Το τραύμα είναι μία ψυχική αντίδραση ατομική ή συλλογική που έρχεται μετά το τραυματικό γεγονός, ετεροχρονισμένη, βαριά και επίμονη προδικάζοντας σιωπηρά ζωές και συμπεριφορές. Yπάρχει παντού, μαζί με άλλα ψήγματα του εαυτού, πάντα εν τη γενέσει και εν εξελίξει, παρόν και δυσδιάκριτο. Στις δημόσιές του μορφές έχει εισέλθει στην ιστοριογραφία της σύγχρονης ιστορίας, καθώς και σε άλλα επιστημονικά πλαίσια στα οποία γίνεται επεξεργασία των τρόπων αναγνώρισης (π.χ. στην κοινωνική ανθρωπολογία). Συνήθως συναντάται μετά από συγκρούσεις, συχνότατα εμφύλιες, όπου το τραύμα εμφιλοχωρεί απαγορευμένο και ανέκφραστο στα στενά πλαίσια της οικογένειας ή μικρών χωρικών σχηματισμών – κώμες, συνοικίες, χωριά… Επίσης, ένα τραύμα μπορεί να υποβόσκει με μακρόσυρτες συνέπειες σε οποιαδήποτε μεγάλη αποτυχία στη θάλασσα ή στη στεριά, με οδυνηρές αλλαγές και απώλειες, σε οποιοδήποτε συμβάν λύνει βίαια τους δεσμούς και ακυρώνει ισορροπίες οδηγώντας σε υπόγειες ταραχές νέες ανυποψίαστες γενιές. Είναι δυνατόν αυτό να φανεί σε χώρους της καθημερινότητας όπου δεν αναμένεται, σε σπίτια, σε αγρούς, στη μουσική, στα παιχνίδια, σε πλαίσια υλικού πολιτισμού γενικά; Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι κατά πόσο μία τέτοια έννοια μπορεί να εισέλθει στο ειδικότερο πεδίο έρευνας της αρχαιολογίας. Εδώ εννοείται το πεδίο που αφορά την υλική πραγματικότητα και μεταφράζεται σε δεδομένα υπαρκτά και ερμηνεύσιμα. Το ερώτημα είναι εάν τρόποι ή μέθοδοι που μπορούν να καταστήσουν ορατές τις ασυνέχειες στη συμπεριφορά ή απρόσμενα ίχνη σε χρονική και χωρική ασυνέπεια είναι ανιχνεύσιμα.

Είναι θέμα μετέωρο, εν κινδύνω, όχι μόνο γιατί θα συναντήσει αντιστάσεις – οι αντιστάσεις  έτσι κι αλλιώς υπάρχουν για τα περισσότερα θέματα που διεκδικούν αυτόνομους διακριτούς χώρους στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Είναι επισφαλές σε επίπεδο δυνατότητας διακριτής ύπαρξης, διότι το ερευνητικό πεδίο υπονομεύεται από τις πολλαπλές επικαλυπτόμενες ερμηνείες και ως εκ τούτου είναι αμφίβολο αν η έννοια του τραύματος θα μπορέσει να τεθεί αυτόνομα ως αναλυτικό εργαλείο. Αξίζει όμως τον κόπο να προσπαθήσουμε, γιατί η βαρύτητα των τραυματικών συνεπειών ανακύπτει σταθερά∙ μεγαλόπρεπα (με ανδριάντες ή κτίσματα) ή ταπεινά (με τα μικρά ομοιώματα εκκλησιών πλάι στους δρόμους, σε σημεία όπου έγιναν ατυχήματα). Η απλή διαπίστωση εισάγει το θέμα στη συζήτηση για τον υλικό πολιτισμό. Προκειμένου να ορίσω το πεδίο, θα αρχίσω αντίστροφα, από τον ορισμό των περιοριστικών παραμέτρων, πράγμα που μπορεί να αποβεί θετικό. Διακρίνω  τρεις περιοριστικές παραμέτρους που ταυτόχρονα μπορεί να είναι οδηγοί προς τη διάνοιξη μονοπατιών.

Η πολυσημία των δεδομένων και κυρίως των υλικών μαρτυριών

Η πρώτη παράμετρος είναι η αμφίσημη ή πολύσημη ερμηνεία ενός υλικού τεκμηρίου, η απλή ύπαρξη ή η απουσία του. Για παράδειγμα, τα δεκάδες μνημεία των πεσόντων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Βόρεια Γαλλία έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με την έλλειψη μνημείων για τους νεκρούς του Εμφυλίου στην Ελλάδα. Στην πρώτη περίπτωση υπήρχε κοινωνική συναίνεση ή έστω αποδοχή, στη δεύτερη όχι. Αντιστοίχως η παρουσία εξαιρέσεων (διαφορετικά κτερίσματα σε τάφους, ή αποκλίνουσα θεματολογία σε παραστάσεις), σε έναν διαφορετικό χρονολογικό ορίζοντα, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως τραύμα που προκλήθηκε από ένα ατομικό ή δημόσιο γεγονός. Οι ασυνέχειες ή οι απουσίες μπορούν να δεχτούν πολλές ερμηνείες, αλλά επίσης μέσω αυτών να αναδειχθεί και το ενδεχόμενο ενός παλαιότερου συμβάντος που θα αποτέλεσε πηγή υστερήσεων, ματαιώσεων, αδράνειας. Αυτή η αμφισημία ή πολυσημία, αν δεν μας αποθαρρύνει αλλά θεωρηθεί συνθήκη  όπου μπορούμε να αναγνωρίσουμε  την προσήλωση ή ακόμα την καθήλωση του τραύματος, θα επιτρέψει στην έννοια αυτή να εισέλθει ως πιθανότητα στην πλειάδα των δυνατών ερμηνειών παρέχοντάς μας ένα πολύ ισχυρό εργαλείο.

Ειδικά για αυτό το θέμα θα δώσω ένα παράδειγμα από την πατρίδα όλων των τραυμάτων για μένα, από το Μπαϊντίρι, τη μικρή πολιτεία στην κοιλάδα του Καΰστρου στη Μικρά Ασία, απ’ όπου έφυγαν οι δικοί μου με την καταστροφή του 1922 (σημ. 1).

Στις αρχές του 2014 έλαβα ένα μέιλ από τον Δημήτρη Σαββαΐδη (σημ. 2) με φωτογραφίες ενός επιταφίου από το Μπαϊντίρι (εικ. 1). Βρισκόταν σε μία εκκλησία της Ηπείρου στο Τρίστενο των ανατολικών Ζαγοροχωρίων (εικ. 2). Στο ύφασμα, εκτός από την παράσταση, είχε κεντηθεί και η ιστορία του. To 1900 μία γυναίκα στο Μπαϊντίρι, η Βασιλεία Τζιαβέλη, πήρε μια παραγγελία επί πληρωμή, να κεντήσει έναν επιτάφιο. Οι παραγγελιοδότες ήθελαν να τον αφιερώσουν στην εκκλησία (ποια άραγε, όλες και όλες ήταν δύο, ας φανταστούμε στη μεγαλύτερη, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου). Το κέντημα ακολούθησε τον εικονογραφικό τύπο του επιτάφιου θρήνου και γύρω από την παράσταση, περιμετρικά στις 4 πλευρές του ορθογωνίου, η τεχνίτρα κέντησε με γράμματα το σχετικό χωρίο του Ευαγγελίου. Από κάτω προσέθεσε μια επιγραφή με πληροφορίες για το έργο και την ίδια – «κατασκευάστηκε διά χειρών της Βασιλείας Χρ. Τζιαβέλη». Η δαπάνη ήταν των κ. Χατζηευθυμίου και Χρήστου Τζιαβέλη (άρα έγινε επί πληρωμή). Προσέθεσε τη χρονολογία, το 1900, και τον τόπο όπου έγινε – «εν Βαϊνδηρίω». Η ίδια ή το περιβάλλον της ήταν εγγράμματοι άνθρωποι, γιατί το κείμενο είναι άψογης σύνταξης και ορθογραφίας. Ένας από τους παραγγελιοδότες είχε το ίδιο όνομα με αυτήν, άρα θα μπορούσε να είναι μέλος της οικογένειας. Δύσκολο να ήταν κόρη του, γιατί τότε δεν θα πληρωνόταν ή δεν θα το έλεγε.

Τη φαντάζομαι μία φτωχή συγγενή, μια κόρη που κακοτύχησε, όχι πολύ νέα, ίσως με παιδιά… Δούλευε με περηφάνια. Έβαλε το όνομά της, ίσως όχι μόνο γιατί ήταν περήφανη για την τέχνη της αλλά και για να βρίσκει δουλειά, μια μεροκαματιάρα θα ήταν. Το αντικείμενο είναι εξαιρετικά σύνθετο, οι μορφές σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν συνδυαστικά. Γύρω από το νεκρό σώμα, οι μαθητές, οι γονείς, οι μυροφόρες. Και επάνω τα σύμβολα της λατρείας, το θυμιατό, τα μύρα, οι άγγελοι, ο ουρανός με τ’ άστρα, τον ήλιο, το φεγγάρι. Είμαστε στην οικουμένη.

Όταν έγινε η καταστροφή το 1922 είχαν ήδη περάσει εικοσιδύο χρόνια από την ανάθεση και την κατασκευή του. Οι αναθέτες μπορεί και να είχαν φύγει από τη ζωή, αλλά η Βασιλεία πιθανότατα ζούσε. Οι κάτοικοι του Μπαϊντιριού (σχεδόν 7.000 ψυχές) αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη πολύ γρήγορα, μέσα σε δύο τρία εικοσιτετράωρα το πολύ. Τότε κάποιος μέσα στη βιασύνη του, μαζί με τα άλλα πολύτιμα, πήρε και τον επιτάφιο μαζί του. Μπορεί να ήταν η Βασιλεία ή κάποιο από τα παιδιά της. Ή τα παιδιά των αναθετών. Ή κάποιος από την εκκλησία. Όπως και να ‘χει κατέληξε σε μία εκκλησία της Ηπείρου, του Αγίου Γεωργίου πάλι, oμώνυμη με του Μπαϊντιριού, άγνωστο πότε, λίγο μετά την εγκατάσταση των προσφύγων. Τα πρώτα χρόνια πολλοί θα θυμούνταν πώς μεταφέρθηκε, από πού ήρθε και ποιοι τον μετέφεραν. Γι’ αυτό άλλωστε και βρέθηκε σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου όπως αυτή απ’ όπου το πήραν. Και εκεί έμεινε ενενήντα χρόνια ως αντικείμενο λατρείας παλαιό και σεβάσμιο, καδραρισμένο με κάποιον να ανάβει ένα καντήλι. Στη μακρά ζωή του συνόδευσε τους πρόσφυγες αντανακλώντας ένα βαθύ τραύμα, όντας η υλική υπόσταση ενός τραύματος. Με τον κεντητό επιτάφιο και με τα λουλούδια από τα φυτά που θα φύτεψαν, θα στόλισαν τη Μεγάλη Παρασκευή τον επιτάφιο στη νέα εκκλησία του Αι-Γιώργη όπως έκαναν και στην πατρίδα τους. Ανάμεσά τους ίσως βρισκόταν κάποιος που ήξερε να τραγουδά το τραγούδι του επιτάφιου, ένα τραγούδι που λεγόταν πριν ή κατά την περιφορά. Η Δόμνα Σαμίου, επίσης Μπαϊντιριανή, κατέγραψε και έσωσε τον λεγόμενο «Επιτάφιο του Μπαϊντιριού» (σημ. 3) που τον θυμόταν μόνο ένας ηλικιωμένος από τη Νέα Ερυθραία. Είναι ένα μοιρολόι, ένας εκκοσμικευμένος διάλογος του Χριστού με τη μητέρα του μετά τη Σταύρωση. Και θα ηχούσε στα αυτιά τους, όπως και στα δικά μου, με τη σιγαλή φωνή του γέρου Μικρασιάτη «μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέτ’ όλος ο κόσμος, μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ’ όλος ο κόσμος (…) πάρτο μάνα μου υπομονή».

