Στη μνήμη της  γιαγιάς μου της Αθηνάς, που όταν ήμουνα παιδί μου ’λεγε ιστορίες για Καλικάντζαρους, Παγανά και Παρωρίτες.

Το Δωδεκαήμερο είναι γνωστός λαογραφικός όρος, που αναφέρεται στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην παραμονή των Χριστουγέννων και τα Φώτα.

Το Δωδεκαήμερο είναι έννοια χρονική και δεισιδαιμονική, που τη γνωρίζουν και τη χρησιμοποιούν οι Έλληνες από τα βυζαντινά χρόνια, αλλά και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης από τα μεσαιωνικά. Δωδεκαήμερο, les Douze jours, i Dodici, giorni, The Twelve Days κ.λπ.

Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, στο διάστημα των ημερών αυτών παρατηρείται μια κυκλοφορία κακών πνευμάτων πάνω στη γη, που –κυρίως τις νύχτες, αναγκάζουν τους ανθρώπους να περιορίζονται μέσα στα σπίτια τους, συγκεντρωμένοι γύρω από την προστατευτική φωτιά (σημ. 1), της οικογενειακής εστίας, που την τιμούν –σχεδόν ειδωλολατρικά.

Η περίοδος του Δωδεκαημέρου θεωρείται επικίνδυνη, επειδή τις νύχτες, που είναι και οι μεγαλύτερες του έτους, κυκλοφορούν πάνω στη γη οι Kαλικάντζαροι.

Οι Καλικάντζαροι είναι δαιμόνια εύθυμα και άτακτα, που άφησαν για λίγο την κατοικία τους στα έγκατα της γης κι ανέβηκαν στην επιφάνεια για να πειράξουν τους ανθρώπους.

Μέρα και νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο, η φωτιά που κρατάει τους Καλικαντζάρους μακριά δεν σβήνει από την οικογενειακή εστία. Ο νοικοκύρης έχει επιλέξει ένα ξύλο χοντρό από δένδρο αγκαθερό, που ο λαός πιστεύει ότι τα αγκάθια διώχνουν τα δαιμόνια. Το ξύλο αυτό το λένε Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτη ή Σκαρκάντζαλο.

Το Χριστόξυλο θα καίγεται μέρα-νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο. Πριν το ρίξουν στη φωτιά το ραίνουν με καταχύσματα, δηλαδή ξηρούς καρπούς.

Σε πολλά μέρη της Ελλάδας βάζουν δύο ή τρία ξύλα μαζί και κάνουν το «πάντρεμα της φωτιάς», το ένα από ίσιο, αρσενικό δένδρο, όπως ο κέδρος, που συμβολίζει τον νοικοκύρη του σπιτιού, το δεύτερο από θηλυκό, από αγριοκερασιά ή αχλαδιά, με παρακλάδια, που συμβολίζει τη νοικοκυρά και το τρίτο συμβολίζει τον κουμπάρο, πρόσωπο απαραίτητο σε κάθε γάμο.

Στη Λευκάδα ο νοικοκύρης του σπιτιού ρίχνει πάνω σ’ αυτά λάδι και κρασί, σαν να κάνει σπονδή. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας ρίχνουν πάνω στη φωτιά φυτά που καιόμενα κάνουν κρότο, όπως οι σπαραγγιές. Οι κρότοι και ο καπνός, όπως πιστεύει ο λαός, διώχνουν μακριά τα φίδια και τα δαιμόνια.

Τα ξύλα που απομένουν από τη φωτιά του Δωδεκαημέρου, οι χωρικοί τα μπήγουν στα χωράφια τους για να καρπίζουν τα στάρια. Τη στάχτη τη σκορπίζουν στα τέσσερα σημεία του σπιτιού, στις αυλές, τους στάβλους, τα περιβόλια και τους κήπους, για να διώξουν μακριά κάθε κακό.

Στη Βόρεια Ελλάδα, στον Πόντο άλλοτε, κ.α. ανάβουν μεγάλες φωτιές στις πλατείες των χωριών και των κωμοπόλεων ή στο ψηλότερο σημείο τους. Μικροί και μεγάλοι τραγουδούν γύρω από τη φωτιά, κτυπώντας συγχρόνως κουδούνια. Έτσι με τη φωτιά και τους ήχους των κουδουνιών πιστεύουν ότι κρατούν μακριά τα δαιμόνια  του Δωδεκαημέρου. Για τον ίδιο λόγο, τα παλιότερα χρόνια οι διαβάτες του ήταν υποχρεωμένοι να βγουν νυχτιάτικα έξω από τα σπίτια τους κρατούσαν στο χέρι τους ένα δαυλί αναμμένο.

