Κοσμοπολίτης που πάντρεψε τον εκσυγχρονισμό με τον κλασικισμό και το πνεύμα του τόπου. Πιονιέρος του κινήματος του νεωτερισμού που εκφράστηκε στη συνέχεια με σειρά σπουδαίων αρχιτεκτόνων της Γενιάς του ’30. Ο Βασίλειος Κουρεμένος (1875-1957), αρχιτέκτονας υποτιμημένος ως προς τη συμβολή του, «αποκαταστάθηκε» χάρη στο νέο βιβλίο της καθηγήτριας του ΕΚΠΑ Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ, που παρουσιάστηκε στην Ακαδημία Αθηνών. Για το βιβλίο, που αποτιμά τη συμβολή του αρχιτέκτονα στην ιστορία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, μίλησαν οι ακαδημαϊκοί Παναγιώτης Βοκοτόπουλος, Μανόλης Κορρές και η συγγραφέας, ιστορικός της Αρχιτεκτονικής.

Στην εξαιρετική έκδοση 600 σελίδων, που επιμελήθηκε ο εκδοτικός οίκος Καπόν, συμπεριλαμβάνονται 421 φωτογραφίες από εμβληματικά αρχιτεκτονικά μνημεία και λεπτομέρειές τους, δεκάδες συνεντεύξεις με ανθρώπους που είχαν γνωρίσει τον Β. Κουρεμένο, αλλά και ιστορικό και πολιτικό χρονολόγιο της ταραγμένης εποχής που έζησε ο αρχιτέκτονας.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφορά την περιπετειώδη ζωή του αρχιτέκτονα. Γεννήθηκε το 1875 στο χωριό Βουλιαράτες, στην κοιλάδα της Δερόπολης –της σημερινής Δρόπολης όπως την ονομάζουν οι Αλβανοί– που θεωρείται η πνευματική πρωτεύουσα των Ελλήνων της Αλβανίας. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και ο θείος του, γιατρός, αποφάσισε να τον στηρίξει για να συνεχίσει το σχολείο στη Ζωσιμαία Σχολή, ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα Ιωάννινα και κατά την εφηβεία του στη Γαλλία. Η απόφασή του να μην ακολουθήσει την Ιατρική, αλλά να στραφεί στην Αρχιτεκτονική, του στοίχισε στα 16 του χρόνια την απόσυρση της υποστήριξης του θείου του.

Όπως είπε η κυρία Φεσσά στην παρουσίαση του βιβλίου, ο Κουρεμένος εκτός των άλλων ήταν σίγουρα σύμβολο ευστροφίας, μαχητικότητας και ανεξάρτητου πνεύματος. Συνέχισε μόνος του και κατάφερε το 1904 να αποφοιτήσει από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (École nationale et spéciale des Βeaux-Αrts). Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη Γαλλία, όπου σπούδασε σε περιβάλλον υψηλής εκπαιδευτικής και καλλιτεχνικής αξίας, τόνισε η κυρία Φεσσά, πέρασε για λίγο διάστημα από την Ιρλανδία και εγκαταστάθηκε καταρχήν στην Κωνσταντινούπολη (1910-1915 και 1918-1919).

