Η θάλασσα παρείχε στον άνθρωπο από τα πολύ πρώιμα χρόνια, εκτός της ευεργετικής τροφής (ψάρια, ποικίλα οστρακοειδή), τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο και ανταλλαγής αγαθών μέσω του εμπορίου. Ήταν και είναι ένα υπερμέγεθες υδάτινο πλέγμα οδών.

Η δύναμη της θάλασσας, η απεραντοσύνη της και οι απεριόριστες δυνατότητες που προσέφερε για την πραγμάτωση σχεδίων και τη μετάδοση πολιτισμικών αγαθών τη συνέδεσαν με θεούς και ήρωες. Κυρίαρχος θεός της ο Ποσειδών, ο γιος της Ρέας (σημ. 1) και αδελφός του Διός (σημ. 2), ο οποίος έγινε κυρίαρχός της όταν παντρεύτηκε την Αμφιτρίτη (σημ. 3). Σύμβολό του η τρίαινα (σημ. 4), όπως αποδίδεται σε παραστάσεις αγγείων.

Μέσα από τη θάλασσα εμφανίστηκε κατά τη Μυθολογία ο ολόλευκος και πανέμορφος ταύρος που έστειλαν ο Δίας και ο Ποσειδώνας στην Κρήτη και τον οποίο ερωτεύτηκε η Πασιφάη (σημ. 5). Έτσι ο ταύρος ταυτίζεται με τον Ποσειδώνα (σημ. 6) ή με τον Δία (σημ. 7). Η επική ποίηση μας περιγράφει τα θαλάσσια ταξίδια (σημ. 8), αλλά και τις εκστρατείες ηρώων, για παράδειγμα την Αργοναυτική εκστρατεία, τον Τρωικό πόλεμο κ.ά.

Στη θάλασσα εμφανίζεται σύμφωνα με πολλές αφηγήσεις και ο θεός της αμπέλου Διόνυσος. Τούτη την πληροφορία εικονιστικά αποδίδει παράσταση στο εσωτερικό πήλινης κύλικας, όπου ο γενειοφόρος θεός ταξιδεύει καθισμένος μέσα σε πλοίο, στο κατάρτι και τα πανιά του οποίου είναι πλεγμένα κλήματα, από όπου κρέμονται μεγάλα τσαμπιά σταφύλια. Γύρω από το σκαρί του πλοίου παίζουν δελφίνια (σημ. 9). Μια άλλη παράσταση επίσης αποδίδει τον Διόνυσο πάνω σε πλοίο, αλλά με ρόδες αυτή τη φορά, που το σύρουν βόδια στην ξηρά. Η εικόνα μαρτυρά τον ερχομό του θεού από τη θάλασσα και ενδεχομένως τη σχέση της ξηράς με το υγρό στοιχείο, μέσω του οποίου έφτασε η λατρεία του απ’ αλλού, δηλαδή μέσω της θαλάσσιας οδού.

Τα θαλασσινά ταξίδια και οι περιπλανήσεις εγκυμονούν όμως και κινδύνους. Αυτό δηλώνει κάποια αφήγηση που έχει σχέση με το θεό Διόνυσο στον οποίο επιτέθηκαν Ετρούσκοι πειρατές (σημ. 10) πάνω σε κωπήλατο πλοίο. Με τη βοήθεια του Διονύσου το πλοίο άνοιξε πανιά μετά από δυσκολίες, αφού φύσηξε ούριος άνεμος. Την ίδια στιγμή το θαύμα έγινε και στο καράβι άρχισε να κυλάει ευωδιαστό κόκκινο κρασί, στην κορυφή του καταρτιού βλάστησε κληματαριά με τσαμπιά σταφύλια, ενώ σε όλο το κατάρτι τυλίχτηκε ολάνθιστος κισσός. Στα κουπιά των κωπηλατών κρέμονταν στεφάνια.

Η συγκεκριμένη εκδοχή του μύθου θεωρούμε ότι παραπέμπει και στην αμπελοκαλλιέργεια, την οινοπαραγωγή, αλλά και το εμπόριο του κρασιού. Ποιος θεός θα ήταν άλλωστε καταλληλότερος από τον Βάκχο να τα εκπροσωπήσει, να τα διαδώσει και να τα προστατεύσει;

Την παραγωγή και το εμπόριο του κρασιού, εκτός από τους επώνυμους άρχοντες, ήλεγχε και το ιερατείο της κάθε περιοχής.