Το έθιμο των μεταμφιέσεων, που παρατηρείται στον βορειοελλαδικό χώρο, Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, φαίνεται πως έχει κάποια σχέση με τους Καλικάντζαρους. Τους μεταμφιεσμένους ονομάζουν Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια ή Μωμόγερους. Μεταμφιέζονται σε λύκους, τράγους, αρκούδες, φορώντας τα τομάρια τους. Τριγυρίζουν στις γειτονιές του χωριού τους, μπαίνουν στα σπίτια, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα.

Υπάρχει η άποψη ότι οι μεταμφιέσεις αυτές συμβολίζουν το χειμώνα, αλλά και τις ψυχές των νεκρών, που έρχονται στον Απάνω Κόσμο τέτοια εποχή και ενοχλούν τους ζωντανούς. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι με τα καμώματά τους φόβιζαν τους ανθρώπους και ιδιαιτέρως τα παιδιά, τόσο στα βυζαντινά όσο και στα μετά την Άλωση χρόνια, γι’ αυτό η λαϊκή φαντασία τούς έδωσε υπόσταση και μορφή Καλικαντζάρων.

Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι η δημιουργία των Καλικαντζάρων οφείλεται στο φόβο των ζωντανών για τους νεκρούς. Σύμφωνα με τη λαϊκή λατρεία, οι πεθαμένοι, οι μνημοράτοι, κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου ανεβαίνουν στον Απάνω Κόσμο και ενοχλούν τους ζωντανούς, χωρίς όμως να τους προκαλούν κάποιο σημαντικό κακό.

Στην Κεφαλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά του Ιονίου, τα δαιμονικά αυτά όντα τα λένε Παγανά. Η λέξη σχετίζεται με τον Παγανισμό και τη λαϊκή λατρεία των Αρχαίων Ελλήνων.

Οι Καλικάντζαροι, οι λυκάνθρωποι, οι δράκοι και οι μάγισσες, σε μας, αλλά και στους άλλους λαούς της Ευρώπης, είναι –κυρίως– πλάσματα της νύχτας και της υπαίθρου.

Γενικά οι δοξασίες αυτές προέρχονται από ρωμαϊκές λατρευτικές συνήθειες γύρω από τις χειμερινές τροπές του Ηλίου, τότε που γιόρταζαν τα Σατουρνάλια, τις Καλένδες, τα Βοτά κ.ά.

Οι άνθρωποι τότε πίστευαν ότι οι δυνάμεις του χειμώνα και του σκότους δεν ήθελαν να υποταχθούν στον «αήττητο Ήλιο». Εχθρός του Ήλιου είναι το σκοτάδι. Τα όντα που συμβολίζουν το σκοτάδι ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης και είναι εχθροί του Ήλιου, οι Καλικάντζαροι της λαϊκής μας παράδοσης.

Όλο το χρόνο, οι Καλικάντζαροι ροκανίζουν το γιγάντιο δένδρο που στηρίζει τη γη. Κι όταν δεν μένει παρά μόνον μια κλωστίτσα για να κοπεί το δένδρο και να καταστραφεί ο κόσμος, τότε έρχεται η Παραμονή των Χριστουγέννων, που ανεβαίνουν πάνω στη γη, όπου μένουν ως την Παραμονή των Φώτων.

Στο διάστημα που οι Καλικάντζαροι τριγυρίζουν στον Απάνω Κόσμο, το δένδρο ξαναγίνεται ακέραιο, όπως πρώτα. Αυτό το δένδρο είναι ο Ήλιος, που ζωογονεί τη φύση, μέσα στην οποία ζούμε. Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, το σκοτάδι υποχωρεί και το φως κερδίζει τη μάχη. Φως σημαίνει ζωή, ελπίδα και χαρά.

Όλοι –σχεδόν– οι λαοί της Γης φαντάζονται στους μύθους τους τον Ήλιο να πολεμάει με τις δυνάμεις του χειμώνα και του σκότους του και να βγαίνει νικητής.

Η Χριστιανική Εκκλησία τοποθέτησε μέσα στις ημέρες αυτές, ως εξέχοντα λατρευτικά σημεία, τις δικές της γιορτές, των Χριστουγέννων, Αγίου Βασιλείου (Πρωτοχρονιά) και των Φώτων. Ο λαός προσαρμόστηκε στο νέο πνεύμα των εορτών, περιμένοντας να απαλλαγεί από τα «δαιμονικά» του Δωδεκαημέρου με τη γέννηση του Χριστού και τον Αγιασμό των Υδάτων.

