Η εισαγωγή και η ραγδαία εξάπλωση του αντλητικού ανεμόμυλου εμφανίστηκε στο οροπέδιο του Λασιθίου στα τέλη του 19ου αιώνα. Η κατασκευή του αποδίδεται στον ξυλουργό Εμμ. Παπαδάκη ή Σπιρτοκούτη από το Ψυχρό, ο οποίος συνδύασε τον κινητικό μηχανισμό του ανεμόμυλου (ορθά, φτερωτή, αξόνι) με την κλασική αναρροφητική αντλία. Ο εκσυγχρονισμός και η τελειοποίησή του οφείλεται σε ένα μαθητευόμενο τεχνίτη του Σπιρτοκούτη, τον Στέφανο Μαρκάκη ή Μαρκοστεφανή. Η αναρροφητική αντλία του Μαρκοστεφανή υπερτερούσε της αντίστοιχης αμερικάνικης τόσο στο κόστος αγοράς και κατασκευής όσο και στην απόδοσή της. Αδρανέστερος, ο κρητικός αντλητικός ανεμόμυλος λειτουργούσε καλύτερα από τον αμερικάνικο σε ισχυρούς ανέμους. Ραγδαία υπήρξε η εξάπλωσή του στο οροπέδιο του Λασιθίου, στα Μάλια και σε μερικά χωριά της Πεδιάδος και του Μεραμπέλλου.
Η συγκέντρωση μέχρι και 10.000 αντλητικών ανεμόμυλων διαμόρφωσε ένα μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα βιομηχανικό τοπίο. Ωστόσο, το πρώτο αιολικό πάρκο της νεότερης Ελλάδας παραμένει ανενεργό. Στο πλαίσιο της διαχείρισης της κληρονομιάς, το οροπέδιο του Λασιθίου θα πρέπει να θεωρηθεί ως η πολιτισμική μονάδα και ο βασικός άξονας για τη συγκρότηση ενός οικομουσείου. Οι διάσπαρτες αρχαιολογικές θέσεις (Δικταίον Άντρον ή σπήλαιο Ψυχρού, σπήλαιο της Τράπεζας, θέση Καρφί), τα ανενεργά μυλοτόπια στο Ζάρωμα, το Ασφεντάμι, το Σελί, και η ύπαιθρος (αιολικό πάρκο) του οροπεδίου θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα πρόγραμμα προστασίας, ανάδειξης και διαχείρισής τους, το οποίο θα διαμορφώσει συνεκτικές αφηγήσεις του πολιτισμικού τοπίου του οροπεδίου για τους επισκέπτες.