Πλέον εμβληματικό έργο του την περίοδο εκείνη ήταν το υποκατάστημα της Τράπεζας των Αθηνών, που πλέον είναι διατηρητέο μνημείο στην Πόλη, παράρτημα του ιδιωτικού πανεπιστημίου Σαμπαντζί. Ακολούθησε η Αδριανούπολη (1920-1922) όπου έκανε τη μελέτη και επίβλεψη της κατασκευής 2.500 κατοικιών για τους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης που επέστρεψαν μετά τη θριαμβευτική νίκη του ελληνικού στρατού το 1920 και τη συνθήκη των Σεβρών που ακολούθησε. Νίκη όμως που αποδείχθηκε πύρρειος δυο χρόνια αργότερα, με τη δραματική εκκένωση της τότε Ανατολικής Θράκης. Η Αθήνα ήταν ο τελικός προορισμός του ταξιδιού του (1915-1918 και 1922-1957). Επρόκειτο για την παραγωγικότερη, αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά, περίοδο της ζωής του, όπου –εξήγησε η κυρία Φεσσά– η καταξίωση συμβάδισε με απογοητεύσεις. Οικοδόμησε σημαντικά κτίρια δημόσιας χρήσης, όπως το κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας Χίου επί της οδού Αριστείδου 4, ή το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων στην οδό Λυκούργου 12 και Αθηνάς, τις διάσημες πλέον πολυκατοικίες στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου στους αριθμούς 17 και 37 και άλλες, λιγότερο γνωστές, πέντε ταφικά μνημεία στο Α’ Νεκροταφείο, την παλαιά Δημοτική Αγορά Αγρινίου κ.ά.

Συνεχιστής της παράδοσης των Ηπειρωτών –πάντα κατά την κυρία Φεσσά– και ένθερμος οπαδός της αξιοκρατίας, ο Κουρεμένος κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στην Ακαδημία Αθηνών, για τη χορήγηση υποτροφιών σε ταλαντούχους νέους για σπουδές Αρχιτεκτονικής ή Καλών Τεχνών ή Μουσικής στη Γαλλία και στη γαλλική Αρχιτεκτονική Ακαδημία για την οικονομική ενίσχυση επιλεγμένων σπουδαστών της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού. Αναφερόμενη στην επιρροή του Κουρεμένου στην ελληνική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα, η κυρία Φεσσά επισήμανε μια σειρά κτιρίων, μεταξύ των οποίων το κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Πρόκειται για το μεγαλύτερο συγκρότημα κτιρίων του κέντρου των Αθηνών, που οικοδομήθηκε στη θέση των βασιλικών στάβλων, σχεδιάστηκε από τους Λεωνίδα Μπόνη και Βασίλη Κασσάνδρου (1927-1938) και αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα αρχιτεκτονήματα που συνδυάζει την κλασική παράδοση με το ρεύμα αρτ ντεκο και το μοντέρνο κίνημα.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται 43 επιλεγμένα έργα του αρχιτέκτονα, με χρονολογική σειρά και πλούσια εικονογράφηση.

Το τρίτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει εικονογραφημένο διάγραμμα της ζωής και του έργου του αρχιτέκτονα, πεντάστηλο χρονολόγιο στο οποίο τα γεγονότα της ζωής και της σταδιοδρομίας του συσχετίζονται με ελληνικά και διεθνή αρχιτεκτονικά και ιστορικά γεγονότα, πηγές εικονογράφησης, ευρετήρια ονομάτων και θεμάτων, καθώς και περιλήψεις της πραγματείας στα αγγλικά και στα γαλλικά.

Το περιορισμένο ενδιαφέρον των νεότερων ιστορικών, θεωρητικών και κριτικών της αρχιτεκτονικής για τον Κουρεμένο οφείλεται σε κυρίως δύο λόγους, έκριναν οι ομιλητές: στη γεωγραφική διασπορά των έργων του –Γαλλία, Ιρλανδία, Τουρκία, ΗΠΑ– καθώς και στο γεγονός ότι τα μετριοπαθώς νεωτερικά ή μεταρρυθμιστικά ρεύματα, στα οποία ανήκουν τα έργα του (εκλεκτικισμός, αφαιρετικός κλασικισμός, αρτ ντεκό, τοπικισμός) δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς ούτε στην Ελλάδα ούτε διεθνώς. Μοιραία, υποσκελίζονται από τον αβανγκαρντισμό και τα κύρια ρεύματά του, όπως η αρ νουβό, ο φουτουρισμός, η πουριστική αρχιτεκτονική, ο διεθνής μοντερνισμός, ο μεταμοντερνισμός κ.ο.κ.