Τα λαϊκά έθιμα που εντοπίζονται κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου εκφράζουν –τα περισσότερα– με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την έννοια του τέλους και της αρχής. Πρόκειται δηλαδή για διαβατήρια (σημ. 2) έθιμα που διερμηνεύουν την αγωνία που κατέχει τον άνθρωπο μπροστά στο τέλος μιας περιόδου της ζωής του, μιας χρονιάς που τελειώνει και μιας καινούργιας που αρχίζει ή τη μετάβαση από την εποχή του χειμώνα στην επερχόμενη άνοιξη.

Από τις διάφορες θεωρίες που διατυπώθηκαν σχετικά με την προέλευση των Καλικαντζάρων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν:

Α) Η άποψη των Ν.Γ. Πολίτη και Φ. Κουκουλέ ότι οι Καλικάντζαροι έμειναν στη μνήμη του λαού από τους μεταμφιεσμένους των βυζαντινών χρόνων, που κατά το Δωδεκαήμερο τριγύριζαν ελεύθεροι και ελευθεριάζοντες στους δρόμους πειράζοντας τους ανθρώπους.

Β) Η άποψη του Κ. Ρωμαίου και άλλων λαογράφων ότι οι Καλικάντζαροι συμβολίζουν τους νεκρικούς δαίμονες, τους νεκυδαίμονες, που κατά την περίοδο των χειμερινών τροπών του Ηλίου ανέβαιναν από τον Άδη στη γη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από τις λαϊκές δοξασίες των Φαρασιωτών της Καππαδοκίας για τους μνημοράτους, δηλαδή τους πεθαμένους (σημ. 3). Πίστευαν οι Φαρασιώτες ότι το Δωδεκαήμερο οι νεκροί επέστρεφαν στον Απάνω Κόσμο, τριγύριζαν τις νύχτες στους δρόμους και έμπαιναν στα σπίτια από τις καμινάδες. Για να απομακρύνουν τους μνημοράτους, οι Φαρασιώτες έκαιγαν στη φωτιά του τζακιού τους λιβάνι.

Έτσι τα δαιμόνια του Δωδεκαημέρου, οι Καλικάντζαροι, δεν είναι άλλοι από τους Κήρες, δηλαδή τις ψυχές που κατοικούν στον Άδη. Κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων, που ο Άδης ήταν ανοιχτός, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, επέστρεφαν στον Απάνω Κόσμο και ενοχλούσαν, με διάφορους τρόπους, τους ανθρώπους.

Οι Αθηναίοι έπαιρναν βεβαίως μέτρα προφύλαξης περισχοινίζοντας τα ιερά τους, δηλαδή τα περιέζωναν με κόκκινο νήμα, δημιουργώντας έτσι έναν μαγικό κύκλο, που οι ψυχές δεν μπορούσαν να περάσουν. Άλειφαν επίσης τις πόρτες των σπιτιών και των ναών με πίσσα και μασούσαν από το πρωί έναν αγκαθωτό θάμνο, τον Ράμνο (σημ. 4), για να εμποδίσουν την είσοδο των ψυχών στους ναούς, τα σπίτια και τα σώματά τους.

Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι οι νεκροί πρόγονοι επισκέπτονταν τους συγγενείς τους στο σπίτι. Ανάλογες ήταν και οι αντιλήψεις των μεσαιωνικών λαών της Ευρώπης, όπως των Πρώσων, των Νορμανδών, των Ιρλανδών και των Σκανδιναβών. Ιδιαιτέρως οι Σκανδιναβοί πίστευαν ότι οι νεκροί επέστρεφαν στις παλιές τους κατοικίες, γι’ αυτό τους ετοίμαζαν φαγητό και κλίνη.

«Οι λαϊκές συνήθειες σε όλες τις χώρες και τις εποχές είναι σχετικές» όπως γράφει ο Martin P. Nilsson (σημ. 5).

Ο φόβος για τους Καλικάντζαρους υπαγόρευε στους κατοίκους της αγροτικής –κυρίως– Ελλάδας κάποιες μεθόδους απομάκρυνσής τους. Κρεμούσαν πίσω από την πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο γουρουνιού, που έχει αποτρεπτική δύναμη.

Στη φωτιά του τζακιού έκαιγαν αλάτι ή παλιοπάπουτσο ή και τα δυο μαζί, επειδή πίστευαν ότι οι κρότοι από το αλάτι και η δυσωδία του καιόμενου υποδήματος έδιωχναν τους Καλικάντζαρους. Άλλοι πάλι προσπαθούσαν να τους εξαπατήσουν δένοντας στο χερούλι της πόρτας ένα σκουλί λινάρι, που ώσπου να ξεδιαλύνει και να μετρήσει τις ίνες του το παγανό, περνούσε η ώρα και λαλούσε ο πετεινός της αυγής, προάγγελος της μέρας, που διώχνει μακριά κι αλάργα όλα τα δαιμονικά της νύχτας.

