Δημοσιεύσεις
Χ.Ι. Παπαναστασοπούλου: «Βιβλικός Συγκρητισμός και Αρχαιολογικές Μαρτυρίες στην Εποχή του Σιδήρου»
Βιβλιοκρισία
View all

Χρυσοβαλάντη I. Παπαναστασοπούλου, Βιβλικός Συγκρητισμός και Αρχαιολογικές Μαρτυρίες στην Εποχή του Σιδήρου, Ostracon Publishing, 2020, σ. 304. ΙSBN 978-618-5518-00-4

Με το νέο βιβλίο της η Χρυσοβαλάντη Παπαναστασοπούλου επιχειρεί τη γόνιμη αμφισβήτηση μιας ιδέας που μέχρι πρόσφατα ήταν θέσφατο στην παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού: το μονοθεϊσμό του Ισραήλ. Ερευνά δηλαδή την θέση ότι ο Ιουδαϊσμός δεν ήταν ευθύς εξαρχής μια αυστηρά μονοθεϊστική θρησκεία, όπως έχει επικρατήσει να εννοείται μέσα από το πρίσμα της μεταγενέστερης ιουδαϊκής ιερής παράδοσης (αλλά και των υπόλοιπων βιβλικών θρησκειών (Χριστιανισμός, Ισλάμ): αντίθετα, κατέληξε ως τέτοια σε μια όψιμη σχετικά φάση της εβραϊκής ιστορίας, και συγκεκριμένα μετά την επιστροφή του “περιούσιου λαού” στη γη Ισραήλ μετά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι όχι μόνο κατά την εβραϊκή “προϊστορία” της εποχής των Πατριαρχών, αλλά και μετά την εγκατάσταση στη Γη της Επαγγελίας, κατά την αινιγματική περίοδο των Κριτών και τη “χρυσή εποχή” του Δαβίδ και του Σολομώντα και, τέλος, τη μακρά περίοδο της ισραηλιτικής βασιλείας, ο λαός του Ισραήλ δεν πίστευε μόνο στον Γιαχβέ αλλά σε ένα συγκρητιστικό σύστημα, όπου ο Γιαχβέ συνυπάρχει, συλλατρεύεται και κάποτε παίρνει τα χαρακτηριστικά άλλων θεοτήτων, πολλές από τις οποίες αναφέρονται με μελανά χρώματα στο βιβλικό κείμενο.

Πρόκειται για μια απόλυτα λογική ιδέα. Όσοι από εμάς είμαστε εξοικειωμένοι με το βιβλικό αφήγημα, θα παρατηρήσουμε ότι η πολεμική προς άλλες θεότητες είναι κεντρικό θέμα στην Παλαιά Διαθήκη. Η αρνητική αυτή θέση εκφράζεται στο κείμενο τόσο μέσω κανόνων (π.χ. οι δύο πρώτες από τις Δέκα Εντολές) όσο και μέσω διάφορων περιστατικών όπου ένας “θετικός” ήρωας-προασπιστής της αποκλειστικής λατρείας του ενός θεού αντιπαρατίθεται με άλλους, οι οποίοι λατρεύουν και άλλους, συνήθως σε συνδυασμό με τον έναν. Το γνωστότερο παράδειγμα είναι το περιστατικό με το Χρυσό Μοσχάρι το οποίο ο λαός του Ισραήλ έσπευσε να λατρέψει την ίδια στιγμή που ο Μωυσής παραλάμβανε από το Θεό τις Δέκα Εντολές (θέμα του εξωφύλλου του βιβλίου). Εξίσου γνωστό, λόγω της δημοτικότητας του προφήτη Ηλία στη σύγχρονη χριστιανική λατρεία είναι το αφήγημα της διαμάχης του προφήτη με τους ιερείς του Βάαλ τους οποίους στήριζε η φοινικικής καταγωγής βασίλισσα Ιεζάβελ. Εστιάζοντας λοιπόν απλά από τη μονοθεϊστική μειοψηφία των πρωταγωνιστών του βιβλικού κειμένου στην πολυθεϊστική/συγκρητιστική πλειοψηφία του, είναι επόμενο να υποθέσουμε ότι ο Ισραήλ θα μπορούσε να είναι ένας ακόμη λαός που άκμασε στην Εγγύς Ανατολή της Εποχής του Σιδήρου παράλληλα με άλλους, με τους οποίους είχε ως ένα βαθμό κοινό θρησκευτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο. Στο πλαίσιο αυτό η λατρεία του αναπτυσσόταν σε ένα πολύπλοκο πλαίσιο που περιλάμβανε διάφορες θεότητες, αν και η πρωτοκαθεδρία ανήκε σε μια αρσενική θεότητα.

Πράγματι, η επιχειρηματολογία ως προς την παραπάνω θέση είχε ξεκινήσει, όπως μας περιγράφει η συγγραφέας στην εισαγωγή της, ήδη από τις αρχές του 20ου αι, για να πάρει κριτική μορφή στα μέσα του. Μέσα από την επιχειρηματολογία αυτή είναι που τέθηκαν τα χρονικά όρια στα οποία μπορεί να κινηθεί η έρευνα, ενώ αναδείχθηκαν οι μορφές τις οποίες μπορεί να πήρε ο όποιος θρησκευτικός συγκρητισμός. Έτσι η μελέτη είναι δυνατόν να οριοθετηθεί χρονικά μεταξύ του 1200 π.Χ. και του 586 π.Χ. (μια εποχή που αντιστοιχεί στην Εποχή του Σιδήρου στην Εγγύς Ανατολή), ενώ η ισραηλιτική θρησκεία ειδώθηκε με διάφορους τρόπους: ως μέρος του ευρύτερου χαναανιτικού πολιτισμού, ως μια πολυθεϊστική λατρεία που όδευε προοδευτικά προς τον μονοθεϊσμό, ως σύστημα μέσα στο οποίο υπήρχε και μια αυστηρά μονοθεϊστική ομάδα πιστών κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό, από τα παραδείγματα που παρατέθηκαν πιο πάνω, το περιστατικό με τον Ηλία και τους προφήτες του Βάαλ είναι αξιολογήσιμο καθώς τοποθετείται στην ιστορικά τεκμηριωμένη περίοδο της ισραηλιτικής βασιλείας, σε αντίθεση με το Χρυσό Μοσχάρι της εποχής μετά την Έξοδο, το πλαίσιο του οποίου δεν τεκμηριώνεται ιστορικά αναφορικά με τον Ισραήλ, αλλά μόνο ως καθρέφτης πασίγνωστων λατρευτικών πρακτικών των λαών που άκμαζαν στην ευρύτερη περιοχή όπου τοποθετείται. Και η κριτική θέαση του βιβλικού κειμένου όπου περιγράφεται αυτό και άλλα περιστατικά αποτελεί το ένα σκέλος της μελέτης της Παπαναστασοπούλου.

Τι μπορεί όμως να δείχνει το κείμενο από μόνο του, χωρίς να συνοδεύεται και από απτά αρχαιολογικά τεκμήρια; Η αρχαιολογική τεκμηρίωση των παλαιοδιαθηκικών δεδομένων ως προαπαιτούμενο για την κατανόηση του συγκρητισμού στο αρχαίο Ισραήλ αποτελεί το δεύτερο σκέλος στο οποίο βασίζεται, για να εμβαθύνει στη συνέχεια, η παρούσα μελέτη. Όπως εξηγεί η Παπαναστασοπούλου, η ερευνητική αυτή εξέλιξη προέκυψε μετά από σειρά σημαντικών αρχαιολογικών αποκαλύψεων τις οποίες αναφέρει στην εισαγωγή της και αξιολογεί στο κυρίως μέρος της μελέτης της. Πρόκειται τόσο για αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά ευρήματα λατρευτικού χαρακτήρα, συχνά με χαρακτηριστική εικονογραφία, όσο και επιγραφικές μαρτυρίες.

Σκοπός της Παπαναστασοπούλου είναι “να αναθεωρηθεί η αρνητική σημασία του φαινόμενου του θρησκευτικού συγκρητισμού, όπως αυτή αποτυπώθηκε τόσο στο ίδιο το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και σε μέρος της σύγχρονης βιβλικής έρευνας”. Αν και δεν είναι η πρώτη που επιχειρεί κάτι τέτοιο (αφού προηγείται ο Ziony Zevit με το έργο του The Religions of Israel: A synthesis of parallactic approaches (2001), το οποίο αποτελεί γνώμονα στην παρούσα μελέτη ), είναι σίγουρα από τους πρωτοπόρους. Σίγουρα είναι η πρώτη στον ελλαδικό ακαδημαϊκό χώρο, που επιτυγχάνει να απαντήσει το ερώτημα σφαιρικά, καθώς άλλοι Έλληνες ερευνητές έχουν εξετάσει πτυχές του χωρίς να επιχειρήσουν ποτέ μια συνολική θεώρηση βιβλικών-θεολογικών και αρχαιολογικών μαρτυριών. Παράλληλα θα πρέπει να της χρεωθεί θετικά ο μεγάλος βαθμός δυσκολίας του επιστημονικού της εγχειρήματος: η επεξεργασία του ερωτήματός της απαιτεί ειδικές γνώσεις σε γλωσσικό, θεολογικό, ιστορικό και αρχαιολογικό επίπεδο. Τέλος, εισάγει τον μη ειδικό αναγνώστη σε έναν νέο κόσμο: αυτόν της έρευνας του βιβλικού κειμένου αλλά και της πολυπλοκότητας της αρχαίας εβραϊκής λατρείας όπως φαίνεται από την αρχαιολογία του Ισραήλ.

Η χρήση του εβραϊκού μασωριτικού κειμένου και η αντιπαραβολή του με το ελληνικό των Εβδομήκοντα (Ο’) που γνωρίζουμε από τη δική μας θρησκευτική παράδοση είναι ένα μεγάλο προτέρημα της μελέτης καθώς αναδεικνύει τα περιθώρια της ερμηνείας που έχει ένα κείμενο το οποίο σε επίπεδο λατρείας θεωρείται θεόπνευστο. Σε αυτό το πλαίσιο δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός της ισραηλιτικής θρησκείας ως “τμήμα της ευρύτερης χαναανιτικής θρησκείας και όχι ως το αντίπαλο δέος της”, ενώ σε πληροφορίες που διασώζει το εβραϊκό κείμενο αλλά χάνονται στο ελληνικό ανιχνεύονται κατάλοιπα των ρευμάτων που προωθούνταν από διάφορους θρησκευτικούς κύκλους (π.χ. Προφήτες) καθώς και πράξεις στο πλαίσιο θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων. Έτσι καταφέρνει να δείξει ότι παράλληλα με τον Γιαχβέ λατρεύονταν διαχρονικά διάφορες αρσενικές χαναανιτικές θεότητες, με πρώτο τον Ελ, στη συνέχεια τον Βάαλ και αργότερα τον Αδάδ-Μιλκί/Μολώχ: με τις άλλες θεότητες αρχικά να συγχωνεύονται με τον Γιαχβέ (σε πρώιμες φάσεις) είτε να τιμώνται στο πλαίσιο παράλληλης λατρείας (η περίπτωση του Βάαλ την εποχή των βασιλέων). Ταυτόχρονα, η συγγραφέας διασαφηνίζει τη θέση των θηλυκών θεοτήτων δίπλα στις αρσενικές, με την πρωιμότερη σύντροφο του Γιαχβέ, Ασερά να αντικαθίσταται κάτω από Ασσυριακή επίδραση με την Ιστάρ.

Όσο για το εξωβιβλικό αρχαιολογικό και επιγραφικό υλικό της μελέτης, η Παπαναστασοπούλου καταφέρνει να συγκεντρώσει και να εκτιμήσει ευρήματα από όλη την Εγγύς Ανατολή.  Ήδη από την εισαγωγή αναφέρονται τα (υστεροχαλκά) κείμενα της Ουγκαρίτ στη Συρία, απ’ όπου αναδύεται ένα πάνθεον πολύ πιο πρώιμο αλλά συγγενές με εκείνο της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και οι επιγραφές στις θέσεις Kuntillet ‘Arjud του Σινά (Αίγυπτος) και Khirbet el-Qom του σημερινού Ισραήλ, όπου ο Γιαχβέ αναφέρεται σε συνάρτηση με τη θηλυκή θεότητα Ασερά σε ένα πλαίσιο λαϊκής λατρείας. Στο κύριο σώμα της μελέτης παρουσιάζονται διαδοχικά λατρευτικοί χώροι είτε αυτόνομοι είτε τμήματα οικιστικών ή αμυντικών συγκροτημάτων (μεταξύ τους και οι “Ναοί” της Αράδ και του Tell Motza) και ανεικονικά σύμβολα θεοτήτων (μονόλιθοι “ματσεμπώθ” και στήλες “ασερώθ”), κινητά αντικείμενα λατρευτικού χαρακτήρα (ειδώλια, υποστατά) και επιγραφικά τεκμήρια (ενεπίγραφα όστρακα, σφραγίδες) που έχουν βρεθεί στον χώρο του σημερινού Ισραήλ και της Παλαιστίνης. Τέλος, σε συνάφεια με λατρευτικά φαινόμενα που αναφέρονται στο παλαιοδιαθηκικό κείμενο, η συγγραφέας σπεύδει να αξιολογήσει και ευρήματα που εντάσσονται στο ευρύτερο δυτικοσημιτικό πολιτισμικό περιβάλλον, όπως το Τοφέτ της Καρχηδόνας ως αναφορά στις παιδικές θυσίες, και τον ναό του Γιαχού στην Ελεφαντίνη της Αιγύπτου αναφορικά με λατρευτικούς χώρους όπου ο Γιαχβέ συλλατρευόταν με άλλες θεότητες σημιτικής προέλευσης. Μέσα από τα παραπάνω, αναδύονται δύο διαφορετικά πλαίσια μέσα στα οποία καλούμαστε να κατανοήσουμε τα συγκρητιστικά φαινόμενα: εκείνο της επίσημης λατρείας των βασιλέων και των ιερατείων όπου θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις επιτρέπουν ή αποτρέπουν τη λατρεία θεοτήτων πέρα από τον Γιαχβέ και εκείνο της οικιακής/προσωπικής λατρείας όπου θεότητες, περισσότερο θηλυκές, επιβιώνουν ανεξάρτητα από τις επίσημες θρησκευτικές πολιτικές.

Η επιτυχία του βιβλίου της Παπαναστασοπούλου συνίσταται στο ότι απαντά στο βασικό της ερώτημα με οξυδέρκεια και σαφήνεια. Χειριζόμενη με ευχέρεια το πολυσυλλεκτικό της υλικό, καταφέρνει όχι μόνο να ιχνηλατήσει το ότι “η θρησκεία του αρχαίου Ισραήλ δεν αποτέλεσε ένα σταθερό και συμπαγές μόρφωμα, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο της Μοναρχίας” και την επίδραση των γειτονικών λαών στις συγκρητιστικές ιδέες του Ισραήλ, αλλά και να χαρτογραφήσει τα παραπάνω χρονικά, τοπικά και κοινωνικά. Παράλληλα, μας γνωρίζει τους διάφορους αρχαίους λαούς που αναφέρει το βιβλικό κείμενο, αναδεικνύοντας την πολιτισμική τους συνάφεια αλλά και τα στοιχεία που τους κάνουν ξεχωριστούς. Πάνω απ’ όλα αναδεικνύει το πώς το πασίγνωστο “ερευνάτε τας γραφάς” μπορεί να σημαίνει τελικά ένα συναρπαστικό αρχαιολογικό ταξίδι στην καρδιά και την ψυχή μιας σημαντικής γωνιάς του αρχαίου μεσογειακού κόσμου.

Το εξώφυλλο του βιβλίου.