Oι θερμές πηγές των Μεθάνων είναι από τις πιο σπάνιες και πιο αξιόλογες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης και είναι αποτέλεσμα της ηφαιστειακής δράσης του χώρου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται οι γνωστές θερμομεταλλικές πηγές των Μεθάνων αναβλύζουν από το νότιο ρήγμα του βυθίσματος Σαρωνικού-Κορινθιακού και επηρεάζονται και από την ηφαιστειότητα του νοτίου Αιγαίου, ενώ ο ενεργός θόλος του μάγματος σε βάθος 4-7 χιλιομέτρων είναι η ακριβής αιτία της ύπαρξης των ιαματικών πηγών (Αθανασίου 1998).

Δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές και αξιόπιστες ιστορικές πηγές στις οποίες να αναφέρεται αναλυτικά η ανακάλυψη και η έναρξη λειτουργίας των ιαματικών λουτρών στα Μέθανα. Η κύρια ιστορική πηγή που υπάρχει είναι η αναφορά του Παυσανία, ο οποίος περιγράφει κάποιες πηγές που δημιουργήθηκαν μετά την ιστορική έκρηξη του ηφαιστείου της Καμένης Χώρας το 230 π.Χ. και σήμερα βρίσκονται κοντά στην Κάτω Μούσκα (σημ. 1). Ο Παυσανίας επίσης αναφέρει την ύπαρξη μιας δεξαμενής για τη συλλογή των ιαματικών νερών έκτασης τριάντα σταδίων (σήμερα αντιστοιχεί σε 5.549 μ.). Στο σημείο αυτό υπάρχουν ακόμα και σήμερα ερείπια αρχαίων τειχών που δείχνουν ότι υπήρχε εκεί κάποια δεξαμενή, κτισμένη όμως μάλλον κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (Αθανασίου 1998).

Οι κάτοικοι πιστεύουν ότι τα λουτρά των Μεθάνων ήταν εν ενεργεία και κατά τον Μεσαίωνα, επί Ενετοκρατίας, και θεωρούν ότι αυτό αποδεικνύεται από μια ανασκαφή της πλατείας του λιμενίσκου όπου βρέθηκε υδραγωγείο μέσω του οποίου διοχέτευαν τα θειούχα νερά από τις πηγές στο σπίτι ενός κατοίκου. Εξ αυτού συμπεραίνουν ότι εκεί θα είχαν και τους λουτήρες (Αθανασίου 1998).

Η εκμετάλλευση των πηγών άρχισε ουσιαστικά για πρώτη φορά το 1870 (κατ’ άλλους το 1867) και αφορούσε δύο λάκκους μέσα στους οποίους έκαναν λουτροθεραπεία οι ασθενείς (Αθανασίου 1998). Πολύ αργότερα κατασκευάστηκαν δύο δεξαμενές και έξι διαμερίσματα για ατομική χρήση και μόλις το 1906 άρχισε η σταδιακή οργάνωση των πηγών. Στη σύγχρονη εποχή τα θερμά νερά εκχύονται από βραχώδεις σχισμές του εδάφους, σε 25 σημεία, η θερμοκρασία τους είναι φυσική και κυμαίνεται (ανάλογα με την εποχή) από 28,5 μέχρι και 34,4 βαθμούς Κελσίου. Οι θεραπευτικές ιδιότητες αυτών των θερμών πηγών είναι αποτελεσματικές σε αρθριτικές παθήσεις, όπως η δισκοπάθεια, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η παραμορφωτική αρθρίτιδα και η σπονδυλοαρθρίτιδα, σε δερματολογικά προβλήματα κ.ά. (Αθανασίου 1998).

Οι πηγές που λειτουργούν σήμερα είναι δύο ειδών: Οι χλωριονατριούχες και οι θειούχες (θερμές και φυσικές):

Οι χλωριονατριούχες πηγές είναι δύο και βρίσκονται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τις θειούχες, κοντά στην παραλία, σε μια σπηλαιώδη κοιλότητα μήκους 4 μ. και πλάτους 3 μ. Οι θερμές χλωριονατριούχες πηγές ενδείκνυνται για διάφορες γυναικολογικές παθήσεις, για στειρότητα καθώς και για ρευματικές παθήσεις.

Οι φυσικές θειούχες πηγές είναι αποτελεσματικές για διάφορες μορφές δερματικών και αρθριτικών παθήσεων.

Το 1949 λειτούργησε στην πόλη ιατρείο και θεραπευτήριο για την παρακολούθηση των υδάτων των πηγών, και το 1966 τα Μέθανα ήταν η δεύτερη λουτρόπολη της Ελλάδας σε λούσεις. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού κατά την τετραετία 1961-1965 είχαν επισκεφθεί τις λουτρικές εγκαταστάσεις της περιοχής 61.219 λουόμενοι και είχαν πραγματοποιήσει 920.294 λούσεις. Κατά την τετραετία 1994-1998 τα λουτρά είχαν 12.243 επισκέπτες και 184.058 λούσεις ετησίως.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία των λουτρικών εγκαταστάσεων της περιοχής είναι το κεντρικό παραδοσιακό κτίριο των Ιαματικών Λουτρών των Μεθάνων, τα σχέδια του οποίου έχει εκπονήσει ο γνωστός αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλλερ. Έτος κατασκευής του κτιρίου θεωρείται το 1917.

Το παραδοσιακό κτίριο των λουτρών στα Μέθανα είναι ένα νεοκλασικό κτίριο στο οποίο κυριαρχεί ο ορθολογισμός στη σύνθεση, στη λειτουργικότητα και στη μορφολογική του διάρθρωση. Υπάρχει οριζόντιος διαχωρισμός σε βάση-κορμό-στέψη και το κτίριο είναι συμμετρικό ως προς τους δύο κεντρικούς άξονες. Επίσης, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή στα δημόσια κτίρια, το κεντρικό τμήμα καθώς και τα δύο ακριανά προεξέχουν από το υπόλοιπο κτίριο. Επιπρόσθετα διακρίνονται στα ανοίγματα ρυθμική επαναληπτικότητα και αρχιτεκτονικές προεξοχές. Στο ισόγειο και στον όροφο του κτιρίου, τα δάπεδα είναι οριζόντια σε όλο το μήκος και πλάτος του, χωρίς ανισόπεδα τμήματα, και είναι στρωμένα με πλακάκια. Στο κεντρικό τμήμα του κτιρίου, η επικοινωνία του ισογείου με τον Α’ όροφο γίνεται με ξύλινη κλίμακα. Σημειώνεται ότι το κτίριο έχει κατασκευαστεί με φέρουσα τοιχοποιία από αργολιθοδομή και στοιχεία σκυροδέματος (δοκοί στήριξης οροφής του κεντρικού τμήματος).

Στο κεντρικό και στα δύο ακριανά τμήματα του κτιρίου, η στέγαση υλοποιείται με τρεις τετράρριχτες στέγες. Η στέγαση των διαδρόμων υλοποιείται με δίρριχτες στέγες και η στέγαση των χώρων των λουτήρων υλοποιείται με μονόρριχτες στέγες. Το κτίριο είναι κατασκευασμένο σε οικοπεδικό χώρο με εμβαδόν 16.240 τ.μ. Έχει μήκος 72,85 μ. και πλάτος 11,30 μ. Το ύψος του κεντρικού τμήματος είναι 10,70 μ. και το μέγιστο ύψος των δύο ακριανών τμημάτων είναι 6,90 μ. Τα δύο ακριανά τμήματα συνδέονται με το κεντρικό τμήμα μέσω διαδρόμων ύψους 6,40 μ. Τέλος, το μέγιστο ύψος των χώρων όπου βρίσκονται οι λουτήρες είναι 4,70 μ. Το εμβαδόν του ισογείου είναι 637 τ.μ. και του Α’ ορόφου επί του κεντρικού κτιρίου είναι 101 τ.μ.

Το μεγάλο ύψος στους διαδρόμους εξασφαλίζει την ύπαρξη φυσικού φωτισμού και φυσικού εξαερισμού μέσω των ανοιγμάτων (παραθύρων). Τα ανοίγματα στα καμπανάκια βρίσκονται αντικριστά καθ’ όλο το μήκος του κτιρίου και βοηθούν στο φυσικό εξαερισμό του χώρου των λουτρών.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, και είναι εμφανές στις φωτογραφίες, το παραδοσιακό κτίριο των λουτρών των Μεθάνων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες ζημιές ούτε στον φέροντα οργανισμό ούτε στον σχετικό εξοπλισμό των λουτρών. Επίσης, από τον έλεγχο των ανοιγμάτων και κουφωμάτων του κτιρίου διαπιστώθηκε ότι υλικά και λειτουργικά βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση, εκτός από το σχετικό ξεθώριασμα των χρωμάτων και μερικά ελαφρά σκασίματα στις ξύλινες πόρτες. Η αιτία αυτών των αλλοιώσεων είναι προφανώς η μεγάλη υγρασία των εσωτερικών χώρων του λουτρού και οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται, καθώς και η παραθαλάσσια θέση του κτιρίου. Η αποκατάστασή τους είναι πολύ εύκολη και χωρίς ιδιαίτερο κόστος (σημ. 2).

Τα σοβαρότερα προβλήματα που υπάρχουν στο κτίριο των λουτρών αφορούν στο δίκτυο παροχής και μεταφοράς των ιαματικών νερών από τις πηγές στα λουτρά, και συγκεκριμένα στις διάφορες σωληνώσεις όπου εμφανίζονται μικρές διαρροές. Επίσης παρουσιάζονται κάποια σημάδια υγρασίας στο ισόγειο. Επιπρόσθετα, σε αρκετά από τα συστήματα παροχής νερού στους λουτήρες (βρύσες, σωλήνες κ.ά.) αλλά και στις λαβές ασφαλείας, υπάρχει σοβαρού τύπου διάβρωση των μεταλλικών στοιχείων. Οι αλλοιώσεις αυτές οφείλονται στη συνεχή υγρασία του χώρου σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά των χημικών στοιχείων (θείον κ.ά.) που εμπεριέχονται στα ιαματικά νερά και τα οποία είναι κυρίως υπεύθυνα γι’ αυτές τις διαβρώσεις.

Ολοκληρώνοντας τη γενική εκτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης του κτιρίου, θα πρέπει να αναφερθεί ότι είναι σε πολύ καλή κτιριολογική και λειτουργική κατάσταση και απαιτούνται μικρές μόνο παρεμβάσεις για την πλήρη αποκατάστασή του. Το κτίριο αποτελεί κατασκευή σπουδαίου αρχιτεκτονικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος, είναι βιώσιμο, εκμεταλλεύσιμο και εύκολα προσβάσιμο στους επισκέπτες (βρίσκεται δίπλα στο λιμάνι των Μεθάνων και στην είσοδο της πόλης).

 

Ιωάννης Φλαμπούρης, Μηχανικός Δομικών Έργων

Νικόλαος Ρουσσάκος, Μηχανικός Δομικών Έργων