Δημοσιεύσεις
Χωράει όλη η αρχαιότητα στο ασανσέρ;
Βιβλιοκρισία
View all

Archaeostoryteller – Δρ. Θεόδωρος Παπακώστας, Χωράει όλη η αρχαιότητα στο ασανσέρ; Key Books, 2021, σ. 288. ISBN 9786185265502

Θα είμαι ειλικρινής. Αν και θεωρώ ανυπολόγιστης αξίας για τη Δημόσια Αρχαιολογία στην Ελλάδα την προσφορά του Θεόδωρου Παπακώστα, του διαδικτυακού Αrchaeostoryteller, η κυκλοφορία του βιβλίου του Χωράει όλη η αρχαιότητα στο ασανσέρ; δεν μου κέντρισε το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή. Ίσως επειδή είδα στον τίτλο μια κενή νοήματος απόπειρα εντυπωσιασμού (ένα “αναλογικό” αντίστοιχο του ψηφιακου clickbait). Ίσως επειδή θεώρησα ότι η ίδια η έκδοση του βιβλίου δεν ήταν παρά η νομοτελειακή συνέχεια της δράσης ενός influencer στην ακμή της δημοτικότητάς του, ακόμα ένα δείγμα μιας τάσης που θέλει τους δημιουργούς περιεχομένου δημοφιλών διαδικτυακών σελίδων εκλαϊκευμένης γνώσης να περνούν και στον χώρο του βιβλίου. Ίσως επειδή ο πολυπράγμων Παπακώστας ήταν ήδη παντού – τι άλλο λοιπόν είχε να μας πει; Αυτό όμως που είχε σημασία είναι ότι έχει πάντα κάτι να πει, διαφορετικό ανάλογα με το μέσο που χρησιμοποιεί (Instagram, Facebook, Youtube, podcasts, TEDx Talks). Γιατί λοιπόν να μην κάνει το ίδιο και με το βιβλίο; Έτσι λοιπόν αποφάσισα τελικά να μπω κι εγώ στο Ασανσέρ! Και η βόλτα με αποζημίωσε… τουλάχιστον στα περισσότερα σημεία.

Στο βιβλίο του ο Παπακώστας αφηγείται την πορεία του αρχαίου κόσμου από την προϊστορία μέχρι το τέλος των ρωμαϊκών χρόνων στη Μεσόγειο, με επίκεντρο τον ελλαδικό χώρο. Για να οριοθετήσει το στυλ της αφήγησης, ο συγγραφέας την τοποθετεί στο πλαίσιο μιας φανταστικής συζήτησης με έναν άγνωστο, με τον οποίο έχει κλειστεί στο ασανσέρ. Όταν ο ‘συνεπιβάτης’ του τον ρωτάει με τι ασχολείται, και ο Παπακώστας απαντάει ότι είναι αρχαιολόγος, δίνεται η αφορμή να ξεκινήσει μια συζήτηση, με τις ερωτήσεις να αντανακλούν διάφορα δημοφιλή ιδεολογήματα για την ελληνική κυρίως ιστορία και αρχαιολογία. Οι απαντήσεις στοχεύουν να λύσουν συνήθεις απορίες, να τοποθετήσουν τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις και να ξεδιαλύνουν πράγματα που μας φαίνονται μπερδεμένα ή αδικαιολόγητα.

Για να πετύχει το σκοπό του ο συγγραφέας βασίζεται στο γεγονός ότι ο φανταστικός του συνομιλητής είναι ουδέτερος. Λίγα μαθαίνουμε για τον συνεπιβάτη του στο ασανσέρ, το υπόβαθρό του και τις γνώσεις του. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στον Παπακώστα να εκθέτει τα όσα αφηγείται απλά αλλά περιεκτικά. Ο τρόπος της αφήγησης αντανακλά τη δυνατότητα του Archaeostoryteller να ξεχωρίζει το ουσιώδες από το περιττό αλλά και να τοποθετεί τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις, χωρίς υπερβολές και εξάρσεις, δείχνοντας έτσι τη βαθιά γνώση για όσα λέει, ειδικά αν αυτά τοποθετούνται στην κλασική εποχή. Οι πληροφορίες στην περιγραφή της Ακρόπολης της εποχής του Περικλή παρατίθενται με τέτοια σειρά η οποία καθιστά δύσκολο να ξεχάσουμε τα όσα μαθαίνουμε. Η καινοτομία του αρχαίου δράματος (στο ότι, αντίθετα με τα μέχρι τότε θρησκευτικά δράματα, δεν βασιζόταν στην επανάληψη) ερμηνεύεται με έναν τρόπο που δε χωρά περισσότερες απορίες. Ταυτόχρονα, το κείμενο στα σημεία πέρα από την τελική ανακεφαλαίωση περιέχει ελάχιστες χρονολογίες, ενώ προτιμώνται συσχετισμοί για να οριοθετηθούν τα χρονικά διαστήματα (π.χ. εννιά χρόνια για να χτιστεί ο Παρθενώνας, οι πυραμίδες ήταν πιο αρχαίες για τον Αλέξανδρο απ’ ό,τι ο Αλέξανδρος για μας).

Οι περιορισμένες ερωτήσεις του συνομιλητή του δίνουν επίσης στον Παπακώστα τον χώρο να μιλάει συνεχώς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, έχει το χρόνο να συμπληρώσει τη μεγάλη ιστορία με μικροϊστορίες, ένα πολύ δυνατό σημείο του βιβλίου όπου, ακόμη και όταν τα στοιχεία στηρίζουν ελάχιστα την αφήγηση (π.χ. Η ιστορία της Μινωίτισσας πριγκίπισσας στην Αίγυπτο), αντανακλώνται καταστάσεις που τεκμηριώνονται και μας μεταφέρουν το πνεύμα της ευρύτερης εποχής. Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας μας κάνει κοινωνούς των σημείων της ιστορίας που αγαπάει περισσότερο. Αγαπάει να μιλά, για παράδειγμα, για τον Μεγαλέξανδρο, κι αυτό φαίνεται, καθώς αναλύει σε βάθος τα όσα σημαίνει ο Μακεδόνας στρατηλάτης για τον παγκόσμια πολιτισμό αλλά και για το εθνικό φαντασιακό, τομείς που ο συγγραφέας γνωρίζει καλά στο πλαίσιο του ενδιαφέροντός του για την πολιτική στην αρχαιολογική θεωρία.

Εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι ο Παπακώστας είναι ιδιαίτερα αντικειμενικός στην αφήγησή του. Αποφεύγει ερμηνείες με έντονο ιδεολογικό πρόσημο, με εξαίρεση ίσως την έντονα κριτική ματιά του στο ρόλο της θεολογίας ως μέρους της πορείας της αρχαιολογίας ως επιστήμης. Η στάση του αυτή είναι και ο λόγος για τον οποίον η προσέγγιση των γεγονότων είναι μάλλον συντηρητική, παρά την προοδευτική πρόσληψή τους. Για παράδειγμα, η Πρώιμη Εποχη του Σιδήρου αναφέρεται με τον μάλλον παρωχημένο όρο Σκοτεινοί Αιώνες ενώ και η Νεολιθική εποχή παρουσιάζεται ως μια σταθερή αλληλουχία γεγονότων, παρά το ότι η σταθερότητα αυτή επανεξετάζεται έντονα στην τρέχουσα έρευνα. Πριν προλάβει κανείς να τον κατηγορήσει για “ακαδημαϊσμό” όμως, ο Παπακώστας αφιερώνει ένα σύντομο κομμάτι του βιβλίου στην ιστορία της αρχαιολογικής θεωρίας, το οποίο εξηγεί αυτήν του την προσέγγιση. Αριστοτεχνικά δομημένο, το τμήμα αυτό της αφήγησης είναι κείμενο αναφοράς για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για το νόημα “πίσω από τις γραμμές” των αρχαιολογικών μελετών. Εδώ φαίνεται ότι κάθε εποχή φαίνεται να έχει και τους δικούς της αρχαιολόγους, που ερμηνεύουν τα δεδομένα ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές τους. Γι’ αυτό, η προβολή θεωριών μη δοκιμασμένων απλά επειδή είναι νέες, θα ήταν άτοπη σε ένα βιβλίο που απευθύνεται σε μη ειδικούς. Άλλωστε ο Παπακώστας με αυτό του το βιβλίο δεν φιλοδοξεί να αναποδογυρίσει επικρατούσες θεωρίες για τα αίτια και τα αιτιατά στο ιστορικοαρχαιολογικό συνεχές.

Αυτό το οποίο στοχεύει να αλλάξει είναι η αντιμετώπιση της αρχαιότητας από τον μέσο πολίτη. Μέσα από κάποιες απόψεις του συνομιλητή του, ο συγγραφέας θίγει το θέμα της προγονολατρείας, αφήνοντας να εννοηθεί οτι η αρχαιότητα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ιερή, ιδανική πραγματικότητα που δεν επιδέχεται κριτικής – αποτελείται από ιστορίες ανθρώπων σαν κι εμάς, και μπορεί να λειτουργήσει ως έμπνευση και καθρέφτης αλλά όχι άκριτα. Όχημά του το ευθύ χιούμορ, που αποπνέει όμως συμπάθεια για το συνομιλητή του και αγάπη για τον άνθρωπο. Χιούμορ επίσης χρησιμοποιεί στον σχολιασμό αρχαιολογικών πρακτικών (όπως η ορολογία) που ξενίζουν τον μέσο επισκέπτη ενός μουσείου, συχνά απομακρύνοντάς τον. Παρά το ότι στα σημεία αυτά ο συγγραφέας φαίνεται κάποτε να αναλώνεται σε αντικειμενικά μη απαραίτητες πληροφορίες (π.χ. κάποια ιδιαίτερα σπάνια σχήματα αγγείων), η παράθεση τέτοιων πληροφοριών δικαιολογείται αν ο σκοπός του είναι να ‘παίξει’ με την αρχαιολογική πρακτική, εξοικειώνοντας τον αναγνώστη με αυτήν. Το βιβλίο βέβαια δεν είναι ευθυμογράφημα, ούτε ο Παπακώστας βαδίζει στα βήματα του Νίκου Τσιφόρου… δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Αυτό που γράφει είναι ένα σύντομο εγχειρίδιο για την ελληνική αρχαιότητα και αρχαιολογία, το οποίο όμως, αντίθετα με άλλα, στοχεύει και να τέρψει.

Αν κάτι λείπει από το βιβλίο αυτό, είναι ίσως μια επαρκέστερη ερμηνεία των μεταβατικών περιόδων που καθόρισαν σημαντικά αν και αινιγματικά ιστορικά θέματα. Τί έκανε για παράδειγμα τους Αθηναίους να πειραματίζονται πολιτικά τόσο πολύ; Ποια δυναμική επέτρεψε την απόκτηση τεράστιας δύναμης από ένα άτομο στο πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας, όπως συνέβη στην περίπτωση του Περικλή; Μας ξεκαθαρίζει ότι η Res Publica των Ρωμαίων ήταν ολιγαρχία (και όχι δημοκρατία όπως συχνά αναφέρεται στη βιβλιογραφία), ενώ ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν δικτάτορας, χωρίς όμως περισσότερες λεπτομέρειες για τον συντηρητισμό του πολιτεύματος αυτού. Τέτοιες προβληματικές όμως δεν χωρούν στο Ασανσέρ. Ίσως, βέβαια, χωρέσουν στο ταξί, στο οποίο ο Παπακώστας παρουσιάζεται να μπαίνει στο τέλος της αφήγησής του. Εύχομαι πραγματικά, η φανταστική συνομιλία με έναν κλασικό παντογνώστη ταξιτζή να αποτελέσει έναυσμα για ένα δεύτερο βιβλίο.

Το εξώφυλλο του βιβλίου.