Η πρωτοποριακή, σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο, αναρτημένη από ιστία στέγη του, που θυμίζει κατάστρωμα πλοίου και «συνομιλεί» χαρακτηριστικά με τον περιβάλλοντα χώρο, ήταν αυτή που έδωσε στον Σταθμό Επιβατών του ΟΛΠ στην Ακτή Μιαούλη το προσωνύμιο «Παγόδα».

Το κτίριο αυτό τέθηκε στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων και σχεδιασμών, με τον διαχειριστή του, Οργανισμό Λιμένα Πειραιά, να θέλει την κατεδάφιση και ανακατασκευή του, κάνοντας λόγο για στατική ανεπάρκεια της στέγης και οραματιζόμενος στον χώρο αυτό, πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα. Ομάδα καθηγητών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου αντέδρασε κάνοντας έκκληση για τη σωτηρία του κτιρίου, με αίτημα που υπέβαλε προς το υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Ο ιστορικός Σταθμός Επιβατών απασχόλησε πρόσφατα το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, τα μέλη του οποίου γνωμοδότησαν ομόφωνα υπέρ του χαρακτηρισμού του ως μνημείου, καθώς «αποτελεί ευτυχή συνάντηση της κορυφαίας αρχιτεκτονικής έκφρασης με την τεχνική και κατασκευαστική έκφραση στη δεκαετία του ’60, που είναι μοναδική στην Ελλάδα και από τις ελάχιστες παγκοσμίως. Αποτελεί, επίσης, χαρακτηριστικό τοπόσημο στην περιοχή του Πειραιά και έχει ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία».

Με επιστολή του προς το ΥΠΑΙΘΠΑ, ο ΟΛΠ ζητούσε την αναβολή του θέματος προκειμένου να συγκροτηθεί κοινή επιτροπή από μέλη του υπουργείου και του Οργανισμού που θα εξετάσει τα προβλήματα στατικής επάρκειας που αντιμετωπίζει η στέγη και θα προτείνει τις κατάλληλες λύσεις. Τα μέλη του Συμβουλίου απέρριψαν ομόφωνα το αίτημα, κρίνοντας ότι τα προβλήματα της στέγης είναι αντιμετωπίσιμα και υπογραμμίζοντας ότι η μελέτη του τρόπου διαχείρισης του κτιρίου δεν έχει σχέση με το θέμα της κήρυξής του ή όχι ως μνημείου.

Σε παράσταση που πραγματοποίησε κατά τη συνεδρίαση εκπρόσωπος του ΟΛΠ ανέφερε, εξάλλου, ότι ο διεθνής διαγωνισμός που προκήρυξε για την κατασκευή της ξενοδοχειακής μονάδας κηρύχθηκε άγονος γιατί οι ενδιαφερόμενες εταιρείες προσέκρουσαν στην ιδιαιτερότητα του κτιρίου και τη διάθεση του ΟΛΠ για διατήρηση της στέγης. Έτσι, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε και αναζητείται από τον Οργανισμό νέο με γνώμονα τη λειτουργία του κτιρίου ως εκθεσιακού κέντρου.

Το κτίριο κατασκευάστηκε τη δεκαετία του ’60 σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Γιάννη Λιάπη και Ηλία Σκρουμπέλου, οι οποίοι απέσπασαν το πρώτο βραβείο σε σχετικό διαγωνισμό που προκήρυξε ο ΟΛΠ. Κύριος σκοπός της κατασκευής του ήταν ο ελλιμενισμός των υπερωκεανίων, τα οποία εξυπηρετούσαν τόσο τη μεταφορά μεταναστών στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία, όσο και τη διεξαγωγή κρουαζιέρων αναψυχής. Το μικρό μέγεθος του λιμανιού του Πειραιά, όμως, προκάλεσε τη μεταφορά των πλοίων αυτών στον Φαληρικό Όρμο, με συνέπεια ο λόγος ανέγερσης του Σταθμού να έχει ήδη εκλείψει με την αποπεράτωση της κατασκευής του. Ο Σταθμός εγκαινιάστηκε το 1967, λειτούργησε όμως ελάχιστα με την αρχική του χρήση. Από το 1976 και έπειτα χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως χώρος φιλοξενίας εκθέσεων.

Το κτίριο αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, με έναν ενδιάμεσο ημιώροφο. Σε επαφή με το κτίριο χτίστηκε μετέπειτα πολυγωνική αποθήκη, που ωστόσο δεν χαρακτηρίστηκε ως μνημείο δίνοντας στον ΟΛΠ τη δυνατότητα της κατεδάφισής της για την πλήρη ανάδειξη του ιστορικού κτιρίου.

Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων εξέτασε άλλα τρία κτίρια του λιμανιού, το Κεντρικό Λιμεναρχείο και το Τελωνείο στην Ακτή Μιαούλη και το βασιλικό κυνηγετικό περίπτερο, γνωστό με την ονομασία «Παλατάκι», στην Ακτή Ξαβερίου.

Το «Παλατάκι», έργο των αρχών του 20ου αιώνα, σε μορφή τυπικού περιπτέρου πολυγωνικής κάτοψης, χαρακτηρίστηκε ομόφωνα ως μνημείο, λόγω της συμβολικής για την περιοχή αξίας του.

Στα κτίρια της ίδιας περιόδου, Κεντρικό Λιμεναρχείο (αρχικά στέγαζε το Υγειονομείο) και Τελωνείο (αρχικά στέγαζε το Λιμεναρχείο), χαρακτηρίστηκε ως μνημείο το κέλυφός τους κατά πλειοψηφία (μειοψηφούντων των Νίκου Ζία, Ιορδάνη Δημακόπουλου, Ευγενίας Γατοπούλου και Αγάπιου Καραδελόγλου).