Αιγαιακής προέλευσης φαίνεται ότι ήταν το ασήμι που χρησιμοποιήθηκε στα εντυπωσιακά βραχιόλια της βασίλισσας Χετεπχερές, μητέρας του Φαραώ Χέοπα, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του υλικού τους. Το εύρημα δηλώνει ότι η εμπορική δραστηριότητα μεταξύ της Αιγύπτου και του Αιγαίου κατά την Εποχή των Πυραμίδων ίσως ήταν εντονότερη από όσο γνωρίζαμε.

Τα βραχιόλια που βρέθηκαν στον ασύλητο τάφο της βασίλισσας Χετεπχερές Α’, της συζύγου του φαραώ Σνεφρού και μητέρας του φαραώ Χέοπα (περίπου 2589–2566 π.Χ.), αποτελούν τη μεγαλύτερη και πιο διάσημη συλλογή ασημένιων τεχνουργημάτων από την πρώιμη Αίγυπτο. Καθώς ο άργυρος σπανίζει στην Αίγυπτο μέχρι τη Μέση Εποχή του Χαλκού, τα βραχιόλια αποτελούν δήλωση βασιλικών προνομίων. Η επιγραφή στο κιβώτιο όπου βρέθηκαν δείχνει ότι είχαν απόλυτη ανταλλακτική αξία, ενώ η κατασκευή και το υλικό τους μαρτυρούν την πρόσβαση του αιγυπτιακού θρόνου σε ένα αποκλειστικό δίκτυο ανταλλαγών πολύτιμων υλικών, συμπεριλαμβανομένου του αργύρου. Καθώς η Αίγυπτος δεν είχε εγχώριες πηγές μεταλλεύματος αργύρου, στο παρελθόν είχε προταθεί ότι το ασήμι των βραχιολιών της βασίλισσας είχε αντληθεί από συγκεκριμένα μεταλλεύματα χρυσού όπου υπήρχε ως πρόσμειξη, ή είχε εισαχθεί από τη Βύβλο, στον σημερινό Λίβανο. Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές δεν επιβεβαιώνονταν καθώς δεν είχε πραγματοποιηθεί πρόσφατη ανάλυση στο ίδιο το υλικό.

Σήμερα, ομάδα ειδικών με επικεφαλής την Karin Sowada (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Macquarie, Σίδνεϊ, Αυστραλία), ανέλυσε δείγματα από τα λιγότερο καλοδιατηρημένα βραχιόλια της ομάδας, τα οποία φυλάσσονται στις αποθήκες του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, και δημοσίευσε τα αποτελέσματα στο Journal of Archaeological Science: Reports. Σύμφωνα με την περίληψη του άρθρου, η ομάδα χρησιμοποίησε σύγχρονες τεχνικές για να ανακτήσει τόσο τις στοιχειώδεις και ορυκτολογικές συνθέσεις του υλικού και όσο και τις αναλογίες ισοτόπων μολύβδου σε αυτό. Οι στόχοι ήταν: α. να κατανοηθεί η φύση και η μεταλλουργική επεξεργασία του υλικού και β. να προσδιοριστεί η πιθανή πηγή μεταλλεύματος.

Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι τα δείγματα αποτελούνται από ασήμι με ίχνη χαλκού, χρυσού, μολύβδου και άλλων στοιχείων. Τα ορυκτά ταυτίζονται με τον άργυρο, τον χλωριούχο άργυρο και ένα πιθανό ίχνος χλωριούχου χαλκού.

Καθώς η πηγή των μεταλλευμάτων αργύρου (Ag.) μπορεί να εντοπιστεί με την εξέταση των αναλογιών ισοτόπων μολύβδου (Pb) στο δείγμα, οι ερευνητές σύγκριναν τη σύνθεση ισοτόπων μολύβδου ενός δείγματος, με αυτά από μια βάση δεδομένων galena (γαληνίτη – PbS) που περιλάμβανε περίπου 7000 τοποθεσίες που βρίσκονται μεταξύ του Ατλαντικού Ωκεανού και του Ιράν. Αυτό που ξάφνιασε ήταν ότι οι αναλογίες ισοτόπων μολύβδου είναι συναφείς με τα μεταλλεύματα από τις Κυκλάδες (νησιά του Αιγαίου, Ελλάδα) και σε μικρότερο βαθμό από το Λαύριο (Αττική, Ελλάδα) και δεν αντλήθηκαν από χρυσό ή ήλεκτρο όπως είχε υποτεθεί στο παρελθόν.

Όπως αναφέρεται στο άρθρο: «Αν και ομοιότητες στη σύνθεση του ισοτόπου Pb εμφανίζονται σε απίθανες πηγές όπως η Σάμος και η Τυνησία, που δεν είναι γνωστές για παραγωγή Ag, οι πιο σημαντικές ταυτίσεις παρατηρούνται στις Κυκλάδες (Σέριφος -με περισσότερη επιτυχία-, Ανάφη και Κέα-Κύθνος), και σε μικρότερο βαθμό στα μεταλλεία του Λαυρίου (επαρχία Αττικής στην κεντρική Ελλάδα). Η Ανατολία, η οποία έχει προταθεί για την προέλευση των τεχνουργημάτων από κράμα χαλκού της Εποχής του Χαλκού σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί, στα όρια της διαθεσιμότητας δεδομένων μεταλλεύματος, να αποκλειστεί από την εξέταση ως πηγή».

Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν την εισαγωγή αργύρου στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σνεφρού, συζύγου της Χετεπχερές, αλλά οι αναφορές στην προέλευση του υλικού δεν σώζονται. Οι διασυνδέσεις μεταξύ της Αιγύπτου του Αρχαίου Βασιλείου και των περιοχών παραγωγής αργύρου στα βουνά του Ταύρου και ιδιαίτερα στον Λίβανο (Βύβλος), χρονολογούνται μεταγενέστερα, στην 6η Δυναστεία. Ταυτόχρονα, αιγυπτιακά λίθινα αγγεία και άλλα αντικείμενα σύγχρονα της Εποχής των Πυραμίδων καταγράφονται στην Κρήτη. Επίσης, τα μεταλλεία του Λαυρίου στην Αττική φαίνεται ότι ήταν σε λειτουργία εκείνη την εποχή, αν και λείπουν άμεσα στοιχεία που να υποστηρίζουν τις επαφές αυτής της περιοχής με την Αίγυπτο. Όσον αφορά τις Κυκλάδες, η συνεχιζόμενη έρευνα στη Σίφνο, τη Σέριφο και την Κύθνο αλλά και άλλα νησιά (για παράδειγμα το ιερό στο Δασκαλιό) φέρνει σταδιακά στο φως όχι μόνο στοιχεία έντονης μεταλλουργικής δραστηριότητας, αλλά και μαρτυρίες ευρύτερης οικονομικής και κοινωνικής ακμής οι οποίες αλλάζουν τα δεδομένα σχετικά με τις δυνατότητες, τις ικανότητες και τη δραστηριότητα της πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας.

Αν τα αιγαιακά τεκμήρια παραμένουν περιορισμένα, αυτό που είναι ήδη προφανές από τα ευρήματα στο αιγυπτιακό υλικό είναι η νέα γνώση σχετικά με τις πηγές μεταλλεύματος αργύρου, τα δίκτυα ανταλλαγής εμπορευμάτων και τη μεταλλουργία στην Αίγυπτο κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Όπως αναφέρεται στο άρθρο: «Το νέο εύρημα καταδεικνύει, για πρώτη φορά, τη δυνητική γεωγραφική έκταση των δικτύων προμήθειας εμπορευμάτων που χρησιμοποίησε το αιγυπτιακό κράτος κατά το πρώιμο Αρχαίο Βασίλειο, στο απόγειο της εποχής της κατασκευής των πυραμίδων».