Η περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων βρίσκεται γεωγραφικά στο μέσο της ενδοχώρας της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας και διαπερνάται κάθετα από τις απολήξεις του όρους Λυκόδημου, που σε αυτή την ημιορεινή περιοχή φτάνουν σε υψόμετρο 340 μέτρων. Πρόκειται για μια περιοχή με έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και δύσκολη πρόσβαση, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Αυτή η περιοχή, όπου βρίσκεται ο οικισμός των Κάτω Αμπελοκήπων, αποτελεί το γεωγραφικό πέρασμα από την ανατολική στη δυτική Πυλία. Σε αυτήν τη μέχρι πρόσφατα απομακρυσμένη περιοχή, βρίσκεται το ερειπωμένο ιστορικό κτήριο του Δημοτικού Σχολείου του οικισμού Κάτω Αμπελοκήπων του Δήμου Πύλου Νέστορος, που αποτέλεσε το ιστορικό αρχηγείο της Εθνικής Αντίστασης της νότιας Μεσσηνίας τη χρονική περίοδο 1941-44. Πρόκειται για ένα κτήριο πολιτισμού και ιστορίας που έχει αφήσει ανεξίτηλα το αποτύπωμά του στην ιστοριογραφία του νομού Μεσσηνίας.

Το ιστορικό κτήριο κατασκευάστηκε τη διετία 1932-34, βάσει υποδείγματος αρχιτεκτονικού σχεδίου αγροτικού μονοτάξιου διδακτηρίου της δεκαετίας του 1920 του τότε Υπουργείου Παιδείας, το οποίο σήμερα βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Έχει μήκος 10,7 μ., πλάτος 7 μ. και είσοδο από τα νότια. Στην κύρια νότια πρόσοψη έχει τέσσερα παράθυρα, ενώ στην πλάγια δυτική πρόσοψη έχει δύο. Στη βόρεια πλευρά διαθέτει δύο ακόμη παράθυρα, ενώ στην ανατολική κανένα. Διέθετε μια αίθουσα διδασκαλίας για 60 μαθητές, προθάλαμο και γραφείο διδασκάλου. Το κτήριο έχει κτιστεί με λιθοδομή από παραδοσιακούς τεχνίτες πετράδες, τους γνωστούς την εποχή εκείνη «Τσαφαραίους» από τον οικισμό Χωματάδα, καθώς και με εθελοντική εργασία των κατοίκων του οικισμού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι χρειάστηκε τεράστιος αγώνας, τόσο για την κατασκευή του κτηρίου, όσο και για την επίσημη θεσμική ίδρυσή του, καθώς η έλλειψη χρημάτων και οδικού δικτύου ανάγκασε τους κατοίκους να διενεργήσουν οικονομικό έρανο στην ευρύτερη περιοχή της Πυλίας, ώστε να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα χρήματα. Παράλληλα, η απουσία οικοδομικών υλικών οδήγησε σε καινοτόμες για την εποχή λύσεις, όπως τη δημιουργία ασβεστοκάμινου και τη μεταφορά υλικών με ζώα από μακρινές περιοχές. Τέλος, η πίεση προς την πολιτεία για τη θεσμική ίδρυση του δημοτικού σχολείου βασίστηκε στο γεγονός ότι το 1929, με διάταγμα της κυβέρνησης Βενιζέλου, το όριο για την ίδρυση μονοθέσιου δημοτικού σχολείου σε έναν οικισμό κατέβηκε στους 15 μαθητές. Στόχος αυτού του νέου θεσμικού μέτρου ήταν η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, διότι σύμφωνα με την απογραφή του 1928 υπήρχαν 3.500 συνοικισμοί με λιγότερα από 15 παιδιά σχολικής ηλικίας και έτσι κάθε χρόνο πάνω από 25.000 παιδιά δεν φοιτούσαν σε κανένα σχολείο.

Το δημοτικό σχολείο εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1935, μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και συγκίνησης, με πρώτο εκπαιδευτικό τη δημοδιδασκάλισσα Όλγα Σαρατσιώτου, καταγόμενη από τον οικισμό Καλλιθέα Πυλίας. Η Σαρατσιώτου υπηρετεί στο σχολείο τα δύο πρώτα χρόνια της λειτουργίας του και τον Σεπτέμβριο του 1937 παραδίδει τη σκυτάλη στο δημοδιδάσκαλο Κωνσταντίνο Γέμελο, ο οποίος καταγόταν από τη Μικρά Ασία και έφτασε στην Ελλάδα το 1922 κατά τη Μικρασιατική καταστροφή. Νέος, κομψός, ο Γέμελος φέρνει στο σχολείο και τον οικισμό μια νέα πνοή πολιτισμού και δράσης, μέσα από το καινοτόμο και δημιουργικό εκπαιδευτικό και πολιτισμικό του έργο. Σαν σύγχρονος Αριστοτέλης αλλάζει την έννοια της τάξης εισάγοντας τους «εωθινούς περιπάτους», κατά τους οποίους μέσα στο φυσικό περιβάλλον διαχέει τη γνώση στους μικρούς μαθητές. Η έκδοση των καλύτερων εκθέσεων των μαθητών του σε μικρά βιβλία με τον τίτλο «Μικρά Διαμάντια» και το μοίρασμά τους στα δημοτικά σχολεία της ευρύτερης περιοχής αποτελεί μια ακόμη εκπαιδευτική καινοτομία. Παράλληλα, σε επίπεδο πολιτισμικών δραστηριοτήτων, οι καινοτόμες δράσεις του Γέμελου είναι μοναδικές, καθώς οργανώνει θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις μέσω του πρώτου γραμμοφώνου που έφτασε στον οικισμό από τον ίδιο, μαθήματα φωτογραφίας και εκπαιδευτικές εκδρομές εκτός των ορίων του οικισμού, με επισκέψεις σε σημαντικά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής της Πυλίας.

Αυτό το εκπαιδευτικό έργο διακόπηκε βίαια με την κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940, την επιστράτευση του αείμνηστου δασκάλου και τη διακοπή λειτουργίας του σχολείου. Τον Σεπτέμβριο του 1941 το σχολείο λειτουργεί ξανά, υπό το φόβο των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων. Η ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους κατακτητές και την κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, οδηγεί την επαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ της Πυλίας σε μια σημαντική απόφαση, βάσει της οποίας το δημοτικό σχολείο του οικισμού Κάτω Αμπελόκηποι (τότε Κάτω Μηνάγια) θα αποτελούσε το αρχηγείο της Εθνικής Αντίστασης της νότιας Μεσσηνίας. Πρόκειται για μια στρατηγική απόφαση που ελήφθη λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική παράμετρο της  γεωγραφικής θέσης του οικισμού, καθώς ήταν απομακρυσμένος, είχε δύσκολη πρόσβαση για την εποχή και βρισκόταν στο μέσο της νότιας Μεσσηνίας. Αποτελούσε έτσι το καταλληλότερο σημείο για τη δημιουργία του αρχηγείου που θα οργάνωνε και θα καθοδηγούσε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα έναντι των κατακτητών.

Έτσι, το κτήριο του δημοτικού σχολείου αποτέλεσε για τη χρονική περίοδο 1941-44 το αρχηγείο των συμβουλίων και των αποφάσεων του ΕΑΜ Πυλίας, ενώ μέλος της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ ήταν και ο δάσκαλος Κωνσταντίνος Γέμελος.  Παράλληλα, λειτούργησε ως εστία των καταδιωκόμενων αγωνιστών από τους κατακτητές και χώρος ανεφοδιασμού των αντιστασιακών οργανώσεων της ευρύτερης περιοχής, ενώ τον Οκτώβριο του 1943 θα αποτελέσει κατάλυμα για το πρώτο ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ που κατεβαίνει στη Μεσσηνία και χώρο συναντήσεων και συμβουλίων των πολυάριθμων στελεχών του ΕΛΑΣ.  Αποκορύφωμα όλων αυτών των δράσεων του αρχηγείου αποτέλεσε η «Παμπύλια Συνδιάσκεψη» της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ, με γραμματέα τον Διονύσιο Κουμουτσάκη από τη Μεθώνη και θέμα την οργάνωση και διεξαγωγή εκλογών σε όλη την επικράτεια, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1943. Σε αυτήν συμμετείχαν τα ηγετικά στελέχη της νότιας Μεσσηνίας, όπως ο βετεράνος ταγματάρχης Ηλίας Κλάπας από τον οικισμό Χαρακοπειό και ο γραμματέας του επαρχιακού συμβουλίου της ΕΠΟΝ Πυλίας Γιάννης Χρονόπουλος ή «Ραφαήλος» από τον οικισμό Μεσοχώρι.

