Εγκαινιάζεται σήμερα, Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015, και ώρα 19:00, η μεγάλη αναδρομική έκθεση με τίτλο «Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως. Φαντασία και χειρ» την οποία διοργανώνει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο με στόχο να τιμήσει τη μνήμη του Φώτη Κόντογλου, 50 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Το ενδιαφέρον στοιχείο της έκθεσης είναι ότι δεν παρουσιάζει μόνο το ζωγραφικό έργο του Κόντογλου, κοσμικό και θρησκευτικό, αλλά φωτίζει, για πρώτη φορά, την προσωπικότητά του ως λογοτέχνη, κριτικού, ερευνητή των βυζαντινών χρωμάτων και συντηρητή.

Με αφορμή την έκθεση αυτή, η δρ Τερψιχόρη-Πατρίτσια Σκώττη, αρχαιολόγος στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, κάνει μια αναδρομή στη σχέση του Φώτη Κόντογλου με το Μουσείο, παραθέτοντας γνωστές και άγνωστες πτυχές της.

Φώτης Κόντογλου και Βυζαντινό Μουσείο: Μια σχέση με παρελθόν

Η σχέση του Φώτη Κόντογλου με το Βυζαντινό Μουσείο ανιχνεύεται ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Διευθυντής του Μουσείου ήταν τότε ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Σωτηρίου, με τον οποίο ο Κόντογλου φαίνεται να γνωρίστηκε αμέσως μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα κομμάτι χαρτί που εντοπίστηκε πριν λίγα χρόνια στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου φέρει μικρό τύπωμα χαρακτικού, έργο του Κόντογλου που αντιγράφει τον Παντοκράτορα της Μονής Δαφνίου. Σε αυτό η χρονολογία 1924 και η σημείωση «Ἕνα μικρὸ ἐνθύμιο στὸν κο Γ. Σωτηρίου» μαρτυρούν ότι η γνωριμία μεταξύ των δύο ανδρών είχε τότε ήδη συντελεστεί.

Το μικρό τύπωμα αποτελεί, επιπλέον, δείγμα του τρόπου με τον οποίο ο Κόντογλου προσπαθούσε να «γνωρίσει» τη βυζαντινή τέχνη, αντιγράφοντάς την. Ο ίδιος προσδιόριζε (στον Πρόλογο του καταλόγου της έκθεσής του στο Λύκειο Ελληνίδων, το 1923) αυτόν τον τρόπο προσέγγισης των βυζαντινών έργων ως «διερμηνεία»: «Ἡ πρόθεσή μου εἶνε νὰ δείξω πὼς δὲ ξεσήκωσα ἁπλὰ τὰ ὡραῖα αὐτὰ χειροτεχνήματα, παρὰ πὼς τὰ διερμήνεψα. Δὲν εἶμαι οὔτε ἀρχαιολόγος οὔτε κοπίστας». Το μικρό τύπωμα «οπτικοποιεί» τη φράση. Εκτελεσμένο με την τεχνική της μονοχρωμίας, την οποία εφάρμοζε επανειλημμένα ο Κόντογλου από την «παρισινή» του περίοδο έως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1920, αποδίδει έναν Παντοκράτορα πιο σκοτεινό και αυστηρό από εκείνον στον τρούλο της βυζαντινής (τέλη 11ου αιώνα) μονής. Υπάρχει όμως ένα ιδιαίτερο στοιχείο στο αντίγραφο: Ο καλλιτέχνης δηλώνει με ακρίβεια τα σημεία φθοράς του πρωτότυπου, προσδίδοντας στο τύπωμα τη χρησιμότητα μικρής ασπρόμαυρης φωτογραφίας στα χέρια του αρχαιολόγου-μελετητή του βυζαντινού ψηφιδωτού. Πρόκειται για μια «επιστημονική διάσταση» της αντιγραφής βυζαντινών έργων, την οποία προώθησε σε μεγάλο βαθμό ο Γεώργιος Σωτηρίου. Ο Κόντογλου μοιάζει να υιοθετεί αυτή την πρακτική.

Το μικρό τύπωμα από τη Μονή Δαφνίου ίσως δεν είναι το μόνο αντίγραφο που χάρισε ο καλλιτέχνης στον Γεώργιο Σωτηρίου στα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους. Τρία ανυπόγραφα μικρά σχέδιά του που εικονίζουν σε μονοχρωμία ιερές μορφές από φορητές εικόνες ναών της Μήλου, της Κιμώλου και της Αρκαδίας, δημοσιευμένα και στα Ταξίδια του, ανήκουν στη Συλλογή Αντιγράφων του Μουσείου. Πιθανώς αποτελούσαν και εκείνα «ενθύμια» προς τον Γεώργιο Σωτηρίου, δωρηθέντα την ίδια εποχή.

Βέβαιο είναι ότι, έχοντας στα χέρια του δείγμα της αντιγραφικής εργασίας του Κόντογλου, ο Σωτηρίου άρχισε να αγοράζει αντίγραφα ψηφιδωτών που φιλοτεχνούσε ο καλλιτέχνης από σημαντικά βυζαντινά μνημεία, τη Μονή Δαφνίου (ύστερου 11ου αιώνα) στην Αττική και τον Όσιο Λουκά (α’ τετάρτου 11ου αιώνα) στη Βοιωτία. Επτά αντίγραφα, όλα έγχρωμα, ζωγραφισμένα με τέμπερα σε χαρτί, εμπλούτισαν τη νεοσυσταθείσα Συλλογή Αντιγράφων του Μουσείου από το 1925 έως το 1930. Ένα από αυτά φέρει χρονολογία:  1926. Είναι η εποχή που ο Κόντογλου έχει εγκαταλείψει τη μονοχρωμία, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στα αντίγραφά του.

Στα αντίγραφα από το Δαφνί, που μάλλον προηγούνται χρονικά, ο καλλιτέχνης δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να αποδώσει αρκετά πιστά τα πρωτότυπα ψηφιδωτά. Αντίθετα, σε εκείνα από τον Όσιο Λουκά εμφανίζονται χαρακτηριστικά του προσωπικού του καλλιτεχνικού ύφους, με κυριότερο τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια που διαφέρουν, με το ευθύ, επίμονο βλέμμα τους, από εκείνα των βυζαντινών μορφών. Τα συναντούμε σε πρωτότυπα έργα του Κόντογλου στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές εκείνης του 1930.

Οι αποκλίσεις από το αυστηρό βυζαντινό ύφος δεν απέτρεψαν τον Γεώργιο Σωτηρίου από το να αγοράσει τα έργα. Αντίθετα, συμπεριέλαβε τέσσερα από αυτά στη νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου, που εγκαινιάστηκε στο κτηριακό συγκρότημα της Villa Ilissia τον Σεπτέμβριο του 1930.  Επίσης, στις αρχές εκείνου του χρόνου προέβη σε επίσημη, έμμισθη πρόσληψη του Κόντογλου, για να αναλάβει τη συντήρηση βυζαντινών εικόνων και την κατασκευή αντιγράφων. Σχετικά έγγραφα φυλάσσονται στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου. Όσα έχουν εντοπισθεί μαρτυρούν απασχόληση του Κόντογλου στο Μουσείο από τον Μάρτιο έως και τον Ιούλιο του 1930, από τον Μάιο έως και τον Οκτώβριο του 1931, καθώς και τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1932. Η ημερήσια αμοιβή του ανερχόταν στις 200 δραχμές έως τον Ιούλιο του 1931, οπότε μειώθηκε στις 160 δραχμές. Άλλα έγγραφα μαρτυρούν ολιγόμηνες προσλήψεις το 1933 και το 1934.

Στο πλαίσιο της έμμισθης εργασίας του, ο Κόντογλου, σε συνεργασία με τον τότε μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη, διακόσμησε το συντριβάνι στην αυλή της Villa Ilissia, αντιγράφοντας τον διάκοσμο του περιρραντηρίου που εικονίζεται στη βυζαντινή (περί το 1100) ψηφιδωτή παράσταση της Προσευχής της αγίας Άννας, στη Μονή Δαφνίου. Σήμερα λίγα μόνο ίχνη διακρίνονται από το έργο του Κόντογλου. Δυσδιάκριτη είναι πλέον και η επιγραφή που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη χρονολογία κατασκευής (1930) και την υπογραφή του καλλιτέχνη, γραμμένη με κόκκινο χρώμα κάτω από το στόμιο εκροής.

Οκτώ πίνακες του Κόντογλου από τα έτη 1930-1932, όλοι ενυπόγραφοι, φιλοτεχνημένοι προφανώς στο πλαίσιο των συμβάσεών του, ανήκουν στις Συλλογές του Μουσείου. Οι επτά είναι αντίγραφα, ενώ ο ένας πρωτότυπο έργο, που εικονίζει την «Πόρτα του Παλαμηδιού». Σε δύο από τα αντίγραφα εικονίζονται μορφές από τον τρούλο μιας μικρής εκκλησίας στην Πεντέλη, της «Σπηλιάς Νταβέλη» ή «Σπηλιάς Πεντέλης»: ο αρχάγγελος Γαβριήλ και ο προφήτης Δανιήλ. Τις τοιχογραφίες αυτού του μικρού ναού (έργα του έτους 1233/1234) είχε μελετήσει ο Γεώργιος Σωτηρίου λίγα χρόνια νωρίτερα, χαρακτηρίζοντάς τες αξιόλογο δείγμα της βυζαντινής τέχνης και συνιστώντας την αντιγραφή τους. Πιθανώς επωφελήθηκε, λοιπόν, από την παρουσία του Κόντογλου στο Μουσείο και του ανέθεσε να αντιγράψει ορισμένες από αυτές. Ο Κόντογλου ζωγράφισε τον αρχάγγελο Γαβριήλ το 1930 και τον προφήτη Δανιήλ το 1931. Ο Σωτηρίου συμπεριέλαβε αμέσως το πρώτο αντίγραφο στη νέα μόνιμη έκθεση, που εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στη Villa Ilissia.

Στη νέα μόνιμη έκθεση ενέταξε ο Γεώργιος Σωτηρίου εξαρχής και δύο πίνακες με μορφές αγίων που αντέγραψε ο Κόντογλου το 1930 από τοιχογραφίες ναών της Εύβοιας. Ο ένας εικονίζει τον άγιο Δαμιανό, από τοιχογραφία του ύστερου 13ου ή πρώιμου 14ου αιώνα στον Ναό του Αγίου Δημητρίου στα Χάνια Αυλωναρίου. Στον άλλο παριστάνεται ο άγιος Πολύκαρπος σε προτομή, από τον Ναό της Αγίας Άννας στον Οξύλιθο Καρυστίας (ύστερου 14ου αιώνα). Τα αντίγραφα αυτά μοιάζουν να απηχούν την ανησυχία του Φώτη Κόντογλου για τα μνημεία της Εύβοιας, για τα οποία έγραφε στο βιβλίο του Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη ότι οι τοιχογραφίες τους είναι «ἀπὸ τὶς πιὸ θαυμαστὲς» και ότι «…ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Παλαιολόγων σώζονται ἔργα σπουδαῖα», όμως «…εἶναι παρατημένα στὴ λησμονιὰ αὐτὰ τὰ σεβάσμια χτίρια ποὺ ἂν δὲν γίνει τίποτα νὰ σωθοῦν, γρήγορα θὰ γίνουνε σωροὶ ἀπὸ πέτρες». Η άμεση ένταξη των δύο αντιγράφων στη μόνιμη έκθεση του Βυζαντινού Μουσείου μαρτυρεί ότι ο Γεώργιος Σωτηρίου συμμεριζόταν αυτή την ανησυχία.

Τα άλλα τρία αντίγραφα που φιλοτέχνησε ο Κόντογλου κατά την έμμισθη σχέση εργασίας του στο Μουσείο φέρουν τη χρονολογία 1932. Δύο αντιγράφουν τοιχογραφίες από μοναστήρια των Μετεώρων —το Μαρτύριο του αγίου Μάμαντα από τη Μονή Βαρλαάμ και τον άγιο Ιάκωβο τον Πέρση σε προτομή από τη Μονή της Υπαπαντής— και είναι ζωγραφισμένα στη διάρκεια ταξιδιού που πραγματοποίησε ο καλλιτέχνης μαζί με τον μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη στα Μετέωρα. Το τρίτο αντιγράφει τον Μυστικό Δείπνο από την Όμορφη Εκκλησιά Αιγίνης. Και τα τρία είναι αποκαλυπτικά της προσπάθειας του Κόντογλου να «διερμηνεύσει» τη βυζαντινή τέχνη: Οι μορφές, αν και πλησιάζουν πολύ τα βυζαντινά πρότυπα, παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που θυμίζουν πρωτότυπα έργα του καλλιτέχνη: μεγάλα, εκφραστικά μάτια, έντονα περιγράμματα, σκληρές, επίσης έντονες γραμμές στα πρόσωπα και στις πτυχώσεις των ενδυμάτων, προτίμηση στα σκοτεινά γαιώδη χρώματα. Τα στοιχεία αυτά θα κυριαρχήσουν τελικά στο προσωπικό ύφος του Κόντογλου, το οποίο υπήρξε καθοριστικό για τη διαμόρφωση της νεο-βυζαντινής τεχνοτροπίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και εξής.

Τα έργα του 1932 δεν φαίνεται να εντάχθηκαν στη μόνιμη έκθεση. Ούτε όμως καταχώθηκαν στις αποθήκες του Μουσείου. Πιθανώς κόσμησαν από την πρώτη στιγμή —μαζί με το αντίγραφο του προφήτη Δανιήλ από τη Σπηλιά Πεντέλης— τους τοίχους του ορόφου του κτηρίου της Villa Ilissia που έχει πρόσοψη στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Η παρουσία τους εκεί στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και η άριστη κατάσταση διατήρησής τους ευνοούν αυτή την εικασία. Με δεδομένο ότι ο συγκεκριμένος χώρος χρησίμευε ως κατοικία του ζεύγους Σωτηρίου, η διακόσμηση των τοίχων με έργα του Κόντογλου θα ήταν μια ακόμη απόδειξη της εκτίμησης που έτρεφε ο Γεώργιος Σωτηρίου στον καλλιτέχνη.

Η στενή σχέση του Κόντογλου με τον Σωτηρίου και το Βυζαντινό Μουσείο συνεχίστηκε πολύ μετά το πέρας της έμμισθης σχέσης του καλλιτέχνη με το Μουσείο. Ο αείμνηστος συντηρητής Τάσος Μαργαριτώφ θυμόταν να πίνει καφέ με τον Κόντογλου κοντά στο 1960 στα τότε εργαστήρια του Μουσείου και να συζητάει μαζί του για τις νέες μεθόδους συντήρησης. Επίσης, μια από τις πρώτες περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου ύστερα από την επαναλειτουργία του μετά τον Πόλεμο, η έκθεση αγιογραφιών «Ἡ λειτουργικὴ τέχνη ἢ ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ» (1956), ήταν αφιερωμένη στο έργο του Κόντογλου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την απομάκρυνση της Συλλογής Αντιγράφων από τη μόνιμη έκθεση, λόγω έλλειψης χώρου, το 1963, τα έργα του Κόντογλου έτυχαν ιδιαίτερης μεταχείρισης. Τα μικρού μεγέθους χάρτινα έργα τοποθετήθηκαν σε ειδικούς φακέλους και φυλάχθηκαν προσεκτικά. Οι μεγάλοι πίνακες κοσμούσαν επί σειρά ετών τους τοίχους του κτηρίου διοίκησης του Μουσείου και παρέμειναν εκεί έως την έναρξη των εργασιών ριζικής ανακαίνισής του το 2008, οπότε μεταφέρθηκαν στις νέες, σύγχρονες αρχαιολογικές αποθήκες.

Στις περιοδικές εκθέσεις που «έκλειναν» από το 2010 έως το 2014 τη νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου με αφιερώματα στην επίδραση της βυζαντινής τέχνης στους νεώτερους καλλιτέχνες, τα έργα του Φώτη Κόντογλου κατείχαν εξέχουσα θέση. Η παρουσία του μεγάλου δασκάλου, πρωτοπόρου μελετητή της βυζαντινής παράδοσης και δημιουργού της νεο-βυζαντινής τεχνοτροπίας γίνεται ακόμη και σήμερα αισθητή και ο σεβασμός του Μουσείου προς το έργο του αποδεικνύεται αδιάλειπτος και διηνεκής.