H αρχαία ελληνική λέξη «οικονομία» αναφέρεται πρωταρχικά στην ορθή οργάνωση του οίκου στην ευρύτερη έννοιά του και τη διαχείριση της αγροτικής περιουσίας. H οικονομία με τη σύγχρονη έννοια του όρου δεν αποτελούσε για τους αρχαίους Έλληνες ξεχωριστό τομέα, όπως παρατηρείται στον δυτικό κόσμο από τον 18ο αιώνα και μετά. Aντίθετα, ήταν ενταγμένη στην κοινωνία, και τα οικονομικά ζητήματα επηρεάζονταν άμεσα από κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Mε αυτά τα δεδομένα, η έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες εξετάζει την αρχαία οικονομία στο πλαίσιο των χαρακτηριστικών πολιτικών και κοινωνικών δομών εκείνης της εποχής, ώστε να αποφεύγεται η επικόλληση θεωρητικών σχημάτων από τη σύγχρονη οικονομία στις οικονομικές δραστηριότητες της αρχαιότητας.

H προσέγγιση των εκφάνσεων της οικονομικής ζωής κατά την κλασική περίοδο είναι πιο ακριβής συγκρινόμενη με τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους, επειδή οι σχετικές μαρτυρίες –φιλολογικές, επιγραφικές, αρχαιολογικές, νομισματικές– είναι περισσότερες και πιο λεπτομερείς.

Ιδιαίτερα η μελέτη των νομισμάτων συμβάλλει στην προσέγγιση της οικονομικής ζωής των περισσότερων αρχαίων πόλεων του ελληνικού κόσμου. Παρέχει σημαντικές πληροφορίες όχι μόνο για την καλλιτεχνική ανάπτυξη και τις πολιτικές σχέσεις των αρχών που τα εξέδωσαν, αλλά και για το μέγεθος της νομισματικής παραγωγής, τους σταθμητικούς κανόνες που ήταν σε χρήση, το εύρος της γεωγραφικής τους διασποράς, τις νομισματικές συμφωνίες, τις εμπορικές σχέσεις, καθώς και ορισμένες πτυχές οικονομικών κρίσεων που συνέβησαν ως επί το πλείστον σε τοπικό επίπεδο δίχως κρίσιμες επιπτώσεις στις οικονομίες ευρύτερων περιοχών.

Από τις πλέον χαρακτηριστικές οικονομικές κρίσεις στην ελληνική αρχαιότητα είναι η οικονομική κρίση που γνώρισε η Αθήνα κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.).

Η Αθήνα είναι ίσως η πόλη-κράτος με τη μεγαλύτερη νομισματική παραγωγή σε άργυρο κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής εποχής. Η τεράστια αυτή νομισματική παραγωγή στηρίχθηκε πρωτίστως στην εκμετάλλευση των αργυροφόρων κοιτασμάτων των μεταλλείων της Λαυρεωτικής από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., και επιπλέον στις εισφορές σε άργυρο που κατέβαλλαν ετησίως τα μέλη της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας στους Αθηναίους για αρκετές δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ.

Από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. η Αθήνα έκοψε μεγάλη ποσότητα αργυρών νομισμάτων, όπως τετράδραχμα (βάρ. 17,28 γρ.) (εικ. 1), δραχμές (βάρ. 4,32 γρ.) (εικ. 2), τριώβολα ή ημίδραχμα (βάρ. 2,16 γρ.), διώβολα (βάρ. 1,44 γρ.), τριημιωβόλια (βάρ. 1,08 γρ.), οβολούς (βάρ. 0,72 γρ.), ημιωβόλια (βάρ. 0,36 γρ.), για να αντιμετωπισθούν τα έξοδα των πολεμικών της επιχειρήσεων, να καλυφθούν οι δαπάνες του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή και να πληρωθούν οι μισθοί για υπηρεσία σε διάφορες δημόσιες θέσεις, όπως στη Βουλή των Πεντακοσίων και τα δικαστήρια της Ηλιαίας. H ποικιλία αξιών που παρουσιάζει η αθηναϊκή νομισματοκοπία δείχνει τη μεγάλη διάδοση της χρήσης νομισμάτων στην αθηναϊκή κοινωνία και στις καθημερινές συναλλαγές.

Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η παραγωγή των τετραδράχμων, τα οποία έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή. Τα νομίσματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για εμπορικούς αλλά και στρατιωτικούς σκοπούς και έχαιραν ευρύτατης αποδοχής σε όλον τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όπως καταδεικνύεται από την εύρεσή τους σε θησαυρούς που αποκρύφτηκαν από τη Σικελία έως τη Μέση Ανατολή και από τον Εύξεινο Πόντο έως την Αίγυπτο. Βέβαια, ένα μικρό ποσοστό των νομισμάτων αυτών έχει διασωθεί, καθώς τα περισσότερα χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή πολύτιμου μετάλλου για την έκδοση άλλων νομισμάτων ή την κατασκευή διαφόρων σκευών.

Στην εμπρόσθια όψη όλων αυτών των νομισμάτων απεικονίζεται η κεφαλή της Aθηνάς, της προστάτιδας θεάς της Αθήνας, με αττικό κράνος διακοσμημένο με ανθέμιο και στεφάνι ελιάς. Το στεφάνι ελιάς είναι σύμβολο νίκης και αναφέρεται στη μεγάλη συμβολή της Aθήνας στη νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών κατά τα Μηδικά. Στην οπίσθια όψη απεικονίζεται γλαύκα, το ιερό πτηνό της θεάς, παράσταση που έδωσε στην αρχαιότητα την ονομασία «γλαύκες» στα αθηναϊκά νομίσματα. Η παράσταση της οπίσθιας όψης διαφοροποιείται ανάλογα με την ονομασία του κάθε νομίσματος, ώστε να γίνεται πιο εύκολη η αναγνώριση της αξίας του, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για μικρή υποδιαίρεση. Επιπλέον, αναγράφεται η επιγραφή ΑΘΕ, δηλαδή τα τρία πρώτα γράμματα του εθνικού Αθηναίων.

Στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Aθήνα βρισκόταν σε ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση σε σχέση με τη Σπάρτη, όσον αφορά στις δυνατότητες χρηματοδότησης του πολέμου. Eκτός από την εκμετάλλευση των μεταλλείων στο Λαύριο, οι εισφορές των μελών της Aθηναϊκής Συμμαχίας κατά μέσο όρο ανέρχονταν στα 600 τάλαντα αργύρου ετησίως. Eπιπλέον, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (Ιστορίαι, 2, 13, 3-5), στην Aκρόπολη υπήρχαν 6.000 τάλαντα σε αργυρά νομίσματα, ενώ στις δύσκολες στιγμές η πόλη θα μπορούσε να προσφύγει και στα πολύτιμα μέταλλα των αγαλμάτων και των άλλων αναθημάτων που βρίσκονταν στον ιερό βράχο, τα οποία έφθαναν στα 500 τάλαντα.

Ωστόσο, η μακροχρόνια διάρκεια του πολέμου είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή κάμψη της οικονομικής υπεροχής της Αθήνας και την εξάντληση των πόρων της. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ιδιαίτερα το 413 π.Χ. Οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν τη Δεκέλεια, στο βόρειο τμήμα της Αττικής, και έτσι ήταν σε θέση να ελέγχουν την ύπαιθρο και να αποκόψουν την πρόσβαση της Αθήνας στα μεταλλεία του Λαυρίου, ενώ παράλληλα χιλιάδες δούλοι που εργάζονταν στα μεταλλεία αυτομόλησαν στους Πελοποννησίους. Επιπλέον, το εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων στη Σικελία εναντίον των Συρακουσών καταστράφηκε εντελώς με τεράστιο κόστος σε πλοία και ανθρώπινο δυναμικό. Η ήττα και η συνακόλουθη απώλεια του γοήτρου προκάλεσαν εξεγέρσεις μεταξύ των μελών της Αθηναϊκής Συμμαχίας, που έπαψαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας.

Έτσι, στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η πόλη βρέθηκε σε δεινή οικονομική θέση και για να μπορέσει να συνεχίσει τη χρηματοδότηση του πολέμου και να καλύψει τις άλλες δαπάνες της κατέφυγε σε δύο έκτακτα μέτρα.

