Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, η περιοχή των Τζουμέρκων, αρχικά, θα υπαχθεί διοικητικά στην επαρχία Παλαιάς Ηπείρου και αργότερα στο θέμα Νικοπόλεως, θα γνωρίσει αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές, ίσως όχι με την ίδια ένταση όσο η υπόλοιπη, πιο εύκολα προσβάσιμη, Ήπειρος και κυρίως τα αστικά κέντρα της ύστερης αρχαιότητας, τις λεηλασίες, τη σλαβική κατάκτηση, την πρόσκαιρη βουλγαρική κατοχή, ενώ μετά το 1204 θα αποτελέσει τμήμα του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου.

Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ιστορική της πορεία ενσωματώνεται και ταυτίζεται με την αντίστοιχη της υπόλοιπης Ηπείρου. Επειδή όμως η έρευνα βρίσκεται σε αρχικό ακόμη στάδιο, ενώ και τα ελάχιστα υπάρχοντα στοιχεία προσφέρουν περιορισμένες πληροφορίες, θα πρέπει να καταφύγουμε σε γενικεύσεις και υποθέσεις σχετικά με τη θέση και την πορεία της στο πλαίσιο της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Πιο συγκεκριμένα, δεν υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρίες για τον πληθυσμό και τις αυξομειώσεις του, τις θέσεις εγκατάστασης και τη μορφή τους, τις τυχόν πολεμικές επιχειρήσεις και γενικότερα την οικονομική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση. Ωστόσο, ο χώρος της αρχαίας Αθαμανίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως στρατηγικής σημασίας πέρασμα, το οποίο ένωνε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία και ήλεγχε τμήμα του χερσαίου οδικού δικτύου. Η σημασία του αυτή είχε γίνει αντιληπτή ήδη από την κλασική αρχαιότητα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αποτέλεσε συχνά αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα σε διάφορα φύλα (σημ. 1).

Δεδομένου ότι οι ανάγκες επαφής και επικοινωνίας της Ηπείρου με τις όμορες περιοχές δεν μεταβλήθηκαν ουσιαστικά στο πλαίσιο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, φαντάζει λογική η υπόθεση ότι η ίδια περιοχή εξακολούθησε να διατηρεί την εξέχουσα θέση που της εξασφάλιζε η γεωγραφία της. Λειτουργούσε επομένως ως μία από τις κύριες διόδους προς τη Θεσσαλία, με την οποία η Ήπειρος είχε ιδιαίτερες σχέσεις και παράλληλη ιστορική πορεία.

Η σημασία των απόκρημνων Αθαμανικών ορέων αυξήθηκε την περίοδο του «Δεσποτάτου της Ηπείρου», καθώς η περιοχή δεν απέχει ιδιαίτερα από την πρωτεύουσα Άρτα, ενώ, επιπλέον, από αυτή διερχόταν και η κυριότερη οδική αρτηρία που ένωνε απευθείας την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Έτσι λοιπόν, η ορεινή και απομονωμένη οροσειρά αλλά και πέρασμα στρατηγικού χαρακτήρα βρίσκεται την εποχή του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου να πλαισιώνει την πρωτεύουσά του και να διασφαλίζει τμήμα της χερσαίας επικοινωνίας της. Η εξέχουσα θέση της δεν αποτελεί πλέον υπόθεση. Αντίθετα, αποδεικνύεται από την ίδρυση στην περιοχή της Κόκκινης Εκκλησιάς Βουργαρελίου και την πλαισίωσή της από την αντίστοιχη Πόρτα Παναγιά στην Πύλη Τρικάλων (σημ. 2). Τα δύο μνημεία δηλαδή είναι τοποθετημένα κοντά στις δυο αφετηρίες της οδικής αρτηρίας, την οποία και ορίζουν.

Επιπρόσθετες πληροφορίες για την ίδια περίοδο αντλούνται και από δύο πολύ σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες, οι οποίες ωστόσο δεν κατέστη ακόμη δυνατό να αποδοθούν με πλήρη βεβαιότητα στην περιοχή των Τζουμέρκων (σημ. 3). Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλιογραφικό σημείωμα του κώδικα Cromwell 11 του 1225 (σημ. 4), ενός από τα Ηπειρωτικά χειρόγραφα, ο γραφέας του, αναγνώστης Μιχαήλ Παπαδόπουλος, διασώζει, ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες, ότι ο ίδιος ήταν υιός του ιερέως Γεωργίου, καταγόμενος από το θέμα των Ιωαννίνων και κάτοικος στο δρόγγο Τζεμερνίκου. Αντίστοιχα στο χρυσόβουλο (σημ. 5) του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Παλαιολόγου του 1321, με το οποίο παραχωρήθηκαν προνόμια στη νεοσυσταθείσα μητρόπολη όπως και στην πόλη των Ιωαννίνων, η ενορία Τζεμερνίκου συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πέντε ενορίες του θέματος των Ιωαννίνων. Από τις δυο προαναφερθείσες πηγές, αποδεικνύεται η κατοίκηση της περιοχής κατά την υστεροβυζαντινή εποχή. Επιπλέον, αποκαλύπτεται η διοικητική της διαίρεση, καθώς ο όρος δρόγγος (σημ. 6) χαρακτηρίζει την ορεινή διοίκηση σε ποικίλες μεσαιωνικές πηγές. Αλλά και η αντίστοιχη εκκλησιαστική, καθώς αποτελούσε ενορία του θέματος Ιωαννίνων, υπαγόμενη στην ομώνυμη Μητρόπολη. Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την παραγωγή χειρογράφων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, η περιοχή όχι μόνο κατοικούνταν ή θεωρούνταν στρατηγικής σημασίας λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, αλλά ήταν πλήρως ενταγμένη στη δομή και τη διοίκηση τόσο του κράτους όσο και της εκκλησίας, διάγοντας μάλιστα και μια εποχή γενικότερης ακμής.

Στα τέλη του 15ου αι. ξεκινά για την περιοχή η μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία, με την απόκτηση μάλιστα και σημαντικών προνομίων. Πιο συγκεκριμένα, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιωαννίνων το 1430 και την αναίμακτη παράδοση της Άρτας το 1449 (σημ. 7), οι Οθωμανοί, εκτιμώντας την καίρια γεωγραφική θέση και τη μεγάλη σημασία της, επιδίωξαν να την υποτάξουν, προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην ευρύτερη επικράτεια και να αποφύγουν τυχόν επαναστατικά κινήματα, τα οποία θα μπορούσε να υποθάλψει εξαιτίας της ορεινής και δυσπρόσιτης γεωμορφολογίας της. Ωστόσο οι κάτοικοί της, όπως και σε άλλα τμήματα της Ηπειρωτικής υπαίθρου, π.χ. στο Ανατολικό Ζαγόρι και σε τμήματα της περιοχής του Μαλακασίου, δεν υποτάχτηκαν αμέσως αλλά εξακολούθησαν να αντιστέκονται. Τελικά, το 1478 θα αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν, επιτυγχάνοντας όμως προνομιακό καθεστώς ημιανεξαρτησίας και αυτοδιοικήσεως με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους (σημ. 8). Επιπλέον, ορισμένα χωριά, π.χ. Καλαρρύτες, Συρράκο, τέθηκαν υπό την προστασία της βασιλομήτορος Βαλιδέ Σουλτάνας εξαιτίας της στρατηγικής τους θέσης (σημ. 9), καθώς ήλεγχαν τα περάσματα της Πίνδου. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ιδιαίτερη μεταχείρισή τους. Έτσι, τα Τζουμέρκα δεν θα γνωρίσουν τις αυθαιρεσίες και τις βιαιότητες του Οθωμανού κατακτητή, όπως άλλες Ηπειρωτικές περιοχές (σημ. 10). Αντίθετα, και εξαιτίας της σχετικής αυτονομίας που απολάμβαναν, θα αποτελέσουν καταφύγιο για πολλούς δοκιμαζόμενους Έλληνες, που εγκατέλειπαν τις εστίες τους στις πεδινές θέσεις και επιδίωκαν την εγκατάστασή τους σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές.

Ως άμεση συνέπεια της κομβικής θέσης της συγκεκριμένης περιοχής, της στρατηγικής σημασίας της αλλά και του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραμάτισε κατά την ιστορική περίοδο πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, θεωρούνται οι ποικίλες αναφορές σε κείμενα της βυζαντινής γραμματείας.

Συνολικά, οι όροι Αθαμανία και Αθαμάνες εντοπίζονται στη βυζαντινή γραμματεία (σημ. 11) από τον 5ο μ.Χ. αι. έως και το 12ο μ.Χ. αι., με μια διακοπή κατά τον 4ο, τον 7ο, τον 8ο και τον 11ο αιώνα. Εκτός από το μεγάλο χρονικό εύρος, αξιοσημείωτη είναι η ποικιλία των έργων που περιλαμβάνουν σχετικές αναφορές και πληροφορίες. Πρόκειται για έργα: ιστορικά, γεωγραφικά, περιηγητικά, φιλοσοφικά, φιλολογικά, καθώς και για τα σπουδαιότερα βυζαντινά λεξικά. Επιπρόσθετα, πολύτιμα είναι τα αντλούμενα στοιχεία για τις θέσεις εγκατάστασης του φύλου των αρχαίων Αθαμάνων, τη γειτνίασή τους με άλλα φύλα, τις σχέσεις τους με τις όμορες επικράτειες, την ιστορία και τη σημασία της περιοχής. Βέβαια, οι αναφορές συχνά επαναλαμβάνονται αυτούσιες από συγγραφέα σε συγγραφέα.

Συμπερασματικά, η μελέτη των πηγών επιβεβαιώνει την εγκατάσταση των αρχαίων Αθαμάνων σε τμήματα της περιοχής των σημερινών Τζουμέρκων αλλά και τη γειτνίασή τους με άλλα Ηπειρωτικά και Θεσσαλικά φύλα. Συντελεί στη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της περιοχής συνολικά κατά την κλασική αρχαιότητα. Προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για τον πολιτισμό της, διασώζοντας επιπρόσθετα και ορισμένες παραδόσεις. Και τέλος αποδεικνύει τη σημασία της και τη στρατηγική της θέση, καθώς αποτέλεσε κομβικό σημείο για τα όμορα φύλα, η οποία μάλιστα διατηρήθηκε τόσο κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας όσο και στο πλαίσιο της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Γενικά, η ορεινή και άγονη περιοχή των Τζουμέρκων έχει διανύσει μια μακραίωνη ιστορική πορεία. Αδιάψευστοι μάρτυρές της στέκουν τα μνημεία των διαφορετικών περιόδων, όπως και τα ποικίλα ευρήματα. Ωστόσο, η πλειονότητα των αρχαίων μνημείων και σχεδόν το σύνολο των ευρημάτων παραμένουν θαμμένα κάτω από την πυκνή βλάστηση, άγνωστα και ανεξερεύνητα. Αλλά και τα ευκολότερα προσβάσιμα μεταβυζαντινά και νεότερα μνημεία δεν έχουν μελετηθεί, αναδειχθεί και αξιοποιηθεί επαρκώς, με ορισμένες εξαιρέσεις.

Το μοναδικό γνωστό έως τώρα σωζόμενο βυζαντινό μνημείο των Τζουμέρκων και ένα από τα ελάχιστα στοιχεία που μαρτυρούν την κατοίκηση και τη σημασία τους κατά τη μεσαιωνική περίοδο είναι η Παναγία Βελλά ή Κόκκινη Εκκλησιά. Πρόκειται για το καθολικό μονής, εκτός από το οποίο δεν έχει σωθεί το παραμικρό από τα κελιά ή τα προσκτίσματά της. Βρίσκεται στο συνοικισμό Παλαιοχώρι, 3 χλμ. νότια του Βουργαρελίου (σημ. 12) και ακριβώς δίπλα στην οδική αρτηρία που ένωνε κατά την περίοδο του «Δεσποτάτου» την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία (σημ. 13). Ο ναός είναι αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου (σημ. 14). Ωστόσο, είναι περισσότερο γνωστός ως Κόκκινη Εκκλησιά, εξαιτίας του πλήθους των πλίνθων που διακοσμούν τους εξωτερικούς του τοίχους. Αναφέρεται επίσης, κυρίως από τους λόγιους, ως Παναγία Βελλάς, καθώς για κάποιο διάστημα αποτέλεσε μετόχι της ομώνυμης μονής, αλλά και ως «Βασιλομονάστηρο», προσωνυμία που αποδίδει την αρχική του λειτουργία ως καθολικού μονής, τη σημασία του και τη σχέση του με τον οίκο των δεσποτών της Ηπείρου.

Αναφορικά με την ιστορική του πορεία, τα ελάχιστα σωζόμενα στοιχεία καθιστούν δυσχερή τη σκιαγράφησή της. Ωστόσο, το έτος ίδρυσης και ιστόρησης μπορούμε να το προσεγγίσουμε με αρκετή ακρίβεια χάρη στην αποσπασματικά σωζόμενη κτητορική επιγραφή (σημ. 15) του καθολικού επάνω από τη δυτική είσοδο του κυρίως ναού. Από το κείμενό της, πληροφορούμαστε ότι η τοιχογράφηση του ναού πραγματοποιήθηκε κατά τη θ΄ Ινδικτιώνα της βασιλείας του Νικηφόρου Α΄ και της συζύγου του Άννας Παλαιολογίνας. Παράλληλα στην ανατολική πλευρά του νάρθηκα, σώζεται η τοιχογραφία των δωρητών του ναού (σημ. 16). Βέβαια, για την ακριβή χρονολογία ανέγερσης και τοιχογράφησης του καθολικού έχουν προταθεί αρκετές απόψεις, ανάλογα με την ανάγνωση της επιγραφής και το συνδυασμό των στοιχείων. Οπωσδήποτε, η ανέγερση και ιστόρηση του καθολικού τοποθετούνται στα τέλη του 13ου αι. (σημ. 17). Η μονή ιδρύθηκε επάνω στη στρατηγικής σημασίας οδική αρτηρία, αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα Άρτα, και θεωρείται ως το πιο απομακρυσμένο από το σύνολο των μνημείων της. Πρέπει να γνώρισε την ύψιστη ακμή της κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου. Σε κάποια χρονική περίοδο, άγνωστο πότε και ενώ είχε περιπέσει σε παρακμή, υπήχθη ως μετόχι στην Ι.Μ. Βελλάς. Ωστόσο, απροσδιόριστοι παραμένουν τόσο οι λόγοι της παρακμής και εγκατάλειψής της όσο και το χρονικό διάστημα που διετέλεσε μετόχι της Ι.Μ. Βελλάς. Μετά την ίδρυση της Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου στο Βουργαρέλι, στα μέσα του 17ου αι., η Κόκκινη Εκκλησιά θα προσαρτηθεί σε αυτή και θα παραμείνει μετόχι της έως τις αρχές του 20ού αι. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., εμφανίζεται ερειπωμένη και εγκαταλελειμμένη. Το 1927 θα δημοσιευθεί από τον Α. Ορλάνδο. Τη δεκαετία του 1950 θα κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο. Το 1967 θα υποστεί αρκετές ζημιές από το σεισμό που έπληξε την περιοχή. Έκτοτε, θα ξεκινήσουν από τον Α. Ορλάνδο εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες, με μικρές διακοπές, θα συνεχιστούν. Σήμερα, το μνημείο ανασκάπτεται, συντηρείται και αναστηλώνεται συστηματικά από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων, ενώ έχει τύχει και σημαντικής προσοχής μέσω άρθρων, δημοσιεύσεων και μελετών έγκριτων ερευνητών και επιστημόνων.

Αρχιτεκτονικά, η Κόκκινη Εκκλησιά ανήκει στη σχολή που αναπτύχθηκε στη ΒΔ Ελλάδα, στο πλαίσιο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, και είναι γνωστή στην έρευνα ως «Σχολή του Δεσποτάτου» (σημ. 18). Θεωρείται ως ένα από τα σημαντικά και χαρακτηριστικά μνημεία της. Έχει κτιστεί στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου δίστυλου ναού (σημ. 19). Πρόκειται για ένα σχεδόν ορθογώνιο κτίριο (σημ. 20), διαστάσεων 16×9,15 μ., με τρίπλευρη αψίδα στα ανατολικά και ορθογώνιο νάρθηκα στα δυτικά. Η τοιχοποιία (σημ. 21) του καθολικού είναι πλινθοπερίκλειστη. Αξιοσημείωτος για τον πλούτο του θεματολογίου του, την ποικιλία ως προς την τοποθέτηση των θεμάτων και τη συχνότητα εμφάνισής του είναι ο κεραμοπλαστικός της διάκοσμος (σημ. 22). Εκτός όμως από την αρχιτεκτονική του καθολικού, εξίσου σημαντικά είναι και τα ευρήματα στο εσωτερικό του ναού. Πρόκειται για τα σωζόμενα τμήματα του αρχικού γύψινου τέμπλου αλλά και σπαράγματα του τοιχογραφικού του διακόσμου (σημ. 23).

Καθ’ όλη τη διάρκεια των δύσκολων χρόνων της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας, οι Τζουμερκιώτες διακατέχονταν από ένα βαθύ θρησκευτικό αίσθημα και αντιμετώπιζαν τις δυσχέρειες, τόσο του ορεινού και άγονου τόπου τους όσο και εκείνες που προέρχονταν από τους κατακτητές, πρωτίστως με γνώμονα τον Θεό. Η βαθιά τους πίστη είχε ως αποτέλεσμα την ανέγερση πληθώρας μονών και ναών εντός των χωριών αλλά και σε σημεία απόμερα, επάνω στις ράχες των ορεινών όγκων. Επιπλέον, η απομόνωση, εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης και η σχετική αυτονομία που τους είχε παραχωρηθεί από τους Οθωμανούς ευνόησαν την ανοικοδόμηση εκκλησιαστικών μνημείων. Τα περισσότερα από τα μοναστήρια, εκτός από θρησκευτικά ιδρύματα, λειτούργησαν και ως χώροι φιλοξενίας περαστικών, περίθαλψης ασθενών, καταφύγια κατατρεγμένων ή κυνηγημένων, αλλά κυρίως ως πνευματικά ιδρύματα, τα οποία διατήρησαν και διέδωσαν τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και, κυρίως, ρίζωσαν την ιδέα της επανάστασης και της απελευθέρωσης στις καρδιές των απλών κατοίκων στα σκοτεινά χρόνια της δουλείας. Δυστυχώς, τα σωζόμενα μνημεία χρονολογούνται από τον 17ο αι. και έπειτα, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το γεγονός αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί, αν λάβουμε υπόψη την ταραγμένη ιστορία του τόπου με τις αλλεπάλληλες πυρπολήσεις των χωριών και την ανακατασκευή ή μεταφορά τους. Ωστόσο και πάλι ο αριθμός τους είναι σημαντικός, αναλογικά με τα δεδομένα της περιοχής.

Τα μεταβυζαντινά εκκλησιαστικά μνημεία αντικατοπτρίζουν ορισμένες πτυχές από το βίο και τον πολιτισμό των κατοίκων των Τζουμέρκων. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός ποικίλων οικοδομημάτων (π.χ. νεροτριβές, μαντάνια, νερόμυλοι, γεφύρια, ιδιωτικές οικίες, σχολεία, ακόμη και ολόκληροι οικισμοί κ.ά.) συντελεί στην ανασύσταση της καθημερινής ζωής και του λαϊκού πολιτισμού των Τζουμερκιωτών στα δύσκολα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας και έως τη σύγχρονη εποχή.

Για την ανάδειξη και την αξιοποίηση των αρχαίων μνημείων των Τζουμέρκων, θα πρέπει καταρχάς να γίνει συστηματική αποψίλωση και καθαρισμός από τη βλάστηση, που σήμερα τα καλύπτει στο μεγαλύτερο μέρος τους. Το δεύτερο βήμα, για το σύνολο των μνημείων, θα είναι ο ευπρεπισμός του περιβάλλοντος χώρου και η εξασφάλιση πρόσβασης σε αυτά. Για την προστασία τους, ακολουθεί η τοπογραφική τους αποτύπωση και η οριοθέτησή τους με γεωγραφικές συντεταγμένες, ώστε να μπορούν να κηρυχθούν ως αρχαιολογικοί χώροι από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού ή ώστε να εμπλουτιστούν οι φάκελοι των ήδη κηρυγμένων, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Για την πληρέστερη τεκμηρίωσή τους, μπορούν να πραγματοποιηθούν ανασκαφικές τομές σε συγκεκριμένα σημεία, οι οποίες θα δώσουν στοιχεία και για τη χρονολόγησή τους, ενώ απαραίτητη κρίνεται και η πλήρης φωτογραφική τεκμηρίωση. Εξίσου σημαντική είναι η σήμανσή τους με πινακίδες που θα οδηγούν τον επισκέπτη αλλά και η επί τόπου τοποθέτηση ενημερωτικής πινακίδας με πληροφορίες για την ιστορία και την αρχιτεκτονική τους. Χρήσιμη θεωρείται και η δημιουργία σημείων στάσης με παγκάκια, κατά προτίμηση σε χώρο με σκίαση, η τοποθέτηση κάδων απορριμμάτων και ο ηλεκτροφωτισμός. Τέλος και προκειμένου ο επισκέπτης να έχει μία συνολική πληροφόρηση για τα μνημεία που μπορεί να επισκεφτεί στην περιοχή των Τζουμέρκων, θα μπορούσε να εκδοθεί ένας πολιτιστικός χάρτης με σημειωμένα τα μνημεία και συνοπτικές πληροφορίες για το κάθε ένα, ενώ αντίστοιχα να δημιουργηθεί και μια σχετική ιστοσελίδα.

Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στα αρχαία μνημεία που σώζονται σε καλύτερη κατάσταση. Ενδεικτικά αναφέρονται: η ακρόπολη στα Γουριανά, το τείχος στη θέση «Τσούκα» του Παλαιοκάτουνου, το τείχος στην Ανεμορράχη, τα λείψανα του οικισμού στα Πράμαντα, η ακρόπολη στη θέση «Σιρούνο» μεταξύ Χουλιαράδων και Βαπτιστής. Επίσης, το σύνολο των οχυρωματικών έργων (περιβόλων, ακροπόλεων), όπου επάνω από τα θεμέλια ή τα τείχη της κλασικής αρχαιότητας είναι πιθανό να αποκαλυφθούν και βυζαντινές επισκευές ή προσθήκες, και εν κατακλείδι όλες οι γνωστές θέσεις με αρχαία λείψανα.

Σε ό,τι αφορά την ανεύρεση τυχόν άλλων βυζαντινών μνημείων, θέσεις που χρήζουν άμεσης έρευνας είναι:

-H ευρύτερη περιοχή του Βουργαρελίου με σκοπό την αποκάλυψη τυχόν λειψάνων οικισμού που θα πλαισίωνε το συγκρότημα της Κόκκινης Εκκλησιάς.

-Eκκλησιαστικά μνημεία τα οποία έχουν ανακαινιστεί κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας και πιθανώς να αντικατέστησαν αντίστοιχα βυζαντινά, π.χ. η Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου ή Μουχουστίου, η Ι.Μ. Γεννήσεως της Θεοτόκου ή Χρυσοσπηλιώτισσα ή Σπηλιώτισσα, η Ι.Μ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Σέλτσου.

-Η περιοχή κοντά στον Ι.Ν. του προφήτη Ηλία στο Κάτω Γραικικό, όπου, κατά τη δεκαετία του ’50, ο καθηγητής Σ. Δάκαρης ανέσκαψε βυζαντινούς τάφους.

-Οι τέως κοινότητες Συρράκου και Καλαρρυτών, οι οποίες, μετά την οθωμανική κατάκτηση, έλαβαν σημαντικά προνόμια, ένδειξη ότι στις συγκεκριμένες θέσεις προϋπήρχαν ακμαίοι και σημαντικοί οικισμοί.

-Eκκλησιαστικά μνημεία θεμελιωμένα επάνω σε προγενέστερα κτίρια.

-Eκκλησιαστικά μνημεία τα οποία, σύμφωνα με την εγχώρια παράδοση, ιδρύθηκαν κατά τη βυζαντινή περίοδο π.χ. Ι.Ν. Υπαπαντής Λεπιανών, Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Καλαρρυτών, Ι.Μ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Κηπίνας, Ι.Μ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου ή Βύλιζας, Ι.Μ. Αγίου Βλασίου στο Προσήλιο κ.ά.

Επιπρόσθετα, εξαιρετικά χρήσιμη για την έρευνα είναι η περισυλλογή πληροφοριών από τον εγχώριο πληθυσμό, όπως και η συγκέντρωση γραπτών μαρτυριών από ιστοριοδίφες, εγχωρίων παραδόσεων αλλά και της τοπικής βιβλιογραφίας, σχετικά με θέσεις όπου έχουν εντοπιστεί παλαιότερα λείψανα οχυρώσεων, αρχαίοι τοίχοι, τάφοι, κεραμίδια και όστρακα, καθώς είναι πολύ πιθανό, εκτός από τις εντοπισμένες και καταγεγραμμένες θέσεις, να υπάρχουν και άλλες με αρχαία ή βυζαντινά λείψανα.

Ωστόσο, οποιαδήποτε επέμβαση για την αποκάλυψη, την ανάδειξη και την αξιοποίηση τόσο των αρχαίων όσο και των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων των Τζουμέρκων θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με σεβασμό στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους και με γνώμονα τη διατήρηση του χαρακτήρα τόσο του ίδιου του μνημείου όσο και του περιβάλλοντος χώρου του. Ακριβώς εξαιτίας του προαναφερθέντος λόγου, οι επεμβάσεις θα πρέπει να υλοποιούνται πάντοτε σε συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και με βάση εγκεκριμένες μελέτες που θα έχουν εκπονηθεί από ειδικούς.

Η διαδρομή από τη σύνταξη της παρούσας μελέτης έως τη διενέργεια αρχαιολογικών ερευνών και επεμβάσεων στα μνημεία των Τζουμέρκων φαντάζει και είναι στην πραγματικότητα μακρά και δυσχερής. Επιπλέον, η αποκλειστική ευθύνη βαρύνει τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει ένα ευρύ πεδίο δράσης, στο οποίο μπορούν να κινηθούν οι κάτοικοι και οι πολιτιστικοί φορείς της περιοχής αλλά και κάθε ενδιαφερόμενος.

Επιπλέον και μόνο η εκπόνηση της παρούσας μελέτης, με τη συγκέντρωση των σημαντικότερων στοιχείων και της κυριότερης βιβλιογραφίας αναφορικά με την αρχαία Αθαμανία και το βυζαντινό Τζεμέρνικο, μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για τις επόμενες επιστημονικές προσπάθειες, γενικές και εξειδικευμένες, ενώ συντελεί καταλυτικά και στην παρουσίαση τόσο της ιστορίας όσο και των μνημείων της περιοχής.

Κωνσταντίνα Ζήδρου

Αρχαιολόγος, Υπ. Διδάκτωρ Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων