Στην περιοχή της δικαιοδοσίας του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Καΐρου Dra’ Abu el-Naqa, στις Δυτικές Θήβες (Άνω Αίγυπτος), μια ομάδα του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου έκανε μια αναπάντεχη ανακάλυψη: κατά τη διάρκεια εργασιών στον περιβάλλοντα χώρο της μονής Deir el-Bachit –στο πλαίσιο του προγράμματος «Ανάμεσα στο χριστιανισμό και το Ισλάμ» που χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Fritz-Thyssen- ανάμεσα σε άλλα ευρήματα, βρέθηκαν 175 όστρακα, που ανήκουν αναμφισβήτητα στο μοναστήρι. Μια πρώτη εξέταση των κειμένων απέφερε πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες: Εκτός από ορισμένες επιστολές προς τους «πατέρες της μονής» αββά Ζαχαρία και αββά Πάπα, βρέθηκε και μία αναφορά ενός μοναστηριού «του αγίου Παύλου».

Τα στοιχεία αυτά έχουν ενδιαφέρον καθώς μέχρι στιγμής ήταν αδύνατη η ταύτιση του συγκροτήματος του Deir el-Bachit. Να σημειωθεί ότι πρόκειται όχι μόνο για το μεγαλύτερο μοναστικό συγκρότημα της περιοχής, αλλά και για το τελευταίο που σώζεται σε τόσο καλή κατάσταση. Εδώ και μερικά χρόνια, το συγκρότημα έχει συμπεριληφθεί σε δύο προγράμματα, που χρηματοδοτούνται από την DFG (Deutsche Forschungsgemeinschaft), που επικεντρώνονται τόσο στην αρχαιολογική όσο και στην επιγραφική έρευνα. Τα νέα ευρήματα φαίνεται πως συμπληρώνουν το γνωστικό κενό: Και οι δύο παραλήπτες που αναφέρονται στα κείμενα, όπως γνωρίζουμε από ήδη δημοσιευμένα αν και όχι ακόμη ταυτισμένα κείμενα, συνδέονται αποκλειστικά με τη μονή του Παύλου, η οποία βρίσκεται στην περιοχή των αρχαίων Θηβών (η ακριβής θέση της δεν έχει ακόμη βρεθεί). Η ταύτιση του συγκροτήματος του Deir el-Bachit με τη μονή του Παύλου είναι επομένως πολύ πιθανή.

Μια πρώτη σύγκριση που έγινε πρόσφατα ανάμεσα στα σπαράγματα κειμένων που προέρχονται από τη Μονή του Παύλου και των οστράκων που βρέθηκαν στο Deir el-Bachit, έδειξε πως σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει αναμφίβολη ταύτιση των γραφικών χαρακτήρων, συνηγορώντας υπέρ της υπόθεσης που αναφέραμε.

Τα νέα επιστημονικά στοιχεία όχι μόνο επιτρέπουν μια νέα απόλυτη χρονολόγηση σε σχέση με το κοπτικό υλικό της περιοχής, που μέχρι τώρα δεν μπορούσε να αποδοθεί σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, αλλά οδηγούν τους επιστήμονες και σε νέες σημαντικές πηγές. Έτσι αναμένεται πως κατά τις εργασίες που διενεργούνται στο πλαίσιο των δύο προγραμμάτων θα προκύψουν στοιχεία για τον τρόπο ζωής, την οργάνωση και τη δικτύωση μιας μονής και του περιβάλλοντα χώρου της από την όψιμη αρχαιότητα μέχρι την εποχή του Ισλάμ, στοιχεία που θα συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση αυτής της συχνά παραμελημένης από την έρευνα «σκοτεινής» περιόδου.