Η Ήπειρος χωροθετείται στο δυτικότερο άκρο του ελλαδικού χώρου και ειδικότερα στο κεντρικό προς βόρειο τμήμα του. Στα βορειοανατολικά συνορεύει με τους νομούς Καστοριάς, Κοζάνης και Γρεβενών της δυτικής Μακεδονίας, στα κεντροανατολικά με τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας της δυτικής Θεσσαλίας, στα νοτιοανατολικά με το νομό Αιτωλοακαρνανίας της δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Στο νότιο τμήμα βρέχεται από τον κλειστό Αμβρακικό κόλπο, ο οποίος επικοινωνεί με το Ιόνιο πέλαγος διαμέσου του στενού της Πρέβεζας. Αυτό γεφυρώθηκε πρόσφατα με την υποθαλάσσια σήραγγα του Ακτίου, που οδηγεί στο νησί της Λευκάδας. Στα νοτιοδυτικά η Ήπειρος βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος, ευρισκόμενη πολύ κοντά στο νησί της Κέρκυρας, βόρεια της οποίας ανοίγονται τα στενά του Οτράντο και η Αδριατική θάλασσα κοντά στην ιταλική χερσόνησο και προς την κεντρική Ευρώπη. Στα βορειοδυτικά συνορεύει με τη νότια Αλβανία και αποτελούν τμήματα της χερσονήσου των Βαλκανίων στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ευνοϊκή γεωγραφική θέση της Ηπείρου σε αντιδιαστολή προς το σκληρό γεωμορφολογικό ανάγλυφο συμβάλλουν καθοριστικά και διαχρονικά στη διαμόρφωση του ανθρωπογενούς οικονομικού προσανατολισμού της περιοχής από τα παλαιολιθικά χρόνια έως τη νεότερη εποχή.

Η Ήπειρος χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ποικιλία του γεωμορφολογικού ανάγλυφου που τη διατρέχει (εικ. 2). Στην ενδοχώρα υψώνονται αμέτρητοι λοφώδεις και ορεινοί σχηματισμοί, καθιστώντας δύσκολες τις μετακινήσεις στον άξονα ανατολής-δύσης κατά τους χειμερινούς μήνες. Η αφθονία των βροχών δυτικά της Πίνδου δημιουργεί πλούσια χλωρίδα στις χαμηλές υψομετρικά περιοχές, ενώ αντίστροφα τη θερινή περίοδο χορταριάζουν τα βουνά, προσφέροντας έτσι πλούσια βοσκοτόπια καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Ως πιο χαρακτηριστικά όρη αναφέρονται ο Γράμμος (2.520 μ.), ο Σμόλικας (2.637 μ.), η Γκαμήλα-Τύμφη (2.497 μ.), το Δούσκο (2.198 μ.), το Κουτσόκρανο (1.324 μ.), ο Κασιδιάρης (1.329 μ.), το Μιτσικέλι (1.810 μ.), το Περιστέρι-Λάκμος (2.295 μ.), η Ολύτσικα-Τόμαρος (1.971 μ.) στο νομό Ιωαννίνων, τα όρη Τσαμαντά (1.806 μ.), τα όρη Παραμυθιάς (1.658 μ.), τα όρη Σουλίου (1.613 μ.) στο νομό Θεσπρωτίας, το Ξηροβούνι (1.614 μ.), τα Θεσπρωτικά όρη (1.274 μ.) στο νομό Πρέβεζας, τα Αθαμανικά όρη-Τζουμέρκα (2.469 μ.) στο νομό Άρτας. Οι απότομες εναλλαγές του φυσικού τοπίου από τις ορεινές περιοχές των βουνών στις ημιορεινές των λόφων διακόπτονται από τη ροή ποταμών, δημιουργώντας εύφορες κοιλάδες, οικοσυστήματα διαβίωσης και γεωμορφολογικά «πολύθυρα» ως φυσικά περάσματα επικοινωνίας.

Ο ποταμός Αώος πηγάζει από την περιοχή του Μετσόβου (εικ. 1) και συμβάλλει βορειότερα με τον Βοϊδομάτη και τον Σαραντάπορο, γονιμοποιώντας τον μεγάλο κάμπο της Κόνιτσας (εικ. 3). Στην πλούσια σε νερά, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκήματα περιοχή εντοπίζονται είκοσι τουλάχιστον αρχαιολογικές θέσεις (σημ. 1) με διαχρονική κατοίκηση. Ο ποταμός σμίγει με τον Δρίνο σε αλβανικό έδαφος και εκβάλλει στην Αδριατική θάλασσα. Δυτικότερα, στην περιοχή του Πωγωνίου, η κοιλάδα του ποταμού Γορμού αποτέλεσε περιοχή οικιστικής ανάπτυξης (σημ. 2) στο τέλος της Ύστερης Εποχής Χαλκού και κυρίως στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Νοτιότερα, στην περιοχή του Καλπακίου, ο ποταμός Καλαμάς με σημαντικές προϊστορικές θέσεις στις πηγές του εκβάλλει μετά από πολλά χιλιόμετρα στο Ιόνιο πέλαγος. Από τα όρη Σουλίου και Παραμυθιάς πηγάζουν οι παραπόταμοι του Αχέροντα, ο οποίος τελικά χύνεται στον κόλπο του Φαναρίου (Γλυκύς Λιμήν) επί του Ιονίου πελάγους. Η λεκάνη εκβολών του ποταμού αποτέλεσε πεδίο της συστηματικότερης επιφανειακής έρευνας στην Ήπειρο (Nikopolis Project, σημ. 3) με χρήσιμα συμπεράσματα για την προϊστορία της περιοχής, ενώ αντίστοιχες έρευνες πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα στην κοιλάδα του ποταμού Κωκυτού (Thesprotia Expedition, σημ. 4). Οι ποταμοί Άραχθος και Λούρος εκβάλλουν στον Αμβρακικό κόλπο, δημιουργώντας μια τεράστια πεδιάδα, η οποία σήμερα αξιοποιείται με φυτοκαλλιέργειες και ιχθυοκαλλιέργειες. Κάποια από τα ποτάμια της περιοχής ήταν πιθανότατα μερικώς πλωτά κατά την αρχαιότητα. Οι ποτάμιες οδοί και τα φυσικά περάσματα προς το Ιόνιο πέλαγος και τον Αμβρακικό κόλπο παρέχουν δυνατότητες για ανταλλαγές προϊόντων και για εμπορικές ή ιδεολογικές αναζητήσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαχρονικής κατοίκησης αποτελεί το κλειστό λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων (εικ. 4) στην καρδιά της ενδοχώρας της Ηπείρου. Η λίμνη Παμβώτιδα και η αποξηραμένη λίμνη της Λαψίστας σε συνδυασμό με τον ορεινό όγκο του Μιτσικελίου δημιουργούν ένα σημαντικό οικοσύστημα, το οποίο ευνοεί την κτηνοτροφία, τη γεωργία, την αλιεία, το κυνήγι. Δίκτυο αρχαιολογικών θέσεων (σημ. 5) μαρτυρεί τη σημασία του χώρου.

Διαμορφώνονται λοιπόν στην Ήπειρο οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη διαχρονική ανάπτυξη μιας αυτάρκους και ολιγαρκούς οικονομίας. Οι εναλλαγές του τοπίου δημιουργούν εύφορες εκτάσεις και ευνοούν τη συντήρηση των βοσκοτόπων σε όλη τη διάρκεια του έτους για την άσκηση βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων, οι οποίες εξασφαλίζουν διατροφική επάρκεια στους κατοίκους της περιοχής και ανταλλάξιμα είδη. Το απότομο γεωμορφολογικό ανάγλυφο και ο σκληρός γεωργοκτηνοτροφικός τρόπος διαβίωσης είναι τα στοιχεία που διαμορφώνουν τον «τραχύ» χαρακτήρα του υλικού πολιτισμού της περιοχής, όπως αυτός περιγράφεται παρακάτω στη βάση των έως τώρα γνωστών αρχαιολογικών δεδομένων.

Η Πρώιμη και η Μέση Χαλκοκρατία

Η μετάβαση από τη Νεολιθική περίοδο στην Πρώιμη Εποχή Χαλκού είναι κυρίως γνωστή από τη μελέτη του υλικού των Δολιανών Ιωαννίνων (σημ. 6). Η θέση βρίσκεται στη λεκάνη των πηγών του ποταμού Καλαμά και στην περιοχή της αποξηραμένης λίμνης Γράμμουστι. Εδώ εντοπίστηκε δάπεδο ορθογώνιας καλύβας 3,5×4,5 μ. (εικ. 5) με δύο επάλληλες φάσεις, εστίες, χειροποίητη κεραμική, πήλινα σφονδύλια, πυριτολιθικά τέχνεργα, βιοαρχαιολογικά (σημ. 7) και αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Η μέτρηση με ραδιενεργό άνθρακα τεσσάρων δειγμάτων στα δύο στρώματα κατοίκησης δίνει φάσμα απόλυτης χρονολόγησης (περίπου 3770-2925 π.Χ.), που κατατάσσει τη θέση στις τελικές φάσεις της Χαλκολιθικής περιόδου και στην έναρξη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας για την περιοχή της Ηπείρου. Η κεραμική παραλληλίζεται με δείγματα του πολιτισμού Αττική-Κεφάλα και της φάσης Ραχμάνι στα Πευκάκια Θεσσαλίας, αλλά κυρίως της θέσης Maliq (φάσεις IIb-IIIa) στη γειτονική Αλβανία. Ξεχωρίζουν λίγα δείγματα φιαλών τύπου Μπρατισλάβας, ο οποίος διασπείρεται στο χώρο των Βαλκανίων. Η ιδιόμορφη φάση της Χαλκολιθικής ονομάστηκε «πολιτισμός Δολιανών».

Η Πρώιμη Εποχή Χαλκού στην Ήπειρο τεκμηριώνεται από τις πρόσφατες επιφανειακές και ανασκαφικές έρευνες του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών στο Σεβαστό Θεσπρωτίας. Η εγκατάσταση (σημ. 8) εντοπίζεται σε χαμηλό λόφο στην περιοχή του άνω ρου του ποταμού Κωκυτού. Πρόκειται για οικιστικό στρώμα πάχους 20 εκ. περίπου με ποσότητα χειροποίητης κεραμικής, μέσα στην οποία ξεχωρίζουν όστρακα της κατηγορίας «corded ware» και πήλινα κουτάλια (εικ. 6), ευρήματα που παρουσιάζουν ομοιότητες με αντίστοιχα από τα Πευκάκια Θεσσαλίας. Επιπλέον βρέθηκαν πιθανή εστία, πήλινα σφονδύλια, πυριτολιθικά τέχνεργα, πολλά οστά ζώων και οστέινες βελόνες, που μαρτυρούν παραγωγικές και οικοτεχνικές δραστηριότητες. Αρκετά δείγματα άνθρακα προσφέρουν απόλυτες χρονολογήσεις εντός των ορίων της Πρώιμης Εποχής Χαλκού (2920-2470 π.Χ.: σε φάσεις που συγχρονίζονται με Πρωτοελλαδική Ι-ΙΙ). Η απουσία επείσακτων προϊόντων από το νότο εντάσσει τη θέση σε μεγαλύτερο δίκτυο αρχαιολογικών χώρων του βορειότερου ελλαδικού και του ευρύτερου βαλκανικού κόσμου, καθιστώντας παράλληλα εξαιρετικά δύσκολη τη σχετική χρονολόγηση της κεραμικής και τη διάκριση χρονολογικών φάσεων. Για τον ίδιο λόγο επισφαλής πρέπει να θεωρείται η κατάταξη από νεότερους ερευνητές και άλλων θέσεων στην Πρώιμη Χαλκοκρατία, καθώς στηρίζεται αποκλειστικά στην ανεπαρκή μελέτη της χειροποίητης κεραμικής. Αυτή γενικότερα παράγεται και καταναλώνεται στην Ήπειρο από την Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική περίοδο έως τα υστεροκλασικά χρόνια ή και αργότερα ακόμη, με μικρές σχετικά διαφοροποιήσεις στην τεχνολογία κατασκευής και όπτησης.

Σε προχωρημένες φάσεις της Πρώιμης Εποχής Χαλκού μπορεί πλέον (σημ. 9) να καταταχθεί οριστικά μια ομάδα δώδεκα χάλκινων μονόστομων πελέκεων (εικ. 7) από την Ήπειρο. Αποτελούν γενικά ευρήματα χωρίς ασφαλές αρχαιολογικό περιβάλλον εύρεσης (context). Πρόκειται για χυτά αντικείμενα, κατασκευασμένα σε διπλές λίθινες μήτρες ή σε πήλινα προπλάσματα με την τεχνική του «χαμένου κηρού» (investment process). Διαθέτουν κυκλική οπή για τη στερέωση του ξύλινου στειλεού απέναντι από την κοφτερή λεπίδα. Ανήκουν στον ίδιο βαλκανικό τύπο μονόστομων πελέκεων με μικρή σχετικά διάδοση σε περιοχές της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας, της Μακεδονίας και κυρίως της Ηπείρου. H δειγματοληπτική πραγματοποίηση χημικών αναλύσεων σύστασης (EDXRF) εμφανίζει κράμα χαλκού με μικρή περιεκτικότητα αρσενικού, το οποίο αποκτά τη μέγιστη σκληρότητα μετά από ψυχρή σφυρηλάτηση, όπως μαρτυρούν τα αποτελέσματα της μεταλλογραφικής εξέτασης σε οπτικό μικροσκόπιο φωτός. Σε συνδυασμό με τα έντονα ίχνη χρήσης υποδηλώνεται η λειτουργία τους ως υλοτομικών εργαλείων κοπής και διαμόρφωσης στα δάση της περιοχής.

Ελάχιστα παραμένουν τα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα και για τη Μέση Χαλκοκρατία στην Ήπειρο. Στα σύνορα του νομού Άρτας με τη δυτική Θεσσαλία, που ορίζει ο ποταμός Αχελώος, χωροθετείται οικισμός στη θέση Πηγές, όπου σημειώνονται θεμέλια αψιδωτών κτιρίων και ποσότητα χειροποίητης κεραμικής. Παρόμοια ευρήματα αναφέρονται από την άλλη όχθη του Αχελώου στις θέσεις Πετρωτό και Καρυά (σημ. 10) του νομού Καρδίτσας.

Ενδιαφέρον νεκροταφείο (σημ. 11) στο Σεβαστό Θεσπρωτίας χρονολογείται στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Στο οικιστικό στρώμα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας διανοίχτηκε λάκκος, στον οποίο πραγματοποιήθηκε η επιτόπια καύση (1980-1755 π.Χ.) και ταφή νεκρού με πήλινο αγγείο και οστέινη βελόνη. Αργότερα υψώθηκε από πάνω ταφικός τύμβος (1780-1610 π.Χ.) με λίθινο περίβολο διαμ. 9-10 μ. Περιείχε κεντρικό κιβωτιόσχημο τάφο δύο ενηλίκων, δύο παιδικούς τάφους και μεταγενέστερη παιδική ταφή. Σε μικρή απόσταση νότια εντοπίστηκε σύμπλεγμα (1690-1490 π.Χ.) από πέντε λίθινους κύκλους διαμ. 3-4 μ., στο κέντρο των οποίων υπήρχε από ένας μεγάλος κιβωτιόσχημος τάφος. Μικρότερος κύκλος δίπλα περιείχε παιδικό κιβωτιόσχημο τάφο. Η απουσία κτερισμάτων αποδίδεται στη λειτουργία των τάφων ως δευτερογενών οστεοφυλακίων (περιείχαν αρκετούς σκελετούς).

Τέλος, αναφέρουμε τη ραδιοχρονολόγηση δείγματος (1710 π.Χ.) σε τομή οικισμού (σημ. 12) στο Σκαφιδάκι Πρέβεζας, θέση που ελέγχει την είσοδο του Αμβρακικού κόλπου. Σε κοντινή απόσταση από τον οικισμό εντοπίστηκε κιβωτιόσχημος τάφος (σημ. 13) με δύο ταφές, ο οποίος με βάση τα κτερίσματα χρονολογείται στη μεταβατική περίοδο από τη Μέση στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Η τελευταία θα εξεταστεί αναλυτικότερα στο β΄ μέρος του αφιερώματος «Η Ύστερη Χαλκοκρατία: οικιστική ανάπτυξη-οργάνωση».

 

Χρήστος Ν. Κλείτσας, Αρχαιολόγος

Υποψήφιος Διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων