Ένα από τα μεγαλύτερα και πολυτελέστερα αθηναϊκά αρχοντικά της Τουρκοκρατίας ήταν το αρχοντικό Μερτρούδ, χρονολογούμενο μάλλον στη δεκαετία 1780-1790 (σημ. 1). Προοπτικό του κτηρίου εμφανίζεται σε λιθογραφία του O.M. Stackelberg, ενώ κατόψεις του σχεδίασε ο Haller von Hallerstein. Και οι δύο ήταν μέλη της ομάδας συλλεκτών και μελετητών που έδρασε το 1810 στους ναούς της Αφαίας και του Επικουρίου Απόλλωνα. Βάσει αυτών των σχεδίων, ο Μανόλης Κορρές εκπόνησε λεπτομερή προοπτικά σχέδια του αρχοντικού (σημ. 2). Αυτό όμως που δεν αναφέρεται ρητώς σε κανένα ιστορικό τεκμήριο είναι η ακριβής θέση του. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να διαφωτίσει αυτό το θέμα, μέσα από μία σειρά τεκμηρίων από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Ο Βαρθολομαίος Μερτρούδ αναφέρεται ως ιδιοκτήτης οικίας «κατά την οδόν Αδριανού (…) και συνορευομένης κατά μεν την ανατολικήν πλευράν με οικίαν του Μάιου κατά δε την αρκτικήν μετά του Συμεών Δαμβίσκου κατά την δε δυτικήν με οικίας του ιδιοκτήτου και κατά την μεσημβρινήν μετά της μνησθείσης οδού» (σημ. 3).

Εκτός από αυτήν, οι αρχειακές πηγές αναφέρουν και δύο άλλες οικίες Μερτρούδ. Μία οικία Μερτρούδ (χωρίς να αναφέρεται το μικρό όνομα του ιδιοκτήτη) τεκμηριώνεται το 1851 στο Σταροπάζαρο, στο σημερινό οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Αδριανού, Αιόλου, Πελοπίδα και Πανός, επί της οδού Πανός (εικ. 1, 2, 3, νησίδα Α, εικ. 4-7) (σημ. 4).

Η περιγραφή της οικίας Μερτρούδ της οδού Αδριανού και το σχέδιο αυτής του Σταροπάζαρου κάνουν φανερό ότι αυτές καταλάμβαναν μικρό μόνο μέρος της αντίστοιχης οικοδομικής νησίδας, πράγμα που δεν επιτρέπει την άμεση ταύτισή τους με το γνωστό αρχοντικό. Θα μπορούσε, όμως, μία από αυτές να αποτελεί υπόλειμμα της αρχικής μεγάλης ιδιοκτησίας, η οποία θα καταλάμβανε όλη την οικοδομική νησίδα, ενώ, μετά την καταστροφή του αρχοντικού, αυτή τεμαχίστηκε και πουλήθηκε σε διάφορους αγοραστές και στα χέρια των Μερτρούδ παρέμεινε μόνο το τμήμα που αναφέρουν οι αρχειακές πηγές. Αυτό είναι, άλλωστε, κάτι που φαίνεται να συνέβη με πολλές μεγάλες ιδιοκτησίες της Τουρκοκρατίας μετά την απελευθέρωση, όπως δείχνουν οι χάρτες.

Αυτή η υπόθεση φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρή στην περίπτωση της οικίας του Σταροπάζαρου. Δυστυχώς, ο χάρτης του Wilhelm von Weiler, του 1834, είναι φθαρμένος στο συγκεκριμένο σημείο, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι στον πρώτο χάρτη του Friedrich Stauffert, του 1836 (εικ. 3, νησίδα Α) η οικοδομική νησίδα εμφανίζεται σχεδόν αδόμητη, με ένα μόνο άλλο κτήριο εκτός της αναφερόμενης το 1851 ως οικίας Μερτρούδ, ενώ πρόκειται για ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα σημεία της προεπαναστατικής Αθήνας, στον πυρήνα του οικιστικού ιστού. Μάλιστα, ενώ ο πρώτος χάρτης του Stauffert σημειώνει ακόμη και τα όρια των κενών οικοπέδων, εδώ δεν σημειώνονται καν όρια ιδιοκτησιών, δηλαδή η νησίδα εμφανίζεται ως μία ενιαία ιδιοκτησία, ενώ στον δεύτερο χάρτη του Stauffert, του επόμενου έτους, εμφανίζεται ένα πλήθος νέων κτηρίων. Επιπλέον, το κτήριο που σήμερα βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του τετραγώνου, στη γωνία των οδών Αιόλου και Αδριανού, φέρει ημερομηνία 1837, ενώ η αρχιτεκτονική του το κατατάσσει σαφώς στην οθωνική περίοδο (εικ. 7). Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι η εμφανιζόμενη στους χάρτες οικία αυτής της νησίδας ήταν απομεινάρι του αρχοντικού, το οποίο θα πρέπει να καταλάμβανε ολόκληρη τη νησίδα. Κατόπιν της καταστροφής του, η ιδιοκτησία αρχικά θα παρέμεινε ενιαία ως αδόμητο οικόπεδο, αλλά λίγο αργότερα, όταν η εντεινόμενη ζήτηση σε οικόπεδα αύξησε πολύ την αξία της γης, το οικόπεδο θα τεμαχίστηκε και στα χέρια των Μερτρούδ έμεινε μόνο η οικία της οδού Πανός. Οι διαστάσεις της νησίδας επιτρέπουν άνετα την τοποθέτηση του αρχοντικού εντός αυτής (σημ. 5) (εικ. 8-9). Στις δοκιμές τοποθέτησης του αρχοντικού στους παλιούς χάρτες, προς αποφυγή σύγχυσης με τις γραμμές των χαρτών, αυτό σημειώνεται (με διακεκομμένες) μόνο με το περίγραμμα, το ναό και το κύριο οικοδομικό σώμα και όχι με όλα τα μέρη που το αρθρώνουν. Δυστυχώς, το έγγραφο που συνοδεύει το σχέδιο των Γ.Α.Κ. δεν είναι διαφωτιστικό, καθώς, εκτός από την οψιμότητά του, αφορά τη διένεξη μεταξύ δύο ιδιοκτητών, γειτόνων της οικίας Μερτρούδ, η οποία έτσι αναφέρεται εντελώς συμπτωματικά, χωρίς κανένα σχόλιο σχετικά με την ίδια. Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι δεν αποδεικνύεται ότι η οικία Μερτρούδ του 1851 ήταν ιδιοκτησία των Μερτρούδ και το 1836.

Οι αρχειακές πηγές τεκμηριώνουν την ύπαρξη και μιας τρίτης οικίας Μερτρούδ, η οποία βρισκόταν στον άξονα της οδού Αθηνάς, σύμφωνα με ένα έγγραφο του Οκτωβρίου 1834, όπου η αρμόδια επιτροπή («Η επί των οικοδ. των Αθηνών Διαιτ. Επιτροπή») κατακυρώνει στον Βαρθολομαίο Μερτρούδ για την «κατεδαφισθησομένη» οικία του «επί της οδού της Αθηνάς» αποζημίωση 24.000 δραχμών (σημ. 6), την οποία και έλαβε στις 19 Δεκεμβρίου 1834 (σημ. 7).

Η ίδια αποζημίωση αναφέρεται και σε έγγραφο του Ιανουαρίου 1836, με τον τίτλο «Κατάλογος των προς την επί των Εσωτερικών Γραμματείαν […] αποφάσεων της Διαιτητικής Επιτροπής» (σημ. 8) (πίν. 1). Ο κατάλογος παρουσιάζει τις αποζημιώσεις που κατακυρώθηκαν στους ιδιοκτήτες των ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν με σκοπό τη διάνοιξη των οδών Αθηνάς και Ερμού (η συγκεκριμένη οδός όπου βρέθηκε το κάθε ακίνητο δεν αναφέρεται στον κατάλογο, αλλά στα 69 επιμέρους έγγραφα) (σημ. 9) εντός του προεπαναστατικού οικιστικού ιστού.

Σύμφωνα με τον κατάλογο, η αξία της οικίας του Βαρθολομαίου Μερτρούδ (αύξων αριθμός 55), εκτιμάται σε 24.000 δραχμές, το ίδιο ποσό που αναφέρει και το προαναφερθέν επιμέρους έγγραφο της αποζημίωσης. Αφαιρώντας αυτό το ποσό και τις 23.000 στις οποίες κοστολογήθηκε η οικία Ιωάννη Βλάχου (αύξων αριθμός 54), προκύπτει ότι η αξία των υπόλοιπων 67 ιδιοκτησιών εκτιμήθηκε σε 88.951 – (24.000 + 23.000) =  41.951 δραχμές. Αυτό μας δίνει ένα μέσο όρο περίπου 626 δραχμών για κάθε μία από τις άλλες οικίες. Αυτός ο μέσος όρος στην πραγματικότητα είναι χαμηλότερος, αν τον υπολογίσουμε αφαιρώντας μερικές ακόμη οικίες οι οποίες κοστολογούνται αρκετά υψηλότερα, αλλά οπωσδήποτε σε μη συγκρίσιμα ποσά με τις δύο ακριβότερες οικίες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι αυτές οι οικίες ανήκουν σε ιδιοκτήτες με επώνυμα από τα γνωστότερα της τότε Αθήνας (Βλάχος, Καλλιφρονάς, Κοπίδης, Πιττάκης). Και πάλι όμως οι δικές τους ιδιοκτησίες εμφανίζονται ως ασύγκριτα μικρότερης αξίας. Λαμβάνοντας τον μέσο όρο των 626 δραχμών, προκύπτει ότι η οικία Μερτρούδ κοστολογήθηκε με ένα ποσό που αγγίζει το 40πλάσιο της μέσης αξίας των 67 από τις άλλες 68 ιδιοκτησίες που απαλλοτριώθηκαν. Από αυτό, συγκρίνοντας μάλιστα με τις δύο προαναφερθείσες οικίες Μερτρούδ της οδού Αδριανού και του Σταροπάζαρου, γίνεται φανερό ότι η οικία Μερτρούδ που βρέθηκε πάνω στον άξονα της οδού Αθηνάς πρέπει να ήταν ένα κτήριο εντελώς ξεχωριστής κλίμακας και πολυτέλειας για τα δεδομένα της τότε Αθήνας. Αυτό αυξάνει κατακόρυφα τις πιθανότητες να πρόκειται για το γνωστό αρχοντικό Μερτρούδ. Ακόμη και αν το αρχοντικό ήταν ήδη κατεστραμμένο μετά το τέλος της Επανάστασης, η αναφερόμενη οικία θα μπορούσε να είναι αυτή που χτίστηκε στη θέση της. Εν πάσει περιπτώσει, η τεράστια διαφορά του ποσού των 24.000 δραχμών από τις άλλες αποζημιώσεις υποδεικνύει ότι θα πρέπει να επρόκειτο για μία ιδιοκτησία εντελώς ξεχωριστού μεγέθους, πράγμα που δύσκολα θα μπορούσε να βρει ικανοποιητική εξήγηση χωρίς την παραδοχή ότι επρόκειτο για το οικόπεδο του περίφημου αρχοντικού. Και πάλι βέβαια, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι τα 69 έγγραφα των αποζημιώσεων είναι πολύ σαφή ως προς το χαρακτήρα του προς απαλλοτρίωση ακινήτου και το προαναφερθέν έγγραφο που αφορά την ιδιοκτησία Μερτρούδ αναφέρεται σαφώς σε «κατεδαφισθησομένη οικία» και όχι σε οικόπεδο. Εξάλλου, η καλή κατάσταση της οικίας γίνεται φανερή σε ένα λίγο μεταγενέστερο τεκμήριο. Πρόκειται για έγγραφο της 4 (16) Σεπτεμβρίου 1836, στη γαλλική γλώσσα. Σύμφωνα με αυτό, οι οικίες Βλάχου και Μερτρούδ, που βρίσκονταν εγκάρσια στην οδό Αθηνάς και έτσι την έκοβαν στα δύο, αγοράστηκαν σε υψηλή τιμή από την Κυβέρνηση το 1834 (σ.σ.: σαφής αναφορά στα προαναφερθέντα τεκμήρια) με μόνο σκοπό να κατεδαφιστούν και, έτσι, να ανοιχθεί αυτός ο δρόμος. Η έλλειψη, όμως, ενός στρατιωτικού νοσοκομείου στην Αθήνα κατά τους πρώτους μήνες της μεταφοράς της Κυβέρνησης στην πόλη έκανε αναγκαία την προσωρινή παραχώρηση των παραπάνω οικιών στο Υπουργείο Στρατιωτικών, για την περίθαλψη των στρατιωτικών (σημ. 10). Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ όλες οι αποφάσεις της αρμόδιας επιτροπής αποζημιώσεων, χρονολογούμενες όλες τον Οκτώβριο 1834, αφαιρούν από το ποσό της αποζημίωσης την αξία των υλικών, τα οποία μπορεί ο ιδιοκτήτης να χρησιμοποιήσει όπως θέλει, και οι αποδείξεις που υπογράφουν οι ιδιοκτήτες αναφέρουν αυτή την αφαίρεση (σημ. 11), στις περιπτώσεις των Βλάχου και Μερτρούδ, ενώ οι αποφάσεις αναφέρουν πάλι την αξία των υλικών, οι αποδείξεις που υπογράφουν οι δύο ιδιοκτήτες μόλις δύο μήνες αργότερα (16 Δεκεμβρίου 1834 ο Βλάχος, 19 Δεκεμβρίου 1834 ο Μερτρούδ) αναφέρουν ότι εισπράχθηκε το σύνολο της κατακυρωθείσας αποζημίωσης, χωρίς την αφαίρεση της αξίας των υλικών, ενώ το ίδιο φαίνεται και στον προαναφερθέντα συγκεντρωτικό κατάλογο των αποζημιώσεων του Ιανουαρίου 1836. Αυτό σημαίνει ότι όταν οι ιδιοκτήτες εισέπραξαν τις αποζημιώσεις, είχε ήδη αποφασισθεί ότι οι οικίες δεν θα κατεδαφίζονταν σύντομα, πράγμα που υποδηλώνει ότι η απόφαση για την προσωρινή διατήρηση των δύο κτηρίων ελήφθη μεταξύ Οκτωβρίου και 16 Δεκεμβρίου 1834. Ας σημειωθεί ότι η μεταφορά της πρωτεύουσας, που προκάλεσε τις οξύτατες ανάγκες στέγασης των δημοσίων λειτουργιών, είχε μόλις λάβει χώρα, την 1η Δεκεμβρίου 1834.

Η επιλογή ακριβώς των οικιών Βλάχου και Μερτρούδ για τη στέγαση του στρατιωτικού νοσοκομείου είναι ένα ακόμη στοιχείο υπέρ του εξαιρετικού μεγέθους και ποιότητας κατασκευής, πέρα από το ύψος των σχετικών αποζημιώσεων. Η πληροφορία ότι η οικία Μερτρούδ είχε μετατραπεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο ήταν γνωστή από παλιά (σημ. 12), αλλά δεν αναφερόταν η θέση αυτού του προσωρινού νοσοκομείου.

Αν, λοιπόν, για τους προαναφερθέντες λόγους, δεχθούμε ότι η οικία της οδού Αθηνάς ήταν το αρχοντικό Μερτρούδ, θα πρέπει να το αναζητήσουμε στις οικοδομικές νησίδες που υπήρχαν σε αυτή την περιοχή της Αθήνας πριν από τη διάνοιξη της οδού.

Μία οικοδομική νησίδα που συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες να είναι η επίμαχη, είναι αυτή με το σχεδόν ορθογωνικό σχήμα, κοντά στη συμβολή της οδού Αθηνάς με την οδό Ερμού (εικ. 1, 2, 3, 10, νησίδα Β). Εκτός από το πολύ «βολικό» σχήμα της και το γεγονός ότι η στενή πλευρά της ταιριάζει πολύ σε διαστάσεις με τη στενή πλευρά του αρχοντικού Μερτρούδ, ένας σημαντικός λόγος για να υποστηριχθεί η «υποψηφιότητά» της είναι το γεγονός ότι στο χάρτη του Weiler (εικ. 2) εμφανίζονται σε αυτή τη νησίδα δύο μεγάλα κτήρια (τα ίδια εμφανίζονται με μαύρο χρώμα στα αντίγραφα Α και Β του ίδιου χάρτη). Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά τα κτήρια είναι από τα λίγα που σημειώνει και ο Κώστας Μπίρης στο χάρτη του, θεωρώντας τα, επομένως, από τα σημαντικότερα (σημ. 13). Οπότε, τα δύο κτήρια θα μπορούσαν να αποτελούν επιζήσαντα μέρη του αρχοντικού Μερτρούδ.

Εκτός από αυτήν τη νησίδα, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε μία νησίδα που να περιέχει ένα ναό κατάλληλο για πιθανή ταύτιση με το ναό του αρχοντικού, του οποίου οι διαστάσεις προκύπτουν κατά προσέγγιση από τις γνωστές απεικονίσεις (σημ. 14). Σημειωτέον ότι αυτός ο ναός ήταν καθολικός, λεπτομέρεια που δεν είναι άνευ σημασίας, όπως θα φανεί.

Μεταξύ των οικοδομικών νησίδων που εθίγησαν από τη διάνοιξη της οδού Αθηνάς υπάρχει μία (εικ. 1, 2, 3, 10, νησίδα Γ), που περιλάμβανε το ναό της Αγίας Μαύρας, ένα ναό που εμφανίζεται με εξαιρετικά μικρές διαστάσεις στο χάρτη των Κλεάνθη και Schaubert (εικ. 1), αλλά στους μεταγενέστερους χάρτες (εικ. 2-3) εμφανίζεται μεγαλύτερος, αν και πάντα από τους μικρότερους της Αθήνας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτόν το ναό φαίνεται να οδηγεί ένας δρομίσκος, που θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον τρόπο πρόσβασης στο ναό του αρχοντικού Μερτρούδ, όπως φαίνεται στις κατόψεις του (σημ. 15). Μάλιστα, αυτός ο δρομίσκος παρουσιάζει μία χαρακτηριστική ασάφεια στο χάρτη των Κλεάνθη και Schaubert ως προς την κατεύθυνσή του, ενώ ο ναός εμφανίζεται να σημειώνεται με ανακρίβεια όχι μόνο ως προς το μέγεθός του (στους χάρτες του Stauffert εμφανίζεται πολύ μεγαλύτερος), αλλά και ως προς τη θέση του (εικ. 10), σε αντίθεση με όλους τους άλλους ναούς, που αποτυπώνονται με χαρακτηριστική ακρίβεια, μέσα στα πλαίσια της γενικότερης εξαιρετικής ακρίβειας του χάρτη Κλεάνθη-Schaubert. Μία εύλογη εξήγηση θα ήταν ότι, σε αντίθεση με τους άλλους ναούς, οι δύο αρχιτέκτονες δεν είχαν πρόσβαση σε αυτόν και τον σχεδίασαν υποθετικά, πράγμα βέβαια που ενισχύει την υπόθεση ότι ήταν ιδιωτικός ναός εντός ιδιωτικής έκτασης. Επίσης, το γεγονός ότι τον σχεδίασαν κατά πολύ μικρότερο από οποιονδήποτε άλλο ναό της Αθήνας θα μπορούσε να εξηγηθεί με το γεγονός ότι, γνωρίζοντας πως είναι ιδιωτικός, υπέθεσαν ότι θα ήταν ιδιαίτερα μικρός, μικρότερος από ό,τι τελικά ήταν.

Ο ναός της Αγίας Μαύρας είναι ένας από τους απειροελάχιστους της Αθήνας (άλλοι 2-3) με προσανατολισμό που ξεφεύγει τόσο πολύ από τον άξονα ανατολής-δύσης, πράγμα που, σε συνδυασμό με το όνομά του, αυξάνει πάρα πολύ τις πιθανότητες να ήταν καθολικός, άρα, σε συνδυασμό με την παρουσία του επάνω στον άξονα της οδού Αθηνάς, να ήταν ο ναός του αρχοντικού Μερτρούδ. Επιπλέον, στους δύο χάρτες του Stauffert, όπου έχει ήδη ανοιχθεί η οδός Αθηνάς, ο ναός εμφανίζεται ως το μοναδικό εναπομείναν κτίσμα μέσα στη μέση, φράζοντας εντελώς ανεξήγητα την οδό (εικ. 3). Λαμβάνοντας υπόψιν ότι, βάσει του εγγράφου της 4 (16) Σεπτεμβρίου 1836, οι οικίες Βλάχου και Μερτρούδ θα πρέπει να ήταν τα τελευταία κτίσματα που κατεδαφίστηκαν για τη διάνοιξη της οδού, οι πιθανότητες το εναπομείναν κτίσμα να είναι κατάλοιπο της οικίας Μερτρούδ, αυξάνονται κατά πολύ. Επιπλέον, στο χάρτη των Stauffert και Schaubert, ο ναός της Αγίας Μαύρας διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους, καθώς δεν σημειώνεται ως ναός. Πράγματι, ενώ όλοι οι άλλοι ναοί εμφανίζονται με ένα χαρακτηριστικό γαλαζοπράσινο χρώμα και με εμφανές το ιερό, ο ναός της Αγίας Μαύρας εμφανίζεται με το ίδιο χρώμα που χρησιμοποιείται για τα υπόλοιπα κτίσματα της πόλης, ενώ δεν σημειώνεται ιερό. Οι τυχόν αμφιβολίες για το αν πρόκειται για το ναό διαλύονται στον αμέσως μεταγενέστερο χάρτη του Stauffert, όπου το ίδιο κτίσμα σημειώνεται ξεκάθαρα ως ναός. Η αλληλουχία των διαφορετικών συμβολισμών στους διαδοχικούς χάρτες δίνει την εντύπωση ναού που σε κάποια φάση έπαψε να είναι –ή να θεωρείται επίσημα– ναός και κατόπιν απέκτησε πάλι την παλιά του ιδιότητα. Αυτό το παράδοξο θα μπορούσε να εξηγηθεί αν ο ναός ανήκε στο αρχοντικό Μερτρούδ, άρα ήταν καθολικός, οπότε, μετά την κατεδάφιση του αρχοντικού, έπαψε να έχει τέτοια χρήση και «αποχαρακτηρίστηκε», περνώντας μία φάση κατά την οποία δεν εθεωρείτο ναός, ενώ στον δεύτερο χάρτη του Stauffert είχε μετατραπεί σε ορθόδοξο ναό –όπως μας τον περιγράφει ο Κώστας Μπίρης– (σημ. 16), οπότε επανεμφανίζεται με τον ανάλογο συμβολισμό. Βέβαια, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι το ίδιο συμβαίνει και με το ναό της Αγίας Κυριακής, λίγο βορειότερα, οπότε η εξήγηση μπορεί να είναι ότι στο χάρτη Stauffert-Schaubert «αποχαρακτηρίστηκαν» οι δύο ναοί που προορίζονταν για κατεδάφιση, λόγω της διάνοιξης της οδού Αθηνάς.

Πέρα από τα επιχειρήματα που πηγάζουν από το ναό της Αγίας Μαύρας, στο χάρτη του Weiler (εικ. 2) εμφανίζεται σε αυτή τη νησίδα ένα μεγάλο επίμηκες κτήριο (επίσης και στα αντίγραφα Α και Β, με μαύρο χρώμα), πολύ μεγαλύτερο από τη συντριπτική πλειονότητα των οικιών που εμφανίζονται στο σύνολο του χάρτη. Επιπλέον, το ασυνήθιστα επίμηκες σχήμα του δεν συνάδει με την τυπολογία των οικιών της εποχής, αλλά θα ταίριαζε περισσότερο σε εναπομείναν τμήμα μιας εξαιρετικά μεγάλης οικίας, δηλαδή αν το εμφανιζόμενο κτήριο αποτελούσε μία από τις τέσσερις πτέρυγες που περιέκλειαν την αυλή του αρχοντικού και τμήμα μιας κάθετης σε αυτό πτέρυγας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το μήκος αυτού του κτίσματος αντιστοιχεί ακριβώς στη στενή πλευρά του αρχοντικού Μερτρούδ. Σε αυτή την περίπτωση όμως, θα έπρεπε να χωρά στη νησίδα η μεγάλη πλευρά, κάθετη σε αυτήν, πράγμα που δεν συμβαίνει. Είναι όμως επίσης αξιοσημείωτο ότι η νότια όψη της νησίδας έχει τις ίδιες διαστάσεις, πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει ότι η στενή πλευρά του αρχοντικού ήταν σε αυτό το μέτωπο, οπότε το επίμηκες κτίσμα θα ήταν τμήμα της μακράς πλευράς (εικ. 10). Ο προσανατολισμός του ναού της Αγίας Μαύρας δεν «βολεύει» σε αυτή την περίπτωση, ταιριάζει όμως ικανοποιητικά όπως εμφανίζεται στους χάρτες του Stauffert. Η απόκλιση ως προς τη σχεδίαση του ναού μεταξύ των χαρτών του Weiler και του Stauffert, που δεν παρατηρείται σε άλλους ναούς της Αθήνας (όπως ακριβώς ισχύει και μεταξύ των χαρτών του Stauffert και αυτού των Κλεάνθη και Schaubert), είναι πολύ περίεργη, αλλά θα μπορούσε και πάλι να εξηγηθεί με κάποια πιθανή δυσκολία πρόσβασης στον συγκεκριμένο ναό. Αυτή η εξήγηση ενισχύει και πάλι τη θεωρία ότι επρόκειτο για ιδιωτικό ναό μέσα σε ιδιωτικό έδαφος, που έγινε προσιτός μόνο μετά την απαλλοτρίωση και κατεδάφιση της οικίας, οπότε εφεξής (δηλ. στους χάρτες του Stauffert) εμφανίζεται με την ακρίβεια που χαρακτηρίζει και όλους τους άλλους ναούς της πρωτεύουσας.

Ίσως θα μπορούσε να επιχειρηθεί και μία προσπάθεια επισήμανσης της θέσης της οικίας Μερτρούδ πάνω στον άξονα της οδού Αθηνάς βάσει της σειράς με την οποία αναφέρονται τα προς αποζημίωση ακίνητα στις αρχειακές πηγές, καθώς αυτή η σειρά δεν φαίνεται να είναι τυχαία και σίγουρα δεν είναι η σειρά με την οποία πληρώθηκαν οι αποζημιώσεις, όπως προκύπτει από τις σχετικές ημερομηνίες. Παρακάτω σημειώνονται τα ακίνητα με τη σειρά καταγραφής τους στον προαναφερθέντα πίνακα, με την προσθήκη του είδους του ακινήτου και της θέσης του, στοιχεία που αναφέρονται μόνο στις 69 επιμέρους αποφάσεις αποζημίωσης (σημ. 17). Ο υποφάκελος που περιέχει τα παραπάνω έγγραφα έχει τον τίτλο «Αποζημιώσεις των εκ της διανοίξεως των τριών οδών Αθηνάς – Ερμού – Αιόλου κατεδαφιζομένων οικοπέδων», αν και η μελέτη τους φανερώνει ότι πρόκειται μόνο για ακίνητα των δύο πρώτων οδών, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα που να αφορά τη διάνοιξη της οδού Αιόλου (σημ. 18).

1. Σπύρος Διπλάρας: οικίσκος επί της οδού Αθηνάς. 2. Σιδερής Πίνος: οικίσκος επί της οδού Αθηνάς. 3. Σπύρος Τζουκαντάς: οικίσκος επί της οδού Αθηνάς. 4. Σπύρος Τζουκαντάς: πύργος επί της οδού Αθηνάς. 5. Σπύρενα Κατζήκενα: οικίσκος επί της οδού Αθηνάς. 6. Παπ. Βουτζαράς: οικίσκος επί της οδού Αθηνάς. 7. Παπ. Δημήτριος Νερούτζος: οικία επί της οδού Αθηνάς. 8. Δημήτριος Καλαμπούκας: δύο οικίες επί της οδού Αθηνάς. 9. Δημήτριος Χαϊμαντάς: αχυρώνας επί της οδού Αθηνάς. 10. Νικόλαος Πούλος: οικία και φούρνος επί της οδού Αθηνάς. 11. Δημήτριος Θεοδωράκης: εργαστήριο επί της οδού Αθηνάς. 12. Γεώργιος Πούλος: εργαστήριο επί της οδού Αθηνάς. 13. Δαμιανός Κανέλου: εργαστήριο επί της οδού Αθηνάς. 14. Γιάννης Κουτζούρης: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 15. Κωνσταντίνος Βενέτος: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 16. Κόλιας Ληστής: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 17. Χήρα Λεονάρδου: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 18. Λουκάς Νάστος: πυργάκι επί της οδού Ερμού. 19. Γιαννάκος Καρούκαυλος: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 20. Χήρα Σταύρου Πατούσα: οικία επί της οδού Ερμού. 21. Χήρα Σπύρου Ζαχαρίτζα: οικία επί της οδού Ερμού. 22. Γεώργιος Χτενάς: πύργος επί της οδού Ερμού. 23. Σωτήρης Αργύρης: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 24. Σπύρος Λιάκουρας: οικία επί της οδού Ερμού. 25. Χήρα Γιάννη Σαχανά: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 26. Διονύσιος Χτενάς: οικίσκος και εργαστήριο επί της οδού Ερμού. 27. Σπύρος Βλάχος: εκ της οικίας του μία κάμαρα και ένας μαγαζές επί της οδού Ερμού. 28. Νικόλαος Λάμπρου: οικία επί της οδού Ερμού. 29. Σωτήριος Παλαντζάς: ήμισυ εργαστήριο επί της οδού Ερμού. 30. Λουκάς Πύρρος: αχυρώνας επί της οδού Ερμού. 31. Στυλιανός Τζίγκρας: εκ της οικίας του μία κάμαρα επί της οδού Ερμού. 32. Στυλιανός Τζίγκρας: οικίσκος και μαγαζές επί της οδού Ερμού. 33. Νικολής Γκλίτζης και Ιωάννης Σαντορινιός: μαγαζές επί της οδού Ερμού. 34. Σωτήριος Καλλιφρονάς: οικία και μαγαζές επί της οδού Ερμού. 35. Ιάκωβος Αντριώτης: οικία και χαμόγειο επί της οδού Ερμού. 36. Γιαννάκος Θηβαίος: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 37. Ευθύμιος Δούκας: χαμόγειο επί της οδού Ερμού. 38. Νικόλαος Νερούτζος: χαμόγειο επί της οδού Ερμού. 39. Σωτήριος Κυριακού: ήμισυ χαμόγειο επί της οδού Ερμού. 40. Χατζή Δαμασκηνός: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 41. Μιχαήλ Βράνακας: δύο χαμόγεια επί της οδού Ερμού. 42. Φυλακτός Γαρδέλης: χαμόγειο επί της οδού Ερμού. 43. Σπύρος Ατέσης: οικίσκος και χαμόγειο επί της οδού Ερμού. 44. Μιχαήλ Ατζαμής: γωνία αχυρώνα επί της οδού Ερμού. 45. Παναγής Κρανιδιώτης: χαμόγειο επί της οδού Ερμού. 46. Γεώργιος Κοπίδης: αχυρώνας επί της οδού Ερμού. 47. Σπύρος Γιαλούδης: πύργος επί της οδού Ερμού. 48. Νικόλαος Βάθης: πύργος και φούρνος επί της οδού Ερμού. 49. Μιχαήλ Αικατερίνης: οικία και εργαστήριο επί της οδού Αθηνάς. 50. Αναστάσιος Βλάχος: ελαιοτριβείο επί της οδού Αθηνάς. 51. Βασίλειος Χέλμης: οικία επί της οδού Αθηνάς. 52. Δημήτριος Φιντικλής: οικίσκος επί της οδού Αθηνάς. 53. Χήρα Γεωργαντά Χέλμενα: οικία επί της οδού Αθηνάς. 54. Ιωάννης Βλάχος: οικίες επί της οδού Αθηνάς. 55. Βαρθολομαίος Μερτρούδ: οικία επί της οδού Αθηνάς. 56. Αποστόλης Ποριώτης: οικίσκος και δύο καλύβες επί της οδού Αθηνάς. 57. Νικόλαος Φωτόπουλος: οικία επί της οδού Αθηνάς. 58. Κοσμάς Αλατζατζής: οικία επί της οδού Αθηνάς. 59. Σαράντης Κατζανδρής: πυργάκι επί της οδού Αθηνάς. 60. Αναστάσιος Φωτόπουλος: πυργάκι και καλύβα επί της οδού Ερμού. 61. Χήρα Αναστασίου Καναριώτη: οικίσκος επί της οδού Ερμού. 62. Σπύρος Παύλου: μαγαζές και αχυρώνας και «μιας κατά τον πύργον του κάμαρας» επί της οδού Ερμού. 63. Χρήστος Αδάμ: καλύβα επί της οδού Ερμού. 64. Μήτρος Μαρούλας: οικίσκος επί της οδού Αθηνάς. 65. Λάζαρος Ζάκας: οικία επί της οδού Ερμού. 66. Παναγής Ρέντης: καλύβα επί της οδού Ερμού. 67. Παναγής Ζωγράφος: χαμόγειο επί της οδού Αθηνάς. 68. Κυριάκος Πιττάκης: ήμισυς πύργος επί της οδού Ερμού. 69. Δημήτριος Βούλγαρης: εργαστήριο επί της οδού Αθηνάς.

Είναι φανερό ότι η σειρά δεν είναι τυχαία, καθώς παρατηρείται μία ομαδοποίηση των ακινήτων της οδού Αθηνάς και της οδού Ερμού, καθώς και ότι οι οικίες Βλάχου και Μερτρούδ, που κατόπιν απέκτησαν κοινή χρήση ως νοσοκομείο, αναφέρονται διαδοχικά. Η σειρά αναφοράς των ακινήτων θα μπορούσε ίσως έτσι να δώσει κάποια ένδειξη για τη σειρά με την οποία αυτά ήταν τοποθετημένα στο χώρο. Δυστυχώς όμως δεν είναι γνωστή η ακριβής θέση κανενός από αυτά, ώστε να ληφθεί ως σημείο αναφοράς. Επιπλέον, υπάρχει το πρόβλημα ότι παρατηρούνται και κάποιες διαταράξεις της ομαδοποίησης, που δεν μπορούν να εξηγηθούν βάσει των μέχρι στιγμής διαθέσιμων στοιχείων. Οι διαταράξεις ίσως να οφείλονται σε καθυστερήσεις της αποζημίωσης σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες έτσι βρέθηκαν εκτός της κανονικής σειράς τους. Τα παραπάνω στοιχεία, όμως, δημοσιεύονται, για την περίπτωση που χρησιμεύσουν σε μελλοντική έρευνα, αν προκύψουν πρόσθετες πληροφορίες που επιτρέψουν την αξιοποίησή τους. Επιπροσθέτως, είναι άξιο παρατήρησης ότι μεγάλο μέρος των ακινήτων χαρακτηρίζονται ως «οικίσκοι», «καλύβες» ή «χαμόγεια», υποδηλώνοντας ότι πιθανόν επρόκειτο για προϊόντα της βιαστικής μετεπαναστατικής ανοικοδόμησης, πράγμα που δικαιολογεί και τα πολύ χαμηλά ποσά των αντίστοιχων αποζημιώσεων. Επίσης, είναι αξιοσημείωτη η συχνή χρήση των λέξεων «πύργος» και «πυργάκι», που προσφέρει ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την τυπολογία των κτηρίων της Αθήνας της εποχής, πιθανόν να πρόκειται για προεπαναστατικά κτίσματα, παρόμοια με τον ακόμη διατηρούμενο πύργο του στρατηγού Church.

Πάντως, άσχετα με το αν η οικία Μερτρούδ της οδού Αθηνάς είναι το γνωστό αρχοντικό της Τουρκοκρατίας, θα πρέπει να είναι ένα από τα προαναφερθέντα μεγάλα κτήρια των δύο νησίδων του χάρτη του Weiler, καθώς κανένα άλλο δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά, χωρίς βέβαια να ξεχνούμε ότι κάποια σημεία του χάρτη είναι πολύ φθαρμένα.

Αν δεχθούμε όμως ότι η οικία Μερτρούδ της οδού Αθηνάς είναι άλλη από το γνωστό αρχοντικό, αυτό θα σήμαινε ότι οι Μερτρούδ, εκτός από το αρχοντικό, είχαν και μία ακόμη οικία, η οποία κόστιζε κατά μέσο όρο 40 φορές περισσότερο από τις γειτονικές, πράγμα που θα σήμαινε ότι η ίδια οικογένεια διέθετε παραπάνω από ένα αρχοντικό εξαιρετικών διαστάσεων και πολυτέλειας. Μια ίσως περισσότερο πιθανή υπόθεση, δεδομένης της χρονολογικής διαφοράς των αρχειακών τεκμηρίων που αφορούν τις δύο μικρές οικίες σε σχέση με αυτά που αφορούν την οικία της οδού Αθηνάς, είναι ότι, μετά την απαλλοτρίωση της τελευταίας, ο Βαρθολομαίος Μερτρούδ χρησιμοποίησε τα χρήματα για να αγοράσει άλλες ιδιοκτησίες, ίσως αυτές της οδού Αδριανού και του Σταροπάζαρου.

Το βέβαιο είναι ότι καμία ιδιωτική οικία της οθωνικής Αθήνας δεν εμφανίζεται στους χάρτες με διαστάσεις συγκρινόμενες με το αρχοντικό Μερτρούδ των απεικονίσεων των O.M. Stackelberg και Haller von Hallerstein. Οι κοινωνικές αλλαγές που είχαν συντελεστεί στην Αθήνα από την εποχή της οικοδόμησης του αρχοντικού Μερτρούδ είχαν οδηγήσει στην πολιτική της αγοράς οικοπέδων, με σκοπό την οικοδόμηση οικιών προς εκμετάλλευση, ενώ στην προεπαναστατική Αθήνα οι αρχοντικές οικογένειες κατείχαν κατά κανόνα μία μεγάλη οικία για προσωπική τους χρήση και επένδυαν τα χρήματά τους σε άλλες δραστηριότητες. Όμως, η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα αύξησε κατακόρυφα τη ζήτηση οικιών προς ενοικίαση, με αποτέλεσμα τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα να στραφούν μετά την απελευθέρωση στην κατασκευή τέτοιων οικιών.

Οπωσδήποτε, τα παραπάνω δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κλείνουν οριστικά το ζήτημα της χωροθέτησης του αρχοντικού Μερτρούδ. Ανακεφαλαιώνοντας, από τη μία έχουμε αδιάσειστα στοιχεία ότι υπήρχαν τρεις τουλάχιστον οικίες Μερτρούδ (όχι όμως απαραίτητα ταυτόχρονα), από τις οποίες μία εξαιρετικά μεγάλη πάνω στον άξονα της σημερινής οδού Αθηνάς, ασύγκριτα μεγαλύτερη και δαπανηρότερη από τις υπόλοιπες οικίες της περιοχής. Για τις άλλες δύο δεν γνωρίζουμε αν ήταν εξαρχής μικρές ή αποτελούν απομεινάρια μεγαλύτερων οικιών, τουλάχιστον όμως αυτή του Σταροπάζαρου διαθέτει χαρακτηριστικά που μας υποχρεώνουν να λάβουμε σοβαρά υπόψιν και αυτή την υπόθεση. Όσον αφορά την οδό Αθηνάς, όπου τα τεκμήρια μας οδηγούν να αναζητήσουμε κατά προτεραιότητα το αρχοντικό Μερτρούδ, έχουμε μία νησίδα στην αρχή της οδού, της οποίας οι διαστάσεις και το σχήμα είναι πολύ «βολικά» για την ταύτιση με το αρχοντικό Μερτρούδ. Είναι όμως μεγάλος «πειρασμός» για την ταύτιση και η παρουσία πάνω στον ίδιο άξονα μιας άλλης νησίδας, όπου υπήρχε ναός με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που αυξάνουν πολύ τις πιθανότητες να ήταν ιδιωτικός και καθολικός και άρα ο ναός της οικίας Μερτρούδ. Από την άλλη όμως εδώ έχουμε το δύσκολο πρόβλημα της τοποθέτησης ενός μεγάλου κτηρίου, που εμφανίζεται στις πηγές ως ορθογώνιο ή περίπου ορθογώνιο, σε μία οικοδομική νησίδα που δεν φαίνεται η πιο κατάλληλη για να «δεχθεί» αυτό το κτήριο. Η ασάφεια της μορφής του δρομίσκου που εισέρχεται στο εσωτερικό της οικοδομικής νησίδας της Αγίας Μαύρας επιτρέπει ίσως υποθέσεις διαφορετικής χάραξης από αυτές (ούτως ή άλλως διαφορετικές μεταξύ τους) που παρουσιάζουν οι δύο χάρτες όπου εμφανίζεται και έτσι ίσως μπορεί να λύσει το πρόβλημα «βοηθώντας» στη δημιουργία του κατάλληλου σχήματος για την ένταξη της οικίας Μερτρούδ. Το επόμενο στάδιο της έρευνας θα πρέπει να εστιάσει σε αυτό το τελευταίο πρόβλημα, καθώς η σχέση κτηρίων-πολεοδομικού ιστού στην οργανικά διαμορφωμένη προεπαναστατική Αθήνα είναι ένα περίπλοκο ζήτημα, πολύ πιο σύνθετο από την αντίστοιχη σχέση στην ορθολογικά σχεδιασμένη μετεπαναστατική πόλη. Πάντως, το γεγονός ότι μπορούν να ανευρεθούν περισσότερες από μία οικοδομικές νησίδες, που, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, προσφέρονται για ταύτιση με τη θέση του περίφημου αρχοντικού Μερτρούδ, δείχνει πόσο δρόμο έχει ακόμη να διανύσει η διερεύνηση του προεπαναστατικού οικιστικού ιστού της Αθήνας, του δυσκολότερου ίσως όλων, λόγω της μακραίωνης συνεχούς ιστορίας του, που, ακριβώς όμως για αυτό, τον κάνει ένα εξαιρετικά ελκυστικό αντικείμενο έρευνας.

 

Διονύσιος Ρουμπιέν

Επίκουρος Καθηγητής Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Δυτικής Ελλάδας,

Δρ ΕΜΠ και αναστηλωτής ΕΜΠ και CHEC Paris