Τα παλιότερα χρόνια στην Κεφαλονιά, το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, που άναβαν τη φωτιά του Δωδεκαημέρου, έπαιρναν ένα κάρβουνο ή ένα δαυλί αναμμένο κι έγραφαν σταυρούς πάνω στις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού. Αυτό γινόταν για να μην τολμήσουν οι Καλικάντζαροι να μπουν μέσα στο σπίτι. Στο άνοιγμα της καμινάδας, οι παλιές νοικοκυρές έβαζαν ένα κόσκινο, μια κρισάρα.

Τα παγανά προσπαθούν να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου, που στην Κίμωλο το λένε αλάργο (σημ. 6), μπερδεύονται, περνάει η ώρα, λαλεί ο πετεινός της αυγής και εξαφανίζονται. Το ίδιο τέχνασμα για την απασχόληση των καλικαντζάρων χρησιμοποιούσαν και οι μυλωνάδες των Κυκλάδων, που δεινοπαθούσαν από τις σκανταλιές τους.

Η προνοητική νοικοκυρά φρόντιζε να μην αφήνει έξω από το σπίτι τις νύχτες του Δωδεκαημέρου σκεύη, αγγεία, ενδύματα και μικροέπιπλα, για να μην τα μαγαρίσουν τα παγάνα.

Πίσω από αυτές τις δεισιδαιμονίες, είτε είναι ιστορικές είτε μεταφυσικές, κρύβεται ο αρχέγονος φόβος του ανθρώπου για το χειμώνα και το σκοτάδι του. Γι’ αυτό, όπως γράφει ο Δημήτρης Λουκάτος, η Κεφαλονίτισσα νοικοκυρά λέει, σαν ευχή ή σαν ξόρκι, όταν σημαδεύει με σταυρό τα πορτοπαράθυρα του σπιτιού της:

Χριστός γεννάται,

το φως αξαίνει

και το σκοτάδι μικραίνει!

Και καθώς το φως αυξάνεται με το μεγάλωμα της μέρας, μεγαλώνει και η ελπίδα για τη βλάστηση, την επερχόμενη άνοιξη και την παραγωγή, που την περιμένει ο αγροτικός κόσμος, για την κτηνοτροφία και τη σοδειά.

Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, που ο Χριστός είναι αβάπτιστος, είναι και τα νερά αβάπτιστα, όπως πιστεύει ο λαός. Στο διάστημα αυτό οι Καλικάντζαροι (σημ. 7) τριγυρίζουν στους δρόμους, στην εξοχή, στους μύλους, στα αλώνια, μπαίνουν στα σπίτια από τις καμινάδες, όπου ανακατεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους και –κυρίως– μαγαρίζουν τα φαγητά των ανθρώπων.

Τα ονόματα που τους έχει δώσει ο λαός ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Οι Βυζαντινοί τούς έλεγαν βαβουτσικάριους, όπως μας πληροφορεί ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078). Στα Φάρασα της Καππαδοκίας τούς έλεγαν μνημοράτους, πλανήταρους στην Κύπρο, καλλιβρούσηδες στην Άνδρο, κωλοβελόνηδες στην Αθήνα, λυκοκάντζαρα στην Τριφυλλία, παγανά στην Κεφαλονιά, αλλά και τσιλικρωτά, καλιοντζήδες, παρωρίτες, καψιούρηδες κ.ά.

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει σχετικά με την εμφάνιση των Καλικαντζάρων. Μερικοί πιστεύουν ότι είναι σαν τους ανθρώπους, αλλά μαυριδεροί, πολύ ψηλοί, άσχημοι, ρακένδυτοι και φοράνε σιδεροπάπουτσα. Για άλλους είναι μαύροι σαν διάβολοι με μάτια κόκκινα, αιγίποδες (κατσικοπόδαροι) ή ονοπόδαροι (με πόδια σαν του γαϊδάρου), χέρια σαν της μαϊμούς και σώμα τριχωτό. Άλλοι τους φαντάζονται κουτσούς, στραβούς, μονόχειρες ή μονοπόδαρους, μονόφθαλμους και πολύ χαζούς. Οι Καλικάντζαροι, όποια μορφή κι αν έχουν, τρώνε φίδια, σκουλήκια, βατράχους, σαύρες, αλλά τους αρέσουν επίσης τα ξεροτήγανα, οι τηγανίτες και τα λουκάνικα.

Στην Αγχίαλο, τρεις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, στις 22 Δεκεμβρίου που γιορτάζει η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, φτιάχνουν κάτι γλυκά με στάρι, σταφίδες, καρύδια κι άλλους ξηρούς καρπούς, ζάχαρη, ξερά σύκα και λίγο αλεύρι, που τα μοιράζουν στα σπίτια. Πριν τα μοιράσουν αυτά τα γλυκά, πετούσαν τρεις κουταλιές κάτω από την καμινάδα, για να καλοπιάσουν τους Σκαρκάντζαλους.

Στην Κύπρο, την τελευταία ημέρα του Δωδεκαημέρου, που φεύγουν οι Πλανήταροι, τους κάνουν ξεροτήγανα, που τα ρίχνουν πάνω στις στέγες των σπιτιών για να τα φάνε.

Στη νεοελληνική λαϊκή λατρεία, η στέγη των σπιτιών θεωρείται έδρα δαιμόνων, ευμενών ή δυσμενών, αλλά οπωσδήποτε επικίνδυνων για τους ενοίκους.

Τα παγανά μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό. Η νυχτερινή σύναξη των Καλικαντζάρων (σημ. 8) γίνεται στην εξοχή, στα τρίστρατα, σε απομακρυσμένους μύλους, στα αλώνια ή κάτω από γεφύρια.

Ο λαός πιστεύει ότι Καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα τα Χριστούγεννα. Για να εμποδίσουν ένα τέτοιο παιδί να γίνει Καλικάντζαρος, το έδεναν με μια σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσχοινο από το χέρι της μητέρας του. Έτσι –όπως πίστευαν– δεν μπορούσε να φύγει μαζί με τους Καλικαντζάρους. Άλλοτε πάλι έκαιγαν τα νύχια των ποδιών του ποδιού, γιατί δεν μπορεί να γίνει Καλικάντζαρος χωρίς νύχια.

Η τελευταία ημέρα του Δωδεκαήμερου, είναι η «Πρωτάγιαση», δηλαδή ο πρώτος Αγιασμός των Θεοφανείων, που γίνεται παραμονή της γιορτής στην εκκλησία. Ύστερα ο παπάς παίρνει με τη σειρά ένα ένα τα σπίτια με το Σταυρό στο χέρι και ραντίζει με ένα κλωνί βασιλικό όλους τους χώρους του σπιτιού. Την «Πρωτάγιαση» οι χωρικοί τη μεταφέρουν στις βρύσες του χωριού και στα κτήματά τους για να διώξουν τους Καλικαντζάρους που μαγαρίζουν ό,τι βρουν μπροστά τους.

Αυτή η τελευταία ημέρα του Δωδεκαημέρου είναι  και η τελευταία ημέρα παραμονής των Καλικαντζάρων πάνω στη γη. Φεύγουν τρέχοντας, γιατί τους κυνηγάει η αγιαστούρα του παπά και καθώς απομακρύνονται τρέχοντας πανικόβλητοι, λένε μεταξύ τους:

Φεύγετε, να φεύγουμε

γιατί έφτασε ο ζουρλόπαπας

με την αγιαστούρα του

και με τη βρεχτούρα του!

Φεύγοντας από τον Απάνω Κόσμο οι Καλικάντζαροι επιστρέφουν στα έγκατα της γης, όπου αρχίζουν πάλι να πριονίζουν το δένδρο που τη στηρίζει και που είχαν παρατήσει σχεδόν κομμένο, αλλά στο μεταξύ ξανάγινε ακέραιο.

 

Αφέντρα Γ. Μουτζάλη

Αρχαιολόγος

 

Γλωσσάρι

Αλάργος (ο): κόσκινο που χρησιμοποιούσαν για την απασχόληση των Καλικαντζάρων. <αλάργα, επίρρ. ανοιχτά στο πέλαγος και γενικά απόμακρα. Φρ. Ο αλάργα και Όξω από ‘δω, δηλαδή ο διάβολος.

Καλικ-άντζα-ρος (ο): Αυτός που φοράει καλίκιον (είδος υποδήματος) στην άντζα του (πέλμα, κνήμη, πόδι) και το μεγεθυντικό επίθημα –ρος, όπως Μίμαρος, παίδαρος.

Μαγαρίζω=μολύνω. Πίστευαν ότι οι Καλικάντζαροι κατουρούσαν πάνω στις τροφές, τα σκεύη και τα ρούχα των ανθρώπων.

Ράμνος (η): αγκαθωτός θάμνος, το παλιούρι.

Σκουλί (το): τυλιγμένο νήμα, τούφα μαλλιών ή λιναριού.