Δημοσιεύσεις
Tο πρωτοελλαδικό κτήριο με διαδρόμους
Πληροφορίες και μαρτυρίες των δεδομένων
View all

Εισαγωγή

Το κτήριο με διαδρόμους αποτελεί τον σημαντικότερο τύπο αρχιτεκτονικής της Πρωτοελλαδικής (ΠΕ) ΙΙ περιόδου. Η εμφάνισή του εντάσσεται ουσιαστικά στη διαδικασία της «συγκεντροποίησης» η οποία εξελίχθηκε σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας γύρω στο 2300 π.Χ. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η εγκατάλειψη μικρότερων οικισμών της ΠΕ Ι περιόδου οδήγησε στην εγκαθίδρυση μεγαλύτερων οικισμών κατά την ΠΕ ΙΙ σε βάρος άλλων λιγότερο σημαντικών κτηρίων και οικισμών. Η απόκτηση εξουσίας και η συγκέντρωση των πληθυσμών σε συγκεκριμένες περιοχές οδήγησε στην ανάδειξη νέων μεγαλύτερων οικισμών. Η ύπαρξη επιφανών κτηρίων σε τέτοιες περιοχές οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάποια μορφή «εξουσίας» ίσως να υπήρχε σε εκείνους τους οικισμούς, η οποία χαρακτήρισε τα κτήρια ως «ανάκτορα», «μέγαρα», «αγροτικές οικίες» ή «οίκους ανδρών». Το κείμενο παρουσιάζει μία σύντομη περιγραφή των πιο γνωστών κτηρίων με διαδρόμους στις ΠΕ θέσεις Λέρνα, Ακοβίτικα, Θήβα, Αίγινα, Ζυγουριές και Τίρυνθα και παρέχει κάποιες πληροφορίες για τη μορφολογία και τη λειτουργία τους.

Γενικά χαρακτηριστικά

Για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της ΠΕ ΙΙ περιόδου (2500-2300 π.Χ.), ένα μεγάλο, υποθετικά δημόσιο κτήριο γνωστό ως «κτήριο με διαδρόμους» εμφανίζεται ως τυπικό φαινόμενο της εποχής, με χαρακτηριστική κεντρική θέση στον οικισμό και ένα αποκρυσταλλωμένο σχέδιο το οποίο υπονοεί μία μακρά πορεία ανάπτυξης. Αναφορικά με το χαρακτηριστικό του σχέδιο, το στοιχείο της μνημειακότητας, την κεντρική και στρατηγική του θέση μέσα στον οικισμό, αυτό το κτήριο έχει αναγνωρισθεί στις περισσότερες περιπτώσεις ως το διοικητικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής [σημ. 1].

Το κτήριο με διαδρόμους αποτελεί τον σημαντικότερο αρχιτεκτονικό τύπο της ΠΕ ΙΙ περιόδου στην ηπειρωτική Ελλάδα (εικ. 1). Η εμφάνιση και η εξαφάνισή του συμπίπτουν με την έναρξη και το τέλος αντίστοιχα της ΠΕ ΙΙ περιόδου και στοιχεία για προδρομικούς τύπους του είδους δεν έχουν ακόμη εντοπισθεί. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του κτηρίου με διαδρόμους, με το καλύτερο δείγμα να βρίσκεται στη Λέρνα Αργολίδος, αποτελούν το ορθογώνιο σχήμα, τα τετράγωνα δωμάτια διαφόρων διαστάσεων και η κεκλιμένη, κεραμωτή οροφή. Πρόσθετα χαρακτηριστικά όπως κλιμακοστάσια, επιχρισμένοι τοίχοι, φωταγωγοί και βεράντες εξαρτώνται από την ποιότητα και τη σημασία κάθε κτηρίου όπως και από τον ρόλο που το συγκεκριμένο κτήριο διαδραμάτιζε στην περιοχή σε προκαθορισμένες χρονικές περιόδους. Τα πιο γνωστά παραδείγματα κτηρίων με διαδρόμους αποτελούν το «Κτήριο BG» και η «Οικία των Κεράμων» στη Λέρνα (εικ. 1-3), τα «Μέγαρα» Α και Β στα Ακοβίτικα Μεσσηνίας (εικ. 1), το «Οχυρωμένο Κτήριο» ή «Ορθογώνιο Κτήριο» Α στη Θήβα (εικ. 1), η «Λευκή Οικία» στην Κολώνα Αίγινας (εικ. 1, 4) και η «Οικία των Πίθων» στις Ζυγουριές (εικ. 1, 5) [σημ. 2]. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το «Κυκλικό Κτήριο» (Rundbau) στην Τίρυνθα παρά το κάπως διαφορετικό αλλά εξίσου χαρακτηριστικό κυκλικό σχέδιο της κατασκευής του (εικ. 1, 6-7) [σημ. 3].

Ο αρχιτεκτονικός τύπος του κτηρίου με διαδρόμους

1. Το «Κτήριο BG» και η «Οικία των Κεράμων» στη Λέρνα

Το τοπογραφικό σχέδιο της Λέρνας επιδεικνύει τα ερείπια ενός κτηρίου με διαδρόμους γνωστό ως «Κτήριο BG» (εικ. 1-2). Τμήματα αυτού του μνημειώδους κτηρίου ανακαλύφθηκαν κάτω από τέτοιες συνθήκες ώστε λόγω της κατάστασης της τοιχοδομής του και άλλων παραγόντων έπρεπε να επισκευασθούν επί τόπου. Το βορειότερο άκρο του Κτηρίου BG δεν ανασκάφηκε. Αυτή η μεγάλη κατασκευή αποτέλεσε οπωσδήποτε πρόδρομο και πρωτότυπο για την υστερότερη «Οικία των Κεράμων» [σημ. 4]. Η καταστροφή του προκλήθηκε από την κατασκευή της «Οικίας των Κεράμων», τη διάνοιξη ενός λακκοειδούς τάφου και αρκετών βόθρων οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι αποθήκευσης και συντήρησης ή ως χώροι απόθεσης απορριμμάτων. Το κτήριο είναι ένα μακρύ ορθογώνιο με νοτιοανατολικό προσανατολισμό, διαφορετικό από εκείνον της κατοπινής «Οικίας των Κεράμων». Το αρχικό σχέδιο όριζε πέντε δωμάτια στη σειρά, με διαδρόμους σε κάθε πλευρά, οι οποίοι διαχωρίζονταν σε μικρότερους χώρους και διαμερίσματα. Η κύρια είσοδος, που οδηγούσε σε ανοιχτή αυλή, βρισκόταν στο νοτιότερο άκρο του κτηρίου. Ίσως να υπήρχαν και πρόσθετα κλιμακοστάσια στους μακριούς διαδρόμους και το πάχος των τοιχωμάτων πιθανόν να δήλωνε την ύπαρξη άνω ορόφου. Από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του, το πιο σημαντικό ίσως να αποτελούσε η εστία, χρονολογικά σύγχρονη με τις οχυρώσεις της Λέρνας και την ανέγερση της «Οικίας των Κεράμων». Η θέση της φορητής κατά τα φαινόμενα εστίας δηλώνει ότι πιθανόν να είχε μεταφερθεί από την αρχική της θέση, ίσως σε κάποιο κεντρικό δωμάτιο εντός του κτηρίου, και τοποθετήθηκε κάπου αλλού προσωρινά προκειμένου να εξυπηρετήσει κάποιες πρόσθετες ανάγκες των κατοίκων.

Το «Κτήριο BG» πιθανόν να περιλάμβανε και πρωιμότερες φάσεις και λιγοστές κατασκευαστικές παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν στο κτήριο κατά τη διάρκεια της ανασκευής των οχυρώσεων της Λέρνας κατά την αρχή της ΠΕ ΙΙ περιόδου. Τα θεμέλια του κτηρίου είναι τα μόνα αρχιτεκτονικά μέλη που διατηρούνται και προδίδουν την ύπαρξη παχιάς και βαριάς τοιχοποιίας. Η ανωδομή ήταν κατασκευασμένη από ακατέργαστες πλίνθους. Σπαράγματα από τμηματική οδόστρωση και τοίχοι από μικρότερες κατασκευές υποδεικνύουν ότι πιθανόν να υπήρξε και κάποια ενδιάμεση φάση ανάμεσα στην καταστροφή του «Κτηρίου BG» και την ανέγερση της «Οικίας των Κεράμων».

Η «Οικία των Κεράμων» (εικ. 1-3) είναι ίσως το καλύτερο δείγμα κτηρίου με διαδρόμους και αναμφισβήτητα ένα περίτεχνο κτήριο, μοναδικό σε ολόκληρο τον οικισμό της Λέρνας. Η μεγάλη ποσότητα οπτών κεράμων που βρέθηκαν διάσπαρτες στο δάπεδο (επίπεδες και ορθογώνιες διαφόρων μεγεθών και πάχους, κόκκινου και καφεκόκκινου χρώματος) δικαιολογούν την ονομασία του κτηρίου. Αποτελείται από πέντε δωμάτια στη σειρά με διπλούς τοίχους οι οποίοι σχηματίζουν διαδρόμους που διακόπτονται σε κάποια σημεία από εγκάρσιους τοίχους, οι οποίοι οριοθετούν μικρούς θαλάμους. Το κτήριο χτίστηκε με τετράγωνες πλίνθους μήκους 0,35 μ. και πάχους 0,13 μ. επάνω σε λίθινη κρηπίδα ύψους 0,45 μ. περίπου για τους εξωτερικούς τοίχους και χαμηλότερο για τους εσωτερικούς, ενώ η τεχνική του «ψαροκόκαλου» εφαρμόστηκε σταθερά σε ολόκληρη την επιφάνεια. Κάποια από τα μεγαλύτερα δωμάτια έφεραν προσεκτικά επιχρισμένους τοίχους ενώ άλλα φαίνεται να παρέμειναν σε ημιτελές στάδιο [σημ. 5]. Το νοτιότερο άκρο του κτηρίου, όπου βρέθηκαν 143 πήλινα σφραγίσματα [σημ. 6], ίσως να χρησίμευε για αποθηκευτικούς σκοπούς. Το κτήριο περιστοιχιζόταν στο εξωτερικό από θρανία τα οποία μάλλον σχετίζονταν με εμπορικές συναλλαγές των ενοίκων του ή των κατοίκων του οικισμού. Οι παχιοί τοίχοι (εκτός από δύο περιπτώσεις στη βορειοδυτική γωνία, οι τοίχοι είναι ομοιόμορφοι με πάχος 0,90 μ.), η ύπαρξη κλιμακοστασίων και οι μικροί θάλαμοι που δεν είναι προσβάσιμοι από το εσωτερικό, αποτελούν ενδείξεις ότι υπήρχε άνω όροφος με μεγάλα δωμάτια, πιθανόν χώρους διαμονής, καλυμμένα με κεκλιμένη, κεραμωτή σκεπή και σε κάποια σημεία βεράντες ή «παραπετάσματα» κατασκευασμένα από ξύλο ή στερεή τοιχοδομή. Ίσως να είχαν προστεθεί και παράθυρα προκειμένου να παρέχουν καθαρό αέρα και ο προς ανατολάς προσανατολισμός του κτηρίου προσέφερε το απαραίτητο φως του ήλιου.

Παρά την κατεστραμμένη κατάσταση της «Οικίας των Κεράμων», κάποιες αρχιτεκτονικές βελτιώσεις μπορούν να παρατηρηθούν. Τα δάπεδα αποτελούνταν από παχιά στρώματα καθαρού κίτρινου πηλού και οι τοίχοι ήταν επιχρισμένοι με μαλακό ασβεστοκονίαμα ή βρίσκονταν στην τελική φάση του επιχρίσματος. Τη στιγμή της καταστροφής από την πυρκαγιά, οι περισσότεροι τοίχοι είχαν περατωθεί και στο δυτικότερο άκρο του βόρειου κλιμακοστασίου το τελικό επίχρισμα από ασβεστοκονίαμα είχε τοποθετηθεί. Κάποιες οριζόντιες και κάθετες γραμμές που δημιουργούσαν τμήματα και ζώνες ήταν χαραγμένες στην επιφάνεια των τοίχων στο κυρίως δωμάτιο αλλά κανένα άλλο είδος τοιχογραφικού διακόσμου δεν εντοπίσθηκε [σημ. 7].

Είναι πλέον βέβαιο ότι η «Οικία των Κεράμων» κατασκευάσθηκε ως διάδοχος του «Κτηρίου BG» σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία μέρη του οικισμού είχαν αρχίσει να επισκευάζονται. Όπως παρατηρήθηκε, τα δωμάτια στο ισόγειο είχαν σχεδόν τελειοποιηθεί τη στιγμή που ξέσπασε η φωτιά. Η κατάσταση του άνω ορόφου δυστυχώς δεν μας είναι γνωστή. Όταν συνέβη η τελική πυρκαγιά, ενδυναμώθηκε από τα ξύλινα μέρη της κατασκευής και πιθανόν από τα προσωρινά ικριώματα και άλλες εύφλεκτες κατασκευές [σημ. 8]. Χρονολογήσεις με Άνθρακα-14 υποδεικνύουν ότι η «Οικία των Κεράμων» καταστράφηκε ολοσχερώς κατά τον 22ο αιώνα π.Χ. και οι σωροί από τα καμένα συντρίμμια συγκεντρώθηκαν και επικαλύφθηκαν από έναν επίπεδο τύμβο σε σχήμα κυκλοτερούς ασπίδας χωρίς κανέναν όμως τάφο ή σήμα επάνω του [σημ. 9]. Η πράξη αυτή ήταν συμβολική προκειμένου να «μνημειοποιηθεί» η κατεστραμμένη «υπερκατασκευή» είτε για θρησκευτικούς λόγους είτε για να παραμείνει διαρκής η θύμηση ενός παλαιότερου, μοναδικού ως τότε κτίσματος. Τουλάχιστον δύο με τρεις γενιές πρέπει να πέρασαν προτού το επίπεδο του τύμβου να υψωθεί και το σημείο κατοικήθηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της Μέσης Ελλαδικής περιόδου (2100-1550 π.Χ.). Ο τύπος του κτηρίου όμως της «Οικίας των Κεράμων» δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά και αντικαταστάθηκε από τα μεσοελλαδικά αψιδωτά κτήρια με λιγότερα και μικρότερα δωμάτια.

2. Μέγαρα Α και Β στα Ακοβίτικα Μεσσηνίας

Η θέση Ακοβίτικα, κοντά στην Καλαμάτα, αποκάλυψε δύο ΠΕ ΙΙ μεγαρόσχημα κτήρια με διαδρόμους και υπολείμματα κεράμων (εικ. 1) [σημ. 10]. Και τα δύο κτήρια είχαν ανεγερθεί επάνω σε λίθινη κρηπίδα. Το μεγαλύτερο, το Μέγαρο Α, αποτελούνταν από δύο δωμάτια που περιστοιχίζονταν από διαδρόμους και όπου το δεύτερο δωμάτιο διαχωριζόταν σε μικρότερους χώρους. Το κτήριο άνοιγε στα βόρεια σε ανοιχτή αυλή. Η όλη κατασκευή του είναι προβληματική λόγω της κακής κατάστασης συντήρησης αλλά οι διπλοί τοίχοι σε κάθε πλευρά των δωματίων και το γενικότερο σχήμα του υποδηλώνουν ότι ανήκει στον τύπο του κτηρίου με διαδρόμους. Το διπλανό, το Μέγαρο Β, έχει μικρότερες διαστάσεις αλλά ακολουθεί το ίδιο σχήμα. Στα κύρια χαρακτηριστικά του συγκαταλέγονται οι διάδρομοι που περιστοίχιζαν τις δύο πλευρές του κτηρίου, η οροφή, η οποία πρέπει να ήταν κεραμωτή, και τα δύο δωμάτια άνισου μεγέθους. Οι διάδρομοι διακόπτονται από εγκάρσιους τοίχους οι οποίοι υποστηρίζουν στο δυτικό άκρο μικρούς θαλάμους σαν εσοχές. Δυστυχώς, η ανατολική πλευρά του κτηρίου είναι σήμερα καλυμμένη από σύγχρονα κτίσματα. Τα Μέγαρα Α και Β, σε σχέση και με τον κινητό εξοπλισμό τους, μάλλον χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι διαμονής αφού η κεραμική στο εσωτερικό τους αποτελούνταν από οικιακά σκεύη, πίθους και μερικές «σαλτσιέρες» η χρήση των οποίων παραμένει ακόμη αινιγματική.

3. Η «Λευκή Οικία» στην Κολώνα Αίγινας

Η θέση Κολώνα στην Αίγινα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένας αυτοτελής Πρωτοελλαδικός οικισμός. Μετατράπηκε σε μικρό οικισμό μόνο σε υστερότερη φάση, όταν προσεκτικά σχεδιασμένα κτήρια με μικρά και λιγοστά δωμάτια ανεγέρθηκαν και ο οικισμός απέκτησε την τελική του μορφή (Αίγινα V). Τα φτωχικά ερείπια της φάσης Αίγινα Ι-ΙΙ (πριν το 2500-2400 π.Χ.) αποκαλύπτουν ότι ο βασικός οικιστικός τύπος υπήρξε η μακρόστενη οικία με πλίνθινους τοίχους. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι ήδη κατά τη φάση Αίγινα ΙΙ ο οικισμός γνώρισε αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη και απέκτησε το δικό του διοικητικό κέντρο, το λεγόμενο κτήριο «Haus am Felsrand» (εικ. 1). Κατά τη φάση Αίγινα ΙΙΙ (2400-2300 π.Χ.), οι μαρτυρίες για οικονομική ανάπτυξη, διοικητική και κοινωνική οργάνωση του οικισμού γίνονται πιο σαφείς. Η «Λευκή Οικία» (Weisses Haus) (εικ. 1, 4) αποτελεί το μνημειώδες κοινοτικό κτήριο που διαδέχθηκε το «Haus am Felsrand» το οποίο πιθανότατα είχε παρόμοια λειτουργία [σημ. 11]. Το κτήριο είναι μία  παραλλαγή κτηρίου με διαδρόμους, διαστάσεων 20Χ9 μ., ενώ η ονομασία του προήλθε από τους πλίνθινους τοίχους οι οποίοι ήταν επιχρισμένοι με λευκό κονίαμα. Πέντε δωμάτια στη σειρά περιστοιχίζονταν από στενούς διαδρόμους. Οι διαστάσεις είναι μικρότερες σε σύγκριση με τα προηγούμενα παραδείγματα στη Λέρνα και στα Ακοβίτικα αλλά το γενικότερο πλάνο είναι πανομοιότυπο. Το κεντρικό μεγαλύτερο δωμάτιο περιείχε εστία στο μέσον. Κλιμακοστάσια, διαμερίσματα και ένας άνω όροφος με ανοιχτούς χώρους και μεγαλύτερα δωμάτια πρέπει να αποτελούσαν κάποια από τα επιπρόσθετα χαρακτηριστικά της «Λευκής Οικίας» [σημ. 12]. Κατά τη φάση Αίγινα IV (2300-2200 π.Χ.), φαίνεται ότι η «Λευκή Οικία» κατέρρευσε και μικρότερα δωμάτια, πιθανόν εργαστήρια, κατασκευάστηκαν στο ίδιο σημείο, σε ένα από τα οποία βρέθηκαν εγκαταστάσεις για τήξη χαλκού.

Ο πρόδρομος της «Λευκής Οικίας», το πρωιμότερο «Haus am Felsrand», αποτελούνταν από τέσσερα δωμάτια στη σειρά με διαδρόμους κατά μήκος των μακριών πλευρών του. Κάποιες νεότερες αποκαταστάσεις του κτηρίου δείχνουν ότι μάλλον είχε μόνο δύο δωμάτια στο ισόγειο, δηλαδή έναν προθάλαμο με θύρα εισόδου και ένα μεγαλύτερο εσωτερικό δωμάτιο, και απλές διευθετήσεις στους διαδρόμους και στα διαμερίσματα που ανοίγονταν σε αυτούς. Οι νέες σχεδιαστικές αποκαταστάσεις βασίζονται προπάντων στο μέγεθος της κρηπίδας η οποία όριζε τα άκρα του κτηρίου. Και τα δύο κτήρια στην Κολώνα, αν και όχι σύγχρονα, χτίσθηκαν πρακτικά για τους ίδιους λόγους, μάλλον ως οικίες σύμφωνα με τους κεραμικούς τύπους και τα υπόλοιπα αντικείμενα, και χρησιμοποίησαν από κοινού την ίδια μονάδα μέτρησης των 0,30 μ. για την κατασκευή τους [σημ. 13].

4. Το «Οχυρωμένο Κτήριο» ή «Ορθογώνιο Κτήριο» Α στη Θήβα

Το 1982, ένα κτήριο με διαδρόμους ήρθε στο φως στο κέντρο της Καδμείας στη Θήβα, το λεγόμενο «Οχυρωμένο Κτήριο» ή «Ορθογώνιο Κτήριο» Α (εικ. 1). Η ονομασία αυτή προήλθε από τον οχυρωματικό τοίχο που ήταν χτισμένος παράλληλα προς την ανατολική πλευρά του κτηρίου [σημ. 14] Αποτελούνταν από ένα κεντρικό δωμάτιο και δύο μικρότερα παρακείμενα. Τα τρία αυτά δωμάτια συνθέτουν μία ευθυγραμμισμένη κατασκευή με ανατολικό-δυτικό προσανατολισμό. Τα συνεχόμενα δωμάτια συνδέουν μακρόστενοι διάδρομοι οι οποίοι διαχωρίζονταν σε μικρότερα διαμερίσματα. Το δυτικότερο άκρο του κτηρίου είναι κατεστραμμένο από οικοδομικές παρεμβάσεις μεταγενέστερων χρόνων. Το κτήριο περιείχε πέντε θύρες, η μία παράλληλη στην άλλη, μία διευθέτηση που επέτρεπε περισσότερο φως της ημέρας όταν παρέμεναν ανοιχτές και περισσότερη ησυχία όταν έκλειναν. Μία εσοχή, παρόμοια με εκείνη της «Λευκής Οικίας» στην Κολώνα, οριοθετείται από την ανατολική επιφάνεια του βόρειου τοίχου όπου βρέθηκαν οστά ζώων και κεραμική. Η σημασία αυτών των μικρών εσοχών-θαλάμων μπορεί να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους: σημεία φρούρησης, μικροί αποθηκευτικοί χώροι για αντικείμενα χωρίς ιδιαίτερη αξία ή χώροι διαμονής σκύλων-φρουρών. Το «Οχυρωμένο Κτήριο» στη Θήβα χρονολογείται στην ΠΕ ΙΙ περίοδο και εγκαταλείφθηκε ακριβώς στο τέλος της. Η εγκατάλειψή του συνέβη ειρηνικά διότι δεν υπήρχαν ίχνη πυρκαγιάς ή άλλης καταστροφής, φυσικής ή όχι. Η εμφάνιση του κτηρίου με διαδρόμους στη Θήβα, μία περιοχή αρκετά απομακρυσμένη από τα άλλα παραδείγματα στην Πελοπόννησο όπου ο συγκεκριμένος αρχιτεκτονικός τύπος απέκτησε την τελική του μορφή, αποδεικνύει το υψηλό επίπεδο αστικοποίησης που υπήρχε στη Θήβα κατά την Πρωτοελλαδική εποχή.

5. Η «Οικία των Πίθων» στις Ζυγουριές

Το ΠΕ ΙΙ κτήριο στις Ζυγουριές (εικ. 1, 5) ανήκει στον τύπο του κτηρίου με διαδρόμους, με σειρά από μεγάλα δωμάτια συνοδευόμενα από διαδρόμους. Το κτήριο βρέθηκε κάτω από τη λεγόμενη «Οικία των Σαλιγκαριών» (House of the Snailshells) και είναι γνωστό ως «Οικία των Πίθων» με ένα εξέχον δωμάτιο και συμπαγείς τοίχους μεγαλύτερους από εκείνους των υπόλοιπων κτηρίων στην περιοχή. Όλο το κτήριο είναι ένα ορθογώνιο με προσεκτικό σχεδιασμό. Εμπρός του ίσως να υπήρχε μία σκεπαστή αυλή και περίτεχνες θύρες. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για διακόσιες πήλινες κεράμους οροφής οι οποίες υποστηρίζουν την υπόθεση ότι στις Ζυγουριές υπήρχε ένα πραγματικό κτήριο με διαδρόμους [σημ. 15].

6. Το «Κυκλικό Κτήριο» στην Τίρυνθα

Το «Κυκλικό Κτήριο» στην Τίρυνθα (Rundbau) (εικ. 1, 6-7) δεν μπορεί να αποκλεισθεί λόγω της παρόμοιας αρχιτεκτονικής του σύλληψης. Το κτήριο μάλλον σχεδιάστηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως γιγαντιαία σιταποθήκη κατά την ώριμη ΠΕ ΙΙ περίοδο. Κάποια από τα μέρη του είναι τελείως κατεστραμμένα από μυκηναϊκά κτίσματα και μεταγενέστερες δραστηριότητες αλλά το βορειοανατολικό τμήμα του βρίσκεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Η κατασκευή αποτελούνταν από δεκαπέντε σκαμμένα διαμερίσματα διατεταγμένα παράλληλα προς τον εξωτερικό τοίχο. Μία δεύτερη σειρά από άλλα δεκαπέντε σκαμμένα υπόγεια διαμερίσματα υπήρχε έπειτα από έναν δεύτερο, λιγότερο ισχυρό, εσωτερικό τοίχο. Στο κέντρο του κτηρίου ανοιγόταν μία μεγάλη κυκλική περιοχή η οποία περιβαλλόταν από τα σκαμμένα διαμερίσματα και τους διαδρόμους ανάμεσά τους. Το κτήριο πρέπει να είχε και δεύτερο όροφο στεγασμένο με κεραμωτή οροφή. Δεν ήταν κατασκευασμένο για διαμονή αλλά για την αποθήκευση τεράστιων ποσοτήτων προϊόντων. Αυτή η μνημειακή σιταποθήκη υπήρξε μοναδική για την Ελλάδα μέχρι τότε, συγκρινόμενη με τις πολύ μικρότερες κυκλικές κατασκευές, πιθανόν για λόγους αποθήκευσης, στη Μήλο, τον Ορχομενό και την Εύτρηση [σημ. 16]. Η σύλληψη της κατασκευής ίσως υποδηλώνει επιρροές από την Εγγύς Ανατολή [σημ. 17] αλλά μπορεί να δικαιολογηθεί και από τις οικονομικές αναγκαιότητες οι οποίες προέκυψαν τότε στην Αργολίδα. Ο σχεδιασμός των διαδρόμων, τα μικρά σκαμμένα διαμερίσματα, η επικλινής κεραμωτή (πιθανώς) οροφή και οι συμπαγείς τοίχοι αποτελούν χαρακτηριστικά τα οποία εντάσσουν το «Κυκλικό Κτήριο» στον τύπο του κτηρίου με διαδρόμους, αν και παρουσιάζεται τελείως διαφορετικό όσον αφορά το σχήμα και τη λειτουργία του [σημ. 18].

Αξιολόγηση και ερμηνεία των δεδομένων

Οι οικονομικές αναγκαιότητες οι οποίες εμφανίστηκαν ξαφνικά στη νότια Ελλάδα συνέβησαν πρωταρχικά λόγω της εγκατάλειψης μικρότερων θέσεων της ΠΕ Ι περιόδου στην πορεία της γενικότερης αύξησης του συνολικού αριθμού των οικισμών. Η διαδικασία της «συγκεντροποίησης» οδήγησε στην ίδρυση μεγαλύτερων ΠΕ ΙΙ οικισμών εις βάρος άλλων μικρότερης σημασίας θέσεων. Η όλη διαδικασία είχε αρχίσει από την ανάπτυξη κάποιων νεολιθικών οικισμών οι οποίοι συνέχισαν και στην ΠΕ Ι, αλλά η συγκέντρωση της δύναμης και η συρροή των πληθυσμών σε συγκεκριμένες θέσεις οδήγησε στην εμφάνιση νέων και μεγαλύτερων οικισμών. Η ύπαρξη εξεχόντων κτηρίων σε κάποιες τοποθεσίες (Λέρνα, Ακοβίτικα, Ζυγουριές) [σημ. 19] οδήγησε στο συμπέρασμα ότι κάποια μορφή «εξουσίας» πιθανόν να υπήρχε σε αυτά, η οποία χαρακτήριζε τα κτήρια αυτά ως «ανάκτορα», «μέγαρα», «αγροικίες» ή «οίκους ανδρών». Η κύρια λειτουργία αυτών των κτηρίων πρέπει να ήταν αποθηκευτική, αν και κάποιοι χώροι σχεδιασμένοι για διαμονή μπορεί να υπήρχαν στον δεύτερο όροφο. Η παρουσία πήλινων σφραγισμάτων στη Λέρνα μαρτυρεί εμπορική και οικονομική δραστηριότητα εντός του κτηρίου, η οποία συνδεόταν με ένα πρώιμο σύστημα αναδιανομής. Η βασική λειτουργία του κτηρίου ήταν πολυδιάστατη, περικλείοντας διοικητικούς, αποθηκευτικούς ή ακόμα και θρησκευτικούς σκοπούς.

Παρόλα αυτά όμως, η λειτουργία όλων αυτών των κτηρίων έχει συζητηθεί πολύ: ήταν πράγματι δημόσια κτήρια ή απλώς εντυπωσιακές ιδιωτικές οικίες; Αν ήταν δημόσια κτήρια, εξυπηρετούσαν μόνο θρησκευτικούς, οικονομικούς, πολιτικούς σκοπούς ή η λειτουργία τους ήταν πολυμορφική; Με εξαίρεση την «Οικία των Κεράμων» στη Λέρνα, δεν υφίσταται κανένα άλλο γνωστό παράδειγμα που να παρέχει τόσες πληροφορίες αναφορικά με τον αρχικό του εξοπλισμό· έχει υποστηριχθεί όμως από τους ανασκαφείς ότι το κτήριο δεν είχε τελειοποιηθεί τη στιγμή που συνέβη η τελική καταστροφή από την πυρκαγιά και γι’ αυτό ο κινητός εξοπλισμός του δεν είναι δυνατό να παρέχει ολοκληρωμένες μαρτυρίες σχετικά με τη λειτουργία του. Το «Κυκλικό Κτήριο» από την άλλη πλευρά, φαίνεται να λειτουργούσε ως γιγάντια σιταποθήκη αλλά αυτή η ερμηνεία, αν και δείχνει αρκετά ελκυστική, δεν μπορεί να βασιστεί σε ισχυρά κριτήρια. Στη Τίρυνθα και επίσης στα Ακοβίτικα, περισσότερα από ένα μνημειακά κτήρια πιθανόν να βρίσκονταν σε χρήση την ίδια χρονική περίοδο· αν τέτοια κτήρια ήταν στην πραγματικότητα πολλαπλά και όχι μεμονωμένα στις περισσότερες περιοχές, είναι απίθανο να υπήρξαν όλα το σημαντικότερο κέντρο του οικισμού ή κατοικίες αρχηγών. Συνεπώς απαιτείται περισσότερη έρευνα στο θέμα αυτό. Είναι ενδιαφέρον ότι όχι μόνο ο αρχιτεκτονικός τύπος του κτηρίου με διαδρόμους αλλά και η χρήση κεράμων για τη στέγαση τέτοιων κτηρίων εγκαταλείπεται τελείως στο τέλος της ΠΕ ΙΙ εποχής.

Οι ΠΕ ΙΙ οικισμοί εμφανίζουν όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της συγκέντρωσης της εξουσίας από ομάδες αρχηγών. Μικρές ομάδες βασισμένες σε ένα σύστημα κοινών προγόνων και γραμμών καταγωγής έλεγχαν την πρόσβαση στους πόρους της κοινότητας, αλλά είναι απίθανο να ασκούσαν επιρροή σε κάθε τομέα της ζωής της κοινότητας. Η Πρωτοελλαδική περίοδος στην Ελλάδα αντιπροσωπεύεται από ακμάζουσες κοινότητες οι οποίες χαρακτηρίζονται από τεχνική εξειδίκευση, ενδοπεριφερειακό εμπόριο, συστήματα ανταλλαγών που σχετίζονται με την παροχή και εκμετάλλευση πρώτων υλών, πολιτική οργάνωση σε εμβρυακό στάδιο και ποικιλομορφία στις οικιακές μονάδες, η οποία προφανώς δηλώνει κάποια μορφή κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

Πολλοί Πρωτοελλαδικοί οικισμοί όπως Λέρνα, Τίρυνθα, Ζυγουριές και Ασίνη επιδεικνύουν παρόμοια σημάδια βίαιης καταστροφής, συνήθως από πυρκαγιά. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς προκάλεσε τις πυρκαγιές, αν και πολλές εικασίες μπορούν να διατυπωθούν. Κάποιες άλλες θέσεις στην Ελλάδα καταστράφηκαν επίσης την ίδια περίοδο. Μερικές από αυτές, στη νότια Ελλάδα, περιείχαν κτήρια τα οποία έγιναν γνωστά ως κτήρια με διαδρόμους, κυρίως στην Κολώνα και στα Ακοβίτικα. Τα οικοδομικά προγράμματα που επέτρεψαν τη θεμελίωση και την ανέγερση τέτοιων μεγαλοπρεπών κτηρίων οπωσδήποτε δηλώνουν μία καλά οργανωμένη κοινωνία που κατείχε κάποια δύναμη, η οποία και θα ενθάρρυνε την άμιλλα αλλά και τον ανταγωνισμό ή τις πράξεις βίας. Οι αποσυναρμολογημένοι εξωτερικοί περίβολοι στη Λέρνα δεν θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει την κατάλληλη υπεράσπιση στον οικισμό. Ωστόσο, η πυρκαγιά μπορεί να εξηγηθεί, ήταν καταστροφική και όρισε το τέλος μιας εποχής [σημ. 20]. Ο ίδιος ορίζοντας καταστροφής συχνά συνδέεται με ξένους εισβολείς αν και η προέλευσή τους παραμένει ακόμα υπό αμφισβήτηση [σημ. 21]. Η παρουσία τους αποδεικνύεται από την καινούργια Μινυακή κεραμική, τα νέα ταφικά έθιμα και τους εντελώς διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς τύπους [σημ. 22] Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι πληθυσμοί, πιθανόν από τη Μικρά Ασία, μετακινούνταν σε ομάδες προς την Ελλάδα. Ο νέος τύπος κτηρίου είναι το συνηθισμένο αψιδωτό «μέγαρο» με δύο ή τρία δωμάτια, προορισμένο για διαρκή χρήση [σημ. 23]. Οι στρωματογραφικές μαρτυρίες στη Λέρνα αποκαλύπτουν συνεχόμενη κατοίκηση στην περιοχή και οι νέοι κάτοικοι μάλλον ακολούθησαν τους ίδιους τρόπους διαβίωσης όπως και οι προκάτοχοί τους πριν την καταστροφή. Σε τελική ανάλυση, όσον αφορά τη μετάβαση στη Μεσοελλαδική περίοδο παραμένει ακόμη αμφίβολο το αν συνέβη μετά από βίαιη καταστροφή ή υπήρξε αποτέλεσμα μεταβολής στις οικονομικές ή κλιματολογικές συνθήκες. Η ολοκληρωτική αλλαγή στον πολιτισμικό χαρακτήρα δεν μπορεί να αγνοηθεί, αν και σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με τη σημασία του Πρωτοελλαδικού πολιτισμού. Ένας τελείως διαφορετικός και πιο ανεπτυγμένος πολιτισμός θα εμφανιστεί και πάλι στην Ελλάδα μόνο με την ανάδυση του μεγαλοπρεπούς Μυκηναϊκού πολιτισμού.

Κωνσταντίνος Γαλανάκης, Δρ Αρχαιολογίας

Κατάλογος εικόνων

1. Συνοπτικά σχέδια των σημαντικότερων κτηρίων με διαδρόμους τα οποία αναφέρονται στο κείμενο.

2. Σχέδιο του προϊστορικού οικισμού στη Λέρνα.

3. Άποψη της ΠΕ ΙΙ «Οικίας των Κεράμων» από τα δυτικά (φωτογραφία: University of Texas at Austin, Classics Department (http://www.utexas.edu/courses/classicalarch/images.html)

4. Κάτοψη της ΠΕ ΙΙ «Λευκής Οικίας» στην Κολώνα Αίγινας.

5. Κάτοψη της ΠΕ ΙΙ «Οικίας των Πίθων» στις Ζυγουριές.

6. Κάτοψη του ΠΕ ΙΙ «Κυκλικού Κτηρίου» κάτω από τα υστερότερα κτήρια στην Τίρυνθα.

7. Άποψη τμήματος της τοιχοποιίας του ΠΕ ΙΙ «Κυκλικού Κτηρίου» στην Τίρυνθα.

1. Συνοπτικό σχέδια των σημαντικότερων κτιρίων με διαδρόμους τα οποία αναφέρονται στο κείμενο.
1 / 7
Σημειώσεις
  1. O. T. P. K. Dickinson, The Aegean Bronze Age, Cambridge World Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1994, σ. 59.
  2. P. G. Themelis, «Early Helladic Monumental Architecture», Athenische Mitteilungen 99 (1984), σ. 335-351.
  3. K. Kilian, «The circular building at Tiryns» στο R. Hägg and D. Konsola (επιμ.), Early Helladic Architecture and Urbanization, Proceedings of a Seminar Held at the Swedish Institute in Athens, June 8, 1985, Studies in Mediterranean Archaeology 76, Paul Åströms Förlag, Göteborg, 1986, σ. 65-71.
  4. J. L. Caskey και E. T. Blackburn, Lerna in the Argolid: A Short Guide, American School of Classical Studies at Athens, 1997, σ. 14• M. H. Wiencke, «Building BG at Lerna», στο Hägg και Konsola, ό.π., σ. 41-45.
  5. J. W. Shaw, «The Early Helladic II Corridor House: Development and Form», American Journal of Archaeology 91(1) (1987), σ. 59-79• του ιδίου, «The Early Helladic II Corridor House: Problems and Possibilities» στο P. Darcque και R. Treuil (επιμ.), L' habitat égéen préhistorique, Actes de la table ronde internationale, Athènes, 23-25 juin 1987, Bulletin de correspondence hellenique, Suppl. XIX, École française d’Athènes, 1990, σ. 183-194.
  6. M. H. Wiencke, «Typology and style of Prepalatial seals» στο I. Pini (επιμ.), CMS Beiheft 1: Studien zur minoischen und helladischen Glyptik. International Symposium on Seals, Marburg, 26-30 September 1978, Gebr. Mann Verlag, Berlin, 1981, σ. 251-261.
  7. Caskey and Blackburn, ό.π., σ. 16.
  8. Caskey and Blackburn, ό.π., σ. 17.
  9. J. L. Caskey, «Lerna in the Early Bronze Age», American Journal of Archaeology 72(4) (1968), σ. 314.
  10. P. G. Themelis, «Early Helladic Megaron at Akovitika», Athens Annals of Archaeology 3 (1970), σ. 303-311.
  11. F. Felten, «Early Urban History and Architecture of Ancient Aigina», στο Hägg και Konsola, ό.π., σ. 21-28.
  12. H. Walter και F. Felten, Alt-Ägina III,1: Die vorgeschichtliche Stadt: Befestigungen, Häuser, Funde, Mainz, 1981, σ. 19. εικ. 14.
  13. Για την κεραμική, βλ. W. Gauss και R. Smetana, «Untersuchung zur früh- und mittelhelladischen Keramik von Ägina Kolonna», στο B. Asamer, P. Höglinger, C. Reinholdt, R. Smetana, και W. Wohlmayr (επιμ.), Temenos: Festgabe für Florens Felten und Stefan Hiller, Dargebracht von Schülerinnen und Schülern des Instituts für Klassische Archäologie an der Paris Lodron-Universität Salzburg, Wien: Phoibos Verlag, 2002, σ. 11-19.
  14. V. L. Aravantinos, «The EH II Fortified Building at Thebes: Some Notes on Its Architecture», στο Hägg και Konsola, ό.π., σ. 57-63• του ιδίου, «New Evidence about the EH II Period in Thebes: A New Architectural Complex and a Group Burial within the Kadmeia», στο E. Alram-Stern (επιμ.), Die Ägäische Frühzeit 2. Serie: Forschungsbericht 1975-2002, Veröffentlichungen der Mykenischen Kommission 21, Wien, Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften 2.2, Die Frühbronzezeit in Griechenland mit Ausnahme von Kreta, 2004, σ. 1255-1259.
  15. D. J. Pullen, «A “House of Tiles” at Zygouries? The Function of Monumental Early Helladic Architecture», American Journal of Archaeology 89:2 (1985), σ. 347• του ιδίου, «A “House of Tiles” at Zygouries? The Function of Monumental Early Helladic Architecture» στο Hägg και Konsola, ό.π., σ. 79-84.
  16. Hägg και Konsola, ό.π., εικ. 42.
  17. Πρόκειται για γιγάντια κοινοτικά κτήρια που έχουν ερμηνευθεί ως σιταποθήκες, τα οποία έχουν ανασκαφεί στη Μεσοποταμία και χρονολογούνται την περίοδο της Πρώτης Δυναστείας των Σουμερίων (Πρώιμη Εποχή Χαλκού II-IV: 2900-2334 π.Χ.).
  18. P. Haider, «Zum frühhelladischen Rundbau in Tiryns», Forschungen und Funde: Festschrift Bernhard Neutsch, Innsbrucker Beiträge zur Kulturwissenschaft 21, Institut für Sprachwissenschaft der Universität Innsbruck, Innsbruck, 1980, σ. 157-172.
  19. M. H. Wiencke, «Change in EH II», American Journal of Archaeology 93 (1989), σ. 495-509, ειδ. σ. 496-497 και 503-505• J. Renard, Le Péloponnèse au Bronze Ancien, Aegaeum 13, Annales d'archéologie égéenne de l'Université de Liège et UT-PASP, Liège: Université de Liège, Histoire de l'art et archéologie de la Grèce antique, University of Texas at Austin, Program in Aegean Scripts and Prehistory, 1995, σ. 177-179 και 192-189.
  20. Για το τέλος της Πρωτοελλαδικής εποχής, βλ. J. Forsén, The Twilight of the Early Helladics. A Study of Disturbances in East-Central and Southern Greece towards the end of the Early Bronze Age, Studies in Mediterranean Archaeology and Literature, Pocket Book 116, Paul Åströms Förlag, Jonsered, 1992• Caskey και Blackburn, ό.π., σ. 17.
  21. S. Hood, «Evidence for Invasions», στο G. Cadogan (επιμ.), The End of the Early Bronze Age in the Aegean, Cincinnati Classical Studies 6, E.J. Brill, Leiden, 1986, σ. 31-69• M. Sakellariou, «Who were the immigrants?» στο Cadogan (επιμ.), ό.π., σ. 125-139.
  22. G. Nordquist, «Who Made the Pots? Production in the Middle Helladic Society» στο R. Laffineur και W-D. Niemeier (επιμ.), Politeia: Society and State in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 12 I, Liège, 1995, σ. 201-207• J. B. Rutter, «Some Comments on the Nature and Significance of the Ceramic Transition from Early Helladic III to Middle Helladic», Hydra 2 (1986), σ. 29-57• C. W. Zerner, «Ceramics and Ceremony: Pottery and Burials from Lerna in the Middle and Early Late Bronze Ages» στο R. Hägg και G. C. Nordquist (επιμ.), Celebrations of Death and Divinity in the Bronze Age Argolid, Proceedings of the Sixth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, 11-13 June, 1988, Stockholm, 1990, σ. 23-34.
  23. J. Caskey, «Excavations at Lerna, 1956», Hesperia XXVI (1957), σ. 142-162.
Βιβλιογραφία
J.L. Caskey και E.T. Blackburn, Lerna in the Argolid: A Short Guide, American School of Classical Studies at Athens, 1997.
J. Forsén, The Twilight of the Early Helladics. A Study of Disturbances in East-Central and Southern Greece towards the end of the Early Bronze Age, Studies in Mediterranean Archaeology and Literature, Pocket Book 116, Paul Åströms Förlag, Jonsered, 1992.
R. Hägg και D. Konsola (επιμ.), Early Helladic Architecture and Urbanization, Proceedings of a Seminar Held at the Swedish Institute in Athens, June 8, 1985, Studies in Mediterranean Archaeology 76, Paul Åströms Förlag, Göteborg, 1986.
J.B. Rutter, «The Prepalatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland», American Journal of Archaeology 97(4), 1993, σ. 745-797.
J.W. Shaw, «The Early Helladic II Corridor House: Development and Form», American Journal of Archaeology 91(1) (1987), σ. 59-79.