Ένα έργο του Βασιλείου Κουρεμένου στο Α´ Νεκροταφείο Αθηνών: Το ταφικό μνημείο της οικογένειας Ιωάννη Απάζογλου
Κατερίνα Τζάμου, Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης
Βάλια Γεωργιάδη, Αρχιτέκτων Μηχανικός, MA in Housing and Urbanism

Το 1981 ο Στέλιος Λυδάκης επεσήμαινε την επιτακτική ανάγκη προστασίας των μνημείων του Α΄ Νεκροταφείου μέσω της συστηματικής καταγραφής τους [σημ. 1]. Τριάντα χρόνια μετά καμία κίνηση δεν έχει γίνει προς αυτή την κατεύθυνση και μοναδική προσπάθεια μελέτης τους παραμένει η γνωστή δημοσίευση του 1972 [σημ. 2]. Έργα σπουδαίων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών εξακολουθούν να βρίσκονται στην αφάνεια και μία από τις πιο πολύτιμες υπαίθριες γλυπτοθήκες της Ευρώπης στερείται καταλόγου. Το Μητρώο του Α΄ Νεκροταφείου δεν είναι εύκολα προσβάσιμο για τους μελετητές, όμως ευτυχώς ορισμένες από τις οικογένειες διατηρούν αξιοποιήσιμο αρχειακό υλικό που μπορεί να φωτίσει σκοτεινά σημεία και να προωθήσει την έρευνα σε πολλά επίπεδα. Μια τέτοια ευτυχής συγκυρία μάς έφερε σε επαφή με τον εγγονό του Ιωάννη Απάζογλου, ο οποίος είχε διατηρήσει ανέπαφο ένα σημαντικό αρχείο, σχετικό με την κατασκευή του οικογενειακού τάφου, έργο ενός σπουδαίου αρχιτέκτονα του Μεσοπολέμου, του Βασιλείου Κουρεμένου. Χάρη στο αρχείο αυτό αποκαλύφθηκε επίσης ότι το ανάγλυφο που κοσμεί το μνημείο φέρει την υπογραφή ενός αναγνωρισμένου Γάλλου γλύπτη, του Louis Lejeune. Το ταφικό μνημείο της οικογένειας Απάζογλου δεν είναι το μοναδικό μνημείο του Βασιλείου Κουρεμένου στο Α΄ Νεκροταφείο [σημ. 3]. Είναι όμως το μόνο για το οποίο σώζονται τόσες πολλές πληροφορίες.

Ο οικογενειακός τάφος Ιωάννη Απάζογλου
Το μνημείο που θα μας απασχολήσει βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του Α΄ Νεκροταφείου (ΠΟΛ., τόμ. 18). Αποτελείται από υπόγεια κρύπτη, επάνω στην οποία στηρίζεται, σε κρηπίδωμα, ολομάρμαρος ναΐσκος χωρίς σηκό, συνολικού ύψους 8,13 μ. και διαστάσεων 3,7×3,41 μ. Το ύψος της κρηπίδας είναι 1,36 μ. και στην μπροστινή πλευρά έχει κλίμακα με τέσσερις αναβαθμούς μέσω των οποίων γίνεται η πρόσβαση στο χώρο του ναΐσκου. Δύο κίονες στην πρόσοψη και δύο διπλοί πεσσοί στην πίσω πλευρά στηρίζουν το θριγκό. Η διακόσμηση είναι κλασικίζουσα, με ιωνικό κυμάτιο, κιονόκρανα που παραπέμπουν στον παλαιοχριστιανικό τύπο «ιωνικόν μετ’ επιθήματος» [σημ. 4] και εγχάρακτα μοτίβα στην οροφή που μιμούνται φατνώματα. Σε όλα τα επίκρανα υπάρχει ανάγλυφο κόσμημα με το οικόσημο της οικογένειας. Στο διάζωμα βρίσκεται ανάγλυφη επιγραφή «ΟΙΚΟΣ Ι. ΑΠΑΖΟΓΛΟΥ» ανάμεσα σε σταυρούς εγγεγραμμένους σε κύκλο. Στο τύμπανο του αετώματος υπάρχει ανάγλυφη παράσταση κλεψύδρας, εγγεγραμμένης σε στέφανο, που πλαισιώνεται από φτερά τα οποία περιθέει ταινία. Το αέτωμα απολήγει σε σχηματικά μαρμάρινα ακρωτήρια χωρίς διακόσμηση και στην κορυφή βρίσκεται ολόγλυφος μαρμάρινος σταυρός. Ιωνικό κυμάτιο με άνθη λωτού κοσμεί το γείσο. Την οροφή κοσμούν εγχάρακτα φατνώματα και ταινία με γεωμετρικό διακοσμητικό μοτίβο τριγώνων. Στην ανατολική πλευρά, μεταξύ των πεσσών, υψώνεται τοίχος με ορθομαρμάρωση από λευκό και χρωματιστό μάρμαρο, η οποία πλαισιώνει ανάγλυφη αναθηματική πλάκα με παράσταση αγγέλου. Στο κέντρο του ναΐσκου είναι τοποθετημένη ολομάρμαρη σαρκοφάγος με διακοσμητική ταινία με ανθέμια και άνθη λωτού και καλύπτεται από πλάκα που φέρει εγχάρακτο διπλό σταυρό. Πάνω στη σαρκοφάγο είναι χαραγμένη η επιγραφή: «ΦΙΛΕΡΓΙΑ, ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ, ΦΙΛΑΛΛΗΛΙΑ, ΑΡΕΤΗΣ ΜΕΡΟΣ ΕΣΤΙ ΜΕΓΙΣΤΟΝ». Στην πίσω πλευρά, στο ύψος του κρηπιδώματος, βρίσκεται η είσοδος της κρύπτης, η οποία καλύπτεται από σιδερένια θύρα με διακόσμηση σταυρού. Ο θριγκός της πλευράς αυτής επαναλαμβάνει την ανάγλυφη διακόσμηση και την επιγραφή που υπάρχει και στην μπροστινή πλευρά, με μόνη διαφορά ότι ο σταυρός του αετώματος είναι ανάγλυφος μέσα σε καμπυλόσχημη στήλη και όχι ολόγλυφος. Ο τοίχος μεταξύ των πεσσών στην πίσω πλευρά φέρει εγχάρακτες επιγραφές: ΘΕΟΔΩΡΑ ΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 1876-1936, ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 1866-1947, ΦΑΙΔΩΝ Ι. ΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 1908-1968, ΚΙΚΗ Φ. ΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 1917-1980, ΝΤΟΛΛΗ-ΘΕΟΔΩΡΑ Ι. ΚΑΡΑΚΑΣΗ, ΚΟΡΗ Ι. ΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 1942-1977, ΟΛΓΑ Ι. ΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 1909-1979, ΙΩΣΗΦ Ι. ΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 1897-1985, ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ 1899-2000.
Η επιτοίχια ανάγλυφη πλάκα φέρει παράσταση αγγέλου με αρχαιοπρεπή ενδυμασία, όρθιου, στηριζόμενου σε κίονα με εγχάρακτη διακόσμηση μαιάνδρου. Γέρνει ελαφρά το κεφάλι προς τον δεξή ώμο, και ακουμπά το μάγουλο στο δεξί χέρι, σε στάση περισυλλογής ή θλίψης. Με το αριστερό κρατά στεφάνι από άνθη, το οποίο περιθέει ταινία. Ένα άστρο στην αριστερή γωνία της παράστασης κατευθύνει τις ακτίνες του προς τη μορφή. Στη βάση του κίονα παριστάνεται καθιστό ένα γυμνό νήπιο που κρατά στην αγκαλιά του δέσμη από άνθη. Είναι, όπως αναφέραμε ήδη, έργο του Γάλλου γλύπτη και ακαδημαϊκού Louis Lejeune, πάνω σε σχέδιο του αρχιτέκτονα.
Η υπόγεια κρύπτη είναι επίσης ολομάρμαρη, εντυπωσιακά ευρύχωρη σε σχέση με αντίστοιχα έργα και σχεδιασμένη εσωτερικά ως μικρό παρεκκλήσι με εικονοστάσιο. Οι διαστάσεις της είναι 3×3 μ., ενώ ο ωφέλιμος χώρος καλύπτει 2,50×1,30 μ., με ύψος 2,35 μ. Η πρόσβαση στο εσωτερικό γίνεται από μια στενή κλίμακα τεσσάρων βαθμίδων στη δυτική πλευρά. Εκατέρωθεν της κλίμακας, κατά μήκος των πλάγιων τοίχων και καθ’ όλο το ύψος τους, τοποθετούνται, με ευρηματικό τρόπο, «συρταρωτά» διαμερίσματα τα οποία προορίζονται για τα φέρετρα και τα οστά. Η καμαροειδής οροφή είναι βαμμένη γαλάζια, για να δίνει την εντύπωση του ουράνιου θόλου. Η είσοδος της κρύπτης καλύπτεται από σιδερένια θύρα τεχνοτροπίας art déco με διακόσμηση σταυρού και έχει υποστεί ειδική επεξεργασία για να αποδίδει το χρώμα του αρχαίου μπρούντζου.

Το αρχείο
Εργοδότες του μνημείου ήταν ο Ιωάννης Απάζογλου (1866-1947) με τους δύο γιους του Ιωσήφ (1897-1985) και Φαίδωνα (1908-1968). Ο Ιωάννης Απάζογλου ήταν μεγαλοεπιχειρηματίας της Κωνσταντινούπολης, καταγόμενος από τη Μικρά Ασία. Μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μετέφερε τα κεφάλαιά του και ίδρυσε νέες επιχειρήσεις με τους δύο γιους του [σημ. 5]. Ο γιος του Φαίδωνα Απάζογλου, Ιωάννης, είναι πια ο δικαιούχος του οικογενειακού τάφου και κάτοχος του οικογενειακού αρχείου. Το αρχειακό υλικό που αφορά το μνημείο περιλαμβάνει 12 αρχιτεκτονικά σχέδια (κατόψεις, τομές και όψεις), 2 προσχέδια-σπουδές για την ανάγλυφη πλάκα, 14 φωτογραφίες και μεγάλο αριθμό εγγράφων (αλληλογραφία, συμφωνητικά, αποδείξεις πληρωμών κ.λπ.).
Με βάση το παραχωρητήριο χρονολογούμε τον τάφο το 1939 [σημ. 6]. Η ανάθεση ανέγερσης ταφικού μνημείου όμως γίνεται το 1941, καθώς τα πρώτα αρχιτεκτονικά σχέδια φέρουν ημερομηνία 20.11.1941. Από τις αποδείξεις πληρωμών και τις ημερομηνίες των σχεδίων προκύπτει ότι το έργο ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις. Κατά τη διετία 1941-1943 μελετήθηκε και κτίστηκε η υπόγεια κρύπτη. Το 1946 αρχίζει η ανέγερση του ναΐσκου, βάσει των πρώτων σχεδίων που φέρουν ημερομηνία 29.6.1946. Το έργο ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα με μικρές τροποποιήσεις οι οποίες αποτυπώνονται και στα τελευταία σχέδια με ημερομηνία «Αύγουστος 1948».
Για τη μορφολογία του μνημείου ο Κουρεμένος συνεργάστηκε στενά με τους εργοδότες. Ο νεότερος γιος του Ιωάννη Απάζογλου, ο Φαίδωνας, συμμεριζόταν τις ίδιες αρχές και αισθητικές αξίες με τον αρχιτέκτονα και ήταν πρόθυμος να τις υποστηρίξει στην πράξη [σημ. 7]. Η σύμπνοια που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο ανδρών αποτυπώνεται στην αλληλογραφία που σώθηκε, αλλά και στην άριστη ποιότητα του αρχιτεκτονήματος. Ο Φαίδων Απάζογλου είχε συγκεντρώσει φωτογραφίες [σημ. 8] από μνημεία του Κεραμεικού και από κοιμητήρια του εξωτερικού τα οποία πρότεινε στον Κουρεμένο, ως πρότυπα για το ταφικό μνημείο της οικογένειας στο Α΄ Νεκροταφείο. Μεταξύ των φωτογραφιών αυτών βρισκόταν και ο Τάφος του Δημητρίου Αιγινήτη, έργο που ο Κουρεμένος είχε πρόσφατα ολοκληρώσει. Σύμφωνα με τις απόψεις και των δύο, το ταφικό μνημείο θα έπρεπε να είναι κλασικίζον, λιτό, χωρίς υπερβολικές διακοσμήσεις, αλλά με άριστη κατασκευή και σημασία στη λεπτομέρεια. Επέλεξαν με μεγάλη προσοχή τις χρωματικές αποχρώσεις της ορθομαρμάρωσης, ώστε το αποτέλεσμα να μην είναι κραυγαλέο και να μη δημιουργούνται έντονες αντιθέσεις. Συζητούσαν επί μακρόν για τα επιμέρους διακοσμητικά μοτίβα και τα σύμβολα και υπήρξαν ιδιαίτερα αυστηροί ως προς την επιλογή των τεχνιτών στους οποίους ανατέθηκε η εκτέλεση των εργασιών. Ο Κουρεμένος ανέλαβε το σχεδιασμό και την επίβλεψη του έργου και παρακολούθησε στενά όλα τα στάδια της εκτέλεσης. Αυτό του επέτρεψε να κάνει σταδιακά μικρές αλλαγές και διορθώσεις στα αρχικά σχέδια, σύμφωνα με τις λειτουργικές προσαρμογές που υπαγόρευε ο ίδιος ο χώρος, στην πράξη.

Από τα έγγραφα του αρχειακού υλικού προκύπτει ότι ο Κουρεμένος συνεργάστηκε με τα παρακάτω αθηναϊκά εργαστήρια: α) Παν. Αρμακόλλας, μαρμαροεργοστασιάρχης, β) Μαρμαρογλυφείον ΠΛΑΚΑΣ, Χρ. Αικατερινόπουλος και Σία, εργολήπτης, γ) γλύπτης Λεβαντής (δημιούργησε τη μακέτα της σιδερένιας πόρτας), δ) Εργαστήριον Σιδηροκατασκευών Ανδρέας Ρήγου, ε) Δημ. Ν. Μελλάς, εργοστάσιον μεταλλικών κατασκευών (κατασκεύασε τη σιδερένια πόρτα). Στα έγγραφα αναφέρονται οι διευθύνσεις των εργαστηρίων, το κόστος των υλικών και της εργασίας, ο τύπος των μαρμάρων που χρησιμοποιήθηκαν και ο συνολικός όγκος του μαρμάρου [σημ. 9]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλληλογραφία σύμφωνα με την οποία ο Κουρεμένος διακόπτει τη συνεργασία με κάποια από τα εργαστήρια τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του και στα κριτήρια ποιότητας που ο ίδιος θέτει [σημ. 10]. Η επιλογή συνεργατών, εργοληπτών και τεχνιτών, με μοναδικό γνώμονα την ποιότητα της εργασίας τους και όχι τις κοστολογήσεις και τις αμοιβές τους φαίνεται πως είναι η βασική αρχή του, μια αρχή που την αποδέχεται πλήρως και ο εργοδότης.
Σε όλα τα επίκρανα αποτυπώνεται ανάγλυφο κόσμημα διπλού Α μέσα σε κύκλο το οποίο τέμνεται από το γράμμα Ι, ένα μονόγραμμα, δηλαδή, το οποίο προβάλλεται ως οικόσημο της οικογένειας. Για το μοτίβο αυτό υπάρχουν αρκετές σπουδές του Κουρεμένου με μολύβι. Επίσης, αρκετές παραλλαγές σώζονται και για το επιτοίχιο ανάγλυφο. Ο Κουρεμένος σχεδίασε αρχικά έναν ισοσκελή σταυρό, αποτελούμενο από πέντε τετράγωνα μέσα στα οποία εντάσσονται ανάγλυφες θρησκευτικές μορφές. Στη συνέχεια έκανε μια σειρά σχεδίων που αναπαριστούν όρθιο μετωπικό Άγγελο, στηριγμένο σε κίονα, θέμα πολύ συχνό στα ελληνικά κοιμητήρια [σημ. 11] το οποίο συνδέεται με τον τύπο του «Θρηνούντος ή Πενθούντος Πνεύματος» [σημ. 12]. Από τη σωζόμενη αλληλογραφία προκύπτει ότι ο ίδιος ο Κουρεμένος ανέθεσε τη δημιουργία του ανάγλυφου στον Louis Lejeune, έναν σημαντικό Γάλλο γλύπτη και καθηγητή της École Nationale et Spéciale des Beaux-arts (ENSBA), ο οποίος είχε εργαστεί και στα έργα του Trocadéro στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1920 [σημ. 13]. Ο Lejeune ακολουθεί πιστά την εικονογραφία που προτείνει ο Κουρεμένος, με μόνη διαφορά ότι αποδίδει τον Άγγελο σε κατατομή. Τόσο η θεματολογία όσο και το ύφος του έργου παραπέμπουν σε κλασικά πρότυπα. Η αρχαϊκή λιτότητα με την οποία αποδίδονται οι μορφές και οι επιμέρους λεπτομέρειες, σε συνδυασμό με τη συγκρατημένη θλίψη που εκφράζεται από την κλίση του προσώπου και την κίνηση του χεριού του Αγγέλου, κατατάσσουν το έργο αυτό στην κλασική παράδοση της ENSBA, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα της αισθητικής του Μεσοπολέμου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα διακοσμητικά μοτίβα του μνημείου και ιδιαίτερα το θέμα της κλεψύδρας εγγεγραμμένης σε στέφανο και πλαισιωμένης από φτερά, τα οποία περιθέει ταινία. Το θέμα της φτερωτής κλεψύδρας, παρότι δεν συνηθίζεται στα ελληνικά κοιμητήρια [σημ. 14] απαντά σε όλα τα ταφικά μνημεία του Κουρεμένου. Εδώ, όμως, τόσο η θέση όσο και οι διαστάσεις προβάλλουν εμφατικά το συμβολισμό του θέματος. Η φτερωτή κλεψύδρα είναι συχνό μοτίβο στα κοιμητήρια της Αγγλίας. Η κλεψύδρα από την αρχαιότητα αποτελεί διακριτικό γνώρισμα του Χρόνου ως θεριστή, του θανάτου. Στην ετρουσκική θρησκεία συνδέεται με τον Σατούρνο-Κρόνο. Τα φτερά συμβολίζουν την υπέρβαση και τα δύο τμήματα της κλεψύδρας απεικονίζουν την κυκλική επανεμφάνιση της ζωής και του θανάτου [σημ. 15]. Ο Κουρεμένος έχει μια ιδιαίτερη έφεση στη συμβολική έκφραση και στην ιεράρχηση των συμβόλων που επιλέγει να αποτυπώσει στα έργα του. Αξίζει, λοιπόν, να σημειωθεί ότι η επιλογή της φτερωτής κλεψύδρας στο μέτωπο του μνημείου, ακριβώς πάνω από την επιγραφή του, παρουσιάζεται εξαρχής, δείχνοντας ότι ήταν μια συνειδητή επιλογή του αρχιτέκτονα, την οποία αποδέχθηκε ο εργοδότης.

Γενικές παρατηρήσεις – Συμπεράσματα
Η αρχιτεκτονική επιστήμη συνδυάζει την καλλιτεχνική δημιουργία και την καλαισθησία με τις πρακτικές λύσεις, οδηγώντας τον αρχιτέκτονα σε μια απτή και συγχρόνως καλαίσθητη κατασκευή. Στο ταφικό αυτό μνημείο θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αρχιτεκτονική διάνοια του Βασιλείου Κουρεμένου είναι εμφανής σε όλα τα σημεία του έργου. Ως μαθητής του Julien Guadet στην École Nationale et Spéciale des Beaux-arts στο Παρίσι έχει διδαχθεί τις βασικές αρχές σχεδιασμού και ανέγερσης ταφικών μνημείων. Ωστόσο ο ίδιος υπερβαίνει τους κανόνες του δασκάλου του και αποδεικνύεται ευρηματικότερος στις λύσεις που υιοθετεί [σημ. 16]. Εκτός, λοιπόν, από το γεγονός ότι όλο το καλλιτεχνικό κομμάτι του ναΐσκου το φιλοτέχνησε ο ίδιος, πρέπει να αναφέρουμε ότι έδωσε μεγάλη προσοχή και στην πρακτική πλευρά του έργου. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ιωάννη Απάζογλου, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η αρχιτεκτονική επίλυση της κρύπτης ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπος αφού ο αρχιτέκτονας είχε πρωταρχική μέριμνά του τη λειτουργικότητα του περιορισμένου αυτού χώρου. Ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκε το σύστημα εισόδου-εξόδου των σαρκοφάγων ήταν ευρηματικός και ικανοποίησε όχι μόνο τον εργοδότη αλλά και τις επόμενες δύο γενιές κληρονόμων οι οποίοι ακόμα αναφέρουν πόσο καλοσχεδιασμένο είναι το μνημείο. Το γεγονός αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο την άποψη ότι ο Βασίλειος Κουρεμένος υπήρξε ένας μεγάλος αρχιτέκτονας, καθώς τα έργα του διακρίνονται από διαχρονική καλαισθησία, λειτουργικότητα και αντοχή στο χρόνο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στέλιος Λυδάκης, Μία πολύτιμη γλυπτοθήκη: Το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, Ίδρυμα Αισθητικής Μιχελή, Αθήνα 1981, σ. 40.
[2] Ε. Τσουγκαράκη-Αγγελομάτη / Δ. Πέννα-Τσουκλίδου, Μητρώον Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, Α΄ Ζώνη, 1ον Τμήμα, Αθήναι 1972.
[3] Από την εργογραφία του Κουρεμένου, η οποία προκύπτει από έγγραφα του προσωπικού του φακέλου στην Ακαδημία Αθηνών και στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου (όπου διετέλεσε καθηγητής από το 1925 έως το 1928), πληροφορούμαστε ότι είναι ο δημιουργός τεσσάρων ταφικών μνημείων στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Συγκεκριμένα πρόκειται για τους τάφους: Κωνσταντίνου Σταθάτου (1917), Όθωνος Σταθάτου (1922), Δημητρίου Αιγινήτη (1934) και Ιωάννη Απάζογλου (1941).
[4] Α. Ορλάνδος, Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, Αθήνα 1952, σ. 315-325.
[5] Αγ. Χρυσόστομος Θεοδωρίδης, Διακριθέντες του ξεριζωμένου ελληνισμού, Αθήναι 1980, τομ. Δ΄, σ. 88-93, 305-309.
[6] Πράξις παραχωρήσεως δικαιώματος χρήσης χώρου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών με αριθμό 1708, 21 Φεβρουαρίου 1939.
[7] Προφορική μαρτυρία Ιωάννη Φ. Απάζογλου, Μάιος 2010. Ο Φαίδων Απάζογλου ήταν ένας καλλιεργημένος Κωνσταντινουπολίτης, με σπουδές στη Ροβέρτειο Σχολή και στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή της Αμβέρσας. Η ευρωπαϊκή του παιδεία, το ήθος και η καλαισθησία του ανταποκρίνονταν στην ιδιαίτερα απαιτητική φύση του Κουρεμένου όσον αφορά τις συναναστροφές και τις φιλίες του.
[8] Συνολικά 14 ασπρόμαυρες φωτογραφίες μνημείων και δημοσίων κτιρίων με νεοκλασικές αναφορές βρέθηκαν μέσα στο φάκελο με το αρχειακό υλικό για το ταφικό μνημείο Απάζογλου. Μεταξύ αυτών: ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, το Ερέχθειο της Ακρόπολης, ο τάφος Δ. Αιγινήτη στο Α΄ Νεκροταφείο, τάφοι στο νεκροταφείο του Κεραμεικού.
[9] Στον κατάλογο μαρμάρων του εργαστηρίου Αικατερινόπουλου με ημερομηνία 3.10.1942 αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο Κοκκιναρά (βάση, βαθμίδες, άνωθεν διάζωμα, επένδυση, κουπαστή) μαύρη μπορντούρα Βυτίνης, λευκή μπορντούρα πεντελικού μαρμάρου. Σε συμπληρωματικό κατάλογο με ημερομηνία 27.2.1943 αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε επίσης μάρμαρο Κοκκιναρά, Διονύσου και Βυτίνης. Σε σημείωμα του εργαστηρίου Μελλά αναφέρεται ότι η πόρτα της υπόγειας κρύπτης είναι μπρούντζινη, βαμμένη χημικώς έτσι ώστε να λάβει χρωματισμό αρχαϊκού μπρούντζου, γι’ αυτό και το κόστος της είναι υψηλό.
[10] Σε επιστολή του προς τον Απάζογλου με ημερομηνία 14.2.1947 ο Β. Κουρεμένος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο Αικατερινόπουλος είναι ενοχλητικός, ένας τάφος δεν πρέπει να είναι αποκλειστικώς αφορμή διά να κερδίσει ο εργολάβος, τα καλά μνημεία έγιναν σε 10 ή 15 χρόνια, γίνονται διά αιώνας: Ή μπλοφάρει, ή θέλει να βρει τον μπελά του, θα του κάμω δίκη και θα ξανακάμει και με έξοδά του το Μνημείον! Γράψετέ του ένα γράμμα ότι κατά διαταγήν και επιθυμίαν του αρχιτέκτονος το κόσμημα της σαρκοφάγου δεν θα γίνει προς το παρόν και ότι το τμήμα αυτό θα μείνει χονδροκομμένο όπως ευρίσκεται και του αφαιρείτε την φροντίδαν της εργασίας αυτής». [η ορθογραφία προσαρμόστηκε στο μονοτονικό.]
[11] Πέπη Γαβαλά / Ελένη Γαρέζου, Τα γλυπτά μνημεία του Κοιμητηρίου Αγίου Γεωργίου Σύρου (19ος-20ός αιώνας), Υπουργείο Αιγαίου, Δήμος Ερμούπολης, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1994, σ. 731-738. Ε. Τσουγκαράκη-Αγγελομάτη / Δ. Πέννα-Τσουκλίδου, Μητρώον Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, Α΄ Ζώνη, 1ον Τμήμα, Αθήναι 1972, σ. ΙΧ-ΧV.
[12] Στέλιος Λυδάκης, Οι Έλληνες Γλύπτες, τόμ. Ε΄, Μέλισσα, Αθήνα 1981, σ. 30, 75, 194-195 και ο ίδιος, Μία πολύτιμη γλυπτοθήκη: Το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, Ίδρυμα Αισθητικής Μιχελή, Αθήνα 1981, σ. 21-22.
[13] Preston Remington, «Ephèbe by Louis Lejeune», The Metropolitan Museum of Art Bulletin 3/22 (1927), σ. 74-76. Evans D. Steele, «The New Classicism of Louis Lejeune», The International Studio (Απρίλιος 1926). Στο αρχειακό υλικό βρέθηκε επιστολή του γλύπτη προς τον Κουρεμένο με ημερομηνία 10.2.1947, όπου αναφέρεται ότι το ανάγλυφο πρόκειται να ολοκληρωθεί μέσα στην επόμενη εβδομάδα για να το παραλάβει ο Κουρεμένος εγκαίρως στη Νίκαια της Γαλλίας και να το μεταφέρει στην Αθήνα ακτοπλοϊκώς.
[14] Πέπη Γαβαλά / Ελένη Γαρέζου, Τα γλυπτά μνημεία του Κοιμητηρίου Αγίου Γεωργίου Σύρου (19ος-20ός αιώνας , Υπουργείο Αιγαίου, Δήμος Ερμούπολης, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1994, σ. 731-738. Ε. Τσουγκαράκη-Αγγελομάτη / Δ. Πέννα-Τσουκλίδου, Μητρώον Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, Α΄ Ζώνη, 1ον Τμήμα, Αθήναι 1972, σ. ΙΧ-ΧV.
[15] J.C. Cooper, An Illustrated Encyclopedia of Traditional Symbols, Thames and Hudson, Λονδίνο 1978, σ. 132.
[16] Julien Guadet, Eléments et théories de l’Architecture, Παρίσι 1902, σ. 713-730. Στο περίφημο σύγγραμμά του ο Guadet επισημαίνει τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στα προγράμματα ταφικής αρχιτεκτονικής, ιδιαίτερα την περιορισμένη έκταση του οικοπέδου και τα λειτουργικά προβλήματα που αυτό συνεπάγεται σε σχέση με τη συσσώρευση σκευοφυλακίων και φέρετρων στους οικογενειακούς τάφους. Ο Κουρεμένος αποδεικνύεται ευρηματικότερος του δασκάλου του στη διαμόρφωση της υπόγειας κρύπτης του οικογενειακού τάφου Απάζογλου. Ας σημειωθεί ότι το ταφικό μνημείο ως θέμα διαγωνίσματος ήταν από τα συχνότερα στα προγράμματα της École Nationale et Spéciale des Beaux-arts σε όλο τον 19ο αιώνα. Βλέπε και Robin Middleton (επιμ.), The Beaux-Arts and the Nineteenth-Century French Architecture, Thames and Hudson, Λονδίνο 1982, σ. 69.

ΠΗΓΕΣ
Ακαδημία Αθηνών: ατομικός φάκελος Βασιλείου Κουρεμένου. Έρευνα Κατερίνα Τζάμου (2009).
Δήμος Αθηναίων, Διεύθυνση Μελετών, Τμήμα Παραδοσιακών Κτιρίων και Μνημείων, Μητρώο Α΄ Νεκροταφείου. Έρευνα Κατερίνα Τζάμου (2010).
Ιωάννης Απάζογλου, εγγονός του Ιωάννη Απάζογλου, γιος του Φαίδωνα Απάζογλου. Προφορικές πληροφορίες, οικογενειακό αρχείο, σχέδια, φωτογραφίες, αλληλογραφία. Έρευνα Κατερίνα Τζάμου και Βάλια Γεωργιάδη (2010).
Βάλια Γεωργιάδη, Αποτύπωση κάτοψης και φωτογράφιση μνημείου (2010).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γαβαλά Πέπη / Γαρέζου Ελένη, Τα γλυπτά μνημεία του Κοιμητηρίου Αγίου Γεωργίου Σύρου (19ος-20ός αιώνας), Υπουργείο Αιγαίου, Δήμος Ερμούπολης, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1994.
Bénézit E., Dictionnaire critique et documentaire de peintres, sculpteurs, dessinateurs et graveurs, Librairie Gründ, Παρίσι 1999, τόμ. 8, σ. 470.
Cooper J.C., An Illustrated Encyclopedia of Traditional Symbols, Thames and Hudson, Λονδίνο 1978.
Θεοδωρίδης Αγ. Χρυσόστομος, Διακριθέντες του ξεριζωμένου ελληνισμού, Αθήναι 1980, τομ. Δ΄, σ. 88-93, 305-309.
Guadet Julien, Eléments et théories de l’Architecture, Παρίσι 1902.
Le Normand-Romain Antoinette / Pingeot Anne / Hohl Reinhold / Rose Barbara / Daval Jean-Luc (1986), La Sculpture, L’aventure de la sculpture moderne – XIXe et XXe siècles, εκδ. Skira, Γενεύη 1986.
Λυδάκης Στέλιος, Οι Έλληνες Γλύπτες, τομ. Ε΄, Μέλισσα, Αθήνα 1981.
Λυδάκης Στέλιος, Μία πολύτιμη γλυπτοθήκη: Το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, Ίδρυμα Αισθητικής Μιχελή, Αθήνα 1981.
Middleton, Robin (επιμ.), The Beaux-arts and the nineteenth-century French architecture, Thames and Hudson, Λονδίνο 1982.
Ορλάνδος Α., Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, Αθήνα 1952, σσ. 315-325).
Pevsner, Nikolaus, A History of Building Types, Thames and Hudson, Λονδίνο 1976.
Pingeot Anne (επιμ.), La sculpture française au XIXe siècle, Ministère de la Culture et de la Communication, Editions de la Réunion des musées nationaux, Catalogue d’éxposition: Galeries du Grand Palais, Paris 10 avril – 28 juillet 1986. Commissariat general: Anne Pingeot. Textes: Anne Pingeot, Philippe Durey, Hélène Pinet, etc.
Planat M.P., Encyclopédie de l’architecture et de la construction, volumes 1-6, Dujardin et Cie éditeurs, Παρίσι 1888-1990, τόμ. 1, σ. 319-363 (architecture funéraire).
Remington Preston, «Ephèbe by Louis Lejeune», The Metropolitan Museum of Art Bulletin 3/22 (1927), σ. 74-76.
Steele D. Evans, «The New Classicism of Louis Lejeune», The International Studio (Απρίλιος 1926).
Τσουγκαράκη-Αγγελομάτη Ε. / Πέννα-Τσουκλίδου Δ., Μητρώον Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, Α΄ Ζώνη, 1ον Τμήμα, Αθήναι 1972.