Ο οικισμός της Δρυοπίδας βρίσκεται στο νότιο και κεντρικό τμήμα της νήσου Κύθνου, με μέσο υψόμετρο τα 190 μέτρα περίπου, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Περιβάλλεται από όρη και είναι αθέατος από τη θάλασσα. Το αιολικό δυναμικό παρουσιάζεται ιδιαίτερα ισχυρό σε αυτά τα όρη, στοιχείο που ευνόησε τη λειτουργία ανεμόμυλων στην ευρύτερη περιοχή. Φαίνεται πως συνολικά λειτουργούσαν 26 ανεμόμυλοι, οι οποίοι όμως δεν κατασκευάστηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο. Από αυτούς έχουν εντοπιστεί οι θέσεις των 20, οι οποίες φαίνονται στον χάρτη 1 μαζί με το τοπικό οδικό δίκτυο. Ο συνολικός αριθμός των 26 ανεμόμυλων προέκυψε από τη διασταύρωση της βιβλιογραφικής έρευνας με την έρευνα πεδίου. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει βιβλιογραφική αναφορά η οποία κάνει λόγο για τον αριθμό των ανεμόμυλων του οικισμού περί το έτος 1835, η οποία τους αριθμεί σε 22 (σημ. 1). Παράλληλα όμως, τα ιστορικά φωτογραφικά τεκμήρια, συναρτήσει των προφορικών μαρτυριών της τοπικής κοινωνίας, τεκμηριώνουν ότι πολλοί από τους 20 ανεμόμυλους ή τα κατάλοιπα αυτών που εντοπίστηκαν στο πεδίο, ήταν μεταγενέστεροι των 22 για τους οποίους η βιβλιογραφία κάνει λόγο. Ως εκ τούτου, με τα υφιστάμενα δεδομένα, εκκρεμεί ακόμα η εξεύρεση 6 ανεμόμυλων.

Οι ανεμόμυλοι γύρω από τον οικισμό βρίσκονται κατά κανόνα σε ομάδες. Πιο συγκεκριμένα, στον χάρτη 1 διακρίνονται τρία μυλοτόπια. Το μυλοτόπι Σ1 βρίσκεται στα νότια του οικισμού και περιλαμβάνει 7 ανεμόμυλους, τους Δ1, Δ2, Δ3, Δ4, Δ5, Δ6 και Δ18, κατασκευασμένους στο μεγαλύτερο υψόμετρο της περιοχής (280-300+ μέτρα). Η τυπολογία πολλών εξ αυτών, συναρτήσει του υψομέτρου, υποδηλώνει ότι το μυλοτόπι αυτό προηγήθηκε των άλλων δύο. Η μέση ένταση ανέμου στην τοποθεσία αυτή ανάγεται σε 8,50 m/s, ήτοι 5 bf περίπου. Παράλληλα, πρόκειται για το μυλοτόπι που εγκαταλείφθηκε τελευταίο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γηγενών. Οι ανεμόμυλοι δεν ακολουθούν κάποια γραμμική πορεία, αλλά βρίσκονται στην κορυφή ενός λόφου. Οι Δ2, Δ3, Δ4 και Δ5 βρίσκονται σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, ενώ ο Δ1 και ο Δ6 είναι κάπως πιο απομονωμένοι και σε ελαφρώς χαμηλότερο υψόμετρο. Ο Δ18 βρίσκεται και αυτός σχετικά απομονωμένος αλλά σε μεγαλύτερο υψόμετρο από τους υπόλοιπους. Εκτός των παραπάνω, είναι γνωστό από μαρτυρίες των κατοίκων του οικισμού από τη δεκαετία του 1970 ότι υπήρχαν περισσότεροι ανεμόμυλοι, οι οποίοι δεν σώθηκαν (σημ. 2). Αυτό αναγράφουν οι μελετητές Βάος και Νομικός, οι οποίοι αριθμούν τους ανεμόμυλους του μυλοτοπίου σε 6. Πρόκειται ασφαλώς για τους 6 ακέραιους ανεμόμυλους, καθώς ο Δ18 είναι απομονωμένος, σε πολύ κακή κατάσταση και δυσδιάκριτος. Σήμερα δεν εντοπίζονται υλικά κατάλοιπα από άλλους ανεμόμυλους και επομένως δεν είναι γνωστό εάν το μυλοτόπι φιλοξενούσε περισσότερους. Για το μυλοτόπι αυτό υπάρχουν τα περισσότερα τεκμήρια από φωτογραφικό υλικό ιστορικής σημασίας. Ενδεικτικά, αυτό φαίνεται στην εικόνα 1, η οποία ανάγεται στη δεκαετία του 1950. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση της κατάστασής του σήμερα (εικ. 2). Αν και οι ανεμόμυλοι διατηρούνται ακέραιοι, το μυλοτόπι έχει παντελώς αλλοιωθεί από νέες κατασκευές, βλάστηση και υποδομές.

