Το σπίτι του Αλέξανδρου Ροδάκη στον Μεσαγρό της Αίγινας, αγροτική κατοικία κτισμένη το 1884, αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Η αντιπροσωπευτική τυπική μορφή του έχει εμπλουτιστεί με ένα πλήθος διακοσμητικών παρεμβάσεων και χειροτεχνημάτων, εμπνευσμένων από την ελληνική λαϊκή παράδοση, τα οποία αντανακλούν το σεβασμό και την αγάπη του ιδιοκτήτη του για τη φύση και τον πολιτισμό και το καθιστούν μοναδικό, αυθεντικό αρχιτεκτονικό μνημείο. Η οικία μελετήθηκε από Γερμανούς αρχαιολόγους αλλά και τον Δ. Πικιώνη για την υψηλή αισθητική και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της και έχει χαρακτηριστεί από το 2001 ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Πρόσφατα, σε σειρά τεσσάρων άρθρων, οι μελετητές Γεωργιάδου και Ηλίας [Γεωργιάδου / Ηλίας 2018(α-δ)] παρουσιάζουν διεξοδικά τα χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και τον γλυπτό διάκοσμο της οικίας, ενώ ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον ζωγραφικό διάκοσμο των εσωτερικών χώρων αυτής.

Το παρόν άρθρο αναφέρεται στη φυσικοχημική μελέτη δειγμάτων χρωματικών στρωμάτων που προέρχονται από την οικία Ροδάκη, με σκοπό τη διερεύνηση της στρωματογραφικής δομής των επιχρισμάτων και την ταυτοποίηση των χρωστικών υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την εσωτερική διακόσμηση. Σύμφωνα με τους Γεωργιάδου και Ηλία (Γεωργιάδου / Ηλίας 2018δ) ο ζωγραφικός διάκοσμος στους εσωτερικούς τοίχους της οικίας αποκαλύφθηκε μετά την καταστροφή του επιφανειακού ασβεστώματος, λόγω κακής κατάστασης διατήρησης. Οι ίδιοι μελετητές διατυπώνουν την υπόθεση ότι οι τοίχοι διακοσμήθηκαν την περίοδο 1918-1928 και στη συνέχεια ασβεστώθηκαν. Σε ό,τι αφορά τη διαδοχή των στρωμάτων και τη χρωματική κλίμακα σημειώνουν, επίσης, ότι άλλοτε οι ζωγραφικές παραστάσεις υλοποιούνται πάνω σε έγχρωμο και άλλοτε σε λευκό προετοιμασμένο φόντο. Τα χρώματα που έχουν καταγραφεί είναι το μπλε και οι αποχρώσεις του, σε ορισμένες περιπτώσεις μπλε-πράσινες αποχρώσεις, και το κόκκινο, σε βαθύτερες ή ανοικτότερες ρόδινες αποχρώσεις, ενώ στο παράσπιτο αναφέρουν ότι έχει εφαρμοστεί ενιαίο επίχρισμα, με ρόδινη απόχρωση.

Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ερευνητικών δράσεων του Εργαστηρίου ARTICON – Συντήρηση Ανάδειξη Εικαστικών Έργων, Βιβλιακού και Αρχειακού Υλικού της Σχολής Εφαρμοσμένων Tεχνών και Πολιτισμού, του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής με στόχο να συμβάλλει εν πρώτοις στην ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας και των αρχών, αλλά κι ευρύτερα όσων  δραστηριοποιούνται στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς στη διατήρηση του ιδιαίτερου αυτού αρχιτεκτονήματος.

Μεθοδολογία-Τεχνικές

Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε είχε σκοπό τη μελέτη των διαφορετικών στρωμάτων επιχρισμάτων και διακόσμου σε σπαράγματα που συλλέχθηκαν από τους εσωτερικούς τοίχους της οικίας Ροδάκη και τον προσδιορισμό της χημικής σύστασης των έγχρωμων υλικών. Η μεθοδολογία βασίζεται στη χρήση μεθόδων μικροσκοπίας οι οποίες αποτελούν καταξιωμένες τεχνικές μελέτης μικροστρωματογραφικής δομής και χαρακτηρισμού υλικών σε ιστορικά κτήρια (Αλεξοπούλου/Χρυσουλάκης 1993, Škapin κ.ά. 2007, Sansonetti κ.ά. 2010]. Συγκεκριμένα εφαρμόστηκε η οπτική μικροσκοπία στο ορατό σε ανακλώμενο φωτισμό (VLM, Visual Light Microscopy), η οπτική παρατήρηση του φθορισμού που προκαλείται από την μπλε ακτινοβολία του φάσματος (FLM, Fluorescent Light Microscopy) και η ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης (SEM-EDAX) για τον ακριβή προσδιορισμό των ανοργάνων χημικών στοιχείων των υλικών των δειγμάτων.

Από τις πιο σημαντικές μεθόδους εξέτασης, η οπτική μικροσκοπία παρέχει ένα πλήθος από πληροφορίες που σχετίζονται με τη δομή, την κοκκομετρική κατανομή, τις κρυσταλλικές ιδιότητες, καθώς επίσης τα γεωμετρικά και οπτικά χαρακτηριστικά του δείγματος.

Η οπτική μικροσκοπία είναι μία άμεση μέθοδος για τη μελέτη της μικροδομής όλων σχεδόν των υλικών και πραγματοποιείται σε κατάλληλα προετοιμασμένο μικροδείγμα που λαμβάνεται από το αντικείμενο. Το οπτικό-μεταλλογραφικό μικροσκόπιο χρησιμοποιεί το τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος που είναι ορατό, δηλαδή τα μήκη κύματος από 380-760 nm, ενώ στα σύγχρονα μικροσκόπια υπάρχει η δυνατότητα παρατήρησης του ορατού φθορισμού, που παρουσιάζει το δείγμα όταν διεγερθεί σε διαφορετικές συνθήκες φωτισμού. Η παρατήρηση αντικειμένων με το οπτικό-μεταλλογραφικό μικροσκόπιο στηρίζεται σε μια διαδικασία μεγέθυνσης σε δύο στάδια με τη βοήθεια αντιστοίχων συστημάτων μεγεθυντικών φακών υψηλής ευκρίνειας, μέσω των οποίων είναι δυνατόν να επιτευχθεί άριστη ποιότητα εικόνας σε μεγάλες μεγεθύνσεις (έως 1.000 φορές).

Η παρατήρηση των μικροδειγμάτων στο οπτικό-μεταλλογραφικό μικροσκόπιο σε ανακλώμενο πολωμένο ή διερχόμενο φως παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τα μορφολογικά στοιχεία των επιστρωμάτων και των υλικών κάθε στρώματος ξεχωριστά, καθώς επίσης και στοιχεία για μια ποιοτική εκτίμηση της χημικής σύστασης αυτών. Έτσι λαμβάνονται πληροφορίες ως προς:

– τη δομή, τη χρωματική πυκνότητα και την καθαρότητα των στρωμάτων,

– τον αριθμό, τη διάταξη, την αλληλουχία, το πάχος και τη γεωμετρία των επιστρωμάτων,

– το χρώμα, την κοκκομετρική κατανομή (πλήθος, γεωμετρία, σχήμα και μέγεθος κόκκων) και την κρυσταλλικότητα των κόκκων.

Η προετοιμασία από γύψο, παραδείγματος χάριν, παρουσιάζεται συνήθως με μεγάλους φωτεινούς κρυστάλλους, όταν παρατηρείται σε πολωμένο φως, ενώ η προετοιμασία από κιμωλία εμφανίζεται περισσότερο αδιαφανής με μικρούς σφαιροειδείς κρυστάλλους. Η εικόνα στο μικροσκόπιο των κόκκων των χρωστικών ως προς το χρώμα, το μέγεθος, το σχήμα, την κρυσταλλικότητα ή την αδιαφάνεια αυτών συχνά αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζονται οι πρώτες υποθέσεις για την πιθανή χημική σύσταση των υλικών.

Το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης είναι ένα όργανο που λειτουργεί όπως περίπου και ένα οπτικό μικροσκόπιο, μόνο που χρησιμοποιεί δέσμη ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας αντί για ορατό φως, για να εξετάσει αντικείμενα σε λεπτομερή κλίμακα (Skoog κ.ά. 2006). Τα ηλεκτρόνια, λόγω της κυματικής τους φύσης, μπορούν να εστιαστούν όπως και τα φωτεινά κύματα, αλλά σε πολύ μικρότερη επιφάνεια, όπως π.χ. σε κόκκους του υλικού, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να επιτευχθούν μεγεθύνσεις μέχρι ένα εκατομμύριο  φορές. Η δέσμη ηλεκτρονίων σαρώνει την επιφάνεια του δείγματος με το οποίο αλληλεπιδρά. Από την αλληλεπίδραση αυτή προκύπτουν πληροφορίες σε σχέση με τα άτομα των στοιχείων που απαρτίζουν το εξεταζόμενο υλικό. Από τα άτομα των στοιχείων εκπέμπονται κυρίως δευτερογενή (secondary) και οπισθοσκεδαζόμενα (backscattered) ηλεκτρόνια, καθώς και ακτίνες Χ. Η ένταση των εκπεμπομένων ηλεκτρονίων επηρεάζεται από τα χαρακτηριστικά της επιφάνειας. Έτσι το SEM δίνει πληροφορίες που αφορούν κυρίως στη μορφολογία και στη σύσταση της επιφάνειας. Εφαρμόζοντας ένα σύστημα ανίχνευσης της διασποράς των ενεργειών των ακτίνων Χ που δημιουργούνται στην επιφάνεια από την προσπίπτουσα δέσμη, μπορεί να γίνει ημιποσοτική στοιχειακή ανάλυση του υλικού. Η ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης είναι από τις σημαντικότερες και περισσότερο διαδεδομένες μεθόδους για τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό των ανοργάνων συστατικών στερεών δειγμάτων χρωματικών στρωμάτων (Sister Daniilia 2008, Alexopoulou κ.ά. 2008), παρέχει δε σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των υπολοίπων μεθόδων ενόργανης χημικής ανάλυσης διότι:

‒  επιτρέπει αναλύσεις σε επιφάνειες μόλις μερικών χιλιοστών του χιλιοστού, παρέχει δηλαδή σημειακή στοιχειακή ανάλυση σε πολύ μικρά δείγματα,

‒  παρέχεται η δυνατότητα ποιοτικής ανάλυσης του δείγματος ανά στρώμα ή των διακεκριμένων κόκκων και υλικών μέσα στο ίδιο το στρώμα, ενώ συγχρόνως οπτικοποιείται η συγκεκριμένη περιοχή που αναλύεται και

‒  παρουσιάζει ικανοποιητική ακρίβεια, μεγάλη ευαισθησία ανάλυσης και μεγάλη επαναληψιμότητα.

Τόσο η οπτική μικροσκοπία, όσο και η ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης ανήκουν στην κατηγορία των καταστρεπτικών φυσικοχημικών μεθόδων, δεδομένου ότι εφαρμόζονται σε δείγμα το οποίο αποσπάται από το αντικείμενο. Η δειγματοληψία είναι μια διαδικασία η οποία πρέπει να εξασφαλίζει πρωτίστως την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Σε ό,τι αφορά τις τεχνικές μικροσκοπίας, ένα δείγμα της τάξης μερικών δεκάτων του τετραγωνικού χιλιοστού είναι επαρκές για να προκύψουν πειραματικά αποτελέσματα, ωστόσο απαιτείται τα αποτελέσματα αυτά να είναι δυνατόν να γενικευθούν για ένα ευρύτερο σύνολο του αντικειμένου ή της επιφάνειας από την οποία αποσπάστηκαν, ώστε να μη θεωρούνται τυχαία. Αυτό επιτυγχάνεται αφενός μεν με την εφαρμογή διαγνωστικών μεθόδων εξέτασης στην επιφάνεια, με τις οποίες χαρτογραφούνται υλικά διαφορετικής χημικής σύστασης, και αφετέρου με την εφαρμογή των διεθνών πρωτοκόλλων δειγματοληψίας τα οποία έχουν αναπτυχθεί ειδικότερα για κινητά και ακίνητα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως το πρότυπο CΕΝ EN 16085:2012 (σημ. 1). Στην περίπτωση της οικίας Ροδάκη, τα μικροδείγματα προέρχονται από σπαράγματα τοιχογραφιών τα οποία είχαν αποκολληθεί από τους εσωτερικούς τοίχους και συνελέγησαν από το δάπεδο των δωματίων. Η μακροσκοπική παρατήρηση των σπαραγμάτων και η ομοιότητα αυτών με τον σωζόμενο χρωματικό διάκοσμο επί των τοίχων της οικίας, με δεδομένη την εγκατάλειψη της οικίας και τη μη ανθρώπινη παρέμβαση, αποτελεί σοβαρή ένδειξη της αντιπροσωπευτικότητας των δειγμάτων.

Υλικά – Προετοιμασία μικροδειγμάτων

Τα μικροδείγματα που λαμβάνονται από επιφάνειες που παρουσιάζουν στρωματογραφία κρυσταλλικών ανοργάνων υλικών προετοιμάζονται έτσι ώστε να προκύπτει επίπεδη, λεία και κατοπτρική επιφάνεια παρατήρησης, ικανή να δίδει μεγάλο ποσοστό ανάκλασης της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Συγκεκριμένα τα μικροδείγματα προσανατολίζονται κατάλληλα και εγκιβωτίζονται μέσα σε διαφανή ρητίνη με τη βοήθεια ειδικών μητρών και κατάλληλα επιλεγμένων υλικών. Στη συνέχεια λειαίνονται προσεκτικά σε λειαντικό τροχό με τη βοήθεια υαλοχάρτων καρβιδίου-πυριτίου, έτσι ώστε να παρουσιάζουν στην επιφάνεια μετά τη λείανση τη μικροστρωματογραφική τους δομή σε τομή από το υπόστρωμα μέχρι το εξωτερικό επίστρωμα. Η στίλβωση που έπεται έχει σκοπό τη δημιουργία κατοπτρικής επιφάνειας ώστε η ανάκλαση του φωτός να είναι η μεγαλύτερη δυνατή και πραγματοποιείται με τη βοήθεια ειδικών υφασμάτινων δίσκων εμποτισμένων είτε με λεπτόκοκκο εναιώρημα αλούμινας, είτε με κόκκους διαμαντιού διαμέτρου 1μm μέχρι 5μm. Σε αυτήν τη μορφή τα δείγματα παρατηρούνται στο μικροσκόπιο, ενώ για την ανάλυση στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο ανάλογα με τις πειραματικές συνθήκες απαιτείται σε ορισμένες περιπτώσεις περαιτέρω επεξεργασία, η οποία συνίσταται στην κάλυψη της επιφάνειας του δείγματος με στρώμα άνθρακα, ώστε η επιφάνεια να καταστεί αγώγιμη.

Στην περίπτωση της οικίας Ροδάκη, πραγματοποιήθηκε μικροσκοπική παρατήρηση και ηλεκτρονική μικροανάλυση σε πέντε μικροδείγματα που προέρχονταν από αποκολλημένα σπαράγματα εσωτερικών τοίχων. Τέσσερα εξ αυτών (ΑΓ01, ΑΓ02, ΑΓ03 και ΑΓ04) προέρχονταν από τα δωμάτια του κυρίως σπιτιού και ένα δείγμα (ΑΓ05) από τοίχο του παράσπιτου. Στην εικόνα 1 παρουσιάζονται τα σπαράγματα από τα οποία προήλθαν τα μικροδείγματα.

Από κάθε σπάραγμα έγινε λήψη μικροδείγματος το οποίο προετοιμάστηκε για οπτική και ηλεκτρονική μικροσκοπία. Το δείγμα εγκιβωτίστηκε σε πολυεστερική εποξειδική ρητίνη EpoFix του οίκου STRUERS Δανίας, λειάνθηκε σε λειαντικό τροχό τύπου LaboPol-25 (Struers). Η λείανση έγινε διαδοχικά με υαλόχαρτα τύπου καρβιδίου του πυριτίου SiC P#500, P#800, P#1000 και P#2000 και στη συνέχεια στιλβώθηκε με Pasta Alumina.

Η μικροσκοπική παρατήρηση πραγματοποιήθηκε στο οπτικό μεταλλογραφικό μικροσκόπιο Leica DM2700 M το οποίο διαθέτει αντικειμενικούς φακούς τύπου Ν Plan και Plan Fluotar υψηλής ευκρίνειας, καθώς επίσης σύστημα φωτογραφικών λήψεων και χειρισμού μέσω του ειδικού λογισμικού επεξεργασίας εικόνας Leica Application Suite (LAS). Εφαρμόστηκαν συνθήκες ανακλώμενου φωτός σκοτεινού πεδίου (Dark field, DF) και συνθήκες φθορισμού (Ι3) σε μεγεθύνσεις 50, 100 και 200 φορές. Η στοιχειακή ανάλυση πραγματοποιήθηκε στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης,  του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, τύπου JEOL6510LV, κατάλληλο για μορφολογική παρατήρηση γεωλογικών, μεταλλουργικών, βιολογικών, πολυμερών κ.ά. δειγμάτων με δυνατότητα λήψεων εικόνων μεγάλης ευκρίνειας δευτερογενών (Secondary Electron Images) και οπισθοσκεδαζομένων (Backscattered Electron Images) ηλεκτρονίων και μεγεθυντική ισχύ από 25 έως 300.000 φορές. Το όργανο συνοδεύεται από φασματόμετρο ενεργειακής διασποράς ακτίνων Χ, για ποιοτική και ποσοτική μικροανάλυση και χαρτογράφηση κατανομής στοιχείων (element mapping), με λογισμικό ανάλυσης INCA και AZtec EDS. Σε κάθε μικροδείγμα πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις σε διάφορες περιοχές και σε διαφορετικές μεγεθύνσεις έτσι ώστε να λαμβάνονται φάσματα που αντιστοιχούν είτε στη συνολική στρωματογραφία, είτε σε κάθε στρώμα ξεχωριστά είτε σε κόκκους των υλικών.

Πειραματικά αποτελέσματα

Από τη μακροσκοπική παρατήρηση των αρχικών σπαραγμάτων (εικ. 2) διαπιστώθηκε ότι δύο εξ αυτών, το ΑΓ01 και το ΑΓ04, παρουσιάζουν κατά τόπους επιφανειακό αδιαφανές χρωματικό στρώμα με κόκκινη χροιά, ενώ στις μικροπεριοχές απωλειών προβάλλει υποκείμενο λευκό στρώμα στο οποίο διακρίνεται, ακόμα και σε μικρές μεγεθύνσεις, ποικίλη κοκκομετρία. Αντίστοιχα, το δείγμα ΑΓ02 εμφανίζει ένα επιφανειακό στρώμα με γαλάζια χροιά, το οποίο φαίνεται να κείται επάνω σε ομογενές λευκό υπόστρωμα, νησίδες του οποίου παρατηρούνται στην υπόλοιπη περιοχή του σπαράγματος, ενώ στις περιοχές απωλειών και ανάμεσα στις νησίδες προβάλλει ποικίλη κοκκομετρία, όπως στο δείγμα ΑΓ01. Αντίθετα στο σπάραγμα ΑΓ03 παρατηρείται μόνο το επιφανειακό στρώμα μπλε απόχρωσης, το οποίο εμφανίζει κατά τόπους διαφορετική πυκνότητα χρώματος. Τέλος το δείγμα ΑΓ05 που προέρχεται από τον εσωτερικό τοίχο του παράσπιτου παρουσιάζει ιδιαίτερα αδρομερή επιφάνεια χωρίς να προκύπτουν ενδείξεις στρωματογραφίας.

Πιο συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τα δείγματα ΑΓ01 και ΑΓ04, από τη μικροσκοπική παρατήρηση τόσο σε συνθήκες σκοτεινού πεδίου ανακλωμένου φωτός (DF) (εικ.  3.Α1α και εικ. 4Δ1α), όσο και σε συνθήκες φθορισμού (Ι3) (εικ. 3.Α2α και εικ. 4.Δ2α) καταγράφεται η παρουσία ενός λευκού χονδρόκοκκου κονιάματος (σημ. 2), (στρώμα Ι), πάχους μεγαλύτερου από 1 mm, το οποίο χαρακτηρίζεται από την έντονη ανομοιόμορφη κοκκομετρία κρυσταλλικής υφής, τη χρωματική και γεωμετρική ποικιλία των κόκκων των αδρανών υλικών (σημ. 3), καθώς επίσης τη διάκριση αυτών λόγω διαφορετικής συμπεριφοράς στο φθορισμό. Είναι χαρακτηριστικός ο έντονος φθορισμός της κονίας, γεγονός που υποδεικνύει την παρουσία ασβεστοκονιάματος. Με τη βοήθεια του φθορισμού (εικ. 3.Α2α), διαπιστώνεται, επίσης, η παρουσία ενός λευκού καθαρού, ομοιόμορφου και πολύ λεπτού επιχρίσματος, πάχους περίπου 0,1 mm (στρώμα ΙΙ), το οποίο τοποθετείται πάνω στο κονίαμα για λόγους εξομάλυνσης και δημιουργίας του κατάλληλου φόντου. Στην περίπτωση των δειγμάτων ΑΓ01 και ΑΓ04, το υπερκείμενο χρωματικό στρώμα (στρώμα ΙΙΙ) έχει κόκκινη χροιά, χαρακτηρίζεται από πολύ μικρό πάχος (περίπου 0,020-0,050 mm), είναι καθαρό από προσμίξεις και παρουσιάζει διακεκριμένα όρια σε σχέση με το υποκείμενο λευκό. Η παρουσία ασβεστίου (Ca) στο στρώμα Ι, σε συνδυασμό με την ταυτοποίηση αργιλίου (Al), πυριτίου (Si), μαγνησίου (Mg) και την απουσία θείου (S), υποδεικνύει τη χρήση ασβεστοκονιάματος (εικ. 3.Α1.γ και Α1.δ). Το ίδιο συμβαίνει και στο δείγμα AΓ04 (εικ. 4.Δ1.γ και Δ1.δ). Σε ότι αφορά τα αδρανή, η παρουσία αργιλοπυριτικών οξειδίων του σιδήρου (Fe) (εικ. 3.Α1.γ), σε συνδυασμό κατά περίπτωση με την ανίχνευση καλίου (K) και τιτανίου (Τi), υποδεικνύει τη χρήση άμμου και γεωδών αδρανών υλικών. Είναι χαρακτηριστικό το φάσμα του κόκκου (εικ. 4.Δ1.3) στο δείγμα ΑΓ04, το οποίο μπορεί να αποδοθεί στην παρουσία του ορυκτού σερικίτη (σημ. 4). Ο σερικίτης,  αργιλοπυριτικό ορυκτό του Καλίου εμφανίζεται ως έγκλειστο ή με επιφλοιώσεις σε κρυστάλλους χαλαζία και ασβεστίτη, ενώ απαντά πολύ συχνά στις χρωστικές και στις φλεβώσεις ασβεστόλιθων. Επίσης, η ανίχνευση τιτανίου (Ti) σε κόκκο οξειδίου του σιδήρου (εικ. 3.Α2.ε και Α2.ζ και εικ. 4.Δ1.ζ), θα μπορούσε να αποδοθεί στην παρουσία βασάλτη (σημ. 5) – basalt glass (BJDF), βασικό ηφαιστιακό πέτρωμα που χρησιμοποιείται ως αδρανές και απαντά σύμφωνα με τον γεωλογικό χάρτη της Αίγινας (σημ. 6), στα πετρώματα του νησιού.

Σε ό,τι αφορά τη χημική σύσταση του στρώματος ΙΙ, όπως προκύπτει από την ηλεκτρονική μικροανάλυση, πρόκειται για καθαρό ασβεστόχρωμα, χωρίς προσμίξεις, ιδιαίτερα λεπτόκοκκο (εικ. 3.Α2.δ και εικ. 4.Δ2.δ), ενώ το χρωματικό στρώμα (στρώμα ΙΙΙ) ταυτοποιείται ως μια κόκκινη ώχρα, της οποίας βασικό συστατικό είναι ο αιματίτης, δηλαδή το οξείδιο του σιδήρου (εικ. Α2.γ και εικ. 4.Δ2.γ). Στην τυπική μορφή της ώχρας ο αιματίτης συνυπάρχει με αργιλοπυριτικά οξείδια, ως εκ τούτου ανιχνεύονται έντονες κορυφές αργιλίου και πυριτίου. Οι κόκκινες ώχρες είναι φυσικές γεώδεις χρωστικές των οποίων το χρώμα παρουσιάζει διαφορετικές αποχρώσεις του κόκκινου, καφε-κόκκινου και του πορφυρού και έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για τη διακόσμηση κτηρίων και αντικειμένων (Eastaugh κ.ά. 2004). Αξίζει να σημειωθεί επιπλέον ότι το υψηλό ποσοστό άνθρακα, της τάξης του 50%, που προκύπτει από την ποσοτική ανάλυση του κόκκινου χρωματικού στρώματος, σε συνδυασμό με την έλλειψη διάχυσης της χρωστικής στο υπόστρωμα, υποδηλώνει τη χρήση χρωματικού μίγματος πλούσιου σε οργανικό φορέα, το οποίο παραπέμπει σε βιομηχανικές χρωστικές. Στα νεότερα χρόνια, παράλληλα με την κόκκινη ώχρα χρησιμοποιείται επίσης η συνθετική χρωστική κόκκινο του καδμίου (cadmium red), η οποία ανήκει σε μια μεγάλη ομάδα βιομηχανικών χρωστικών του καδμίου και πρωτοεμφανίστηκε εμπορικά το 1910 (Eastaugh κ.ά. 2004). Το κόκκινο του καδμίου μοιάζει πολύ με το κόκκινο της ώχρας, έτσι ώστε συχνά να πωλείται αντ’ αυτής ή σε εξέταση κόκκινου χρώματος ώχρας διά γυμνού οφθαλμού αυτό να περιγράφεται ως κόκκινο του καδμίου.

Τα δείγματα επίσης ΑΓ02 και ΑΓ03 παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους τόσο στη μικροσκοπική παρατήρηση όσο και στα φάσματα της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας (εικ. 5 και 6). Όπως προκύπτει από τη στρωματογραφία τους, απεικονίζονται επάλληλες επιστρώσεις ασβεστοχρωμάτων, διαφορετικής χρωματικής πυκνότητας, ενώ τα περατωτικά όρια αυτών δεν είναι διακριτά σε όλες τις περιπτώσεις. Διακρίνονται επάλληλες διαδοχές στρωμάτων, άλλοτε λευκού ασβεστοχρώματος, δηλαδή χωρίς την προσθήκη χρωστικής, με πάχος της τάξης 0,3-0,4 mm (εικ. 5.Β1.δ και Β2.ζ) και άλλοτε γαλάζιου, δηλαδή με την προσθήκη μπλε χρωστικής, με πάχος της τάξης 0,1-0,2 mm (εικ. 5.Β2.γ, δ και ε). Η χρωστική παρουσιάζει λεπτό διαμερισμό, στρογγυλευμένους κόκκους χωρίς έντονη κρυσταλλικότητα και διασπείρεται ανομοιογενώς στο στρώμα, χαρακτηριστικά τα οποία εμφανίζονται κυρίως σε οργανικής προέλευσης βαφές, παρά σε κρυσταλλικές φυσικές ανόργανες χρωστικές. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο δείγμα ΑΓ02 (εικ. 5.B2.γ, δ, ε) δεν ανιχνεύτηκαν ανόργανα στοιχεία, εκτός εκείνων που αντιστοιχούν στη χρήση ανθρακικού ασβεστίου και των προσμίξεών του (αργιλοπυριτικά οξείδια). Το γεγονός αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνευθεί από την υπόθεση της χρήσης της ευρέως χρησιμοποιούμενης μπλε οργανικής χρωστικής ινδικόν (indigo, Ιndigofera tinctoria L.) (Eastaugh κ.ά. 2004), η οποία είναι μία από τις αρχαιότερες φυσικές μπλε χρωστικές και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα (σημ. 7). Αντίθετα στο δείγμα ΑΓ03 (εικ. 6) σε περιοχές του γαλάζιου χρωματικού στρώματος, εκτός των παραπάνω χημικών στοιχείων ανιχνεύονται επιπροσθέτως μικρές ποσότητες νατρίου (Νa) και θείου (S) (εικ.6.Γ1.γ και Γ2.γ). Η παρουσία των στοιχείων αυτών, αν και σε ποσοστά της τάξης του 1,5% για το Na και 0,5% για το S, αποτελεί σοβαρή ένδειξη για τη χρήση της τεχνητής χρωστικής ultramarine (ουλτραμαρίν) η οποία είναι ένα σύνθετο θειούχο άλας του Νατρίου με αργιλοπυριτικά οξείδια. Το τεχνητό ultramarine, το οποίο άρχισε να παράγεται βιομηχανικά μετά το 1830, αποτελεί επίσης από τις πλέον ευρέως διαδεδομένες τεχνητές μπλε χρωστικές, έχει εντοπιστεί σε τοιχογραφίες, ζωγραφικά έργα και χειρόγραφα, ενώ στον ελληνικό χώρο, συχνά ονομαζόμενο και ως «λαζούρι», έχει χρησιμοποιηθεί, εκτός των άλλων, για τη βαφή των τοίχων με ασβεστοχρώματα, σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική. Σημειώνεται ακόμα ότι λόγω του τρόπου παρασκευής ενδέχεται να περιέχει και διάφορες προσμίξεις, γεγονός το οποίο ερμηνεύει την παρουσία των στοιχείων Fe, Ca, K και Mg στο φάσματα (Eastaugh κ.ά. 2004). Αξίζει όμως να σημειωθεί εδώ ότι συχνά παρατηρείται αναντιστοιχία ανάμεσα στην «κοινή» ονομασία των χρωστικών με την οποία αναφέρονται σε διάφορα εγχειρίδια και την επιστημονική ονομασία τους που απορρέει από τον ακριβή χημικό τύπο. Στην ελληνική βιβλιογραφία, η σύγχυση αυτή  είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική  ως προς τις ονομασίες των δύο μπλε χρωστικών που απαντούν με τις ονομασίες «λουλάκι» και «λαζούρι». Συγκεκριμένα, η ονομασία «λουλάκι» άλλοτε αποδίδεται στο ινδικόν και άλλοτε στο ultramarine, όπως το ίδιο συμβαίνει και με την ονομασία «λαζούρι» (σημ. 7 και 8). Ωστόσο, στην παρούσα δημοσίευση, oι συγγραφείς υιοθετούν την άποψη ότι και ετυμολογικώς, αλλά και σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ο όρος «λαζούρι» (εκ του ορυκτού λαζουρίτης) αντιστοιχεί στο τεχνητό ultramarine, ενώ ο όρος «λουλάκι» στο ινδικόν. Το ζήτημα αυτό αποτελεί ένα ενδιαφέρον πεδίο μελέτης στο οποίο οι συγγραφείς έχουν την πρόθεση να επανέλθουν σε μια άλλη δημοσίευση.

Τέλος σε ό,τι αφορά το μικροδείγμα ΑΓ05, από τη μικροσκοπική παρατήρηση προκύπτει ένα χονδρόκοκκο στρώμα καφέ κόκκινης απόχρωσης με έντονη και ποικίλη κοκκομετρία η οποία είναι ιδιαίτερα διακριτή σε συνθήκες παρατήρησης του φθορισμού (εικ. 7.E2.α). Όπως διαπιστώνεται από την ηλεκτρονική μικροανάλυση πρόκειται για ένα ασβεστιτικής προέλευσης μίγμα (εικ. Ε2.δ) με μικρή ποσότητα οξειδίων του σιδήρου και αργιλοπυριτικών οξειδίων (εικ.7.Ε1.γ και δ και Ε2.γ). Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η υψηλή περιεκτικότητα του στρώματος σε άνθρακα (της τάξης του 40%), γεγονός που δικαιολογεί τον έντονο φθορισμό που παρατηρείται στην μικροσκοπία και μπορεί να ερμηνευθεί από την παρουσία οργανικού συνδετικού υλικού.

Συμπεράσματα

Όπως προκύπτει από το σύνολο των παρατηρήσεων και των αναλύσεων, τα σπαράγματα που μελετήθηκαν αποτυπώνουν μια διαδικασία διακόσμου η οποία σε ό,τι αφορά το κόκκινο χρώμα, συνίσταται στην απόθεση του ζωγραφικού στρώματος σε λευκό προετοιμασμένο φόντο, πάνω από το κονίαμα, ενώ για το μπλε χρώμα περιλαμβάνει επάλληλα διαδοχικά στρώματα λευκών και γαλάζιων στρωμάτων καθώς οι τοίχοι ενδέχεται να διακοσμήθηκαν και στη συνέχεια να ασβεστώθηκαν, κατ’ επανάληψη.

Σε ό,τι αφορά το κονίαμα των εσωτερικών τοίχων φαίνεται να είναι ένα τυπικό ασβεστοκονίαμα με αδρανή σύμφωνα με τη γεωλογία της περιοχής, ενώ για τον χρωματικό διάκοσμο των δωματίων έχει χρησιμοποιηθεί, η κόκκινη ώχρα και πιθανότατα το τεχνητό ultramarine, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η χρήση του indigo. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση αφενός μεν με διαγνωστικές τεχνικές μη καταστρεπτικού ελέγχου για τη χαρτογράφηση του διακόσμου και της κατάστασης διατήρησης αυτού και αφετέρου με ενόργανη χημική ανάλυση για τον προσδιορισμό του ακριβούς χημικού τύπου ιδιαίτερα για τις μπλε χρωστικές καθώς επίσης και του οργανικού συνδετικού υλικού των χρωματικών στρωμάτων.

Αθηνά Αλεξοπούλου, Καθηγήτρια,  Ερευνητικό Εργαστήριο ARTICON –Συντήρηση Ανάδειξη Εικαστικών Έργων, Βιβλιακού και Αρχειακού Υλικού, Σχολή Εφαρμοσμένων Tεχνών και Πολιτισμού, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, athfrt@uniwa.gr

Ελένη Τζιαμουράνη, ΕΤΕΠ, Ερευνητικό Εργαστήριο ARTICON –Συντήρηση Ανάδειξη Εικαστικών Έργων, Βιβλιακού και Αρχειακού Υλικού, Σχολή Εφαρμοσμένων Tεχνών και Πολιτισμού, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Αθανάσιος Καραμπότσος, EΔΙΠ, Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης, Σχολή Εφαρμοσμένων Tεχνών και Πολιτισμού, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής