Το αιγυπτιακό κοινοβούλιο τροποποίησε σήμερα το νόμο περί αρχαιοτήτων, επιβάλλοντας σκληρότερες ποινές για την αρχαιοκαπηλία και εγκαθιδρύοντας το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, κάτι που θα επιτρέψει στην Αίγυπτο να διεκδικεί αποζημιώσεις για μη εγκεκριμένα αντίγραφα έργων τέχνης.
Η τροποποίηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλει η αιγυπτιακή κυβέρνηση για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της και των έργων τέχνης, ιδίως των φαραωνικών αρχαιοτήτων, που έχουν διασκορπιστεί σε όλον τον κόσμο.
Τα πρόστιμα που θα κληθούν να πληρώσουν οι αρχαιοκάπηλοι θα αυξηθούν από τις 5.000-50.000 λίρες (914-9.141 δολάρια) που είναι σήμερα στις 100.000-1 εκατομμύριο λίρες (18.282-182.822 δολάρια). Επίσης, οι ποινές φυλάκισης για τους καταδικασθέντες αυξάνονται από τα 5 στα 15 χρόνια.
Οι ιδιώτες που έχουν στην κατοχή τους αρχαιότητες θα πρέπει μέσα σε έξι μήνες να τις δηλώσουν στις αρχές, διαφορετικά θα κατηγορηθούν για παράνομη κατοχή. Τα αντικείμενα αυτά θα μπορούν να γίνουν δωρεά ή να κληροδοτηθούν, όχι όμως και να βγουν από τη χώρα.
Ο νόμος δίνει επίσης στο Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων (CSA) της Αιγύπτου τα αποκλειστικά δικαιώματα για τα πιστά αντίγραφα των αρχαιολογικών θησαυρών. Παράλληλα, οι φωτογραφίες του αρχείου του CSA απαγορεύεται πλέον να χρησιμοποιούνται για εμπορικές διαφημίσεις. Ο νέος νόμος θα τεθεί σε ισχύ την 1η Μαρτίου.
Η συζήτηση στο κοινοβούλιο σημαδεύτηκε από την πρόταση του βουλευτή και επιχειρηματία Αχμάντ Εζ για την απελευθέρωση του εσωτερικού εμπορίου των λιγότερο σημαντικών αρχαιοτήτων. Ο Εζ, που ανήκει στο κυβερνών Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (PND), εισηγήθηκε να ληφθούν ως πρότυπο οι νόμοι που ισχύουν στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Τουρκία, ώστε να διαχωριστούν τα μνημεία ή τα έργα «εθνικής κληρονομιάς» από τα λιγότερο σημαντικά, η αγοραπωλησία των οποίων θα μπορούσε να επιτρέπεται. Μολονότι δεν επρόκειτο για επίσημη πρόταση τροποποίησης του νόμου, η εισήγηση αυτή προσέκρουσε στην έντονη αντίθεση του κοινοβουλίου, της κυβέρνησης και του Τύπου.
Ο υπουργός Πολιτισμού, Φαρούκ Χόσνι, και ο επικεφαλής του CSA, Ζάχι Χαουάς, απείλησαν να παραιτηθούν, υποστηρίζοντας ότι η απελευθέρωση του εμπορίου αρχαιοτήτων θα είχε ως συνέπεια την αναβίωση της εξαγωγής τους.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε σύγκριση με τη Γαλλία και τη Βρετανία», είπε ο Χαουάς, εκτιμώντας ότι ο φαραωνικός πολιτισμός είναι κατά πολύ αρχαιότερος από αυτόν των ευρωπαϊκών χωρών, και για αυτό πιο ευάλωτος στην αρχαιοκαπηλία. «Η Αίγυπτος είναι μια διαφορετική περίπτωση. Αν ανοίξουμε το εμπόριο αρχαιοτήτων θα τα καταστρέψουμε όλα. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τον οποιονδήποτε να εμπορεύεται αρχαιότητες. Πρόκειται για την κληρονομιά μας», πρόσθεσε.
Στις αρχές Απριλίου η Αίγυπτος διοργανώνει μια διεθνή διάσκεψη με θέμα την επιστροφή των αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους. Στη διάσκεψη έχουν προσκληθεί να συμμετάσχουν τριάντα χώρες.
Το CSA περηφανεύεται ότι την τελευταία πενταετία κατάφερε να επαναπατρίσει 6000 αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και θραύσματα από νωπογραφίες που τα επέστρεψε τον Δεκέμβριο του μουσείο του Λούβρου. Όμως κάποιες από τις διασημότερες αρχαιότητες παραμένουν ακόμη στο εξωτερικό, όπως η προτομή της Νεφερτίτης, που βρίσκεται στο Βερολίνο και η στήλη της Ροζέτας (με την οποία αποκρυπτογραφήθηκαν τα ιερογλυφικά), που φυλάσσεται στο Λονδίνο.

Πηγή: www.kathimerini.gr, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, 1/2/10
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_01/02/2010_321384