Εισαγωγή: μουσεία και μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Τα μουσεία αξιοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για επικοινωνία και για τη δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται από άτομα, αλλά και συλλογικότητες και φορείς, σχεδόν σε όλο τον κόσμο, για επικοινωνία, που θεωρείται ότι διαπερνά περιορισμούς, όπως η ηλικία, το φύλο, η κοινωνική τάξη, αλλά και η πραγματική απόσταση, οι ιδεολογικές θέσεις, κ.λπ. Από τη μία πλευρά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρούνται δείγμα της «νίκης» των χρηστών, των μεμονωμένων ατόμων, επί των οργανωμένων μορφών επικοινωνίας, των ΜΜΕ και άλλων διαμεσολαβήσεων και διαμεσολαβητών, καταγράφοντας στα θετικά τους την πρωτοβουλία των χρηστών, καθώς και τη δυνατότητα ατομικής αλλά και συλλογικής διάδρασης. Από την άλλη πλευρά, θεωρούνται χαρακτηριστικό δείγμα εγωκεντρικής αντίληψης που εκφράζεται μέσω συγκεκριμένων επιτελέσεων (π.χ. ανάρτηση προσωπικού υλικού και πρόκληση ενδιαφέροντος για τον εαυτό) και παράγοντες δημιουργίας μίας «μπανάλ» επικοινωνίας για πράγματα ασήμαντα και τετριμμένα (Drotner & Schrøder 2013, 2).

Τα μουσεία, από την πλευρά τους, καλούνται να επαναπροσδιορίσουν, μέσω των δυνατότητων που δίνουν αυτά τα μέσα, τα μοντέλα επικοινωνίας τους και να περάσουν από το μοντέλο της μετάδοσης πληροφορίας από τον οργανισμό στον χρήστη/επισκέπτη, σε αυτό κατά το οποίο η πρωτοβουλία αναζήτησης επικοινωνίας ανήκει πλέον στον χρήστη/επισκέπτη. Αντί δηλαδή ο επισκέπτης να περιμένει από το φορέα να δημιουργήσει ευκαιρίες επικοινωνίας γι’ αυτόν, την αναζητά αυθόρμητα και ενεργά (Παυλίδης 2000, Μπαντιμαρούδης 2011). Πέρα από το να αποτελούν τα μέσα αυτά μία τεχνολογική προσθήκη στις ήδη δομημένες (και φαινομενικά αδιασάλευτες) μορφές επικοινωνίας του πολιτιστικού οργανισμού, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό ότι αυτές οι τεχνολογίες εντάσσονται πιο οργανικά σε θέματα επικοινωνίας, διάδρασης και ανταλλαγής (βλ. και Black 2012, Simon 2010, Μούλιου, 2010, Μπούνια υπό έκδοση). Με άλλα λόγια, αυτού του τύπου οι νέες δυνατότητες επικοινωνίας καλούν τα μουσεία να βρουν νέες απαντήσεις στα ερωτήματα περί του τι επικοινωνούν, πώς και με ποιους, πού πραγματοποιείται αυτή η επικοινωνία και με ποιο σκοπό. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει μία βασική αλλαγή εκ μέρους του μουσείου στην αντίληψη του κοινού: αντί για άτομα ή συλλογικότητες που κατανοούν πληροφορία και απολαμβάνουν ψυχαγωγία συλλέγοντας ουσιαστικά τις παροχές του μουσείου, μιλάμε πλέον για συν-δημιουργούς επικοινωνιακών διαδικασιών (Drotner & Schrøder 2013, 4).

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επί του παρόντος, ενισχύουν την παρουσία του μουσείου εκεί όπου πραγματικοί και εν δυνάμει επισκέπτες έχουν ήδη δημιουργήσει δίκτυα επικοινωνίας και είναι ήδη ενεργοί μέτοχοι σε επικοινωνιακές δράσεις, και δεν συγκεντρώνουν όλες τους τις προσπάθειες σε έναν και μόνο χώρο, τον μουσειακό, ή σε μία και μόνο διαδικτυακή παρουσία, τον δικτυακό τόπο του μουσείου.

