Δημοσιεύσεις
Η Λύκτος και τα μνημεία της στα κείμενα των περιηγητών
Μια από τις σημαντικότερες αρχαίες κρητικές πόλεις
View all

Η Λύκτος ή Λύττος, από τις σημαντικότερες αρχαίες κρητικές πόλεις, τοποθετείται στις βόρειες υπώρειες του όρους Δίκτη, στο πέρασμα από την Πεδιάδα στο Λασύθι, βορειοανατολικά του σύγχρονου οικισμού «Ξιδάς». Ταυτίζεται με τη ru-ki-to των πινακίδων Γραμμικής Β γραφής της Κνωσού, η οποία δεν έχει, μέχρι σήμερα, εντοπιστεί ανασκαφικά. Ο Όμηρος τη συμπεριλαμβάνει στις κρητικές πόλεις που μετείχαν στον Τρωικό πόλεμο (Β 647-648), ενώ γι’ αυτήν κάνουν, επίσης, λόγο ο Αριστοτέλης, ο Πολύβιος καθώς και πλήθος επιγραφικών μαρτυριών. Η πόλη καταστρέφεται ολοσχερώς από τους Κνωσίους στα 221-220 π.Χ., ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη.

Στο άρθρο παρουσιάζονται η Λύκτος και οι αρχαιότητές της μέσα από δημοσιευμένες περιηγητικές αναφορές (σημ. 1), από την εποχή της Ενετοκρατίας ώς και το 1899, οπότε ιδρύεται η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία και εκδηλώνεται το πρώιμο ερευνητικό ενδιαφέρον των Ξένων Σχολών για τις αρχαιότητες του νησιού (Κοτσώνας, υπό δημοσίευση).

Η Λύκτος στα πρώιμα περιηγητικά κείμενα (15ος-17ος αιώνας)

Ο Chr. Buondelmonti ταυτίζει, στα 1415-1416, τη Λύκτο με την αρχαία Μύρινα, σημειώνοντάς τη στο χάρτη της Κρήτης που σχεδίασε. Ο Ιταλός ιερωμένος, ήδη στον πρόλογο του έργου του Περιγραφή της Νήσου Κρήτης, επισημαίνει ότι «από την Ιεράπολη ώς τη Μύρινα βρίσκεις βουνά πολύ ψηλά και σχεδόν αδιάβατα» (Buondelmonti [επιμ. Αποσκίτη] 2002, σ. 23), εξηγώντας, στη συνέχεια, ότι η Μύρινα «βρίσκεται κοντά στο Καστέλι Πεδιάδος που είναι τριγυρισμένο από γονιμότατη γη» (Buondelmonti [επιμ. Αποσκίτη] 2002, σ. 49). Μη γνωρίζοντας, προφανώς, την ακριβή θέση της πόλης, δεν αναφέρεται παρά μόνο στο «θαυμαστό και μεγάλο υδραγωγείο μήκους δέκα μιλίων» (Buondelmonti [επιμ. Αποσκίτη] 2002, σ. 49· Οικονομάκης 1984, σ. 85˙ Galanaki, Grigoropoulos, Mandalaki, Kastanakis, Papadaki, Triantafillidi 2006).

Αρκετά χρόνια μετά, στα 1577-1578, ο Fr. Barozzi, στον κατάλογό του των εκατό πόλεων της Κρήτης, εξηγεί ότι η πόλη πήρε το όνομά της από τον Λύκτο, το γιο του Λυκάονος, και ότι «από κάποιους άλλους λεγόταν Λύττος, δηλαδή ψηλή, γιατί βρισκόταν σε ψηλή τοποθεσία, όντας πάνω στα βουνά του Λασυθίου, στη δυτική πλευρά, πάνω από το Καστέλι Πεδιάδος» (Barozzi [επιμ. Κακλαμάνης] 2004, σ. 323). Σχολιάζοντας τον διαχρονικό χαρακτήρα του τοπωνυμίου, διευκρινίζει ότι «ο τόπος αυτός λέγεται ώς σήμερα Λύκτος» και εκτείνεται «στη θέση όπου την αρχαία εποχή βρισκόταν η ξακουστή και πανέμορφη πόλη που ο Στράβωνας και οι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αποκαλούν Λύκτο, άλλοι Λύττο και άλλοι Δικταία [Dittea]» (Barozzi [επιμ. Κακλαμάνης] 2004, σ. 309). Αρχαία, όμως, κρητική πόλη με το όνομα Δικταία δεν υπάρχει, ενώ, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, η συγκεκριμένη πληροφορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας που ο περιηγητής εκλαμβάνει ως αληθές, παραθέτοντάς το στο έργο του (Barozzi [επιμ. Κακλαμάνης] 2004, σ. 225-226, σημ. 108˙ Πασχάλης, υπό δημοσίευση).

