Το βιβλίο της ακαδημαϊκού Konuk Halacoglou, με τίτλο «Οι επιπτώσεις της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης της 18ης Αυγούστου 1917», παρουσιάστηκε πρόσφατα σε αίθουσα του δημαρχείου Θεσσαλονίκης, παρουσία της ίδιας της συγγραφέως, του δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη, του γενικού προξένου της Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη Orhan Yalman Okan, Ελλήνων και Τούρκων προσκεκλημένων.

Η κα Halacoglou αναφέρθηκε σε στοιχεία που περιλαμβάνονται στο βιβλίο -το οποίο περιέχει ιστορικές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης, ενώ τα κείμενα αποδίδονται σε τρεις γλώσσες, αγγλικά, τουρκικά, ελληνικ – καθώς και σε μαρτυρίες από πηγές εκείνης της περιόδου για την τρομερή πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε το κέντρο της πόλης και άλλαξε τη φυσιογνωμία της.

«Θέλω να αναφερθώ στο ξενοδοχείο “Σπλέντιτ”, στο ξενοδοχείο “Όλυμπος”, στον κινηματογράφο “Πατέ”, στο τηλεγραφείο και στο ταχυδρομείο, στο κτίριο ύδρευσης, στην Οθωμανική Τράπεζα, στην Εθνική Τράπεζα, στην Τράπεζα Αθηνών και γενικότερα σε 4.096 καταστήματα και εμπορικά κτίρια, τα οποία δυστυχώς έγιναν στάχτη», είπε η συγγραφέας.

Η κα Halacoglou, η οποία είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, ανέφερε ότι από τη μεγάλη πυρκαγιά, μεταξύ άλλων, καταστράφηκαν και τρεις ορθόδοξες εκκλησίες, ανάμεσα τους και η εκκλησία του Αγίου Δημήτριου, η οποία, όπως είπε η συγγραφέας, «με όλη τη βυζαντινή κληρονομιά της, στο μεγαλύτερο κομμάτι της, έγινε στάχτη».

Αίτια που συνετέλεσαν στο «να αφανιστούν 9.500 κτίρια και να μείνουν στο δρόμο πάνω από 70.000 ψυχές» ήταν ο δυνατός αέρας, η πιθανή έλλειψη στρατηγικής και σχεδιασμού, η έλλειψη νερού, τα στενά δρομάκια και ενδεχομένως τα εμπόδια που συνάντησαν οι πυροσβέστες. Τη μεγαλύτερη ζημιά υπέστησαν οι Εβραίοι της πόλης, οι οποίοι διέμεναν και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στο κέντρο, καθώς «χάθηκαν τριανταεπτά συναγωγές, βιβλιοθήκες, σχολεία, εντευκτήρια και πάμπολλες επαγγελματικές εστίες». Επίσης, από την οθωμανική αρχιτεκτονική κληρονομιά καταστράφηκαν, μεταξύ άλλων, «το τζαμί Σελίμ Πασά με το ρολόι, η ακαδημία της αστυνομίας, ο πύργος με το ρολόι, το χάνι του Ισμαήλ Πασά κ.ά.».

Οι συμμαχικές δυνάμεις έκαναν προσπάθειες να βοηθήσουν τις ελληνικές αρχές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της στέγασης. Στήθηκαν σκηνές και πρόχειρες κατασκευές για να στεγάσουν τους αστέγους, ενώ ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά. «Έχουμε στοιχεία ότι πέντε χιλιάδες χριστιανοί φεύγουν από εδώ για την Αθήνα, το Βόλο και τη Λάρισα. Επίσης εκατοντάδες εβραίοι φεύγουν για τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία ακόμη και τις ΗΠΑ» είπε η συγγραφέας.

Η κα Halacoglou υπογράμμισε ότι ανάλογο κύμα μετανάστευσης παρατηρήθηκε και από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους, οι οποίοι, χάνοντας την περιουσία τους, κατευθύνθηκαν με πλοία προς την Τουρκία, όπου, όμως, συνάντησαν άλλα «εμπόδια», καθώς τότε «οι Βρετανοί είχαν ζώσει με νάρκες τον Ελλήσποντο».

Η συγγραφέας έκανε ιδιαίτερη μνεία στις εργασίες των καθηγητών Αλέκας Γερολύμπου και Βασίλη Κολώνα για τη φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή και μεταγενέστερα, τις οποίες, όπως είπε, προσπαθεί να μεταφέρει στο τουρκικό αναγνωστικό κοινό.

«Φτάνουμε στο 1930, όπου πλέον η απεικόνιση του ιστορικού και ανθρωπολογικού ανάγλυφου της πόλης δεν θυμίζει σε τίποτε την παρουσία του Αβδούλ Χαμίτ του Β’ και γενικά του οθωμανικού παρελθόντος. Το 1930 η απεικόνιση της πόλης είναι πια πάρα πολύ διαφορετική», είπε η συγγραφέας.

Τέλος, είπε ότι, στα χρόνια που ακολούθησαν, μεταξύ των στοιχείων που απέμειναν να θυμίζουν το οθωμανικό παρελθόν είναι ορισμένες οθωμανικές κρήνες, «τσεσμέδες» στην Άνω Πόλη, λίγα κτίρια τζαμιών χωρίς θρησκευτική λειτουργία, σπίτια και δημόσια κτίρια που άλλαξαν χρήση, ο Λευκός Πύργος, καθώς και το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε η γενέτειρα πόλη του Κεμάλ Ατατούρκ.