Χαλκίδα

Ως παράδειγμα για τον έλεγχο του εμπορίου κρασιού από το τοπικό ιερατείο παραθέτουμε επιγραφή σε λαβή αμφορέα που βρέθηκε μεταξύ άλλων στη διάρκεια σωστικού χαρακτήρα έρευνας (σημ. 11) στη Χαλκίδα, τέλη 2005-αρχές 2006 (οδός Αρεθούσης).

Μέσα σε ορθογώνιο έγκοιλο διατηρείται η εξής επιγραφή σε τρεις στίχους: ΕΠΙ ΙΕΡΕΩΣ/ΔΑΜΩΝΟΣ/ΥΑΚΙΝΘΙΟΥ (σημ. 12) (εικ. 1).

Μια άλλη μαρτυρία για το εμπόριο του κρασιού, αλλά και τις εμπορικές σχέσεις της Χαλκίδας με άλλες περιοχές, αποτελεί θραύσμα της ταινιόσχημης λαβής αμφορέα από τάφο (σημ. 13) στη θέση Βροντού (σημ. 14) στη Χαλκίδα. Η λαβή διακοσμείται με ρόδο, το σύμβολο της Ρόδου.

Ερέτρια

Η Ερέτρια ή Αρότρια, δεύτερη μεγάλη πόλη της Εύβοιας, διεκδικεί θέση επίζηλη για τη σχέση της με τη θάλασσα. Άλλωστε το όνομά της θεωρείται ότι έχει σχέση με τους συνεχώς «ερέσσοντας» (κωπηλατούντες) κατοίκους της. Διέθετε τη σημαντική τάξη των Αειναυτών, των εφοπλιστών της εποχής εκείνης (σημ. 15). Ιστορική μαρτυρία αποτελούν αφενός δύο επιγραφές, οι αριθ. 923 (5ος αι. π.Χ.) (σημ. 16) και 909 (3ος αι. π.Χ.) (σημ. 17), αφετέρου ο λεγόμενος «Ερετρικός Νόμος» (σημ. 18), γραμμένος βουστροφηδόν, που αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία για τα ναυτικά πράγματα των Ερετριέων.

Στην Ερέτρια μάλιστα υπήρχε και λατρεία του ήρωα Ναυστόλου (σημ. 19), που μαρτυρείται από την αριθ. 256 επιγραφή: ΗΟΡΟΣ ΙΕΡΟ / ΝΑΥΣΤΟΛΟ.

Άξιο μνείας είναι το αριθ. 3121 θραύσμα από υστερογεωμετρικό σκύφο που βρέθηκε στην Ερέτρια και το οποίο φέρει χάραγμα (graffito) πλοίου ιστιοφόρου, τα ιστία του οποίου αναδιπλώνονται γύρω από τον ιστό (κατάρτι). Αριστερά διακρίνεται το πηδάλιο και στον κεντρικό ιστό μάλλον το σήμα του πλοίου (σημ. 20) (εικ. 2).

Οι Ερετριείς με τους Χαλκιδείς της μητροπόλεως Χαλκίδας ηγήθηκαν των αποικισμών (Α και Β), οργανώνοντας τις εξορμήσεις τους –στις οποίες συμμετείχαν και άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών– σε αναζήτηση νέων πατρίδων εξ αιτίας του υπερπληθυσμού ή της δυσαρέσκειας προς τα επικρατούντα καθεστώτα. Σε κάποιες περιπτώσεις ο αποικισμός γινόταν και για τον εντοπισμό κοιτασμάτων κασσίτερου (οι λεγόμενες tin routes στη διεθνή βιβλιογραφία).

Οι άποικοι εκπολίτισαν τους κατοίκους των περιοχών στις οποίες εγκαταστάθηκαν, μετέφεραν τη θρησκεία τους, τα ήθη και έθιμα, τον πολιτισμό τους, τα προϊόντα τους, την καλλιέργεια της αμπέλου και της ελαίας.

Ιστιαία – Αιδηψός

Αειναύτες διέθετε και η τότε σημαντική πόλη της Βόρειας Εύβοιας η Ιστίαια (σημ. Ιστιαία), οι κάτοικοι της οποίας επίσης ασχολήθηκαν με τα ναυτικά πράγματα, βάσει της αριθ. 923 επιγραφής. Άλλωστε και το όνομα της πόλης ετυμολογικά σημαίνει κατάρτι πλοίου=ιστός ή πανί πλοίου=ιστίον. Χαρακτηριστική και σχετική η παράσταση της νύμφης Ιστιαίας (σημ. 21), σε νομίσματα της πόλης (μεταξύ του 313 και 146 π.Χ.), που καθισμένη σε πλοίο κρατάει τρόπαιο, σε ανάμνηση ναυτικής νίκης.

Η ναυτική παράδοση συνεχίζεται αδιάλειπτα και στα μετέπειτα χρόνια. Με εγχάρακτη παράσταση πλοίου κοσμείται επιτύμβια στήλη του 4ου-6ου αι. μ.Χ. που ανήκε σε κάποιον Διογενιακό από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Η στήλη βρέθηκε στην άλλη μεγάλη πόλη της Β. Εύβοιας, την Αιδηψό (σημ. 22), όπου και πέθανε ο Διογενιακός, σύμφωνα με την πολύστιχη επιγραφή (21 στίχοι) της.

Λευκαντί-Σκύρος

Το Λευκαντί βρίσκεται στα όρια του άλλοτε Δήμου Ληλαντίων και σε άμεση σχέση με τον ποταμό Λήλα και το εύφορο Ληλάντιο Πεδίο, για το οποίο πολέμησαν οι Χαλκιδείς με τους Ερετριείς τον 7ο αι. π.Χ., σε μια μάχη όπου συμμετείχαν και άλλες πόλεις ή νησιά, με τη μία ή την άλλη πλευρά.

Σύμφωνα με τον 32ο Ολυμπιόνικο του Πινδάρου, από εδώ πέρασε ο θεός Απόλλων κατά τις περιπλανήσεις του, προερχόμενος από την Κρήτη, μέχρι να καταλήξει στους Δελφούς, όταν αναζητούσε τόπο κατάλληλο να δοξαστεί.

Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν τόσο στην Τούμπα όσο και στην Ξερόπολη από το 1965 και εντεύθεν, γνωστές ως Ελληνοβρετανικές, αποκάλυψαν μια σημαντική πόλη (σημ. 23), η οποία άκμασε κατά την πρώιμη Αρχαιότητα, μέχρι το 825 π.Χ., οπότε εγκαταλείφθηκε (σημ. 24), καθώς και τα νεκροταφεία της. Μερίδα ερευνητών πρεσβεύει ότι στη συνέχεια η πόλη μεταφέρθηκε εκεί όπου αναπτύχθηκε η αρχαία Ερέτρια.

Το Λευκαντί αναδύεται –μέσω της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας– ως μία πόλη ακμάζουσα, με έντονη δραστηριότητα στον τομέα του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας. Αυτό συνεπάγεται ανταλλαγή προϊόντων και ιδεών. Το γεγονός αποδεικνύεται από την ανεύρεση εισηγμένων αντικειμένων, τα οποία έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα.

Η Πελαγία και Ανεμόεσσα ή Ηνεμόεσσα Σκύρος

«Πελαγία Σκύρος κατ’ Εύβοιαν / δ’ ορώμεν κειμένη αυτήν» (Διονύσιος Καλλιφώντος, Αναγραφή της Ελλάδος, στ. 148-150)

Η πρώιμη κατοίκηση της Σκύρου τοποθετείται στα Νεολιθικά χρόνια (6500 π.Χ. περίπου). Η καίρια θέση της τής παρείχε τη δυνατότητα ελέγχου των θαλάσσιων οδών της Αρχαιότητας, αφού βρίσκεται στο σταυροδρόμι που συνδέει την ηπειρωτική Ελλάδα (διά της Εύβοιας) με τη Μ. Ασία, την Ανατολή και τον Εύξεινο Πόντο. O Vincent Desborough επισημαίνει τις σχέσεις της Σκύρου με τις Β. Κυκλάδες, την Αττική, την Εύβοια (με αυτό συμφωνεί και η Λιάνα Παρλαμά). Διατηρεί όμως σχέσεις και με τη Θεσσαλία. Ο σχηματισμός της οφείλεται σε ποικίλες γεωλογικές ανακατατάξεις. Το έδαφός της είναι σεισμογενές.

