Μετά τον κατακερματισμό της Βυζαντινής Aυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας, τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων κατακτήθηκαν το 1207 από τον Βενετό ευγενή Μάρκο Σανούδο, ο οποίος δημιούργησε το Δουκάτο του Αρχιπελάγους, με έδρα τη Νάξο. Η Τήνος και η Μύκονος, όμως, δεν αποτέλεσαν μέρος αυτού του κράτους, αλλά περιήλθαν την ίδια χρονιά στους δύο Βενετούς αδελφούς Ανδρέα και Ιερεμία Γκίζη. Αυτό το κρατίδιο έμεινε στα χέρια των κληρονόμων και διαδόχων τους μέχρι το 1390, οπότε η Βενετία ανέλαβε την απευθείας διοίκηση των νησιών.

Αντίθετα με ό,τι συνέβη στα περισσότερα φραγκοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας, όπου τον καθολικισμό εκπροσωπούσε μόνο η φεουδαρχική αριστοκρατία των κατακτητών και ένα μέρος της τοπικής αριστοκρατίας, ως μέσο προσέγγισης των πρώτων, στην Τήνο (όπως και στη Σύρο), η πλειονότητα των κατοίκων (στη Σύρο μάλιστα σχεδόν ολοκληρωτικά) ακολούθησε το καθολικό δόγμα. Πάντως, δεν έχει διευκρινιστεί ιστορικά κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιο ρυθμό συνέβη αυτό.

Μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα η Καθολική Εκκλησία δεν είχε μονές στην Τήνο (σημ. 1). Σχετικές προσπάθειες είχε γίνει στο παρελθόν, αλλά οι Βενετοί δεν ευνοούσαν τη δημιουργία τέτοιων ιδρυμάτων, που δεν θα βρίσκονταν κάτω από τον άμεσο έλεγχό τους. Στις υπόλοιπες Κυκλάδες υπήρχαν ήδη αρκετές μονές, κυρίως Ιησουιτών και Καπουτσίνων, καθώς όλα τα υπόλοιπα νησιά είχαν περάσει υπό τον έλεγχο των Τούρκων ήδη από το 1537 ουσιαστικά και από το 1579 και τυπικά. Επομένως, εκεί όχι μόνο δεν ίσχυαν πλέον οι απαγορεύσεις των Βενετών, αλλά αντίθετα, στο πλαίσιο της συνθήκης που υπογράφηκε το 1535 μεταξύ του βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου Α΄ και του σουλτάνου Σουλεϊμάν, του λεγόμενου Μεγαλοπρεπή, όλοι οι καθολικοί κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τέθηκαν υπό την προστασία του βασιλιά της Γαλλίας. Στο πλαίσιο αυτής της συνθήκης, Γάλλοι Ιησουίτες και Καπουτσίνοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν σε περιοχές με καθολικό πληθυσμό. Η εγκατάσταση αυτή είχε ως επίσημο σκοπό την εξυπηρέτηση του καθολικού ποιμνίου, αλλά ταυτοχρόνως εξυπηρετούσε και έναν ανεπίσημο σκοπό, την πολιτιστική –μέσω της διάδοσης της γαλλικής γλώσσας– και κατ’ επέκταση και πολιτική διείσδυση της Γαλλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Τήνος όμως, που παρέμεινε μέχρι το 1715 υπό βενετική διοίκηση, το τελευταίο προπύργιο της χριστιανικής Δύσης στο τουρκοκρατούμενο Αιγαίο, μόλις από εκείνη τη χρονιά και μετά βρέθηκε υπό το ίδιο καθεστώς με τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων, όσον αφορά τη δράση των καθολικών μοναχικών ταγμάτων.

Έτσι, μέχρι το 1660, η μοναδική μοναστική παρουσία στην καθολική κοινότητα της Τήνου ήταν οι ιδιόρρυθμες μοναχές που ιδιώτευαν στα σπίτια τους. Το 1660 οι Βενετοί επέτρεψαν να λειτουργήσει στην Τήνο η πρώτη μονή. Ήταν εκείνη των Ιησουιτών. Ακολούθησαν οι πρώτοι Φραγκισκανοί, που έφτασαν στην Τήνο το 1698. Το μοναχικό τάγμα των Φραγκισκανών ή Ελασσόνων Αδελφών (Μινορίτες) ιδρύθηκε από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης στη γενέτειρά του το 1209 και αναγνωρίστηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ το 1210.

Η μονή του Αγίου Φραγκίσκου οικοδομήθηκε το 1700 στην τοποθεσία Πεντόστρατο, κοντά στο χωριό Μέση, στη μέση ενός οροπεδίου, τρία χιλιόμετρα έξω από τα τείχη του Ξώμπουργου, μεσαιωνικής πρωτεύουσας της Τήνου. Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, η οικοδόμηση πραγματοποιήθηκε χάρη σε δωρεά οικοπέδου από εύπορο ιατρό από τη Μάλτα, που ήταν παντρεμένος με Τηνιακή και κατοικούσε στο νησί. Αρχικά κτίστηκε ένας μικρός ναός, ενώ την πρώτη κοινότητα αποτελούσαν τρεις μοναχοί. Το 1703 η μονή εντάχθηκε στην εκκλησιαστική επαρχία της Βενετίας.

Το 1715, η μονή έπαθε σοβαρές ζημιές, κατά την κατάληψη της Τήνου από τους Τούρκους, και οι μοναχοί την εγκατέλειψαν. Μέχρι το 1721 οι Φραγκισκανοί είχαν χάσει την κυριότητα του ναού, την οποία ξαναπήραν έπειτα από µεσολάβηση χριστιανών διπλωµατών. Σύντομα όμως επέστρεψαν και φιλοξένησαν και τους Ιησουίτες, των οποίων η μονή είχε καταστραφεί ολοσχερώς από την τουρκική εισβολή.

Έκτοτε η µονή προσαρτήθηκε στην κεντρική µονή Santa Maria Draperis της Κωνσταντινούπολης. Κατά την εποχή της ακμής της (μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα), η μονή είχε γύρω στους 10 μοναχούς. Το 1792, στη θέση του αρχικού ναού, κτίζεται ο σημερινός (εικ. 1). Πρόκειται για μονόκλιτη θολοσκεπή βασιλική, με τρία ιερά βήματα, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους, εξυπηρετώντας τις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαφορετικοί ιερείς τελούσαν ταυτόχρονα τη θεία λειτουργία.

Η µονή επισκευάστηκε και αναπτύχθηκε, ύστερα από την οικονοµική συνδροµή της µονής της Κωνσταντινούπολης, µέχρι το 1923. Μια πυρκαγιά που ξέσπασε τότε την κατέστρεψε ολοσχερώς, αλλά οι Φραγκισκανοί την ανήγειραν πάλι. Το 1927, μία πυρκαγιά κατέστρεψε τα κελιά των μοναχών, αλλά ο ναός διασώθηκε. Σήµερα η µονή ανήκει στην Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου-Τήνου. Πρόσφατα το κτηριακό συγκρότημα αποκαταστάθηκε.

Το 1747 οι Φραγκισκανοί ίδρυσαν μία ακόμη μονή, στη νέα πρωτεύουσα του νησιού, τη Χώρα του Αγίου Νικολάου, που αντικατέστησε το κατεστραμμένο από την τουρκική κατάκτηση Ξώμπουργο. Αυτή η μονή είναι αφιερωμένη στον Άγιο Αντώνιο της Πάδοβας (εικ. 2).

Χαρακτηριστικό και των δύο μονών είναι η διαφοροποίησή τους από τον κυρίαρχο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα των καθολικών θρησκευτικών κτηρίων της Τήνου, τα οποία ακολουθούν κατά κανόνα μία απλοποιημένη μορφή του ιταλικού μπαρόκ. Η επιρροή αυτή είναι αναμενόμενη λόγω της ιστορίας του νησιού. Ναοί με μπαρόκ στοιχεία (κυρίως στην πρόσοψη) συνέχισαν να κτίζονται και επί Τουρκοκρατίας, αλλά και μετά την Ανεξαρτησία. Μάλιστα, πολλοί από τους σημερινούς ναούς, αν και ιδρύθηκαν επί Βενετοκρατίας ή Τουρκοκρατίας, απέκτησαν τη σημερινή τους μορφή κατά το 19ο αιώνα, μετά την Ανεξαρτησία, διατηρώντας όμως τις ιταλικές επιρροές, παρότι οι άμεσες σχέσεις με τη Βενετία είχαν πάψει.

Σε αντίθεση με τους ενοριακούς ναούς, που υπάγονται στη δικαιοδοσία του τοπικού επισκόπου, πράγμα που τους θέτει υπό τις αντίστοιχες τοπικές αρχιτεκτονικές επιρροές, οι μονές υπάγονται συχνά σε κέντρα που μπορεί να βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, όπως συμβαίνει με τις εν λόγω μονές των Φραγκισκανών. Αυτό οδηγεί και σε αντίστοιχες επιρροές όσον αφορά την αρχιτεκτονική τους. Στην περίπτωση της μονής του Πεντόστρατου, η διαφοροποίηση αφορά κυρίως το εξωτερικό του ναού, το οποίο μαρτυρά επιρροές εντελώς ξένες προς οποιοδήποτε αρχιτεκτονικό πρότυπο όχι μόνο της Τήνου και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, τα πρότυπα είναι φανερό ότι σχετίζονται με τους ιεραποστολικούς ναούς των Φραγκισκανών στο Νέο Μεξικό!

Οι ισπανικές ιεραποστολές στο Νέο Μεξικό ήταν μια σειρά θρησκευτικών προκεχωρημένων φυλακίων στην επαρχία Σάντα Φε του Νέου Μεξικού. Το Νέο Μεξικό αποτελούσε τότε τμήμα της Αντιβασιλείας της Νέας Ισπανίας (το σημερινό Μεξικό). Οι ιεραποστολές του Νέου Μεξικού ιδρύθηκαν από Φραγκισκανούς μοναχούς με την παρακίνηση των Ισπανών βασιλέων, με σκοπό τον εκχριστιανισμό των ιθαγενών πληθυσμών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν Ναβάχος και Απάτσι. Σκοπός αυτής της δραστηριότητας ήταν ο περιορισμός της αντίστασης των ιθαγενών πληθυσμών εναντίον της ισπανικής κατάκτησης. Οι ιεραποστολές εισήγαγαν νέα ζώα και φυτά και μικρής κλίμακας βιομηχανία στην περιοχή, αποτελώντας αυτάρκεις μονάδες. Οι πρώτες τέτοιες ιεραποστολές ιδρύθηκαν το 16ο αιώνα, ενώ κατά το 17ο αυξήθηκαν αισθητά. Οι περισσότεροι ναοί όμως χρονολογούνται στο 18ο αιώνα και προέρχονται από την ανοικοδόμηση παλαιότερων ναών που καταστράφηκαν από φυσικά αίτια ή από εξεγέρσεις των Ινδιάνων.

Ο τρόπος με τον οποίο ταξίδεψαν αυτά τα αρχιτεκτονικά πρότυπα από τόσο μακριά δεν είναι γνωστός, το γεγονός όμως ότι πρόκειται για το ίδιο μοναχικό τάγμα ασφαλώς δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Θα πρέπει να υποτεθεί ότι κάποια σχέδια μεταφέρθηκαν από μοναχούς αυτών των ιεραποστολών στην Ευρώπη, πιθανόν σε κάποια κεντρική μονή του τάγματος, όπου τα είδε κάποιος επισκέπτης μοναχός της τηνιακής μονής, ο οποίος πιθανότατα τα μετέφερε στην Τήνο.

Το πλέον αξιοσημείωτο είναι ότι η μονή του Πεντόστρατου μιμείται έναν αρχιτεκτονικό τύπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να ευδοκιμήσει στην Τήνο, καθώς στο νησί δεν υπάρχουν τα απαραίτητα υλικά για τον συγκεκριμένο τύπο. Αντίθετα, οι ναοί του Νέου Μεξικού έχουν μια μορφή που προκύπτει άμεσα από τα υλικά κατασκευής τους. Δηλαδή, είναι κατασκευασμένοι από ωμές πλίνθους, το συνηθέστερο οικοδομικό υλικό σε αυτές τις περιοχές που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ξηρασία και μεγάλες πεδινές εκτάσεις, όπου αφθονεί το χώμα, αλλά απουσιάζει η πέτρα. Κατά συνέπεια, οι ναοί αυτοί αποτελούνται από εξαιρετικά παχείς τοίχους, βασικό χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής της ωμής πλίνθου. Μάλιστα, το πάχος της κατασκευής είναι ιδιαίτερα εμφανές στους πύργους-κωδωνοστάσια που συχνά πλαισιώνουν την είσοδο του ναού (εικ. 3). Επιπλέον, σε όλη την κατασκευή είναι συχνή η χαρακτηριστική μείωση προς τα πάνω που απαντά συνηθέστατα σε τοίχους από ωμές πλίνθους από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα (π.χ. στην Αφρική ή στην Αραβική χερσόνησο), για λόγους στατικής επάρκειας.

Αντίθετα, στην Τήνο, ο ναός των Φραγκισκανών μιμείται τη μορφολογία των ισπανικών προτύπων του, χωρίς να χρησιμοποιεί τα ίδια υλικά. Αυτό είναι φυσικό, αφού στην Τήνο το χώμα δεν υπάρχει στην αφθονία με την οποία βρίσκεται στο Νέο Μεξικό, αντίθετα με την πέτρα που είναι το παραδοσιακά συνηθέστερο υλικό, λόγω ακριβώς της αφθονίας της. Παραδόξως όμως, παρά την αδυναμία χρήσης του ίδιου υλικού, ο τηνιακός ναός εφαρμόζει τη χαρακτηριστική μορφή του εξαιρετικά ογκώδους πύργου με την έντονη μείωση προς τα πάνω, ενώ και γενικότερα οι όγκοι του κτηρίου χαρακτηρίζονται από μια διαβάθμιση με μείωση προς τα πάνω, που χαρακτηρίζει και τους ναούς του Νέου Μεξικού. Αυτές οι μορφές ξεγελούν ως προς το υλικό κατασκευής τους, καθώς δεν ανταποκρίνονται καθόλου στο υλικό της πέτρας, ενώ αντίθετα αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής την οποία μιμούνται. Αυτό αποτελεί ένα μεγάλο παράδοξο εν μέσω μιας αρχιτεκτονικής που χαρακτηρίζεται επί αιώνες από την εντυπωσιακά σοφή προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες και δυνατότητες, αξιοποιώντας τα ντόπια υλικά, καθώς αυτή είναι πάντοτε και η οικονομικότερη λύση. Η επιλογή που έγινε στο ναό του Αγίου Φραγκίσκου αποτελεί ένδειξη μιας ιδιαίτερα έντονης επιθυμίας εφαρμογής του συγκεκριμένου προτύπου, αγνοώντας τυχόν εμπόδια που παρουσιάζονται από την απουσία των κατάλληλων υλικών. Διάφορες άλλες μορφολογικές λεπτομέρειες, ξένες προς την ντόπια παράδοση, επαληθεύουν αυτή την υπόθεση. Χαρακτηριστικότερο είναι το «αέτωμα» της πρόσοψης, το οποίο παρουσιάζει εντυπωσιακή ομοιότητα με τα αετώματα του ναού του Αγίου Ιωσήφ (San José) στη Laguna του Νέου Μεξικού (εικ. 4) και του ναού του Αγίου Φραγκίσκου στο Taos (εικ. 5). Σε αντίθεση με τα αντίστοιχα αετώματα των μπαρόκ ναών του νησιού (μεταξύ των οποίων ακόμη και στον άλλο ναό του τάγματος στη Χώρα της Τήνου), όπου η εναλλαγή καμπύλων και κυρτών σχημάτων οδηγεί σε μια σταθερή καθοδική πορεία από την κορυφή του αετώματος προς τα δύο άκρα, σε πλήρη αρμονία με τα πολυάριθμα παραδείγματα των μπαρόκ προσόψεων όλης της Ευρώπης, εδώ έχουμε μία ανύψωση των άκρων. Σε πλήρη αντίθεση με όλα αυτά τα στοιχεία έρχεται το κωδωνοστάσιο, που μόνο αυτό ακολουθεί πιστά την τοπική παράδοση, ομοιάζοντας με την πλειονότητα των πολύ χαρακτηριστικών κωδωνοστασίων του νησιού, σαν να ανήκει σε άλλο κτήριο.

Στην περίπτωση της δεύτερης μονής των Φραγκισκανών στη Χώρα της Τήνου, η πρόσοψη είναι τυπικό δείγμα ιταλικού μπαρόκ, χωρίς καμία ομοιότητα με το ναό του Πεντόστρατου. Αντίθετα, εδώ η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα εντοπίζεται στο εσωτερικό και συγκεκριμένα στο παρεκκλήσιο που βρίσκεται στα αριστερά του κεντρικού κλίτους (σημ. 2). Αυτό περιλαμβάνει μία κατασκευή από μάρμαρο που αποτελεί την είσοδο στην κόγχη του παρεκκλησίου (εικ. 6, 7, 8, 9). Η ιδιαιτερότητα της κατασκευής εντοπίζεται κατ’ αρχήν στη χρήση ενός φαιού μαρμάρου που δεν φαίνεται να προέρχεται από την Τήνο. Αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοπερίεργο σε ένα νησί με μεγάλη παραγωγή μαρμάρου, η οποία έδωσε ένα τεράστιο πλήθος κατασκευών, που κατά το 19ο αιώνα συνέβαλαν αποφασιστικά στην παγίωση και τελειοποίηση της κλασικιστικής τεχνοτροπίας σε όλο το νεοελληνικό κράτος και ακόμη παραπέρα, στο σύνολο του ελληνικού κόσμου, μέσω των παραγγελιών των Ελλήνων της Διασποράς. Κυρίως όμως, η ιδιαιτερότητα είναι μορφολογική. Η τελειότητα της εκτέλεσης είναι μοναδική για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα του 18ου αιώνα και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αδρότητα της ντόπιας παραδοσιακής μαρμαροτεχνίας της εποχής, την οποία παρατηρούμε σε όλα τα σχετικά δείγματα, με αποκορύφωμα τους περίφημους φεγγίτες, που εκείνη την εποχή χαρακτηρίζονται από ρηχό ανάγλυφο, με αδρή λάξευση. Επιπλέον, η μορφολογία της κατασκευής στο παρεκκλήσιο του ναού του Αγίου Αντωνίου είναι μοναδική. Οι αρράβδωτοι τοσκανικοί κίονες, τοποθετημένοι ανά δύο, το επιστύλιο με τις εσοχές-εξοχές, καθώς και οι πολύ μεγάλες έλικες, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της μανιεριστικής τεχνοτροπίας, που, με πρότυπο τη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας (1519-1534) (εικ. 10), έργο του Μιχαήλ Αγγέλου, εισηγητή του συγκεκριμένου μορφολογικού λεξιλογίου, κυριάρχησε στην Ιταλία κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και αργότερα και εκτός αυτής, αποτελώντας τον προάγγελο του μπαρόκ. Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όμως, του 18ου αιώνα, αυτές οι μορφές ήταν εντελώς άγνωστες και η απουσία άλλων τέτοιων παραδειγμάτων το επιβεβαιώνει. Η μορφολογική μοναδικότητα, σε συνδυασμό με τη θεαματική διαφορά στην ποιότητα της εκτέλεσης ανάμεσα σε αυτό το δείγμα και σε όλη την τοπική παραγωγή της εποχής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο σύνολο θα πρέπει να κατασκευάστηκε αλλού και να ήρθε σε τμήματα που συναρμολογήθηκαν, κατά πάσα πιθανότητα από την Ιταλία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους ιστορικούς δεσμούς της Τήνου με αυτήν.

Μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα, με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και την καθιέρωση του κλασικισμού, η Τήνος «προμήθευσε» την πρωτεύουσα με κορυφαίους γλύπτες και μαρμαροτεχνίτες, οι οποίοι έδειξαν μια εντυπωσιακά γρήγορη προσαρμογή στο πέρασμα από την αδρή επεξεργασία των επιφανειών της παραδοσιακής μαρμαροτεχνίας στις τέλεια επεξεργασμένες επιφάνειες των μαρμάρινων μελών των νεοκλασικών κτηρίων που έκτισαν και των γλυπτών που δημιούργησαν. Ένα τέτοιο πέρασμα δεν είναι αυτονόητο. Το κυριότερο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την καθιέρωση του κλασικισμού και αυτό για το οποίο ο κλασικισμός κατηγορήθηκε περισσότερο από όλα ήταν η ρήξη με την τοπική παράδοση. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και των συναφών τεχνών ήταν η λεγόμενη «γραφική ακανονιστία», η οποία ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις τέλεια επεξεργασμένες επιφάνειες των κατασκευών της κλασικής αρχαιότητας. Η γραφική ακανονιστία αποτελεί το χαρακτηριστικότερο σημείο ρήξης με την αρχαιότητα και σηματοδοτεί το πέρασμα στον Μεσαίωνα, σε μια κοινωνία με διαφορετική κοσμοθεωρία και επομένως και αισθητικές αρχές. Στη μεσαιωνική τέχνη (είτε μιλάμε για τον δυτικό Μεσαίωνα είτε για το Βυζάντιο), αυτό που έχει σημασία είναι η συνολική εντύπωση αρμονίας του κτηρίου ή του έργου τέχνης, πράγμα που έχει θεολογική ρίζα και απορρέει από τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στην κοσμοθεωρία του αρχαίου κόσμου και σε αυτήν του χριστιανικού. Όσον αφορά την επίσημη αρχιτεκτονική, η αρχαία προτίμηση προς την τελειότητα στην επεξεργασία των λεπτομερειών επανήλθε στη Δύση με την Αναγέννηση. Στην Ελλάδα όμως, η λεγόμενη «ελάσσων» ή «ανώνυμη» αρχιτεκτονική και τέχνη, που ήταν ο συνεχιστής της μεσαιωνικής παράδοσης, αποτελούσε ουσιαστικά τη μοναδική καλλιτεχνική έκφραση στον ελληνικό χώρο κατά την εποχή της Ανεξαρτησίας, πόσο μάλλον που το νέο ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε ακριβώς από τις φτωχότερες, πιο αραιοκατοικημένες και πιο απομακρυσμένες από τα μεγάλα κέντρα περιοχές, όπου άλλες μορφές πλην αυτών της παράδοσης ήταν άγνωστες.

Κατά συνέπεια, το νεοελληνικό κράτος, που υιοθέτησε με ενθουσιασμό τον κλασικισμό ως το πλέον κατάλληλο ρεύμα για την επανασύνδεσή του με το αρχαιοελληνικό παρελθόν του, απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες τις παραδοσιακές μορφές και τεχνικές, θεωρώντας τες –λανθασμένα βέβαια– ως δείγματα της «εκβαρβάρωσης» στην οποία οδήγησε η Τουρκοκρατία και στράφηκε προς μορφές εμπνευσμένες από την κλασική αρχαιότητα, αναζητώντας τους αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες και τεχνίτες που θα τις υλοποιούσαν. Οι Τηνιακοί ανταποκρίθηκαν με εντυπωσιακή ταχύτητα σε αυτή την αλλαγή και πέρασαν με χαρακτηριστική ευκολία από τις αδρές παραδοσιακές μορφές στις τέλεια επεξεργασμένες μορφές του κλασικισμού, καθιστώντας την Τήνο τον βασικό «προμηθευτή» της πρωτεύουσας –και όχι μόνο– στο ανάλογο ανθρώπινο δυναμικό.

Αυτή η εντυπωσιακά γρήγορη προσαρμογή, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα μοναδικότητα του δείγματος του παρεκκλησίου στο ναό του Αγίου Αντωνίου, δημιουργεί εύλογα την υποψία ότι η μανιεριστική κατασκευή του 18ου αιώνα, πρέπει να έπαιξε κάποιο «εκπαιδευτικό» ρόλο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την κομβική θέση της στο λιμάνι του νησιού, αλλά και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, αποτελούσε επί δεκαετίες το μοναδικό σε όλο το νησί δείγμα μεγάλης μαρμάρινης κατασκευής που εντασσόταν στην ευρωπαϊκή κλασικιστική παράδοση, με την ευρύτερη έννοια. Αυτό βέβαια είναι θέμα προς διερεύνηση και θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο της μελλοντικής έρευνας, καθώς μάλιστα πρόσφατα επανευρέθησαν τα χαμένα αρχεία της μονής του Αγίου Αντωνίου (σημ. 3), η μελέτη των οποίων ίσως να ρίξει κάποιο φως στο θέμα. Άσχετα με αυτό, όμως, η μαρμάρινη είσοδος του παρεκκλησίου, με την εξαιρετική ποιότητα της κατασκευής και τη μορφολογική μοναδικότητα που τη χαρακτηρίζουν –ακόμη και σήμερα– αποτελεί ένα μνημείο σπάνιας ποιότητας, που αξίζει μεγαλύτερη προσοχή. Και οι δύο ναοί των Φραγκισκανών, με τα μοναδικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που περιγράφηκαν, αποτελούν επιπλέον αποδείξεις του εξαιρετικού πολιτιστικού πλούτου της Τήνου, δυσανάλογα μεγάλου σε σχέση με το μέγεθος του νησιού. Αυτός ο πλούτος οφείλεται στις μοναδικές ιστορικές συγκυρίες που έδωσαν στην Τήνο έναν εντελώς ξεχωριστό ρόλο ως προπύργιο του δυτικού πολιτισμού στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια εποχή κατά την οποία αυτός δεχόταν ισχυρές πιέσεις και κινδύνευε με εξαφάνιση από την κοιτίδα του.

 

Διονύσιος Ρουμπιέν

Επίκουρος Καθηγητής Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Δυτικής Ελλάδας

Δρ ΕΜΠ και αναστηλωτής ΕΜΠ και CHEC Paris