally of the stylobate has been distorted. In addition, limestone, the building material of the monument, being sensitive to the changes of temperature has crumbled badly. In the fall of 1988, the committee adopted Professor Skoulikidis' proposal to install a closed shelter for the protection of the monument. The shelter will remain there until all the works, necessary for the permanent and essential protection and conservation ot the temple have been completed.

Problems of the temple and cult of Apollo at Bassae Nikolaos Gialouris

The temple of Apollo Epikurius at Bassae did not lie isolated on the slope of Kotylion Mountain. On the contrary, it is certain that it stood among numerous buildings, some even monumental, of the archaic and classic period. This is also ascertained by Ludwig Ross and later scholars. Therefore, we are obliged to revise the image of the temple as it was created by the romantic mood of the 19th century, which had located the temple "in the solitude and wild nature of the Arcadic landscape" The building density in the researched areas, especially north of the temple, is obvious in the topographic plan, although the phase of excavation shown in it is not the final. The buildings arrayed to the north across the temple are monumental edifices, but we do not know their function as yet. On the North and Northwest and close to the temple, four sites offered ample evidence, that a quantity of limestones, for the erection of the temple, had been quarried there. From the excavations of the same area come the most important finds dating, in their majority, from the archaic period. Only few, found in the upper layers, were classic sherds, while votive weapons (iron and bronze spear and arrow heads, minute bronze helmets, leggings and shields ) undoubtedly, offerings to the Bassitis Apollo, who at that time must have been worshiped as a martial god, were found in abundance. Remnants from melting and casting metals were also found in abundance, a fact indicating the existance of metallurgic workshops, built close to the temple. The great number of small vases made of friable clay, which imitate Corinthian, Laconian and Elian pottery, must also be ascribed to local workshops. On the other hand, the imported minor-arts objects are also man: Elian, Corinthian, Laconian, as well as lead offerings. From the rest finds worth mentioning are: a. A bronze horse statuette with a compact perforated base, from the late geometric period. b. A bronze rein ornament, from the late geometric period. c. A clay statuette of a woman enthroned, from the archaic period. d. An iron statuette of a male figure (Apollo), from the early seventh century BC. e. Bronze mirrors. f. Male figures on cut-out, metallic sheets. g. A bronze head of Athena, from the late geometric period. h. A late geometric bronze statuette of a Kouros (Apollo) from an Arcadian workshop, whose craftman-ship reminds of woodwork. Until recently we had no indication of the location of the archaic temple, apart from the architectonic members belonging to it. The 1970s excavations (1970, 1975-77) proved to be especially important. The foundations of a large rectangular archaic building, which had remained unnoticed, were discovered during the 1970 research on the south of the Ictinian temple. Both edifices have the same orientation. During the 1980 excavation a few trenches were made on the pteron stylobate and in the cella, the latter so deep as to reach the natural rock. Finally, another trench on the west pteron revealed a wall of flat, unhewn stones, that runs parallel to the side toichobate of the cella. It should be noticed that the upper layer of this wall corresponds, as regards its depth, to the floor pavement of the cella. The finds of both trenches, on the west pteron and the cella are archaic. Therefore, one could conclude that the cella pavement and the wall probably belong to the archaic, pro-Ictinian temple. The fact that the wall runs parallel to the cella wall means, that the archaic temple had the same orientation with the Ictinian one, alike the archaic edifice mentioned above. Furthermore, one of the two small temples close to the Kotylion peak is also oriented from north to south, as is also the case with two other Area-die temples: that of Athena at Aliphei-ra and the Doric one, which we located in 1969, at Prassidaki, close to Lepreon. Consequently, the orientation of the Ictinian temple was dictated by special reasons, cult reasons for sure, prevailing particularly in Arcadia. Which are these cult reason? Before we answer this question we must remind, that the orientation from north to south is not the only peculiarity of the temple. The Corinthian column at the far end of the cella, where in the Greek temples usually stood the cult statue of the god, is another peculiarity. But, let us go back to the N-S orientation. We should recall the close relation of Apollo with the Northern Countries, where Apollo had his dwelling and the eponyme "Hyperborios". From there he comes every spring in Greece, inhabiting two of its most importand religious centres, Delphi and Delos. To an aboriginal cult can probably be also ascribed the peculiar Corinthian column in the cella, for which no satisfactory explanation has been proposed as yet. According to a most ancient tradition the deity is represented under the form of a column, pillar, cube, pyramid, cone or tree. This notion goes back, at least, to the Minoan and Mycenaean era and is also present in eastern religions. In the temple of Apollo at Bassae his cult as Hyperborios recalls the column-shaped Hyperborios Apollo Agyieas, whose presence in the entire region is manifested in many ways and leads our thought to the solitary Corinthian column raising in the temple. It is different from the half-columns not only for its marble capital, which is Corinthian, while those of the half-columns are Ionic; but also for its dissimilar in shape and volume base and the appearance of its shaft, which is more slender than that of the half-columns. Finally, it must be added that the actual parts of this column, that have been recently discovered in the surface layers around the temple, make the column reconstruction more accurate.

The Acropolis Study Centre Cornelia Hadgiaslani

The Acropolis Study Centre, opened in 1987, is an annex of the New Acropolis Museum and a preparatory area for visitors to the Acropolis, for children especially. It is located in the Weiler building built in 1832 by the Bavarian civil engineer of that name. On the ground floor is an exhibition of the metopes, the frieze and the pediments of the Parthenon, while two small halls will host the sculptures of the Erechtheion and the Temple of Athena Nike. Copies of the sculptures have been made over different periods. The oldest ones are those given to Greece in 1846 by the British Government “in replacement” of the originals taken down from the Parthenon by Elgin. The old moulds of the sculptures are particularly precious, because they show surface detail, now lost in their original state. Special events will be held in a vaulted room in the basement where, for the time being, a mosaic floor is preserved as are other finds from the 1985-1986 excavations. On the first floor, work is on display done since 1975 by the Acropolis Conservation Committee.

The Byzantine museum of the Lemesos Cathedral Sophoklis Sophokleous

The founding of the museum helps protect church property belonging to Lemesos Cathedral which includes the parishes of four boroughs and seventy-seven communities, not counting the monasteries. The museum will be housed in a building designed by the Italian architect Cafiero (1923). The collections will include icons and objects that have lost their ritualistic or devotional character. The oldest icon belongs to the 12th century, the ecclesiastical books come from the Greek painters’ press in Venice, the copper plate engravings and the altarcloths span the 16th to the 19th century. There are items of embroidery in gold thread, ceramics, metalwork, wood carvings, sculptured architectural elements, inscriptions and headstones dating from the 18th and 19th centuries.

The early-Christian Basilica of Ilissos Lambros Skontzos

In downtown Athens and in the area behind the ruined temple of Zeus lies the unknown to many Basilica of Leonidis, the oldest Christian monument of the capital. It was erected in the fifth century in honour of Leonidis, bishop of Athens, who suffered martyrdom in 250 AD during Decius persecution. The building was a representative example of the transitional type — from the simple, timber roofed to the domed basilica. The late G. Soteriou made the thorough excavation and study of the church during the years 1916-1917. The basilica was probably founded in the years 423-450 by the Byzantine Empress Athenais-Eudocia, wife of the Emperor Theodosiue II .Adjacent to the basilica was a crypte-martyrium, where Leonidis' relics were kept, and another edifice, a baptisterium, in all probability. The basilica itself was very carefully built and richly decorated with marble walls, mosaics and sculpture. This Early Christian monument of Ilissos properly fills the gap in the continuous artistic and cultural evolution of the city of Athens.

The Voevods of Skyros during the Ottoman era in Greece Xenofon Antoniadis

The Voevod, a title of Slavonic origin, given to rulers of the countries bordering on the river Danube, ultimately has the meaning of an official who buys off/hires the privilege of collecting taxes from the Greek serfs (ragiades). On the island of Skyros, under Turkish rule, we know that the voevod participated in the financial side of government and had both judicial and administrative responsibilities. After the occupation of the island in 1538 by Capoudan Pasha Hairedin Barbarossa, Skyros was forced to pay one thousand ducats a year. Based on private and public documents of the time, a catalogue has been drafted of the Voevods of Skyros from 1739 AD up to the time of Liberation. The citing of similar documents gives one some idea of the Voevods’ authority.

Indications of a formal pot-marking system in Thessaly in the Bronze Age Kostas J. Gallis

This is the first presentation of two inscribed shards, surface finds from a topographic survey carried out recently in the plain of East Thessaly. The one shard was found on the wellknown site of Gonnoi, lying on the NW of the entrance to Thessaly from Tempi Valley. The site shows a prehistoric settlement, lasting from the Early Neolithic to the Late Bronze Age and is located only 300 m. to the south of Gonnoi of the classical period. The shard was incised before firing with a symbol very common to the Cypro-Minoan and Mycenaean texts (J. Chadwick. The Decipherment of Linear B, 2nd edition, Cambridge 1967). This symbol occurs not only in tablets but also on other sorts of objects, either alone, e.g., on handles of stirrup jars or in combination with other symbols of the Cypro-Minoan texts and of the Linear A and B. The other shard comes from Kyparissos 3, seventeen kms south of Larissa. This site, an unknown until now settlement, was located during the aforementioned topographic survey. The surface finds coming from there also show a prehistoric inhabitancy from the Early Neolithic to the Mycenaean period as well as during the classic years. The shard, part of the rim of a pithos, was incised, after firing, with a linear pattern formed by two horizontal, four vertical lines and a symbol resembling a quadrilateral; from the latter only the fourth side has not been entirely preserved. The pattern of the two horizontal and four vertical lines can very well be considered as a number of the Cypro-Minoan and Mycenean writing system, in this case, the number 24. The horizontal lines stand for the decades, while the vertical ones for the units (J. Chadwick. op. cit., p. 44}. We know many examples of this numbering system, since it appears on tablets and also on a variety of objects, such as shards of pottery or on a silver skyphos from Engomi. The two presented shards were found on sites, also inhabited during the Mycenean period.They are surface finds and, due to their preservation, can not be precisely dated. Nevertheless, they can be regarded as promising indications for the discovery of more relevant data in the future. They also support the argument that Thessaly can well be ascribed to the broader area of the Agean, East Mediterranean and Cyprus, where a common system of writing notions and numbers were in use during the Late Bronze Age.

Travels in Greece. The chronicle of a discovery (A) Friedrich-Wilhelm Hamdorf

This article is a translation of the treatise written by Friedrich Wilhelm Hamdorf for the catalogue of the exhibition “Ein griechischer Traum, Leo von Klenze der Archäologe”. The exhibition took place in the Munich Glyptotech in 1985-1986. Here we publish the first part of the treatise, where Hamdorf chronologically records travellers to Greece from the 14th to the 19th century, and the editions of the travellers’ publications.

The mansions of Sophie de Plaisance in Athens. New information from Copenhagen Ida Haugsted

Marie-Anne-Sophie Marbois was born in Philadelphia, USA, on April 2, 1785 and died in Athens on May 14, 1854. In 1802 she married the French officer Anne-Charles Lebrun, in Paris. Four years later her father-in-law was granted with the duchy of Piacenza in N. Italy. Thus, both Sophie and Charles acquired the title "de Plaisance" (1809). Much of the information about the duchess de Plaisance derives from letters and literary texts of the period. She was eccentric and very wealthy. The duchess had a daughter, whom she adored and when the latter died, Sophie de Plaisance had her embalmed and kept the body in one of her numerous mansions in Athens, where she had settled since 1830. The literary sources mention Christian Hansen as the architect responsible for the edifices Sophie de Plaisance built, while from 1920 on, the Greek St. Kleanthis is considered to be the architect, who designed the houses and palaces of the duchess (see, bibliography). However, "Rododaphni" and "llissia", both in Gothic style, "Maisonette", in Italian style, "Plaisance" and the Tower were all built during the years that Hansen was architect to the duchess. Hansen also built another series of edifices in Greece (Baths at Kythnos, Anglican Apostolic Church, etc.), which he designed in the same period and in a style similar to that of the buildings owned by Sophie de Plaisance.

The municipal, neoclassic market of Argos Vasilis Dorovinis

The municipal market of Argos. one of the most important buildings of neoclassical architecture in Greece, reaches its centennial next year . The author, in order to write this article has analyzed and utilized the archives, the minutes, that is, of the municipal council of Argos, as well as all relevant information deriving from the local press of Argos from the mid-19th century until now. His analysis focuses on three points. The decision for the erection of the market and the reactions it caused, the procedure of the erection, the adventures the building went through until recently, when a thorough study for its restoration was made, which has been approved by the Ministry of Culture and is going to be realized. The history of the building and the views stated have the additional objective of placing the facts — researched and exposed here for the first time — within the general framework of past and present, thus, on the basis of the recently available data the issue of the erection and restoration of the Argos Market is related to decisive mentalities, social circumstances and conflicts. The article focuses on the history of the building and does not deal with architectural analysis or the form and style of the edifice, although it thoroughly refers to the architect who has designed its plan.

The building of the first National Printing Press and the Charter of Venice in action Vasilis Dorovinis

The building was constructed in 1835 to house the Royal Printing Press and Lithograph Press. In August 1854, both wings were totally destroyed by fire. In 1905 a new building was erected designed by the architect K. Bellini, to become the National Printing Press. In 1931-1932, the Athens Court was housed in the old, ruined building of the old Printing Press on Stadiou street. Another storey was added to it as well as the lateral wings facing the corner of Santa Rosa St., Panepistimiou St., and Arsaki. The façade was also reconstructed. In 1982, as part of a general plan thought up by Antonis Tritsis, the fate was decided for both the Arsaki building and those housing the Athens Court. Demolition started in 1985. The author of this article lent his expertise in establishing the Athens Court as a historical building and deterring its demolition. The time is ripe for this building’s restoration which, possibly for the first time, raises the issue of implementing the Charter of Venice.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα αρχαία ελληνικά αγγεία (I) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Μελανόμορφη κορινθιακή οινοχόη, στην τεχνοτροπία του Ζωγράφου του Dodwell. 600-575 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Α 00262. Παρουσιάζονται τα πιο γνωστά σχήματα αγγείων και αναφέρονται οι κυριότερες χρήσεις τους. Τα αγγεία διακρίνονται ως προς το σχήμα σε κλειστά και ανοιχτά και ως προς τη χρήση κατατάσσονται σε διάφορες ομάδες. Εδώ παρουσιάζονται τέσσερις από αυτές: 1. Αποθηκευτικά αγγεία: πίθος, αμφορέας, πελίκη και στάμνος 2. Αγγεία για τη μείξη οίνου με νερό: κρατήρας (κιονωτός, ελικωτός, καλυκόσχημος και κωδωνόσχημος), λέβης ή δίνος 3. Αγγεία για την ψύξη του οίνου: ψυκτήρας 4. Αγγεία άντλησης και σερβιρίσματος οίνου: κύαθος, οινοχόη, λάγυνος.

Τεύχος 77, Δεκέμβριος 2000 No. of pages: 140
Κύριο Θέμα: Τρεις φιλοσοφικές απόψεις για τον χρόνο Marcelo D. Boeri

Ο Φαέθων ζητεί από τον Ήλιο-Απόλλωνα πατέρα του να του δανείσει το άρμα του. Nicolas Poussin, λάδι σε μουσαμά, περ. 1630-35, Gemäldegalerie, Βερολίνο. Η φιλοσοφική ενασχόληση με τον χρόνο προέκυψε επειδή τα αισθητά αντικείμενα της εμπειρίας μας υπόκεινται σε μεταβολή· οποιαδήποτε δε μεταβολή, διαδικασία δηλαδή που συνεπάγεται κάποια διάρκεια, γίνεται αντιληπτή μέσα στη σφαίρα του χρόνου. Ο πρώτος αρχαίος Έλληνας διανοητής που παρουσίασε μια εμπεριστατωμένη θεωρία για τον χρόνο ήταν ο Πλάτων. Στο πλαίσιο του μύθου της δημιουργίας που παρουσιάζεται στον Τίμαιο, ο Πλάτων δίνει τον περίφημο ορισμό του τού χρόνου. Ο χρόνος, αιώνιο είδωλο της αιωνιότητας, δεν μπορεί να είναι ακριβώς το ίδιο με τη «χρονική διαδικασία» που υφίστανται τα αισθητά πράγματα. Ο χρόνος ανήκει κυρίως στη σφαίρα της νόησης αλλά, στο βαθμό που ο χρόνος είναι ένα «κινητό είδωλο», πρέπει να έχει κάποιες σχέσεις και με την περιοχή της αίσθησης. Όντας είδωλο, ο χρόνος είναι αντίγραφο. Όντας επίσης κάτι «κινητό», ο χρόνος δεν είναι πλήρως αμετάβλητος. Ο χρόνος είναι ένα είδωλο που κινείται σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών, πράγμα που υπονοεί μια συνεχή μεταμόρφωση (ο χρόνος μετριέται με ένα πλήθος επαναλαμβανόμενων μερών: ημέρες, μήνες, έτη, κοκ.). Ο Αριστοτέλης προτείνει την ιδέα ότι για τον Πλάτωνα ο χρόνος γεννήθηκε ουσιαστικά με το σύμπαν και αντιτάσσει στον Πλάτωνα ότι, αν ο χρόνος είχε γεννηθεί μαζί με το σύμπαν, τότε θα πρέπει να υπήρξε μια στιγμή που δεν υπήρχε χρόνος, πράγμα παράλογο. Πράγματα όπως το «πριν» και το «μετά» μπορούν να υπάρξουν αποκλειστικά και μόνο αν υπάρχει χρόνος, αφού ο χρόνος είναι αριθμός της κίνησης (ή μεταβολής) σε σχέση με το πριν και το μετά: αυτός είναι και ο ορισμός του χρόνου από τον Αριστοτέλη στα Φυσικά. Ως προς το ζήτημα της φύσης του χρόνου, ο Αριστοτέλης καταλήγει ότι ο χρόνος πρέπει να είναι μια όψη της κίνησης και, εφόσον η κίνηση είναι συνεχής, άρα και ο χρόνος είναι συνεχής. Για να έχουμε χρόνο δεν αρκεί να οροθετήσουμε ένα τμήμα κίνησης· η ψυχή πρέπει να διακρίνει δύο (ή περισσότερα) «τώρα» και να τα αριθμήσει. Ο χρόνος, επομένως, είναι αριθμός αυτού που αριθμείται και όχι αυτό με το οποίο αριθμούμε. Όταν όμως μετρούμε τα διαδοχικά «τώρα», αυτό που ακριβώς μετρούμε είναι τα χρονικά διαστήματα που περιλαμβάνονται ανάμεσα σε αυτά. Χρόνος, επομένως, είναι αυτό που προσδιορίζεται ή οροθετείται μέσω του τώρα. Οι Στωικοί έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξήγηση του προβλήματος του χρόνου στο πλαίσιο της θεωρίας τους για τα «ασώματα», στα οποία από τεχνική άποψη ανήκει και ο χρόνος. Αφού στη στωική οντολογία τα αληθινά υπαρκτά σώματα είναι τα «ενσώματα», ποιο ρόλο παίζουν τα «ασώματα» στην ερμηνεία τους του κόσμου; Οι στωικοί επισημαίνουν τη δυσκολία ότι, παρόλο που ο χώρος, ο χρόνος, το κενό και τα λεκτά είναι ασώματα, καταλήγουν να είναι τόσο θεμελιώδη, ώστε να απαρτίζουν τη σφαίρα του υπαρκτού. Η περίπτωση του χρόνου είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί, αν και ασώματος, ο χρόνος είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Είναι αδύνατον να προσδιοριστούν αιτιώδεις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα, αν δεν υπάρχει χρόνος, δηλαδή ένας παράγοντας ικανός να ορίσει το πριν και το μετά των δυνατών συνδυασμών ανάμεσα στα υπάρχοντα πράγματα με τρόπο που, για παράδειγμα, να μπορεί να οριστεί ότι το Α στον χρόνο 1 είναι το αίτιο του Β στον χρόνο 2. Ο Χρύσιππος απηχεί τον Αριστοτέλη αλλά και απομακρύνεται από αυτόν στον ορισμό του τού χρόνου. Ωστόσο, η πιο πρωτότυπη πλευρά της στωικής θεωρίας για τον χρόνο είναι πιθανότατα η εξής: ο χρόνος, στο μέτρο που είναι κάτι το ασώματο, είναι κάτι υφιστάμενο.

Η χρονομέτρηση των ζώων: πώς τα ζώα υπολογίζουν τον χρόνο και τον χώρο Penny S. Reynolds

Μαυροπούλια με φθινοπωρινό πτέρωμα. Τα ζώα προσανατολίζονται στο χρόνο και στο χώρο με εσωτερικά ημερήσια και ετήσια «ρολόγια». Οι φυσιολογικοί ρυθμοί και οι ημερήσιες και εποχιακές δραστηριότητες των ζώων εξαρτώνται άμεσα από το σωματικό μέγεθος: τα μικρά ζώα ζουν γρηγορότερα και πεθαίνουν νωρίτερα από τα μεγάλα ζώα. Ωστόσο, αυτοί οι εσωτερικοί ρυθμοί χρειάζεται να ζευγαρωθούν με τους ημερήσιους και τους ετήσιους ρυθμούς του εξωτερικού κόσμου. Έτσι, τα ζώα χρειάζονται ένα «ρολόι» που θα ρυθμίσει και θα συντονίσει τους φυσιολογικούς τους ρυθμούς. Ο απόλυτος χρόνος λειτουργεί με βάση τρεις φυσικούς κύκλους: την ηλιακή ημέρα, τον σεληνιακό μήνα και το έτος. Τα κανονικά επίπεδα διαφόρων σταθερών, όπως είναι ο μεταβολισμός και η θερμοκρασία του σώματος, ποικίλουν σε ημερήσια βάση, ενώ μείζονες δραστηριότητες, όπως η αποδημία, ρυθμίζονται σε ετήσια βάση. Πρόσφατα ταυτίστηκαν διάφορα γονίδια που ελέγχουν τους βιολογικούς ρυθμούς σε ποικίλους οργανισμούς. Η κατανόηση των γενετικών μηχανισμών που διέπουν τα βιολογικά ρολόγια των ζώων θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε διάφορα φαινόμενα που εξαρτώνται από το χρόνο, όπως είναι τα γηρατειά, το «jet lag» (χρονικό χάσμα), η φαρμακευτική αγωγή, που όλα τους έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία.

Αντικατοπτρισμοί του χρόνου στα κείμενα και τις εικόνες των Ευρωπαίων περιηγητών του ελληνικού χώρου Αφροδίτη Κούρια

Rudolph Müller, «Άποψη της Ακρόπολης από την Πνύκα», 1863. Υδατογραφία, Μουσείο Μπενάκη. Με οδηγούς τον Όμηρο και τους αρχαίους συγγραφείς, οι περιηγητές ζητούν να μυηθούν in situ στο ελληνικό όραμα με το οποίο έχουν γαλουχηθεί. Στον 18ο αιώνα, αιώνα του Διαφωτισμού, βλέπουν το φως οι πρώτες αποτυπώσεις αρχαίων ελληνικών κτισμάτων με αξιώσεις επιστημονικής εγκυρότητας. Σε συνδυασμό με τρέχουσες καλλιτεχνικές-αισθητικές τάσεις, η αρχαιολατρία προσθέτει ρομαντικό χαρακτήρα στην έξαρση του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Εικόνες από μια «ποίηση των ερειπίων» συνοδεύουν σκέψεις για τη θνητότητα και την παντοδυναμία του χρόνου. Το «κλισέ» του πεσμένου κιονόκρανου και της σπασμένης κολόνας αναδεικνύονται στο φορτισμένο σύμβολο της διάστασης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν της Ελλάδας. Στα μάτια και τη συνείδηση των Ευρωπαίων που περιηγούνται την Ελλάδα, το παρόν και η αρχαιότητα είναι άρρηκτα δεμένα. Μέσα από το πρίσμα αυτής της σύζευξης προσλαμβάνεται και προσδιορίζεται η ταυτότητα και η ουσία της ελληνικής φύσης. Οι περιηγητές του 19ου αιώνα συχνά τηρούν στάση εγρήγορσης απέναντι στην πρώτη ύλη της πραγματικότητας. Ωστόσο, αλλού το παρελθόν μένει κυρίαρχο: μια διαλεκτική ανάμεσα στο παρόν της αίσθησης και τον χρόνο της μνήμης σηματοδοτεί τα σχόλια όσων ταξίδεψαν στις Μυκήνες ή την Κόρινθο. Το δίπολο παρόν-παρελθόν αποκτά νέες διαστάσεις και περιεχόμενο από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, με την τάση από μέρους των Ευρωπαίων για συσχετισμό και παραλληλισμούς των αρχαίων με τους νεότερους Έλληνες μέσα από την ανίχνευση ιστορικής συνέχειας και επιβιώσεων αρχαίων στοιχείων. Το αρχαίο μνημείο θα γίνει συχνά το εμβληματικό φόντο πάνω στο οποίο προβάλλονται –κυριολεκτικά και μεταφορικά- οι Νεοέλληνες σε περιηγητικά έργα. Βασική συνιστώσα του θέματος προβάλλει η καθαρά υποκειμενική, εννοιολογικά και συναισθηματικά φορτισμένη βίωση του χρόνου από τους περιηγητές, με την ηδονικά νοσταλγική αναπόληση του παλιού –χαμένου- μεγαλείου. Αναπόληση που οδηγεί σε ταυτίσεις με το κλασικό παρελθόν, σε μια «οικειοποίηση» του χρόνου της ιστορίας και του μύθου.

Προσωπεία του χρόνου. Μύθος, επιστήμη, επιστημολογία και πάλι μύθος Νίκος Ξένιος

Hanne mi Sauge, «Η Κλάρα και ο Πίτερ στις ιαματικές πηγές». Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στη φιλοσοφική ή βιοσοφική αντίληψη της χρονικότητας στους διάφορους πολιτισμούς του (δυτικού) ανθρώπου. Εμπιστευόμενος την τραγωδία στη φροντίδα της Ζακλίν ντε Ρομιγύ (Ο χρόνος στην αρχαία ελληνική τραγωδία, Παρίσι, 1971), ο συγγραφέας παρουσιάζει την αντίληψη του Χρόνου στους ορφικούς και στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Επισημαίνει τη θεοποίησή του στα ελληνιστικά χρόνια με το όνομα Αιών και τη συνάφειά του με τον γενάρχη των θεών Κρόνο. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η τόσο βιωματική λέξη «χρόνος» εξελίσσεται σε έννοια. Οι επιστήμες έρχονται να σχετικοποιήσουν την έννοια του Χρόνου, να την εξορίσουν από τη σφαίρα του Μύθου και να της αφαιρέσουν το προσωπείο του Θεάτρου. Μα τα πράγματα έδειξαν σύντομα ότι ο χρόνος αντιστεκόταν και μεταμφιεζόταν αδιάκοπα σε ολοένα και διαφορετικά πρόσωπα. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς την ιστορία των επιστημών για να το διαπιστώσει. Όπως ο Γαλιλαίος μετέτρεψε το χρόνο, από κάτι βιωματικό και συγκεκριμένο, σε αφηρημένη παράμετρο της κίνησης των φυσικών σωμάτων, έτσι και ο Ντεκάρτ διασταύρωσε το χρόνο, σε ορθή γωνία, με την άλλη συνιστώσα της κλασικής Φυσικής, το χώρο σε βάθος. Ο Νεύτων αναγκάστηκε να κάνει διάκριση ανάμεσα στον σχετικό και τον απόλυτο χρόνο. Και εξαλείφοντας μια βασική προκατάληψη διευκρίνισε πως ο απόλυτος, αληθινός και μαθηματικός χρόνος, αφ’ εαυτού και από την ίδια του τη φύση, ρέει σταθερά, δεν εξαρτάται από κάτι το εξωτερικό, και ονομάζεται επίσης «Διάρκεια». Αντίθετα, ο σχετικός, φαινομενικός και κοινός χρόνος είναι κάποιο αισθητό και εξωτερικό (είτε ακριβές είτε ασταθές) μέτρο της διάρκειας. Η νευτώνεια κοσμοαντίληψη επηρέασε τη συνείδηση του νεότερου ανθρώπου και τη διαμορφώνει ακόμη και σήμερα. Στον 20ό αιώνα ο απόλυτος θετικισμός που υιοθέτησε η Επιστήμη παραμέρισε τα ανθρωποκεντρικά επιχειρήματα του νευτώνειου κοσμοειδώλου. Είχαν προηγηθεί η Παλαιοντολογία και ο Δαρβινισμός, ο Μάξγουελ και τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Ακολούθησε ο Αϊνστάιν. Μόνο ένας πίνακας του Σαλβαντόρ Νταλί με τα ρολόγια που λιώνουν μέσα σε νιτρώδεις αναθυμιάσεις, μόνο μια τέτοια υπερρεαλιστική εικόνα θα μπορούσε να αποδώσει την καινούργια, επιστημοκεντρική όσο και παράλογη εκδοχή της χρονικότητας.

Η κατεύθυνση του χρόνου στην αρχαιότητα και στους νέους χρόνους Βαγγέλης Πανταζής

Η πορεία των γενεών κατά την αντίληψη των Αρχαίων. Παρότι ο χρόνος είναι αόρατος, η ίδια η «ροή»του αποδίδεται από τους ανθρώπους με συγκεκριμένες οπτικές παραστάσεις. Αφού ο χρόνος διαρκώς «κινείται»,  προς τα πού τον φαντάζονται να κινείται οι άνθρωποι διαφόρων εποχών και κοινωνιών; Άλλωστε πίσω από τις παραστάσεις για την κίνηση του χρόνου κρύβονται αντιλήψεις περί ζωής και κόσμου διαποτισμένες από ιδεολογικές προκαταλήψεις. Αντιπαραβάλλοντας αρχαίες και νέες παραστάσεις για την κίνηση του χρόνου, διαπιστώνουμε την πλήρη αντιστροφή τους. Στις σύγχρονες παραστάσεις ο χρόνος ανεβαίνει, πράγμα που βλέπουμε σε ένα γενεαλογικό δέντρο, του οποίου οι ρίζες είναι οι απώτεροι πρόγονοι. Μια συμπληρωματική παράσταση του χρόνου τον αντιλαμβάνεται ως μια διαρκή κίνηση προς τα μπρος: γυρίζοντας την πλάτη στο παρελθόν, κατευθυνόμαστε προς το μέλλον. Και οι δύο παραστάσεις εμπεριέχουν μια αξιολογική κατάταξη και, άρα, μια ισχυρότατη ιδεολογική φόρτιση: ό,τι βρίσκεται ψηλά είναι ανώτερο, ό,τι μπροστά τιμιότερο, σε αντίθεση με εκείνα που βρίσκονται κάτω και πίσω αντίστοιχα. Τόσο στον Ησίοδο όσο και στη βιβλική πτώση των Πρωτοπλάστων, οι γενιές ακολουθούν μια εξέλιξη που ξεκινάει από το ουράνιο και θείο και καταλήγει στο χοϊκό και ευτελές. Οι νεότερες παραστάσεις, αντίθετα, είναι περισσότερο αισιόδοξες: το μέλλον τραβάει μπροστά και προς τα πάνω. Τέσσερις είναι οι πιθανές αιτίες για την αντιστροφή του αρχαίου μοντέλου κίνησης του χρόνου στις νεότερες εποχές: α. Η χρονολόγηση με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού. β. Το άνοιγμα των οριζόντων που επέφεραν οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις και η συνακόλουθη αμφισβήτηση των αρχαίων αυθεντιών. γ. Η θεωρία της εξέλιξης (γεωλογία – παλαιοντολογία – αρχαιολογία). δ. Η αμφισβήτηση της πατριαρχίας (δηλαδή της εξουσίας των υπερηλίκων).

Η έννοια του χρόνου Ιωάννης Πετρόπουλος

Nicolas Poussin, «Χορός υπό τους ήχους της μουσικής του Χρόνου», 1638-40. Αφηρημένη και εξαιρετικά δυσπρόσιτη έννοια, ο χρόνος ως βίωμα είναι ευρύτατα κατανοητός. Τι απαντήσεις έδωσαν οι Έλληνες φιλόσοφοι στα ερωτήματα: Πως ορίζουμε το χρόνο; Ποια είναι η φύση του; Είναι άραγε αιώνιος; Πώς φαντάζονταν οι αρχαίοι τον κινούμενο χρόνο; Τι συνεπάγεται ο αποκλεισμός του χωρόχρονου από τις επιστήμες της ιστορίας και της γεωγραφίας; Πως λειτουργεί το βιολογικό ρολόι που διαθέτουν όλα τα ζώα, μεταξύ των οποίων και ο άνθρωπος; Πως μπορεί να αισθητοποιηθεί ως βίωμα ο ιστορικός και μυθικός χρόνος; Ελέγχεται ο χρόνος από την επιστήμη;

Γεωγραφία και χρόνος Γεώργιος-Στυλιανός Ν. Πρεβελάκης

Λαξευμένο απολίθωμα αμμωνίτη, με τη μορφή φιδιού. 185.000.000 π.Χ. York, The Yorkshire Museum. Όπως η Ιστορία δεν έχει νόημα «εκτός τόπου», έτσι και η Γεωγραφία δεν έχει νόημα «εκτός χρόνου». Όμως, επειδή δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσουμε επιστημονικά την ολότητα του χωροχρόνου, οδηγούμαστε αναγκαστικά σε αφαιρέσεις και απλουστεύσεις. Προκειμένου να προσεγγίσουν το «όλο» της ανθρώπινης εμπειρίας, Ιστορία και Γεωγραφία προβαίνουν σε έναν «καταμερισμό έργου»: η Ιστορία αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει τη σύνθεσή της κατά τη διάσταση του χρόνου, ενώ η Γεωγραφία κατά τη διάσταση του χώρου. Αυτή η –σχετική– εξειδίκευση έχει οδηγήσει πολλές φορές σε υπερβολές. Η τάση της ελληνικής ιστοριογραφίας να αγνοεί τον χώρο ανάγεται στις γεωπολιτικές συνθήκες του 19ου αιώνα, όταν τέθηκαν τα θεμέλιά της. Η ελληνική εθνική ιδεολογία και η επιχειρηματολογία της Ελλάδας προς τις Δυνάμεις στηριζόταν στην Ιστορία και το χρόνο.  Έτσι εξηγείται, σε μεγάλο βαθμό, η ανάπτυξη της Λαογραφίας από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως ανώδυνου υποκατάστατου της Γεωγραφίας. Αντί να λειτουργήσει ως Πολιτισμική Γεωγραφία, η Λαογραφία μετασχημάτισε τα αντικείμενά της σε εκδηλώσεις της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού. Η Λαογραφία μας είναι, επομένως, μια Γεωγραφία χωρίς χώρο, μια Γεωγραφία μόνο με χρόνο. Δεν είναι η μόνη. Επί πολλούς αιώνες η γεωγραφική γνώση στηριζόταν στα γραπτά των Αρχαίων. Με την Αναγέννηση όμως δημιουργήθηκαν ανάγκες, τις οποίες η σχολαστική Γεωγραφία δεν μπορούσε πια να ικανοποιήσει. Η μεγάλη εποχή των εξερευνήσεων δίνει το προβάδισμα στην εμπειρική παρατήρηση. Ο δρόμος για την επιστημονική Γεωγραφία ανοίγει. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο εμπειρισμός που χαρακτήριζε τότε τη Γεωγραφία άρχισε να αμφισβητείται. Το νέο γεωγραφικό δόγμα ήταν ο Ντετερμινισμός. Όταν το σύστημα αυτό έφθασε στα όριά του, διασώθηκε από τον Ποσιμπιλισμό και επέζησε έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η εξέλιξη της γεωγραφικής σκέψης κατά τον 20ό αιώνα σηματοδοτήθηκε και από τα προβλήματα του Περιβάλλοντος. Η σημερινή Γεωγραφία έφτασε να αμφισβητεί την ίδια τη διάκριση Φύση/Άνθρωπος ως εργαλείο για την κατανόηση του κόσμου. Η «κλασική» Γεωγραφία, δηλαδή η Γεωγραφία του Μεσοπολέμου που αντιστάθηκε στην γερμανική γεωπολιτική σχολή, ονομάστηκε και «περιφερειακή» Γεωγραφία. Ο χωρισμός του γεωγραφικού χώρου σε περιφέρειες έχει αντιστοιχία με το χωρισμό του ιστορικού χρόνου σε περιόδους. Εμπνευσμένοι από τις επιτυχίες της Οικονομετρίας και θέλοντας να εκφράσουν γεωγραφικά τη δύναμη της τεχνολογίας και της Οικονομίας πάνω στη φύση, οι αμφισβητίες γεωγράφοι του 1950 και του 1960 επινόησαν την «ποσοτική Γεωγραφία». Η ποσοτική Γεωγραφία θέλησε να οικοδομήσει μια καθαρά χωρική επιστήμη καταργώντας τελείως το χρόνο. Η άλλη «επανάσταση» που αμφισβήτησε την κλασική Γεωγραφία ήταν το μαρξιστικό ρεύμα. Οι μαρξιστές Γεωγράφοι, προσπαθώντας να προσαρμόσουν τη Γεωγραφία στο σχήμα του Ιστορικού υλισμού, κινήθηκαν  προς κατεύθυνση αντίθετη προς τους υποστηρικτές της ποσοτικής Γεωγραφίας: κατάργησαν το χώρο. Από τις όποιες νέες ιδέες πρόβαλαν κάτω από την ετικέτα της Μετανεοτερικότητας, η κυριότερη είναι ότι η Γεωγραφία δεν παράγει περιγραφές που προσεγγίζουν όσο το δυνατόν πιστότερα κάποια «αντικειμενική πραγματικότητα», αλλά ότι προτείνει «διηγήσεις» (discours). Ιστορία και Γεωγραφία, χώρος και χρόνος, συγκλίνουν καθώς αμφισβητούνται τα θεμέλια της Νεοτερικότητας. Η σχετικοποίηση του χρόνου και του χώρου εγγράφεται εξάλλου στις εξελίξεις που ονομάζουμε «Παγκοσμιοποίηση». Η αποδόμηση του γεωγραφικού χώρου συνδέεται στενά με την αποδόμηση του γεωγραφικού χρόνου. Το διαδίκτυο, η δορυφορική τηλεόραση και άλλες τεχνολογίες έχουν ενισχύσει τη διάσταση της αμεσότητας ανάμεσα σε μακρινά σημεία. Εν κατακλείδι, οι βασικές αναφορές του σημερινού ανθρώπου στον χωροχρόνο μετασχηματίζονται ταχύτατα καθώς καταρρέει το πλαίσιο το οποίο κατασκεύασε η Γεωγραφία από την Αναγέννηση.

Άλλα θέματα: Λακωνική Μάνη: μια νησίδα ιδιαίτερης κουλτούρας και αισθητικής Λένα Λαμπρινού

Άλικα: «Παλιομανιάτικες κατοικίες» με πύργο. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της Μάνης διαφαίνεται από τον 9ο αιώνα, όταν οι άγριοι και πολεμοχαρείς κάτοικοί της εκχριστιανίζονται από τους Βυζαντινούς. Κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών και Φράγκικων περιόδων, αλλά και έως τον 18ο αιώνα, ο πληθυσμός της Κάτω Μάνης ήταν διασκορπισμένος σε μικρούς οικισμούς των 1-3 γενών. Από την άλλη, στην Πάνω Μάνη συναντώνται σχετικά μεγάλοι συνοικισμοί. Το περιβάλλον της γεωγραφικής απομόνωσης και της εδαφικής λιτότητας στην Κάτω Μάνη ευνόησε την οικονομική και κοινωνική στασιμότητα και την επιβίωση, μέχρι πρόσφατα, του συστήματος των γενών, συνέχεια αρχαίων φυλετικών συστημάτων. Βασίζεται στους δεσμούς αίματος (αρρενογονική αιματοσυγγένεια), έχει αυστηρές πατριαρχικές δομές και αυστηρή ιεραρχία. Εκδίκηση με αντίποινα, η βεντέτα, ήταν μια κοινή τακτική αυτοδικίας που χαρακτηρίζει κάθε φυλετική κοινωνία. Οι μανιάτικες «Παλιόχωρες», όλες χτισμένες με μεγαλιθικό τρόπο, είναι οι πρώτες οχυρές κατασκευές της περιοχής, έξω από τη βυζαντινή παράδοση, μεταφέροντας αρχαίους ή πρώιμους μεσαιωνικούς τρόπους άμυνας και απλοϊκές λύσεις κατασκευής και στέγασης που επιβίωσαν μέχρι και τα ύστερα χρόνια. Οι διαφορές στις κατασκευαστικές μεθόδους και η γενίκευση της χρήσης κονιάματος κατά τον 17ο αιώνα καθορίζει τη νέα μορφή των οικισμών. Από το β΄μισό του 17ου αιώνα στην Άνω Μάνη αναπτύσσεται το πυργόσπιτο των πλούσιων καπεταναίων, με ιδιαίτερα φροντισμένες κατοικίες. Αντίθετα, στην Κάτω Μάνη η οχυρή κατοικία συνεχίζει να ενσωματώνει τη μεγαλιθική παράδοση στην κατασκευή, και συνυπάρχει με ψηλούς πύργους. Εξαιτίας του φυλετικού συστήματος, οι αμυντικές λύσεις είχαν στόχο την προστασία της φατρίας παρά της κοινότητας. Τα ισχυρά γένη, εγκατεστημένα σε στρατηγικά σημεία, κατείχαν από έναν αμυντικό πύργο. Τα συγκροτήματα των γενών διευρύνονταν με την προσθήκη νέων οικογενειακών μονάδων, που προσκολλούνταν στις υπάρχουσες. Οι οικισμοί αποκτούσαν λαβυρινθώδη μορφή, ενώ η απουσία της Πλατείας, ορόσημο της κοινωνικότητας του παραδοσιακού ελληνικού χωριού, δείχνει την ιδιαιτερότητα της μανιάτικης κοινωνίας. Έτσι, ο οχυρός χαρακτήρας των οικισμών προέρχεται από τον οχυρό χαρακτήρα των οικιών, χωρίς να συναντάται σε καμία περίπτωση αμυντική κατασκευή για το σύνολο της κοινότητας. Στις πρόσφατες δεκαετίες, η Μάνη, μέσα από, ανεπιτυχείς ίσως, κρατικές προσπάθειες εναλλακτικής τουριστικής αξιοποίησης (Βάθεια), και κατόπιν, κυρίως μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία, αναζητεί νέους τρόπους επιβίωσης με την ανάπτυξη του τουρισμού της.

“Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός”: ευσταθεί ένας τέτοιος όρος; Κώστας Μαντάς

Καρυάτις της Villa Albani στη Ρώμη. Ρωμαϊκή τέχνη. Το άρθρο πραγματεύεται τις ιδεολογικές χρήσεις του κλασικού παρελθόντος κατά τη μετακλασική εποχή (3ος π.Χ.–3ος μ.Χ). Ο δόκιμος ιστοριογραφικός όρος «ελληνορωμαϊκός πολιτισμός» χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πολιτισμικό αμάλγαμα που προήλθε από τη συνάντηση της ρωμαϊκής δύναμης και του ελληνικού πνεύματος. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε αυταπόδεικτη τη θέση ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι το θεμέλιο του νεότερου δυτικού πολιτισμού, φαίνεται όμως ότι ορθότερη είναι η άποψη σύμφωνα με την οποία ο δυτικός κόσμος υιοθέτησε τη ρωμαϊκή εκδοχή του ελληνικού πολιτισμού. Όσο και αν κολακεύει τους Νεοέλληνες το γνωστό ρητό ότι η Ελλάδα «υποδούλωσε το αγροτικό Λάτιο με το πνεύμα της», τα όποια θραύσματα πραγματικότητας που ανιχνεύουμε μέσα από πηγές του ελληνιστικού και του ρωμαιοκρατούμενου χώρου αφηγούνται μια διαφορετική ιστορία. Χωρίς πολιτική αυτονομία και πρωτότυπη πολιτισμική παραγωγή, η ρωμαϊκή Ελλάδα υπήρξε terra incognita για αρχαιολόγους και ιστορικούς της αρχαιότητας. Οι ιδεολογικές ανάγκες του νεοελληνικού κράτους εξυπηρετούνταν καλύτερα από τη μελέτη της κλασικής αρχαιότητας. Ίσως η ένταξη της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη να δώσει έμφαση στη μελέτη της ρωμαϊκής Ελλάδας, καθώς οι νέες συνθήκες που θα αντιμετωπίσει ο Ελληνισμός απαιτούν τη δημιουργία ενός νέου ιδεολογήματος που θα ενδιαφέρεται για πιο οικουμενικές λύσεις.

Οι Keftiu, η γλώσσα τους και η σχέση τους με τη μινωική Κρήτη Παντελής Ν. Μασουρίδης

Οι Keftiu (Κρήτες) όπως παριστάνονται σε αιγυπτιακή τοιχογραφία. Οι Μινωίτες ήταν γνωστοί στην αρχαία Αίγυπτο από το 1550 π.Χ., ενώ Αιγύπτιοι καλλιτέχνες τους είχαν απεικονίσει σε τοιχογραφίες μερικών τάφων στις Θήβες. Στον τάφο του Rekhmire οι Μινωίτες περιγράφονται ως «Πρίγκιπες της Γης των Keftiu και των νήσων εν μέσω της θαλάσσης». Και ανακύπτει το ερώτημα: γιατί και πως η λέξη Keftiu είναι δυνατόν να υποδηλώνει την Κρήτη; Ο συγγραφέας αποφασίζει να εξετάσει την αιγυπτιακή λέξη Keftiu, με την ελπίδα ότι, εάν η λέξη ήταν ελληνική, θα ήταν δυνατόν να διασπασθεί στη συλλαβική μορφή τής Γραμμικής Β, ώστε να φθάσει στη ρίζα της. Θα οδηγηθεί στο πιθανό συμπέρασμα ότι η Κρήτη ονομαζόταν Kefti (Κάρφι-θι), «στο Κάρφι», από τους κυβερνήτες των εμπορικών πλοίων της εποχής του Χαλκού, καθώς αναφέρονταν στο πιο περίβλεπτο ορόσημο του νησιού, στο υψηλότερο ορεινό ιερό που επί μινωικής εποχής προφερόταν Κάρφι. Το δεύτερο ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας αφορά τη γλώσσα: Χρησιμοποιούσαν οι Μινωίτες και οι Keftiu την ίδια γλώσσα; Εξετάζονται  δύο μικρά κείμενα, επωδοί κατά των νόσων tntkm’ και smk αντίστοιχα, για να αποδειχθεί ότι το πρώτο από αυτά είναι μια «επωδή» στον θεό Ρα, ενώ το δεύτερο είναι επωδή κατά της νόσου Σαββατώσεως. Το αποτέλεσμα της έρευνας θα επιβεβαιώσει τη σχέση της μινωικής Κρήτης με την Αίγυπτο και τη χρήση της ελληνικής μινωικής γλώσσας, όπως αυτή έχει αποδοθεί στη Γραμμική Β.

Πώματα λαξευμένης πέτρας της Εποχής του Χαλκού από τη Μάλθη Χρήστος Ματζάνας

Πώματα πίθων διαφόρων μεγεθών. Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλαμάτας. Χαρακτηριστικά τέχνεργα από τον μεσοελλαδικό (ΜΕ) οικισμό της Μάλθης (Μεσσηνία) είναι τα λίθινα πώματα (καπάκια) πίθων ή άλλων αγγείων, τα οποία ονομάστηκαν «stone covers» από τον ανασκαφέα. Στο πλαίσιο αυτής της δημοσίευσης εξετάζεται ο τρόπος κατασκευής τους (μέθοδοι και τεχνικές), διατυπώνονται ορισμένες απόψεις για την αναβίωση παλαιότερων γνωστικών κεκτημένων («savoir faire») και γίνεται η περιγραφή μιας προσπάθειας πειραματικής κατασκευής παρομοίων αντικειμένων. Τα πώματα ανήκουν σε μια κατηγορία αποκρουσμένου ή λαξευμένου λίθου, τυπολογικά δε θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία των «δισκοειδών αμάδων» (palet disque). Πρόκειται για πυρηνόμορφα εργαλεία που ταξινομούνται μαζί με τα λιάνιστρα, τα πολύεδρα, τις λαξεμένες αξίνες και τους χειροπελέκεις. Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητά τους με την κατηγορία των δισκοειδών χειροπελέκεων, όπως επίσης και των δισκοειδών πυρήνων.

Οροπέδιο Λασιθίου: το πρώτο αιολικό πάρκο της Ελλάδας Μάνος Μικελάκης, Μαρίνα Καραβασίλη

Το ανενεργό μυλοτόπι στο Σελί Αμπέλου. Η εισαγωγή και η ραγδαία εξάπλωση του αντλητικού ανεμόμυλου εμφανίστηκε στο οροπέδιο του Λασιθίου στα τέλη του 19ου αιώνα. Η κατασκευή του αποδίδεται στον ξυλουργό Εμμ. Παπαδάκη ή Σπιρτοκούτη από το Ψυχρό, ο οποίος συνδύασε τον κινητικό μηχανισμό του ανεμόμυλου (ορθά, φτερωτή, αξόνι) με την κλασική αναρροφητική αντλία. Ο εκσυγχρονισμός και η τελειοποίησή του οφείλεται σε ένα μαθητευόμενο τεχνίτη του Σπιρτοκούτη, τον Στέφανο Μαρκάκη ή Μαρκοστεφανή. Η αναρροφητική αντλία του Μαρκοστεφανή υπερτερούσε της αντίστοιχης αμερικάνικης τόσο στο κόστος αγοράς και κατασκευής όσο και στην απόδοσή της. Αδρανέστερος, ο κρητικός αντλητικός ανεμόμυλος λειτουργούσε καλύτερα από τον αμερικάνικο σε ισχυρούς ανέμους. Ραγδαία υπήρξε η εξάπλωσή του στο οροπέδιο του Λασιθίου, στα Μάλια και σε μερικά χωριά της Πεδιάδος και του Μεραμπέλλου. Η συγκέντρωση μέχρι και 10.000 αντλητικών ανεμόμυλων διαμόρφωσε ένα μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα βιομηχανικό τοπίο. Ωστόσο, το πρώτο αιολικό πάρκο της νεότερης Ελλάδας παραμένει ανενεργό. Στο πλαίσιο της διαχείρισης της κληρονομιάς, το οροπέδιο του Λασιθίου θα πρέπει να θεωρηθεί ως η πολιτισμική μονάδα και ο βασικός άξονας για τη συγκρότηση ενός οικομουσείου. Οι διάσπαρτες αρχαιολογικές θέσεις (Δικταίον Άντρον ή σπήλαιο Ψυχρού, σπήλαιο της Τράπεζας, θέση Καρφί), τα ανενεργά μυλοτόπια στο Ζάρωμα, το Ασφεντάμι, το Σελί, και η ύπαιθρος (αιολικό πάρκο) του οροπεδίου θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα πρόγραμμα προστασίας, ανάδειξης και διαχείρισής τους, το οποίο θα διαμορφώσει συνεκτικές αφηγήσεις του πολιτισμικού τοπίου του οροπεδίου για τους επισκέπτες.

Ελληνοβουδιστική τέχνη. Νέες ανασκαφές στην περιοχή Gandhara στο βορειοδυτικό Πακιστάν Zainul Wahab

Ερείπια βουδιστικού μοναστηριού στην περιοχή Τακντ-ι-Μπχάι. Η βουδιστική τέχνη Γκαντάρα άρχισε τον 1ο αιώνα π.Χ. στην περιοχή των Σκυθών και συνεχίστηκε ώς τον 6ο αιώνα μ.Χ. Έφτασε στον κολοφώνα της τελείωσής της στα χρόνια του αυτοκράτορα Κανίσκα, ο οποίος, το 78 π.Χ., επέβαλε τον Βουδισμό Μαχαγιάνα που έδινε έμφαση στη λατρεία του Βούδα και των Μποντισάτβα (το τελευταίο στάδιο τελείωσης προτού γίνει κανείς Βούδας). Ο Βούδας έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την τέχνη της Γκαντάρα γιατί σε αυτήν θεοποιήθηκε. Πριν από τη φώτισή του ήταν ο Μποντισάτβα Σιντάρτθα. Στην τέχνη Γκαντάρα δημιουργήθηκε η απεικόνιση του Βούδα στο στυλ του Απόλλωνα. Εκτός από τον Βούδα, στην τέχνη της Γκαντάρα υπάρχουν και πολλές απεικονίσεις των Μποντισάτβας. Αυτές οι ολόσωμες, σε φυσικό μέγεθος, απεικονίσεις σε πέτρα και γύψο ήταν τοποθετημένες σε ειδικές υποδοχές στα μοναστήρια και τις «στούπες» για λατρευτικούς σκοπούς. Τα προσφιλέστερα θέματα της τέχνης της Γκαντάρα είναι παρμένα από τη ζωή του Βούδα. Όλα τα επεισόδια της ζωής του ιστορούνται με πολλή προσοχή στα αφηγηματικά ανάγλυφα. Η τέχνη Γκαντάρα χρησιμοποίησε ως υλικά την πέτρα, το γύψο, τον πηλό και το χαλκό. Για τα περισσότερα γλυπτά χρησιμοποιήθηκε ένα είδος σχιστολίθου, πέτρα μαλακή με σταχτο-γαλαζο-πράσινες αποχρώσεις, ενώ αργότερα η μαλακή σαπουνόπετρα, αλλά και το μάρμαρο. Η σχολή γλυπτικής της Γκαντάρα, γνωστή ως ελληνο-βουδιστική ή ρωμαιο-βουδιστική τέχνη, απορρόφησε στοιχεία περσικά, ελληνικά, ρωμαϊκά και ινδικά, με τα οποία εμπλουτίστηκε. Επηρέασε την τέχνη της Ινδίας, της Κεϋλάνης, της Βιρμανίας, του Σιάμ, της Ιάβας, της Κεντρικής Ασίας, της Κορέας και της Ιαπωνίας, και παρήγαγε τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική επιτυχία της Ασίας, δηλαδή τον τρόπο απεικόνισης του Βούδα.

Αρχαιολογικές πινακίδες. Δημιουργική κατασκευή-σωστή πληροφόρηση Βασιλική Πανάγου-Μιχαλάκη

Πινακίδα στον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Ολύνθου. Οι αρχαιολογικοί χώροι είναι τα υπαίθρια μουσεία μας, στα οποία ο επισκέπτης ζητεί άμεσες απαντήσεις και επαρκή ενημέρωση. Το άρθρο αφορά τη σωστή πληροφόρηση που θα έπρεπε να παρέχεται σε αρχαιολογικούς χώρους και σε αρχαία μνημεία μέσω διαφόρων πινάκων. Πρόταση της συγγραφέως για την πόλη της Λάρισας ήταν να τοποθετηθούν, κατακόρυφα στημένοι, ενημερωτικοί πίνακες (ή πινακίδες), σε σημεία της πόλης όπου υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Κάθε πίνακας, επενδυμένος με πλεξιγκλάς, θα στηρίζεται σε μεταλλικό σκελετό και θα φέρει δίγλωσσο κείμενο (ελληνικά – αγγλικά), και ίσως σχέδια ή φωτογραφίες. Τα κείμενα θα αφορούν την ταυτότητα του μνημείου, ή του αρχαιολογικού χώρου γενικότερα, τη χρονολόγησή του και τη χρήση του. Οι πίνακες μπορεί να παρουσιάζουν αξονομετρική αναπαράσταση του μνημείου ή σχεδιαστική απόδοση κάποιου αρχιτεκτονικού μέλους. Η τοποθέτηση αρχαιολογικών πινάκων σε σημαντικό αριθμό των μνημείων της Λάρισας συνέβαλε αισθητά στην ποιότητα της τουριστικής προσπάθειας και στην προβολή της πόλης.

Η Νεολιθική της Τουρκίας, το λίκνο του πολιτισμού. Νέες ανακαλύψεις Mehmet Özdogan, Nezih Basgelen, Νίκος Ευστρατίου

Nevali Çori. Κεφάλι με φίδι από ασβεστόλιθο, ύψους 37 εκ. Mehmet Őzdoǧan και Nezih Basgelen (επιμ.), Neolithic in Turkey. The cradle of civilization. New discoveries. Ο Νίκος Ευστρατίου παρουσιάζει την συλλογική έκδοση που επιμελήθηκαν οι  δύο Τούρκοι αρχαιολόγοι. Ο Έλληνας προϊστοριολόγος καλωσορίζει την εμφάνιση ενός συγγράμματος που έρχεται να εμβαθύνει τις γνώσεις μας για «την αρχή του νεολιθικού παραγωγικού σταδίου» στην περιοχή της Ανατολίας. Καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος των σωστικών ανασκαφών και των επιτόπιων ερευνών, οι οποίες έγιναν με αφορμή τα μεγάλα φράγματα που κατασκευάζονταν στις περιοχές του Άνω Ευφράτη στη νοτιοανατολική Τουρκία και στην κεντρική Ανατολία. Τις 236 σελίδες του βιβλίου μοιράζονται 17 συγγραφείς που αναφέρονται σε πάνω από 20 τέτοιες έρευνες και ανασκαφές. Αν δεν τις εξαντλούν ευρηματολογικά, καταφέρνουν πάντως να εξάψουν το ενδιαφέρον αρχαιολόγων και μη. Το γεγονός ότι οι αναφορές στις θέσεις, οι περιγραφές των ευρημάτων και οι απόπειρες ανασύνθεσης των αρχαιολογικών δεδομένων γίνονται από τους ίδιους τους ανασκαφείς και τους ειδικούς επιστήμονες που μελέτησαν κατά ειδικότητα το υλικό προσμετρείται στα «συν» του βιβλίου. Επιπλέον, η εκτεταμένη εικονογράφηση αποσαφηνίζει και τεκμηριώνει τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Σύνθετες αρχιτεκτονικές κατόψεις ήδη από την 9η χιλιετία, νέα οικοδομικά χαρακτηριστικά που αποκαλύπτουν πρώιμες τεχνολογικές κατακτήσεις, γλυπτά φυσικού μεγέθους, αγαλματίδια και μικροευρήματα καταλαμβάνουν συνολικά πάνω από 200 σελίδες του βιβλίου. Σήμερα είναι αποδεκτή η άποψη ότι υπάρχουν τελικά πολλά τοπικά μοντέλα για την αρχή της Νεολιθικής στον ευρύτερο χώρο της Μ. Ανατολής, στα οποία τα ήδη γνωστά βασικά χαρακτηριστικά της «μετάβασης», όπως η μονιμότητα, η εξημέρωση, η καλλιέργεια κ.λπ., παραλλάσσουν σε ρυθμό, ένταση και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Από την αρχαιολογική ανασκαφή στο μουσείο της τάξης: Ένα πειραματικό πρόγραμμα εισαγωγής της Αρχαιολογίας στο δημοτικό σχολείο Κώστας Κασβίκης, Κώστας Κουνελάκης

Οι ομάδες των μαθητών ανασκάπτουν σε τέσσερα ανασκαφικά τετράγωνα. Η αρχαιολογία ποτέ δεν εισήχθη επίσημα ως ανεξάρτητο διδακτικό αντικείμενο στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, η σταδιακή εκτίμηση της αξίας της στην εκπαιδευτική πράξη οδήγησε σε εναλλακτικές μορφές προσέγγισης και διδασκαλίας. Με βάση τον σχετικό προβληματισμό που αναπτύσσεται διεθνώς, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε, τον Οκτώβριο του 1998, ένα πειραματικό πρόγραμμα Αρχαιολογίας για τους μαθητές της Ε΄τάξης του Δημοτικού Σχολείου Ασβεστοχωρίου, του νομού Θεσσαλονίκης. Δραστηριοποιήθηκαν οι ίδιοι οι μαθητές δουλεύοντας ως αρχαιολόγοι – ερευνητές και βιώνοντας όλα τα στάδια της αρχαιολογικής εργασίας: έρευνα και εντοπισμό αρχαιολογικών θέσεων, ανασκαφή, συντήρηση και μελέτη, παρουσίαση στο κοινό μέσω μιας μουσειακής έκθεσης. Κύριοι στόχοι του πειραματικού αυτού προγράμματος ήταν να γνωρίσουν οι μαθητές μερικά από τα βασικά στοιχεία που συγκροτούν την ιστορία, την εξέλιξη και τη μεθοδολογία της επιστήμης της Αρχαιολογίας, να εκτιμήσουν τη συμβολή της αρχαιολογικής επιστήμης στην κατανόηση του τρόπου ζωής των ανθρώπων στο πέρασμα των αιώνων και να συνειδητοποιήσουν ότι η Αρχαιολογία ασχολείται με τα ίχνη που άφησαν αληθινοί άνθρωποι, σαν και αυτούς, στο παρελθόν.

Μια λεπτομερειακή αναφορά για 14 πέτρινα παλαιολιθικά εργαλεία γύρω από την περιοχή της Καβάλας Surrendra K. Mishra, Κώστας Αν. Ατακτίδης

Δεκατέσσερα παλαιολιθικά εργαλεία Καβάλας. Τον Ιούνιο του 1982, η Σπηλαιολογική Ομάδα της Π.Ε.Ι.Μ. οργάνωσε έρευνα επιφανείας στη γειτονική προς την περιφέρεια της Καβάλας περιοχή, όπου το 1981 είχαν αποκαλυφθεί πολύτιμες βραχογραφίες της Προϊστορικής εποχής. Πολύ κοντά στις υπαίθριες βραχογραφίες βρέθηκαν δεκατέσσερα παλαιολιθικά εργαλεία που καλύπτουν χρονολογικά το σύνολο της Παλαιολιθικής εποχής με τις γνωστές τεχνολογίες και τυπολογίες. Τυπολογικά εντάσσονται στα εξής είδη πέτρινων εργαλείων: κοπανιστήρια, βελόνες, ξέστρες και λεπίδες. Είναι κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο, χαλαζία και ίασπη. Οι μέθοδοι κατασκευής τους διαφέρουν. Μπορεί να είναι κύβος επί κύβου, άμεση κρούση, κυλινδρικό σφυρί, αποφασιστική απολέπιση, απολέπιση με πίεση κ.ά. Χρονολογικά η ταξινόμησή τους εκτείνεται από την Πρώιμη Μεσοπλειστοκαινική Παλαιολιθική έως την Ύστερη Άνω Παλαιολιθική εποχή (500.000 έως 20.000 χρόνια). Τα ευρήματα αυτά, μαζί με εκείνα των Πετραλώνων και του Περδίκα, δείχνουν για πρώτη φορά ότι και στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός, ίσως πρωιμότερος από αυτόν της Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής.

Αρχαία υδατοστεγή επιχρίσματα των μεταλλευτικών εργαστηρίων στο Λαύριο Σταύρος Πρωτοπαπάς, Κοντογεώργης Αριστείδης, Michele Edge

Φωτογραφία στέρνας με έγχρωμο υπέρυθρο φιλμ. Τα αρχαία μεταλλεία του Λαυρίου και οι προηγμένες τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στη μεταλλουργία της ευρύτερης περιοχής έχουν δικαίως προσελκύσει τους ερευνητές επιστήμονες. Από τις εκπληκτικές σε τεχνική διεργασίες της εποχής εκείνης ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια πρωτοποριακή τεχνική αδιαβροχοποίησης με επίχρισμα, που αναπτύχθηκε λόγω της έλλειψης νερού στην περιοχή. Η μεταλλουργία στην ευρύτερη περιοχή απαιτούσε χιλιάδες κυβικά νερό, την ώρα που στο Λαύριο μόνο νερό ήταν το βρόχινο. Για να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες σε νερό, πέρα από τη συστηματική ανακύκλωση, οι δεξαμενές, τα κανάλια, τα φράγματα κ.ά. ήταν όλα επενδεδυμένα με στεγανό επίχρισμα. Το ειδικό αυτό επίχρισμα με το σχεδόν μαύρο-καφέ χρώμα, τόσο ανθεκτικό ώστε να σώζεται μέχρι σήμερα, τράβηξε πρώτα την προσοχή του Edouard Ardaillon στο τέλος του 19ου αιώνα. Περί το 1980, με το επίχρισμα ασχολήθηκε ο καθηγητής Κ. Κονοφάγος, που το θεώρησε «πατέντα» των αρχαίων Ελλήνων. Η έρευνά του έδειξε υδατοπερατότητα μηδέν και ανέδειξε ως βασικό υλικό του μείγματος στο επίχρισμα τον λιθάργυρο, που αφθονούσε στην περιοχή. Η μεταγενέστερη ανάλυση του J. Mishara έδωσε σχεδόν παρόμοια αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας όσον αφορά τη χημική ανάλυση του επιφανειακού καφέ περιβλήματος του μαύρου επιχρίσματος δείχνουν ότι πρόκειται για δευτερογενές στρώμα από άλατα νερού, ιζήματα ανακύκλωσης κ.ά., χωρίς ενδιαφέρον. Όσον αφορά την κύρια έρευνα για το μαύρο επίχρισμα, τα αποτελέσματα δείχνουν μεγάλη διαφοροποίηση έναντι εκείνων των προηγούμενων ερευνητών, γεγονός που οφείλεται στην προσεκτική λήψη των δειγμάτων για ανάλυση με την καθοδήγηση της υπέρυθρης φωτογράφισης. Η συμπαγής μαύρη υδατοστεγανή επίχριση φαίνεται να έχει σχεδόν διπλάσιο ποσό πυρολουσίτη έναντι του λιθαργύρου. Η βάση κατασκευής, ο πυρολουσίτης, ο λιθάργυρος και η άμμος, υαλοποιούνταν με θέρμανση και στη συνέχεια γινόταν λιοτρίβιση του υαλώδους τήγματος. Με ανάμειξη σε ασβεστογαλάκτωμα προέκυπτε «ελεύθερο» γυαλί με άριστες στεγανοποιητικές ιδιότητες και με δυνατότητα εφαρμογής με πινέλο.

Αναζητώντας τα ίχνη των Πτολεμαίων στην Ηλιούπολη Πάνος Τότσικας

Ηλιούπολη, περιοχή Προφήτη Ηλία. Ίχνη αρχαίων, ρωμαϊκών και νεότερων λατομείων. Στο κείμενο αυτό, που αποτελεί προδημοσίευση από την εργασία του συγγραφέα «Συμβολή στην ιστορία της Ηλιούπολης», περιγράφονται αρχαία ευρήματα στην περιοχή του Αγίου Νικολάου της Ηλιούπολης. Πρόκειται για πτολεμαϊκά νομίσματα, βέλη, βλήματα σφενδόνης, αγγεία, κυρίως αμφορείς, κ.ά. Στην ίδια περιοχή υπήρχαν επίσης μέχρι σχετικά πρόσφατα ίχνη τοίχου, που θα μπορούσαν να είναι τα υπολείμματα αρχαίων τειχών για τα οποία έκανε λόγο ο E. Dodwell το 1819. Ο συγγραφέας αντλεί από το κείμενο της αρχαιολόγου Ειρήνης Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου με τίτλο «Συμβολή εις τον Χρεμωνίδειο πόλεμο», που δημοσιεύτηκε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1953-54. Η δημοσίευση αυτή ανέτρεψε εν πολλοίς την κρατούσα άποψη ότι ο ναύαρχος Πάτροκλος και ο στόλος του, τους οποίους είχαν στείλει οι Πτολεμαίοι προς βοήθεια των Αθηναίων στον Χρεμωνίδειο πόλεμο (περί το 266-263 π.Χ.), δεν ανέπτυξε καμία δράση. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι σε αρκετά σημεία της Αττικής υπήρξαν οχυρά των Πτολεμαίων που χρησίμευαν ως ορμητήρια για τη βοήθεια προς τους Αθηναίους. Ανάμεσα στις περιοχές αυτές είναι και η περιοχή της Ηλιούπολης, στους πρόποδες του Υμηττού.

Μουσείο: Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αρχαίας Μεσσήνης Πέτρος Θέμελης

Άγαλμα Αρτέμιδος στον τύπο της Λαφρίας. Τον Μάρτιο του 2000 εγκαινιάστηκε στο Μαυρομάτι της Ιθώμης το Αρχαιολογικό Μουσείο της αρχαίας Μεσσήνης. Το Μουσείο στεγάζει ευρήματα των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην αρχαία Μεσσήνη, που άρχισαν το 1895 και συνεχίζονται ως σήμερα. Το Μουσείο κτίστηκε μεταξύ των ετών 1968 και 1972, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Μ. Κουρουνιώτη, σύμφωνα με τις οδηγίες του Αναστασίου Ορλάνδου. Οι τρεις μικρές αίθουσές του κρίνονται πλέον τελείως ανεπαρκείς να στεγάσουν έστω και αντιπροσωπευτικά δείγματα από τα 12.000 και πλέον καταγραμμένα στο ευρετήριο του Μουσείου αντικείμενα. Κρίθηκε ωστόσο αναγκαίο να ανοίξει επιτέλους το Μουσείο τις πύλες του στο κοινό με πλήρη αναδιάρθρωση και αυστηρή επιλογή των εκθεμάτων. Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκε ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης με τη συμβολή της αρχαιολόγου-μουσειολόγου Ανδρομάχης Γκαζή, στοχεύει να δώσει στον επισκέπτη την εικόνα της ιστορικής εξέλιξης της πόλης, στοιχεία για τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, καθώς και πληροφορίες για τα οικοδομήματα από τα οποία προέρχονται τα ευρήματα. Ορισμένα από τα έργα γλυπτικής που περιλαμβάνει το μουσείο είναι τόσο σημαντικά, ώστε από μόνα τους δικαιολογούν την ανέγερση ενός νέου Μουσείου, όπου θα πάρουν τη θέση που τους αξίζει. Τα έργα αυτά είναι ο Δορυφόρος του Πολυκλείτου, ο Ερμής στον τύπο Άνδρου-Farnese, η Άρτεμις στον τύπο της Λαφρίας και τα αποσπασματικά σωζόμενα γλυπτά του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, αλληλογραφία, βιβλία Λήδα Δίζελου, Αργυρώ Μαυροζούμη και άλλοι

Πληροφορική: Αρχαιολογία στο Διαδίκτυο (2) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το λογότυπο της στήλης «Πληροφορική». Το αποτέλεσμα μιας αναζήτησης στο Διαδίκτυο φέρνει συνήθως ως απάντηση ένα σύνολο ετερογενών τεκμηρίων, από βιβλιογραφικές παραπομπές μέχρι τουριστικούς οδηγούς. Η ανάπτυξη ειδικών μηχανών αναζήτησης για τον αρχαίο κόσμο κρίθηκε λοιπόν απαραίτητη. Η πιο δημοφιλής και γνωστή μηχανή αναζήτησης είναι ο Argos (argos.evansville.edu). Αξιόλογες μηχανές αναζήτησης, ειδικά για το καταχωρημένο αρχαιολογικό περιεχόμενο στα γερμανικά, προσφέρουν η νοητή βιβλιοθήκη Κλασικής Αρχαιολογίας του Ινστιτούτου Winckelmann Arachne (t) και η γενική αρχαιολογική πύλη Archäologie-online Digger. Σε αντίθεση με τις παραπάνω υπηρεσίες, που αποτελούν πρωτοβουλίες πανεπιστημιακών φορέων, στη Μ. Βρετανία υιοθετείται ένα νέο σχήμα που υπάγεται στο Resource Discovery Network (εθνική υπηρεσία πρόσβασης στις ηλεκτρονικές πηγές πληροφόρησης στο Διαδίκτυο). Πολλές εταιρείες εμπορικού χαρακτήρα και παροχής υπηρεσιών στο διαδίκτυο προσφέρουν ευρετήρια με επιλεγμένο αρχαιολογικό περιεχόμενο, συνθέτοντας τους καταλόγους τους με αποδέκτη τόσο το ευρύτερο κοινό του Διαδικτύου όσο και τους ειδικούς. Η εταιρεία Yahoo έχει μια ενδιαφέρουσα πρόταση για την Αρχαιολογία στους θεματικούς της καταλόγους. Καταλόγους επιλεγμένων δικτυακών τόπων με κριτήριο το εκπαιδευτικό τους περιεχόμενο προσφέρουν και οι δικτυακοί τόποι ορισμένων Πανεπιστημιακών αρχαιολογικών τμημάτων. Πλούσιες συλλογές αρχαιολογικών δικτυακών τόπων για το ευρύτερο κοινό προσφέρουν επίσης και εκδοτικές εταιρείες. Για την αρχαία Ελλάδα ειδικά, σημαντική συλλογή εκπαιδευτικών αρχαιολογικών πηγών προσφέρει και το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο PBS.

English summaries: The concept of time Ioannis Petropoulos

Plato, Aristotle and the Stoic philosopher Chrysippos, all three made the connection between time, motion, and change. To the ancient Greeks time was the exact opposite of how we think of it today. To them the past lay ahead and the future behind us. Space is a necessary parameter if one is to depict time as an image. In spacetime, geography and history are brought together as one and the same thing . Both in man and in animals the sense of spacetime works like a kind of primordial biological clock as one sees in the case of migratory birds that have an innate sense of direction that helps them find their bearings like experienced navigators. As for historical and mythical time these were experienced by foreign travellers to Greece and recorded as an art form.

The Direction of Time in Antiquity and Today Vangelis Pantazis

Comparing the concept of time between antiquity and today, we discover a complete reversal. The ancients perceived time as running downwards and they were arranging the order of events respectively: the ancestors were placed high up, the descendants followed in a downward direction. In an alternative scheme, where the past was placed in front of the future, the ancestors preceded the descendants. In our time, however, these notions and representations have been reversed completely. Time is ascending, the past is placed at the bottom and the future at the top. Thus, the ancestors occupy the roots and the descendants the branches of the family-tree. In a figurative representation the future leads the past, and the new generations march ahead, leaving the old ones behind. What caused such a radical reversal of concepts and representations? Four intermingling procedures must be held responsible, according to the author of the article: a. The counting of time, starting from the birth of Christ b. The dispute of the ancient authorities, caused by the great geographical discoveries c. The evolution theory, and d. The dispute of the authority of the aged.  

Three Philisophical Views of Time Marcelo D. Boeri

In this paper the doctrines on time of Plato, Aristotle and the Stoics are briefly presented. After a succinct introduction tending to show the relevance time has both for the common human awareness and for philosophers, the author focuses on the connections the creation of universe has with time in Plato's definition of it as a "moving image of eternity" (such as it is presented in the Timaeus). The Aristotelian position of time is treated in the following part of the article. First, the author tries to show Aristotle's challenges to Plato's conception of time; second, he concentrates on Aristotle's characterization of time as "a number of change in respect of before and after", and the relation between movement and time. This section cocludes with a brief reference to Aristotle's thesis that both time and movement are everlasting. Finally, the paper deals with the Stoic view on time: i.e. "the dimension of motion according to which measure of speed and slowness is spoken of", pointing out that (i) time is an incorporeal -something which, albeit not existent, is subsistent; (ii) although the things truly existent (bodies) are the real causes, time -regarded as an incorporeal- plays a crucial role in the explanation of reality, because bodies and icorporeals, it is argued, are complementary terms. In addition to that, some connections with Aristotle are emphasized, too.

Geography and Time George-Stylianos Prevelakis

Geography is not only the science of Space, but also of Time, since these two concepts are inseparable. However, depending on the era and the geographical schools and doctrines, the Time of Geography appears, disappears and is metamorphosed. The Middle Ages show little interest in Geography and their approach is a scholastic one: Time is frozen in antiquity. The Renaissance revives the interest in the real Space-Time concept, as Geography becomes the instrument for the great explorations and the recipient of the information they produce. Modern Geography meets the great currents running across the history of Europe, such as centralization and absolutism, nationalism, industrial revolution, colonialism, etc. It reaches maturity in the early twentieth century, when, through geographical determinism, it establishes a clear hierarchy of the various time-entities, i.e. earth structure and form, biology world, economy, society, etc. Post-modernism and globalization questioned the harmony of the classical geographical model, but they did not propose reliable alternatives for the revival of the geographical view. Thus, the two main streams of the "new Geography", the quantitative and the Marxist, tried to renew the science by refuting either Time or Space. The article presents various phases of the relation between Geography and Time and underlines that Geography needs to be adjusted to the "new times" of our epoch: the time of the Internet, the time of Dissemination, etc. This adjustment has to rely upon the re-interpretation of the geographical tradition, both modern and pre-modern.  

“Reflections” of Time in the Texts and Pictures of the European Travelers in Greece Aphrodite Kouria

The European scholars and archaeqphiles who traveled from the seventeenth century on in Greece, in order to be initiated in situ into the vision of the ancient Greek world, which had nourished them, had as "baggage" their classical culture. As they came in direct contact with the Greek space and the tangible remains of the Antiquity, they experienced this vision, which was sealed thereafter with the dialectic relation between past and present, the interweaving of the physically experienced time with the time of history, myth, memory and imagination. The "reflections" of time in their texts and pictures, dating from the seventeenth to the nineteenth century, are sketched in this article, Their common point of reference is the ancient monument, which has a special significance as regards the perception of time in a realistic as well as in a symbolic-imaginary level. The travelers' purely subjective perception of time, notionally and sentimentally charged; their romantic, nostalgic contemplation of the glorious past, as opposed to the meagre present; and finally, their imaginary representations and "dominance" of recollections lucidly appear and are variously manifested in their verbal and visual testimonies.

Masks of Time: Myth, Science, Epistemology and Mythos Again Nikos Xenios

The embalmed Pharaohs would be very disappointed, if they were able to realize how perishable their embalmment was after all. Sciences have managed to make the notion of Time relevant, to banish it beyond the sphere of Myth and to deprive it of the mask of theatre. However, reality would prove soon that Time was resisting and was continuously masked, under¬taking the disguise of different persons. One can only follow the story of sciences to find it out. Humanity has all the time tried hard to suit itself to a comfortable perception of this notion.

Animal Timekeeping: HOW Animals Calculate Time and Space Penny S. Reynolds

Animals orient themselves in time and space by means of internal daly (circadian) and annual (circannual) clocks. Physiological rythms and the daily and seasonal activities of animals depend strongly on body size small animals live faster and de younger than large animals.However, these intrinsic rhythms need to be coupled to the daily and yearly rhythms of the external world. Thus, animals need a "clock" to regulate and coordinate these rythms. Circadian rythms correspond to the time taken for the earth to rotate about the sun (solar day); lunar rhythms correspond to the time for the rotation of the moon around the earth (lunar month) and circannual rythms correspond to the time taken for the earth to travel around the sun (solar year). Normal levels of many physiological traits, such as metabolism and body temperature, vary on a daily basis, whereas major activities such as migration are regulated on a circannual basis. Several genes controlling biological clocks will lead to new insights in such diverse time-dependet phenomena as aging, jet lag, and drug therapy, all of which have important implications for human health.

From the Archaeological Excavation to the Classroom Museum Kostas Kasvikis, Kostas Kounelakis

Archaeology and education or Archaeology in education: completely different scientific subjects compiled in the analytical curriculum of various educational systems can be connected and combined with Archaeology. The educators-authors of the article organized, through their own curriculum, a "museum" exhibition in their classroom, a most helpful procedure for the introduction and understanding of a large number of concepts and methods.

When the Ptolemys invaded Attica Panos Totsikas

Finds from the vicinity of Agios Nikolaos in Helioupolis, Attica, are described in this article and are identified as remnants of Patroklos’ camp, situated there during the Chremonides’ war.

A detail report on fourteen Paleolithic stone-tools around Kavala Surrendra Kumar Mishra, Kostas Ataktidis

A total of fourteen stone tools were recovered from the Lekani mountain range area, close to Kavala in 1982. They include two choppers, six scrapers, three points, two blades and a workable flake. Both cores and flakes of the tools are made of limestone, quarz and jasper. These tools, dating from the Lower, Middle and Upper Palaeolithic along with other finds of Post-Palaeolithic art and artefacts, open up a new chapter in the history of Kavala.

“Greco-Roman Civilization”: Is Such a Term Valid? Kostas Mantas

The topic of this article is the ideological use of the classical past during the post-classical period (3rd century B.C.-3rd century ad). The term "Greco-Roman civilization" is used widely in the terminology of Historiography, in order to signify the cultural amalgam that derived from the meeting of the Roman power with the Greek spirit. Regardless of how fluttered the modern Greeks may be by the saying that "Greece subordinated the brutal Latium by its spirit", reality, or at least its fragments, traceable in various sources of the Hellenistic and the Roman-occupied area, narrate a quite different story. It is really sad that only few Greek philologists and historians have dealt with the relation of Hellenism and Rome, the main reason for this attitude being, that the official ideological approach in all levels of Greek education has until recently idealized the fifth-century B.C. Athens. It is probable that Greece's accession into the European Union will emphasize the study of Roman Greece, as the new circumstances that Hellenism will face, will demand the creation of a new, ecumenically oriented ideology.  

Ancient Waterproof Coatings in the Mining Laboratories in Lavrio Stavros Protopapas, Aristeidis Kontogeorgis, Michele Edge

The ancient mines of Lavrio have a history of about five thousand years long. Wars have been won and major projects have been realized thanks to their silver production. The study of the technology applied in the mines of Lavrio shows a very advanced know-how that already existed long before the supposed Phoenician influence. The article deals with the perfectly waterproof coating of tanks, channels and other structures pertaining to water, a rare and valuable element in the region. The ultra-red photographs of the waterproof layers showed differences in composition, while the analysis of selected samples proved that the Greeks were using a specific formula for making the waterproof coating; its basic components were pyrolusite, lithargite and sand, which, if heated, were vitrified, and, after being appropriately processed, they were applied on the surfaces to be waterproofed with a brush.  

The Plateau of Lassithi: the First Aeolian Park in Greece Manos Mikelakis, Marina Karavasili

The introduction of the pumping windmill in the plateau of Lassithi, in the late nineteenth century, represents the interrelation between the local tradition in the exploitation of aeolian energy and the geomorphology of the area that has a rich water horizon. The inventive and restless mind of a carpenter, Emmanuil Papadakis or Spirtokoutis (=Matchbox) from Psychro, who combined the kinetic mechanism of a windmill with the normal suction pump, led to the gradual replacement of the traditional method of pumping water with a hoist pump. To the original first pumping windmills that were stone-built and of a single weather, Spirtokoutis added later the kouloures device, an auxiliary mechanism that could rotate the mill axis according to the direction of the wind. Its modernization and development is ascribed to Stephanos Markakis from Pharssaro village, also known as Marko-stephanis, a Spirtokoutis' apprentice. The technological magazines of the early twentieth century were emphatically referring to its superiority in purchasing cost, manufacturing and performance, in comparison with the relevant American device. The rapid spreading of this technology created the "miracle of the Lassithi windmills", as the newspapers of the time called it. Today, these first wind-driven pumps remain inoperative. Their significance for the promotion of the pre-industria! heritage dictates that necessary initiatives and actions must be taken for the reformation of this unique cultural landscape. Yet, any intervention must balance, on the one hand the conservation and protection of the natural and cultural heritage; and on the other, the suitable development of the district as to become ever-flourishing. The scattered archaeological sites (Diktaion Andron or Phychrou cave, Trapeza cave, Karphi site), the inactive mill sites at Zaroma and Asphedami and the aeolian park of the plateau could thus form a significant cultural asset.

Greco-Buddist Art: Excavations in the Gandhara Region, Nortwest Pakistan Zainub Wahab

Gandhara, a region in the Northwest Pakistan and South Afghanistan, where the famous Greco-Buddhist school of art was born, has still a lot to reveal and offer. The recent excavations, directed by the author of this article, in the Mardan district, centre of the Gandhara civilization, have yielded interesting finds of Greco-Buddhist and purely Greek art. The Gandhara art, that flourished from the first B.C. to the third ad centuries, and continued to be productive until the sixth century ad, draws its thematic repertoire from Buddhist art. It is a very intricate art, which combines successfully Persian, Greek, Roman and Indian elements with its local artistic idiom, and it is thus enriched with a great wealth of expression.

The Keftiu People, their Language and their Relation with Minoan Crete Pantelis Massouridis

The relation of Minoans with Egypt is an indisputable fact. The author of the article examines the Egyptian word Keftiu, which leads to its Greek origin, that is translated as "the nail of the earth", the nail meaning "the peak of a mountain". Thus, the name Kefti primarily means "at the nail", a term probably used by the sailors of the Bronze Age to indicate the dominant landmark of Crete, a point of departure or destination, well-known among seafarers: the sharp peak above the homonymous pre-Minoan village, the site of the highest open-air sanctuary of the island. Then two Egyptian papyri are examined, which have been catalogued as medical manuscripts. According to the author, the first (BM EA 10059) refers to the settlement of a misunderstanding (?), in which the Pharaoh was involved, while the second, a medical one indeed, refers to an illness, named "Sawatossis".

Archaeological Finds Vasiliki Panagou- Michalaki

Undoubtedly it is an original topic for an article, and at the same time an important issue for the broad public! It deals with the correct information, which should be provided to the visitors of archaeological sites and monuments through relevant signs/tablets, since the archaeological sites serve as outdoors museums. The vicinity of Larissa and a selection of monuments are used as an elucidating example.

New discoveries made about the Neolithic age in Turkey, a cradle of civilization Mehmet Ozdogan, Nezih Basgelen, Nikos Efstratiou

The article is a book review by Nikos Eustratiou of a publication about the Neolithic age in Turkey. This was edited by two Turkish archaeologists. In this article, Eustratiou, the Greek expert on prehistoric times, welcomes a publication which brings to us new insights into “the beginnings of the productive Neolithic age “in Anatolia. The rescue exacavations and on location investigations took place when the great dams were being built on the upper banks of the river Euphrates in southeastern Turkey and central Anatolia. In the 236 pages of the book, 17 writers refer to 20 such digs and investigations on the banks of the river. The descriptions are of general interest. All reference and descriptions and attempts of reconstruction of how the finds were used in antiquity, all such reference is written by specialists in the field which is a plus. Furthermore the book is illustrated with such things as complex architectural plans of buildings of the 9th millennium, technological achievements are illustrated, there are pictures of life-size statues, statuettes and miniatures, all these taking up 200 pages of the book. New data comes to the reader’s attention and changes the views held until now about the Neolithic era in the region.

Bronze Age Stone Covers from Malthi, Messenia Christos Matzanas

A number of hewn stone covers for pithoi and other vessels were found in the Late Mh settlement of Malthi in Messenia. The methods and techniques employed for making these objects are examined in this article.

Laconic Mani: An Islet of Special Culture and Aeshetic Lena Labrinou

Concentrated habitations, distinct in form and use, are observed in Mani, in mountainous and isolated regions, from the Late Byzantine period on. Their special character is obviously due to the use of specific building materials, the financial activities of their inhabitants and mainly the social scheme of these communities: these houses are fortified dwellings of a patriarchal, in its articulation, society. The primary concern of their builders was the fortified character of the edifice that secured an effective defense. This character was dictated and formed by the need for passive protection of the family in periods of political imbalance and lack of central power. Mani is such a typical example throughout its history and especially during the period of Turkish occupation. The alternation of conquerors in the broader area, the rise of theft and piracy, as well as the indisputable and extreme tendency of its people to autonomy, contributed to the formation of its idiomatic architecture and to the survival of an archaic structure in its society (e.g. factions and strong inbreeding), characterized by family vendettas. The sweeping social and economic changes of our time have led to new morphological needs of another way of life, therefore to the abandonment of non-adjustable forms. Thus, the fortified constructions of Kato Mani with their specific functionality, representatives of a peculiar society, today suffer greatly either from an almost absolute abandonment or by often distortive, modern interventions.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μυθικά τέρατα των παραμυθιών Μαρίζα Ντεκάστρο

Ο Κέρβερος. Όλοι οι λαοί, οπουδήποτε κι αν κατοικούσαν, έπλαθαν τους δικούς τους μύθους που περικλείουν τις ιδέες τους για τη ζωή, για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των θεών, για τα δέντρα και τα φυτά, τη θάλασσα και τους ανέμους, τον ήλιο και το σκοτάδι, για τα ηφαίστεια και τους σεισμούς, και ό,τι άλλο τους έκανε εντύπωση ή τους απασχολούσε. Ανάμεσα στα μυθικά πλάσματα της φαντασίας τους ανήκουν και όντα απειλητικά. Οι Κένταυροι, ο Κέρβερος, η Μέδουσα, η Άρπυια, η Λερναία Ύδρα ζωγραφίστηκαν πάνω σε αγγεία, από αυτά που ολόκληρα ή σε κομματάκια βρίσκουν οι αρχαιολόγοι σήμερα.

Τεύχος 65, Δεκέμβριος 1997 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Η νεοελληνική πόλη του μεσοπολέμου: κοινωνικοί και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί πριν και μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή Βίκα Δ. Γκιζελή

Υπερατλαντική μετανάστευση. Η Υπερωκεάνειος Αυστριακή Ατμοπλοϊκή Εταιρεία διέθετε πρακτορεία στην Τεργέστη, την Πάτρα και το Βελιγράδι. Ως τυπική περίπτωση «φαινομένου αστικής ολοκλήρωσης» και ως ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της συλλογικής μας ψυχής χαρακτηρίζει η συγγραφέας την αστική ανάπτυξη της περιόδου του μεσοπολέμου στην Ελλάδα. Κομβικό συμβάν αποτελεί η Μικρασιατική καταστροφή που έφερε στην Ελλάδα 1.300.000 πρόσφυγες. Η ένταξή τους έθιξε όλους τους τομείς ανάπτυξης της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του τομέα των πολεοδομικών εξελίξεων. Στην ημιπεριφέρεια, όπου κατατάσσεται και η Ελλάδα, η αστική ολοκλήρωση οφείλεται λιγότερο σε δυτικο-ευρωπαϊκού τύπου σύνθετα μοντέλα ανάπτυξης και περισσότερο ή και αποκλειστικά σε τοπικά φαινόμενα. Έτσι, στην πορεία της νεοελληνικής πόλης εξέχουσα σημασία έχει όχι μόνο η αγροτική έξοδος αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που πήρε, όπως, συνακόλουθα, ο ιδιόρρυθμος τρόπος σχηματισμού της αστικής εργατικής δύναμης. Στις παραμονές των βαλκανικών πολέμων, ο αγροτικός πληθυσμός αν και στρέφεται προς τις πόλεις, συγκρατείται παρόλα αυτά σε ισχυρά ποσοστά και στην ύπαιθρο. Ρόλο καταλύτη θα έχει η προσφυγική παρουσία καθώς χιλιάδες μικροί κλήροι θα μοιραστούν ενώ με πρωτοφανή τρόπο οι πόλεις θα πλημμυρίσουν από άστεγους και αναξιοπαθούντες. Ενώ οι αγροτικοί οικισμοί που πραγματοποιήθηκαν ήταν μορφολογικά υπεραπλουστευμένοι δημιουργώντας χώρους αδιάφορους και μονότονους, οι γειτονιές στην πρωτεύουσα αλλά και στις επαρχιακές πόλεις αναπτύσσονται αυθόρμητα και δυναμικά, αποτελώντας μοναδικά ζωντανά κύτταρα. Οι αγρότες στρέφονται προς την υπερατλαντική μετανάστευση.  Από τη μεριά τους, οι πρόσφυγες θα ενισχύσουν την αστική δυναμικότητα στο χώρο του καταμερισμού της εργασίας και θα καταφέρουν να μετασχηματίσουν ορισμένες συνοικίες μέσα στα αστικά κέντρα σε ολοκληρωμένους βιοτεχνικούς και βιομηχανικούς «οικισμούς», άγνωστους για τα μέτρα της εποχής. Ο μεσοπόλεμος υπήρξε καθοριστικός για την ενίσχυση της ταξικής διαίρεσης και της περιθωριοποίησης μεγάλων ομάδων πληθυσμού στα αστικά κέντρα και ιδίως στην πρωτεύουσα. Το πολυάριθμο προσφυγικό στοιχείο, αποτελώντας μια διαστρωματωμένη κοινωνία, εμπλούτισε «ταξικά» την κοινωνία υποδοχής, ενέτεινε τον υπάρχοντα καταμερισμό εργασίας και ενδυνάμωσε όλες τις γηγενείς κοινωνικές τάξεις: από τους καπνεργάτες της Καβάλας, τους αγρότες του θεσσαλικού κάμπου και την εργατιά της Κοκκινιάς έως τους κατοπινούς εμπόρους και επιχειρηματίες της πρωτεύουσας. Τα δεδομένα αυτής της περιόδου του μεσοπολέμου καθρεφτίζονται σε κάποιο τμήμα της ζωντανής πολεοδομικής ιστορίας των ελληνικών πόλεων. Την πρωτοπορία στους μετασχηματισμούς κρατάει η Αθήνα. Η οικοδομική αναβαθμίζεται στα κτίσματα της εύπορης τάξης, ο ελληνικός νεοκλασικισμός συνδιαλέγεται με τον εκλεκτικισμό και τις νέες ευρωπαϊκές τάσεις. Δημιουργείται η Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Το ρεύμα του κοινωνισμού, τα μηνύματα του Bauhaus και της «ευτυχισμένης πόλης» θα αποκτήσουν την ελληνική εκδοχή τους. Το κυριότερο: με καινοτόμες πολεοδομικές ενέργειες και οικιστικά μέτρα, και με αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις αρχιτεκτονικού και κτηριοδομικού περιεχομένου, τίθενται τα πλαίσια ανάπτυξης των λειτουργιών και της μορφής της σύγχρονης πόλης. Από την άλλη μεριά, οι ασφυκτικές πιέσεις των νεοφερμένων πληθυσμών ωθούν τις πόλεις προς την επέκτασή τους που διασφαλίζεται μέσω ή ερήμην Ρυθμιστικών Σχεδίων ενώ παράλληλα τίθενται οι βάσεις της άναρχης, ανεξέλεγκτης ανάπτυξης. Η αυθαίρετη δόμηση ξεκινά, και αυτή, από την περίοδο τούτη. Οι πόλεις αποκτούν την ικανότητα να στεγάζουν πολυπληθείς κοινωνικές κατηγορίες διαφορετικών εισοδηματικών επιπέδων: η αστική «πολυ-κατοικία» που εμφανίζεται στην Αθήνα συμβαδίζει με την «κοινωνική κατοικία» για χαμηλές εισοδηματικές τάξεις. Σταδιακά η κρατική παρέμβαση σε όλους τους τομείς παραγωγής κτισμένου περιβάλλοντος και κατοικίας παραχωρεί τη θέση της στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η αντιληπτική οργάνωση της πόλης θα ακολουθήσει αντίστοιχη πορεία.

Η αναγέννηση των οικισμών του ελληνικού χώρου κατά την όψιμη τουρκοκρατία Ευάγγελος Π. Δημητριάδης

Τύπος «πόλης-παζαριού»: Γιάννενα στο β’ μισό του 19ου αιώνα Η νεοελληνική πόλη του μεσοπολέμου. Κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα το οικιστικό δίκτυο του ελληνικού χώρου εμφανίζει δυο περιόδους ανάπτυξης, με σημείο τομής την ίδρυση του εθνικού κράτους (1827). Από τον ενιαίο και υπόδουλο ελληνικό χώρο της πρώτης περιόδου ξεχωρίζουν οι μονογραφικές περιγραφές οικισμών, αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης του ορεινού χώρου στα χρόνια 1774-1821. Στη δεύτερη περίοδο (1821/1827-1913), που αποτελείται από δύο επιμέρους ενότητες, ο ελληνικός χώρος μετατρέπεται σε μη ενιαίο οικιστικά. Στην πρώτη ενότητα αντιστοιχούν τα ιστορικά οικιστικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας που ακολουθούν τη βαλκανική διαμόρφωση και δεν είναι σχεδιασμένα από ειδικούς. Στη δεύτερη ενότητα διακρίνουμε το οικιστικό δίκτυο που αντιστοιχεί στο νότιο και ελεύθερο τμήμα της Ελλάδας, το οποίο έχει υπόσταση κράτους. Οι οικισμοί είναι κατά κανόνα καινούργιοι και σχεδιασμένοι από ειδικούς μηχανικούς κατά το νεοκλασικό πρότυπο. Κατά το τέλος της περιόδου του ενιαίου οικιστικού χώρου (1774-1821/1827), η οικονομική δραστηριότητα στον ελληνικό χώρο συγκεντρώνεται: 1. Στα ορεινά βιοτεχνικά κέντρα διαμερισμάτων, όπως στη Μακεδονία, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. 2. Στις πλουσιότερες σταφιδοπαραγωγικές πεδινές περιοχές, όπου αναπτύσσεται και ο καινοτόμος μεταπρατικός αγροτικός χώρος, κυρίως της σταφίδας. 3. Στα ναυτικά νησιά, κυρίως Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, αλλά και Μύκονο, Πόρο, Κάσο, Σύμη, Σκόπελο, που αποκτούν, κάτω από τις διεθνείς συγκυρίες, εμπορικούς στόλους και συμμετέχουν στις διεθνείς μεταφορές. Κατά την περίοδο του μη ενιαίου οικιστικού χώρου, οι πόλεις του βόρειου ελληνικού χώρου έχουν ιστορικά διαμορφώσει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα «αστικής ζωής», όπου κυριαρχεί η πολυεθνική/πολυπολιτισμική σύνθεση του πληθυσμού. Η κοινωνική κυριαρχία κάποιας από αυτές τις ομάδες προβάλλεται στον κεντρικό χώρο της πόλης. Η περιοχή αυτή χαρακτηρίζεται αρχικά από το μοντέλο της «πόλης-παζαριού», που κυριαρχείται από την οθωμανική κουλτούρα. Από το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα εμφανίζεται το μοντέλο της «πόλης-πρακτορείου», που οφείλεται στην επικράτηση της χριστιανικής κυρίως κουλτούρας. Παράλληλα εμφανίζονται και άλλα μοντέλα οικισμών, όπως η «πόλη-λιμάνι» της Θεσσαλονίκης. Στο νεοσύστατο εθνικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου αντιμετωπίζονται προνομιακά ο κεντρικός σχεδιασμός και η διευθέτηση της πόλης. Η Αθήνα καθορίζεται ως ο μοναδικός πόλος της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Στην πρώτη υπο-φάση (1821-1880) της περιόδου των σχεδιασμένων πόλεων στο νότιο ελληνικό οικιστικό χώρο η αστικοποίηση είναι περιορισμένη. Έως το 1845 σχεδιάζονται όλα τα σημαντικά κέντρα του τότε ελληνικού κράτους με νεοκλασικά πολεοδομικά σχέδια, δίνοντας προτεραιότητα (α) στα τοπικά λιμάνια και (β) στους σημαντικούς οικισμούς μέσα στη διοικητική ιεραρχία (π.χ. Κόρινθος, Πάτρα, Ερέτρια, Σπάρτη, Ναύπακτος κ.ά.) ενώ έως το 1879 αποκτούν σχέδιο 93 οικισμοί (με 500 έως 25000 κατοίκους). Στην δεύτερη υπο-φάση (1880-1907/13) η χωρική πόλωση αυξάνεται. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα ανακαινίζονται οι οικισμοί του νότιου ελληνικού χώρου και καλύπτονται παράλληλα οι ανάγκες στέγασης των πληθυσμών σε κατεστραμμένους από τις πολεμικές συγκρούσεις οικισμούς. Έως το 1912, 174 οικισμοί με 500 έως 20.000 κατοίκους αποκτούν νέο σχέδιο. Η ομογενοποίηση του αστικού χώρου σύμφωνα με τις νεοκλασικές αρχές σχεδιασμού αποτελεί μια κεντρική διχοτομία με τα υπόλοιπα αστικά κέντρα του βόρειου ελληνικού χώρου, που την ίδια εποχή αναπτύσσονται κατά το πρότυπο της βαλκανικής πόλης. Προς το τέλος του αιώνα, στο πλαίσιο της εσωτερικής ανασυγκρότησης, η βιομηχανική πόλη θα θέσει κοινούς προβληματισμούς, ανάλογους με αυτούς που εμφανίζονται στα άλλα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη.

Πρώιμη τουρκοκρατία. Πόλη και χωριό στην πρώιμη τουρκοκρατία Δημήτρης Ν. Καρύδης

Άποψη της Μυτιλήνης, γύρω στο 1700. Χαλκογραφία, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Το άρθρο αναφέρεται στους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατοχής και περιορίζεται στις περιπτώσεις οικισμών για τους οποίους υπάρχει κάλυψη από ασφαλείς πηγές έρευνας, όπως είναι οι αρχειακές οθωμανικές πηγές. Έμφαση δίνεται σε τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας. Σε συνθήκες που κατά τον πρώτο αιώνα της οθωμανικής κατοχής ευνοούσαν την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, στα περισσότερα χωριά  ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε. Στην αγροτική ενδοχώρα, τα πληθυσμιακά μεγέθη και οι μεταβολές τους στο χρόνο προσδιορίζονταν από πολλούς παράγοντες, με σπουδαιότερους όσους αφορούσαν το παραγωγικό δυναμικό της κάθε περιοχής και τις μετακινήσεις πληθυσμών από μια περιοχή σε άλλη. Τα θετικά μεγέθη πληθυσμιακών μεταβολών στις πόλεις από τα μέσα του 15ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα, οφείλουν να συνεξεταστούν με τα στοιχεία της υπαίθρου. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι παράγοντες μηχανικής αύξησης του πληθυσμού, όπως είναι οι συνθήκες καταμερισμού εργασίας πόλης-υπαίθρου. Παράλληλα, με την πρακτική μετακινήσεων πληθυσμού και σε συνδυασμό με στοιχεία διοίκησης-φορολογίας, διασφαλίζονταν και η οικονομία και ο πληθυσμός της υπαίθρου. Η διερεύνηση των στοιχείων για την παραγωγική δραστηριότητα και την άσκηση επαγγελμάτων στις πόλεις, ιδίως μέσα από το πλαίσιο των εθνικο-θρησκευτικών κατηγοριών του πληθυσμού, αναιρεί παλαιότερες απόψεις της ελληνικής ιστοριογραφίας, όπως εκείνη που υποστήριζε ότι ο γηγενής χριστιανικός πληθυσμός των πόλεων «πήρε τα βουνά» μετά την οθωμανική επικράτηση. Στο πλαίσιο των αναπτυξιακών ωθήσεων που γνώρισαν οι πόλεις και τα χωριά στην πρώιμη τουρκοκρατία, ο κτισμένος χώρος της όψιμης Βυζαντινής και Φράγκικης περιόδου ανασυντάχθηκε και οργανώθηκε σε διαφορετική βάση. Τα παλαιά μεσαιωνικά τείχη προσδιόριζαν κατά κανόνα την τριπλή διαίρεση των πόλεων σε Κάστρο/Χώρα/Εξέχωρο. Σε πολλές περιπτώσεις σταδιακά τα τείχη γκρεμίστηκαν και οι πόλεις επεκτάθηκαν σημαντικά στην περιοχή του Εξέχωρου. Στις μεγαλύτερες πόλεις η εικόνα και η φυσιογνωμία του κτισμένου χώρου μεταβλήθηκε ριζικά με την ανέγερση των νέων κτιρίων, όπως τα τζαμιά, τα χαμάμ, οι μεντρεσέδες, τα μπεζεστένια, τα χάνια κ.ά. Πάντως αυτός ο νέος χαρακτήρας στις πόλεις δεν υποδεικνύει μια, δήθεν, διαδικασία ισλαμοποίησης των πρώην βυζαντινών κέντρων. Για την ανάπτυξη των πόλεων, μια συνολική δέσμη μέτρων έλεγχε και κατεύθυνε την πολεοδομική εξέλιξη. Οι μαχαλάδες, που διαφοροποιούνταν σαφέστατα κατά εθνικο-θρησκευτικές κατηγορίες πληθυσμού, συνιστούσαν το «μοναδιαίο» στοιχείο πολεοδομικής συγκρότησης, το οποίο είχε ένα κέντρο αναφοράς μια εκκλησία ή ένα τζαμί. Το κέντρο της πόλης αποτελεί μια διακεκριμένη ενότητα με δημόσια κτίρια, εργαστήρια και καταστήματα, από την οποία απουσιάζει η κατοικία. Το δίκτυο των δρόμων που συνδέει το κέντρο της πόλης με την αγροτική της ενδοχώρα υπακούει σε μια ιεραρχία κινήσεων. Η μέση πυκνότητα στις πόλεις δεν ξεπερνούσε συνήθως τα 80 άτομα/εκτάριο. Οι αξίες της γης ήταν συνάρτηση του ανταγωνισμού για την κατάληψη των θέσεων με κύρος που βρίσκονταν στο εμπορικό-διοικητικό κέντρο της πόλης, την αγορά. Η πληθώρα των κτιρίων που αναφέρονταν σε θρησκευτικές και κοσμικές-διοικητικές λειτουργίες όριζαν μια ισχυρή πολεοδομική ενότητα, το bazaar, της οποίας μέρος μόνο συνιστούσε η οικονομική λειτουργία της αγοράς. Η ύπαρξη τρουλοσκέπαστων αγορών σε πόλεις όπως η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη ήταν ευθέως συναρτημένη με το ρόλο των πόλεων αυτών ως κέντρων διαμετακομιστικού εμπορίου.

Η μεταβυζαντινή και η νεότερη ελληνική πόλη Αλέξανδρος-Φαίδων Λαγόπουλος

Αθήνα, οδός Πανεπιστημίου. Πρόκειται για το τέταρτο και τελευταίο τεύχος του αφιερώματος για την πόλη στην Ελλάδα, στο οποίο καταγράφηκε –ίσως για πρώτη φορά- η μακραίωνη πορεία της ελληνικής πόλης. Στόχοι του περιοδικού και του συντονιστή του αφιερώματος Α.-Φ. Λαγόπουλου ήταν: α) η διαχρονική παρακολούθηση της εξέλιξης της διάρθρωσης της πόλης στην Ελλάδα, β) ο όσο το δυνατόν μεγαλύτερος συντονισμός ανάμεσα σε επιστήμονες με διαφορετικό υπόβαθρο και διαφορετικές προσεγγίσεις στο θέμα, γ) η ένταξη της ανάλυσης της μορφής και της διάρθρωσης της πόλης μέσα σε πολυποίκιλα ευρύτερα πλαίσια και δ) η πρόσκληση επιστημόνων με αναγνωρισμένη πείρα και προσφορά στη γνώση των περιόδων που μελετήθηκαν. Στο παρόν τεύχος, Δ. Ν. Καρύδης και Ν. Κ. Μουτσόπουλος γράφουν για την περίοδο της πρώιμης τουρκοκρατίας, ενώ στην όψιμη τουρκοκρατία στρέφει την προσοχή μας ο Ε. Π. Δημητριάδης. Την ελληνική πολεοδομία στον 19ο αιώνα εξετάζει ο Π. Τσακόπουλος. Στον Μεσοπόλεμο μας μεταφέρουν η Β. Δ. Γκιζελή και ο Μ. Γ. Μπίρης. Ο Π. Λουκάκης κλείνει το αφιέρωμα με μια συζήτηση για τις τάσεις μεταλλαγών στη χωρική διάχυση της αστικοποίησης.

Σύγχρονη ελληνική πόλη: τάσεις μεταλλαγών στη χωρική διάχυση της αστικοποίησης Παύλος Λουκάκης

Διάγραμμα της τυπικής διάρθρωσης της σύγχρονης ελληνικής πόλης (κατά τον Π. Λουκάκη, «Σημειώσεις Χωροταξίας»). Ως χρονική αφετηρία αναζήτησης των σημερινών δομών της σύγχρονης ελληνικής πόλης τοποθετούμε την περίοδο μετά το 1923, όταν διαμορφώθηκε το σύνολο σχεδόν της σημερινής ελληνικής επικράτειας. Ο κύριος όγκος του νέου πληθυσμού, που προήλθε από την ανταλλαγή του 1923, εγκαταστάθηκε στο ανατολικό τόξο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν νέοι αγροτικοί και νέοι προαστιακοί οικισμοί, καθώς και νέες συνοικίες σε επαφή με τον τότε αστικό ιστό. Από τις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται άμεσα με την ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων, ιδιαίτερα σημαντική είναι η θεσμοθέτηση του Π.Δ. του 1923 «Πρί Σχεδίου Πόλεων και Κωμών». Τότε δημιουργήθηκε και το καθεστώς των «προϋφισταμένων του 1923 οικισμών» και ο πρώτος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (Γ.Ο.Κ.). Το δίκτυο οικισμών της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ’50 διατηρεί τα χαρακτηριστικά της περιόδου του μεσοπολέμου. Κυρίαρχος πόλος αστικής ανάπτυξης παραμένει η πρωτεύουσα. Από το τέλος, όμως, της δεκαετίας του ’70, εμφανίζονται τάσεις μεταλλαγών στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι πόλεις μεγαλώνουν και διαχέονται προς τον αγροτικό χώρο. Αυτή τη χωρική διάχυση ανατέμνει το παρόν άρθρο. Την εξέλιξη των οικισμών της χώρας επηρέασαν παράμετροι οικονομικές και κοινωνικές, λειτουργικές και θεσμικές.Οι θεσμικές διαστάσεις του συστήματος των οικισμών αναφέρονται στην Διοικητική τους ιεράρχηση, στην ιεράρχηση κατά την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και στην Προγραμματική ιεράρχηση κατά το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Η μεγαλύτερη χωρική ανάπτυξη παρατηρείται στο S που συνθέτουν στο χώρο οι δυο μητροπολιτικές περιοχές της πρωτεύουσας και της Θεσσαλονίκης μαζί με τους περιφερειακούς αστικούς πόλους. Οι παράκτιοι οικισμοί και περιοχές υποδέχονται ολοένα και εντονότερα αστικές δραστηριότητες, ενώ ο τουρισμός αποτελεί την κυρίαρχη δραστηριότητα. Ως προς το δίκτυο των αγροτικών οικισμών, οι τάσεις της μόνιμης εσωτερικής μετανάστευσης έχουν περιοριστεί αλλά φαινόμενα εγκατάλειψης οικισμών χαρακτηρίζουν τις ορεινές περιοχές και τον νησιωτικό χώρο. Η δομή των νεότερων  ελληνικών πόλεων διαμορφώθηκε ιστορικά σε ένα τυπικό σχήμα μονοκεντρικού πυρήνα, που αποτελεί κατά περίπτωση το ιστορικό κέντρο τους. Προς τον κεντρικό αυτόν πυρήνα συγκλίνουν κατά ακτινωτό τρόπο οι βασικές αρτηρίες προσπέλασης της πόλης από την ενδοχώρα της. Η υπόλοιπη πόλη αναπτύσσεται γενικώς ομόκεντρα, περιλαμβάνοντας στο μέγιστο μέρος της τις περιοχές κατοικίας.Μέσα ή σε επαφή με το ιστορικό κέντρο είχαν αναπτυχθεί στο παρελθόν βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις της πόλης. Μετά το 1970 περίπου, οι βασικές τάσεις των μεταβολών στη δομή των πόλεων εντοπίζονται στα κέντρα των πόλεων, στις βιομηχανικές συγκεντρώσεις, στην ανάπτυξη των περιαστικών περιοχών δεύτερης κατοικίας, στη χωροθέτηση υπηρεσιών υπερτοπικής, περιφερειακής ή και εθνικής εμβέλειας στον περιαστικό χώρο, στη διάχυση των δικτύων υποδομής και στην υποβάθμιση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Σημειωτέον ότι οι τρεις τύποι χώρων που διαχέονται στην πολη, δηλαδή οι θέσεις απασχόλησης, οι θέσεις κατοίκησης και οι θέσεις αναψυχής, επηρεάζονται από τα νέα δεδομένα στη ζωή των κατοίκων που ισχύουν εδώ και μια εικοσαετία. Από τις θεωρητικές προσεγγίσεις των φαινομένων των πληθυσμιακών μετακινήσεων και της εξέλιξης των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων, ενδιαφέρουσα είναι εκείνη του περιφερειακού κύκλου. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η ανάπτυξη των μητροπολιτικών κέντρων και της περιβάλλουσας περιφέρειάς τους διαμορφώνεται στα εξής τέσσερα στάδια: αστικοποίηση, προαστιοποίηση, αποαστικοποίηση και επαναστικοποίηση. Στην πρωτεύουσαβρισκόμαστε σε φάση αποαστικοποίησης, δημιουργίας νέων πόλεων ή νέων οικισμών, ενώ στη Θεσσαλονίκη σε φάση έντονης προαστιοποίησης.

Τα ορεινά καταφύγια του βορειοελλαδικού ελληνισμού στην πρώιμη τουρκοκρατία Νικόλαος Κ. Μουτσόπουλος

Αγροτικές εργασίες στα χρόνια της τουρκοκρατίας (Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη). Μετά τις συστηματικές εγκαταστάσεις τουρκικών πληθυσμών, οι κάτοικοι πεδινών περιοχών αναζητούν καταφύγιο στα βουνά και ιδίως στην Πίνδο και τις παραφυάδες της. Ο τόπος καταγωγής, τα επαγγέλματα και οι ασχολίες των κατοίκων, ο άγιος προστάτης της παλιάς τους πατρίδας δίνουν την ονομασία τους στους νέους τόπους. Πολλά ορεινά χωριά της δυτικής Μακεδονίας και της ΒΑ Ηπείρου συνοικίζονται. Η φτώχεια του εδάφους στρέφει τους κατοίκους προς την κτηνοτροφία. Στην Πίνδο βρίσκουμε συγκεντρωμένο έναν πολυάριθμο βλάχικο πληθυσμό που βρίσκει διέξοδο σε άλλους ορεινούς όγκους. Την εποχή αυτή ιδρύθηκαν ή συνοικίστηκαν από σκόρπιες βλαχοποιμενικές εγκαταστάσεις οι περισσότεροι ορεινοί οικισμοί της Μακεδονίας που θα γνωρίσουν μεγάλη άνθηση. Οι υπόδουλοι Έλληνες συσπειρώθηκαν γύρω από τον κλήρο και τη δημογεροντία. Στα αστικά κέντρα και τα κεφαλοχώρια μοναδικό κοινωνικό κέντρο της γειτονιάς ήταν η εκκλησία. Ένας άλλος θεσμός που λειτούργησε στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν οι βιοτεχνικές συσσωματώσεις. Στις νέες ορεινές εστίες του 15ου και του 16ου αιώνα η ανάπτυξη της βιοτεχνικής επεξεργασίας του μαλλιού και των δερμάτων υπήρξε η κυριότερη πηγή πλουτισμού. Ο Τσελεμπή αναφέρει το εμπόριο των μεταξωτών και της αργυροχοϊας στα Γιάννενα, τα ταπητουργεία και τα υφαντουργεία της Μοσχόπολης. Στα Αμπελάκια και τη Ραψάνη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η τεχνική της ερυθροβαφής των νημάτων. Στην Καστοριά, κατασκεύαζαν αριστοτεχνικά γούνες από κοψίδια. Στην ανάπτυξη της οικονομίας των ορεινών περιοχών συνέβαλαν και οι συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Passarowitz (1718), που ελευθέρωσαν τους δρόμους του εμπορίου. Ωστόσο, απώτερος λόγος της επιβίωσης και ανάπτυξης του Ελληνισμού υπήρξαν τα «προνόμια» εκείνα που είχε εκχωρήσει στον Πατριάρχη ο Πορθητής.

Η νεοελληνική πόλη του μεσοπολέμου: οι ιδιωτικοί οικισμοί του μεσοπολέμου ως αντικείμενο πολεοδομικής εκμετάλλευσης Μάνος Γ. Μπίρης

Σωζόμενο σπίτι του 1927, στη γωνία των οδών Ηρακλείου και Αγ. Λαύρας, Αθήνα. Η μορφολόγηση και κατασκευή του χαρακτηρίζουν τον προσχεδιασμό του οικισμού Κυπριάδου. Υπό το πρόσχημα του προσφυγικού προβλήματος, στην Αθήνα δόθηκαν αφειδώς μεγάλες εκτάσεις εκτός των ορίων του σχεδίου για την πλήρη πολεοδομική εκμετάλλευσή τους από ιδιώτες. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του επιχειρηματία Μίνωα Κυπριάδη, που απέκτησε μια κατάφυτη περιοχή ανάμεσα στο ρέμα του Ποδονίφτη Πατησίων και της δυτικής πλαγιάς των Τουρκοβουνίων. Σκοπός του ήταν να οικοδομήσει εκεί «υποδειγματική κηπούπολη». Το πολεοδομικό παράλογο της υπόθεσης έγκειται στο ότι αυτή του η πρόθεση ισοδυναμούσε με την επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου εκτός εγκεκριμένου ορίου. Το ημερολόγιο του Κώστα Μπίρη, στελέχους τότε του Αρχιτεκτονικού Τμήματος του Δήμου Αθηναίων, προσφέρει άμεση μαρτυρία για τις αντιδράσεις μελών του Δημοτικού Συμβουλίου κυρίως εξαιτίας των δυσβάσταχτων για το Δήμο οικονομικών επιπτώσεων. Όταν καταργήθηκε το εγκεκριμένο και εκσυγχρονιστικό σχέδιο Καλλιγά (1926), τα ζητήματα της πολεοδόμησης επιδεινώθηκαν, αφού επανήλθαν σε ισχύ πρόχειρα πυροσβεστικού τύπου διατάγματα, ιδανικά για «παρερμηνείες» και κάθε είδους καταχρήσεις. Ενδεικτικά ο Μπίρης σημειώνει: «Άλλαι διατάξεις έμειναν ανεφάρμοστοι και άλλαι έδωσαν διέξοδον προς κατάχρησιν να εκδίδονται από καιρού εις καιρόν νομοθετήματα τροποποιητικά ή συμπληρωματικά. Εις τρόπον ώστε η νομοθεσία περί σχεδίων πόλεων να ομοιάζει προς μία κουρελού η οποία υφάνθη εξαρχής από διάφορα κουρέλια δια να καλύψει ένα σαλόνι, εις το οποίο άξιζε ένα ταπέτο πολύ καλής ποιότητος...»

Ελληνική πόλη και Nεοκλασικισμός: η ελληνική πολεοδομία στον 19ο αι. Παναγιώτης Τσακόπουλος

Αθήνα, το σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert, 1832. Στην ιστορία της ελληνικής πόλης του 19ου αιώνα διακρίνονται δυο κύριες φάσεις. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο της διοίκησης Καποδίστρια (1828-1832) και τα πρώτα χρόνια της Αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα (1833-1843), ενώ η δεύτερη την περίοδο 1856-1912. Στο ενδιάμεσο (1843-1856), η αποχώρηση των ξένων μηχανικών και αρχιτεκτόνων από τις δημόσιες υπηρεσίες και η πολιτική και οικονομική αστάθεια προκαλούν αδράνεια τόσο στο θεσμικό όσο και στο σχεδιαστικό επίπεδο. Στην περίοδο του Καποδίστρια σχεδιάζονται κυρίως τα κατεστραμμένα από τον πόλεμο κέντρα της Πελοποννήσου, ενώ στην πρώτη οθωνική περίοδο δίνεται βάρος σε εμπορικά κέντρα της Πελοποννήσου και της Στερεάς και στις παράλιες πόλεις, όπου είναι εντονότερες οι τάσεις αστικοποίησης. Στα χρόνια της Αντιβασιλείας, στο νεοσυσταθέν «Γραφείο Δημοσίου Οικονομίας» εκχωρούνται ευρείες αρμοδιότητες πάνω στον έλεγχο και την οργάνωση του χώρου. Επιχειρείται η αστικοποίηση μέσω της δημιουργίας νέων πόλεων – αποικιών, ενώ νέο πλέγμα νόμων αποβλέπει στην ενθάρρυνση της βιομηχανίας, στην επέκταση του οδικού δικτύου και στον έλεγχο της κατασκευής και της υγιεινής των πόλεων. Γάλλοι αξιωματικοί του Μηχανικού και στρατιωτικοί γεωγράφοι, Βαυαροί αρχιτέκτονες και γεωμέτρες, ετερόχθονες Έλληνες γίνονται το μέσο μεταφοράς στο νέο κράτος της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκέψης και πρακτικής για την οργάνωση του χώρου. Ωστόσο, στη μετεπαναστατική Ελλάδα, ο σχεδιασμός των πόλεων δεν ήταν πρόβλημα καθαρά τεχνικό. Ήταν και μέσο ρήξης με το παρελθόν σε επίπεδο ιδεολογικό και μορφολογικό. Ο σχεδιασμός της νέας πόλης των Αθηνών από τους αρχιτέκτονες Schaubert και Κλεάνθη συνδυάζει άξονες και εστιακά σημεία σε μια γεωμετρική σύνθεση με έντονο συμβολικό χαρακτήρα και ένα συνεχή διάλογο της αρχαίας τοπογραφίας με τους σημαίνοντες χώρους της νέας πόλης. Το σχέδιο της Αθήνας θα επηρεάσει ευθέως τη σύνθεση του γεωμέτρη Stauffert για τη νέα πόλη της Σπάρτης. Αμέσως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζει μια περίοδος εσωτερικής ανασυγκρότησης. Μοχλός εκσυγχρονισμού και οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί η εντατικοποίηση των δημοσίων έργων, εγγειοβελτιωτικών, οδικών και λιμενικών. Το 1878 συστήνεται η Διεύθυνσις Δημοσίων Έργων ως ανεξάρτητη υπηρεσία του Υπουργείου των Εσωτερικών. Σημαντική είναι η πρόοδος που συντελείται κατά την περίοδο του Τρικούπη (1881-1892). Ο αστικός πληθυσμός αυξάνεται σημαντικά μετά το 1870, με αιχμή τα παράλια κέντρα της βόρειας και της δυτικής Πελοποννήσου. Μετά το 1856 σχεδιάζονται μια σειρά πόλεις και κωμοπόλεις που θα λειτουργήσουν ως κέντρα συγκέντρωσης και εξαγωγής της σταφίδας στην Πελοπόννησο, ως λιμάνια τοπικής σημασίας στη Στερεά και ως βασικοί οικισμοί στις Κυκλάδες. Το νέο στοιχείο του πολεοδομικού σχεδιασμού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είναι η συστηματική πλέον πρόβλεψη ενός συγκεκριμένου οικιστικού εξοπλισμού για την πόλη ή το λιμάνι της και δικτύων υποδομής. Παράλληλα συστηματοποιείται το  θεσμικό πλαίσιο για την ενίσχυση της αστικοποίησης και τον έλεγχο της ανάπτυξης των πόλεων. Η δεύτερη περίοδος της ελληνικής πολεοδομίας σηματοδοτείται με το σχέδιο της Νέας Κορίνθου που συντάσσεται το 1858. Ακολουθείται ένα νέο μοντέλο που βασίζεται σε απλό ορθογωνικό πλέγμα, χωρίς ιδιαίτερη σήμανση κύριων αξόνων και μνημειακότητα. Η νεοελληνική πόλη, που αναπτύσσει δυναμικά τα αστικά χαρακτηριστικά της στις αρχές του 20ού αιώνα και που αφομοιώνει την οικιστική ανάπτυξη του μεσοπολέμου, θα διατηρήσει την αυτοτέλεια και την κλίμακά της έως την πλήρη πολεοδομική της παραμόρφωση στις πρόσφατες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Άλλα θέματα: Ευτυχία καλή. Στοιχεία για τα ευετηριακά έθιμα των Αρχαίων Χαράλαμπος Κριτζάς

«Κύριο αποτρόπαιο γίνεται πλέον ο σταυρός, που εξακολουθεί να χαράσσεται στα ανώφλια ως τις μέρες μας...» Ο συγγραφέας, με οδηγό κυρίως τις επιγραφές, διαπραγματεύεται έθιμα και δοξασίες που σχετίζονται με την πανάρχαιη αγωνία του ανθρώπου να προσελκύσει το καλό και να ξορκίσει το κακό. Προάγγελοι της Ευετηρίας, της Καλοχρονιάς, ήταν τα παιδιά που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι για να πουν τα κάλαντα. Φαίνεται ότι τα πιο αρχαία κάλαντα, που ονομάζονταν Ειρεσιώνη, τα έψαλε ο ίδιος ο Όμηρος στη Σάμο. Αλεξιφάρμακον ήταν στην αρχαιότητα η σκιλλοκρεμμύδα της δικής μας Πρωτοχρονιάς. Καλύτερα όμως αλεξιφάρμακα ήταν οι θεοί και οι ήρωες που προστάτευαν τις εισόδους και τις πύλες. Εκτός από τον Απόλλωνα Προπύλαιον ή Αποτροπαίον και Αγυιέα, που λατρευόταν στην κλασική αρχαιότητα, μεγάλες αποτροπαϊκές ιδιότητες είχε ο Ηρακλής, ο ίδιος ή το ρόπαλό του, αλλά και οι Διόσκουροι. Ενώ στα χριστιανικά χρόνια κύριο αποτρόπαιο γίνεται ο Σταυρός και οι εικόνες, στην αρχαιότητα μέσα σε σπίτια ή και εργαστήρια κρέμονταν τα «βασκάνια». Όπως και σήμερα, τον μεγαλύτερο φόβο γεννούσε «το μάτι», ο φθόνος. Για να εξουδετερώσουν «το μάτι», οι αρχαίοι φορούσαν διάφορα φυλαχτά, γνωστά ως ιερώματα: πάπυροι με μαγικές επωδούς, γοργόνεια, φαλλοί, νομίσματα. Για να προσελκύσουν το καλό φορούσαν διαφόρων ειδών περίαπτα, ενώ τα ενεπίγραφα κουδουνάκια συνδύαζαν αποτροπαϊκό και εφελκυστικό χαρακτήρα. Για τους αρχαίους ο κατεξοχήν θεός της Καλής Τύχης ήταν ο Ερμής, που λατρευόταν, όπως και ο Πρίαπος, ως Τύχων. Έρμαια ονομάζονταν τα ανέλπιστα δώρα της καλής τύχης. Τυχαία ονομάζονταν τα αγαλματίδια της θεάς Τύχης που θεωρούνταν ότι φέρνουν γούρι. Η έκφραση «Αφροδίτη καλή» ήταν πιθανότατα μια επίκληση στην καλή Τύχη.

Υλικά και σύνεργα της γραφής: ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα Μπίλη Βέμη

Δυο παιδιά με κέρινες πλακέτες. Κατά το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996, στο πλαίσιο του Προγράμματος Μελίνα, Εκπαίδευση και Πολιτισμός και με άμεσο πεδίο εφαρμογής την πρώτη Δημοτικού, επιλέχθηκε ως πεδίο διερεύνησης και πειραματισμού το θέμα της γραφής και ως εναλλακτική μέθοδος διδασκαλίας η «μάθηση μέσω αντικειμένων». Σε αναλογία με τη «μουσειοσκευή ή μουσειοβαλίτσα», δημιουργήθηκε η «βαλίτσα της γραφής». Το βάρος δεν δόθηκε στην ιστορία της γραφής, την επινόηση ή την αποκρυπτογράφησή της αλλά στην ιστορία των υλικών και της τεχνολογίας της. Δημιουργήθηκε μια συλλογή από υλικά και αντικείμενα για το γράψιμο και αναζητήθηκαν κατάλληλες συνοδευτικές εικόνες που δημιουργούν το ιστορικό-πολιτισμικό πλαίσιο. Η βαλίτσα της γραφής περιλάμβανε πέντε ενότητες, που αντιπροσώπευαν τα κυριότερα υλικά-σταθμούς στην τεχνολογία και την τεχνική της ιστορίας της γραφής:

  1. Χαρτί, πινέλα, ραβδάκι στερεής μελάνης και νερό, υλικά που συνδέονται με την εφεύρεση του χαρτιού στην Κίνα
  2. Σκληρές ύλες (πηλός, πέτρες, κερωμένες πινακίδες, όστρακα αγγείων) πάνω στις οποίες έγραφαν στην αρχαιότητα, χαράζοντας με κάποιο αιχμηρό όργανο
  3. Ο πάπυρος, το καλάμι για τις γραφίδες, το μελάνι
  4. Η περγαμηνή, η πένα από καλάμι ή φτερό, βουλοκέρι για τα σφραγίσματα, υλικά για χειρόγραφους κώδικες και μεσαιωνικά ειλητάρια
  5. Τα υλικά που χρησιμοποίησαν οι αμέσως προηγούμενες και οι σημερινές γενιές: κονδυλοφόροι, πένες, μελανοδοχεία και στυπόχαρτο, στυλό bic, μαρκαδόροι.
Η πειραματική χρήση του υλικού αυτού στην Α΄ τάξη σχολείου της Θεσσαλονίκης, συντέλεσε στη δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας για να επιδιωχθεί μια μορφή μάθησης που να μην είναι βιβλιοκεντρική, αλλά να κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις καθώς και τα συναισθήματα των παιδιών.

Όταν η αρχαιολογία συναντά την ιατρική Χρυσή Μπούρμπου

Αυχενικοί σπόνδυλοι με χαρακτηριστικές αλλοιώσεις σπονδυλοαρθρίτιδας. Η επιστήμη της Παλαιοπαθολογίας μελετά τις ασθένειες που μπορούν να αναγνωριστούν στα ανθρώπινα και ζωικά οστά παλαιότερων εποχών. Η πληθώρα των πληροφοριών που μπορούν να συλλεγούν βοηθά στην ανασύσταση της κοινωνίας παλαιότερων πολιτισμών. Σαράντα δύο σκελετοί που προέρχονται από ταφές της Ελληνιστικής περιόδου και αποκαλύφθηκαν σε σωστικές ανασκαφές στην πόλη των Χανίων αποτελούν το προς μελέτη υλικό. Από τους τάφους, κιβωτιόσχημους ή θαλαμοειδείς, οι περισσότεροι είχαν περισσότερους από ένα νεκρούς, τοποθετημένους σε ύπτια θέση. Ο πληθυσμός που εξετάστηκε δεν έχει προηγούμενη αναφορά στη βιβλιογραφία. Ωστόσο, αυτό που επηρέασε αρνητικά τη μελέτη του υλικού ήταν η φτωχή διατήρηση του δείγματος που οφείλεται πρώτιστα στις συνθήκες ταφής και, κατά δεύτερο λόγο, στη σύληση των τάφων που επέφερε τη διατάραξη της ταφής και το διασκορπισμό των οστών. Η φτωχή διατήρηση του δείγματος επηρέασε άμεσα την αναγνώριση του φύλου και τον υπολογισμό της ηλικίας. Σε 22 άτομα δεν αναγνωρίστηκε το φύλο, ενώ χαρακτηρίστηκαν, όχι μετά βεβαιότητας, 11 άτομα ως άνδρες και 9 άτομα ως γυναίκες. Στο δείγμα δεν βρέθηκαν άτομα κάτω των 17 ετών και η έλλειψη παιδικών ταφών παραμένει δυσερμήνευτη. Τελικά συμπεράσματα για την κατάσταση της υγείας του πληθυσμού είναι δύσκολο να παρουσιαστούν, μπορούν όμως να γίνουν κάποιες γενικές παρατηρήσεις για τις ασθένειες που διαγνώσθηκαν στο δείγμα. Ιδιαίτερα ψηλά είναι τα ποσοστά ασθενειών των δοντιών. Η άποψη ότι οι πλούσιοι κάτοικοι της αρχαίας Μεσογείου υπέφεραν περισσότερο από τα δόντια τους παρά οι φτωχοί, ενισχύει την υπόθεση ότι τα άτομα από τις ταφές που μελετήθηκαν ανήκαν στα υψηλά κοινωνικά στρώματα. Τα ποσοστά για τις αρθροπάθειες επηρεάστηκαν επίσης από τη φτωχή διατήρηση του δείγματος και ιδιαίτερα από την έντονη διάβρωση ή και έλλειψη των αρθρικών επιφανειών. Παρ’όλα αυτά διαγνώστηκαν τέσσερις περιπτώσεις σπονδυλαρθρίτιδας. Οι αυχενικοί σπόνδυλοι είχαν πληγεί περισσότερο, γεγονός που μάλλον οφείλεται στη χρήση του κεφαλιού για τη μεταφορά φορτίων. Ανάμεσα στις αρθροπάθειες που πλήττουν τη σπονδυλική στήλη, συγκαταλέγεται και η ασθένεια Forestier ή DISH. Παρατηρήθηκαν επίσης αλλοιώσεις στις οφθαλμικές κόγχες, οι οποίες σχετίζονται με ενδείξεις για την εκδήλωση μεταβολικών ασθενειών, εν προκειμένω σιδηροπενικής αναιμίας. Στο δείγμα αναγνωρίστηκαν δυο περιπτώσεις μολυσματικών ασθενειών άγνωστης αιτίας, και συγκεκριμένα περιοστείτιδας. Επίσης καταγράφηκε και μια περίπτωση τραύματος. Πρόκειται για κάταγμα στο κάτω μέρος της ωλένης του αριστερού χεριού, το γνωστό ως «κάταγμα του Parry».

Ανθρώπων ίδεν άστεα (Ένας φανταστικός περιηγητής στις αποικίες) Νίκος Ξένιος

Η βόρεια στοά στη Μοργαντίνη, αποικία των Χαλκιδέων στη Σικελία. Βιωματική περιγραφή της Μαργαντίνης, της σικελικής αποικίας των Χαλκιδέων στους πρόποδες της Αίτνας. Ο ταξιδευτής, σε αντίστιξη, προσεγγίζει την πόλη μέσα από τις μνήμες που φέρει από την Όλυνθο και, κυρίως, από την Αθήνα. Αλλά και από άλλες πόλεις όπου οι άνθρωποι συζητούσαν διαρκώς. Με λογοτεχνική γραφή αποτυπώνεται μια Μαργαντίνη που μοιάζει ολόκληρη με ορχήστρα θεάτρου, που απλώνεται ολοσκότεινη σαν ψίθυρος.

Η πρόσβαση της Ακροπόλεως: το “εξοχικόν βουλεβάριον” και το ιστορικό τοπίο της Aθήνας Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Σκαρίφημα από τη μελέτη του Δήμου Αθηναίων (1990), με σχηματική παρουσίαση της «πεζοδρομημένης» οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Η πολιτιστική ταυτότητα της Αθήνας, μια χαρισμένη κληρονομιά, μένει ακόμη να αναδειχθεί. Με επιμονή προβάλλεται κάποια ασαφής «ενοποίηση» των αρχαιολογικών χώρων, πάρκων, μνημειακών συνόλων και αναδασωμένων λόφων στην καρδιά της πόλης με τη δημιουργία ενός «Πολιτιστικού Πάρκου». Αποσιωπάται όμως ότι η ιδέα, που ενέπνευσε το πρώτο σχέδιο πόλης το 1832, είχε ξαναζωντανέψει τρεις φορές μέσα στον 20ό αιώνα: από τον Mawson το 1919, τον Κώστα Μπίρη το 1946 και την ομάδα Αλέξανδρου Φωτιάδη το 1980. Στόχος του Πολιτιστικού Πάρκου είναι ο συνδυασμός της μέγιστης δυνατής ανάδειξης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με την καλύτερη δυνατή οικειοποίηση του πλέγματος πάρκων, αρχαιολογικών χώρων και παλιάς πόλης από τους Αθηναίους αλλά και τους Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Η ιδέα ενός μνημειακού περιπάτου νότια της Ακρόπολης διατυπώνεται ήδη στο «Γενικόν σχέδιον των Αθηνών» (1847) της λεγόμενης «Επιτροπής αξιωματικών». Διαφαίνεται ο στόχος της δημιουργίας ενός περιφερειακού «Βουλεβαρίου» που περιβάλλει στο νότο τόσο την παλιά πόλη όσο και την Ακρόπολη και τον Άρειο Πάγο. Την ώθηση για την κατασκευή του φαίνεται ότι έδωσαν οι ανασκαφικές δραστηριότητες στο θέατρο του Διονύσου, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και στη στοά του Ευμένους. Στην αποτύπωση της πόλης από τον C. von Stranz το 1862 αναγνωρίζονται καθαρά όλα τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του νέου περιφερειακού Βουλεβαρίου, που θα μείνουν αναλλοίωτα επί ένα σχεδόν αιώνα (έως το 1955): Το σκέλος της Αποστόλου Παύλου έχει πλάτος 10 μ. και το τμήμα της Διονυσίου Αρεοπαγίτου 15 μ. Και οι δύο οδικοί άξονες ήταν σκυρόστρωτοι ώς την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, οπότε ασφαλτοστρώθηκαν επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 εγκαθίσταται μια γραμμή ηλεκτρικού τροχιοδρόμου κατά μήκος όλου του «εξοχικού Βουλεβαρίου», με στάσεις στου Μακρυγιάννη, στην πλατεία Ηρωδείου και στο Θησείο. Αφορμή για τον πολεοδομικό σχεδιασμό στην περιοχή δεν θα δώσει η ανάγκη κηποτεχνικής διαμόρφωσης του χώρου γύρω από την Ακρόπολη, αλλά η προσπάθεια βελτίωσης της πρόσβασης των αρχαιοτήτων. Διαφαίνεται τώρα η ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού. Το 1954 αναθέτει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τα λεγόμενα «έργα Ακροπόλεως» στον καθηγητή Δημήτρη Πικιώνη. Ο Πικιώνης, χωρίς να επέμβει στη βασική χάραξη του άξονα Διονυσίου Αρεοπαγίτου-Αποστόλου Παύλου, διακριτικά διαμορφώνει τελικές προσβάσεις στα μνημεία της Ακρόπολης για τον πεζό, προσφέροντας την φυσική αλλά και την πνευματική προσέγγιση. Εδώ και πάνω από μία δεκαετία συζητείται η «πεζοδρόμηση» του άξονα Διονυσίου Αρεοπαγίτου-Αποστόλου Παύλου. Τί όμως είναι επιθυμητό και τι δυνατό; Στο ερώτημα για το μέλλον του ιστορικού Βουλεβαρίου έρχεται να απαντήσει ο κλειστός αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ιδεών που πρόσφατα προκήρυξε το Υπουργείο Περιβάλλοντος.

Η Βενετία και η θάλασσα Στέφανος Πετρόχειλος, Αλφρέντο Βιτζιάνο, Ανδρέας Μπάγιας

Το VEN.I.V.A. (Venetian Virtual Archives – Εικονικά Βενετικά Αρχεία), που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1995, χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (πρόγραμμα Esprit). Για την υλοποίησή του συνεργάζονται ιδιωτικές επιχειρήσεις και πολιτιστικοί οργανισμοί από την Ιταλία, την Αυστρία και την Ελλάδα. Από ελληνικής πλευράς συμμετέχουν το Πανεπιστήμιο Κρήτης, η εταιρεία παροχής υπηρεσιών πληροφορικής Multimedia System Center, η εταιρεία τηλεπικοινωνιών Intracom, το Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη και το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο). Αντικείμενο του έργου αποτελούν τα τεκμήρια που φυλάσσονται σε βιβλιοθήκες και αρχεία. Συγκεκριμένα, το έργο θα επιτρέψει την πρόσβαση σε έγγραφα, χάρτες, αρχιτεκτονικά σχέδια, χειρόγραφα και έντυπα βιβλία, διασκορπισμένα σε αρχεία και βιβλιοθήκες των τριών χωρών. Το ιστορικό πλαίσιο συμπίπτει με αυτό της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, εκτείνεται δηλαδή από το μεσαίωνα έως το 1797. Η Βενετία και η θάλασσα: Η αποικιοκρατική αυτοκρατορία της Βενετίας αρχίζει τη μεγάλη της επέκταση στα τέλη του 14ου αιώνα. Το CD-ROM «Η Βενετία και η θάλασσα» είναι η αφήγηση των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν μεταξύ της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας και των παραθαλάσσιων κτήσεών της στην Ελλάδα: Κρήτη, Πελοπόννησο, Ιόνια νησιά. Είναι και μια προσπάθεια να καταλάβουμε πώς οι Βενετοί αντιλήφθηκαν, αν όχι ανακάλυψαν, την ταυτότητά τους. Παράλληλα, αποτελεί μια παρατήρηση των κατοίκων των νησιών, των πόλεων και των κάστρων, για να καταλάβουμε τόσο τους τύπους αντίστασης στη βενετική εισβολή όσο και τις ειρηνικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν με οικογενειακούς δεσμούς και πιστές συμμαχίες. Αρχείο: Οι προκαταλήψεις και η ελληνική πραγματικότητα: Τα αρχεία, μαζί με τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, διαφυλάσσουν ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας. Ωστόσο τα αρχεία είναι πολύ λιγότερο γνωστά από τις άλλες δύο κατηγορίες ιδρυμάτων. Η εικόνα του αρχείου-μαυσωλείου έχει απομακρύνει το ευρύ κοινό από ό,τι δεν είναι παρά η φυσική αντανάκλαση των δραστηριοτήτων ενός νομικού ή φυσικού προσώπου. Το αρχείο δεν πρέπει να συγχέεται με τη βιβλιοθήκη. Ενώ το βιβλίο, στόχος της συγγραφικής δραστηριότητας, έχει καθαυτό (λογοτεχνική ή επιστημονική) αξία, το τεκμήριο έχει αξία ως μαρτυρία, ως απόδειξη ενός γεγονότος. Το αρχείο δεν περιορίζεται στα έγγραφα αλλά περιλαμβάνει σήμερα ποικίλα υλικά πέρα από το χαρτί, όπως φωτογραφίες, κασέτες, δίσκους, δισκέτες, μικροφιλμ και άλλα μαγνητικά υποστρώματα. Μια άλλη πλάνη που πρέπει να διαλυθεί είναι ο περιορισμός του αρχείου στα «παλαιά έγγραφα». Η αρχειονομία, παρότι γεννήθηκε στη σκιά των ιστορικών σπουδών, βαθμιαία περιλαμβάνει τα λεγόμενα «ενεργά αρχεία» που παράγονται καθημερινά από ιδιώτες και οργανισμούς και περιμένουν τον ιστορικό του μέλλοντος. Το ελληνικό κράτος έπρεπε να περιμένει έως το 1914 για να δει την ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Αντίθετα, τα Ιόνια νησιά είχαν προ πολλού αποκτήσει «Αρχειοφυλακεία», που ιδρύθηκαν επί βενετοκρατίας και διατηρήθηκαν κατά την περίοδο της αγγλικής Προστασίας. Κατά συνέπεια, η Βενετοκρατία είναι από τις καλύτερα τεκμηριωμένες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας.

Το ιερό της Αθηνάς Παλληνίδος Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα

Αναπαράσταση του ναού της Αθηνάς Παλληνίδος. Σχέδιο Μ. Κορρέ. Η Παλλήνη ήταν η ηγεμονεύουσα πόλη ενός «κοινού» με κέντρο το ιερό της Αθηνάς Παλληνίδος, μιας από τις ελάχιστες θεότητες της αρχαιότητας που είχαν παρασίτους. Ο μεγάλος τους αριθμός, που αναφέρεται σε επιγραφή των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ., δείχνει την αίγλη της θεάς και τη μεγάλη απήχηση που είχε το ιερό της στους πιστούς της σε όλους τους δήμους της Αττικής. Σημαντικότατο στοιχείο για τη σπουδαιότητα του ιερού της Αθηνάς στην Παλλήνη είναι η συμμετοχή του «άρχοντα βασιλέα» της Αθήνας στις τελετουργίες που γίνονταν στο ιερό (επί Πυθοδώρου άρχοντος το 431/2). Πρόκειται για δωρικό, περίπτερο, εξάστυλο ναό των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ. με πλάτος 16,35 μ. και μήκος 35,25 μ. Ο αριθμός των κιόνων στις μακρές πλευρές ήταν 13 και το μεταξόνιο 2,685 μ. Το ιερό της Παλληνίδος μνημονεύεται από τον Ησύχιο, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη. Την κυριότερη όμως αναφορά κάνει ο Ηρόδοτος, ο οποίος τοποθετεί εδώ τη μάχη του Πεισίστρατου με τους Αλκμεωνίδες (541 ή 539 π.Χ.). Η Παλλήνη συνδέεται με πολλούς αττικούς μύθους.  Είναι το πεδίο της Γιγαντομαχίας, στη διάρκεια της οποίας η Αθηνά σκότωσε τον γίγαντα Πάλλαντα ή, σε άλλη εκδοχή, τη Γοργόνα, σχετίζεται με την ιστορία του Εριχθόνιου και με τον Θησέα και τον συνοικισμό του. Την αρχαιότητα της λατρείας της Αθηνάς στην Παλλήνη μαρτυρούν τα πτηνόμορφα ειδώλια που βρίσκονται στην επίχωση των θεμελίων του κλασικού ναού, προέρχονται από γειτονικό αρχαϊκότατο ιερό και χρονολογούνται στο τέλος του 8ου, αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Έχουν σχετισθεί με λατρεία πηγαίων νερών, ενώ όσα από αυτά φέρουν κράνος ίσως αποτελούν πρώιμη μορφή της Αθηνάς Ιππίας.

Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία στο δίκτυο Internet Γεράσιμος Κέκκερης, Μιχάλης Δουλγερίδης

Στις σελίδες του «Διοτίμα» έχουν καταχωριστεί πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας στην αρχαία κοινωνία. Πρόκειται για μια προσπάθεια εντοπισμού «σελίδων» του Internet με περιεχόμενο την ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία. Η συστηματική έρευνα των συγγραφέων διήρκεσε έξι περίπου μήνες. Οι σελίδες προσδιορίστηκαν με τη μέθοδο αναζήτησης με λέξεις κλειδιά μέσω των μηχανών αναζήτησης. Μια προκαταρκτική εξέταση έδειξε ότι οι περισσότερες πληροφορίες παρέχονται από «τροφοδότες υπολογιστές» που εδρεύουν έξω από την Ελλάδα. Όσες σελίδες εντοπίζονται ως προερχόμενες από κόμβους εγκαταστημένους στην Ελλάδα ανήκουν σε κρατικούς φορείς, όπως πανεπιστήμια, υπουργεία και ινστιτούτα, κατά το πλείστον τεχνολογικά. Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι η ελληνική κοινότητα της Τέχνης δεν συμμετέχει στην παρουσίαση στο δίκτυο της δικής της κουλτούρας, και ο ρόλος αυτός έχει αναληφθεί από τρίτα μέρη. Ακολουθεί Κατάλογος Ελληνικών Σελίδων στο δίκτυο με θέματα Τέχνης. Ο κατάλογος απαρτίζεται από τις εξής σελίδες: Acropolis, Artopos, Άννα Μαυρομάτη, Church of Cyprus, Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου, Ηλίας Ηλιάδης, Democritus University of Thrace, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Internet Art Works, Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες, Κεραμική Τέχνη, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Μουσείο Λαλαούνη, Leucippus, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Santorinaios Manthos, Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Θεσσαλονίκης, The Hellenic Civilisation Database, Ulysses (Οδυσσεύς), The Landscape of the God-Trodden Mount Sinai, the Z-project, The Greek Manuscript Database From Bates College και Uranus. Οι πληροφορίες στο Internet μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην έρευνα. Από τις σελίδες που ερευνήθηκαν, ξεχωρίζουν όσες έχουν εκπαιδευτικό υλικό, βιβλία, λογισμικό για διδασκαλία, εξειδικευμένες ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες, ηλεκτρονικές εφημερίδες αλλά και καθαρά ερευνητικά θέματα. Δομημένα ψηφιακά αρχεία , όπως το Perseus, επιτρέπουν στους ερευνητές να αναζητούν και να εντοπίζουν το αντικείμενο του ενδιαφέροντός τους. Οι αναζητήσεις αυτές υλοποιούνται γιατί τα βασικά στοιχεία του γραπτού λόγου ορίζονται πλήρως στο περιβάλλον του υπολογιστή. Στα εικονογραφημένα αντικείμενα, όπου η κατάσταση είναι διαφορετική και η αναζήτηση με λέξεις κλειδιά δεν είναι αξιόπιστη, η αναζήτηση γίνεται βάσει του περιεχομένου. Ως ερευνητικά έργα αναφέρονται The Amphoras Project, Ancient Medicine/Medicine Antiqua, The Hellenistic Greek Reference Grammar Project, The Ohio State Excavations at Isthmia και The Pylos Regional Archaeological Project (PRAP). Το Ψηφιακό Μουσείο αποτελεί μια στροφή στις σχέσεις μεταξύ τέχνης και τεχνολογίας. Τα αντικείμενα τέχνης στον υπολογιστή θεωρούνται απλά αντικείμενα επεξεργασίας πληροφορίας και σε αυτό το νοητικό πλαίσιο στηρίζεται η παρουσία της Τέχνης στο δίκτυο. Αν αυτό ακριβώς το πλαίσιο εγείρει ερωτήματα στους επαγγελματίες των Μουσείων, οι ειδικοί των υπολογιστών έρχονται να τους καθησυχάσουν τονίζοντας τα οφέλη μιας τέτοιας σύζευξης.

Μουσείο: Το μουσείο του μυκηναϊκού αποικισμού της Κύπρου στη Mάα-Παλαιόκαστρο Ανδρομάχη Γκαζή

Μάα-Παλαιόκαστρο. Το αρχαιολογικό μουσείο. Η Μάα-Παλαιόκαστρο, μικρό και άγονο ακρωτήρι  στη δυτική ακτή της Κύπρου, είναι ο τόπος που επέλεξαν οι Μυκηναίοι για την πρώτη εγκατάστασή τους στο νησί. Στη θέση, που ανασκάφηκε συστηματικά από τον Βάσο Καραγιώργη, δημιουργήθηκε Μουσείο που κατασκευάστηκε με δαπάνη του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη και σε σχέδια Andrea Bruno. Το Μουσείο εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1996. Η ανέγερση ενός συμβατικού κτηρίου κρίθηκε αταίριαστη με τον έντονα φυσιοκρατικό χαρακτήρα του χώρου. Η κατασκευή είναι υπόγεια και μόνο η οροφή του είναι ορατή εξωτερικά, ένας χάλκινος θόλος που αναπλάθει τη μορφή των γύρω στρογγυλών θάμνων. Η έκθεση σχεδιάστηκε με βάση οκτώ θεματικούς άξονες: «Ο χαλκός – πηγή πλούτου για την Κύπρο», «Το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Κύπρου κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού», «Το τέλος της εποχής του Χαλκού (1230 π.Χ. – 1050 π.Χ.) – μια περίοδος ευημερίας για την Κύπρο», «Σημαντικοί οικισμοί του τέλους της Εποχής του Χαλκού», «Ο οικισμός στη Μάα-Παλαιόκαστρο», «Ζωή και ασχολίες στον οικισμό της Μάας-Παλαιοκάστρου», «Γραφή», «Θρησκεία». Ο φωτισμός του χώρου είναι φυσικός και βασίζεται στην αρχική έμπνευση του αρχιτέκτονα, ένα μακρύ κεκλιμένο κάτοπτρο που αντανακλά το εξωτερικό φως και το μεταφέρει στην υπόγεια αίθουσα. Ιδιαίτερα ασυνήθιστες είναι οι προθήκες, κατασκευασμένες από μια ημισφαιρική βάση από πωρόλιθο, επάνω στην οποία στηρίζεται ένας ανεστραμμένος κώνος από ατσάλι. Η ανεστραμμένη κυκλική βάση του κώνου προσφέρεται ως εκθετική επιφάνεια για δυο χάρτες και μια αεροφωτογραφία του ακρωτηρίου της Μάας, ενώ με την προσθήκη ενός κυλίνδρου από πλεξιγκλάς μετατρέπεται σε προθήκη για τα εκθέματα, αντίγραφα των αρχαιολογικών ευρημάτων.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Archives. Prejudice and Greek reality Andreas Bagias

In archives, together with museums and libraries, an important section of human experience is preserved. However, archives are less well-known to us than the other two categories of institutions. The main obstacle to the acquaintance of the public with the records and documents kept in the archives is the picture that the average citizen has of the archives and their use. The term archive has three different, distinct meanings, that of an entity of records and documents, the archival service, and the building in which archives are housed.In the study of archives, the scientific branch of organizing and handling archives, archives are defined as "the entity of records and documents, regardless of date, material and format, which have been accepted or produced by a person or legal body in context of his activities." Archives must not be confused with libraries and are not confined to written records and documents. The study of Archives although born in the shadow of the Historic Studies, has gradually included in its field the so-called "active archives". In Greece archives and archival institutions are held in low esteem. Important documents have been destroyed for historical reasons or because of organizational weakness. However, in the archival institutions of the Ionian islands, first established by the Venetians, an important amount of precious documents are preserved.

Private settlements of the mid-war period as an object of urban exploitation Manos Biris

Overall consideration of urban transformation during the mid-war period —as discussed in the previous article— leads us to the conclusion that full rehabilitation of the huge number of refugees was achieved in spite of the unfavourable conditions that prevailed both in the country's finances and in the media. On the other hand, the negative effects of this matter should not be ignored. These are mainly the pernicious, for the planning of settlements in Athens in particular, interference of private entrepreneurial activity in the public sector, its interference with the Ministry of Public Works and the municipal authorities. The then head of the Architectural Service of the Municipality of Athens, in his unpublished diary describes the various unlawful efforts of companies, such as the construction company "Kypriadis-Kyriazis & Co.", to ensure that the urban planning of private estates lying outside the approved city-plan should be undertaken by them. He makes a thorough reference to the pressure exercised on the heads of the Urban Planning Service at that time (early 1920s), to allow the owners of the estates to accomplish their objectives. In this way, an irrational and obviously destructive expansion of the city in all directions was initiated.

When archaeology meets medicine. Paleopathology and the first conclusions from the study of anthropological material from the cemetery of the Historic era in the city of Chania Chryssi Bourbou

Two hundred years have passed since the first observations on the deterioration of animal bones from Paleontological finds were made. New remarks were later added to these, this time concerning isolated cases of human skeletal remnants. Today the science of Paleopathology studies entire population groups and tries to shed ample light on the health condition of earlier societies, through the team-work of American and English researchers,who are pioneers in the field. The information supplied by the study of bones is especially useful and equally important to that coming from the study of ceramics, metals and architectural remains. Teeth and bones are extremely resistable to various forms of deterioration and sometimes they serve as the only indication of the existence and activity of a person. The picture of health of earlier societies enables archaeologists to understand the effect of the environment and life conditions on man and also his efforts to face the adversities of nature. In the 1980s and 1990s a series of rescue excavations in the city of Chania brought to light a great number of graves dating from the historic years. The forty-two skeletons which served as our sample, come from Hellenistic burials. Most of the graves date from the first half of the third century BC as is proven by the offerings accompanying the deceased (pottery, coins, etc). This sample enable us to form a picture of the condition of health and the various diseases suffered by the population that is buried in the cemetery we have studied.

Social and urban changes that came about before and after the Asia Minor catastrophe Vika D. Gizeli

During the three decades of the twentieth century (1914-1940) which began and ended with the two World Wars and culminated in the Asia Minor Catastrophe, a series of events heralding the social, cultural and urban developments that follow are to be detected in all areas. In this period, the so-called ''urban phenomenon" goes through a phase of exceptional importance. The approach to such a complex matter not only has different scientific fields as its starting point , but also leads to many, occasionally conflicting, results. However, the diverse opinions converge into the following conclusions. The relationship of the "centre" to the "periphery" becomes hierarchical, with Athens, the capital, as the commercial, administrative, political and cultural ''summit". The fleeing of the agrarian population to the cities and the formation of urban working classes, are both connected to overseas emigration and the arrival of immigrants from Asia Minor, and present particularities. The evolution of towns and cities, and mainly of the capital, mirrors this peculiar mode of development. The incoming wave of refugees left its mark both on the country-side and on urban settlements, swelled the numbers both in the working and ruling classes, and contributed to the overgrown development of the capital and to the growth of social inequalities in the capital city. At the same time, the technical progress of the age had a decisive effect on the modern, mid-war towns and cities. The urban tissue undergoes transformations, mainly due to the extreme pressure of the newly arrived population, towns are extended in a controlled manner, there is an increase in settlement and building activity, the basic legislative rules concerning the city's functions are set. Due to state intervention and the development of private initiative, phenomena both praiseworthy (social housing) and negative (illegal building) appear. All the above affect the form of the town and city, and their impact can be felt down to our day.  

Towns and villages in the early period of Ottoman rule Dimitris N. Karidis

The study of towns and villages in the first period of Ottoman rule (c. 1450-c. 1650) contributes to the Greek historiography of a period our knowledge of which is both incomplete and fragmentary. This article focuses on certain sectors of social and economic history and is based on data that has been drawn mainly from Ottoman archival sources, some of which are published here for the first time. Due to the conditions created by the exercise of Ottoman feudal power and the new terms of landowning, the towns and villages experienced a strong burst of development. This can be seen not only in the positive demographic changes - which are, as a matter of fact most impressive - but also in the magnitude of production, both agrarian and manufactural of the time. Towns as well as villages are examined, both in context of different regions and as entities that complement one another - constituting local-regional districts Given the relation of the town with its rural hinterland, for the interpretation of the developmental changes attention must also be given to the conditions of the division of labour between urban and rural areas, and to the obligatory transfer of population from one city or region to another practised by the Ottomans. However, after the middle of the sixteenth century the favourable climate for the development of towns and villages was progressively replaced by negative factors, such as extra taxes being levied.This had a negative effect on the productive population, exacerbated by the generally adverse circumstances, such as wars, epidemics, currency devaluation. Under such circumstances certain towns and villages experienced a decrease of population, the hierarchy of the settlement network was reversed and the unity of town and village was destroyed. The changes in the built space of towns after the Ottoman conquest are remarkable, not only because the towns were extended outside the limits of the late Byzantine - Frankish period, but also because the urban tissue, especially in the large towns, was radically remodelled. The organisation of the dwelling areas in machalades (neighbourhoods), the formation of the town centre as a strong urban entity, with a significant number of public buildings and the introduction of principles regulating the relation of urban functions and also the network connecting the town with its rural hinterland are characteristics of a new urban reality. The latter was created during the first decades of Ottoman rule and affected all the relevant developments thereafter.  

Surfing the Greek art sites on the Internet Gerassimos Kekkeris, Michael Doulgeridis

In a study of the art sites on the World Wide Web, a number of sites with links, electronic resources, texts and images about Greek art and archaeology were collected from various art home-pages on the WWW. Analysis of the characteristics of these art sites was used to develop a list of online Greek artspace. The analytic categories which were developed inductively and the material included in each site, give us some idea of the dimensions of online presentation, the educational, technological, and communication capabilities of the Web in this area and leaves little doubt that it should act as a a stimulus to Greek museums and to the Classics Departments of Greek Universities to use this tool. A preliminary review of the features of the Greek Art Site on the Web, the details of which are provided below, indicates that most information is provided by servers established in areas outside Greece with the majority in Universities of the U.S. The majority of those sites established in Greece belong to state organisations such as universities, ministries and institutions mostly of a technological nature. No site belongs to a server of museums, galleries or art establishments. Thus the first impression is that the Greek art community does not contribute to the presentation of its own art on the Internet and this role has been undertaken by third parties The list provided here is a reasonable point of departure for educators or art historians interested in investigating these issues and the tools available today for using the Web as an adjunct to teaching and research. The list's classes of resources identify the predominant strains of activity related to Greek art history on the Web today and in each case provides the site's address on the Internet. If you are working with the WWW. most of the hypertext links provided in this paper, are built ready for clicking on at the address: http://www.ipml.duth.gr/surf -22g.html.

“Good fortune”. Wishing customs in antiquity Charalampos Kritzas

Man's agony over his fate and future fortunes is a primeval phenomenon. Powerful natural phenomena such as bad weather menacing crops, animals and human life, disease and unexplained death, malevolent thoughts and envy are some of the reasons for preserving this agony. Since to deal thoroughly with all relevant customs and beliefs would be an impossible task, this article confines itself to a selective approach, mainly on the basis of inscriptions which prove the antique origin of certain customs.

The contemporary Greek city. Tendencies of transformation in regional urban areas Pavlos Loukakis

Greek settlements' tendency to transform, as well as transformation in the structure and role of urban centres and their relation with rural settlements are analyzed in this article. By the mid-1970s, the system and the urban structure of settlements, as they formed in Greece after 1950 , showed strong tendencies of regional diffusion both in urban centres and in rural settlements. After the single-city domination of the metropolitan capital city of Athens, a system of two metropolitan centres (Athens-Thessaloniki) and of seven to eight regional urban poles of attraction have formed today; the rest of the towns exert an influence on a rural radius, which has already been reinforced with certain local agricultural centres. A series of economic parameters, especially that of tourism, are responsible for the regional diffusion of urbanization in wide areas around towns and along coastal areas. The monocentric urban tissue changes due to the extent of housing and trade,it is also affected by relocation of industries.In addition, new housing areas of a suburban type are in demand in new or other peripheral rural settlements. The coastal areas of vacation homes are becoming rapidly urbanized, thus creating complicated problems in the mobility of production and in infrastructures. In addition new economic and social phenomena affect the mobility, the way and quality of life of the inhabitants. Urban formations are few and far between, they absorb rural vitality, but also reflect the countryside thus creating a new framework for the design and planning of cities.  

The mountainous refugees of northern Greeks in the early years of Ottoman rule Nikos K. Moutsopoulos

After the redistribution of farm land and the assignment of the fertile fields to the Ottoman feudal lords following the Turkish occupation of Greece, a major demographic restructuring took place. The Greek population sought refuge in mountainous areas, especially those of Western Macedonia and Epirus. In their new homes, after a period of adjustment, these refugees developed activities, quite different from those they had practised until then. Their manufacturing occupations and corporations, that already appear in the fourteenth to fifteenth century, prospered remarkably in Macedonia and Thessaly during the eighteenth and nineteenth centuries. The purpose of this article is to detect the forms of the older settlements, the probable reasons for their abandonment and the transfer of the population to new sites. The situation in Thessaly is similar to that in Macedonia and the Peloponnese, where the mountainous settlements are reinforced with new populations that seek refuge from the plains to the mountains. From the fifteenth century onward the church and its adjacent small square essentially become the nucleus of the settlement. Many members of these communities become merchants, others emigrate to Constantinople, Venice and the cities of the Austro-Hungarian empire, where they trade in manufactured products, especially red yarns and finished leather, brought by caravans that originate in Macedonia. From the late seventeenth century this economic boom is also reflected in the structure of the settlements. It is then that the richest manors appear, in Northern Greece in particular, while the traditional postbyzantine construction and architectural typology is continued in the Peloponnese. Special attention is paid to the internal activities of the settlement unit and to its financial relation with the hinterland. The phenomenon of the grouping of these mountainous refuges and the professional specialisation of their inhabitants (barrel-makers, builders, wood-carvers, painters, silversmiths, metal workers, etc.) are examined as well.

The approach to the Acropolis. The “countryside boulevard” and the historic landscape of Athens Alexander Papageorgiou-Venetas

Its unique cultural features are what make the city of Athens as important and prestigious as Rome or Constantinople. Where other cities of Central Europe try to stress such features in every way, for the Greeks this is an endowed heritage and the reason for Athens becoming the capital of Greeece in our times. The promotion of this cultural identity has recently become a major issue. The vague schema for the unification of archaeological sites, parks, monumental complexes and reforestrated hills in the center of the city, thus creating a "Cultural Park" is consistently mentioned, but what is concealed is that this idea is not new at all. The main concept of the cultural park lies in the combination of maximum promotion of culture with the optimum familiarization of both Athenians and foreign visitors with the old city's complex of parks and archaeological sites. This combination seems desirable, but its realization encounters serious obstacles, mainly town-planning ones. The transformation of the Dionysios Areopagitis-Apostolos Pavlos axis to a pedestrian zone is being discussed now for over a decade, although it is not clear what the best choice would be, making the area a pedestrian precinct, the gradual suppression of traffic or replacement by another network of pedestrian areas? The architectural competition, under the auspices of the Ministry of Environment, will most probably supply the best of answers to this question about the future of the historic boulevard.

A short description of the VEN.I.V.A. project Stefanos Petrohilos

The VEN.I.V.A. (Venetian Virtual Archives) project started in November 1995 and is being financed by the European Union through the ESPRIT program which is responsible for innovations in technology. Private firms and cultural organizations from three European countries —Italy, Austria, and Greece— collaborate towards realization of the project. The material dealt with by VEN.I.V.A. is the various records and documents, dating from the Medieval period to 1797, that are kept in libraries and archives. VEN.I.V.A. aims at the creation of a consultation system of archival and bibliographic material belonging to different organizations, which will be available on the Internet. The organizations will be virtually connected so that both on-site and on-line users will have access to the same documents through a series of free and added-value services. There is a description of the VEN.I.V.A. project in the http://www.tin.it/veniva, and a first presentation of the "virtual archive" at the net address http:// www.tin.it/ veniva/aw/archivto/isp/veniva.htm.

The sanctuary of Athena Pallenis Maria Platonos-Yiota

The foundations of the Athena Pallenis temple, located during a rescue excavation by the II Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, are being excavated at Stavros, Hagia Paraskevi, at the intersection of Androutsou and Zalogou streets since 1994. Made of limestone, the foundations belong to a doric hexastyle temple of around the mid-fifth century BC. The temple has been assigned by M. Korres to the well-known "architect of Theseion", since it displays all the characteristics, typical of the other templed buildings that he created (temple of Poseidon at Cape Sounion, temple of Hephaistus at Theseion, temple of Nemesis at Ramnous). The very good preservation of the foundation walls allows a more or less accurate representation of the plan and superstructure of the temple. A large section of its southwestern and a smaller one of its north-western corner has unfortunately been destroyed by modern buildings, since the temple lies in a residential area in which systematic building inspection has only recently been established . The dimensions of the crepis are 36.25 x 16.35 m. while the foundations are preserved up to the fifth block of stone at the western side of the building. The sanctuary of Athena Pallenis was one of the most famous rural shrines of antiquity. The Archaic temple, of the age of Pesistratus, is mentioned by ancient authors such as Herodotus, Aristotle, Euripides, Aristophanes and others, but it has yet to be located. The area of ancient Palleni is also related to many ancient myths, such as the Gigantomachy, the Heracleids, and the myth of Theseus. According to local epigraphical data the sanctuary and temple of Athena Pallenis was the center of a federation in which Palleni, Gargettos, Paiania and propably Acharnes belonged and which lasted from the Archaic to the Roman period. Many marble members of the temple have been walled into Christian churches of the region, while only a few marble elements from its superstructure have been found in situ. This fact and the verified by excavational data termination of the temple's function in the Roman era leads to the conclusion that the sanctuary was very probably transferred to another, better location, as is also the case with other temples, a custom prevalent in the years of Augustus' reign. A depository of Geometric clay, bird-form figurines (8th-7th century BC) and various other clay and bronze offerings were excavated to the east of the temple in the last two years. The finds certify the existence of an important cult at the site, propably that of Athena Hippeia at an early stage.

Greek cities and neoclassicism. Greek urban planning in the 19th century Panayotis Tsakopoulos

After 1830, the networks of the urban centres of the new Greek state were remodelled due to redistribution of financial activities and the need to create an effective political and economic mechanism. Two main phases in the history of nineteenth-century Greek towns can be distinguished; the first coincides with the years of Kapodistrias' administration (1828-1832), the Regency and King Otto's reign (until 1843), the second lasts from 1856 to 1912. Kapodistrias and the Regency intended to apply a town-planning policy in the steps of functionalist European Neoclassicism. This town-planning concept served as a break with the past, on various ideological, institutional and morphological levels, and was the model used in the planning of major towns in the urban network inherited from the Ottoman period and in particular for the new capital. After 1856 the brunt of urban planning focused on both small and major towns with developmental potential, such as towns which were centres for raisin picking and exportation on the north and west coasts of the Peloponnese. At the same time the country's institutions became more regular and important public works were constructed (national road and railway networks, the Corinth Canal). New town-plans had a simple orthogonal composition with characteristic provision of public amenities for the town and its harbour. It is probably more closely related to the proposals for the cities of the new Balkan nation states than with those of Europe, where the industrial city had already posed altogether different problems to be solved.  

Materials and devices used for writing Billy Vemi

Writing, an organized ensemble of signs or symbols, enables its users to record human thought and speech with clarity and to communicate with each another, regardless of local or temporal distance. The most important function of writing in developed societies is for the transmission of knowledge, since nowadays knowledge spreads mainly through the written word. In our time, at least in the case of Western-type societies, the learning of reading and writing is considered self-evident and the absolute right and obligation of all children of a school age. Investigation into the improvement of writing skills with artistic and cultural elements led to the creation of an elaborate "polytechnon" working plan,where motion, painting, poetry, and fairy-tales, are used as teaching aids in the introduction to the materials and devices of writing.  

Venice and the sea Alfredo Viggiano

The colonial Venetian Empire starts its great expansion in the late fourteenth century. The CD-ROM "Venice and the Sea" is the narration of the historic events concerning the Serenissima Republic and its marine colonies in Greece, namely Crete, the Peloponnese and the Ionian Islands. This centuries long history was affected by financial and commercial factors, the complicated relations between the Venetian administrators and the various Greek social classes, and by the necessity of defence against the Turkish threat.

An imaginary traveller in the colonies Nikos Xenios

In this article life in colonial Morgantini is described in attractive literary style, and information on metropolitan Athens is supplied as well.

The revival of the settlements in Greece in the late period of Ottoman rule Evangelos P. Dimitriadis

During the late period of Ottoman rule in the Balkans (18th-19th c), the great financial and imperialistic development of the powerful European states, in combination with the imminent partition of the once mighty Ottoman Empire, allowed the signing of international trade treatises, which were humiliating for Turkey and most advantageous for Europe. These treatises contributed decisively to the revival of the network of Greek settlements, in spite of the low levels of development of the country' s productive forces. The Greek settlement network shows two periods of development that of 1700 to 1821/27 and of the years 1821/27 to1913. At the end of the first period (1774-1821/27) there is a general, rapid economic development and activity to be found, mainly located in the manufacturing centres of Northern Greece,in the fertile currant-producing plains of the Peloponnese, and the naval islands of the Aegean. During the first period a type of unplanned settlement prevails, either in the form of a rural settlement, following local social functional / aesthetic principles (simple type (one neighbourhood), complex type (many neighbourhoods), water-front (a linear type), or in the form of a town (market town, company town). The town marketplace is formed in the years of the Ottoman rule on the basis of the ethnic and religious complexity of the urban social structure of the Balkans (neighbourhoods where different nationalities live separately; Christians, Muslims, Jews, etc). Ottoman culture was predominant in this kind of town (e.g. Ioannina). The town which is run by a company, succeeds the earlier model, introducing modernization to urban space according to the European models of design, while predominant in this town is Greek (Christian) retail culture (e.g. Thessaloniki). During the second period a dichotomy in the network of Greek settlements appears, which is due to the creation of the national state in Southern Greece (1821-1827). Thus, in the northern region limited urbanization and the model of the company town continues, with all its external influences and internal contradictions; while in the new state in southern Greece neoclassical cities are designed and introduced for political, ideological and social reasons. In the beginning, a limited urbanisation and polarisation appears in Athens (1821-1880), while in the next stage polarisation grows and Athens starts growing excessively (1880-1907/13). The built-up areas of Southern Greece are renovated -174 settlements (numbering 500 to 20.000 inhabitants), acquire a new town plan by 1912— and obtain a homogeneity in design and aesthetics, following neoclassical precepts.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Το αρχαίο ελληνικό υπόδημα (3) Βγένα Βαρθολομαίου

Παλαιοχριστιανική τοιχογραφία στην κατακόμβη της Via Latina. Εικονίζονται ο Αριστοτέλης και οι μαθητές του να φοράνε σανδάλια. Τα σάνδαλα ή σανδάλια ή πέδιλα αποτελούνται από το κάττυμα (σόλα), συνήθως από δέρμα βοδιού σε ένα ή περισσότερα επάλληλα στρώματα, και από τους ιμάντας (λουριά), συνήθως από γιδοτόμαρο. Γνωστά είδη σανδαλιών ήταν αι βλαύται, αι βαυκίδες, αι ευμαρίδες, αι περσικαί, κ.ά. Τα αιγυπτιακά και τα μεσοποταμιακά πέδιλα δεν είχαν ιμάντες και έμοιαζαν αρκετά με τις σημερινές σαγιονάρες. Σάνδαλα βλέπουμε να φορούν Μινωίτες και οι θεοί στα κλασικά χρόνια. Όταν ήταν εξάρτημα επίσημου ενδύματος, το σανδάλι είχε περίτεχνα λουριά, διακοσμημένα και στιλβωμένα. Βασικό στοιχείο υπόδεσης σε όλη τη Ρωμαϊκή περίοδο, τα ρωμαϊκά πέδιλα ήταν πολυτελέστερα. Κάποιοι τύποι τους χρησιμοποιήθηκαν από τον ρωμαϊκό στρατό.

Στην ανασκαφή Μαρίζα Ντεκάστρο

Αριστερά βρίσκονται τα κεραμικά που οι συντηρητές έπλυναν με γλυκό νερό μέσα στις γαλάζιες λεκάνες. Στη διάρκεια μιας ανασκαφής οι αρχαιολόγοι βρίσκουν πρώτα κομμάτια από αγγεία ή από δουλεμένη πέτρα που έσπασαν όταν οι άνθρωποι που έζησαν αργότερα κίνησαν τα χώματα. Πιο βαθιά βρίσκουν θεμέλια ή και τμήματα κτιρίων ή τάφους. Τότε καθαρίζουν το χώρο από τα μπάζα και σχεδιάζουν την κάτοψή του. Το χώμα που βγαίνει από το σκάψιμο κοσκινίζεται ώστε να μην ξεφύγει το παραμικρό στοιχείο. Όσα κινητά ευρήματα έρχονται στο φως καθαρίζονται, σχεδιάζονται, φωτογραφίζονται, χρονολογούνται και καταγράφονται στο ημερολόγιο της ανασκαφής. Αφού συντηρηθούν, κάποια θα πάνε στις προθήκες και κάποια στις αποθήκες του μουσείου.

Τεύχος 113, Δεκέμβριος 2009 No. of pages: 168
Κύριο Θέμα: Πέρα από την αρχιτεκτονική: Οι αρχαιοελληνικές οικίες ως κοινωνικοί χώροι Lisa Nevett

Δήλος: δρόμος στη Συνοικία του Σταδίου και τα παρακείμενα σπίτια. Περιδιαβαίνοντας σε ένα δρόμο με καλοδιατηρημένα αρχαία ελληνικά σπίτια είναι σαν να γυρίζουμε πίσω στο χρόνο. Με λίγη φαντασία, ρίχνοντας μια ματιά στους τοίχους, τις εισόδους και τους εσωτερικούς χώρους των οικιών, μπορούμε να δούμε να ξετυλίγονται μπροστά μας οι καθημερινές εμπειρίες των κατοίκων πόλεων όπως η Δήλος ή η Κάμιρος πριν από χιλιετίες. Αλλά οι οικισμοί που φαίνονται πιο ατμοσφαιρικοί στον σημερινό επισκέπτη δεν είναι πάντα αυτοί που μας δίνουν τις περισσότερες πληροφορίες. Όπως έχει δείξει και εξακολουθεί να αναδεικνύει η σε βάθος επιστημονική μελέτη των αρχαίων κατοικιών, η συστηματική ανάλυση της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και του περιεχομένου των σπιτιών μπορεί να μας αποκαλύψει πολύ περισσότερα από τη μορφή τους, οδηγώντας μας σε μια βαθύτερη γνώση των πτυχών της οικιακής ζωής, την οποία δεν μπορούμε να αναπαραστήσουμε αξιόπιστα μέσω άλλων πηγών. Μια τέτοια γνώση δεν εξαρτάται τόσο από τη σωζόμενη αρχιτεκτονική αλλά από λεπτομέρειες και πληροφορίες όσον αφορά τους τρόπους πρόσβασης στα διάφορα δωμάτια, τη στρωματογραφία και την κατανομή των ευρημάτων. Στο άρθρο τονίζονται ορισμένα από τα ευρύτερα ζητήματα που έχουν διερευνηθεί μέσω της μελέτης των κατοικιών και εξετάζονται ορισμένοι από τους τρόπους με τους οποίους αυτή η μελέτη έχει εμπλουτίσει τη γνώση μας για την αρχαιοελληνική κοινωνία.

Κατοικία και πολεοδομική οργάνωση στην Άργιλο Δημητρία Μαλαμίδου

Άργιλος: ο ανδρώνας, το λουτρό και η καπνοδόκη της οικίας Α. Στο βάθος η αυλή και η παστάδα. Άποψη από ΝΑ. Η ανασκαφική έρευνα στην Άργιλο, την αρχαιότερη ελληνική αποικία στη θρακική ακτή, δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τη διαδικασία της ίδρυσης και της οργάνωσης των ελληνικών αποικιών στο βόρειο Αιγαίο. Στο λόφο Παλαιόκαστρο, έχουν έρθει στο φως οικήματα με λιθόκτιστους τοίχους που σώζονται σε ύψος ακόμη και τεσσάρων μέτρων και βεβαιώνουν την ύπαρξη διώροφων οικοδομών χτισμένων βαθμιδωτά στην πλαγιά, με ακανόνιστο πολεοδομικό σύστημα. Η έρευνα ανατολικά-νοτιοανατολικά του λόφου της Αργίλου, σε σημείο που μέχρι τώρα θεωρούσαμε ότι βρισκόταν εκτός της πόλης της Αργίλου, αποκάλυψε τμήματα τριών επιμήκων κτιρίων μεγάλων διαστάσεων που βαίνουν παράλληλα με κατεύθυνση Β-Ν, καθώς και δύο λιθόστρωτους δρόμους μεταξύ τους. Σαφέστερη είναι η εικόνα που προέκυψε από την ανασκαφή για το μεσαίο κτίριο, το οποίο είναι και το πληρέστερα ερευνημένο και του οποίου η κάτοψη παραπέμπει στον τύπο «οικίας με παστάδα». Με βάση τα κινητά ευρήματα τα κτίρια αυτά τοποθετούνται χρονολογικά περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. και εγκαταλείπονται μέσα στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. Τα νέα αυτά ανασκαφικά δεδομένα στηρίζουν την υπόθεση εργασίας ότι, ενώ ο λόφος είναι ο πυρήνας της πόλης και κατοικείται συνεχώς από την ίδρυση της αποικίας, η πόλη αποκτά ένα νέο τομέα προς τα νοτιοανατολικά μέσα στον 5ο αι. π.Χ., κτισμένο με βάση το ιπποδάμειο σύστημα. Τα όρια και η μορφή αυτού του τομέα και η λειτουργική του σχέση με τον πυρήνα της πόλης στο λόφο αξίζει να διερευνηθούν διεξοδικότερα στο μέλλον.

Τα σπίτια της Πέλλας Μαρία Λιλιμπάκη-Ακαμάτη

Πέλλα, άποψη του οικοδομικού τετραγώνου 1 με την Οικία του Διονύσου. Η Πέλλα, πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων για τρεις περίπου αιώνες, ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, ανασκαμμένη σε μεγάλη έκταση κυρίως στη διάρκεια του β΄ μισού του 20ού αιώνα, έχει αποτελέσει ως σήμερα αντικείμενο πολυπληθών και ευρύτατου περιεχομένου μελετών, καθώς η «μεγίστη των εν Μακεδονία πόλεων» υπήρξε το σπουδαιότερο πολιτικό, πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο της Ελλάδας, με ευρήματα που απηχούν πολυδιάστατα τον πολιτισμό της ύστερης κλασικής και ελληνιστικής εποχής στον ελλαδικό χώρο. Ως σήμερα ήταν γνωστό ότι η παραθαλάσσια περιοχή της Πέλλας επιλέχθηκε για τη μεταφορά της πρωτεύουσας του μακεδονικού βασιλείου από τις Αιγές, στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., επειδή εξασφάλιζε καλύτερη επικοινωνία με τον λοιπό ελληνικό χώρο μέσω των θαλάσσιων διαδρομών και της ανοικτής πεδιάδας. Ένας πρόσθετος λόγος, ωστόσο, ήταν η διαχρονική κατοίκησή της από την Πρώιμη Εποχή Χαλκού, όπως απέδειξε η αποκάλυψη νεκροταφείων της Πρώιμης και Μέσης Εποχής Χαλκού (3η χιλιετία), της Εποχής του Σιδήρου (9ος-7ος αι. π.Χ.), καθώς και του 6ου και 5ου αι. π.Χ., στο πλαίσιο των εργασιών συντήρησης-ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή της νέας εισόδου του. Τα νεκροταφεία αυτά, αλλά και η παρουσία κεραμικής των ίδιων περιόδων ευρύτερα στην ίδια περιοχή, βεβαιώνουν την ύπαρξη παλιότερων οικιστικών εγκαταστάσεων, τις οποίες διαδέχθηκε στην ίδια θέση η μακεδονική πρωτεύουσα.

Η παρουσία του Διονύσου στην ελληνική οικία: Τα ελληνιστικά ψηφιδωτά Anne-Marie Guimier-Sorbets

Δήλος, Οικία των Προσωπείων, ψηφοθέτημα με τον Διόνυσο. Ο Διόνυσος, θεός της άγριας φύσης, της βλάστησης και της αμπέλου, προσέφερε στους ανθρώπους τον οίνο και τη χαρά του συμποσίου. Στις αίθουσες συμποσίου του 4ου και του 3ου αι. π.Χ., τα ψηφιδωτά δάπεδα απεικονίζουν πολύ συχνά τον άγριο χαρακτήρα του θεού μέσα από τις σκηνές κυνηγίου, τις αναπαραστάσεις αρπακτικών, θηρίων και άγριων πλασμάτων όπως οι Κένταυροι (Πέλλα, Αλεξάνδρεια, Ρόδος, κ.ά.). Ο θαλάσσιος κόσμος με τον οποίο ο θεός συνδέεται επίσης (Θέτις, Νηρηίδες, Τρίτωνας, Σκύλλα και άλλα υβριδικά θαλάσσια όντα), απαντά στο ένα τρίτο των ψηφιδωτών δαπέδων (Όλυνθος, Ερέτρια). Στα ψηφιδωτά των κατοικιών της ύστερης ελληνιστικής εποχής (2ος-1ος αι. π.Χ.), η βία των άγριων πλασμάτων χαλιναγωγείται δίνοντας το προβάδισμα στην εκπολιτιστική διάσταση του θεού. Ψηφοθετήματα μεγάλης ποιότητας και κόστους (Δήλος, Πομπηία, Ηράκλειο, κ.ά.) παρουσιάζουν τον Διόνυσο να ιππεύει ένα άγριο ζώο ή κατά το θαλάσσιο ταξίδι του ή ακόμη τα μέλη του θιάσου του, ενώ συχνά εμφανίζονται σκηνές εμπνευσμένες από τον κόσμο του θεάτρου. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου η κεντρική σύνθεση των ψηφιδωτών, συνήθως ένα αγγείο ή άνθος, αποτελεί μια μεταφορική μορφή του Διονύσου που προσφέρει τη βλάστηση και τον οίνο, σηματοδοτώντας την παρουσία του θεού στο κέντρο του ανδρώνα.

Η επίπλωση των ύστερων κλασικών και ελληνιστικών οικιών Δήμητρα Ανδριανού

Μαρμάρινες κλίνες του μακεδονικού τάφου της Ποτίδαιας με πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο, τέλη 4ου αι. π.Χ. (Αρχ. Μουσείο Θεσ/νίκης). Τις τελευταίες δεκαετίες έχει συντελεστεί μία σημαντική πρόοδος στη μελέτη της πολεοδομίας, της οικιστικής και της κατοικίας. Το ενδιαφέρον των μελετητών έχει επικεντρωθεί σε θέματα οικιστικής οργάνωσης, αρχιτεκτονικής της κατοικίας αλλά και καθημερινής ζωής μέσα στην οικία. Νέα ερωτήματα και προτάσεις ερμηνείας έχουν πυροδοτήσει μία ενδιαφέρουσα συζήτηση που εξελίσσεται σε πολλούς τομείς. Παράλληλα, θέματα που αφορούν την κοινωνική διάσταση της κατοικίας, όπως ο διαχωρισμός του ρόλου, των δραστηριοτήτων και του «προσωπικού χώρου» των ανδρών και των γυναικών μέσα στο σπίτι, έχουν γίνει αφορμή για πολλές συζητήσεις, κυρίως μέσα από την μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων του 5ου αιώνα. Ωστόσο, άλλα συστατικά στοιχεία των κατοικιών, όπως η επίπλωσή τους, έχουν έως τώρα μελετηθεί μόνο από εικονογραφική άποψη. Η συστηματική καταγραφή και μελέτη των υλικών καταλοίπων των αρχαίων επίπλων στο χώρο, παρά τον περιορισμένο αριθμό τους, αποτελεί μια επιτακτική ανάγκη: επιτρέπει νέες προσεγγίσεις και υπόσχεται ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις στην έρευνα της αρχαίας κατοικίας.

Πήλινες γυναικείες προτομές και λατρείες στις οικίες της Μακεδονίας και της Θράκης Κατερίνα Χρυσανθάκη-Nagle

Από την τοιχογραφία της δυτικής πλευράς του κιβωτιόσχημου τάφου II (τύμβου Α της Αίνειας), 350-325 π.Χ. (Αρχ. Μουσείο Θεσ/νίκης) Οι πήλινες γυναικείες και ανδρικές προτομές αποτελούν μια σημαντική κατηγορία ειδωλίων που εμφανίζονται κατά την αρχαϊκή εποχή, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Ανατολική Ελλάδα, την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Στη Μακεδονία και τη Θράκη, η παρουσία των προτομών στα αρχαιολογικά σύνολα είναι σημαντική κατά τον 6ο, 5ο και 4ο αιώνα π.Χ., ενώ φαίνεται να μειώνεται στην ελληνιστική εποχή. Όπως και οι άλλες κατηγορίες ειδωλίων, οι πήλινες γυναικείες προτομές, οι οποίες βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό από τις αντίστοιχες ανδρικές, αποτελούν αναθήματα, ως επί το πλείστον, σε ιερά γυναικείων θεοτήτων και σε τάφους (νέων γυναικών, ανήλικων νέων και παιδιών), καθώς και σε οικίες.

Οι σχέσεις των δύο φύλων στο πλαίσιο της οργάνωσης του οίκου Βάλια Ξενίδου-Schild

Κιονωτός κρατήρας, π. 470/460 π.Χ., Νεάπολη. Απεικονίζεται θυσία σε ερμαϊκή στήλη. Οι συνθήκες ζωής του γυναικείου πληθυσμού μέσα στον οίκο κατά την αρχαιότητα στην Ελλάδα είναι λίγο πολύ γνωστές. Στο άρθρο αυτό θα μας απασχολήσουν ορισμένες δομές σκέψης θρησκευτικής προέλευσης και η σύγκρισή τους με τις κοινωνικές αντιλήψεις των ιστορικών χρόνων στην Ελλάδα, ώστε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα για το πώς επέδρασαν οι δομές αυτές και πώς αποτυπώθηκαν στη διαμόρφωση των τρόπων συμπεριφοράς των δύο φύλων και των κοινωνικών τους ρόλων. Απαραίτητες γι’ αυτόν το σκοπό ήταν οι αναφορές των γραπτών πηγών σε δεδομένα που σχετίζονταν με τα γαμήλια έθιμα, τις συγγενικές σειρές και το κληρονομικό δίκαιο του οίκου, καθώς και τη θέση και τους τομείς δραστηριοτήτων του άνδρα και της γυναίκας εντός και εκτός του οίκου.

Άλλα θέματα: Τα αναθήματα της Ακροπόλεως από τον 8ο έως τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. και η συγκρότηση της Αθήνας σε πόλη-κράτος Andreas Scholl

Χάλκινη κεφαλή γρύπα. Ακρόπολη Αθηνών, 675-650 π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. Χ 6635, ύψος 20 εκ.). Θέμα της παρούσας μελέτης είναι τα αναθήματα της γεωμετρικής και της πρώιμης αρχαϊκής περιόδου στην Ακρόπολη της Αθήνας. Η μελέτη ξεκινά με τα παλαιότερα αναθήματα, που χρονολογούνται στη μέση γεωμετρική περίοδο, και καταλήγει στην περιγραφή μιας δραστικής αλλαγής στην αφιερωματική πρακτική, στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Ας σημειωθεί ότι τα αρχαιολογικά τεκμήρια που είχαμε στη διάθεσή μας μάς επέτρεψαν να περιγράψουμε και να αναλύσουμε ακριβέστερα απ’ ό,τι είχε μέχρι σήμερα προταθεί τις κυριότερες τάσεις της αφιερωματικής πρακτικής στο σημαντικότερο ιερό της Αθήνας και της Αττικής από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. και εξής. Η σύντομη σκιαγράφηση της εξέλιξης της αναθηματικής πρακτικής προσφέρει στοιχεία για την κατανόηση των ειδών των αναθημάτων και σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία του ιερού. Ταυτόχρονα, επιχειρείται ο συσχετισμός των αναθημάτων της Ακροπόλεως με τα γεγονότα και τις ιστορικές συνθήκες στην Αθήνα και την Ελλάδα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, από τον 8ο αιώνα έως τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.

Το Παναθηναϊκό Στάδιο. Μια νέα ερμηνεία Πέτρος Γ. Καλλιγάς

Η Ακρόπολη της Αθήνας και η Νότια Κλιτύς (αεροφωτογραφία). Οι πρόσφατες εργασίες, μελετητικές και αρχαιολογικές, της διεπιστημονικής «Επιτροπής Συντήρησης του Ωδείου του Ηρώδη και της Στοάς του Ευμένη της Νότιας Κλιτύος της Ακροπόλεως» του Υπουργείου Πολιτισμού επιτρέπουν, πιστεύω, την εδραίωση των συμπερασμάτων του υπογραφόμενου, ότι γύρω στα 330 π.Χ. ο σπουδαίος αθηναίος πολιτικός Λυκούργος ίδρυσε το Παναθηναϊκό Στάδιο στα πρανή της Νότιας Κλιτύος, ύστερα από βαθιά εντομή του λόφου και την κατασκευή μεγάλου αναλημματικού τοίχου με εκτεταμένη ανακουφιστική τοξοστοιχία. Η κατασκευή του χωμάτινού Παναθηναϊκού Σταδίου εντάσσεται σε ένα ευρύτερο οικοδομικό πρόγραμμα του Λουκούργου, που περιλάμβανε επίσης την αναμόρφωση του Διονυσιακού θεάτρου, τον εμπλουτισμό του γειτονικού ιερού του Διονύσου, τη διαμόρφωση του περιφερειακού «περιπάτου» της Ακρόπολης και τη χάραξη των παρακείμενων οδών. Το πολύπλευρο αυτό έργο είχε σκοπό την προβολή και την ενίσχυση των σημαντικών αθηναϊκών εορτών, των Μεγάλων Παναθηναίων και των Μεγάλων Διονυσίων, παράλληλα με την προβολή της αθηναϊκής δημοκρατίας στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την οικονομική βελτίωση των πολιτών. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β΄ πρόσθεσε στην πόλη το 170-160 π.Χ. και στην περιοχή του Σταδίου μια κατασκευή, ένα Γυμνάσιο, με παρακείμενο στεγασμένο «δρόμο» («ξυστό») για την άσκηση των αθλητών σε περιόδους κακοκαιρίας, με τη μορφή μιας λαμπρής διώροφης Στοάς. Η Στοά κτίστηκε βόρεια του Σταδίου σε επαφή με τον μεγάλο αναλημματικό τοίχο και με μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, πολλά προκατασκευασμένα στα λιθοξοϊκά εργαστήρια της Περγάμου. Στα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου συντελέστηκαν επισκευές στο Παναθηναϊκό Στάδιο του Λυκούργου, αλλά γύρω στο 120 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός μετέφερε το Στάδιο στις παρυφές της Νέας Πόλης, στο λόφο του Αρδητού, όπου και το γνωρίζουμε έκτοτε, με την κατασκευή επίσης χωμάτινου σταδίου.

Ακρόπολη. Ένα μνημείο φύσης και πολιτισμού Γρηγόρης Τσούνης

Micromeria acropolitana. Το στενότοπο ενδημικό ξαναβρέθηκε στην Ακρόπολη ύστερα από 101 χρόνια. H Ακρόπολη εκτός από σπουδαίο μνημείο του παγκόσμιου πολιτισμού, είναι και ένα σημαντικό μνημείο της φύσης. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα οικοσυστήματα της Αττικής. Στην πλούσια βλάστηση του λόφου βρίσκουν καταφύγιο πολλά είδη πουλιών, όπως η Κουκουβάγια (Athene noctua), σύμβολο της θεάς Αθηνάς, τα Βραχοκιρκίνεζα (Falco tinnunculus), οι Γαλαζοκότσυφες (Monticola solitarius), τα Σταβλοχελίδονα (Hirundo rustica) και οι Σταχτάρες (Apus apus και Apus melba), που τείνουν να εξαφανιστούν, κ.ά. Η περιοχή της Ακρόπολης είναι επίσης πλούσια σε ασπόνδυλα (έντομα και πεταλούδες). Στο χώρο υπάρχουν ακόμη Χερσοχελώνες, Πρασινόσαυρες, το Κροκοδειλάκι (Agama stellio) και σπάνια κάνει την εμφάνισή της η Δενδρογαλιά. Μέσα στα σπήλαια που υπάρχουν στο βράχο της Ακρόπολης, βρίσκουν επίσης καταφύγιο και οι Μικρονυχτερίδες (Pipistrellus pipistrellus). Όλοι γνωρίζουν ότι η Αττική είναι ένας μεγάλος βοτανικός κήπος, το ίδιο ισχύει όμως για την Ακρόπολη και τους γύρω λόφους. Ένα από τα σημαντικότερα ενδημικά και σπάνια φυτά που φύονται εδώ είναι η Micromeria acropolitana. Το φυτό αυτό φυτρώνει αποκλειστικά στην περιοχή της Ακρόπολης και, ενώ οι βοτανολόγοι θεωρούσαν ότι έχει εξαφανισθεί, το 2006 εντοπίσθηκε από τους συγγραφείς του άρθρου ένας μικρός πληθυσμός από Μικρομέριες (200 φυτά).

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και νεότερη Ελλάδα. Παράλληλες ιστορίες Αλεξάνδρα Χριστοπούλου

1. Κάτοψη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το 1881 (κατάλογος Μilchhöfer). Το 2009 για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι χρόνος διπλά επετειακός. Το Μουσείο συμπληρώνει 180 χρόνια από τη θέσπισή του, το 1829, και 120 χρόνια από τα επίσημα εγκαίνιά του, το 1889. Η ιστορία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου είναι ήδη γνωστή. Στην παρουσίαση αυτή έχουν επιλεγεί φάσεις της μακρόχρονης πορείας του, που σχετίζονται με την ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδος από το 1829 έως σήμερα. Ο ρόλος και το όνομά του εντάσσονται στην εθνική πολιτική του νέου ελληνικού κράτους, οι οικοδομικές και επανεκθετικές του φάσεις αντιστοιχούν σε ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας.

Κριτική προσέγγιση των ψηφιακών τρισδιάστατων αναπαραστάσεων μνημείων Γιάννης Κουρτζέλλης

Φωτορεαλιστική ψηφιακή αναπαράσταση του Ερεχθείου. Η συμβολή των υπολογιστών στην επιστήμη της αρχαιολογίας και ιδίως στον τομέα της μελέτης και οπτικοποίησης αρχαιολογικών δεδομένων, με στόχο την ανάδειξη θεωριών και την παρουσίαση του ανασκαφικού υλικού στην επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό, μετράει ήδη ιστορία σχεδόν είκοσι ετών, έχοντας να επιδείξει εξαιρετικές για την ακρίβειά τους ψηφιακές αναπαραστάσεις. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο αρχαιολόγος του μέλλοντος θα έχει ισχυρή τεχνολογική κατάρτιση. Παρόλο αυτά μία μερίδα αρχαιολόγων στέκεται με επιφύλαξη απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα. Στο άρθρο επιχειρείται η παρουσίαση των λόγων αυτής της διαφωνίας και της αμφισβήτησης. Επίσης, εξετάζονται θεωρητικά προβλήματα που άπτονται σε θέματα επιστημονικής παρουσίασης και αναπαράστασης μνημείων και ο ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι τρισδιάστατες αναπαραστάσεις στο εγγύς μέλλον.

Ένα πιθανό σήμα κεραμοποιού από την Κάσο Γιάννης Γ. Σακελλαράκης, Γκάρεθ Α. Όουενς

Αγνύθα, λεπτομέρεια χάραξης. Η Κάσος, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δωδεκανήσου, βρίσκεται στο σταυροδρόμι του σημαντικού εμπορικού δρόμου της Εποχής του Χαλκού, από την Κρήτη προς τα νησιά του βόρειου Αιγαίου και την Τρωάδα, προς τα παράλια της Μικράς Ασίας και προς τις ακτές της Παλαιστίνης και την Αίγυπτο. Στη διαδρομή από την Κρήτη προς τα ανατολικά, σαν πρώτος σταθμός από το Παλαίκαστρο και τη Ζάκρο, η Κάσος σίγουρα αποτέλεσε τμήμα τόσο της Μινωικής κατοίκησης και περιφέρειας, όσο και επιρροής. Αυτό μαρτυρείται από τα σποραδικά ευρήματα, αλλά και τις πιθανές τοποθεσίες μόνιμης κατοικίας στη θέση Χέλατρος στο νότιο-δυτικό άκρο του νησιού. Σε χωράφι και μπροστά από μια βραχοσκεπή, βρέθηκε ένα βαρίδι αργαλειού – μια αγνύθα – φακοειδούς σχήματος, στην μια επιφάνεια υπάρχει εγχάρακτο σύμβολο το οποίο όμως δεν ανταποκρίνεται σε καμία γραμμική Μινωική γραφή ή σε Ετεο-κρητικό ιερογλυφικό αλφάβητο. Πιθανά να είναι σήμα του κεραμοποιού ή να αναφέρεται στο είδος του νήματος που το συγκρατούσε τεντωμένο στον αργαλειό. Παρόμοια βαρίδια έχουν εντοπιστεί στο Αιγαίο στην Κέα και την Θήρα. Είναι όμως σίγουρο ότι αποδεικνύει τόσο την παρουσία Μηνωιτών κεραμοποιών, όσο και την ύφανση σε Μηνωικό αργαλειό.

Καρναβάλι και λαϊκό γέλιο Αφέντρα Μουτζάλη

Peter Bruegel, «Η μάχη Καρνάβαλου και Σαρακοστής» (λεπτομέρεια), 1559. Βιέννη, Kunsthistorisches Museum. Το καρναβάλι είναι μια παραδοσιακή γιορτή, αγροτικής προέλευσης, όπου κυριαρχεί το χοντρό, αμφίσημο, λαϊκό γέλιο. Η αμφισημία αποτελεί δομικό στοιχείο της καρναβαλικής παράδοσης. Το καρναβάλι είναι μια γιορτή του σώματος του φαγοποτιού, του έρωτα και του θανάτου, της κοιλιάς και του πρωκτού. Το σώμα, το γυμνό και το ντυμένο, χωρίζει – πραγματικά και συμβολικά – εποχές και περιοχές, θρησκείες, τάξεις και ηλικίες. Η καρναβαλική γιορτή, ενώνει τους ανθρώπους, που συμμετέχουν σ’ αυτήν και οικοδομεί έναν κόσμο από την ανάποδη, κατ’ αντιστροφήν, όπου ο ζητιάνος γίνεται βασιλιάς, ο καντηλανάφτης Πάπας, όπου τα ποντίκια τρώνε τη γάτα, ο λύκος φυλάει τα πρόβατα, τα ψάρια ψαρεύουν τον ψαρά και οι γυναίκες προστάζουν, καταπιέζουν και δέρνουν τους άνδρες. Το καρναβάλι παραπέμπει σε κάθε παραδοσιακή γιορτή, που περιλαμβάνει στο τελετουργικό της, μεταμφιέσεις, μάσκες, προσωπιδοφόρους, δρώμενα όπως το κάψιμο ενός ανδρείκελου, η εκθρόνιση του παλιού και η ενθρόνιση του νέου, συνήθειες, που αντιστρέφουν την κανονική τάξη των πραγμάτων και δημιουργούν έναν κόσμο από την ανάποδη, αναπαραστάσεις γάμου – θανάτου – νεκρανάστασης, όπου το σώμα αναγεννάται, όπως σε πανάρχαιες τελετές, καθώς και σε πολλά μαγικά παραμύθια. Τέτοια έθιμα χαρακτηρίζουν πολλές γιορτές της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα και των νεωτέρων χρόνων, όπως: Διονύσια, Ανθεστήρια, Λήναια, Θεσμοφόρια, Κρόνια, γιορτές του Ερμή στην Κρήτη, Βακχανάλια, Σατουρνάλια, Λιμπεράλια και Λουπερκάλια των Ρωμαίων, βυζαντινές Καλένδες, νεοελληνικά δρώμενα, όπως οι Μωμόγεροι, το λαϊκό παραδοσιακό θέατρο του Πόντου, που παίζεται το Δωδεκαήμερο, τα Μπουμπουσάρια της Σιάτιστας και τα Θεσσαλικά Ρογκατσάρια ή αποκριάτικα έθιμα, όπως: ο Φανός στην Κοζάνη, ο βλάχικος γάμος στη Θήβα, ο γάμος του Καραγκιόζη στη Γονούσα Κορινθίας, ο γαϊδουρόγαμος στην Πάτρα, ο Καλόγερος και ο Χούχουτος στην Θράκη και η γιορτή των τρελών στη μεσαιωνική Δύση. Διαβατήρια αγροτικά έθιμα του Δωδεκαημέρου και της άνοιξης, σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό, μεσογειακό και βαλκανικό χώρο, το Πουρίμ των Εβραίων ή το Μπαϊράμι των Μουσουλμάνων και οι γιορτές του χειμώνα στην αρχαία Κίνα, όπου οι άνδρες πάλευαν με τις γυναίκες για να αρπάξουν οι μεν τα ρούχα των δε.

Το παιχνίδι του διπλού στην Ελένη του Ευριπίδη Χάιδω Μπούσιου

Ο Μενέλαος οδηγεί την Ελένη έξω από την πυρπολούμενη Τροία. 6ος αι. π.Χ. Μόναχο, Αρχαιολογικό Μουσείο. Η Ελένη συνιστά μιαν αμφίσημη μορφή η οποία ενσαρκώνει τη συνύπαρξη αλήθειας και ψεύδους. Γυναίκα που εμπνέει τον έρωτα και συγχρόνως γεννά το θάνατο, είδωλον που υποκαθιστά το όντως ον, κινείται ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, αντικατροπτίζοντας την αμφισημία του γίγνεσθαι. Το παιχνίδι του διπλού και η αντιστροφή φαινομενικότητας – πραγματικότητας προσδίδουν στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη έντονη φιλοσοφική απόχρωση. Εδώ ο τραγικός λόγος συναντά την πλατωνική σκέψη, καταδεικνύοντας ότι η πορεία για την εύρεση της αλήθειας προϋποθέτει την αμφιβολία, την υπέρβαση των αντιστάσεων που κρατούν το άτομο προσκολλημένο στην πλάνη και την προοπτική ενός βαθύτερου κοιτάγματος στο γίγνεσθαι.

Η απεικόνιση της Παναγίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη του 15ου αιώνα Σταυρούλα Κορακή

Παναγία Οδηγήτρια, 15ος αι., 0,503x0,41 μ. Αθήνα, Βυζαντινό Μουσείο (Λ154-ΣΛ153). Ξεκινώντας από τον 14ο αιώνα και φτάνοντας μέχρι τα μέσα του 17ου, η Κρήτη, η οποία μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης πρωτοστατεί στις τέχνες και τα γράμματα, έχει να επιδείξει αξιόλογους ζωγράφους, που έχουν την ικανότητα να είναι «δίγλωσσοι», να δημιουργούν, δηλαδή, δουλεύοντας τόσο την βυζαντινή τεχνοτροπία, όσο και την δυτική τέχνη. Η εικόνα της Παναγίας, όπως σήμερα, έτσι και τότε αποτελούσε ιδιαίτερα προσφιλές θέμα. Η Παναγία είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό. Οι εικόνες της εκφράζουν την μητρική αγάπη και έτσι έχει το προνόμιο να μπορεί να αγγίζει περισσότερο ίσως από κάθε άλλο άγιο τους πιστούς, που νοιώθουν την σχέση τους με την Παναγία γεμάτη αμεσότητα και κατανόηση. Οι ανάγκες που κάθε φορά καλείται να ικανοποιήσει ένας ζωγράφος με το έργο του, υπαγορεύουν την δημιουργία διαφόρων τύπων, που ο καθένας ξεχωριστά δίνει στην σχέση αυτή της Παναγίας με τον πιστό ένα διαφορετικό νόημα, έναν συμβολισμό. Έτσι, ο τύπος της Παναγίας Οδηγήτριας υποδηλώνει την καθοδήγηση των πιστών από την Παναγία, η Παναγία Γλυκοφιλούσα, την τρυφερότητα και τα ανθρώπινα συναισθήματα της Παναγίας προς τον Υιό της και ταυτόχρονα προς όλους τους Χριστιανούς, η Παναγία του Πάθους, το Θείο Πάθος, που ερχόμενο επιδεικνύει άλλους δρόμους για την χριστιανοσύνη, η δυτική Madre della Consolazione, ή Παναγία η Παραμυθία, όπως αναφέρεται σε Βυζαντινότροπες εικόνες, την παρηγοριά και την ανακούφιση, που θα βρει κανείς στην αγκαλιά της Μητέρας όλων των Χριστιανών.

Η έννοια της θεματικής ενότητας στις εκθέσεις. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Δημήτριος Γραμμένος

Προθήκη από την ενότητα «Ο Χρυσός των Μακεδόνων» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Το μικρό αυτό άρθρο, αποτελεί το τρίτο μέρος (βλ. τεύχος Μαρτίου 2007 και Μαρτίου 2008 του ανά χείρας περιοδικού) της παρουσίασης του σκεπτικού της συνολικής επανέκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης (εγκαίνια Σεπτ. 2006), της ένταξής του στην σύγχρονη μουσειολογική θεωρία και πρακτική και της παρουσίασης των θεματικών ενοτήτων των πέντε εκθεσιακών ενοτήτων. Μία παρουσίασή της (ελλ. και αγγλ.) μπορεί να δει κανείς στη σειρά για τα ελληνικά μουσεία του Ιδρύματος Λάτση (και στο διαδίκτυο). Υποστηρίζεται ότι η δυναμική της θεματικής ενότητας στην παρούσα έκθεση αλλά και η μελλοντική της προοπτική είναι πολυδιάστατη αφού συνδυάζει την παρουσία του ίδιου του αντικειμένου, του κειμένου και όλων των σύγχρονων θεωρητικών του δυνατοτήτων, και της εικόνας με όλες τις σημερινές της εφαρμογές, εννοείται τις ηλεκτρονικές. Οι θεματικές δηλαδή ενότητες συνιστούν ένα δυναμικό μιμητικό, ή αναπαραστατικό, ή καλλιτεχνικό και σίγουρα ερμηνευτικό τρόπο προσέγγισης του παρελθόντος που στόχο έχει την γεφύρωση του, ούτως ή άλλως, χάσματος με το παρόν.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου. Η επανέκθεση Ευαγγελία Παππή

Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου: γενική άποψη της νέας έκθεσης. Παρουσίαση της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου. Πληροφορίες Διεύθυνση: Πλατεία Συντάγματος, 21100 Ναύπλιο Τηλ.: 27520 27502 Fax: 27520 24690 Ωράριο λειτουργίας μουσείου Τρίτη-Κυριακή: 8:30-15:00

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Βάσω Ηλιοπούλου

Ολοκληρώθηκαν οι έρευνες στο Παυλοπέτρι Λακωνίας. Ειδήσεις: Αρχαία ναυάγια και βυζαντινά κτιριακά κατάλοιπα στη Σάμο, Νέα ευρήματα στο Μανδράκι της Κύθνου, Ευρήματα στο Γραμματικό, Ευρήματα 3.000 ετών στην Τύλισο, Σημαντικά ευρήματα στο Παυλοπέτρι, Εντυπωσιακό ψηφιδωτό στην Πλωτινόπολη κ.ά. Διαλέξεις: Διαλέξεις της Β΄ ΕΠΚΑ, Ομιλίες στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Σεμινάρια Μινωικής Αρχαιολογίας. Συνέδρια: Διατροφή, οικονομία και κοινωνία στον ελληνικό χώρο, Θεμιστοκλής ο Φρεάρριος, Διεθνές συνέδριο για τον Σκόπα τον Πάριο, Το 30ό Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας κ.ά. Εκθέσεις: Γυάλινος κόσμος, Αρχιτεκτονικές διαδρομές στο Βυζάντιο, Γαλλικά κουτιά του 19ου αιώνα, Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, Οι μαρμαροτεχνίτες της Ακρόπολης. Βιβλία: Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, Ανάκτορα στην Ελλάδα, Ε. Σαπουνά-Σακελλαράκη, Σύμπλεγμα Ηρακλή με λέοντα από τους Ωρεούς Ιστιαίαςκ.ά.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Το Ινστιτούτο Κύπρου -Ημερίδα Αρχαιομετρίας στο Μουσείο Θεσσαλονίκης -Μαθήματα "Κεραμικής Πετρολογίας" -Διεθνές Συνέδριο Απόλυτων Χρονολογήσεων  κ.ά.

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 22/1 (2009) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Στη στήλη «Από το Journal of Mediterranean Archaeology» παρουσιάζεται το άρθρο του Curtis Runnels «Mesolithic Sites and Surveys in Greece: A Case Study from the Southern Argolid», 22/1 (2009).

Εκδρομή στην Αλμωπία Δήμητρα Σπηλιοπούλου

Εκθέματα του Παλαιοντολογικού και Λαογραφικού Μουσείου Αλμωπίας. Σε αυτό το τεύχος το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες παρουσιάζει την επαρχία της Αλμωπίας, στο νομό Πέλλας και τα αξιοθέατα που μπορεί να επισκεφθεί κανείς στην περιοχή.

Δικτυακοί τόποι: Νέος ιστότοπος της Γαλλικής και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Οθόνη ενός δελτίου της βάσης των αρχαιολογικών χρονικών Chronique des fouilles en ligne / Archaeology in Greece Online. Η στήλη παρουσιάζει τον νέο ιστότοπο της Γαλλικής και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, Chroniques des fouilles en ligne / Archaeology in Greece Online (chronique.efa.gr), όπου θα δημοσιεύονται τα ετήσια χρονικά των αρχαιολογικών ερευνών στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που επιμελούνται και εκδίδουν εδώ και πολλά χρόνια οι δύο επιστημονικοί φορείς. Ο ιστότοπος εγκαινιάστηκε την 1η Δεκεμβρίου του 2009.

Τεύχος 53, Δεκέμβριος 1994 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Τα ελεφαντοστά των Aρχανών Jean-Claude Poursat

Κνωσός και Aρχάνες. Ευρύτερη περιοχή και κράτος στη μινωική Κρήτη Peter Warren

Η συμβολή της ανασκαφής των Αρχανών στην αιγαιακή αρχαιολογία L. Vance Watrous

Οι προανακτορικές σφραγίδες των Aρχανών Αλέξης Καρυτινός

Η πρώιμη κεραμική των Αρχανών Αλέξανδρος Λαχανάς

Ταφικό κτήριο 19: ένας μοναδικός μινωικός ημιθολωτός τάφος στις Aρχάνες Χριστοφίλης Μαγγίδης

Το ανακτορικό κτήριο στην Τουρκογειτονιά Έφη Σακελλαράκη

Οι Aρχάνες και ο εξωκρητικός κόσμος Έφη Σακελλαράκη

Το Mουσείο των Aρχανών Έφη Σακελλαράκη

Αρχάνες, 30 χρόνια έρευνας Γιάννης Σακελλαράκης

Το νεκροταφείο στο Φουρνί Γιάννης Σακελλαράκης

Ο ναός στα Ανεμόσπηλια Γιάννης Σακελλαράκης

Αρχάνες: δημοσιεύματα Γιάννης και Έφη Σακελλαράκη

Οι Aρχάνες στα ιστορικά χρόνια (1000 π.X.-100 μ.X.) Άγγελος Χανιώτης

Άλλα θέματα: Κοσμική ζωγραφική στον Άγιο Aθανάσιο, στο Λιβάδι Πελαγία Αστρεινίδου-Κοτσάκη

Μία μεγάλη αρχαιολογική πλάνη; Δημήτριος Στεργίου

Παθολογία του πολέμου Αλέξης Τσολάκης

Αρχαιολογικές έρευνες 1993 στο νομό Iωαννίνων Αγγέλικα Ντούζουγλη

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

English summaries: The Prepalatial Seals Alexis Karytinos

The Prepalatial seals are counted among the most important finds of the excavation of Archanes and almost all of them come from the cemetery at the Fourni hill. The seal engraving in Archanes reaches its zenith during the Prepalatial years. The variety of decorative subjects (theriomorphic seals, hieroglyphics, flora and fauna, representations complemented with human figures), the materials used (ivory, hippopotamus' teeth) and the relations with Egypt and the East prove the blooming of seal engraving during this period. The seals of Archanes supply a lot of useful information on their triple function, that is sealing, decorative and talismanic, as well as on the commercial relations of Crete withl Egypt and the East. It seems that few important seal engraving workshop were operating in Archanes, especially during the Early Bronze Age. Their significance can be estimated today on the basis of the about 140 seal creations that have survived.

The Early Ceramics of Archanes Alexandros Lachanas

The systematic excavational activity in the Archanes region brought to light a considerable amount of ceramics, the study of which can elucidate their stylistic evolution in north-central Crete. This opinion is based on the fact that Archanes, as opposed to Knossos, represent a modern excavation with stratified groups of ceramics, where a detailed excavational diary is kept. The relation of cooperation between the ceramic workshops of Archanes and that of Knossos is clear and obvious due to the proximity of the two centres, nevertheless Archanes can by no means be considered as a sattelite of Knossos. A series of unique pottery found in Archanes perfectly supports the independence of its workshops.

The Burial Building 19: A Unique Minoan Semi-Vault Tomb in Archanes Christophilis Maggidis

The MM I Burial Building 19 in the prehistoriic cemetery of Phourni at Archanes is of particular interest for its unique architectural form, its sealed and stratified MM IA - IIB pottery deposit, and its variety of burial customs. The peculiar ground-plan (rectangular exterior, apsidal interior), the corbelled apse, the unusual thickness of three of the walls, the buttress-like outer face of these walls and a huge monolith abuttinc on the south wall; the amount and shape of the collapsed masonry as well as the fashion in which it collapsed, this extensive destruction of the vases, ani other pieces of evidence suggest permanent, heavy stone roof in the unique form of a semi-vault. Bund Building 19 combines elements of both the house tomb and the tholos tomb each characteristic of a different region of Crete, a fact which may reflect population amalgamation and perhaps political combination of two differed Cretan elements at Archanes, at the dawn of the first palatial societies. The careful excavation and study of the tomb revealed a well-defined stratification of four successive burial layers, and a tripartite pattern in the distribution of the finds in each layer (the earliest finds near the walls, the subsequent ones in the central area, and the latest ones at the entrance), which facilitated their further chronological classification into sub divisions within each phase an redefined the MM IA-IIA pottery of the north-central Crete. The study of the undisturbed burial deposits of the tomb revealed a great variety of burial customs, thus throwing new light on the Minoan funerary ritual and tracing its evolution in the EM - Urn period. An open-air fixed altar situated immediately outside the tomb and in the area of an unpaved court, an indoor fixed altar surrounded by the most important burials, and an external depository niche were the focus of the funerary ritual. The study of burial containers defined their role and threw new light on the phenomenon of burial individualism, the evolution within the collective burial tradition, and its possible social dimensions. The application of various criteria, such as the types of grave goods, the position inside the tomb and the funerary treatment of a burial revealed interesting information on social ranking. Furthermore, the combination of several variables suggests a population unit consistent with a family lineage, which according to all indications must have had a high social status in the local community.

The Ivories of Archanes Jean-Claude Poursat

The necropolis at Fourni, Archanes, brought to light one of the most beautiful ensemble of ivory objects that derive from rich burials of persons of high social rank. These ivory objects can be compared to those discovered in tombs of mainland Greece, such as those at Spata and Menidi, or with the relevant finds from various graves or houses of Mycenae. Thus, the necropolis at Fourni furnished for the first time evidence that the Cretan ivory objects dating from the period of Mycenaean rule over Crete, after 1450 B.C., are comparable to those of Mycenaean Greece. The significance of the ivory objects found in Archanes lies in the fact that they do not simply date from a limited period or derive from certain graves, but they belong to the broad framework of a tradition in ivory carving, which is rooted far back in the Early Minoan years, even before the appearance of the Cretan palaces, and is continued into the Late Bronze Age. The quantity and quality of these ivory objects prove the importance of Archanes in Mycenaean Crete. Furthermore, they partially herald the future development of the art of ivory carving in Cyprus and the East.

Knossos and Archanes Peter Warren

The Minoan settlement lying under the modern small town of Archanes used to be one of the major centers of Crete during the Bronze Age. However, a settlement so large and wealthy raises the question of its relation with Knossos, the Minoan capital, which is situated only 10 kilometers north. We can approach this complex question through a brief examination of the role the broader regions had played in Minoan Crete. Thus, we will obtain the necessary framework in which the relation of Archanes with Knossos will be considered. With the evidence so far available, we are unable to give a clear answer to our basic political question. The remains of luxurious buildings in Archanes and their rich content suggest obviously that an important person or persons were living there and that a close relation with Knossos existed, at least during the Neopalatial period. Regardless of the political structure of Knossos and the degree of its control over the north part of central Crete during the Neopalatial period, Archanes, either a town or a Palatial centre, undoubtedly was enjoying a considerable degree of I independence, was easily accessible and economically efficient due to its fertile rural suburbs, while the holy mountain dominating its region supplied it with a unique spiritual power and prestige.

The Contribution of the Archanes Excavations Livingston Vance Watrous

The excavations in the area of Archanes have made significant contributions to our knowledge of Minoan Crete. The chronological sequence of rich burials from EM II to LM III at Archanes is unmatched in Crete. These burial assemblages demonstrate the changing funerary habits of EM II - LM III Crete. Because precious foreign objects often accompany the owner to the grave, the finds from the Archanes cemetery illustrate the range of Cretan overseas contacts during the Bronze Age. The architectural complex at Archanes has shown that a "Palatial" complex can exist in close proximity to urban centers such as Knossos.

The Palatial Building at Tourkoyitonia Effie Sapouna Sakellaraki

One of the most important excavations of the last decades in Crete is that at Tourkoyitonia, Archanes, where a long ago searched for palace was located by J. Sakellarakis. Twenty-eight rooms of the Palatial Building have been excavated so far in the central section alone. Therefore, it is very probable, as the orientation of other building remnants, the archives and the "theatrical" area - excavated in other parts of the archaeological site - indicates, that the palace under discovery is going to be an entire, huge building complex. The size, the luxury of construction and the valuable finds from the Palatial Building as well as many other co-ordinate data (an intense and high artistic workshop production, besides the agricultural one; the contacts with other regions in Crete and overseas; and a considerable religious activity directly related with Youchta Mount, which dominates Archanes) are undeniable proofs of the power, self-reliance and prosperity of Archanes during the Neopalatial period.

Archanes and the World Beyond Crete Effie Sapouna Sakellaraki

Archanes developed relations with the Cyclades, Troy, Egypt and Syria during the early phases of Minoan civilization, already in the Prepalatial years, and continued so later, during the period of Minoan thalassocracy, from the eighteenth to the sixteenth century B.C. The multitude of ivory, bronze and gold objects, and especially a seal-cylinder from the East as well as the scarabs, the Cycladic idols, the Trojan-type jewelry found in the cemetery at Fourni etc., are substantial proofs of the relations that the inhabitants of this fertile region had developed with the world beyond their island.

The Museum of Archanes Effie Sapouna Sakellaraki

The Archaeological Museum of Archanes opened in 1993. It occupies an area of 570 square meters and it is located at the Tzami quarter in the center of the settlement. There, for the first time in Crete, the archaeological finds from a single site are exhibited. While the exterior spaces of the building were adapted to a tasteful ensemble, in resemblance with the impressive modesty of the environment and the traditional ochre and rosy colour tonations of Archanes, the interior was thus arranged as to accomodate the most modern mode of exhibition, especially attractive for the visitor. Although the most important finds from the Archanes excavation are kept in the Herakleion Archaeological Museum for safety reasons, the new Archanes Museum is much more than a local, provincial museum. It supplies information on the Minoan civilization and art probably better than the Herakleion Museum, since here the usual monotony of an archaeological exhibition has been broken. The reason maybe that the main characteristic of the Archanes Museum is its in small scale completeness, like Archanes, the important, small town of northern Crete, where the cycle of life and death can be observed throughout Antiquity, even in the years beyond the Minoan period.

Archanes, Thirty Years of Research John A. Sakellarakis

Archanes, known in bibliography already since 1909, had attracted the interest of all the great scientists of Cretan archaeology, such as S. Xanthoudides, A. Evans, S. Marinatos and N. Platon. However, only since 1964, with the inclusion of its excavation in the program of the Archaeological Society, the systematic research of Archanes has started. Archanes is today one of the best studied archaeological sites of Crete -with the exception of the neighboring Knossos- due to the excavational research of the Minoan cemetery at Fourni, the palatial building at Tourkoyitonia, the temple of human sacrifice at Anemospilia and of other areas, as well as due to our various published papers and articles on Archanes that sum up to the number of 68. Besides a short intermission in the excavational procedure, although unusual, the research has been continued by publications. Efi Sakellaraki and I consider ourselves lucky for a series of reasons: we have staffed our scientific team with nine excellent young research assistants, selected among our graduate students, who have finished or are working on their doctoral thesis at various universities in Greece and abroad. Our collaboration with the local inhabitants has been most fruitful as the creation of a small museum, which opened last year, proves; this fact shows that our research effort has been successfully incorporated in the social network of the small present town of Archanes. And finally, the prize awarded to us by the Academy of Athens in 1983 as well as our nomination as honorary citizens of Archanes in 1992 represent undoubtedly a full recognition of and repay for our long, hard efforts both by the official state and the local community.

The Cemetery at Fourni John A. Sakellarakis

The cemetery at Fourni, Archanes, is unique not only for the wealth of its burial offerings and the information supplied on the burial customs and ritual; but also for its centuries long use, more than one thousand years, -from the Early Minoan II period to the Sub-Minoan years- as well as for the great number and variety of its 26 funerary, secular and religious buildings. It is, therefore, a genuine necropolis of great significance, as many scholars have admitted.

The Temple at Anemospilia John A. Sakellarakis

With the exception of the almost contemporary discovery of the tomb of Philip at Vergina, no other archaeological find has recently incited the spirits in Greece so much as that of the excavation at Anemospilia in 1979. After the first presentation in Athens and New York in February 1980 a public discussion on the archaeological report was organized, which was of great interest for the mass media. The strong effect the unprecedented and unparallel in many aspects find from Archanes had on scholars and the public was only natural: the excavation produced a number of skeletons belonging to humans who had been crushed as the result of an earthquake, at the very moment that they were to sacrifice a young man so that such an earthquake to be averted. As the History of Science teaches a long time is needed for each great new find to be assimilated. This also applies to the case of Archanes as, since then, finds of more human sacrifices have been discovered in other sites too.

Archanes in the Historic Period Angelos Chaniotis

Whoever studies Archanes after the Minoan period is overwhelmed by the feeling of a strong disproportion between the splendour of the Minoan remnants and the relatively meagre evidence of human presence in the years succeeding the Mycenaean era, a feeling also known from other archaeological sites of Crete. Recently, however, the increased interest in researching the historic period of Crete has somehow revised this situation. A strong evidence of the continuity of Archanes, from the prehistoric to historic age, is furnished by the fact that the site retained its prohellenic name which is documented in a fifth century B.C. inscription as Acharna. The scattered archaeological data leave no doubt that the place has been inhabited throughout the historic period, from the Dark Ages to the Roman time. Poles of attraction were not only the fertile lands at the foothill and the slopes of Mount Youchta but also the primeval cultural traditions related with one of the most sacred mountains of Crete. Although Archanes of the historic phase has always been shadowed by Knossos, the powerful town of the region, it never lost either its financial importance or religious significance. Some epigraphic finds contribute to the better elucidation of these two characteristics.

Secular Painting in Ayios Athanasios at Livadi, Chalkidiki Pelagia Astreinidou

The settlement Livadi belongs to those villages of the Chalkidiki peninsula, which did not escape devastation during the Greek War of Independence. Ayios Athanasios, the parish church of the village is also the cemetery church. It is a three-aisled basilica with a pitch timber roof. An arcade runs along the south and west facade, where also the two entrances to the church are located. The dates 1818, accompanied by a cross and carved in relief on a poros stone of the south-west corner, and 1843, on a built-in slab of the masonry, are records of the history of the village, indicating the violet run away and the return of its inhabitants respectively. The wall-painting decoration of the church has probably been executed by professional artists. The secular painting prevailing in the decoration of the central aisle is quite impressive. It can supply efficient data for the understanding of the function of the traditional village cummunity and, why not, of the "marginal area", as it is described by the late modern Greek historian, Nikolaos Svoronos.

The Pathology of War Alexandros Tsolakis

History is repeated. And as it is natural, situations, actions and phaenomena such as war are also repeated. Undoubtedly, from the age of the great Greek historian Thucydides (5th century B.C.) until today the "art" of war has undergone an immense development and evolution and has taken a variety of forms. However, certain of its characteristics, such as its pathology, have remained unchanged. If there is any doubt about it, one should read again the ''pathology of war", as it is analysed by Thucydides who, by observing and describing the inhuman behaviour of the opponents during the Peloponnesian war, unitentionally forcasts and realistically draws the present picture of "our world".

The Archaeological Research in the County of loannina in 1993. On the Traces of the Old Capital of Molossoi Angelika Dousougli

The Molossoi, one of the major Epirotan races occupying since the twelfth century B.C. the entire area west of the Pindos mountain range, were living for seven centuries in small unfortified settlements, scattered in river and lakeside regions, and were practising cattle-breeding. Along with their relative tribes of Thesprotoi and Kassopaioi they belonged to the Greek speaking races of NW Greece, who however were not using writing until the seventh century B.C. Such settlements of the Early Iron Age have beeen located at Loutselio, in the basin where the campus of the University of loannina lies, at the foot of the hill of Kastritsa and at the valley of Rodotopi. The religious and administrative center of Molossoi, their capital Passaron. in the timber theater of which, according to the literary sources, Euripides taught his play "Andromache", seems that has been established in this latter site already since the Early Iron Age.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (IV) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Τεύχος 101, Δεκέμβριος 2006 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Ένα απωθημένο (;) θέμα Τάσος Γουδέλης

Παύλος Τάσιος, "Νοκ-άουτ", 1986. Η αυτοκτονία δεν κάνει συχνά την εμφάνισή της στη θεματολογία του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτό, μάλλον, οφείλεται στο σκεπτικισμό ή και στο διχασμό της νεοελληνικής στάσης απέναντι στο φαινόμενο. Έτσι, η αυτοκτονία, στο βαθμό που παρουσιάζεται στην οθόνη, έχει «ηρωικό» χαρακτήρα και μόνο τα τελευταία χρόνια παίρνει μια πιο σαφή μορφή: έχει τα χαρακτηριστικά ενός αποτελέσματος μιας πιο υπαρξιακής, εσωτερικής συνομιλίας με την πραγματικότητα. Ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, που εμφανίστηκε το 1968, βοήθησε στη βαθμιαία υποδοχή του θέματος αυτού, επηρεασμένος από ξένα αισθητικά ρεύματα. Στο άρθρο, γίνεται προσπάθεια να ερευνηθεί το θέμα σύμφωνα με τον τρόπο που λειτουργεί σεναριακά ως δραματουργικό στοιχείο (ως στοιχείο πλοκής) και ως αφηγηματικό τέχνασμα.

Οι αυτόχειρες στην όπερα Έλενα Ματθαιοπούλου

Η Μαρία Κάλλας ως Νόρμα στην ομώνυμη όπερα του Μπελίνι. Ως είδος τέχνης, η όπερα, ή «μελόδραμα», αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την ελληνική ονομασία της, είναι πληθωρική, ξεπερνά τη ζωή. Η υπερβολή είναι η δεύτερη φύση της και στις πλοκές της τα ανθρώπινα πάθη και τα συναισθήματα μεγεθύνονται, ως ακραίες αντιδράσεις που σπάνια συναντάμε στην πραγματική ζωή. Οι εντυπωσιακοί θάνατοι, συνήθως η αυτοκτονία και οι δολοφονίες, είναι συνώνυμοι με την όπερα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της γοητείας της. Το άρθρο αυτό εξετάζει ορισμένες από τις πιο εντυπωσιακές αυτοκτονίες στις δημοφιλέστατες όπερες του Βέρντι, του Πουτσίνι και κάποιων συνθετών που εκπροσωπούν τις σχολές του μπελκάντο και του βερισμού. Αναλύονται τα κίνητρα και οι συνθήκες των επί σκηνής αυτοκτονιών και συγκρίνονται με τις αντίστοιχες αυτοκτονίες των ηρώων και ηρωίδων του γερμανικού ρεπερτορίου, ιδιαίτερα στον Βάγκνερ.

Παράγοντες κινδύνου για αυτοκτονία και απόπειρα αυτοκτονίας Ιωάννης Αλ. Νηματούδης

"Άνθρωποι στο δρόμο", Μαξ Κάους, 1920, Συλλογή Μπούχαϊμ, Μόναχο. Η αυτοκτονία, παρ’ όλο τον αυστηρά ατομικό χαρακτήρα της, αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο που συναντάται σε όλες τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, σ’ όλες τις χώρες και σ’ όλους τους πολιτισμούς. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι απόπειρες αυτοκτονίας και οι αυτοκτονίες αποτελούν εκφράσεις του ίδιου φαινομένου. Οι περισσότερες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτοκτονίες και σοβαρές απόπειρες αυτοκτονίας ταυτίζονται στα περισσότερα χαρακτηριστικά τους και θα πρέπει να δεχθούμε την ύπαρξη ενός συνεχούς φάσματος αυτοκτονικής συμπεριφοράς το οποίο ξεκινά από τον αυτοκτονικό ιδεασμό, ακολουθείται από την χειριστική απόπειρα, την μέτριας σοβαρότητας απόπειρα και φτάνει στην σοβαρή απόπειρα με κατάληξη την αυτοκτονία. Η μελέτη της αυτοκτονικής συμπεριφοράς έχει προσφέρει σημαντικά στοιχεία για τους παράγοντες που οδηγούν στην εκδήλωσή της (παράγοντες κινδύνου). Τα χαρακτηριστικά του ατόμου που αυτοκτονεί είναι άνδρας μεγάλης ηλικίας (άνω των 45 ετών), χήρος, διαζευγμένος ή ανύπαντρος, ζει μόνος ή είναι κοινωνικά απομονωμένος και είναι άνεργος, μη απασχολούμενος ή συνταξιούχος. Στα πρόσφατα γεγονότα ζωής διαπιστώνεται πρόσφατος χωρισμός, απώλεια ή δυσάρεστα γεγονότα ζωής με παρουσία κατάθλιψης. Πάσχει από ψυχική διαταραχή κυρίως κατάθλιψη, σχιζοφρένεια, αλκοολισμό ή χρήση ουσιών, ενώ συχνά πάσχει από σοβαρή ή χρόνια σωματική νόσο (π.χ. καρκίνος, AIDS, επιληψία κ.λπ.). Κατά κανόνα, έχει ιστορικό προηγούμενων αποπειρών συνήθως με βίαιες ή επικίνδυνες μεθόδους που εκφράζουν ισχυρή θέληση για θάνατο. Τέλος, στο οικογενειακό του ιστορικό διαπιστώνεται ιστορικό αυτοκτονίας, κατάθλιψης ή αλκοολισμού. Η αναζήτηση παραγόντων κινδύνου για αυτοκτονία μπορεί να συμβάλει στην δυνατή πρόληψη αυτοκτονικής συμπεριφοράς, χωρίς βεβαίως να είναι δυνατή η πρόληψη όλων των αυτοκτονιών.

Θεωρίες για την αυτοκτονία Ιωάννης Πετρόπουλος

"Jean Genet", Αλμπέρτο Τζακομέττι, 1955, 65x54 εκ. Το τελευταίο μέρος του αφιερώματος στους Αυτόχειρες εξετάζει τις επιστημονικές «θεωρίες για την αυτοκτονία», και το πώς αυτές επιβεβαιώνονται ή ανατρέπονται στην τέχνη. Έτσι, στα άρθρα «Παράγοντες κινδύνου για αυτοκτονία και απόπειρα αυτοκτονίας» του Ι. Νηματούδη και «Η αυτοκτονία στην εφηβεία» του Π. Σικυώτη εξετάζονται οι ψυχιατρικές και ψυχολογικές πτυχές του φαινομένου, ενώ η Ε. Ματθαιοπούλου και ο Τ. Γουδέλης πραγματεύονται το ακανθώδες αυτό θέμα, όπως εμφανίζεται στην όπερα και στον ελληνικό κινηματογράφο αντίστοιχα.

Η αυτοκτονία στην εφηβεία Παναγιώτης Συκιώτης

"Έφηβος", Paul Strand, 1951, Γαλλία. Η αυτοκτονική συμπεριφορά στην εφηβεία είναι ένα πρόβλημα το οποίο παρουσιάζει εντυπωσιακή αύξηση τα τελευταία χρόνια. Πιο συχνά κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας τα κορίτσια, οι απόπειρες όμως των αγοριών είναι πιο σοβαρές και έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να καταλήξουν σε θάνατο. Οι έφηβοι παρουσιάζουν σε μεγάλη αναλογία αυτοκτονική συμπεριφορά, ένεκα διαφόρων ειδικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών τα οποία εμφανίζουν. Η εφηβεία είναι μια περίοδος της ζωής του ατόμου κατά την οποία παρατηρείται σημαντική και απότομη αύξηση των επιθυμιών, ενορμήσεων και φαντασιώσεων, οι οποίες, ενώ σε άλλες φάσεις της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης περνούν απαρατήρητες ή περιορίζονται στο ασυνείδητο, κατά την εφηβεία αναδύονται στη συνείδηση, οπότε έρχονται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Ο έφηβος προσπαθώντας να ελέγξει την ένταση των ενορμήσεών του, χρησιμοποιεί διάφορους μηχανισμούς αμύνης, όχι όμως πάντοτε με επιτυχία, με αποτέλεσμα να εμφανίζει ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Ένας έφηβος πρέπει να θεωρείται ύποπτος για απόπειρα αυτοκτονίας: 1) Εάν έχει κάνει προηγούμενες απόπειρες, 2) Εάν έχει κάνει προσφάτως απόπειρα ένα φιλικό του πρόσωπο, 3) Εάν έχει αυτοκτονικό ιδεασμό, 4) Εάν έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, 5) Εάν έχει κατάθλιψη. Η κατάθλιψη στους εφήβους είναι ένα πολύ σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα και ο κυριότερος παράγων πρόκλησης αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Παρ’ όλα αυτά δεν διαγιγνώσκεται εύκολα, γιατί στην εφηβεία δεν εμφανίζεται με την κλασική μορφή των ενηλίκων. Επειδή στο μέλλον προβλέπεται μεγάλη αύξηση των ψυχολογικών προβλημάτων στους νέους, πρέπει να δώσουμε μεγάλη σημασία στο θέμα Πρόληψη στην Ψυχική Υγεία. Η πρόληψη γίνεται με τη σωστή ενημέρωση των γονέων και με τη σωστή εκπαίδευση των ζευγαριών και μελλοντικών γονέων γύρω από τα διάφορα ψυχοκοινωνικά και ιατρο-κοινωνικά θέματα. Ελπίζουμε ότι στην πατρίδα μας μελλοντικώς θα δημιουργηθούν οι κατάλληλοι θεσμοί πρόληψης της ψυχικής υγείας.

Άλλα θέματα: Η ώρα της περισυλλογής Jean-Pierre Adam

Μακέτα του Ιερού του Απόλλωνα και της Αγοράς των Δηλίων. Κάτω δεξιά διακρίνεται η Στοά του Φιλίππου. Mε αφορμή ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε στην Kαθημερινή και αφορά το πρόγραμμα της αναστήλωσης της Στοάς του Φιλίππου στη Δήλο, ο συγγραφέας θέτει ορισμένα ερωτήματα επιχειρώντας να φωτίσει τη θεωρητική διάσταση της προβληματικής της αναστήλωσης του εν λόγω μνημείου. Έτσι λοιπόν εξετάζει το νόημα που θα είχε σήμερα η προγραμματιζόμενη αυτή αναστήλωση, το κόστος της, το σκοπό και το όφελος του έργου και, τέλος, τον οπτικό αντίκτυπο που θα είχε στο περιβάλλον τοπίο. Ως εναλλακτική λύση, ο συγγραφέας προτείνει τη συγκρότηση ενός σχεδίου διαχείρισης του συνόλου της Δήλου μέσα από την εκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων αυτού του τόσο εύθραυστου τόπου, ούτως ώστε να αναχαιτιστούν οι καταστροφές που είναι συνυφασμένες με τις κλιματικές συνθήκες και την τουριστική κίνηση. Tο πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να ανταποκρίνεται αυστηρά στις απαιτήσεις της Xάρτας της Bενετίας. Eπίσης απαραίτητο θεωρεί ο συγγραφέας να περιληφθεί το σύνολο της νήσου σε αυτό το πρόγραμμα, για να αντιμετωπιστεί η καταστροφική εγκατάλειψη στην οποία έχουν αφεθεί η ύπαιθρος και η αγροικίες στο νότιο τμήμα του νησιού, παρότι συμβάλλουν καθοριστικά στην ταυτότητα του χώρου.

Ιερός γάμος και τελετουργίες γονιμότητας στην αρχαία Αιτωλία Ιωάννης Νεραντζής

Καλλίπολις (Κάλλιον): Συνολική άποψη των οικοδομικών λειψάνων του αρχαίου Καλλίου, που αποκάλυψαν οι ανασκαφές του Π. Θέμελη. Μυθικές ενδείξεις, αλλά και αρχαιολογικό δείγμα του ιερού γάμου, της ιερογαμίας, της συμβολικής δηλαδή ένωσης ανάμεσα στο θεό και στον άνθρωπο, έχουμε και στο χώρο της προϊστορικής και της ιστορικής Αιτωλίας. Οι ενδείξεις αυτές για την τελετουργία της ιερογαμίας στην αρχαία Αιτωλία έχουν να κάνουν: -Με τη μυθολογούμενη ένωση της συζύγου του Οινέως, βασίλισσας Αλθαίας με το θεό Διόνυσο στην πόλη Καλυδώνα της Αιτωλίας. -Με το φυλετικό σύμβολο των Αιτωλών, τον κάπρο. -Με τη μονοσανδαλία των Αιτωλών, που ήταν δική τους μυστηριακή πίστη και μυθική έκφραση του ιερού γάμου στην Αιτωλία. Μονοσάνδαλος του αιτωλικού μύθου υπήρξε ο ίδιος ο Αιτωλός. -Με την ιεροδουλεία ή «ιερή πορνεία των ναών», την ασκούμενη σε ιερό της Αφροδίτης, στην αιτωλική πόλη Καλυδώνα. Την αρχαιολογική μαρτυρία μάς τη δίνει μία από τις σωζόμενες μετόπες του αρχαϊκού ναού του Λυσείου Απόλλωνος (ή ίσως της Αρτέμιδος), που βρίσκεται εντός του ιερού του Θερμίου Απόλλωνος, στον Θέρμο Αιτωλίας: σώζεται ένα απόσπασμα «ερωτικού συμπλέγματος»: δύο φιγούρες, αρσενική και θηλυκή ενώνονται ερωτικά.

Διαδίκτυο και αιγαιακή αρχαιολογία Νεκτάριος Καραδήμας

Nestor, με βιβλιογραφική ενημέρωση άνω των 300.000 τίτλων. Tο παρόν άρθρο έχει σκοπό να βοηθήσει αρχαιολόγους, φοιτητές ή ανθρώπους με αρχαιολογικά ενδιαφέροντα να μπορέσουν να κινηθούν εύκολα μέσα στον αχανή κόσμο του διαδικτύου και να μπορέσουν να αντλήσουν όσο πιο πολλές πληροφορίες μπορούν. Το άρθρο, αν και αναφέρεται κατά βάση στην αιγαιακή προϊστορική αρχαιολογία, μπορεί να φανεί χρήσιμο και σε όσους έχουν κλασικά ή και βυζαντινά ενδιαφέροντα, αφού πολλά sites αναφέρονται σε όλες τις ειδικότητες.

Πέτασμα Ωραίας Πύλης από τον Ι.Ν. Αγίου Φωκά (Τουρκία): καταγραφή φθορών και επεμβάσεις συντήρησης Χρήστος Καρύδης

Το αντικείμενο πριν από την αφαίρεσή του από την ξύλινη Πύλη. Τα βήλα, παραπετάσματα ή καταπετάσματα, χρησιμοποιούνται ήδη από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους ως λειτουργικά υφάσματα, αρχικά ως καλύμματα της Αγίας Τραπέζης και αργότερα, με την εξέλιξη της κατασκευής του τέμπλου, ως παραπετάσματα, ώστε να διαχωρίζεται το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό. Το λειτουργικό ύφασμα που πραγματεύεται το παρόν άρθρο, και το οποίο δημοσιεύεται για πρώτη φορά, μεταφέρθηκε για λόγους ασφάλειας, από το ναό του Αγίου Φωκά (χωριό Ortakoy) στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής: απόλυτες χρονολογήσεις ιζημάτων και ευρημάτων Νίκος Πουλιανός

Σχεδιάγραμμα κάτοψης σπηλαίου Πετραλώνων. Μια μακρά συζήτηση για τη χρονολόγηση των ευρημάτων του σπηλαίου Πετραλώνων Χαλκιδικής (απολιθωμάτων ζώων και φυτών, τέχνεργων, ανθρώπινων καταλοίπων κ.λπ.) συνεχίζεται εδώ και 46 χρόνια, από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε εκεί ένα κρανίο προϊστορικού ανθρώπου. Τόσο οι σχετικές όσο και οι απόλυτες χρονολογήσεις, ποικίλλουν έντονα ανάμεσα στις διάφορες επιστημονικές δημοσιεύσεις. Οι σχετικές ηλικίες έχουν οπωσδήποτε αποδώσει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα, αυτή του Κάτω-Μέσου Πλειστόκαινου (περίπου 500.000-800.000 Π.Σ.) Οι απόλυτες χρονολογήσεις, με τις μεθόδους του ουρανίου/θορίου (U/Th), του Συντονισμού Ηλεκτρονικής Στροφορμής (ESR), της θερμοφωταύγειας (TL), των αμινοξέων, του παλαιομαγνητισμού κ.λπ., έχουν οδηγήσει σε μετρήσιμα αποτελέσματα, τα οποία δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους. Στο άρθρο επιχειρείται μια σύνθεση των έως τώρα ερευνών και μια προσπάθεια ερμηνείας των αντιφατικών αποτελεσμάτων.

Νέες τεχνολογίες: η μεγάλη πρόκληση για τα ελληνικά μουσεία Σπυριδούλα Πυρπύλη

Η αίθουσα διάδρασης του Κέντρου Τεχνολογίας και Επιστημών του Μπορντώ. Είναι ζητούμενο για την Ελλάδα να εναρμονιστεί με το ευρωπαϊκό τεχνολογικό περιβάλλον της, όσον αφορά στο δίπολο πολιτισμού και νέων τεχνολογιών. Ειδικότερα για τα ελληνικά μουσεία είναι απαραίτητα σημαντικά βήματα. Μεταξύ άλλων, απαιτείται η χρήση προηγμένων εκθεσιακών υπηρεσιών πληροφόρησης και μάθησης μέσω προϊόντων που βασίζονται στην διάδραση, η συντονισμένη και συστηματική ηλεκτρονική επιστημονική τεκμηρίωση του πολιτιστικού τους αποθέματος, η περαιτέρω ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών (cd-rom, δικτυακών ηλεκτρονικών εκδόσεων), η δημιουργία ενός συστήματος διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων τους, η αναβάθμιση και επέκταση των υπαρχόντων μουσειακών δικτυακών τόπων κ. ά. Τα παραπάνω προϋποθέτουν παρακολούθηση των νέων κάθε φορά προβλημάτων που ανακύπτουν λόγω της ραγδαίας εξέλιξης του τομέα των νέων τεχνολογιών αλλά και ανάπτυξη στρατηγικών, αρχών και πρακτικών που θα σχετίζονται με την ίδια τη φυσιογνωμία και το μέλλον των μουσείων.

Προσπάθεια αναπαραστάσεως της Σάμαινας Νικόλαος Γ. Λάσκαρης

Μοντέλο αναπαράστασης της Σάμαινας, κατασκευασμένο από τον Ηλ. Καρδίμη. Η Σάμαινα υπήρξε ένας ιδιαίτερος τύπος πλοίου, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη (539-522 π.Χ.). Η Σάμαινα, όπως δείχνει και το χαρακτηριστικό στοιχείο του μεγάλου πλάτους του σκάφους, εξυπηρετούσε πολεμικούς αλλά και εμπορικούς σκοπούς. Θα είχε κατασκευαστεί για κάποιες ιδιαίτερες επιχειρήσεις, όπως ήταν η πειρατεία, η μεταφορά φορτίων αλλά και στρατιωτών και γενικά για χρήσεις για τις οποίες απαιτούνταν μεγάλη χωρητικότητα. Οι πληροφορίες που μας προσφέρουν οι πηγές για τη Σάμαινα είναι: 1) ήταν πλοίο δίκροτο = διήρης, δηλαδή με δύο επίπεδα κωπηλατών, 2) είχε έμβολο μορφής κεφαλής αγριόχοιρου, 3) είχε σκάφος πλατύ σε σχέση με άλλα πλοία της εποχής, και 4) είχε κατάστρωμα σε όλο το μήκος του. Επίσης σημαντική πηγή είναι η εικονογραφία των νομισμάτων της Ζάγκλης-Μεσσήνης των αρχών του 5ου αι. π.Χ., τα οποία παριστάνουν την πλώρη πλοίου με βεβαιωμένη την απόδοσή τους στη Σάμαινα. Συμπληρωματικά στοιχεία για την αναπαράσταση της Σάμαινας αποτελούν οι παραστάσεις διήρεων πλοίων της εποχής και ιδιαίτερα αυτά σε ένα αττικό μελανόμορφο δίνο του Εξηκία, γύρω στα 550-530 π.Χ., πεντηκόντορος-διήρης (εκατόντορος) στο μουσείο της Villa Giulia της Ρώμης. Για την αναπαράσταση του πλοίου δεχόμεθα 25 κωπηλάτες σε κάθε πλευρά σε δύο ορόφους = 100 κωπηλάτες. Κατά τα άλλα, ακολουθούμε τις κοινές για τα πλοία της εποχής προδιαγραφές. Το σχέδιο της αναπαραστάσεως του πλοίου καλείται «Προσπάθεια αναπαραστάσεως της Σάμαινας», λόγω των δυσκολιών που παρουσιάζονται στις λεπτομέρειες και αυτό είναι φυσικό για κάθε τύπο πλοίου του οποίου δεν έχει βρεθεί ένα ναυάγιο.

Μουσείο: Η Αρχαιολογική Συλλογή Κηφισιάς. Το κτήριο και τα εκθέματα Δημήτριος Σκιλάρντι

Μαρμάρινη στήλη και λήκυθοι σε αίθουσα του μουσείου. Ευρήματα από ταφικό μνημείο του 4ου αι. π.Χ. στην Παλλήνη. Παρουσίαση της Αρχαιολογικής Συλλογής Κηφισιάς, του μουσείου που εγκαινιάστηκε το 2004, και των εκθεμάτων του, που προέρχονται κατά κύριο λόγο από τους αρχαίους δήμους Κηφισιάς, Αθμόνου (Μαρούσι), Φλύας (Χαλάνδρι) και Παλλήνης.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το εξώφυλλο του τόμου των Πρακτικών του 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας. Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Το ελαιόλαδο ως καύσιμο για την παραγωγή κυπριακού χαλκού -Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία: Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου -Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη -Νέα διατριβή στη μελέτη διαγένεσης-απολίθωσης οστών -Οι υποτροφίες της Βρετανικής Σχολής Αθηνών

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 19/1 (2006) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Η στήλη του JMA παρουσιάζει το άρθρο των Quentin Letesson και Klaas Vansteenhuyse «Towards an Archaeology of Perception: ‘Looking’ at the Minoan Palaces».

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Ο μεγάλος μυκηναϊκός τάφος που βρέθηκε στη Μεγάλη Μαγούλα Γαλατά. Ειδήσεις: Αρχαίοι καταυλισμοί στην Κύπρο, Το λιμάνι της Κνωσού, Ταφές νεογέννητων, Αρχαία νεκρόπολη στο Βατικανό κ.ά. Εκθέσεις: Ο Piet de Jong, η Αρχαία Αγορά και η τέχνη της αρχαιότητας, Τα χρώματα στα αρχαία αγάλματα, Από την Αφροδίτη στη Μελουζίνη, Βούλα Παπαϊωάννου κ.ά. Συνέδρια: Αρχαιολογία και ελληνικότητα, Συνέδριο της Βρετανικής Σχολής, Επιστήμη και τεχνολογία στα ομηρικά έπη κ.ά./ Διαλέξεις: Αρχαιοκαπηλία, Φίλοι Μουσείου Μάνης, Ενάλιες αρχαιολογικές έρευνες στον Ευβοϊκό Κόλπο, Τα έργα αναστήλωσης στην Ακρόπολη, Τρίττοια στη Θάσο κ.ά. Βιβλία: Τρεις ομιλίες και ένα σημείωμα για τον Μανόλη Ανδρόνικο, συλλογικό έργο, The Derveni Papyrus, Th. Kuremenos κ.ά. (επιμ.), Οι αρχές της αιγαιακής προϊστορίας, Ι. Τζαχίλη, Ο έρωτας στην ελληνική αρχαιότητα, C. Calame κ.ά.

Πληροφορική: Αρχαιογνωσία στον Παγκόσμιο Ιστό, επιλογή δικτυακών τόπων (1) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το λογότυπο της στήλης Η στήλη της Πληροφορικής παρουσιάζει νέους, και λιγότερο νέους, δικτυακούς τόπους που δίνουν μια εικόνα των εξελίξεων οι οποίες συμβάλλουν στην προώθηση της αρχαιολογικής έρευνας και διδασκαλίας. Στο τεύχος αυτό, οι αναγνώστες μπορούν να ενημερωθούν α) για τις δυνατότητες που προσφέρει το παγκόσμιο γεωγραφικό σύστημα Google Earth τόσο σε επαγγελματίες όσο και σε ερασιτέχνες αρχαιολόγους, β) για τη διάθεση επιστημονικών αρχείων στον Παγκόσμιο Ιστό, γ) για τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Βρετανικού Μουσείου, με θέμα τους αρχαίους πολιτισμούς, και, τέλος, δ) για τα blogs αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.

English summaries: Theories on suicide Ioannis Petropoulos

In spite of its strictly personal character, suicide is a universal phenomenon observed in all periods of human history in every country and civilization. The issue is whether the attempted and committed suicides are expressions of one and the same phenomenon. Most studies reach the conclusion that most of the characteristics of attempted and committed suicides are identical. Therefore, we must accept the existence of a continuous spectrum of suicidal behavior, which starts from the suicidal ideation, is followed by a thought of manipulating the social environment and an attempt of relative gravity and terminates to a serious suisidal attempt that might be fatal. The study of suicidal behavior has contributed significant information on the risk factors leading to suicide. The typical characteristics of the individual who commits suicide are: male, over 45 years of age, widowed, divorcee or single, who lives alone or is socially withdrawn and who is also unemployed, idle or pensioner. Included in the late events of his life is a recent separation, a loss or unpleasant, depressing situations. He is mentally disordered, depressed, schizophrenic, alcoholic or a drug addict and often suffers from a chronic body disease (e.g. cancer, AIDS, epilepsy etc). As a rule he has a history of previous attempts, the violent or dangerous methods of which reveal a strong death desire. Finally, his family background is liable to suicide, depression or alcoholism. The timely identification of risk factors leading to suicide might contribute to the possible prevention of suicidal behavior, but not to the elimination of suicide.

Eminent Risk Factors Leading to Suicide or Attempted Suicide Ioannis A. Nimatoudis

In spite of its strictly personal character, suicide is a universal phenomenon observed in all periods of human history in every country and civilization. The issue is whether the attempted and committed suicides are expressions of one and the same phenomenon. Most studies reach the conclusion that most of the characteristics of attempted and committed suicides are identical. Therefore, we must accept the existence of a continuous spectrum of suicidal behavior, which starts from the suicidal ideation, is followed by a thought of manipulating the social environment and an attempt of relative gravity and terminates to a serious suisidal attempt that might be fatal. The study of suicidal behavior has contributed significant information on the risk factors leading to suicide. The typical characteristics of the individual who commits suicide are: male, over 45 years of age, widowed, divorcee or single, who lives alone or is socially withdrawn and who is also unemployed, idle or pensioner. Included in the late events of his life is a recent separation, a loss or unpleasant, depressing situations. He is mentally disordered, depressed, schizophrenic, alcoholic or a drug addict and often suffers from a chronic body disease (e.g. cancer, AIDS, epilepsy etc). As a rule he has a history of previous attempts, the violent or dangerous methods of which reveal a strong death desire. Finally, his family background is liable to suicide, depression or alcoholism. The timely identification of risk factors leading to suicide might contribute to the possible prevention of suicidal behavior, but not to the elimination of suicide.

Suicide: A Repressed (?) Topic Tassos Goudelis

The repertoire of Greek cinema does not often include the topic of suicide. This fact is rather due to the scepticism or even to the discord of the modern Greek attitude towards the phenomenon. Thus, suicide whenever presented on the screen had been of a “heroic” nature and only recently it has obtained a more distinct character that comprises all the features of an existential, inner dialogue with reality and its fatal outcome. Since 1968 the New Greek Cinema, under the influence of foreign aesthetic trends, has contributed to the gradual acceptance of suicide by the public as a film topic. In this article we attempt to investigate how suicide functions in a script as focal subject, fiction parameter and narrative artifice.

Suicides in Opera Helena Matheopoulos

Opera, or “melodrama” in its original term, is an art form more extensive than life. Hyperbole is its second nature and in its plots human passions and emotions are exaggerated and stretched to such extremes that are seldom encountered in real life. Dramatic deaths, usually suicides and murders, constitute the bread and butter of opera and the part and parcel of its appeal. This article examines some of the most dramatic suicides in the famous operas of Verdi, Puccini and of representative composers of the “belcanto” and the “verismo” schools; it also analyses the obvious motives and latent circumstances that led to suicide; finally, it compares these suicides with those committed by the heroes and heroines of the German repertoire and especially Wagner.

Suicide in adolescence Panayiotis Sykiotis

The suicidal behavior in adolescence is a problem presenting impressive increase in recent years. Girls tend to commit suicide more often than boys, the attempts of the later, however, are more serious and have more possibilities to lead up to death. A large percentage of youths have a suicidal behavior, due to the various psychological characteristics they present. adolescence is a period in a person’s life that desires, impulses and fantasies are considerably and abruptly increased; while in other phases of the psycho-sexual development they may pass unnoticed or can be confined in the unconscious, during the years of adolescence they emerge in the conscience and clash with reality. The youth uses various defense mechanisms in order to control the intensity of his impulses, but when his efforts are not successful, then he presents psychopathological symptoms. A youth must be considered as a candidate of suicidal attempt: a. if he already has a relevant history, b. if somebody close to him has made such an attempt, c. if he himself has suicidal thoughts, d. if he is depressed. Depression in adolescence is a very grave psychological problem and the major factor responsible for a suicidal behavior, which, unfortunately, cannot be easily diagnosed, because in adolescence the classical adult symptoms remain latent. Since a large increase of psychological problems in youths is expected in the future, we must give priority and focus on the prevention of mental illness. Prevention can be achieved through the proper information of parents and the appropriate education of young couples and parents to be on the various relevant and interrelated psychological, medical and social issues. We hope that the appropriate institutes for the prevention of mental illness will be soon created in our country.

Sea Vessel Samaina Nikolaos Y. Laskaris

Samaina, a particular type of vessel, is believed to have been invented by Polycrates, the tyrant of Samos (539- 522 B.C.). As it becomes apparent from its great width, the typical feature of the ship, Samaina could serve both naval and trade purposes, particular operations, such as piracy, cargo and troops transportation, and have various other uses demanding a large tonnage. According to the available sources Samaina was a bireme, that is a galley with two banks of oars, with a ram in the form of a boar’s head, a hull wider than its contemporary vessels and a long deck extending from bow to stern. It is illustrated on the early fifthcentury B.C. coins of Zancle-Messena that show the bow of a ship, which has been identified as that of Samaina. additional evidence for representing Samaina is supplied by relevant depictions of contemporary biremes and particularly by the pentekonter-bireme painted by Exekias on a black-figured Attic dinos in Villa Giulia, Rome, dated around 550- 530 B.C. The reconstructed model of the ship has twenty-five oarsmen in two successive levels on each side, altogether one hundred rowers, and follows the standards typical for the sea vessels of the period. The title of the graphic representation of the ship, “An attempt to reconstruct Samaina”, has been dictated by the difficulty in determining its details that cannot be verified, since a bireme wreck has not been discovered as yet.

Sacred Wedding and Fertility Rites in Ancient Aetolia Ioannis Y. Nerantzis

Mythical indications as well as archaeological evidence related to the Sacred Wedding or hierogamy, that is, the symbolic union of gods and humans, have been located in the area of prehistoric and historic Aetolia. The mythical indications of the rite of hierogamy in ancient Aetolia refer to the coupling of Queen Althaea, Oineas’ consort, with the god Dionysos in the town of Calydon in Aetolia; to the savage boar, the tribal symbol of the Aetolians; to the monosandalia (wearing a single sandal), typical habit of the Aetolians and their mythical patriarch Aitolos which symbolized their own mystic faith in and expression of the Sacred Wedding; to the Hieroduleia or Sacred Prostitution of the Temples, exercised in Aphrodite’s temple in Calydon. The archaeological evidence is supplied by one of the decorated metopes of the Archaic temple dedicated to Apollo Lyseios or to Artemis at Thermo in Aetolia that survives in fragments and shows the “erotic union” of a male and a female figure.  

Internet and Aegean Archaeology Nektarios Karadimas

The objective of this article is to assist effectively not only graduates and students of Archaeology but everyone interested in this field in finding easily their way in the vast world of the Internet, so that every possible information on Aegean archaeology can be drawn. The article can also be most helpful to both students and scholars of Classical and Byzantine archaeology, since the Internet can supply a great number of interdisciplinary sites.

New Technologies: The Great Challenge to the Greek Museums Spyridoula Pyrpyli

Greece has to be harmonized with the technological environment of Europe as regards the bipole of culture and new technologies. The demand is urgent, particularly for the Greek museums, which must make considerable strides. Therefore, they must develop advanced information and education services by adopting appropriate tools based on interaction; coordinated and systematic scientific digitalization of their cultural reserves/deposits; more technologically updated products and services (cd-rom, web publications); managerial system of their copyrights, upgrading and expansion of their web sites, etc. Vital prerequisites for the realization of these objectives are the handling of problems generated by the rapid evolution of new technologies as well as the introduction and development of strategies, principles and practices that will be closely related to the physiognomy and future of each museum.  

A Royal Door Pyle from the Church of Hagios Phocas in Turkey. Documentation and Conservation Christos Karydis

This article presents the documentation and conservation of a pyle in the collection of the Ecumenical Patriarchate in Constantinople. This liturgical cloth is a veil that hangs the Royal Door of the iconostasis and conceals, when needed, certain rites of the Liturgy enacted in the bema. The pyle we are dealing with is made of red velvet and embroidered with semi-precious threads in a variety of stitches, bakladota, kotsakia, kavaliki, orthi riza, all typical of the ornamental needlework of Orthodox vestments. The conservation of the hanging was mainly focused on its cleaning: stains and leftovers from previous interventions as well as the oxidized varnish from its painted parts have been removed and thus the pyle is now ready for display.

The Absolute Datings of Spelaeothems and Findings from Petralona Cave (Chalkidiki, Greece) Nickos A. Poulianos

A long discussion regarding the chronology of the Petralona cave findings (fauna and flora fossils, artefacts, human remains etc.) is ongoing, since the skull of a prehistoric man was found there 46 years ago. Both relative and absolute datings have being controversial amongst the various scientific publications. The relative chronologies however provided a clearer picture, that of Early-Middle Pleistocene (0,50-0,8 m.y.a.). The absolute datings, such as palaeomag, aminoacids, ESR, U/Th, TL etc, led to several measurable results, which are not always concordant. A synthesis of the up today efforts and an attempt of interpreting the contradictory results are presented in this article.

A Time for Reconsideration Jean-Pierre Adam

On the occasion of a publication in the newspaper "Kathimerini" on the reconstruction of Philip’s Stoa on Delos Island, the author of this article raises certain questions trying to elucidate the theoretical dimension of the problems related to this project. Therefore, he queries the rational of such an enterprise today and examines the cost, purpose and benefit of the work, as well as its visual impact on the environment. He further suggests as an alternative scheme a management plan for the entire island, fully compatible with the Chart of Venice, that would evaluate and incorporate all the peculiarities this exceptionally fragile site presents, so that the damage and destruction caused by the climatic conditions and tourism could be controlled. The author also considers essential the incorporation of the entire island in the project, so that the abandonment and devastation of land and houses of the southern countryside, a part of the island that decisively contributes to the unique identity of Delos, could be dealt.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Άρτεμη και Απόλλωνας, δυο παιδιά μοναδικά Μαρίζα Ντεκάστρο

Ο θεός Απόλλωνας κυνηγά τη νύμφη Δάφνη. Παράσταση από ερυθρόμορφο αγγείο του 5ου αι. π.Χ., Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Η Μαρίζα Ντεκάστρο αφηγείται το μύθο της Άρτεμης και του Απόλλωνα, δυο παιδιών μοναδικών.

Τεύχος 133, Αύγουστος 2020 No. of pages: 144
Editorial: Αύγουστος 2020 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Ο ήλιος δύει πάνω απ’ τη λιμνοθάλασσα του Αμβρακικού. Οι αργυροπελεκάνοι, μετά από κυκλικές πτήσεις, κλείνουν τα πελώρια φτερά τους και προσγειώνονται στην επιφάνεια του νερού, την ίδια στιγμή που οι ερωδιοί επιδίδονται σε αρμονικό χορό. Η μέρα επιτέλους περνά στις δροσερές ώρες της. Τα ελαιόδεντρα στη Στρογγυλή τώρα δείχνουν περισσότερο πράσινα παρά ασημένια και το χώμα κόκκινο. Στη ρωμαϊκή έπαυλη ανάβουν οι πρώτες φλόγες στους λύχνους και το δείπνο ετοιμάζεται. Οι κίονες ρίχνουν τη σκιά τους στη στοά και το φως φτάνει μέχρι τα μισά της σκάλας. Πιο κάτω, τα λουτρά με το πανέμορφο ψηφιδωτό δάπεδο δελεάζουν τις αισθήσεις. Για αιώνες, οι ένοικοι της έπαυλης και οι φιλοξενούμενοί τους απολαμβάνουν τον πλούτο της φύσης και ιδιαίτερα τον καρπό του ιερού δέντρου της ελιάς, την τεράστια αξία του οποίου γνώριζαν και άδραξαν. Τιμώντας πάντα με δέος τους νεκρούς τους, θα νιώθουν αμέτρητη ευτυχία που ανήκουν στους ζωντανούς, ίσως και μια γλυκιά ενοχή που συνοδεύει τους ευσυνείδητους προνομιούχους. Φύση και αρχιτεκτονική πλέκουν μια εικόνα ομορφιάς και αρμονίας σ’ έναν ιδιωτικό παράδεισο. Η περσική λέξη απ’ την οποία προέρχεται η λέξη παράδεισος σημαίνει «περίκλειστος κήπος». Αγαλλίαση που έρχεται όταν περικλείονται οι απολαύσεις κι εμείς μαζί τους.

Συνέντευξη: Μιχάλης Κοσμόπουλος – «Ο ελληνικός πολιτισμός διακρίνεται από συνέχεια»

Ο Μιχάλης Κοσμόπουλος στην Ίκλαινα Μεσσηνίας. Βραβευμένος αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός δάσκαλος, μαχητικός Έλληνας του εξωτερικού, ταξίδεψε στη Βόρειο Αμερική κρατώντας ένα πτυχίο Ιστορίας και Αρχαιολογίας από το Καποδιστριακό. Πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Washington στο Σαιντ Λούις (ΗΠΑ, 1989), άρχισε να εκπαιδεύει φοιτητές του Πανεπιστημίου της Μανιτόμπα στις Κλασικές Σπουδές (Καναδάς, 1989–1998), για να συνεχίσει τη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι ως τακτικός καθηγητής Αρχαιολογίας (ΗΠΑ, 2001–). Από το 2006 διευθύνει τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Ίκλαινα Μεσσηνίας. Τον Απρίλιο του 2019 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Η τελευταία κατοικία των πρώτων Αλεξανδρινών Κυριάκος Σαββόπουλος

Πανοραμική άποψη του αρχαιολογικού χώρου και της περιοχής του Σάτμπυ (από δυτικά). Στο βάθος δεξιά, το ακρωτήρι της Σελσέλα (Άκρα Λοχιάδος). Πρώτη στην κομψότητα, την έκταση, τον πλούτο και την πολυτέλεια, η Αλεξάνδρεια έκρυβε μια νεκρόπολη υπόγεια, λαξευμένη στον φυσικό βράχο του εδάφους. Ένα πολύπλοκο δίκτυο διαδρόμων και οικοδομημάτων φιλοξενούσε τις ταφικές πρακτικές όλων των τάξεων και παραδόσεων. Χώροι συναθροίσεων και τελετών, παροχές νερού και πλήθος πρακτικών χώρων μαρτυρούν την ύπαρξη «ζωής» και έντονης δραστηριότητας, κάτι που καθιστά την «τελευταία κατοικία» των νεκρών σημείο επαφής τους με την κοινωνία των ζωντανών.

Αφιέρωμα: Παιδί και παιχνίδι στο Βυζάντιο Κλειώ Γκουγκουλή

Κεραμική σφυρίχτρα, Μεσοβυζαντινή περίοδος. Εφορεία Αρχαιοτήτων Εύβοιας, αρ. ευρ.: 4349. Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος στο παιδικό παιχνίδι που φιλοξενεί το περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες», τέσσερις ιστορικοί του Βυζαντίου συνεισφέρουν με ισάριθμα κείμενα. Τα άρθρα τους καλύπτουν κυρίως την περίοδο από τον 4ο μέχρι τον 12o αιώνα και αναφέρονται σε ποικίλες περιοχές της Βυζαντινής επικράτειας, από την Αίγυπτο και τη Σικελία μέχρι τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και το Αμόριο, με ειδική αναφορά στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη του 14ου και του 16ου αιώνα.

Εξερευνώντας τα άτακτα προεφηβικά παιχνίδια Béatrice Caseau, Χάρης Μεσσής

Ψηφιδωτό από τη Μονή της Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 14ος αι. (φωτ.: B. Caseau). Το καχύποπτο βλέμμα των ενηλίκων ακολουθεί τα παιδιά που έχουν αφήσει τα ανώδυνα αθύρματα της πρώτης παιδικής ηλικίας και τώρα εξερευνούν τα άτακτα προεφηβικά παιχνίδια. Ο πρώιμος γάμος ή η εξίσου πρώιμη είσοδος στο μοναστήρι αντανακλούν το εγχείρημα της βυζαντινής χριστιανικής κοινωνίας: την προσπάθεια κατάργησης της εφηβείας ως αυτόνομης ηλικίας. Θα χρειαστεί να περιμένουμε τον αιώνα των Κομνηνών για να δούμε το παιχνίδι της ερωτοτροπίας στη λογοτεχνία.

Όταν οι πηγές σιωπούν, τα ευρήματα μιλάνε Άννα Λαμπροπούλου

Παιxνίδι παιδικής αρματοδρομίας. Εικονίζεται στο ψηφιδωτό της έπαυλης στην Piazza Armerina στην Σικελία (αρχές 4ου αι.). Παιδιά εποχούνται σε τροχήλατο άρμα που σέρνουν δύο μεγάλα πουλιά. Πώς έπαιζαν τα παιδιά στο Βυζάντιο; Στον κόσμο τους θα μας οδηγήσουν οι ποικίλες γραπτές πηγές, οι φιλολογικές και αγιολογικές μαρτυρίες, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα, παιχνίδια–αθύρματα (σείστρα, αλογάκια, σφυρίχτρες, πεσσοί, κούκλες κ.λπ.), αλλά και ομαδικά παιχνίδια (Αλυσοδεμένος διάβολος, ξύλινο ιππικό, παιδική αρματοδρομία κ.λπ.).

Παιδικό παιχνίδι και κοινωνικοποίηση Oana Maria Cojocaru

Αγόρια που παίζουν με τσέρκια. Κωνσταντινούπολη, ψηφιδωτά Μεγάλου Παλατίου, 6ος αι. © Reidar Aasgaard. Οι κειμενικές, εικονογραφικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες σχετικά με τα παιδικά παιχνίδια δείχνουν ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν την παιδική ηλικία ως μια περίοδο παιχνιδιού, ένα διάστημα στο οποίο τα παιδιά άρχιζαν να γνωρίζουν τον κόσμο, να αποκτούν κοινωνικές δεξιότητες και να διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους.

Με όπλο τη σφεντόνα Αγγελική Πανοπούλου

Η πόλη του Χάνδακα τον 15ο αι. σε σχεδίασμα του Cristoforo Buondelmonti, 1429. Στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, στην πόλη του Χάνδακα, οι αρχές απαγορεύουν τον επικίνδυνο πετροπόλεμο με χέρια ή με σφεντόνες. Πού έπαιζαν πετροπόλεμο τα αγόρια; Ποιες ποινές προβλέπονταν για τους παραβάτες και πώς προσαρμόζονταν αυτές στην ηλικία και την κοινωνική τάξη τους; Η ποινικοποίηση του βίαιου παιχνιδιού αντανακλά τη βούληση της Βενετίας να προλάβει τυχόν κοινωνικές αναταραχές που θα έθιγαν την εύρυθμη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών και το αστικό περιβάλλον.

Θέματα: Πήλινα ειδώλια από την Τροιζήνα Μαρία Γιαννοπούλου

Ειδώλιο γυναικείας μορφής, πιθανώς Αφροδίτης, από ταφή του γ΄ τετάρτου του 4ου αι. π.Χ. στο ανατολικό νεκροταφείο (Μ. Πόρου, αρ. 1852). Οι σωστικές ανασκαφές στην περιοχή των νεκροταφείων της αρχαίας Τροιζήνας απέδωσαν αξιόλογα πήλινα ειδώλια, χρονολογούμενα από τους αρχαϊκούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους. Το θεματολόγιό τους περιλαμβάνει ανδρικές και γυναικείες μορφές, έρωτες, πλαγγόνες, ζώα και πτηνά. Όπως προκύπτει από τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα, τα κτερίσματα αυτού του είδους συνόδευαν κατά προτίμηση ταφές γυναικών και παιδιών.

Η ρωμαϊκή έπαυλη της Στρογγυλής Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου

Ψηφιδωτό δάπεδο από την αγρέπαυλη μετά τις εργασίες συντήρησης. Ρωμαίοι άποικοι στην Ήπειρο από τον 1ο έως και τον 3ο αιώνα μ.Χ. οργάνωσαν ένα οικιστικό σύνολο στη Στρογγυλή, μια θέση που βρίσκεται κοντά στην Άρτα και τον Αμβρακικό κόλπο. Η εγκατάσταση περιλάμβανε αγρέπαυλη, οκταγωνικό βαλανείο, πηγάδι και ελαιοτριβείο. Τα πολύχρωμα ψηφιδωτά της έπαυλης, η ποιότητα των κινητών ευρημάτων, το άψογα στημένο λιοτρίβι δηλώνουν ότι ο ιδιοκτήτης ήταν πιθανότατα κάποιος γαιοκτήμονας ευγενής που επιδιδόταν στην επιχειρηματική κτηνοτροφία και γεωργία. Οι Ρωμαίοι άποικοι αυτού του τύπου είναι γνωστοί ως Epirotici homines ή Synipirotae.

Βυζαντινή Μεγαρίδα Ελευθερία Ζαγκουδάκη

Ο ναός του Αγ. Αθανασίου από ανατολικά, μετά την ολοκλήρωση του αναστηλωτικού έργου, τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και την εγκατάσταση νέου στεγάστρου στη νότια όψη. Διάσπαρτα στον Ελαιώνα των Μεγάρων, αφιερώματα τοπικών οικογενειών, τα βυζαντινά εκκλησάκια επιζούν ως μάρτυρες της ιστορίας της Μεγαρίδας κατά τη Μεσοβυζαντινή και την Υστεροβυζαντινή περίοδο. Τρία από τα ναΰδρια γειτονεύουν. Είναι ο Χριστός (12ος αι.), ο Άγιος Αθανάσιος (13ος αι.) και ο Άγιος Γεώργιος (12ος αι.). Απλοί τετρακιόνιοι ναοί, σταυροειδείς εγγεγραμμένοι με τρούλο. Παρά τη φθορά του χρόνου παραμένουν όσο ελκυστικοί υπήρξαν για τους περιηγητές του 17ου αιώνα που τους πρόσεξαν.

Αρχαιολογικός χώρος: Ακρόπολη του Γλα Έλενα Κουντούρη, Κώστας Θεοδωρίδης, Σοφία Σπυροπούλου

Αεροφωτογραφία της ακρόπολης του Γλα (φωτ.: Κ. Ξενικάκης, © Ανασκαφικό Πρόγραμμα Γλα 2018–2022). Η μυκηναϊκή ακρόπολη του Γλα, τόσο κοντά στην εθνική οδό Αθηνών–Λαμίας αλλά και τόσο διακριτικά αποτραβηγμένη από αυτήν, προβάλλει ως νησίδα, στο μέσον του βορειοανατολικού μυχού της Κωπαΐδας. Η σύνδεσή της με το επίτευγμα της αποξήρανσης της λίμνης και η κεντροβαρική θέση της, που παρείχε εποπτεία της πεδιάδας προς όλες τις κατευθύνσεις και πρόσβαση στις θαλάσσιες επικοινωνίες μέσω του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, καθιστούν σημαντικό τον ρόλο που διαδραμάτιζε στο πολιτικό περιβάλλον της ανακτορικής βόρειας Κωπαΐδας, ως οικονομοτεχνικό κέντρο λειτουργίας των αποστραγγιστικών έργων και ως σταθμός συγκέντρωσης των αυξημένων αγροτικών προϊόντων της περιοχής.

Τεύχος 8, Αύγουστος 1983 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Ποιοι νόμοι προστατεύουν τα αρχαία στο βυθό Εμμανουήλ Ρούκουνας

Ένας από τους χάλκινους πολεμιστές του Ριάτσε ανασύρεται από το βυθό (φωτ. National Geographic, 163, 6). Τα πολιτιστικά αγαθά που βρίσκονται στο βυθό διακρίνονται σε τρεις ομάδες: τα ευρήματα από τη Νεολιθική εποχή και την εποχή του Χαλκού που βρέθηκαν σε λίμνες της Κεντρικής Ευρώπης, οι πόλεις, τα λιμάνια και τα λιμενικά έργα που καλύφθηκαν από τη θάλασσα σε πολλά μέρη του κόσμου και τα ναυάγια με το πολλαπλά πολύτιμο φορτίο τους. Πρόσβαση στο βυθό δεν έχουν μόνο οι ερασιτέχνες δύτες που μπορούν να συμβάλουν στον εντοπισμό περιοχών και αντικειμένων αλλά και οι μεγάλες εταιρίες που εκμεταλλεύονται την υφαλοκρηπίδα, τα κράτη που χρησιμοποιούν το βυθό ειρηνικά, για τοποθέτηση καλωδίων λόγου χάρη ή, αντίθετα, για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι τεχνικές πρόοδοι διευκολύνουν τη σύληση πολιτισμικών αγαθών από τους αρχαιοκάπηλους. Το σύγχρονο νομικό καθεστώς της θάλασσας διέπεται από τις τέσσερις συμβάσεις της Γενεύης του 1958 και από το διεθνές εθιμικό δίκαιο. Σύντομα θα ισχύσει και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών (Τζαμάικα, 1982). Οι θαλάσσιες ζώνες έχουν αυξηθεί. Από τα «εσωτερικά ύδατα» βγαίνουμε στην «αιγιαλίτιδα ζώνη» που στα περισσότερα κράτη έχει πλάτος 12 ναυτικά μίλια ενώ στην Ελλάδα μόλις 6. Πέρα από την αιγιαλίτιδα αρχίζει η «ανοιχτή θάλασσα» όπου το παράκτιο κράτος χάνει την απόλυτη κυριαρχία του. Ωστόσο, σε ζώνη της ανοιχτής θάλασσας που έπεται της αιγιαλίτιδας και φτάνει ως τα 24 μίλια από τις ακτές, στη «συνορεύουσα», το παράκτιο κράτος διατηρεί κάποια δικαιώματα. Στην ανοιχτή θάλασσα πάντα, σε απόσταση ως 200 μίλια από τις ακτές, για πολλά κράτη ισχύει η «αποκλειστική οικονομική ζώνη» (ΑΟΖ). Στο βυθό τώρα, ο υδάτινος χώρος λιμνών, ποταμών και της αιγιαλίτιδας αποτελεί έδαφος του κράτους και διέπεται από την εσωτερική νομοθεσία. Στην υφαλοκρηπίδα το παράκτιο κράτος έχει αποκλειστικό δικαίωμα στην έρευνα και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του βυθού. Η νέα σύμβαση του 1982 επεκτείνει αυτά τα δικαιώματα στα 200 μίλια από τις ακτές. Η ελληνική νομοθεσία «περί αρχαιοτήτων» ισχύει και στο βυθό των εσωτερικών υδάτων και της αιγιαλίτιδας ζώνης. Διέπεται από την αρχή ότι τα αρχαία αποτελούν ιδιοκτησία του κράτους, αναγνωρίζονται όμως και κάποιες εξαιρέσεις. Σε διεθνές επίπεδο, η συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας δημιούργησε στην υφαλοκρηπίδα ζώνη ειδικής προστασίας των αρχαίων που απέχει 24 μίλια από τις ακτές και υπάγεται στην εθνική νομοθεσία του παράκτιου κράτους. Μεγάλη είναι η ασυμμετρία ανάμεσα στη δραστηριοποίηση των διεθνών οργανισμών και την αδράνεια του ελληνικού κράτους.

Η υποβρύχια αρχαιολογία και η σημασία της Γεώργιος Παπαθανασόπουλος

Ακρωτήριο Ξι Κεφαλληνίας. Δεμένο με σχοινιά το άγαλμα, λίγο πριν την ανέλκυσή του. Με πλοία που εμπορεύονταν τον οψιδιανό και διέσχιζαν το Αιγαίο από την απώτατη Νεολιθική εποχή, με παράκτιες εγκαταστάσεις, με τα λεηλατημένα της καλλιτεχνήματα να φυγαδεύονται με καράβια, η Ελλάδα είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο ενάλιο αρχαιολογικό πλούτο. Από το βυθό ανασύρθηκαν αριστουργήματα όπως ο Ποσειδών του Αρτεμισίου, ο Έφηβος των Αντικυθήρων, το Παιδί του Μαραθώνα, ο «Τζόκεϋ» με το άλογο, οι Πολεμιστές του Ριάτσε, ο Έφηβος – Αθλητής του Λύσιππου (στο Μουσείο Getty). Σε αποθήκη του Πειραιά παρέμειναν ο Απόλλων, η Αθηνά και η Άρτεμις όταν ματαιώθηκε το ταξίδι τους. Το ένα αντικείμενο της υποβρύχιας αρχαιολογίας είναι η εξερεύνηση κτισμάτων κατά μήκος των ακτών (μόλοι και προκυμαίες, μεμονωμένα κτίσματα, λείψανα πόλεων και οικισμών) που σήμερα έχει σκεπάσει η θάλασσα. Το άλλο είναι η εξερεύνηση των ναυαγίων. Στην Ελλάδα, έχουν επισημανθεί 700 περίπου σημεία του βυθού που περικλείουν αρχαία. Τον εντοπισμό ενός ναυαγίου συνδράμει η σύγχρονη τεχνολογία, ιδιαίτερα η ηχοβολιστική συσκευή SONAR. Ακολουθούν η αναγνώριση, η τοπογραφική και σχεδιαστική αποτύπωση, η λεπτομερής φωτογράφιση και κινηματογράφηση, η έρευνα σε βάθος και η συντήρηση. Τα αντικείμενα της υποβρύχιας αρχαιολογίας απειλούνται από τις σύγχρονες επεμβάσεις στις ακτές και τους βυθούς και από τους αρχαιοκάπηλους που διαλύουν το «κλειστό σύνολο» που είναι ένα ναυάγιο. Η Ελλάδα πρωτοπόρησε παγκόσμια όταν στις 22 Μαΐου 1834 ανέθεσε στο κράτος τη φροντίδα της αναζήτησης των ενάλιων αρχαίων. Έκτοτε δεν έχει υπάρξει άλλη νομοθετική ρύθμιση. Η Εφορία Εναλίων Αρχαιοτήτων από το 1976, έτος ίδρυσής της, ασχολήθηκε με έργα υποδομής για την πραγματοποίηση των υποβρύχιων αρχαιολογικών ερευνών για τις οποίες ετοιμάζει από το 1982 μεγάλο κέντρο στο φρούριο της Πύλου.

Έρευνα στο ναυάγιο «Mέντωρ» Νίκος Λιανός

Υποβρύχια ανασκαφή. Δοκιμαστική τομή στο χώρο του ναυαγίου «Μέντωρ» με χρήση αναρροφητήρα. Το μπρίκι «Μέντωρ» ξεκίνησε από τον Πειραιά στις 16 Σεπτεμβρίου 1802 με προορισμό την Αγγλία και ενδιάμεσο σταθμό τη Μάλτα. Στα αμπάρια του φορτώθηκαν περί τα 17 κιβώτια με τμήματα της ζωφόρου του Παρθενώνα, ανάγλυφα τμήματα του ναού της Απτέρου Νίκης, μεμονωμένα τμήματα αγαλμάτων και σπόνδυλοι κιόνων. Αποστολέας και παραλήπτης ήταν ο Λόρδος Έλγιν. Την επομένη ο «Μέντωρ» ναυάγησε στα Κύθηρα, κοντά στον όρμο του Αυλέμονα. Ο Έλγιν και οι άνθρωποί του έκλεισαν συμβόλαια με σπετσιώτες και καλύμνιους σφουγγαράδες εξασφαλίζοντας σε τρία χρόνια την ανέλκυση του φορτίου. Το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών ανέλαβε το 1980 να εντοπίσει το ναυάγιο του σκάφους «Μέντωρ» και να εξακριβώσει κατά πόσον απέμενε κάτι από το πολύτιμο φορτίο του. Για την υποβρύχια ανασκαφή χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του αναρροφητήρα (Air Lift). Διαπιστώθηκε ότι η αριστερή πλευρά του σκάφους σώθηκε καθώς είχε θαφτεί στο βυθό. Στις πέντε μέρες που διήρκεσε η ανασκαφή δεν εντοπίστηκαν ίχνη από το πολύτιμο φορτίο του πλοίου.

Αρχαία ναυάγια και η ζωή τους μετά θάνατον Νίκος Τσούχλος

Φόρτωμα πλοίου που βυθίστηκε, σωροί από αμφορείς σημαδεύουν αλάθητα τη θέση του ναυαγίου. Τα νερά που σκεπάζουν ένα ναυάγιο καθορίζουν και την επιβίωσή του. Οι ζωντανοί μικροοργανισμοί, το σκουλήκι, η ναυτική τερηδόνα και άλλοι, κατατρώνε και αποσαθρώνουν το ξύλο. Η θερμότητα της θάλασσας είναι καταστροφική, το ίδιο και η αλμύρα της. Ναυάγια στη Βαλτική, που η αλατότητα των νερών της είναι μισή από αυτή της Μεσογείου, διατηρούνται καλύτερα. Ο καθοριστικός παράγοντας όμως είναι το είδος του βυθού που θα βρεθεί το καράβι όταν βουλιάξει. Η προστατευτική δράση της λάσπης του βυθού διατηρεί συνήθως τη μία πλευρά του καραβιού, εκείνη που σκεπάζεται από το φορτίο και βυθίζεται λόγω βάρους. Άπαξ και το ναυάγιο έχει ολοκληρωτικά θαφτεί, λίγη διαφορά για τη διατήρησή του κάνουν τα εκατό ή τα χίλια χρόνια. Πέρα από το ξύλο, τα μέταλλα, εκτός από το χρυσό και το μολύβι, υφίστανται φθορές, όπως και τα μάρμαρα. Τα μάρμαρα από το ναυάγιο των Αντικυθήρων παρέμειναν άθικτα εκεί όπου ήταν χωμένα στη λάσπη ενώ παραμορφώθηκαν εντελώς στην εκτεθειμένη τους επιφάνεια. Υπόδειγμα συντήρησης και αναστήλωσης από τον αμερικανό υποβρύχιο αρχαιολόγο Michael Katzev και την ομάδα του αποτελεί το καράβι της Κερύνειας. Το αρχαίο ναυάγιο, ένα πραγματικά «κλειστό εύρημα», είναι ένας θύλακας χρόνου από την εποχή που χάθηκε το καράβι.

Αμφορείς: τα πιο κοινά αγγεία των ναυαγίων Συντακτική επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ερυθρόμορφο αγγείο που απεικονίζει πως κρατούσαν τον αμφορέα (Μουσείο Βατικανού). Οι οξυπύθμενοι αμφορείς χρησίμευαν για τη μεταφορά υγρών –νερό, λάδι, κρασί– και είχαν περιεκτικότητα 18-22 λίτρα. Τυπολογικά χαρακτηρίζονται από το στενό στόμιο, τις δύο κάθετες, αντιμέτωπες λαβές και τον στενό, μυτερό πυθμένα που χρησιμεύει και ως τρίτη λαβή. Συχνά στον ώμο της λαβής υπάρχει σφραγίδα για την προέλευση και τη χρονολόγηση του περιεχομένου και για τον έλεγχο επίσημης αρχής. Οι Έλληνες μετέφεραν τα προϊόντα τους με αμφορείς ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ., στοιβάζοντάς τους στα πλοία κατά εκατοντάδες. Από τα φορτία που βρίσκουμε στα ναυάγια πληροφορούμαστε για το εμπόριο και την οικονομία των τόπων συναλλαγής.

Έφυδρο ξύλο Συντακτική επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Στοκχόλμη. Το πλοίο Wasa πάνω σε τσιμεντένια πλατφόρμα φέρεται στη στεριά. Έφυδρο ονομάζεται το ξύλο που έχει παραμείνει επί μεγάλο χρονικό διάστημα στο νερό, συνήθως στο βυθό θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ή και σε πηγάδι. Έχοντας υποστεί αλλοίωση των κυττάρων του, αν στεγνώσει θα συρρικνωθεί και θα κονιορτοποιηθεί. Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι σταθεροποίησης του ξύλου με κατάλληλα υγρά. Στον ελληνικό χώρο έχουν μελετηθεί μόνο αρχαία και βυζαντινά πλοία, ενώ τα ναυάγια του 1821 μένουν ανεξερεύνητα. Το καταπληκτικότερο παράδειγμα διάσωσης και συντήρησης ναυαγίου αποτελεί το πλοίο Wasa που βυθίστηκε στο λιμάνι της Στοκχόλμης το 1628 από όπου και ανασύρθηκε το 1960.

Καταποντισμένα λατομεία της Θάσου Συντακτική επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Θάσος, μέρος λατομείου καλυμμένο από τα νερά της θάλασσας. Εκτός από το καλό της κρασί, η Θάσος ήταν διάσημη στην αρχαιότητα και για το λευκό της μάρμαρο. Στο ΝΑ τμήμα του νησιού, στη θέση Αλυκή υπάρχει πλήθος λατομείων. Όσα από αυτά ήταν παράκτια χρονολογούνται στην πρωτοχριστιανική εποχή και βρίσκονται σήμερα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το βυθισμένο δάπεδο χρησίμευε ως προβλήτα για την προσάραξη των πλοίων, ενώ οι κοιλότητες και οι πέτρινοι κρίκοι μαρτυρούν τη χρήση ανυψωτικών μηχανών για το φόρτωμα των πλοίων

Αλιείς-Πόρτο Χέλι Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Αλιείς. Διακρίνεται βυθισμένο το βορειοανατολικό τμήμα της πόλης. Στην Ερμιονίδα, πλάι στο Πόρτο Χέλι, βρίσκεται ο μισοκαταποντισμένος οικισμός των Αλιέων, που πήρε το όνομά του από την ενασχόληση των τιρύνθιων κατοίκων του με το ψάρεμα και τη συλλογή κοχυλιών πορφύρας. Οι Ερμιονείς τους παραχώρησαν την κώμη όταν το 465 π.Χ. οι Τιρύνθιοι εκδιώχθηκαν από την πόλη τους από τους Αργείους. Στην Ερμιονίδα βρέθηκαν ίχνη Παλαιολιθικής εποχής (8000 π.Χ.) αλλά ο πρώτος οικισμός στο Πόρτο Χέλι ανήκει στην Πρωτοελλαδική περίοδο. Η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή άρχισε υποβρύχιες έρευνες το 1962. Οι Αλιείς ήταν πόλη με τείχος, στρατώνες, οχυρωμένο λιμάνι, ίσως και ναύσταθμο. Βυθισμένες βρίσκονται και οι κατοικίες, ένα λουτρό και τάφοι της γεωμετρικής περιόδου.

Μεσόγειος Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Βυζαντινό κιονόκρανο από άσπρο Προκονήσιο μάρμαρο. Βρέθηκε σε ναυάγιο ανοιχτά της Σικελίας. Τη θάλασσα που βρέχει τα παράλια τόπων που γέννησαν μεγάλους πολιτισμούς τη διέσχισαν λογής λογής ποντοπόρα πλοία: οι Μινωίτες και οι Φοίνικες των προϊστορικών χρόνων θα παραδώσουν στους Έλληνες που από το 800 π.Χ. αρχίζουν να ιδρύουν αποικίες. Στα ελληνιστικά χρόνια ο πολεμικός στόλος αποκτά τεράστια βαρύτητα. Καθιστώντας τη Μεσόγειο «ρωμαϊκή λίμνη», οι Ρωμαίοι δίνουν μεγάλη ώθηση στο εμπόριο. Το Βυζάντιο θα οργανώσει τη ναυτική του δύναμη γύρω στον 6ο αιώνα, επί Ιουστινιανού. Με την παρακμή του Βυζαντίου η θαλασσοκρατία της Μεσογείου περνάει στη Δύση. Το ελληνικό ναυτικό θα επανεμφανιστεί στο προσκήνιο τον 19ο αιώνα με τον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων.

Πληροφορίες για το βυθό Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Με έντονο τεχνητό φως αποδίδεται φωτογραφικά η μαγευτική πολυχρωμία του βυθού. Το άρθρο παρέχει πληροφορίες για την κατάδυση, θέτοντας και τις προδιαγραφές για τον εξοπλισμό του δύτη. Η χρήση του γυαλιού είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της διάθλασης του φωτός στο νερό. Εξαρτήματα του βουτηχτή είναι η αναπνευστική συσκευή, η μάσκα, τα βατραχοπέδιλα, η ζώνη με τα βαρίδια, ο αναπνευστήρας, το μαχαίρι, το ρολόι, το σωσίβιο ασφαλείας και η φωτογραφική μηχανή. Αναφέρονται οι δυσάρεστες ή και επικίνδυνες συναντήσεις στο βυθό και πώς αντιμετωπίζονται: από τη θαλάσσια ανεμώνη και την τσούχτρα, τη δράκαινα, το σκορπιό, το σαλάχι και τη σμέρνα ως τον καρχαρία. Τέλος, περιγράφεται με λεπτομέρεια η διαδικασία της τεχνητής αναπνοής.

Ο έφηβος της Αγαθής-Τύχης Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο έφηβος της Αγαθής – Τύχης. Από την κοίτη του ποταμού Herault που διασχίζει τη γαλλική πόλη Agde ανασύρθηκαν ναυάγια που ανήκουν κυρίως στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο όγκος των φορτίων τους και η διαφορετική τους προέλευση μαρτυρούν την ευμάρεια της Αγαθής-Τύχης, εμπορικού κέντρου σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Η ιλύς του ποταμού σκέπασε και διαφύλαξε τα ναυάγια αποκαλύπτοντας έτσι τα μυστικά της ναυπήγησής τους. Ένα από τα υποβρύχια ευρήματα είναι ο χάλκινος έφηβος. Τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά υποδεικνύουν ότι πρόκειται για μονάρχη, πιθανόν τον ιδρυτή της Αγαθής-Τύχης. Όσο για την τεχνοτροπία του γλύπτη που το φιλοτέχνησε, αυτή θυμίζει τον Λύσιππο.

Άγκυρες Συντακτική επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Δύο άγκυρες στην απλή τους μορφή. Η υποβρύχια έρευνα έφερε στο φως πλήθος από άγκυρες. Μέχρι την 1η χιλιετία π.Χ. οι άγκυρες ήταν διάτρητες πέτρες, σχεδόν ακατέργαστες. Στον Όμηρο ο όρος είναι «ευνή» και θα γίνει «άγκυρα» τον 5ο αιώνα π.Χ. Οι παλιότερες άγκυρες είχαν μορφή απλούστερη από τη σημερινή και μόνο στη ρωμαϊκή περίοδο απέκτησαν δόντι και στύπο φτιαγμένο από χυτευτό μόλυβδο. Η πιο γερή από τις άγκυρες ονομαζόταν «ιερά» και συχνά έφερε αποτροπαϊκή διακόσμηση πάνω στο στύπο. Σε δύο άγκυρες που βρέθηκαν σε γαλλικά νερά, αποτροπαϊκά λειτουργούν στη μία το δελφίνι και οι αστράγαλοι, στην άλλη η εγχάρακτη λέξη ΣΩΤΕΙΡΑ.

Άλλα θέματα: Ο νεοαρχαϊκός ρυθμός στην ελληνική κεραμεική και τα κεραμουργήματα του Κεραμεικού στα χρόνια 1930-40 Νίκος Γρηγοράκης

Υδατογραφίες του Σιμονάκη που προορίζονταν να διακοσμήσουν πιάτα τοίχου. Η «Α.Ε. ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ» ιδρύθηκε το 1909 στο Νέο Φάληρο. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους αποφασίζει να ασχοληθεί και με χειροποίητα, καλλιτεχνικά κεραμικά. Η δημιουργία και διεύθυνση του τμήματος ανατίθεται στον Πάνο Βαλσαμάκη. Τα καλλιτεχνικά κεραμικά ακολουθούν τρεις ρυθμούς: τον νεοαρχαϊκό, τον βυζαντινο-ανατολικό και τον λαϊκό που αντλεί από σκυριανά, ροδίτικα, κρητικά και αιγαιακά μοτίβα. Η έμπνευσή τους τρέφεται από τα νάματα της γενιάς του ’30 και το σύνθημα για την επιστροφή στις ρίζες. Στόχος μια νέα «εθνική ταυτότητα» που θα στηρίζεται στην «ελληνικότητα». Από τους Αρμένιους και Μικρασιάτες που μετά το 1922 στελέχωσαν το τμήμα, ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Ιωάννης Σιμονάκης (Συμεών Σιμονακιάν). Επιδέξιος καλλιτέχνης και αξιοθαύμαστος μικρογράφος κεραμίστας, ο Σιμονάκης ταξιδεύει σε ελληνικά και ξένα μουσεία και με ειδική άδεια αντιγράφει παραστάσεις από αρχαιοελληνικά αριστουργήματα. Σε αυτόν κυρίως οφείλεται ο νεοαρχαϊκός ρυθμός. Μετά το τέλος του πολέμου αρχίζει η δεύτερη περίοδος του Κεραμεικού. Από το καλλιτεχνικό εργαστήρι παρελαύνουν οι Δημήτρης Κοκκινίδης, Δημήτρης Βακάλης, Ηλίας Φέρτης, Βαγγέλης Μουστάκας, Θύμιος Πανουργιάς, Μιχάλης Κάσσης κ.ά. Στην προπολεμική περίοδο από το εργαστήρι πέρασαν οι Μ. Μαρτζουβάνης, M. Latry, Dunckel, Ilynn, Platon, M. Peters, Ατίλιο Ντεπιάν κ.ά. Ακόμη στο εργαστήρι μαθήτευσαν υπό τον Max Hellstern σαράντα κεραμίστες, ανάμεσά τους και οι Χρηστίδης, Θεολόγος, Π. Καλλιγέρης, Κ. Παπαγεωργίου, Ζωή Αναστασιάδου, Νίκη Γεωργακοπούλου και Ίρα Τριανταφυλλίδη. Πρέπει επίσης να μνημονευτούν δύο άλλες κεραμικές μονάδες, η «Κιουτάχεια», που ιδρύεται στο Νέο Φάληρο (1922) και δημιουργεί τα ομώνυμα και άλλα ανατολίτικα κεραμικά και ο «Ίκαρος» που ιδρύεται στη Ρόδο το 1929.

Ο βυζαντινός Τύρναβος Γιώργος Γουργιώτης

Βυζαντινά sgraffiti από τον Τύρναβο. Θρυλείται ότι ο Τουραχάν Βέης, που κατέκτησε τη Θεσσαλία το 1423, θεμελίωσε τον Τύρναβο όπου έκτισε τζαμί και ναό του Αγίου Νικολάου. Η μόνη πιθανή ιστορική αλήθεια που ο θρύλος ίσως απηχεί είναι ότι ο Τουραχάν υπήρξε «συνοικιστής» του Τυρνάβου, δηλαδή μετέφερε ανθρώπους από άλλες περιοχές και τους εγκατέστησε εκεί. Ο ναός του Αγίου Νικολάου «του Ραχάν» όμως, που επισκευάστηκε το 1882 όπως μαρτυρεί εγχάρακτη επιγραφή, δεν είναι παλιότερος από τον 17ο αιώνα. Για να αποδείξει τη μεσαιωνική ύπαρξη του Τυρνάβου, ο συγγραφέας επικαλείται βυζαντινό κείμενο των μέσων του 10ου αιώνα που αφορά το «Μαρτύριο» του Αγίου Νικολάου του Νέου, ταξίαρχου στρατιωτικής λεγεώνας που ο Λέων ο Σοφός έστειλε στη Θεσσαλία για να αποκρούσει τους Άραβες. Επιπλέον, το όρος Τέρναβον που αναφέρεται στο κείμενο ταυτίζεται με το όρος Μελούνα (Κάτω Όλυμπος) που στις υπώρειές του βρίσκεται ο σημερινός Τύρναβος. Τέλος, οι εκσκαφείς των οικοδομών στην πόλη έφεραν στην επιφάνεια, καταστρέφοντας βέβαια την όποια διαστρωμάτωση, βυζαντινά όστρακα από πινάκια και σκύφους καθώς και τριποδίσκους κεραμικού κλιβάνου και λυχνάρια.

Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες στα Kύθηρα Καίτη Τσίχλη-Αρώνη

Τοιχογραφίες των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στο ναό του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων. Οι εκκλησίες στα Κύθηρα, πρώην καθολικά μονών, χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα και μετά. Εξαίρεση αποτελεί το ψηφιδωτό δάπεδο στο ναΰδριο του Αγίου Γεωργίου κοντά στην Παληόπολη που χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα. Αναφέρονται ως σπουδαιότερες πέντε εκκλησίες από τις οποίες οι τέσσερις πρώτες ανήκουν στον τύπο του σταυροειδούς ναού μετά τρούλου. Μεγαλύτερος είναι ο ναός του Αγίου Θεοδώρου κοντά στον Ποταμό, που τιμά τον πολιούχο του νησιού. Η Αγία Βαρβάρα στην Παληόχωρα χτίστηκε τον 13ο αιώνα από Μονεμβασιώτες πρόσφυγες. Ο Άγιος Πέτρος στο Μυλοπόταμο διασώζει αξιόλογες τοιχογραφίες του 12ου αιώνα. Απαντά και εδώ η τοπική ιδιορρυθμία να απεικονίζεται στην αψίδα του ιερού αντί της Πλατυτέρας ένας άγιος. Ο ναός του Αγίου Ανδρέα στο Λιβάδι ανάγεται τουλάχιστον στον 10ο αιώνα και ήταν αρχικά δικιόνιος σταυροειδής. Σήμερα έχει τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με χαμηλό, τετράγωνο εξωτερικά τρούλο. Ανάμεσα στις τοιχογραφίες (1628) βρίσκεται και κοσμική γυναίκα με ενδυμασία εποχής. Ο άγιος Δημήτριος στο Πούρκο έχει εξωτερικά ακανόνιστο σχήμα, ενώ εσωτερικά αποτελεί σύμπλεγμα τεσσάρων εκκλησιών. Στον ζωγραφικό του διάκοσμο από διάφορες περιόδους βρίσκεται κτητορική επιγραφή που σώζει και το όνομα του ζωγράφου. Τριάντα πέντε μεταβυζαντινές εκκλησίες γεμάτες με πολύτιμες τοιχογραφίες μοιράζονται στα τρία κάστρα του νησιού: της Χώρας με το Μέσα Βούργο, της Παληόχωρας και του Μυλοπόταμου Κάτω Χώρας. Οι περισσότερες είναι απλές μακρόστενες αίθουσες καμαροσκεπείς αλλά διαδεδομένος είναι και ο τύπος του μονόχωρου ναού με δύο κόγχες ιερού. Εξαιρετικές είναι οι τοιχογραφίες στο σπήλαιο της Αγίας Σοφίας, όπως και στον Άγιο Πέτρο Μυλοποτάμου, στην Πλατυτέρα Αγίου Βλασίου Φριλιγκιάνικων και στο αρχικό στρώμα του Αγίου Νίκωνα.

Σουβενίρ: μια καταγγελία Χρήστος Μπουλώτης

Ο Πρίγκηπας των κρίνων εντάσσεται στο αλαλούμ που ετοιμάζει ο «σουβενιροποιός». Ο συγγραφέας εξανίσταται μπρος στην ασχήμια, την απρέπεια και την απάτη που στηρίζουν την τουριστική βιομηχανία των ενθυμίων. Ο «σουβενιροποιός» επιδίδεται αδίστακτα σε διαστρεβλωτικούς συνδυασμούς: «αναβαθμίζει» τα κυκλαδικά ειδώλια σε γοργόνες προσθέτοντάς τους μια ψαροουρά, συνδυάζει την ιθυφαλλικότητα με τον κανιβαλισμό στο γύψινο ομοίωμα του Μινώταυρου, συρράπτει μεμονωμένες μορφές πάνω σε αγγεία κατά κανόνα μιας άλλης εποχής. Ένας αρχαιολόγος δεν μπορεί να ανεχθεί τη θέα μιας οινοχόης του 5ου αιώνα π.Χ. με την παράσταση του Πρίγκιπα των κρίνων (16ος αιώνας π.Χ.) ζωγραφισμένη σε μελανόμορφο ρυθμό του 6ου αιώνα π.Χ., που μάλιστα διαφημίζεται ως «αυθεντική»! Είναι καιρός ο ΕΟΤ και το ΥΠΠΟ να επιληφθούν αυτής της πολιτιστικής υποβάθμισης.

Μια άγνωστη ανακαίνιση του Παρθενώνα Επαμεινώνδας Βρανόπουλος

Ερείπια του Γυμνασίου που ανήγειρε ο Ηράκλειος στην αρχαία Αγορά. Το 1970 στις ανασκαφές της Αγοράς των Αθηνών ανακαλύφθηκε τείχος των μέσων περίπου του 5ου αιώνα μ.Χ. με εντοιχισμένα θραύσματα και σπόνδυλους από την εσωτερική κιονοστοιχία του Παρθενώνα. Στις ανασκαφές του 1970 και 1972 ανακαλύφθηκαν 35 αρχιτεκτονικά μέλη του Παρθενώνα, τα περισσότερα εντοιχισμένα στη θεμελίωση στοάς του 5ου αιώνα μ.Χ. Από τις εκδοχές γύρω από τα αίτια της καταστροφής επικρατέστερη είναι εκείνη που την αποδίδει σε μαρτυρούμενους σεισμούς στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. Η ανακατασκευή του Παρθενώνα πρέπει να έγινε από τον πραίτορα του Ιλλυρικού Ηράκλειο στην πρώτη δεκαετία του 5ου αιώνα μ.Χ.

Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου (εικόνες της πόλης στα 1915-8) Βασίλης Κολώνας

Καρτ-ποστάλ, ενθύμιο Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια ξενάγηση στη Θεσσαλονίκη του 1915-1918 μέσα από τις αφηγήσεις ξένων στρατιωτών και ανταποκριτών, πλούσια εικονογραφημένη με καρτ ποστάλ και διαφημίσεις σε εφημερίδες της εποχής. Περιγράφεται η κοσμική και καλλιτεχνική ζωή και καταγράφονται ονόματα εστιατορίων και «καφέ», ξενοδοχείων, μπαρ και μιούζικ χολ, κινηματογράφων και θεάτρων. Τα εστιατόρια με τα γαλλικά ή αγγλικά ονόματα βρίσκονται όλα στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Ο κατάλογος μεταφρασμένος σε γαλλικά ελληνικής προφοράς, το φαγητό πολύ κακό, σχολιάζει ο ακόλουθος του ρωσικού προξενείου. Στα «καφέ», με πρώτο και αξεπέραστο το Floca’s και δεύτερο το Crystal, επικρατεί μια πολυπολιτισμική, κοσμοπολίτικη κοσμοπλημμύρα. Πόλη των αντιφάσεων: μόλις διαβούν την πρόσοψη της δυτικής πόλης που είδαν από την αποβάθρα, οι ξένοι επισκέπτες θα αναμετρηθούν με την ατέλειωτη λάσπη. Ανηφορίζοντας στις τούρκικες συνοικίες στην πάνω πόλη, πάνω από τις επαύλεις των ευρωπαϊκών συνοικιών, όπου τα βράδια αντηχούν μελωδίες από πιάνο και μαντολίνο, έρχονται αντιμέτωποι με μια μυστηριώδη σιωπή. Οι τιμές στα καταστήματα είναι αστρονομικές και αδιαπραγμάτευτες αλλά λίγο πιο πέρα, στη σκεπαστή αγορά, κυριαρχούν τα ανατολίτικα παζάρια. Οι έμποροι μιλούν τουρκικά, ισπανικά, γαλλικά, ελληνικά και ιταλικά με την ίδια ευκολία, ενώ η γλώσσα των μεγάλων επιχειρηματιών, των καταστημάτων της μόδας και των «καφέ» είναι τα γαλλικά. Εκτός από τους συμμάχους και τους ξένους ανταποκριτές υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή πλήθος από ανεπίσημους ξένους με αποστολές μάλλον σκοτεινές. «Για τον κατάσκοπο η Θεσσαλονίκη είναι ο Παράδεισος» αναφέρει ο W.C. Price και ο W. Pubst θα γυρίσει το 1936 ταινία με τίτλο «Θεσσαλονίκη, φωλιά των κατασκόπων». Ο επίλογος, μελαγχολικός και σαρκαστικός, αναφέρεται στην καταστροφική πυρκαγιά του Αυγούστου 1917.

Η λιθοτεχνία των χειροπελέκεων της Νέας Αρτάκης Ευβοίας Εύη Σαραντέα-Mίχα, Surrendra-Kumar Mishra

Χειροπελέκεις από τη Νέα Αρτάκη, αρ. 7, 13, 14: όψη και τομή. Στη συλλογή της Εύης Σαραντέα-Μίχα ανήκουν 3.500 λίθινα εργαλεία που προέρχονται από την Παλαιολιθική, τη Μεσολιθική και τη Νεολιθική εποχή και από διάφορες θέσεις της Νέας Αρτάκης. Τα παλαιότερα παλαιολιθικά ευρήματα στην Εύβοια (Ροβιές, Αγκάλη, Κήρινθος) θεωρήθηκαν σποραδικά και αβέβαια. Στη βόρεια Νέα Αρτάκη βρέθηκαν πυριτολιθικές φλέβες και, κοντά τους, πυρήνες και απολεπίσματα από την επεξεργασία της πέτρας, σφυριά και πολλές εκατοντάδες τελειοποιημένα ή ατελή εργαλεία. Οι χειροπελέκεις που έχουν συλλεγεί είναι κατασκευασμένοι από πυρήνες ή από φολίδες σε ποικίλα σχήματα. Για κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους που δείχνουν τοπική προέλευση και εξέλιξη ονομάστηκαν «ευβοϊκοί τύποι».

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Aκρόπολης της Μιδέας. Η δυτική πύλη με τον προμαχώνα και ένα εσωτερικό δωμάτιο. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στις ΗΠΑ κατασκευάζονται «κάψουλες» που κατεβάζουν το δύτη στα 10.600 μέτρα ενώ με τα «μπράτσα» τους συλλέγουν δείγματα από το βυθό – Στο Λευκαντί της Εύβοιας βρέθηκε σε τάφο το αρχαιότερο ύφασμα την Ευρώπη, λινό του 10ου αιώνα π.Χ. – Χαρακτηρίστηκε «αρχαίο» μνημείο ο ναός του Αγ. Θαλελαίου στη Χίο με ξυλόγλυπτο τέμπλο των αρχών του 18ου αιώνα – Η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας του Ισραήλ δέχεται εθελοντές για ανασκαφές

Συνέδρια

Από τις 4 ως τις 8 Ιουλίου 1983 πραγματοποιήθηκε στο Bad Homburg το Β΄ Συμπόσιο Βυζαντινού Δικαίου - Η Ελληνική Σημειωτική Εταιρεία, χρηματοδοτούμενη από το ΥΠΠΕ, οργανώνει στην Αθήνα περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1983 το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Σημειωτικής - Στις 24 Ιουνίου έληξαν οι εργασίες του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνοαραβικών Σπουδών που έγινε στο ΕΙΕ υπό την αιγίδα του ΥΠΠΕ

Βιβλία

Αντώνης Α. Ζώης, Προϊστορική και Πρωτοϊστορική αρχαιολογία, Γιάννενα 1982 – Theano Chatzidakis-Bacharas, Les peintures murales de Hosios Loukas: Les chapelles occidentales, Χ.Α.Ε., Αθήνα 1982 - Γιάννης Πρόκοβας, Αμπελάκια, το λίκνο του Συνεταιρισμού, Κέδρος, Αθήνα 1982 - Αμαλία Μεγαπάνου, Σχέδια από ελληνικά κεντήματα, τόμ.3, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 1983 - Σέμνη Καρούζου, Περίπατοι στην Ιταλία, Ερμής, Αθήνα 1983 – Δημήτριος Σταμέλος, Η Νεοελληνική Λαϊκή Τέχνη, Εστία, Αθήνα 1982

Εκθέσεις

Έκθεση εικόνων κρητικής σχολής στο Μουσείο Μπενάκη, 16 Ιουνίου-31 Αυγούστου 1983

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Το τελευταίο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής που απέμενε στο Άργος, το πρώην εργοστάσιο μακαρονοποιΐας Μπιτσαξή, σήμερα αποθήκη ιδιοκτησίας Υψηλάντη, πρόκειται να κατεδαφιστεί με ενέργειες του ιδιοκτήτη του – Το Φραγκοκάστελλο, χτισμένο τον 14ο αιώνα, δεμένο με την ιστορία των Σφακιανών, με θέα τη θάλασσα και με φόντο τα Λευκά Όρη, τυλιγμένο σε θρύλους και σκιές πολεμιστών, απέκτησε μπροστά του καφενείο με χωριστό κτίσμα WC - Απεσταλμένος του Λουδοβίκου ΙΕ΄, ο αββάς Michel Fourmont (1690/1746) αντέγραψε και μετά κατέστρεψε 1.500 επιγραφές από την Αττική και την Πελοπόννησο πριν αφιερωθεί στην ολοκληρωτική καταστροφή της Σπάρτης [επιστολογράφος Επάμ. Βρανόπουλος]

English summaries: The laws protecting underwater finds Emmanouel I. Roukounas

The underwater location of a cultural artifact defines the sort of legislation that protects it. Thus, according to international law, the territorial sea falls under the legislation of the coastal nation and therefore the protection can be absolute. Greek archaeological legislation does not keep up with contemporary needs and therefore its reformation has become urgent. There are, however, recent strong amendments referring to submarine status. Their efficiency depends on the degree of inspection and protection exercised by the public service. Regarding the continental shelf or the deep of the exclusively economic zone, no verbal let alone written amendments have been made so far. The found cultural artifact could come into the possession of the first finder. However, according to Greek legislation (and that of other nations too) the companies that undertake the research and mining of natural hydrocarbons from the continental shelf have to abide by the regulations on the protection of antiquities. The new convention on the Law of the Sea of the United Nations (1982) contains two innovations: 1) it defines a veritable "archaeological zone" of 24 nautical miles which, under certain conditions is subject to the legislation of the coastal nation (article 303) and 2) iwhen the area belongs to an international sea-bed, the International Authority undertakes the protection of this zone and creates the right of preference for the nation claiming to be its "cultural source" (article 149).

The importance of underwater archaeology George Papathanasopoulos

The objective of underwater archaeology is to research, preserve, restore, study, evaluate and present the submerged archaeological wealth. This wealth consists of every kind of edifice, harbour works, cities, fortifications etc. - that due to geological alterations sank into the sea - as is also the case with commercial craft, warships or even mere fishing vessels that happened to sink along with their cargo. The cargo of the wrecked ship may consist of objects of everyday use - belonging to the passengers or the crew - tools, merchandise, (oil or wine amphorae, big jars with salted fish, architectural elements, sarcophagoi etc.) or even works of art transported from one place to another, a case common to the Roman period. This explains, to a certain degree, the great number of works of art found in wrecks that embellish Greek and foreign museums (the Ephoebos from Antikythera Island, the Poseidon from Cape Artemision, the Jockey, the bronzes of Riace, Italy, the Ephoebos of the Getty Museum, USA etc.). Underwater archaeology is an especially difficult field, since the scientists and specialists engaged have to operate not under common, normal conditions but deep down in the sea, which is quite a dangerous task. Athough the first international legislation protecting the submarine activities was introduced in Greece in 1834, it was never fully enforced.

The shipwreck of the “Mendor” Nikos Lianos

The Institute of Underwater Archaeological Research is the first Greek institution engaged in underwater archaeology. It is staffed with a wide range of specialists who voluntarily offer their experience and knowledge; architects, archaeologists, geologists, photographers and others who are also qualified divers. The Institute has to its credit many underwater research projects while it also runs a variety of other programs, the organization of educational seminars, congresses, the editing of the periodical "Enalia", a library, scientific archives and an educational film library. Among the research projects undertaken by the Institute is that of the shipwreck "Mendor", loaded with seventeen boxes of Elgin marbles, mainly from the Parthenon and the Temple of Niki Apteros on the Acropolis. On September 16 1802, the ship departed from Piraeus with a crew of twelve and its first scheduled stop was the Island of Malta. The next day and while the "Mendor" was sailing close to Cape Maleas, it sank due to stormy weather. Immediately after the accident, Lord Elgin employed Greek divers and the raising of the precious cargo from a depth of 22- 24 metres began. In 1980, the Institute examined the wreck of the "Mendor" with the purpose of studying the conditions that caused the wreck, location and finding a part of the lost cargo. The findings were rather poor but more extended research may prove more successful

Ancient shipwrecks and their aftermath Nikos Tsouchlos

In the article the author refers to the factors that cause a shipwreck and to the manner in which a sunken ship is destroyed. Bad weather conditions, fire, war, piracy or accident can mainly be held responsible for a shipwreck. From the moment the wreckage reaches the bottom of the sea, an oddly different and usually fatal phase of its life commences, that of of gradual decay. Microorganisms disintegrate the wood, while the relative heat oxidizes the iron parts. The geographical position and the depth in which the wreck lies also affect the ship's preservation. A ship may sink on a hard rocky sea bed. If it happens to be sandy or muddy, then the wreck will slowly be covered by this moveable bottom material and will be preserved indefinitely. Soon after a sunken ship reaches the bottom, sails and shrouds come apart, the wood disintegration commences and finally in a period of ten to twenty years the ship splits in two under its own weight. The part remaining on the bottom being better protected will be preserved while the rest perishes. The best preserved wrecks, found so far, are those transporting merchandise, mainly amphorae, since the weight of the cargo stabilizes the wooden parts on the sea bed that are thereafter easily covered by sand and mud, which are natural preservation materials.

Amphorae.The most common jars found on shipwrecks The editors of the Archaeologia journal

Sharp-bottomed amphorae were used to transfer liquids such as water, wine and oil. Each jar contained 18 to 22 litres. The average amphora is characterized by its narrow mouth, two vertical handles facing one another and a narrow, pointed bottom or base which serves as a third handle to the jar. Often, the shoulder of the handle is stamped with a seal marking the origin and date of produce of the goods and customs control. The Greeks already by the 7th century BC transferred their goods in amphorae stacking them on their ships in hundreds. Depending on the cargo found on shipwrecks one learns of the trade and finances of the places they came from.

Infused wood The editors of the Archaeologia journal

Wood that has remained in water for a long time,usually lying at the bottom of the sea,at the bottom of a lake, a river or well, is called infused wood. The water affects the cells of the wood so if it dries out it withers and crumbles.In order to avoid this hazard, two methods of stabilizing the saturated wood with chemicals are used. On Greek territory the ships that have been the object of study are exclusively ships of antiquity and Byzantine craft, while wrecks of the Greek revolution of 1821 remain unexplored. A fascinating example of the salvaging and restoration of a shipwreck is that of the ship Wasa.It went down in the port of Stockholm in 1628 and was brought up in 1960.

Sunken quarries on the island of Thassos The editors of the Archaeologia journal

The island of Thassos was renowned in antiquity for its good wines and the white marble that was mined there. In the southeastern part of the island, in the district of Alyki, there are many quarries from which marble used to be extracted.Those mines which were by the shore date back to early Christian times and today are under water.The sunken floor of the marble mines was in use as a jetty for bringing craft aground, while holes and stone mooring rings indicate that lifting machinery was used for loading ships with their cargo.

Alieis, a settlement near Porto Heli The editors of the Archaeologia journal

In Ermioni, near the town of Porto Heli lies the half sunken settlement of Alieis (meaning fishermen).The settlement was named after the settlement’s Tirynthian fisherman inhabitants who amongst others fished for shellfish producing purple dye. In 565 after the Tirynthians had been driven from their city by the Argeians the inhabitants of Ermione granted them the village.Vestiges of the Paleolithic age (8000 BC) were found in Ermioni, but the first settlement in Porto Heli belongs to the Early Helladic period.In 1962 the American School of Archaeology began excavations.Alieis seems to have been a walled town with barracks, the port of Alieis was fortified , there may have been a dockyard for building ships.There are sunken houses, baths, and graves of the geometric period.

The Mediterranean The editors of the Archaeologia journal

For centuries, oceangoing ships sailed along the Mediterranean coast. Mediterranean countries were the breeding ground of many great civilisations, starting with the Minoan and Phoenician prehistoric civilisations which were succeeded by the Greeks who, starting from 800 BC, founded colonies there. In Hellenistic times great value was attached to the fleet. The Romans attributed great importance to trade and in Roman times the Mediterranean sea was called “the Roman lake”. The Byzantine naval force was launched in the 6th century under Justinian’s rule, and with the decline of the Byzantine empire,naval supremacy in the Mediterranean passed over to the West. The Greek navy once again rallied its forces together in the 19th century with the war of liberation against the Turks.

Information about the ocean bed The editors of the Archaeologia journal

In this article information is given about diving, the necessary diving equipment is also described. Refraction of light in the water makes it necessary for divers to wear goggles. Other diver’s apparatus are mask and flippers, a belt with weights,snorkel,knife, watch, life-jacket,and underwater camera. Dangerous encounters in the deep are mentioned. One is told how to deal with creatures of the deep ranging from sea anemones,jellyfish and sea scorpions, to encounters with sting-rays and sharks. One is also given detailed instructions of how to give the kiss of life for resuscitation.

The statue of the ephebe of Good Fortune The editors of the Archaeologia journal

Τhe river Herault flows past the French town of Agde. Wreckage was dredged from the river bed mainly belonging to the Hellenistic and Roman eras. The volume of the cargo that was brought up from the shipwrecks, also the different provenance of cargos point to Good Fortune, the trading centre which lay at a short distance from the sea being a wealthy port of call. Sludge from the river both covered and preserved the shipwrecks thus guarding the secrets behind the building of the shipcraft of the times. One important marine find was the bronze statue of an ephebe or youth. The statue’s appearance and features point to his being royalty, probably the monarch, founder of the Good Fortune trading centre. As for the sculptor who made the statue,it is attributed to Lysippos.

Anchors The editors of the Archaeologia journal

Underwater exploration has brought a great number of anchors to light. Until the 1st millennium BC anchors were crudely constructed. They were stones with a hole bored through them. In Homer anchors are called “ευνή”and the term will become “άγκυρα” in the 5th century BC. Anchors of the past had a simpler shape than today’s. In Roman times the beak or tooth and mooring ring were made of cast lead. The strongest anchor was called “ιερά” and its mooring ring would often be decorated with images averting evil. On two anchors found in French waters the emblems of a dolphin and knuckles on one and of the carved word ΣΩΤΕΙΡΑ on the other serve this same purpose of averting evil.

The neo-archaic style in modern Greek ceramics and the ceramics of Kerameikos in the years 1930 to 1940 Nikos Grigorakis

Since 1909, the year of its foundation, the “Kerameikos S.A.”, located in Neo Phaliro, was determined to produce not only industrial items but also handmade artistic ceramics. The conditions for such a project were favorable during the third decade of the century due to the number of available, capable ceramists and potters who fled from Asia Minor as refugees. The ‘Kerameikos S.A.” employed the Paris educator Panos Valsamakis who was responsible for the creation and artistic direction of the department in the years 1930 to 1942. Thus, the group of ‘Kerameikos” artists created a series of ceramics belonging mainly to three styles which were undoubtedly inspired by the inhibitions of the generation of the ΄30s. These styles are the neo-archaic, the Byzantine-Eastern and the folk (with preference for motifs from the Island of Skyros and Crete and those of the Aegean Sea). Consequently, through these ceramics, the tradition of Ancient, Byzantine and Folk art is continued and expressed. The majority of items of the neo-archaic style were ceramics of everyday use as well as decorative objects embellished with representations from the Minoan, Rhodian, Cycladic and Classical repertoire. Responsible for the copying of Ancient Greek prototypes is the artist Ioannis Simonakis. Thus, what we define as the neo-archaic style in ceramics was created through these artistic products of “Kerameikos”, which “revived” decorative scenes and motifs of ancient Greek pottery. Soon after the end of the war, that is in 1946, the “Kerameikos” factory reopened and continued its production at full speed, especially in the ‘50s. From 1948 to 1953, quite many, then unknown though today famous, artists were occasionally engaged in the artistic workshop of “Kerameikos”, such as the Professor of the School of Fine Arts Kokkinidis, the painters Vakalis and Phertis, the sculptor Moustakas, Panourgias, Kassis and others.

The Byzantine town of Tyrnavos Georgios Gourgiotis

During the early years of modern Greek history, the small town of Tyrnavos in Thessaly was one of the Centres of creative handicrafts. A booming trade flourished there. The references to Tyrnavos, in the Middle Ages, are few and consist of a written Byzantine document of the 10th century that deals with the "Martyrdom of St. Nicolas the Younger from Vouniani" and of archaeological evidence, mainly ceramics dating from the 12th to the 15th centuries. This archaeological data proves that Medieval Tyrnavos was located on the same site occupied by the early Byzantine town and overthrows K. Kouma's theory according to which Tyrnavos was founded by Tourachan Bey, the conquer of Thessaly (1423). At best we can accept that Tourachan Bey simply transferred a scattered population, collected from all over Thessaly and installed it at Tyrnavos.

Byzantine and post-Byzantine churches in Kythera Island Kaiti Aroni-Tsichli

During the Middle Ages the island of Kythera- also known as Tsirigo from the post-Byzantine period until today - was a part of the Byzantine Empire. Living memories and eloquent traces from the Byzantine years and Venetian rule (1204 - 1797) can still be found everywhere on the island. The ruins of the Byzantine settlement at Paleochora stand on a small, rocky area on the northeast side of the island. The settlement, naturally fortified by a deep and steep ravine, was probably established soon before the 12th century and was named Agios Demetrius. It prospered until 1537, when it was destroyed by a piratic invasion led by Barbarossa. The area was completely abandoned thereafter and it was named Palaeochora. The strong, tall building walls still stand today and testify to the impressive edifices that once adorned the ruined Byzantine city.

A denunciation of the souvenirs industry Christos Boulotis

The author of this article holds forth against the ugliness,indecency and fraudulence that support the souvenirs industry. The maker of souvenirs ruthlessly proceeds to distort images by upgrading Cycladic idols into mermaids by adding a fishtail onto them. In the plaster figure of the minotaur,cannibalism and the ever present phallus are brought together. Figures belonging to different periods of time are joined together on touristic vase paintings. It is hard for an archaeologist to bear the sight of The Prince of the Lillies (16th century BC), on a 5th century BC cup, painted in the black-figure style of the 6th century BC. To make matters worse, the cup in question is peddled as an “authentic” item. The Tourist Board (EOT) and the Greek ministry for culture ought to take matters into their hands.

An unknown renovation of the Parthenon Epameinondas Vranopoulos

In 1970, during excavations at the Athens Agora, a wall was uncovered, belonging approximately to the middle of the 5th century AD. Built into this wall were fragments and vertebrae originating from the inner colonnade of the Parthenon. During excavations that took place in 1970 and 1972, 35 architectural members belonging to the Parthenon were discovered most of them built into the foundations of a 5th century BC arcade. The prevailing theory about the reason for the destruction is damages brought about by earthquakes witnessed at the end of the 4th century AD. The Parthenon seems to have been renovated in the rule of Heracleius praetor in Illyricum in the first decade of the 5th century AD.

Thessaloniki during the First World War Vassilis Kolonas

"Thessaloniki was a reprovisioning station, a hospital and a place of rest where all who had suffered came for a few hours in search of distraction". These are the words of a traveller. And indeed he was right, as Thessaloniki was the most cosmopolitan town of the period.

The hand-axe industry of Nea Artaki in Euboea Evi Sarantea Mikha, Mishra Surrendra-Kumar.

Nea Artaki, a seaside village on the Island of Euboea, Greece, has brought to us sufficient evidence of the existence of a sequence of different cultures of Stone-Age Greece. The favourable climate along with the suitable Biotic and Abiotic components of nature forced the then populations to adopt a ceratin kind of technological know-how to acquire mastery over the stone-flints, available in the area. They manufactured a great many types of which hand-axes mainly covered the middle Pleistocene period. The twenty-four hand-axes recovered to date show different types of typotechnological attributes with varying shapes and sizes. But, mostly on a technological and and statistical basis they are classified into three categories; Early lower Paleolithic, Late-Lower Palaeolithic and Early-Middle Palaeoplithic.

Τεύχος 9, Νοέμβριος 1983 No. of pages: 102
Κύριο Θέμα: Ο περιβολάρης και ο διαβάτης Γιώργος Χουρμουζιάδης

Ο νεολιθικός οικισμός Διμηνίου. «…παρατηρεί στραβά όποιος δεν ξέρει τι να τις κάνει τις παρατηρήσεις του. Ο περβολάρης κοιτάει τις μηλιές του πιο προσεχτικά παρά ο διαβάτης…» K. Hempel, K. Popper, L. Binford, I. Lacatos, Fayerabend: Θεωρητικοί αρχαιολόγοι, οπαδοί και δάσκαλοι του αμερικανικού και του αγγλοσαξονικού θετικισμού, λογικού ή μη, δεν έπαψαν να διαδηλώνουν την άρνησή τους στη μαρξιστική γνωσιοθεωρία. Στη συρραφή της αρχαιολογικής με την ανθρωπολογική επιστημολογία, Αλτουσέρ και M. Goddelier συγκεράζουν σε αριστοτεχνικές κατασκευές Μαρξισμό και Στρουκτουραλισμό, συνδυάζοντας αναγνώσεις «emic» και «etic» και χρησιμοποιώντας δύο μοντέλα, το «γνωστικό» και το «λειτουργικό». Το πλαίσιο αναφοράς του άρθρου ορίζεται από την προσέγγιση της προκαπιταλιστικής τεχνολογίας μέσα από τη θεωρία της μαρξιστικής επιστημολογίας, δηλαδή της εξέλιξης της ανθρώπινης πράξης. Η τεχνολογία ορίζεται ως «το σύνολο των υλικών και πνευματικών μέσων, με τη βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος προωθεί αποτελεσματικά τη διαδικασία της παραγωγής». Ο Μαρξ, ταυτίζοντας την ιστορία με την τεχνολογία, θεωρεί την τεχνολογία ως πράξη συνισταμένη πράξεων, ως πλαίσιο αναφοράς κάθε ανθρώπινης προοπτικής. Ανερμάτιστες μένουν οι απόψεις που βγάζουν έξω από τον πολιτισμό την τεχνολογία. Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η διάκριση τεχνικής – τεχνολογίας που τείνει να διαχωρίσει τη μορφή (τεχνική) από το περιεχόμενο (τεχνολογία). Η μελέτη της αρχαίας τεχνολογίας αποκαλύπτει τρία βασικά στοιχεία συσχετιστικής ένταξης του αρχαίου ατόμου μέσα στην ιστορική διαδικασία: α) τη δυνατότητα του ατόμου να παρατηρεί και να αξιοποιεί τη φυσική πληροφορία, μεταποιώντας την έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί στην καθημερινή, σκόπιμη δράση. Μια σειρά τέτοιων μεταποιήσεων θα θεωρηθούν ένα στάδιο «πρωτοτεχνολογίας». Στο στάδιο αυτό θα ονομάσουμε τις ανθρώπινες σχέσεις βιοκοινωνικές. β) τη δυνατότητα του ανθρώπου να αξιοποιεί τη φυσική ύλη και να την εντάσσει σε σκόπιμα παραγωγικά προγράμματα. Εδώ ανήκει ο Περιβολάρης, όπως ποιητικά τον ονομάζει ο Μπρεχτ. Αυτή η προχωρημένη φάση τεχνολογικής εξέλιξης ονομάζεται φάση της «συγκεκριμένης τεχνολογίας» και συμπίπτει με την αρχή της νεολιθικής οικονομίας. Το πιο σημαντικό μέγεθός της είναι τα, οργανωμένα και μη, αρχιτεκτονικά λείψανα. Το δεύτερο μέγεθος της συγκεκριμένης τεχνολογίας είναι οι κινητές κατασκευές: εργαλεία, σκεύη, κοσμήματα. γ) τη δυνατότητα του ατόμου να οργανώνει και να αντικειμενοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται κατά την αξιοποίηση της φυσικής πληροφορίας και της φυσικής ύλης. Εδώ γίνεται το σταδιακό πέρασμα από την πρωτογενή ισοκατανομική κοινότητα στην κοινωνία του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής. Είναι το πέρασμα από την προϊστορία στην Ιστορία. Οι παραδοσιακές σχέσεις της «πρωτοτεχνολογίας» και της «συγκεκριμένης τεχνολογίας» ανατρέπονται με την εισαγωγή των μετάλλων, την ποσοτική και ποιοτική αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων και την εγκατάσταση της «τεχνολογίας των αντιθέσεων». Με την τεχνολογία των αντιθέσεων ύλη και πληροφορία παίρνουν άλλα ονόματα και περνούν στις λεπτομέρειες της ζωής, στις επιφάνειες της ανθρώπινης σάρκας, στα σοφίσματα της διανόησης. Αυτή τη διαφοροποίηση αναζητούμε με τη σπουδή της αρχαίας τεχνολογίας. Όχι τη ματαιότητα της φόρμας αλλά την αιωνιότητα της διαλεκτικής στην ανθρώπινη πράξη.

Τα λίθινα εργαλεία: μάρτυρες και φορείς προϊστορικής αρχαιολογίας Αντίκλεια Mουνδρέα-Aγραφιώτη

Ανασύνδεση των αποτελεσμάτων ενός πυρήνα από πυριτόλιθο της νεότερης παλαιολιθικής από την Cl. Karlin, Pincevent, Γαλλία. Η μεθοδολογία μελέτης των εργαλείων προσπαθεί να διευκρινίσει συγχρονικά ή διαχρονικά την τριπλή άρθρωση της τεχνικής, της μορφής και της λειτουργίας τους. Τα αντίστοιχα επιστημονικά ρεύματα που έχουν διαμορφωθεί δεν συνδυάζονται ικανοποιητικά. Όταν επίκεντρο είναι η τεχνική πριμοδοτείται η δυναμική αντίληψη του εργαλείου σε σχέση με την ένταξή του σε ορισμένη χρονική στιγμή της τεχνολογικής αλυσίδας. Πριμοδοτώντας τη μορφολογική διάσταση του εργαλείου δημιουργούνται ιδιαίτερα γόνιμες ταξινομήσεις για εργαλειακά σύνολα που έχουν υποστεί συστηματική δευτερεύουσα επεξεργασία. Το θέμα της λειτουργίας προσεγγίζεται χάρη στη συμβολή της σύγχρονης τεχνολογίας. Η ιχνολογική μέθοδος εξετάζει με το μικροσκόπιο τα ίχνη που άφησε η χρήση πάνω στην ενεργή επιφάνεια του εργαλείου.

Η μικρογλυπτική των Κρητομυκηναϊκών σφραγίδων Χρήστος Μπουλώτης

Λιοντάρι επιτίθεται σε ταύρο. Φακοειδής σφραγιδόλιθος από όνυχα. Θολωτός τάφος Μιδέας. 15ος αι. π.Χ. (Εθν. Αρχ. Μουσείο). Από την Πρωτομινωική ΙΙ (περ. 2400 π.Χ.) ως τις αρχές του 12ου αιώνα π,Χ., σώθηκαν χιλιάδες ποικιλόμορφες σφραγίδες, σφραγίσματα σε πηλό και χρυσά δαχτυλίδια με σφραγιστική σφενδόνη. Πληροφορίες για την τεχνική επεξεργασίας τους δίνουν οι ατελείς σφραγίδες (εργαστήρια ΜΜ ΙΙ στα Μάλια, ΥΜ ΙΙΙ Α στην Κνωσό), οι μνείες στον Πλίνιο, τον Θεόφραστο και τον Ηρόδοτο, καθώς και μια τοιχογραφία αιγυπτιακού εργαστηρίου στον τάφο του βεζίρη Ρεχμιρέ (περ. 1470 π.Χ.). Στην πληρέστερη κατανόηση της τεχνικής τους συμβάλλει η εξοικείωση με σημερινά εργαστήρια σφραγιδογλυφίας. Για τις προανακτορικές σφραγίδες από μαλακό στεατίτη και οφείτη, από ελεφαντόδοντο, κόκαλο ή ξύλο, τα εργαλεία ήταν απλά. Ως την ίδρυση των πρώτων ανακτόρων περί το 2000 π.Χ. η ποιότητα δεν είναι υψηλή, μιας και η χάραξη γίνεται με το χέρι. Ξεχωρίζουν οι σφραγίδες από τους τάφους της Μεσαράς και από το νεκροταφείο στο Φουρνί Αρχανών. Οι σφραγίδες γίνονται απαραίτητες στο γραφειοκρατικό σύστημα που συνεπάγεται η ίδρυση των ανακτόρων. Σκληροί και εντυπωσιακοί, οι λίθοι τώρα απαιτούν άλλα εργαλεία. Απαιτούνται τρυπάνια ταχείας περιστροφής, το συμπαγές και το σωληνωτό, και η σμύριδα της Νάξου ως λειαντικό μέσο. Και τα δύο χαλκευτά τρύπανα περιστρέφονταν γρήγορα με το παλινδρομικό τράβηγμα ενός σχοινιού ή δοξαριού. Τρίτο βασικό εργαλείο ήταν ο τροχός που συνέβαλε στην καλλιγραφία και την ακρίβεια γραμμικών μοτίβων (ΜΜ ΙΙ Φαιστός) αλλά και στην εκτέλεση των φυσιοκρατικών παραστάσεων της νεοανακτορικής σφραγιδογλυφίας. Από την αρχή των νέων ανακτόρων (1700 π.Χ.), η σφραγιδογλυφία κατέληξε σε τρία εύχρηστα σχήματα: φακοειδές, αμυγδαλοειδές και σπανιότερα πεπιεσμένο κύλινδρο. Τα σχήματα αυτά θα υιοθετήσουν και οι Μυκηναίοι. Οι ιδιοκτήτες φορούσαν τις σφραγίδες τους και ως κόσμημα. Αχάτης, όνυχας ή χαλκηδόνιος είχαν ελκυστικές ραβδώσεις, ενώ εμφανίζεται και το «εξωτικό» lapis lazuli και lapis lacedaemonius (σπαρτιατικός βασάλτης). Στους μετανακτορικούς χρόνους επικρατεί και πάλι ο στεατίτης ή οφείτης ενώ η επιστροφή στη χρήση εργαλείων με ελεύθερο χέρι ρίχνει κατακόρυφα την ποιότητα της χάραξης. Στο ξεκίνημα της επεξεργασίας της, η σφραγίδα που αποσπάται από τον πυρήνα του λίθου έχει ήδη το επιθυμητό σχήμα. Τον ακριβή καθορισμό του σχήματος προφανώς διευκόλυνε η χρήση διαβήτη. Ακολουθεί το σκάλισμα της έγγλυπτης παράστασης (intaglio). Από το τέλος τουλάχιστον της ΠΜ ΙΙΙ περιόδου, τον σφραγιδογλύφο βοηθούσε ένα υποτυπώδες προσχέδιο και η χρήση μεγεθυντικού φακού. Η μινιατουρίστικη καλλιτεχνική εργασία άρχιζε με την εκβάθυνση της παράστασης (αρνητικό ανάγλυφο). Για να ελέγξει το σκάλισμά του, ο σφραγιδογλύφος μπορούσε και να πατάει κάθε τόσο την σφραγίδα σε κομμάτι καθαρού πηλού ώστε να έχει την παράσταση ανάγλυφη. Μετά τη διάνοιξη της οπής για ανάρτηση, την τελική λείανση και το στίλβωμα, η σφραγίδα ήταν έτοιμη. Συναφή με τις σφραγίδες είναι τα κατατηξίτεχνα χρυσά δαχτυλίδια των νεοανακτορικών χρόνων. Η κατασκευή της θρησκευτικής συνήθως παράστασης πάνω στην ελλειψοειδή σφενδόνη συχνά γινόταν με τη βοήθεια μήτρας, συνήθως από μαλακό στεατίτη. Το σκάλισμα της παράστασης γινόταν σε θετικό ή αρνητικό ανάγλυφο, ανάλογα αν η σφενδόνη ήταν από συμπαγή χρυσό ή από σφυρήλατο έλασμα. Στην πρώτη περίπτωση (τεχνική χυτή) διοχετευόταν στη μήτρα ρευστός χρυσός, στη δεύτερη η αποτύπωση γινόταν με μαλακά χτυπήματα ξύλινου σφυριού (τεχνική έκκρουστη ή repoussé). Και στις δύο περιπτώσεις η εργασία ολοκληρωνόταν με συμπληρωματικό σκάλισμα στις λεπτομέρειες.

Πώς έχτιζαν οι Αρχαίοι Άννα Λαμπράκη

Τοιχοδομία με καμπυλόσχημους αρμούς. Το παλαιότερο μέχρι σήμερα δείγμα είναι το Πρώτο Τελεστήριο στην Ελευσίνα (7ος αι. π.Χ.). Η τεχνολογία δεν είναι αμέτοχη στις καινοτομίες της αρχιτεκτονικής. Η προηγμένη τεχνολογία των Ρωμαίων τους επέτρεψε να υποτάξουν το τοπίο στην αρχιτεκτονική, σε αντίθεση με τους Έλληνες που στην αρχιτεκτονική τους ακολούθησαν το τοπίο. Χρησιμοποιώντας το κονίαμα, οι Ρωμαίοι μπόρεσαν να χτίσουν φθηνότερα, επικαλύπτοντας μια ομοιογενή μάζα είτε με λίθους είτε με κεραμικά. Το ρωμαϊκό κονίαμα ενθάρρυνε την κατασκευή αψίδων και θόλων με πολύ μικρό βάρος. Αυτή η τεχνολογική επανάσταση επιτελέστηκε γύρω στον 3ο με 2ο αιώνα π.Χ. Στην αρχαία Ελλάδα, τα κτίσματα ήταν πέτρινα και η εργασία αρχίζει στο λατομείο. Από λατομεία που βρίσκονταν ψηλά στο βουνό, όπως στην Πεντέλη, οι πέτρες, πάνω σε εσχάρες ή χελώνες δεμένες σε πασσάλους με σχοινιά, κατηφόριζαν γλιστρώντας πάνω σε ευθύ διάδρομο. Από τους πρόποδες του βουνού η μεταφορά γινόταν με αμάξια τα οποία έσερναν βόδια. Στα ανυψωτικά τους μηχανήματα οι Έλληνες χρησιμοποίησαν την τροχαλία. Στην τοιχοδομία τους οι σύνδεσμοι των λίθων (δεσμοί ή τόρμοι) γίνονταν τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη σύνδεση. Τα συστήματα τοιχοδομίας αποτελούν σημαντικά στοιχεία χρονολόγησης: α) Πολυγωνικό (πολυγωνικό ακατέργαστο, πολυγωνικό ή λέσβιο, πολυγωνικό ευθύγραμμο), β) Τραπεζιόσχημο (ακανόνιστο τραπεζιόσχημο, τραπεζιόσχημο ψευδοϊσόδομο, τραπεζιόσχημο ισόδομο), γ) Ορθογώνιο (ακανόνιστο ορθογώνιο, ψευδοϊσόδομο ορθογώνιο, ισόδομο ορθογώνιο). Ως προς τα θεμέλια, οι συμβουλές του Βιτρούβιου (1ος αιώνας π.Χ.) διασταυρώνονται με τα ανασκαφικά δεδομένα: είναι άλλοτε κτιστά συμπαγή, όπως αυτά της Θόλου των Δελφών, άλλοτε μέσα σε χαντάκια ή σε κατάλληλα λαξεμένο βράχο ή, όπως στο αθηναϊκό χώμα όταν είναι υγρό, στηριγμένα σε στρώση χαλικιού και πέτρας.

Η κατασκευή των πήλινων αγγείων Κλαίρη Ευστρατίου

Σκηνή από κεραμικό εργαστήριο σε ερυθρόμορφο κρατήρα, 5ος αι. π.Χ. (Oxford, Ashmolean Museum). Καθοριστικής σημασίας για την αγγειοπλαστική ήταν η ανακάλυψη του τροχού γύρω στο 2000 π.Χ. Στους κλασικούς χρόνους η παραγωγή έχει προσλάβει βιοτεχνικό χαρακτήρα. Νερό, χώμα καθαρό και καύσιμη ύλη είναι οι πρώτες ύλες στο εργαστήριο. Στον ζυμωμένο πηλό ο αγγειοπλάστης έδινε σχήμα με τη βοήθεια του τροχού. Το αγγείο στέγνωνε στη σκιά και ζωγραφιζόταν πριν ψηθεί στους κεραμικούς κλιβάνους (καμίνια). Στους πλινθόκτιστους, διώροφους κλιβάνους, κάτω φτιάχνεται η φωτιά και στην εσχάρα στοιβάζονταν τα αγγεία. Οι διάτρητες εσωτερικές επιφάνειες και η οπή στην κορυφή της θόλου εξασφάλιζαν την ομοιόμορφη κυκλοφορία της θερμότητας. Η υψηλή τεχνολογία ψησίματος δημιούργησε την πυκνότητα των χρωμάτων, τη στιλπνότητα και τις λεπτές αποχρώσεις τους.

Κοροπλαστική Άννα Λαμπράκη

Δύο γυναικεία ειδώλια φτιαγμένα με μήτρα από την ελληνιστική Τανάγρα. Στην πλειονότητά τους γυναικεία, τα ειδώλια που πιθανόν συνέχιζαν τη λαϊκή λατρεία της γυναικείας θεότητας ήταν θρησκευτικά αφιερώματα. Κατασκευάζονταν με μήτρα και με διάφορους τρόπους: πότε κατασκευάζεται μονοκόμματα μια όψη ενώ η άλλη μένει ακατέργαστη, άλλοτε χρησιμοποιείται διπλή μήτρα και οι δύο όψεις συγκολλούνται ή, τέλος, πολλαπλές μήτρες (χέρια, κεφάλια, κορμός, φτερά) επιτρέπουν ποικίλους συνδυασμούς. Στη μήτρα τοποθετείται ο πηλός σε δύο στρώματα. Όταν το ειδώλιο στεγνώσει και περαστεί «μπαντανά» ψήνεται στους 750-950ο C. Συνήθως τα ειδώλια είναι κούφια με οπή στο πίσω μέρος. Τα χρώματά τους ήταν έντονα και ευαίσθητα. Από τον 4ο αιώνα π.Χ., τα ειδώλια συχνά φορούν κοσμήματα από επικολλημένο λεπτότατο φύλλο χρυσού.

Η επεξεργασία των μετάλλων στο Λαύριο Μαίρη Οικονομάκου

Σχέδιο αρχαίου καμινιού με εσωτερική διάμετρο 1 μέτρο. Στη γεωλογική εικόνα της Λαυρεωτικής εναλλάσσονται εφαπτόμενα στρώματα μάρμαρου και σχιστόλιθου. Στις «επαφές» τους βρισκόταν το μετάλλευμα. Η διάνοιξη των στοών γινόταν με το σφυρί (τύκος) και το βελόνι (ξοϊς) ή καλέμι και το δαιδαλώδες τους δίκτυο έφτανε σε βάθος 120 μέτρων. Από τα φρεάτια εξαερισμού ανέβαζαν και το μετάλλευμα που μεταφερόταν μέσα σε κοφίνια ή σάκους συνήθως από παιδιά. Στην πρώτη διαλογή γύρω από τα ορυχεία έμεναν οι «εκβολάδες», κομμάτια με χαμηλή περιεκτικότητα σε μόλυβδο. Αφού έσπαζαν το μετάλλευμα, σε τριβεία από τραχίτη άρχιζε η λειοτρίβηση που έφερνε το μετάλλευμα σε μέγεθος κόκκου. Στη συνέχεια το μετέφεραν στα πλυντήρια για να γίνει ο εμπλουτισμός του. Μεγάλες δεξαμενές εξασφάλιζαν το απαραίτητο νερό. Η στεγανότητα των κονιαμάτων που χρησιμοποιήθηκαν στις δεξαμενές, η λειτουργία των πλυντηρίων, βασισμένη στη γνώση των κανόνων της υδροδυναμικής, και η επεξεργασία του μεταλλεύματος αποτελούν αξεπέραστα θεωρητικά επιτεύγματα. Μετά τα πλυντήρια, το μετάλλευμα μεταφερόταν στις κυλινδροειδείς καμίνους που λειτουργούσαν με χειροκίνητα φυσερά. Η εξαγωγή του άργυρου από τον αργυρούχο μόλυβδο γινόταν με ιδιαίτερη επεξεργασία, την κυπέλλευση. Από το οξείδιο του μολύβδου, τον λιθάργυρο, κατασκευάζονταν σωλήνες, σύνδεσμοι κ.λπ. Ο μόλυβδος, στερεοποιημένος σε κεραμικά καλούπια (τις «χελώνες»), διοχετευόταν στο εμπόριο. Ο άργυρος πουλιόταν κατευθείαν στο κράτος και χρησιμοποιήθηκε για τα νομίσματα των Αθηνών και άλλων πόλεων. Στην εποχή της ακμής τους τα μεταλλεία απασχολούσαν 12.000 δούλους. Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. οι συχνές εξεγέρσεις τους συνέβαλαν στο κλείσιμο των μεταλλείων. Στο «βιομηχανικό χωριό» του Θορικού, όπου πλυντήριο μετάλλων και στοά βρέθηκαν κοντά στο αρχαίο θέατρο, πρέπει να κατοικούσαν ελεύθεροι εργάτες.

Τεχνολογία και ανάπτυξη Λευτέρης Παπαγιαννάκης

«Η εποχή των σιδηροδρομικών σταθμών». Αφίσα από το βιβλίο Plakate der Zwanziger Jahre, Staatlichen Museen Berlin. Τι εννοούμε λέγοντας τεχνολογία και σε τι διαφέρει αυτή από την τεχνική; Η διάκριση αρχίζει με τη «βιομηχανική επανάσταση» και αντικατοπτρίζει κοινωνικές διαφοροποιήσεις που συνδέονται με την εκμηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας. Η τεχνολογία, «το συνταγμένο σύστημα γνώσεων επιστημονικού χαρακτήρα αλλά με πρακτικούς στόχους», λειτουργεί ως ο αναγκαίος συνδετικός κρίκος επιστήμης και τεχνικής. Στον ώριμο καπιταλισμό η εργασία κοινωνικοποιείται: κανείς δεν παράγει πια για τον εαυτό του. Παράλληλα υποβαθμίζεται για τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων που ασκούν εκτελεστικό έργο. Αντίθετα, υπερτονίζεται η διανοητική και διευθυντική εργασία όσων ασχολούνται με τη συνεχή βελτίωση της τρέχουσας τεχνικής. Η τεχνολογία που πάνω της θα επιλέξει να επενδύσει το κεφάλαιο ανταποκρίνεται στη λογική του. Έτσι, η αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας δεν είναι προτεραιότητα και η τεχνολογική προσπάθεια προσανατολίζεται ακόμη στη βελτίωση της τεχνικής στο χώρο του πετρελαίου, του κάρβουνου ή της πυρηνικής ενέργειας. Η τεχνολογική εξέλιξη λοιπόν υπόκειται σε επιλογές και προγραμματισμό στρατηγικού χαρακτήρα. Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Η πολυσυζητημένη «μεταφορά» της από περισσότερο σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες δεν είναι δυνατή. Η διεύρυνση του καπιταλισμού συνεπάγεται μεταφορά τεχνικής –αναγκαίας για τη λειτουργία του συστήματος– αλλά όχι και μεταφορά τεχνολογίας - αναγκαίας για τον έλεγχο της εξέλιξής του. Για την αξιοποίηση και την ποιοτική αναβάθμιση της εγχώριας εργασίας, όμως, η συμμετοχή στην παραγωγή και την εξέλιξη της τεχνολογίας είναι ένα στάδιο που πρέπει να κατακτηθεί. Από την άλλη πλευρά, αν η σημερινή τεχνολογική πραγματικότητα είναι προϊόν του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, μένει να προταθεί ένας «άλλος» δρόμος που θα είναι μια συνεχής και μακρόχρονη διαδικασία, έτσι που μια «άλλη» τεχνολογία να είναι το ιστορικό της προϊόν.

Οι μηχανές που μετράν το χρόνο Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η παράδοση αποδίδει στον Εύδοξο της Κνίδου (360 π.Χ.) την κατασκευή ενός πόλου που έδειχνε την ώρα, τη μέρα και το μήνα. Τα σημερινά μας ρολόγια είναι απόγονοι των ηλιακών ρολογιών που έδειχναν την «ώρα» με τη διπλή της έννοια: τμήμα της μέρας αλλά και του έτους. Λειτουργούσαν με το ανάλημμα και το γνώμονα που δημιουργεί τη σκιά και παρακολουθεί τη διαδρομή της. Τι συμβαίνει όμως με τη νύχτα όταν δεν υπάρχει σκιά; Ο μόνος τρόπος να διαιρεθεί η νύχτα σε ίσα μέρη είναι η παρακολούθηση του έναστρου ουρανού και της ανόδου, στον ορίζοντα, των ζωδίων. Όμως, η διάρκεια ανόδου των ζωδίων εξαρτάται και από το γεωγραφικό πλάτος του τόπου. Αστρονόμοι και μαθηματικοί όπως ο Εύδοξος της Κνίδου, ο Ευκλείδης, ο Ίππαρχος, ο Πτολεμαίος ανέλαβαν να βελτιώσουν αυτό το σύστημα υπολογισμού. Οι ώρες διακρίνονταν στις ίσες ώρες της ισημερίας, σταθερή μονάδα για τις μετρήσεις των αστρονόμων, και στις μεταβλητές ώρες της καθημερινής ζωής που, στα δικαστήρια, η κλεψύδρα διαιρούσε σε ίσα χρονικά διαστήματα. Η ώρα της ισημερίας καθόριζε το γεωγραφικό πλάτος, το «κλίμα», ενός τόπου. Ο Κτησίβιος, διάσημος μηχανικός από την Αλεξάνδρεια (283-247 π.Χ.), επιχείρησε να κατασκευάσει ρολόι που θα μετρούσε το χρόνο με τη ροή του νερού. Το ηλιακό ρολόι ήταν πολύ απλούστερο αλλά και απολύτως τοπικό. Έτσι, όταν εντυπωσιασμένοι από το ηλιακό ρολόι της Κατάνης οι Ρωμαίοι το μετέφεραν στη Ρώμη, βρέθηκαν να χρησιμοποιούν για περίπου έναν αιώνα λάθος ώρα, αφού οι δύο πόλεις είχαν διαφορά πάνω από 4 βαθμούς. Άλλος τύπος ρολογιού ήταν ο πόλος, μηχανισμός μικρότερος και φορητός. Η παράδοση αποδίδει στον Εύδοξο από την Κνίδο (360 π.Χ.) την κατασκευή ενός τελειοποιημένου πόλου που έδειχνε την ώρα και το μήνα.

Κεραμεική, μια πανάρχαια τέχνη Άννα Guest-Παπαμανώλη

Δύο μινωικοί πίθοι με εμφανείς τις «στομωσιές» τους. «Πώς κατασκευάζονταν οι αρχαίοι πίθοι;» Για την απάντηση στο ερώτημα επιστρατεύεται η εθνοαρχαιολογική έρευνα στον έναν από τους δύο τόπους όπου, μέχρι τη βιομηχανοποίηση, η παράδοση χάνεται στην ιστορία: τη Μεσσηνία και την Κρήτη. Το άρθρο στρέφεται στο Θραψανό της Κρήτης, κοντά στο Ηράκλειο, και περιγράφει την τέχνη και την τεχνική των μαστόρων του, το εργαστήριο και το καμίνι τους που επέζησαν απαράλλαχτα ως το 1968-69. Οι Θραψανιώτες έφευγαν για «βεντέμα», εκστρατεία σε άλλο τόπο όπου έχτιζαν το καμίνι τους, κατασκεύαζαν και πουλούσαν τα πιθάρια τους, σε παρέες από έξι άτομα, τα «τακλίμια». Ήταν ο μάστορας που έχτιζε τα πιθάρια, ο σωτομάστορας που τον βοηθούσε, ο τροχάρης που γυρνούσε τα τροχιά όντας συγχρόνως και φούρναρης, ο χωματάς, ο ξυλάς και ο κουβαλητής. Η προετοιμασία του πηλού, το «μάλαγμα», όπως και το ψήσιμο είχαν τελετουργικό χαρακτήρα. Ο μάστορας δούλευε παράλληλα τρία με τέσσερα πιθάρια σηκώνοντας την πρώτη «στομωσιά» , τα πρώτα 10-12 εκ., στο πρώτο, μετά στο δεύτερο, μετά στο τρίτο, πριν επιστρέψει στο πρώτο για τη δεύτερη στομωσιά κ.ο.κ. Στις διαδοχικές ενώσεις κάθε στομωσιάς έμπαιναν πρόσθετες διακοσμήσεις. Η ίδια τεχνική παρατηρείται και στους αρχαίους πίθους με τη «σχοινώδη» διακόσμηση να ενισχύει τη σύνδεση στις στομωσιές. Οι αρχαιολογικές κεραμολογικές έρευνες στράφηκαν στις θετικές επιστήμες και απέκτησαν νέες μεθόδους: α) τη θερμοφωταύγεια που επιτρέπει τη συγκριτική χρονολόγηση, β) τις ακτίνες Χ που επιτρέπουν την αναγνώριση του τόπου προέλευσης για κάποια αγγεία, γ) τις ορυκτολογικές έρευνες που αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα και δ) τη φασματοσκοπία Mössbauer.

Σύγχρονη τεχνολογία και αρχαιολογία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η προβολή της αρχαιολογίας μέσα από την τεχνολογία. Το καλοκαίρι του 1983, το Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ξεκίνησε μια έρευνα που αποσκοπούσε στην αποκάλυψη της πολεοδομικής οργάνωσης και της ρυμοτομίας της πόλης της Στυμφάλου, χτισμένης το 375 π.Χ. Τα ευρήματα της έρευνας δεν ήταν ανασκαφικά αλλά προέκυψαν από τη συνδυασμένη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενός μαγνητόμετρου και ενός ηλεκτρόμετρου. Τα δύο όργανα εντοπίζουν στο υπέδαφος κάποια «ανωμαλία» στο μαγνητικό πεδίο και στην κυκλοφορία του ρεύματος αντίστοιχα. Τα στοιχεία αυτά περνάνε στον υπολογιστή που τα μετατρέπει σε σχέδιο ή οπτική εικόνα. Οι αρχαιολόγοι αποκτούν τη δυνατότητα να ξέρουν πριν από την ανασκαφή το σχήμα και το μέγεθος μη ορατών κτισμάτων.

Άνθρωποι και μηχανές Αντρέας Ιωαννίδης

Η δημιουργία του ρομπότ, από τη Μητρόπολη του Φ. Λανγκ (1926). Ποιες ήταν οι ψυχολογικές αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντι στη βιομηχανική ανάπτυξη με επίκεντρο τη μηχανή; Στην ανθρώπινη συνείδηση η μηχανή εγγράφεται ως αντικείμενο κοινωνικά διασπαστικό που ενώ βοηθάει στην επιβίωση παράλληλα καταστρέφει. Στο β΄ μισό του 19ου αιώνα εμφανίζονται τα μεγάλα εργοστάσια. Στην Αγγλία αναπτύσσεται η κλωστική μηχανή, η Τζένυ όπως την ονόμασαν. Όταν μια Τζένυ έρχεται, πέντε εργάτες φεύγουν. Παρά το ανθρώπινο όνομα, η μηχανή φαντάζει σαν τέρας που πίνει αίμα ενώ γίνεται στόχος καταστροφής σε εξεγέρσεις που απαθανάτισαν ποιητές και ζωγράφοι. Οι διανοούμενοι αντιδρούν στη μηχανοποίηση του ανθρώπου. Σε λιμπιντικό επίπεδο, ο άνθρωπος ταυτίζεται με τον ζωντανό οργανισμό της μηχανής. Τα έμβολα της ατμομηχανής γίνονται φαλλικές εικόνες, οι βαλβίδες, οι ήχοι με τους ατμούς παραπέμπουν σε ανάλογες φυσικές λειτουργίες. Ο μηχανικός μύθος εισβάλλει σε βαθύτερα επίπεδα της ανθρώπινης συνείδησης και, όσο η μηχανή τελειοποιείται, ο άνθρωπος αποκτά μειονεκτικό αίσθημα και αλλοτριώνεται. Μάταια στο Γέλιο ο Bergson γελοιοποιεί τις μηχανικές κινήσεις. Ο άνθρωπος όχι μόνο φαίνεται πια σαν μηχανή αλλά και υστερεί απέναντί της. Στις χώρες με μικρή βιομηχανική ανάπτυξη (Ιταλία, Ρωσία) τη μηχανή θα τη λατρέψουν, και στη Ρωσία ο φουτουρισμός βρίσκει μεγάλη απήχηση. Αντίθετα, στη Γερμανία οι εξπρεσιονιστές στράφηκαν ενάντια και στη μηχανή και στην τεχνολογία. Δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί βέβαια ο ρόλος που δίνει στη φύση ο γερμανικός ρομαντισμός αλλά και ο ναζισμός. Η απεικόνιση βιομηχανικής εργασίας αποφεύγεται και, αν αυτό συμβεί, η έμφαση δίνεται στο μυώδες σώμα του εργάτη, πρότυπο του εύρωστου Άρειου.

Η πρόκληση της τεχνολογίας ΜΙΤ Μητρόπουλος

Ηλεκτρονική εικόνα (από τη σειρά που παρουσιάστηκε στην καλωδιακή τηλεόραση του Μ.Ι.Τ., 14,16,19,20,21 Απριλίου 983). Η τεχνολογία μας φέρνει αντιμέτωπους με μια πρόκληση. Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς να τη χρησιμοποιήσουμε, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε με τα εργαλεία από οψιδιανό στο απώτερο παρελθόν ή ακόμη και με τις μηχανολογικές καινοτομίες στο πρόσφατο. Έχοντας εντοπίσει τα επείγοντα προβλήματα και έχοντας διαμορφώσει σε αδρές γραμμές ιδανικές προτάσεις, το ταίριασμα προσφοράς και ζήτησης θα έπρεπε κανονικά να είναι απλή υπόθεση. Ωστόσο υπάρχει μεγάλη αντίδραση εν μέρει λόγω του γεγονότος ότι πολλές έννοιες είναι καινούριες, αλλά κυρίως επειδή οι έχοντες εναντιώνονται στις ευκαιρίες των μη εχόντων. Αν η τεχνολογία έχει βγάλει κακό όνομα το φταίξιμο είναι αποκλειστικά δικό μας, αφού η χρήση που της κάνουμε ούτε καλή είναι, ούτε φρόνιμη με κριτήριο την επιθυμητή κοινωνική αλλαγή. Παράδειγμα το μονόδρομο σύστημα της Τηλεόρασης όπως την ξέρουμε, κρατικό μονοπώλιο συχνά και με χαμηλού επιπέδου περιεχόμενο. Κι αυτό την ώρα που διαθέτουμε αμφίδρομη τεχνολογία που μπορεί και να προσφέρει πρόσβαση στους πολίτες και να φιλοξενεί τοπικές παραγωγές. Αυτή η διαδραστική ικανότητα επαναδιατυπώνει τη σχέση ανθρώπου και μηχανής. Η τεχνολογία των επικοινωνιών από την ίδια της τη φύση εξαπλώνεται και επιβάλλεται, αντιπροσωπεύοντας υπαρκτό κίνδυνο τόσο για τις μη προνομιούχες εθνικές μειονότητες όσο και για τα υπό ανάπτυξη έθνη. Από την άλλη, η ανάπτυξη προϋποθέτει τη δυνατότητα σύνδεσης. Αυτό που τώρα έχει σημασία είναι να προχωρήσουμε με τον προγραμματισμό, την κατασκευαστική μελέτη και τη λειτουργία ηλεκτρονικών διασυνδέσεων ώστε να μας γίνουν σχόλια και παρατηρήσεις για μηχανολογικές εναλλακτικές, τοπικές ανάγκες, δυνατότητες χρηματοδότησης και συντονισμό με διεθνείς οργανώσεις. Με αυτό το σκεπτικό συγκροτήθηκε η πρόταση για ένα Μουσείο της Μεσογείου για την Αρχαιολογία, τις Σύγχρονες Τέχνες και την Εκπαίδευση Ενηλίκων.

Ο λιθοπρίστης πρίων στο λατομείο Άννα Λαμπράκη

Τμήμα λιθοπρίστη πρίονα από το λατομείο της Χασάμπαλης στη Θεσσαλία (Μουσείο Λάρισας). Πρόκειται για πριόνι χωρίς δόντια που, με την τριβή, κόβει λίθους σε λεπτές πλάκες για την επένδυση τοίχων ή δαπέδων. Χρησιμοποιήθηκε πολύ στα λατομεία της μινωικής Κρήτης για την κοπή του γύψου. Εντοπίστηκε σε πρωτοχριστιανικό λατομείο της Φρυγίας από τον J. Röder και ίχνη του βρέθηκαν σε πρωτοχριστιανικό λατομείο στη Χασάμπαλη της Θεσσαλίας. Κανονικά η κοπή γινόταν στο χώρο της οικοδομής ώστε οι εύθραυστες πλάκες να μην κινδυνέψουν στη μεταφορά. Ο λίθος των Μολοσσών ή θεσσαλικός πράσινος λίθος από τη Χασάμπαλη, όμως, έχει συχνά κενά στο εσωτερικό του. Προκειμένου λοιπόν να στέλνουν ογκόλιθους με κρυφές ατέλειες προτιμούσαν να εξάγουν στην Κωνσταντινούπολη και στα άλλα χριστιανικά κέντρα το τόσο διακοσμητικό πράσινο πέτρωμα σε πλάκες βεβαιωμένης ποιότητας.

Περί της κατασκευής των επί ξύλου φορητών εικόνων Φώτης Κόντογλου

Τα μαλλιά των γερόντων στις αγιογραφίες του Κόντογλου. Το άρθρο παραθέτει σύντομα αποσπάσματα από το έργο του Φώτη Κόντογλου, «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» (εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1960) με πληροφορίες για την τέχνη και την τεχνική των αγιογραφιών. Θίγονται τρία θέματα: «Πώς να σαρκώνεις χείρας και πόδας καθώς και γυμνά σώματα», «Πώς γίνονται τα μαλλιά των νέων», «Πώς να κάμης τα μαλλιά και τα γένεια των γερόντων».

Άλλα θέματα: Ελίκη Μιχάλης Πετρόπουλος

Ένα από τα δύο σωζόμενα νομίσματα της Ελίκης με τον Ποσειδώνα και την τρίαινα (Staatlichen Museen Berlin, αρ. 27611). Ελάχιστα γνωστή μας είναι η ιστορία της Ελίκης. Ιδρύθηκε από τους Ίωνες και πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Γύρω στο 721 π.Χ. ίδρυσε την αποικία της Σύβαρης. Λέγεται ότι το 373/2 π.Χ., μια αντιπροσωπεία Ιώνων της Μ. Ασίας που κατάγονταν από την Ελίκη ζήτησαν από τους αχαιούς κατοίκους της είτε να τους επιστρέψουν το άγαλμα του Ελικώνειου Ποσειδώνα, αφιέρωμα που είχαν κάνει οι προπάτορές τους, ή την άδεια να ιδρύσουν έναν παρόμοιο ναό στα μέρη τους. Οι κάτοικοι της Ελίκης έκλεψαν τα χρήματα που έφερναν οι Ίωνες και τους σκότωσαν. Η οργή του Ποσειδώνα κατέστρεψε με σεισμό την πόλη. Το έδαφος της Ελίκης αποκόπηκε από τη στεριά και τρομερό κύμα κατέκλυσε τα πάντα. Για καιρό το άγαλμα του Ποσειδώνα εξείχε από τη θάλασσα και έσκιζε τα δίχτυα των ψαράδων. Το άρθρο διαπραγματεύεται το γρίφο της εξαφάνισης: βυθίστηκε στη θάλασσα η Ελίκη ύστερα από σεισμό ή μήπως οι επιχωματώσεις των ποταμών της περιοχής γέμισαν το κενό που προκάλεσε εκείνος ο σεισμός και άρα η Ελίκη πρέπει να αναζητηθεί στη στεριά; Τη δεύτερη άποψη υποστηρίζει ο Μαρινάτος και ο συγγραφέας. Για τον εντοπισμό της Ελίκης αξιοποιήθηκαν οι πληροφορίες του Παυσανία και του Ηρακλείδη στον Στράβωνα. Ταυτίστηκαν τα ποτάμια Σελινούς και Κερυνίτης που ορίζουν την ευρύτερη περιοχή της πόλης. Από το 1950, όταν ο Διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Robert Demangel εγκαινίασε τις υποβρύχιες έρευνες έως σήμερα, δεν έχουν υπάρξει ευρήματα από την αρχαία Ελίκη. Σώζονται μόνο δύο νομίσματα που αντιγράφουν το άγαλμα του Ελικώνειου Ποσειδώνα, μάλλον του 5ου αιώνα π.Χ.

Ανακαλύπτοντας μια βυθισμένη πόλη Αλέξης Παπαδόπουλος

Μεγάλο κεραμίδι (καλυπτήρας κορινθιακού τύπου). Προέρχεται από τη βυθισμένη Ελίκη; Κινηματογραφιστής του βυθού, ο συγγραφέας-δύτης αναζήτησε τη βυθισμένη Ελίκη πρώτα στις εκβολές του Σελινούντα, έπειτα στην ευρύτερη περιοχή του Αίγιου. Ώσπου κάποτε εντόπισε μια πελεκημένη πέτρα. Δεν άργησε να του φανερωθεί τοίχος από ορθογώνιες, πελεκητές πέτρες, χωρίς κονίαμα. Ανάμεσα από σπασμένα κεραμικά έφτασε σε ένα πλακόστρωτο. Μπροστά του κάτι σαν δρόμος, τοίχοι. Μακρύτερα, κτίσμα με τοίχους με τεχνική ξερολιθιάς, καλυπτήρες. Ο συγγραφέας δεν ξέρει αν βρήκε την Ελίκη, είναι όμως βέβαιος πως βρήκε μια βυθισμένη πόλη.

Νεοελληνικά αργυροχοϊκά εργαστήρια Κατερίνα Κορρέ

Η Αθηνά και η υπογραφή του τεχνίτη στο θηκάρι της πάλας (ΜΕΛΤ, αρ. 2728). Το θηκάρι ενός σπαθιού, μιας πάλας, από το ΜΕΛΤ και ένα κιουστέκι, επιστήθιο αλυσιδωτό κόσμημα-φυλακτό από τη συλλογή του Γ. Γκούτη εμφανίζουν μεγάλες εικονιστικές επιμέρους ομοιότητες. Είναι και τα δύο φτιαγμένα με σαβατλίδικη τεχνική. Φθηνό υποκατάστατο του σμάλτου, το σαβάτι ζωγραφίζει περιγράμματα και λεπτομέρειες θυμίζοντας την τεχνική του niello. Στο κιουστέκι, το κεντρικό κυκλικό του στέλεχος εμφανίζει τον Άγιο Γεώργιο, έφιππο και δρακοντοκτόνο. Υπερίπτανται συμμετρικά δύο άγγελοι που κρατούν βασιλικό θυρεό με ελληνική σημαία που επιστέφει κορώνα. Ενεπίγραφος Άγιος Γεώργιος εμφανίζεται και στο θηκάρι. Οι μυστακοφόροι, ένοπλοι πολεμιστές που διακοσμούν θηκάρι και κιουστέκι φορούν φουστανέλα με πλούσια λαγγιόλια, σελάχι, με ή χωρίς κουμπούρα, ενώ σχεδόν όλοι κρατούν με το αριστερό χέρι μια κομμένη κεφαλή. Το ίδιο κάνει στο θηκάρι η Αθηνά ντυμένη με αστική φορεσιά. Δύο απεικονίσεις δεν έχουν το ανάλογό τους: ο δικέφαλος αετός στο κιουστέκι και, στο θηκάρι της πάλας, ένας καθιστός μυστακοφόρος άντρας με φράγκικα ρούχα και ριχτό παλτό. Πάνω από τη μορφή απλώνεται η επιγραφή: ΚΟ (νσταντίνος;), ΜΙ (χαήλ;), ΝΕΒΕΣΚΑΛΙ. Στο ίδιο αντικείμενο, επιγραφή ταυτίζει τον ένα πολεμιστή με τον Διάκο και μια δεύτερη που περιβάλλει την Αθηνά γράφει: ΕΝ ΛΑΜΙΑ και ΔΙΑ ΧΙΡΟΣΤΟΥΚ: ΧΡΙΣΤΟ. Η συγγραφέας υποστηρίζει πως και τα δύο αντικείμενα κατασκεύασε ο λαϊκός τεχνίτης Κ: ΧΡΙΣΤΟ στα 1880-1910 σε εργαστήριο της Λαμίας, ενός από τα σημαντικότερα κέντρα αργυροχοΐας. Η λέξη ΝΕΒΕΣΚΑΛΙ παραπέμπει στο βλάχικο χωριό της Δ. Μακεδονίας Νυμφαίο που ονομαζόταν Νέβεσκα, σημαντικότατο κέντρο σαβατλίδικων αντικειμένων.

Ένα ρωμαϊκό ναυάγιο με ελληνικό φορτίο Επαμεινώνδας Βρανόπουλος

Παιδί που παίζει με χήνα. Ρωμαϊκό αντίγραφο (1ος-2ος αι. μ.Χ.) αγάλματος του Βόηθου. Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι. Το 86 π.Χ. η Αθήνα έπεσε στα χέρια του Σύλλα. Ένα από τα ρωμαϊκά πλοία φορτωμένο με θησαυρούς από τη λεηλασία ναυάγησε ανοικτά της πόλης Μαντιά στην Τυνησία. Όταν το 1907 έλληνες σφουγγαράδες επεσήμαναν το ναυάγιο ξεκίνησε μια εξαετής έρευνα που ανέσυρε κίονες, κιονόκρανα και κεραμικά αντικείμενα. Η έρευνα συνεχίστηκε το 1948 από τον Κουστώ. Το 1955 ανασύρθηκαν και άλλες αρχαιότητες εξαιρετικής τέχνης: χάλκινα ελληνιστικά αγάλματα, δύο κρεβάτια, τέσσερις πελώριοι μαρμάρινοι κρατήρες και ενεπίγραφο χάλκινο άγαλμα του Βόηθου από τη Χαλκηδόνα που εικονίζει τον Αγώνα με μορφή φτερωτού νέου. Ανασύρθηκαν επίσης κεφάλια Νηρηΐδων, αλόγων, άγαλμα της Αθηνάς, προτομή του Πάνα, ανθρωπόμορφα λυχνάρια, οι άγκυρες του πλοίου κ.ά.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Τμήμα του ανακτορικού κτιρίου στην Τουρκογειτονιά των Αρχανών. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Αποκαλύφθηκε ο πλουσιότερος από τους μνημειώδεις πρωτοελλαδικούς τάφους του νεκροταφείου της Μάνικας – Αρχαιομεταλλουργικές έρευνες στο Παγγαίο εντόπισαν κοντά στη Νικήσιανη της Καβάλας το πρώτο αρχαίο καμίνι τήξης χρυσού και αργύρου –Μεγάλο τμήμα νεκροταφείου με χρήση από τον 7ο αιώνα π.Χ. ως τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια ήρθε στο φως κοντά στην Παροικιά της Πάρου - Στο Ιδαίον άντρον αποκαλύφθηκαν πλήθος λατρευτικά αναθήματα, κυρίως δαχτυλίδια- Εργαστήρια κοροπλαστικής βρέθηκαν στην Αμφίπολη, στη Νικήσιανη (Παγγαίο), στα Άβδηρα και στη Θάσο

Συνέδρια

Από τις 23 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου 1983 συνήλθε στο Λονδίνο η 14η Γενική Συνέλευση του ICOM - Το Δ΄ Διεθνές Συμπόσιο για την αρχαία Μακεδονία οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική από τις 20 ως τις 24 Σεπτεμβρίου 1983 – Πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα από τις 12 ως τις 15 Σεπτεμβρίου 1983 η Β΄ Διεθνής Συνάντηση για την αποκατάσταση του Παρθενώνα – Η Μεσοσυνεδριακή Σύνοδος της Διεθνούς Ενώσεως Βυζαντινών Σπουδών πραγματοποιήθηκε στην Ουρανούπολη 6 με 9 Οκτωβρίου

Εκθέσεις

Το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Παρισιού στο «Ελληνικό Σπίτι» παρουσιάζει από την 1η ως τις 15 Νοεμβρίου 1983 την έκθεση «Εικόνες από την ιστορία της Κύπρου» - Στην Εθνική Πινακοθήκη στεγάστηκε για ένα μήνα (14 Σεπτεμβρίου-14 Οκτωβρίου 1983) έκθεση με θέμα «Μελέτες, έρευνες, έργα για τη διάσωση του Ιερού Βράχου»

Βιβλία

Γιάννης Κορδάτος, Το Πήλιο, Μπάυρον, Αθήνα 1983 - Περιοδικό HOROS (Α. Ματθαίου, Γ. Πίκουλας, Α. Τσαραβόπουλος), τ. 1, Αθήνα 1983 – Χρήστος Μότσιας, Τι έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες, Κάκτος, Αθήνα 1983 - David Macaulay, Motel of the Mysteries, Houghton Mifflin Co, Boston 1979 - Gerd Hagenow, Aus dem Weingarten der Antike, Verlag Philipp von Zabern, Mainz 1982 - Russell Meiggs, Trees and Timber in the Ancient Mediterranean World, Oxford University Press, Oxford 1983 - Audrey Griffin, Sikyon, Clarendon Press, Oxford 1982

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Το Εργατικό Κέντρο Άργους και η Αργολική Οικολογική Εταιρεία ζητούν να αρχίσουν αμέσως τα έργα για τη μετατροπή των στρατώνων του Καποδίστρια σε Πολιτιστικό Κέντρο πολλαπλών χρήσεων - Το μοναδικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στο Άργος, που παρουσιάστηκε στο προηγούμενο τεύχος, ισοπεδώθηκε σχεδόν ολοσχερώς, ύστερα από την αποκήρυξή του από τη Διεύθυνση Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ - Όπως και σε άλλες πόλεις, έτσι και στο Άργος τις επιφάνειες διατηρητέων μνημείων διακοσμούν αφίσες που ανακοινώνουν αφίξεις καλλιτεχνών ή διαφημίζουν κομματικούς υποψήφιους

English summaries: The gardener and the passer-by George Hourmouziades

“…he who can’t observe properly is a bad observer of things. The gardener takes a more careful look at apple trees than the mere onlooker.” K.Hempel, K.Popper, L.Binford, I. Lacatos, Fayerabend, are theoretical archaeologists and staunch upholders of American and Anglo-Saxon positivism who never stopped denouncing the Marxist theory of knowledge. Ιn bringing together the science of archaeology with that of anthropology, Althusser and M.Goddelier mix Marxism and structuralism together in brilliant readings where the “emic” comes together with the “etic” and two systems of thought are used, the “cognitive” and the “functional”. In this article, technology before the age of capitalism is seen through the Marxist approach where the development of technology is seen as one more evolution of human activity. Technology is defined by Marxist epistemology as “the sum total of those means, material or other, by which man effectively promotes his productivity”. Marx thinks of technology in context of all human activity and as one more result of the same. The only theories that remain unfounded are those that consider technological achievement to be outside of civilization. The distinction made between technique and technology is particularly problematic, tending as it does to separate form (the technique) from content (technology). In studying the technology of antiquity one should regard inhabitants of the ancient world comparatively and within the historic process by applying three axioms.

Stone tools Antikleia Moundrea-Agrafioti

Prehistoric stone tools provide us with the most representative example of prehistoric technology. Various methods of research try to determine the techniques that were in use for their production and to evaluate them as regards the technoeconomic system of prehistoric societies. The technological approach and the use-wear analysis elucidate the technomorphology and t functions of the stone-tools.

The Cretan-Mycenaean seal glyptic Christos Boulotis

That this person of antiquity had the ability to observe and put to use information given out by his natural surroundings in such a manner as to facilitate his daily activities. A series of such modifications of natural resource are thought of as a sort of “proto-technology”. Human relationships at this stage of evolution are called bio-social.

Building in antiquity Anna Lambraki

Architecture is the art par excellence that combines aesthetic values and practicality. Bearing this in mind, R. Martin is justified in writing that “the objective is for one to make something useful in the best possible way, but is not this also the best way for one to achieve beauty?” Architecture, an art that creates prototypes, is indispensably connected with geometry and stereometry; it “invents” new spaces. Novelties in the field of architecture are affected by the technology of each era. The only theoretical work that has survived is that by Vitruvius of the 1st century BC. Along with archaeological evidence this is the source of information that comes down to us on building in the remote past. The main building material was supplied by the quarries, where slaves, convicts and free workers were employed. The technique used for the extraction of stones has changed considerably due to the employment of gun powder and the electric drill, although in certain remote locations the traditional methods have continued to be in use for centuries. When the quarry was close to the sea, the transportation of the building material was easily accomplished by boats, but when it was located high up on a mountain, a more complicated procedure was required. In the loading areas of the quarries and in the buildings under construction cranes and hoists were operated in skillful and interesting ways for loads to be attached. Soon after the building material had reached its destination, the actual building would begin.The foundation of the edifice, the connections of the stones and certain building systems. The Romans have greatly contributed to the progress of technology by inventing “Roman concrete” which allows the subordination of environment to architecture.

The making of earthenware vessels Clairie Efstratiou

Earth, the most basic material , has been turned by man into pottery through an inspired procedure. Vessels, utensils, figurines, architectural elements and so on, make up a multiform world that tells the tale of the evolution of civilization. Earthenware vessels appear in Greece during the Neolithic period, in 6.000 B.C. and they have remained in use since then. The basic rough materials for the making of earthenware vessels are earth, water and the combustible material. The earth proper is first washed and sifted, and then kneaded into clay. In the next stage the pottery gives to the amorphous mass of clay the desired form with the help of the wheel. The fresh vessel is put aside to get dry and later is fired in special kilns that have a rectangular, cyclical or horseshoe shape and are divided horizontally in two parts. In the lower part the combustible material is placed and the fire is lit. In the upper part with the pierced bottom for the perfect circulation of heat the vessels are arranged in successive rows. This part of the kiln is made of clay and tree-branches and it is torn down soon after the firing of the earthenware vessels is accomplished.

Pottery, an age old art Anna Guest - Papamanoli

Pottery, born of the union between earth and water has been gifted by fire with almost eternal life. The need for pottery products arose since the dawn of the neolithic age, when man started to build permanent settlements, cultivating the earth and storing food. It remains unknown exactly where and how man, motivated by the same basic needs, experimented with pottery for the first time. The solutions to everyday problems found by the inhabitants of a certain area remained unchanged down to the days of industrialization and even later. A typical example is furnished by the male inhabitants of Thrapsano, a mountainous village 30 km. from Herakleion, Crete, who are famous for the making of pithoi. This activity is not only limited to the vicinity, since every summer they practice their skill all over the island and exercise their handicraft in temporary workshops. The technique they use is traditional and closely related to that of their Minoan fellow potters.

Machines that measure time Andreas Ioannides

The Greeks should be given credit for the calculation of time and geographical breadth on the basis of the sun' s orbit, since they invented the clock. A look at a modern clock or wrist watch gives us not only the exact time but also tells us the day of the week and the date. The clocks that supply us with all this information are descendants of the solar clocks that the ancient Greeks used to set up in public areas. These clocks did not only indicate the time but also, approximately, the position of the day in the year. We are reminded here that the Greek word "'ώρα", means not only "season" but also "hour" in the modern sense of the word. However, the hour as a part of the day was calculated in a different manner by the ancient Greeks and coincides in duration with the 1l24 of the day only during the winter and the summer solstice.

Man and technology in the 19th century Andreas Ioannides

Science and technology may have caused the disappearance of religious man and of myths as a reference point for the organization of the world.However, mankind's tendency for creating myths is a quality innate in human nature. It has been proved that the human mentality can be either mythical or philosophical-scientific. The first revolves around sentiment and the second around knowledge in the Aristoteleian context of identity, contradiction and the process of elimination. Thus, while at the beginning it was accepted that human thought had progressed from myth to science, it is finally believed that both ways of thinking coexist in the human mind and that the occasional superiority of one over the other is conditioned by the given social-economic data. Generally speaking it can be claimed that the civilizations of mythical thought belong to the pre-industrial phase, with the exception of ancient Greece and the Renaissance, where western rationalism is rooted, whereas those civilizations that are based on scientific thought are those belonging to our industrial – technological age. But what does the term “mythical thought” really mean? It is difficult to define all its characteristics here and thus we will only refer to one of its basic functions relevant to our topic; mythical thought invents correlations where they do not really exist between ideal and material objects and represents the invisible elements of nature, similar to human beings, but superior in potential so that they control whatever humans cannot. From the 18th century onwards, however,this approach and process changes. In the age of Enlightenment the individual realizes the unique character of his existence and his natural rights and becomes independent from the group, a development caused by the demographic increase, the rise of the middle-class and capitalism.

Attempts for the location of modern Greek silversmith workshops Katerina Korre-Zografou

The determination of the provenance of a modern Greek piece of jewelry is a difficult task, as silversmiths never signed their work. But, the kiusteki ( a piece of jewelry worn on the chest), of the Gouti collection, gathers all the elements that permit us to attribute it to a workshop of Lamia and more precisely to the artisan K. CHRISTO. It dates back to 1900. The jewel is handicrafted in savati (niello) technique, which substitutes the expensive technique of enamel.

The challenge of technology Mit Mitropoulos

Technology presents us with a challenge. We don’ t know exactly what use to make of it, unlike obsidian tools in the distant past or even recent engineering innovations. Having located urgent problems and having outlined nebulous concepts, it could be an exercise in meeting simple requirements. But there is a lot of reaction to this, partly because many concepts are new but mainly those with opportunity to use technology react against those who have none. If technology gets a bad name, it is only because we are not making good and wise use of it, in the direction of the desired social change. An example is the one-way system of TV as we know it, which is often a state monopoly, and with low-caliber content. Although we are in possession of two-way technology capable of providing citizens with access and also of accommodating local productions, interactive capability specifies a new man-machine relationship. Communications technology by its very nature expands and imposes itself, presenting a real danger both to national underprivileged minorities and underdeveloped nations. Development, on the other hand, implies connectivity. What is of importance now is to go ahead with planning, laying out and operating electronic interconnections so as to obtain feedback on the engineering alternatives, local needs, transborder and other legal aspects, funding possibilities and coordination with international bodies. The proposed Museum of the Mediterranean for Archaeology, Contemporary Arts and Adult Education is such a project

Stone tools Antikleia Moundrea-Agrafioti

Prehistoric stone tools provide us with the most representative example of prehistoric technology. Various methods of research try to determine the techniques that were in use for their production and to evaluate them as regards the technoeconomic system of prehistoric societies. The technological approach and the use-wear analysis elucidate the technomorphology and the functions of the stone-tools.

Ancient technology. Metallurgy in Lavrion, Attica Mary Oikonomakou

The Mines of Lavrion are our main source of information on metallurgic technology in ancient Attica. The exploitation of argentiferous lead for the production of silver had already begun in the 14th century BC in the area of Thorikos, as is evidenced by archaeological data. The full development of the mines, however, does not start before the 6th century BC and reaches its peak in the 5th century BC. The mineshafts reach up to 120 m. depth and are interrupted by pits meant to ventilate the shafts and for the transfer of the extracted metal to the ground level. The tools in use are almost identical with contemporary ones. The extracted metal wasd pounded on large marble or schist slabs or in stone mortars and then it was washed in astonishing even by today's standards, washing devices. Later, the metal was put in kilns for the precious silver to be separated from the lead. Since a great number of the workers in the mines were slaves, their frequent revolts and other rather unhappy coincidences resulted in the closing down of the mines in the 2nd century BC for almost 2.000 years.

Discovering a sunken town Alexis Papadopoulos

In the Corinthian Gulf and in the area of Aegeion, the diver Alexis Papadopoulos has discovered a sunken town. It lies at a depth of 25 - 45 m. and exhibits walls, fallen roofs, discarded roof tiles, streets etc. Whether or not this town can be identified with Eliki, is a question to be answered by extensive uinderwater research. In any case, the discovery of this town can be regarded as an extremely interesting find.

Technology and development Lefteris Papagiannakis

Soon after the industrial revolution, technology became independent in content and function of the societies that produced it. Technological production is organically part of the logic of capitalism and one of the prerequisites on which capitalistic development and its inquiries are founded. The autonomy of technology has affected not only the position of the working classes within the framework of the productive procedure, but also the content of their work. On the other hand, the obstacles and objective difficulties in applying technology has worsened the position of underdeveloped countries regarding international productive activity. Under these circumstances the challenge for new orientations is always open.

Eliki Michalis Petropoulos

One of the most notable objects in the field of underwater archaeology is the location and excavation of Eliki, the ancient Achaean town. Located east of Aegeion, it sunk along with its inhabitants into the Corinthian gulf after the terrible earthquake of 373 l 372 BC. The discovery of a town along with its edifices, temples and sculpture will be an extremely significant event since the destruction occured during the classical period. Thus its finding would contribute a great deal to our knowledge of classical architecture, town-planning, art etc. Many efforts have been made to locate the ancient town, however its exact position has not yet been determined and the opinions of scientists differ as to whether or not Eliki presently lies on the sea bottom or on the shore. Finds from ancient Eliki are limited to two copper coins housed in the Staatliche Museum, Berlin. On the obverse Poseidon's head is represented and a trident decorates the reverse. On the basis of these decorative themes Marinatos dated the coins as belonging to the fifth century BC.

The gardener and the passer-by George Hourmouziades

“…he who can’t observe properly is a bad observer of things. The gardener takes a more careful look at apple trees than the mere onlooker.”K.Hempel, K.Popper, L.Binford, I. Lacatos, Fayerabend, are theoretical archaeologists and staunch upholders of American and Anglo-Saxon positivism who never stopped denouncing the Marxist theory of knowledge. Ιn bringing together the science of archaeology with that of anthropology,Althusser and M.Goddelier mix Marxism and structuralism together in brilliant readings where the “emic” comes together with the “etic” and two systems of thought are used, the “cognitive” and the “functional”. In this article, technology before the age of capitalism is seen through the Marxist approach where the development of technology is seen as one more evolution of human activity.Technology is defined by Marxist epistemology as “the sum total of those means, material or other, by which man effectively promotes his productivity”. Marx thinks of technology in context of all human activity and as one more result of the same. The only theories that remain unfounded are those that consider technological achievement to be outside of civilization .The distinction made between technique and technology is particularly problematic, tending as it does to separate form (the technique) from content (technology).In studying the technology of antiquity one should regard inhabitants of the ancient world comparatively and within the historic process by applying three axioms.

Τεύχος 42, Μάρτιος 1992 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Η Iστορία της Eύβοιας Πέτρος Καλλιγάς

Πήλινο γοργόνειο από την «οικία με τα ψηφιδωτά», 4ος αι. π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας. Τα προϊστορικά ίχνη στην Εύβοια γίνονται σαφέστερα στη Νεολιθική εποχή. Στην Πρωτοελλαδική περίοδο διαπιστώνονται ήδη επαφές με τις Κυκλάδες. Στα μέσα της 3ης χιλιετίας, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου με τις Κυκλάδες, τα νησιά του Β. Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια, αναδεικνύεται η Μάνικα με το εκτεταμένο οικιστικό κέντρο και το νεκροταφείο με τους ιδιόρρυθμους θαλαμωτούς τάφους. Από την Υστεροελλαδική περίοδο ανασκάφηκαν, διασκορπισμένοι στο νησί, θολωτοί και θαλαμωτοί τάφοι. Τον 11ο αιώνα, η Εύβοια κατακλύζεται από το αιολόφωνο φύλο των Αβάντων. Η κοινωνία που προέκυψε στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10ος-9ος αιώνας π.Χ.) χαρακτηρίζεται από διάσπαρτη, μεμονωμένη οίκηση, ύπαρξη μεμονωμένων αψιδωτών «οίκων», και από τη σημαντική θέση του αρχηγού της οικογένειας, του οποίου την ταφή σημειώνει συχνά χωμάτινος τύμβος. Σε αυτά τα «χρόνια της πρωτογεωμετρικής κεραμικής» κατοικήθηκαν η Χαλκίδα και η Ερέτρια, εξαιτίας των αξιόλογων κτερισμάτων της όμως ξεχωρίζει η περιοχή της Τούμπα-Λευκαντί. Στα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ., η παλαιά πατριαρχική κοινωνία ανατρέπεται και ιδρύονται νέοι, οχυρωμένοι οικισμοί στην Ερέτρια και τη Χαλκίδα. Αυτοί θα αποτελέσουν τον πυρήνα της αρχαίας ελληνικής πόλης. Στην Ερέτρια ιδρύεται για πρώτη φορά ανεξάρτητο οίκημα για τη λατρεία, ο ναός του Απόλλωνα. Ωστόσο, Χαλκίδα και Ερέτρια, παρά τις αποικίες, τον πλούτο και τη ναυτική τους δύναμη θα ανακόψουν την εξέλιξή τους εξαιτίας του μακρόχρονου εμφύλιου «πόλεμου για το Ληλάντιο πεδίο». Την ανάπτυξη άλλων πόλεων, της Ιστιαίας, της Καρύστου, της Δύστου και της Κύμης, ανέκοψε η αναδυόμενη δύναμη της Αθήνας. Το 506 π.Χ. οι Αθηναίοι νίκησαν τους Χαλκιδείς και εγκατέστησαν αθηναίους κληρούχους στο Ληλάντιο. Με στρατηγό τον Περικλή, υπέταξαν την Ιστιαία εγκαθιστώντας και εκεί αθηναίους κληρούχους. Στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, η ακμή της Ερέτριας αποτυπώνεται στα πλούσια σπίτια και στην Αγορά της, ενώ τους στενούς δεσμούς της με τους μακεδόνες βασιλείς φανερώνουν οι σημαντικοί κτιστοί τάφοι μακεδονικού τύπου. Στη ρωμαϊκή περίοδο, κύρια πόλη του νησιού παρέμεινε η αρχαία πόλη της Χαλκίδας που θα εγκαταλειφθεί στα πρώτα χρόνια του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-620 μ.Χ.), για να μεταφερθεί δυτικότερα, στη νέα στρατηγική της θέση πάνω στον Εύριπο. Οχυρωμένη πόλη και ύπαιθρος δεν γνώρισαν κατακτητές ως τις Σταυροφορίες. Την επικυριαρχία της Εύβοιας αποκτά η Βενετία. Οι Βενετοί, που μετονόμασαν τη Χαλκίδα σε «Νεγρεπόντε», άφησαν πίσω τους λίγα κάστρα και πολλούς τετράγωνους αμυντικούς πύργους στην ύπαιθρο. Στην Τουρκοκρατία (1470-1833 μ.Χ.), η Εύβοια αποτελούσε, μαζί με τη Βοιωτία και την Αττική, το «Πασαλίκι του Εγρίπου». Ο ξεσηκωμός του 1821, που οργάνωσαν οι Αγγελής Γουβιός, Κριεζώτης και Φαβιέρος, δεν κατάφερε να κάμψει την αντίσταση των Τούρκων που θα παραδώσουν το νησί μόνο στον εκπρόσωπο του Όθωνα το 1833. Στο νέο κράτος, την οικονομική ανάπτυξη συνόδευσε η αστικοποίηση, που προίκισε τη Χαλκίδα με πολλά νεοκλασικά σπίτια και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, κάνοντάς την όμως και να ασφυκτιά μέσα στην παλιά της περίμετρο. Τα αρχαία τείχη της πόλης έπεσαν στο βωμό της ανάπτυξης. Το 1922, όπως μαρτυρούν τα γύρω τοπωνύμια, ο πληθυσμός της πόλης, που είχε ήδη μια σημαντική εβραϊκή κοινότητα, εμπλουτίζεται και με Μικρασιάτες. Η ιστορική μνήμη του νησιού έχει καταφέρει να διατηρηθεί χάρη στις ιστορικές και αρχαιολογικές μελέτες.

Παλαιολιθικά λατομεία-Εργαλεία στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας Εύη Σαραντέα-Mίχα

Ογκώδες λιάνιστρο (chopping tool) της Κατώτερης Παλαιολιθικής. Βρέθηκε στο Βόλερι, κατασκευασμένο από ντόπιο πυριτόλιθο. Η αφθονία και η ποικιλία των παλαιολιθικών ευρημάτων δηλώνουν ότι η Νέα Αρτάκη υπήρξε «κέντρο» στη διάρκεια της απώτερης Προϊστορίας. Οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες, το χαμηλό υψόμετρο, η ύπαρξη νερού αλλά κυρίως η αφθονία πυριτολιθικού πετρώματος προσήλκυσαν κυνηγετικές-συλλεκτικές ομάδες που εγκαταστάθηκαν κοντά στις λατομειακές θέσεις. Το μεγαλύτερο μέρος των προϊστορικών εργαλείων βρίσκεται στις θέσεις Φανερωμένη και Βολέρι, όπου εμφανίζονται μεγάλες συγκεντρώσεις καστανού πυριτόλιθου (τσακμακόπετρα ή στουρναρόπετρα). Τα παλαιότερα εργαλεία Φανερωμένης και Βολεριού κατατάσσονται σε πρώιμη φάση της Μέσης Αχελαίας περιόδου (400.000-300.000 χρόνια πριν από σήμερα). Τυπολογικά διακρίνονται σε σειρές χειροπελέκεων, τσεκουριών, λιανιστών, αξινών, ξέστρων, κοπτών, σφυριών κ.ά. Αναγνωρίζονται όλες οι φάσεις κατασκευής εργαλείων, πυρήνες και απολεπίσματα από την επεξεργασία του τοπικού πετρώματος, καθώς και βότσαλα που είχαν χρησιμοποιηθεί ως επικρουστήρες. Σε περιορισμένο αριθμό βρέθηκαν εργαλεία από οψιδιανό, οπάλιο, πρασινόλιθο και ραδιολαρίτη. Τα πέτρινα κατάλοιπα των πληθυσμών της Μέσης Παλαιολιθικής ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες, γεγονός που υποδηλώνει αύξηση του πληθυσμού. Οι λιθοτεχνίες κατά ένα μέγιστο ποσοστό είναι «μουστέριες», ενώ τα εργαλεία, μικρότερα σε μέγεθος, έχουν εξειδικευτεί σε λεπτότερες και απαιτητικότερες εργασίες. Τα είδη των παλαιολιθικών λιθοτεχνιών υποδεικνύουν διαβίωση ειδών Homo Erectus και Homo Sapiens Neandertalensis στην Εύβοια πριν από την εμφάνιση του δικού μας Homo Sapiens Sapiens.

Προϊστορική Σκύρος Λιάνα Παρλαμά

Ψηφιδωτό από το Ζεύγμα, τέλος 2ου-πρώτο τέταρτο 3ου αι. Ο Οδυσσέας ανακαλύπτει τον Αχιλλέα στο ανάκτορο του Λυκομήδη. Την προϊστορική Σκύρο ανέδειξαν οι έρευνες του Δ. Θεοχάρη. Όταν ο Θεοχάρης εντόπισε ίχνη της Τελικής Νεολιθικής, δεν θεώρησε πως είναι τα αρχαιότερα. Ευρήματα από την περιοχή της ακρόπολης, από τις Γούρνες και κυρίως από τον όρμο Αχίλλι, τον έκαναν να πιστεύει ότι υπήρχε ανθρώπινη παρουσία στο νησί κατά τη Μεσολιθική περίοδο, ίσως και τους τελευταίους παλαιολιθικούς χρόνους. Η συστηματική ανασκαφή που ενδεχομένως θα τον επιβεβαίωνε δεν έχει γίνει ακόμη. Το νησί ακμάζει στην περίοδο της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Η κεραμική που βρέθηκε μαρτυρεί στενές σχέσεις με τις Κυκλάδες αλλά και βόρειες επιδράσεις. Στο πέρασμα από το τέλος της 3ης χιλιετίας στις αρχές της 2ης χρονολογείται ο ακμαίος οικισμός που αποκαλύφθηκε στον όρμο Παλαμάρι, στραμμένος προς το βορειοανατολικό Αιγαίο, την Πολιόχνη και την Τροία. Την προσπάθεια να κατανοήσουμε πώς διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των συγκεντρωτικών βασιλείων που κυριάρχησαν στην Ύστερη Χαλκοκρατία και συνέθεσαν τον μυκηναϊκό πολιτισμό δυσχεραίνουν τα κενά που παρατηρούνται στη μεταβατική περίοδο της Μέσης Χαλκοκρατίας. Η παντελής έλλειψη αρχαιολογικών στοιχείων για το μεγαλύτερο μέρος της Ύστερης καθιστά το πρόβλημα οξύτερο. Ένα πλαίσιο από τα τέλη του 14ου ως και τον 12ο αιώνα δίνει η κεραμική από τους τάφους γύρω από την ακρόπολη. Την ανίχνευση της ίδρυσης του μυκηναϊκού βασιλείου της Σκύρου έρχεται να συνεπικουρήσει η φιλολογική παράδοση: Θέτις και Αχιλλέας, τραγικός θάνατος του Θησέα, μινωικός αποικισμός και Ενυεύς. Η κεραμική στην Ατσίτσα προδίδει μια αδιαμφισβήτητα ανθηρή μυκηναϊκή κοινότητα. Οι τεχνίτες με φαντασία και έντονο τοπικό χρώμα ερμηνεύουν ελεύθερα γνωστά μυκηναϊκά διακοσμητικά θέματα.

Προϊστορική Eύβοια: τα θραύσματα ενός πολιτισμού Νίκος Ξένιος

Ασημένιο αγγείο της Πρωτοελλαδικής περιόδου από την Εύβοια. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη. Η θέση της Εύβοιας ευνόησε τη σύνθεση κυκλαδικού και μεσοελλαδικού πολιτισμού. Τα νεολιθικά κεραμικά ευρήματα, όστρακα χειροποίητων αγγείων, urfirnis, τεφρά με στίλβωση, ερυθρά τύπου Σέσκλου και αμαυρόχρωμα γραμμικά τύπου Διμηνίου παραπέμπουν όλα στην προϊστορική Θεσσαλία. Στην Πρώιμη Χαλκοκρατία ανήκει το κυκλαδικό νεκροταφείο στη Μάνικα. Τα κεραμικά όστρακα, ο οψιανός και οι επεκτάσεις νεολιθικών σχηματισμών στο Αλιβέρι, στο Μυλάκι, τη Λίμνη και την Κάρυστο βεβαιώνουν ότι η Εύβοια υπήρξε σταθμός στη διάδοση του κυκλαδικού πολιτισμού της εποχής του Χαλκού. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, στα σπάργανα κατά την Ύστερη Ελλαδική περίοδο, αντανακλά στην αρχιτεκτονική, την κεραμική, στα ταφικά έθιμα του νησιού.

Εύβοια. Iστορικοί χρόνοι Έβη Τουλούπα

Φοινικικό περιδέραιο από υαλόμαζα (750-725 π.Χ.) που μαρτυρεί τις σχέσεις της αρχαίας Κύμης με την Ανατολή. Πρωτοπόροι ανάμεσα στους Έλληνες στην ίδρυση αποικιών, οι Ευβοείς άφησαν στα παράλια της νότιας Ιταλίας τη λατρεία του Απόλλωνα και το αλφάβητό τους, από το οποίο εξελίχθηκε το λατινικό. Η Χαλκίδα ανέπτυξε γύρω στα 800 π.Χ. τη βιοτεχνία των μετάλλων και την αλιεία της πορφύρας. Χάρη στο λιμάνι της, η Ερέτρια αναδείχθηκε σε ναυτική δύναμη, ενώ υπήρξε και καλό ορμητήριο για την κατάληψη της Αθήνας, γεγονός που αξιοποίησαν Πεισίστρατος και Αλκμεωνίδες. Οι Ερετριείς πήραν μέρος στα Περσικά, στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας και στη μάχη των Πλαταιών. Μαζί με όλη την Εύβοια, η Ερέτρια υπήρξε ο πυρήνας της Αθηναϊκής Συμμαχίας, αν και αποπειράθηκε να αποσχιστεί τρεις φορές: στασιάζοντας, στρεφόμενη στους Λακεδαιμόνιους και με την ένταξή της στη Βοιωτική Συμμαχία. Γύρω στο 357 π.Χ., όταν οι Ευβοείς επανέρχονται στην Αθηναϊκή Συμμαχία, ιδρύεται και το πρώτο Ευβοϊκό Κοινό. Με την ανάμειξη του Φιλίππου Β΄ στα εσωτερικά των ελληνικών πόλεων, η Εύβοια μπαίνει σε μια τρικυμισμένη περίοδο και δεν θα ηρεμήσει πριν από την ανακήρυξη ως ελευθερωτή της Ελλάδας του Τίτου Φλαμινίνου το 196 π.Χ. Τον 1ο αιώνα π.Χ. όμως, οι διάδοχοί του αρπάζουν καλλιτεχνικούς θησαυρούς και ερημώνουν τα ιερά, καταστροφή που θα ολοκληρώσει η εκδίκηση των Ρωμαίων για τη συμπαράταξη των Ευβοέων με τον Μιθριδάτη. Τη στρατηγική σημασία της Χαλκίδας θα επαυξήσει η απώλεια του Ακροκορίνθου. Η πόλη, πλαισιωμένη από κήπους, θα πλουτιστεί με μνημεία. Αντίθετα, στα τέλη του 1ου αιώνα, η Ερέτρια θα εγκαταλειφθεί και λόγω των πυρετών, χρησιμεύοντας μόνο για «λατομείο» και καλλιεργήσιμη γη.

Η Ερέτρια τον 8ο π.Χ. αι. Eργαστήριο χρυσοχοΐας Πέτρος Θέμελης

Ο σκύφος με το θησαυρό από χρυσά τάλαντα και κοσμήματα. 8ος αι. π.Χ. Μουσείο Ερέτριας. Μεγάλη εμπορική-ναυτική δύναμη ήταν στη Μεσόγειο η Ερέτρια κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., ιδιαίτερα στο β΄ μισό του. Στο πέρασμα από τον 8ο στον 7ο αιώνα ανήκει ο αψιδωτός εκατόμπεδος ναός μέσα στο ιερό τέμενος του Απόλλωνα, το παρακείμενο Δαφνηφορείο και το τριγωνικό Ηρώο κοντά στη δυτική πύλη της πόλης. Ο οικισμός παρακμάζει ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα π.Χ. Στην ανασκαφή τού 1980, ο συγγραφέας εντόπισε κάτω από το δάπεδο κτίσματος των γεωμετρικών χρόνων ένα σκύφο in situ, καλυμμένο με πώμα άλλου αγγείου. Ο σκύφος περιείχε χρυσό θησαυρό από τάλαντα και αποτυχημένα ή ελλιπή κοσμήματα, συνολικού βάρους 510 γρ. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για θησαυρό χρυσοχόου που τον ασφάλισε φεύγοντας, με σκοπό να τον ανακτήσει στην επιστροφή του. Ως προς τα τάλαντα, η ποικιλία στο βάρος και τη μορφή τους αποκλείει το ενδεχόμενο να είχαν συγκεκριμένη ανταλλακτική αξία. Το μεγαλύτερο έχει σχήμα οβάλ, δύο έχουν χυθεί μέσα σε θαλασσινά κοχύλια, πολλά είναι αρτόσχημα, άνισου πάχους και σφυρηλατημένα. Μια ομάδα από τριάντα πέντε τάλαντα έχουν χυθεί σε ακανόνιστα στρογγυλά καλούπια και έχουν κοπεί σε σχήμα ημικύκλιου ή τεταρτημόριου του κύκλου, ενώ την πολυπληθέστερη ομάδα αποτελούν ακανόνιστα κομμάτια ταλάντων. Εννέα ανομοιομεγέθη σφαιρίδια προέρχονται από τη διαδικασία καθαρμού του χρυσού από τις φυσικές του προσμείξεις. Ο ερετριέας χρυσοχόος του 8ου αιώνα π.Χ., δηλαδή, πραγματοποιούσε ο ίδιος τον καθαρισμό του χρυσού με τη μέθοδο της κυπέλλωσης – «όβρυζας» στα αρχαία ελληνικά. Τα εννέα σφαιρίδια επομένως καταρρίπτουν τη θεωρία περί ανακάλυψης της μεθόδου αυτής στο εργαστήριο του 580 π.Χ. στις Σάρδεις της Λυδίας. Από τα κοσμήματα ξεχωρίζει ακέραιο διάδημα με κεντρικό γλωσσίδι που προεξέχει. Από τον έκτυπο διάκοσμο διακρίνονται άρματα, πολεμιστές και αιλουροειδή. Ο θησαυρός περιλαμβάνει και σύρματα σε διάφορα πάχη, θραύσματα από στριφτές ράβδους, ένα αναδιπλωμένο και στρεβλωμένο συρματερό που πιστοποιεί ότι ο χρυσοχόος ήταν εξοικειωμένος και με αυτή την τεχνική. Δύο θραύσματα από χρυσές πόρπες που ανήκουν σε κοινό τύπο ίσως αποδειχθούν μοναδικές λόγω του υλικού τους. Ο συγγραφέας, τέλος, εντάσσει το χρυσοχόο στην εποχή του. Στην κοινωνία της γεωμετρικής περιόδου, που πάνω κάτω ταυτίζεται με την κοινωνία του έπους, χάρη στην προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο οι τεχνίτες εντάσσονται στην κατηγορία των «δημιοεργών», λέξη που στο έπος δεν έχει ακόμη αποκτήσει ταξική χροιά. Οι ικανότητές τους θεωρούνται δώρο θεϊκό από την Αθηνά και τον Ήφαιστο, τα θαυμαστά χρυσά έργα τους διαθέτουν μαγική δύναμη και μεταφυσικούς συμβολισμούς. Αυτές οι ιδιότητες των έργων της μεταλλοτεχνίας σφραγίζουν με δαιμονική δυσμορφία και έλλειψη φερεγγυότητας τους μυθικούς τεχνίτες, τον Ήφαιστο, τους Τελχίνες, τους Κύκλωπες και τους Δακτύλους. Μάλλον γι’ αυτό τα εργαστήρια βρίσκονται κατά κανόνα σε δημόσιους χώρους ή σε άμεση σχέση με ιερά. Αυτό συμβαίνει στην Έγκωμη, στην Ταμασσό και στο Κίτιο της Κύπρου, στο λυδικό εργαστήριο των Σάρδεων, στη Λαυρεωτική της Αττικής. Είναι επομένως πιθανή η παρουσία ιερού του 8ου αιώνα π.Χ. πολύ κοντά στο αψιδωτό οικοδόμημα όπου είχε αποθησαυριστεί το χρυσάφι.

Χαλκίδα, η μητρόπολη της Εύβοιας Αμαλία Καραπασχαλίδου

Αναθηματικό ανάγλυφο νεκροδείπνου που πιθανότατα απεικονίζει τον Ασκληπιό και την Υγεία. 2ος αι. μ.Χ. Μουσείο Χαλκίδας. Ο Φίλιππος την αποκαλούσε «κλείδα» ή «πέδη» της Ελλάδος. Γεωγράφοι και περιηγητές θαύμασαν το λιμάνι και το απόρθητο τείχος της. Η Χαλκίδα πρωταγωνίστησε στην ιστορία του νησιού. Στο απόγειο της εμπορικής της ανάπτυξης έφτασε στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Άλλωστε, κατά μία εκδοχή το όνομά της ετυμολογείται από το πορφυρούχο κοχύλι «χάλκη» ή «κάλχη», που απέφερε κέρδη στους αλιείς του. Οι άλλες δύο εκδοχές συνδέουν την πόλη με τη Χαλκίδα, κόρη του ποταμού Ασωπού, ή με τα ορυχεία χαλκού. Οι λίγες γραπτές πηγές μάς πληροφορούν ότι στα ρωμαϊκά χρόνια η πόλη εξακολουθεί να ευημερεί, κοσμείται με ιερά, δημόσια έργα, άνετες ιδιωτικές κατοικίες. Στην ύστερη ρωμαιοκρατία, τα κτίσματα έχουν διαφορετική τοιχοδομία, πολύ γερά θεμέλια και κάποια είναι διώροφα. Σε ύψωμα είναι κτισμένες οι πολυτελείς κατοικίες με τα ψηφιδωτά δάπεδα. Τις ανάγκες της Χαλκίδας για νερό κάλυπτε η πηγή Αρέθουσα, που αποτελούσε και χώρο λατρείας της νύμφης, λατρεία τοπική όπως και εκείνη της αρχηγέτιδας Χαλκίδας. Στις θεότητες του ολυμπιακού πανθέου προστέθηκαν οι θεότητες από την Ανατολή, όπως η Κυβέλη, η Ίσιδα, ο Σάραπις, ο Άνουβις, ο Άπις. Την αποσπασματική γνώση για τη γλυπτική της Χαλκίδας που πρόσφεραν μεμονωμένα και σποραδικά παραδείγματα ήρθε να διαφωτίσει ένα σημαντικό σύνολο γλυπτών που βρέθηκε το 1951 στο οικόπεδο Α. Ζέρβα. Στη συνέχεια, η συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά ένα ανάγλυφο νεκροδείπνου του 2ου αιώνα μ.Χ., που βρίσκεται στο Μουσείο Χαλκίδας και πιθανότατα απεικονίζει τον Ασκληπιό και την Υγεία.

Λευκαντί, ο αρχαιολογικός χώρος που επέβαλε τον επαναπροσδιορισμό των Σκοτεινών Xρόνων Νότα Κούρου

Χειροποίητο κύπελλο βαρβαρικού ρυθμού. Ανάμεσα Χαλκίδα και Ερέτρια, στο σημερινό χωριό Λευκαντί και στον παράλιο λόφο της Ξερόπολης, αποκαλύφθηκε οικισμός με αλλεπάλληλες φάσεις, από τους πρωτοελλαδικούς ως και τους γεωμετρικούς χρόνους. Το αρχαίο του όνομα είναι άγνωστο. Λευκαντί ονομάστηκε από το σημερινό χωριό. Εισαγωγές και πολιτισμικές επιρροές από την Κύπρο και την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου διαπιστώνονται ήδη από τον 12ο αιώνα π.Χ., ενώ η παρουσία χειροποίητου κυπέλλου του δωρικού ή βαρβαρικού ρυθμού φανερώνει ότι Λευκαντί και μυκηναϊκή Πελοπόννησος υπόκεινται στα ίδια πολιτισμικά ρεύματα. Λίγο βορειότερα από τον οικισμό αποκαλύφθηκαν 179 τάφοι και 93 πυρές. Οι ταφές σε συστάδες μαρτυρούν την ύπαρξη πέντε μικρών νεκροταφείων. Σε ένα από αυτά, στο νεκροταφείο της Τούμπας, βρέθηκαν 69 τάφοι και 23 πυρές, καθώς και τεράστιο μακρόστενο αψιδωτό οικοδόμημα του α΄ μισού του 10ου αιώνα. Στο κεντρικό του δωμάτιο βρέθηκαν δύο ταφές βασιλικού χαρακτήρα, ένας γυναικείος ενταφιασμός και μια ανδρική καύση, καθώς και ταφή τεσσάρων αλόγων. Από κατοικία του άρχοντα, το κτίσμα μετατράπηκε μετά το θάνατό του σε ταφικό οικοδόμημα, καλύφθηκε με χωμάτινο τύμβο και αποτέλεσε Ηρώον. Ωστόσο, γεμάτοι πολύτιμα κοσμήματα και αντικείμενα εισαγμένα από μακρινές περιοχές είναι οι περισσότεροι τάφοι στα νεκροταφεία, επιβεβαιώνοντας τις επαφές με την Κύπρο και τη συροφοινικική ακτή. Από την άλλη, ευβοϊκή κεραμική του τέλους του 10ου αιώνα βρέθηκε στην Αμαθούντα της Κύπρου και στην Τύρο της Φοινίκης. Τον 9ο αιώνα οι ευβοϊκές εξαγωγές τυποποιούνται σε συγκεκριμένο σχήμα αγγείου, το «σκύφο με τα κρεμάμενα ημικύκλια». Όταν, από το 800 π.Χ., οι Ευβοείς θα στραφούν προς τη Δύση θα έχουν σήμα κατατεθέν ένα άλλο αγγείο, το «σκύφο με τις ενάλληλες».

Τα «Δρακόσπιτα» Νικόλαος Μουτσόπουλος

Εξωτερική όψη του δρακόσπιτου της Όχης. Από τα πολλά δρακόσπιτα που βρίσκονται στη δυτική πλευρά της ορεινής μεσημβρινής άκρης της Εύβοιας, κοντά στα Στύρα, το σπουδαιότερο είναι το Πάλλη λάκα δραγκό, στην πλαγιά του βουνού Κλιόσι. Οι ντόπιοι, εντυπωσιασμένοι από τη σοφή και τολμηρή διάταξη των μεγάλων γκριζωπών ασβεστόλιθων, θεώρησαν τα μεγαλιθικά κτίσματα έργα κυκλώπων και κατοικίες δράκων και τα ονόμασαν «Ντραγκό» ή «Δραγκό». Ασύγκριτα σπουδαιότερο όμως είναι το δρακόσπιτο που στέκεται στην κορυφή της Όχης, πάνω από την Κάρυστο. Η διαδρομή από την Κάρυστο στην κορυφή της Όχης περνάει από τους Μύλους που γειτονεύουν με σημαντικά αρχαία λατομεία πρασινόφαιου μαρμάρου. Κοντά τους κείτονται μεγάλοι μονόλιθοι κίονες. Ο πρώτος που ανακάλυψε το δρακόσπιτο στην κορυφή της Όχης ήταν ο M.P. Hawkins το 1797 και το εξέλαβε ως ναό. Άλλοι υποστήριξαν πως πρόκειται για κατοικία βοσκών, άλλοι μίλησαν για τάφο ή φρυκτώριο. Το «Σπίτι του Δράκου» είναι κτίσμα πλατυμέτωπο με κάτοψη 4,85 x 9,80 μ. και με την είσοδο στην πλατιά πλευρά. Το εκφορικό σύστημα στέγασης προσδίδει ιδιομορφία σε όλη την κατασκευή. Κυκλώπειων διαστάσεων πλακόπετρες εισέχουν εσωτερικά σε διαδοχικές στρώσεις και από τις τέσσερις πλευρές. Ο τρόπος αυτός επεξοχής έχει εφαρμοστεί στην κάλυψη όλων των δρακόσπιτων. Στο εσωτερικό του κτίσματος βρέθηκε μεγάλο πλήθος ακέραιων αγγείων (μόνωτα κυάθια), θραύσματα μελανόμορφων, ενεπίγραφα όστρακα, λυχνάρια κ.ά. της Αρχαϊκής εποχής. Της ίδιας εποχής ήταν και τα ευρήματα που βρέθηκαν έξω από το κτίσμα, πιθανότατα γύρω από αρχαίο υπαίθριο βωμό. Ο συγγραφέας είναι πεπεισμένος ότι πρόκειται για ιερό του Δία και της Ήρας.

Συμβολή στην κυκλοφορία των ευβοϊκών νομισμάτων. H μαρτυρία των «θησαυρών» Ηώ Τσούρτη

Αργυρό δίδραχμον Ερέτριας, π. 500–480 π.Χ. Οπισθότυπος: Χταπόδι. Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο. Χαλκίδα και Ερέτρια ήταν από τις πρώτες πόλεις που έκοψαν νομίσματα, ακολουθώντας την Αίγινα, την Αθήνα και την Κόρινθο. Οι αρχαϊκές κοπές της Χαλκίδας, 540-520 π.Χ., θυμίζουν τα Wappenmünzen, τα «εραλδικά» νομίσματα, και τις πρωιμότατες γλαύκες των Αθηνών. Νομίσματα της Χαλκίδας, της Ερέτριας και των Αθηνών πρωτοεμφανίζονται σε «θησαυρούς» που θάβονται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Κάποιοι από αυτούς μαρτυρούν ότι αρχαϊκά ευβοϊκά νομίσματα ταξίδεψαν στη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Όταν οι ευβοϊκές πόλεις συμμαχούν με τους Βοιωτούς και οργανώνεται, το 375 π.Χ., η Ευβοϊκή Συμπολιτεία κόβονται οι πρώτοι στατήρες του Κοινού των Ευβοέων που εναλλάσσουν, στον εμπροσθότυπο και στον οπισθότυπο, καθιστό μοσχάρι που στρέφει προς τα πίσω την κεφαλή και το κεφάλι της νύμφης Εύβοιας με την επιγραφή ΕΥΒ. Όταν, το 357 π.Χ., οι Ευβοείς θα επαναπροσεγγίσουν την Αθήνα, οι ίδιες απεικονίσεις κοσμούν όχι πια τους στατήρες αλλά τα αθηναϊκά τετράδραχμα και τις δραχμές. Στη μακεδονική περίοδο, τα νομίσματα του Κοινού και των ευβοϊκών εργαστηρίων κυκλοφορούν ευρέως σε όλη την Εύβοια. Παράλληλα κυκλοφορούν αθηναϊκά τετράδραχμα, νομίσματα της κεντρικής Ελλάδας, της Μ. Ασίας, της Ρόδου κ.ά. Οι πληροφορίες για το β΄ μισό του 3ου αιώνα π.Χ. είναι τόσο λιγοστές όσο και τα ευρήματα από τον 2ο αιώνα. Σε «θησαυρούς» από το β΄ μισό του 2ου και από τον 1ο αιώνα π.Χ. εντυπωσιακή είναι η παρουσία των αθηναϊκών τετράδραχμων New Style. . Χάλκινα νομίσματα βρέθηκαν σε επτά «θησαυρούς», ενώ η κυκλοφορία μεμονωμένων χάλκινων νομισμάτων είναι κυρίως γνωστή από τις ελβετικές ανασκαφές στην Ερέτρια.

Το νησί της Eύβοιας την εποχή της Ρωμαιοκρατίας Αμαλία Καραπασχαλίδου

Το άγαλμα του Αντίνοου που βρέθηκε στην Αιδηψό, 2ος αι. μ. Χ. Μουσείο Χαλκίδας. Παρά την υποταγή της Εύβοιας στους Ρωμαίους το 191 μ.Χ., διάφορες πόλεις γνώρισαν σποραδική άνθηση: στη Χαλκίδα έγιναν δημόσια έργα, στην Αιδηψό οι ιαματικές πηγές και τα λουτρά της προσήλκυαν πλήθος επώνυμων επισκεπτών. Στα πρώιμα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, οι ευβοϊκές πόλεις βρέθηκαν αναγκαστικά εναντίον της ομοσπονδίας των Αχαιών. Ένα χρόνο πριν ηττηθεί από τους Ρωμαίους, νικητής το 192 π.Χ. ο Αντίοχος παντρεύεται στη Χαλκίδα τη νεαρή κόρη Εύβοια. Έχοντας συμμαχήσει με τους Αχαιούς, Χαλκίδα και Θήβα καταστρέφονται το 146 π.Χ. Όταν ο βασιλιάς Μιθριδάτης μεταφέρει το πεδίο μάχης με τους Ρωμαίους στην Ελλάδα, θα χρησιμοποιήσει την Εύβοια ως ορμητήριο του στόλου του και ως δρόμο διαφυγής.

Οι ξένες Aρχαιολογικές Σχολές στην Eύβοια Μαρία Οικονομάκου-Σαλλιώρα

Από τις ανασκαφές της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ερέτρια. Άποψη του ιερού της Αθηνάς από τα ΝΔ. Ελβετοί και Έλληνες αρχαιολόγοι ανέδειξαν την Ερέτρια ως έναν από τους σημαντικότερους οικισμούς των γεωμετρικών χρόνων στη Μεσόγειο. Η Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή επικέντρωσε τις έρευνές της στη μνημειώδη Δυτική Πύλη και τη δυτική νεκρόπολη, αποκάλυψε το τριγωνικό Ηρώο, χώρους λατρείας των αφηρωισμένων νεκρών ηγεμόνων, τα Ανάκτορα Ι και ΙΙ. Στο Λευκαντί, η συνεργασία άγγλων και ελλήνων αρχαιολόγων οδήγησε στην αποκάλυψη ενός εξαιρετικά σημαντικού οικισμού που χρονολογείται από τους πρωτοελλαδικούς ως τους γεωμετρικούς χρόνους. Οι ανασκαφές που άρχισαν το 1964 στην Ξερόπολη και συνεχίστηκαν στην Τούμπα κ.α., φωτίζουν την ιστορική εξέλιξη του ελλαδικού χώρου στα χρόνια ανάμεσα στον 11ο και τον 9ο αιώνα.

Αρχαιολογικά βυζαντινής και μεταβυζαντινής Eύβοιας Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος

Ο σταυρεπίστεγος ναός της Αγίας Παρασκευής στη Λούτσα, στους πρόποδες της Δίρφυς. 15ος-16ος αι. Το άρθρο διατρέχει τις εξής περιόδους: Παλαιοχριστιανική και Πρωτοβυζαντινή (4ος-8ος αιώνας), Μεσοβυζαντινή (9ος-12ος αιώνας), Υστεροβυζαντινή ή περίοδο Φραγκοκρατίας (13ος-15ος αιώνας), Μεταβυζαντινή ή περίοδο Τουρκοκρατίας (1470-1833). Για την κάθε περίοδο, ο συγγραφέας α) δίνει το ιστορικό πλαίσιο, β) παρουσιάζει τα μνημεία, γ) εντοπίζει τα προβλήματα. Πίνακας συγκεντρώνει τα κυριότερα μνημεία όλων των περιόδων που ταυτόχρονα αποτυπώνονται σε χάρτη του νησιού. Στο επιλογικό του σημείωμα, ο συγγραφέας επισημαίνει την ανάγκη κατάρτισης ενός «συντάγματος» (corpus) των σωζόμενων τοιχογραφιών, γλυπτών και επιγραφών, αποτύπωσης των εκκλησιαστικών και των οχυρωματικών μνημείων, δημοσίευσης των έργων μικροτεχνίας και των ευβοϊκών «θησαυρών», καταλογογράφησης και σχολιασμένης δημοσίευσης των πηγών και συμπλήρωσης της βιβλιογραφίας. Τέλος, παρουσιάζοντας την εμβρυακή κατάσταση της ανασκαφικής έρευνας και την ανυπαρξία προστασίας των μνημείων, προτείνει την άμεση ίδρυση μιας σωστά επανδρωμένης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ευβοίας και Βορείων Σποράδων.

Η μνημειακή ζωγραφική στην Εύβοια κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας Μελίτα Εμμανουήλ

Ναός της Οδηγήτριας στις Σπηλιές (1311). Η Δέηση (λεπτομέρεια). Από την εποχή της Φραγκοκρατίας προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών μνημείων που έχουν διασωθεί στο νησί, αρχίζοντας από το 1245 και τον Όσιο Ιωάννη τον Καλυβίτη στα Ψαχνά και φτάνοντας στο 1393, έτος διακόσμησης του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Αλιβέρι. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται άλλες εννέα εκκλησίες. Ύστερα από πρόσφατη επισκευή, ο Όσιος Ιωάννης, κάποτε Καθολικό ομώνυμης μονής, έχει τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής. Ο Άγιος Νικόλαος στον Πύργο, η Κοίμηση της Θεοτόκου στο Αλιβέρι και η Αγία Άννα στον Οξύλιθο είναι μονόχωροι καμαροσκέπαστοι ναοί. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρα στο Πυργί, η Αγία Θέκλα στο ομώνυμο χωριό, η Κοίμηση της Θεοτόκου στον Οξύλιθο, ο Άγιος Δημήτριος στο Μακρυχώρι, ο Άγιος Δημήτριος στο Αυλωνάρι, ο Άγιος Νικόλαος στον Οξύλιθο και η Οδηγήτρια στις Σπηλιές ανήκουν στον τύπο του σταυρεπίστεγου ναού. Τέσσερις ναοί έχουν νεκρικό χαρακτήρα, που υποστηρίζεται από εικονογραφικό πρόγραμμα με σκηνές της Δέησης και της Δευτέρας Παρουσίας, με τα θαύματα του Παραλυτικού και του Τυφλού, με τον Χριστό ανάμεσα σε δύο αγγέλους, το όραμα του Αγίου Ευσταθίου, τον αρχάγγελο Γαβριήλ με το ανοιχτό ειλητάριο κ.ά. Οι ιδιαιτερότητες της εικονογράφησης των εκκλησιών οφείλονται εν πολλοίς στην απουσία τρούλου. Σχεδόν παντού ο Παντοκράτορας έχει μεταφερθεί στο ιερό με τη μορφή του Παλαιού των Ημερών. Ο διάκοσμος εμπνέεται κυρίως από το Δωδεκάορτο. Στην τεχνοτροπία, η επαφή Ελλήνων και Βενετών εκφράζεται είτε με ασυνήθιστες λεπτομέρειες στην εικονογραφία είτε με την ιδιαίτερα ζωηρή ή πιο ανθρώπινη έκφραση των προσώπων. Πάντως δεν θα επηρεάσει τον βυζαντινό χαρακτήρα αυτής της ζωγραφικής.

Πληροφορίες για τη νεοκλασική αρχιτεκτονική της Eύβοιας Ιωάννης Κουμανούδης

Περίθυρο από δόμους κατά το κυφωτό σύστημα σε ιδιότυπο ισόγειο κατάστημα της Κύμης. Ο συγγραφέας μοιράζεται τις εντυπώσεις του από την επιτόπια παρατήρηση ποικίλων νεοκλασικών αρχιτεκτονημάτων σε πόλεις και χωριά της Εύβοιας, και τις εικονογραφεί με αδημοσίευτες φωτογραφίες από το αρχείο του. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, πόλεις και χωριά, με δρόμους στενούς και σκολιούς, ήταν χτισμένα εμπειρικά και με αταξία. Τα εναπομείναντα σπίτια της Χαλκίδας μαρτυρούν έντονη την επιρροή των βορειοελλαδίτικων συντεχνιών ενώ, στις παραλιακές ζώνες, η μορφολογία είναι αιγαιακή. Οι πλατιοί και ευθύγραμμοι οδικοί άξονες, που στην Εύβοια χαράχτηκαν επί Όθωνα σε πόλεις όπως η Κάρυστος, η Ερέτρια, η Χαλκίδα, η Λίμνη, ευνόησαν το πνεύμα του κλασικισμού. Ωστόσο, νεοκλασικά κτήρια παρατηρούνται και σε πόλεις με άτακτο πολεοδομικό ιστό, όπως το Βασιλικό, το Αυλωνάρι, το Αλιβέρι, η Κύμη. Στα χωριά, τέλος, το νεοκλασικό στοιχείο πλάθεται με το τοπικό και ο νεωτερισμός ελέγχεται από τη σεμνότητα. Στα μικρά ιδιωτικά κτήρια πρωταγωνιστούσε ο σοφός τοπικός πρωτομάστορας και, αργότερα, ο ευσυνείδητος παλαιός εργολάβος. Οι αντιγραφές τους από επίσημα κτήρια δημιούργησαν πλείστες ρυθμολογικές αποκλίσεις. Ακραιφνές νεοκλασικό ύφος χαρακτηρίζει κυρίως τα διώροφα κτήρια με ή χωρίς ισόγειο κατάστημα. Στα τυπικά νεοκλασικά κτήρια τηρούνται η τριμερής διαίρεση, οι άξονες συμμετρίας, η τετράρρικτη κεραμοσκέπαστη στέγη, ο μαρμάρινος με «κιλλίβαντες» εξώστης, τα μαντεμένια χυτά κιγκλιδώματα, η πλάγια τοποθετημένη ακάλυπτη σκάλα. Ο συγγραφέας περιγράφει τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα χρώματα στην όψη και το εσωτερικό των κτηρίων. Σημειώνει, τέλος, ότι ο διάκοσμος των στηθαίων με πήλινα αγάλματα ή κιονίσκους είναι σπάνιος παρά το ότι αυτά τα διακοσμητικά στοιχεία έφταναν στην Αθήνα από τα κεραμουργεία της Χαλκίδας.

Νεοκλασικά ταφικά μνημεία στο νεκροταφείο Σπύρος Κοκκίνης

Τάφος Ελένης Σκουτερίδη στο νεκροταφείο της Χαλκίδας. Χαρακτηριστικό έργο του Ιάκωβου Μαλακατέ. Το νεκροταφείο της Χαλκίδας ιδρύθηκε γύρω στα 1840. Οι τάφοι του συνιστούν μνημεία μαρμαρογλυπτικής και μάρτυρες της ιστορίας της πόλης. Από τα σωζόμενα νεοκλασικά ταφικά μνημεία, τα περισσότερα είναι έργα Τηνιακών: των αδελφών Μαλακατέ, Ιάκωβου ή Γιακουμή και Φραγκίσκου, του Ιωάννη Καρπάκη, των Αλέξιου Λαύδα και Αλέξιου Πίτικα, του Εμμανουήλ Βούλγαρη, του Ιωάννη Βιτσάρη και του Δημήτριου Φιλιππότη. Οι αδημοσίευτες φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο προέρχονται το φωτογραφικό αρχείο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος.

Η λίμνη του Δύστου ως αντικείμενο νομικής περιβαλλοντικής προστασίας Ιωάννης Καράκωστας

Λίμνη Δύστου. Πανοραμική άποψη. Ο συγγραφέας, ειδικός στο Δίκαιο Περιβάλλοντος, παρουσιάζει την περίπτωση της λίμνης του Δύστου, ενός απειλούμενου υγρότοπου με υδρόβια πτηνά. Τη λίμνη θέτουν σε κίνδυνο η άντληση νερού, το κάψιμο των καλαμιών και η σε βάρος της επέκταση των χωραφιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το καλοκαίρι, η λίμνη χάνει εντελώς το νερό της. Το αστικό δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα χρήσης των περιβαλλοντικών αγαθών, την απόλαυση και την ωφέλεια που προκύπτουν από τη χρήση αγαθών κοινόχρηστων. Στο χώρο του δημοσίου δικαίου, ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της λίμνης του Δύστου συνεπάγεται τη δυνατότητα ενεργοποίησης της συμμετοχής των πολιτών με τη μορφή είτε ενός σωματείου προστασίας του περιβάλλοντος ή μέσα από τους Ο.Τ.Α. Ο συγγραφέας σχολιάζει τις συγκεκριμένες διατάξεις του δημοσίου και του αστικού δικαίου και το Κοινοτικό Δίκαιο που διασφαλίζουν την έννομη προστασία της λίμνης.

Η Εύβοια και το φυσικό της περιβάλλον Γρηγόρης Τσούνης

Υγρότοποι Ιστιαίας. Στη φυσική ομορφιά της Εύβοιας συντελούν οι περιοχές με τα σπάνια ενδημικά φυτά αλλά και τα δάση και οι πολλοί της υδροβιότοποι όπου βρίσκουν καταφύγιο πλήθος ζώα και πουλιά. Στη βόρεια Εύβοια, στην περιοχή του δάσους του αγίου Νικολάου, «διατηρητέου μνημείου της φύσης», και στη λίμνη του Δύστου που βρίσκεται κοντά στο Αλιβέρι, ζει ένα από τα σπανιότερα θηλαστικά της Ευρώπης, η βίδρα. Η Δίρφη είναι το ψηλότερο βουνό του νησιού. Στα δυτικά της κεντρικής Εύβοιας βρίσκεται το Ληλάντιο πεδίο. Στη Χαλκίδα, ο πορθμός του Ευρίπου και το φαινόμενο της παλίρροιας προκαλούσαν το θαυμασμό και την απορία από την αρχαιότητα.

Φυτά της Eύβοιας Πέτρος Μπρούσαλης

Τυπικά λουλούδια των βουνών της Εύβοιας: ανεμώνη η χαρίεσσα, όρχις ο τετράστικτος και ρανούνκουλος η φικάρια (Σχ. Γ. Σφίκας). Τα βουνά της Εύβοιας καλύπτονται κυρίως από πεύκα του είδους Πεύκη η χαλέπιος. Ανάμεσά τους συχνά ξεπηδούν αυτοφυείς κουκουναριές. Ψηλότερα φυτρώνει και το ελληνικό ενδημικό έλατο, Ελάτη η κεφαλωνική. Σε πολλά μέρη δημιουργούνται συστάδες από Δρυς, του σπάνιου είδους Δρυς η βραχύφυλλος. Άλλου τύπου, βέβαια, είναι η βλάστηση στους λόφους ή στα ποτάμια και τις ρεματιές. Από τα πιο ενδιαφέροντα και εντυπωσιακά φυτά είναι η μεγάλη άσπρη παιωνία, ελληνικό είδος που συναντιέται μόνο στην Εύβοια, την Άνδρο, την Πάρνηθα και τον Ταΰγετο, τα 58 είδη ορχεοειδών και τα πολλά ενδημικά είδη όπως η κίτρινη φριτιλάρια, ο Sideritis Euboea, τοπικό τσάι του βουνού, οι πολλές Καμπανούλες και πλήθος άλλα.

Πολιτιστικό Κέντρο Xαλκίδας. Εργαστήρι Τέχνης Χαρίκλεια Μυταρά

Η Χαρίκλεια Μυταρά με τους μικρούς μαθητές της στο Εργαστήρι Τέχνης της Χαλκίδας. Το 1978, ο Δήμαρχος Χαλκίδας Γιάννης Σπανός μαζί με τους Δημήτρη και Χαρίκλεια Μυταρά ίδρυσαν το «Εργαστήρι Τέχνης». Το 1984, στο αναπαλαιωμένο κτήριο της παλαιάς Δημαρχίας, το Εργαστήρι δημιούργησε αίθουσες διδασκαλίας, εκθεσιακούς χώρους και άλλους βοηθητικούς, ενώ αργότερα προστέθηκε ένα πλήρες εργαστήρι κεραμικής. Στα τμήματα δημιουργικής έκφρασης, για τα παιδιά διδάσκει απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών. Εννέα από τους πρώτους ενήλικες μαθητές αποτελούν το αιρετό συμβούλιο που έχει την ευθύνη όλου του Εργαστηρίου. Εκθέσεις μικρών και μεγάλων μαθητών έχουν οργανωθεί μέσα και έξω από την Ελλάδα. Η Χαλκίδα έχει γίνει παράδειγμα και υπόδειγμα για όσους πιστεύουν ότι η διδασκαλία της Τέχνης συντελεί στην ισορροπημένη ανάπτυξη του ανθρώπου.

Η Εταιρεία Eυβοϊκών Σπουδών: η συμβολή στη διάσωση και προβολή των ευβοϊκών μνημείων Μαρία Σταϊκίδου

Ο πρώτος τόμος του Αρχείου Ευβοϊκών Μελετών. Στις 20 Αυγούστου 1935, οκτώ ευβοείς επιστήμονες, οι Ν. Πετσάλης, Π. Χατζηπάνος, Γ. Φουσάρας. Χ. Θηβαίος, Ε. Ρούσσος, Π. Μίχος, Γ. Αιγιαλείδης και Α. Σταμέλος, ίδρυσαν την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών. Στόχοι της Εταιρείας ήταν η έρευνα και η προαγωγή των ευβοϊκών ζητημάτων, καθώς και η έκδοση περιοδικού συγγράμματος. Η επιστημονική επετηρίδα με τίτλο «Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών» έχει ως σήμερα συμπληρώσει 28 ογκώδεις τόμους και 16 αυτοτελή παραρτήματα. Η συγγραφέας αποδελτιώνει εδώ με χρονολογική σειρά τους τόμους και τα παραρτήματα του Αρχείου, συγκεντρώνοντας τους τίτλους των άρθρων που αφορούν την αρχαία, βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Αναφέρονται επίσης Ημερίδες, Συνέδρια και Παρεμβάσεις της Εταιρείας που συνδυάζουν τη φροντίδα για τα μνημεία με θέματα περιβάλλοντος.

Φωτογραφικό Aρχείο Aνώνυμης και Nεοκλασικής Aρχιτεκτονικής στη Xαλκίδα Σπύρος Κοκκίνης

Το Δημαρχείο Χαλκίδας που στεγάζεται στο Μέγαρο Κότσικα. Το πολιτισμικό παρελθόν της Χαλκίδας άρχισε να αποτυπώνεται φωτογραφικά πριν από 30 χρόνια. Το υλικό που θησαυρίστηκε διακρίνεται σε: α) ιστορικά μνημεία και β) ανώνυμη και νεοκλασική αρχιτεκτονική. Αφού παραθέσει την ισχνή βιβλιογραφία για την ανώνυμη αρχιτεκτονική στη Χαλκίδα, ο συγγραφέας παρουσιάζει σε δύο χωριστούς καταλόγους τα κτήρια της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, σχεδόν αποκλειστικά οικίες, και τα νεοκλασικά κτίσματα.

Μουσείο: Μουσείο Ερέτριας Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη

Κένταυρος πρωτογεωμετρικών χρόνων από το νεκροταφείο της Τούμπας στο Λευκαντί. Το Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991. Ο προθάλαμος στεγάζει ευρήματα από την περιοχή της Ερέτριας και από τον Μαλακώντα. Στην πρώτη αίθουσα εκτίθενται ευρήματα προϊστορικών χρόνων (2500-1100 π.Χ.) από το Λευκαντί, την Αμάρυνθο και την Ερέτρια, ευρήματα πρωτογεωμετρικών χρόνων από το Λευκαντί και γεωμετρικών-αρχαϊκών χρόνων από την Ερέτρια. Στη δεύτερη αίθουσα δεσπόζει το δυτικό αέτωμα από τον δωρικό ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα. Αποθέτης ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος έδωσε ευρήματα από το τέλος του 8ου ως τον 1ο αιώνα π.Χ. Στη Στοά έξω από το Μουσείο, εκτίθενται επιγραφές, επιτύμβιες στήλες και ένας ακέραιος κεραμικός κλίβανος από την αρχαία Αγορά.

English summaries: A historic survey of the island of Euboea Petros Kalligas

The geographic position and the geologic composition of the island of Euboea have been the determining factors for the development of human activity on it, from the dawn of History to the present. The human presence on the island goes back to the Paleolithic and Mesolithic periods, while already in the early third millenium and during the Proto-Helladic phase Euboea has developed mutual relations with the Cyclades, the Asia Minor coast across the Aegean and the neighbouring areas of mainland Greece. These relations will become most fruitfull in the middle of the third millenium when the island is going through a period of prosperity. It is then that the coastal district of Manika becomes an important center of transit-trade. The so-called Middle Helladic phase, that corresponds to the first half of the second millenium B.C., can be traced almost everywhere on the island, while the picture becomes more clear during the Late Helladic phase, which corresponds to the second half of the millenium (Mycenaean period). The significant Mycenaean domed and chamber tombs excavated so far all over the island can support the theory that Euboea was at that time divided in a number of small, independed kingdoms. The area to the north of the present town of Chalkida must have been the center of an important kingdom of the fourteenth to thirteenth century B.C. that had developed close relations with the prominent anactoric center of Thebes in Boeotia. However, in the end of the twelfth or the beginning of the eleventh century B.C. the Mycenaean world all over Greece was rapidly deteriorating for reasons not clearly identified as yet. This heavy crisis of the Mycenaean world is overcharged by the shift of various Greek tribes within the boundaries of the broader Greek area. It seems that the Aeolian speeking tribe of the Avandes is in the eleventh century B.C. separated from the Aeolians of Thessaly have migrated over the entire island of Euboea. During the Proto Geometric period the area of Chalkida is firstly inhabited as the finds from scattered clusters of humble tombs indicate. It is probable that the Eretria district was inhabited alike. However, the most important settlement remains that of the Toumba Leukandi vicinity, because of the most significant and rich finds of tombs excavated in that area. In the late ninth century B.C. (830-800 B.C.) a strong upheaval is observed in the entire mainland and insular Greece. It is quite probable that Euboea was at that time invaded by the lonians who thus obliged the Aeolian speeking Avandes to flee to the Aegean islands and Asia Minor. New settlements are created in Chalkida and Eretria districts. The eighth century B.C. is a period of great social agitation which resulted, among others, to a remarkable colonization movement. However, the wealth accumulated in Chalkida and Eretria, the naval power obtained and the rivalries between the aristocratic families ruling the two cities led to a long civil war, known as "the war over the Lilandion pedion "the Lilandion valley" which finally disrupted the development of both cities. In the centuries that follow other independent cities flourish in the island, such as Istiaia to the North and Karystos to the South, not to mention Distos and Kyme, each with its own administration and coin issues. However, the rising power and prestige of Athens in the neighbouring Attica was only natural to influence the Euboean cities. Already in 506 B.C. the Athenians defeated the Chalkidians and installed Athenian peasants in the fertile fields of the Lilandion valley, a practice they also repeated in the case of Istiaia after their victorious campaign (446/5 B.C.). The fall of the Athenian leadership set the Euboean cities free, although Eretria participated and in the second Athenian League (378 B.C.). After the battle of Chaeroneia (338 B.C.), when the Athenians and their allies were defeated and the Macedonian rule was extended all over central Greece, the Euboean cities followed the common destiny. The Macedonian kings were highly evaluating the strategic position of Chalkida, not to mention the close relations they had developed with Eretria, as the important, built tombs of Macedonian style that have been excavated in the city cemeteries prove. The institution of "the Euboeans' Commons" was an effort for closer and more efficient links among the Euboean cities having common administrative model and coinage. Unfortunately, the rising power of Rome restrained all attempts and resistance, as the destruction of Eretria in 198 B.C. made absolutely clear. In the years of Roman occupation and especially in the imperial period Chalkida remained the main city of the island. Perhaps in the age of the Byzantine emperor Justinian, but more probably in the beginning of Heraclius reign (610-620 A.D.) the ancient city was definitely abandoned and the new one was founded westwards, on the small hill close to the Euripus' straits. The city of Chalkida at its new, wisely chosen position by the Euripos remained unconquered and survived throughout all Slabic and Arabic invasions which repeatedly and for centuries had threatened the Byzantine Empire and represents the nucleus of the medieval and modern city. The smooth evolution of the city was interrupted by the disaster of 1204 A.D., when Constantinople, the capital of the Empire fell in the hands of the western Crusaders and the Byzantine State was abolished. The dismembering of the Empire that followed assigned Euboea first to three Lombard barons and to Venice later (1205-1470). The Venetians were succeeded by the Turks in 1470 AD after a long and hard siege of Chalkida. During the years of Turkish occupation (1470-1833 AD) Eboea was a part —along with Boeotia and Attica— of the "Pashaliki of Evripou" , while Chalkida retained in this administrative division a prominent position. The wind of freedom also blew over Euboea in the beginning of the nineteenth century. However, in spite of the heroic efforts of the Greek fighters under Gouvios, Kriezotis and Favieros the resistance of the Turks ceased only in 1833, when they handed the island over to the already free Greek State. The liberation of Euboea marks a new era in the historic route of the island. The parallel course of urbanization and industrialization in the late nineteenth century enriched Chalkida with a great number of elegant, neoclassical houses as well as with many industrial installations. New, creative Greek powers reinforced the age-long roots of the island, when refugees from the across coast the Agean found shelter in the fatherland of Euboea in 1922. As far as the components of the Chalkida population is concerned we should make special reference to the formerly thriving Jewish community, which was existing in the city already since the Venetian period. Needless to say that the historic memory of a land must continuously remain active and alive if it deserves to participate in the steadily progressing contemporary life. The historic and archaeological studies are the main vehicle and instrument of memory preservation and Euboea can present in this field quite satisfactory achievements. Of special importance in these terms is the contribution of the Society of Euboean Studies mainly through the publication of the significant "Archive of Euboean Studies" which is creatively continued until today. Worth noting is also the effort of the recently instituted Euboean Archaeophile Society —it has already published two volumes of the periodical edition "Anthropologic and Archaeologic Chronicle"— and the effective work of the local Ephorate of Antiquities which operates all over the island since 1978, advancing the archaeological research and organizing and supervising in the best possible way all relevant subjects and projects on and for the island.

Palaeolithic quarries and workshops at Nea Artaki on the island of Euboea Evi Sarantea Mikha

Among the Euboean sites, in which flint implements have been located, Nea Artaki presents the most impressive picture as far as the area, number and variety of findings are concerned. Thousands of stone tools have been found on the surface together with a few fragments of pottery from the historical period. A few shells from the Middle Palaeolithic period and a pile of shells from the Chalcolithic age have also been found on different sites. The actual area of this prehistoric site is estimated to be even more extensive. A part of it has been taken over by the modern Nea Artaki town and by the sea . The bulk of stone tools is mainly concentrated in two sites, where large quantities of flint appear. In these two sites (about 1 km. apart from each other) all phases of prehistoric tool cutting from local flint are apparent. Cores, flakes, finished and unfinished tools, broken tools and even pebbles which were probably used as hammerstones. The two rich flint deposits at Nea Artaki have evidently been used as quarries and work sites for the construction of lithic implements during different Palaeolithic (and possibly Mesolithic) phases. The same sites must also have had a residential use. According to the typology of tools (found by groups at different locations) and construction techniques the finds can be classified in the Lower, Middle, Upper Palaeolithic period, and probably in the Mesolithic, and Neolithic period as well. Hence, we assume that a series of prehistoric cultures existed on the island of Euboea. Due to corrosion and ploughing, traces from different cultures can be found on the ground's surface. The high density of prehistoric implements found near the two flint locations supports the hypothesis that the abundance of flint to be found in Nea Artaki drew humans to inhabit this area. This hard and compact stone deposit is perfectly suitable for making tools with high impact and long resistance. Furthermore, it is highly probable that the mild climate, the low altitude and the existence of food and water in this area created favourable conditions for the settlement of human groups near the "quarry" and working sites. Sites have not been excavated as yet. The classification of artifacts is based upon typotechnological data. Tools illustrated here are from the author's collection.

Prehistoric Skyros Liana Parlama

A survey of the prehistoric period of the island of Skyros proves its homogeneous cultural continuity from the early Neolithic phase to the dawn of the historic era. Archaeological evidence pinpoints two periods of special prosperity, those of the Early Bronze age and Late Bronze Age respectively, since the existing gaps in research do not allow a more precise evaluation of the island 's entire cultural evolution. As the excavation at Palamari progresses, the real contribution of Skyros to the Aegean civilization will be better appreciated and knowledge of the island 's prehistory will greatly help clarify the entire prehistory of the Aegean.

Prehistoric Euboea. Fragments of a civilization Nikos Xenios

Prehistory is a quite dark period for Euboea and its neighbouring island of Skyros. Surface finds have recorded the existence of human activity in the area of South Artaki already in the Paleolithic Age. Research concerning the Middle Bronze and Neolithic Age has recently started. However, we should point out that a specific characteristic of Euboea does not facilitate its assignment as part of the Aegean (Cycladic) civilization of the Middle Helladic sphere: this "feature" is the position of the island between two systems of cultural influence each complementing the other that results in a broad synthesis of various characteristics in every aspect of the island's life.

Euboea in the Historic period Evi Touloupa

Only thirty years ago, archaeological research started to throw some light on the so-called "Dark Ages" (11 th-8th century BC) through continuous work at Leukandi and Eretria. At the beginning of this period, the local works of art exhibited a short-lived influence from the East. A new artistic blossoming marked the tenth century: the settlement at Leukandi is enlarged and the funerary offerings discovered in its three cemeteries are rich and sophisticated. A monumental, templeshaped heroon (1.000 BC), excavated in one of the cemeteries, has produced an urn with the bones of the "hero", the skeleton of a woman with rich jewels and horses' skeletons. The finds of Leukandi attest to relations not only with the neighbouring regions but also with Egypt,the Near East and Cyprus. The ninth century is characterized by a return to local traditions and an increase in exports. Around 800 BC the settlement is abandoned and the inhabitants of Leukandi flee to other towns of the vicinity or they emigrate and establish colonies. Significant burials of warriers found at Eretria date from the end of the eight century, while at about the same time the town of Chalkida develops its outstanding mining and dying enterprises. The Euboeans, first among all Greeks, established colonies not only in NE Greece (from Pydna to the Crimean peninsula) but also as far away as Italy and Syria. An impressive Ionic temple dedicated to Apollo Daphniphoros (= the laurel bearer) has been discovered in Eretria. This city became an important naval power and showed a most agressive attitude towards Athens, therefore it was finally punished. During the Persian wars, the Persians retaliating for the arson of Persepolis by the Greeks ruined Eretria completely, but the town managed to recover rather quickly. Decades later the Lacedaemonians occupied the entire Euboea. After the end of the Peloponnesian war (401 BC.) the cities are reformed and the bridge with the two fortifications, connecting the island with the mainland country, is built. In 377 BC. the Euboeans rejoin the Athenian League while later the Euboean' s Common is established. The years between 350 and 198 BC mark a time of new adventures for the island that passes under Macedonian rule and is finally devastated and looted by its Roman conquerors.

Eretria in the eighth century BC. A goldsmith’s workshop Petros Themelis

The recent work of Greek and Swiss archaeologists has shown that Eretria, the well known coastal Euboean town, had been one of the most important Mediterranean settlements in the Geometric period, especially during the years 800 to 700 BC, with the second half of the eighth century marking its climax. Vaulted and rectangular buildings dating from this phase have been excavated mainly by the harbour, revealing most significant finds: An intact skyphos was discovered in situ containing a quantity of gold in a variety of sizes and shapes. This unique and precious find is the hoard of a goldsmith who was both a caster and jewel maker. The talanda of gold found in this hoard bear no relation either with those of Salamina, Cyprus, or with the Babylonian shekel and the Homeric talanda. The great variety of their size, shape and weight make their identification as trading units most improbable. The hoard did not however contain only talanda but also misshapen jewelry which would be melted so as to take the shape of the talandon, that is the raw material of a goldsmith's workshop. Although evidence is scarce at present, it must be seriously considered as probable that a temple of the eighth century BC existed in close proximity to the edifice containing the treasured gold . Nevertheless, the existence of a sacred temenos with a temple in the Roman period as well as of workshops and shops in the third and second centuries BC has been positively ascertained.

Chalkida, the metropolis of Euboea Amalia Karapaschalidou

Chalkida, the metropolis of Euboea, has played a leading role in the course of the island's history. It has always been a city of progress and development and a permanent source of debate among the various invadors. In regard to the origin of the city's name there are three major scientific proposals: The first links its name to the bronze (= chalkos) mines, the second to the daughter called Chalkida of the Assopos river and the third to chalki or kalki, the porphyritic shell traded by the Phoenicians to the city of Chalkida. The literary sources along with the excavational finds make up a picture of the city which continues to thrive as late as the early Roman period.

Leukandi. An archaeological site which brought about a reassessment of the Dark Ages Nota Kourou

The joint Greek and British excavations of the last twenty-five years (1964-1986) at Leukandi on the island of Euboea, have created a landmark in the archaeology of the Early Historic Years. The new data produced from the finds of these excavations have radically altered the picture of the period, exclusively known until then as the"Dark Ages". The term seemed to be perfectly suited to the era between the end of the Mycenaean civilization and the creation of the city-state in the eighth century BC. Our knowledge of this period was limited, vague and fragmentary and the overall idea of these centuries was of an isolated civilization in decline and deterioration. The intentional double meaning of the term "Dark Ages" was in full accordance both with our state of knowledge and the cultural level assigned to the interval from 1100 BC. to about 750 BC. However, the excavational finds from the settlement and mainly from the cemeteries of Leukandi gave another, completely different dimension to the archaelogical research and led to a radical reconsideration of the period. The wealth of finds and the presence of jewels made of gold and other precious and semi-precious materials bear witness to prosperity, while the various imports from the eastern Mediterranean basin are abundant and already start from the eleventh century BC. Thus, it is evident that complete isolation of Greek territory never existed and that the procedure of the development of Hellenism which resulted in the colonization of the West, the adoption of the alphabet and the creation of writing started much earlier than the eighth century BC.

The “Drakospita” (= Dragons houses) Nikos K. Moutsopoulos

Hawkins was the first to discover the drakospito (dragon's house) on the summit of Mount Ochi, on September 11, 1797. The attention paid to their chronology in the various publications on the drakospita of the Mounts Ochi and Styra show that they are many and that all visitors have been deeply impressed; as a matter of fact each one of them has tried in his own way to give an explanation of the buildings' purpose and function. The most important of these is situated on the summit of Ochi, while many others are scattered in the broader district of SW Euboea .The most wellknown among them is the Palli Laka Drago on the slope of mount Kliossi. A great number of these drakospita show an interesting structure in their groundplan and are used as sheep-folds. They strongly resemble the Cretan "mitata" that function as secondary structures in pastoral units used especially for the cheese-making process. Undoubtedly these edifices can be assigned to the broad category of buildings classified by scientists in the category of «megalithic» constructions located in the islands of the western Mediterranean. They exhibit a variety of plan, mostly cyclical or elliptical and are commonly known as "navetta". Regarding the date of the erection of the drakospita , it is difficult to attempt and the opinions expressed so far differ considerably .Scholars of former times have considered the Ochi drakospito as one of the most ancient sactuaries in Greece (Hawkins 1797), while Ulrichs thinks that this edifice must be the oldest Greek temple. All relevant views are thoroughly presented in our study on the drakospita of the SW Euboea (pp. 455-463). Finally, we must also stress here the threat the existence of these monuments is exposed to as long as they remain at the mercy of nature and time. The state should take care of the restoration of their micro-environment so that these buildings can peacefully coexist within the landscape in which they have stood for centuries.

The coinage of Euboea Eos Tsourti

Due to its geographic position Euboea played a significant role in the development of navigation and trading abroad from the ninth century BC. The Euripos straits were an important and convenient sea route leading from central Greece to the Aegean islands. Chalkida, Eretria and Karystos issued their coins in the last quarter of the sixth century BC in order to compete with the power of the neighbouring Athens, while Istiaia, famous for its grape, issued its coins much later, in the middle of the fourth century BC. The circulation of the archaic coins of Chalkida and Eretria coincides with that of the Wappenmunzen and the archaic "owls" of Athens. They are rare issues,having mainly been used in Euboea and Attica and their discovery in Eastern treasure troves is quite significant for the study of their circulation. In the middle of the fifth century BC when Athens had become a great economic and political power, the cities of Euboea came under its influence. The local mints closed and the circulation of coins is carried out exclusively in the form of Athenian tetradrachma. After the defeat of the Athenians in Sicily, in the fourth century BC, the Euboean cities instigated the Euboean's Commons and issued coins of the alliance in 370 BC.The local mints reopened later, around 338 BC. After the battle of Chaeroneia the Euboean's Commons came to an end. The Macedonian phase is the richest in numismatic finds. The general conclusion reached by the study of these finds is that Athenian coins as well as coins of the Commons and of the various local mints circulated together with coins of central Greece, Boeotia, Lokrida, Phokida, coins of the Macedonian kings and of the island of Rhodes. In the second century BC the cities of Euboea were in a state of agitation due to the three Macedonian wars, therefore the local mints have a limited production. Coins of the Aetolian and Achaian League as well as New Style tetradrachma of Athens are in circulation. Also worth noting is also the circulation of bronze coins of the Euboean's Commons along with coins of Thessaly, Boeotia, Athens and Macedonia.

The island of Euboea under Roman rule Amalia Karapaschalidou

In 191 BC Euboea fell to the Romans and the period of Roman rule started for which we possess only bits of literary evidence. Various relevant inscriptions that have survived make up for this lack of information. During Roman occupation Euboea suffered serious disasters while at the same time many Euboean cities went through periods of prosperity, especially Chalkida and Aedipsos, famous for its healing waters and baths.

Byzantine and post-Byzantine Euboea Demetrios Triantafyllopoulos

The article deals with the historical evolution of the island of Euboea from the fourth to the nineteenth century dividing it into four main periods. The Early Christian and Early Byzantine period (4th-8th century),The Middle Byzantine period (9th-12th century),The Late Byzantine period (13th-15th century) and Post Byzantine (15th-19th century) period. A brief outline of the most important monuments of each period is presented simultaneously as well as the problems of their research. Finally, a synopsis of the entire period is given and solutions are proposed concerning the protection and upgrading of the monuments. The author is convinced that systematic research and scientific use of the information provided by the monuments of Euboea will considerably broaden the field of history of Byzantine and Post Byzantine art in Greece.

Monumental painting in Euboea under Frankish rule Melita Emmanuel

The artistic production which exists in Euboea during the years of Frankish rule is worth mentioning. It reaches its peak mainly in the thirteenth and fourteenth centuries. Eleven monuments have survived from this period in the central part of the island exhibiting an important painted decoration. As a matter of fact, the four of them have a funerary character and display an interesting relevant iconography. The study of the style of this painting reveals a tendency for monumentality, which is a feature of the late phase of Byzantine art and is expressed in a variety of modes. Quite often the impact of the Late Comnenean models becomes stronger. Of special interest is to study the influence of the West on the Byzantine painting of Euboea. The former has added an exquisite flavour to the latter.

Information on the neoclassical architecture of Euboea Ioannis Koumanoudis

The Neoclassical style first appeared in cities under the state's initiative and gradually, having been accepted by the private sector, it spread to minor settlements in Greece. As a natural result a grading of the number and the size of the buildings had been observed. It must be pointed out that the buildings I have approached, so far unknown to science, all located in big Euboean towns, are in no way inferior in morphology, beauty and elegance to their relatives in Athens.They exhibit a balanced inner and outer aesthetic scale and harmony, which are undoubtedly very important artistic virtues. In this article I make a brief presentation of the unknown Neoclassical wealth of Euboea accompanied by few of the unpublished photographs from my archive. Thus, I would like to believe that the reader will obtain a more or less complete picture of this significant aspect of Euboea and that he will get the message: We must at any cost safeguard and thoroughly study the Neoclassical architecture of this island, so that we can prevent the rest of the beautiful island of Euboea from being destroyed for the sake of profit as is the case of Chalkida and Karystos.

Neoclassical funerary monuments in the Chalkida cemetery Spyros Kokkinis

In the cemetery of Chalkida, which was founded in 1840, a number of Neoclassical funerary monuments have survived. They are the work of sculptors from the island of Tinos. The photos illustrating this article have been published by permission of the commercial Bank of Greece. The archive has been created under the Photographic Archive of Neoclassical Architecture supervised by the archaeologist Dr. A. Kokkou.

The lake of Distos as a subject of Legal Environmental Protection Ioannis Karakostas

The protection is based on the provisions of articles 24 and 117, paragraphs 3 and 4 of the Constitution, where the fundamental right to protect the environment is secured as a right of the individual for the creation and preservation of these conditions that guarantee life, health and its quality , physical and spiritual, and the environment in itself as a directly protectable legal value. Consequently, the components of the environment are thus protected independently of the gift of life, health and dignity.Until recently they alone legally guaranteed the right for a healthy and ecologically balanced environment. The lake of Distos is protected as an environmental entity which has an ecological or biological value so the process of nature, the balance of ecosystems and their particularities can be safeguarded. The fundamental right of protecting the environment is supplemented by a series of other provisions of Public Law ,of local or "Eurocommunity" origin,Private, mainly Civil Law also deals with these issues by conveying the constitutional order of the article 24 to the Legislator so that he can take all necessary legal measures for the protection of the environment.

The island of Euboea and its natural environment Grigoris Tsounis

The island of Euboea extends over an area of 3.660 square kilometers,it is 175 kilometers long and has a width ranging from 6 to 50 kilometers. In antiquity Euboea was considered to be part of central mainland Greece that had been detached from it during an earthquake. The narrowest part of the Euboean gulf is called Euripos and is hardly 40 meters wide.It is connected with the mainland by a bridge, and one can observe a unique phenomenon of the tides. Every six hours the movement of the sea water passing under the bridge changes directions from North to South and vice versa. Euboea displays quite important water ecosystems which are meeting places for a variety of birds, amphibia, reptiles and mammalia, and where many migratory birds find shelter.

Plants of the island of Euboea Peter Broussalis

The island of Euboea which has high mountains, deep ravines, rivers, forests and rich flora, is one of the most interesting Greek isles both for the nature lover and the ordinary traveller. Mountain ranges divide the island into three sections (North-Central-South) and create a variety of climatic zones that favour the growth of many groups of plants. The spots at the foot of the mountains have flora common to that location, while as the altitude rises we find more and more "rare" plants growing there. Among the most impressive and important are the Paeonia mascula-hellenica, about fifty eight kinds of Orchis and Ophys as well as various endemic kinds of plants, such as the yellow Fritillaria euboeica, Sideritis euboea, Stachys euboica, Verbascum euboicum, Linum euboicum, Alissurn euboicum Centaurea ebenoides and many Campanulae.

The cultural center of Chalkida and its Art Workshop Charikleia Mytara

Chalkida, although not far from the capital, is a typical example of a provincial Greek town. Cultured societies with good intentions and meagre support by the state try to deal with a sensitive, clever and often disorientated people. However, the true face of the town is to be found in its young people. Most of them are left essentially helpless by their families and teachers, very seldom having the chance to express their creative impulses. They become gradually lost in a swamp of trivia or flee to Athens to study there and rarely return to their home town. Thus, in 1978 a workshop named Art Workshop of Chalkida for education in Fine Arts was founded by Jannis Spanos, mayor of the city, the painter Dimitris Mytaras and myself. Its objective was to support and contribute to the cultural development of the town. Due to its Art Workshop Chalkida has become an example and a role model for those believing that Greece can see better days if the country invests in exposing young people to art. The golden metal of the City of Chalkida with which the municipality has honoured Dimitris Mytaras and myself I believe belongs to the board, the teachers and the youth of the municipality.

Society of Euboean Studies Maria Staikidou

The Society of Euboean Studies (S.E.S.) was established in 1935 by eight Euboean scientists,whose objective was the research and promotion of Euboean issues, as well as the publication of a periodical manual containing studies about Euboea and of the North Sporades islands. The title of this manual is "Archion Evoikon Meleton" (- Archive of Euboean Studies), (A.E.M.), and has never ceased to be published —except for the years of the German occupation. The S.E.S. publications now amount to 28 large volumes and 16 independent appendixes. S.E.S. 's presence in the intellectual movement and cultural efforts in Euboea has promoted it to the first and most important intellectual Society of the Euboean county. In 1964, the Academy of Athens awarded it a prize, in acknowledgement of its significant work from a scientific and national point of view, which aimed at raising Greek standards in general, and particularly those of the Euboean public . Apart from the above publications which cover the entire spectrum of Euboean interests such as history, archaeology, the environment, bibliography, architecture, music etc., S.E.S. organizes a great number of lectures of scientific interest, as well as congresses, symposiums and scientific weekends in the province of Euboea. Also, in cooperation with the competent authorities, it takes care of the protection of archaeological sites and of the preservable buildings of Euboea, as well as seeing to the rescue of the Euboean environment. This article contains studies concerning only the ancient, Byzantine and Post-Byzantine periods, included in the volumes of A.E.M. as they have been published chronologically. Congresses and symposiums as well as environmental matters are also included.

The photographic archive of anonymous and neoclassical architecture in Chalkida Spyros Kokkinis

The compilation of the photographic archive referring to the cultural past of the city of Chalkida started about thirty years ago. Its material has been divided into two entities: Historic Monuments and Anonymous Neoclassical Architecture. A documentation from the latter entity is presented here and one hopes that it will be completed in the future.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Κοροπλαστική (III) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Βελλερεφόντης, μηλιακό πήλινο ανάγλυφο του 475-450 π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο. Στα ντυμένα αγαλμάτια και τις κοίλες κούκλες, το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. προσθέτει ηθοποιούς, χορευτές, στολισμένες γυναίκες. Ξεχωρίζουν τα ανάγλυφα από τη Μήλο, τους Λοκρούς της Ν. Ιταλίας και τον Τάραντα. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. και εξής τα πήλινα ειδώλια, όπως οι Ταναγραίες, γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλή. Τα ελληνιστικά ειδώλια απεικονίζουν πλαγγόνες, καρικατούρες, θέματα παρμένα από ιερές τελετές κ.ά. Η Μύρινα στη Μ. Ασία, από το τέλος του 3ου ως τον 1ο αιώνα π.Χ., κατασκευάζει πήλινα ειδώλια που ξεχωρίζουν για το ρεαλισμό, τις ζωηρές στάσεις, τις συχνά γκροτέσκες μορφές. Η Αφροδίτη, ο Έρωτας και η Νίκη αποτελούν αγαπητά θέματα. Στην Αλεξάνδρεια κατασκευάζονται πήλινες σπουδές ξένων φυλών. Στα ρωμαϊκά χρόνια επικρατεί τυποποίηση. Τον 1ο αιώνα π.Χ., πήλινα αγαλμάτια, επιχρυσωμένα για να μοιάζουν χάλκινα, αναπαράγουν περίφημα έργα, όπως τον Διαδούμενο.

Τεύχος 90, Μάρτιος 2004 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Ο χορός στην αρχαιότητα Κατερίνα Τσεκούρα

Ο χορός στην αρχαία Ελλάδα. Μια απόπειρα κατανόησης Frederick Naerebout

Ο χορός στη μινωική Κρήτη Στέλλα Μανδαλάκη

Τα πήλινα αγάλματα από τον προϊστορικό οικισμό της Αγίας Ειρήνης στην Κέα Miriam Caskey

Χοροί του Απόλλωνα. Σπάρτη – Δήλος – Δελφοί Ζώζη Δ. Παπαδοπούλου

Η εικονογραφία των εκστατικών χορών στην αρχαϊκή και κλασική εποχή Ευρυδίκη Κεφαλίδου

Αρχαίος πυρρίχιος και πυρριχίστριες Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά

Χορός και θεραπεία στην αρχαία Ελλάδα Άννα Λάζου

Η παρουσία της όρχησης μέσα από την τέχνη του μιμητισμού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο Στέλλα Δούκα, Βασίλης Καϊμακάμης

Η λύρα στον ελλαδικό χώρο στις εποχές του Χαλκού και του Σιδήρου Στέλιος Ψαρουδάκης

Άλλα θέματα: Μελέτη των αρχαίων τειχών της Μεθώνης Παναγιώτης Φουτάκης

Η καταγωγή του Νεοκλασικισμού και η αρχαιοελληνική επιρροή στη Γαλλική Επανάσταση Πηνελόπη Βουτσίνου

Η ελληνική επιρροή στα δυτικά και κεντρικά Βαλκάνια κατά την προ-ρωμαϊκή περίοδο. Σερβία και Μαυροβούνιο Dubranka Ujes

Διαφορές στην κατασκευαστική τεχνική των πλοίων της ελληνιστικής περιόδου Απόστολος Δελής

Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και ο Φρόιντ Παναγιώτης Γ. Συκιώτης

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Σκύρου Αμαλία Καραπασχαλίδου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Πληροφορική: Έντυπες και ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις στο χώρο της Αρχαιολογίας (1) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Dance in antiquity Katerina Tsekoura

Dance was religious and a means of worshipping the gods. In Minoan Crete dance often had to do with the manifestation of a deity. The clay figurines of dancers dating from the Bronze Age that were found in the Agia Irini district on the island of Kea probably have to do with the manifestation (epiphany) of the god Dionysus. There were different kinds of dance in ancient Greece ranging from the modest choral dance which combined orchestral music (orchesis) with song (ode), to the opposite kind of dance, the Bacchic dances. The extreme tension of the dancers in ecstatic dances can be seen in the“passionate motifs” depicted in images of the time. Plato mentions peaceful, melodic dance known as “emmelia”. These dances were of a social and religious nature. He also mentions the war dance “pyrrichio” and the bacchic dance where the dancers made obscene gestures. The pyrrhic war dance can be seen on vases of the 5th century BC, usually danced by naked women.

Dance in Ancient Greece: An Attempt to Understand Frederick Naerebout

In our modern world we tend to forget how important the direct, face-to-face communication was in Antiquity. In ancient Greece mousike, that is the combination of poetry, music and dance, was a popular and effective way of oral communication with a large nonverbal component. This mousike was considered indispensable to religion: it was the best way to attract an audience and communicate with it. In a religious dance the participants would spent their energy to please the divinities with their performance. Indeed many gods were thought to be dancers themselves. And, of course, inside and outside religion - if anything can be said to be 'outside' religion in Antiquity- people simply were enjoying themselves with singing and dancing. Mousike was essential to Greek culture, therefore it is well documented and we can draw information on music and dance from various sources. As a result, we know a lot about mousike, while at the same time and quite paradoxically our knowledge about dance is poor. We have only a faint idea about the motion and movements of the ancient Greek dance, and its reconstruction is impossible. Nevertheless, there are texts and representations that tell us about dance so much as to enable us to understand it and to give it the proper, prominent position it held in the ancient Greek culture, together with the other constituents of mousike, without which our picture of the ancient world would inevitably remain incomplete.  

Dance in Minoan Crete Stella Mandalaki

Dance in Minoan Crete has especially been developed since the beginning of the second millennium B.C. and has been directly connected with cult, especially with the rites for the deity's epiphany. On the basis of the Minoan iconography an attempt is made for the distinction of the various dance events and the investigation of their content. The most important Minoan dance was the circular dance, performed either by men or women. The male dance was closed in schema and funeral in character. In the female dance, which had a ritual character, the participants, forming an open cycle, were moving independently. Furthermore, it was characterized by a wider variety of gestures than its male counterpart as well as by an enlarged participation and an introductory phase, when performed in the palace. In the context of a composite event performed around a sacred tree or stone, the dance accompanying the ritual movements of the worshipers was aiming at the epiphany of the divinity. There was also another female dance, performed with the arms bent and resting on the hips, as well as a number of ritual processions in which the rhythmic pace of the participants was accompanied by music. The Minoan dances influenced greatly the dance tradition of Mycenaean Greece, and the fascination they had for the spectators survived as a memory in the later historic era.  

The Terracotta Statues from the Prehistoric Site of Ayia Irini, Kea Miriam Caskey

The prehistoric Minoan and Mycenean worlds have endowed us with many examples of dancing figures, usually female, either in the form of terracotta figurines or as representations on the "Minoan/Mycenean" gold seal rings and sealstones. The terracotta statues of dancers found at Ayia Irini in Kea island are distinct among all the others known so far and unique as to size.

Dances of Apollo. Sparta – Delos – Delphi Zozi Papadopoulou

The position of choreia, that is the combination of dance with ode, in the cult of Apollo in Sparta, Delos and Delphi, major centers of his worship, is examined in this article. According to Plato, Apollo was the god who donated to the humans the feeling of rhythm and harmony and the deity who, together with Dionysus and the Muses, gave to the mortals the wealth of dance and feast. Sparta was one of the most important centers of choral music in the Archaic period, as it is also testified by the choral events held during the three major Apollo's festivals, the Gymnopaediae, the Hyacinthia and the Karneia. Choreia was a component of the Spartan education and played a significant role in the incorporation of youths to the society of adults. In Delos the status of choreia was prominent and was closely related with sacrificial rites. Furthermore, the mimic dimension in some of the most celebrated Delian choruses presents a particular interest. Finally, the dances of the Pythian Apollo seem to be related mainly with the epiphany of the god and the ritual of initiation, regardless if they were performed in Delphi or in his other Pythian sanctuaries.

“Entheos Choreia”: The Iconography of Ecstatic Dances in the Archaic and Classical Period Eurydice Kefalidou

In many regions of the Greek world dance events of peculiar character were held in the framework of worshiping certain deities. These dances were usually called “ecstatic” with the ancient meaning of the term "ek-sta-sis", that is displacement, deviation from the usual rational behavior, sudden and intense change of psychological mood and mental state. According to the ancient written sources the psychosomatic strain of the ecstatic dancers was making their heart beating faster and tears running from their eyes. Some of them fainted or fell in catalepsy, their general behavior corresponding to people who had lost their mind or who were drunk. It is obvious that the ecstatic dances stand on the boundary between a distinct human motion, called dance, and an unusual psychosomatic state, described as "mania". Both these elements are apparent in the iconography of the ecstatic dances, known mainly through their numerous representations on Attic vases from the Archaic and Classical period, depicting groups of ecstatic female dancers of Dionysiac rites. The study of these representations reveals that the vase-painters had introduced the so-called "pathos formulae" in the usual dance iconography, in order to stress the god-in-spired mania by which the represented dancers were obsessed. The "pathos formulae" are specific and definite iconographic schemata that deeply impress their image on our visual memory. Such schemata are the raised hands, bent torches, up lifted hair, loosened dresses and the tossed-back heads that have been used in the iconography of the ecstatic dances already since the Archaic age. They also occur in other representations, illustrating events of high intensity or extreme emotion (rape, lament, etc.), since the "pathos formulae” record the pitch rather than the content of passion and occurrence.  

The Ancient Pyrrhic and Its Female Dancers Alexandra Goulaki-Voutyra

On Attic vases of the second half of the fifth century B.C. and in many scenes representing armed dances, and especially the pyrrhic, the performers are not men but women. These scenes evidence a special female pyrrhic, unknown otherwise, even from literary sources. The female pyrrhic dancers were usually performing in the nude and only occasionally appear dressed with the attire of the goddess Athena. Their dance was accompanied with the music of a flute, played by a woman. It seems that the female pyrrhic was probably the focus event of entertainment in big and expensive banquets. The vase-painters preferred to represent the choice of a pyrrhic female dancer for a banquet by a rich Athenian as well as the teaching of this peculiar dance.

Dance and Healing in Ancient Greece Anna Lazou

Starting from the identification of the healing functions of art, according to the ancient Greek writers, this article attempts to present the various views on the ancient dance that lead to a revaluation of its modern merit and usefulness. It is therefore argued that the therapeutic effect of the dance depends both on the biological and the physical participation of the dancer in its performance. These components are present mainly in the Dionysiac forms of the ancient Greek dance, the tragic dance in particular, where a paradoxical relation of cosmic harmony and wild expressiveness coexists with the exhilarating identification of the spectator with the dance performer. In the tragic dance of the Classical Greek theatre the ecstasy and the wild passion encounter the reasoning and harmony of the geometric arrangement and motion of dance. Another objective of this article is to locate and identify the traces of the Dionysiac culture in the modern world. Therefore, the traditional dances are studied from the theatrical and sociological aspect as well as the folk feasts and events throughout the year, which envelop whatever has survived from Dionysos and his cult until today.  

Dance Through the Art of Mimicry in the Ancient Greek World Stella Douka, Vasilis Kaimakamis

Theatre was one of the most important pleasures in the life of ancient Greece, serving in the best way the entertainment of the spectators and the artistic creation. In the theatre the spectators were entertaining themselves, while at the same time they were improving their education through their acquaintance with myths, religion and imaginary events that were directly related to their every day life and were presented as reality by the masterly play writers of their time. In all three kinds of ancient theater the members of the chorus and the actors-dancers were singing and dancing or simply dancing with mimic motions, dressed in the appropriate costumes and often wearing masks. The dancers had perfectly learned all the roles they would impersonate, therefore there were many who believed that these performers had many souls in one body. The art of mimicry was directly related with the theatrical dances and was a basic element of the dance performance. The dancer had to combine brains, acting and dancing talent with physical beauty, Thus, the overall result of his performance would fill the spectators with enthusiasm, and the grandeur of the spectacle would hypnotize them, since there were many who regarded the dancers as divine and the artistry of their dance as a gift of god.

Lyre, the Main Dance Instrument in the Hellenic Areas During the Bronze and Iron Age Stelios Psaroudakis

The lyre provided the commonest musical accompaniment to the dances in the Bronze Age and Geometric Aegean as the relevant extant iconography suggests. There are two discernible forms of the instrument: a relatively large, eight-shaped Minoan and Mycenean, seven-stringed, version with arms shaped like long necks of water birds, and a smaller, horse-shoe shaped lyre current among Geometric Hellenes, but also evidenced among the Myceneans, and possibly used by the Minoans. This article points out the problems in interpreting the often conflicting iconography of these early types of lyre and seeks to give answers to pertinent organological questions.

The Ancient Walls of Modon Panagiotis Foutakis

Modon is mainly known for its Venetian castle, an important crossroad for travelers, pilgrims and merchants during the Middle Ages. Nevertheless, some of its fortifications come from ancient Greece and they have not been studied as yet. Therefore, the study and dating of the ancient walls of the castle and of the remains of columns and buildings offers a more complete picture of a site whose long history is not only written on paper, but is still seen on stone.

The Origin of Neoclassicism and the Impact of Ancient Greece on French Revolution Penelope Voutsinou

The base for the birth of Neoclassicism movement was created through the reinstatement of the ideas of the ancient civilization in about the middle of 1700, and was due to a common need for revival. A movement aspiring to reform every form of art and life, dressing included. During the years of French Revolution and through the contribution of arts the ancient Greek spirit was strengthened, since it had been the source for the ideals of the revolution. The ancient Greek attire became identical with the notions of liberty and expression, and as a result a revolutionary, healthy, simple and functional suit was established, that was completely different from any traditional model of the period, as it was promoting and underlining the natural beauty of the body. The French women adopted this revolutionary dress à la Grecque until 1800, when Napoleon came to the throne.

The Greek Influence in the Western and Central Balkans in the Pre-Roman Period: The Case of Serbia and Montenegro Ujes Dubravka

The Greek influence played an important and sometimes decisive role in the cultural development of areas along the Mediterranean coast and in the regions further inland. The alphabet, coinage, fine metal work, high-quality pottery and advanced construction techniques all were important innovations which the Greeks either invented or extensively developed before transmitting them to the barbarians of western and northern Europe. Trade and colonization and the resultant intensification of commercial activity as well as various other kinds of contacts greatly contributed to the dissemination of these cultural achievements of the Greeks among the diverse indigenous societies and their essentially Late Iron Age cultures. The study of the Greek influence in the western and central Balkans started in the nineteenth century by the renowned scholar Sir Arthur J Evans, who later gained everlasting fame due to his excavations in Knossos on the island of Crete. In the 1870s and 1880s he traveled to the present Dalmatia, Montenegro, southern Bosnia, southwestern Serbia and northern FYROM and recorded many of his archaeological observations and discov¬eries in several scientifically valuable books and articles. Even today it does not exist a comprehensive study of the influence Hellenism exercised on the various Illyrian, Thracian and later Celtic tribes who inhabited the western and central Balkans, beyond the northern frontiers of Epirus and Macedonia.  

The different traditions in Hellenistic shipbuilding according to the evidence of underwater archaeology Apostolos Delis

The development of maritime and underwater archaeology in the last few decades, provide evidence that enriches our knowledge of ship building, trade, war at sea and other aspects of the maritime past. This new source of information supplements what was previously available to archaeologists and derived exclusively from pictures and classical literature. This article aims at examining the various Hellenistic shipbuilding techniques used specifically in the Mediterranean. The relevant data comes from a number of shipwrecks that were excavated, mostly merchant ships which, with the sole exception of the Marsala warship, are the vessels that mostly survived underwater due to their cargo. The examination of the various parts of these shipwrecks such as the keel or framework, proved that the “shell-first” method was the one followed by the shipwrights of the period. However, some construction variations were identified, such as the “skeleton-first” method which lead us to think that other shipbuilding techniques were not totally unknown. The protecting of the ship’s hull with caulking and lead sheathing were also examined as well as the variety of materials used. The timber used to build vessels was also evaluated according to the type and shape of the wood.

The Oedipus Complex and Freud Panagiotis Sikiotis

Freud used the term "Oedipus complex", the name deriving from the homonymous Sophoclean tragedy, to characterize a specific psychological relation between father, mother and child in our modern society: the child, throughout the phallic stage up to the fifth or sixth year of age, shows a strong attraction to the parent of the opposite sex, while at the same time he behaves with jealousy and rivalrous hostility to the parent of the same sex. This complex phenomenon is clearly exposed in the ancient Greek tragedy, some twenty-five centuries before Freud's codification.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Ο Δίας, ο μικρότερος εγγονός της Μητέρας Γης Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 30, Μάρτιος 1989 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Τα βότανα και η φιλοσοφία τους Νίκος Ξένιος

John William Waterhouse, «Ηχώ και Νάρκισσος», 1903. Walker Art Gallery, Λίβερπουλ. Η θετική επιστήμη της Βοτανικής θεμελιώθηκε στην αρχαιότητα και καλλιεργήθηκε στον αραβικό κόσμο. Στα 372 π.Χ. ο Θεόφραστος συνέγραψε την Περί φυτών ιστορία, ο Αριστοτέλης επιδόθηκε στην ταξινόμηση των φυτών και ίδρυσε το 350 π.Χ. τον Βοτανικό κήπο. Ο Διοσκορίδης τον 1ο αιώνα π.Χ. έγραψε το Περί ιατρικής ύλης, τον Γαληνό απασχόλησε η εμπορία των φαρμάκων από πλανόδιους βοτανολόγους. Διάσημοι βοτανολόγοι υπήρξαν ο Φάνιος και ο Πλίνιος και το έργο τους προέκτειναν ο Μάρκελλος Εμπειρικός και ο Σκριβώνιος Λάργος τον 4ο και τον 5ο αιώνα μ.Χ. Αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές γνώσεις μεταφυτεύτηκαν στην Ισπανία από τους Άραβες τον 10ο αιώνα μ.Χ. Στην Κόρντοβα, το Τολέδο και τη Σεβίλλη, άραβες βοτανολόγοι με διασημότερο τον Αβερρόη αναδείχθηκαν στους πατέρες της παγκόσμιας βοτανολογίας. Το δέος του ανθρώπου μπρος στην αναπαραγωγή της φύσης και την ανοιξιάτικη μαγεία αποτυπώθηκε στο μύθο και τη λατρεία. Σαν άλλη θεά του ιερού δέντρου στους μινωικούς σφραγιδόλιθους, η Αριάδνη ήταν θεά της βλάστησης και των δέντρων. Ο Δίας ήταν ο μυθικός τιμωρός του όμορφου Υάκινθου, ο Νάρκισσος ξαναγεννιέται κάθε άνοιξη. Ο κισσός, το αμπέλι, η δάφνη κι η βαλανιδιά είναι ιερά φυτά της βακχικής λατρείας προς ένα θεό που στην επιφάνειά του παίρνει συχνά «φυτική» μορφή. Οι Μαινάδες, οι Κορύβαντες, η Πυθία στους Δελφούς βρίσκονταν υπό την επίδραση ισχυρών παραισθησιογόνων, όπως η ινδική κάνναβις ή το όπιο. Τέτοια παραισθησιογόνα που παρέχουν ανεπίτρεπτες σαρκικές ηδονές και οδηγούν στην απώλεια της νηφάλιας συνείδησης θεωρήθηκε πως αντιβαίνουν στο χριστιανικό πνεύμα και καταδιώχθηκαν από την Εκκλησία.

Δύο μυστηριώδη αρωματικά φυτά της αρχαίας Kρήτης, το PO-NI-Kl-JO και η THEANGELIS Paul Faure

Στο «Σπίτι των τοιχογραφιών» της Κνωσού το «γαλάζιο πουλί» φωλιάζει ανάμεσα σε βράχια, άγρια ρόδα και ίριδες. 1500 π.Χ. περίπου. Μαζί με τα άλλα προϊόντα αρωματικών φυτών που αναφέρονται στις πινακίδες της Γραμμικής Β του 13ου αιώνα π.Χ., εμφανίζεται και κάποιο po-ni-ki-jo που αποδόθηκε στα ελληνικά ως «φοινίκιον». Πρόκειται για το άρωμα της αρχαίας Φοινίκης που οι αρχαίοι ονόμαζαν λάδανον ή λήδανον. Είναι η κομμεορητίνη των φύλλων μικρού θάμνου που λέγεται κίσθος ή κίσθαρον ή κίσσαρον (Cistus Creticus Boissieri). Τα άνθη του εικονίζονται στη νωπογραφία της Κνωσού «γαλάζιο πουλί». Ένα άλλο φυτό από τα Δικταία όρη είναι ο δίκταμος (Origanum Dictammus L.), τονωτικό και διεγερτικό που δικαιωματικά παίρνει την επονομασία theangelis. Και στα δύο φυτά αποδόθηκαν πέρα από τις θεραπευτικές και μαγικές ιδιότητες.

Οι ελληνικές ρίζες της βοτανικής Suzanne Amigues

Η στεφάνη από ένα μόνο τμήμα του Convolvulus athaeoides, όμορφη κισσάμπελος, πολύ διαδεδομένη στην Ελλάδα. Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου και υπήρξε πιστός μαθητής του Αριστοτέλη. Όταν εκείνος εξορίζεται από την Αθήνα (323 π.Χ.), τον διαδέχεται στο Λύκειο. Ο Θεόφραστος ήταν άνθρωπος του «πεδίου». Οι γνώσεις του προέρχονται από προσωπικές παρατηρήσεις και έρευνες κοντά σε χωρικούς, γεωργούς και ξυλοκόπους. Όσον αφορά το φυτικό κόσμο, η περιέργεια του Θεόφραστου ήταν καθολική, όπως είναι ολοφάνερο από το περιεχόμενο του έργου του Περί φυτών ιστορία, σε εννέα βιβλία, και Περί φυτών αιτίαι, σε έξι βιβλία. Η Περί φυτών ιστορία είναι αναμφίβολα καρπός ομαδικής εργασίας. Οι ακριβέστατες πληροφορίες του Θεόφραστου για την αιγυπτιακή ή λιβυκή χλωρίδα λίγη σημασία έχει αν συλλέγησαν από τον ίδιο ή μέσω του Καλλισθένη που ο Αλέξανδρος είχε στείλει σε επιστημονική αποστολή προς τις πηγές του Νείλου. Το ίδιο ισχύει και για την Περσία και την Ινδία. Το βέβαιο είναι ότι οι αναφορές που έφερναν οι ομάδες είχαν συγκροτηθεί με τις δικές του μεθόδους. Πώς όμως καταφέρνει ο Θεόφραστος να προσδιορίζει τα φυτά με τρόπο που το ευρύτερο κοινό να μπορεί να τα καταλαβαίνει; Για τα εξωτικά φυτά, προσφεύγει είτε σε κοινά ονόματα είτε σε περιφράσεις. Για την ελληνική χλωρίδα επωφελείται κυρίως από την περιγραφικότητα του ονόματος των φυτών: το «αντίρρινον» ονομάστηκε έτσι, εξηγεί ο Θεόφραστος, «επειδή ο καρπός εμφανίζεται σαν να έχει ρουθούνια (ρίνες) μόσχου». Στο δύσκολο πεδίο της ταξινόμησης, ο Θεόφραστος ακολουθεί την αριστοτελική διάκριση σε γένη και είδη. Διαιρεί τα φυτά σε δένδρα, δενδρύλλια, υπο-δενδρύλλια, ποώδη φυτά, σε καλλιεργούμενα και άγρια είδη, σε χερσαία και υδρόβια είδη. Με στόφα γνήσιου επιστήμονα, ο Θεόφραστος περιγράφει εξονυχιστικά αυτό που βλέπει χωρίς ούτε να αποσιωπά ό,τι τον φέρνει σε αμηχανία ούτε να προδικάζει ό,τι του διαφεύγει. Οι επιφυλάξεις του μαρτυρούν πως ο Θεόφραστος είχε συνείδηση πως έκανε έργο πρωτοπόρου αφήνοντας σε άλλους την ολοκλήρωση των βοτανικών γνώσεων τις οποίες εκείνος προήγαγε σε επιστήμη.

Μερικά από τα φαρμακευτικά φυτά και βότανα της Eλλάδας Άννα Λαμπράκη

Μπελαντόνα, Άτροπος η Ευθαλεία (Atropa Belladona). Πατέρας της βοτανολογίας θεωρείται ο Θεόφραστος, αν και γιατροί όπως ο Ιπποκράτης ή ο Γαληνός αναφέρονται επίσης στις φαρμακευτικές ιδιότητες των φυτών. Συγγράμματα για φυτά αποδίδονται και στον Πλίνιο, τον Παράκελσο και τον Διοσκορίδη, ο οποίος στον Μεσαίωνα μεταφράστηκε και στα αραβικά. Δεκαεννέα λήμματα για φαρμακευτικά φυτά παραθέτει εδώ ο συγγραφέας δίνοντας τη λατινική τους ονομασία καθώς και τα πολλαπλά τους ονόματα. Πρόκειται για: την μπελαντόνα, τον μπελελέ, το μανδραγόρα, την ντάτουλα, την ινδική κάνναβη, την παπαρούνα οπίου, τη βατομουριά, τη λάππα, το χαμολεύκι, το στομαχοβότανο, το βουνόκεντρο, το τίλιο, τη νερομολόχα, τον ιξό, τη μουριά, το περδικάκι, το μαϊντανό, το καρότο και το μενεξέ.

Η μελέτη των φυτών και η σημασία της στην αρχαιολογία Ανάγια Σαρπάκη

Εγκατάσταση ελαιοπιεστηρίου (;) ή «πατητηριού» για κρασί από το ανάκτορο της Ζάκρου (Ν. Πλάτων 1974, Ζάκρος). Τα αρχαιολογικά δεδομένα που μας πληροφορούν για τα φυτά στα προϊστορικά και ιστορικά χρόνια διακρίνονται σε κινητά και ακίνητα. Και τα δύο σχετίζονται με την επεξεργασία των καρπών, τα ακίνητα όμως συνιστούν εγκαταστάσεις, όπως ελαιοτριβεία, πατητήρια, μυλώνες, ή άλλες για την επεξεργασία του λιναριού και των αρωμάτων. Η πρώτη βέβαιη εμφάνιση της ελιάς στον ελλαδικό χώρο προέρχεται από τον πρώιμο μινωικό οικισμό της Μύρτου. Η θραύση του καρπού της θα γινόταν με απλή μυλόπετρα ή με τσόκαρα (κρούπεζαι), όπως στη Βοιωτία. Ακίνητες εγκαταστάσεις για την επεξεργασία αλευριού βρίσκονται στο Ακρωτήρι της Θήρας από την Ύστερη Κυκλαδική εποχή. Το αξιοπερίεργο είναι ότι, σε αστικό οικισμό και δη στο εύπορο τμήμα του, μυλώνες υπήρχαν μάλλον σε κάθε σπίτι. Από τις τρεις φάσεις επεξεργασίας σιτηρών και οσπρίων, η πρώτη γίνεται στην ύπαιθρο και οι άλλες δύο αφορούν το καθάρισμα του καρπού. Άροτρα, εργαλεία αλωνισμού, ξύλινα γουδιά και γουδοχέρια, φτιαγμένα από φθαρτά υλικά δεν σώθηκαν. Σώζονται μόνο εργαλεία θερισμού από πυριτόλιθο, οψιδιανό ή μέταλλο. Τα λεγόμενα vats (λεκάνες) πιστεύεται ότι προορίζονταν για την παραγωγή λαδιού ή κρασιού. Η ασάμινθος, η λεγόμενη «μπανιέρα», ήταν πιθανότατα συνδεδεμένη με την αρωματοποιία. Τα πιθάρια με προχοή θα σχετίζονταν με το λάδι, το κρασί ή την μπίρα, ίσως και με ρευστές τροφές. Χρήση φυτών και καρπών γίνεται και στα θυμιατήρια καθώς και στις χύτρες που, εκτός από το μαγείρεμα, χρησίμευαν πιθανόν και για την παρασκευή αρωμάτων. Στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1980 η συλλογή βιοαρχαιολογικού υλικού γίνεται αναπόσπαστο μέρος του ανασκαφικού έργου. Η αρχαιοβοτανική μελέτη συμβάλλει στις οικονομικές και κοινωνικές ερμηνείες για τους οικισμούς. Υποδεικνύει τις τυχόν «βιοτεχνικές περιοχές», πατητήρια, ελαιοτριβεία κ.ά., αλλά και το σύστημα των αποθηκευτικών χώρων. Τέλος, τα ζιζάνια που ακολουθούν τους καρπούς από το χωράφι στην αποθήκευση αποτελούν μάρτυρες του οικολογικού περιβάλλοντος του χωραφιού. Οικολογικό περιβάλλον δημιουργεί και ο κάθε τρόπος θερισμού.

Φυτά της φύσης και φυτά του πολιτισμού: κισσοί, νάρκισσοι, κρόκοι και ελιές στον Oιδίποδα επί Kολονώ Ίρις Tζαχίλη

Ο «κροκοσυλλέκτης πίθηκος» από το «Σπίτι των τοιχογραφιών» της Κνωσού χρονολογείται περίπου στο 1500 π.Χ. Στους στίχους 669-720 του Οιδίποδα επί Κολωνώ, οι γέροντες του χορού εξυμνούν τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας τους. Η επιλογή των φυτών της αττικής γης είναι προδιαγεγραμμένη: κισσός, νάρκισσος και κρόκος, ελιά. Όλα φυτά αυτοφυή, ακόμη κι η ελιά, όλα επωφελή για τους ανθρώπους, ενταγμένα όλα σε σύστημα δευτερογενών συμβολισμών. Εντυπωσιακή είναι στην Αντιγόνη (στ. 823-832) η εικόνα της Νιόβης και του πανδαμάτορα κισσού. Για τον κισσό πρωταρχική είναι η σύνδεσή του με τον Διόνυσο. Με την αξεπέραστη αυξητική του δύναμη, ο αειθαλής κισσός θεωρήθηκε αντίδοτο στη μέθη και σύμβολο αθανασίας. Ο Διοσκορίδης τον αναφέρει ως πανάκεια για πάμπολλες αρρώστιες. Στεφάνια από κισσό φορούσαν οι κωμαστές. Ο νάρκισσος και ο κρόκος, όπως συνήθως τα φυτά με βολβό, θεωρούνται φυτά προελληνικών θεοτήτων. Εδώ συνδέονται με το τέμενος στις σεμνές θεές. Ο κρόκος χρησιμοποιείται για τη βαφή των υφασμάτων. Η συλλογή του για λόγους χρηστικούς ή τελετουργικούς εικονίζεται σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης και της Σαντορίνης και απηχείται στους κροκοβαμμένους χιτωνίσκους των άρκτων στη Βραυρώνα. Η ελιά ταυτίζεται με την Αθήνα τόσο ώστε να θεωρείται αυτόχθων. Δώρο της θεάς, έχει τριπλή διάσταση: από δέντρο άγριο (κότινος) γίνεται αντικείμενο καλλιέργειας, εντάσσεται σε θρησκευτικά τελετουργικά και συμβολίζει την πολιτική ζωή. Τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Θεόφραστος γράφει στην Αθήνα τα πρώτα εγχειρίδια βοτανικής που ανήκουν στην αριστοτελική λογική της συστηματικής κατάταξης του φυσικού κόσμου. Ως προς τις παραστάσεις τους στην τέχνη, τα φυτά συνήθως σχηματοποιούνται σε διακοσμητικά μοτίβα. Σε αντίθετη περίπτωση, ως ουσιαστικά χαρακτηριστικά μιας μυθικής σκηνής, τα φυτά αποκτούν «ατομικότητα».

Άλλα θέματα: Η υπερτροφία των γυναικείων μαστών στην κρητο-μυκηναϊκή τέχνη Jean Coulomb

Γυναικόμορφο αγγείο από τα Μάλια ( P. Demargne, Γέννηση της ελληνικής τέχνης). Σε κρητομυκηναϊκές παραστάσεις γυναικών, το υπερβολικό μέγεθος των μαστών, που σήμερα ονομάζεται «μακρομαστία», δεν οφείλεται σε κάποιο ιδιαίτερο σωματότυπο ή στη φορεσιά τους. Ο συγγραφέας τεκμηριώνει τη δική του ερμηνεία με πολλά παραδείγματα. Επισημαίνει τα αγγεία από το Μόχλο, τα Μάλια, την Κουμάσα και τα Καλαθιανά. Τις «θεές των φιδιών» από φαγεντιανή, τον πήλινο κορμό ειδωλίου από την Αγία Τριάδα και το πήλινο ειδώλιο από τη Φαιστό. Το ελεφάντινο ειδώλιο από την Πρόσυμνα και τα χάλκινα γυναικεία ειδώλια που βρέθηκαν σε τόπους λατρείας. Υπενθυμίζει το θέμα μιας γυναίκας μόνης, όπως στο σφράγισμα του Ρούτσι, ή και περισσότερων γυναικών αλλά και τα υπερρεαλιστικά έργα του διάσημου «Maître de Zakros». Σε τοιχογραφίες η απεικόνιση γυναικών με αφύσικα αναπτυγμένα στήθη είναι άγνωστη στην Κρήτη. Παρατηρείται στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως στη σκηνή λιτανείας στην Τίρυνθα, και στη Θήρα, για παράδειγμα σε απόσπασμα από το «Θάλαμο των Κυριών». Τέλος, στο μινωικό ναό της Αγίας Ειρήνης, στη νησίδα Κέος, κάποια από τα αγάλματα αργίλου που βρέθηκαν παρουσιάζουν και αυτά το ίδιο χαρακτηριστικό. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι η επίδειξη των υπερτροφικών μαστών αφορά μόνο γυναίκες σε λατρευτικές σκηνές ή όσες φέρουν φίδια ή άλλα σύμβολα της μινωικής θρησκείας και καταλήγει ότι ο θρησκευτικός της χαρακτήρας είναι αναντίρρητος. Πρέπει, λέει, να θεωρηθεί από τα μεγάλα σύμβολα της μινωικής θρησκείας ίσης αξίας με το διπλό πέλεκυ ή τα κέρατα καθιερώσεως. Όπως και η παχυσαρκία της Παλαιολιθικής εποχής, συμβολίζει τη γονιμότητα και την αφθονία.

Η πολιτική διάσταση της σπαρτιατικής αγωγής Νικόλας Μπιργαλιάς

Οστέινη πόρπη λακωνικού εργαστηρίου από το Ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος στη Σπάρτη με απεικόνιση της θεάς. 660 π.Χ. Η δωρική καταγωγή των Σπαρτιατών δημιούργησε την εντύπωση ότι το σύστημα της αγωγής τους δεν ήταν παρά μια αποτελεσματική μηχανή παραγωγής πολεμιστών. Την άποψη αυτή καλλιέργησαν δύο μεγάλοι θεωρητικοί της εκπαίδευσης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Το σπαρτιατικό σύστημα αγωγής επινοείται με αφορμή τον Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο, όταν η Σπάρτη καλείται να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: α) Πώς θα διατηρηθεί η επανάκτηση της Μεσσηνίας και β) Ο πολίτης, με ποιο κριτήριο θα ορίζεται και πώς θα διαμορφώνεται; Η αγωγή, υπόθεση της πόλης, αρχίζει από τη γέννηση. Τα «ακατάλληλα» παιδιά εκτίθενται στον Καιάδα. Το επόμενο στάδιο περιλαμβάνει τη σωμασκία και την οπλασκία, την «κλοπή» και την κρυπτεία. Ακολουθεί η πνευματική καλλιέργεια που συνίσταται στο «λακωνισμό», τη λογοτεχνική παιδεία, την ποίηση και την παιδεραστία. Η «διάβαση» από την παιδική στην ώριμη ηλικία δραματοποιείται από σειρά δοκιμασιών στην αντοχή, την ανεκτικότητα, την καρτερία ενώ οι μυητικές ιεροτελεστίες συνοδεύονται από χορούς και μεταμφιέσεις. Η πολιτική συνείδηση που διαμορφώνεται στη διάρκεια της αγωγής στηρίζεται στην αφομοίωση των εννοιών Νόμος και Αγών. Αυτό το σπαρτιατικό ιδανικό πραγματώνεται στην τυφλή υποταγή στους νόμους και στη μέχρι αυτοθυσίας αντρειοσύνη του πολίτη-πολεμιστή. Ολοκληρώνοντας την αγωγή, ο υποψήφιος «περνάει» στην κατάσταση του πολίτη με πλήρη δικαιώματα, του «όμοιου». Αν όμως αποτύχει, παραμένει απλά πολεμιστής. Στους «όμοιους» η πόλη προσφέρει όλα τα δικαιώματα: συμμετοχή στην Απέλλα, πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα, στη γερουσία, στο αξίωμα του εφόρου. Εμφανίζει λοιπόν η Σπάρτη το παράδοξο μιας αριστοκρατικής πόλης στην οποία όλοι οι πολίτες συμμετέχουν εξίσου στα κοινά με μόνο προνόμιο την καταγωγή τους.

Ο μυκηναϊκός κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου ελληνικού πολιτισμού, 1600-1100 π.X. Κλαίρη Ευστρατίου

Γυναικείο ειδώλιο τύπου Ψ (12ος αι. π.Χ.), από το μικρό ιερό στην κάτω Ακρόπολη της Τίρυνθας. Το Βερολίνο ανακηρύχτηκε «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1988», η Ελλάδα συμμετείχε στις εκδηλώσεις με μια έκθεση για τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Η έκθεση τώρα παρουσιάζεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα τριακόσια εξήντα οκτώ εκθέματα δεν αντιμετωπίζονται ως μουσειακά αντικείμενα αλλά ως φορείς μηνυμάτων. Πολύτιμα ευρήματα πλάι σε απλά καθημερινά σκεύη αντιπροσωπεύουν πληρέστερα τον κόσμο που τα γέννησε. Τα αντικείμενα απαρτίζουν δύο εκθεσιακές ομάδες: η πρώτη σχηματίζει γεωγραφικές ενότητες με τους αρχικούς πυρήνες του μυκηναϊκού κόσμου και με τις περιοχές της σταδιακής του εξάπλωσης. Η δεύτερη αναφέρεται στη γένεση του μυκηναϊκού πολιτισμού, την επίδραση της Κρήτης και στους βασικούς τομείς της ζωής των Μυκηναίων.

Ο πρωτομινωικός οικισμός της Τρυπητής Αντώνης Βασιλάκης

Γενική άποψη του Πρωτομινωικού οικισμού από τα βορειοανατολικά. Ο συνοικισμός της Τρυπητής στη Νότια Κεντρική Κρήτη κτίστηκε βάσει κάποιου σχεδίου στην κορυφή ενός βραχώδους υψώματος και διαιρέθηκε σε δύο άνισα μέρη με φαρδύ κεντρικό δρόμο, στον οποίο άνοιγαν όλα τα σπίτια του οικισμού και των δύο συνοικιών. Τα σπίτια έχουν τοίχους ευθύγραμμους, κτισμένους με σχιστολιθικές και ασβεστολιθικές πέτρες και πολλή λάσπη. Είναι ισόγεια, με δωμάτια τετράγωνα ή ορθογώνια και κάποια άλλα χαμηλοτάβανα με μεσοπάτωμα και είσοδο από πάνω. Η βόρεια συνοικία περιλαμβάνει τρία αυτοτελή σπίτια που εφάπτονται με διπλοτοιχίες και όχι με μεσοτοιχίες. Στο καλύτερα διατηρημένο σπίτι βρέθηκε μια σειρά ακέραιες πρόχοι του ρυθμού του Αγίου Ονούφριου. Σε σπίτια της νότιας συνοικίας βρέθηκαν κεντρικοί τετράγωνοι πεσσοί που στήριζαν την οροφή και στους οποίους μάλλον αποδιδόταν κάποιο είδος λατρείας, αφού μπροστά σε δύο από αυτούς βρέθηκαν εστίες. Για την καθημερινή ζωή μάς πληροφορεί πλήθος από λίθινα εργαλεία κάθε χρήσης, καθώς και μικρολιθικές αιχμές. Πέρα από τις μυλόπετρες και τους τριπτήρες, βρέθηκαν σημαντικές ποσότητες δημητριακών και οσπρίων που βεβαιώνουν μια γεωργική κοινότητα. Οι κάτοικοι όμως υπήρξαν κτηνοτρόφοι και κυνηγοί που συμπλήρωναν τη διατροφή τους με πολλά ψάρια κι άλλα θαλασσινά όστρεα. Οι πορφύρες σε μεγάλες ποσότητες μαρτυρούν τη χρήση βαφής. Από τα πήλινα αγγεία των οικοσκευών τα πιο κοινά είναι οι πρόχοι, οι βαθιοί σκύφοι, οι κάδοι, οι λεκανίδες, τα κύπελλα με και χωρίς λαβή, οι χύτρες και τα μικρά πιθάρια. Ο θολωτός κυκλικός τάφος, σύγχρονος του οικισμού και μόλις 200 μ. νότιά του, έδωσε κεραμική που χρονολογείται στην περίοδο 2800-2000 π.Χ. Τα κτερίσματα περιλαμβάνουν περιδέραιο με χάντρες από στεατίτη και τρία ασημένια κοσμήματα.

Η γη των χαμένων θεών. Σε αναζήτηση της κλασικής Ελλάδας (βιβλιοπαρουσίαση) Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη

Το εξώφυλλο του βιβλίου: Richard Stoneman, Land of Lost Gods. The Search for Classical Greece, Hutchinson, Λονδίνο 1987. Το βιβλίο προβάλλει την αρχαιολογική έρευνα, την τοπογραφική αναζήτηση, την επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης και αρχιτεκτονικής στην αισθητική, τη μόδα, τα γούστα, την τέχνη και την αρχιτεκτονική της Ευρώπης, στην ίδρυση και διαμόρφωση των μεγάλων μουσείων. Επισημαίνει την επίδρασή της στη βαθμιαία θεμελίωση της αρχαιολογίας ως επιστημονικού κλάδου που, παρά τις καταστροφές και τις διαρπαγές, στηρίχτηκε στον οραματισμό και την αφοσίωση των προδρόμων των σημερινών αρχαιολόγων, των περιηγητών. Μέσα από τα κείμενά τους οι περιηγητές ζωντανεύουν τη δράση τους στον τομέα των αρχαιολογικών αναζητήσεων, το ρόλο τους στη διάδοση της κλασικής παράδοσης και στον τρόπο ενσωμάτωσής της στην πολιτιστική και την καθημερινή ζωή της πατρίδας τους.

Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής (1828-1833) (I) Βασίλης Δωροβίνης

Άποψη του συγκροτήματος των κτιρίων του Δημαρχείου Άργους (1979). Αριστερά φαίνεται το κτίριο-προσθήκη του 1889-90. Πρόκειται για το πρώτο από σειρά άρθρων με αντικείμενο σημαντικά δημόσια κτίρια που οικοδομήθηκαν ή μετασκευάστηκαν ριζικά στο Άργος, το Ναύπλιο και την Αίγινα κατά την καποδιστριακή εποχή. Για την έρευνά του αυτή ο συγγραφέας αποδελτίωσε τον Τύπο της Αργολίδας και αναζήτησε στοιχεία σε βιβλιοθήκες και αρχεία στην Αθήνα και το Παρίσι. Με την εντολή του Καποδίστρια στον τότε Έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας Νικόλαο Καλλέργη για τη δημιουργία «Δημοσίου Καταστήματος» στο Άργος, μας αποκαλύπτεται η πολιτική του Κυβερνήτη για τα δημόσια κτίρια: προσωπικό ενδιαφέρον και άμεση ανάμειξη στην κατασκευή τους, προτίμηση για τη στέγαση της διοίκησης σε ιδιόκτητα κτίρια, ανάθεση του σχεδιασμού τους σε επίσημο μηχανικό του κράτους, επιδίωξη συμμετοχής των κατοίκων στην οικοδόμηση απλών, όχι πολυδάπανων οικοδομών. Όταν το Άργος γίνεται η έδρα του Πρωτόκλητου και του Ανέκκλητου δικαστηρίου, δημιουργείται πρόσθετη ανάγκη να στεγαστούν τόσο τα δικαστήρια όσο και μια φυλακή. Ο νέος Επίτροπος Αργολίδας Κων. Ράδος υποβάλλει τακτικά αναφορές στον Κυβερνήτη που εγκρίνει τα σχέδια του ελβετού μηχανικού Νταβώ και τον προϋπολογισμό για τη φυλακή. Στις αρχές του 1830 έχει συγκροτηθεί διμελής επιτροπή Αργείων για την επίβλεψη του έργου και τη διαχείριση των χρημάτων. Λίγο μετά τα μέσα Μαρτίου το Δημόσιο Κατάστημα έχει αποπερατωθεί. Σχεδόν αμέσως ο Τοποτηρητής Άργους Ιωαν. Βρατσάνος πληροφορεί τον Καποδίστρια ότι για τη στέγαση της Αστυνομίας και της Δημογεροντίας της πόλης είναι απαραίτητες δύο προσθήκες που σχεδιάζει και πάλι ο Ντεβώ. Ο Καποδίστριας ζητεί να γίνει μειοδοτικός διαγωνισμός που κερδίζει ο Χ. Κάππος. Στις αρχές Αυγούστου τον Ντεβώ που παραιτείται αντικαθιστά ο Λάμπρος Ζαβός. Τον Οκτώβριο ο Καποδίστριας εγκρίνει προσθήκες στα παράπλευρα κτίρια για «οσπήτια, κάγγελα και αποπάτους» της στρατιωτικής φρουράς. Στα Γενικά Αρχεία σώζονται σειρές αποδείξεων πληρωμής εργατών και υλικών.

Σεμνότητα και συνείδηση ευθύνης στον σχεδιασμό του νέου μουσείου Ακροπόλεως Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Τετράγωνο «Μακρυγιάννη», προβλεπόμενος χώρος ανέγερσης του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Ο συγγραφέας καταθέτει τις απόψεις του για το προγραμματιζόμενο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Η κατασκευή ενός ογκώδους κτιρίου πρέπει να αποφευχθεί. Η αρχαϊκή συλλογή επομένως ας παραμείνει στο παλιό Μουσείο Ακροπόλεως και το Κέντρο Μελετών ας αναζητήσει κάποιο γειτονικό οικόπεδο. Το «καθαυτό μουσείο των κλασικών έργων» να ανεγερθεί στο τετράγωνο «Μακρυγιάννη». Θέση κοντινή αλλά υποταγμένη στο μνημειακό σύνολο, ούτε στέκεται απέναντί του (Κέντρο «Διόνυσος») ούτε παρεισφρέει στον αρχαιολογικό χώρο (θέση «Κοίλης»). Η διεθνής κοινή γνώμη δεν πρόκειται να εντυπωσιαστεί από ένα σύγχρονο «ογκώδες» μνημείο σε αντιπαράθεση με την αρχαία κληρονομιά, ούτε όμως θα ανεχθεί και την καταπάτηση του ιστορικού τοπίου.

Ταξίδια στην Ελλάδα: χρονικό μιας ανακάλυψης (Β΄) Friedrich-Wilhelm Hamdorf

«Η πύλη των Λεόντων και η πεδιάδα του Άργους». Ακουαρέλα (1836-37) του Rottmann Carl. Κρατική Συλλογή Γραφικών, Μόναχο. Πρόκειται για το δεύτερο και τελευταίο μέρος της μετάφρασης του κειμένου που έγραψε ο Friedrich Wilhelm Hamdorf για τον κατάλογο της έκθεσης Ein griechischer Traum, Leo von Klenze der Archäologe. Η έκθεση έγινε στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου το 1985-1986. Το μέρος Β΄παρουσιάζει σε χρονολογική σειρά τους ξένους ταξιδιώτες στην Ελλάδα το 19ο αιώνα αρχίζοντας με τον Fallmerayer και τελειώνοντας με τον Bachofen. Σημειώνονται και οι εκδόσεις των σχετικών έργων τους.

Ελλάδα-Ευρώπη. Οικία Reinach Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Από το εσωτερικό της βίλας Κηρύλος. Την εποχή που μεσουρανεί στην Ευρώπη η Art Nouveau, ένας πάμπλουτος εκκεντρικός αρχαιολόγος, ο Théodore Reinach, κτίζει στην Κυανή Ακτή μαζί με τον αρχιτέκτονα Emmanuel Pontrémoli τη βίλα Κηρύλος ακολουθώντας και εμπλουτίζοντας τα σχέδια σπιτιών της Δήλου που είχε αποκαλύψει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Ιταλοί τεχνίτες προσαρμόζουν τα ψηφιδωτά δάπεδα στη χρήση των δωματίων. Γάλλοι ζωγράφοι (Jaulmes και Karbowsky) διακοσμούν πλούσια πλην διακριτικά τους τοίχους. Ορθομαρμαρμάρωση από ποικιλόχρωμα πετρώματα προσθέτει στον πλούσιο διάκοσμο στον οποίο ο ίδιος ο Ράιναχ δίνει πνοή συνδυάζοντας βενετσιάνικα έπιπλα, εγγλέζικες ελαιογραφίες κ.ά. Η βίλα καθρεφτίζει το ελληνο-μπαρόκ στην αισθητική του τέλους του 19ου αιώνα.

Ολοκληρωμένη θεώρηση των αρχιτεκτονικών αποτυπώσεων Ιωάννης Μπαντέκας

Τοπογραφικό σε κλίμακα 1:200. Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες, έργο του Ικτίνου, στηρίζει παραδειγματικά την ανάγκη και τα προτερήματα μιας ολοκληρωμένης θεώρησης των αρχικών αποτυπώσεων. Σε δωρικό ρυθμό της αρχαϊκής περιόδου, το μνημείο εμφανίζει δύο ιδιομορφίες: ο κύριος άξονας του ναού ακολουθεί τη διεύθυνση από το Βορρά στο Νότο και στη στενή του πλευρά ο αριθμός των κιόνων του είναι ζυγός. Εφαρμόστηκαν πρώτα επίγειες τοπογραφήσεις για να εντοπιστούν τα αρχαιολογικά υπολείμματα στους κύριους τοπογραφικούς χάρτες της περιοχής, να συνδεθεί η περιοχή του μνημείου με το τριγωνομετρικό δίκτυο της χώρας, να πραγματοποιηθούν όλες οι απαραίτητες τοπογραφικές μετρήσεις επάνω και γύρω από το μνημείο. Επίγειες φωτογραφίσεις έγιναν με μετρικές μηχανές αλλά και με ερασιτεχνικές. Με τις τελευταίες έγιναν λήψεις με δίποδο και από χαμηλά με μπαλόνι. Για τη φωτογραμμετρική απόδοση χρησιμοποιήθηκαν η μέθοδος της αναγωγής και η στερεοαπόδοση. Ως τώρα, η περιορισμένη χρήση της φωτογραμμετρίας στις αποτυπώσεις οφείλεται στην ελλιπή συνεργασία μεταξύ φωτογραμμέτρη και υπεύθυνου αρχαιολόγου ή αρχιτέκτονα. Η εμπειρία διδάσκει ότι η καλύτερη μέθοδος είναι ο συνδυασμός των μεθόδων. Για να μελετηθεί με πληρότητα ένα μνημείο χρειάζεται μια σειρά από διαγράμματα διαφορετικών κλιμάκων που θα αναφέρονται στο ίδιο σύστημα αναφοράς. Αεροφωτογραφίσεις από χαμηλά ύψη με δίποδο ή με μπαλόνι αποτελούν πολύτιμο βοήθημα στις αποτυπώσεις.

Στοιχεία πολεοδομικής εξέλιξης της βυζαντινής Πάτρας Αφέντρα Μουτζάλη

Η χήρα Δανιηλίδα ταξιδεύει από την Πάτρα στην Κων/πολη. Από τη χρονογραφία του Ιω. Σκυλίτζη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης. Ο πολεοδομικός ιστός της αρχαίας, της ρωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής Πάτρας παραμένει αμετάβλητος, διατηρώντας τα ίδια σημεία αναφοράς: την ακρόπολη, τις αγορές, τους ναούς, το υδραγωγείο, τις κύριες οδικές αρτηρίες, τα δημόσια λουτρά και το λιμάνι με τις εγκαταστάσεις του. Έξω από τα τείχη βρίσκονταν κοιμητήρια, περιβόλια, επαύλεις και ίσως μια εβραϊκή συνοικία με τη συναγωγή της. Στη ρωμαϊκή Πάτρα κεντρικά σημεία αναφοράς είναι επίσης το ωδείο και το αμφιθέατρο. Η αστική ζωή της μεσαιωνικής πόλης διασπάται σε συνοικίες που παίρνουν το όνομά τους είτε από τις εκκλησίες τους είτε από τις ασχολίες των κατοίκων, όπως τα Κανδριάνικα με τα μεταξουργεία του Ιωάννη, του γιου της Δανιηλίδας. Στα υστεροβυζαντινά χρόνια και στην πρώιμη Τουρκοκρατία ο οικισμός, με πυρήνα το κάστρο, περιορίστηκε στα ψηλότερα μόνο μέρη, ενώ στην παράλια πεδιάδα υπήρχαν μόνο χωράφια. Από τον 10ο αιώνα αναπτύσσονται στην Πάτρα οι βιοτεχνίες παραγωγής ειδών πολυτελείας, η βιοτεχνία επεξεργασίας μεταξιού και τα βαφεία. Η εβραϊκή κοινότητα στην πόλη, εγκατεστημένη από τα ρωμαϊκά χρόνια, απασχολείται στη βιοτεχνία μεταξωτών και λινών υφασμάτων. Ο εβραϊκός μαχαλάς και το γειτονικό του νεκροταφείο, η παραλιακή συνοικία Τσιβδί με τα καταστήματα των μεταπρατών, ο χαρακτηρισμός της ανατολικής πύλης του κάστρου ως «εβραϊκής», αναφέρονται στην εποχή μετά την άφιξη των ισπανοεβραίων προσφύγων. Στον 16ο αιώνα ανήκει και η παλαιότερη από τις τριάντα δημοσιευμένες επιτύμβιες επιγραφές από το εβραϊκό νεκροταφείο.

Οι πραγματείες περί ζωγραφικής Αλμπέρτι και Λεονάρντο (βιβλιοπαρουσίαση) Μαρία Μπρούσκαρη

Λεονάρντο ντα Βίντσι, προφουτουριστική απόδοση της κίνησης αφηνιασμένου αλόγου (Πύργος του Γουίντσορ, Αγγλία). Στο βιβλίο της, η Μαρίνα Λαμπράκη–Πλάκα εκθέτει τις θεωρητικές περί τέχνης αρχές δύο κορυφαίων αναγεννησιακών καλλιτεχνών, του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι (1404-1472) και του Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519). Την επιστροφή του ανθρώπου στο κέντρο της τέχνης είχε φέρει ο πρωτοπόρος της Αναγέννησης Τζιότο ήδη τον 14ο αιώνα, αλλά η απεικόνιση της φύσης παρέμενε παραδοσιακή. Την αλλαγή φέρνει ο φλωρεντινός αρχιτέκτονας Μπρουνελέσκι και τη διατυμπανίζει ο μαθητής του Αλμπέρτι. Στα θεωρητικά του κείμενα θεμελιώνει επιστημονικά την προοπτική. Ο ντα Βίντσι «συναιρεί και κορυφώνει τις επιστημονικές φιλοδοξίες των φλωρεντινών καλλιτεχνών του quattrocento». Χωρίς την ουμανιστική συγκρότηση του Αλμπέρτι, έχει πνεύμα πολύ πιο ανήσυχο, δίψα ακόρεστη. Οι παρατηρήσεις, οι προβληματισμοί και τα σχέδια γεμίζουν χιλιάδες χειρόγραφα. Θεωρώντας το ζωγράφο άρχοντα της οικουμένης, αναζητεί τις ζωτικές δυνάμεις που περιέχει η φύση, έμψυχη και άψυχη και οδηγείται στη δυναμική της απόδοση. Είναι ο πρωτεργάτης της αναζήτησης ψυχικών εκφράσεων στον άνθρωπο και, αντί της στατικής προοπτικής του Αλμπέρτι, ανακαλύπτει τη χρωματιστή και την ατμοσφαιρική προοπτική. Ο τρόπος που ένα διάχυτο ατμοσφαιρικό φως διαποτίζει τα περιγράμματα των μορφών θυμίζει το ατμοσφαιρικό πλάσιμο των μορφών του Πραξιτέλη.

Η παλαιολιθική περίοδος της ηπειρωτικής Eλλάδας (βιβλιοπαρουσίαση) Κατερίνα Τρανταλίδου

Το εξώφυλλο του βιβλίου της Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιππάκη. Σε ένα βιβλίο-σταθμό στην έρευνα της προϊστορίας της νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρουσιάζονται αναλυτικά οι θέσεις κατά γεωγραφικό διαμέρισμα, περιγράφονται οι κλιματικές συνθήκες και η εναλλαγή της στέπας με τη θαλερή βλάστηση, καταγράφονται τα εργαλεία, συγκροτείται το χρονολογικό πλαίσιο, διερμηνεύεται ο τρόπος ζωής των κατοίκων. Για τη χλωρίδα και την πανίδα της τελευταίας παγετώδους περιόδου (Würm) διαπιστώνονται αρκετά κοινά στοιχεία με το αντίστοιχο τοπίο της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Τα ελληνικά προϊόντα της λιθοτεχνίας όμως, διαφέροντας από τα αντίστοιχα της Δυτικής Ευρώπης, αποκαλούνται «άτυπα». Ανάμεσα στις βραχογραφίες της Δυτικής Ευρώπης και τα μικροτεχνήματα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ποια καλλιτεχνική έκφραση επέλεξε η νοτιοανατολική Ευρώπη;

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Γενική άποψη του Αρχαιολογικού Μουσείου Αβδήρων. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στο μουσείο που ετοιμάζεται στα Άβδηρα θα εκτεθούν τα εξαιρετικά κοσμήματα, ειδώλια και αγγεία του 3ου-2ου αιώνα που αποκαλύφθηκαν σε τάφους – Το ερειπωμένο χωριό «Χωρούδα» στα Στάγειρα της Χαλκιδικής χαρακτηρίστηκε «Αρχαιολογικός και ιστορικός χώρος» - Στο Μουσείο Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Αντίμπ στη Γαλλία οργανώθηκε στα τέλη του 1988 έκθεση με θέμα «Πολεμιστές και ιππείς της Ελλάδας»

Συνέδρια

Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών οργάνωσε στις 2-4 Δεκεμβρίου 1988 το πρώτο διεθνές συνέδριο με θέμα «Αρχαϊκή Αρχιτεκτονική Κεραμική» - Το Πνευματικό Κέντρο και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων οργάνωσαν στις 2-4 Δεκεμβρίου 1988 το Β΄Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Γιάννινα-Ήπειρος, 19ος-20ός αιώνας: Ιστορία – Κοινωνία – Πολιτισμός»

Βιβλία

Ευάγγελος Κακαβογιάννης, Τα αρχαία μεταλλεία της Λαυρεωτικής, εκδ. Υπουργείο Εργασίας, Αθήνα 1988 – Κλείτος Χατζηθεόκλητος,Ιερωνύμου Απομνημονεύματα, εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος – Γιάννης Παπακώστας, Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας (1880-1930), εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος, Αθήνα 1988 – Βασίλης Κ. Δωροβίνης, Κατά της διάλυσης, εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος, Αθήνα 1989

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στις 28 Ιανουαρίου 1989 έγινε η 5η αρχαιομετρική συνάντηση της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής με θέμα: «Απαντήσεις σε καινούριες αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην Ελλάδα»

Δημοσιεύματα

M. Vavelidis, Y. Bassiakos, F. Begeman, K. Patriarcheas, E. Pernicka, S. Smitt και G.A. Wagner, “Geologie und Erzvorkommen”, στο Silber, Blei und Gold auf Sifnos, Συμπλήρωμα 3, σ. 59-80, στη σειρά “Der Anschnitt” Bochum – M. Vavelidis και G.C. Amstutz, “Investigations on the Gold Occurences in the Kinyra and Thasos (City) Area on Thasos Island (Greece)”, στο H.-J. Schneider (επιμ.), Mineral Deposits of the Alps and of the Alpine Epoch in Europe, 1983, Springer-Verlag

English summaries: Herbs and their philosophy Nikos Xenios

The importance of plants to the existence and progress of man is beyond any doubt. Therefore, the ecological distruction, which progressively threatens our planet obliges us to concentrate our interest on the world of flora. Ancient civilizations took an interest in the flora both philosophical and scientific since in antiquity science had a philosophic substance and vice versa. Long before science had managed to interpret the miracle of growth and reproduction of plants, magic — a servant of religion — had assigned to the known species of vegetation supernatural properties. This continued to be an active practice among the believers until the Middle Ages and in some instances it still is. The healing power of a certain herb or plant has always created an immense impression on the mind of the ignorant, fanatic and superstitious man. Furthermore, his instinctive biases were reinforced by the hallucinatory properties of some special-herbs, which for this reason were deified and became an indispensible tool in every mystic ritual throughout the centuries.

Two aromatic herbs of ancient Crete Paul Faure

From the Minoan era, in the middle of the second millennium BC, down to our day, Crete has been famous for the variety and wealth of its flora and particularly for its aromatic herbs. The most celebrated among them, known especially for their healing properties, are the ladanos or labdanum, of the Cistus Creticus Boissien genus, called po-ni-ki-jo by the Mycenaeans, also dictamos, a marjoram, known in Botany as Origanum Dictamnus. This plant, being an attribute of the goddesses Dictyna and Artemis Vritomartys and of the god Eros, was also called «theangelos" (= gods' messenger) after the role Eros usually plays among the other deities.

The Greek origin of botany Suzanne Amigues

The texts and other documents, which have survived from antiquity, definitely confirm the knowledge and multiple use of numerous plants in ancient Greece. The tablets discovered at Knossos, Mycenae and Pylos, dating from the fourteenth and thirteenth century BC mention among other food provisions a number of aromatic herbs, plants and even trees. Almost seven hundred years later the vegetable kingdom plays ar significant role in Hesiod's rural diary "Έργα και Ημέραι" (Works and Days). Also, in many essays of the Hippocratic Collection of the fifth century, a multitude of pharmaceutic plants is listed. However, the practical knowledge of effective plants and herbs for special purposes has almost nothing to do with Botany, the science of plants, that names, describes and classifies with the same interest all plants regardless of their utility to man. As a result, a double question arises. First, if the science defined as botany originates from Greek antiquity and secondly, which ancient work can be considered as fundamental in this field of science. The credit for the first, ample composition of all kinds of information regarding nature should be given to Aristotle (384-322). However, the oldest, most thorough essay on Botany known today is the Περί Φυτών Ιστορία" ( On the History of Plants) written by Theophrastus, an assistant of Aristotle since 348, and his most celebrated disciple, succesor and head of the Lyceum. Another important work of Theophrastus is the "Περί Φυτών Αιτιών" (= On the Reasons of Plants). Judging from the content of his work, Theophrastus' concern with the vegetable kingdom was universal. Book A' is a report on the morphology of plants. The different types of roots, sprouts, leaves, flowers and fruits are presented with precise examples. Book B' describes the natural procedure and techniques for the plants multiplication. Book P deals with trees and schrubs of the Mediterranean flora, while A' with exotic kinds (of Egypt, Libya, Persia and India), strange plants, sea-weeds and the phenomena of plant pathology. Book E' deals with wood and its properties; book Στ΄ with the decorative plants, treated in antiquity alike our flower bouquets; book Z' with vegetables and finally, book H' with cereals, which are described in the book in all their known varieties. To this abundant material book 0', whose authenticity is sometimes questioned, adds the aromatic and pharmaceutic plants. This is probably the entire volume of information, which was possible to be collected at that period. The most important part of this knowledge derives from personal observation and research among peasants, farmers and lumbermen. Theophrastus tried to obtain all the necessary information on whatever he could not directly observe. Therefore, he was what we would call today a man of the "field", although his book on the History of Plants is the product of team-work — he even acknowledges the name of one of his assistants. Under the circumstances it does not really matter, whether or not Theophrastus travelled across Egypt and Libya, this has not as yet been proven, or if he simply described the flora of these countries as well as that of Persia and India on the basis of the reports of a team working according to his principles and methods. A great part of Theophrastus' methodology is scientifically correct, since he would never classify by force a special case in a group unsuitable to contain it. The strangeness of biologic phenomena had made him fully aware of the vanity of any attempt to try and subordinate them by sophistry. Therefore, already in the first chapter of his work, he openly declares, how erroneous would be to draw early conclusions on the basis of an artificial approach: "Όσα μη οίον τε αφομοιούν, περίεργο το γλίχεσθαι πάντων" (= It is vain to seek by all means what cannot be assimilated). It is quite significant, that his valuable work has the modest title "On the History of Plants" and that the difficult in content parts of the text are often accompanied by such reservations as "this matter must be examined" or even "We must deal with these species to the extent of our knowledge". Theophrastus was more than aware that he was a pioneer; thus, he has left to posterity the correction, elucidation and completion of the botanical knowledge, which he promoted to a science.

Medicinal plants and herbs from Greece Anna Lambraki

Theophrastus is thought of as the father of botany, although doctors of antiquity such as Hippocrates and Galen, refer to the healing properties of plants in their writings. Other writings about plants are attributed to Pliny, Paracelsus and to Dioscorides whose works were translated into Arabic in the Middle Ages. In this article there are nineteen entries about plants that have medicinal properties. The writer lists the many names these plants are known by, as well as their latin names. These plants are : belladonna, beleles (known as doctor or black henbane), datura or stinkweed, lappa, the chamolefka , stomachovotano (origanum dictamnus), vounokendro or agrimonia, tilio or tisane, the marshmallow (neromoloha), mistletoe (ixos), the mulberry plant (mouria), perdikaki (elxini), parsley, carrots and pansies.

The study and importance of plants and seeds in archaeology Anaya Sarpaki

The sources on which we based our conclusions about plants in achaeology in the past are a. linguistic studies and studies of written material and b. archaeological data. Such data could be divided into two basic categories, that of architectural information and of small artefacts/utensils. Here we have stressed the importance of studying the botanical data itself, which is found on excavations, and examples have been given on the type of economic/social information these can provide.

Plants in nature and civilization Iris Tzahili

We have purposely chosen Sophocles' Oedipus at Colonus as a significant example of concise syllogism on the plant world and the impression it created on the social environment of Classical Athens. In this play not only do certain phases of the drama take place in the boundaries between virgin nature and human intervention, but there are also mentioned all the elements which Sophocles has employed to picture the land of Attica.Gods, animals, birds, trees, valleys, flowers, are all unique features of his homeland. Therefore, the choice of plants is not accidental, but serves the description scheme and religious cycles to which the plants referred to owe their symbolism (ivy-Dionysus, narcissus and crocus - modest godesses, olive tree -Athena). All plants are spontaneous, even the olive tree in its natural form, a quality emphasized by Sophocles in verse 698. In addition, all can be economically exploited or, at least, have certain properties that can be utilized by people. In historic terms, all belong in one way or another to some kind of "collective" activity, but without any evolutionary or chronological significance. At the same time, all plants bear a secondary, but nevertheless powerful symbolism.

Emphasized women’s breasts in the arts of prehistoric Greece Jean Coulomb

The exaggeration and/or exhibition of women' s breasts is a common feature to the various aspects of Minoan art. This morphological peculiarity also occurs on anthropormophic vases as far back as the Early Minoan period and is repeated on figurines, engravings, statues and frescoes until the end of Minoan civilization in Crete. Thera, the Mainland Greece and Keos. This characteristic emphasizes more a specific, religious sympolism of the Cretan religion during the Bronze Age, than a fashion. This, like female obesity in the Paleo and Neolithic Ages, sympolizes fertility and abundance.

The Spartan upbringing Nikos Birgalias

Upbringing, the training and education, that is, of its future citizens is probably the most important institution in ancient Sparta. From antiquity and until today the system of Spartan upbringing has closely and almost exclusively been connected with notions, such as obedience, patriotism, the citycamp, absolute loyalty and the perfect soldier; as well as with the peculiar way the Spartan upbringing was applied and excercised. The Doric origin of Spartans has served as the starting point of such approaches and interpretations. The version, according to which the Spartan upbringing was but a perfect school of military training, a most effective machine exclussively producing soldiers derives, in our opinion, from two of the most celebrated, ancient theorists of education: Plato (Laws) and Aristotle (Politics). Our intention here is not to dispute this interpretation, but to point out that this perfect "school" was essentially and primarily training and educating Spartan citizens, not only soldiers. We attempt to approach the Spartan upbringing as a procedure aiming to the formation and completion of the identity of the Spartan citizen. Through the various phases of this procedure the Spartan youths could build up their social and political consciousness and awareness.

The Mycenaean world. Five centuries of early Greek civilization, from 1600 to 1100 BC Clairie Efstratiou

When Berlin became the “Cultural Capital of Europe” for the year 1988, Greece took part in the celebrations with an exhibition about Mycenaean civilization. This exhibition has now moved to the Greek National Archaeological Museum. The three hundred and sixty-eight exhibits on show are not seen merely as museum exhibits but as objects bringing certain messages down to us from the past. Precious objects are placed side by side with simple utensils of everyday use in order to give the visitor to the exhibition a fuller view of the world these objects came from. The artefacts are arranged in two units. The first unit illustrates the first centres of Mycenaean culture and how these nuclei gradually spread geographically. The second unit makes clear to us how the Mycenaean civilization came into being, the influence of Crete, and the everyday habits of the Mycenaeans.

The early Minoan settlement at Trypeti in southern Crete Antonis Vasilakis

The excavation of the early Minoan settlement at Trypeti, South Crete, in the years 1986-1988, adds much to our knowledge of the earliest period of the Minoan civilization. This Early Minoan village is divided into two sections by a wide, central roadway. Thirty-six rooms and areas dating from the EMM and EMIII-MM IA period have already been discovered. The settlement is located on the top of a rocky hill, 135 m. high, which is called "Adami Korphali" and lies 800 m. from the seashore. The stone-built room walls have been preserved up to the height of 2 metres. All rooms display a square ground plan. Stonebuilt pillars used to support the roof of the larger rooms, while benches were built against the walls of some central rooms. Lots of animal bones, sea shells and carbonized seeds give evidence about the diet habits of the inhabitants. Hundreds of vases, stone and bronze tools, many obsidian blades, some clay and stone beads and a single clay seal were found in the seven houses of the settlement, excavated so far. A tholos tomb, dating from the same period as the village, has also been located at a near by site called Kalokambos and excavated.

The land of long lost gods. In search of classical Greece (a book presentation) Eleni Angelomati-Tsougaraki

The reader is asked to consider altogether how important archaeological study, on-the-spot research, and the all round study of ancient Greek art and architecture has had on European aesthetic, fashion, taste, and architecture, also on the founding and shaping of the great museums. We are reminded of the influence these had on the gradual establishment of archaeology as a serious subject of study. Archaeology in spite of occasional looting and destruction was very much in debt to the precursors of today’s archaeologists, the travellers. These travellers’ writings bring to life the quest for archaeological finds. The reader also becomes aware of the part played by travellers to Greece in the spreading of the classical tradition and culture to the parts of the world the travellers came from.

Contribution to the history of public buildings in the Capodistrian period Vasilis Dorovinis

The author, starting from this issue of Αρχαιολογία, begins publication of a series of articles on the construction of official, state buildings during the period of time that Capodistrias was governor of Greece. These articles, thorough and perfectly documented, are part of a wider project of the author's on the organization and planning of towns, the question of the building of public edifices and the town-planning law of the Capodistrian period. The articles will deal with the erection of public buildings in three Greek towns, where the presence of the Capodistrian government was immediate and continuous, that is in Argos, Nafplion and Aegina. The series starts with the erection of a building for Public Administration in Argos, that today houses the town-hall.Data on the entire history and development of this edifice from the time of its building until now is included in the article. These articles are part of a more general issue concerning the contribution both of Capodistria himself and of his administration to the upbuilding of a European state in Greece, immediately after the 1821 Greek Revolution against the Turkish occupation, that in 1827 had almost turned out a complete catastrophe. Consequently, a wide range of data referring to the erection of public buildings, such as their financing, supervision and the obvious or obscure role assigned to them by the administration, is examined. The author's basic idea is that only after individual and thorough studies, which will examine the subjec twithin the framework of its time, any sound conclusion on the Capodistrian - and other periods - can be reached, free of passion and prejudice that usually have a negative effect on research and its outcome. The Capodistrian period is typical of the excessive use and misuse of a later ideology for the study and interpretation of a former period.

A more humble sense of proportion needed in the plans for the Acropolis Museum Alexandros Papageorgiou-Venetas

The author’s opinion on the plans for the building of a new Acropolis Museum, is that this museum ought not to be monumentally large. The collection of archaic statues could thus remain at the old Acropolis museum and another, neighbouring building site could be found for the Centre for Studies. The “actual museum of classical artefacts” should, in the author’s opinion be erected somewhere around the “Makrygiannis” square, this area being near the Acropolis but not dominating it nor standing opposite it like the Dionysus café or intruding on the archaeological site as is the case with the “Koili” position”. Public opinion, internationally, will not be impressed by a modern, “large-scale” monument competing in size with our ancient heritage, nor would the trespassing on the historic ground around the ancient site be tolerated.

Travels in Greece. The chronicle of a discovery (B) Friedrich-Wilhelm Hamdorf

The article is a translation of the second part of Friedrich Wilhelm Handorf’s treatise, written for the catalogue of the exhibition entitled “Ein griechischer Traum, Leo von Klenze der Archäologe”. The exhibition took place at the Munich Glyptotech in the years 1985-1986. In Part 2 of the treatise Handorf presents in chronological order, 19th century foreign travellers to Greece, starting with Fallmerayer and ending with Bachofen. The editions of the travellers’ publications are also noted.

The Reinach residence The editors of the Archaeologia journal

At the time of Art Nouveau’s heyday in Europe, an eccentric millionaire archaeologist Theodore Reinach and the architect Emmanuel Pontremoli built the villa Cyrilos on the Cote d’Azur. They copied and embellished the designs of buildings from Delos as revealed by the French Archaeological School. Italian craftsmen adapted the mosaic floors to the rooms’ functions. French painters (Jaulmes and Karbowsky) decorated the walls both richly and subtly. Orthomarmarosis, vertical multi-coloured slabs of marble, gave extra richness to the decoration, to which Reinach added Venetian furniture, English oil paintings and so on. The villa reflects Greek/Baroque aesthetics at the close of the 19th century.

A comprehensive approach to architectural surveying Ioannis Bandekas

The temple of Epicurian Apollo at Vasses, designed by Iktinos, typically supports the need (and the virtues) for a comprehensive approach to surveying at a preliminary stage. This monument of the archaic period’s Doric order, presents two peculiarities: the temple’s main axis runs from North to South and on its narrow side it has an odd number of columns. To begin with, ground topographies were made to localize archaeological remains on the main topographic maps in the area, as well as linking the monuments’ site to the country’s trigonometric network. Furthermore, necessary topographic calculations were carried out, on and around the monument. Ground photographs were taken both with cameras used for measuring and with ordinary ones. Shots were taken with the latter, using a bipod and from a low height using a balloon. The method of reduction and stereoapodosis was used for photogrammetric results. Up to now, the restricted use of photogrammetry in surveys was due to the deficient collaboration between the photogrammetrist and the archaeologist or architect in charge. Experience has shown that a combination of methods brings better results. For a monument to be thoroughly studied, a number of differently scaled diagrams are needed, linked to the same system of reference. Aerial photography carried out just above the ground, using a bipod or a balloon, proves to be a valuable aid to surveying.

The town-planning development of Byzantine Patras Afendra Moutzali

Patras, a multiethnic, thriving town during the reign of Augustus, becomes the melting pot of various and heteroclite beliefs in which Greek pagan ideas coexist with cults of the East and with the Jewish and Christian religions. In this town, with its deeply rooted Greco-Roman tradition, the transition from idololatry to Christianism — at least for a large segment of its society — proceeded very slowly.The epigram referring to Vasilios Oxylidis, a nobleman and lord of Patras is more than indicative. By evaluating the recent archaeological finds in combination with historical sources, we reach the conclusion that the town-plan of the ancient Greek, Roman and Early Christian town has remained unchanged preserving steadily typical landmarks such as the acropolis,the seaport with its installations, markets, main streets, temples, aqueduct, public baths. These centres of the inhabited area reveal the lifestyle that truly reflects the relationship between Church and State, as well as that between the various social classes in combination with the everyday life, production and commerce taking place in the town. When the Byzantine Empire started once again to gain in power and glamour, after the wars, catastrophes and barbaric invasions of the seventh and eighth centuries AD, the town of Patras also followed suit

Alberti and Leonardo’s discourses on Art (a book review) Maria Brouskari

In her book, Marina Lambraki Plaka presents the artistic principles of two great Renaissance artists, Leon Battista Alberti (1404-1472) and Leonardo da Vinci (1452-1519). In the 14th century, Giotto, a Renaissance pioneer, had already brought back the human form to the forefront of painting. On the other hand, the portrayal of nature, still remained traditional. The Florentine architect Brunelleschi brought about the change and in turn, this change was spread abroad by his pupil Alberti. In his theoretical writings, the latter gives a scientific basis to the art of perspective. Da Vinci, in turn, “condenses and brings to a head the scientific ambitions of the quattrocento Florentine artists.” Lacking Alberti’s humanist discipline, Da Vinci has a far more restless spirit, and an unquenchable thirst for knowledge. His observations, queries and his drawings fill thousands of manuscripts. Believing the painter to be Lord of the Universe, he seeks out nature’s vital forces, animate and inanimate and expresses them vigorously in his work. He is a pioneer in his search for psychic expressions in man, and in place of Alberti’s static perspective, he discovers the perspective of colour and atmosphere. One is reminded of the sculptor Praxiteles’ atmospheric moulding of his figures, in the way a diffused atmospheric light saturates the outlines of Leonardo’s figures.

The Palaeolithic period in mainland Greece (a book review) Katerina Trantalidou

In this book which is a landmark in the research of Prehistory in Southeastern Europe, locations are analytically presented according to their geographic region, climatic conditions and the alternation of steppes with lush vegetation. Tools are listed, events are chronicled and the inhabitants’ way of life is interpreted. Many similarities have been confirmed between the flora and fauna of their corresponding landscapes of Southern and Central Europe during the last ice age (Würm). Greek stonemasonry products, however, differing from their counterparts in Western Europe are called “atypa”, non-representative. Which of the two forms of expression did Southeastern Europe opt for in its choice between the rock drawings of Western Europe and the miniatures of Central and Eastern Europe?

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα αρχαία ελληνικά αγγεία (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Μελανόμορφος σκύφος αττικού εργαστηρίου, με τέθριππο και Αμαζόνες, 500-490 π.Χ. Μουσείο Μπενάκη, ΓΕ 31123. Η υδρία είναι το αγγείο μεταφοράς ή σερβιρίσματος του νερού, γι΄αυτό και έχει τρεις λαβές. Αγγεία πόσεως είναι η κύλικα, ο κάνθαρος, ο μαστός, ο σκύφος ή κοτύλη, το ρυτόν, η φιάλη και άλλα κύπελλα διαφόρων σχημάτων, συχνά με μορφή κεφαλιού γυναίκας ή Αφρικανού. Τα κυρίως τελετουργικά αγγεία περιλαμβάνουν τον γαμικό (ή νυφικό) λέβητα, τη λουτροφόρο και τη πλημοχόη.

Τεύχος 78, Μάρτιος 2001 No. of pages: 122
Κύριο Θέμα: Το μέλλον των ονείρων: από τον Φρόυντ στον Αρτεμίδωρο S.R.F. Price

Αθηνά. Χάλκινο αγαλματίδιο Ρωμαϊκής εποχής, που ο Φρόυντ είχε στο γραφείο του. Είναι το μόνο αντικείμενο της συλλογής του που επέλεξε να διασώσει εγκαταλείποντας τη Βιέννη. «Η ερμηνεία των ονείρων είναι η βασιλική οδός προς τη γνώση των ασυνείδητων δραστηριοτήτων του νου» γράφει ο Φρόυντ το 1899 στο βιβλίο του Η ερμηνεία των ονείρων. Αντίθετα, στα Ονειροκριτικά του (2ος αι. μ.Χ.), ο Απολλόδωρος ενδιαφέρεται για τα όνειρα ως το κλειδί όχι για το ασυνείδητο αλλά για το μέλλον. Η αντίθεση ανάμεσα στην ενδοσκοπική θεωρία του Φρόυντ και την προγνωστική θεωρία του Απολλόδωρου είναι θεμελιώδης και πρέπει να μετριέται με το ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον του καθενός. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι έχουν δείξει εύνοια προς τον Αρτεμίδωρο. Η ψυχοϊστορία συχνά επιδιώκει να εφαρμόσει την αναδρομική ψυχανάλυση σε άτομα και κοινωνίες (E.R. Dodds, G. Devereux). Και καθώς ψυχολογία και ψυχιατρική διεκδικούν την καθολική εγκυρότητα των θεωριών τους και την εφαρμογή τους σε άλλες κοινωνίες, πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος της λανθασμένης ανάγνωσης των αρχαίων μαρτυριών υπό το φως σύγχρονων προκαταλήψεων και ενός δυτικού εθνοκεντρισμού. Η ερμηνεία του Οιδίποδος τυράννου από τον Φρόυντ, ούτε λίγο ούτε πολύ, αγνοεί τις εντόπιες θεωρίες για τα όνειρα. Το άρθρο αυτό αποσκοπεί στο να βγάλει τον Αρτεμίδωρο από τη θέση του μέσα στο σύστημα του Φρόυντ όπου έχει τοποθετηθεί, και να ρίξει φως στις λειτουργίες του δικού του μη-φροϋδικού συστήματος ερμηνείας των ονείρων. Ο Αρτεμίδωρος ξεχωρίζει δύο τύπους ονείρων: μόνον οι όνειροι δείχνουν το μέλλον, ενώ τα ενύπνια, όνειρα επιθυμίας και φόβου, δημιουργήματα των παθών, του είναι αδιάφορα. Οι όνειροι είναι όνειρα προφητικά, στα οποία περιλαμβάνονται τα οράματα και τα μαντικά όνειρα, με αυτά όμως ο Αρτεμίδωρος δεν θα ασχοληθεί. Αντίθετα, εστιάζει στη διάκριση ανάμεσα σε δύο τύπους προφητικών ονείρων: όσα προλέγουν το μέλλον άμεσα (θεωρηματικοί όνειροι) και όσα το προλέγουν υπαινικτικά (αλληγορικοί). Ενώ οι θεωρηματικοί όνειροι επαληθεύονται αμέσως, οι αλληγορικοί, των οποίων η ανάλυση καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, επαληθεύονται μόνο μετά την παρέλευση μικρού ή μεγάλου χρονικού διαστήματος. Καθώς ο Αρτεμίδωρος διατείνεται ότι «η ερμηνεία των ονείρων δεν είναι τίποτε άλλο από την αντιπαράθεση ομοιοτήτων», ένας ιστός από μεταφορές συνδέει τις παραστάσεις των ονείρων με τον πραγματικό κόσμο. Και επειδή η ερμηνεία των ονείρων βασιζόταν σε κοινές, ευρέως διαδεδομένες πεποιθήσεις, τα όνειρα δεν ανήκαν σε ένα δυσνόητο ιδιωτικό σύμπαν, αλλά στη δημόσια σφαίρα. Ο ερμηνευτής του ονείρου, λέει ο Αρτεμίδωρος, πρέπει να ξέρει τα πάντα σχετικά με τον ονειρευόμενο: προσωπικά στοιχεία, ηλικία, καταγωγή, ασχολία, περιουσία, κατάσταση υγείας, συνήθειες, ψυχική διάθεση. Προσφέρει έτσι μια πλάγια οδό προς τις κοινές πεποιθήσεις των Ελλήνων για την προσωπικότητα. Σε αντίθεση με το φροϋδικό μοντέλο της προσωπικότητας που βασίζεται στο φύλο, ο Αρτεμίδωρος υποστηρίζει ότι βασική σημασία έχει ο κοινωνικός ρόλος του ονειρευομένου, η δημόσια θέση του. Σήμερα η προσωπικότητα προσδιορίζεται ανεξάρτητα από τους κοινωνικούς ρόλους, και τα όνειρα μας αφορούν ως άτομα. Ο Φρόυντ αναζήτησε το νόημα των ονείρων, το «κρυμμένο νόημα» που τόσο περιφρονούσε ο Αρτεμίδωρος.

Η μαρτυρία της Περπέτουας Πολύμνια Αθανασιάδη

Το Κολοσσαίο σε νόμισμα του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο διωγμός στη Μικρά Αφρική, θύμα του οποίου πέφτει η Περπέτουα, προκλήθηκε από ένα έδικτο του 202 μ.Χ., με το οποίο ο Σεπτίμιος Σεβήρος τιμωρούσε τον προσηλυτισμό τόσο στον ιουδαϊσμό όσο και στο χριστιανισμό. Η Περπέτουα, που ανήκει στην άρχουσα τάξη της μικρής κοινότητας, προσχωρεί στο χριστιανισμό την ώρα του διωγμού. Στις 7 Μαρτίου του 203 μ.Χ., η νεαρή μητέρα θα θηριομαχήσει στο αμφιθέατρο της Καρχηδόνας. Τις μέρες πριν από τη δίκη και το μαρτύριο, η Περπέτουα είδε τέσσερα όνειρα, τρία από τα οποία ήρθαν σαν απόκριση στην προσευχή της για άμεση επικοινωνία με το θείο. Τα όνειρα αυτά η νεαρή έγκλειστη τα κατέγραψε στο ημερολόγιό της, το οποίο κρατούσε στα ελληνικά. Στην παράδοση που κληρονόμησε η Περπέτουα, το όνειρο είναι ένα κοινώς αποδεκτό μέσο επικοινωνίας με το υπερφυσικό, αλλά και ένα μέσο αποκάλυψης του μέλλοντος. Αυτό δεν ισχύει για τα ενύπνια αλλά μόνο για τους «ονείρους». Από τους «ονείρους» που προλέγουν το μέλλον, άλλοι κυριολεκτούν και άλλοι είναι αλληγορικοί, «οι δι’ άλλων άλλα σημαίνοντες». Σε αυτή τη δεύτερη υποκατηγορία των αλληγορικών ονείρων ανήκουν τα οράματα της Περπέτουας. Προϊόντα προφητικής ενόρασης, ένθερμης προσευχής και άσκησης, ζωντανεύουν με τις καθαρές εικόνες τους λεπτομέρειες της παιδείας και της πείρας της Περπέτουας. Σε πάθος και σε ένταση τα οράματα της Περπέτουας μπορούν να συγκριθούν με εκείνα του Απουλήιου. Ο Απουλήιος, παρ’ όλη τη λογιότητά του, χαράζει ένα δικό του μονοπάτι σε περιοχή έστω και μερικά εξερευνημένη. Η μαρτυρία της εικοσιδυάχρονης Περπέτουας όμως είναι απόλυτα πρωτότυπη: μια προφητική κραυγή στην καθομιλουμένη, χωρίς την παραμικρή εκζήτηση ή έστω συναίσθηση της αξίας της.

Διάγνωση και πρόγνωση: ο Aρτεμίδωρος και η αρχαία ερμηνευτική των ονείρων Βασίλης Κάλφας

Τοιχογραφία από την Πομπηία. Παριστάνεται ο αρτοποιός Πακούνιος Πρόκουλος. Για τον Εφέσιο Αρτεμίδωρο (μέσα 2ου αι. μ.Χ.), η ονειροκριτική είναι κλάδος της μαντικής και μαθαίνεται κυρίως από την εμπειρία. Ιδιαίτερα δημοφιλής στα λαϊκά κυρίως στρώματα, είναι μια τέχνη που ασκείται στην Αγορά των πόλεων και απαντά στην αγωνία των ανθρώπων για το μέλλον. Τα Ονειροκριτικά του αναλύουν μόνο μία κατηγορία ονείρων, τους αλληγορικούς ονείρους, τα όνειρα δηλαδή που προβλέπουν το μέλλον μέσω συμβόλων. Για να αποφανθεί ο ονειροκρίτης αν το όνειρο είναι καλό ή κακό, θα οδηγηθεί στην ερμηνεία του από την αρχή της ομοιότητας ή της αναλογίας. Στην ελληνική αρχαιότητα όμως, για την προσέγγιση των ονείρων υπάρχει και μια παράλληλη αλλά ανεξάρτητη παράδοση που καταγράφεται στο ιπποκρατικό Περί διαίτης (τέλη 5ου αι. π.Χ.), στην Πολιτεία και τον Τίμαιο του Πλάτωνα. Ωστόσο, την πληρέστερη ορθολογική ανάλυση των ονείρων δίνει ο Αριστοτέλης, ο οποίος θεωρεί το όνειρο προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας και το αποδίδει στις μεταβολές της αίσθησης. Η φιλοσοφική ή επιστημονική πραγμάτευση των ονείρων εστιάζεται στο πρόβλημα του εντοπισμού των αιτίων τους και δίνει έμφαση στις ψυχοσωματικές διεργασίες. Ο Κικέρων στο De Divinatione περιγράφει αναλυτικά τα υπέρ της ονειρομαντείας επιχειρήματα του Ποσειδώνιου που, θίγοντας το πρόβλημα του αιτίου των ονείρων, συντάσσεται με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Αν ο αναγνώστης απογοητεύεται από την απουσία ερμηνευτικού συστήματος στο κείμενο του Απολλόδωρου, αποζημιώνεται ανακαλύπτοντας μια ανεκτίμητη πηγή για την πραγματική ζωή των ανθρώπων της εποχής του.

Τα θεραπευτικά όνειρα της Επιδαύρου Ελισάβετ Κούκη

Ανάγλυφο αφιέρωμα του Αρχίνου στον Αμφιάραο. Φίδι γλύφει τον άρρωστο ενώ αυτός κοιμάται. Στο πρώτο πλάνο ο Αμφιάραος του γιατρεύει τον ώμο (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Παιδιά της Νύκτας ή της τρομερής Χθονός, τα όνειρα σηματοδοτούν ένα όριο πέραν του οποίου είναι η ανυπαρξία, το σκοτάδι. Η χθόνια προέλευση των ονείρων είναι το μυθικό αίτιο της εγκοίμησης, της τελετουργικής κατάκλισης κατά γης σε καθορισμένο ιερό χώρο, εν αναμονή ονειρικής συνάντησης που θα αποκαλύψει το μέλλον ή θα απαντήσει σε κάποιο ιατρομαντικό αίτημα. Κόρες και οι δυο του Απόλλωνα, ιατρική και μαντική συγγενεύουν. Γιος του Απόλλωνα, ο Ασκληπιός είναι ο υπέρτατος γιατρός. Από την κλασική έως τη μεταχριστιανική αρχαιότητα άνθησαν πάνω από τριακόσια θεραπευτικά ιερά, αφιερωμένα στον Ασκληπιό ή σε δευτερεύουσες χθόνιες θεότητες. Ανάμεσα στα ασκληπιεία, η Επίδαυρος έχαιρε ξεχωριστής και πανελλήνιας αίγλης. Λίθινες πλάκες, στις οποίες αναγράφονταν περιστατικά εγκοίμησης, δίνουν πάσης φύσεως πληροφορίες αλλά και λεπτομέρειες για το καθαυτό δρώμενο και τη λειτουργία των ονείρων κατά την εγκοίμηση. Πρόκειται για όνειρα επιθυμίας. Με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου, είναι και όνειρα μεταβιβαστικά. Τα επιδαύρια όνειρα, όμως, είναι πρωτίστως σωματικά όνειρα. Σχηματίζονται από ένα άκρως συνειδητό ημερήσιο κατάλοιπο: την αισθητηριακή αντίληψη της πάθησης. Είναι και εναργή ενύπνια, καθαρά. Δεν χρήζουν ερμηνείας. Συχνά είναι βουβά όνειρα, όταν ο θεός εκτελεί χωρίς λόγια. Άλλοτε πάλι γίνεται απ’ ευθείας διάλογος με τον Ασκληπιό. Στο επιδαύριο ιερό η εγκοίμηση λειτουργεί στο μήκος της «καθαρτικής» ιατρικής. Το ίδιο το όνειρο γίνεται καθάρσιο. Στους Ιπποκρατικούς το όνειρο δεν θα είναι πια φορέας ίασης. Η ιπποκρατική συμβολική ακολουθεί την ονειροκριτική μέθοδο της αναλογίας, όπως αργότερα και ο Αρτεμίδωρος. Ωστόσο, τόσο τα επιδαύρια όσο και τα ιπποκράτεια όνειρα είναι μονοσήμαντα. Δεν έχουν την πολυσημία της αρτεμιδώρειας ερμηνείας, όπου το καθετί σημαίνει αναλόγως με την κοινωνική θέση ή άλλα προσωπικά δεδομένα του κάθε ονειρευόμενου. Τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο Ασκληπιός δρα όπως οι κοσμικοί γιατροί. Δεν γιατρεύει αυτοστιγμεί. Συμβουλεύει, δίνει συνταγές, προτρέπει σε μια τέχνη του ζην. Ονειροκρίτες, ιερείς ή νεωκόροι βρίσκονται στη διάθεση των ασθενών. Στην Επίδαυρο το τυπικό της εγκοίμησης διατηρείται ανέπαφο. Ανέπαφος διατηρείται και ο δημόσιος χαρακτήρας των ονείρων.

Η αλήθεια των πλαστών ονείρων Δημήτρης Ι. Κυρτάτας

Η Ουρανόδρομος Κλίμαξ. Από κώδικα του 11ου αι. (Μονή του Σινά). Στο χριστιανικό απόκρυφο κείμενο, γνωστό ως Ομιλίες, οι περιπέτειες των ηρώων γεννιούνται από όνειρα. Η Ρωμαία αριστοκράτισσα Ματτιδία λέει στο σύζυγό της ότι ένα όνειρο την προειδοποίησε να φύγει από τη Ρώμη μαζί με τους δίδυμους γιους της. Ο τρίτος γιος, ο Κλήμης, θα έμενε με τον πατέρα του Φαύστο. Τα χρόνια περνάνε και ο Φαύστος, που δεν έχει νέα από τη γυναίκα και τους γιους του, φεύγει να τους αναζητήσει σε όλη τη Μεσόγειο. Χάνεται όμως και αυτός. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Κλήμης εγκαταλείπει τη Ρώμη παρακινημένος από φιλοσοφικές και θρησκευτικές ανησυχίες. Στην Αλεξάνδρεια και την Παλαιστίνη προσηλυτίζεται στο χριστιανισμό και γίνεται μαθητής του Αποστόλου Πέτρου. Χάρη στην ευεργετική παρέμβαση του Πέτρου, όλα τα μέλη της οικογένειας αναγνωρίζονται. Όταν η οικογένεια συγκεντρώνεται, το κάθε μέλος της διηγείται τη δική του ιστορία και η Ματτιδία εξομολογείται ότι το όνειρο το είχε επινοήσει η ίδια. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τη μοιχεία στην οποία την έσπρωχνε ο αδελφός του συζύγου της, είχε βρει έναν τρόπο να εγκαταλείψει το σπίτι της διαφυλάσσοντας την τιμή της. Το όνειρο της Ματτιδίας, μολονότι πλαστό, λειτουργεί όπως όλα τα όνειρα στα ελληνικά μυθιστορήματα. Ωστόσο, ενώ στον κόσμο όπου ζούσε όλοι πίστευαν ότι τα όνειρα έρχονται από έξω, από τους θεούς ή τους δαίμονες, το επινοημένο όνειρο στις Ομιλίες εμφανίζεται ως προβολή των κρυφών επιθυμιών της Ματτιδίας. Έστω και ασυνείδητα, ο συγγραφέας ερμηνεύει το μηχανισμό των ονείρων με πολύ σύγχρονο τρόπο.

Η αριστοτελική διδασκαλία περί των ονείρων Ανδρέας Μάνος

Αριστοτέλης (Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης). Στο πεδίο των ερευνών του βιολογικής και ψυχολογικής τάξεως, ο Αριστοτέλης αφιέρωσε στα όνειρα τρεις πραγματείες: «Περί ύπνου και εγρηγόρσεως», «Περί ενυπνίων» και «Περί της καθ’ ύπνον μαντικής». Εκείνο που βασικά τον ενδιέφερε ήταν το τι και το πώς: τι είναι το όνειρο και πώς συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αναλύοντας το θέμα της καθ’ ύπνον μαντικής, διατηρεί μια θαυμαστή ισορροπία μεταξύ ευπιστίας και σκεπτικισμού. Δεν απορρίπτει την αντίληψη ότι από τα όνειρα προκύπτουν μαντείες, δεν αποδέχεται όμως ότι είναι θεόπεμπτα. Ο Αριστοτέλης έδινε αρκετή έμφαση στο τυχαίο και το συμπτωματικό, κι έτσι υποστήριζε ότι πολλά όνειρα δεν πραγματοποιούνται. Τα όνειρα συνιστούν τόσο σημεία όσο και αίτια μελλοντικών γεγονότων, τα περισσότερα όμως μοιάζουν να είναι συμπτώσεις. Επομένως, ο Αριστοτέλης δεν θεωρεί ότι όλα τα όνειρα έχουν νόημα. Υποστηρίζει ότι τα όνειρα είναι έργο της φαντασίας και, επομένως, παραπροϊόν προηγούμενης αίσθησης. Στον ύπνο το όνειρο γίνεται αντιληπτό διά της ψυχής. Το πρώτο που εξετάζει είναι σε ποια δύναμη της ψυχής εμφανίζεται το όνειρο: στο νοητικό ή στο αισθητικό μέρος; Τόσο η αντίληψη των μορφών και των ειδώλων όσο και η δυνατότητα έκφρασης διανοημάτων στη διάρκεια του ύπνου οφείλονται στη φαντασία. Το όνειρο είναι μια μορφή νοητικής εικόνας στον ύπνο. Ο ικανότερος κριτής των ενυπνίων, κατά την αριστοτελική διδασκαλία, είναι εκείνος που μπορεί να παρατηρεί ομοιότητες.

Προαρχαϊκή Ελλάδα και όνειρα: Ονειρικός λήθαργος, ψυχική εγγρήγορση, πολιτική αφύπνιση Σταύρος Οικονομίδης

Antoine Watteau, «Ζευς και Αντιόπη», 1714-1719, Μουσείο Λούβρου. Ο συγγραφέας αντιτάσσει στον Ησίοδο, που εμφανίζει τα όνειρα παιδιά της Νύχτας, τον Ευριπίδη, σύμφωνα με τον οποίο τα μελανόφτερα όνειρα είναι παιδιά της Γης, της σεβάσμιας Χθονός (Εκάβη, 70-71). Χαράζει επίσης μια διάκριση, πολιτειακή και κοινωνική, ανάμεσα στην προαρχαϊκή και την αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα. Με την άφιξή τους, οι Ολύμπιοι θεοί εκδιώκουν τη Γη τόσο από τη Δωδώνη όσο και από τους Δελφούς, όπου εφάρμοζαν τη χθόνια μαντεία με τη μέθοδο της εγκοίμησης και την ονειρική οδό για την αποκάλυψη των μυστηρίων και την επικοινωνία με τον κόσμο των νεκρών. Ο κόσμος της ονειρικής εμπειρίας σε συλλογικό επίπεδο θα αντικατασταθεί από έναν κόσμο προσωπικό και μοναχικό. Γνωρίζουμε ότι οι μοναρχίες των βασιλείων της Ανατολής, με την κοινωνική αρχαϊκότητα που τις χαρακτηρίζει, διατηρούν την ονειρική ως λειτούργημα που αφορά ολόκληρο το έθνος. Ο μονάρχης, θεόπνευστος και θεϊκό διάμεσο, δικαιούται να θεωρήσει την προσωπική του ονειρική εμπειρία ως τον μοναδικό σύνδεσμο του θείου με το έθνος του. Για την Ελλάδα δεν διαθέτουμε γραπτή μαρτυρία για κάτι ανάλογο, καθώς οι πολιτικές και πολιτειακές αρχές μετατοπίζονται από τα κράτη-βασίλεια στις πόλεις-κράτη.

Το όνειρο στην ελληνική αρχαιότητα Ιωάννης Πετρόπουλος

Nicolas Poussin, «Άρτεμις και Ενδυμίων», περ. 1630, The Detroit Institute of Arts. Με τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου (2ος αι. μ.Χ.) να λειτουργούν ως αφετηρία για την επισκόπηση του ονείρου, τα άρθρα του αφιερώματος προσεγγίζουν το θέμα από διάφορες όψεις: Οι ερμηνείες του Απολλόδωρου συγκρίνονται με την ερμηνευτική του Φρόυντ. Επισημαίνονται οι αδυναμίες της ονειρομαντικής του αρχαίου ονειρολόγου αλλά και η ανθρωπολογική της αξία. Ανασυντίθεται μια ιδιάζουσα «πολιτειακή ονειρομαντεία» στον προαρχαϊκό ελλαδικό χώρο. Παρουσιάζεται η μηχανιστική εξήγηση του Αριστοτέλη για τα όνειρα. Εξετάζονται τα θεραπευτικά όνειρα των ικετών στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου. Τα θεόπνευστα όνειρα της φυλακισμένης Περπέτουας καθρεφτίζουν τον ανάμικτο πολιτισμό της ύστερης αρχαιότητας. Τέλος, οι Ομιλίες, χριστιανικό απόκρυφο κείμενο, ασκούν κριτική εναντίον μιας άκριτης προσφυγής σε όνειρα και οράματα.

Άλλα θέματα: Ο Κλασικισμός στον τόπο του Kλασικού Γεώργιος Π. Λάββας

Με αφορμή την έκθεση με τα σχέδια και τις φωτογραφίες κλασικιστικών κτηρίων του Παύλου Μυλωνά των ετών 1941-1955 (Μουσείο Μπενάκη, 30.5.-24.7.2000), ο Γ.Π. Λάββας σχολιάζει το κλασικιστικό αρχιτεκτονικό φαινόμενο στη διεθνή του διάσταση. Το θεωρεί συμφυές με τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις (Αμερικανική, Γαλλική, Ελληνική, Σοβιετική) και τις συνακόλουθες πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές. Το κίνητρο γι’ αυτή την επιλογή, γράφει, είναι κοσμοθεωρητικό – και όχι καλλιτεχνικό ή κατασκευαστικό. Οι ηγεσίες ασπάζονται τον Κλασικισμό ως ιδεολογικό ένδυμα μιας δημοκρατικής εποχής και οι εικαστικοί δημιουργοί τον πραγματώνουν ως πολιτική δημοκρατική μεταφορά. Στην Ελλάδα ο Κλασικισμός συνδέεται με την Επανάσταση του 1821 και κακώς αποδίδεται στην πολιτιστική επίδραση των Βαυαρών. Η ανθούσα προεπαναστατική μορφολογία δίνει τη θέση της σε μιαν άλλη, οραματική. Ωστόσο, αυτή η τεχνοτροπία αγκαλιάστηκε από τους Έλληνες. Το ελληνικό τοπίο και το ελληνικό φως επέδρασαν καταλυτικά ώστε οι όγκοι και οι κλίμακες της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής να αποπνέουν το άρωμα μιας διαλεκτικής ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη φυσική κλίμακα. Όπως γνωρίζουμε, το κτήριο της Ακαδημίας Αθηνών είναι το «ωραιότερο νεοκλασικό κτήριο παγκοσμίως».

Η αμφιθυμική αντιμετώπιση της πολιτισμικής κληρονομιάς Αικατερίνη Βούζα

Η συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα της με κύριο εργαλείο την ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόυντ χωρίς να αποκλείει άλλους θεωρητικούς στοχαστές (R. Barthes, G. Deleuze). Οι παρατηρήσεις της για την αντιφατική χρήση της πολιτισμικής κληρονομιάς από τους Νεοέλληνες αρχίζουν μ’ ένα σχόλιο για την πρακτική της «αναπαλαίωσης» η οποία, με την αποκλειστική της έμφαση στη στυλιστική δομή, δεν δημιουργεί παρά την αξία ενός σώματος ταριχευμένου. Επισημαίνει ότι για πρώτη φορά η καταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς συμπλέει με την έντονη λατρεία των απεικονίσεών της, αντίφαση που, στην Ψυχανάλυση, ονομάζεται «αμφιθυμία». Επιπλέον, στην εποχή μας η τεχνολογία έχει δημιουργήσει στον άνθρωπο την εντύπωση ότι μπορεί να επιβιώσει χωρίς φυσικά, κοινωνικά και πολιτισμικά στηρίγματα, τα οποία μέχρι σήμερα λειτουργούσαν ως ερείσματα της ανθρώπινης ζωής. Απομένει ένα τρομερό παραλήρημα ναρκισσιστικής φύσης, που καθιστά φανερό τον εγκλωβισμό του ατόμου σε μια δική του εικόνα, όχι πραγματική αλλά όπως τη φαντάζεται ο ίδιος ότι είναι.

Το Kαθολικό της Mονής Ξηροποτάμου Μιλτιάδης Δ. Πολυβίου

Το πρόπλασμα του καθολικού της μονής Ξηροποτάμου (18ος αι.). Μια αναφορά του Ευδόκιμου Ξηροποταμηνού στο βιβλίο του Η ιερά μονή Ξηροποτάμου (1926), πυροδότησε το ενδιαφέρον του συγγραφέα για τα ανέκδοτα κατάστιχα του γνωστού λόγιου μοναχού του 18ου αιώνα Καισάριου Δαπόντε. Ο Ξηροποταμηνός αναφέρει ότι ο Καισάριος υπήρξε ο πρωτεργάτης της ζητείας για την ανοικοδόμηση του καθολικού της μονής Ξηροποτάμου, στην οποία είχε στείλει κάποιο «ξύλινον σχέδιον» του κτίσματος. Κατά τη ζητεία του, που κράτησε οκτώ χρόνια, ο Καισάριος περιδιάβηκε στις Ηγεμονίες, στην Κωνσταντινούπολη και στα νησιά του Αιγαίου. Απευθύνθηκε στον βασιλικό αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο, ο οποίος φτιάχνει ξύλινο πρόπλασμα του έργου χρησιμοποιώντας κλίμακα και κάνναβο. Για την αγιογράφηση του ναού επιστρατεύτηκε το συνεργείο των Βορειοηπειρωτών ζωγράφων Αθανασίου, Κωνσταντίνου και Ναούμ. Ειδικά επιλεγμένος ήταν και ο Κωνσταντινουπολίτης αρχιμάστορας που επέβλεπε τις εργασίες. Από την πρωτεύουσα είχαν έρθει επίσης τα μάρμαρα και τα άλλα ειδικά υλικά. Το πρόπλασμα, που είχε φυλαχθεί στη μονή, αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο δείγμα του είδους στο χώρο της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επιπλέον, μας καλεί να προβληματιστούμε για το κατά πόσο ο χαρακτηρισμός «λαϊκή» αντιπροσωπεύει το σύνολο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας της εποχής.

Εισαγωγή στην πειραματική λάξευση πυριτικών λίθων Χρήστος Ματζάνας

Διάτρηση της πέτρας με κοίλο τρύπανο. Καταγής διακρίνονται στειλεωμένα εργαλεία, μεγάλη λεπίδα και κρουστήρες. Η Πειραματική Αρχαιολογία, σημαντικό μέσο ελέγχου διαφόρων υποθέσεων και θεωριών, βρίσκει πρόσφορο έδαφος στους τομείς που σχετίζονται με την τεχνολογία. Ο πειραματισμός δεν είναι παρά αναλογικός τρόπος προσέγγισης της αρχαιολογικής πραγματικότητας και εργαστηριακή αναπαραγωγή των συνθηκών που ήταν υπεύθυνες για την παραγωγή συγκεκριμένων αρχαιολογικών δεδομένων. Ο πειραματισμός δεν αρκείται στην απλή κατασκευή εργαλείων. Γρήγορα στρέφεται στην έρευνα της στειλέωσης και της εξακρίβωσης της αποτελεσματικότητάς τους. Η κατασκευή λίθινων εργαλείων είναι διακριτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου και προϋποθέτει σκέψη και αφαιρετική ικανότητα, η οποία είναι αποτέλεσμα ειδικών νευρικών διασυνδέσεων του εγκεφάλου. Από την άποψη της επιδεξιότητας, η παραγωγή λίθινων προϊστορικών τέχνεργων προϋποθέτει τη συμφωνία του χεριού, του ματιού και του νου. Η σύγχρονη αναπαραγωγή προϊστορικών εργαλείων γεννήθηκε με την επιστήμη της Προϊστορίας. Ο Sir John Evans είναι ο πρώτος που, γύρω στο 1860, έκανε δημόσια επίδειξη λάξευσης του πυριτόλιθου με πετρόσφυρα.

Ο θώρακας και το ξίφος της Βεργίνας Τριαντάφυλλος Παπαζώης

Ένα από τα δύο γοργόνεια που βρέθηκαν στον τάφο ΙΙ. Ήταν προσαρμοσμένο στο θώρακα της Βεργίνας. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι τόσο ο θώρακας όσο και το ξίφος, για το οποίο θα επανέλθει σε επόμενο τεύχος, βρέθηκαν στον τάφο ΙΙ της Βεργίνας τον οποίο ο Μανόλης Ανδρόνικος απέδωσε στον Φίλιππο Β'. Ωστόσο, από μια προσεκτική εξέταση του θώρακα της Βεργίνας και εκείνου που φοράει ο Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού, προκύπτει ότι πρόκειται για τον ίδιο θώρακα, τον οποίο μάλιστα ο Αλέξανδρος φόρεσε για πρώτη φορά στην Ισσό. Σε αντίθεση με τον Ανδρόνικο, που θεωρεί ότι ο θώρακας «είναι παλαιότερος από τα ελληνιστικά χρόνια», ο Τ.Δ. Παπαζώης πιστεύει ότι ο θώρακας αποκτήθηκε από τον Αλέξανδρο 1-2 μήνες πριν από τη μάχη της Ισσού. Ήταν δώρο των Ροδίων με τη μακρά καλλιτεχνική παράδοση, και είχε ως πρότυπο το θώρακα του Αχιλλέα, που όμοιό του φορούν ο Αγαμέμνων, ο Πάτροκλος και ο Αίας. Ανιχνεύονται οι σχέσεις χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του θώρακα με ροδιακά εικονιστικά θέματα. Όσο για τις μικρές διαστάσεις του θώρακα, αυτές ταιριάζουν με τη σωματική διάπλαση του Αλέξανδρου που ήταν κοντός, λεπτός και μυώδης.

Bank: ελληνικότατη λέξη… Σταύρος Θεοφανίδης

Η είσπραξη των φόρων στο Βυζάντιο. Μικρογραφία χειρογράφου κώδικα των Ομιλιών του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Μονή Σινά. Στους Πελασγούς ή Πρωτο-Έλληνες, οι οποίοι κακώς εντάσσονται στους ανύπαρκτους «Ινδο-Ευρωπαίους», οφείλεται η λέξη «πήγμα» (από το ρήμα «πήγνυμι») που σημαίνει πάγκος. Ετρούσκοι και Ρωμαίοι έκαναν το πήγμα pango/ banco, δηλαδή ξύλινο πάγκο ή τράπεζα που πάνω τους κάνουμε και τις χρηματικές συναλλαγές. Επομένως, η παγκόσμια λέξη «bank» είναι αυταπόδεικτα ελληνικότατη με πελασγική ρίζα. Τα ελληνικά είναι η γλώσσα της σημερινής παγκοσμιοποίησης με βάση το ελληνικότατο χαλκιδικό αλφάβητο.

Η μυστική γλώσσα των αναγραμματισμών στο πεπτικό σύστημα Αλτάνη

Η συγγραφέας συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων υγείας με έναν νέο τρόπο αποκωδικοποίησης των λέξεων της ελληνικής γλώσσας. Θέμα της εδώ είναι η καλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Επικαλούμενη και τον πλατωνικό Κρατύλο, δημιουργεί αναγραμματισμούς με την αλληλουχία των εξής λέξεων που αφορούν στο πεπτικό σύστημα: στόμα – μαστός – σίελος – ειλεός – φάρυγξ – οισοφάγος – στόμαχος – στόμα. Το συμπέρασμά της: στο στόμα βρίσκεται η αρχή της καλής λειτουργίας της πέψεως.

Μουσείο: Εκκλησιαστικό Μουσείο: Ιερά Μητρόπολις Αλεξανδρουπόλεως Ματούλα Σκαλτσά, Πάνος Τζώνος

Κάθε αίθουσα αποτελεί μια ενότητα και διηγείται μια ιστορία. Αίθουσα 8: Ο ναός. Με αδιαπραγμάτευτη την αισθητική ποιότητα της παρουσίασης και την παιδευτική της διάσταση, το Εκκλησιαστικό Μουσείο στόχευε εξαρχής να απευθυνθεί σε ειδικούς και μη, σε νεαρές ηλικίες αλλά και σε μη ορθόδοξους αλλοδαπούς. Το υλικό της συλλογής παρουσιάζεται σε οκτώ αίθουσες με ισάριθμες θεματικές ενότητες που καθεμιά τους διηγείται μια ιστορία. Κάθε αίθουσα έχει το δικό της χρώμα, που προέρχεται από τις τοιχογραφίες των εκκλησιών, φωτισμό υποβλητικό, «δραματικό» και θερμό, μακρινές αναφορές σε παραστάσεις γνωστές από την εκκλησία, ενώ αποφεύγεται κάθε είδους μίμηση μορφών και στερεοτυπικών διακοσμητικών μοτίβων. Το άρθρο περιλαμβάνει τις κατόψεις ισογείου και ορόφου και εικόνες των αιθουσών.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, επιστολές αναγνωστών, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

“Ευβοϊκά” και Iουλία Bοκοτοπούλου Κώστας Σουέρεφ

Η οικοδόμηση της αρχαιολογικής γνώσης. Για το βιβλίο της Κ. Παλυβού, “Ακρωτήρι Θήρας. Η Οικοδομική Τέχνη” Ίρις Τζαχίλη

Ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός Περικλής Παντελεάκης

Απάντηση στο άρθρο του Κώστα Μαντά «Ελληνορωμαϊκός Πολιτισμός» (Αρχαιολογία και Τέχνες, τχ. 77, σ. 66-70). Η προτροπή του Κ. Μαντά να ασχοληθούμε με τη «μελέτη της ρωμαϊκής Ελλάδας και τη σχέση της με τη Ρώμη», η θέση του ότι «από τον 3ο αιώνα π.Χ. η σχέση Ρώμης και Ελλάδας εξελίχθηκε σε ένα πολυσύνθετο πολιτιστικό αμάλγαμα», η χρήση των όρων «οικουμενικότητα» και «ιδεολόγημα», βρίσκουν το συγγραφέα τελείως αντίθετο. Συντασσόμενος ο ίδιος με «σπουδαίους μελετητές (J. de Romilly, J. Lacarrière)», τους αντιπαραθέτει «στους οπαδούς της “οικουμενικότητας” (Φραγκουδάκη, Τσουκαλάς)», οι οποίοι συστηματικά κατηγορούν για επαρχιωτισμό «όσους τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν τους όρους “ελληνικότητα” ή “παράδοση”».

Πληροφορική: Οι εφαρμογές πληροφορικής στην ανασκαφή του Ακρωτηρίου της Θήρας Κατερίνα Χαρατζοπούλου (επιμ.)

English summaries: Dreams in Greek antiquity Ioannis Petropoulos

The concerns of the local society of his province come down to us in Artemidoros’s writings (dreambook), although he is not versed in theory, has no method and is naïve. Was there a political side to the interpretation of dreams in pre-homeric years? Aristotle would be dismissive of the prophetic, godsent , inspired character attributed to dreams , while at the Inviolate Gallery (the Avaton) of Asklepius at Epidaurus, the supplicants dreamt incubational dreams that were expected to cure them of whatever "trauma" they suffered from. The author of the oldest Christian novel thought up a dream as the prologue to his narrative, a dream that is invented by the novel’s heroine. In a prison in late antiquity, Perpetua keeps a diary of her god-inspired dreams.

The Future of Dreams: From Freud to Artemidorus S.R.F. Price

The fundamental conflict between the introspective theory of Freud and the predictive theory of Artemidorus has broad and significant implications for historians and psychohistorians. The universal claims of psychology have often led scholars to apply the findings of Freudian or other modern psychological theory to other societies, including the ancient world and Artemidorus, or to evaluate them ideologically as anticipations of Freud. In the first section these ethnocentric tendencies are briefly discussed and it is explained, why they are deeply unhelpful. Freud has been widely influential, but the actual scientific standing of his dream theory is weak and much of it is best treated as culturally relative. Then Artemidorus, like Freud himself, can be understood in his own cultural context. Artemidorus' system of dream interpretation, which occupies the second section of this article, employs a quite unFreudian psychological model. In the final section the later importance of Artemidorus as an authority on predictive dreams and the complex transformations effected by Freud is sketched. Freud himself treated Artemidorus as a great predecessor, through his own system was profoundly different.

Diagnosis and Forecast: Artemidoros and the Ancient Oneirocritic Method Vasilis Kalfas

The world of the prearchaic communities is a typical world of symbols and images, characterized by cults directly connected with the Earth. The prearchaic man doesnot distinguish the daily life from his nocturne oneiric experiences, which belong to his capacity of seeing the hyperbatic and the holy. Dreams offer to him an alternating status of being through a personal transformation into realities belonging to the kingdom of the suB.C.onscious. In Greece, before the arrival of the Olympian deities, big cult centers as those of Dodona and Delphi are connected with the adoration of the Earth, and dreams play a central role in the fuctioning of religious proceedings. Due to various social changes, cults and religiosity loose their prearchaic character, and dreams become more a personal way of communication between the day life and political progress, that crystalizes into a different way oi divination, regarding the whole society and not just the individual. Political way of life and new types of government that preannounce the democratic city-state determine the differentiation of the religious thought, while in kingdoms of the Middle and Near East, where primitive royal-based societies prevail, the personal oneiric experiences of the monarchs influence the whole society. Dreams and their religious public use involve old patterns of human acceptance of the hyperbatic, as opposed to Greek states, where dream experience soon becomes an isolate and personal phenomenon.

Prearchaic Greece and Dreams, Oneiric Lethargy, Psychic Waking, Political Wakefulness Stavros Oikonomidis

The world of the prearchaic communities is a typical world of symbols and images, characterized by cults directly connected with the Earth. The prearchaic man doesnot distinguish the daily life from his nocturne oneiric experiences, which belong to his capacity of seeing the hyperbatic and the holy. Dreams offer to him an alternating status of being through a personal transformation into realities belonging to the kingdom of the suB.C.onscious. In Greece, before the arrival of the Olympian deities, big cult centers as those of Dodona and Delphi are connected with the adoration of the Earth, and dreams play a central role in the fuctioning of religious proceedings. Due to various social changes, cults and religiosity loose their prearchaic character, and dreams become more a personal way of communication between the day life and political progress, that crystalizes into a different way oi divination, regarding the whole society and not just the individual. Political way of life and new types of government that preannounce the democratic city-state determine the differentiation of the religious thought, while in kingdoms of the Middle and Near East, where primitive royal-based societies prevail, the personal oneiric experiences of the monarchs influence the whole society. Dreams and their religious public use involve old patterns of human acceptance of the hyperbatic, as opposed to Greek states, where dream experience soon becomes an isolate and personal phenomenon.

The Healing Dreams of Epidaurus Elissavet Kouki

The healing oracles were based on the chthonic provenance of dreams. This article refers to the Asdepeiqn at Epidaurus, and describes the ritual of sleeping in this sanctuary. Furthermore, it presents the two stone slabs, which, under the general title "Healings performed by Apollo and Asclepius", record forty-three incidents of healing through dreams, that can be assigned to the second half of the fourth century B.C. Finally, an attempt is made to analyse the Epidaurian healing dreams, which are compared to the dreams of the Hippocratic School and to those of the Artemidoros' oneirocritic manual.

The Aristotelian Doctrine on Dreams Andreas Manos

Regarding the divinations which are closely related to dreams, Aristotle suggests that neither the belief in these nor their rejection is an easy task, for substantial and positive reasons. The doctrine that dreams are God's mandates is overruled, because these are not only forseen by wise men, but also by the simple and the uneducated. The fact that some dreams come true is a matter of coincidence, although certain movements during the sleep result in certain options of awareness. It has been observed that some acts during the day are repeated in the dreams during the night. About the nature of chance, Aristotle believes that actions due to be performed cannot be realized as expected, because of the interference of various reasons. In fact, dreams are not conceivable by the senses, the opinions or discursive reason, but only by the imaginative power. For imagination, as an exclusively performative power, deserves in itself images and forms of daily life, which it continues to keep, in order to contribute to their recognition during sleep and also to their expression through mental actions. The sense-datum is recorded in perception, even when the object which has been grasped by the senses cannot be observed. Thus, the senses are easily deceived, if the object is conceived through a strong feeling. For this reason he who is fearful believes that his enemies are ante portas. Water and dreams reflect reality alike: if the water is moved suddenly, the image of the object is broken to pieces and cannot be distinguished. Also in dreams, if the internal feeling is too strong, the vision is shattered and takes an unnatural form. Aristotle and Hippocrates consider the subjective mood and inner life of the dreaming person as extremely important, rejecting the view of the objectivity of dreams as fallacious.

Perpetuci’s Testimony Polymnia Athanassiadi

On 7 March 203 ad, the 22- year old Vibia Perpetua died facing the wild beasts in the arena at Carthage. What sets this young woman apart from other martyrs of the Christian faith is the testimony she has left of the visions, which led her to seek martyrdom. In prison, and while awaiting trial, Perpetua had a series of dreams which, revealed the future to her step by step, and trace for us the psychological stages of a journey from the human to the divine world. At the same time, through their intimate or mundane details, the dreams evoke the worldly condition renounced by Perpetua - the education, experiences, habits and emotional attachments of an upper-class provincial in Roman Africa. Written in Greek of asuperb simplicity, the prison diary is a precious document for the intellectual history of late antiquity. Analysed against the canon of Artemidoros' oneirocritic handbook, and compared with the writings of another North African visionary, Apuleius, Perpetua's dreams yield evidence on the common late-antique experience of religious conversion.

The Truth of Invented Dreams Dimitris Kyrtatas

In the Christian apocryphal text known as Homilies, the adventures of the heroes are caused by dreams. The Roman aristocratic lady Mattidia informs her husband that she has been warned in her sleep to leave Rome along with her twin sons. The third son, Clement, was allowed to stay with his father Faustus. Having lost his wife and elder sons for many years, Faustus sets out to find them all over the Mediterranean Sea, but he is lost too. Twenty years later, Clement leaves Rome seeking answers to his religious and metaphysical anxieties. In Alexandria and Palestine he is converted to Christianity and becomes a disciple of the Apostle Peter. Through Peter's good services, the whole family is reunited. At the reunion each member of the family tells his/her own story, and Mattidia confesses that the dream was her own invention. In her effort to avoid the adulterous proposi¬tions made by her brother-in-law, she had found a way to abandon her home without compromising her reputation. Effectively, the false dream in the novel functions in more or less the same way as the supposedly true dreams of other novels. Nevertheless, whereas real dreams are considered in the ancient world as caused by external factors, i.e. gods or demons, the invented dream in the Homilies is presented as a wish fulfillment. In an unconscious way, the novel's author interprets the mechanism of dreams in a very modern way.

Introduction to the Experimental Flint-Knapping Christos Matzanas

A necessary prerequisite for approaching the socio-economic organization of human groups is the technological study of the archaeological reality. The manufacturing of stone implements is a distinctive characteristic of man and it presupposes thought and abstractive ability, resulting from special nervous interconnections of the brain. The Experimental Archaeology supports the research of Technology, Ethnography of Prehistory, as well as of Typology, and assists in the correct "reading" of the technical interventions that have been imprinted on chipped-stone artifacts, according to their succession. However, the experimental working of the hard in substance, but easy-to-sculpt, flint stones, through a conchoidal knapping, a. Contributes to the distinction between the intentional and the accidental, the easy and the difficult, the essential and the secondary, the natural, automatic product and the result of a conscious manufacturing. b. Represents, a probably unique medium for the evaluation of the extend of influence that non-cultural parameters exercise on the formation of the "physiognomy" of certain stone artifacts. c. Helps us to understand and interpret the behaviour, metal abilities, knowledge, cultural and social status and the economic spirit of the Prehistoric man. d. Contributes to the discovery of various techniques that have been used for the reproduction of a certain method. e. Contributes to the demystifying of the objects of a relevant exhibition, through the refutation of certain myths. f. Helps us to better appreciate the circumstances under which certain artifacts nave been made. Finally, g. Becomes an especially effective method, when it is demostrated in the framework of modern educational programs. However, although the Greek archaeological data are most suitable for a relevant research, many stone-knapping techniques remain unknown as yet.  

Classicism in the place of the Classical George Lavvas

The exhibition with the title “ The Neoclassical Athens of Pavlos Mylonas. Drawings and surveys of the years 1941-1955” was the reason that this article was written. The exhibition took place at the Benaki museum in the spring and summer of the year 2000. Mylonas notes the buildings that follow ancient Greek principles in the place of classical buildings. The author of this article argues that ancient, classical prototypes acted as an inspiration to the industrial society in general from 1750 to our day. Classicism was promoted by men of letters and archaeologists as an attitude and theoretical approach to the world of their time and not simply as an excuse for the creation of works of art or of buildings. Painters promoted and applied the rules of antiquity to their work both as a political metaphor and as a choice. Classicism was one of the causes that lay behind the ideology of the social and political revolutions in America (1774), France (1789), Greece (1821) and in the Soviet Union (1917). This is particularly interesting in the case of the Soviet Union. At a time where Classicism in Europe had fallen into a decline and Modernism had emerged as a new, revolutionary movement which the Russian Constructivists theoretically belong to, the communist authorities filled the towns of the Soviet Union with public buildings in the classical style and with “palaces” belonging to the people. In Greece, classicism is connected with the uprising of 1821. With this revolt against the Turks, modern Greek architecture moves away from the post-Byzantine style and takes on a visionary architectural style. The fact that a Bavarian king ruled was of lesser importance. The Academy of Athens is an important example of the Neoclassical style in Greece which, it must be added, was accepted very well by Greek society as a whole.

The Katholikon of the Xeropotamou Monastery Miltiadis D. Polyviou

The creation of the katholikon of the Xeropotamou monastery (1764), from the original planning of the project and the raising of the necessary funds to the completion of its erection, is examined in this article. Source of the relevant research, besides the building itself, was the model of the original architectural scheme, which was found in the monastery, and also a host of information, located in the various texts of Kairsarios Daponte (1713-1781), especially in his unpublished accounts concerning the building. He was not only a monk, but also a well-known scholar and the pioneer of the entire reconstruction project. Kaisarios undertook an eight-year tour in the bordering the Danube principalities, Constantinople and the Aegean islands in order to raise funds for the aforementioned project. During his sojourn in Constantinople, he commissioned the royal architect Constantine to form an architectural proposal, which was expressed in the wooden model on scale, while at the same time he obtained all the necessary building material that he forwarded to the worksite. The iconographic program of the katholikon, which was executed by the well-known-group of the Epirotan painters Athanasios, Konstantinos and Naum, was also created by Kaisarios. The katholikon of the Xeropotamou monastery is significant for the study of the Post-Byzantine architecture, because it offers us the opportunity to trace many, unknown until now, aspects of the procedure of realizing an architectural project in Greece during the years of the Ottoman rule. It is thus possible to investigate the chapter of the architectural design and to identify eponymous creators; to scrutinize the interrelations between Moslem and Greek Orthodox church-building and to clarify many data regarding construction, materials and architectural members; and finally, to collect important information on the cost of materials and services and to reveal interesting details about the assignment of wall-painting entities to groups of religious painters.

The Ambivalent Approach of Cultural Heritage Katerina Vouza

Modern society approaches cultural heritage in an extremely peculiar and ambivalent way: on the one hand it destroys the very substance of this heritage, and on the other it pays homage to its symbols -reproducing its typical forms or elevating the antiquity of its various components (antiques, preservable monuments, regional rehabilitation)-, which are used in decorative patterns. This social phenomenon can be explained through psychology, since it can be compared to the story of the sons of the primitive hoard -as it appears in Freud's Totem and Taboo-, who killed and mangled the Father and soon after they worshipped his symbol (totem) and established the first institutions and customs, refe¬rences to their criminal act (totemic meal).  

The Breastplate and the Sword of Vergina and their Relation with the Identity of the Dead King in the Tomb II Triantafyllos Papazois

Both the breastplate and the sword, the latter will be discussed in the next issue of this magazine, along with the other offerings and the bones found in the graves II and III of Vergina by the late Professor Manolis Andronikos are directly related to Alexander the Great and his family, who were reburied in the royal tombs of Vergina after the expulsion of Pyrros in 274/273 B.C. According to ancient historians, Pyrros had pillaged all the royal tombs of Vergina, among which those of King Philip II and Arrhidaeus. These two gold-embellished ancient armors are identical to those worn by Alexander in the great victorious battle of Issos, in 333 B.C., as it is represented in the relevant mosaic in Pompeii. The dimensions of the breastplate are relatively small, corresponding to the physique of Alexander, who was rather short, slim, brawny, with an ephebic countenance, according to the ancient and modern historiographers. The prevailing opinion is that the work was made in the island of Rhodes between 334 and 333 B.C. It is commonly accepted that the model of this work was the breastplate worn during the Trojan War by Achilles, whom Alexander admired and worshipped. An identical breastplate, as Homer refers, was also worn by Agamemnon, the leader of the Achaeans in the Trojan War, which was made in Cyprus and was donated to him by the king of Kinyra.

The secret anagrams in language referring to the digestive system Altani

The writer has already published a book with the title Unuttered Words (2000) where her arguments are drawn from Plato’s dialogue Kratylos. In her book she explains how anagrams are used in the Greek language. Here, in this article, she concentrates on the process of eating and of digestion. Words are formed by rearranging letters such as in ma-stos (breast) which becomes sto-ma (mouth). The mouth (sto-ma) thus is designated as the beginning of the stomach (sto-ma-hi). The words which form a sequence describing the peptic system are sto-ma that becomes mastos, sielos (saliva) that forms the word eileos(ileum), pharynx-oesophagos, and stomachos-stoma.

BANK: A Greek Word, Afterall! Stavros Theophanidis

The proto-Hellene seems to appear in the Palaeolithic, around 750,000 B.C. (Petralona, Chalkidiki Peninsula). He obtains its original name Pelasgos and later produces and offers to our planet perhaps its most creative human race, the Hellenes; since they have such a primeval provenance, the technical, conventional term "Indo-European" (6,000 B.C.) does not concern them, besides that it is equally oxymoron as the "bull-cow" adjective. The Greek primeval man also contributed the first PC, that is his ten figures, therefore, the word "digit" originates from the Greek word δείκτης (deiktis-index finger), "data" from δοτά (dota-given) and the computer "memory" from μνημονικός (mnemonikos= mnemonic). The Greeks are the inventors and founders of globalization, which was achieved in their time through the Greek language, the first international language, the drachma, the first global coin, the Philosophy, the first international culture. The globalized word "bank" originates from the wooden, solid and stable, embedded in the ground, structure (πήγμα>πάγμα> πάγκος;>pang>bank) or bank of the ancient Greeks on which money transactions were made. The Pelasgian or Greek πήγμα or πάγμα, that originates from the Greek word πήγνυμι (=to fasten by thrusting in, to build, to mount or make a table or bank), was originally borrowed by the Etruscans and Romans ("pango"), then by the English, and was later adopted by the entire world ("bank"). The Greek language has been and still is an "in" (from the Greek word εν) language.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μυθικά τέρατα των παραμυθιών: Τα τερατώδη παιδιά της θεάς Γης Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 66, Μάρτιος 1998 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Γυναικείες θεότητες και κοινωνική ταυτότητα των γυναικών Βάλια Ξενίδου-Schild

Θρηνωδοί σε ταφική λάρνακα από την Τανάγρα. Είναι η υπέρκομψη «Παριζιάνα» της Κνωσού γυναίκα-αντικείμενο; Η συγγραφέας διατρέχει τη μακρά περίοδο από την Προϊστορία ως την ιστορική εποχή αξιοποιώντας κριτικά το υλικό της εικονογραφίας και τα συμπεράσματα της Εθνολογίας. Καθοριστική είναι η φρέσκια ματιά της φεμινιστικής ανθρωπολογίας που αναδεικνύει την κοινωνική ταυτότητα των γυναικών, παραμερίζοντας την αξιωματική θέση ότι η βιολογία τους τις καθορίζει. Συζητείται ως παντελώς αστήρικτη η θεωρία περί μητριαρχίας και η παρερμηνεία των γυναικείων παλαιολιθικών ειδωλίων που την ενθάρρυνε. Την αυθαίρετη υπόθεση της γυναικοκρατίας αντικαθιστά μια κοινωνία με «μητριστικά» χαρακτηριστικά που διακρίνεται για τη συλλογικότητα, την τελετουργική της διάσταση και τη συγκρότησή της με βάση τα γένη. Γυναικοκρατία δεν συνεπάγεται ούτε καν η μητρογραμμική γενεαλόγηση. Μια «μητριστικού» χαρακτήρα κοινωνία ερμηνεύει την εξάπλωση των γυναικείων ειδωλίων και στη Νεολιθική εποχή, όταν η καλλιέργεια του εδάφους, η κατασκευή εργαλείων, η εφεύρεση της αγγειοπλαστικής και η επινόηση της υφαντικής συμβάλλουν στην αυξημένη κοινωνική σπουδαιότητα της γυναίκας. Στην Παλαιοανακτορική Κρήτη, προς το παρόν λανθάνουν οι συνθήκες που δημιουργούν πατριαρχικούς θεσμούς: η εξάλειψη των γενών και η εμφάνιση συγκεντρωτικού κράτους και ισχυρής πολεμικής τάξης. Τη χαρακτηριστική γονιμική εικονογραφία της Προανακτορικής εποχής αντικαθιστούν τα ειδώλια λατρευτών στα ιερά κορυφής. Η τυποποιημένη ενδυμασία και κόμμωση των γυναικών συμβολίζει την ομαδική κοινωνική τους ταυτότητα και την ταυτότητα του γένους τους. Το ταξικά οργανωμένο κοινωνικό σύστημα είναι φανερό σε τοιχογραφίες της Κνωσού και της Θήρας από τη Νεοανακτορική περίοδο. Αυτό δηλώνουν και οι ενδυματολογικές διαφοροποιήσεις των ειδωλίων στα ιερά κορυφής. Με εξαίρεση το γυμνό στήθος που προβάλλει από το ανοιχτό περικόρμιο και συνδέεται αποκλειστικά με θρησκευτικές και τελετουργικές παραστάσεις, η κομψή και πολυτελής γυναικεία ενδυμασία μπορεί να ερμηνευτεί ως μια πρώτη εξάρτηση της γυναίκας από τον άντρα, καθώς τώρα τα γνωρίσματα της μητρότητας δίνουν τη θέση τους στη γυναίκα ως αντικείμενο της αντρικής ερωτικής διάθεσης. Αντίστοιχη ενδυματολογική φροντίδα επιδεικνύουν όχι μόνο οι θνητές των τοιχογραφιών αλλά και οι θεότητες της πλαστικής ή της σφραγιδογλυφίας.Τον 15ο αιώνα π.Χ., διαπιστώνεται η εισβολή μιας αντρικής θεότητας με πολεμικά χαρακτηριστικά στο χώρο της λατρείας γυναικείων θεοτήτων. «Επιφαινόμενες» θεότητες αναγνωρίζονται και στα ειδώλια με υψωμένα χέρια, και ένα σαφές πολυθεϊστικό σύστημα καθιστά παρωχημένη την άποψη περί «μοναδικής» λατρείας της Μητέρας-Θεάς. Νέα έμφαση αποδίδεται στα στοιχεία της εξουσίας και στη διάθεση για επιβλητικότητα που διέπει την ανακτορική τελετουργία. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β πληροφορούμαστε την ύπαρξη άνακτος, στρατιωτικής ηγεσίας και αρχόντων. Οι ταφικές λάρνακες πιστοποιούν τον αυστηρό διαχωρισμό των φύλων, αναθέτοντας στις γυναίκες το θρήνο του νεκρού. Από τον επάνω όροφο των ανακτόρων, οι γυναίκες των τοιχογραφιών παρακολουθούν τις εκδηλώσεις στους χώρους με δημόσιο χαρακτήρα. Θεατές απέναντι στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα θα παραμείνουν για αιώνες.

Άλλα θέματα: Χρήσεις σπηλαίων στην παλαιολιθική εποχή Ανδρέας Ντάρλας

Ταφή της Ανώτερης Παλαιολιθικής στο σπήλαιο Arene Candide της Ιταλίας. Σε όλη τη διάρκεια της Παλαιολιθικής εποχής τα σπήλαια πρόσφεραν φυσικό καταφύγιο στους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο χώροι κατοίκησης αλλά και χώροι ταφών και «ιερά». Παράλληλα όμως, δεν έλειπαν οι υπαίθριοι καταυλισμοί. Η Παλαιολιθική Αρχαιολογία σημαδεύτηκε εξαρχής από μια αντίφαση: αν και τα πρώτα ευρήματα ανακαλύφθηκαν στις αναβαθμίδες του ποταμού Somme στη Βόρεια Γαλλία, οι αρχαιολόγοι δεν επιχείρησαν ανασκαφές σε υπαίθριες θέσεις και περιορίστηκαν στα σπήλαια. Δημιουργήθηκε έτσι ο μύθος του «ανθρώπου των σπηλαίων». Πέρα από την πολιτισμική προκατάληψη, οι ανασκαφές των σπηλαίων ευνοήθηκαν και από πρακτικούς λόγους, καθώς ο εντοπισμός μιας υπαίθριας παλαιολιθικής θέσης είναι σχεδόν αδύνατος. Επιπλέον, λόγω της μακρόχρονης χρήσης τους, τα σπήλαια εμφανίζουν πολλά αρχαιολογικά στρώματα και προσφέρονται για διαχρονική μελέτη. Το γεγονός όμως αυτό αποτελεί και το μειονέκτημά τους, αφού η συνεχής κατοίκηση επιφέρει διαταράξεις και αναμοχλεύσεις. Τις πληροφορίες για την οργάνωση του χώρου και τα εθνογραφικά συμπεράσματα μπορούν να συμπληρώσουν οι αρκετά πιστές εικόνες των βραχύβιων υπαίθριων καταυλισμών.

Η μέση χαλκοκρατία στην ηπειρωτική Ελλάδα Anna Philippa-Touchais

Τμήμα αψιδωτού σπιτιού στον οικισμό της Ασπίδας (ΜΕ ΙΙΙα). Στη Μέση Χαλκοκρατία (2000/1900-1600 π.Χ.), η αναδίπλωση του ελλαδικού πολιτισμού που επιστρέφει στον αγροτικό βίο, αναστέλλει τα βήματα προς την αστικοποίηση που είχαν συντελεστεί στην Πρώιμη Χαλκοκρατία. Ωστόσο, αυτή η «στασιμότητα» του μεσοελλαδικού πολιτισμού αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, μέσα από τη ζωντανή παράδοση περιθωριοποιημένων πολιτισμικών εκφάνσεων. Στη Μεσοχαλκή περίοδο, το Άργος αποτελούσε έναν από τους πιο εκτεταμένους ελλαδικούς οικισμούς, που δεν ήταν όμως ενιαίος αλλά διέθετε τρεις πυρήνες: στις ανατολικές υπώρειες της Λάρισας, στις αντίστοιχες υπώρειες του λόφου της Ασπίδας και στην κορυφή του λόφου αυτού. Η αγροτική εγκατάσταση στην Αψίδα (ΜΕ ΙΙΙα) διακρίνεται από το περιορισμένο εμβαδόν των σπιτιών, την ελεύθερη τοποθέτησή τους στο χώρο και την έλλειψη κοινού προσανατολισμού. Στη ΜΕ ΙΙΙβ περίοδο τα σπίτια είναι ορθογώνια και μεγαλύτερα ενώ η διάταξή τους θυμίζει τα μεσαιωνικά τοιχόσπιτα. Τη χαλαρότητα των κοινωνικών δομών που χαρακτηρίζει τη ΜΕ εποχή επιβεβαιώνουν τα ταφικά έθιμα. Οι νεκροί θάβονται χωρίς κτερίσματα σε λάκκους, κιβωτιόσχημους τάφους ή πίθους (τα παιδιά), συνήθως διάσπαρτους ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού. Η έλλειψη κεντρικής οργάνωσης της ΜΕ κοινωνίας διαφαίνεται και στον τρόπο παραγωγής και εμπορίας αγαθών. Προσαρμοσμένη σε κοινότητα χαμηλού οικονομικού επιπέδου και χωρίς έντονη κοινωνική διαφοροποίηση, η οικοτεχνική παραγωγή στερείται έμπνευσης και πειραματισμού. Εξαίρεση αποτελούν τα πήλινα αγγεία, χειροποίητα πιθοειδή και ανοικτά μεσαίου μεγέθους, συνήθως τροχήλατα. Στα ανοικτά αγγεία ανήκουν τα μινυακά αγγεία και τα αμαυρόχρωμα. Τη σχέση του οικισμού με τον εξωτερικό κόσμο μαρτυρούν οι εισαγωγές: πιθοειδή αγγεία από την Αίγινα, κύπελλα και πρόχοι από την Κρήτη και αμφοροειδή αγγεία μάλλον από κάποιο κέντρο παραγωγής στη Ν. Πελοπόννησο.

Η επιγραφή σε Γραμμική Α στη χρυσή καρφίτσα του Μουσείου Aγ. Νικολάου Κρήτης Αντώνης Βασιλάκης

Η χρυσή περόνη με τη μινωική επιγραφή (Μουσείο Αγ. Νικολάου Κρήτης). Στο Μουσείο Αγ. Νικολάου Κρήτης (αρ. 9675) εκτίθεται χρυσή μινωική περόνη με λεπτοδουλεμένο μοτίβο βάτου στην μπροστινή όψη και εγχάρακτη επιγραφή με 18 σύμβολα της γραμμικής Α στην πίσω. Η επιγραφή, στη λακωνική διάλεκτο, μεταφράζεται: «Δεκαεξάχρονη κανηφόρα, θα είσαι σεμνυνομένη στη θυσία και στις σπονδές». Η λακωνική διάλεκτος, δηλαδή η αρκαδική της εποχής, δυσκόλεψε τον Chadwick που δεν κατάφερε να τη μεταφράσει. Παρανοώντας ορισμένα συλλαβογράμματα, ο Πωλ Φωρ οδηγήθηκε σε λανθασμένη μετάφραση (Αρχαιολογία & Τέχνες, τεύχος 60). Η περόνη προέρχεται από τα Μάλια, από περιοχή που είχε δεχθεί αρκαδική επιρροή, όπως ο ανατολικός νομός Ηρακλείου και ειδικά η επαρχία Πεδιάδος.

Αρχαιολογικές ειδήσεις από την περιοχή της Eλίκης Ντόρα Κατσωνοπούλου, Steven Soter

Ερείπια παραλληλόγραμμου κτηρίου από βορρά, στην περιοχή της Ελίκης. Τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο Παυσανίας γράφει ότι στον βυθό του Κορινθιακού φαίνονται τα ερείπια της αρχαίας Ελίκης, της σημαντικότερης αρχαίας αχαϊκής πόλης, που είχε καταποντιστεί το 373 π.Χ. από σεισμό. Τόσο οι προσπάθειες ερευνητών που, με πρωτοβουλία του Σπ. Μαρινάτου, ανέλαβαν τον εντοπισμό της βυθισμένης πόλης (1950-1974), όσο και οι αντίστοιχες προσπάθειες των αρθρογράφων (1985-1991) δεν έφεραν αποτέλεσμα. Μετά το 1991, επί ξηράς αυτή τη φορά, αρχίζουν οι γεωλογικές, γεωφυσικές και ανασκαφικές εργασίες με τη συστηματική εφαρμογή σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων. Οι γεωτρήσεις έδειξαν ότι στην παραλιακή πεδιάδα υπάρχουν περισσότεροι από ένας θαμμένοι αρχαίοι ορίζοντες. Ο οικισμός της ρωμαϊκής Ελίκης εντοπίστηκε. Η παρουσία μυκηναϊκού ορίζοντα ενισχύθηκε από τον εντοπισμό νεκροταφείου με θαλαμοειδείς τάφους της ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΓ περιόδου. Σε στρατηγική θέση, στο ύψωμα του Αγ. Στεφάνου, σώζονται εκτεταμένα ερείπια πόλης. Σε σχεδόν ευθεία γραμμή, εντοπίστηκε βυθισμένος ο μόλος από το λιμάνι της. Ανήκουν τα ερείπια στη Βούρα, που καταστράφηκε και αυτή το 373 π.Χ.; Είναι το κοντινό σπήλαιο το μαντικό σπήλαιο του Βουραϊκού Ηρακλή; Αν, όπως δείχνει η στρωματογραφία, η Ελίκη διατάσσεται σε μια εκτεταμένη ζώνη κατά μήκος της πεδιάδας, είναι δηλαδή πράγματι εὐρεία όπως τη χαρακτηρίζει ο Όμηρος, ίσως τα ερείπια στο ύψωμα να ανήκουν σε κάποιον από τους δικούς της δήμους.

Αλέξανδρος ο Mακεδόνας και η μυθολογική κληρονομιά Βέρα Στόιτσεβσκα-Άντιτς

Ο Μέγας Αλέξανδρος. Ψηφιδωτό της Πομπηίας, Αρχαιολογικό Μουσείο Νεαπόλεως. Αν δεν ακολουθήσει την ασκητική οδό για να βρει το δρόμο της προς τον τόπο της επαγγελίας, η ψυχή θα αναζητήσει την πηγή της αθανασίας. Το απόκρυφο έργο για τον Μέγα Αλέξανδρο προέρχεται από τις πολιτικο-εσχατολογικές θεωρήσεις των Αλεξανδρινών Εβραίων που αποδέχεται και αναπτύσσει η χριστιανική Αποκαλυπτική και Οραματική γραμματεία. Σε μια λόγια μεσαιωνική διασκευή της Μυθιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που υπάρχει στη σκοπιανή και τις άλλες σλαβικές γραμματείες, συναντούμε το μυθικό νήμα της αναζήτησης της ζωοδόχου πηγής. Ανάλογα παραδείγματα μαρτυρούνται για τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, τον κράλη της Σερβίας Μάρκο, κ.ά. Η πηγή της ζωής συνδέεται με το αθάνατο νερό. Το 1861 οι αδελφοί Μιλαντίνοφτσι δημοσίευσαν το μακεδονικό λαϊκό παραμύθι με τίτλο «Ο βασιλιάς Αλέξανδρος». Η αδελφή του, που άθελά της σπάει το μπουκάλι με το αθάνατο νερό, μεταμορφώνεται σε δελφίνι ή, όπως σε νεοελληνικές και ευρωπαϊκές διασκευές, σε γοργόνα. Τα τελευταία χρόνια μεγαλώνει ο αριθμός νέων καταγραφών των λαϊκών δημιουργιών για τον Αλέξανδρο, μορφή ιδιαίτερα δημοφιλή και για μια ευρύνοια που δεν του επέτρεπε τη διάκριση των ανθρώπων σε Έλληνες και βάρβαρους.

Το οπλοστάσιο του Ναυπλίου Γιάννης Ρούσκας

Μηχανισμός τουφεκιού με την επιγραφή ΝΑΥΠΛΙΟΝ 1833. Απεσταλμένος από το Φιλανθρωπικό Κομιτάτο του Παρισιού, το 1825 φθάνει στο Ναύπλιο ο Γάλλος συνταγματάρχης Arnault (Αρνώ) μαζί με Γάλλους μηχανουργούς. Ιδρύει Οπλοστάσιο, ενσωματώνοντας και το παλιό Οπλουργείο, που κατασκευάζει τηλεβόλα, ελαφρά όπλα, λόγχες και εκρηκτικές ύλες. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κατασκευάζονται χυτές σφαίρες κανονιών. Σχεδιάζονται νέοι τύποι όπλων για τον αποτελεσματικότερο εξοπλισμό των ατάκτων πολεμιστών. Το Μάρτιο του 1826, το Υπουργείο Πολέμου ζητεί να μεταφέρει ο Σαχίνης στο Μεσολόγγι το σχεδιασμένο για πολιορκίες «τουφέκι τηλεβόλον του Αρνώ». Η αναχώρηση του Αρνώ φαίνεται ότι οφείλεται σε διαφωνίες του με τον συνταγματάρχη Fabvier (Φαβιέρο). Τη σκυτάλη παίρνει ο Βαυαρός Heideck (Έιδεκ) που ανέλαβε και να επιβάλει την τάξη και την πειθαρχία στους στρατιώτες. Παραιτήθηκε τον Ιούλιο του 1829. Το Οπλοστάσιο του Ναυπλίου όμως λειτούργησε, με μερικές διακοπές, ως τα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄.

Κοζάνη: το αρχοντικό των Σακελλάριων Βασίλειος Πασχαλίδης

Ο καλός οντάς του αρχοντικού των Σακελλάριων. Στα προνόμια που απέκτησε η πόλη της Κοζάνης γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα, συγκαταλέγεται η απαγόρευση της διέλευσης και εγκατάστασης Τούρκων στρατιωτών. Σε μια αμιγώς λοιπόν χριστιανική πόλη, χτίστηκε το 1670 ο πρώτος πυρήνας του αρχοντικού των Σακελλάριων που, στεγάζοντας πέντε γενιές της οικογένειας, σταδιακά επεκτάθηκε και τροποποιήθηκε. Το 1932, ομάδα αρχιτεκτόνων, με επιβλέποντα καθηγητή τον Δ. Πικιώνη, επισκέφθηκε την Κοζάνη και αποτύπωσε διάφορα αρχοντικά της πόλης στο πλαίσιο της «Μελέτης του ελληνικού σπιτιού και της αρχιτεκτονικής του», για λογαριασμό του συλλόγου «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη». Το 1934, ο αρχιτέκτονας Α. Ζάχος ανέλαβε την αναστήλωση του κτηρίου αποδίδοντάς του νεοκλασικά χαρακτηριστικά. Τέλος, το 1977 το αρχοντικό μεταμορφώθηκε «εν μία νυκτί» σε άχρωμη, τσιμεντένια πολυκατοικία. Ο αρθρογράφος προσφέρει μια εκτενή περιήγηση στην κατασκευαστική ιστορία του αρχοντικού, εμπλουτισμένη με πλήθος τοπικών όρων.

Άγνωστα έργα του Γιαννούλη Χαλεπά και άλλων Τήνιων καλλιτεχνών Μαρία Σάλτα

Η «΄Ορθια Κόρη». Μουσείο Χαλεπά στον Πύργο της Τήνου. Στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύσσονται πολιτισμικές και οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις Κυκλάδες και το Λεωνίδιο, όπου το εμπόριο είχε ήδη δημιουργήσει ακμάζουσα αστική τάξη. Εκπρόσωποί της απαντούν στο νεοκλασικό νεκροταφείο των Αγίων Πάντων. Τα ταφικά μνημεία τους κατασκεύασαν κυρίως Τήνιοι καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο τάφος του Λεωνίδα Οικονόμου (1891) που, αν και ανυπόγραφος, προδίδει τον γλύπτη του με την απλότητα και την πλαστική ελευθερία στην απόδοση της «Όρθιας Κόρης» του, απαράλλαχτης με την «Κοιμωμένη» του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Ως πρότυπο χρησιμοποιήθηκε ο «Άγγελος Κυρίου», που το γύψινο πρόπλασμά του έγινε από τον Γιαννούλη Χαλεπά το 1877. Ανυπόγραφη είναι και η στήλη στο ταφικό μνημείο του Νικολάου Πολίτη. Ωστόσο αποδίδεται στον Ιωάννη Χαλεπά, πατέρα του Γιαννούλη, χάρη στις ομοιότητες με άλλα του επιτύμβια, αλλά και στην αναφορά του μνημείου στα κατάστιχά του. Οι επαγγελματικές σχέσεις του Ιωάννη Χαλεπά με οικογένειες του Λεωνιδίου επιβεβαιώνονται από σχέδια και γλυπτά του στην κατοχή των οικογενειών Μ. Γκιώνη και Ν. Πολίτη. Τα μαρμάρινα κωδωνοστάσια τριών εκκλησιών και άλλα ελάσσονα μνημεία μαρτυρούν την ποικιλία των παραγγελιών που η μικρή αρκαδική πόλη ανέθετε σε Τήνιους μαρμαρογλύπτες. Το τοπωνύμιο «Κοιμωμένη» στο Λεωνίδιο και κάποιοι παλιοί Λεωνιδιώτες εγκατεστημένοι στην Τήνο μαρτυρούν ακόμη και σήμερα τους δεσμούς που συνδέουν τους δύο τόπους.

Η δομή του αγροτικού χώρου στην περιοχή του μοναστηριού της «Κόκκινης Εκκλησιάς» στη Λευκάδα Μάρω Φίλιππα-Αποστόλου, Ροζαλία Χριστοδουλοπούλου

Ελλειψοειδές κτίσμα στη Σποριά της Λευκάδας. Στους αιώνες της ξένης κατάκτησης του νησιού, τα 17 μοναστήρια του απέκτησαν σημαντική οικονομική δύναμη. Ένα από τα 6 που διατήρησαν την ισχύ τους ως το τέλος ήταν το μοναστήρι της «Κόκκινης Εκκλησιάς» που χτίστηκε το 1478. Η περιοχή στην οποία αναπτύχθηκαν οι αγροτικές δραστηριότητες του μοναστηριού βρίσκεται σε κοιλάδα στις νότιες πλαγιές των Σκάρων, ανάμεσα σε μικρές κοιλάδες και πλατώματα κατάλληλα για καλλιέργειες. Η μεγάλη του περιουσία διανεμήθηκε το 1927 στους αγρότες. Έξι μετόχια της μονής αναφέρονται στην καταγραφή του 1805, πέντε από τα οποία βρίσκονται στους Σκάρους. Είναι ο Αϊ-Γιάννης στην Ασφακιά, η Ραφτοπούλα, ο Αϊ-Γιώργης, η Μαρίτσα και η Βρύση του Πασά. Αρχαιολογικά ευρήματα, που προέκυψαν κυρίως από την προσπάθεια του W. Doerpfeld να αποδείξει ότι η Λευκάδα είναι η αρχαία Ιθάκη, μαρτυρούν ότι ο αγροτικός χώρος της μονής γνώρισε διαχρονική κατοίκηση από τη 2η χιλιετία π.Χ. Η μοναστηριακή οργάνωση αποκρυσταλλώνεται στη δομή του χώρου μέσα από οδικό δίκτυο επικοινωνιών, στο οποίο τα μετόχια αποτελούσαν σταθμούς οπτικής και ακουστικής επικοινωνίας.

Μελέτη κοπρολίθων. Πληροφορίες και προβλήματα Λίλιαν Kαραλή-Γιαννακοπούλου

Τα ανθρώπινα κατάλοιπα παρέχουν πληροφορίες για τους κανόνες υγιεινής και το πολιτιστικό επίπεδο. Η Περιβαλλοντολογική Αρχαιολογία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανασύσταση του παρελθόντος μέσα από τα οργανικά και ανόργανα στοιχεία. Ανθρώπινα κατάλοιπα, ιδιαίτερα οι μαλακοί ιστοί, μας πληροφορούν για τις διατροφικές συνήθειες, τις ασθένειες, τους κανόνες υγιεινής και το πολιτισμικό επίπεδο. Οι κοπρόλιθοι, απολιθωμένα κόπρανα, επανέρχονται στην αρχική τους μορφή με συγκεκριμένη τεχνική ανάλυσης στο εργαστήριο, προτού εξεταστούν για να διαπιστωθεί η τροφή που κατανάλωνε ο προϊστορικός άνθρωπος. Έτσι εντοπίζονται τα υπολείμματα φυτικών ή ζωικών τροφών και μέσω αυτών πληροφορούμαστε για το φυσικό περιβάλλον, την ηλικία των ζώων, την ωρίμανση των φρούτων, τον τρόπο παρασκευής του φαγητού, καθώς και για την οικονομία και το όλο περιβάλλον. Στην Ελλάδα, η μελέτη των καταλοίπων άργησε πολύ να απασχολήσει τους αρχαιολόγους. Το περιβαλλοντολογικό πρόγραμμα σε εξέλιξη στην ευρύτερη περιοχή των Δελφών συμπεριλαμβάνει μελέτη κοπρολίθων. Αντίστοιχες μελέτες από την ανασκαφή στη Δυτική Οικία του Ακρωτηρίου στη Σαντορίνη περιμένουν τη δημοσίευσή τους.

Το σπίτι του Σπυρίδωνος Τρικούπη στο Άργος (I) Βασίλης Δωροβίνης

Λεπτομέρεια εσωτερικής οροφογραφίας στο σπίτι του Σπυρίδωνος Τρικούπη στο Άργος. Ποια η ιστορία της πολεοδομίας από συστάσεως ελληνικού κράτους; Ακόμη και ο αδιάφορος για τον Τρικούπη αναγνώστης θα απολαύσει το άρθρο για τις σχετικές ενδείξεις. Το 1996 γιορτάζεται η επέτειος των 100 χρόνων από το θάνατο του Χαρ. Τρικούπη. Ο συγγραφέας δράττεται της ευκαιρίας να αντιπαραθέσει στους επίσημους εορτασμούς την κρατική αδιαφορία για το σπίτι στο Άργος, όπου γεννήθηκε ο πολιτικός, και που τώρα καταρρέει εγκαταλειμμένο από την Αγροτική Τράπεζα. Προτού οικοδομήσει το σπίτι του στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε στα οθωνικά χρόνια, ο Σπυρίδων Τρικούπης, πατέρας του Χαρίλαου, είχε χτίσει άλλα τρία μεγαλοπρεπή σπίτια στην Αίγινα, το Ναύπλιο (στη θέση του ξενοδοχείου Αμφιτρύων) και το Άργος. Το σπίτι της Αίγινας, που ο Ν. Δραγούμης αποκαλεί «υπουργικόν μέγαρον», αποτελεί σήμερα ιδιωτική ιδιοκτησία. Η Κυβέρνηση, με έγκριση του Καποδίστρια, αποδέχθηκε την πρόταση του Τρικούπη και αγόρασε το σπίτι του Ναυπλίου. Το 1830, ο Τρικούπης, στηριζόμενος στο προηγούμενο του δικαστικού Μ. Σικελιανού, αιτείται την παραχώρηση τεσσάρων στρεμμάτων για την οικοδόμηση σπιτιού στο Άργος, τόπο κατοικίας πολλών αντικαποδιστριακών όπως και ο ίδιος. Καθώς ο χώρος ανήκε στον Μεντρεσέ και δεν θίγονταν ιδιωτικά ή γενικά συμφέροντα, η Διοίκηση έκανε δεκτό το αίτημα. Η οικοδόμηση άρχισε άμεσα, όπως έπρεπε, σύμφωνα με την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία για παραχώρηση εθνικής γης στις πόλεις με σκοπό τη δόμηση. Ακολουθεί μια ιστορία παραλόγου που ηχεί κάπως γνώριμη.

Μουσείο: Μουσείο Βραυρώνας Κλαίρη Ευστρατίου

Ειδώλια κουροτρόφων μαρτυρούν την ιδιότητα της Αρτέμιδος ως προστάτριας των παιδιών. Το Μουσείο χτίστηκε για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα, μαρμάρινα, πήλινα, αλαβάστρινα και χρυσά, από το Ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος που ανέσκαψε ο Ι. Παπαδημητρίου. Στεγάζει επίσης τα ευρήματα από τον αρχαίο δήμο του Μυρρινούντος, καθώς και τα γεωμετρικά ευρήματα από την Ανάβυσσο. Λατρεμένη από τα προϊστορικά χρόνια, ευπρόσδεκτη στην Ακρόπολη των Αθηνών τον 6ο αιώνα π.Χ., η Άρτεμις προστατεύει τα παιδιά στη μεταβατική τους ηλικία, όπως προΐσταται στους «ενδιάμεσους» υπαίθριους χώρους, στα όρια του άστεος και της άγριας φύσης.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το μεγαλύτερο απολιθωμένο δέντρο του κόσμου έχει βρεθεί στο απολιθωμένο δάσος της Λέσβου. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Με διεθνή συνεργασία και με επιμελητή έκδοσης τον δρα Αλέξη Γ.Κ. Σαββίδη έχει ήδη ξεκινήσει το Εγκυκλοπαιδικό Προσωπογραφικό Λεξικό Βυζαντινής Ιστορίας και Πολιτισμού - Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα σε συνεργασία με το Πρόγραμμα Μελίνα οργάνωσε τέσσερα εκπαιδευτικά προγράμματα: Λεωνίδιο-Τσακωνιά, Λεχαινά-Ηλεία, Καλαμάτα, Καρπενήσι Ευρυτανίας - Ιδιαίτερης επιστημονικής αξίας είναι τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Απολιθωμένο Δάσος της Λέσβου που πραγματοποιεί το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας

Εκθέσεις

«Το ελληνικό κόσμημα - 6000 χρόνια παράδοσης» ήταν ο τίτλος της έκθεσης που οργάνωσε το ΥΠΠΟ στη Θεσσαλονίκη - Ήρθε στην Αθήνα η έκθεση για την Πολιόχνη, τον μοναδικής σημασίας οικισμό της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στη Λήμνο

Διαλέξεις

«Νομισματικοί θησαυροί από την Ερέτρια» ήταν το θέμα της ομιλίας του κ. Πέτρου Καλλιγά στην Αρχαιολογική Εταιρεία - Στην ιδιάζουσα περίπτωση του Οσίου Λουκά αναφέρθηκε ο ακαδημαϊκός Παύλος Μυλωνάς σε ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών

Συνέδρια

«Το Αιγαίο κατά τη Νεολιθική, τη Χαλκολιθική και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού» (7η-3η χιλιετία π.Χ.) ήταν το θέμα διεθνούς συμποσίου που διεξήχθη έξω από τη Σμύρνη - Στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης διεξήχθη συνέδριο αφιερωμένο στο γυαλί από την αρχαιότητα ως σήμερα

Βιβλία

Κατερίνα Κοσκινά (επιμ.), Nelly’s. Από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη. Το έργο της Έλλης Σεραϊδάρη, Μπάστας-Πλέσσας, Αθήνα 1997 Συλλογικό έργο, Marmaria, le sanctuaire d’Athéna à Delphes, E.F.A, E.D.F., Paris 1997 Conrad M. Stibbe, Das andere Sparta, Philipp von Zabern, Mainz/Rhein 1997 Orhan Bingöl, Malerei und Mosaik der Antike in der Turkei, Philipp von Zabern, Mainz/Rhein 1997 Κ. Νάντια Σερεμετάκη, Παλιννόστηση αισθήσεων, Νέα Σύνορα Λιβάνη, Αθήνα 1997 Ντόρα Βασιλικού, Μυκηναϊκά σφραγιστικά δαχτυλίδια, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 166, Αθήνα 1997

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία διοργανώνει Σεμινάριο Επιστημονικής και Αθλητικής Σπηλαιολογίας

Συνέδρια

Η πιθανότητα διασύνδεσης Κυκλάδων και Κρήτης εξετάστηκε στην επιστημονική συνάντηση που έγινε στο Sheffield της Αγγλίας με θέμα: «Metallurgy in the EBA Aegean: New evidence for production and consumption» - Ειδική επιστημονική ημερίδα διοργάνωσε η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας για τα 20 χρόνια από την ίδρυσή της - Για την διεπιστημονική μελέτη των βυζαντινών εικόνων οργανώθηκε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη Διεθνές Συμπόσιο γύρω από την «Τέχνη, Τεχνική και Τεχνολογία» τους

Βιβλία

N. Herz and E.G. Garrison, Geological Methods for Archaeology, Oxford University Press, Oxford 1997 Ana Maria Abraides, Pentelethen: The Export of Pentelic Marble and its Use in Architectural and Epigraphical Monuments. University f California at Berkley dissetration, Ann Arbor dissertation reprint

Δημοσίευση

I. Liritzis, P. Guibert, F. Foti and M. Schvoerer, «The Temple of Apollo (Delphi) Strengthens Novel Thermoluminescence Dating Method», Geoarchaeology, 12 (1997), 479-496

English summaries: The use of caves in the Palaeolithic era. Caves and Palaeolithic archaeology Andreas Darlas

Caves were in use throughout the Palaeolithic era primarily as dwelling places and secondarily, in later phases, as burial sites and "sanctuaries". Although they were not the only habitation places of Palaeolithic man, the practice of the archaeologists to attempt Palaeolithic excavations only in caves has contributed to the dissemination of the myth of the "Man of the Caves". Modern research into the Palaeolithic era focuses both on caves and open-air sites, since the information supplied by these sources is complementary to each other.

The study of coproliths Lilian Karali-Giannakopoulou

Human excrements and especially the soft matter, in the rare cases they have survived, are of great importance. They can be conceived only under marginal conditions and generally if the action of microorganisms has been prevented. Relevant finds supply information regarding the nutritional habits, diseases, hygiene practice and overall cultural level. Tine coprolites (petrified excrements) are restored to their original form through a specific technical analysis and then they are examined in order to find what food was consumed by the Prehistoric man. As a result ,vegetable and animal remnants are identified and through them the natural environment, the age of animals, the ripening of fruits, the mode of food preparation, the season of consumption as well as the economy and the general environment is revealed. Coproliths are remnants significant to Archaeology, since they offer one more approach for knowing and studying the human past.

Archaeological news from the district of Eliki in Aigialeia Dora Katsonopoulou, Steven Soter

In 373 BC a strong earthquake and the tidal waves that followed destroyed Eliki, the most important town of ancient Achaia in the Aigialeia region, and made it disappear under the waters of the Corinthian Bay. The neighbouring town of Voura, which sank into a chasm, was also razed by the same seismic phenomenon. Voura, however, was rebuilt by its citizens who happened to be away at the moment of destruction. Pausanias, in the second century AD, visited a littoral site called Eliki, east of Aigion, and wrote that the ruins of the ancient town were visible at the bottom of the sea. Later, the alluvial deposits of the nearby rivers covered Eliki's ruins. Recent systematic research east of Aigion for the location and revelation of ancient Eliki brought to light new important data relevant to the ancient town and its broader region.

Kozani. The Sakellarios family mansion Vasileios Paschalidis

Around the late seventeenth century the settlement of Turkish soldiers in Kozani was strictly forbidden. Thus, due to this granted privilege the town remained purely Christian. In 1670 the first ,main wing, of the Sakellarios mansion was built and was later enlarged and modified, since it housed five generations of the family. In 1932 a group of architects of the National Polytechnic School of Athens making the measured drawings of various mansions of Kozani, made a complete documentation of the Sakellarios edifice in context of the Study of the Greek House, a project commissioned by the Greek Folk Art Association. In 1977 the mansion was demolished and a colourless concrete building took its place.

The morphology of the farmland in the district of the “Kokkini Ekklisia” monastery in Lefkada Maria Philippa-Apostolou, Rosalia Christodoulopoulou

The rural activities of the "Kokkini Ekklisia" Monastery mainly take place south of Skaroi, on its extensions and on the plateaux adjacent to it. The closed plain of Nydri, the deep Vlychos bay, the ravine that goes by the name of Aspropotamos or Demossari, act as boundaries of the mountainous volume. It is an area typical of the district and closely connected with the activities that go on and the overall course of development of the place - not only during the last centuries which are marked by the function of the monastery. Evidence has survived from antiquity in a combination of routes dictated by the local natural environment, by impassable crossings deprived of any access to the sea.

The Middle Bronze Age in mainland Greece. The case of the Aspida settlement in Argos Anna Philippa-Touchais

During the Middle Bronze Age (2000/1900-1650 BC) mainland Greece went through one of the less impressive phases of its history, while by the end of the third millennium the Helladic civilization was pushed out of the limelight of developments which promoted Crete as the dominant power in the Aegean. The decline of the Helladic civilization is considered to be the result of interior convulsions which were probably connected whith the socio-economic realignments taking place in the broader Aegean region. The first steps towards the urbanization of the Early Bronze Age (3rd millennium) are suspended and a return to the rural economy is observed. The Argolis presents a special interest for the study of the Bronze Age in mainland Greece. Argos, one of the settlements continuously inhabited from the Neolithic period on, followed a remarkable historical course that culminated in the early Historical years, when it played a regulating role in the broader Helladic area. It seems that Argos in the Middle Bronze Age was one of the most extended Greek settlements, containing at least three important habitation nuclei, according to the excavational data.One in the eastern outskirt of Larissa (the acropolis of Argos), another on the foot of Aspida hill and a third one on the top of it.

The Nafplion arsenal George Rouskas

In September 1825, the French colonel Arnault together with French engineers, sent by the Charitable Committee of Paris, arrived in Greece. Arnault founded an Arsenal in Nafplion, incorporating the old Armory for the construction of cannons and light firearms as well as polearms and explosives. The Nafplion Arsenal, which operated with minor interruptions until the first years of King George the first's reign, can be considered one of the first small industries of Modern Greece.

Unknown sculptures by Yannoulis Chalepas and other Tenian artists. The neoclassical cemetery of Hagioi Pantes in Leonidion Maria Salta

The small town of Leonidion on the eastern coast of the Peloponnese became especially prosperous in the second half of the nineteenth and the beginning of the twentieth century thanks to the commercial activities of its inhabitants both in Greece and abroad. The funerary monuments of the Neoclassical cemetery of Hagioi Pantes east of the town express the urban ideology prevailing at that time in the local society. Their creators were mainly artists from the island of Tenos. The Angel on the grave of Leonidas Oikonomou, although an unsigned work, is a distinct sculpture exhibiting simplicity and freedom of plasticity. Compared to its plaster cast this statue, which has been preserved in Tenos island can with certainty be assigned to Yannoulis Chalepas and, if dating from 1877, it can be be identified with the now lost "Angel of the Lord" by the same artist. The funerary stele on the grave of Nikolaos P. K. Politis, also an unsigned work, on the basis of the style and the prosopography, can be assigned to Yannoulis' father, the sculptor loannis Chalepas, in whose papers this specific sculpture is mentioned. The professional relations of Yannoulis Chalepas with families of Leonidion are confirmed by drawings and sculptures in the possession of M. Gionis and N. Politis' family. The marble bell-towers of three churches as well as other minor monuments reveal the variety of commissions given to Tenian sculptors by the small Arcadian town. The toponym "Koimomeni" (= Sleeping One) in Leonidion —that reminds one of the fair sculpture by Yannoulis Chalepas- and some inhabitants of the town who later settled on Tenos, testify to this day to the bond existing between the two places.

Female deities and the social identity of women. A brief review of problems of interpretation Valia Schild-Xenidou

The female figurines of the Prehistoric period have been interpreted, according to a common theory, as representations of a Mother-Goddess, symbol of the fertility of nature and man, whose cult was extremely wide-spread. Due to their numerical superiority as compared to the male figurines that come down to us, they have been used as proof for the existence of a matriarchal system of social organization the well-known theory of "matriarchy"— although the connection of female deities with the social power, the authority and the evaluation of women in the specific era cannot concurrently be proved. Recent research, based on the various typological differences of the female figurines, has considerably altered the proposed interpretations for the indentification of their function, although it has restrained from assigning the production of the early figurines to a single reason of religious character. The projection of the female element in Prehistoric art does not simply allude to religious beliefs, but it also refers to social values connected with the participation of women in reproduction and rural production. The stressing of the fertility character of the female figurines, in combination with various other features, rather projects the "maternal" characteristics of the society in which a spirit of collectivity and a strong ritual dimension prevail. Women played a decisive role in this model of society. During the various phases of the Bronze Age and the Historic era the changes of the social structure, concerning reproduction and the organization of labour and politics, led to the gradual differentiation of women's social identity. The ideals of the male-governed Greek society of the Historic period now show in personified goddesses in whom their previous origin of fertility symbol still shows.

Alexander the Great and the mythological heritage Vera Stojcevska-Antic

Eschatological inventions have always played an important role in the creation of works of art. Thus, the introduction of religious beliefs, which,at certain periods of time, blend in with new ideologies has as a consequence the dissemination of folk traditions that are observed in the mythological legacy that comes down to us. A literary Medieval adaptation of the Romance of Alexander the Great, which exists in our Medieval literature as well as other, Slavic adaptations of the myth, offer us vital leads to the tale of the search for the fountain of life.

The inscription in linear A script on the gold fibula of the Hagios Nikolaos museum in Crete Antonis Vasilakis

The author of this article proposes a new deciphering of the inscription on the gold fibula which about ten years ago was donated by J. -P. Olivier to the Museum of Hagios Nikolaos, Crete. This rare inscription was published, although in a different deciphering from the present one, in our periodical (issue no. 60) by the French archaeologist P. Faure.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Το αρχαίο ελληνικό υπόδημα (4) Βγένα Βαρθολομαίου

Μυκηναϊκό πήλινο ομοίωμα υποδήματος, παρόμοιο με τυρρηνική μπότα. Οι «μπότες» εμφανίζονται ήδη στη μινωική εποχή, σε τοιχογραφία από το ανάκτορο της Κνωσού ή στο «κύπελο του πρίγκιπα» από την Αγία Τριάδα αλλά και στο μυκηναϊκό χρυσό κύπελο από το Βαφειό και τον «κρατήρα των πολεμιστών». Αἱ ἐνδρομίδες ήταν μπότες στρατιωτικές και στην αγγειογραφία φοριούνται από την Άρτεμη, τον Ερμή και τις Αμαζόνες. Αἱ ἀρβύλαι είναι για τους κυνηγούς, τους χωρικούς και τους οδοιπόρους. Αἱ σκυθικαί, αἱ σικυώνιαι και αἱ τυρρηνικαί ονομάζονται από τον τόπο προέλευσής τους. Χωρικές μπότες ήταν αἱ καρβάτιναι και οι φτιαγμένες από δέρματα ἀδέψητα, που κατάγονται από το μονόδερμα, το πρώτο κλειστό υπόδημα της Νεολιθικής εποχής.

Στο Μουσείο. Συντήρηση Μαρίζα Ντεκάστρο

Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή. Τα περισσότερα αντικείμενα που βρίσκουμε στις ανασκαφές είναι σπασμένα σε μικρά ή μεγαλύτερα κομμάτια. Η συγκόλλησή τους, μια δουλειά που μοιάζει με παζλ, γίνεται στα εργαστήρια συντήρησης των Μουσείων. Μουσειακά αντικείμενα όμως, δεν είναι μόνο τα αρχαία. Κάθε ιστορική περίοδος, κάθε θέμα έχει το μουσείο του.

Τεύχος 114, Μάρτιος 2010 No. of pages: 120
Κύριο Θέμα: Η αρχαιολογία της ελληνικής κατοικίας, χθες και σήμερα Marie-Christine Hellmann

Δήλος, Οικία του Ινοπού. Σχέδιο της αυλής από τον Gerhard Poulsen στα 1912. Οι ελληνικές κατοικίες, που προξενούν σήμερα έντονο ενδιαφέρον, δεν ενδιέφεραν πάντα τους αρχαιολόγους. Οι πρώτες ανασκαφές κατοικιών, στον 19ο αι., έμοιαζαν απογοητευτικές σε σχέση με αυτές της Πομπηίας. Ακόμη, οι αρχαιολόγοι αναζητούσαν πάντα το αντίστοιχο των ομηρικών παλατιών ή της μεγάλης κατοικίας με δυο αυλές για την οποία μιλά ο Βιτρούβιος. Η δημοσίευση των κατοικιών της Πριήνης, που χαρακτηρίστηκαν «με προστάδα», των ελληνιστικών κατοικιών της Δήλου, όπου η περίστυλη αυλή είναι συχνή, των κατοικιών της Ολύνθου, του τύπου «με παστάδα», αποτελούν πάντα σημεία αναφοράς, αλλά η συνεχής αύξηση του αριθμού των κατοικιών όλων των εποχών που έρχονται στο φως (από τη γεωμετρική έως και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο) και όλων των διαστάσεων, σε όλες τις περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ανάγκασε κυρίως τους αρχαιολόγους να διαφοροποιήσουν τις μεθόδους της μελέτης. Τα αρχαία κείμενα έχασαν τη σημασία τους απέναντι στη λεπτομερή παρατήρηση των ευρημάτων του πεδίου. Είτε πρόκειται για ένα παλάτι είτε για μια ταπεινή κατοικία ενός χειρώνακτα, είτε για μια κατοικία με περίστυλη αυλή σε ένα οικοδομικό τετράγωνο είτε για μια απομονωμένη αγροικία, φτάνει πάντοτε η στιγμή όπου η αρχιτεκτονική ανάλυση δεν επαρκεί∙ για την κατανόηση της λειτουργίας των δωματίων και της καθημερινής ζωής των κατοίκων κανένα υλικό εύρημα, όσο μικρό κι αν είναι, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η αρχαιολογία της «ελληνικής κατοικίας» έγινε αυτή «της ζωής μέσα στις ελληνικές κατοικίες» και η κατοικία δεν μελετάται πλέον αυτή καθεαυτή, αλλά κυρίως για τους κατοίκους της, που ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Η κατοικία στην υστεροελληνιστική Δήλο Monika Trümper

Δήλος, οικία των Τριτώνων, άποψη του oecus maior (AE) από ανατολικά. Με περισσότερες από 100 ανασκαμμένες και καλοδιατηρημένες κατοικίες, η Δήλος αποτελεί το καλύτερο σύνολο οικιστικής αρχιτεκτονικής της ύστερης ελληνιστικής περιόδου στην ανατολική Μεσόγειο. Χρονολογούνται στην περίοδο κατά την οποία το νησί ήταν ελεύθερο εμπορικό λιμάνι (167/6-69 π.Χ.), με κοσμοπολίτικο και έντονα μεταβαλλόμενο πληθυσμό. Οι κατοικίες της Δήλου, που δημοσιεύονται υποδειγματικά από τους γάλλους ανασκαφείς (από τη δεκαετία του 1920 και έπειτα), προσεγγίζονται σε πρόσφατες μελέτες ως πολύτιμη πηγή πληροφοριών με σκοπό τη διερεύνηση των κοινωνικών δομών, των τρόπων διαβίωσης και συμπεριφοράς, καθώς και των μεταβολών τους. Στο άρθρο αυτό οι σύγχρονες τάσεις της έρευνας αναδεικνύονται μέσα από τη μελέτη τριών παραδειγμάτων (Οικία των Κωμωδών, Νησίδα των Χαλκών, συγκρότημα κατοικίας- taberna z-q στη νησίδα ΙΙ της Συνοικίας του Θεάτρου). Η συγγραφέας εξετάζει δύο σημεία. Πρώτον, την ποικιλία των τύπων κατοικίας, τη διαρρύθμιση και τη διακόσμησή τους, το «επίπεδο» διαβίωσης, τη χωρική οργάνωση των κατοικιών στις νησίδες (οικοδομικά τετράγωνα) και τις συνοικίες, κάνοντας υποθέσεις για τους κατοίκους τους. Και δεύτερον, την οικοδομική ιστορία, που φανερώνει τις μεταβολές στον τρόπο διαβίωσης και πιθανά και στον κοινωνικό ρόλο των σπιτιών. Αν και οι περισσότερες κατοικίες της Δήλου έχουν πολύ μικρότερες διαστάσεις από τα σπίτια της κλασικής και της ελληνιστικής περιόδου σε άλλες πόλεις, σε σύγκριση ωστόσο με τις κατοικίες της κλασικής περιόδου παρουσιάζουν σημαντικές καινοτομίες, όπως η ύπαρξη δύο εισόδων (κύριας και δευτερεύουσας ή εισόδου υπηρεσίας), πολυάριθμα και πλούσια διακοσμημένα δωμάτια με μορφή και διαστάσεις που διαφέρουν (και όχι πλέον ανδρώνες), αποχωρητήρια, πολυτελείς «σουίτες λουτρού» καθώς και πλούσια διακοσμημένους ορόφους με ανεξάρτητες κατοικίες. Ήταν όμως η αρχιτεκτονική της κατοικίας στη Δήλο αντιπροσωπευτική των υστεροελληνιστικών ελληνικών πόλεων ή απλώς το αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών του ελεύθερου λιμανιού; Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί προς το παρόν να απαντηθεί λόγω της έλλειψης επαρκούς και σύγχρονου με τη Δήλο συγκριτικού υλικού.

Οι ελληνιστικές και ρωμαϊκές οικίες της Περγάμου Ulrike Wulf-Rheidt

Πέργαμος, άποψη κατοικίας με περιστύλιο, πρώτο τρίτο 2ου αι. μ.Χ. Διακρίνονται κατάλοιπα του δαπέδου (φωτ.: E. Steiner). Πάνω από εκατό χρόνια ανασκαφικής έρευνας στην Πέργαμο παρέχουν μια πλήρη εικόνα των κατοικιών της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Ενώ κατά την πρώιμη ελληνιστική περίοδο επικρατούν τα μικρών διαστάσεων σπίτια με αυλή, την περίοδο της επέκτασης της πόλης από τον Ευμένη Β΄ (2ος αι. π.Χ.) εμφανίζονται ευρύχωρες και ομαλά διατεταγμένες κατοικίες με περιστύλιο, που συναγωνίζονται σε πολυτέλεια τα ανάκτορα των βασιλέων πάνω στην ακρόπολη της Περγάμου. Διέθεταν κατά κανόνα τουλάχιστον μια μεγάλη αίθουσα, που ήταν κατάλληλη για πολυμελή (μεγάλα) συμπόσια. Σε ορισμένα σπίτια έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη καλοκαιρινών τρικλινίων, που έχουν ως ιδιαίτερο γνώρισμα ένα μεγάλο άνοιγμα προς την περίστυλη αυλή. Συχνά αποτελούσαν το μεσαίο δωμάτιο μιας ομάδας τριών διαδοχικών δωματίων. Υπήρχαν ακόμη πολλά άλλα μικρότερα δωμάτια, που φαίνεται πως είχαν πολλές χρήσεις. Τόσο τα σπίτια με αυλή όσο και τα σπίτια με περιστύλιο ακολουθούν το ελληνικό και μικρασιατικό πρότυπο αρχαίου σπιτιού, ευρέως διαδεδομένο σε όλη τη Μεσόγειο. Η ανασκαφή του τμήματος της πόλης που χρονολογείται στην εποχή του Φιλέταιρου (3ος αι. π.Χ.), μια περιοχή όπου η ανέγερση ευρύχωρων κατοικιών με περιστύλιο ήταν δύσκολη εξαιτίας της απότομης κλίσης της πλαγιάς, επιτρέπει να διαπιστωθούν με σαφήνεια οι εκτεταμένες και δύσκολες εκσκαφές που απαιτούνταν σε όλες τις οικοδομικές φάσεις αλλά και, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, η κατάληψη δημόσιου χώρου για την ανέγερση μεγάλων κατοικιών με περιστύλιο. Ταυτόχρονα, επιτρέπουν τη λεπτομερή ανασύνθεση της ανομοιογένειας αυτών των συνοικιών, στις οποίες ζούσαν δίπλα-δίπλα και σε όλες τις περιόδους πλούσιοι και λιγότερο ευκατάστατοι κάτοικοι της Περγάμου.

Το αρχαίο ελληνικό σπίτι και η προσαρμογή του από τους Ρωμαίους Jamie Sewell

Πομπηία, άποψη του εσωτερικού της Οικίας του Ορφέα (φωτ.: G. Sicoe). Όταν οι Ρωμαίοι τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να ιδρύουν αποικίες, δεν διέθεταν εμπειρία στην οικοδόμηση αστικών οικιστικών τομέων. Αναζητώντας λύση, φαίνεται πως στράφηκαν προς τους ειδήμονες, τους αρχαίους Έλληνες. Μια προσεκτική ανάλυση των αρχαιότερων μέχρι σήμερα δειγμάτων οικιστικής αρχιτεκτονικής των ρωμαϊκών αποικιών μας επιτρέπει να αποδείξουμε ότι αυτή στηρίχτηκε στην αρχαία ελληνική οικία με προστάδα, μια μορφή αστικής κατοικίας του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. δημοφιλή σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Για να γίνει το φαινόμενο κατανοητό, χρειάστηκε να επανερμηνεύσουμε το πως ένα προκαθορισμένο σχέδιο χρησιμοποιήθηκε για τη μαζική κατασκευή σπιτιών σε πόλεις που ιδρύθηκαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου, δηλαδή από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και ύστερα. Αρχιτεκτονικά σχέδια επέτρεπαν την εκτίμηση της δαπάνης ενός έργου πριν αρχίσουν οι εργασίες και συνέβαλαν εν γένει στη διαχείριση των πόρων. Μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την εξασφάλιση ίσης διανομής οικοδομικών υλικών στους κατασκευαστές σπιτιών. Το σχέδιο περιοριζόταν μάλλον σε βασικά δομικά στοιχεία, προσφέροντας στα νοικοκυριά τη δυνατότητα να διαμορφώσουν τον υπόλοιπο χώρο ανάλογα με τις ανάγκες τους. Επομένως, η χρήση αρχιτεκτονικών σχεδίων για την ανοικοδόμηση των νέων οικιστικών τομέων προδίδει ένα σύστημα αποτελεσματικής μαζικής κατασκευής, το οποίο οι Ρωμαίοι είχαν υιοθετήσει τουλάχιστον πριν τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ., εν όψει του προγράμματος αστικοποίησης στην Ιταλία. Το γεγονός αυτό δεν διαπιστώνεται μόνο στη χρήση προκαθορισμένων σχεδίων για σπίτια αλλά και στην προσαρμογή καθιερωμένων αρχιτεκτονικών μορφών από την αρχαία Ελλάδα. Οι ρωμαϊκές κοινωνικές τάξεις αντανακλώνται στα διαφοροποιημένα μεγέθη τόσο των οικοπέδων όσο και των σχεδίων των σπιτιών, όμως ακόμη και η μορφή κατοικίας που προορίζεται αποκλειστικά για τις υψηλότερες κοινωνικές τάξεις, η οικία με atrium, μαρτυρεί αρχαία ελληνική επιρροή.

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των ρωμαϊκών επαύλεων γύρω από τον κόλπο της Νάπολης Μάνθα Ζαρμακούπη

Έπαυλη Α της Οπλοντίδας, άποψη του cryptoporticus 24. Στο άρθρο αυτό εξετάζεται ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των ρωμαϊκών επαύλεων που χτίστηκαν γύρω από τον κόλπο της Νάπολης κατά τη διάρκεια της ύστερης δημοκρατικής και πρώιμης αυτοκρατορικής περιόδου με σκοπό να προσδιοριστούν οι πολιτισμικοί παράγοντες που τον επηρέασαν. Η ανάλυση υποδεικνύει ότι, αν και το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο των ρωμαϊκών επαύλεων είχε ελληνικές καταβολές, η γλώσσα που υιοθέτησαν οι δημιουργοί του έθετε και απαντούσε διαφορετικά σχεδιαστικά ερωτήματα. Εστιάζοντας τη συζήτηση στο σχεδιασμό των κήπων που περιέβαλε περιστύλιο μέσα στις επαύλεις εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο οι ρωμαίοι αρχιτέκτονες οικειοποιήθηκαν και τροποποίησαν το ελληνιστικό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της ζωής των ενοίκων των επαύλεων αυτών.

Παράδοση και καινοτομία στις οικίες της ρωμαϊκής Αθήνας Paolo Bonini

Το ψηφιδωτό με τους παπαγάλους, ακόμη ορατό επί της οδού Αποστόλου Παύλου. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, καμία ουσιαστική αλλαγή δεν παρατηρείται στη δομή της ελληνικής οικίας. Η σύγκριση δύο οικιών που ανασκάφηκαν στην Αγορά της Αθήνας συχνά θεωρείται πως αποδεικνύει την ορθότητα της άποψης αυτής: η πρώτη οικία ανάγεται στον 5ο αι. π.Χ. και η δεύτερη στον 12ο αιώνα μ.Χ. Στη διάρκεια αυτού του ευρύτατου χρονολογικού διαστήματος, φαίνεται πως τίποτε δεν έχει αλλάξει, μάλιστα οι αρχές του σχεδιασμού των χώρων της κατοικίας παραμένουν αμετάβλητες. Βεβαίως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο ρόλος της αυλής ως κεντρικού στοιχείου των αριστοκρατικών κατοικιών. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να παρατηρήσουμε σημαντικές αλλαγές, όπως την κατάργηση του ανδρώνα. Η μελέτη αυτή έχει στόχο αφενός να επισημάνει τις μεταβολές που σημειώθηκαν στην Αθήνα όσον αφορά τον τρόπο οικοδόμησης και τις συνθήκες κατοίκησης κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής και της όψιμης ρωμαϊκής περιόδου, και αφετέρου να παρουσιάσει τις σύγχρονες τάσεις της έρευνας όσον αφορά την πολιτισμική αφομοίωση της Ελλάδας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Από αυτή την άποψη η αρχιτεκτονική της κατοικίας μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αντανακλά τον τρόπο διαβίωσης και τα πρότυπα κοινωνικής προβολής των ανώτερων τάξεων, τα οποία εισήχθησαν από τη Ρώμη. Επιπλέον, η ίδια η Αθήνα αποτελεί εξαιρετικό δείγμα, χάρη στην πληθώρα πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια είκοσι ετών σωστικών αρχαιολογικών ανασκαφών όσο και, κυρίως, με την ευκαιρία της κατασκευής του μετρό. Παράλληλα με την παρουσίαση των προτύπων και των λειτουργιών του ιδιωτικού χώρου στην αθηναϊκή κοινωνία της αυτοκρατορικής περιόδου, της ύστερης αρχαιότητας και της πρώιμης βυζαντινής εποχής, στο άρθρο επιχειρείται η περιγραφή του τρόπου ζωής των εύπορων τάξεων και η ανάδειξη των τάσεων που έφεραν μακροπρόθεσμες αλλαγές στην ελληνική οικιστική παράδοση, ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντάς την με δυτικά στοιχεία.

Η έπαυλη του Μάνιου Αντωνίνου στη Νικόπολη Θάλεια Κύρκου

Αναπαράσταση της έπαυλης του Μάνιου Αντωνίνου (σχέδιο: Χρ. Τσακούμης, αρχιτέκτονας). Η ρωμαϊκή οικία του Μάνιου Αντωνίνου βρίσκεται στη Νικόπολη του Ν. Πρέβεζας και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αστικής οικιστικής αρχιτεκτονικής ρωμαϊκών χρόνων, δεδομένου ότι διαθέτει όλα τα τυπικά γνωρίσματα της ρωμαϊκής οικίας – πρότυπο (domus). Η κύρια είσοδος της έπαυλης βρίσκεται στη νότια πτέρυγα του συγκροτήματος. Το κεντρικό τμήμα της πτέρυγας καταλαμβάνει ορθογώνια εσωτερική αυλή, το αίθριο (atrium), στο κέντρο της οποίας υπάρχει περίτεχνη αψιδωτή δεξαμενή (impluvium). Περιμετρικά του αιθρίου διατάσσονται οι χώροι υποδοχής και δεξιώσεως των επισκεπτών - πελατών (triclinia), το γραφείο του οικοδεσπότη (tablinum), καθώς και οι χώροι διημέρευσης της οικογένειας και του προσωπικού (cubicula, dormitoria). Προς βορρά υπάρχει ένας δεύτερος αύλειος χώρος, το τετράστυλο αίθριο (cavaedium tertastylum). Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της οικίας διατάσσονται βοηθητικοί χώροι (μαγειρεία, αποθήκες, αποχωρητήρια) και δωμάτια για το βοηθητικό προσωπικό του σπιτιού. Μία δεύτερη είσοδος του σπιτιού, στην ανατολική πλευρά, οδηγεί σε περίστυλη αυλή με κήπο, το περιστύλιο (peristylium), νότια του οποίου εκτείνονταν ο κήπος της οικίας (viridarium) και βόρεια μικρό συγκρότημα ιδιωτικών λουτρών (balneae). Η έπαυλη διέθετε περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα καθώς και άριστο αποχετευτικό δίκτυο και δίκτυο ύδρευσης. Η έπαυλη παρουσιάζει δύο οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ., ενώ η δεύτερη (ανακαίνιση) στα μέσα του 3ου ή στον 4ο αι. μ.Χ.

Άλλα θέματα: Οι επίκρουστες σπείρες της Ηρακλειάς Χρήστος Κανάκης

Σπείρα σε πέτρα στο χωριό Παναγία της Ηρακλειάς. Οι επίκρουστες σπείρες που τα τελευταία δώδεκα χρόνια έχουν εντοπιστεί από αρχαιόφιλους στη νήσο Ηρακλειά Κυκλάδων και σύμφωνα με την ΚΑ΄ ΕΠΚΑ χρονολογούνται από την περίοδο της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3η χιλιετία π.Χ.) θα πρέπει να μελετηθούν, να χαρτογραφηθούν και κυρίως να προστατευθούν. Μια επιφανειακή έρευνα από εξειδικευμένους αρχαιολόγους αναμφισβήτητα θα απέδιδε ενδιαφέροντα αποτελέσματα και θεωρείται επιβεβλημένη. Ανάλογες βραχογραφίες έχουν εντοπιστεί τα τελευταία χρόνια στις Κυκλάδες, στη Νάξο, την Άνδρο, την Αστυπάλαια κ.α. Επίσης πολλές είναι οι θέσεις με βραχογραφίες ανά την Ελλάδα, στο Παγγαίο, στη Μαρώνεια, στο Ασφέντου, στο Συκούριο κ.λπ. Ωστόσο, σπειροειδείς βραχογραφίες έχουν εντοπιστεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου. Με δεδομένο ότι δεν πρόκειται για ένα απλό σχήμα, είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι οι σπείρες είναι τόσο διαδεδομένες σε τόσο διαφορετικούς πολιτισμούς. Μέχρι σήμερα δεν έχει ερμηνευτεί επαρκώς ο λόγος που ώθησε τους ανθρώπους να σχεδιάσουν αυτές τις βραχογραφίες. Καθώς ο αριθμός των θέσεων όπου εντοπίζονται βραχογραφίες στην Ελλάδα αυξάνεται ολοένα, μία έρευνα για αυτές κρίνεται πλέον αναγκαία.

Μεταλλουργική μελέτη σιδερένιων συνδέσμων του ναού της Τραπεζάς, Υστεροαρχαϊκής Εποχής Γιώργος Βαρουφάκης

Διπλό ταυ από το ναό της Τραπεζάς. Διακρίνονται α) νησίδα σκληρού χάλυβα, και β) περιοχή συγκόλλησης. Η μελέτη των σιδερένιων συνδέσμων του ναού της Τραπεζάς, που βρίσκεται κοντά στο Αίγιο, έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί αποκαλύπτει την τεχνολογία που εφαρμοζόταν κατά την Υστεροαρχαϊκή περίοδο, στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., στον τομέα της μεταλλουργίας του σιδήρου. Η μελέτη περιλαμβάνει α) τη μακροσκοπική και μεταλλογραφική εξέταση των δοκιμίων, β) τις μηχανικές τους ιδιότητες, γ) τη χημική τους σύνθεση, και δ) τα ενδιαφέρονται τελικά συμπεράσματα, που προκύπτουν κυρίως από τη σύγκριση με τη μεταλλουργική έρευνα γύρω από τους σιδερένιους συνδέσμους των ναών της Ακρόπολης του 5ου αιώνα π.Χ., που ο συγγραφέας είχε μελετήσει παλαιότερα.

Γυναίκες που διακρίθηκαν στις φυσικές επιστήμες στην αρχαία Ελλάδα Ανναμπέλλα Παλλαδά

Η Σκεπτόμενη Αθηνά. Ανάγλυφο, 460 π.Χ. Μουσείο Ακροπόλεως. Οι αρχές και οι νόμοι της Φυσικής διέπουν τη δημιουργία και την εξέλιξη του «σύμπαντος κόσμου», τη διάπλαση, τη διαμόρφωση και την εξέλιξη όλων των έμβιων και άβιων στοιχείων σε αυτό. Με τη μελέτη του «σύμπαντος κόσμου», ο Φυσικός ανακαλύπτει και θαυμάζει το μεγαλείο του «θείου» και της «αλήθειας», ενώ οδηγείται αυθόρμητα στην απόκτηση σχετικής αντίληψης και μεγέθους του «μέτρου». Οι αρχαίοι Έλληνες θεμελίωσαν την επιστημονική σκέψη, αντικαθιστώντας τις αντιλήψεις περί υπερφυσικών δυνάμεων με φυσικούς νόμους και αποδίδοντας φυσικά αίτια στα φυσικά φαινόμενα. Στον ελλαδικό χώρο της αρχαιότητας, όπου η θεότητα της σοφίας, της γνώσης, των επιστημών και των τεχνών, Αθηνά Παλλάδα, ήταν θηλυκού γένους, υπήρχαν γυναίκες των φυσικών επιστημών, ιδιαίτερα γνωστές και σεβαστές για το έργο τους. Από τα βιογραφικά τους στοιχεία αναδεικνύονται σημαντικά και χαρακτηριστικά κοινά σημεία τους. Σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της Φυσικής έχουν υπάρξει και συμβάλει διάσημες και μη γυναίκες Φυσικοί. Παγκόσμιες και διαχρονικές σταθερές στην εξέλιξη αυτή, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, αποτελούν: τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, το μικρό ποσοστό τους και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.

Οι δημόσιες γαίες ως παράγοντας χωροθέτησης στην Αθήνα του Γεωργίου Α΄ Διονύσιος Ρουμπιέν

Το Ζάππειο Μέγαρο. Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια προηγούμενου που είχε θέμα την προσπάθεια των πρωταγωνιστών της δημιουργίας της μετεπαναστατικής Αθήνας να εφαρμόσουν τις σύγχρονες ευρωπαϊκές αντιλήψεις περί αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, προθέσεις που όμως προσέκρουσαν στην έλλειψη των αναγκαίων δημοσίων γαιών. Τα ίδια ζητήματα προέκυψαν και μετά την άνοδο στο θρόνο του Γεωργίου Α΄, παρά τη συνεχή βελτίωση της ελληνικής πραγματικότητας. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα κοινά σημεία που συνδέουν τις περιόδους βασιλείας του Όθωνα και του Γεωργίου Α΄ ως προς τους λόγους της χωροθέτησης των δημοσίων κτηρίων της Αθήνας σε συγκεκριμένα σημεία είναι το ζήτημα των σχετικών οικοπέδων. Και αυτό γιατί, παρά τη διαφοροποίηση πολλών άλλων παραγόντων στη διαδικασία οικοδόμησης των κτηρίων δημόσιας χρήσης στην ελληνική πρωτεύουσα μετά την άνοδο στο θρόνο του Γεωργίου Α΄, ο παράγοντας οικόπεδο διατήρησε σχεδόν αμετάβλητη τη σημασία που είχε τον καιρό της οθωνικής βασιλείας.

Βιοκλιματικός σχεδιασμός πολιτιστικών-εκθεσιακών χώρων, μουσείων και ιστορικών κτηρίων (Α΄ μέρος) Ευγενία Σταματοπούλου

Το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, γνωστό και ως «Παλαιό Παλάτι». Ο σχεδιασμός εσωκλίματος κτηρίων που στεγάζουν πολιτιστικές χρήσεις (εκθεσιακοί χώροι, μουσεία, ιστορικά κτήρια) απαιτεί εξειδίκευση και διεπιστημονική συνεργασία δεδομένου ότι πρέπει να συνδυάζει τις βέλτιστες συνθήκες τόσο για την προστασία των αντικειμένων όσο και για τη διατήρηση του κελύφους και την άνεση του κοινού. Για την ικανοποίηση του στόχου του εσωκλίματος του «κτηρίου-μουσείου», μελετώνται οι παράμετροι επιρροής της σταθερότητας του συστήματος, ορίζεται και εξηγείται ο μηχανισμός φθοράς και η συνδυαστική λειτουργία του και, τέλος, προτείνεται η μεθοδολογία του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Συγχρόνως, γίνεται ιστορική αναδρομή στη προτυποποίηση των επιπέδων θερμοκρασίας, σχετικής υγρασίας, αερισμού για τις μουσειακές συλλογές και τις παραμέτρους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους.

Αρχαιολογικό Μουσείο Καλύμνου – Βυζαντινή έκθεση Ελένη Παπαβασιλείου, Μιχάλης Κουτελλάς

Αρχαιολογικό Μουσείο Καλύμνου. Άποψη της αναπαράστασης του παλαιοχριστιανικού τέμπλου του Αγ. Ιωάννη. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καλύμνου λειτουργεί από το 2009 και βρίσκεται στον περιβάλλοντα χώρο του Αρχοντικού Βουβάλη στην Πόθια. Στον όροφο του μουσείου έχει διαμορφωθεί η βυζαντινή αίθουσα που περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά εκθέματα που προέρχονται από την ανασκαφική έρευνα στο νησί και από παραδόσεις ιδιωτών. Χρονολογικά καλύπτει το διάστημα από τον 5ο αιώνα μ.Χ. ως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Η έκθεση αρχίζει με τα εισαγωγικά κείμενα και τους κατατοπιστικούς χάρτες σχετικά με τη μνημειακή τοπογραφία του νησιού. Τα εκθέματα συνοδεύονται από λεζάντες, σχεδιαστικές αναπαραστάσεις, επεξηγηματικά κείμενα. Κυριαρχεί η αναπαράσταση ενός μαρμάρινου τέμπλου από μια παλαιοχριστιανική βασιλική με αξιόλογα αρχιτεκτονικά μέλη.

Μουσείο: Μεταμορφώσεις μέσα στο χρόνο. Η επανέκθεση της Προϊστορικής Συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Λένα Παπάζογλου-Μανιουδάκη

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αίθουσα της Θήρας. Οι τοιχογραφίες και τα αγγεία των δελφινιών, 2005. Η Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κατέχει κεντρική θέση μέσα στο μουσείο. Το 2004, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το μουσείο κλήθηκε να παρουσιάσει μια νέα εκδοχή της Προϊστορικής Συλλογής. Η Προϊσταμένη της Συλλογής Προϊστορικών, Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Λένα Παπάζογλου-Μανιουδάκη κάνει μία αναδρομή στην ιστορία της Προϊστορικής Συλλογής, της πλουσιότερης και σημαντικότερης παγκοσμίως στο είδος της, από την πρώτη παρουσίαση των θησαυρών του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών το 1877 στην Εθνική Τράπεζα έως τη σύγχρονη επανέκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που εγκαινιάσθηκε στις 24 Ιουνίου του 2004.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Εκδρομή στην Κυλλήνη Δήμητρα Σπηλιοπούλου

Το Κάστρο Χλεμούτσι. Μια εκδρομή στην Κυλλήνη προτείνεται στους αναγνώστες του περιοδικού σε αυτό το τεύχος. Αξιοθέατα: το κάστρο Χλεμούτσι, το σπήλαιο του Ερμή στο όρος Ζήρεια, το Μοναστήρι της Βλαχέρνας, αλλά και τα Λουτρά Κυλλήνης.

Ο «κλειστός» πολεμικός λιμένας της αρχαίας πόλεως Σάμου Αγγελική Σίμωσι

Αναπαράσταση σε κάτοψη της αρχαίας πόλεως Σάμου με τον «κλειστό» πολεμικό λιμένα. Παρουσίαση του "κλειστού" πολεμικού λιμένα της αρχαίας πόλεως της Σάμου, ο οποίος έγινε γνωστός ύστερα από υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες που διενήργησε η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων κατά τα έτη 1988-1993-1994

Αρχαιολογικά Νέα: διαλέξεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Μ. Κορρές (επιμ.), Αττικής οδοί. Αρχαίοι δρόμοι της Αττικής, Μέλισσα, Αθήνα 2009. Διαλέξεις: Διαλέξεις της Β΄ ΕΠΚΑ, Φίλοι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Πρωτοβουλία για την Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Διαλέξεις από την ΕΜΑΕΤ, Αναπαραστάσεις κατοίκων της Βακτριανής, Διαλέξεις στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Συνέδρια: Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας, Ενδύεσθαι, Κυκλοφορία αρχαίων νομισμάτων, Το νόμισμα στην Πελοπόννησο, Images at work. Εκθέσεις: Η αρχαία Ερέτρια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Γνωρίζω το νόμισμα. Βιβλία: Petros G. Themelis, Ancient Eleutherna, Sector I, Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος, Ανθολόγιο Ελληνικής Τυπογραφίας, Μανόλης Κορρές (επιμ.), Αττικής οδοί. Αρχαίοι δρόμοι της Αττικής κ.ά.

Τεύχος 18, Φεβρουάριος 1986 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Βιομηχανική αρχαιολογία Αντρέας Ιωαννίδης

Γκυστάβ Ντορέ, εικονογράφηση από το «Σκασιαρχείο», 1861. Πρόκειται για την αρχαιολογία του χθες, του άμεσου παρελθόντος μας, η έρευνα του οποίου αποτελεί μια μορφή αυτοψυχανάλυσης. Οι ραγδαίες επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης δημιουργούν έναν νέο τύπο ανθρώπου με επίγνωση της απομόνωσης αλλά και της ανεξαρτησίας του. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ατομικότητά του και προσπαθεί να κατοχυρώσει τα δικαιώματά της με τα κοινωνικά και πολιτισμικά κινήματα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Οι μηχανές, παρά την αμφιθυμία που προκαλούν, απελευθερώνουν το άτομο από άλλες εξαρτήσεις. Μια νέα μορφή ανθρώπινης ευαισθησίας γεννιέται με τη βιομηχανική κοινωνία. Τα «βιομηχανικά αποτυπώματα» ερευνώνται επειδή ανήκουν στους παράγοντες που τη δημιούργησαν.

Η βιομηχανική αρχαιολογία στον ελληνικό χώρο: μια πρώτη προσέγγιση Παναγιώτα Καλόγρη, Φωτεινή Μαργαρίτη, Βάσιας Τσοκόπουλος

Μέρος της βιομηχανικής ζώνης του Πειραιά (Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά). Η ιστορική αναδρομή στη βιομηχανία στην Ελλάδα κινείται ανάμεσα στο 1860 και το 1920. Από τον πρώτο της κύκλο που κλείνει μαζί με τον 19ο αιώνα, η ελληνική βιομηχανία προσανατολίζεται στην ελαφρά βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών. Κύριοι βιομηχανικοί κλάδοι είναι οι αλευρόμυλοι, οι βιομηχανίες βάμβακος, η βυρσοδεψία, η μεταλλουργία. Λίγες μονάδες βαριάς βιομηχανίας, κυρίως μηχανουργεία, βρίσκονται στον Πειραιά, την Ερμούπολη, το Βόλο, βιομηχανικά κέντρα μαζί με την Πάτρα, την Καλαμάτα και την Κέρκυρα. Οι περισσότερες βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν περιορισμένα κεφάλαια κίνησης και πενιχρή τραπεζική χρηματοδότηση. Αρκετές πτωχεύουν. Η κυβερνητική πολιτική ακολουθεί τις αρχές του ελεύθερου συναγωνισμού. Οι διαμάχες για τον προστατευτισμό που άρχισαν τη δεκαετία του 1840 κορυφώνονται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Στον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας συμβάλλει η ίδρυση της (γαλλικής) «Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας». Ως το 1915-1920 το σιδηροδρομικό δίκτυο και οι αμαξιτοί δρόμοι έχουν επεκταθεί σημαντικά. Προσαρτήθηκαν νέα βιομηχανικά κέντρα, η Θεσσαλονίκη, η Νάουσα, η Μυτιλήνη. Είναι η μόνη περίοδος (1913-1924) που η ελληνική βιομηχανία διαθέτει αρκετά κεφάλαια. Έτσι αναπτύσσεται το δεύτερο κύμα εκβιομηχάνισης. Η βιομηχανία όμως συγκεντρώνεται στα εδάφη της Παλιάς Ελλάδας. Η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα, αρχίζοντας έναν αιώνα αργότερα από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, επιμηκύνει την έρευνα ως το 1920. Οι εκτεταμένες καταστροφές του αστικού περιβάλλοντος, τα κενά της έρευνας, τα χάσματα των πηγών απαιτούν τη συνεργασία όλων των ειδικοτήτων. Η βιομηχανική αρχαιολογία αναδεικνύει τον κοινωνικό χαρακτήρα των μνημείων. Με ανάλογους προβληματισμούς συστάθηκε η διεπιστημονική «Εταιρεία βιομηχανικής αρχαιολογίας και προστασίας βιομηχανικής κληρονομιάς της Ελλάδας».

Βιομηχανική αρχαιολογία: η άλλη αρχαιολογία Γιώργος Μαχαίρας

Το εργοστάσιο Nelson στην οδό Πειραιώς. «Η βιομηχανική αρχαιολογία είναι ένα πεδίο μελέτης που ενδιαφέρεται για την ανίχνευση, την έρευνα, την καταγραφή και ενδεχομένως τη διατήρηση των βιομηχανικών μνημείων. Εκτός αυτού προσπαθεί να συνδέσει το ενδιαφέρον αυτών των μνημείων στο ιστορικό, κοινωνικό, τεχνολογικό τους πλαίσιο.» Η χρονολογική οριοθέτηση της έρευνας είναι από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η βιομηχανική αρχαιολογία. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το πεδίο έρευνας αρχίζει από την προϊστορία, όταν ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται και επεξεργάζεται πρώτες ύλες για να κατασκευάσει εργαλεία. Άλλοι όμως θεωρούν το βιομηχανικό μνημείο ένα «σημάδι» και, στρέφοντας την προσοχή τους από τα πράγματα στους ανθρώπους, εστιάζουν στη νέα εργασιακή και κοινωνική οργάνωση και στις πόλεις που αυτή η δυναμική μεταμορφώνει. Ένα δεύτερο πρόβλημα αφορά τη θεωρητική και μεθοδολογική πληρότητα αυτού του νέου χώρου έρευνας. Τώρα πια πηγές πληροφοριών θεωρούνται όχι μόνο τα μνημεία αλλά και αρχεία βιομηχανιών, σχέδια, φωτογραφίες, γραπτές ή προφορικές μαρτυρίες. Θεωρείται επίσης δεδομένο ότι το φαινόμενο της εκβιομηχάνισης διαμόρφωσε όχι μόνο κοινωνικές συμπεριφορές και νοοτροπίες αλλά ακόμη και το υποσυνείδητο των ανθρώπων. Οι κλειστές ιεραρχίες που κατακερμάτιζαν το πεδίο της ιστορίας σπάνε, οι χώροι αναζήτησης αποδεικνύονται αλληλένδετοι. Ακόμη ένα ζήτημα αποτελεί η σχέση του αντικειμένου της βιομηχανικής αρχαιολογίας με την πολιτιστική κληρονομιά. Τα πολιτιστικά αγαθά οφείλουν να επαναπροσδιοριστούν για να συμπεριλάβουν την «κουλτούρα του χρήσιμου», την ιστορία των «κατώτερων τάξεων», ένα παρελθόν που είναι ακόμα μέσα μας. Προτείνεται η διεύρυνση του αισθητικού κώδικα στην αισθητική της μηχανής. Τα αντικείμενα της βιομηχανικής αρχαιολογίας που εντάσσονται στην πολιτιστική κληρονομιά είναι: α) τα βιομηχανικά κτίρια, β) οι εργατικές κατοικίες, γ) τα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς, δ) οι μηχανές, τα εργαλεία. Η βιομηχανική αρχαιολογία εγείρει σύνθετα προβλήματα καταγραφής, διατήρησης και χρήσης. Η προστασία των βιομηχανικών μνημείων με την υπάρχουσα νομοθεσία είναι αδύναμη και ανεπαρκής. Η καταγραφή θα πρέπει να αποτελέσει το κατώφλι της έρευνας για τις ιστορικές κοινωνικές ομάδες και για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην πόλη, στους ανθρώπους που έφερε η εκβιομηχάνιση. Η συλλογή και η ταξινόμηση ενός τέτοιου υλικού είναι ήδη έργο τεράστιο. Η αποδοχή μιας πολιτικής της «διατήρησης» δεν εγγυάται ούτε τη σωστή ανάδειξη των μνημείων, ούτε τη σωστή τους επανένταξη, ούτε την εύστοχη επαναχρησιμοποίησή τους. Το μέλλον των βιομηχανικών μνημείων, για κάποιο λόγο, συνδέθηκε άρρηκτα με τους ανεξάντλητους πολιτιστικούς συλλόγους; Ουδείς φαντάζεται να στεγάζονται σε βιομηχανικά μνημεία σχολεία, γυμναστήρια, βιβλιοθήκες.

Γκαζοχώρι: η τελευταία φλόγα Γιώργος Μαχαίρας

Μορφές στην ιστορία των εργαλείων. Ο συγγραφέας υπερασπίζεται την αρχιτεκτονική του ωφέλιμου, την ομορφιά της μηχανής, την απλότητα που συμβαδίζει με την απόλυτη ακρίβεια, τις γεωμετρικές σχέσεις. Το 1856 στον επιχειρηματία Φραγκίσκο Φεράλδη παραχωρείται για 50 χρόνια το αποκλειστικό προνόμιο κατασκευής και εκμετάλλευσης εργοστασίου που θα παράγει γκάζι για το φωτισμό της πόλης. Γύρω στα 1887, και αφού ο Φεράλδης έχει παραχωρήσει όλα τα δικαιώματα σε ανώνυμη γαλλική εταιρεία χωρίς την έγκριση της Κυβέρνησης, τα δικαιώματα αναλαμβάνουν οι κκ. Ζ.Β. Σερπιέρης και Fulon den Vol καταφέρνοντας να παρατείνουν το συμβόλαιο ως το 1938, οπότε η διαχείριση του εργοστασίου περνά στο Δήμο της Αθήνας. Με γαλλική μελέτη, το εργοστάσιο γκαζιού οικοδομείται το 1857 στις παρυφές της πόλης. Η αρχιτεκτονική του τυπολογία προσαρμόζει τους όγκους στην εγκατάσταση των μηχανών και τις ανάγκες του κύκλου παραγωγής χωρίς να παραλείπει κάποιες διακοσμητικές πινελιές στις προσόψεις ή τις μεταλλικές κατασκευές. Η πρώτη φάση κατασκευής (1857-1862) προβλέπει τα απαραίτητα στοιχεία για την έναρξη της παραγωγής σε ελάχιστα επίπεδα. Στη δεύτερη φάση (1896-1914) συντελείται η διεύρυνση του εργοστασίου που αρχίζει να παράγει αέριο όχι μόνο για το φωτισμό της πόλης αλλά και για οικιακή και βιοτεχνική χρήση. Η τρίτη φάση (1952-1960) χαρακτηρίζεται μόνο από την κατασκευή του υδαταερίου και την τακτοποίηση των διαφόρων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Πίσω από έναν ψηλό πέτρινο τοίχο δημιουργείται μια μικρή αυτοδύναμη πολιτεία. Την αίσθηση αυτονομίας φανερώνουν οι προτάσεις που βρέθηκαν ανάμεσα στα σχέδια για την κατασκευή παιδικού σταθμού και καταφύγιου.

Οι πρώτες βιομηχανικές εγκαταστάσεις στην Κεντρική Μακεδονία (19ος-20ός αι.) Γιώργος Παλάσκας

Νάουσα: Το βαμβακοκλωστήριο Λόγγου-Κύρτση-Τουρπάλη. Έτος λειτουργίας 1874. Η βιομηχανική έξαρση (1850-1912) στην Κεντρική Μακεδονία δεν οφείλεται μόνο στην πολλή και φθηνή ενέργεια που πρόσφεραν οι υδατοπτώσεις στις πλαγιές του Βέρμιου. Στα αστικά της κέντρα προϋπήρχε παράδοση κλωστικής και υφαντικής, τα ίχνη της οποίας χάνονται στον 18ο αιώνα. Στην Κεντρική Μακεδονία, το βιομηχανικό κτίριο στην πρώτη του περίοδο ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής με μορφολογικά χαρακτηριστικά που επηρεάζονται από την τοπική λαϊκή αρχιτεκτονική. Κεντροευρωπαϊκά μηχανήματα στα νηματουργεία ή αγγλικά στα υφαντήρια και τα εριουργεία επιβάλλουν αντίστοιχες αρχιτεκτονικές λύσεις. Το βαμβακοκλωστήριο των Λόγγου-Κύρτση-Τουρπάλη στη Νάουσα παρουσιάζει όλες τις φάσεις εξέλιξης. Ο υδρόμυλος είναι κτίσμα προβιομηχανικό, λειτουργεί στα 1850-1860 και συγγενεύει μορφολογικά με τα τοπικά κτίσματα. Το νηματουργείο λειτουργεί το 1874 με αυστριακά μηχανήματα και οι οδοντωτές απολήξεις στις στέγες, που επιβάλλονται για λειτουργικούς λόγους, εισάγουν μια νέα αισθητική. Στο υφαντήριο που λειτουργεί το 1892 διακρίνεται η αισθητική του τέλους του 19ου αιώνα με τα μεγάλα μεταλλικά ανοίγματα και η χρήση νέων υλικών, όπως το σίδηρο και το τούβλο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Νάουσα είναι το πιο οργανωμένο βιομηχανικό κέντρο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η βιομηχανική εξέλιξη μετατοπίζει τις ακίνητες πατριαρχικές κοινωνίες της Βαλκανικής. Δημιουργείται εργατική τάξη που κατεβαίνει σε απεργία το 1905, 1909, 1910, ενόσω οι βιομήχανοι στηρίζουν τον εθνικισμό. Ωστόσο, η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος δημιουργεί προβλήματα στους κεντρομακεδόνες κεφαλαιούχους, που θα επιδεινώνονται ως το 1923. Η φαινομενική ανάπτυξη που ακολούθησε παύει το 1932. Η παγκόσμια κρίση, ο πόλεμος, ο εμφύλιος την κατέστρεψαν προτού αυτή προλάβει να ξεπεράσει την παραδοσιακή διαδικασία παραγωγής.

Εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Έδεσσα Χριστίνα Ζαρκάδα-Πιστιόλη

Έδεσσα. Εριουργείο ΣΕΦΕ.ΚΟ Α.Ε. Άποψη του κλωστηρίου: κλώστριες. Η Έδεσσα ήταν η δεύτερη πόλη στην παραγωγή μεταξιού. Είχε εκκοκιστήρια βάμβακος και εργοστάσια ταπητουργίας που γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση. Τα υδροκίνητα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, σε μεγάλη ακμή κατά το μεσοπόλεμο, ιδρύθηκαν ανάμεσα στο 1874 και το 1912 στις πόλεις του Βερμίου και επωφελήθηκαν από την κινητήρια δύναμη του νερού, τα χαμηλά ημερομίσθια και την πλούσια ντόπια παραγωγή πρώτων υλών. Στην Έδεσσα κάθε εργοστάσιο εκμεταλλεύεται και έναν καταρράκτη. Ο μηχανικός τους εξοπλισμός προέρχεται από την Ευρώπη ενώ η παραγωγή τους καταναλώνεται στην ευρύτατη περιοχή της τότε Ευρωπαϊκής Τουρκίας. 1. Το Νηματουργείο Γρηγορίου Τσίτση και Σία ιδρύθηκε το 1895. Η πρώτη βιομηχανική μονάδα της Έδεσσας εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο νηματουργείο όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ανατολής. 2.«Ένωσις Βιομηχανικών Επιχειρήσεων ΕΣΤΙΑ Α.Ε.» είναι η επωνυμία της επιχείρησης που συνενώνει ένα νηματουργείο και ένα κλωστοϋφαντουργείο που παρήγαγε δίμητο, φανέλα και κάμποτο. 3. Το «Καναβουργείο Α.Ε. Έδεσσα» άρχισε να λειτουργεί το 1913. Ήταν το καλύτερο από τα τέσσερα καναβουργεία της Ελλάδας και παρήγαγε σχοινιά και σπάγκους. Ιστορικό διατηρητέο μνημείο, σώζει ως σήμερα τον αρχικό του εξοπλισμό. 4.Το Καναβουργείο των αδελφών Αποστόλου και Σπυριδωνίδη ουσιαστικά δεν λειτούργησε. Σώζονται μόνο οι εξωτερικοί του τοίχοι από πωρόλιθο. 5.Η Εριοβιομηχανία ΣΕ.ΚΟ Α.Ε. ξεκίνησε ως Εριουργείο των αδελφών Σεφερτζή-Κόκκινου, είχε τον τελειότερο μηχανικό εξοπλισμό από όλα τα εργοστάσια της πόλης και παρήγαγε υφάσματα σκωτσέζικα (κασμίρια). Το 1985 αγοράζεται από τον βιομήχανο Σημαιοφορίδη για να μετατραπεί σε εργοστάσιο έτοιμων ενδυμάτων. Στο πλαίσιο της μετατροπής, ο αρχικός εξοπλισμός πουλήθηκε και 36 αργαλειοί έγιναν παλιοσίδερα.

Η Καβάλα ως καπνούπολη Σαπφώ Αγγελούδη

Δημοτική καπναποθήκη Καβάλας, σπάνιο είδος υψηλής εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής. Από το 1850 η Καβάλα ετοιμάζεται να αναδειχθεί στο μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας καπνού των Βαλκανίων. Την εμπορία διακινούν οι Μπέηδες που αγοράζουν από τους παραγωγούς και συνεργάζονται με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, αντιπρόσωπους των μεγάλων εμπορικών οίκων και των κρατικών μονοπωλίων Γαλλίας και Αυστρίας. Οι περισσότερες καπναποθήκες συγκεντρώνονται στην παραλιακή περιοχή του Αγίου Ιωάννη. Το 1896 γίνεται η πρώτη απεργία, το ημερομίσθιο αυξάνεται. Λίγο μετά την επανάσταση των Νεότουρκων (1908), ιδρύεται το πρώτο καπνεργατικό σωματείο, η «Ευδαιμονία», που πετυχαίνει μείωση του ωραρίου από δώδεκα ώρες σε εννιά και αύξηση του μεροκάματου. Μετά την εκδίωξη του βουλγαρικού στρατού το 1918, η ανάπτυξη της Καβάλας είναι αλματώδης. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία διπλασιάζουν τον πληθυσμό της. Οι εταιρείες καπνού που ξεπερνούν τις 50, διαθέτουν πάνω από 160 καπναποθήκες και απασχολούν 14.000 εργάτες, δηλαδή τους μισούς καπνεργάτες της Ελλάδας. Οι καπνεργάτες οργανώνονται σε δυο σωματεία, την Καπνεργατική Ένωση Καβάλας (ΚΕΚ) και την Πρόοδο. Το 1926, το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών (ΤΑΚ) αποφασίζει την κατοχύρωση του επαγγέλματος των καπνεργατών, την υγειονομική τους περίθαλψη και την επιδότηση των ανέργων. Οι καπνεργάτες έχουν δυο εκπολιτιστικούς συλλόγους, τον «Αισχύλο» και τον «Εργατικό Αστέρα» και εκδίδουν τις σατιρικές εφημερίδες «Κύμα» και «Ζιζάνιο». Η κρίση του 1930 πλήττει την πόλη. Το μεροκάματο μειώνεται στις 27 δρχ. για τις γυναίκες και στις 50 δρχ. για τους άντρες. Το 1933, οι καπνέμποροι εισάγουν την απλή επεξεργασία, την τόγκα, για την οποία οι γυναίκες επαρκούν. Οι άντρες απολύονται. Με πολυήμερες καταλήψεις οι καπνεργάτες πετυχαίνουν ισότιμη συμμετοχή των αντρών στην τόγκα και κατοχύρωση του επαγγέλματός τους. Το 1953, οι καπνέμποροι πετυχαίνουν να ψηφιστεί από τη Βουλή η άρση της κατοχύρωσης του καπνεργατικού επαγγέλματος και η έξοδος των αντρών από αυτό.

Ελλάδα: εκβιομηχάνιση χωρίς επανάσταση Χρήστος Χατζηϊωσήφ

Από το βιβλίο «Η λαϊκή επιγραφή στην Ελλάδα», εκδ. Παπαστράτος ΑΒΕΣ, Αθήνα 1974. Η βιομηχανική επανάσταση, όπως την ορίζει ο E. Hobsbawm, δεν συνέβη ποτέ στην Ελλάδα. Η ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν σήμανε και τη συγκρότηση ενιαίας εθνικής οικονομίας. Την κατάτμηση του οικονομικού χώρου (Αιγαίο, ορεινή Στερεά, Δυτική Ελλάδα) συντηρεί ο ποσοτικά κυρίαρχος γεωργικός τομέας. Η διαθεσιμότητα προσιτής γεωργικής γης συνεπάγεται τη μη διαθεσιμότητα εργατικής δύναμης. Από τη δεκαετία του 1870, η βιομηχανική ανάπτυξη εξαπλώνεται. Πρόσφυγες της Κρητικής Επανάστασης προσφέρουν εργατικά χέρια στη Σύρο και τον Πειραιά. Ωστόσο ο αγροτικός τομέας εξακολουθεί να καθορίζει το ρυθμό προόδου της ελληνικής οικονομίας. Μετά το 1884 νέες βιομηχανίες ιδρύονται και το 1907 οι εργοστασιάρχες συνασπίζονται στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών. Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων αρχίζει η δεύτερη φάση της εκβιομηχάνισης. Με την εδαφική του επέκταση, το ελληνικό κράτος ενσωματώνει την κλωστοϋφαντουργία της Βέροιας και της Νάουσας και τον βιομηχανικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης, όλα με μακρά παράδοση ανύπαρκτη στην Παλιά Ελλάδα. Η συρροή των προσφύγων του 1922 αυξάνοντας την προσφορά μεταβάλλει υπέρ των βιομηχάνων τις συνθήκες στην αγορά εργασίας. Στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αποκρυσταλλώνονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες που προκαλούν την παρέμβαση των τραπεζών και του κράτους. Το σύνολο του βιομηχανικού τομέα εξαρτάται από την απρόσκοπτη εισαγωγή από το εξωτερικό του μηχανικού εξοπλισμού και των βασικών πρώτων υλών. Με την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, η εξάρτηση αυτή διευρύνει το άνοιγμα του εμπορικού ισοζυγίου με το εξωτερικό. Η κυβερνητική παρέμβαση εκδηλώνεται μόνο υπέρ λίγων μεγάλων επιχειρήσεων συμβαδίζοντας με την τραπεζική χρηματοδότηση που ευνοεί τη «συγκεντρωποίηση» του κεφαλαίου. Το 1940 δέκα μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις απορροφούν το 90% των πιστώσεων της Εθνικής Τράπεζας. Παράδειγμα κρατικού παρεμβατισμού είναι η κρατική πολιτική για το βαμβάκι μετά την ίδρυση το 1930 του Οργανισμού Βάμβακος. Στη δεύτερη φάση της επιτάχυνσης της εκβιομηχάνισης, ανάμεσα στους Βαλκανικούς και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διατυπώνονται επιτέλους προτάσεις για τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας. Η καταστροφή που φέρνει ο εμφύλιος καταδικάζει τα πιο ριζοσπαστικά σχέδια, όπως τη «σύμβαση του Αχελώου». Γύρω στα 1955-1962, ένα εργατικό δυναμικό που δεν μπορεί να απορροφηθεί μεταναστεύει. Η τρίτη φάση της επιτάχυνσης της ελληνικής εκβιομηχάνισης διαρκεί από το 1962 ως το 1973. Στις συνθήκες που την επέτρεψαν ανήκουν τα εισοδήματα του τριτογενούς τομέα (ναυτιλία, τουρισμός) και τα εμβάσματα των μεταναστών. Για πρώτη φορά η συμβολή της βιομηχανίας στη σύνθεση του εγχώριου προϊόντος και των εξαγωγών ξεπερνάει το μερίδιο του αγροτικού τομέα. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας όμως παραμένουν. Η παθολογική εξάρτηση της βιομηχανίας από το τραπεζιτικό κεφάλαιο και την κρατική παρέμβαση εξακολουθεί να υφίσταται.

Δύο εργοστάσια των αρχών του αιώνα στη Xαλκίδα Γιούλη Βελισσαροπούλου

Το οινοποιείο «Αρέθουσα». Προσεγμένη λιθοδομή και πρόσθετα διακοσμητικά στοιχεία. Κοντά στη Χαλκίδα, στην περιοχή Άγιος Στέφανος, σώζονται δύο εργοστάσια των αρχών του 20ού αιώνα. Το εγκαταλελειμμένο ποτοποιείο «Αρέθουσα» εντυπωσιάζει με την αρχιτεκτονική και το προσεγμένο κτίσιμο. Οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες στο εργοστάσιο πυρηνελαίου και σαπωνοποιίας μάλλον οφείλονται στους ηπειρώτες τεχνίτες που συμμετείχαν στην ανέγερσή του. Αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή εντοιχίστηκαν στο κτίριο. Οι ιδρυτές Κιαπέκος και Καράκωστας προχώρησαν στην παραγωγή πράσινου σαπουνιού με σήμα τη Μέλισσα. Εξαγωγές πυρηνελαίου γίνονταν και στο εξωτερικό. Γύρω στο 1930 άρχισαν να κατασκευάζονται διακοσμημένες πλάκες δαπέδου. Στη διάρκεια της Κατοχής το εργοστάσιο σταμάτησε να λειτουργεί. Σήμερα οι δραστηριότητές του έχουν περιοριστεί στην παραγωγή πυρηνελαίου.

Άλλα θέματα: Η Πάτρα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Οι ατσάλινες γραμμές του τραίνου συνδέουν Ανατολή και Δύση. Στη Διεθνή Έκθεση Παρισίων του 1900, η Πάτρα απέσπασε δεκαοκτώ βραβεία, άλλα για βιομηχανίες ποτών και άλλα για τις σταφίδες, το κύριο εξαγωγικό της προϊόν. Με «σύγχρονη» τεχνολογία λειτουργούσαν η μεγαλύτερη χαρτοβιομηχανία της εποχής, κλωστήρια, αλευρόμυλοι, «ατμοκίνητο» εργοστάσιο κηροπλαστικής και ζαχαροπλαστικής κ.ά. Η τεχνολογική πρόοδος του 18ου αιώνα εκτινάσσει τη βιομηχανία. Η άνοδός της αντανακλά στα μέσα συγκοινωνίας και επικοινωνίας. Ο τηλέγραφος συνδέει μακρινές πόλεις (1858). Πρώτη τηλεφωνική συνδιάλεξη από τον Μπελλ (1876). Το κυλινδρικό περιστρεφόμενο πιεστήριο επιτρέπει την κυκλοφορία εφημερίδων (1866) που θα τελειοποιηθεί με την εφεύρεση της λινοτυπίας (1884-1886).

Η διαφορά των κνημίδων που βρέθηκαν στο βασιλικό τάφο της Bεργίνας και η χωλότητα του Φιλίππου Γιώργος Δελίδης

Οι δυο ανόμοιες κνημίδες από τον Βασιλικό τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα. Αν και παραδίδεται ότι ο βασιλιάς ήταν χωλός από βαρύ τραυματισμό στο μηρό, ο Μανόλης Ανδρόνικος απέδωσε στον Φίλιππο τον βασιλικό τάφο της Βεργίνας χωρίς να στηριχτεί στη διαφορά ύψους των δύο κνημίδων (3,5 εκ.). Βέβαια, τα οστά κνήμης και μηρού που βρέθηκαν στον τάφο δεν εμφανίζουν διαφορά ως προς το μήκος τους. Τίθεται όμως το ερώτημα: πώς ο τραυματισμός ενός ενήλικα στο μηρό μπορεί να προκαλέσει βράχυνση της κνήμης χωρίς αντίστοιχη βράχυνση των οστών; Η μόνη περίπτωση, αποφαίνεται ο συγγραφέας, καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής, είναι μια οπίσθια απεξάρθρωση του γόνατος που μπορεί να βραχύνει την κνήμη έως και 6 εκ.

Εντοπισμός προϊστορικών λατομείων Εύη Σαραντέα-Mίχα

Αδοκάνα από τη Μήλο, γεωργικό εργαλείο με λεπίδες από πυριτόλιθο. Σε τρεις γειτονικές περιοχές της Κεντρικής Εύβοιας, στην περιοχή Φανερωμένης της Νέας Αρτάκης, στο Βολέρι και στον Εφτακόνακα Μακρυκάπας, ανακαλύφθηκε πλήθος προϊστορικών εργαλείων από πυριτόλιθο. Το γεγονός ότι και οι τρεις αυτές λατομειακές θέσεις είχαν χρησιμοποιηθεί και ως τόποι διαμονής μαρτυρεί ότι τους πληθυσμούς προσήλκυσαν η καλή ποιότητα του πυριτόλιθου και τα άφθονα κοιτάσματά του. Η χρήση εργαλείων από σκληρά πετρώματα και ορυκτά στους προϊστορικούς χρόνους, οψιδιανό, πυριτόλιθο, χαλαζία, χαλκηδόνιο κ.ά., υποδεικνύει ότι στις πηγές αυτών των υλικών μπορεί να ανιχνευτεί η απώτερη Προϊστορία μας.

«Ο Θερισμός» του Kωνσταντίνου Παρθένη. Συντήρηση και αποκατάσταση του καμένου έργου Μιχάλης Δουλγερίδης

Ο «θερισμός» του Κ. Παρθένη στην έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης. Το 1980 καταστράφηκαν, από πυρκαγιά, πολλά έργα του Κ. Παρθένη (1878-1967). Τρεις μισοκαμένοι πίνακες, ανάμεσά τους και «Ο θερισμός» (διαστάσεων 1,66x1,56 μ.), μεταφέρθηκαν στο Εργαστήριο Συντήρησης της Εθνικής Πινακοθήκης. Ο συγγραφέας περιγράφει διεξοδικά τις μεθόδους και τα πολλά και πολύπλοκα στάδια της αποκατάστασης του πίνακα. Στο τελευταίο στάδιο της αποκατάστασης το ζήτημα ήταν η επέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα στην αισθητική μορφή του έργου τέχνης για τη μέλλουσα βιωσιμότητά του. Οι ειδικοί ονομάζουν την υλική και αισθητική φθορά που προκαλεί σε ένα έργο τέχνης ο χρόνος «έλλειψη». Αντίθετα, οι φθορές και καταστροφές που προκάλεσαν βίαια γεγονότα ονομάζονται «απώλειες» της αισθητικής μορφής της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στον «Θερισμό» έπρεπε να αποκατασταθεί η διαταραγμένη αισθητική του. Για την αντιμετώπιση της «απώλειας» χρησιμοποιήθηκε η χρωματική επιλογή που στηρίχτηκε στη θεωρία του δρα Ουμπέρτο Μπαλντίνι και που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην αισθητικομορφική αποκατάσταση της «Σταύρωσης» του Τσιμαμπούε στην εκκλησία Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας. Εκ των υστέρων, επικράτησε άλλη πρόταση: αφαιρέθηκε η χρωματική επιλογή, ξηλώθηκε το στοκάρισμα και έμεινε μόνο η λινάτσα. Η ψυχρή αισθητική που δημιουργήθηκε κατευθύνει το βλέμμα στα ακρωτηριασμένα κομμάτια προκαλώντας λύπη και απογοήτευση αντί για αισθητική χαρά.

Η πύλη του Ηρώδη του Αττικού στο Μαραθώνα Φωτίου K.Φ.

Αναπαραστάσεις της πύλης του Ηρώδη του Αττικού κατά Lebas και Mallwitz αντίστοιχα. Παρόμοια σε διαστάσεις και μορφή με την πύλη του Αδριανού ήταν η μνημειακή αψίδα-πύλη του Ηρώδη του Αττικού στο Μαραθώνα. Μόνο λείψανά της σώζονται σήμερα. Τρεις επιγραφές έχουν βρεθεί στα λείψανα αυτά. Οι δύο ορίζουν το χώρο που ανήκει στον Ηρώδη και τη Ρήγιλλα, ενώ η τρίτη αναφέρεται στη νέα πόλη του Μαραθώνα που πήρε το όνομα της Ρήγιλλας. Οι τελευταίες μελέτες τοποθετούν τον αρχαίο δήμο του Μαραθώνα στα οροπέδια της Σταμάτας, πάνω από το Βρανά. Γίνεται επομένως αποδεκτό ότι ο τύμβος δεν έχει σχέση με τη μάχη του Μαραθώνα που δεν μπορεί παρά να έγινε στο στενό της Αυλώνας.

Βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα Επαμεινώνδας Βρανόπουλος

Επιγραφή της βιβλιοθήκης του Πανταίνου με οδηγίες για τους χρήστες. Οι επιγραφικές πηγές για τις βιβλιοθήκες δεν μας πληροφορούν για τίποτα πέρα από την ύπαρξή τους. Η πρώτη βιβλιοθήκη της Αθήνας από τους χρόνους του Πεισίστρατου, λεηλατήθηκε το 480 π.Χ. από τον Ξέρξη που πήρε τα συγγράμματά της στην Περσία. Ο Σέλευκος ο Νικάνωρ τα βρήκε και τα επέστρεψε στην Αθήνα. Ονομαστή ήταν η βιβλιοθήκη του Δημήτριου του Φαληρέα, πολυτελής και επιβλητική εκείνη του Αδριανού. Στο χώρο της Αγοράς υπήρχε η βιβλιοθήκη του Πανταίνου. Επιγραφές αναφέρουν τη βιβλιοθήκη «εν Πτολεμαίω» και άλλη στον Πειραιά. Βιβλιοθήκες υπήρχαν στους Δελφούς, την Επίδαυρο, τη Δήλο και στα νησιά Σάμος, Ρόδος, Κως, Κρήτη και Κύπρος. Επίσης στη Σπάρτη, τη Μεσσηνία και την Πάτρα. Στην Πέλλα και την πόλη των Φιλίππων. Η βιβλιοθήκη της Περιπατητικής Σχολής γνώρισε περιπέτειες. Ιδιωτικές βιβλιοθήκες γνωρίζουμε πως είχαν ο Ευριπίδης, ο φιλόσοφος Μενέδημος και κάποιος Θράσυλλος. Τα γραπτά κείμενα των αρχαίων δεν ήταν όλα χαραγμένα σε μάρμαρο ή γραμμένα σε παπύρους και περγαμηνές. Οι νόμοι του Σόλωνα είχαν γραφεί είτε στους «άξονες» ή στις «κύρβεις». Αναφέρονται χρυσά ελάσματα, πλάκες πήλινες, μολύβδινες, χάλκινες, δέρματα, θαλασσινά όστρακα, οστά, σύγγραμμα με μορφή μεταλλικού ειλητάριου. Καθαρά ελληνική επινόηση θεωρούνται οι ξύλινες πινακίδες με επάλειψη κεριού που επέτρεπαν τη συνεχή επανεγγραφή κειμένων μετά την απόσβεσή τους. Τα πρώτα συγγράμματα βιβλιοθηκονομίας έγραψε ο Αρτέμων από την Κασσάνδρεια: το Περί βιβλίων συναγωγής και το Περί βιβλίων χρήσεως. Οι βιβλιοθηκάριοι ονομάζονταν «γραμματείς» και «επιμελητές των βιβλιοφυλακίων».

Υποβρύχια πόλη της Β΄ χιλιετίας π.Χ. στις ακτές της NA. Πελοποννήσου Επαμεινώνδας Βρανόπουλος

Πλακόστρωτος δρόμος της μυκηναϊκής πόλης στο βυθό της περιοχής Ελαφονήσου (υποβρύχια φωτογραφία). Πού είναι τα λιμάνια της θαλασσοκράτειρας Κρήτης, των Μυκηναίων που εκστρατεύσανε στην Κολχίδα και την Τροία; Τέτοια ερωτήματα ώθησαν τον ερευνητή βυθισμένων πόλεων N. Flemming να συνεργαστεί με τον αρχαιολόγο Dick Simpson και τον καθηγητή Chuck Higgins. Ξεκινώντας από την πληροφορία του Παυσανία ότι η Ελαφόνησος ήταν χερσόνησος, οργανώθηκε υποβρύχια έρευνα στη ΝΑ. Πελοπόννησο από το Πανεπιστήμιο του Cambridge με τη συνεργασία της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Αποκαλύφθηκαν ερείπια του μεγαλύτερου μυκηναϊκού οικισμού που έχει επισημανθεί ως σήμερα. Ανάμεσά τους βρέθηκαν και 37 κιβωτιόσχημοι τάφοι, περίκλειστοι με πλάκες. Πρόκειται για τάφους της Μεσοελλαδικής περιόδου (1900-1600 π.Χ.).

Κανιβαλισμός και αρχαιολογία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Χιμπατζής, συγγενής του ανθρώπου. Είναι η ανθρωποφαγία των Σκυθών υπερβολή του Ηρόδοτου; Ο «κανιβαλισμός» (από το Καρίβ ή Καρίραλ, όπως ονομάζονταν οι Ινδοί της Καραϊβικής) εξάπτει την ανθρώπινη φαντασία τον 15ο αιώνα των εξερευνήσεων. Δύο λόγοι θα αιτιολογούσαν την ανθρωποφαγία στους προϊστορικούς χρόνους: ο ένας είναι τροφικός, ο άλλος θρησκευτικός-τελετουργικός. Τα αρχαιολογικά λείψανα είναι ανεπαρκή για να προσφέρουν αποδείξεις. Και ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να αποδεχθεί πως οι προπάτορές του ήταν ανθρωποφάγοι. Ωστόσο οι βιολόγοι απέδειξαν τη στενή σχέση χιμπατζήδων και ανθρώπων. Ο «κανιβαλισμός» που παρατηρήθηκε στους πιθήκους του Εθνικού Πάρκου της Τανζανίας αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο για παρόμοια συμπεριφορά στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο μυκηναϊκός οικισμός στη Χαλανδρίτσα. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στην πόλη της Δράμας βρέθηκε μακεδονικός καμαροσκεπής τάφος με τοιχογραφίες και κτερίσματα - Μεγάλο τμήμα του τείχους των πρώιμων κλασικών χρόνων βρέθηκε στην πόλη της Αίγινας - Σώθηκε το παλιό αντλιοστάσιο της Εταιρείας Υδάτων στη Θεσσαλονίκη που είχε οικοδομηθεί γύρω στο 1880 - Μυκηναϊκός οικισμός του 1200 π.Χ. ανακαλύφθηκε έξω από την Πάτρα, στη Χαλανδρίτσα - Τα αρχαιότερα υπόγεια ορυχεία της Ευρώπης εντοπίστηκαν στην περιοχή Τσίνες της Θάσου

Συνέδρια

Από τις 25-31 Μαΐου 1986, πραγματοποιείται στην Αθήνα το ΙΗ΄ Διεθνές Παπυρολογικό Συνέδριο - Σειρά διαλέξεων για τα «Νομικά κείμενα του ελληνιστικού κόσμου» διοργανώνει το Ινστιτούτο Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (28 Φεβρ.-15 Μαΐου 1986) - Στο πλαίσιο Διεθνούς Συνάντησης στη Γαλλία (Νανσύ, 12-14 Νοεμβρίου 1985), τα ιστορικά κέντρα της Ρώμης, του Άργους και του Ωτέν λειτούργησαν ως παραδείγματα ένταξης της πολιτιστικής κληρονομιάς στις σύγχρονες πόλεις

Μουσεία

Εγκαινιάστηκε πρόσφατα το Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης που στεγάζει τη συλλογή της Ντόλλυ Γουλανδρή και του συζύγου της

Εκθέσεις

Μεγάλη έκθεση με τίτλο «Δυτική Εκκλησιαστική Τέχνη από το θησαυρό του καθεδρικού ναού του Αγίου Νικολάου στο Fribourg» της Ελβετίας οργανώθηκε στο Μουσείο Μπενάκη (27 Ιαν.-10 Μαΐου) - Το Μουσείο Μπενάκη και η Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου προετοιμάζουν μεγάλη έκθεση για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Ελευθέριου Βενιζέλου - Στην παρισινή Σχολή Καλών Τεχνών, στο πλαίσιο του «έτους Ινδίας» οργανώθηκε έκθεση για την ινδική αρχιτεκτονική (26 Νοεμ. 1985-19 Ιαν. 1986)

Βιβλία

Douglas MacDowel, Το Δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, Παπαδήμα, Αθήνα 1986 - Αφροδίτη Κούρια, Το παιδί στη νεοελληνική τέχνη (1833-1922). Εικόνες, αντιλήψεις, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1985 - Α. Κουμαριανού (επιμ.), Τόπος και Εικόνα, Ολκός, Αθήνα 1985 - Jean-Pierre Vernant, La mort dans les yeux, Hachette, Paris 1985 - R.L. Hunter,New Comedy of Greece and Rome, Cambridge Univ. Press, Cambridge 1985 - Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, «Ερμής», Αθήνα 1985

Νεοελληνικές βαρβαρότητες

Ο κύριος Ν. Βασιλείου επισημαίνει τον κίνδυνο να καταστραφεί, αν δεν επέμβει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, τοίχος από πελεκητές πέτρες που ο ίδιος επεσήμανε ανάμεσα στο Σούνιο και το Λαύριο - Ο κύριος Δ. Αμηρίδης περιγράφει «μια στραντζαριστή λαμαρινοκατασκευή με plexiglass» που περιβάλλει πλέον τον λιτό μαρμάρινο σταυρό στην πρόσοψη της Εκατονταπυλιανής της Πάρου

English summaries: The Industrial Revolution in Greece Christos Hadjiiosif

The study of the phenomenon in Greece faces the basic obstacle that the industrial revolution in the form it took in Europe never existed here. We never had a continuous and sufficient process of economic growth based on a successive social transformation and on a consistent technological revolution in the industrial sector. The industrialization of Greek economy took place in three independent phases none of which released an impetus that would make possible the channeling of the entire economy towards a consistent and self-feeding growth. The first phase of acceleration and generalization of the industrial phenomenon covers the decade of 1870. The conditions for the appearance of the second phase of industrialization reach maturity only after the Balkan wars, therefore this phase is placed in the interval between the two World Wars and presents two temporary crises in the 1920s and 1930s. Then for the first time it is realized that industry can not only survive in Greece but can also play an important role in the growth of Greek economy, a fact that was until then questioned. Finally, the third phase of acceleration of the Greek industrialization commences in 1962-63 and lasts until 1973.

Kavala as a tobacco city Sapfo Angeloudi

The manufacturing and trade of tobacco begins in Kavala many years before the Greek War of Independence of 1821. In the middle of the 19th century the four to five thousand Greek, Turkish and Jewish inhabitants of the city are still confined by the wall of the Panagia peninsula. The appoximately one hundred Christian families are organized in the Greek-Orthodox community of Kavala and work in the tobacco and cotton trade. With the passage of time steamboats coming in to the city's natural harbour increase the population of merchants. Soon, the Christians face a serious problem as regards their own housing and also the housing of their tobacco enterprises since all buildings belong to Turks. By the end of the 19th century the five Christian quarters have already been formed. Tobacco warehouses are located in all quarters. However, most of them are installed and organized along the coastal area so that tobacco transportation from the shore to the steam boats is facilitated. From the late 19th century a maritime array of tobacco warehouses has already formed. The tobacco warehouses of this period are much larger than the older ones. They are built of stone and wood as their predecessors, but they are covered now by two or more wooden roofs. The great number of symmetrical openings and the gables of the roofs on which are often opened rectangular or round skylights are typical features of their architecture. Many windows also pierce the lateral sides of these edifices. Balconies are a rarity. Decorative bands define the storeys and emphasize the horizontal axis. Their style is popular-Neoclassical, a few examples of eclesticism exist, while rarely some of them can be attributed to the German Neoclassicism. The interior of these buildings is uniform. In their first floors the raw tobacco is stored. The spacious areas for the manufacturing done both by men and women are located in the, well lit by daylight, upper floors. A few years after the revolution of the Neo-Turks (1908) the institution in Kavala of the first union of tobacco workers under the apellation "Ευδαιμονία" (=Bliss) is permitted. The union soon succeeds in reducing to nine the original twelve working hours and in increasing wages, while at the same time it secretly supports the Macedonian strife. But in 1923 Kavala's prosperity is threatened along with the rest of Greece through the Asia Minor disaster. In 1926 the State Bureau for the protection of the Greek tobacco is founded and is installed in Kavala. In the same year the Insurance Fund of the tobacco workers is also instituted in Thessaloniki and the consolidation of of tobacco workers's jobs, allowances for the unemployed and health insurance are decided. In 1933 the tobacco merchants in their effort to reduce the cost of manufacturing introduce the "τόγκα", (tonga), simple and fast manufacturing that can be done equally well by women; they are paid less than the men who are seen as uneccessary and are fired. In the 1940 war against fascism the tobacco workers fight by the side of their compatriots. In the Easter of 1941 the German army enters the city. In the end of May of the same year the city is surrendered to the Bulgarians and suffers untold hardships. On September 12th, 1944 the city is liberated by the forces of the ΕΛΑΣ {= Greek Liberation Army). Civil war and dissension start. Soon after the end of the great adventure the tobacco workers demand wage increases according to the price index and unemployment allowances. On 25-3-1953 the Parliament votes for the removal of the tobacco workers' consolidation of occupation and for the voluntary retirement of the workers. Only a few of the thousand tobacco workers of Greece received a miserable compensation. The abandoned warehouses follow the fate of the occupation. Year after year, as their preservation is not legislated, increased building activity and land speculation uproot the old physiognomy of the city, eliminating its features one by one. It is a sad fact that Kavala, which has not as yet been granted a tobacco museum, remains a tobacco city only in old photographs of the city.

The difference in the greaves found in the Royal Tomb of Vergina and the lameness of Philip II Giorgos Delidis

It is well documented that Philip II of Macedonia was severely wounded in the thigh during an attack on the Triballoi in 339 BC and since then was lame. In the Royal tomb at Vergina the pair of gilded greaves found showed differences in size (the left 3,5 shorter}. A shortness of leg cannot be easily explained by a thigh injury and professor Manolis Andronikos proved that the tomb belonged to Philip without using as evidence the difference in length of greaves in relation to the lameness of the King. It is suggested that an injury in the thigh may result in a posterior dislocation of the knee, which consequently results in a shortness of the leg without any direct wound of the latter. This produces a limp but the patient may walk and work without the help of a stick.

Greek industrial archaeology Panagiota Kalogri, Fotini Margariti, Vasias Tsokopoulos

First approach. Industry being the trade mark of our time and a basic factor for economic growth has become a major problem to contemporary countries. However, industry is also a historic phenomenon. From James Watt's invention until today industry has been discovered three times. First, by the middle class of entrepreneurs as a medium of financial and social supremacy secondly, by artists as an instrument of aesthetic renovation and social criticism and a third time, recently, by science as a vehicle for preserving memory. Greek industry: 1860-1920. The birth of Greek Industry could be placed back in the 1860s and in the early 1870s when the steam wheat mills and the yarn mills start to be installed and multiply, the Hermopolis tanneries on Syros island are organised and the first mines begin to operate. This first cycle of industrial development lasts up to almost the last decade of the 19th century. In 1921 Roussopoulos gives a concise account of Greek industry and handicrafts: "There have been and there are still many politicians and experts who believe that Greece is mainly an agricultural and secondarily a commercial country; therefore it cannot and should not develop industry. The annexation of new lands in the first twenty years of the 20th century (Crete, Macedonia, Epirus, Aegean islands) added new important industrial centres (Thessaloniki, Naoussa, Mytilini), while at the same time the population increased and the market was expanded. However, the industrial concentration in the area of the so-called old Greece - as distinguished from the new lands - is clear since it represents the 72% of medium-sized and 67% of the large industries. Industrial heritage as a field of science. So far, the evolution of Greek industry outlined above, expresses a continuity of industry particular to Greece, which we should reconstruct on the basis of all kinds of evidence in our possesion; factories or industrial zones, workers' dwellings, railroads, town infrastructure. Also we have to take into account all the individual elements of the aforementioned evidence, i.e., the individual machine or tool. The wide space between the large and the small scale in Greece could be covered by the systematic and thorough research of industrial archaeology. The achievements of the scientific-technical revolution and of cybernetics in particular would allow us to build up evidence of material belonging to the field of heritage. Understanding this material is a task of historic significance for the public and especially for the new generation, as it permits definition of our past identity.

Industrial archaeology. Another kind of archaeology Giorgos Machairas

The industrial society was developed after a certain industrial model. Industry and whatever it entails in tools, machines and structures comprise as a whole a "historical base". Industrialization has had an immense effect on the collective intellectual structure of man, on his social behaviour, his mentality and subconscious, on the history, that is, of the human race. The problems created by industrialization can probably be solved by the recent theoretical and methodological approach that considers society to be a derivative of multiple and complex factors of relative value. This article refers to the relationship between industrial archaeology and the cultural tradition of a place. Industrial archaeology proposes to include the aesthetics of the machine within an aesthetic code. It proposes, that is to say, the aesthetics of the industrial landscape. Subjects of industrial archaeology are: a) industrial buildings b) workers' dwellings c) mass media of communication and transportation d) machines and tools

Gazochori, the last flame Giorgos Machairas

On an economic level the city of Athens, by the time it became the capital of Greece showed a centrifugal tendency which created two vital productive nuclei, that of Piraeus and of Lavrio. During the first phase of Otto's reign Athens is connected to Piraeus and Lavrio through a railway. The first town-plan is designed, the limits of the archaeological zone are set; however, Athens will never succeed in fully materializing any developmental project. The triangle of the town-plan is created. Its third peak points to the centre of an industrial sector that is just being assembled. One of the first factories of Athens,that of gas, will be erected there. The production of gas starts in 1862 and is adequate to illuminate only one section of the city. Ten years later, Ph. Pheraldis, to whom the factory was granted by a royal decree, yields all his rights to a limited French company. For many years the various representatives of the municipality had to fight against the managers of the factory. In 1938 its management is directly passed over to the municipality of Athens as a result of the refusal of the French company to renew its contract. The history of the factory as well as its construction and equipment in themselves are very important. The final intervention in the gas factory should be such as to function as a starting point and a challenge for the beginning of an open scientific debate on the study and rescue of the industrial heritage of the country.

The first industrial installations in central Macedonia (19th-20th century) Yorgos Palaskas

In the second half of the 19th century, while the South of England, Ruhr in Germany and Creusot in France were dynamically entering the third phase of the Industrial Revolution, prerequisites for an industrial development were being created in Central Macedonia. The industrial development in this area from 1850 to 1912 was not accidental. In the urban Centres of Macedonia there already existed a long tradition of yarn-spinning and weaving distributed in small units whose origins went back to the 19th and 18th century. The use of mechanical media for the increase of production created the necessity for much and inexpensive energy. The natural waterfalls of the towns Naoussa, Veroia and Edessa opened possibilities for the exploitation of this power. From 1850 on the penetration of foreign capital into the Ottoman Empire starts. A series of banks open in Thessaloniki. The evolution of industrial buildings. Industrial structures are the final product of a complex evolutionary process, built at a low cost with functionality asa priority. The size and the use of repeated constructional and stylistic elements are typical features that distinguish them from other buildings. The effect on the area. The Industrial Revolution in the area of Macedonia has to be considered as the primary factor for the creation and development of a new social model. The motionless paternalistic societies of the Balkans start to be transformed. The new ideas already circulating in Europe penetrate the area. The awakening of the social consciousness of the working classes takes place mainly in the major Macedonian area. Thus, in 1905 the weavers of Macedonia go on strike. A superficial development after 1924 that is also accompanied by the renewal of factory machinery ends in 1932. The world economic crisis, the Second World War and the Greek Civil War give the final blow to the industry of the area. Thus, the industrial spring in the area of Central Macedonia that started in the 19th century and expanded into the early 20th century never reached its climax.

Localisation of prehistoric quarries Evi Sarantea Mikha

During the years 1977 to 1978, prehistoric working and living sites were discovered at the Faneromeni area of Nea Artaki village (central Euboea). Sites are found near or on the rich flint surface layer. These sites can be attributed to Lower, Middle, Upper Palaeolithic and Mesolithic times. One kilometer north of Faneromeni, at Voleri area, many Palaeolithic and Mesolithic sites were discovered, also on another rich flint surface layer. In the limestone area that lies between those two prehistoric sites, very few lithic tools have been found. The good quality of flint should have been the main reason in attracting people to Nea Artaki territory. Having this in mind we tried to confirm it by searching another flint layer is Central Euboea. Thus we found (1979) one more flint working and living site located about fifteen kilometer north of Nea Artaki at Eftakonaka in Makrikapa village. We can conclude, that places where hard rich layers of stone exist, offer to searchers the possibility to find lithic artifacts or other remains of prehistoric working sites

Libraries in ancient Greece Epameinondas A. Vranopoulos

In ancient Greece, a country where science and philosophy were born, art reached its climax, theatre functioned as a school for people of all ages, it was natural that libraries should not only exist but also be very popular. All relevant information concerning this subject derives mainly from epigraphic sources, since ancient writers only sporadically refer to it. Several libraries existed in Athens. One according to Polybius the Eldest, dated to the years of Peisistratus, was transferred to Persia when Xerxes invaded Athens, while another one was that of Demetrius Phalereus. Pausanias gives an account of the rich library of Hadrian (132 AD), while the library of Pantainos (100 AD) is known to us from two inscriptions, the one also mentioning a library located in Piraeus. A library also existed in the Gymnasium of Ptolemy (181-145 BC). A number of libraries were located in various other religious and cultural centres besides Athens, such as Delphi, Epidaurus, where the library was dedicated to Asclepius, Delos, comprising the works of the poet Alcaeus, as well as on famous historic islands, such as Samos, Rhodes, Kos, Crete, Cyprus. Outside metropolitan Greece the libraries of Pergamon, Ephesus, Miletus, Halicarnassus, etc.. became especially renowned.

Textile factories in Edessa Christina Zarkada-Pistioli

The industrial produce of Northern Greece in the late 19th century was primitive. The national industry which was left unprotected by the Turkish government was soon flooded by Western industrial products that displaced local production and destroyed mountain handicraft centres.Cities quickly developed, functioning as agencies for the distribution of foreign products. The “privileges” and especially the Hatti-Hymayn (equal rights to Christians and Muslims) facilitated the accumulation of capital. In the cities the prevailing Greek and Jewish population were occupied with commerce and bank activities while at the same time trying to create a local and somehow integrated industrial production. The water-driven textile factories were part of this pursuit. They were founded in 1874-1912 by Greek businessmen from Naoussa in Central Macedonia and in the cities of Mount Vermion: Edessa, Naoussa and Veroia in particular. The successful organization of these factories was based on various factors such as exploitation of water, low wages, the rich local production of raw materials and last, but not least the fact that the textile industry did not demand any special technical education while a rich experience of home handicraft, producing thick woollen textiles, already preexisted. The textile industries in Edessa mirror industrial activity in the other cities of Vermion. Edessa (Vodena) during the period of Turkish occupation was at its prime functioning as a commercial and handicraft Centre. The first factories were built close to the area of the falls since the Turkish government would not allow the production and transfer of electricity away from the falls. The original machinery of the factories came from England. The production peak of these factories took place in the interval between the two World Wars. In 1954 the hydroelectric factory of the Public Enterprise of Electricity was installed near the river Agras, outside Edessa. Factories sold their rights over the water, therefore thus losing the possibility of free motion. Meanwhile the shareholders, descendants of the original owners, increased and this factor worsened the problems of the factories' operation that urgently needed modernization in order to compete with the factories of Thessaloniki, Athens and Piraeus. As a result of these unhappy circumstances the factories started to decline and they finally, one by one, closed down from 1962 on. The textile factories in Edessa are: 1. Yarn factory of Gr. Tsitsis and Co (1895). 2. Factories “Εστία A.E.”, “Κάτω Εστία” (spinning mill, 1907), “Άνω Εστία” (spinning-weaving mill, 1926). 3. “Κανναβουργείο Α.Ε. Έδεσσα” (1908-1909). 4. Wool factory ΣΕΦΕ.ΚΟ A.E. (1929-1930) etc. Many silk factories also existed, like that of Apostolidis, Jatsos, Pigas, Outas and Themelis Bros., etc., almost none of which has survived. The carpet factories were exceptionally successful founded by Greek refugees from Turkey like the brothers Kotzaivazoglou, Agapaloglou, Kokkinidies and others. Finally, quite productive were the cotton gin factories of Outa Bros, and J. Aslanoglou.

A sunken city of the second millennium BC on the coast of the southeastern Peloponnese Epameinondas A. Vranopoulos

What became of the ports of call visited by the Cretan rulers of the waves? From where did Mycenaean ships set sail for Colchis and Troy? It was questions such as these that encouraged N. Flemming , explorer of sunken cities, to go to work with the archaeologist Dick Simpson and professor Chuck Higgins. Starting from the information in Pausanias that Elafonisos was a peninsular in antiquity, an underwater exploration was organized by a team from Cambridge University and the British School of Archaeology. Ruins of the greatest Mycenaean settlement ever found till now were brought to light. 37 cist graves were also discovered, enclosed with slabs of stone. These tombs belong to the Middle Helladic period (1900-1600 BC).

Cannibalism and archaeology The editors of the Archaeologia journal

Were the man-eating customs of the Scyths a fiction of Herodotus’ s imagination ? Cannibalism (from the word Carib or Caribal as the Indians of the Caribbean were known as), appealed to the imagination of explorers of the 15th century. Two reasons could be given to explain cannibalism in prehistoric times, the one nutritional and the other religious. Archaeological remains are too scarce to prove such practices. What’s more it is difficult for modern man to condone such goings on of his ancestors. However it has been proven by biologists that man and chimpanzees are closely related. Therefore the cannibalism practiced by apes in the National Park of Tanzania, offers proof of similar behaviour in the first human communities.

Restoration and conservation of Konstantinos Parthenis’ burnt painting, “The Harvest” Michalis Doulgerides

In 1980 many paintings by Konstantinos Parthenis (1878-1967) were destroyed in a fire. Three of these paintings which were half-burnt, were taken to the Restoration Laboratory of the Greek National Gallery. In this article, the writer describes at length the methods of restoration and the many and complicated stages this process went through. During the last stage a question came up as to whether the restorers should intervene on the aesthetic appearance of the work of art. Specialists make a distinction between damage caused to a work of art by time and damage caused by violent causes such as fire. In the case of The Harvest, the painting had lost its aesthetic balance by such a violent cause. Therefore, in order to restore this damage, a choice of colours was made, based on Dr Umberto Baldini’s theory. This theory had been first applied to Cimabue’s Crucifixion at the church of Santa Croce in Florence. Later another idea prevailed in restoring The Harvest. The choice of colours was removed, as was the priming, leaving the canvas untouched. This leaves the lost parts of the painting exposed to the eye of the beholder who experiences a feeling of loss and disappointment rather than aesthetic pleasure.

The Herod Atticus Gate at Marathon K.F. Fotiou

The monumental gate or arch of Herod Atticus at Marathon was similar in size and in shape to Hadrian’s arch. All that remains of the Herod Atticus gate is ruins. Three epigraphs were found among these ruins. Two of the inscriptions lay claim to the land belonging to Herod and Rigilla, while the third inscription refers to what is now the town of Marathon, giving it Rigilla’s name. It seems in the light of recent research that the ancient town of Marathon lay above Vrana on the plateau that is now called Stamata. Consequently the Tomb lies in a location that has nothing to do with the actual battle of Marathon which must have taken place in the Straits of Avlona.

Two turn of the century factories in Chalkida Julie Velissaropoulou

At the district called Agios Stephanos, close to the town of Chalkida, there are two factories belonging to the beginning of the 20th century. One of them is the abandoned brewery “Arethousa” which is architecturally impressive and well built for its time. The oil -kernel and soap factory, on the other hand, seems to have been built by builders from Epirus judging by the attention given to architectural detail when it was constructed. Various archaeological finds belonging to the district were walled into this factory. The factory’s founders Kapiekos and Karakostas, produced green soap with a Bee as its logo. Olive-kernel oil was exported by them abroad. Around 1930 they started to produce decorated floor tiles. The factory stopped working during the German Occupation. Today, olive-kernel oil is all the factory produces.

Patras The editors of the Archaeologia journal

At the International Exhibition in Paris in 1900, the town of Patras was awarded eighteen prizes for its liquor industry and for its main export which was raisins. In Patras the biggest papermill of the day was run with “modern” technology as were cotton-mills, flour-mills, a steam-powered candle factory, and cake factory among others. 18th century technological progress gave a boost to industry, the telegraph (1858) allowed far off cities to communicate with one another. Graham Bell invented the telephone. Newspapers were brought into circulation with the invention of the press (1866) which was perfected with the use of linotypes (1884-1886).

Industrial archaeology Andreas Ioannides

Industrial archaeology is the archaeology of the day before. Dealing as it does with our immediate past it could be called a kind of self analysis. The immediate consequences of the Industrial Revolution were the creation of a new type of human being, at once aware of how isolated he was and at the same time aware of being an independent entity. Man realized what an independent being he was and then tried to secure his rights through the social and cultural movements of the 19th and early 20th century. Machines, in spite of the conflicting feelings they inspire in us, have freed humanity from other dependences. With the dawn of the industrial society a new form of human sensitivity comes into play. “Industrial imprints” are of scientific interest, belonging as they do to those who made them.

Τεύχος 54, Μάρτιος 1995 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Άθως: φωτογραφικές και άλλες απεικονίσεις Mονών κατά τον 19ο αιώνα και η ερμηνεία των Παύλος Μυλωνάς

Άλλα θέματα: Βασιλικά ανάκτορα και ελληνική αρχιτεκτονική Doris Wieler

Κεραμικά της Nίκαιας (Iznik) Βασίλης Γινόπουλος

Τα θεσσαλικά μεσοβυζαντινά κεραμουργεία Γιώργος Γουργιώτης

Μονεμβασία: ο οικισμός και τα δημόσια κτήρια κατά την καποδιστριακή εποχή (1828-1832) Βασίλης Δωροβίνης

Ελίκη Ντόρα Κατσωνοπούλου

Ένθετα κοσμήματα ενδυμασίας της εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα Ελένη Κωνσταντινίδη

Παναγία Mαρμαριώτισσα: μελέτη διάβρωσης και προστασίας για το παρεκκλήσι του κάτω Xαλανδρίου, πρώην ρωμαϊκό μαυσωλείο Βασίλειος Λαμπρόπουλος, Αναστασία Πάνου, Χριστίνα Παναγουλοπούλου

Πρώιμη νεολιθική οικονομία στον αιγαιακό χώρο: η εξημέρωση των ζώων Φάνης Μαυρίδης

A. Papageorgiou-Venetas, Hauptstadt Athen. Ein Stadtgedanke des Klassizismus Χαράλαμπος Μπούρας

Ο τιμωρός Oδυσσέας. Οι απαρχές των θανατικών εκτελέσεων στην Eλλάδα Eva Cantarella

Η αίσθηση της σπατάλης Θάνος Παπαθανασόπουλος

Σεισμοί και ναοδομία στη Φθιώτιδα κατά τον 16ο και 18ο αι. Στάθης Στείρος

Οι σφραγιδοκύλινδροι της Θήβας και η Edith Porada Έβη Τουλούπα

Μουσείο: Μουσείο Μεγίστης (Καστελλόριζου) Ελένη Παπαβασιλείου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Άγνωστοι πύργοι και περίβολοι της αρχαίας Eρεσού Βασίλης Κουμαρέλας

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Nineteenth century representational paintings and photographs of Athos monasteries and their interpretation Pavlos Mylonas

The Monastic Community of Mount Athos retains a mystic aura mainly because of its fundamental religious essence.Spanning one thousand years, Athos has also been enriched on another level, by its art,by the architecture of its monasteries, the paintings in the churches, and the relics and treasures accumulated over the centuries by the faithful. The cultural presence of Athos offers a unique feast to the eyes, its spiritual calling being accompanied by one of artistic beauty. The presence of art generates an aesthetic interest and delights every visitor, from the uninitiated and naive pilgrim to the learned expert. Furthermore, during the last two centuries it has stimulated creative impulse among artists to immortalize the Athos landscape and architecture. Off-hand one could mention the refined Englishman Edward Lear and the rich colorourist Greek painter Spyros Papaloukas, or the 'universal' Ghika; but equally so quite a few Russians, Serbs, Bulgarians and Georgians, that is to say, artists whose orthodox faith initiated their visit to Athos. As a branch of painting one should also consider engraving; as for instance the very expressionistic woodcut illustrating the stunning cone of Athos. One group of such engravings, which provide us with rare representations of the Athos monasteries, in 1835, is the set of twelve vignettes surrounding the monochrome map of the peninsula found in Davydov's Atlas. Theywere engraved according to drawings by the architect N. Efimov. A single loose-leaf sheet of this map is to be found in the Gennadios Library, the vignettes of which have been water-colored by hand at a later date, possibly around 1900. They all constitute valuable archeological documents. With the invention of photography the possibility was given to millions of people to get acquainted with millions of subjects, through the latters' printed image. The first photographs of Athos monasteries were seemingly taken in 1854, according to information published in the French periodical "La Lumiere" of 1856. In 1857 and especially in 1859-60, many photographs were taken by an important Russian scientific expedition, headed by Count Peter Sevastianov, whose large collection of architectural drawings and photographs of architecture, murals and manuscripts was widely publicized in newspapers and magazines of the 1860s, both in Russia and in France. Still, this collection has never been published and is nowadays considered to be lost. Very few remains of this collection are to be found in Moscow and St Petersburg, and were kindly shown to the author in 1984, for inspection and photography. Other collections of photographs spotted on the Mountain by the author and worthy of mention are: 1. A large collection in the Russian Monastery of Hagios Panteleimon, which seemingly was available until 1940; of these photographs, a very important entity of views of the twenty monasteries remains in the library. These views were photographed by the author in 1968. 2. An entity of views of the twenty monasteries, well framed, was hanging in the Guest-house of the Monastery of Karakallou until August 1988, when a fire destroyed both the building and the photographs. The author was fortunate to have copied them only three months earlier. The Karakallou collection, of which we also know the photographer Benjamin I.K. Kontrakis, was probably assembled in the 80s of the previous century. 3. The 68 photographs published in G. Smyrnakis book "To Hagion 'Oros" (1903), which were probably taken in the ' 90s of the previous century. 4. The 43 architectural views published in the Album of hieromonk Stefanos, in 1913, which must have been taken during the one or two years preceeding the date of publication.  

Early Neolithic economy in the Aegean region. The domestication of animals Fanis Mavridis

The domestication of animals took place in the Middle East between the 9th and the 8th millennium BC. The practice spread over the Aegean region in the two millennia that followed (7th-6th), although in these areas the methods and procedures of animal domesticating remain unknown. Stock breeding became a major factor in Neolithic economy, especially when man started to use domesticated animals for specific tasks such as riding, transporting goods, and to make use of what their bodies produced (wool, milk).

Earthquakes and church-building in Phthiotis during the sixteenth and eighteenth Centuries Stathis Steiros

In an earlier study dealing with the seismic activity in the area surrounding the Euboean Bay, I had suggested that the destruction of monasteries as well as a surge of reconstruction and building during the years 1749-1759, documented by a plethora of inscriptions in churches of the Locris and Malis region, seem to have followed the earthquake of July 22, 1740, which had struck the town of Lamia and the province of Locris. A recent article, which summarizes the architectural research done on most of the approximately twenty known Post-Byzantine churches in Phthiotis and in the eastern part of Eurytania, verifies my hypothesis. Thus, similar activities that followed the earthquake of 1544 can also be explained.

Ornaments applied to Bronze Age dress in Greece Eleni Konstantinidi

One of the most informative aspects in the study of everyday life in a society of the past, is the way people dressed themselves and adorned their bodies and hair.In other words what we now call "fashion". Such a broad subject cannot be covered in a few pages, therefore the present article will only consider the dress proper and the related ornaments attached to it, which were either used to decorate the dress or to fasten it on the body. Dress ornaments, mostly found in Greek tombs of the Bronze Age can be classified in four groups on the basis of their function and mode of application: a. fibulae and pins, which were used to fasten the dress on the shoulders, b. rosettes, discs and cut-out reliefs, which were sewn on the dress as decorative elements, c. gold bands and belt-ornaments, also sewn on various parts of the dress for decorative purposes. While male attire consisted, in most cases, of a short skirt, the female Minoan and Mycenaean one was made up of three components, a wrap over fluted skirt, a bodice and a chemise, and was completed either by an apron, characteristic of the Minoan dress, or an inner bodice, typical of the Mycenaean garment. The combined study of the available archaeological data and the ethnographical material of ancient periods could enrich our knowledge of the everyday life of the past, especially that of women, for which other art forms, such as pottery, cannot supply sufficient information.  

The punishing Odysseus.The origin of the death penalty in Greece Eva Cantarella

This is a summary of a lecture given by the author in the Center for the Study of Ancient Greek and Hellenistic Law of the Panteion University in Athens. The death penalty in the Homeric Epos represents the origins of the Law which later governs similar penalties, during the political era of the polis (the city-state). Thus, the death penalties in Athens are directly related with the ways of execution carried out in the House of Odysseus. The city-state accepted the domestic ways of punishing the criminals and transferred them from the house to the square; from private to public. Not all penalties, however, but only those destined for men since the state did not seem to be interested in women even when they were to be punished. Hanging continued to be a way of executing women, although it was never included in the ways of executing men who were sentenced to death by the city-state. On the contrary, the domestic ways of executing men soon left the home grounds and were fully adopted by the city-state in the case of death penalties.  

The seal-cylinders of Thebes and Edith Porada Evi Touloupa

Seals in the form of a cylinder, with carved letters and representations of different things covering their surface, are rare and isolated finds in Greece. They are products that come mainly from the countries of Mesopotamia and are related to the names of the kings of Babylonia. Therefore, we were astounded when about forty seal-cylinders of lapis lazuli, a mineral originating from the eastern Afghanistan plateaus, were found during the excavation of a certain lot in Thebes in the Fall of 1963.

Eliki Dora Katsonopoulou

Eliki was the most important town of ancient Achaia, from the years of its foundation until 373 BC, when it was destroyed by a devastating earthquake and tidal waves. The research efforts for the discovery of Eliki between the years 1950 and 1974 resulted in the location of the broader area of the lost town, which extends both on the land and into the sea. The recent systematic investigation, which started in 1988 in the sea and continues until today on the shore, has essentially led to the location of the site of ancient Eliki on the coastal plain. This undoubtedly proves the excellent results achieved by applying geophysical methods in archaeological research.

Unknown castles and walled confines in Ancient Eressos Vasileios Koumarelas

The countryside of Eressos, one of the six towns of Lesbos, was organized in small agricultural agglomerations. Along the edge of the valleys some architectural remains testify the existence of rectangular towers, of which thirteen have been so far described by various archaeologists. The author of this article has discovered seven more as well as a number of walled areas, all of them belonging to the defensive network of the region.

Middle-Byzantine pottery workshops in Thessaly Georgios Gourgiotis

The Folkore Society of Larissa was founded at the beginning of 1974 aiming to create a Folklore Museum. One of the activities of the members of the Society was the collection of Byzantine shards and intact ceramics from the refuse accumulated from lots, excavated for erecting apartment buildings. The classification of the finds, on the basis of their decorative style, has been quite enlightening. The oldest Medieval ceramics collected so far, date from the eleventh and twelfth centuries, the peak of power and culture of the Byzantine Empire. The decorative motives and techniques used in Middle-Byzantine ceramics collected in Thessaly are related to similar ones produced in established, well-known centers. The commonly accepted theory that the Byzantine ceramics of each historic period share a common ideological concept (workmanship, decoration, even vase morphology), diverging only slightly in variations or particularities, is once more confirmed by the study of the forementioned finds. The Byzantine ceramics originating from the geographically bipolar towns of Larissa and Tyrnavos present certain distinct characteristics, such as the representation, on certain plates, of human figures, animals, birds and scenes from the Old Testament, which are depicted in relief and are arranged in broad zones on the interior of the vessels. Another such trait is the fine white layer applied on the unpainted, plain exterior of broad, open vessels from the upper rim down to the annular base and occasionally extending over it: this particularity is, among others, quite suggestive for the chronological classification of the items. Although the actual data is still missing, the plethora of indications supporting the local manufacturing of ceramics in Larissa and Tyrnavos have resulted in the withdrawal of alll the author's reservations regarding this question.

Royal palace and Greek architecture. K.F. Schinkel’s plans for the palace on the Acropolis of Athens Doris Wieler

In 1834 the Prussian architect Karl Friedrich Schinkel drew the plans of a palace, intended as the residential and administrative quarters of Otto, king of the Greeks and a descendant of the Bavarian dynasty of Wittelsbach. But how was he commissioned to do this project? The result of the War of Liberation of the Greeks against the Turks (1821-1827) was the recognition of the Independence of Greece in 1830. Immediately after which the country was proclaimed a monarchy and Otto, the second-born son of the king of Bavaria Ludwig I, was appointed by the Great Powers as leader of the new state. In 1833 Athens was chosen as capital, due to its importance in antiquity. At that time Athens was a small, provincial town of approximately 10,000 people which had to be drastically reorganized in order to meet the demands of a "modern" capital. Beside the town-planning, an architectural proposal for the royal palace was necessary. Therefore, four different projects in various locations were worked out by the architects Karl Friedrich Schinkel. Ludwig Lange, Leo von Klenze and Friedrich von Gartner. Finally von Gartner's proposal was realized and the royal palace was erected in what is today Constitution Square.

The chapel of Panayia Marmariotissa, a former Roman mausoleum Vasilios Lambropoulos, Anastasia Panou, Christina Panagoulopoulou

The chapel of Panayia Marmariotissa lies behind the sanctuary of the present big modern church that goes by the same name in Chalandri, a suburb of Athens. This building was originally a Roman Mausoleum, which was at some later, unspecified date converted into a Christian church by the followers of the new faith. During the Roman period Phlya, as today's Chalandri is known, was one of the so-called "minor" demoi of Attica, which the ancient Greek traveller Pausanias clearly differentiated from the "major" ones of Athens, Eleusis, etc. The powerful, rich Greek or Roman families, who controlled the economy and administration of the region, used to build imposing Mausolea as individual or family tombs. The small chapel of Panayia Marmariotissa used to be such a Mausoleum.  

Contribution to the history of public architecture in the years of Capodistria’s rule Vasilis Dorovinis

In a number of articles, published in previous issues of this periodical, we have examined public architecture in the years of Capodistrias (1828-1832), thus contributing to the thorough study of public space organization in Greece during the period of the first governor of the country after the liberation from the Turks. In these articles, refering to public buildings in Argos and Nauplion and to Gordon's mansion in Argos, we have proved that an intesive as well as extensive building activity is recorded throughout Greece, aiming to the creation of a more or less sufficient infrastructure of public architecture. By this term we mean the erection of schools, administrative and military buildings, warehouses, penintentiaries, etc, and also the restoration of the so-called "national edifices", which were buildings owned by the state. From the political point of view the reaiization of such an immense project perfectly illustrates the strong decision of the Capodistrian administration to create a modern state in a country which had just overcome seven long, dreadful years of an exhausting revolutionary and also civil war. If we take into consideration that military operations for the liberation of other Greek regions were still going on in 1829 -which were annexed to Greece in 1830 under the London Protocol- we can better appreciate the difficulties this project had to face as well as its real importance and impact on the public architecture of the modern Greek state.  

Nicaea (Iznik) ceramics V. Ginopoulos

The domination of the Arabs over a large part of the East from the sixth century on created the proper conditions for the development and revival of the art of ceramics which produced highly artistic and decorative objects besides the utilitarian ones. The town of Nicaea, being the natural junction between East and West, becomes the manufacturing center of ceramics, which are clearly influenced by Byzantium and Persia and, through the latter, by China, Syria and Egypt. From the sixteenth century on the ceramic production of Nicaea reaches its climax and exhibits a variety of distinctive styles, such as the Damascus and the Rhodes or Lindos ones.

A bird’s-eye view of the Acropolis Thanos G. Papathanasopoulos

"The choice of the Makriyiannis site (for the erecting of the new Acropolis Museum), will create transportation, technological, financial and most of all environmental problems, being from the town-planning point of view, one of the most problematic and crtitical locations of Athens. The unavoidable huge volume of the future museum will not easily coexist with the immediate surroundings of a questionable quality, or with the adjacent Acropolis. We must not forget that back in the 1930s, in the pre-war years it had been decided to erect the Supreme Court on the same spot following the plans of the celebrated Greek architect Anastasios Metaxas. But, the prospect of building a huge edifice in the surrounding the Acropolis area generated such a world-wide reaction, that the project was soon cancelled." The above quotation was written by the famous Greek architect and town-planner Giorgos Kandylis, president of the International Selection Committee for the new Acropolis Museum, who, due to an accident, was unable to participate in the crucial session which awarded the First Prize for the plans of the new Acropolis Museum.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (V) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Τεύχος 102, Μάρτιος 2007 No. of pages: 117
Κύριο Θέμα: Η Ιατρική στην αρχαιότητα, μια ανθρωπολογική οπτική Ντιάνα Τράκα

Ανάγλυφο αφιερωμένο στον Ασκληπιό και την Υγίεια. Ασκληπιείο Πειραιά, περ. 400 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά. Η ιστορία της ιατρικής ως «Μεγάλη Παράδοση», ως χρονικά της επίσημης, κυρίαρχης γνώσης, έχει την τάση να αποσιωπά τη φωνή των «μικρών παραδόσεων», μιας και η ιατρική του απλού κόσμου υποβαθμίζεται στον επιστημονικό λόγο, θεωρούμενη ως πρωτόγονη, λαϊκή, μη-εμπειρική. Το αφιέρωμα του περιοδικού στην Ιστορία της ιατρικής στην Ελλάδα, ενώ ξεκίνησε αρχικά με επίκεντρο τις μεγάλες παραδόσεις, σύντομα έγινε φανερό ότι μια τέτοια πραγμάτευση θα κατέληγε σε πενιχρή αντιγραφή πιο φιλόδοξων και ολοκληρωμένων ήδη έργων. Μέσα από την πρωτοβουλία των συγγραφέων των άρθρων οι ορίζοντες του εγχειρήματος διευρύνονται, ώστε να περιλαμβάνουν και τις μικρές παραδόσεις, αλλά και διερευνήσεις πεδίων με απρόσμενα τελικά αποτελέσματα, πέρα από το σύνολο των ορθόδοξων καταγραφών των περισσότερων ιστοριών της ιατρικής.

Η φροντίδα της υγείας και η εξέλιξη της ιατρικής κατά την αρχαιότητα Βασίλειος Λαμπρινουδάκης

Αναθηματικό ανάγλυφο, οικογένεια με προσφορές προς τον Ασκληπιό και την Υγίεια, 350-300 π.Χ., Βερολίνο, Antikensammlung Η φροντίδα της υγείας είναι τόσο παλιά όσο ο άνθρωπος. Στους παλαιότερους χρόνους η αποκατάσταση της υγείας, η θεραπεία, θεωρήθηκε ότι επιτυγχάνεται με την επίκληση της θείας δύναμης και, σε πρακτικό επίπεδο, επιδιώχθηκε με ενέργειες που μιμήθηκαν μαγικά την ανανέωση των δυνάμεων της γης, της κατεξοχήν ζωοδότειρας δύναμης στις αγροτοποιμενικές κοινωνίες. Πρακτική υποβοήθηση του ασθενούς δεν έλειψε φυσικά, είτε με φυσικά φάρμακα είτε και με επεμβάσεις. Όμως η διάγνωση και η θεραπεία, η ιατρική, έγινε επιστήμη στην Ελλάδα με τον Ιπποκράτη από την Κω τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο οποίος πρώτος εισήγαγε την επιστημονική παρατήρηση, την ανάλυσή της και τη βασισμένη σ’ αυτήν διάγνωση και θεραπεία. Παράλληλα όμως, κατά την κλασική ακόμη εποχή, η θρησκευτική θεραπεία ήταν η περισσότερο διαδεδομένη, με κύριο κέντρο το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και τα διακόσια περίπου αφιδρύματά του στη Μεσόγειο, όπου το όνειρο και η αυθυποβολή έπαιζαν τον κύριο ρόλο. Όμως και μέσα από αυτή την πρακτική των ιερών και την καταγραφή και μελέτη των περιπτώσεων αποκτήθηκε πολύτιμη εμπειρία για την επικράτηση της επιστημονικής ιατρικής. Προς το τέλος της αρχαιότητας είχαν ήδη διαμορφωθεί όλες οι πλευρές της παραδοσιακής επιστημονικής ιατρικής, από τις ειδικότητες, τα φάρμακα και τα εργαλεία των επεμβάσεων μέχρι την κοινωνική θέση των γιατρών.

Δεοντολογία, ηθική και φιλοσοφία της ιατρικής σε έργα της Ιπποκρατικής Συλλογής Γεράσιμος Α. Ρηγάτος

Ρωμαϊκό αντίγραφο προτομής του Ιπποκράτη του 4ου αι. π.Χ., Νεάπολη, Εθνικό Αρχ. Μουσείο Σε όλα τα βιβλία της ιπποκρατικής συλλογής περιλαμβάνονται σημεία που αναφέρονται στην ιατρική ηθική και δεοντολογία. Η ηθική τοποθετείται στα μεγάλα διλήμματα της ιατρικής, ενώ η δεοντολογία ρυθμίζει τις μεταξύ των γιατρών σχέσεις. Ορισμένα όμως από τα βιβλία ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τα πιο πάνω αντικείμενα. Πρόκειται για τα έργα ΌρκοςΠερί ΙητρούΠερί Ευσχημοσύνης. Στα κείμενα αυτά ο Ιπποκράτης και οι επίγονοί του αναφέρονται στις υποχρεώσεις προς τους ιατροδιδασκάλους, τη διδασκαλία της ιατρικής, το σεβασμό προς τη ζωή, την προστασία των ασθενών και τη διαφύλαξη του ιατρικού κύρους. Ρητά απαγορεύονται η ευθανασία και η άμβλωση, επιβάλλεται ο σεβασμός στο ιατρικό απόρρητο και ο έντιμος βίος. Παρέχονται οδηγίες για την πρέπουσα εμφάνιση, την καλλιέργεια ορισμένων ψυχικών ιδιοτήτων και την ανάπτυξη ήθους. Η επαγγελματική επάρκεια, η διαρκής ενημέρωση, ακόμα και η μετεκπαίδευση σε ξένους τόπους, η δημιουργία στον τόπο νοσηλείας άριστων συνθηκών για τον ασθενή, είναι τα σταθερά ζητούμενα για τον ιπποκρατικό γιατρό. Έμφαση δίνεται στην εκπαίδευση του γιατρού στη φιλοσοφία, που κορυφώνεται με το απόφθεγμα «ιητρός γαρ φιλόσοφος ισόθεος». Η διαχρονική αξία των συναφών αντιλήψεων και το κύρος του Ιπποκράτη συντέλεσαν ώστε οι αρχές αυτές να γίνονται σεβαστές σε μεγάλο μέρος τους ως σήμερα.

Πτυχές της έννοιας του μιάσματος και της μετάδοσης στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα Βάιος Βαϊόπουλος

Σκηνή από την τραγωδία "Οιδίπους Τύραννος" του Σοφοκλή ο οποίος χρησιμοποιεί την έννοια του μιάσματος για τη δήλωση ηθικών ρύπων Οι συγγραφείς του ιπποκρατικού Corpus δεν αγνοούσαν τις κλινικές εκδηλώσεις της μόλυνσης των πληγών και των τραυμάτων και δεν παρέλειπαν να περιγράφουν ασθένειες που σήμερα θεωρούνται μολυσματικές, αλλά δεν έφταναν να συλλάβουν την ιδέα της διάδοσης τέτοιων ασθενειών από ένα πρόσωπο που νοσεί σε ένα άλλο υγιές. Το αίτιο των λοιμικών ασθενειών είναι, κατά τη γνώμη τους, ένας παράγοντας που πλήττει όλα τα προσβεβλημένα πρόσωπα την ίδια στιγμή: o αέρας που αναπνέει ο άνθρωπος. Ο Γαληνός παραδέχεται την παραπάνω αρχή, αλλά αποφαίνεται ότι ο αέρας δεν είναι η μόνη αιτία, ενισχύοντας πάντως την κλασική επιχειρηματολογία, που δεν αναγνωρίζει την έννοια της μετάδοσης. Ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος που μνημονεύει τη μετάδοση ασθένειας από έναν άνθρωπο σε έναν άλλο ή από μια χώρα σε μια άλλη – η ιστορία, στην περίπτωσή του, καθίσταται μέσο απήχησης της κοινής γνώμης. Ο Διόδωρος υπογραμμίζει επίσης τον μεταδοτικό χαρακτήρα του λοιμού του 396 π.Χ., ενώ γι’ αυτόν του 212 π.Χ. μαρτυρία δίνει ο Τίτος Λίβιος, που πίστευε στη μετάδοση εν γένει. Στα λατινικά, καθαρά λογοτεχνικά (και όχι ιατρικά) κείμενα, γίνεται με μεγαλύτερη ευκολία παραδεκτή η έννοια της μετάδοσης, ενώ και τα αφιερωμένα στη ζωοτεχνία και την κτηνιατρική έργα περιέχουν ανάλογους υπαινιγμούς. Ο Αρεταίος πρέπει να είναι ο πρώτος από τους ομοτέχνους του που εκφράστηκε υπέρ της μεταδοτικότητας κάποιων ασθενειών. Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι ιστορικοί, φιλόσοφοι, ζωολόγοι και γεωπόνοι αναφέρονται στη μεταδοτικότητα των νόσων, όχι όμως και οι ιατροί, γιατί θεωρούν ότι θέτει σε κίνδυνο τις ορθολογικές θεωρίες που βασίζονται σε μια αυστηρή ερμηνεία της αιτιοκρατίας στην ατομική νοσογραφία.

Τα φάρμακα στην αρχαία Ελλάδα. Ανάμεσα στο μύθο, τη λαϊκή εμπειρική θεραπευτική και την επιστήμη Γιώργος Παπαδόπουλος

Η μάγισσα Κίρκη ενώ προσπαθεί να πείσει τον Οδυσσέα να πιει το μαγικό της ποτό. Οι γνώσεις για τα φάρμακα (κυρίως φαρμακευτικά φυτά, αλλά και ζωικά και ορυκτά προϊόντα) στην αρχαία Ελλάδα ξεκινούν από τα βάθη των αιώνων, διατηρούνται στο πλαίσιο της λαϊκής ιατρικής και αργότερα ενσωματώνονται, διαμορφώνονται και αποκτούν θεωρητικές βάσεις με την «επιστημονική ιατρική», κυρίως από την εποχή των ιπποκρατικών κειμένων. Κεντρική σημασία για τη συστηματοποίηση και διάδοση αυτών των γνώσεων και αντιλήψεων έχουν τα έργα του Διοσκουρίδη και του Γαληνού. Σύμφωνα με τις επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής, τα φάρμακα δρουν θεραπευτικά αποκαθιστώντας την «ισορροπία» των χυμών και των ποιοτήτων, καθώς και μέσω των πολυποίκιλων «δυνάμεών» τους. Τα φάρμακα χρησιμοποιούνταν θεραπευτικά παράλληλα με τη δίαιτα (ρύθμιση του τρόπου ζωής), η οποία, τουλάχιστον στο πλαίσιο της ιπποκρατικής ιατρικής, αποτελούσε το κύριο μέσο θεραπείας και πρόληψης. Οι θεραπευτικές αυτές αντιλήψεις επηρέασαν σημαντικά την ιατρική της Δύσης μέχρι και τους νεότερους χρόνους.

Ο λόγος«περί υγιεινής» των αυτοκρατορικών χρόνων. Το αίτημα του επαναπροσδιορισμού της σωματικής άσκησης Ονούφριος Παυλογιάννης

Σκηνή από πυγμαχικό αγώνα. Μελανόμορφος αμφορέας, 530 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους σημειώνεται η μεταβολή των αθλητικών συνηθειών και καταγράφεται η επικράτηση της αγωνιστικής εξάσκησης. Γίνεται λόγος για την έλλειψη σύμμετρης και ελεγχόμενης άσκησης και για τους κινδύνους που αυτή η κατάσταση επιφέρει στη φύση των αθλητών. Διαπιστώνεται η αδυναμία διάγνωσης της σωματικής και ψυχικής συγκρότησης του γυμναζόμενου και συνεπώς η ανικανότητα επιλογής και προσαρμογής των γυμνασίων. Ως απάντηση σε αυτήν την πραγματικότητα επιζητείται από διανοούμενους της εποχής ο επαναπροσδιορισμός της γυμναστικής σε σχέση με την ιατρική και την υγιεινή και προτείνεται η εφαρμογή της υγιεινής τέχνης. Προβάλλεται η θέση ότι μόνο η «κατά φύσιν ευεξία», που διακρίνεται από την αθλητική ευεξία, προφυλάσσει την υγεία. Τονίζεται μάλιστα ότι η περί το σώμα τέχνη, η γυμναστική, πρέπει να αποτελεί μέρος της υγιεινής. Προβάλλεται, επίσης, η ανάγκη συμμετοχής στην άσκηση ενός επιστήμονα γυμναστή, που θα είναι ικανός να αξιολογήσει την καταλληλότητα των γυμνασίων και των σωμάτων καθώς και να ελέγχει τη χρησιμότητα ή την επικινδυνότητα των ασκήσεων, να κατέχει δηλαδή υγιεινές και ιατρικές γνώσεις. Βασικός στόχος αυτής της εργασίας είναι να προβάλει μαρτυρίες σχετικές με τη συγκρότηση της υγιεινής πρότασης των αυτοκρατορικών χρόνων και με τη συμβολή της επιστήμης των γυμνασίων στη διαφύλαξη και στην παροχή της υγείας.

Ο «ειλεός» στον Αρεταίο τον Καππαδόκη (2ος αι. μ.Χ.) Ε. Χριστοπούλου-Αλευρά, Ν. Παπαβραμίδου

Τμήμα αναγλύφου όπου παριστάνεται θήκη χειρουργικών εργαλείων, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Ο ιατρός Αρεταίος από την Καππαδοκία (2ος αι. μ.Χ.) θεωρείται από τους σπουδαιότερους Έλληνες ιατρούς της Ρωμαϊκής εποχής. Στα δύο από τα οκτώ βιβλία του που σώζονται α) Περί αιτιών και σημείων οξέων και χρονίων παθών, και β) Περί θεραπείας οξέων και χρονίων παθών,μεταξύ άλλων θεμάτων όπως είναι η νευρίτιδα, η φυματίωση, η επιληψία, και κυρίως η εκτεταμένη αναφορά στα συμπτώματα του διαβήτη, ο Αρεταίος αναφέρεται και στον «ειλεό». Ο Αρεταίος θεωρεί τον «ειλεό» ως μία φλεγμονή του εντέρου, που συνήθως συνοδεύεται από δυνατό πόνο. Δύο κατ’ αυτόν είναι οι αιτίες που προκαλούν ειλεό: η πρώτη αφορά στην ποσότητα και στην ποιότητα της προσλαμβανόμενης τροφής, και η δεύτερη σε τραυματισμό του εντέρου. Στα κείμενά του ο Αρεταίος σημειώνει ότι ο «ειλεός» είναι μία ασθένεια που θα μπορούσε να επηρεάσει τόσο το λεπτό όσο και το παχύ έντερο. Ωστόσο, αναφέρεται σε ποικίλους τύπους «ειλεού» ανάλογα με τη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης και περιγράφει λεπτομερώς τα συμπτώματα και την κλινική τους εικόνα. Επίσης αναφέρεται στην πιθανότητα παρουσίας ενδοκοιλιακού αποστήματος ως επιπλοκή του «ειλεού». Ως προς τη θεραπεία ο Αρεταίος προτείνει ότι πρώτα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ο πόνος με τη χρήση αναισθητικών. Πολλοί τρόποι θεραπείας προτείνονται ακόμα, όπως πρόκληση εμετού, ατμόλουτρα, καταπλάσματα, βεντούζες, αφεψήματα και δίαιτα. Όλες αυτές οι πρακτικές αποσκοπούν στο να εκδιωχθεί ο παγιδευμένος αέρας μέσα από τα έντερα.

Η μαιευτική και η γυναικολογία στην αρχαία Ελλάδα Αλεξάνδρα Χρ. Οικονομοπούλου

Συμπλέγματα πήλινων ειδωλίων που απεικονίζουν διάφορα στάδια του τοκετού. Σκοπός και σημασία της παρούσας μελέτης είναι να καταδείξει εν συντομία τον πλούτο των μεθόδων και των εργαλείων που είχαν επινοήσει οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί που ασχολήθηκαν με την άσκηση της Μαιευτικής και Γυναικολογίας κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, την Αρχαϊκή, την Αρχαία, την Ελληνιστική μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. Στο άρθρο καταγράφονται επιγραμματικά οι κυριότερες γνώσεις Μαιευτικής σχετικά με την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, τη λοχεία, τις επιπλοκές που δύνανται να εμφανισθούν και τις επεμβάσεις που προτείνουν οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί για την αντιμετώπισή τους. Παράλληλα, επιχειρείται η παρουσίαση και των γνώσεων Γυναικολογίας κατά τις παραπάνω περιόδους σχετικά με θέματα ανατομίας και φυσιολογίας του γυναικείου γεννητικού συστήματος, με γυναικολογικές παθήσεις και με τη θεραπεία τους. Μέσα από την παραπάνω μελέτη γίνεται εμφανής η τεράστια συμβολή των αρχαίων Ελλήνων ιατρών που με τις πρωτοπόρες επινοήσεις τους έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη, της σημαντικής για τη γυναίκα, ειδικότητας της Μαιευτικής-Γυναικολογίας στον υπόλοιπο κόσμο.

Όραση, οπτική και οφθαλμολογία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο Δημήτρης Πλάντζος

Πλαστικός ανθρωπόμορφος κάνθαρος, 540-530 π.Χ., Staatliche Antikensammlungen, Μόναχο. Οι αρχαίοι Έλληνες (καθώς και, σε μεγάλο βαθμό, οι Ρωμαίοι) αντιμετώπιζαν τον οφθαλμό και τη λειτουργία του εμπειρικά, γεγονός που επηρέασε και τα πρώτα βήματα της επιστημονικής οφθαλμολογίας. Αν και γνωστός ανατομικά, ο οφθαλμός μελετήθηκε από τους Έλληνες φυσιολόγους (με προεξάρχοντα τον Αριστοτέλη) κυρίως εξωτερικά, τελεολογικά, προσέγγιση που επηρέασε τους μεταγενέστερους περιπατητικούς, αλλά και την κοινή γνώμη της εποχής. Ο Ευκλείδης, επίσης της περιπατητικής σχολής, περιέγραψε με γραμμικό τρόπο την κίνηση του φωτός και έθεσε τις βάσεις της γεωμετρικής Οπτικής (τις οποίες αξιοποίησε πολύ αργότερα ο Πτολεμαίος). Άλλοι, συστηματοποίησαν τις φιλοσοφικές – μεταφυσικές προσεγγίσεις των προσωκρατικών, των ατομικών, και του Πλάτωνα, ενώ η ανάπτυξη των κατόπτρων και η εξερεύνηση των δυνατοτήτων τους αποτέλεσε πεδίο έντονης δράσης για μεταγενέστερους φιλοσόφους, όπως ο Αρχιμήδης. Όπως είναι φυσικό, οι αναζητήσεις των φιλοσόφων, ιατρών και φυσιολόγων μόνον έμμεσα επηρέασαν την καθημερινότητα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Παθήσεις και ασθένειες των οφθαλμών αντιμετωπίζονταν συμπτωματικά, βάσει παραδοσιακών πρακτικών και κοινώς διαδεδομένων αντιλήψεων. Στα κείμενα, από τους ήρωες του Αριστοφάνη μέχρι τον ίδιο τον Κικέρωνα, ακούμε για τις κοινότερες παθήσεις και την – μάταιη συνήθως – απόπειρα θεραπείας τους. Οι ιατροί της ιπποκρατικής παράδοσης, ο Γαληνός, ο Ρωμαίος Κέλσος, και οι άλλοι ομότεχνοί τους, βάσιζαν τη θεωρία τους περί οφθαλμολογίας στον Αριστοτέλη και τις θεραπευτικές πρακτικές τους στην παράδοση. Την ίδια στιγμή, η τέχνη, διαποτισμένη από την ώσμωση με την επιστήμη – τόσο την «υψηλή», όσο και την παραδοσιακή, λαϊκή – αποδίδει με ευγλωττία τον τρόπο με τον οποίο ο ελληνορωμαϊκός κόσμος αντιμετώπιζε το βλέμμα.

Αναπαραστάσεις της νόσου και της ίασης στην αρχαία ελληνική τραγωδία και κωμωδία Καίτη Διαμαντάκου-Αγάθου

Ο Ορέστης προσφέρει στην Ηλέκτρα την κάλπη που υποτίθεται ότι περιέχει τα οστά του αδελφού της. Στο πρώτο μέρος του άρθρου σχολιάζεται το πλούσιο λεκτικό και σημασιολογικό φάσμα που προσφέρει η «νόσος» -και κατ’επέκταση η «ίαση»- στην αρχαία ελληνική τραγωδία και κωμωδία, και εξετάζεται συγκριτικά ο δραματικός, θεαματικός και κυρίως μεταφορικός χαρακτήρας που αποκτούν οι σωματικές, ψυχικές και διανοητικές ασθένειες που πλήττουν κατ’εξοχήν τα τραγικά πρόσωπα (η μόλυνση του Φιλοκτήτη στον Φιλοκτήτη, η ψυχική νόσος του Ηρακλή, του Ορέστη, της Ιούς στις τραγωδίες Ηρακλής ΜαινόμενοςΟρέστης,Προμηθεύς Δεσμώτης, η υπέρμετρη ψυχική παραφορά της Μήδειας, της Φαίδρας, της Ιοκάστης στις τραγωδίες ΜήδειαΙππόλυτοςΟιδίπους Τύραννος και Φοίνισσαι κ.ά.), αλλά –σε μικρότερο βαθμό– και τα κωμικά πρόσωπα (η δικομανία του Φιλοκλέωνα στους Σφήκες, η «μανία του Τρυγαίου να ανέβει στην ουράνια κατοικία του Δία στηνΕιρήνη, ο τραυματισμός του φιλοπόλεμου Λαμάχου στους Αχαρνείςκ.ά.). Μέσα από ποσοτικές και ποιοτικές συνεκτιμήσεις, η πιο θεμελιακή ειδολογική διαφορά της «νόσου» ανάμεσα στην τραγική και την κωμική αναπαράστασή της φαίνεται να είναι το γεγονός ότι τα παντοδαπώς και συνήθως «νοσούντα» τραγικά πρόσωπα –αν δεν καταλήγουν σε καταστροφικές και αυτο-καταστροφικές λύσεις– σπανίως επιβιώνουν και, πολύ μάλλον, σπανίως θεραπεύονται, σε αντίθεση με τα κωμικά, λιγότερο ευάλωτα σε σοβαρές ασθένειες, πρόσωπα, που όχι μόνο επιβιώνουν –και μερικές φορές θεραπεύονται– αλλά και καταφέρνουν να μεταστρέψουν τη «νόσο» τους σε ζωτική δύναμη παρέμβασης και δράσης για την επίτευξη ενός ιδεατού στόχου. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου η μελέτη επικεντρώνεται σε δύο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις «τυφλότητας» και στην εξέλιξη που η καθεμιά «ιατρική περίπτωση» έχει στην περιοχή της τραγωδίας και της κωμωδίας, αντίστοιχα: συγκεκριμένα, μελετώνται παράλληλα η εκουσίως προκληθείσα «τυφλότητα» του μυθικού Οιδίποδα στονΟιδίποδα επί Κολωνώ –την τελευταία τραγωδία του Σοφοκλή, η οποία διδάχτηκε πιθανώς το 401, μετά θάνατον του ποιητή, από τον ομώνυμο εγγονό του– και η ακουσίως επιβληθείσα «τυφλότητα» του θεού Πλούτου στον Πλούτο –την τελευταία σωζόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη, η οποία διδάχτηκε πιθανώς το 388 π.Χ. και ενδεχομένως διασκευάζει ριζικά μια πρώτη ομώνυμη θεατρική δημιουργία του Αριστοφάνη, που παίχτηκε το 408. Μέσα από τη συνεξέταση των δύο αυτών –χρονικά και ιστορικά κοντινών– θεατρικών παραδειγμάτων, θα αναζητηθούν οι συγκλίσεις και αποκλίσεις τους ως προς το δραματικό χειρισμό και το σημασιοδοτικό εμπλουτισμό της «τυφλότητας» ως αναπηρίας προσωπικής και συλλογικής, σωματικής και ηθικής, κυριολεκτικής και μεταφορικής, έτσι όπως αυτή φαίνεται να διατρέχει ως κοινό, πλην μεταλλασσόμενο ειδολογικά, «μοτίβο» τα δύο δράματα. Με πρίσμα την «τυφλότητα» των δύο συγκεκριμένων δραματικών προσώπων και τους διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισής της –«αποθέωση» του τυφλού Οιδίποδα χάρη στην καθοριστική παρέμβαση του ηγέτη Θησέα και θαυματική «ίαση» του Πλούτου χάρη στην καθοριστική παρέμβαση του μικρο-καλλιεργητή Χρεμύλου και του δούλου του– οι δύο Αθηναίοι ποιητές, στο πέρας της ζωής τους εξίσου, φαίνονται να ανατομούν –με το διαφορετικό δραματικό νυστέρι του ο καθένας– την ίδια την «πόλη» και τις δυσλειτουργίες της, για να προτείνουν, περισσότερο ή λιγότερο, ριζικές και ουτοπικές «θεραπείες» της.

Άλλα θέματα: Ανάδειξη του ιστορικού Ελαιώνα των Αθηνών Αλέξανδρος Μποφίλιας

Ιστορικός Τοπογραφικός και Αρχαιολογικός Χάρτης Kaupert του 1874. Στη δυτική πλευρά, ο αρχαίος Ελαιώνας των Αθηνών. Στο πλαίσιο της οργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 υλοποιήθηκε ευρύ φάσμα έργων, τα οποία αποβλέπουν τόσο στον εκσυγχρονισμό των συγκοινωνιακών υποδομών της Αττικής, όσο και στην ενοποίηση αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων στο κέντρο της πρωτεύουσας. Στον τομέα των πολεοδομικών παρεμβάσεων και αναπλάσεων συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, και η αποκατάσταση μέρους ενός ακόμη διακεκριμένου μνημείου της πόλης: του ιστορικού Ελαιώνα των Αθηνών. Tο εν λόγω έργο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε με στόχο να αποτελέσει μια σύγχρονη ελληνική συνεισφορά στον τομέα της αρχιτεκτονικής τοπίου, διασώζοντας και αναδεικνύοντας την παραμερισμένη αρχαία μας κληρονομιά αστικού πρασίνου. Τα δύο έργα, (α) «Ανάπλαση Οδού Πέτρου Ράλλη» και (β) «Ανάπλαση Πάρκου της Ελιάς», τα οποία αποτελούν μέρος του προγράμματος Ολυμπιακών Έργων Αναβάθμισης της Αθήνας-Αττικής του 2004, περιλαμβάνουν την ανάδειξη και την επαναφύτευση περιοχών του αρχαίου Ελαιώνα Αθηνών, εντός του οποίου σώζονται μερικά από τα αιωνόβια, ιερά ελαιόδενδρα, τα οποία –σύμφωνα με την παράδοση– φυτεύτηκαν κατά τον χρυσό αιώνα 480-450 π.Χ., επί Περικλή. Των προβλεπόμενων παρεμβάσεων είχαν προηγηθεί σχετικές απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις παλαιών βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Και τα δύο εν λόγω έργα μελετήθηκαν εκ μέρους του συγγραφέα σε συνεργασία με τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος της Αθήνας (Ο.Ρ.Σ.Α.), την Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης (Δ.Ε.ΠΟ.Σ.) Α.Ε., καθώς και τον Τεχνικό Σύμβουλο Διαχείρισης Μελετών-Έργων Ολυμπιακών Αναπλάσεων της Διεύθυνσης Ειδικών Έργων Αναβάθμισης Περιοχών του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Κοινοπραξία «Ανάπλασις 2004»). Κύριος των έργων είναι το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ενώ αρμόδια Υπηρεσία παρακολούθησης της υλοποίησης αυτών τέλεσε η παραπάνω Διεύθυνση Ειδικών Έργων Αναβάθμισης Περιοχών (Δ.Ε.Ε.Α.Π.) του υπουργείου αυτού.

Μουσείο: Η επανέκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (2001-2006) Δημήτριος Γραμμένος

Άποψη της εκθεσιακής ενότητας "Προς τη γένεση των πόλεων στη Μακεδονία". Το πρώτο μέρος της συνολικής επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε, μαζί με το σημαντικότερο μέρος της ανακατασκευής του, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ο τίτλος της επανέκθεσης είναι «Ο χρυσός των Μακεδόνων» και η επανεκθετική μέθοδος ακολουθεί τις θεματικές ενότητες: η διάδοση, η χρήση, η εξόρυξη του χρυσού, ο χρυσός και η αρχαιολογία του θανάτου, ο πάπυρος του Δερβενίου. Τα άλλα τέσσερα εκθεσιακά τμήματα, η προετοιμασία των οποίων είχε αρχίσει ήδη από τα τέλη του 2001, εγκαινιάστηκαν στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2006: η προϊστορία στη Μακεδονία, Προς τη γένεση των πόλεων, η Μακεδονία, η Θεσσαλονίκη. Για τα τέσσερα αυτά τμήματα ακολουθήθηκε η ίδια μεθοδολογία, με έμφαση στο τμήμα για την προϊστορία, στις καθημερινές πρακτικές. Οι βασικοί θεματικοί κύκλοι είναι ο χώρος/περιβάλλον, ο χρόνος, η οικονομία, η κοινωνία, η πνευματική/θρησκευτική/καλλιτεχνική ζωή, η τεχνολογία. Είναι κύκλοι που μπορεί να ταξινομήθηκαν βέβαια ήδη από τη δεκαετία του ’60 από τον θετικιστή/μοντέρνο και έναν από τους βασικούς εισηγητές της Νέας Αρχαιολογίας D. Clark, είναι ωστόσο διαχρονικοί και τίποτα δεν θα απέκλειε τη μεταμοντέρνα τους χρήση, κάτι που επιδιώκεται στην έκθεση, αφού προκαλεί πολυδιάστατη και κριτική τοποθέτηση του επισκέπτη, προσφέροντας και ερμηνευτικές διαστάσεις. Η διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν είναι σαφής: η σημερινή τάση είναι επικοινωνιακή με την ευρύτερη φιλοσοφική και κοινωνιολογική έννοια του όρου. Εννοείται ότι την έκθεση πλαισιώνει μεγάλη ποικιλία πολυμεσικών και άλλων ηλεκτρονικών εφαρμογών, ενταγμένων και συνδεδεμένων με τις θεματικές ενότητες.

Μουσείο Κεραμεικού, νέα μόνιμη έκθεση Βασιλική Ορφανού

Ο ταύρος από τον ταφικό περίβολο του Διονυσίου Κολυττέως, 345-340 π.Χ. Την άνοιξη του 1861 εντοπίστηκαν για πρώτη φορά αρχαία στον άγνωστο ως τότε χώρο του αρχαίου νεκροταφείου. Το 1938, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο παρέδωσε στο ελληνικό Δημόσιο το κτίριο του Μουσείου του Κεραμεικού. Η ένταξη της συνολικής ανάδειξης του Κεραμεικού στο πρόγραμμα Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας έδωσε την ευκαιρία στη Γ´ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων να πραγματοποιήσει την επισκευή και ανακαίνιση των χώρων του παλαιού κτιρίου του Μουσείου και να σχεδιάσει τη νέα μόνιμη έκθεσή του. Η έκθεση, που παρουσιάζεται στο τεύχος αυτό, εγκαινιάστηκε στις 9 Αυγούστου του 2004 και αναπτύσσεται σε πέντε εκθεσιακούς χώρους, αφιερωμένους στη γλυπτική και την κεραμική.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Πληροφορική: Αρχαιογνωσία στον Παγκόσμιο Ιστό, επιλογή δικτυακών τόπων (2) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το λογότυπο της στήλης Στο δεύτερο μέρος της επιλογής και παρουσίασης δικτυακών τόπων από τη στήλη της Πληροφορικής, οι οποίοι σχετίζονται με την αρχαιογνωσία, περιλαμβάνονται περιγραφές α) του κεντρικού καταλόγου των βιβλιοθηκών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου ZenOn, που περιέχει τους καταλόγους βιβλιοθηκών των εννέα παραρτημάτων του β) του δικτυακού τόπου της αρχαίας Μεσσήνης και γ) νέων εξελίξεων στο Google Earth, που αφορούν τη χρήση του σε συστήματα γεωγραφικής πληροφορίας για την αρχαιολογική έρευνα.

Παρουσίαση συνεδρίου: Ο ελληνιστικός πολιτισμός στην Ασία υπό το φως των αρχαιολογικών ανασκαφών (Αθήνα, IFA, 29/11/2006) Ποτίτσα Γρηγοράκου

Ένα θαυμάσιο δείγμα πηλοπλαστικής υψηλής ελληνικής τέχνης από τη Σελεύκεια στον Τίγρη. Παρουσίαση του πρώτου στην Ελλάδα Διεθνούς Συνεδρίου με θέμα τον ελληνιστικό πολιτισμό στην Ασία. Στο πλαίσιο του συνεδρίου κορυφαίοι, διεθνούς φήμης ξένοι αρχαιολόγοι παρουσίασαν στο ευρύ κοινό τα σημαντικά ευρήματα των ξένων ανασκαφών στην Ανατολή, από τη Συρία ως το Αφγανιστάν και το Ουζμπεκιστάν, αποδεικνύοντας τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή, την οικουμενικότητα της ελληνικής γλώσσας που προέκυψε και την επιρροή στους πολιτισμούς και τις τέχνες της περιοχής.

Βιβλιοπαρουσίαση: Wolfram Hoepfner (επιμ.), Ιστορία της κατοικίας 5000 π.Χ. – 500 μ.Χ., Θεσσαλονίκη, 2005 Κώστας Σουέρεφ

Το εξώφυλλο του βιβλίου Παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου Ιστορία της κατοικίας, 5000 π.Χ.-500 μ.Χ., το οποίο έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό στις γνώσεις και τους προβληματισμούς του κάθε ενδιαφερόμενου αναγνώστη και όχι απαραίτητα ειδικού.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές αναγνωστών Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Ο τύμβος του Σοφοκλή στη Βαρυμπόμπη. Ειδήσεις: Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, Ο θησαυρός της Κέρου, Ομηρικές σκηνές, Χάνονται μνημεία, Ρωμαϊκή Αγορά Θεσσαλονίκης, Ο τύμβος του Σοφοκλή, SOS για τις Δημοτικές Βιβλιοθήκες, Επιγραφικό Εργαστήριο κ.ά. Εκθέσεις: Η ελληνική χλωρίδα στην αρχαιότητα, Πηλός και χρώμα, Μύθοι και Αρχέτυπα στη Μεσόγειο κ.ά. Συνέδρια: 4ο Διεθνές Συμπόσιο Θρακικών Σπουδών, Ζ´ Συνάντηση Βυζαντινολόγων, Ελληνικός πολιτισμός χωρίς σύνορα, Περιβαλλοντική Αρχαιολογία κ.ά. Διαλέξεις: Κλαζομενές, Ηφαίστειο Θήρας, Αιγυπτιακές αρχαιότητες, Μαργιανή και Βακτριανή κ.ά. Βιβλία: Ανδρέας Αποστολίδης, Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων- Ευαγγελία Τσαγκαράκη, Σφραγίσματα με παραστάσεις ανθρώπινων μορφών - Αμαλία Μεγαπάνου, Πρόσωπα και άλλα κύρια ονόματα - Σαράντος Ι. Καργάκος, Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης κ.ά. Επιστολές: Τρ. Δ. Παπαζώης, Μυθοπλασίες και αμφιλεγόμενες μαρτυρίες επισκιάζουν την αλήθεια για την τύχη των λειψάνων του Μ. Αλεξάνδρου - Μαρία Σταυροπούλου, Μια νύξη για τα φυσικά φάρμακα κ.ά.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα μπορείτε να διαβάσετε: - Συνέδριο Αρχαιομετρίας στη Χαϊδελβέργη - Νέος επιστήμων Αρχαιομεταλλουργίας - Τα Σεμινάρια των Εργαστηρίων Fitch και Wiener - Προκηρύξεις για χρηματοδότηση ερευνητικών έργων

English summaries: Medicine in antiquity. An anthropological approach Diana Traka

The history of medicine, seen as a “great tradition” expressing prevailing knowledge, tends to silence the voice of “small traditions” and diminish common medical practices by regarding them as primitive. From these studies of anonymous healing traditions, sprung the branch of medical anthropology in the 1970s. A. Kleinman, a psychiatrist and anthropologist, defined three interconnected spheres of medical systems: a) Popular medicine with its remedies, b) the traditional medicine of indigenous peoples, practised by shamans or gifted healers, c) bio medicine produced in the West. The anthropological approach accepts that all societies provide medicine linked to practical observation and with symbolic interpretations. The attention of critical medical anthropology is centred on the creation, over the centuries, of a dominant medicine, which, by monopolising knowledge, marginalises all other alternative practices. “Definitive Knowledge” is a central concept, referring to the knowledge of the specialist, the power of the medical perspective, in “Clinical Archaeology” (Foucault) and the introduction into everyday life of medically based knowledge. The study of medical history does not only focus on technological progress and scientific discoveries, on clinics and patients. It mainly looks at medicine in a socio-political context where links can be located between the past and the present. It is therefore possible to analyse the wielding of power within institutions created by the organisation and implementation of medicine. The articles featured in Archaeologia is determined by such logic.

The Care for Health and the Evolution of Medicine in Antiquity Vasileios Lambrinoudakis

The care for health is as old as mankind. In early, remote times, cure, healing and restoration of health haven always been achieved through the invocation of divine power and were pursued through ritual practices of magic that were imitating the revival of the powers of earth, the life-giving power par excellence in the ruralpastoral societies. In the empirical level the cure of the patient was also supported either by natural medicines or by operations. However, medicine, that is diagnosis and healing, became a science in Greece by Hippocrates, a fifth-century physician from the island of Kos, who was the first to introduce the scientific observation and its analysis and the thus grounded and documented diagnosis and therapy. At the same time, even in the classical age, the religious/divine healing was widely spread and prevailing, its major center being the sanctuary of Asclepius in Epidaurus as well as its approximately two hundred annexed institutions all over Mediterranean, in which dreams and autosuggestion were considered crucial for health restoration. Through the religious practices and the recording and study of various diseases or illnesses a valuable experience was gained, which contributed to the prevalence of scientific medicine. Towards the end of the ancient world all the facets of the traditional scientific medicine had already been formed, ranging from medical specialties, medicines and surgical instruments to the social status of physicians.

Deontology, Ethics and Philosophy of Medicine in Works of the Hippocratic Collection Gerasimos A. Rigatos

In all the collected writings of the Hippocratic Corpus can be virtually found references on the issue of ethics and deontology at both philosophical and practical level. However, three of them, The Oath, The Physician and Decorum, give to physicians specific instructions about the teaching of medicine, respect for life, protection of patients and preservation of medical integrity. Euthanasia (mercy killing) and abortion are categorically prohibited, whereas the observance of medical confidentiality is demanded. Rules are set regarding the appropriate appearance and behavior of physicians, the cultivation of character and the development of high ethics. The qualities and attributes of the Hippocratic physician include professional efficiency, continuous study and research and even practice in foreign lands, as well as deep concern for the creation of quality conditions in curing patients. Emphasis is given to the philosophical education of the physician, the importance of which is phrased in the maxim “the physicianphilosopher is equal to god”. The enduring, diachronic value of the Hippocratic code can be better appreciated through its impact on the contemporary medical practice.

Aspects of the Notion of Disease and Contagion in Graeco-Roman Antiquity Vaios Vaiopoulos

The authors of the Hippocratic Corpus did not avoid discussing diseases that are nowadays considered to be infectious. Yet, the notion of disease transmission from the unhealthy to the healthy laid beyond their perception. Galen refutes the possibility of transmission, as opposed to Diodorus, who underlines the contagious character of the 396 B.C. pestilence, and Titus Livius, a supporter of the notion of contagion, who provides us with an interesting testimony of the 212 B.C. plague. However, it is very interesting that a historian, Thucydides, is the first to mention the transmission of a disease from one person or country to another. In a way, his narration reflects his contemporary popular views on the matter. In the Latin, non-medical literature it is not difficult to be located references to the idea of contagion. In veterinary works in particular the idea of contagion, as a way of disease transmission, is quite apparent. Aretaeus must be the first physician to ever adopt a positive stance on contagion. All the above observations lead to the conclusion that historians, philosophers and zoologists do not refute the possibility of disease transmission through contagion, whereas physicians reject the idea, as it jeopardized their “rationalistic” theories about the cause of diseases.

Medicines in Ancient Greece: Between Myth, Empirical Therapy and Science Yorgos Papadopoulos

The knowledge of the therapeutic potentials of medicinal plants as well as animal and mineral derivatives can be traced in the remote past of ancient Greek civilization. This primarily empirical knowledge prevails in the folk or traditional medicine until the time of Hippocrates, when it obtains theoretical grounds and thus reshaped it is incorporated in “scientific medicine”. In the works of Dioscorides and Galen the knowledge of ancient drugs and therapeutic substances is systematized and thereafter widely spread. According to the scientific views prevailing in their time, medicines act curatively due to the variety of their “powers” that restores the “equilibrium” of the humors and qualities of the body. The therapy with medicines was combined with diaita, the regulation of the way of living, which, at least in the Hippocratic medicine, constituted the major means of both disease prevention and healing. These therapeutic views and approaches have greatly influenced Western medicine, even that of modern times.

The Treatise “On Hygiene” of the Roman Imperial Age: The Deman Onouphrios Pavloyiannis

The treatise “On Hygiene” supplies a wealth of information about the major change in the field of athletics, which took place in the Roman imperial period, and the prevalence of athletic exercise. It notes the lack of proportionate and controlled exercise and its dangerous effects on athletes. It also pinpoints the impotence in diagnosing the physical and psychological condition of the athlete and consequently the inability in selecting for and adapting to him the proper exercises. The intellectuals of the age express the demand for redefining physical exercise, that should be connected with medicine and hygiene, and propose the application of the “art of hygiene” in gymnastics. Thus, it is strongly suggested that only the natural well-being that can be achieved through gymnastic exercises shields and reinforces health. Therefore, the participation of a professional instructor of gymnastics in exercises is indispensable: he must have sufficient knowledge of medicine and hygiene, so that he can be capable to evaluate the conventionality of bodies and exercises and to decide whether specific exercises can harm or benefit the particular individual.

“Ileus” in Aretaeus of Cappadocia Helen Christopoulou-Aletra, Niki Papavramidou

Aretaeus from Cappadocia (2nd cent. A.D.) is considered one of the most prominent Greek physicians of the Roman period. In two of his eight extant books entitled On the causes and symptoms of acute diseases and On the cure of acute diseases, he refers to various diseases, such as neuritis, tuberculosis epilepsy, as well as to ileus. Aretaeus considers ileus as an intestinal inflammation, which is usually accompanied by colic pain. There are two causes, according to him, responsible for the development of ileus: the first has to do with the amount and quality of the intake of food and the second with an injury of the bowels. Aretaeus comments that ileus is a disease that can affect both the large and the small intestines. Furthermore, he refers to various types of ileus, depending on the severity of each case, and describes in detail the relevant symptoms and their clinical manifestation. He also admits that the intraabdominal abscess is a complication of ileus. As far as cure is concerned, Aretaeus suggests that pain should be treated first by anesthetics and then through various practices, such as vomiting, steam-baths, poultices, cupping, decoctions and diet, that aim at the removal of the trapped air from the intestines.

Obstetrics and Gynaecology in Ancient Greece Alexandra Chr. Oeconomopoulou

The objective of this article is to present in brief the wealth of methods and instruments that were invented by the ancient Greek physicians who practiced obstetrics from the Mycaenean age to the third century ad. Therefore we have concisely recorded the basic knowledge of Obstetrics regarding pregnancy, childbirth, puerperium and the relevant complications that might occur as well as the medical interventions proposed by the ancient Greek physicians for their treatment. Concurrently, we present the knowledge of Gynaecology in the aforementioned span of time and particularly that of the anatomy and physiology of the female genital system, the relevant gynaecological diseases and their cure. Thus, emerges and becomes obvious the enormous contribution of the ancient Greek physicians whose pioneering inventions laid the foundations for the development of Obstetrics- Gynaecology in the rest of the world, a field of medicine extremely important to women.

Vision, Optics, and Ophthalmology in the Graeco-Roman World Dimitris Plantzos

In the Graeco-Roman world vision was studied empirically, on the basis of natural observation and philosophical – mostly Peripatetic – consideration; according to the latter, the human eye (even though its structure was becoming increasingly known to anatomists and physiologists) performed a purely teleological function. In Euclidean optics, the “eye”, according to which the laws of reflection and refraction were observed, is an abstract and theoretically perfect tool, not an optical instrument in itself. Accordingly, the laws of vision composed by Euclid and his successors had a minor impact on ophthalmology. Eye ailments such as various inflammations and longand short-sightedness received symptomatic treatments rooted in old traditions and practical knowledge. Hippocratic physiologists, such as Galen and Celsus, based their doctrines on Aristotle and his various writings, including the eclectic Problemata. At the same time, art, infused with science and popular wisdom, stands as an eloquent expression of the way the Graeco- Roman world understood the Gaze.

Representations of Disease and Treatment in Ancient Greek Tragedy and Comedy Kaiti Diamantakou

The article deals with the predominant representations of disease and its cause and treatment in the ancient tragic and comic drama in relation, on the one hand, to the magic-religious approach of Asclepius’ priesthood; and on the other, to the rational-scientific perception of Hippocrates’ followers, which was remarkably developed and disseminated during the fifth century B.C. It also traces the differently recorded representation of disease and treatment in the ancient tragedy and comedy and follows the escalation of medical syncretism and therapeutic optimism evident in dramatic literature: being literary introduced by Aeschylus’ Prometheus Bound and Sophocles’ Antigone, they are established by Euripides’ Alcestis and Sophocles’ Philoctetes, to be finally differentiated and prevalent in the plays of Aristophanes Wasps and Wealth, respectively. In the latter play, the last extant ancient comedy, the ambivalence of the classical thought has been remarkably portrayed.

The Re-exhibition in the Archaeological Museum of Thessaloniki (2001-2006) Dimitrios V. Grammenos

The first part of the complete re-exhibition of the Archeological Museum of Thessaloniki was inaugurated a few days before the opening of the Olympic Games of 2004 along with the more important section of its renovated building. The method followed for the presentation of this re-exhibition, entitled “The Gold of Macedons” was that of the thematic entities: Mining, Use and Dissemination of Gold, Gold and the Archaeology of Death, the Derveni Papyrus. Four more exhibition entities, The Prehistory of Macedonia, Towards the Creation of Cities, Macedonia, and Thessaloniki, the preparation of which had already started since the end of 2001, were inaugurated in the early September of 2006. The above methodology was again followed, whereas for the exhibition of the prehistoric section emphasis was given to the everyday, customary practices of the period. The basic thematic nuclei around which the latter exhibition revolves are: space/environment, time, economy, society, spiritual/religious/artistic life and technology. Although these notional units have been already classified since the 1960’s by the positivist and modernist D. Clark, one of the pioneers of New Archaeology, they nevertheless remain diachronic; therefore, since no one could deny their post-modern use, we have included them in the planning of the exhibition, because, by offering a variety of interpretations, the exhibition can evoke the visitor’s judgment on its subject and issues. The differentiation from the past is clear: the present objective is communication in the broader philosophical and social sense of the term. Needless to say that the exhibition is framed by a broad variety of multimedia and other electronic applications incorporated in and related to its thematic entities.

Restructuring the Ancient Olive Grove of Athens Alexander Bofilias

Within the organization of the Olympic Games of 2004, Athens has designed a large spectrum of projects concerning the modernization of its urban structure as well as the unification of its archaeological sites and historic locations. Apart from the renovation of its traditional waterfront and the construction of an entire subway system, motorway rings and a new international airport, the Greek capital has reconstructed parts of another historic monument: its ancient Olive Grove. The main objective of this project was to create a contemporary Greek contribution in the field of the international landscape architecture, by rescuing and restoring the neglected ancient green heritage of the glorious city. The two projects, the “Restructuring of Petrou Ralli Street” and the “Designing of the Olive Grove”, part of the Olympic Program for the Upgrading of Athens-Attica of 2004, deal with the expropriation, restructuring, replanting and design of the entire area where once thrived the ancient olive grove. It is worth noting that some of the old sacred olive trees, which might have been planted during the “golden age” of Pericles (480- 450 B.C.), are still preserved in the grounds. Both projects have been planned by the author of this article in cooperation with the Athens Masterplan Organization (ORSA) and realized by the Public Corporation of Urban Planning and Housing SA (DEPOS AE), which are the most important institutions of the Greek urban development. In the framework of the entire Olympic program these are the only projects that have been thoroughly planned by a landscape architect, therefore they include urban planning, master plan design and realization concept.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ορυκτά και πετρώματα Μαρίζα Ντεκάστρο

Ιζηματογενές πέτρωμα με αμμωνίτη (ολόκληρο και σε τομή). Η Μαρίζα Ντεκάστρο γράφει για τα ορυκτά και τα πετρώματα.

Τεύχος 134, Δεκέμβριος 2020 No. of pages: 144
Editorial: Δεκέμβριος 2020 Αλίκη Σχοινά

Το λογότυπο του περιοδικού. Ο κύκλος μιας ημερολογιακής χρονιάς ολοκληρώνεται, αυτός μιας νέας χρονιάς ξεκινά. Είμαστε στο μεταίχμιο και αυτό αναπόφευκτα γεννά στοχασμό. Ακούμε πολύ συχνά τελευταία ανθρώπους στο περιβάλλον μας να μιλούν αρνητικά για την ίδια τη χρονιά που διανύουμε. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό, που μια τέτοια σκέψη μπορεί να περάσει απ’ το μυαλό μας δεν είναι άλλος από το προνόμιό μας. Ο κόσμος ήταν και θα είναι γεμάτος πόνο για τόσο πολλούς ανθρώπους με πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά του προνομιούχου κόσμου στον οποίο έχουμε την τύχη να ανήκουμε. Η αναπάντεχη διατάραξη της βολικής θέσης μας σε αυτόν τον κόσμο δικαιολόγησε σε πολλούς από εμάς μια τυφλότητα μπροστά στις ευλογίες που η ίδια χρονιά έφερε. Ας μην κάνουμε το ίδιο λάθος τη χρονιά που έρχεται. Ας ζητήσουμε από τον εαυτό μας την απαραίτητη δύναμη και τη διαύγεια να μπορούμε να διακρίνουμε τα πάντα γι’ αυτό που πραγματικά είναι. Ο πόνος δίνει ευκαιρίες για υπέρβαση των ορίων μας και για εξέλιξη. Η ζωή απαιτεί θάρρος και επιμονή. Η ίδια είναι ασταμάτητη. Ακόμα κι αν νιώθουμε πως η απόλαυση της ζωής μάς διαφεύγει, αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να την καταδιώξουμε μέχρι να μην έχει άλλη επιλογή παρά να μας παραδοθεί.

Συνέντευξη: Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη — Επιστροφή στην τοπικότητα

Η Αικατερίνη Πολυμέρου–Καμηλάκη στο γραφείο της στο Κέντρο Λαογραφίας, το 2013. Γεννήθηκε στην Τσαγκαράδα του Πηλίου, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιέννη. Υπηρέτησε το «Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών» επί 40 χρόνια, τα 20 τελευταία ως εκλεγμένη Διευθύντρια. Αποχώρησε έχοντας παραδώσει ένα Κέντρο έτοιμο να υποδεχθεί τον 21ο αιώνα. Έκτοτε δεν έπαψε να ασχολείται με τον αγαπημένο της λαϊκό πολιτισμό και τις σύγχρονες εφαρμογές που εμπνέονται από τις τέχνες και τις τεχνικές του.

Ελλάδα εκτός Ελλάδος: Μια αρχαία πόλη στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου Sümer Atasoy

Μπρούντζινο βαλσαμάριο με μορφή ανδρικής προτομής. Βρέθηκε από ψαρά στον χώρο του λιμανιού της Τίου. Παράκτιος οικισμός σε προνομιακή θέση, σε εύφορη γη, με πρόσβαση μέσω ποταμού στην ενδοχώρα, η Τίος ήταν η μόνη αρχαία πόλη στη βόρεια μικρασιατική ακτή που ενώ δεν ήταν καταχωμένη δεν είχε ανασκαφεί. Από τις σωζόμενες ελληνορωμαϊκές και βυζαντινές αρχαιότητες, η ανασκαφή εστίασε στην ακρόπολη, στο κέντρο της πόλης, στα παραθαλάσσια τείχη, στο θέατρο και στη νεκρόπολη. Ανασκαφικά ευρήματα επιβεβαίωσαν την παράδοση που θέλει την Τίο αρχαϊκή αποικία των Μιλησίων.

Αφιέρωμα: Εισαγωγή: Όψεις του παιχνιδιού στη σύγχρονη εποχή Κλειώ Γκουγκουλή

Η κούκλα ως χριστουγεννιάτικο δώρο. Από την έκθεση «Μια φορά κι έναν καιρό στο εργαστήρι του Αϊ-Βασίλη», Αθήνα, Δεκέμβριος 2004 – Ιανουάριος 2005. Φωτ.: Κ. Γκουγκουλή. Το τρίτο μέρος του αφιερώματος του περιοδικού Αρχαιολογία και Τέχνες στο παιδικό παιχνίδι είναι διεπιστημονικό. Παρουσιάζονται τέσσερα άρθρα που προσεγγίζουν το παιχνίδι από τη σκοπιά της κοινωνικής ανθρωπολογίας και των σπουδών του υλικού πολιτισμού (Κλειώ Γκουγκουλή), της ιστορίας της τέχνης (Αφροδίτη Κούρια), της σύγχρονης ιστορίας (Δέσποινα Καρακατσάνη), των ψηφιακών μέσων επικοινωνίας και της τεχνολογίας της πληροφορίας και επικοινωνίας (Δημήτρης Γκούσκος / Ηρώ Βούλγαρη).

Τα παιχνίδια ως βιογραφικά αντικείμενα Κλειώ Γκουγκουλή

Παιχνίδια των δεκαετιών 1960–1970. Από την έκθεση «Μια φορά κι έναν καιρό στο εργαστήρι του Αϊ–Βασίλη» (Αθήνα, Δεκέμβριος 2004–Ιανουάριος 2005). Φωτ.: Κ. Γκουγκουλή. Ένας από τους τρόπους για να προσεγγίσουμε το νόημα των παιδικών αθυρμάτων, αλλά και όλων των υλικών αντικειμένων της κοινωνίας μας, σύμφωνα με τις νεότερες θεωρίες του Υλικού Πολιτισμού, είναι να παρακολουθήσουμε τη σημασία που αποκτούν τα παιχνίδια αυτά στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ακολουθώντας τις παραπάνω προσεγγίσεις οδηγούμαστε στην άποψη ότι τα αντικείμενα —συμπεριλαμβανομένων των παιχνιδιών— έχουν «κοινωνική ή πολιτισμική ζωή», με την έννοια ότι αποκτούν διαφορετικά νοήματα ανάλογα με τις σχέσεις τις οποίες εκφράζουν και τα πεδία στα οποία εντάσσονται κατά τη διάρκεια της «ζωής» τους, από την κατασκευή μέχρι την ολοσχερή καταστροφή τους. Το άρθρο ασχολείται με τον τρόπο με τον οποίο τα παιχνίδια συνυφαίνονται με τη ζωή των κατόχων τους αποκτώντας βιογραφική σημασία, καθώς και με τα νοήματα που αποκτούν ορισμένα από αυτά στη «δεύτερη» ζωή τους ως κειμήλια της παιδικής ηλικίας.

Όψεις, σημασίες και λειτουργίες του παιχνιδιού στη σύγχρονη ελληνική τέχνη Αφροδίτη Κούρια

Αλέξης Ακριθάκης, «Ποδήλατο», 1971, τέμπερα και σινική, 49x64 εκ., ιδιωτική συλλογή. Αναδημοσίευση από Κοτζαμάνη M. (επιμ.), Ακριθάκης (κατάλογος έκθεσης), Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Εκδόσεις Ιτανός — Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου, Αθήνα 1998. Το παιχνίδι, ως αντικείμενο, δραστηριότητα, διαδικασία και έννοια, απασχόλησε τους σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Στα έργα τους, που φιλοτέχνησαν με ποικίλα υλικά και διαφορετικούς εικαστικούς τρόπους, συναντάμε πτυχές τόσο της σχέσης του κάθε δημιουργού με το παιχνίδι όσο και μιας ευρύτερης υπαρξιακής ή φιλοσοφικής κοσμοαντίληψής του.

Παιχνιδότοποι και αγωγή των παιδιών στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου Δέσποινα Καρακατσάνη

Αγόρια και κορίτσια από τις παιδικές εξοχές των Αγίων Αποστόλων Χανίων ποζάρουν με τον δάσκαλό τους σε παιχνιδοκατασκευή με σχοινιά στην αμμουδιά, το καλοκαίρι του 1936. Πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο Μαρίας Ναξάκη. Στο άρθρο αυτό επιχειρείται η ανάλυση της εμφάνισης και της εξέλιξης των παιχνιδότοπων στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Εξετάζονται οι παιδαγωγικές και ψυχολογικές αναφορές, καθώς και οι επιδράσεις από αντίστοιχες προσπάθειες στο εξωτερικό. Καθώς καταγράφεται η πορεία εξέλιξής τους από τους παιδικούς κήπους στις παιδικές χαρές και τους παιχνιδότοπους, διερευνώνται το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο και οι παιδαγωγικές αλλά και οι ιδεολογικές χρήσεις τους, οι βασικοί εκφραστές και συντελεστές του συγκεκριμένου οικιστικού και παιδαγωγικού νεωτερισμού. Ειδικότερα αναλύεται ο ρόλος της μεταρρυθμιστικής παιδαγωγικής και του γυμναστικού κινήματος, καθώς και η χρήση και η εκμετάλλευσή τους από το καθεστώς Μεταξά.

Ψηφιακό παιχνίδι, επικοινωνία και μάθηση: μια πολύπτυχη σχέση Δημήτρης Γκούσκος, Ηρώ Βούλγαρη

Στιγμιότυπο από τη διοργάνωση World of Warcraft Legion GamesCom 2017. Πηγή: Wikimedia Commons. Στο άρθρο επιχειρείται μια συνοπτική αναφορά στην έννοια και το φαινόμενο του ψηφιακού παιχνιδιού στη σημερινή εποχή, καθώς και στις δυνατότητες που τα ψηφιακά παιχνίδια παρουσιάζουν ως μέσα επικοινωνίας και δομικά στοιχεία πλαισίων μάθησης. Με αναφορές σε ενδεικτική βιβλιογραφία και παραδείγματα παιχνιδιών, οι συγγραφείς συζητούν ορισμένες σχεδιαστικές αρχές και επικοινωνιακές αξίες που διέπουν τη διαδικασία και την εμπειρία του ψηφιακώς παίζειν, καθώς και την ανάγκη ανάπτυξης γραμματισμού απέναντι στο ψηφιακό παιχνίδι ως μια ισχυρά επικοινωνιακή και μαθησιακή αναπαράσταση του εκτός παιχνιδιού κόσμου. Αντί άλλων συμπερασμάτων, στέκονται στη σημασία της κοινωνικής διάστασης της ενασχόλησης με ψηφιακά παιχνίδια, ιδιαίτερα στην περίπτωση της χρήσης τους σε εκπαιδευτικές διαδικασίες με σκοπό την αξιοποίησή τους πέρα από στερεότυπα.

Θέματα: Στο τραπέζι του Βυζαντινού Μουσείου Αργολίδας Αναστασία Βασιλείου

Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας, Άποψη της υποενότητας «Στο βυζαντινό σπίτι» (© ΕΦΑ Αργολίδας, Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας). Με αφετηρία τη συλλογή του Βυζαντινού Μουσείου Αργολίδας που προέρχεται από σωστικές ανασκαφικές έρευνες στην Αργολίδα (κυρίως στο Άργος, το Ναύπλιο και τη μεταξύ τους περιοχή), παρουσιάζονται ορισμένα βασικά στοιχεία στην εξέλιξη της βυζαντινής εφυαλωμένης κεραμικής σε συνδυασμό με τα νεότερα πορίσματα της έρευνας.

Το έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής στην Ελευσίνα Χριστίνα Μερκούρη

Διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη ανατολικά της εισόδου του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας. 35Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής συστάθηκε τον Ιανουάριο του 2018 με χωρική αρμοδιότητα σε 13 Δήμους: Μεγαρέων, Μάνδρας–Ειδυλλίας, Ελευσίνας, Ασπροπύργου, Χαϊδαρίου, Αγίων Αναργύρων–Καματερού, Αιγάλεω, Ιλίου, Περιστερίου, Πετρούπολης, Αγίας Βαρβάρας, Φυλής, Αχαρνών. Στην αρμοδιότητα της Εφορείας εμπίπτουν σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία, όπως ο αρχαιολογικός χώρος της Ελευσίνας, η Μονή Δαφνίου, τα αρχαία φρούρια Αιγοσθένων, Ελευθερών, Φυλής και Οινόης, η «Κρήνη του Θεαγένους» και οι αρχαιότητες στην πόλη των Μεγάρων, ο θολωτός τάφος και το αρχαίο θέατρο Αχαρνών, η αρχαία ακρόπολη των Παγών στο Αλεποχώρι και πλήθος άλλων. Επιπλέον, η Υπηρεσία έχει την ευθύνη για τη λειτουργία και τη διαχείριση τριών μουσείων: του Αρχαιολογικού Μουσείου της Ελευσίνας, του Αρχαιολογικού Μουσείου Μεγάρων και της Αρχαιολογικής Συλλογής Αχαρνών. Από την έναρξη της λειτουργίας της Υπηρεσίας, τέθηκε ως ύψιστη προτεραιότητα ο σχεδιασμός και η εκτέλεση εργασιών για την αναβάθμιση και την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου Ελευσίνας, τη βελτίωση των υποδομών και τη δημιουργία προσβασιμότητας ΑμΕΑ, τον ευπρεπισμό και τη συντήρηση της πορείας των επισκεπτών, την αντικατάσταση και αναβάθμιση του εποπτικού υλικού, την ανανέωση του αστικού εξοπλισμού του χώρου και την ανάδειξη σημαντικού αρχαιολογικού υλικού που φυλάσσεται σε αποθηκευτικούς χώρους. Επιπλέον, η κήρυξη της Ελευσίνας ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2021 υπήρξε εφαλτήριο για να επανέλθει η πόλη, έπειτα από πολλά χρόνια, στο επίκεντρο του κρατικού σχεδιασμού και να ξεκινήσουν έργα αναβάθμισης του πολιτιστικού της τοπίου. Το 2021 αποτέλεσε ασφαλώς ένα χρονικό και συμβολικό ορόσημο —ταυτόχρονα αφορμή και στόχο— για τα έργα ανάπλασης της πόλης και ανάδειξης του πολιτιστικού κεφαλαίου της.

Αρχαιολογικός χώρος: Ιερό Δήμητρας και Κόρης στην Ελευσίνα Χριστίνα Μερκούρη, Μαρία Αμπάτη, Ευσταθία Ανέστη

Ο λόφος της αρχαίας ακρόπολης και μερική άποψη του αρχαιολογικού χώρου. Ορθοφωτ.: Διεύθυνση 'Ερευνας και Τεχνικής Υποστήριξης Μελετών και Έργων Αναστήλωσης/ΥΠΠΟΑ. Το Ιερό της Ελευσίνας υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά αρχαία λατρευτικά κέντρα της αρχαιότητας. Σε αυτό λατρευόταν η Δήμητρα, θεά της φύσης, της γεωργίας και της αγροτικής ζωής, μαζί με την Κόρη της, την Περσεφόνη. Η σύνδεση της Ελευσίνας με τις δύο θεές οφείλεται στον μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και της αναζήτησής της από τη μητέρα της. Ο μύθος αυτός, χιλιοειπωμένος από ραψωδούς και δραματουργούς, αποτέλεσε έναν από τους πιο αγαπημένους του αρχαίου κόσμου και πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες σε διάφορες εποχές.

Τεύχος 43, Ιούνιος 1992 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Η προϊστορική φύση στην Ελλάδα Γεώργιος Σφήκας

Μαινάδα, στεφανωμένη με φίδι, σείει πάνθηρα. Κύλικα του ζωγράφου του Βρύγου (490-480 π.Χ.), Staatliche Antikensammlungen, Μόναχο Η Ελλάδα άρχισε να αναδύεται από το βυθό μιας απέραντης θάλασσας, της Τυθής, στη διάρκεια της αλπικής ορογένεσης. Πλούσιο απολιθωματοφόρο στρώμα στο Πικέρμι της Αττικής, που πηγαίνει πίσω στα 9 εκατομμύρια έτη, αποκαλύπτει την ύπαρξη διάφορων ζώων: αλογάκι με τρεις οπλές στο κάθε πόδι, Γαζέλα η βραχύκερος, Χαλικοθήριο το γκολντφούσιο, Αγκυλοθήριο το πεντελικό, Μαχαιρόδους ο αφανιστής και άλλα πολλά. Παράλληλα, η Ελλάδα βρίθει από μεγάλα προβοσκιδωτά ζώα, όπως είναι ο Χοιρολοφόδων ο πεντελικός, ο Βουνολοφόδων ο μακρόρυγχος, ο Άναγκος ο αρβερνέσιος, το Δεινοθήριο το γιγάντιο κ.ά. Την ίδια περίοδο πάντα, την Πλειόκαινο (12-2 εκατομμύρια χρόνια πριν), φύονται γιγάντια κωνοφόρα: Σεκοϊάδενδρο, Κεδρόξυλο, Γλυπτόστροβος, Άλνος, Σασσαφράς κ.ά. Στο Πλειστόκαινο, χλωρίδα και πανίδα στην Ελλάδα αλλάζουν. Κάποια είδη εξαφανίζονται, νέα είδη όπως ο Τριχωτός Ρινόκερος και το Τριχωτό Μαμούθ κάνουν την εμφάνισή τους. Στα νησιά του Αιγαίου δημιουργούνται νάνες μορφές ελεφάντων, ρινόκερων και ιπποπόταμων. Υπήρχαν όμως και ζώα με μορφή που θυμίζει τα αντίστοιχα σημερινά, πρόγονοι των λιονταριών και των αγελάδων, βίσωνες, πάνθηρες, λύγκες, αρκούδες, αγριογούρουνα. Εγκαταλείποντας τη ζωή του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη για να ασχοληθούν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, οι άνθρωποι της Νεολιθικής περιόδου άρχισαν να εξοντώνουν τα ζώα, με πρώτα τα μαμούθ και τους νάνους ελέφαντες του Αιγαίου. Σταδιακά χάθηκαν οι βίσωνες, οι λεοπαρδάλεις, τα λιοντάρια και άλλα μεγάλα θηλαστικά. Ωστόσο, την ύπαρξη λιονταριών μαρτυρούν πηγές του 2ου αιώνα μ.Χ., ενώ σε παραστάσεις αγγείων και ψηφιδωτών απεικονίζονται με μεγάλη πιστότητα λεοπαρδάλεις και γατόπαρδοι.

Μετρολογικό ανάγλυφο στη Σαλαμίνα Ιφιγένεια Δεκουλάκου

Σχέδιο του μετρολογικού αναγλύφου της Σαλαμίνας από τον αρχιτέκτονα Τ. Τανούλα. Από σκληρό πωρόλιθο, η πλάκα του αναγλύφου βρισκόταν εντοιχισμένη, ως το 1985, στο ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου στα Περιβόλια της Σαλαμίνας. Τα ανθρώπινα μέλη που απεικονίζονται παριστάνουν μετρικές μονάδες που διαφωτίζουν ως προς την εφαρμογή των κανόνων της μετρολογικής κλίμακας στην αρχαία πολεοδομία και αρχιτεκτονική. Στο σωζόμενο τμήμα του ανάγλυφου της Σαλαμίνας απεικονίζονται για πρώτη φορά τα περισσότερα από τα γνωστά μέτρα μήκους της αρχαιότητας: οργυιά, πήχυς, σπιθαμή, κανόνας και πόδι. Διαπιστώνονται δύο διαφορετικά μετρικά συστήματα. Το ένα με μονάδα μέτρου τον κανόνα, που αντιστοιχεί σε πόδι 0,322 μ., αντιπροσωπεύει το παλιό μετρικό σύστημα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από την αρχαϊκή εποχή ως τον 4ο αιώνα π.Χ. Το άλλο έχει ως βάση πόδι 0,301 μ. και εμφανίζεται κατά την εποχή του Αλεξάνδρου. Η συνύπαρξη διαφορετικών μετρικών συστημάτων διαπιστώνεται και στο ανάγλυφο του Μουσείου Ashmolean στην Οξφόρδη, στην πλάκα που είναι τοποθετημένη στην αγορά της Leptis Magna και στον μετρολογικό πίνακα στην Announa Thibilis της Αλγερίας. Φαίνεται ότι με την εισαγωγή των νέων μετρικών συστημάτων στην ελληνιστική εποχή τα παλιά μετρικά συστήματα δεν καταργούνται. Αν το ανάγλυφο της Σαλαμίνας αναρτήθηκε ως υπόδειγμα για τα επίσημα μέτρα του κράτους, αυτό πρέπει να έγινε όταν και τα δύο πόδια, δωρικό και ελληνιστικό, ήταν σε χρήση.

Το Nυμφαίο της Φλώρινας Χριστίνα Ζαρκάδα-Πιστιόλη

Νυμφαίο. Αρχοντικό Δημ. Παπαδόπουλου (1900). Το Νυμφαίο, που ως το 1930 ονομαζόταν Νέβεσκα, είναι χτισμένο σε οροπέδιο του ανατολικού Βίτσι. Από τους κατοίκους, άλλοι οδηγήθηκαν στη μετανάστευση και άλλοι, εξειδικεύοντας και εμπορευματοποιώντας την τοπική παραγωγή, άρχισαν να συναλλάσσονται με τις αγορές του εξωτερικού και να συγκεντρώνουν κεφάλαιο. Το Νυμφαίο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση μετά το 1864. Η συντεχνία των αργυροχρυσοχόων έγινε πανίσχυρη. Ο πλούτος επέτρεψε σε Νεβεσκιώτες να κυριαρχήσουν στο χρηματιστήριο βάμβακος της Αλεξάνδρειας και στα μακεδονικά καπνά, φτάνοντας ως την αυλή του Σουλτάνου και τις καπναγορές του Αμβούργου, του Λονδίνου κ.α. Το εμπόριο του βαμβακιού ανέδειξε ως ισχυρότερη την εμπορική οικογένεια του Μίχα Τσίρλη, σύγχρονη με την καπνεμπορική δυναστεία των Σωσσιδαίων. Ο κοσμοπολίτικος αέρας τον οποίο προσέδωσε στο Νυμφαίο η τάξη των πλουσίων αντανακλά στα αντίστοιχα σπίτια. Στην παλαιότερη φάση (1899-1903), διακρίνονται τύποι σπιτιών σε «γάμμα», «πι» ή ορθογώνιο που θυμίζουν τυπολογίες άλλων ορεινών αστικών κέντρων της Δυτικής Μακεδονίας του προηγούμενου αιώνα, ενώ συνυπάρχουν (1867-1900) αρχοντικά που το κεντρικό τμήμα της πρόσοψής τους προεξέχει ελαφρά και φέρει μεγάλη αετωματική επίστεψη. Η β΄ φάση εξέλιξης του οικισμού (1867-1900) μαρτυρεί ξεκάθαρη την επίδραση του πρώιμου κλασικισμού της Αθήνας. Ο μεγαλύτερος αριθμός των αρχοντικών που διασώθηκαν ανήκουν σε αυτή την τυπολογία που απαντά μόνο στο Νυμφαίο. Παράλληλα, τρεις άλλοι τύποι σπιτιών διακρίνονται ανάλογα με το πώς μεταχειρίζονται τον κεντρικό χώρο της εξωτερικής όψης στο σημείο της εισόδου. Τη δεκαετία του 1920, στη γ΄ φάση εξέλιξης του οικισμού, από τις επίπεδες όψεις το ενδιαφέρον συγκεντρώνει και πάλι η πρόσοψη με τη σκάλα που οδηγεί στον πρώτο όροφο, τον εξώστη του β΄ ορόφου και την αετωματική κεντρική απόληξη με τα μπαρόκ στοιχεία. Τα σπίτια του Νυμφαίου σχεδίασαν και έχτισαν συνεργεία μαστόρων από άλλα χωριά, κάποια από αυτά βορειοηπειρώτικα. Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε η άφθονη πέτρα. Στην κάλυψη των σπιτιών οι σχιστόπλακες εγκαταλείφθηκαν και αντικαταστάθηκαν από λαμαρίνες. Κουφώματα, δάπεδα και τα περισσότερα ταβάνια κατασκευάζονται από ξύλο οξιάς, ενώ πόρτες και παράθυρα είναι δρύινα. Στο εσωτερικό, στο ισόγειο βρίσκονται οι χειμερινοί οντάδες με τα τζάκια, η κουζίνα και οι βοηθητικοί χώροι, ενώ στον όροφο οι θερινοί οντάδες και το σαλόνι υποδοχής. Πέρα από τα τζάκια, τη θέρμανση των αρχοντικών εξασφάλιζαν περίτεχνες πήλινες σόμπες. Έντονη είναι η επίδραση του νεοκλασικισμού στον εσωτερικό ζωγραφικό διάκοσμο. Οι ζωγράφοι, κατά κύριο επάγγελμα αγιογράφοι, επιδίδονται σε αρχαιοπρεπείς απομιμήσεις μυθικών ή ιστορικών προσώπων, τοπίων ή αρχιτεκτονικών στοιχείων. Στον λαϊκό νεοκλασικισμό του Νυμφαίου επιβιώνουν και παραδοσιακά θέματα, ενώ δεν λείπουν μπαρόκ στοιχεία. Το Νυμφαίο, ο καλύτερα διατηρημένος οικισμός στον βορειοελλαδικό χώρο, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο στο σύνολό του.

Άλλα θέματα: Απόλλων: Δήλος και Άδηλος Νίκος Ξένιος

Απόλλωνας, Διόνυσος και Ερμής σε συμπόσιο. Απουλιανή ερυθρόχρωμη situla, 350-330 π.Χ. Μαδρίτη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Είναι άραγε ο ολύμπιος Απόλλωνας, ο φωτεινός θεός των ηθικών καθαρμών στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, ο ίδιος θεός που, στην ομηρική εποχή, συνδέεται με ανθρωποθυσίες προς τιμή των θεών του Κάτω Κόσμου; Ο συγγραφέας απαντά στην ερώτηση εμπνεόμενος και από τις θεωρίες των Jung και Kerényi. Με μικρασιατική προέλευση, ο Απόλλωνας πρωτοεμφανίζεται στα μυκηναϊκά θρησκευτικά κέντρα ως «μάντης», υποσκελίζοντας αυτόχθονες θεότητες και κληρονομώντας τις ιδιότητές τους. Στους Δελφούς, όπου ο Απόλλωνας θα σκοτώσει τον Πύθωνα και θα εκτοπίσει τη Γαία και τη Θέμιδα, στο άδυτο του ιερού υπήρχε, κατά τον Φιλόχορο, ο τάφος («σήμα») του Διόνυσου. Στη Ρήνεια, απέναντι από τη Δήλο, η λατρεία των θεών του Κάτω Κόσμου ακτινοβολούσε σε όλη τη Μεσόγειο. Από τη θάλασσα που ενώνει την κυρίως Ελλάδα με τα μικρασιατικά παράλια, θα αναδυθεί σαν Ήλιος ο θεός που θα γίνει η απαρχή της ποιητικής δημιουργίας. Ωστόσο, το μέλος προστατεύεται και από τον όμαιμο και ομότροπο αδελφό του Διόνυσο. Πρόκειται αναμφίβολα για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το φως του Διόνυσου είναι το φως του φεγγαριού που συνοδεύει στη φύση όλες τις νυχτερινές «αναχωρητικές» ή οργιαστικές λατρείες, τους Βακχευτές, τις Μαινάδες, τους λατρευτές των χθόνιων θεών. Το «ιλαρόν» φως του ΄Ηλιου ομογενοποιεί τις πατριαρχικές λατρείες των Δωριέων, τον πολιτισμό του μέτρου, της ευταξίας και του ορθολογισμού. «Περιπλανώμενο» χαρακτηρίζει ο Ευριπίδης τον Απόλλωνα, το θείο βρέφος από το οποίο προέκυψε η επίγεια ζωή και που παρουσιάζεται αλλού ως Ζευς, αλλού ως Διόνυσος, αλλού ως Απόλλων. Είναι «γέννημα» και «γεννήτωρ», ο genius cucullatus που δίνει τη ζωτική ενέργεια στον κόσμο, που λατρεύεται στη βάση όλων των εγχώριων θρησκειών.

Σκέψεις γύρω από τη θεώρηση του φαινομένου του σεισμού στην αρχαία Ελλάδα Λάζαρος Πολυμενάκος

Ο Ποσειδώνας εξακοντίζει την τρίαινα. Πίσω όψη αργυρού τετράδραχμου, 301-295 π.Χ. Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο. Οι αναφορές στον Ποσειδώνα στις πινακίδες της Πύλου, τους Ορφικούς Ύμνους, τα ομηρικά έπη και τα ησιόδεια έργα τον αναδεικνύουν πρώτιστα σε κύριο της γης και σύζυγο της Γαίας, ιδιότητα που εκφράζουν τα επίθετα «γαιάƑοχος» και «γαιήοχος». Στην Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τον Ησίοδο, ο Ποσειδώνας χαρακτηρίζεται σταθερά ως «ενοσίχθων», «ενοσίγαιος» και «γαιήοχος». Τα επίθετα αυτά συνοδεύονται από αναφορές-περιγραφές σεισμών με χαρακτηριστικό τους τα μεγάλα θαλάσσια κύματα. Ωστόσο, προοδευτικά σημειώνεται μια υποβάθμιση της σημασίας του θεού που συμπίπτει με την εγκαθίδρυση της λατρείας των ολύμπιων θεών και την ερμηνεία του κοσμικού γίγνεσθαι από τους φιλοσόφους. Επίκουρος, Θαλής, Στωικοί, Δημόκριτος βλέπουν τη γη να κάθεται πάνω σε ένα υγρό στοιχείο που την κινεί. Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Αναξαγόρας και Αρχέλαος θεωρούν ότι κύρια αιτία των σεισμών είναι το πνεύμα που ενίοτε συνδυάζεται με το πυρ. Ο Αριστοτέλης είναι εκείνος που θα μελετήσει τους σεισμούς συστηματικά. Τους εντάσσει στα γήινα φαινόμενα, τους συνδέει με υπέδαφος μη συνεχές, τους αποδίδει στην εκτόνωση συσσωρευμένου πνεύματος στις υπόγειες κοιλότητες. Ο Πυθαγόρας ενσωματώνει την οντότητα του Ποσειδώνα με την αντίληψή του για το κοσμικό γίγνεσθαι. Αποκαθιστά έτσι μια φυσική συνέχεια μεταξύ της σκέψης των προ-ομηρικών χρόνων και αυτής της κλασικής εποχής.

Η πορεία της Iεράς Οδού και η σημασία της Ιωάννα Τσιριγώτη-Δρακωτού

Τέμενος της Αφροδίτης κατά μήκος της Ιεράς Οδού, κοντά στον Σκαραμαγκά, με λαξευτές θυρίδες για την υποδοχή των αναθημάτων. Στις αρχές του φθινοπώρου, η πομπή των Ελευσινίων Μυστηρίων βγαίνοντας από την Ιερά Πύλη του Κεραμεικού ακολουθούσε την Ιερά Οδό προς την Ελευσίνα. Σε όλο της το μήκος, η Ιερά Οδός πλαισιωνόταν από μνημεία, τάφους και ιερά. Στο πρώτο τμήμα της βρέθηκαν ταπεινές ταφές, κεραμοσκεπείς, καύσεως και απλοί λάκκοι, από το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. ως το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. Στην τοποθεσία Σκίρον άρχιζε ο μεγάλος ελαιώνας της πεδιάδας του Κηφισού. Ανάμεσα στη σημερινή Γεωπονική Σχολή και τη γέρικη «ελιά του Πλάτωνα» υπήρχε ιερό της Δήμητρας και της Κόρης, όπου λατρεύονταν επίσης η Αθηνά και ο Ποσειδώνας. Στο κοντινό τέμενος του Μειλίχιου Δία είχαν υποδεχτεί οι Φυταλίδες τον Θησέα. Γνωστή για τους «γεφυρισμούς» ήταν η γέφυρα του Κηφισού, λίγο πριν από τον Δήμο του Έρμου με τα πλούσια ταφικά ευρήματα. Στα όρια του σημερινού Δήμου Χαϊδαρίου βρέθηκαν δύο μεγάλοι ταφικοί περίβολοι και βάθρο ταφικού μνημείου ενώ, δυτικότερα, υψωνόταν το μεγαλοπρεπέστερο ίσως μνημείο της Ιεράς Οδού, το κενοτάφιο της εταίρας Πυθιονίκης. Στην περιοχή της Μονής Δαφνίου ο Παυσανίας είχε δει ναό του Απόλλωνα και στοά με κίονες. Σπόνδυλοι και κιονόκρανα είναι διάσπαρτα στο μοναστήρι. Ένας κίονας έχει ενσωματωθεί στο ναό, τρεις άλλους μετέφερε στο Λονδίνο ο λόρδος Έλγιν. Ακολουθεί το ιερό της Αφροδίτης, όπου βρίσκεται και το καλύτερα διατηρημένο τμήμα της Ιεράς Οδού με αυλακώσεις από τους τροχούς των αμαξών. Η σημερινή λίμνη Κουμουνδούρου ήταν οι αρχαίοι Ρειτοί, αφιερωμένοι στη Δήμητρα και την Κόρη. Το 124-127 μ.Χ. ο Αδριανός έχτισε τετράτοξη γέφυρα του ελευσινιακού Κηφισού που σώζεται ως σήμερα.

Η ανάγλυφη παράσταση της επιγραφής IGXII.2.15 Μάκης Αξιώτης

Ο Καλυδώνιος Κάπρος στην πίσω όψη αργυρού τριώβολου Αιτωλικής Συμπολιτείας, π.220-189 π.Χ. Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο. Στη συμφωνία που συνάπτει με τον Δήμο των Μυτιληναίων γύρω στα 214-213 π.Χ., το Κοινό των Αιτωλών, που ασκεί νόμιμη πειρατεία, υπόσχεται να μη βλάψει τους Μυτιληναίους. Η επιγραφή με το κείμενο της συμφωνίας χαράχτηκε σε μεγάλο βάθρο που αφιερώθηκε στο Ασκληπιείον της πόλης και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Μυτιλήνης. Στην ανάγλυφη παράσταση πάνω από την επιγραφή ο Patton που τη δημοσίευσε διέκρινε ένα πλοίο. Έκτοτε η άποψή του δεν έχει αμφισβητηθεί. Ωστόσο, ο συγγραφέας διακρίνει την κάτω γνάθο κάπρου που παραπέμπει στον μυθικό Καλυδώνιο Κάπρο, η κάτω γνάθος του οποίου απεικονίζεται σε νομίσματα των Αιτωλών. Πρόκειται δηλαδή για εμβληματική «σφραγίδα» των Αιτωλών.

Η κλήρωση στις ελληνικές πόλεις (εκτός Αττικής) Ελένη Κόλλια

Κληρωτήρια αθηναϊκών δικαστηρίων. Λίθινα με πέντε κάθετες στήλες εγκοπών. Συνυφασμένη με τη δημοκρατία, η επιλογή δικαστών ή αρχόντων με κλήρο εμφανίστηκε στην Αθήνα στο α΄ μισό του 5ου αιώνα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και πριν από την επιβολή της κλήρωσης στις Ερυθρές (450 π.Χ.) Το κληρωτήριο, κληρωτρίδα ή κληρωτικόν ήταν ένα πέτρινο κατασκεύασμα που περιλάμβανε την υδρία με τους κύβους της κλήρωσης και, πλάι της, τις κανονίδες, όπου οι υποψήφιοι τοποθετούσαν τα πινάκιά τους. Στη διαδικασία, που περιγράφεται με τα ρήματα «κληρώ» και «λαγχάνω», οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τόσο συχνά ως λαχνό τον κύαμο, ώστε αυτός έγινε συνώνυμο του κλήρου. Η εφαρμογή της κλήρωσης επεκτάθηκε και εκτός Αττικής: είτε εξάγεται από την ίδια την Αθήνα σε πόλεις στις οποίες εκείνη επιβάλλει το δημοκρατικό καθεστώς, είτε υιοθετείται με μικρές διαφοροποιήσεις από πόλεις που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της ή, τέλος, εμφανίζεται, με ριζικές όμως μεταβολές, σε πόλεις με ολιγαρχικά πολιτεύματα. Η κλήρωση επιβλήθηκε από την Αθήνα στις Ερυθρές της Ιωνίας, στην Ιουλίδα της νήσου Κέας, στη Δήλο και στους Δελφούς, στην Εστιαία (ή Ιστιαία) της Εύβοιας και, στον δικαστικό τουλάχιστον τομέα, στη Θάσο. Την κλήρωση υιοθέτησαν η Σινώπη της Παφλαγονίας, οι Αλιείς της Αργολίδας, το Σίλλυον, η Σμύρνη και η Έφεσος στη Μικρά Ασία, η Κάλυμνος, η Λίνδος, η Τροιζήνα, η Κυρήνη. Τέλος, η κλήρωση εφαρμόστηκε και στις Συρακούσες, τον Τάραντα, τη Θήβα και τη Σπάρτη.

Εξέλιξη πήλινου λύχνου από την παλαιοχριστιανική εποχή ως το τέλος των βυζαντινών χρόνων Γιώργος Γουργιώτης

Θεσσαλικά λυχνάρια με χερούλι, δυο ελαιοφόρα κύπελλα με μυξούς υπό γωνία, ελαφρά κωνικό στήριγμα και στρογγυλή βάση. Στις Φθιώτιδες Θήβες βρέθηκε παλαιοχριστιανικό λυχνάρι (4ος-5ος αιώνας) που για πρώτη φορά αποπειράται να στηριχτεί σε λυχνοστάτη. Από την Αγορά των Αθηνών προέρχεται λύχνος του 10ου ή του 11ου αιώνα, με δύο ελαιοφόρα κύπελλα στην κορυφή ενός ελαφρά κωνικού στηρίγματος που πατά σε κυκλική βάση. Δεν γνωρίζουμε τους χαμένους κρίκους ανάμεσα στα δύο, ο δεύτερος τύπος πάντως θα επικρατήσει πιθανόν ως και την πρώιμη Τουρκοκρατία. Όταν, με τη Φραγκοκρατία, η κεραμική παραγωγή αποσυνδέεται από την κεντρική διοίκηση, οι τοπικοί κεραμίστες από τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, τον Τύρναβο ρίχνουν στην αγορά σκεύη υψηλής ποιότητας. Τα λυχνάρια, με χερούλι, με γυαλωμένα μόνο τα κύπελλα ή όλη τους την επιφάνεια, συχνά παραλλάσσουν το βασικό τους σχήμα: ένα μόνο κύπελλο, μικρού ύψους στήριγμα κ.ά. Οι κηροστάτες επηρεάζονται από τα λυχνάρια διττά: κάποιοι εμπνέονται από το σχήμα των κυπελλοφόρων λυχναριών, άλλοι από τα λυχνάρια με την κωνική και ευρείας διαμέτρου βάση.

Μακεδονική Αναγέννηση Έφη Αθανασίου

Εικονογράφηση ψαλτηρίου (Par. Gr. 139). Την ιουστινιάνεια χρυσή εποχή της βυζαντινής τέχνης διέκοψε η βαθιά τομή της εικονοκλαστικής περιόδου. Οι μαζικές καταστροφές που προκλήθηκαν καλλιέργησαν τις συνθήκες για μια αποφασιστική στροφή προς το ελληνικό κλασικιστικό ιδεώδες. Η στροφή αυτή, που συμπίπτει σε διάρκεια με τη Δυναστεία των Μακεδόνων (867-1057), αγγίζει ολόκληρο το φάσμα της βυζαντινής τέχνης: τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, εικονογράφηση χειρογράφων, εικόνες φορητές, έργα μικροτεχνίας. Η σύνθεση ανάμεσα στο ελληνικό κλασικό πνεύμα και στην πνευματικότητα καταργεί την αντίθεση ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο που είχε καταλήξει στην εικονομαχία. Χαρακτηριστικές είναι οι προσωποποιήσεις με κλασικές φιγούρες που εντάσσονται σε χριστιανικές σκηνές. Στην αρχιτεκτονική εισάγονται οι δύο τύποι ναών με τρούλο, ο εγγεγραμμένος σταυροειδής και οι μεταβατικοί τύποι των παραλλαγών του (ανάμεσά τους και ο τετρακιόνιος), και ο οκταγωνικός. Σειρά χειρογράφων του 10ου αιώνα με κλασικιστικές επιδράσεις επηρεάζουν τις τοιχογραφίες και τον ψηφιδωτό διάκοσμο των ναών. Σημαντικότερα από τα χειρόγραφα είναι το ψαλτήριο της Βιβλιοθήκης του Παρισιού αρ. 139, οι Ομιλίες Γρηγορίου, αρ. 510 στην ίδια βιβλιοθήκη, και το Μηνολόγιο Βασιλείου Β΄ στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Οι σχεδόν γλυπτικές μορφές που παρουσιάζουν δηλώνουν έμπνευση από αρχαία πρότυπα σε βαθμό αντιγραφής. Στον 10ο αιώνα ανήκει ο μεγάλος αριθμός έργων μικρογλυπτικής σε ελεφαντόδοντο. Τρία μοναστικά συγκροτήματα στην κυρίως Ελλάδα εκπροσωπούν την αρχιτεκτονική της Μακεδονικής Αναγέννησης: ο Όσιος Λουκάς, η Νέα Μονή και το Δαφνί. Το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα του νεοαττικού ρυθμού της προσφέρει η Κοίμηση της Θεοτόκου στο Δαφνί με το ολοκληρωμένο εικονογραφικό της πρόγραμμα που αναπτύσσεται στις εβδομήντα έξι παραστάσεις του ψηφιδωτού της διακόσμου.

Ο Σοφοκλής και ο Mύθος. Χθόνια λατρεία Αντιγόνη Μώρου

Η αυτοκτονία του Αίαντα. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας, π. 530 π.Χ. Museé du Chateau, Boulogne-sur-mer, Γαλλία. Μακριά από την ομηρική αντίληψη, ο Σοφοκλής υποστηρίζει με τα έργα του την πίστη στη μεταθανάτια ζωή που καλλιέργησαν οι Ορφικοί και τα Ελευσίνια Μυστήρια. Ο μύθος του ορφικού Διόνυσου-Ζαγρέα που κατασπαράσσεται από τους Τιτάνες και ανασταίνεται ως Διόνυσος-Φάνης-Έρωτας γίνεται σύμβολο της αθανασίας. Η πίστη στην επιβίωση της ψυχής παρά τις μετενσαρκώσεις της διαμορφώνεται σε φιλοσοφικό δόγμα από τους Πυθαγόρειους. Στον Αίαντα του Σοφοκλή, η προσευχή του ήρωα στον Θάνατο και η επίκλησή του στους χθόνιους Δία και Ερμή λίγο πριν πέσει πάνω στο ξίφος του προδίδουν πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Ο θάνατός του, που παρουσιάζεται ως τελετουργική επανάληψη του ιερού δράματος του ορφικού Διόνυσου-Ζαγρέα, οδηγεί στη θεοποίησή του. Στην Αντιγόνη, ο Σοφοκλής όταν βάζει την ηρωίδα να λέει πως δεν είναι φτιαγμένη για να μοιράζεται έχθρες αλλά αγάπη (στ. 523), κάνει τον Έρωτα το κύριο μήνυμα της τραγωδίας. ΣτονΦιλοκτήτη, ο βασανισμένος ήρωας περιμένει τη λύτρωση μόνο από το θάνατο και τους θεούς του Κάτω Κόσμου. Εδώ, η θέση του Σοφοκλή απέναντι στην άλλη ζωή εκφράζεται από τον Ηρακλή που λέει στον Φιλοκτήτη ότι η ευσέβεια στους θεούς μετράει και μετά το θάνατο του ανθρώπου. Τέλος, ολόκληρος ο Οιδίπους επί Κολωνώ είναι αφιερωμένος στη λατρεία των χθόνιων θεοτήτων και των νεκρών. Με την Ανάληψη του ήρωα στο τέλος του έργου, η διονυσιακή φύση νικά τη γήινη.

Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής (1) Βασίλης Δωροβίνης

Το Κυβερνείο όπως το σχεδίασε ο Andalbert Marc γύρω στο 1833. Πρόκειται για το πρώτο από δύο άρθρα που ο συγγραφέας αφιερώνει σε κατασκευές κτιρίων στο Ναύπλιο. Εδώ παρουσιάζει την περίπτωση της οικίας του Καποδίστρια αντλώντας τις σχετικές πληροφορίες από ιστορικές και αρχειακές πηγές. Ανεξακρίβωτη παραμένει η πληροφορία ότι ο Κυβερνήτης είχε μετατρέψει σε αναπαυτήριο έναν τούρκικο τεκέ κάτω από το Παλαμήδι, κοντά στην Πρόνοια. Αντίθετα, πολλές πηγές μαρτυρούν ότι ο Καποδίστριας, αφού επισκέφθηκε τα καλύτερα σπίτια του Ναυπλίου, ανάμεσά τους εκείνα των Αγά Πασά, Νικηταρά και Ε. Ξένου, επέλεξε την οικία του τελευταίου. Ο Καποδίστριας θα νοικιάσει την οικία Ξένου την 1η Ιανουαρίου 1828 και θα την εγκαταλείψει οριστικά στο τέλος Αυγούστου του 1830, προφανώς για να εγκατασταθεί στο Κυβερνείο.

«Αρχαία» και «Πολίτης» Δημήτριος Κωνστάντιος

Άρτα, πυλώνας αγίας Θοδώρας. Έκδηλη η δυσαρμονία μεταξύ παλαιού και νέου κτίσματος. Πρόκειται για την ανακοίνωση του συγγραφέα στο επιστημονικό τριήμερο που οργάνωσαν το ελληνικό τμήμα του ICOMOS και ο Δήμος Αρταίων στην Άρτα (11-13 Μαΐου 1990) με θέμα: «Νέες πόλεις πάνω σε παλιές. Το παράδειγμα της Άρτας». Εξοπλισμένος με τις θεωρητικές προσεγγίσεις πολλών ερευνητών, και ιδιαίτερα του H. Lefebvre, ο συγγραφέας αναλύει τους όρους «παλιά πόλη», «κατοικείν», «habitat», «κόσμος», «monde» κ.ά., αναδεικνύοντας τα προβλήματα που είναι σύμφυτα με τις «ιστορικές πόλεις». Ως προς την έννοια του «πολίτη», επισημαίνεται ότι η ευαισθητοποίησή του δεν είναι αρκετή αλλά πρέπει να υποστηρίζεται από τη βούληση και την ενεργή συμμετοχή όλης της κοινωνίας που αντιπροσωπεύεται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε συλλόγους, ιδρύματα, κόμματα, την Εκκλησία κ.α. Έτσι θα υποχρεωθεί και το κράτος να εκσυγχρονιστεί, να θεσμοθετήσει τον Ενιαίο Φορέα Προστασίας και να υλοποιήσει τον επιτελικό σχεδιασμό σε εθνική κλίμακα. Στόχος δεν είναι η προστασία ενός «μνημείου», αλλά η ένταξη στη ζωή της σύγχρονης πόλης κάθε ιστορικής μνήμης που σηματοδοτεί το πολιτισμικό της περιβάλλον. Στην περίπτωση της Άρτας, η αρχαία Αμβρακία, η βυζαντινή Άρτα και η Άρτα της Τουρκοκρατίας είναι ταυτόχρονα «χρονόσημα» και «τοπόσημα» μιας ιστορικής διαδρομής που κατέληξε στη σύγχρονη πόλη.

Αντίγραφα και παραλλαγές αρχαίων έργων στη Νεοελληνική Γλυπτική Δημήτρης Παυλόπουλος

Λεωνίδας Δρόσης, Πηνελόπη, 1873. Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη. Σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα, στις Σχολές Καλών Τεχνών της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας, η ακαδημαϊκή διδασκαλία στηριζόταν στην αντιγραφή έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Εκτός από την πιστή απόδοση των πρωτοτύπων, υπάρχουν και οι παραλλαγές που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Το 1815 ο Επτανήσιος Παύλος Προσαλέντης δημιουργεί την προτομή του «δαιμονίου Πλάτωνος». Στο Βασιλικόν Πολυτεχνείον της Αθήνας η γλυπτική αρχίζει να διδάσκεται το 1847. Από τους πρώτους απόφοιτους, ο Λεωνίδας Δρόσης εισάγει ένα μεγαλεπήβολο πρόγραμμα στον γλυπτό διάκοσμο της Ακαδημίας των Αθηνών. Στη «Γέννηση της Αθηνάς», θέμα του κεντρικού αετώματος, ο Δρόσης αξιοποιεί πολυκλείτεια πρότυπα. Μπροστά από το κεντρικό κτήριο, τα αγάλματα του Απόλλωνα και της Αθηνάς πάνω σε ιωνικούς κίονες παραλλάσσουν τον Απόλλωνα Belvedere του Βατικανού και τον τύπο της φειδιακής Αθηνάς Προμάχου. Οι κλασικιστικές μεταβολές του Δρόση εκφράζονται σαφέστατα στους ανδριάντες του Σωκράτη και του Πλάτωνα στη σκάλα μπροστά στην Ακαδημία. Τις παραλλαγές κλασικών προτύπων από τον Δρόση εκπροσωπεί παραστατικά η Πηνελόπη του (1873). Παρουσιάζονται οι γλύπτες Δημήτριος Φιλιππότης, Γεώργιος Βιτάλης, Γεώργιος Βρούτος, Γιαννούλης Χαλεπάς, Ιωάννης Λαμπαδίτης, Γεώργιος Παπαγιάννης, Γεώργιος Μπονάνος, ο σημαντικότερος κλασικιστής ανδριαντοποιός της νεοελληνικής γλυπτικής, Θωμάς Θωμόπουλος, Μιχάλης Τόμπρος κ.ά.

Λαχείον «Υπέρ των Αρχαιοτήτων» Κώστας Κρεμμυδάς

Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η στήριξη του πολιτισμού ήταν η πρώτη και μοναδική επιλογή. Με βασιλικά διατάγματα, το 1862 και το 1864, καθορίστηκε το πλαίσιο κυκλοφορίας του «Λαχείου υπέρ των Αρχαιοτήτων» και ορίστηκε η «Επιτροπή Φιλαρχαίων» με πρόεδρο τον Γ. Σταύρου και μέλη, εξαιρουμένου του Α.Ρ. Ραγκαβή, διευθυντικά στελέχη της Εθνικής Τράπεζας. Το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων από την πρώτη κλήρωση (1867) αποφασίστηκε να διατεθεί για την ανασκαφή των Δελφών. Μετά το θάνατο (1869) του Γ. Σταύρου, η Επιτροπή Φιλαρχαίων διαλύεται και μεταβιβάζει την ευθύνη του νέου ετήσιου λαχείου «Υπέρ των Αρχαιοτήτων» στην Αρχαιολογική Εταιρεία. Το λαχείο διαφοροποιείται μορφολογικά τόσο στα χρόνια της Επιτροπής Φιλαρχαίων όσο και στις τρεις περιόδους της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Μερικά ελληνικά εκθέματα του Mουσείου Γκετί Ειρήνη Βαλλερά-Rickerson, Μαρία Κορμά

Αττικός μελανόμορφος κιονωτός κρατήρας, π. 520 π.Χ. O Διόνυσος με σάτυρους και μαινάδες. Λος Άντζελες, Μουσείο Γκετί. Περιγράφεται η φιλότεχνη ζωή του εκατομμυριούχου συλλέκτη Ζαν Πολ Γκετί (1892-1976). Επιλεγμένα από τον ίδιο, τα σχέδια του νέου μουσείου, που άνοιξε λίγο πριν από το θάνατό του (1974), αντιγράφουν τη «Βίλα των Παπύρων» από τα περίχωρα του Ερκολάνου. Αν και τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά εκθέματα αποτελούν τον βασικό κορμό της συλλογής του, ονομαστές είναι και οι συλλογές γαλλικών επίπλων και ζωγραφικών πινάκων. Το κληροδότημα Γκετί επέτρεψε στο Μουσείο να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο σε δραστηριότητες που αφορούν τα μουσεία, τις ιστορικές και φιλολογικές σπουδές, καθώς και την Ιστορία της Τέχνης. Το άρθρο εικονογραφούν 15 αρχαία ελληνικά εκθέματα με αναλυτικό σχολιασμό.

Το Eβραϊκό Μουσείο Ελλάδας Κάλλι Πλαϊνού

Ρωμανιώτικη συναγωγή Πατρών. Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας, Αθήνα. Οι πρώτοι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα τον 3ο αιώνα π.Χ. Στη διάρκεια της ρωμαιο-βυζαντινής περιόδου πήραν το όνομα Ρωμανιώτες. Τον 15ο αιώνα αναμείχθηκαν με τους Σεφαραντείμ που είχαν εκδιωχθεί από την Ισπανία. Ιδιαίτερα ανθηρή υπήρξε η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης που καταστράφηκε από τους Ναζί. Το Μουσείο, μοναδικό στο είδος του, χαρακτηρίστηκε από τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ένα από τα έξι καλύτερα της Ελλάδας. Περιλαμβάνει τις εξής θεματικές ενότητες: Ιστορική Εισαγωγή, Θρησκευτική Ενότητα, Φορεσιές, Εβραϊκή ζωή στις αρχές του 20ού αιώνα, Ολοκαύτωμα και Συναγωγή της Πάτρας.

Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα Μαρία Βελλιώτη

Ναύπλιο, παραμονές Πάσχα 1990. Παιδιά πουλάνε τις λαμπάδες που είχαν προηγουμένως στολίσει. Με έδρα το Ναύπλιο, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα ιδρύθηκε το 1974. Το 1981 απέσπασε το ευρωπαϊκό βραβείο του Μουσείου της Χρονιάς λόγω και της πρωτοτυπίας των εκπαιδευτικών του προγραμμάτων. Αρχικά, το ΠΛΙ συνέδεσε τη χορευτική του ομάδα με προγράμματα για την εθιμική ζωή. Στην αύξηση του αριθμού των παιδιών και στον εμπλουτισμό των παιδικών του συλλογών λύση πρόσφερε η ίδρυση του «Σταθμού» στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό του Ναυπλίου. Απέναντι από την είσοδό του έχει στηθεί το γλυπτό-παιχνίδι «Πλαγγόνα». Τα παιδιά που επισκέπτονταν το μουσείο είχαν την ευκαιρία να κατασκευάσουν ένα ύφασμα εξαρχής ή να γνωρίσουν το Ναύπλιο του 19ου αιώνα μέσω μιας περιήγησης στην πόλη.

Μουσείο: Μουσείο Λευκού Πύργου Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου

Λευκός Πύργος, Έκθεση ιστορίας και τέχνης της Θεσσαλονίκης (3ος όροφος). Χτισμένος στο τέλος του 15ου αιώνα, ο Λευκός Πύργος είναι ο μόνος που σώθηκε από τη θαλάσσια οχύρωση της Θεσσαλονίκης. Η αναστήλωση και η μετατροπή του σε εκθεσιακό χώρο από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων βραβεύτηκε το 1989 από την Europa Nostra. Η μόνιμη έκθεση για τη Θεσσαλονίκη καλύπτει την περίοδο 300-1430 μ.Χ. Στο ισόγειο παρουσιάζεται ο ιδιωτικός βίος, ο αστικός χώρος, η οικονομική ζωή. Στον 1ο όροφο, η παλαιοχριστιανική τέχνη και η λατρεία του Αγίου Δημητρίου. Ο 2ος όροφος προβάλλει τα ταφικά έθιμα και τις παλαιοχριστιανικές ταφικές τοιχογραφίες. Ο 3ος όροφος είναι αφιερωμένος στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο. Οι επόμενοι δύο όροφοι στεγάζουν τη δωρεά του Δ. Οικονομόπουλου.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Απολιθωμένος κορμός στο απολιθωμένο δάσος της Λέσβου, το οποίο έχει χαρακτηριστεί Εθνικό Διατηρητέο Μνημείο. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Με «ανένδοτο αγώνα κατά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας» και με λαϊκή εξέγερση ανάλογη εκείνων στο Ηράκλειο, τη Θήβα και την Πάτρα απειλεί ο Δήμαρχος Ερέτριας που κατέστρεψε εν κρυπτώ τη νύχτα του Σαββάτου 28.9.1991 σημαντικό αρχαιολογικό χώρο στην καρδιά της Αρχαίας Αγοράς. – Στο 3ο Διεθνές Σαλόνι Μουσείων και Εκθέσεων που άνοιξε στις 14.1.1992 στο παρισινό μουσείο του Ορσέ, όπου 280 μουσεία εκπροσώπησαν διάφορες χώρες, η Ελλάδα απουσίαζε

Εκθέσεις

Με 65 σπάνια αντικείμενα συμμετέχει το Μουσείο Μπενάκη στην έκθεση «Τα καλύτερα Μουσεία Παιχνιδιών στην Ευρώπη» (24 Απριλίου-11 Οκτωβρίου 1992), που διοργάνωσε το Μουσείο Παιχνιδιών του Μέχελεν στο Βέλγιο – Στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, σε συνεργασία με τη Φινλανδική Πρεσβεία και το Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών, οργανώθηκε έκθεση με τίτλο «Γράμματα από την αρχαιότητα» με πάπυρους που προέρχονται από το «χάρτινο παραγέμισμα» που είχαν οι μούμιες

Συνέδρια

Το Ζ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο (25-31 Αυγούστου 1991) – Για πρώτη φορά η γνησιότητα ενός αρχαίου αντικειμένου έγινε θέμα διεθνούς Colloquium που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης τον Μάιο του 1992 για τον Κούρο του Μουσείου J.-P. Getty

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Στο 28ο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας που οργανώθηκε φέτος στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας (23-27 Μαρτίου), έξι έλληνες συμμετέχοντες παρουσίασαν δώδεκα πρωτότυπες εργασίες – «Αρχαιομετρικές και Αρχαιολογικές έρευνες στη Μακεδονία και τη Θράκη» είναι το θέμα του Β΄ Συμποσίου Αρχαιομετρίας που αποφάσισε να διοργανώσει η Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία στη Θεσσαλονίκη, 26-28 Μαρτίου 1993

Δημοσιεύσεις

Mitropoulos P. / Sideris C. / Grimanis A.P. / Vasilaki-Grimani M. / Philipakis S.E., «Provenance studies on ancient flinds from Frachthi cave in the Peloponnese, Greece: A geochemichal approach», στο E. Pernicka / G.A. Wagner (επιμ.), Archaeometry 90 (1991), Birkhäuser, Βασιλεία, σ. 485-494

English summaries: A metrological relief in Salamis Ifigenia Dekoulakou

To the well-known and so far unique metrological relief of Oxford in the Ashmolean Museum a similar one has been added found in 1985 on the island of Salamis. After studying this relief we have concluded that first, it must be dated after the introduction of the later measurement of the foot, equal to 0.301 m, that was in use since the time of Alexander the Great, and secondly, that the Doric foot remains in use at least till the third quarter of the fourth century BC.

The Nymphaion of Florina Christina Zarkada-Pistioli

The settlement of Nymphaion, built on the slopes of the Vitsi Mountain, dates back to the 14th century AD. The foundation of local mountain handicrafts and commercial centers that traded with markets abroad resulted in the accumulation of capital and the creation, among others, of the first Greek bourgeois. Therefore, next to the traditional buildings of the eighteenth century stand impressive manors of the nineteenth century along with neoclassical houses with charming wall-paintings.

Prehistoric nature in Greece

During the Mesozoic period Greece was the sea bed of an extended ocean, therefore fossils of Dinosaurs have not been found in our country, while a multitude of remains of sea organisms still exist in its mountain ranges. During the period of the Alpic formation Greece started to emerge from the water and thirteen -fourteen million years ago this land was inhabited by various peculiar and wild animals like the Choirolophodon the Chios, a cousin of the known elephant, and others. Later, other animals appear many of which were later wiped out by man himself. The vegetation of Greece was also very rich during the prehistoric age. The knowledge of vegetation and animal species of our country is the necessary prerequisite for the study of man in the relevant period.

Peloponnesian Folk Institute Maria Velioti

The Peloponnesian Folk Institute in Nauplion offers two kinds of educational programs, one for children who visit the Museum individually and another for students who visit the Museum as a class. The programs for children take place at the old railway station depot, granted to the Peloponnesian Folk Institute by the Municipality of Nauplion. The depot underwent restoration and was used to house the Museum collections related to children as well as its educational programs. Being primarily focused on Greek folk dancing lessons the programs for the children of Nauplion are planned according to the order of the folk calendar, but they also refer to other topics: The Shadow Theater, the -discovery» of the city of Nauplion through painting, experiencing the natural environment near the city. Pupils of elementary school can attain the educational program: "Making a Textile" on the premises of the Institution. This program refers to a permanent exhibition in the Museum that displays the procedure in the "production, refinement and application of materials for weaving". Students of the third grade of the Gymnasium as well as those of the Lyceum have the opportunity to get accustomed to "Nineteenth Century Nauplion" through a tour in the older quarters of the city. The teachers interested can use as educational material the publications of the Institute that deal with folk culture and especially with folk costumes and music. In addition, another educational activity of the Peloponnesian Folk Institute is the organisation of meetings and seminars for the teachers of Nauplion and its vicinity.

The evolution of clay lamps from the Early Christian Age to the End of the Byzantine Era Georgios Gourgiotis

Lamps,a necessary daily object, were produced in large quantities and their use was continuous. During pagan antiquity they present a limited variety of shapes, while after the spreading of Christianity their production decreased owing to the wide use of candles, a habit that as a result introduced a new but indispensable object, the candlestick.

The Macedonian “Renaissance” Efi Athanassiou

The Macedonian "Renaissance" and its effect on Byzantine art cannot by any means be considered as the impact of another cultural period. Judging from its diverse expressions it clearly appears as the natural continuation of a very old civilization, constantly renewed in its eternal, fertile sources.

The design in relief on an inscription Makis Axiotis

A third century BC inscription of "immunity" is exhibited in the Archaeological Museum of Mytilene. The immunity was granted by the people of the Aetolians to the Municipality of Mytilene. Till recently Patton's interpretation of the relief decorating the inscription as depicting a ship was generally accepted. However, a more careful examination of the relief has led us to the conclusion that what is represented here is the lower jaw of a wild boar, and more precisely the jaw of the Calydonian boar, which is also depicted on Aetolian coins.

The drawing of lots in Greek cities (with the exception of Athens) Eleni Kollias

The choice of judges and lords by the drawing of lots is one of the topics of scientific interest among historians and archaeologists. Literary sources indicate that this procedure was transferred by the city of Athens to certain cities, to be used as a necessary stratagem when the democratic regime was being established there.It is adopted by other Greek cities that influenced by Athens borrowed this procedure and then applied it with minor differences; or, finally, the drawing of lots was also exercised in cities with a tradition in similar regimes or holigarchical ones, where it was radically altered so as to serve the state mechanisms.

Lottery in support of antiquities K. Kremmydas

A brief survey of the institution of the lottery in support of the state's cultural programme is presented in this article. The first "Lottery in Support of Antiquities" was established in 1860, long before the present Lotto had started to contribute with a portion of its income to the realization of the cultural programmes of our country.

Citizens and antiquities Dimitrios Konstantios

In this article Arta has been chosen as an example to illustrate how new towns relate with their predecessors and to make obvious that as long as people exist as well as necessities of life the painful dialogue with historic memory will continue. What we should do as responsible citizens is to try and affect positively this procedure which is vital and crucial to our cultural future.

Sophocles and myth Antigoni Morou

In all his plays Sophocles interweaves archaic law with the (chthonic) cult of the underworld.Both these elements are concepts of a mythical past represented by Orphism - the religion characterized by faith in the immortality of the soul, by the Orphic and Eleusinian Mysteries as well as by the first philosophical and religious doctrine of the Pythagorian philosophers. In Sophocles' tragedies "Aias"," Antigone"," Philoctetes" and" Oedipus the King", we can investigate the close bonds of the tragic hero to the Under World and the chthonic deities. As a matter of fact the death of Aias can be interpreted as a ritual repetition of the sacred drama of the Orphic Dionysos / Zaghreas. The entire second part of the tragedy is devoted to the conflict concerning the deceased and his burial. The play ends with the ceremonial burial of the hero. The deification of the man who overcomes death, an interpretational axis in Sophocles , in our opinion, is completed in Oedipus the King, by the hero's Assumption at the end of the play.

Apollo: Delian and Adelos (=evident and dubious) Nikos Xenios

The relationship of Apollo with the Underworld was an obscure one. This god was more closely connected with the luminous firmament and the purifications achieved through Fire. In the Homeric age Apollo was supposed to have demanded through his Delphic oracle certain human sacrifices.This contradiction can however be explained by an old relation of Apollo with Leto, Artemis and Dionysos, that was transformed to a cult with a dual character: of a luminous and at the same time of a mystic and chthonian nature.

The Jewish museum of Greece Kalli Plainou

Number 36 Amalias Str. is the home of the Jewish Museum of Greece, which has been listed by the New York Times as one of the six best museums of the country. The historic and religious material and the popular atrefacts that are exhibited there, according to the principles of modern museology, cover a period of 2500 years of the continuous presence of Jews in Greece.

A consideration of the phenomenon of earthquakes in ancient Greece Lazaros Polymenakos

This article gives a brief critical survey of the various concepts of Greek antiquity as regards the phenomenon of the earthquake. Information is presented concerning mainly the pre - Homeric age and the god Poseidon the prevailing figure of the seismic plenomenon in its early phase, is examined.

Hiera Hodos =”the sacred way” Ioanna Tsirigoti-Drakotou

The ancient road connecting Athens to Eleusis was named Hiera Odos, "the Sacred Way", because the procession of the Eleusinian Mysteries - celebrated in honour of Demeter and Persephone - followed its route. Along the Hiera Hodos there was a multitude of sanctuaries, various monuments and graves, of which very few have survived.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αρχαία ελληνικά νομίσματα (I) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Ο Ερμής με τον μικρό Αρκάδα στην πίσω όψη αργυρού δίδραχμου. 370-369 π.Χ. και αργότερα. Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο. Η νομισματοκοπία είναι ελληνική ανακάλυψη. Γύρω στο 600 π.Χ., τα νομίσματα αποκτούν στην κύρια όψη εικόνες χαρακτηριστικές για κάθε πόλη: κάποιο σύμβολο της τοπικής θεότητας (ζώο, φυτό), αργότερα την κεφαλή ή τη μορφή θεότητας ή ήρωα, μια μυθολογική σκηνή. Στην πίσω όψη η μορφή εμφανίζεται μετά το 500 π.Χ., εκτοπίζοντας ένα απλό έγκοιλο ή σφυρήλατο τετράγωνο με σφραγίδα σε σχήμα φτερών ανεμόμυλου. Τα νομίσματα κατασκευάζονταν από ήλεκτρο, χρυσό, άργυρο και χαλκό. Οι ονομασίες τους ποικίλλουν κατά πόλεις. Στην Αθήνα, η δραχμή υποδιαιρείται σε οβολούς, στην Κόρινθο ο στατήρας υποδιαιρείται σε δραχμές. Επιγραφές σε συντετμημένο τύπο συχνά δηλώνουν το όνομα της πόλης, κάποτε και τον καλλιτέχνη.

Τεύχος 91, Ιούνιος 2004 No. of pages: 146
Κύριο Θέμα: “Ο χορός παρά Βυζαντινοίς” του Φ. Κουκουλέ Ευαγγελία Άντζακα-Βέη

Ο χορός στο Βυζάντιο Κατερίνα Τσεκούρα

Ο χορός στην ύστερη αρχαιότητα. Μαρτυρίες κειμένων και παραστάσεων Παναγιώτα Ασημακοπούλου-Ατζακά

Ο χορός ως κοινωνική πράξη στην καθημερινή ζωή των Βυζαντινών Αφέντρα Μουτζάλη

Ο βυζαντινός χορός σε κοσμικούς και ιερούς χώρους Diane Touliatos-Miles

Χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ ή Το ταξίδι ενός εικονογραφικού μοτίβου στο χρόνο Αντωνία Ρουμπή

Ο γυναικείος χορός μέσα από βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικονογραφικές πηγές Μαρία Βουτσά

Ο χορός στη μεταβυζαντινή μνημειακή εκκλησιαστική ζωγραφική Μαγδαληνή Παρχαρίδου-Αναγνώστου

Χορός και περιηγητές Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά

Μουσικά όργανα στους χορούς και τις διασκεδάσεις των Βυζαντινών Νίκος Μαλιάρας

Άλλα θέματα: Γυναίκες, μόδα, ένδυση στον αθηναϊκό Τύπο (τέλη 19ου αιώνα) Ελένη Αλεξανδρή

Ανιχνεύοντας τον κοινό ορεινό πολιτισμικό χώρο της Μεσογείου. Οι περιπτώσεις της Ροδόπης και της Καταλονίας Νίκος Ευστρατίου, Μαρία Ντίνου, Ευθυμία Άλφα

Εικαστική και λογοτεχνική εξιστόρηση πολεμικών γεγονότων της γεωμετρικής εποχής στο Αιγαίο Φωτεινή Ζαφειροπούλου

Η “Λιόκρουση” του Μίνου Αργυράκη Αναστασία Μανδάλα

Οι χειροπελέκεις: Η ένταξή τους στη γνωστική εξέλιξη του ανθρώπου, η μορφοτεχνολογία τους, τα ελληνικά δεδομένα Χρήστος Ματζάνας

Οι λέοντες της Βενετίας Θάνος Παπαθανασόπουλος

Συζήτηση πάνω στη βασική ορολογία της παλαιολιθικής τυποτεχνολογίας Νίκος Α. Πουλιανός

Η βασιλική πόλη των θεών και των ναών Βίκτωρ Σαριγιαννίδης

Νεολιθική Αυγή Καστοριάς: ένα χωριό πριν από 7.500 χρόνια Γεωργία Στρατούλη

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Καρύστου Αμαλία Καραπασχαλίδου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 16/2 (2003) Σοφία Αντωνιάδου

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Πληροφορική: Γύρω από τη δημοσίευση, έντυπη και ηλεκτρονική, στην Αρχαιολογία (2) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

English summaries: Dance in Byzantium Katerina Tsekoura

In late antiquity, Christians dance both in saints’ festivals and in older pagan celebrations. The so called “hand on wrist” dance step often depicted in the illustrations of ancient dances in a ring, is repeated in the Byzantine and post Byzantine period. The people of the Byzantine Empire dance the syrmos, kordakos, pyrriche, geranos and ornos, not only in church but in a secular environment. The dances are accompanied by flutes, guitars, percussion and pipe organ. In the post Byzantine period a usual subject for illustration is the dance of the Thanksgivers (Ainon) which has a possible soteriological content. This dance charmingly expresses the joy of life in the Church and is an euphoric show put on by the faithful in Paradise.

Dance in Late antiquity. Textual and representational evidence Panayota Assimakopoulou-Atzaka

In pre-Christian communities, dance was closely related to the worship of nature and of the gods. After the prevalence of Christianity and until the end of late antiquity the ritual character of dance was eliminated not only because of its obvious reference to paganism but also because of the strict ethical code of the new religion. It seems, however, that in spite of the fierce polemic of the Church Fathers, dance as a primeval corporeal expression closely connected with human nature, remained an important component of social life throughout the entire era of Late Antiquity. Eloquent and valuable accounts of dance occur in texts, in spite of their admonishing character. There are also many depictions of dance in other art forms. Music and dance were indispensable to fairs and festivals surviving from the idololatric antiquity, but were also performed at the feasts venerating saints and martyrs. This phenomenon was especially castigated by Christian writers. Dance played an important part at social events such as the matrimonial ceremony, while at the symposia, professional dancers were often invited to entertain the guests. Dionysiac figures such as satyrs and maenads are depicted in art forms of the times such as on mosaics and textiles. Dance was also related to the funerary iconography of the time. Dances are to be found represented in mosaics and wall-paintings of tombs of the second and 6th century AD.

Dance as a Social Act in the Everyday Life of the Byzantines Afendra Moutzali

Dance and music played an important role in the everyday life of the Byzantines as it becomes evident from the texts and the preserved works of art. The subjects of the Byzantine State were dancing on many secular and religious occasions: weddings, religious feasts and festivals, banquets, victory celebrations of crucial battles, pillorying of defeated enemies. Dancing was taking place in houses, palaces, the Hippodrome of Constantinople, in streets and squares, in dens or in the country with the participation of musicians, professional female dancers or jesters, in spite of the grumbling and the strict, negative attitude of the Church.

Byzantine Dance in Secular and Sacred Places Diane Touliatos-Miles

Byzantine dance has its origin from Antiquity with dances, such as the Bibasis or the traditional round dancing that have been transmitted from the ancient Greeks. Aristides Quintilianus in his treatise About Music gives information about this continuation of dancing in the first centuries ad and its influences from the ancient Greeks, such as the various meters for the choreography of different dances or the continuation of analo¬gous dances, like laments and war dances. Similar to ancient Greece, Byzantium included dances in theatrical performances, such as ballets and pantomimes, the latter following the tradition of the Hellenic mimetic dance. Much of the information on Byzantine dancing comes from the admonishments of the Church Fathers but also from those, such as Libanios, Michael Psellus, Niketas Choniates, who condoned dancing in their published orations. The Byzantine Empire was a large pluralistic nation where different types of music and dance could be found m various regions. Furthermore, the society evolved to allow dancing in Christian sacred places, such as the church. Examples of dancing in sacred places are the moirologia (=laments), which were eventually allowed to be chanted and danced in a circular movement in the narthex of the church, and the Dance of Isaiah, which is a thrice encirclement of the vestment table by the bride and groom, in the Byzantine rite of matrimony The Empire was also a society where dances thrived in the secular environment. Secular places offered more possibilities for dance through the mimesis or pan¬tomime of the theatre, the dancing at symposia; and the street dancing in festivals and carnivals, such as the Festival of Agathe that celebrated with dance the only honorable profession for a woman, which was the cloth-making manufacturing. The taverns of the larger cities were also known to have instrumental entertainment to which men and women danced, while clapping hands. The Imperial Palace was a secular environment for dancing at the most sophisticated level. Ballets were performed at dinner-feasts for the Emperor, usually in the manner of round dances. The pageant of Gothic dancing, which was also observed at the Imperial Palace, exemplifies an exotic type of dancing along with the Byzantine traditional elements of dance. Dancing in secular places also included lascivious dances, such as the Kordax. But even more extreme, orgiastic and nude dances were performed as they are described in the fifteenth-century satire. The Comedy of Katablattas. In short, Byzantine dancing encompassed high and low levels of society in sacred and secular places.  

“Wrist Holding” or the Route of an Iconographic Motif Through Time Antonia Roumbi

In 1619/20 the painter Michael from Linotopi, Epirus, represents the subject of the Praises on the north section of the bema vault in the church of Hagios Menas in the village Monodendri in the district of Zagoria, Epirus. In this wall painting the artist copies accurately an al¬most identical model of 1599 that comes from Antiquity: The importance of the round dance of the eight, luxuriously dressed, women depicted there, who dance outdoors holding each other's hand by the wrist, lies in the repetition of the Homeric mottf “wrist holding" by a sixteenth-century painter of humble origin. Both literature and art relate this characteristic position of hands with dance in ancient Greece. This motif is constantly used in the iconography of the ancient Greek dance and reappears in Post-Byzantine representations from the sixteenth century on, as a substantial number of monuments from these historical and cultural eras proves.

The Female Dance in Byzantine and Post-Byzantine Iconography. A First Approach Maria Voutsa

Attempts have been made in recent years to illuminate aspects of the everyday life and art in Byzantium. However, the scholar faces a serious problem in the relevant research, due to the tack of direct written sources, since the traditions, institutions and customs of the people liv¬ing in urban centers or in the country are disseminated orally, therefore they have not been recorded or studied by historians. The reconstruction of dance and of the status of female dancers in Byzantium is a difficult undertaking. Nevertheless, the absence of direct sources is counterbalanced by the information drawn from the works of art and from indirect references that are always examined in relation to the historical period lo which they belong. Thus, it has been established that dance, interwoven with the ancient Greek tradition, is originally performed in theatres and is later incorporated in official ceremonies, taking place in the Hippodrome and in the Great Palace, in the matrimonial rites of all social classes as well as in popular celebrations, where it appears in the form of folk religious dance. Dance, being at the beginning a more or less individual action, with intense motion and strong twists of the torso, is progressively transformed to a group, calm and decent performance, where the female dancers are linked together by holding each others wrist or shoulder. Finally, the status of the dancer in Byzantine society changes. As time passes the professional dancers are not portrayed any more, while the continuously diminishing opposition of the Church against dance allows simple, everyday women to dance just for pleasure and sheer entertainment.

Dance in the Post-Byzantine Monumental Religious Painting (15th-19th Century) Magdalini Parcharidou-Anagnostou

Dance, an act closely connected with worship, al¬though has often been rejected and condemned by the Church Fathers as immoral retained its special position both in worship and in everyday life. In the Post-Byzantine years, where the repertoire of representa tional arts continues that of the Byzantine era, dance is represented in monumental painting, in particular, which has become the most effective popular illustrated ecclesiastical book of the period. Thus, among the oldest subjects incorporating dance are the ones related with theatrical in structure scenes (Mocking of Christ) and banquets (Banquet of Herod with the Dance of Salome), as well as with other festive activities (Cross-mg of the Red Sea with the Dance of Manam or the Praises with the dance of Psalm 149 and 150). At the same time dance is also present in newly introduced subjects [Life of Saint George, Parable of the Prodigal Son. Three Youths in the Furnace, Allegory of the Supreme Jerusalem), which belong in reality to the established iconographical program of Byzantine painting. However, the Praises, illustrating the Psalms 148-150, is the subject par excellence in which dance is de¬picted Dance in the Praises, an individual or group performance or even a harmonious congregation of believers and saints, is mainly depicting the psalmic verses 149.3 and 150.4 and offers a good chance for the representation not only of specific kinds of dance, like the round dance, but also of the dressing habits and the jewelry of the time. Furthermore, by consider¬ing the relevant to the Resurrection notations of the Psalms' editors and the historical practice of the Church, which includes dance performed in the church on Easter day, we can trace the symbolic, soteriologic content of dance. In conclusion, dance in the Post-Byzantine years has been considered as the exhilarating expression of the believers in Paradise, and at the same time as the direct, appealing way for manifesting the joy of the life in the Church, a joy absent from the hard reality of the Ottoman period.  

Dance and Travelers: Interpreting Sixteenth- to Nineteenth-Century Representations Alexandra Goulaki-Voutyra

The representations of modern Greek dance from the sixteenth to the nineteenth century are examined in this article, as they have come down to us through the engravings, drawings and paintings of the European travelers of the time. It is a rich illustrative material, a valuable archive of representations in which details of the everyday life of modern Greeks have been recorded. These details often transmit a variety of information about dance in a period that any other relevant evidence is rather limited Furthermore, they are also related to the “discovery" of modern Greeks by the Europeans and prove how the latter “saw” and regarded them in a critical phase of their history, revealing the attitude, apprehension and culture through which they were approaching the Greeks. Already since the mid-eighteenth century the travelers systematically connect ancient Greece with its modem version. In the fertile climate of Romanticism the interest in the ethnic and folk tradition, in music and dance is born and developed. Thus, issues concerning the synthesis or the models of the aforementioned representations throw light on the procedure of creating these works and at the same time clarify, as possible, the picture of the modern Greek dance tradition.

Musical Instruments in the Balls and Festive Events of the Byzantines Nikos Maliaras

The Byzantine secular music has not been preserved in our time as opposed to the ecclesiastical one. We can draw information about it only indirectly, by studying historical and other texts as well as relevant iconographical scenes. The secular music of Byzantium was played primarily in festivities, feasts and celebrations on the occasion of various Church anniversaries or social events and it was usually combined with singing and dancing. Although the Church officials slated these kinds of protestations, because they were occasionally interspersed with shows of indecent character, however they did not managed to abrogate them. Various instruments of the flute family and also string instruments, related to the later lutes, were used in these occasions. There were also played multi-stringed instruments of various sizes and forms, such as the psaltery. Their names vary and they often derive from ancient Greek words, although these instruments do not necessarily originate from ancient ones. Arched stringed instruments were also used in Byzantium from the tenth century on. Furthermore, various sorts of percussion instruments accompanied the rest, while quite often groups of diverse instruments were formed according to the occasion. Last, the multi-piped instrument, which participated in the court ceremonies in general and stood for the official imperial symbol, played a specific role in festivities and banquets.

Ph. Koukoules’ “Dance Among the Byzantines”. Critical Remarks Evangelia Antzaka-Vei

The assemblage of sources and indications about dance in Byzantium, published by Phaedon Koukoules in 1938, still remains a valuable treatise owing to the scientific material located by the profound specialist in the public and private life of the Byzantines; and to the fact that since then an overall presentation of the subject has not been attempted. However, the “reading” of these sources poses quite many methodological problems, which create serious side effects as regards their factual conclusions, although they also characterize the work of the Greek literati of that period and can be answered by the then prevailing priorities.

Minos Argyrakis’ “Liokrousi” Anastasia Mandala

In 1977, during his stay in the old, traditional settlement of Koutsounari, in Ierapetra, Crete, Minos Argyrakis made wall paintings in the taverna of “Mrs Lena” Nakos as well as in her dining room. In his compositions one finds his favourite subject matter. The god Pan and the Mermaid, the sun and the moon. The grandmother dressed in black and her black clad Cretan husband with the dimly visible villages of Elounda in the background. The limpid world of the sea with its cuttlefish, seahorses, plants, flatfish and the mermaid.

The royal city of gods and temples Viktor Sariyannidis

The thirty- year long excavations that took place in Northeastern Turkmenistan, at Kara Kum, one of the largest deserts on earth, proved that one of the oldest centres of human civilization existed there four thousand years ago, by the banks of the Amu Darya river on the Murgab Delta. As it seems, a period of intense drought followed the beginning of the xerothermic era towards the end of 2000 BC. This forced tribes coming from the various centres of the ancient world and especially from northern Syria to abandon their lands in search of a new homeland rich in water and fertile soil, essential to their rural way of life. After crossing plains, mountains and the Iranian deserts of Dasht-i-Lut and Sasht-i- Margo they at last reached the oases of Eastern Iran and the regions close to the Koppeh Dagh mountains and the Murgab Delta valley. These foreign tribes settled and founded a new civilization in this fertile land where the Murgab river flowed.

Neolithic Avgi in Kastoria. A settlement 7500 years old Georgia Stratouli

A few years ago, in the rural district of Avgi of Kastoria in Western Macedonia, the ploughing of the fields brought to light remnants of a prehistoric settlement stretching over about seven acres of land. A research excavation began recently by the IZ Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities with the full material and moral support of the local community. According to the first archaeological and archaeometrical estimations, the site of this settlement had been in use, probably at intervals, for many generations between 5600 and 5000 BC approximately. The Neolithic Avgi settlement had developed on mildly sloping ground, in the area of a Mesohellenic rut, with a hill, a rich hydrographic network and abundant argilliferous matter. The deciduous oak forests round the settlement were easily accessible to the inhabitants of the settlement and the surrounding land was sufficient for cultivation and cattle-raising. The picture that emerged from the excavation of the years 2002 and 2003 over an area of 750 square metres was that of a large settlement of the mid sixth century BC presenting two phases of architecture. Parts of four or five rectangular in plan buildings have been revealed with ample open-air spaces of multiple use. The basic building materials of the settlement were wood, clay, and plants ,aquatic or other. Piles of tree trunks were arranged sparsely , interconnected with a mesh of vertical and horizontal branches covered by successive layers of processed clay. The inhabitants of Neolithic Avgi were farmers and cattle breeders. They also collected and hunted and participated in trans-local exchange networks through which they got mainly “exotic” goods such as jewelry made of knuckles. The immediate operation of an archaeological laboratory equipped with modern technology is one of the targets of the long-range research program of the Avgi excavations. Provision has also been made for the extensive and thorough excavation of the entire Neolithic settlement, the creation of an archaeological area that can be visited and the operation of educational programs on Experimental Archaeology.

Representational and Literary Narration of War Events in the Geometric Aegean Photini Zaphiropoulou

In Paroikia, Paros island, the main cemetery of the ancient town, which had been in use from the late eighth to the third second century B.C., came to light. The area started to be used in the last decades of eighth century, when, after a battle two large trenches were dug for the burial of the urns holding the cremated bones of about 160 men. Two of these vessels are decorated with war scenes, which present iconographic data unknown from such an early period, therefore they essentially reform our knowledge about the beginning of ancient Greek painting.

Hand-axes: Their Incorporation into the Evolution of Human Knowledge, their Form Technology, and the Greek Data Christos Matzanas

The hand-axes represent one of the most important technological achievements of humanity and attest the conquest of a higher stage in the evolution of human intellect, when the concept of symmetry is realized. The earlier hand-axes date from the Lower Paleolithic, they continue to be made until an advanced phase of the Middle Paleolithic, but they stop to be produced about 50,000 years ago. They represent the "characteristic fossil" of the Acheulean civilization and signal, through their evolution, its various chronological periods. According to the research data available so far, although the earlier Greek hand-axes do not seem to be older than 300,000 years, however the existence of this civilization in Greece is not questioned. Artifacts of similar technology are the bifacial Mousterian wedges, which probably represent the development of the hand-axes, and the arrow heads of the recent Prehistory, which attest the reinvention of the old method many thousands years later. The experimental reproduction of the hand-axes technology and OF the bifacial artifacts in general does not present special difficulties. However, the choice of the appropriate shape of the original stone core (blank), from which the tool is made, plays a very important role for the quality of the finished artifact.

Discussion on the Basic Terminology of the Paleolithic Typotechnology Nikos Poulianos

This article has two objectives, to attempt the presentation of the basic Greek terms referring to the Paleolithic typotechnol­ogy, which are used so far and to propose a discussion on the alteration of certain old terms or even the adoption of new, probably more appropriate, ones.

The Lions of Venice Thanos Papathanasopoulos

When the Venetian admiral Francesco Morosini (1618-1694) returned to Venice, having completed successfully his military campaigns against the Turks in the Greek territory (1634-1687), he brought with him two marble lions to form an assemble with the two others already decorating the city. These marble sculptures were not simply spoils of war from the conquered Greek land, but something more significant, since every lion representation symbolized in the eyes of the Venetians Mark the Evangelist, that is the patron saint of the city, and by extension the naval supremacy of Venice. Moreover, Venice exhibited a wide variety of lions of each kind: painted or carved ones in marble or in any other stone. In the settlements of the Serenissima in its various provinces carved built-in lions were prevailing in prominent places or in the masonry, in particular of fortresses which were erected or fortified by the commissioners of Venice in its trading posts. The lions Morosini brought were placed in the square, in front of the entrance of the naval port, for the festive celebration of the successful naval campaign of the popular doge and the return of the “Peloponnese" under the authority of Venice.

Searching for the Common Cultural Space of Highland Mediterranean: The Case of Rhodope and Catalonia Nikos Efstratiou, Maria Ntinou, Efthymia Alpha

The ethnographical and archaeological research simultaneously realized in situ in two highland Mediterranean areas, in the framework of a joint project of Greek and Spanish archaeologists, promoted the common characteristics of a particular way of living, of a series of economic and social choices and of ideological features. The choice of the two mountainous regions is due to the judgment that bygone ways of life and behavior, which have been preserved through the application of specific strategies in such an environment of isolation and recourse, are most appropriate for study. Furthermore, they help the understanding of basic cultural characteristics of the Mediterranean and lead to the detection of the "longue durée" history. The two-year comparative research was carried out in the Pomak village of Sarakini on Mount Rhodope and in the highland district of Alicante in Southern Spain. It included the recording and study of the basic productive activities of the neighboring communities, such as the nomadic cattle-raising and the or¬ganization and use of space. The different versions of a common Mediterranean cattie-raising activity in these areas were pinpointed and studied in their historical and cultural contact. Similar ethno-archaeological research represents only a part of the broader archaeological and anthropological issue that also describes the content of the so-called Highland Archaeology. This scientific field tries to approach through time the organized human presence in Alpine, semi-mountainous and highland regions that exhibit peculiar environmental and cultural features.  

Women, Fashion, Clothing in the Late Nineteenth-Century Athenian Press Eleni Alexandri

The research on the fashion of women's clothing in the late nineteenth-century Athens is based on the articles published m the issues of newspapers and magazines that have been preserved in the Greek Literary and Historical Archive. Thus, the tendencies of the fashion of the period and also the likes and dislikes of the Athenian women, who adored the French vogue, are fully described, while the famous dressmakers of the time, Athenians and Parisians, as well as the fashionable textiles, designs and colors in the succession of seasons and years are introduced. Furthermore, the dresses in fashion are thoroughly described and their sewing patterns, published in quite many cases in the nineteenth-century Athenian press, are presented.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Οι περιπέτειες των θεών του Ολύμπου Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 31, Ιούνιος 1989 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Μινωικές και μυκηναϊκές μαρτυρίες για τον καλλωπισμό Αικατερίνη Παπαευθυμίου-Παπανθίμου

«Μυκηναία» με τονισμένο μάτι, λεπτό, βγαλμένο φρύδι και εκπληκτικό χτένισμα. Στον κρητομυκηναϊκό χώρο σώθηκαν σκεύη και σύνεργα καλλωπισμού από όλες τις φάσεις της Εποχής του Χαλκού, εντονότερα όμως από την Ύστερη. Ξυράφια γλωσσοειδή ή μονόστομα, τριχολαβίδες, καθρέφτες με πολυτελείς λαβές, ξύλινες, κοκάλινες, ελεφαντοστέινες, ανάγλυφα διακοσμημένες. Για τα μαλλιά, εκτός από τα χτένια, αγκιστροειδείς περόνες και σφηκωτήρες δημιουργούσαν και συγκρατούσαν τις περίτεχνες κομμώσεις που απεικονίζουν οι θηραϊκές τοιχογραφίες. Ωτογλυφίδες ή σύνεργο καλλωπισμού είναι τα μικρά ραβδάκια που απολήγουν σε μικροσκοπικό κουταλάκι; Όπως και οι λαβές από τους καθρέφτες, οι πυξίδες αποτελούν σημαντικά δείγματα μικρογλυπτικής. Τις παλαιότερες πληροφορίες για τη χρήση καλλυντικών, αρωμάτων, αλοιφών και ψιμυθίων αντλούμε κυρίως από την Αίγυπτο. Φαίνεται ότι λάδια και αλοιφές προστάτευαν τους Αιγύπτιους από τον καυτό τους ήλιο, ενώ τα ψιμύθια για τα μάτια, ο πράσινος μαλαχίτης και ο μαύρος γαληνίτης, είχαν αρχικά θεραπευτική χρήση. Ο λογιστικός χαρακτήρας των πινακίδων της Γραμμικής Β δεν προκαλεί προσδοκίες ενημέρωσης για τη χρήση των ψιμυθίων. Μαρτυρείται όμως βιοτεχνία λαδιού και παραγωγή αρωματικών ελαίων τόσο στην Κνωσό όσο και στην Πύλο. Θυέτης και Ευμήδης είναι τα ονόματα δύο αρωματοποιών. Παράλληλα διασώθηκαν και κατάλογοι αρωματικών συστατικών. Στο Περί οσμών, ο Θεόφραστος μας διαφωτίζει για τις εφαρμογές τους. Φαίνεται ότι, για την παραγωγή αρωμάτων, χρησιμοποιήθηκε από τους Μυκηναίους η εκχύλισις εν θερμώ ή εν ψυχρώ. Αν και ψιμύθια σαν αυτά του αιγυπτιακού και του ανατολικού χώρου δεν βρέθηκαν στην κρητομυκηναϊκή περιοχή, οι τοιχογραφίες πιστοποιούν τη χρήση τους από τις Μινωίτισσες και τις Μυκηναίες. Άλλωστε καλλωπιστήρια φαίνεται πως υπήρχαν στα ανάκτορα της Κνωσού, της Ζάκρου και της Πύλου.

Αρχαία λουτρά της Αθήνας Άννα Λαμπράκη

Νεαρή γυναίκα στο λουτρό. Αθηναϊκή κύλικα των αρχών του 5ου αιώνα. Ο όρος «λουτρόν» προσδιόριζε αρχικά το λουτρό για τους αθλητές στο γυμνάσιον. Από τον 5ο αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται στην Αθήνα «βαλανεία» («θόλοι», όταν τα κτίσματα είναι κυκλικά), έξω από τα τείχη της πόλης, πλάι σε πύλες, προορισμένα πιθανόν για ταξιδιώτες. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. εμφανίζονται τα ρωμαϊκά λουτρά με υπόκαυστο. Με το αδριάνειο υδραγωγείο τα λουτρά, συνήθως μικρά αλλά με πλούσιο μαρμάρινο και ψηφιδωτό διάκοσμο, πληθαίνουν. Από τα 24 λουτρά που βρέθηκαν, ξεχωρίζει εκείνο στο χώρο του ναού του Ολυμπίου Διός. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για τον καθαρισμό του σώματος ονομάζονταν «ρύμμα» ή «σμήμα». Το πλύσιμο ακολουθούσε η επάλειψη με θερμασμένα αρωματικά έλαια.

Ο καλλωπισμός στo Βυζάντιο Δημήτρης Ναλπάντης

Οι Βυζαντινοί προτιμούν τις ξανθιές, με λεπτά, βγαλμένα φρύδια, τονισμένα με μαύρο χρώμα (Άγ. Ανάργυροι Καστοριάς). Τα λουτρά για τους Βυζαντινούς ήταν χώροι καθαριότητας αλλά και κοινωνικής συναναστροφής, ιδίως για τις γυναίκες. Έχοντας αλείψει το σώμα με λάδι, κρασί ή αρωματικές ουσίες για να προφυλαχθούν από εξανθήματα, οι Βυζαντινοί πριν σαπουνιστούν τρίβονταν με το «τρίπτρο» και μετά με «σπαρτίον» ή με «ύσσωπο». Την ιεροτελεστία ολοκλήρωνε η επάλειψη με μύρα. Τις υπηρεσίες αποτρίχωσης που προσφέρονταν στα λουτρά αναζητούσαν ακόμη και μοναχοί. Με άσπρο, μαύρο και κόκκινο χρώμα ζωγράφιζαν οι Βυζαντινές μάτια, βλέφαρα και παρειές. Η λεύκανση του προσώπου γινόταν με το ψιμύθιο, σκόνη λευκή που μακιγιάρει και το λαιμό. Το κόκκινο χρώμα για τα μάγουλά της η Βυζαντινή το προμηθεύεται από θαλασσινά φύκια. Ορισμένοι άντρες έβαφαν το πρόσωπό τους με ώχρα, υποκρινόμενοι βίο ασκητικό. Τα μύρα που παρασκεύαζαν στα σπίτια τους οι γυναίκες τα χρησιμοποιούσαν και οι άντρες, ακόμη και στρατιωτικοί, κληρικοί και μοναχοί. Μόνο ως ένδειξη πένθους ή σε περιπτώσεις διαπόμπευσης έκοβαν οι γυναίκες τα μακριά τους μαλλιά. Ποικίλο μήκος είχαν τα μαλλιά των αντρών που στη διάθεσή τους είχαν και περούκες, τα «προκόμια». Οι κομψευόμενοι ξυρίζονταν παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας. Οι γυναίκες συνήθως είτε άφηναν τα μαλλιά τους ελεύθερα και βοστρυχωτά στους ώμους είτε τα έπλεκαν μαζί με χρυσές ταινίες σε δύο ή περισσότερα «πλεξίδια». Συχνά χρησιμοποιούσαν και τεχνητές, πρόσθετες πλεξούδες. Η βαφή των μαλλιών ήταν κάτι συνηθισμένο για άντρες και γυναίκες. Οι περισσότεροι άντρες ξάνθαιναν τα μαλλιά τους καθώς οι Βυζαντινοί, παρότι θεωρούσαν το ξανθό χρώμα «γυναικείο», το προτιμούσαν από το μαύρο.

Η φροντίδα για την καθαριότητα του σώματος και τα λουτρά των Βυζαντινών Αφέντρα Μουτζάλη

Προοπτική αναπαράσταση του μοναστηριακού λουτρού (11ου αι.) της Ι.Μ. Ζωοδόχου Πηγής του Δερβενοδάλεσι (Α. Ορλάνδος). Ως μανιώδεις λουτρόφιλους παρουσιάζουν οι γραπτές πηγές τους Βυζαντινούς. Στα χρόνια του Ιουστινιανού λουτρά υπήρχαν σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Την καθημερινή τους λειτουργία ανέστελλαν μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανομβρίας, σεισμού ή πολέμου. Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια τα λουτρά εντάσσονταν στο εκτεταμένο οικοδομικό συγκρότημα που είχε ως πυρήνα του μια βασιλική. Την περίοδο αυτή οι συνήθειες λούσης είναι ίδιες με τις ρωμαϊκές και κύριοι χώροι των λουτρών παραμένουν το tepidarium, το aldarium και το frigidarium. Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο τα περισσότερα λουτρά ήταν «δίδυμα», για το διαχωρισμό των φύλων, τύπος που θα υιοθετηθεί πολύ αργότερα και από τα μουσουλμανικά hamam. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο όμως, τα λουτρά υποβαθμίζονται, ο αριθμός και το μέγεθός τους μειώνονται, οι λειτουργίες τους περιορίζονται στις λούσεις. Στην Ελλάδα διασώθηκαν μόλις έξι δημόσια μεσοβυζαντινά λουτρά και άλλα δύο μοναστηριακά. Με πρότυπο τα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά λουτρά δημιουργήθηκαν τα hamam με τις διαφορές που υπαγόρευε το Κοράνι, όπως την απαγόρευση του βυθίσματος σε κοινή με άλλους δεξαμενή και το υποχρεωτικό λούσιμο του σώματος με νερό τρεχούμενο. Λίγα μόνο κείμενα σχολιάζουν την «αλουσία» κάποιων κληρικών και ασκητών. Στα περισσότερα, κληρικοί και μοναχοί συμπορεύονται με τους λαϊκούς σε μια συχνά υπερβολική λουτροφιλία. «Βαλανεύς» ονομαζόταν ο υπεύθυνος των λουτρών, «καψάριος» εκείνος που φύλαγε στα αποδυτήρια τα ρούχα των λουομένων, «λουτράρις» (ή «λούστης» ή «περιχύτης») αυτός που βοηθούσε τον λουόμενο να ξεπλυθεί. Για την αποτρίχωση των λουομένων φρόντιζε ο «δρωπακιστής».

Καλλωπισμός και κόμμωση στους νεοελληνικούς χρόνους Κατερίνα Κορρέ-Ζωγράφου

Η «Αθηναία νύφη» του Louis Dupré (1789-1837). Λιθογραφία, Παρίσι 1825. Μουσείο Μπενάκη, ΓΕ 25188. Ως προς τη φροντίδα των μαλλιών, οι νεοελληνικοί χρόνοι βρίσκονται εδώ σε διάλογο με την αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Έτσι, το χτένισμα με την κερατόσχημη μπροστινή προεξοχή που αποδίδεται στον Πάρι (Ιλιάδα Λ 385) παραπέμπει στον κεφαλόδεσμο με «κέρατα» στο μέτωπο από τη Σινασό ή στο «κερατάκι» στο κεφαλομάντιλο από τα Άλωνα της Φλώρινας. Σε θρακιώτικο τραγούδι απηχείται η ομηρική αντίληψη ότι τα κοντά μαλλιά αρμόζουν σε δούλους ή σε κοινωνικά κατώτερες τάξεις. Η σημασία που αποδίδεται στα περιποιημένα μακριά μαλλιά από τον Όμηρο παραβάλλεται με τις αντίστοιχες αντιλήψεις στο Τσακήλι των Μετρών, στην Κρήτη, στην Αιτωλία, στα Πωγωνοχώρια. Ξεχωριστή θέση στα γαμήλια έθιμα κατέχει το τελετουργικό λούσιμο, πλέξιμο και χτένισμα της νύφης, το βάψιμο και το κεφαλοκάλυμμα, πράξεις που αποσκοπούν σε εξαγνισμό, αποτροπή του κακού, γονιμότητα. Στο τελετουργικό αναμειγνύονται αγόρια «αμφιθαλή» αλλά και κορίτσια «μανοκυρουδάτα». Όπως στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο, έτσι και στους νεότερους χρόνους τα μακριά μαλλιά ρίχνονταν πίσω σε μπούκλες («στριφτάρια») ή σε πλεξίδες. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της χτενισιάς αθηναίας νύφης από τον περιηγητή John Twedell. Παραμονές του γάμου η νύφη έβαφε τα μαλλιά της με κόκκινη βαφή, κινά, που έστελνε ο γαμπρός (Πόντος, Σκοπός Θράκης, Προσωτσάνη Μακεδονίας, Άργος Ορεστικό). Πέρα όμως από την τελετή του γάμου, το βάψιμο των μαλλιών ήταν πολύ διαδεδομένο ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους. Το ίδιο ισχύει για τη χρήση λαδιών που δυναμώνουν τα μαλλιά. Διάφορες συνταγές εξασφαλίζουν στα μαλλιά πυκνότητα και μήκος, όπως ο μανδραγόρας στην Κρήτη ή το δέρμα δενδρογαλιάς στην περιοχή της Επιδαύρου.

Τα λουτρά της Αθήνας Μαργαρίτα Γραφάκου, Μάρω Kαρδαμίτση-Aδάμη

Λουτρό Κυρρήστου. Οι θόλοι που στεγάζουν τους θερμούς χώρους. Ένδειξη τρυφηλότητας θεωρούνται στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. οι συχνές επισκέψεις στα «βαλανεία» και η λειτουργία τους μέσα στην πόλη απαγορεύεται. Βαλανεία ρωμαϊκών χρόνων βρέθηκαν κάτω από το ναό της Σωτείρας Νικοδήμου, μπροστά από τη Βουλή, κοντά στο Ολυμπιείο και δυτικά του Αρείου Πάγου. Ανάμεσα στην επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.) που μετατρέπει την Αθήνα σε ερειπιώνα και την απαγόρευση της λειτουργίας των φιλοσοφικών της σχολών από τον Ιουστινιανό, η αρχαία Αθήνα θα γνωρίσει μια τελευταία αναλαμπή. Κτίζονται πολλά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, παλαιά βαλανεία ανακαινίζονται και κτίζονται νέα. Μεγάλο λουτρό, το «Βασιλικό», αναφέρεται στο χώρο της αγοράς. Ένας θρύλος για «το λουτρόν του Δουκός» πιστοποιεί ότι η συνήθεια δεν είχε σβήσει στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Όταν το 1456 η Αθήνα περνάει στους Τούρκους, τα λουτρά γνωρίζουν νέα άνθηση. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, λειτουργούν πρωινά και απογεύματα για τις γυναίκες και τα μεσημέρια για τους άντρες. Την ώρα της αλλαγής ανακοίνωναν οι λουτράρηδες χτυπώντας δυνατά τα τάσια. «Τα λουτρά είναι τα καφενεία της Ανατολής», διαπιστώνει ο φίλος του λόρδου Βύρωνα Hobhouse, παρατηρώντας ότι ο κόσμος συχνάζει εκεί όχι τόσο για λόγους καθαριότητας αλλά για την απόλαυση της χαύνωσης που φέρνουν οι ατμοί και οι περιποιήσεις των λουτράρηδων. Δύο Αγγλίδες, η λαίδη Cravin και η λαίδη Έλγιν, μαρτυρούν ότι Ελληνίδες και Τουρκάλες λούζονταν μαζί και μένουν έκθαμβες μπρος στις φιλάρεσκες γυναίκες με τα παχύσαρκα κορμιά που τρώνε κανταΐφια, πίνουν αναψυκτικά, τραγουδούν και χορεύουν παίζοντας ντέφι, κιθάρα, ούτι. Τα ειδικά τσόκαρα και τα τάσια που ανήκαν στο «τακίμι λουτρίκια», προγαμιαίο δώρο του γαμπρού, εκσφενδονίζονταν στις αντιπάλους σε περίπτωση καβγά. Στη β΄ περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Αθήνα λειτουργούσαν τουλάχιστον πέντε λουτρά. Οι χαρτογραφήσεις του Bessan (1826) και των Κλεάνθη - Schaubert (1831) είναι οι μόνες πηγές για τα χρόνια μετά την Απελευθέρωση. Το λουτρό του Ουλάμπεη ή λουτρό του Σταροπάζαρου, που έμελλε να γκρεμιστεί στις ανασκαφές της ρωμαϊκής αγοράς, λειτούργησε ως αποθηκευτικός χώρος είτε για τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Ορφανοτροφείου της Αίγινας είτε για τα εκμαγεία των γλυπτών του Παρθενώνα που έστειλε το Βρετανικό Μουσείο. Αντίθετα, αναστηλώθηκαν και επαναλειτούργησαν το λουτρό των Αέρηδων της οδού Κυρρήστου, το μόνο που σώζεται σήμερα, και το λουτρό του Ροδακιού, που κατεδαφίστηκε το 1890 για να χτιστεί το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής. Στο λουτρό του Ροδακιού σύχναζαν οι αρχόντισσες, κι ας είχαν σπίτι τους μικρά ιδιωτικά λουτρά, και γυναίκες της μέσης τάξης. Οι συγγραφείς εξετάζουν αναλυτικά τα λουτρά του Ροδακιού και των Αέρηδων. Τυπολογικά, η κάτοψη των λουτρών του Ροδακιού ακολουθεί οθωμανικά παραδείγματα, ενώ τόσο τυπολογικά όσο και στη θολοδομία εντοπίζονται στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης. Το λουτρό των Αέρηδων, που δεν ανήκει στα τυπικά οθωμανικά παραδείγματα, χρονολογείται στον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας, εκτός κι αν οι τυπολογικές του αναλογίες με προγενέστερα παραδείγματα από τον ελλαδικό χώρο και τη ΝΑ Μεσόγειο συνηγορούν υπέρ μιας ακόμη παλαιότερης χρονολόγησης.

Καθαριότητα, καλλωπισμός και ο γυναικείος προορισμός. Αντιλήψεις για τη φροντίδα του γυναικείου σώματος στη νεότερη Eλλάδα Αλεξάνδρα Μπακαλάκη

Σαρακατσάνα γιαγιά στο εξώφυλλο του J.K. Campbell, «Honour, Family and Patronage», Oxford University Press, 1964.

Το σώμα, όπως και το σπίτι, έχουν όρια απροσπέλαστα. Παρά την αντιστοιχία όμως, στις εθνογραφίες για την αγροτική Ελλάδα δίνεται μεγάλη έμφαση στην καθαριότητα του σπιτιού, ενώ ελάχιστες είναι οι αναφορές στην καθαριότητα του σώματος. «Καθαρή» είναι η καλή νοικοκυρά και, αντίστοιχα, «βρωμιάρα» είναι αυτή που παραμελεί το σπίτι της. Στο πρόσωπο της «παστρικιάς», με τα σεξουαλικά παραπτώματα που υπονοεί η «υπερβολική» έγνοια για την ατομική καθαριότητα, καταδικάζεται η αυτονόμηση του γυναικείου σώματος από τα συμφραζόμενα του σπιτιού και της κοινότητας. Ταυτίζοντας τη σωματική καθαριότητα με την καλλωπιστική φροντίδα, τα ήθη του «χωριού» αποσιωπούν έμμεσα το σώμα και άρα τη σεξουαλικότητα των γυναικών. Στην πόλη, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η φροντίδα των γυναικών για τη σωματική τους καθαριότητα ανεπιφύλακτα ταυτίζεται με την υγιεινή και τον «πολιτισμό». Η επιφύλαξη εδώ μετατοπίζεται στη φροντίδα για τα «λούσα» και τον καλλωπισμό, που η αρνητική του όψη ταυτίζεται με τη ματαιοδοξία ή ακόμη και τη ροπή προς σεξουαλικά παραπτώματα. Το νόημα του καλλωπισμού εμπεριέχει πάντοτε την αντίθεση με τις θετικές κοινωνικές αξίες που συνοδεύουν το σώμα στη «φυσική» του κατάσταση. «Φυσικά» ή καλλωπισμένα, το σώμα και το πρόσωπο έχουν μια ηθική διάσταση που αφορά ταυτόχρονα την ηθική οντότητα του ατόμου και τη σχέση του με τον κόσμο. Για το γυναικείο σώμα, και τα δύο σκέλη της αντίθεσης, το καθαρισμένο ή/και καλλωπισμένο σώμα και το «φυσικό», αντλούν τη σημασία τους από ευρύτερα συστήματα ιδεών και εννοιών στα οποία αποτυπώνονται οι κοινωνικές σχέσεις που προσδιορίζουν τις γυναίκες.

Τελετουργικός καλλωπισμός. Η παραίσθηση του κάλλους ως παράγοντας τραγικής ειρωνείας Νίκος Ξένιος

Ο Διόνυσος πάνω σε πάνθηρα με τη συνοδεία Σειληνού, Μαινάδας και Σατυρίσκου, 370-360 π.Χ. περίπου. Μουσείο του Λούβρου. Στις Βάκχες, ο Διόνυσος προκαλεί στον Πενθέα την παραίσθηση της αλλαγής φύλου. Ο Πενθέας δεν υποδύεται τη γυναίκα, είναι γυναίκα που χαριεντίζεται, θέλει να αρέσει και καλλωπίζεται ρωτώντας το θεό σαν να ήταν ο καθρέφτης της: «Είμαι όμορφη;» Ο καλλωπισμός του Πενθέα είναι ανάλογος με τον ιερουργικό καλλωπισμό που γίνεται στα σφάγια πριν από τη θυσία. Για τη λατρεία του Διονύσου, μέρος του τελετουργικού καλλωπισμού είναι το στεφάνωμα με φύλλα δάφνης, κισσού ή αμπελιού, η επικάλυψη του προσώπου με λευκό και κόκκινο χρώμα και η ρυθμική επαναληπτική κίνηση ενός ημίγυμνου σώματος. Το βάψιμο και η μεταμφίεση του Πενθέα είναι το τελευταίο προπύργιο πριν από την οριστική του μετάβαση στον υπερβατολογικό ψυχισμό της γυναίκας-μαινάδας. Ωστόσο, ο Πενθέας επιθυμεί και να αρέσει στο θεό, υπογραμμίζοντας έτσι ότι η βακχική έκσταση είναι από τη φύση της ερωτική. Η αμφισεξουαλικότητα του θεού, σημάδι της θεϊκής του φύσης και σημαίνουσα της ερωτικής μέθεξης, αντιβαίνει την επιβεβλημένη από την πόλη κοσμιότητα που αντιτίθεται στην υπερβατική φύση των ανθρώπινων όντων. Όταν τα όρια που θέτει η πόλις δεν παραβιάζονται, η πολιτισμική επιταγή του κάλλους αποκτά και φιλοσοφική νοηματοδότηση. Ο Ευριπίδης όμως δεν είναι Πλάτωνας. Αποδίδοντας τον ειρωνικό καλλωπισμό του Πενθέα σε τέχνασμα του θεού, ο τραγικός αντιστρέφει τις αισθητικές προκείμενες και τις ηθικές αξίες των συγχρόνων του θεσπίζοντας την «πόλη» του Διονύσου, όπου τα δεδομένα των αισθήσεων αποκαλύπτουν τις συνιστώσες της παραίσθησης.

Άλλα θέματα: Η ίδρυση της νέας Αθήνας (I) Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Κεντρικό τμήμα του μεγάλου πανοράματος της Αθήνας, ζωγραφισμένο επί τόπου το 1785 από τον Jean-François Cassas. «Μια μονότονη μάζα από συντρίμμια και σκόνη» συνάντησε ο L. Ross το 1832 στην Αθήνα. Μόνο το οχυρό της Ακρόπολης και το «Θησείο» μαρτυρούσαν την ιστορικότητα ενός τοπίου, όπου τα Προπύλαια είχαν παραμορφωθεί από οχυρωματικά έργα και ο βράχος του Αρείου Πάγου είχε καταληφθεί από την καλύβα ενός μουεζίνη. Το 1832, ο κύριος λόγος που οδήγησε στην επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους ήταν η επιμονή του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Ludwig I, πατέρα του Όθωνα. Στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Όθωνα (1833-1843), οι πολεοδομικές προτάσεις που υποβλήθηκαν για τη νέα πόλη διέφεραν όχι μόνο ως προς τις βασικές αρχές οργάνωσής της αλλά και ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος της σχέσης μεταξύ «νέου» και «παλιού», δομημένων και αδόμητων περιοχών. Ομόφωνη είναι η συμφωνία για τη δημιουργία μιας εκτεταμένης αρχαιολογικής ζώνης γύρω από την Ακρόπολη. Οι απόψεις όμως ως προς τη χωροθέτηση της πόλης αποκλίνουν. Ποιητική και αντιρρεαλιστική, η πρόταση των Schinkel και Quast βλέπει την Αθήνα σαν μια πόλη σε λόφο, επικαλύπτοντας το «παλιό» από το «νέο». Οι Κλεάνθης και Schaubert αντιπροτείνουν μια πόλη χτισμένη στη βόρεια πεδιάδα, σε αντιπαράθεση με τις αρχαιότητες. Ο Klenze και ο Καυταντζόγλου, από την άλλη, οραματίζονται τη συνύπαρξη αρχαίας και νέας πόλης σε σχέση αμοιβαίας ανεξαρτησίας. Το καλοκαίρι του 1833 ο Όθωνας εγκρίνει το σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert, μια πρώιμη νεοκλασική κηπούπολη, εμπνευσμένη, ιδιότυπη και προσαρμοσμένη στο κλίμα του νότου, που περιβάλλει σε σχήμα «πέταλου» την υπάρχουσα πόλη. Η περιοχή νότια από την Ακρόπολη ως τις όχθες του Ιλισού μένει ελεύθερη εν όψει της ανασκαφικής έρευνας. Δυστυχώς η πρόταση αυτή αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα όχι μόνο εξαιτίας των απαιτούμενων απαλλοτριώσεων αλλά και λόγω της αμφιλεγόμενης θέσης του ανακτόρου. Στέλνει τότε ο Ludwig I τον πεπειραμένο σύμβουλό του Leo von Klenze που θα προσαρμόσει το αρχικό σχέδιο στις οικονομικές δυνατότητες του νεαρού κράτους. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του κεντροευρωπαϊκού ρομαντικού κλασικισμού, ο Klenze παρεκκλίνει ποιητικά από τον στείρο ακαδημαϊσμό. Υποστηρίζοντας με θέρμη τη «δημιουργία εντυπώσεων γραφικότητας», οι τολμηρές προτάσεις του προέβλεπαν τη χωροθέτηση νέων μνημειακών κτιρίων σε άμεση επαφή με τους αρχαιολογικούς χώρους. Έτσι, το ανάκτορο προέβλεπε κλιμακωτή διάταξη στις βορειοδυτικές πλαγιές της Πνύκας με κήπους που θα περιελάμβαναν και το Θησείο. Ένα μουσείο με ανοιχτές στοές επρόκειτο να χτιστεί πάνω στην Ακρόπολη. Αν οι προτάσεις του Klenze δεν υλοποιήθηκαν, τα δραστικά μέτρα που πήρε για τη δημιουργία ενός αυστηρά αρχαιολογικού χώρου στο πλάτωμα της Ακρόπολης αποτελούν την πρώτη εκδήλωση μιας «πουριστικής» αναστηλωτικής προσέγγισης που έμελλε να επικρατήσει.

Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής (1828-1833) (II) Βασίλης Δωροβίνης

Το Δημαρχείο Άργους μετά την ανακαίνιση των όψεων του συγκροτήματος το 1987-88. Στο κυρίως κτίριο του Εθνικού Καταστήματος Άργους στεγάστηκαν το Ανέκκλητο Δικαστήριο και οι φυλακές, στα δύο παράπλευρα κτίρια η Δημογεροντία, η Αστυνομία-Πολιταρχία και η Τοποτήρηση, και στις προσθήκες τους η φρουρά της φυλακής και τα αποχωρητήρια του Δημόσιου Καταστήματος. Πρόκειται για μοναδική περίπτωση συγκέντρωσης όλων των διοικητικών, δικαστικών και πολιτικών αρχών στο ίδιο συγκρότημα κτιρίων που οικοδομήθηκε σε διάστημα μόλις δεκαοκτώ μηνών με την άγρυπνη εποπτεία και του ίδιου του Καποδίστρια. Τη δολοφονία του Κυβερνήτη ακολουθεί γενική διάλυση για δεκαέξι περίπου μήνες. Στα κτίρια που παθαίνουν μεγάλες φθορές στεγάζονται για ένα διάστημα τα σχολεία της πόλης. Για την περίοδο 1836-1888 πληροφορίες για την τύχη του κτιρίου ανιχνεύονται μόνο σε κείμενα περιηγητών που επισημαίνουν το κτίριο του Δημαρχείου, επειδή στεγάζει μικρό μουσείο με σκόρπια ευρήματα κυρίως από τις ανασκαφές στο Ηραίο. Το 1888, το Δημοτικό Συμβούλιο με πρωτοβουλία του δήμαρχου Σπ. Καλμούχου αποφασίζει την ανακαίνιση του Δημαρχείου και την προσθήκη νέου κτιρίου που θα στέγαζε το δικαστήριο και το σχολείο. Καθοριστικός για την τύχη του υπήρξε ο νόμος που προώθησε η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1920, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα δημοτικά ή κοινοτικά καταστήματα που είχαν νοικιαστεί από το Υπουργείο Παιδείας για να στεγάσουν εκπαιδευτήρια περιέρχονταν στην κυριότητα του (κρατικού) Ταμείου Εκπαιδευτικής Προνοίας. Έτσι, με εξαίρεση το κεντρικό κτίριο, που είχε στεγάσει το Ανέκκλητον Δικαστήριο και τη φυλακή, όλα τα κτίρια του συγκροτήματος περνούν στην κυριότητα του Δημοσίου. Στη διάρκεια της δικτατορίας, τα σχέδια περί ανεγέρσεως μεγάλου κτιρίου που θα στέγαζε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες της πόλης δεν ευοδώθηκαν. Το 1982 τα κτίρια του Δημαρχείου κηρύσσονται διατηρητέα μνημεία. Όπως και για τους Στρατώνες του Καποδίστρια, η ύπαρξη και κρατικής αρμοδιότητας για ιστορικά κτίρια είναι αυτή που απέτρεψε την καταστροφή τους.

Το εργοστάσιο της Καρδαμύλης Ελένη Τζιρτζιλάκη, Νίκος Καζέρος

Η καμινάδα του ελαιουργείου όπως φαίνεται από τη βάση της. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Καρδαμύλη με το λιμάνι της είναι το εμπορικό και διακομιστικό κέντρο της μεσσηνιακής Μάνης. Το 1932 χτίζεται κοντά στο λιμάνι από ντόπιους τεχνίτες ένα ελαιουργείο, σαπουνοποιείο και πυρηνοελαιουργείο, που κάλυπτε και τις ανάγκες ηλεκτροδότησης του χωριού. Από τους λόγους που οδήγησαν στην εγκατάλειψή του το 1968, σημαντικότεροι ήταν η συγκέντρωση παρόμοιων δραστηριοτήτων στην Καλαμάτα, η εγκατάλειψη των αγροτικών ασχολιών στην περιοχή και η μετατροπή της Καρδαμύλης σε τουριστικό οικισμό. Καθώς το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο έχει μια μοναδική σχέση με το τοπίο, αναρωτιέται κανείς τι το εμποδίζει να ανακτήσει τη λειτουργικότητά του αλλάζοντας χρήση, εμπλουτίζοντας έτσι την κοινωνική και πολιτισμική φυσιογνωμία της περιοχής.

Η προστασία των αρχαιοτήτων και το πρόβλημα της αρχαιοκαπηλίας στη νεότερη Eλλάδα Αφέντρα Μουτζάλη

Οι «δίδυμοι» μαρμάρινοι κούροι από την Τενέα (;) που κατασχέθηκαν στα χέρια αρχαιοκαπήλων το Μάιο του 2010. Η θλιβερή αρπαγή μνημείων της ελληνικής ιστορίας αρχίζει με τους Φράγκους και συστηματοποιείται πριν από την άλωση από τους προμηθευτές των ηγεμόνων της Δύσης. Ο θαυμασμός για τον κλασικό πολιτισμό που δημιούργησε η Αναγέννηση έθρεψε και την αρχαιοκαπηλία. Οι Τούρκοι μάλλον αδιαφόρησαν, εκμεταλλεύτηκαν όμως την αρχαιολατρία των Ευρωπαίων. Τις καταστροφές των μνημείων από τους βομβαρδισμούς και τις λεηλασίες των Ευρωπαίων αντιμετωπίζει πρώτος ο Καποδίστριας. Στα χρόνια του Όθωνα, ο Maurer δημιουργεί την υποδομή για την αρχαιολογική νομοθεσία της χώρας ακολουθώντας τον ιταλικό νόμο του 1820. Στο κλείσιμο του 19ου αιώνα το κράτος αποκτά απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας σε όλα τα αρχαία αντικείμενα. Στην καλύτερη προστασία στόχευαν οι νόμοι που ακολούθησαν το 1932, το 1950 ( για μνημεία και έργα τέχνης μεταγενέστερα του 1830), το 1968 (για τις εικόνες που φιλοτεχνήθηκαν ως τα τέλη του 19ου αιώνα). Τέλος το 24ο άρθρο του Συντάγματος ορίζει ως υποχρέωση του κράτους την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, ενώ και οι νόμοι του 1981 κυρώνουν την προστασία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς. Σε μια χώρα με τόσα μνημεία, όπως η Ελλάδα, χρειάζεται νέα αυστηρή νομοθεσία που δεν θα χαρακτηρίζει την αρχαιοκαπηλία απλό πλημμέλημα ούτε θα τιμωρεί τους ενόχους με ελαφρές χρηματικές ποινές ή, στις χειρότερες περιπτώσεις, με φυλάκιση έως πέντε μηνών. Παράλληλα, η Πολιτεία οφείλει να διατηρήσει την Αρχαιολογική Υπηρεσία ως τον ενιαίο φορέα προστασίας των μνημείων, στελεχώνοντάς την, χρηματοδοτώντας την γενναία, εκσυγχρονίζοντας το θεσμικό της πλαίσιο.

Οι ειδικές μελέτες αποκατάστασης οικιστικών συνόλων και η συμβολή τους στη νέα δόμηση Νομικός Μ.

Τμήμα του ιστορικού κέντρου Ελευθερούπολης. Πώς αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που θέτει η νέα δόμηση σε παραδοσιακούς οικισμούς; Η διεθνής εμπειρία περιλαμβάνει τη λύση της «τυπολογικής ένταξης», την αντίθετή της στάση της «διακοπής», τη συμβιβαστική αντιμετώπιση της «αναλογίας» ή και συνδυασμούς αυτών των θέσεων. Όμως μόνο η γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε οικισμού εξασφαλίζει ότι ούτε τα εξομοιωτικά αποτελέσματα που επιβάλλουν οι ειδικοί οικοδομικοί κανονισμοί θα επικρατήσουν, ούτε η ελευθερία της δημιουργικής αρχιτεκτονικής θα παρεμποδιστεί. Ο ιστός του οικισμού αναλύεται σε τέσσερα συστήματα: το σύστημα των οικοπέδων, το οδικό σύστημα, το σύστημα των κτισμένων χώρων και το σύστημα των υπαίθριων χώρων. Οι πληροφορίες καταγράφονται σε δύο σχέδια. Το πρώτο περιγράφει και αναλύει τη διανομή της γης, τη δομή του οδικού δικτύου και τις σχέσεις μεταξύ οικοπέδων και δρόμων. Στο δεύτερο σχέδιο περιγράφονται και αναλύονται οι σχέσεις μεταξύ κτισμένων και υπαίθριων χώρων. Η αλληλοεπίθεση των δύο σχεδίων δημιουργεί ένα τρίτο σχέδιο που ανασυνθέτει τον πολεοδομικό ιστό. Ακολουθεί η αποτύπωση των κτισμάτων του οικισμού σε τυπολογικό επίπεδο. Οι επιμέρους αποτυπώσεις συντίθενται σε επίπεδο οικισμού ή επιλεγμένων τμημάτων του. Δημιουργείται έτσι το υπόβαθρο για την τυπολογική ανάλυση και τις προγραμματικές προτάσεις επέμβασης στον οικισμό.

Οι ανασκαφικές έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Iνστιτούτου στην Aφαία (1966-1988) και το νέο αρχιτεκτονικό μουσείο Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα. Φωτογραφία του James Robertson, 1853-1854. Μουσείο Μπενάκη, Φωτογραφικό Αρχείο. Το 1966, ο Dieter Ohly ξεκίνησε τις επιστημονικές έρευνες στο ναό της Αφαίας. Μετά το θάνατό του (1979), το έργο ολοκλήρωσαν οι Klaus Vierneisel και Martha Ohly-Dumm. Μεταξύ άλλων, η έρευνα αποκάλυψε γιατί διαφέρει το αρχαϊκό δυτικό αέτωμα από το πρώιμου κλασικού ρυθμού ανατολικό. Αρχαϊκός κούρος αποδείχθηκε πρόδρομος των μορφών του αετώματος. Η αρχή της λατρείας της θεάς χρονολογήθηκε στην πρώιμη δεύτερη χιλιετία και το τέλος της στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Έξω από το ιερό εντοπίστηκε λατρεία του Πάνα. Ο παλαιότερος πώρινος ναός, κτισμένος γύρω στο 570 π.Χ., έμεινε όρθιος μόνο μισό αιώνα, με αποτέλεσμα τα μέλη του να διατηρήσουν τα χρώματά τους. Το 1989 εγκαινιάστηκε το μουσείο που κατασκεύασε ο E.L. Schwandner, που είχε αναλάβει και τη μερική αναστήλωση και αναπαράσταση του παλαιότερου πώρινου ναού. Από το εσωτερικό του πρόναου εκτίθεται μεγάλο μέρος του θριγκού, ενώ αποκατεστημένο σύνολο τριγλύφων και μετοπών δίνει μια καλή ιδέα της ζωφόρου του. Στα πολύτιμα ευρήματα ανήκει και η οικοδομική επιγραφή του ναού από τα 570-560 π.Χ. Στον δεύτερο όροφο εκτίθενται από τη μια μεριά οι αετωματικές μορφές του νεότερου ναού σε γύψινα εκμαγεία από τα πρωτότυπα της Γλυπτοθήκης του Μονάχου και, από την άλλη, ξύλινη μακέτα του ναού στα 490 π.Χ. Ένα πρόπλασμα παρουσιάζει την αρχική του διακόσμηση από ντόπιο ασβεστόλιθο. Με χρώματα αποδίδονται τα οριζόντια και κατακόρυφα μέρη του θριγκού, τα οριζόντια γείσα των αετωμάτων και οι μορφές τους. Πίνακες σε τρεις γλώσσες ενημερώνουν πλήρως τους επισκέπτες για την ιστορία του ναού και των ανασκαφών.

Οι Aθλητικοί Aγώνες στην Αρχαία Ελλάδα: μια έκθεση Πέτρος Καλλιγάς

Αθλητής δένει στο κεφάλι του την ταινία της νίκης. Διαδούμενος, αντίγραφο (100 π.Χ.) από έργο του Πολύκλειτου (450-425 π.Χ.). Από τις τρεις εκθέσεις με το γενικό τίτλο «Το Πνεύμα και το Σώμα» που θα υποστήριζαν το ελληνικό αίτημα της διεξαγωγής στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ανατέθηκε η περίοδος της αρχαιότητας. Την πρώτη ενότητα κάλυψε η ελληνική προϊστορία. Ακολούθησαν οι «αγώνες στο χώρο του μύθου», «το Γυμνάσιο: χώρος άθλησης και παιδείας», τα Παναθήναια, τα μεγάλα πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας, των Δελφών, της Ισθμίας και της Νεμέας, η αναλυτική παρουσίαση των αθλημάτων από παραστάσεις σε αγγεία και από χάλκινα ειδώλια, η στιγμή της επιβράβευσης των νικητών. Στο κλείσιμο της έκθεσης, γλυπτά αποδίδουν τους νεαρούς αθλητές τη μεγάλη ώρα της νίκης τους.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η νησίδα Ψείρα. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Εκθέσεις

Στην Εθνική Πινακοθήκη παρουσίασε το Ερμιτάζ ευρήματα από τις ελληνικές αποικίες της Μαύρης Θάλασσας στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. - Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων και το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο οργάνωσαν από 9.4 έως 7.5.1989 την έκθεση «Ένας Αιώνας Αρχαιολογίας στη Μεγάλη Ελλάδα» - «Μια μέρα στο Βυζαντινό Μουσείο» ονομαζόταν η εκδήλωση (13 Μαΐου 1988) που είχε σκοπό τη γνωριμία του κοινού με τον βυζαντινό πολιτισμό

Βιβλία

M.I. Finley, Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988 - Paul Faure, Αρώματα και καρυκεύματα της Αρχαιότητας - Suor Maria Jonadeo, Icone mariane russe, Morrelliana, Brescia 1988 – Ιωάννης Ζ. Οικονομίδης, Η ενότητα του ελληνισμού κατά τον Σπ. Ζαμπέλιο, Ιωλκός, Αθήνα 1989 - Χ.Κ. Άντερσεν, Οδοιπορικό στην Ελλάδα, μτφ. Allan Lund, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1989

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Από 19 έως και 21 Απριλίου 1989 έγινε στην Αθήνα το Α΄ Επιστημονικό Συνέδριο Γεωφυσικής που οργάνωσε ο «Σύλλογος Γεωφυσικών Ελλάδας» - «Science, Technology and European Cultural Heritage» είναι το θέμα Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου που θα γίνει στη Bologna, Ιταλία, 13-16 Ιουνίου 1989

Βιβλία - Δημοσιεύσεις

Dr. Y. Maniatis (επιμ.), Recent Advances in Archaeometry. Proceedings of the 25th Symposium on Archaeometry in Athens, 1989 – Y. Maniatis, V. Perdikatsis και K. Kotsakis, «Assessment of In-Site Variability of Pottery from Sesklo, Thessaly», Archaeometry 30 (1988), σ. 264-274 – Y. Liritzis, S. Danali-Cotsaki, «Beta Dose Rates Derived from Gamma Spectroscopy and Low Beta Anticoincidence of Environmental Materials mainly of Archaeometric Origin», The Science of the Total Environment 70 (1988), σ. 41-54

English summaries: Minoan and Mycenaean data on beautification Aikaterini Papaefthymiou-Papanthimou

Archaeological research in Mycenean palaces, cemeteries and settlements has brought to light a multitude of objects related to beautification. They date from all the phases of the Bronze Age and especially from the LBA. Most of these objects were found in prehistoric cemeteries, not because they were exclusively purposed for burial use but, as they were buried in the earth, they were carefully conserved. At the same time, such objects in palaces or houses were either destroyed by natural causes or stolen by humans. Objects of everyday use were used as grave goods to facilitate the "life" of their owners after death. The rich series of beautification instruments and utensils deriving from the Cretomycenean area displays mirrors, combs, hook-shaped pins, small elegant knives, pyxides, hairpins, razors and minute vases for perfumes, creams and pigments.

Beautification in Byzantium Dimitris Nalpantis

In antiquity the human body was adored and praised through the arts. Christianity, however, diversified itself from the ancient world as regards cosmotheory and life. The perishable earthly body was considered as presenting an obstacle to the salvation of the immaterial, eternal soul, that should be the purpose of this ephemeral life. Therefore, any engagement with the beautification of face and body was regarded as sinful. Since the ethics of Byzantine society were strongly influenced by the Church, we can learn a lot about the morals of the time through texts that criticize them. The works of the Church Fathers teem with censures, rules, threats, advice and aphorisms. They teach that our God-given face neither must be made up with cosmetics and turned into a mask, nor must it become an instrument of sexual provocation. In spite, however, of the polemic, the Byzantine world, successor to the ancient Greek spirit, follows the existing tradition in which the human body is a reality, which claims the right to be expressed even through the improvements that beautification brings. Apart from its main function,the public bath was for the Byzantines a place of relaxation, enjoyment and social "gathering". The bourgeois women of Byzantium used beauty masks for their face care and three main natural pigments for their make-up. Black for the eyes and eye-brows, white for the skin and red for the lips, cheeks and chin. Perfumes were a necessity, while hairdos were influenced by varying fashions. Nevertheless, since women wore their hair long, the Church Fathers' advice was to keep it covered.

The care of the body’s cleanness and the baths in Byzantium Afendra Moutzali

A great number of public and private baths in every town of the Byzantine Empire provided cleanness, social life and pleasure to most of the citizens, who according to litterary sources, were great lovers of bathing. All the urban baths did not, of course, meet the same high standards. Next to the reputable βαλανεία one could find inferior bathing installations - usually private ones- a meeting place of prostitutes, pimps and dissolute males. The Early Christian baths were either subsidiary buildings, adjacent to basilicas or independent public edifices of utilitarian character that played an important role in the formation of the town-planning network. However, during the Middle Byzantine period this situation was drastically altered.The number, size and town-planning importance of baths was so diminished, that baths came to function as bathing places only.

Beautification and hairdressing Katerina Korre-Zografou

Beautification is the expression of man's desire to become distinct from his fellows by stressing in various, fashionable to his time, features of his body or head. This, being a universal phenomenon, is usually connected with rites and rituals related to archetypal psychological fears and/or the innermost yearning for the reproduction of the human species. Already since antiquity, in the major Greek area, this common need is variously realized, especially as regards the hairdo. Hair has been popularly conceived not only as an element of beauty, but also as a source of power and life and as the residence of the human soul, in addition it has been related to the idea of renaissance as it keeps growing even after death has occured and functions as pars pro toto. A multitude of especially diverse acts, usually symbolic and superstitious, derive from these general principles, directly or indirectly connected with the appearance of hair, its multiform cover and even the embellishments which are an indispensable part of it. Primitives have long and neglected hair, however, already in the Early Paleolithic Age (33.000-8.000 BC) hairdressing seems to have attracted some interest and care as becomes obvious from certain works of sculpture or cave drawings dating from this period.

The Baths Maro Kardamitsi-Adami, Margarita Graphakou

Public baths have existed in Athens already since the classic age. However, our knowledge of this period as well as of the following one, the hellenistic, is inadequate; while we possess more information about the Roman age, when important baths (βαλανεία) are erected. In 267 AD Athens is turned to ruins as a result of the Erulian invasion. In the fourth century A.D. the excellent performance of the city's various schools and spiritual institutions has contributed to its revival. The last gleam of the Athenian glory fades away during the reign of Justinian. The city is gradually diminishing and is turned to a Byzantine province. We do not know much about the years of the Frankish domination that follows. In 1456 Athens changed peacefully hands and lords: The Franks are succeeded by the Turks. Thus, bath becomes important again, offering, at the same time, hygienic body care and social life for both sexes. Especially to women, for whom the public places were strictly forbidden, as in every closed Eastern society, baths were supplying a multiple function: hygiene, recreation, social life, gossip, show, even therapeutic treatment for gynaecologic diseases. The class differences were especially rigid in the bath area. For the Athenian woman under Turkish occupation the visit to the bath was by itself an entire ritual marked by three significant events: the bath of the teenager, the future bride and the young woman after her nuptials. Three baths were operating in Athens during the first period of the Turkish domination: The Ula-Beri or Staropazaro Bath, the Hatzi-Ali or Rhodakio Bath and the Ambid-Efendi or Aerides Bath. One bath in the Acropolis citadel, another close to the Voevoliki and, probably, a few smaller ones elsewhere were added to the forementioned three during the second period. From all these baths only those of Rhodakio and Aerides kept operating after the liberation, while the Staropazaro Bath changed its function. Nevertheless, the remaining baths continued to play an important role in the Athenian's life. The Aerides Bath is the only one that has survived. Although it doesn't belong to the typical Ottoman examples of bath architecture, it is rather safely dated in the first century of Turkish occupation. In the mid-nineteenth century new rooms have been added to the original bath and it has, thus, been altered as to become a double bath. Therefore, its present, quite complex plan cannot be assigned to a certain architectural type. The Rhodakio Bath was demolished in 1890, but fortunately enough the plan and two general descriptions of it have survived. The arrangement of its rooms and areas is usual in Ottoman examples; while it also displays certain elements of the Byzantine tradition. We cannoi reach correct conclusions for the thirc bath, because the available data are insufficient.

Bodily cleanliness, beautification and women’s destiny Alexanra Bakalaki

This paper examines some of the meanings and values associated with women's cleanliness and beauty care in the context of rural Greek "traditional" culture and of an urban way of life as it emerged during the 1960s. Women's preoccupation with the cleanliness and beautification of the house is well documented in the ethnographic literature on rural Greece. In contrast,a woman's concern with her own bodily cleanliness is hardly mentioned. Clearly such concern does not appear to be a positively valued aspect of womanhood. In fact, far from being a compliment, the claim that a woman is "clean" (παστρική), that she washes herself too frequently, amounts to an insinuation that she is susceptible to sexual improprieties. Where perceived as excessive,a woman's preoccupation with bodily cleanliness may be condemned as a violation of the priority that must be always given to the care of home and family. The image of a whore who is bathing while the world around her is burning, may be used for a woman who neglects her duties, as well as for a man who engages in insignificant or frivolous pursuits at the expense of important ones. In addition, a woman's concern over bodily cleanliness may represent moral faultiness, as frequent washing presupposes dirtiness resulting from polluting sexual encounters and/or indicates readiness for such. In contrast, the washing of the body is especially appropriate to occasions highlighting women's membership in the family and the community as daughters and prospective or actural wives and mothers. Women's efforts to improve their appearance with the help of products and services increasingly available in the urban markets in 1960s also seem to have been evaluated according to similar criteria. As means to further a woman's marriage prospects or to add to her husband or father's prestige, they are condoned. Otherwise they are condemned as signs of vanity or moral faultiness. In addition, despite the admiration she may arouse for being attractive, a woman who appears to use beauty products and services extensively, may also be suspect of trying to conceal a physical defect, or of hiding a dirty body underneath fancy hairdos and cosmetics. Thus, the image of an attractive, beautified woman may represent deceit. In contrast, women's bodily cleanliness is valued increasingly positively, because it is associated with hygiene and with a higher, more "European" standard of living. Also, because it is contrasted with the pursuit of a sort of beauty perceived as artificial.

The foundation of a New Athens. Town-planning proposals and aesthetic conceptions in the years 1830-1840 on the development of the New City.Emphasis given to the ancient architectural heritage and historic landscape Alexander Papageorgiou-Venetas

A critical analysis of the alternative choices proposed for the town-planning of the newly founded city of Athens is attempted in this article.All proposals place special emphasis on the harmonious coexistence of the actual landscape of the new city with its architectural heritage of antiquity. Although none of the proposals was fully materialized and the town-planning development of Athens followed its own unpredictable and complex route, the basic idea for the formation of an extended archaeological zone around the "polis" hill, that would function as the monumental nucleus of the cultural identity of the Greeks, has survived all the adventures of the city's development and it is now at an advanced stage of realization.

The protection of antiquities and the problem of antiquities smuggling in modern Greece Afendra Moutzali

Historical and cultural coincidence, such as the fall of the Byzantine Empire, and the Renaissance, generated a strong current of admiration for ancient Greek civilization. This admiration was the main cause of the collective passion of educated, Western monarchs and tycoons, who at any cost would try to obtain original, ancient objects. As a result, it is such cultural events which have immensely favoured the development of antiquities smuggling. Thus, Greece has been deprived of valuable works of art. Unfortunately, this scourge continues in our days to trouble our country, since unscrupulous Greek and foreign, perfectly equipped, antiquities smugglers manage to transport abroad remarkable ancient and Mediaeval works of art.

Specialized studies on the restoration of traditional settlements and their contribution to new building activities Mihalis Nomikos

If one considers that a destructive assimilation of structures has contributed to the impoverishment of the environment , then it becomes obvious that certain axioms of the modern movement, such as the direct dependence of form on function, have lost their value.For the thorough study of a building the actual location and the arrangement of landscape in which the building will participate, should be taken into serious consideration.Then, the erection of a new building in historical surroundings would be conceived on the basis of a wider range of factors.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα αρχαία ελληνικά αγγεία (IIΙ) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Αττική υστερογεωμετρική πυξίδα με τέσσερα άλογα στο πώμα από τον Κεραμεικό, 750-735 π.Χ. Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο, Α 17972. Μια μεγάλη ομάδα αγγείων απαρτίζουν τα «ελαιοδοχεία». Η λήκυθος χρησίμευε στη φύλαξη του λαδιού αλλά και στην προσφορά λαδιού στους νεκρούς (λευκές λήκυθοι), κυρίως όμως περιείχε αρωματικά έλαια. Για τη φύλαξη αρωμάτων προοριζόταν και ο αρύβαλλος, για τη φύλαξη και τη μεταφορά τους το αλάβαστρον. Τέλος, ο ασκός με το σχήμα του εξυπηρετούσε την ελεγχόμενη εκροή λαδιού. Για τη φύλαξη αντικειμένων υπήρχε η πυξίς και η λεκανίς. Η πυξίδα περιείχε αποκλειστικά είδη καλλωπισμού, ενώ η λεκανίδα εξυπηρετούσε ποικίλους σκοπούς. Το πινάκιον είχε σχήμα πιάτου και είχε επιτραπέζια χρήση.

Τεύχος 79, Ιούνιος 2001 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Από το θείον στο προσωπικό: Το όνειρο και η ερμηνεία του σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές Gilbert Dagron

Δαίμονας προκαλεί στον μοναχό ύπνο που φέρνει απατηλά και επικίνδυνα όνειρα (12ος αι.). Τα ιστορικά τεκμήρια προσφέρουν ελάχιστα αυθεντικά όνειρα, ενώ, αντιθέτως, περιλαμβάνουν ονειροφαντασίες σκηνοθετημένες λογοτεχνικά, όνειρα βασιλέων ή όνειρα αγίων. Επομένως, ένας πολιτισμός δεν νοηματοδοτείται από τα όνειρα, αλλά από το λόγο γύρω από αυτά και τη χρήση τους. Στο Βυζάντιο, λίγο πριν από την Εικονομαχία, η εικόνα του ονείρου, όπως και η λατρευτική εικόνα, αναζητά το κύρος που θα την διαφοροποιήσει από το όραμα. Ως προς το σημαντικό αυτό σημείο, η αγιολογία (Βίοι Αγίων) βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με την ασκητική ή τη διδακτική φιλολογία (Αποφθέγματα, πατερικές Διηγήσεις, Ερωταποκρίσεις). Λίγο αργότερα, με το νέο άνοιγμα προς το Ισλάμ, επανεμφανίζεται ο ονειροκρίτης, με πρόσωπο χριστιανού αλλά ένδυμα ανατολίτη. Το γεγονός της επανεμφάνισής του στο προσκήνιο, καθώς και οι μαρτυρίες ορισμένων κειμένων, μας επιτρέπουν να αναπαραστήσουμε με σχετική ενάργεια τη σχέση ανάμεσα στον σύμβουλο-ονειροκρίτη και τον συμβουλευόμενο-ονειρευόμενο. Στη χριστιανική Ανατολή η επίδραση του Αρτεμίδωρου ήταν μικρότερη από εκείνη που άσκησε ο Πτολεμαίος στο ευρύτατο πεδίο της αστρολογίας. Ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και οι μεταγενέστεροί τους γιατροί πολλαπλασίασαν τις επιφυλάξεις απέναντι στο όνειρο. Η ονειρομαντεία ασκείται ασφαλώς ευρύτατα, κυρίως κατά την όψιμη περίοδο, όμως στον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο δεν απέκτησε ποτέ το κύρος που είχε στη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο ή την Ινδία, πολιτισμούς στους οποίους θα αναφερθεί κατά τον 10ο αιώνα το Ονειροκριτικόν του Αχμέτ. Ο χριστιανισμός αίρει εν μέρει αυτούς τους περιορισμούς, ίσως και επειδή διασπά τον παλαιό ανθρωπολογικό δυϊσμό και εξερευνά έναν κόσμο ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή, εκεί όπου το όνειρο αναλαμβάνει αναντικατάστατο ρόλο.

Τα όνειρα στα μυθιστορήματα του δωδέκατου αιώνα Suzanne MacAlister

Ειδυλλιακή βουκολική σκηνή (τέλη 11ου αι.), που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί σκηνικό μυθιστορήματος του 12ου αι. Από τη βυζαντινή αναβίωση του μυθιστορήματος, τρία δείγματα σώζονται ακέραια, όλα γραμμένα στην Κωνσταντινούπολη ανάμεσα στο 1130 και το 1150: το δράμα του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη Καθ’ Υσμίνην και Υσμηνία, Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα του Θεόδωρου Προδρόμου και Τα κατά Δροσίλλαν και Χαρικλέα του Νικήτα Ευγενιανού. Η γλώσσα και το ύφος τους είναι λόγιο και ρητορικό και, εκτός από το Ισμήνη και Υσμηνίας, είναι γραμμένα σε στίχους. Από την ανάλυση των ονείρων στα τρία αυτά έργα προκύπτει ότι οι Βυζαντινοί μυθιστοριογράφοι υιοθετούν τις συμβάσεις του αρχαίου μυθιστορήματος σχετικά με τα όνειρα αλλά την ίδια στιγμή τις υποβάλλουν σε έμμεση υπονόμευση ή και σε ανοιχτή απόρριψη. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι σχετικές με τα όνειρα ιδέες, όπως αυτές συναντώνται στα αρχαία μυθιστορήματα, υποτάσσονται στις πράξεις και τα κίνητρα του ανθρώπινου παράγοντα ή στην επιστημονική (αριστοτελική) εξήγηση, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις και στα δύο. Η έκδηλη πολεμική στην πραγμάτευση του ονείρου ασφαλώς αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές συνθήκες, την αντίδραση στην επικρατούσα πολιτική κατάσταση ενώ σχοινοβατεί ανάμεσα στην ειδωλολατρία (θεϊκές παρεμβάσεις, ερωτισμός) και τα ιδανικά και τις αξίες του χριστιανισμού.

Τα όνειρα και το τέλος της αρχαίας θρησκείας Charles Stewart

Οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός παραλαμβάνουν από τους ουρανούς το ιαματικό χάρισμα με τη μορφή ιατρικής τσάντας (αρχές 11ου αι.). Η αφαίρεση του αγάλματος της Αθηνάς από τον Παρθενώνα (484 μ.Χ.) προκάλεσε ένα όνειρο στον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πρόκλο, που κατοικούσε κοντά στο ιερό της: Μια όμορφη γυναίκα τού διαμήνυσε ότι «η δέσποινα Αθηνά επιθυμεί να ζήσει μαζί του». Το όνειρο αυτό, που αποτελεί αντίδραση στην αφαίρεση του αγάλματος της Αθηνάς, δηλαδή στον εκχριστιανισμό της Αθήνας, δείχνει πώς τα όνειρα με εμφανίσεις θεών «ιστορικοποιούνται». Η περίπτωση του Πρόκλου αποτελεί παράδειγμα της συνέχειας στην άσκηση μορφών της εγκοίμησης, άποψη που ενισχύεται από άλλο, θεραπευτικό του όνειρο με τον Ασκληπιό. Οι χριστιανοί επιτέθηκαν στο θεσμό της εγκοίμησης κατά μέτωπον αλλά αρκέστηκαν τελικά στην τροποποίηση του αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος και του θεολογικού της υποβάθρου. Λίγο μετά τη λεηλασία του ναού του Ασκληπιού που βρισκόταν στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης, στον ίδιο τόπο οικοδομήθηκε εκκλησία αφιερωμένη στον θεραπευτή άγιο Ανδρέα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο όνειρα που αφορούν στους διάσημους θεραπευτές αγίους Κοσμά και Δαμιανό, και τα οποία αφηγούνται το θρίαμβο του χριστιανισμού. Αν και εκ διαμέτρου αντίθετα με το όνειρο του Πρόκλου, και αυτές οι αφηγήσεις εγκοίμησης «ιστορικοποιούν» ‒ δεν είναι απλώς αναφορές εμπειριών ή τελετών αλλά ιστορικών διευθετήσεων.

Πορφυρές ονειράτων όψεις και χρήσεις: Αφήγηση και εικονογράφηση βασιλικών ονείρων στο Βυζάντιο Ηλίας Αναγνωστάκης, Τίτος Παπαμαστοράκης

Η μητέρα του Βασιλείου αφηγείται το τρίτο συμβολικό της όνειρο. Δεξιά, ο Βασίλειος πάνω στο χρυσό κυπαρίσσι, σημάδι αυτοκρατορικό. «Βασιλικά» ή όνειρα πορφύρας είναι οι ‒πιθανότατα θρυλούμενες ή κατασκευασμένες‒ ονειρικές αφηγήσεις που ανήκουν στα προφητικά, συμβολικά όνειρα ή οράματα και τους «χρηματισμούς». Αφορούν κυρίως τους πρώτους Μακεδόνες αυτοκράτορες και χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν ένα φόνο, απαραίτητο για να περιβληθεί ο ιδρυτής της δυναστείας Βασίλειος την αυτοκρατορική πορφύρα. Έτσι το πορφυρό μέλλον του Βασιλείου προοικονομείται από σειρά ονείρων, χρησμών και συμβόλων, τα οποία ο εγγονός του, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, θα παραδώσει γραπτώς στις επερχόμενες γενεές. Τα πρώτα όνειρα για τη σταδιοδρομία του Βασιλείου βλέπει η αγρότισσα μητέρα του. «Ονειράτων όψεις» την πείθουν να προτρέψει το γιο της να αναζητήσει τη λαμπρή τύχη του στη Βασιλεύουσα. Όταν η μητέρα του βλέπει και τρίτο όνειρο, ο αγροίκος νεαρός από τη Θράκη έχει ήδη διεισδύσει στον κόσμο των μεταξωτών. Μένει μόνο να δικαιολογηθεί και με όνειρα ο φόνος του νόμιμου αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ αλλά και του αδελφού της βασιλομήτορος, καίσαρα Βάρδα. Για το σκοπό αυτό απαιτείται να έχει δει προηγουμένως ο Βάρδας ένα «ύπαρ», δηλαδή ένα όραμα-αλήθεια που το βλέπουμε εν εγρηγόρσει. Σ’ αυτό, ο ίδιος ο Άγιος Πέτρος δίνει την εντολή της σφαγής. Στην εικονογράφησή της στο χειρόγραφο του Σκυλίτζη, οι όρχεις του διαμελισμένου καίσαρα υψώνονται ως λάβαρο της νέας εξουσίας του αγροίκου, ρωμαλέου εραστή της πορφύρας.

Το όνειρο στο Βυζάντιο Γιώργος Καλόφωνος

Έστω και μεταφορικά η Νύχτα παραμένει και στη Βυζαντινή εποχή μητέρα των ονείρων (10ος αι.). Παρουσιάζονται τα άρθρα του αφιερώματος με σχόλια του συγγραφέα. Ο χριστιανισμός, επισημαίνει μεταξύ άλλων, τείνει πάντοτε να θεωρεί την ονειρική εμπειρία σημείο διεργασιών πραγματικών, που συμβαίνουν στον αόρατο χώρο του υπερφυσικού. Ακόμη και τα «ψευδή», απατηλά όνειρα των δαιμόνων έχουν ανάγκη αξιολόγησης και ερμηνείας. Έτσι, η αρνητική ονειρολογία του χριστιανικού ασκητισμού μετατρέπεται σε μια εμβριθή ψυχοπαθολογία του ονείρου.

Το λεγόμενο Ονειροκριτικόν του Aχμέτ: Ένα βυζαντινό βιβλίο ονειροκριτικής και οι αραβικές πηγές του Μαρία Μαυρουδή

Λεπτομέρεια από μικρογραφία της αναλήψεως του προφήτη Μωάμεθ στους ουρανούς. Ιράν, 16ος αι. Στους βυζαντινούς χρόνους όσα όνειρα αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα της πρόγνωσης του μέλλοντος καταγράφονται είτε σε εγχειρίδια που συνδυάζουν την ονειροκριτική με την αστρολογία, τη φάση της σελήνης και τη θέση των αστεριών, είτε σε καταλόγους ονειρικών συμβόλων και των ερμηνειών τους, τους οποίους στα Νέα Ελληνικά αποκαλούμε «ονειροκρίτες». Το λεγόμενο Ονειροκριτικόν του Αχμέτ, έχει προφανή χριστιανικό χαρακτήρα και μεταφράστηκε στα λατινικά και σε πολλές  γλώσσες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Είναι ο μόνος από τους οκτώ σωζόμενους βυζαντινούς ονειροκρίτες που μπορεί να συγκριθεί, ως προς το μέγεθος και τη λεπτομερή κάλυψη του θέματος, με τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου (2ος αι. μ.Χ.), τον παλαιότερο σωζόμενο ονειροκρίτη από την ελληνική αρχαιότητα. Η μακρά αραβική ονειροκριτική παράδοση, που είχε κατατάξει την ερμηνεία των ονείρων ανάμεσα στις ισλαμικές θρησκευτικές επιστήμες, κληροδότησε 181 αραβικούς ονειροκρίτες, που άλλοι σώζονται και άλλοι είναι γνωστοί από διάφορες πηγές. Το βυζαντινό Ονειροκριτικόν μοιάζει με όλους τους αραβικούς ονειροκρίτες αλλά δεν ταυτίζεται με κανέναν. Η συγγραφέας αντλεί τα συμπεράσματά της από τη σύγκριση του Ονειροκριτικού με πέντε αραβικά έργα.

Άλλα θέματα: Παρατηρήσεις για τον Τάφο του Αλαβάστρου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου Καλλιόπη Λιμναίου-Παπακώστα

Ο Τάφος του Αλαβάστρου πριν από την ανασκαφή. Ο τάφος, που εντοπίστηκε συμπτωματικά το 1907, βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της αρχαίας πόλης, στο σημερινό Λατινικό νεκροταφείο. Ανασκάφηκε αρχικά από τον E. Breccia και αργότερα από τον Achille Adriani, ο οποίος και τον αναστήλωσε (1937). Από τον τάφο σώζεται μόνον ο μακεδονικού τύπου προθάλαμος. Δεδομένου ότι και οι διαστάσεις του είναι παρόμοιες με εκείνες των βασιλικών τάφων της Βεργίνας, η κατασκευή του τοποθετείται στα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Α΄ (323-285). Πολύτιμο υλικό, το αλάβαστρο έχει μεταφερθεί από τα ορυχεία της Άνω Αιγύπτου, δείγμα της σπουδαιότητας του νεκρού. Η ανεύρεση κατά την ανασκαφή πηγαδιού, πιθανότατα της Βυζαντινής περιόδου, αποτέλεσε τη σημαντικότερη ένδειξη ότι ο τάφος δεν είναι in situ. Πολλοί αρχαιολόγοι τον ταύτισαν με τον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου. Πιθανότερο όμως είναι να πρόκειται για τον πρώτο τάφο που χτίστηκε από τον Πτολεμαίο Α' για να εναποτεθεί η σορός του Μ. Αλεξάνδρου.

Το Kαστέλι του Πόρου: Η ιστορική και πολεοδομική εξέλιξη του νεότερου οικισμού Μαρία Μανούδη

Το Καστέλι του Πόρου. Φωτογραφία με τηλεφακό από την ίδια θέση όπου είχε σταθεί ο O.M. von Stackelberg. Δύο νησιά αποτελούν τον Πόρο, η Καλαυρία ή Καλαύρεια και η Σφαιρία. Η Σφαιρία, στην οποία είναι κτισμένος ο οικισμός,  χωρίζεται με στενό πέρασμα, «πόρο», από την απέναντι πελοποννησιακή ακτή, σχηματίζοντας το φυσικό λιμάνι του Πώγωνα. Τα δύο νησιά, που είχαν ενωθεί από προσχώσεις, αποχωρίστηκαν με τη διάνοιξη ισθμού κατά τα νεότερα χρόνια. Η κατοίκηση του νησιού από τα πρωτοελλαδικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια υπήρξε συνεχής. Τον 13ο και 14ο αιώνα ο Πόρος, όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, εποικίστηκε από Αρβανίτες. Ο Μοροζίνι τον χρησιμοποίησε ως ορμητήριο του στόλου του ενώ, κατά τον Αγώνα του ’21, το λιμάνι του Πώγωνα αποκτά στρατηγική σημασία. Στον Πόρο ιδρύθηκε και εγκαταστάθηκε ο 1ος Ναύσταθμος του Πολεμικού Ναυτικού. Πυρήνας εξέλιξης του νεότερου οικισμού αναφέρεται το Καστέλι, απ’ όπου ο οικισμός επεκτάθηκε προς την παραλία και προς την άκρη της χερσονήσου. Από το 1862 αρχίζει να αναπτύσσεται η νεοκλασικιστική πόλη. Σε λιθογραφία του, ο σπουδαίος περιηγητής και τοπιογράφος Otto Magnus von Stackelberg αποδίδει το ιστορικό τοπίο με μοναδικό τρόπο. Το ιστορικό τοπίο δεν συνίσταται μόνο στο φυσικό υπόβαθρο, τη βλάστηση, τις ανθρώπινες επεμβάσεις, τα τοπόσημα και τα μνημεία αλλά και στις συγκεκριμένες οπτικές γωνίες και τις οπτικές φυγές, από τις οποίες τα στοιχεία αυτά γίνονται ιδιαιτέρως αντιληπτά και αναδεικνύονται με γραφικές απόψεις (vues pittoresques). Η βιωματική προσέγγιση δεν περιορίζεται μόνο στην οπτική αντίληψη αλλά επεκτείνεται στη βίωση του χώρου με όλες μας τις αισθήσεις. Για τον Ανδρέα Καραντώνη, ο Πόρος καλεί σε μια ιδιαίτερη, αισθητηριακή προσέγγιση «τριπλής “ηδυπάθειας” από φως, θάλασσα, πρασινάδα, που είναι διάχυτη σ’ όλο το νησί».

Του χωριού οι κολασμένες και άλλοι: Η αμαρτία μέσα από μια λαϊκή βυζαντινή σκηνή Αριάδνη Καναβάκη

Η αποστρέφουσα τα νήπια. Στον εικονογραφικό κύκλο της εκκλησίας της Αγίας Πελαγίας στην Άνω Βιάννο Ηρακλείου Κρήτης ανήκει και μια σκηνή Κολάσεως, ζωγραφισμένη το 1360. Περιλαμβάνει 14 ώχρινες φιγούρες κολασμένων, με περισσότερες τις γυναίκες, ζωσμένες με τα φίδια της αμαρτίας και τοποθετημένες ακριβώς στα πόδια του Εσταυρωμένου. Η σκηνή εμπεριέχει αμαρτήματα τόσο από τις Δέκα Εντολές όσο και από το σύστημα των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, ιδωμένα με τη ματιά ενός λαϊκού καλλιτέχνη, όπως προδίδουν οι ασυνταξίες, οι ανορθογραφίες και η εν γένει άκομψη ζωγραφική εκτέλεση. Η εικονογραφική ανάλυση της σκηνής αποκαλύπτει ότι ο παραδοσιακός ζωγράφος θεωρεί την Εύα υπαίτια όχι μόνο για το προπατορικό αμάρτημα αλλά και για τα κάθε λογής αμαρτήματα που το ακολούθησαν. Παράλληλα, η επιλογή των συγκεκριμένων αμαρτημάτων για την εικονογράφηση φανερώνει μια εντελώς κρητική θεώρηση της Κόλασης μιας παραδοσιακής κοινότητας των ύστερων βυζαντινών χρόνων.

Μη καταστρεπτική επιτόπια ανάλυση έργων τέχνης Σταύρος Πρωτοπαπάς, Αριστείδης Κοντογεώργης και άλλοι

Έγχρωμο υπέρυθρο θετικό φιλμ. Από τα ψευδοχρώματα που προκύπτουν πληροφορούμαστε για τις χρωστικές που χρησιμοποιήθηκαν. Λόγοι ασφαλείας κυρίως αποδυναμώνουν την πρακτική της μετακίνησης έργων τέχνης προκειμένου να υποστούν μια μη καταστρεπτική ανάλυση των υλικών τους. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται τα στάδια ανάλυσης από συσκευή ικανή να προσεγγίσει το αντικείμενο. Πρόκειται για μια εικόνα του Αγ. Ιωάννη Προδρόμου που ζωγραφίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και δεν είχε συντηρηθεί. Περιγράφονται τα αποτελέσματα της φωτογράφισης υπέρυθρης και υπεριώδους ακτινοβολίας, καθώς και της άμεσης επιτόπιας χημικής ανάλυσης. Συμπερασματικά αναφέρεται ότι οι μέθοδοι αυτές έχουν ευρύ πεδίο εφαρμογής στα έργα τέχνης και μπορούν να αξιοποιηθούν από φυσικούς, χημικούς, αρχαιολόγους και αρχαιομέτρες ως ένα νέο εργαλείο εκτίμησης και συντήρησης.

Ανακύκλωση γυαλιού στην αρχαία Ρόδο Παύλος Τριανταφυλλίδης

Υαλοπώλης από τη νήσο Murano. Έγχρωμη γκραβούρα. Ιταλία, 18ος αι. Η χημική σύσταση αλλά και οι ιδιότητες του γυαλιού προσφέρουν τη δυνατότητα της ολοκληρωτικής του ανακύκλωσης. Στα νεότερα χρόνια η ανακύκλωσή του άρχισε να πραγματοποιείται εκτεταμένα στο τέλος του 20ού αιώνα από βιομηχανικές μονάδες δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Η εμπορία των απορριμμάτων-προϊόντων γυαλιού για ανακύκλωση δεν είναι ωστόσο ένα φαινόμενο τόσο διαδεδομένο σήμερα όσο ήταν στον Μεσαίωνα και στην Αρχαιότητα. Στους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, εποχή διάδοσης και ακμής της φυσητής υαλουργίας, η εμπορική του αναζήτηση για ανακύκλωση ήταν ευρύτατη. Η εμμονή στην αναζήτηση ανακυκλωμένων υλικών για την κατασκευή νέου γυαλιού οφείλεται και στο γεγονός ότι η διαδικασία της υαλοποιίας ήταν μακρά, επίπονη και συχνά ανεπιτυχής, ενώ απαιτούσε τεχνολογική εμπειρία και ιδιαίτερες δεξιότητες. Η Ρόδος, σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο κατά την Αρχαιότητα στον νευραλγικό γεωγραφικό χώρο της ΝΑ Μεσογείου, υπήρξε παράλληλα και πυρήνας υαλουργικών και υαλοποιητικών δραστηριοτήτων. Οι σωστικές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην πόλη και στη νεκρόπολη της αρχαίας Ρόδου έχουν αποκαλύψει έναν απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό υαλουργικών και υαλοποιητικών καταλοίπων. Σε εργαστήρια εγκαθιδρυμένα πιθανώς από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, οι έμπειροι Ρόδιοι υαλοτεχνίτες χρησιμοποίησαν ευρέως ανακυκλώσιμο αδιαφανές μονόχρωμο γυαλί, ήδη από τους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους, για την κατασκευή αγγείων τεχνικής του πυρήνα και κοσμημάτων, καθώς και διαφανών ή διαυγών αντικειμένων, όπως αγγείων και υαλολίθων.

Ελληνική μυθολογία: μια πηγή φιλοσοφικών και ιδεολογικών αρχών για τη φροντίδα υγείας Σοφία Χατζηκοκόλη-Συράκου, Αθηνά-Χριστίνα Συράκου, Θεόδωρος Συράκος

Η επίδραση των κανόνων Δικαίου στο δομημένο περιβάλλον και στη φυσιογνωμία της πόλης Αλίκη Χατζοπούλου-Τζίκα

Ο θώρακας και το ξίφος της Βεργίνας Τριαντάφυλλος Παπαζώης

Ο Μ. Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού. Η λαβή του ξίφους του είναι ίδια με τη λαβή του ξίφους από τον τάφο ΙΙ της Βεργίνας. Ο συγγραφέας επανέρχεται στον τάφο ΙΙ της Βεργίνας για να εξετάσει, μετά το θώρακα (τχ. 78), το ξίφος που βρέθηκε στα υπολείμματα της κλίνης. Το ξίφος έχει στο άνω άκρο της λαβής μικροσκοπικό χρυσό κράνος και στην κορυφή του μια, επίσης μικροσκοπική, επίπεδη χρυσή σφίγγα. Εντατική έρευνα σε μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού δεν εντόπισε παρόμοια μορφή ξίφους. Ωστόσο, κάποιες ομοιότητες ανιχνεύονται σε πέντε άλλα δείγματα. Ο συγγραφέας όμως επισημαίνει την «καταπληκτική ομοιότητα» του ξίφους της Βεργίνας με αυτό που φέρει ο Μ. Αλέξανδρος στο ψηφιδωτό με τη μάχη της Ισσού, και το οποίο του είχε χαρίσει ο βασιλιάς του Κιτίου της Κύπρου Πουμυάθων το 334/333 π.Χ. Στη συνέχεια παρουσιάζονται επιχειρήματα που στηρίζουν την επίσης κυπριακή προέλευση των διακοσμητικών θεμάτων της σφίγγας, του λιονταριού και του ανεστραμμένου δέντρου, τα οποία κοσμούν το ξίφος. Επαναλαμβάνεται η άποψη του συγγραφέα ότι, επί βασιλείας του Αντίγονου Γονατά, στον τάφο ΙΙ της Βεργίνας επανατάφηκε ο Μ. Αλέξανδρος.

Το αρχαϊκό άγαλμα: σπουδή στο χρόνο Ζωή Αντωνοπούλου-Τρέχλη

Ο Κούρος της Αναβύσσου, 530 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στην αρχαία Ελλάδα τα όντα συγκροτούνται στο πλαίσιο μιας διηνεκούς, έγχρονης κίνησης από το μη είναι στο είναι, όροι που στη μυθολογική γλώσσα αποδίδονται ως χάος και κόσμος. Στον ησιοδικό μύθο των γενών υπάρχει μια συνεχής διαδοχή σε μια τάξη προοδευτικής παρακμής. Όταν η πορεία ολοκληρωθεί, ο χρόνος αρχίζει να κυλάει αντίστροφα, προς το παρελθόν του. Αυτή είναι και η πορεία της ζωής. Αρχή και τέλος της η ανυπαρξία του θανάτου. Μόνη παρηγοριά η κυκλικότητα και αυτή η ανάστροφη κίνηση του χρόνου. Η αρχαία Ελλάδα επομένως ακροβατεί σε μια επίφοβη ισορροπία αντιθέτων. Αυτή η ακροβασία αισθητοποιείται κατ’ εξοχήν στα αρχαϊκά αγάλματα, τους Κούρους και τις Κόρες. Φτιαγμένα για να στολίζουν τάφους, υλικά «σήματα» θανάτου, αλλά και αγάλματα νιότης, «τεντωμένες χορδές» έτοιμες να εξακοντιστούν. Το μυστηριώδες αρχαϊκό χαμόγελο αποτυπώνει την ευθυμία την ώρα που η ζωή ξεπροβάλλει σε μια μακάρια νεότητα. Οι αρχαϊκοί Κούροι ζουν στο χρόνο του χρυσού γένους, όταν οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν νέοι.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Αβδήρων Διαμαντής Τριαντάφυλλος, Κωνσταντίνα Καλλιντζή

Αίθουσα ταφικών εθίμων «Δημήτρης Λαζαρίδης». Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αβδήρων εγκαινιάστηκε στις 20 Ιανουαρίου 2000. Η έκθεση, που αναπτύσσεται στο ισόγειο και τον όροφο του κτηρίου (συνολικά: 350 τ.μ.), καλύπτει τη χρονική περίοδο από τον 7ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 13ο αιώνα μ.Χ. Τα αντικείμενα που συνοδεύονται από πλούσιο εποπτικό υλικό παρουσιάζονται θεματικά σε τρεις κύριες ενότητες: Δημόσιος βίος, Ιδιωτικός βίος και Ταφικά έθιμα. Ο χώρος που φιλοξενεί την τρίτη ενότητα ονομάστηκε «αίθουσα Δημήτρη Λαζαρίδη», προς τιμήν του πρωτεργάτη της ανασκαφικής έρευνας των Αβδήρων.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Το Ασκητήριο της Φραγκοκκλησιάς στην περιοχή Bαγιάτι του Πεντελικού όρους Χρήστος Νικολόπουλος

Δυτική άποψη του ναού στο Βαγιάτι του Πεντελικού όρους (Οκτ. 2000). Η μισοερειπωμένη εκκλησία στην περιοχή Βαγιάτι του Πεντελικού όρους, είναι άγνωστο σε ποιον άγιο ήταν αφιερωμένη. Περιγράφεται από τον Α. Ορλάνδο ως ναός περίπου τετράγωνος, τύπου σταυροειδούς εγγεγραμμένου μετά τρούλου. Το ασκητήριο αυτό φαίνεται ότι κατασκευάστηκε από ορθόδοξους μοναχούς τον 13ο ή τον 14ο αιώνα και ήκμασε μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, δηλαδή μέχρι την ίδρυση της Μονής Πεντέλης. Από τον 17ο έως και τα μέσα του 19ου αιώνα θα πρέπει να είχε παραχωρηθεί σε Φράγκους μοναχούς ή να είχε καταληφθεί από αυτούς.

Ο Μαραθώνας και τα περί του τόπου άτοπα Χρήστος Διονυσόπουλος

Εφημ. «Ελευθεροτυπία», 21/2/2001. Ελέγχεται η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού να εγκαταστήσει το κωπηλατοδρόμιο στο χώρο του αποξηραμένου πλέον Μεγάλου Έλους του Μαραθώνα, με το επιχείρημα ότι το σημείο αυτό, καθώς την εποχή εκείνη καλυπτόταν από τη θάλασσα, δεν σχετίζεται με το πεδίο της μάχης (490 π.Χ.). Ο συγγραφέας αντικρούει τον ισχυρισμό του Υπουργού αντιπαραθέτοντας τα συμπεράσματα δύο ερευνητών, βάσει των οποίων είναι σαφές ότι το κωπηλατοδρόμιο προβλέπεται να κατασκευαστεί σε χώρο που διεξήχθη η μάχη. Επιπλέον το έργο θα πλήξει βάναυσα ζωτικό χώρο του Μαραθώνιου άλσους, το οποίο πιθανότατα κρύβει νεολιθικές εγκαταστάσεις.

Άνθρωποι, χώροι και δραστηριότητες: Έκθεση για τα 75 χρόνια από την ίδρυση της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης Γιώργος Κατσάγγελος, Αναστασία Βαλαβανίδου

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Πληροφορική: Οι εφαρμογές πληροφορικής στο Αρχαιολογικό Ίδρυμα Ρόδου Κατερίνα Χαρατζοπούλου (επιμ.)

Υπό το φως της Ελλάδος: Henry Moore στο Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Άνδρος 2000 Δήμητρα Μήττα

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Dreams in Byzantium George T. Calofonos

The inclusion of late pagan dream theories and their practice into the new Christian society is full of tensions and contradictions. From Christianity’s point of view the dream experience is an expression of real processes in the realm of the supernatural. Even daemons’ dreams can be interpreted. The hermits’ negative approach to dreaming turns into an indepth psychopathology. There is a continuation of the ancient practice of “divination sessions” which centres on the relating of a dream to a special interpreter. The same applies to dreams related to incubation and royal dreams. Ahmet’s Dreambook (Oneirokritikon) was perhaps intended for royal use. With the 12th century revival of antique novels, dreams were used as an excuse to contact Aristotle and the life-giving legacy of antiquity.

From the Divine to the Personal: The dream and its interpretation according to Byzantine sources Gilbert Dagron

This article attempts an overview of the function of dreaming throughout the Byzantine period. With the onset of Christianity dreams remained a form of communication between the natural and the supernatural worlds. The new religion incorporated their ancient functions and aetiologies reshaping them according to its own principles. Two divergent attitudes can be detected in religious literature: Ascetic sources promote a restrained, negative dream theory which emphasises the demonic character of dreaming, while hagiography treats most dreams as god-sent, accepting their prophetic nature. During the iconoclastic controversy dreams join forces with icons in their struggle to gain status and acceptance. With the end of iconoclasm the ancient tradition of oneiromancy resurfaces, enriched by Islamic borrowings, through the circulation of a number of dream-books (oneirocritica). The function of oneiromancy in the Middle and Late Byzantine periods is compared with that of astrology. It focusses on the act of the oneirocritical consultation (i.e. the narration and professional interpretation of dreams), a process which resembles modern psychoanalysis, attending to the personal, everyday needs and aspirations of the individual dreamer.

Dream Incubation and the End of Ancient Greek Religion Charles Stewart

In this article I study the transition from paganism to Christianity by focusing on the ritual of incubation (enkoimisis). In this rite people sleep in the precinct of a church or a temple in hopes of seeing healing dreams involving gods or saints. Many scholars point to incubation as a prime example of Greek cultural continuity, but if one looks more closely, one sees substantial differences between ancient Greek and Christian suppositions about incubation. The two religions did not consider their practices to be compatible. The dreams of Proclus and the miracles of Cosmas and Damian reveal opposed versions of incubation. Furthermore, the incubation dreams themselves reveal different accounts of the course of history and may be considered as 'ritual historicizations'.

Dreams of Purple and their Uses: Narratives and Illustrations of Royal Dreams in Byzantium Ilias Anagnostakis, Titos Papamastorakis

This paper examines the series of dreams in the Vita Basilii, narrated by the text of the Continuation of Theophanes and illustrated by the miniatures of the Escorial Skylitzes. It focusses on the political use and appropriation of prophetic dreams for justifying the irregular rise to the imperial throne of Basil I and the subsequent change of the ruling dynasty of Byzantium. The dreams legitimise this historical process, offering divine approval to Basil and his somewhat unconventional methods. A wide range of dream types is employed, with diverse legitimising functions and specific uses. Their illustrations present us with a unique specimen of depictions of the 'political' historiographical dream. In both their written and painted versions, these dreams clearly serve the holders of political power, but also -through their implied divine origin- the servants of their alleged sender, strengthening the ties of religious authority to political power.

The So-Called Oneirocriticon of Achmet A Byzantine Book on Dream Interpretation and Its Arabic Sources Maria Mavroudi

The Oneirocriticon of Achmet is a book on dream interpretation, written in Greek in the tenth century, It is the longest and most important Byzantine work on dream interpretation and has greatly influenced subsequent dreambooks in Byzantine Greek, medieval Latin and modern European languages. A comparison of the Oneirocriticon with medieval Arabic dreambooks shows that the Greek text is an adaptation of Muslim Arabic material, produced for the needs of the Christian readers of Greek. Scholars have noticed that a number of interpretations from the Oneirocriticon could also be found in the second-century ad Greek dreambook by Artemidoros, the oldest and most extensive dreambook surviving In Greek; it was until recently assumed that the Byzantine author had used the ancient Greek text in compiling his own work. However, the comparison of the Oneirocriticon with Arabic dream interpretation shows that any similarity between Artemidoros and the Oneirocriticon is not due to the direct use of the ancient Greek text by the Byzantine author. Artemidoros was translated into Arabic in the ninth century and greatly influenced Islamic dream interpretation, while the interpretations and theories on dream interpretation shared by Artemidoros and the Byzantine text should be attributed to the influence of Artemidoros on the Arabic sources on which the Oneirocriticon was based.

Dreams in Twelfth-Century Novels Suzanne MacAlister

Three novels of the twelfth-century Byzantium survive complete (Makrembolites' Hysmine and Hysminias, Prodromos' Rhodanthe and Dosikles and Eugenianos Drosilia and Charikles). These "revival" novels appropriated the subject matter (romance and adventure) of the ancient Greek novels of about the second century ad This paper considers the use of dreams in "revival" novels in the light of the earlier novels' use within a framework of Bakhtin's notion of "alien speech", i.e. discourse shaped by the perspectives, systems of concepts and values, and language of another. In the ancient novels, dreams presented a foreknowledge or understanding of the will or working of non-human forces; however, in all instances, the Byzantine novels' uses and meanings of the dream subtly clash with the ancient novels' uses and meanings in order to make the phenomenon subordinate either to human action, reason, or initiative, or to subtly-incorporated Aristotelian explanation. The writers of the genres revival were experimenting in a potentially dangerous area: the ancient novel world involved paganism, which had to be rejected or denied. As one means of remaining orthodox, or non-heretical, they subjected their works to compromising changes. Where novel convention called for the intrusion of pagan gods, the Byzantine novelists subtly distorted it, inverted it, or rejected it outright. In turn, within the narrow context of the dream, they turned to their Hellenic heritage and appropriated the voice of Aristotle to deny the reality of supernatural revelation and thus render it and what it depicted as an illusion. But this in itself may even have been moving towards heresy. Thus, in reviving the novel under twelfth-century conditions, these writers attempted to render their activity safe through the use of "alien speech": if charges of heresy had been brought against them, their defences were ready-made.  

The Breastplate and the Sword of Vergina and their Relation with the Identity of the Dead King of the Tomb II Triantafyllos Papazois

The gold-embellished sword of Vergina shows a great resemblance to the one found in the battle field of Marathon, in Attica, and we believe that it served as the model for the Hellenistic weapon. The sword, today in the Archaeological Museum of Vergina, was made in Cyprus and, according to Plutarch, was presented to Alexander by the king of Kition Poumyathon before the battle of Issos. All the characteristic features of the sword, such as the lion, the seated sphinx and the inverted tree, are identified as the symbols of Idalion and Kition, a united Cypriote kingdom at that time. In the religious traditions of many people of the East, the «world» and the «universe», in their broader sense, are represented as a big inverted tree. Thus, by incising this tree on the sword, the Phoenicians of Cyprus, who donated the weapon to Alexander, recognized him as immortal and lord of the «universe».

The Historical and Urban Evolution and Proposals for the administration and Protection of the Historical Ensemble Maria Manoudi

The article deals with the study of the settlement on the island of Poros and the urban unity Kastelli, as well as with the formulation of proposals for the adminis¬tration and protection of this historical ensemble. Due to the absence of any relevant published scientific study concerning Poros, we tried to investigate in brief the historical and urban evolution of the modern settlement and to distinguish its past historical phases. The recognition of the historical and aesthetic physiognomy of the historical ensemble was chosen as methodology for the formulation of proposals concerning its administration and protection, on the ground that the historical urban area and the natural environment form an unseparable cultural entity, which is regarded as a historical landscape. The charac¬teristics of the historical landscape are the traditional shell, the monuments/points of reference, the natural and built environment, the visual approaches and escapes. The identification of the historical landscape was attempted through the systematic observation of a lithography: a work by M. Stackelberg, dating from the second decade of the nineteenth century, which strikingly resembles to the present situation (fig. 1). The photographying of the landscape from the same spot leads to valuable observations as to what has not considerably changed and what has been perished (see figs 2, 3). The historical physiognomy of the urban unity of Kastelli, on the top of the small peninsula Sphaeria, around Roloi (1927), which functioned as the nucleous of the modern settlement, presents a special interest. The observation of Stackelberg's lithography through a magnifying glass (see fig. 4) reveals a wealth of details, which offers a new perspective to the scientific research and the administration of space. A second urban unity with an obvious defensive character seems to have been created exactly before the grading terraces and a little lower than Kastelli. It should be noted that the name Kastelli, which has survived until today in the oral tradition, is the only indicative reference so far of the existence of a fortified settlement on the peak of the peninsula. The urban tissue that has survived and the geomorphology and strategic importance of the area enlarge the possibility to have also here a small fortified settlement, similar to those punctuating the Aegean. Having the aforementioned data in mind, the strategics for the protection of the historical ensemble sought to formulate proposals concerning: a. The general urban planning. b. The settlement and the Kastelli peninsula. c. The promotion of the cultural character of Poros, a goal which can be achieved through the elevation of the modern history and distinct physiognomy of the island.  

The Tomb of Alabaster in Alexandria, Egypt. Some Observations Kalliopi Limnaiou-Papakosta

The Tomb of Alabaster , according to its established name lies in the easter edge of the ancient city and is part of an important funerary monument of the Ptolemaic Alexandria. It was found accidentaly in the beginning of the twentieth century (1907), it was excavated and studied originally by E. Breccia and later by A. adriani, who as a matter of fact, recostructed the monument around 1937.

The Impact of Law on the Built Environment and on Physiognomy of the City Aliki Hatzopoulou-Tzika

Taking classical Athens as a representative example, we observe that the "polis" (=city) is the nucleus around which civilization is created, given that its foundation signals the development of society as a vehicle of ideology with a religious, political and law-abiding content.

The Archaic Statue: A Study In Time Zoe Antonopoulou-Trechli

A memorial stands confronting oblivion, represent¬ing the present, definite, tangible dimension of death. The Hesiodic myth of races places bliss in the past. There is a continuous succession in an order of advancing decay. When the course is completed, time starts its reverse flow towards its past. The future is printed in advance in the past, however, the moment, when the two times meet, presents an existential duality: the Word is annihilated and at the same time it is elevated in its supreme perfection. Ancient Greece is keeping a formidable balance between life and death, the two opponents that are never dispensed. These acrobatics are expressed par excellence in the archaic statues, the nude ephoeboi Kouroi and the dressed Korai: The sculptor-creator raises the figure from the amorphous marble mass -its concrete volume was confronting decay in earlier times, and was thus resisting death-, like order and harmony spring from the primeval nothing. In the archaic period the rhythm of the world has just been revealed to man and becomes the ruling rhythm of art. The contrasts of life are packed in the statue, which in reality represents life and death that at the same time confront and complement each other. The ephoeboi Kouroi and the youthful Korai live in an amalgam of time, where the nothingness of death signals the dawn and anticipation of life.  

Glass Recycling in Ancient Rhodes Pavlos Triantafyllidis

Martial's epigrams refer to the trading of fragments or failed glass products which were intended to be recycled in the glass workshops. The archaeological finds from the salvage excavations of the last decades in Rhodes confirm the extensive glass recycling in antiquity, known until today only from written sources. The recent finds, located in the town and in the extensive necropolis of ancient Rhodes, prove that glass recycling -of glass remnants and failed products of glassworking- was known not only in the Roman period, but also in the Hellenistic era. Besides the workshop remnants and the failed products of glassworking in the form of cullet, fragments, scraps or deformed objects, there are also recyclable glass products of glassmaking, mainly pieces of semi-melted or glass-transformed raw glass and coloured or colourless chunks, which would give a good quality of well-melted and flexible glass. In the present study, the role and contribution of the recycled products of glassworking and glass¬making is stressed as regards the saying of energy and raw materials, which were used in the making, colouring and working of glass; thus, it is emphasized the multi-lateral technological knowledge of the ancient glass craftsmen, which has more or less remained unknown until today.  

A letter to a Young Painter Efi Athanasiou

This letter, with no specific addressee, aims to stress the important effect of colour upon the overall psychological mood of man, and furtherm upon his general health.

A safe insitu analysis of works of art Stavros Protopapas, Aristeidis Kondogeorgis, Giovanni Gigante, Claudio Ceccaroni

The authors analyse an icon of St John the Baptist, not yet restored, dating from the early 19th century. A first analysis is achieved by photographing with infra red and ultraviolet rays. Any varnishes which happen to be destroyed, disappear, damages are revealed, fake colours give important information on the composition of the pigments, the chance overlaying of paint may appear as well as other interference and fluorescent organic and inorganic pigments with resins used for coating surfaces. A small, portable device with a great ability for detection was used for the insitu chemical analysis. This device reveals the composition of pigments and their mixtures. Combining all this information, the art restorer can start his job with a knowledge of the materials originally used.

The Sin in a Popular Byzantine Scene Ariadne Kanavaki

The universe of the sin is a sorted out universe- as are also the iconographic cycles of Byzantine painting in wall-paintings and portable icons. The properly arranged, perfectly sorted out figures, on which we comment here, belong to the iconographic cycle of the church of Hagia Pelagia at Ano Viannos, Herakleion, Crete, and they were painted in 1360. They illustrate the scene of Hell -which is part of the Last Judgment theme-, perhaps the most complete among all the relevant wall-paintings that decorated the churches of Crete in the Byzantine period. The study of such a representation underlines the deeply rooted belief of the common people in the original sin and in the almost full responsibility the woman has for it. This primary guilt exceeds any system of sins compiled and composed to serve certain sociopolitical purposes, and characterizes the popular thought and art. This iconographic interpretation of the Hell comprises the sin from the Old Testament to the Byzantino-Cretan reality and conveys an Ethic well-known to all of us, which concerns both the original sin and the position of the woman in the Myth and in everyday life, One wonders, if this ethical attitude is out-of-date in our time.

The Hellenic Mythology. A Source of Origin Research for the Philosophical and Ideological Foundations in Health Care Sophia Chatzicocoli-Syrakou, Christina Syrakou, Theodoros Syrakos

The philosophical and ideological foundations for the human centred approach to the design and operation of healthcare institutions seem to have their origin in the Hellenic (Greek) culture, the first anthropocentric culture developed in Europe and the base of the, so called, western civilization. One of the main and prototypic sources for origin research appears to be the Hellenic mythology and especially its part dealing with theogonya. Because under the divine stories of the Hellenic mythology, philosophical and ideological theses are hidden, concerning the original norms and forms of life that derive from "...the deep well of Time, in which Myth has its home». So, when trying to identify the philosophy behind the concept of the ..Human Centred Approach to Healthcare Design", we have to search for original and ideological norms and forms in the myth of Asklepius, the divine physician and god of healing in the Hellenic mythology. According to that myth, the Human Centred Healthcare Design has its philosophical origin in the human effort and in the respect for the divine healing powers of nature, and it is understood as a product of harmonic collaboration between nature and man.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μυθικά τέρατα των παραμυθιών: Μια παράξενη οικογένεια Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 19, Μάιος 1986 No. of pages: 82
Κύριο Θέμα: Archaeology, why and wherefore Anna Lambraki, Clairie Efstratiou

Κρατήρας καμαραϊκού ρυθμού με ολόγλυφους ανθοκάλυκες (Μουσείο Ηρακλείου). Archaeology deals with the cultural history of mankind. Prehistoric Archaeology commences with the first appearance of man on earth and is divided into four periods: the Paleolithic period during which man used rough or shaped cobbles or stones, wooden and bone tool-kits, the Mesolithic and Neolithic period during which man started making pottery but without using the wheel.The Age of Metals follows,which ,however, did not appear everywhere simultaneously. The arts and crafts of metalwork were introduced to Greece from the East.During the Early Bronze age various civilizations developed in the Greek part of the world. The Early Helladic in mainland Greece, the Early Cycladic on the islands and the Early Minoan or Prepalatial civilization on Crete.The Cycladic civilization is a term designating the early Bronze Age in the Cyclads where the stone, Cycladic figurines were found.The Cycladic civilisation is divided into three phases ,the Early Cycladic (3200/3100-2800BC), the Middle Cycladic,( 2000-1450 BC approx.) and the Late Cycladic. Later the term was established to cover the entire Bronze Age in the Aegean islands..During the Bronze Age, around 3000-1100 BC, the Cretans dominated the Mediterranean sea. The famous disc of Phaestos bearing a Linear A inscription, a writing that has not as yet been deciphered, belongs to this period.The development of hieroglyphics and the appearance of the Linear A writing are related to the bureaucracy of the Cretan palaces built in Knossos, Phaestos and Malia around 2000BC. In 1700 BC a sudden disaster either an earthquake or an invasion of the Greeks devastated the Cretan palaces which were rebuilt splendidly until a new disaster, possibly the result of the eruption of the Thera volcano put an end to the major centers of Cretan civilization. Only a few settlements were rebuilt, while a new writing, the Linear B appeared.The Mycenean or Late-Helladic period, 1600-1100 BC marks the end of the Helladic Bronze Age.The centre of civilization was transferred to the north at Mycenae. The myths that have survived, as well as archaeological finds give us a picture of the society and culture of the Myceneans.The Hellenic races which had invaded the country, brought along their own culture which was the source of inspiration for the Homeric epos.In 1100 BC the Dorians, a Hellenic race, descended from mount Pindos and settled in the Peloponnese.At the same point in history, Greek tribes, the Aeolians from Thessaly, the Dorians and the Ionians from Attica established Greek colonies on the islands and on the coast of Asia Minor.The Phoenician alphabet was adopted by the Greeks who adapted it to their phonetic needs and it was then that the Homeric poems were written.The Iliad in the middle and the Odyssey in the late 8th century BC. The period in history from 1100 BC on is little known. This period in time in Greece lasting until the first decades of the 8th century is known as the Dark Ages and has to show for itself the Geometric style in pottery.    

Αρχαϊκή περίοδος Άννα Λαμπράκη, Κλαίρη Ευστρατίου

Πρωτοκορινθιακός αρύβαλλος ύψους μόλις 6.8 εκ. Η λεοντοκεφαλή μαρτυρά την ανατολίτικη επίδραση (Βρετανικό Μουσείο).

Η αρχαϊκή περίοδος (700-480 π.Χ.) βρίσκει τους Έλληνες με συνείδηση της ενότητας που τους προσδίδει η κοινή λατρεία των Ολύμπιων θεών, η οργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων, το νέο τους αλφάβητο. Ο σχηματισμός της πόλης-κράτους δημιουργεί κοινωνικές ανακατατάξεις που καλούνται να θεσμοθετήσουν οι «νομοθέτες». Η αρχαϊκή τέχνη έχοντας δεχθεί έντονες επιδράσεις από την Ανατολή ονομάστηκε «ανατολίζουσα». Οι Έλληνες διδάχθηκαν την ανατολίτικη τεχνολογία και γνώρισαν «εξωτικά» ζώα και φυτά. Η Κόρινθος πρωτοπορεί στην κεραμική. Από τα πολλά μικρόσχημα αγγεία με τη μελανόμορφη ζωγραφική χαρακτηριστικός είναι ο αρύβαλλος. Σε αντίθεση με τις μικρογραφίες της Κορίνθου, οι αθηναίοι κεραμοπλάστες κατασκευάζουν αγγεία που ξεπερνούν τα 50 εκ., χρησιμοποιώντας την τεχνική του περιγράμματος, προτού υιοθετήσουν την κορινθιακή μελανόμορφη. Στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται στην Αθήνα ο ερυθρόμορφος ρυθμός. Ιδιαίτερη ομάδα αποτελούν οι παναθηναϊκοί αμφορείς που καθιερώθηκαν το 566 π.Χ. Ο ρυθμός των έργων μεγάλης πλαστικής ονομάστηκε «δαιδαλικός». Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. τα πέτρινα, άκαμπτα σώματα αποκτούν πνοή, οι κούροι και οι κόρες αποκτούν κίνηση. Στην πλαστική ανήκουν και τα συμπλέγματα εφίππων, τα άλογα, ελεύθερα ανάγλυφα και οι επιτύμβιες στήλες, όπως και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που στολίζουν τα αετώματα, τις ζωφόρους, τις μετόπες. Η κατασκευή πέτρινων μεγάλων ναών είναι το σπουδαιότερο επίτευγμα της αρχαϊκής εποχής. Το ναό αποτελούσαν ο πρόδομος, ο σηκός και ο οπισθόδομος. Χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνικού ναού, τόσο του δωρικού όσο και του ιωνικού, είναι ο κίων και η κιονοστοιχία.

The Classical period Anna Lambraki, Clairie Efstratiou

Ο λίθος XXXIV της βόρειας ζωφόρου του Παρθενώνα. Τελετάρχης κατευθύνει την πομπή των ιππέων. The beginning of the classical period coincides with the victories of the Greeks over the Persians. The leading role played by the Athenians during these wars was recognized among the Greek city-states and Athens in the 5th century BC became a political and cultural leader, the undisputed centre of every intellectual activity of the age, drama, philosophy, fine arts. The classical period was the age of great accomplishments in architecture. The Athenians preserved the ruins of the Persian Wars with respect, they neither rebuilt or restored anything but chose to erect buildings on new sites. The Odeion of Pericles, the temple of Apteros Niki (Unwinged Victory) and the Stoa of Zeus in the Agora are examples of buildings that revolutionized the architecture of the “golden age” of Athens which was however tarnished in the last thirty years of the 5th century by the war between Athens and Sparta.

Ελληνιστική περίοδος Άννα Λαμπράκη, Κλαίρη Ευστρατίου

Ο Αλκυονεύς στην ανατολική ζωφόρο στην Πέργαμο. Γύρω στο 180 π.Χ., Μουσείο Περγάμου, Βερολίνο. Η ελληνιστική περίοδος εγκαινιάζεται με τη βασιλεία του Μ. Αλεξάνδρου και διαρκεί ως την ολοκληρωτική ρωμαϊκή κατάκτηση. Στη διάρκειά της η κυρίως Ελλάδα παρακμάζει, το κέντρο βάρους μετατίθεται στα βασίλεια των επιγόνων. Τα εμπορικά κέντρα μεταφέρονται στη Ρόδο και τη Δήλο, οι τέχνες και οι επιστήμες στην Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Πέργαμο. Στην Ελλάδα, ο κόσμος αναζητεί διέξοδο στη στωική ή την επικούρεια φιλοσοφία αλλά και σε μυστικιστικές λατρείες. Σημαντικά μνημεία κτίζονται στη Μ. Ασία: Σάρδεις, Πέργαμος, Έφεσος, Δίδυμοι, Κολοφών κ.α. Στη γλυπτική επικρατεί έντονος νατουραλισμός. Ο ατομικισμός αποτυπώνεται στα νομισματικά πορτραίτα. Η κυρίως Ελλάδα συμπληρώνει τα γλυπτικά έργα με στοιχεία τοπίου. Πληροφορίες για τη ζωγραφική δίνουν τα ρωμαϊκά αντίγραφα, όπως εκείνα της Πομπηίας. Ψηφιδωτά σώθηκαν στη Δήλο και την Όλυνθο. Στην αγγειογραφία μελανόμορφος και ερυθρόμορφος ρυθμός εγκαταλείπονται. Πάνω σε λευκό επίχρισμα το θέμα ζωγραφίζεται με τέμπερα και συχνά συνδυάζεται με πρόσθετη ανάγλυφη διακόσμηση.

Ρωμαϊκή περίοδος Άννα Λαμπράκη, Κλαίρη Ευστρατίου

Το Ωδείο Ηρώδη του Αττικού κτίστηκε στους πρόποδες της Ακρόπολης το 160-174 μ.Χ. Λάφυρα από όλα τα μέρη της Ελλάδας στολίζουν τη Ρώμη. Η «ρωμαϊκή ειρήνη» που επιβάλλει ο Αύγουστος δίνει μια ανάσα στην Ελλάδα που υποδέχεται τον Αδριανό και τον πλούσιο σοφιστή Ηρώδη. Με τα λαμπρά κτίρια που και οι δύο οικοδομούν δίνουν νέα ώθηση στην αρχιτεκτονική. Την ίδια εποχή ο Επίκτητος ιδρύει φιλοσοφική σχολή στη Νικόπολη, ο Πλούταρχος συγγράφει τους Βίους παράλληλους και ο Παυσανίας περιηγείται την Ελλάδα. Τον 1ο αιώνα ο Απόστολος Παύλος κηρύσσει το χριστιανισμό. Το 267 μ.Χ. οι Γότθοι θα συλήσουν την Αθήνα. Το 330 ο Μ. Κωνσταντίνος κάνει την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσά του. Εδώ τελειώνει ο αρχαίος κόσμος.

Βυζαντινή αρχαιολογία: παλαιοχριστιανική, βυζαντινή και μεταβυζαντινή – τουρκική περίοδος Άννα Λαμπράκη, Κλαίρη Ευστρατίου

Ένθρονη βρεφοκρατούσα στην κόγχη του ιερού. Ψηφιδωτό του 9ου αιώνα από την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Η βυζαντινή τέχνη μάς είναι γνωστή κυρίως από τη θρησκευτική της έκφραση. Διαιρείται στην παλαιοχριστιανική, τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο. Τα λατρευτικά κτίρια διακοσμούνται με ψηφιδωτά. Νέο αρχιτεκτονικό επίτευγμα αποτελεί ο τρούλος. Ο τρούλος που καλύπτει την Αγία Σοφία (532-537) θέλει να είναι ουράνιος. Τα παλαιοχριστιανικά χρόνια οι χριστιανοί ενταφιάζουν τους νεκρούς τους σε κατακόμβες που διακοσμούν τοιχογραφίες με θέματα συμβολικά. Στην αρχιτεκτονική, υιοθετείται ο ρωμαϊκός τύπος της βασιλικής που στην Ανατολή αντί να είναι ξυλόσκεπη είναι θολοσκεπής. Τα ρωμαϊκά περίκεντρα κτίρια χρησιμεύουν κυρίως ως βαπτιστήρια. Άλλα κτίρια είναι τα κυκλικά (Άγιος Γεώργιος Θεσσαλονίκης), τα οκτάγωνα, τα τρίκογχα, τα τετράκογχα, ο ελεύθερος σταυρός. Εκτός από τη μνημειακή, ευνοείται η διακοσμητική γλυπτική: τα αρχιτεκτονικά γλυπτά, ιδίως τα κιονόκρανα. Ο εντοίχιος ψηφιδωτός διάκοσμος (Ροτόντα Θεσσαλονίκης) απεικονίζει την πνευματικότητα του υλικού κόσμου. Στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο (641-843), η εγκατάσταση των Αράβων στις ανατολικές επαρχίες συμπίπτει με την ηγεμονία των Ισαύρων (ανατολικής καταγωγής), γεννώντας την εικονομαχική τάση. Τώρα οι εκκλησίες φιλοτεχνούνται μόνο με απλά διακοσμητικά μοτίβα. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο (843-1204), η δημιουργία αραβικών και σλαβικών κρατών συρρικνώνει την αυτοκρατορία που τώρα βρίσκει μια καθαρά «βυζαντινή» έκφραση. Οι τύποι των ναών αυτή την περίοδο είναι: βασιλικές, κυρίως τρίκλιτες, μονόχωροι δρομικοί ναοί, δίκογχοι ή δίκλιτοι ναοί, ελεύθεροι σταυροειδείς ναοί, τρίκογχοι και τετράκογχοι ναοί, σταυροειδείς ναοί, σταυροειδείς εγγεγραμμένοι με τρούλο ναοί, οκταγωνικοί ναοί (Δαφνί, Όσιος Λουκάς, Καισαριανή κ.ά.). Μετά την εικονομαχία, η γλυπτική και η ζωγραφική γνωρίζουν μεγάλη άνθηση. Οι ζωγραφικές μορφές χαρακτηρίζονται από τον υπερβατικό τους χαρακτήρα, διακοσμούν όλο το ύψος των τοίχων και γίνονται αιτία να δημιουργηθούν τα εικονογραφικά προγράμματα. Στα υστεροβυζαντινά χρόνια, παρά την ανάκτηση του θρόνου από τους Παλαιολόγους, η αυτοκρατορία που η λατινική κατάκτηση κατακερμάτισε δεν ανασυγκροτείται. Ωστόσο, η Κωνσταντινούπολη ζει την Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Παράλληλα με την τάση εκλεκτικισμού στην αρχιτεκτονική, εμφανίζονται δύο νέοι τύποι ναών, ο μεικτός τύπος και ο σταυρεπίστεγος. Στη ζωγραφική, δύο σχολές ξεχωρίζουν: η Μακεδονική, τέχνη ανακτορική που απαντά κυρίως σε τοιχογραφίες, και η Κρητική που, προσηλωμένη στη βυζαντινή παράδοση, κατασκευάζει κυρίως φορητές εικόνες. Στη Μεταβυζαντινή περίοδο (ή Τουρκοκρατία), η Μακεδονική σχολή εξαφανίζεται. Η Κρητική σχολή μέχρι τον 16ο αιώνα εμφανίζεται σε πλήρη άνθηση. Ο 16ος είναι ο αιώνας των μεγάλων επώνυμων ζωγράφων. Τον 17ο αιώνα παραμελείται η τοιχογραφία προς όφελος των φορητών εικόνων, πράγμα που τον επόμενο αιώνα αντιστρέφεται. Τον 19ο αιώνα παύει να υπάρχει θρησκευτική ζωγραφική.

How an archaeologist works Anna Lambraki, Clairie Efstratiou

Παράδειγμα για το πώς σχεδιάζεται ένα αγγείο (Saliagos, Evans και Renfrew). In preparing for an excavation an archaeologist studies all available sources of information about the site such as ancient written sources, inscriptions lying in situ or elsewhere, sherds found lying about or finds discovered incidentally when the foundation for a house is being dug. Incidentally the Greek Archaeological Service does its best to control building activity in places close to well-known historic or archaeological districts. Buried remains can be located by methods such as aerial photography, magnetic prospecting, electrical resistivity surveying, archaeologists also use the help of soil conductivity meters, microwaves and radio transmission. In an “ideal” excavation the site is selected, there follows the drawing up of a chart in which the area is divided into squares. Each square of the canvas of the area denoted is numbered, and excavated very carefully in layers each of which contains finds from different periods in time, Roman, Byzantine and so on. The excavated soil is never thrown away before being carefully sifted. Archaeologists examine the different strata of the ground which in the case of archaeology are formed in very short periods of time unlike geological strate which take thousands of years to form.

Supporting evidence about what is generally known of antiquity Anna Lambraki, Clairie Efstratiou

Τομή δωρικού ναού. The different parts of an Ancient Greek temple are presented here with texts, illustrations and footnotes. Ground plans are shown of the temple of Apollo in Aitolia (620BC), of the temple of Athena Aphaia in Aegina (beginning of 5th century BC) and of the temple of Hephaestus in Athens (443-444BC), of the Parthenon in Athens (447-438BC), of the temple of Apollo in Basses (430BC) and of the temple of Olympian Zeus in Athens (174BC-131AD). There are illustrations of the Doric, Ionian and Corinthian styles, as well as drawings of ancient ceramics. The differences between ancient Greek and Roman theatre are pointed out and there are illustrations of Roman baths. All this is completed by sixteen page poster showing what is generally known about ancient and medieval times.

Άλλα θέματα: Η αρχαιολογία και η μελέτη των θαλασσινών οστρέων Λίλιαν Kαραλή-Γιαννακοπούλου

Αχιβάδα. Ως αρχαιολογικά ευρήματα οφείλουν να αντιμετωπίζονται στην ανασκαφή τα όστρεα των σαλιγκαριών, οι πεταλίδες, οι αχιβάδες και τα υπόλοιπα μαλάκια. Και μόνο από το είδος τους –θαλάσσια, λιμναία, ποταμίσια–, τα μαλάκια μιλούν για το περιβάλλον στο οποίο έζησαν: το κλίμα, την πανίδα, τη χλωρίδα. Μια ζωική τροφή ίσης θρεπτικής αξίας με το κρέας οδηγεί σε συμπεράσματα όχι μόνο για τη διατροφή αλλά και για την οικονομία, τις ανταλλαγές, τις μετακινήσεις των πληθυσμών. Οι διαπιστωμένες ή πιθανολογούμενες χρήσεις τους δίνουν στοιχεία για την κοινωνική ζωή και τη λατρεία. Όστρεα με χρηστικό προορισμό υφίστανται διάτρηση και σχηματοποίηση. Η διάτρηση γίνεται με λείανση της κυρτής τους επιφάνειας, με πριονισμό, με άμεση κρούση ή με χρήση τρυπανιού. Ένα όστρεο μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο ή ως κόσμημα. Ιερή και οικονομική είναι η χρήση της πορφύρας. Η απεικόνιση των οστρέων στην τέχνη έχει σημασία συμβολική-μαγική.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ειδώλιο μυκηναίου ιππέα από τον Άγιο Κωνσταντίνο Μεθάνων (13ος αι. π.Χ.). Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Δραστήρια ζωή 50.000 χρόνων στην κοιλάδα της Νεμέας φέρνει στο φως η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή - Οικισμός της πρώιμης εποχής του χαλκού ήρθε να προστεθεί σε άλλες 24 τοποθεσίες που ερευνά το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ στα Μέθανα - Από τις εκτεταμένες έρευνες της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στη Λακωνία την προσοχή αποσπά σειρά πήλινων ειδωλίων με «τολμηρές» σκηνές από το Μενελάιον - Ασύλητος κιβωτιόσχημος τάφος της ρωμαϊκής εποχής (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.) αποκαλύφθηκε στη Ροδοβάνη Χανίων

Συνέδρια

Η Πρώτη Συνάντηση Συντηρητών Αρχαιοτήτων πραγματοποιήθηκε στις 28 και 29 Νοεμβρίου 1985 στην Αθήνα - Με πολλές εκδηλώσεις γιορτάζονται φέτος τα 100 χρόνια (1886-1986) από την ίδρυση της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα - Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Αρχαιολογία της Δωδεκανήσου» πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη (7-9 Απριλίου 1986) με αφορμή τις ανασκαφές των Δανών στη Λίνδο και τη νότια Ρόδο - Στη Γαλλία, δημοσιεύονται απολογισμοί για τα πέντε χρόνια (σοσιαλιστικής) προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς (1981-1986)

Εκθέσεις

Στο Brooklyn Museum, Brooklyn N.Y. εκτίθενται ως τις 4 Αυγούστου ελληνικά νομίσματα του 650 με 500 π.Χ. - «Θησαυροί της Τουρκίας» ονομάζεται η έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στη Leyden της Ολλανδίας (22 Ιουνίου-22 Σεπτεμβρίου) - Διοργανώθηκε έκθεση (12 Απριλίου-4 Αυγούστου 1986) για τον Χ. Χάνσεν στην Ελλάδα (1833-1850) - Στο Μουσείο Εικαστικών Τεχνών «Πούσκιν» στη Μόσχα άνοιξε η θεματική έκθεση «Αρχαία ανάγλυφα» (Μάρτιος-Απρίλιος 1986) με ευρήματα από τη χερσόνησο του Ταμάν

Βιβλία

Αδαμάντιος Σάμψων, Μάνικα Ι, μια προϊστορική πόλη στη Χαλκίδα, Εταιρεία Ευβοϊκών Μελετών, Αθήνα 1985 - Gilles Touchais, «Ανασκαφές και αρχαιολογικά ευρήματα στην Ελλάδα το 1984», BCH 109 (1985), σ. 759-862 - Ντούλα Μουρίκη, Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου (τομ. Α΄& Β΄), Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1985 - Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου (13ος-18ος αιώνας), Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1985

English summaries: The Archaic period Anna Lambraki

During this period (700-480BC) the cult of the Olympian gods and the introduction and establishment of the Olympic games brought to the different tribes an awareness of their common roots, language, religion and customs that made them call themselves Greeks. The Greek alphabet originates from these times, hereditary rule was abolished and the city-state was formed where rule could be exercised by the citizens, the “aristoi” (the best) or by a monarch or tyrant, depending on the form of government. Slavery was common to this period, encouraged by wars and piracy. Archaic art was strongly influenced by the east, therefore it is called “orientalizing”. In the 7th century BC, great sculpture was made, stone temples were built, “black-figured” pottery made its appearance and lyric poetry was born.

The Hellenistic period Anna Lambraki

The reign of Alexander the Great (336-323BC) marks the end of the Classical and the beginning of the Hellenistic period. Alexander’s numerous conquests and the cities he founded in his non-stop, amazing route formed a vast kingdom extending roughly from India to Egypt. After the division of Alexander’s empire into the kingdoms of the East comes the Hellenistic era which lasted until the total occupation of Greece by the Romans(336-30BC). With the Hellenistic era, mainland Greece falls into a decline .The commercial routes moved eastwards towards the islands of Delos and Rhodes while the new Hellenistic capitals, Alexandria, Antioch, Pergamon became centres for the arts and sciences. Typical of Alexandrian sculpture are serene expressions and soft, naturalistic modeling, while in mainland Greece the established tradition was enriched with depiction of landscapes. The Greeks’ contact with the East enriched the pantheon of the 12 gods or transformed the old deities into comforting figures. The experience of hardship in Greece encouraged new philosophic movements such as Stoicism and Epicureanism.

The Roman period Anna Lambraki

The cultural impact that Greece had on Rome affected European civilization for centuries to come. Rome was embellished with spoils of war from Greece, the famous Pax Romana imposed by Augustus soon after his victory over Anthony in 31 BC contributed to the flourishing of the arts in Greece. Roman philhellenes, the emperor Adrian among others were responsible for many great works. There was a Greek revival in the 1st century AD, with Epictetus the stoic philosopher founding a new school in Nikopolis, Plutarch writes his celebrated work Vitae Parallelae in praise of great men, and Pausanias writes his Description of Greece that can even today be used as a guide. In 330AD, after a long upheaval in the domestic affairs of the Roman empire, Constantine the great inaugurated Constantinople as the new capital of the Empire, thus putting an end to the history of the ancient world.

Byzantine archaeology Anna Lambraki

In founding Constantinople, the “New Rome”, Constantine the Great transferred the centre of the empire to the East. The official state language in Constantinople was Latin, although the Church adopted the Greek language. After the division of the empire into Eastern and Western, the term “Byzantine archaeology” defines the Christian archaeology of the “Orthodox”, Eastern part of the Empire. Christian religion did not at the beginning favour art, which was considered to be a vehicle of pagan ideas. In the early years Christian art had a symbolic character (Doura-Europos. Catacombs). One of the accomplishments of Byzantine architecture was born from the need to symbolize heaven with a dome. The church of Hagia Sophia is a magnificent example of this, built by the emperor Justinian’s architects, Anthemius and Isidore. The iconoclastic controversy is the main characteristic of the early Byzantine period(641-843AD). According to the iconoclasts all figurative church decoration should be destroyed. In the middle Byzantine period (843-1204) Arabic and Slavic states were created adjacent to the borders of the empire. Heretic controversies were over, and by the end of the eleventh century the first attempts were made for a psychological representation of the figures represented. After the rise of the Palaeologean dynasty to the throne, the facial expressions in painting exhibit a variety of moods. The presence of Latins in the capital and the creation of small Frankish states on Byzantine territory cut the empire to pieces. Characteristic of the period is the introduction of various cycles such as the Infancy of Christ and the Life of the Virgin. In the Paleaologean age two schools of painting stand out, the Macedonian and the Cretan. In 1453 Constantinople falls to the Turk. After the Fall of Constantinople the Macedonian school obtained a popular character. In the seventeenth century wall painting declined while portable icons became a popular medium. By the nineteenth century religious painting had died out. Greek painting of the time was influenced by artistic currents coming from centres such as Munich or Paris.

Malacological material in archaeology Lilian Karali-Giannakopoulou

The study of sea shells and land snails found in excavations can lead to various observations on a) the palaeoenvironment, the climate, the flora and fauna. b) the palaeogeography of the site (shallow waters, lake or sea, re-constitution of the ancient coast line). c) the economy and diet of the inhabitants (sea shells and their nutritive value compared to the meat consumed, consumption of sea shells in general and especially during periods of scarcity). d) the day-to-day life, ideas and religious beliefs based on the utilization of shells, (shells are used as utensils, ornaments or purely symbolic objects, and are represented, painted or engraved on pottery, seals and frescoes).

Τεύχος 67, Ιούνιος 1998 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Η «απατηλή οικειοποίηση του παρελθόντος» ενάντια στην «πατριαρχική τύφλωση» Brigitte Roeder-Staub

Bachofen: ο εμπνευστής της «μητριαρχίας». Η επιστήμη της Αρχαιολογίας δεν μπορεί πια να αγνοεί όσους προπαγανδίζουν ότι η μητριαρχία είναι μια περίοδος της προϊστορίας. Ιστορική αφορμή αυτής της θεωρίας υπήρξε η ανακάλυψη, τον 18ο αιώνα, των «εξωτικών» λαών που εφήρμοζαν το μητρικό δίκαιο. Η θεωρία συνδέεται άρρηκτα με τη μορφή του Ελβετού Bachofen (1815-1887) που, στο βιβλίο του για το Μητρικό Δίκαιο και στο πλαίσιο μιας εξελικτικής θεωρίας της ανθρωπότητας, βλέπει τη μητριαρχία και την πατριαρχία ως το πέρασμα από την αρχέγονη ύλη στο πνεύμα. Η επίδρασή του ανιχνεύεται στην Καταγωγή της Οικογένειας του Ένγκελς. Στη μελλοντική ουτοπία προς την «πορεία της λύτρωσης όλων των καταπιεσμένων», οι θεωρητικοί του σοσιαλισμού συμπεριέλαβαν και τις γυναίκες. Η μητριαρχία ως χειραφέτηση υπήρξε εφιάλτης για τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές, που την παρέκαμψαν μέσω της λατρείας της μητρότητας. Στη δεκαετία του ’70, στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, αναπτύσσεται ο «σπιριτουαλιστικός φεμινισμός» με οικολογικές ανησυχίες, ρεύμα που, την επόμενη δεκαετία, μετεξελίχθηκε σε ένα είδος «θρησκείας της γυναίκας». Οι έρευνες για τη μητριαρχία επικαλέστηκαν και αρχαιολογικές πηγές χωρίς να διστάσουν να γενικεύσουν τα αρχαιολογικά πορίσματα. Στη χρονική διάρκεια της ευρωπαϊκής παλαιολιθικής περιόδου, ειδώλια σαν την Αφροδίτη του Willendorf, την υποτιθέμενη θεά που ενσαρκώνει τη «μητέρα γη», όχι μόνο αποτελούν εξαίρεση αλλά δεν αποτελούν καν πρότυπο για τις γυναικείες μορφές που εμφανίζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Ο νεολιθικός οικισμός του Çatalhöyük αναδείχθηκε σε κλασικό υπόδειγμα μητριαρχικής πόλης. Καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος της προϊστορικής αρχαιολόγου Marija Gimbutas που, με συναισθηματική φόρτιση, μετέφρασε τη «γλώσσα της θεάς». Συμφύροντας διάφορες επιστήμες, με τη μέθοδο της «Αρχαιο-μυθολογίας» της κατέληξε στη θεωρία της Μεγάλης Θεάς που αντιπροσώπευε το σύμπαν και είχε τρεις διαστάσεις: τη γονιμότητα, το θάνατο και την ανανέωση. Λίγα μόνο νησιά της Μεσογείου, λέει, διατήρησαν τον μητριαρχικό πολιτισμό ως το 1500 π.Χ. Ανάμεσά τους, η Κρήτη. Στα ανάκτορα της Κνωσού, που με ρομαντική διάθεση αναστήλωσε ο Evans, οι τοιχογραφίες που ανακατασκεύασαν δύο Ελβετοί, «art nouveau» ζωγράφοι, κρύβουν ερμηνευτικές παγίδες. Ξεπερασμένα συμπεράσματα ανασύρονται προκειμένου να αποδειχθεί ότι η μινωική Κρήτη υπήρξε το τελευταίο οχυρό της μητριαρχίας. Ελλείψει γραπτών πηγών, η αμφισημία των προϊστορικών ευρημάτων ισοπεδώνεται από μια θεωρία που αναζητεί σε αυτά «αποδείξεις» ενός οικουμενικού μητριαρχικού προτύπου. Ανάμεσα στην απόδειξη που απαιτεί η αρχαιολογία και την διαισθητική γνώση που επικαλείται η θεωρία της μητριαρχίας δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός. Ωστόσο, μπορούν να βρεθούν σημεία επαφής. Παράδειγμα: ο υπεύθυνος του προγράμματος για το Çatalhöyük αντιμετώπισε συχνά στο Internet γυναίκες «who believe the site is important in the emergence of the Goddess», και από τον Ιανουάριο του 1998 συνδιαλέγεται μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με μια εκπρόσωπο της «Goddess community».

Θεές του Aιγαίου: η μία και οι πολλές Gerhard Hiesel

Πήλινα ειδώλια από την Κνωσό. Η έλλειψη γραπτών πηγών παρεμποδίζει την ερμηνεία των προϊστορικών ευρημάτων. Αβοήθητοι, αντικρύζουμε μόνο τα τελετουργικά σκεύη μιας άγνωστης ιεροπραξίας. Δίχως μυθικά και λατρευτικά συμφραζόμενα, οι γυναικείες απεικονίσεις κινδυνεύουν να παρερμηνευθούν. Στους προϊστορικούς χρόνους του Αιγαίου, οι απεικονίσεις ανδρών σπανίζουν και οι αρσενικές θεότητες δεν παίζουν κανένα ρόλο. Ωστόσο, η εξαγωγή κοινωνιολογικών συμπερασμάτων από τα υλικά υπολείμματα θα ήταν ανόητη. Αναγνωρίζουμε την παντοδυναμία μιας θεάς στις απεικονίσεις της γυναικείας μορφής που δαμάζει ζώα. Είναι οι απεικονίσεις απλά η αποκρυστάλλωση της λατρείας της θεότητας ή και τα ίδια τα είδωλα επενδύονται με θεϊκές δυνάμεις; Και οι δύο περιπτώσεις φαίνεται να ισχύουν την εποχή του Χαλκού στον αιγαιακό χώρο. Στα όρθια κυκλαδικά ειδώλια της πρώιμης εποχής του Χαλκού αναγνωρίζουμε τις ύστερες νεολιθικές μορφές που συμβολίζουν τη γονιμότητα και τη δημιουργία. Η ευρύτατη παρουσία τους τόσο μέσα στον οικισμό όσο και στους τάφους υποδεικνύει την κυριαρχία της θεάς στη ζωή και στο θάνατο. Η θεά είχε απήχηση και στην Κρήτη, όπου όχι μόνο βρέθηκαν κυκλαδικά της ειδώλια (Αρχάνες) αλλά δημιουργήθηκε και μια τοπική της εκδοχή, ο τύπος της Κουμάσας. Στα λιγοστά ανθρωπόμορφα σπονδικά αγγεία της προανακτορικής περιόδου, η γυναικεία θεά φοράει ήδη μακριά φούστα. Όμως, από τη στιγμή αυτή έως και την παλαιοανακτορική περίοδο, τα ομοιώματα της θεάς αντικαθίστανται με αφιερώματα που της προσφέρουν οι προσκυνητές της στα ιερά κορυφής, ομοιώματα ολόσωμων μορφών, μελών του σώματος, ζώων ή και κοπαδιών. Η παράσταση της θεάς θα αλλάξει παραμένοντας ίδια ως τους αρχαϊκούς χρόνους: ντυμένη με υψηλόβαθμη αυλική φορεσιά, η θεά εξουσιάζει τα φίδια. Την πρώιμη και τη μέση εποχή του Χαλκού, στην κεντρική Ελλάδα η θρησκεία φαίνεται να είναι ανεικονική, ενώ στην ύστερη εποχή του Χαλκού υιοθετείται όλο το μινωικό ρεπερτόριο απεικονίσεων. Στο απόγειο της περιόδου αυτής σημειώνεται μια τομή. Πληθώρα μικρών πήλινων ειδωλίων της θεάς, του τύπου Φι, Ψι και Ταυ, κατακλύζουν την κεντρική Ελλάδα. Από τα ονόματα των θεών στις πινακίδες του Αρχείου της Πύλου, τίποτα δεν παραπέμπει στη μία και μοναδική θεά. Πρόκειται άραγε για τη συνύπαρξη, με τοπικές παραλλαγές, δύο δογμάτων επίσημης και λαϊκής λατρείας που θα επιβιώσουν και μετά το τέλος των σκοτεινών αιώνων έως ότου αντικατασταθούν από τους ολύμπιους θεούς; Στην Κρήτη, όμως, ούτε το πέρασμα των Δωριέων δεν θα μπορέσει να σβήσει τα ίχνη της θεάς του Αιγαίου. Η θεά είναι μία και έχει πολλά ονόματα.

Ο κοινωνικός ρόλος της γυναίκας σε μια προϊστορική κοινωνία Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα

Γυναίκα συλλέγει μέλι. Το αντροκεντρικό πρότυπο του «άνδρα κυνηγού» και της παιδοποιού γυναίκας οφείλει να επανεξεταστεί. Αν οι δυνατότεροι άντρες ασχολούνται με το κυνήγι μεγάλων θηλαστικών, αν η μητρότητα δεν επιτρέπει σε κάποιες γυναίκες να απουσιάζουν για μέρες από τον καταυλισμό, τίποτα δεν εμποδίζει τις υπόλοιπες γυναίκες να συμμετάσχουν σε μεικτές ομάδες για το κυνήγι μικρών ζώων, όπως τα ελάφια. Αλλά και οι μητέρες μπορούν, σε κοντινή ακτίνα, να προσφέρουν ψαρεύοντας, συλλέγοντας φυτικές τροφές και αυγά, κυνηγώντας μικρά ζώα. Μπορούν κάλλιστα να αναλάβουν τις καλλιέργειες φυτών, τη φροντίδα των εξημερωμένων ζώων, την επεξεργασία του μαλλιού, του γάλακτος και του λίπους τους. Γυναίκες εξοικειωμένες με το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού μπορούν να χειριστούν την παραπλήσια τεχνική της παραγωγής πήλινων σκευών. Υφαίνοντας και ράβοντας, οι γυναίκες μπορούσαν να ντύνουν τους δικούς τους. Στην οργανωμένη νεολιθική κοινωνία, ο ρόλος της γυναίκας αγγίζει το απόγειό του. Τέτοιες ικανές και δραστήριες γυναίκες αναπαρίστανται ιδίως στα πρωιμότερα από τα θεσσαλικά ειδώλια, που η στεατοπυγία τους επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Η μαγειρική συνέδεσε τις γυναίκες με την εστία, σύμβολο οικογενειακής ενότητας. Αλλά και το σπίτι, πέρασμα από το «άγριο» στο «ήμερο», έγινε σύμβολο της εξουσίας τους. Ειδώλια που αναπαριστούν οικιακές δραστηριότητες θεωρείται πως απεικονίζουν γυναίκες, αν και δεν υπάρχει ένδειξη φύλου. Δεν πρέπει όμως να αποκλειστεί η συμμετοχή των αντρών στις οικιακές εργασίες. Ο οριστικός διαχωρισμός των ρόλων των δύο φύλων επήλθε αργότερα, με τη σταδιακή συστηματοποίηση της παραγωγής και τη συνεπακόλουθη αλλαγή των κοινωνικών κριτηρίων

Οι γυναίκες των θηραϊκών τοιχογραφιών και οι τελετουργίες μύησης Νανώ Μαρινάτου

«Πότνια Θηρών» (λεπτομέρεια). Κινούμενη ανάμεσα στην αρχαιολογία και την ανθρωπολογία, η συγγραφέας ερμηνεύει τις τοιχογραφίες από την Ξεστή 3, στο Ακρωτήρι της Θήρας. Το κτήριο, είδος μινωικής έπαυλης, είχε τουλάχιστον 13 δωμάτια και περιελάμβανε βύθισμα μέσα στο έδαφος, ένα άδυτον, για τελετουργικούς σκοπούς. Έχουν οι τοιχογραφίες του αδύτου, και πιθανόν όλου του κτηρίου, σχέση με διαβατήριες τελετές; Για να τις κατανοήσουμε πλήρως, οφείλουμε να τις αντιμετωπίσουμε ως σύνολο, εστιάζοντας στις μεταξύ τους σχέσεις. Οι διαφορές στην κόμμωση και την ενδυμασία υποδηλώνουν την ηλικιακή διάκριση. Τα κορίτσια διακρίνονται από την έλλειψη στήθους, το ξυρισμένο κεφάλι (γαλάζιο κρανίο) και τα κοντά τους μαλλιά. Οι γυναίκες που έχουν γνωρίσει τη μητρότητα έχουν μακριά μαλλιά και μεγάλα, προεξέχοντα στήθη. Στην αίθουσα 3, σε μια τελετουργική σκηνή με πιθανό μυητικό χαρακτήρα, οι «Κροκοσυλλέκτριες», κορίτσια με λαμπερές ενδυμασίες και κοσμήματα, προσφέρουν κρόκους σε μια καθιστή θεά με περίτεχνη κόμμωση, που περιβάλλεται από έναν πίθηκο κι ένα φύλακα γρύπα. Η σκηνή υποδηλώνει ότι το πέρασμα από την εφηβεία στην ώριμη ηλικία συνδέεται με μια θρησκευτική τελετουργία. Τά κορίτσια κινούνται στα βουνά, σε ένα χώρο μακριά από το άστυ όπου φύονται κρόκοι, και αυτό σηματοδοτεί μια διαβατήρια τελετή (A. Van Gennep, V. Turner). Οι ώριμες γυναίκες της ίδιας εικονογραφικής ενότητας τιμούν τη θεά σε διαφορετικό τοίχο, ξέχωρα από τα κορίτσια. Ο ίδιος ο στολισμός της θεάς με πάπιες, λιβελλούλες και άνθη κρόκων συνδυάζεται με γειτονικές τοιχογραφίες που παριστάνουν πάπιες, αρσενικές και θηλυκές, που ερωτοτροπούν, και χελιδόνια που φέρνουν λιβελλούλες στα νεογνά τους. Ο συνδυασμός παραπέμπει στην ιδέα της αναζωογόνησης και του κύκλου της ζωής. Οι πίθηκοι, που στο δωμάτιο 4 πανηγυρίζουν τη ζωή, αποτελούν σε πολλούς πολιτισμούς κατάλληλο σύμβολο για τη μύηση, καθώς θεωρείται ότι βρίσκονται «ανάμεσα και μεταξύ» των ανθρώπων, των ζώων και του θείου. Η τοιχογραφία του αδύτου απεικονίζει τρεις κοπέλες σε τρία στάδια της γυναικείας τους ανάπτυξης. Η νεότερη με το ξυρισμένο (γαλάζιο) κεφάλι δείχνει ξαφνιασμένη μπροστά σε ένα ιερό με μεγάλη θύρα. Τα κέρατα στα οποία απολήγει η θύρα στάζουν αίμα. Η πύλη είναι πέρασμα και μετάβαση σε άλλο κόσμο. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένδειξη πως η τελετή μυήσεως συνδεόταν με το γάμο, πρέπει να ερμηνευτεί ως έλλειψη ενδιαφέροντος για την προβολή αυτής της αξίας σε ιδεολογικό επίπεδο.

Άλλα θέματα: Το σπίτι του Σπυρίδωνος Τρικούπη στο Άργος (II) Βασίλης Δωροβίνης

Η οικία Τρικούπη το 1998. Αν και τα Αρχεία Αργολίδας δεν το μαρτυρούν ούτε υπάρχει άλλη επιβεβαίωση, θεωρείται αποδεκτό ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Το σπίτι του πατέρα του Σπυρίδωνος, στο Άργος, πωλήθηκε το 1847 στον Π.Α. Κυπαρίσση και μεταπωλήθηκε στον εφέτη Νικ. Οικονόμου (Κωλέττη). Το σπίτι ήταν γνωστό με το όνομα «οικία Τρικούπη» ως το 1940 και ως «σπίτι του Κωλέττη» στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τον Εμφύλιο. Το 1982, το ΥΧΟΠ, με πρωτοβουλία του Γ. Πλυτά που προώθησε σθεναρά ο Αντ. Τρίτσης, χαρακτήρισε το σπίτι διατηρητέο. Το 1983 το ΥΠΠΟ χαρακτήρισε την οικία ως έργο τέχνης. Το 1985, οι κληρονόμοι Οικονόμου, που είχαν προσβάλει όλες τις προηγούμενες αποφάσεις, μεταβίβασαν την όλη ιδιοκτησία έναντι 49,5 εκατομμυρίων στην Αγροτική Τράπεζα, που έμελλε να επιδείξει πλήρη αδιαφορία για το κτίριο που κινδυνεύει από ολική κατάρρευση. Δημοσιεύματα στον αθηναϊκό Τύπο και διαμαρτυρίες δεν αποδίδουν, ενώ τόσο το ΥΠΕΧΩΔΕ όσο και ο Δήμος Άργους αρνούνται να επέμβουν για την αναστήλωση του κτιρίου

Η ανασκαφή ταφικών συνόλων Χρυσή Μπούρμπου

Σπάνια ταφή εγκύου. Η συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς όλα τα στάδια μεταχείρισης των οστών που πρέπει να έχουν υπ’ όψη τους οι ανασκαφείς, ας είναι και μόνο για να διευκολύνουν μελλοντικές μελέτες. Χημικοί, φυσικοί και βιολογικοί παράγοντες, μεμονωμένοι ή σε συνδυασμό, επηρεάζουν τη διατήρηση των οστών. Η πολύ καλή διατήρηση ακόμη και οργανικών καταλοίπων (π.χ. τρίχες) παρουσιάζεται σε αμμώδη εδάφη ή σε περιοχές που καλύπτονται από πάγο. Εκτός από τον άνθρωπο, βακτήρια και μύκητες, ρίζες, μικρά και μεγάλα θηλαστικά, ακόμη και σαρκοφάγα σαλιγκάρια μπορούν να διαταράξουν το σκελετικό υλικό. Οι αλλοιώσεις που προκαλούνται απασχολούν την ταφονομία. Η προσεκτική αποκάλυψη των οστών από τον αρχαιολόγο θα βοηθήσει τον φυσικό ανθρωπολόγο να εντοπίσει την ηλικία και το φύλο. Πιο περίπλοκη είναι η κατάσταση όταν οι νεκροί βρίσκονται σε διαδοχικά στρώματα. Το δελτίο καταγραφής πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες για τον τάφο και τα κτερίσματα, κυρίως όμως για το σκελετό. Σημαντική βοήθεια προσφέρουν οι φωτογραφίες αλλά και η σχεδιαστική αποτύπωση των οστών. Ακολουθούν κανόνες για τη μεταφορά και την αποθήκευση των οστών και διερευνάται η περίπτωση καύσης των νεκρών. Το άρθρο τελειώνει με την αισιόδοξη παρατήρηση ότι, έστω και αν οι παρούσες οικονομικές δυνατότητες δεν επιτρέπουν όνειρα, καλό είναι να προετοιμάζεται το έδαφος για ένα ειδικευμένο δυναμικό που αυξάνεται.

Πήλινες πίπες και ναργιλέδες από τις ανασκαφές του αρχαιολογικού χώρου της Bιβλιοθήκης Aδριανού Aθηνών Αγγελική Βαβυλοπούλου-Χαριτωνίδου

Πήλινες πίπες και ναργιλέδες από τις ανασκαφές του αρχαιολογικού χώρου της Βιβλιοθήκης Αδριανού Αθηνών. Ο κατεστραμμένος από τους Έρουλους (267 μ.Χ.) χώρος της Βιβλιοθήκης του Αδριανού δεν ερήμωσε στους αιώνες που ακολούθησαν. Προτού μετατραπεί σε στρατώνα και φυλακές στην οθωνική Αθήνα, υπήρξε οχυρωμένο συγκρότημα και κατοικία του βοεβόδα. Ανάμεσα στα κινητά αντικείμενα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές, συγκαταλέγονται δεκάδες λουλάδες από τον 17ο αιώνα, πήλινα εξαρτήματα του τσιμπουκιού. Αναγνωρισμένος για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες, με το όνομα herba nicotina που πήρε από τον Γάλλο Jean Nicot, ο καπνός διαδόθηκε στους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα. Η προέλευση της ανατολίτικης πήλινης πίπας, του τσιμπουκιού, δεν είναι σαφής. Σαφές όμως είναι ότι ο καπνός, πέρα από την ατομική απόλαυση, λειτούργησε εθιμοτυπικά στην κοινωνική ζωή Ελλήνων και Τούρκων ως μέρος ιεροτελεστίας. Τσιμπούκι, από την τουρκική-περσική λέξη çubuc, λέγεται το συνολικό σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από τρία μέρη. Λουλάς είναι το πήλινο σκεύος, στην κοιλότητα του οποίου σιγοκαίει ο καπνός. Ξύλινο σωληνωτό στέλεχος, μήκους από 1 ως 4 μέτρα, το καθαυτό τσιμπούκι, προσαρμόζεται στο στόμιο του λουλά καταλήγοντας, με ή χωρίς επιστόμιο, στο στόμα του καπνιστή. Ενώ οι απλοί καπνιστές και οι μερακλήδες δεν χρησιμοποιούσαν επιστόμιο ώστε να απολαμβάνουν το άρωμα του ξύλου, επιστόμια από κεχριμπάρι, κοράλι, σμάλτο επιχρυσωμένο ή ασημοκαπνισμένο, ακόμη και διαμαντοστόλιστα, εντυπωσίασαν τους περιηγητές. Αν και τον 17ο αιώνα, όταν σουλτανικό διάταγμα απαγόρευσε τη χρήση του καπνού, οι λουλάδες είναι διστακτικού μεγέθους, από τον 18ο αιώνα αναβαθμίζονται τόσο, ώστε το σκάλισμα του καλουπιού τους αποδίδεται σε έμπειρους ασημιτζήδες. Η τυπολογία της διακόσμησης μοιάζει κοινή σε όλες τις χώρες της οθωμανικής κυριαρχίας. Για να γίνει πολυτελής η ευτελής ύλη του λουλά, η επιφάνεια μαλαμώνεται ή αποκτά ένθετα ασημένια στολίδια. Από τον 18ο αιώνα και εξής, μικρές σφραγίδες σηματοδοτούν τον τίτλο της επιχείρησης. Παρέχονται παραδείγματα χρονολόγησης των λουλάδων στον 17ο και 18ο αιώνα. Ως ξεχωριστή κατηγορία εξετάζεται ο λουλάς του ναργιλέ. Η πρωτοπορία του καπνίσματος με ναργιλέ αποδίδεται στην Περσία από τα τέλη του 16ου ή τις αρχές του 17ου αιώνα. Από τους πήλινους λουλάδες που βρέθηκαν στα ανώτερα στρώματα των ανασκαφών της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνοι που φέρουν επιγραφή με ελληνική μεγαλογράμματη γραφή, σπάνια και λατινική

Πυρρίχιος χορός γυναικών στην αρχαία ελληνική εικονογραφία Βασιλική Πανάγου

Κρατήρας του 420 π.Χ. Όψιμες γραπτές πηγές συνδέουν ετυμολογικά τον πυρρίχιο με τον Πύρρο, την πυρά ή κάποιον Πύρριχο, Λάκωνα ή Κρητικό. Εμπνευστές του θεωρούνται οι Κουρήτες, η Αθηνά, οι Διόσκουροι ή οι Αμαζόνες. Άλλοι ένοπλοι χοροί της αρχαιότητας ήταν ο Καλαβρισμός στη Θράκη και την Καρία (Μ. Ασία), ο Τελεσίας στη Μακεδονία και η Καρπαία στη Θεσσαλία. Τον 6ο αιώνα π.Χ., ο πυρρίχιος εισήχθη από τη Σπάρτη στην Αθήνα ως αγώνισμα των Μεγάλων και Μικρών Παναθηναίων, πιθανόν και των εν Άστει Διονυσίων. Με όπλα την ασπίδα, το δόρυ και το τόξο, από πολεμικός μιμητικός χορός στα Παναθήναια, εξελίχθηκε σε χορό που παρίστανε στιγμιότυπα από τη ζωή του Διονύσου. Η Αθηνά είναι η μόνη θεότητα που εκτελεί τον πυρρίχιο, και ο Πλάτων ερμηνεύει το όνομα Παλλάδα από το γεγονός ότι «πάλλεται» στη διάρκεια του χορού. Τον πυρρίχιο εκτελεί στη γέννησή της η πάνοπλη θεά, καθώς ξεπηδάει από το κεφάλι του Δία. Ο ανδρικός πυρρίχιος απεικονίζεται στα αγγεία από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα ως τα μέσα του 5ου, με προτίμηση στην ατομική εκτέλεση που μιμείται μάχη εναντίον αντιπάλου. Οι γυναικείες παραστάσεις είναι λίγες, υστερότερες (μέσα 5ου αιώνα -αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) κι εντελώς διαφορετικές. Η συγγραφέας κατατάσσει τις 29 αγγειογραφίες που εξετάζει σε έξι εικονογραφικές κατηγορίες, όπου ο πυρρίχιος, πάντα μιμητικός χορός, εμφανίζεται με τρεις μορφές ως: α) εξάσκηση χορευτριών, β) ψυχαγώγηση ανδρών σε συμπόσιο ή γυναικών στο γυναικωνίτη και γ) στο πλαίσιο της λατρείας της Αρτέμιδος. Με συνοδεία αυλητρίδας, η πυρριχίστρια εκτελεί ατομικό χορό με όπλα που δεν είναι πάντα πραγματικά.

Η τεχνική χύτευσης σε μήτρα κατά την Εποχή του Χαλκού Ελένη Κωνσταντινίδη

Κόσμημα από τις Αρχάνες. Ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. κατασκευάζονται με μήτρα χάντρες και περίαπτα από μέταλλο ή υαλόμαζα, όπως μαρτυρεί τόσο η μινωική όσο και η μυκηναϊκή κοσμηματοτεχνία. Η χύτευση για την κατασκευή άλλου τύπου κοσμημάτων, όπως ενώτια ή δακτυλίδια, είναι μεταγενέστερη και ίσως έχει αιγυπτιακή προέλευση. Η αναπαράσταση της τεχνικής είναι δυνατή μέσα από τις μήτρες που ήρθαν στο φως αλλά και χάρη στο αναλλοίωτο της βασικής διαδικασίας που τη βλέπουμε να λειτουργεί ως σήμερα. Το υλικό σε ρευστή μορφή χύνεται σε μήτρα στο σχήμα του κοσμήματος, φτιαγμένη συνήθως από στεατίτη αλλά και από άλλες πέτρες ή μέταλλο, ακόμη κι από άμμο. Στόχος είναι η μαζική παραγωγή. Η ευρεία χρήση της χύτευσης ιδίως για περιδέραια, κατά την Ύστερη Ελλαδική περίοδο ΙΙ και ΙΙΙ, συμβαδίζει με τη σταδιακή αντικατάσταση των πολύτιμων υλικών (χρυσός, λαζουρίτης λίθος), με την υαλόμαζα και τη φαγεντιανή. Έτσι, το κόσμημα παύει να είναι απόκτημα μόνο των ευγενών.

Η προϊστορία του τόξου Νίκος Βουτυρόπουλος

Προϊστορικός κυνηγός της Σαχάρας. Από τα τελευταία στάδια της ύστερης παλαιολιθικής εποχής έως την εισαγωγή των πυροβόλων όπλων τον 16ο αιώνα, το τόξο χρησιμοποιήθηκε παγκόσμια στο κυνήγι και τον πόλεμο. Αποτελεί το επόμενο στάδιο στην εξέλιξη των τηλεβόλων όπλων, μετά το δόρυ, το καμάκι και τον εκτοξευτήρα. Οι πρώτες ασφαλείς ενδείξεις για τη χρήση τόξου ανήκουν στις αρχές της 9ης χιλιετίας και προέρχονται από το Stellmoor της Γερμανίας. Δεν είναι βέβαιο αν οι μικρόλιθοι τραπεζοειδούς σχήματος που βρέθηκαν σε μεσολιθικά και νεολιθικά στρώματα λειτουργούσαν ως αιχμές βελών (transverse arrowheads). Τέτοιες αιχμές, που τραυματίζουν ελαφρά χωρίς να σκοτώνουν το θήραμα, χρησιμοποιήθηκαν σε βασιλικά κυνήγια στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο και απεικονίζονται σε σφραγιδόλιθους από τη μεσομινωική Κρήτη. Στον «Τάφο του Αρχηγού της Φυλής» στη Βάρνα από την Ύστερη Χαλκολιθική εποχή, βρέθηκαν έξι χρυσά κυλινδρικά ελάσματα που διακοσμούσαν το τόξο του νεκρού. Ως εμβληματικό όπλο, το τόξο συνδέεται με καίριες στιγμές των ομηρικών επών και χαρακτηρίζει τα θεϊκά αδέλφια Απόλλωνα και Άρτεμη.

Μουσείο: Μουσείο Χαλκίδας Αμαλία Καραπασχαλίδου

Μαρμάρινες προτομές αλόγων. Το Μουσείο, που στεγάζεται σε νεοκλασικό κτήριο δωρεάς Ανδρέα Συγγρού, ιδρύθηκε το 1960. Το 1981, οι ζημιές από τους σεισμούς το ανάγκασαν να παραμείνει κλειστό για μια δεκαετία. Στις τρεις αίθουσές του εκτίθενται αντικείμενα από σωστικές ανασκαφές, τυχαία ευρήματα ή παραδόσεις από ιδιώτες και αντικείμενα της ιδιωτικής συλλογής Οικονόμου. Τα εκθέματα εκτείνονται από την παλαιολιθική ως και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή. Ενδεικτικά αναφέρονται ο ανδριάντας του Αντίνοου που βρέθηκε μέσα σε λουτρό στην Αιδηψό, δύο χρυσά στεφάνια αθλητών, τρεις μαρμάρινες προτομές αλόγων, και πολλά άλλα. Επιγραφές και αγαλματικές απεικονίσεις επέτρεψαν να εξιστορηθούν οι λατρείες που επικρατούσαν στη Χαλκίδα κατά την αρχαιότητα.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Ιερόν Λεπετύμνου. Ένας άγνωστος αρχαίος χώρος στη Λέσβο Μάκης Αξιώτης

Ο λαξευμένος ιερός βράχος. Στη δυτική κορυφή του όρους Λεπέτυμνου, με θέα στη Μικρά Ασία, τα γύρω νησιά και την πόλη της Μήθυμνας, κάθεται το εκκλησάκι του Αϊ-Λιά. Κόρακας έτρεφε τον άγιο στο ερημητήριό του, δύο κόρακες θρυλείται ότι φυλάγουν το μνημείο του Λεπέτυμνου, τοπικού ήρωα που παντρεύτηκε τη Μήθυμνα στα «τρωικά τα χρόνια». Στον λαξεμένο από ανθρώπινο χέρι χώρο, βρέθηκαν επιφανειακά ευρήματα: όστρακα αγγείων και πέντε κεφαλές από ειδώλια. Ο αρθρογράφος πιστεύει ότι πρόκειται για ιερό κορυφής που μάλλον συνδέεται με τη λατρεία του Λεπέτυμνου και πιθανολογεί τη γειτονική ύπαρξη προϊστορικής θέσης.

Η Νέα Xάρτα των Aθηνών. Οι αρχές του E.Σ.Π. για το σχεδιασμό των πόλεων Μαρία Κορμά

Η Νέα Χάρτα των Αθηνών. Ο Δήμος Αθηναίων, ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Πολεοδόμων (ECTP) συνδιοργάνωσαν στην Αθήνα το 1ο Διεθνές Συνέδριό τους (28-31 Μαΐου 1998). Παρουσιάζονται οι Δέκα Ενότητες Προτάσεων για τον Πολεοδομικό Σχεδιασμό που αποτέλεσαν το κείμενο της Νέας Χάρτας των Αθηνών. Το κείμενο, που επεξεργάστηκαν πολεοδόμοι 17 ευρωπαϊκών χωρών, δεν είναι στατικό και τελεσίδικο. Επικεντρώνεται στις ευρωπαϊκές πόλεις, λαμβάνει υπόψη του προηγούμενες ευρωπαϊκές μελέτες και τα πορίσματα του ΟΗΕ για τους οικισμούς Habitat II, αποδέχεται την έννοια της Αειφορίας και επιδιώκει την ενεργό συμμετοχή του πολίτη.

Παλαιολιθικά ευρήματα στην ανατολική Aττική Ανδρέας Ανδρεΐκος

Όγκοι χαλαζία στην Πεντέλη. Με αφορμή την ανακάλυψη παλαιολιθικών εξελικτικών σειρών στη λακωνική-μεσσηνιακή Μάνη, οργανώθηκε προκαταρκτική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, με στόχο τον εντοπισμό των πρώιμων σταδίων της παλαιολιθικής εξέλιξης. Αντίστοιχη έρευνα διενεργήθηκε και στην ανατολική Αττική. Τον Αύγουστο του 1979 αποκαλύφθηκαν τα πρώτα ευρήματα στο παρόχθιο σύστημα του Μεγάλου Ρέματος και ιδιαίτερα στις τοποθεσίες Κάτω Χαρβάτι, Ντράφι και Παλλήνη. Στη συνέχεια, νέοι υπαίθριοι χώροι εντοπίστηκαν στην περιοχή που απλώνεται από την Παλαιά Πεντέλη, τον Γέρακα, την Παλλήνη, την Παιανία, το Πικέρμι, τη Ραφήνα και, κατά μήκος της ανατολικής ακτής, φτάνει ως τα Λεγρενά. Η προκαταρκτική έρευνα αποκάλυψε ιδιαίτερα πλούσια και πρωτότυπα ευρήματα, αντιπροσωπευτικά των σημαντικότερων εξελικτικών σταδίων από το ανώτερο Μειόκαινο ως το τέλος της Παλαιολιθικής εποχής. Η λιθοτεχνία από το Ντράφι (Παλλήνη) είναι μία από τις σπουδαιότερες και χρονολογείται στα μέσα του κατώτερου Πλειστόκαινου. Μέρος από τα αποτελέσματα της προαναφερθείσας έρευνας ανακοινώθηκε στο 1ο Διεθνές Συμπόσιο για το Αιγαίο (Ικαρία, 1980) και στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ανθρωπολογίας (Χαλκιδική, 1982).

Πληροφορική: Οι σημαντικότερες Διεθνείς Συναντήσεις αρχαιολογίας και πληροφορικής για το 1998 Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το λογότυπο της στήλης Η νέα στήλη ενημερώνει τόσο τους ειδικούς επιστήμονες όσο και το φιλοπερίεργο κοινό για το συνεχώς διευρυνόμενο φάσμα των εφαρμογών των νέων τεχνολογιών στην Αρχαιολογία. Παρουσιάζονται: I) διεθνείς συναντήσεις για τις εφαρμογές της Πληροφορικής στην Αρχαιολογία και II) μια επιλογή από διεθνή συνέδρια για τον πολιτισμό και τις νέες τεχνολογίες. Iα: Computer Applications in Archaeology (CAA): New Techniques for Old Times", Iβ: Coloquio Internacional de Arqueologia e Informxtica (CIAEI), Iγ: International Union of Prehistoric and Protohistoric Sciences (UISPP) Commission 4: Data Management and Mathematical Methods in Archaeology. IΙα:Museums and the Web 1998, IΙβ: ICOM Triennial Conference: "Museums and Cultural Diversity, Ancient Cultures - New Worlds", IΙγ: Electronic Imaging and the Visual Arts - EVA, IΙδ: Second European Conference on Research and Advanced Technology for Digital Libraries.

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, διαλέξεις, εκθέσεις, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Έργα στο Αδριάνειο Υδραγωγείο Ν. Ιωνίας το 1929. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Τη Σελεύκεια-Ζεύγμα και την Απάμεια θα εξαφανίσει το 1999 τουρκικό φράγμα στον Ευφράτη - Ερμαϊκή στήλη με την επιγραφή ΕΥΠΟΛΙΣ που ταυτίζει την προτομή με τον ανταγωνιστή του Αριστοφάνη βρέθηκε στον περίβολο της Βουλής - Θεσμοθετήθηκε η άδεια άσκησης επαγγέλματος του Συντηρητή Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης - Αρχαϊκά μεταλλουργικά εργαστήρια στη Σκάλα Ωρωπού – κ.ά.

Συνέδρια

Α΄ Συνάντηση Βυζαντινολόγων της Ελλάδας και της Κύπρου, 25-27 Σεπτεμβρίου 1998, Παν/μιο Ιωαννίνων - Διεθνή Συνάντηση για την Παλαιοανθρωπολογία της Μάνης διοργανώνει το Παν/μιο Αθηνών - «Επικοινωνίες και Μεταφορές στην Προβιομηχανική περίοδο» είναι το θέμα του ΙΑ΄ Συμποσίου Ιστορίας και Τέχνης, κ.ά.

Διαλέξεις

Τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα στη θεσσαλική αρχαία Μητρόπολη παρουσίασε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ο αρχαιολόγος κ. Ιντζεσίλογλου - Για τον Ξενώνα-Νοσοκομείο της Μονής του Παντοκράτορος μίλησε ο καθ. Σ. Γερουλάνος στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Εκθέσεις

«Ανατολική Μεσόγειος: Κύπρος - Δωδεκάνησα - Κρήτη, 1600-600 π.Χ.» είναι το θέμα έκθεσης που συνδιοργανώνουν η ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και το Παν/μιο Κρήτης - Ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας οργάνωσε στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Θεσσαλονίκης έκθεση έργων δυτικών καλλιτεχνών με θέμα τον Μ. Αλέξανδρο

Βιβλία

Γιάννης Λουκιανός, Οι βοτσαλωτές αυλές των Κυκλάδων, Αθήνα 1998 - Machi Karali, Les maisons rurales de Tinos: Phaneromeni à Exomeria, Unesco 1997 - Nena Galanidou, «Home is where the earth is». The Spatial Organization of the Upper Palaeolithic Rockshelter Occupations at Klithi and Kastritsa in North-west Greece, British Archaeological Reports International Series 687, Oxford 1997 - Tamara Talbot Rice, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών - Δημήτρης Φιλιππίδης, Πέντε δοκίμια για τον Άρη Κωνσταντινίδη, Libro, Αθήνα 1997, κ.ά.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Οι παλαιοκλιματολόγοι πιστεύουν ότι στη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου η στάθμη της Μεσογείου ήταν 100 μέτρα χαμηλότερη από τη σημερινή - Γιορτάστηκαν τα 50 χρόνια του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών

Συνέδρια

Πολυπρόσωπη ελληνική συμμετοχή στο 31ο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας - Στη Lyon έγινε το 3ο Διεθνές Συμπόσιο «C-14 και Αρχαιολογία»

Εκδόσεις

Ηλεκτρονική πρόσβαση στο περιοδικό Journal of the Balkan Geophysical Society - Το νέο ενημερωτικό φυλλάδιο Αρχαιοτηλεσκοπικά νέα εκδίδεται από Εργαστήριο του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ

English summaries: Palaeolithic finds from east Attica Andreas Andreikos

The discovery of Palaeolithic sequences of evolution in Laconian-Messenian Mani and in the Cyclades contributed to the organization of a project of preliminary research over a broad expanse round the Aegean. This research aimed at detection of the early stages of Palaeolithic evolution. Within this context, research was also carried out in East Attica. In August 1979 the first finds came to light in the riparian system of Megalo Rema and especially on the sites of Kato Harvati, Draphi and Panorama. New open-air sites were then located in the area extending from Palaia Penteli, Yeraka, Pallini, Paiania, Pikermi, Raphina, and along the east coast, to Legrena. During this preliminary research an especially rich as well as original material was revealed, which is assesed as representative of the major stages of evolution from the Upper Miocene to the end of the Palaeolithic era. One of the most important lithotechnies is that from Draphi (Pallini region), which dates from the middle of the Lower Pleistocene era. Part of the results of the forementioned research was reported on in the 1st International Symposium for the Aegean (Ikaria island, 1980) and in the 1st Panhellenic Congress of Anthropology (Halkidiki, 1982).

The Lepetymnos sanctuary Makis Axiotis

A peak sanctuary is located on the second, western peak of mount Lepetymnon which is about 931 m. high. Carved rocks and figurines and pottery of the Hellenistic period are the only remnants of a sanctuary, probably dedicated to the local hero and daemon Lepetymnos, husband of Methymna.

The excavation of grave ensembles. Disinterment techniques, bone treatment and transportation Chryssi Bourbou

This article presents in a simple and concise way the procedure of disinterment, treatment and transportation of bones coming from various grave ensembles. This approach refers primarily to the cases of simple burials and cremations which were the more usual practice in ancient Greece. Unfortunately the conditions of the excavation of bones are not always ideal, therefore the archaeologist or experienced assistant must keep in mind certain principles for the proper treatment of the bones and the importance of information they can supply, i.e. the techniques of excavating simple burials and cremations as well as the photographic and graphic representation of bones, their packing, transportation and storage.

Contributions to the history of public building in the Capodistrian era. The house of Spyridon Trikoupis in Argos Vasilis Dorovinis

The hundredth anniversary from the death of Charilaos Trikoupis was celebrated with solemnity in 1996. On this occasion various congresses and two exhibitions were organized in Athens and relevant studies and articles were also published. On the contrary a minimum interest was shown in the concrete and material evidence connected with this politician, especially in the houses that his father, Spyridon Trikoupis, built in Aigina, Nauplion and Argos. This indifference shown about material testimonies, connected with historic persons who played an important role in modern Greece is seen in all its magnitude here as well. In this article ,a thorough account of the history of Spyridon Trikoupis' house in Argos is presented, a brief reference is made to the other houses that he erected in Aigai and Nauplion and at the same time a complete documentation according to which Charilaos Trikoupis was born in Argos in 1830. As regards Spyridon Trikoupis' house in Argos, we have the opinion that the thorough and complete publication of the history of this building is imperative for many reasons. First, because it has been completely abandoned by the Agricultural Bank of Greece, the latest owner of the house for many years now, secondly the opportunity of the anniversary of Charilaos Trikoupis' death, thirdly, the history of public building in the Capodistrian age in itself. Local society reacted so badly to the erection of this house in Argos that Capodistrias himself was obliged to issue a decree that limited the extent of land granted by the nation for the bulding of a house inside the town. A final reason is the practice of both the mass media and academic community to deal only with issues concerning Athens. As a result, important data about our architectural heritage from the Greek provinces continue to remain in the fringe of interest and only when threatened with immediate destruction do they temporarily attract public attention. Therefore, with the present article we would like to contribute to the inversion of this sad phenomenon.

Goddesses of the Aegean. The one and the many Gerhard Hiesel

Faith, religion and ritual cannot be interpreted only through the few preserved artefacts that come down to us. Therefore, we are obliged to use analogies with other regions or other periods for the interpretation of the representations of a certain culture or for the reconstruction of the nucleus of faith and personal devotion of the times. The Protohistory of the Aegean, from the Neolithic period down to the end of the Bronze Age, is not altogether rich in figurative representations, female images, however prevail among them. These rare representations have not been accidentally chosen from the everyday life of women. Thus, we must see in these figurines, reliefs, wall-paintings and seals a narrative thought and representation ,on one hand presupposing that magical explanations for the environment have been left behind; and on the other, that the humanization of the primeval power is realized in myths and in the representational arts. This reasoning is obvious in the Neolithic period, but already in the Early Bronze Age the civilizations of the Aegean follow diverse routes. Central Greece of the Early and Middle Bronze Age does not use a visual rendering of the goddess. The Cycladic civilization is rich in such representations, but after all it is Crete which leads the way. The powerful representation of the naked goddess of nature is now dressed in the town's attire, and thus the figurine of the ritual appears, Myth comes to the fore, engraved on seals or painted in frescoes. Although the inhabitants of Mycenae have a different notion of deity, they adopt the new image of the goddess. Soon, however, a new approach is formed. During the last phase of the Bronze Age the figurines of the goddess reappear in the entire area of the Aegean -in Crete, central Greece and on the islands— as a reaction to the authoritative, centralized power of the palaces. This time, however, the image of the goddess is placed in a defined architectural sorrounding, that is, the small sacred edifices, in which the goddess of the Aegean Sea continues to live even beyond the Dark Ages.

Techniques of casting in the Bronze Age Eleni Konstantinidi-Syvridi

Casting was perhaps the most popular technique during the Bronze Age, as it allowed the massive production of all the well known motifs of the period, both in metal and glasspaste (or faience). The dozens of moulds that have been revealed during the excavations of many Bronze Age sites such as Knossos, Mycenae and Thebes, and the traditional character of the technique, which at least as far as the hand-made jewellery is concerned, has remained fairly the same, allows us to reconstruct it from the very beginning from the making of the model, to the moment the metal or the glasspaste is removed from the mould, so that the craftsman could add the last details.

The social role of women in a Prehistoric society Nina Kyparissi-Apostolika

The model of the traditional "man as hunter" and that of the woman who is defined only by her ability for reproduction, reflect the androcratic concept of archaeological theory, while archaeological data reveals a variety of roles that the two sexes may have played in a Prehistoric society. The separation of the roles of the two sexes should not always be made on the basis of their biological differences,one should also bear in mind the social and cultural structure of a community. However, from the very beginning we must accept that the woman's maternal role was always the decisive criterion for the rest of her activities. Thus, while a woman was probably physically unable to participate in the hunting of big mammals, there was nothing to prevent a woman, free of parental obligations, to take part in the hunting of smaller animals, such as deer, furthermore, a woman-mother could be engaged with the collection of plants, eggs, as well as with fishing and hunting of small animals, in order to provide food for her children. We must also assume that a woman would manufacture the tools (e.g. nets) for these activities, while a man would be responsible for the implements necessary for his engagements. To the woman in the community could also be assigned the early cultivation of plants, familiar to her from the period of their collection in wild form, as well as the care of the first domestic animals, probably brought to the settlements by the male hunters. In addition, the processing of the animal side products (milk, wool, fat) could very well be in keeping with her maternal duties. On the same assumption, activities such as the production of clay vessels could be assigned to women, since the process of moulding and baking clay is not very different from that of kneading and baking bread. The preparation of food, in general, must have become one of women's primary responsibilities, which therefore, connected them with the fireside, that not only was the main device for preparing food, but was also the center of family cohesion. Women could make the clothes of their own people as well, by weaving and sewing. Thus, in the well organized Neolithic society, the social role of woman reached its prime, since it was she who coordinated and at the same time reproduced life and thus increased and improved the family. However, her continuously multiplied obligations resulted in the gradual isolation of women in the home and to women's exclusion from any active participation in basic economy. An especially capable and active woman is portrayed on the female figurines of Thessaly, mainly those of earlier periods. But even when the role of woman was confined to the home, she continued to be a generating, dynamic force , organizing and administering her realm. Thus, the house became the symbol of her power, which progressively obtained bigger dimensions, areas of special utility, decoration, furniture, etc. Figurine representations showing various household activities, such as the grinding of seeds or kneading, have traditionally been attributed to women, although the sex is not represented on them. Nevertheless, it is highly probable that men also participated in household chores, especially when natural or other factors kept them at home (e.g. rough weather). The definite separation of the specific roles of the two sexes must have occured later, when the systematization of production as well as other social criteria and expediencies dictated it.  

Women and rituals of initiation in frescoes from Thera Nanno Marinatos

The frescoes from building "Xeste 3" at Akrotiri, on the island of Thera, constitute a coherent iconographical complex. The theme centres on womanhood, women's coming of age, and the concepts that are associated with it. The main scene, situated in the upper storey, depicts a seated goddess. She is flanked by a griffin and a monkey and receives an offering of saffron from a group of young girls. They are at a pre-marriage stage, as we can tell by their shaved (or partially shaved) heads and absence of breasts. Below this scene, on the ground floor, was a second goddess with a group of young girls undergoing initiation. A shrine topped with "horns" indicates the sacred character of the ceremony. On a different wall are mature women, with full breasts and hair bound up in a scarf. They too are carrying flowers, in order to offer them presumably to a goddess. If seen together, the paintings refer to rituals of maturation. Two more walls belong to this conceptual cycle. One depicts ducks flying among reeds and another monkeys engaged in a mock sword fight. Swallows feeding their young chicks in a nest are also depicted on the same frieze as the monkeys. The animal paintings suggest that womanhood and coming of age were linked with the cycles of nature. Animal, bird and insect life are used as symbols to link human and natural institutions and to suggest visual similes. Interestingly enough, the coming of age is not associated with the institution of marriage, as is the case in Greek historical times. The women are separated from men and the family ties are only hinted at without being explicitly shown.  

Pyrrhic female dances in Ancient Greek iconography Vassiliki Panagou

The pyrrhic dance was an ancient Greek martial dance. It was the national dance of Sparta and a game of the Great and Minor Panathenaea in Athens, where it was performed by young male dancers and accompanied by music. It is a magnificent and impressive dance with an educational character. According to ancient written sources, the goddess Athena was the only deity who performed the pyrrhic dance. However, in certain very interesting representations on pottery the pyrrhic dance is also performed by women but in different places and for a different purpose. The main period of representation of the pyrrhic dance performed by women is the twenty years between 440 and 420 BC, although the women's dance is less often mentioned in written sources than the pyrrhic dance performed by men. The pyrrhic theme decorates ten shapes of pottery, mainly those in use during symposia and also used by women in their everyday life. The pyrrhic female dance appears on pottery in three variations; that of the exercising of dancers,the entertainment of men at symposia or of women in their quarters,and performance of the dance in context of the cult of the goddess Artemis. In all three variations it is a "mimic" dance. The women dancers try to represent a battle in its various phases. Their weapons are not always real ones, the dance performance is clearly individual and the existence of the adversary is purely intellectual- As far as the connection of the dance with the cult of Artemis is concerned, the pyrrhic dance is probably the revival of an older martial dance that was performed in the sanctuaries of the goddess, who is related to battles.  

“Deceptive Appropriation of the Past” versus “Patriarchal Blindness”. Research into matriarchy and archaeology in Germany Brigitte Roeder

In circles of the 1970s Women's Movement the theory was created that Prehistory was a world -wide matriarchal age , a theory that served as a starting point for research into matriarchy. Female figurines of the European Palaeolithic and Neolithic period, which apparently document the existence of a religion of female deities and consequently of matriarchy, are referred to in the relevant bibliography as archaeological "evidence" in support of this opinion. In additon, the Neolithic settlement Catal Huyuk in Turkey and the Bronze Age palace of Knossos on Crete play a prominent role in this argument, which, however, does not meet the demands of a critical examination of sources and methods. In Germany the research into matriarchy, in which only the Americano-Lithuanian Protohistoric archaeologist Marija Gimbutas participated among all scholars of archaeology, becomes more and more popular. First political and later spiritualistic feminism percieved the matriarchal axiom. Its positions became meanwhile acceptable as "historic fact" in many circles thus becoming scientifically acceptable . In view of this development, it is about time that archaeology should participate in the issue of matriarchy. However, the relations of the two parties are tense. From the point of view of archaeology, the hypothesis for the existence of a Prehistoric matriarchy cannot be proven scientifically for reasons of methodology. From the point of view of the research into matriarchy, which partially presents clear characteristics, as opposed to rationalism and scholarship, the science considered as patriarchal is not the only way to knowledge. Even more, the so-called creative recollection of Prehistory and intuitive sensitivity about that period, are considered as ways towards a more integrated knowledge. Methodological and theoretical contrasts between the research into matriarchy and archaeology have a long history that goes back to the beginning of the scientific approach to the matriarchal notion in the 19th century. These contrasts occur between the supporters and the critics of the matriarchal notion and have repeatedly led to fierce controversies. This emotionally charged dispute has been further instigated by the fact that the notion of matriarchy seems to serve social purposes that run parallel to the development of society. While in 1861 Bachofen presented matriarchy as supportive of the patriarchal status quo in urban society, a little later this idea gained the character of a social utopia due to its being used as an argument for the socialist working movement.With the passage of time it was connected even closer with the criticism of patriarchy and, in the context of the political feminism of the 1970s it became a feminist fighting slogan. In context of contemporary spiritualistic feminism it gains more and more the characteristics of a Weltanschauung, of a religion of woman, which by its dedicated female supporters is considered as an opponent to the patriarchal ideology. According to many archaeologists, the research into matriarchy is not even historical , since it envelops the past in mysticism and ideologies, in order to serve the most diverse needs. In the eyes of the female supporters of matriarchy, archaeologists are prisoners to a patriarchal ideology, that characterizes their research and makes them either unable or unwilling to reach conclusions in favour of matriarchy through the research of archaeological sources. The chasm separating the research into matriarchy and archaeology runs very deep.The contrast of goals and methodologies are so strong, that any compromise seems impossible. Nevertheless, between the archaeological research into women and their sex and the research into matriarchy a common ground is revealed.The effort to marshal an alternative historiography, which takes in account the long denied need of women for their own history, along with the traditional, patriarchal recording of history. Within this context archaeological research could be inspired by the questions and versions of the matriarchal research, and the latter could in return benefit from the empirical data of archaeology. This form of contact and exchange of opinions is not a fantasy, but a reality.The conversation, through the Internet, of Ian Hodder, director of the new project for the settlement of Catal Huyuk in Turkey, and a female representative of the "Goddess Community", concerning the location of the finds and its interpretation, proves it beyond a shadow of a doubt.

Clay tobacco pipes and narghile excavated at the archaeological site of Hadrian’s Library Angeliki Vavylopoulou-Charitonidou

Archaeological research to uncover the west wing of the Hadrian Library —destroyed by the Eruls in 267 AD— has produced important information about the use the site was put to not only during the early Christian and the Byzantine age, but also in the years of the Turkish occupation up to the twentieth century, included. A great number of movable objects of Greek and Turkish everyday life, besides building remnants, have been uncovered in the excavations in the layers of the ruins of the last centuries. Among them dozens of clay parts of narghile or hookah, the so-called tobacco burner, which are delicate, clay works of art and date from the seventeenth century, which was a time of the wide dissemination of tobacco smoking among the peoples of the Ottoman Empire and consequently popular with the Greeks. The peculiarity of form of this tobacco pipe of the East, so strikingly different from its counterpart of the West, from where smoking was introduced to the East, remains a question to be answered. It might be due to the distinctive character of the art of the East and its people. Where it was first made, is still unknown, since the proposed places of origin, Persia or Northern Africa, remain poorly documented . Furthermore, research to locate such workshops in the Helladic area, in spite of its century-long tradition in pottery is still inefficient.  

The prehistory of the bow Nikos Voutyropoulos

For millenniums the bow has served as the most effective weapon for hunters and fighters. Its technical improvements and special use, as they are reported in time, reflect the specific needs of its users. From the last phases of the Late Paleolithic age to the introduction of fire arms in the sixteenth century, the bow has been worldwide not only a basic hunting weapon, but also an irreplaceable war machine. It has been established that many ancient civilizations used the bow, while the thorough study of its morphological evolution is a way of approaching certain practical needs of the people who used it. A means of survival, war machine, power symbol and an Olympic game in our time, the bow, in spite of its evolution, still remains a beloved children's toy, and its continuous use has made it an instrument of perennial value.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Το αρχαίο ελληνικό υπόδημα (5) Βγένα Βαρθολομαίου

Η Μελπομένη, μούσα της τραγωδίας, φορεί κρηπίδες. Οι μπότες στα αρχαία κείμενα ονομάζονται υποδήματα ή πέδιλα. Αν και κυρίως φτιαγμένες για άντρες, σε κομψότερη μορφή και με γούνινη επένδυση φοριούνται και από γυναίκες. Η ρωμαϊκή στρατιωτική μπότα, με παχύ σολόδερμα και καρφιά, λεγόταν caliga, ενώ αν είχε γούνινη επένδυση pero. Μπότες με κάτυμμα, ενισχυμένο με φελλό στη φτέρνα για να προσθέτει ύψος, ανήκουν σε γυναίκες. Οι αυτοκράτορες φορούσαν μπότες ψηλές με έντονο κόκκινο χρώμα. Για τις κρηπίδες επικρατεί διχογνωμία στους ερευνητές: άλλοι τις θεωρούν χαμηλή μπότα, άλλοι κάτι ανάμεσα σε σανδάλι και χαμηλό υπόδημα. Κρηπίδες, όπως και εμβάδες, φορούσαν και οι ηθοποιοί της κωμωδίας, ενώ στην τραγωδία χρησιμοποιούνταν κόθορνοι.

Μια αλυσίδα για να γνωρίσεις τα πολύ πολύ μακρινά χρόνια: Οι άνθρωποι (1) Μαρίζα Ντεκάστρο

Οι πρώτοι άνθρωποι. Πριν από 3.000.000 χρόνια η γη ήταν το βασίλειο των ζώων. Ανάμεσά τους ζούσαν οι Αυστραλοπίθηκοι, οι πρώτοι άνθρωποι, κοντοί και τριχωτοί σαν πίθηκοι, όπως μας λένε οι παλαιοντολόγοι. Για να επιβιώσει ανάμεσα σε ζώα πιο γρήγορα και πιο δυνατά, ο άνθρωπος χρησιμοποίησε το όπλο που μόνον αυτός διέθετε: τη σκέψη. Ανακάλυψε τη φωτιά, που τρόμαζε τα άγρια ζώα, και, χτυπώντας δυο πέτρες, είδε πως μπορεί να φτιάξει λίθινα κοφτερά όπλα.

Τεύχος 115, Ιούνιος 2010 No. of pages: 128
Κύριο Θέμα: Γεύση Ζέτα Ξεκαλάκη

Πομπηία, Νεκρή φύση, τοιχογραφία. Καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας η γεύση είναι συνώνυμη της αισθητικής απόλαυσης και κάποτε της συναισθηματικής πληρότητας. Τι σήμαινε όμως η γεύση για τον άνθρωπο στην αρχαιότητα και ποιο ρόλο έπαιζε στην καθημερινή του ζωή; Στο τεύχος αυτό, θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στην ιστορία της γεύσης, όπου θα επικεντρωθούμε στα πρωταρχικά υλικά της γευστικής δημιουργίας αναζητώντας τα ίχνη τους μέσα στο χρόνο.

Οι Έλληνες και η αίσθηση της γεύσης Γιώργος Μπόσκου, Γιώργος Παλησίδης

Λεπτομέρεια ρωμαϊκού ψηφιδωτού από οικία στη Δάφνη, προάστιο της Αντιόχειας επί του Ορόντη. Τουρκία, 3ος αι. μ.Χ. Η γεύση είναι πρωταρχικό εργαλείο του ανθρώπινου σώματος για την ποιοτική αξιολόγηση των βρώσιμων υλικών. Είναι επίσης αυτή που μας χαρίζει την ευδαιμονία και την απόλαυση της ζωής, καθώς και τα ψυχικά βιώματα χρόνων του παρελθόντος. Οι γευστικές εμπειρίες που ακούμε από τους παλιούς καθώς και οι δικές μας αναμνήσεις του τυριού, της τομάτας, της ρίγανης, του ελαιολάδου θεωρούνται αποτυπωμένες στη μνήμη. Η γεύση είναι πολύτιμη και για την υπεράσπισή της έχουν γίνει πόλεμοι, δολοπλοκίες, συναλλαγές. Έχετε σκεφτεί τη ζωή σας χωρίς την αίσθηση της γεύσης, την κυρίαρχη αυτή δύναμη που τροφοδοτεί τη συνείδηση με τον άγνωστο γεωγραφικό προορισμό; Στo άρθρο παρουσιάζεται η ιστορία της γεύσης σε άμεση συσχέτιση με την ιστορία της Μαγειρικής Τέχνης.

«ἀποσταλῆναι τὸ μέλι οὗ γλυκίων ὑπάρχεις». Η γλυκιά γεύση στην ελληνορωμαϊκή Αίγυπτο Νίκος Λίτινας

Πορτρέτο νεαρού άνδρα. Εγκαυστική σε λινό, πιθανόν σάβανο, από την Αντινοόπολη. Αίγυπτος, περίοδος Σεβήρων (193-235 μ.Χ.). Στους αρχαίους έλληνες συγγραφείς απαντούν πολλά φυτικά ή ζωικά προϊόντα που χαρακτηρίζονται ως γλυκέα. Θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: (α) Προϊόντα που το ίδιο το όνομά τους τα χαρακτηρίζει γλυκέα, π.χ. γλυκάδιον, γλυκάνισον, γλυκύρριζα, γλυκύμηλον (ή μελίμηλον). (β) Προϊόντα που χαρακτηρίζονται γλυκέα για να διακρίνονται από προϊόντα της ίδιας ποικιλίας με άλλη γεύση, π.χ. πράσον. Και (γ) προιόντα που παράγονται από επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης, όπως γλυκύς οἶνος και γλυκέλαιον. Οι πάπυροι, τα όστρακα και άλλες γραφικές ύλες που βρέθηκαν στην Αίγυπτο αποτελούν μια χειροπιαστή εικόνα της χρήσης όλων αυτών των προϊόντων. Κυρίως τα γλυκέα προϊόντα, όπως αυτά διαχωρίστηκαν παραπάνω, αναφέρονται σε θεραπευτικές συνταγές, μαγικά κείμενα, καταλόγους προϊόντων, λογαριασμούς, ιδιωτικές επιστολές και σε σημειώσεις πάνω σε αμφορείς.

Αναλύσεις οργανικών καταλοίπων σε κεραμική. Παραδείγματα εφαρμογών σε αρχαιολογικά ευρήματα Μαρία Ρούμπου, Νίκος Καλογερόπουλος

Ψηφιδωτό δάπεδο με το ιδιαίτερο εικονιστικό θέμα του «ασάρωτου οίκου». Πομπηία, Μουσεία Βατικανού, Ρώμη, 1ος αι. μ.Χ. Ο όρος οργανικά υπολείμματα έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην αρχαιολογία, για να περιγράψει μια μεγάλη ποικιλία οργανικών καταλοίπων που έχουν κατά καιρούς αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών, είτε ως καθεαυτά ευρήματα είτε σε συνάρτηση με διάφορα αντικείμενα. Ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες οργανικών καταλοίπων τα λιπίδια έχει αποδειχθεί ότι «επιβιώνουν» για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην εσωτερική επιφάνεια αγγείων, σε οστά και δόντια ζώων και ανθρώπων, καθώς επίσης και στο έδαφος. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αναγκαία η χρήση αναλυτικών χημικών τεχνικών για τη διερεύνηση και ταυτοποίηση οργανικών καταλοίπων. Η ανάλυση οργανικών καταλοίπων μπορεί να συνεισφέρει στον ευρύτερο αρχαιολογικό προβληματισμό, προσφέροντας πληροφορίες και ενδείξεις σχετικά με τη χρήση των αγγείων, τις παλαιοδιατροφικές συνήθειες, την προετοιμασία και την κατανάλωση τροφής, το εμπόριο προϊόντων και τις τεχνικές στεγανοποίησης των αγγείων που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα.

Η γεύση του αυθεντικού. Τα αυτοφυή φυτά και η επίδρασή τους στην τοπική δίαιτα. Μια συνέντευξη του δρα Ζαχαρία Κυπριωτάκη στη Ζέτα Ξεκαλάκη Ζαχαρίας Κυπριωτάκης

Τριποδική χύτρα με υπολείμματα κηρών από φρούτα και φυλλώδη λαχανικά. Μοναστηράκι Αμαρίου Κρήτης, περ. 1700 π.Χ. Η μορφή και οι ιδιότητες των αυτοφυών φυτών δεν άλλαξαν ιδιαίτερα από την αρχαία εποχή μέχρι και σήμερα. Μεταβάλλεται όμως ο βαθμός εξάπλωσής τους και τελικά η ποσότητά τους. Στο θέμα της εξάπλωσης παίζουν ρόλο διάφοροι παράγοντες, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι οι περιβαλλοντικές αλλαγές και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Στα καλλιεργούμενα φυτά έχουμε διάφορες αλλαγές, όπως εισαγωγή νέων ειδών μετά τις ανακαλύψεις νέων χωρών (τομάτα, πατάτα, φασόλια). Επίσης πολλά είδη καλλιεργούμενων φυτών βελτιώθηκαν, αυξήθηκαν οι αποδόσεις τους και τα χαρακτηριστικά (παράμετροι) της ποιότητας άλλαξαν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο (π.χ. γεύση), αλλά οι βασικές τους ιδιότητες παρέμειναν περίπου ίδιες. Με βάση τα παραπάνω αλλά και την αλλαγή στην τεχνολογία τροφίμων, τα τρία γεγονότα-σταθμοί για την ιστορία της γεύσης είναι: ο αποικισμός της Αμερικής, η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού και η βαθμιαία αστικοποίηση. Κατά το πρώτο ορόσημο ιθαγενή προϊόντα αντικαθίστανται με εισηγμένα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων για συγκεκριμένες γεύσεις (π.χ. το σιτάρι με το ρύζι, τα χαρούπια με τη σοκολάτα), ενώ τα υπόλοιπα χαρακτηρίζουν τις αλλαγές στον τρόπο παρασκευής τροφής και στη διαδικασία επιλογής πρώτων υλών. Σημείο τομής μεταξύ της παραδοσιακής και της σύγχρονης κουζίνας αποτελεί η δεκαετία του 1950, οπότε οι μεταβολές που έχουν επέλθει από όλα αυτά τα γεγονότα βρίσκουν την απόλυτη εφαρμογή τους στη βιομηχανοποίηση των μεθόδων παρασκευής και συντήρησης προϊόντων. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν υπάρχει σχέση μεταξύ συγκεκριμένων γεύσεων με αντίστοιχες ιδιότητες. Το θέμα είναι προσωπικό και υποκειμενικό. Κατά συνέπεια, η γνώση προέρχεται από την εμπειρία και τη συνεχή δοκιμή νέων γεύσεων. Η συλλογή εμπειριών σχετικών με τις γεύσεις που χάνονται εξαρτάται κατά μεγάλο βαθμό από την παράδοση, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι η πρωταρχική γνώση για τα γεννήματα της φύσης μεταδιδόταν από τη μητέρα στην κόρη. Από την άλλη πλευρά, η αστικοποίηση και η εγκατάλειψη της υπαίθρου συντελεί στην απώλεια του περιβάλλοντος που τροφοδοτεί τη γνώση αυτή και κατά συνέπεια στην απώλεια των παλαιών γεύσεων.

Άλλα θέματα: Ποιοι ήταν οι νεκροί πολεμιστές του Τρεμπένιστε; Τριαντάφυλλος Παπαζώης

Χάλκινο κράνος από τους αρχαϊκούς τάφους του Τρεμπένιστε. Μουσείο Σόφιας. Πώς συνδέονται οι επτά Πέρσες αξιωματούχοι που μετά το 513 π.Χ. ζήτησαν από τον βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Α΄ γην και ύδωρ υπέρ του Δαρείου με τους αρχαϊκούς τάφους στο χωριό Τρεμπένιστε της πΓΔΜ που ήρθαν στο φως το 1918; Ο συγγραφέας, με βάση τις πληροφορίες του Ηροδότου και άλλα ιστορικά στοιχεία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι νεκροί που βρέθηκαν στο αρχαϊκό νεκροταφείο του Τρεμπένιστε είναι Πέρσες. Πιθανότατα δε, υποστηρίζει ο συγγραφέας, είναι οι επτά αξιωματούχοι αγγελιαφόροι με τους ακολούθους και τους υπηρέτες τους, οι οποίοι φονεύθηκαν από το γιο του Αμύντα Α΄, Αλέξανδρο Α΄, ύστερα από την εντελώς ανάρμοστη συμπεριφορά που επέδειξαν κατά το δείπνο που παρατέθηκε προς τιμήν τους. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αλέξανδρος φρόντισε ώστε να συγκαλυφθεί η εξαφάνιση της περσικής αντιπροσωπείας.

Προληπτική συντήρηση: Καλύτερη της θεραπείας! Αριστοτέλης Σακελλαρίου

Τα βιβλία εκτίθενται σε ειδικές βάσεις από πλεξιγκλάς. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Γνωρίζουμε την έννοια και τη σημασία της συντήρησης αρχαιοτήτων και έργων τέχνης σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές και απαιτήσεις; Γνωρίζουμε το πώς και γιατί συμβάλλει στην ποιότητα ζωής ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν έχει άμεση σχέση με τα αντικείμενα μιας συλλογής; Αυτό το άρθρο πραγματεύεται το πώς η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να διασωθεί από τη στιγμή που υπάρχει επίγνωση της σημασίας της. Ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα η προληπτική συντήρηση είναι η απάντηση σε όσους αποφαίνονται με απαισιοδοξία: "Τόσα αντικείμενα σαπίζουν στις αποθήκες. Ποτέ δεν θα συντηρηθούν”.

Βιοκλιματικός σχεδιασμός πολιτιστικών-εκθεσιακών χώρων, μουσείων και ιστορικών κτηρίων (Β΄μέρος) Ευγενία Σταματοπούλου

Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Στο προηγούμενο τεύχος διακρίναμε τις κατηγορίες κτηρίων πολιτιστικής χρήσης και δώσαμε εκτενή ορισμό του βιοκλιματικού σχεδιασμού, αναφερθήκαμε στην προληπτική συντήρηση και τις παραμέτρους που επηρεάζουν το εσωτερικό περιβάλλον των πολιτιστικών-εκθεσιακών χώρων και, τέλος, κάναμε μια ιστορική αναδρομή στην προτυποποίηση των επιπέδων θερμοκρασίας, σχετικής υγρασίας και αερισμού των μουσειακών συλλογών. Στο τεύχος αυτό, παρουσιάζεται αναλυτικά η διαδικασία σχεδιασμού του εσωτερικού περιβάλλοντος ενός κτηρίου πολιτιστικής χρήσης.

Από το νεοκλασικό στην πολυκατοικία. Από το χθες στο σήμερα Γιώργος Τουρσούνογλου

Η Ακρόπολη των Αθηνών από την πλατεία Συντάγματος, π. 1855/58. Φωτογραφία: Δ. Κωνσταντίνου. Η διαδρομή από το νεοκλασικό περίτεχνο σπίτι της Αθήνας στη σημερινή πολυκατοικία είναι μια διαδρομή που έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε. Είναι η διαδρομή κατά την οποία η αρχιτεκτονική παράδοση παραδίδεται στα πολυώροφα κτίρια. Είναι η διαδρομή όπου οι οικιστικές ανάγκες οδηγούν στην πολυκατοικία και −το χειρότερο− στην αυθαίρετη δόμηση που ταλάνιζε και ταλανίζει τη χώρα μας.

Αγρόκτημα Μοδίου. Το γεωργοκτηνοτροφικό Οικομουσείο της Θεσσαλονίκης Αναστασία Π. Βαλαβανίδου, Δημήτρης Αλεξάνδρου

Αγρόκτημα Μοδίου, βόρεια όψη. Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται το ιστορικό αγρόκτημα Σταθάτου στο Μόδι του νομού Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα πρότυπο για την εποχή του αγρόκτημα, που οργανώθηκε κατ’ αναλογία των μεγάλων αγροκτημάτων της Ευρώπης του τέλους του 19ου αιώνα. Παρουσιάζεται η αρχιτεκτονική, ιστορική και φωτογραφική τεκμηρίωση του συγκροτήματος καθώς και η πρόταση μετατροπής του σε Γεωργοκτηνοτροφικό Μουσείο.

Η σύφιλις και οι συγκάκουργοί της Ελένη Χριστοπούλου-Αλετρά, Έλενα Μουχτιδιώτου

Παρασκευή και χρήση του φυτού Guayaco για τη θεραπεία της σύφιλης, Jan van der Straet, π. 1570. Το βιβλίο Η Σύφιλις και οι συγκάκουργοί της, που εκδίδεται το 1922, είναι μία προσπάθεια του ιατρού Γ. Κατσαίνου να περιγράψει τη σύφιλη, που είχε ταλαιπωρήσει επί σειρά αιώνων τόσο τα ατυχή θύματα που προσβλήθηκαν από τη νόσο όσο και την ιατρική κοινότητα, η οποία αναζητούσε επίμονα μία αποτελεσματική και χωρίς επώδυνες παρενέργειες θεραπεία. Το βιβλίο χωρίζεται σε 3 μέρη: το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στον ορισμό της σύφιλης ως μολυσματικής και κληρονομικής ασθένειας, το δεύτερο στις μεθόδους θεραπείας της, ενώ το τρίτο πραγματεύεται την «αντίδραση Βάσσερμεν» και το συσχετισμό σύφιλης-γάμου. Μεγάλο μέρος, ωστόσο, του βιβλίου καταλαμβάνει ο πρόλογος και η εισαγωγή. Στον πρόλογο επιχειρείται μία ιστορική αναδρομή στην πρώτη εμφάνιση της νόσου και παρατίθενται αναλυτικά η πρωτόγονη αντιμετώπιση των συφιλιδικών από το σύνολο της κοινωνίας αλλά και τα μεσαιωνικά βασανιστήρια που υπέστησαν στα κατ’ ευφημισμόν νοσοκομεία της εποχής. Στην εισαγωγή δίνονται τα γενικά χαρακτηριστικά της σύφιλης και οι τρόποι μετάδοσής της. Ο συγγραφέας τονίζει τη σημασία της πρόληψης της ασθένειας και την αποφυγή συνηθειών που επιδεινώνουν την υγεία του συφιλιδικού ή επιταχύνουν την εκδήλωση σοβαρότερων συμπτωμάτων. Αυτές οι συνήθειες είναι κατά τον συγγραφέα οι «ηθικοί συγκάκουργοι» της σύφιλης. Εκτενής αναφορά γίνεται και στους τρόπους θεραπείας του συφιλιδικού. Ο συγγραφέας εκθέτει με αντικειμενικότητα τα δεδομένα της εποχής, εκφράζει, ωστόσο, έντονα τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι χιλιάδες αθώοι συφιλιδικοί έπεσαν θύματα παράνομου πλουτισμού ή υπέστησαν εξαιρετικά επώδυνες θεραπείες αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Με το πόνημα αυτό ο Γ. Κάτσαινος επιχειρεί να ενημερώσει, να ασκήσει κριτική και να σταθεί αρωγός σε όσους ενδιαφέρονται για τη σύφιλη, σε μία εποχή που η απουσία έγκυρης πληροφόρησης, οι προκαταλήψεις και η βραδεία επιστημονική πρόοδος, δημιουργούσαν ένα ιατρικό και παράλληλα ένα κοινωνικό-ηθικό πρόβλημα για τους επονομαζόμενους «αφροδισιακούς».

«Έκφρασις» Γ.Π. Λάββα. Συνέχεια και ανανέωση στην ορθόδοξη ναοδομία Μάνος Μικελάκης

Πρόταση του Γ.Π. Λάββα για την ανέγερση μιας νέας ορθόδοξης εκκλησίας στο «Μπασίς». Ο Γεώργιος Π. Λάββας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Ρυθμολογίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής, είχε αναπτύξει έναν έντονο προβληματισμό ως προς το ζήτημα της ανανέωσης της ορθόδοξης ναοδομίας και τέχνης. Η κριτική του εστιαζόταν στην ιδεοληπτική επιλογή συγκεκριμένων τύπων της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και στην άκριτη υιοθέτησή τους. H ανάθεση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως του σχεδιασμού του ναού του Απ. Παύλου στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Γενεύη τού επέτρεψε να αναπτύξει έμπρακτα τους θεωρητικούς αυτούς προβληματισμούς. Δύο είναι τα κυρίαρχα στοιχεία που περιγράφουν το συνθετικό πρόγραμμα του ναού: α. η υπερβατική χρήση του φωτός με την ιεραρχημένη ποσοτικά και ποιοτικά εισαγωγή του, β. η επανερμηνεία του κοσμικού συμβολισμού του τρούλου με τη μορφή ελλειψοειδούς βούτας. Στα σχέδιά του για την ανέγερση ενός νέου ορθόδοξου ναού στην περιοχή «Μπασίς» Θεσσαλονίκης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επιχείρησε την ελεύθερη και δημιουργική σύνθεση στη βάση ενός συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού προτύπου, του οκταγωνικού ναού του Καθίσματος της Παναγίας. Απώτερος στόχος του ήταν να υπάρξει επιτέλους ένας γόνιμος και δημιουργικός διάλογος με την παράδοση, μια ανανέωση που δεν θα πηγάζει από φορμαλιστικούς ιδεασμούς αλλά από τις εσωτερικές δομές που μέχρι σήμερα προώθησαν τη δημιουργική της εξέλιξη.

Λουτρικό συγκρότημα στον Λιμένα Χερσονήσου Χριστίνα Παπαδάκη, Ιωάννα Τριανταφυλλίδη, Δημήτρης Γρηγορόπουλος

Ο Λουτήρας του Χώρου 2 του λουτρικού συγκροτήματος Αγίας Παρασκευής από δυτικά. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει τα πρώτα αποτελέσματα της σωστικής ανασκαφής ενός λουτρικού συγκροτήματος των ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής αποχετευτικού συστήματος στον Λιμένα Χερσονήσου, στην Κεντρική Κρήτη. Τα κατάλοιπα χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, ενώ στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους το λουτρικό συγκρότημα υπέστη αλλαγές στον οικοδομικό ιστό και στη χρήση του. Στο πρώτο μέρος του άρθρου εξετάζεται η στρωματογραφία, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών και των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων αντίστοιχα. Το τελευταίο μέρος του άρθρου αναφέρεται στην επαναχρησιμοποίηση του λουτρού κατά την ύστερη αρχαιότητα. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως το λουτρικό συγκρότημα πιθανότατα είχε εκείνη την περίοδο εργαστηριακή και οικιακή χρήση, βασιζόμενοι τόσο στα κατάλοιπα και τα κινητά ευρήματα της δεύτερης φάσης του συγκροτήματος όσο και σε άλλα γνωστά παραδείγματα του μεσογειακού χώρου κατά την ύστερη αρχαιότητα.

Μουσείο: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείo: Ο κόσμος της αρχαίας Αιγύπτου. Η επανέκθεση της Αιγυπτιακής Συλλογής Ελένη Τουρνά

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Ξύλινη σαρκοφάγος της Μπαχταμόν, κυρίας του σπιτιού. Ο αρχαίος αιγυπτιακός πολιτισμός αντιπροσωπεύεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ήδη από το 1890. Η υπεύθυνη της Αιγυπτιακής Συλλογής, Ελένη Τουρνά, παρουσιάζει την επανέκθεση των 1.230 αρχαιοτήτων, που εγκαινιάσθηκε στις 14 Μαΐου του 2008.

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Το πανόραμα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Η Συλλογή Γλυπτών Έλενα Βλαχογιάννη

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, άποψη της αίθουσας 13 με τους κούρους (2004). Ο κύριος λόγος της ίδρυσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ήταν να συγκεντρώσει και να στεγάσει τα αρχαία ελληνικά γλυπτά αριστουργήματα που βρίσκονταν σε διάφορες δημόσιες αρχαιολογικές συλλογές της Αθήνας. Η μεταφορά των γλυπτών αυτών στις πτέρυγες του κτηρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου άρχισε το 1874. Η ιστορία της Συλλογής Γλυπτών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, μιας από τις πλουσιότερες και σημαντικότερες στον κόσμο, παρουσιάζεται από την αρχαιολόγο και επιμελήτρια της συλλογής Έλενα Βλαχογιάννη.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Στα ίχνη των Μινύων. Γλας, το μυκηναϊκό οχυρό στην Κωπαΐδα Συντακτική επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Γενική άποψη του υψώματος του Γλα. Μια εξόρμηση στην Κωπαΐδα, στα ίχνη των αρχαίων Μινύων, προτείνει σε αυτό το τεύχος το περιοδικό Αρχαιολογία. Εκεί, στον βορειοανατολικό μυχό της λίμνης βρίσκεται ένα βραχώδες έξαρμα με μυκηναϊκά κατάλοιπα, το οχυρό που είναι γνωστό με το όνομα Γλας. Τη λίμνη Κωπαΐδα πλαισίωναν στην αρχαιότητα 66 πόλεις. Σύμφωνα με αρχαιολογικές μελέτες, τον 15ο-14 αι. π.Χ., έγιναν οι πρώτες εργασίες αποξήρανσης της λίμνης, και το μυκηναϊκό οχυρό, που πριν την αποστράγγιση ήταν νησί, χρησίμευε ως κέντρο διοίκησης των εργασιών αυτών.

Ιστορία της Γεύσης (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Ιστορία της Γεύσης, του Πολ Φρίντμαν (επιμ.), μτφρ. Βίκη Ποταμιάνου, εκδ. Polaris, Αθήνα 2009.

Η μαγειρική της αρχαιότητας (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Η μαγειρική της αρχαιότητας, των Andrew Dalby / Sally Grainger, μτφρ. Νίκη Ζωγράφου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002.

Ελλήνων διατροφή, μέτρον άριστον (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Ελλήνων Διατροφή, Μέτρον Άριστον, της Τ. Δαφερέρα, εκδ. Γραφίδα, Αθήνα 2004.

Tanning in Cyprus from the 16th to the 20th Century. From Traditional Tanneries to Modern Industries (βιβλιοπαρουσίαση) Άννα Λαμπράκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Tanning in Cyprus from the 16th to the 20th Century. From Traditional Tanneries to Modern Industries, της Ευφροσύνης Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, Λευκωσία 2009.

Sir Kenneth Dover (1929-2010) Ιωάννης Πετρόπουλος

Προσωπογραφία του Σερ Κέννεθ Ντόβερ, Colin Dunbar. Λάδι σε καμβά, 2006. Νεκρολογία του κλασικού φιλόλογου και φιλέλληνα Σερ Κέννεθ Ντόβερ από τον Ιωάννη Πετρόπουλο.

Αγών 8. Τα βραβεία του φεστιβάλ Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η Λένα Βουδούρη, σκηνοθέτις της ταινίας «Ο Μίλλερ της Νεμέας», μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία. Παρουσίαση των βραβείων της 8ης Διεθνούς Συνάντησης Αρχαιολογικής Ταινίας του Μεσογειακού Χώρου που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο στην Αθήνα.

Από το JMA, τεύχος 22/2 (2009) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Παρουσίαση του άρθρου "The perceived value of Minoan and Minoanizing pottery in Egypt" της Caitlin E. Barrett, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Mediterranean Archaeology, στο τεύχος 22/2 (2009).

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Ελληνικά ευρήματα και μελέτες με μοναδική σημασία -Ημερίδα Αρχαιομετρίας στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης -Νέο "ηλεκτρονικό" περιοδικό Αρχαιομετρίας -Συνέδρια με επίκεντρο την κυπριακή πολιτισμική κληρονομιά

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Οι δύο μαρμάρινοι κούροι της Αρχαϊκής εποχής που βρέθηκαν στα χέρια αρχαιοκαπήλων. Ειδήσεις: Οι κούροι της Κορινθίας, Ψηφιδωτό στο Θησείο, Ευρήματα στην Αμαλιάδα, Εκσυγχρονισμός για το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους, Πρόσωπο του 2011 η Μύρτις κ.ά. Συνέδρια: Μινωική Αρχαιολογία, Οι πολιτισμοί του Αιγαίου και της Δυτικής Ανατολίας, Υστερορωμαϊκή κεραμική στις χώρες της Μεσογείου, Αρχαιότητα και νεοελληνικός πολιτισμός. Εκθέσεις: Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Ιωάννινα, Ερνέστος Τσίλλερ (1837-1923), Οι θησαυροί του Νομισματικού Μουσείου, Σάμαινα, Η Ερέτρια και οι ελβετοί αρχαιολόγοι. Βιβλία: Αγγελική Γ. Σίμωση, Ο "κλειστός" πολεμικός λιμένας της Σάμου. Χάρης Μιχ. Κουτελάκη, Αιγαίο και χάρτες με ανατρεπτική ματιά. Philippe Bruneau, Οδηγός της Δήλου κ.ά.

Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων: 30 χρόνια ερευνητικής δράσης Αγγελική Γ. Σίμωσι

Αμφορείς in situ από το ναυάγιο κλασικών χρόνων στη νήσο Πολύαιγο. Το πλούσιο έργο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων που ιδρύθηκε το 1976 έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν οι αναγνώστες του περιοδικού, μέσα από μία εκτενή παρουσίαση και εντυπωσιακές φωτογραφίες. Το κείμενο υπογράφει η Αγγελική Σίμωσι, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων.

English summaries: Summaries Θέτη Ξανθάκη

Αλληγορία του Ιουνίου. Ψηφιδωτό από τη Ρώμη, 3ος αι. μ.Χ. Μουσείο Ερμιτάζ, Αγ. Πετρούπολη, Ρωσία. Αγγλικές περιλήψεις των άρθρων του τεύχους.

Τεύχος 55, Ιούνιος 1995 No. of pages: 118
Κύριο Θέμα: 1.900 χρόνια από την Aποκάλυψη. Λόγος και Eικόνα Πλάτων Αλεξίου

Πώς εσώθηκε ο Βανγκ Φο Μαργαρίτα Γιουρσενάρ

“Πώς σώθηκε ο ζωγράφος Βανγκ Φο” ή η πολλαπλότητα της προσέγγισης του κόσμου Αντρέας Ιωαννίδης

Αιγαιακές τοιχογραφίες: Ένας πολύχρωμος αφηγηματικός λόγος Χρήστος Μπουλώτης

Η ποιητική δύναμη του τοπίου. Μορφολογικές παρατηρήσεις πάνω στην Μινωική και την Φαραωνική αρχιτεκτονική Κλαίρη Παλυβού

Η ζωγραφική από τα Γεωμετρικά στα Ελληνιστικά Χρόνια Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη

Άλλα θέματα: Το αστικό τοπίο της Αθήνας Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Άνθρωποι διαχρονικά: “Ημέρα γνωριμίας” στο Mινωικό ανάκτορο του Πετρά Σητείας Michael Wedde

Μουσείο: Μουσείο Αντιβουνιώτισσας Κέρκυρας Φραγκίσκα Κεφαλλωνίτου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Αρχαία Ελεύθερνα: Η επιστημονική έρευνα συναντά την ιδιωτική πρωτοβουλία Grecotel - Τμήμα Πολιτισμού

Εθνική Τράπεζα, προσφορά στον πολιτισμό Εθνική Τράπεζα

Προς τη Νέα Χάρτα Αθήνας: Από την “Οργανική Πόλη” στην “Πόλη των Πολιτών” Μαρία Κορμά

Το έργο του Μετρό Αθηνών και η αρχαιολογική έρευνα Ε.Π. Παπαμιχαήλ

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Εμπορικό Τρίγωνο ΥΠΕΧΩΔΕ

Φεστιβάλ Aθηνών 1995 Yπουργείο Tουρισμού

English summaries: Greek Painting from the Geometric to the Hellenistic period Platon Alexiou

Our knowledge about the ancient Greek painting is quite fragmentary, due to the perishable nature of wood, leather or stuccoed walls on which monumental paintings were created. Apart from some direct information deriving form a few original works (tombs and tombstones) our knowledge of the evolution of ancient Greek painting is mainly based on the ancient sources; on vase painting the representations of which reflect to a certain extent the quests and the accomplishments of their great contemporary painters; on Roman wall-paintings which either copy or get inspiration from works of art of the Classical and the Hellenistic periods. The combined use of the above has helped us record the stages, repertoire, quests and achievements of an art which was especially praised by the ancient writers. Yet, it is only thanks to the superb wall-paintings recently discovered by Manolis Andronikos at Vergina that we were given the opportunity to evaluate the quality and pursuits of the great painters of Classical antiquity. During the Geometric and the Archaic periods ancient Greek painting, mostly myth-bound, as regards its repertoire, was especially concerned with the understanding of the rendering of the human or animal form and their combination in a two-dimensional conception. During the fifth century it achieved till mastering of a more complex figurative composition imprinting gradually through line or colour the three-dimensionality of figures and objects in space. By the end of the fifth and during the fourth century, it completed its course, by having achieved the game of light and shade on bodies and objects; by having expressed the ethos and the passion of the represented figures; by having succeeded in composing impressive scenes of multi-figure action. All these accomplishments and the full mastering of the painted media do actually prevail in the technique and style of the excellent wall paintings at Vergina. Landscape was not an end in itself either in the Archaic or in the Classical Period, although it was abstractively used in order to complement the meaning of the representation. Despite its impressive rendering on the hunting scene decorating the facade of Philip's tomb at Vergina it was only during the Hellenistic period that it gained importance. The thorough study of the naked human body, in light or shade, as it is moving in space, in order to fully exhibit its beauty in a three-dimensional concept was re-approached again only during the Renaissance period.

1900 Years Since the Apocalypse. Word and Picture Christos Boulotis

In A.D. 95, 1900 years ago, St John the Theologian, at the time in exile on Patmos island, wrote the Book of the Apocalypse, which is the last one of the New Testament. This God-inspired book is distinguished for its wealth of ideas and notions which, besides the theologic-philosophic-philologic influence that it has excercised on Christian spirit, has also deeply affected Christian art: serving as a literary source, it has inspired an entire iconographic cycle -with the representation of the Last Judgement as its focus- both in the West (the earlier example being Sta Pudenziana in Rome, of the 4th century) and in the East as it is ascertained by a relevant representation, again of the 4th century in Syria.

Aegean Frescoes Clairie Palyvou

In this article a brief but global approach is made to the complex problematic mainly of two issues concerning the Aegean painting during the Late Bronze Age: a. Appearance in Neopalatial Crete and then expansion of the figurative and decorative frescoes to the south insular region as well as to Mycenaean Greece, and b. The mechanism of the causal relation between the pictorial repertoire and the decorated space. As regards the first issue, it is argued that the explosive appearance of figurative and other subjects in frescoes from the down of the new palaces -in spite of any possible influence from abroad- is as a matter of fact a purely Cretan case and particularly of Knossos. The first generation of Minoan fresco painters can be ascribed to the tradition of the polychrome Kamares - style: because of the gradual decline of this luxurious style of pottery, some of the experienced painters who mastered the secrets of pigments and the precision of drawing and who were working in the palatial workshops seem to have switched to the new impressive art of wall-painting. Having as a brilliand model the Knossos palace, the fashion of wall-painting was quickly expanded in two homocentric cycles including Crete on the one hand and the south insular territory and Mycenaean Greece on the other. Being an art correlated with the social codes and the ideology of a social elite, wall-painting was only natural to meet certain limitations in its course. However, a very interesting contradiction is observed: while in Mycenaean Greece all the palatial centers display a rich wall-painting decoration, in Crete, the major palaces, with the exception of Knossos, have a few or no wall-paintings, although the mansions and villas of the island have widely adopted the new mode of decoration. Since the art of wall-painting, in its architectural adaptation, does not "travel", its spreading necessarily demands the transfer of painters from one place to another. Therefore, a series of other issues are raised, such as the activity of Minoan artists outside Crete, which was expanding to the eastern Mediterranean basin (Tell Kabri in present Israel and mainly Avaris at the delta of Nile) at least during the first phase of wall-painting dissemination; the process and place of apprenticeship of the first non Minoan painters; the creation of painting workshops; and finally, the possibility of distinguishing the work of individual painters in the frescoes of Crete, Thera and Mycenaean Greece. As regards the second issue, the "architectural" function of the wall-paintings as a unifying factor of the decorated space is examined, as well as the illusionistic pictorial imitation of functional elements of the buildings. Then, on the base of works from Crete, Akrotiri and the Mycenaean palaces, the exact location of which is known, an attempt is made, so that an important dimension of these frescoes to be understood: how the wall-paintings convey the functional physiognomy of certain spaces, official and/or much frequented or private and "closed" to the everyday needs, as are the sanctuaries par excellence. It is also ascertained that, at least in certain cases, the choice of the pictorial subject was not arbitrary at all, but the result of perfect logic and programme. If the pictorial expression was contributing to the functional elevation of a space, each space seems to have equally dictated the choice of specific subjects from the rich thematic variety of the period. Thus, we can justifiably accept the existense of a mechanism of causal relation between the space and its decoration. Finally, given the forementioned data, a reference is made to the formation of trans-regional pictorial programs, which are repeated in large building complexes of similar function, such as the Mycenaean palaces. However, besides these manifold programs, it seems that minor ones were employed which were covering the specific needs of identification and function of some spaces, as mainly the Xeste 3 at Akrotiri permits us to detect.

Towards the New Chart of Athens? From the “Organic City” to the “City of Citizens” Chryssoula Saatsoglou-Paliadeli

A preparatory congress under this title was held in Athens during the 16th and 17th of June 1994. Its purpose was the organization in the fall of 1995 of an international congress on the same issue, so that a new code, a New Chart of Athens to be formulated as a result of the relevant proceedings. Such a new chart, which will comprise general principles and will be effective for all the settlements of earth -with their endless variability-has become a necessity. This article is a brief reference to the main substantial remarks made during the preparatory congress, which have been classified in the following unities: 1. What is the "Chart of Athens". 2. Which are the characteristic problems of the modem CM and what creates them. 3. Which are the forces, the interplay of which affects the reformation of our cities today. 4. Whether and how all these different factors, responsible for the creation of the modern city, could be handled by a common code.  

The Creative Power of Natural Environment Alexander Papageorgiou-Venetas

The natural character of each place evokes certain moods and a specific sense of space which, to a large extent, are reflected in the concept of space that the inhabitants adopt in their architecture. With this basic notion in mind we will investigate the creative power of natural environment in the Aegean and Egypt and its impact on the Minoan and Pharaonic architecture respectively. Time is the common denominator in both cases. However, owing to the fundamental difference of these two regions, their comparison will become expecially interesting. The main characteristics of the Aegean landscape, and by extension of Minoan architecture, is the unity through polymorphy and the human scale. The unifying element is light: the smooth gradations of light and shade and the unique atmospheric limpidity allow to each and every component of space to appear clearly, though keeping its relation with the entity. The human scale, the plethora of points of reference and the smooth gradations describe a composite but familiar space. In Egypt polymorphy is replaced by duality and human scale by the infinite. The light intensifies the duality: strong and harsh, it creates sharp contrasts and favours abstraction, because it projects the basic forms only. River Nile is the unifying element; a perpetual source of life, a linear and one-way movement in a known, identical, restricted route. The river predisposes to passiveness, however it offers a sense of security and faith in the life-giving power of nature, which is easily transformed to a metaphysical one. Symbolism is one of the most dynamic components of the Egyptian spirit —the product of the union of the natural and metaphysical world. In architecture it is the prevailing element, sometimes a goal in itself: the pyramid and the obelisk are not buildings but dynamic tectonic forms with clear and manifold symbolic reminders. In Egyptian architecture mass predominates over void, in opposition to the Aegean one. What in Egyptian architecture is accomplished by mass, in the Aegean one is achieved by tectonics. An analogous sense of space occurs in art: in Aegean painting the polymorphy, human scale and familiarity prevail as well as the open compositional schemes, smooth gradations and flowing, wavy outlines, which, as also in architecture, represent elements of the landscape. In Egypt art functions through the same symbolism and intellectuality also found in architecture. The representations are extended in array, in successive friezes which alike the landscape have no beginning or end. The typification, symbolism and abstraction are here as well as in architecture the main elements that have a direct reference to the landscape. The spirit of "approximately" which predominates in the Aegean becomes a spirit of "precision^ in Egypt, and the difference between the two systems -mass/void— implies in reality a difference in Weltanschaung and life - style.  

The Landscape of Athens, with Particular Emphasis on its Conjectural Representations in Antiquity Michael Wedde

Besides the written sources which describe and comment on the fate of the architectural heritage and historic sites of Athens, the original illustrative works also supply important information. These illustrations were made mainly by foreign painters, designers and architects who visited the town in the 19th century -a trend also followed in the 20th century by quite many Greek artists. The presentation and interpretation of the voluminous relevant illustrative material have just commenced. During the last decade significant monographs on certain artists have been published and a first attempt to present this subject concisely has been made. A common characteristic of these works is their descriptive approach: they furnish information on the artists's lives, trips and the circumstances under which they have visited Athens and also comment on their sentimental and ideologic approach on the subject they have represented. Furthermore, they analyze, from the art historian's point of view, the quality of the illustration, the technique and style of the painter. However, although these matters are important for the evaluation of the artistic merit of the illustrations, they do not exhaust the subject, because they only touch occasionally the wealth of pragmatic information included in these works.

Man across the ages: “Open House” at the Minoan palace of Petras, Siteia Maria Korma

On the 3rd of August 1993, the general public was invited to participate in an "Open House" at the Minoan settlement and palace of Petras, and at the Archaeological Museum of Siteia. Guided by Dr. Metaxia Tsipopoulou and her team, the visitors were taken around the site, through the permanent exhibition in the Museum, and the temporary displays both in the Museum and in the workshop. The programme endeavored to break through the barriers which exist between the public and Archaeology, bringing the visitor into contact with the every-day work of the archaeologist. Among the many objects exhibited were numerous finds normally unseen -undecorated pottery, sherds, stone tools, that is, such material as are rarely displayed in showcases- in addition to outstanding discoveries yet to be officially exhibited. The "Open House" attracted interested visitors from Siteia, as well as Greek and foreign archaeologists. A public lecture by the excavator closed the day's activities.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (VI) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Τεύχος 103, Ιούνιος 2007 No. of pages: 138
Κύριο Θέμα: Η βυζαντινή ιατρική Ντιάνα Τράκα

Οι άγιοι Πέντε θεραπεύουν μια γυναίκα που ήταν άφωνη και ακίνητη. 12ος αι., Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά. Στη βυζαντινή εποχή, χαρακτηριστικό της επίσημης ιατρικής είναι η δημιουργία συμπιλημάτων-εγκυκλοπαιδειών, οι οποίες κατέγραφαν την υπάρχουσα ιατρική γνώση και την ίδρυση εγκαταστάσεων ιατρικής περίθαλψης. Παράλληλα, τα θαύματα αφθονούσαν: θεραπευτές άγιοι απαθανατίζονται στη βυζαντινή εικονογραφία και πραγματοποιούνται προσκυνήματα στους θεραπευτικούς ιερούς χώρους τους, οι Κοσμάς και Δαμιανός (οι άγιοι Ανάργυροι) έγιναν γνωστοί ως οι άγιοι των ιατρών και τοπικές θεραπευτικές λατρείες που οργανώνονταν γύρω από τα πρόσωπα λιγότερο γνωστών θεραπευτών ήταν σε άνθηση. Οι θεραπείες των παθήσεων αναζητούνταν επίσης σε προ-χριστιανικές θεραπευτικές παραδόσεις, όπως στην εγκοίμηση του Ασκληπιού, ακόμη και στη μαγεία.

Περίθαλψη ασθενών στο Βυζάντιο Αφέντρα Μουτζάλη

Οι άγιοι Ανάργυροι δέχονται από τον Θεό τη χάρη να θεραπεύουν. 11ος αι., Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος. Σε όλες τις πόλεις του βυζαντινού κράτους υπήρχαν νοσοκομεία που φρόντιζαν για την ανακούφιση και τη θεραπεία των ασθενών. Στα νοσοκομεία του Bυζαντίου, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, χριστιανοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας ή ξένοι, μπορούσαν να νοσηλευτούν δωρεάν ή έναντι κάποιας αμοιβής, ανάλογα με τη σοβαρότητα της ασθένειας, τη διάρκεια της παραμονής τους, την παροχή των υπηρεσιών και τον κανονισμό του ιδρύματος. Tα πιο αξιόλογα βυζαντινά νοσοκομεία βρίσκονταν στα μεγάλα οικονομικά, πολιτικά και εκκλησιαστικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Nοσοκομεία όμως υπήρχαν και σε μοναστήρια, που βρίσκονταν σε απομακρυσμένα σημεία της υπαίθρου. Σε αυτά τα υποτυπώδη, με βάση πάντα τα δικά μας, σημερινά κριτήρια, νοσοκομεία, ασκήθηκε η επίσημη ιατρική και αντιμετωπίστηκαν οι διάφορες ασθένειες. Oι τρόφιμοι των βυζαντινών νοσοκομείων, μετά την ίασή τους, επέστρεφαν στις οικογένειές τους και στις εργασίες τους.

Καταγώγια, νοσοκομεία και ξενώνες: Η διαδρομή της περίθαλψης στο Βυζάντιο Χριστίνα Αγγελίδη

Ο αρχίατρος, ο "σπετσιάλος" και αθενείς που πάσχουν από ποικίλα νοσήματα. Χειρόγραφο 15ου αι. Η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας κατά τους πρώιμους αιώνες της αυτοκρατορίας προσέδωσαν νέο, χριστιανικό νόημα στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση της φιλανθρωπίας. Χώροι, που λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη των μονών και της Εκκλησίας, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες του πάσχοντος πληθυσμού, των απόρων και των ανιάτων. Από αποσπασματικές μαρτυρίες που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αιώνα συμπεραίνεται ότι τουλάχιστον στην Κωσταντινούπολη μονάδες νοσηλείας λειτουργούσαν με εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό. Η συνεργασία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με την αυτοκρατορική αυλή εντοπίζεται ειδικότερα στα μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα του 6ου και του 7ου αιώνα, τα οποία παρείχαν εξειδικευμένες υπηρεσίες. Παρά τις ενστάσεις των αγιολογικών κειμένων σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ιατρικής και την διαρκή αριστοκρατική καχυποψία ως προς τους χώρους μαζικής νοσηλείας και θεραπείας, η ίδρυση του Ξενώνα του Παντοκράτορος τον 12ο αιώνα πιστοποιεί τα υψηλά κριτήρια για τον σχεδιασμό και τη λειτουργικότητα των θεραπευτικών μονάδων, και την κοινωνική αναβάθμιση του ιατρικού επαγγέλματος.

Το παιδί και η υγεία του στη βυζαντινή εποχή Έφη Πουλάκου-Ρεμπελάκου

Ο Ιησούς ευλογεί ένα παιδί. Εικονογραφημένο χειρόγραφο, 11ος αι., Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος. Οι αντιλήψεις για το παιδί και τη μέριμνά του στη Βυζαντινή κοινωνία είναι εκείνες που υπαγορεύουν τη στάση της ιατρικής στην αντιμετώπιση της υγείας του. Με εξαίρεση τα θέματα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής, όπως η περιγεννητική φροντίδα των νεογνών, ο μητρικός θηλασμός, η υγιεινοδιαιτητική αγωγή, που αποτελούν αυτόνομη ενότητα στο σύνολο της Βυζαντινής Ιατρικής Γραμματείας, το νοσολογικό φάσμα της παιδικής ηλικίας είναι διασκορπισμένο στα αντίστοιχα κεφάλαια που αφορούν το γενικό πληθυσμό. Οι ιστορικές, φιλολογικές και αγιολογικές πηγές στηρίζουν με τις μαρτυρίες τους την υπόθεση της έλλειψης της ειδικότητας της Παιδιατρικής, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα το ρόλο της Εκκλησίας και της Πολιτείας και τη συμβολή τους στην επιβίωση, τη διατήρηση και την επανάκτηση της υγείας των παιδιών, με τα ευαγή ιδρύματα, τις θαυματουργικές θεραπείες και την προστατευτική νομοθεσία αντίστοιχα. Παρουσιάζεται μία σύντομη καταγραφή της θέσης των ανηλίκων στη Βυζαντινή οικογένεια και τον περίγυρό της, που αντλώντας από ιατρικά, ιστορικά, θεολογικά και νομικά κείμενα περιλαμβάνει την ιατρική της βρεφικής περιόδου, την παθολογία του παιδικού οργανισμού, τα υγιεινά παραγγέλματα από τη γέννηση μέχρι την εφηβεία, τη δράση των ιαματικών αγίων καθώς και τους παράγοντες που επηρεάζουν την κοινωνική υγεία των παιδιών, όπως η βία, η καταπίεση, η σχολική και η σεξουαλική κακοποίηση. Οι αρχές των γονέων στην ανατροφή και διαμόρφωση των απογόνων τους καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία και την ιδεολογία κάθε χώρας και η μακραίωνη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το επιβεβαιώνει.

Ασθένειες και θεραπεία των γυναικών στο Βυζάντιο Κατερίνα Νικολάου

Ο Χριστός θεραπεύει την αιμορροούσα γυναίκα. Ψηφιδωτό, 14ος αι., Κωνσταντινούπολη. Εκτός από τη χρονογραφία, την ιστορία και τα ιατρικά συγγράμματα, τα αγιολογικά κείμενα, και ιδιαίτερα το τμήμα εκείνο των Βίων το οποίο αναφέρεται στα θαύματα που έκαναν οι άγιοι είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον, έχουν αποδειχτεί σημαντική πηγή πληροφόρησης σχετικά με τις ασθένειες του γυναικείου βυζαντινού πληθυσμού, τα μέσα θεραπείας τους και τον τρόπο αντιμετώπισής τους από τους συγχρόνους τους. Μεγάλο ποσοστό των θαυμάτων αφορούσε στη θεραπεία γυναικών από ανίατες ή επίπονες ασθένειες, που μπορούσαν να τις περιθωριοποιήσουν κοινωνικά ή και να αποβούν μοιραίες για τη ζωή τους. Οι ασθένειες ήταν είτε ασθένειες του γενικού πληθυσμού (καρκίνος, δερματικές παθήσεις, παθήσεις των ματιών, παράλυση των άνω ή κάτω άκρων, κεφαλαλγία) είτε αποκλειστικά γυναικολογικές παθήσεις, όπως οι αιμορραγίες των γεννητικών οργάνων, ενώ με το μανδύα της δαιμονικής κατάληψης περιγράφεται από τους Βυζαντινούς ένας μεγάλος αριθμός ψυχικών ή εγκεφαλικών παθήσεων, όπως επιληψία, τετραπληγία, κρίση μανίας. Οι ασθενείς Βυζαντινές, και ιδιαίτερα όσες δεν ανήκαν σε εύρωστες οικονομικά οικογένειες, κατέφευγαν σπάνια σε γενικούς γιατρούς, δεν επωφελούνταν αρκετά από τις δυνατότητες της βυζαντινής ιατρικής επιστήμης, και, κατά κάποιον τρόπο, βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Τα θαύματα των αγίων, εκτός από το να αποδείξουν τις θεϊκές ιδιότητες αυτών που τα τελούσαν, απέβλεπαν στην κατά το δυνατό αποδοχή της ανήμπορης ή ανάπηρης στην κοινωνία ιδίως μετά την αποθεραπεία της.

Άγιες θεραπεύτριες στο Βυζάντιο – Κοινωνικό φύλο και θεραπεία: το παράδειγμα της Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στα αγιολογικά κείμενα Ιωάννης Κολάκης

Ο Χριστός ανασηκώνει την πεπτωκυία γυναίκα Εύα-Παναγιά. Τοιχογραφία, 14ος αι., Κωνσταντινούπολη. Η παρούσα δημοσίευση αφορά επεξεργασία παλαιότερης μονογραφίας με θέμα «Η βυζαντινή γυναίκα μέσα από τα αγιολογικά κείμενα και το ποινικό δίκαιο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας» Στην μονογραφία εκείνη, μέσα από την κριτική και ανάλυση των κειμένων, που αφορούσαν τους βίους των αγίων γυναικών Γοργίας (374),Δομνίνας (388),Πελάγιας (662), Ελισάβετ (465), Αθανασίας Αιγίνης (784) και Ειρήνης Χρυσοβαλάντου(872),προσπάθησα να ανιχνεύσω το κοινωνικό φύλο στο Βυζάντιο, όπως αυτό περιγράφεται στα κείμενα αυτά και να δω πως αυτό οριοθετείται κατά την συμβολική ερμηνεία του μύθου της Πτώσης και του μύθου της Ανάστασης, οι οποίοι διέπουν το αξιακό σύστημα της βυζαντινής κοινωνίας, συγχρονικά με τα ιστορικά γεγονότα που διέπουν κάθε διήγηση και την θεσμοθέτηση των κοινωνικών ρόλων στο Ποινικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας . Η κριτική ανάλυση και επεξεργασία των κειμένων απέδειξε την ερμηνεία του μύθου ανάλογα με την εποχή, σε συνάρτηση με την βιωματική εμπειρία των ανωνύμων (ή και επωνύμων) συγγραφέων των κειμένων, τα γεγονότα της εποχής με τις ανάγκες που προέκυπταν και σε αμφίδρομη σχέση με το ιδεολογικό-θεολογικό πλαίσιο (π.χ. Δόγματα, Αιρέσεις ). Αν και στις περισσότερες διηγήσεις συστατικό στοιχείο του κοινωνικού φύλου προβάλει η ενοχή της γυναίκας στο κοινωνικό και φυσικό γίγνεσθαι, λόγω του «φύσει» τρεπτού του φύλου της, καθιερωμένου από τον μύθο της Πτώσης, στην αμέσως μετά (και κατά) την Εικονομαχία περίοδο συστατικό στοιχείο του κοινωνικού φύλου προβάλει η ενοχή του άνδρα λόγω της «φύσει» ορμής του και η απενοχοποίηση της γυναίκας ,η οποία στην ουτοπική «μοναχική» της διάσταση ταυτίζεται με το Θεομητορικό-Αγγελικό πρότυπο. Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσω, αναλύοντας τον βίο της αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου να δείξω πως γίνεται αυτή η μετάθεση μετά το τέλος της Β΄ Εικονομαχικής Περιόδου (813-843) . Μέσα από την αγιολογική αυτή διήγηση η γυναίκα αντί για ένοχη περιγράφεται ως θεραπεύτρια του κοινωνικού κακού και ως θεραπεύτρια των ψυχών που ευθύνονται γι’ αυτό. Η σωματική ασθένεια και η θεραπεία της, όχι μόνο δεν απασχολεί τον συγγραφέα του κειμένου, αλλά εννοιολογείται διαφορετικά.

Ασθένεια και σωματικότητα στο πρώιμο Βυζάντιο: Τα Θαύματα του Αγίου Αρτεμίου Γιώργος Καλόφωνος

Η κολυμβήθρα της Βηθεσδά. Εικονογραφημένο χειρόγραφο, 11ος αι., Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος. Πρακτική θεσμοθετημένη στην αρχαιότητα, η εγκοίμηση επιδιώκει την ίαση της ασθένειας μέσω του ονείρου που προκαλείται με ύπνο σε ιερό τόπο αφού έχει πρώτα τηρηθεί συγκεκριμένο εξαγνιστικό τελετουργικό. Ο χριστιανισμός υιοθέτησε αυτούσια την αρχαία αυτήν πρακτική προσαρμόζοντάς την, όμως, στις δικές του επιδιώξεις και ακολουθώντας ένα τελετουργικό που έμοιαζε εντυπωσιακά με εκείνο των «ειδωλολατρικών» ιερών της εγκοίμησης. Η χριστιανική εγκοίμηση αντιπροσωπεύει μια μορφή λαϊκής (κοσμικής) θρησκευτικότητας, με αρχές και στόχους πολύ διαφορετικούς από εκείνους του ασκητισμού. Σε πείσμα της υποτιθέμενης μετατόπισης της χριστιανικής θρησκευτικότητας, από την σωματοκεντρική πολιτισμική παράδοση της αρχαιότητας, προς μια πνευματικότητα ασκητική που εχθρεύεται το σώμα, η εγκοίμηση ενδιαφέρεται πρωτίστως για το σώμα και όχι για το πνεύμα. Φροντίζει για την επίγεια ζωή όσων προσφεύγουν σε αυτήν και όχι για την μεταθανάτια. Ενώ, λοιπόν, οι ασκητές μοιάζουν να ντρέπονται που έχουν σώματα —φθάνοντας να θεωρούν την ασθένεια ως ένα είδος θείας δωρεάς που τους απαλλάσσει από το επίπονο καθήκον της εκούσιας απονέκρωσης των σωμάτων τους— οι ασθενείς της εγκοίμησης φαίνονται να έχουν τα σώματά τους σε μεγάλη εκτίμηση και να ντρέπονται για την σωματική ασθένεια και την παραμόρφωση που αυτή επιφέρει. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στα Θαύματα του Αγίου Αρτεμίου, ένα εντυπωσιακό κείμενο που καταγράφει 45 ιάσεις που συνέβησαν σε ένα κέντρο εγκοιμήσεως της Κωνσταντινούπολης του 7ου αιώνα. Η εξειδίκευση του Αγίου στην θεραπεία βουβωνικής κήλης και άλλων διαταραχών των ανδρικών γεννητικών οργάνων καθιστά το κείμενο μια σπάνια και ανεξερεύνητη εν πολλοίς πηγή πληροφοριών για θέματα όπως η αντίληψη του σώματος, η ανδρική έμφυλη ταυτότητα, ο ευνουχισμός. Για την σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα ανδρική και κοσμική πελατεία του Αγίου, η ασθένεια, η παραμόρφωση και ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων είναι μια εμφανής πηγή αμηχανίας, ντροπής και φόβου. Πρόκειται κυρίως για έναν φόβο απώλειας της ανδρικής ταυτότητας, τον οποίο άλλωστε το κείμενο αξιοποιεί με δεξιοτεχνία. Η αποστροφή προς το χειρουργείο και η εχθρότητα προς τους ιατρούς σκιαγραφούνται με εντυπωσιακό τρόπο στις αφηγήσεις των θαυμάτων — ορισμένες φορές μέσα από ολοζώντανες περιγραφές των ονείρων των ασθενών. Τα συναισθήματά τους αυτά συνδέονται, σχεδόν πάντοτε, με τον πρωταρχικό αυτόν φόβο τους να χάσουν τον ανδρισμό τους, δηλαδή να ευνουχιστούν, πράγμα που ήταν συχνά το αποτέλεσμα της χειρουργικής αντιμετώπισης της κήλης την εποχή εκείνη. Η προσφυγή στο κέντρο εγκοίμησης του Αρτεμίου προσφέρει στους ασθενείς ένα ασφαλές καταφύγιο μακρυά από την κοινωνική κατακραυγή και τον στιγματισμό που επιφέρει η ασθένεια. Γίνονται μέλη μιας κλειστής και προστατευμένης κοινότητας ομοιοπαθών όπου μπορούν να συζητήσουν ανοιχτά τα προβλήματα και τους φόβους τους, ή ακόμη και να συγκρίνουν το μέγεθος των παθήσεών τους. Παράλληλα, εξοικειώνουν τους εαυτούς τους με τις αφηγήσεις των θαυματουργών ιάσεων του κέντρου, και προετοιμάζονται έτσι σταδιακά για την πολυαναμενόμενη θεραπεία, ξαναβρίσκοντας την ελπίδα της κοινωνικής επανένταξης.

Μωρός ειμι και ανούστατος ή όταν οι γιατροί (σχεδόν) δεν χρειάζονται Ηλίας Αναγνωστάκης

Ο άγιος Παντελεήμων, ιαματικός άγιος, με σκηνές από τον βίο του. Τέμπερα σε ξύλο, 13ος αι., Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά. Σε Βίους αγίων, βυζαντινά κείμενα του 7ου αιώνα, δηλαδή μιας εποχής μεταβατικής, διερευνάται η αμφισβήτηση της ιατρικής επιστήμης από την χριστιανική κοινότητα. Στα κείμενα αυτά κατατίθενται οι αντιλήψεις για τα κυρίαρχα θεραπευτικά μοντέλα και τις προτεινόμενες λύσεις φιλανθρωπίας τόσο στην βυζαντινή επαρχία (Συρία, Αίγυπτο, μικρασιατική Γαλατία) όσο και στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, Αλεξάνδρεια, Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη. Σε πολλά από τα αναφερόμενα θαύματα προβάλλεται η αναποτελεσματικότητα της θύραθεν ιατρικής επιστήμης, η οποία είναι πάντα παρούσα και ανθηρή με υπερβολικό πλουτισμό και αξιώματα δίπλα στους άνακτες, υπηρετούμενη μάλιστα από διαφόρους κερδοσκόπους χλιαρής πίστης, ελληνίζοντες και Εβραίους. Η αναφερόμενη επανειλημμένως αναποτελεσματικότητα του Ιπποκράτη, Γαληνού και Δημοκρίτου και των σύγχρονων ιστροσοφιστών, σε σύγκριση πάντα με την αποτελεσματική δράση των αγίων, αν και αποτελεί στοιχείο της ρητορικής και γενικώς της πολεμικής κατά των εθνικών, τεκμηριώνεται πλειστάκις από τα εξιστορούμενα συμβάντα. Πρόκειται για μια προσπάθεια όχι μόνον να ελεγχθεί η ιατρική επιστήμη και λαϊκή θεραπευτική από τον χριστιανισμό, αλλά και να αποκαθαρθεί από ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντιστρατεύεται τα συμφέροντά του, ως διδασκαλία (μαγεία, δεισιδαιμονία) και ως τρόπος και οργάνωση του βίου (προσκυνήματα, ιαματικά κέντρα, νοσοκομεία, ξενώνες με στελέχωσή τους από μοναχούς, εξεύρεση και διαχείριση πόρων. Η μάχη κατά των μάγων, γοήτων, ιατροφιλοσόφων, των μη χριστιανών θεραπευτών συντηρείται, ώς ένα βαθμό, από την καινούργια αντίληψη για την πολιτειακή έκφραση της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Δεν αμφισβητείται κατά συνέπεια ο ιατρός, αλλά η ένταξή του σε κοινωνικές ομάδες που υπηρετούν ή εφαρμόζουν μη αποδεκτές ή ανταγωνιστικές θρησκευτικές και θεραπευτικές τεχνικές. Η εκκλησία προεξάρχει στην διεκδίκηση της διαχείρησης της ιατρικής και θεραπευτικής και οδηγεί σε δαιμονοποίηση ή και εξετρελισμό τους μη χριστιανούς ιατρούς με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα του Γεσίου. Ο εξευτελισμός των γιατρών της ύστερης αρχαιότητας που (σχεδόν) δεν χρειάζονται, αντιστοιχείται με σημερινές καταστάσεις, όταν η θεραπευτική ανάγκη, η απελπισία, η οικονομική και κοινωνική θέση, η παιδεία και η θρησκευτική πίστη αλλά κυρίως τα αντικρουόμενα συμφέροντα ιατρών και ασθενών οδηγούν σε απομάκρυνση της ιατρικής από τον άρρωστο, στην μωρία και ανοησία αντίστοιχη του Γεσίου.

Άλλα θέματα: Βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας από την Άρτα. Παρατηρήσεις κατά τη συντήρησή της Ιωάννης Λιούγκος

Η Β΄ όψη της εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας. Κατά το θέρος του 1998, μου ανατέθηκε η συντήρηση της δεσποτικής εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας (140 x 80 εκ.), στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Άρτας. Η εικόνα έφερε παράσταση της Παναγίας με τον Χριστό, ζωγραφισμένη με την τεχνική της ελαιογραφίας επάνω σε ξύλο καρυδιάς, και χρονολογούνταν στο α΄ μισό του 20ού αιώνα. Κατά τη διαδικασία της συντήρησης αποκαλύφθηκε παλαιότερο στρώμα ζωγραφικής του ίδιου θέματος, που εκτιμούμε ότι ανήκει στο τέλος του 17ου αιώνα. Ωστόσο, μεγαλύτερο ενδιαφέρον ακόμη παρουσίαζε μια άλλη παράσταση της Παναγίας Οδηγήτριας που αποκαλύφθηκε στην πίσω όψη της εικόνας και εκτιμούμε ότι τοποθετείται στον 14ο αιώνα. Πρόκειται λοιπόν για αμφιπρόσωπη εικόνα με το θέμα της Παναγίας και του Χριστού να κοσμεί και τις δύο πλευρές. α. Μπροστινή όψη: Διενεργήθηκε ακτινογράφηση στην περιοχή των προσώπων της Παναγίας και του Χριστού και, στη συνέχεια, αφού εξετάστηκε η κατάσταση του παλαιότερου στρώματος ζωγραφικής αποφασίστηκε η αφαίρεση της επιζωγράφισης. Η εικόνα που αποκαλύφθηκε, η οποία σωζόταν στο μεγαλύτερο μέρος της έκτασής της, φέρει την επιγραφή Η ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ και ανήκει στον εικονογραφικό τύπο της Θεοτόκου Madre della Consolazione, ενώ με βάση τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 17ου αιώνα. β. Πίσω όψη: Τμηματικά αφαιρέθηκε πρώτα το στρώμα της καφετιάς απόχρωσης λαδομπογιάς και το στρώμα του βερνικιού, και αποκαλύφθηκε μια παλαιότερη παράσταση της Παναγίας Οδηγήτριας. Πρόκειται για μία εξαιρετικής δεξιοτεχνίας βυζαντινή εικόνα, δουλεμένη με αυγοτέμπερα επάνω σε λινό ύφασμα και προετοιμασία από γύψο και σπάνιας τεχνικής χρυσοκονδυλιές. Το στρώμα του βερνικιού είχε αποκτήσει μια κοκκινωπή απόχρωση εξαιτίας της οξείδωσης. Η τεχνοτροπική ομοιότητα του έργου με θρησκευτικές εικόνες από τα εργαστήρια της Θεσσαλονίκης, μας οδηγούν να χρονολογήσουμε την εικόνα στο α΄ μισό του 14ου αιώνα και να τη συνδέσουμε με το καλλιτεχνικό περιβάλλον της πρωτεύουσας της Βόρειας Ελλάδας.

Η ιστορική φυσιογνωμία της Λευκάδας Μαρία Λαμπρινού

Η πόλη της Λευκάδας και το φρούριο. Η ιστορία της πόλης της Λευκάδας, πρωτεύουσας του νησιωτικού συμπλέγματος, που απαρτίζει τον ομώνυμο νομό, χάνεται στους μεσαιωνικούς χρόνους, αλλά είναι ακόμα ελάχιστα γνωστή και ακόμα λιγότερο τεκμηριωμένη. Πλημμελώς έχει μελετηθεί επίσης η ιστορική δομή του πολεοδομικού ιστού της και η φυσιογνωμία των σπιτιών της. Για το λόγο αυτό κάθε βλάβη του πυκνοδομημένου ιστορικού κέντρου της αφανίζει στοιχεία της ιστορίας και αποβαίνει μοιραία για την τεκμηρίωση της εξέλιξης του μόνου από τα τρία εξώμπουργκα της μεσαιωνικής πρωτεύουσας του νησιού, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Δυστυχώς, η ραγδαία εξελισσόμενη ανοικοδόμηση και η αντικατάσταση των παλαιών με νέα υλικά, καταρρακώνει την ιστορική ταυτότητα της ιδιότυπης αντισεισμικής αρχιτεκτονικής και της πολεοδομικής υπόστασής της και ανατρέπει την ισορροπία μεταξύ αυθεντικού και κίβδηλου αρχιτεκτονικού έργου, εις βάρος του πρώτου.

Η βυζαντινή μεταλλευτική και μεταλλουργία στην Ανατολική Μακεδονία Νεραντζής Νεραντζής

Η περιοχή της Ανατολ. Μακεδονίας, με τις θέσεις εξόρυξης και μεταλλουργικής παραγωγής. Η προέλευση του χρυσού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρείται εν γένει δυσεπίλυτο ζήτημα. Μία από τις πιθανές περιοχές που συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός αποθέματος χρυσού είναι η Μακεδονία με τα πλούσια κοιτάσματά της. Σε μερικά από τα κέντρα εξόρυξης και μεταποίησης σιδήρου μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα, όπως το Άγκιστρο και το Μακρυχώρι, διενεργείτο και παράλληλη εξόρυξη χρυσού. Η μελέτη μεταλλουργικών καταλοίπων από τέσσερις θέσεις υποδεικνύει δύο περιπτώσεις μικρής κλίμακας παραγωγή και δύο μεγάλης κλίμακας ελεγχόμενη δραστηριότητα. Από την έρευνα προκύπτουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και τη χρήση χώρων εργασίας για την εκμετάλλευση πρώτων υλών και αξιολογείται η τεχνολογική πολυπλοκότητα του βυζαντινού κόσμου.

Θωράκια τέμπλων και αναθηματικές εικόνες στα Επτάνησα (17ος-18ος αι.) Ειρήνη Λεοντακιανάκου

Ο προφήτης Ιωνάς. Θωράκιο, 18ος αι., Μουσείο Ζακύνθου. Στα Επτάνησα, από το δεύτερο μισό του 17ου και κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η λατρευτική εικόνα, έτσι όπως είχε κληροδοτηθεί από τη βυζαντινή τέχνη, μεταμορφώνεται σταδιακά, ενώ οι δημιουργοί της Επτανησιακής Σχολής θα απαρνηθούν τη μεταβυζαντινή παράδοση για να υιοθετήσουν την τεχνική της ελαιογραφίας και ένα ιδίωμα νατουραλιστικό. Σχολιάζοντας την εξέλιξη από την εικόνα στον πίνακα, επικεντρωνόμαστε σε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις θρησκευτικών έργων: τα θωράκια τέμπλων εκκλησιών της Ζακύνθου –αναπαράγουν μαζικά δυτικές χαλκογραφίες– και τις αναθηματικές εικόνες, έργα δημόσιας και ιδιωτικής λατρείας αντίστοιχα. Πέρα από τον αυστηρό χαρακτήρα του παραδοσιακού τέμπλου, η πλούσια θεματολογία των θωρακίων της Ζακύνθου αναδεικνύει ένα καινούργιο σύστημα αξιών, ενώ οι αναθηματικές εικόνες αναπαριστούν, συχνά με νατουραλιστική ακρίβεια, στοιχεία από το άμεσο περιβάλλον του παραγγελιοδότη. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς: οι ορθόδοξοι ελληνόφωνοι πληθυσμοί στα Επτάνησα δεν αντιλαμβάνονται πλέον την πολιτισμική τους ταυτότητα σε αντιπαραβολή με τους Βενετούς και την κουλτούρα τους (όπως έκαναν σε μεγάλο βαθμό οι Κρητικοί) ούτε αυτοπροσδιορίζονται με βασικό κριτήριο το θρησκευτικό τους δόγμα. Θεμελιώδες πρότυπο για ένα διευρυμένο αστικό κοινό, ανεξάρτητο από εθνική προέλευση και δόγμα, αποτελεί πλέον η ίδια η Βενετία και η δημόσια εικόνα της. Αυτό επηρεάζει άμεσα την τέχνη και τα αισθητικά ιδεώδη, με αποτέλεσμα αστικοί κύκλοι των Επτανήσων να στρέφονται σε νατουραλιστικές αισθητικές αξίες προκειμένου να εκφράσουν τη θρησκευτικότητά τους.

Το τέμενος του Ιππολύτου στην Τροιζήνα Ελένη Οικονομίδου

Αναπαράσταση του τεμένους του Ιππολύτου στην Τροιζήνα. Περίπου 170 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, σε μικρή απόσταση από την Επίδαυρο, βρίσκεται ένας αξιόλογος αρχαιολογικός χώρος, που παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό. Το ιερό του Ιππολύτου στην Τροιζήνα, σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, συνδέεται άμεσα με τον μύθο του έρωτα της Φαίδρας για τον Ιππόλυτο. Ο περίβολος και τα κτίσματα του ιερού (εικ.2-3), το οποίο βρισκόταν εκτός των τειχών της αρχαίας Τροιζήνας, κτίστηκαν στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. γύρω από έναν αρχαιότερο πυρήνα λατρείας, ο οποίος εντοπίζεται στον χώρο του μικρού – γεωμετρικού τεμένους. Η ύπαρξη σχετικών επιγραφών βεβαιώνει την λειτουργία Ασκληπιείου στο τέμενος, αλλά φαίνεται ότι το Ασκληπιείο της Επιδαύρου επισκίασε αυτό της Τροιζήνας. Στην παρακμή του Ασκληπιείου της Τροιζήνας διαδραμάτισε προφανώς σημαντικό ρόλο και ο σεισμός, τον οποίο προκάλεσε η έκρηξη του ηφαιστείου των Μεθάνων, στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Τα κτίρια υπέστησαν σοβαρές φθορές και έμειναν σε ερειπιώδη κατάσταση μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε και επισκευάστηκαν. Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού το αρχαίο υλικό απομακρύνθηκε από τα μνημεία στα οποία ανήκε αρχικά και χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση χριστιανικών ναών, όπως η Επισκοπή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απομάκρυνση και η επανάχρηση του αρχαίου υλικού συνεχιζόταν μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα ορισμένα από τα αρχαία μνημεία αντιμετωπίζουν κάποια προβλήματα λόγω εγγενών αδυναμιών του υλικού (συγκεκριμένα του πωρολίθου) και στατικά προβλήματα, κυρίως λόγω ωθήσεων των γαιών. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι απερίφρακτος, δεν υπάρχουν ενημερωτικές πινακίδες μπροστά από τα μνημεία και απουσιάζουν κατάλληλες διαμορφώσεις για την εξυπηρέτηση των λίγων επισκεπτών.

Η εξέλιξη της πόλης και της πολεοδομίας στην ελληνιστική εποχή Στέφανος Γερασίμου

Ειδυλλιακό τοπίο, όπως απεικονίζεται σε τοιχογραφία από την Πομπηία. Εθνικό Μουσείο Νεαπόλεως. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται η ανάδειξη της εξέλιξης της πόλης και της πολεοδομίας στην ελληνιστική εποχή μέσω της συστηματοποίησης των κυριότερων γενεσιουργών παραγόντων των κανόνων πολεοδόμησης. Ειδικότερα εξετάζεται η επίδραση των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων, της κοινωνίας και της οικονομίας, των φιλοσοφικών ρευμάτων, του πολιτικού συστήματος και της τέχνης, κυρίως της αρχιτεκτονικής, στο δομημένο περιβάλλον της ελληνιστικής πόλης. Τέλος επιδιώκεται η ανάδειξη της δυναμικότητας της πόλης και της πολεοδομίας μέσω της αλληλεπίδρασης των ως άνω μεταβλητών παραγόντων.

Κυνηγοί ελεφάντων στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο Παναγιώτης Κωνσταντινίδης

Φάλαρο αλόγου με παράσταση πολεμικού ελέφαντα. Μουσείο Ερμιτάζ, Λένινγκραντ. Στην αρχαιότητα η χρήση ελεφάντων στη μάχη αποτελούσε κρίσιμο παράγοντα για τη νικηφόρο έκβασή της. Οι πολεμικοί ελέφαντες ήταν ένα απαραίτητο μέσο για κάθε στρατηγό που ήθελε να είναι αποτελεσματικός στην τέχνη του πολέμου και να σημειώνει επιτυχίες. Η προμήθεια πολεμικών ελεφάντων, ως αναγκαίας προϋπόθεσης κατά το σχεδιασμό και την προετοιμασία της μάχης, καθώς και οι συστηματικά και προσεκτικά διοργανωμένες επιχειρήσεις κυνηγιού, με σκοπό την αιχμαλωσία άγριων ελεφάντων, απορροφούσαν σημαντικά κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού των Πτολεμαίων. Δύο επιγραφές από την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, σε συνδυασμό με παπυρικές μαρτυρίες και εξιστορήσεις των συγγραφέων της εποχής, μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις επίσημα οργανωμένες κυνηγετικές αποστολές. Έως το 1948, επικρατούσε η άποψη ότι η δυναστεία των Πτολεμαίων ενδιαφερόταν να αιχμαλωτίζει αποκλειστικά μεγαλόσωμους αφρικανικούς ελέφαντες, του είδους loxodonta Africana Africana, για τις ανάγκες του αιγυπτιακού στρατού. Ωστόσο, με τη δημοσίευση του άρθρου του William Gowers, αποδείχθηκε ότι επρόκειτο όχι για τους μεγαλόσωμους ελέφαντες της σαβάνας, αλλά για τους πιο μικρόσωμους του αφρικανικού δάσους, που ανήκαν στο είδος loxodonta Africana cyclotis.

Η διατήρηση της ψηφιακής κληρονομιάς και ο ρόλος του συντηρητή Αθανάσιος Βέλιος

Παράδειγμα εφαρμογής της διαδικασίας της "Προσομοίωσης" Η ψηφιακή κληρονομιά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας μας που θα γίνεται όλο και πιο σημαντικό στο μέλλον. Η διατήρηση της ψηφιακής κληρονομιάς αποτελεί τόσο σημαντικό κλάδο στη συντήρηση όσο και η διατήρηση αρχαιοτήτων ή έργων τέχνης. Το πρόβλημα της διατήρησης της ψηφιακής κληρονομιάς είναι οξύτατο λόγω του όγκου και της ποικιλίας των ψηφιακών αρχείων. Διάφορες μεθοδολογίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχουν διατυπωθεί με βασικότερη τη μετατροπή (migration). Σε αυτό το άρθρο δίνεται έμφαση στο ρόλο του συντηρητή αρχαιοτήτων και έργων τέχνης στον τομέα αυτό και προτείνεται η άμεση ανάπτυξη εκπαιδευτικής υποδομής.

Οικοδομώντας με την παράδοση Κωνσταντίνος Πολιουδάκης

Βίλα Clodio στο Χρωμοναστήρι. Η οικοδόμηση υπό την καθοδήγηση της παράδοσης παρουσιάζει κατ’ αρχάς ένα περιορισμό στην καλλιτεχνική βούληση και στην ελευθερία της προσωπικής έκφρασης μέσα από την φαντασία, η οποία είναι ήδη εξασθενισμένη από την μειονεκτική θέση που κατέχει η αρχιτεκτονική στο χώρο των τεχνών να εξυπηρετεί πραγματικές λειτουργίες. Μια συνεπής με το νόημα της τέχνης οικοδόμηση θα σήμαινε άρνηση της παράδοσης και περιφρόνησή της. Ωστόσο η έννοια της αλήθειας δεν συγκλίνει με την απόρριψη της παράδοσης αφού αλήθεια σημαίνει μη-λήθη, μη-λησμονιά, θύμηση κι άρα θύμηση της παράδοσης. Επομένως μια αληθινή αρχιτεκτονική που θέτει σε εγρήγορση την μνήμη δεν μπορεί να βρίσκεται σε αντίθετη κατεύθυνση από την αυθεντική τέχνη που επιζητεί την χειραφέτηση από την παράδοση. Στο άρθρο αυτό γίνεται προσπάθεια να επιλυθεί το πρόβλημα μέσα από την γλώσσα με αναφορές στα έργα του M. Heidegger από τα οποία προβάλλει τραγικό, αφού εμφανίζεται μια διαμάχη μεταξύ κατασκευής και καλλιέργειας, σύγχρονης τάσης και πολιτισμού. Παράδοση σημαίνει το δόσιμο, το να παραδίδει κανείς κάτι σε κάποιον κι αυτό είναι αντίθετο με την λήψη ή την παραλαβή με την οποία συγχέεται η έννοια της παράδοσης. Παράδοση είναι αυτό που παραδίδεται χωρίς να έχει ακόμα παρθεί ή χρησιμοποιηθεί. Τούτο σημαίνει στροφή προς μια εγκαταλελειμμένη παράδοση σε αντίθεση με τον εγκλωβισμό μας μέσα στα δύσκαμπτα πλαίσια της σύγχρονης τεχνολογικής κατεύθυνσης που μάς κλείνουν την είσοδό μας σε μια πιο αυθεντική αποκάλυψη μέσω της οποίας θα μπορούσε ο άνθρωπος να βιώσει το κάλεσμα μιας πιο πρωταρχικής αλήθειας.

Μουσείο: Αιανή, η έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη

Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αιανής Η Αιανή, "πόλις Μακεδονίας", σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο που διέσωσε ο Στέφανος Βυζάντιος, κτίστηκε από τον Αιανό, γιο του βασιλιά Ελύμου. Ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου της Ελιμιώτιδας, το οποίο με τα υπόλοιπα ελληνικά βασίλεια (Ορεστίδας, Εορδαίας, Τυμφαίας, Λυγκηστίδας, Πελαγονίας, Δερριόπου) αποτελούσαν την Άνω Μακεδονία των αρχαίων. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα στους αρχαιολογικούς χώρους της Αιανής και γενικότερα η φροντίδα για όλο τον Νομό Κοζάνης άρχισε το 1983 και συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Ο αρχαιολογικός πλούτος της Αιανής επέβαλε την ίδρυση ενός μεγάλου και σύγχρονου Αρχαιολογικού Μουσείου. Το Μουσείο θεμελιώθηκε το 1992 και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2002. Φιλοξενεί τις προϊστορικές και τις κλασικές αρχαιότητες της Αιανής και της ευρύτερης περιοχής, καθώς και τα χιλιάδες ευρήματα, που προήλθαν από τις σωστικές ανασκαφές της κατασκευής του εθνικού και επαρχιακού οδικού δικτύου. O εκθεσιακός χώρος του Μουσείου της Αιανής περιλαμβάνει προθάλαμο με πωλητήριο, βεστιάριο και έξι αίθουσες για την έκθεση ευρημάτων από την αρχαία Αιανή και ελάχιστα από τον περίγυρό της, ενώ η έβδομη μικρή αίθουσα προορίζεται για περιοδικές εκθέσεις ευρημάτων από τον Νομό Κοζάνης. Η έκθεση, οργανωμένη χρονολογικά και θεματικά, παρουσιάζει τρεις παράλληλους άξονες: - Την ιστορική εξέλιξη της αρχαίας Αιανής, πρωτεύουσας της Ελιμιώτιδας, ενός βασιλείου από τα ισχυρότερα της Άνω Μακεδονίας, και της ευρύτερης περιοχής, από τα προϊστορικά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. - Τις ενότητες των ευρημάτων που ήρθαν στο φως στους διάφορους τομείς της συστηματικής ανασκαφής (πόλη, νεκροταφεία, χώρα) αλλά και τα σύνολα που προέρχονται από σωστικές ανασκαφές. - Την καθημερινή ζωή και τους θεσμούς στην αρχαιότητα, όπως προβάλλονται μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Δικτυακοί τόποι: Ο νέος Οδυσσέας, η Πύλη του Ελληνικού Πολιτισμού στο Διαδίκτυο (1) Κατερίνα Χαρατζοπούλου, Κατερίνα Γκίκα

Η σελίδα παρουσίασης των ελληνικών μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Στην καινούργια έκδοση του Οδυσσέα, νέα εργαλεία πρόσβασης, όπως ο Πολιτιστικός χάρτης της Ελλάδας, το Χρονολόγιο, το Φωτογραφικό αρχείο, και ένα ειδικό βοήθημα, το Γλωσσάρι, αποτελούν ανεξάρτητες διαδραστικές εφαρμογές. Παρέχεται επίσης απλή αναζήτηση με ελεύθερο κείμενο και γενική αναλυτική αναζήτηση σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες περιεχομένου του ιστότοπου (Μουσεία, Μνημεία, Αρχαιολογικούς χώρους, Εκθέσεις, Εκθέματα, Γλωσσάρι, Όλα, γεωγραφικό διαμέρισμα και «λέξεις κλειδιά»).

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Αφαίρεση λευκού στρώματος του 18ου αι. από το ξύλινο άγαλμα του Αγίου Θωμά του 17ου αι. Ειδήσεις: Λεοπάρδαλη στη Νεμέα, Νέα ερμηνεία για τα κείμενα του Κουμράν, Ωδείο Νικοπόλεως, Οικία Βενιζέλου, Μουσείο πλινθοκεραμοποιίας, Πολιτιστική Εγνατία, Ελληνικό Κέντρο Βραχογραφίας. Εκθέσεις: Παλαιές φωτογραφίες αρχαιολογικών χώρων, Τα σπήλαια της Αίτνας. Συνέδρια: Δ‘ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο, Ανασκαφή και Έρευνα VI, Η διδασκαλία της Ιστορίας. Διαλέξεις: Χειροποίητη κεραμική στην προϊστορική Ελλάδα, Η μαρτυρία των νομισμάτων, Τα σπήλαια της Μάνης. Βιβλία: Το Μουσείο και οι πρόδρομοί του, Eilean Hooper-Greenhill, Η ανάδυση του πολιτισμού. Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στην 3η χιλιετία π.Χ., Colin Renfrew, Η έξαρση της Δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα, Jacqueline de Romilly.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: Η ημερίδα της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας στο ΥΠΠΟ, Νέες Μελέτες για την προϊστορική ηφαιστειακή έκρηξη στη Θήρα, Έκδοση μονογραφίας για το Χρυσοκάμινο Αν. Κρήτης, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (Κ‘ ΑΕΜΘ).

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 19/2 (2006) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Η στήλη του JMA παρουσιάζει το άρθρο του S. Nanoglou, "Regional Perspectives on the Neolithic Anthropomorphic Imagery of Northern Greece".

English summaries: Byzantine medicine Diana Traka

Official medicine in the Byzantine era creates compendiums- encyclopedias in order to record existing knowledge: Paul Aeginetes, Dioskourides, Myrepsos, Oreivasios. Laboratory methods used for medical purposes, accomplish an important scientific feat through the development of uroscopy which is utilized for diagnostic purposes. (Theophilos, Ioannes Actuarius). The progress of these methods, directly depends on the implementation of these discoveries on a greater part of the population in a clinical setup, namely in monastery-hospices gradually turned into hospitals. Nonetheless, the Byzantines have a hazy perception of the symbolic division between the natural and the supernatural or magic. Miracles did not have specific boundaries. Popular medicine turned to healer saints and their miraculous icons. The Lives of woman healer saints reveal the ambivalence of a culture divided between The Virgin Mary and Eve. Maria/Marinos, who had the divine gift of healing the possessed, had first to dress up himself/herself as a monk and live in a monastery. Daemonic possession which seized women who then displayed an unbridled sexual passion, was cured by the intervention of healer saints. Byzantine hagiography is full of contests between saints and sorcerers. It is worth noting that the evil eye is held responsible for illnesses. In the Byzantine court of the 12th and 13th century, there are many well documented accusations of sorcery causing illness and death. The Church was uncomfortable in condemning “the proof” of magic and sorcery. It is obvious to what degree “popular” beliefs infiltrated all levels of an officially orthodox society.

Medical care in Byzantium Afendra Moutzali

Every Byzantine town had its own hospital where the sick and invalid citizens could find cure and comfort. Men, women and children could be hospitalized there free of charge or for a small fee, depending on the gravity of malady, duration of stay, treatment required and the regulations of the institution. The best Byzantine hospitals were located in the important economic, political and ecclesiastical centers of the Empire. However, small units of medical care also existed in the monasteries scattered in remote areas of the state. In these rudimentary, compared to the modern, hospitals official medicine was practiced and a variety of diseases was treated. The inmates of the Byzantine hospitals soon after being cured could return to their families and resume their activities.

The course of medical care in Byzantium Christina G. Angelidi

The doctrine of the Church Fathers during the early centuries of the Empire infused a new, Christian concept into the Hellenistic and Roman tradition of philanthropy. Foundations functioning under the supervision of the Church and monasteries as well as various charities could efficiently meet the needs of those citizens who were sick, incurable or in great need. Judging from fragmentary literary sources of the late fourth century, it is concluded that at least in Constantinople there was a number of nursing units, staffed with specialized personnel. The cooperation of the Patriarchate of Constantinople with the imperial court was particularly realized in the important medical institutions of the sixth and seventh centuries, which could provide specialized treatment and health services. In spite of the reproach of the hagiographical texts as regards the effectiveness of medicine and the perpetual distrust of the aristocracy for establishments of mass hospitalization and cure, the foundation in the twelfth century of the Pantocrator Hospital testifies both the high standards of planning and function of medical institutions and the social upgrading of the medical profession.

The child and his health in the Byzantine age Effie Poulakou-Rebelakou

The medical practice in treating children’s health in Byzantium is dictated by the perceptions of society for the child and his care. With the exception of Developmental Paediatrics issues, such as the neonatal care of the new-born, breastfeeding and healthy diet that comprise an autonomous unity in the Medical Literature of Byzantium, the variety of childhood morbidity is scattered in the chapters referring to the relevant health disorders of the grown-ups. The historical, literary and hagiological sources not only indicate that specialization in Paediatrics did not exist, but also reveal the vital role that Church and State have played through charitable institutions, miraculous healing and protective legislation for the preservation and cure of children’s health. Based on medical, historical, theological and legal texts, this article presents a concise recording of the position of the under age members of the Byzantine family and its environment and refers to the infantile medicine, the nosology of child, the hygienic commandments for life, the activity of healer saints as well as the factors affecting the social health of children, such as violence, oppression, school and sexual maltreatment.

Diseases and treatment of Byzantine women Katerina Nikolaou

Besides chronography, history and medical treatises, the hagiographical texts and particularly the part of Vitae referring to the miracles performed by saints, while in life or after death, have become an important source of information, on the diseases of the female population in Byzantium, the therapeutic means available and the way they were treated by their contemporaries. A large percentage of the miracles have to do with the healing of women suffering from incurable or toilsome diseases that could push them to the social margin or lead them to death. These were either illnesses affecting the entire population (cancer, dermatological and ophthalmological disorders, paralysis of the upper or lower limbs, headaches) or exclusively gynaecological maladies such as the bleeding of genitals. Furthermore, the Byzantines have described a great number of psychic or cerebral disorders, such as epilepsy, tetraplegia and mania fit as seizures of demonic powers. The female patients, particularly those who did not belong to wealthy families, could rarely visit a physician or take advantage of the potentialities of the Byzantine medical science, living almost as social outcasts. The miracles of saints, apart from proving the divine properties of their performers, were aiming to affect the society positively in order to welcome the invalid or handicapped women, especially after their full recovery.

Social gender as a social ill and its therapy. The example of Irene Chrysovalandou in the hagiological texts Ioannis Kolakis

This article is a version of an earlier monograph entitled “The Byzantine Woman in the Hagiological Texts and the Penal Law of the Orthodox Church”, in which we tried to trace the social gender of women in Byzantium on the basis of the Vitae of various female saints who lived from the fourth to the ninth century; and also to find out how the social gender is defined according to the interpretation of the myths of Fall and Resurrection, which govern the value system of the Byzantine society along with the historical facts conditioning every narrative and the enactment of social roles in the Penal Law of the Orthodox Church. The critical analysis and processing of Vitae proved the various interpretations of the myths, depending on the period, its historical facts and ideological-theological framework, and the lived experience of the anonymous or eponymous authors. The guilt of woman due to her mutable “by nature” gender in the social and natural being is stressed in most accounts, a guilt already established by the myth of Fall. However, in the years following Iconomachy the guilt of man, due to his impetus “by nature”, is emphasized as the major component of the social gender, and thus the woman, becoming innocent, is identified with the Mother of God or the angelic model. In the present article we will try to elucidate this shift by analyzing the Vita of saint Irene Chrysovalandou, in which the woman is not described as guilty but as healer of the social evil and of the souls responsible for it. The physical disorder and cure are not only beyond the interests of the author of the hagiological text but they are conceived absolutely differently.

Disease and Corporeality in Early Byzantium: The Miracles of St. Artemios George T. Calofonos

A well established institution in antiquity, incubation, involves evoking a curative dream by sleeping on sacred ground, after following specific purification rituals. Christianity embraced it and adapted it to fit its own purposes, employing a ritual deceptively similar to that of pagan sanctuaries. Christian incubation represents a form of secular religiosity, whose aims and principles are removed from those of asceticism. In spite of the supposed shift of Christian spirituality away from the body-centred culture of antiquity towards an ascetic hostility to the body, incubation is predominantly concerned with the body, not the spirit. It caters for its supplicants’ earthly existence, not their lives after death. While ascetics appear ashamed to have bodies―and even tend to regard disease as a divine gift that spares them the effort of mortifying their bodiesn themselves―incubation patients appear to value their bodies and to be ashamed of their deformities or diseases. The article concentrates on The Miracles of St. Artemios, a text which records 45 cures, which took place an incubation centre in seventh-century Constantinople. The saint’s specialisation in curing scrotal hernia and disorders of the male genitals makes this text a rare and unexplored source of information on subjects such as attitudes towards the body, masculinity, castration. For the Saint’s predominantly male secular client le, disease, deformity or mutilation of the genitals is a clear source of embarrassment, shame and fear ―fear of losing their masculine identity, on which the text masterfully plays. Aversion to surgery and hostility to doctors, is brilliantly portrayed in the miracle narratives―sometimes through the description of vivid dreams. Again, it reflects, for the most part, fear of losing their masculinity, through castration―which was often the outcome of hernia surgery at the time. Resort to the incubation centre of Artemios offers to hernia patients a safe ground where they can find refuge from social hostility and stigmatization. They become members of a sheltered group of fellow sufferers, where they can openly discuss their problems and fears, or even compare the magnitude of their ailments. Acquainting themselves with past miracle accounts, they gradually prepare for the long awaited cure, rediscovering hope of rehabilitation.

When Physicians Are (Almost) Hardly Needed Ilias Anagnostakis

The debate of the Christian community about medical science is recorded in the saints Vitae of the seventh century, a particularly transitional period. These texts present the perceptions for the prevailing therapeutical models and for the proposed solutions for charities both in the Byzantine provinces and in the major cities of the empire. The incapability of the pagan medical science, exercised by various Hellenizer and Jewish profiteers in the imperial and aristocratic cycles, is stressed in many of the Vitae miracles. The repeatedly mentioned inefficiency of Hippocrates, Galen, Democritus and their contemporary hiatrosophists, compared to the effective activity of saints, is very often documented by the narrated incidents. Thus Christianity not only disputes medical science and therapeutic folk practices, but also sheds whatever considers conflicting with its interests, either as a doctrine or as a way and organization of life. The battle against magicians, charmers, hiatrosophists, pagan healers is preserved to a certain extend by the stately expression of Christian philanthropy. Therefore, it is not the physician who is disputed, but his incorporation in social groups that serve or apply unacceptable or competitive religious or therapeutic techniques. Church is the leader in claiming the management of medicine and healing and demonizes or humiliates whoever physician is not Christian. The humiliation of Late Antiquity physicians who are hardly needed corresponds to the presents situation, when the therapeutic need, despair, financial and social status, education and religious faith and mainly the conflicting interests of physicians and patients lead constantly to their mutual alienation.

The Restoration of a Byzantine Icon of the Virgin Hodegetria from Arta Ioannis Liougos

In the summer of 1998 I undertook the task of restoring a litanic icon of the Virgin Hodegetria (140x80 cm) from the church of Hagios Nikolaos in Arta. It bore a representation of the Virgin and Child, painted on walnut wood with oil colors, and was dated from the first half of the twentieth century. The restoration process revealed an earlier layer of painting of the same subject that can be dated from the end of the seventeenth century. However, the most interesting find was another representation of the Virgin Hodegetria, which was concealed under the thick brown oil overpaint of the reverse and could be probably attributed to the fourteenth century. Thus, the icon proved to be two-sided with the Mother and Child subject decorating both sides. a. Front side: We X-rayed the faces of the twentieth-century Mother and Child, and, estimating the extension and condition of the earlier layer of painting, we removed the later representation. The icon thus revealed, although bears the inscription Hodegetria, belongs to the iconographic type of the Virgin Madre della Consolazione and on stylistic grounds can be dated at the end of the seventeenth century. b. Back side: The thick brown oil overpaint and the layer of varnish underneath were carefully removed and an earlier representation of the Virgin Hodegetria emerged. It is masterfully painted with egg-tempera on linen and gesso and skillfully gilded with gold; its varnish has obtained a reddish shade due to oxidation. The stylistic similarity of the representation to religious paintings from the workshops of Thessaloniki leads us to date the Virgin Hodegetria icon from the first half of the fourteenth century and to attribute it to the artistic environment of the capital of Northern Greece.

The Historic Physiognomy of the Island of Lefkada Maria Lambrinou

The history of the city of Lefkada, the capital of the insular complex that constitutes the homonymous county, although goes back to the medieval age, is even today barely known and even less documented. The historic structure of its urban web and the physiognomy of its houses have also been studied inadequately. For this reason every damage of its densely built historic center destroys elements of its past and history and turns out to be fatal for the documentation of the evolution of the only preserved suburb, from the originally three, of the medieval capital of the island. The rapidly developing building activity and the replacement of the traditional by modern building materials has unfortunately dishonoured the historic identity of the characteristic anti-seismic architecture and the urban profile of the city and has reversed the balance between authentic and false architectural work at the expense of the former.

The Byzantine Mining and Metallurgy in Eastern Macedonia Nerantzis Nerantzis

The provenance of the gold of the Byzantine Empire is still considered a difficult archaeological issue in its investigation. One of the regions that probably contributed to the creation of the store of state gold is Macedonia and its rich deposits. Mining of gold was held in parallel with mining and manufacturing of iron in some metallurgic centers, such as Aghistro and Makrychori, between the thirteenth and sixteenth century AD. The study of the remnants of metallurgy from four relevant locations suggests that two of them showed a small-scale activity, whereas the other two had a large-scale production. The technological complexity of the Byzantine world is evaluated through the thorough research on the overall organization of the production process, which aimed at the better exploitation of raw materials.

Iconostasis Closure Panels and Ex-votos in the Ionian Islands (17th-18th cent.). From the Devotional Icon to the Religious Panel Painting: Ideological and Social Implications Irini Leontakianakou

The history of devotional icons in the Ionian islands during the second half of the seventeenth and throughout the eighteenth century is marked by a gradual departure from Byzantine traditions. The painters of the Heptanesian school will finally abandon post-Byzantine styles as a whole in favour of the oil-paint technique and naturalism. In order to examine the evolution from devotional icon to panel painting, this article focuses on iconostasis closure panels (thorakia) from Zakynthos – reproducing en masse western engravings – and ex-votos, two representative categories of religious artwork, pertaining to the public and private worship respectively. By contrast to the austere character of the traditional iconostasis, the closure panels of Zakynthos exhibit a rich iconographic repertoire which reflects a new system of values. At the same time, ex-votos include now features from the commissioner’s environment, quite often rendered in naturalistic precision. Following the Ottoman conquest of Crete, Greek-speaking populations in the Ionian islands ceased to be self-defined in juxtaposition to the Venetians – as was largely the case in Crete – or on the basis of a common religious dogma. A new bourgeois class was emerging, which considered Venice and its public image as a major model, independently of the ethnic origin or the religious beliefs of its members. The consequences of such changes were immediately felt in aesthetics and art; as a result, bourgeois soon turned to naturalism in order to express their religious feelings.

The Sanctuary of Hippolytus at Troizena Eleni Oikonomidou

The sanctuary of Hippolytus at Troizena, directly connected with the mythical love of Phaedra for Hippolytus, lies in an idyllic environment about 170 kilometers away from Athens and in a short distance from Epidaurus. In spite of its significance, it remains unknown to the broad public. The enclosure and buildings of the sanctuary were erected outside the walls of ancient Troizena in the late fourth or early third century BC around an earlier nucleus of worship, which is located in the area of the small shrine of the Geometric period. Although the existence and function of an Asclepieion in the sanctuary is ascertained by relevant inscriptions, it seems that the celebrated Asclepieion of Epidaurus outshone it, therefore it remained rather obscure. The earthquake caused by the eruption of the Methana volcano in the mid-third century BC obviously contributed to the decline of the Troizena Asclepieion: its buildings suffered serious damages and remained in ruins until the Roman age, when they were restored. After the prevalence of Christianity the ancient building material was removed from the original structures and was used for the erection of Christian churches such as Episkopi. It should be noted that the removal and reuse of ancient building material has been continued until the recent decades. Some of the ancient monuments face today certain solidity and static problems due to the inherited weakness of the building material (limestone) and the reactive thrusts of the ground. The archaeological site remains undefined by enclosure, it lacks informational plates in front of the buildings and does not provide the necessary facilities for the few, for the time being, visitors.

The Evolution of the City and City Planning in the Hellenistic Era Stephanos Gerasimou

In this article we focus on the evolution of the city and city planning in the Hellenistic era through the systematization of the major factors that have generate the urban rules. Therefore, we examine the effect of important historic, social and economical events, philosophical currents, political systems and arts, in particular architecture, on the built environment of the Hellenistic city. Thus, we attempt to exhalt the dynamic character of both the city and city planning through the mutual influence of the above variables.

Elephant Hunters in Ptolemaic Egypt Panagiotis Konstantinidis

In antiquity the use of elephants in battle was a crucial factor for victory. War elephants were a necessary weapon to every general who wanted to be successful and effective in the art of war. The provision of war elephants, an essential prerequisite of war planning and preparation, demanded significant sums of money from the Ptolemaic state treasury, as well as carefully and thoroughly planned expeditions or “hunts” in order wild elephants to be captured and kept in captivity. Two important inscriptions from the Ptolemaic Egypt, combined with accounts from papyri and descriptions from contemporary authors, provide valuable information on the officially organized hunting expeditions. Until 1948 it was commonly accepted among scholars that the Ptolemaic dynasty was interested in capturing specifically the large African elephant, the loxodonta Africana Africana, for the needs of the Egyptian army. It was then that William Gowers proved that this warfare animal was not the large but the smaller elephant of the African forest who belonged to a different species, the loxodonta Africana cyclotis.

The Preservation of Digital Heritage and the Role of Conservator Athanasios Velios

By the term “digital heritage” we mean the entire information that is created or/and saved in digital files through computer software. Digital heritage is an indispensable part of our modern history and will become increasingly important in the future. The preservation of digital heritage is as important as the preservation of antiquities or works of art. The problem of preserving digital heritage data is a difficult one due to the huge volume and diversity of digital files. Although various methodologies have been proposed for its solution, with migration being a common one, these proposals do not always follow careful ethical consideration. Conservators can contribute to the preservation of digital heritage as the conservation profession has long adopted strong ethical principles for museum objects which can be applied to “digital objects” as well. The role of the conservator in digital preservation is emphasized in this article alongside the urgent need for establishment of relevant educational prerequisites.

Building According to Tradition Konstantinos M. Polioudakis

Building according to tradition sets in principle a limitation to the artistic will and free expression, already enfeebled by the disadvantageous position of architecture to serve real functions in the field of arts. Building in consistency with the meaning of art would lead to the denial and disregard of tradition. However, truth does not reject tradition, since truth means rememberance, therefore preservation of the tradition. Thus, a true architecture energizing the alertness of memory cannot oppose the authentic art that seeks emancipation from tradition. In this article we try to solve this problem by interpreting M. Heidegger’s works in which the controvercy between modern tendencies and cultural heritage is clearly exhibited. Tradition means to give, to deliver something to someone and this is in principle adverse to the notion of receipt, which has been confused with the meaning of tradition. We should turn to tradition and leave behind the inflexible frame of modern technology that detter us from the authentic revelation through which man could experience fundamental truth.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Αθηνά, η πολύξερη θεά Μαρίζα Ντεκάστρο

Η Αθηνά και ο Ηρακλής. Ερυθρόμορφη κύλικα, 470 π.Χ., Μόναχο. Σε αυτό το τεύχος η Μαρίζα Ντεκάστρο παρουσιάζει το μύθο της πολύξερης θεάς Αθηνάς.

Τεύχος 20, Αύγουστος 1986 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Στοιχεία μαγείας στη μινωική Κρήτη Χρήστος Μπουλώτης

Ο βλαστικός δαίμονας του τύπου Taurt σε σφράγισμα της Φαιστού (CMS II5, Nr. 322). Τη μινωική θρησκεία καθορίζει ο βλαστικός / γονιμικός χαρακτήρας της. Ο συνδυασμός σπονδικής πρόχου και κλαδιών σε εικονιστικές παραστάσεις καλεί τη φύση να απαντήσει «συμπαθητικά», με βροχή, στο νερό που χύνεται από το σπονδικό αγγείο. Από τα παλαιοανακτορικά σφραγίσματα της Φαιστού (ΜΜ ΙΙ) και εξής, η σπονδική πρόχους εμφανίζεται στα χέρια δαιμονικών μορφών του τύπου Taurt. Ενσωματωμένη στην επίσημη λατρεία, η μαγική τελετουργία αναπτύσσεται στο κατατηξίτεχνο δαχτυλίδι από την Τίρυνθα (β΄ μισό 15ου αιώνα π.Χ.). Στις τελετουργίες της βλάστησης ανήκουν και οι Ιερογαμίες. Οι θεογαμίες με τις βλαστικές φεγγαροθεές, οι θνήσκουσες βλαστικές θεότητες, οι χοροί των Κουρήτων, ο ύμνος του Παλαικάστρου, όπως παραδίδονται από πηγές των ιστορικών χρόνων, ασφαλώς απηχούν στοιχεία της μινωικής θρησκείας. Μαγικοθρησκευτικό τελετουργικό συνοδεύει τη θεμελίωση οικοδομημάτων κυρίως στις φάσεις ΜΜ ΙΙΙΒ-ΥΜ Ι. Για την προστασία ή την ιερή σήμανση προπαντός ανακτόρων φαίνεται ότι προορίζονταν τα χαραγμένα σε δόμους «τεκτονικά σημεία» (Mason’s Marks), όπως και επιγραφές Γραμμικής Α στην Κνωσό και στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας. Στους τελετουργικούς καθαρμούς, ιδιότητες εξαγνιστικές αποδίδονται στη φωτιά και το νερό. Τα πήλινα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα αναθήματα και τα ομοιώματα ανθρώπινων μελών που βρέθηκαν σε κατάλοιπα ιερών πυρών στα Ιερά Κορυφής δείχνουν ότι οι άνθρωποι προσέφευγαν εκεί για θέματα υγείας. Τη χρήση του νερού σε εξαγνιστικές ιεροπραξίες συνεπάγονται οι δεξαμενές καθαρμών. Απαραίτητο συστατικό της μαγικής πράξης είναι ο λόγος. Η φήμη των μινωικών εξορκισμών έφθασε ως την Αίγυπτο. Στην Κρήτη ορισμένες επιγραφές σε Γραμμική Α θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «μαγικές ρήσεις». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζουν η «σπονδική ρήση» (Libation Formula) σε τελετουργικά σκεύη, οι σπειροειδείς επιγραφές στο εσωτερικό πήλινων κυπέλλων από την Κνωσό και το περίφημο χρυσό δακτυλίδι από τάφο στο Μαυροσπήλιο της Κνωσού. Χαραγμένα σε σπειροειδή διάταξη στην κυκλική σφενδόνη, τα 19 συλλαβογράμματα χωρίς διαχωριστικά μοιάζουν με πολυσύλλαβη «μαγική» λέξη. Στην Κρήτη τα πολυάριθμα περίαπτα είναι ασφαλώς φυλαχτά. Τη μεγαλύτερη ομάδα (ΠΜ ΙΙ-ΜΜ Ι) απαρτίζουν τα μινωικά φυλαχτά σε σχήμα ποδιού. Ξεχωριστό είναι το χρυσό περίαπτο από τάφο της Αγίας Τριάδας με την πρωτοφανή συσσώρευση επίθετων συμβόλων πάνω στον καρδιόσχημο πυρήνα του: φίδι, σκορπιός, αράχνη, παλάμη και ένα ακόμη, δυσερμήνευτο. Τα τρία επιβλαβή ζώα προστάτευαν αυτόν που τα φορούσε καθώς τα όμοια απωθούν τα όμοια.

Μαγεία και μαντική Ανδρέας Λεντάκης

Η Κασσάνδρα προλέγει την άλωση της Τροίας στους Πρίαμο, Πάρι και Έκτορα. Πομπηία, 20/30 μ.Χ. (Εθν. Αρχ/κό Μουσείο Νεαπόλεως). Η Ομοιοπαθητική Μαγεία εφαρμόζει μέσω της μίμησης την αρχή ότι «το όμοιο προκαλεί το όμοιο». Η Μεταδοτική Μαγεία στηρίζεται στο «νόμο της επαφής ή της μεταδοτικότητας». Στην πράξη, οι δύο κλάδοι της μαγείας συμφύρονται στη λεγόμενη Συμπαθητική Μαγεία. Ενώ στις πρωτόγονες κοινωνίες η μαγεία ασκείται δημόσια μέσω του μάγου, όταν το γένος σπάει σε εκτεταμένες οικογένειες η προστατευτική μαγεία γίνεται ιδιωτική. Στη μαύρη μαγεία το άτομο για να προωθήσει τα συμφέροντά του προκαλεί βλάβη σε κάποιον άλλο. Τρία είναι τα βασικά στοιχεία της μαγείας: ο ήχος ή η φωνή, η κίνηση και τα σύνεργα. Αυτή είναι η ερμηνεία του Frazer από την οποία, λίγο ως πολύ, παίρνουν τις αποστάσεις τους οι Malinowski, Thomson και Thorndike, Combarieu και Marett. Η μαντεία διακρίνεται σε «φυσική ή άτεχνη» που εκδηλώνεται κατά κανόνα μέσω της «κατοχής» του ανθρώπου από θεό ή πνεύμα (Πυθία, Κασσάνδρα, Σίβυλλα) και σε «έντεχνη ή επαγωγική» (Κάλχας, Τειρεσίας, κ.ά.). Η «έντεχνη» μαντεία υιοθέτησε την πρόκληση μέθης, έκστασης ή παράκρουσης μέσω παραισθησιογόνων φυτών ή και εκστατικού χορού. Οι Στωικοί πίστευαν ότι η ψυχή ταξιδεύει την ώρα του ύπνου και σε μια τέτοια πίστη στηρίζεται η ονειρομαντεία. Διάσημο ήταν το ονειρομαντείο του Αμφιάραου και του Τροφώνιου. Η «εγκοίμησις» (incubation) γινόταν σε χάσματα, σπηλιές ή ιερά που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με τους νεκρούς. Στα ψυχοπομπεία (Ταίναρο) αναπτύχθηκε η «νεκρομαντεία ή νεκυομαντεία» και η τελετουργία της «ψυχαγωγίας». Ο σημαντικότερος κλάδος της έντεχνης μαντικής είναι η ορνιθομαντεία ή οιωνοσκοπία που ερμηνεύει την πτήση των πουλιών, τα κρωξίματά τους ή τα σχήματα που δημιουργούν πετώντας. Η κληδονομαντεία είναι η προφητεία που προέρχεται από φράση, λέξη, φθόγγο ή φωνή που ακούγεται τυχαία και προμηνύει αυτό ακριβώς που λέει. Διοσημίαι λέγονται τα μετεωρολογικά φαινόμενα (αστραπή, κεραυνός, βροχή) που θεωρούνται σημάδια του Δία. Οι ενόδιοι σύμβολοι, τα τυχαία συναπαντήματα, μπορεί να φέρνουν καλά ή κακά μαντάτα. Οι παλμοί, οι ακούσιες αυτόματες κινήσεις του σώματος (φτάρνισμα, λόξυγγας, παίξιμο ματιού κ.ά.), κάτι δηλώνουν. Οι οράσεις, οι πολλές μέθοδοι εμπυρομαντείας που σχετίζονται με τη θυσία ζώου, η μορφοσκοπία που αναλύει φυσικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, είναι άλλες μορφές μαντείας. Την ενοχή ελέγχει η θεοκρισία. Η μαγεία που προσαρμόζεται σε έναν θρησκευτικό σκοπό λέγεται θεουργία και είναι είτε τελεστική ή εκφράζεται με πνευματιστική κατοχή. Στον μαντικό σαμανισμό η ψυχή αναχωρεί προσωρινά από το σώμα. Το αρχαιότερο μαντείο της αρχαίας Ελλάδας βρισκόταν στη Δωδώνη, όπου ο Ζευς λατρευόταν σε μια ειδική βαλανιδιά, αλλά το διασημότερο ήταν στους Δελφούς. Άλλα μαντεία ήταν της Κλάρου, του Αμφιαράου και του Τροφωνίου, του Άμμωνος Διός στη Λιβύη, των Βραγχιδών στα Δίδυμα της Μ. Ασίας, των Ερυθρών και της Κύμης στην Ιταλία.

Τεχνικές της ελληνικής μεταφυσικής Γιώργος Παπαγεωργίου

Ταφικό ανάγλυφο από τα Φάρσαλα της Θεσσαλίας που παρουσιάζει τη Δήμητρα και την Κόρη να κρατούν μανιτάρια. Μουσείο του Λούβρου. Η μανία, η υπερβατικότητα του ενθουσιασμού, λέει ο Πλάτων, φέρνει τα μεγαλύτερα αγαθά. Στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, η έκσταση και η μανία σχετίζονται από τη μια με τη μεταφυσική, από την άλλη με την ψυχολογική εκφόρτιση. Η μεταφυσική εκφράζεται με τα μυστήρια που πραγματεύονται τις καταστάσεις της ψυχής. Η ψυχολογική εκφόρτιση εκφράστηκε με τον Διονυσιασμό που έδινε έμφαση στον αισθησιασμό και τη σωματικότητα. Λύσιος, Ελευθερωτής, είναι ένα από τα επίθετα του Διόνυσου. Οι τελετές που ιδρύει ο θεός της μανίας και του κρασιού έχουν εκστασιακή φύση. Μερικά βότανα (δάτουρα, δοσκύαμος, ράμνος, στρύχνος, οσκύαμος) από μόνα τους ή ανακατεμένα στο κρασί προκαλούν παραισθησιογόνα οράματα. Άλλωστε τα Ανθεστήρια, εκστασιακή γιορτή του Διόνυσου όπου γίνεται χρήση τοξικών φυτών, σχετίζονται με οράματα νεκρών. Ο H. Jeanmaire συνδέει τον Βάκχο με την Mahâbharata και τη λατρεία του Σίβα. Όμως ο Διόνυσος είχε και ένα σχήμα μυστικιστικό-ορφικό. Έτσι πέρασε στα Ελευσίνια και τα άλλα μυστήρια. Άλλωστε τα μυστήρια δεν είναι παρά η μορφή με την οποία πέρασε στις γαιοκτητικές κοινωνίες ο σαμανισμός. Ο Αριστέας, ο Άβαρις, ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής, ο Επιμενίδης είχαν τη δυνατότητα να διαχωρίσουν την ψυχή από το σώμα τους, ενώ οι τρεις τελευταίοι σχετίζονταν με την πρωτόγονη ιατρική και τη βοτανική. Δήμητρα και Περσεφόνη: είχαν οι θεές των Ελευσινίων μυστηρίων σχέση με τοξικά φυτά; Η ερυσιβώδης όλυρα, παράσιτο του σταριού, του κριθαριού και άλλων δημητριακών, είναι το σκληρώτιον του μύκητα purpurea claviceps. Ένα είδος πρωτόγονου δημητριακού ονομαζόταν αίρα. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η οπιούχα παπαρούνα, η αίρα, ο οίνος και ο μανδραγόρας είναι εξίσου μεθυστικά και υπνωτικά. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως τα ιερά των μυστηρίων ήταν κάποιο μίγμα ψυχοδηλωτικών βοτάνων ή μανιταριών που με την τοξικότητά τους έφερναν τον άνθρωπο στο κατώφλι του θανάτου και στον γαλήνιο κόσμο των οραμάτων. Η θεωρία των ψυχοδηλωτικών μπορεί να εξηγήσει τις ψυχικές ικανότητες των προσωκρατικών «σαμάνων φιλοσόφων». Στο Φαίδρο όπου αναλύεται το τέταρτο είδος μανίας, δηλαδή η μύηση στις τελετές, εμφανίζονται συμπτώματα τοξικών ουσιών, εφίδρωση και μεταβολή της θερμοκρασίας. Στα ρωμαϊκά χρόνια, η θεουργία, μίγμα της ελληνικής και της ανατολίτικης μεταφυσικής, εκφράζεται κυρίως στη νεοπλατωνική σχολή. Οι τεχνικές και η ορολογία των θεουργών δεν άλλαξαν πολύ από την κλασική εποχή. Χρησιμοποιούνται ακόμη οι όροι φάσμα, είδωλο, επόπτης, εξακολουθεί να ισχύει η «σωκρατική» πίστη σε ένα δαιμονικό στοιχείο μέσα μας. Σύμβολο για τις ψυχές γίνεται ο κρατήρας, σκεύος για την ανάμειξη των φαρμάκων. Ο συγγραφέας ετυμολογεί από το «μύκης» τη βοιωτική προσωνυμία της Δήμητρας Μυκαλησσίας και τις Μυκήνες.

Φίλτρα και συνταγές σε παπύρους Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Φυλαχτό που περιλαμβάνει απόκρυφη επιστολή του Άμπγκαρ από την Έδεσσα προς τον Ιησού Χριστό (5ος αι. μ.Χ.). Παρουσιάζονται τρεις ομάδες φίλτρων: τα ερωτικά, τα θεραπευτικά και διάφορα αταξινόμητα. Τα ερωτικά απαντούν στις εξής ανάγκες: την ερωτική κατάκτηση, την επιστροφή της αγαπημένης, την παρεμπόδιση άντρα και γυναίκας να σμίξουν, τη δημιουργία ανάμεσά τους μίσους, την τιμωρία των απίστων. Φίλτρα, συνταγές και κατάρες εξασφαλίζουν τα αποτελέσματα. Τα ιάματα αφορούν τα οιδήματα, τα κατάγματα, το δάγκωμα σκορπιού, τον πονοκέφαλο, τους δαιμονιζόμενους, το βήχα, τον πυρετό, τη σκλήρυνση των μαστών, την πτώση της μήτρας και την εξασφάλιση της δυνατότητας να είσαι αόρατος. Στα «διάφορα» συγκαταλέγονται η νίκη αλόγου, η κτήση αγαθών, η νυχτερινή εκμυστηρίευση, η διάβαση πάνω σε κροκόδειλο, η αποστολή ονείρων, η σύλληψη κλέφτη.

Μαγεία και Δίκαιο στο Bυζάντιο Σπύρος Τρωιάνος

Επιστήθιο φυλακτό (6ος/7ος αι. μ.Χ.) με παράσταση δαίμονα που μαστιγώνει ο Αρλάφ, απόκρυφο όνομα του αρχαγγέλου Ραφαήλ. Στις επίσημες κωδικοποιήσεις κυρίως του 6ου αιώνα, συγκεντρώθηκαν διατάξεις όπως εκείνη του Μ. Κωνσταντίνου (321) που διακρίνει ανάμεσα σε καλή και κακή μαγεία. Στις αξιόποινες πράξεις συγκαταλέγεται και η άσκηση της μαθηματικής τέχνης. Η διάκριση της μαγείας σε καλή και κακή παραμένει στο Εκλογάδιο των αρχών του 9ου αιώνα, που αναφέρεται στην επιβλαβή «γοητεία» – όπως αποδόθηκε στα ελληνικά νομικά κείμενα η «μαγεία». Στις νομοθετικές συλλογές των Μακεδόνων, μαγεία και μαντεία αποχωρίζονται εννοιολογικά. Θεσπίζεται το ατιμώρητο της «επίκλησης των δαιμόνων», αν ο υπαίτιος ενεργεί κατ’ άγνοιαν. Η κατάχρηση όμως στην επιδίωξη της θεραπείας ασθενειών, έκανε τον Λέοντα το Σοφό να γενικεύσει: ανεξαρτήτως σκοπού, η μαγεία είναι ολέθρια. Πλούσιοι σε πληροφορίες είναι οι λεγόμενοι εξομολογητικοί νομοκάνονες προς χρήση των πνευματικών. Σε αυτούς οι μάντεις διακρίνονται από τους γόητες ή τους επαοιδούς που φαίνεται να εξειδικεύονται στους καταδέσμους. Ειδική μορφή ενασχόλησης με τη μαγεία είναι η παραγωγή και διάθεση «περίαπτων», δηλαδή φυλαχτών. Η Εκκλησία αντέδρασε με απειλές μακροχρόνιου αφορισμού. Ωστόσο, ενώ η Πολιτεία από τη νομοθεσία των Ισαύρων και εξής προβλέπει τη δήμευση της περιουσίας και την εξορία του δράστη, ο συντάκτης του Εκλογαδίου στηλιτεύει μόνον όσους κατασκευάζουν «περίαπτα έχοντα χαρακτήρας». Τι ήταν όμως τα περίαπτα; Η συνοπτική περιγραφή που προσφέρει ο Θεόδωρος Βαλσαμών (13ος αιώνας) συμπληρώνεται από εκκλησιαστικές πηγές. Από το πλήθος των περιπτώσεων, το Εκλογάδιον απομονώνει τα θεωρούμενα απροσδιόριστα σχήματα και τις ακαταλαβίστικες λέξεις που θεωρούνται παραπλήσια στη μαγεία. Παρά τις απαγορεύσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, στη μαγεία κατέφευγαν όχι μόνο ηγεμόνες και στρατηγοί αλλά και κληρικοί.

Η βασκανία Δημήτρης Κόκκοτος

Επιστήθιο κόσμημα, φυλαχτό με τον Άγιο Γεώργιο. Αρχαίες πηγές μαρτυρούν την πίστη αρχαίων Ελλήνων, Εβραίων και Ρωμαίων στη βασκανία. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν υποψήφιο θύμα όποιον ξεχώριζε για την ομορφιά ή τα προσόντα του, ιδίως όμως τα παιδιά. Η ρωμαϊκή θεά Cumina ήταν ειδικευμένη στο να αποτρέπει τη βασκανία. Η ορθόδοξη παράδοση πιστεύει ότι ο βάσκανος διαμεσολαβεί ανάμεσα στο διάβολο και τον άνθρωπο, αντιμετωπίζει μάλιστα το μάτιασμα με αγιασμό. Η λαϊκή αντίληψη αποδίδει το μάτιασμα σε δυνάμεις που έχει ο ίδιος ο άνθρωπος και επιστρατεύει διάφορα μέσα για να το ακυρώσει. Ο Άγιος Κυπριανός, που έγραψε την ομώνυμη ευχή κατά μαγείας και βασκανίας, ήταν πριν βαπτιστεί «έκδοτος εις την μαγείαν και των δαιμόνων λατρευτής».

Πώς ξεκίνησαν τα τραπεζάκια Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

The Brown Lady, η Λαίδη Ντόροθι Τάουνσεντ (Αγγλία, 1700) είναι η διασημότερη φωτογραφία φαντάσματος. Με αμερικανική καταγωγή από τον 19ο αιώνα, τα τραπεζάκια ανήκουν στις παραεπιστήμες που περιφρονούν τον σύγχρονο ορθολογισμό. Το πώς ξεκίνησαν διηγείται στο περιοδικό L’Histoire η Nicole Edelman. Στα αποσπάσματα που παρατίθενται εδώ πρωταγωνιστούν μια οικογένεια μεθοδιστών, ένα στοιχειωμένο σπίτι, το «πνεύμα» ενός δολοφονημένου γυρολόγου. Τα δύο κορίτσια της οικογένειας απομακρύνονται σε άλλη πολιτεία αλλά τα πνεύματα επικοινωνούν μαζί τους. Τις συμβουλεύουν να χρησιμοποιήσουν τραπεζάκι. Γίνονται διάσημες, τα τραπεζάκια μεταδίδονται στην Ευρώπη όπου εξελίσσονται και παίρνουν τριγωνική μορφή. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος της μαντείας είναι πολύ παλαιά, όπως μαρτυρούν ο Τερτουλιανός, ο Απολλώνιος ο Τυανεύς αλλά και βουδιστές μοναχοί.

Αστρολογία και σύγχρονη βιολογία: η επικοινωνία Φωτεινή Αποστολοπούλου

Οι ατομικοί χάρτες γέννησης δυο διάσημων ψυχαναλυτών. Εκφράζουν άμεσα την προσωπικότητα και το έργο τους. Η αστρολογία και η γιόγκα έχουν στόχο να διευκολύνουν τη διάβαση της κοσμικής ενέργειας μέσα από τον άνθρωπο. Η αστρολογία δίνει στον άνθρωπο τη σχέση του με το σύμπαν και, ειδικότερα, τα ατομικά του σημεία αντίστασης. Η γιόγκα προωθεί την ελεύθερη επικοινωνία μέσα από την αναπνοή στο σύνολό της. Το άρθρο πραγματεύεται θέματα όπως ο ατμοσφαιρικός ηλεκτρισμός, οι «οριακές επιφάνειες», προνομιούχα σημεία ανταλλαγών στην αναπνοή ως επικοινωνία, η επίδραση του ουρανού της γέννησής του στον άνθρωπο, το προκαθορισμένο αλλά και ελεύθερο πεπρωμένο του. Οι πλανήτες λειτουργούν όλοι ως οριακές επιφάνειες. Εδώ συζητούνται ο Κρόνος, ο Ουρανός, ο Ποσειδώνας και ο Πλούτωνας.

Μαγεία-Υπέρβαση-Τέχνη Ελένη Μαχαίρα

Max Ernst, Σήμα για Σχολή Τεράτων, 1968 (ιδιωτική συλλογή). Το άρθρο πραγματεύεται τις έννοιες του επικαλούμενου και του υπερβατικού, τη θεωρία του καθρεφτισμού του Λούκατς που θέτει σε κίνηση όλη την προβληματική για τη μίμηση και τη μαγεία. Μια συναισθηματική «αύρα» περιβάλλει την επικοινωνία που καλλιεργούν οι μιμητικές εκφράσεις της καθημερινής πραγματικότητας. Η καλλιτεχνική αύρα οδηγεί στην καρδιά της τέχνης και στην καρδιά της ιστορίας του ανθρώπου. Ο λόγος είναι παγίδα, το «πείθω» πρέπει να αντικατασταθεί από το «επισημαίνω», δηλαδή φτιάχνω μια σχέση επικλητική. Ο Λούκατς θέτει την προβληματική της εκπόρευσης και της υπέρβασης, ο Μπωντλέρ τη σχέση τέχνης και μαγείας, ο Μαρκούζε τη σχέση τέχνης και έρωτα.

Άλλα θέματα: Σύγχρονη αρχαιολογία: ρεύματα και κατευθύνσεις Κώστας Κωτσάκης

Η αποκατάσταση των γεγονότων στηρίζεται συνήθως στην αναλογία. Η «νέα αρχαιολογία» που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960 και του 1970 στη Βόρεια Αμερική και την Αγγλία, συνέβαλε με τον έντονο επιστημολογικό της προσανατολισμό στον ορισμό της αρχαιολογίας ως επιστήμης. Η νέα αρχαιολογία υιοθέτησε την παραγωγική-υποθετική μέθοδο ερμηνεύοντας τα φαινόμενα με την κατασκευή γενικών υποθέσεων που στη συνέχεια ελέγχονται από την αρχαιολογική μαρτυρία. Αντίθετα, η επαγωγική μέθοδος που διατυπώνει γενικές προτάσεις με βάση επιμέρους εμπειρικές παρατηρήσεις θεωρήθηκε τότε ανεπαρκής, καθώς η μετάβαση από τα πολλά επιμέρους στο γενικό εμπεριέχει κάποιο βαθμό διαίσθησης ή αυθαιρεσίας. Με θεωρητικές αποσκευές που τόνιζαν την ενότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και την ευθύγραμμη κατεύθυνση της προόδου, η αρχαιολογία του 19ου αιώνα είχε επιχειρήσει την εφαρμογή ενός πρώτου ερμηνευτικού σχήματος, του συστήματος των Τριών Σταδίων. Το σχήμα προτάθηκε από τον Δανό Thomsen (1836) και έβλεπε την εξέλιξη του πολιτισμού μέσα από τεχνολογικά στάδια (Εποχές του Λίθου, του Χαλκού, του Σιδήρου) που επιβεβαιώθηκαν στρωματογραφικά. Ωστόσο, μια χρονικά παράλληλη αλλά αντίρροπη κίνηση εκφράστηκε με το Ρομαντισμό που τόνιζε την ιδιαιτερότητα της σκέψης και της συμπεριφοράς κάθε εθνικής ομάδας. Έτσι μπήκε στην αρχαιολογική ανάλυση η έννοια της πολιτιστικής ομάδας. Το θεωρητικό πρότυπο της «πολιτιστικής-ιστορικής» προσέγγισης που θεωρεί τα πολιτιστικά φαινόμενα παράγωγο μοναδικών συγκυριών γρήγορα αποδείχθηκε ανεπαρκές για την ερμηνεία τους. Για να εξηγήσει τις ομοιομορφίες, η μέθοδος αυτή επιστρατεύει τη διασπορά ιδεών ή το εμπόριο ή τις μετακινήσεις των ανθρώπων, περιορίζοντας την ανθρώπινη επινοητικότητα σε προνομιακές περιοχές και λαούς. Η προσέγγιση αυτή καλύπτει μόνο τον πρώτο από τους τρεις στόχους της αρχαιολογικής ανάλυσης, την περιγραφή της μορφής της υλικής μαρτυρίας στο χώρο και το χρόνο, το τι, το πότε και το πού. Οι άλλοι δύο, ο καθορισμός της λειτουργίας και ο προσδιορισμός της πολιτιστικής διαδικασίας, μένουν αναπάντητοι. Οι επικριτές αυτής της μεθόδου τής προσάπτουν και την κανονιστική (normative) αντίληψη που αποδίδει την ομοιομορφία της υλικής μαρτυρίας σε πολιτισμικούς «κανόνες». Η διαδικαστική προσέγγιση (processual archaeology) καλείται να απαντήσει στο πώς και στο γιατί. Εκεί που η κανονιστική αντίληψη θα ερμήνευε μια μεταβολή στην κεραμική, λόγου χάρη, ως προϊόν μετανάστευσης, τώρα χρειάζεται να προσδιοριστεί και ο τρόπος με τον οποίο η αναδιάταξη των στρατηγικών επιβίωσης (αύξηση του πληθυσμού;) επιφέρει μεταβολές στην παραγωγή και τη διανομή της κεραμικής. Βασικά σημεία της διαδικαστικής προσέγγισης είναι η συνολική αντίληψη του πολιτιστικού φαινομένου και η παραγωγική συλλογιστική. Ο υλισμός που τη χαρακτηρίζει έρχεται σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό της κανονιστικής προσέγγισης: η αρχαιολογία δεν μελετά πια ιδέες αλλά διαδικασίες, δηλαδή την ανθρώπινη πράξη.

Ο θρακικός θησαυρός του Ρόγκοζεν Φωτεινή Τομαή-Κωνσταντοπούλου

Ανοιχτή φιάλη με πλαστική απεικόνιση του Ηρακλή και της Αύγης από το θησαυρό του Ρόγκοζεν. Το 1985 στο χωριό Ρόγκοζεν, 163 χλμ. βόρεια από τη Σόφια, βρέθηκε θαμμένος θησαυρός από 165 αργυρά αντικείμενα, μοιρασμένα σε δύο πάνινους σάκους. Ο θησαυρός περιλάμβανε 108 φιάλες, 54 πρόχους και 3 σκύφους. Το αρχαιότερο από τα αντικείμενα χρονολογείται στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα και το νεότερο στα μέσα του 4ου. Τα αντικείμενα έχουν διακοσμηθεί με ανάγλυφες ή εγχάρακτες παραστάσεις που απεικονίζουν θεούς, φανταστικά ζώα ή σκηνές από την ελληνική και τη θρακική μυθολογία χωρίς να λείπουν τα φυτικά και τα γεωμετρικά μοτίβα. Κάποια τμήματά τους φέρουν επίχρυσο διάκοσμο. Οι περισσότερες φιάλες έχουν κατασκευαστεί με την τεχνική της σφυρηλάτησης φύλλου αργύρου πάνω σε μήτρα. Το σχήμα τους τις κατατάσσει σε τρεις ομάδες: τις ανοιχτές φιάλες (4), τις φιάλες του τύπου των καλύκων (21) και τις συνήθεις χαμηλές φιάλες (82). Οι πρόχοι διαιρούνται σε δύο ομάδες, ανάλογα με το διάκοσμό τους: απλός γεωμετρικός ή σκηνές από τη μυθολογία. Η κατασκευή τους ακολουθούσε τρία στάδια: ο καλλιτέχνης σφυρηλατούσε αρχικά πάνω σε μήτρα φύλλο αργύρου για να φτιάξει την κοιλιά του αγγείου. Στο σημείο συνένωσης των δύο άκρων του φύλλου, τοποθετούσε την επίπεδη κάθετη λαβή. Ο λαιμός και η βάση κατασκευάζονταν χωριστά και η τυχόν επιχρύσωση γινόταν με μεγάλη δεξιοτεχνία είτε με την τεχνική του αμαλγάματος είτε με την προσθήκη λεπτού φύλλου χρυσού. Σε κάποιες πρόχους εικονίζεται η Μεγάλη Θεά που είναι η Άρτεμις Βένδις. Μοναδικότητα στο θησαυρό προσδίδει το πλούσιο επιγραφικό υλικό, χαραγμένο στα πολύτιμα σκεύη με στοιχεία της ελληνικής κλασικής γραφής, που καταδεικνύει ότι η χρήση της ελληνικής γλώσσας ήταν καθημερινή. Ο Alexander Fol πιστεύει ότι τα αντικείμενα είναι διπλωματικά δώρα των Οδρυσών προς τους Τριβαλλούς. Ο κάτοχός τους, σε κάποια από τις εκστρατείες του Φίλιππου Β΄ ή του γιου του Αλέξανδρου, τα έθαψε για να τα γλιτώσει.

Το Oικομουσείο: η συμβολή του στην πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Oικομουσείο στην Eλλάδα Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Η συλλογή του Ch. Towneley, πίνακας του Zoffany, 1792. Πολλά από τα έργα που εικονίζονται βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Πρώτη η Γαλλία το 1971 ίδρυσε στην περιοχή της Βουργουνδίας «Οικομουσείο», ονομασία που συμβολίζει την αρμονική συμβίωση Μουσείου και περιβάλλοντος. Ο εμπνευστής της ιδέας Hugues de Varine πίστευε ότι έτσι θα αναπτύσσονταν η συλλογική μνήμη και η συλλογική ταυτότητα καθώς και η συνείδηση των αλλαγών που συμβαίνουν σε όλους τους τομείς. Οι κύριοι τομείς δράσης αυτού του Οικομουσείου είναι: ο άνθρωπος και το περιβάλλον, η βιομηχανική εξέλιξη, ο κοινωνικός βίος, η κοινωνικοοικονομική ιστορία και ο λαϊκός πολιτισμός. Στην Πορτογαλία, στο νότιο μέρος του κόλπου της Λισαβώνας, η ξαφνική εγκατάσταση μεγάλης βιομηχανικής μονάδας οδήγησε σε πληθυσμιακή έκρηξη. Η ενσωμάτωση του ξένου πληθυσμού ήταν η αφορμή για την ίδρυση «Οικομουσείου ανάπτυξης». Στην περίπτωση του Καναδά το Οικομουσείο εγκαταστάθηκε σε αγροτική περιοχή του Κεμπέκ που χαρακτηρίζεται από τη μετανάστευση και την απομόνωση. Στον Καναδά αλλά και σε άλλες χώρες έγιναν προσπάθειες να μεταφερθεί το μοντέλο του Οικομουσείου σε συνοικίες μεγαλουπόλεων. Τα Οικομουσεία στην Ελλάδα θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ταυτότητα μέσα σε έναν κόσμο που χάνεται, να ευαισθητοποιήσουν για θέματα περιβάλλοντος, να φτιάξουν μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο προσφέροντας σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών εργαλεία κατανόησης αλλά και να λειτουργήσουν εκπαιδευτικά ως σχολεία και χώροι λαϊκής επιμόρφωσης. Η ανέγερσή τους δεν απαιτεί τους οικονομικούς πόρους ή το ειδικευμένο προσωπικό που συνδέουμε με τα γνωστά Μουσεία. Το στοίχημα για τα Οικομουσεία είναι να τα αγκαλιάσει η κοινότητά τους.

Κεραμεική: πρώτες ύλες, λείανση, στιλβώσεις, υαλώματα Γιώργος Νικολακόπουλος

Αγγείο ρωμαϊκό Lezoux με εγχάρακτο διάκοσμο. Μέσα 1ου αιώνα. Ashmolean Museum. Από τις δύο βασικές ύλες που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κεραμικών, την άργιλο και τη χαλαζιακή άμμο, η άργιλος υπερέχει χάρη στην πλαστικότητά της. Στην Κίνα από τη Νεολιθική εποχή χρησιμοποίησαν άργιλο με προσθήκη πυριτικής άμμου. Το είδος αυτό των κεραμικών ονομάστηκε Γκρε (Grès) και ανάγεται στην εποχή των Shang (1751-1111 π.Χ.). Η πυριτική ύλη κατασκευαζόταν από κονιοποιημένο χαλαζία, στον οποίο πρόσθεταν αλάτι ή νάτριο για να γίνει κάπως πλαστικός. Χρησιμοποιήθηκε στη νότια Μεσόγειο ως και τον 9ο αιώνα μ.Χ. Οι Ρωμαίοι εφάρμοσαν εγχάρακτο διάκοσμο ξεστό, όπως πάνω σε γυαλί, δημιουργώντας πανέμορφα αγγεία. Αυτό είναι το Glazed quartz fritware. Η φύση του κύριου συστατικού και η ύπαρξη ή μη προσμείξεων καθορίζει την υφή και το χρώμα του κεραμικού. Διακρίνονται έτσι τέσσερις κύριες ομάδες: α) της ψημένης γης (terra cotta), έγχρωμη με πορώδη υφή, β) της λευκής ψημένης γης (terraglia) ή faience fine, λευκή με πορώδη υφή, γ) της Grès, έγχρωμη με συμπαγή υφή και δ) της πορσελάνης, λευκή με συμπαγή υφή. Για να στεγανοποιηθούν τα αγγεία από πορώδες υλικό χρησιμοποιήθηκε είτε λείανση, είτε επικάλυψη ή μία από τις τρεις στιλβώσεις: η πυριτιο-αλκαλική, η μολυβδούχος και η κασσιτερούχος. Ως προς τη στίλβωση, συγγενικά με τα αρχαιοελληνικά αγγεία, μελανόμορφα και ερυθρόμορφα, είναι τα ρωμαϊκά ερυθρά και μαύρα στιλβωτά. Υπάρχουν δύο ειδών υαλώματα, διαφανή και αδιαφανή (ή σμάλτα). Στα διαφανή ανήκουν τα αλκαλικά υαλώματα και τα μολυβδούχα. Τα αδιαφανή υαλώματα που δίνουν τη faience δημιουργούνται με την προσθήκη οξειδίου του κασσίτερου στη μολυβδούχο υάλωση. Για να διακοσμηθεί η φαγιάνς χρησιμοποιείται η μέθοδος υψηλής ή χαμηλής πυράς.

Ένα ελληνικό όνειρο: Λέο φον Kλέντσε, ο Aρχαιολόγος Αλίκη Μουστάκα

Λέο φον Κλέντσε, σχέδιο του «Παντεχνείου» (γύρω στο 1836). Στον Κλέντσε, η Γλυπτοθήκη του Μονάχου δεν οφείλει μόνο την εξωτερική της μορφή αλλά και τη διαμόρφωση των εκθεσιακών της χώρων και την επιλογή των εκθεμάτων. Ως σύμβουλος του Λουδοβίκου σε θέματα τέχνης, συγκέντρωσε στο Μόναχο σημαντικό αριθμό γλυπτών και δημιούργησε συλλογή με αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας. Ο Λέο φον Κλέντσε γνωρίζει τον Λουδοβίκο το 1814 και μένει στην υπηρεσία της Βαυαρίας ως το 1859. Γέννημα θρέμμα της εποχής του Κλασικισμού, ο Κλέντσε οραματίζεται την αναγέννηση της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ιδίως του δωρικού ναού. Σταθμό στην πορεία του αποτέλεσαν τα ταξίδια του στη Μεγάλη Ελλάδα με τους δωρικούς ναούς στο Πέστουμ, την αρχαία Ποσειδωνία, στον Ακράγαντα, τη Σεγέστα, τον Σελινούντα. Ο «αρχαιολόγος» Κλέντσε αφήνεται να καθοδηγηθεί από τα ίδια τα μνημεία που σχεδιάζει με κάθε λεπτομέρεια επί ώρες. Στους τέσσερις μήνες που πέρασε στην Ελλάδα το 1834, ο Κλέντσε σχεδίασε τον αρχαϊκό ναό στο Καρδάκι της Κέρκυρας, το ναό της Αφαίας στην Αίγινα, την πλατεία του Αγίου Γεωργίου στο Ναύπλιο, άποψη της Χαλκίδας, τους Αέρηδες στην Πλάκα, ενώ η ελαιογραφία με τη φανταστική αναπαράσταση της Ακρόπολης έγινε αργότερα στο Μόναχο. Ο Κλέντσε στην Αθήνα κίνησε τη διαδικασία για την επέκταση της νομοθεσίας προστασίας των αρχαίων. Για πρώτη φορά τοποθετούνται φύλακες σε αρχαιολογικούς χώρους ενώ, και πάλι με δική του ενέργεια, αρχίζει η καταγραφή των αρχαιοτήτων της Ελλάδας και το αναστηλωτικό έργο στην Ακρόπολη. Η επίσημη έναρξη, που εποπτεύει ο ίδιος, γιορτάστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου με συμμετοχή του λαού. Ήταν η πρώτη γιορτή στην Ακρόπολη ύστερα από αιώνες.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Άποψη του ελληνιστικού λιμανιού με οχυρωματικούς πύργους στη Φαλάσαρνα. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Κινδυνεύει να γκρεμιστεί το Αστεροσκοπείο (1842), έργο του Θ. Χάνσεν – Αποκαλύφθηκε κοντά στην Πέλλα μακεδονικός τύμβος του 320 π.Χ. που πιθανόν ανήκε στον Ηφαιστίωνα - Το Μ. Μπενάκη ταξιδεύει στο Τόκιο την «Προσκύνηση των Μάγων» του Δ. Θεοτοκόπουλου – Εικόνα του Αγίου Γεωργίου με την υπογραφή του Άγγελου είναι η δωρεά του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη στο Μουσείο Μπενάκη

Εκθέσεις

Στη Φλωρεντία, φετινή πολιτιστική πρωτεύουσα, η Ελλάδα εκπροσωπείται με τρεις εκθέσεις - Η δεύτερη Μπιενάλε νέων των χωρών της Μεσογείου θα οργανωθεί στη Θεσσαλονίκη από 21 ως 30 Νοεμβρίου – «Εθνο-αρχαιολογία» ήταν ο τίτλος έκθεσης για τις παραδοσιακές τεχνικές που άνοιξε στη La Seyne-sur-Mer της Γαλλίας – Στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα οργανώθηκε στο Εθνικό Μουσείο έκθεση (1-31/10/1986) με θέμα το έργο της Σχολής στην Κρήτη

Βιβλία

Γιάννης Λυρίτζης, Αρχαιομετρία. Μέθοδοι χρονολόγησης στην αρχαιολογία, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986 - Αναστάσιος Ορλάνδος & Ιωάννης Ν. Τραυλός, Λεξικό αρχαίων αρχιτεκτονικών όρων, Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών, Αθήνα 1986 – Gisela Walberg, Tradition and Innovation. Essays in Minoan Art, Philipp von Zabern, Mainz, Γερμανία 1986 – Anthony van der Heyden, «Monasteries of the Judean Desert», Ariel 65, 1986

Συνέδρια

Η Ελληνική Επιτροπή Τεχνικής Γεωλογίας οργανώνει συνέδριο (Αθήνα, 19-23 Σεπτεμβρίου 1988) με θέμα: Η τεχνική γεωλογία στη μελέτη / διατήρηση και προστασία των έργων της αρχαιότητας, των μνημείων και των ιστορικών χώρων

English summaries: The archaeologist Leo von Klenze and his vision of Greece Aliki Moustaka

The exterior of the Munich Glyptotech as well as the way the rooms of the museum are designed and what exhibits are on show in them, these are all Leo von Klenze’s achievement. Klenze was Ludwig’s counselor on artistic matters and brought a large number of sculptures to Munich, he also created a collection of great works of Greek vase-painting. Leo von Klenze met Ludwig in 1814. He remained in the service of Bavaria until 1859. Klenze had a classical education and dreamed of a rebirth of Greek architecture and especially of the Doric temple. His travels in Magna Graecia were a turning point in his life. During these travels Klenze visited Doric temples in Pestum, ancient Poseidonia, in Acraganta, Segesta and Selinous. Klenze the “archaeologist” followed where he was led by the drawings he made of monuments. He drew the monuments he visited for hours in great detail. In the four months that he spent in Greece in 1834, Klenze drew the archaic temple at Kardaki in Corfu, the temple of Aphaia in Aegina, St George’s square in Nafplio, a view of Halkida, the temple of the Winds in Plaka, while later, in Munich, he painted an imaginary reconstruction of the Acropolis in oils. While in Athens, Klenze began procedures for legal protection of ancient monuments in Greece. He saw to it that keepers were placed on the site of antiquities for the first time, Klenze also saw to a record of antiquities in Greece being made and repairs started on the Acropolis. The beginning of this task, which was supervised by Klenze in person, was celebrated on the 10th of September as a popular occasion. This was the first celebration held on the Acropolis for centuries.

Recipes for potions and charms in papyri The editors of the Archaeologia journal

There are three kinds of magic potions; love philtres, healing potions and other. Love potions serve to conquer the loved one, to bring the object of desire back, to stand in the way of two lovers meeting, to create hate where once there was love, and last to punish the unfaithful party. Healing potions serve to cure swellings, broken bones, the scorpion’s bite, headaches, possession by an evil spirit, coughs, a temperature, hardening of the breasts, dropping of the vagina, and attainment of the power of becoming invisible. Under “other philtres” are included potions to bring about a horse’s winning a race, the gaining of material wealth, the gaining of confidential information at night, the riding of a crocodile, the sending of a dream or the catching of a thief.

The evil eye Dimitris Kokkotos

There are many ancient sources of information to prove that ancient Greeks, Jews and Romans all believed in the spell cast by the evil eye. The ancient Greeks believed that anyone who stood out for his beauty or other exceptional gifts was a prospective victim of the spell. This applied especially to children. The Roman goddess Cumina specialized in averting the evil eye. Christian Orthodox tradition has it that the man who casts the evil eye is an intermediary between the devil and man and uses a spell on the guard against the evil eye. Popular belief has it that certain people have the power of the evil eye and there are ways of resisting this power. Saint Cyprian who wrote the spell against magic and the evil eye, was himself before being baptized “prey to magic and to the adoration of demons”.

The origin of Ouija boards The editors of the Archaeologia journal

The Ouija board is an American, 19th century invention belonging to the field of the paranormal sciences that hold modern rationalism in contempt. Nicole Edelman describes the origins of the Ouija board in the journal L’Histoire. In the extracts from the article that are published here, the protagonists of the story are a family of methodists, a haunted house and the “spirit” of a murdered peddler. The two Methodist girls leave home and go to another state, however the spirits keep in touch with them. The spirits advise the girls to use a table, or board to communicate with them. They become famous, and the practice spreads to Europe where however the board used in the séance is triangular. This method of prediction of the future, or oracle is however very old. Tertoulian, Apollonius Tyaneus and Buddhist monks all testify to this.

Τεύχος 44, Σεπτέμβριος 1992 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Εκατό χρόνια δουλειάς: μια επέτειος Ευάγγελος Πεντάζος

Το Στάδιο στους Δελφούς. Φθορές στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών προκαλούν οι πλημμύρες ύστερα από καταιγίδα, οι σεισμοί και οι κατολισθήσεις βράχων, τα διερχόμενα αυτοκίνητα, η ελεύθερη διακίνηση των επισκεπτών πάνω στα αρχαία. Για την προστασία των μνημείων, οργανώθηκαν διαδρομές για τους επισκέπτες, τους οποίους σύντομα θα διευκολύνει και η επέκταση του Μουσείου. Για την αποκατάσταση του δελφικού τοπίου καλύφθηκε ή φυτεύτηκε το κανάλι του Μόρνου. Απομακρύνθηκαν οι σύγχρονοι τοίχοι στερέωσης και όσοι ξανακτίστηκαν καλύφθηκαν με κισσό και θαμνοειδή. Κόπηκαν 150 δέντρα που κατέστρεφαν τα μνημεία και φυτεύτηκαν 3.500 θαμνοειδή για τη στερέωση του εδάφους. Αν ο σημερινός δρόμος μεταφερθεί, ο ενοποιημένος αρχαιολογικός χώρος θα μας ταξιδεύει στην αρχαιότητα.

Δελφοί. Iστορία των ανασκαφών Olivier Picard

Δελφοί, αρχή των ανασκαφών: το δίκτυο του μικρού σιδηροδρόμου (décauville). Για την ανασκαφή των Δελφών ήταν επιβεβλημένη η μετατόπιση του χωριού Καστρί και η απαλλοτρίωση των εκτάσεών του. Δεδομένου ότι την ανασκαφή στην Ολυμπία είχαν αναλάβει οι Γερμανοί, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου δεσμεύεται να αναθέσει την ανασκαφή των Δελφών στους Γάλλους. Πριν ψηφιστεί ο σχετικός νόμος, έρχεται στην εξουσία ο Χαρίλαος Τρικούπης που επιδιώκει να συνδυάσει την ανάθεση των ανασκαφών με μια εμπορική σύμβαση για την εξαγωγή σουλτανίνας στη Γαλλία. Τελικά, το 1891 η γαλλική βουλή ψηφίζει τη διάθεση μισού εκατομμυρίου χρυσών φράγκων. Την οργάνωση της «Μεγάλης Ανασκαφής» ανέλαβε ο Th. Homolle. Το 1896, χρονιά των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων, έφτασε το πρώτο πλοίο με τουρίστες στην Ιτέα. Αρχαιολογικός χώρος και Μουσείο εγκαινιάστηκαν μαζί το 1903. Το Ιερόν του Απόλλωνα, που περικλείεται από τον περίβολο, είναι ένας χώρος που ξεπερνάει τα 20 στρέμματα. Αφιερώθηκε στο θεό μετά τον Α΄ Ιερό πόλεμο, γύρω στο 590 π.Χ. Τότε χτίστηκε και ο πρώτος μεγάλος δωρικός ναός που κάηκε το 548 π.Χ. Από τον δεύτερο δωρικό ναό, που καταστράφηκε από σεισμό το 373 π.Χ., σώζονται τα αετώματα με την άφιξη του Απόλλωνα σε άρμα και τη Γιγαντομαχία. Από τον επόμενο ναό, σήμερα διακρίνονται το κρηπίδωμα και κάποιοι κίονες της πρόσοψης. Τα αετώματα παρίσταναν τον Απόλλωνα καθισμένο πάνω στον ομφαλό, περιτριγυρισμένο από Μούσες, και τον Διόνυσο ανάμεσα στις Θυιάδες. Ανατολικά του ναού βρίσκεται ο μεγάλος βωμός. Οι ανασκαφές του χώρου, που κατοικήθηκε πρώτα από Μυκηναίους γύρω στο 1550 π.Χ., αποκάλυψαν σπάνια θρησκευτικά αντικείμενα, που όμοια τους έχουν βρεθεί μόνο στις Μυκήνες. Η μεγάλη κλίση του εδάφους απαιτούσε την κατασκευή αναχωμάτων. Ο Άλως, κάτω από το πρώτο ανάχωμα του ναού, ήταν χώρος τελετουργιών. Τα μεγαλοπρεπέστερα αναθήματα ήταν οι Θησαυροί. Στα κοινόχρηστα κτίρια ανήκαν οι στοές, το γυμνάσιο, το στάδιο, ο ιππόδρομος, το θέατρο. Ένα δεύτερο Ιερό ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά Προναία. Το πολυτελέστερο και αινιγματικότερο μνημείο είναι η Θόλος με τους δωρικούς και κορινθιακούς κίονες και τις μετόπες που διακοσμούνται από Αμαζονομαχία και Κενταυρομαχία. Στα σημαντικά ευρήματα των Δελφών συγκαταλέγονται χάλκινα ειδώλια του 8ου αιώνα π.Χ. Ελεφαντοστέινο ειδώλιο λογχοφόρου άντρα με λιοντάρι (μέσα 7ου αιώνα π.Χ.) ίσως απεικονίζει τον Απόλλωνα Πότνιο Θηρών. Κλέοβις και Βίτωνας ή Κάστωρ και Πολυδεύκης, οι κολοσσιαίοι δίδυμοι του Άργους αφιερώθηκαν γύρω στο 580 π.Χ. Αριστουργήματα της χρυσοχοϊκής του 6ου αιώνα π.Χ. είναι τα ελεφαντοστέινα τμήματα χρυσελεφάντινων αγαλμάτων. Την τελειότητα στην τεχνική του σφυρήλατου αγγίζει μεγάλος ταύρος (πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ.). Η ζωφόρος του Θησαυρού των Σιφνίων (525 π.Χ.) αποκάλυψε σκηνές γνωστές μόνο από την αγγειογραφία. Προσφορά που συνδέεται με μια νίκη στα Πύθια το 478 ή 474 π.Χ. αποτελεί ο χάλκινος Ηνίοχος, κατασκευασμένος από πολλά κομμάτια με την τεχνική του «χαμένου κεριού». Ο αρχαιότερος θησαυρός δωρικού ρυθμού είναι εκείνος που πρόσφεραν οι Αθηναίοι μετά τη μάχη του Μαραθώνα. Στη ζωφόρο του ο αθηναίος ήρωας Θησέας παραλληλίζεται με τον πανελλήνιο ήρωα Ηρακλή. Το 330 π.Χ. περίπου, ο Θεσσαλός Δάοχος προσφέρει μια ομάδα αγαλμάτων που απεικονίζουν όλη του την οικογένεια. Στη μαρμάρινη κεφαλή του «Μελαγχολικού Ρωμαίου» –ο Τίτος Φλαμινίνος;– εκφράζεται ιδιαίτερα η ψυχική διάθεση.

Η θέση των Δελφών στην αρχαία ελληνική θρησκεία Ευάγγελος Πεντάζος

Ο Απόλλωνας προσπαθεί να αποσπάσει τον τρίποδα από τον Ηρακλή. Αττική κύλικα, π. 525-515 π.Χ. Antikensammlungen, Μόναχο. Γιος του πατέρα, ο Απόλλωνας κυριάρχησε στους Δελφούς εκθρονίζοντας τη Γη από το μαντείο της και φονεύοντας το φύλακά του Πύθωνα που έμεινε να σαπίζει. Από το ρήμα «πύθω» (σαπίζω), ο Απόλλωνας ονομάστηκε Πύθιος και ο τόπος Πυθώ. Σε ανάμνηση αυτής της νίκης γιορτάζονταν τα Σεπτήρια. Το κατοπινό όνομα Δελφοί ετυμολογείται από το «δελφύς», που σημαίνει τη μήτρα, το κοίλον. Παλαιότατη μάντισσα ήταν η μυθική Σίβυλλα και αργότερα η Ηροφίλη. Στα νεολιθικά χρόνια, οι δράκοντες Πύθωνας και Δελφίνη λατρεύονταν στο Κωρύκιον άντρο του Παρνασσού, όπου λειτούργησε το πρώτο μαντείο. Όταν η φήμη των Δελφών το επισκίασε, στο άντρο επικράτησε η λατρεία του Πάνα και των Νυμφών ενώ, αργότερα, γιορτάζονταν με μαιναδικά όργια τα Δαδοφόρια για τη γέννηση του Διονύσου. Η Πυθία χρησμοδοτούσε αρχικά μια φορά το χρόνο, στις 7 του μηνός Βυσσίου, γενέθλια μέρα του Απόλλωνα, και αργότερα στις 7 κάθε μηνός, με εξαίρεση τους τρεις μήνες που ο Απόλλωνας έφευγε για καθαρμό στα Τέμπη και ο Διόνυσος γινόταν κυρίαρχος του Ιερού. Τους διφορούμενους χρησμούς που έδωσαν στον Απόλλωνα το προσωνύμιο Λοξίας κατασκεύαζαν μάλλον οι ιερείς, δεδομένου ότι η μεγάλης ηλικίας Πυθία ήταν αμόρφωτη. Τον Απόλλωνα τιμούσαν με τα Πύθια, τα Δελφίνεια, τα Θαργήλεια, τα Θεοφάνια και τα Σεπτήρια. Προς τιμήν του Διονύσου γινόταν ο Λικνίτης, η Χάριλα, η Ηρωίς, τα Δαδοφόρια, τα Ευμένια, τα Σωτήρια και τα Ελαφηβόλια. Με τον ΟΗΕ συγκρίνουν ορισμένοι το θεσμό της Αμφικτυονίας, μιας ένωσης 12 φυλετικών ομάδων που από θρησκευτική εξελίχθηκε σε πολιτική. Μετά τον Α΄ Ιερό πόλεμο, η Αμφικτυονία ανέλαβε τον έλεγχο του Ιερού.

Η ιστορία του Iερού και του Μαντείου των Δελφών Μαρία Πεντάζου

Ο Αιγέας συμβουλεύεται το Μαντείο των Δελφών. Αττική κύλικα, ζωγράφος του Κόδρου, π. 440-430 π.Χ. Antikensammlungen, Βερολίνο. Ο Πύθιος Απόλλων έχει ήδη εγκατασταθεί στους Δελφούς τον 8ο αιώνα π.Χ., συμβουλεύοντας όσες ελληνικές πόλεις επιχειρούν πολιτειακές αλλαγές ή ιδρύουν αποικίες. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., οι Δελφοί εντάσσονται στην Αμφικτυονία. Στον Α΄ Ιερό πόλεμο (600-590 π.Χ.), η γειτονική Κρίσα αφανίζεται και η γη της αφιερώνεται στο Ιερό. Τα Πύθια, αγώνες γυμνικοί και ιππικοί που οργανώθηκαν για να γιορταστεί αυτή η νίκη, εδραιώνουν την πανελλήνια φήμη του Μαντείου. Ο ναός καταστρέφεται από πυρκαγιά το 548 π.Χ. Στους Περσικούς πολέμους το ιερατείο των Δελφών μηδίζει. Στον Β΄ Ιερό πόλεμο το Μαντείο αναδεικνύεται σε «μήλον της έριδος» ανάμεσα σε Φωκείς, Αθηναίους και Σπαρτιάτες. Το χειμώνα του 373 π.Χ. ο ναός καταστρέφεται από σεισμό. Θα χρειαστούν 43 χρόνια για να αποπερατωθεί. Παράλληλα, αλλάζουν οι πολιτικές ισορροπίες στον ελληνικό κόσμο. Ο Γ΄ Ιερός πόλεμος (356-346 π.Χ.) λήγει με ολοκληρωτική ήττα των Φωκέων από τον Φίλιππο της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος συμμετέχει στην Αμφικτυονία και προεδρεύει στα Πύθια του 346 π.Χ. Δίνοντας τέλος και στον Δ΄ Ιερό πόλεμο με την άλωση της Άμφισσας, αντιμετωπίζει τους συνασπισμένους Έλληνες στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.). Στα ελληνιστικά χρόνια η σημασία του Μαντείου διαρκώς φθίνει. Το 290 π.Χ. η Αιτωλική Συμπολιτεία καταλαμβάνει την πόλη και το Ιερό των Δελφών που θα παραδώσει το 190 π.Χ. στους Ρωμαίους. Το μαντείο λεηλατείται από τον Σύλλα (86 π.Χ.) και από θρακικά φύλα (83 π.Χ.). Με εξαίρεση τον Νέρωνα, που αποχώρησε με 500 αγάλματα, οι ρωμαίοι αυτοκράτορες το σεβάστηκαν. Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε πολλά αφιερώματα στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιουλιανός προσπάθησε μάταια να το ζωντανέψει και ο Θεοδόσιος (394 μ.Χ.) του επέφερε το τελειωτικό χτύπημα.

Στην «ιεράν γαν» των Δελφών Δέσποινα Σκορδά

Περιοχή Δελφών. Κάτω κοιλάδα Πλειστού. «Ιεράν γαν» ονομάζουν οι δελφικές επιγραφές την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή γύρω από το μαντείο. Πρόκειται για την κοιλάδα του μικρού ποταμού Πλειστού, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Παρνασσού, της Κίρφης και των σημερινών πρόβουνων της Γκιώνας, που καταλήγει στον «Κρισαίο κόλπο». Οι Δελφοί, που ακόμη τότε ονομάζονταν Πυθώ, ιδρύονται την περίοδο της κυριαρχίας των Μυκηνών, γύρω στο 1400 π.Χ. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους οικισμούς, η επιλογή της θέσης είχε μόνο κριτήριο την επιβλητικότητα που της προσδίδουν οι δυο θεόρατοι βράχοι των Φαιδριάδων, το συγκλονιστικό χάσμα της Κασταλίας και τα άφθονα νερά. Χάλκινοι αναθηματικοί τρίποδες και ανδρικά ειδώλια βεβαιώνουν την επικράτηση του Απόλλωνα από το τέλος του 9ου αιώνα π.Χ. Εάν οι Δελφοί είναι ο «ομφαλός» της γης, η γεωγραφική τους θέση μετέτρεψε την κοιλάδα του Πλειστού στον «ομφάλιο λώρο» τους: κανείς προσκυνητής δεν μπορούσε να φτάσει στο δελφικό μαντείο χωρίς να χρησιμοποιήσει τους μεσόγειους δρόμους της και, κυρίως, το λιμάνι της. Κίρρα ή Κρίσα ονομάζουν οι πηγές την ισχυρή φωκική πόλη που ήλεγχε τους δρόμους της κοιλάδας και εισέπραττε διόδια από τους προσκυνητές του μαντείου. Με τον Α΄ Ιερό πόλεμο (600-590 π.Χ.), ο αμφικτυονικός συνασπισμός, στον οποίο είχαν ήδη ενταχθεί οι Δελφοί, αφάνισε την πόλη και αφιέρωσε στο θεό τη γη της, απαγορεύοντας την καλλιέργειά της. Την ισχύ μιας απαγόρευσης, που λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας, την εξασφάλιζαν περιοδικοί έλεγχοι από τους ιερομνήμονες. Το ειδικό καθεστώς διαχείρισης μιας «ιεράς χώρας» απέκοψε τους Δελφούς από το φωκικό έθνος στο οποίο ανήκαν. «Οι Δελφοί πεφεύγασιν ονομάζεσθαι Φωκείς» αναφέρει ο Παυσανίας.

Η περί τον Παρνασσό χώρα Φώτης Ντάσιος

Ο πολυγωνικός τοίχος-άνδηρο στις πηγές Κηφισού. Η αρχαία Φωκίδα εκτείνεται ολόγυρα από τον Παρνασσό, από την κοιλάδα του Κηφισού ως τους δύο κόλπους της Αντίκυρας και του Κρισαίου (ή της Κίρρας). Στη Λίλαια ήταν οι πηγές του Κηφισού. Στη σημερινή πηγή της Αγίας Ελεούσας βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη κρηναίου οικοδομήματος, λαξευμένα καθίσματα και βάθρα αγαλμάτων. Όχι μακριά, βρίσκονται τα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Χριστόφορου και η μεσοβυζαντινή εκκλησία της Αγίας Ελεούσας. Στην επικράτεια του γειτονικού Έρωχου ανήκε αγροτικό ιερό αφιερωμένο στη Δήμητρα. Η Τιθορέα μοιράζεται με τη Λίλαια τα επιβλητικότερα τείχη της περιοχής και το «συνοικισμό» των φωκικών πόλεων που ακολούθησε την καταστροφή του Φιλίππου Β΄ (346 π.Χ.). Ο Νεών, οι Παραποτάμιοι και οι Πεδιείς, η Τριταία, η Λέδων έπαψαν να υπάρχουν ως ξεχωριστές πόλεις μετά το τέλος του Γ΄ Ιερού πολέμου. Μεγαλύτερη πόλη της Φωκίδας έγινε σιγά σιγά η Ελάτεια. Για τη Δαύλεια με την πολύ ισχυρή ακρόπολη οι πηγές αναφέρουν τις λατρείες της Αθηνάς Πολιάδος, της Σώτειρας Αρτέμιδος, του Σαράπιδος και του ήρωα Αρχηγέτη, ενώ βρέθηκαν ερείπια από τη βουλή των φωκικών πόλεων, το «Φωκικό». Παράλληλα στο ρέμα του Πλατανιά, που σχηματίζουν οι απότομες πλαγιές του Ελικώνα, της Κίρφης και του Παρνασσού, ανηφορίζει η «Σχιστή οδός» με το μοιραίο για τον Λάιο και τον Οιδίποδα τρίστρατο. Η «Σχιστή οδός» οδηγούσε και τις Θυιάδες της Αττικής και της Βοιωτίας στις γιορτές του Διόνυσου στον Παρνασσό. Κοντά στο τρίστρατο βρισκόταν η αρχαία Άμβρυσσος. Ανηφορίζοντας τη Σχιστή οδό προς Δελφούς, μπαίνουμε στην «ιερή χώρα» όπου περνοδιαβαίνουν οι ακόλουθοι του Διόνυσου και του Απόλλωνα, οι τραγοπόδαροι σάτυροι και οι νύμφες του Παρνασσού.

Δελφοί, μήλον της Έριδος: στιγμιότυπα Ευάγγελος Πεντάζος

Ραφαήλ, «Ο Παρνασσός», 1509-1510. Stanza della Segnatura, Βατικανό, Ρώμη. Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και η Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών ερίζουν διεκδικώντας την ανασκαφή των Δελφών. Βάδιγκτων και Κουμανούδης ξιφουλκούν. Το 1887 προστίθεται και η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, ενώ στο παιχνίδι τρυπώνει αθέατα και η Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή. Οι δυνατότητες της Αρχαιολογικής Εταιρείας οφείλονταν στο λαχείο αρχαιοτήτων που δεν ξέφυγε τη σάτιρα του Σουρή. Η επίσημη πενταετής παραχώρηση της ανασκαφής στους Γάλλους συνδυάστηκε εκβιαστικά από τον Τρικούπη με τη λύση του «σταφιδικού προβλήματος». Η σύμβαση προέβλεπε τη συμμετοχή της Ελλάδας με 60.000 γαλλικά φράγκα για τις απαλλοτριώσεις, συμπληρωματικά στα 500.000 φράγκα που είχε εγκρίνει η γαλλική κυβέρνηση. Το μουσείο εγκαινιάστηκε την άνοιξη του 1903.

Έλληνες αρχαιολόγοι στους Δελφούς Φώτης Ντάσιος

Προτομή Χρήστου Τσούντα (1857-1934), έργο του Αθ. Λημναίου, τοποθετημένο στον προθάλαμο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Ο Ευθύμιος Καστριώτης βρίσκεται στους Δελφούς το 1892, στο ξεκίνημα των ανασκαφών. Το βιβλίο-οδηγός του Δελφοί (1894) δεν θα περιλαμβάνει τις γνώσεις που προήλθαν από αυτές. Είχαν προηγηθεί ο Παναγιώτης Σταματάκης και ο Χρήστος Τσούντας (1888-1890), που συνέταξε τον πρώτο κατάλογο κινητών ευρημάτων. Τις εργασίες των ανασκαφών επιστατούσαν καθημερινά οι Ι.Μ. Λύρης, Γ. Λάππας και Αλ. Κοντολέων. Ο Κοντολέων εξέδωσε ανέκδοτες δελφικές επιγραφές και μικρούς οδηγούς. Το 1905 έφορος της περιοχής διορίζεται ο Αν. Κεραμόπουλος που, ανάμεσα σε άλλα, εξέδωσε και τον πολύτιμο Οδηγό των Δελφών (1908). Παρατίθεται κατάλογος με τα ονόματα των εφόρων αρχαιοτήτων που υπηρέτησαν στους Δελφούς από τον Κεραμόπουλο ως τις μέρες μας.

Το Mουσείο [των Δελφών] Ευάγγελος Πεντάζος

Οι χορεύτριες από τον κίονα με τις άκανθες (340-330 π.Χ.) στον ανασκαφικό χώρο, λίγο μετά την αποκάλυψή τους. Το Μουσείο των Δελφών οικοδομήθηκε το 1901. Δύο πτέρυγες προστέθηκαν με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού. Επεκτάσεις έγιναν στα χρόνια 1938-1940 και 1957-1960. Η τωρινή επέκταση από τον Αλέξανδρο Τομπάζη αντιμετωπίζει τα ζητήματα εξυπηρέτησης των επισκεπτών και ένταξης του μουσείου στο δελφικό τοπίο. Με την άφιξη του νέου θεού, τρίποδες αντικαθιστούν τα μυκηναϊκά ειδώλια και τα μινωικά ρυτά. Τα πρώιμα χάλκινα αναθήματα περιλαμβάνουν περικεφαλαίες, κρητο-κυπριακές ασπίδες, διακοσμητικές λαβές αγγείων, ειδώλια και τον μικρό χάλκινο «δαιδαλικό κούρο». Πρώιμοι αρχαϊκοί, οι δίδυμοι κούροι εκτίθενται μαζί με την πώρινη ζωφόρο του Θησαυρού των Σικυωνίων. Από τα πολύτιμα αρχαϊκά αναθήματα πόλεων της ανατολικής Ελλάδας που βρέθηκαν στους αποθέτες της Ιεράς Οδού εντυπωσιακότερα είναι η απολλώνια τριάδα και ο αργυρός ταύρος. Από τον Θησαυρό των Σιφνίων παρουσιάζονται η ζωφόρος, το ανατολικό αέτωμα, το περίθυρο και οι Καρυάτιδες. Στον ίδιο χώρο εκτίθεται η Σφίγγα των Ναξίων. Από τον Θησαυρό των Αθηναίων εκτίθενται οι μετόπες με τους άθλους του Θησέα και του Ηρακλή. Προσφορά των Αλκμεωνιδών ήταν το μαρμάρινο ανατολικό αέτωμα του αρχαϊκού ναού του Απόλλωνα με τη θριαμβική άφιξη του θεού. Στο αντίστοιχο πώρινο δυτικό αέτωμα εμφανίζονται η Αθηνά και ο Εγκέλαδος. Εδώ εκτίθενται και οι δύο ύμνοι στον Απόλλωνα με μουσικά σύμβολα. Από τη Θόλο παρουσιάζονται μια αναπαράσταση μικρού της τμήματος, ένα δωρικό και ένα κορινθιακό κιονόκρανο, οι μετόπες και δύο ζωφόροι. Από τους υστεροκλασικούς-ελληνιστικούς χρόνους ξεχωρίζουν ο ακανθωτός κίονας με τις χορεύτριες και το σύμπλεγμα του Δαήοχου, και από τους υστεροελληνιστικούς-ρωμαϊκούς ο κυκλικός βωμός από την Προναία, ο Αντίνοος, το πορτρέτο του «Φλαμινίνου». Ο Ηνίοχος έχει τη δική του αίθουσα.

Οι Δελφοί και ο Σικελιανός Ευάγγελος Πεντάζος

Την επιμέλεια των αναπαραστάσεων στις Δελφικές γιορτές είχε η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Οι τραγωδίες του Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης και Ικέτιδες, που παίχτηκαν στους Δελφούς το 1927 και 1930 αντίστοιχα, σημείωσαν τόση επιτυχία ώστε, αντί να προωθήσουν, επισκίασαν τη Δελφική Κίνηση του Σικελιανού. Οι αρχές αυτού που ο ποιητής θα αποκαλέσει αργότερα «Δελφική Ιδέα» άρχισαν να διαμορφώνονται μέσα του από το 1925. Οι Δελφοί είναι ο ομφαλός της γης επειδή είναι το πνευματικό κέντρο της γης. Καλείται τώρα να γίνει η εστία μιας παγκόσμιας εκπαιδευτικής και αναγεννητικής αποστολής, στερεωμένης με ιδρύματα, σχολές, συνέδρια και λοιπά «που θα υπάκουαν όλα ρυθμικά στις βασικές καθολικές αρχές της Δωρικής Ορθοδοξίας». Στη στροφή προς την απολλώνια ισορρόπηση του κόσμου, ο «Απολλώνειος Άθλος της Ψυχής» αντιπαρατίθεται στο στρεβλωμένο «κριτήριο του Ελέους». Η αρχή θα γινόταν «με κάποια πράξη καθαρά συνθετική και ομαδική, τοποθετώντας μες στο κέντρο της ένα αιώνιο και παγκόσμιο σύμβολο (όπως είναι ο αισχύλειος Προμηθέας) και συγκεντρώνοντας τριγύρω του όλα τα στοιχεία της λαϊκής αυθορμησίας που απομέναν στην Ελλάδα, Έκθεση Λαϊκής Βιοτεχνίας, λαϊκούς χορούς και αγώνες, ώστε και η ίδια η Ελλάδα να αντικρίσει συνθεμένο τον εαυτό της ξαφνικά...». Το άρθρο απαρτίζεται από αποσπάσματα γραπτών του Άγγελου Σικελιανού, της γυναίκας του Εύας Πάλμερ-Σικελιανού και των Κωστή Παλαμά, Γιάννη Τσαρούχη και Κώστα Ουράνη.

Άλλα θέματα: Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής (2) Βασίλης Δωροβίνης

Η κύρια όψη του Κυβερνείου στο Ναύπλιο, σε σχέδιο του Α. Κοντόπουλου. Το σπίτι Τούρκου που με τον περιβάλλοντα χώρο του είχε αγοράσει ο Πανούτσος Νοταράς, το μεταπώλησε προκειμένου να μετατραπεί σε Κυβερνείον ή «Παλάτιον της Κυβερνήσεως». Οι εργασίες διαμόρφωσης του κτιρίου με αρχιτέκτονα τον ιταλό Πασκουάλε Ιππολίτι ολοκληρώθηκαν μέσα στο 1829. Η δαπάνη για το κτίριο ήταν μικρή και η επίπλωσή του απέριττη. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, στο κτίριο αυτό έγινε το δημόσιο προσκύνημα στη σορό του και αυτό υπήρξε έδρα του διαδόχου και αδελφού του Αυγουστίνου. Χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορο από τον Όθωνα ακόμη και μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα. Στη συνέχεια, και ως το 1929 οπότε κάηκε από πυρκαγιά, στέγασε τη Νομαρχία. Αμέσως άρχισε μια έντονη ανταλλαγή επιχειρημάτων υπέρ ή κατά της ανακατασκευής του κτιρίου. Αν και το «οικόπεδο» κηρύχτηκε διατηρητέο ιστορικό μνημείο, ο χώρος ανεμπόδιστα μετατράπηκε σε πάρκο. Το 1978, μια νέα απόπειρα προώθησης της ιδέας περί ανακατασκευής προσέκρουσε, φαίνεται, στις αντιδράσεις των περιοίκων.

Δομική έρευνα στο εκκλησιαστικό συγκρότημα του Οσίου Λουκά Φωκίδος Παύλος Μυλωνάς

Ο Άγιος Λουκάς. Ψηφιδωτό στο Καθολικό της ομώνυμης Μονής. Καυστική απάντηση του συγγραφέα στον Δημήτριο Σοφιανό για άρθρο του (1992) με τίτλο «Η Μονή του Οσίου Λουκά. Έλεγχος και Κριτική της Αξιοπιστίας των Πηγών». Ο συγγραφέας έχει ήδη αναλύσει σε δύο άρθρα (Αρχαιολογία 36 και 38) ότι η αρχιτεκτονική ιστορία του συγκροτήματος είναι θέμα δομικής και ρυθμολογικής έρευνας, ότι οι μόνες γραπτές πηγές που πράγματι χρειάζονται είναι ο Βίος του Οσίου και η χρονολόγηση της μετακομιδής των λειψάνων του στο 1011. Εδώ θα αναγκαστεί να συνοψίσει τα επιχειρήματα επί τροχάδην απευθυνόμενος στον Σοφιανό που, αντί να εντρυφήσει στη φιλολογική ανάλυση των κειμένων, επιδίδεται σε πρόχειρες αρχιτεκτονικές αναφορές αγνοώντας επιδεικτικά τα αποφασιστικά στοιχεία που έφερε στο φως ο συγγραφέας.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στο Λονδίνο ιδρύθηκε το FOI (Friends of the Ionian) με σκοπό να σωθούν τα νησιά του Ιονίου – Το 1991 ο αρχαιολόγος Manfr. Bietak αποκάλυψε στην Αβάριδα της Κάτω Αιγύπτου τοιχογραφίες που μοιάζουν εκπληκτικά με εκείνες των μινωικών ανακτόρων της Κρήτης – Το Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου προκρίθηκε στα 6 πρώτα ευρωπαϊκά μουσεία στα οποία ο διεθνής οργανισμός «Ευρωπαϊκό βραβείο για το Μουσείο της χρονιάς» θα απονείμει βραβεία ή επαίνους

Συνέδρια

Με τη συμμετοχή ελλήνων και ξένων ειδικών οργανώθηκε στη Μονεμβασιά το Ε΄ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης με αντικείμενο τις πόλεις της βυζαντινής Πελοποννήσου – Με την ευκαιρία του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας των Μουσείων, το Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας οργάνωσε Συμπόσιο με θέμα «Στεμνίτσα: Ιστορία-Κοινωνία-Τέχνες» (15-16.5.1992) στη Στεμνίτσα

Εκθέσεις

«Δελφοί, στις πηγές του Απόλλωνα. Ένας αιώνας γαλλικών αρχαιολογικών ερευνών» είναι ο τίτλος της έκθεσης που θα φιλοξενήσει το Μουσείο Μπενάκη από 18 Σεπτεμβρίου ως 27 Δεκεμβρίου 1992 – Η πολιτιστική εταιρεία «Πανόραμα» θα παρουσιάσει στα «Δημήτρια ΚΖ΄» (11/10-8/11) και στην Κομοτηνή (22/11-6/12) πολύπτυχο πρόγραμμα εκδηλώσεων και μεγάλη έκθεση με θέμα «Οι Έλληνες στη Μαύρη θάλασσα. Από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα»

Βιβλία

Richard Jenkyns, Dignity and Decadence, Harper Collins, Λονδίνο 1992 – Ευάγγελος Ρούσσος, Ηράκλειτος, Περί φύσεως, Παπαδήμας, Αθήνα 1992 - Paul Faure & Marie-Jeanne Gaignerot, Guide grec antique, Hachette, Παρίσι 1991 – Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, Ιστορία της πειρατείας στους μέσους χρόνους της Τουρκοκρατίας (1538-1699), Εστία, Αθήνα 1992 - Χριστιάνα Λυτ, Στην Αθήνα του 1847-1848, Ερμής, Αθήνα 1992

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια – Συμπόσια

Το Β΄ Συμπόσιο Αρχαιομετρίας της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας θα γίνει στη Θεσσαλονίκη από 26 ως 28 Μαρτίου 1993 – Το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης ανέλαβε τη διοργάνωση του «Second European Meeting on Ancient Ceramics» που θα διεξαχθεί μέσα στο πρώτο 15θήμερο του Νοεμβρίου 1993 – To «Triple Α», η Ετήσια Συνάντηση της American Anthropological Association, θα διεξαχθεί στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας από 2 έως 6 Δεκεμβρίου 1992

Βιβλία – Περιοδικά

A.G. Dawson, Ice Age Earth: Late Quaternary Geology and Climate, Routledge, Λονδίνο 1992 – R.F. Tylecote, A History of Metallurgy, The Institute of Metals, Coleford, Gloucestershire 19902 – B. Rothenberg (επιμ.), The Ancient Metallurgy of Copper: Archaeology, Experiment, Theory, The Institute for Archaeometallurgical Studies, Λονδίνο 1990

English summaries: DELPHI. The history of excavations Olivier Picard

Delphi represent a case study: a famous archaeological site which was brought to life during the Middle Ages when the village Kastri was founded there. Although in the beginning the existence of the village was rather an annoyance to the first excavators of the site, it gradually proved to be most useful since its inhabitants saved Delphi from antique-smugglers.They safeguarded mobile and immobile works of art and monuments- and created the possibilities, to a certain extent, for the achievement of the "Great Excavation" as this enterprise was named by the French from the very beginning. It is due to an inscription that in the fifteenth century the location was identified as Delphi by Kyriakos, a merchant from Ancona. In the eighteenth century French and English travelers visited the site and paved the way for the "crowds" of German travelers who would arrive there in the nineteenth century. It was in 1829, during the goverment of Capodistrias, that the first excavations began. From that time on a long debate over Delphi started on the issue of archaeological pre-eminence which terminated in 1891. Then the Greek-French contract was signed and the 'Great Excavation" under Th. Homolle began. In 1903, when the Museum of Delphi opened and most archaeologists believed that the excavation was about to be completed, a new excavational phase began with the collaboration of the Greek Archaeological Service and the French Archaeological School of Athens. The sanctuary of Delphi owes its present monumental appearance to reconstructions carried out in the years 1938-1942. Today, after a century of excavational work this sacred site still holds many secrets to its self. There are many spots still to be excavated and as the technology and science of our time offer the possibility for a wide deciphering of and the extraction of information from the various finds, a more careful and time-consuming study and research is required. The excavation at Delphi will come to an end not when archaeological material becomes scarse but when our interest in classical times ceases to exist. Topography The sanctuary of Apollo, the temenos, is a trapezoid area of approximately five acres which is surrounded by a wall, the perivolos. To counterbalance the sloping ground formation terraces were created. On one of them two important monuments lie.The temple in which the oracles were delivered and the altar on which animals were sacrified in honour of Apollo. The first inhabitants of the location were Myceneans, who already in 1500 BC had built a big town there as well as a fortification wall, part of which was discovered under the temple of Apollo in 1990. The destruction of the Mycenean world (1200-1100) caused the decline of the town, which however continued to be inhabited throughout the Dark Ages, as the excavations of 1991 -92 prove. The years after 825 BC come down to us in written sources in connection with the oracles regarding the correct choice of land for colonization, a fact that is most probably related to the numerous dedicatory offerings dating from the same period. In the early sixth century one of the first Doric temples of the ancient Greek world was built there, which was destroyed by fire in 548 BC. At that point in time Delphi and the Amphictyony called upon all Greeks to contribute to the erection of a new temple, the so-called temple of the Alcmeonides, that stands on a terrace dating from 525 BC. The numerous buildings beside the religious ones are divided in two categories: a. Monumental buildings offered by various cities, kings or wealthy individuals. Most impressive among them are the thesauroi, almost miniature temples, dedicated to Apollo by numerous cities and their inhabitants such as the thesaurus of the Corinthians (7th century), Siphnians (525 BC), Athenians (490 BC), etc. b. Utilitarian architecture, such as the hippodrome, theatre, gymnasium, stadium, etc. The Landscape The sanctuary of Delphi was built in a landscape greatly affected by the menace of nature: floods, earthquakes, etc. Throughout the history of Delphi whenever the sanctuary was endangered by natural phenomena the god intervened miraculously and protected his sacred site. In antiquity the sanctuary suffered only few serious destructions, one of the major ones being its ruination by an earthquake in 373 BC. Quite a few recent damages have been recorded in photographs.

Greek archaeologists in Delphi Fotis Dassios

The first Greek archaeologists who worked in Delphi were the Ephor of Antiquities P. Stamatakis (1882-83), who recorded the archaeological finds discovered up to then in a scientific catalogue, and Chr. Tsoundas (1888-90). In 1894 , the first book-guide of the site called "Delphi", written by the then Ephor Ev. Kastriotis, was published. The same year Kastriotis was replaced by Tsoundas and later by K. Kourouniotis. A. Kontoleon greatly contributed to the excavations until his death in 1942, while at the same time he published many Delphic inscriptions and archaeological guides. In 1905 A. Keramopoulos was appointed Ephor of Delphi and was succeeded by N. Papadakis (1911-26), Chr. Karouzos (1927-35), N. Platon (1936-37), I. Threpsiadis (1938-43), Ph. Petsas (1944), loanna Konstantinou (1945), Ev. Mastrokostas (1950-54), loanna Konstantinou (1954-64), Angeliki Andriomenou (1964-66). Varvara Philippaki (1966), Yvonne Nikolopoulou (1966-69), V. Petrakos (1969-73), Photeini Zapheiropoulou (1973-76), P. Themelis (1976-80) and Ev. Pendazos since 1980 .

Mount Parnassus and its region Fotis Dassios

In antiquity, Delphi and Mount Parnassus belonged to Phocis. The cities of Phocis that had till now been neglected by archaeologists,because of the mesmerizing splendour of the Pythian sanctuary, have started attracting travellers and archaeological interest. A tour though these cities by necessity starts from the valley of the Kephissos river which flows from the Lilaea area, where important remnants of religious architecture survive as well as the ruins of the city of Lilaea and its acropolis. The cities of Erochos and Tithorea have been located further to the NE, the latter fortified with strong walls. Among the other most important known cities is Dalitsa, a religious center and the seat of the Phocian Assembly, secured with a well fortified acropolis.

Delphi and Greek religion Vangelis Pendazos

Myth, closely intertwined with Delphi, has been perfectly nourished by the surrounding landscape. The first oracles were delivered by Mother-Earth, who was then ousted by Apollo, the symbol of divine light and order. The original myth gradually developed and was enriched since all desired that even through an oracle their past and traditions be derived from or be related to Delphi. All the known ways of prophesying had been used in Delphi, finally however the oracle given by Apollo through Pythia was the one that prevailed. Although in all Apollo's oracles men were the vehicles of the god, in Delphi, where matriarchy was deeply rooted, a woman had been chosen as the god's medium. Every Pythia, which was a title not a name, had to be over fifty years of age, illiterate and naive, so as to deliver the foretelling through inarticulate cries, which were later interpreted by the priests. The two major gods in Delphi were Dionysus representing matriarchy and Apollo representing patriarchy who managed to set aside his brother but not to replace him altogether. Apollo by establishing the purification -after a judgement of the oracle — introduced the idea of justice in customary law. A number of feasts were celebrated in Delphi, some dedicated to certain sacred events, others to the god. Pytheia, the most famous and popular feast, was celebrated every four years (originally eight), and had a distinct musical character, since music was a characteristic property of Apollo. Finally, the important institution of Amphictyony, that has been often successfully compared to the United Nations, was introduced for the first time in Delphi.

The history of the Oracle and the Sanctuary of Delphi Maria Sarla-Pentazou

The history of the oracle and the sanctuary of Delphi is closely connected with the history not only of Greece but also of the entire world as it was known then. The oracle and its forecasting the future responses have played a decisive role both in the historical process and the events of the time such as the oracle to king Croesus, and in the establishment of the Greek colonies. Because of its wealth and strong influence it soon became the object of discord among the Greek cities and the most desired prey for all the -barbarian" nations and tribes and remained that way for over a thousand years. Walking among the ruins of a splendour long past one recalls the great moments of Greek history , its exalted moments and petty political competitions. The sanctuary is the true mirror of ancient Greek history, since it has directly or indirectly participated in all the events marking this glorious course.

The sacred land of Delphi Despoina Skorda

An important chapter in the history of the Delphic oracle refers to its relations with its broader geographic region. The four sacred wars undertaken by the Amphictyony were aimed either at extending or keeping not only the oracle under its control but also the entire area around it. The Pleistos valley,which is the district of Delphi, is the natural pass connecting the eastern to the western mainland of Greece. The older excavations of the French Archaeological School of Athens, the more recent ones of the Greek Archaeological Service as well as the surface survey still in progress have supplied us with valuable information as regards the history of the valley and its mountainous part where the site of Delphi is located. According to the latest archaeological data the original settlement lies in the valley, by the sea in the site of modern Kirra. An important prehistoric settlement, inhabited uninterruptedly until the end of the Mycenean world (2100-1100 BC) has been discovered there. Quite unexpectedly, the Mycenean settlement of Delphi occupies a steep slope at the highest spot of the mountainous part of the valley, far away from its natural accesses. This new settlement owes its extremely impressive character to the two huge rocks of the Phaedriads, the thrilling, sacred gorge of Castalia and the abundant springs scattered all over the mountain slope. The topographic peculiarity of the Delphian settlement distinguishes it from all other settlements of the time in the vicinity . It could be explained assuming that a sanctuary already existed there, functioning as the nucleus of the inhabitation as was common in antiquity.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αρχαία ελληνικά νομίσματα (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Αργυρός στατήρ Αίγινας, π. 480 π.Χ. Στη μπροστινή όψη, θαλάσσια χελώνα. Νομισματικό Μουσείο, Αθήνα. Η Αίγινα ήταν μάλλον η πρώτη που έκοψε νομίσματα (580-560 π.Χ.) με έμβλημα τη νεροχελώνα. Οι πρώτες κοπές στην Αθήνα (570-520 π.Χ.) είναι τα δίδραχμα ή «νομίσματα σημάτων» που ακολουθούνται από τα τετράδραχμα με την κρανοφόρο κεφαλή της Αθηνάς στην μπροστινή όψη και τη γλαύκα στην πίσω. Στους αργυρούς στατήρες της, η Κόρινθος απεικονίζει τον Πήγασο. Πλούσιες σε εικόνες είναι οι κοπές της βόρειας μητροπολιτικής Ελλάδας, ενώ εκείνες των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας διαφέρουν εντελώς από όλες τις άλλες: η εικόνα προβάλλει θετική και ανάγλυφη στην μπροστινή όψη, αρνητική και «εν κοίλω» στην πίσω. Ξεχωρίζουν νομίσματα των Συρακουσών και οι στατήρες του Τάραντα με τον Απόλλωνα Υάκινθο.

Τεύχος 92, Σεπτέμβριος 2004 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Το κλαρίνο και το τραγούδι. Παρατηρήσεις στη χορευτική μουσική στο Πωγώνι Ευαγγελία Άντζακα-Βέη

Χορός και συγγένεια ή η σειρά χορού στο γαμήλιο γλέντι Μαρία Βελιώτη-Γεωργοπούλου

Το Μπουρανί Τιρνάβου ως έθιμο και ο χορός του – το γαϊτανάκι Ελένη Καρυώτου

Εθνογραφίες χορού Ρένα Λουτζάκη

Χορός και (ανα)παραστάσεις. Τα όρια και η ανάγκη της εθνογραφίας Ιωάννης Μάνος

Χώρος και χορός. Η περίπτωση των αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα Ζωή Μάργαρη

Δρώμενο, αρχαιολογία και κοινότητα: μελέτη μιας περίπτωσης Χρήστος Παπακώστας

Ανθρωπολογική αντιπρόταση: ο χορός ως πολιτισμική διαδικασία Μαρία Παπαπαύλου

Η μουσική και ο χορός στη ζωή δυο γυναικών από το Άγκιστρο Σερρών Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη

Χορός και ταυτοτική διεκδίκηση στη Γουμένισσα Αριάδνη-Δάφνη Στεργιοπούλου

“Ζει ο βασιλιάς Δίας;” Χορευτικές μυθομουσικολογίες στην ορεινή Κρήτη Μαρία Χναράκη

Άλλα θέματα: Δούρα Ευρωπός, η πρωιμότερη χριστιανική εκκλησία Δέσποινα Ιωσήφ

Peter Paul Rubens και Θεόκριτος. Θεωρίες γύρω από τη βουκολική θεματογραφία Ναυσικά Λιτσαρδοπούλου

Το Ιερό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη μέσα από την τεχνολογία Απόστολος Μαυρίδης

Η νεότερη αρχιτεκτονική μας κληρονομιά. Η προβληματική της προστασίας της Ανδρέας Συμεών

Παράδοση και καινοτομία στα υφαντά της Άρτεμης Αγγέλα Ταμβάκη

Ζωικά και ανθρώπινα οστά στα αρχαιολογικά σύνολα. Προβληματική και διαχωρισμός Αναστασία Τσαλίκη

Κοινωνία και τεχνικές: οι επιλογές της παραδοσιακής τυροκομίας Ευάγγελος Καραμανές

Μουσείο: Αρχαιολογική Συλλογή Λουτρών Αιδηψού Αμαλία Καραπασχαλίδου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Πληροφορική: Ανταπόκριση από το συνέδριο Museums and the Web 2004 Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: An Anthropological Counter-proposal: Dance as a Cultural Process Maria Papapavlou

This article reviews in brief the way in which classical anthropological theories influence the study of dance and aims at connecting them with the modern anthropological theory. Two are its particular objectives: to enhance the scientific profit from approaching the study of dance, profit obtained through the performance studies and the anthropology of body and senses. And, concurrently, to discuss the significance of dance in the formation of new cultural identities. The references to ethnographies inspired by this modern orientation are made with the purpose to present the new emerging thematic issues, which, in turn, can enrich the product of anthropological theory with ethnographical material.

Dance and Kindred or the “Turn in Dance” During the Wedding Feast Maria Velioti-Georgopoulou

In Didyma, a village of about 1200 souls in south Argolida, most of the inhabitants are kindred, because of the high percentage of endogamy and ritual parenthood with non-relatives. During the wedding feast, in which round dances are performed, the so-called "turn in dance" is observed, a term which means: a. in what turn each group of relatives will dance and b. in what turn the guests-members of the groups of relatives will participate as first dancers in each dance performed by such a group. The “turn in dance" in the wedding fiesta is dictated by an informal but extremely strict "protocol". Kindred is the first and major criterion in determining the turn of dancing of the groups and also that of the first dancers within the groups. However, an apparent preference for direct participants in the matrimony ritual over all the rest is made. More specifically, the choice depends on the degree of relationship the groups and individuals have with the newly married: the closer relations take always precedence. additional criteria are: a. sex as regards the family status. Thus, according to an older rule the husbands nave a lead over wives - recently this situation seems to have been reversed -, while the single females dance before the married males and their sisters, in order to become obvious that the single maidens are available for marriage: b. age - the older have the lead over the younger, and c. origin, in relation to the local community the “foreigners" follow the person who has invited them in the "turn in dance". The violation of the "turn in dance" during the wedding celebration is a very serious offence and leads to quarrel and fight, since it is equivalent to discredit upon the relation bonds on which the local community is primarily based. These bonds are materialized in solidarity and contribute to the social coherence. Therefore, their undisturbed validity leads to the community's effort to preserve all the elements, which contribute to its function, well-being and perpetuation.  

The “Bourani” of Tyrnavos as a Custom and Its Dance. The Maypole Eleni Karyotou

"Bourani" is a custom of phallocratic character of Carnival with dance and maypole as two of its basic components. This article aims at showing how the members of the Tyrnavos society understand the concept of "dance" in the framework of "bourani". Therefore, the ways in which the spectators see and interpret the "dance" and the custom performers themselves describe and characterize their “dance” activity are examined. The Association of Maypole-Bourani plays an important role in the realization of the performance that the entire population of the small town has in mind. Therefore, this article deals not only with the description of the custom and the presentation of the course of the Association from the time of its foundation to the present, but also with the meaning of "dance" among the participants of “bourani”, as well as in the society of Tyrnavos in general. The symbolic image of maypole related to the custom is an element of catalytic importance for the explanation and analysis that follow.

Dance and Contention of Identity in Goumenissa, Kilkis Ariadni-Daphni Steriopoulou

The community of Goumenissa in the prefecture of Kilkis appears to be a heterogeneous society, a cultural crossroads that is characterized by a rich dance activity. Two distinct dance events, the performance of dance groups and the merriment in the music of clarinets respectively prove that dance in Goumenissa is not simply an expression of cultural identity, but also a form of many-faceted contest that reflects the conscious or unconscious choice of society for coherence or diversity. The interchanging and intercomplementary identities pursue to project either the local and/or broader national symbols or the specific cultural characteristics of the occasional ethnic-cultural groups.

Clarinet and Song. Some Remarks on the Dancing Music of Pogoni, Epirus Evangelia Antzaka-Vei

In Pogoni, Epirus, and elsewhere in Greece, certain dancers categorically ask the musicians to accompany fie dance song they have chosen to dance "only with the clarinet", that is with music, and to omit the lyrics. This attitude is in opposition to the fact that in recent years more and more professional singers come to and participate in folk festivals. This article deals with the various aspects of the dance music of Pogoni. Thus, it examines the formation of the sequence of melodies and dances performed by me occasional leader of the dance, which is conventionally mentioned here as “suite”; it investigates the correspondence between individual music and dance components in their historical and social context; and, finally, it attempts to interpret the different practices exercised for the “consumption” of dance music in the feasts and festivals of Pogoni.

Music and Dance in the Life of Two Women from Agistro, Serres Marika Rombou-Levidi

The case of two female, eighty-four years old, folk musicians who live in the village Agistro in Eastern Macedonia is presented in this article. These women through lute playing and dancing express the concepts related to the special identity of their community, which consists of indigenous inhabitants and immigrants. Their female nature in combination with their capacity as folk musicians results to a very rare phenomenon not only in Eastern Macedonia, but also in Greece in general. Their attachment to lute playing and dancing is a simple everyday relationship, which is in perfect harmony with the traditional understanding of music and dance. We have to do here with a relationship of initiation rather than teaching, which is usually the case in modern societies. Furthermore, it is about a bond that the two women experience as "drunkenness", as an exhilaration beyond natural boundaries, as a gift, a talent that is flowing in their veins. Thus, by approaching this very special and constant association of these two women with music and dance, we observe how they have managed, consciously or unconsciously, to overstep multiple diversities in their lives through this everyday practice.

Dance and Re-presentations. The Boundaries and the Need of Ethnography loannis Manos

The article deals with the issue of representing Greek traditional dances, approached both through their visualized stage performance by organized groups of dancers and the relevant literature describing the dances of a certain region. The analysis of a dance event and the examination of texts referring to the dances of the Florina region enhance the limitations and problems resulting from the understanding of social reality. The article pinpoints the need of Ethnography as a means of producing knowledge about dance and pro¬poses the adoption of such an approach to civilization, so that the polymorphism of cultural phenomena could be promoted. The in situ research of dance can locate the diversity and complexity of concepts prevailing among the individuals-members of a local community, as well as the different modes of their kinetic representation. The subjectivity of the ethnographical knowledge, and consequently the departure from the idea that a scholar can have an authentic opinion about dance, and the need for a continuous rejudgement of the relevant research are determinative parameters for the production of reliable knowledge about dance and for the understanding of a community through dance.

Rites, Archaeology and Community: A Case Study Christos Papakostas

The ritual performances are customary expressions, widely disseminated in Greece that are directly related to the cycle of time, especially in rural communities. Apart from this, they also constitute cultural practices with dynamic context, through which the community enhances its present and past. Therefore, the ritual performances set the framework in which the community negotiates its identity and its relation to "the others”. In the case of Kali Vrysi, in the area of Drama, the ritual performance of the twelve-day long "babougeras" becomes the major expression of the community with a rhetoric dimension. This rhetoric is developed as a power counterbalancing the national and cultural stigmatization that the community experienced in the past. Through this ritual performance the community is mainly pursuing its association with the national identity and the elimination of any relevant controversy. The characterization of this type of ritual as "Dionysiac”, the results of the excavation at the boundaries of the community and the combination of folk and archaeological data supply the community with the assets necessary for the reinforcement of its arguments in any negotiation.  

Is King Zeus Alive?” Dance Mytho-musicologies in the Mountainous Crete Maria Xnaraki

In order to conceal the cries of the new-born Zeus, so as Cronus, the divine baby's father, not to find and eat him, the Kouretes, the daemons-guadrians of Zeus, invented and danced a vivacious dance still performed in the village Anogeia on Mount Ida (pres. Psyloreitis), the highest mountain of Crete. Like the Cretan-born Zeus, another god, Hyacinth, is born and dies every year. Apollo, the god of Harmony and Music, charms Hyacinth by playing his lyre, but in the athletic contest of discus-throwing that follows Hyacinth is killed by mistake by Apollo's disc. Since 1998 the inhabitants of Anogeia venerate Hyacinth as the twenty-years old martyr of love and eternal youth, who gave his life for Christ. The villagers choose to demonstrate the firm ties connecting past and present through music and dancing, which, as they believe, go back to primeval cultural schemes four thousand, or maybe more, years old. These music and dance “rites" are performed annually in the mountainous Anogeia and are called Hyacmtheia. They are the inhabitants' libations to Hyacinth and Zeus, the gods to whom they owe their uniqueness. Conclusively, by music playing and dancing they raise monuments in history and memory and built what they consider as "Cretanism". The inhabitants of Anogeia believe that they are worthy descendants of the Kouretes and keepers of their tradition, their convictions founded on music and dance performances like Hyacintheia. My ethnographical study is based on an in situ research I made in the summer of 1998 as well as on past experience and active participation in music and dance events, being myself of Cretan origin.  

Dance and Place: The Case of the Albanians in Greece Zoi Margari

The broader region of Epirus, inside and beyond the present national boundaries, was a place of important historical events that led to the creation of special socio-economic conditions and, by extension, to the creation of cultural formations. The diverse political developments in Albania and Greece had a catalytic influence on the cultural physiognomy of the Greek-born population, settled in the southern areas of the neighboring land. The migratory stream that transformed Greece from a country of forwarding immigrants to a land of receiving them has played a major role in the creation of a new socio-economic reality for the frontier countries. However, the embodiment of the Greek-born immigrants from Albania in the "Mother Greece" environment proved to be a very difficult task: in their strive to become acceptable, they have tried to adjust themselves to the prevailing conceptions and myths concerning the members of the Greek minority of "Northern Epirus'" created by the Greeks. This peculiar effort of Hellenization presents very interesting cultural negotiations, since the local as well the migratory societies seem to draw out from oblivion "common traditions, customs and institutions" that have been forgotten. The dance of the metics, as an “overall social phenomenon", is one of the basic elements for expressing cultural identity and at the same time one of its major structural elements. The dancing expression of the immigrants moves like a pendulum among the borders of Greek , "'North Epirotan" and "communal" dance reper-toire. In the case of these people before their immigration, place and dance were composing a singular representation of their cultural physiognomy, in which both these elements had a perfect coherence. However their kinetic expression of dance and place interaction after their settlement in Greece seems to be shaped according to the geographical substance of immigration. Nevertheless, it allows in reality the detection of various re-constructions of the "place” of their society, since they are far away from their ancestral hearths, which can be achieved through the participation of their members in dance performances. Therefore, based on the influence that the new settlement has on the individual and collective level, we win locate and enhance the characteristic elements that compose the dance identity of the immigrants from Albany to Greece.

Animal and Human Bones in Archaeological Ensembles. Identification Problems Anastasia Tsaliki

The holistic, bicultural approach tends to become today the established method in the study of human residues. Therefore, Bioarchaeology, by combining elements from various sources, collects skeletal as well as cultural data and thus advances to the study of ancient man. There is a mutual influence between man and his environment, since he has always been in contact with the vegetable and animal world. Given that the bones recovered in excavations are usually in a bad state of preservation and that the animal and human bones are mixed, an increased difficulty is created in their identification procedure. It is important the modern archaeologist to realize how significant the skeletal residues are for archaeology. Therefore, he/she should be able to distinguish the human from the animal bones, in order to ask for the participation of the appropriate specialists for their further meticulous examination and study. The basic morphology and mechanisms of the animal bones, the understanding of the function of the human skeleton and the available sketches of comparative anatomy can contribute to the achievement of this objective.

The Modern Greek Architectural Heritage: Problems for Its Protection Andreas N. Symeon

The protection of the modern architectural heritage in Greece has been mobilized very late and has achieved very little. Thus, today the issue of protection is essentially confined in a rearguard action, since the looting of our modern monumental wealth has been almost com¬pleted. The efforts for the protection of the remnants of our architectural heritage have been channeled towards two basic directions: the characterization of isolated buildings, mostly Neoclassical ones, as “preservable" and the proclamation of some hundreds of settlements as "traditional". However, the institutional framework that has been created does not suffice for the protection of our architectural heritage mainly for three reasons: 1. Our legislation does not cover entirely the object under protection. It is quite indicative that only a few buildings dating from the phase of Neoeclecticism of the early twentieth century or from the inter-war period have been characterized as “preservable". While in the so-called traditional settlements the protection is limited to special building regulations that hardly or at all provide for the protection of the existing architectural wealth, the architectural ensembles and the public space in particular. 2. Since the existing institutional framework promotes the passive rather than the active protection, the latter should be reinforced through appropriate, effective motives. 3. In the way the protection is materialized, it is confined to the reconstruction of some building shells, but it does nothing at all for their incorporation in the life of the modern settlement. This approach often contributes to the disorganization of the social tissue and to the creation of a ghetto phenomenon. Nevertheless, the well-studied incorporation of the remnants of our architectural heritage plays an important role in every effort for the upgrading of historical centers and settlements and can decisively contribute to the enrichment of the meaning of the town/city and to the enhancement of its physiognomy.  

Society and Techniques. The Choice of the Traditional Cheese-making Evangelos Karamanes

Some aspects of the traditional cheese-making techniques applied in the Koupatsiarika villages of the Grevena region relevant to the making of the "batzio" cheese, are examined in this article. Furthermore, the relation of the stockbreeders' choice of technique to the social organization of production in local and broader level is analyzed. Finally, the modification of these techniques, which is receptive to the pressure of broader economic and social changes, is presented.

Dura Europos. The Earliest Christian Church Despina losif

A house, which had been used as a place of gathering and worship of the first Christians, was discovered in Dura Europos, Syria, in 1931-1932. It was built in the early third century ad as a private residence of a rather wealthy and distinguished citizen. In 232-233 ad it was converted to a “Christian House" and no attempt was made the identity of the god worshipped there to be concealed. In the Early Christian period, before the erection of proper churches, the followers of the new faith used to gather and perform their religious rituals in private residences. The representation of soldiers in a wait drawing of the house, a decoration that belongs to the pre-Christian phase of the building, is quite tempting for a (daring?) proposal as regards the identity of the owner of the place. Thus, we might suppose that he had a career in the Roman army, as the soldiers drawing demonstrates, that he was a Christian, as the sheltering of the Christian community of Dura in his own house indicates, and that the Christian clergy and congregation did not mind to have military figures as their host. Although this scenario may seem imaginary, it can be justified, if it is considered as a reaction against the prevailing theory that Christianity at Dura was a religion of the civilian rather than the military population and that the army was cut off from the community. How ever, this could not be the case. The decoration of the earliest surviving "church" at Dura proves that the Christian and the military world could very well form a unity of common faith.

The Temple of Great Gods on Samothrace seen through the eyes of modern technology Apostolos Mavridis

Samothrace, the island of pious initiates, was an important religious centre in antiquity, renowned throughout the ancient world due to the popularity of the Great Gods that were worshiped there and their mysterious cult. The Temple is an excellent example of the construction of ancient temples in general and was erected in honour of the Great Gods in 325 BC. A work team formed to produce a photorealistic visualization of the entire Temple. Study of the monument was based on the valuable research done by the Institute of Fine Arts at the University of New York and the team managed to achieve its objective with the help of Kyriakos Dimitsas, lecturer at the Demokritos University of Thrace. Great attention was given to the actual representation of the Temple (the scale was on a 1:1 ratio) as well as to the perfect rendering of the texture of materials and the lighting of the temple.

Peter Paul Rubens and Theocritus: Theories About the Bucolic Repertoire Nafsika Litsardopoulou

This article deals with Rubens’s bucolic landscapes in connection with Theocritus bucolic Idylls. First, the relevance of their content and style is presented, which becomes obvious through an attentive reading of the Idylls and a meticulous description of the bucolic paintings. Then, the various art history and literature theories concerning the bucolic repertoire are examined and their relation to Rubens's bucolic creations and to Theocritus bucolic poetry is demonstrated. Finally, an important issue is raised, concerning the relation between the artistic production and its theoretical evaluation and interpretation.

Tradition and Innovation in the Tapestries of Artemis Angela Tamvaki

The first time I met Artemis, in the summer of 1994, she had already settled down on her beloved Tinos. The discovery of her real artistic vocation went quite many years back, her first cycles of creation had by then been completed: "Song of Songs', The Creation", "Man", "Delos". "The Birth of Apollo". "Apollo", 'Arte¬mis", to mention a few. Her passionate involvement with grand "historical" subjects, in which she was putting new life using a dra¬matic narration as well as symbols of eternal truth and human strife, was already apparent Artemis started working on the "Odyssey" cycle in 1990 and completed it in 2000. The idea seemed fascinating and was indicative of a revival of interest in this ancient Greek epic. Artemis is usually weaving on a vertical loom and makes innumerable drawings, sketches and collages as the composition develops. Viscose, one of her favorite materials, gives interesting solutions to problems related with the rendering of light. The light in her tapestries is spiritual, esoteric and stresses the general symbolic content of the subject. The fact that such compositions are abstract does not outshine their prominent narrative qualities. Artemis is a skilful storyteller: not only she invents fascinating new ways to tell old stones, but she also comes up with original, individual interpretations. Her approach is selective and clearly poetic. The year 2000 was marked by the completion of the "Odyssey" cycle and the beginning of her engagement with the second major project, the "Unicorn" series, which was presented in the Epistrofos Exhibition.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Δίας και Ευρώπη Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 32, Σεπτέμβριος 1989 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Περίπλους, ο πλοηγός του αρχαίου ναυτικού Τζαμτζής Α.

Χάρτης του Abraham Ortelius (1527-1598) για τον «Περίπλου της Ερυθράς θαλάσσης» που αποδίδεται στον Αρριανό. Για να περιπλεύσουν τις ακτές, για να αράξουν σε δύσκολα λιμάνια, οι ναυτικοί συμβουλεύονταν έναν «περίπλου», ένα βιβλίο δηλαδή με οδηγίες που συνόδευε τους ναυτικούς χάρτες. Ο αρχαιότερος σωζόμενος περίπλους από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. αποδίδεται στον Σκύλακα τον Καρυανδέα. Ο Σταδιασμός της Μεγάλης Θαλάσσης του 3ου αιώνα μ.Χ. είναι ένας πλοηγός της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, στον οποίο οι αποστάσεις δίνονται σε στάδια – και όχι σε μέρες ταξιδιού. Ο Περίπλους της Ερυθράς θαλάσσης, γραμμένος από Έλληνα της Αιγύπτου γύρω στο 60-90 μ.Χ., φαίνεται να απευθύνεται στον έμπορο-πλοιοκτήτη που συνήθως ταξίδευε ως πλοίαρχος. Ο τοπάρχης της Καππαδοκίας Αρριανός έστειλε στον αυτοκράτορα Αδριανό σε μορφή επιστολής τις οδηγίες του από τον περίπλου του Εύξεινου Πόντου (131-132 μ.Χ.). Ο ρωμαίος γερουσιαστής Ρούφος Φέστος Αβιηνός (4ος αιώνας μ.Χ.) περιγράφει στο βιβλίο του Ora maritima (Θαλασσινή ακτή) τα παράλια από τη Μασσαλία ως τα Γάδειρα. Ο Μαρκιανός από την Ηράκλεια του Πόντου (450-500 μ.Χ.) και ο Μένιππος ο Περγαμηνός ήταν διάσημοι για τις γεωγραφικές τους γνώσεις. Στο είδος του περίπλου κατατάσσονται τα έργα του Αγαθαρχίδα (γύρω στο 160 π.Χ.), όπως και του Διονύσιου του Περιηγητή. Ο τριήραρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ανδροσθένης ο Θάσιος, έγραψε έναν περίπλουν του Περσικού Κόλπου, που δεν σώζεται. Επίσης δεν σώζεται και ο περίπλους του Πυθέα του Μασσαλιώτη που ταξίδεψε ως τη Βόρεια Ευρώπη το 340-330 π.Χ. Ο Μένιππος ο Ηρακλειώτης συντάσσει τον κατάλογο όσων έγραψαν φροντισμένα παρόμοια συγγράμματα, καταλήγοντας στον Αρτεμίδωρο τον Εφέσιο, τον Στράβωνα και τον Μένιππο από την Πέργαμο.

Ο δρόμος του οψιδιανού με ένα παπυρένιο σκάφος στις Κυκλάδες Χάρης Τζάλας

Η κερκυραϊκή παπυρέλλα. Η διερεύνηση των δυνατοτήτων ναυσιπλοΐας στις Κυκλάδες πριν από 10.000 χρόνια είναι το νέο πρόγραμμα Πειραματικής Αρχαιολογίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης. Το έναυσμα έδωσαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο σπήλαιο Φράγχθη της Ερμιονίδας. Εκεί ο καθηγητής Thomas Jacobsen βρήκε οψιδιανό από τη Μήλο, εξορυγμένο γύρω στο 9000-8000 π.Χ. Αναλογιζόμενος τα παπύρινα αιγυπτιακά πλοιάρια, ο συγγραφέας σκέφτηκε ότι με κάποιο τέτοιο μέσο θα έπρεπε να είχε γίνει η μεταφορά του οψιδιανού. Η ύπαρξη της «παπυρέλλας», ενός μικρού παπύρινου σκάφους που ακόμη επιζεί στη βορειοδυτική Κέρκυρα, ήταν εκείνη που απέδειξε ότι για μια τέτοια κατασκευή επαρκούσαν τα υλικά, τα εργαλεία και οι γνώσεις των ανθρώπων του 9000-8000 π.Χ. Με μορφή αναλυτικού ημερολογίου, ο συγγραφέας περιγράφει τα στάδια προετοιμασίας του ταξιδιού και το ίδιο το ταξίδι: την κατασκευή μιας αμφίπρωρης «παπυρέλλας», τα επιτυχημένα δοκιμαστικά ταξίδια της, τη δυσκολία στον εντοπισμό του κατάλληλου πληρώματος, καθώς η παπυρέλλα δεν διαθέτει πανί, την ανεύρεση κωπηλατών καγιάκ. Τα πειραματικά ταξίδια έδειξαν ότι το ταξίδεμα της παπυρέλλας δεν είναι εύκολη υπόθεση, ότι χρειάζεται εξειδικευμένο πλήρωμα με ναυτικές γνώσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στα μεσολιθικά χρόνια το θαλάσσιο ταξίδι από το σπήλαιο Φράγχθη στη Μήλο μέσω Σουνίου θα ήταν πολύ επίπονο και πολύ πιο χρονοβόρο από ένα ταξίδι διά ξηράς, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι του μεσολιθικού σπηλαίου ίσως δεν είδαν ποτέ τη Μήλο. Αντίθετα με το Φράγχθη, η Λαυρεωτική προσφέρεται ως σημείο «διαμετακομιστικού εμπορίου» οψιδιανού. Η παπυρέλλα απέπλευσε από το Λαύριο στις 8 Οκτωβρίου για το επιστημονικό της ταξίδι, συνοδευόμενη από το μεγάλο ιστιοπλοϊκό σκάφος «Κύμα Άλφα». Αφαιρώντας τις μέρες που χάθηκαν λόγω της απρόσμενης κακοκαιρίας, επτά μέρες αρκούσαν στην παπυρέλλα για να καλύψει την απόσταση Λαύριο-Μήλος. Το ταξίδι επιβεβαίωσε την αρχική υπόθεση ότι με ένα παπύρινο πλοιάριο σαν τη διπλή «παπυρέλλα» ένα ταξίδι στις Κυκλάδες είναι εφικτό. Τέτοια ταξίδια πρέπει να γίνονταν τακτικά στις αρχές της Μεσολιθικής εποχής.

Αεροδυναμική και υδροδυναμική των πρωτοκυκλαδικών πλοίων που εικονίζονται στα τηγανόσχημα σκεύη της Σύρου Γιάννης Βήχος

«Τηγανόσχημο» σκεύος από τη Σύρο, ΠΚ ΙΙ εποχή. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 4974.

Οι εγχάρακτες παραστάσεις «πολυκώπων» πλοιαρίων στα πρωτοκυκλαδικά τηγανόσχημα σκεύη έχουν προκαλέσει διχογνωμία σε αρχαιολόγους και ερευνητές: το υπερυψωμένο άκρο των πλοίων αναπαριστά την πλώρη ή την πρύμνη τους; Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης επικαλούνται την κατεύθυνση του ψαριού που βρίσκεται πάνω στο ψηλό τους άκρο. Καμία άποψη όμως δεν στηρίζεται σε μια ναυπηγική ή υδροδυναμική προσέγγιση. Μια τέτοια προσέγγιση εφαρμόζει ο συγγραφέας εξετάζοντας όλα τα μέρη του πλοίου αναλυτικά. Έχοντας πίσω τους παράδοση 4.000 ετών, τα κυκλαδίτικα σκάφη είναι πολύ εξελιγμένα για την εποχή τους. Ασφαλώς όφειλαν να εξυπηρετούν βασικές και διαφορετικές ανάγκες των κατοίκων, πρώτα όμως έπρεπε να ανταποκρίνονται στις συνθήκες ναυσιπλοΐας στο ανεμοδαρμένο Αιγαίο. Εάν δεχθούμε ότι, χάρη στο υπερυψωμένο άκρο του, το πλοίο αντιμετωπίζει τους επικίνδυνα ισχυρούς ανέμους αλλά και τους εκμεταλλεύεται ευνοϊκά για να βελτιώσει την πλεύση του, τότε πρέπει να ταυτίσουμε το χαμηλό άκρο με την πλώρη και το ψηλό με την πρύμνη. Αυτή η απόπειρα των Κυκλαδιτών να τιθασέψουν τους ανέμους προς όφελός τους χάρη σε μια υπερυψωμένη πλατιά επιφάνεια ίσως είναι μια πρώτη χρήση «πανιού» στο Αιγαίο. Όσο για την απεικόνιση του ψαριού, αν δεν είναι παράσταση του θηράματος, τότε θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για ανεμοδείκτη, σαν αυτούς που βλέπουμε και σήμερα στις στέγες των σπιτιών της Μυκόνου.

Λατίνι, το πανί των Bυζαντινών Γιάννης Παντζόπουλος

Χριστιανοί φεύγουν μετά το διωγμό των αιρετικών. Ανάμεσα στις σημαντικές ναυπηγικές αλλαγές και καινοτομίες που σημειώθηκαν στα μεσοβυζαντινά χρόνια είναι και η ανάπτυξη σε μεγάλες διαστάσεις, για αντίστοιχα μεγάλα σκαριά, του ήδη γνωστού τριγωνικού πανιού. Απεικονίσεις σε χειρόγραφα και αγιογραφίες βεβαιώνουν ότι το μοναδικό τριγωνικό πανί, το λατίνι, ήταν σε χρήση τον 9ο αιώνα. Αν δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί για τον τόπο προέλευσής του, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι πρώτοι οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύτηκαν τα πλεονεκτήματα του τριγωνικού πανιού στα μεγάλου εκτοπίσματος πλοία τους. Η μεγάλου μήκους αντένα (κεραία) που πάνω της δένεται το λατίνι, τοποθετείται λοξά ως προς το άλμπουρο και συνδέεται μαζί του με ένα δυο στεφάνια, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μήκος του πανιού να βρίσκεται προς την πρύμνη. Το λατίνι κακώς ετυμολογείται από το latina. Πρόκειται για παραφθορά του alla trima (vella), σε αντίθεση προς το alla quadra vella για το τετράγωνο πανί. Σπάνιο είδος σήμερα, το λατίνι ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν μέρος των θαλασσινών μας τοπίων.

Οι βάρκες των ελληνικών λιμνών και λιμνοθαλασσών Γιάννης Παντζόπουλος

Το «καράβι» της λίμνης της Καστοριάς (φωτ. Γ. Παντζόπουλος, 1985). Για τις βάρκες που κινούνται σε ήρεμα και ρηχά νερά με πυκνή υδρόβια βλάστηση, σε βαλτώδεις περιοχές και ανάμεσα σε καλαμιώνες, οι κανόνες της ναυπηγικής τέχνης δεν ισχύουν. Τη μορφολογία τους υπαγορεύουν οι δικές τους συνθήκες. Ο επίπεδος πυθμένας, που ανυψώνεται και λεπταίνει στην πλώρη και την πρύμνη, τους επιτρέπει να υπερπηδούν ευκολότερα τη βλάστηση της λίμνης, να έχουν καλύτερη προώθηση αλλά και να τραβιούνται εύκολα στη στεριά. Οι κατασκευαστές τους ενδιαφέρονται πρώτιστα να είναι το σκαρί στέρεο και να «χτίζεται» εύκολα. Έτσι προκρίνουν τη λειτουργικότητα σε βάρος της αισθητικής φροντίδας και αποκλείουν σχεδόν πάντα την ύπαρξη καμπύλων τμημάτων. Στο άρθρο περιγράφονται αναλυτικά και με τους τοπικούς τους όρους η «βάρκα» της λίμνης των Ιωαννίνων, το «καράβι» της λίμνης της Καστοριάς, η «πλάβα» που συναντάμε στις λίμνες της Δοϊράνης και της Καστοριάς, στη Βεγορίτιδα και στην Πρέσπα, το «καράβι» των λιμνών Βόλβης και Κορώνειας και η «γάιτα» της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.

Η μελέτη της ανώνυμης παραδοσιακής ναυπηγικής ως συμβολή στην ιστορία της ναυπηγικής Κώστας Δαμιανίδης

Προηγείται ο σκελετός, ακολουθεί το «πέτσωμα»: η τεχνική της ξυλοναυπηγικής «skeleton first». Η ταξινόμηση των τεχνικών της ξυλοναυπηγικής στηρίζεται σε δύο μεθόδους: Η πρώτη κατηγορία αφορά την προτεραιότητα που δίνεται κατά την κατασκευή του ναυπηγήματος είτε στο σκελετό (skeleton first) ή στην επικάλυψη, «πέτσωμα» (shell first). Η δεύτερη αφορά την επιφάνεια της επικάλυψης, το κατά πόσον είναι λεία με τις σανίδες να μην ξεχωρίζουν αισθητά η μία από την άλλη (carvel built), ή εμφανίζει μικρές βαθμίδες ανάμεσα στις διαδοχικές σανίδες του «πετσώματος», το «καβαλικευτό» (clinker built). Στο Αιγαίο, η ναυπήγηση ενός παραδοσιακού σκάφους ακολουθούσε πέντε βήματα: α) την επιλογή και την προετοιμασία της ναυπηγικής ξυλείας, β) τον εμπειρικό σχεδιασμό των βασικών στοιχείων του σκελετού του σκάφους, γ) την κατασκευή του σκελετού (skeleton first), δ) την επικάλυψη του σκελετού (carvel built), ε) τελειώματα για στεγανοποίηση και προστασία της κατασκευής. Τα τεχνικά στοιχεία της ανώνυμης παραδοσιακής ναυπηγικής έχουν επανειλημμένα βοηθήσει τους ιστορικούς της ναυπηγικής να προσεγγίσουν και να ερμηνεύσουν αρχαιολογικά και ιστορικά ευρήματα. Ο παλαιότερος τρόπος εμπειρικού σχεδιασμού στο Αιγαίο έχει καταγραφεί στα Ψαρά (18ος αιώνας). Είναι το «μονόχναρο». Παραλλαγή του έχει καταγραφεί στα βενετσιάνικα ναυπηγεία του 15ου και 16ου αιώνα και ονομάζεται «Meza luna». Όλες οι γνωστές εφαρμογές αυτού του θεωρητικού γεωμετρικού μοντέλου συνδέονται με την τεχνική κατηγορία «skeleton first». Από το παλαιότερο σκάφος με συνολική «skeleton first» τεχνική, το ναυάγιο του 11ου αιώνα στο Serçe Liman, διασώθηκε τμήμα του «πετσώματος». Η σύγκρισή του με παραδοσιακό αιγαιοπελαγίτικο σκάφος προδίδει μια χαρακτηριστική ομοιότητα.

Άλλα θέματα: Kadirga, η τελευταία γαλέρα Lucien Basch

Το κιόσκι της Kadirga. Η γαλέρα ανήκει τυπολογικά στα κωπήλατα πλοία που τα κουπιά τους δεν στηρίζονται στην κουπαστή («επισκαλμίδα») αλλά, μέσω μιας πολύπλοκης κατασκευής, σε σημεία απομακρυσμένα από το κυρίως σώμα του πλοίου. Τα μεγάλα πολεμικά ιστιοφόρα με τον εξοπλισμό τους σε κανόνια εκτόπισαν από τις θάλασσες τις γαλέρες που δεν μπορούσαν να φέρουν παρά ελάχιστα. Στο Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, η μόνη σωζόμενη γαλέρα, η Kadirga, πλέει σε μια θάλασσα από ερωτηματικά. Το όνομά της δεν είναι παρά η τουρκική απόδοση του βυζαντινού όρου Κάτεργον που σήμαινε «γαλέρα». Η πίσω καμπίνα της Kadirga, κιόσκι για τον Σουλτάνο, τους ανθρώπους του και τον πλοηγό, είναι έργο τέχνης, κατασκευασμένο με σπάνια ξύλα, με σεντέφι και πολύτιμους λίθους. Η τουρκική παράδοση αλλά και η γνωμάτευση ειδημόνων ανάγει την Kadirga στον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή. Το πλοίο έχει βέβαια υποστεί πολλές επισκευές και τροποποιήσεις και όχι μόνο το κιόσκι αλλά και η πρύμνη και το πηδάλιο στη σημερινή τους μορφή ανήκουν στον 17ο αιώνα. Ωστόσο, ο γλυπτός του διάκοσμος με τους βυζαντινούς μικρούς δράκους ανάγεται στην αρχική μορφή της γαλέρας. Αλλά πώς συνδυάζονται τα βυζαντινά διακοσμητικά θέματα με «το καΐκι του Σουλτάνου;» Το μυστήριο της Kadirga μπορεί να λύσει ο Βενετός Nicolo Barbaro και το ημερολόγιο που κρατούσε στην πολιορκία του 1453. Αν δεχτούμε ότι η γαλέρα ήταν μια από τις πέντε αυτοκρατορικές «φούστες» που μνημονεύει και ότι ο Σουλτάνος την ανέδειξε σε προσωπικό του πλοίο ως διάδοχος των βυζαντινών αυτοκρατόρων, τότε η Kadirga είναι το τελευταίο επιζών πλοίο των ναυτικών δυνάμεων του Κωνσταντίνου Α΄ Δραγάτζη.

Τα πλοία της Mονής Πάτμου Ιωάννης Κονιδάρης

Λεπτομέρεια από το βίο του Αγ. Ευσταθίου. Βυζαντινή εικόνα του 1620-1640, Πάτμος (Εκδ. Αθηνών). Πολύτιμες πληροφορίες παρέχει το αρχείο της πλοιοκτήτριας μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, όχι μόνο επειδή έχουν εκδοθεί όλα του τα αυτοκρατορικά έγγραφα και τα έγγραφα των δημόσιων λειτουργών αλλά και γιατί ανάμεσα στα έγγραφα συγκαταλέγονται τρεις πράξεις του σεκρέτου της θαλάσσης. Τα τρία αυτά πρακτικά των ετών 1195, 1199 και 1203, τα μόνα που σώζονται από όλη τη βυζαντινή περίοδο, κατατοπίζουν για τη διαδικασία καταμετρήσεως και παραδόσεως πλοίου. Για την καταμέτρηση, δηλαδή για τον προσδιορισμό της καθαρής τους χωρητικότητας, τα πλοία έρχονται πάντοτε στην Κωνσταντινούπολη. Από αυτή τη χωρητικότητα αφαιρείται ένα 10%, το υπόλοιπο εκφράζει τη φορολογητέα χωρητικότητα και καθορίζει το ποσό του οφειλόμενου φόρου προς το δημόσιο. Τα τρία πρακτικά από το αρχείο της μονής Πάτμου μαρτυρούν ότι τα πλοία που είχαν φορολογικές απαλλαγές, «εξκουσίες», δεν καταγράφονταν στα φορολογικά κατάστιχα. Τέτοια πλοία ήταν κατεξοχήν τα μοναστηριακά. Στα πρακτικά καταμετρήσεως μνημονεύονται οι συγκεκριμένες εξκουσίες και οι σχετικές αυτοκρατορικές διατάξεις με τις οποίες παραχωρήθηκαν. Εντύπωση προκαλεί η απουσία οποιουδήποτε ονόματος πλοίου από όλα τα μοναστηριακά έγγραφα. Ο προσδιορισμός της ατομικότητας του πλοίου εξαντλείται στη μνεία της χωρητικότητας και του ιδιοκτήτη/πλοιοκτήτη, π.χ.: πλοίο της μονής Πάτμου 500 μοδίων, πλοίο της Λαύρας του Αγίου Όρους 2000 μοδίων κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατη η διαφοροποίηση πλοίων της ίδιας μονής με την ίδια χωρητικότητα. Επομένως, με κυρωμένα αντίγραφα του πρακτικού καταμετρήσεως και του ανάλογου αυτοκρατορικού εγγράφου, τύχαιναν ατέλειας και άλλα πλοία της ίδιας μονής, αρκεί να είχαν την ίδια χωρητικότητα με το πλοίο στο οποίο είχε δοθεί αρχικά η ατέλεια.

Αρμένικα Γκαβίτ και βυζαντινές Λιτές Παύλος Μυλωνάς

Μονή Χαγκπάτ, 10ος-13ος αι. Το «Γκαβίτ» διακρίνεται στην άκρη δεξιά. Προθάλαμοι ευρείς και μορφολογικά επιβλητικοί, η «Λιτή» και το «Γκαβίτ» εμφανίζονται αντίστοιχα σε βυζαντινούς μοναστηριακούς ναούς (καθολικά) και σε αρμενικούς («καθογικά») την ίδια περίοδο, από τον 9ο ως τον 14ο αιώνα, χωρίς όμως να εκλείπουν στη συνέχεια. Το ερώτημα που τέθηκε, επομένως, ήταν κατά πόσο μπορεί, στα μεσοβυζαντινά χρόνια, να διαγραφεί μια πορεία είτε από τις αρμενικές περιοχές προς τη βυζαντινή Ελλάδα και στη συνέχεια τη Σερβία και το Άγιο Όρος ή, αντίστροφα, από την Ελλάδα προς την Αρμενία. Το αρμενικό Γκαβίτ είναι ένας ευρύς προθάλαμος, συνήθως τετράγωνος ή ορθογωνικός, που κατά συμμετρικό τρόπο προστίθεται στην όψη της εισόδου του ναού. Πρόκειται πάντα για προσθήκη και απαραίτητα περιλαμβάνει το ταφικό μνημείο του κτήτορα. Εξυπηρετεί διοικητικούς, εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Παρόμοιος χώρος σε σχήμα και σε μέγεθος είναι το «Ζαματούν», που δεν περιλαμβάνει το ταφικό μνημείο του κτήτορα ενώ προσκολλάται στο ναό με τρόπο ασύμμετρο ή στέκεται «πανταχόθεν ελεύθερο» μέσα στην αυλή και εξυπηρετεί κυρίως διοικητικές και κοινωνικές ανάγκες. Η δομική οργάνωση αυτών των κτιρίων και ο κοινωνικός τους ρόλος θυμίζει έντονα το «γκλχατούν», τον αρχαιότατο τύπο της ξύλινης λαϊκής αρχιτεκτονικής της Αρμενίας, που είναι κι αυτό τετραγωνικό, με στύλους και καλύπτεται από σύνθετο ξύλινο δώμα, το «χαζαρασέν». Πολλά είναι τα στοιχεία που αποδεικνύουν την προέλευση του Γκαβίτ από ξύλινα πρότυπα. Ως προς τη Λιτή, όπως προκύπτει από τα παλαιότερα παραδείγματα –Παναγία Οσίου Λουκά (β΄ μισό 10ου αιώνα), Όσιος Μελέτιος (μέσα 12ου αιώνα)– δεν εκκολάφθηκε ως μια καινοφανής μορφή αλλά προέκυψε από τη διαρρύθμιση-διεύρυνση κτιριολογικών στοιχείων που ήδη υπήρχαν, όπως είναι οι στενοί νάρθηκες, σε συνδυασμό πιθανόν και με ανοικτούς εξωνάρθηκες. Οι Λιτές προορίζονταν αποκλειστικά για θρησκευτικές δραστηριότητες. Συγχρόνως, ο ελλαδικός τους αρχιμάστορας είχε γύρω του πρότυπα στα οποία λύσεις επικοινωνίας όμοιων χώρων μέσω ενός διδύμου υποστυλωμάτων, όπως είναι τα δύο εγκάρσια κλίτη της Λιτής εκατέρωθεν των δύο κιόνων της, είχαν ήδη εφαρμοστεί. Στις διαφορές που αποκλείουν μονομερή ή αμοιβαία επιρροή συγκαταλέγονται η διαφορά κατασκευής και στέγασης και η διαφορά στις λύσεις φωτισμού.

Η ίδρυση της νέας Αθήνας (II) Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Γενική άποψη της Ακρόπολης και της βόρειας κλιτύος με την Πλάκα. Φωτ. V. Schinkel (1931).

Στην εφαρμογή του, το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας απομακρύνθηκε και από το αρχικό σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert και από το αναθεωρημένο σχήμα του Klenze. Συγχρόνως, η σημερινή πλατεία Ομονοίας και ο λόφος των Νυμφών εγκαταλείφθηκαν ως πιθανές θέσεις της βασιλικής κατοικίας και του κήπου της. Την οριστική θέση επέλεξε τελικά ο πατέρας του Όθωνα Ludwig I, το ανάκτορο σχεδίασε ο Friedrich von Gaertner και τον βασιλικό του κήπο δημιούργησε η Αμαλία. Ο προβληματισμός για την ίδρυση της νέας πόλης, όπως και για τη θέση του ανακτόρου, εξαντλείται στο ερώτημα: κοντά στην αρχαία πόλη ή μακριά της; Λίγους μήνες πριν από την άφιξη του Klenze στην Αθήνα, ο περίφημος δάσκαλος του κλασικισμού στη Γερμανία Karl Friedrich Schinkel διατύπωνε τη δική του εμπνευσμένη πρόταση για την κατασκευή του ανακτόρου πάνω στην Ακρόπολη. Η πρότασή του όχι μόνο αποτέλεσε τη βάση μιας εναλλακτικής αντίληψης για την εξέλιξη της Αθήνας, ως «πόλης σε λόφο» αντί «πόλης σε πεδιάδα», αλλά εκπροσώπησε σε ακραίο βαθμό τη ρομαντική άποψη περί διαλεκτικής συμβίωσης της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και της αρχαίας κληρονομιάς. Άποψη που βρισκόταν στον αντίποδα της «πουριστικής» ακαδημαϊκής προσέγγισης των συντηρητών αρχαιοτήτων που επρόκειτο να επικρατήσει. Μια πόλη σε λόφο οραματίστηκε και ο μαθητής του Schinkel, ο Alexander Ferdinand von Quast, προτείνοντας μάλιστα και την κατασκευή νέας Μητρόπολης πάνω στο βράχο του Αρείου Πάγου, η οποία με μεγάλη τοξωτή γέφυρα θα συνδεόταν με τα Προπύλαια. Η πρόταση που παρουσίασε στο βασιλιά ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου το 1839, με την Αθήνα να αναπτύσσεται στο ελαφρά επικλινές έδαφος ανάμεσα στο λόφο του Λυκαβηττού και στον Ιλισό, χαρακτηριζόταν από τον ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό του 19ου αιώνα. Με σπάνια διορατικότητα, ο Καυταντζόγλου πρότεινε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα προκαλούσαν τη σταδιακή παρακμή της παλιάς πόλης, ώστε η περιοχή να ελευθερωθεί για την ανασκαφική έρευνα. Μπροστά από την εποχή του ήταν και ως προς την ιδέα ενός μεγάλου, ενιαίου αρχαιολογικού πάρκου. Ο ίδιος ο συγγραφέας παρουσιάζει έναν δικό του, υποθετικό πολεοδομικό σχεδιασμό για την Αθήνα. Σε μια «αναδρομική ουτοπία», μας καλεί να εφαρμόσουμε το αρχικό τριγωνικό σχήμα της πόλης στην πεδινή περιοχή του Ιλισού, προσανατολίζοντάς την προς τη θάλασσα και αφήνοντας έναν πυρήνα πρασίνου γύρω από την Ακρόπολη. Η πόλη θα μπορούσε να αναπτυχθεί ακολουθώντας τους διαγώνια διατεταγμένους διαδρόμους που ορίζουν οι γύρω λόφοι. Το 1833, ο αρχιτέκτονας της αυλής Gutensohn πρότεινε να χωροθετηθεί η Αθήνα σε απόσταση από την αρχαία πόλη, στον Πειραιά. Ο Gutensohn έκρινε ότι τα αρχαία ερείπια θα ταίριαζαν καλύτερα με μια βασιλική εξοχική κατοικία και λίγες επαύλεις παρά με μια σύγχρονη πόλη που θα τα απειλούσε διαρκώς. Από διαφορετική σκοπιά, υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι απεύχονταν τη σύνδεση των αρχαίων ερειπίων με μια σύγχρονη πόλη. Ο γάλλος αρχαιολόγος Raoul Rochette πίστευε όχι μόνο ότι χανόταν η μοναδική ευκαιρία να αποκαλυφθεί πλήρως η αρχαία πόλη αλλά και ότι, με την ίδρυση της νέας, ό,τι είχε σωθεί από την αρχαιότητα επρόκειτο να υποστεί μεγαλύτερες ζημιές στο μέλλον.

Η εξάπλωση του ελληνιστικού πολιτισμού στη Μέση Ανατολή από τους Μακεδόνες Πίτσα Παρνασσού-Γρηγοράκου

Παλμύρα: η μεγάλη κιονοστοιχία και στο βάθος το κάστρο των Ομμεϋάδων. Οι σημερινές πολιτικές συνθήκες δυσχεραίνουν, αν δεν απαγορεύουν ολοσχερώς, το οδοιπορικό στη Μέση Ανατολή, στις πόλεις που ίδρυσαν ο Μέγας Αλέξανδρος και οι επίγονοί του. Έποικοι από όλα τα σημεία της Ελλάδας ίδρυσαν πόλεις με ελληνικό χαρακτήρα, με ιπποδάμειο σύστημα, με αγορά, γυμνάσιο, λουτρά, θέατρα. Ο Σέλευκος Νικάτωρ (312-281 π.Χ.) έκανε πρωτεύουσά του την Αντιόχεια. Με τον πληθυσμό της να φτάνει το ένα εκατομμύριο, με περίφημο στάδιο και ανάκτορο, ονομάστηκε «Τετράπολις» όταν οχυρώθηκε σε τέσσερις ξεχωριστές συνοικίες. Στους Σελευκίδες οφείλουμε επίσης τη «Λαοδίκεια επί της θαλάσσης», σπουδαίο λιμάνι χτισμένο στην ακτή απέναντι από την Κύπρο, και την Απάμεια, δεύτερη πρωτεύουσα του βασιλείου. Οι άλλες πόλεις της Συρίας είναι οι πόλεις των καραβανιών, και σε αυτές ανήκει η Δαμασκός. Οι Σελευκίδες ξανάχτισαν τη Γέρασα, σπουδαίο εμπορικό κέντρο που εκτεινόταν στις δύο όχθες του Χρυσορρόα ποταμού. Σε ίση απόσταση από τον Ευφράτη και από τη θάλασσα, στο δρόμο των καραβανιών και του μεταξιού, η πλούσια Παλμύρα της βασίλισσας Ζηνοβίας εξελληνίζει την τοπική τέχνη της ιερατικής έκφρασης των μορφών. Η Δούρα-Ευρωπός στη δεξιά όχθη του Ευφράτη ζευγαρώνει την ελληνική με την ντόπια (παρθική) τέχνη. Στην πρωτεύουσα των Ναβαταίων Πέτρα, οι δύο τέχνες συνδυάζονται έξοχα στις αρχιτεκτονικές λαξευτές κατασκευές. Ταυτίζοντας το θεό Baal με το δικό τους θεό Ήλιο, οι Πτολεμαίοι ονόμασαν Ηλιούπολη την πόλη του Baalbeck στο σημερινό Λίβανο. Πέρα όμως από τις πόλεις αυτές, το πάντρεμα του ελληνικού πνεύματος με το ανατολικό μαρτυρούν και άλλες πόλεις όπως η Βόστρα (Μπόσρα), η Κάναθος (Καναγουάτ), η Φιλαδέλφεια (Αμάν), η Επιφάνεια (Χάμα).

Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής (1828-1833) (III) Βασίλης Δωροβίνης

Άργος, το σχολείο και η αυλή του (Αύγουστος 1989). Άποψη από το Νότο. Δύο μόλις μήνες πριν από τη δολοφονία του, στην πόλη όπου είχαν εγκατασταθεί επιφανείς προσωπικότητες του αντικαποδιστριακού στρατοπέδου, ο Κυβερνήτης εγκαινιάζει το κτίριο του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Άργους. Σχολείο λειτουργούσε στο Άργος τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα. Το 1829, η Σχολική Επιτροπή του Αμερικανικού Σχολικού Κομιτάτου σχεδιάζει την ίδρυση σχολείων στο Άργος και την Αθήνα αλλά, με πρωτοβουλία του Ιωνά Κινγκ, αλληλοδιδακτικό ιδρύθηκε το 1831 μόνο στην Αθήνα. Εισφορές για την οικοδόμηση του σχολείου έδωσαν ο ίδιος ο Καποδίστριας, ο ναύαρχος Χέυδεν, ο ρώσος επιτετραμμένος στην Ελλάδα κόμητας Βούλγαρης, οι Κατακάζυ και Ντάσκοφ και ο κόμητας Πάνιν. Η ανάθεση της κατασκευής του Αλληλοδιδακτικού, όπως και του «Δημόσιου Καταστήματος», έγινε στον ελβετό μηχανικό Devaud, που βρισκόταν στην υπηρεσία της κυβέρνησης. Στη δημοπρασία που οργάνωσε ο Τοποτηρητής Άργους, έγινε τελικά αποδεκτή η προσφορά των «τεκτόνων» Κάππου και Δημητρίου για 26.000 γρόσια. Όταν γκρεμίζεται η στέγη και μέρος του τοίχου του σχολείου, τον Ντεβώ, που βαρύνεται και με κατηγορίες κακοδιαχείρισης, αντικαθιστά με προφορική εντολή του Κυβερνήτη ο Λάμπρος Ζαβός. Ο Ζαβός ζητάει να γίνει αυτοψία στο σχολείο από δύο έμπειρους αρχιτέκτονες. Στις εκθέσεις των δύο μηχανικών, του Ρώσου ντε Μποροτσύν και του Θ. Βαλλιάνου, αναφέρεται ότι η στέγη κινδυνεύει να καταπέσει «μη θεμελιωμένη εις κανένα της μηχανικής νόμον».

Με αφορμή το άρθρο της Ida Haugsted Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

Ο Σταμάτιος Κλεάνθης. Η συγγραφέας ανασκευάζει τα επιχειρήματα της Ida Haugsted, που στο άρθρο της «Τα κτίρια της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Αθήνα», στο τεύχος 29 (1988) του περιοδικού Αρχαιολογία, υποστηρίζει ότι τα «Ιλίσσια», η «Ροδοδάφνη», η «Maisonette», η «Plaisance» και ο «Πύργος» ανατέθηκαν από τη δούκισσα όχι στον Σταμάτιο Κλεάνθη αλλά στον Χριστιανό Χάνσεν. Με εξαίρεση τη «Maisonette» που έκτισε ο Κλεάνθης, δεν είναι αποδεδειγμένο σε ποιον αρχιτέκτονα ανέθεσε η δούκισσα τα κτίριά της. Η συγγραφέας επιχειρεί να στοιχειοθετήσει μια σχέση. Η δούκισσα και ο Κλεάνθης μήπως γνωρίστηκαν το 1830 στην Αίγινα; Τη συμβούλευσε ο Κλεάνθης στην αγορά των αθηναϊκών της οικοπέδων; Το εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής του που βρέθηκε στη «Maisonette», μήπως απευθυνόταν στο Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας, όπου η δούκισσα δώρισε δείγματα ιχνογραφίας για δώδεκα μαθητές;

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Πύδνα. Επιτύμβια στήλη, 5ος αι. π.Χ.

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Οργανώθηκε στη Μονεμβασία (20-22 Ιουλίου) το Β΄ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης με θέμα την Πελοπόννησο κατά την εποχή των Παλαιολόγων - Στο πλαίσιο του εορτασμού των 900 χρόνων ιστορίας της μονής του Αγ. Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο, οργανώθηκε στο νησί Διεθνές Συνέδριο (22-24 Σεπτεμβρίου 1988), με θέμα: «Θεολογία, τέχνη και ιστορία ενός ιερού τόπου»

Βιβλία

Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τόμ. Α΄-Β΄, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο Κρήτης, 1987-1988 - ΕΤΒΑ, Τεχνολογία, τχ. 3 - Αγνή Ξενάκη-Σακελλαρίου, Peinture en metal à l’époque mycénienne, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1989 - J.C. Courtois, J. και E. Lagarce, Enkomi, le Bronze recent à Chypre, Fondation A.G. Leventis, Λευκωσία 1986

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Βιβλία - Περιοδικά

Dr. Y. Maniatis (επιμ.), Archaeometry, Elsevier 1988 - N. Herz και M. Waelkens (επιμ.), Classical Marble: Geochemistry, Technology, Trade, Kluwer Academic Publishers - R.M. Farquhar, R.G.V. Hancock και L.A. Pavlish (επιμ.), Proceedings of the 26th International Archaeometry Symposium

English summaries: “Περίπλους”, navigator of antiquity Anastasios I. Tzamtzis

The compilation of navigation instructions, was called by the ancient Greeks "Περίπλους" (= circumnavigation) and was used by sailors while sailed around the coast. Unfortunately, only a few of these navigation guides have been preserved. The "Περίπλους" books, combined with similar-Byzantine guides and the later "πορτολάνοι" prove the continuous nautical tradition of our nation throughout the centuries.

The route of obsidian. Travelling to the Cyclads in a papyrus boat Harry Tzalas

The transportation of obsidian from the remote island of Melos to the continent (lecture given at the Nautical Museum of Greece in December 1988) has raised the issue of the kind of vessel used for such a transportation. The author, having studied the geographical, climatological and technological conditions prevailing between 9.000 and 8.000 BC, has considered as very probable that these vessels were made of papyrus. His argument is based not only on the parallel example of the Egyptian papyrus boats, but also on the existence, until 1987, of a small papyrus vessel, the "papyrella", on the island of Corfu. The papyrella was built on the basis of the aforementioned data. A double-prow papyrus vessel, with no sail, propelled by six pairs of oars,it left Lavreotiki - a commercial transportation centre of obsidian- on October 8th, 1988 having as its destination Mylos. "Papyrella" covered the distance between Lavrio and the island in seven days, not counting, of course, the delay caused by unfavourable weather conditions. Thus, it was proved that even if the prehistoric ships transporting obsidian were not made of papyrus, at least, the employment of the poor technology of that period, would have made commercial shipping more efficient than what we have until now believed.

The aerodynamics and hydrodynamics of early Cycladic ships, illustrating “pan-shaped” utensils from Skyros Yannis Vichos

The "pan-shaped" Early Cycladic utensils from Skyros island have drawn the attention and encouraged the scientific efforts of many archaeologists and other scholars both for their peculiar shape and use and for the incised representations of oar-propelled ships on one of their two sides. The ships represented on the "pan-shaped" utensils from Skyros are the product of a rich, naval, Aegean tradition, over four hundred years long. They are not, that is, primitive vessels, but ships very advanced for their time. The study of the aerodynamics and hydrodynamics of the ships decorating Early Cycladic utensils can be carried out, if the following important factors are taken into consideration: - The evolution of shipbuilding and of the shape of ships in antiquity. - The technological achievements of the Cycladites during the Early Cycladic II period. - The propelling device of these ships. - The needs served by these ships. - The special geographic and weather conditions prevailing in the Aegean Sea. - Finally, the general characteristics of Early Cycladic art.

Latini, the Byzantine sails Yannis Pantzopoulos

Our knowledge of Byzantine ships remains limited due to the relatively little and scattered in various manuscripts information on the subject, also to the de facto absence of a systematic monograph on this topic. Furthermore, it is obvious that ships were not at all a source of inspiration to artists of the Bosphorus as opposed to earlier and later painters, whose representations combined with documents of the time supply us with important information on ships. However, the fact is that during the iconoclastic period (723-843 AD) the representation of ships on icons was strictly forbidden and as a result we know almost nothing about these years. Nevertheless, on the basis of a little, scattered information, we can reach the conclusion that the historic circumstances prevailing in mediaeval times contributed to the application of many changes and innovations to shipbuilding both in Byzantium and in the Eastern Mediterranean.This influence proved crucial to the thereafter evolution and development of the sailboat. We do not intend to number or examine all these changes and innovations, still we will mention as examples the substitution of the rudder for the wheel, an invention which in all probability must be credited to the Arabs, also, the evolution of square sails, a sailing device which has made possible the building of larger ships. However, we will be more thorough on an important change, the development, that is, during this period, of the already existing type of the triangular sail, but in large dimensions,so as to function properly on large vessels.

The boats of the Greek lakes and lagoons Yannis Pantzopoulos

The boats of the Greek lakes and lagoons are primitive devices barely complying to the rules of shipbuilding . The builders of these craft, carpenters, peasants or fishermen, have no essential experience of the sea. As a result, the form of the boats they build is perfectly adjusted to the almost calm waters of the lakes, the short distances, the motion on shallow water and swampy areas, among thickets of cane and densely grown aquatic plants. Thus, the boats of the Greek lakes almost always have a flat bottom, which is raised and attenuated towards the prow and stem. These features facilitate their motion, improve their speed and make their manoeuvring easier. The method employed for building these vessels is the traditional one, which has remained unchanged from antiquity until today. Therefore, the product has the same, old, standard form unaffected by any evolution. Their builders exercise their ability so far as to create simple, functional boats, deprived of any concave parts, which, needless to say, demand a specific knowledge and experience in order to be made and matched.

Anonymous traditional shipbuilding and its contribution to the history of shipbuilding Kostas Damianidis

The history of shipbuilding has been enriched with a lot of new data, the result of research on a considerable number of shipwrecks. Specialists of this field are steadily oriented towards the formation of an overall theory, which will provide a satisfactory interpretation of the shipbuilding technique and its evolution in the framework of the History of Human Civilization. It has been commonly accepted that all shipbuilding techniques applied on wood -besides the simple ones for building a raft or pirogue- can be classified, on the basis of two groups: the first includes the "shell first' and "skeleton first" category, while the second the "carvel built" and "cliker built". It is significant that throughout the history of shipbuilding, all four categories mentioned above have been in use regardless time or place. In the cource of formation of an overall historic evolution of shipbuilding, certain elements deriving from the Anonymous Traditional Shipbuilding have been evaluated and taken into consideration. The purpose of this procedure was to facilitate the technical interpretation of archaeological and historical finds. Quite many scholars have already stressed the necessity, the Anonymous Traditional Shipbuilding -often that of the Aegean- to be thoroughly studied. By the term Anonymous Traditional Shipbuilding (hereafter, ATS) we primarily mean the craft of shipbuilding that has until today survived through the oral tradition and has remained unaffected by the contemporary or eponymous technical achievements. The incapability as to determine more precisely the aforementioned term commonly occurs in every attempt of studying ethnological material and is usually balanced by employing one of the scientifically accepted methods of Ethnology. Important articles and papers on the ATS have been recently published in foreign countries and have considerably advanced the study of shipbuilding history. In spite of this progress, the demand for a meticulous and complete documentation and study of the Aegean ATS remains unfulfilled. The few monographies on the subject published so far are important. Still a collective project, well-planned and with perspective seems to be more than necessary.

«Kadirga», the last galley Lucien Basch

The galley "Kadirga", the only preserved example of its kind, is exhibited in the Nautical Museum of Istanbul. The vessel, of 43,5 tons displacement, 39.5 m. length and 5,75 m. width, is believed to bear an impressive resemblance to the ancient trireme. One hundred and fourteen oars provided the necessary power for the Kadirga's motion. A shelter at the back of the ship was purposed for the sultan, his retinue and the steersman. This shelter, a real work of art, is made of very expensive materials and dates from the reign of Mohammed III (1595-1603) or IV (1648-1697). However, some other datable elements suggest a probable earlier date for the ship herself. The wood-carved ship embellishment is closer, stylistically, to Byzantine decorative art than to the Ottoman. In addition, the motif of the two small dragons adorning the"Kadirga", belongs to the Byzantine repertoire and is frequently employed as decorative-symbolic element in Byzantine art (iconostasis, pastoral staff, etc.). Quite elucidating for this subject is the diary of the Venetian Nicolo Barbaro, which supplies information that the Christian fleet, in 1453, besides the big galleys, also included five small ones, called fustes, which belonged to the "Basileus". These small galleys of 24 benches each, were the only remnants of the once mighty Byzantine fleet. According to tradition, they were built either in Genova or in Venice. Thus, the existence of the dragon-motif finds its explanation, which is further supported by the fact that Mohammed II, the Conqueror, had one of these fustes altered to an imperial yacht. Therefore, on the basis of this sound hypothesis we can reach the conclusion that the "Kadirga" must, in all probability, be the last vessel of the naval force of Constantine X Dragatzis-Palaeologue, the last Byzantine Emperor.

The fleet of Patmos monastery Ioannis M. Konidaris

Ships of various kinds and tonnage were included in the property, owned and traded by a considerable number of monastic communities in the Byzantine era. These ships, commercial as they were, had an exporting and importing function, thus serving both the production and consumption of the monasteries. Due to their important role they didn't have to pay harbour or customs fees and even enjoyed tax exemption. The official documents preserved in the archives of the ship-owner monasteries serve as our main source of information on all matters relating to these commercial ships. Most important among them are the documents in the keeping of the monastery of St. John the Theologian on Patmos. Their significance lies in two main facts. First, more than half of them have been published in an excellent edition, and thus they are easily accessible to the scholars of the field. Secondly, they include three acts dealing with the commercial navy, that can be considered as unique, not only because of their content, but also for their diplomatic value. It should be noted, in addition, that the St. John the Theologian monastery, dominating the entire island of Patmos, was already since its foundation a ship-owner institution. The monk Christodoulos, founder of the monastery, had owned and bequeathed through his will four commercial ships to the monastery.

Armenian gavits and Byzantine litae Pavlos Mylonas

In previous publications, the almost simultaneous appearance of wide nartheces in Armenian and Byzantine churches, the "Gavits" and "Litae" was discussed. A hypothesis had been formulated whether this was due to mutual influences or to similar but independent developments. Accordingly, a research project on Armenian Soil was carried out in September 1985. A. Examination of the Gavits. 1. A cross-examination of Armenian bibliography aimed at: a) a clarification of the role of the Gavit in the church. b) the quest for texts or other material justifying the migration of forms, such as the Gavit, from Armenia towards Greece, Serbia and Mt. Athos; or vice-versa. Except for some theories about "Armenian influences on Byzantine architecture", in 20th c. texts, no such indication, textual or monumental could be traced. Such "Armenian influences" supposedly are: (a). The origin of the Athos catholicon. Strzygowski and his followers believe that the existence of side apses and the birth of the founder at Trebizond are sufficient evidence of a Caucasian influence in the formation of the catholicon. Recent publications, internationally accepted, prove that the early catholica on Athos applied In previous publications, the almost simultaneous appearance of wide nartheces , the “Gavits” and “Litae”, both in Armenian and in Byzantine churches, was discussed. A hypothesis was formulated whether this was due to mutual influences or to similar but independent developments. Accordingly, a research project on Armenian Soil was carried out in September 1985. A visit to a large number of churches equipped with Gavits was effectuated in order to investigate their structural, functional and stylistic elements. The Gavit is the square vestibule erected in front of the church - usually on the same axis - after the death of the church's donor in order to house his tomb. Besides this commemorative purpose, the Gavit serves secular activities. The oldest known Greek Liti is that of the Panaghia of Hosios Lucas with two columns, forming an integral part of the building and dating from the second half of the 10th century. Recent remarks of the author indicate the Panaghia as being the result of enlargement-rebuilding of an older church and the Liti as an enlargement of an older narrow narthex . Wide nartheces were also added to churches in Serbia, later than the ones in Greece: Zica (1220-34) and Studenica (1227-34). However these Serbian vestibules are not incorporated into the building, as is the case in Greece. To trace the origin of this special Greek vestibule, one should emphasize that similar solutions existed in Greece from ancient times, as in arrangements of neighbouring spaces in churches united by two or more columns, such as the trivelon of the Early Christian basilica, or in the Christian Parthenon, where the entrance to the building was transferred to the West and the Parthenon proper or Hall of the Maidens, acted as a perfect four-column Liti to the Christian naos. Mention should also be made of halls in monasteries with four supports of the roof and an oculus, such as the aroulai, the nosokomeia, the photanamata. Thus, one could conclude that the evolution in Greece, from a narrow narthex to a wide one or Liti, was not due to any foreign influences, but was the result of practical needs and functional thinking. Similarities between Gavits and Litae should be mentioned: (a) The place of the Gavit and the Liti in front of the church and their role as vestibules, (b) Their large dimensions in relation to those of the church (c) The presence of the tomb of the donor in both cases. As differences should be mentioned such as the Gavit always being a later addition or that the Liti serves only liturgical purposes, whereas the Gavit serves many and varied non-religious needs. The almost simultaneous appearance of Gavits and Litae during the Middle Byzantine period and after, could not serve as evidence or proof of mutual or onesided influence. The similarity of forms can only be explained as a proof that similar problems of function find similar solutions.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Η Ελληνική Πλαστική (I) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Η κυρία της Auxerre, γύρω στα 650-600 π.Χ., ύψος 0,65 μ. (Μουσείο του Λούβρου). Λατρευτικά, αναθηματικά ή διακοσμητικά, τα ελληνικά γλυπτά συνδέθηκαν με τους ναούς και τη θρησκεία. Αλλά και με την πόλη: μνημεία ταφικά, αναμνηστικά μιας νίκης. Τα θέματά τους οι γλύπτες τα αντλούσαν από το μυθικό παρελθόν των Ελλήνων και από την καθημερινή ζωή. Τα υλικά που δούλευαν ήταν ο ασβεστόλιθος και το μάρμαρο, το οποίο επιζωγράφιζαν, ο χαλκός, το ξύλο, λιγότερο ο πηλός, ο συνδυασμός χρυσού και ελεφαντοστού, σπάνια ο σίδηρος. Τα πρωιμότερα αγάλματα της αρχαϊκής εποχής (π. 700-480 π.Χ.) μαρτυρούν την επίδραση από την Ανατολή και την Αίγυπτο. Ένας ρυθμός που ονομάστηκε «δαιδαλικός» εμφανίζεται στα μέσα του 7ου αιώνα στην Κρήτη. Χαρακτηριστικός είναι ο τύπος του κούρου με το σώμα ακόμα φυλακισμένο στον ορθογώνιο ογκόλιθο από τον οποίο σμιλεύτηκε.

Τεύχος 80, Σεπτέμβριος 2001 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Οι ονειρευάμενοι: Τα γεγονότα του 1930 στην Κόρωνο Charles Stewart

Το όνειρο στη νεότερη Ελλάδα Ιωάννης Πετρόπουλος

Όνειρο και εθνογραφία στη Μάνη Νάντια Σερεμετάκη

Η λειτουργία του χρόνου στα όνειρα της λογοτεχνίας: Βιζυηνός και Παπαδιαμάντης Μιχάλης Χρυσανθόπουλος

Διαβατήρια όνειρα στην ελληνική μεταναστευτική εμπειρία Βασιλική Χρυσανθοπούλου

Άλλα θέματα: Ο πέτρινος κόσμος της Ίδης Μάνος Μικελάκης

Αναζητώντας τα τείχη του Iλίου (Ubi Troia fuit…) Βαγγέλης Πανταζής

Η συμβολή των νέων τεχνολογιών στην αξιοποίηση των πηγών της ιστορίας και της τέχνης Αναστασία Βακαλούδη

Όψεις και αναγνώσεις της Νεολιθικής εποχής: η περίπτωση του Αιγαίου Λία Καρίμαλη

Ο χώρος των νεκρών στη σημερινή πόλη Ιωσήφ Στεφάνου, Ιουλία Στεφάνου

Η Στοά της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα. Μορφές διάβρωσης και προτάσεις προστασίας Βασίλειος Λαμπρόπουλος, Μαρία Κάτου, Αλέξανδρος Σαπουντζάκης

Μια βραχογραφία πλοίου στο λιμάνι της Μύρινας Χριστίνα Μαραγκού

Μουσείο: Το Mουσείο Πιερίδη – Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης Σοφία Αντωνιάδου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Μνήμη, γλυπτική του Γιώργου Νικολαΐδη (στο πλαίσιο των εκδηλώσεων “Ώρες Βυζαντίου”, Μυστράς, 2001) Αντρέας Ιωαννίδης

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, επιστολής αναγνωστών, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Πληροφορική: Η βάση δεδομένων NAVIS στο Διαδίκτυο. Συνέντευξη με τον Χρήστο Αγουρίδη Κατερίνα Χαρατζοπούλου (επιμ.)

NAVIS, οθόνη παρουσίασης του ελληνιστικού φοινικικού πολεμικού πλοίου από τη Marsala της Σικελίας, Μουσείο Lilybaeum Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος NAVIS αναπτύχθηκε, χάρη στη συνεργασία επιστημονικών οργανισμών με κοινούς σκοπούς και αντικείμενο έρευνας, ένας δικτυακός τόπος, που επέτρεψε, σε πείσμα των περιορισμών που επιβάλλουν τα φυσικά γεωγραφικά σύνορα, τη δημιουργία ενός «musée imaginaire» της αρχαίας ναυτιλίας. Την εκπροσώπηση της χώρας μας έφερε σε πέρας το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (Ι.ΕΝ.Α.Ε.), ένας ερευνητικός φορέας με μακρόχρονη και σημαντική προσφορά τόσο στη χαρτογράφηση του ελληνικού υποβρύχιου χώρου όσο και στην μελέτη, τη δημοσίευση, την προστασία και την ανάδειξη των αρχαίων ναυαγίων. Ο Χρήστος Αγουρίδης (Ι.ΕΝ.Α.Ε. και Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων) μας παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της βάσης δεδομένων NAVIS και την εμπειρία από τη συμμετοχή του Ι.ΕΝ.Α.Ε. σε ένα πρόγραμμα δημοσίευσης αρχαιολογικών αρχείων στο Διαδίκτυο, συμπληρώνοντας τα θέματα ανάπτυξης ψηφιακών αρχαιολογικών αρχείων, που πραγματεύθηκαν οι προηγούμενες συνεντεύξεις (Στήλη Πληροφορική, τ. 78 και 79, Μάρτιος και Ιούνιος 2001) .

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Οι Eτρούσκοι (έκθεση στο Palazzo Grassi, Βενετία, 2001) Αφροδίτη Οικονομίδου, Mario Torelli

English summaries: Dreams in modern Greece Ioannis Petropoulos

Dreams since the 19th century, real dreams, dreams taken from literature. By being recited in public, the dreams in the Mani area become fundamentally social. The expectations of the local “audience”, influenced the children of Naxos in the dreams they saw of the Virgin Mary and Saint Anne. Dreams predict and also challenge the immediate future. They have their own natural language, led by that of the Greeks in Sweden. Dreams, daydreams, fleeting thoughts involve the imagination. Imagination and the narrative nature of both the dream and the short story, made it easy for Visyinos and Papadiamantis to include narratives of dreamlike events in their writing.

Oi oneirevamenoi: The Events of 1930 in Koronos Charles Stewart

In 1930 a long-lost icon of the Panagia was rediscovered on Naxos through the dreams of a twelve-year-old girl, When the icon was returned to the mountain village of Koronos an epidemic of dreaming broke out among twelve-year-old children in the village. Throughout 1930 these children daily reported dreams of the Panagia or St. Anne directing them to find an icon of St. Anne still buried at a place called Argokoili (where the icon of the Panagia had previously been found). This article studies this episode of dreaming drawing on historical and oral historical sources as well as the texts of one of the children's dreams, which have been preserved. The dreams prophesied beneficial consequences for Koronos if the icon of St. Anne were discovered and the Koronidiates applied their skills as emery miners to the search for this buried object. In the end the icon remains undiscovered, and the name for the dreamers and their followers -o/ oneirevamenoi— has taken on disparaging overtones. Argokoili has, nonetheless, developed into the largest pilgrimage on Naxos and some villagers still believe that the icon of St. Anne will be found.

Dream and Ethnography in Mani C. Nadia Seremetakis

Based on long-term fieldwork in Inner Mani (Southern Peloponnese), which has culminated in the well-known ethnographic publication The Last Word, the author presents dreaming as part of a divinatory complex, tied to the notion of moira. A person's life, as structured by moira, is an economic system formed by relations of debt, obligation, expenditure and compensation. Thus, dream and other warning signs are analogous to the semiology of money. In contrast to the understanding of dreaming as psychological or irrational, the author posits dreaming as deep cultural structures. Divinatory dreaming, which is rooted in codified temporal transformation, is a privileged channel in a muted, under-represented historical experience of everyday life. Dreaming is another form of historicization and thus a theoretical language of analysis and representation equivalent to the "tools" of the "western ethnographer." In this spirit, the author presents her own dreams as a form of vision and expression. She recognizes connections between the logic of dreams and the historical experience of economic transformation in her society and that of Inner Mani. Finally, since it is women who control the interpretation of dream and other warning signs in Mani, as is also the case in the rest of the Mediterranean, the author poses divinatory dreaming as a collective system, a sub-text in the communication of Mediterranean women.

The Function of Time in the Dreams of Literature: Vizyenos and Papadiamandis Michalis Chryssanthopoulos

The article consists of two parts. In the first the theoretical background that will define the reading of literature is set, by reading in parallel Artemidoros' Oneirokritika (2nd c. AD) and Sigmund Freud's Die Traumdeutung (1900), on the basis of three notions: the notion of loss that leads to the distinction between the outer and the inner reality; the notion of analogy between the world of dreams, the product of sleep, and that of alert life, and therefore to the proportional relationship, characteristic of the oneiric pictures and the oneiric narration; and the notion of time, since both works project the text of the dream -not its pictures- in a time different from that of its experience and substantiate the notion of time difference. In the second part Vizyenos' and Papadiamandis1 texts are presented, in which the dreams, on the basis of loss, analogy and time difference, create an alternative narrative space and build up the otherness: they break down the realistic conventions, overthrow the consequence of narration and propose the unreal, but in real terms.  

Dreams of Transition in Greek Migrant Experience Vassiliki Chryssanthopoulou

The dreams that migrants experience at crucial points in their lives, such as when they are undergoing depression or illness, express their sense of belonging, which is undergoing transition and change. In this paper, we examine three cases of such transitional dreams of Greek migrants abroad. The dreams are based on collective and cultural memory and are expressed through an idiom of culturally recognized and communally shared images and symbols. Such dreams thus become the means by which migrants experience clashes and problems in their current lives and seek solutions to these matters. Migrant dreams of transition, then, are liminal experiences, oriented towards the future and are expressive and strategic methods, by which migrants dissociate themselves from a previous state and orient themselves towards incorporation into a new identity. This orientation is achieved partly through sharing the interpretation of their dreams with other members of their culture, in a process of discourse and negotiation of personal and cultural identity.

Ubi Troia Fuit… Vangelis Pantazis

The Greeks of the early historic antiquity ignored the exact location of the heroic Ilion, the sacred city of Priamos praised by Homer, while various sites of the Troad claimed its epic identity. As time passed by, the candidature of New Ilion, the present Hisarlik, was promoted, although it never prevailed. In modern times the search for Ilion continued, and almost all scholars are now persuaded that it was found in Hisarlik through Schliemann's excavations. One, however, wonders, what was the criterion by which this search was made? What were the distinctive characteristics on which this identification was based? The answer is one-dimensional, since the only criterion was the cyclopean walls discovered in the site, which resemble to those of the hypothetical capital of King Agamemnon. On the contrary, the walls considered as the ideal are a mere magnification and an idealization of the shepherds' enclosure, a reflection of the admirable walls of the utopical Scheria: walls made of poles and stones, alike the Achaeans' walls. Homer describes the walls of Ilion as having the same features, using the relevant epithetical adjuncts. Their probable difference lies in their height, size and in the absence of moat. As regards the cyclopean walls of Mycenae, they served in fact as the starting point not of Homer, but of the Homerists, the earlier and the later ones. A starting point that progressively becomes even more doubtful, insecure and problematic: The poet not only makes no reference whatsoever to the Mycenaean walls, but it seems that he also locates Agamemnon's city in a completely different site from the one -or ones- the early and late antiquity have located Mycenae.  

The Site of the Dead in the Modern City lossif Stefanou, loulia Stefanou

In the modern big cities the problem of the capacity of cemeteries has become crucial, because of the overpopulation, the scientific approach to the cemeteries must search for the identity of the site of the dead, the identity that is of the spatial unity to which the heavily charged function of burying and keeping the dead belongs. As the historian of Urbanism L. Mumford has stressed, the City of the Dead preceded the City of the Living. The settlement of the dead preluded the foundation of cities, the history of which starts from the primitive tumuli and is completed with the various sorts of necropoleis or the cemeteries of the Christians. The visitors of the Hellenic cities would meet with a series of graves along their entrance: the ideological, intimate approach of the "natural" was in accordance with the Hellenic perception, in which the prevailing notion was the spirit, the reasoning; therefore, life in its material form would result to death, a natural end and at the same time a new beginning for a fresh, immaterial life from then on. The most important and impressive cemetery of ancient Athens was Kerameikos, spreading along both sides of the road leading to the Academy. It included the famous Public Sema, that is the graves of politicians, militaries and all those who had offered exceptional services to their motherland. The Hellenic urbanism and architecture dealt with all expressions and manifestations of life. The city, the house, the temple, the grave express the meaning of continuity and rate the values, among which the spirit comes first, then the soul and the practical needs follow. From the historical point of view the degree of reconciliation of life and death varies, and thus varies the relation of the site of the dead with the other functions of the settlement: from the repulsive site of death, a place of horror and ghosts, to the hospitable, ideal for meditation, area of the park-garden of the dead, that adorns a city. The cemetery of Pere Lachaise in the nineteenth-century Pans speaks for the aesthetic value of the 'site of the dead" in the Romantic Europe; while Brongniart's conception of the picturesque garden-cemetery has played a decisive role in our notion of the cemeteries. Needless to say that the urban evolution and the bursting development of the cities transformed the peripheral parks-cemeteries to inner, central many times, clusters of green. The demographic flood led to densely populated cemeteries, alike our modern cities. The sanctity of the site of the dead has become a mere religious pretence with significant marketability. However, the practices related through time with the site of the dead have bequeathed to us a precious cultural heritage: the ideology, the rational and psychological attitudes and the ways through which the people of the past were facing life and death. The study of the site of the dead is among the important subjects of the archaeological science. It is about time to start thinking what will be the picture of our modern civilization if it is to be interpreted through our cemeteries — that we are going to inherit to History?  

The contribution of new technologies in the better use of sources in history and art Anastasia Vakaloudi

History overtakes the narration of events. According to Braudel, history is “the dialectic (the debate) between time and things”. According to Piaget it is “a timeless sociology”. School textbooks, however, have not yet been informed about this. The chapters on art, cut off from their historical context, do not make use of art’s educational nature or as a source of history. Nevertheless, by vividly illustrating how things were in the past, a “picture” cultivates the notion of historical time in childrens’ minds. The senses participate in the learning procedure with sight leading by 83%, followed by hearing at 11%. Presentation equipment brings even rare or distant objects and monuments to life and makes them accessible to children. It simultaneously cultivates observation, and promotes team work and critical thinking. The most important pictures are those works of art that are related to events or historical periods. The internet can actively participate in interactive teaching. Search tools with key words and the exchange of e-mails, advance discussion and the exchange of different viewpoints. The wealth of material on the websites of Greek and foreign museums and other institutions document historical information and fire the imagination of students to recreate past societies. The challenge for students is to master further learning. History’s structure is supposedly based on the following concepts: evidence, causality, empathy, change, time. Practices in empathy, are the abilities students develop, by approaching different aspects of history through their imagination.

The Stoa of Artemis in Vravrona, Attica: Erosion Types and Protection Proposals Vasileios Lambropoulos, Maria Katou, Alexandros Sapountzakis

The sanctuary of Artemis in Vravrona, on the eastern coast of Attica, is counted among the most important religious complexes of antiquity. This study comprises a short presentation of the stoa of the sanctuary and its restoration. The deep landslide has seriously damaged all the buildings of the sanctuary. Therefore, the decay of the building materials has been recorded, according to macroscopic observations, and its basic agents have been estimated, on the basis of an environmental study. Given the aforementioned data, a proposal for the protection of the monument has been composed.

Aspects and Interpretations of the Neolithic Era: The Case of the Aegean Sea Lia Karimali

The Neolithic era was incorporated in the main body of the Aegean prehistory, when Christos Tsountas published the results of his research into the two Neolithic acropoleis of Dimini and Sesklo (1908). Throughout the years that followed, however, the way that scholars have perceived the Neolithic era has not been either uniform or common. The reason is that the understanding of each cultural unity and the relevant questions that follow derive from the broader scientific problematic of the period to which each scholar belongs; therefore, the cultural physiognomy of the Neolithic assumed quite many aspects through time, depending on the very nature of the interpretation procedure. The different interpretations of the Neolithic era that have been occasionally attempted have followed to the letter the broader developments in the field and theory of Archaeology, defining each time new thematic topics and new methods for their research. Given the relation between the broader thinking systems and the historical context in which they are developed (Skouteri-Didaskalou 1979, Kalpaxis 1993), we can support the parallel course of theoretic trends and their time on the one hand; and the common route of specific perceptions of the Neolithic and the research topics of its thematic on the other. In the framework of this brief note on the Neolithic era in the Aegean we will present the history of the Neolithic through the story of our knowledge about it, outlining the main turning-points of the archaeological thought, with reference both to the thematic topics that developed from time to time and to the circumstances of their appearance.  

A Rock Incision of a Ship in the Harbour of Myrina on Lemnos Christina Marangou

On the west coast of Lemnos, in the natural harbour of Myrina and at the foothill of Kastro, a representation of a rowing ship is incised on the vertical, carved surface of a rock. The dating of the ship presents difficulties, not only because of the poor preservation of the image; the site seems to have been frequented from the Geometric to the Roman period and until today, therefore the incision of the ship cannot be undisputably ascribed to any historic phase.

The Stone World of Mount Ida Manos Mikelakis

Stone as a building material has been used by almost all structural civilizations, when available in their environment. The so-called mitata, the circular, stone-built lodgings on the Psiloreitis massif, the church of Agios Hyakinthos at Anogeia and the out-doors sculpture-monument for Peace, created by Karina Raeck on the Ida plateau, all three on the island of Crete, speak for the continuity of a long tradition in dry stone-building. The Partisan of Karina Raeck is a monument of land art in the Nida plateau, a palimpsest in reality, which narrates fascinating stories about its Cretan cultural landscape, such as the Cretan Zeus' and the Kourites' myths, the wild and rough nature and its people, the Battle of Crete, the holocaust of the Anogeia by the Germans and the National Resistance. It is made from almost 5,000 stones and is essentially one more dry stone structure, like the mitata dotting the Psiloreitis massif. Their slated roofing, which appeared on Crete 5,000 years ago in the vaulted tombs of Messara, has not ceased to be employed and continues to inspire. The larger mitata continue to be in use in the broader periphery of Anogeia, while some of them have been restored. The church of Agios Hyakinthos, in perfect harmony with the local tradition, has introduced a new symbolic function to this established building type.  

The Etruscans (Palazzo Grassi, Venice) Aphrodite Oikonomidou

Until the 1st of July, 2001, the visitors of the Palazzo Grassi in Venice could admire an extremely interesting archaeological exhibition, which reviewed the Etruscan history from its birth to its decline, thus reviving the myth of this most fascinating civilization. All the basic parameters and qualities that characterize the short but intensive historical presence of the Etruscans were thoroughly analyzed in the 4000 square meters of the exhibition area. More than 700 items of enormous artistic merit were exhibited, loans from 80 museums and private collections from thirteen different countries. The impeccable setting of the exhibition and the rich information and audio-visual material created for the visitor an ideal course, through which one could get acquainted with the major components of the first civilization that has bloomed in the Italian peninsula. The financial basis of the lords and the privileges of the aristocracy were projected and documented; the tendency of the ruling class to demonstrate its wealth was underlined, and the important role of women in the community was stressed; finally, the ideological foundations of the society were outlined: the cult of the ancestors, the significance of religion and divination, the ritual of feasts and the strong symbolism of burials. The Etruscan civilization flourished from the mid-eighth to the late fifth century B.C., and the Etruscans firmly dominated almost the entire Italian peninsula. The exhibition tried to answer to some of the major questions concerning the history of the Etruscans: their origin, language, everyday life and society; as well as to solve the puzzle of their total disappearance from the stage of history after the first century AD. A large part of the exhibition was dedicated to the famous Etruscan funerary monuments, which represent our main source of information, since they are almost the only buildings of the Etruscan civilization that have been preserved until today. The major towns of the Etruscans, such as Veio, Tarquinia, Caere etc. were surrounded by huge necropoleis -perhaps the most extensive ones in the entire ancient world-, which in certain cases were even larger than the towns themselves. Of special interest is a characteristic peculiarity of the Etruscans' society, which distinguishes them from their contemporary peoples: the important position of the female sex in the closed Etruscan aristocracy. Women played a protagonistic role as guardians of rules and values and guarantors of the power of the nobility. They enjoyed freedom of action, they owned the right of education, they could inherit fortunes and they could undertake the financial conduct, if a husband had passed away, rights, that is, absolutely unusual in that time. Finally, the enormous impact of the Greek and Roman civilization on the evolution of the Etruscan history was examined. The Etruscans borrowed from the Greeks the model of administration and of everyday life, and, enchanted by their culture, adapted it to their local traditions, in order to shape their own cultural physiognomy. The Romans, on the contrary, initially copied the Etruscans, then they became their allies, finally they conquered and incorporated them in their empire, using a procedure which assimilated and gradually obliterated them as a people.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μυθικά τέρατα των παραμυθιών: Ο Ηρακλής και τα τέρατα Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 68, Σεπτέμβριος 1998 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Τα αρχέτυπα της γυναίκας στον αρχαίο ελληνικό μύθο Αγγελική Κοτταρίδη

Η Ελένη με τον Έρωτα στην αγκαλιά. Ο μύθος δεν είναι παρά μια πολύπλοκη «γλώσσα» που μεταβιβάζει αποθησαυρισμένες πληροφορίες. Η ιστορική του εξέλιξη τον κάνει να μοιάζει με παλίμψηστο. Στα πρόσωπά του, η κοινωνία προβάλλει θετικά και αρνητικά πρότυπα, εντάσεις και συγκρούσεις. Ο Περικλής καταδικάζει τις γυναίκες στη σιωπή και οι ηρωίδες των μύθων εξασφαλίζουν τη φήμη τους υπερβαίνοντας το μέτρο. Πίσω από την πολλαπλότητα των μορφών, η έννοια γυναίκα στηρίζεται σε τέσσερις αρχετυπικές ιδέες: έρωτας, θυσία, δύναμη, γνώση. Το κρεβάτι (λέχος) δίνει στην παντρεμένη γυναίκα το όνομά της: άλοχος. Εκεί, σπρωγμένοι από τον ερωτικό πόθο, θεοί, ήρωες και θνητοί ενώνονται με τις εκλεκτές τους. Εκεί, εκείνες θα γεννήσουν τον καρπό αυτής της ένωσης, εκπληρώνοντας τη μοναδική σχεδόν προσδοκία που έχει από αυτές μια πατριαρχική κοινωνία. Εύγλωττη είναι και η χρήση του ρήματος «δαμάζω», που παραλληλίζει την ερωτική συνεύρεση με βίαιες αντρικές δραστηριότητες, όπως ο πόλεμος ή το κυνήγι. Στον απόηχό του κινούνται τα εικονογραφικά σχήματα της καταδίωξης και της αρπαγής. Το απόλυτο αντικείμενο του πόθου αποτελεί η ωραία Ελένη, χωρίς να επισύρει τον ψόγο. Αντίθετα, όταν η Φαίδρα γίνεται η ίδια ερωτικό υποκείμενο, καταστρέφει και την ίδια και το αντικείμενο του πόθου της. Στα όρια του έρωτα και της προσφοράς κινείται η υποδειγματική μορφή της Πηνελόπης. Η υπέρτατη προσφορά της θυσίας όμως, επιφυλάσσεται στις παρθένους που σώζουν σταθερά την κοινότητα των αντρών από τον μέγιστο κίνδυνο. Στην εικονογραφία όμως, η θυσία τους δεν βρήκε απήχηση. Οι τραγικοί ποιητές θα εσωτερικεύσουν το αρχέτυπο της γυναικείας προσφοράς, αναδεικνύοντας την Αντιγόνη σε ιδανική αδελφή και την Ηλέκτρα σε ιδανική θυγατέρα. Και τις δυο όμως ξεπερνά η ιδανική σύζυγος, η Άλκηστις. Σήμερα συχνά εκπλήσσει η απουσία του θέματος της μητρικής προσφοράς. Το γεγονός ερμηνεύεται από την υποβάθμιση του ρόλου της μητέρας σε μια πατριαρχική κοινωνία. Μια τέτοια κοινωνία δεν εκχωρεί σε γυναίκες τη δύναμη. Όταν όμως το κάνει για κάποιες, τις επενδύει με αρνητικές και σκοτεινές ιδιότητες. Αν ίσως η περίπτωση της Αταλάντης είναι ανώδυνη, τι να πει κανείς για την Κλυταιμνήστρα που ξεπέρασε κάθε όριο; Πολύ πιο επικίνδυνη από τις πολεμόχαρες Αμαζόνες που ζουν σε τόπους μακρινούς και πάντα δαμάζονται είτε στη μάχη είτε στο κρεβάτι. Οι δημοφιλείς Αμαζονομαχίες απεικονίζουν τη νίκη των Ελλήνων, του νόμου και της τάξης, του αρσενικού. Μια σειρά από θεϊκές μορφές δηλώνουν ότι, στο επίπεδο του μύθου, το αρχέτυπο της γνώσης είναι γένους θηλυκού. Είναι η Γαία η πρωτομάντις, η Θέτις, η σοφή κυρά της θάλασσας, η Δήμητρα που δίδαξε την καλλιέργεια και τα Μυστήρια, η Μήτις, η πολύτροπη νόηση, και, βέβαια, η κόρη της η Αθηνά. Η Κίρκη και η Μήδεια, μάγισσες και οι δυο από τη γενιά του Ήλιου. Με εξαίρεση την πολιούχο Αθηνά, οι άλλες γυναικείες θεές της γνώσης περιθωριοποιούνται, ξεθωριάζουν ή αποκτούν αρνητικό χαρακτήρα. Στην αγγειογραφία του 5ου αιώνα π.Χ. και στην κωμωδία, η Κίρκη παριστάνεται ταπεινωμένη ή πόρνη. Όσο για τη Μήδεια, στα χέρια του Ευριπίδη αναδείχθηκε στον χειρότερο εφιάλτη της πατριαρχικής κοινωνίας.

Ήρα: παρθένος, τελεία και χήρα Βάλια Ξενίδου-Schild

Ο Δίας και η Ήρα στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα. Ο γιος του Πελασγού Τήμενος ίδρυσε στη Στύμφαλο για την Ήρα τρία ιερά: στην Ήρα παρθένο, στην Ήρα τελεία και στην Ήρα χήρα. Η τελευταία προσωνυμία της, γνωστή μόνο τοπικά, δηλώνει τη στερημένη από άντρα γυναίκα. Στο επίκεντρο της λατρείας της Ήρας, που διαπιστώνεται ήδη στις πινακίδες της Γραμμικής Β από την Πύλο, βρίσκεται ο «ιερός γάμος» της με τον Δία στη Σάμο. Σε θαλάσσιο λουτρό υποβάλλεται το λατρευτικό ξόανο της Ήρας στα Τόναια της Σάμου, που φαίνεται πως ακολουθούσαν τα Ηραία, τον ετήσιο εορτασμό του «ιερού γάμου». Πίσω από τον εορτασμό, διαφαίνονται οι διαβατήριες τελετές για κορίτσια στο κατώφλι της παντρειάς. Πολλές ενδείξεις στοιχειοθετούν ότι η Ήρα λατρευόταν και ως Παρθένος, δηλαδή ως κόρη που δεν έχει ακόμη γεννήσει. Τα κορίτσια πριν από το γάμο προσφέρουν θυσίες, τα προτέλεια, στην Ήρα Τελεία και τον Δία Τέλειο. Παρθένος και νύφη, αλλά όχι ακόμη μητέρα, η Ήρα λούζεται κάθε χρόνο στην πηγή Κάναθο της Αργολίδας για να συνδεθεί με τη γονιμότητα και τη μητρότητα. Στις Πλαταιές, στα Δαίδαλα, που καταλήγουν σε μεγάλη πυρά στην κορυφή του Κιθαιρώνα, γιορτάζονται η τελετή του «ιερού γάμου» και το νυφικό καθαρτήριο λουτρό. Στην Ολυμπία, όπου στο άδυτο του ναού της Ήρας έλαμπε το χρυσελεφάντινο σύνταγμα του ζευγαριού φιλοτεχνημένο από τον Πολύκλειτο, η μεγάλη πρωτοχρονιάτικη γιορτή των Ηραίων, το μήνα Παρθενιώνα, επικεντρωνόταν σε αγώνα δρόμου των παρθένων. Απόγονοι των Ηραίων, οι ολυμπιακοί αγώνες της κλασικής εποχής απαγόρευαν αυστηρά την παρουσία παντρεμένων γυναικών με εξαίρεση την ιέρεια της Δήμητρας Χαμύνης. Η ιέρεια υποκαθιστά τις παντρεμένες γυναίκες που σύμφωνα με το μύθο ίδρυσαν τα Ηραία, γυναίκες έμπειρες σαν αυτές που καθοδηγούν τα κορίτσια στις τελετές μύησης.

Η υφαντική στον Όλυμπο Ίρις Τζαχίλη

Αγνύθα με παράσταση κουκουβάγιας που γνέθει (300 π.Χ.). Η μεταφορά της υφαντικής αξιοποιεί κυρίως δύο τεχνικές της: το γνέσιμο, με την αδιάκοπη κυκλική κίνηση, και την καθαυτό ύφανση, με τους μηχανισμούς της νόησης στον αρμονικό συνδυασμό των νημάτων, την ομόνοια. Κυριολεξία και μεταφορά συμπίπτουν στον Δόλον της Πηνελόπης. Η σχέση της υφαντικής με την Αθηνά διέρχεται από τη σχέση της υφαντικής με τη νόηση. Η «σκόπιμη πρόβλεψη», που με τέχνη πραγματώνεται στον αργαλειό, ανήκει στο χώρο της εφηρμοσμένης εφευρετικότητας, δηλαδή στην Μήτιν, μητέρα της Αθηνάς. Η θεά δεν επινόησε μόνο αλλά και δίδαξε την τέχνη σε γυναίκες όπως η Πανδώρα, οι κόρες του Πανδάρεου, οι γυναίκες των Φαιάκων ή η Λυδή Αράχνη. Νεότερη από τη μορφή της Προμάχου που λατρεύεται στην Ακρόπολη, η μορφή της Αθηνάς Εργάνης διαμορφώνεται στην αρχαϊκή εποχή και λατρεύεται σε κοινό ναό με τον τεχνίτη Ήφαιστο, στο Θησείο. Κεντρική θέση στον εορτασμό των Μεγάλων Παναθηναίων είχε η προσφορά του πέπλου που ύφαιναν οι ἐργαστίναι. Μια άλλη παρθένος, η Άρτεμις, που διαφεντεύει τα όρια ανάμεσα στο ανήμερο και το ήμερο, που οδηγεί τη μετάβαση των άγουρων κοριτσιών στο γάμο όπως στην Βραυρώνα, έχει μια υπαινικτική μόνο σχέση με το γνέσιμο και τη ρόκα. Στην Οδύσσεια, η Ελένη που γνέθει παρομοιάζεται με τη χρυσηλάκατον Άρτεμη. Αν ο Κρητικός Δίας υπεξαιρεί την ύφανση για να φέρει την ομόνοια και να προστατέψει το γάμο, ο Διόνυσος την καταστρέφει ως ασύμβατη προς τη λατρεία του. Ο μύθος για τις Μινυάδες περιγράφει γλαφυρά πως ο θεός μεταμορφώνει τον αργαλειό που αυτές αρνούνται να εγκαταλείψουν σε βακχικό τοπίο.

Οι θεότητες του σιταριού: Δήμητρα και Περσεφόνη Beate Wagner-Hasel

Κρατήρας (440 π.Χ.) με την επιστροφή της Περσεφόνης. Για τους αρχαίους, η καλλιέργεια των σιτηρών και ο πολιτισμένος βίος είναι έννοιες αλληλένδετες. Ο J.-P. Vernant υποστήριξε ότι η αγροτική εργασία νοείται ως ένα είδος ηθικού βίου. Η μορφή της Δήμητρας συντάσσεται με την Περσεφόνη ή Κόρη. Σύμβολά τους είναι το στάχυ, η δάδα και ο χοίρος. Στην Αθήνα, οι Πεισιστρατίδες ευνόησαν τη λατρεία της Δήμητρας. Κάποιες από τις τελετές των δυο θεαινών ήταν αποκλειστικά για γυναίκες. Το φθινόπωρο, τα Θεσμοφόρια διαρκούσαν τρεις μέρες που ονομάζονταν άνοδος, νηστεία και καλλιγένεια. Λίγο νωρίτερα εορτάζονταν τα Ελευσίνια Μυστήρια, ανοιχτά σε όλους ανεξαιρέτως, που είχαν και πολιτική σημασία καθώς οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους έστελναν τις απαρχές, τους πρώτους ώριμους καρπούς. Η ίδρυσή τους συνδέεται με το μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης και το βαρύ πένθος της μητέρας της. Στις αρχές του χειμώνα, τα Αλώα απευθύνονται τόσο στον Διόνυσο όσο και στη Δήμητρα, ενώ τα Σκίρα τελούνταν μετά το θερισμό και, όπως τα Θεσμοφόρια, ήταν αποκλειστικά γυναικεία γιορτή. Η σύνδεση των γυναικείων τελετών και του αγροτικού κύκλου οδήγησε σε πολυάριθμες ερμηνείες. Από τη σχολή του Κέιμπριτζ, στο ζήτημα που απασχόλησε τον F.M. Cornford, την J. Harrison και τον G. Thomson, δόθηκαν συμβολικές ή και μυητικές διαστάσεις. Αργότερα, η έρευνα ενέταξε τον αποκλεισμό των αντρών στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών της αρχαίας πόλης. Από τη «Σχολή του Παρισιού», ο M. Detienne διακρίνει ένα πολιτικό μήνυμα στα Θεσμοφόρια, καθώς οι γυναίκες που συμπεριφέρονται ως πολίτες αντιστρέφουν ταυτόχρονα την αντρική τάξη των πραγμάτων. Σε πλήρη διάσταση, η L. Foxhall προβάλλει τη γυναικεία αλληλεγγύη και συνεργατικότητα, ενώ η M. Arthur τονίζει τη σχέση μάνας και Κόρης στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας γυναικείας ταυτότητας. Τέλος, σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη περί υποβοήθησης της γονιμότητας, η L. Nixon υποστήριξε ότι τα φυτά που εισάγονται στη λατρεία της Δήμητρας χρησιμοποιούνται από τις γυναίκες για την αντισυλληπτική τους δράση. Η αρθρογράφος καταλήγει επισημαίνοντας δύο παρεξηγήσεις: η πρώτη αποκλείει τις γυναίκες από την ενασχόληση με τη γεωργία. Η παρεξήγηση αυτή οφείλεται στη γενίκευση του κατά φύλο καταμερισμού εργασίας που περιγράφεται τον 4ο αιώνα π.Χ. στον Οικονομικόν του Ξενοφώντα. Η δεύτερη υπερτονίζει την έλλειψη πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες, παραβλέποντας ότι η συμμετοχή τους στις τελετές τις εντάσσει στο κοινωνικό σώμα, στην πόλη ως κοινότητα.

Ο ιερός γάμος της μεγάλης θεάς Αγγελική Κοτταρίδη

Η Κυβέλη και ο Άττις. Η συγκριτική μελέτη του υλικού από τη Μεσοποταμία και τις χώρες της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου, ακόμη κι από την Ελλάδα των ιστορικών χρόνων, δείχνει ότι η τελετή του ιερού γάμου είναι πανάρχαια και συνδέεται άμεσα με τις απαρχές της ιερής βασιλείας: η Μεγάλη Θεά της Φύσης, κατά κανόνα, σμίγει με τον θνητό εκλεκτό της για να γεννήσει τον πρώτο βασιλιά. Στην Ελλάδα, ο Ομηρικός Ύμνος στην Αφροδίτη από τον 7ο αιώνα π.Χ., περιγράφει το σμίξιμό της με τον Αγχίση και τη γέννηση του γιου τους Αινεία. Ο Αγχίσης αρχικά τρομάζει στη σκέψη να σμίξει με μια θεά, όπως κι ο Γιλγαμές που αρνείται τον έρωτα της Ιστάρ. Ο κυνηγός Ωρίων πεθαίνει από τα βέλη της Αρτέμιδος επειδή έσμιξε με την Ηώ. Ο Ιασίων σμίγει με τη Δήμητρα. Τον καίει ο κεραυνός του Δία. Πίσω από αυτούς τους μύθους αχνοφέγγει ο Ιερός Γάμος που υπόσχεται την ευλογία της γονιμότητας και εγγυάται τη διατήρηση της ζωής. Όπως η κρητική Ευρώπη και Πασιφάη, έτσι και η μικρασιάτισσα Κυβέλη είναι η κυρά των ταύρων. Η Δέσποινα του γενετήσιου ενστίκτου αγάπησε τον Άττι. Ο μύθος λέει πως ο Άττις, δείχνοντας την πλήρη του αφοσίωση στη θεά, πέθανε στην προσπάθεια να αυτοευνουχιστεί. Στην εκστατική λατρεία της θεάς, όσοι επαναλάμβαναν την πράξη του Άττι γίνονταν οι ευνούχοι της. Στην αρχή του καλοκαιριού, η Ανατολή, όπου παλιότερα οι Σουμέριες αποχαιρετούσαν τον Ντουμουζί, εραστή και θύμα της Ινάννα, αντηχούσε από το θρήνο για το χαμό του Ταμμούζ, του αγαπημένου της Αστάρτης. Την ίδια εποχή, στην Ελλάδα γιόρταζαν τα Αδώνεια. Ο εραστής της Αφροδίτης, γιος της αιμομικτικής σχέσης του βασιλιά της Κύπρου Κινύρα με την κόρη του Μύρρα, δεν πρόλαβε να χαρεί τη θεά, ούτε την Περσεφόνη που κι αυτή τον πόθησε. Βρήκε το θάνατο στο κυνήγι. Στην Κύπρο θεωρούσαν τον Γόλγο γιο του Άδωνι και της Αφροδίτης. Στην Ελλάδα επικεντρώθηκαν στο θρήνο για την απώλεια του αγαπημένου, που δεν άφησε ασυγκίνητη ούτε τη Σαπφώ.

Οι Xάριτες και η ύφανση των χρωματιστών υφασμάτων Beate Wagner-Hasel

Εννέα γυναίκες κάτω από μανδύα. Οι φιλόσοφοι αποδίδουν στις Χάριτες την ανταποδοτικότητα και την αμοιβαιότητα που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή, ενώ οι ποιητές τις συσχετίζουν με τη χαρά για τη γιορτή, τα τραγούδια και το χορό. Άλλοτε δύο, άλλοτε τρεις, οι Χάριτες λατρεύονται στην Αθήνα, τη Βοιωτία, τις Αμύκλες, την Ολυμπία, την Κω. Η εμφάνισή τους σε δυάδες ή τριάδες επιχειρεί να αφαιρέσει την ατομικότητα από το γυναικείο στοιχείο, όπως υποψιάζεται η N. Loraux; Θέση της συγγραφέως είναι ότι η ομαδικότητα στην εμφάνιση των Χαρίτων απορρέει από το συλλογικό χαρακτήρα που ενυπάρχει στην κοινωνικότητα και την εργασία, εν προκειμένω την υφαντική. Ο όρος χάρις έχει πολλές σημασίες. Πλάι στην έννοια της εξυπηρέτησης και της ευγνωμοσύνης, που συναντάμε στον Αριστοτέλη, μια άλλη σημασιολογική διάσταση αποδίδει στη χάριν μια ορατότητα, μια ακτινοβολία που στρέφει τα βλέμματα προς όποιον ή ό,τι περιβάλλεται από αυτήν. Συνθέτοντας τις σημασίες, η B. MacLachlan εισήγαγε την ερμηνεία της «κοινωνικής ευχαρίστησης» σε αμοιβαία βάση. Η συγγραφέας την επεκτείνει, συσχετίζοντάς την με υφαντά ενυφασμένα με πολύχρωμα σχέδια. Σε αυτά συνενώνονται οι προσφορές από ευγνωμοσύνη και η δύναμη της ακτινοβολίας. Στη σχέση του ζευγαριού, η ευγνωμοσύνη της γυναίκας έχει και μια ορατή διάσταση, καθώς από τα έργα της υφαντικής, όπως και από τα κοσμήματα, πηγάζει χάρις, ερωτική ακτινοβολία. Στη φορεσιά της Πανδώρας, όπου τα δαίδαλα (σχέδια) στο στεφάνι που φτιάχνει ο Ήφαιστος συναγωνίζονται σε λάμψη τα δαίδαλα του πέπλου που δίνει η Αθηνά, φαίνεται καθαρά ότι η χάρις είναι συνυφασμένη με κάτι το σωματικό ή με κάποιο αντικείμενο που διαθέτει λάμψη. Οι μελέτες της F. Frontisi-Ducroux έδειξαν ότι ο όρος δαιδάλεος αναφέρεται στην κατασκευή ένθετων σχεδίων ή ένθετων ανάγλυφων απεικονίσεων στη μεταλλοτεχνία και την ξυλουργική. Η παλαιά άποψη ότι στον αρχαίο πέτρινο αργαλειό ήταν αδύνατη η ύφανση σχεδίων, εμπόδισε τους ερευνητές να αντιστοιχίσουν τον όρο ποικίλος, που παραπέμπει στην πολυχρωμία και τα σχέδια του υφαντού, με τον όρο δαιδάλεος. Τέτοια υφάσματα είχαν πρωτίστως τελετουργική χρήση: σε νεκρώσιμες τελετές, στα Παναθήναια, σε γάμους ή στην υποδοχή ξένων. Εθνολογικά παραδείγματα και η ομαδική κατασκευή πέπλων αφιερωμένων στις θεές, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η ύφανση ήταν συλλογική εργασία, μάλλον ανά δυάδες, όπως απεικονίζεται στην αττική λήκυθο του ζωγράφου του Άμασι (540 π.Χ.). Τα διακοσμημένα με σχέδια υφάσματα έχουν κοινωνική σημασία: εντάσσουν όποιον τα φοράει σε κάποιο σύνολο, χρησιμεύουν στην αναγνώριση προσώπων στην τραγωδία. Ο κοινός μανδύας που περιβάλλει ομάδα γυναικών σε αγγεία της κλασικής εποχής παραπέμπει σε μια τελετουργική κοινωνικότητα που έχει τις ρίζες της στην κοινή εργασία. Στις τελετές εντοπίζεται μια άλλη λειτουργία της χάριτος που συνδέεται με την ακτινοβολία ενός λόγου ή τραγουδιού. Η λάμψη τους δεν συναρτάται με το περιεχόμενο αλλά με τον ωραίο τρόπο εκφοράς ή εκτέλεσης. Χρησιμοποιώντας τη μεταφορά της υφαντικής, ο Βακχυλίδης και ο Πίνδαρος παραβάλλουν το γραπτό τους κείμενο με ένα κομμάτι ύφασμα με ένθετες εικόνες. Η σημασία του κειμένου και του εικονογραφημένου υφάσματος στην απομνημονευτική λειτουργία δικαιολογεί την εξέχουσα θέση που είχαν οι Χάριτες στην οργάνωση των γιορτών της κλασικής εποχής.

Το έξοχο άγαλμα της Φρασίκλειας Αικατερίνη Καρακάση

Τα έξοχα χρώματα του αγάλματος της Φρασίκλειας (σχ. Herbert Meinhold). Από τη νεκρόπολη του αρχαίου δήμου Μυρρινούντος στην Αττική ξεπρόβαλαν το 1972 τα αρχαϊκά αγάλματα ενός Κούρου και μιας Κόρης. Ακόμη αδημοσίευτα, εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η επιγραφή της βάσης ονομάζει την Κόρη Φρασίκλεια και τον Πάριο γλύπτη της Αριστίωνα. Η Φρασίκλεια (περί το 540 π.Χ.) ανήκει στην παράδοση της Κόρης του Βερολίνου (570/560 π.Χ.), αλλά αποτελεί μια πιο εξελιγμένη βαθμίδα. Η σχέση σώματος και ενδύματος θυμίζει τις Κόρες της Πάρου και τις Κόρες της Δήλου. Ωστόσο, η απόδοση του προσώπου μαρτυρεί ότι ο παριανός γλύπτης υιοθέτησε στοιχεία της αττικής τέχνης. Η υπέροχη βοστρυχωτή κόμη συγκρατείται πίσω με ταινία. Η περίτεχνη στεφάνη στο κεφάλι συνδυάζει σειρά μαργαριταριών με άνθη λωτού και κάλυκες. Περιδέραιο, ενώτια και βραχιόλι είναι τα πολύτιμα κοσμήματά της. Η Κόρη, που κρατάει κάλυκα λωτού, φοράει χειριδωτό, κολπωτό χιτώνα με ζώνη. Οι αραιές, πλατύγραμμες πτυχές που αρχίζουν κάτω από τη μέση, καταλήγουν στα γλωσσόσχημα κοσμήματα του ποδόγυρου. Τα πόδια, ακάλυπτα μπροστά, φορούν σανδάλια. Με την τεχνική της «γανώσεως», που χρησιμοποιούσε πάνω στο μάρμαρο μίγμα λαδιού και υγρού κεριού, οι γλύπτες απέδιδαν τη στιλπνότητα και το χρώμα του φυσικού δέρματος στο πρόσωπο και τα γυμνά μέλη. Στο άρθρο παρουσιάζονται, για πρώτη φορά, τέσσερα σχέδια που αναπαριστούν χρωματισμένο το διάκοσμο του αγάλματος. Μπροστά, κεντρική, κατακόρυφη ταινία με εγχάρακτο μαίανδρο διατρέχει το χιτώνα, ενώ λεπτότερη, παρόμοια ταινία στολίζει επάνω το τελείωμα του υφάσματος, περιβάλλοντας το άνοιγμα του λαιμού και τονίζοντας διπλά την ένωση των μανικιών. Το υπόλοιπο ένδυμα είναι διάσπαρτο με ποικίλους ρόδακες, γαμματοσταυρούς κι αστέρια. Τα κύρια χρώματα είναι το κόκκινο κεραμιδί (κιννάβαρι), το μαύρο και το κίτρινο.

Η Βακχεία ως στάσις των γυναικών Νίκος Ξένιος

Μήδεια. Απουλικός κρατήρας του 370 π.Χ. Οικόσιτη και εξημερωμένη νοικοκυρά ή γυναίκα με αποκλίνουσα συμπεριφορά; Σύζυγος στον αργαλειό ή νεράιδα και μάγισσα; «Πολιτισμός» ή ετερότητα; Ο συγγραφέας, αν και εμπνέεται κυρίως από τις Βάκχες, την «πολιτεία του Διονύσου», εστιάζει και σε άλλες τραγωδίες του Ευριπίδη (Άλκηστις, Μήδεια, Ιππόλυτος, Ελένη, Ιφιγένεια εν Αυλίδι και εν Ταύροις, Ικέτιδες), για να στοιχειοθετήσει την άποψη ότι η ιδιόλεκτος του ποιητή υποστηρίζει μια πολιτική αλληγορία που προβάλλει το διονυσιακό ιδεώδες στο πολιτειακό γίγνεσθαι. Στις Βάκχες, ο Διόνυσος υποβάλλει την επίγεια εξουσία στην ύστατη δοκιμασία: την αλλαγή φύσεως. Οι κοσμογονικές δυνάμεις της Μετ-Αμφίεσης αποκαλύπτονται, και ο θεός ιδρύει επί σκηνής την πολιτεία του. Οι καρτεσιανές κατηγορίες αδυνατούν να προσεγγίσουν την προ-ορθολογική σκέψη. Για να πάρει ο συνδυασμός θεάτρου και πολιτικής κεντρική θέση, οφείλουμε να ανατρέξουμε στις φιλοσοφικές καταβολές του Ευριπίδη, τον Αναξαγόρα και τους Σοφιστές. Ο ευτελισμός των αρχόντων, η αποκατάσταση του γυναικείου γένους στη σφαίρα της χαμένης του ιερότητας, η παλινόρθωση μιας προγονικής λατρείας που εκπροσωπούν οι Μαινάδες, αμφισβητούν έμμεσα τον κρατούντα Λόγον. Η υποχρεωτική υποταγή στον έλλογο πολιτισμό εξωθεί τη βάρβαρη Μήδεια στο έγκλημα που της υποβάλλει το ομαδικό ασυνείδητο. Επιλέγοντας να προβάλει, από το γένος των γυναικών, εκείνες που στασιάζουν, ο Ευριπίδης συνοψίζει στο πρόσωπό τους την πολιτική στάσιν όλων των περιθωριοποιημένων κοινωνικών κατηγοριών.

Άλλα θέματα: Το πρόβλημα της καταγωγής του μυκηναϊκού θολωτού τάφου Νατάσα Ντάκουρη

Τομή και κάτοψη μυκηναϊκού θολωτού τάφου. Ο μυκηναϊκός θολωτός είναι ένα είδος τάφου μνημειακών διαστάσεων που πρωτοεμφανίζεται στη Μεσσηνία κατά την ΜΕ ΙΙΙ περίοδο και παρακολουθεί την ακμή και την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού ως τα τέλη της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά που, σε συνδυασμό, διακρίνουν τον μυκηναϊκό θολωτό από άλλους τάφους της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο είναι: α) ο υπόγειος και κυκλικός λιθόκτιστος θάλαμος, προσβάσιμος μέσω λαξευμένου δρόμου που οδηγεί σε κτιστή είσοδο με ανώφλι που ελαφρύνεται στατικά συνήθως με «κουφιστικό τρίγωνο», β) η λίθινη θόλος που σκεπάζει το θάλαμο, χτισμένη «κατά τον εκφορικό τρόπο», που καταλήγει σε μια μοναδική πέτρα, την «αρμονία», γ) ο τύμβος από χώμα που καλύπτει το οικοδόμημα. Το άρθρο επιχειρεί μια αναδρομή στις συζητήσεις εκατό περίπου χρόνων για την καταγωγή αυτού του ταφικού τύπου και μια κριτική αναθεώρησή τους βάσει νεότερων δεδομένων. Το πρόβλημα της καταγωγής του μυκηναϊκού θολωτού τάφου είχε εγκλωβιστεί στο γενικότερο ζήτημα περί «εκμινωισμού» του Αιγαίου. Η θεωρία της κρητικής του καταγωγής, που εν πολλοίς στηρίζεται στους «μινωικούς θολωτούς» τάφους Μεσαράς της ΜΜ Ι περιόδου, αποκρυσταλλώνεται από τους S. Hood και K. Branigan. Μεγαλύτερη ποικιλία ερμηνειών εμφανίζει η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή πρόκειται για φυσική εξέλιξη αρχιτεκτονικών τύπων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο O.T.P.K. Dickinson δεν αποκλείει την πιθανότητα ορισμένοι από τους ΜΜ Ι και ΜΜ ΙΙ κρητικούς τάφους, όπως ο θολωτός Β Αρχανών, να έφεραν λίθινη εκφορική θόλο. Δέχεται την «εισβολή» της κρητικής μαστοριάς, επισημαίνοντας όμως ότι οι κατασκευαστικές διαφορές με τους κρητικούς τάφους (υπέργειοι, με εξωτερικούς παραθαλάμους, χωρίς τύμβο και δρόμο) αποκλείουν την απλή αντιγραφή κρητικών προτύπων. Θέτει επομένως το πρόβλημα στη βάση των ταφικών εθίμων. Ο μυκηναϊκός θολωτός χρησιμοποιείται για πλούσιες και ευάριθμες ταφές που καλύπτουν σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Νεκρική λατρεία δεν έχει διαπιστωθεί. Αντίθετα, ο κρητικός τάφος προοριζόταν για πολυάριθμες ταφές, σπάνια πλούσιες. Το διάστημα χρήσης του είναι πολύ μεγάλο. Οι εξωτερικοί θάλαμοι προορίζονται για νεκρική λατρεία. Ιχνηλατώντας την προέλευση αρχιτεκτονικών μόνο χαρακτηριστικών απογυμνώνουμε το μνημείο από τα ταφικά έθιμα, την κοινωνική του λειτουργία και τα πολιτισμικά του συμφραζόμενα.

Το άναμμα της φωτιάς στην προϊστορία και στην εθνολογία Ιωάννης Μάνος

Κρούση με πριόβολο. Η πειραματική αρχαιολογία κατάφερε να σχηματίσει πλήρη εικόνα του υλικού και της τεχνικής που απαιτούνται για την παραγωγή φωτιάς με μη σύγχρονα μέσα. Περιγράφονται διεξοδικά και οι τρεις χρησιμοποιούμενες μέθοδοι: η κρούση, η τριβή και η συμπίεση. Στην κρούση, χρησιμοποιείται πυριτόλιθος, κοινώς στουρναρόπετρα, το πριόβολο, μεταλλικό αντικείμενο φτιαγμένο από παλιά λίμα, και η ύσκα, μανιτάρι που φυτρώνει στους κορμούς βελανιδιάς ή πλατάνου. Στη μέθοδο της τριβής δύο ξύλινων ράβδων, τα πυρεία των αρχαίων Ελλήνων, χρησιμοποιούνται το τρύπανο και η εσχάρα. Τέλος, ο αεροσυμπιεστικός αναπτήρας βασίζεται στην αρχή της φυσικής, σύμφωνα με την οποία κάθε συμπιεζόμενο αέριο θερμαίνεται.

Εν αρχή… ην ο χρόνος. Χρονολόγηση και χρονικότητα στην παλαιολιθική αρχαιολογία Δήμητρα Παπαγιάννη

Αιλουροειδή ζωγραφισμένα σε μια αίθουσα της παλαιολιθικής σπηλιάς grotte Chauvet, που βρέθηκε το 1994 (Ardèche, Γαλλία). «Απόλυτη» ονομάζεται η χρονολόγηση που δεν στηρίζεται σε άλλα συστήματα, στυλιστικά ή περιβαλλοντολογικά, αλλά σε ανεξάρτητες παραμέτρους των αρχαιολογικών ευρημάτων που μετριούνται εργαστηριακά. Ο πρόσφατος εκσυγχρονισμός των τεχνικών χρονολόγησης αναθεώρησε παγιωμένες απόψεις και αποκάλυψε ότι αυτές πήγαζαν από τις επιστημονικές μας προκαταλήψεις. Η γραμμική αντίληψη περί βιολογικής εξέλιξης του ανθρώπου ανατράπηκε, όταν αποδείχθηκε ότι στην Εγγύς Ανατολή ο Neanderthal και ο Homo sapiens sapiens συνυπήρξαν για τουλάχιστον 60.000 χρόνια. Το γεγονός ότι και οι δύο βρίσκονταν στο ίδιο πολιτισμικό επίπεδο διαχωρίζει τη βιολογική από την πολιτισμική εξέλιξη του ανθρώπου. Η τεχνολογία του λίθου στη Μέση Παλαιολιθική καταρρίπτει το μύθο της γραμμικής εξέλιξης από χονδροειδείς σε εκλεπτυσμένες μορφές. Οι αρχαιότερες βραχογραφίες στην Ευρώπη (Grotte Chauvet στη Γαλλία, 32.500 χρόνια πριν) με το νατουραλισμό και τη δεξιοτεχνία τους ανέτρεψαν την αντίληψη περί προοδευτικής εξέλιξης στην καλλιτεχνική έκφραση. Η παλαιολιθική Αρχαιολογία, όπου η χρονολογική ακρίβεια μετριέται σε μερικά λεπτά, μερικές χιλιετίες, μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια και ορίζεται αντιστρόφως ανάλογα με τη γεωγραφική κλίμακα, οφείλει να αναπτύξει το δικό της θεωρητικό υπόβαθρο και ενδεχομένως να αναθεωρήσει μια αντίληψη του χρόνου που συνδέεται με τον δυτικό πολιτισμό. Μια διαφορετική οπτική θα επέτρεπε και την καλύτερη γνώση της Μέσης Παλαιολιθικής στην Ελλάδα.

Μια ρωμαϊκή αγροικία στις ακτές του Αμβρακικού κόλπου Αγγέλικα Ντούζουγλη

Λεπτομέρεια ψηφιδωτού δαπέδου. Βορειοανατολικά της κοινότητας Στρογγυλής του νομού Άρτας, στην κορυφή του λόφου Ποδαρούλι, σώζονται τα ερείπια αγρέπαυλης, που αποτελούσε τον πυρήνα μιας αγροικίας με ελαιοτριβεία και βαλανείο. Στους ρωμαϊκούς χρόνους (1ος-3ος αιώνας μ.Χ.) την τοποθετούν τα κινητά ευρήματα: θραύσματα άβαφων αμφορέων, πήλινων ανάγλυφων λύχνων με υπογραφή του κεραμέα, ανάγλυφων σκύφων, αποτμήματα αρχιτεκτονικών μελών και λίγα νομίσματα. Η σύγκριση των ψηφιδωτών της δαπέδων με εκείνα της έπαυλης του Μάνιου Αντωνίνου στη γειτονική Νικόπολη και της «Οικίας των Ψηφιδωτών» στην Κόρινθο, τα χρονολογεί στα τέλη του 2ου με αρχές του 3ου αιώνα. Τα ψηφιδωτά δάπεδα έχουν γεωμετρικό και σχηματοποιημένο διάκοσμο από πλοχμούς, ρόδακες, κισσόφυλλα και αγγεία. Οι ψηφίδες έχουν χρώμα λευκό, μελανό ή σκουροπράσινο, ιώδες, κίτρινο ή ροδαλό. Στο κτήριο, που ανήκει στον τύπο της έπαυλης με διάδρομο ή στοά, διαπιστώθηκαν δύο οικοδομικές φάσεις. Κατά τη δεύτερη, καταργήθηκε ο δεύτερος όροφος και προστέθηκαν νέα δωμάτια στο ισόγειο. Η αγρέπαυλη αποτελείται από μια κύρια πτέρυγα και μια δεύτερη «βοηθητικών χώρων» που διαφοροποιούνται και από την τοιχοδομία τους. Στη δεύτερη οι τοιχοποιίες είναι από απλή ξερολιθιά, ενώ στην κύρια πτέρυγα είναι χτισμένες κατά το σύστημα opus incertum και επιχρισμένες με κονίαμα, εκτός από έναν τοίχο που φέρει επένδυση με οπτόπλινθους κατά το σύστημα opus testaceum.

Ένα από τα ψηφιδωτά δάπεδα της ρωμαϊκής βίλας Στρογγυλής στην Ήπειρο Αντώνης Χιώτης

Το ψηφιδωτό δάπεδο μετά τις εργασίες συντήρησης. Περιγράφεται διεξοδικά η συντήρηση του ψηφιδωτού σε ένα από τα δωμάτια της αγρέπαυλης που βρέθηκε κοντά στο χωριό Στρογγυλή του νομού Άρτας. Το ψηφιδωτό δάπεδο, 4,5x5 μ., ανήκει στην κατηγορία opus tesselatum και χρονολογείται στα τέλη του 2ου με τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Η τεχνική κατασκευής του εναρμονίζεται πλήρως με τα ρωμαϊκά ψηφιδωτά της ευρύτερης περιοχής (Νικόπολη). Η στρωματογραφία του διαφέρει από εκείνη που παραδίδουν ο Βιτρούβιος και ο Πλίνιος: η μεν λιθοδομή υπάρχει, αλλά τα τρία άλλα υποστρώματα υποδομής έχουν αντικατασταθεί από ένα χονδρόκοκκο υπόστρωμα. Ο γεωμετρικός διάκοσμος περιλαμβάνει απλούς και τριταιονικούς πλοχμούς, κισσόφυλλα, οξυκόρυφα τρίγωνα, ακιδωτά άστρα, εφαπτόμενους κύκλους και ρόμβους. Αν και αυτά τα διακοσμητικά στοιχεία είναι πολύ διαδεδομένα, άλλο δάπεδο με παρόμοια σύνθεση δεν υπάρχει. Τα χρώματα των ψηφίδων είναι το λευκό, το πράσινο σε δύο αποχρώσεις, το ροζ σε δύο αποχρώσεις, το κίτρινο, ένα γκρι-μωβ δύο αποχρώσεων και το γκρι ανοιχτό. Τμήμα του ψηφιδωτού έχει υποστεί ανεπανόρθωτη φθορά, ενώ κάποια τμήματα από το εναπομείναν είναι σε σχετικά καλή κατάσταση. Σημαντική φθορά προκάλεσαν ρίζες συχνά αγκιστρωμένες στους αρμούς των ψηφίδων. Ο αρθρογράφος περιγράφει τα στάδια της δίμηνης in situ συντήρησης και εισηγείται την αποκόλληση τμημάτων του δαπέδου, όπου πρέπει να κατασκευαστεί η υποδομή και το υπόστρωμα, και τη συντήρηση των τμημάτων του ψηφιδωτού στο εργαστήριο. Απώτερος στόχος είναι η επανατοποθέτησή τους στον ίδιο χώρο κάτω από προστατευτικό στέγαστρο.

Μια μορφή πολεμικής απάτης στον Αινεία τον Τακτικό Καλομοίρα Ματαράγκα

Ανάγλυφο του Καιρού που δείχνει πως πιάνεται μια ευκαιρία. Πρωτοπόρος θεωρητικός της πολεμικής τέχνης, ο Αινείας ο Τακτικός, τον 4ο αιώνα π.Χ. στα Πολιορκητικά του, παραθέτει τρία επεισόδια που χρησιμεύουν στη συγγραφέα ως παραδείγματα. Σκοπός της είναι να καταδείξει ότι βασικό όπλο του πολέμου θεωρείται ο δόλος και ότι στην κλασική Ελλάδα γινόταν ευρεία χρήση της intoxication. Ο γαλλικός όρος intoxication δηλώνει τις μεθοδεύσεις που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα προκαλώντας ψευδαισθήσεις και απατηλές εντυπώσεις, με σκοπό να αποπροσανατολίσουν τον αντίπαλο. Τεχνικός όρος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, συνδέεται με τον ψυχολογικό πόλεμο και τον πόλεμο μεταξύ μυστικών υπηρεσιών. Προϋποθέτει «εμπνευστές», «πράκτορες» που συνεργάζονται μαζί τους και «θύματα», που τη σκέψη τους αποσκοπεί να «δηλητηριάσει». Στηρίζεται στο δόλο και επιλέγεται αντί της βίας. Ο Αινείας ο Τακτικός αποδεικνύει ότι, ήδη από την εποχή του, η intoxication είχε περάσει από την εμπειρική χρήση στη θεωρία της στρατηγικής. Στο πρώτο επεισόδιο, οι ολιγαρχικοί Κερκυραίοι το 361 π.Χ. χρησιμοποιώντας προσποίηση απαλλάσσονται από τους δημοκρατικούς τους αντιπάλους. Στο δεύτερο, οι πολιορκημένοι κάτοικοι μιας πόλης καταφέρνουν να εφησυχάσουν τον εχθρό πριν του επιτεθούν διασπείροντας ψευδείς πληροφορίες. Τέλος, σε κάποια πόλη οι άρχοντες, για να εξορίσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, σκηνοθετούν επιδρομές εχθρών.

Σινικό ιδεόγραμμα σε τοιχογραφία του Γερακιού Νικόλαος Μουτσόπουλος

Λεπτομέρεια προσώπων των στρατιωτών της σκηνής του Λίθου. Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στο Γεράκι της Λακωνίας χρονολογούνται στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα. Στο όγδοο διάχωρο του ημικυλινδρικού θόλου απεικονίζεται η σκηνή του «Λίθου». Στη θέση των Ρωμαίων στρατιωτών, εμφανίζονται στρατιώτες με χαρακτηριστικά Μογγόλων ή Τατάρων και με κράνη που φέρουν ιδεογράμματα. Η έρευνα κατέδειξε πως πρόκειται για το κινεζικό γράμμα hi (χι), που σημαίνει «μέγας, υποβλητικός». Δεδομένου ότι οι στρατοί στα βυζαντινά χρόνια δεν είχαν ενιαία αμφίεση αλλά χρησιμοποιούσαν συχνά τα λάφυρα που έπαιρναν από τους αντιπάλους τους, το κινεζικό ιδεόγραμμα δεν δηλώνει και ότι οι στρατιώτες είναι Κινέζοι. Διατυπώνεται η άποψη ότι όπως οι λαϊκοί ζωγράφοι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας απεικονίζουν στις παραστάσεις της Σταύρωσης Τουρκαλβανούς, αντί για Ρωμαίους στρατιώτες, επειδή αυτούς έχουν γνωρίσει και από αυτούς έχουν υποφέρει, κάτι ανάλογο πρέπει να συμβαίνει και με το ζωγράφο του Γερακίου. Το ερώτημα τώρα είναι: πώς απέκτησε ο ζωγράφος τις «προσλαμβάνουσες παραστάσεις» του; Ο αρθρογράφος επιδίδεται σε μια ιστορική περιπλάνηση στους τρικυμισμένους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, παρακολουθώντας την αυτοκρατορία των Μογγόλων και την εμφάνιση των Τατάρων. Το συμπέρασμά του είναι πως ο αγιογράφος είχε γνωρίσει τις ταταρικές επιδρομές που έγιναν στη Θράκη, ιδιαίτερα από την Αδριανούπολη μέχρι την Αίνο, κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα.

Μουσείο: Το Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά Γεώργιος Σταϊνχάουερ

Η αίθουσα της Κυβέλης. Τα εκθέματα του Μουσείου, κατά κύριο λόγο γλυπτά και κεραμική, αντιπροσωπευτικά της ιστορίας αλλά και του πληθυσμού της πόλης, προέρχονται από τον Πειραιά και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Μοναδικής σημασίας είναι τα ειδώλια του μινωικού ιερού κορυφής των Κυθήρων και του μυκηναϊκού ιερού των Μεθάνων, το έμβολο μιας τριήρους και το αγορανομικό ανάγλυφο της Σαλαμίνας, τα μουσικά όργανα από τον τάφο του ποιητή της Δάφνης, ο μοναδικός στον κόσμο αρχαϊκός κούρος-Απόλλων και το ταφικό μνημείο της Καλλιθέας

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Οι λέοντες της Δήλου. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Κάτω από την Αγία Μαρίνα στο Θησείο ξεπροβάλλει τεράστιος ναός του Δία του 5ου αιώνα π.Χ. - Στο πλαίσιο του διετούς αφιερώματος στον «Αγώνα κατά της παράνομης διακίνησης της πολιτισμικής κληρονομιάς» κατά τον εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας των Μουσείων, το Ελληνικό Τμήμα του ICOM θα προβάλει φέτος τις περιπέτειες των κυπριακών θησαυρών - Αρχαίο ναυάγιο νότια από το Ηράκλειο εντόπισε η Εφορεία Ενάλιων Αρχαιοτήτων.

Συνέδρια

Υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας διοργανώθηκε Διεθνές Συμπόσιο για τις τοιχογραφίες της Θήρας - Σε Διεθνές Συνέδριο στα Τρίκαλα θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά η δωδεκάχρονη ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο της Θεόπετρας - Έγινε το Β΄ Αρχαιολογικό Συμπόσιο του Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής του Καποδιστριακού με τη συμμετοχή καθηγητών και φοιτητών

Εκθέσεις

Στο Κρατικό Μουσείο Καλών Τεχνών Πούσκιν της Μόσχας θα εκτεθούν κοσμήματα και αντικείμενα μικρογλυπτικής του Ηλία Λαλαούνη - Την οικουμενικότητα της αρχαίας Αλεξάνδρειας ζωντάνεψε με αρχαία εκθέματα, ταινίες και σύγχρονες φωτογραφίες η έκθεση στο παρισινό Petit Palais - Έλληνες εικαστικοί που εμπνεύστηκαν από το μύθο της Λήδας και του κύκνου εξέθεσαν τα έργα τους στην αίθουσα Υάκινθος.

Βιβλία

Alain Schnapp (επιμ.), Préhistoire et Antiquité, Flammarion, Paris 1997 - Σ. Γερουλάνος και René Brider, Τραύμα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998 - Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, Μ. Μπενάκη, Αθήνα 1997 – Πέτρος Γ. Θέμελης, Γιάννης Π. Τουράτσογλου, Οι τάφοι του Δερβενίου, Αθήνα 1997 - Peter Brown, Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας, 150-750 μ.Χ., Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998 - Γεώργιος Τσότσος, Μακεδονικά γεφύρια, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997.

Πληροφορική: Πανεπιστημιακή μεταπτυχιακή εκπαίδευση στις εφαρμογές της Πληροφορικής στην Αρχαιολογία (1) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το Ερευνητικό Κέντρο Maison d'Archéologie et d'Ethnologie στο Πανεπιστήμιο της Nanterre. Πρόκειται για το πρώτο από τα δύο μέρη ενός αφιερώματος στις εφαρμογές της Πληροφορικής στην Αρχαιολογία σε πανεπιστημιακό μεταπτυχιακό επίπεδο. Τα Τμήματα Σπουδών κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: α) εκπαίδευση στο πλαίσιο ερευνητικής δραστηριότητας, που παρουσιάζεται στο παρόν τεύχος, και β) παρουσίαση συγκεκριμένων προγραμμάτων σπουδών. Το γαλλικό ερευνητικό κέντρο Archéologie et Systèmes d‘Information (CNRS, Université Paris I, Université Paris X) επικεντρώνει στα συστήματα αρχειοθέτησης, τεκμηρίωσης και στις εφαρμογές πολυμέσων που σχετίζονται με την Αρχαιολογία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Computing Archaeology Research Group (Staffordshire University) ειδικεύεται στη χρήση προτύπων για την αρχαιολογική ηλεκτρονική επικοινωνία, σε συστήματα γεωγραφικής και γεωφυσικής πληροφόρησης και στη γραφιστική απεικόνιση των δεδομένων.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

«Παλαιοανθρωπολογία της Χερσονήσου της Μάνης» ήταν το θέμα Διεθνούς Συμποσίου που έγινε στην Αθήνα και την Αρεόπολη - Τα πορίσματα για το προϊστορικό ναυάγιο του ακρωτηρίου των Ιρίων στον Αργολικό αξιολογήθηκαν σε διεπιστημονική Διεθνή Συνάντηση στις Σπέτσες - Στην Αθήνα συνδιοργανώνεται Διεθνές συνέδριο για τη Ζωοαρχαιολογία στην Ελλάδα - Το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του «Δημόκριτου» διοργανώνει την 5η Ευρωπαϊκή Συνάντηση για τα αρχαία κεραμικά (EMAC 99) - Διεπιστημονική ημερίδα στην Κύπρο με θέμα: «Δομικός λίθος».

Δημοσιεύσεις

R.E. Taylor and M.J. Aitken (επιμ.), Chronometric Dating in Archaeology (Advances in Archaeological and Museum Science), τόμ. 2, 1997 - Κ. Κοντογιάννης, «Οι λίθοι στα κείμενα των Ελλήνων αλχημιστών», Ορυκτός Πλούτος 106 (1998), σ. 39-52 - G. Tsokas, A. Sarris, P. Tsourlos, C. Papazachos and A. Giannopoulos, «A large scale magnetic syrvey in Makrygialos (Pieria), Greece», Archaeological Prospection, 4 (1997), σ. 123-137.

English summaries: A floor mosaic from the Roman villa at Strogyli Antonis Chiotis

When a floor mosaic was discovered in a specific room of the Roman villa at Strogyli, during the excavational works there, it was decided that the mosaic should be left covered for its protection by a layer of earth which was to be removed in the following year, when the works would be resumed. However, the course of conservation had a slow pace, due to the difficulties the floor mosaic presented. The removal of the earth layer revealed a multitude of large and small roots coming through the mosaic, a considerable number of loose or missing tesserae, cracks and sunk sections of the mosaic layer, small and extended damages as well deteriorated parts of the mosaic surface. The mosaic belongs to the so-called opus tesseratum group, while each side of its tesserae measures 1 cm. Its decoration consists of geometric patterns (bands with alternating colours and decorative motifs). We would like to thank Ms A. Douzogli,at that time Ephor of the IB' Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, for her support and understanding of the difficulties we faced, as well as the inhabitants of the Strogyli municipality and its mayor, Mr Thomas Botsaris, for the complete support and the hospitality they offered us.  

The question of the origin of the Mycenaean vaulted tomb Natasha Dakouri

Many scholars have dealt with the issue of the origin of the vaulted tomb, and the question whether it derives from Crete or mainland Greece is often involved in the general theoretical problem of the extent and nature of propagation of the Minoan civilization in the Aegean of the Middle and Late Bronze Age. The question of the origin of the Mycenaean vaulted tomb had indispensably been related with the more general issue of the "Minoization" of the Aegean, an issue which had become an open dispute in the bosom of the archaeological society during the years of "heroic" Archaeology. The Mycenaean vaulted tomb as a burial type prevailed mainly in mainland Greece. However, its construction presupposes an architectural dexterity which cannot be found there in the Meso-Helladic period, while it is highly possible that certain tombs in Messara on Crete —belonging to the Messara type-were roofed with a stone vault.

A Roman country-house on the coast of Amvrakikos bay Angeliki Douzougli-Zachou

Podarouli hill stands at the foot of mount Mavrovouni , not far from the Rodia and Tsoukalou lagoons of the Amvrakikos Bay. On the hill and in the lower adjacent area there are scattered ancient remnants dating from various periods, mainly from the Roman era, these are the remains of the extensive complex of a country-house. The finding of sections of disintegrated floor mosaics in the country-house, at the northern part of the complex in 1992, led to urgent conservation of the mosaics by a group of specialists. According to excavational data, the country-house belonged to a rich land-owner, whose activities were protected by the authorities of the neighbouring city of Nicopolis, which was founded by the first Roman Emperor Octavian Augustus to commemorate his glorious victory in the naval battle of Actium in 31 BC. The completion of excavations at the country-house, the necessary conservation works and their protection by shelters are of great importance for the proper promotion of this archaeological site that is unique to North-western Greece.

A superb statue of Phrasikleia. A reconstruction of the Kore’s multicoloured garb Aikaterini Karakassi

In May 18, 1972, the archaeologist Euthymios Mastrokostas discovered the statues of a kouros and a kore in a trench, only 40 cm. deep, in the necropolis of Myrrinous, the present Merenta, about 30 km. southeast of Athens. The kore and kouros had been carefully placed so as to face one other. According to the conclusions of the excavator, the dating of the ceramic finds, which accompany the statues, leads to the propable assumption that the works were buried before the Persian invasion, around 490/480 BC, so as to prevent their destruction by the enemy. Scientific research relates Phrasikleia to the Kore from Keratea, the so-called "Berlin goddess", which on the basis of her garb, head decoration and body outline dates from 570 to 560 BC approximately. The preserved traces of colour on several statues of korai from the Acropolis of Athens allow us to ascertain the major importance of the colouring of the garments — in decorative bands and various designs - to perfect the statues' appearance. The complete image and the splendour of the original polychromy of the garments can be observed in the statue of Phrasikleia in the best possible way. As a matter of fact the perfectly preserved incised decoration of her chiton allows an almost perfect reconstruction of its entire decoration. Since no detailed photograph of the ornaments of the chiton or of the back view of the kore have been published as yet, four drawings which facilitate the understanding of their lay-out are presented here for the first time.  

Archetypes of women in Ancient Greek myths Angeliki Kottaridi

The patriarchal concept sentenced the overwhelming majority of women of ancient Greece to silence and obscurity, as becomes apparent from Pericles' Epitaphios, which was delivered by the Athenian leader in honour of those who fell in battle during the first year of the Peloponnesian War. This conspiracy of silence, which almost obliterated Greek women from the proscenium of History, is brought up in an impressive way in those myths, which have created some of the most sensational female figures known to humanity. However, before one deals with the women of mythology, or rather with aspects of women recorded in myth, the term in itself should be elucidated. Myth, which in antiquity served as the almost exclusive source of inspiration for poetry and representational arts, is nothing more than a system of communication, a complex and intricate "language", which treasures and transmits information and in no way remains unaltered or unconcerned by historical evolution.As a matter of fact, in the Greeks' case , who were not bound by dogma, holy books or canons as regards their dedication to a certain notion, myth was continuously changing in time and place. Through the study of heroines-models who convey the notion of woman in Greek myth, as they occur in the texts and artistic representation, one can reach certain general conclusions, which, although seemingly unexpected, are confirmed by all testimonies. The archetypes, around which the characters of the mythical heroines are woven -as if on canvas- and which are more or less personified by them, are those of love, sacrifice, strength and knowledge.  

The sacred marriage of the Great Godess Angeliki Kottaridi

The ritual of sacred marriage was the focal point of worship of many cults of the ancient world and continued to be performed down to the end of antiquity, while some of its elements managed to overcome even the strict ideological barrier of the monotheistic religions of Christianity and Islam— and to survive to our day in the form of popular drama. Sacred Marriage can on occasion present itself in the cult of male deities, as in the case of festivities honouring Dionysos in Attica. However, as a rule,it is integral to the cult of the Great Goddess of Nature, who, although appearing under various names and in many circumstances, remains the Lady of Life and Death to her worshippers. The Great Goddess has many faces, many epithets, many images. However, she is essentially Aphrodite and Persephone in one, the be-all and end-all of creation, the endless power situated at the center of the cosmic spere bringing the universe together. In her hands love meets death and death becomes the starting point of new life.

Ethnology and the lighting of fire in prehistory Ioannis Manos

Fire plays an important role in the history of mankind. There are not a few who think that man distinguished himself from the animals the moment that he put fire at his service. In order to achieve this objective, man invented various methods and used multiple techniques. Regardless of the purpose for which a fire is lit (ritual, domestic or magic), the methods applied are three, those of percussion, friction and compression. There are variants of the first two methods, depending on the geographical area of the planet in which they occur. Muscular strength or techniques in application are adjusted to the basic methods. Apart from the interest taken by international bibliography in the religious and social character of fire, we succeded, through Experimental Archaeology (University of Montpellier), to have a complete picture of the technique and matter required for lighting a fire with means of the past.

A form of deception in war in Aeneias Tacticus Kalomira Mataranga

Since the middle of the century, when the term "psychological war" first appeared, scholars have sought its origin in the most remote periods of time. "Psychological action" in general is expressed in many forms such as those of treason, discouragement, intimidation, "intoxication". Psychological war is unbreakably connected with the deception of the opponent. Homer and the Bible precede von Canaris, Ewen Montagu and his group. Metis was Zeus' first wife, Athena his first child and Kairos his second one. If Sun-Tzu is the oldest known theoretician of the art of war, and in particular of a war based on the deception of the enemy, Aeneias Tacticus can be considered as one of the first ancient Greek theoreticians on the subject, who also believed in the effectiveness of indirect strategy. The aim of this article is, through three episodes given as examples, not only to prove that a wide use of "intoxication" was made in ancient Greece, but also to establish the transition from action to theory, since Aeneias consciously believes in war being mainly a confrontation that uses fraud as its main weapon. The term "intoxication" denotes a series of actions aiming at the creation of false impressions and distortion of objective reality; this procedure causes disorientation and illusion, so that a political or military goal is achieved.

A Sinic ideogram in a wall-painting in Geraki in Laconia Nikos K. Moutsopoulos

Years ago, while studying the Byzantine wall-paintings of Hagios loannis Chrysostomos at Geraki in Laconia, we found certain symbols or Sinic ideograms on the helmets of the soldiers guarding Christ's sepulchre, in the scene of the Guardians at the Tomb, which is depicted in the eighth panel of the church's barrel vault. Therefore, the question arises, where the unknown Byzantine painter might have taken this interesting iconographic feature from. We could assume that a certain Tatarian unit might had participated in the military force with which Umur attacked the Byzantine territories between Monemvasia and Mystras. Therefore, if we date these wall-paintings as belonging to a slightly earlier period, then we can propose that the native or visiting artist of these frescos had got acquainted with Tatarian soldiers in 1335. However, it is more plausible that the hagiographer was familiar with the Tatarian invaders who raided Thrace, from Adrianople to Ainos, during the late thirteenth and early fourteenth century.  

The goddess Hera. Virgin, complete and widow Valia Schild-Xenidou

Doctrines concerning the female deities of the Greek Pantheon are necessarily connected with the social change that took place in the historic times leading to social differentiation of females. Such doctrines are a giveaway about social beliefs and conventions binding females of the city-state, beliefs established by the then prevalent notions about wives. Characteristic features of the wide-spread cult of the goddess Hera, quite distinct in rituals of the "sacred marriage", suggest that the goddess, who later became the protector of legal, institutional marriage, originally represented the "virgins"; these were the maidens who were just entering puberty,the stage of sexual maturity, and were being collectively prepared for experienced married life. Characteristic initiation rituals for virgins, which testify to the close relation of initiation and marriage, can be traced to the primeval festivals of Tonaeoi on Samos, of Daedaloi at Plataeae and Heraeoi at Olympia.  

Weaving on mount Olympos. Athena weaves, Artemis spins, Zeus misappropriates and Dionysos destroys Iris Tzahili

It is not easy to define or directly reveal the relationship between a deity and the art of weaving as may be the case with other human deeds. It is analyzed in many circles, technical and symbolic ones. Weaving was never absolutely and exclusively connected with a deity or ritual. But it is connected with rituals and feasts of different deities, bringing down to us various notions and symbolisms. The elements from the cycle of weaving that appear in a cult are characterized by coherence and consistency as regards a specific deity and they are always related to other activities and qualities of the deity; however,where weaving itself is concerned, that is the series of activities aiming at making textiles, these elements are splinted off. Techniques and activities of the weaving procedure are protected by or related to different deities and belong to various kinds of worship. Therefore, it might be useful to deal briefly with the cycle of weaving activities.

The grain deities, Demeter and Persephone Beate Wagner-Hasel

In Greek thought the cultivation of cereals is a notion connected with civilized life. Not only were offerings of crops included among the rituals of the cult of Demeter but also rituals for the dead, which, however, belonged to the realm of authority of her daughter Persephone, otherwise known as Kore . The ear of wheat, the torch and the pig were attributes of both deities, who were usually represented together. In this article we will not deal with the interpretations and the semantics of the rituals and the variations of the myth concerning the two goddesses. But we will present certain relevant views which have been overlooked until now; on one hand the idea that in antiquity women were not engaged with agriculture, and on the other the notion that they were excluded from political life. What has sealed modern thought is the model of labour distribution according to sex, a model developed in the fourth century BC by Xenophon in his Oeconomicus. This ideal model, according to which woman is suitable for indoors and man for outdoors labour (7. 35-37), was created in a period, when the institution of the family progressively gained political importance, and, therefore, the relationship of man and woman and man within the home had to be redefined.The two sexes cooperated in ritual boundaries rather than being in opposition to one another . Thus, while the rituals connected with the sowing and preparation of seeds were in the hands of women, those related to the harvest, such as the Dipolia, were under the authority of men. Demeter's rituals, however, were not exclusively connected with agriculture but also with the social and political structure of the city: The participation of slaves and foreigners in various religious festivals, such as the Panathenaea, indicates that the city was a social scheme incorporating "antagonistic" elements and at the same time part of a network of relations with other cities. Thus, the participation of the entire population in Demeter's rituals proves that not only inhabitants of the famous city of Attica, men and women, but also slaves and foreigners sent offerings of their crops to Eleusis.

The Graces and the weaving of colour textiles Beate Wagner-Hasel

Aristotle's fifth book of the Ethical Nicomacheia is devoted to the problem of fair balance. In those cases where good cannot be counterbalanced with good, there can be no reciprocity. Social coherence is also founded on reciprocity, according to the same Greek philosopher of the fourth century BC. The Graces are responsible for a continuous flow of offerings and services. The great importance given to the Graces where the proper function of society is concerned, is also reflected on their role in the various feasts. The decorated textiles, embellished with patterns, as woven by the Graces in a godly environment, hold a special symbolic meaning, since, when someone belongs to a certain group, it is visually conveyed through them. Thus, through this visual property, the Graces at the same time exercised the function of social incorporation, a function which must not be underestimated and which is only partially conveyed by the notion of reciprocity.

The Bacchanalia as an attitude towards women Nikos Xenios

Social Anthropology has classified people's notions about Women into categories.Thus, on the one hand, there is the anthropological type of the "domestic" woman, who, in a submissive role, functions as a housewife, mother and housekeeper or as a home or "tame" figure, in Engel's model of the origin of this form of male "ownership". On the other hand, prevalent in people's notions —also existing as a male phobia— is the "exotic" version of woman, who more or less appears as a fairy, gnome, pixy, mermaid, ogress, vixen or witch, in all versions of this theme. One of the main virtues of Euripides' plays is the multiplicity and multifariousness of his poetic word, which can be evaluated as Myth, a quality owed to the Sophists. By representing recognition (in archetypal terms) as political salvation, the poet projects the Dionysiac ideal onto the realities of the state. City leaders' triviality, the defamation of the militaristic performance of his contemporaries, the reinstatement of the female sex in the sphere of its lost sanctity, the restoration of ancestral worship, all are used by Euripides indirectly in order to dispute the established word.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Το αρχαίο ελληνικό υπόδημα (6) Βγένα Βαρθολομαίου

Κρούπεζα. Υπόδημα που φορούσαν οι μουσικοί για να κρατάνε το ρυθμό. Μαλακά υποδήματα, κατασκευασμένα από πίλον, επεξεργασμένο μαλλί (κετσέ), ήταν αἱ ἐμβάδες και τὰ ἐμπίλια. Την ποικιλία των υποδημάτων εμπλουτίζουν τὰ διάβαθρα, τὰ ἔμβαθρα, αἱ κοκκίδες, τὰ τροχάδια και ἡ φαικάς. Ειδική θέση κατέχει ὁ κόθορνος, αρκετά φαρδύς ώστε να φοριέται αδιακρίτως στο δεξί και το αριστερό πόδι. Τον φορούσαν στις τραγωδίες οι πρωταγωνιστές και όσοι ηθοποιοί υποδύονταν θεούς. Το κάττυμα είχε ύψος 8 εκ., και το φόντι εικάζεται πως ήταν δερμάτινο κι έφτανε ως τη μέση της γάμπας. Αἱ κρούπεζαι ήταν το υπόδημα των μουσικών. Το μέταλλο στο διάκενο του καττύματος επέτρεπε στον αυλητή να κρατάει με το πόδι το ρυθμό.

Μια αλυσίδα για να γνωρίσεις τα πολύ πολύ μακρινά χρόνια: Οι άνθρωποι (2) Μαρίζα Ντεκάστρο

Οι πρώτοι άνθρωποι ανακαλύπτουν τη φωτιά. Οι παλαιοντολόγοι, μελετώντας τα δόντια των σκελετών, ξέρουν αν οι άνθρωποι τρέφονταν με φυτά και ρίζες ή με το κρέας ζώων που κάποια μεγαλύτερα είχαν ήδη σκοτώσει. Δεν θα ήταν όμως τότε περιφρονητέα ούτε τα ποντίκια ή οι χελώνες, ούτε τα ζωύφια, όπως οι ακρίδες και τα σκουλήκια. Οι πρώτοι άνθρωποι γνώρισαν τη φωτιά βλέποντάς την να πέφτει από τον ουρανό, από τις φωτιές που άναβαν οι κεραυνοί. Εφευρετικοί, ανακάλυψαν ότι φωτιά ανάβει από την τριβή δύο ξύλων. Την χρησιμοποίησαν για να ζεσταθούν, να απομακρύνουν τα επικίνδυνα ζώα και για να ψήσουν την τροφή τους.

Τεύχος 116, Σεπτέμβριος 2010 No. of pages: 128
Κύριο Θέμα: Γεύση. Μέρος ΙΙ Ζέτα Ξεκαλάκη

Λεπτομέρεια μικρογραφίας, κώδ. Par.Gr. 135 φ. 19v. Γαλλία 1362. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Στο δεύτερο αυτό μέρος του αφιερώματος στη Γεύση, θα εξερευνήσουμε την εξέλιξη των γευστικών προτιμήσεων στην υπερχιλιετή περίοδο του Βυζαντίου και συγκεκριμένα την εξέλιξη των διατροφικών συνηθειών από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα στον Νέο Ελληνισμό. Ποια πιάτα έβρισκαν θέση στο τραπέζι του Βυζαντινού; Ποιο ρόλο έπαιξε η χριστιανική νηστεία στη διαμόρφωση της νεοελληνικής γεύσης; Ποιοι παράγοντες καθορίζουν το τι θεωρείται γευστικό σε κάθε περίοδο, ή πώς επηρεάζουν οι λιπαρές ύλες τις γαστρονομικές επιλογές μιας περιοχής; Το αφιέρωμα σε αυτό το τεύχος κλείνει με μια αναδρομή στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας του 4ου αι. π.Χ., προκειμένου να διερευνηθεί η ευρεία παραγωγή ιχθυοπινακίων και, κατ' επέκταση, ο ρόλος του ψαριού ως διατροφικού είδους στην αρχαία Ελλάδα.

Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο Βυζάντιο Παρή Καλαμαρά

Προετοιμασία φαγητού σε χύτρα και πανέρι με άρτους. Οκτάτευχος, 12ος αι. Μονή Βατοπεδίου, Άγιον Όρος, κώδ. 602, φ. 417α. Η προετοιμασία και η κατανάλωση της τροφής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την καθημερινότητα του ανθρώπου σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του. Γι’ αυτό και η μελέτη των διατροφικών συνηθειών συνιστά δρόμο σίγουρο για να εξερευνήσει κανείς την κοινωνία που αυτές χαρακτηρίζουν. Μιλώντας για διατροφικές συνήθειες αναφερόμαστε ταυτόχρονα σε υλικά, σε σκεύη σερβιρίσματος, αποθήκευσης και προετοιμασίας, σε επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις, σε συνταγές, σε παραμέτρους οικονομικής φύσης. Τι επιλέγει λοιπόν να φάει ο Βυζαντινός; Πώς παράγει ή προμηθεύεται τις πρώτες ύλες; Πώς τις διατηρεί; Ποιες είναι οι συνταγές και οι συνδυασμοί που προτιμά; Πώς στρώνει το τραπέζι του; Πότε γευματίζει; Μέσα από όλα αυτά και πολλά άλλα σχετικά ερωτήματα, που αποκαλύπτουν ένα σύστημα διατροφικής εμπειρίας, αγγίζουμε έναν ολόκληρο κόσμο, περιηγούμαστε με σίγουρα βήματα στο παρελθόν και ανακαλύπτουμε ουσιαστικές πτυχές του πολιτισμού του. Και από το ταξίδι αυτό στις γεύσεις αποκαλύπτεται ένας κόσμος οικείος και ξένος. Ένας κόσμος που μας τροφοδότησε με τα βασικά στοιχεία της διατροφής μας αλλά που έζησε χωρίς ντομάτα, με τον γάρο, σάλτσα που μυστηριωδώς εξαφανίζεται τον 16ο αιώνα, να κυριαρχεί στα πιάτα του. Ένας κόσμος με άλλες γευστικές εμπειρίες, χωρίς ηλεκτρικό και τεχνητή ψύξη, που αφιέρωνε πολύ χρόνο γύρω από τη διασφάλιση και την προετοιμασία της τροφής του, με διαφορετικούς από εμάς ρυθμούς, προτιμήσεις και προβλήματα.

Οι νηστήσιμες τροφές στην ελληνική παραδοσιακή διατροφή Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Ευάγγελος Καραμανές

Λιτό μοναστηριακό γεύμα. Μονή Κασταμονίτου (Κωνσταμονίτου), Άγ. Όρος. Η τροφή είναι ένα από τα πιο σταθερά στοιχεία στην αγροτική παραδοσιακή κοινωνία, εφόσον είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων, όπως η οικονομία, οι κοινωνικές δομές, η πολιτισμική ανάπτυξη, που μεταβάλλονται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Η στενότητα των οικονομικών και φυσικών πόρων διαμορφώνει τις πατροπαράδοτες αντιλήψεις και συνήθειες, ιδιαίτερα των αγροτικών πληθυσμών, και το διαιτολόγιο εγγράφεται στη μακρά ιστορική διάρκεια. Στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό παρασκευάζονται και καταναλώνονται συγκεκριμένες τροφές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ακολουθώντας το λαϊκό εορτολόγιο. Η νηστεία στην Ορθοδοξία, όπως αυτή έχει καθιερωθεί να τηρείται κατά τους τελευταίους αιώνες με τον ακριβή χρονικό προσδιορισμό των κανόνων της μέσα στον κύκλο του έτους, είναι αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας που περιλαμβάνει πολλές συζητήσεις και διαφωνίες και άρχισε από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Όπως έχουν παρατηρήσει πολλοί ερευνητές, επιβάλλει την αποχή από ορισμένα είδη τροφών αλλά και ποτών, δηλαδή μια διαιτολογία και όχι πλήρη αποχή από κάθε τροφή όπως σε άλλες θρησκείες και πολιτισμούς. Το γεγονός αυτό, η ευρύτερη αποδοχή της και το ότι αποτελεί ένα από τα πιο έντονα θρησκευτικά βιώματα του λαού την καθιστά ιδιαίτερα σημαντική ως πολιτισμικό φαινόμενο.

Ελαιώδη διά άρτυμα. Λιπαρές ύλες στη διατροφή και τη γαστρονομία των Κυπρίων Δήμητρα Δημητρίου, Βαρβάρα Γιάγκου, Χρυσταλλένη Λαζάρου, Αντωνία-Λήδα Ματάλα

Απεικόνιση επεξεργασίας των καρπών του φοίνικα. Μικρογραφία χειρογράφου, 12ος αι. Μονή Μεγίστης Λαύρας, Άγ. Όρος. Στην παρούσα εργασία αξιοποιούνται λαογραφικά και ιστορικά τεκμήρια, καθώς και προφορικές μαρτυρίες που συγκεντρώθηκαν στο πεδίο, για να διερευνηθεί ποιες ήταν οι λιπαρές ύλες που χρησιμοποιήθηκαν στη διατροφή κατά τους νεότερους χρόνους στην Κύπρο και πώς αυτές συνδέονται με την τοπική κουζίνα και την κουλτούρα της διατροφής. Τα πιο διαδεδομένα από τα προστιθέμενα λίπη στη δίαιτα των Κυπρίων ήταν το ελαιόλαδο και η σοιρόμιλλα, το λιωμένο δηλαδή λίπος του χοίρου. Αν και η μίλλα θεωρούνταν ότι υστερεί σε οργανοληπτικά χαρακτηριστικά σε σχέση τόσο με το ελαιόλαδο όσο και με το βούτυρο του γάλακτος, στις περιοχές που δεν παρήγαγαν ελαιόλαδο ήταν συχνά η μοναδική λιπαρή ύλη των νοικοκυριών. Η μίλλα του χοίρου χρησιμοποιείτο κυρίως στο μαγείρεμα, αλλά και ως ένα είδος βουτύρου για επάλειψη. Στα χωριά της Καρπασίας, στη βορειοανατολική Κύπρο, έφτιαχναν από τη μίλλα τις μιλλόπιτες, ένα ιδιαίτερο γλυκό έδεσμα. Οι γαστρονομικές επιλογές των Κυπρίων χωρικών αντανακλούν την προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις όποιες πηγές λίπους μπορούσε το περιβάλλον να τους διαθέσει. Στις πιο φτωχές από τις περιοχές της Κύπρου, μην έχοντας πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ελαιόλαδου, οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν επικουρικά έλαια που παραλάμβαναν προστρέχοντας στην άγρια χλωρίδα του νησιού, όπως το αρκόλαο, το πικρό δηλαδή λάδι των αγριελιών, το σχιννέλαιο και το τερεβινθέλαιο. Μετά το 1960, η χρήση των παραδοσιακών λιπαρών υλών, όπως η μίλλα, υποχώρησε πολύ και τη θέση τους κατέλαβαν οι «νεότερες» λιπαρές ύλες, τα διάφορα σπορέλαια.

Η θάλασσα στο πιάτο των αρχαίων. Τα ιχθυοπινάκια της Συλλογής Florence Gottet Από τον κατάλογο Christian Zindel, «Meeresleben und Jenseitsfahrt. Die Fischteller der Sammlung Florence Gottet», Akanthus, Ζυρίχη 2008

Ιχθυοπινάκιο από την Κανόσα της Απουλίας. Τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Αδημοσίευτο. Συλλογή Florence Gottet. Τα ιχθυοπινάκια, δημοφιλή ερυθρόμορφα αγγεία στην αρχαιότητα, διακρίνονται για το χείλος με το κάθετο περιχείλωμα και μια μικρή κεντρική κοίλανση. Η βάση τους ποικίλλει. Διακρίνονται επίσης για τις ιδιαίτερα εντυπωσιακές παραστάσεις ιχθύων και άλλων θαλάσσιων όντων στην επιφάνειά τους. Εξαιτίας των παραστάσεων αυτών, αλλά και λόγω του σχήματός τους, θεωρήθηκε ότι χρησιμοποιούνταν για το σερβίρισμα του ψαριού. Ωστόσο, τα αρχαιολογικά δεδομένα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ταφικά αγγεία. Σε αναζήτηση της χρήσης των ιχθυοπινακίων στην αρχαιότητα, ο Christian Zindel εξετάζει το ρόλο του ψαριού στην αρχαία ελληνική διατροφή, τους συμβολισμούς της θάλασσας και του Κάτω Κόσμου και τις σχετικές δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων. Στη συνέχεια, κάνει τη διάκριση μεταξύ αττικών και κατωιταλιώτικων αγγείων και τονίζει τις μορφολογικές διαφορές τους, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ιχθυοπινάκια στην Κάτω Ιταλία χρησίμευαν κατά κανόνα ως κτερίσματα, σε αντίθεση με εκείνα της μητροπολιτικής Ελλάδας, που θα πρέπει να είχαν κυρίως οικιακή χρήση. Το άρθρο αποτελεί σύνοψη του καταλόγου της έκθεσης της Συλλογής Florence Gottet, η οποία περιλαμβάνει ιχθυοπινάκια κυρίως από τις ελληνικές αποικίες στη Δυτική Μεσόγειο (Σικελία, Καμπανία και Απουλία), όπου τα αγγεία αυτά γνώρισαν μεγάλη διάδοση.

Άλλα θέματα: Φίλιπποι: Η ύδρευση της αρχαίας πόλης Ιωάννης Ηλιάδης

Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων, το Βαλανείο. Άποψη από ανατολικά. Από τους προϊστορικούς χρόνους ο άνθρωπος δεν έπαψε να αναζητά πηγές, ποταμούς και λίμνες για να εξασφαλίσει το νερό, απαραίτητο αγαθό για την επιβίωσή του. Δεν θα μπορούσε βέβαια να αποτελέσει εξαίρεση η περιοχή των αρχαίων Φιλίππων, αφού συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα. Ο σπουδαιότερος ποταμός είναι ο Αγγίτης. Από το πλήθος των μικρών ποταμών, ρυακιών και χειμάρρων, που χύνονται στον Αγγίτη, ο πιο αξιόλογος είναι ο αρχαίος Γαγγίτης ή Ζιγάκτης ή Βοϊράνης. Πηγές με άφθονο νερό υπάρχουν στους πρόποδες του Παγγαίου, αλλά και στα γύρω βουνά. Για την ύδρευση των Φιλίππων κατασκευάστηκε δίκτυο ύδρευσης, που χρονολογείται στην εποχή των Αντωνίνων. Το δίκτυο αυτό ξεκινούσε από τις πηγές του Κεφαλαρίου ή Βοϊράνης, περίπου 8 χλμ. βορειοδυτικά των Φιλίππων, απ’ όπου και σήμερα υδροδοτούνται οι γειτονικές πόλεις, όπως το Δοξάτο, το Κεφαλάρι και η πόλη της Καβάλας. Η κατασκευή του αγωγού εσωτερικά είναι πολύ επιμελημένη. Επάνω σε ειδικό στρώμα υποθεμελίωσης εδράζονται πήλινες πλάκες που καλύπτουν όλο τον πυθμένα του. Στα πλευρικά τοιχώματα και στον πυθμένα υπάρχει στρώση ασβεστολιθικού κονιάματος, στο οποίο επιστρώνεται υδραυλικό επίχρισμα. Ο αγωγός σώζεται σε ορισμένα μόνο σημεία και για το λόγο αυτό δεν είναι γνωστό το ακριβές σημείο απ’ όπου αντλούσε το νερό η ρωμαϊκή και η μετέπειτα παλαιοχριστιανική πόλη. Από τα σωζόμενα τμήματα και τις κλίσεις του εδάφους μπορούμε να προσδιορίσουμε το ακριβές σημείο των αρχαίων πηγών και την παροχή του νερού που έφτανε στη ρωμαϊκή πόλη.

Εμποροπανηγύρεις. Το εμπόριο της περιπλάνησης Αφέντρα Γ. Μουτζάλη

Παζάρι της Λάρισας. Επιχρωματισμένη χαλκογραφία. Σχέδιο Gropius, χάραξη Jugel. Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι ρίζες του θεσμού της εμποροπανήγυρης ανιχνεύονται στην αρχαιότητα. Η ρωμαϊκή νομοθεσία απαγόρευε σε πρόσωπα που κατείχαν δημόσια αξιώματα την ενασχόληση με το εμπόριο. Η βυζαντινή αριστοκρατία, όμως, αναμειγνυόταν στο κερδοσκοπικό εμπόριο, εκμεταλλευόμενη μάλιστα μερικές συγκυρίες. Επιδίωξη του εμπορίου άλλωστε ήταν πάντοτε το κέρδος. Στο Βυζάντιο, εμπόριο, αγορές και πειρατεία συνυπήρχαν. Το βυζαντινό πανηγύρι εντάσσεται στους κόλπους της εκκλησίας και προστατεύεται από το βυζαντινό δίκαιο, δεδομένου ότι αποτελούσε υποστηρικτική δομή ανάπτυξης του εσωτερικού εμπορίου. Η θρησκεία τότε νοηματοδοτούσε το χρόνο των κοινωνιών (θρησκευτικές γιορτές, αργίες, αγροτικές εργασίες, εμποροπανηγύρεις). Η ευελιξία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των πανηγυριών. Ο μεγάλος αριθμός εμποροπανηγύρεων που οργανώνονταν στο Βυζάντιο, αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τη συμβολή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, διεξάγονταν ετήσιες εμποροπανηγύρεις, τονωτικές της τοπικής οικονομίας στην Πελοπόννησο (Τρίπολη, Μυστράς, Καλάβρυτα), στη Θεσσαλία (Λάρισα, Μοσχολούρι, Ελασσόνα, Φάρσαλα), την Ήπειρο (Ιωάννινα, Άρτα, Κόνιτσα, Παραμυθιά) κ.α.

Από τη stole στα επιτραχήλια. Προσθήκες τμημάτων από δυτικά λειτουργικά ενδύματα σε αγιορείτικα υφάσματα Χρήστος Χ. Καρύδης

Ποδέα με επιρραμμένα τμήματα υφασμάτων προερχόμενα από ιερατική «stole» (Μονή Βατοπαιδίου). Η stole είναι ιερατικό ένδυμα της Δυτικής Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια ηλεκτρονικής καταγραφής των σκευοφυλακίων μονών του Αγίου Όρους, που έγινε από τον συγγραφέα σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, βρέθηκε μια μικρή, αδημοσίευτη, ομάδα ορθόδοξων διακοσμητικών και ιερατικών υφασμάτων, που έφεραν επιρραμμένα τμήματα από stole. Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας, γίνεται αναφορά στην προέλευση και την ιστορία της stole, και περιγράφονται τα τεχνικά χαρακτηριστικά της.

Βιβλία ιστορίας του Δημοτικού – Μουσεία: Μια αδύνατη συνάντηση Μαρίζα Ντεκάστρο

Από το βιβλίο ιστορίας της Γ’ Δημοτικού (σ. 139). Στο άρθρο αυτό εστιάζουμε στην εικονογράφηση των σχολικών βιβλίων Ιστορίας του δημοτικού σχολείου και ερευνούμε εάν διαμορφώνουν στάσεις και δημιουργούν κίνητρα για το πλησίασμα των πολιτιστικών αγαθών που εκτίθενται στα μουσεία. Η παιδαγωγική αρχή που ακολουθείται στο εικονογραφικό πρόγραμμα των σχολικών βιβλίων της Ιστορίας, υποστηρίζει ότι η εικονογράφηση, εκτός από αισθητικά ενδιαφέρουσα, διευρύνει μαθησιακά και να εμπλουτίζει το θέμα που διδάσκεται με σκοπό οι μαθητές να μάθουν, να συνδυάσουν ήδη αποκτημένες γνώσεις, να αναρωτηθούν, να κατηγοριοποιήσουν, να συγκρίνουν, να βγάλουν συμπεράσματα. Οι παραπάνω μαθησιακοί στόχοι εξυπηρετούνται από εκπαιδευτικές στρατηγικές οι οποίες εμπλέκουν στο μάθημα την ανάγνωση των εικόνων από τους μαθητές. Οι εικόνες κάθε κεφαλαίου αποτελούν από μόνες τους διδακτικές μονάδες και λειτουργούν στη συγκεκριμένη περίπτωση ως μεσάζοντες μεταξύ των μαθητών και των μουσειακών/ιστορικών τεκμηρίων βοηθώντας έτσι να χτιστεί μια γόνιμη σχέση των παιδιών με το παρελθόν. Πρόκειται για μια ενεργητική μέθοδο προσέγγισης προς τα πολιτισμικά αντικείμενα, μέσω της οποίας αναπτύσσονται ποικίλες δεξιότητες.

Ένας ζωντανός φορέας πολιτισμού. Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας Ξένη Αραπογιάννη, Νατάσα Γλαράκη, Φώτης Σταυριανόπουλος

Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. Αίθουσα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας (ΑΜΜ) αποτελεί χώρο έκθεσης των αρχαιολογικών θησαυρών του νομού και, ταυτόχρονα, ζωντανό φορέα πολιτισμού. Η μόνιμη έκθεση φιλοξενείται σε νέο κτίριο, το οποίο δημιουργήθηκε στο σημείο όπου βρισκόταν η Παλαιά Δημοτική Αγορά της Καλαμάτας και οι σχετικές αρχιτεκτονικές αναφορές είναι εμφανείς. Η έκθεση συνίσταται στη χαρτογράφηση και παρουσίαση των σημαντικότερων θέσεων και μνημείων της μεσσηνιακής γης μέσω επιλεγμένων ευρημάτων. Οι δράσεις λειτουργίας και προβολής του ΑΜΜ χαρακτηρίζουν την παρουσία του και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διαχείρισης του. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα, η ιστοσελίδα, οι ξεναγήσεις, το λογότυπο, ο περιοδικές εκθέσεις και οι ενημερωτικές κάρτες αποτελούν αναπόσπαστα μέρη τόσο της ερμηνευτικής πολιτικής του Μουσείου όσο και της προσέλκυσης επισκεπτών.

Καρθαία Κέας. Έργα ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά, Τάνια Πανάγου

Καρθαία Κέας. Ο ναός του Απόλλωνος μετά το πέρας των εργασιών. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Καρθαίας, μίας από τις τέσσερις πόλεις-κράτη της αρχαίας Κέας, βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, απέναντι από την Κύθνο, και εποπτεύουν τον όρμο «Πόλες». Η δυσπρόσιτη θέση της Καρθαίας συνετέλεσε στο να παραμείνουν αλώβητα τόσο τα αρχαία κατάλοιπα όσο και το τοπίο από τις καταστροφές που έχουν προκαλέσει ο μαζικός τουρισμός και η αλόγιστη γεωργική ή βιομηχανική εκμετάλλευση. Δυνατότητα συντήρησης και αποκατάστασης των τεσσάρων πιο επιβλητικών οικοδομημάτων της ακρόπολης της Καρθαίας, δηλαδή των ναών του Απόλλωνος και της «Αθηνάς», του Πρόπυλου και του κτηρίου D, αλλά και ανάδειξης της περιοχής σε οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο έδωσε το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Εργασίες έγιναν επίσης στον περιβάλλοντα χώρο των οικοδομημάτων, στους αναλημματικούς τοίχους και στα δύο κυριότερα άνδηρα της ακρόπολης. Η συντήρηση των μνημείων της ακρόπολης της αρχαίας Καρθαίας στόχευε στην κατά το δυνατό αποκατάσταση των φθορών που έχουν υποστεί στο πέρασμα των αιώνων και στην πρόληψη μελλοντικών. Έγινε προσπάθεια αποκατάστασης των μνημείων στο βαθμό που επιτρέπει το σωζόμενο αρχαίο υλικό και η λελογισμένη χρήση νέου, μέχρι του σημείου στο οποίο η αρχική μορφή τους γίνεται κατανοητή στο ευρύ κοινό και να αποδοθεί, μερικώς, η τρίτη διάσταση. Το είδος και η έκταση των επεμβάσεων σε κάθε μνημείο καθορίστηκε από την αρχαιολογική σημασία του και τη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον. Οι εργασίες ανάδειξης του χώρου ολοκληρώθηκαν το 2009.

Μουσείο: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Μια μοναδική συλλογή χάλκινων έργων μικροτεχνίας. Η επανέκθεση της Συλλογής Χαλκών Ρόζα Προσκυνητοπούλου

Eιδώλιο φορβάδας με το μικρό της (Χ 6199). 8ος αι. π.X. Από το ιερό του Διός στην Ολυμπία. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η Συλλογή Χαλκών του  Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αριθμεί περίπου 1670 αντικείμενα και θεωρείται από τις πλουσιότερες παγκοσμίως συλλογές χάλκινων πρωτότυπων αρχαίων έργων μικροτεχνίας. Καθορίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα του 1893 και στην αρχή τα χάλκινα έργα φιλοξενήθηκαν σε διάφορες αίθουσες του Μουσείου. Σήμερα, καταλαμβάνουν τέσσερις αίθουσες του ισογείου. Η Ρόζα Προσκυνητοπούλου, αρχαιολόγος και προϊσταμένη της Συλλογής, μάς ξεναγεί στην επανέκθεση των χάλκινων έργων μικροτεχνίας, η οποία εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2005.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Η άγνωστη Ικαρία Δήμητρα Σπηλιοπούλου

Ικαρία. Ένα από τα παραδοσιακά «χυτά» σπίτια του νησιού. Ένα ταξίδι στα λιγότερο γνωστά αξιοθέατα της Ικαρίας προτείνει σε αυτό το τεύχος η Αρχαιολογία. Από τον πύργο του Δράκανου και το υδραγωγείο των Θερμών, ως τα ερείπια του ναού της Ταυροπόλου Αρτέμιδος, το νησί εκτός από τις φυσικές του ομορφιές έχει να επιδείξει και έναν ενδιαφέροντα πολιτισμό.

Μπαχαρικά και μεσαιωνική φαντασία (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου του Paul Freedman Μπαχαρικά και Μεσαιωνική Φαντασία, σε μετάφραση Ντίνας Σιδέρη (εκδ. Κονιδάρη, Αθήνα 2010).

Exquis promeneurs: Entre Levant et Ponant (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου της Monique Zetlaoui Exquis Promeneurs: Entre Levant et Ponant (Actes Sud, 2008).

Ο γαστρονομικός πολιτισμός από την αρχαιότητα έως σήμερα: ήδιστον λογόδειπνον (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου του Jean-François Revel Ο γαστρονομικός πολιτισμός από την αρχαιότητα έως σήμερα: ήδιστον λογόδειπνον, σε μετάφραση Βίκης Ποταμιάνου (εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2008).

Θαλασσινά (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου του Απόστολου Μαμμέλη Θαλασσινά (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1996).

Ο δρόμος των μπαχαρικών: Ιστορία πολιτικής και πολιτισμών (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου του Τζάιλς Μίλτον Ο δρόμος των μπαχαρικών: Ιστορία πολιτικής και πολιτισμών (εκδ. Περίπλους, Αθήνα 2003).

Σκόπας ο Πάριος (παρουσίαση συνεδρίου) Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Από την ομιλία της Προέδρου του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας Πάρου και Κυκλάδων Ν. Κατσωνοπούλου στο συνέδριο «Σκόπας ο Πάριος». Παρουσίαση του συνεδρίου με τίτλο «Σκόπας ο Πάριος», το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Παροικία Πάρου στις 11-14 Ιουνίου 2010.

Αναγνώριση και συντήρηση του σύγχρονου φωτογραφικού υλικού Μαρία Μάττα, Παύλος Χραμπάνης

Αναγνώριση φωτογραφικών τεχνικών με μικροσκοπική παρατήρηση στο Εργαστήριο συντήρησης φωτογραφιών του Μουσείου Μπενάκη. Παρουσίαση του συνεδρίου με τίτλο «Αναγνώριση και συντήρηση του σύγχρονου φωτογραφικού υλικού», το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 19-22 Οκτωβρίου 2010.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, διαλέξεις, βιβλία Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Χρυσά κοσμήματα σε σχήμα ζώων, πιθανώς ταύρων. 4400-4200 π.Χ. Περιφερειακό Ιστορικό Μουσείο Βάρνας. Ειδήσεις: Ταφή παιδιού με χρυσά κτερίσματα στη Μαντίνεια, Νέα στοιχεία για τις ταφές στην Αγορά των Αιγών, Αναδεικνύεται ο Τύμβος του Σοφοκλή, Αρχαίοι τάφοι στην Ερέτρια, Είκοσι χρόνια ανασκαφών στο Αρχαίο Ιδάλιο, Αναστηλώνεται το αρχαίο θέατρο της Μήλου, Νέα ευρήματα στο ναυάγιο του Μαζωτού κ.ά. Συνέδρια: Διεθνές συνέδριο για την Κύπρο, Οχυρωματική αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο Εκθέσεις: Το ξεχασμένο παρελθόν της Ευρώπης, Ό,τι λάμπει... Στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, Περικλής Ξανθίππου, Fred Boissonnas, Εκκλησιαστικά λειτουργικά σκεύη της Τήνου κ.ά. Διαλέξεις: Φίλοι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, Βρετανική Σχολή Αθηνών κ.ά. Βιβλία: Καρθαία (συλλογικό, εκδ. ΥΠΠΟ-ΤΠΕΑΕ). Άλκηστις Χωρέμη-Σπετσιέρη, Μουσείο Ακρόπολης. Αλέξανδρος-Φ. Λαγόπουλος (επιμ.), Ο ναός της Αγίας Μαρίνας Κισσού. Ιστορία - Πολεοδομία - Αρχιτεκτονική - Εικονογραφία κ.ά.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Οι προοπτικές ερευνητικής απασχόλησης νέων επιστημόνων -Γεωαρχαιολογικές έρευνες στον Αγ. Νικόλαο Κρήτης -Νέοι επιστήμονες στο χώρο της Αρχαιομετρίας -Συμπόσιο Αρχαιομετρίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου -Συνάντηση αρχαιομεταλλουργών στο Λονδίνο -Το Σεμινάριο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας

Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων: Υποβρύχια έρευνα στα λιμάνια της Λέσβου Θεοτόκης Θεοδούλου

Μήθυμνα. Το ακρομόλιο που εντοπίστηκε νότια των παραδοσιακών κρηπιδωμάτων (φωτ. Θ. Θεοδούλου, ©ΕΕΑ-ΥΠΠΟΤ). Υποβρύχια περιήγηση στα λιμενικά κατάλοιπα της Λεσβιακής Πεντάπολης από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων. Το κείμενο υπογράφει ο αρχαιολόγος Θεοτόλης Θεοδούλου.

English summaries: Summaries Miriam Caskey

Ιχθυοπινάκιο από το Paestum (Ποσειδωνία). Τρίτο τέταρτο 4ου αι. π.Χ. Αδημοσίευτο. Συλλογή Florence Gottet. Αγγλικές περιλήψεις των άρθρων του τεύχους.

Τεύχος 56, Σεπτέμβριος 1995 No. of pages: 118
Κύριο Θέμα: Η μεταβυζαντινή ζωγραφική. Οι τοιχογραφίες. 15ος-17ος αιώνας Μίλτος Γαρίδης

Η βυζαντινή ζωγραφική Τίτος Παπαμαστοράκης

Άλλα θέματα: Στον κόσμο του Λουκιανού. Μια ξενάγηση Ηλέκτρα Ανδρεάδη

Περιβάλλον και Aρχαιολογία Λίλιαν Kαραλή και άλλοι

Νεολιθικό ακιδογράφημα στις όχθες της Χειμαδίτιδας λίμνης και το δίδυμο μενχίρ του Πελεκάνου Νικόλαος Μουτσόπουλος

Μνημεία και εκπαίδευση: η συμβολή των δασκάλων Μπίλη Βέμη

Μουσείο: Η νέα πτέρυγα των ρωμαϊκών γλυπτών στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Κατερίνα Ρωμιοπούλου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Αρχαίο θέατρο-Σύγχρονο φως Κωνσταντίνος Μπούρας

Πάρος: SOS Νίκος Ξένιος

Η μακραίωνη παρανόηση Περικλής Παντελεάκης

Υπουργείο Πολιτισμού. Πολιτισμική κληρονομιά Θάνος Μικρούτσικος

Ο Θεόδωρος Πουλάκης και ο κύκλος της Αποκαλύψεως Γιάννης Ρηγόπουλος

Το κέντρο πολιτισμού και οικονομικής ανάπτυξης Εθνική Τράπεζα

Τουρισμός και πολιτισμική κληρονομιά Νίκος Σηφουνάκης

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Η οδός Πειραιώς, υπερτοπικός πόλος (1) ΥΠΕΧΩΔΕ

English summaries: A Tour in Lucian’s World Miltos Garidis

In this "tour" in Lucian's text the author revives the atmosphere of the Greek satirist's time, by focusing her attention to the mentality of ancient Greeks. By exploiting the second century B.C. text, she pictures the feelings of the mothers whose sons happened to have a certain relation with some hetaera; the public opinion about philosophers; the common customs and practices in the procedure of a symposium, as well as a number of other information, important for the representation of every-day life in Lucian's Athens.

The Post-Byzantine Painting: The 15th-17th Century Wall-Paintings Titos Papamastorakis

Church was preserved and supported as an organized institution but also because it was granted privileges in order to excercize a kind of state authority. In addition, privileges in different levels were granted to various regions, categories of Christian population or individuals. However, during the years of the conquest and the establishment of a new political and social order the artistic activities and the traditional creative centers in the countries under the Ottoman rule diminish and almost disappear. While, in the areas with Greek orthodox population who were governed by catholic state lords such a complete stop does not occur. On the contrary, some artistic activities are continued there and, already before the mid-15th century, the influence of the new tendencies, especially of the Italian painting is obvious. Furthermore, in the towns of Crete island a large scale production of portable icons for export is developed. During the middle and the second half of the 15th century limited artistic activities are resumed in the central Balkan regions due to the initiatives of local dignitaries, ecclesiastic patrons or small monastic communities who take advantage of their privileges. The anonymous painters readopt the main tendecies of the 14th-century painting, but in a rather stylized manner. Only on Cyprus, during the same period, an artistic current, which has fully adopted the Italian aesthetic expression of the Early Renaissance (-Latin- pareklession in the Monastery of Ayios loannis Lambadistis, Panaghia Podythou, 1502, etc.), runs parallel to the stylistic tendencies which are issued from the Byzantine tradition. Already since the first decades of the 16th century, the major and rich, due to their productive activities, monastic communities start again to commission extensive wall-painting decorations in Mount Athos and Meteora. The artists to whom they give these assignments are already well-known icon painters from Crete. Thus, Theophanis Strelitzas-Bathas, who will become the leading personality of the "Cretan- school of wall-painting", embellishes with frescoes the Monastery of Ayios Nikolaos Anapafsas at Meteora, in 1527. The katholikon of the Great Lavra and the Monastery of Stavronikita on Mount Athos are wall-painted later, in 1535 and 1546 respectively. Other artists, eponymous and anonymous, will undertake important decorations in monasteries on Mount Athos, Meteora and elsewhere. The "Cretan" school was favoured by the supreme hierarchy of the Oecumenical Patriarchate and indirectly by Moldavian, Vlach and Georgian ruling princes and kings. Thus, it almost becomes the official art form of Orthodoxy. It is characterized by balanced, plain, severe and rythmic compositions; controlled movement, clear-cut design and plasticity; a classicizing monumental style; and also by an iconography which has assimilated a number of elements from Western art. However, certain severe, conservative and expressionistic tendencies survive in the monastic centers of Mount Athos, running parallel to the creations of "Cretan" painting (Monastery of Xenophon, 1544; Ayios Georgios at the Monastery of Ayios Pavlos, 1555). Another creative and extensive trend in the 16th-century painting, which is developed in North-western Greece, runs parallel to the "Cretan" school and expresses aesthetic orientations contrary to the classicizing austerity of Cretan painting. This trend, full of "secular" vigour and vitality, also draws its inspirations from the tradition of the itinerant painters of the period 1480-1500. Two ensembles on the Island of loannina, the Monasteries of Philanthropinon (1530-1542) and Dilios (1543) as well as the Myrtia Monastery (1539) in Aetolia, represent this "school", with their mature, already crystallized decorative programs, iconography, composition, technique and style. The artists Frangos and Georgios Kontaris from Thebes, who work in Epirus (Krapsi, 1563; Veltsista 1568) and Meteora (narthex of the Monastery of Barlaam, 1566), undertaking the commissions or the aristocracy of loannina, are very much influenced by the wall-paintings of the Island. Frangos Katelanos, a famous, also Theban, painter will follow and develop the same tradition in the katholikon of the Monastery of Barlaam (1548) and in the chapel of Ayios Nikolaos in the Monastery of Great Lavra (1560) as well as in all the wall-painting ensembles which have been assigned to him. A great artistic personality and a master in colour, he draws a vivid, full of plastic brush-strokes style and animates his compositions with dashing movements and baroque vibrations, while he keeps, at the same time, a direct and fruitful relation with his contemporary Italian painting. Katelanos starts off from a restless local school, which he promotes to an artistic current of very large acceptance, parallel and antagonistic to the -Cretan- school. He will influence significantly his contemporary painting in the broader area of South Balkans. Towards the end of the century the "Cretan" school and that of the North-western Greece co-exist and create side by side works of manneristic character. The painter Onouphrios represents another important trend in the 16th-century painting in central Albania and Western Macedonia. He has found imitators and successors, who define themselves within the boundaries of Ochrid Archbishopric and in relatively small and humble painted ensembles (Ayioi Apostoloi, Kastoria, 1547; Ayia Paraskevi, Vales, 1554, central Albania). His work is characterized by broad, free compositions, calligraphic design, graceful and noble figures, traditional Byzantine iconography, but also by a familiarity with the Early Renaissance painting. The monumental painting of the 16th century with its two main, predominant tendencies does not essentially leave much space for the formation and development of local schools and workshops, in spite of the survival of some local traditions on provincial scale. Similar phenomena can also be located in the Serb, Bulgarian and Vlach-Moldavian territories. During the 17th century the quantitative development and geographic expansion of painting is considerably greater. Broader social strata, communities and even minor monasteries participate in this evolution by commissioning a great number of works and getting familiar with the monumetal painting. The wall-painting, however, is confined to the eclectic repetition and manneristic immitation of the 16th-century or even earlier tendencies. The adoption and incorporation of floral baroque motives in the iconographic programs, which towards the end of the century tend also to affect the character of the composition, is a common feature of most workshops. Already since 1570, companies of peasant painters from Linotopi in Western Macedonia practise their art in an extensive region for almost a century. They imitate and continue the various trends of the 16th-century painting, depending on the individual workshop and the distinctive taste of their peasant clientele. Similar guilds are aiso active in the central mountainous Peloponnese. On the Mount Agrapha or at Meteora multiple painting ensembles perpetuate the artistic doctrines primarily of the "Cretan" school; while the remarkable painting-activity on Mount Pelion is characterized by an eclecticism and lack of homogeneity. Family groups of painters, qualified with some education, are active and very productive for many generations mainly in the Peloponnese but also elsewhere. Demetrios and Georgios Moschos combine in their work strong expressionistic traditions with the teachings of the school of North-western Greece and the introduction of baroque elements. While Demetrios and Theodoras Kakavas start from Malessina (1570) in central Greece and continue for almost a century in the Peloponnese. In their painting they exhibit a mixture of all the tendencies of the 16th-century painting and a mastering of the minute technique of portable icons. Our knowledge of the 17th-century monumental painting in Greek lands is incomplete and the published ' scientific studies are limited. The relevant material, in its greater part, has not been studied as yet, neither it has even been located and catalogued. Therefore, any attempt the entire issue to be presented can be judged as premature.around 1480 and until 1500 workshops of anonymous itinerant artists develop a renovating trend, which is already formed by intended choices in program and iconography and by influences from the style of the Late Gothic painting of Old Katholikon, Meteora, 1483; Cucer 1484; Ayios Nikolaos Eupraxias, Kastoria, 1486; Treskavac; Poganovo. 1500). In the last decades of the century we can also record their artistic creations in official buildings in Moldavia (Hirlau, Dosohoi', Balinerti, etc.). On Cyprus, during the same period, an artistic current, which has fully adopted the Italian aesthetic expression of the Early Renaissance ("Latin" pareklession in the Monastery of Ayios loannis Lambadistis, Panaghia Podythou, 1502, etc.), runs parallel to the stylistic tendencies which are issued from the Byzantine tradition.  

Enviromental Archaeology in Greece Today Electra Andreadi

Within the framework of the academic course of Enviromental Archaeology the fourth-year students of the Archaeology Department of Athens University visited the Neolithic settlement Pousi Kalogeri which lies in the Mesogheia plain in Attica; the area has been excavated by the personnel of the Second Ephorate of Classical and Prehistoric Antiquities, under the scientific supervision of Ms. Clairie Efstratiou. The purpose of the visit on the one hand was to investigate the relation between man and his enviroment; and on the other to define how an archaeologist can solve, to a certain extend, the various problems of an excavation by using enviromental methods and utilizing the relevant knowledge. Thus, an attempt was made the necessity of a specialized enviromental research, an indispensable element for the complete apprehension of the past, to be fully comprehended.

The Neolithic Graffiti of the Cheimaditida Lake and the Twin Menhir of Pelekanos Lilian Karali-Giannakopoulou

The author of the article suggests as propable that the graffiti of the Cheimaditida Lake in Macedonia belong to the society which has built the megalithic tombs in the area of Roussa (Thrace). If this is valid "we might suggest as a date the one proposed by D. Triantaphyllopoulos: the 9th-10th century B.C. the period, that is, to which the dolmens from Bulgaria and from the other group of NW Caucasus belong". In the center of the village Pelka (Pelekanos) of Kozani county a twin menhir, bound with legends and primeval rituals, has survived. Such monumens must be protected by the Archaeological Service, since the antiquities smugglers relate them with hidden treasures.

Byzantine Painting Nikos K. Moutsopoulos

The Byzantine painting is the natural evolutionary product of the painting of the Roman Empire, which has preserved in principle the main characteristics of this art form of the Hellenistic period. The development of these characteristics has been affected not only by the various civilizations, which subdued by the Empire, were influenced by its culture; but also by the social, cultural and financial restructuring, which added a new social function and content to art. During the almost twelve centuries of existance of th Byzantine Empire, the two sources of inspiration of painting, that is the classical Hellenistic tradition an the representational heritage of the Near and Middle East civilizations, have played alternating roles a regards the formation of the artistic style of each period. The firm predilection for the human figure, which had remained the essential subject of each depiction fron the beginning to the end of the Empire, is the mair principle that the Byzantine painting has preserver from its Classical background. In the works of the Byzantine painting of the 5th century the effect of the Hellenistic tradition is more than obvious, while the painting of the Justinian era clearly mirrors the influence of the art of the East. The medieval character of the Byzantine painting is crystallized after the end of Iconoclasm (843). The pictorial representation of space is now purely conventional and the gold background has become the rule in the mosaics. The human figures and their garments are represented extremely stylized, the proportions and structure of the human body are usually completely ignored, the movements are inflexible. In Constantinople the memories of the Classical past remain alive in the cycles of the court intellectuals, a reality verified by the manuscript illuminations of the 9th and 10th century, works which have been commissioned either by the emperors themselves or by their court officials. A host of subjects and iconographic types of Classical antiquity appears in these miniatures, their artistic handling, however, shows that they have not been organically assimilated by the artists or their social environment. The typical features of the 11th-century painting are summarized in the mosaic decoration of Hosios Loukas in Phokis, mainland Greece, Ayia Sophia in Kiev and Nea Moni on Chios. The indication of space is rudimentary and the figures appear isolated due to the gold background. The drawing is composed by marked outlines, the objects and attires are depicted with great abstruction as are also the faces with the wide-open, staring eyes, the psychological depth of which must be sought in a transcendental space outside the representation. In the mosaics of the Daphni Monastery there is an obvious difference: space is indicated in a naturalistic manner, the figures have a strong classicizing character, the faces are expressive and convey the psychology of the figures, the drapery of the garments is natural and creates the impression that they cover bodies with corporeal substance. The balanced monumental composition of human figures, which serves the expression of the dramatic and symbolic content of the representation and is typical of the iconography of the Daphni mosaics, represents a general characteristic of the art of the Comnenean era. In many monuments dating from this period the forementioned artistic elements have been developed in a refined mannerism, the main features of which are the siender human figures who pose elegantly or move dramatically. These movements are often intensified by a strongly decorative drapery, which adds a dancing character to the figures. The painting of the Palaeologan period seeks the harmony between drawing, colour, composition and expression. The human figures and the natural or architectural environment, in the middle of which they are represented, are in a mutual organic relation. The style of the Palaeologan painting is also characterized by a feeling for naturalism in the pictorial representation of figures, objects, landscape and psychological situations, which are thus inevitably combined with elements from the everyday life and an intensity in the narration of the various episodes. During the same years an art of courtly character is developed, which uses an elaborate pictorial language of symbols and forms in order to serve the ideological and theological currents deriving from the atmosphere and the spirit of the period.

The New Wing of Roman Sculpture in the National Archaeological Museum, Athens Billy Vemi

On April 13th, 1995 the permanent exhibition of the collection of Roman sculpture of the National Archaeological Museum was opened. This exhibition continues and completes the presentation of sculpture in the first museum floor, so that when the visitor leaves, he has obtained a full picture of the evolution of the ancient Greek sculpture, the most important product of the artistic activity of Greeks, which has affected and decisively marked the entire route of European sculpture.

Monuments and Education: The Contribution of Teachers Katerina Romiopoulou

The knowledge of monuments and their essential relationship with people, which however requires a proper education, is necessary in order their role in society to be better understood. The evaluation of their significance will thus affect both the quality of life and the destiny of the monuments themselves. Therefore, education is asked to undertake a crucial responsibility towards the realization of this pursuit, and has to commence its efforts already from its early grades. The protection and elevation of the monuments by the state is not sufficient, if the citizens do not consciously participate in the actual protection and "use" of the monuments of their cultural heritage. The creation of a closer relationship between monuments and education -especially the Elementary one— will not only turn to the profit of the monuments but also to that of the educational procedure; the latter can approach the monuments as a factor which can make teaching much more interesting and effective, provided that the proper knowledge for their utilization is available. The key for all these educational potentialities that the monuments can supply is the efficient preparation and training of the teachers during their university studies.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα γεωργικά εργαλεία (1) Βγένα Βαρθολομαίου

Τεύχος 104, Σεπτέμβριος 2007 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Ρεύματα των ιατρικών πρακτικών στα νεότερα χρόνια Ντιάνα Τράκα

Αίθουσα αναμονής του γενικού Νοσοκομείου Αθηνών (1906) Η Ελλάδα, μετά τη θαυμαστή συμβολή του αρχαίου ελληνικού κόσμου και του Βυζαντίου στην ιστορία της δυτικής ιατρικής, βρέθηκε να διαδραματίζει περισσότερο το ρόλο του αποδέκτη παρά του δημιουργού της επιστημονικής καινοτομίας. Τα έργα του Βεσάλιου, του Παράκελσου και του Χάρβεϊ, καθώς και άλλων ηρώων μιας αναδυόμενης θετικιστικής επιστήμης στην περίοδο από τα τέλη του 1500 έως το 1700, έθεσαν τα θεμέλια για τον ευρωπαϊκό "ιατρικό διαφωτισμό" του 18ου αιώνα.

Ιατρικές υπηρεσίες στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο. Γεωγραφική κατανομή σύμφωνα με μια αναλυτική καταγραφή του 1926 Δημήτρης Ανωγιάτης-Pelé, Αδαμαντία Μαρσέλου

Εμβολιασμός παιδιού στις αρχές του προηγούμενου αιώνα Σκοπός της μελέτης μας είναι η παρουσίαση της γεωγραφικής και δημογραφικής κατανομής του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού στην Ελλάδα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, μέσω στατιστικής επεξεργασίας των αριθμητικών δεδομένων που προκύπτουν μέσα από πηγές της εποχής (κυρίως ιατρικούς καταλόγους). Κύριο αντικείμενο της μελέτης μας είναι η αποδελτίωση, η στατιστική επεξεργασία, η παρουσίαση και ο σχολιασμός επί των δεδομένων που προκύπτουν, του Ιατρικού Οδηγού της Ελλάδος, που κατήρτησαν οι εκδότες Ασσαέλ και Μάτσας το 1926. Από την παρουσίαση αυτή και την επεξεργασία του υλικού προκύπτουν ποικίλα συμπεράσματα τόσο για τη χωροταξική κατανομή των ιατρικών ειδικοτήτων και γενικά για τη διάρθρωση του συστήματος υγείας της χώρας εκείνη την εποχή στον ελλαδικό χώρο (ανά Περιφέρεια, Νομό και Πόλη), όσο και για την αντίστοιχη δημογραφική εικόνα της χώρας, αφού η διασπορά του ιατρικού δυναμικού στον γεωγραφικό χώρο αντιστοιχεί –ή τουλάχιστον αναμένεται να συμβαίνει αυτό– στις πληθυσμιακές ανάγκες της χώρας. Παράλληλα, από τη στατιστική επεξεργασία του υλικού μας συνάγονται συμπεράσματα για τις ανάγκες περίθαλψης εκείνη την εποχή, μέσω παρατηρήσεων σχετικά με τον αριθμό ορισμένων ειδικοτήτων ή/και ειδικότερα την αυξημένη ή μη συγκέντρωσή τους σε ορισμένες περιοχές ή την έλλειψή τους σε άλλες, σε συνδυασμό με την καταγραφή νοσοκομείων, κλινικών και γενικά ιδρυμάτων νοσηλείας στις ίδιες περιοχές αναφοράς. Στη μελέτη μας ενσωματώνονται ορισμένα αντιπροσωπευτικά –ως προς τους αριθμούς– διαγράμματα, προκειμένου να αποδοθεί μια ανάγλυφη εικόνα της γεωγραφικής δημογραφικής κατανομής του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού και των ιδρυμάτων νοσηλείας της εποχής του Μεσοπολέμου.

Από τα μοναστήρια στο φρενοκομείο. Η αντιμετώπιση των τρελών στο ελληνικό βασίλειο τον 19ο αιώνα Βαγγέλης Καραμανωλάκης

Γενική άποψη του Δρομοκαϊτειου Φρενοκομείου στις αρχές του 20ού αιώνα Στις αρχές του 19ου αιώνα, η συνήθης αντιμετώπιση όσων θεωρούνταν ότι έπασχαν από ψυχικό νόσημα ήταν η παραμονή τους στο οικογενειακό περιβάλλον, ο εγκλεισμός σε μοναστήρια ή σε νοσοκομεία των κοινοτήτων. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η συζήτηση γύρω από την αντιμετώπιση των φρενοβλαβών οδήγησε στην ψήφιση του πρώτου σχετικού νόμου, το 1862, για την ίδρυση κρατικού φρενοκομείου, όπου υπήρξε και η πρώτη στατιστική για τους ψυχικά ασθενείς στη χώρα. Παρά το νόμο, δεν υπήρξε καμιά δημόσια πρωτοβουλία, ενώ η ενσωμάτωση των Ιονίων νήσων (1864) πρόσφερε στη δημόσια υγεία δύο φρενοκομεία, της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς, τα οποία είχαν ιδρυθεί τη δεκαετία του 1840. Το 1880, ο χιώτης έμπορος Ζώρζης Δρομοκαΐτης κληροδότησε ένα σημαντικό ποσό για την ίδρυση φρενοκομείου στην Αθήνα. Η νέα πρόταση που έφερε το Δρομοκαΐτειο, εκείνη του εγκλεισμού και της επιστημονικής νοσηλείας των φρενοβλαβών, έγινε δεκτή με δυσπιστία, λόγω των ισχυρών προϋπαρχόντων αντιλήψεων και λόγω της αρνητικής παράδοσης του θεσμού στη Δυτική Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν η εισαγωγή μικρού αριθμού ασθενών, επιλεγμένων με βάση κυρίως κοινωνικά και όχι επιστημονικά κριτήρια. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις εγγενείς αδυναμίες της ψυχιατρικής, οδήγησαν σύντομα στην αποχώρηση ενός μεγάλου αριθμού ασθενών. Παράλληλα, η ενίσχυση του φιλανθρωπικού του χαρακτήρα οδήγησε στη σταδιακή αύξηση του αριθμού των απόρων, συμβάλλοντας στη σταδιακή μετατροπή του σε άσυλο.

Παραμυθία και ίασις: Μαγικές θεραπείες για μαγικές (;) ασθένειες Μαριλένα Παπαχριστοφόρου

Μελαγχολία, Lucas Cranach ο πρεσβύτερος, 1532, Μουσείο Unterlinden, Colmar (λάδι σε ξύλο, 76,5x56 εκ.) Η αναζήτηση και/ή οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται ο παραμυθιακός ήρωας προκειμένου να ολοκληρώσει την αφηγηματική του διαδρομή έως το, συνήθως, αίσιο τέλος του μαγικού παραμυθιού, αποτελούν δομικό στοιχείο της πλοκής των μαγικών παραμυθιών. Η ασθένεια ως δοκιμασία ή τιμωρία –συχνά σε συνδυασμό με την αναζήτηση του μαγικού κατά κανόνα φαρμάκου, που θα τη θεραπεύσει–, αποτελεί συχνή αφηγηματική επιλογή, προκειμένου να ολοκληρωθεί η πλοκή έως το αίσιο τέλος. Οι ασθένειες των παραμυθιών δεν είναι ακριβώς συμπτωματικές, αλλά ανίατες, καταλαμβάνουν ολόκληρη την ύπαρξη του υποκειμένου και το οδηγούν αναπόφευκτα σε «κοινωνικό» αποκλεισμό: είτε πρόκειται για αρρώστιες της ψυχής, όπως η τρέλα και η θλίψη, είτε για σωματικές ανεπάρκειες, όπως η τυφλότητα και η στειρότητα, είτε για ανήκεστους τραυματισμούς, όπως ο ακρωτηριασμός, είτε για τα εκφυλιστικά γηρατειά και το θάνατο, είτε «απλά» για τη λέπρα. Σε άλλες περιπτώσεις πρόκειται για μαγικές δυσμορφίες, όπως το φύτρωμα των κεράτων ή ενός δέντρου στην καρδιά. Τα φάρμακα και οι θεραπείες, πέρα από την πανάκεια του αθάνατου νερού, ποικίλλουν: ένα μαγικό μήλο ή κάποιο βότανο, η κατάλληλη μαγική ενέργεια ή η πρόκληση του γέλιου κάνουν πολύτιμο γιατρό τον παραμυθιακό ήρωα. Σε αυτή την εργασία επιχειρείται μια πρώτη αποτύπωση των ασθενειών και των θεραπειών, που απαντώνται στο παραμύθι – ετυμολογικά παρηγορητικό και φάρμακο ψυχής το ίδιο.

Ταφικές επιγραφές στην Κωνσταντινούπολη Χίων της διασποράς. Συγγένεια, ιστορική μνήμη και ασθένεια Ιωάννης Κολάκης

Ταφικές επιγραφές του Δημητρίου Σκυλίτση και του Παύλου Ροδοκανάκη. Τα επιγράμματα σε δύο επιτύμβιες στήλες και μία επιτύμβια πλάκα των μέσων του 19ου αιώνα, οι οποίες σήμερα βρίσκονται στην αυλή της εκκλησίας της Παναγίας της Καφατιανής στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης και προέρχονται από την παρακείμενη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη των Χίων, δίδουν σημαντικές πληροφορίες για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής την κατασκευή της συγγένειας και την πιθανή αιτία θανάτου των προσώπων που αναφέρονται. Από τα επιγράμματα στις επιτύμβιες στήλες των Δημητρίου Σκυλίτση του Πέτρου και Παύλου Ροδοκανάκη του Πέτρου, σε συνδυασμό με άλλες πηγές, αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για την κατασκευή της συγγένειας, με βάση το όνομα και το συναίσθημα, το ιστορικό γεγονός της Σφαγής της Χίου και την πιθανή αιτία θανάτου των προσώπων. Τα επιγράμματα της επιτύμβιας πλάκας της Ιουλίας Ψυχάρη και της Υπατίας Ψυχάρη αναφέρονται στη θυγατέρα και τη σύζυγο αντιστοίχως του Μισέ Γιάννη Ψυχάρη, στενού συνεργάτη του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ και Επιτρόπου των Χίων στην Κωνσταντινούπολη. Ειδικότερα με βάση την ημερομηνία θανάτου της Υπατίας Ψυχάρη, σε συσχετισμό με προηγηθείσα επιστολή του Μισέ Γιάννη Ψυχάρη προς τους Δημογέροντες της Χίου, ανατρέχουμε στο ιστορικό γεγονός της επίσκεψης του Αβδούλ Μετζίτ στη Χίο, τον Ιούνιο του 1850 και πληροφορούμαστε την ακριβή αιτία θανάτου της Υπατίας. Η συμβολική αναφορά της αρρώστιας στους τάφους και στα λατρευτικά σύμβολα (εικόνες) διερευνάται επίσης. Τα ίδια τα επιγράμματα επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν άλλες ιστορικές πηγές.

Η προσωποποίηση ασθενειών. Φόβος, πανικός και αντιμετώπισή τους Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη

Τάματα στην Παναγία, Γαστούνη Ηλείας (φωτ. Αικ. Καμηλάκη) Στον λαϊκό παροιμιακό λόγο, στη λαϊκή εθιμολογία, στις αντιλήψεις και δοξασίες των απλών ανθρώπων, ο φόβος και οι σχετικές έννοιες κατέχουν εντυπωσιακή θέση. Η αφοβία και περαιτέρω η γενναιότητα και η τόλμη αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των ολίγων, των ξεχωριστών (ήρωες, υπερφυσικά όντα, άνδρες κυρίως, αλλά και γυναίκες), ενώ ο φόβος και συνακόλουθα ο πανικός είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των περισσοτέρων, κυρίως των αδυνάτων και απροστάτευτων. Είναι ωστόσο κοινά αποδεκτό ότι «ο φόβος φυλάει τα έρημα» σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο. Απότοκος του φόβου, η δειλία θεωρείται γνώρισμα αδύναμου ψυχικά ανθρώπου. Εκεί όπου ο φόβος δεν διακρίνει δυνατούς και αδυνάτους, γενναίους και δειλούς, είναι στην περίπτωση ασθένειας και μάλιστα μεταδοτικής, τόσο ως ενδεχόμενο αντιμετώπισής της, όταν έχει ήδη ενσκήψει, όσο και για να κρατηθεί μακριά από συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες ανθρώπων. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις θανατηφόρων ασθενειών με χαρακτήρα επιδημίας (πανώλης, χολέρα, ευλογιά, οστρακιά και άλλες προσωποποιημένες ως δυσειδείς γυναικείες μορφές), αλλά και σε κρίσιμες για την υγεία διαβατήριες στιγμές του κύκλου της ζωής, όπως η εγκυμοσύνη, η γέννηση, η λοχεία, ο φόβος με ποικίλες μορφές και ένταση είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσονται προλήψεις, δεισιδαιμονίες, μαγικές και μαγικοθρησκευτικές δοξασίες και ενέργειες. Για παράδειγμα, από φόβο η έγκυος και η λεχώνα, άτομα ιδιαίτερα ευάλωτα, απέφευγαν την οποιαδήποτε επαφή με νεκρό (παρουσία σε κηδεία), την κατανάλωση ορισμένων τροφών ή την κυκλοφορία εκτός του σπιτιού μετά τη δύση του ήλιου κ.ά.

«Νάνι που το ’σπερνε αητός τσαι που το γέννα κόρη». Η γέννηση στον ελληνόφωνο χώρο κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 2ού αιώνα Βασιλική Χρυσανθοπούλου

Μητρότητα (φωτ. Γ. Αναστασιάδης, 2004) Το υλικό του άρθρου αυτού προέρχεται από την αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή μου, έχει δε εμπλουτισθεί από δημοσιευμένες και αδημοσίευτες εργασίες, που αφορούν σε κοινότητες του ελληνόφωνου χώρου (ελλαδικού, μικρασιατικού, ποντιακού, κυπριακού) του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, αλλά και από πρόσφατη (2006) συλλογή λαογραφικού υλικού που πραγματοποίησα στο Διαφάνι Ολύμπου Καρπάθου, όπου συγκέντρωσα μαρτυρίες γύρω από τη γέννηση όπως συνέβαινε παλιά. Παρά το γεγονός ότι υπαρξιακά είναι το κατ’ εξοχήν ατομικό γεγονός, η γέννηση αποτελούσε ένα συμβάν συλλογικής σημασίας και ανάλογης αντιμετώπισης στις ελληνικές κοινότητες του παρελθόντος. Μελετώντας τις ποικίλες δοξασίες και πρακτικές, τις τελετουργικές πράξεις και το λόγο που αφορούν στη γέννηση, μας αποκαλύπτεται το πλούσιο φάσμα των λαϊκών αντιλήψεων για τη σύλληψη και τη γονιμότητα, τη μητέρα και το παιδί, τη γέννηση και το θάνατο, την υγεία και την ασθένεια, το σώμα, το κοινωνικό φύλο και την κοινωνική τάξη, τη συγγένεια και την κοσμολογία μιας κοινότητας. Στη μελέτη που ακολουθεί παρουσιάζουμε αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές μέσα από την εστίαση στα πρόσωπα της μητέρας (εγκύου, τικτούσης, λεχώνας) και του παιδιού (εμβρύου, βρέφους). Συγχρόνως αναλύουμε το ρόλο των προσώπων που συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία της γέννησης, κυρίως γυναικών, με προεξάρχουσα τη μαμμή, πρωταρχικό συντελεστή στη διάβαση του νέου ανθρώπου από την ανυπαρξία στην κοινωνική ύπαρξη, και τη μύηση της μητέρας του στην ανάληψη του νέου της ρόλου.

Πάσχοντα πρόσωπα στον μυθιστορηματικό κόσμο του Νίκου Καζαντζάκη Θανάσης Αγάθος

Πορτρέτο του Νίκου Καζαντζάκη (Συλλογή Έλλης Αλεξίου) Στο άρθρο αυτό γίνεται η προσπάθεια να σκιαγραφηθεί μια τυπολογία των νόσων που εμφανίζονται στο πολύμορφο μυθιστορηματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Αρκετοί χαρακτήρες της καζαντζακικής πεζογραφίας συνδέονται με ένα ευρύ φάσμα σωματικών και ψυχικών ασθενειών: η ψυχική και πνευματική νοσηρότητα του ήρωα του έργου Όφις και κρίνο, η κατάθλιψη του Ορέστη στο μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές, η φυματίωση που κατατρύχει τον αγνό κομμουνιστή Σου-κί στο μυθιστόρημα Τόντα-Ράμπα, η μοιραία ασθένεια της μαντάμ Ορτάνς στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και το αποτρόπαιο έκζεμα που χαράζει το πρόσωπο του Μανολιού στο έργο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται αποτελούν ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Διερευνάται ο λειτουργικός ρόλος των νόσων (και των τρόπων θεραπείας τους, εφόσον αυτή επιχειρείται και επιτυγχάνεται) στα διάφορα μυθιστορήματα, καθώς και η ένταξή τους στο ευρύτερο πλαίσιο της καζαντζακικής πεζογραφίας.

Άλλα θέματα: Οι αδιέξοδες περιπλανήσεις του Αλκιβιάδη Χάιδω Μπούσιου

Ο Σωκράτης αναζητά τον Αλκιβιάδη στο σπίτι της Ασπασίας. Πίνακς του Jean-Léon Gérôme, 1861. Ο Αλκιβιάδης υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Άνθρωπος εξαιρετικά χαρισματικός και ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξος, πρόδωσε την πατρίδα του και την οδήγησε στην ολοκληρωτική της καταστροφή. Ωστόσο, η φιλοδοξία του και μόνο δεν αποτελεί αιτία ικανή να ερμηνεύσει μια τέτοια συμπεριφορά. Στην καρδιά και το μυαλό του Αλκιβιάδη η αγάπη και το μίσος για την πατρίδα του είναι αλληλένδετα. Σε κάθε του ενέργεια τα κατώτερα ένστικτά του αντιμάχονται το ευγενέστερο τμήμα της ψυχής του. Σ’ αυτήν την εσωτερική του πάλη συνίσταται η τραγικότητά του.

Ναός Γεωμετρικών Χρόνων στην περιοχή της Αρχαίας Ελίκης Ερωφίλη Κόλια, Αναστασία Γκαδόλου

Αεροφωτογραφία της ανασκαφής που αποκάλυψε κτίριο της Γεωμετρικής εποχής, σε οικόπεδο στα Νικολαίικα του Δήμου Διακοπτού. Στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Αθανασίου Κομνηνού και Παρασκευής Καραχάλιου στα Νικολαίΐκα του Δήμου Διακοπτού αποκαλύφθηκε τμήμα μεγάλου κτιρίου της γεωμετρικής εποχής τον Ιούλιο του 2004. Βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας Ελίκης. Διακρίνονται δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις, που δεν απέχουν πολύ χρονικά μεταξύ τους και χρονολογούνται στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις και για παλαιότερη λατρευτική χρήση του χώρου, από την οποία, όμως, δεν βρέθηκαν κτιριακά κατάλοιπα. Τα ευρήματα προέρχονται από το εσωτερικό του ναού. Πρόκειται κυρίως για κεραμική, αλλά και για μεταλλικά ευρήματα, σιδερένια και χάλκινα. Αντιπροσωπεύονται οι τρεις γνωστές στην Αιγιάλεια κατηγορίες κεραμικής των γεωμετρικών χρόνων: γραπτή αχαϊκή κεραμική, γραπτή κεραμική τύπου Θάψου και εμπίεστη κεραμική. Τέλος ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η εύρεση πέντε τουλάχιστον τμημάτων ομοιωμάτων οικίσκων.

Έπη και εικόνες Βαγγέλης Πανταζής, Ελισάβετ Πανταζή

Ο Αχιλλέας και ο Αίας που παίζουν πεσσούς. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας του Εξηκία (περ. 530 π.Χ.) Βατικανό, Museo Gregoriano Η αντιπαραβολή των ομηρικών αφηγήσεων με αγγειογραφικές παραστάσεις εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ασφαλές κριτήριο για την χρονολόγηση της «τελικής» σύνθεσης των επών. Εντούτοις, η μέχρι τούδε έρευνα έχει δείξει ότι: α) οι αγγειογραφίες που αποδίδουν ομηρικά επεισόδια αποτελούσαν πάντα ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των σωζομένων αγγειογραφιών, β) ποσοστό το οποίο μειώνεται αντί να αυξηθεί όσο προσεγγίζουμε την εποχή κατά την οποία αποδεδειγμένα έχουμε ένα «σταθερό» ομηρικό κείμενο. Κατά τους συγγραφείς τούτου του άρθρου, η προσδοκία που ενέπνευσε την προαναφερόμενη αντιπαραβολή λειτούργησε παραπλανητικά: τα κίνητρα των αγγειογραφήσεων δεν θα πρέπει να αναζητηθούν στα κατορθώματα των ηρώων του παρελθόντος αλλά κυρίως στο κατόρθωμα αυτών που τα αναπαριστούσαν στο παρόν και που πλήρωναν τον αγγειογράφο: των θεατρικών συγγραφέων, των χορηγών, των ηθοποιών και γενικά εκείνων που είχαν λόγους να θυμούνται και να θυμίζουν στους άλλους μια λαμπρή θεατρική παράσταση, αναγκαίως απομεμακρυσμένη από τα «στερεότυπα» κείμενα του παρελθόντος.

Μυκηνών έργα 2005-2007 Γιώργος Α. Παπαθανασόπουλος

Η νέα διαδρομή προς την Πύλη των Λεόντων, μετά τις εργασίες διαμόρφωσης (2006) Στην Ακρόπολη των Μυκηνών, συντελείται από το 2000 ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα αποφασιστικής επέμβασης του Υπουργείου Πολιτισμού. Ο στόχος που πρυτανεύει στην επέμβαση αυτή, είναι η στερέωση, η προστασία και η ανάδειξη των μνημείων και παράλληλα η λήψη μέτρων και η κατασκευή έργων διευκόλυνσης και ενημέρωσης των επισκεπτών. Στις Μυκήνες η συνεχής ανασκαφική δραστηριότητα εκατόν τριάντα περίπου χρόνων είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη πολλών και σημαντικών μνημείων, και καθιστούσε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα επιτακτική την ανάγκη για εργασίες προστασίας τους. Η σημαντικότερη επέμβαση που έχει πραγματοποιηθεί στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών είναι αναμφισβήτητα η διαμόρφωση δικτύου πορειών και στάσεων, με το οποίο εξασφαλίζεται η προστασία των αρχαίων και η απρόσκοπτη περιδιάβαση των επισκεπτών. Έως τώρα η κυκλοφορία των επισκεπτών στην Ακρόπολη ήταν άναρχη και γινόταν με λιγοστά σύγχρονα αυθαίρετα μονοπάτια χωρίς σαφή όρια, με αποτέλεσμα οι επισκέπτες να δρασκελίζουν πάνω από τα ερείπια, προκαλώντας ακούσιες φθορές. Με τη χάραξη του νέου δικτύου προσβάσεων οι επισκέπτες ακολουθούν τώρα συγκεκριμένη πορεία χωρίς να κινδυνεύουν και χωρίς να καταπονούνται τα οικοδομικά λείψανα, ενώ παρέχεται για πρώτη φορά η δυνατότητα σε άτομα με κινητικά προβλήματα να ανέβουν στην ακρόπολη και να περιηγηθούν στο χώρο. Επιπλέον έχει επιτευχθεί η οργανική σύνδεση του αρχαιολογικού χώρου με το νέο Μουσείο των Μυκηνών μέσω της Βόρειας Πύλης καθώς και η ενημέρωση των επισκεπτών με την τοποθέτηση δίγλωσσων πληροφοριακών πινακίδων. Πρωταρχικό μέλημα υπήρξε η στερέωση και συντήρηση των οικοδομικών συγκροτημάτων της ακρόπολης, με εκτεταμένα αρμολογήματα στις τοιχοδομίες της Νοτιοδυτικής και Βόρειας Συνοικίας, της Οικίας των Κιόνων, του Εργαστηρίου των Καλλιτεχνών, της Σιταποθήκη και φυσικά του Ανάκτορο. Η επιτυχία του έργου φαίνεται και από τον διπλασιασμό του αριθμού των επισκεπτών κατά την τελευταία τριετία.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Βαθέος και Αρχαιολογική Συλλογή Σταυρού Ιθάκης Μιχάλης Πετρόπουλος

Η είσοδος του Μουσείου Βαθέος Ιθάκης. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιθάκης κτίστηκε μεταξύ του 1963 και 1966, αντικαθιστώντας το παλαιό που είχε καταστραφεί στο φοβερό σεισμό του 1963, κατά τον οποίο είχαν καταστραφεί και πολλά ευρήματα. Το νέο Μουσείο ξεκίνησε να λειτουργεί από το 1972, ενώ οι επανεκθετικές εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1976. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου οφείλεται στον Π. Καλλιγά, την περίοδο εκείνη Έφορο Αρχαιοτήτων της Η΄ ΕΠΚΑ Κέρκυρας, στην οποία ανήκε αρχαιολογικά η Ιθάκη, ακολουθεί τοπογραφική ανάπτυξη κατά χρονολογική σειρά σε τρεις αίθουσες. Το βάρος, ωστόσο, δίνεται στη σημαντική ανασκαφή της Νότιας Ιθάκης.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Δικτυακοί τόποι: Ο νέος Οδυσσέας, η Πύλη του Ελληνικού Πολιτισμού στο Διαδίκτυο (2) Κατερίνα Χαρατζοπούλου, Κατερίνα Γκίκα

Πολιτιστικός χάρτης, η πόλη της Ρόδου με σημειωμένα τα είδη των μνημείων. Στην καινούργια έκδοση του Οδυσσέα, νέα εργαλεία πρόσβασης, όπως ο Πολιτιστικός χάρτης της Ελλάδας, το Χρονολόγιο, το Φωτογραφικό αρχείο, και ένα ειδικό βοήθημα, το Γλωσσάρι, αποτελούν ανεξάρτητες διαδραστικές εφαρμογές. Παρέχεται επίσης απλή αναζήτηση με ελεύθερο κείμενο και γενική αναλυτική αναζήτηση σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες περιεχομένου του ιστότοπου (Μουσεία, Μνημεία, Αρχαιολογικούς χώρους, Εκθέσεις, Εκθέματα, Γλωσσάρι, Όλα, γεωγραφικό διαμέρισμα και «λέξεις κλειδιά»).

Παρουσίαση συνεδρίου: An Audience with Galen (Λονδίνο, 17/5/2007) Σπύρος Ρέτσας

Ο Γαληνός (129-200 μ.Χ.), γιατρός και φιλόσοφος Παρουσίαση συμποσίου με θέμα τη ζωή, την προσφορά στην ιατρική επιστήμη και το κολοσσιαίο βιβλιογραφικό έργο του Γαληνού, το οποίο διοργάνωσε η Ελληνική Ιατρική Εταιρεία του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο, στις 17 Μαïου 2007.

Βιβλιοπαρουσίαση: Colin Renfrew, Η Ανάδυση του Πολιτισμού: Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στην 3η χιλιετία π.Χ., Αθήνα, 2006 Χρίστος Ντούμας

Εξώφυλλο του βιβλίου του Colin Renfrew, Η Ανάδυση του Πολιτισμού Καρπός πολύχρονης και συστηματικής εργασίας στη δεκαετία του 1960 το βιβλίο του Colin Renfrew με τίτλο “The Emergence of Civilisation, The Cyclades and the Aegean in the Third millennium BC” εκδόθηκε το 1972 από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο του Λονδίνου Methuen and Co Ltd. Πυρήνας του βιβλίου υπήρξε η διδακτορική διατριβή του συγγραφέα βασισμένη σε υλικό που συγκέντρωσε ο ίδιος στις Κυκλάδες και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου. Η Ανάδυση του Πολιτισμού ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να θέτει ερωτήματα που αναμένουν απαντήσεις. Ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για κριτική σκέψη, αφού "το ενδιαφέρον για τον σημερινό αναγνώστη ή την αναγνώστρια δεν έγκειται τόσο στην επισκόπηση των επί πλέον στοιχείων, που έχουμε στη διάθεσή μας· είναι μάλλον να δει σε ποιο βαθμό εκείνες οι απόψεις, καθώς και το υποκείμενο θεωρητικό πλαίσιο, εξακολουθούν να ισχύουν· να αναρωτηθεί ως προς ποιες πτυχές θα πρέπει να αλλάξουν σήμερα αυτές οι απόψεις και να αξιολογήσει τη συνεχιζόμενη συνοχή αυτού του θεωρητικού πλαισίου" (σ. 11).

Η έκθεση για τον Πραξιτέλη, από το Παρίσι στην Αθήνα (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 25/7-31/10/2007) Δημήτρης Δαμάσκος

Άποψη του Λούβρου με την αφίσα της έκθεσης για τον Πραξιτέλη (φωτ. Δ. Δαμάσκος). Στο Λούβρο διοργανώθηκε και παρουσιάστηκε στο κοινό την άνοιξη του 2007 μια μεγάλη έκθεση με θέμα τον φημισμένο Αθηναίο γλύπτη του 4ου αι. π.Χ., τον Πραξιτέλη. Η έκθεση αυτή, που αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες διοργανώσεις του αρχαιοελληνικού τμήματος του Λούβρου, προκάλεσε πλήθος δημοσιεύσεων στον ελληνικό και τον γαλλικό Tύπο, προσελκύοντας παράλληλα μεγάλο αριθμό επισκεπτών. Ο ογκώδης κατάλογος της έκθεσης αποτελεί πλέον έργο αναφοράς τόσο για το επιστημονικό κοινό όσο και για όσους ενδιαφέρονται για την αρχαία ελληνική γλυπτική.

Βιβλιοπαρουσίαση: Αύρα Ward (απόδοση), Σουμεριακοί Μύθοι, Αθήνα, 2006 Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το εξώφυλλο του βιβλίου Σουμεριακοί Μύθοι Παρουσίαση του βιβλίου Σουμεριακοί Μύθοι σε απόδοση της Α. Ward, εκδ. Ερμής, Αθήνα 2006.

Νεκρολογία: Peter John Ucko (1938-2007) Χρίστος Ντούμας

Peter John Ucko (1938-2007) Στις 14 Ιουνίου 2007 άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο ο αρχαιολόγος Peter Ucko, ομότιμος Καθηγητής και ως το 2006 Διευθυντής του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Το αρχαιολογικό έργο της Λ΄ΕΠΚΑ το 2006 Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη

Άποψη της σωστικής ανασκαφής στα Πριόνια Δήμου Γόργιανης Νομού Γρεβενών. Κατά το 2006, η Λ΄ΕΠΚΑ διενέργησε αρχαιολογικές έρευνες στο ανατολικό νεκροταφείο Αιανής Κοζάνης, στην περιοχή του φράγματος Ιλαρίωνος του νομού Γρεβενών και σε πέντε ακόμη θέσεις στο νομό Κοζάνης. Στο ανατολικό νεκροταφείο της Αιανής, αποκαλύφθηκαν 94 λακκοειδείς τάφοι διατεταγμένοι σε σειρές, από τους οποίους δυο μόνον ήταν ασύλητοι. Με εξαίρεση τρεις καύσεις, οι λάκκοι περιείχαν κυρίως ενταφιασμούς. Στα πόδια των νεκρών είχαν τοποθετηθεί τα κτερίσματα: σιδερένιες αιχμές δόρατος, σιδερένιες και χάλκινες στλεγγίδες, πήλινα αγγεία, τοπικού εργαστηρίου ή αττικά, συχνά με εγχάρακτα γράμματα, που χρονολογούνται από τα μέσα περίπου του 4ου ως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.. Οι τάφοι χρησιμοποιούνταν πιθανότατα από τις ίδιες οικογένειες για διαδοχικές ταφές και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ανασκαφή θα συνεχιστεί ενώ η μελέτη των ευρημάτων του νεκροταφείου θα προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα του τοπικού εργαστηρίου κεραμικής, από τον 4o ως τον 2o-1o αι. π.Χ. Στο νομό Γρεβενών, οι ανασκαφές και η συστηματική έρευνα επιφανείας σε αρχαιολογικές θέσεις που θα πλημμυρίσουν εξαιτίας της κατασκευής του Φράγματος Ιλαρίωνα στο μέσο ρου του Αλιάκμονα χρηματοδοτήθηκαν από την ΔΕΗ Α.Ε., με σκοπό να αποφασιστεί τι θα σωθεί μέσω της ανασκαφής και τι θα θυσιαστεί στη λιμνοακτή και στο βυθό. Με την εκτεταμένη έρευνα επιφανείας, εντός της περιοχής κατάκλυσης, εντοπίστηκαν επτά νέες αρχαιολογικές θέσεις. Ανασκαφές διεξήχθησαν στις θέσεις: Λογκάς Ελάτης (οικισμός Ελληνιστικής Εποχής και κατοίκηση στην Εποχή Χαλκού και Σιδήρου), Γέφυρα Παναγιάς (οικιστικά κατάλοιπα ελληνιστικών χρόνων και χειροποίητη μακεδονική αμαυρόχρωμη Ύστερης Εποχής Χαλκού), Κεραμαριό Παλιουριάς (τμήματα μεγάλου νεκροταφείου που εκτείνεται σε δύο λόφους, με ταφές αρχαϊκής και κλασικής εποχής στον ανατολικό λόφο, και κλασικής και υστεροκλασικής εποχής στο δυτικό λόφο, η μελέτη των οποίων συμβάλλει στην αναθεώρηση των απόψεων περί πολιτισμικής και κοινωνικής απομόνωσης της Άνω Μακεδονίας στις αντίστοιχες εποχές). Στο νομό Κοζάνης πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές στον Πολύμυλο, στην περιοχή όπου κατασκευάζεται τμήμα της σύγχρονης Εγνατίας Οδού, και όπου είχαν παλιότερα αποκαλυφθεί τμήμα αρχαίας πόλης (ταυτίζεται με την Εύια της Μακεδονίας) ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων, τρεις χώροι νεκροταφείων Εποχής Χαλκού, ελληνιστικών και βυζαντινών χρόνων, καθώς και ταφικοί τύμβοι και οικιστικά κατάλοιπα Νεολιθικής Εποχής, Εποχής Χαλκού και Σιδήρου. Η νέα μελέτη κατασκευής του οδικού κόμβου επέβαλε την επί τόπου συντήρηση και κατάχωση ορισμένων από τους κλιβάνους που ανήκαν σε εργαστήρια μαζί με τα οικιστικά κατάλοιπα που τους περιέβαλαν, ενώ ο μνημειακότερος κλίβανος μεταφέρθηκε στην Αιανή. Κατά τις νέες ανασκαφές ήρθαν στο φως τμήματα αναλημματικών περιβόλων και δύο ύστερες ταφές, και σε άλλο σημείο οικιστικά κατάλοιπα Πρώιμης Εποχής Χαλκού και ελληνιστικών χρόνων, όπως τμήμα αγωγού ενός ευρύτερου δικτύου υδροδότησης από πηγές λόφων του Βερμίου όρους, καθώς και χώροι καθημερινής διαβίωσης και συναφών δραστηριοτήτων, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα. Νέα ανασκαφή πραγματοποιήθηκε και στον Κλείτο, στα νότια της Πτολεμαΐδας, με σκοπό τη διάσωση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων που βρίσκονται στη ζώνη ενός λιγνιτωρυχείου της ΔΕΗ. Ανασκάφηκε έκταση 1600 τ.μ. και αποκαλύφθηκε μικρό μέρος του οικισμού της Πρώιμης Εποχής Χαλκού, ενώ διαπιστώθηκε ότι ο χώρος κατοικήθηκε από την Τελική Νεολιθική ως την Ύστερη Εποχή Χαλκού, καθώς και στα ελληνιστικά-ρωμαϊκά χρόνια. Μικρή σωστική ανασκαφή διενεργήθηκε επίσης στον Περδίκκα, στη θέση Στράνα, σε χώρο νεολιθικού οικισμού. Τέλος, η ανακατασκευή του οδικού άξονα Σιάτιστας-Κρυσταλλοπηγής, επέβαλε τη διενέργεια ανασκαφής σε δύο από τις 15 που εντοπίστηκαν συνολικά. Στη θέση Σταυρός Μικροκάστρου διαπιστώθηκε κατοίκηση στην Ύστερη Εποχή Χαλκού. Στη θέση Κρυοπήγαδο Αλιάκμονα εντοπίστηκαν σε δύο υψώματα αρχαιολογικά στρώματα της Τελικής Νεολιθικής, της Πρώιμης Εποχής Χαλκού, καθώς και της Ύστερης Εποχής Χαλκού. Επίσης, στον ίδιο χώρο βρέθηκαν τρεις ασύλητες λακκοειδείς ταφές ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και πασσαλόπηκτο οίκημα, ενώ από όλο το χώρο, έκτασης 770 τ.μ., περισυλλέχθηκαν κεραμική και αγγεία, αγκυρόσχημα ειδώλια, λίθινα και οστέινα εργαλεία, υφαντικά βάρη και σφονδύλια.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Σκελετοί εραστών βρέθηκαν θαμμένοι αγκαλιά κοντά στην πόλη Μάντοβα της Ιταλίας. Ειδήσεις: 150 χρόνια Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, Aρχαίο νεκροταφείο βρεφών Αστυπάλαιας, Aγροτικό ιερό στον Ορχομενό, Iερό Ηρακλή στη Μαγνησία κ.ά. Εκθέσεις: "Ελαίας Εγκώμιον" στο Συνεδριακό Κέντρο ΣΠΑΠ στην Αρχαία Ολυμπία, Διαδραστική έκθεση για την Αρχαία Αγορά στο ΙΜΕ, Xρονικό των ανασκαφών των ξένων αρχαιολογικών σχολών κ.ά. Συνέδρια: Μουσεία και Εκπαίδευση, Τα 150 χρόνια της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής κ.ά. Διαλέξεις: Μεταλλουργία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, Δελφοί. Βιβλία: Antonio Corso, The Art of Praxiteles II. The Mature Years, 2007 - J.-Cl. Goyon κ.ά.., La construction pharaonique, 2004 - Μ. Νικολάου, Ορυκτά, πετρώματα και πολιτισμός, 2005, κ.α. Επιστολές: Π.-Κ. Τρίμης, φοιτητής αρχαιολογίας, Οι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι του αγρού Πετρόχειλου στα Κύθηρα.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα μπορείτε να διαβάσετε: - Το Ανασκαφικό Σεμινάριο στο Δισπηλιό Καστοριάς - Προκήρυξη για χρηματοδότηση δημοσίευσης - Δημοσιεύσεις για ελληνικά θέματα διαθέσιμες στο διαδίκτυο - Θέματα Αρχαιολογίας και Παλαιοπαθολογίας στο διαδίκτυο - Νέα ανασκαφικά ευρήματα

English summaries: Trends in medical practices in modern times Diana Traka

Those responsible for establishing policies concerning medicine in the newly formed Greek state, used terms such as tramp or quack to protect official modern Greek medicine from the many popular practitioners and charismatic healers now identified with dangerous, criminal activities. Nevertheless, the terminology of official 18th century medicine which had already entered Greece since the mid 1700s, sounds as uncanny today as the language of quacks. The classifying of illnesses according to Brown’s theory, led to the use of purges, formulas to bring on vomiting and bloodletting. The Medical School of Athens was founded in the New Greek State in 1837, and dreamed of reviving the splendour of antiquity. The problems, however, that had to be tackled immediately were the epidemics. Kapodistrias had introduced a modern quarantine system to control epidemics of typhoid fever, cholera and dysentery. Nevertheless after the influx of refugees from Asia Minor, widespread malnutrition, the high levels of infant mortality, tuberculosis, malaria and other infectious diseases led to the founding of the School of Public Health in 1930. This brought about the first systematic efforts to deal with threatening epidemics through government funding. Popular medicine, on the other hand, which is in the service of humanity and not of science, contributes to creating an ideology concerning health and illness and thus shows how many non-medical practices have relieved the sufferings of the human condition.

Geographical distribution of medical and paramedical specialities. Clinics and services in Greece during the mid-war years Dimitris Anogiatis - Pelé, Adamantia Marselou

The purpose of this article is to present the geographic and demographic distribution of medical and paramedical personnel in Greece during the mid-War years. Our information comes from the Medical Guide of Greece [Ιατρικός Oδηγός της Ελλάδος] of 1926 by Assael and Matsas, and from other, mainly medical, sources. The research carried out led us to various conclusions regarding the spatial distribution of the various medical specialities, the overall structure of the healthcare system in that period (region, county, city), and the demographic picture of Greece, since the dispersion of medical personnel corresponded to the needs of the country’s population. Furthermore, statistic elaboration of the available material has revealed the existence of certain specialities and their concentration or shortage in certain areas as well as the distribution of hospitals and medical institutions in general in the same areas. Finally, certain representative diagrams have been incorporated in our study so that the statistic and demographic data derived from our sources could be made clear.  

The treatment of the mentally deranged in the Greek kingdom of the nineteenth century Vangelis Karamanolakis

In the early nineteenth century , individuals suffering from phychic disorders were usually confined either in their family environment, in monasteries or in communal hospitals. Soon after the foundation of the modern Greek state, the debate on the treatment of the insane led in 1862 to the resolution of the first relevant law on the institution of a state mental hospital, a law which however remained inactive until 1864. It was then that the annexation of the Ionian Islands endowed the Greek state with two lunatic asylums, those of Corfu and Kephallonia, that had been founded in 1840. In 1880 the Chian merchant Zorzis Dromokaitis bequeathed a considerable amount of money for the foundation of a mental hospital in Athens. However, the new perspective the Dromokaiteion Hospital offered, that of the confinement and scientific treatment of the lunatics, was met with suspicion, due to the already existing prejudices and the negative tradition such an institution had in Western Europe. As a result, only a limited number of patients was admitted, who were chosen on the basis of social rather than scientific criteria. Nevertheless, the reinforcement of the charitable character of Dromokaiteion in the following years led to the gradual increase of destitute patients and to the progressive transformation of the hospital to an asylum.

The hero in distress and his cure. Magic treatments for magical diseases Marilena Papachristophorou

The pursuits and/or the trials to which the hero in distress is submitted in order to complete his narrative course that usually leads to the happy ending of the magical fairy-tale constitute an integral component of the plot. Disease as trial or punishment, quite often combined with the search for the magical, as a rule, cure is a common narrative vehicle that always leads to the happy completion of the plot. Diseases in fairy-tales are incurable,they dominate the hero's entire existence and inevitably lead to his being “socially” debarred. They range from psychic disorders, such as madness and depression, physical handicaps, such as blindness and infertility, irreparable injuries, such as amputation, to degenerative old-age symptoms and death, while in other instances they appear as magic malformations, such as the sprouting of horns or of a tree right from the heart. The remedies and treatment, besides the panacea of the water of immortality, vary. An effective physician with the use of a magic apple or herb, a proper magic ritual or a fit of laughter might work miracles on the hero in distress.

Chian funerary inscriptions in Constantinople. Relationships, historical memory and maladies Ioannis Kolakis

The epigrams inscribed on two funeral stelae and a funeral slab of the mid-nineteenth century in the precinct of the Church of Panaghia Kafatiani in Constantinople, originally lay in the adjacent Church of Hagios Ioannis of the Chians,and provide important information on the history of the period, the relationship, and probable cause of death of the individuals to whom they refer. Thus, from the epigrams inscribed on the funerary stelae of Demetrios Skylitsis and Petros and Pavlos Rodokanakis, we draw valuable information on the kind of relationship, the historical fact of the Massacre of Chios Island, and the probable cause of death of the deceased. The epigrams on the funerary slab of Ioulia and Hypatia Psychari refer to the daughter and wife, respectively, of Misse (Monsieur) Yannis Psycharis, a confidant of the Sultan Abdul Mejid and representative of Chians in Constantinople. The date of death of Hypatia Psychari in particular, in combination with an earlier letter of her husband to the Elders of Chios, supply elucidating information on the historical visit of Abdul Mejid to Chios in June of 1850 and the accurate cause of Hypatia’s death. Needless to say that these epigrams verify or contradict various other historical sources.

The fear and panic of diseases and their personification Aikaterini Polymerou-Kamilaki

Fear and related notions hold an impressive position in folk proverbs and customs and in the conceptions and beliefs of common people. The lack of fear and, even further, bravery is a characteristic quality of the few and distinguished individuals (heroes, supernatural beings, mainly male but also female), while fear and consequently panic concern mainly the weak and the vulnerable. Cowardice, being the outcome of fear, is a typical feature of the psychically impotent person. Fear however, does not distinguish the strong and brave from the weak and cowardly, when they are confronted with a disease, particularly of a contagious one. In fatal diseases and epidemics (plague, cholera, smallpox, scarlet fever etc, personified as unsightly female figures) in particular as well as in turning points of life that are critical for health, such as pregnancy, childbirth or puerperium, fear, in various forms and intensities, becomes the fertile soil from which prejudices, superstitions, magic and magic-religious beliefs and rites spring and grow. For example, pregnant women and puerperae or particularly vulnerable persons used to avoid out of fear any contact with the deceased (attending funerals), consuming certain foods or staying out after sunset.

“Sleep, my child, fathered by an eagle and given birth to by a young woman ”. Birth in Greek-speaking areas in the 19th and first half of the 20th century Vassiliki Chryssanthopoulou

The basis for this article is my unpublished Master’s thesis and ethnographic material. This latter, published or otherwise,comes from various parts of the Greek speaking world, namely Greece itself, Pontus, Cyprus and the Greek diaspora in general and dates from the 19th and first half of the 20th century. Although in existential terms, birth is an individual event par excellence, it was dealt with as a happening of collective importance in Greek communities of the past. If one studies the beliefs, practices, rituals and discourse regarding birth, the varied spectrum of popular concepts concerning various issues becomes apparent. These include fertility and conception, mother and child, birth and death, sickness and health, the body, gender and class, kinship and the cosmology of a community. This study presents these concepts and practices via the mother, pregnant, giving birth and as a new mother, and via the child, as embryo and new-born child. We also analyse the role of the characters who actively participate in the process of birth. These are chiefly female, namely, the midwife, who is the primary factor involved in the passage of young human from non-existence to social being, and in the passage of the mother towards the assumption of her role.

Suffering personae in Nikos Kazantzakis’ novels Thanasis Agathos

In this article we attempt to draw an outline of the typology of diseases that appear in the polymorphous world of Nikos Kazantzakis’ novels. Quite a few of the personae in Kazantzakis’ prose suffer from a broad spectrum of physical and psychic diseases. A few, typical examples are the psychic and spiritual morbidity of the hero in Serpent and Lily, Orestes’ depression in Broken Souls, the tuberculosis obsessing the pure communist Shuki in Toda-Raba, madam Ortence’s fatal malady in Zorba the Greek as well as the hideous eczema that scars Manolios’ face in Christ Recrucified . We also look into the functional role of the diseases in novels, their cure, whenever it is attempted and succeeds, and their incorporation in Kazantzakis’ prose oeuvre.

The deadlock wanderings of Alcibiades Haido Bousiou

Alcibiades was a controversial personality. An exceptionally charismatic and at the same time excessively ambitious individual, he betrayed his country and led it to its utter destruction. However, ambition as a motive does not in itself suffice to interpret such a behavior. In Alcibiades’ heart and mind his love and hatred for Athens are interrelated. In all his actions his inferior instincts fight against the noblest part of his soul. The tragic character of his existence results from this inner struggle.

A Geometric temple in the district of ancient Eliki Erophili Kolia, Anastasia Gadolou

On a private building site in the district of ancient Eliki, in what is at present the Municipality of Diakopto, part of a large Geometric temple came to light. It contains two building phases of the Late Geometric years as well as traces of worship from an even earlier period, from which, however, no remnants of buildings have survived. Along with a number of metallic finds, iron and bronze,in the temple a considerable amount of Geometric ceramics were uncovered, representative of the three groups of pottery common to Aegialia ;the painted Achean, painted Thapsos type and embossed earthenware. Finally, at least five clay models of houses were discovered, which are considered particularly important.

The Homeric epic in artefacts Vangelis Pantazis, Elisabeth Pantazis

Comparison of Homeric narrations to their depiction on vases mainly continues on the lines that the various stages of the epic are directly reflected on the vase representations of the period. According to this reasoning, a scrutiny of the epic repertoire on pottery would bring to us the definitive version of the Homeric poems. However, the research carried on so far has denied this expectation and has, on the contrary, proved that: a. the vase paintings picturing Homeric episodes represent only a small percentage of the extant scenes decorating pottery, and b.that this percentage diminishes rather than increases, the closer we approach the era in which the epic text took its final shape. Therefore, we believe that the aforementioned comparison has been based on false asumptions, since the vase painter's motive in representing Homeric scenes was not to commemorate the glorious deeds of the heroes of the past, but mainly to illustrate the accomplishments of those who performed them in the present and financed him. Namely the play writers, sponsors, actors and all those who had good reason to remember themselves and remind others of an excellent theatrical performance, quite different from the “stereotyped” texts of the past. Consequently, it is useless to try to find in these vase paintings truthful representations of the epos and quite erroneous to use them as a criterion when dating the Homeric poems, because the staged versions of the Trojan episodes were continuously changing and constantly departing from the text of the epic poetry.

Restoration and preservation of the archaeological site of Mycenae in the years 2004 to 2007 Yiorgos A. Papathanasopoulos

Since 2000 a project of decisive intervention has been carried out on the acropolis of Mycenae, the prevailing objective of which is the consolidation, preservation and promotion of its monuments and at the same time the effective management of the archaeological site where both monuments and visitors are concerned. Given that a great number of important antiquities have been uncovered during the one-hundred-and-thirty years of continuous excavation, the imperative need for their protection and preservation had already emerged in the past century. Indisputably, the most important work carried out in the archaeological site of Mycenae has been the new marking out and formation of a defined network of routes and stops.Through this new marking out of the site,both protection of the monuments and of the visitors has been achieved, and thus the archaeological ruins are not anymore plagued by the visitors’ over stepping, the latter avoid any physical harm while touring the site, and individuals with kinetic disabilities have access to the acropolis and its grounds. Furthermore, the archaeological site has been connected with the new Museum of Mycenae through the Northern Entrance, appropriate works have provided satisfactory accommodation for visitors, while the posted bilingual tablets supply them with sufficient information on the site.A great priority and major concern throughout the realization of this project was the consolidation and restoration of the acropolis’ building complexes and extensive repointing of the masonry of the Southwest and North Quarters, House of Columns, Artisans Quarter, Granary and, naturally,of the acropolis. The doubling of the number of visitors in the last three years confirms the success of the overall project.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Η ουρανία Αφροδίτη Μαρίζα Ντεκάστρο

Η γέννηση της Αφροδίτης, όπως την αναπαράστησε σε πίνακά του ο διάσημος ζωγράφος Σάντρο Μποτιτσέλι (περ. 1485) Στο τεύχος αυτό, η Μαρίζα Ντεκάστρο αφηγείται το μύθο της ουρανίας Αφροδίτης, της θεάς της αγάπης.

Τεύχος 57, Δεκέμβριος 1995 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Ο συμβολισμός και άλλες τάσεις στην ελληνική ζωγραφική (1880-1930) Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα

Ένας καθρέφτης σε λοξή προοπτική Αντώνης Κωτίδης

Ένα παράδοξο φαινόμενο: παιδιά αξιωματούχοι και ευεργέτες στο ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Κώστας Μαντάς

Η ελληνική ζωγραφική του 19ου αιώνα Ηλίας Μυκονιάτης

Ο εκσυγχρονισμός της νεοελληνικής τέχνης και οι μεγάλες διαμάχες (1950-1980) Μάρθα Χριστοφόγλου

Άλλα θέματα: Το πολιτιστικό κέντρο της Eθνικής Τράπεζας στην Πάτρα Εθνική Τράπεζα

Αισθητική της πρόσληψης Νίκος Ξένιος

Οι αρχαιολογικοί χώροι κρίσιμη κληρονομιά για την μετάπλαση της καθημερινότητας Μηλένη Παναγιωτοπούλου

Τα στάδια συντήρησης μπρούτζινης φιάλης Τατιάνα Παναγοπούλου

Οι πυραμίδες της Αργολίδας και η πραγματική σημασία τους Αδαμάντιος Σάμψων

Ελλάς. Τουρισμός και περιβάλλον Yπουργείο Tουρισμού

Δώρο ασημένιο ποίημα ή ο κοινωνικός ρόλος του μουσείου ΥΠΠΟ

Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος Ανδρέας Κεραμίδας

Μουσείο: Μουσείο Σύμης Ελένη Παπαβασιλείου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Η οδός Πειραιώς, υπερτοπικός πόλος (2) ΥΠΕΧΩΔΕ

English summaries: Symbolism and Other Tendencies in Greek Painting: 1880-1930 Efthymia Georgiadou-Kountoura

In the Greek territory the defeat of 1897 contributed to the creation of an anti-heroic spirit which was channeled in an atmosphere of exaggeration, musing and vagueness, and favoured the development of Symbolism both in letters and arts. While the impact of French Impressionism is limited to individual attempts, these of the Post-Impressionistic currents, and especially of Symbolism, are in abundance; the latter in Greece, as a matter of fact, incorporated elements from the ancient Greek and Byzantine tradition. The beginning of the symbolistic influence is evident In the large allegoric and religious compositions of Gyzis after 1876 -Art and its Spirits, Symphony of Spring, The Banner of the University of Athens, Glory, The Triumph of Religion, Bridegroom-, as well as in a series of advertising posters of high artistic quality. The oeuvre of Gyzis is continued in the 20th century by Parthenis' compositions -Annunciation, Lamentation, Orpheus and Eurydice, The Benefits of Public Transportation, etc. Related to the Symbolists and the Nabis cycle are Maleas' compositions and landscapes, while Papaloukas is at the same time also working on the principles of Byzantine art. Other important artists, beyond the boundaries of Symbolism, are Nikolaos Lytras and Th. Triantaphyllidis. The work of G. Bouzianis, D. Vitsoris and G. Valtadoros develops in a direction different from idealism and tradition, while at the same time the academic teachers Volanakis, lakovidis and their successors continue their conservative artistic production.

A mirror in oblique perspective Postlude adaptations of European avant-garde in the Greek art of the Thirties Antonis Kotidis

Greek painting of the Thirties has been significantly marked by the work of a young generation of painters (the oldest of them 30, the youngest a mere 19-year-old in 1935) rather than by that of their peers who were middle-aged at the time. Notwithstanding the artistic vafue of this work, its emergence and especially the fast pace at which it almost overwhelmed the work of the previous generation can only be explained by criteria other than artistic and by factors outside the realm of art. It is equally significant that the critical discourse of the three decades that followed consolidated their predominance in that area. For quite a while before the Thirties the Greek bourgeois intelligentia had been emphasizing the necessity of a national art that would bear the marks of place and time as part and parcel of its aesthetics. This meant an endowing of artistic creation with ideological traits that would confirm the image of a cultural continuum for the Greek civilisation from antiquity to the present time. In this continuum the stages of Byzantine-to-present day folklore art were highlighted in a manner unprecedented heretofore. The horizon of expectation thus demanded forms that confirmed the bonds between the civilisation of the day and the one that had produced the glorious art of the Hellenic world. The young painters of the Thirties, Ghikas, Tsarouchis, Engonopoulos, Diamandopoulos, Moralis, not only complied with the horizon of expectation but virtually gave it its shape, through their work in the field of visual arts. They established what their peers had also done before them -though not as uniformly and clearly- that the formal characteristics of European Modernism such as flatness, distortion, deconstruction and a materialistic rather than psychological use of colours, were nearly all inherent features to the local tradition of Byzantine art and its popular tailpiece thereafter; they made them, somewhat impatiently, formal features of their vocabulary. In this "pecking" from Modernism as well as from the local tradition they went so far as to compile a whole language of motifs of "Greekness" traceable in the work of almost everyone of them, whether it had a turn towards fauvism, cubism or surrealism - always at a remove. A stream of art that was influenced by the Marxist doctrine was also born in the Thirties but the Zdanov-Stalinist model of Socialist realism made it too late for that art to be revolutionary in any respect worthy of the name. On the other hand, the stream of a modernist art that did not "colour" its expression with ideological traits -and in this way undermine its avant-garde character- was represented, in the Thirties, by two eminent artists whose work had reached maturity at the time, viz. Theophrastos Triantafyllidis and Giorgos Bouzianis. However, their work, lacking as it was in motifs that underlined any "Greekness", was doomed to a marginal existence then - and to a great extent even today.

A Curious Phenomenon: Children as Officials and Euergetists in the Eastern Part of Roman Empire Kostas Mantas

One of the most curious aspects of euergetism in the Roman imperial period was the participation of children and women in public life. During the Classic and early Hellenistic years it would have been unthinkable a child to be elected as state official. Nevertheless, the Greek cities, soon after their enforced "unification" by the Macedonian monarchy, started to loose their political autonomy and to face heavy financial strains. Thus, their economic survival became their most pressing problem, since they desperately needed funds in other to maintain their already established way of life, i.e., gymnasia, baths, market-places, temples. Therefore, the elite families, who had so far monopolized the earth and the other sources of wealth, had to foot the bill. Progressively most public offices became liturgies: the office holder had to pay the expenses of his office and thus he was granted the title. As adult males of the aristocracy were not always available for offices, for a number of reasons, their children, with their mother's help, had to fulfill the civic obligations of the family. The membership to the curial class became hereditary and the curiale's sons were called patrobouloi. The Greek cities expressed their gratitude to the rich families of their society by granting to their children titles, such as "son" or "daughter" of the city and also by issuing paramythetic decrees upon their premature death. Such was the power of children officials that in the 3rd century A.D. two adolescents. Heliogabalus and Alexander Severus, reigned in Rome under the tutelage of their grandmother from their mother's side.

Nineteenth-Century Greek Painting Ilias Mykoniatis

Nineteenth-century Greek painting evolved by following the Eurocentric tendencies of the newly founded state (1830). During the years 1830-1862 the ancient past, the recent War of Independence and the politics of memory, complicated and torturous as they were, gave rise to historiographic painting, which, being academic in style and narrative in nature, acted as a virtue paradigm. The brothers Philippos and Georghios Margaritis, Dionysios Tsokos, Andreas Kriezis and Theodoros Vryzakis, who became later theachers in the School of Arts in Athens, painted portraits and scenes depicting historic events. In the second half of the century the middle and upper class clientele demanded genre and landscape paintings, portraits and still-life pictures, which expressed both their financial and social status and their aesthetic inclinations. Nikiphoros Lytras, Nikolaos Gyzis, Konstantmos Volanakis, loannis Altamouras, Theodoros Rallis and Georghios lakovidis were the mosth prominent among the artists of this period. They faced the new social and artistic reality and dealt successfully with questions and problems related to the intellectual relationship with the European artistic centers. Soon the impact of the French views of art became apparent and replaced the academic style of painting, which had been influenced by the German School of Munich.

1950 – 1980: The Modernization of Neohellenic Art and the Great Disputes Martha Christophoglou

The modernization of Neohellenic art was realized through some characteristic disputes, aesthetic and ideological ones. The best known of these arguments dates back from the years between the two World Wars. Those in favour of the modern tendencies of European art and the defenders of a "return to the roots" were oppossed to the at that time prevailing super-conservative academism. The conflict between these two anti-academic trends, "Modernism" and "Hellenic Tradition", was the first and most lasting dispute, which played a major role in the formation of the unique physiognomy of Neoheilenic art. After World War II, the phenomenon of abstract art served as the pretext for a new debate, especially important for the modernization of Neohellenic art, since it represented a decisive step towards the autonomy of the work of art, according to the commands of modern European art. Abstract art met the strong reaction of the conservative followers of the classicizing naturalism, of those favouring the "Neohellenic Tradition" movement, as well as of the intellectuals of the Left. In many cases the arguments of the opponents were more of an ideological than of an aesthetic nature. This dispute offered to the Greek artists an opportunity, regardless of the side they belonged to, to define their aesthetic and ideologic identity and their mutual relations. The post-war version of abstract painting was finally established around 1960 by the new generation of artists who were educated and had started a career abroad. At the same time the modernistic conception, regarding the evolution of artiste forms as an indication of progress, was set up. According to this principle abstract art was soon left behind and fresh tendencies appeared already by the middle of the 1960's. The new trends of the period were accompanied by radical ideas as regards the questioning of the established views and the revision of the role of art in the contemporary alienated reality. They were sharing a common, iconoclastic attitude which was tending to the abolishment of the very existence of the work of art in its old context. The adoption of these proposals by some Greek artists was the pretext for the iconoclastic controversy, in which the following factors were going to play the leading roles: the political coincidence as framework of the dispute (before, during and after dictatorship); the Neohellenic updated modernism as prevailing aesthetic view; and the internationalism of avant-gard of the 1960's as challenge. The iconoclastic avant-gard of the 1960's was assimilated by the Neohellenic art as one more phase of evolution, which follows abstract art and it is introduced through the normal procedure, but with less delay. Modernization has thus been realized. The next step should be the total accession of Neohellenic art into the international artistic space. This became the fundamental problem of the iconoclastic controversy, which could also be called "debate of the unrealized internationalization". On the one hand, the Greek art market was showing expanding tendencies and the role of the Greek artists abroad was becoming more and more important. And on the other, the strong local peculiarities were still preventing the full accession of Greek art into the international artistic scene. The final solution to such problems was given during the 1980's, when the long period of aesthetic disputes came to an end. Under the new circumstances and due to the eclecticism of the contemporary market, conservatism and the local peculiarities of Greek art were unable to restrain its internationalization, as regards, at least, the stylistic choices of the artists. The disputes of the past left the Greek art with a rich inheritance, a history, which was continued by the younger artists, according to the most traditional characteristic of Neohellenic civilization: every attempt for rupture is finally transformed to a fertile continuity.

The Aesthetic of Perception: The Illustration of Antiquity in School-Books Nikos Xenios

Very few efforts have been made in Greece for the effective illustration of school-books and especially of those on History and Ancient Greek Literature. The illustration of these books, lacking a scientific approach of the subject, appears improvised and presents a number of deficiencies which can be summarized as follows: the visual material is not coherent, since the text in itself has an, incomplete structure; the photographs lack any artistic quality; the information concerning the illustrations is incomplete. As a result, the combined defects of text and illustration, which create an old-fashioned and hectic picture of Antiquity, do not attract the students' interest. Thus, they remain pathetic and discontent as regards the values and qualities of a historic period which seems to them so distant, incomprehensible and alienated.

Archaeological Sites: A Crucial Heritage for the Transformation of Triviality Mileni Panagiotopoulou

The remodeling of modern cities, through their cultural history, refers to a context which encloses the mystery of creation of every old city from the past as well as the special factors which differentiate it from other cities. In search of the dialectic relation between past and present, aiming to the future, we have faced a most challenging and questioning context. Such a sensational question is, how the open archaeological sites are approached and handled as cultural media from the past; what is their significance for modern society; and how and with which procedures the ethos of this civilization can be evolutionary remodeled as regards the future. The open archaeological sites, as they appear in the network of the modern city, represent the "graveyards of the civilizations" from which they originate. The potentially enclosed cultural values of the past can function as a catalytic factor for their dialectic relation with the citizen of today, through their incorporation in the everyday life. The special character of every archaeological site represents its "crucial" element for the programming of its participation in the cultural values, purposed for the year 2000 and beyond it. This means that the functions which will diversify the program of activities in every archaeological site will frame the new recreation and education centers, which will be created in the respective cities, so that the past will be experienced and enlived through the present. Thus, the culturaly enriched present will lead to the future.

The Restoration Stages of a Bronze Phiale Tatiana Panaghopoulou

Phiales are classified under the category of libation vases, which usually belong to priests, therefore, they are considered to be finds of exceptional importance. The phiale presented here comes from a tiled-roofed grave of the Classic period, which was discovered in April 1988 by the archaeologist Ms Eleni Konsolaki in the area "Diavolorema" of Troizinia region. We have chosen to present step by step all the restoration stages of the phiale as an example, because on the one hand the material it is made of, bronze, is especially sensitive; and on the other, because the phiale was heavily damaged due to the continuous and shocking humidity changes of its environment. The state of preservation of the vase has supplied the basic information for its reconstruction, which was achieved with the help of the modern restoration materials. The phiale is today housed in the Archaeological Museum of Peiraeus, in an environment with stabilized, low humidity conditions.

The Pyramids of Argolida and Their Real Meaning Adamantios Sampson

The two unusual pyramidoid buildings of Argolida region have already been known since the beginning of the century, when the first research was carried out there by German and American archaeologists. The two buildings had almost been forgotten, when recently the Athens Academy, with a scientific team in which the author of this article also participated, carried out a geophysic research around them in order to locate other buildings as well as a test excavation. The excavational research in the pyramid of Ligourio was held in 1993 and revealed buildings of the Late Classic, Hellenistic and Early Christian period (5th-6th century A.D.). The excavation in the pyramid of Hellenikon produced buildings and pottery mainly of the Early Christian years, while a section in contact with the monument produced pottery of the Protohelladic period (first half of the 3rd millenium B.C.). Although the problem of dating the pyramids was not solved with this test excavation, however, on the basis of the data available so far we can support quite effectively certain arguments and reject some other shallow views. As regards the Lygourio pyramid, the previous as well as the recent excavation did not reveal any find earlier than the 5th-4th century B.C., a period which corresponds to the date of the masonry of the building. Of course, Pausanias' account leads us back to earlier years, may be to the beginning of the Mycenaean era, however, relevant pottery has not been found around the pyramid. In the Hellenikon pyramid the excavation did not produce any indicative pottery, apart from a few sherds dating from the Classic and Hellenistic years. The abundant Protohelladic pottery relates to a settlement of the same date, once existing in this location, and has no connection whatsoever with the pyramid. The older excavation has already proved that the monument stood on Protohelladic constructions, therefore it was built in a later time. Besides, the masonry of the pyramid, similar to that of Ligourio, leads us to the Classic or Late Classic years. A new method for dating the stone, recently applied to the pyramids, indicated a too early dating in the 4th and 3rd millenium B.C., which of course cannot be accepted. The excavational data and our knowledge of the Protohelladic period in the entire Greek area exclude the construction of similar edifices in such early years. As regards the function of the two buildings, it seems that it was different from one period to another. It is very plausible that these edifices were truncated pyramids, originally roofless. They may have been used as sanctuaries or have been erected in order to commemorate some important events; it is also possible that they have practically remained unused.

The National Library of Greece Andreas Keramidas

The National Library of Greece has become very old. Only its drastic reformation, which will bring it out of its lethal situation, can revive it and bring back its original objective. Such an enterprise has many economic and social advantages. A relevant study, proposed by the author, has been worked out by a team of experts already since the end of 1980. The National Library was built after the plans of the architect Theophilos Hansen in the end of the 19th century, in order to serve the needs of the limited reading public of that time. The work was supervised by the architect Ernest Ziller. Since then, although an entire century has passed, the building has nether been enlarged or even restored. This is the reason why the National Library today cannot fulfill its aim and has become an almost dead organism. For the proper treatment of this situation aid since its function must be continued in the present monumental edifice -for historic and national reasons and in order the library to continue to offer its services to its large reading public- a feasibility study has been made, which provides: The transfer of the Manuscripts Department to a new, modern building in the outskirts of Athens. The creation of a Children's Library ran independent building in which the Music Department will also be housed. The forwarding of works for the realization of the reformation study of the National Library. The isomeric development of all branches of Science. The creation of a bibliographic Data Bank.The microfilming of the library's precious and sensitive material. The staffing of the institution with a specialized personnel, which will create the necessary functtfl background and will properly run the library's increased services. For a number of reasons the above study has not bed realized as yet, although its direct financing is possUB Thus, the National Library almost in the dawn of 2001 AD remains in the same hopeless, sad situation ton has been since the beginning of our century.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα γεωργικά εργαλεία (2) Βγένα Βαρθολομαίου

Τεύχος 105, Δεκέμβριος 2007 No. of pages: 130
Κύριο Θέμα: Η ιατρική στη σύγχρονη Ελλάδα Ντιάνα Τράκα

Παιδιά που γεννήθηκαν πρόωρα στο Μαιευτήριο Έλενα Βενιζέλου (1947-1951) και επιβίωσαν. Στον απόηχο δύο παγκοσμίων πολέμων, η τεχνολογική και οικονομική απόσταση μεταξύ της Ευρώπης της Μεσογείου και των γειτόνων της στο Βορρά ήταν εξίσου πραγματική και συμβολική. Οι υλικές συνθήκες όσον αφορά την απλή επιβίωση και μόνο ήταν δυσοίωνες· ωστόσο, εικόνες αρχαίας δόξας συναντούσαν οράματα εκσυγχρονισμού. Σύμφωνα με τα επίπεδα νοσηρότητας και θνησιμότητας, η Ελλάδα προσέγγιζε την κατηγορία του «τρίτου κόσμου», ενώ το ευρύ κοινό αναζητούσε θαυματουργές θεραπείες από το εξωτερικό, με τη λογική ότι «το ξένο είναι καλύτερο». Τα σχετικά υψηλά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 συνοδεύονταν από μια κοινωνική πολιτική της υγείας που ευνοούσε τον ιδιωτικό ιατρικό τομέα. Οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία παρέμεναν εξαιρετικά χαμηλές και τα ταμεία ασφάλισης (με εξαίρεση το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων) ήταν συμβεβλημένα με τον ιδιωτικό τομέα. Έως το 1973, είχε εφαρμοστεί μικρό μόνο τμήμα ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος για την ιατρική περίθαλψη, οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία ελαττώθηκαν περαιτέρω και οι προτάσεις για μια εθνική υπηρεσία υγείας εγκαταλείφθηκαν. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) υλοποιήθηκε εντέλει στη δεκαετία του 1980 — συμπίπτοντας με τις ολοένα και περισσότερες διεθνείς πολιτικό-οικονομικές κριτικές, τόσο του ιατρικού συστήματος της οικονομίας της αγοράς, όσο και του κράτους ιατρικής πρόνοιας.

Το κατώφλι της αρρώστιας: σημειώσεις στην ελληνική δραματουργία του 20ού αιώνα Γιώργος Πεφάνης

Στη δραματουργία οι ψυχικά ασθενείς συγγενεύουν με παραμυθένια όντα. Μακέτα σκηνικού, Το Όνειρο, Μ. Παλλάντιου, Εθν. Λυρική 1967 Στη Δύση, η θεώρηση της αρρώστιας την τοποθετούσε πάντα ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο: ένα σκαλί χαμηλότερα από την πρώτη και ένα σκαλί πάνω από τον δεύτερο. Ένα οντολογικό μεταίχμιο ή απλούστερα ένα ψυχολογικό κατώφλι, η αρρώστια γνώρισε ποικίλες αναπαραστάσεις στον λαϊκό πολιτισμό των ευρωπαϊκών λαών, από την αρχαία ελληνική μυθολογία μέχρι τις εναπομένουσες δοξασίες των αγροτικών κυρίως πληθυσμών, αλλά και στη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Στο νεοελληνικό θέατρο ειδικότερα, οι αναπαραστάσεις της, μολονότι δεν έχουν μελετηθεί μέχρι τώρα, παρουσιάζουν μια πλούσια μορφολογία και ένα ενδιαφέρον σημασιολογικό βάθος. Γι‘αυτό αξίζει να μελετηθούν πιο συστηματικά σε όλες τις κοινωνικές, επιστημονικές και φιλοσοφικές συναρτήσεις τους. Η σύντομη αυτή μελέτη θα περιοριστεί σε μια πρώτη προσέγγιση του θέματος στον 20ό αιώνα, επισημαίνοντας ορισμένες μόνο πτυχές σε κάποια ενδεικτικά έργα.

Λαϊκή ιατρική και θρησκευτικότητα, προφορικότητα και εγγραματοσύνη: Μια γυναικεία μαρτυρία από την πεδινή Ηλεία Ελένη Ψυχογιού

Μοσχονέρι. Το "διπλό" εικονοστάσι των "δίδυμων" θεραπευτών αγίων Αναργύρων που αναφέρεται στη μαρτυρία (Μάρτιος 2007). Το άρθρο περιέχει προφορική μαρτυρία όπως προέκυψε από τη συνομιλία της γράφουσας με μια γυναίκα, παραδοσιακή γιάτρισσα, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια επιτόπιας λαογραφικής έρευνας στην Ηλεία, κατά τον Αύγουστο του 1989. Δημοσιεύεται ως αντιπροσωπευτική μιας «εκ των έσω» (emic) κατάθεσης της λαϊκής αντίληψης για την υγεία, την ασθένεια, τις μεταφυσικές δυνάμεις, την πίστη στις θαυματουργές ιδιότητες ιερών τόπων και τη σημασία τους για την ίαση σωματικών και πνευματικών ασθενειών. Επίσης, γιατί αναδεικνύει όψεις της όσμωσης ή/και της σύγκρουσης μεταξύ εγγραμματοσύνης και προφορικότητας, παράδοσης και νεωτερικότητας, παραδοσιακής και επιστημονικής ιατρικής, χριστιανικής διδαχής και λαϊκής πίστης και λατρείας.

Η πορεία της ομοιοπαθητικής ιατρικής στην Ελλάδα Μιχάλης Λέφας

Ο Αχιλλέας θεραπεύει τον Τήλεφο (Αρχαιολογικό Μουσείο Νεαπόλεως). Η εμφάνιση της ομοιοπαθητικής ιατρικής στην Ελλάδα συντελείται στα μέσα της δεκαετίας 1960-1970, και συνδέεται, μέχρι και σήμερα, με το έργο του Γεώργιου Βυθούλκα. Εξασκείται αποκλειστικά από γιατρούς, οι οποίοι, αν και δεν ξεπερνούν τους 250, έχουν καταφέρει να εξετάσουν το 20% του ελληνικού πληθυσμού. Αν και η ανταπόκριση στο σώμα των ασθενών φαίνεται αρκούντως σημαντική, και σαφώς η μεγαλύτερη όσον αφορά στις εναλλακτικές ιατρικές, η αποδοχή της από την ακαδημαϊκή ιατρική παραμένει πτωχή. Το μεγαλύτερο, όμως, έλλειμμα στην Ελλάδα, παραμένει η έλλειψη θεσμικής κατοχύρωσης των ομοιοπαθητικών ιατρών, γεγονός που περιορίζει και την περαιτέρω εξάπλωσή της, και την καλύτερη συνεργασία με τον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και την επέκταση των ερευνητικών προσπαθειών, οι οποίες κινούνται σε πολύ ρηχό επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική ομοιοπαθητική ιατρική θεωρείται, ως προς τους ποιοτικούς όρους, από τους πρωτοπόρους του παγκόσμιου ομοιοπαθητικού κινήματος.

Η προσφορά της Κινέζικης Παραδοσιακής Ιατρικής στην Ελλάδα Μιλτιάδης Καράβης

Αρχαίες βελόνες όπως απεικονίζονται στο Βιβλίο ιατρικής Νέι Κινγκ. Ο βελονισμός είναι από τις αρχαιότερες θεραπευτικές τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στον πλανήτη. Κοιτίδα της αρχαίας αυτής θεραπευτικής τέχνης θεωρείται η Κίνα. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στην ιστορική περίοδο 2698 και 2599 π.Χ. άκμασε στην περιοχή του κίτρινου ποταμού ένας σπουδαίος πολιτισμός που παρήγαγε μεγάλες ανακαλύψεις σε γράμματα, επιστήμες και τέχνες. Την ίδια περίοδο γράφτηκε ένα μεγάλο ιατρικό έργο (ονομάστηκε Βιβλίο Ιατρικής), στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά, για πρώτη φορά σε ιατρικό σύγγραμμα, οι βασικές θεωρίες στις οποίες στηρίζεται η θεραπευτική του βελονισμού. Από νεότερες επανεκδόσεις του μαθαίνουμε ότι η κινεζική ιατρική στηρίζεται την εποχή εκείνη στη φαρμακολογία (αναφέρονται 2.000 συνταγές σκευασμάτων από βότανα), στη χειρουργική και στο βελονισμό. Στο σύγγραμμα περιγράφονται αναλυτικά οι βασικές θεωρίες στις οποίες στηρίζεται η παραδοσιακή κινεζική ιατρική, οι μεσημβρινοί, τα σημεία βελονισμού, οι τύποι των βελονών και η χρήση τους, οι κανόνες θεραπευτικής καθώς και διαγνωστικές μέθοδοι της εποχής, όπως η ψηλάφηση των σφυγμών, η επισκόπηση της γλώσσας και η λήψη ιστορικού από τον ασθενή. Στις σελίδες του Βιβλίου Ιατρικής παρατίθενται ανεκτίμητης ιστορικής αξίας πληροφορίες για τα ισχύοντα την εποχή εκείνη στοιχεία ανατομίας και φυσιολογίας των οργάνων, με σχήματα και αναλυτικές περιγραφές της καρδιακής, πνευμονικής και ηπατικής λειτουργίας. Γνωρίζοντας περιόδους ακμής (δυναστεία των Μινγκ, 1368-1644 μ.Χ.) και παρακμής (δυναστεία Dao Guang, 1822-1950 μ.Χ.) το θεραπευτικό σύστημα του βελονισμού παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας. Την τελευταία εικοσαετία έχουν γραφτεί σε δυτικά περιοδικά πάνω από 5.000 ιατρικές μελέτες που αφορούν στο βελονισμό, ενώ έχουν εκδοθεί εκατοντάδες βιβλία που εξετάζουν τη «μυστηριώδη» φύση του. Στην Ελλάδα, η πρώτη επιστημονική εταιρεία βελονισμού ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1973 με πρωτοβουλία του παιδιάτρου Γιάγκου Καράβη. Το επιστημονικό, εκπαιδευτικό και επιμορφωτικό της έργο συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Λατρευτικές πρακτικές ίασης: Το προσκύνημα του Αγίου Μερκουρίου στο χωριό Ίστριος της Ρόδου Μαρία Ανδρουλάκη

Το εσωτερικό της Μονής του Αγίου Μερκουρίου (φωτ. Μαρία Ανδρουλάκη, 16.8.2005). Το άρθρο αυτό πραγματεύεται μια λαϊκή πρακτική ίασης που συνδέεται με τη λατρεία του Αγίου Μερκουρίου στο χωριό Ίστριος της Νότιας Ρόδου. Κατά τη λαϊκή πίστη και λατρεία ο Άγιος Μερκούριος έχει συνδεθεί με την πεποίθηση ότι θεραπεύει τον πόνο στα αυτιά. Ως τόπος, το μοναστηράκι του Αγίου Μερκουρίου στο νεκροταφείο του χωριού προσελκύει και από τα γύρω χωριά προσκυνητές, οι οποίοι μέσα από παραδοσιακά πρότυπα θρησκευτικής συμπεριφοράς επιδιώκουν την ίαση των ιδίων ή μελών της οικογένειάς τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο χορό, που ασκείται από τον πάσχοντα μπροστά στην εικόνα του Αγίου και στις συμβολικές ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο προσκυνητής, μέσω των οποίων επιδιώκει τη θεραπεία του και την ενσωμάτωσή του σε μια νέα κατάσταση σωματική και ψυχική.

Παράδοξες στρατηγικές. Αναζητώντας τη λογική των παράλογων θεραπευτικών δρομολογίων Αθηνά Πεγκλίδου

Άγιος Ραφαήλ, Άγιος Νικόλαος, Αγία Ειρήνη. Στο άρθρο αυτό θα προσεγγίσουμε την αναζήτηση θεραπείας από τη μια πλευρά ως ένα ενιαίο πεδίο από διαφορετικές και συχνά ετερόκλιτες θεραπευτικές προτάσεις και από την άλλη ως ένα σύνολο από διαδρομές, στάσεις, αναθεωρήσεις και επιστροφές. Μέσα σ’ αυτό το πεδίο, η ιατρική γίνεται μια θεραπεία μεταξύ άλλων, χωρίς ωστόσο να χάνει την ηγεμονική θέση της. Αντίστοιχα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφέρει έναν ισχυρό θεραπευτικό λόγο, ειδικά στην περίπτωση της ψυχικής διαταραχής, μια και φαίνεται να είναι ο κύριος διαχειριστής της αναπαράστασης του εσωτερικού κόσμου, δίνοντας έμφαση στη θρησκευτική πρόσληψη της ψυχής. Οι γυναίκες ασθενείς που διαγνώστηκαν ως καταθλιπτικές στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας κατορθώνουν να αντιμετωπίσουν την ασυμφωνία των επιλογών τους μέσα από υβριδικές εξηγήσεις, στις οποίες αφομοίωσαν στοιχεία από διαφορετικές θεραπείες που κατά καιρούς δοκίμασαν. Τα θεραπευτικά δρομολόγια ωστόσο ερμηνεύονται από τους θεραπευτές ως ανυπακοή στη διαγνωστική και θεραπευτική εξουσία τους και τιμωρούνται ως παραλήρημα με αύξηση των ψυχοφαρμάκων από το γιατρό και ως αμαρτία από τον παπά με την επιβολή συχνής εξομολόγησης. Απέναντί τους οι ασθενείς κερδίζουν ή διαπραγματεύονται την ελευθερία των επιλογών τους και έναν προσωπικό λόγο για το πρόβλημά τους –και άρα μια πιο ενδυναμωμένη θέση απέναντι στην ανδρική θεραπευτική εξουσία–, μέσα από την άσκηση της υπόγειας δύναμης του ψέματος.

Το μετέωρο βήμα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα. Μια διαχρονική προσέγγιση με επίκαιρα ερωτήματα Σ. Στυλιανίδης, Ν. Θεοχαράκης, Π.Χ. Χονδρός

Ο αρχαίος γιατρός Γαληνός απεικονίζεται με μεσαιωνική ενδυμασία να δέχεται δύο ασθενείς (Κώδικας Δρέσδης). Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εξετάσουμε με ποιους τρόπους και ποιους λόγους η διαχρονική προσέγγιση και η χρήση ιστορικών αναφορών μπορεί να συμβάλει στην κριτική ανασκόπηση και την ερμηνευτική προσέγγιση της διαδικασίας και των αποτελεσμάτων του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος στο χώρο των ψυχιατρικών υπηρεσιών. Προσεγγίζουμε την ιστορία ως καταλύτη στην κατανόηση και την αλλαγή του παρόντος στη διαδικασία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Η υπόθεσή μας δεν στηρίζεται σε μια ισοπεδωτική κριτική για το όλο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα, ούτε σ’ έναν ατέρμονο σχετικισμό, αλλά στη θέση ότι με μια νηφάλια απόσταση από ιδεολογικές παραμορφώσεις της πραγματικότητας, αναγνωρίζουμε διαφορετικές μορφές και επίπεδα ανάλυσης, προκειμένου να νοηματοδοτηθούν με επάρκεια. Γίνεται διαχρονική προσέγγιση από την αρχαιότητα, την εποχή του Βυζαντίου και ως τη σύγχρονη μεταρρύθμιση των ψυχιατρικών υπηρεσιών. Η κριτική ανάγνωση αυτών των πηγών μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νέα ψυχιατρική μεταρρυθμιστική κουλτούρα, αν θέλει να συγκροτήσει μια άλλη επιστημολογική αντίληψη και πρακτική, οφείλει να παρατηρήσει με συστηματικό αναστοχασμό το παρελθόν μας και την αντιφατική ταυτότητά μας. Επιβάλλεται να συγκροτήσει μια νέα ιστορική αφήγηση στην εποχή του μετα-μοντερνισμού, ένα άλλο δίκτυο σημασιών. Η τοπική εμπειρία, η ανθρωπολογική παρατήρηση της καθημερινής ψυχιατρικής πράξης μπορεί να ερμηνεύσει όχι το πόσο αλλά το πώς και γιατί, εγγράφοντας το πάσχον υποκείμενο σε μια νέα συμβολική γεωγραφία αξιών και πολιτισμικών κωδίκων μιας νέας αντίληψης για την ψυχική νόσο και την ψυχική υγεία.

Η βιο-πολιτική διάσταση του καρκίνου. Εμπειρία, μεταφορικές έννοιες και εξουσία της εξειδικευμένης γνώσης Αναστασία Καρακασίδου

Έγχρωμη λιθογραφία του Abel Faivre, από το γαλλικό περιοδικό L'assiette au Beurre (1902), που σατιρίζει την πολυφαρμακία. Το άρθρο αυτό βασίζεται σε εθνογραφική έρευνα που διεξήγαγε η συγγραφέας στην Κρήτη το καλοκαίρι του 2002 και του 2003, στους θαλάμους των καρκινοπαθών στο Περιφερειακό Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο του Ηρακλείου. Οι περιγραφές των ασθενών όσον αφορά τις υποκειμενικές εμπειρίες τους, τόσο στις νοσοκομειακές πτέρυγες καρκινοπαθών, σε «κλινικές του πόνου» και κατ’ οίκον, αποκαλύπτουν την απώλεια ελέγχου της ζωής τους και την υποταγή της τύχης τους στην εξουσία της βιο-ιατρικής. Η διαδικασία αυτή αναλύεται σε σχέση με τις ανθρωπολογικές όψεις του πόνου στο πλαίσιο της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας, που χαρακτηρίζονται από την ηγεμονία της εξουσιαστικής ιατρικής γνώσης και της βιο-πολιτικής. Η πολιτική διάσταση της νόσου γίνεται φανερή μέσα από τις αριστοτελικές έννοιες της ζωής και του βίου: η ζωή, με τη βιολογική διάσταση του όρου, δηλαδή η πρωτόγονη, «ζωώδης», ενστικτώδης μέριμνα για τη διατήρηση του ατόμου, αλλά και του είδους, βρίσκεται σε συνεχή αναμέτρηση με το βίο, δηλαδή με την «ποιοτική ζωή», την οποία συνθέτουν τα ιδεολογικά μορφώματα πολιτισμικών βάσεων που συγκροτούν και στηρίζουν τις ιστορικές κοινωνικές συλλογικότητες. Η συγκεκριμένη αναμέτρηση εκδηλώνεται ολοφάνερα στην πορεία της νόσου. Το προσδόκιμο της ζωής έρχεται να αποτελέσει πλέον το στοίχημα των πολιτικών στρατηγικών της βιο-εξουσίας. Η πολιτικοποίηση της ζωής στην υπηρεσία του βίου είναι έκδηλη στις σύγχρονες μονάδες καρκινοπαθών – η «ζώνη του μη-διακριτού», ως χώρος της καθυποταγμένης εξατομίκευσης του υποκειμένου (καθώς ο σύγχρονος μαχητής του καρκίνου διεξάγει έναν πόλεμο ενάντια στο ίδιο του το σώμα) και ενός αντικειμενικά υπαρκτού ολοκληρωτισμού (καθώς η δυτική βιο-ιατρική τεχνολογία θεωρείται ως η μόνη αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή της νόσου, από την οποία ο ασθενής εξαρτάται άμεσα).

Άλλα θέματα: Η παστερίωση στην αρχαιότητα: μιλά ο Ηρόδοτος, ένας ευαίσθητος οικολόγος του 5ου αιώνα π.Χ. Γιώργος Βαρουφάκης

Ο Λουί Παστέρ στο εργαστήριό του. Η μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μάς αποκαλύπτει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή και την οργάνωση των αρχαίων κοινωνιών. Έτσι, πληροφορούμεθα από τον Ηρόδοτο ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί στην Περσία για την προστασία του περιβάλλοντος, της υγείας και της ποιότητας ζωής των πολιτών της απέραντης αυτοκρατορίας. Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο Α.138, οι Πέρσες βασιλείς, όταν έφευγαν για κάποια εκστρατεία, το νερό, που θα χρησιμοποιούσαν, το έβραζαν πρώτα και μετά το μετάγγιζαν σε ασημένια κανάτια, που τα φόρτωναν σε ημιόνους. Αυτή η αποστείρωση του νερού θυμίζει εκείνη που εφάρμοσε αιώνες αργότερα ο μεγάλος χημικός Λουί Παστέρ. Μια διαδικασία που προς τιμήν του ονόμασαν παστερίωση. Ο Ηρόδοτος αναφέρει και μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση, που αφορούσε στην προστασία του περιβάλλοντος. Ένας πολύ αυστηρός νόμος απαγόρευε στους Πέρσες πολίτες, αλλά και τους ξένους επισκέπτες, να μολύνουν τα ποτάμια με τον τρόπο που αναφέρεται στα κείμενά του. Τέλος, εντύπωση προκαλεί η μεγάλη ευαισθησία του Ηροδότου στα παραπάνω θέματα σε τέτοιο βαθμό που τον οδηγεί στην καταγραφή τους. Οι Έλληνες πάλι εφάρμοζαν έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο για την αποστείρωση του πόσιμου νερού. Στην εποχή μας θα τον χαρακτηρίζαμε ως μια χημική μέθοδο, αφού η μεγάλη αραίωση του κρασιού με νερό (1 μέρος κρασί με 9 μέρη νερού) δημιουργεί, κατά τον καθηγητή Γερουλάνο, πολυφαινόλες, που καταστρέφουν πολλά επιβλαβή μικρόβια.

Γάλα και χρήμα: η ιστορία του θετού θηλασμού Κώστας Μαντάς

Ταφικό ανάγλυφο με μητέρα και παιδί, 420-410 π.Χ., αττικό μάρμαρο. Το συγκεκριμένο άρθρο εξετάζει διαχρονικά το φαινόμενο του «θετού» ή «επί πληρωμή» θηλασμού ξεκινώντας από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, συνεχίζοντας με το Βυζάντιο και τη μεσαιωνική Ευρώπη και καταλήγει με την εξέταση των συνθηκών που έκαναν το θετό θηλασμό να πάρει μεγάλες διαστάσεις στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Καταβλήθηκε προσπάθεια να επισημανθούν όλες οι παράμετροι του φαινομένου: ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονομικές, μέσα στο πλαίσιο και τους περιορισμούς ενός άρθρου.

Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην πόλη της Βέροιας Αναστασία Μαργιέ, Άννα Ματσκάνη

Η οθωμανική αρχιτεκτονική της Βέροιας, καλά κρυμμένη μέσα στην πόλη, αποτελεί τμήμα ενός παραμελημένου τμήματος της ιστορίας της αρχιτεκτονικής. Τζαμιά με μισοκατεστραμμένους μιναρέδες, οθωμανικά διοικητικά κτήρια και κτήρια εκπαίδευσης, λουτρά και γεφύρια, ξεπροβάλλουν ανάμεσα από κτίσματα βυζαντινής, παραδοσιακής και νεότερης αρχιτεκτονικής, αποτελώντας μάρτυρες μιας περιόδου δύσκολης αλλά και αρχιτεκτονικά δημιουργικής. Η Βέροια υπέμεινε την τουρκική κατοχή από το 1430 έως το 1912 και ήταν μια από τις πόλεις με το μεγαλύτερο ποσοστό Τούρκων κατοίκων. Όλα αυτά τα χρόνια, οι Έλληνες κατοικούσαν στους χριστιανικούς μαχαλάδες με κέντρο τις εκκλησίες, ενώ οι μουσουλμάνοι στους τουρκικούς μαχαλάδες με κέντρο τα τζαμιά τους. Αφού οι κατακτητές μετέτρεψαν σε τεμένη τις μεγαλύτερες και ομορφότερες εκκλησίες της Βέροιας, έχτισαν και άλλα, εξαρχής. Πολλά από αυτά παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Το Ορτά Τζαμί, το Μπογιαλί Τζαμί, το Τζαμί του Σούμπαση, το Τζαμί της Μπαρμπούτας, το Μπαΐρ Τζαμί και άλλα, είναι μερικά μόνο από τα δείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής που άφησαν πίσω τους οι Τούρκοι. Εκτός όμως από τα τζαμιά, στη Βέροια σώζονται και άλλα κτίσματα των Οθωμανών. Τα Δίδυμα Λουτρά του Σινάν του Αλατά αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα του είδους τους και έχουν να επιδείξουν πολλές αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες. Επίσης, σήμερα σώζονται αποκατεστημένα τόσο το Οθωμανικό Διοικητήριο που στεγάζει το Δικαστικό Μέγαρο όσο και το Μουσουλμανικό Σχολείο που λειτουργεί βέβαια ως ελληνικό. Οι Οθωμανοί βέβαια άφησαν πίσω τους και άλλα κτήρια, ιδιωτικά κυρίως, τα οποία όμως είναι μικρότερης ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας. Τα περισσότερα από τα παραπάνω μνημεία παραμένουν σήμερα εγκαταλελειμμένα και σε κακή κατάσταση. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να γίνει συνείδηση όλων μας η ανάγκη για την άμεση αποκατάσταση και προβολή τους.

Η παραγωγή μετάλλων στα Βαλκάνια Κωνσταντίνα Παπακώστα

Rudna Glava, πελέκεις με οριζόντια εγκοπή. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί αξιοποίηση αρχαιολογικών δεδομένων προκειμένου να διερευνηθεί η κοινωνική και οικονομική πολυπλοκότητα που κρύβεται πίσω από τα ποικίλα επίπεδα της οργάνωσης της παραγωγής μετάλλων στη Βαλκανική χερσόνησο, δηλαδή από την εξόρυξη μέχρι την παραγωγή προϊόντων και την τελική διασπορά τους. Δύο γνωστά και ιδιαίτερα σημαντικά ορυχεία της χαλκολιθικής εποχής θα χρησιμοποιηθούν ως αφετηρία σε αυτή την προσπάθεια: το Aibunar και η Rudna Glava, ενώ δεδομένα από την ευρύτερη περιοχή της Βουλγαρίας (οικισμούς και νεκροταφεία) θα ολοκληρώσουν την προτεινόμενη ερμηνεία.

Η εσωτερική διακόσμηση των μυκηναϊκών μεγάρων Βασιλική Καλεσιοπούλου

Τοιχογραφία από την αίθουσα του θρόνου του ανακτόρου της Πύλου (αναπαράσταση: Piet de Jong). Τα μέγαρα των τριών σημαντικότερων μυκηναϊκών θέσεων στην Πελοπόννησο ακολουθούν το ίδιο πρότυπο αρχιτεκτονικής και διακόσμησης. Αποτελούνται από τρεις χώρους που επικοινωνούσαν εσωτερικά. Τα δάπεδα ήταν χωρισμένα σε τετράγωνα και ζωγραφισμένα με γεωμετρικά και θαλάσσια η αφηρημένα μοτίβα. Σώζονται ίχνη χρώματος. Στον δόμο όπου βρισκόταν και ο βασιλικός θρόνος υπήρχε στο κέντρο κυκλική εστία. Ήταν επίσης διακοσμημένη με φλογόμορφα ή άλλα σχέδια, χρωματισμένα. Όταν η διακόσμηση καταστρεφόταν συχνά την ανανέωναν περνώντας από πάνω το καινούριο στρώμα. Οι τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με εντυπωσιακές τοιχογραφίες με σκηνές κυνηγιού η πομπών. Αξιοπρόσεκτο είναι το αλαβάστρινο διάζωμα από την Τίρυνθα που έχει σωθεί. Διακοσμημένα ήταν επίσης οι οροφές αλλά υπολείμματα διακόσμησης από την οροφή δεν έχει σωθεί. Δεύτερο όροφο πρέπει να είχαν και τα τρία μέγαρα έστω και ξύλινο. Το εσωτερικό των μεγάρων αυτών πρέπει να ήταν αρκετά εντυπωσιακό ιδιαίτερα για την προϊστορική εποχή.

Οθωμανικές κρήνες στην Άνω Πόλη Κυπαρισσίας Βιργινία Αλμπάνη

Η Σταφιδόβρυση, μία από τις τέσσερις οθωμανικές κρήνες της Άνω Πόλης Κυπαρισσίας. Στην Παλιά Πόλη της Κυπαρισσίας (Αρκαδία, κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους) σώζονται 4 οθωμανικές κρήνες, οι οποίες ανήκουν στον πιο κοινό και ευκολοσύχναστο τύπο κρήνης «Cesme», που είναι μια μνημειώδης θολωτή κατασκευή περίοπτη ή και εντοιχισμένη, ή μια απλή εντοιχισμένη βρύση με μαρμάρινη πλάκα και γούρνα. Πρόκειται για τη βρύση της οδού Χαμέρη στην Πίσω Ρούγα, τη Σταφιδόβρυση, την τούρκικη βρύση στην οδό Πίσω Ρούγας και την Κρήνη που είναι εντοιχισμένη στο Κάστρο. Η τελευταία φέρει ισλαμική επιγραφή, η οποία ταυτίζεται με την περιγραφή του Εβλιά Τσελεμπί στο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα» και μεταφράζεται ως εξής: Φωνή από τον ουρανό είπε το χρονόγραμμα τούτης της κρήνης του Κεβσέρ: Πιες κι ευχήσουν για τη γενναιόδωρη ψυχή του Χουσεΐν. Έτος 1016 [1607-8].

Από την επιδιόρθωση στην αποκατάσταση αρχαίων και σύγχρονων γλυπτών. Ιστορική αναδρομή και σύγχρονες απόψεις Λητώ Γουνελά, Ευλαμπία Δημητριάδου

Πολεμιστής συμπληρωμένος από τον B. Thorvaldsen (αριστ.) και μετά την αφαίρεση των συμπληρώσεων από τον D. Ohly (δεξιά). Η αισθητική αποκατάσταση των έργων τέχνης απασχολούσε ανέκαθεν όλους όσοι καταπιάνονται με τη συντήρηση των έργων αυτών. Είναι όμως ένα θέμα που, παρά την τεράστια σημασία του, δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σε βάθος. Σε αυτό έχει συμβάλει κατά ένα μεγάλο ποσοστό η απουσία γραπτών πηγών σε ό,τι αφορά τις επεμβάσεις αποκατάστασης. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου μέχρι τη δεκαετία του 1970 δεν συνηθιζόταν να τηρούνται αρχεία επεμβάσεων, με αποτέλεσμα να έχουν χαθεί πολύτιμες πληροφορίες. Ωστόσο, οι ελάχιστες αναφορές που υπάρχουν γι’ αυτό το θέμα στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία βοηθούν να σχηματιστεί μια γενική εντύπωση για την ιστορία της αισθητικής αποκατάστασης. Η αισθητική αποκατάσταση ερμηνεύεται διαφορετικά ανά τους αιώνες. Παρόλο που το ζητούμενο ήταν πάντα η μίμηση της αρχικής φόρμας των γλυπτικών έργων και συνθέσεων, το τελικό αποτέλεσμα χαρακτήριζε συνήθως την εποχή απόπειρας της αποκατάστασης και τις αισθητικές της αντιλήψεις, καθώς επίσης και τα προσωπικά γούστα των συλλεκτών.

Μουσείο: Η αρχαιολογική συλλογή Κάσου Αγγελική Γιαννικουρή, Φωτεινή Ζερβάκη

Αίθουσα 3, ταφικό σύνολο από το α' μισό του 4ου αι. π.Χ. Σύντομη επισκόπηση της ιστορίας της Κάσου και παρουσίαση της αρχαιολογικής συλλογής της, η οποία διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες: α) την προϊστορική περίοδο του νησιού, β) τις λατρείες-ιερά και τους οικισμούς των ιστορικών χρόνων, γ) τα ευρήματα των νεκροπόλεων, και δ) την ιστορία του ολοκαυτώματοςτου 1824  και την οργάνωση του κασιώτικου σπιτιού. Η έκθεση της αρχαιολογικής συλλογής Κάσου οργανώθηκε από το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αιγαιακών Σπουδών σε συνεργασία με την ΚΒ´ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2004.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Ο λεσβιακός Όλυμπος Μάκης Αξιώτης

Χάρτης της περιοχής. H περιοχή του λεσβιακού Oλύμπου χαρακτηρίζεται από την πυκνή βλάστηση και τις βαθιές χαράδρες των ποταμών, αρχαία περάσματα κάτω από την επιβλητική παρουσία της ασβεστολιθικής κορυφής. Eντοπίστηκαν αρχαίες εγκαταστάσεις σε φύσει οχυρές θέσεις που επιτηρούσαν αυτά τα συνοριακά περάσματα. Tελευταία, στην κορυφή του Oλύμπου εντοπίστηκαν θεμέλια κτισμάτων, περίβολος και κεραμική. Πρόκειται πιθανόν για παρατηρητήριο με θέα όλο το νησί. Δεν αποκλείεται όμως και το ιερό κορυφής, όπως αυτό στην κορυφή του άλλου βουνού του Λεπέτυμνου. Aυτό θα το δείξει ίσως η μελλοντική έρευνα.

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 20/1 (2007) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Από το τεύχος 20/1 (2007) του Journal of Mediterranean Archaeology παρουσιάζεται το άρθρο των Tristan Carter και Vassilis Kilikoglou "From reactor to royalty? Aegean and Anatolian obsidians from Quartier Mu, Malia (Crete)".

Δικτυακοί τόποι: οι πύλες επιστημονικών περιοδικών JSTOR και Persée Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το λογότυπο της στήλης Στη στήλη των Δικτυακών Τόπων αυτού του τεύχους παρουσιάζονται οι πύλες επιστημονικών περιοδικών JSTOR και Persée. Η πύλη JSTOR (Journal STORage) του μη κερδοσκοπικού ιδρύματος JSTOR (ΗΠΑ), που ξεκίνησε το 1997 ως ερευνητικό πρόγραμμα του ιδρύματος Andrew W. Mellon περιέχει περίπου 1.120 περιοδικά, κυρίως αγγλικά, καλύπτοντας ένα ευρύ πεδίο τομέων: ιστορία, ιστορία της τέχνης, αρχαιολογία, αρχιτεκτονική, φιλολογία, φιλοσοφία, πολιτικές επιστήμες κ.ά. Στη στήλη παρατίθεται κατάλογος των πιο σημαντικών από αυτά τα περιοδικά. Η πύλη Persée του γαλλικού Υπουργείου Παιδείας δημιουργήθηκε το 2003 με σκοπό την ελεύθερη διάθεση στο διαδίκτυο των ψηφιακών αρχείων γαλλικών επιστημονικών περιοδικών. Περιέχει 39 γαλλικά περιοδικά και καλύπτει τους τομείς αρχαιολογία, ιστορία της τέχνης, δίκαιο, οικονομία, γεωγραφία, λογοτεχνία κ.ά.

Βιβλιοκριτική: Ν. Καλτσάς, Γ. Δεσπίνης (επιμ.), Πραξιτέλης, κατάλογος της έκθεσης, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 25/7-31/10/2007, Αθήνα, 2007 Antonio Corso

Από τον κατάλογο της αθηναϊκής έκθεσης για τον Πραξιτέλη που έγινε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Παρουσίαση του καταλόγου της αθηναϊκής έκθεσης για τον Πραξιτέλη. Ο κατάλογος αποτελείται από μια εισαγωγή, μια σειρά άρθρων γύρω από το βίο του καλλιτέχνη, το έργο του, τα νέα ευρήματα σχετικά με την τέχνη του και από εικονογραφημένο και σχολιασμένο κατάλογο των 75 εκθεμάτων που παρουσιάστηκαν στην έκθεση. Στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνεται κατάλογος συντομογραφιών, βιβλιογραφία και κατάλογος φωτογραφικών παραπομπών. Πρόκειται για ένα εξαίρετο βιβλίο που αποδεικνύει περίτρανα ότι η Ελλάδα δικαιούται να υπερηφανεύεται ότι διαθέτει μία από τις καλύτερες ομάδες ειδικών στο χώρο της «Meisterfoschung», δηλαδή της μελέτης των αρχαίων καλλιτεχνών.

Βιβλιοπαρουσίαση: B. Sarianidi, Necropolis of Gonur, Αθήνα, 2007 Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το εξώφυλλο του βιβλίου Βιβλιοπαρουσίαση της καλαίσθητης έκδοσης των εκδόσεων Καπόν, με πλούσια εικονογράφηση που περιλαμβάνει 358 έγχρωμες εικόνες. Στην έκδοση αυτή ο συγγραφέας Βίκτωρ Σαριγιαννίδης, αρχαιολόγος και επίτιμο μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, συνοψίζει τα πορίσματα των ανασκαφών που διεξάγει εδώ και 30 χρόνια στην αφιλόξενη έρημο του Καρακούμ (Τουρκμενιστάν).

Βιβλιοπαρουσίαση: Φ. Λάδης, Ο Νέος των Αθηνών, Αθήνα, 2007 Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το εξώφυλλο του βιβλίου Παρουσίαση του βιβλίου του Φώντα Λάδη, το οποίο αν και πραγματεύεται διαχρονικά θέματα όπως ο Έρωτας, ο Χρόνος και ο Θάνατος, με εκτεταμένες αναφορές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, είναι σύγχρονο στην πλοκή και τη δράση του, η οποία ξετυλίγεται στην Αθήνα —στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Στάδιο του Αρδηττού και την Ακρόπολη— αλλά και στο Λούβρο και το Βρετανικό Μουσείο.

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Η Αρκαδική Πύλη στην αρχαία Μεσσήνη Ειδήσεις: Κίνδυνος για παλαιοντολογικούς θησαυρούς της Χίου, Ανάδειξη του Φρουρίου του Ρίου, Ανασκαφή στο Βαθροβούνι Χαλκίδας, Πανάρχαιο είδος οι ορχιδέες, Ο δικτυακός τόπος της ΥΣΜΑ, Αρχαιογνωστική επίσκεψη στη Νεμέα κ.ά. Εκθέσεις: Η Αθηναϊκή δημοκρατία και οι επιγραφές της, Αρχαία Καλίνδοια, Έκθεση για την αρχαιοκαπηλία στην Τεργέστη, Καπνομάγαζα κ.ά. Συνέδρια: Η´ Επιστημονική Συνάντηση για την ελληνιστική κεραμική, Η χρονολόγηση και προέλευση του οψιανού και των γυαλιών της αρχαιότητας, Ημερίδα Συντήρησης 2007-Λίθος, Χώρος και χρόνος στο αρχαίο θέατρο κ.ά. Διαλέξεις: Ομιλίες στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αιγυπτιακά ειδώλια στου Μακρυγιάννη, Τα αγάλματα του Φιλιππείου κ.ά. Βιβλία: Π. Βαλαβάνης (επιμ.), Μεγάλες στιγμές της ελληνικής αρχαιολογίας - Μάριος Βερέττας, Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων - Paul Faure, Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες - Κωνσταντίνα Τσάιμου, Ορολογία της αρχαίας μεταλλείας κ.ά.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: - Νέο περιοδικό Αρχαιομετρίας - Επιστημονικά περιοδικά χωρίς συνδρομή - Αρχαιομεταλλουργικές εργασίες σε ελληνικό περιοδικό - Νέες εκδόσεις: The Atlantis Hypothesis: Searching for a Lost Land και Metallurgy in the Early Bronze Age Aegean

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Ερμής και Διόνυσος, τα μικρά παιδιά του Δία Μαρίζα Ντεκάστρο

Ο θεός Διόνυσος επάνω σε πάνθηρα. Σε αυτό το τεύχος η Μαρίζα Ντεκάστρο αφηγείται το μύθο του Ερμή και του Διόνυσου, των μικρών παιδιών του Δία.

Τεύχος 45, Δεκέμβριος 1992 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Πώς άντεξαν στη διάβρωση τόσων αιώνων οι σιδερένιοι σύνδεσμοι των ναών της Ακρόπολης Γιώργος Βαρουφάκης

Η κοπή του συνδέσμου αποκάλυψε τη σύστασή του: μια στρώση μαλακού σιδήρου συγκολλημένη ανάμεσα σε δυο στρώσεις σκληρού χάλυβα. Οι εργασίες στα μνημεία της Ακρόπολης και η αντικατάσταση των αρχαίων συνδέσμων και γόμφων με νέους από κράμα τιτανίου επέτρεψαν στο συγγραφέα να εξετάσει μεγάλο αριθμό συνδέσμων σε βάθος. Ιδιαίτερα βοηθητική υπήρξε και η μελέτη όσων αρχαίων κειμένων αναφέρονται σε οικοδομικές εργασίες, καθώς μαρτυρείται η χρήση σιδήρου κλεισμένου μέσα σε μολύβι, όπως συμβαίνει και στους ναούς της Ακρόπολης. Η εσωτερική δομή του συνδέσμου, που αποκάλυψε η κοπή του κατά τη διαμήκη φορά, συνίσταται από το συνδυασμό μαλακού σιδήρου και σκληρού χάλυβα. Με τον ίδιο συνδυασμό πρέπει να κατασκευάζονταν τα όπλα και τα εργαλεία. Σύνδεσμοι και γόμφοι διαθέτουν εξαιρετική αντιδιαβρωτική αντοχή που οφείλεται στη μεγάλη καθαρότητα του σιδήρου και, ιδιαίτερα, στην πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο. Η φοβερή έκρηξη στον Παρθενώνα, που προκάλεσε ο βομβαρδισμός του Μοροζίνη τον 17ο αιώνα, αποκάλυψε πολλούς συνδέσμους και γόμφους που έμειναν απροστάτευτοι για αιώνες χωρίς να σκουριάσουν. Εύλογο είναι το ερώτημα της προέλευσης τόσο καθαρών μεταλλευμάτων. Το Λαύριο είναι η φυσική υπόθεση και δεν μπορεί να αποκλειστεί. Καθόλου δεν αποκλείεται όμως να εισάγονταν στο Λαύριο μεταλλεύματα από άλλες περιοχές, όπως είναι η Λακωνία και η Κρήτη. Ολόκληρη η Ελλάδα και όχι μονάχα το Λαύριο, αποτελούσε ένα αξιόλογο μεταλλουργικό κέντρο παραγωγής αργύρου, μολύβδου, χαλκού, αλλά και σιδήρου και χάλυβα.

Οδοιπορικό στις μεταβυζαντινές εκκλησίες της Φθιώτιδας Χρήστος Πανουσάκης, Ροζαλία Xριστοδουλοπούλου

Το Καθολικό της ερειπωμένης Μονής των Ταξιαρχών κοντά στο χωριό Νεράιδα της Στυλίδας. Μέσα 18ου αι. Από το υλικό που συγκέντρωσαν οι συγγραφείς (1988-1991) ενόψει της καταγραφής των νεότερων εκκλησιαστικών μνημείων (1453-1830) από το Ε.Μ.Π., δημοσιεύονται εδώ, για πρώτη φορά, τα σχετικά με τις επαρχίες Λοκρίδας και Φθιώτιδας. Το σωζόμενο Καθολικό της σταυροπηγιακής Μονής της Παναγίας (16ος αιώνας) έχει τοιχογραφίες του αγιογράφου από το Ναύπλιο Δημητρίου Κακκαβά (1599). Ο ναός των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου είναι λαϊκό έργο του 17ου ή 18ου αιώνα. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Σφάκας, μονόκλιτος, σταυρεπίστεγος, κοινοτικό εκκλησιαστικό κτίσμα χρονολογείται μεταξύ 1562 και 1571, με τοιχογραφίες του 16ου και του 18ου αιώνα και στοά του 12ου ή 13ου αιώνα. Στο Μόδιο, το Καθολικό ερειπωμένης σταυροπηγιακής Μονής, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, χρονολογείται στο 1571. Έντονα κοινό χαρακτήρα εμφανίζουν τα Καθολικά δύο Μονών, αφιερωμένων στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Είναι η Μονή Δαδίου, της Παναγίας της Γαυριώτισας, και η Μονή Δαμάστας. Ορμητήρια του Ανδρούτσου και του Διάκου αντίστοιχα, κάηκαν το 1821 από τους Τούρκους. Το Καθολικό της Μονής Δαδίου ανακηρύχτηκε σταυροπήγιο το 1798, οι τοιχογραφίες του 18ου αιώνα επιζωγραφίστηκαν το 1878. Ο παλαιός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου στην Υπάτη, χτισμένος στη θέση της παλαιοχριστιανικής μητρόπολης, ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Η περίφημη Μονή Αγάθωνος είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Το Καθολικό, σταυροειδής τετρακιόνιος μετά τρούλου ναός, με τέσσερα παρεκκλήσια, είναι το μοναδικό παράδειγμα ναού καθαρά αγιορείτικου τύπου που σώζεται σήμερα στη Φθιώτιδα. Πλησιέστερο παράδειγμα αυτού του τύπου είναι η κατεστραμμένη Μονή Αντινίτσας που χρονολογείται, όπως και η Μονή Αγάθωνος, στο β΄ μισό του 15ου αιώνα. Στα δυο κεφαλοχώρια Μεγάλη Κάψη και Μαυρίλο, συναντάμε τους ενοριακούς ναούς της Αγίας Τριάδας (1749) και του Αγίου Δημητρίου (1728) αντίστοιχα. Οι δυο ναοί και ο Άγιος Νικόλαος στην Υπάτη αποτελούν τρία παραδείγματα ενοριακών ναών του 17ου και 18ου αιώνα του τύπου της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής, πολύ συνηθισμένης στην όψιμη Τουρκοκρατία. Πάνω από τη Στυλίδα βρίσκεται η Μονή του Αγίου Βλασίου. Το Καθολικό, καλυμμένο με κυλινδρική καμάρα και οκταγωνικό τρούλο, είναι του 1741. Μονόκλιτο ναΐδιο, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, έχει νάρθηκα και μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Βλασίου. Ανεβαίνοντας τη νότια πλαγιά της Όθρυος εμφανίζεται πρώτη η Μονή του Αγίου Γεωργίου Μυγδαλιάς. Το μοναστικό σύνολο αποτελείται από τρία μέρη: το Καθολικό του Αγίου Γεωργίου, το προσαρτημένο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα Κρήτης και το νάρθηκα. Ναός και παρεκκλήσι χρονολογούνται στο 1753. Ο ναός, σταυροειδής εγγεγραμμένος με χορούς στις εγκάρσιες κεραίες, αποτελεί τυπική περίπτωση Καθολικού αγιορείτικου τύπου. Η κάλυψη γίνεται με τρούλο και δύο φουρνικά στο μεσαίο κλίτος, ενώ τα πλάγια κλίτη καλύπτονται με ημικυλινδρικούς θόλους. Από την ερειπωμένη Μονή των Ταξιαρχών, κοντά στο χωριό Νεράιδα, σώζεται το Καθολικό αγιορείτικου τύπου. Είναι τρίκλιτη βασιλική με πρόσθετο ανοιχτό εξωνάρθηκα και χορούς στην εγκάρσια κεραία της. Το κεντρικό κλίτος καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα και επιβλητικό τρούλο, ενώ τα πλάγια κλίτη με τέσσερα φουρνικά το καθένα.

Το παλαιό Εθνικό Τυπογραφείο στην Αθήνα. Οι μεταμορφώσεις ενός ιστορικού κτηρίου Κατερίνα Κορρέ, Κατερίνα Μόμτσιου-Τοκατλίδη

Γραφική αποκατάσταση των όψεων του Βασιλικού Τυπογραφείου και Λιθογραφείου. Το αρχικό οθωνικό κτήριο κτίστηκε το 1834-1835 από τον βασιλικό αρχιτέκτονα Joseph Hoffer για να στεγάσει το Βασιλικό Τυπογραφείο και Λιθογραφείο. Το 1854, πυρκαγιά αποτέφρωσε τον β’ όροφο που είχε παραχωρηθεί ως κατοικία στον διευθυντή Ι. Καρπούνη. Επισκευασμένο πρόχειρα, το κτήριο παρέμεινε μονώροφο για 78 χρόνια. Μεγάλες επισκευές στις όψεις του και προσθήκες στην πίσω μέρος του έγιναν γύρω στα 1890. Το 1905-1906, το Εθνικό πλέον Τυπογραφείο μεταστεγάζεται στο κτήριο της οδού Καποδιστρίου. Το 1931-1932, με σχέδια του Φοίβου Ζούκη, αρχιτέκτονα της Υπηρεσίας Δημοσίων Κτηρίων, οι όψεις αναμορφώνονται και προστίθεται β’ όροφος. Με τη μορφή αυτή το κτήριο στέγασε υπηρεσίες του Πρωτοδικείου Αθηνών. Πέρα από τη βιβλιογραφική και εικονογραφική έρευνα σε αρχεία και βιβλιοθήκες, οι συγγραφείς επιδόθηκαν σε λεπτομερή οικοδομική έρευνα στο ίδιο το κτήριο προκειμένου να τεκμηριώσουν τις αρχιτεκτονικές του αλλαγές καθώς και τις πολεοδομικές αλλαγές του οικοδομικού τετραγώνου. Από την εξονυχιστική μελέτη του κτηρίου θα αναφερθούν ενδεικτικά δυο παραδείγματα. Προσεκτική εξέταση αποκάλυψε την ύπαρξη οκτώ παραστάδων. Όσα τμήματα των επικράνων τους σώζονται φέρουν δωρικό κυμάτιο και αντιγράφουν σχεδόν πιστά τα επίκρανα των παραστάδων των πτερύγων των Προπυλαίων στην Ακρόπολη. Το γεγονός πρέπει να συνδυαστεί με τον αρχιτέκτονα Hoffer, γνωστό για τις μελέτες του στον Παρθενώνα και τα Προπύλαια. Στην όψη της Σταδίου αποκαλύφθηκαν κατακόρυφες εσοχές, παρόμοιες με αυτές που υπάρχουν στο Πανεπιστήμιο, στην οικία Βούρου και στην Tourelle της δούκισσας της Πλακεντίας. Παραστάδες και εσοχές διαιρούν την όψη του κτηρίου σε πέντε μέρη. Σε πολύτιμο στοιχείο για τη μελέτη των μετατροπών του κτηρίου αναδείχθηκαν οι οπτόπλινθοι, υλικό δομής δύο ειδών: συμπαγείς χωρίς σκάφη και συμπαγείς με σκάφη. Οι πρώτοι ανήκουν στην αρχική φάση του κτηρίου. Οι δεύτεροι, σε χρήση σχεδόν ως προπολεμικά, φέρουν στικτά εντυπώματα που δηλώνουν τον κατασκευαστή ή και τον τόπο, π.χ.: ΦΚ, ΓΓ, Λαρεντζάκης-Χαλκίς, κοκ., διευκολύνοντας έτσι την ομαδοποίησή τους.

Άλλα θέματα: Οι αρχαιολόγοι: σκηνογράφοι του παρελθόντος Νίκος Ξένιος

Μακέτα σκηνικού του Κλ. Κλώνη για τον «Προμηθέα δεσμώτη» του Αισχύλου (1963). Με αφορμή μια μακέτα για το έργο του Emilio Isgrò «Oresteia di Tibellina», η σκηνογράφος Θάλεια Ιστικοπούλου αναφέρθηκε στα «χαμένα ίχνη του παρελθόντος» όπως αναδύονται από αεροφωτογραφίες ή φωτογραφίσεις δορυφόρων του σεισμόπληκτου εδάφους της Tibellina. Κατέληξε σε ένα εντυπωσιακό και ουτοπικό σκηνικό: έδαφος χρωματισμένο με τις διαφορετικές σκοτεινότητες της δορυφορικής λήψης, που αναδεικνύουν τα διαφορετικά χρονικά στάδια της ζωής στην επιφάνειά του. Στον αντίποδα, ο Διονύσης Φωτόπουλος, σκηνογράφος και σκηνοθέτης της όπερας δωματίου «Πυλάδης», τοποθέτησε τους θεατές στο ερμητικό σκηνικό της Αποθήκης του Μεγάρου Μουσικής, «σφάλισε» τις πόρτες σαν ένα ψυγείο κρεάτων, ακινητοποίησε την σκοτεινότητα και αναπηρία της ζωής και την πλημμύρισε με οθόνες video. Το πρόβλημα του Δράματος όμως συμπτύσσεται πάντα στο ίδιο ζητούμενο: ποια είναι η κλασική Ιδέα του τραγωδού, άσχετα αν θα παρασταθεί στο αρχαίο θέατρο ή στην υπόγεια Αποθήκη ενός Μεγάρου Μουσικής.

Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Η τραγωδία της θηλυκής υπόστασης Αντιγόνη Μώρου

Σκίτσο του Ι. Κόκκου για τα σκηνικά της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή. Με κριτήριο τις σχέσεις συγγένειας αίματος στην Ηλέκτρα, και με τον τρόπο του Lévi Strauss, προβάλλει το αντιθετικό ζευγάρι της υπερτίμησης – υποτίμησης της συγγένειας. Υπερτιμημένες είναι οι σχέσεις της Ηλέκτρας και του Ορέστη με τον πατέρα τους ή της Ηλέκτρας με τον αδελφό της. Αντίστοιχα, υποτιμημένες είναι οι σχέσεις της Ηλέκτρας και του Ορέστη με τη μητέρα τους. Άλλη κατηγορία σχέσεων προσδιορίζει ο φόνος. Πριν από το φόνο υπάρχει σχέση των ηρώων με τη γη-θάνατο/χθόνιες θεότητες. Μετά το φόνο έρχεται η αποδέσμευση από τη γη-ζωή/ουράνιες θεότητες. Αυτά αντανακλώνται στις διαφορετικές ετυμολογίες του ονόματος της Ηλέκτρας: «ά-λεκτρη», «ήλεκτρον».

Η αποκατάσταση της νεότερης ζωγραφικής διακόσμησης της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης Δήμητρα Καμαράκη, Πελαγία Αστρεινίδου

Τμήμα από το ψηφιδωτό του τρούλου στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης. Δυο δεκαετίες μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1890, η οθωμανική διοίκηση αποφάσισε τις εργασίες στερέωσης της Αγίας Σοφίας που ανέλαβαν οι Γάλλοι (1907-1911) και επέβλεψε ο Κάρολος Ντηλ. Στο διάστημα από το 1908 ως την απελευθέρωση της πόλης, το 1912, πραγματοποιήθηκαν στην Αγία Σοφία δύο «νέες» διακοσμήσεις που απηχούν διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις της εποχής. Η πρώτη, ζωγραφική του «στένσιλ», σε φωτεινό χονδροκόκκινο και μπλε Πρωσίας, θεματικά απηχεί την τρέχουσα «παραδοσιακή» ισλαμική αισθητική. Η δεύτερη, επηρεασμένη χρωματικά και σχεδιαστικά από τα ψηφιδωτά που είχαν μόλις αποκαλυφθεί, εντάσσεται στην αισθητική της Δυτικής Ευρώπης. Κατά κάποιον τρόπο, απεικονίζονται η ισλαμίζουσα και η δυτικόφιλη τάση του οθωμανικού κόσμου αυτή την εποχή. Το 1896 ο Αβδούλ Χαμίτ ορίζει επικεφαλής των αυτοκρατορικών αρχιτεκτόνων τον ιταλό αρχιτέκτονα R. D’Aronco, υποστηρικτή του κινήματος art nouveau. Ο D’Aronco θα εργαστεί στην Αγία Σοφία. Η πρωτοτυπία και η ποιότητα του έργου ενός αρχιτέκτονα ζωγράφου είναι φανερές στη συνδυασμένη χρήση γεωμετρικών και φυτικών θεμάτων, στο ρόλο του χρώματος στη διαμόρφωση και ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής. Χονδροκόκκινο, ώχρα και πράσινο χρησιμοποιήθηκαν για την απομίμηση της ορθομαρμάρωσης. Με την κίνηση των φύλλων στα κιονόκρανα του ναού συνδιαλέγονται τα φύλλα στα σφαιρικά τρίγωνα του θόλου που αποκτούν κίνηση από την ελεύθερη απόδοση και τους χρωματικούς τόνους. Σήμερα, προκειμένου να αποφασιστεί ο τρόπος της επέμβασης, ερευνήθηκε η τεχνική της ζωγραφικής. Τις ζημιές στο ζωγραφικό διάκοσμο προκάλεσε είτε ο χρόνος είτε η έρευνα στο μνημείο μετά τους σεισμούς του 1978. Συγκεκριμένη προβληματική καθοδήγησε την αποκατάσταση της «πληγωμένης» τοιχοποιίας και τη συμπλήρωση των κενών.

Η παραδοσιακή θρησκευτική αρχιτεκτονική στην Κεφαλλονιά Ηλίας Μπεριάτος

Ναός Αγίου Σπυρίδωνα Πουλάτων στην Κεφαλλονιά. Η είσοδος στην κύρια (βόρεια) όψη (φωτογραφία 1976). Διαγράφοντας πρώτα το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, ο συγγραφέας υπενθυμίζει ότι στα Επτάνησα η Φραγκοκρατία διακόπτει τη βυζαντινή παράδοση ήδη τον 12ο αιώνα. Τη Φραγκοκρατία ακολουθούν η ενετική και η αγγλική κυριαρχία. Διαχωρισμένα από τη μοίρα του ελλαδικού χώρου, τα Ιόνια νησιά αναπτύσσουν την κοινωνική και πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα. Για πολιτικοθρησκευτικούς λόγους, παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί δεν εμφανίζονται μετά τον 12ο αιώνα. Στην Ενετική περίοδο (16ος-19ος αιώνας) υιοθετείται ο τύπος της ξυλόστεγης μονόκλιτης βασιλικής, της λεγόμενης «επτανησιακής». Το ιερό εμφανίζει συχνά αποκλίσεις από την ανατολή, η κύρια είσοδος τοποθετείται σε μια από τις μεγάλες πλευρές δημιουργώντας στο ναό έναν εγκάρσιο άξονα. Τα καμπαναριά διακρίνονται στα «πλακέ» ή «φράγκικα» (απλά) και στα «βενετσιάνικα» (πυργοειδή). Τα πρώτα έχουν τοίχωμα που είναι κυρίως συνέχεια της μιας μεγάλης όψης του ναού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το καμπαναριό της μονής του Αγ. Γεράσιμου στα Ομαλά. Τα καμπαναριά του β΄ τύπου τοποθετούνται στο χώρο με ελευθερία, σε αρμονική σύνθεση με το ναό. Και στους δύο τύπους ανήκουν έργα εξαιρετικής κατασκευαστικής τόλμης και καλλιτεχνικής έκφρασης. Η ρυθμολογική και μορφολογική ιδιαιτερότητα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής στην Κεφαλλονιά, και γενικά στα Επτάνησα, οφείλεται στη δημιουργική αφομοίωση των ισχυρών δυτικών επιδράσεων του ουμανισμού της Αναγέννησης και αργότερα του μπαρόκ που δημιουργεί μια μείξη αρχιτεκτονικών μορφών και στοιχείων. Λιτότητα στη σύνθεση, κλίμακα προσαρμοσμένη στην ελληνική αντίληψη του μέτρου, απλοποίηση και ανάπτυξη σε ένα επίπεδο είναι από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το «επτανησιακό μπαρόκ».

Ένας ερυθρόμορφος κρατήρας από την Αρχαία Αγορά Ολυμπία Θεοφανοπούλου

Μετά τη συντήρηση. Αυλητής στην κύρια όψη κιονοειδούς ερυθρόμορφου κρατήρα (490-480 π.Χ.) από την αρχαία Αγορά της Αθήνας. Η συγγραφέας, με αφορμή τα προβλήματα ενός κιονόσχημου κρατήρα, ξεναγεί τον αναγνώστη σε κάποιο εργαστήριο αγγειοπλαστικής στην αρχαία Αθήνα. Πώς γίνεται η επεξεργασία του πηλού και το πλάσιμο των αγγείων; Πώς πλάστηκε ο συγκεκριμένος κρατήρας; Τα στάδια της διακόσμησης, η λείανση και το γυάλισμα, το μελανό γυάλωμα. Ο κιονοειδής ερυθρόμορφος κρατήρας, που απεικονίζει αυλητή στη μία πλευρά και δισκοβόλο στην άλλη, χρονολογείται στα 490-480 π.Χ. Βρέθηκε στην Αθήνα το 1937, στις ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς, συγκολλήθηκε και συμπληρώθηκε πριν από πολλά χρόνια. Μια τυχαία πτώση του επέβαλε νέα επέμβαση συντήρησης και αισθητικής αποκατάστασης. Σε αρκετά σημεία της ερυθρόμορφης διακόσμησης υπήρχαν μαύρα στίγματα. Τμήματα γύψινων συμπληρώσεων παρέμεναν κολλημένα σε κομμάτια του αγγείου ιδίως στο εσωτερικό. Στις συγκολλήσεις είχε χρησιμοποιηθεί γομαλάκα, φυσική ρητίνη που με τα χρόνια χάνει κάθε πλαστικότητα και δημιουργεί πίεση στις ενώσεις, με αποτέλεσμα να ξεκολλούν τα κομμάτια με το παραμικρό. Στο τέλος γίνεται πολύ πιο σκληρή από το ίδιο το κεραμικό κι έτσι, όταν ξεκολλούν δυο κομμάτια, συχνά αποσχίζεται μέρος της μιας επιφάνειας της ένωσης. Η συντήρηση άρχισε με τα τέσσερα στάδια καθαρισμού των κομματιών. Στη συγκόλληση χρησιμοποιήθηκε ακρυλική κόλλα με δράση εύκολα αντιστρεπτή, με ιδιότητες που δεν αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου και με την επιθυμητή θερμοπλαστική συμπεριφορά που έχει και η γομαλάκα. Στις εργασίες συμπλήρωσης χρησιμοποιήθηκαν καλούπια από λάστιχο σιλικόνης ή από ελαστομερές οδοντοτεχνικό υλικό, φύλλα οδοντιατρικού κεριού και οδοντιατρικός γύψος. Για την αισθητική αποκατάσταση ο λευκός γύψος χρωματίστηκε με ακρυλικό χρώμα, μαύρο ή κοκκινωπό, έναν τόνο ανοιχτότερο από την αρχαία βαφή.

Ελάτεια Φανουρία Δακορώνια

Ο αρχαιολογικός χώρος της Ελάτειας. Μόνον οι Δελφοί ξεπερνούσαν σε σημασία την πρωτεύουσα της Φωκίδας Ελάτεια. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Ελάτεια αρχίζουν από την 6η χιλιετία π.Χ. Η πρώιμη (Πρωτοελλαδική) και η μέση εποχή του Χαλκού (Μεσοελλαδική) άφησαν άφθονη κεραμική, τάφους και άλλα ίχνη. Οι πρώιμες φάσεις της Υστεροελλαδικής (Ι και ΙΙ) δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί. Η ύστερη φάση της όμως, η γνωστή Μυκηναϊκή εποχή, αποκαλύφθηκε στο νεκροταφείο στη θέση Αλωνάκι. Η ανασκαφή έγινε με τη συνεργασία της συγγραφέως που εκπροσωπούσε την ΙΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και της καθηγήτριας Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Salzburg, Sigrid Deger-Jalkotzy. Στο Αλωνάκι επικρατεί ο τύπος του μυκηναϊκού θαλαμωτού τάφου με δρόμο, είσοδο και θάλαμο που ανάγεται στην αρχή του 14ου αιώνα π.Χ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η μεγάλη άνθηση της Ελάτειας τοποθετείται στην περίοδο από το τέλος του 12ου ως τις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ., όταν στις άλλες περιοχές της Ελλάδας σημειώνεται «υποχώρηση του πολιτισμού». Εδώ οι τάφοι μαρτυρούν το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, την ανάπτυξη της μεταλλουργίας, της κεραμικής και της μικρογλυπτικής. Την κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ των νεκρών μαρτυρεί τύπος τάφου «οιωνεί» θαλαμωτού. Με την έναρξη της πρωτογεωμετρικής εποχής παύει η άνθηση της Ελάτειας, το νεκροταφείο εγκαταλείπεται σταδιακά. Οι τάφοι στο Αλωνάκι εγκαταλείπονται τελείως στην αρχαϊκή και κλασική εποχή για να επαναχρησιμοποιηθούν στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Η συγγραφέας περιγράφει πως, με τη συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, διοργανώθηκε έκθεση φωτογραφιών και ομοιωμάτων από την ελληνοαυστριακή ανασκαφή στο Αλώνι και από σωστικές ανασκαφές, που μίλησε στον καθημερινό άνθρωπο ενθουσιάζοντας τους κατοίκους.

Οι ανακαλύψεις των αρχαίων ελληνικών μνημείων και οι πρώτες τους δημοσιεύσεις Αντρέας Ανδρέου

The Antiquities of Athens: Measured and Delineated by James Stuart, FRS and FSA, and Nicholas Revett, Painters and Architects. Πρωτοπόροι, οι άγγλοι αρχιτέκτονες και ζωγράφοι James Stuart και Nicholas Revett ήρθαν στην Ελλάδα το 1751 αλλά τα χαρακτικά τους με τα αθηναϊκά μνημεία εκδόθηκαν το 1762. Το 1758 είχαν εκδοθεί τα σχέδια ελληνικών μνημείων του γάλλου αρχιτέκτονα Julien Le Roy. Ιωνικά μνημεία περιλαμβάνει ο πρώτος τόμος (1769) των Richard Chandler, Nicholas Revett και William Pars, ενώ ο δεύτερος (1787) είναι αφιερωμένος στην Αθήνα. Ο Γερμανός Heinrich Gentz αποτυπώνει το 1790 τους δωρικούς ναούς της Ποσειδωνίας. Φθάνοντας το 1830 στην Ελλάδα, οι μαθητές του Schinkel, Eduard Schaubert και Σταμάτιος Κλεάνθης, αναλαμβάνουν να εκπονήσουν το σχέδιο πόλεως των Αθηνών.

Μουσείο: Μουσείο Αγρινίου Γιάννης Νεραντζής

Το αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου. Ο χώρος που στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου, δωρεά των Αδελφών Παπαστράτου, έχει μετατραπεί σε Αποθήκη λόγω του πλήθους των ευρημάτων. Τα εκθέματα εικονογραφούν τα νεολιθικά χρόνια, τα μυκηναϊκά, με τα αγγεία από τους θολωτούς τάφους της Ιθωρίας, τα γεωμετρικά, με τα μεταλλικά ειδώλια και αγγεία, φθάνοντας ως και τη ρωμαϊκή περίοδο. Δείγμα της επιχώριας αρχιτεκτονικής είναι μαρμάρινη θύρα από τον «τάφο-ηρώο της Καλυδώνας». Δυο επιτύμβια επιγράμματα του 7ου αιώνα π.Χ. από τη Βλαχομάνδρα, μια επιγραφή του 6ου αιώνα από την αρχαία Στράτο, γραμμένη βουστροφηδόν, αποτελούν μοναδικές μαρτυρίες για την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας. Το εύρημα όμως που προκαλεί θαυμασμό και απορία είναι ο μοναδικός μικρός χάλκινος Κούρος με κεφαλή αλόγου.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Ο Νικόλαος Πλάτων και η Ακρόπολη Πέτρος Γ. Καλλιγάς

Νικόλαος Πλάτων. Σε εκδήλωση στη μνήμη του Νικολάου Πλάτωνα, ο Διευθυντής Ακροπόλεως επιλέγει να παρουσιάσει το λιγότερο γνωστό έργο του Πλάτωνα στην Ακρόπολη (1962-1965). Το πρώτο πράγμα που επισημαίνει ο Πλάτων μόλις αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ακρόπολης, είναι η επείγουσα ανάγκη αναστηλωτικής εργασίας στην πρόσταση των Καρυατίδων του Ερεχθείου. Πολλά ζητήματα περίμεναν λύσεις. Από το 1963 ο Πλάτων προωθεί το θέμα της τακτοποίησης του αρχαιολογικού υλικού, αρχιτεκτονικού και επιγραφικού, διάσπαρτου σε όλο το χώρο της Ακρόπολης. Στο τέλος του 1965 σημειώνει ότι περαιώθηκε η αποδελτίωση, φωτογράφιση και ταξινόμηση όλων των γλυπτών και των πώρινων αρχιτεκτονικών κομματιών από τις αποθήκες. Στο πρόγραμμα στερέωσης και διαμόρφωσης των αρχαιολογικών χώρων γύρω από την Ακρόπολη αξιοποιήθηκε η μεγάλη πείρα που ο Πλάτων είχε αποκτήσει στην Κρήτη. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1962 από το χώρο του Ασκληπιείου και επεκτάθηκαν ως τη Στοά του Ευμένους. Για να τονίσει την ενότητα του χώρου διαμόρφωσε την αρχαία οδό των Παναθηναίων συνδέοντας την Ακρόπολη με την Αρχαία Αγορά. Θετική υπήρξε και η εργασία στη Ρωμαϊκή Αγορά. Το οξύ πρόβλημα όμως ήταν η κατάσταση των ίδιων των μνημείων της Ακρόπολης. Με εισήγηση του Πλάτωνα δημιουργήθηκε το 1965 η «Επιτροπή Διασώσεως των Μνημείων Ακροπόλεως» που έμεινε ανενεργή. Δέκα χρόνια αργότερα, η «Ομάδα Εργασίας Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως» θα βαδίσει πάνω στα χνάρια του παλαιού του σχεδίου. Το 1975, ο Νικόλαος Πλάτων θα προεδρεύει στην Ομάδα που συγκροτείται για τη συντήρηση των μνημείων της Ακρόπολης και θα κρατήσει τη θέση ως το 1978. Για το Ερέχθειο, το μνημείο με τη μεγαλύτερη ανάγκη επέμβασης, συντάσσεται ογκώδης μελέτη, ένα διεθνές συνέδριο οργανώνεται το 1977 και τα εγκωμιαστικά σχόλια των εισηγητών συνιστούν θρίαμβο για τις προσπάθειες του Πλάτωνα και της Ομάδας του. Είναι η χρονιά που, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ρύπανσης, ομάδα Ελβετών πρότεινε να προστατευτεί όλος ο βράχος της Ακρόπολης κάτω από γυάλινο κάλυμμα. Το 1978 οι καθηγητικές υποχρεώσεις του Πλάτωνα τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από την προεδρία της «Ομάδας Εργασίας της Ακροπόλεως». Το έργο πάντως της αποκατάστασης του Ερεχθείου, που ολοκληρώθηκε το 1983, ήταν ασφαλώς για τον Νικόλαο Πλάτωνα η δικαίωση των προσπαθειών μιας εικοσαετίας.

Κριτήρια για χαρακτηρισμό κτιρίων ως διατηρητέων. Μια σωστή κίνηση από το ΥΠΕΧΩΔΕ Βασίλης Δωροβίνης

Η Ιερά Μονή Αρκαδίου στην Κρήτη. Τον Μάιο του 1999, το ΥΠΕΧΩΔΕ συγκρότησε ολιγομελή επιτροπή ειδικών, επιφορτισμένη με τη σύνταξη πορίσματος για τα κριτήρια χαρακτηρισμού κτιρίων ως διατηρητέων. Το πόρισμα, που ακολουθεί τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1577/85 (ΓΟΚ) και τις διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει και η Ελλάδα, παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1991. Τον Ιανουάριο του 1992 το Υπουργείο έστειλε τη σχετική εγκύκλιο σε κάθε αρμόδιο φορέα. Ο συγγραφέας εγκωμιάζει την πρωτοβουλία του ΥΠΕΧΩΔΕ και δημοσιεύει ολόκληρη την εγκύκλιο την οποία θεωρεί ασφαλή οδηγό. Ωστόσο, υπενθυμίζει ότι για την αποτελεσματική προστασία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς απαιτείται η ίδρυση Υπουργείου Περιβάλλοντος.

Αποτελέσματα του φωτογραφικού διαγωνισμού Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Παναγία η «Βρουντιώτισσας» (Μαντούδι). Εντοιχισμένο τμήμα μαρμάρινου επιστύλιου κοσμείται με το «μικρασιατικόν θέμα». Στον διαγωνισμό που συνδιοργάνωσαν η «Αρχαιολογία» και η «Εταιρεία Ευβοϊκών Μελετών» το βραβείο απέσπασαν οι κ.κ. Γ. Φαφούλης και Δ. Αποστόλου με τρεις φωτογραφίες άγνωστων ή παραγνωρισμένων αρχαιολογικών μνημείων της Εύβοιας. Πρόκειται για: α) ένα μετεωρόλιθο ή μεγαλιθικό κατάλοιπο της προϊστορικής Ηλιολατρείας στο Ξηρόν όρος, β) ένα εγχάρακτο «πλοίο» στο εκκλησάκι του Αρχάγγελου στο Χορτοκόπι και γ) τμήμα μαρμάρινου επιστυλίου, εντοιχισμένου στο εκκλησάκι της Παναγίας της «Βρουντιώτισσας» στο Μαντούδι, που κοσμείται με το «μικρασιατικόν θέμα».

Αρχαιολογία και ΣEΠ. Όλγα Δασίου

Πώς παρουσιάζει ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός (ΣΕΠ) το επάγγελμα του αρχαιολόγου; Μια αναζήτηση στην «βιβλιοθήκη του ΣΕΠ» αποκαλύπτει ότι σε κανένα από τα εγχειρίδια του καθηγητή για τις τάξεις Α΄, Β΄ και Γ΄ Γυμνασίου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα έντυπα. Ο μαθητής θα συναντήσει τον αρχαιολόγο στο δρόμο της εξόδου από το Λύκειο. Στο εγχειρίδιο «Δρόμοι μετά το Λύκειο», δύο επαγγελματικές προοπτικές ανοίγονται στους πτυχιούχους του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας: η πρώτη, η δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση, χαρακτηρίζεται ως «εργασία»•η δεύτερη, Αρχαιολογική Υπηρεσία, Αρχεία, Βιβλιοθήκες κ.ά., θεωρείται «απασχόληση». Για να γίνει κατανοητή αυτή η διατύπωση απαιτούνται κάποιες επισημάνσεις. Η πρώτη αφορά την επαγγελματική αποκατάσταση του αρχαιολόγου σε σχέση με την κατάσταση στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Πώς εξηγείται ότι η Υπηρεσία αριθμούσε μόνον 99 «μόνιμους» αρχαιολόγους στο τέλος της δεκαετίας του 1970; Την ίδια δεκαετία οι καθηγητές εφήρμοζαν στους φοιτητές που επέλεγαν το μάθημα της Αρχαιολογίας μια «τακτική αποθάρρυνσης». Άλλη παράμετρος είναι η ανύπαρκτη σχέση της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με την Αρχαιολογία. Ο νέος αρχαιολόγος καλείται ως «φιλόλογος» να διδάξει τα πάντα εκτός από αρχαιολογία, που δεν περιλαμβάνεται στη διδακτέα ύλη. Στον «Οδηγό των Επαγγελμάτων» του ΥΠΕΠΘ, ΚΕΜΕ, ΟΑΕΔ ο αρχαιολόγος παρουσιάζεται αντιφατικά: «ερευνητής-μελετητής των αρχαίων πολιτισμών» και ανασκαφέας, καταλογογράφος, ταξινομητής. Ο νέος άνθρωπος προειδοποιείται ότι θα εισέλθει σε χώρο στατικό, σχολαστικό, στον οποίο μάλιστα θα δοκιμάζεται και η φυσική του κατάσταση. Θα λέγαμε ότι το marketing λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά.

Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Το Μουσείο των μαστόρων της πέτρας στην Πυρσόγιαννη. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Το Κέντρο Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του ΥΠ.ΠΟ διοργανώνει τα προγράμματα «Η Γέννηση της Γραφής» και «Ο δημόσιος βίος του αθηναίου πολίτη τον 5ο αιώνα π.Χ.» - Από το ΥΠ.ΠΟ. αναμένεται η τελική απόφαση για τη διάσωση του αρχαίου θεάτρου–σταδίου της Θεσσαλονίκης

Εκθέσεις

Στις 12 Οκτωβρίου 1992 εγκαινιάστηκε έκθεση της Δημοτικής Πινακοθήκης με θέμα «Χάρτες και γκραβούρες της Μακεδονίας» - Στο Κίελο εκτέθηκαν τα αντίγραφα δύο έργων του Φειδία, της Αθηνάς Λημνίας και του Απόλλωνα Kasseler – Το Ιστορικό Μουσείο της Λωζάνης (Ελβετία) παρουσίασε ψηφιδωτά από τις απαρχές της τεχνικής αυτής ως τις μέρες μας

Συνέδρια

Με τον τίτλο «Ρύπανση και Παραδοσιακή Κληρονομιά (Pollution et Patrimoine) και υπότιτλο «Οι γιατροί της πέτρας» πραγματοποιήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθήνας γαλλοελληνική Συνάντηση στις 9-10 Νοεμβρίου 1992– Στις 2-3 Νοεμβρίου 1992 πραγματοποιήθηκε Ημερίδα με τίτλο «Η εξέλιξη της ξυλοναυπηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα»

Βιβλία – Περιοδικά

Στέλιος Ι. Κοψαχείλης, Η μουσική στην αρχαία Μακεδονία, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992 – Νίκος Χολέβας, Ο αρχιτέκτων Άγγ. Σιάγας, Α. Παπασωτηρίου, Αθήνα 1992 – Ο αριθμός 157 του περιοδικού L’Histoire(Ιούλιος-Αύγουστος 1992) είναι αφιερωμένος στο θέμα «Ειρήνη και Πόλεμος στη Μεσόγειο, από την ελληνική περιπέτεια στο ξύπνημα του Ισλάμ»

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Στην Αθήνα, 17-22 Μαΐου 1993, θα διεξαχθεί το 3ο Διεθνές Συμπόσιο της ASMOSIA (Association for the Study of Marble and Other Stones used in Antiquity) – Το ΣΤ’ Πανελλήνιο Συνέδριο Φυσικής που διοργανώνει η Ένωση Ελλήνων Φυσικών (18-21 Μαρτίου 1993) περιλαμβάνει στη θεματολογία του και θέματα Αρχαιομετρίας

Βιβλία – Περιοδικά

Στην Αρχαιολογική Εταιρεία παρουσιάστηκε στις 21 Οκτωβρίου 1992 το νέο βιβλίο The Wall-Paintings of Thera – W. Waelkens, N. Herz, L. Moens (επιμ.), Ancient Stones: Quarrying Trade and Provenance, «Acta Archaeologica Lovaniensia», Monographiae 4, Leuven, Belgium –Vegetation History and Archaeobotany, Berlin, Germany – The Holocene, Kent, U.K.

Θεωρητική αρχαιολογία στις αρχές της δεκαετίας του ´90: το 13ο συνέδριο του T.A.G. Γιάννης Χαμηλάκης

Αφίσα του 33ου συνεδρίου του TAG. Ο συγγραφέας παρουσιάζει το ετήσιο συνέδριο της «Ομάδας Θεωρητικής Αρχαιολογίας» (Theoretical Archaeology Group [TAG]), που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Leicester (16-19 Δεκεμβρίου 1991). Το TAG ιδρύθηκε το 1977 από αρχαιολόγους των Πανεπιστημίων του Sheffield και του Southampton. Η προσέλευση στα συνέδριά του παραμένει αμείωτη καθώς ενθαρρύνεται η παρουσίαση θεμάτων μάλλον ανοίκειων σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα και προσφέρεται βήμα διαλόγου, κριτικής και πολεμικής σε ένα ευρύτατο κοινό. Ενδεικτικά παρατίθενται τίτλοι και θεματικές ενότητες: «Τί είναι αυτό που το λένε αρχαιολογική επιστήμη;» όπου ξιφούλκησαν οι θιασώτες των δύο απόψεων περί αρχαιολογίας: είναι θετική ή καθαρά κοινωνική επιστήμη; «Χρησιμοποιώντας βιομοριακή αρχαιολογία», «Gender (γένος/φύλο), υλικότητα, γλώσσα και κείμενο», «Αρχαιολογία και σύνδεσμος ποδόσφαιρο», «Τα όρια της ερμηνείας στη μελέτη των ανθρώπινων σκελετών», «Μαρξιστικές προσεγγίσεις στην αρχαιολογία», «Γραπτές μαρτυρίες και αρχαιολογία», «Νέες τάσεις στην αρχαιολογία της Σλοβενίας», «Πολιτισμική κληρονομιά και Λόγος», «Η θεωρία στην πράξη». Άλλες συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από τις θεωρίες της αρχαιολογικής μάθησης, τις σχέσεις υλικής κουλτούρας και πολιτισμικής ταυτότητας, τα ζητήματα τοπίου και περιβάλλοντος ως κοινωνικής κατηγορίας. Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκε και η «αρχαιολογία της μετα-διαδικασίας» (post-processual archaeology), που αντιμετωπίζει τη «νέα αρχαιολογία» με γενικευμένη απορριπτική διάθεση. Ζητούμενο είναι μια συνθετική θεωρητική πρόταση που θα υπερβαίνει το θετικισμό, θα αξιοποιεί κριτικά τις τελευταίες μεθοδολογικές και θεωρητικές επιτεύξεις και, κυρίως, δεν θα αναπαράγει παραδοσιακούς τρόπους σκέψης.

English summaries: A red-figured crater from the Athenian Agora Olympia Theophanopoulou

The harmony in shape and size as well as the elegance of the painting are the characteristic features of the red-figured Attic vases.These represent the highest achievement in the evolution of Greek pottery and provoke our admiration for their creators and the high cultural standards they reveal. A column-shaped crater from the Athenian Agora has been chosen to show the various stages of pottery making: the preparation of the proper clay, the shaping of the earthenware vessel, the crucial phase of firing, the special emphasis given to the black glazing. The primary objective of restoing ancient objects lies in their best possible preservation, therefore the relevant work in the case of the forementioned crater included the cleaning of its pieces (removal of older conservation material, washing), their joining together and, for the better balancing of the vase, the reconstruction with modern methods of small missing parts. The use of proper conservation materials is of great importance for the future protection and preservation of the object. The full reconstruction of a vase must be made with the outmost discretion and finest craftsmanship so that the modern interventions will neither attract the attention of the beholder nor will disturb the overall aesthetics of the work of art.

How the iron clamps and dowels of the temples of the Athenian Acropolis have resisted century-long corrosion Yanis Varoufakis

The writer examines the iron clamps and dowels of the Parthenon and the Erechthion from a metallurgical and chemical perspective. The investigation has led to very significant results regarding: a) the possible number of strips used as raw material, and b) the procedure followed by the ancient Greeks of welding them into a plate and subsequently into final double-T clamps or dowels. It turns out that they seem to have intentionally employed a combination of mild and hard steel strips welded together by hot hammering. Occasionally, a hard steel strip would be sandwiched between two mild iron ones or a medium iron strip between two hard steel layers. Macro-investigation of longitudinal inner sections of these clamps proved useful in assessing their structure as compared to the conventional analysis confined to their external surface. The reason is that overlapping, caused during hot shaping, often produces false images which are easily misconstrued. Extensive chemical analyses revealed that impurities were extremely low, especially sulphur content (0.005%).This must have had increasingly effected their high corrosion resistance. On the contrary, mild structural steel used by the Balanos team during restoration, and containing more than 10 times as much sulphur, showed a weak corrosion resistance with the known detrimental consequences on the monuments of Acropolis. The high corrosion resistance of the ancient clamps and dowels suggests that iron ores of high purity must have been used as raw material. Investigation carried out by the writer strengthens the view that such clean ores could exist at Lavrion at that remote time, but most propably they were also imported from other parts of Greece or abroad. Laconia may have been a principal source of rich and clean ores, and the writer does not think that the then existing political tension between Athens-Sparta would have stood as an obstacle to their commercial relations. Finally, he hopes that this research will fill in some of the gaps in our understanding of iron working in Greek antiquity.

Elateia Fanouria Dakoronia

In antiquity Elateia was the capital of Phokis and second only to Delphi in significance. The valley of Elateia has been famous for its fertility since ancient times, while its strategic position as a key-city in the conquest of southern Greece and the mainland became the reason for its entanglement in almost all the wars of antiquity.This resulted in its being destroyed and rebuilt in succession. Elateia occupies a significant position in the prehistory of Greece, since some of the older sites of the Neolithic period have been located here. The excavations in the cemetery of vaulted tombs at Alonaki, which date from the Mycenaean years, confirm that, at least since the early fourteenth century BC, Elateia has been an active participant in the civilization that goes by the same name. In the classic period Elateia was still an important city. The excavations of its cemetery, which lies far from the Neolithic one, had been planned in three phases and were completed in 1991. At the end of each excavational phase, the participating archaeologists organized a special briefing for the inhabitants, an initiative that proved to be very successful in many ways. It stirred the enthusiasm of the locals and multiplied the interest in their cultural heritage; as a result smuggling, the scourge of antiquities, decreased while cases of handing over findings or pointing out the location of unknown antique works or archaeological sites increased impressively. The entire excavational enterprise had the rnaterial and moral support of the mayor of Elateia Mr. G. Goghos and the council of the city who also funded the recent exhibition of photographs and effigies of archaeological items found mainly in the Greek-Austrian excavation at Alonaki.

The reconstruction of the later painting decoration of Hagia Sophia in Thessaloniki Demetra Kamaraki, Pelagia Astreinidou

The church of Hagia Sophia in Thessaloniki was deserted after its destruction by fire in 1890. Almost two decades later the Ottoman administration, decided to undertake a full-time reconstruction of the monument. This great enterprise was carried out between the years 1907-1911 and was supervised by the celebrated byzantinologist Charles Diehl. A note written and addressed to the Academie des Inscriptions on January 17 1908 by M. Le Tourneau, who started the relevant work on the mosaic decoration of the church in 1907, supplies information on the course of the works in Hagia Sophia, undertaken by the French.

Traditional religious architecture in Kephallonia Elias Beriatos

The religious architecture of Kephallonia has, unfortunately, been overlooked . Nevertheless, the thorough study of the existing monuments combined with research on the relevant archive material can supply sufficient data for the comparison of the local architecture with that of the other Ionian islands so as to arrive at significant conclusions.

An itinerary in the post-Byzantine churches of Phthiotida Christos Panousakis, Rosalie Christodoulopoulou

The itinerary presented in this article is the first publication of material collected during the years 1988-1991 in the framework of a research programme of the Athens Polytechnic having as its final objective the publication of full documentation of the Post-Byzantine and later eccestiastical monuments of Greece. Professor Ch. Bouras was responsible for coordinating this collective effort. The time span of the research was limited to the period between 1453 and 1830 and the subject was defined in the full documentation of the architectural physiognomy of the ecclesiastical monuments with no reference whatsoever to their painting. The presentation of ecclesiastical edifices will be confined in this article to the ones located in the region of Locrida and Phthiotida.

The old National Printing-House in Athens Katerina Korre-Zografou, Katerina Montsiou-Tokatlidi

The original Othonian building was constructed in 1834-35 by the royal architect Joseph Hoffer, to house the printing and lithographic offices. In 1854, when I. Karpounis was director, the second storey of the building was burned to ashes by a fire.Having been superficially repaired it remained as a single-storey building for 78 years. Around 1890 the facades were extensively repaired and the building was enlarged by certain additions to its rear. In 1905-6 the National Printing House, so-called since 1863 , having been housed in the building of Stadiou Street for 72 whole years, was transferred to the newly built building on Kapodistriou Street. In 1931-32 the old Printing-House acquired an entire second storey, according to the plans of Phoebus Zoukis. architect of the Service of Public Edifices. In its new renovated form the building has housed certain services of the Royal Court of Athens. In order to document the architectural transformations of the building and the city-planning changes of the block to which it belongs, both a thorough research of the building itself was required and research in archives and libraries.Relevant informative data and illustrative material was thus collected.

Theoretical archaeology in the early 1990s. The 13th congress of TAG Yannis Hamilakis

Theoretical archaeology as an independent discipline does not really exist simply because each archaeological activity has its theoretical aspects regardless of how practical it is. If one declares that he is not interested in what is called theoretical archaeology but only in the "right" discovery, presentation and study of data, this in itself is a theoretical attitude with various consequences. The excavation, being the practical side of archaeology par excellence, can and has to be analyzed theoretically.The criteria for choosing the area to be excavated and the entire planning, the excavational method, the consideration or dismissal of the so-called taphonomic factors which alter the nature and modify the territorial co-ordinates of the material, all have as prerequisites a series of theoretical processes.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αρχαία Eλληνικά νομίσματα (ΙΙΙ) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Κεφάλι της Αρέθουσας, νύμφης που ήρθε από την Πελοπόννησο στην Ορτυγία, σε νόμισμα των Συρακουσών της κλασικής περιόδου. Στους κλασικούς χρόνους, οι κοπές της Σικελίας, συνυφασμένες με σπουδαία ιστορικά γεγονότα, κατέχουν την πρώτη θέση. Τα τετράδραχμα της Αθήνας εγγυήθηκαν τη σταθερή τους συναλλαγματική αξία και με την παγίωση της εικόνας της πρώτης τους κοπής το 480 π.Χ. Οι κεφαλές, πάντα στην κύρια όψη των νομισμάτων, αποδίδονται σε έκτυπο ανάγλυφο. Η ελληνιστική περίοδος αίρει τους περιορισμούς που απαγόρευαν την απεικόνιση της προσωπογραφίας ενός ηγέτη. Η κατασκευή ελληνικών νομισμάτων ναι μεν έπαψε με την εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τα ίχνη της όμως διακρίνονται στις απεικονίσεις της κεφαλής του δυνάστη στην κύρια όψη και αντιγράφων ελληνικών έργων, όπως το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία.

Τεύχος 93, Δεκέμβριος 2004 No. of pages: 178
Κύριο Θέμα: Αρχαίες ρίζες της χοροθεραπείας στην Ελλάδα και στην Ινδία Λήδα Shantala

Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί. Διδασκαλία και καλλιτεχνική έκφραση Λευτέρης Δρανδάκης

Ο χορός στο λαϊκό παραμύθι Βάσια Ιγνατίου-Καραμανώλη

Σκηνικά και κοστούμια. Ο ρόλος τους στο κλασικό μπαλέτο και στον μοντέρνο χορό Κατερίνα Καμπανέλλη

Ο χορός στην εγκύκλιο παιδεία Ρένα Λουτζάκη

Βιβλιογραφία για το χορό Ρένα Λουτζάκη

Απόλλωνας και Διόνυσος: Το χορεύον πνεύμα Αιμιλία Μπουρίτη

Θεσμοί και φορείς του σύγχρονου χορού. Ένα σύστημα με δυσλειτουργίες Χριστίνα Πολυχρονιάδου

Παράδοση και νεωτερικότητα στο χορό Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη

Ο χορός στη σύγχρονη εποχή Κατερίνα Τσεκούρα

Για μια ελληνική ιστορία του χορού Μαρία Τσούτσουρα

Η χορογραφία στο αρχαίο δράμα. Η προσφορά της Εύας Palmer-Σικελιανού Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ

Άλλα θέματα: Η Νύσα στον Μαίανδρο Θάνος Γ. Παπαθανασόπουλος

Ο μήνας του αρχαίου μαραθωνοδρόμου Χρήστος Διονυσόπουλος

Δέκα βήματα για να υιοθετήσει το σχολείο ένα μνημείο Σταύρος Γρόσδος

Οι δημόσιες γαίες ως παράγοντας χωροθέτησης στην οθωνική Αθήνα Διονύσιος Ρουμπιέν

Τα λαϊκά μοτίβα στην τέχνη του χιώτη χαράκτη Νίκου Γιαλούρη Αναστασία Μανδάλα

Ζητήματα μυθολογίας με αφορμή ένα μύθο και μια έκθεση Δήμητρα Μήττα

Έργα ζωγραφικής του Δ. Γιολδάση από τη συλλογή του Δήμου Καρδίτσας (Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας). Προβλήματα παθολογίας και συντήρησης Δήμητρα Λαζίδου

Ιστορικές και νομισματικές νότες της αρχαίας Μεθώνης: Πήδασος, Μοθώνη ή Μεθώνη; Παναγιώτης Φουτάκης

Παράσταση πλοίου και Σκύλλας σε όστρακο της συλλογής Χάρη Τζάλλα Μενέλαος Χριστόπουλος

Μουσείο: Η συλλογή φαγεντιανών του Μουσείου Μπενάκη Λένα Κωνσταντέλλου

Η Νέα Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας: το ιστορικό πρόσκτησης των συλλογών Μάγδα Κουμπαρέλου

Μουσείο Ελευσίνας Καλλιόπη Παπαγγελή

Η Νέα Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας: η μουσειογραφική πραγμάτευση της επανέκθεσης Φωτεινή Λέκκα

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Διάλογος παρόντος-παρελθόντος Αντρέας Ιωαννίδης

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές αναγνωστών Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Νεκρολογία: Ο Gottfried Gruben στο πάνθεον των αρχαιολόγων Wolfram Hoepfner

Από το Journal of Mediterranean Archaeology, τεύχος 16/2 (2003) Σοφία Αντωνιάδου

Πληροφορική: Ανταπόκριση από το συνέδριο ICHIM Berlin 04 Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το χρονικό του Τατοΐου Κώστας Μ. Σταματόπουλος

English summaries: Tradition and Modernity in Dance Marica Rombou-Levidi

The article deals with the interpretation of the terms “traditional” and "artistic” dance, which express the "traditional" and "modern" society, respectively. The differences between he two kinds of dance expression are also stressed, which, according to the authors opinion, do not simply constitute varieties of form, but also dissimilarities of content and refer equally to the process of dance creation and dance performance. Furthermore, the social as well as the aesthetic aspects of dance are examined since the are considered to be interrelated. Special reference is made to the more or less hybrid phenomenon of the revival of traditional dance through the ideological-cultural framework and the institutions of modern society. Finally, the problems rising from the coexistence of these dance expressions are discussed aiming at a more elucidating interpretation of dance in our days.

Dance in modern times Katerina Tsekoura

The social and cultural aspect of dance. The revival of traditional dance in modern society. Greek history as a source of inspiration in Greek dance. Eva Sikelianos’ Dance once again at the “heart” of the staging of Tragedy. Apollo and Dionysos, cosmic “principles and dynamics” linked in an unbroken line to the body, to nature, dance and the arts. The sacred element found in the dances of both Greece and India. Dance in folktales as present in joyful events and as a guide for initiation into a world of magic. The choreographers and dancers who influenced dance costumes and sets. The problems faced by the dance profession in Greece. Dance as a heading in eight encyclopedias. Bibliography on dance.

Greek traditional dances. How they are taught and their artistic expression Lefteris Drandakis

A peculiar phenomenon in our day and age is the abundance of dance groups performing Greek traditional dances. It is a feature of modern Greek society which, however, cannot be easily interpreted. The dance group of the Lyceum of Greek Women, is composed of volunteer dancers and is one of the best known artistic groups whose history can be traced back to the early 20th century. Today it is counted among the pioneering dance groups that seek modern forms of artistic expression through research into folk song, other traditional dance groups and Greek folk festivals and ceremonies in general. The Lyceum of Greek Women, being a society with annexes all over the country, teaches Greek dances in a similar way to hundreds of other societies and cultural associations, most of which appeared after the beginning of the 1970ies. Dance groups with a repertory of dances from all over Greece as well as dance companies with members who are mature in age, are active throughout Greece today, aiming at the preservation and enhancement of the purely local repertoire. As a result of this there is a surplus of dance performances, since almost anyone can stage them, of a doubtful quality. The teachers of dance at the various associations are mainly graduates of the Academy of Gymnastics, specialising in Greek dances. There also exists another kind of teacher, older experienced dancers, ex-members of voluntary or semi-professional dance groups in the country. Cultural associations today exist, not only in urban centres, but also in small villages where excellent teachers of traditional dances can be found. Such teachers promote local music and dance repertoire, and at the same time teach their students that Greek dance is not only a theatrical performance but a lively part of Greek reality and a way of expressing oneself in the modern world.

An approach to the Greek history of dance Maria Tsoutsoura

The creation or even the forming of a plan of a substantial history of dance meets with considerable obstacles due to the peculiarities of Greek history. If one is to read published monographs on 20th century trends in Greek dance, one sees that ballet appeared almost illicitly in the first decades of the century and developed gradually. One also reads of the romantic adulation of ancient Greece in the Delphic Festivals (1927, 1930). These Festivals made artistic dance socially acceptable. Then dance became established through eurythmics and its contribution to ancient drama “orchesis” which brought an altogether new interpretation to the classical ideal. In the second half of the 20th century, an attempt was made for artistic dance in Greece to keep pace with Western trends, in relation with Greek morals and aesthetic. It thus appears that classical education in Greece stands diametrically opposed to a classical education in dance. However, some of the most original dance performances in Greece were achieved when Greek artists dared to integrate, through modern means, inspirations coming from a Greek, historical past.

Choreography in the Ancient Drama: The Contribution of Eve Palmer-Sikelianos Eleni Fessa-Emmanuel

The article deals with the contribution of Eve Palmer – Sikelianos to the Choreography of the ancient drama by focussing on two issues. First, the historic significance of Eve’s innovation regarding the stage approach to chorus in two Aeschylean tragedies, Prometheus Bound and the Suppliants, which were presented in the ancient Theatre of Delphi in the framework of the Delphic Festival of 1927 and 1930. Second the fertile influence of Eve on the pioneers of Greek choreography and ancient drama, the gifted disciples of the great paedagogist Koula Pratsika coryphaia of the chorus in the first Delphic Festival that is Loukia Kokkinioti-Sakellariou, Rallou Manou, Aghapi Evangelidou, Maria Diamantidou, Maria Horse, Maria Kyrighou. They have laid the foundations of the two Greek schools of choreography of ancient drama, the Neo-classical school of the National Theatre and the anti-academic school of the Karolos Koun’s Theatre of Art. The specific reference and comments are made on the following topics the cultural framework of the Neo-romantic enterprise of the American lady lover of ancient Greece an its relation with the utopian Delphic idea of her husband, the poet Angelos Sikelianos, the artistic genius and the infectious passion of Eve and her pioneering effort to elevate the signing and dancing chorus to the position of the protagonist of the performance Prometheus Bound in the first Delphic Festival (1927), the stage handling of the chorus in the performance of Prometheus and the Suppliants staged in the framework of the second Delphic Festival (19130). Finally, the basic shortcomings as well as the achievements of Eve’s approach to the role of chorus in the ancient drama are pinpointed. Her significant contribution can be better appreciated if we bear in mind that she was the first to undertake the task to re-established chorus, the “heart” of ancient Greek tragedy as a dancing playing and signing ensemble.

Apollo and Dionysus: the Dancing Spirit Emilia Bouriti

The article refers to a postgraduate research program, carried out: a. in Great Britain (University of Brighton, b. in Greece (Delphi museum and archaeological site, on Siphnos island – Chrysopigi district and Folk Art Museum, Athens – Museum of Cycladic Art and Superior School of Fine Arts, Library) and c. in Czechia (Prague – the Dancan Dance Center). In this research Apollo and Dionysus are approached as universal principles and their characteristics related to body and nature, dance and the representation arts. The research ended up with the presentation of an installation and video work and its main conclusions were: Apollo: He is the god of light and proportion. The spinal column is his point of connection with the body, stretching and raising are his kinesiologic elements. Dionysus: He is the earth god, the spirit of the species. The abdominal area is his point of connection with the body, twisting, curving and circular movement are his kinesiologic elements. In the art of sculpture, the Cycladic idols can be regarded as examples of the Apollonian pose and movement, while the Boeotian idols can serve as examples of the Dionysian one. The artist has to go through a process of catharsis and purification in order to become in tune with the universal principles, the Apollonian and the Dionysian ones, and to be able to express them artistically.  

The Ancient Roots of Dance-therapy in Greece and India Lida Shantala

Ancient Greeks and Indians equally honored and enjoyed dance in similar ways. They believed that dance had a divine origin. it was a gift from gods to humans and at the same time a common way of communication. In Greek and Hindu art and literature all the deities and the supernatural beings are very often represented dancing, therefore it is not strange that both civilizations have regarded gods as the first teachers of dance. Dance was an Indispensable component of the rituals of the ancient Greek mysteries and was accompanying every invitation rite. As a result, the artistic rite creates the path, opens the inner human world and is in itself transmuted to a transition, by revealing the inner dimension of the spiritual existence. Dance (χορός) according to Plato, derives from the word joy (χαρά) and springs from the desire of the young people to express sentiments, especially sentiments of joy, through the movement of their bodies. He also considers dance as the evolution of the mimicry of the words through gesticulation. The ancient Greek word orchesis had a broader meaning than the word dance has today and it was closer in meaning to the Sanskritic word Natya that signifies rhythmic movements of every kind, of hands, feet, eyes and of the entire body in general. So much for the ancient Greeks as much for the lndians art possesses great healing abilities, since it can purify both the artist and his audience. It is considered to be spiritual path, a shantana, of self-knowledge and self-consciousness that leads to the Eternal, the Immovable, the Shapeless and, nevertheless, the Moving God the sacred art of dancinq has died in Greece, but it continues to exist in India, where it is transmitted from teacher to discipline until today.  

Dance in the Folk Fairy-tale Vassia Ignatiou-Karamanoli

Dance is introduced in the folk fairy-tale sometimes in order to describe the social life of a community, as the consequence of a social cause, and sometimes in order to initiate an audience to the realm of magic and in order a smooth social integration to be achieved. The fairy- tale utilizes dance so as to transmit to its audience the social representation of the two sexes, the procedure of choosing a sex partner and the delegalization of the secular authority, which can be achieved through a carnival Anschauung of the structure of society.

Stage Settings and Costumes: Their Role in the Classical Ballet and Modern Dance Katerina Kambanelli

Dance over the centuries has gained a position equal to the other top forms of art, since it has covered the human need for expression and has played a religious, ritual role among the primitive and ancient people.In this framework, the integration of stage settings and costumes in dance has passed various phases. The stage settings, from decorative elements - signifying place and time- became functional and practical and components, suggestive of a certain ambiance. The costumes, from accurate conveyors of an epoch ended up to a plain minimalism, moving and dancing along with the performer. In the twentieth century, the role of stage settings and costumes in modern dance is to form the fertile surroundings and to offer creative inspiration to the choreographer and dancer in their performance. Marie Sallé, Marie Medina, Maria Tagliori, Isadora Duncan, Serge Diaghilev, Alvin Nikolai, Luis Falco, Jerome Robins, Maurice Béjart, the Momix are some of the choreographers and dancers who contributed their important work and daring imagination to the evolution of dance stage settings and costumers and guided the setting and costume design to their present achievements.  

Institutions and Bodies of Modern Dance: A Malfunctioning System Christina Polychroniadou

A series of institutions and bodies that produce and employ the human power of dance set up the contemporary dance reality in Greece. Dancers, teachers of dance and choreographers graduate from schools that offer the basic knowledge of the field and promise them the career they desire. However, this system presents malfunctions In absorbing the young people, since, as soon as they graduate full of dreams, they face the hard reality of unemployment, because the opportunities for a professional career are extremely limited. An art bound by the gears of bureaucracy, the shortage of substantial financial support and the lack of confidence on the part of the governmental bodies, has to find ways to release Itself from a long past of indifference. The future actions and plans of the private or public sector should take into consideration: the demand for creation of new institutions and bodies that will function in parallel with the existing ones that enjoy international recognition: the decentralization of dance bodies and the participation of more public bodies, besides the Ministry of Culture, in the financial assistance to dance: the creation of additional jobs and opportunities for the absorption of the unemployed professionals; the possibility for a broader, of a university level education, so that dance studies to obtain a better background than simple practice. And above all, good humor and fellow -feeling from and to the colleagues dance professionals, a decisive factor for every fruitful creation.  

The bibliography of dance Irene Loutzaki

The bibliography cited in this article exclusively comprises monographs on dance. Written by Greek and foreign authors they deal with the different kinds of dance that prevail in Greece and are taught in the numerous schools for professional and amateur dancers, in dance associations and in the various relevant university departments. Also included are works that have been translated into Greek and refer more generally to the question of dance. The bibliography covers the period from 1835 to the present day, when dance has been promoted to an art form important to culture and education and has become an interesting subject of study.

Contribution to the Study of Dance Bibliography: the School Curriculum Irene Loutzaki

In the field 0f Greek Lexicography, where the words derive the one from the other and the senses slide from one meaning to another, the encyclopaedia, as source of knowledge, IS enhanced into an organic part of the historic course of the term "dance". The information sources present, however, a great dissemination as regards both time and objectives. Thus, we have tried to describe the meaning 0f "dance", on an index based research in eight selected Greek encyclopaedias that span from 1898 to the present day, in order to: a find out 'the way in which the encyclopaedists approach and interpret the term "dance", and how they transmute it, and b. investigate the degree of convergence/divergence among the recommended works. it should be noted that for the better understanding of the entries studied so far, which refer to actual situations, It is necessary to know when and by whom they have been written. The remark s, descriptions and reasoning of the compilers can, undoubtedly, be evaluated, if we consider the actual time of their research and writing. In our case it covers the period of the first generation of encyclopaedias, that is the years between 1898 and 1950 as well as the critical phase of the second generation, spanning from the middle of 1964 to 1994 and leading to the new era of dance.

The Month of the Ancient Marathon Runner Christos Dionyssopoulos

The identification of the month of the year 490 B.C., in which the ancient Marathon runner "flied" to bring the victorious message to Athens, is directly connected with the precise dating of he Marathon battle. Calculating on the basis of the Spartan calendar which commenced on the first new moon after the autumnal equinox, and speculating that the battle was conducted in the month of Karneios as well as the Spartan year 491/490 Included an inserted month, we find out that Karneios, which regularly is the eleventh month of the Spartan calendar, has become, owing to the insertion, the twelfth month. Therefore, it started on 27 August and not on 26 July, as Professor D.W. Olson and his team have proposed. As regards the Attic calendar, the summer solstice of the year 490 B.C. is astronomically observed at 04.16 hours of 29 June and the new moon of the month at 02.39 hours of 27 June. However, this moon was observable at 21:45 hours of 29 June. Therefore, this date follows the summer solstice and must be identified with the first moon of the Attic year 90/489 and not to the month Meageitnion, the second month of the Attic calendar, begins on 28 July, and Boedromion, he third month, on 27 August, 490 B.C. As a result, the month Karnelos of the Spartan calendar corresponds to the month Boedromion of the Attic year 490/489 and not to the month Metageitnion as Professor A. Boeckh has suggested. Thus, according to the aforementioned calculations, we propose the following dating: Karn./Boed. Sept. 490 B.C. 14 9/10 full moon 15 10/11 end of Karneian Festival 16 11/12 departure of the Lacedaemonians from Sparta 7 12/13 Marathon battle, dispatching of messenger to Athens 18 13/14 arrival of Lacedaemonians to Athens Conclusively, according to both the Attic and the Spartan calendars, the ancient Marathon runner run in September of 490 B.C.  

The Faience Collection of the Benaki Museum Lena Konstantellou

The Faience Collection of the Benaki Museum in Athens comprises about 220 items-shreds, tiles, figurines, pendants etc. These objects were brought in Egypt and were donated to the museum by Loukas Benakis mainly between the years 1959 and 1977. Faience, a fine variety of highly colored pottery, appears primarily in Egypt (in the Pre-dynastic period, 4000-3100 B.C.) and is widely used during the Pharaonic, Hellenistic and Roman era until the Arabic invasion (640 ad). The pottery represents the main group of the collection and includes intact and fragmentary vases that have a relief, incised or embossed decoration; two oenochoai shreds from the Ptolemaic period and a fragment showing a satyr’s head in relief also belong to this category. Certain pieces are inscribed with hieroglyphics, while for most of them the color, the rendering of the relief, low and high, as well as the survival of Egyptian motives, such as the lotus flower, rosettes or iconographic subjects, such as the elephant and the Griffith, serve as the main criteria for their dating. The self-proclamation of Ptolemy, the satrap of Persia, as King of Egypt in 305 B.C., signals a new era for the Nilotic country, during which the crucial staff positions of the kingdom are occupied by Greeks and along with the Greek deities, who have been introduced to Egypt since the 7th century B.C., the Egyptian goods are worshipped.

Nyssa by River Meander Thanos Papathanassopoulos

The author of the article considers the foundation of a Greek Archaeological School in Turkey more than necessary, since its objective can be the research of the extant monuments of the ancient Greek civilization in this country. In addition, he refers briefly to the historical and archaeological interest that Nyssa presents being the only one among the numerous ancient Greek towns of Asia Minor that was excavated during the years 1921-1922 by the Greek archaeologist K. Kourouniotis. The agora, the gymnasium, the theatre and the aqueduct of Nyssa give a complete picture of the major components of the ancient Greek polis. If to these edifices we add the thermae, the amphitheatre and the library that decorated the city during the Roman period, then we can conceive the significance and vigor Nyssa once had.

An Aquatic Representation on a Vase Fragment in the Harry Tzalas Collection Menelaos Christopoulos

The article deals with a vase fragment, dating from the late 1st to the early 2nd century ad, in the Harry Tzalas Collection. It is decorated with a ship and a figure bearing the characteristic features of the mythical Skylla, a scene obviously representing the relevant episode from Ulysses’ adventures narrated in the Odyssey. The study of the embellishment technique (terra sigillata), the popularity of the SkylIa theme in relief pottery decoration and in sculpture from the 6th century B.C. to the 2nd century ad, as well as the artistic and literary trends of the period suggest that the choice of he subject decorating the vase, to which this fragment belongs, has been influenced by the maritime adventures encountered in many works of Greek literature, which follow the stream of literary classicism that prevails during he Second Sophistic (1st- 3rd century ad).  

Historical and Numismatic Notes from the Ancient Modon. Pedasos, Mothone or Methone? Panayotis Foutakis

Although archaeological evidence has not yet been found which could have corroborated Strabo’s and Pausanias’ statements that Modon is the Homeric town of Pedasos, there are certain historical events that define Modon as a fortified post In antiquity. Furthermore, the way ancient historians and chroniclers refer to this town proves that the official name of the city during the Classical, Hellenistic and Roman era, until the 2nd century ad was Methone. This article establishes this historical evidence, presents a list of ancient coins of Modon, presently scattered in various collections, and offers a new argument regarding the correct name of he place. The identity of Modon is therefore brought up in a more authentic way. Even if such an argument about remote times could be heard as distant echo, it can hopefully come into music.    

Public Land: A Factor for the Location of Public Buildings in Ottonian Athens Dionysios Roubien

Immediately after the transfer of the Greek capital to Athens, the government declared its intention of defining the location of public buildings and of starting their erection as soon as possible. However, it soon became apparent that its plan stumbled over the almost complete absence of public land in Athens and the lack of financial resources for purchasing the necessary land, the price of which skyrocketed when the city became the capital of the modern Greek state. Thus, the basic source of land in Athens became the donations as well as the expropriations in arbitrarily low prices. Nevertheless, the financial weakness of the state in combination with the lack of organization resulted to the accumulation, even for decades, of numerous applications for indemnity, submitted by the affected landowners. In order this unhappy, complex situation to be handled, an attempt was made the use of private land to be avoided. The few public buildings, which had to be erected by the government immediately after its arrival in the new capital, should be built anywhere where public ground existed or could be bought in the lowest possible price. This information that public land in the new city was almost non-existent may explain the confinement of the first public buildings in the old sector of Athens. Later, however, the high prices of the central plots played a decisive role in the gradual transfer of the public buildings away from the center. As a result, none of the interiors concerning the rational and uniform planning of the location of public buildings, as they were expressed in every town plan, was materialized. In addition, the lack of financial resources led to the shrinkage of the town plan, through the reduction of the width of streets and public areas as well as of grounds to be excavated, in order the cost of indemnities to be decreased. In a state with limited potentials, such as Greece, the financial factor had the final word.

Ten Steps for the adoption of a Monument Stavros Grosdos

The program “The School adopts a Monument” was implemented in various cities of the European Union. It is addressed to he pupils of Primary School and Its main aim is to focus the Interest and awareness of local communities on the issue of the protection of cultural heritage. The children “take under their protection” a near-by monument, by undertaking its thorough study, and make it known to their broader local community. The activities relevant to the adoption of a monument are developed in ten phases and are expanded in the school curriculum, by introducing subjects such as Modern Greek Language, History and Art.

Issues of Mythology and Methodology on the Occasion of a Myth and an Exhibition Dimitra Mitta

On the occasion of the Hercules’ Exhibition, housed in the Goulandris Museum of Natural History (February 2004-June 2005), the issue is probed whether a reliable method of approaching myths exists. If we consider the time necessary for the formation of a myth as well as the myth differentiations occurring In the sources of ancient Greek literature, then we can suggest the following: the approach to myths, particularly to these that have survived and have inspired various artistic expressions until to day, should be made according to the conditions prevailing in the time of their creation or recreation; It must also reveal the successive phases of the formation of myths as well as the reasons for their occasional differentiation. This theoretical issue, like others, such as the model for the formation of myth versions, can be demonstrated, for example, through the myth of Hercules in whose personality events of centuries are compressed. We also attempt to present a brief "prehistory” of the Olympic Games until their final formation. Thus, the role of he Idaean and the Argeian Hercules and of the rest “founders" of he Games is elucidated and the religious and political differences among the ancient tribes who have related their history with the region of Olympia, the birthplace of the Olympic Games, and the Olympia, the panhellenic games, are underlined.  

The New Municipal Art Gallery of Karditsa Magda Koumbarellou, Foteini Lekka, Dimitra Lazidou

The Municipal Art Gallery of Karditsa, founded in 1993, comprises works of mainly Karditsa-born painters, among whom two personalities of the generation of the 1930s prevail: Dimitris Gioldasis (1897-1993) and Giorgos Valtadoros (1897-1930). The enrichment of its collections in recent years was oriented towards acquiring modern works, regardless of the artist’ origin, and coincided with donations of similar philosophy. A priority of equal importance to the renovation of the style of the building was the safeguarding of the extending museum treasures through restoration. The most difficult phase of the restoration has to do with the Gioldasis’ Collection, since many works of this group had a painting underlayer of interior quality and had been kept in appropriate conditions until their donation to the Art Gallery. The restoration work performed was both preventive – controlled conditions in the new storage rooms – and remedial –lining and overall aesthetic rehabilitation of the paintings, in accordance with the painting materials already used. The housing of the Municipal Art Gallery in its new building in the summer of 2000 brought to the limelight a series of problems created so much by the physiognomy of a completed building and the limitations it imposed, as much by the museological needs dictated by the collections. A group of experts has decisively contributed to the successful handing of both the artistic material and the space function, in relation to the local community and the presumptive visitors of the Art Gallery.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Οι αρχαίοι θεοί: Ο Δίας και η Λήδα Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 33, Δεκέμβριος 1989 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Δίον: Το χρονικό των ανασκαφών Δημήτρης Παντερμαλής

Νερά από τις πηγές στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. ΠΑΕ 1931, σελ. 45, εικ. 2. Τα αρχαία ερείπια κοντά στο χωριό Μαλαθριά της Πιερίας ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ότι ανήκαν στην πόλη του Δίου. Το Δίον, αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τον 10o αιώνα, το σημειώνουν οι χάρτες του 17ου και 18ου αιώνα. Τον 19ο αιώνα, ο άγγλος περιηγητής W.M. Leake το εισάγει στην αρχαιολογική βιβλιογραφία. Το 1876 ο L. Heuzey δημοσιεύει επιγραφικά μνημεία του Δίου και ο Γ.Π. Οικονόμος, το 1915, δημοσιεύει 59 επιγραφές. Το χρονικό των ανασκαφών αρχίζει το 1928 με τον Γ. Σωτηριάδη, που επιζητούσε να εντοπίσει το τέμενος του Ολυμπίου Διός. Ο ανασκαφέας περιγράφει γλαφυρά τον κίνδυνο του ελώδους πυρετού που τους υποχρέωνε σε τακτικές δόσεις κινίνης ή τον αγώνα του για την περισυλλογή φορητών αντικειμένων από το χώρο και το τείχος του Δίου που οι ντόπιοι είχαν χρησιμοποιήσει ως οικοδομικά υλικά και αρνούνταν να τα επιστρέψουν. «Ούτω εκ της καλύβης μιας κακοβούλου γραίας μόλις ηδυνήθην βία ν’ αποσπάσω ένα ενεπίγραφον λίθον χρησιμεύοντα ως πλάκα της εστίας, επί της οποίας έκαιε το πυρ». Ύστερα από διακοπή τριάντα χρόνων, την ανασκαφή του Δίου ξαναζωντανεύει με την επιμονή και τη διαίσθησή του ο Γ. Μπακαλάκης, που ερευνά συστηματικά την περιοχή, τον οχυρωματικό περίβολο, το θέατρο των αυτοκρατορικών χρόνων. Το 1973 τις ανασκαφές αναλαμβάνει ο Δ. Παντερμαλής που επικεντρώνει την έρευνα στα ιερά και τη λατρεία, στα δημόσια κτίρια και τα ιδιωτικά σπίτια και, τέλος, στο νεκροταφείο.

Δίον: Το ιερό του Ολυμπίου Διός Δημήτρης Παντερμαλής

Κεφαλή του Βαφύρα, της προσωποποιημένης μορφής του ποτάλιου θεού του Δίου. 2ος αι. μ.Χ. Ο Ολύμπιος Δίας, με τις Μούσες να στέκονται ισότιμα πλάι του, βρισκόταν στην κορυφή του επίσημου εορτολόγιου των Μακεδόνων. Με Ολύμπια στο Δίον πανηγύρισε ο Φίλιππος την άλωση της Ολύνθου, από το Δίον με θυσίες στον Ολύμπιο Δία ξεκίνησε ο Αλέξανδρος την εκστρατεία στην Ασία. Τα ιερά του Δίου βρίσκονται έξω από τα τείχη. Στην περιοχή όπου τοποθετείται το τέμενος του Δία, βρέθηκαν δύο επιγραφές. Η μία από αυτές, βασιλική επιστολή του Φιλίππου Ε΄ προς τους Δημητριείς το 206 π.Χ., φανερώνει ότι το τέμενος του Ολυμπίου Διός ήταν ο ιερός τόπος όπου «δημοσιεύονταν» σε λίθινες στήλες σημαντικά κείμενα του μακεδονικού βασιλείου.

Δίον: Το ιερό της Δήμητρας Δημήτρης Παντερμαλής

Κέρνος, στεφάνη με στερεωμένες πάνω της τρεις υδρίες. Τυπικό αγγείο από το ιερό της Δήμητρας στο Δίον. Το τέμενος της Δήμητρας στο Δίον είναι το αρχαιότερο γνωστό μας μακεδονικό ιερό με συνεχή ζωή από το τέλος της αρχαϊκής περιόδου ως τις αρχές τουλάχιστον του 4ου αιώνα μ.Χ. Ευρήματα όπως μαρμάρινο κεφάλι της Δήμητρας από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., κέρνοι, πήλινο ομοίωμα χοιριδίου και σκύφος με χαραγμένη αναθηματική επιγραφή στη θεά επιβεβαίωσαν την ταύτιση της λατρείας. Τους ναούς του τέλους των αρχαϊκών χρόνων διαδέχθηκαν πρώιμα ελληνιστικά κτίσματα με μνημειώδη κατασκευή. Εκτός από τα κτίρια όμως, στο ιερό υπήρχαν και πολλοί μικροί μονοθάλαμοι «οίκοι» λατρείας των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων, από τους οποίους προέρχονται τραπεζοφόρα και πλάκες τραπεζών που βρέθηκαν στη διάρκεια της ανασκαφής. Μέσα στο στρώμα καταστροφής αποκαλύφθηκε μικρή πεπλοφόρος μορφή και το άγαλμα μιας Αφροδίτης. Ενεπίγραφος βωμός επιβεβαίωσε την ύπαρξη λατρείας της Αφροδίτης σε ένα ιερό ευγονίας και ευφορίας. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η μαρτυρούμενη λατρεία της Βαυβούς.

Δίον: Το ιερό της Ίσιδας Δημήτρης Παντερμαλής

Βωμός, αντίγραφα αναθημάτων και κλίμακα του ναού της Ίσιδας στο Δίον (1989). Από τους τέσσερις ναούς του τεμένους, ο κεντρικός ήταν αφιερωμένος στη λατρεία της Ίσιδας Λοχίας και χρονολογείται στα χρόνια των Σεβήρων. Ανάγλυφο του 2ου αιώνα π.Χ. που παριστάνει την Ίσιδα με στάχυα και σκήπτρο στα χέρια αποτελεί την πρωιμότερη ένδειξη λατρείας της. Σε μικρό ναό βόρεια από τον κεντρικό, λατρευόταν η τοπική Υπολυμπιδία Αφροδίτη. Τη θέση του δαπέδου καταλάμβανε δεξαμενή. Αγωγός κάτω από την κόγχη του λατρευτικού αγάλματος την τροφοδοτούσε με νερό, χειροπιαστή απόδειξη της στενής σχέσης της θεάς με τα ιερά νερά του βουνού. Στα νότια, στο μέσον του μικρού ναού της Ίσιδας Τύχης, ιερή πηγή είχε ντυθεί αρχιτεκτονικά με πολύχρωμα μάρμαρα σε σχήμα μπανιέρας. Είναι φανερό ότι εδώ η Ίσις συνδέθηκε με άλλες θεότητες της γονιμότητας και της φύσης που προϋπήρχαν, όπως η Άρτεμις Ειλειθυία, η Αφροδίτη Υπολυμπιδία, ίσως και η Δήμητρα. Προτού σεισμοί και άλλες καταστροφές σωριάσουν το Δίον σε ερείπια που θα καλύψουν αλλεπάλληλες πλημμύρες, φαίνεται ότι το τέμενος της Ίσιδας και η πρώτη χριστιανική βασιλική του Δίου συνυπήρξαν.

Δίον: Το ελληνιστικό θέατρο Δημήτρης Παντερμαλής

Αεροφωτογραφία του ελληνιστικού θεάτρου του Δίου. Σε άμεση γειτνίαση με το Διονύσιο, το θέατρο διαθέτει εξαιρετικά ευρύχωρη ορχήστρα και τεχνητό κοίλο με τοποθετημένες σειρές πλίνθων μεγάλου μεγέθους. Στην επίχωσή του βρέθηκαν νομίσματα που αρχίζουν από τη βασιλεία του Αμύντα ΙΙΙ (389-383 π.Χ.) και φτάνουν ως και τον Φίλιππο V (221-179 π.Χ.). Ανάμεσα στα ευρήματα από το ιερό του Διονύσου συγκαταλέγονται ένα ηλιακό ρολόι, αγαλμάτιο Ερμαφρόδιτου και επιγραφές, ενώ σκόρπια αρχιτεκτονικά μέλη βεβαιώνουν την ύπαρξη κι άλλων ιερών κτισμάτων. Μικρότερο θέατρο από ανθεκτικότερο υλικό χτίστηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. Το κοίλο του εδράζεται σε σφηνοειδείς καμάρες τοποθετημένες ακτινωτά γύρω από την ορχήστρα. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται θωρακοφόρος και ακέφαλο άγαλμα του Ερμή.

Δίον: Τα τείχη Δημήτρης Παντερμαλής

Η πύλη του ανατολικού προβόλου κατασκευασμένη από μνημειώδεις σε μέγεθος μαρμάρινους γωνιόλιθους. Το τείχος του Δίου, που ξεπερνάει τα 2.600 μ., οχυρώνει μια «τετράγωνη» πόλη με τρεις ευθύγραμμες πλευρές και με μία, την ανατολική, που παρουσιάζει έναν πρόβολο και προχωρεί με αμβλείες ακανόνιστες κάμψεις, σύμμορφα με την πορεία του παρακείμενου ποταμού. Στην αρχική του φάση, που χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., χρησιμοποιήθηκαν χαμηλά κροκαλοπαγείς λίθοι από τον Όλυμπο και ψηλότερα πλίνθοι ωμές. Οι πύργοι του τείχους απέχουν μεταξύ τους 33 μέτρα, δηλαδή 100 πόδια. Πέντε πύλες έχουν ανασκαφεί μέχρι τώρα. Το τείχος επισκευάστηκε στα χρόνια του Περσέα, στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και, τελευταία φορά, την παλαιοχριστιανική εποχή.

Δίον: Οι μεγάλες θέρμες Δημήτρης Παντερμαλής

Αναπαράσταση των βεσπασιανών στην είσοδο των θερμών του Δίου. Χτισμένες γύρω στο 200 μ.Χ. στην άκρη της πόλης και πλάι στα ιερά των Μακεδόνων, οι μεγάλες θέρμες του Δίου πρόσφεραν στον πολίτη των αυτοκρατορικών χρόνων ένα πολυτελές και άνετο περιβάλλον για συζήτηση και συναναστροφή. Το συγκρότημα απλώνεται γύρω από μια ευρύχωρη αυλή που περιβάλλουν μια σειρά καταστημάτων και εργαστηρίων, δημόσιες τουαλέτες και ένα μικρό θεατρικό κτίσμα, χώροι αναψυχής και λατρείας. Έχοντας αποθέσει τα ρούχα του στο αποδυτήριο, ο επισκέπτης έμπαινε σε μεγάλη αίθουσα με κτιστή, μαρμαροντυμένη πισίνα γύρω στα 60 μ. Έξι κόγχες στους πλάγιους τοίχους προορίζονταν να δεχτούν αγάλματα, ενώ δύο μπανιέρες πρόσφεραν τη δυνατότητα ατομικού ψυχρού λουτρού. Ανάμεσα στις μπανιέρες, εξαιρετικό ψηφιδωτό απεικονίζει Τρίτωνες, Νηρηίδες και ταύρο με ουρά κήτους. Αγάλματα του Ποσειδώνα, του Διονύσου και μιας Νύμφης ανήκαν, φαίνεται, σε αυτόν το «ψυχροδόχο οίκο» (frigidarium). Ο λουόμενος στη συνέχεια προχωρούσε στον «ηρέμα χλιαινόμενον οίκο» (tepidarium), δωμάτιο με δάπεδο στηριγμένο σε πεσσίσκους που δημιουργούσαν υπόγειο, το υπόκαυστον, στο στόμιο του οποίου έκαιγε η φωτιά. Η αργή εφίδρωση και η μάλαξη προετοίμαζαν το λουόμενο για το ζεστό λουτρό στον «ένδον οίκο» (caldarium), τον τελικό του προορισμό. Εκεί τον περίμενε μεγάλη κτιστή λεκάνη με ζεστό νερό και ειδικευμένο προσωπικό για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του. Στη βόρεια πτέρυγα των θερμών βρέθηκαν τουλάχιστον δέκα γλυπτά που, υπογραμμίζοντας τη θεραπευτική ιδιότητα του νερού, απεικονίζουν τον Ασκληπιό και τους Ασκληπιάδες: την Ηπιόνη, τον Μαχάωνα και τον Ποδαλείριο, την Πανάκεια, την Αίγλη, την Ακεσώ, την Υγεία, ίσως και την Ιασώ. Μαζί με τα αγάλματα των θεών, στις θέρμες βρέθηκαν και πορτρέτα θνητών.

Δίον: Η νεκρόπολη Δημήτρης Παντερμαλής

Σπάραγμα ζωγραφιστής ζωφόρου με πομπή λιονταριών από το μακεδονικό τάφο Ι του Δίου. Τέλος 4ου αι. π.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της νεκρόπολης καλύπτεται από το χωριό Καρίτσα και τα αγροτεμάχια που φτάνουν στο βόρειο τείχος του Δίου. Μέρος των ταφικών μνημείων, ιδίως των βωμών, ξαναχρησιμοποιήθηκε για το χτίσιμο του τείχους στο β΄ μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Στα πρωιμότερα δείγματα χρήσης του βόρειου νεκροταφείου ανήκουν μια εντοιχισμένη ταφική στήλη με νεαρή κοπέλα (μέσα 5ου αιώνα) καθώς και καλυβίτες τάφοι μέσα σε περιβόλους από ξερολιθιά (4ος αιώνας π.Χ.). Δεν λείπουν, βέβαια, τάφοι μακεδονικοί ή τάφοι ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων. Πυκνό πρώιμο χριστιανικό νεκροταφείο βρέθηκε έξω από τα τείχη. Και στους τέσσερις μακεδονικούς τάφους, μεγάλοι γωνιασμένοι λίθοι έφραζαν το θυραίο τους άνοιγμα. Ο ιωνικός προθάλαμος του πρώτου δεν στεγάζεται με καμάρα αλλά με πλάκες τοποθετημένες σε λίθινα δοκάρια. Στον νεκρικό θάλαμο βρισκόταν το φαρδύτερο μαρμάρινο κρεβάτι που ξέρουμε, με υψηλής ποιότητας γραπτό διάκοσμο σαν εκείνον που στολίζει την καμάρα του θαλάμου και τα αρχιτεκτονικά μέλη στον προθάλαμο. Ο δεύτερος τάφος, που ανήκε μάλλον σε νεαρό κορίτσι, είναι μονοθάλαμος, με δάπεδο από χρωματιστά βότσαλα. Ο τρίτος τάφος, μονοθάλαμος και αυτός, περιείχε χτιστό κρεβάτι και τρία μεταγενέστερα βάθρα. Σε αντίθεση με τους τρεις προηγούμενους, ο τέταρτος τάφος έχει κτιστή πρόσβαση και χρονολογείται γύρω στο 200 π.Χ. Το κρεβάτι του νεκρού εικάζεται ότι ήταν ξύλινο και από τη διακόσμησή του βρέθηκαν καταγής ελεφαντοστέινα μέλη ανθρώπων και αλόγων. Περίπου σύγχρονοι είναι οι δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι κοριτσιών στις δύο πλευρές του ταφικού δρόμου.

Δίον: Ο ανατολικός τομέας Δημήτρης Παντερμαλής

Πίνακας με θεατρική μάσκα. Ψηφιδωτό δάπεδο αίθουσας συμποσίων με τη θριαμβική επιφάνεια του Διονύσου, γύρω στο 200 μ.Χ. Το θαυμάσιο μαρμάρινο κεφάλι του Ερεννιανού από τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. ήταν το πρώτο αναπάντεχο εύρημα σε ένα από τα καταστήματα του ανατολικού τομέα. Νέο λουτρικό κτίσμα εντοπίστηκε σύντομα, με δάπεδα από μεγάλες ψηφίδες να διατάσσονται σε ζώνες και σε γεωμετρικά σχήματα. Η τετράστυλη αυλή, που ήταν το αρχικό πέρασμα προς τα λουτρά, έβγαζε και στο αίθριο μιας μεγάλης και πλούσιας κατοικίας. Στο αίθριο με το ψηφιδωτό δάπεδο και την κεντρική δεξαμενή βρέθηκαν θραύσματα γυναικείου αγάλματος του τύπου της Νίκης του Βερολίνου. Μεγάλο άνοιγμα οδηγεί στην τραπεζαρία του σπιτιού και στα μικρότερα δωμάτια που ακολουθούν. Ένα από αυτά, με ημικυκλική κόγχη, συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου καθώς εκεί βρέθηκε άγαλμα του θεού και ψηφιδωτός του πίνακας. Στενός διάδρομος συνέδεε το αίθριο αυτό με άλλο, μικρότερο. Σε πλαϊνή του αίθουσα βρέθηκαν τρία μαρμάρινα γυναικεία πορτρέτα, δύο αυτοκρατορικά και ένα αντίγραφο ιδεαλιστικού έργου. Ανατολικά του μικρού αίθριου αποκαλύφθηκε λαμπρή αίθουσα συμποσίων του 200 π.Χ. περίπου, με δάπεδο που καλύπτεται με ποικίλες ψηφίδες. Μεγάλος πίνακας στο κέντρο έχει ως θέμα τη θριαμβική επιφάνεια του Διονύσου. Το άρμα του θεού σέρνουν θαλάσσιοι πάνθηρες ενώ τα χαλινάρια κρατούν δύο θαλάσσιοι κένταυροι. Πίνακες με θεατρικές μάσκες περιβάλλουν την κεντρική παράσταση. Στα χάλκινα εξαρτήματα αμφικέφαλης κλίνης, πιθανότατα του 1ου αιώνα π.Χ., ανήκει ένας Ηρακλής ως Ομφάλη κι ένας νεαρός σάτυρος. Στην αίθουσα βρέθηκαν τέσσερα αγάλματα φιλοσόφων της επικούρειας σχολής.

Δίον: Το νεκροταφείο των τύμβων Δημήτρης Παντερμαλής

Γυναικεία ταφή της πρώιμης εποχής του σιδήρου από τον τύμβο 7 στο Μεσονήσι, δυτικά από το σημερινό χωριό Δίον. Στη θέση που οι αρχαίοι συνέδεαν με τον τραγικό φόνο του Ορφέα, στην όχθη της κοίτης του χειμάρρου Ουρλιά, λιθοσωροί που δεν ξεπερνούσαν το 1 μ. σε ύψος, φτιαγμένοι από κροκάλες και χώμα, αποκαλύφθηκε πως περιείχαν από ένα έως και είκοσι δύο τάφους, κτιστούς, απλούς λάκκους και μεγάλα πιθάρια, από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Κρατήρες, σκύφοι, κάνθαροι, οινοχόες, κύπελλα και θήλαστρα φέρουν αποκλειστικά γεωμετρική διακόσμηση. Στις γυναικείες ταφές βρέθηκαν χάλκινες οκτώσχημες πόρπες και μεγάλες περόνες, χάλκινα βραχιόλια και περιδέραια από σάρδιο. Με τη μεγάλη τους έκταση στις υπώρειες του Ολύμπου, τα νεκροταφεία των τύμβων μαρτυρούν την παράλληλη ύπαρξη πυκνοκατοικημένων οικισμών.

Δίον: Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές Δημήτρης Παντερμαλής

Μαρμάρινο ανάγλυφο θωράκιο από το φράγμα του πρεσβυτερίου της κοιμητηριακής βασιλικής. Ο κεντρικός ναός της παλαιοχριστιανικής πόλης, μια τρίκλιτη βασιλική, εμφανίζει δύο οικοδομικές φάσεις με μεγάλη διαφορά ύψους στα δάπεδα, καθώς η πρώτη κατέρρευσε από σεισμό και η δεύτερη χτίστηκε πάνω στην ψηλή επίχωση. Οι τοιχογραφίες της παλαιότερης βασιλικής, που τοποθετείται στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ., μιμούνται πολύχρωμη ορθομαρμάρωση. Οι τοίχοι της έχουν κτιστεί με ποικίλο υλικό. Στο κέντρο του αιθρίου υπάρχει κρήνη και, στα δυτικά του, αποκαλύφθηκε η κτιστή οκταγωνική κολυμβήθρα του βαπτιστηρίου. Κοιμητηριακή, τρίκλιτη βασιλική αποκαλύφθηκε έξω από το νότιο τείχος της πόλης, στο πέρας παλαιοχριστιανικού νεκροταφείου. Τοιχογραφίες, ψηφιδωτά δάπεδα, μαρμαροθετήματα και τα μαρμάρινα διακοσμημένα αρχιτεκτονικά μέλη μαρτυρούν κατασκευαστική φροντίδα. Στο δάπεδο του ιερού βήματος βρέθηκε ο λάκκος του εγκαινίου και, στην επίχωσή του, χάλκινος σταυρός με άγκιστρα που κρατούν μεγάλη γυάλινη κανδήλα. Κάτω από το δάπεδο του Βήματος αποκαλύφθηκε παλαιότερος τάφος με μεγάλο θάλαμο και φρεάτιο με πολλούς σκελετούς παιδιών και ενηλίκων. Στη στοά του αιθρίου βρέθηκε μαρμάρινη τράπεζα μάρτυρος με την επιγραφή Μημόριον Μάγνας. Στην αντίστοιχη νότια πλευρά της στοάς του αιθρίου βρέθηκε, πάνω από βαθύ τάφο με πολλούς νεκρούς, άλλη πλάκα με επιγραφή που αναφέρεται σε κάποιον Πρεσβύτερο Ανδρέα.

Άλλα θέματα: Ο πους, μονάδα μέτρησης κατά την αρχαιότητα Ασπασία Παπαδοπεράκη

Μέτρηση αγρού στην αρχαία Αίγυπτο. Φαίνεται ότι, γύρω στο 650 π.Χ., οι Έλληνες πήραν την αιγυπτιακή μονάδα μέτρησης μήκους, τον βασιλικό ή ιερό ή μεγάλο πήχυ (coudée) των 52,39 εκ., και τον διαίρεσαν σε δύο άνισα μέρη, σύμφωνα με τις αναλογίες της χρυσής τομής: 52,39 x 0,618 = 32,38 και 20 εκ. Το μικρότερο μέγεθος (20 εκ.), ίσο με μια ανοιχτή παλάμη, πολλαπλασιαζόμενο επί 7, χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα μέτρησης για τα γλυπτά με ύψος κατώτερο του φυσικού. Σε αυτή την περίπτωση, τα 20 εκ. συμπίπτουν με το μήκος του ποδιού του γλυπτού. Αντίθετα, αν χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο μέγεθος (32,38 εκ.) και πολλαπλασιαστεί επί 7, προσδίδει στο γλυπτό υπερφυσικό μέγεθος και ισοδυναμεί πάλι με το μήκος του ποδιού του υπερφυσικού αγάλματος. Το γεγονός ότι αυτή η μονάδα μέτρησης ονομάστηκε «πους» οφείλεται στη γλυπτική και δεν έχει άμεση σχέση με το φυσικό μέγεθος του ανθρώπινου ποδιού. Οι πιο γνωστοί πόδες της αρχαιότητας είναι ο πους της Ηράκλειας στην Κάτω Ιταλία, ο πους του κούρου της Τενέας, ο αιγινήτιος πους, ο σολώνιος αττικός πους, ο ιωνικός πους και ο ολυμπιακός πους. Ο πους του κούρου της Νεμέας, που ονομάστηκε modulor (χρυσή μονάδα), ισοδυναμεί με 0,216 μ., και αυτό προσδίδει στο άγαλμα μέγεθος φυσικό.

Βυζαντινά πινάκια, διακοσμητικά εσωτερικού χώρου Γιώργος Γουργιώτης

Η πίσω όψη βυζαντινού διακοσμητικού πινακίου. Στα νέα αποκτήματα του Λαογραφικού Μουσείου Λαρίσης συγκαταλέγονται ένα πινάκιο και ένα μεγάλο όστρακο παρόμοιου πινακίου με διαφανές γυάλωμα. Έχουν το σχήμα σκυφοειδούς αγγείου με πεπλατυσμένο πυθμένα και με περιχείλωμα που κλίνει ελαφρά προς τα μέσα. Ο λευκοκίτρινος πυθμένας του οστράκου είναι ακόσμητος, ενώ εκείνος του πινακίου στολίζεται με σχηματοποιημένες τουλίπες. Ελικοειδείς χαράξεις, τονισμένες με καστανοπράσινες χροιές, υπογραμμίζουν το περιχείλωμα, ενώ στολίζουν πλούσια όλη την πίσω όψη. Οι «εκ κατασκευής» οπές που διαπερνούν τα περιχειλώματα μαρτυρούν τη διακοσμητική χρήση του πιάτου. Αντίστοιχη περίπτωση αποτελεί καθρέφτης από την Τουρκοκρατία στο αρχοντικό Τοσίτσα στο Μέτσοβο, που στρέφει προς τον επισκέπτη τη διακοσμημένη με συρματερή τεχνική πίσω όψη του.

Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην… Νίκος Ξένιος

Η «πορτάρα» στην είσοδο του λιμανιού της Νάξου.

Το μνημειακό πρόπυλο στην είσοδο του λιμανιού της χαρακτηρίζει τη Νάξο ως τόπο λατρείας του Απόλλωνα. Άραγε θα πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα μιας παράλληλης λατρείας μυστηριακών θεοτήτων, όπως αυτή της Δήμητρας στο ναό του Γύρουλα; Ο ναός, χτισμένος το 530-520 π.Χ. και με στοιχεία που ανακαλούν το Τελεστήριο της Ελευσίνας, φαίνεται πως φιλοξενούσε τη λατρεία της θεάς πριν αφιερωθεί στον Απόλλωνα. Ο μνημειώδης ναός του Απόλλωνα στο νησάκι Παλάτια του λιμανιού χρονολογείται γύρω στο 600 π.Χ. Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, ευρήματα του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. αποδόθηκαν από τον ανασκαφέα στη λατρεία του Διονύσου ή της Κόρης των Ελευσινιακών Μυστηρίων. Ο συγγραφέας, που συνειρμικά αναγνωρίζει στην τοποθεσία τα Ύρια, τη συνδέει με την Υρία της βόρειας Κρήτης όπου ανιχνεύεται λαϊκή βακχική λατρεία. Τον Διόνυσο συνδέει άλλωστε με τη Νάξο και ο μύθος της Αριάδνης. Στους κόλπους της απολλώνιας επισημότητας, στη διάρκεια της τυραννίας στο νησί, μια κρυφή, αγροτική λατρεία ταυτίζει τον Διόνυσο με το ιερό στα Ύρια. Ως προς την Ερέτρια, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι, μαζί με τον Απόλλωνα Δαφνηφόρο, που ο δωρικός του ναός από τον 6ο αιώνα π.Χ. σώζεται σε ερείπια, λατρεύονταν χθόνιες θεότητες με χαρακτήρα γονιμικό. Σε έναν πολιτισμό που, εκτός από γεωργικός, υπήρξε και ναυτιλιακός-εμπορικός, ψήγματα μιας ανατολίτικης, μυστηριακής πίστης στις θεότητες της γης σφράγισαν ανεξίτηλα το χαρακτήρα του. Αν στον 4ο αιώνα π.Χ. πολιούχος θεότητα της Ερέτριας εξακολουθεί να είναι ο Απόλλων με πάρεδρο την Αρτέμιδα Λοχία, στην ακρόπολη της πόλης, ήδη από τα τέλη της αρχαϊκής εποχής, λειτουργούσε ιερό αφιερωμένο στη Δήμητρα και την Κόρη. Ο συγγραφέας παραλληλίζει τον οργιαστικό χαρακτήρα της ερετριακής γιορτής των Θεσμοφορίων με τις μαρτυρίες του Kerényi για τις τελετές στην Ελευσίνα. Παράλληλα βλέπει τους «αρωματικούς θεούς», τον Νάρκισσο, τον Υάκινθο, να παραγκωνίζονται από τους Ολύμπιους. Έτσι, ο «φωτεινός» Απόλλων επικυριαρχεί του «Υάκινθου = Ίακχου = Βάκχου».

Εντοιχισμένα κεραμικά εκκλησιών Γιώργος Νικολακόπουλος

Ένα από τα τρία όμοια πινάκια του ναού της Αγ. Αικατερίνης του Κουντίτου στην Πλάκα. Κάτω από το βράχο της Ακρόπολης, η εκκλησία του «Αγίου Θεοδώρου του Κουντίτου», ναός σταυροειδής με τρούλο του 11ου ή 12ου αιώνα, αφιερώθηκε το 1767 στην Αγία Αικατερίνη όταν η πόλη των Αθηνών την παραχώρησε στη Μονή Σινά. Στην όψη της βόρειας, της δυτικής και της νότιας κεραίας του σταυρού, πάνω από δίλοβο παράθυρο, βρίσκεται εντοιχισμένο από ένα πινάκιο. Τα τρία πινάκια, απολύτως όμοια μεταξύ τους, προέρχονται από το Iznik (Τουρκία) και ανήκουν στο β΄ μισό του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα. Στα μέσα του δρόμου Αναβύσσου-Καλυβίων, χτίστηκε πριν από το 1772 η μικρή εκκλησία της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας του Ελύμπου. Κάτω από την κορυφή του αετώματος της δυτικής όψης βρίσκονται σήμερα εντοιχισμένα τέσσερα κεραμικά. Ο σκύφος είναι ισπανικό κεραμικό της Βαλέντσιας του τέλους του 17ου ή των αρχών του 18ου αιώνα. Δύο πινάκια, ίδιας εποχής και προέλευσης, είναι ισπανο-αραβικού ρυθμού. Το τρίτο πινάκιο είναι ιταλικό κεραμικό Savona του τέλους του 17ου αιώνα. Και πάλι στην Αττική, κοντά στον Κουβαρά, βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος, χτισμένος πριν από το 1743 και γνωστός από τις τοιχογραφίες του Γ. Μάρκου. Στη δυτική πλευρά, γύρω από κόγχη που επιστέφει τη θύρα εισόδου, ήταν εντοιχισμένα δώδεκα κεραμικά. Σήμερα σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα του ενός και θραύσματα από δύο άλλα. Το πινάκιο είναι πολύ σπάνιο κεραμικό των Κάτω Χωρών από το εργαστήρι που ίδρυσε στις αρχές του 16ου αιώνα στην Αμβέρσα ο Guido de Savino, μετέπειτα Guido Andries. Τα άλλα είναι φρουτιέρες, ομοειδείς με το πινάκιο και κατασκευασμένες γύρω στο 1600. Στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Καμίνι της Ύδρας βρίσκονται εντοιχισμένα τρία ιταλικά πινάκια. Στο κέντρο του πρώτου είναι ζωγραφισμένο ένα S, σήμα του γνωστού κατασκευαστή Gubbio, Salimbene Andreoli, αδελφού του Guido (1525). Το δεύτερο κεραμικό είναι των αρχών του 16ου αιώνα ενώ το τρίτο, που χρονολογείται στα 1510-1520, φέρει τον τυπικό διάκοσμο «alla porcelana».

Η συλλογή έργων δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής της Εθνικής Πινακοθήκης Μαριλένα Κασιμάτη

Jacob van Hulsdonck (1582-1647), «Νεκρή φύση με φαγητά». Η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε έκθεση της δυτικοευρωπαϊκής της συλλογής (Ιούλιος-Οκτώβριος 1989), με 135 έργα από τον 14ο ως τον 20ό αιώνα. Η έκθεση θέτει σε δημιουργική αντιπαράθεση την ιταλική σχολή με την ολλανδική-φλαμανδική – από τον 16ο αιώνα και ύστερα. Ανάμεσά τους σεμνά εκπροσωπούνται η γερμανική και η γαλλική σχολή. Επισημαίνοντας πως μέρος των εκθεμάτων αποτέλεσε τον πρώτο πυρήνα έργων της Πινακοθήκης, η συγγραφέας επιχειρεί μια αναδρομή στο παρελθόν. Η Πινακοθήκη ιδρύεται το 1841 και δωρητές της είναι συλλέκτες ιδιώτες και Έλληνες της διασποράς. Στόχος των δωρητών ήταν η προσφορά εποπτικού υλικού για το μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης. Το 1878, το Πανεπιστήμιο παραχωρεί 44 πίνακες δυτικοευρωπαϊκών σχολών που είχαν και αυτοί προέλθει από δωρεές. Ο μεγάλος ευεργέτης ήταν ο Γεώργιος Αβέρωφ που δώρισε 76 έργα και άφησε στο Πολυτεχνείο κληροδότημα για την αγορά έργων εξαιρετικής αξίας. Το 1900, το «Μουσείο του Πολυτεχνείου» μετατρέπεται σε «Εθνική Πινακοθήκη» με 258 πίνακες και το 1910 γίνεται ανεξάρτητο ίδρυμα. Πρώτος διευθυντής υπήρξε ο Γ. Ιακωβίδης ενώ, από το 1910 και πέρα, με διευθυντή τον Ζαχαρία Παπαντωνίου η Πινακοθήκη αγοράζει έργα του Θεοτοκόπουλου, του Γύζη και προβάλλει το έργο του Παρθένη και, γενικά, την ελληνική σύγχρονη ζωγραφική. Η Πινακοθήκη ανοίγεται στο κοινό στη δεκαετία του 1950 όταν, χάρη στις προσπάθειες του Μαρίνου Καλλιγά και της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, της παραχωρείται το Ζάππειο. Το 1954, η Πινακοθήκη συγχωνεύεται με το κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτζου που ως σήμερα χρηματοδοτεί τις αγορές της. Σημαντικοί δωρητές ήταν και οι Στέφανος Ξένος, Αικατερίνη και Θεόδωρος Ροδοκανάκης, Γρηγόριος Μαρασλής, Αλέξανδρος Χατζηαργύρης και Οδυσσέας Φωκάς. Από τις σημαντικότερες συλλογές δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής, τουλάχιστον στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, περιλαμβάνει έργα των Giovanni-Battista Tiepolo, Θεοτοκόπουλου, Jacob Jordaens, Cecco del Caravaggio, Zanino di Pietro, Lorenzo και Domenico Veneziano, Luca Giordano, Gaetano Cusati, Francesco Solimena, Giovanni Ballone, Jan Breughel, Anthonis van Dyck, Cornelis Holstein, Willem van Mieris, Adriaen van der Werff. Στους επισκέπτες της η Πινακοθήκη προσφέρει την ολοκληρωμένη συνέχεια δυτικοευρωπαϊκής και ελληνικής τέχνης.

Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της καποδιστριακής εποχής (1828-1833) (IV) Βασίλης Δωροβίνης

Το τζαμί-εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στο Άργος, νότια όψη. Καμπαναριό έχει αντικαταστήσει το μιναρέ. Τα πανηγυρικά εγκαίνια του κτιρίου του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Άργους έγιναν στις 11 Ιουνίου 1831, ένα χρόνο μετά τη θεμελίωσή του. Η αυλή περιλάμβανε και κατοικία δασκάλου. Στα πρώτα χρόνια της οθωνικής εποχής (1833-1862), το Αλληλοδιδακτικό και το Ελληνικό σχολείο εγκαθίστανται σε ένα από τα κτίρια του «Δημόσιου Καταστήματος» ενώ το κτίριο του Αλληλοδιδακτικού χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του Στρατώνα. Για τα σχεδόν εκατό επόμενα χρόνια (1870-1965), όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τον τοπικό τύπο. Όταν η στέγη του σχολείου κατέρρευσε, οι μαθητές μετανάστευσαν στους Στρατώνες του Καποδίστρια. Προς το τέλος του 1894 ολοκληρώνεται η επισκευή. Σε αίθουσά του γίνεται η ιδρυτική συνέλευση του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου «Ο Δαναός», ενώ στο προαύλιό του διεξαγόταν για μεγάλο διάστημα η ετήσια εμποροπανήγυρις του Άργους. Μετά το 1932 έγιναν κάποιες εργασίες που δημιούργησαν πέντε αίθουσες διδασκαλίας και δύο γραφεία. «Κατεδάφιση ή επισκευή» ήταν το ερώτημα στην περίοδο 1965-1987. Το 1980 το Υπουργείο Πολιτισμού κηρύσσει το καποδιστριακό σχολείο του Άργους μνημείο ιστορικό και διατηρητέο. Το 1982 χαρακτηρίζεται διατηρητέο για δεύτερη φορά με το Προεδρικό Διάταγμα που προώθησε το Υπουργείο Χωροταξίας. Μετά το σεισμό του 1981 αρχίζουν οι πρωτοβουλίες για την κατεδάφισή του αλλά, μετά την κινητοποίηση όλων των πολιτιστικών σωματείων της πόλης, οι επισκευές αρχίζουν το Νοέμβριο του 1983. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στο τέλος του 1985 με τη δημιουργία έξι αιθουσών και με κάποιες ατυχείς παρεμβάσεις. Τόσο το καποδιστριακό αρχείο όσο και η παραβολή σχεδίων της πόλης του Άργους από τον Devaud (1829) και τον de Borroczün (1831) διαψεύδουν την άποψη ότι κτίστηκε νοσοκομείο στο Άργος. Φαίνεται ότι ως νοσοκομείο λειτούργησε για πολλά χρόνια ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου που, στα χρόνια της Επανάστασης, είχε καταλάβει το κτίσμα τουρκικού τζαμιού. Μέσα στο χάος που ακολούθησε τη δολοφονία του Κυβερνήτη, τα σχέδια για επισκευή των υδραγωγείων του Άργους και επέκταση των δικτύων τους, για κατασκευή μεγάρου της Αρχιεπισκοπής, νέου ναού και κτιρίου για το Ελληνικό Σχολείο δεν υλοποιήθηκαν.

Η «στάθνη» (διόρθωση-συμπλήρωση σε άρθρο του συγγραφέα στο τεύχος 32) Κώστας Δαμιανίδης

«Στάθνη» από το ναυπηγείο του Α. Χάλαρη (Σαντορίνη). Διακρίνεται η θήκη για το σφουγγάρι με τη βαφή που χρωματίζει το νήμα. Πρόκειται για το τελευταίο τμήμα του κειμένου του Κ. Δαμιανίδη που εκ παραδρομής παραλήφθηκε από το άρθρο του «Η μελέτη της ανώνυμης παραδοσιακής ναυπηγικής» στο τεύχος 32 του περιοδικού. Ο συγγραφέας με ένα τρίτο παράδειγμα υποστηρίζει την άποψη ότι η μελέτη της ανώνυμης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής έχει τη δυνατότητα να αναδείξει τεχνικά στοιχεία που συμπληρώνουν ή ερμηνεύουν αρχαιολογικά ή ιστορικά ευρήματα. Για τη διαμόρφωση του πετσώματος χρησιμοποιούνται το δίδυμο σταντζόλα-μασταρί και η «στάθνη». Στη ναυπηγική κάθε καμπύλη αναλύεται σε μικρά ευθύγραμμα τμήματα και η «στάθνη» χρησιμεύει στην αποτύπωσή τους πάνω στις σανίδες. Ιστορικές μαρτυρίες από το Αιγαίο εντοπίζουν τη χρήση της «στάθνης» στη ναυπηγική από τον 11ο αιώνα. Ο παρόμοιος εργαλειακός εξοπλισμός νομιμοποιεί τη συγκριτική μελέτη των δύο εποχών.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Μόνον η πρόσοψη του μεγάρου Αθηνογένους στην οδό Σταδίου κηρύχθηκε διατηρητέα το 1981, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να καταστραφούν τα μοναδικά ψηφιδωτά του ταβάνια και ο υπόλοιπος εσωτερικός διάκοσμος – Στα ίχνη του ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος ίσως οδηγήσει η αποκάλυψη πολύ σημαντικού αποθέτη ιερού στη θέση Γεράνι ή Αγία Κυριακή της περιοχής Αμαρύνθου – Διατηρητέο χαρακτηρίστηκε το κτίριο της παλιάς αγοράς του Ψυχικού, έργο του Σωτ. Μαγιάση στο Μεσοπόλεμο

Συνέδρια

Στις αρχές Οκτωβρίου το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου οργάνωσε το Ε΄ Διεθνές Συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία – Το ΣΤ΄ Πολιτιστικό Συμπόσιο Δωδεκανήσου πραγματοποιήθηκε φέτος τον Αύγουστο στη Λέρο – Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο με θέμα «Η Θεσσαλία, δεκαπέντε έτη ερευνών (1975-1990), αποτελέσματα και προοπτικές» θα πραγματοποιηθεί στη Lyon της Γαλλίας (17-23 Απριλίου 1990)

Εκθέσεις

Η Ελλάδα συμμετέχει στον εορτασμό του Παρισιού ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης με την έκθεση «Έρωτας ελληνικός, έρωτας θεών και ανθρώπων» (Grand Palais) – «Κλεοπάτρα» είναι το θέμα έκθεσης που οργανώθηκε στο Μόναχο με όψεις της τέχνης του 1ου αιώνα π.Χ. – «Τέχνη και ιερή δύναμη στην πρωτοχριστιανική κατοικία» είναι ο τίτλος έκθεσης στο Krannest Art Museum and Kinkead Pavilion, Champaign (IL.)

Βιβλία

Χριστίνα Α. Παπαδημητρίου-Ζιρώ, «Ο αρχιτέκτων Αριστοτέλης Ζάχος (1872-1939)», Θέματα Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής 3 (1988) – Βασίλης Δωροβίνης, Κατά της διάλυσης, Εστία, Αθήνα 1989 – Δημήτριος Σοφιανός, Όσιος Λουκάς, Ακρίτας, Αθήνα 1989 – Κώστας Μπαρούτας,Βυζαντινή προεικονοκλαστική και γερμανική προκαρολική τέχνη, Σμίλη, Αθήνα 1989 - Mortimer Wheeler, Archéologie: La voix de la terre (Archaeology from the Earth), Edisud, Aix-en-Provence 1989

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

«Σύνδεση Αρχαιομετρίας και Αρχαιολογίας» είναι ο τίτλος του πρώτου Συμποσίου Αρχαιομετρίας που οργανώνει στην Αθήνα (26-28 Ιανουαρίου 1990) η Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρία – Στη Χαϊδελβέργη της Δυτ. Γερμανίας θα γίνει στις 2-6 Απριλίου 1990 το 27ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιομετρίας με ειδικό θέμα «Η χρονολόγηση και το περιβάλλον του πρωτόγονου ανθρώπου: η αρχαιομετρική προσέγγιση» – Στις 2-6 Ιουλίου 1990 στο Clermont Ferrant της Γαλλίας θα γίνει το 6ο Ειδικό Διεθνές Συνέδριο για τη χρονολόγηση με θερμοφωταύγεια (TL) και συντονισμό ηλεκτρονικού σπιν (ESR)

Περιοδικά – Βιβλία

Dr J.R. Prescott (επιμ.), Archaeometry: Australian Studies. Πρακτικά του 3ου Συνεδρίου Αρχαιομετρίας της Αυστραλίας, University of Adelaide, 28 Αυγούστου-1 Σεπτεμβρίου 1988, 2 τόμοι, Αδελαΐδα 1989 – A. Hauptman, E. Pernicka, G.A. Wagner (επιμ.), «Old World Archaeometallurgy», Der Anschnitt 7, Deutsches Bergbau Museum, Bochum 1989

English summaries: The chronicle of the excavations at Dion Dimitrios Pandermalis

Dion (fr. Gr. Ζεύς gen. Διός) means a holy, sanctified site. Dion, in Macedonia, occupies a very narrow strip of land between the foot of Mount Olympus and the Thermaikos Sea. The temenos of the Olympian Zeus, the main sanctuary of all Macedonians in antiquity, was located here. Its history is related to royal names of Macedonia, such as Archelaos, Philipp II, Alexander, Cassandros, Philipp V and Perseus. In 1928 G. Soteriadis, Professor and Rector, at the time, of the University of Thessaloniki started excavating the site. The excavation was carried on until 1931 and brought to light a number of Hellenistic and Roman buildings. Most important among them was a vaulted Macedonian tomb with a Doric facade, an Ionian anteroom and a spacious funerary chamber with a large marble bed. A second phase of excavations started in 1963 and lasted, with a few intervals, until 1972. During this phase, which was realized due to Professor G. Bakalakis' initiative, the southern part of the fortification wall as well as the Roman theater have been researched. Since 1973 the excavation has been supervised by Professor D. Pandermalis. The steadily progressing works had as their primary objective the research of the sanctuaries and then that of the town and cemetery.

The temple of the Olympian Zeus Dimitrios Pandermalis

The feast of the Olympian Zeus at Dion was the most venerated event in the religious life of the ancient Macedonians. The festive activities lasted for nine days and, besides sacrifices, theatrical and athletic competitions were also included. In the temple of the Olympian Zeus the statues of the Macedonian kings were on display as well as the stelae which were inscribed with important official texts, such as treaties of alliance, definition of borders, honorary decrees.

The temple of Demeter Dimitrios Pandermalis

Demeter, goddess of fertility of the earth, was also venerated in Dion as in most Greek sanctuaries. Demeter's temple was discovered in 1973 a few meters away from the town walls of Dion. The older edifices are two small temples of the sixth century BC, that were replaced by two larger ones in the early Hellenistic period. Meticulous research through the layers of destruction produced a late fourth century BC.marble head of the goddess, a number of sculptures, an abundance of clay idols, pottery, coins and jewels. The sanctuary was repaired in the Roman period and its life lasted until the fourth century AD.

The temple of Isis Dimitrios Pandermalis

To the east of Demeter's temple a temenos was discovered in 1978 dedicated to the cult of the Egyptian gods. Sarapis, Isis and Anubis were worshipped there, but mainly Isis Lochia, the goddess who took care of women during the critical period after childbirth. The central temple of the sanctuary was dedicated to her. However, from inscriptional and other sources we draw the conclusion that another goddess of childbirth was originally worshipped here, the goddess Artemis Eileithyia, who in the Hellenistic period was succeeded by Isis Lochia. Another temple was dedicated to Isis as goddess of Luck, while a third to Aphrodite Hypolympidia (Aphrodite worshipped at the foot of Mount Olympos). A charming cult statue of this goddess, dating from the second century BC, was discovered during the excavations.

The Hellenistic theatre of Dion Dimitrios Pandermalis

The theatre of Dion is located in the area occupied by the sanctuaries outside the town wall. It was constructed of large quantities of earth in the years of Philipp V; its seats are made of big Hellenistic bricks. The theatre displays a spacious orchestra and a coelon so designed as to accomodate a large number of people, since this theater belonged not to a local, but to an important, famous sanctuary.

The walls of Dion Dimitrios Pandermalis

A strong wall over 2,600 m. long, built in the years of Cassandros, protected the town. The fortifications were further reinforced by a number of towers standing 33 m. from each other. This wall was repaired once in the Hellenistic period and was rebuilt in the second half of the third century AD., when fierce barbaric raids had to be repelled. In the fourth century AD a new, but mediocre, wall was built around the Early Christian settlement, a small, faded reminiscence of the ancient town.

The public baths Dimitrios Pandermalis

The public baths, excavated in the south sector of the town, are an impressive group of buildings of the year 200 AD.: Shops and workshops, public lavatories, a court for gymnastics, a small roofed theater ( = odeum), bathing areas, recreation rooms and a chamber dedicated to the cult of Asclepius. A unique group of sculptures representing the whole family of Asclepius was found in it.

The Dion necropolis Dimitrios Pandermalis

The cemetery of Dion lies, mainly, to the north and east. Its funerary monuments date from the fifth century BC to the fifth century AD. Most important among them are the vaulted Macedonian tombs and most eminent of all the one with the Doric facade, the Ionian anteroom and the large funeral chamber with the decorated marble bed.

The eastern quarter of the town Dimitrios Pandermalis

A large villa with a roomy bath, two atriums, a spacious banquet hall, a series of shops etc, is under excavation to the east of the town. The villa has been endowed with a wonderful mosaic pavement showing the triumphal epiphany of Dionysus. This central theme is framed by six smaller panels decorated with theatrical masks. Four statues of philosophers have been discovered in the same room, while in another, smaller one with a niche, the statue of the venerated god Dionysus was found.

Tumuli Dimitrios Pandermalis

Since 1980, to the west of Dion tymboi of the Early Iron Age (1000-700 BC) have been excavated. They usually contain box-shaped graves, whose funeral offerings are, mainly, pottery. The women's jewelry is made of copper, rarely of gold and semi-precious stones such as sard. The pottery is closely related to that of Thessaly.

Early Christian Basilicas Dimitrios Pandermalis

The central area of Early Christian Dion is occupied by a three-aisled basilica of the late fourth century AD., decorated with mosaic pavements and wall paintings. The church was ruined by an earthquake and was rebuilt in the early fifth century, but on much higher ground. Another Early Christian basilica has been recently discovered outside the town walls -at the edge of a cemetery - and is now being excavated. In the stoa outside its narthex a marble, built trapeza was found; its relation to an adjacent cenotaph suggests that a Christian martyr was worshipped here. Dion seems to have become abandoned during the fifth century AD. due to a succession of natural disasters (earthquakes, flood). Since then its inhabitants found shelter on safer locations at the foot of Mount Olympos, where new settlements were built.

“Neither has Phoebus got a shelter…” Nikos Xenios

In researching the cult of the gods of vegetation of the archaic and classical periods scholars can often find traces of Dionysiac and Bacchic elements in the cycle of Apollonian rituals. Evidence was found on the Cycladic island of Naxos during the excavations supervised by Professor Lambrinoudakis. Architectural finds uncovered there date from the seventh and sixth century BC and were interpreted as belonging to the cult of Dionysus or Kore, one of the deities of the Eleusinian Mysteries. Similar evidence from Eretria (Euboea), this time, has been exhibited by the Swiss Archaeological School, under Dr. Pierre Durcey. The photographic and archival material on display led us through the history of ancient Eretria down to realization of the very origin of the Apollonian cult.

The collection of western European painting of the National Gallery Marilena Kasimati

A concise presentation of the exhibition of western European painting, held in the National Gallery from July to October 1989, is one of the purposes of this article. The exhibition displayed 135 paintings dating from the fourteenth to the twentieth century. Given that a number of the works exhibited belong to the original nucleus of the National Gallery's collection since 1900 when it was instituted by law , a systematic review is attempted of the various problems, which have prevented its smooth function. Featuring largely among them is the long-lasting lack of a proper building to house its collection.Explicit reference is made to the significance of the Gallery, while the collection functioned as an Educational Museum to the National Polytechnic School. Then, an evaluation of the donations made by Greeks of the Diaspora - (Russia, Austria, France, etc.) is made. These donations consist mainly of West European works painted by Italians (Lorenzo Veneziano, Jacopo Sellaio, Luca Giordano, Cecco del Caravaggio, G.-B. Tiepolo) or by Flemish artists (Jacob van Hulsdonck, Jan II Bruegel, Frans Floris, Adam van der Heulen, Jan Fyt). The twentieth century is primarily represented by paintings made by Carolus-Duran, Camille Corot, Eugen Boudin, Victor Brauner and Pablo Picasso. Credit is further given to Marinos Kalligas. former Director of the National Gallery (1949-1971), whose consistent efforts had as a happy result the erection of the present building of the National Gallery, almost 150 years after legislation had made provision for its housing. The article concludes with criticism on how a proper, modern in concept museum ought to function if it is to overcome the shallow, limited activity of a gallery and to become, instead, a point of historic reference for the public.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Η Ελληνική Πλαστική (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Κούρος της Τενέας, περί το 575-550 π.Χ. (Antikensammlung, Μόναχο). Από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. η στατική μορφή του Κούρου αρχίζει να «εμψυχώνεται», ενώ γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. η μορφή ωριμάζει και αποκτά το χαρακτηριστικό της αρχαϊκό μειδίαμα. Από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., οι Κούροι αποδίδονται σαν άντρες, όχι σαν έφηβοι, η ανατομία κατανοείται καλύτερα. Ορόσημο της αρχαϊκής πλαστικής θεωρείται ο Αριστόδικος, ολόκληρος μια τεντωμένη χορδή έτοιμη να εκτιναχτεί. Οι αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. θα δώσουν κίνηση στη μορφή. Το βάρος πέφτει στο ένα πόδι, κεφάλι και κορμός στρίβουν αμυδρά. Η διάλυση της μετωπικότητας και της συμμετρικής κατασκευής ανοίγει το δρόμο για την πλαστική των κλασικών χρόνων.

Τεύχος 81, Δεκέμβριος 2001 No. of pages: 162
Κύριο Θέμα: Ξυπνώντας το πρωί Σαββάτου ή, πώς γράφονται τα όνειρα Μπίλη Βέμη

Βλέπω όνειρα μέσα στα μάτια μου Μαριλένα Καρρά

Το όνειρο και η νοσταλγία του κινηματογράφου Νίκος Ξένιος

Θεωρίες περί ονείρων Ιωάννης Πετρόπουλος

Η Hypnerotomachia Poliphili (1499) του Francesco Colonna Αγγέλα Ταμβάκη

Χώρος και συναίσθημα. Μια μέθοδος ερμηνείας των ονείρων Σάκης Τότλης

Χρόνος και όνειρο Πέτρος Χαρτοκόλλης

Άλλα θέματα: Παραδείγματα ένταξης νέας αισθητικής αντίληψης σε προϋπάρχον δομημένο περιβάλλον στο παρελθόν Εμμανουήλ Μαρμαράς

Η χρήση του συμπαγούς τρυπάνου στη διάτρηση της πέτρας, πειραματική προσέγγιση Χρήστος Ματζάνας

Ιατροί, ευαγή ιδρύματα και περίθαλψη ασθενών στο Βυζάντιο Αφέντρα Μουτζάλη

Ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση του Αδάμ στο Mουσείο της Hama στη Συρία Παναγιώτα Ασημακοπούλου-Ατζακά

Οι ιερογλυφικές επιγραφές της Kρήτης Paul Faure

Η Ταυρική χερσόνησος: Iστορία της έρευνας του πρώιμου οικισμού Ηλίας Πετρόπουλος

Η χρησιμοποίηση συνδέσμων και εμβλημάτων για τις επισκευές κτηρίων στην αρχαιότητα Πέτρος Ράδης

Ο ρόλος των αρχαιοτήτων της Αθήνας στη διαμόρφωση της επίσημης αρχιτεκτονικής της Διονύσιος Ρουμπιέν

Η Ίμβρος στην πρώιμη εποχή του Χαλκού (α΄ μέρος) Ηλίας Ανδρέου, Ιωάννα Ανδρέου

Παιδαγωγική αξιοποίηση του Διαδικτύου στο μάθημα της Iστορίας: Μια διδακτική πρόταση Μαρία Κασκαντάμη

Η ενετική διοίκηση στο κάστρο της Μεθώνης Παναγιώτης Φουτάκης

Σύντομη αναδρομή στην ιστορία της γυναικείας εκπαίδευσης Κώστας Μαντάς

Αρχαιολογία και επική ποίηση. Αναφορά στην Iλιάδα Ελένη Χατζή

Ελληνική μυθολογία και τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της έννοιας του θεραπευτικού περιβάλλοντος Σοφία Χατζηκοκόλη-Συράκου, Αθηνά-Χριστίνα Συράκου, Θεόδωρος Συράκος

Μουσείο: Το αρχαιολογικό Μουσείο του Πόρου Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, εκθέσεις, συνέδρια, διαλέξεις, επιστολές, βιβλία Κατερίνα Τσεκούρα (επιμ.)

Υδατογραφημένη πόλη: από την κλασική αρχαιότητα στο νεοκλασικισμό Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

Πληροφορική: Η βάση δεδομένων για την τεκμηρίωση των αναστηλωτικών εργασιών στην Ακρόπολη Κατερίνα Χαρατζοπούλου (επιμ.)

Εικονογραφική τεκμηρίωση των αναστηλωτικών εργασιών στη βάση δεδομένων. Από το 1976, ταυτόχρονα σχεδόν με την έναρξη των εργασιών αναστήλωσης στην Ακρόπολη, λειτουργεί υπό την αιγίδα της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως (ΕΣΜΑ) ειδικό Γραφείο Τεκμηρίωσης με σκοπό την αρχειοθέτηση και διαχείριση των διαφορετικού τύπου τεκμηρίων (σχεδίων, φωτογραφιών, μελετών κ.α.), που παράγονται από τους ειδικούς κατά την εκτέλεση των έργων. Tο πρότυπο αυτό Γραφείο Τεκμηρίωσης διαχειρίζεται τη σχεδιοθήκη, τη φωτοθήκη και εξειδικευμένη βιβλιοθήκη σε θέματα αναστηλώσεων αποκατάστασης και συντήρησης των μνημείων ενώ έχει αναλάβει, παράλληλα με την παραγωγή ενημερωτικών ταινιών για τη συντήρηση των μνημείων, την έκδοση ενημερωτικού δελτίου για την πορεία των ανστηλωτικών έργων. Το έργο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως (ΥΣΜΑ) - της ειδικής περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠΠΟ, που, από το 1999, έχει αναλάβει την οργάνωση και εκτέλεση των έργων αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης, υπό την επιστημονική εποπτεία της ΕΣΜΑ. Στην τελευταία συνέντευξη αυτού του αφιερώματος στα αρχαιολογικά συστήματα πληροφόρησης, η Φανή Μαλλούχου-Tuffano και ο Γιάννης Αλεξόπουλος μας παρουσιάζουν τις αρχές σχεδιασμού και την εξέλιξη των συστημάτων ηλεκτρονικής διαχείρισης και πρόσβασης στο υλικό του αρχείου.

Μια άλλη άποψη: Οι προϊστορικές γραφές αποτύπωναν τις τοπικές διαλέκτους Αντώνης Θ. Βασιλάκης

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η αργυρή περόνη του Mαύρου Σπήλιου (μια περίπτωση Γραμμικής Α) Γιώργος Πολύμερος

English summaries: Theories about dreaming Ioannis Petropoulos

The Cinema and the world of dreams are related to one another. The ease with which time can be represented by the cinema makes it an ideal medium for the representation of dreams. Although dreams can be about either the immediate or the remote past, dream time is experienced as a fleeting or condensed, perpetual present time. In the 20th century, both metaphysical painting and surrealism in art and in literature attempted to convey the unreal, irrational world of dreams. Towards the end of the 15th century, a Venetian scholar composed an enigmatic and erotic narrative with the title Hypnerotomachia Poliphili, that is Poliphilus’s struggle with love in a dream. The story takes place in an imaginary land of extended, perpetual dream and erotic pagan visions.

Time and Dream Petros Hartokollis

The psychoanalytic theory argues that dreams, unlike the unconscious, are not bound by time limitations, to the extend they are ruled by the subconscious. Everything in the dream is experienced much more directly than in the reality of alertness. In parallel with the fluidity that characterizes the convictions and pursuits of man, a feeling of urgency or anxiety, a great narcissistic participation, a large investment in action and in people are components of the dream. The time orientation of the dreamer is strictly towards the present. Any indication that any action in a dream represents memories or desires of the childhood -instigated by desires of the past- is a masqueraded sign and it must be interpreted through the coherence of the dreamer. The experience of the dreamer is ageless and represents his personality in its everlasting features; furthermore, it functions as a notion of himself, a notion that is related closer with previous desires than with the present age and the social or professional status of the dreamer. Based on a series of cases Freud (1900, 1933) has pointed out that time in a dream is expressed in terms of spatial relations, where the apparent meaning of the dream transforms time into space. However, there are dreams in which the concept of time is perfectly clear as clock or calendar time and not as a time implied in pictures of space and motion. It is known for years that the presence of the objective time in dreams symbolizes a variety of notions, usually concerning past experiences of time, such as anniversaries, deadlines, destiny, death. The direct reference to time in conditions of disappointment or urgency usually contains the direct experience of time as continuity. Such an experience has often to do with conflicts concerning the superego, relationships that cause a deep guilt. In reality, the dream is the state closer to the mystical experience a human can claim. The experience of nirvana in ones dream seems to depend on his ability to ignore or disconnect all sensational data from their objective source, lying in the outer world or in his very body.

The Dream and Nostalgia of Cinema Nikos Xenios

Through the spectrum and language of cinematography, dream was transformed into a very special kind of experience, that sealed the audience's conscience during the nineteenth century. With a quick retrospective into the films of the "dream" or oneirical genre, one can jump to the conclusion that European movie-makers cultivated this special category in a meticulous and refined way, as opposed to their American counterparts who used the dream with a certain clumsiness and naivety. However, in both the continental and the US movies, remarkable creators have proven that the spectator, once the lights are turned off and magic starts, gives to the dream the preponderance it deserves, either through an identification process or through the adoption of the cine-matographical codes and the conscious acceptance of this kind of illusionary "reality". According to Jean Cocteau's definition, "Cinema is the art that can mainly describe the Dream", more than any other art form.

Space and Emotion Sakis Totlis

In this article I present my space-emotional dream interpretation method and theory, which maintains that a subject/dreamer experiences first an actual initial event in broad daylight and. when he goes to sleep, this very same initial event reappears in his dream. This time it is disguised with suitable dream pictures, different yet similar to the initial event, that contain similar actions, causing during the dream similar emotions. So, a dream, regarding the initial event, is: a. A re-presentation, since it has different though similar pictures. b. A re-action, since It has similar action (behavior, energy). c. A re-dramatization, since it has similar emotions (drama}. These suitable dream pictures are "borrowed" for the needs of the dream from the subject-dreamer's memory -where else from in one's sleep? — , namely from some previous event that had happened to the dreamer/subject in the past, before the dream and before the initial event. This previous event as a central picture matches point to point with all the important pars of the initial event, plus its action and emotions. The previous event is what we actually see in a dream, but hidden behind it point to point lies invisible the re¬cent initial event of the day before, which is the true interest of the dream. Not all everyday events become dreams, however. Just the initial events that ended up abruptly, frustrated, with their emotions pending in mid air. The pending emotion is the actual secret charge of any dream. And the dream is an actual attempt of our consciousness to put in order a frustrated pending emotion. It is quite a manoeuvre.  

The Hypnerotomachia Poliphili (1499) by Francesco Colonna. The paganistic and erotic dream phantasies of a late 15th-century lover of antiquity Angela Tamvaki

This article briefly reviews the multifarious questions related to the Hypnerotomachia Poliphili (1499) -an "often quoted but seldom read book" in the words of E. Wind. A masterpiece of typographical art, published by the celebrated humanist Aldus Manuzio, it was only fully translated into English in 1999. Its author, Francesco Colonna, was traditionally thought to have been a Venetian friar in the monastery of SS Giovanni e Paolo; quite recently (1980) M. Calvesi proposed that the author was the prince of Palestrina under the same name, while other candidates have been discussed as well. The subject is the search for idealized love amidst extensively described ancient ruins, generally set in Arcadian landscapes, and inhabited by pagan deities and nymphs. The mixture of pagan and Christian elements reflected in some of the famous ceremonies and encounters described in the work are typical of the time and place of its creation. The antiquarian lore and feigned antiquity seem more appropriate to Venice than to Rome. The language, a most curious and purely individual mixture of Latin, Italian, Greek and elements of Hebrew and Arabic, may have been deliberately chosen as an appropriate vehicle for conveying the nature of dreams. The work's exquisite 172 woodcuts have been attributed to various distinguished masters; their closest affinities, however, are with those in the 1497 edition of Ovid's Metamorphoses in the vernacular language and in the art of Benedetto Bordon. Already in 1600 Beroalde de Verville had read the book's supposedly "arcane" content in the light of alchemic wisdom; this particular French edition, consulted by Jung in 1925, probably stimulated his interest in alchemy. His friend and collaborator Linda Fierz-David (1950) and, more recently, I. P. Couliano (1984) detected in its rather bizarre content intriguing, though very different, psyco-analytical overtones.

I Am Seeing Dreams in My Eyes Marilena Karra

In the art of the 20th century the dream is directly related with mainly two representational movements: metaphysical painting and surrealism. In both cases the reference to the dream is a fundamental element, both for the artistic act and experience and for the in-terpretational procedure. In the metaphysical painting, and in the oeuvre of its most important artist, Giorgio de Chirico, in particular, the reference to the dream is apparent in the world represented in his paintings: a mysterious and enigmatic world, full of questions and secrets, that the spectator has the impression that he is seeing or visiting for the first time, "as if it is viewed through the window of a dream". Everyday reality in the metaphysical pictures is approached by removing the veil, or the utilitarian dimension of things, that is blurring its poetic and metaphysical potential, like the dream: everyday scenes and situations are "directed" in another framework, beyond reality. In the case of surrealism, the feeling of the not-recognisable, the unexplained reasonably, the unreal, which derives from the intentionally paradoxical and unexpected unions of objects, removed from their physical environment, correlates the surrealistic with the oneiric pictures. And this happens through an "eye in fierce crisis", which produces clear and penetrating pictures that cause confusion and embarrassment. These two artistic movements are epitomized in modern Greek art in the oeuvre of Nikos Eggonopoulos, whose pictures, both in word and painting, reveal that the painter-poet was indeed seeing dreams in his eyes ...

Awakening Billy Vemi

She pauses, stopping in her tracks. In the prologue to her book “Meetings with Remarkable People”, she writes about the wolf and the lamb dwelling within us. It seems to her, that the beast is the unconscious. It sleeps. Waking in the morning of 3/12/1994, she sees the lion with the quality of an archaic being rising up from the water. “There are no lions in Greece”. The transition from dream images to phrases, from one symbolic language to another. Just imagine, the unconscious is really structured like a language. She sees her unconscious taking on a shape, and her conscious organizing the way of memorizing. She sees two pieces interacting like colleagues in a cutting room. Moviolas, tape-recorders, replay, cut, montage...

The Hieroglyphic Inscriptions of Crete Paul Faure

The comparison between the hieroglyphic signs of Crete and those of the Aegean Linear A script leads to the understanding of "theonymies" (-gods' names), subjects and adjectives or adverbs. The comparative method can be applied on these two types of script and almost on half of the 96 syllabic symbols that have been recorded in the Scripta Minoa I by Evans, in the Corpus der Minoischen und Mykenischen Siegei and in the CHIC, where 331 documents are published. It is possible that six of these documents have been written in the Linear A script, a fact proving the close similarity of these two scripts. The Cretan script not only shares the same symbols and words with its partly contemporary Linear A, but it also belongs to the same culture as the latter; furthermore, it conveys political, religious and moral concepts, which reappear in the Greek language of the classic period. Therefore, it cannot but express an Indo-European language, quite similar with the older Greek, let us say the language of the Pelasgians. spoken from Thessaly to Crete during the 3rd millennium BC.

Another opinion: prehistoric writings represented the local dialects Antonis Vasilakis

At first, the Minoans were using a kind of writing which was similar lo the hieroglyphics of Egypt. Each letter is symbolised with an animal or object. Later, they were using Linear A, and in the end, after 1450 BC, when the Achaians dominated, Linear B was instituted. Ventris proved that, in this period, they were speaking Greek in Knossos, like the Achaians. This helped us to prove that the same goes for the hieroglyphics and Linear A. The Greek hieroglyphics had been invented in Crete, by the Greeks of the island. In addition, based on inscriptions, we can assume that only Greeks or Greek speaking people created civilization in the island in the Prehistoric period. Linear writings came from the hieroglyphics, not as a new writing, but as a shorthand type of them. The Greek hieroglyphics are an independent invention of a Greek speaking nation and they represent the widest language in the world. The Greek hieroglyphics have simultaneously pictorial and phonetic character. This particularity of the Greek dialects caused the difference between Linear A and Linear B, which seem to represent the main dialects in the prehistoric Greek area.

The Silver Fibula from Mavro Spelio: an Example of Linear A Script Giorgos Polymeros

Many scholars have dealt with this subject so far, however they have not agreed on what the text, incised on the fibula, refers to. Some argue that the text refers to a male or female who asks information from the oracle of the dead about the proper doctor who can cure a certain disease that makes a woman barren. Others have the opinion that this inscription is about a young woman who wants to know the identity of her future husband, a scientific version aiso shared by the author of this article.

The Use of Compact prill for Stone Perforation: An Experimental Approach Christos Matzanas

The use of the compact drill for boring holes is the oldest of the three methods for drilling stone objects and other hard raw materials as well. A practice that has probably been in use since the Upper Palaeolithic, it is mainly related to prestige and toilet articles, which characterize the Homo Sapiens. Undoubtedly, the simplest and oldest perforating method is the one using the gimlet. In this article an attempt is made to document the procedure of boring a vertical part in thin objects experimentally and also to diagnose the characteristic traces that will show where the compact drill or the gimlet was used.

Archaeology and Epic Poetry: A Reference to the Iliad Eleni Hatzi

A series of evaluations and judgements has been made even since antiquity, regarding the historical background of the Homeric epic poetry. As time passed by, the relevant questions have been reinforced and related originally to the social environment of that period, which is represented in the epic, and consequently to the issue of dating its final composition, estimated about 700 BC. In this framework, Philology, Archaeology and History collaborate in a common field of research in order to define some, more or less objective, criteria for the dating of the cultural material which is reflected in the Homeric poems.

The Hellenic Mythology and the Ideological Characteristics of the Concept of the Healing Environment Sophia Chatzicocoli -Syrakou, Athina-Christina Syrakou, Theodoros Syrakos

The ideological characteristics of a concept can be understood through the study of the phenomena expressing this concept and, mainly, through the search for the fundamental substance and the provenance of the archaeological and mythological origins, lying under the manifold phenomena of the sensible world. Thus, these characteristics of the basic concept of the Healing Environment in our civilization should be searched in the Hellenic culture: in the Hellenic mythology and especially in the Asclepios' myth, the healing god of the ancient Hellenic pantheon. According to that myth, the ideological characteristics of the concept of the Healing Environment coincide with the typical features of the healing powers of nature, being equally divine.

The Use of Joints and Inlays in the Restoration of Buildings in Antiquity Petros Radis

In spite of the increasing interest in the restoration of monuments, many aspects of the restoration works performed in antiquity are scarcely known. This article deals with the restorations performed by using joints and inlays. The ancient buildings, being exposed to numerous factors that could cause damage and decay, such as natural phenomena-earthquakes, floods, etc.-, or man himself, needed restoration in order to be preserved in the best possible condition. Quite ofetn, however, the restorers of antiquity sought simple and inexpensive methods of restoration, if the damage was limited and thus the replacement of an entire worn stone was uneconomical. The use of joints and inlays could fulfill these conditions, which very well explains why they were commonly used in the entire Greek world, regardless of the period.

The Brief History of the Education of Women Kostas Mantas

The history of the education of women from antiquity until the nineteenth century can be epitomized in a few pages, since only a limited and questionable information comes from the Archaic and Classic period. The Hellenistic and Roman era offer more information and reliable sources, mainly inscriptions and papyri, still general conclusions cannot be drawn, because the public educational system has not existed before modern times. The sources dating from late antiquity and the Middle Ages simply refer to the Christianization of Classic education and the role of monasticism as an alternative solution for the pious ladies. As for the nineteenth century, it signals the establishment of the girl's school as an institution and the transformation of teaching into a "female" profession.  

The Effect of the Athenian Antiquities and Historical Sites on the Formation of the Official Architecture of the City Dionysios Roubien

The unique archaeological and historical environment of Athens has been considered by Greek and foreign scholars as the major, decisive factor for the creation and urban development of the Greek capital in the nineteenth century - at least as regards the erection of its official buildings. This effect can further be ascertained, if it is related to the respective architectural activity in the other capitals of Classicism.

Doctors and the Care of the Sick and Weak in Byzantium Afendra Moutzali

The emperors, both as public officials and private philanthropists; the prelates of the official Church and the monastic leaders; the lay aristocrats and, for many centuries, the professional healers, all have sought to found medical institutions. These have been purposed to provide consolation and help to the lower and middle social class. Philanthropic institutions have taken special measures to aid the sick, the crippled, the blind and the elderly poor. Byzantine sources indicate that hospitals were usually vital components of the city social network. The hospital administrators, whom the Byzantine sources call xenocfocfro/, were originally members of the clergy. By the tenth century the physicians have taken considerable control over the therapeutic practices in the hospitals. Professional medical assistants and nurses, the hypourgoi, were helping the doctors in curing the sick. The hospitals in the years of the Byzantine Empire have greatly contributed to the development of medicine, which, throughout this period, displays originality and innovation.

Venetian Government in the Castle of Modon Panayiotis Foutakis

A list of Venetian officials in Modon, published in 1873 by the German scholar Karl Hopf in his work Chroniques greco-romaines inedites ou peu connues, is frequently used by most archaeologists, historians, architects and other relevant scholars as far as the castle of Modon is concerned. Nevertheless, the deficiencies, inaccuracies, and errors occurring in this list have dictated the compiling of a new one. On the other hand, no attempt has been made to specify how a Venetian government was established in Modon. Therefore, this article includes a new list of Venetian officials in Modon, which can be of great help in the relevant scientific research, and offers a clear picture of the way the Venetian government was organized in the castle of Modon throughout the centuries. Byzantines, Franks, Venitians, Ottomans and, finally, Abandonment itself have governed over the castle of Modon. It is about time that Historiography establishes its headquarters in this castle, a site pregnant with historical memory.

A city in watercolours Georgia Kakourou - Chroni

For the occasion of the exhibition “ Greek Watercolours of the 19th and 20th century” at the Koumandareio Art Gallery in Sparta, an educational programme was carried out for pre-school children and pupils from primary and secondary schools. As many of the painters of that period depicted ancient monuments, along with the school curriculum it was decided to teach the three architectural orders of antiquity as well as light and colours as the essentials of painting. Moreover, the technique of watercolour was taught as a practical skill. These educational aims were combined with an introduction to the social and historical background of Sparta and its neoclassical buildings. The programme was based on Howard Gardner’s theory of Multiple Intelligences and on the ideas of the constructivists (Hein, Sotto).

The Incorporation of a New Aesthetic Conception into an Urban Environment of the Past: The Case of two Traditional Settlements on Paros during the Nineteenth Century Emmanouil Marmaras

The nineteenth century in Greece is characterized by the broad application of the rules and principles of Neoclassicism. This trend has been expressed both in Town-planning and in Architecture. In the first, the straight line was used for the layout of streets, and the rectangular cluster was adopted for the articulation of urban areas and the creation of squares as a functional element of cities; and also as a means of elevating important architectures or works of sculpture, according to the principles of the Renaissance Town-planning. In the second, this trend has been materialized through the exact application of the rules of proportion, which has unfortunately been considered as the main feature of ancient Greek architecture. The result of this way of planning the built environment was the infiltration of cities and settlements throughout Greece by the aesthetic conception of Neoclassicism.

A suggestion about how the Internet can be of use in the teaching of History M. Kaskandami

The author of this article proposes that the Internet should be put to use by students in the first form of senior high school who are presenting a history project. The subject presented is Mycenaean civilization. The proposed project not only encourages the group spirit in class, it also promotes a transdisciplinary approach to the subjects of History, Composition and Expression, English and Computer Science. Students are asked to look for information in the Internet, in web -sites, through key-words, in articles published on the web electronically, and in digital books. Finally students are asked to use the Word Processor to write their material, scan photographs, sketches and drawings they made, copy pictures taken from the Internet and see to the cover of their publication.

The Tauric Chersonessos: The Research History of the Early Settlement Elias Petropoulos

The date and circumstances of the foundation of ancient Greek cities are probably the major problems that scholars face in studying their history, since these two factors have greatly affected the future development of cities. The scholars who study the early history of the city of Chersonessos have oriented their research towards the following relevant issues: a. Rejection of Pseudo-Scymnos testimony as a historical source. b. Replacement of certain words in Pseudo-Scymnos text, which have excessively corrupted its meaning. c. Creditability to the historicity of Pseudo-Scymnos text, as regards the participation of the Delians in the foundation of Chersonessos. d. Examination of the available archaeological material, which can lead to the theory that Chersonessos was colonized for a second time by Greeks of Doric origin. The combination of the two latter issues seems to prevail in modern bibliography. Thus, the early Ionic or Ionic-Doric colony of Chersonessos was founded in the late sixth century BC -functioning as a commercial base or as a poiis, in the ancient sense of the word-while during 422/1 the Doric, Heracleiotan city was rebuilt for a second time.  

A mosaic floor with a picture of Adam at the Hama museum in Syria Panayiota Asimakopoulou Atzaka

The image of Adam dressed and enthroned is known to us exclusively from three Syrian mosaics. The first mosaic, which is also the best preserved, comes from the central aisle of an early Christian basilica in Huarte. The mosaic belonging to the museum of Hama and the third which is to be found at the museum of Copenhagen came from illegal excavations. In the mosaic of the Hama museum, a young man is shown in a frontal view, enthroned under an arch that stands on two small pillars. He is seated on a throne and his hair is short and curly. He wears a mantle with a heavy cloak over it. Two inscriptions, one Greek and one Syrian, identify him as Adam. In the Huarte mosaic, the enthroned Adam is depicted holding an open book. Two cypresses surround him with snakes entwined while various animals approach him. In the Copenhagen mosaic there is evidence that in this mosaic Adam was also surrounded by animals. It is a depiction of Adam before the Fall in which he names the animals. Granted that in Genesis Adam appears naked before the Fall, the way he is shown in the mosaics takes on a symbolic character. The three mosaics have differences in style which point to their having been made in different studios. However this does not necessarily mean that they were created at different times. High quality and a free style are characteristics of the Huama mosaic (487/488AD), the Hama mosaic, on the other hand is in a more formalized style and probably belongs to the first decades of the 6th century AD.

Imbros in the Early Bronze Age Elias Andreou, loanna Andreou

Imbros, the fourth largest island of the North Aegean, lies across the Thracian peninsula and has a strategic position in the region. Its close proximity to Asia Minor and Thrace, and to the islands Samothrace and Lemnos have made it an important navigation junction in the North Aegean. The references of Imbros in the Homeric epic underlines its relevant significance in early antiquity, while it appears to participate in the historical happening of the Helladic area, from the early fifth century AD. Until then all the information concerning the island come from the Homeric references and the explicit testimony of ancient sources, according which the pro-Hellenic tribe of Pelasgians had settled there. In 1990 the first prehistoric sites and a settlement in the centre of the north valley of the island were located. The results of the research carried out so far iead to the conclusion that many centres of proto-urban form existed in the islands of the East and North Aegean, which were created at the same time or approximately so as Poliochni on Lemnos. The foundation and development of these centres is owed to their location on the route of transporting and trading copper. In the last five years we have located an exceptionally big number of relevant prehistoric settlements, scattered along this route. It is certain that Imbros, like the neighbouring islands, during the late Neolithic period received a wave of emigrants from the Thracian and Minor Asia coasts. Owing to its mountainous landscape, the island consists of small geographic entities. During our visits and itineraries around Imbros we have located about thirty prehistoric sites along its coastline and in the hinterland and we have established that there is a clear gradation in size and importance in their structures. The excavation research carried on by the University of Ancara on the hill of Haghios Phloros have brought to light a wealth of information regarding the organization of settlements during the Early Bronze Age. The finds discovered so far prove that the area had already been inhabited in a pre-Trojan phase, in the late Neolithic period. An important centre functioned here during the Early Bronze Age and throughout the second millennium BC. Finally, the discovery of Mycenaean sherds verifies the contacts and relations of the prehistoric inhabitants of Imbros with the Mycenaeans as well as the long existence of an alive settlement in the same location.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Μυθικά τέρατα των παραμυθιών: Ο Ηρακλής και τα τέρατα Μαρίζα Ντεκάστρο

Τεύχος 21, Νοέμβριος 1986 No. of pages: 98
Κύριο Θέμα: Η Γυναίκα στο μύθο, την ιστορία, στο σήμερα Κλαίρη Ευστρατίου

Ειδώλιο γυναικείας μορφής, Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδος, φάση Σύρου, 2800-2300 π.Χ. Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Η δράση της γυναίκας στο μύθο και την ιστορία μάς αποκαλύπτει διαχρονικά την κοινωνική της συμβολή και τη σημασία της. Ο πατριαρχικός πολιτισμός, εδραιωμένος στις αξίες του προπατορικού αμαρτήματος, επεφύλαξε για τη γυναίκα θέση υποταγής. Τι κρύβει η ειρηνική εποχή της μητριαρχίας; Μήπως ο ιμπεριαλισμός-καπιταλισμός και η πατριαρχία συμβαδίζουν; Διεκδικώντας την ισονομία και την ισοτιμία μήπως η σύγχρονη γυναίκα έχει υιοθετήσει τα ίδια μέσα και την ίδια «τεχνική» με τον άντρα; Μήπως αξίζει να προσεγγίσουν οι ίδιες οι γυναίκες τις έννοιες θηλυκό, μάνα, μήτρα; Να βάλουν εκείνες τα θεμέλια της συνεργασίας με τον άντρα για μια καινούρια αρχή;

Η Γυναίκα στον καθρέφτη του Mύθου: από την προϊστορία στην ιστορία Κλαίρη Ευστρατίου

«Ενοχή». Σχέδιο της γαλλίδας ζωγράφου Jocelyne Pache. Στις πρώτες ανθρώπινες ομάδες η γυναίκα αποτελούσε τον πυρήνα. Αυτή είχε το λόγο να εκπέμπει την εντολή. Η κεντρική της θέση, που πηγάζει από την αναπαραγωγή, επεκτείνεται και στην άσκηση εξουσίας: όλα λειτουργούν για λογαριασμό της. Στα προϊστορικά χρόνια η θρησκεία και η λατρεία αφορούν το πρόσωπό της. Από την Εποχή του Χαλκού η γυναίκα θα εγκατασταθεί στο σπίτι ενώ ο άντρας θα φεύγει για να φέρει την τροφή. Η γυναίκα θα αναπτύξει την οικιακή οικονομία χωρίς να χάσει το ιερό της πρόσωπο: είναι η μεγάλη Μητέρα, η Δέσποινα της φύσης. Κάποια στιγμή όμως ο άντρας διεκδικεί την εξουσία και αντιπαραβάλλει την επίκτητη δύναμή του στη φυσική. Ίσως ο Ουρανός και ο Κρόνος που καταπίνουν τα παιδιά τους να συμβολίζουν αυτή τη μεταβατική φάση. Ο μύθος για το κουτί της Πανδώρας είναι μήπως σύγχρονος του ιουδαϊκού για τον Αδάμ και την Εύα; Ως το τέλος της Μινωικής εποχής η θεά εξακολουθεί να απεικονίζεται με λιοντάρια, με φίδια, ως κουροτρόφος, όμως λίγο λίγο αρχίζει να συνοδεύεται από μια αντρική μορφή. Ο άντρας έχει εισχωρήσει στον ιερό χώρο, ισότιμοι και οι δυο συμβολίζουν τον ιερό γάμο. Στον Όλυμπο πανίσχυρος θεός είναι ο Δίας. Γεννάει την Αθηνά και τον Διόνυσο και ενοχοποιεί την Ήρα για το θάνατο της Σεμέλης. Πόσο διαφέρει η πραγματικότητα από το μύθο σήμερα;

Η θέση της γυναίκας στην Αθήνα της κλασικής εποχής Eva Cantarella

Ανάγλυφο της «Σκεπτόμενης Αθηνάς», μέσα 5ου αι. π.Χ., Μουσείο Ακροπόλεως. Ο Bachofen βλέπει στην πολιούχο Αθηνά και στο κυνηγητό που εξαπολύουν οι Ερινύες ενάντια στον μητροκτόνο Ορέστη τα ίχνη ενός μητριαρχικού παρελθόντος. Στους κλασικούς χρόνους πάντως οι γυναίκες της Αθήνας ζούσαν απλά εκτός μιας «λέσχης ανδρών». Μόνο στην έκθεση των βρεφών προτιμώνται τα κορίτσια. Σε κορίτσια δεν παρέχεται καμία παιδεία, τα παντρεύουν σε ηλικία 14-15 χρονών και περιμένουν να γεννήσουν το παιδί που θα τις εντάξει στην οικογένεια του άντρα. Οι εύπορες παντρεμένες γυναίκες βγαίνουν μόνο στις δημόσιες γιορτές και πιθανόν σε καμιά κηδεία, ενώ οι φτωχότερες έχουν την άνεση κινήσεων που τους προσφέρει η εργασία τους. Ο νόμος προέβλεπε τρεις περιπτώσεις λύσης του γάμου. Στην έπεμψιν, ο άντρας απέπεμπε τη σύζυγό του χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογήσει την πράξη του, αρκεί να επέστρεφε την προίκα. Η εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης από τη γυναίκα, η απόλειψις, ήταν επιτρεπτή αλλά ηθικά κατακριτέα. Τέλος, στην αφαίρεσιν, ο πατέρας της συζύγου για οικονομικούς συνήθως λόγους διέλυε το γάμο. Μην μπορώντας να κληρονομήσει η ίδια την πατρική περιουσία, μια ορφανή μοναχοκόρη, η επίκληρος, όφειλε να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή της. Ο Δημοσθένης μάς πληροφορεί ότι ο Αθηναίος διαθέτει εκτός από σύζυγο, μια παλλακίδα και μια εταίρα. Το αττικό δίκαιο αντιμετώπιζε τις γυναίκες ως όντα μειονεκτικά, το ίδιο και η πόλις που δεν τις θεωρούσε «πολίτες». Μόνο το 451 π.Χ. ο Περικλής θα κάνει τις γυναίκες συμμέτοχες στη μεταβίβαση της αθηναϊκής «ιθαγένειας» στους γιους.

Οι Aτθίδες του E΄ και του Δ΄ π.X. αιώνα (η άλλη όψη του νομίσματος) Παναγιώτης Δημάκης

Αθηναία αστή. Αττική λήκυθος, 5ος αι. π.Χ. Το περίφημο χωρίο του Δημοσθένη που επιμερίζει στις εταίρες, τις παλλακίδες και τις συζύγους την ηδονή, τη φροντίδα και την επανάπαυση του Αθηναίου ευθύνεται για την παρεξήγηση της θέσης των Ατθίδων. Το υπερπόντιο εμπόριο και ο Πελοποννησιακός πόλεμος που κράτησαν τους Αθηναίους μακριά από τις εστίες τους μήνες και χρόνια, είχαν ως συνέπεια την ανάληψη από τη σύζυγο καθηκόντων διεύθυνσης του «οίκου». Οι δυναμικές ή και επικίνδυνες ηρωίδες του θεάτρου έδειξαν στις γυναίκες το μέτρο των δυνατοτήτων τους. Χίλιες αφορμές μπορούσαν να βρουν οι Ατθίδες για να βγουν από το σπίτι αποφεύγοντας απλώς να διασχίσουν τον αντρικό χώρο της αγοράς. Όσο για τους γυναικωνίτες δύσκολα θα χωρούσαν στους μικρούς οικίσκους γύρω από την Ακρόπολη. Ακόμη και ο θεσμός της προίκας ενίσχυε τις Ατθίδες. Την προίκα, που ο σύζυγος είχε συνήθως διασπαθίσει, όφειλε να την επιστρέψει σε περίπτωση που η γυναίκα ζητούσε διαζύγιο. Συχνά επομένως προτιμούσε να υποχωρήσει στις αξιώσεις της γυναίκας του. Στο χώρο του κληρονομικού δικαίου ξεχωρίζει ο θεσμός της επικλήρου κόρης. Πλήρη δικαιοκτητική ικανότητα είχαν οι γυναίκες, λένε κείμενα και επιγραφές. Η Λυσιστράτη και ο Κατά Νεαίρας του Δημοσθένη μαρτυρούν πως οι γυναίκες παρακολουθούσαν την πολιτική κατάσταση και τις δικαστικές αποφάσεις της Αθήνας.

Επίσημα επαγγέλματα-λειτουργήματα της γυναίκας στην αρχαία Aθήνα Αναστασία-Φλωρεντία Αντωνίου

Η τροφός παραδίδει το μωρό στη μητέρα. Μόνο σε περίπτωση ανάγκης η Αθηναία του 5ου αιώνα π.Χ. εξασκεί επάγγελμα. Από τις τρεις κοινωνικές τάξεις, εξαιρώντας τις δούλες, οι ελεύθερες ή πολίτιδες εργάζονται μόνο αν χηρέψουν ή αν αποκτήσουν οικονομικά προβλήματα ενώ οι γυναίκες μέτοικοι για βιοπορισμό. Αποκλειστικά γυναικεία επαγγέλματα είναι της τροφού, της μαίας και της προμνήστριας. Τα δυο πρώτα θεωρούνται λειτουργήματα και χαίρουν σεβασμού. Προμνήστρια είναι η προξενήτρα. Αν και ο ρόλος της δεν συγχέεται με εκείνο της μαστροπού ή μαυλίστριας ή προαγωγού που εξυπηρετούν αθέμιτες σχέσεις, η προμνήστρια δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης.

Το ένδυμα και ο καλλωπισμός Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Κομμώσεις γυναικών στην εικονογραφία. Το σχήμα και το μέγεθος του αργαλειού καθόριζαν τη μορφή του αρχαίου ελληνικού ενδύματος. Τα υφασμένα από τις γυναίκες ορθογώνια κομμάτια στερεώνονταν στο σώμα με πόρπες, καρφίτσες, ζώνες. Αν και ο Ηρόδοτος αφηγείται μια παράδοση που ερμηνεύει την αντικατάσταση του μάλλινου δωρικού πέπλου με τον λινό ιωνικό χιτώνα, το πιθανότερο είναι ότι αυτή οφείλεται στην οικονομική ακμή της πόλης. Πολύ σπάνια οι Ελληνίδες άφηναν τα μακριά τους μαλλιά ξέπλεκα. Πλήθος κομμώσεων με ταινίες, φαρδιές κορδέλες ή και δίχτυα (σάκκους) απεικονίζονται στα αγγεία. Κάποιες γυναίκες, παρά τις αντιδράσεις, συμπλήρωναν τον καλλωπισμό τους βάφοντας χαρακτηριστικά του προσώπου τους.

Το τελετουργικό του γάμου στην αρχαία Ελλάδα Αναστασία-Φλωρεντία Αντωνίου

Η γαμήλια άμαξα με τη νύφη, το γαμπρό και τον πάροχο. Μελανόμορφο αττικό αγγείο του ζωγράφου του Άμαση, 550 π.Χ. Από τις τριήμερες τελετές του γάμου η πρώτη, τα προαύλεια, έχει τρεις επιμέρους στιγμές. Στα προτέλεια, ο πατέρας της νύφης προσφέρει θυσίες, στην τελετή των απαρχών η νύφη προσφέρει στην Άρτεμη τα παιγνίδια με τα μαλλιά της και στη λουτροφορία «εξαγνίζεται» με λουτρό. Τη μέρα του κυρίως γάμου η νύφη, με καλυμμένο το πρόσωπο, συμμετέχει στο γεύμα που δίνει ο πατέρας της. Αμφιθαλής νέος εύχεται στο ζευγάρι αφθονία αγαθών. Στο τέλος του γεύματος γίνονται τα ανακαλυπτήρια. Πομπή με τραγούδια μεταφέρει τη νύφη στο νέο της σπίτι. Οι γονείς του γαμπρού θα ράνουν το ζευγάρι με καταχύσματα. Την τρίτη μέρα, τα επαύλια, οι συγγενείς της νύφης φέρνουν τα δώρα τους.

Η γυναίκα στο Βυζάντιο Κατερίνα Νικολάου

Μικρογραφία από τη χρονογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη με την εύπορη χήρα Δανιηλίδα. Η εκπαίδευση των κοριτσιών στο Βυζάντιο, με τη διδασκαλία ανάγνωσης, γραφής, ιεράς ιστορίας, αριθμητικής και ωδικής, άρχιζε στην ηλικία των έξι και διαρκούσε κατά κανόνα τρία χρόνια. Συμπληρώνοντας τα δώδεκα, η βυζαντινή ήταν σε ηλικία γάμου. Ο γάμος μεταξύ μελών διαφορετικής κοινωνικής τάξης δεν επιτρεπόταν. Η ιδανική γυναίκα ζούσε στο γυναικωνίτη, δεν ενδιαφερόταν για διασκεδάσεις και, για να βγει από το σπίτι της, όφειλε να έχει το πρόσωπό της καλυμμένο. Στο φαγητό γυναίκες και άντρες έτρωγαν σε ξεχωριστά τραπέζια. Φέρνοντας σπίτι μια «παλλακή» ο σύζυγος προκαλούσε συχνά την αντίδραση της συζύγου. Διαζύγια υπήρχαν δύο ειδών, το «κατά συναίνεσιν» και το «κατά πρόφασιν άμεμπτον», δηλαδή για σοβαρή αιτία όπως η μοιχεία, η τυμβωρυχία, η μαγγανεία, κ.ά. Άξιες περιφρόνησης θεωρούνται οι εταίρες που διακρίνονται σε προϊστάμενες δημόσιου ή ιδιωτικού οικήματος, σε σκηνικές (που σχετίζονται με το θέατρο), σε αυλητρίδες και ορχηστρίδες (που εμφανίζονται σε γάμους και συμπόσια) και σε όσες υπηρετούν σε καπηλειά, πανδοχεία και δημόσια λουτρά («βαλανεία»). Αυτοκράτειρες έγιναν η Θεοδώρα βγαίνοντας από το θέατρο και η Θεοφανώ από το καπηλειό. Στον αντίποδα των εταίρων, διάφοροι λόγοι ωθούσαν τις γυναίκες να ενδυθούν το μοναχικό σχήμα. Στα γυναικεία μοναστήρια συχνά οδηγούνταν και παιδιά από συγγενείς που είτε δεν είχαν να τα προικίσουν είτε ήθελαν να σφετεριστούν τις περιουσίες τους. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στις αυτοκράτειρες που σφράγισαν την πορεία του Βυζαντίου, την Ειρήνη την Αθηναία, τη Θεοδώρα, τη Ζωή και Θεοδώρα τις Πορφυρογέννητες, την Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα.

Θεοδώρα: μια γυναίκα αυτοκράτειρα Μαρία Τσώτσου-Moore

Η Θεοδώρα με την ακολουθία της σε ψηφιδωτό του 6ου αι. από τον Άγιο Βιτάλιο στη Ραβέννα. Ως τη μοναδική φεμινίστρια αυτοκράτειρα θεωρεί η συγγραφέας τη Θεοδώρα. Μεγαλωμένη στο βάναυσο περιβάλλον γύρω από τον Ιππόδρομο, έβλεπε τον πατέρα της να περιφέρει τις αρκούδες του προς διασκέδαση του όχλου. Όταν εκείνος πέθανε, η Θεοδώρα ήταν πέντε χρονών. Η μητέρα της έβγαλε την ίδια και τις δύο μεγαλύτερες αδελφές της στη σκηνή του Ιπποδρόμου, χώρος που σημάδευε τις γυναίκες με το στίγμα της ανηθικότητας. Η σχέση της Θεοδώρας με το θέατρο επέτρεψε στον Προκόπιο να αγγίξει τα όρια της πορνογραφίας περιγράφοντάς την. Η προσωπική της διαδρομή την έφερε στην Αλεξάνδρεια όπου οι θρησκευτικές της πεποιθήσεις επηρεάστηκαν ανεξίτηλα από το μονοφυσιτισμό. Η Θεοδώρα, που έζησε ως το 548, στέφθηκε αυτοκράτειρα το 527 και διακρίθηκε με την κριτική της αντίληψη, τον δυναμικό και μαχητικό της χαρακτήρα. Η πρώτη ουσιαστική της παρέμβαση στην πολιτική εκδηλώθηκε στη στάση του Νίκα, όταν εμψύχωσε τον Ιουστινιανό και τους συμβούλους του που ετοιμάζονταν να δραπετεύσουν για να σωθούν. Η επιρροή της στη θρησκευτική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετήσει ο Ιουστινιανός ειρηνιστική στάση απέναντι στους Μονοφυσίτες. Φήμες συνέδεσαν το όνομά της με τον ύποπτο θάνατο της Αμαλασούνθας, ενώ είναι βέβαιο ότι σε εκείνη οφείλεται η πτώση του Ιωάννη Καππαδόκη. Η εντύπωση ότι η Θεοδώρα, λόγω του παρελθόντος της, είχε αίσθηση αυτού που σήμερα ονομάζουμε «γυναικείο ζήτημα» οφείλεται στα νομοθετήματα που εκείνη υποκίνησε, ώστε το Οικογενειακό Δίκαιο να αντιμετωπίσει τις γυναίκες ευνοϊκότερα και δικαιότερα αναγνωρίζοντάς τους μια κάποια ανεξαρτησία.

Η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη με βάση τις Νοταρικές πηγές Χρύσα Μαλτέζου

Δωρήτρια μοναχή σε τοιχογραφία του ναού του Σωτήρος (Κακοδίκι Σελίνου). Gerola, Monumenti Veneti, τόμ. 2, πίν. 9, εικ. 1. Πλήθος παραδείγματα από κρητικά νοταριακά έγγραφα μαρτυρούν ότι η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη έπαιρνε ενεργό μέρος στις δραστηριότητες της οικονομικής ζωής. Δικαίωμα δικαιοπραξίας η γυναίκα αποκτά μαζί με την ενηλικίωσή της, στα 18. Συχνά παντρεύεται και πριν τα 15, και για την αξία της προίκας της γίνεται εκτίμηση από εμπειρογνώμονες. Οι εκτιμήσεις προικών αποκαλύπτουν τον πλούτο των αστών και επιβεβαιώνουν τον ολλανδό περιηγητή του 17ου αιώνα που περιγράφει τα μετάξια και τις αραχνοΰφαντες δαντέλες στη φορεσιά των γυναικών, τα μαργαριταρένια τους στολίδια και τα κατάφορτα από διαμάντια χέρια τους. Οι γυναίκες συντάσσουν δική τους διαθήκη λόγω ηλικίας, λόγω ασθένειας ή λόγω εγκυμοσύνης. Παράλληλα είναι και εκτελέστριες διαθήκης, ενώ δίνουν ή λαμβάνουν εξουσιοδοτήσεις. Στις συμβάσεις μαθητείας, η χήρα μάνα συμβάλλεται με μάστορα που πλάι του θα μάθει μια τέχνη ο γιος της. Σημειωτέον ότι τα νόθα παιδιά δεν είναι καταδικαστέα στις ανώτερες τάξεις. Στις συμβάσεις εργασίας που συνάπτουν γυναίκες μνημονεύονται τα εξής γυναικεία επαγγέλματα: τροφός, υπηρέτρια, υφάντρα, ράφτρα, βυρσοδέψις, τσαγκάρισσα, ταβερνάρισσα -αλλά και μαμή και πρακτική γιατρός. Η αμοιβή του άντρα μπορούσε να είναι ακόμη και τριπλάσια από τη γυναικεία. Γυναίκες αναφέρονται, μόνες ή συνεταιρικά, να ασχολούνται με το εμπόριο ή να είναι δανείστριες. Τέλος, στην πελατεία των νοταρίων ανήκουν και οι μοναχές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έγγραφα από συναλλαγές μοναχών και ζωγράφων.

Οι παραστάσεις των κολαζομένων γυναικών στις εκκλησίες της Κρήτης Μαρία Βασιλάκη

«Οι κοιμούντες την αγία Κυριακήν». Χριστός στην Αγία Ειρήνη Σελίνου (1357-58). Τμήμα του εικονογραφικού θέματος της Δευτέρας Παρουσίας, η τιμωρία γυναικών και αντρών στην Κόλαση επιτρέπει τη διερεύνηση των κοινωνικών αντιλήψεων γύρω από την αμαρτία και το κακό. Οι παραστάσεις αυτές που έζησαν δέκα αιώνες, από τις εκκλησίες στη Yilanli Kilise του 9ου-10ου αιώνα ως την Αγία Μαρίνα Κισσού στο Πήλιο των αρχών του 19ου, επεδίωκαν να έχουν και «σωφρονιστικό» χαρακτήρα. Οι εκκλησίες που τις φιλοξενούν είτε βρίσκονται σε αγροτικές περιοχές (Καππαδοκία, Μάνη, χωριά της Κρήτης) είτε αποτελούν μοναστικά κτίσματα (Στουντένιτσα, Ντέτσανη κ.λπ.), είναι δηλαδή αποκομμένες από τα αστικά κέντρα. Στην Κρήτη το θέμα διαδίδεται τον 14ο και 15ο αιώνα σε μικρές εκκλησίες. Την παράσταση των κολαζομένων συνοδεύει επιγραφή που κατονομάζει τον καθένα βάσει του αμαρτήματος που διέπραξε. Η πόρνη, η φιλάργυρη και η πλανόδια εμπόρισσα που κλέβει στο ζύγι εικονίζουν αμαρτήματα που είναι και αντρικά. Κολαζόμενοι άντρες είναι και: ο κλέφτης γεωργός, ο κλέφτης μυλωνάς, ο τοκογλύφος, ο ζωοκλέφτης, ο συκοφάντης, ο λαίμαργος, ο κτηνοβάτης, ο μέθυσος, ο βλάσφημος, ο φονιάς, κ.ά. Από τις κολαζόμενες γυναίκες, η πόρνη, η μαυλίστρα (προαγωγός), η πορνεύουσα παπαδιά, η μη βυζαίνουσα τα νήπια, η μη θηλάζουσα το ξένο βρέφος, η αποστρέφουσα τα νήπια, αναφέρονται στο γυναικείο σώμα και την αναμενόμενη λειτουργία του. Τα φίδια που ελίσσονται γύρω από το σώμα τους, δαγκώνουν τα σημεία που αντιστοιχούν στην αμαρτία, αιδοίο ή θηλές. Οι κρητικοί αγιογράφοι στέλνουν στην Κόλαση και την κουτσομπόλα, τη συκοφάντισσα, τη γλωσσού κι αυτή που κρυφακούει, που τα φίδια τους δαγκώνουν τη γλώσσα ή το αυτί. Ο κατάλογος περιλαμβάνει και τη μάγισσα, την κριθαρίστρα που ασκεί την κριθομαντεία και την υφάντρα που συμβολίζει τη γυναικεία γοητεία. Ο κατάλογος των κολαζομένων γυναικών από τις εκκλησίες της Κρήτης δεν καλύπτεται από τις γραπτές πηγές που γνωρίζουμε (Αποκαλύψεις του Αποστ. Πέτρου, του Αποστ. Παύλου, της Παναγίας κ.α.), εκφράζει δηλαδή περισσότερο μια εποχή και τις αντιλήψεις της.

Η ενδυμασία της γυναίκας στην Κρήτη επί Bενετοκρατίας Κατερίνα Μυλοποταμιτάκη

Η αφιερώτρια Καλή με βυζαντινή ενδυμασία. Μονή Κεράς Πεδιάδας Ηρακλείου, 14ος αι. Αντίθετα με την πρώτη περίοδο της Βενετοκρατίας που έχει φεουδαρχικό χαρακτήρα και κυρίαρχη παράδοση τη βυζαντινή, ο πολιτισμός της Κρήτης του 16ου και του 17ου αιώνα εμφανίζει κυρίως χαρακτήρα αστικό και ακολουθεί τη Δύση. Δείκτης ευμάρειας και κοινωνικής επιτυχίας θεωρείται η φορεσιά που η πολυτέλειά της δεν περιορίζεται μόνο σε ευγενείς και αξιωματούχους αλλά ντύνει όλους όσοι έχουν να την αγοράσουν. Ενδεικτικά, το 1399 οι ενετικές αρχές απαγορεύουν στους άντρες «οποιασδήποτε τάξεως» και στις γυναίκες να ντύνονται με ακριβά υφάσματα κεντημένα με μαργαριτάρια, ακριβά κοσμήματα και χρυσοκεντήματα. Οι ενδυματολογικές διακρίσεις, κατοχυρωμένες νομικά στο Βυζάντιο, φαίνεται ότι δεν ίσχυαν στις πόλεις της Κρήτης. Την ίδια έλλειψη διακρίσεων θα εμφανίσει τους δύο τελευταίους αιώνες της Βενετοκρατίας και η δυτική φορεσιά. Η γυναικεία βυζαντινή ενδυμασία αποτυπώνεται στις παραστάσεις των κτητόρων σε τοιχογραφημένες εκκλησίες της Κρήτης (τέλη 13ου-αρχές 16ου αιώνα). Η φορεσιά σε αρκετές από αυτές αποτελείται από τέσσερα ενδύματα: το υποκαμίσιον, το καμίσιον, τη «γρανάτζα», φαρδύ μανικωτό ένδυμα σε σχήμα Τ, και το μαντύ στολισμένο με «ταβλία» και «πορφύρα», διακριτικά της βυζαντινής αριστοκρατίας. Τα φαρδιά βυζαντινά ενδύματα θα εκτοπιστούν από «τα φράγκικα» που προβάλλουν το ανθρώπινο σώμα. Με τη δυτική μόδα περιζήτητες έγιναν οι «μαστόρισσες», οι μοδίστρες. Οι περιηγητές περιγράφουν τις Κρητικές στα Σφακιά και αλλού να καλύπτουν το πρόσωπο αλλά να φορούν ένδυμα που άφηνε ακάλυπτο το στήθος. Φορεσιά και χρυσά κοσμήματα αποτελούν πολύ σημαντικό περιουσιακό στοιχείο και συχνά αφιερώνονται από ευσεβείς Βενετούς και Κρητικούς σε εκκλησίες ή μοναστήρια.

Τι εστί γυνή Μαρία Βασιλάκη

Ο Αδάμ και η Εύα. Τοιχογραφία οροφής του 1509-1511, Palazzi Pontifici, Βατικανό. Στο ερώτημα προσφέρουν απαντήσεις τα βυζαντινά αποσπάσματα που παρατίθενται. Όπως: «άγκιστρον διαβόλου», «θησαυρός ρυπαρίας», «πεφαρμακωμένη έχιδνα», «επί γης ναυάγιον», «επιθυμητή λύσσα», «παγκόσμιος θάνατος» … και άλλα πολλά.

Θηλασμός παρθένων Ευάγγελος Μαυρουδής

Παρθένα θηλάζει Μονόκερω. Μικρογραφία σε Ψαλτήρι του 9ου αι. Μονή Παντοκράτορα, Άγιον Όρος. Γιατρός, ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για την περίπτωση θηλασμού από νεαρή γυναίκα που δεν έχει τεκνοποιήσει. Στη ρωμαϊκή παράδοση, νεαρό κορίτσι θηλάζει τον γέροντα πατέρα της. Σε Ψαλτήρι του 9ου αιώνα από το Άγιον Όρος, μια παρασελίδια μικρογραφία παριστάνει παρθένα να θηλάζει μονόκερω. Από τον Ιπποκράτη που αναφέρει ένα κοριτσάκι 8 χρονών να θηλάζει το αδελφάκι του ως τις έρευνες των σημερινών γιατρών που μιλούν για την «ιδιοπαθή πρώιμο ήβη», ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι, με μηχανικά μέσα ή με ορμόνες, γυναίκες που δεν έχουν τεκνοποιήσει μπορούν να θηλάσουν, και επομένως οι ρίζες του μύθου είναι ρεαλιστικές.

Μια γυναίκα του 19ου αιώνα: Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου Κλαίρη Ευστρατίου

Πορτρέτο της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Δημοσιεύονται αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου (1801-1832), αριστοκράτισσας από τη Ζάκυνθο που πέθανε λίγο μετά τη γέννηση του γιου της. Η αμεσότητα του λόγου της ζωγραφίζει πιστά το αποπνικτικό για ένα κορίτσι περιβάλλον του πατρικού σπιτιού, την παντελή έλλειψη γυναικείας εξουσίας που κάνει τη μάνα αδύναμη ακόμη κι ένα δάσκαλο να πάρει για την κόρη της. Η κόρη απευθύνεται στον πατέρα και το θείο της, τους εξηγεί γιατί θέλει να κλειστεί σε μοναστήρι. Οι γυναίκες που βλέπει γύρω της ζουν στην απομόνωση και τη δυστυχία.

Κόρη-Γυναίκα-Μητέρα Δέπη Γιαννακοπούλου

Η σκάλα της ζωής της γυναίκας. Μέσα από τις προσωπικές της σημειώσεις, η συγγραφέας περιγράφει την άλωση μιας ζωής ήδη από τη γέννησή της. Το κοριτσάκι που η μητέρα του το έχει για κουκλάκι της, που η κοινωνία του έχει ήδη γράψει το ρόλο που θα κληθεί να παίξει. Δοκιμάζοντας τα ψηλά τακούνια, μαθαίνοντας τις δουλειές του σπιτιού, προβάροντας τη θηλυκότητα. Βγαίνοντας «πρόβατο στους λύκους» με την ενηλικίωση, έχοντας άγνοια του εαυτού της. Ώσπου να υποδυθεί τελικά τον προκαθορισμένο ρόλο.

Γυναικείες σπουδές: η γυναικεία οπτική στην επιστήμη Σούλα Παυλίδου, Γιάννα Σαββίδου, Ζώγια Χρονάκη

Η Simone de Beauvoir. Η αμφισβήτηση της ανδροκρατίας και του ανδροκεντρισμού στη γνώση υπήρξε κοινή αφετηρία για την Ομάδα Γυναικείων Σπουδών του ΑΠΘ. Αναρωτήθηκαν: «Μήπως η επιστημονική πρακτική εδραιώνεται σε μια αντίληψη που θεωρείται κοινωνικά αυτονόητη και φυσική, στην εξίσωση άνθρωπος = άντρας = διαμορφωτής της ιστορίας και της επιστημονικής γνώσης;» Η τετράχρονη εμπειρία της Ομάδας επιβεβαίωσε τις βασικές απόψεις της: Οι γυναικείες σπουδές εντάσσονται στο γυναικείο κίνημα και έχουν σημείο εκκίνησης τη βιωματική σχέση με την καταπίεση. Δεν εξαντλούνται σε έρευνες που ταυτίζουν το αντικείμενό τους με τις γυναίκες αλλά προσεγγίζουν διαφορετικά τη σχέση των δύο φύλων. Η βιωματική σχέση με τη γυναικεία καταπίεση δυναμιτίζει την «ουδετερότητα» και την «αντικειμενικότητα» αντιπαραθέτοντάς τους έναν συνειδητό υποκειμενισμό.

Η «νοσούσα» γυναικεία σεξουαλικότητα Μορφούλα Κουρουκλάρη

Μαία εν δράσει την ώρα του τοκετού, Isola Dell’ Sacra, Ostia, 1ος αι. μ.Χ. Σήμερα ο δρόμος που οδηγεί στη γυναικεία σεξουαλικότητα περνά και μέσα από την ιατρική. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη το πεδίο γέννα-έκτρωση-αντισύλληψη βρισκόταν στα χέρια των γυναικών. Από τότε που η ιατρική έγινε ανδρικό, αμειβόμενο επάγγελμα, γυναικεία βιολογικά φαινόμενα, όπως η περίοδος, η κύηση, η αντισύλληψη, ιατρικοποιήθηκαν. Η γυναικεία σεξουαλικότητα νοσεί γιατί η αναπαραγωγικότητα δεν έχει ακόμη αποσυνδεθεί από τη σεξουαλική δραστηριότητα. Γιατί το ταμπού της εμμηνόρροιας επιστρατεύεται στον πόλεμο κατά του γυναικείου φύλου, ενώ ούτε ο κύκλος της εμμηνόπαυσης κρίνεται αρκετά σημαντικός για να ερευνηθεί. Νοσεί γιατί ανεύθυνα χείλη συνεχίζουν να μιλούν για ένα σώμα που δεν τους ανήκει.

Γυναίκα και εργασία στην Ελλάδα Ζώγια Χρονάκη

Στις 8 Μαρτίου οι εργαζόμενες γυναίκες επαναστατούν ενάντια στη σκλαβιά της κουζίνας. Η ιδεολογία περί κατωτερότητας των γυναικών και περί του αυστηρά οικογενειακού τους προορισμού εκδηλώνεται έντονα στον τομέα της εργασίας. Οι γυναίκες μπαίνουν στην παραγωγή όταν λείπουν τα αντρικά χέρια και συνήθως χαρακτηρίζονται ανειδίκευτες. Ο φυλετικός διαχωρισμός διακρίνει «αντρικά» και «γυναικεία» επαγγέλματα. Οι γυναίκες όμως καλούνται να καλύψουν τριπλό ωράριο –εργαζόμενη, νοικοκυρά, σύζυγος-μητέρα– και να υποκαταστήσουν παιδικούς σταθμούς, στέγες γερόντων και ό,τι άλλο αφήνει ακάλυπτο η έλλειψη κοινωνικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα στερούνται όσες αναγκάζονται σε απασχόληση στο σπίτι ή εργάζονται σε μικρή οικογενειακή επιχείρηση. Η γυναικεία ανεργία «διαβάζεται» ως μια θετική λύση για την αντρική. Στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα δεν εκπροσωπούνται γυναίκες. Διεθνείς Συμβάσεις και Νόμοι είτε ρυθμίζουν συγκεκριμένα μόνο θέματα είτε δεν εφαρμόζονται, με αποτέλεσμα η πραγματική ζωή των γυναικών να μην έχει σχέση με εκείνη που προβλέπει το γράμμα του Νόμου.

Η σχέση της γυναίκας με την πολιτική Ζώγια Χρονάκη

Οι γυναίκες χρειάζονται την Ψήφο, αφίσα, 1910-12. «Ο φεμινισμός είναι πολιτική» δηλώνει η συγγραφέας, καλώντας την αντρική πολιτική να αποδεχθεί ότι «οι δυο πιο μεγάλες διακρίσεις της κοινωνικής αδικίας είναι η Τάξη και το Φύλο». Δεν χρειάζεται καν να στοιχειοθετηθεί η δήλωση ότι «από αρχαιοτάτων χρόνων…» η πολιτική, φτιαγμένη από το Κράτος, είναι ο χώρος όπου εκδηλώνεται πιο εντυπωσιακά η «αντρική» διάσταση της κοινωνίας και της εξουσίας. Αντίστοιχα οργανωμένα είναι και τα πολιτικά κόμματα που αγαπούν τις γυναίκες μόνο στις προεκλογικές περιόδους. Το γυναικείο κίνημα δίνει τη δυνατότητα στο γυναικείο φύλο να κατακτήσει ό,τι επί αιώνες του αρνούνται.

Άλλα θέματα: Ένα αρχαίο κείμενο, το De Architectura, εορτάζει δύο επετείους Παύλος Μυλωνάς

Η εικόνα του Βιτρούβιου από την πρώτη σελίδα του χειρογράφου Lat. 7228, έτος 1319. Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού. Το χειρόγραφο του Βιτρούβιου Περί Αρχιτεκτονικής, το μοναδικό σύγγραμμα για την αρχιτεκτονική της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, λέγεται ότι συμπληρώθηκε για τελευταία φορά το 14/13 π.Χ., 20 αιώνες από σήμερα. Παράλληλα, μισός αιώνας έχει κυλήσει από την πρώτη του τυπογραφική έκδοση το 1486 στη Ρώμη. Το σύγγραμμα υποδιαιρείται σε δέκα βιβλία. Ανεξάρτητα από την ύλη κάθε βιβλίου λειτουργεί το αντίστοιχο Προοίμιο, δοκίμιο με αφηγηματικές και λογοτεχνικές αξιώσεις. Έχοντας αφομοιώσει την ελληνιστική κουλτούρα περί εγκύκλιας παιδείας, ο Βιτρούβιος αξιώνει από τον αρχιτέκτονα να είναι ενήμερος στη φιλοσοφία, τη μουσική, την ιατρική, να ξέρει τους νόμους των ανθρώπων και του ουρανού. Στην πρώιμη περίοδο του Αυγούστου συντάσσει ο Βιτρούβιος το σύγγραμμά του που θα γίνει «standard-handbook» στα ρωμαϊκά χρόνια, θα επιζήσει του Μεσαίωνα και πιθανόν θα επηρεάσει τη γοτθική αρχιτεκτονική. Στην Αναγέννηση, με τη βοήθεια της τυπογραφίας, ακτινοβολεί. Από τον 15ο ως το 19ο αιώνα επηρεάζει με τις εκδόσεις του όλους τους κλασικούς ρυθμούς της Δύσης. Η πρώτη έκδοση του De Architectura έγινε από τον ουμανιστή Giovanni Sulpicio da Veroli το 1486/87. Η τέταρτη έκδοση (1511) έγινε από τον καλόγερο και αρχιτέκτονα Fra Giocondo που εικονογράφησε το κείμενο με ξυλογραφίες. Ο Cesare Cesariano, αρχιτέκτονας και συγγραφέας με μακρά θητεία στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού του Μιλάνου, δημιουργεί τη θαυμαστή έκδοση του 1521 με την πρώτη δημοσιευμένη ιταλική μετάφραση, εξαίρετα σχέδια και λεπτομερή σχολιασμό. Σταθμός στις εκδόσεις αλλά και στις σπουδές του Βιτρούβιου θεωρείται η έκδοση του 1556 με την ιταλική μετάφραση του Daniel Barbaro και με σχέδια του Palladio.Το 1673 κυκλοφορεί η φημισμένη έκδοση του Claude Perrault με εξαίρετη γαλλική μετάφραση, με θαυμάσια σχέδια και με βαθυστόχαστο σχολιασμό. Έγινε το ευαγγέλιο της αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής πολιτικής του γαλλικού κράτους, όπως την είχε διαμορφώσει ο Colbert. Αλλεπάλληλες υπήρξαν οι εκδόσεις και οι μεταφράσεις του Περί Αρχιτεκτονικής. Οι παλαιές εκδόσεις που κατέχει η Βαλλιάνειος Εθνική Βιβλιοθήκη, από τις οποίες κάποιες φέρουν σφραγίδες με θυρεούς, προδίδουν εκλεπτυσμένο γούστο και ευρυμάθεια που μάλλον ανήκουν σε επτανήσιους αριστοκράτες.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Το Παλατάκι του Ιουστινιάνι στη Χίο. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Βυθισμένος οικισμός της 3ης χιλιετίας π.Χ. ανακαλύφθηκε στον κόλπο Πλατυγιάλι της Δυτ. Στερεάς - Ιερό της Δήμητρας στο χώρο του Κάστρου της Μυτιλήνης αναζητούν οι αρχαιολόγοι - Μαρμάρινο άγαλμα του Αντίνοου, ευνοούμενου του αυτοκράτορα Αδριανού, βρέθηκε σε ρωμαϊκή έπαυλη στους Μύλους Αργολίδας - Στις 23 Ιουνίου 1986, επομένη του θανάτου της συζύγου του, πέθανε από καρδιακή προσβολή ο σπουδαίος ελληνιστής Μόζες Φίνλεϋ

Εκθέσεις

Το Μουσείο Προ- και Πρωτο-ιστορίας της Φρανκφούρτης παρουσιάζει αγγεία της συλλογής του από τη Μυκηναϊκή εποχή και ύστερα (15 Αυγούστου 1986 - 20 Μαΐου 1987) - «Η ζωή στην Κύπρο τα χρόνια της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας (1192-1571)» είναι ο τίτλος έκθεσης (με διάρκεια ως τον Ιανουάριο του 1987) που οργάνωσε η Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας σε συνεργασία με το δήμο Λευκωσίας

Συνέδρια

Η Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών διοργανώνει διεθνές Συνέδριο (Σεπτέμβριος 1987) για τη διαχρονική ιστορία της Χαλκίδας - «Ο ελληνισμός στην Ανατολή» είναι το θέμα της φετινής συνάντησης στο Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών (6-11 Νοεμβρίου 1986)

Βιβλία

Ανδρέας Λεντάκης, Είναι κατώτερη η γυναίκα από τον άνδρα ή πώς κατασκευάζεται η γυναίκα, Δωρικός, Αθήνα 1986 - Χριστιάννα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο - Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδας - Henri Stierlin,L’Astrologie et le pouvoir, de Platon à Newton, Payot, Paris 1986 - Αλέξης Σαββίδης, Το Οικουμενικό Βυζαντινό Κράτος και η εμφάνιση του Ισλάμ,Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1986

English summaries: Woman in the mirror of myth Clairie Eustratiou

According to the Homeric poems, the Iliad and Odyssey, a woman was the reason for the panhellenic campaign and the Trojan war. The Homeric epos belongs to the sphere of myth, not of history. However, when a myth corresponds to facts, it becomes a historical truth.Seen in this light myths contain a dynamic truth which, if analysed, pictures the psychological, ethical, social and generally the cultural physiognomy of an entire period. The Greek myths of the eight century BC start with the creation of the world. The female element, the woman - Chaos, Earth, Rea - plays the most important role, since she is the only one who can reproduce the "beginnings. Life and death", a phenomenon which still attracts human thought, springs from and terminates in mother Earth. Therefore, the woman became the nucleus of every activity. Later, however, when social interrelations changed as a result of the introduction of patriarchy and -creation gained more weight than "birth", the role of woman was downgraded, especially as regards her participation and activity in public life. European philosophy, based on the Aristotelian principles, on the one hand and on Christian religion on the other which held Eva responsible for the original sin, led contemporary woman to her present struggles for redefinition of her role in modern society.

A woman’s place in Classical Athens Eva Cantarella

Mythical matriarchy was succeeded in Athens by a state of patriarchy. Various institutions give evidence for the inferior position of women in classical society. The abandonment of newly born children occurred more often in the case of girls than of boys. Even when she got married, a daughter could never "pay back" all the expenses her father had gone to for her. A law permitting a father to sell his daughter as a slave, if she was a spinster, was abolished by Solon. Athenian girls were married at the age of fourteen to fifteen years to men twice older that them. Confined to the women's quarters of her house a married woman was obliged to encounter only persons of her close family environment. Only the women of the poorer social class could contribute, in a way, to their home's finances by selling home-made goods or agricultural products in the market-place or by working in the family fields. According to a well-known passage from Demosthenes, an Athenian man had the licence to have three women. A wife, to give birth to his legal children, a concubine, to take care of his body and a hetaera for his physical and mental pleasure. A marriage could be dissolved either because a husband dismissed his wife (in this case he had to give back all her dowry) or because the wife abandoned her marital relation or, finally, because the wife's father took her away from her husband for various reasons. The receival of a dowry excluded women from participating in the proper division of their father's property. An orphan only daughter had to marry her closest male relative so that her property would remain in the family. Even if the only daughter was married but childless, when becoming a heiress, she could be taken away from her husband by her closest relative. The relation to concubines was a kind of marriage that was, however secondary. This becomes obvious from a law attributed to Drakon, according to which the man who found his concubine having sexual intercourse with another man, had the right to kill the latter, like the husband who was entitled to kill his wife's lover. However, children born to concubines were considered illegitimate. The hetaera was a companion with whom men usually had a friendly relation of a more or less spiritual character, therefore this relation was completely different from the one men had with their wives or prostitutes. Women were not allowed to participate in the political life of their city or town; they were not considered to be citizens, but only inhabitants of a community. The women of Athens were nothing more than an obedient, passive and inferior medium for the reproduction of citizens or a vessel of mental and physical pleasure in the absolute service of the men who ruled the city as if it was a men's club.

Athenian women of the fifth and fourth century BC Panayotis Dimakis

According to the commonly accepted theory — also repeated by Eva Cantarella in her article in this issue of APXAIOΛOΓIA — women in classical Athens played a secondary role since their only social challenge was to function as simple children-producing machines. This view is an exaggeration. Only luxurious mansions had quarters strictly for women, an element alien to the numerous dwellings located at the foothill of Acropolis. Athenian daughters were endowed in advance with a share from the future paternal legacy as opposed to the sons who received their share after their father's death. The obligation of the husband to return the dowry in case of divorce made Athenian men adopt a more flexible and tolerant attitude towards their wives' shortcomings and mistakes. Furthermore, one must take into consideration that women in Athens had the right to owe any kind of property and estate and to make business and transactions. Thus, women, who lend or borrow, who keep taverns or discuss with their husbands and make comments on the issues brought to the ecclesia or court, are mentioned in fifth and fourth century texts. It is true that a woman's life in classical Athens was not ideal. However, since there are two sides to every coin we must also try to study and elucidate the other side, which seems to be engraved with more optimistic messages as regards the position of women in Athenian society.

Dress and adornment The editors of the Archaeologia journal

What kind of loom was used and the size of the loom was what determined the type of garment worn by the ancient Greeks. Women wove rectangular pieces of material which were fastened to the body with pins, brooches or a belt. Herodotus tells a story of how, traditionally, the woolen Doric robe was replaced by the linen Ionic frock. However it is more probable that this was brought about by the city’s prosperity rather than anything else. Greek women rarely wore their hair loose. One can see many hairdos depicted on vases where hairbands are worn as well as ribbons to tie hair back from the face or hairnets (sacks). Although it was looked upon with disapproval, women used make-up in ancient Greece to heighten certain features of the face.

Official professions / functions of a woman in ancient Athens Anastasia - Florentia Antoniou

The Athenian woman of the fifth century practiced a profession only in the case of great need. However, before briefly examining the structure of Athenian society, it would be useful to define women's position within it. Working women in fifth century Athens were usually widows or others with economic problems or immigrants with the need to work to earn their own and their families living or, finally, slaves.Professions are here classified as purely male, although common to men and women and then as exclusively female. Here we are dealing with the last category. The seclusion of women in their house and their deprivation of essential political and social rights was also reflected in the professional sector. The professional occupation of women was a rare phenomenon that created, as a rule, a negative social attitude towards those women. The fact that professions exclusively for women did exist could be considered as an important exception to the forementioned rule deserving specific analysis and study. Nurses for children, midwives and match-makers were proper female occupations. A typical trait of all three occupations is their functional character. As regards the nurse and the midwife the importance of the functional character of their profession is reinforced by different evidence, which presents them as most respected persons who enjoyed high esteem in Athenian society. The matchmaker, on the contrary, because of the bad reputation she had in general, was probably not a favored and respectable person.

The wedding ceremony in ancient Greece Anastasia-Florentia Antoniou

The ancient Greek nuptials lasted for three days. On the first day, called proaulia, (prelude to the wedding) three moments stand out. The proteleia is the preliminary sacrifice offered by the bride’s father. The aparchae is the bride’s primal offering to Artemis by cutting off hair from her forehead. Last, on the first day, comes the loutroforia, where the bride is cleansed by bathing. On the day of the actual wedding, the bride partakes, with her face covered, in a dinner given by her father. A young man having both parents alive wishes the couple prosperity. At the end of the dinner come the anakalypteria, presents made by the bridegroom when the bride unveils. A procession with songs sees the bride to her new home. The bridegroom’s parents shower the couple with katachysmata, handfuls of nuts, figs etc. On the third day of the wedding, the epaulia, the bride’s relatives bring presents to the new home.

Women in Byzantium Katerina Nicolaou

The opinion that a woman in Byzantium would spend her life in secluded isolation in the women's quarters of the Palace or in her household, socially deprived and legally unprotected, like the other women of the East, is commonly accepted. There is no doubt that the conception and instructions of the Church Fathers, regarding women's roles and status, dictated and imposed such an attitude in a male society. However, in later centuries, the effect that basic principles of Christianism had on equality also the relevant legislation, which weakened father's authority in the family by transforming it simply to paternal protection helped women's social promotion a lot.

Theodora, an empress Maria Tsotsou Moore

The Byzantine emperor Justinian and his wife, the empress Theodora, each with his own retinue, are represented in the mosaics of the church of St. Vitale in Ravenna, Italy. The imperial status of Justinian and Theodora, the most impressive figures among all the others, is easily distinguished by the luxurious purple dresses they wear and the halos around their heads. They stand facing each other absolutely equal in value, quality and power before Christ and independent from the rest. They share sovereignty and preserve the vision of Christian monarchy. They collaborated so perfectly in the government of the empire that they are still today considered to be a unique couple in all of history sealing with their strong personality every achievement in the sixth century AD. The significant element and quality in this relationship is the supreme authority granted to Theodora, also showing in her financial independence, which enabled her to act according to her personal high abilities and wise wishes.

Women in Crete under Venetian rule Chryssa Maltezou

Women's status in Venetian ruled Crete has not become as yet the subject of a comprehensive study, although a great number of significant data have come to light throught the systematic, especially in recent years, publication of the archival material preserved in Venice. This article does not seek to study the topic in depth, but to compile in a general framework the various pieces of information supplied by the notarial sources, published or unpublished, on women's life and activities in Crete during Venetian occupation. On the basis of this material it becomes apparent that although women were not treated as equals to men in mediaeval society,Cretan women living in an area where urban values were well established, succeeded in actively participating in the financial activities of the community, thus contributing decisively to the creation of a flourishing urban class as it crystalized in Crete under Venetian domination.

Representations of sinning women on wall-painted churches of Crete Maria Vasilaki

Sinning women, part of the iconography of the Last Judgement, belong along with sinning men to the representation of the Hell theme. They are depicted naked with snakes coiling around their bodies and punishing them for sins described by inscriptions. This clear definition of the penalties paid by sinners is an iconographical variation that appears already by the ninth to tenth century and becomes very popular in the thirteenth to fifteenth century. The popularity of the theme, which almost becomes an indispensable subject in the wall paintings of Cretan churches during the fourteenth and fifteen century, in combination with the churches' limited space due to their small size, leads to representation of the tortures suffered by sinners in independent scenes and not neccessarily in the subject of the Last Judgement. The fact that the sinned are punished more often for faults of social and moral character than for penal acts offers the opportunity for a study beyond the iconographical analysis of the subject. Thus, through these representations one could indirectly make a thorough research on the social conceptions of an epoch, the beliefs and prejudices concerning vices, sins and evil. This is the objective of the present article, which through the representations of sinful women tries to find out the attitude and conception of an era about the female sex.

Women’s attire on Crete during Venetian domination Katerina K. Mylopotamitaki

Donors' likenesses in wall-painted churches of Crete (13th - 16th century A.D.), written documents (wills and dowry agreements) and finally travellers' descriptions are the sources for studying the Cretan woman's attire during the Venetian occupation of the island (1210-1669). The Byzantine traditional attire consists of four garments, the υποκάμισον, καμίσιον, γρανάτζα and μαντύ. Until the first decades of the fifteenth century this attire occurs remarkably often in pictures of donors. However, already by the late fourteenth century the Western attire appears and progressively displaces fully the Byzantine dress.

What a woman is Maria Vassilaki

According to extracts taken from Byzantine writings, a woman is amongst other things : “the devil’s bait”, a “treasury of filth’, a “viper’, a “shipwreck on the face of the earth”, “desirable frenzy” and “universal death”.

Breast-feeding virgins Evangelos Mavroudis

By reason of the possibility of adopted children being suckled by their foster mother, an issue that has recenlty attracted international medical bibliography, two such cases are presented, one coming from Roman tradition and the other from the illumination of a Byzantine manuscript. Pero is the virgin who suckled her sentenced to death father. A miniature in a Psalter of the Pantocratoros Monastery on Mount Athos shows a virgin suckling a mythic unicorn. Hippocrates refers to a case of an eight years old girl who suckled and nursed her younger brother. This article seeks to define the realistic qualities/dimensions of myths and to give a scientific interpretation of this peculiar phenomenon.

Elisabeth Moutzan-Martinengou, a 19th century woman Clairie Eustratiou

Extracts from Elisabeth Moutzan-Martinengou’s autobiography are published in this article. She was born an aristocrat from the island of Zakynthos in 1801 and died shortly after giving birth to a son in 1832. Moutzan-Martinengou describes vividly her childhood years spent in her father’s house where it was stifling for a girl to grow up. She also tells of how her mother had no authority at all and no say in her daughter’s upbringing to the extent that she could not even employ a tutor to give her daughter lessons at home. The young girl addresses herself to her father and uncle, explaining to them why she wants to take the veil. It seems that all the women around her live their lives in isolation and misery.

Daughter-Wife-Mother Deppie Yannakopoulou

In the form of personal notes a tale unfolds told by the author about a life which was in certain ways under siege from the day it was born. A little girl was looked on by her mother like a doll which had been typecast by society. Putting on high-heeled shoes, learning housework and trying on femininity, the little girl grew up and went out into the world like a sheep among wolves, with not the slightest idea of who she really was. All this until she took on the part she had been cast in.

How in women’s studies the sciences are seen from a woman’s point of view Soula Pavlidou, Yanna Savvidou, Zogia Chronaki

Members of the Women’s Studies Group at the University of Thessaloniki all began by challenging male domination and sexism in the field of knowledge. The question was raised whether the practice of science is based on the notion that out of the sum total of humanity only man equals the shaper of history and knowledge. After four years in the study group, the women found their basic beliefs confirmed. That Women’s Studies belong to the Women’s Movement and stem from personal experience of oppression. These studies do not begin and end with the subject of women; the relationship between the two sexes is also looked into from a different perspective. The women’s personal experience of oppression lends their field of studies a subjective flavour as opposed to an “impartial”, “impersonal” viewpoint.

Maladies of the female sex, or what female sexuality suffers from Morfoula Kourouklari

In this day and age, female sexuality is seen as belonging to the field of medicine. It was not always so. In ancient Greece and Rome, birth, abortion and contraception lay in the hands of women. Since medicine became the province of men who were paid to practice the profession, female complaints such as the menstrual period, pregnancy or contraception began to be thought of as ailments. Female sexuality suffers from being thought of as one and the same thing as reproduction. Menopause, as a subject is a taboo used as a weapon in the war against the female sex, while the cycle of the female menopause is not even considered important enough for further investigation. In short, female sexuality suffers from being spoken about by irresponsible men talking about a body that is not their own.

The employment of women in Greece Zogia Chronaki

Both the notion of women’s inferiority to men, also that of a woman’s place being in the home become abundantly evident where the question of women’s employment is concerned. Women are used as alternative labour to men’s and usually are given unspecialized jobs. A distinction is made between men’s and women’s jobs. Women, however, are called upon to fill in three times the working hours of a man, as they are working women, housewives, wives and mothers as well as being called upon to make up for the lack of social policy in children’s crèches, old people’s homes and whatever no care has been taken of by the Greek state. Furthermore, women who work at home or in family businesses lack any insurance whatsoever and women’s unemployment is seen as a gift towards greater job openings for men. Women are not represented in the Trade Unions and international law provides only for certain issues or in practice these are not put to effect. As a result women live a life which has nothing to do with what is preached by the letter of the law.

Women and politics Zogia Chronaki

According to the author of this article, “feminism is politics”. She calls on her male counterparts in politics to admit that “the two great forms of social injustice lie in discrimination made between the social classes and between the two sexes.” One hardly has to begin the phrase that goes something like “from the dawn of time men and women …..” and so on and so forth. Evidently politics are created by the State, clearly the domain of men and not of women. This is where the male sex exercises authority in society .Political parties are so organized as to love women only at election time. The women’s movement brings the opportunity to the female sex to conquer rightful demands denied to women for centuries.

Two anniversaries of the Latin text “De Architectura” Pavlos Mylonas

The Latin text De Architectura (On Architecture) is considered to be the only surviving complete treatise on the architecture of the Grecoroman world. It provides us with a wealth of information on monumental composition and the building practices of the classical world; it also contains chapters on city planning, hydraulics, mechanical practices and warfare machinery. The treatise bears no title, no date and no name of author. However, through scant information in the text and mention of it by later writers (Pliny the Elder, Frontinus, Cetius Faventinus), scholars conclude that the author was a Roman architect of the Caesarian and early Augustan age, named Vitruvius and that the Treatise was composed during a long period (a span of maybe twenty years, between the middle of the fourth to the middle of the second decade of the 1st century BC.). For lack of a title, a new one had been already coined in the Middle Ages, by using the 45th and 46th words from the beginning of the text, where, in his dedication to the emperor, the author mentions his writings "on architecture". De Architectura was well known in the Middle Ages, more than 81 manuscript copies having been spotted in libraries of monasteries and other institutions. Famous scholars of the Middle Ages are mentioned to have known the Treatise and to have referred to it, as eg. Einhard and Vussin, Hermann the Paralytic of Reichenau, Vincent of Beauvais, Petrus Diaconus and others. Vitruvius is even mentioned in a byzantine text of loannis Tzetzes as Vigndius. Forerunners of the Renaissance such as Petrarch and Boccaccio had their own copy of "Vitruvius", whereas Cardinal Bessarion bequeathed a copy of De Architectura to Venice which now belongs to the Marcian Library. The great age of the Treatise culminates with the Renaissance. It seems as if this classical text had been waiting for fifteen centuries to become the "holy bible” of the new culture, preaching classical art and architecture to the Western World. The invention of printing, in the middle of the 15th c, facilitated the diffusion of the text and produced magnificent editions, starting with the editio princeps of the year 1486 and spanning four centuries of artistic typography. It is noteworthy to single out that the National Library of Athens owns some of the most important and oldest editions produced in the last five centuries. When, by the end of the 18th century, art and architecture started following different paths than the classical, the Treatise switched from embodying the main interest of architects to becoming the focus of study for art historians, archeologists, philologists and paleographers. During the 19th and the 20th c. scrupulous editions of the text and a great number of scientific articles elucidated the wisdom of the ancient writer and through him a segment of the culture of the ancient world. The Treatise has been translated in practically all European languages except Greek. Such a translation (the first ever to be attempted) is being prepared by the author of this article. ARCHEOLOGIA chose the present year 1986 to commemorate two important anniversaries of the Treatise. The first derives from the fact that a last touch was seemingly, added to the text, in about 14/13 BC. Thus, during this year 1986 AD, a span of 2000 years from the Treatise's integration comes to completion. A second fact is that, again this year marks the end of half a millennium since the printing of the first edition (editio princeps) of 1946, in Rome. Thus, Modern Greece wishes to commemorate and honor Vitruvius the man, who proved through the ages to be an excellent and permanent ambassador not only of roman culture but also, if not mainly, of the culture of the Greeks.

Τεύχος 69, Δεκέμβριος 1998 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Οι γυναίκες της ελληνορωμαϊκής ελίτ: από τον ιδιωτικό στο δημόσιο χώρο Κώστας Μαντάς

Η Πλάσια Μάγκνα από την Πέργη της Μ. Ασίας με ενδυμασία ιέρειας (2ος αι. μ.Χ.). Η γυναικεία συμμετοχή στον ευεργετισμό υπήρξε φαινόμενο περιορισμένο στο ελληνόφωνο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Απαντά, ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, μόνο στα νησιά του Αιγαίου (με εξαίρεση την Κρήτη και την Εύβοια), στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και στην Κυρηναϊκή. Μετά την κατάρρευση της κλασικής πόλης και την υποβάθμιση των πολιτικών αξιωμάτων σε τιμητικούς τίτλους, την εγκαθίδρυση πελατειακών σχέσεων μεταξύ μονάρχη και πόλης στην ελληνιστική εποχή, οι Ρωμαίοι υποστήριξαν την ευεργεσία ως θεμέλιο λίθο της κοινωνικής ασυμμετρίας. Με την ανοχή τους διατηρήθηκε ως την κατάρρευση του αστικού πολιτισμού από τις καταστροφικές επιδρομές του 3ου αιώνα μ.Χ. Στα τιμητικά ψηφίσματα, ανάλογα με το φύλο, ο ευεργέτης καλείται «πατέρας», «μητέρα», «υιός», «θυγάτηρ» (της πόλεως ή της βουλής), υποδηλώνοντας την είσοδο της ιδιωτικής ζωής στη δημόσια και την πατερναλιστική σχέση της ελίτ με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η δύναμη έχει συγκεντρωθεί στα χέρια πλούσιων οικογενειών και ευφημισμοί καλύπτουν τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, και οι γυναίκες μπορούν να σταδιοδρομήσουν ως ευεργέτιδες κατά το παράδειγμα των βασιλισσών της ελληνιστικής εποχής, αποκτώντας τίτλους ασυνήθιστους για το φύλο τους. Ωστόσο, δύο διαφορές τις διακρίνουν από τους άντρες: μπορούν να τιμηθούν μόνο και μόνο επειδή εκπλήρωσαν τις αναπαραγωγικές τους υποχρεώσεις και, στα ψηφίσματα που τις τιμούν, τονίζεται πάντα η αρετή της συζύγου, μητέρας και οικοδέσποινας.

Ο ρόλος των γυναικών στο Βυζάντιο Αφέντρα Μουτζάλη

Ψηφιδωτό δάπεδο από τη Villa del Casale στην Piazza Armerina της Σικελίας. 4ος αι. μ.Χ. Η θέση των γυναικών στο Βυζάντιο συναρτάται με τον ηθικό κώδικα αξιών της Εκκλησίας και τους θεσμούς μιας πατριαρχικής κοινωνίας αλλά επηρεάζεται από την κοινωνική τάξη και τη ζωή στην πόλη ή την ύπαιθρο. Τα κορίτσια παντρεύονταν στα 12 ή τα 13 τους τον σύζυγο που είχε επιλέξει ο πατέρας. Μόνον ακραίες συμπεριφορές του συζύγου ήταν νόμιμες αιτίες διαζυγίου. Η γυναίκα γινόταν αρχηγός της οικογένειάς της μόνον όταν έμενε χήρα, αν και η σεξουαλική της ζωή έμπαινε από τότε σε επιτήρηση. Ενδεικτικά, το 1551 στη Χίο, οι χήρες που δεν ήθελαν να ξαναπαντρευτούν όφειλαν φόρο σεξουαλικής απραξίας, το λεγόμενο «αργομουνιάτικο». Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν οι γυναίκες έβγαιναν από το σπίτι όφειλαν να ρίχνουν στο κεφάλι τους πέπλο που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και τη μύτη. Πέρα από το γάμο και την τεκνογονία, κοινωνικά αποδεκτή ήταν η αφιέρωση στον μοναχικό βίο και τη φιλανθρωπική δράση. Βιοποριστικά επαγγέλματα ήταν της υφάντριας και της πλέκτριας, της καλιγράφισσας, της μυρεψού, της εμπόρου, της αρτοποιού και της μανάβισσας. Υπήρχαν επίσης επαγγελματίες ιατροί, μαίες και ιατρόμαιες. Έγκλειστες γυναίκες στο Βυζάντιο ήταν οι τυφλές, οι τρελές, οι γριές, οι λεπρές και οι κοινωνικά ανίσχυρες (ορφανές, χήρες, λεχώνες και ξένες). Σε αυτές πρόσφεραν μόνιμο ή προσωρινό καταφύγιο τα πολυάριθμα ευαγή ιδρύματα της Εκκλησίας. Ο τάφος των φτωχών γυναικών, λακκοειδής, κεραμοσκεπής, ακτέριστος, οριοθετημένος με ακατέργαστους λίθους, δεν έχει ούτε μια επιτύμβια λέξη. Το κέλυφος της σιωπής έσπασαν κάποιες γυναίκες της ανώτατης τάξης που αποκτούσαν μόρφωση πέρα από τα κοινά στοιχειώδη γράμματα. Με την υμνογραφία ασχολήθηκαν η Θέκλα, η Θεοδοσία, η Κασσιανή και η Παλαιολογία μοναχή. Γυναίκες επιστολογράφους συναντάμε σπανιότατα. Εκείνες που διατηρούσαν αλληλογραφία με τον Θεόδωρο Στουδίτη ήταν μοναχές. Θεωρείται ότι γυναίκες όλων των τάξεων υπερασπίστηκαν την εικονολατρεία που δύο αυτοκράτειρες, η Ειρήνη το 787 και η Θεοδώρα το 843, αποκατέστησαν επίσημα. Στις παραστάσεις των γυναικών που τιμωρούνται στην Κόλαση, πέρα από τις αναμενόμενες περιπτώσεις της πόρνης, της μαυλίστρας, της μάγισσας κ.ά., εμφανίζεται και η γυναίκα που αρνείται να τεκνοποιήσει, η αποστρέφουσα τα νήπια.

Γυναίκα: Σύμβολο και συμβολισμός. Σκέψεις, ερωτήματα, νύξεις Ελένη Πόταγα

«Γιατί ο Brancusi έκανε το «Ζεύγος» από μία μόνο πέτρα»; Η συγγραφέας στρέφει την καλλιτεχνική της ματιά σε βυζαντινές εικόνες, σε έργα τέχνης αρχαία και σύχρονα, αφυπνίζοντας με τις συνεχείς ερωτήσεις της τον αναγνώστη-θεατή στη συμβολική τους έννοια. Τον προβληματισμό της συνεπικουρεί η σύγχρονη αμφισβήτηση γύρω από θέματα φύλου και κοινωνικών ταυτοτήτων. «Γιατί ο Brancusi έκανε το “Ζεύγος” από μία μόνο πέτρα»; αναρωτιέται. Αποδίδοντας στον έρωτα συμπαντικές διαστάσεις, μας καλεί να βιώσουμε την ολιστική ερωτική ροή.

Άλλα θέματα: Μυκήνες: Η μεγαλύτερη αρχαιολογική πλάνη Βαγγέλης Πανταζής

Ο λόφος με την ακρόπολη που ταυτίστηκε με τις Μυκήνες. Αν και τη σκαπάνη του Σλήμαν κατηύθυνε ο Παυσανίας, η ταύτιση του τόπου των ανασκαφών του με τις πολύχρυσες Μυκήνες δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Ο συγγραφέας, πεπεισμένος για ένα λάθος που θεωρεί κραυγαλέο, εκθέτει την επιχειρηματολογία του. Κατ’ αρχάς διακρίνει την τοπογραφία των ομηρικών επών από εκείνη των ιστορικών χρόνων. Οι Έλληνες της ιστορικής αρχαιότητας, αν και ομολογούν την άγνοιά τους για την πραγματική θέση βασικών ομηρικών τοπονυμίων, διασπείρουν το γόητρο που τα συνόδευε απονέμοντάς τα στους τόπους της αρεσκείας τους. Από αυτό τον «εξομηρισμό» προέκυψαν τρεις Πύλοι του Νέστορα, πέντε Οιχαλίες, εννέα Εφύρες. Πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ., κανένα στοιχείο δεν συνδέει το βασίλειο του Αγαμέμνονα με τη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Οι Μυκήνες γνώρισαν από το τέλος της μυκηναϊκής εποχής μεγάλα διαστήματα πλήρους ή μερικής ερήμωσης. Εμπιστευόμενος μόνο τον Όμηρο, ο συγγραφέας αναζητεί την πολιτική γεωγραφία των επών. Δύο φορές στα έπη, ο δρόμος από την Τροία για τις Μυκήνες παρακάμπτει το ακρωτήρι του Κάβο-Μαλιά. Οι επτά πόλεις που ο Αγαμέμνονας τάζει για προίκα στον Αχιλλέα βρίσκονται κοντά στην αμμουδερή Πύλο. Με τη συνδρομή και άλλων ενδείξεων, υποστηρίζεται ότι οι ομηρικές Μυκήνες, παραθαλάσσια και μάλλον ατείχιστη πόλη, θα πρέπει να αναζητηθούν δυτικά του Μαλέα, στον κόλπο της Νεάπολης ή της Πλύτρας.

Ο Μέγας Aλέξανδρος και οι κληρονόμοι του Ν. Γιαλούρης

«Η άνοδος του Αλεξάνδρου στον ουρανό», 14ος αι. Περίβλεπτος, Μουσείο Μυστρά. Δίψα για κατακτήσεις, δίψα για γνώση. Η συναρπαστική φυσιογνωμία του Αλέξανδρου δεν εξαντλείται στο πρόσωπο του στρατηλάτη. Πολύ περισσότερο βαραίνει το όραμά του να μετατρέψει τις μακρόχρονες αμοιβαίες ανταλλαγές ανάμεσα σε Ελλάδα και Ανατολή σε ένα νέο, κοινό πολιτισμό. Άραγε οι κάθε λογής «βάρβαροι» τον έκαναν θρύλο επειδή έπαψαν να νιώθουν «μη Έλληνες»; Η αλεξανδρινή τώρα γίνεται η κοινή τους γλώσσα. Στην ανεικονική Ινδία που προσκυνούσε μόνο τα ίχνη των πελμάτων του, ο Βούδας αίφνης αναπαρίσταται ολόσωμος, ντυμένος σαν Απόλλωνας. Η ινδική γλυπτική, ιδιαίτερα η τέχνη της Γκαντάρα-Ματούρα, διατήρησε για αιώνες τη σφραγίδα της ελληνικής τέχνης. Πρεσβευτής στον ηγεμόνα των Ινδιών, ο Μεγασθένης συγγράφει την αρχαιότερη ιστορία τους (3ος αιώνας π.Χ.). Γόνος του ηγεμόνα από ελληνίδα μητέρα, ο μεγάλος μεταρρυθμιστής Ashoka συντάσσει τους νόμους του στα αραμαϊκά και τα ελληνικά. Ανάλογη ήταν η επιρροή στη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αρμενία και τη Βόρεια Αφρική. Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης τον 2ο αιώνα π.Χ. υποδηλώνει πως η κοινή ήταν πιο οικεία ακόμη και για τους Εβραίους. Απόγονος του Ηρακλή και γιος του Διός Άμμωνος, ο Αλέξανδρος θα παραμείνει ημίθεος για τους Ρωμαίους. Έχοντας προκαλέσει «παγκόσμιες» ανακατατάξεις και πεθαίνοντας νέος, ο Αλέξανδρος μεταπήδησε στη σφαίρα του θρύλου. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Ψευδο-Καλλισθένης συγγράφει μια ρομαντική βιογραφία εμπλουτισμένη από τη λαϊκή φαντασία. Τη λατινική της μετάφραση τον επόμενο αιώνα θα ακολουθήσουν μεσαιωνικές μεταφράσεις στις περισσότερες γλώσσες της Ευρώπης και της Ανατολής. Σικάντερ για τους Πέρσες, Αλ Ισκάνταρ για τους Άραβες, Σκέντερ ή Ισκαντάρ για τους Τούρκους. Ο Αλέξανδρος συνομιλεί με Ινδούς φακίρηδες, με τους σοφούς της Κίνας. Επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ όπου ο Ιερεμίας του προφητεύει πως θα κυβερνήσει τον κόσμο. Μυείται στο χριστιανισμό. Ο Ισκαντάρ Dhoul Carnein («με τα δύο κέρατα») περνάει από την περσοζωροαστρική λογοτεχνία στο Κοράνι ως υποδειγματικός ήρωας του Ισλάμ. Ως Τούρκος ευγενής εμφανίζεται στην τουρκική παραλλαγή του Ψευδο-Καλλισθένη στα τέλη του 14ου αιώνα. Αντίστοιχα, στη Δύση μεταμορφώνεται σε Φράγκο, Γότθο, Ρώσο ή Σάξονα. Είναι ο ένας από τους εννέα σπουδαιότερους μεσαιωνικούς ήρωες. Οι περιπέτειές του αποκτούν μυθική χροιά. Αυτός και τα άλογά του λούζονται στην πηγή της αθανασίας. Έχοντας διατρέξει όλη τη γη, συνεχίζει την εξερεύνησή του στον ουρανό και στα βάθη του ωκεανού. Στην Αναγέννηση ο Αλέξανδρος, καθαρμένος από τη λαϊκή φαντασία, ανακτά την ιστορική του προσωπικότητα. Αντίθετα, στην Ελλάδα την εποχή της Τουρκοκρατίας κυριαρχεί η θρυλική, όχι η ιστορική μορφή του Αλέξανδρου. Στην προμετωπίδα της διακήρυξης που κυκλοφόρησε ο Ρήγας Φεραίος, ο Αλέξανδρος απεικονίζει τον πόθο για εθνική ανάσταση. Η «Ριμάδα» και η «Φυλλάδα» που εξιστορούν τη ζωή του, διαβάζονται φανατικά και εμπλουτίζονται με νέες παραλλαγές που περιλαμβάνουν και την αδελφή του, τη Γοργόνα. Ο Αλέξανδρος παραμένει δημοφιλής και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Αντιμετωπίζει τον «κατηραμένον όφιν» στο Θέατρο Σκιών, εμπνέει τον Χαλεπά, τον Θεόφιλο, τον Εγγονόπουλο, τον Σεφέρη και τον Ρίτσο, και πολλούς άλλους δημιουργούς.

Το αγρόκτημα Xασεκή και τα παλαιά κτίσματά του στο χώρο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Aθηνών Ιωάννης Χρονόπουλος, Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς και άλλοι

Το κονάκι του Χασεκή. Υδατογραφία του Gandy, 1818. Ανάμεσα στην αρχαία Αθήνα και τον Ελαιώνα της, βρίσκονται τα ευφορότερα εδάφη για την καλλιέργεια κηπευτικών, εξ ου και η τοπική ονομασία Βοτανικός. Σήμερα η περιοχή έκτασης 120 στρεμμάτων στα αριστερά της Ιεράς Οδού και στα μισά της διαδρομής από την Αθήνα στο Αιγάλεω μοιάζει με μωσαϊκό ποικίλων χρήσεων. Περιλαμβάνει το πρώην αγρόκτημα του βοεβόδα Χατζή-Αλή Χασεκή με τα ερείπια από το οχυρωμένο κονάκι του (1774-1796), δύο κτίσματα του πρώιμου κλασικισμού της οθωνικής περιόδου και τα αιωνόβια δέντρα του πρώτου Βοτανικού Κήπου της χώρας. Σε αυτό το σημαντικότατο σύνολο της πολεοδομικής ιστορίας της νεότερης Αθήνας φιλοξενείται το Γεωπονικό της Πανεπιστήμιο. Στα χρόνια του Όθωνα το αγρόκτημα του βοεβόδα μετατράπηκε σε καλά οργανωμένο Βοτανικό Κήπο κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, φιλοξενώντας και Δενδροκομείο προς ενίσχυση της υποτυπώδους γεωργίας της χώρας. Σώζονται μέχρι σήμερα οι μεγάλοι φοίνικες και τα ψηλά του κυπαρίσσια καθώς και μεγάλη ποικιλία δέντρων και θάμνων που ο συγγραφέας κατονομάζει αναλυτικά. Η μνημειακή Κρήνη του Χασεκή που κατασκευάστηκε τον 18ο αιώνα είναι η μοναδική βρύση της Τουρκοκρατίας που διατηρείται σήμερα στην Αθήνα. Τη σοβαρή προσπάθεια οργάνωσης Βοτανικού Κήπου τεκμηριώνει και το θερμαινόμενο Παλαιό Θερμοκήπιο που με την εισαγωγή νέων και σπάνιων φυτών αύξησε την ελληνική ποικιλία δέντρων και θάμνων. Ο Hansen κατασκευάζει πλάι του δεξαμενή. Μετά την απομάκρυνση του Όθωνα, η ελληνική αδιαφορία φέρνει την καταστροφή. Με πρωτοβουλία του Εργαστηρίου Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Κήπων και με δαπάνη του Γ.Π.Α. ανακατασκευάστηκε ο αρχικός σκελετός του Παλαιού Θερμοκηπίου και αποκαταστάθηκε η χρήση του για την εκπόνηση ερευνητικών εργασιών. Τα συντηρημένα οθωνικά κτίσματα χρησιμοποιούνται από το Πανεπιστήμιο. Μένει να συντηρηθούν και να αναδειχθούν τα κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας για να κερδίσει η Αθήνα ακόμη έναν ιστορικό χώρο αναφοράς, που θα συνδυάζει στοιχεία αρχιτεκτονικής και κηποτεχνίας του 18ου και του 19ου αιώνα.

Το αμαξοστάσιο του OAΣA στο Bοτανικό Ιωάννης Χρονόπουλος, Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς και άλλοι

Το μεταβυζαντινό εκκλησίδιο του Αγίου Νικολάου. Με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών συνορεύει χώρος 100 στρεμμάτων που χρησιμοποιείται ως αμαξοστάσιο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών. Το ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας προβλέπει την απομάκρυνση του αμαξοστασίου και τη δημιουργία χώρου πρασίνου που θα ενσωματωθεί στον περιβάλλοντα χώρο του Γ.Π.Α. Από τη συνεργασία του Γ.Π.Α. (Εργαστήριο Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Κήπων) και του Τεχνικού Πανεπιστημίου Μονάχου (έδρα: Αρχιτεκτονική Τοπίου και Σύνθεση) προέκυψε μελέτη για την ανάπλαση και αξιοποίηση του εν λόγω χώρου. Το υπάρχον κτηριακό συγκρότημα, ανακαινισμένο και τεχνολογικά εξοπλισμένο, θα αποδοθεί στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Η μεγάλη ακάλυπτη ασφαλτοστρωμένη έκταση θα διαιρεθεί σύμφωνα με ειδικό διπλό κάνναβο (πλέγμα). Η άσφαλτος απομακρύνεται από τις επιλεγμένες επιφάνειες και διατηρείται στους χώρους διακίνησης. Η κηποτεχνική πρόταση αποσκοπεί στην αναδημιουργία των «Κήπων του Βοτανικού». Προτείνονται συγκεκριμένα καλλωπιστικά φυτά. Υπαίθριο αμφιθέατρο στολισμένο με ελιές και στραμμένο προς τον οπτικό άξονα του Λυκαβηττού, θα επιτρέπει στους ακροατές να απολαμβάνουν τη θέα των κήπων ακούγοντας τον ομιλητή που θα τους απευθύνεται κάτω από τις ελιές, κατά το πρότυπο του Πλάτωνα.

Αργολίδα: Σύνδεση των προϊστορικών μύθων με τα γεωπεριβαλλοντικά και αρχαιολογικά στοιχεία Ιωάννης Λυριτζής, Μαρία Pαυτοπούλου

Χάρτης επιφανειακών αποθέσεων στην αργολική πεδιάδα. Οι συγγραφείς επιδίδονται στην «αποσυμβολοποίηση» του μυθολογούμενου κατακλυσμού του Ίναχου με το σκεπτικό ότι η Αργολίδα, πλούσια σε μύθους και γεωαρχαιολογικά ευρήματα, παρέχει τη δυνατότητα να ταυτιστούν τα μυθολογούμενα γεγονότα με συγκεκριμένα γεωλογικά και κλιματικά φαινόμενα. Συγκρίσεις γίνονται με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, του Δαρδάνου και, κυρίως, του Ωγύγου, καθώς και με αντίστοιχες παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής. Συνδυάζοντας τα γεωαρχαιολογικά στοιχεία με το μύθο συμπεραίνεται ότι η θρυλούμενη συγκέντρωση των πληθυσμών επί Ίναχου τοποθετείται τελικά στα χρόνια 2900-2800 π.Χ., όταν, μετά τις πλημμύρες, η αργολική πεδιάδα είναι εκμεταλλεύσιμη. Ότι η μεταμόρφωση του Ίναχου σε χείμαρρο από τον Ποσειδώνα υποδηλώνει την ξηρασία που, από τα τέλη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, βιώνει η περιοχή και το «πολυδίψιον» Άργος. Σε προχωρημένη φάση της ίδιας περιόδου, οι πηγές που συνδέονται με τον Δαναό και τις κόρες του μοιάζουν άμεσα συνδεδεμένες με το γεωλογικό υπόστρωμα (υπόγεια φρεάτια). Βάσει της μυθικής γενεαλογίας η δράση του Δαναού τοποθετείται γύρω στο 2500 π.Χ. Σε συνάρτηση πάντα με τα γεωαρχαιολογικά δεδομένα και με την όποια συνδρομή της ιστορικής μυθολογίας, ίσως μπορέσει να ανιχνευτεί μια πραγματική «πατρολογία» πίσω από τις μυθικές γενεαλογίες.

Ανεξήγητες γυναικείες μορφές στους βράχους των αρχαίων Φιλίππων Κώστας Ατακτίδης

Η Άρτεμις κυριαρχεί στα βραχοανάγλυφα των Φιλίππων. Η τοποθεσία των Φιλίππων στο νομό Καβάλας ανακαλύφθηκε το 1861 από τον Léon Heuzey της γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής που, κατ‘εντολή του Ναπολέοντα Γ΄, εξερεύνησε τη Μακεδονία. Ο Heuzey περιέγραψε μόνο τις βραχογραφίες. Τα ιδιόμορφα βραχοανάγλυφα, που μοιάζουν με λαϊκές προσαρμογές κλασικών γλυπτών προτύπων, χρονολογούνται στα τέλη του 2ου και την αρχή του 3ου αιώνα μ.Χ. Η ερμηνεία τους ως νεκρικών αναγλύφων δεν είναι εύκολο να υποστηριχτεί. Πρόκειται για αναθηματικά ανάγλυφα που οι κάτοικοι της πόλης αφιέρωναν στους θεούς τους; Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι κάτοικοι; Ρωμαίοι άποικοι, εκρωμαϊσμένοι ντόπιοι, Θράκες γηγενείς; Από τα 180 περίπου σκαλίσματα, τουλάχιστον τα μισά απεικονίζουν την Άρτεμη με κυνηγετική περιβολή, κοντό χιτώνα και ενδρομίδες, τόξο και φαρέτρα. Οι παραστάσεις της θεάς που καρφώνει μαχαίρι στο λαιμό ελαφιού θυμίζουν την αντίστοιχη απεικόνιση του Ηρακλή σε μετόπη του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς. Οι περισσότερες από τις άλλες γυναικείες μορφές, που αποδίδονται μετωπικά με χιτώνα και ιμάτιο, ταυτίστηκαν με την Ίσιδα. Απεικονίζονται άλλες θεότητες και ο «Θράξ ιππεύς».

«Πάτερ Υμών» Βασίλης Κορκολόπουλος

Ενεπίγραφες ταινίες και το εγχάρακτο αντρικό κεφάλι. Συλλέκτης καταθέτει τη βιωματική περιγραφή της απόκτησης ενός ξεχωριστού αντικειμένου στα Γιάννενα. Το μπακιρένιο σινί, δίσκος με διάμετρο 1 μέτρο περίπου, διακοσμείται στην περιφέρειά του με τρεις ομόκεντρες στενές ταινίες. Την κεντρική ταινία με τα διακοσμητικά μοτίβα πλαισιώνουν δυο άλλες, ενεπίγραφες που περιέχουν το Πάτερ Ημών, με κάποιες ανορθογραφίες, και ευχές για την πόσιν και την βρῶσιν. Καταγράφεται το όνομα του τεχνίτη και η χρονολογία: Θοδωρής Θερίου 1746. Στην εσωτερική από τις δύο φαρδιές διακοσμητικές ζώνες διακρίνεται μικρό αντρικό κεφάλι, που μάλλον απεικονίζει τον τεχνίτη.

Το αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας. Μια εκπαιδευτική πρόταση Μαρία Παπαδοπούλου

Παιχνίδι στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου Βέροιας. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Αρχαιολογικού Μουσείου Βέροιας απευθύνεται σε μαθητές προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης επιδιώκοντας να αναπτύξει την αυτενέργειά τους. Τους προσφέρεται ένα ντόμινο, δύο παζλ και ένα φυλλάδιο . Στο παιχνίδι της αφής χρησιμοποιούνται αντίγραφα αγγείων. Μάλλινα και λινά υφάσματα τους επιτρέπουν να ντυθούν με χιτώνα και ιμάτιο ή πέπλο. Με γύψο και πλαστελίνη δημιουργούν εκμαγεία νομισμάτων. Με φυσικό πηλό μαθαίνουν πώς πλάθονται αγγεία δίχως κεραμικό τροχό. Διαφάνειες τους αποκαλύπτουν τον τρόπο παραγωγής και διακόσμησης των πήλινων αγγείων, τη σχέση του ανθρώπου με το αντικείμενο, την πρακτική της ανασκαφής και της συντήρησης. Αφού περιηγηθούν τα εκθέματα του Μουσείου, ταφικά σύνολα, επιτύμβιες στήλες και αγάλματα, τα παιδιά καλούνται να εντοπίσουν τις ομάδες και το υλικό των μουσειακών αντικειμένων.

Επισκόπηση της Παλαιολιθικής Εποχής στο χώρο του σημερινού νομού της Aιτωλοακαρνανίας Ιωάννης Νεραντζής

Λίθινα εργαλεία από τη σπηλιά Γαλατά και την ευρύτερη περιοχή. Στη διάρκεια των γεωλογικών περίοδων του «Τεταρτογενούς αιώνα» (2.000.000 – 10.000 χρόνια πριν από σήμερα), του Πλειστόκαινου και του Ολόκαινου (της εποχής που διανύουμε σήμερα), σημειώθηκαν νέες γεωλογικές μεταμορφώσεις και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις. Την Παλαιολιθική περίοδο δημιουργείται ο Κορινθιακός κόλπος. Επτάνησα, Ήπειρος, Στερεά, Θεσσαλία, Πελοπόννησος και Εύβοια ήταν ενωμένες. Δεν υπήρχε ο Αμβρακικός, ούτε ο Παγασητικός και ο Ευβοϊκός. Κρήτη και Πελοπόννησος επικοινωνούσαν ίσως με γέφυρα ξηράς. Η Αιγηίς περιελάμβανε όλη τη σημερινή Ελλάδα και τη δυτική Μικρά Ασία, ενώ η εδαφική χερσαία έκταση του Αιγαίου πελάγους συνέδεε αυτές τις περιοχές μεταξύ τους και με την Αφρική. Κατά τη διάρκεια της Μέσης και ιδίως της Νεότερης Παλαιολιθικής εποχής, τα διάσπαρτα λίθινα πελεκητά εργαλεία στο χώρο της Αιτωλίας και Ακαρνανίας (όπως αυτά που βρέθηκαν στο Σπήλαιο Γαλατά της Βαράσοβας) μαρτυρούν την έντονη παρουσία του ανθρώπου. Πρόκειται για κυνηγούς και τροφοσυλλέκτες που ζούσαν στον κάμπο ή σε σπηλιές. Το θαυμάσιο οικοσύστημα της περιοχής που υδροδοτείται από τον Αχελώο, τον Εύηνο, τον Μόρνο αλλά και από τις λίμνες της, ευνοούσε κάθε μορφή οικονομίας. Η περιοχή θα πρέπει να υπήρξε τόπος και χειμερινής εγκατάστασης των κυνηγών όταν, πριν από 20000 ως 10000 περίπου, επικράτησε στην Ελλάδα κλίμα εξαιρετικά ψυχρό. Όμως, το 8500 π.Χ. εγκαθίσταται οριστικά κλίμα εύκρατο, αρχίζει το Ολόκαινο και μάλλον λήγει η Παλαιολιθική εποχή.

Η συντήρηση των βιβλίων των ιστορικών συλλογών. Η περίπτωση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Aνδρίτσαινας Κωνσταντίνος Χούλης

Μηχανικές φθορές στη βιβλιοδεσία και αποκόλληση φύλλων. Μια ιστορική και σπάνια συλλογή 6.500 περίπου τόμων, με παλαίτυπα βιβλία του 16ου αιώνα και σπάνιες εκδόσεις του 17ου και του 19ου, μετέφερε από το Παρίσι στη γενέτειρά του το 1840 ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος. Η συλλογή στεγάζεται σήμερα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας. Στο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 1997, για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο, εφαρμόστηκε ένα πρόγραμμα για τον επιφανειακό καθαρισμό των βιβλίων και την καταγραφή και αξιολόγηση των φθορών τους. Μύκητες, που με την εύνοια της υψηλής θερμοκρασίας και της υγρασίας μπορούν να αποσαθρώσουν το χαρτί, η αποκόλληση τευχών ή φύλλων που διευκολύνουν τους επιτήδειους αναγνώστες στην αφαίρεση φύλλων με χαρακτική εικονογράφηση, είναι τα προβλήματα που παίρνουν προτεραιότητα. Για κάθε βιβλίο συντάχτηκε μηχανογραφικό δελτίο με τα καταλογογραφικά του στοιχεία και την αξιολόγηση των φθορών στις σελίδες και τη βιβλιοδεσία του.

Το βυζαντινόν Aμόριον, μια επαρχιακή πρωτεύουσα στη Μ. Ασία (1) Chris Lightfoot, Όλγα Καραγιώργου

Εγχάρακτο λίθινο θραύσμα Μεσο-Βυζαντινής περιόδου από το Αμόριο. Τον 7ο αιώνα το Αμόριο έγινε η πρωτεύουσα του Ανατολικού θέματος, προμαχώνα κατά της εξάπλωσης του Ισλάμ στους «Σκοτεινούς Αιώνες». Η θέση του πάνω σε οδική αρτηρία το έκανε πέρασμα όχι μόνο για τις στρατιές αλλά και για προσκυνητές. Το χώρο του Αμορίου ανακάλυψε ο Βρετανός περιηγητής William Hamilton το 1836, οι ανασκαφικές εργασίες όμως ξεκίνησαν μόλις το 1987. Αποκαλύφθηκε εντυπωσιακό περιφερειακό τείχος της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου που περιέκλειε τόσο την Άνω όσο και την Κάτω Πόλη και που καταστράφηκε πιθανόν στην πολιορκία του 838. Δεύτερο σύστημα οχυρώσεων γύρω από την Άνω Πόλη χρονολογείται στα τέλη του 7ου αιώνα. Μετά και τη δική του καταστροφή, αντικαταστάθηκε από άλλο τείχος στη Μέση Βυζαντινή περίοδο. Φούρνος αγγειοπλάστη στην Άνω Πόλη, μοναδικό δείγμα του είδους στη βυζαντινή Μ. Ασία, δείχνει ότι το Αμόριο ήταν σημαντικό εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο ως τον 10ο και τον 11ο αιώνα. Στην Κάτω Πόλη ανασκάφηκε εκκλησία, βασιλική με κλίτη αρχικά που, ύστερα από καταστροφική πυρκαγιά, ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου ως βασιλική με τρούλλο. Στην πρώτη της μορφή από τα τέλη του 5ου αιώνα, παρόμοια με τη μονή του Αγίου Ιωάννου του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, είχε δάπεδο με μαρμαροθετήματα στο βήμα και το ναό, μαρμάρινο τέμπλο και άμβωνα. Χαρακτηριστική της Μέσης Βυζαντινής περιόδου είναι η νέα της μορφή που συγκρίνεται με την Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη. Με νέο μαρμάρινο δάπεδο και άμβωνα, ο ναός τοιχογραφήθηκε και η οροφή του διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά από γυάλινες και χρυσές ψηφίδες. Η εκκλησία επέζησε ως τον 11ο ίσως και τον 12ο αιώνα.

Μουσείο: Μουσείο Ερέτριας Αμαλία Καραπασχαλίδου

Πήλινο ομοίωμα ιππαρίου με τροχούς (παιχνίδι) από το Λευκαντί. Τα ευρήματα στο Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1991, εκτίθενται κατά χρονολογική σειρά, από την Προϊστορική (Λευκαντί, Παλιόχωρα Αμαρύνθου, Μαγούλα) ως τη Ρωμαϊκή περίοδο. Στους γεωμετρικούς χρόνους της ακμής, όταν Ερετριείς και Χαλκιδείς πρωτοστατούσαν στην ίδρυση αποικιών, η Ερέτρια έχει να επιδείξει μεγάλα αψιδωτά ή ορθογώνια κτίσματα. Λείψανα ναού του 8ου αιώνα π.Χ. αποκαλύφθηκαν κάτω από το ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνος που χρονολογείται στον 6ο αιώνα. Από το δυτικό του αέτωμα σώζεται το γνωστό σύμπλεγμα του Θησέα και της Αντιόπης. Κυρίαρχη ήταν η λατρεία του Απόλλωνα, προστάτη της πόλης, αλλά και της Άρτεμης που το ιερό της δεν έχει ακόμη βρεθεί. Από τους άλλους θεούς ξεχωρίζει ο Ναύστολος, προστάτης των διαρκώς εν πλω Ερετριέων. Εκτίθενται ταφικοί και παναθηναϊκοί αμφορείς καθώς και ό,τι απέμεινε από τον μακεδονικού τύπου τάφο των Ερώτων του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ. Σύντομα θα εκτεθεί θησαυρός από 118 αργυρά αττικά νομίσματα.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Προϊστορική τοπογραφία του κόλπου Καλλονής Λέσβου Βασίλης Κουμαρέλας

Λίθινα εργαλεία από τον Αετό στα Κοντίσια Άγρας. Στη διαμόρφωση του οικιστικού πλέγματος της Λέσβου καίριο ρόλο έπαιξαν οι κόλποι της Γέρας και της Καλλονής. Κατά τους ιστορικούς, προχριστιανικούς χρόνους, ο κόλπος της Γέρας ανήκε στην επικράτεια της Μυτιλήνης, ενώ τον Κόλπο της Καλλονής νέμονταν όλες οι άλλες πόλεις-κράτη, η Πύρρα, η Αρίσβη, η Άντισα και η Ερεσός. Η περιοχή του κόλπου της Καλλονής αποτελείται από ηφαιστειογενή πετρώματα της τριτογενούς περιόδου. Τόσο οι αποθέσεις πυριτόλιθου όσο και τα αποθέματα των λατομείων θεωρούνται σημαντικά για τα δεδομένα της Νεολιθικής Εποχής και της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Για τον εντοπισμό νέων θέσεων της τελευταίας αυτής περιόδου ξεκίνησε την έρευνά του ο συγραφέας. Παρουσιάζονται οι οικισμοί στις θέσεις: Χαλακιές Πολυχνίτου, Κουρτήρ Λισβορίου, Προφήτης Ηλίας - Κατάπυργος Λισβορίου, στο λόφο της Αχλαδερής, στο λόφο του Προφήτη Ηλία της Αγίας Παρασκευής, στο ύψωμα Μόσυνα της Αγίας Παρασκευής, στο λόφο Παλιόκαστρο, στο ύψωμα Σκεπαστός, στο λόφο Κατσαράς, στο ύψωμα της Ξηροκαστρινής, στο λόφο του «Άγιου Λια», στο ύψωμα Καστρέλλι Παρακοίλων, στην Αποθήκα, στην κοιλάδα των Μακάρων, στην κοιλάδα Κοντίσια και στους λόφους Κάικο και Χάλικα.

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, διαλέξεις, εκθέσεις, βιβλία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Ο Ερμής στον τάφο της Κρίσεως, στα Λευκάδια Νάουσας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στην Κωνσταντινούπολη ήρθαν στο φως εντυπωσιακές τοιχογραφίες από το Μεγάλο Παλάτι - Ναυάγιο στον Αργολικό αποκαλύπτει θαλάσσιες διασυνδέσεις την εποχή του Τρωικού πολέμου - Στο Διαδίκτυο μπορούμε τώρα να δούμε τα κατεστραμμένα μνημεία της Πόλης - Από 7 κυβικά μέτρα μπετόν θα απαλλαγεί ο Παρθενώνας - Στο πωλητήριο του Μουσείου Καβάλας διατίθενται αντίγραφα με πιστοποιητικό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας

Συνέδρια

Σε πόλεις της Λιγηρίας (Liguria) οργανώθηκε το Η΄ Εθνικό Ιταλικό Συνέδριο Χριστιανικής Αρχαιολογίας, 21-26 Σεπτεμβρίου 1998 - Το έγχορδο νάβλα παρουσίασε ο καθ. Δ. Παντερμαλής σε διεθνές μουσικολογικό συνέδριο στη Θεσσαλονίκη - Διεθνές συνέδριο για την πλαστική των Κυκλάδων στην αρχαϊκή εποχή έγινε στην Αθήνα, 7-10 Σεπτεμβρίου 1998

Διαλέξεις

«Όπερα και αρχαία τραγωδία» ήταν το θέμα διάλεξης που έδωσε ο γιατρός Φώτης Παπαθανασίου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (5.10.1998) - Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών ανακοίνωσε το πρόγραμμα των διαλέξεων για την περίοδο 1998-99

Εκθέσεις

«Η ζωή γύρω από μια ανασκαφή» (24.10-14.11.1998) είναι ο τίτλος της φωτογραφικής έκθεσης που παρουσιάζεται στο Ναύπλιο και αφορά τη δραστηριότητα των Σουηδών αρχαιολόγων στην Αργολίδα - «Ο Haller von Hallerstein στην Ελλάδα, 1810-1817» είναι ο τίτλος έκθεσης που θα πραγματοποιήσει το Ινστιτούτο της Δανίας στην Αθήνα

Βιβλία

Βασίλειος Χ. Πετράκος, Οι επιγραφές του Ωρωπού, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα 1998 - René Ginouvés, Dictionnaire Méthodique de l‘Architecture Grecque et Romaine III, École Française d‘Athènes et de Rome - André Bernard, Έλληνες Μάγοι, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1997 - Δέσποινα Δανιηλίδου, Η οκτώσχημη ασπίδα στο Αιγαίο της 2ης π.Χ. χιλιετίας, Ακαδημία Αθηνών - Κέντρο Ερεύνης Αρχαιότητας, Αθήνα 1998 - Edmond Pognon, Η καθημερινή ζωή το έτος 1000, Παπαδήμα, Αθήνα 1998

Πληροφορική: Πανεπιστημιακή μεταπτυχιακή εκπαίδευση στις εφαρμογές της Πληροφορικής στην Αρχαιολογία (2) Κατερίνα Χαρατζοπούλου

Το λογότυπο της στήλης Στο προηγούμενο τεύχος παρουσιάστηκε ο τομέας της εκπαίδευσης στο πλαίσιο ερευνητικής δραστηριότητας που συμπληρώνεται εδώ με το The Humanities Advanced Technology and Information Institute (HATII) στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. ΙΙ. Εξειδικευμένα διδακτικά προγράμματα 1. Department of Archaeology: MSc in Archaeological Computing στο Πανεπιστήμιο του Southampton 2. Department of Archaeology: MSc in Archaeological Information Systems στο Πανεπιστήμιο του York. III. Μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα 1. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήματα Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Φιλολογίας 2. Πολυτεχνική Σχολή Ξάνθης, Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας (ΙΠΕΤ) 3. Πανεπιστήμιο Κρήτης, «Προηγμένες μέθοδοι και συστήματα πληροφοριών στην Αρχαιολογία: έρευνα και διαχείριση των υλικών καταλοίπων των πολιτισμών του Αιγαίου». Το πρωτοποριακό διεπιστημονικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Κρήτης είναι και το μόνο με συστηματική διδασκαλία.

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf. - «Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα Χρόνια Ανασκαφών και Ερευνας» ήταν το θέμα διεθνούς συνεδρίου που έγινε στα Τρίκαλα στις 6 και 7 Νοεμβρίου 1998 - Το Ίδρυμα «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης» και ο καθ. Βάσος Καραγιώργης οργάνωσαν στις 29 και 30 Οκτωβρίου 1998 διεθνές συνέδριο με θέμα «Λευκόχριστη Κεραμική» - Ο τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Α.Π.Θ. διοργάνωσε στη μνήμη του Δ.Ρ. Θεοχάρη τριήμερο συμπόσιο (26-28.11.1998) με θέμα: «Η προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα και οι προοπτικές της: Θεωρητικοί και μεθοδολογικοί προβληματισμοί» - Κάλεσμα για τη συντήρηση και ανάδειξη των μεταλλευτικών στοών του Αγ. Κηρύκου απευθύνει από την Ικαρία η «Πρωτοβουλία για τη Διατήρηση Μνημείων Μεταλλευτικής Δραστηριότητας» - Το Πανεπιστήμιο Κρήτης εγκαινίασε διατμηματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο «Συστήματα Πολιτισμικών Πληροφοριών και Διαχείρισης της Πολιτισμικής Κληρονομιάς»

English summaries: Uninterpreted female figures on the rocks of ancient Philippoi Kostas A. Ataktidis

Unusual but also interesting reliefs are carved on the rocks of ancient Philippoi. They can be interpreted as votive reliefs honouring a deity or a cult, in memory of or part of a ritual for deceased persons. However, these rock reliefs are also remarkable for their great number. They date from the end of the second and the beginning of the third century AD and seem to convey a peculiar mixture of local and popular art, unknown in any other part of the then Greek section of the Roman Empire.

The Hasseki’s farm and its old buildings in the district of the University of Agronomy of Athens Ioannis Chronopoulos, Alexander Papageorgiou-Venetas, Alexander Bofilias et al.

In the area of the University of Agronomy of Athens on Hiera Odos lie the architectural remnants of the Voevode of Athens Hatzi-Ali's mansion.These ruins, along with two buildings in the early style of Classicism of the Ottonian period and the perennial trees of the first Botanical Gardens of Greece, form an important part of the historical town-plan in modern Athens. The Ottonian buildings have been restored relatively recently and are presently being used by the university. The restoration and promotion of the historic gardens and Turkish remnants will offer Athens one more historic place of reference, in which elements of architecture and gardening of the 18th and 19th centuries will he harmoniously combined. The twenty-two years of Hatzi-Ali Hasseki's tyranny (1774-1776) are characterized, among others, by the avid appropriation of foreign property, which the Athenians were forced to cultivate. After the liberation of Athens from Turkish rule in 1833, the entire Hesseki property passed to the Greek state. Since 1838 the estate was gradually turned into a Botanical Gardens, then to an Agricultural University and finally to the Agronomy University of Athens. From the former Hatzi-Ali's mansion, only a part of the main wing has survived. This tower-like sructure had a series of embrasures instead of windows on the ground floor, while its entrance, which was on the first floor, was accessible through a suspension bridge. The so-called "Hasseki's fountain", dating from the 18th century, is still preserved intact to the east of the building, one meter below the present level οf Hiera Odos. The Old Greenhouse, although of different provenance, is another important feature of the estate. It has recently been furnished with a new iron framework, a replica of the old one, and with modern equipment.  

The depot of OPTA at Votanikos. A proposal for Its renovation Ioannis Chronopoulos, Alexander Papageorgiou-Venetas, Alexander Bofilias et al.

Adjacent to the premises of the Agronomy University of Athens is an area of 25 acres, which is presently being used as a depot by the Organization of Public Transportation of Athens. The future transfer of the OPTA elsewhere, according to the Regulating Plan of the capital, offered the initiative for the working out of a complete plan of reformation and rehabilitation of the specific area. The two main features of the Votanikos depot are: an open-air area, which today appears as a large asphalted surface; and an extensive block of buildings. The replanning of the entire space and the promotion of the existing buildings which will thus obtain a new usage and function, is the target of this article. The general renovation of all building installations and their equipment with modern technology must be considered as a priority. The promotion of the large, open asphalted area seems rather problematic, but it can be facilitated through the division of the area according to a specific double net. Thus, a perfect traffic network can be created —with roads, pedestrian roads and squares — , and the "Botanical (Votanicos) Gardens" can be revived.  

Alexander the Great and his legacy Nikolaos Gialouris

In the ten years of his reign Alexander the Great crushed powerful armies, annihilated great kingdoms and overwhelmed the ancient world with his presence; a strange and charismatic personality, as if he had come from another world, he was worshipped, even during his lifetime, as the offspring of a god. In all the countries he conquered, Alexander introduced and established new ways of organization and administration. Greek civilization reached these people as well as the Greek language.

The restoration of the books belonging to historical collections. The case of the public library of Andritsaina Konstantinos Houlis

The first stage of restoration of the rare books of the Public Library of Andritsaina commenced and was completed in the period between July and September of 1997. The nucleus of the Public Library of Andritsaina is the Collection of Konstantinos Nikolopoulos (1786-1841), who, just before his most unfortunate death, transferred his personal library from Paris, where he had compiled it, to Andritsaina, his native town. The donation,of about 6,500 volumes, comprises quite many incunabula and early editions of the 16th century as well as rare editions of the 17th and 19th century. The adventures and trials that the collection has undergone since 1840, when it was transferred to Andritsaina, were so many, that the need for its cleaning and care was urgent. Therefore, the first stage of work, in a long-term program of restoration, started immediately. Besides the cleaning of the books, a general estimate and recording of their damages had to be made, so that the future replacement of damaged books could be systematically carried out. To serve the purpose, a brief and concise form was prepared by the team of restorers, which was filled in after the cleaning of each book. The next stage included the processing by a computer of all the information included in the forms. The restoration of a book, regardless of its size, is an extremely expensive and time-consuming enterprise. Therefore,in the case of printed books, their rarity and historical importance must be taken into consideration, regardless of price, before they are restored.

Byzantine Amorion. A provincial capital in Asia Minor Olga Karageorgou, Christopher S. Lightfoot

Amorion figures prominently in the pages of Byzantine history throughout the period between the seventh and twelfth century. Due to its location on one of the major highways across Asia Minor, linking Constantinople with the eastern frontier and the Arab caliphate, Amorion was a key stronghold in the defence of Byzantine territory. According to one Arab source, it was regarded as the third largest city, after Constantinople and Thessaloniki, in the whole of the Byzantine Empire. It survived well into the eleventh century and perhaps even into the twelfth, before it was finally abandoned and left to fall gradually into ruin and decay during the Turkish period. The site of Amorion was first rediscovered by the British scholar and traveller Willian Hamilton in 1836. It has, however, largely been neglected as an archaeological site, and work only began there in 1987 under the direction of the late Professor R. Martin Hamson. The results of the past 10 years' work have shown that the site is a valuable storehouse of material for the study of Byzantine art history and archaeology. To date, the excavations are concentrated mainly on the military and ecclesiastical aspects of the site, although it is hoped in coming seasons to gain much more information about the nature of Byzantine domestic architecture and about the size and layout of the city, especially during the crucial years of the Dark Ages. The excavations have helped enormously in shedding new light on the history of Amorion, a large site covering some 70 hectars of land, by augmenting considerably the relevant documentary evidence. However, much has yet to be learnt, and it is to be hoped that sufficient funds will be raised in order to allow the excavations to continue into the twenty-first century. Amorion deserves to be given the chance to reveal more of its unrivalled treasures and so to take its rightful place in the history of Byzantium and in the archaeology of Asia Minor.

Our Father Vasilis Korkolopoulos

Accidentally, if we believe in divine Providence, the author bought a bronze tray and, after cleaning it he found out that not only was the prayer "Our Father which art in heaven ..." and the signature of the craftsman legible on its rim, but also that a male figure, the craftsman or owner of the tray, was represented on it.

The prehistoric topography of Kalloni bay, in Lesbos. Unknown locations of the Bronze Age Vasileios Koumarelas

The geographical peculiarity of Lesbos island has determined its history and destiny. The two gulfs, those of Gera and Kalloni, have played a predominant role in the formation of the urban tissue of the island. From a geological point of view, Kalloni Bay belongs to a tertiary volcanic formation and has important flint stone deposits, which supplied the material for vast exploitation during the Neolithic and the Early Bronze Age. This article presents the sites of the Early Bronze Ageare that located in the area of the Kalloni Bay and stresses the importance of the Skepasto site, which is equal to that of Kourtir.

Argolida: The connection that prehistoric mythology has with geographical, environmental and archaeological data Ioannis Lyritzis, Maria Raftopoulou

An attempt to interpret the mythological Flood of Inachos and the heavy drought in Argolid is presented in this article, on the basis of available palaeogeographical, palaeoclimatological and geo-archaeological data in general. The genealogy of Argolid begins with Inachos, Phoroneus and Io and continues with their descendants, Epaphos, Libye, Aegyptos, Danaos, etc. By combining the geo-archaeological data, that is the obvious alluvial deposits of the Protohelladic I and II period, marine regression and the coastal change of the Argolid plain, also by examining the myths concerning the river-god Inachos and his descendants who tried to restore "order"to Argolid after a series of natural disasters, we can only assume that the various "incidents" of the "mythological" narration could have happened during the first half of the third millennium BC. The erection of the pyramidal structures in Argolid - at Hellinikon of Argos and at Lygourio— coincides with the end of this era, as has been ascertained by their recent nuclear dating. The attempt to interpret myths is undoubtedly a daring and risky venture. However, the authors' intention is to present recent data and alternative hypotheses, which seem to meet many demands of the interdisciplinary fields, at least where the mythological cycle of Argolid is concerned.

Women of the Greco-Roman elite. From private to public life Kostas Mantas

The phenomenon of benefaction, as it developed during the Hellenistic and Roman period, created the circumstances for the entrance, although restricted, of women into public life. The fact that the prerequisites for public office, which had already lost its political dimension, were only economic, allowed women to enter certain honorary offices, in those parts of the Greek world where tradition permitted it (Asia Minor, the Aegean). The vocabulary used in honorary inscriptions emphasized the relationship between parent and child, a direct reference to the relationship between benefactor and city .Benefactresses were equally honoured and enjoyed the same privileges as their male counterparts, although in women's case their virtues as wives and mothers were stressed , so that the ideology of women's confinement to the home could be preserved. The Roman law was against this innovation, therefore the phenomenon of beneficence was not developed in Italy and in the provinces of the West, where benefactors were honoured only as individuals, as opposed to the eastern part of the Roman Empire, where benefaction flourished until the destruction of the urban way of life by barbaric invasions in the late third century AD.

The museum of Veria Maria Papadopoulou

In Greece, the educational and communicational role played by museums is ineffective, especially where those children who must be approached in a special way are concerned. Recently certain Greek museums took the initiative to introduce educational programes for children. Their target is to transform the museum into a place of education, recreation and culture. This article proposes that the Archaeological Museum of Veroia should play a role in the education of children in the last three grades of elementary school. Adoption of the proposal will enable the children to approach everyday life, the artefacts and asthetics of the periods exhibited in the museum and, inspired by them, become true to themselves.

The role of women in Byzantium. The social identity of the sex and everyday reality Afendra Moutzali

The presence, role and activity of women in Christian Byzantium are directly connected with the ethical code of values of the Church, the general ideology of the period, and the institutions and structure of the society, which was clearly a patriarchal one. The dominant role of men in the family and their easier access to education, political power and production made women inferior. The role played by women in the society and economic life of Byzantium depended on their education, temperament and social status. However, according to historical sources, there were some women, mainly of the upper class, who managed to break the wall of insolation and silence and play an important role in the fortunes of the state.

A review of the Palaeolithic age in the present Aetolia and Akarnania county Ioannis Nerantzis

The ecological conditions of ancient Aetolia and Akarnania created an ideal ecosystem for their Palaeolithic inhabitants, who organized their lives either in the plains or in accessible caves. In any case, their settlements were situated close to sites which could serve their hunting activities and supply them, at the same time, with the necessary material for the organization of their dwellings that functioned both as shelters and workshops. Consequently, in the Middle (100,000-33,000) and especially during the Upper Palaeolithic age (33,0000-10,000), the presence and activity of man is intense in the area of the present Aetolia and Akarnania county, on selected sites, which are close to springs or near the two big rivers Acheloos and Evenos or by lakes, ravinges and swamps, and are crossed by animals or frequented by them. This assumption, that Palaeolithic sites are located in Aetolia and Akarnania -Galatas, Kryoneri, Agrinio, Hagios Konstantinos, Diamanteika, Lyssimacheia, Zapanti, Kouvaras, Krikelo, Hagios Nikolaos— this assumption is supported by the fact that all these parts are scattered with stone tools and by-products of Palaeolithic form. Such a remarkable accummulation of Palaeolithic finds leads to the conclusion that Palaeolithic men, propably hunters,encamped in these areas.  

Mycenae. The greatest archaeological fallacy? Vangelis Pandazis

Modern archaeological literature about the Mycenaean era begins with the telegram Schliemann sent to King George on November 28, 1876, in which he announced the discovery of the royal tombs at Mycenae. Schliemann was proud of his excellent knowledge of Homeric geography, which presumably guided his mattock with such success. However, as a matter of fact, it was Pausanias' description, not Homer's that led him to Mycenae, as he confesses in the same telegram. It should be stressed here that there is a huge gap between the Homeric and the political geography of late antiquity. The Homeric poems supply a geographical and archaeological picture, which, according to the standards of studies in Greek Prehistory, is quite antiquated. The political geography presented in these epics, although real and accurate at the time of their composition, was already dated by the time of the wide dissemination of the Homeric poems and quite misleading, since many place-names had meanwhile fallen into oblivion. The modern debate concerning the location of the Homeric Ithaka gives us only a faint idea of what the situation was like in antiquity. We have no guarantee that the Greeks of historic antiquity ascribed Homeric place-names to the correct locations, a mistake that was perpertuated thereafter, a fallacy, that is, that first of all applies to Mycenae for the following, at least three, reasons: a. Mycenae remained totally or almost uninhabited for long intervals between the end of the Mycenaean and the beginning of historic antiquity. b. Ancient Greek authors admit that most of the cities of the putative kingdom or Agamemnon had different names before they were given the Homeric ones. c. There is no reference in the Homeric epics that the kingdom of Agamemnon, and consequently its capital, was located in the north-eastern Peloponnese. Before the eighth century B.C. there is no evidence whatsoever either in the epics or anywhere else that connects Mycenae with Argolida. Furthermore, philological and archaeological data seem to agree that on the one hand, the ancient Greeks gave Homeric names to cities of the northern Peloponnese, in replacement of the existing ones, and that on the other, we possess historical and archaeological information concerning important place-names in the south Peloponnese, which are identical with those of the kingdom of Agamemnon. The Homeric Mycenae, a coastal and propably unwalled city, should be sought west of the Cape of Maleas, in the Bay of Neapolis (Pavlopetri?) or Plytra, locations which both controlled the two main sea routes connecting the Aegean with the Ionian Sea and also Greece with Crete and Egypt. Finally, we must decide, whether the time has come to put things, or rather names, straight, reconsidering, at the same time, the entire Homeric question as well as the question of putting Greek Pre- and Proto-history on an entirely new basis.  

Woman. Symbol and symbolism, thoughts, questions and allusions Eleni Potaga

The world of art is where symbols are consciously and specifically generated. Since we are here investigating the symbolism and symbols which convey to us the concept of Woman, instead of an essay, it would be elucidating to look into certain important symbolic aspects of woman, as conceived and expressed by artists throughout the centuries. In this case, however, we should not simply consider the aesthetic or historical aspects of the works of art, but we should focus on their symbolic content and then wonder what influenced and inspired the artists of each period in their symbolic and notional representation of Woman? How and in which way do these works concern us today? Finally, what are the allusions, thoughts and notions that they bring to the modern spectator and what for?

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα εφτά θαύματα του κόσμου Μαρίζα Ντεκάστρο

Την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα τα θαλασσινά ταξίδια ήταν πια ασφαλή. Την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα, η «Ρωμαϊκή ειρήνη» επιτρέπει ασφαλή ταξίδια στην αυτοκρατορία σε στεριά και θάλασσα. Αν και οι πειρατές έχουν κατατροπωθεί, οι καιρικές συνθήκες περιορίζουν τα θαλασσινά ταξίδια στους μήνες Μάιο με Οκτώβριο. Στη στεριά, το προσεγμένο οδικό δίκτυο και τα πανδοχεία που υποδέχονται τους ταξιδιώτες και τα άλογά τους, ενθαρρύνουν τους καλλιεργημένους Ρωμαίους να ταξιδέψουν και να διηγηθούν τις εντυπώσεις τους. Φαντάσου πως είσαι ένας από αυτούς και θέλεις να περιηγηθείς τη Μεσόγειο. Ποια είναι τα αξιοθέατα που πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθείς; Για να οργανώσεις το ταξίδι σου πρέπει να ξέρεις ποια είναι τα «Επτά θαύματα του κόσμου».

Τεύχος 117, Δεκέμβριος 2010 No. of pages: 136
Κύριο Θέμα: Γεύση. Μέρος ΙΙΙ Ζέτα Ξεκαλάκη

Κονσερβοποίηση τροφίμων στο σπίτι. Εξώφυλλο περιοδικού, 1945. Στο παρόν τεύχος ολοκληρώνουμε το αφιέρωμά μας στη Γεύση, με μια περιπλάνηση σε γεγονότα, τάσεις και καταστάσεις της σύγχρονης εποχής. Παράγοντες που συνέβαλαν στην αλλαγή των γευστικών προτιμήσεων, αλλά και στην παρασκευή του φαγητού ήταν η γενίκευση της χρήσης του ηλεκτρικού ρεύματος στα μέσα του 20ού αι., η επιτάχυνση των μεταφορών, η επίτευξη παρατεταμένης συντήρησης τροφίμων και η εμφάνιση νέων τύπων εστιών και μαγειρικών σκευών, η βιομηχανοποίηση των πρώτων υλών μαγειρικής. Από την άλλη μεριά, οι εξελίξεις στην ιατρική και η αφύπνιση για τη βαθμιαία καταστροφή του περιβάλλοντος συντέλεσαν, στην αυγή της νέας χιλιετίας, στην παγίωση τάσεων «επιστροφής στις ρίζες» στον τομέα της γεύσης.

Επιστροφή στον παλιό καλό καιρό. Το κίνημα Slow Food Γρηγόρης Χριστοδούλου

«One of the Family», ελαιογραφία του Frederick Cotman, 1880. Walker Art Gallery, Λίβερπουλ. Το Slow Food είναι ένα διεθνές πολιτιστικό κίνημα για την προστασία της τοπικής κουζίνας και του δικαιώματος στη γευστική απόλαυση. Σε αντίπραξη με τις πρακτικές της εποχής μας που ευνοούν το γρήγορο φαγητό, τη μαζικότητα στην παραγωγή και κατανάλωση τροφής και την ομογενοποιημένη γεύση, προστατεύει και αναδεικνύει τη γαστρονομική παράδοση κάθε λαού ως δείγμα πολιτισμού και βασικού μέσου επικοινωνίας των ανθρώπων. Στην ισοπεδωτική λογική των fast food και της παγκοσμιοποιημένης γεύσης, το Slow Food αντιπαραθέτει τη γευστική ποικιλία της παραδοσιακής κουζίνας του κάθε τόπου, την κοινωνικότητα μέσα από το κοινό γεύμα και τη γευστική απόλαυση σε ρυθμούς συμβατούς με την ανθρώπινη φύση.

Από το χωράφι στο ράφι. Η νέα εποχή της Εφοδιαστικής Γεώργιος Π. Μαλινδρέτος

Επιδερμική σήμανση με λέιζερ σε φρούτα. Ήδη από προηγούμενα θέματα που έχει φιλοξενήσει το περιοδικό, οι αναγνώστες του έχουν σημαντική κατατόπιση για τις συνθήκες, τις συνήθειες, την καθημερινότητα, τον τρόπο και την ποιότητα ζωής σε διάφορες εποχές και συνθήκες στο παρελθόν. Ένα βασικό διαχρονικό συνεκτικό στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού είναι η εξειδίκευση και ο καταμερισμός των έργων σε σχέση με τη ροή των αγαθών από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση, που αποτελεί και το αντικείμενο της «εφοδιαστικής» επιστήμης. Ωστόσο, αν και το αντικείμενο της «εφοδιαστικής» έχει μακρά ιστορική καταγωγή (ο Μέγας Αλέξανδρος αναφέρεται ως ο πρώτος που εφάρμοσε ουσιαστικά τις αρχές της εφοδιαστικής, ανεφοδιάζοντας τα στρατεύματά του σε πολύ μακρινές από τη βάση αποστάσεις), σήμερα το τοπίο έχει αλλάξει ριζικά, με τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο, την ανάπτυξη του εμπορίου, των συναλλαγών κ.λπ. Οι καταναλωτές έχουν τώρα άμεση πρόσβαση σε φρέσκα και σύγχρονα προϊόντα που παράγονται σε περιοχές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και μάλιστα σε τιμές που είναι προσιτές για το μέσο βαλάντιο, αν όχι και ακόμη φτηνότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, από παρόμοια προϊόντα τοπικής παραγωγής. Ακριβώς πίσω από τις νέες αυτές δυνατότητες έχουν αναπτυχθεί και λειτουργούν υπερσύγχρονα οργανωμένα εφοδιαστικά δίκτυα που καλύπτουν συλλογικά ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα από τους τόπους παραγωγής των προϊόντων διατροφής ως τους μακρινούς τόπους κατανάλωσης-αγορές.

Οι αλλαγές στη μαγειρική και την εστίαση στο χρόνο Γιώργος Μπόσκου, Γιώργος Παλησίδης

Καζάνια για την προετοιμασία γεύματος που προσφέρεται στο κουρμπάνι. Η μελέτη της ιστορίας της μαγειρικής και της εστίασης γίνεται μέσα από ένα ταξίδι στη γεύση αλλά και στην ανάγκη για ικανοποίηση της πείνας. Το γλυκό, το ξινό, το πικρό και το αλμυρό αποδίδονται από τις συνθέσεις των πρώτων υλών που θα χρησιμοποιήσει κάθε δημιουργός μάγειρας. Σημαντικό ρόλο όμως θα συντελέσει και ο τρόπος μαγειρέματος που επεξηγείται ως η τεχνογνωσία της δημιουργίας του εδέσματος: συνειδητή επιλογή πρώτων υλών, προσεκτική συντήρησή τους, επιμελές πλύσιμο και τεμαχισμός τους, τεχνική επιλογή του τρόπου και χρόνου ψησίματος, αναμονή του ψησίματος καθαυτού, οργάνωση της εστίασης και, τέλος, απόλαυση των εδεσμάτων σε αυτό που ονομάζουμε γεύμα.

Η οδύσσεια της ελληνικής γεύσης. Μια συνέντευξη του Ηλία Μαμαλάκη στη Ζέτα Ξεκαλάκη Ηλίας Μαμαλάκης

Αγορά μπαχαρικών στην Κωνσταντινούπολη. Ως πεπειραμένος γευσιγνώστης, ο Ηλίας Μαμαλάκης κατάφερε να εμπνεύσει μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων να πειραματιστεί με τη γεύση. Ως γνήσιος λάτρης της ιστορίας, μας ώθησε να δούμε την ιδιαίτερη κουζίνα ως βασικό γνώρισμα του πολιτισμού του κάθε λαού. Σήμερα, μέσα από αρχαιοελληνικά δείπνα και συμπόσια, μοναστικά νηστίσιμα τραπέζια, καραβέλες του 16ου αι. γεμάτες φρούτα από τις Νέες Χώρες και φτωχικά βρώματα της Τουρκοκρατίας και του Αγώνα, ο κύριος Μαμαλάκης μάς φέρνει στην κουζίνα του «συντηρητικού και φιγουρατζή» –όπως μας λέει– Νεοέλληνα.

Άλλα θέματα: Η Κύλιξ του Αρκεσίλα Βαγγέλης Πανταζής

Η κύλιξ του Αρκεσίλα από το Vulci Ετρουρίας. Μέσα 6ου αι. π.Χ. Bibliothèque Nationale, Παρίσι. Η «κύλιξ (=κούπα) του Αρκεσίλα» είναι ένα από τα πιο αινιγματικά ζωγραφισμένα αγγεία που μας κληροδότησε η αρχαιότητα. Πέρα από την ταυτότητα του Αρκεσίλα (πλούσιου βασιλιά της Κυρήνης) και την ιδιότητα του επιφορτισμένου με τη φύλαξή του αποθηκευμένου προϊόντος («φύλακος»), σχεδόν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης είναι εντόνως αμφισβητούμενα. Η σκηνή διαδραματίζεται άραγε στο κατάστρωμα καραβιού, στην προκυμαία ή στην αυλή της βασιλικής αποθήκης; ΣΟΦΟΡΤΟΣ λέγεται αυτός που ελέγχει αν το φορτίο είναι ίσο με το ζύγι του («(ἰ)σόφορτος») ή αυτός που το σώζει/συντηρεί («σώφορτος»); Το προϊόν που ζυγίζεται και αποθηκεύεται είναι άραγε το φαρμακευτικό φυτό σίλφιον, που ευδοκιμούσε μόνο στην Κυρήνη και εξαγόταν μονοπωλιακά σε όλη την Μεσόγειο, ή λευκό μαλλί προβάτων; Η λέξη ΙΡΜΟΦΟΡΟΣ αποδίδει επάγγελμα («[φο]ρμοφόρος» = «αχθοφόρος») ή κύριο όνομα; Η λέξη ΣΛΙΦΟΜΑΧΟΣ αναφέρεται στον τελευταίο άνδρα της παράστασης ή σ’ αυτό που δείχνει; αν αναφέρεται στον ίδιον, είναι κύριο όνομα ή δηλωτικό επαγγέλματος; Κι αν αναφέρεται σ’ αυτό που δείχνει, πρόκειται για τη ζυγαριά ή για το πουλί που βρίσκεται πιο ψηλά στην κατεύθυνση του δείχτη του; Η λέξη ΟΡΥΞΟ αντιστοιχεί σε προτροπή («ὄρυξον!»), σε ανθρωπωνύμιο (Ὄρυξος), είναι δηλωτικό δραστηριότητας (=«σκαφτιάς») ή μήπως κάτι άλλο που ακόμη μας διαφεύγει; Η μυστηριώδης λέξη ΜΑΕΝ προέρχεται από το «μάσσω» (=συγκεντρώνω) και υποδηλώνει το ήδη αποθηκευμένο προϊόν ή είναι ξένη (λυβική;), αγνώστου νοήματος; Τα ζώα που «γαρνίρουν» την παράσταση (τέσσερα πουλιά, μία σαύρα, ένας μπαμπουίνος και μία τσίτα) αποτελούν τυχαία διακοσμητικά στοιχεία ή και τη νοηματοδοτούν; Κατά την πρόταση που αναπτύσσεται εδώ: Η παράσταση δείχνει τον «βασιλέα» της Κυρήνης Αρκεσίλα να επιβλέπει και να καταμετρά την πλούσια σοδιά του σιλφίου με τη βοήθεια φορτοεκφορτωτών, συσκευαστών και ζυγιστών. Όλα όμως γύρω του προμηνύουν τον επερχόμενο θάνατό του: ο «σλιφομάχος», πουλί που τσιμπολογάει το σίλφιο, ο πελαργός (που συχνάζει στις επιθανάτιες παραστάσεις), η σαύρα πίσω από τη ράχη του, η τσίτα (ζώο που απαντάται σε αιγυπτιακές νεκρικές παραστάσεις) και ο μπαμπουίνος (παραδοσιακός μάρτυρας της ψυχοστασίας). Το ζύγισμα του εμπορεύματος μεταλλάσσεται έτσι σε ζύγισμα της μοίρας του Αρκεσίλα. Η «ΟΡΥΞΩ» είναι το πουλί «όρυξ» που τρέφεται από τον βολβό του σίλφίου, το όνομά του όμως παραπέμπει ταυτόχρονα στη μοιραία σύζυγο του Αρκεσίλα Ερυξώ. Τι λέει με δυο λόγια ο αγγειογράφος: «όλα τα πλούτη είναι μάταια –τι κατάλαβε ο βασιλιάς Αρκεσίλας, που τα σώρευε με τόση φροντίδα στ’ αμπάρια του; Άσε, λοιπόν, την έγνοια τους κι απόλαυσε το κρασάκι σου από τούτην εδώ την όμορφη κούπα!»

Γυναίκα και πολιτική στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη Κώστας Μαντάς

Απεικόνιση της γέννησης του Μ. Αλεξάνδρου σε ελληνορωμαϊκό ψηφιδωτό. Δεξιά διακρίνεται η Ολυμπιάδα. Βηρυττός, Εθνικό Μουσείο. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια σύντομη αλλά περιεκτική αναδρομή στην εξέλιξη του πολιτικού ρόλου των γυναικών της ελίτ στην αρχαία ελληνική ιστορία, από την ομηρική ως εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα. Ο πυρήνας του άρθρου προέρχεται από υλικό που συνέλεξε ο συγγραφέας κατά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής με θέμα την αλλαγή του ρόλου των γυναικών στα αστικά κέντρα της ρωμαϊκής Ελλάδας, κάποιες όμως πλευρές, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την ομηρική, κλασική και ελληνιστική περίοδο, στηρίχθηκαν σε μεταγενέστερες μελέτες. Εκτός από τις βασίλισσες και τις αρχόντισσες του ελληνικού χώρου, κρίθηκε σκόπιμο να γίνει αναφορά και στις γυναίκες που άσκησαν εξουσία στα όρια της Περσικής Αυτοκρατορίας αλλά και στα γειτονικά προς τον ελληνικό χώρο «βαρβαρικά» βασίλεια, καθώς και στο δυτικό (λατινόφωνο) τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χάριν συγκρίσεως.

Τα αγάλματα του Πειραιά. Νέα μεταλλουργική μελέτη 50 χρόνια μετά Γιώργος Βαρουφάκης

Το άγαλμα της Αθηνάς. Μουσείο του Πειραιά. Η ιστορία της έρευνας των αγαλμάτων του Πειραιά συνεχίστηκε και σήμερα ύστερα από μισό αιώνα περίπου μετά την εύρεση μερικών υπολειμμάτων του Κούρου και της μικρής Άρτεμης, ενώ το δείγμα της Αθηνάς προέρχεται από το φίδι, που αποτελεί διακοσμητικό τμήμα του αγάλματός της. Τα συμπεράσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα και δείχνουν την ανέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα της μεταλλουργίας και ειδικότερα της χύτευσης των αγαλμάτων ανάμεσα στην αρχαϊκή και την κλασική εποχή.

Ανθρώπινα κατάλοιπα ως μουσειακά εκθέματα. Νέες τάσεις στην εκθεσιακή πρακτική και επικοινωνιακή πολιτική Καλή Τζώρτζη

Ενημερωτικές πινακίδες στο Βρετανικό Μουσείο προβάλλουν τη συμβολή νέων τεχνικών έρευνας και μελέτης ανθρώπινων καταλοίπων. Η διαχείριση και κυρίως η έκθεση ανθρώπινων καταλοίπων στα μουσεία, ένα θέμα που μέχρι τώρα δεν ήταν αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής, αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και αμφιλεγόμενα ζητήματα στο χώρο της μουσειολογίας διεθνώς. Είναι επιτρεπτό τα μουσεία να συλλέγουν ανθρώπινα κατάλοιπα; Είναι τα ανθρώπινα κατάλοιπα νεκροί ή αντικείμενα; Θα πρέπει να εκτίθενται και πώς; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που ήρθαν στο προσκήνιο, κυρίως με την πολιτική ενδυνάμωση των αυτόχθονων της Αυστραλίας και της Αμερικής και τα αιτήματα επιστροφής των προγονικών λειψάνων τους από δυτικοευρωπαϊκά και αμερικανικά μουσεία, και οδήγησαν σε έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με το ρόλο των ανθρώπινων καταλοίπων στα μουσεία. Με το άρθρο αυτό υποστηρίζουμε ότι το ζήτημα του επαναπατρισμού προγονικών καταλοίπων έχει αποφασιστικές συνέπειες που ξεπερνούν τη μουσειακή διαχείριση των συγκεκριμένων συλλογών και επηρεάζουν τη συλλογή και την έκθεση των ανθρώπινων καταλοίπων στα μουσεία γενικότερα. Με υπόβαθρο μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο ρόλο και τη σημασία που είχαν τα ανθρώπινα κατάλοιπα μέσα στο χρόνο, εξετάζουμε στη συνέχεια, βασιζόμενοι σε συγκεκριμένα παραδείγματα, βασικές αλλαγές που αφορούν στη θεματολογία των εκθέσεων, τη χωρική οργάνωση του εκθεσιακού χώρου, τη διάταξη των προθηκών, την αμεσότητα της επαφής με το έκθεμα, αλλαγές που μπορεί με την πρώτη ματιά να μοιάζουν μεμονωμένες πρωτοβουλίες κάποιων μουσείων, η συστηματική όμως διερεύνησή τους και η προσπάθεια ερμηνείας τους αποκαλύπτει, πιστεύουμε, έναν κοινό θεωρητικό προβληματισμό και παρόμοιες πρακτικές εκθεσιακές επιλογές.

Μονή Σινά. Περιβαλλοντικοί παράγοντες και επιδράσεις στα δομικά υλικά του μνημείου Λουκάς Βακάλης, Βασίλειος Λαμπρόπουλος

Σκευοφυλάκιο, αίθουσα 1. Μονή Σινά. Η Μονή του Σινά, που βρίσκεται στον ορεινό όγκο του νότιου Σινά, είναι κτίσμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Σταθμό στην ιστορία της αποτελεί η αραβική κατάκτηση. Παρά τις αντίξοες συνθήκες δεν καταστράφηκε. Έχει διαφυλάξει στους κόλπους της, στο πέρασμα των αιώνων, πολλά και διάφορα κειμήλια. Το κλίμα της χαρακτηρίζεται από την ξηρασία και την έλλειψη βροχής. Καταγράφηκαν τα στοιχεία του περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής και ειδικότερα της μονής σε διάφορα σημεία. Έγινε δειγματοληψία, για να διαπιστωθούν οι επιδράσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων στα δομικά υλικά της μονής. Στα δείγματα έγιναν αναλύσεις με τις μεθόδους SEM και X-RD. Οι επιδράσεις θερμοκρασίας και υγρασίας καθώς και ο συνδυασμός αυτών επιφέρει άσχημα αποτελέσματα στα υλικά. Καταγράφηκαν οι φθορές και τέλος προτείνονται εργασίες συντήρησης για τα δομικά υλικά και την εν γένει λειτουργία των σπουδαιοτέρων κτηριακών εγκαταστάσεων της μονής.

Αρχαιολογικό Μουσείο Καρπάθου. Μια άγνωστη τοιχογραφία του 14ου αιώνα. Χρονικό διάσωσης και ανάδειξης Ελένη Παπαβασιλείου, Βασιλική Γεωργοπούλου

Η τοιχογραφία από το ναό των Αγ. Αποστόλων Μεσοχωρίου Καρπάθου, όπως εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρπάθου βρίσκεται στην πρωτεύουσα του νησιού, τα Πηγάδια, και άρχισε να λειτουργεί από το 2005 με τη συνεργασία των δύο τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων (ΚΒ΄ ΕΠΚΑ-4η ΕΒΑ) στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Πρόκειται για διαχρονικό μουσείο και περιλαμβάνει εκθέματα από τους προϊστορικούς χρόνους ως τους μεταβυζαντινούς. Η βυζαντινή ενότητα αναφέρεται σε μνημεία και σε ευρήματα του νησιού από την Παλαιοχριστιανική περίοδο ως την εποχή των Κορνάρων(16ος αι.). Στην εκθεσιακή ενότητα δεσπόζει η εντυπωσιακή αποτοιχισμένη τοιχογραφία της αψίδας του ερειπωμένου ναού των Αγ. Αποστόλων με το θέμα της Δέησης και των συλλειτουργούντων ιεραρχών. Χρονολογείται στον 14ο αι. αποτελώντας αξιόλογο δείγμα ζωγραφικής στην Κάρπαθο, το οποίο με την πάροδο του χρόνου θα καταστραφόταν παντελώς. Τα στάδια συντήρησης και ανάδειξης αυτής της τοιχογραφίας αναλύονται στο κείμενο, με λεπτομερή περιγραφή της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα εργαστήρια συντήρησης της 4ης ΕΒΑ με εξαιρετικά αποτελέσματα και πολυετή εγγύηση για τη διατήρηση της άριστης κατάστασής της.

Ένα μνημείο για την Μπετίνα. Όπως το σχεδίασε ο Σταμάτης Κλεάνθης Όλγα Φουντουλάκη

Ταφικό μνημείο της Bettina von Savigny-Σχινά στο Προτεσταντικό Κοιμητήριο του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Η Bettina von Savigny-Σχινά (1805-1835) ήταν κόρη του διαπρεπούς γερμανού νομομαθούς Friedrich Carl von Savigny (1779-1861). Παντρεύτηκε το 1834 τον ιστορικό και πολιτικό Κωνσταντίνο Σχινά (1801-1857), που διετέλεσε υπουργός στην πρώτη αντιβασιλεία του Όθωνα. Η Μπετίνα ήρθε στην Ελλάδα το 1834, πέθανε όμως μέσα σε ένα χρόνο και τάφηκε στην Αθήνα. Ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Κλεάνθης ετοίμασε ένα σχέδιο για το ταφικό της μνημείο. Πρόκειται για ένα κλασικιστικό μνημείο με αυτόνομη μορφολογία, που προοριζόταν να στηθεί στον τάφο της Μπετίνα στο Νεκροταφείο των Διαμαρτυρομένων στην περιοχή του Σταδίου της Αθήνας. Το μνημείο εκτελέστηκε με παραλλαγές από το αρχικό σχέδιο του Κλεάνθη. Τα πλούσια μορφολογικά στοιχεία απλοποιήθηκαν και προέκυψε ένα απλό και απέριττο ταφικό μνημείο, μια στήλη ορθογωνικής διατομής από λευκό μάρμαρο, ύψους άνω των τριών μέτρων, που λεπταίνει ελαφρά προς τα πάνω. Τοποθετήθηκε αρχικά στο Νεκροταφείο των Διαμαρτυρομένων κοντά στο Στάδιο και μεταφέρθηκε το 1895 στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας στο Προτεσταντικό Κοιμητήριο. Είναι ένα σπουδαίο τεκμήριο σημαντικής πολιτιστικής σημασίας και ένα από τα ελάχιστα σχέδια του Κλεάνθη με ιδιόχειρη υπογραφή και παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά.

Οι περιστεριώνες της Τήνου. Ένας «χειροποίητος» πολιτισμός που χάνεται Αριστείδης Χ. Κοντογεώργης

Περιστεριώνας στο χωριό Μυρσίνη της Τήνου. Το περιστέρι, το πουλί με τους χίλιους συμβολισμούς και τις χίλιες ιδιότητες, ο ακάματος ταχυδρόμος των αιθέρων και γενναιόδωρος τροφοδότης, στην τηνιακή γη βρήκε μια στέγη αντάξιά του. Φιλότεχνα, ευαίσθητα χέρια μαστόρων σμίλεψαν για χάρη του με πέτρα και με μάρμαρο περίτεχνα παλάτια και τα σκόρπισαν μέσα στις ρεματιές και πάνω στις βουνοπλαγιές, σε μέρη κοντινά και άλλα απάτητα. Δημιούργησαν μια γνήσια λαΪκή αρχιτεκτονική, ιδιόμορφη και θαυμαστή, την αρχιτεκτονική των περιστεριώνων, που πλάι σε χειροποίητες πεζούλες, ανάμεσα σε πλούσιες συστάδες με βαλανιδιές, πικροδάφνες και πανώριες φραγκοσυκιές, συμβάλλουν στο μεγαλείο του τηνιακού τοπίου. Η χρονολογική εμφάνιση των περιστεριώνων στην Τήνο ανάγεται στις αρχές του 1700 και εικάζεται ότι κατασκευάστηκαν συνολικά ως τις μέρες μας, γύρω στους 1200 περιστεριώνες. Δεκάδες περιστεριώνες σήμερα εξαφανίζονται και είναι αμφίβολο εάν έχουν καταγραφεί. Ισως το έργο της φωτογραφικής αποτύπωσής τους αποδειχθεί ακόμη πιο σημαντικό από όσο αρχικά φαινόταν, αφού εκατοντάδες είναι αυτοί που παραμένουν άγνωστοι, κρυμμένοι σε απάτητα μέρη του νησιού, προσμένοντας να ανακαλυφθούν και να διασωθούν από την αδυσώπητη φθορά του χρόνου και την καταστροφική μανία του σύγχρονου ανθρώπου που παρεμβαίνει εγωιστικά και αβασάνιστα στη συνολική διαχείρηση του φυσικού τοπίου.

Μουσείο: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Μορφές και ανταύγειες. Η έκθεση των Συλλογών Μικροτεχνίας της Συλλογής Αγγείων Ελισάβετ Στασινοπούλου

Χρυσός ρόδακας με συρματερή και κοκκιδωτή διακόσμηση, από τη Μήλο. 650-600 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Παρουσίαση της μόνιμης έκθεσης των Συλλογών Μικροτεχνίας της Συλλογής Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, η οποία εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2009 και στεγάζεται στις αίθουσες του πρώην Νομισματικού Μουσείου. Οι Συλλογές αυτές περιλαμβάνουν τα Πήλινα Ειδώλια, τη Συλλογή Βλαστού-Σερπιέρη, τα Χρυσά Κοσμήματα, τα Γυάλινα Σκεύη και την Κυπριακή Συλλογή. Το κείμενο υπογράφει η Έφορος ε.τ. της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας Ελισάβετ Στασινοπούλου.

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Εικόνες που ζωντάνεψαν στον πηλό. Η επανέκθεση της Συλλογής Αγγείων Ελισάβετ Στασινοπούλου

Αττικό ερυθρόμορφο επίνητρο από την Ερέτρια, π. 425 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Στην επανέκθεση της Συλλογής Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μάς ξεναγεί η Έφορος ε.τ. της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας Ελισάβτ Στασινοπούλου. Τον κύριο κορμό της Συλλογής αποτελούν τα πήλινα αγγεία από τους γεωμετρικούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους. Η Συλλογή, που είναι από τις πλουσιότερες στον κόσμο, συγκροτήθηκε από τις Συλλογές της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Γενικής Εφορείας Αρχαιοτήτων που παραδόθηκαν στο Μουσείο στις δεκαετίες 1880 και 1890, ενώ αργότερα εμπλουτίστηκε με τις δωρεές μεγάλων ιδιωτικών συλλογών, όπως η Συλλογή Μισθού, η Συλλογή Σταθάτου κ.ά.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Στις όχθες του Ευρώτα Δήμητρα Σπηλιοπούλου

Τα ερείπια του αρχαίου Θεάτρου, όπως σώζεται στις μέρες μας, στη ΝΔ πλευρά του λόφου της ακρόπολης της Σπάρτης. Μια περιήγηση στη σύγχρονη Σπάρτη και τα αξιοθέατά της: Το Αρχαίο Θέατρο, το Ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου, τον «Τάφο του Λεωνίδα», τον Ναό της Ορθίας Αρτέμιδας.

Flavours of Byzantium (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Flavours of Byzantium του Andrew Dalby (εκδ. Prospect Books, Devon 2008).

Η γαστρονομία ως καλή τέχνη. Η φυσιολογία της γεύσης (βιβλιοπαρουσίαση) Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Η γαστρονομία ως καλή τέχνη. Η φυσιολογία της γεύσης του Ζ.Α. Μπριγιά-Σαβαρέν (μτφρ. Δάφνη Ανδρέου, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2008).

Geopolitique du gout. La guerre culinaire Ζέτα Ξεκαλάκη

Το εξώφυλλο της έκδοσης. Παρουσίαση του βιβλίου Géopolitique du goût. La guerre culinaire, του Christian Boudan (εκδ. PUF, Παρίσι, 2008).

Αρχαιολογικά Νέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, διαλέξεις, βιβλία, επιστολές Βάσω Ηλιοπούλου (επιμ.)

Νομίσματα από τη νομισματική συλλογή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Ειδήσεις: Γιάννης Σακελλαράκης (1936-2010), Αρχαίες ταφές στο Μεταξουργείο, Επέστρεψαν οστά από το Τσέπι, Ακρωτήρι Σαντορίνης, Ναυάγιο μεσοβυζαντινών χρόνων στις Βόρειες Σποράδες, Αρχαίο θέατρο Θάσου κ.ά. Συνέδρια: Passages from Antiquity to the Middle Ages V, Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας Εκθέσεις: Η νομισματική συλλογή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, Δούκισσα της Πλακεντίας: Η ιστορία που γέννησε το μύθο, Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968 Διαλέξεις: Εταιρεία Μελέτης της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Η ζωφόρος του εορτολογίου, Διάλεξη του Ian Hodder, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Βιβλία: Antonio Corso, The Art of Praxiteles III, The Advanced Maturity of the Sculptor. Αριστείδης Χ. Κοντογεώργης, Σύρος από ψηλά. Ελένη Δραγώνα, Τα μαντεία της αρχαίας Ελλάδας. Ζωή Βαλάση, Μυθολογία. Αιμίλιος Μιρώ, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου  κ.ά.

Αρχαιομετρικά Νέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας

Στα Αρχαιομετρικά Νέα αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε: -Η Αθηνά από το Αρέτσο στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης -Νέα επιστημονικά περιοδικά -Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία: Νέος κύκλος διαλέξεων -Βραβείο διδακτορικής διατριβής στην Αρχαιομετρία -Διαλέξεις για την πολιτιστική κληρονομιά -Συνέδρια

Από το JMA, τεύχος 23/1 (2010) Σοφία Αντωνιάδου

Journal of Mediterranean Archaeology, λογότυπο Παρουσίαση του άρθρου "Value of heritage in Turkey: History and politics of Turkey's world heritage nominations" της Çigem Atakuman, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Mediterranean Archaeology, στο τεύχος 23/1 (2010).

Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων: Αρχαία νεώρια Αγγελική Γ. Σίμωσι

Κως. Νεώρια που αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή. Παρουσίαση από τη Δρα Αγγελική Γ. Σίμωσι των σημαντικότερων αρχαίων νεωρίων της κεντρικής και νότιας Ελλάδας, της βόρειας Ελλάδας, της Κύπρου και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου.

English summaries: Summaries Miriam Caskey

Σπύρος Βασιλείου, «Το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας», 1950. Ελαιογραφία σε ξύλο. Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου. Αγγλικές περιλήψεις των άρθρων του τεύχους.

Τεύχος 118, Δεκέμβριος 2010 No. of pages: 64
Κύριο Θέμα: Ψυχής πάθη. Από το όνειρο στην τρέλα Αγγελική Ροβάτσου

Joan Miro, Οι δύο φιλόσοφοι, 1936. Στο «έκτακτο τεύχος» 118, που αναφέρεται αποκλειστικά στην περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας (776 π.Χ. -393 μ.Χ.), εξαιρετικοί συνεργάτες διαπραγματεύονται σε λίγες σελίδες ένα θέμα εξαιρετικά ευρύ. Ένας αρχαιολόγος μας εισάγει στο αφιέρωμα παρουσιάζοντας αγγεία με την απεικόνιση μιας ψυχής άυλης αλλά ανθρώπινης. Μεταξύ λογοτεχνίας και φιλοσοφίας κυμαίνεται ο βιωματικός στοχασμός που, πριν καταλήξει στον ανοιχτό δυισμό και την πλατωνική καταδίκη του σώματος, θα χρειαστεί να εγκαταλείψει πρώτα ένα ποιητικό ομηρικό κοσμοείδωλο και μια ενσωματωμένη, φλογερή ηρακλείτια ψυχή. Ένας ψυχίατρος παρακολουθεί την ανάδυση της έννοιας της ψυχικής νόσου και αποκαλύπτει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ ιατρών και φιλοσόφων. Μια ψυχαναλύτρια σχολιάζει τα όνειρα στην αρχαιότητα και αναλύει κάποια «όνειρα πένθους». Ο ιστορικός που έβαλε τα αρχαία όνειρα στις αναγνώσεις μας ξεδιπλώνει το φάσμα από το όνειρο στην τρέλα και, παράλληλα, μας παρουσιάζει τον Δημόκριτο να στήνει παγίδα στα «φαντάσματα», τον Αντώνιο παγιδευμένο από τους πειρασμούς. Μεταξύ πολλών άλλων, η εκστατική όραση έρχεται και πάλι στο προσκήνιο με την τραγική μορφή της Κασσάνδρας. Από τον Αισχύλο στον Σοφοκλή, δύο άρθρα για την Ηλέκτρα, το ένα φιλολογικό, το άλλο θεατρολογικό, αναδεικνύουν την ψυχοπαθολογία αυτού του τραγικού υποκειμένου και την πρόσληψή του από τη νεωτερική Ευρώπη. Τα δυο τελευταία άρθρα, ιστορικά και φιλολογικά, μας μεταφέρουν στο περιβάλλον της ύστερης αρχαιότητας και, είτε με τα μυθιστορήματα είτε με τα μάγια, μας αποκαλύπτουν ότι ακαταμάχητο είναι το πάθος ανάμεσα στον Έρωτα και την Ψυχή. Το θέμα αυτό έδωσε στο τεύχος το εξώφυλλό του.

Οι απεικονίσεις των ψυχών στην αρχαία τέχνη Δημήτρης Παλαιοθόδωρος

Ενώ η Αριάδνη κοιμάται, η ψυχή της ταξιδεύει. Αττική ερυθρόμορφη λήκυθος από τον Τάραντα. Σχέδιο. 470 π.Χ. Μουσείο Τάραντα. Οι [αρχαίοι] Έλληνες πίστευαν ότι μετά το θάνατο η ψυχή αποχωριζόταν από το σώμα και ζούσε μια νέα ύπαρξη στον Κάτω Κόσμο. Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών για την απεικόνιση της ψυχής ξεκινά στον 7ο αιώνα. Στον 6ο αιώνα και τον πρώιμο 5ο αιώνα αποκρυσταλλώνονται οι χαρακτηριστικοί τύποι απεικόνισης της ψυχής των νεκρών ως μικρογραφία του νεκρού, ως φτερωτές σκιές και ως μορφές σε φυσικό μέγεθος, παρόμοιες με αυτές των ζωντανών.

Μεταμορφώσεις της ελληνικής «ψυχής» από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα Σπύρος Ράγκος

Το φάντασμα του Ελπήνορα προβάλλει μπρος στον Οδυσσέα. Αττική ερυθρόμορφη πελίκη (440 π.Χ.). Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών. Στο επίκεντρο του άρθρου βρίσκεται η σημασιολογική ανάλυση της λέξης ψυχή και η μετατόπιση του νοήματός της στους αιώνες που χωρίζουν τον Όμηρο από τον Πλάτωνα. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε της τεράστια μετάλλαξη που συνέβη κατά την κλασική εποχή σχετικά με την αξία του σώματος και την μεταθανάτια μοίρα της ψυχής, μια τέτοια γνώση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Το άρθρο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος αναλύεται το σχετικό με την ανθρώπινη ψυχολογία λεξιλόγιο των ομηρικών επών και υπογραμμίζεται η σημασιολογική απόσταση όρων όπως θυμός,φρένεςκραδίη κ.λπ. από τη λέξη ψυχή. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η νέα σημασία που φέρει ο όρος ψυχή στους πλατωνικούς διαλόγους της λεγόμενης μέσης περιόδου και τονίζεται η επίδραση ορφικών και πυθαγόρειων διδασκαλιών πάνω στη σκέψη του Πλάτωνα. Ωστόσο, καταλύτης στη σημασιολογική μετατόπιση του νοήματος της λέξης ψυχή θεωρείται ο Ηράκλειτος. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου εκτίθενται οι ηρακλείτειες περί ψυχής απόψεις και ιδίως η θεώρησή της ως μιας σπίθας πυρός που αντανακλά μικροκοσμικά την ζωντανή ενέργεια του σύμπαντος και λειτουργεί ταυτόχρονα ως το λογικό κέντρο της ανθρώπινης συνείδησης. Με την ανάλυση αυτή καθίσταται κατανοητή η μετάβαση από τη ομηρική ψυχή, που ήταν ένα μικροσκοπικό «ομοίωμα του σώματος» χωρίς ιδιαίτερο ρόλο στην ανθρώπινη ψυχολογία, στο πλατωνικό ομώνυμό της, που δήλωνε το σταθερό κέντρο όλων των ψυχικών λειτουργιών και την αθάνατη ουσία του ανθρώπου. Η πλατωνική ψυχή, όπως και η ομηρική, μπορούσε να υπάρχει αυτόνομα έξω από το σώμα, αλλά, σε αντίθεση με εκείνη, μπορούσε επίσης να έχει συνείδηση του εαυτού της και να χαίρεται μια κατάσταση άυλης ευδαιμονίας ―πράγμα αδιανόητο στον ομηρικό κόσμο. Μεταξύ Ομήρου και Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια αλλαγή «παραδείγματος» (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Τόμας Κουν) στην ανθρώπινη αυτοσυνειδησία.

Οι αρχαιοελληνικές ρίζες της ψυχοπαθολογίας Θανάσης Καράβατος

Γαληνός και Ιπποκράτης σε τοιχογραφία της κρύπτης του αγίου Magnus (1237). Καθεδρικός Ναός της Santa Maria. Lazio, Ιταλία. Στην ιατρο-φιλολοσοφική παράδοση της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας αναπτύχθηκε το φυλογενετικό σπέρμα της ψυχικής νόσου. Επρόκειτο για έναν προβληματισμό –σήμερα θα τον λέγαμε ψυχοπαθολογικό– εντός του οποίου, με την επικράτηση του δυϊσμού, θα αναδυθεί η έννοια νόσος της ψυχής, νόσος «σωματική» με επιπτώσεις στην ψυχή ή/και «ψυχική» με επιπτώσεις στο σώμα. Αναπόδραστα, αυτή η πολυσύνθετη διαδικασία προαπαιτούσε μια διττή συνειδητοποίηση: ιατρική (αφού επρόκειτο για νόσο) και φιλοσοφική (αφού ο προβληματισμός αφορούσε την ψυχή). Έτσι, αν και οι λέξεις νόσος, υγεία, ιατρός έχουν πανάρχαιες ρίζες, μόλις κατά την ελληνική κλασική αρχαιότητα αρχίζει να συγκροτείται η ιατρική έννοια της «νόσου του σώματος» και, με αναλογική μεταφορά, να αναδύεται η έννοια της νόσου της ψυχής, που με το διττό περιεχόμενό της θα πάρει, κατά την ελληνιστική εποχή, μια σαφέστερη διατύπωση, για να ολοκληρωθεί μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ. (με τον Γαληνό και τον Κικέρωνα), ως ψυχική νόσος. Στην πορεία αυτή θέση έχουν τα ιπποκρατικά κείμενα, καθώς επίσης ο αριστοτελισμός και οι πλατωνικοί διάλογοι, ιδιαίτερα ο Φαίδρος και ο Τίμαιος.

Το όνειρο στην κλασική αρχαιότητα και η μαρτυρία του Αίλιου Αριστείδη Ελισάβετ Κούκη

Χάλκινη αφιερωματική πινακίδα με μάτια, αφιέρωμα του Τάπαρι στο Ασκληπιείον της Περγάμου. 2ος αι. μ.Χ. Ύστερα από μια σύντομη περιδιάβαση σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας τα οποία επενδύουν το όνειρο με ιδιότητες που αμφισβητούν τη θεϊκή προέλευση και την προφητική του διάσταση, το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην πολύτιμη μαρτυρία του Αίλιου Αριστείδη (2ος αιώνας μ.Χ.): οι Ιεροί Λόγοι του θεωρούνται ως η πρώτη εκτενής αυτοβιογραφική απόπειρα στην ιστορία της λογοτεχνίας, μια ονειρο(βιο)γραφία, μια Traumbiographie, όπως λέει ο G. Misch. Τα όνειρα του Αίλιου Αριστείδη συνοψίζουν τη λαϊκή πίστη της εποχής του, παράλληλα, όμως, το γεγονός ότι η ερμηνεία τους είναι υπόθεση του ίδιου του υποκειμένου τα κάνει να λειτουργούν ως ψυχική απαρτίωση.

Δοκιμάζειν τας φαντασίας. Οράματα και παραισθήσεις στην ελληνική και χριστιανική αρχαιότητα Δημήτρης Ι. Κυρτάτας

«Το όνειρο του Ιακώβ», Βίβλος της Νυρεμβέργης, 1483. Η ικανότητα της ψυχής να συλλαμβάνει εικόνες, ήχους ή οσμές υπερβαίνοντας ή παραβαίνοντας τα δεδομένα της εμπειρίας απασχόλησε συχνά τους αρχαίους Έλληνες. Οι σχετικές συζητήσεις αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τα όνειρα, τα οράματα, τις οπτασίες, τις φαντασιώσεις, τις παραισθήσεις, αλλά και τη μανία, δηλαδή την τρέλα. Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν ήδη από την αρχαϊκή εποχή και συνεχίζονται χωρίς διακοπή έως τη χριστιανική αρχαιότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση των απόψεων που διατυπώθηκαν ύστερα από προσωπικές εμπειρίες και πειραματισμούς.

Κασσάνδρα, απολλώνια βάκχη Ana Iriarte

Ο Αίαντας αποσπά με τη βία την Κασσάνδρα από το Παλλάδιο. Ερυθρόμορφη κύλικα, π. 440-430 π.Χ. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. O λόγος που γεννιέται από την προφήτισσα Κασσάνδρα στην τραγωδία αντιμετωπίζεται, στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, ως ο καρπός της κατοχής της από τον Απόλλωνα που την κάνει δική του και ως γυναίκα. Ο λόγος αυτός ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι η μυστική ένωση του θεού με την τρωάδα πριγκίπισσα καθορίζεται από την πρώτη τους συνάντηση. Μια συνάντηση που εκτυλίχτηκε με πρόσημο τον ερωτισμό: λες και κάθε κρίση ενθουσιασμού ανακαλούσε το πάθος που ένιωσε για κείνην ο Απόλλωνας, η Κασσάνδρα αναπαράγει χωρίς τελειωμό την αρχική της άρνηση, αποποιείται τον προφητικό ρόλο που είχε κάποτε επιζητήσει και που πια, αναπόδραστα, νιώθει σαν οδυνηρή υποχρέωση, από τη στιγμή που ο προφητικός της λόγος είναι καταδικασμένος να είναι μάταιος. Ωστόσο –σε αντίθεση προς το κυρίαρχο ρεύμα του νιτσεϊκού δίπολου-, η συμπεριφορά της διασημότερης προφήτισσας της αττικής τραγωδίας, εμπεριέχει πρόδηλα στοιχεία καθαρά διονυσιακά.

Η παθολογία της Ηλέκτρας του Σοφοκλή Κώστας Βαλάκας

Η Ηλέκτρα στον τάφο του Αγαμέμνονα. Λουκανική ερυθρόμορφη πελίκη, 380-370 π.Χ. Ζωγράφος των Χοηφόρων. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. Η ερμηνεία του προσώπου της ηρωίδας και της πράξης της μητροκτονίας στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή διχάζει τους μελετητές. Το έργο ερμηνεύεται παραδοσιακά ως ηρωική τραγωδία δίκαιης εκδίκησης με εξάρτηση από την ιδεολογία της Οδύσσειας –όπου δεν τίθεται το θέμα της μητροκτονίας– αλλά η πρόσφατη έρευνα τείνει να επικεντρωθεί στην ερμηνεία μιας βαθιά ειρωνικής τραγωδίας. Το άρθρο υπογραμμίζει ότι η ασυνήθιστα προβληματική ερμηνεία αυτού του έργου και του προσώπου της Ηλέκτρας οφείλεται στο γεγονός ότι η ψυχοπαθολογία της ηρωίδας και του Ορέστη παραμένει διαρκώς ειρωνικά υπόρρητη. Τα παραδείγματα που ανιχνεύονται στο κείμενο της τραγωδίας, υποδηλώνουν εμμέσως πλην σαφώς τη νοσηρότητα που αναπτύσσουν, αφ’ ενός, ο κλειστός υποκειμενισμός των αντιδράσεων της Ηλέκτρας και του γυναικείου χορού, αφ’ ετέρου, ο ωμός ωφελιμισμός των σχεδίων του Ορέστη και του Παιδαγωγού. Επιπλέον, ο ρόλος αυτού του γέροντα δούλου ως υποκινητή της δράσης αφήνει να εννοηθεί ότι η ψυχοπαθολογία των προσώπων εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την εκπαίδευσή τους κατά τα πρότυπα της προηγούμενης ηρωικής γενιάς των πολεμιστών της Τροίας. Αντίθετα με την αδελφή τους Χρυσόθεμη, οι δύο μητροκτόνοι μένουν καθηλωμένοι σε εκδικητικές αξίες και αντιλήψεις του οικογενειακού παρελθόντος, σε ακρότητες που ανακαλούσαν συγχρόνως το νοσηρό κλίμα του Πελοποννησιακού Πολέμου την περίοδο που χρονολογείται το έργο.

Ψάχνοντας το πένθος που ταιριάζει στην Ηλέκτρα Ελένη Παπάζογλου

Η Gertrud Eysoldt στο ρόλο της Ηλέκτρας (1903). Από τον Corneille έως τον Hofmannsthal, η Ηλέκτρα που στοίχειωσε το ευρωπαϊκό θέατρο ήταν αυτή του Σοφοκλή. Το παροξυσμικό βάθος της απελπισίας και του μίσους της, η ετοιμότητά της να σκοτώσει χωρίς τη συνδρομή κανενός θνητού και, κυρίως, την επιταγή κανενός αθανάτου, η συναισθηματική θύελλα που σφραγίζει την τόσο θεατρική αναγνώρισή της με τον Ορέστη, ο απεγκλωβισμός της, όπως και εκείνου, από θεϊκά και θνητά δικαστήρια, αλλά, πάνω από όλα, το ότι δεν μετανιώνει ποτέ για όσα κάνει, συγκροτούν ένα συναρπαστικό όσο και προκλητικό, για τη δυτική νεωτερικότητα, πρόσωπο εκδικητή. Η περιπέτεια της πρόσληψης της σοφόκλειας Ηλέκτρας παρακολουθεί την ευρύτερη περιπέτεια της πρόσληψης των Αρχαίων από τους Νεοτέρους και συντονίζεται με τις καμπές της: από τον εριστικό προς τους Αρχαίους γαλλικό νεοκλασικισμό, στην αποθέωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος ως απόλυτου αισθητικού και ηθικού ιδανικού στο πλαίσιο του γερμανικού κλασικισμού, έως και την αποδόμηση όλων των παραπάνω στην «άγρια» αρχαιότητα του μοντερνισμού, που ο Nietzsche εισήγαγε και πολλοί, κυρίως καλλιτέχνες, ακολούθησαν με ενθουσιασμό στον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα, η πρόσληψη της σοφόκλειας Ηλέκτρας, χάρη στη σύνθετη οξύτητα του προσώπου της, συνιστά επίσης έναν εύγλωττο δείκτη των όρων με τους οποίους ο δυτικός κόσμος γνώρισε και αναγνώρισε τη φύση του «εαυτού»: τη σχέση ατομικότητας και συλλογικότητας, αυτονομίας και εξάρτησης, σύνεσης και παράνοιας. Πάνω στη σκηνή, αλλά και κάτω, έξω και πέρα από αυτήν.

Οι ψυχικές παθήσεις στα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα Δέσποινα Ιωσήφ

Γυναίκα κάνει σπονδή στον Έρωτα που κάθεται σε κιονόκρανο. Απουλιανή οινοχόη. Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Σήμερα αποδίδουμε συνήθως τις ψυχικές διαταραχές σε οργανικά αίτια, ενώ στην αρχαιότητα συνυπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις εξίσου πιθανές προσεγγίσεις, και μια ψυχική διαταραχή μπορούσε να αποδοθεί είτε σε φυσικά οργανικά αίτια, είτε σε μια θεϊκή, ή σε δαιμονική, ή τέλος σε μια ανθρώπινη επέμβαση (με τη συνδρομή ενός φίλτρου που παρασκευαζόταν από ρίζες και βότανα και δινόταν στο ανυποψίαστο θύμα). Τα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα αποτελούν εξαιρετικές αναξιοποίητες πηγές για την αντιμετώπιση των ψυχικών παθήσεων στην αρχαιότητα.

Έρωτας και Ψυχή στη μαγεία Ελένη Παχούμη

Η Ψυχή επιχειρεί να δει τον νυχτερινό της σύντροφο. Giuseppe Maria Crespi, 1807. Galleria degli Uffizi, Φλωρεντία. To άρθρο εξετάζει το θέμα του Έρωτα και της Ψυχής στους Ελληνικούς Μαγικούς Πάπυρους, εστιάζοντας στην αναπαράσταση του Έρωτα και της Ψυχής στο ερωτικό ξόρκι με τίτλο "Ξίφος Δαρδάνου'' (IV.1716-1870). Το ξόρκι περιλαμβάνεται στο τέταρτο μαγικό βιβλίο, που χρονολογείται τον τέταρτο αιώνα και προέρχεται από την Ελληνο-Ρωμαϊκή Αίγυπτο. Τα ερωτήματα που εξετάζω είναι: Πώς περιγράφεται και απεικονίζεται η ερωτική και σεξουαλική ένωση στο ξόρκι και πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την αναπαράσταση του Έρωτα και της Ψυχής; Θα διερευνήσω επίσης τις φιλοσοφικές και μυστηριακές επιρροές στην έννοια της ερωτικής ένωσης ως “ένωσης ψυχών”.

English summaries: Summaries Miriam Caskey

Γιάννης Τσαρούχης, « Έρως και Ψυχή», 1973. Γκουάς σε χαρτί. Συλλογή Στ. Μιχαλαριά. Αγγλικές περιλήψεις των άρθρων του τεύχους.