Τη ζωγραφική της Κύπρου κατά τον 13ο αιώνα και τους τρόπους καλλιτεχνικής συμβίωσης ανάμεσα στους δύο κόσμους, Ανατολής και Δύσης, αναδεικνύει η έκθεση φορητών εικόνων και άλλων εικαστικών έργων, η οποία διοργανώνεται από το Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ σε συνεργασία με τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος. Η έκθεση θα είναι ανοικτή μέχρι τις 31 Ιουλίου 2017. Τα έργα που εκτίθενται προέρχονται από την πλούσια συλλογή του Βυζαντινού Μουσείου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, αλλά περιλαμβάνονται και εικόνες από όλη την Κύπρο, που παραχωρήθηκαν από τις μητροπόλεις Μόρφου, Λεμεσού και Πάφου.

Ο 13ος αιώνας, με την υποταγή και κατάτμηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1204 και εξής) από τους σταυροφόρους της Δύσης, αποτελεί καίρια καμπή στην εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης εν γένει. Στην Κύπρο, κατεχόμενη ήδη από το 1191 από τους σταυροφόρους και με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της να υποδουλώνεται στον Πάπα της Ρώμης σύμφωνα με την Κυπριακή Διάταξη, γνωστή ως «bulla Cypria», η καλλιτεχνική καμπή είναι επίσης εμφανής και με τοπικές ιδιοτυπίες.

Η ιδέα για την έκθεση, την οποία επιμελήθηκε ο διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου, δρ Ιωάννης Ηλιάδης, προήλθε από την αποκατάσταση της μεγάλων διαστάσεων εικόνας «Ένθρονη Παναγία με Καρμηλίτες μοναχούς και σκηνές θαυμάτων». Όταν από την εικόνα αυτή αφαιρέθηκαν οι μεταγενέστερες επιζωγραφίσεις, που έγιναν το 1287, αποκαλύφθηκε η αρχική παρουσίαση που ανέδειξε πολλά στοιχεία για τη «Maniera Cypria». Δηλαδή, πώς η τέχνη του πρώτου περίπου αιώνα από τη φραγκική κατάκτηση της Κύπρου (1191-1300) είναι συνέχεια της πλούσιας βυζαντινής τέχνης της υστεροκομνήνειας περιόδου, με λίγο ή πολύ γόνιμη επιδέξια ανάμιξη και ξένων στοιχείων, που εντοπίζονται σε δευτερεύοντα σημεία των συνθέσεων.

Ο βυζαντινολόγος και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Δημήτρης Δ. Τριανταφυλλόπουλος, επισημαίνει ότι τον όρο «Μaniera Cypria» διεθνοποίησε η Ελληνίδα πανεπιστημιακός, γνωστή και από τον αγώνα της για τη διάσωση της βυζαντινής κληρονομιάς στην Ελλάδα, Ντούλα Μουρίκη (1934-1991), θέλοντας να δώσει αυτό τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στην κυπριακή τέχνη της εποχής.

Άλλες σημαντικές εικόνες που παρουσιάζονται στην έκθεση είναι του Αποστόλου Φιλίππου με βιογραφικές σκηνές από το Άρσος, η αμφιπρόσωπη εικόνα Σταύρωσης και Παναγίας από την Κοράκου, η Παναγία Βλαχερνίτισσα από το Επισκοπειό, και άλλες που βρίσκονταν στην αποθήκη του Ιδρύματος Μακαρίου Γ’ και πρόσφατα συντηρήθηκαν.

Σύμφωνα με τον κ. Τριανταφυλλόπουλο, «η μεταμοντέρνα ιστορία της τέχνης, όχι πάντοτε αμέτοχη ιδεοληψίας, επιχειρεί συνήθως να την ερμηνεύσει με όρους παγκοσμιοποίησης, δηλαδή ωσάν να επρόκειτο για πολυπολιτισμικό παράδειγμα της εποχής μας, παρακάμπτοντας δύο καίριες ποσοτικές συνιστάμενες όσον αφορά τη Μεγαλόνησο του τότε: αφενός την εθνοτική συγκρότηση του πληθυσμού, με πλέον ή προφανή πλειονότητα Ελλήνων, δηλαδή γηγενών Κυπρίων, αφετέρου την αποφασιστική υπεροχή των Ορθοδόξων».

Σύμφωνα με τον ίδιο, η «maniera cypria» φανερώνει λιγότερο την επιβολή της τέχνης των κατακτητών στη γηγενή παραγωγή και περισσότερο την οικείωση της τέχνης των Ορθοδόξων εκ μέρους των κατακτητών τους. Μέσω αυτής της διφυούς τέχνης, σημειώνει ο καθηγητής, «ανοίγει ακόμη ένας δρόμος για να μεταλαμπαδευθούν στη Δύση και άλλα ζώπυρα από τη μεγάλη τέχνη του Βυζαντίου, στο πλαίσιο των πολυποίκιλων πνευματικών και καλλιτεχνικών διεργασιών μεταξύ Ορθόδοξης Ανατολής και Λατινοφραγκικής Δύσης στον Ύστερο Μεσαίωνα».

Η έκθεση δείχνει ανάγλυφα τις ποικίλες τάσεις που διατρέχουν τον αιώνα: συνέχιση της υστεροκομνήνειας παράδοσης αλλά και σύγχρονες επιρροές από το Βυζάντιο παρά τη βίαιη αποκοπή του νησιού από αυτό, γηγενείς τάσεις που αποκρυσταλλώνονται σε τοπικό ύφος, σποραδικές επιρροές από την τέχνη των μουσουλμάνων κ.λπ. Η κυπριακή καλλιτεχνική παραγωγή θα καταλήξει τον 16ο αιώνα στη λεγόμενη κυπροαναγεννησιακή ζωγραφική εμφάνιση –περί το 1500– της Παναγίας Ποδίθου (Γαλάτα), του βόρειου παρεκκλησίου στη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού στον Καλοπαναγιώτη και πολλών άλλων μνημείων, ενώ παράλληλα θα εμπνευσθεί από το ύφος που αναπτύχθηκε σε συνάφεια με τον Ησυχασμό (μέσα 14ου αι. κ.εξ.), όπως και από την πολυσύνθετη τέχνη του Μυστρά (έλευση Ελένης Παλαιολογίνας, 1442-1458).

Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο κατάλογος της έκθεσης με φωτογραφίες των εικόνων και κείμενα (ελληνικά-αγγλικά) από εκλεκτούς ερευνητές (Δ.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Κ. Βαφειάδης, Χαρ. Χοτζάκογλου, Χρ. Χατζηχριστοδούλου και Ι. Ηλιάδης).

Η έκθεση είναι ενταγμένη στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Πάφος: Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης-Πάφος 2017».