Η εργασία αυτή* επικεντρώνεται κυρίως στις ταφικές πρακτικές του νεκροταφείου στη θέση Τριανταφυλλιά Λιβανατών στην Οπουντία Λοκρίδα (Ν. Φθιώτιδας), καθώς αυτό παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα της αποκλειστικής ταφής μέσα σε ταφικά αγγεία —σε μεγάλους πίθους για τους ενήλικες και σε μικρότερα αγγεία για τα παιδιά—, με εξαίρεση μία πυρά που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές.

Στη μελέτη γίνεται διεξοδική ανάλυση των δεδομένων για την ερμηνεία των ταφικών εθίμων της αρχαίας αυτής κοινωνίας. Η προσέγγιση είναι συνθετική, με βάση τις αρχαίες πηγές, τις δημοσιεύσεις, τα δεδομένα των νεκροταφείων και κυρίως την κεραμική των τάφων του νεκροταφείου της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών. Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση του χαρακτήρα της μικρής αυτής κοινωνίας. Μέσα από την έρευνα αυτή εξάγονται συμπεράσματα για τις πολιτικές, καλλιτεχνικές και οικονομικές σχέσεις των κατοίκων του οικισμού, στον οποίο αντιστοιχεί το νεκροταφείο, με τις άλλες πόλεις. Εκφράζονται απόψεις για την πρακτική του ενταφιασμού των ενηλίκων μέσα σε μεγάλους πίθους στο συγκεκριμένο νεκροταφείο και γίνεται η σύγκριση με τα άλλα νεκροταφεία στην περιοχή, αλλά και στον υπόλοιπο ελλαδικό κόσμο. Τα νέα στοιχεία που προκύπτουν συμβάλλουν στην περαιτέρω πορεία της έρευνας για τη μελέτη της Ανατολικής Λοκρίδας.

Στην αρχαιότητα η περιοχή που ήταν γνωστή ως Λοκρίς (σημ. 1), χωριζόταν σε Ανατολική (σημ. 2) και Δυτική (σημ. 3). Η Ανατολική Λοκρίδα (σημ. 4) χωριζόταν επίσης σε ανατολική και δυτική και καταλάμβανε περίπου το νοτιοανατολικό τμήμα του Νομού Φθιώτιδας. Η γεωγραφική θέση της Ανατολικής Λοκρίδας, επάνω στον σημαντικότερο οδικό άξονα που συνδέει το βόρειο με το νότιο τμήμα της ελληνικής χερσονήσου, υπήρξε στρατηγικής σημασίας και καθόρισε την πορεία της μέσα στο χρόνο. Στο ανατολικό τμήμα της Ανατολικής Λοκρίδας, γνωστής και ως Οπουντίας (σημ. 5), αναπτύσσονται σημαντικές πόλεις (όπως Οπούς, Κύνος, Καλλίαρος, Βήσσα κ.ά.). Ο Οπούς (σημ. 6) είναι η πρωτεύουσα της Οπουντίας Λοκρίδας και ο Κύνος (σημ. 7) το σημαντικότερο λιμάνι της. Οι ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή αποκάλυψαν τμήματα οικισμών και νεκροταφεία (σημ. 8).

Το νεκροταφείο στη θέση Τριανταφυλλιά Λιβανατών (αγρού ιδιοκτησίας Γ. Καραΐσκου) (σημ. 9) βρίσκεται εντός των ορίων της Οπουντίας Λοκρίδας και τοποθετείται περίπου 2 χλμ. δυτικά των σημερινών Λιβανατών, κοντά στον αρχαίο Κύνο. Αποκαλύφθηκε το 1981-1982 κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφικής έρευνας της ΙΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων υπό την επίβλεψη της τότε επιμελήτριας αρχαιοτήτων, Αρτέμιδος Ωνάσογλου (σημ. 10).

Στο νεκροταφείο της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών ήρθαν στο φως 80 συνολικά τάφοι που χρονολογούνται από τα υστεροαρχαϊκά χρόνια έως και τον 2ο αι. π.Χ. Το νεκροταφείο παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα της αποκλειστικής ταφής των ενηλίκων μέσα σε μεγάλους πίθους (65 συνολικά) και των παιδιών σε μικρότερα αγγεία (14). Μοναδική υπήρξε μία πυρά. Όλοι οι τάφοι του νεκροταφείου (εικ. 2) ήταν κατανεμημένοι σε τρεις συστάδες: την α’ στα βόρεια με υστεροαρχαϊκούς τάφους, τη β’ στο κεντρικό τμήμα του νεκροταφείου με κλασικούς και ελληνιστικούς και τη γ’ στα νότια με ελληνιστικούς τάφους. Η ανάπτυξη του νεκροταφείου σε τρεις συστάδες πραγματοποιείται κατά το μήκος τους, σε οριζόντια συνεχόμενη διάταξη και σε ένα επίπεδο. Από τη χρονολόγηση των τάφων προκύπτει μια συνεχής και αδιάκοπη χρήση του νεκροταφείου, η οποία μας επιτρέπει να διακρίνουμε το πέρασμα του χρόνου από τάφο σε τάφο μέσα από μια οριζόντια στρωματογραφία. Η διάταξη των τάφων της Κλασικής εποχής ήταν ιδιαίτερα πυκνή σε σχέση με εκείνη των ελληνιστικών και αρχαϊκών χρόνων που ήταν αραιότερη. Τα μικρά παιδιά, προφανώς, θάβονταν στον ίδιο χώρο με τους ενήλικες, καθώς οι εγχυτρισμοί (ενταφιασμοί μέσα σε μικρά αγγεία) των παιδιών βρέθηκαν στην ίδια περιοχή με τους πίθους των ενηλίκων. Οι ταφικοί πίθοι που χρησιμοποιήθηκαν στις ταφές των ενηλίκων του νεκροταφείου προέρχονται, πιθανότατα, από τοπικό εργαστήριο. Είναι γενικότερα μετρίου μεγέθους, με ωοειδές σώμα, οξυπύθμενοι, με συμπαγή κυλινδρική απόφυση στη βάση. Τα χαρακτηριστικά τους διαφοροποιούνται ανάλογα με τις χρονικές περιόδους και φαίνεται μια εξέλιξη του σχήματός τους στο πέρασμα του χρόνου. Η τυπολογία των ταφικών πίθων διέφερε συνήθως από περιοχή σε περιοχή, γεγονός που οφειλόταν, προφανώς, στην τοπική κεραμική παραγωγή. Τα αγγεία των εγχυτρισμών είναι οξυπύθμενοι αμφορείς, άβαφες πρόχοι και ένα μικρό πιθοειδές άβαφο αγγείο.

Σχετικά με τον τρόπο του ενταφιασμού των ενηλίκων μέσα στους πίθους (εικ. 1α, β), η έρευνα έδειξε ότι αυτός δεν διέφερε από τους αντίστοιχους στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Οι πίθοι είναι τοποθετημένοι πλάγια και για την τοποθέτηση του νεκρού στο εσωτερικό τους έκοβαν ένα κομμάτι από την κοιλιά του ταφικού πίθου, το οποίο επανατοποθετούσαν αφού ολοκληρωνόταν η ταφή. Ο προσανατολισμός των πίθων της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών είναι σταθερός με κατεύθυνση Α–Δ και με τοποθέτηση του στομίου προς τα ανατολικά. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε ένας τάφος ο οποίος περιείχε δύο νεκρούς μαζί και είχε τοποθετημένο το στόμιό του στα δυτικά. Διαπιστώθηκε ότι αυτή η προτίμηση του προσανατολισμού τόσο στο νεκροταφείο της Τριανταφυλλιάς όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Οπουντίας Λοκρίδας παραμένει σταθερή για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Τα κτερίσματα των τάφων (περίπου 1.370) ήταν κυρίως αγγεία (εικ. 3α, β). Ειδώλια, νομίσματα και μετάλλινα αντικείμενα βρέθηκαν σε μικρότερες ποσότητες. Τα είδη των κτερισμάτων που προτιμώνται τόσο στο νεκροταφείο της Τριανταφυλλιάς όσο και στα υπόλοιπα νεκροταφεία της Οπουντίας Λοκρίδας είναι τα ίδια: μελανόμορφες κύλικες, ληκύθια, σκύφοι, μελαμβαφείς κύλικες-σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι, καρχήσια, ιχθυοπινάκια, πινάκια με πολύχρωμη διακόσμηση, μυροδοχεία, άβαφες πρόχοι, «καρποδόχοι», λυχνάρια, νομίσματα και λίγα μετάλλινα αντικείμενα. Η παρουσία της άβαφης πρόχου στους τάφους είναι σταθερή. Αυτή τοποθετείται συνήθως εξωτερικά του ταφικού πίθου κοντά στο στόμιό του και ερμηνεύεται ως τελετουργικό κτέρισμα. Τα πολυτελέστερα αγγεία (εικ. 4α-γ) που χρησιμοποιήθηκαν ως κτερίσματα ήταν οι μελανόμορφες λήκυθοι, οι μελανόμορφες και μελαμβαφείς κύλικες, οι μελανόμορφοι σκύφοι, ένα αρυβαλλοειδές ερυθρόμορφο ληκύθιο, προϊόντα εισηγμένα από την Αττική. Τα προϊόντα που εισάγονταν ήταν μαζικής παραγωγής και τα αγγεία από την Αττική φαίνεται να είναι έργα ζωγράφων μέτριας καλλιτεχνικής απόδοσης και ευρείας διάδοσης. Τα προϊόντα της κοροπλαστικής (εικ. 5) είναι ποικίλα και εξελίσσονται σύμφωνα με τα ρεύματα της εποχής. Η επιρροή από τη γειτονική Βοιωτία είναι έντονη. Οι τύποι είναι γνωστοί, όπως των υδριαφόρων, ιστάμενων και καθήμενων ενδεδυμένων γυναικείων μορφών, των γυμνών νέων που άλλοτε κρατούν πετεινό και άλλοτε στεφάνι ή λύρα. Τα ζωόμορφα ειδώλια αποτελούν μια πολυάριθμη ομάδα. Πρόκειται για διαφορετικά είδη, όπως χελώνας, χοίρου, περιστεριού, ταύρου (και μόσχου), ίππου (και ίππου με αναβάτη) και πετεινού (της Κλασικής εποχής). Τα κτερίσματα των ελληνιστικών τάφων είναι ως επί το πλείστον νομίσματα (122 στο σύνολο). Οι ανταλλαγές των παραπάνω προϊόντων δείχνουν τις καλές εμπορικές σχέσεις των κατοίκων του οικισμού με τους Αθηναίους και Βοιωτούς τεχνίτες. Οι κάτοικοι θα μπορούσαν να προμηθεύονται τα εισηγμένα προϊόντα ανταλλάσσοντάς τα με γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα δικής τους παραγωγής.

Τα ιστορικά γεγονότα δείχνουν ότι στα αρχαϊκά χρόνια οι Ανατολικοί Λοκροί είναι πολιτικά και οικονομικά ισχυροί με την ίδρυση της πρώτης Αμφικτιονίας των πόλεων της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Ελλάδας σε έδαφός τους (σημ. 11). Μέχρι το 480 π.Χ. και με την έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων στα εδάφη τους στη διάρκεια των Περσικών πολέμων διανύουν μια μακρά περίοδο ειρήνης και αυτό επιβεβαιώνεται από τα κτερίσματα των υστεροαρχαϊκών και πρώιμων κλασικών τάφων του νεκροταφείου.

Στην εγγύτερη περιοχή του νεκροταφείου της Τριανταφυλλιάς αποκαλύφθηκαν ίχνη ακρόπολης (σημ. 12) του 4ου αι. π.Χ. στο λόφο της Παληοκάστρα. Οι θέσεις των νεκροταφείων γύρω από την ακρόπολη ήταν αρκετές και βρέθηκαν σε χαμηλά υψώματα και σε εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αυτές καλύπτουν χρονολογικά ένα φάσμα από τα μυκηναϊκά έως και τα ελληνιστικά χρόνια. Ο οικισμός της Παληοκάστρα Λιβανατών δεν έχει ακόμη ταυτιστεί (σημ. 13). Οι μελλοντικές ανασκαφές στην περιοχή θα δώσουν απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα και θα διαγράψουν μια πιο σαφή εικόνα για την ιστορία της περιοχής. Πάντως, ο οικισμός, στον οποίο αντιστοιχεί το νεκροταφείο της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών, κατοικείται αδιάκοπα από τα υστεροαρχαϊκά έως και τα ελληνιστικά χρόνια. Οι υστεροαρχαϊκοί τάφοι αντιπροσωπεύουν το μικρότερο ποσοστό του συνόλου των τάφων του νεκροταφείου (το 6,25%), οι ελληνιστικοί ένα μεγάλο (το 42,5%), ενώ οι κλασικοί το μεγαλύτερο ποσοστό (το 51,25%). Κατά συνέπεια, ο οικισμός, στον οποίο ανήκει το νεκροταφείο, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη κατά τους Κλασικούς χρόνους. Το 81,25% των νεκρών του νεκροταφείου ήταν ενήλικες ή και έφηβοι και το 17,5% μικρά παιδιά και βρέφη. Η παιδική θνησιμότητα στους κλασικούς χρόνους αντιστοιχεί στο 85,7% περίπου, ενώ στους ελληνιστικούς μειώνεται σημαντικά στο 14,3%. Για τους υστεροαρχαϊκούς τάφους το ποσοστό είναι μηδενικό.

Η οστεολογική εξέταση των διατηρούμενων έως σήμερα οστών οδήγησε σε συμπεράσματα για τις διατροφικές συνήθειες ενός μικρού δείγματος των κατοίκων του οικισμού (του 12,5% του συνόλου των τάφων του νεκροταφείου). Η έρευνα έδειξε ότι αυξημένη κατανάλωση φυτικών υδατανθράκων και φρούτων σε συνδυασμό με κακή οδοντική υγιεινή προξένησαν διάβρωση των δοντιών (σημ. 14). Επίσης, ορισμένα άτομα εμφάνιζαν πώρωση της οροφής της οφθαλμικής κόγχης, η οποία σχετίζεται με χαμηλή κατανάλωση τροφών ζωικής προέλευσης. Αν και το μέγεθος και η αποσπασματικότητα του δείγματος δεν επιτρέπουν την εξαγωγή πιο συγκεκριμένων συμπερασμάτων, η διατροφή του ενήλικου πληθυσμού βασιζόταν, μάλλον, κατά μεγάλο μέρος στις φυτικές τροφές (προφανώς σιτηρά και όσπρια), ενώ οι ζωικές καταναλώνονταν σε μικρό ποσοστό.

Όσον αφορά τη σταθερή προτίμηση των κατοίκων του οικισμού να θάβουν τους ενήλικες με έναν συγκεκριμένο τρόπο (μέσα σε μεγάλους πίθους), η ίδια πρακτική ταφής απαντά και στην εγγύτερη περιοχή, όπου διαπιστώνεται ότι από τα υστεροαρχαϊκά έως και τα ελληνιστικά χρόνια κυρίαρχος τρόπος ταφής είναι ο ενταφιασμός και το επικρατέστερο είδος ο εγχυτρισμός: μέσα σε ταφικό πίθο για τους ενήλικες ή και εφήβους και σε μικρότερα αγγεία για τα παιδιά και τα βρέφη. Το φαινόμενο είναι γνωστό και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Λοκρίδας. Η διαχρονική εξέταση της πρακτικής της ταφής των ενηλίκων σε πίθους (σημ. 15) στην υπόλοιπη Ελλάδα έδειξε ότι αυτή διατηρήθηκε με μεγάλη συχνότητα σε τρεις κυρίως περιοχές του ελλαδικού χώρου, την Αιτωλοακαρνανία, τη Δυτική κυρίως Πελοπόννησο και την Ανατολική Λοκρίδα, αλλά και στα παράλια της Μ. Ασίας. Στο νεκροταφείο της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών η επιλογή της συγκεκριμένης πρακτικής σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι δυνατόν να εξυπηρετούσε ιδεολογικές, κοινωνικές ή και άλλες ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας (σημ. 16).

Εν κατακλείδι, τα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι τα κτερίσματα στους τάφους του νεκροταφείου της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών δεν διαφοροποιούνται τυπολογικά από εκείνα των άλλων σύγχρονων ειδών ταφής στην περιοχή. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνταν, προφανώς, με γεωκτηνοτροφικές εργασίες ή και με την αλιεία (λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα). Ορισμένα αντικείμενα ήταν εισηγμένα από την Αττική και τη Βοιωτία και πολλά προέρχονταν από τοπικά εργαστήρια. Οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να είναι τεχνίτες, κεραμείς, γεωργοί, κτηνοτρόφοι, αλιείς. Η κεραμική αποδεικνύει τις καλές σχέσεις των κατοίκων του οικισμού με την Αθήνα και τη Βοιωτία. Η μεγάλη ποσότητα των νομισμάτων μαρτυρά τις επαφές και συναλλαγές της τοπικής κοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Η ύπαρξη λιμανιού σε κοντινή απόσταση θα διευκόλυνε ίσως τις εμπορικές επαφές. Συνεπώς, η κοινωνία δεν ήταν ούτε κλειστή, ούτε απομονωμένη. Ήταν ικανή να καλύψει τις ανάγκες της, αυτόνομη και αυτάρκης. Η διατήρηση της ίδιας ταφικής πρακτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα από γενιά σε γενιά θα μπορούσε ίσως και να αφορά συγκεκριμένες κοινωνικές ή άλλες ομάδες (με στενούς συγγενικούς δεσμούς, ένα γένος, μία φατρία κ.ά.) που ζούσαν στην περιοχή. Ίσως να συνδεόταν με συγκεκριμένες αντιλήψεις των ανθρώπων γύρω από το θάνατο. Ασφαλώς, μελλοντικές ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή θα αποκαλύψουν νέα στοιχεία που θα συμβάλουν στη μελέτη της ιστορίας της Ανατολικής Λοκρίδας.

 

Μαρία Σελέκου

Δρ Αρχαιολόγος

 

*Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής και  εξετάζει την πρακτική της ταφής των ενηλίκων μέσα σε μεγάλους πίθους στο νεκροταφείο της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών στην Οπουντία Λοκρίδα (Ν. Φθιώτιδας). Αποτελείται από 2 τόμους. Ο α’ τόμος διαρθρώνεται σε πέντε μέρη και κάθε μέρος αποτελείται από μία έως έξι ενότητες. Στο Μέρος Α’, με τίτλο «Ανατολική Λοκρίδα», περιλαμβάνονται οι πληροφορίες των πρώτων περιηγητών, αναφέρονται οι παλαιές και οι νεότερες ανασκαφικές ή άλλες έρευνες στην περιοχή, καθώς επίσης και οι έως σήμερα μελέτες που αφορούν στο νεκροταφείο της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών. Αναφέρονται τα ιστορικά γεγονότα που σχετίζονται άμεσα με την περιοχή της Ανατολικής Λοκρίδας, από τα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ. έως και τις αρχές του 1ου αι. π.Χ. και εκτίθενται τα στοιχεία της τοπογραφίας της Ανατολικής Λοκρίδας (γεωμορφολογία, γεωγραφικά όρια, πόλεις). Παρατίθενται οι πληροφορίες για τις λοκρικές πόλεις που προέρχονται από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, τις επιγραφικές μαρτυρίες και τις ανασκαφικές έρευνες και επισημαίνονται οι προσπάθειες των μελετητών για την ταύτισή τους. Στο Μέρος Β’ της μελέτης, με τίτλο «Το νεκροταφείο της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών», επιχειρείται να δοθεί η εικόνα του νεκροταφείου. Εξετάζονται η οργάνωση των τάφων, το είδος τους και ο τρόπος ταφής των νεκρών, ο προσανατολισμός των ταφικών πίθων και αγγείων, τα κτερίσματα και η ερμηνευτική τους προσέγγιση, το σωζόμενο οστεολογικό υλικό των τάφων και ο οικισμός στον οποίο είναι δυνατόν να αποδοθεί το νεκροταφείο. Αναλυτικότερα, σχολιάζονται τα κτερίσματα κατά είδη (κεραμική, κοροπλαστική, λύχνοι, μετάλλινα αντικείμενα, κοσμήματα, πολεμικός εξοπλισμός και διάφορα άλλα αντικείμενα) για την άντληση πληροφοριών που σχετίζονται άμεσα με τον οικισμό και τους κατοίκους του. Το Μέρος Γ’, με τίτλο «Το έθιμο του ενταφιασμού σε πίθους», επικεντρώνεται στην πρακτική του ενταφιασμού των ενηλίκων μέσα σε μεγάλους πίθους, αλλά και των παιδιών μέσα σε μικρότερα αγγεία. Πρώτα ερευνώνται τα ταφικά έθιμα του νεκροταφείου της Τριανταφυλλιάς Λιβανατών, στη συνέχεια η έρευνα επεκτείνεται στην εγγύτερη περιοχή του νεκροταφείου και στην ευρύτερη της Ανατολικής Λοκρίδας και τέλος στην υπόλοιπη Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων και των παραλίων της Μ. Ασίας. Στο Μέρος Δ’, «Σύνθεση των δεδομένων – Γενικές παρατηρήσεις», καταγράφονται οι γενικότερες παρατηρήσεις για τις πολιτικές, καλλιτεχνικές και οικονομικές σχέσεις του οικισμού, στον οποίο αντιστοιχεί το νεκροταφείο των Λιβανατών, με τις άλλες πόλεις. Επίσης, εκφράζονται οι απόψεις για την πρακτική του ενταφιασμού των ενηλίκων μέσα σε μεγάλους πίθους, οι οποίες προκύπτουν από όλα όσα εκτίθενται στα προηγούμενα μέρη της μελέτης. Τέλος, στο Μέρος Ε’, ακολουθούν οι χάρτες, τα τοπογραφικά και εικόνες ενδεικτικές των τάφων και των κτερισμάτων τους. Ο α’ τόμος περιλαμβάνει τον κατάλογο των τάφων και των κτερισμάτων τους με τη βιβλιογραφική τεκμηρίωση, συνοπτικούς πίνακες αυτών, καθώς και ένα Παράρτημα με πίνακες αντιστοιχίας των αριθμών καταγραφής των Ευρετηρίων της ΙΔ’ ΕΠΚΑ με τους αριθμούς των ευρημάτων του καταλόγου της παρούσας μελέτης.