Οδηγώντας προς την Κάτω Χώρα των Κυθήρων, περνά κανείς τα Αρωνιάδικα και στα Δόκανα στρίβει αριστερά με κατεύθυνση τη δυτική ακτή του νησιού. Εδώ υπάρχει αρκετή βλάστηση, αν σκεφτεί κανείς την ερημιά που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Το πρώτο χωριό στα τρία χιλιόμετρα είναι οι Αραίοι και ακολουθεί ο Μυλοπόταμος, μια ολόκληρη αγροτική κοινότητα κτισμένη δίπλα στα ερείπια μιας βενετσιάνικης καστροπολιτείας. Τα σπίτια του σημερινού Μυλοπόταμου έχουν μορφολογική ομοιογένεια, που δίνει χρώμα στον σύγχρονο οικισμό: κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να ίσχυε και για τη μεσαιωνική πόλη. Μέσα στο κάστρο τα σπίτια είναι κτισμένα σε συγκροτήματα διώροφων κατοικιών, λόγω της στενότητας του χώρου. Οι δύο όροφοι δεν επικοινωνούν εσωτερικά, αλλά ανέβαινες στον πάνω όροφο μέσω μιας σκάλας εξωτερικής, που κατέληγε σε πλατύσκαλο ή εξώστη. Οι ισόγειοι χώροι ήταν βοηθητικοί, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα σύγχρονα χωριατόσπιτα, στεγάζονταν με κυλινδρικούς θόλους και θερμαίνονταν με γωνιακό τζάκι. Βασικά οικοδομικά τους χαρακτηριστικά ήταν τα φουρούσια, οι αφανείς γωνιακοί λίθοι και η αργολιθοδομή, ο «ηλιακός» εξώστης και η καμινάδα. Ένας σχετικά σύντομος περίπατος στις επάλξεις προσφέρει τη μοναδική θέα ενός πελάγους που το διεκδίκησαν όλες οι ηγέτιδες δυνάμεις της νότιας Ευρώπης στους πενήντα αιώνες της ιστορίας του νησιού. Μόλις μετά βίας ιχνηλατείς τους τελευταίους επτά αιώνες στα ερείπια του μπούργκου του Μυλοπόταμου.

Δεν μαρτυρείται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κάποιος νεολιθικός οικισμός ανάλογος με εκείνον της Γραμμικής Α που εντόπισε ο Γ. Σακελλαράκης στον Άη Γιώργη στο Βουνό, ή παρεμφερής με τα μινωϊκά ευρήματα (3000-1200 π.Χ.). Το Τσιρίγο πρέπει να είχε εποικισθεί από Φοίνικες και Κρήτες εμπόρους κατά το δεύτερο ήμισυ του 9ου π.Χ. αιώνα, ενώ λείψανα της Εποχής του Χαλκού στο Καστρί (Παλαιόπολη) χρονολογήθηκαν ανάμεσα στο 2500 και το 1500 π.Χ. Ακολούθησαν οι Μυκηναίοι, ενώ οι Αργίτες χρησιμοποίησαν το νέο αυτό ορμητήριό τους κατά των Σπαρτιατών, που τελικά το κατέκτησαν, το 546 π.Χ. Κατόπιν, το νησί της Κυθερείας Αφροδίτης (σημ. 1) πέρασε, διαδοχικά, από τα χέρια των Λακεδαιμονίων στα χέρια των Αθηναίων και τανάπαλιν, μέχρι που, το 21 π.Χ., ο Οκταβιανός Αύγουστος το «προίκισε» στον ευγενή Γάιο Ιούλιο Ευρυκλή.

Σε ποιον ανήκε ο Μυλοπόταμος

Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε για την περιοχή Μυλοποτάμου είναι πως θα πρέπει να είχε κάποιο ανεξερεύνητο ιερό, είτε ίσως χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο (βίγλα) για ναυτικές εξορμήσεις. Οι πρώτοι τέσσερις χριστιανικοί αιώνες του νησιού παραμένουν σκοτεινοί, ενώ από το 395 μ.Χ. τα Κύθηρα υπάγονται στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος ως μια αραιοκατοικημένη, άγονη περιοχή. Στα 530 μ.Χ. υποτάχθηκαν, μαζί με τα υπόλοιπα Ιόνια νησιά, στη διοίκηση της Επαρχίας της Ελλάδος, με βυζαντινό ανθύπατο (proconsul) (σημ. 2).

Γρήγορη ιστορική αναδρομή

Η νεότερη ιστορία του νησιού αρχίζει με το συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου και με μαρτυρίες για μετάβαση, εδώ, του Αγίου Θεοδώρου και για μαρτύριο (άθλησιν) της Αγίας Ελέσσας. Επί αυτοκράτορα Κώνσταντος (641-668) η Επισκοπή Κυθήρων υπάγεται στη δικαιοδοσία του Πάπα. Επί Λέοντος Γ΄ Ισαύρου και μετά την Εικονομαχία (717-741), η εν λόγω Επισκοπή επιστρέφει στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Από ένα ανώνυμο χρονικό του 16ου αιώνα μαθαίνουμε ότι, ήδη στο ξεκίνημα του 12ου αιώνα, είχε ιδρυθεί ο συνοικισμός Παλαιοχώρας (Αγίου Δημητρίου), τα ερείπια του οποίου σώζονται σήμερα ως μοναδικό ίχνος της βυζαντινής ιστορίας του νησιού. Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι επέλεγαν κάποιον για να τους διοικεί, κι αυτός με τη σειρά του λογοδοτούσε στο δεσπότη Σπάρτης ή στον ομόλογό του Μονεμβασίας (σημ. 3). Ο εγχώριος πληθυσμός ευγενών θα πρέπει να προερχόταν από κάστρα της Λακωνικής μέχρι το 1390-93, όταν η Ενετική Σύγκλητος υπήγαγε τα Κύθηρα στο regimen της Κρήτης. Ιδρυτές της Παλαιοχώρας πρέπει να ήταν Κωνσταντινουπολίτες που μετοίκησαν δυσαρεστημένοι από τη βαριά φορολογία του Μιχαήλ Παλαιολόγου.

Σταυροφορίες

Για την περίοδο των Σταυροφοριών, οι γνώμες διχάζονται σχετικά με την ενετική παρουσία στο νησί. Σύμφωνα με το παραπάνω ανώνυμο χρονικό, που το ακολούθησε ο ιστορικός Χοπφ, ο πρώτος Ενετός Kαστροφύλακας (Castellano) ήταν ο Άντζελο Σεμιτέκολο, το 1237. Κατά την ιστορικό Χρύσα Μαλτέζου, τα Κύθηρα παρέμειναν στη βυζαντινή κυριαρχία έως το 1238. Όπως κι αν έχει, τη χρονιά εκείνη ο Νικολός Ευδαιμογιάννης τα παραχώρησε ως προίκα στην κόρη του, για το γάμο της με το γιο του Ενετού ευπατρίδη Μάρκου Βενιέρη. Τα Αντικύθηρα (Cerigotto) τα εποίκισε η οικογένεια Βιάρου στην πρώτη τριακονταετία του 13ου μ.Χ. αιώνα. Όταν δε, μετά το 1261, οι Λατίνοι εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη, ο Σεβαστός Παύλος Νοταράς ανέλαβε την ανακατάληψη των νησιών στα 1275 για λογαριασμό του Μιχαήλ Β΄ Παλαιολόγου. Ο εγχώριος πληθυσμός φαίνεται πως επιθυμούσε τη βυζαντινή εξουσία, αλλά οι Ενετοί ανακατέλαβαν τον τόπο καμιά τριανταριά χρόνια μετά (σημ. 4). Κι έτσι, το γαλάζιο αίμα της οικογένειας Βενιέρη ανέλαβε οριστικά την εκμετάλλευση του τόπου, θεωρώντας τον τμήμα της εξουσίας που τους χορηγούσε η Γαληνοτάτη.

Βενιέρηδες και άλλοι γαλαζοαίματοι, αλβανικοί και άλλοι εποικισμοί

Οι Βενιέρηδες κατένειμαν τα Κύθηρα σε είκοσι τέσσερα «καράτια» (τιμάρια) και επέλεξαν την Κρήτη για διαμονή τους, ακολουθώντας απροσχημάτιστα φιλελληνική πολιτική. Υπάρχουν πηγές που μαρτυρούν συμμετοχή των Κυθήρων στην κρητική επανάσταση κατά της Βενετίας (1363-1365), καθώς και νοταριακές πράξεις (σημ. 5) που μαρτυρούν την απελευθέρωση από τους Ενετούς κάποιων παροίκων στην Κρήτη και στα Κύθηρα (σημ. 6). Αρχίζει, έτσι, μια περίοδος αλλεπάλληλων εποικισμών που αφορούν άμεσα και το κάστρο του Μυλοπόταμου.

Το 1316 Έλληνες, Σέρβοι και Αλβανοί καταφθάνουν στο νησί. Όταν, το 1363, οι Κρήτες επαναστατούν κατά των Ενετών, κάποια μέλη της οικογενείας Βενιέρη εκτελούνται και στο προσκήνιο εμφανίζονται οικογένειες όπως των Νοταράδων, των Καλλίγερων, του Μεγαλοκονόμου, των Πατρικίων, των Στάηδων, των Κονόμων, των Μοντσενίγων και των Ορσίνι (ή, αλλιώς, Δουκατάρηδων). Στη μεταβατική περίοδο 1374-1395 οι Βενιέρηδες καταφέρνουν να διατηρήσουν δεκατρία μόνον από τα είκοσι τέσσερα τσιφλίκια του νησιού. Είναι μια εποχή έντονης στρατιωτικοποίησης, με στόχο την ενίσχυση της άμυνας κατά των πειρατών. Με την άλωση της Πόλης οι πειρατές άρχισαν να λυμαίνονται τις νοτιοανατολικές ακτές της Λακωνικής, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, την Ελαφόνησο, τη Βόρεια Κρήτη και τις Κυκλάδες. Είχαν προηγηθεί οι Γενουάτες (1405). Οι συνεχείς αντιδράσεις των Καστελλάνων στα Κύθηρα κατά της εξουσίας του Δούκα της Κρήτης οδηγούν στη θέσπιση της διοίκησης με «προβλεπτάς» (Provveditori), που με τη σειρά τους θα αναφέρονται στον Γενικό Προβλεπτή κι εκείνος στον Δόγη της Βενετίας. Η πιο αιματηρή επιδρομή είναι αυτή του Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσσα, Λέσβιου στην καταγωγή αρχιπειρατή και ηγεμόνα της Δυτικής Αφρικής, που κατέστρεψε τα έξω μπούργκα όλης της νότιας Ελλάδας. Τότε καταστράφηκαν τα κυθηραϊκά οχυρά Καψαλίου (πλησίον Χώρας Κυθήρων) και Αγίου Δημητρίου. Με την απώλεια, δε, της Μονεμβασιάς (1450) το φρούριο του Μυλοποτάμου στην περιοχή Κάτω Χώρας ενισχύεται με βενετικά έξοδα. Μετά το 1545/47 συγκεντρώνει, πλέον, άνω των πενήντα πολυμελείς στρατιωτικές οικογένειες, κρητικής και κυπριακής καταγωγής.

Επιστρέφοντας από τα κάτεργα

Τις λεηλασίες του Μπαρμπαρόσσα ακολούθησαν ενετικές ενισχύσεις, γύρω στα 1453 (Άλωση), μετά από επανειλημμένες έγγραφες αιτήσεις (suppliche) των Κυθηρίων προς την «εξοχοτάτην Κυρίαν». Στα έγγραφα αυτά οι λεηλασίες και οι διώξεις περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα: όσοι κάτοικοι, γυμνοί, εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι, επανήλθαν από τη σκλαβιά, ζήτησαν φοροαπαλλαγή και εκ νέου οχύρωση της πόλης τους. Ο προβλεπτής Μπάφο ζητά, μετά το 1547, από τον Θεόδωρο Λαγό (που τότε υπηρετούσε στη στρατιά της Μάνης) να επιλέξει σαράντα με σαρανταπέντε άντρες πρόσφυγες από την Κρήτη, ώστε να εποικίσει επί μισθώ το φρούριο του Μυλοποτάμου, αφού «με τους παλληκαράδες αυτούς δεν θα τολμούν οι επιδρομείς», όπως έγραφε χαρακτηριστικά (σημ. 7). Μάλιστα, προτείνει και δωρεά γαιοκτησίας στην Έξω του Μπούργκου περιοχή, «ώστε να μπορούν αυτοί να πληρώνουν το φόρο της τρίτης». Ήδη ο Προβλεπτής Αλέξανδρος Κονταρίνι, σε έκθεσή του της 7ης Αυγούστου 1540, αναγνωρίζοντας κι αυτός την «grandissima importanza» (σημ. 8) των Κυθήρων, είχε ζητήσει οχύρωση και επάνδρωση του κάστρου, «ώστε να μην έχουν τα Κύθηρα την ίδια τύχη με τη Μονεμβασιά και το Ναύπλιο» (σημ. 9).

Η νέα πατρίδα

Έτσι άρχισε να επεκτείνεται το Μπούργκο του Μυλοπόταμου στους πρόποδες του κάστρου και να δημιουργείται ένα προάστιο εκτός τειχών. Συχνά γίνεται διάκριση, στα νομικά κείμενα, ανάμεσα στο «Μέσα» και το «Έξω Βούργο» (Ξώμπουργκο), ενώ σε περιπτώσεις όπως του Καψαλίου μπορούμε και να μιλούμε για «οικισμούς του γιαλού» (Burgo della marina) (σημ. 10). Αυτή η πολεοδομική και κοινωνική οργάνωση σε πολλές περιπτώσεις καστροπολιτειών χωρίζεται σε συνοικίες (σκοντράδες) με δικό τους αρχηγό καθεμιά, δεν αποκλείεται δε να ίσχυε το ίδιο για τον Μυλοπόταμο. Ο συνωστισμός όλων αυτών των τρομαγμένων, θρησκόληπτων χωρικών στο Εξώμπουργκο δικαιολογείται, αν αναλογισθεί κανείς τον κατεπείγοντα τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι έπρεπε να σπεύσουν μέσα στα τείχη σε ενδεχόμενο θαλάσσιας επιδρομής. Πράγματι, οικογένειες όπως οι Φοσκαρίνι, οι Τζουστινιάνι, οι Ρικάρντι και άλλες, διοικούσαν commessaria («επιτροπικά μερίδια») από τα χαμένα τσιφλίκια των Βενιέρηδων σε όλη την επικράτεια των Κυθήρων. Έτσι και στον Μυλοπόταμο, το 1540, πρόσφυγες από τη Μονεμβασιά μαζεύονται, και μάλιστα παρά τις αποτρεπτικές συμβουλές του Επισκόπου Μητροφάνη «να αποφύγουν τον ανιαρό, λιμώδη, πετρώδη και τα μάλιστα διψώδη» αυτόν τόπο, έρχονται και αποζητούν μερίδια γαιών για να καλλιεργήσουν. Τρία χρόνια πριν είχαν περάσει από το νησί και Κορωναίοι πρόσφυγες, που όμως έφυγαν, όπως και οι διωγμένοι από την Τένεδο που κατέφυγαν στον Χάνδακα Κρήτης, δύο αιώνες πριν.

Ξενηλασία, ήδη από την Αναγέννηση

Τα Κύθηρα έδιωχναν τους νοικοκυραίους. Ήταν ανέκαθεν ένας τόπος εξορίας, ένας τόπος στρατιωτικός, ένα φυσικό οχυρό, μεταξύ άλλων. Στο αρχείο του νησιού που φυλάσσεται στο οχυρό του Καψαλίου η χρονολόγηση των τίτλων αρχίζει από το 1563, τη χρονιά που το –ήδη βομβαρδισμένο– φρούριο του Μυλοποτάμου ανακατασκευάστηκε, ή απλώς επισκευάστηκε. Όταν χάθηκε η Κύπρος, το 1570, και μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto, 1571), ξεκίνησε στα Κύθηρα ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς condominium (συγκυριαρχίας) αφενός των Ενετών Δόγηδων και αφετέρου της οικογενείας των Βενιέρηδων (κάποια, μάλιστα, μέλη της οποίας είχαν διατελέσει και Δόγηδες). Το πρώτο «Συμβούλιο των Ευγενών» αναφέρεται το 1583, όταν, σύμφωνα με την απογραφή του Καστροφύλακα, οι κατοικημένες πόλεις των Κυθήρων ήταν τα Μητάτα, το Κυπέρι, οι Καλαμουτάδες, οι Βιαράδες, τα Κονιάνα, το Κουσουνάρι, ο Πλάτανος (το σημερινό Χωριό της Κυράς), τα Πρώτικα, η Αλικαρίγνη, το Αρκάριον και ο Μυλοπόταμος (σημ. 11). Στην ευρύτερη περιοχή Κάτω Χώρας το 1583 κατοικούσαν «126 άνδρες, 113 παιδιά, 8 γέροντες και 212 γυναίκες» (σημ. 12), που αποτελούσαν το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Η κοινωνική διαστρωμάτωση επί Ενετοκρατίας ήταν πολύ αυστηρή και υπηρετούσε αυστηρά τη δημοσιονομική πολιτική της Βενετίας. Σε μια αντιπροσωπευτική πόλη της περιόδου αυτής, έξω από το φρούριο με την ακρόπολη που είχε θέα στο πέλαγος, έβρισκε κανείς μια loggia (μποτέγα) όπου συγκεντρώνονταν οι ευγενείς για να κάνουν τις συνεδριάσεις τους, μια σιταποθήκη (Fontego), ένα τελωνείο (Duana), ένα υγιειονομείο (Sanita) και πιθανόν ένα λοιμοκαθαρτήριο (Lazaretto). Ακολουθούσαν οι ιδιωτικές κατοικίες, που συνδέονταν με στενά δρομάκια, υπερώα ή στοές, περίπου όπως συμβαίνει στις Κυκλάδες, για λόγους συνωστισμού και ασφάλειας.

Ναοί στα ερείπια του 16ου αιώνα

Περιδιαβάζοντας τα ερείπια της citadella του Μυλοποτάμου (του φρουρίου με την ακρόπολη) του 16ου και του 17ου μ.Χ. αι., συναντά κανείς τα χαλάσματα ενός μεταγενέστερου Σχολείου της εποχής της Αγγλοκρατίας. Ακολουθεί, σε περίβλεπτη θέση, ο Ενετικός Λέων του Αγίου Μάρκου, στο υπέρθυρο του πύργου της εισόδου για το φρούριο, εντοιχισμένη δηλαδή παράσταση του γνωστού λιονταριού που κρατά το Ευαγγέλιο με την επιγραφή «Pax tibi Marce Evangelista meus» και το έτος κατασκευής του κάστρου: MDLXV (1565). Αφού περάσει κανείς από τις ιδιωτικές κατοικίες των στρατιωτικών, καθώς και διάφορα έρημα, χορταριασμένα δρομάκια, θα αντιληφθεί την πληθώρα ναών και ναΐσκων. Στον Μυλοπόταμο υπάρχουν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άη Γιάννης ο Πρόδρομος, ο Άγιος Αθανάσιος, η Παναγιά η Μεσοσπορίτισσα, οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, ο ναός του Σωτήρος, που οι τοιχογραφίες του ανήκουν στην πρώιμη κρητική σχολή. Το μιλιταριστικό ύφος της τειχοδομίας και της πολεοδομίας είναι χαρακτηριστικό. Εκείνη την εποχή, όλη η ασφάλεια, από έμπειρους στην οχυρωματική τέχνη μηχανικούς και αρχιτέκτονες, επαφιόταν στα κάστρα, δεδομένου ότι τα λιμάνια των Κυθήρων δεν ήταν κατάλληλα ώστε να διατηρήσουν προσορμισμένο στόλο. Οι νότιοι και οι νοτιοδυτικοί άνεμοι ανέκαθεν μάστιζαν το νησί. Ξέρουμε, όμως, ότι το καλοκαίρι, κατεξοχήν εποχή πειρατικών επιδρομών, στη διαύγεια της εσπερινής ατμόσφαιρας που επιτρέπει την ορατότητα, τοποθετούνταν βιγλάτορες στο ακρωτήριο του Αγίου Γεωργίου, που άναβαν πυρσούς για να ειδοποιήσουν τις ενετικές αρχές στο Καστέλλι της Κρήτης, για άμεση ενίσχυση με στόλο.

Αναβιώνοντας εκείνη την εποχή

Η ανάπλαση μιας εποχής δεν είναι δύσκολη υπόθεση, αν κανείς είναι επαρκώς πληροφορημένος και διαθέτει φαντασία. Η γύρω ύπαιθρος, με τον Ποταμό στην Κάτω Χώρα, είναι ευδιάκριτη από τους προμαχώνες του κάστρου της ενετικής αυτής πολιτείας. Πέρα από τη χαράδρα υπήρχαν, το 1583, δεκατέσσερις «καζάδες» (casali), δηλαδή χωριουδάκια με κατοίκους γεωργούς, που αριθμούσαν τους 1443. Κάθε «καζάς» είχε κι έναν Πρωτόγερο (δημογέροντα) ως επικεφαλής, με πολύ συγκεριμένη πολιτικοκοινωνική θέση, υπεύθυνο και για τη συλλογή των φόρων. Όλο το νησί χωριζόταν σε τέσσερα διοικητικά διαμερίσματα, ένα εκ των οποίων ήταν κι αυτό του Μυλοποτάμου. Στα 1577 ο αριθμός των Κυθηρίων ανερχόταν στους 2.405, με μάχιμους τους 792, και με 60 μόνιμους Ιταλούς στρατιώτες των οποίων ο λοχαγός ήταν απεσταλμένος της Γαληνοτάτης και είχε πλήρη έλεγχο της περιοχής.

Μετά την πτώση του Χάνδακα (1669) από τον παλαιό κόσμο της ενετικής Ανατολής, στο Αιγαίο είχαν επιβιώσει μόνο η Τήνος, τα Κύθηρα και τα φρούρια Σούδα, Γραμβούσα και Σπιναλόγκα στην Κρήτη. Στα 1645, μετά την κατάληψη των Χανίων, Κρήτες μέτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Καψάλι και στον Άγιο Νικόλαο Κυθήρων. Το νησί αγωνίστηκε στο πλευρό του Μοροζίνι κατά των Τούρκων.

Στις αρχές του 18ου αιώνα (1715) ο Καπετάν Πασάς πολιόρκησε τη Μεθώνη και ήρθε να απειλήσει το Καψάλι και τον Μυλοπόταμο. Ο τότε Προβλεπτής Σεβαστιανός Μαρτσέλος, στην έκθεσή του «Περί της Αλώσεως των Κυθήρων» (σημ. 13) δίνει εναργέστατη περιγραφή του ολέθρου και των σκλαβοπάζαρων. Στην εκκλησία της Παναγιάς της Ορφανής βρέθηκαν λείψανα θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας. Όμως, μετά από σύντομη τουρκική κατοχή, η συνθήκη του Πασάροβιτς (21 Ιουλίου 1718) επαναποδίδει τα Κύθηρα στην ενετική κυριαρχία.

Κακή και καλή κληρονομιά

Στα 1770 η απογραφή αναφέρει 1.059 Ορθοδόξους στον Μυλοπόταμο, μια σταθερή αναλογία του ενός έκτου του συνολικού πληθυσμού ελληνοφώνων στο νησί. Η ανηλεής οικονομική πολιτική και οι άθλιοι χειρισμοί της Δημοκρατίας της Βενετίας οδηγούν το πόπολο των Κυθηρίων σε πλήρη εξαθλίωση στις αρχές του 18ου αιώνα. Η ιστορικός Χρύσα Μαλτέζου, μελετώντας τα αρχεία της περιόδου 1724-1814 για την ενετική παρουσία στο νησί, συγκλίνει με την άποψη πως οι ρίζες του έντονου τοπικισμού που επικρατεί εκεί μέχρι σήμερα ανάγονται στη μεροληψία, στο ρουσφέτι, στην εξαγορά διοικητών και κληρικών που καθιερώθηκαν ως φαινόμενα επί Ενετοκρατίας και εδραιώθηκαν αργότερα, επί Γαλλοκρατίας. Παράλληλα, όμως, με τη διαφθορά και την εκμετάλλευση, στα Κύθηρα σημειώνεται άνθηση της γραμματείας και των εικαστικών τεχνών. Όπως συμβαίνει στα νησιά του Ιονίου, αγιογράφοι μετακαλούνται και οι συντεχνίες τους αναλαβάνουν την εικονογράφηση των περίφημων «καμαροσκεπών αιθουσών με τα τυφλά αψιδωτά στις μακρές πλευρές», όπως γράφει η Καίτη Τσίχλη Αρώνη (σημ. 14). Τα εικονογραφικά στοιχεία οι τεχνίτες αυτοί τα δανείζονται από τη Δύση, κι έτσι έχουμε το φαινόμενο Κυθήριοι και Κρήτες να αγιογραφούν ναΐδρια ιδιωτικής λατρείας με περίτεχνο τρόπο. Στον Μυλοπόταμο κάθε ευγενής ή λοχαγός ή καπετάνιος συνήθιζε να έχει το οικογενειακό του ιερό. Η άμυνα ήταν το κεφαλαιώδες μέλημα αυτών των επείσακτων στρατιωτικών, ιδιαίτερα την περίοδο κατά την οποία η ενετική δημοκρατία περνούσε στην παρακμή, για να καταλυθεί οριστικά από τον Ναπολέοντα το 1797.

Ήταν μια ταραχώδης εποχή γενικά για κάθε γωνιά της Μεσογείου. Στην προσπάθεια κάλυψης των ολοένα αυξανόμενων αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωση των καραβιών, για τις πολιορκητικές εργασίες, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξανδραποδίστηκε, σφάχτηκε, ξεσπιτώθηκε, ο δε αναγκαστικός εκπατρισμός έδωσε ώθηση σε στροφή στις γεωργικές εργασίες σε όσους απέμεναν. Δέκα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το 1799, ιδρύονται στα Κύθηρα τα «Μεγαλοπρεπή Κονσέγια», ένα είδος προσωρινής Γερουσίας που εξέλεγε πρέσβη για τις αυλές της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Πετρούπολης. Τα Κύθηρα πέρασαν από τα χέρια των Γάλλων στα χέρια των Ρώσων και των Τούρκων. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1795, όπως αναφέρει ο Κυθήριος ιερέας Γρηγόριος Λογοθέτης στα «Χρονικά» του, «…ήλθεν ο Λεονάρδος Κορύφης, κριτής Βενετζιάνος, εις τον Μυλοπόταμο με παράταξιν και τιμήν μεγάλη…» (σημ. 15).

Libro d’Oro και αυτονομιστικές τάσεις

Η Bενετία δεν δέχτηκε τον όλεθρο που η θαλασσοκρατορία της υπέστη από τις στρατιές του Ναπολέοντα, κι έτσι η «Πολιτεία των Ηνωμένων Επτά Νήσων» διατήρησε την προνομιακή γαιοκτησία των προηγούμενων εποχών. Επίσης, διατήρησε τον έλεγχο των τίτλων ευγενείας στα τέσσερα «ντιστρίτα» (διαμερίσματα) του νησιού, κάτι σαν «Χρυσό Βιβλίο», δηλαδή. Οι ντόπιοι αντιδρούν έντονα στην επαναφορά αυτού του τόσο μισητού συστήματος κοινωνικής διαστρωμάτωσης και διευθέτησης των οικονομικών και δικαστικών υποθέσεων. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια των ευγενών, οι χωρικοί της περιοχής Κάτω Χώρας /Μυλοποτάμου συστήνουν δικό τους «κριτήριο» κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα, ένα συμβούλιο πρωτόγερων. Όπως γράφει στο «Χρονικό» του 1798 ο Γ. Λογοθέτης: «Με γνώμην των τεσσάρων διστρίτων έγινεν εδώ εις τον Μυλοπόταμον το κριτήριον εις τα σπίτια του Γεώργη Μαλάνου, αντέκρυ του Αγίου Σώζοντος, το οποίον ταράζει τους άρχοντας, πως δεν τους υποτασσόμεθα…» (σημ. 16).

Και, σαν να μην έφτανε η κοινωνική αναταραχή, έντονοι σεισμοί φαίνεται πως έπληξαν το νησί στο γύρισμα του αιώνα, ενώ εμφύλιος σπαραγμός ακολούθησε, όχι βέβαια άσχετος με το σεισμό. Τον Ιούλιο του 1800 ορίζεται διοικητής (διλιγάτος) ο Κεφαλονίτης κόμης Ευστάθιος Μεταξάς. Από το «φόβο της αρμάδας» των Γάλλων, η εικόνα της Μυρτιδιώτισσας μεταφέρεται στον Άγιο Χαράλαμπο Μυλοποτάμου. Ακολουθεί δεύτερη γαλλική κυριαρχία, στα 1808, ενώ τον Σεπτέμβριο της επόμενης χρονιάς δύο αγγλικές φρεγάτες υποτάσσουν το νησί, μετά από ναυτική ήττα των Άγγλων στον Αβλέμονα. Σύμφωνα με τους χρονικογράφους (Λογοθέτη, Λασπιώτη, Βαρυπάτη) τα Κύθηρα περέμειναν στην αγγλική κυριαρχία χωρίς διακοπή έως και την οριστική τους ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα, το 1870. Ένας ανώνυμος που έγραψε στη Βενετία «Σκέψεις περί της Δημόσιας Οικονομίας των πρώην ενετικών νήσων του Ιονίου» έδωσε στοιχεία για πληθυσμό 9.000 κατοίκων στα 1808, ενώ ο Μικέλης έδωσε 8.500 στα 1814, από τους οποίους οι 150 ήταν ιερείς, οι 204 ευγενείς, οι 422 γέροντες, κι επίσης –με κριτήριο τις παραγωγικές τους δραστηριότητες– οι 1.741 ήταν αστοί. Με κριτήριο το βαθμό γήρανσης του πληθυσμού, η δημογραφική αυτή αναφορά μιλά για 1.545 παιδιά και –τελευταίες πάντα στις φαλλοκρατικές αυτές λίστες– 4.439 γυναίκες.

Μαύρο σκότος

Μπορεί κανείς να φανταστεί το σκοταδισμό και τη δεισιδαιμονία που μάστιζαν αυτούς τους πληθυσμούς αν διαβάσει τα χρονικά του 19ου αιώνα. Στα 1829 η απογραφή έδωσε 1.900 κατοίκους στον Μυλοπόταμο, επί συνόλου 11.200 κατοίκων των Κυθήρων. Από τότε ο πληθυσμός του νησιού δεν ξεπέρασε ποτέ τους 14.500 κατοίκους. Στην δε αυγή του 20ού αιώνα άρχισε και η μαζική μετανάστευση στην Αυστραλία. Όμως, ο θεσμός της δημογεροντίας δεν άρκεσε για να αποβάλει ο τόπος την ιδιοτυπία του. Ένας προβλεπτής ονόματι Carlo Pasqualigo μάς άφησε γραπτές τις αποφάσεις για τα καθήκοντα του Πρωτόγερου, αλλά στα στρατιωτικά αυτά διαμερίσματα οι μνήμες της ενετοκρατίας παρέμεναν ζωντανές. Οι εγχώριοι πληθυσμοί είχαν εθιστεί στο χειρισμό των αγροτών σαν να ήταν πληβείοι. Το πρώτο κτηματολόγιο που επιχειρήθηκε στα Κύθηρα αντανακλά την κοινωνική ανισότητα, από την οποία άλλωστε απορρέει και το μίσος ανάμεσα στα «κεφαλοχώρια» και την περιφέρεια. Η γεωργοκτηνοτροφική και μελισσοκομική ύπαιθρος ελάχιστο κέρδος απέδιδε υπό το καθεστώς της «τρίτης», φορολογίας που είχε επιβληθεί αρχικά από τη Βενετία. Παρ’ όλ’ αυτά, η «τρίτη» ήταν ιδιαίτερα επαχθής φόρος για τους εγχώριους αγρότες μέχρι και την εποχή της Γαλλοκρατίας. Σήμερα, μετά τη σημαντική υποστήριξη των Τσιριγωτών από τον αποδημήσαντα Ελληνισμό της Αυστραλίας, ο Μυλοπόταμος παραμένει ένας σωρός ερειπίων – ιδεώδης τόπος για φωτογράφιση και για υδατογραφίες. Ο ήχος από τους βομβαρδισμούς και τους σεισμούς έχει βουλιάξει, μαζί με το ταραχώδες του παρελθόν. Ο προσωπικός μας χάρτης καταγραφής των εντυπώσεων σχεδιάζεται πάνω σε αυτά τα ερείπια. Παραμένει, όμως, πανίσχυρη η αίσθηση μιας πόλης σχεδιασμένης αποκλειστικά για άμυνα, χωρίς την πραότητα και ευκολία πρόσβασης που διακρίνει τις πεδινές πόλεις. Μάρτυράς μας η ερημιά και η σιωπή…

 

Νίκος Ξένιος

Δρ Πολιτικής Φιλοσοφίας