Ο νεοσύστατος θεσμός των Αρχαιολογικών Διαλόγων ανέδειξε ένα νέο πεδίο στοχασμού στο χώρο της αρχαιολογίας, όπου δίπλα στο καθιερωμένο και το αναμενόμενο μπορεί να βρει θέση το απρόσμενο, ακόμη και το προκλητικό – όπου, αντί για απαντήσεις, «αναζητάμε νέους τρόπους να κάνουμε τις ίδιες ερωτήσεις», όπως έλεγε ο John Le Carré σε μια συνέντευξή του. Μια τέτοια ανιχνευτική πρόκληση ήταν το θέμα που επέλεξε και συντόνισε η Ίρις Τζαχίλη: «Το Τραύμα στην αρχαιολογική του εκδοχή». Το θέμα –δύσκολο αλλά πολύ ενδιαφέρον– μου έδωσε την ευκαιρία να καταθέσω κάποιες σκέψεις που με απασχολούν καιρό τώρα. Έτσι, η συμβολή μου είχε ως αφετηρία μια σειρά ερωτημάτων, όπως: Πώς μετουσιώνεται η οδυνηρή εμπειρία σε μνήμη; Πώς οι ατομικές μνήμες πυκνώνουν και συναθροίζονται σε συλλογική και πώς μεταγράφονται σε μνημείο οδύνης;

Τραύμα και μνήμη

Ο πόνος, η οδύνη, η μνήμη είναι προστατευτικοί μηχανισμοί. Η μνήμη, ειδικότερα, είναι μία από τις βασικές λειτουργίες του ανθρώπινου βίου: μας βοηθά να αξιολογήσουμε το παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον, ώστε να μην επαναλάβουμε τα λάθη μας και να μην ξεχάσουμε ανθρώπους και γεγονότα που συνέβαλαν σε οδυνηρές εμπειρίες. «Αυτοί που δεν θυμούνται το παρελθόν τους είναι καταδικασμένοι να το επαναλάβουν», γράφει ο G. Santayana.

Το τραύμα, από την άλλη μεριά, είναι ετεροχρονισμένη αντίδραση σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή εμπειρία κι έναν παρατεταμένο πόνο. Συγκροτείται σε άλλο χρόνο από το συμβάν και παραμένει εσαεί σε ένα δικό του «παρόν». Ένα τραύμα δεν το ανακαλείς απλώς στη μνήμη σου, το ξαναβιώνεις. Οι ψυχολόγοι ασχολούνται κυρίως με το ατομικό τραύμα, το συλλογικό δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί και να αντιμετωπιστεί, ενώ η σχέση του με τη λειτουργία της μνήμης είναι στενή αλλά ιδιότυπη.

Μνημείο: το μέσον της μνήμης

Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι λέξεις της μνήμης (μνάομαι, μιμνήσκω, μνήμα, μνημείο, μνεία, ανάμνηση) συνδέονται με την εμπειρία της οδύνης: μία από τις πρώτες αναφορές στην Ελληνική Γραμματεία στη λέξη μνημείο είναι στον Λυσία: «Συμφορές… ικανά μνημεία προς υπόμνησιν εις το μέλλον». Σ’ αυτή τη φράση διαβάζει κανείς δύο σκέψεις: πρώτον, ότι κάτι χειρότερο και από το γεγονός που προκάλεσε την οδύνη και την απώλεια είναι η λήθη. Και δεύτερον, ότι για να μη συμβεί αυτό, να μη λησμονήσουμε δηλαδή, χρειαζόμαστε ένα μέσον, έναν διαμεσολαβητή που θα αναλάβει το ρόλο της υπενθύμισης: αυτός είναι ο ρόλος του μνημείου.

Το μνημείο στοχεύει στην εκτόνωση της φόρτισης και στην επούλωση, αλλά όχι στη λήθη. Στέλνει μήνυμα συμφιλίωσης χωρίς να επιδιώκει να εξαφανίσει την ουλή, το σημάδι του παρελθόντος τραύματος (εικ. 1-2). Το σημάδι, γράφει ο Deleuze, δεν είναι απλώς η ένδειξη ενός παλιού τραύματος, αλλά η απόδειξη ότι έχεις πληγωθεί στο παρελθόν.

Πώς προκύπτει ένα μνημείο οδύνης, πώς μορφοποιείται; Πώς λειτουργεί το κοινωνικό σύνολο ως εντολοδόχος και πώς μεταφράζει ο δημιουργός του μνημείου τη συλλογική επιθυμία μιας κοινωνίας; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί μια κοινωνία να συνταιριάξει τις διαφορετικές και συχνά αποκλίνουσες αφηγήσεις από το ίδιο οδυνηρό γεγονός σε μία συναινετική διατύπωση; Εάν, δε, μιλάμε για κάτι παραπάνω από πόνο και οδύνη, δηλαδή για τραύμα, το ερώτημα τίθεται σε ακόμη πιο θεμελιώδη βάση: είναι άραγε δυνατή η αναπαράσταση του τραύματος όταν, εξ ορισμού, το τραύμα αντιστέκεται στη μνήμη, αρνείται δηλαδή να αποδεχθεί ότι ανήκει στο παρελθόν και βιώνεται ως ένα ασύνδετο, οδυνηρό «παρόν»;

Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι την απάντηση τη δίνει η τέχνη, η μόνη που μπορεί να αναπαραστήσει –μεταφορικά, αφαιρετικά ή συμβολικά– κάτι που δεν υπάρχει παρά μόνο στη σφαίρα της μνήμης. Οι καλλιτέχνες –λογοτέχνες, ζωγράφοι, ποιητές, κινηματογραφιστές, γλύπτες και αρχιτέκτονες (στο βαθμό που τους αναλογεί η καλλιτεχνική ιδιότητα)– είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν πρόσκλησης, είναι αυτοί που με τα εργαλεία της τέχνης τους θα αναλάβουν το δύσκολο ρόλο του διαμεσολαβητή.

Τα τεκμήρια της μνήμης

Η αντίδραση των ανθρώπων σ’ ένα οδυνηρό γεγονός μεγάλης κλίμακας είναι σχεδόν πανομοιότυπη διαχρονικά και διαπολιτισμικά. Πρώτη μέριμνα, η καταγραφή του συμβάντος και η διάσωση των τεκμηρίων της συμφοράς. Αυτό θα είναι το υλικό της μνήμης. Τα τεκμήρια μπορεί να είναι υλικά κατάλοιπα από τον τόπο του συμβάντος που φέρουν τη μαρτυρία του χρόνου, του τόπου και των ανθρώπων, αλλά και άυλα, όπως ο ήχος και η εικόνα, που καταγράφονται χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία. «Μηχανές όπως η φωτογραφική και το γραμμόφωνο είναι υλοποιημένες μορφές της ικανότητας του ανθρώπου να θυμάται και να ανακαλεί στην μνήμη του», γράφει ο Freud – της ικανότητας, αλλά και της ανάγκης.

Στα υλικά τεκμήρια συγκαταλέγεται το ερείπιο και το θραύσμα, το μέρος ενός όλου που διαμελίστηκε βίαια, αποσπάστηκε, παραμορφώθηκε (εικ. 3-5). Ένα είδος disjectum membrum. Διασώζοντας (και εκθέτοντας) το μέρος διευκολύνεται η αναφορά στο όλον. Τα τεκμήρια αυτά δεν είναι παρά μέρη μιας καθημερινότητας που το τραυματικό γεγονός τα μετέτρεψε σε ακούσια μνημεία. Είναι τα «μη σκόπιμα μνημεία», κατά τον Riegl, που με την άμεση, χειροπιαστή σύνδεσή τους με το οδυνηρό γεγονός αποτελούν το πιο ισχυρό μέσον διέγερσης της μνήμης.

Ο χρόνος και ο τόπος της μνήμης

Όταν οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους μετά τη νικηφόρο ναυμαχία της Σαλαμίνας, αντίκρισαν τον υπό κατασκευή ναό της Αθηνάς Παρθένου καμένο και βανδαλισμένο από τους Πέρσες. Μέγα πλήγμα για τη συλλογική τους ταυτότητα, και μάλιστα με την ιδιότητα του νικητή. Η πρώτη αντίδραση της συνέλευσης των πολιτών ήταν κατηγορηματική: αφήστε το ερείπιο ως έχει, μια ανοικτή πληγή που όχι απλώς θα θυμίζει πάντα τις πράξεις του εχθρού, αλλά θα ανακαλεί αυτούσιο το συναίσθημα οργής στη θέα του. Το ίδιο είπαν και οι Νεοϋορκέζοι αμέσως μετά το κτύπημα στους Δίδυμους Πύργους (εικ. 6). Το ίδιο και ο παππούς στο Καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη, όταν του κάψαν τα βιβλία: αυτά τα ράφια να μείνουν άδεια.