Στο πλαίσιο των σημαντικών δράσεων της οργάνωσης, στελέχη με κάποιες τεχνικές γνώσεις, εκμεταλλευόμενοι την ύπαρξη του Μηναγιώτικου ρέματος στην περιοχή και του μεγάλου όγκου διερχόμενων υδάτων υπό κλίση, δημιούργησαν στον παλαιότερο και εγκαταλειμμένο νερόμυλο της περιοχής, τον ιστορικό «Παλιόμυλο» (πρόκειται για νερόμυλο του 19ου αιώνα, που σύμφωνα με έγγραφο του 1841 των Γενικών Αρχείων του Κράτους πέρασε από οθωμανική κατοχή στα εθνικά κτήματα του κράτους και στη συνέχεια δημοπρατήθηκε στο πλαίσιο παραχώρησής του) που βρίσκεται σε απόκρημνο σημείο της κοιλάδας του Μηναγιώτικου, μια υδροηλεκτρική εγκατάσταση, θαυμαστής τοπικής επινόησης, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της εκμετάλλευσης της δυναμικής ενέργειας του νερού, με στόχο τη φόρτιση μπαταρίας αυτοκινήτου. Η φορτισμένη μπαταρία στη συνέχεια μεταφερόταν από την οργάνωση σε κοντινό ενεργό νερόμυλο για τη λειτουργία μυστικού ραδιοφώνου. Παράλληλα, με τη χρήση γραφομηχανής, συντασσόταν Δελτίο Τύπου, με τίτλο «Ο Αγωνιστής», με τα νέα που μεταδίδονταν από το BBC, το Κάιρο και τη Μόσχα. Στη συνέχεια, κάθε εβδομάδα, τα δελτία Τύπου κυκλοφορούσαν με απόλυτη μυστικότητα σε όλους τους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής, μέσω του αρχηγείου και των στελεχών της οργάνωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας και δράσης του αρχηγείου του ΕΑΜ, οι κατοχικές δυνάμεις ενημερώνονται για πιθανή ύπαρξη επιτελικού θύλακα εθνικής αντίστασης στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Έτσι, στις 4 Απριλίου 1944 συντονισμένες στρατιωτικές δυνάμεις Γερμανών και ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας φτάνουν στον οικισμό Κάτω Αμπελοκήπων. Η οργάνωση του ΕΑΜ έχει ενημερωθεί για την ενέργεια αυτή και έχει προλάβει να φυγαδεύσει εκτός οικισμού τόσο τον οπλισμό όσο και τον ανδρικό πληθυσμό, αφήνοντας μόνο τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους. Παράλληλα, φυγαδεύεται από το χώρο του σχολείου κάθε τι που θα μπορούσε να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο αντίστασης και το κτήριο μεταμορφώνεται από την οργάνωση σε χώρο εγκατάλειψης, με μερικά σπασμένα τζάμια, και κλειδώνεται. Οι Γερμανοί συγκεντρώνουν όλους τους εναπομείναντες κατοίκους σε μαντροτοιχισμένη αυλή και αρχίζουν εξονυχιστικές έρευνες σε όλα τα σπίτια, προς αναζήτηση στοιχείων οργανωμένης αντίστασης, αλλά δεν βρίσκουν κανένα ίχνος. Ο οικισμός, τουλάχιστον προσωρινά, γλιτώνει το κάψιμο και τις εκτελέσεις.

Όμως, λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο του 1944, ορειβατικά πυροβόλα των Γερμανών που βρίσκονται στο Πεταλίδι, έχοντας και πάλι πληροφορίες για θύλακες οργανωμένης αντίστασης στην περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων, βάλλουν κατά του οικισμού. Ο ξερός συριστικός ήχος της πρώτης οβίδας σπάει την ησυχία της νύχτας και πέφτει στις παρυφές του οικισμού. Η αποθήκη των πυρομαχικών του ΕΛΑΣ βρίσκεται στον πυρήνα του οικισμού, σε αποθήκη ντόπιου αντάρτη. Δύο Κρητικοί αντάρτες από τη μεραρχία της Κρήτης, που έχουν εγκλωβιστεί στην περιοχή και έχουν την ευθύνη της φύλαξης των πυρομαχικών, μεταφέρουν τα πυρομαχικά ολονυχτίς εκτός του οικισμού σε προκαθορισμένη θέση φύλαξης, υπό το φόβο πιθανής βολής οβίδας εντός του οικισμού.  Η ομοβροντία οβίδων πυροβολικού δεν βρίσκει το στόχο και έτσι ο οικισμός και το αρχηγείο του ΕΑΜ γλιτώνουν και πάλι ως εκ θαύματος.

Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944, το κτήριο του αρχηγείου της εθνικής αντίστασης του ΕΑΜ, έχοντας επιτελέσει τα μέγιστα στον αγώνα για την ελευθερία του τόπου, επιστρέφει στον αρχικό εκπαιδευτικό του ρόλο. Στα μεταπολεμικά χρόνια, το σχολείο θα αποτελέσει και πάλι φάρο γνώσης και πολιτισμού για εκατοντάδες μαθητές που διέπρεψαν αργότερα και διαπρέπουν σε πολλούς τομείς της κοινωνίας. Όμως, τον Ιούνιο του 1970, το κουδούνι του θα χτυπήσει για τελευταία φορά. Το σχολείο δεν ξανάνοιξε, καθώς ένα κάθετο ρήγμα στην ανατολική πλευρά του κτηρίου, ως αποτέλεσμα τεχνικής αστοχίας αλλά και της έντονης σεισμικής δραστηριότητας που διαχρονικά παρουσιάζει η περιοχή, οδήγησαν στο οριστικό κλείσιμό του. Για την επομένη πενταετία, μέχρι το 1975, οι μαθητές του οικισμού θα αναγκαστούν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους στο δημοτικό σχολείο του διπλανού οικισμού, της Καλλιθέας, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1975 το κουδούνι του σχολείου θα χτυπήσει και πάλι στον οικισμό, σε βοηθητικό κτήριο του ιερού ναού, ως τον Ιούνιο του 1981, οπότε λόγω έλλειψης του απαιτούμενου αριθμού μαθητών, το σχολείο θα κλείσει οριστικά.

Η επιλογή εγκατάλειψης των κλειστών σχολείων στα χρόνια που ακολουθούν, στο πλαίσιο της πολιτειακής και κοινωνικής αδράνειας, σε συνδυασμό με την ιστορική άγνοια και λήθη όσον αφορά τα ιστορικά κτήρια που βρίσκονται σε αγροτικές απομακρυσμένες περιοχές, οδήγησαν το κτήριο αυτό, που αποτυπώνει σημαντικές σελίδες της ιστορίας και του πολιτισμού της Μεσσηνίας, στα όρια της καταστροφής. Σήμερα, ο επισκέπτης που θα βρεθεί μπροστά σε αυτό το ιστορικό μνημείο, προσπαθώντας να κατανοήσει τη σχέση του ιστορικού παρελθόντος με το παρόν, τη σχέση του υπάρχοντος κτηρίου με την ιστορία της περιοχής, σίγουρα θα νιώσει πίκρα και θλίψη. Όμως, αυτό το ιστορικό μνημείο θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο ιστορικής και πολιτισμικής αναφοράς για όλη τη Μεσσηνία. Καθώς μέσα από μια αρχιτεκτονική και αισθητική αποκατάσταση θα μπορούσε να προβληθεί σε αυτό η  ιστορική ανθρωπογεωγραφία της περιοχής, μέσω μιας μουσειακής έκθεσης με θέμα την τοπική ιστορία όπως αποτυπώθηκε σε αυτό το ιδιαίτερο μνημείο πολιτισμού.

Ίσως η πρόσφατη ευαισθητοποίηση της Περιφέρειας Πελοποννήσου, σε σχέση με την ανάγκη διάσωσης του ιστορικού αυτού μνημείου της Μεσσηνίας, οδηγήσει στις απαιτούμενες άμεσες πρωτοβουλίες για τη χρηματοδότηση και την αποκατάσταση του κτηρίου, που έχει ταυτιστεί με την εθνική αντίσταση και των αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία και ανεξαρτησία. Διασώζοντας έτσι όχι μόνο ένα αρχιτεκτονικό και ιστορικό μνημείο της Μεσσηνίας, αλλά και τη συλλογική ταυτότητα και αξιοπρέπειά μας, τόσο έναντι των γενεών που έχτισαν το κτήριο και αγωνίστηκαν για την ελευθερία του τόπου, όσο και έναντι των μελλοντικών γενεών.

 

Δημοσθένης Κορδός

Υποψήφιος Διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου