Τα «Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Άγγελου Δεληβορριά», που εκδόθηκαν πρόσφατα από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, είναι μια επιμελημένη παραγωγή των εκδόσεων Καπόν, σε επιμέλεια Σταύρου Βλίζου, η οποία έρχεται να εκπληρώσει μια υπόσχεση: Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Άγγελου Δεληβορριά και δύο χρόνια από το συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη μνήμη του από την Ακαδημία Αθηνών και την Αρχαιολογική Εταιρεία, δίνει στη δημοσιότητα την πλειοψηφία των ομιλιών που εξέχοντες επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό πραγματοποίησαν σε αυτό.

«Συνέδριο και έκδοση αναφέρονται σε μια ειδικότητα της σταδιοδρομίας του Δεληβορριά και όχι στο σύνολο της πορείας του. Το συνέδριο και κατ’ επέκταση ο τόμος αφορούν στην Αρχαιολογία-Μουσειολογία, δηλαδή στην έδρα στην οποία εκλέχτηκε ο Άγγελος Δεληβορριάς στην Ακαδημία Αθηνών. Με βάση αυτές τις ιδιάζουσες παραμέτρους της ειδικότητάς του υλοποιήθηκαν και τα δύο, με τον τόμο να επιχειρεί να δώσει αυτό το νέο στίγμα που και η Ακαδημία Αθηνών αποφάσισε να προβάλλει: ότι Αρχαιολογία και Μουσειολογία βρίσκουν τον κοινό στόχο τους», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σταύρος Βλίζος, αναπληρωτής καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και στενός συνεργάτης του επιστήμονα που σημάδεψε την εποχή του.

Το πρώτο μέρος του τόμου αναφέρεται στις όψεις του επιστημονικού βίου του Δεληβορριά, καθώς και στις πτυχές της συμβολής του στην αρχαιολογία και τη μουσειολογία, θέματα δηλαδή που επικράτησαν και στην πρώτη ενότητα του συνεδρίου. Ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Χ. Πετράκος, γενικός γραμματέας της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, παρουσιάζει μια ιστορική αναδρομή στη δημιουργία αρχαιολογικών συλλογών και μουσείων από συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους, ενώ ο Νικόλαος Καλτσάς, διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, αναφέρεται στην επιστημονική διαδρομή του Δεληβορριά από τα φοιτητικά του χρόνια ως τη μέγιστη συμβολή του στη μουσειακή πολιτική της χώρας μέσα από τη θέση του ως διευθυντή στο Μουσείο Μπενάκη. Το κείμενο της αρχαιολόγου Ντόρας Βασιλικού είναι στηριγμένο στην ομιλία που είχε γράψει ο αείμνηστος αρχαιολόγος και ιστορικός της τέχνης για να απευθύνει κατά την επίσημη υποδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών. Όμως, όπως η ίδια αναφέρει, «η ζωή έχει περίεργα γυρίσματα κι απρόσμενες, συχνά τρομερές συμπτώσεις. Στις 24 Απριλίου 2018 ο Άγγελος Δεληβορριάς έφυγε από κοντά μας, ενώ την ίδια μέρα θα γινόταν η επίσημη υποδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών. Η εισιτήρια ομιλία δεν ήταν εντελώς έτοιμη. Την είχε γράψει αλλά χρειαζόταν την τελική επεξεργασία. Αυτήν την ομιλία “που δεν είπε” σας παρουσιάζω», αναφέρει η Ντ. Βασιλικού η οποία εκθέτει κάτω από το δικό της πρίσμα το θέμα που θα παρουσίαζε ο σπουδαίος επιστήμονας και αφορούσε την απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, από τη Νεολιθική εποχή έως το τέλος των Ελληνιστικών χρόνων.

Το δεύτερο μέρος του τόμου είναι αφιερωμένο στην κλασική αρχαιολογία και στις διαχρονικές προσεγγίσεις. Ο Εμμανουήλ Βουτυράς, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, αναφέρεται σε έργα γλυπτικής και συγκεκριμένα μαρμάρινους ανδριάντες φιλοσόφων του 4ου και 3ου αι. π.Χ., ενώ ο Δημήτρης Πλάντζος, καθηγητής στο ΕΚΠΑ, σχολιάζει, μεταξύ άλλων, τον ρόλο που οι αρχαιότητες διαδραμάτισαν στη δημιουργία της εθνικής συνείδησης της νεότερης Ελλάδας. Η αρχιτεκτονική, σε συνδυασμό με την αναστήλωση των αρχαίων μνημείων, είναι το θέμα των επόμενων ανακοινώσεων. Ο Τάσος Τανούλας, προϊστάμενος του έργου αποκατάστασης των Προπυλαίων (1984-2010), επικεντρώνεται στην πολιτική που καθόρισε στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας το ζήτημα της συντήρησης και αναστήλωσης αρχαίων οικοδομημάτων, ενώ ο ακαδημαϊκός και πρόεδρος της ΕΣΜΑ Μανόλης Κορρές, καθώς και οι αρχιτέκτονες μηχανικοί Θεμιστοκλής Μπιλής και Μαρία Μαγνήσαλη εστιάζουν κυρίως στο Αμυκλαίο, το σπουδαιότερο αρχαίο ιερό της Λακωνίας, για το οποίο ο Δεληβορριάς είχε από νωρίς το όραμα δημιουργίας ενός οργανωμένου επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου.

«Η μεθοδολογία Δεληβορριά ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο στίγμα. Από τη μία ο ίδιος είχε πολύ γερές επιστημονικές, ερευνητικές βάσεις και από την άλλη ήθελε πολύ το άνοιγμα προς το κοινό. Ήταν από τους πρώτους που έδωσαν αυτό το “μήνυμα” και με το Μουσείο Μπενάκη αλλά και με την ανασκαφή στο Αμυκλαίο, κάτι που για την εποχή του ήταν πρωτοποριακό», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Στ. Βλίζος, διάδοχος του Δεληβορριά στη θέση του διευθυντή του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών. «Από νωρίς κατανόησε και ενστερνίστηκε αυτές τις ανησυχίες – είχε βέβαια τις επιρροές και τις επιδράσεις από το παγκόσμιο γίγνεσθαι λόγω των επαφών του. Όλα αυτά τα μετέφερε στην ελληνική πραγματικότητα, αφήνοντας το αποτύπωμά του, ένα από τα πιο σημαντικά σημεία αναφοράς και για την Αρχαιολογία και για τη Μουσειολογία στην Ελλάδα», προσθέτει ο ίδιος.

Η τρίτη ενότητα του τόμου αφιερώνεται στη διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων. Με οδηγό την αρχαία Ελεύθερνα (Ν. Σταμπολίδης, γενικός διευθυντής Μουσείου Ακρόπολης), την αρχαία Μεσσήνη (Πέτρος Θέμελης, διευθυντής έργου αρχαίας Μεσσήνης) και τη Σικυώνα (Γιάννης Λώλος, διευθυντής συστηματικής ανασκαφής Σικυώνας), παρουσιάζεται το πρόγραμμα ανάδειξης που υλοποιήθηκε στους χώρους αυτούς. Ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής, διευθυντής ιδρύματος «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης», με τη μοναδική ομιλία του συνεδρίου που ήταν αφιερωμένη σε βυζαντινό μνημείο (τον Άγιο Νικόλαο της Στέγης στην Κύπρο) και ο Δημήτρης Σούρλας, αρχαιολόγος Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, με μια αναδρομή στην Αθήνα του 19ου αιώνα και στο έργο των πρώτων αρχαιολόγων της περιόδου που διάσωσαν μνημεία όπως η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, πλαισιώνουν την ενότητα.

Το τέταρτο μέρος αφορά τη δημόσια αρχαιολογία. Ο Σταύρος Βλίζος παρουσιάζει τους προβληματισμούς και τις προτάσεις για τη διαχείριση αρχαιολογικών χώρων και αγαθών, ενώ η Δέσποινα Καταπότη, επίκ. καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, επικεντρώνεται στη δυναμική των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στο σχεδιασμό στρατηγικών επικοινωνίας με το κοινό. Ο τόμος κλείνει με τη θεματολογία Μουσεία και Μουσειολογία, όπου τρία ξεχωριστά μουσεία, το Επιγραφικό (Αθανάσιος Α. Θέμος, διευθυντής του), το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης (Αναστασία Τούρτα, επίτιμη διευθύντριά του) και το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο (Andreas Scholl, διευθυντής της συλλογής κλασικών αρχαιοτήτων του μουσείου) λειτουργούν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα για τον σχολιασμό του ρόλου και των δυνατοτήτων που ένα σύγχρονο μουσείο μπορεί να έχει. Τέλος, η Ασπασία Λούβη, αρχαιολόγος-βυζαντινολόγος, θίγει το πρόβλημα της έλλειψης εμπεριστατωμένων μελετών βιωσιμότητας των επικουρικών χώρων και των χώρων εξυπηρέτησης των επισκεπτών των μουσείων, η Ανδρομάχη Γκαζή, αν. καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σχολιάζει την εξέλιξη της μουσειολογίας στην Ελλάδα και η Αλεξάνδρα Μπούνια, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, καταθέτει σκέψεις και προβληματισμούς για τη σχέση μεταξύ αρχαιολογίας και μουσειολογίας διεθνώς.