Η εκμετάλλευση των μεταλλείων της Σερίφου στη νεώτερη ιστορία αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1860. Αναπτύσσονται κυρίως στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, με κέντρο των εγκαταστάσεων τους προστατευμένους όρμους του Κουταλά και του Μεγάλου Λιβαδιού. Είναι η εποχή του «μεταλλευτικού πυρετού», που καταλαμβάνει την Ελλάδα από το 1861 με τη θέσπιση της νομοθεσίας για το καθεστώς παραχώρησης και εκμετάλλευσης των μεταλλείων και την τροποποίησή της το 1867 (σημ. 1). Την περίοδο 1867-1875 θα κατατεθούν συνολικά 1.686 αιτήσεις παραχωρήσεων στο υπουργείο Εσωτερικών, αλλά μόνο 359 θα καταφέρουν να αποκτήσουν άδεια εκμετάλλευσης, για περίπου 2 εκατομμύρια στρέμματα. Ακόμη λιγότερες θα είναι αυτές που θα προχωρήσουν στο επόμενο βήμα. Μόλις 29 μεταλλευτικές επιχειρήσεις θα συσταθούν την περίοδο αυτή, από τις οποίες οι 11 διαλύθηκαν και ελάχιστες, μόνο 4-5, προχώρησαν σε εκμετάλλευση. Στα 1877 ξεχωρίζουν η «Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου», η «Ελληνική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου», τα «Θειωρυχεία Μελά» και η «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία» (σημ. 2).

Η πρώτη άδεια εκμετάλλευσης μεταλλείων της Σερίφου εκχωρήθηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα στις 21 Οκτωβρίου 1869 στην «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία» (σημ. 3), η οποία ελεγχόταν από την Εθνική Τράπεζα και το 1874 διέθετε, μετά από δύο αυξήσεις, ονομαστικό κεφάλαιο 3.000.000 δρχ. (σημ. 4). Η «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία», εκτός από τα μεταλλεία σιδήρου στη Σέριφο, διέθετε μεταλλεία γαληνίτη στην Αντίπαρο, λιγνιτωρυχεία στην Κύμη, μεταλλεία στον Ωρωπό και την Τήνο, καθώς και άδεια εκμετάλλευσης χαλκού στην επαρχία της Τροιζηνίας. Επένδυσε σημαντικά κεφάλαια στο μοναδικό, την εποχή εκείνη, εγχείρημα βιομηχανικής παραγωγής σιδήρου στην Κύμη χρησιμοποιώντας το λιγνίτη της Εύβοιας για την αναγωγή του σιδηρομεταλλεύματος της Σερίφου. Η φιλόδοξη προσπάθεια απέτυχε λόγω τόσο τεχνικών προβλημάτων όσο, κυρίως, της περιορισμένης εσωτερικής αγοράς (σημ. 5). Το 1875 η εταιρεία κήρυξε πτώχευση, έχοντας εξορύξει μόλις 4.500 τόνους σιδηρομεταλλεύματος (σημ. 6).

Παράλληλα με τις παραπάνω εξελίξεις, η ελληνική κυβέρνηση θα παραχωρήσει ακόμη τρεις άδειες εκμετάλλευσης μεταλλείων στη Σέριφο. Η πρώτη δόθηκε με βασιλικό διάταγμα στις 31 Ιανουαρίου 1870 στον Αρ. Μπαλάνο, η δεύτερη παραχωρήθηκε στις 21 Μαρτίου 1871 στον Χ. Φιλαδελφέα και η τρίτη άδεια, δύο μέρες αργότερα, στον Κ. Δουρούτη. Οι ιδιοκτήτες, και στις τρεις περιπτώσεις, δεν προχώρησαν άμεσα σε εκμετάλλευση. Ύστερα από τρία χρόνια ερευνητικών εργασιών αποφάσισαν να μεταβιβάσουν τις άδειές τους στην εταιρεία εργοληψιών «Σέριφος Α.Ε.», που ίδρυσαν από κοινού (σημ. 7). Οι εξορυκτικές εργασίες ξεκίνησαν το 1873 και τον επόμενο χρόνο εκμίσθωσαν την εξόρυξη στον εργολάβο Δεκαβάλα. Τα μεταλλεία εκμεταλλεύτηκαν την περίοδο 1880-1910 διάφοροι εργολάβοι (Συνοδινός, Λισμάνης, Εταιρεία Εργοληψιών, Καράμπελας, Δεκαβάλας) απασχολώντας περίπου 140-200 εργάτες. Έως το 1900 οι διάφοροι εργολάβοι είχαν καταφέρει να πουλήσουν μόλις 8.000 τόνους σιδηρομεταλλεύματος, σε αντίθεση με την περίοδο 1901-1905, όπου οι πωλήσεις ανήλθαν στους 123.000 τόνους. Ωστόσο, η ύφεση που πλήττει την αγορά σιδηρομεταλλευμάτων από το 1907 θα οδηγήσει την «Σέριφος Α.Ε.» να εκμισθώσει τα μεταλλεία της στα τέλη του 1910 στη γαλλική εταιρεία «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» και το 1926 να τεθεί σε εκκαθάριση (σημ. 8).

Στα 1887 ιδρύθηκε η γαλλική εταιρεία «Βίαρ-Σγούτας-Ντυφούρ» με στόχο την εκμετάλλευση σιδήρου στη Σέριφο και έδρα την Αθήνα (σημ. 9). Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο για τα αρχικά κεφάλαια, τα στρέμματα και την περιοχή που της παραχωρήθηκε για εξόρυξη και εάν τελικά προχώρησε σε εκμετάλλευση.

Η γαλλική εταιρεία «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» είχε ιδρυθεί το 1880 με κεφάλαια ομογενών τραπεζιτών της Κωνσταντινούπολης, Γάλλων κεφαλαιούχων και τη συμμετοχή της Οθωμανικής Τράπεζας (σημ. 10). Η εταιρεία εκμίσθωσε, εξ αρχής, τα μεταλλεία στον Γερμανό μηχανικό-μεταλλειολόγο Αιμίλιο Γρώμαν (Emile Grohmann) (εικ. 3) (σημ. 11). Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της νέας εταιρείας είναι ιδιαίτερα δύσκολα, κυρίως λόγω έλλειψης κεφαλαίων, αλλά και της εισόδου νέων εργασιακών σχέσεων. Αυτές πρέπει να είναι και οι αιτίες της απεργίας των μεταλλωρύχων της Σερίφου που ξέσπασε στα 1882-1883 (σημ. 12). Τον επόμενο χρόνο, 1884, η «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» αποφασίζει να συνάψει εξωτερικό δάνειο 200.000 φράγκων και δεν πρέπει να επανέλαβε τις εργασίες της πριν το 1887 (σημ. 13).

Αρχικά, έδρα της εταιρείας είναι ο Κουταλάς, όπου χτίζει τα γραφεία της, εργατικές κατοικίες και αποθήκες. Σύντομα, όμως, θα μεταφερθεί στο Μεγάλο Λιβάδι, όπου θα δημιουργηθεί ένας ολόκληρος οικισμός, με ένα διώροφο διοικητήριο με κήπο και περίπτερο «belvedere», που στεγάζει τα γραφεία της εταιρείας και την κατοικία του διευθυντή, με χημείο, αστυνομικό σταθμό, εκκλησία και τη «Γρωμάννειο σχολή»· ένα σχολείο που κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα με χρήματα του ταμείου αλληλοβοηθείας των εργατών. Ανάμεσα στις δύο πλευρές της κοιλάδας του Μεγάλου Λιβαδιού, στον Κουταλά, τα Χάλαρα και το Μέγα Χωριό θα κατασκευαστούν εργατικές κατοικίες, ενώ στο Μέγα Χωριό υπήρχε νοσοκομείο για τους εργάτες. Η διατήρηση ενός κτίσματος εργατικής κατοικίας μας δίνει τη δυνατότητα να ανασυστήσουμε τον χώρο κατοικίας των μεταναστών εργατών. Πρόκειται, λοιπόν, για ισόγεια, μακρόστενα και μονόχωρα δωμάτια στη σειρά, με χωμάτινο δάπεδο και δώμα από πατημένο χώμα. Περιείχαν μία μικρή εστία, δύο ή τρία κρεβάτια, ένα κοινόχρηστο μαγειρείο στην άκρη του κτίσματος, ένα υποτυπώδες αποχωρητήριο στην αυλή και έναν μικρό χώρο για κάποιο οικόσιτο ζώο λίγο πιο πέρα (σημ. 14).

Η αυταρχική και πατερναλιστική συμπεριφορά του Γρώμαν προς τους μεταλλωρύχους σε συνδυασμό με την άνθηση που γνωρίζει η μεταλλευτική δραστηριότητα στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 έως το 1905-1907, λόγω του ανοδικού κύκλου της διεθνούς οικονομίας και των νέων τεχνολογιών, που οδηγούν στον υπερτριπλασιασμό του συνολικού όγκου των εξαγωγών ακατέργαστων μεταλλευμάτων, και παρά την πτώση των τιμών των μεταλλευμάτων στη διεθνή αγορά από τα τέλη του 19ου αιώνα, έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του εξορυγμένου προϊόντος (πίν. 1) και την αντίστοιχη αύξηση των πωλήσεων της «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» (πίν. 2) (σημ. 15).

Το 1906 ο Αιμίλιος Γρώμαν πεθαίνει και τον διαδέχεται ο γιος του Γεώργιος (εικ. 4), ο οποίος είχε σπουδάσει στη Μεταλλειολογική σχολή του Clausthal. Παράλληλα, όμως, με την αλλαγή στη διοίκηση της «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» αρχίζει και η πρώτη σημαντική κρίση στον ελληνικό μεταλλευτικό τομέα, που θα διαρκέσει ολόκληρη την ταραγμένη δεκαετία του 1910. Οι αιτίες της κρίσης αυτής είναι ο διεθνής ανταγωνισμός με χώρες που διαθέτουν μεταλλεύματα και ορυκτά πιο πλούσια σε περιεκτικότητα και πιο φθηνά στην τιμή, καθώς και η διακύμανση των τιμών στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, η άνοδος της τιμής της χάρτινης δραχμής στο άρτιο και η συνακόλουθη αύξηση των ημερομισθίων μείωσε ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών μεταλλευμάτων στις διεθνείς αγορές (σημ. 16).

Η κρίση της εξορυκτικής δραστηριότητας οδηγεί στη διακοπή ή τον περιορισμό των εργασιών των εταιρειών, στη μείωση του αριθμού των απασχολούμενων εργατών και εργατριών και στην πίεση των μισθών και των εισοδημάτων. Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με τις ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις που συντελούνται στο χώρο του εργατικού κινήματος, σχετίζονται ως ένα βαθμό με τις απεργίες που ξεσπούν την ίδια περίοδο σε πολλά μεταλλεία· στο Λαύριο το 1910, τη Νάξο στα 1911-1913, την Κύμη το 1912 και την Σέριφο το 1916 (σημ. 17).

Επιπλέον, το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ο ναυτικός αποκλεισμός της Παλαιάς Ελλάδας από τις δυνάμεις της Αντάντ οδηγούν στην κατακόρυφη αύξηση των ναύλων και άρα στη μείωση των πωλήσεων και των κερδών των εξορυκτικών επιχειρήσεων. Στα νησιά πολλές μεταλλευτικές εταιρείες θα αναστείλουν τη λειτουργία τους, ενώ η «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» θα μειώσει τις πωλήσεις από 172.000 τόνους το 1910 σε, περίπου, 110.000 τόνους το 1914 και μόλις 27.698 τόνους το 1915 (σημ. 18). Έτσι, «η δραματική μείωση των πωλήσεων δημιούργησε αποθέματα και αξιοσημείωτο περιορισμό της εργατικής δύναμης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της οικονομικής κρίσης μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα η βίαιη επίθεση της χωροφυλακής εναντίον των απεργών που εμπόδισαν τη φόρτωση με μετάλλευμα ενός πλοίου, από τα λιγοστά που προσέγγιζαν εκείνη την εποχή στο Μεγάλο Λιβάδι της Σερίφου, τον Αύγουστο του 1916» (σημ. 19).

Παράλληλα, την ίδια περίοδο γίνεται μια προσπάθεια ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων (διάρκεια εργασίας, αμοιβές, εργατικά ατυχήματα, παιδική-γυναικεία εργασία, τεχνική διεύθυνση), που είχε τεθεί από τις αρχές του 20ού αιώνα τόσο από αστούς εκσυγχρονιστές όσο και από το εργατικό κίνημα. Εκεί στόχευαν ο νόμος «περί Ταμείου Μεταλλευτών» το 1901, ο «Κανονισμός των μεταλλευτικών εργασιών» του 1910 και το διάταγμα «Περί περιθάλψεως των εν τοις μεταλλείοις και μεταλλουργείοις παθόντων και των κατ’ αυτό Ταμείων Αλληβοηθείας Μεταλλείων» του 1912. Η εφαρμογή της νομοθεσίας θα αποτελέσει έναν από τους κύριους στόχους των εργατικών διεκδικήσεων τα επόμενα χρόνια (σημ. 20).

Τη δεκαετία του 1920, ο μεταλλευτικός τομέας βρίσκεται σε στασιμότητα, ενώ το κραχ του 1929 θα οδηγήσει σε αναστολή των εργασιών πολλών μεταλλευτικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα ορισμένες να κλείσουν. Ουσιαστικά, η μεταλλευτική δραστηριότητα θα ανακάμψει από το 1934 έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σημ. 21). Το 1933 τη διοίκηση της «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» θα αναλάβει ο γιος του Γεωργίου, Αιμίλιος Γρώμαν (σημ. 22). Την περίοδο 1934-1938 τα μεταλλεία της Σερίφου εξάγουν 500.000 τόνους σιδηρομεταλλεύματος, κυρίως προς τη Γερμανία λόγω της συμφωνίας κλήρινγκ, ενώ μικρότερες ποσότητες στέλνονται στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Πολωνία (σημ. 23).

Την περίοδο της Κατοχής, παρόλο που η Σέριφος ανήκε, όπως όλες οι Κυκλάδες, στην ιταλική ζώνη, τα μεταλλεία θα εκμεταλλευτούν οι γερμανικές δυνάμεις, αναθέτοντας την τεχνική επίβλεψη στον, αξιωματικό πλέον του γερμανικού στρατού, Αιμίλιο Γρώμαν. Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γρώμαν εγκατέλειψαν τη Σέριφο και την Ελλάδα, κατηγορούμενοι ως συνεργάτες των Γερμανών (σημ. 24).

Έξι χρόνια αργότερα, το 1951, η «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» διέκοψε τις εργασίες της. Οι εξορυκτικές εργασίες θα συνεχιστούν, αρχικά, από την «Εξορυκτική Επιχείρηση Ι. Λεφέ-Σέριφος» (1951-1954) και αργότερα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως το 1963, από τον «Μεσογειακό Όμιλο Εμπορίου και Βιομηχανίας Α.Ε.» του Ανδρέα Αποστολίδη. Το 1963 ο «Μεσογειακός Όμιλος» θα πτωχεύσει και τη λειτουργία των μεταλλείων της Σερίφου θα αναλάβει το «Μεσογειακό Συγκρότημα Εμπορίου και Βιομηχανίας Α.Ε. Σταυρίδης & Σία». Οι δοκιμαστικές αποστολές σιδηρομεταλλεύματος στη «Χαλυβουργική Α.Ε.» σύντομα θα σταματήσουν και σε συνδυασμό με την εξάντληση των αποθεμάτων, το υψηλό κόστος, τη σχετικά μικρή κλίμακα εκμετάλλευσης και, κυρίως, λόγω της δραματικής μείωσης των τιμών των σιδηρομεταλλευμάτων παγκοσμίως, τα μεταλλεία της Σερίφου θα παύσουν να λειτουργούν οριστικά το 1965 (σημ. 25).

Η εικόνα των εγκαταστάσεων σήμερα είναι απογοητευτική. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται σε πρόσφατη μελέτη «τα κτίρια του Μεγάλου Λιβαδιού και του Κουταλά βρίσκονται σε κατάσταση κατάρρευσης. Τα περισσότερα κτίρια της ακτής του Μεγάλου Λιβαδιού όπως και οι εργατικές κατοικίες στη Βαγία έχουν καταπατηθεί. Τα βιομηχανικά κτίρια κοντά στη σκάλα φόρτωσης είναι ερειπωμένα… Το κτίριο της διοίκησης έχει υποστεί μεγάλες ζημιές, ενώ τμήμα της στέγης του έχει καταρρεύσει. Το αρχείο των μεταλλείων, το οποίο είχε διατηρηθεί στη θέση του, λεηλατήθηκε. Από τις σκάλες φόρτωσης διατηρούνται μόνο αυτή του Κουταλά και η σκάλα της ανατολικής πλευράς του Μεγάλου Λιβαδιού…» (σημ. 26).

Γιάννης Γονατίδης

Ιστορικός

 

Πηγές εικόνων

Πίν. 1: Λ. Παπαστεφανάκη, «Εξορυκτικές επιχειρήσεις και εργασία. Η περίπτωση του Αιγαίου (1860-1960)», Επιστημονικό συνέδριο Ιστορικά μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος-20ος αιώνας, Αθήνα 2005, σ. 30.

Πίν. 2: Λ. Παπαστεφανάκη, «Εξορυκτικές επιχειρήσεις και εργασία. Η περίπτωση του Αιγαίου (1860-1960)», Επιστημονικό συνέδριο Ιστορικά μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος-20ος αιώνας, Αθήνα 2005, σ. 31.