Πριν από 15 χρόνια το 1999, το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες φιλοξένησε ένα ειδικό αφιέρωμα στη Μουσειολογία δίνοντας για πρώτη φορά χώρο και δυνατότητα έκφρασης σε νέους τότε επαγγελματίες μουσειολόγους, για να μεταφέρουν μέσα από μια ποικιλία άρθρων, οργανωμένων σε τέσσερις ενότητες και ισάριθμα τεύχη (αρ. 70-73) και σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, γνώσεις, σκέψεις, διαπιστώσεις, ερευνητικές ανησυχίες και πρότυπες δράσεις, εκφέροντας ένα λόγο διαφορετικό για τα μουσεία, την ιστορία, τη θεωρία και τις πρακτικές τους.

Ως συνεπιμελήτρια εκείνου του αφιερώματος, με συνοδοιπόρο τη συνάδελφο Αλεξάνδρα Μπούνια, ανακαλώ στη μνήμη μου το θαρραλέο (για τα δεδομένα της τότε εποχής) εγχείρημα κοινωνικοποίησης της κοινωνικής ούτως ή άλλως επιστήμης της Μουσειολογίας, ένα εγχείρημα που υποστηρίχθηκε έμπρακτα τόσο από τους ανθρώπους του περιοδικού όσο και τους συγγραφείς, Έλληνες και ξένους, που συνέπραξαν μαζί μας για τη σύνθεση της ύλης του αφιερώματος.

Το πρώτο μέρος του αφιερώματος, τιτλοφορούμενο «Εισαγωγή στη Μουσειολογία» (τεύχος 70, σ. 38-58), περιλάμβανε τέσσερα άρθρα που αποσκοπούσαν στη συλλογή θεωρητικών κειμένων που θα έδιναν το στίγμα της μουσειολογικής επιστήμης στη στροφή του 21ου αιώνα, καταρχάς μέσα από μια επισκόπηση της ιστορίας του μουσειακού θεσμού διά μέσου των αιώνων (Α. Γκαζή), στην κριτική παρουσίαση της αλληλένδετης σχέσης μουσειακής θεωρίας και πρακτικής που συνθετικά δημιουργεί συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια με πολιτισμικές συνέπειες (S. Pearce), στην επανεξέταση της Νέας Μουσειολογίας και τα προτάγματα όσο και διαπιστώσεις της μια δεκαετία μετά την πρώτη έκδοση της κλασικής ανθολογίας The New Museology (P. Vergo) και στο ερμηνευτικό πλαίσιο που προσδιορίζει κάθε φορά τη δημιουργία μιας μουσειακής έκθεσης, καθώς και στις ιδεολογικές προκλήσεις που εγείρονται ανάλογα με τη θεματική και τα κοινωνικά συμφραστικά περιβάλλοντα κάθε εκθεσιακής επιλογής (Μ. Μούλιου, Α. Μπούνια).

Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο «Μουσεία: η λειτουργία τους με επαγγελματικό τρόπο» (τεύχος 71, σ. 38-43), τα άρθρα είχαν ως στόχο, όπως σημειώναμε ως επιμελήτριες στο εισαγωγικό μας κείμενο, να φωτίσουν τις ιδιαιτερότητες που χαρακτήριζαν την εργασία στο μουσείο, να διευρύνουν τις παραμέτρους που τις καθόριζαν και να συζητήσουν τις δυνατότητες που υπήρχαν για την καθιέρωση ενιαίας επαγγελματικής συνείδησης. Με άλλα λόγια, είχαμε τότε επιχειρήσει μια πρώτη χαρτογράφηση του μουσειακού επαγγέλματος και των πολλαπλών του διαστάσεων, τόσο στο διεθνές όσο και στο ελληνικό μουσειακό περιβάλλον, αξιοποιώντας τις απόψεις ξένων ερευνητών και δασκάλων όσο και τις προσωπικές εμπειρίες Ελλήνων μουσειολόγων και μουσειοπαιδαγωγών (M. Bieber, G. Kavanagh, Ε. Μυρογιάννη, Στ. Παπαδόπουλος).

Στο τρίτο τεύχος, με γενικό θέμα «Μουσείο και Επικοινωνία» (τεύχος 72, σ. 42-61) είχαμε θελήσει να αναδείξουμε τις πολλαπλές διαστάσεις του θέματος (για τη γνώση, τη μάθηση, την ερμηνεία, τις έρευνες επισκεπτών, την αξιολόγηση, κ.ά.) και να υποστηρίξουμε ότι η επικοινωνία δεν εκφράζει ή συγκροτεί μόνο μια οργανωτική στρατηγική ενός μουσειακού οργανισμού αλλά τη βάση της ιδεολογίας του. Τα άρθρα που υπέγραψαν οι N. Merriman, E. Hooper-Greenhill, Θ. Μουσούρη και Μ. Οικονόμου μετέφεραν εμπειρίες και πρακτικές από το διεθνές και εγχώριο μουσειακό γίγνεσθαι για το πώς τα μουσεία μπορούσαν να εκληφθούν ως φορείς αξιών και ποιότητας με έκδηλο και πολυδιάστατο κοινωνικό ρόλο.

Τέλος, το τέταρτο και εκτενέστερο μέρος του αφιερώματος με τίτλο «Μουσειολογία: Ιστορία, θεωρία και πρακτική» (τεύχος 73, σ. 40-74) επικεντρώθηκε στην παρουσίαση μιας σειράς εργασιών που σχετίζονταν με ποικίλα επιστημονικά ενδιαφέροντα της Μουσειολογίας, όπως αυτά υποστηρίζονταν τότε από το ερευνητικό έργο και την εφαρμοσμένη πράξη Ελληνίδων μουσειολόγων ερευνητριών, οι οποίες μοιράζονταν κοινά χαρακτηριστικά, όχι μόνο ηλικιακά, εκπροσωπώντας την ίδια γενιά, αλλά κυρίως επιστημονικά, καθώς ήταν γαλουχημένες στις αρχές της νέας Μουσειολογίας μέσω της εκπαίδευσής τους σε σημαντικές σχολές μουσειακών σπουδών της Αγγλίας (Α. Γκαζή, Δ. Καλεσοπούλου, Μ. Μούλιου, Θ. Μουσούρη, Α. Μπούνια, Α. Νικηφορίδου και Ντ. Τζωρτζάκη).

Μέσα στα επόμενα 15 χρόνια που ακολούθησαν πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα, τόσο στα θεσμικά όργανα και στις νομοθετικές ρυθμίσεις για τον πολιτισμό, στην οργάνωση και τη λειτουργία των μουσείων όσο και στην ίδια την κοινωνία και την οικονομία της γνώσης και του πολιτισμού, ενώ η Μουσειολογία από άγνωστη επιστήμη κατέκτησε, σταδιακά και με συνεχή, εντατικό και δημιουργικό κάματο, σημαντική παρουσία και δυναμικό ρόλο στην εγχώρια μουσειακή πραγματικότητα, σε θεσμικό, ιδεολογικό, διδακτικό, ερευνητικό, πρακτικό και εκδοτικό επίπεδο. Όσο για το πρώτο αφιέρωμα στη Μουσειολογία του 1999, αποδείχθηκε πολύτιμος οδηγός για τους επαγγελματίες των μουσείων, του πολιτισμού γενικότερα και της παιδείας, προσφέροντας επανειλλημένως υλικό για σκέψη, περαιτέρω έρευνα και διδασκαλία, όπως αποδεικνύουν οι πολυάριθμες βιβλιογραφικές ετεροαναφορές σε μονογραφίες και άρθρα που παραπέμπουν σε κείμενα του αφιερώματος.

Καθώς η επιστήμη της Μουσειολογίας στην Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε προχωρημένη εφηβεία λίγο πριν από την ενηλικίωση, θεωρήσαμε ότι η στιγμή προσφέρεται για την παρουσίαση ενός αντίστοιχου αφιερώματος στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού Αρχαιολογία και Τέχνες, το οποίο θα αφουγκράζεται τις τρέχουσες εξελίξεις, ανάγκες και προκλήσεις του συγκεκριμένου επιστημονικού πεδίου και θα αναδεικνύει τις σημαντικές του κατακτήσεις εντός και εκτός Ελλάδος, μέσα από την ώριμη ερευνητική θεώρηση Ελλήνων (σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα) μουσειολόγων, από διαφορετικές γενιές, πεδία δράσης και θέσεις ευθύνης (μουσεία, Εφορείες Αρχαιοτήτων, εκπαιδευτικούς φορείς όλων των βαθμίδων, το ελεύθερο επάγγελμα κ.ά.).

Το νέο αφιέρωμα αρθρώνεται κατ’ αναλογία με το προηγούμενο σε τέσσερα μέρη και δεκαπέντε συνολικά άρθρα, καθένα από τα οποία εστιάζει σε βασικά πεδία της σύγχρονης μουσειολογικής έρευνας και πρακτικής, τόσο εντός όσο και εκτός μουσείων, και στη διάχυση της μουσειολογικής συνείδησης στην ίδια την κοινωνία.

Στο πρώτο μέρος με τίτλο «Μουσειακές σπουδές και μουσειολόγοι στην Ελλάδα. Κεκτημένες εμπειρίες, νέες προκλήσεις και προοπτικές», το οποίο προλογίζω εκτενώς στο παρόν εισαγωγικό σημείωμα, εκπρόσωποι τριών γενεών μουσειολόγων χαρτογραφούν το μουσειολογικό τοπίο και μοιράζονται γνώσεις, προβληματισμούς και προτάσεις. Η Ματούλα Σκαλτσά ανοίγει το αφιέρωμα με μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη ιστορική αναδρομή της Μουσειολογίας ως επιστημονικού πεδίου στην Ελλάδα, τόσο ως αντικειμένου διδασκαλίας και έρευνας σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο όσο και ως εφαρμοσμένης πρακτικής στη συστηματική επιστημονική άσκησή της στη δύσκολη αγορά εργασίας στη χώρα μας. Η πανοραμική ματιά της και η εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση των θεμάτων που θέτει καθιστούν το κείμενό της πολύτιμο πλοηγό στα ήδη χαρτογραφημένα αλλά και στα αχαρτογράφητα ακόμη πεδία της εγχώριας μουσειολογικής παραγωγής. Η Ανδρομάχη Γκαζή εστιάζει στη διδακτική της Μουσειολογίας, όπως αυτή μπορεί να αναπτυχθεί παραδειγματικά μέσα από τη διοργάνωση φοιτητικών εκθέσεων σε μουσεία και περιγράφει συνοπτικά αλλά με τον πάντα πυκνογραμμένο και σαφή λόγο της την εμπειρία της ως συντονίστριας στο σχεδιασμό τέτοιων δράσεων από φοιτητές της κατεύθυνσης στο πλαίσιο της ευρύτερης φιλοσοφίας του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου για την εκπαίδευση των φοιτητών της κατεύθυνσης «Πολιτισμός και Πολιτιστική Διαχείριση». Ο Παναγής Κουτσοκώστας, ως εκπρόσωπος της νέας γενιάς επιμελητών εκθέσεων τέχνης με παράλληλη μουσειολογική παιδεία και εξειδίκευση, σε ένα πλούσιο κείμενο θεωρητικών αναστοχασμών αποκαλύπτει τις δικές του πηγές έμπνευσης που σηματοδότησαν την προσωπική του, ήδη πλούσια πορεία στη δόμηση επαγγελματικής ταυτότητας και επιστημονικού λόγου, εξηγώντας παράλληλα πώς η μουσειολογική θεωρία μπορεί να συμβάλει στην επιμέλεια εκθέσεων τέχνης με τη συνθετική αξιοποίηση παλιών εργαλείων και νέων ερεθισμάτων. Η Μάρλεν Μούλιου στο τελευταίο άρθρο του πρώτου μέρους επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις επαγγελματικές πορείες των μουσειολόγων στην Ελλάδα, ανιχνεύοντας τους παράγοντες που καθόρισαν τη μουσειολογική τους κατάρτιση, την επαγγελματική τους εξέλιξη και το σημερινό προσωπικό μουσειολογικό τους στίγμα. Το εγχείρημα αφενός βασίζεται σε θεωρητικές προσεγγίσεις για τη διεπιστημονικότητα της Μουσειολογίας και την οργανωσιακή θεώρηση του ανθρώπου και των ανθρώπινων ομάδων και αφετέρου αξιοποιεί τα δεδομένα μιας πρωτότυπης ερευνητικής προσπάθειας της γράφουσας να συλλέξει γνώμες και εμπειρίες ελλήνων μουσειολόγων, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο στη συζήτηση περί μουσειακού επαγγελματισμού στην Ελλάδα.

Στη συνέχεια, το δεύτερο και τρίτο μέρος περιλαμβάνουν από τέσσερα άρθρα, το καθένα από τα οποία θα αναδείξει με τον τρόπο του τις θεωρητικές και πρακτικές επιλογές και προκλήσεις των μουσείων του 21ου αιώνα. Για μια πρόγευση αυτής της ενδιαφέρουσας ποικιλίας, αναφέρομαι σύντομα στις θεματικές τους: η έννοια του μουσείου και της συλλογής ως πεδίου αναφοράς και έμπνευσης για τους καλλιτέχνες της θεσμικής κριτικής (Α.Μ. Κάντα), τα ευρωπαϊκά εθνικά μουσεία και ο Ευρωπαίος πολίτης (Α. Μπούνια), τα εθνογραφικά μουσεία στον 21ο αιώνα, οι προκλήσεις και οι προοπτικές τους (Ε. Σολομών), η πρόκληση της μεταστέγασης του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (Έλενα Μελίδη, Α. Νικηφορίδου), η έννοια του «Μουσείου που Μαθαίνει», όπως αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου ευρωπαϊκού προγράμματος “The Learning Museum” (M. Sani), η έννοια του «Βιώσιμου Μουσείου» μέσα από την ανάπτυξη συνεργασιών και πόρων (Α. Σταματέλου), όσο και οι προκλήσεις και κατακτήσεις του «Ψηφιακού Μουσείου» (Κ. Αρβανίτης).

Τέλος, το τέταρτο μέρος του αφιερώματος θα εστιάσει στη μουσειακή αγωγή ως μεθοδολογικό εργαλείο, ως ανάγκη και ως εμπειρία τόσο εντός των μουσείων με βασική ομάδα-στόχο τα παιδιά, όσο και εντός του εκπαιδευτικού χώρου του σχολείου, για να αναδειχθεί η επίδραση της μουσειολογικής σκέψης και μεθόδου και ο σημαντικός ρόλος του μουσειοπαιδαγωγού. Θα παρουσιαστούν σκέψεις και αναλύσεις για το παιδοκεντρικό μουσείο (Δ. Καλεσοπούλου), τη μουσειακή αγωγή στην προσχολική ηλικία (Β. Δεληγιαννίδη), την πρωτοβάθμια (Α. Χαλικιά) και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Κ. Κωστή).

O Robert Harbison στο βιβλίο του Eccentric Spaces (2000) μας θυμίζει ότι «είναι μάλλον άσκοπο ή μάταιο να γραφούν οδηγίες για το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα λεξικό ή ένα μουσείο, γιατί είναι σαν να προσπαθούμε να γράψουμε οδηγίες για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ανθρώπινος νους». H Μουσειολογία, όμως, αυτόν ακριβώς το σκοπό προσπαθεί να υπηρετήσει, δηλαδή να συγκροτήσει θεωρία και κανόνες πρακτικής με στόχο την καλύτερη προστασία και κατανόηση του υλικού ή άυλου κόσμου που μας περιβάλλει. Αυτή η ευρύτητα του πεδίου γνώσης, έρευνας, σκέψης και αντίληψης που χρειάζεται για την κατανόηση και τη λειτουργία του μουσείου ως φαινομένου –και χρησιμοποιούμε τον όρο με την ευρύτερη, σύγχρονή του έννοια που ξεπερνά το φυσικό όριο ενός μουσειακού κτηρίου και ισοδυναμεί με την ίδια την πολιτισμική κληρονομιά–, είναι ίσως το βασικότερο χαρακτηριστικό της μουσειολογικής επιστήμης σε συνδυασμό με το διεπιστημονικό της χαρακτήρα. Γι’ αυτό ελπίζουμε ότι και η νέα συλλογή κειμένων για τα μουσεία και τη Μουσειολογία θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον όλων, και όχι μόνο των «ειδικών», εφόσον το μουσείο αφορά στον ίδιο τον άνθρωπο, τη ζωή και το περιβάλλον του στις πολυδιάστατες και συναρπαστικές εκφάνσεις τους.

 

Δρ Μάρλεν Μούλιου

Λέκτορας Μουσειολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών