Με αφετηρίες δύο διαφορετικά σημεία των Βαλκανίων, τη Σιάτιστα Κοζάνης και το Βελιγράδι της Σερβίας, έφυγαν για να σπουδάσουν εικαστικές τέχνες στο Μόναχο σε μία εποχή που οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες από τις επίσημες δομές εκπαίδευσης. Επέστρεψαν στις χώρες τους όχι μόνο για να δημιουργήσουν και να συμμετάσχουν ενεργά στα καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά για να προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους από την πρώτη γραμμή του Μεγάλου Πολέμου ως νοσηλεύτριες.

Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία και η Νάντεζντα Πέτροβιτς δεν συναντήθηκαν ποτέ, όμως τα έργα τους, με τα οποία μέσα στη δίνη του πολέμου έστελναν μήνυμα ειρήνης, συνυπάρχουν στην ίδια αίθουσα, στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη.

Ζωγραφικά έργα στα οποία αποτύπωσαν την καθημερινότητα των στρατιωτών, μακριά από τα πεδία των μαχών, την ομορφιά του βαλκανικού τοπίου, πέρα και έξω από τις πολεμικές συγκρούσεις, παρουσιάζονται στην έκθεση–σύμπραξη φορέων από την Ελλάδα και τη Σερβία, με τίτλο «Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με το βλέμμα δύο γυναικών ζωγράφων: Θάλεια Φλωρά-Καραβία – Νάντεζντα Πέτροβιτς».

«Είναι μία έκθεση που ξετυλίγει τις στιγμές του πολέμου χωρίς να δείχνει πολεμικές σκηνές. Είναι μία έκθεση γεμάτη γυναικεία ευαισθησία και μας δείχνει με αυτό τον τρόπο πώς η γυναίκα των Βαλκανίων βγαίνει στον πόλεμο, έμμεσα ως νοσοκόμα, ως ζωγράφος και απαθανατίζει μεγάλες στιγμές των δύο λαών» τόνισε στο ΑΠΕ–ΜΠΕ η Διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα (IMMA) Σταυρούλα Μαυρογένη, η οποία επιμελήθηκε την έκθεση μαζί με την Ντούσιτσα Μπόγιτς, Διευθύντρια του Μουσείου Ιστορίας της Σερβίας.

«Η Φλωρά-Καραβία προσπαθεί να δώσει το πνεύμα της έντασης, της αγωνίας, του πατριωτικού αισθήματος μέσα από τα πορτρέτα των μεγάλων ανθρώπων που εμπλέκονται σε όλο αυτό το σκηνικό, ή μέσα από τις εικόνες με τα μικρά προσφυγόπουλα, ή τον υπόλοιπο λαό, Τούρκους, Έλληνες, Βούλγαρους, που βλέπει στον δρόμο και πραγματικά τις κεντρίζουν το ενδιαφέρον, “πονάει η ψυχή της” όπως λέει, “βλέποντας αυτά τα θλιμμένα μάτια”».

«Από την άλλη πλευρά, η Πέτροβιτς αναλύει το θησαυρό του σερβικού πολιτισμού από το μεσαιωνικό κράτος του Δουσάνου μέχρι τον τελευταίο βασιλιά του, Μάρκο, ο οποίος έδρασε στην περιοχή του Περλεπέ (Πρίλεπ). Προσπαθεί μέσα από τα μνημεία ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως είναι η μονή Γκρατσάνιτσα, με τις υπέροχες τοιχογραφίες, της Σιμωνίδας Παλαιολογίνας και του Στέφανου Ούρου Β’ Μιλούτιν, να δώσει τα στοιχεία του σερβικού πολιτισμού και να κινητοποιήσει, θα λέγαμε, τον σερβικό λαό ως προς το ένδοξο και ηρωικό του παρελθόν» υπογράμμισε η κα Μαυρογένη.