Το μυλοτόπι Σ2 βρίσκεται στα ανατολικά του οικισμού της Δρυοπίδας, σε μία τοποθεσία με χαμηλότερο υψόμετρο (περί τα 220-240 μέτρα) και μέση ένταση ανέμου (περί τα 7,50 m/s, ήτοι 4 bf περίπου) από τα άλλα δύο. Περιλαμβάνει τρεις ανεμόμυλους, τους Δ12, Δ13 και Δ16. Ο τελευταίος φαίνεται να εγκαταλείφθηκε σε πολύ προγενέστερη εποχή από τους άλλους δύο, ενώ είναι αμφίβολο αν ποτέ συνυπήρξε μαζί τους. Η κατάσταση του μυλοτοπίου κατά το παρελθόν διακρίνεται στην εικόνα 3, στην οποία φαίνεται να διατηρούνται ακέραιοι οι δύο ανεμόμυλοι. Η σημερινή αντίστοιχη εικόνα είναι η 4, όπου όλοι τους έχουν καταρρεύσει. Η περιοχή, αν και βρίσκεται παραπλεύρως ασφαλτοστρωμένης οδού και πλησίον του οικισμού της Δρυοπίδας, είναι σχετικά δυσπρόσιτη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το έδαφος είναι ιδιαίτερα επικλινές από την πλευρά του δρόμου, καθιστώντας την πρόσβαση από εκεί ιδιαίτερα δύσκολη, ενώ η συμβατική διαδρομή λαμβάνει χώρα διά μέσου μονοπατιού που ξεκινάει από τον οικισμό. Έτσι, το μυλοτόπι αυτό καθίσταται αποκομμένο από την τουριστική δραστηριότητα του νησιού και χαρακτηρίζεται από εγκατάλειψη.

Το μυλοτόπι Σ3 βρίσκεται στα βόρεια του οικισμού, διατεταγμένο γραμμικά πάνω στη ράχη ενός υψώματος. Βρίσκεται σε υψόμετρο μεταξύ του Σ1 και Σ2, ήτοι σε στάθμη 220-260 μέτρων, ωστόσο η μέση ένταση του ανέμου σε αυτό είναι ανάλογη του μυλοτοπίου Σ1 και κατά τόπους ακόμα μεγαλύτερη (8,50-9,50 m/s, ήτοι 5 bf περίπου). Πρόκειται για το μεγαλύτερο μυλοτόπι, καθώς περιλαμβάνει συνολικά 8 ανεμόμυλους, από τα ανατολικά προς τα δυτικά τους Δ7, Δ8, Δ9, Δ15, Δ10, Δ14, Δ17 και Δ11. Εξαιτίας του μεγέθους του μυλοτοπίου, αλλά και της απόστασης μεταξύ των ανεμόμυλων, δύναται να γίνει περαιτέρω διαχωρισμός σε υποομάδες. Αυτές είναι οι τρεις ανεμόμυλοι στα ανατολικά (Δ7, Δ8, Δ9), οι τρεις ανεμόμυλοι στη μέση (Δ10, Δ14, Δ15) και οι δύο ανεμόμυλοι στα δυτικά (Δ11, Δ17), οι οποίοι όμως απέχουν ικανή απόσταση μεταξύ τους. Ο Δ7, δεδομένης της μικρής απόστασης από την ασφαλτοστρωμένη οδό, συναρτήσει του ομαλού ανάγλυφου μεταξύ των δύο, έχει αποκατασταθεί και μετατραπεί σε κατοικία. Προχωρώντας όμως προς τα δυτικά, η περιοχή είναι ιδιαίτερα παραμελημένη και πλέον δύσβατη. Το μυλοτόπι περιλαμβάνει την πλειονότητα των ανεμόμυλων του οικισμού που σώζονται σε ελάχιστο βαθμό, σε μορφή θεμελίων. Για το μυλοτόπι αυτό κάνει λόγο ο Στέλιος Χιλιαδάκης, ο οποίος αναφέρει ότι οι ανεμόμυλοί του προμηνύουν τον οικισμό της Δρυοπίδας που βρίσκεται ακριβώς από πίσω του, κατά τη διαδρομή Μεσσαριάς–Δρυοπίδας (σημ. 3). Οι ιστορικές φωτογραφίες που σχετίζονται με το μυλοτόπι αυτό είναι σχετικά περιορισμένες και περιλαμβάνουν μικρό αριθμό ανεμόμυλων έκαστη. Ένας ανεμόμυλος (Δ8) διακρίνεται στα αριστερά της εικόνας 3, ενώ στην εικόνα 4 διακρίνεται ένας ακόμα, ο Δ7, υποδηλώνοντας έτσι ότι δεν είχε ακόμα κατασκευαστεί κατά την εποχή λήψης της πρώτης.

Η μόνη τοποθεσία που δεν συναντώνται ανεμόμυλοι είναι στα δυτικά του οικισμού καθώς η στάθμη του εδάφους είναι αρκετά χαμηλότερη, όπως χαμηλότερη είναι και η ένταση του ανέμου. Συνολικά, φαίνεται ότι οι ανεμόμυλοι της Δρυοπίδας ήταν κατασκευασμένοι σε αρκετά υψηλότερες στάθμες από αυτές του οικισμού της Μεσσαριάς (220-300 μέτρα). Η μέση ένταση ανέμου κυμαίνεται μεταξύ 7,50-9,50 m/s, ήτοι 4-5 bf περίπου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κάθε ανεμόμυλου και η μεταξύ τους σύγκριση. Σε χαμηλότερο υψόμετρο εντοπίζεται ο ανεμόμυλος Δ19, ενώ ο ανεμόμυλος Δ18 σε υψηλότερο. Εξετάζοντας το αιολικό δυναμικό, παρατηρείται ότι 12 ανεμόμυλοι (Δ1, Δ4, Δ5, Δ6, Δ7, Δ8, Δ9, Δ10, Δ14, Δ15, Δ17, Δ18) εντοπίζονται σε περιοχές με μέση ένταση ανέμου τα 8,50 m/s, 2 (Δ2, Δ3) σε περιοχές με μέση ένταση ανέμου τα 8,00 m/s, 5 (Δ11, Δ12, Δ13, Δ16, Δ20) σε περιοχές με μέση ένταση ανέμου τα 7,50 m/s, ενώ μόνο ο ανεμόμυλος Δ19 σε περιοχή με μέση ένταση ανέμου τα 6,50 m/s. Ο τελευταίος είναι γνωστό, σύμφωνα με τους γηγενείς, ότι εγκαταλείφθηκε ευθύς μετά την ανέγερσή του, λόγω του ασθενούς ανέμου. Ο ανεμόμυλος με την ελάχιστη διάμετρο που μετρήθηκε, η οποία ανάγεται σε 5,10 μέτρα, ήταν ο Δ17. Πρόκειται για μία τιμή μικρότερη από τη μικρότερη καταγεγραμμένη της υφιστάμενης βιβλιογραφίας (5,20 μέτρα) (σημ. 4). Αντίθετα η μεγαλύτερη διάμετρος, η οποία ανάγεται σε 6 μέτρα, εντοπίστηκε στον ανεμόμυλο Δ9. Το μικρότερο ύψος που εντοπίστηκε σε ανεμόμυλο της Δρυοπίδας ήταν τα 4,81 μέτρα (ανεμόμυλος Δ8), ενώ το μέγιστο 5,60 μέτρα, στον ανεμόμυλο Δ11. Ο λόγος H/D (ύψους προς διαμέτρου) παρουσιάζεται μικρότερος στον ανεμόμυλο Δ8 (0,93) και μεγαλύτερος στον ανεμόμυλο Δ11 (1,03), ακολουθώντας την περίπτωση των υψών. Για την ακρίβεια, ο ανεμόμυλος Δ11 είναι ο μοναδικός, τόσο του οικισμού όσο και της νήσου συνολικά, με λόγο H/D μεγαλύτερο της τιμής της μονάδας (σημ. 5), στοιχείο που τον κατατάσσει στους πυργόμυλους, σύμφωνα με την κατάταξη του Κουμανούδη (σημ. 6). Από τους συνολικά 13 ανεμόμυλους του οικισμού, στους οποίους υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης στο εσωτερικό, επίχρισμα εντοπίστηκε σε 3. Αντίστοιχα, από τους 18 ανεμόμυλους, από τους οποίους σώζονται σήμερα υλικά κατάλοιπα, μόλις 10 διατηρούν εξωτερικό επίχρισμα. Δεν είναι γνωστό αν οι υπόλοιποι είχαν κατά το παρελθόν και αυτό απωλέσθηκε από τη χρόνια εγκατάλειψη και τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Η μικρότερη απόσταση μεταξύ ανεμόμυλου και ιστορικού κέντρου είναι τα 279 μέτρα (Δ19), ενώ η μεγαλύτερη τα 1.391 μέτρα (Δ9) (σημ. 7).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τυπολογίες των ανεμόμυλων του οικισμού. Για τους ανεμόμυλους για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία, είτε από τα υλικά τους κατάλοιπα σήμερα είτε από ιστορικές φωτογραφίες που τεκμηριώνουν τη μορφή τους κατά το παρελθόν, 5 παρουσιάζουν αρνητική μείωση (Δ2, Δ3, Δ4, Δ5, Δ6), είναι δηλαδή του παλαιότερου τύπου, 3 έχουν τη μορφή ορθού κυλίνδρου (Δ12, Δ13, Δ14), ενώ 5 παρουσιάζουν θετική μείωση (Δ1, Δ7, Δ8, Δ9, Δ10), είναι δηλαδή νεότερου τύπου. Απουσιάζουν σχετικά στοιχεία για 7 ανεμόμυλους, των οποίων οι θέσεις έχουν εντοπιστεί στο πεδίο (Δ14, Δ15, Δ16, Δ17, Δ18, Δ19, Δ20). Βάσει των παραπάνω στοιχείων φαίνεται πως οι ανεμόμυλοι παρουσιάζονται περίπου ισομοιρασμένοι στις 3 κατηγορίες. Οι περιοχές που φαίνεται να ήταν συγκεντρωμένοι οι παλαιότερου τύπου ανεμόμυλοι είναι σε μεγαλύτερες στάθμες, συγκεκριμένα στο μυλοτόπι Σ1, συμβαδίζοντας με τη βιβλιογραφία.

Ενδιαφέροντα στοιχεία αντλούνται και από την εξέταση της κατάστασης διατήρησης των ανεμόμυλων που σώζονται σήμερα. Ελάχιστοι εξ αυτών φαίνεται να διατηρούν τον μηχανισμό τους. Δύο ανεμόμυλοι έχουν αποκατασταθεί, ο Δ2 και ο Δ7. Ο δεύτερος στεγάζει σήμερα κατοικία και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ ο δεύτερος αποκαταστάθηκε με την αρχική του χρήση, με αποτέλεσμα μετά την εγκατάλειψή του, τα μέλη του μηχανισμού που βρίσκονται εκτός του κορμού να καταστραφούν. Εκτός των αποκατεστημένων, σε καλή κατάσταση (σημ. 8) διατηρούνται 5 ακόμα ανεμόμυλοι, οι Δ1, Δ3, Δ4, Δ8 και Δ11. Σε μέτρια κατάσταση διατηρούνται 3, οι Δ5, Δ6 και Δ10, ενώ σε κακή 6 ανεμόμυλοι, οι Δ9, Δ12, Δ13, Δ14, Δ17 και Δ18. Ακόμα, υπάρχουν 3 θέσεις με ελάχιστα ή και καθόλου υλικά κατάλοιπα (Δ15, Δ16 και Δ20). Φαίνεται πως οι απολεσθέντες αυτοί ανεμόμυλοι εγκαταλείφθηκαν πολύ νωρίς, ενώ δεν αποκλείεται το οικοδομικό τους υλικό να χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση νέων κατασκευών παρακειμένως, πολύ πιθανόν και νέων ανεμόμυλων.

Βάσει της πληθυσμιακής εξέλιξης της νήσου, των προφορικών μαρτυριών, της τυπολογίας και του υψόμετρου στο οποίο βρίσκονται, οι ανεμόμυλοι της Δρυοπίδας χωρίστηκαν σε 3 ομάδες (χάρτης 2). Πρόκειται για μία υποθετική κατηγοριοποίηση ως προς την εποχή κατασκευής, βασισμένη όχι μόνο σε ασφαλή τεκμήρια, αλλά και σε ενδείξεις. Ως εκ τούτου, καθίσταται προφανές ότι με την εξεύρεση περισσότερων τεκμηρίων στο μέλλον, ο χάρτης θα χρήζει τροποποίησης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι ανεμόμυλοι των οποίων η κατασκευή ανάγεται προ του έτους 1700, όταν δηλαδή ο οικισμός της Δρυοπίδας δεν είχε παρά 40 περίπου οικίες γύρω από τον ναό των Αγίων Αποστόλων (σημ. 9). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι ανεμόμυλοι οι οποίοι κατασκευάστηκαν κατά το διάστημα δύο αιώνων, του 18ου και του 19ου. Τέλος, η τρίτη κατηγορία σχετίζεται με τους ανεμόμυλους που κατασκευάστηκαν κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, περίοδο για την οποία διατηρούνται ακόμα ζώσες μνήμες από την τοπική κοινωνία. Φαίνεται πως το ήμισυ των ανεμόμυλων του χάρτη και κατ’ επέκταση η πλειονότητά τους (10) ανάγονται στην δεύτερη περίοδο, 6 είναι προγενέστεροι του 1700, ενώ μόλις 4 κατασκευάστηκαν κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Ομοίως, σχεδιάστηκε αντίστοιχος χάρτης υποθέσεων (χάρτης 3) για την περίοδο εγκατάλειψης του κάθε ανεμόμυλου. Σύμφωνα με τις ιστορικές φωτογραφίες, τις προφορικές μαρτυρίες και την κατάσταση στην οποία οι ανεμόμυλοι διατηρούνται σήμερα, φαίνεται ότι οι περισσότεροι ανεμόμυλοι εγκαταλείφθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ μόνο 3 κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Οι ανεμόμυλοι που πρέπει να εγκαταλείφθηκαν σε προγενέστερες εποχές ανέρχονται σε 7, ωστόσο σε αυτούς θα συγκαταλέγονται και οι ανεμόμυλοι των οποίων οι θέσεις δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί στο πεδίο.

Συνοψίζοντας, ως προς τα κατασκευαστικά και μορφολογικά τους χαρακτηριστικά, οι ανεμόμυλοι της Δρυοπίδας φαίνεται να επιβεβαιώνουν τον κανόνα των κυκλαδίτικων ανεμόμυλων, με μικρές διαφοροποιήσεις. Ως προς την απόσταση των ανεμόμυλων από το ιστορικό κέντρο του οικισμού, η παρούσα μελέτη προσδιόρισε μία μέγιστη και μία ελάχιστη τιμή. Η απόσταση του πιο απομακρυσμένου ανεμόμυλου περιορίζει σημαντικά την ακτίνα έρευνας, για τον εντοπισμό τυχόν επιπρόσθετων καταλοίπων ή θέσεων ανεμόμυλων στο μέλλον, που δεν εντοπίστηκαν κατά την παρούσα έρευνα. Παράλληλα, από τις θέσεις των εντοπισθέντων ανεμόμυλων παρέχονται δεδομένα για το υψόμετρο και το αιολικό δυναμικό, βάσει των οποίων θα πρέπει να αναζητηθούν τα νέα κατάλοιπα στο μέλλον. Οι ανεμόμυλοι που αναμένεται να βρεθούν, με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, είναι 6. Οι περιοχές που συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι οι γραμμοσκιασμένες περιοχές του χάρτη 1. Δεν αποκλείεται φυσικά να υπήρχαν επιπρόσθετοι ανεμόμυλοι και στα υφιστάμενα μυλοτόπια και επομένως δεν πρέπει να εξαιρεθούν από την έρευνα. Με μικρές εξαιρέσεις, παρατηρείται ότι στην περίπτωση της Δρυοπίδας, οι ανεμόμυλοι που βρίσκονται πλησίον των σύγχρονων οδικών αξόνων εγκαταλείφθηκαν τελευταίοι και διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση. Αντιθέτως, οι φθορές του χρόνου είναι εμφανείς στους πιο απομακρυσμένους ανεμόμυλους, ενώ την ύπαρξή τους, ιδίως των πλέον κατεστραμμένων, αγνοεί σε μεγάλο βαθμό η τοπική κοινωνία σήμερα.

Παναγιώτης Μάρκου

Αρχιτέκτων Μηχανικός, Meng, Msc, Αρχιτέκτων Εσωτερικών Χώρων

* Η μελέτη αποτελεί μέρος της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας με τίτλο: «Οι ανεμόμυλοι της Κύθνου, προστασία και διαχείριση», που εκπονήθηκε στο ΔΜΠΣ «Προστασία Μνημείων» του ΕΜΠ από τον υποφαινόμενο, υπό την επίβλεψη των διδασκόντων Ελένης Μαΐστρου, ομότιμης καθηγήτριας της σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, και Κωνσταντίνου Καραδήμα, καθηγητή της σχολής Αρχιτεκτόνων μηχανικών.