Δημοσιεύσεις
από Γιώργος Αγγελής Αρχιτέκτονας
  Free Member
«Αναγνώσεις της Eλληνικής Μεταπολεμικής Αρχιτεκτονικής»
Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Τσακόπουλου
View all

Το βιβλίο του Παναγιώτη Τσακόπουλου «Αναγνώσεις της Ελληνικής Μεταπολεμικής Αρχιτεκτονικής» είναι ένα εκτεταμένο, συνεκτικό, περιεκτικό, πυκνό σε γραφή και εικονογράφηση, απαιτητικό ανάγνωσμα, το οποίο προσεγγίζει κριτικά την αρχιτεκτονική της τελευταίας περιόδου στην Ελλάδα.

Το μεγάλο μέγεθος της μελέτης, η πυκνότητα του κειμένου, ο πλούτος και το βάθος περιεχομένου που αναδύεται μέσα από τους στοχασμούς που καταγράφονται στο βιβλίο δεν θα μου επιτρέψουν παρά να θίξω ατελώς και μερικώς μόνο κάποια βασικά και συνολικά κατ’ εμέ  χαρακτηριστικά της εργασίας, όπως την ερευνητική μέθοδο, δηλαδή τον τρόπο, ή αλλιώς την ιδιαίτερη  ματιά του Παναγιώτη Τσακόπουλου, και τη δομή της.

Η μελέτη εστιάζει στην παρουσίαση του έργου και των κατευθύνσεων 18 αρχιτεκτονικών γραφείων και αρχιτεκτόνων. Βασίζεται αρχικά στην προσωπική επαφή του συγγραφέα με τους αρχιτέκτονες, που ξεκίνησε με αφορμή τη δημοσίευση μιας σειράς μονογραφικών σημειωμάτων στο περιοδικό «Ελληνικές Κατασκευές», τα οποία αποτελούν και την πρώτη ύλη του βιβλίου.

Επιπλέον, στηρίζεται σε πλούσια και εκτενή βιβλιογραφική τεκμηρίωση, όπως και σε πρωτογενή αρχειακή έρευνα, τόσο στα αρχεία των αρχιτεκτονικών γραφείων που παρουσιάζονται, όσο και στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη και το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας. Μάλιστα, η μελέτη οφείλει σε αυτήν την αρχειακή έρευνα ένα μέρος της πρωτοτυπίας της, καθώς πέρα από τη χαρακτηριστική περίπτωση του αποσιωπημένου έργου του Δεσποτόπουλου –κεντρικού προσώπου του βιβλίου αρκετά άλλα έργα έρχονται για πρώτη φορά στο φως ή ταυτοποιούνται.

Ακόμη, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική την εξέταση της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης και την τολμηρή προσέγγιση της κριτικής της αρχιτεκτονικής της περιόδου στην Ελλάδα, ζητήματα στα οποία αφιερώνονται και ειδικά κεφάλαια.

Η επιλογή των 18 γραφείων έγινε με κριτήριο τη μη ή την ελλειπή και ακροθιγώς συνθετική προσέγγιση του έργου τους. Αφορά δηλαδή περιπτώσεις λίγο ή και καθόλου σχολιασμένες και ερευνημένες, ή τη θεώρηση υποφωτισμένων περιοχών γνωστότερων συνολικών έργων.

Σημαντικό κριτήριο όσον αφορά την επιλογή των συγκεκριμένων αρχιτεκτόνων ήταν η πρωτογενής συνεισφορά του συνολικού έργου τους ή θραυσμάτων-αποσπασμάτων του, που η μελέτη επιχειρεί να αναδείξει και να συνθέσει.

Τα 18 γραφεία που παρουσιάζονται μεταξύ των οποίων και κάποια νέων αρχιτεκτόνων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους ενώ το έργο τους χαρακτηρίζεται από ποικιλία και αλλαγή. Αυτή η κίνησή τους μέσα στο χρόνο της περιόδου δεν τα καθιστά παραδειγματικούς εκφραστές διαφόρων a priori -ισμών. Αντιθέτως, αυτό που εξετάζεται είναι η ίδια η αλλαγή, η κίνηση, οι όροι της και η διαδρομή που διαγράφει.

Έτσι, η έρευνα εστιάζει στους συντακτικούς, δομικούς, τυπολογικούς και υφολογικούς κώδικες των έργων, στο μεθοδολογικό και θεωρητικό τους υπόβαθρο, για να επεκταθεί στο νοηματικό τους περιεχόμενο και στη σημασία αυτής της πρωτογενούς συνεισφοράς τους, χωρίς ωστόσο να επεκτείνει κατά κανόνα τον ερευνητικό της ορίζοντα στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό ή ιστορικό πλαίσιο.

Όλα αυτά τα ζητήματα συγκροτούν αλληλοτεμνόμενες περιοχές-κύκλους, όπου εντάσσονται τα έργα των αρχιτεκτόνων, προκειμένου να οδηγηθούμε σε μία συνολικότερη θεώρηση περιόδων, βασισμένη σε αυτούς τους κύκλους.

Τέτοιοι κύκλοι είναι ο ελληνικός φονξιοναλισμός, ο μπρουταλισμός, οι ιδιωματισμοί και η επαναφορά του μοντέρνου, ενώ υπάρχουν και αρχιτέκτονες έξω από τους κύκλους.

Η συγκρότηση αυτών των αλληλοτεμνόμενων κύκλων χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη οπτική του συγγραφέα, δηλαδή τη διαγώνια συσχέτιση αρχιτεκτόνων, έργων, κειμένων, ιδεών και κατευθύνσεων.

Θεωρώ ότι η επιμονή σε αυτές ακριβώς τις διαγώνιες σχέσεις είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου έρευνας του Παναγιώτη Τσακόπουλου, καταγεγραμμένο πολλές φορές στην κειμενογραφία του στο περιοδικό «Ελληνικές Κατασκευές» και αλλού.

Έτσι και στις «Αναγνώσεις», αυτές οι διαγώνιες συσχετίσεις διατρέχουν όλο το σώμα του κειμένου και των υποσημειώσεων – με χαρακτηριστική την κυριαρχία τους στο δεύτερο κεφάλαιο, των «Γενεαλογικών Συσχετίσεων». Με τον τρόπο αυτό, αναιρείται η κλειστότητα των κύκλων, ανοίγουν και κατά την κίνησή τους επαναπροσδιορίζεται διαρκώς η μεταξύ τους σχέση η τομή τους αλλά και η σχέση τους με άλλα έργα και στοχασμούς, έξω από τους ίδιους τους κύκλους, με ευρύτερες περιοχές της αρχιτεκτονικής.

Ως τέτοιες, εύστοχες, χαρακτηριστικές διαγωνίους που συνδέουν και διακρίνουν αρχιτέκτονες, έργα και εποχές, αναφέρω, ως παράδειγμα που σχετίζεται με το Πνευματικό Κέντρο του Δεσποτόπουλου, το ζήτημα της μνημειακότητας που το συσχετίζει με το έργο του Καραντινού· ή «της πλαστικής απόδοσης της δομής» που το συνδέει με το έργο του Ζενέτου, και της «αντίστροφης συνθετικής μεθοδολογίας από αυτής του φονξιοναλισμού» που το συσχετίζει  με το έργο του Kahn· ή το ζήτημα της τυπολογίας που συνδέει τις πιο πρόσφατες μελέτες κατοικιών του Δεκαβάλλα με τις βίλες του Palladio· ή το περιβαλλοντικό ζήτημα και το κόστος της κατασκευής που συσχετίζει την έρευνα για τις ελαφριές κατασκευές του Δημήτρη Μπίρη και υλοποιημένα έργα του γραφείου Μπίρη, με το έργο του Μurcutt· ή την τεχνολογία της κατασκευής, που συνδέει το έργο του ’60 των Καλογερά-Αμούργη-Κουλέρμου, με τον «ενεργειακό φλοιό» των έργων του Κωτσιόπουλου μετά το ’90.

Τέτοιες διαγώνιοι-αναστοχασμοί επανεκκινούν ζητήματα που βρίσκονται στην περιφέρεια ή ακόμη και έξω από τους συμβατικούς κύκλους της έρευνας, όπως για παράδειγμα η εκπαίδευση του Κωνσταντινίδη αναφορικά με το διανοητικό και πολιτιστικό υπόβαθρο των θέσεών του, και η συσχέτισή τους με το βορειοευρωπαϊκό νεοεμπειρισμό ή με σχετικές τάσεις στη Λατινική Αμερική.

Επιπλέον, και όσον αφορά τη δομή της μελέτης, αυτό το πυκνό και συνεκτικό δίκτυο αρχιτεκτόνων και έργων, κειμένων, νοημάτων και ιδεών που συστήνει η έρευνα, είναι ένα δίκτυο ανοιχτό σε συνέχειες και επαναπροσδιορισμούς. Είναι ανοιχτό σε συμπληρώσεις, εμπλουτισμούς, ακόμη και αναθεωρήσεις των κόμβων και των συνάψεων που το συγκροτούν, καθώς όπως μας λέει ο συγγραφέας…  «στο μέλλον είναι δυνατή η προσθήκη επιπλέον παραδειγμάτων στο εσωτερικό ενός κύκλου ή η προσθήκη ενός νέου κύκλου στο σύνολο»…

Έχω την άποψη ότι αυτός ο συνδυασμός της ιδιαίτερης οπτικής της διαγωνίου με την ανοιχτή, δυναμική δομή, καθιστά τη μελέτη ζωηρή, τολμηρή και πρωτότυπη. Της επιτρέπει να υπερβεί κατά πολύ τα όρια μιας απλής ιστοριογραφικής καταγραφής και να αποδώσει κριτικά, συνεκτικά και περιεκτικά, το περίγραμμα της περιόδου και τη διαλεκτική των έργων και του νοηματικού περιεχομένου τους που το σχημάτισε, χωρίς ωστόσο να περιορίζεται σε αυτό καθώς ιχνογραφεί δυναμικές και κατευθύνσεις που εμπεριέχει.

Θεωρώ ότι μέσα στο πέρασμα του χρόνου οι συνέχειες και οι αναστοχασμοί στους οποίους μας καλεί τόσο η ανοιχτή, δυναμική δομή, όσο και το πολυσχιδές περιεχόμενο της κριτικής έρευνας του Παναγιώτη Τσακόπουλου, είναι μερικοί από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους θα επιβεβαιώνεται ο άρτιος, ενδελεχής, παραδειγματικός, διδακτικός και πολλαπλά ωφέλιμος χαρακτήρας της.

Κλείνοντας, θα ήθελα να  αναφερθώ και σε μία έμμεση συνεισφορά της μελέτης, σχετική όμως με τον πολλαπλά ωφέλιμο χαρακτήρα της, όπως και με το χρόνο πραγματοποίησης και έκδοσής της. Καθώς αφορά και την πιο πρόσφατη περίοδο του παρελθόντος μας, που μας οδήγησε στη σύγχρονη, δύσκολη συγκυρία της κρίσης, η μελέτη –μαζί με λίγα άλλα παρόμοια εγχειρήματα στοιχειοθετεί  μέσα στην αντίληψή μου έναν ψύχραιμο, απολύτως αναγκαίο, και γι’ αυτό πολύτιμο απολογισμό κατασκευαστικής, τεχνολογικής, λειτουργικής, αισθητικής, εκπαιδευτικής και ιδεολογικής υφής αυτής της περιόδου.

Έχω την άποψη ότι η διαυγής προσέγγιση κρίσιμων ζητημάτων που τοποθετούνται στο κέντρο ή ακόμη και στην περιφέρεια του ερευνητικού ορίζοντα της μελέτης, όπως είναι ο ρόλος θεωρίας και πράξης στην εκπαίδευση των αρχιτεκτόνων και η σημασία του δασκάλου, η πραγματική επιρροή στην Ελληνική Αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη και του Πικιώνη και η επανανακάλυψη του πρώτου τη δεκαετία του ’90, η πρόσληψη του μεταμοντέρνου από την αρχιτεκτονική κοινότητα και τις Σχολές και οι παλινδρομήσεις του μοντέρνου, η εξέλιξη του δίπολου διεθνισμός-τοπικισμός, η κοινωνική σημασία της αρχιτεκτονικής, η τεχνολογία, η φύση, η μνήμη και αρκετά ακόμη, παρότι δεν συνδέονται στην έρευνα άμεσα με αυτήν την καθολική πτυχή του παρόντος μας, αποτελούν ένα καίριο πεδίο αναστοχασμού και ανάταξης της σκέψης μας, για τη βάσιμη και με διάρκεια τοποθέτησή μας απέναντι στα σημερινά φαινόμενα και το αύριο, δηλαδή για την ατομική και τη συλλογική μας αυτογνωσία.

Γιώργος Αγγελής,

Αρχιτέκτονας, Λέκτορας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ

* Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στην Αθήνα, στο Booze Cooperativa, την Πέμπτη 8 Μαΐου 2014.

Το εξώφυλλο της έκδοσης.
1 / 3