Ο Barozzi, αξιοποιώντας σχετικές προφορικές μαρτυρίες, εξηγεί ότι η Λύκτος βρίσκεται «έξι μίλια μακριά από το Καστέλι Πεδιάδος, ανατολικά, σχεδόν στο κέντρο του νησιού, στις πλαγιές ενός ψηλού βουνού» όπου υπάρχουν «πολλές αρχαιότητες, αμέτρητα μάρμαρα, σαρκοφάγοι και αρχαίες οικοδομές» (Barozzi [επιμ. Κακλαμάνης] 2004, σ. 309). Επικεντρώνεται, μάλιστα, στο ρωμαϊκό υδραγωγείο της και ειδικότερα σε μια τεράστια, όπως τη χαρακτηρίζει, υδατογέφυρά του «που στέκεται ακόμη όρθια και διέσχιζε μια μεγάλη κοιλάδα, από την οποίαν μετέφεραν το νερό από το ένα βουνό στο άλλο» (Barozzi [επιμ. Κακλαμάνης] 2004, σ. 309). Αναφέρει, επίσης, ότι, δέκα χρόνια πριν από τη σύνταξη του έργου του, στα 1567, στην ευρύτερη περιοχή της Λύκτου, βρέθηκαν μια σαρκοφάγος «από εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρο, μακρόστενη και μονοκόμματη, δουλεμένη με περίτεχνο τρόπο, καθώς και ένα ενεπίγραφο κομμάτι μάρμαρο σε σχήμα τετράγωνης παραστάδας» (Barozzi [επιμ. Κακλαμάνης] 2004, 227, σ. 311 και σημ. 111, 112) που μεταφέρθηκαν, άγνωστο πότε ακριβώς, στο χωριό Διαβαϊδέ προκειμένου να διακοσμήσουν τον κήπο του ευγενή Μάρκου Κορνάρου Borgognon (Barozzi [επιμ. Κακλαμάνης] 2004, σ. 226-227 και σημ. 110, 311). Μολονότι αόριστα διατυπωμένη, αυτή είναι η πρωιμότερη μαρτυρία σχετικά με τη διακίνηση αρχαιοτήτων από την περιφέρεια της Λύκτου.

Λίγα χρόνια μετά, στα 1586, ο αρχαιόφιλος Ενετός γιατρός O. Belli, παραθέτει, σε επιστολή του, τη λεπτομερέστερη από τις πρώιμες αναφορές για τη Λύκτο. Και, εάν οι προηγούμενοι περιηγητές μάς μεταφέρουν όσα είχαν διαβάσει ή ακούσει και πληροφορηθεί για τη Λύκτο, ο Belli καταγράφει, κυρίως, όσα είδε ο ίδιος κατά την επίσκεψή του στην αρχαία αυτή πόλη. Έτσι, γεμάτος ενθουσιασμό καταπιάνεται ευθύς εξαρχής με το ρωμαϊκό θέατρο, το οποίο σπεύδει ν’ αποτυπώσει αν και, κατά τη γνώμη του, το σχέδιο «είναι λίγο σκοτεινό ως προς τη σκηνή» (Σπανάκης 1968, σ. 158) λόγω του σημαντικού ύψους των ερειπίων. Υπερβολικός καθώς είναι, από τη φύση του, παραδέχεται ότι εάν κανείς «έβλεπε τί είδους τοίχοι είναι αυτοί, θα θαύμαζε το νου του λαού της εποχής εκείνης» (Σπανάκης 1968, σ. 158). Η κάτοψή του, πάντως, αποδίδει ένα μάλλον καλοδιατηρημένο μνημείο, εγείροντας επιφυλάξεις για την πιστότητά της. Σύμφωνα με αυτήν (εικ. 1) το κοίλο έχει εξωτερική διάμετρο 167 και εσωτερική 55 μέτρα. Περιλαμβάνει τέσσερα διαζώματα, το ανώτερο από τα οποία περιστοιχίζεται από κιονοστοιχία, ενώ διπλή σειρά κιόνων περιθέει την εξωτερική τοιχοδομή. Μπροστά από κάθε πάροδο υπάρχει στενό πέρασμα, με τη μήκους 76 μέτρων σκηνή να διαθέτει τρεις εισόδους, η μεσαία από τις οποίες βρίσκεται στο κέντρο μιας στιβαρής, αλλά ρηχής, κυρτής εξέδρας (Sanders 1982, σ. 61). Ο Belli χαρακτηρίζει το θέατρο της Λύκτου ως το μεγαλύτερο απ’ όσα είχε δει και αποτυπώσει σ’ ολόκληρο το νησί με «τρεις σειρές χάλκινα ηχεία για να πολλαπλασιάζουν τις φωνές και φαίνονται ακόμη σχεδόν όλες οι θέσεις που ήταν τοποθετημένα» (Σπανάκης 1968, σ. 158-160 και σημ. 52 και 53), τις οποίες και αποτυπώνει σε τρεις σειρές των έντεκα. Η επίδραση στο σημείο αυτό των σχετικών οδηγιών του Βιτρούβιου θεωρείται περισσότερο από πιθανή (Βιτρούβιος [επιμ. Ζερεφός] 1998, σ. 173-176). Ο Belli αναφέρει, επίσης, ότι τα εδώλια του θεάτρου της Λύκτου ήταν λαξευμένα στον φυσικό βράχο, πληροφορία που έχει οδηγήσει τους μελετητές στην υπόθεση ότι το μνημείο θα μπορούσε, στην αρχική του φάση, ν’ αναχθεί στην προρωμαϊκή εποχή (Di Napoli 2010, σ. 817-818).

Κλείνοντας την επιστολή του, ο περιηγητής χαρακτηρίζει την περιοχή της Λύκτου ως την πιο παράξενη και άσχημη που είδε ποτέ. Επισημαίνει ότι η πόλη, της οποίας την έκταση υπολογίζει γύρω στα τέσσερα μίλια, ήταν κτισμένη «πάνω σ’ ένα ύψωμα με διάφορες κορυφές και είχε ελάχιστο επίπεδο έδαφος και πάντοτε ανέβαιναν και κατέβαιναν» αλλά «παρ’ όλα αυτά είχε οικοδομήματα μεγάλης αξίας» (Σπανάκης 1968, σ. 160). Επιβεβαιώνει, επίσης, με τη σειρά του, το γεγονός ότι η περιφέρεια της Λύκτου αποτελούσε, στα χρόνια εκείνα, σημαντική πηγή απόσπασης αρχαίων έργων τέχνης, πληροφορώντας μας ότι στον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου βρίσκονταν εγκατεσπαρμένα «πολλά και ωραία αγάλματα» που, όμως, είχαν μεταφερθεί στο σπίτι του «εκλαμπρότατου Κυρίου» του, Γενικού Προβλεπτή Alvise Grimani (Σπανάκης 1968, σ. 160 και σημ. 54). Και ακόμη, πολλές επιτύμβιες επιγραφές, οι οποίες, μολονότι δεν βρίσκονταν κατά χώραν, μαρτυρούν ότι, παρά την ολική καταστροφή που υπέστη η Λύκτος όταν, «όπως λέει ο Πολύβιος, εκείνοι της Κνωσού και της Γόρτυνας την κατέστρεψαν […] στον καιρό του Τραϊανού, του Αδριανού και του Matidie αυτή άνθισε πολύ» (Σπανάκης 1968, σ. 160 και σημ. 55, 56). Με αφορμή, τέλος, τη σημαντική απόσταση της Λύκτου από τη βόρεια κρητική θάλασσα, την οποία υπολογίζει γύρω στα δώδεκα με δεκατέσσερα μίλια, σχολιάζει εκτενώς το επίνειό της, τη Χερσόνησο (Σπανάκης 1968, σ. 160· Παπαδάκη, Μιλιδάκης 2011). Οι δύο πόλεις, συμπληρώνει, «συνδέονται με έναν ωραιότατο και κάλλιστο δρόμο παρ’ όλο που περνούσε από βουνά και κοιλάδες» (Σπανάκης 1968, σ. 161 και σημ. 58). Την ίδια διαδρομή υποθέτει ότι ακολουθούσε και το μεγαλοπρεπές ρωμαϊκό υδραγωγείο, το οποίο «άρχιζε τέσσερα ή πέντε μίλια πάνω από τη Λύκτο και έπαιρνε το νερό μιας πηγής των πολύ ψηλών βουνών που λέγονται Λασύθι» (Σπανάκης 1968, σ. 161-162).

Το 1688 ο O. Dapper συγκεντρώνει, στον δικό του κατάλογο των αρχαίων πόλεων της Κρήτης, αρκετές φιλολογικές μαρτυρίες, μυθολογικού και ιστορικού περιεχομένου, για τη Λύκτο, χαρακτηρίζοντάς την ως μία από τις παλαιότερες πόλεις του νησιού, όπου ζούσαν «οι κάλλιστοι Κρήτες» (Dapper 1836 [εκδ. Βερνάρδος], σ. 61-62). Ιδιαίτερα εκτενής είναι η αναφορά του στην καταστροφή της πόλης από τους Κνωσίους, καθώς και στα αργυρά και ορειχάλκινα νομίσματά της (Dapper 1836 [εκδ. Βερνάρδος], σ. 376-378).

Η Λύκτος στα όψιμα περιηγητικά κείμενα (18ος-19ος αιώνας)

Το 1834 ο R. Pashley, αγναντεύοντας από τον Γιούχτα την πεδιάδα του Μεγάλου Κάστρου, πληροφορείται ότι στα βουνά που βρίσκονται ανατολικά της Χερσονήσου, υπάρχει ένα μέρος που λέγεται «Λύττος» και εκφράζει τη βεβαιότητα ότι εκεί αναμφίβολα θα βρει τα κατάλοιπα αυτής της φημισμένης δωρικής πόλης (Pashley [εκδ. Γόντικα] 1991, σ. 179). Επισκέπτεται, λοιπόν, τη Λύκτο τον Ιούνη του ίδιου έτους και παραμένει εκεί για δύο μέρες, αντιγράφοντας, όπως αναφέρει, πολλές επιγραφές. Για λόγους, ωστόσο, που δεν εξηγεί δηλώνει υποχρεωμένος να παραλείψει στο έργο του, «Ταξίδια στην Κρήτη», την περιγραφή ορισμένων αρχαίων πόλεων, μεταξύ των οποίων και της Λύκτου (Pashley [εκδ. Γόντικα] 1991, σ. 212).

Το 1845 ένας από τους μείζονες περιηγητές του νησιού, ο V. Raulin, σχολιάζει λεπτομερώς τη γεωλογική σύσταση του λόφου της Λύκτου (Raulin 1869, σ. 659), όπου, πέντε χρόνια μετά, στις αρχές του 1850, μεταβαίνει ο αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού της Βρετανίας T.A.B. Spratt (Spratt 1865, σ. 94-103). Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αναφορά του Spratt αρχίζει με την περιγραφή των ορεινών όγκων της Πεδιάδος που ήταν «η κύρια περιοχή των Λυκτίων, ή Λυττίων, στα χρόνια του Μίνωα» (Spratt 1865, σ. 94), αναδρομή που ξαφνιάζει ευχάριστα, δεδομένου ότι το ενδιαφέρον των ξένων ταξιδιωτών της εποχής, επικεντρώνεται, για ευνόητους λόγους, στις ελληνορωμαϊκές, κυρίως, αρχαιότητες του νησιού.

Εξοικειωμένος καθώς είναι με το κρητικό τοπίο, ο Spratt σημειώνει ότι «τα ερείπια αυτής της πολύ αρχαίας πόλης βρίσκονται πάνω σε μια στενή, «δαντελωτή» κορυφογραμμή με θέα την πεδιάδα που απλώνεται στην ανατολικότερή της περιφέρεια, ακριβώς πάνω από το χωριό Ξιδιά (Xidhia) ή Ξίδι (Xidhi)» (Spratt 1865, σ. 94). Αυτός είναι και ο πρωιμότερος τοπογραφικός συσχετισμός της επικράτειας της Λύκτου με τον οικισμό του «Ξιδά», όπου, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, βρισκόταν το ενιαίο διοικητικό της κέντρο (Φαράκλας, Ξιφαράς υπό δημοσίευση). Ο Spratt μεταγράφει τις παρατηρήσεις του Raulin σχετικά με τη γεωμορφολογία του λόφου της Λύκτου (Spratt 1865, σ. 94-95), ενώ, σε αντίθεση με τον Belli, αφιερώνει αρκετές σειρές στην περιγραφή της φύσης και του αναγλύφου που συνθέτουν, κατά τη γνώμη του, ένα τραχύ αλλά πανέμορφο τοπίο με πανύψηλες βελανιδιές. Υπογραμμίζει την περίοπτη, στρατηγικής σημασίας θέση της πόλης, αλλά και τα πρακτικά προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετώπιζαν οι κάτοικοί της από την έντονη κλίση του λόφου. Στη μορφολογία του εδάφους αποδίδει, εξάλλου, την ισχυρή διάβρωση των αρχαίων κτηρίων και, κυρίως, την εκτεταμένη διασπορά των λειψάνων τους στις γύρω κοιλάδες: αυτός είναι, υποστηρίζει με βεβαιότητα, ο λόγος που δεν σώζεται τίποτα στη θέση του «εκτός από λιγοστές προσόψεις παλιών αναλημματικών τοίχων, οι οποίες είναι πολύ ογκώδεις» (Spratt 1865, σ. 96). Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του περιηγητή ότι σε πεζούλες με σπαρτά «βρίσκονται σκόρπια, εδώ και εκεί, αρκετά μαρμάρινα γλυπτά και μνημειώδεις βάσεις ή βωμοί που στήριζαν αγάλματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων» (Spratt 1865, σ. 97), καθώς, επίσης, πολλοί μαρμάρινοι και γρανιτένιοι κίονες. Ο Spratt εκτιμά ότι η πυκνότητα και η ποιότητα των επιφανειακών ενδείξεων συνθέτουν την εικόνα μιας πόλης που ήταν κάποτε πλούσια και πολυάνθρωπη (Spratt 1865, σ. 97). Η πεποίθησή του αυτή ενισχύεται από την παρουσία δύο μαρμάρινων αγαλμάτων που κείτονταν «κοντά στον μικρό ναό» (Spratt 1865, 97), πιθανότατα του Αγίου Γεωργίου στον περιβάλλοντα χώρο του οποίου αποκαλύφθηκε, σε σωστική ανασκαφή της ΚΓ’ ΕΠΚΑ, το ρωμαϊκό Βουλευτήριο της πόλης (Ρεθεμιωτάκης 1984). Κατά την επίσκεψη, όμως, του Spratt «δεν διατηρούνταν υπολείμματα κτηρίων κατά χώραν, ούτε κάποιο εμφανές ίχνος του μεγάλου θεάτρου, το οποίο, σύμφωνα με τον Antonio [sic] Belli, σωζόταν στη Λύττο κατά τη διάρκεια της ενετικής κατάληψης της Κρήτης» (Spratt 1965, σ. 97). Ο Spratt αμφισβητεί την ύπαρξη θεάτρου στον λόφο της Λύκτου, δεδομένου ότι «η απουσία λειψάνων και η πολύ μεγάλη διάμετρος της καμπύλης [του κοίλου] στις κορφές των πολυάριθμων φαραγγιών αντικρούουν σ’ αυτήν την πιθανότητα» (Spratt 1865, σ. 97). Γι’ αυτό και επανέρχεται στα δύο μαρμάρινα αγάλματα που τον εντυπωσίασαν με την ομορφιά και την τέχνη τους, εξηγώντας ότι «το ένα ανήκει σε μία ενδεδυμένη γυναικεία μορφή και το άλλο αποτελείται από το κάτω μισό ενός κολοσσιαίου αγάλματος του Δία, ο οποίος αναγνωρίζεται από τον αετό που έχει σκαλιστεί πίσω από τα πόδια του» (Spratt 1865, σ. 97-98). Στο βορειότερο, επίσης, όριο της πόλης εντοπίζει «έναν μικρό τετράγωνο μαρμάρινο βωμό, στις δύο προσόψεις του οποίου είχε σκαλιστεί ένας γυμνός νέος ή Έρωτας με δάδα στο χέρι […] ενώ κεφαλές προβάτων, σταφύλια και φυτικά μοτίβα διακοσμούσαν τις δύο άλλες πλευρές και τα γωνιαία του τμήματα. Στην κορυφή του βωμού υπήρχε ρηχή κοιλότητα και μολονότι το ανάγλυφο της διακόσμησης είναι χαμηλό, η τέχνη του είναι εξαιρετικής ποιότητας» (Spratt 1865, σ. 98).

Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του, ο Spratt κάνει λόγο για τον «πολύ φαρδύ και πλακοστρωμένο δρόμο που κάποτε συνέδεε τη Λύττο με το επίνειό της», τη Χερσόνησο, θεωρώντας τον αδιάψευστο μάρτυρα πληθυσμιακής αύξησης και ακμής (Spratt 1865, σ. 103-104). Στο δίτομο έργο του υπάρχει, επίσης, παράρτημα συνταγμένο από τον Churchill Badington με πολλές αδημοσίευτες επιγραφές της Λύκτου (Spratt 1865, σ. 99). Ο ίδιος ο περιηγητής σχολιάζει μονάχα μία απ’ αυτές, που είχε επαναχρησιμοποιηθεί ως υπέρθυρο σε κάποιο σπίτι του Ξιδά, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα ως μια από τις αρχαιότερες του νησιού (Spratt 1865, σ. 98), ενώ κάνει λόγο και για τα «όχι και τόσο σπάνια» νομίσματα της πόλης (Spratt 1865, σ. 99).

Αρκετές δεκαετίες μετά, στα 1893 και 1896, αντίστοιχα, επισκέπτονται τη Λύκτο οι Ιταλοί «πιονιέροι» της κρητικής αρχαιολογίας, L. Mariani και A. Taramelli. Ο πρώτος κάνει λόγο για την τοπογραφία και εντυπωσιάζεται από τη σημαντική έκταση και το πλήθος των ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, πολλές από τις οποίες έχουν, όπως εξηγεί, μεταφερθεί στο Καστέλι Πεδιάδος (Mariani 1896, σ. 238). Ενώ ο δεύτερος σχολιάζει εκτενώς την περίοπτη θέση της πόλης που «είναι από τη φύση της τέλεια οχυρωμένη από κάθε πλευρά […] κυριαρχώντας στην κοιλάδα των Ποταμιών και του Αβδού» (Taramelli 1899), καθώς και τα ρωμαϊκά λείψανα που «έχουν, όπως και στην περίπτωση της Γόρτυνας, καλύψει τα ίχνη της μυκηναϊκής και ελληνικής πόλης» (Taramelli 1899). Εκτιμά ότι η ρωμαϊκή Λύκτος θα πρέπει να ήταν τεράστια, εάν κρίνει κανείς από την έκταση των ερειπίων «και το μέγεθος του θεάτρου της που είναι πλέον άφαντο από τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές» (Taramelli 1899, σ. 390). Ο Taramelli παρατηρεί ότι οι άκρες του κοίλου και η σκηνή ήταν χτισμένες με ρωμαϊκή τεχνική και προσθέτει ότι εάν το σχέδιο του Belli είναι, έστω εν μέρει, αξιόπιστο, το θέατρο της Λύκτου θα πρέπει να διέθετε ένα porticus in summa cavea (Di Napoli 2010, σ. 818). Συμπληρώνει, τέλος, ότι σύγχρονο του θεάτρου είναι το μεγαλοπρεπές υδραγωγείο, το οποίο περιγράφει εκτενώς, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνο της Χερσονήσου (Παπαδάκη, Μιλιδάκης 2011). Η αναφορά του συνοδεύεται από σκαρίφημα του Mariani (Taramelli 1899, σ. 390, εικ. 39) που απεικονίζει την ακρόπολη της Λύκτου, στο οποίο σημειώνεται, μεταξύ άλλων, και η πιθανή θέση του θεάτρου (Εικ. 2, αρ. 6). Σύμφωνα, όμως, με τον Στ. Σπανάκη, το συγκεκριμένο σημείο «δέρνεται τον περισσότερο χρόνο από τον βορρά, σ’ ένα υψόμετρο γύρω στα 650 μέτρα», γεγονός που θα εμπόδιζε τη λειτουργία του ειδικά κατά τους χειμερινούς μήνες (Σπανάκης 1968, σ. 159, σημ. 52 και πίν. ΛΓ’). Στη νότια, ωστόσο, πλευρά του λόφου, υποστηρίζει ο ίδιος ερευνητής, σχηματίζεται μια φυσική κόγχη (Εικ. 2, αρ. 7), όπου θα ήταν δυνατό