Κοινή πορεία και οπτική του πολέμου

Και οι δύο ζωγράφοι ξεκίνησαν τις σπουδές τους από τη Σχολή του Μονάχου, στην οποία δεν έγιναν δεκτές ως γυναίκες, αλλά δούλεψαν σε παράπλευρα εργαστήρια. Η Θάλεια Φλωρά–Καραβία έφτασε στο Μόναχο το 1895 και σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Γύζη και τον Ιακωβίδη. Η Νάντεζντα Πέτροβιτς εγκαθίσταται στο Μόναχο το 1898 για να σπουδάσει ζωγραφική με υποτροφία από το υπουργείο Παιδείας της Σερβίας στην ιδιωτική σχολή του Άντον Άζμπε.

Στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου επιτρεπόταν η φοίτηση μόνο σε άνδρες και οι γυναίκες αναγκάζονταν να ακολουθούν άλλους διαύλους για να σπουδάσουν, αλλά και στη συνέχεια να παρουσιάσουν τα έργα τους. Με πολύ μικρή διαφορά ηλικίας, από τη Γερμανία, σύμφωνα με την κα Μαυρογένη, βρέθηκε η καθεμία ξανά στη δική της περιοχή.

«Ποτέ δεν συναντήθηκαν. Και αυτό ίσως είναι το πιο τραγικό. Βλέπεις ότι δύο γυναίκες αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο τον πόλεμο, που είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον των ζωγράφων του πολέμου, οι οποίοι υπήρχαν στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες και ήταν άντρες. Οι άντρες ζωγραφίζουν μόνο την καταστροφή. Οι γυναίκες μέσα από αυτήν την καταστροφή προσπαθούν και βρίσκουν την ελπίδα, προσπαθούν και βρίσκουν την ανθρωπιά. Είναι παράλληλες οι πορείες και είναι και δραματικές γιατί δεν συναντήθηκαν ποτέ» τόνισε η Διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα (IMMA).

Αν συναντιόνταν οι δύο γυναίκες θα είχαν να μοιραστούν πάρα πολλά πράγματα για δύο λαούς, οι οποίοι έχουν τόσο στενές και φιλικές σχέσεις και παράλληλες ιστορίες με τις εθνικές επαναστάσεις και τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν.

Εκπρόσωποι πρωτοπόρων καλλιτεχνικών ρευμάτων – μαχήτριες στην πρώτη γραμμή του πολέμου

Η Νάντεζντα Πέτροβιτς εισάγει το εξπρεσιονιστικό ρεύμα στη ζωγραφική της Σερβίας. Η Φλωρά-Καραβία φέρνει τον ιμπρεσιονισμό στην Ελλάδα. Δύο πρωτοπόρα ρεύματα για την εποχή τους, δύο ρεύματα που διακρίνονταν για την ευαισθησία, το συναίσθημα, το πώς αισθάνεται ο άνθρωπος. Χαρακτηριστικά στα έργα της Φλωρά-Καραβία, σύμφωνα με την κα Μαυρογένη, είναι τα ζωντανά χρώματα, ευνόητο για μία ζωγράφο από μία περιοχή στην οποία συναντώνται Βαλκάνια και Μεσόγειος. Η Νάντεζντα Πέτροβιτς από την άλλη πλευρά, όπως τόνισε η κα Μαυρογένη, ανασυνθέτει τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, σύμφωνα με τις ανάγκες της χώρας της. Επιλέγει να ζωγραφίζει τοπία, μοναστήρια, γιατί είναι οι ανάγκες της χώρας της τέτοιες.

Επέστρεψε στην πατρίδα της, περνώντας μία περίοδο στο Παρίσι, όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Διαλύει τον αρραβώνα της με τον συνάδελφό της ζωγράφο και λέει στη μητέρα της: «Εγώ είμαι γεννημένη για να ζωγραφίζω, η πατρίδα με έστειλε στη Σχολή για να μάθω» (σσ. ήταν πολιτική των μοναρχών της Σερβίας να δημιουργήσουν μία πνευματική ελίτ). «Η Πέτροβιτς αισθανόταν ότι έπρεπε να δώσει στην πατρίδα, να γίνει ανταποκρίτρια του μεγάλου της αγώνα, θεωρούσε ότι ήταν ένα πατριωτικό χρέος στην πατρίδα της», εξήγησε η κα Μαυρογένη.

Στα Βαλκάνια οι γυναίκες φτάνουν στον πόλεμο –αν και όλες τον απεύχονται– και υπηρετούν ως νοσοκόμες, επισημαίνεται στη σύνοψη της έκθεσης. Η Φλωρά–Καραβία και η Νάντεζντα Πέτροβιτς δεν αισθάνονται άσχημα που βρίσκονται σε ένα πολεμικό πεδίο. Θεωρούν ότι πρέπει να δώσουν τον εαυτό τους, ότι πρέπει να βοηθήσουν την πατρίδα τους να φτιάξει το δικό της εθνικό κράτος.

«Είναι οι μεγαλύτεροι μαχητές, νεαρές κοπέλες έκαναν την υπέρβαση. Δεν ήταν εύκολο να βρεθούν αυτές οι γυναίκες στην πρώτη γραμμή του πολέμου, να βλέπουν γυμνά κορμιά ακρωτηριασμένα, να περιθάλπουν ανθρώπους και συνάμα να ζωγραφίζουν την ομορφιά της φύσης, την ομορφιά του πολιτισμού» ανέφερε η κα Μαυρογένη.

«Εμείς θα χαθούμε αλλά τα μνημεία μας, όσα έχουν απομείνει σε αυτά τα 500 χρόνια σκλαβιάς στα Βαλκάνια, μνημεία ελληνικά, ρωμαϊκά και του σερβικού μεσαιωνικού πολιτισμού, πρέπει οπωσδήποτε να τα περισώσουμε, να τα διασώσουμε για να μάθουν οι επόμενες γενιές ποιοι είμαστε» είχει πει η Σέρβα ζωγράφος.

Η έκθεση πάνω απ’ όλα προσπαθεί να κινητοποιήσει τις νέες γενιές, και ιδίως τα νεαρά κορίτσια, να καταλάβουν το τι αγώνες έχουν δοθεί από τις γυναίκες που πέρασαν πριν από εμάς για να βρισκόμαστε εμείς σε αυτή τη θέση. Η γυναίκα βγήκε στην παραγωγή μέσα από μία δραματική εξέλιξη ιστορικών γεγονότων. Όταν χάθηκε ο άνδρας. «Μετά τον πόλεμο οι γυναίκες έπρεπε να φέρνουν χρήματα, τροφή για την οικογένεια, να μεγαλώσουν τα παιδιά, τον πατέρα, τη μάνα. Έπρεπε να διεκδικήσουν, ήθελαν δεν ήθελαν, και μετά από αυτή την έξοδο, την εξωστρέφεια του φύλου μας δεν έχουν γυρισμό, πιστεύουν στις δυνάμεις τους, ξέρουν τι μπορούν να πετύχουν» επισήμανε η κα Μαυρογένη.

Την έκθεση διοργανώνει το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, σε συνεργασία με το Ιστορικό Μουσείο της Σερβίας, το Εθνικό Μουσείο Βελιγραδίου, το Γ’ Σώμα Στρατού και τον Σύνδεσμο Μοναστηριωτών και των πέριξ «Η Καρτερία».

«Είναι μία πολύ μεγάλη προσπάθεια. Για πρώτη φορά το κοινό της Θεσσαλονίκης μπορεί να έρθει σε επαφή με τη βαλκανική τέχνη χωρίς αλαζονεία, χωρίς να υποτιμούμε τον άλλο, αλλά προσεγγίζοντάς τον ως φίλο γείτονα» υπογράμμισε η επιμελήτρια της έκθεσης.