Η ώχρα χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τις πρώιμες κοινωνικές ομάδες του παρελθόντος, μεταξύ άλλων για την αποτύπωση ανθρώπινων και ζωόμορφων παραστάσεων, ή  άλλων συμβόλων στις εσωτερικές παρειές των σπηλαίων (βραχογραφίες) (σημ. 1), ως σύμβολο του αίματος των νεκρών (σημ. 2), σε προϊστορικές ταφές (σημ. 3), για τη βαφή της ανθρώπινης επιδερμίδας (σημ. 4), στη ζωγραφική επί τοίχου (σημ. 5), στη διακόσμηση αρχιτεκτονικών, γλυπτών μνημείων (σημ. 6) και αγγείων (σημ. 7).

Ως ώχρα νοείται η ορυκτή πρώτη ύλη, που αποτελείται κυρίως από άνυδρα ή ένυδρα οξείδια του σιδήρου. Η ύπαρξη άνυδρων οξειδίων σιδήρου δίνει στο ορυκτό κόκκινη (κόκκινη ώχρα), ενώ η παρουσία ένυδρων οξειδίων σιδήρου κίτρινη απόχρωση (κίτρινη ώχρα) (σημ. 8).

Από ορυκτολογικής άποψης η κόκκινη ώχρα οφείλει την απόχρωσή της στον αιματίτη, ο οποίος έχει τη μορφή τρισθενούς οξειδίου του σιδήρου, Fe2O3 (σημ. 9).

Η κίτρινη ώχρα είναι ένυδρο τριοξείδιο του σιδήρου. Στη φύση συναντάται με μορφή τριών ορυκτών: του γκαιτίτη, FeO(OH), του λεπιδοκροκίτη, FeO(OH) και του λειμωνίτη, FeO(OH)·H2O, που έχουν διαφορετική σύσταση και χρώμα (σημ. 10).

Στη συνέχεια παρουσιάζεται εν συντομία η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο της μελέτης μας για τον προσδιορισμό της χημικής και της ορυκτολογικής σύστασης δειγμάτων ώχρας από αρχαία μεταλλεία, η πειραματική διαδικασία και οι συνθήκες που κάθε φορά ακολουθήθηκαν, καθώς και τα αποτελέσματα, τα οποία προέκυψαν.

Δείγματα

Για τις ανάγκες του πειραματικού μέρους της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν έξι διαφορετικά δείγματα ώχρας από αρχαία μεταλλεία της Μακεδονίας και της Θράκης. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα δείγματα από το μεταλλείο ώχρας και μολύβδου-αργύρου στην περιοχή Ελιά της Θάσου, το οποίο έτυχε εκμετάλλευσης όχι μόνο κατά την αρχαιότητα, αλλά και κατά τους νεότερους χρόνους (σημ. 11) (εικ. 1-4), ένα δείγμα από το μεταλλείο ώχρας και σιδηροπυρίτη στα Κτίσματα, ανατολικά της αρχαίας Μαρώνειας στην Κομοτηνή (σημ. 12) (εικ. 5) και ένα από το Ραχώνι της Θάσου, όπου υπάρχουν ενδείξεις εκμετάλλευσης ώχρας ήδη από την προϊστορική εποχή (σημ. 13) (εικ. 6).

Στον πίνακα 1 δίνονται συνοπτικά τα βασικά χαρακτηριστικά των εξεταζόμενων δειγμάτων, συγκεκριμένα ο κωδικός και η απόχρωση του δείγματος, η γεωγραφική περιοχή, στην οποία εντοπίζεται το εκάστοτε μεταλλείο, και η χρονολόγηση των συγκεκριμένων αποθέσεων ώχρας βάσει των ιχνών της τεχνικής προσπέλασης και εξόρυξης.

Δειγματοληψία

Περίπου 1kg δείγματος ώχρας αποσπάστηκε με κοπίδι και σφυρί από την εκάστοτε απόθεση, το οποίο εν συνεχεία αποξηράνθηκε, κοσκινίστηκε και κονιορτοποιήθηκε, προκειμένου να υποστεί περαιτέρω εργαστηριακή έρευνα.

Εργαστηριακή έρευνα

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη των δειγμάτων αφορούσαν σε συνδυασμό ακτινογραφικής και μικροσκοπικής εξέτασης και χημικής ανάλυσης.

Ειδικότερα, ο ποιοτικός και ημιποσοτικός προσδιορισμός της ορυκτολογικής σύστασης των δειγμάτων έγινε κυρίως ακτινογραφικά με τη μέθοδο της περίθλασης των ακτίνων Χ (XRD), ενώ ο σε βάθος ποσοτικός προσδιορισμός ορισμένων στοιχείων βρίσκεται σε εξέλιξη και πραγματοποιείται με τη χρήση φασματοφωτομέτρου ατομικής απορρόφησης (AAS) με φλόγα τύπου PERKIN ELMER του τομέα Ορυκτολογίας-Πετρολογίας-Κοιτασματολογίας του Τμήματος Γεωλογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ. Για το λόγο αυτό τα αποτελέσματα της εν λόγω ανάλυσης δεν παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας και ως εκ τούτου δεν θα γίνει σχετική αναφορά στην παρούσα δημοσίευση.

Για τη μικροσκοπική μελέτη και τη στοιχειακή ανάλυση ορισμένων δειγμάτων χρησιμοποιήθηκε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM).

Περιθλασιμετρία ακτίνων Χ (XRD)

Γενικά

Ο προσδιορισμός της ορυκτολογικής σύστασης των διάφορων τύπων ώχρας έγινε κυρίως ακτινογραφικά με τη μέθοδο της περίθλασης των ακτίνων Χ (XRD) στο περιθλασίμετρο κόνεως ακτίνων Χ (PXRD) τύπου PHILIPS PW 1820100 με μικροεπεξεργαστή PW1710100 του Τομέα Ορυκτολογίας-Πετρολογίας-Κοιτασματολογίας του Τμήματος Γεωλογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Προετοιμασία δειγμάτων

Αντιπροσωπευτικό υλικό (0, 5gr) των εξεταζόμενων δειγμάτων (EL 1, EL 2, EL 5-2, EL 5-3, MP 1 και RBΓ 17) κονιοποιήθηκε με το χέρι σε αχάτινο γουδί μέχρι «αναφούς κόνεως» (< 2μ.) και απλώθηκε ομοιόμορφα σε πλακίδια υάλινα-δειγματολήπτες (αντικειμενοφόρες πλάκες μικροσκοπίου), τα οποία συμπιέστηκαν με μία δεύτερη αντικειμενοφόρο πλάκα, για να επιπεδοποιηθούν. Το προς ανάλυση εκάστοτε δείγμα τοποθετήθηκε σε ειδική θέση στο κέντρο του γωνιομετρημένου κυκλικού δίσκου.

Πειραματικές συνθήκες

Για την ακτινογραφική εξέταση των δειγμάτων χρησιμοποιήθηκε λυχνία χαλκού και φίλτρο Ni 0,0170mm για τη λήψη ακτινοβολίας ακτινών Χ χαλκού (CuKα) μήκους κύματος 1,54056Å. Οι συνθήκες λειτουργίας του οργάνου ήταν 35 kV, 25 mA, η ταχύτητα σάρωσης 1,2ο/sec, ενώ η περιοχή σάρωσης 3-63ο 2θ. Πριν από την ακτινογράφηση έγινε έλεγχος της ευαισθησίας και της ακρίβειας του περιθλασιομέτρου με ειδικό πρότυπο καθαρού πυριτίου. Η απόκλιση των τιμών d ήταν ±0,0002 Å και των τιμών 2θ ±0,005ο.

Λήψη και επεξεργασία φασμάτων

Ο ποιοτικός προσδιορισμός έγινε βάσει ειδικού λογισμικού προγράμματος (PC-APD 1994), που επιτρέπει την αυτόματη λήψη και επεξεργασία των δεδομένων της σάρωσης σε ψηφιακή μορφή, ενώ ο ημιποσοτικός έγινε με βάση τις απαριθμήσεις (counts) συγκεκριμένων ανακλάσεων και λαμβάνοντας υπόψη την πυκνότητα και το συντελεστή απορρόφησης μάζας (CuΚα) των ορυκτολογικών φάσεων που αναγνωρίστηκαν.

Αποτελέσματα

Η ακτινογραφική εξέταση του δείγματος EL 1 έδειξε ότι αυτό συνίσταται κυρίως από χαλαζία σε ποσοστό 32% και ασβεστίτη σε ποσοστό 18%. Στην ορυκτολογική σύσταση συμμετέχουν, επίσης, βαρύτης (18%), γκαιτίτης (14%) και μαρμαρυγίες (7%) (φάσμα 1, γράφημα 1).

Αναφορικά με το δείγμα EL 2 ο προσδιορισμός της ορυκτολογικής σύστασης έδειξε υψηλότερες περιεκτικότητες σε βαρύτη (28%) και γιαροσίτη (27%) αντίστοιχα. Σχετικά υψηλές είναι, επίσης, οι περιεκτικότητές του σε κερουσίτη, που ανέρχεται στο 22%, ενώ σε σημαντικό ποσοστό (23%) συμμετέχει ένα μη προσδιορισθέν επακριβώς υλικό (φάσμα 2).

Όσον αφορά στο EL 5-2 η εξέταση με περίθλαση ακτίνων Χ έδειξε ότι το μεγαλύτερο μέρος του συγκεκριμένου δείγματος συνίσταται από χαλαζία (61%) και βαρύτη (28%). Στην ορυκτολογική σύσταση συμμετέχουν, επίσης, σε μικρότερες ποσότητες κερουσίτης (9%) και μαρμαρυγίες (2%).

Η ακτινογραφική εξέταση του δείγματος EL 5-3 έδειξε υψηλότερη περιεκτικότητα σε χαλαζία (53%), ενώ σε αρκετά υψηλή ποσότητα συμμετέχει και καλιούχος άστριος (22%). Στην ορυκτολογική σύσταση συμμετέχουν, επίσης, σε μικρότερες ποσότητες βαρύτης (13%), μοσχοβίτης (5%), γιαροσίτης (5%) και κερουσίτης (2%).

Αναφορικά με το δείγμα MP 1 ο προσδιορισμός της ορυκτολογικής σύστασης έδειξε υψηλές περιεκτικότητες σε ασβεστίτη (35%) και αιματίτη (24%) αντίστοιχα. Σχετικά υψηλές είναι, επίσης, οι περιεκτικότητές του σε χαλαζία και χλωρίτη, που ανέρχονται στα 18% και 13% αντίστοιχα. Τέλος, στην ορυκτολογική σύσταση του δείγματος συμμετέχουν πλαγιόκλαστα και μαρμαρυγίες από 5%.

Όσον αφορά, τέλος, στο δείγμα RBΓ 17 η εξέταση με περίθλαση ακτίνων Χ έδειξε ότι το μεγαλύτερο μέρος του συγκεκριμένου δείγματος συνίσταται από χαλαζία (74%), ενώ αρκετά σημαντική είναι και η συμμετοχή των πλαγιόκλαστων (15%). Στην ορυκτολογική σύσταση συμμετέχουν, επίσης, σε μικρότερες ποσότητες μαρμαρυγίες (5%) και καλιούχος άστριος, μαγνητίτης, αιματίτης από 2%.

Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης (SEM)

Γενικά

Η μικροσκοπική μελέτη και ο προσδιορισμός της χημικής σύστασης των δειγμάτων πραγματοποιήθηκαν στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης τύπου JEOL JSM-840A με αναλυτικό σύστημα EDS LINK AN 10000, OXFORD ISIS 300 του εργαστηρίου σαρωτικής μικροσκοπίας του ΑΠΘ.

Πειραματικές συνθήκες

Το σύστημα μικροανάλυσης προετοιμάστηκε να λειτουργήσει σε κενό αέρα (10-6 Ατμ), προκειμένου να υπάρξουν οι μικρότερες δυνατές απώλειες.

Προετοιμασία δειγμάτων

Ειδικότερα, μελετήθηκαν τέσσερα από τα έξι δείγματα, και συγκεκριμένα τα EL 5-3, EL 2, MP 1 και RBΓ 17. Η εξέταση των παραπάνω δειγμάτων αφορούσε σε μικροσκοπική παρατήρηση, ενώ για τα τρία πρώτα δείγματα επιχειρήθηκε επιπλέον και στοιχειακή ανάλυση.

Για την εξέταση έγινε λήψη πολύ μικρής ποσότητας (κόκκοι) των προς μελέτη τύπων ώχρας. Τα προς ανάλυση δείγματα τοποθετήθηκαν σε μεταλλικό στέλεχος επάνω σε ταινίες διπλής όψεως (εικ. 7). Το μεταλλικό στέλεχος με τα προς μελέτη δείγματα, πριν από την τοποθέτησή του στον υποδοχέα της ηλεκτρονικής στήλης του οργάνου, υποβλήθηκε σε επανθράκωση, προκειμένου αφενός αυτά να γίνουν αγώγιμα και αφετέρου να μην επηρεαστεί η ευαισθησία του οργάνου.

Αποτελέσματα

Η χημική ανάλυση του δείγματος EL 5-3 έδειξε υψηλότερες περιεκτικότητες του δείγματος σε σίδηρο (21, 18%) και βάριο (10, 63%). Συμμετέχουν, επίσης, σε μικρότερα ποσοστά θείο, μόλυβδος, πυρίτιο, άργυρος, κάλιο, ψευδάργυρος, χαλκός, μαγνήσιο και νάτριο (πίνακας 2).

Στην εικόνα 8 δίνεται η εσωτερική δομή του δείγματος EL 5-3, όπου διακρίνονται οξείδια σιδήρου (;) (γιαροσίτης) και βαρύτης.

Χημική ανάλυση στο ίδιο δείγμα, αλλά σε διαφορετικό από το προηγούμενο σημείο (σημείο Β) έδειξε διαφοροποιήσεις, και συγκεκριμένα στοιχειακές ανομοιογένειες. Πράγματι, παρατηρήθηκε μείωση της περιεκτικότητας του δείγματος σε σίδηρο, το ποσοστό του οποίου στη συγκεκριμένη περιοχή μελέτης είναι 18,39%, αύξηση της συγκέντρωσης του πυριτίου (11,70%) και ανυπαρξία του βαρίου (βλ. πίνακα 2).

Αναφορικά με το EL 2 η στοιχειακή ανάλυση έδειξε υψηλότερη περιεκτικότητα του δείγματος σε σίδηρο (54, 66%). Σε πολύ μικρές ποσότητες συμμετέχουν, ακόμη, πυρίτιο, βάριο, μόλυβδος, θείο, άργυρος, χαλκός, νάτριο, κάλιο, μαγγάνιο, τιτάνιο και ασβέστιο (βλ. πίνακα 2).

Στην εικόνα 9 φαίνεται η μικροδομή του συγκεκριμένου δείγματος, όπου διακρίνονται οξείδια του σιδήρου σφαιροειδούς μορφής, που αντιστοιχούν στο γιαροσίτη, και βαρύτης.

Χημική ανάλυση σε διαφορετική από την προηγούμενη περιοχή εστίασης του ίδιου δείγματος (περιοχή Β) έδειξε στοιχειακές διαφοροποιήσεις. Συγκεκριμένα, παρατηρείται μείωση της περιεκτικότητας σε σίδηρο, το ποσοστό του οποίου στο συγκεκριμένο σημείο είναι 2,36% και μεγάλη αύξηση της συγκέντρωσης σε βάριο, η περιεκτικότητα του οποίου είναι 50,68% (βλ. πίνακα 2).

Ανάλογα με τα αποτελέσματα της πρώτης στοιχειακής ανάλυσης του EL 2 ήταν και τα αποτελέσματα που αφορούσαν στο δείγμα MP 1. Το ποσοστό της συγκέντρωσης του σιδήρου είναι ιδιαίτερα αυξημένο (40,50%), ενώ ιδιαίτερα σημαντική εμφανίζεται, επιπλέον, η συγκέντρωση του πυριτίου (9,62%), του αργύρου (5,88%) και του ασβεστίου (4,78%). Συμμετέχουν, επίσης, σε μικρότερες ποσότητες ψευδάργυρος, κάλιο, μόλυβδος, χαλκός, μαγνήσιο, νάτριο, βάριο, μαγγάνιο και τιτάνιο (βλ. πίνακα 2).

Η εξέταση του δείγματος RBΓ 17, τέλος, αφορούσε μόνο σε μικροσκοπική παρατήρηση. Στην εικόνα 10 απεικονίζονται πυριτικές ενώσεις (καλιούχος άστριος, πλαγιόκλαστα, χαλαζίας).

Σχολιασμός αποτελεσμάτων – Συμπεράσματα

Σύμφωνα με το χρώμα, την ορυκτολογική σύσταση και την περιεκτικότητα σε σίδηρο διακρίναμε δύο τύπους ώχρας: την ερυθρά (δείγματα EL 1, EL 2, MP 1, RBΓ 17) και την κίτρινη (δείγματα EL 5-2, EL 5-3).

Βάσει των αποτελεσμάτων του ορυκτολογικού προσδιορισμού τα εξεταζόμενα δείγματα ερυθράς ώχρας αποτελούνται κυρίως από χαλαζία, βαρύτη, ασβεστίτη και αιματίτη. Στην ορυκτολογική σύσταση συμμετέχουν, επιπλέον, γκαιτίτης, γιαροσίτης, κερουσίτης, χλωρίτης, μαρμαρυγίες, πλαγιόκλαστα, μαγνητίτης, καλιούχος άστριος και ένα μη προσδιορισθέν ακριβώς υλικό.

Ειδικότερα, ο ημιποσοτικός προσδιορισμός, που πραγματοποιήθηκε με την ακτινογραφική εξέταση, έδειξε ότι:

-Την υψηλότερη περιεκτικότητα σε χαλαζία έχει το RBΓ 17 και τη μικρότερη το MP 1.

-Το MP 1 παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό συγκέντρωσης σε ασβεστίτη, ενώ το μικρότερο έχει το EL 1.

-Ο βαρύτης συναντάται μόνο στα δείγματα από το μεταλλείο της Ελιάς σε διαφορετικές περιεκτικότητες. Την υψηλότερη έχει το EL 2 και τη χαμηλότερη το EL 1.

-Το μεγαλύτερο ποσοστό συγκέντρωσης αιματίτη παρουσιάζει το MP 1.

Τα δείγματα κίτρινης ώχρας που εξετάσαμε αποτελούνται κυρίως από χαλαζία, βαρύτη, κερουσίτη, ενώ στην ορυκτολογική σύστασή τους συμμετέχουν, επίσης, και άλλα επουσιώδη ορυκτά, όπως καλιούχος άστριος, μοσχοβίτης, μαρμαρυγίες και γιαροσίτης.

Το EL 5-2 εμφανίζει τις υψηλότερες περιεκτικότητες σε χαλαζία, βαρύτη και κερουσίτη.

Η χημική ανάλυση έδειξε ότι οι περιεκτικότητες των δειγμάτων ερυθράς ώχρας, που μελετήσαμε, και συγκεκριμένα των EL 2 (A) και MP 1 σε FeO είναι υψηλότερες κατά θέσεις (αφού η μέτρηση των FeO στην περιοχή Β του EL 2 έδειξε πολύ μικρή περιεκτικότητα, μόλις 3,04%) από τις αντίστοιχες των δειγμάτων της κίτρινης (EL 5-3 Α, Β), η οποία παρουσιάζει μεγαλύτερο ποσοστό προσμείξεων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η περιεκτικότητα του EL 2 (A) σε FeO ήταν 70,32%, του MP 1 52,10%, ενώ της κίτρινης ώχρας μόλις 27,25% και 23,66% αντίστοιχα.

Αρκετά υψηλότερη είναι η περιεκτικότητα της ερυθράς ώχρας, και συγκεκριμένα του EL 2 (Β) σε BaO, που κυμαίνεται στο 56,59% από την αντίστοιχη της κίτρινης, που κυμαίνεται από 11,87% στο EL 5-3 (A) ως -0,28% στο EL 5-3 (B).

Επιπρόσθετα διαπιστώσαμε ότι οι περιεκτικότητες της ερυθράς και της κίτρινης ώχρας σε Na2O, MgO, Al2O3, SiO2, SO3, K2O, CaO, TiO2, MnO, CuO, ZnO, PbO δεν παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση.

Η στοιχειακή ανάλυση, επίσης, που επιχειρήθηκε σε δύο διαφορετικά σημεία αντιπροσωπευτικών δειγμάτων κίτρινης (EL 5-3 Α, Β) και ερυθράς (EL 2 Α, Β) ώχρας (βλ. πίνακα 2), έδειξε μικρές διαφοροποιήσεις και στοιχειακές ανομοιογένειες κατά θέσεις. Ειδικότερα, και στις δύο περιπτώσεις παρατηρήθηκε μείωση της περιεκτικότητας σε σίδηρο και αύξηση της συγκέντρωσης του πυριτίου στο EL 5-3 Β και του βαρίου αντίστοιχα στο EL 2 Β.

Η μικροσκοπική εξέταση, τέλος, έδειξε ότι η ερυθρά και η κίτρινη ώχρα συνίστανται κυρίως τόσο από οξείδια και υδροξείδια του σιδήρου κρυσταλλικής μορφής, δηλαδή αιματίτη, γκαιτίτη και γιαροσίτη, όσο και από άμορφα. Συμμετέχουν, επίσης, μικροκρυσταλλικός βαρύτης, χαλαζίας και άλλα επουσιώδη ορυκτά, όπως προαναφέρθηκε.

 

Μ. Βαβελίδης, Τομέας Ορυκτολογίας – Πετρολογίας – Κοιτασματολογίας, Τμήμα Γεωλογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Ε. Βαρέλλα Τομέας Οργανικής Χημείας, Τμήμα Χημείας, Σχολή Θετικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Χ.Γ. Παπακώστα, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Επιστήμη Συντήρησης Έργων Τέχνης – Παθολογία Υλικών, Διάγνωση και Προστασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

*Το παρόν άρθρο αποτελεί συνοπτική παρουσίαση τμήματος του πειραματικού μέρους της διπλωματικής εργασίας της Χ.Γ. Παπακώστα, πτυχιούχου Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο «Προσδιορισμός ορυκτολογικής και χημικής σύστασης δειγμάτων ώχρας με φυσικοχημικές μεθόδους και δημιουργία προσομοιώσεων βαφών ώχρας σε δέρμα και σε ύφασμα με παραδοσιακές συνταγές βαφής», που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της φοίτησής της στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ στην Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού, και συγκεκριμένα στην Επιστήμη της Συντήρησης Έργων Τέχνης (Παθολογία Υλικών, Διάγνωση και Προστασία). Αρωγοί σε αυτό το εγχείρημα ήταν ο Καθηγητής του Τομέα Ορυκτολογίας-Πετρολογίας-Κοιτασματολογίας του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ, Μιχάλης Βαβελίδης, και η Επίκουρη Καθηγήτρια Οργανικής Χημείας του Τμήματος Χημείας του ΑΠΘ, Ευαγγελία Βαρέλλα, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια των οποίων η παρούσα έρευνα δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. Θερμές ευχαριστίες, επιπλέον, στον Νίκο Καντηράνη, Δρα Γεωλογίας, τον Αλέξανδρο Δρακούλη, υποψήφιο Διδάκτορα Γεωλογίας, την Ελένη Παυλίδου, Λέκτορα του Τμήματος Φυσικής, και την Ελβίρα Κόταλη, Δρα Χημείας του Τομέα Ορυκτολογίας-Πετρολογίας-Κοιτασματολογίας του Τμήματος Γεωλογίας, για τη διάθεση των εργαστηρίων και την καθοριστική συμβολή τους στη μελέτη των εξεταζόμενων δειγμάτων με τις φυσικοχημικές μεθόδους, που επιλέγησαν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης.