Ήταν η έπαυλη ενός σπουδαίου αθηναίου άρχοντα της αρχαιότητας του 8ου ή 7ου αιώνα π.Χ.; Ή μήπως ήταν ένα ιερό; Οι εντυπωσιακά μεγάλες διαστάσεις του κτιρίου που ήρθε στο φως στην περιοχή του Ρέντη, η επιμελημένη τοιχοποιία του, η διάταξη των δωματίων γύρω από μια κεντρική αυλή και άλλα χαρακτηριστικά «δείχνουν» την κατοικία ενός σημαντικού προσώπου. Από την άλλη ένα ενδιαφέρον εύρημα, συγκεκριμένα η επιγραφή ΤΩ ΔΙΟΝΥΣ, η οποία είναι χαραγμένη στη λαβή ενός αγγείου (κανθάρου) της ρωμαϊκής εποχής προκαλεί την υπόθεση πιθανής λατρείας του Διονύσου. Η πραγματική χρήση του κτιρίου, το οποίο ανασκάφηκε δίπλα στη γέφυρα του Κηφισού, μένει να αποδειχθεί, όπως αναφέρει ο αρχαιολόγος της ΚΣΤ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων Γιάννης Συρόπουλος, ο οποίος διενήργησε την ανασκαφή. Στην ανακοίνωση πάντως που έγινε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης γνωστοποιήθηκαν και άλλα ευρήματα από την ίδια ανασκαφή: ένας αρχαίος δρόμος της κλασικής εποχής, ιδιαίτερα σημαντικός στην αρχαιότητα, παρόδια κτίσματα με δεξαμενές και συστάδα τάφων. Εν τέλει αυτή η περιοχή δίπλα στο ποτάμι, που σήμερα ορίζεται από τις οδούς Πειραιώς, Φαλήρου και Φλέμινγκ, παρουσίαζε μεγάλο συνωστισμό και στην αρχαιότητα.
Επιφάνεια 260 τ.μ. είχε το κτίριο, το οποίο διέθετε και περίβολο που θα πρέπει να ξεπερνούσε σε ύψος το 1,50 μ. Ήταν απαραίτητος για την προστασία του κτιρίου από τις πλημμύρες του Κηφισού, αλλά οριοθετούσε και την ιδιοκτησία. Τρία δωμάτια αναπτύσσονταν γύρω από το αίθριο του οικοδομήματος και όλα είχαν στις πλευρές τους λίθινα θρανία (ή πάγκους εργασίας), στο μεγαλύτερο μάλιστα από αυτά βρέθηκαν υφαντικά βάρη και σφονδύλια, καθώς και στρώμα καμένου χώματος πάχους 25 εκατοστών το οποίο, όπως λέει ο Γ. Συρόπουλος, πιθανόν να προήλθε από την κατάρρευση της στέγης εξαιτίας πυρκαϊάς. Στο κέντρο του αιθρίου υπήρχε εστία, ενώ το κτίριο είχε και σύστημα αποστράγγισης ομβρίων υδάτων. Στα ευρήματα εκτός από την κεραμική περιλαμβάνονταν μολύβδινες βολίδες από σφενδόνη, χάλκινες αιχμές βελών, χάλκινα καρφιά, πολλά νομίσματα, κ.ά.
Νοτίως του κτιρίου ήρθε στο φως και το τμήμα, μήκους 120 μ., μιας αμαξιτής οδού με πορεία από Δυσμάς προς Ανατολάς και με ίχνη από αμαξοτροχιές να διασώζονται ακόμη. Εκτός από τα κτίσματα με δεξαμενές που την πλαισίωναν, αποκαλύφθηκε και συστάδα τάφων: ένα βάθρο, δύο ταφές σε αγγεία, ένας λακκοειδής τάφος και ένας κεραμοσκεπής τάφος, καθώς και δύο πυρές, εκ των οποίων η μία (κάτω από το βάθρο) περιείχε μια λίθινη κάλπη και δύο αμφορείς με τα καμένα οστά. Τα ευρήματα εξάλλου ήταν πολλά αγγεία (πυξίδα και σκυφίδιο, φιαλίδια), χάντρες από υαλόμαζα και ένα κάτοπτρο.
«Τα ευρήματα συνηγορούν στην άποψη ότι πρόκειται πιθανότατα για τον κύριο δρόμο που συνέδεε τον Πειραιά με την Αθήνα με το βόρειο σκέλος των Μακρών Τειχών» όπως είπε ο Γ. Συρόπουλος. Για να προσθέσει ότι «σε κάθε περίπτωση η ανεύρεση αυτού του μεγάλου κτιρίου δηλώνει την ύπαρξη μιας ιδιαίτερα σημαντικής εγκατάστασης στην περιοχή αυτή τη χρονική περίοδο. Μια περίοδο που φαίνεται ότι άρχισαν να σχηματίζονται οι κώμες ,που στη συνέχεια αποτέλεσαν τους δήμους, το τετράκωμο, ένας από τους οποίους ήταν και ο Δήμος της Ξυπέτης».

Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 7/4/09