Τριάντα δύο χρόνια ακριβώς μετά τη «χρυσή» ανακοίνωση του εντοπισμού των βασιλικών τάφων του Φιλίππου από τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο, η Βεργίνα, η «αρχαιολογική ανακάλυψη του αιώνα», εξακολουθεί να «γεννά» χρυσάφι, μύθους και «τροφή» για επιστήμονες αλλά και πολιτικές
Τα ευρήματα των δύο τελευταίων καλοκαιριών (το χρυσό στεφάνι του 2008 που αποδόθηκε στον Ηρακλή, έναν από τους δύο δολοφονηθέντες γιους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και το ασημένιο αγγείο του 2009 με οστά μέσω των οποίων ερευνάται η ταυτότητα) επανέφεραν στην επιστημονική αλλά και πολιτική επικαιρότητα το θέμα «Βεργίνα και αρχαίοι Μακεδόνες», αλλά και τον προβληματισμό για το πόσο ένα αρχαιολογικό εύρημα μπορεί και με ποιον τρόπο να αποτελέσει αντικείμενο πολιτικής διαχείρισης. Δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, σχεδόν ταυτόχρονα με την πρώτη μεγάλη έκρηξη του λεγόμενου Μακεδονικού ζητήματος (το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη έγινε στις 14 Φεβρουαρίου του 1992), η «αίγλη» της Βεργίνας αξιοποιείται ως τουριστικός προορισμός, αλλά και ως χαμηλών τόνων επιστημονικό «επιχείρημα»- απάντηση για το ιστορικό παρελθόν των αρχαίων Μακεδόνων. Τα χρυσά ευρήματα της Βεργίνας εκτέθηκαν για 20 χρόνια (ώς το 1997) στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης συγκεντρώνοντας τον μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών και το αρχαίο μακεδονικό σύμβολο του δεκαεξάκτινου αστεριού που κοσμούσε τη λάρνακα του Φιλίππου έγινε σημαία, πλαστική απομίμηση σε τουριστικά περίπτερα, περιτύλιγμα για σοκολατάκια, καραμέλες, αναπτήρες, σχέδιο για κοσμήματα, αισθητικό, επιστημονικό, πολιτικό, εθνικό «πρότυπο».

Στο μεταξύ, η έρευνα συνεχίζεται. Διάδοχος του Μανόλη Ανδρόνικου ως επικεφαλής της πανεπιστημιακής ανασκαφής ανέλαβε το 1992 η καθηγήτρια Αρχαιολογίας Στέλλα Δρούγου, η οποία παραιτήθηκε τελικά από τη θέση εννιά χρόνια αργότερα διαμαρτυρόμενη για τη χρόνια άρνηση των αρμόδιων φορέων να εντάξουν σε πακέτο χρηματοδότησης την προτεινόμενη ανέγερση και λειτουργία Αρχαιολογικού Κέντρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στον χώρο. Τη θέση ανέλαβε το 2001 η καθηγήτρια και ευρωβουλευτής πλέον Χρυσούλα Παλιαδέλη, της οποίας η επιστημονική ομάδα εντόπισε πρόσφατα νέα χρυσά εντυπωσιακά ευρήματα.

Η ανασκαφή στη Βεργίνα είναι «διπλή». Διεξάγεται κατά ένα μέρος από το πανεπιστήμιο (με χρηματοδότηση του υ πουργείου Παιδείας), αλλά και από την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων (με χρηματοδότηση από το ΥΠΠΟ).

Τι είναι η Βεργίνα σήμερα; Υπάρχει στον κόσμο αρχαιολογικό- επιστημονικό εύρημα που να έγινε τόσο πολύ και με τέτοιους τρόπους αντικείμενο πολιτικής διαχείρισης;

«Είναι ένα εύρημα που ανέτρεψε την αρχαιολογική επιστήμη», λέει η Χρυσούλα Παλιαδέλη. «Ένας τεράστιος χώρος με αρχαιολογικά σύνολα εξαιρετικής σημασίας για την επιστήμη της Αρχαιολογίας που βοηθάει να καταλάβουμε κομμάτια της Ιστορίας μας που δεν τα γνωρίζαμε. Ένα μέρος του χώρου αυτού έχει αξιοποιηθεί για τον πολύ κόσμο, αλλά το υπόλοιπο χωριό – επειδή η Τοπική Αυτοδιοίκηση ποτέ δεν αντιμετώπισε τον αρχαιολογικό χώρο ως ένα κομμάτι του χωριού και κρεμάστηκε μόνο στα αρχαία του- άφησε αναξιοποίητα πολύ σημαντικά κομμάτια, όπως το φυσικό τοπίο και η τοπική λαογραφική παράδοση. Όσο για τον τρόπο της χρήσης και τους χειρισμούς; Τα αποτελέσματα της έρευνας ήρθαν να καλύψουν ένα μεγάλο επιστημονικό κενό και να ενταχθούν σε μια μεγάλη επιστημονική συζήτηση, η οποία εμπλέκεται και ένα πολιτικό ζήτημα. Η αλήθεια είναι πως η Βεργίνα δεν αξιοποιήθηκε σωστά». «Ο Μανόλης Ανδρόνικος», προσθέτει η καθηγήτρια Στέλλα Δρούγου, «είχε τεράστια επιστημονική τόλμη για να κάνει την πρόταση και η ιστορική συγκυρία της εποχής “κούμπωσε” με την εθνική ευαισθησία του Βορειοελλαδίτη τότε πρωθυπουργού. Η ανασκαφή όμως δεν προκλήθηκε από κανένα πολιτικό μοτίβο. Έγινε επειδή ήταν εκεί το ΑΠΘ. Κάθε επιστημονικό επίτευγμα δικαιούται ή μπορεί να είναι αντικείμενο πολιτικής διαχείρισης (το βραβείο Νόμπελ ή ο τόπος καταγωγής του Μότσαρτ λ.χ). Σ΄ αυτό δεν επεμβαίνει άμεσα ο ερευνητής και δεν μπορεί να το σταματήσει… Άλλο πράγμα η προπαγάνδα κι άλλο ο επιστημονικός διάλογος. Κι εδώ υπάρχει ένα κεφάλαιο που λέγεται παραποίηση επιστημονικών δεδομένων και συνθηματολογία».

Πόσο βαριά είναι η κληρονομιά, πόσο δυνατή η διαχείριση και η διατήρηση του μεγαλείου του ευρήματος;

Χ.Π.: «Η αλήθεια είναι ότι ζήσαμε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη σκιά του άνδρα, αντιμετωπίσαμε- με τον θάνατό του- εχθρικό περιβάλλον, αλλά παρ΄ ότι προκληθήκαμε πολλάκις καταφέραμε να κρατήσουμε τη συζήτηση στο στενά επιστημονικό της επίπεδο».

Σ.Δ.
: Μιλά για το βάρος της κληρονομιάς, την τύχη της συγκυρίας, αλλά και την ευθύνη της συνέχειας εν μέσω της κριτικής που δέχτηκαν. «Στα χρόνια που κύλησαν βεβαίως πήραμε τις ευθύνες μας. Η ανασκαφή εξάλλου είναι κάτι πολύ ζωντανό», συμπληρώνει.

Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί το πολιτικό και επιστημονικό χρυσάφι του ευρήματος;

Χ.Π.: «Η έκθεση στο στέγαστρο, όταν γίνει με σωστή ξενάγηση, μπορεί να συμβάλει ή απλώς να ενημερώσει τον επισκέπτη. Χρειάζεται όμως και ανάπτυξη του αρχαιολογικού χώρου. Στην Ευρωβουλή ομολογώ ότι δεν έχω στόχο να ακυρώσω την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα για να καταταγώ απλουστευτικά ως “μακεδονομάχος”. Από την άλλη ομολογώ ότι ξαφνιάζομαι, καθώς παρ΄ ότι έχουμε όλα τα ουσιαστικά επιχειρήματα με το μέρος μας, καταφέραμε να είμαστε οι απολογούμενοι».

Σ.Δ.: «Η επιστήμη είναι εθνικό δεδομένο. Θα προσφέρουμε στο έθνος μόνο όταν εξαντλήσουμε τις επιστημονικές δυνατότητες του ευρήματος. Οποιαδήποτε επιστημονική δραστηριότητα στη Βεργίνα έχει τεράστια απήχηση. Το ΑΠΘ θα πρέπει να αναλάβει πολύ πιο έντονα τις υποχρεώσεις του στον χώρο. Με ανάλογο τρόπο πρέπει η Πολιτεία να σχεδιάσει και να αλλάξει στρατηγική. Τα μνημεία δεν είναι σκηνικά για τουριστικά γραφεία. Όσοι έχουν στα χέρια τους τη χώρα να ακούν περισσότερο την επιστήμη και να της δίνουν περισσότερο χώρο».


Στα ίχνη συζύγου του Μεγάλου Αλεξάνδρου;


Κρύβει κι άλλα μυστικά η Βεργίνα;

Χρυσούλα Παλιαδέλη: «Δεν περιμένω άλλα ευρήματα από την αγορά. Περιμένω τα αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας των οστών από το τελευταίο εύρημα. Αν διαπιστωθεί πως ανήκουν σε γυναίκα, τότε μάλλον είναι μίας από τις συζύγους του Μεγάλου Αλεξάνδρου- μητέρας των δολοφονημένων γιων του. Όχι, δεν μπορεί να είναι εκεί ο τάφος του Αλέξανδρου». Στέλλα Δρούγου: «Δεν είμαστε κυνηγοί ανέλπιστων θησαυρών. Ο στόχος δεν είναι να βρούμε κι άλλα. Αυτά που έχουμε μπορούν να δώσουν υλικό για άλλη μια γενιά αρχαιολόγων. Δεν είμαστε κυνηγοί ευρημάτων. Είμαστε μέτοχοι και δημιουργοί πολιτισμού. Όλοι ονειρεύονται τον Αλέξανδρο στην Ελλάδα. Προσωπικά είμαι εναντίον του να βρεθεί ποτέ και οπουδήποτε ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το σενάριο σκοτώνει το παραμύθι. Και τα παραμύθια τα χρειαζόμαστε».

Ανασκαφές

1938. Αρχίζουν οι ανασκαφικές έρευνες του ΑΠΘ στη Βεργίνα με επικεφαλής τον καθηγητή Κ. Ρωμαίο.

Αρχές του ΄50. Η έρευνα συνεχίζεται από τους καθηγητές Γ. Μπακαλάκη και Μανόλη Ανδρόνικο.

1976. Αρχίζει η υπό τον Μανόλη Ανδρόνικο ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας.

1977. Στις 8 Νοεμβρίου ο καθηγητής ανακοινώνει επίσημα στο ΑΠΘ τη «σημαντικότερη αρχαιολογική αποκάλυψη του αιώνα», τους δύο ασύλητους τάφους του Φιλίππου και της Περσεφόνης.

1992. Την ανασκαφή ανέλαβε η καθηγήτρια Στέλλα Δρούγου.

2001. Τη σκυτάλη πήρε η καθηγήτρια Χρυσούλα Παλιαδέλη.

Πηγή: Το Βήμα, Β. Χαρισοπούλου, 9/11/09