Οι ιστορικοί γεωγράφοι που επικεντρώνονται στο άστυ ασχολήθηκαν με δυο αλληλένδετα θέματα: με την πόλη αυτή καθαυτή (την προφανή δομημένη μορφή της) και με τη γενικότερη έννοια της αστικοποίησης (τη γενική οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική διαδικασία, την οποία η δομημένη μορφή της πόλης αντιπροσωπεύει και εκφράζει). Ως προς την ίδια την πόλη, δύο όψεις κυριάρχησαν, η μορφολογία της (η χωρική της διάταξη) και η κοινωνική και οικονομική της λειτουργία. Και οι δυο τους έδωσαν λαβή σε διαφωνίες τόσο ως προς τη φύση τους όσο και ως προς το βαθμό στον οποίο, με διάφορους τρόπους μέσα στο χρόνο, κάποια από τις δύο υπερίσχυσε της άλλης. Βασισμένοι στην άποψη του David Harvey, ότι η μοναδική μέγιστη συνέχεια στην ιστορία της αστικοποίησης είναι εκείνη της αστικοποίησης ως τρόπου παραγωγής (η πόλη ως η οργανώτρια και η γεωγραφική εστία της πλεονάζουσας παραγωγής, της πλεονάζουσας συσσώρευσης και, ποικιλότροπα στα χρόνια του φεουδαλισμού και του καπιταλισμού, της πλεονάζουσας ανακατανομής ή ανταλλαγής), οι ιστορικοί γεωγράφοι υπερθεμάτισαν σπεύδοντας να καταδείξουν ακριβώς με ποιο τρόπο τέτοιες εκφράσεις εκδηλώθηκαν κάτω από διάφορες τεχνολογικές απαιτήσεις.
Το γεγονός αυτό τους οδήγησε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Αντλώντας από οικονομικές θεωρίες αλλά και από θεωρίες Κοινωνικού Δαρβινισμού, οι ιστορικοί γεωγράφοι κατασκεύασαν χωρικά δυναμικά μοντέλα της μοντέρνας βιομηχανικής πόλης αλλά και της φεουδαρχικής προ-βιομηχανικής πόλης. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις της μορφής της πόλης υπογραμμίζουν τη δυναμικά μεταβαλλόμενη φύση της.
Άλλοι στράφηκαν προς την ερμηνεία του σχήματος της αστικής κατανομής και των δεσμών –αρχικά τοπικών, στη συνέχεια περιφερειακών και τέλος εθνικών και διεθνών- που αμφότερα υποστήριξαν την αστικοποίηση, την αποσυνέδεσαν όλο και περισσότερο από την οικεία της σχέση με την τοπική ενδοχώρα, και, μέσω της ανταλλαγής, χάλκευσαν νέα έθνη-κράτη και νέες διεθνείς πολιτικές. Σε αυτό το σημείο τόσο οι θεωρίες περί της διάδοσης μέσω των μεταφορών και των βελτιώσεων στις επικοινωνίες, όσο και περί της ιεραρχικής κυριαρχίας ενθάρρυναν μια ευρύτερη εστίαση όσον αφορά τη χωρική κλίμακα και την αστική επιρροή.
Αυτές οι δύο προσεγγίσεις, μορφή ενάντια στη λειτουργία και δια-αστικές ενάντια σε ενδο-αστικές προοπτικές, συμπληρώθηκαν από ένα πολύ πιο γενικό επιχείρημα για τη θεμελιώδη φύση της αστικοποίησης, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Οι θεωρίες της αστικοποίησης από τις καταβολές της έως τις μέρες μας είναι ανταγωνιστικές: α) οικονομικό φαινόμενο (μια μέθοδος πλεονασματικής εξαγωγής και κατανάλωσης), β) κοινωνικό φαινόμενο (ένα μέσο οργάνωσης μιας συλλογικής αλλά άνισης κοινωνίας), γ) πολιτικό φαινόμενο (ο έλεγχος, μέσα από αστικά δίκτυα, του εθνικού κράτους καθώς και της καθημερινής ζωής) και δ) πολιτισμικό φαινόμενο (η έκφραση και απεικόνιση της συμβολικής γνώσης). Πρόσφατες συγκρίσεις ανάμεσα στην παρακμή της φυσικής πόλης και την ευρωστία της αστικοποίησης κατά τη μεταμοντέρνα περίοδο τελικά υπογραμμίζουν το βαθμό στον οποίο η μορφή και η λειτουργία, όπως η πόλη και η αστικοποίηση, συνδημιούργησαν μια τέλεια σύνθεση κατά τους πρωτο-μοντέρνους και μοντέρνους χρόνους στη Δυτική Ευρώπη και τώρα, για μία ακόμη φορά, διαχωρίζονται.
Τέλος, η προθυμία της ιστορικής γεωγραφίας να αγκαλιάσει την ευρύτερη ιστορική προοπτική –από τις αστικές καταβολές το 5οοο π.Χ. έως τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη αστικοποίηση της μεταμοντέρνας περιόδου- εξασφάλισε για την πόλη και την αστικοποίηση μια θέση στις γεωγραφικές σπουδές που παραμένει αμφιλεγόμενη, υπόκειται σε μόνιμη επανερμηνεία και είναι εξαιρετικά ερεθιστική.