Το βιογραφικό του καθηγητή Αλέξανδρου Μαζαράκη Αινιάνος, άμεσα προσβάσιμο από την ιστοσελίδα του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, είναι πολυσέλιδο. Ζητώντας του να μας μιλήσει εκείνος για το ανασκαφικό του έργο και για τα ευρωπαϊκά ερευνητικά του προγράμματα, εμείς θα περιοριστούμε σε μια ενδεικτική αναφορά κάποιων από τους άλλους τομείς των δραστηριοτήτων του. Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζει ένα βιβλίο, μεγάλο όχι μόνο σε μέγεθος, που αφορά την αρχιτεκτονική, τη θρησκεία και την κοινωνία κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους: Alexander Mazarakis Ainian, From Rulers’ Dwellings to Temples. Architecture, Religion and Society in Early Iron Age Greece (1100-700 B.C.), Studies in Mediterranean Archaeology, vol. CXXI, Jonsered 1997, Paul Åströms Förlag. Με το δεύτερο βιβλίο του, Όμηρος και Αρχαιολογία (Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000) διαγράφεται και ο τομέας ειδίκευσής του: Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και ζητήματα ομηρικής αρχαιολογίας. Στον τομέα αυτό ανήκουν πάνω από τα μισά του δημοσιεύματα, που αριθμούν περί τις 50 επιστημονικές μελέτες, ενώ οι ανασκαφικές του εκθέσεις και οι βιβλιοκρισίες ξεπερνούν τις 30.

Έχει επιμεληθεί πολλές εκδόσεις: τα Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Κέα-Κύθνος: Ιστορικές και Αρχαιολογικές Έρευνες (από κοινού με την Λίνα Μενδώνη, Αθήνα 1994/1998), του 1ου Αρχαιολογικού Έργου Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας (Βόλος, 2003/2006), της Διεθνούς Στρογγυλής Τράπεζας Oropos and Euboea in the Early Iron Age (Βόλος, 2004/2007), του λευκώματος της αρχαιολογικής έκθεσης «Αρχαιολογικές Αναζητήσεις: Ανασκαφές στην Ομηρική Γραία» (από κοινού με την Μάρλεν Μούλιου, Βόλος 2008), τα Πρακτικά του 2ου Αρχαιολογικού Έργου Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας (Βόλος 2006/2009), του Διεθνούς Συνεδρίου στη μνήμη του W.D.E Coulson, «The Dark Ages» Revisited (Βόλος 2007/2010), του 3ου Αρχαιολογικού Έργου Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας (Βόλος 2009/2012).

Εξαιρετικά δραστήριος στο χώρο των διαλέξεων (85) και των ανακοινώσεων σε διεθνή συνέδρια (65), έχει μιλήσει στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης αλλά και σε μεγάλα Πανεπιστήμια και Μουσεία των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά. Οι περισσότερες από τις «αμερικανικές» ομιλίες του έχουν δημοσιευτεί ή τελούν υπό δημοσίευση.

Αγγελική Ροβάτσου: Κύριε Μαζαράκη Αινιάν, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (1992-1999) διδάξατε Κοινωνική Αρχαιολογία των Πρώιμων Ιστορικών Χρόνων. Πώς ορίζετε την Κοινωνική Αρχαιολογία;

Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν: Ουσιαστικά τότε είχα μόλις ολοκληρώσει  τη διατριβή μου, Από τις κατοικίες των αρχόντων στους ναούς, και είχα αρχίσει λίγο να δημοσιεύω τις ιδέες αυτές σε μικρότερα άρθρα, και μετά κυκλοφόρησε το βιβλίο. Προσπάθησα ακριβώς αυτό, να μελετήσω την κοινωνία μέσα από τα μνημεία της. Δηλαδή μ’ ενδιέφερε, και μ’ ενδιαφέρει, πολύ περισσότερο η μελέτη της κοινωνίας, των αρχαίων κοινωνιών, μέσα από τα υλικά κατάλοιπα. Αυτό είναι η Κοινωνική Αρχαιολογία. Είναι η μελέτη των υλικών καταλοίπων για τη μελέτη των κοινωνιών. Έτσι τουλάχιστον το είχαμε ορίσει τότε που δίδαξα αυτό το «αντικείμενο» στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Βέβαια δεν δίδαξα μόνο αυτό αλλά μέσα απ’ αυτό το γενικό πρίσμα δίδαξα αρχαιολογία –ακόμα και προϊστορική– επί οκτώ χρόνια ως συμβασιούχος.

Α.Ρ.: Να σας ρωτήσω: τι σας ώθησε στις σπουδές που κάνατε;

Α.Μ.Α.: Πάντα μ’ άρεσε η ιστορία αλλά ξεκίνησα σπουδάζοντας πολιτικές επιστήμες, όχι αρχαιολογία. Στην πορεία διαπίστωσα ότι δεν με ικανοποιούσαν πολύ οι σπουδές μου κι εκεί πλέον συνειδητοποίησα ότι με ενδιέφερε η αρχαιολογία. Έτσι, όντας στο εξωτερικό, στις Βρυξέλλες συγκεκριμένα, μου δόθηκε η δυνατότητα να μεταπηδήσω σε άλλο επιστημονικό κλάδο και σπούδασα αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης.

Α.Ρ.: Πώς επιλέξατε την περίοδο στην οποία ειδικευτήκατε, τους Πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους, την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου – δεν ξέρω πώς ακριβώς το λέτε.

Α.Μ.Α.: Ναι, και Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και Πρώιμοι Ιστορικοί Χρόνοι, και οι δύο όροι είναι δόκιμοι.

Εκεί πάλι ήταν μια δική μου επιλογή. Σπούδασα στο ULB [Université libre de Bruxelles] στις Βρυξέλλες με καθηγητή τον Charles Delvoye. Ο Delvoye βέβαια ήταν σπουδαίος βυζαντινολόγος αλλά ήταν παράλληλα και βαθύς γνώστης της αρχαίας Ελλάδας και μας προσέφερε όλα τα μαθήματα, από τα Νεολιθικά μέχρι και τα Βυζαντινά. Ήταν από αυτή τη γενιά των αρχαιολόγων που είχαν μια βαθιά αρχαιογνωσία. Ως εκ τούτου, ταλαντεύτηκα λίγο αν θ’ ασχοληθώ με την αρχαία εποχή ή με τη βυζαντινή. Τελικώς επέλεξα την Κλασική Αρχαιολογία, με την ευρύτερη έννοια του όρου, και, καθώς μ’ ενδιέφερε πολύ η αρχιτεκτονική, πρότεινα τότε στον Delvoye να εκπονήσω μια πτυχιακή εργασία πάνω στη γένεση του αρχαίου ελληνικού ναού. Ίσως επειδή με είχε επηρεάσει πολύ η πρώτη μου ανασκαφική εμπειρία, στο πρώτο έτος, με τον Πέτρο Θέμελη. Πράγματι, δίπλα του θα μπορούσα να πω ότι μαθήτευσα και έμαθα να σκάβω, διότι με πήρε στην ανασκαφή του, στο Κάλλιο τότε, στη λίμνη του Μόρνου σήμερα, μου έδειξε πολύ γρήγορα εμπιστοσύνη και μου ανέθεσε να επιβλέψω την ανασκαφή ενός ελληνιστικού ναού! Πρωτοετής εγώ τότε… Επιπλέον, κάτω από τον ελληνιστικό ναό βρέθηκαν ένας αποθέτης κλασικών χρόνων και ένας πρώιμος ναός, γεωμετρικός. Για μένα ήταν ένα συγκλονιστικό εύρημα, μια εμπειρία μοναδική που καθόρισε πιστεύω αρκετά και τις μετέπειτα επιλογές μου. Μετά συνέχισα να σκάβω κάθε καλοκαίρι, κυρίως σε ανασκαφές με αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της  γεωμετρικής περιόδου: αρχικά με τον Πέτρο Θέμελη στην Ερέτρια, αργότερα και με τη Λίλα Μαραγκού στην Αμοργό, όλα αυτά ως φοιτητής, και συνεπώς η μαθητεία μου πλάι στους δύο αυτούς δασκάλους και η σχέση που ανέπτυξα μαζί τους νομίζω πως επηρέασαν τόσο τις αποφάσεις όσο και τα ενδιαφέροντά μου. Παράλληλα βέβαια, ολοκληρώνοντας τις προπτυχιακές σπουδές μου, έπρεπε να αλλάξω ακαδημαϊκό περιβάλλον και επέλεξα να εκπονήσω τη διατριβή μου με την καθοδήγηση του «ιερού τέρατος» της αρχαιολογίας της γεωμετρικής περιόδου, του καθηγητή Nicolas Coldstream, στο UCL [University College London].

Α.Ρ.: Στο εκτενέστατο και πολύ εντυπωσιακό βιβλίο που προέκυψε από τη διδακτορική σας διατριβή του 1987, λέτε ότι δεν εστιάζετε στην αρχιτεκτονική περιγραφή και ανάλυση αλλά στην πιθανή διάδραση μεταξύ ιερού και κοσμικού. Επομένως δεν ήταν η αρχιτεκτονική αυτή καθαυτή εκείνη που σας έδωσε το έναυσμα.

Α.Μ.Α.: Η αρχιτεκτονική πάντα μου άρεσε και είχα και μια έφεση στο σχέδιο και τα σχέδια πάντα τα έκανα μόνος μου και συνεχίζω ακόμα και σήμερα, όταν βέβαια έχω χρόνο, συνεπώς η αρχιτεκτονική πραγματικά ήταν μέσα στα άμεσα ενδιαφέροντά μου, αλλά όχι ξεκομμένη από το κοινωνικό της περιβάλλον. Αυτό που μ’ ενδιέφερε ήταν να μελετήσω κυρίως τη λειτουργία των κτηρίων, πώς δηλαδή τα χρησιμοποιούσαν στον αρχαίο κόσμο. Και επειδή ακριβώς διαπίστωσα πολύ γρήγορα ότι στους Πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους, αυτούς που ονομάζουμε και Γεωμετρική περίοδο, δεν ήταν πολύ ξεκάθαρη κι αποσαφηνισμένη η λειτουργία των κτηρίων, προσπάθησα να φωτίσω κατά το δυνατόν αυτή την όψη. Γιατί διαπίστωσα ότι δεν ήταν καθόλου σαφές ότι υπήρχαν ναοί εξαρχής, όπως τους γνωρίζουμε στην Αρχαϊκή και την Κλασική εποχή, κι ότι υπήρχαν πολύ πιο σύνθετες δομές τις οποίες θεωρούσα ότι δεν είχαμε απόλυτα κατανοήσει. Και νομίζω ότι δεν τις έχουμε κατανοήσει και μέχρι αυτή την ώρα απόλυτα, αλλά αυτό είναι η αρχαιολογία, κάθε νέο εύρημα, κάθε νέα μελέτη μάς ανοίγει νέους ορίζοντες.

Α.Ρ.: Αναφέρεστε όμως και στην κοινωνία της εποχής, μιλάτε για τις «κατοικίες των αρχόντων, των ηγεμόνων», τα αρχοντικά ας τα πούμε, για το πέρασμα από τον άνακτα στους βασιλείς, τους οποίους συνδέετε με τη μεταλλουργία.

Α.Μ.Α.: Ναι, αυτή η ιδέα προέκυψε αργότερα, λόγω της σημαντικής ανασκαφής που διηύθυνα για αρκετά χρόνια, από το 1996 μέχρι και πρόσφατα (2011), στη Σκάλα Ωρωπού. Πρόκειται για έναν εκτεταμένο οικισμό της Γεωμετρικής περιόδου, αλλά και των Πρώιμων Αρχαϊκών Χρόνων, με ιδιαίτερη ακμή όμως στο β΄ μισό του 8ου αιώνα. Ένα μεγάλο τμήμα αυτού του οικισμού φαίνεται ότι ήταν αφιερωμένο στην κατεργασία των μετάλλων, δηλαδή εκεί ήταν εγκατεστημένοι μεταλλοτεχνίτες. Και βέβαια, για την πρώιμη αυτή περίοδο είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι έχουμε εργαστήρια μεταλλοτεχνίας στη θέση τους [in situ] και μας δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε πώς γινόταν η κατεργασία των μετάλλων και ιδιαίτερα του σιδήρου, που ήταν το νέο μέταλλο που είχε μπει στη ζωή των ανθρώπων, και πώς οι μεταλλουργοί, όπως φάνηκε –κατά την άποψή μου τουλάχιστον–, ζούσαν ανάμεσα στα εργαστήριά τους εκείνα τα χρόνια, δηλαδή σπίτι και εργαστήριο δεν ήταν ακόμη απόλυτα διαχωρισμένα. Οι δραστηριότητες αυτές λάμβαναν χώρα έξω από τα σπίτια, καμιά φορά μέσα στα σπίτια, το εργαστήριο δεν ήταν αποκλειστικά χώρος εργασιακός, όπως θα γίνει αργότερα. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν βιοτεχνικές περισσότερο οι δραστηριότητες αυτές, μέσα σ’ ένα πλαίσιο οικιακό.

Α.Ρ.: Και αυτοί οι μεταλλουργοί είχαν ηγεμονική θέση, ήταν οι άρχοντες;

Α.Μ.Α.: Οι ίδιοι οι μεταλλοτεχνίτες μάλλον όχι. Αυτός όμως που ήταν σε θέση να ελέγχει την παραγωγή μετάλλινων αντικειμένων και προφανώς το εμπόριο των μετάλλων σαφέστατα είχε το πάνω χέρι σε μια κοινωνία στην οποία τουλάχιστον εν μέρει η δύναμη ήταν άμεσα συναρτημένη από την κατοχή σιδερένιων όπλων ή ακόμα και άλλων πολύτιμων μετάλλων. Οπότε αυτός που μπορούσε να ελέγξει τόσο το εμπόριο όσο και την παραγωγή μετάλλων προφανώς ανήκε στους ανθρώπους εκείνους που μπορούσαν να ηγηθούν μιας κοινωνικής ομάδας.

Α.Ρ.: Ξέρετε, αυτό που είπατε λίγο πριν, ότι «σπίτι και εργαστήριο δεν ήταν ακόμη απόλυτα διαχωρισμένα», μου θύμισε ένα από τα βασικά συμπεράσματα αυτού σας του βιβλίου, ότι δηλαδή «δεν υπήρχε αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ ιερού και οικιακού χώρου στο εσωτερικό των οικισμών, τουλάχιστον πριν από το μισό του 8ου αιώνα π.Χ.». Επομένως, τα πράγματα ήταν κάπως αμφίσημα, θολά και συγκεχυμένα, δεν είχαν ακόμα «μπει σε κουτάκια».

Α.Μ.Α.: Πράγματι, έτσι είναι. Η εικόνα που έχουμε για πολλά θέματα της αρχαιότητας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις γραπτές μας μαρτυρίες, οι περισσότερες από τις οποίες χρονολογούνται από την Κλασική περίοδο και εξής. Ωστόσο, τα υλικά κατάλοιπα των Πρώιμων Ιστορικών Χρόνων συχνά δεν συμβαδίζουν με τα δεδομένα των μεταγενέστερων πηγών. Αυτό που προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο μου είναι ότι πριν τη γένεση της πόλης, δηλαδή πριν τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., η έννοια «αστικός» ναός ήταν ανύπαρκτη. Στεγασμένοι ναοί υπήρχαν βέβαια σε περιαστικά και εξωαστικά ιερά από πολύ νωρίς, όχι όμως μέσα στους οικισμούς, όπου τον ρόλο αυτό τον κάλυπταν οι ηγεμονικές κατοικίες. Η ιδέα αυτή ήταν αρκετά ριψοκίνδυνη όταν τη διατύπωσα, αλλά σήμερα μάλλον επιβεβαιώνεται, καθώς μετά από 30 περίπου χρόνια νέων ανασκαφών και τον υπερδιπλασιασμό των δεδομένων μας, δεν έχει αποκαλυφθεί ναός σε αστικό περιβάλλον που να χρονολογείται πριν από αυτή την εποχή.

Α.Ρ.: Θα ήθελα, αν συμφωνείτε, να ανοίξουμε μια παρένθεση για να δούμε τους όρους της περιοδολόγησης. Διαβάζοντας τα βιβλία σας και κάποιους τόμους Πρακτικών που έχετε επιμεληθεί, ομολογώ ότι έχω κάπως μπερδευτεί. Παράδειγμα: η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου είναι «η περίοδος ανάμεσα στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και την ανάδειξη της πόλεως», είναι και «η περίοδος ανάμεσα στο τέλος της Εποχής του Χαλκού και τον πρώιμο 7ο αιώνα π.Χ.», όπως και «η περίοδος από το 1100 μέχρι το 700 π.Χ.». Μόλις πριν είπατε ότι οι Πρώιμοι Ιστορικοί Χρόνοι είναι «αυτό που ονομάζουμε και Γεωμετρική περίοδο». Επίσης, στο συνέδριο The «Dark Ages» Revisited, αναφέρεται ότι κατά τον William D.E. Coulson, στη μνήμη του οποίου το συνέδριο οργανώθηκε, οι «Σκοτεινοί αιώνες» καλύπτουν πάνω κάτω την περίοδο από το 1125 μέχρι το 700 π.Χ. Ας πάρουμε τον όρο «Dark Ages»: τον βάζετε σε εισαγωγικά, κάτι που λέει ότι δεν τον ενστερνίζεστε. Τότε όμως γιατί τον χρησιμοποιείτε;

Α.Μ.Α.: Σήμερα, εν γένει, οι περισσότεροι αρχαιολόγοι δεν αποδέχονται τον όρο «Σκοτεινοί αιώνες» γιατί αυτός καθιερώθηκε στη δεκαετία του 1970 κυρίως από τους Άγγλους που τον χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά, αλλά ήταν μια εποχή ακόμα που γνώριζαν λίγα για την περίοδο αυτή την οποία θεωρούσαν «σκοτεινή». Υπήρχε η άποψη ότι μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου, ακολουθούν αυτοί οι «Σκοτεινοί αιώνες». Πλέον, ειδικά κάποια πολύ συγκεκριμένα ευρήματα τείνουν να δείξουν ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι, γι’ αυτό αποφεύγουμε τη χρήση του όρου «Dark Ages» / «Σκοτεινοί αιώνες». Αυτοί οι «Σκοτεινοί αιώνες» περίπου ισοδυναμούν με τον 11ο, 10ο και τις αρχές ίσως του 9ου αιώνα π.Χ.

Εν κατακλείδι νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός «Dark Ages» έχει πια αρχίσει να μη χρησιμοποιείται συστηματικά, τείνει να εξαλειφθεί. Αλλά βεβαίως αναφερόμαστε σ’ αυτόν τον όρο ιδιαίτερα με αφορμή κάποιες παλιές μελέτες. Ή, όπως σ’ αυτό το συνέδριο που αναφέρατε, The «Dark Ages» Revisited, ανατρέξαμε στον συγκεκριμένο όρο ακριβώς επειδή αυτός είχε χρησιμοποιηθεί πολλές φορές στο παρελθόν και, ουσιαστικά, το συνέδριο αυτό ερχόταν να επανεξετάσει κάπως το όλο ζήτημα και να επαναπροσδιορίσει τους λεγόμενους «Σκοτεινούς Αιώνες».

Α.Ρ.: Δεν λέμε ότι το τέλος της Mυκηναϊκής περιόδου είναι το 1100 π.Χ. περίπου;

Α.Μ.Α.: Περίπου, εφόσον χρησιμοποιήσουμε «απόλυτες» χρονολογίες. Όπως είπαμε, σήμερα αποφεύγουμε τη χρήση  του όρου «Σκοτεινοί Αιώνες», εξακολουθούμε όμως να τον χρησιμοποιούμε συμβατικά. Κατά τ’ άλλα χρησιμοποιούμε πολλά «συνώνυμα», θα μπορούσα να πω. Δηλαδή: Οι «Πρώιμοι Ιστορικοί Χρόνοι» είναι ένας ευρύς όρος, από το τέλος της Mυκηναϊκής εποχής μέχρι και τη γένεση της πόλεως, δηλαδή μέχρι και το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. Η «Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου» επίσης, γιατί είναι η εποχή που εισάγεται ευρέως ο σίδηρος στο Αιγαίο. Δεν υπάρχει συνεπώς κάποια διαφορά, εξαρτάται πώς θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει τον κάθε όρο. Και μετά βέβαια υπάρχουν και οι όροι της περιοδολόγησης, δηλαδή λέμε ότι τμήμα του 11ου και ο 10ος αιώνας αντιστοιχούν στην Πρωτογεωμετρική περίοδο, ο 9ος και ο 8ος αιώνας είναι η Γεωμετρική περίοδος, και κάθε μία απ’ αυτές τις περιόδους χωρίζεται σε υποπεριόδους: Πρώιμη Γεωμετρική, Μέση Γεωμετρική, Ύστερη Γεωμετρική και τα λοιπά. Οπότε μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει πολλούς όρους. «Η εποχή του Ομήρου» επίσης είναι ένας όρος αρκετά διαδεδομένος και τον χρησιμοποιούν ορισμένοι μελετητές, εδώ όμως η περίοδος στην οποία αναφέρονται εξαρτάται πάντοτε από την απάντηση που δίνει ο κάθε μελετητής στο ερώτημα: ποιος είναι ο ομηρικός κόσμος και πότε χρονολογείται; Το ζήτημα όμως είναι αρκετά πολύπλοκο…

Α.Ρ.: Θα σας ρωτήσω γι’ αυτό σε λίγο. Προς το παρόν, θα ήθελα να σας κάνω ακόμη μια ερώτηση πάλι με αφορμή το πρώτο σας βιβλίο. Περιγράφετε τεσσάρων ειδών κατόψεις για λατρευτικά κτήρια, για ηγεμονικές κατοικίες, για άλλα κτίσματα οικιακής χρήσης κ.λπ.: αψιδωτή, ελλειψοειδής, ορθογώνιο παραλληλόγραμμο και κυκλική. Και λέτε ότι από αυτές τις κατόψεις, η αψιδωτή και το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο –και όχι το μυκηναϊκό ανακτορικό μέγαρο– είναι εκείνες που έδωσαν στη συνέχεια τις κατόψεις του αρχαίου ελληνικού ναού. Καλά για το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, το καταλαβαίνω αμέσως, αλλά το αψιδωτό;

Α.Μ.Α.: Το αψιδωτό δεν διαφέρει από το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σε πολλά σημεία παρά μόνο στο ότι η πίσω στενή πλευρά είναι καμπύλη, σχηματίζει δηλαδή ένα τόξο. Οπότε αυτό που μετράει, όταν σκεφτόμαστε ας το πούμε αρχιτεκτονικά, είναι η εν γένει αρχιτεκτονική μορφή και η πρόσοψη, που τονίζεται συνήθως στους ναούς, όταν τουλάχιστον αυτοί δεν είναι περίπτεροι και πολλοί απ’ αυτούς τους ναούς δεν έχουν περιστύλιο, πως δεν διαφέρουν πάρα πολύ, είναι επιμήκη κτήρια, και στη μία περίπτωση και στην άλλη, έχουν είσοδο στη στενή πλευρά, έχουν μια κιονοστοιχία για να στηρίζει τη στέγη, όλα τα χαρακτηριστικά δηλαδή των δύο αυτών κτηρίων μπορούμε να πούμε ότι είναι τα ίδια, με εξαίρεση τον πίσω τοίχο.

Α.Ρ.: Που τον θεωρείτε αμελητέα διαφορά.

Α.Μ.Α.: Δεν νομίζω ότι αυτό το στοιχείο είναι τόσο σημαντικό. Ενώ, αντίθετα, τα καμπυλόγραμμα κτήρια, δηλαδή τα ελλειψοειδή και τα κυκλικά, δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί να εξελιχθούν σε μνημειώδη οικοδομήματα γιατί δεν προσφέρεται η αρχιτεκτονική τους μορφή για κάτι τέτοιο. Βέβαια σταδιακά, όταν εγκαταλείπονται οι καμπύλοι τοίχοι, ιδιαίτερα με την επικράτηση της αστικοποίησης, καθώς τα καμπύλα κτήρια δεν μπορούν εύκολα να συνδυαστούν μεταξύ τους ή να ενώνονται οι στέγες τους οι επίπεδες, όπως βλέπουμε σε παραδοσιακούς οικισμούς των Κυκλάδων σήμερα, εγκαταλείπονται αυτές οι πιο πρώιμες αρχιτεκτονικές μορφές που χαρακτηρίζουν την περίοδο της αραιής διάταξης των κτηρίων στο χώρο. Αλλά όταν πια υπάρχει μια ανάγκη ρυμοτομίας, αυστηρού πολεοδομικού σχεδιασμού και εξοικονόμησης χώρου, προφανώς εγκαταλείπονται αυτές οι δομές και γι’ αυτό στα Αρχαϊκά χρόνια σταδιακά εγκαταλείφθηκαν και έχουμε πλέον ορθές γωνίες.

Α.Ρ.: Στο ίδιο σας βιβλίο και πάλι γράφετε ότι η γένεση του «αστικού» ναού μοιάζει να συνδέεται με την εγκατάλειψη ή την αλλαγή λειτουργίας των ηγεμονικών κατοικιών, των αρχοντικών, προσθέτετε όμως ότι δεν είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε αυτό το σχήμα στο σύνολο του ελληνικού κόσμου. Έχετε, νομίζω, εξαιρέσει από τη μελέτη σας τις περιοχές της Κύπρου και της Σικελίας;

Α.Μ.Α.: Η Δύση συμπεριλαμβάνεται. Απλώς δεν έχουμε πολλά δεδομένα για τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία διότι η περίοδος του αποικισμού της Δύσης ξεκινάει στα τέλη της περιόδου που εγώ μελέτησα, δηλαδή τον 8ο αιώνα. Δηλαδή οι πρώτες εγκαταστάσεις όπως και τα πρώτα κατάλοιπα, αυτά ναι, είναι μέσα, παρόλο που δεν είναι και πάρα πολλά, δηλαδή στη Μεγάλη Ελλάδα οι Πιθηκούσες και η Κύμη, και στη Σικελία η Νάξος, οι Συρακούσες, τα Μέγαρα Υβλαία κ.ά. Η μελέτη όμως των δεδομένων στις περιοχές που ιδρύθηκαν αποικίες είναι πολύπλοκη, γιατί υπάρχουν πολλές θέσεις που δίνουν την εντύπωση ότι εκεί ήταν εγκατεστημένη μια κοινότητα ελληνική αλλά πολύ συχνά οι ντόπιοι πληθυσμοί υιοθετούσαν πολιτισμικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων που ζούσαν στην περιοχή και συνεπώς είναι πολύ δύσκολο καμιά φορά να είμαστε σίγουροι αν μιλάμε για αυτόχθονες ή για Έλληνες ή για μια μεικτή κοινότητα. Με αυτά τα σύνθετα ζητήματα καταπιάνονται πολύ οι Ιταλοί συνάδελφοί μας και όσοι ειδικεύονται στην Ιταλία και τη Σικελία προσπαθώντας να… βγάλουν άκρη. Είναι ένα επίκαιρο θέμα με το οποίο σκέφτομαι να ασχοληθώ στο προσεχές μέλλον.

Αλλά η Κύπρος είναι βέβαια μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, είναι πολυπολιτισμική, είναι ένα σταυροδρόμι της Μεσογείου, έχει επιρροές από τη Συροπαλαιστίνη, από τη Μικρά Ασία, από την Αίγυπτο, είναι ένας κόσμος διαφορετικός που θέλει μια ειδική προσέγγιση κι αυτό είναι κάτι το οποίο τότε δεν τόλμησα, πρέπει να το ομολογήσω, δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο τότε. Γενικά, έκανα κάποιες προσπάθειες και στο Πανεπιστήμιο να διδαχθούν κάποια σεμινάρια Κυπριακής Αρχαιολογίας, καλώντας την Μαρία Ιακώβου από την Κύπρο πριν μερικά χρόνια να προσφέρει μια σειρά από σεμινάρια Κυπριακής Αρχαιολογίας. Βέβαια, υπάρχουν αρκετοί συνάδελφοι που καλύπτουν αυτό τον τομέα.

Α.Ρ.: Λέτε επίσης ότι δεν υπάρχουν ηγεμονικές κατοικίες στη Μικρά Ασία. Γιατί δεν υπάρχουν;

Α.Μ.Α.: Πάντα υπάρχει και η έλλειψη δεδομένων. Τουλάχιστον την εποχή που έγραφα το βιβλίο, τα δεδομένα, τα δημοσιευμένα δηλαδή, από τα παράλια της Τουρκίας δεν ήταν ιδιαίτερα πολλά. Σήμερα βεβαίως έχουμε πολύ περισσότερα και δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει κάποια διαφορά σε σχέση με τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο. Δυσκολευόμαστε ενίοτε να παρακολουθήσουμε τη βιβλιογραφία και τις δημοσιεύσεις των τουρκικών ανασκαφών γιατί πολύ συχνά δημοσιεύονται μόνο στα τούρκικα κι έτσι δεν είναι εύκολο να τις προσεγγίσουμε. Και κυρίως βασιζόμαστε στις δημοσιεύσεις των ξένων αρχαιολογικών σχολών που σκάβουν σε πολλούς χώρους στην Τουρκία σήμερα και δημοσιεύουν σε γλώσσες τις οποίες μπορούμε να κατανοήσουμε, όπως τα γερμανικά. Ίσως είναι λοιπόν περισσότερο τεχνικό το πρόβλημα αυτού του «κενού».

Α.Ρ.: Θα ήθελα να μας μιλήσετε τώρα για τις πολλές ανασκαφές που διευθύνετε. Πού βρισκόμαστε; Το αστέρι είναι η Κύθνος πάντα;

Α.Μ.Α.: Πάντα, πάντα, η Κύθνος, πραγματικά, είναι βαθιά μέσα στην καρδιά μου! Υπάρχει και ένα προσωπικό δέσιμο με την Κύθνο λόγω καταγωγής, κι επειδή από μικρά παιδιά πηγαίναμε οικογενειακώς στην Κύθνο, περνούσαμε τα καλοκαίρια μας εκεί, ήταν για μένα ένα όνειρο να σκάψω στην Κύθνο καθώς δεν είχε ασχοληθεί κάποιος αρχαιολόγος συστηματικά με τις αρχαιότητες του νησιού. Θα θυμάμαι πάντα το 1985, όταν πρωτοπερπάτησα στην αρχαία πόλη, το Βρυόκαστρο, και άρχισα να την ανακαλύπτω πέτρα-πέτρα, πόσο ενθουσιασμένος ήμουν! Οπότε η Κύθνος ναι, παραμένει το βασικό πανεπιστημιακό ανασκαφικό πρόγραμμά μου, παρόλο που αντιμετωπίζουμε αρκετές δυσκολίες κυρίως λόγω του ότι ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι απαλλοτριωμένος και ως εκ τούτου, αν και υπάρχουν πολλές περιοχές που θα θέλαμε να ερευνήσουμε, δυσκολευόμαστε να το κάνουμε. Αξίζει να σημειώσω ότι στην Κύθνο πραγματοποιήσαμε και για πολλά χρόνια, από το 2005-2011, σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, και υποβρύχιες ανασκαφές στην περιοχή του λιμανιού της αρχαίας πόλης. Ήταν μια μοναδική εμπειρία, τόσο για μένα όσο για τα μέλη της ερευνητικής ομάδας (πολλοί ήταν μεταπτυχιακοί ή και προπτυχιακοί μου φοιτητές) με ανέλπιστα ευρήματα. Νομίζω ήταν η πρώτη συστηματική ενάλια ανασκαφή ελληνικού ΑΕΙ στο Αιγαίο. Η Κύθνος είναι μια έρευνα ζωής, θα μπορούσα να πω, που ξεκίνησε όταν ήμουν πολύ νέος, από το 1990, και συνεχίζει αδιάκοπα μέχρι σήμερα, με τη στήριξη κυρίως του Δήμου αλλά και, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, χάρη στη γενναιοδωρία του χορηγού μας, κ. Αθανάσιου Μαρτίνου.

Ωστόσο, και ο Ωρωπός είναι μέσα στην καρδιά μου, μια πολύ σημαντική και δύσκολη ανασκαφή, που διενεργώ υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας από το 1996 με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Ψύχα και του INSTAP. Θα ήθελα να επανέλθω αν τα καταφέρω στο μέλλον, όταν ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο της τελικής δημοσίευσης. Εδώ δυστυχώς προσκρούουμε σε οικονομικές δυσκολίες: ορισμένοι τόμοι της τελικής δημοσίευσης έχουν κατατεθεί προ καιρού στην Αρχαιολογική Εταιρεία προς δημοσίευση, αλλά ελλείψει πόρων τα δημοσιεύματα αυτά δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Αυτό είναι πολύ λυπηρό… Πρόκειται ίσως για την πιο σημαντική θέση των Γεωμετρικών Χρόνων στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Α.Ρ.: Αλήθεια;

Α.Μ.Α.: Έτσι πιστεύω. Είναι κυρίως το γεγονός ότι βρίσκεται στον Νότιο Ευβοϊκό κόλπο, απέναντι από πολύ σημαντικές θέσεις των Πρώιμων Ιστορικών Χρόνων, όπως είναι το Λευκαντί και η Ερέτρια, έχει άμεση σχέση με την Εύβοια, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Εκτός των άλλων, είναι ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα αρχιτεκτονικά σύνολα αυτής της περιόδου, διότι η θέση εγκαταλείφθηκε ύστερα από μία ή περισσότερες πλημμύρες της περιοχής και ως εκ τούτου διατηρήθηκαν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση τα κατάλοιπα. Ενώ σε άλλες περιοχές, για παράδειγμα στην Ερέτρια, η κατοίκηση συνεχίστηκε μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια, αλλά μέχρι και σήμερα, και συνεπώς έχουν καταστραφεί πολύ οι παλαιότερες φάσεις. Στην περίπτωση του Ωρωπού όμως, αποκαλύπτουμε σε έκταση έναν οικισμό που, από τη στιγμή που εγκαταλείφθηκε, δεν αλλοιώθηκε, δεν υπήρξε διατάραξη. Το πρόβλημα ωστόσο εκεί είναι ότι τα οικιστικά κατάλοιπα έχουν καλυφθεί από τρία μέτρα αργιλλώδη χώματα και βρίσκονται σήμερα στο ύψος περίπου του υδροφόρου ορίζοντα. Κι έτσι είναι πάρα πολύ δύσκολο να διατηρηθούν ορατά και να είναι επισκέψιμα. Επιθυμία και στόχος μου όμως είναι ένα τμήμα αυτού του οικισμού, το οποίο βρίσκεται μάλιστα εν μέρει κάτω από το γυμνάσιο της Σκάλας Ωρωπού, ει δυνατόν να ενταχθεί σε κάποιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα και να μπορέσει να γίνει επισκέψιμο. Ειδάλλως, αργά ή γρήγορα, θα υποχρεωθούμε να πάμε σε οριστική κατάχωση. Και θα ’ναι κρίμα γιατί είναι ένας χώρος που όχι μόνο αξίζει να διατηρηθεί αλλά είναι και πολύ διδακτικός τόσο για τους εκπαιδευόμενους φοιτητές όσο και για τους επισκέπτες. Πράγματι, ανέκαθεν θεωρούσα ότι για τους φοιτητές μου ο Ωρωπός ήταν και είναι η πιο διδακτική μου ανασκαφή διότι έχει εξαιρετική στρωματογραφία, ένας φοιτητής μπορεί πραγματικά να μάθει τις ανασκαφικές μεθόδους και τεχνικές. Και η Κύθνος βεβαίως, αλλά εκεί ερεύνησα κυρίως ιερά και σε αυτά σπανίως συναντάμε λεπτομερή στρωματογραφία, καθώς υπήρχαν συστηματικοί καθαρισμοί και διαταράξεις στη διάρκεια της λειτουργίας τους. Από την άλλη, προέκυψαν εντυπωσιακά ευρήματα, ιδιαίτερα το 2002, όταν είχα την τύχη να ανασκάψω έναν αρχαϊκό ναό ασύλητο, με όλο του το περιεχόμενο δηλαδή εντός, στη θέση του, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο το οποίο θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε καλύτερα τις λατρευτικές συνήθειες στην Αρχαϊκή και Κλασική εποχή.

Τώρα οι άλλες δύο θέσεις που έχω δουλέψει έχουν να κάνουν κυρίως με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, όπου διδάσκω τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς πάντοτε επιδιώκουμε να έχουμε και μια ανασκαφική δραστηριότητα στην περιφέρεια του ιδρύματός μας. Κι έτσι για πέντε χρόνια, από το 2004-2008, πραγματοποίησα μια συμπληρωματική ανασκαφή στο ιερό του Απόλλωνα στη θέση Σωρός Μαγνησίας, που είναι πολύ κοντά στον Βόλο. Αυτό το ιερό είχε εν μέρει ανασκαφεί από μια ομάδα Γερμανών αρχαιολόγων στη δεκαετία του ’70, δεν είχε δημοσιευτεί επαρκώς κι εμείς απλά ολοκληρώσαμε αυτή την έρευνα, με σημαντικά αποτελέσματα, και προχωρήσαμε σε μια σειρά από δημοσιεύσεις. Τα τελευταία χρόνια, από το 2009 έως σήμερα, ερευνώ και έναν πρώιμο οικισμό στη θέση Κεφάλα της Σκιάθου. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα σημαντικό οικισμό, καθώς είναι ο μόνος γνωστός πρώιμος οικισμός από τις Σποράδες, στο πέρασμα ανάμεσα στη Νότια Ελλάδα και το Βόρειο Αιγαίο στην περίοδο των μεγάλων ναυτικών μετακινήσεων, κυρίως των Ευβοέων, προς τα παράλια του Θερμαϊκού και τη Χαλκιδική. Οπότε είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση για να δει κανείς έναν ενδιάμεσο κομβικό σταθμό σ’ αυτές τις μετακινήσεις και τα ταξίδια των Ελλήνων και κυρίως των Ευβοέων προς το Βόρειο Αιγαίο και αντίστροφα. Και βέβαια βλέπουμε και πάρα πολλές σχέσεις με τη Θεσσαλία αλλά και το Βόρειο Αιγαίο. Για πρακτικούς λόγους, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα δύσκολη η έρευνα εκεί, επειδή το νησί είναι πολύ τουριστικό με αποτέλεσμα να μην είναι καθόλου εύκολη η ενσωμάτωση μιας ερευνητικής ομάδας που εργάζεται το καλοκαίρι μέσα σε τόσο έντονα τουριστικό περιβάλλον. Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη πόρων, μας έχει δυσκολέψει πάρα πολύ. Έχουμε ωστόσο τη στήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, με την οποία συνδιευθύνουμε την ανασκαφή, και αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να συνεχίζουμε, προς το παρόν.

Α.Ρ.: Πώς δυσχεραίνει ο τουρισμός την έρευνά σας; Θα μπορούσατε να μας δώσετε κάποιο παράδειγμα;

Α.Μ.Α.: Ελάχιστοι επιχειρηματίες δέχονται να συνεργαστούν με το δημόσιο λογιστικό για να πληρωθούν μετά από πολύμηνη και εξαντλητική διαδικασία πολύ λιγότερα απ’ όσα θα λάμβαναν από ένα τουριστικό γραφείο. Συνεπώς αδυνατούμε να βρούμε στέγη και τροφή για τους φοιτητές μας. Φέτος ευτυχώς μας φιλοξένησε στα δωμάτιά της μια ευγενική κυρία, η Vicky Cock, και έτσι καταφέραμε να εργαστούμε για λίγες ημέρες, με σημαντικά αποτελέσματα για τα οποία θα ενημερώσουμε σύντομα. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι η άδεια του Υπουργείου τα τελευταία χρόνια μας υποχρεώνει να αποστέλλουμε πρώτα σ’ εκείνο ένα Δελτίο Τύπου, πριν δημοσιοποιήσουμε τα όποια αποτελέσματα των ερευνών μας. Αυτό, κατά την άποψή μου, αποτελεί φίμωση της ελεύθερης διακίνησης της αρχαιολογικής πληροφορίας. Εφ’ όσον το ΚΑΣ και το Υπουργείο κρίνουν ότι έχουμε την επιστημονική επάρκεια για τη διενέργεια ανασκαφών, γιατί μάς υποβάλλει σε τέτοιους περιορισμούς; Επιπλέον, οι ρυθμοί του Υπουργείου δυστυχώς δεν συμβαδίζουν με τους δικούς μας, των πανεπιστημίων. Και από την άλλη έχουμε περιπτώσεις, όπως της Αμφίπολης, όπου οι κανόνες αυτοί δεν τηρούνται…

Α.Ρ.: Και η Ακαδημία Πλάτωνος;

Α.Μ.Α.: Στην Ακαδημία Πλάτωνος μου είχε δοθεί χρόνια πριν η άδεια να μελετήσω και να δημοσιεύσω τις ανασκαφές των Γεωμετρικών Χρόνων, και κυρίως στη λεγόμενη «Ιερά Οικία», τις οποίες είχε διενεργήσει η Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση του Φοίβου Σταυρόπουλου στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και αρχές του ’60. Με τους συνεργάτες μου είμαστε σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο πλέον, έχουμε μελετήσει όλο το παλιό υλικό και ετοιμαζόμαστε να δημοσιεύσουμε λεπτομερώς τη λεγόμενη «Ιερά Οικία», η οποία τώρα, όπως ίσως έχετε ακούσει, σκεπάστηκε για λόγους προστασίας στο πλαίσιο ενός προγράμματος ΕΣΠΑ. Όταν πληροφορήθηκα ότι θα πραγματοποιηθεί κατάχωση, έκανα ενέργειες ώστε να διενεργήσουμε συμπληρωματική έρευνα πριν σκεπαστούν τα αρχαία, γιατί είχα την πεποίθηση απ’ αυτά που είχα διαβάσει ότι η ανασκαφή δεν είχε ολοκληρωθεί. Την ύστατη στιγμή πραγματοποιήθηκε αυτή η ανασκαφή από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών, και με τη δική μου παρακολούθηση. Φάνηκε όντως ότι υπήρχαν πολλά δεδομένα που δεν τα είχαμε καταλάβει, η παλιά ανασκαφική έρευνα όντως δεν είχε ολοκληρωθεί. Εντός των προσεχών εβδομάδων θα αρχίσουμε τη μελέτη των νέων δεδομένων τα οποία ανατρέπουν αρκετά από αυτά που γνωρίζαμε για την «Ιερά Οικία». Από τη μια στενοχωριέμαι που έγινε αυτή η βιαστική, κατά την άποψή μου, κατάχωση. Από την άλλη χαίρομαι που συλλέχτηκαν έστω την ύστατη στιγμή αρκετά στοιχεία που θα οδηγήσουν στον επαναπροσδιορισμό του μνημείου.

Α.Ρ.: Έχετε όμως κι άλλα μέτωπα ανοιχτά, πέρα από τα ανασκαφικά. Ξέρουμε ότι έχετε δραστηριοποιηθεί σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, όπως το CIRCE (Constructions, Interpretations et Représentations Cultuelles de l’Espace dans les sociétés anciennes) με την École Pratique des Hautes Études και το EMA (L’enfant et la Mort dans l’Antiquité: des pratiques funéraires à l’identité sociale) με τα πανεπιστήμια του Παρισιού και της Προβηγκίας, για το οποίο μάλιστα οργανώθηκε Στρογγυλή Τράπεζα στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας τον Μάιο του 2008.

Α.Μ.Α.: Ναι. Αυτά όμως είναι λίγο παλιά, έχουν ολοκληρωθεί. Συμμετείχα σε αυτά ως απλό μέλος, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημαντικότερη σχετική μου δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια είναι ότι διηύθυνα, και διευθύνω, μια σειρά από ευρωπαϊκά προγράμματα, το ένα στο πλαίσιο της δράσης που ονομάζεται «Αριστεία Ι» στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα το οποίο αξιολογήθηκε ως το καλύτερο στην κατηγορία των Ανθρωπιστικών Επιστημών της συγκεκριμένης δράσης. Υλοποιήθηκε σε τρία χρόνια και ολοκληρώνεται τώρα τον Οκτώβριο. Πρόκειται για μια διαδικτυακή βάση δεδομένων, πολύ λεπτομερή, όλων των καταλοίπων των Πρώιμων Ιστορικών Χρόνων αλλά και του 7ου αιώνα π.Χ., δηλαδή από το 1100 μέχρι και το 600 π.Χ. Χαρτογραφούμε με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS) και συγκεντρώνουμε σε μια βάση δεδομένων όλες τις θέσεις με ελληνική παρουσία στη Μεσόγειο που έχουν ανασκαφεί. Σ’ αυτό το πρόγραμμα απασχόλησα πολυάριθμους αρχαιολόγους, αρκετοί από τους οποίους είναι υποψήφιοι διδάκτορες, μεταπτυχιακοί μου φοιτητές, ακόμη και φοιτητές προπτυχιακοί, καθώς και μια ομάδα από αρχιτέκτονες, τοπογράφους, σχεδιαστές, στατιστικούς. Και θα τυπωθεί βέβαια κι ένα σχετικό βιβλίο, τα Πρακτικά ενός διεθνούς συνεδρίου που οργανώσαμε στο κλείσιμο του προγράμματος τον περασμένο Ιούνιο στο Βόλο, στο Πανεπιστήμιο.

Α.Ρ.: Η πρόσβαση θα είναι ελεύθερη;

Α.Μ.Α.: Η πρόσβαση θα γίνεται μέσω του διαδικτύου αλλά προφανώς δεν μπορεί να είναι τελείως ελεύθερη –αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο μάς έχει απασχολήσει και θα πρέπει να το λύσουμε– επειδή περιέχει τεκμηρίωση επιστημονική όπως σχέδια και φωτογραφίες και, όπως γνωρίζετε, υπάρχουν στο χώρο μας προβλήματα με τα πνευματικά δικαιώματα, τα copyright. Εμείς ουσιαστικά παίρνουμε όλες τις κατόψεις τις δημοσιευμένες, τις μετατρέπουμε σε διανυσματικά αρχεία, δηλαδή σαρώνονται από τοπογράφο, τις περνάμε σ’ ένα πρόγραμμα Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, και ουσιαστικά «φυτεύονται» αυτές οι κατόψεις σε ένα υπόβαθρο που είναι όπως ο χάρτης της Google, για παράδειγμα. Αλλά χρησιμοποιούμε άλλους χάρτες που είναι πιο λεπτομερείς. Κι ως εκ τούτου με τους χάρτες ή τις δορυφορικές φωτογραφίες, τις αεροφωτογραφίες, μπορεί κανείς να βλέπει ακριβώς το σημείο όπου βρέθηκαν τα αρχαία και θα βλέπει την κάτοψή τους όπου κι αν είναι, ακόμη κι αν είναι μέσα στην Αθήνα και τώρα έχει πολυκατοικίες στη θέση όπου είχαν αποκαλυφθεί οι αρχαιότητες. Είναι τεράστιο βέβαια πρόγραμμα το οποίο μας δυσκόλεψε πολύ και προσωπικά με ταλαιπώρησε ιδιαίτερα η λογιστική εποπτεία του, γιατί η διαχείριση αυτών των προγραμμάτων είναι τραγική, εξαιρετικά χρονοβόρα, γραφειοκρατική, με απίστευτες αγκυλώσεις. Ωστόσο δεν υπάρχει άλλη διέξοδος στη χρηματοδότηση της έρευνάς μας και μάθαμε να ζούμε με αυτά τα δεδομένα…

Ένα άλλο πρόσφατο σημαντικό ερευνητικό πρόγραμμα ήταν αυτό που υλοποίησα το 2012/13. Μου απονεμήθηκε από το γαλλικό κράτος ένα μεγάλο «βραβείο», μια διεθνής «έδρα» που την ονομάζουν Chaire Internationale Blaise Pascal: ουσιαστικά, κάθε χρόνο τρεις ερευνητές από όλες τις επιστήμες επιλέγονται  για να διευθύνουν επί 12 μήνες στο Παρίσι ένα ερευνητικό πρόγραμμα και παράλληλα να προσφέρουν μαθήματα στα συνεργαζόμενα ιδρύματα. Έτσι προσέφερα κύκλους διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο Paris I και στην École Pratique des Hautes Études και παράλληλα έστησα μια διαδικτυακή βάση δεδομένων, που σύντομα επίσης θα αναρτηθεί στο διαδίκτυο, για τα αρχαϊκά ιερά των Κυκλάδων, ενώ τυπώνω και δύο σχετικά βιβλία. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, συνεργάστηκα με αρκετούς Έλληνες και Γάλλους συναδέλφους, και ήταν και για μένα τιμή γιατί οπωσδήποτε επρόκειτο για μια μεγάλη διάκριση. Μου δόθηκε όμως επιπλέον και η δυνατότητα λίγο να κινηθώ και σ’ ένα άλλο περιβάλλον, στο Παρίσι, και μου ανοίχτηκαν νέες προοπτικές καθώς, στη συνέχεια, μου προτάθηκε να διδάσκω ως επισκέπτης καθηγητής στη Σορβόννη, στο Πανεπιστήμιο Paris IV. Έκτοτε, παράλληλα με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, διδάσκω ένα εξάμηνο το έτος και στο Παρίσι. Είναι για μένα μια μεγάλη πρόκληση να διδάσκω ελληνική αρχαιολογία σε ένα πανεπιστήμιο με μακρά παράδοση στις κλασικές σπουδές και οι εμπειρίες που αποκομίζω είναι ιδιαίτερα σημαντικές.

Α.Ρ.: Τα αρχαϊκά ιερά των Κυκλάδων που αναφέρατε μόλις, μου θύμισαν ότι γράφοντας για τα ιερά της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, και πάλι στο βιβλίο σας Από τις κατοικίες αρχόντων στους ναούς, εμφανίζετε εξαιρετικά σημαντικά, νομίζω, λατρευτικά δεδομένα που φοβάμαι μήπως δεν είναι ευρέως γνωστά. Όπως ότι της λατρείας των Καβείρων στη Σαμοθράκη και τη Λήμνο προηγείται η λατρεία τους κάπου έξω από τη Θήβα, ότι η λατρεία του Ερμή βασικά περιορίζεται στην Κρήτη, ότι ο Διόνυσος ήταν δημοφιλής στις Κυκλάδες και η λατρεία του σχετιζόταν με σπηλιές. Κι ήθελα να ρωτήσω: υπάρχει κάποια συνεργασία με ελληνιστές που μελετούν την αρχαία ελληνική θρησκεία, τη λατρεία, τους μύθους;

Α.Μ.Α.: Όχι, νομίζω ότι ως αρχαιολόγοι έχουμε υποχρέωση να διαβάζουμε και τις σχετικές μελέτες…

Α.Ρ.: Συγγνώμη που σας διακόπτω, αλλά εγώ αναρωτήθηκα για το ακριβώς ανάποδο: εκείνοι σας διαβάζουν;

Α.Μ.Α.: Αυτό είναι πάντοτε το πρόβλημα των στεγανών που υπάρχουν ανάμεσα στους επιστημονικούς κλάδους. Είναι όντως ένα πρόβλημα, δηλαδή εμείς ως αρχαιολόγοι συνήθως προσπαθούμε πολύ περισσότερο να διαβάσουμε σίγουρα Ιστορία και τις πηγές, ιδιαίτερα ο κλασικός αρχαιολόγος, και προσπαθούμε επίσης να προσεγγίσουμε τους ανθρωπολόγους, ιδιαίτερα οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι. Η θρησκειολογία είναι ένας δύσκολος επιστημονικός χώρος αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να τον προσεγγίσουμε και να τον κατέχουμε ως ένα βαθμό. Με άλλα λόγια δεν μπορείς να κάνεις σωστή αρχαιολογία αν δεν επικοινωνείς με άλλους επιστημονικούς χώρους. Και βέβαια αυτό το έχουμε συνηθίσει ως ένα βαθμό, καθώς συνεργαζόμαστε και με θετικούς επιστήμονες, χημικούς, φυσικούς –τους ονομάζουμε «αρχαιομέτρες»–, με συντηρητές, με αρχιτέκτονες, με τοπογράφους, με φυσικούς ανθρωπολόγους, χρησιμοποιούμε τις νέες τεχνολογίες στις ανασκαφές μας, στις δημοσιεύσεις μας, στην τεκμηρίωσή μας. Οπότε έχουμε μάθει αυτό που λέμε «διεπιστημονικότητα» να το υπηρετούμε – όσο μπορούμε, βεβαίως. Και χαίρομαι που διδάσκω σ’ ένα Τμήμα που ακριβώς αυτή τη διεπιστημονικότητα προσπαθήσαμε πραγματικά να την κάνουμε πράξη, ανάμεσα τουλάχιστον στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία. Ως ένα βαθμό το καταφέραμε αλλά και πάλι, μετά από δεκαπέντε χρόνια προσπαθειών εκατέρωθεν, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου τέσσερα έτη ως πρόεδρος του Τμήματος στο ξεκίνημά του και άλλα τέσσερα ως διευθυντής του μεταπτυχιακού του προγράμματος, βλέπω ότι αρκετά από τα στεγανά παραμένουν. Οπότε, επειδή τα δεδομένα σήμερα αυξάνονται με ρυθμούς που δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε εύκολα, συχνά περιοριζόμαστε στον τομέα μας και σε αυτά που μας είναι οικεία. Και μπορεί να πάμε στο άλλο άκρο, δηλαδή να γίνουμε πολύ στενόμυαλοι και να μην κοιτάζουμε γύρω μας, γιατί η εξειδίκευση στο χώρο μας ολοένα και γίνεται πιο μεγάλη.

Α.Ρ.: Στη συνεργασία που είχατε στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα CIRCE με την École Pratique, υπήρξε ανταλλαγή; Ας πούμε, ο de Polignac, που έχει διατελέσει και Διευθυντής του Centre Louis Gernet, τι συνεισέφερε με τις γνώσεις του για τη λατρεία των θεών;

Α.Μ.Α.: Η συνεργασία μας εδώ και πολλά χρόνια είναι ουσιαστική και αμφίδρομη. Στην έδρα Blaise Pascal συνεργάστηκα με δύο συναδέλφους και φίλους. Ο ένας ήταν ο François de Polignac, τον οποίο γνωρίζω πολλά χρόνια και συνεργαζόμαστε σε πολλά επίπεδα. Και το πρόγραμμα αυτό, το CIRCE, είναι μια προσπάθεια που έκανε ο de Polignac, παρόμοια με αυτή που κάνω εγώ στο πρόγραμμα της Αριστείας, αλλά για τα Ιερά μόνο (το πρόγραμμα της Αριστείας αφορά το τρίπτυχο «Οικισμοί, Νεκροπόλεις, Ιερά»). Εκείνος προσπάθησε να μαζέψει τα δεδομένα από όλες τις εποχές, δηλαδή από τα Γεωμετρικά μέχρι και τα Ελληνιστικά/Ρωμαϊκά χρόνια. Οπότε απ’ τη μια ήταν ο François de Polignac και από την άλλη ήταν ο Francis Prost, καθηγητής στο Paris I. Έχω αποκομίσει πολλά από τη συνεργασία μας, η οποία άλλωστε συνεχίζεται. Να σημειώσω ότι από τα δυο βιβλία τα οποία προέκυψαν και τυπώνονται αυτή τη στιγμή, προϊόν αυτής της παραμονής μου στο Παρίσι, το ένα είναι μια μικρή μονογραφία για τα Ιερά της αρχαίας Κύθνου στα αγγλικά και το άλλο είναι ένας τόμος συλλογικός για τα Αρχαϊκά Ιερά των Κυκλάδων με όλα τα νεότερα δεδομένα. Τα δύο αυτά βιβλία τυπώνονται στη Γαλλία, στις Presses Universitaires de Rennes, με τα κονδύλια του συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος.

Α.Ρ.: Το βιβλίο σας Όμηρος και Αρχαιολογία είναι βέβαια το πιο προσιτό στους αναγνώστες αφού διατίθεται στα βιβλιοπωλεία. Μου κάνει εντύπωση βέβαια που λέτε ότι το γράψατε για τους φοιτητές σας γιατί, ως εξεταστέα ύλη, μου φάνηκε άφθονη και δαιδαλώδης!

Α.Μ.Α.: Αυτό που έγραψα είναι ότι βασικά μου δόθηκε το έναυσμα, μέσα από το μάθημα «Όμηρος και Αρχαιολογία» που ακόμα και σήμερα ενίοτε προσφέρω, να κάνω μια σε βάθος σχετική έρευνα και ως εκ τούτου να γράψω αυτό το βιβλίο. Είναι προφανές ότι δεν απευθύνεται σε όλο του το εύρος στους φοιτητές, παρόλο που για τους φοιτητές της αρχαιολογίας δεν είναι κι ένα τόσο δύσκολο βιβλίο. Για να γίνω πιο σαφής, οι φοιτητές της αρχαιολογίας καλούνται να μάθουν να διαβάζουν σύνθετα κείμενα, να μπορούν να αξιοποιούν την κριτική σκέψη, να έχουν τη δυνατότητα φωτογραφικής μνήμης καθώς μελετάμε υλικά κατάλοιπα. Δυσκολεύονται στην αρχή αλλά είναι ένα σεμιναριακό μάθημα το οποίο, όταν το προσφέρω, απευθύνεται στα προχωρημένα έτη. Δεν είναι εισαγωγικό!

Α.Ρ.: Στον Πρόλογό σας εύστοχα επικαλείστε την εξαίρετη ιστορικό Claude Mossé: «Προτού σταθμίσουμε τι ποσοστό θρύλου, μνήμης και πραγματικότητας περιέχει ο κόσμος των επών πρέπει να συμβουλευτούμε (…) την αρχαιολογία, τη μόνη πηγή που μας πληροφορεί για τους τέσσερις αιώνες που χωρίζουν το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού από τη σύνθεση των επών» [Αρχαϊκή Ελλάδα, μετ. Στρατής Πασχάλης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987]. Δείχνετε στο βιβλίο σας ότι, όπως τα έπη εμπεριέχουν στοιχεία από τρεις ιστορικές περιόδους, έτσι και στις περιπλανήσεις του Οδυσσέα μπορούμε να διακρίνουμε τρία «στρώματα» από παραδόσεις που αναμείχθηκαν, ένα μυκηναϊκό, ένα μυθικό (μεταναστεύσεις μετά τον Τρωικό πόλεμο) και ένα γεωμετρικό (αποικισμός της Δύσης).

Α.Μ.Α.: Λέω κάτι, που βέβαια δεν το ’χω πει εγώ πρώτος, το ’χουν πει άλλοι πριν από μένα, απλώς διΐστανται οι απόψεις ως προς το τι περιγράφει ο Όμηρος και ποια περίοδο αφορούν οι περιγραφές του κι αν περιγράφει κάποια συγκεκριμένη περίοδο. Και, κατά τη δική μου εκτίμηση, θεωρώ ότι υπάρχουν τρία στρώματα: όπως έχουμε στρωματογραφία στο έδαφος όταν κάνουμε ανασκαφή, έτσι και στην περίπτωση των ομηρικών επών έχουμε τουλάχιστον τρία διακριτά στρώματα. Το ένα είναι το πιο απομακρυσμένο, το βαθύτερο, το οποίο είναι της εποχής που υποτίθεται ότι διαδραματίστηκε με βάση τις πηγές ο Τρωικός πόλεμος. Κι αυτή είναι η περίοδος της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού πριν από την καταστροφή του μυκηναϊκού ανακτορικού κόσμου. Αυτό είναι το παλαιότερο στρώμα. Δηλαδή, για να το θέσω απλά, κάποια γεγονότα, όπως η πολιορκία της Τροίας, αναφέρονται σ’ αυτή την περίοδο. Και κάποια στοιχεία όπως, παράδειγμα, το λεγόμενο οδοντόφρακτο μυκηναϊκό κράνος που είναι σαφέστατα μυκηναϊκό, είναι προφανώς μια αναφορά σ’ αυτό το μυκηναϊκό παρελθόν. Δεν μπορούμε να πούμε ότι το κράνος είναι της εποχής που καταγράφηκαν τα έπη μέσω του γραπτού λόγου, δηλαδή  του 8ου αιώνα, γιατί δεν υπήρχαν τέτοια κράνη τότε. Το δεύτερο στρώμα είναι οι λεγόμενοι «Σκοτεινοί Αιώνες» για τους οποίους μιλούσαμε νωρίτερα. Δηλαδή είναι η ενδιάμεση περίοδος από την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου μέχρι τη Γεωμετρική εποχή. Είναι η περίοδος των μεγάλων ανακατατάξεων, είναι η περίοδος αυτών των ηγεμόνων που έχουν τις μεγάλες κατοικίες: Οι πρόσφατες ανακαλύψεις τείνουν να δείξουν ότι η περιγραφή ανακτόρων στα έπη ταιριάζει καλύτερα με τα δείγματα ηγεμονικών κατοικιών της Πρωτογεωμετρικής και Γεωμετρικής περιόδου. Τα επιμέρους στοιχεία όπως η εστία, η αμφικλινής στέγη, το χωμάτινο δάπεδο, η πλαϊνή είσοδος, ο απλός πρόδομος, η μορφή της αυλής, η θόλος κ.ά. απαντούν κυρίως στους Πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους. Είναι λοιπόν αυτή η «ηρωική» εποχή του τέλους του 11ου, του 10ου και του 9ου αιώνα. Και μετά έχουμε ένα τρίτο στρώμα, το οποίο είναι της εποχής κατά την οποία ο ίδιος ο Όμηρος υποτίθεται ότι έζησε, δηλαδή του 8ου αιώνα π.Χ. Πολλά στοιχεία που περιλαμβάνονται στα έπη προφανώς απηχούν καταστάσεις, έθιμα κ.λπ. της εποχής αυτής. Αυτό το σενάριο προϋποθέτει βεβαίως ότι δεχόμαστε ότι τα έπη μεταδόθηκαν προφορικά από γενεά σε γενεά μέσω του προφορικού λόγου και αποκρυσταλλώθηκαν μέσω του γραπτού λόγου στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Προκειμένου να στηρίξουμε αυτή την άποψη της «ομηρικής στρωματογραφίας» θα πρέπει να δεχτούμε ότι τα έπη κυκλοφορούσαν προφορικά από αοιδούς οι οποίοι απομνημόνευαν χιλιάδες στίχους, μπορούσαν συνεπώς αυτά τα ποιήματα συνεχώς να τροποποιούνται και έτσι συνεχώς να ενσωματώνουν νέα στοιχεία. Κάποια έθιμα ή αντικείμενα, όπως το κράνος που αναφέραμε προηγουμένως, παραμένουν από την αρχαιότερη εκδοχή. Επίσης, μπορεί κάποια από τα παλιά στοιχεία επίτηδες, όταν πια παγιώθηκαν τα ομηρικά έπη μέσω της πρώτης τους καταγραφής, να αφέθηκαν για να παραπέμπουν σ’ ένα παρελθόν απόμακρο. Και τέλος υπάρχει και ένα τέταρτο επίπεδο που τέμνει εγκάρσια αυτά τα τρία στρώματα –το μυκηναϊκό, αυτό της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου και εκείνο του 8ου αιώνα, που είναι συνυφασμένο με τη γένεση της πόλεως– το οποίο είναι αυτό που ονομάζω «προϊόν της φαντασίας του αοιδού», διότι ποιήματα είναι αυτά, δεν είναι ιστορικά κείμενα. Και συνεπώς πάρα πολλά από αυτά τα οποία συναντάμε ως περιγραφές στα έπη προφανώς είναι απλά εκεί γιατί πρόκειται για ποίηση. Άρα είναι «φανταστικά» και κάθε προσπάθεια σύνδεσής τους με υπαρκτά μνημεία ή με συγκεκριμένα έθιμα οδηγεί σε αδιέξοδο. Τέλος, υπάρχουν και τα μεταγενέστερα, εμβόλιμα στοιχεία, τα οποία οι φιλόλογοι κυρίως έχουν επισημάνει. Εν γένει το «ομηρικό ζήτημα» παραμένει ένας γρίφος και αυτό το βιβλίο σίγουρα δεν επιχειρεί να τον λύσει. Ωστόσο, προσπάθησα να πάρω μια όσο το δυνατόν πιο τεκμηριωμένη θέση.

Α.Ρ.: Μἠπως θα θέλατε να γράψετε τον επίλογο;

Α.Μ.Α.: Είμαι ευτυχής που μου δόθηκε η δυνατότητα, μαζί με τους συναδέλφους μου, να στήσουμε έναν πολύ δραστήριο Τομέα Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το Εργαστήριο Αρχαιολογίας που ίδρυσα και διευθύνω, οι δωρεές που έλαβα σημαντικών αρχείων και βιβλιοθηκών, όπως του πρώην διευθυντή της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας W.D.E. Coulson και του καθηγητή μου J.N. Coldstream, η Διδακτική Συλλογή που ίδρυσα είναι μερικά από αυτά για τα οποία νιώθω μια μεγάλη ικανοποίηση στο ακαδημαϊκό μου περιβάλλον.

Σε ένα πιο προσωπικό ύφος, υπήρξα και παραμένω πολύ ανοιχτός, μοιραζόμενος πάντοτε χωρίς δεύτερη σκέψη τις επιστημονικές ιδέες μου με τους συναδέλφους μου, χωρίς μεμψιμοιρίες, και παραχωρώντας πάντοτε το μεγαλύτερο μέρος από το υλικό των ανασκαφών μου στους φοιτητές μου και στους συνεργάτες μου για να εκπονήσουν διπλωματικές μεταπτυχιακές εργασίες, διδακτορικά ή αυτοτελείς δημοσιεύσεις. Έχω απόλυτη επίγνωση ότι σε μια ζωή που έχουμε δεν προλαβαίνουμε να μελετήσουμε όσα φέραμε στο φως και είναι πολύ σημαντικό να δημιουργήσει κανείς τις κατάλληλες προϋποθέσεις της μελέτης και έγκαιρης δημοσίευσης όσων ανασκάπτει. Μολονότι στην επιστημονική πορεία μου πικράθηκα κατά καιρούς από τη συμπεριφορά ορισμένων συνεργατών μου, εντούτοις, το γεγονός ότι οι περισσότεροι φοιτητές και συνάδελφοι στους οποίους εμπιστεύτηκα μελέτες που απορρέουν από τις ανασκαφές μου αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο αυτή την ευκαιρία που τους δόθηκε, με κάνει να νιώθω ευτυχής.

Θα μπορούσα επίσης να πω, κλείνοντας τη συνομιλία μας, ότι επιδίωξή μου είναι αυτά που ανακαλύπτουμε, μελετάμε, δημοσιεύουμε να έχουν μια ευρύτατη διάχυση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος για τον οποίο από την αρχή της καριέρας μου ήμουν αρκετά κινητικός, συμμετέχοντας σε πολλά διεθνή συνέδρια και προσφέροντας διαλέξεις στην Ελλάδα, τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Δεν πρόκειται πάντα για επιστημονικές διαλέξεις αλλά συχνά και για ομιλίες που απευθύνονται στο πλατύ κοινό. Δηλαδή, αυτή είναι μια άλλη διάσταση: πολύ συχνά στην Κύθνο οργανώνουμε με τη βοήθεια των τοπικών συλλόγων μια ομιλία στην πλατεία που μαζεύεται όλο το χωριό και τους μιλώ με απλό τρόπο γι’ αυτά που βρίσκουμε. Έχω επίσης επανειλημμένως οργανώσει εκθέσεις, μια μεγάλη έκθεση το 2004 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με τη συνεργασία της συναδέλφου Μάρλεν Μούλιου, με ευρήματα από τις ανασκαφές στον Ωρωπό, καθώς και αρκετές φωτογραφικές εκθέσεις, στην Κύθνο και τον Ωρωπό, έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται κι η τοπική κοινωνία τι κάνουμε. Γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα σύνδεσης της τοπικής κοινωνίας, και του κόσμου γενικότερα, με το έργο μας. Μια αποστολή μας είναι να διεξάγουμε έρευνα, η δεύτερη, ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, είναι να εκπαιδεύουμε τους νέους αρχαιολόγους. Υπάρχει όμως και η τρίτη διάσταση, ότι η αρχαιολογία δεν είναι μόνο για την έρευνα και για τους φοιτητές μας αλλά είναι και για την κοινωνία, δηλαδή αν δεν πάμε ένα βήμα παραπέρα πώς θα ευαισθητοποιήσουμε την κοινωνία; Και βλέπετε ότι εν γένει στα αρχαιολογικά πράγματα τα τελευταία χρόνια γίνεται μια πολύ μεγάλη προσπάθεια, τόσο από τα Πανεπιστήμια όσο και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, από τα Μουσεία, δηλαδή από όλους όσους εμπλέκονται, ώστε να γίνουν προσιτά τα αρχαία και να τα αγαπήσει η κοινωνία. Και νομίζω ότι σε κάποιο βαθμό έχει αλλάξει η νοοτροπία σήμερα –παρ’ όλο που πολλοί ακόμα δεν συμπορεύονται… Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εύχομαι ειλικρινά να δω κάποια μέρα τις πολυετείς προσπάθειές μου για ίδρυση αρχαιολογικού μουσείου στην Κύθνο, αλλά και στον Ωρωπό, να τελεσφορούν, και τα ευρήματα που σήμερα, μετά από 30 χρόνια ερευνών μου στο πεδίο, είναι στοιβαγμένα σε σκοτεινές και υγρές αποθήκες να εκτίθενται στο φως όμορφων μουσείων που θα τα αναδείξουν όπως πρέπει.

* Η Αγγελική Ροβάτσου είναι ιστορικός-ανθρωπολόγος και συνεργάτιδα του “Archaeology & Arts”.