Θέμα της παρούσας μελέτης είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε (σημ. 1), η διαχείριση του αρχαιολογικού χώρου της Ήλιδος, του χώρου της ΒΔ Πελοποννήσου που κατοικήθηκε από τους απώτατους προϊστορικούς χρόνους έως και τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητος και στον οποίο αναπτύχθηκε η πόλη της Ήλιδος, πρωτεύουσα του κράτους των Ηλείων και μόνιμη διοργανώτρια πόλη των αρχαίων Ολυμπιακών αγώνων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της χιλιετίας. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να επιχειρηθεί, μέσα από μια όσο το δυνατόν πλήρη αρχαιολογικά τεκμηριωμένη ιστορική επισκόπηση, προσανατολισμένη στην προβολή και ερμηνεία των σωζόμενων κυρίως σήμερα καταλοίπων (Ενότητα Α), μέσα από μια καταγραφή αλλά και κριτική αποτίμηση των ερευνών και επεμβάσεων που ο χώρος έχει μέχρι σήμερα δεχθεί (Ενότητα Β) και μέσα από μια παρουσίαση της σημερινής κατάστασης, των αδυναμιών και των δυνατοτήτων που τον χαρακτηρίζουν (Ενότητα Γ), η διατύπωση μιας πρότασης ολοκληρωμένης διαχείρισης του αρχαιολογικού χώρου της Ήλιδος, ικανής να προβάλει τις σημαντικές μνημειακές αξίες του, να ανασυστήσει, στο βαθμό του δυνατού, τη βαθύτερη ουσία του και να προσδώσει σε αυτόν έναν νέο ενεργό και θετικό ρόλο στη σύγχρονη πραγματικότητα (Ενότητα Δ).  Στο πλαίσιο αυτό, στο β΄ μέρος της Ενότητας Β, που ακολουθεί, θα συνεχιστεί η παράθεση της ιστορίας των ερευνών και επεμβάσεων που ο χώρος έχει δεχτεί, με την παρουσίαση του έργου ανάδειξης που αναλήφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ αναφορά θα γίνει και στη μέριμνα για τα κινητά ευρήματα και τους μουσειακούς χώρους της Ήλιδος σε όλη τη διάρκεια των ερευνών στο χώρο.

Ιστορία των ερευνών και επεμβάσεων – 2ο Μέρος

Προσπάθειες ανάδειξης: το  Έργο Μελέτη και Ανάδειξη Αρχαιολογικού Xώρου Ήλιδος (2001-2010)

Στάδια-φάσεις εξέλιξης του έργου

Το έργο Μελέτη και Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Ήλιδος θα έχει συνολική διάρκεια εννέα χρόνων (2001-2010), στο διάστημα των οποίων θα εκτελεστεί μια μακρά σειρά εργασιών προστασίας, συντήρησης, μελέτης και ανάδειξης των καταλοίπων του χώρου. Σε αυτό διακρίνονται, κυρίως για την ευσύνοπτη παρουσίαση των πεπραγμένων, μια πρώτη προπαρασκευαστική φάση (Α΄ Φάση), μια δεύτερη φάση των κυρίως εργασιών διαμόρφωσης και ανάδειξης (Β΄ Φάση) και μια τρίτη φάση, αυτή του περιορισμού του έργου στην εκτέλεση συγκεκριμένων ενταγμένων στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης εργασιών (Γ΄ Φάση). Τα πεπραγμένα κάθε φάσης θα παρουσιαστούν αμέσως παρακάτω και θα ακολουθήσει η συνολική κριτική προσέγγιση και αποτίμηση του έργου.

Α΄ Φάση (Δεκέμβριος 2001-Μάιος 2003) (σημ. 2)

Η πρώτη φάση εκτέλεσης του έργου αποτελεί φάση προπαρασκευής του κυρίως έργου της ανάδειξης και αφορά στις απολύτως απαραίτητες και σε πολλές περιπτώσεις επείγουσες εργασίες προστασίας του χώρου και των αρχαίων καταλοίπων αλλά και στην εκπόνηση αναγκαίων για τη συνέχεια τεκμηριωτικών και μελετητικών εργασιών.  Η χρηματοδότηση του έργου, έγκαιρη και σημαντική, γίνεται από το πρόγραμμα της Ολυμπιακής Προετοιμασίας. Οι εργασίες ξεκινούν τον Δεκέμβριο του 2001 με ολιγομελές προσωπικό, ενώ από τις αρχές του 2002 ο αριθμός του προσωπικού, επιστημονικού, διοικητικού, εργατοτεχνικού, αυξάνεται. Με την έναρξη του έργου επισκευάζονται-ανακαινίζονται οι υπάρχουσες στο χώρο κτιριακές εγκαταστάσεις. Παράλληλα, ξεκινά το ιδιαίτερα δύσκολο έργο της αποψίλωσης του πολύ εκτεταμένου απαλλοτριωμένου αρχαιολογικού χώρου από την πυκνή και εξαιρετικά εύκολα αναπτυσσόμενη αυτοφυή βλάστηση καθώς και ο συστηματικός και λεπτομερής καθαρισμός των επιμέρους ορατών οικοδομικών λειψάνων και των ανασκαφικών σκαμμάτων τόσο από τη βλάστηση όσο και από τις επιχωματώσεις. Ακολουθούν η προσεκτική απομάκρυνση των διαλυμένων οριστικά υλικών τοίχων και δαπέδων, προκειμένου να αποκαλυφθούν όσα κατάλοιπα ήταν δυνατόν να συντηρηθούν και να διασωθούν, η αναστρέψιμη διαμόρφωση και στήριξη των περιμετρικών πρανών των παλαιών ανασκαφικών σκαμμάτων με ελαφρά υλικά, ώστε να αποφευχθεί η διαρκής υποχώρηση των χωμάτων και η εκ νέου κάλυψη των καταλοίπων και η προσπάθεια διάσωσης των σωζόμενων κτισμάτων με συντήρηση τοίχων, δαπέδων και άλλων κατασκευών. Οι παραπάνω εργασίες είναι ιδιαίτερα επίπονες και χρονοβόρες, αλλάζουν όμως δραστικά τη μορφή του αρχαιολογικού χώρου.

Ταυτόχρονα, προχωρεί ο έλεγχος των ιδιοκτησιών του Δημοσίου προκειμένου να αποσαφηνισθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς σε όλη την έκταση του αρχαιολογικού χώρου με την πρόθεση να προχωρήσουν οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις. Σε εξειδικευμένα συνεργεία ανατίθεται η σύνταξη κτηματολογίου και τοπογραφικού ψηφιακού χάρτη της έκτασης που καταλαμβάνει η πόλη καθώς και η εκπόνηση γεωλογικής-υδρολογικής μελέτης για την εφαρμογή μέτρων προστασίας των ορατών καταλοίπων από τα όμβρια και υπόγεια ύδατα που συγκεντρώνονταν στα ανασκαφικά σκάμματα. Ακόμη, ανατίθεται μελέτη κατασκευής λυόμενου θεάτρου στο χώρο προκειμένου να αποφευχθεί η όποια περαιτέρω χρήση και βλάβη του αρχαίου κτίσματος αλλά και να μην παύσει ο επιτυχημένος θεσμός του Φεστιβάλ, η συνέχιση του οποίου αποτελεί απαίτηση της τοπικής κοινωνίας. Επιπλέον, ειδική επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πραγματοποιεί εργασίες γεωφυσικής διασκόπησης στον ευρύτερο άσκαφο χώρο της Αγοράς και σε τμήματα της πόλης με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ξεκινά σύγχρονη φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση μνημείων και ευρημάτων αλλά και η ταξινόμηση, καταγραφή και συντήρηση των πολυάριθμων και κάθε είδους κινητών ευρημάτων τα οποία είχαν επιλεγεί από τη Ζ΄ ΕΠΚΑ για να εκτεθούν στο υπό ανέγερση Νέο Μουσείο. Τέλος συντάσσεται προκαταρκτική μελέτη διαμόρφωσης προσβάσεων στο χώρο.

Β΄ Φάση (Ιούνιος 2003-Ιούνιος 2007) (σημ. 3)

Από τον Ιούνιο του 2003, παράλληλα με τη συνέχιση αρκετών από τις εργασίες της Α΄ Φάσης, ξεκινά και το επόμενο στάδιο εξέλιξης του έργου, αυτό της ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου, η συστηματική δηλαδή συντήρηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, η ενοποίηση των αποσπασματικά ανασκαμμένων κατά τις διάφορες προηγούμενες περιόδους των ανασκαφών τμημάτων της κυρίως πόλης και της Αγοράς, η διαμόρφωση του χώρου ώστε να καταστεί επισκέψιμος καθώς και η επιστημονική τεκμηρίωση όλων των παραπάνω (σημ. 4). Κατά τα έτη 2003 και 2004 το έργο συνεχίζει να χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα της Ολυμπιακής Προετοιμασίας και η χρηματοδότησή του παραμένει σημαντική. Οι εργασίες εντατικοποιούνται εν όψει των εορτών αφής της Ολυμπιακής Φλόγας των Αγώνων της Αθήνας και των ορισμένων για το ίδιο διάστημα εγκαινίων του Νέου Μουσείου Ήλιδος (σημ. 5). Με τη λήξη των εργασιών της προετοιμασίας των Ολυμπιακών αγώνων, ήδη από το τέλος Απριλίου του 2004, παρά την αναγνωρισμένα σημαντική πρόοδο που είχε συντελεστεί στη διαμόρφωση του χώρου και πριν βέβαια την ολοκλήρωση των στόχων που συνόδευαν την ανάληψη του έργου, ξεκινούν προβλήματα στην ομαλή εξέλιξή του, εξαιτίας της έλλειψης πιστώσεων για τη συνέχιση. Με την ολοκλήρωση της διοργάνωσης των Αγώνων της Αθήνας ο χαρακτηρισμός του έργου ως Ολυμπιακού αυτομάτως χάνει την ισχύ του και το έργο βρίσκεται στη θέση αναζήτησης ενός νέου οικονομικού και διαχειριστικού πλαισίου. Στις αρχές του 2005, η σύνθεση της Επιστημονικής Επιτροπής του έργου τροποποιείται εν μέρει (σημ. 6). Το ίδιο έτος υποβάλλεται πρόταση ένταξης του έργου στο Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης για τη χρονική περίοδο 2006-2008. Εν αναμονή της ένταξης αυτής και καθώς το έργο συνεχίζεται, εκτός ορισμένου όμως οικονομικού και διαχειριστικού πλαισίου, η χρηματοδότησή του γίνεται από Εθνικούς Πόρους και ειδικά κονδύλια και είναι ως εκ τούτου περιορισμένη, δυσχερής και κυρίως όχι προκαθορισμένη. Από το τέλος του 2006 διαπιστώνεται δραστική μείωση στη χρηματοδότηση του έργου ενώ δεν έχει γίνει καμία πρόοδος στην ένταξή του στο Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.

Αναλυτικότερα, κατά τη Β΄ φάση εξέλιξης του έργου εκτελούνται οι εξής εργασίες ενοποίησης, συντήρησης, διαμόρφωσης και τεκμηρίωσης:

Α) Ενοποίηση παλαιών ανασκαφικών σκαμμάτων (εικ. 2): πρώτη και βασική μέριμνα αποτελεί η ανασκαφή για την ενοποίηση σκαμμάτων των συστηματικών και σωστικών ανασκαφών στους χώρους του θεάτρου, της Αγοράς και της κυρίως πόλης, προκειμένου να αναδειχθούν και να καταστούν κατανοητά και αναγνώσιμα τα μνημεία τους.  Οι εργασίες φέρνουν ξανά στο φως κατάλοιπα ανεσκαμμένα σε παλαιότερες φάσεις, τα οποία έχουν στο μεταξύ καταχωθεί, ολοκληρώνουν την αποκάλυψη μνημείων και ενοποιούν χώρους εντοπίζοντας και νέα κατάλοιπα. Σημαντικά είναι τα επιστημονικά πορίσματα της ανασκαφικής έρευνας αυτής της φάσης σχετικά με την οργανωμένη πολεοδόμηση της πόλης, ενώ πολυάριθμα και αξιόλογα είναι και τα κινητά ευρήματα των ερευνών, τα οποία πλουτίζουν τις γνώσεις μας για τις ασχολίες, το βιοτικό επίπεδο και τον πολιτισμό των Ηλείων.

Β) Συντήρηση: σημαντικό μέρος των εργασιών της Β΄ φάσης εξέλιξης του έργου αφορά στη συστηματική συντήρηση των σωζόμενων αρχιτεκτονικών καταλοίπων: πραγματοποιούνται λεπτομερείς καθαρισμοί θεμελίων και τοίχων από χώματα και μύκητες, γίνονται συντηρήσεις, στερεώσεις και αποκαταστάσεις τοίχων, δαπέδων, κονιαμάτων, κιονίσκων υποκαύστων και άλλων πήλινων κατασκευών, ολοκληρώνεται η στερέωση των παρειών των ανασκαφικών σκαμμάτων με επένδυσή τους με ειδικό προστατευτικό μανδύα, προκειμένου να λυθεί το διαρκές πρόβλημα κατάχωσης των καταλοίπων και η ίδια μέθοδος εφαρμόζεται και στη στερέωση ανασκαφικών ανδήρων, γίνεται επίστρωση χωμάτινων επιφανειών των μνημείων με γεωύφασμα και σκύρα προκειμένου να αποφευχθεί η συνεχής δημιουργία λάσπης, η ανάπτυξη βλάστησης και η διαρκής κατάχωση και βλάβη των περιμετρικών αρχαίων θεμελίων, πραγματοποιείται στήριξη των πρανών της επαρχιακής οδού σε σημεία που βρίσκονται στην άμεση γειτονία αρχαίων καταλοίπων, ενώ μέριμνα λαμβάνεται και για την απορροή όμβριων. Ειδικότερα στο αρχαίο θέατρο γίνονται επεμβάσεις για την ανάσχεση της προϊούσας φθοράς μέχρις ότου δοθεί η δυνατότητα σύνταξης μελέτης αναστήλωσης και αποκατάστασης του μνημείου από εξειδικευμένους μελετητές. Πραγματοποιείται συστηματικός καθαρισμός των λίθινων και χωμάτινων μερών του μνημείου, γίνεται επίστρωση της επιφάνειας του χωμάτινου κοίλου για την αντιμετώπιση της διάβρωσής του με στρώμα από ποταμίσια χαλίκια ανάμεικτα με χώμα, σε ενίσχυση του ομοειδούς στρώματος της αρχαίας επίχωσης και λαμβάνεται μέριμνα για τη συντήρηση και προστασία των χαλικόστρωτων διαδρόμων ανόδου και των λίγων σωζόμενων σκαλοπατιών της β’ οικοδομικής φάσης. Παράλληλα, εφαρμόζεται πιλοτικά η μερική επιχωμάτωση και στήριξη των παρειών με την κατασκευή αναστρέψιμου ελαφρού μανδύα, ώστε να καταστεί δυνατή η διάσωση της αρχαίας επιχωμάτωσης, η προστασία των χαλικόστρωτων διαδρόμων, να αποφευχθεί η κατάχωση των χαμηλότερων τμημάτων του μνημείου και να επιτευχθεί η οπτική «αποκατάσταση» των δύο φάσεων χρήσης του κοίλου, οι οποίες δεν είναι διακριτές. Μέριμνα λαμβάνεται και για τα λίθινα μέρη του μνημείου (εικ. 3).

Γ) Διαμορφώσεις: κατά το ίδιο διάστημα λαμβάνουν χώρα και εργασίες διαμόρφωσης με έμφαση στην προστασία και ανάδειξη του χώρου, την κυκλοφορία και ενημέρωση των επισκεπτών, την επικοινωνία χώρου και επισκέπτη. Πιο αναλυτικά, κατασκευάζεται ξύλινο λυόμενο θέατρο χωρητικότητας 1.150 θεατών, σε ειδικά απαλλοτριωμένη και μη ορατή από τον αρχαιολογικό χώρο έκταση (εικ. 3), κατασκευάζονται στέγαστρα προστασίας και χαμηλή μεταλλική περίφραξη, διαμορφώνονται χαλικόστρωτοι διάδρομοι επισκεπτών και πάγκοι ανάπαυσης σε επιλεγμένα σημεία των διαδρομών (στάσεις). Σε εννέα επιλεγμένα σημεία του χώρου τοποθετούνται ενημερωτικές πινακίδες από pyrolave με τοπογραφικό του χώρου με σήμανση της θέσης, κάτοψη των αρχαιοτήτων της συγκεκριμένης περιοχής και δίγλωσσο (ελληνικό-αγγλικό) κείμενο. Τέλος, πραγματοποιείται κατασκευή με αυτεπιστασία περίφραξης στη βόρεια πλευρά της απαλλοτριωμένης έκτασης, ενώ επανεντάσσεται στο σύνολο των απαλλοτριωμένων τμημάτων του χώρου σειρά καταπατημένων εκτάσεων που περιφράσσεται, ανάγοντας πλέον την συνολική έκταση του απαλλοτριωμένου αρχαιολογικού χώρου στα 200 περίπου στρέμματα.

Δ) Τεκμηρίωση: σημαντικές είναι τέλος και οι εργασίες τεκμηρίωσης και μελέτης του χώρου της Β΄ Φάσης. Πιο αναλυτικά, γίνεται ορθοφωτογράφηση και αεροφωτογράφηση του αρχαιολογικού χώρου, ολοκληρώνεται η υδρογεωλογική μελέτη του και ακολουθεί η εκπόνηση μελέτης αποστράγγισης των υδάτων από τα σκάμματα, ολοκληρώνεται μελέτη του Κέντρου Λίθου καθώς και μελέτη φωτογραμμετρικής αποτύπωσης και ορθοφωτογράφησης του θεάτρου. Οργανώνεται μόνιμη έκθεση της ιστορίας των ανασκαφών στο κτίριο της Αρχαιολογικής Συλλογήςκαι εκδίδεται από το ΤΑΠΑ, τον Μάρτιο του 2004, φυλλάδιο για την ενημέρωση των επισκεπτών με τίτλο Ήλις, Η πόλη των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ τον Ιούλιο του 2004 κατατίθεται στο Γραφείο Δημοσιευμάτων του οργανισμού αναλυτικός αρχαιολογικός οδηγός του χώρου (σημ. 7). Ομάδες κινητών ευρημάτων από την Ήλιδα παρουσιάζονται στη Ζ΄ Διεθνή Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική. Το έργο της Ήλιδος παρουσιάζεται στο Ζ΄ Διεθνές Πελοποννησιακό Συνέδριο (σημ. 8) και σε δύο ημερίδες που διοργανώνει το ΤΔΠΕΑΕ (σημ. 9). Στις 13.08.2006 λαμβάνει χώρα εκδήλωση αφιερωμένη στον ανασκαφέα του χώρου Νίκο Γιαλούρη, για την προσφορά του στην έρευνα και μελέτη της Ήλιδος, με παρουσία του και με τίτλο Ήλις, η πόλη των Ολυμπιακών αγώνων, παρελθόν, παρόν και μέλλον (σημ. 10).

Γ΄ Φάση (Ιούλιος 2007-Δεκέμβριος 2010) (σημ. 11)

Τον Ιούλιο του 2007 η Επιστημονική Επιτροπή του έργου τροποποιείται σημαντικά (σημ. 12).  Στο τέλος του 2007 εντάσσεται στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Πολιτισμός» του Γ΄ ΚΠΣ έργο με τίτλο Διαμόρφωση και Ανάδειξη του Αρχαιολογικού Χώρου Αρχαίας Ήλιδος Α΄ Φάση, φορέα υλοποίησης το ΤΔΠΕΑΕ και προϋπολογισμό 300.000,00 €, στο οποίο περιλαμβάνονται οι εξής εργασίες: α) Εγκατάσταση, βάσει εγκεκριμένης μελέτης, αντλητικού συγκροτήματος για την αποστράγγιση των νερών της βροχής και του υδροφόρου ορίζοντα σε ανεσκαμμένη έκταση 20 περίπου στρεμμάτων, και β) Στερεωτικές επεμβάσεις στο κοίλο του θεάτρου. Η Γ΄ Φάση εξέλιξης του έργου περιορίζεται έτσι στην εκτέλεση των παραπάνω ενταγμένων στο Γ΄ ΚΠΣ εργασιών και στη συνέχιση ανασκαφικών εργασιών σε κάποιους από τους τομείς επέμβασης της Β΄ Φάσης (σημ. 13).

Όσον αφορά στις στερεωτικές επεμβάσεις στο κοίλο του θεάτρου ειδικότερα, αυτές αναλύονται σε: α) απομάκρυνση του χαλικιού επίστρωσης του κοίλου και ανάμειξη του εναπομείναντος με κατάλληλο χώμα ώστε να επιτευχθεί σύνθεση ανάλογη της αρχαίας, β) επίστρωση του κοίλου με γαιόπλεγμα και στη συνέχεια με χώμα και τύρφη, γ) σπορά αγριάδας τύπου Uganda, και δ) διαμόρφωση των παρειών των διαδρόμων ανόδου, μετά την αφαίρεση της πιλοτικής συμπλήρωσής τους, με στερέωση του λοξού (διαμορφωμένου από τη διάβρωση) πρανούς με επίστρωση, αγκύρωση και επίπαση με μείγμα αργίλου και τσιμέντου, οι οποίες και εκτελούνται.

Παράλληλα κατά τη δεύτερη αυτή φάση εξέλιξης του έργου λαμβάνουν χώρα και εργασίες ανασκαφής, συντήρησης, διαμόρφωσης και τεκμηρίωσης. Ανασκαφή: συνεχίζεται η αποκάλυψη αρχιτεκτονικών καταλοίπων σε κάποιους από τους τομείς έρευνας της προηγούμενης φάσης και πιο συγκεκριμένα στο κτίριο Ν, η αποκάλυψη του οποίου ολοκληρώνεται, στις δύο λουτρικές εγκαταστάσεις στο βορειοδυτικό άκρο του πλατώματος της Αγοράς, στο οικοδομικό τετράγωνο της κυρίως πόλης, το οποίο ορίζουν οι οδοί Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, σε τμήματα των οδών Ι και ΙΙΙ και στο κτίριο των Μουσών, ενώ ξεκινά η έρευνα μιας ακόμη λουτρικής εγκατάστασης στο χώρο δυτικά της Αγοράς.  Διαμορφώσεις: ολοκληρώνεται η περίφραξη του χώρου και γίνονται φυτεύσεις και επισκευές στο κτίριο της Έκθεσης της Ιστορίας των Ανασκαφών, μετά από ζημιές που προκάλεσε σεισμός το 2007.  Τεκμηρίωση: το 2008 εκδίδεται από το ΤΔΠΕΑΕ λεύκωμα όπου και αναφορά στο έργο της Επιτροπής Μελέτης και Διαμόρφωσης Αρχαιολογικού Χώρου Ήλιδος (σημ. 14). Το 2009 λαμβάνει χώρα αεροφωτογράφηση.

Ήδη από τον Απρίλιο του 2010 μέρος του προσωπικού διατίθεται μόνιμα ή περιστασιακά για την κάλυψη των αναγκών της Ζ’ ΕΠΚΑ. Η έλλειψη προοπτικής συνέχισης του έργου με ένταξή του σε νέο πλαίσιο χρηματοδότησης είναι πλέον απολύτως σαφής. Τον Δεκέμβριο του 2010 το έργο Μελέτη και Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Αρχαίας Ήλιδος κλείνει οριστικά, απεντάσσεται από το ΤΔΠΕΑΕ και περνά στην πλήρη αρμοδιότητα της Ζ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Κριτική προσέγγιση-αποτίμηση του έργου

Το έργο Μελέτη και Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Ήλιδος είχε συνολική διάρκεια εννέα ετών (2001-2010). Σημαντικά ήταν τα οφέλη που παρήχθηκαν στο πλαίσιό του στο διάστημα αυτό τόσο για τον αρχαιολογικό χώρο όσο και για τον τόπο γενικότερα (διάσωση των καταλοίπων από περαιτέρω φθορά, ανάσχεση της απαξίωσης του χώρου και ενίσχυση της προστασίας του, δημιουργία υποδομών προς την κατεύθυνση της μετατροπής του χώρου σε επισκέψιμο, δημιουργία θέσεων εργασίας και αναζωογόνηση της τοπικής οικονομίας, δημιουργία εξειδικευμένου προσωπικού με πολύτιμη τεχνογνωσία, προώθηση της επιστημονικής γνώσης του χώρου, δημιουργία μιας δυναμικής βελτίωσης του παρόντος της περιοχής και αναβάθμισής της μέσω της ανάδειξης του πολιτιστικού της αποθέματος). Η έλλειψη όμως σαφούς διαχειριστικού και χρηματοδοτικού πλαισίου είχε ως αποτέλεσμα το έργο, μέσα από μια πολυετή τελικά διαδικασία υποχρηματοδότησης, ασάφειας και εν μέρει απαξίωσης, να περιέλθει σε αδιέξοδο και να παραμείνει ημιτελές, καθώς δεν ανταποκρίθηκε στους στόχους του, την ολοκληρωμένη διαχείριση και ανάδειξη του χώρου, τη διαμόρφωσή του σε επισκέψιμο, την απόδοσή του στο κοινό ως βιούμενου κοινωνικού αγαθού.

Μέριμνα για τα κινητά ευρήματα – Μουσειακοί χώροι

Από τις πρώτες κιόλας έρευνες των Αυστριακών αρχαιολόγων στις αρχές του 20ού αιώνα η ανασκαφή της Ήλιδος εμφανίζεται ιδιαίτερα πλούσια σε κινητά ευρήματα, πολλά από τα οποία σημαντικά. Με τη λήξη των ανασκαφών του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, το 1914, τα πρώτα ευρήματα, πακεταρισμένα σε μεγάλα ξύλινα κιβώτια και συνοδευόμενα από αναλυτικό ιδιόχειρο κατάλογό τους, παραδίδονται από τον Otto Walter στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας. Με την επανέναρξη των ανασκαφών στο χώρο, το 1960, τα κιβώτια αυτά θα βρεθούν άθικτα στο σχολείο του χωριού Μπουχιώτι (Αυγείο), όπου κατά καιρούς είχαν μάλιστα χρησιμεύσει ως βήμα για την εκφώνηση πολιτικών λόγων. Ο ίδιος χώρος θα χρησιμεύσει για την αποθήκευση και των ευρημάτων του 1960, της πρώτης χρονιάς των νέων ανασκαφών.

Το 1961-62 κατασκευάζεται στο άκρο του απαλλοτριωμένου αρχαιολογικού χώρου για την εξυπηρέτηση της έρευνάς του, κτίριο γραφείων με ξενώνα και ευρύχωρη αποθήκη στην οποία τακτοποιούνται όλα τα ευρήματα των ανασκαφών, τόσο των παλαιότερων όσο και των πρόσφατων. Μέσα στη δεκαετία του ’70, το πλήθος των κινητών ευρημάτων που έφεραν στο φως οι συστηματικές και κυρίως οι σωστικές ανασκαφές της αρχαίας πόλης, καθιστά σαφή την ανάγκη για την οικοδόμηση νέων αποθηκευτικών χώρων για τη φύλαξή τους. Έτσι, μεταξύ των ετών 1976 και 1979, προχωρεί η οικοδόμηση κτιρίου αποθηκών, στις οποίες ενσωματώνεται η παλιά μοναδική αποθήκη του 1962, ώστε να καταστεί δυνατή η συγκέντρωση και ταξινόμηση όλων των ευρημάτων. Στο σχεδιασμό του νέου κτιρίου προβλέπεται η ύπαρξη αποθηκών, εργαστηρίου, φυλακίου-γραφείου, ξενώνα, κοινόχρηστων χώρων αλλά και εκθεσιακού χώρου, καθώς ο μεγάλος αριθμός και η σπουδαιότητα πολλών από τα ευρήματα είχε ήδη γεννήσει την ιδέα δημιουργίας Αρχαιολογικής Συλλογής, όλων διαταγμένων γύρω από κεντρικό αίθριο.

Αρχαιολογική Συλλογή Ήλιδος (1980-2003) 

Η Αρχαιολογική Συλλογή αποφασίζεται να αναπτυχθεί στη βόρεια αίθουσα του νέου κτιρίου και στο αίθριό του (σημ. 15). Στη συλλογή συμπεριλαμβάνονται αντικείμενα προερχόμενα τόσο από τις συστηματικές ανασκαφές στο χώρο της αρχαίας πόλης όσο και από σωστικές έρευνες και περισυλλογή στην ευρύτερη περιοχή της. Πιο αναλυτικά, στις στοές του αιθρίου τοποθετούνται λίθινα και πήλινα αρχιτεκτονικά και άλλα μέλη διαφόρων περιόδων, ενώ η αίθουσα της κυρίως έκθεσης συμπεριλαμβάνει, σε τρεις όρθιες και δύο τραπεζοειδείς μεταλλικές προθήκες, αντιπροσωπευτικά μεταλλικά, γυάλινα και πήλινα μικρά αντικείμενα, που χρονολογούνται από τους προϊστορικούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους, και ανάμεσα στις προθήκες αγάλματα, μεταξύ των οποίων και ο κορμός του μαρμάρινου αγάλματος του Ερμή, ανάγλυφα και πήλινα αρχιτεκτονικά μέλη. Η διάρθρωση της έκθεσης είναι περισσότερο θεματική, με κριτήριο εν μέρει την προέλευση των ευρημάτων, τη χωρική (περιοχή θεάτρου, Αγοράς κ.α.) αλλά και αυτή των περιστάσεων εύρεσής τους (παράδοση ιδιώτη, σωστικές ανασκαφές, συστηματικές ανασκαφές μετά το 1960, παλιές αυστριακές ανασκαφές) και εν μέρει την ειδολογική (λήκυθοι, ανάγλυφη κεραμική, νομίσματα) ή σπανιότερα τη χρονολογική (ρωμαϊκά ευρήματα) τους συνάφεια ή το ότι αυτά αποτελούν σύνολο (ευρήματα υπομυκηναϊκών τάφων θεάτρου, ευρήματα πρωτοελλαδικού τάφου). Ως εποπτικό υλικό της έκθεσης χρησιμεύουν χειρόγραφες επεξηγηματικές πινακίδες και μεγάλη πινακίδα με σημείωμα για την έρευνα και την ιστορία της Ήλιδος, με υπομνηματισμένη κάτοψη και αναπαράσταση των μνημείων της Αγοράς της αρχαίας πόλης. Ως βασικό κριτήριο στο σχεδιασμό της έκθεσης προβάλλει η όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση ενδεικτικών του πολιτισμού και του επιπέδου ζωής της αρχαίας πόλης ευρημάτων όλων των περιόδων στον εκ προοιμίου καθορισμένο χώρο μιας αίθουσας και του αιθρίου, σκοπός που θα επιτευχθεί επιτυχώς, στο πλαίσιο των στενών οικονομικών δυνατοτήτων και του περιορισμένου, αναλογικά με τον πλούτο και την ποικιλία των ευρημάτων, χώρου της έκθεσης, καθώς η Αρχαιολογική Συλλογή Ήλιδος θα αποτελέσει τη μόνη επαφή του κοινού με τα ευρήματα του χώρου για διάστημα 23 χρόνων, μέχρι τις αρχές του 2003, οπότε τα ευρήματα θα μεταφερθούν στο κτίριο του Νέου Μουσείου Ήλιδος. Στο διάστημα των 23 αυτών ετών θα λάβουν χώρα κάποιες περιστασιακές επεμβάσεις συντήρησης και βελτίωσης της έκθεσης ή του κτιρίου και του περιβάλλοντος χώρου του.

Αρχαιολογικό Μουσείο Ήλιδος (2004-)

Την Αρχαιολογική Συλλογή Ήλιδος έρχεται να αντικαταστήσει στις αρχές του 21ου αιώνα το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Ήλιδος, με την υλοποίηση του διατυπωμένου από χρόνια αιτήματος για κατασκευή μουσείου στο χώρο, ικανού να συμπεριλάβει και να αναδείξει μέσω της έκθεσής του τον πλούτο και την ποικιλία των κινητών ευρημάτων της αρχαίας ηλειακής πρωτεύουσας. Οι συντονισμένες προσπάθειες για την προώθηση του προγράμματος κατασκευής Νέου Μουσείου Ήλιδος του ανασκαφέα του χώρου Ν. Γιαλούρη, που ξεκινούν ήδη από τη δεκαετία του ’80, η δωρεά, το 1995, από την Εταιρεία Φίλων Αρχαίας Ήλιδος προς το Υπουργείο Πολιτισμού μιας έκτασης 23 περίπου στρεμμάτων στη δυτική πλαγιά του λόφου της αρχαίας ακρόπολης, προκειμένου σε αυτή να ανεγερθεί το νέο μουσείο και κυρίως η συγκυρία της διοργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας του 2004, δίνουν το έναυσμα για την υλοποίηση του προγράμματος.

Η αρχική κτιριακή μελέτη εκπονείται, μετά από ανάθεση της Εταιρείας Φίλων Αρχαίας Ήλιδος, από το Γραφείο Αρχιτεκτονικών Μελετών Α. Μπίρης- Δ. Μπίρης και συνεργάτες Ο.Ε., με την εποπτεία της Διεύθυνσης Μελετών Μουσείων του ΥΠΠΟ. Το 2001 η ανέγερση του Νέου Μουσείου Ήλιδος χαρακτηρίζεται, από κοινού με το έργο ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου, ως Ολυμπιακό Έργο. Το κτίριο είναι έτοιμο στο τέλος του 2003 (εικ. 4). Βιοκλιματικό και απόλυτα εναρμονισμένο με το περιβάλλον, σχεδιάζεται σε δύο επίπεδα. Στην Α’ Στάθμη προβλέπονται αίθουσες εκθέσεων, κοινόχρηστοι χώροι υποδοχής (εκδοτήριο εισιτηρίων, αυλή υποδοχής, αναψυκτήριο), χώροι υγιεινής και βοηθητικοί χώροι (γραφείο διοίκησης, βιβλιοθήκη). Στη Β΄ Στάθμη χωροθετούνται οι βοηθητικοί χώροι του Μουσείου, δηλαδή οι αποθήκες φύλαξης των ευρημάτων, οι χώροι των εργαστηρίων συντήρησης και οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις. Για τη στάθμευση των αυτοκινήτων δημιουργούνται τρεις περιοχές στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο.

Η έκθεση διαρθρώνεται σε δεκατέσσερις θεματικές ενότητες, οι οποίες μοιράζονται στις τρεις κύριες αίθουσες του μουσείου και στην αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων. Ευρήματα λίθινα, μεγάλου όγκου, εκτίθενται στο διάδρομο και το αίθριο, στο οποίο επιπλέον προβλέπεται ειδική βάση για την έκθεση ψηφιδωτών δαπέδων από το κτίριο των Μουσών (σημ. 16). Λόγω χρονικών περιορισμών, εν όψει των καθορισμένων εγκαινίων του Μουσείου με την αφορμή των εκδηλώσεων για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας των Αγώνων της Αθήνας στις 24.03.2004, τα ευρήματα αποφασίζεται να συνοδεύσει αρχικά προσωρινό εποπτικό υλικό. Αδιαμόρφωτος παραμένει για τους ίδιους λόγους και ο περιβάλλων χώρος του Μουσείου. Στις 24 Μαρτίου 2004, παραμονή της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας για τους Αγώνες Αθήνα 2004, το Μουσείο ανοίγει για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό, την ίδια ημέρα με τα ανακαινισμένα Μουσεία της αρχαίας Ολυμπίας.

Είναι προφανές ότι ο πλούτος και η αξία των κινητών ευρημάτων των διαφόρων φάσεων έρευνας της αρχαίας πρωτεύουσας των Ηλείων, ευρημάτων όλων των ιστορικών περιόδων κατοίκισης του χώρου, που ποικίλλουν ανάμεσα σε έργα τέχνης και σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης, άρρηκτα συνδεδεμένα με τον τόπο προέλευσής τους και ικανά να προσδώσουν νόημα και να επιτρέψουν την ερμηνεία του χώρου αυτού, καθιστούν την επιλογή κατασκευής ενός μουσείου προορισμένου αποκλειστικά για την έκθεσή τους αναγκαιότητα, τόσο από αρχαιολογικής άποψης όσο και από πλευράς ανάδειξης.

Ένα από τα βασικά σημεία που δέχθηκαν εξαρχής κριτική όσον αφορά στη δημιουργία του Νέου Μουσείου Ήλιδος ήταν η επιλογή του τόπου για τη χωροθέτησή του. Η μακρά και επιτυχημένη παρουσία της Αρχαιολογικής Συλλογής Ήλιδος σε άμεση επαφή με το χώρο και τα μνημεία προέκρινε μια χωροθέτηση σε στενή με τον αρχαιολογικό χώρο σχέση και σύνδεση. Η παρουσία της επαρχιακής οδού στην ίδια σχεδόν πορεία με τον πανάρχαιο οδικό άξονα καθιστούσε δελεαστική την πρόταση για τη χωροθέτηση του νέου κτιρίου σε σημείο που να μην είναι μεν έντονα ορατό από τον αρχαιολογικό χώρο, να βρίσκεται όμως στην πορεία αυτού του άξονα (λογική ανάλογη με τη χωροθέτηση του νέου λυόμενου θεάτρου), σημείο που θα επέτρεπε την εύκολη σύνδεση του χώρου με το μουσείο και θα προέτρεπε ευκολότερα τους επισκέπτες του ενός (συνήθως του χώρου) να επισκεφθούν και το άλλο.  Παρ’ όλα αυτά, η θέση που τελικά επελέγη ήταν διαφορετική. Το μουσείο χωροθετήθηκε στη δυτική πλαγιά του λόφου της αρχαίας ακρόπολης, σε θέση που στην παρούσα κατάσταση του αρχαιολογικού χώρου χαρακτηρίζεται από το πρόβλημα της σύνδεσής της με αυτόν (σημ. 17), διατηρεί όμως αναμφίβολα ένα μοναδικό πλεονέκτημα θέασης ολόκληρου του ηλειακού κάμπου και της θαλάσσιας περιοχής του Ιονίου, από το Κατάκολο έως τα απέναντι νησιά.

Ο σχεδιασμός του κτιρίου από τους Α. και Δ. Μπίρη έχει εμφανή θετικά αποτελέσματα στο τελικό αποτέλεσμα και έχει δεχτεί ιδιαίτερα θερμές κριτικές. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί ο σχολιασμός του γεγονότος ότι το τελικό κτίριο δεν είναι αυτό που αρχικά σχεδιάστηκε, καθώς περικοπές στο μέγεθός του επιβλήθηκαν για λόγους κυρίως οικονομικούς. Η μείωση του μεγέθους του Μουσείου τού προσδίδει εγγενείς αδυναμίες τόσο ως προς τους εκθεσιακούς χώρους του, που έχουν δεχτεί κριτική ως μη επαρκείς για τον πλούτο των ευρημάτων που θα μπορούσαν να εκτεθούν, αλλά κυρίως ως προς τους αποθηκευτικούς χώρους του, που δεν επαρκούν για την αποθήκευση του συνόλου των ευρημάτων των ερευνών, ενώ δεν υπάρχει και χώρος γραφείου για το επιστημονικό προσωπικό. Τέλος, αρνητικά σχόλια έχει δεχθεί και η εκ των υστέρων προσθήκη στο κτίριο της ξύλινης ηλιοπροστασίας της πρόσοψης (εικ. 4) λόγω των προβλημάτων που αυτή δημιουργεί, ανάλογα με τη θέση του ήλιου, στο φωτισμό των ευρημάτων της έκθεσης.

Θα πρέπει να αναφερθεί ακόμη ότι η βεβιασμένη οργάνωση του εκθεσιακού του προγράμματος (ουσιαστικά κατά τα έτη 2001-2004), προκειμένου αυτό να εγκαινιασθεί με την ευκαιρία των εορτών για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας στις 25.03.2004, η οποία εκ των πραγμάτων δεν έλαβε υπόψη τα ευρήματα και τα συμπεράσματα των νέων ερευνών στο χώρο, είχε σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη εγγενών αδυναμιών ως προς την αντιπροσωπευτικότητα των εκθεμάτων αλλά κυρίως ως προς την σύνδεσή τους με τα μνημεία του χώρου. Η εξαιρετική άλλωστε χρονική πίεση επέβαλε και την έναρξη λειτουργίας του Μουσείου χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η έκθεσή του με την καίρια παρεμβολή του κατάλληλου εποπτικού υλικού και με αδιαμόρφωτο τον περιβάλλοντα χώρο του, παραδίδοντάς το ημιτελές στο κοινό και υπονομεύοντάς το στη συνείδηση των πολιτών.

Έκθεση της Ιστορίας των Ανασκαφών (2005-) (σημ. 18)

Μετά την κατασκευή του Νέου Μουσείου Ήλιδος και τη μεταφορά των ευρημάτων σε αυτό, το 2004, στη μέχρι τότε αίθουσα της Αρχαιολογικής Συλλογής οργανώνεται (σημ. 19) μόνιμη έκθεση φωτογραφικού και εποπτικού υλικού σχετικού με την ιστορία των ανασκαφών του χώρου. Σε τέσσερις πίνακες εκτίθενται κατά χρονολογικές ενότητες σχέδια των περιηγητών και παλαιοί χάρτες, φωτογραφίες, τοπογραφικά διαγράμματα και σχέδια των συστηματικών και των σωστικών ανασκαφών στο χώρο, μαζί με δίγλωσσα ενημερωτικά κείμενα, ενώ αναρτώνται και αναφορές στους ανασκαφείς. Σε δύο οριζόντιες προθήκες εκτίθενται έγγραφα, αποσπάσματα ανασκαφικών ημερολογίων, έντυπα και αναφορές του τοπικού Τύπου στις ανασκαφές και φωτογραφίες ευρημάτων. Σε τρίτη όρθια προθήκη τοποθετούνται ενδεικτικά αντικείμενα και εργαλεία, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά τη μακρόχρονη πορεία των ανασκαφών. Στην αίθουσα τοποθετούνται ακόμη, μετά από προσφορά του ΑΑΙ, τα έπιπλα που αποτελούσαν την επίπλωση του γραφείου των συστηματικών ανασκαφών επί σαράντα χρόνια (1962-2002). Τέλος, αναρτώνται αντίγραφα τεσσάρων πινάκων τοίχου, στα οποία απεικονίζεται η εξέλιξη του έργου Μελέτη και Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Ήλιδος. Συμπληρωματικά στα παραπάνω, στον αύλειο χώρο του κτιρίου εκτίθενται ογκώδη αντικείμενα τα οποία είχαν χρησιμοποιήθηκαν στις παλαιές ανασκαφές, όπως σιδηροτροχιές, βαγονέτα μεταφοράς χωμάτων, καροτσάκια κ.ά. Το Γραφείο του Έργου συντάσσει και τυπώνει ενημερωτικό πολύπτυχο φυλλάδιο με φωτογραφίες και κείμενα σχετικά με την ιστορία των ανασκαφών του χώρου για την ενημέρωση των επισκεπτών της έκθεσης (σημ. 20).

Η Έκθεση της Ιστορίας των Ανασκαφών της Ήλιδος παρότι οργανωμένη με ελάχιστο οικονομικό κόστος, αποτέλεσε την πλέον ενδεδειγμένη αξιοποίηση του χωρίς χρήση πλέον χώρου της πρώην Αρχαιολογικής Συλλογής στην άμεση γειτονία του αρχαιολογικού χώρου και ήρθε να καλύψει ένα μεγάλο κενό σχετικά με την πληροφόρηση του κοινού γύρω από τη μακρόχρονη και ενδιαφέρουσα ιστορία των ερευνών της αρχαίας πόλης, στην οποία έχουν συμμετάσχει μέχρι σήμερα όλοι σχεδόν οι φορείς που ενεργοποιούνται στον τομέα της αρχαιολογικής έρευνας στον ελληνικό χώρο (Ξένη Αρχαιολογική Σχολή, Αρχαιολογική Εταιρεία, οικεία Εφορεία Αρχαιοτήτων, Επιστημονική Επιτροπή ΤΔΠΕΑΕ) αλλά και έχουν κατά καιρούς πραγματοποιηθεί όλα σχεδόν τα είδη αρχαιολογικής έρευνας (συστηματικές, σωστικές ανασκαφές, έργο ανάδειξης), και η οποία είναι, πάνω απ’ όλα, στενά συνδεδεμένη με τη ζωή των κατοίκων της περιοχής και μπορεί να συμβάλει κατά πολύ στην αφύπνιση του ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας για το χώρο, την προστασία και την ανάδειξή του.

Ο αρχαιολογικός χώρος και το μουσείο Ήλιδος στην αρμοδιότητα του φορέα λειτουργίας τους

Ο αρχαιολογικός χώρος μετά το κλείσιμο του έργου ανάδειξής του: 2011-2012

Ο αρχαιολογικός χώρος της Ήλιδος περνά στην αποκλειστική ευθύνη του θεσμικού φορέα λειτουργίας του, της Ζ΄ ΕΠΚΑ, από τις αρχές του 2011. Κατά το ίδιος έτος υπογράφεται Προγραμματική Σύμβαση μεταξύ του Δήμου Ήλιδος και της Εφορείας, η οποία αφορά στην πρόσληψη αρχαιολόγων προκειμένου να συνεχιστούν οι ανασκαφές, αποκομμένες όμως πλέον από έναν σαφή στόχο ανάδειξης του χώρου. Στο πλαίσιο αυτό συνεχίζονται οι ανασκαφές στην κυρίως πόλη. Κατά τα έτη 2011-2012 λαμβάνουν επίσης χώρα ενημερωτικού και εκπαιδευτικού προσανατολισμού ενέργειες προβολής του χώρου και προσέλκυσης του κοινού (σημ. 21).

Όσον αφορά στις ανασκαφές που συνεχίζονται, αυτές, αποκομμένες πλέον από το στόχο της ανάδειξης και χωρίς την ύπαρξη ενός σταθερού και σαφούς πλαισίου που να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την προστασία των νέων καταλοίπων που η έρευνα εκθέτει στη φθορά, τη στιγμή μάλιστα που ούτε η διαρκής και μόνιμη συντήρηση των ήδη μέχρι το τέλος του έργου ανασκαμμένων καταλοίπων δεν είναι εξασφαλισμένη, δημιουργούν προβληματισμό ως προς τη σκοπιμότητα και την ορθότητα της επέμβασης. Αντίθετα, όσον αφορά στις εκπαιδευτικές δράσεις που για πρώτη φορά οργανώνονται και πραγματοποιούνται συστηματικά από το 2011, αυτές αποτελούν προφανώς ιδιαίτερα επιτυχημένη και ενδεδειγμένη επικοινωνιακή διαχείριση του χώρου παρότι η διάθεση της τοπικής κοινωνίας και της μαθητικής κοινότητας ειδικότερα να προσεγγίσει το χώρο, όπως σαφώς διαπιστώνεται, καθιστά περισσότερο έντονες και σαφείς τις ελλείψεις που τον χαρακτηρίζουν σε επίπεδο εγκαταστάσεων ενημέρωσης και εξυπηρέτησης κοινού και σε επίπεδο ανάδειξης και αναγνωσιμότητας των μνημείων καθώς η ανάδειξη και διαμόρφωση του χώρου σε επισκέψιμο δεν έχει ολοκληρωθεί.

Πρώτη περίοδος λειτουργίας του Μουσείου Ήλιδος: 2004-2012

Το Μουσείο Ήλιδος μετρά ήδη οκτώ χρόνια λειτουργίας. Στο διάστημα αυτό καμία ενέργεια δεν λαμβάνει χώρα για την ολοκλήρωση των εργασιών που παρέμειναν ημιτελείς μέχρι τα εξαιτίας των περιστάσεων βεβιασμένα εγκαίνιά του. Παράλληλα, η πάγια έλλειψη πιστώσεων για την απαιτούμενη συστηματική συντήρηση των μουσειακών κτιριακών υποδομών, ακόμη πιο οξυμένη στην οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών, έχει σαν αποτέλεσμα την κατά καιρούς εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων στο κτίριο, που λύνονται με μεγάλη καθυστέρηση ή παραμένουν άλυτα. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο λειτουργίας του το Μουσείο δέχεται συνολικά δριμεία κριτική για τη χαμηλή επισκεψιμότητά του, η οποία προβάλλεται μάλιστα ως επιχείρημα κατά της αναγκαιότητας δημιουργίας, συντήρησης και λειτουργίας του. Σημαντικές είναι ωστόσο την περίοδο αυτή οι εκπαιδευτικές δράσεις που οργανώνονται, καθώς από τον Οκτώβριο του 2011 πραγματοποιούνται για πρώτη φορά τρία οργανωμένα και επιτυχή εκπαιδευτικά προγράμματα.

Η ανταπόκριση της εκπαιδευτικής κοινότητας στα παραπάνω προγράμματα καθιστά σαφές ότι αυτά αποτελούν ιδιαίτερα επιτυχημένη και ενδεδειγμένη επικοινωνιακή διαχείριση του Μουσείου. Καθώς η τοπική κοινωνία και η μαθητική κοινότητα ειδικότερα της ευρύτερης περιοχής επιδεικνύουν σαφή διάθεση για επαφή και γνωριμία με το Μουσείο, το θέμα της χαμηλής επισκεψιμότητάς του μετατίθεται στη βάση της ανάγκης εκδήλωσης εξωστρέφειας εκ μέρους του με δράσεις που θα προσκαλέσουν το κοινό να το επισκεφθεί. Παράλληλα, είναι προφανές ότι η αντίληψη που κρίνει την επισκεψιμότητα στη βάση της σύγκρισης εσόδων και δαπανών συντήρησης, με όρους καθαρά εμπορικούς δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί. Τα μουσεία δεν αποτελούν εμπορικά προϊόντα και σπανίως παράγουν καθαρά έσοδα. Το μουσείο οφείλει να κρίνεται ως κοινωνικό αγαθό με σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο και καίρια προσφορά στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, όρους που δικαιολογούν την ύπαρξή του, ενώ για τη λειτουργία και συντήρησή του οφείλει να μεριμνά η Πολιτεία. Η επισκεψιμότητα μπορεί να προβάλει ως επιχείρημα κριτικής σε ένα μουσείο μόνο ως προς το βαθμό που αυτό κατορθώνει ή όχι να επικοινωνήσει τα μηνύματα και το περιεχόμενό του στο ευρύ κοινό και να το προσελκύσει να μετέχει σε αυτά ‒ στο συγκεκριμένο πεδίο η πρώτη προσπάθεια επικοινωνιακής πολιτικής του Μουσείου Ήλιδος φαίνεται ότι αποδίδει καρπούς και δείχνει το δρόμο.

 

Τώνια Μουρτζίνη

Αρχαιολόγος