Αρχαίοι ιστορικοί, σχολιαστές κ.ά. κάνουν αναφορά στην προέλευση των πρώτων κατοίκων της, ενώ τα ονόματα των ηρώων παραπέμπουν στη σχέση της με τους Δόλοπες, τους Πελασγούς, που προηγήθηκαν, και τους Κρήτες, που ήταν συγγενείς των Πελασγών και οι οποίοι ανήκουν στους λαούς της θάλασσας, που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Θησεύς, Κίμων, Αχιλλεύς, Ενυεύς, Λυκομήδης, Νεοπτόλεμος είναι μερικά από τα ονόματα των ηρώων που συνδέονται με την παρουσία και την πορεία της Σκύρου.

Εμφανέστατη είναι η σχέση του Θησέα, γιου της Αίθρας και του Αιγέα, με το νησί, όπου και έχασε τη ζωή του όταν ο βασιλιάς Λυκομήδης τον πέταξε από βράχο, οργισμένος από την προσπάθεια του πρώτου να συνοικίσει τις διάφορες κώμες. Το ιερό καθήκον της μεταφοράς των οστών του Θησέα στην Αθήνα, σε τόπο ιερό (Θησείο) ανέλαβε ο Κίμων, σύμφωνα με χρησμό του Μαντείου των Δελφών. Στις 8 του μηνός Πυανεψιώνος (Οκτώβριος-Νοέμβριος) σε γιορτή που ονομάστηκε «Θησεία», γιόρταζαν την επιστροφή των οστών του Θησέα στην Αθήνα.

Αν και η Σκύρος δεν αναφέρεται στον «νηών κατάλογο» του Ομήρου, συνδέεται με τον Τρωικό πόλεμο από την παρουσία εκεί του μυθικού ήρωα Αχιλλέα, γιου του Πηλέα και της Θέτιδος, από το θεσσαλικό φύλο των Δολόπων. Ο Αχιλλέας κρυβόταν στο παλάτι του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη, όπου και τον εντόπισε ο μεταμφιεσμένος σε έμπορο πολυμήχανος Οδυσσέας, αποκαλύπτοντας με τέχνασμα την πραγματική του ταυτότητα. Μετά το θάνατο του Αχιλλέα στην Τροία, τον διαδέχτηκε στο πεδίο της μάχης ο Νεοπτόλεμος, γιος του από τη Διηδάμεια, θυγατέρα του Λυκομήδη, πάλι με την παρέμβαση του Οδυσσέα. Ο Σοφοκλής μας παραδίδει ότι ο Νεοπτόλεμος καυχιόταν για την καταγωγή του από την περίρρυτο Σκύρο (Σοφοκλέους Φιλοκτήτης).

Η πιθανή σύνδεση της Σκύρου με τους Πελασγούς και τους Κρήτες ενισχύεται από το μύθο κατά τον οποίο το νησί κατακτήθηκε από τον Ραδάμανθυ, γιο του Δία και της Ευρώπης και αδελφό του Μίνωα. Με τον τρόπο αυτό ιδρύθηκε η Σκύρος από τον Κρήτα Ενυέα με τη βοήθεια του Ραδάμανθυ.

Ο Ησίοδος συνδέει το βασιλιά Λυκομήδη της Σκύρου επίσης με την Κρήτη: Κρης ο Λυκομήδης φησίν.

Η αθηναϊκή παρουσία στο νησί πιστοποιείται πολύ αργότερα, μέσα από τη δράση του Κίμωνα (475 π.Χ.), γιου του Μιλτιάδη. Οι Αθηναίοι Κληρούχοι που εγκατέστησε ο Κίμωνας επηρέασαν τη ζωή των κατοίκων της Σκύρου. Μετέφεραν μάλιστα την κορυφαία λατρεία της Αθηνάς Παρθένου. Σε επιτύμβιες στήλες από τα ταφικά σύνολα της Σκύρου, αναφέρονται ονόματα Αθηναίων από διαφόρους Δήμους.

Τα επόμενα χρόνια, το νησί της Σκύρου υπήρξε στόχος των Μακεδόνων και των Γότθων (276 μ.Χ.). Στη Βυζαντινή περίοδο υπάγεται στο θέμα του Αιγαίου Πελάγους. Το 895 (επί Λέοντος Σοφού) οικοδομείται ο επισκοπικός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κάστρο, ενώ το 960 ο ναός του Αγίου Γεωργίου, από το Νικηφόρο Φωκά. Στη συνέχεια το νησί καταλαμβάνεται από σειρά κατακτητών. Σαρακηνοί (900), Τούρκοι (το 1403 καταλαμβάνεται από το Σουλτάνο), πειρατές (μέχρι το 1450) ταλαιπωρούν το νησί, ώσπου έρχεται η σειρά των Ενετών. Στα 1770-1774 (Ορλωφικά) τελεί υπό ρωσική κατοχή, έχοντας ντόπιο διοικητή, και απελευθερώνεται το 1821.

Το 1924 δέχεται Έλληνες Μικρασιάτες και δη από το Urgup της Καππαδοκίας (σημ. 25), όπου έμειναν μέχρι τις επόμενες περιπλανήσεις τους σε Χαλκίδα-Εύβοια.

Από αρχαιολογικής πλευράς, η πόλη της Σκύρου, που υπολογίζεται ότι βρισκόταν εντός του κάστρου, δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη. Στη ΒΑ πλευρά του νησιού, ωστόσο, στη θέση Παλαμάρι, έχει αποκαλυφθεί και αναδειχθεί, κατά άριστο μάλιστα τρόπο, μεγάλης έκτασης οχυρωμένος οικισμός της 3ης-2ης χιλιετίας π.Χ. (δηλαδή της Πρώιμης και Μέσης Χαλκοκρατίας), από την επίτιμη Έφορο Αρχαιοτήτων και Διευθύντρια της ανασκαφής Λιάνα Παρλαμά, όπως και την επίσης επίτιμη Έφορο Αρχαιοτήτων Μαρία Θεοχάρη. Ήδη συμπληρώνονται 30 χρόνια ανασκαφής στο συγκεκριμένο χώρο.

Στα πολλά και μεγάλα ταφικά σύνολα που εντοπίζονται σε διάφορες θέσεις (Αγία Αικατερίνη, Μαγαζιά, Παπαλαγούδι, Κάμπο-Χωράφα κ.α.) βρέθηκαν ποικίλα και άκρως ενδιαφέροντα ευρήματα, που πιστοποιούν τοπικές παραγωγές και εισαγωγές. Πολλά από αυτά μαρτυρούν τη ναυτική της παράδοση.

Ενδεικτικά παραθέτουμε τα εξής:

1. Πήλινο ομοίωμα πλοίου (σημ. 26) (Αρ. Ευρ. 1959) από παιδικό τάφο στη θέση Μαγαζιά. Η γραπτή διακόσμησή του αποδίδει και το σανίδωμα του σκαριού και αποτελεί σπάνιο εύρημα. Η διακόσμηση που καλύπτει και τις δύο πλευρές του παραπέμπει σε παρόμοια διακόσμηση, με κάποιες διαφοροποιήσεις όμως, πήλινου κρατήρα από την Ξερόπολη του Λευκαντίου, ο οποίος χρονολογείται στην Υποπρωτογεωμετρική περίοδο (σημ. 27) (εικ. 3).

2. Πήλινος ψευδόστομος αμφορέας (Αρ. Ευρ. 77) με γραπτή παράσταση πλοίου στη μία πλευρά του και χταπόδι στην άλλη (εικ. 4-5).

3. Πήλινο λοξότμητο προχοΐδιο (σημ. 28) (Αρ. Ευρ. 695 – Προθήκη 8) από τη σωστική ανασκαφή στο ΞΕΝΙΑ Σκύρου, το 1986. Ο δημιουργός του αποτύπωσε στο σώμα του αγγείου δύο καραβάκια.

Τέλος μνημονεύουμε την ανεύρεση έξι (σημ. 29) φοινικικής προέλευσης ψήφων (χάνδρες), από τάφο στη θέση Μαγαζιά (Αρ. Ευρ. 941), η παρουσία των οποίων δηλώνει εμπορικές σχέσεις με άλλες περιοχές (εικ. 6). Οι ψήφοι αυτές δεν είναι το μόνο εισηγμένο αγαθό που προέκυψε από τις ανασκαφές στην Πελαγία Σκύρο.

 

Αμαλία Ανέστη Καραπασχαλίδου

Αρχαιολόγος