Φυσικά ο κεντητός επιτάφιος της Ηπείρου από το Μπαϊντίρι δεν έχει παρουσία μόνο στη συζήτηση για την υλική ορατότητα του τραύματος. Αισθήματα και καταστάσεις ιστορικές συνέκλιναν στο ίδιο αντικείμενο επικαλυπτόμενα, και εξίσου αληθινά. Το καθαγιασμένο εργόχειρο που μεταφέρθηκε με τα μωρά, το γάλα και μία κουβέρτα, λειτούργησε ως η υλική ορατότητα και αποδέκτης αισθημάτων και οδυνηρής μνήμης. Όμως και συνέχειας.  Το τραύμα καλύπτει προσωπικότητες, μέσα στη σιγαλή μοναξιά τους. Αλλά δεν τις επικαλύπτει, δεν τις καταλύει, τις συνδιαμορφώνει ως ένα βαθμό. Και προχωρούν μαζί σκορπίζοντας πού και πού πράγματα και αδιόρατες συνήθειες. Αν με δυσκολία διακρίνουμε το τραύμα στον ξεχασμένο επιτάφιο, θα είναι πολύ δυσκολότερο να διακρίνουμε τι συνέβη την 3η χιλιετία σε ένα αρχαιολογικό αντικείμενο από την Πελοπόννησο που βρέθηκε στην Κρήτη, ή ακόμη σε ένα αιγυπτιακό λίθινο αγγείο που βρέθηκε σε ένα Ιερό Κορυφής, στον Βρύσινα, πολλούς αιώνες μετά την κατασκευή του. Συνήθως το αποδίδουμε σε εμπόριο ή μετακινήσεις. Άνθρωποι θα τα μετέφεραν όμως, με τα πάθη τους που εκδηλώθηκαν με περίεργους –και ανεξήγητους στα μάτια μας– τρόπους.

Η πολλαπλότητα της πρόσληψης

Η δεύτερη περιοριστική αλλά και απελευθερωτική στην παραδοχή της παράμετρος είναι ότι η χρήση και ερμηνεία παρελθόντων φαινομένων επηρεάζεται αναπόφευκτα από την κοινωνική πρόσληψη τόσο του παρελθόντος όσο και των πρόσφατων ιστορικών καταστάσεων. Επηρεάζεται επίσης από τους επιστημονικούς τρόπους προσέγγισης και από τη μεθοδολογία. Η παραδοχή αυτή σχετικοποιεί. Καμία γνώση δεν είναι απόλυτη αλλά και καμία δεν χάνεται εντελώς. Όπως είπαμε προηγουμένως, το τραύμα είναι σχετικά πρόσφατη ψυχαναλυτική έννοια που μπήκε και στην ιστοριογραφία. Πώς θα μας επιτραπεί να τη χρησιμοποιήσουμε για τόσο άγνωστες και προφανέστατα διαφορετικές κοινωνίες; Τις κοινωνίες του παρελθόντος όμως, και κυρίως αυτές της προϊστορικής περιόδου, που δεν έχουν κείμενα να αντιστέκονται, τις ερμηνεύουμε ούτως ή άλλως με έννοιες και σχήματα του παρόντος. Είναι κάτι που γίνεται σιωπηρά, αλλά οφείλουμε να το παραδεχτούμε και ρητά, αλλιώς μας απειλεί ένας ωκεανός μεμονωμένων μαρτυριών. Η μόνη δυνατή δίοδος είναι ο διάλογος μεταξύ των δεδομένων και των ερμηνευτικών σχημάτων. Εκεί εδράζεται και η κριτική της πρόσληψης του παρελθόντος. Άρα μπορούμε να υπερκεράσουμε με όφελος και αυτό το θέμα προσθέτοντας στα σχήματα και το τραύμα.

Στο σημείο αυτό θέλω να αναφέρω ένα πρόσφατο παράδειγμα ενός πολύσημου γεγονότος: πρόκειται για την ύπαρξη δύο ανδριάντων στη Χαλκίδα του Μαρδοχαίου Φριζή, αξιωματικού του ελληνικού στρατού, εβραϊκής καταγωγής και ηρωικώς πεσόντα στην Αλβανία (εικ. 3 και 4). Για τη ζωή, τη σταδιοδρομία και την παροιμιώδη αποφασιστικότητά του πολλά έχουν γραφτεί. Στη γενέτειρά του, τη Χαλκίδα, στο πάρκο κοντά στη γέφυρα του Ευρίπου υπάρχει μία προτομή του ανάμεσα σε προτομές άλλων επιφανών Χαλκιδαίων, μεταξύ των οποίων και του Σκαλκώτα, που σχηματίζουν ευρύ ημικύκλιο. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι γλύπτης της προτομής ήταν ο Μιχάλης Τόμπρος, άρα έγινε πριν το θάνατό του το 1974. Δεν γνωρίζουμε ποιος είχε την πρωτοβουλία για την τοποθέτησή της – πιθανότατα ο δήμος. Ως εδώ όλα κανονικά και εξάλλου σχεδόν όμοιες προτομές του υπάρχουν στο Καλπάκι και στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. Το περίεργο είναι ότι στην ίδια πόλη τριάντα περίπου χρόνια μετά, το 2010, στήθηκε ένα μεγάλος έφιππος ανδριάντας του Φριζή με πρωτοβουλία ενός σωματείου που ονομάζεται Φίλοι του Μαρδοχαίου Φριζή, ομογενών από την Αμερική και πλειάδας χορηγών. Είναι τοποθετημένος σε ένα υπερμέγεθες πόδιο, ύψους τουλάχιστον 8 μέτρων, τεράστιος, μοναχικός, ασύμβατος με το περιβάλλον. Ουσιαστικά δεν διακρίνεται, τόσο ψηλά είναι. Πού ο νεαρός αξιωματικός των άλλων προτομών στη Χαλκίδα και στο Καλπάκι που έλαμπε από νιάτα και εξυπνάδα! Δεν θα αναφερθώ σε θέματα πρόσληψης, μνήμης και ιστορικών συγκυριών που ασφαλώς υπεισέρχονται εδώ, αλλά αυτή η ξαφνική προβολή ομοιάζει ως υπεραναπλήρωση τραύματος. Τουλάχιστον να ληφθεί και αυτός ο παράγοντας υπόψη ανάμεσα στις ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες.

Η τυραννία των αποδείξεων. Πώς θα αποδειχθεί κάτι τόσο υπαρκτό και τόσο αόριστο;

Άφησα τελευταία την τρίτη παράμετρο, τη θάλασσα που μας πνίγει, την τυραννία της επαγωγικής  απόδειξης ακόμη και στη συμβολική της έκφραση. Τι θα γίνει με την αντικειμενικότητα; Πώς θα αποδείξεις ένα τραύμα; Αυτό, το ότι πρέπει να βρούμε τρόπους  η έρευνα αυτή να περάσει σε ένα λόγο αρχαιολογικό, δημόσιο, εκτός των τρεχόντων πυροτεχνημάτων είναι κυρίως το πρόβλημα που οδηγεί τέτοια θέματα στην αποσιώπηση. Είτε ως αυτοακύρωση είτε λόγω της σιωπής των άλλων (όπως ακριβώς και σε ένα σύγχρονο τραύμα). Πώς θα αποδείξει κανείς τα τραύματα που άφησε η τραγωδία της Σικελίας στην κλασική Αθήνα; Είναι πανταχού παρούσα η έλλειψη και το πένθος στο θέατρο, στις παραστάσεις, στην ποίηση, αλλά δεδομένα ορατά, αρχαιολογικά καθορισμένα και χρονικά μετατεθειμένα δύσκολα εντοπίζονται. Εντοπίζεται μόνο μία απουσία, η απουσία του ονόματος του στρατηγού της εκστρατείας Νικία από τη στήλη με τον κατάλογο των Αθηναίων στρατηγών στη Σικελία. Αναφέρομαι σε κάτι γνωστό ιστορικά αλλά θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί και σε ακόμη πιο περίεργες απουσίες. Π.χ. η απουσία οποιασδήποτε ένδειξης από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Πραγματικά, μαζί με την τέφρα απλώθηκε σιωπή που διήρκεσε για αιώνες.

Ωστόσο και αυτή την περίσταση νομίζω ότι πρέπει να την αναλάβουμε με το κόστος της. Εκτός από τις τελείως γενικές ερμηνείες για τις ιστορικές αλλαγές, όπως κλίμα, επιδρομές, αλλαγή παραγωγικού τρόπου, ερμηνείες που δεν είναι παρά οι αποδεκτές έννοιες με τις οποίες συνηθίζουμε να εξηγούμε την παρελθούσα πραγματικότητα, μπορούν να εισχωρήσουν και έννοιες και αναζητήσεις όπως οι βαθιές συνέπειες των τραυμάτων, θέμα που αναφέρεται συχνά για τη Σικελική Εκστρατεία τον 5ο αι. π.Χ.

Και μία αμηχανία: οι σχέσεις με το λόγο και την αφήγηση. Σε αυτό το πεδίο, στην αφήγηση διά του λόγου, δεν υπάρχει θέμα αναγνώρισης. Το τραύμα είναι συχνότατα φανερό. Στην ιστορία την παλαιότερη και την πρόσφατη, από τις αφηγήσεις προκύπτουν δεκάδες τραύματα γενεών (Μικρασιατικά, Εμφύλιος) με την περιγραφή και την επεξεργασία τους. Η διαφορά του μέσου εμένα μου προκαλεί κάποια αμηχανία μεθοδολογική. Αλλά παραδέχομαι ότι με αυτό τον τρόπο μπορούμε ευκολότερα να πλησιάσουμε την υλική πραγματικότητα, να καταλάβουμε πώς έγινε ένα μνημείο ή ένα μουσείο, να κατανοήσουμε την αρχιτεκτονική μιας  γειτονιάς εκτοπισμένων ή προσφύγων. Και η αναντιστοιχία, όταν υπάρχει, είναι σημαίνουσα.

Εν κατακλείδι πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να παραιτηθούμε από την έννοια του τραύματος στο αρχαιολογικό πεδίο. Ακόμη και αν είναι πολύ δυσκολότερο από ό,τι στο λόγο. Σε ένα σύνολο πράξεων που εκφράζεται υλικά με αναγνωρίσιμα σύμβολα, σιγά σιγά θα διακρίνουμε αυτά τα έρποντα εμπόδια, την υποφώσκουσα ταυτότητα και τότε ίσως μπορούμε να πλησιάσουμε ακροπατητί την πραγματικότητα του τραύματος που καθορίζει επιλογές ζωής, κοινωνικές καταστροφές και μοίρες. Καθώς και να αναγνωρίσουμε τις επιλογές επιβίωσης, όπως π.χ. τα μνημεία των πεσόντων, τα θυμητάρια και τις προσεκτικά φυλαγμένες φωτογραφίες.

 

Ίρις Τζαχίλη

Πανεπιστήμιο Κρήτης

 

* To «τραύμα στην αρχαιολογική του εκδοχή» ήταν το θέμα μίας συνεδρίας στη διοργάνωση «Αρχαιολογικοί Διάλογοι» που έγινε στην Αθήνα μεταξύ 9 και 11 Ιανουαρίου 2015. Η υπογράφουσα, που ήταν η συντονίστρια της συνεδρίας, έκανε μία γενική εισαγωγή στο θέμα με τίτλο «Τραύματα στην αρχαιολογική μαρτυρία». Οι Αρχαιολογικοί Διάλογοι ήταν συνέδριο με προβληματισμούς για τη θέση και πρακτική της αρχαιολογίας και με μεθοδολογικές αναζητήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο περιλήφθηκε η συζήτηση περί τραύματος.