Ο αλεξανδρινός ποιητής, που έπαιζε τένις και δεν αισθανόταν Νεοέλληνας, κατάφερε από «Βυζαντινός» να γίνει ο καλύτερος εκπρόσωπος του ελληνικού µοντερνισµού. Η µεταβίβαση της Οικίας Κωλέττη από το υπουργείο Πολιτισµού και Τουρισµού στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισµού θα δώσει την ευκαιρία στο κοινό να γνωρίσει και άγνωστες πτυχές του στο Μουσείο που θα στεγαστεί εκεί
«Ο Μιχαήλ Αγγελος, όταν τον ρώτησαν πώς έφτιαξε την Πιετά, είπε: «Είναι απλό. Παίρνεις ένα κοµµάτι µάρµαρο και βγάζεις ό,τι δεν µοιάζει µε την Πιετά. Κάπως έτσι λάξευε τα ποιήµατά του και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η απλότητά τους είναι απατηλή. Είναι απλά, αλλά καθόλου εύκολα. Γι΄ αυτό και είναι εύκολο να µεταφράσει κανείς Καβάφη σε άλλες γλώσσες, είναι όµως δύσκολο να τον µεταφράσει καλά», λέει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισµού Μανόλης Σαββίδης. Πάντως, «η ποίησή του είναι οικεία και όπως καθετί το αυθεντικό ξεπερνά εύκολα γλωσσικά και άλλα σύνορα», είπε, σε χαιρετισµό του ο υπουργός Πολιτισµού και Τουρισµού Παύλος Γερουλάνος στην παρουσίαση του νέου µουσείου που έγινε την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Και πρόσθεσε ότι «το Μουσείο Καβάφη θα µπει σιγά σιγά στη ζωή µας και θα γίνει κόµβος διεθνούς εµβέλειας», καθώς και ότι «χρέος της Πολιτείας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να βγάζει τα εµπόδια, όπου υπάρχουν».

Σε ένα βιβλίο της Νταϊάνας Χάας που επίκειται να εκδοθεί από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισµού (και τον Ικαρο) θα µπορεί κανείς να δει τα σχόλια του ίδιου του Καβάφη στα ποιήµατά του. «Ο Καβάφης τα ποιήµατά του τα εξέταζε πρώτα γραµµατολογικά και µετά φιλοσοφικά για να δει εάν έστεκαν», λέει ο Μανόλης Σαββίδης. «Εάν δεν έστεκαν, προσπαθούσε να τα διορθώσει και εάν αυτό δεν γινόταν δεν δηµοσίευε το ποίηµα, αλλά κρατούσε, ενδεχοµένως, ένα κοµµάτι του για ένα άλλο ποίηµα». Το αρχείο του Κωνσταντίνου Καβάφη, εξαιρετικά ταξινοµηµένο από τον ίδιο τον ποιητή, πέρασε από τον κληρονόµο του, Αλέκο Σεγκόπουλο, στα χέρια του βασικού µελετητή του, του φιλόλογου Γ.Π. Σαββίδη. Όταν και εκείνος πέθανε, το 1995, ο γιος του Μανόλης βρέθηκε µπροστά σε δυσκολίες και διλήµµατα που αναπόφευκτα έθετε η κατοχή ενός τέτοιου θησαυρού. «Στην αρχή δεν ήξερα προς τα πού να πάω και τι να κάνω», µας εκµυστηρεύεται. Μία εκδοχή ήταν να το παραχωρήσει σε ξένα πανεπιστήµια που έµπρακτα ενδιαφέρθηκαν, άλλη απλώς να το πουλήσει σε έναν µεγάλο οίκο δηµοπρασιών. Διάλεξε όµως τον πιο δύσκολο δρόµο, να το κρατήσει στην Ελλάδα για να αξιοποιηθεί εδώ. Σε ένα πρώτο βήµα ίδρυσε το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισµού, το 1996, ένα χρόνο µετά τον θάνατο του πατέρα του. «Αργότερα είδα ότι έγιναν ώριµες οι συνθήκες για την ίδρυση ενός µουσείου».

Ενδιάµεσα, βέβαια, εκπονήθηκαν µελέτες ως προς το αρχείο. «Παρότι φιλόλογος και ο ίδιος, δεν θέλησα να αναµειχθώ στα της επιστηµονικής µελέτης του αρχείου, για να µην υπάρχουν ανώφελες συγκρίσεις µε το έργο του πατέρα µου. Κράτησα για τον εαυτό µου τον ρόλο του πολιτιστικού µάνατζερ», λέει. Και προτίµησε να αναθέσει το επιστηµονικό έργο σε τρεις µαθητές του Γ.Π. Σαββίδη: τη Ρενάτα Λαβανίνι, καθηγήτρια στο Παλέρµο, την αναπληρώτρια καθηγήτρια στην Πάτρα Νταϊάνα Χάας και τον καθηγητή στη Λευκωσία Μιχάλη Πιερή.
«Δεν µετάνιωσα ποτέ που κράτησα και διαχειρίστηκα το αρχείο», λέει ο Μανόλης Σαββίδης. «Έχω µάθει πολλά µέσα από αυτό. Και κρατώ µία από τις πιο συγκινητικές καβαφικές ρήσεις: «Δουλεύουµε εναρέτως για τους κατοπινούς». Ο ίδιος ο Καβάφης είχε καταλάβει ότι δεν θα δικαιωνόταν εν ζωή. Ήταν όµως πεπεισµένος για το µετά. Όσο για µένα, δεν αποσκοπώ σε κανένα προσωπικό όφελος. Μόνο στην αξιοποίηση του αρχείου, και για τους κατοπινούς. Και νοµίζω ότι ο πιο πρόσφορος τρόπος αξιοποίησης είναι η ίδρυση ενός µουσείου».

Ακριβώς, άλλωστε, για τους «κατοπινούς», ο Καβάφης επέλεξε τι θα αφήσει στο αρχείο του και τι δεν θα αφήσει. «Αυτός ο απίστευτος άνθρωπος είχε µεθοδεύσει και την υστεροφηµία του», λέει ο Μανόλης Σαββίδης. «Το έργο του είναι κλασικό -αυτό δεν κρίνεται πια- και εκείνοι που τον κρίνουν κρίνονται, αφού τα µεγάλα έργα λειτουργούν ως καθρέφτης. Δεν ήταν τυχαίος και δεν πρέπει να τον υποτιµήσουµε ποτέ. Όταν συλλαµβάνω µια νέα ιδέα γι΄ αυτόν, στο αρχείο του βλέπω µετά ότι υπάρχει ήδη. Βρίσκεται πάντα ένα βήµα µπροστά από µένα».

Πηγή: Τα Νέα, Μ. Πιμπλής, 25/10/10