Αυτός είναι ο πρώτος χρόνος, μιας εν θερμώ αντίδρασης στο βίαιο γεγονός. Εδώ δεν χρειάζεται διαμεσολαβητής: η μνήμη, όπως και η πληγή, είναι ακόμα νωπή και τρέφεται από τα ίδια τα τεκμήρια του συμβάντος. Το ερείπιο, ειδικότερα, δηλώνει παραστατικά την παραμόρφωση της καθημερινότητας, τη διακοπή και την ασυνέχεια. Δηλώνει επίσης τη δυναμική του ενδιάμεσου και του ασταθούς. Ως τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να αντέξει στο χρόνο. Εξάλλου, η φύση του ανθρώπου είναι να κοιτά μπροστά, στο μέλλον, να γιατρεύει τις πληγές του και να παρηγορεί την ψυχή του.

Σ΄ έναν δεύτερο, πιο νηφάλιο χρόνο, επομένως, η επιθυμία επούλωσης θα κυριαρχήσει. Όχι λήθης. Στόχος είναι η συμφιλίωση με το παρελθόν και η επίδειξη της δύναμης που χρειάζεται για να συμβεί αυτό. Σ΄ αυτόν το δεύτερο χρόνο, η κοινωνία θα πρέπει να μεριμνήσει για το μνημείο, για το μέσον που θα μπορεί να εξασφαλίζει ταυτόχρονα –και για πάντα– την ανάκληση της μνήμης αλλά και τη συμφιλίωση. Το δύσκολο αυτό έργο αναλαμβάνει η τέχνη. Στόχος, η δημιουργία ενός αυτοαναφορικού τόπου μνήμης, έξω από τις συντεταγμένες της ιστορίας (lieu de mémoire, όχι milieux de mémoire, όπως διευκρινίζει ο Pierre Nora) που προσκαλεί σε διάλογο τον καθένα χωριστά. Γιατί, όπως λέει ο Forster, «δεν υπάρχει ένα αντικειμενικό παρελθόν, σταθερό μέσα στον χρόνο, αλλά μόνο μια συνεχής διάθλαση του απόντος μέσα στην μνήμη του παρόντος».

Αυτά είναι τα «σκόπιμα μνημεία» του Riegl, τα οποία προκύπτουν από τη συνέργεια του κοινωνικού συνόλου. Αλλά τόσο η κοινωνία όσο και οι δημιουργοί χρειάζονται κι άλλο χρόνο για να επεξεργαστούν το πολυεπίπεδο νόημα του συμβάντος και να βρουν έναν κοινό τόπο συνάντησης των ιστοριών που αφηγούνται οι μνήμες των πολλών. Είναι ο τρίτος χρόνος, της ωρίμανσης, της αφομοίωσης και της αφαίρεσης. Είναι ο χρόνος ανάμεσα στη διατύπωση του γεγονότος, την παρουσίαση των πρώτων σκέψεων, την επεξεργασία τους και την τελική επιλογή (εικ. 7-8). Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα σημαντικά μνημεία που προέκυψαν από διαγωνισμούς έκαναν πολλά χρόνια να οριστικοποιηθούν και δέχθηκαν πολλές τροποποιήσεις στην πορεία. Η δυναμική αυτού του τρίτου χρόνου καταγράφεται πολύ παραστατικά στα πρακτικά των συνεδριάσεων των κριτικών επιτροπών, η εργασία των οποίων μερικές φορές διήρκεσε χρόνια, με πολλές τριβές, αντεγκλήσεις και ζυμώσεις – και χωρίς να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι στο τέλος. Τα παραδείγματα σχεδόν όσα και οι σχετικοί διαγωνισμοί.

Αυτήν τη διαδρομή στο χρόνο την παρακολουθούμε σε πολλές περιπτώσεις: οι Αθηναίοι δεν άφησαν βέβαια τον πρώτο Παρθενώνα ερείπιο: έκτισαν έναν μεγαλύτερο και λαμπρότερο ναό. Παράλληλα όμως, έκτισαν κι ένα μνημείο: πήραν μερικούς σπονδύλους από τον βανδαλισμένο Παρθενώνα (αυθεντικό κατάλοιπο του ερειπίου) και τους εντοίχισαν στον αναλημματικό τοίχο της Ακρόπολης, στην πλευρά που βλέπει προς την Αγορά (εικ. 9). Το μνημείο αυτό το έβλεπαν καθημερινά όλοι όσοι σύχναζαν στην Αγορά ή ανηφόριζαν προς την Ακρόπολη. Η επαναληπτική αναφορά στο οδυνηρό γεγονός, εξάλλου, είναι βασικός μηχανισμός για την επεξεργασία του τραύματος και την επούλωση.

Το ίδιο και στους Δίδυμους Πύργους: τα πρώτα σχέδια του αρχιτέκτονα Libeskind είχαν την αγριάδα και την αιχμηρότητα του ίδιου του ερειπίου. Τα τελικά σχέδια όμως (προϊόν μιας μεγάλης σειράς εναλλακτικών σχεδίων και συζητήσεων με τους εμπλεκόμενους) συνδυάζουν την αναπαράσταση της απώλειας (οι βάσεις των δύο πύργων σημειώνονται στο έδαφος ως ανοικτά σκάμματα), με τη δήλωση της δύναμης που φέρνει η επούλωση (τα τολμηρά νέα κτήρια γύρω από τα σκάμματα) και την υπόμνηση που προσφέρει η έκθεση τεκμηρίων και θραυσμάτων στον υπόγειο μουσειακό χώρο. Έτσι, ο τόπος μνήμης λειτουργεί σε δύο επίπεδα –κυριολεκτικά– με τη λειτουργία της μνημοσύνης κρυμμένη βαθιά μέσα στη γη (μεταφορικά, στα βάθη της ψυχής όπου κατοικεί η οδυνηρή μνήμη και το τραύμα). Αυτή τη χθόνια χωροθέτηση της μνήμης τη συναντούμε σε πολλές περιπτώσεις (στο Μουσείο του Eisenmann στο Βερολίνο, στο μουσείο του Benjamin Franklin στη Φιλαδέλφεια). Είναι χώροι κρυφοί, σκοτεινοί, άχρονοι, χωρίς προσόψεις και διεπαφές με το παρόν που τρέχει στο πάνω επίπεδο.

Τρόποι έκφρασης της μνήμης

Τα μεγαλύτερα τραυματικά γεγονότα, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, είναι αυτά που επιφέρουν οι πόλεμοι (εικ. 10). Στην προσπάθεια εξουθένωσης του αντιπάλου στοχοποιούνται όχι μόνο οι υλικές υποδομές αλλά και το πολιτισμικό υπόβαθρο της κοινωνίας. Η καταστροφή μνημείων πολιτισμού αποτελεί μεγάλο πλήγμα στη συλλογική μνήμη, την ιστορία και την ταυτότητα ενός λαού και υπονομεύει την τόσο αναγκαία σε περίπτωση σύρραξης συνοχή της κοινωνίας. Τις συνέπειες τις έζησαν όλοι σχεδόν οι εμπλεκόμενοι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τα ερείπια που άφησε πίσω του ο πόλεμος αυτός δεν ήταν όλα το ίδιο: κάποια ξεχάστηκαν γρήγορα, ισοπεδώθηκαν και έδωσαν τη θέση τους σε νέες σύγχρονες κατασκευές. Για εκείνα όμως που υπήρξαν φορείς της ιστορίας και του πολιτισμού της τοπικής κοινωνίας, η απώλεια ισοδυναμούσε με ό,τι πιο επικίνδυνο: με λήθη. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που ο πρωθυπουργός της Πολωνίας δηλώνει το 1957 ότι «Η Πολωνία δεν έχει σκοπό να παραιτηθεί από τον δικό της πολιτισμό. Γι’ αυτό, πρόκειται να ανοικοδομήσει τις πόλεις της με τον παλαιό χαρακτήρα τους. Τα παλιά πολιτισμικά μνημεία είναι ένα πιστοποιητικό για το δικαίωμα υπάρξεως ενός λαού».

Η δήλωση μοιάζει απολύτως δικαιολογημένη ως αντίδραση στο οδυνηρό συμβάν (εικ. 11). Δημιούργησε ωστόσο μεγάλες αναταράξεις στο χώρο της αναγνώρισης και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το ερώτημα που γεννήθηκε ήταν: μπορεί η (ανα)κατασκευασμένη Βαρσοβία (το 85% της πόλης είχε καταστραφεί) να θεωρηθεί «μνημείο πολιτισμού» αφού δεν πληροί τις βασικές προϋποθέσεις της αυθεντικότητας και της ιστορικότητας; Και δεν ήταν βέβαια μόνο η Βαρσοβία. Χρειάστηκαν 14 χρόνια συζήτησης και διαμάχης για να αποδεχθεί η διεθνής κοινότητα το 1980 την εγγραφή της Βαρσοβίας στον Παγκόσμιο Κατάλογο Κληρονομιάς, και μόνο «κατ’ εξαίρεση», όπως αυστηρά και ρητά αναφέρεται στο κείμενο ένταξης. ‘Ετσι, το 1985, απορρίπτεται η πρόταση εγγραφής της μεσαιωνικής πόλης Carcassone την οποία είχε ουσιαστικά κατασκευάσει στα τέλη του 19ου αιώνα ο Viollet Le Duc, κατ’ αναλογία προς άλλες μεσαιωνικές πόλεις. Τρία χρόνια αργότερα, ωστόσο, εγγράφεται στον Κατάλογο η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου, την οποία είχαν «ανασυστήσει» οι Ιταλοί σε μεγάλο βαθμό τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ενώ λίγο μετά, το 1990, απορρίπτεται η Δρέσδη.

Οι αντιδράσεις των λαών στην απώλεια, την οδύνη και τα τραύματα που επέφερε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επηρέασαν βαθύτατα τις αντιλήψεις μας για την έννοια της ιστορικότητας και της πολιτιστικής «αξίας» (έννοια δυναμική, άρα μεταβαλλόμενη). Ωστόσο, παρ’ όλες τις διεθνείς προσπάθειες, συζητήσεις και διακηρύξεις, το ζήτημα της ανα-κατασκευής δεν λύθηκε: για να καλύψει την αμηχανία της η διεθνής κοινότητα των ειδικών στον τομέα της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς εφηύρε τον όρο «υποκατάστατα μνημείων», αναγνωρίζοντας τουλάχιστον τη σημασία τους στη συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας. Ούτε τα περί αυθεντικότητας λύθηκαν ικανοποιητικά, όπως φάνηκε στη σχετική διεθνή συνάντηση στη Νάρα της Ιαπωνίας, το 1994, όπου τέθηκε και το θέμα της άυλης κληρονομιάς.

Παράδειγμα η εκκλησία Frauenkirche στη Δρέσδη, ελάχιστο μέρος της οποίας διασώθηκε από τους βομβαρδισμούς. Στη θέση αυτή έγινε κανονική ανασκαφή (όπως και στους Δίδυμους Πύργους). Όσα από τα κομμάτια που ανασύρθηκαν ταυτίστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν στην ανακατασκευή, με την προσθήκη όμως πολύ μεγάλου μέρους νέου υλικού (εικ. 12). Όλα έγιναν σχολαστικά και επιστημονικά, αλλά παραμένει αμφιλεγόμενο το ζήτημα της αυθεντικότητας. Στην Αγγλία, σε μια ανάλογη περίπτωση, στον καθεδρικό ναό του Coventry, η τοπική κοινωνία επέλεξε να διατηρήσει το ερείπιο – αλλά ένα ερείπιο φροντισμένο και εξημερωμένο (εικ. 13). Δίπλα του κτίστηκε ένας νέος ναός. Οι δύο πόλεις αδελφοποιήθηκαν το 2005, σε μια συμβολική επίδειξη συμφιλίωσης, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επέλεξαν για να δηλώσουν τη συμφιλίωση διά των μνημείων τους.

Σήμερα, οι τοπικές κοινωνίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την απώλεια σημαντικών τεκμηρίων της συλλογικής τους ταυτότητας με τον ίδιο περίπου τρόπο. Παράδειγμα η γέφυρα Μοστάρ στη Βοσνία (εικ. 14-15): κατασκευάστηκε τον 16ο αιώνα, καταστράφηκε το 1993 και ξανακτίστηκε «ολόιδια» το 2004, ύστερα από έντεκα χρόνια συζήτησης και πολλούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Οι προτάσεις των αρχιτεκτόνων ήταν όλες προς την κατεύθυνση της αφαίρεσης και του συμβολισμού (όχι της απευθείας μίμησης, που στο χώρο της αρχιτεκτονικής σπάνια είναι αποδεκτή). Πρότειναν, δηλαδή, την κατασκευή μιας νέας γέφυρας που θα θύμιζε υπαινικτικά μόνο την παλιά. Αυτή η στάση των ειδικών όμως δεν ικανοποιούσε την τοπική κοινότητα η οποία διατηρούσε μια πολύ συγκεκριμένη οπτική ανάμνηση της γέφυρας. Έτσι, οι ντόπιοι αποφάσισαν εν τέλει να την ξανακτίσουν, όσο το δυνατόν πιο πιστά στην αρχική μορφή (και με την ίδια τεχνολογία). Συγχρόνως όμως φρόντισαν να συντηρήσουν και να διατηρήσουν τμήμα της αρχικής γέφυρας που είχε πέσει στο νερό, εκεί που ήταν και όπως ήταν. Το θραύσμα από την αρχική γέφυρα, διά της ιστορικότητας και αυθεντικότητάς του, πιστοποιεί τον τόπο μνήμης.

Τα παραδείγματα κατασκευασμένων τόπων μνήμης είναι πολλά και ποικίλα. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι κυμαίνονται ανάμεσα σε δύο πόλους: ο ένας είναι η, λίγο ως πολύ, άμεση αναφορά στο οδυνηρό συμβάν και η εύληπτη σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου (εικ. 16-20). Ο άλλος είναι η μεταφορική, συμβολική αναφορά όχι τόσο στο ίδιο το συμβάν, όσο στα βαθύτερα χαρακτηριστικά του. Μια ενδιαφέρουσα, όσο και αμφιλεγόμενη, περίπτωση του δεύτερου πόλου είναι η μεγάλης κλίμακας εγκατάσταση που έγινε το 2005 στο Βερολίνο, από τον αρχιτέκτονα Peter Eisenmann, με θέμα τους δολοφονημένους Εβραίους της Ευρώπης (εικ. 21-23). Η πολυσυζητημένη τεράστια κατασκευή (έχει έκταση 19.000 τ.μ. και περιλαμβάνει 2.711 τσιμεντένιους όγκους) παρερμηνεύεται συχνά ως ένα εκτεταμένο «νεκροταφείο». Η πρόθεση του αρχιτέκτονα όμως ήταν άλλη: οι όγκοι από μπετόν σχηματίζουν έναν «τέλειο» κάνναβο, ένα δίκτυο ανοικτών διαδρόμων στους οποίους μπορεί να εισέλθει κανείς από πολλά διαφορετικά σημεία. Η τελειότητα όμως είναι πλασματική: το έδαφος αποκλίνει συνέχεια προς όλες τις κατευθύνσεις, το ίδιο και οι συμπαγείς όγκοι, αποπροσανατολίζοντας τον επισκέπτη και διαταράσσοντας την καρτεσιανή του λογική – τίποτα, εν τέλει, δεν είναι δεδομένο. Αυτό τον ευάλωτο, ασταθή κόσμο μιας κανονικότητας και μιας καθημερινότητας που διαταράχθηκε απρόσμενα, άλογα και υπερβολικά θέλησε να αναπαράγει ο αρχιτέκτων, ως εικόνα και ως βίωμα, για να υποδηλώσει όχι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τραυματικού γεγονότος, αλλά τον βαθύτατα παράλογο, ακατανόητο, «absurd» χαρακτήρα μιας γενοκτονίας τέτοιας κλίμακας. Όπως λέει ο ίδιος ο Eisenmann, πρόθεσή του δεν ήταν να δημιουργήσει έναν τόπο μνήμης που θα αφηγείται ιστορικά γεγονότα και θα προκαλεί συγκίνηση, αλλά έναν τόπο η αύρα του οποίου θα ταράζει τη σκέψη. Less narrative, less history – more atmosphere, more effect.

 

Κλαίρη Παλυβού

Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