να φιλοξενηθεί το κοίλον του μεγάλου θεάτρου της Λύκτου (Σπανάκης 1968, σ. 159, σημ. 52 και πίν. ΛΓ’). Στη δυτική άκρη του κοίλου εκείνου χώρου, εξάλλου, σώζονται πλινθόκτιστα αρχιτεκτονικά λείψανα της ρωμαϊκής εποχής, που οι ντόπιοι ονομάζουν «φυλακές» και που, κατά τον Σπανάκη, θα μπορούσαν, ίσως, ν’ ανήκουν στο θέατρο καθώς η θέση τους είναι προσφορότερη και, κυρίως, προφυλαγμένη από τους βόρειους και βορειοδυτικούς ανέμους που επικρατούν στην περιοχή (Σπανάκης 1968, σ. 159, σημ. 52 και πίν. ΛΓ’).

Συζήτηση

Οι φευγαλέες εντυπώσεις, τα συνήθως λακωνικά σχόλια και οι σχεδόν μονότονα επαναλαμβανόμενες πληροφορίες των, ούτως ή άλλως, λιγοστών ξένων επισκεπτών της Λύκτου, από τα χρόνια της Ενετοκρατίας ώς τα τέλη του 19ου αιώνα, ελάχιστα συνεισφέρουν στην ανασύνθεση της μνημειακής τοπογραφίας της πόλης, δίχως, ωστόσο, να χάνουν την αξία και, κυρίως, τη γοητεία τους.

Είναι γεγονός ότι η Λύκτος ενδιαφέρει ελάχιστα τους πρώιμους περιηγητές του νησιού, μολονότι οι περισσότεροι τη γνωρίζουν από τις αρχαίες φιλολογικές μαρτυρίες, στις οποίες χαρακτηρίζεται ως μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Κρήτης, εφάμιλλη της Κνωσού και της Γόρτυνας. Η Λύκτος, ωστόσο, δεν αποτελεί προσφιλή περιηγητικό προορισμό, ίσως λόγω του δύσβατου της περιοχής της. Έτσι, οι λιγοστές πρώιμες αναφορές αναπαράγουν, συνήθως, σχόλια αρχαίων συγγραφέων, ενίοτε εμπλουτισμένα με προφορικές μαρτυρίες. Μοναδική εξαίρεση ο Belli που μεταβαίνει στην ακρόπολη της Λύκτου, σχολιάζοντας, όμως, αρνητικά το τοπίο και το πυκνό ανάγλυφο που, προφανώς, τον ταλαιπώρησαν. Σ’ αυτόν οφείλεται η μοναδική αποτύπωση του ρωμαϊκού θεάτρου της πόλης, παρά τις όποιες αμφιβολίες σχετικά με την πιστότητά της. Κοινός τόπος των πρώιμων περιηγητικών αναφορών παραμένουν το ρωμαϊκό υδραγωγείο, που, όμως, συγχέεται με εκείνο της Χερσονήσου, καθώς επίσης κάποιες γενικές πληροφορίες που αφορούν στον επιγραφικό πλούτο της ευρύτερης περιοχής και στην τροφοδοσία της ακμάζουσας αγοράς αρχαιοτήτων με κινητά μνημεία της.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι όψιμοι περιηγητές της Κρήτης (π.χ. Pococke, Sieber, Pashley κ.ά.) δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με την ξεχασμένη στις αρχαίες πηγές και χαμένη στο χώρο Λύκτο. Ίσως, η ολοκληρωτική καταστροφή της από τους Κνωσίους και οι δυσκολίες στη μετάβαση να είναι κάποιοι από τους λόγους που αποτρέπουν τους περιηγητές από μια ενδεχόμενη επίσκεψη. Ο γενικός αυτός κανόνας δεν ισχύει για το ναύαρχο Spratt, η συγκροτημένη αναφορά του οποίου αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για τη σχετική με τις αρχαιότητες της Λύκτου έρευνα. Ο Spratt εντυπωσιάζεται από τις πυκνές, αλλά έντονα κατεστραμμένες αρχαιότητες, περπατά ανάμεσά τους και αξιολογεί, με οξυδέρκεια σύγχρονου ερευνητή, ενδείξεις που υπαινίσσονται τον μη ορατό αρχαιολογικό πλούτο της θέσης.

Συμπερασματικά, μονάχα ο Belli από τους πρώιμους και ο Spratt από τους όψιμους περιηγητές ασχολούνται με αυτή τη σημαντική αρχαία πόλη και αναζητούν ό,τι απέμεινε από την αίγλη και τη μεγαλοπρέπεια που περιγράφουν οι αρχαίες πηγές, οι οποίες διαφύλαξαν όσα κατέστρεψαν οι άνθρωποι και ο χρόνος.

Χριστίνα Παπαδάκη, M.Sc. στην Προϊστορική Αρχαιολογία, Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ θερμά την αρχαιολόγο της ΚΓ’ ΕΠΚΑ Δρα Κ. Γκαλανάκη, διοργανώτρια του συνεδρίου «Λύκτος Εϋκτιμένη» που πραγματοποιήθηκε στο Καστέλι Πεδιάδος τον Νοέμβρη του 2007, τον κ. Χ. Στρατήγη για την πρακτική βοήθειά του σε όλα τα στάδια της έρευνας καθώς και τη φιλόλογο κ. Ν. Σκάρπα-Μιλιδάκη για τη μετάφραση των ιταλικών κειμένων.

Κάτοψη του ρωμαϊκού θεάτρου της Λύκτου από τον O. Belli (Sanders 1982, 60:20)
1 / 2
Σημειώσεις
  1. Οι αναφορές εξετάζονται με βάση το χρόνο πραγματοποίησης των αντίστοιχων επισκέψεων και όχι σύμφωνα με εκείνον της δημοσίευσής τους.
Βιβλιογραφία
Barozzi 2004
Barozzi Fr., Descrittione dell’ Isola di Creta (Περιγραφή της Κρήτης) 1577/8, Εισαγωγή, έκδοση κειμένου, σχόλια και απόδοση στα ελληνικά Στ. Κακλαμάνης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ηράκλειο.
Beschi 1999
Onorio Belli a Creta: un manoscritto inedito della Scuola Archeologica Italiana di Atene (1587), Premessa, trascrizione commento di L. Beschi, Scuola Archeologica Italiana di Atene, Atene.
Buondelmonti 2002
Buondelmonti C., Περιγραφή της νήσου Κρήτης. Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415, Μετάφραση-Εισαγωγή Μ. Αποσκίτη, «Μικρός Ναυτίλος», Ηράκλειον.
Cornaro 1755
Cornaro C.F., Creta Sacra, sive de Episcopis utriusque ritus Graeci et Latini in insula Cretae, Venetia.
Cramer 1828
Cramer J.A., A Geographical and Historical Description of Ancient Greece, Τhe Clarendon Press, Oxford.
Dapper 1836
Dapper Ol., Ακριβής Περιγραφή της Κρήτης, Μεταφρασθέντα και Εκδοθέντα παρά του Μ. Βερνάρδου του Κρητός, εν Αθήναις 1836.
Di Napoli 2010
V. Di Napoli, «Τα θεατρικά οικοδομήματα της ρωμαϊκής Κρήτης», στο Μ. Ανδριανάκης, Ι. Τζαχίλη (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1, Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2010, σ. 814-825.
Effenterre, Gondicas 2000
Effenterre van H., Gondicas D., «Λύττος: πόλη φάντασμα;», στο Πρακτικά 8ου Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο, Α3, σ. 437-455.
Falkener 1854
Falkener Ε., A Description of Some Important Theaters and Other Remains in Crete from a MS History of Candia by Onorio Belli in 1586, London.
Faure 1959
Faure P. «La Crete aux Cents Villes», Κρητικά Χρονικά 13, σ. 213.
Galanaki, Grigoropoulos, Kastanakis, Mandalaki, Papadaki, Triantafyllidi 2006
Galanaki K., Grigoropoulos D., Kastanakis A., Mandalaki S., Papadaki C., Triantafyllidi I., «The Management of Water Resources in Chersonissos, Crete, Greece during the Roman Period», στο Angelakis A.N. and Koutsoyiannis D. (επιμ.), 1st IWA International Symposium on Water and Wastewater Technologies in Ancient Civilizations, Iraklion, σ. 265-270.
Hoeck 1823-1829
Hoeck K., Kreta. Ein Versuch zur Aufhellung der Mythologie und Geschichte der Religion und Verfassung dieser Insel, von den ältesten Zeiten bis auf die Römer-Herrschaft, C.E. Senbuch, Göttingen.
Mariani 1895
Mariani L., «Antichita cretesi», Mon.Ant., VI (1896), στ. 153-340.
Pashley 1991
Pashley R., Ταξίδια στην Κρήτη, Μετάφραση Δ. Γόντικα, Σύνδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης, Ηράκλειο.
Raulin 1869
Raulin F.V., Description physique de l’ile de Crete, T. Lafargue, Paris.
Sanders 1982
Sanders I.F., Roman Crete. An Archaeological Survey and Gazetteer of Late Hellenistic, Roman and Early Byzantine Crete, Aris & Phillips Ltd, Warminster, Wilts, England.
Spratt 1865
Spratt T.A.B., Travels and Researches in Crete, London.
Taramelli 1899
Taramelli A., «Ricerche Archaeologiche Cretesi», Mon.Ant. IX, στ. 390.
Vitruvius
Vitruvius, Δέκα Βιβλία, επιμ. Στ. Χ. Ζερεφός, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998.
Βιγγοπούλου, Στάικος 2005
Βιγγοπούλου Ι., Στάικος Κ. Σπ., Ο ελληνικός κόσμος μέσα από το βλέμμα των περιηγητών και των λογίων, Ανθολόγιο από τη Συλλογή του Δ. Κοντομηνά, Κότινος, Αθήνα.
Γόντικα 1995
Γόντικα Δ., «Ξένοι ταξιδιώτες στην Κρήτη (12ος-17ος αιώνας)», Πεπραγμένα του Ζ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α1, Ρέθυμνο, σ. 168-172.
Κανάκη υπό δημοσίευση
Κανάκη Ε., «Χριστιανικοί ναοί της Λύττου», στο Λύκτος εϋκτιμένη, Καστέλι Πεδιάδος, 9-11 Νοεμβρίου 2007.
Κοτσώνας υπό δημοσίευση
Κοτσώνας Α., «Το πρώιμο βρετανικό και ιταλικό ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες της Λύκτου (1899-1920)», στο Λύκτος εϋκτιμένη, Καστέλι Πεδιάδος, 9-11 Νοεμβρίου 2007.
Οικονομάκης 1984
Οικονομάκης Εμμ., «Το υδραγωγείο της Λύκτου», Λύκτος 1, Ηράκλειο, σ. 66-88.
Οικονομάκης 1986
Οικονομάκης Εμμ., «Το υδραγωγείο της Χερσονήσου», Λύκτος 2, Ηράκλειο, σ. 50-98.
Παναγοπούλου υπό δημοσίευση
Παναγοπούλου Κ., «Λύκτος: νόμισμα και ιστορία», στο Λύκτος εϋκτιμένη, Καστέλι Πεδιάδος, 9-11 Νοεμβρίου 2007.
Παπαδάκη, Μιλιδάκης 2011
Παπαδάκη Χ., Μιλιδάκης Μ., «Η Χερσόνησος των περιηγητών», στο Πεπραγμένα του Ι’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α4, σ. 207-229.
Πασχάλης υπό δημοσίευση
Πασχάλης Μ., «Πώς η Λύκτος έγινε Δικταία: ο Barozzi, ο Αριόστος και η ποιητική μυθοπλασία», στο Λύκτος εϋκτιμένη, Καστέλι Πεδιάδος, 9-11 Νοεμβρίου 2007.
Ρεθεμιωτάκης 1984
Ρεθεμιωτάκης Γ., «Ανασκαφική Έρευνα στη Λύττο», Λύκτος 1, Ηράκλειον, σ. 49-65.
Σπανάκης 1957
Σπανάκης Στ., «Ανέκδοτος Κατάλογος των 100 Πόλεων της Κρήτης», Κρητικά Χρονικά 11, σ. 277-301.
Σπανάκης 1968
Σπανάκης Στ., «Το θέατρο στη ρωμαϊκή Κρήτη», Πεπραγμένα του Β’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 1966), Β’, Αθήναι, σ. 142-162.
Φαράκλας κ.ά. 1988
Φαράκλας Ν., Κατάκη Ε., Κόσσυβα Α., Ξιφαράς Ν., Παναγιωτόπουλος Ε., Τασούλας Γ., Τσατσάκη Ν., Χατζηπαναγιώτη Μ., Οι επικράτειες των αρχαίων πόλεων της Κρήτης, (Ρίθυμνα 6), Ρέθυμνο.
Φαράκλας, Ξιφαράς υπό δημοσίευση
Φαράκλας Ν., Ξιφαράς Ν., «Γεωγραφική και πολιτική συγκρότηση της Λύκτου», στο Λύκτος εϋκτιμένη, Καστέλι Πεδιάδος, 9-11 Νοεμβρίου 2007.
Χατζή-Βαλλιάνου 2006
Χατζή-Βαλλιάνου Δ., Κρήτη - Βόρεια Πεδιάδα. Δήμοι Καστελλίου - Γουβών - Χερσονήσου, Α.Ι.Κ.Σ., Ηράκλειο.