Αρχικά οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν το περίβλημα των επτά από τα οκτώ χρυσά αγάλματα Nικών, βάρους δύο ταλάντων το καθένα, καθώς και άλλα αναθήματα που βρίσκονταν στην Aκρόπολη, προκειμένου να εκδώσει χρυσά νομίσματα το 407/6 π.X. Τα νομίσματα αυτά κόπηκαν σε έξι υποδιαιρέσεις –στατήρας ή δίδραχμο, δραχμή (εικ. 3), ημίδραχμο, διώβολο, οβολός και ημιωβόλιο–, οι οποίες είχαν τους ίδιους τύπους και βάρος με τα αντίστοιχα νομίσματα σε άργυρο αλλά με δωδεκαπλάσια αξία, αφού η σχέση χρυσού-αργύρου εκείνη την εποχή ήταν 1 προς 12. Η έκδοση μιας πλήρους σειράς ονομαστικών αξιών σε χρυσό, καταδεικνύει ότι οι συγκεκριμένες κοπές δεν αποτέλεσαν μόνον ένα μέσο για να ρευστοποιηθεί μια μεγάλη ποσότητα πολύτιμου μετάλλου, αλλά προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν σε ποικίλες και διαφορετικής κλίμακας συναλλαγές στην Αθήνα.

Ταυτόχρονα ή το επόμενο έτος (407/6 π.Χ.), σύμφωνα με τα σχόλια στον Αριστοφάνη (Βάτραχοι, 718-733), οι αρχές της πόλης έθεσαν σε κυκλοφορία τετράδραχμα (εικ. 4) και δραχμές με χάλκινο πυρήνα και αργυρό περίβλημα, τα οποία όμως είχαν την αξία των αργυρών. Η επιλογή έκδοσης υπόχαλκων αντί χάλκινων νομισμάτων, τα οποία θα είχαν μια συμβατική αξία, ίσως να οφείλεται και στο γεγονός ότι μέχρι εκείνη την εποχή οι Αθηναίοι δεν είχαν χρησιμοποιήσει το χαλκό στη νομισματοκοπία τους, σε αντίθεση με άλλες πόλεις ιδίως της Kάτω Iταλίας, λόγω της αφθονίας του αργύρου. Τα νομίσματα αυτά πιθανόν να είχαν «πιστωτικό» χαρακτήρα, δηλαδή η πόλη να είχε εγγυηθεί για μια εξαγορά τους στο μέλλον, και πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν σε μικρής κλίμακας συναλλαγές. Στην πραγματικότητα, οι Aθηναίοι δεν πρέπει να τα αποδέχτηκαν εύκολα, όπως φαίνεται και από τον Aριστοφάνη (Βάτραχοι, 725-726) που αναφέρεται σε αυτά ως «πονηρά χαλκία», παρατηρώντας ότι τα παλιά καλά νομίσματα δεν κυκλοφορούσαν πια και ότι αντικαταστάθηκαν από νομίσματα νοθευμένου κράματος.

Με αυτά τα έκτακτης ανάγκης νομισματικά μέτρα η Αθήνα κατόρθωσε να ναυπηγήσει και να εξοπλίσει έναν νέο στόλο για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη δύναμη της Σπάρτης και των συμμάχων της. Η ύστατη αυτή προσπάθεια της άλλοτε κραταιής πόλης είχε άδοξο τέλος, καθώς ο αθηναϊκός στόλος κυριεύθηκε από τους Σπαρτιάτες στους Αιγός Ποταμούς το 405 π.Χ., γεγονός που συντέλεσε στην ολοκληρωτική ήττα της Αθήνας και την παράδοσή της το 404 π.Χ.

Τα νομίσματα έκτακτης ανάγκης συνέχισαν να κυκλοφορούν στην Αθήνα για μία ακόμα δεκαετία, περίοδο πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Πρέπει να αποσύρθηκαν πριν το 392 π.Χ., κρίνοντας από τη σχετική αναφορά του Αριστοφάνη (Εκκλησιάζουσαι, 815-822), και να αντικαταστάθηκαν με νομίσματα από καθαρό άργυρο τα οποία αποτέλεσαν τη συνέχεια των παλαιών ισχυρών «γλαυκών».

 

Δρ Παναγιώτης Τσέλεκας

Λέκτορας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης