Κλασικά επιτύμβια ανάγλυφα από την Αμφίπολη και την περιοχή της
Παναγιώτης Κωνσταντινίδης
Αρχαιολόγος

Κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ., με την επεκτατική πολιτική του Φιλίππου Β´ το μακεδονικό κράτος καταλαμβάνει την περιοχή της ανατολικής Μακεδονἰας και μαζί με αυτή την αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης (ίδρυση 437 π.Χ.)  [σημ. 1]. Η παραγωγή επιτύμβιων γλυπτών των εργαστηρίων της πόλης κατά το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. και τον 4ο αι. π.Χ. έχει ισχυρό αττικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζεται από την όψιμη ενσωμάτωση της πόλης στο μακεδονικό κράτος στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (358/7 π.Χ.). Βέβαιο πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι οι γλύπτες των πρώτων εργαστηρίων της πόλης ήρθαν από την Αττική. Τα πρώτα αυτά εργαστήρια της Αμφίπολης συγχωνεύουν την αττική τέχνη με την ιωνική παράδοση του βορειοελλαδικού χώρου. Αν στις παλαιότερες επιτύμβιες στήλες μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια μακρινή επίδραση ιωνικών εργαστηρίων [σημ. 2], σε αυτές του 4ου αι. π.Χ. η κοινή αττική γλώσσα έχει πια κυριαρχήσει [σημ. 3], μολονότι ούτε οι πρώτες ούτε οι δεύτερες είναι έργα που ξεπερνούν τα όρια μιας μέτριας τέχνης, ικανής να προσφέρει μνημεία χαμηλής ποιότητας για τις ταφικές απαιτήσεις των κατοίκων της σημαντικής αυτής πόλης [σημ. 4].
Από την πόλη της Αμφίπολης, έως σήμερα, μας είναι γνωστές μόλις δύο επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφη διακόσμηση του 5ου αι. π.Χ., που θεωρούνται έργα του ίδιου εργαστηρίου. Βρέθηκαν στα όρια μεταξύ ελληνιστικού και κλασικού νεκροταφείου της πόλης [σημ. 5]. Η πρώτη είναι μια επιτύμβια στήλη με παράσταση γενειοφόρου άνδρα, που χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. (εικ. 1). Παριστάνεται όρθιος άνδρας, ντυμένος με ιμάτιο, σε κατατομή προς τα δεξιά. Το δεξί του χέρι είναι στηριγμένο στα ισχία και το αριστερό προτάσσεται, με ανοιχτή την παλάμη, σαν να χειρονομεί. Η δεύτερη είναι μια αποσπασματικά σωζόμενη επιτύμβια στήλη με παράσταση εφήβου (εικ. 2). Η μορφή εικονίζεται σε κατατομή προς τα αριστερά, ντυμένη με κοντό χειριδωτό χιτώνα, ζωσμένο στη μέση, και κοντή χλαμύδα πάνω από αυτόν, πιασμένη με πόρπη στο δεξιό ώμο. Το αριστερό χέρι είναι τοποθετημένο στη μέση, σκεπασμένο με τη χλαμύδα, ενώ το δεξί είναι ανυψωμένο, σε χειρονομία γνωστή στην αττική πλαστική [σημ. 6]. Οι πτυχές των ενδυμάτων ακολουθούν τους πλαστικούς όγκους του σώματος, υποδηλώνοντας ή τονίζοντάς τους.
Από την Αμφίπολη προέρχονται και οι ακόλουθες επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφη διακόσμηση του 4ου αι. π.Χ. Η αποσπασματική στήλη της εικόνας 3 εικονίζει δύο γυναικείες μορφές σε έξεργο ανάγλυφο, που φορούν πέπλο, ενώ αυτή στα δεξιά κρατά στο δεξί χέρι μικρή πυξίδα. Οι δύο μορφές στέκονται πάνω σε προεξέχουσα πλίνθο, ενώ λείπει το ανώτερο τμήμα της στήλης. Η επεξεργασία του υλικού είναι πολύ καλής ποιότητας. Το έργο, που έχει αναμφισβήτητο αττικό χαρακτήρα, χρονολογείται στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. με βάση τη σύγκριση με αττικά παράλληλα και πρέπει να είχε εισαχθεί στην πόλη από την Αττική [σημ. 7].
Στη στήλη της εικόνας 4 βλέπουμε την παράσταση καθιστής γυναίκας, προφανώς της νεκρής, και όρθιου άνδρα, που ανήκει εικονογραφικά σε γνωστό αττικό θέμα. Η γυναίκα φορά χιτώνα και ιμάτιο, πλησιάζει το αριστερό της χέρι στο πρόσωπό της, ενώ με το δεξί κρατά στον κόρφο της βρέφος. Ο όρθιος άνδρας εικονίζεται σε στάση τριών τετάρτων, φορά ιμάτιο που αφήνει γυμνό το άνω τμήμα του κορμού του και στηρίζεται σε βακτηρία (γραπτή στο βάθος του αναγλύφου), ακουμπώντας το κεφάλι στο δεξί του χέρι. Η στάση του είναι πολύ γνωστή εικονογραφικά από αττικά ανάγλυφα του α´ μισού του 4ου αι. π.Χ., ενώ ο τρόπος απόδοσης του ιματίου της μορφής μοιάζει σε αυτόν αντίστοιχης ανδρικής μορφής σε στήλη ιωνικού εργαστηρίου από την Άνδρο [σημ. 8]. Χρονολογείται στις αρχές του 4ου αι. π.Χ.
Η αετωματική επιτύμβια στήλη της εικόνας 8 φέρει ανάγλυφη παράσταση δέσποινας και δούλης σε σκηνή καθημερινής ζωής. Η δέσποινα εικονίζεται στα δεξιά, καθισμένη σε δίφρο με τορνευτά πόδια και υποπόδιο. Είναι ντυμένη με λεπτό χιτώνα και ιμάτιο που καλύπτει το πίσω μέρος της κεφαλής και τους ώμους. Όρθια μπροστά της στέκεται η θεραπαινίδα, ντυμένη με πέπλο, προτείνοντας με τα δύο χέρια πυξίδα. Η κόμη και των δύο γυναικών, δουλεμένη συνοπτικά, θα δηλωνόταν με χρώμα που χάθηκε, όπως πιθανόν χάθηκε και κάποιο ζωγραφιστό στολίδι –ανθέμιο ίσως– του αετώματος. Το θέμα θυμίζει την περίφημη αθηναϊκή στήλη της Ηγησούς [σημ. 9]. Η εργασία είναι γενικά καλή, κυρίως στην απόδοση της θεραπαινίδας, αλλά τον επαρχιακό γλύπτη χαρακτηρίζει κάποια αδεξιότητα. Η καθισμένη μορφή είναι βαριά, οι αναλογίες της όχι απόλυτα σωστές και η πτύχωση του ιματίου στο αριστερό χέρι και του χιτώνα στα πόδια έχει συμβατικότητα και σκληρότητα. Χρονολογείται από τον Δ. Λαζαρίδη στο β’ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.
Η επιτύμβια στήλη του Αμύντα Μονουνίου (εικ. 9) εικονίζει σκηνή δεξίωσης μέσα σε τετράγωνο βύθισμα, κατά τον αττικό τύπο των Bildfeldstelen. Καθισμένος στα αριστερά, σε άνετη στάση, βρίσκεται ο γενειοφόρος νεκρός που δεξιώνεται έφηβο, ο οποίος στέκεται όρθιος μπροστά του. Πίσω από το θρόνο βρίσκεται παιδί-δούλος με αρύβαλλο στο χέρι και κάτω από το κάθισμα ο σκύλος με το κεφάλι στραμμένο προς τον κύριό του· και τα δύο στοιχεία αποτελούν υπαινιγμούς για τις ευχάριστες στιγμές της καθημερινής ζωής (παλαίστρα, κυνήγι). Οι μορφές κοιτάζουν η μία την άλλη σε ατμόσφαιρα μελαγχολίας. Ο γενειοφόρος άνδρας είναι ντυμένος με ιμάτιο, που αφήνει ακάλυπτο το στήθος. Ο νέος φορά χιτώνα και πάνω από αυτόν ιμάτιο, το ένα άκρο του οποίου κρατά στο αριστερό χέρι. Η πτύχωση έχει σαφήνεια, καθώς περιβάλλει και αναδεικνύει τους πλαστικούς όγκους και τα περιγράμματα των σωμάτων, αλλά εμφανίζει και κάποια σκληρότητα. Επάνω από το ανάγλυφο είναι χαραγμένο το όνομα του νεκρού, ενώ πιο ψηλά υπάρχουν δύο ανάγλυφοι ρόδακες [σημ. 10]. Κάτω από το ανάγλυφο υπάρχει τετράστιχο επίγραμμα:

Τοις μεν ομι<λ>ήσασι ποθείν, πάρα, τοις δε τεκούσ[ι]
πενθείν, οις δε αγνώς πευθομένοις ελεείν•
τόνδε γάρ, εις τόδε, μοίρ<α> κ<α>τήγαγεν, ώστε γε<ν>[έσθαι]
ήσσονα μέν μοίρας, κρείσσονα δε ευλογίας
. [σημ. 11]

Το θέμα της δεξίωσης-αποχαιρετισμού είναι πολύ συνηθισμένο στις αττικές στήλες της κλασικής περιόδου. Στο τέλος της κλασικής εποχής και στην ελληνιστική, το ίδιο θέμα καταλαμβάνει ένα τμήμα της στήλης, μέσα σε ορθογώνιο βύθισμα, που μιμείται με απλουστευμένο τρόπο το σχήμα του ναΐσκου, αφήνοντας έτσι τον απαραίτητο χώρο και για τα υπόλοιπα στοιχεία της στήλης (επιγραφές, επιγράμματα, ρόδακες κ.ά.). Η στήλη ανήκει στο χώρο της αττικής κλασικής παράδοσης. Η παράσταση έχει απλότητα και τρυφερότητα και η έκφραση συναισθημάτων είναι συγκρατημένη. Το θέμα είναι καθαρά αττικό. Με βάση παράλληλα από την Αττική και το σχήμα των γραμμάτων του επιγράμματος το έργο πρέπει να χρονολογηθεί στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εικονογραφίας, όπως π.χ. η παράσταση του Αμύντα με χιτώνα και ιμάτιο, που δεν συνηθίζεται στις στήλες της Αττικής για την απεικόνιση ανδρών νεαρής ηλικίας, υποδεικνύουν ότι το γλυπτό αποτελεί επαρχιακό έργο, τοπικού εργαστηρίου. Η στήλη ξεχωρίζει ως η μόνη γνωστή επιτύμβια στήλη της Αμφίπολης με επίγραμμα αυτού του τοπικού εργαστηρίου, του τελευταίου τέταρτου του 4ου αι. π.Χ. [σημ. 12].
Η επιτύμβια στήλη αρ. κατ. 7 φέρει παράσταση λυρωδού και οπλίτη σε σκηνή δεξίωσης. Σε ναόσχημο οικοδόμημα που το αποτελούν παραστάδες, επιστύλιο και απλό αέτωμα με ακρωτήρια, παριστάνεται αριστερά, καθισμένος στο θρόνο, λυρωδός να δεξιώνεται όρθιο μπροστά του οπλίτη. Το πρόσωπο του λυρωδού, ο δεξιός ώμος και το δεξί του χέρι, κάτω από τον αγκώνα, έχουν αποκρουσθεί. Η μορφή είναι ντυμένη με ιμάτιο που αφήνει γυμνό το στήθος. Στο βάθος διαφαίνεται το περίγραμμα της λύρας. Ο οπλίτης ντυμένος με κοντή, ζωσμένη χλαμύδα, που αφήνει γυμνό το δεξί μέρος του στήθους, προτείνει το δεξί του χέρι. Φορεί περικεφαλαία με ίππουρι που πέφτει στους ώμους, ενώ στηρίζει την ασπίδα στο έδαφος. Στον ώμο του είναι ριγμένο κοντό ιμάτιο. Λείπει το πάνω μέρος του προσώπου και το άκρο του δεξιού χεριού. Ο Δ. Λαζαρίδης προτείνει μια χρονολόγηση λίγο πριν το 350 π.Χ. [σημ. 13].
Η αρχαία Τράγιλος (σημερινό Αηδονοχώρι Σερρών) ήταν μία επαρχιακή πόλη στην περιοχή του Στρυμόνα, κοντά στη μεταγενέστερη αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης [σημ. 14]. Μαζί με τη γειτονική Άργιλο (αποικία Ανδρίων) αποτελούν πόλεις που επηρεάστηκαν πολιτικά και πολιτισμικά από την Αμφίπολη. Μετά την ίδρυση της Αμφίπολης το 438 π.Χ. η πόλη βρίσκεται κάτω από την πολιτική και πολιτιστική εξάρτηση της Αθήνας. Η επίδραση της αττικής τέχνης είναι φανερή στα λίγα πλαστικά έργα που έχουμε από την Τράγιλο. Γνήσια αττικά έργα αποτελούν τα πρότυπα τα οποία ακολουθούν τα τοπικά εργαστήρια γλυπτικής [σημ. 15]. Σε αυτή την κατηγορία έργων ανήκει και η επιτύμβια στήλη της Αρδρινής (εικ. 5) που μεταφέρει στην περιφέρεια το γνωστό από τη στήλη της Αμφαρέτης αττικό θέμα (εικ. 6). Εικονίζεται γυναικεία μορφή σε κατατομή προς τα αριστερά, καθισμένη σε κλισμό. Από πάνω της υπάρχει χαραγμένο το όνομά της, Αρδρίνη [σημ. 16]. Στα πόδια της, σε μικρότερη κλίμακα, εικονίζεται το παιδί της, που την αγκαλιάζει έως το ύψος των γονάτων. Εικονογραφικό παράλληλο της στήλης αποτελεί η στήλη της Αριστολέας και του γιου της, Αντία, από τον Πειραιά (εικ. 7) [σημ. 17]. Ο ντόπιος καλλιτέχνης συνδύασε δύο αττικά εικονογραφικά πρότυπα. Από τη στήλη της Αμφαρέτης προέρχεται η στάση του αριστερού χεριού πάνω από το ερεισίνωτο του καθίσματος, ενώ από τη στήλη της Αριστολέας η στάση και η τοποθέτηση του μικρού παιδιού στα πόδια της και η μετωπικότητα της μορφής. Ο τύπος του καθίσματος που καλύπτεται από μακρύ ύφασμα συναντάται και στα δύο έργα [σημ. 18]. Η χαμηλή ποιότητα της εκτέλεσης, η ξηρή, γραμμική πτυχολογία και το πολύ πρόστυπο ανάγλυφο της στήλης της Αρδρινής επιβεβαιώνει την προέλευσή της από κάποιο τοπικό εργαστήριο.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙΤΥΜΒΙΩΝ ΑΝΑΓΛΥΦΩΝ [σημ. 19]
1. Επιτύμβια στήλη γενειοφόρου ανδρός από την Αμφίπολη. Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας (αρ. ευρ. Λ 314). Τέλη 5ου αι. π.Χ. Αδημοσίευτη (εικ. 1). Βιβλιογραφία: Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα. Οδηγός του Μουσείου Καβάλας, Αθήνα 1969, σ. 138, πίν. 49.
2. Επιτύμβια στήλη εφήβου από την Αμφίπολη. Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας (αρ. ευρ. Λ 312). Tέλη 5ου αι. π.Χ. Αδημοσίευτη (εικ. 2). Βιβλιογραφία: Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., σ. 138, πίν. 50• του ίδιου, Αμφίπολις, Αθήνα 1993, εικ. 103.
3. Επιτύμβια στήλη με παράσταση δύο γυναικών από την Αμφίπολη. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. Μa 3582). Εισηγμένη από την Αττική. Α´ μισό 4ου αι. π.Χ. (εικ. 3). Βιβλιογραφία: Μ. Ηamiaux, Les sculptures grecques. Ι. Des origines à la fin du IVe siècle avant J.C., Paris 1992, αρ. 260• C.W. Clairmont, Classical Attic Tombstones, Kilchberg 1993, αρ. 1.905• A. Pasquier / J.L. Martinez, 100 chefs-d’oeuvre de la sculpture grecque au Louvre, Paris 2007, σ. 89.
4. Επιτύμβια στήλη με παράσταση καθιστής γυναίκας και όρθιου άνδρα από την Αμφίπολη. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. Μa 800). Πρώτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. (εικ. 4). Βιβλιογραφία: E. Pfuhl, «Spätionische plastik», JdI 50 (1935), σ. 22, εικ. 10• Μ. Hamiaux, ό.π., αρ. 261• C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 2.935.
5. Επιτύμβια στήλη με παράσταση δέσποινας και δούλης από την Αμφίπολη. Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφίπολης (αρ. ευρ. Λ 702). Δεύτερο τέταρτο 4ου αι. π.Χ. Αδημοσίευτη (εικ. 8). Βιβλιογραφία: Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., αρ. Λ 315 (παλαιότερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας), σ. 134, πίν. 46• του ίδιου, Αμφίπολις, ό.π., εικ. 100 (αρ. Λ 702).
6. Επιτύμβια στήλη του Αμύντα Μονουνίου από την Αμφίπολη. Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας αρ. ευρ. Λ 199. Μέσα 4ου αι. π.Χ. (εικ. 9). Βιβλιογραφία: Δ. Λαζαρίδης, «Ανασκαφή Αμφιπόλεως», ΠΑΕ 1956, σ. 142, πίν. 47γ• του ίδιου, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., σ. 134, πίν. 47• του ίδιου, Αμφίπολις, ό.π., σ. 78, εικ. 101• Κ. Λαζαρίδη, «Επιτύμβια στήλη από την Αμφίπολη», ΑΕ 1983, σ. 193-201, πίν. 65• C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 2.947 (Αμύντας Μονουνίου).
7. Επιτύμβια στήλη λυρωδού και οπλίτη σε σκηνή δεξίωσης από την Αμφίπολη. Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας αρ. ευρ. Λ 228. Αδημοσίευτη. Λίγο πριν το 350 π.Χ. Βιβλιογραφία: Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., σ. 137.
8. Επιτύμβια στήλη της Αρδρινής από την αρχαία Τράγιλο. Βρέθηκε στην περιοχή του κλασικού- ελληνιστικού νεκροταφείου, εκτεινόμενου νοτιοδυτικά της μονής Προδρόμου. Tέλη 5ου αι. π.Χ.-αρχές 4ου αι. π.Χ. Αδημοσίευτη (εικ. 5). Βιβλιογραφία: Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στην Αρχαία Τράγιλο. Πρώτες γενικές αρχαιολογικές και ιστορικές παρατηρήσεις» στο Αρχαία Μακεδονία 3. Ανακοινώσεις κατά το τρίτο διεθνές συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 21-25 Σεπτεμβρίου 1977, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 144, εικ. 34. Της ίδιας, «Νομός Σερρών», ΑΔ 26 (1971) Β2, σ. 418.

Από τα νεκροταφεία της Αμφίπολης προέρχονται ακόμα οι εξής ανάγλυφες αδημοσίευτες επιτύμβιες στήλες κλασικών χρόνων:
α. Αποσπασματική μαρμάρινη επιτύμβια στήλη. Αδημοσίευτη, β´ μισό 4ου αι. π.Χ. (;). Παριστάνεται όρθια γυμνή νεαρή ανδρική μορφή στραμμένη προς τα δεξιά. Στον αριστερό ώμο φέρει διπλωμένο το ιμάτιό του (Πρβλ. C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 1.936 και 1.937). Βρέθηκε στη νοτιοδυτική γωνία του κιβωτιόσχημου τάφου Τ63 του ανατολικού νεκροταφείου της Αμφίπολης. Βιβλιογραφία: Π. Μάλαμα, «Νεότερα στοιχεία από το ανατολικό νεκροταφείο της Αμφίπολης», ΑΕΜΘ 15 (2001), σ. 118-119, εικ. 14˙ Δ. Λαζαρίδης, Αμφίπολις και Άργιλος (Αρχαίες ελληνικές πόλεις αρ. 13), Αθήνα 1972, σ. 24-25, παράγραφοι 93-95.
β. Aνθεμωτή επιτύμβια στήλη του Διονυσίου. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. ευρ. Λ 1142. Η μέτρια ποιότητα εκτέλεσης υποδεικνύει τοπικό εργαστήριο. Βιβλιογραφία: C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 924.
γ. Αποσπασματική επιτύμβια στήλη δύο ανδρών σε σκηνή δεξίωσης. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. ευρ. Λ 1241. Έργο τοπικού εργαστηρίου, καθαρά αττική εικονογραφία, 4ος αι. π.Χ. Βιβλιογραφία: C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 2.462• Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, «Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας», ΑΔ 34 (1979) [1987] Β2, σ. 335, πίν. 147β.
δ. Aποσπασματική επιτύμβια στήλη του Αρραβαίου Αθηνίωνος. Αμφίπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. ευρ. Λ 97. Έργο τοπικού εργαστηρίου, αττική εικονογραφία, τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.Χ. Βιβλιογραφία: C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 981· Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, «Αρχαιότητες και μνημεία ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 24 (1969) [1970] Β2, σ. 355, αρ. 3, πίν. 361α· S. Schmidt, Hellenistische Grabreliefs: Typologische und Chronologische Beobachtungen, Köln 1991, σ. 47, αρ. 258) [σημ. 20].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στους Aθηναίους αποίκους προστέθηκαν και Έλληνες άποικοι από την Ιωνία και αλλού, όπως τεκμηριώνει η προσωπογραφία της πόλης (D. Malamidou, «Les nécropoles d’Amphipolis: nouvelles données archeologiques et anthropologiques» στο M. Guimier-Sorbets / M.B. Hatzopoulos / Y. Morizot (επιμ.), Rois, Cités, Necropoles: Institutions, Rites et Monuments en Macédoine, Actes des colloques de Nanterre (Decembre 2002) et d’Athènes (Janvier 2004), Paris 2006, σ. 201).
[2] Αριθμοί καταλόγου 1, 2, 4.
[3] Οι γνωστές έως σήμερα επιτύμβιες στήλες κλασικών χρόνων της Αμφίπολης, τόσο στη δομή, το στιλ, όσο και στο θεματολόγιο και τα εικονογραφικά θέματα, δείχνουν βαθιά επίδραση της πλαστικής των Αθηνών, που την εποχή αυτή αποτελεί την «κοινή» εικονογραφική γλώσσα όλου του ελληνικού χώρου.
[4] Για την πόλη της Αμφίπολης βλ. Δ. Λαζαρίδης, Αμφίπολις και Άργιλος, ό.π.• του ίδιου, Αμφίπολις, ό.π., σ. 1-28. Για την αττική επιρροή στην τέχνη των τοπικών εργαστηρίων της Αμφίπολης βλ. και S. Schmidt, ό.π., σ. 47.
[5] Χρονολογούνται στο τελευταίο τρίτο του 5ου αι. π.Χ., λίγο μετά την ίδρυση της αποικίας (437 π.Χ.).
[6] Πρβλ. C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 711, 1.210, 1.224, 1.227, 1.230. Στα μνημεία αυτά οι μορφές κρατάνε συνήθως κάποιο αντικείμενο-σύμβολο (πουλί, στλεγγίδα κ.ά. ή ράβδο –οι μορφές μεγαλύτερης ηλικίας, συμπληρωμένη γραπτώς– βλ. C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 3.269a, 3.320c), προς το οποίο κατευθύνεται συνήθως το βλέμμα του νεκρού. Ίσως και εδώ να υπήρχε κάποιο αντικείμενο, συμπληρωμένο γραπτώς. Πρβλ. και τη στήλη από τη Μακεδονία, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. 3254 («θεσσαλο-μακεδονικού» εργαστηρίου. Βλ. Π. Κωνσταντινίδης, «Κλασικά Επιτύμβια ανάγλυφα από τη Μακεδονία», Αρχαιογνωσία 15 (2007-2009) [2010], σ. 253-316• Α. Conze, Die Attischen Grabreliefs, Berlin 1893-1906, αρ. 843• C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 1.080).
[7] Πρβλ. για την εικονογραφία C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 1.772, 1.862, 1.876, 1.932, 1.971. Η πεπλοφόρος μορφή ακολουθεί τη γνωστή Ειρήνη του Κηφισοδότου. Οι A. Pasquier και J.L. Martinez (A. Pasquier / J.L. Martinez, ό.π.) προτείνουν την εισαγωγή της στήλης στην πόλη από τη γειτονική Θάσο. Η ταύτιση του είδους του μαρμάρου (θάσου ή πεντελικό) θα υποδείξει τον τόπο δημιουργίας του αναγλύφου, Αττική ή Θάσος, που αυτή την περίοδο επηρεάζεται επίσης από την Αττική.
[8] Για εικονογραφικά παράλληλα βλ. την επιτύμβια στήλη των Κτησίλεω και Θεανώς από την Αθήνα (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. 3472, περ. 380-360 π.Χ.• C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 2.206• Ν. Καλτσάς, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα Γλυπτά. Κατάλογος, Αθήνα 2001, σ. 158, αρ. 310), αλλά και C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 14, 2.381, 4.471, 4.850• Β. Schmaltz, Untersuchungen zu den attischen Marmorlekythen, Berlin 1970, αρ. Α14 και Α21• Κ. Blümel, Die Klassisch Griechischen Skulpturen der Staatlichen Museen zu Berlin, Berlin 1966, αρ. 58. Το μοτίβο του όρθιου άνδρα που στηρίζεται σε βακτηρία βλέπουμε ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια (πρβλ. την ανατολικοϊωνική στήλη από τις Σάρδεις – Ε. Pfuhl / Η. Mobius, Die Ostgriechischen Grabreliefs, Mainz am Rhein 1977, I. αρ. 12, ΙΙ. πίν. 4, αρ. 12, και τη στήλη από τον Ορχομενό Βοιωτίας, έργο του Νάξιου γλύπτη Αλξήνορος – Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. 39, περ. 490 π.Χ., J. Boardman, Ελληνική Πλαστική. Αρχαϊκή περίοδος, Αθήνα 1982, εικ. 244) ενώ συνεχίζεται ως και την ελληνιστική περίοδο. Πρβλ. επίσης την επιτύμβια στήλη της συλλογής Borgia στη Νάπολη (Νάπολη, Museo Archeologico Nazionale, αρ. ευρ. 6556, 480-470 π.Χ. S. De Caro, The National Archaeological Museum of Naples, Νάπολη 2001, σ. 372), τη μορφή του επώνυμου άρχοντα αρ. 46 του λίθου VI της ζωφόρου του Παρθενώνα (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, μορφή Ε46 –απομένει πλέον μόνο το περίγραμμά της. Καλύτερα σώζεται η μορφή στο γύψινο εκμαγείο του λίθου στη Βασιλεία– F. Brommer, Der Parthenonfries. Katalog und Unters, Mainz am Rhein 1977, πίν. 184• J. Neils, The Parthenon Frieze, Cambridge 2001, σ. 67, εικ. 52), τη μορφή του Ηρακλή στη ζωφόρο του Τηλέφου (Βερολίνο, Μουσείο Περγάμου, 2ος αι. π.Χ. J.J. Pollitt, Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή, Αθήνα 1999, σ. 261, εικ. 218), το επιτύμβιο ανάγλυφο του 4ου αι. π.Χ. στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά (Γ. Στάινχαουερ, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιώς, Αθήνα 2001, σ. 310, εικ. 419), τη μορφή του Αλέξου στο επιτύμβιο μνημείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αρ. ευρ. 2574 (S. Karouzou, «Der Grabnaiskos des Alexos» AM 96 (1981), σ. 179-200), την επιτύμβια στήλη του Μουσείου του Worcester, αρ. ευρ. 1932.2 (π. 330 π.Χ. B.S. Ridgway, Hellenistic Sculpture Ι. The Styles of ca. 331-200 B.C., Madison 1990, σ. 34, πίν. 7), τη μορφή του Ραδάμανθυ στη ζωγραφική διακόσμηση του τάφου των Λευκαδίων (J.J. Pollitt, ό.π., σ. 245, εικ. 202. Φ.Μ. Πέτσας, Ο τάφος των Λευκαδίων, Αθήνα 1966). Το ίδιο μοτίβο μεταπλάθεται στον λεγόμενο τύπο του Ασκληπιού Este (LIMC ΙΙ.1. (1984), s.v. Asklepios [Β. Ηoltzmann]), αλλά και από τον Λύσιππο στον λεγόμενο «Ηρακλή Farnese», όπου η βακτηρία έχει αντικατασταθεί με το ρόπαλο, στο οποίο στηρίζεται ο αποκαμωμένος ήρωας (J.J. Pollitt, ό.π., σ. 82, εικ. 41). Η διάδοση και η μετάπλαση του συγκεκριμένου εικονογραφικού μοτίβου γίνεται μέσω της χρήσης «βιβλίων σχεδίων» (pattern books). Για το θέμα των «βιβλίων σχεδίων» βλ. B.S. Ridgway, Hellenistic Sculpture I, ό.π., σ. 59, του ίδιου, Hellenistic Sculpture III. The Styles of 100-31 B.C., Madison 2002, σ. 269-270 και σημ. 15 στη σ. 275. Για το μοτίβο του «στηριζόμενου άνδρα» βλ. και O. Palagia, «Transformations of a Parthenon Motif» στο E. Berger (επιμ.), Parthenon – Kongress Basel. Referate und Berichte, Mainz 1984, σ. 245-246, με σημ. στις σ. 421-422. Ιωνικές στιλιστικές επιρροές στο έργο αναγνωρίζει ο Ε. Pfuhl (E. Pfuhl, ό.π., σ. 22, εικ. 10 και 11). Για τη στήλη της Άνδρου (Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Ερμιτάζ, αρ. ευρ. 331) βλ. E. Pfuhl, ό.π., σ. 23, εικ. 11. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η, γειτονική της Αμφίπολης, Άργιλος ήταν αποικία Ανδρίων (βλ. Δ. Λαζαρίδης, Αμφίπολις και Άργιλος, ό.π., σ. 73), ότι στην ίδια την Αμφίπολη ζούσαν και Ίωνες άποικοι (βλ. παραπάνω σημ. 1), καθώς και τη γενικότερη ιωνική επιρροή στην τέχνη του ευρύτερου μακεδονικού και βορειοελλαδικού χώρου (βλ. Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, «Δέκα αιώνες πλαστικής στη Μακεδονία. Συμπεράσματα από το πρόγραμμα “Μελέτη και δημοσίευση των γλυπτών του αρχαιολογικού μουσείου Θεσσαλονίκης”», ΑΕΜΘ 20 (2006) [2008], σ. 342 και Π. Κωνσταντινίδης, ό.π., σ. 253-316, με βιβλιογραφία).
[9] C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 2.150• Ν. Καλτσάς, ό.π., σ. 156-157, αρ. 309.
[10] Για ανάλογα παραδείγματα στηλών με ρόδακες από την Αττική βλ. ενδεικτικά Α. Conze, ό.π., αρ. 261 (στήλη της Καλλιστράτης), αρ.1.594 (στήλη της Φαινίππης), αλλά και παραπάνω (σημ. 12) τη στήλη της Αριστολέας και του Αντία από τον Πειραιά (πίν. 5). Για το όνομα του νεκρού, καθώς και για τα υπόλοιπα ονόματα των αποθανόντων στις επιτύμβιες στήλες της Αμφίπολης βλ. P.M. Fraser / E. Matthews, A Lexicon of Greek Personal Names IV. Macedonia, Thrace, Northern Regions of the Black Sea, Oxford 2005.

[11] Η μεταγραφή από Κ. Λαζαρίδη, ό.π., σ. 197.
[12] Οι παραστάσεις λυρωδών σε επιτύμβια ανάγλυφα είναι σπάνιες. Πρβλ. και τη στήλη του λυρωδού από την Ποτίδαια (Γ. Δεσπίνης / Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου / Ε. Βουτυράς (επιμ.), Κατάλογος Γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Ι, Θεσσαλονίκη 1997, αρ. 15, εικ. 37, 39). Οι επιτύμβιες στήλες αρ. κατ. 6 και 7 από την Αμφίπολη βρέθηκαν στο ελληνιστικό νεκροταφείο της πόλης (όπου έχουμε ταφές από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. ως και τα μέσα του 2ου αι. π.Χ.) – Δ. Λαζαρίδης, Αμφίπολις, ό.π., σ. 76. Ο Δ. Λαζαρίδης χρονολογεί τη στήλη στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., σ. 134-135).

[13] Την εικόνα που έχουμε για τον αττικό χαρακτήρα της τέχνης της πόλης συμπληρώνουν και επιβεβαιώνουν και τα εξής έργα επιτύμβιας γλυπτικής: α. μεγάλη ανθεμωτή επίστεψη επιτύμβιας στήλης (αρ. Λ 319 Μουσείου Καβάλας – Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., Αθήνα 1969, σ. 119· του ίδιου, Αμφίπολις, ό.π., εικ. 110. Αδημοσίευτη). Βρέθηκε κατά την ανασκαφή του μακεδονικού τάφου 3 της Αμφίπολης μπροστά στην είσοδο του νεκρικού θαλάμου. Έργο του τέλους του 4ου-αρχών 3ου αι. π.Χ. (ύψος 1,02 μ.), β. επιτύμβιο αγαλμάτιο Σειρήνας των μέσων του 4ου αι. π.Χ., πολύ καλής ποιότητας, του γνωστού τύπου από τον αττικό Κεραμεικό (Μουσείο Καβάλας αρ. Λ217 – Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., σ. 135, πίν. 48. Αδημοσίευτη. Πρβλ. τη Σειρήνα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αρ. ευρ. 774 (C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 2) και τη Σειρήνα στη Βοστώνη (Museum of Fine Arts, αρ. 03.757 – J. Boardman, Ελληνική Πλαστική. Ύστερη κλασική Περίοδος και γλυπτική στις υπερπόντιες αποικίες, Αθήνα 1999, εικ. 116), και γ. αετωματική επίστεψη επιτύμβιας στήλης (Μουσείο Καβάλας αρ. Λ72, αδημοσίευτη) που φέρει ανάγλυφα ακρωτήρια Σειρήνας στο κέντρο και Σφιγγών στις γωνίες, 4ος αι. π.Χ. – Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., σ. 114. Πρβλ. επίσης την επίστεψη της στήλης του Αριστίωνα (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. ευρ. 4487• C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 1.855, και A. Κaloyéropoulou, «Un monument attique funéraire retrouvé», AAA 4 (1971), σ. 110-111, εικ. 1 και 2). Επιπλέον, το είδος και ο χαρακτήρας του μνημειακού επιτύμβιου κτίσματος «της Φιλιτούς» που βρέθηκε στο Αηδονοχώρι Σερρών (αρχαία Τράγιλος) και στέκεται ως προς το μέγεθος δίπλα στους μνημειακούς μακεδονικούς τάφους και σε μνημεία όπως του Λέοντα της Χαιρώνειας και του Λέοντα της Αμφίπολης, εκφράζει, κάτω από αθηναϊκή επίδραση – ίσως και αθηναίων τεχνιτών (;), όπως και σε μια κατηγορία επιτύμβιων μνημείων της Πέλλας και των Αιγών του τέλους του 4ου αι. π.Χ. (Π. Κωνσταντινίδης, ό.π., σ. 284-287, 297, αρ. κατ. 17, 19, 21-22, 24-27)- το ίδιο εκείνο πνεύμα, που στη δημοκρατική Αθήνα απαγόρευσε ο νόμος του Δημητρίου Φαληρέα, ενώ στις περιφέρειες του ελληνισμού, στις αυλές των τοπικών δυναστών έδωσε μνημεία, όπως το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Το μνημείο, από το οποίο σώζεται μόνο η υποδομή του, χρονολογείται στα τέλη του 4ου-αρχές 3ου αι. π.Χ. Στο στρώμα καταστροφής του βρέθηκαν μεταξύ άλλων ευρημάτων και τμήμα γυναικείου και ανδρικού αγάλματος. Το μνημείο λοιπόν θα στέγαζε τα αγάλματα των δύο νεκρών. Οι νεκροί είχαν ταφεί στις δύο σαρκοφάγους που βρέθηκαν ενσωματωμένες στο πόδιο του κτηρίου. Βλ. Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, «Αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 22 (1967) Β2, σ. 423-425, πίν. 313• της ίδιας, «Αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 23 (1968) Β2, σ. 358-359, πίν. 305-306• της ίδιας, «Ειδήσεις εξ Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΑΑ 1 (1968), σ. 248-249, εικ. 1 και 2• της ίδιας, «Αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 25 (1970) Β2, σ. 403, πίν. 337ε• της ίδιας, «Ανασκαφικές έρευνες στην Αρχαία Τράγιλο. Πρώτες γενικές αρχαιολογικές και ιστορικές παρατηρήσεις», ό.π., σ. 136-138, εικ. 32-33 και σχέδ. 5.

[14] Η πόλη αποτελούσε αποικία της γειτονικής Αργίλου. Για ανασκαφές στην αρχαία Τράγιλο βλ. Ζ. Μπόνιας, «Η μετόπη Λ425 του Μουσείου Καβάλας», στο Δ. Παντερμαλής et al. (επιμ.), Άγαλμα. Μελέτες προς τιμή του Γ. Δεσπίνη, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 191, σημ. 29• Κ. Ρωμιοπούλου, «Οι αποικίες της Άνδρου στο Βόρειο Αιγαίο» στο Ν. Χ. Σταμπολίδης (επιμ.), Φως Κυκλαδικόν. Τιμητικός τόμος στη μνήμη του Νίκου Ζαφειρόπουλου, Αθήνα 1999, σ. 130-131• Κ. Χρυσανθάκη-Nagle, «Πήλινες γυναικείες προτομές και λατρείες της Μακεδονίας και της Θράκης», Αρχαιολογία και Τέχνες 113 (2009), σ. 60-61, εικ. 6, με βιβλιογραφία• K. Liampi, Argilos. A Historical and Numismatic Study (KERMA I), Athens 2005, σ. 42-46.
[15] Όπως η μνημειακή μετόπη του μουσείου Καβάλας που προέρχεται από την αρχαία Τράγιλο (Δ. Λαζαρίδης, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, ό.π., πίν. 54, σ. 143• Ζ. Μπόνιας, ό.π., σ. 181-193).
[16] Το όνομα Αρδρίνη εμφανίζεται άπαξ στον βορειοελλαδικό χώρο, στη στήλη της Τραγίλου, ενώ δεν εμφανίζεται στην Αττική (P.M. Fraser / E. Matthews, ό.π., s.v. Αρδρίνη).
[17] IG II² 5783• Μ. Πωλογιώργη, Επιτύμβια μνημεία με ανάγλυφη παράσταση των κλασικών χρόνων από τον Πειραιά και την περιοχή του (αδημ. διδ. διατριβή), Αθήνα 2001, Ι, σ. 310-311 (Μουσείο Πειραιά αρ. ευρ. 280), ΙΙ, εικ. 131 (αρ. κατ. Α138), 340-330 π.Χ. από τον Πειραιά• C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 1.942 (340-330 π.Χ.)• Α. Scholl, Die attischen Bildfeldstelen des 4. Jhs.v. Chr. Untersuchungen zu den kleiformatigen Grabreliefs im spätklassischen Athen, ΑΜ-BH 17 (1996), σ. 305, αρ. κατ. 310, πίν. 18, εικ. 2 (ανήκει στον τύπο των Βildfeldstelen). Για τη στήλη της Αμφαρέτης (Μουσείο Κεραμεικού, αρ. ευρ. Π 695, 430-420 π.Χ. – βλ. C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 1.660).
[18] Για τη στάση του παιδιού πρβλ. C.W. Clairmont, ό.π., αρ. 2.871 (αττική στήλη από τους Ωρεούς της Εύβοιας)• P. Gercke / N. Zimmermann-Elseify, Antike Steinskulpturen und Neuzeitliche Nachbidungen in Kassel, Bertandskatalog, Mainz am Rhein 2007, αρ. 106, σ. 320-323.
[19] Γενικά για τις νεκροπόλεις της αρχαίας Αμφίπολης βλ. Μ. Νικολαΐδου-Πατέρα, «Από τη νεκρόπολη της αρχαίας Αμφίπολης», ΑΕΜΘ 6 (1992), σ. 549 κ. εξ. και D. Malamidou, ό.π., σ. 199-208, πίν. 29-32. Ειδικότερα, για το κλασικό νεκροταφείο της Αμφίπολης βλ. Τ. Μανδάλα, «Το κλασικό νεκροταφείο της Αμφίπολης», στο Μνήμη Δ. Λαζαρίδη, Πόλις και χώρα στην Αρχαία Μακεδονία και Θράκη. Πρακτικά αρχαιολογικού συνεδρίου, Καβάλα 9-11 Μαΐου 1986, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 275-284 και Δ. Λαζαρίδης, Αμφίπολις, ό.π., σ. 85-86.
[20] Τέλος, ακέραιες ή αποσπασματικές επιτύμβιες στήλες του 4ου αι. π.Χ. και των ελληνιστικών χρόνων αναφέρεται ότι αποτελούν τυχαία ευρήματα από την περιοχή της Αμφίπολης κατά την ανασκαφική έρευνα του 1970 (Μουσείο Καβάλας αρ. ευρ. Λ807, Λ808, Λ804, Λ812 – Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, «Αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 25 (1970) Β2, σ. 404, πίν. 338α) και του 2000 (Αμφίπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. ευρ. Λ1378 – Π. Μάλαμα, «Νεότερα στοιχεία από το ανατολικό νεκροταφείο της Αμφίπολης στα πλαίσια του έργου “Διαπλάτυνση του δρόμου Αμφίπολης-Μεσολακκιάς”», ΑΕΜΘ 14 (2000), σ. 61, εικ. 6• SEG XLIX, 675, αρχές 3ου αι. π.Χ.).

ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
1. Λαζαρίδης Δ., Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα. Οδηγός του Μουσείου Καβάλας, Αθήνα 1969, πίν. 49.
2. Λαζαρίδης Δ., Αμφίπολις, Αθήνα 1993, εικ. 103.
3. Hamiaux Μ., Les sculptures grecques. Ι. Des origines a la fin du IVe siècle avant J.C., Paris 1992, αρ. 260.
4. Hamiaux Μ., ό.π., αρ. 261.
5. Κουκούλη-Χρυσανθάκη Χ., «Ανασκαφικές έρευνες στην Αρχαία Τράγιλο» στο Αρχαία Μακεδονία 3. Ανακοινώσεις κατά το τρίτο διεθνές συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 21-25 Σεπτεμβρίου 1977, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 123-146, εικ. 34).
6. Ν. Γιαλούρης, «Αρχαία Γλυπτά» στο Ελληνική Τέχνη, Αθήνα 1994, αρ. 142.
7. Φωτογραφία του συγγραφέα.
8. Λαζαρίδης Δ., Αμφίπολις, Αθήνα 1993, εικ. 100.
9. Λαζαρίδης Δ., ό.π., εικ. 101.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Blümel K., Die Klassisch Griechischen Skulpturen der Staatlichen Museen zu Berlin, Berlin 1966.
Boardman J., Ελληνική Πλαστική. Αρχαϊκή περίοδος, Αθήνα 1982.
—, Ελληνική Πλαστική. Ύστερη κλασική Περίοδος και γλυπτική στις υπερπόντιες αποικίες, Αθήνα 1999.
Brommer F., Der Parthenonfries. Katalog und Unters, Mainz am Rhein 1977.
Clairmont C.W., Classical Attic Tombstones, Kilchberg 1993 (6 τόμοι).
Conze Α., Die Attischen Grabreliefs, Berlin 1893-1906 (3 τόμοι).
Δεσπίνης Γ. / Στεφανίδου-Τιβερίου Θ. / Βουτυράς Ε. (επιμ.), Κατάλογος Γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Ι., Θεσσαλονίκη 1997.
De Caro S., The National Archaeological Museum of Naples, Νάπολη 2001
Fraser P.M. / Matthews E., A Lexicon of Greek Personal Names IV. Macedonia, Thrace, Northern Regions of the Black Sea, Oxford 2005.
Gercke P. / Zimmermann-Elseify N., Antike Steinskulpturen und Neuzeitliche Nachbidungen in Kassel. Bertandskatalog, Mainz am Rhein 2007.
Hamiaux Μ., Les sculptures grecques. Ι. Des origines a la fin du IVe siècle avant J.C., Paris 1992.
Inscriptiones Graecae (IG), Berlin 1873–.
Καλτσάς Ν., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα Γλυπτά. Κατάλογος, Αθήνα 2001.
Κουκούλη-Χρυσανθάκη Χ., «Αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 22 (1967) Β2, σ. 423-425.
―, «Αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 23 (1968), Β2, σ. 358-360.
―, «Ειδήσεις εξ Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΑΑ 1 (1968), σ. 248-250.
―, «Αρχαιότητες και μνημεία ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 24 (1969) [1970] Β2, σ. 347-356.
―, «Αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας», ΑΔ 25 (1970) Β2, σ. 403-404.
—, «Νομός Σερρών», ΑΔ 26 (1971) Β2, σ. 416-419.
—, «Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας», ΑΔ 34 (1979) [1987] Β2, σ. 322-335.
―, «Ανασκαφικές έρευνες στην Αρχαία Τράγιλο. Πρώτες γενικές αρχαιολογικές και ιστορικές παρατηρήσεις» στο Αρχαία Μακεδονία 3. Ανακοινώσεις κατά το τρίτο διεθνές συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 21-25 Σεπτεμβρίου 1977, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 123-146.
Κωνσταντινίδης Π., «Κλασικά Επιτύμβια ανάγλυφα από τη Μακεδονία», Αρχαιογνωσία 15 (2007-2009) [2010], σ. 253-316.
Κaloyéropoulou A., «Un monument attique funéraire retrouvé», AAA 4 (1971), σ. 110-111.
Karouzou S., «Der Grabnaiskos des Alexos» AM 96 (1981), σ. 179-200.
Λαζαρίδη Κ., «Επιτύμβια στήλη από την Αμφίπολη», ΑΕ 1983, σ. 193-201.
Λαζαρίδης Δ., «Ανασκαφή Αμφιπόλεως», ΠΑΕ 1956, σ. 141-142.
—, Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα. Οδηγός του Μουσείου Καβάλας, Αθήνα 1969.
—, Αμφίπολις και Άργιλος (Αρχαίες ελληνικές πόλεις αρ. 13), Αθήνα 1972.
—, Αμφίπολις, Αθήνα 1993.
Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae (LIMC), ΙΙ.1. Aphrodisias – Athena, Zürich/München 1984.
Liampi K., Argilos. A Historical and Numismatic Study (KERMA I), Athens 2005
Μάλαμα Π., «Νεότερα στοιχεία από το ανατολικό νεκροταφείο της Αμφίπολης στα πλαίσια του έργου “Διαπλάτυνση του δρόμου Αμφίπολης-Μεσολακκιάς”», ΑΕΜΘ 14 (2000), σ. 55-67.
―, «Νεότερα στοιχεία από το ανατολικό νεκροταφείο της Αμφίπολης», ΑΕΜΘ 15 (2001), σ. 116-126.
Μανδάλα Τ., «Το κλασικό νεκροταφείο της Αμφίπολης», στο Μνήμη Δ. Λαζαρίδη, Πόλις και χώρα στην Αρχαία Μακεδονία και Θράκη. Πρακτικά αρχαιολογικού συνεδρίου, Καβάλα 9-11 Μαΐου 1986, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 275-284.
Μπόνιας Ζ., «Η μετόπη Λ425 του Μουσείου Καβάλας», στο Δ. Παντερμαλής et al. (επιμ.), Άγαλμα. Μελέτες προς τιμή του Γ. Δεσπίνη, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 181-193.
Malamidou D., «Les nécropoles d’Amphipolis: nouvelles données archeologiques et anthropologiques» στο M. Guimier-Sorbets / M.B. Hatzopoulos / Y. Morizot (επιμ.), Rois, Cités, Necropoles: Institutions, Rites et Monuments en Macédoine, Actes des colloques de Nanterre (Decembre 2002) et d’Athènes (Janvier 2004), Paris 2006, σ. 199-208.
Νικολαΐδου-Πατέρα Μ.. «Από τη νεκρόπολη της αρχαίας Αμφίπολης», ΑΕΜΘ 6 (1992), σ. 549-559.
Neils J., The Parthenon Frieze, Cambridge 2001.
Πέτσας Φ.Μ., Ο τάφος των Λευκαδίων, Αθήνα 1966.
Πωλογιώργη Μ., Επιτύμβια μνημεία με ανάγλυφη παράσταση των κλασικών χρόνων από τον Πειραιά και την περιοχή του (αδημ. διδ. διατριβή), Αθήνα 2001.
Palagia O., «Transformations of a Parthenon Motif» στο E. Berger (επιμ.), Parthenon – Kongress Basel. Referate und Berichte, Mainz 1984, σ. 245-246.
Pasquier A. / Martinez J.L., 100 chefs-d’oeuvre de la sculpture grecque au Louvre, Paris 2007.
Pfuhl E., «Spätionische plastik», JdI 50 (1935), σ. 9-48.
Pfuhl Ε. / Mobius Η., Die Ostgriechischen Grabreliefs, Mainz am Rhein 1977.
Pollitt J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή, Αθήνα 1999.
Ρωμιοπούλου Κ., «Οι αποικίες της Άνδρου στο Βόρειο Αιγαίο» στο Ν. Χρ. Σταμπολίδης (επιμ.), Φως Κυκλαδικόν. Τιμητικός τόμος στη μνήμη του Νίκου Ζαφειρόπουλου, Αθήνα 1999, σ. 126-131.
Ridgway B.S., Hellenistic Sculpture Ι. The Styles of ca. 331-200 B.C., Madison 1990
―, Hellenistic Sculpture III. The Styles of 100-31 B.C., Madison 2002
Στάινχαουερ Γ., Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιώς, Αθήνα 2001.
Στεφανίδου-Τιβερίου Θ., «Δέκα αιώνες πλαστικής στη Μακεδονία. Συμπεράσματα από το πρόγραμμα “Μελέτη και δημοσίευση των γλυπτών του αρχαιολογικού μουσείου Θεσσαλονίκης”», ΑΕΜΘ 20 (2006) [2008], σ. 341-356.
Schmaltz B., Untersuchungen zu den attischen Marmorlekythen, Berlin 1970.
Schmidt S., Hellenistische Grabreliefs : Typologische und Chronologische Beobachtungen, Köln 1991.
Scholl Α., Die attischen Bildfeldstelen des 4. Jhs.v. Chr. Untersuchungen zu den kleiformatigen Grabreliefs im spätklassischen Athen, ΑΜ – BH 17 (1996).
Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG), 1923–.
Χρυσανθάκη-Nagle Κ., «Πήλινες γυναικείες προτομές και λατρείες της Μακεδονίας και της Θράκης», Αρχαιολογία και Τέχνες 113 (2009), 57-63.