Έχοντας τα παραπάνω υπόψη, και αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι τα ελληνικά μουσεία έχουν μόλις πρόσφατα ξεκινήσει προσπάθειες για ένταξη στον κόσμο των μέσων δικτύωσης και αναζήτησης των αλλαγών που η ένταξη αυτή συνεπάγεται, επιχειρήσαμε μία προκαταρκτική έρευνα, που αφορά στην αξιοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τα ελληνικά, αρχαιολογικά μουσεία.

Η έρευνα ξεκίνησε από τα τρία πιο διαδεδομένα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το καθένα εκ των οποίων ανήκει σε μία διαφορετική κατηγορία: το Twitter, το YouTube και το Facebook. Το πρώτο εντάσσεται στην κατηγορία των blogs, και μάλιστα των micro-blogs, δηλαδή διαδικτυακών τόπων όπου οι χρήστες καλούνται να δημιουργήσουν και να μοιραστούν με άλλους σύντομα προσωπικά σχόλια. Το δεύτερο εντάσσεται στην κατηγορία «media-sharing sites», δηλ. διαδικτυακών χώρων που επιτρέπουν στους χρήστες την ανάρτηση, την αξιολόγηση και το σχολιασμό οπτικού κυρίως υλικού. Το τρίτο, το Facebook, στο οποίο τελικά επικεντρώθηκε η έρευνα, όπως θα παρουσιάσουμε παρακάτω, ανήκει στην πιο δημοφιλή κατηγορία μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα επονομαζόμενα «Social Network Sites» (Ιστότοποι Κοινωνικής Δικτύωσης) ή, εν συντομία, SNS. Σύμφωνα με τους boyd και Ellisson (2008), αυτού του τύπου τα μέσα επιτρέπουν στα άτομα: 1) να δημιουργήσουν ένα δημόσιο ή ημι-δημόσιο προφίλ μέσα σε ένα ορισμένο σύστημα, 2) να συντάξουν μία λίστα άλλων χρηστών με τους οποίους μοιράζονται ένα δεσμό, και 3) να βλέπουν και να διαπερνούν τις λίστες συνδέσμων που έχουν γίνει από τους ίδιους ή άλλους μετέχοντες στο σύστημα. Σε αυτή την κατηγορία μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η έμφαση βρίσκεται στη συμμετρία της επικοινωνίας – καθώς η εμφάνιση και ανταλλαγή κοινωνικών επαφών και πλαισίου βρίσκεται στο επίκεντρο (Lomborg 2011).

Το Facebook αποτελεί έναν «οικονομικό» τρόπο προώθησης των δράσεων των μουσείων με τη μέθοδο «από στόμα σε στόμα» (word of mouth) και απευθύνεται στις ελκυστικές για τα μουσεία ηλικιακές ομάδες των 18-24 και 35-44 ετών. Οι δύο βασικές αρχές που διαμορφώνουν την υπηρεσία του Facebook είναι η ελεύθερη ανταλλαγή και διασύνδεση, καθώς και η ελεύθερη ροή πληροφοριών. Η ορθή χρήση της πλατφόρμας συνδέεται με το πόσο αποτελεσματικά το μουσείο αξιοποιεί τα παρεχόμενα εργαλεία μάρκετιγκ και επικοινωνίας, ενώ προσφέρει στατιστικά στοιχεία για το περιεχόμενο των σελίδων. Αναμφισβήτητα, λοιπόν, η υπηρεσία αυτή προσφέρει στο μουσείο την ευκαιρία: α) να δημιουργήσει σχέσεις με το «μη κοινό» και να ενδυναμώσει τη σχέση του με το υπάρχον κοινό, β) να ενισχύσει τη συνεργασία, γ) να προκαλέσει την ενεργή συμμετοχή, δ) να διαμοιράσει πληροφορίες σε ένα ευρύτερο κοινό και, εν τέλει, ε) να συμβάλει στην εμπλουτισμένη εμπειρία του επισκέπτη του λογαριασμού του.

Η επιλογή των ελληνικών αρχαιολογικών μουσείων ως δείγμα της παρούσας έρευνας οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: αφενός στον ιδιαίτερο ρόλο που έχουν στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας καθώς ουσιαστικά ταυτίζονται με την ευρύτερη έννοια του μουσείου, αφετέρου στο γεγονός ότι υπερισχύουν αριθμητικά έναντι όλων των άλλων κατηγοριών μουσείων.

Στόχοι και Μεθοδολογία της έρευνας

Ο βασικός στόχος της έρευνας ήταν να διαπιστωθεί αν και με ποιους τρόπους τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία αξιοποιούν τις δυνατότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως αυτές περιγράφηκαν παραπάνω. Επιλέξαμε να εξετάσουμε τις σελίδες και τους λογαριασμούς χρηστών που ανήκουν επίσημα στα πολιτιστικά ιδρύματα και όχι σε μεμονωμένους χρήστες, φίλους και υποστηρικτές ή εργαζόμενους των οργανισμών, χωρίς όμως επίσημη εξουσιοδότηση εκπροσώπησης αυτών.

Συγκεκριμένα, 122 ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία αναζητήθηκαν με τον επίσημο ελληνικό και αγγλικό τίτλο τους στις μηχανές αναζήτησης των συγκεκριμένων δικτύων (Twitter, YouTube, Facebook) και διαπιστώθηκε πως μόλις το 11% δραστηριοποιείται σε κάποιο ή σε όλα τα παραπάνω δίκτυα (Γράφημα 1).

Από τα «δραστήρια» μουσεία, μόνο το 6% έχει ενεργό λογαριασμό και στις τρεις πλατφόρμες, ενώ σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό έχει ενεργό λογαριασμό σε δύο από τα τρία δίκτυα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως όλα τα «δραστήρια» μουσεία επιλέγουν να επικοινωνήσουν με άλλους χρήστες μέσω της πλατφόρμας του Facebook (Γράφημα 2).

Οι προκαταρκτικές αυτές διαπιστώσεις οδήγησαν στο επόμενο στάδιο της μελέτης μας, που εστίασε στην αναλυτική διερεύνηση της χρήσης της πιο δημοφιλούς πλατφόρμας, του Facebook, από τα μουσεία, αλλά και τον αντίκτυπο που έχουν αυτές οι ενέργειες στις αντιδράσεις των χρηστών που τα παρακολουθούν σε ένα τυχαίο χρονικό διάστημα, δεκαπέντε ημερών, διάστημα ικανό ώστε να μελετήσουμε τις κινήσεις τους. Ως περίοδος συστηματικής παρακολούθησης και μελέτης των συγκεκριμένων σελίδων στο Facebook, ορίστηκε το διάστημα 10/3/2014 έως 25/3/2014.

Καταγραφή και ομαδοποίηση δεδομένων από τα προφίλ των μουσείων στο Facebook

Η καταγραφή και η ομαδοποίηση των δεδομένων χωρίστηκε σε τρία στάδια:

  1. Δεδομένα που αφορούν στα γενικά χαρακτηριστικά των μουσειακών προφίλ. Καταγράφεται η ημερομηνία δημιουργίας του προφίλ, ο συνολικός αριθμός «Likes» του προφίλ, ο συνολικός αριθμός των ατόμων που «μιλούν» για το μουσείο στο προφίλ του, οι πληροφορίες που δίνει το μουσείο για τον εαυτό του και η γλώσσα (σημ. 1) που χρησιμοποιεί, καθώς και το ηλικιακό target group (ομάδα κοινού) που ακολουθεί το προφίλ.
  2. Ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που αφορούν στη δράση του διαχειριστή (μουσείο). Καταγράφονται ποσοτικά στοιχεία, όπως η συχνότητα (σημ. 2) και ο τύπος δημοσιεύσεων που διαχωρίστηκε σε: α) προώθηση έκθεσης, β) προώθηση εκδήλωσης και γ) διατήρηση παρουσίας στην πλατφόρμα, για συνεχή επαφή με το κοινό και ποιοτικά στοιχεία μέσα από τα επικοινωνιακά εργαλεία που χρησιμοποιεί στις δημοσιεύσεις, δηλαδή: α) κείμενο/φωτογραφία/βίντεο, β) hashtag και γ) hyperlink (υπερσύνδεσμος).
  3. Ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που αφορούν στην ανταπόκριση των χρηστών, όπου μελετώνται πτυχές του προφίλ τους (ηλικία και βαθμός δέσμευσης), αντιδράσεις απέναντι στην πληροφορία που τους παρέχεται, ο τύπος πληροφορίας που τους αποσπά περισσότερο το ενδιαφέρον και η ανταπόκριση στα ερεθίσματα για διάδραση που τους προσφέρει ο διαχειριστής (μουσείο). Για τα αποτελέσματα ερευνώνται, ανά δημοσίευση, τα ποσοτικά στοιχεία, όπως τα συνολικά «Likes» (σημ. 3), «Shares» (σημ. 4) και «Comments» (σημ. 5), καθώς και ο χρόνος διάδρασης. Ως ποιοτικά στοιχεία μελετώνται τα είδη των «Comments» (Σχολίων) με διαχωρισμό σε: α) συναφή, β) μη συναφή και γ) ερωτήματα.

Αποτελέσματα και συμπεράσματα

Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη τα τρία στάδια της καταγραφής και ομαδοποίησης των δεδομένων, έγινε επεξεργασία και μελέτη αυτών, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για κάθε μουσείο που συμπεριλαμβάνεται στην έρευνα. Με βάση τα αρχικά αποτελέσματα, γίνεται μία προσπάθεια συσχέτισης αυτών με σκοπό να κατανοήσουμε τη γενική πρακτική που ακολουθούν τα αρχαιολογικά μουσεία, αξιοποιώντας τα κοινωνικά δίκτυα και, κυρίως, το Facebook.

Δεδομένα που αφορούν στα γενικά χαρακτηριστικά των μουσειακών προφίλ

Δημιουργία λογαριασμού

Ξεκινώντας την παρούσα έρευνα, αρχικά καταγράφηκε η ημερομηνία που το κάθε μουσείο αποφάσισε να ενταχθεί στο δίκτυο της υπηρεσίας. Η πλειονότητά τους συμμετέχει με ενεργό λογαριασμό τα τελευταία δύο χρόνια (2012-2014), ενώ τις παλαιότερες σελίδες έχουν το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και το Μουσείο της Ακρόπολης με έξι και πέντε χρόνια αντίστοιχα. Στο Γράφημα 3, καταγράφονται τόσο τα αρχαιολογικά μουσεία που έχουν σελίδες στο Facebook, όσο και τα χρόνια παρουσίας τους στο δίκτυο.

Αν αναλογιστούμε πως η υπηρεσία ξεκίνησε το 2004 διαπιστώνουμε τα αργά αντανακλαστικά των ελληνικών αρχαιολογικών μουσείων σε αυτήν τη νέα μορφή επικοινωνίας. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως το Μουσείο της Ακρόπολης ενέταξε το Facebook στην επικοινωνιακή του πολιτική από την αρχή σχεδόν της λειτουργίας του (2009).

Ένδειξη ενδιαφέροντος χρηστών για τους λογαριασμούς των μουσείων

Σε σχέση με τον αριθμό φίλων του λογαριασμού των μουσείων, διαπιστώθηκε πως ο λογαριασμός του Μουσείου της Ακρόπολης κατέχει τη μερίδα του λέοντος, ενώ ακολουθεί με μεγάλη διαφορά αυτός του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (Γράφημα 4).

Γλώσσα χρήσης

Σε σχέση με τη γλώσσα, η πλειονότητα των μουσείων χρησιμοποιεί μόνο τα ελληνικά (Γράφημα 5), γεγονός που δηλώνει απροθυμία ή, πιθανότατα, αδυναμία να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό που βρίσκεται έξω από τα στενά γεωγραφικά σύνορα της χώρας ή δεν μοιράζεται την ελληνική γλώσσα.

Ηλικιακή ομάδα-στόχος

Προχωρώντας στην ομαδοποίηση των δημογραφικών στοιχείων που προσφέρει η  υπηρεσία, προσεγγίστηκε η ηλικιακή ομάδα που παρακολουθεί τις διαδικτυακές δράσεις των μουσείων (Γράφημα 6). Αν και τα μουσεία είναι δημοφιλέστερα στην ηλικιακή ομάδα των 25-34 ετών, αξίζει να σημειωθεί πως ο λογαριασμός του Μουσείου των Ιωαννίνων είναι περισσότερο δημοφιλής σε πιο νεαρές ηλικίες (18-24 ετών), ενώ ο λογαριασμός του Μουσείου της Καρδίτσας έχει συγκεντρώσει μεγαλύτερες ηλικίες (35-44 ετών).

Γίνεται, επομένως, σαφές ότι οι ηλικιακοί περιορισμοί που συχνά αναφέρονται στην περίπτωση της αξιοποίησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ότι δηλ. τα μέσα αυτά απευθύνονται κυρίως στην digitalnative γενιά), δεν είναι απολύτως ακριβείς. Από την άλλη πλευρά, η «δύσκολη» στην προσέγγισή της ηλικία των 18-24 ετών, φαίνεται πράγματι να ελκύεται περισσότερο για τη δημιουργία σύνδεσης με το μουσείο με τη διαμεσολάβηση αυτών των μέσων.

Στοιχεία για τη δράση του διαχειριστή (administrator)

Δραστηριότητα λογαριασμού

Κατά το εξεταζόμενο διάστημα, το 69% των μουσείων εμφάνισε κάποια δραστηριότητα, σε αντίθεση με το 31%  που δεν πραγματοποίησε καμία ενέργεια. Τα στοιχεία που προέκυψαν από αυτή την καταγραφή μάς δείχνουν πως μπορούμε να χωρίσουμε τα μουσεία σε δύο κατηγορίες: αυτά που δεν ακολουθούν καθόλου την τακτική της «μίας δημοσίευσης ανά εβδομάδα» και αυτά που την ακολουθούν και την εμπλουτίζουν. Πέντε από τα δεκατρία μουσεία δεν είχαν καμία κινητοποίηση μέσα στο διάστημα των δύο εβδομάδων, ενώ τα υπόλοιπα δημοσίευσαν κάποιου είδους πληροφορία ή υλικό από δύο έως και επτά φορές (Γράφημα 7).

Κατά συνέπεια, τα περισσότερα μουσεία μοιάζουν να ακολουθούν τη συμβουλή της υπηρεσίας για τουλάχιστον μία δημοσίευση ανά εβδομάδα, γεγονός που δηλώνει, κατά την άποψή μας, τη διάθεση της πλειονότητας των μουσείων να κρατούν τη διαδικτυακή επαφή τους με το κοινό.

Περιεχόμενο δημοσίευσης

Ως προς το περιεχόμενο των δημοσιεύσεων, τα μουσεία προτιμούν να επικοινωνούν περισσότερο τις εκδηλώσεις που διοργανώνουν, στη συνέχεια την ίδια την έκθεση, ενώ το μικρότερο ποσοστό λαμβάνουν οι δημοσιεύσεις που στόχο έχουν τη διατήρηση της παρουσίας τους, όπως μία ανάρτηση εικόνας του μουσείου με κείμενο: «Καλημέρα & Καλή εβδομάδα» (Γράφημα 8).

Μέσα δημοσίευσης που χρησιμοποιούνται από τα μουσεία

Μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο τα μουσεία επιλέγουν να επικοινωνήσουν τη δημοσιευμένη πληροφορία, διαπιστώθηκε πως χρησιμοποιούν το κείμενο, τη φωτογραφία και το video, μεμονωμένα ή συνδυαστικά, ενώ δεν λείπει η χρήση της εφαρμογής Hashtag που βοηθάει στην προώθηση του διαλόγου, αλλά και του υπερσυνδέσμου (Hyperlink), που εξυπηρετεί την ελεύθερη ροή της πληροφορίας από και προς άλλες πλατφόρμες. Κατά συνέπεια, η επικοινωνία εμπλουτίζεται και επιτυγχάνεται με έναν ενδιαφέροντα τρόπο.

Σε ό,τι αφορά την προώθηση της έκθεσης και των εκδηλώσεων, τα μουσεία αξιοποιούν και τους πέντε διαθέσιμους τρόπους (Γραφήματα 9-11), ενώ για τη διατήρηση της παρουσίας τους χρησιμοποιούν μόνο το κείμενο, τον υπερσύνδεσμο και τη φωτογραφία. Συνολικά, το μικρότερο ποσοστό χρήσης έχουν το βίντεο και το Hashtag. Το τελευταίο αυτό στοιχείο μάς υποδεικνύει απροθυμία, άγνοια του μέσου ή, ενδεχομένως, αδυναμία να εμπλέξουν τους χρήστες σε έναν διευρυμένο διαδικτυακό διάλογο. Στην ουσία, η συγκεκριμένη παρατήρηση σχετίζεται με την ποιοτική διάσταση της αξιοποίησης του μέσου, στην οποία θα επανέλθουμε παρακάτω.

Αποτελεσματικότητα μέσω των ενεργειών του χρήστη (user)

Ανταπόκριση στις δημοσιεύσεις

Αφού πρώτα συλλέχθηκαν τα ποσοτικά στοιχεία που αφορούν στις αντιδράσεις των χρηστών, στη συνέχεια επιχειρήθηκε να μελετήσουμε τις αναλογίες αυτών των αντιδράσεων με το σύνολο των φίλων του κάθε λογαριασμού, ώστε να διαπιστώσουμε αν και πόσο πολύ ή λίγο ενεργοποιούνται οι χρήστες. Με άλλα λόγια, αν και κατά πόσο η χρήση του νέου μέσου διαφοροποιεί την αντίληψη περί επικοινωνίας του πολιτιστικού οργανισμού.

Όπως γίνεται σαφές στο Γράφημα 12, οι χρήστες που αντιδρούν στις δημοσιεύσεις επιλέγουν περισσότερο να δηλώσουν την προτίμησή τους και να διαμοιράσουν την πληροφορία προς άλλους, παρά να εμπλακούν σε διάλογο. Είναι πολύ μικρό το ποσοστό εκείνων που αποφασίζουν να εκφράσουν γραπτώς τη γνώμη τους ή να ρωτήσουν κάτι σχετικό με τη δημοσίευση.

Τρόπος ανταπόκρισης στις δημοσιεύσεις

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που εξάγεται είναι η αναλογία του συνολικού αριθμού των φίλων με τον αριθμό εκείνων που επιλέγουν με έναν από τους παραπάνω τρόπους να αντιδράσουν στις δημοσιεύσεις των μουσείων. Δημοφιλείς σελίδες μουσείων, όπως αυτή του Μουσείου της Ακρόπολης, έχουν πολύ μικρό ποσοστό αντιδράσεων αναλογικά με τον μεγάλο αριθμό των φίλων που διαθέτουν. Αντιθέτως, λογαριασμοί χαμηλότερης δημοφιλίας, όπως αυτός του Αρχαιολογικού Μουσείου της Χαλκίδας, παρουσιάζει ένα μεγάλο ποσοστό αντιδράσεων από την πλευρά των χρηστών, σε αναλογία πάντα με το σύνολο των φίλων που έχει.

Χρόνος αντίδρασης στις δημοσιεύσεις

Παρόλο που τα σχόλια των χρηστών κυμαίνονται σε πολύ μικρά αριθμητικά επίπεδα, θεωρήθηκε ενδιαφέρον να εξεταστεί ο χρόνος αυτής της ιδιαίτερης διάδρασης, δηλαδή πόσες περίπου μέρες οι χρήστες «συζητούν» ή σχολιάζουν τη δημοσίευση από τη στιγμή που αναρτάται στο λογαριασμό. Και ενώ στις περισσότερες σελίδες η διάδραση αρχίζει και τελειώνει μέσα σε μία ή δύο ημέρες, η περίπτωση του Μουσείου της Ακρόπολης ξεχωρίζει έντονα καθώς κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον των χρηστών για περίπου δεκαπέντε ημέρες (Γράφημα 13).

Περιεχόμενο σχολίων των χρηστών στις δημοσιεύσεις

Όσον αφορά το ποιοτικό περιεχόμενο των σχολίων που κάνουν οι χρήστες, μελετήθηκαν με προσοχή όλες οι δημοσιεύσεις τους και έγινε προσπάθεια για μία τριπλή κατηγοριοποίηση. Το μεγαλύτερο ποσοστό των σχολίων έχει σχέση με το περιεχόμενο της μουσειακής δημοσίευσης ή αφορά σε διευκρινιστικό ερώτημα που απευθύνεται στο διαχειριστή. Υπάρχει, όμως, ένα ποσοστό σχολίων της τάξης του 29%, που δεν έχουν καμία συνάφεια με τη δημοσιευμένη πληροφορία, π.χ. σε δημοσίευση σχετικά με την οργάνωση ομαδικών εργαστηριακών δραστηριοτήτων, μεταξύ συναφών σχολίων και ερωτημάτων για τη δράση αυτή, κάνουν την εμφάνισή τους και μη συναφή σχόλια (όπως, για παράδειγμα, «Hi to everyone in Athens Greece») (Γράφημα 14).

Άλλοι τρόποι εμπλοκής των χρηστών στις δημοσιεύσεις

Τέλος, το συγκεντρωτικό διάγραμμα του Γραφήματος 15 συνοψίζει τις αντιδράσεις των χρηστών και μας δείχνει τα επίπεδα εμπλοκής και δέσμευσής τους  με το μουσειακό προφίλ. Η μεγάλη πλειονότητα των χρηστών επιδιώκουν να έχουν μία χαλαρή σχέση με το μουσείο, καθώς εμπλέκονται στη διαδικασία κυρίως μέσω της εφαρμογής «Likes».

Λίγοι είναι εκείνοι που θεωρούν τόσο αξιόλογο το περιεχόμενο των δημοσιεύσεων, ώστε να το διαμοιράσουν στους δικούς τους φίλους, δίνοντας την ευκαιρία στο λογαριασμό του μουσείου να γίνει γνωστός σε ένα μεγαλύτερο κοινό, ενώ ελάχιστος είναι ο αριθμός εκείνων που θα παρουσιάσουν σημάδια έντονης εμπλοκής, μπαίνοντας στη διαδικασία να εκθέσουν τις απόψεις τους και να εκτεθούν σε έναν δημόσιο διάλογο.

Συμπεράσματα

Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας αυτής, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην πλειονότητά τους τα μουσεία που εξετάστηκαν στο δείγμα δεν έχουν εντάξει στην επικοινωνιακή τους πολιτική τις σύγχρονες μορφές επικοινωνίας, ακόμη και αν έχουν σελίδες στους χώρους κοινωνικής δικτύωσης.

Όσα από τα μουσεία του δείγματος έχουν όντως παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φαίνεται πως ασχολούνται κυρίως με το Facebook. Το γεγονός αυτό, εύλογα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Facebook συνιστά τη δημοφιλέστερη εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης για τα μουσεία του δείγματος, που άνοιξαν τους ορίζοντές τους στις νέες μορφές επικοινωνίας. Εντούτοις, τα χαμηλά αριθμητικά μεγέθη που παρατηρούμε στα διαγράμματα προδίδουν ότι η ενασχόληση των συγκεκριμένων μουσείων με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν δηλώνει, ως επί το πλείστον, μία δυναμική παρουσία στη συγκεκριμένη εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης που εξετάστηκε και τη συνακόλουθη αλλαγή στην περί επικοινωνίας αντίληψη, που η δραστήρια χρήση των μέσων αυτών συνεπάγεται.

Σε γενικές γραμμές, παρατηρείται πως η μη συστηματική φροντίδα των λογαριασμών των εν λόγω μουσείων στο Facebook, από τα ίδια τα μουσεία (moderators), έχει ως φυσικό επακόλουθο τη μικρή διαδικτυακή τους δημοφιλία, καθώς, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του Μουσείου Ακρόπολης και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, στο πλαίσιο αυτών δεν προσφέρεται καμία ενθάρρυνση στους χρήστες για διάδραση. Ενδεχομένως, αυτό το γεγονός να μπορεί να συσχετιστεί και με την πραγματική δημοφιλία (και επισκεψιμότητα;) των μουσείων που εξετάστηκαν, στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.

Καταληκτικά, θα λέγαμε ότι οι ενέργειες των μουσείων του δείγματος στο Facebook, αντικατοπτρίζουν τη συντηρητική επικοινωνιακή πολιτική που υιοθετούν ευρύτερα τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία, καθώς, όπως προκύπτει από την παρούσα έρευνα, ενδιαφέρονται περισσότερο να κρατούν ενήμερο το κοινό τους ως προς τις τρέχουσες εκθέσεις και τις εκδηλώσεις τους, παρά να εμπλακούν σε διάλογο ή να δημιουργήσουν ισχυρούς δεσμούς μαζί τους. Με άλλα λόγια, οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται κυρίως για τη δυνατότητα που έχουν να «φτάνουν γρήγορα τα νέα» και ενδεχομένως και σε ομάδες κοινού που δεν χρησιμοποιούν πλέον τις εφημερίδες και άλλα ΜΜΕ, αλλά όχι για τη δυνατότητά τους να εμπλέξουν το κοινό σε νέες, πιο δημιουργικές και εντατικές πράξεις επικοινωνίας και συν-δημιουργίας με το μουσείο.

Η ελληνική μουσειακή κοινότητα έχει, επομένως, αρκετό δρόμο μπροστά της και χρειάζεται να κινητοποιήσει ανθρώπους που έχουν εξοικείωση και γνώση του νέου μέσου, αλλά και μία νέα αντίληψη περί μουσειακής επικοινωνίας.

 

Ευθυμία Θεοχάρη, Συντηρήτρια Έργων Τέχνης, Τελειόφοιτη του Διατμηματικού ΠΜΣ «Μουσειακές Σπουδές» του ΕΚΠΑ

Δανάη Κουσουρή, Ιστορικός, Ξεναγός, Τελειόφοιτη του Διατμηματικού ΠΜΣ «Μουσειακές Σπουδές» του ΕΚΠΑ

Λορένα Μπελέρη, Συντηρήτρια Αρχαιοτήτων, Τελειόφοιτη του Διατμηματικού ΠΜΣ «Μουσειακές Σπουδές» του ΕΚΠΑ

Αλεξάνδρα Μπούνια, Αναπληρώτρια καθηγήτρια, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Βασίλης Ντατσιούδης, Συντηρητής Αρχαιοτήτων, Διαχειριστής Εκκλησιαστικών Κειμηλίων, Φοιτητής του Διατμηματικού ΠΜΣ «Μουσειακές Σπουδές» του ΕΚΠΑ

Αγγελική Παρτσινέβελου, Επιστημολόγος, Τελειόφοιτη του Διατμηματικού ΠΜΣ «Μουσειακές Σπουδές» του ΕΚΠΑ

 

* H έρευνα που παρουσιάζεται στο άρθρο αυτό πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού μαθήματος «Μουσείο και Κοινό» του Διατμηματικού ΠΜΣ «Μουσειακές Σπουδές» του ΕΚΠΑ, το ακαδ. έτος 2013-2014, με συντονίστριες τις Α. Μπούνια και Α. Νικηφορίδου.