Τα αρχαία μεταλλεία του Λαυρίου και οι προηγμένες τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στη μεταλλουργία της ευρύτερης περιοχής έχουν δικαίως προσελκύσει τους ερευνητές επιστήμονες. Από τις εκπληκτικές σε τεχνική διεργασίες της εποχής εκείνης ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια πρωτοποριακή τεχνική αδιαβροχοποίησης με επίχρισμα, που αναπτύχθηκε λόγω της έλλειψης νερού στην περιοχή.

Η μεταλλουργία στην ευρύτερη περιοχή απαιτούσε χιλιάδες κυβικά νερό, την ώρα που στο Λαύριο μόνο νερό ήταν το βρόχινο. Για να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες σε νερό, πέρα από τη συστηματική ανακύκλωση, οι δεξαμενές, τα κανάλια, τα φράγματα κ.ά. ήταν όλα επενδεδυμένα με στεγανό επίχρισμα. Το ειδικό αυτό επίχρισμα με το σχεδόν μαύρο-καφέ χρώμα, τόσο ανθεκτικό ώστε να σώζεται μέχρι σήμερα, τράβηξε πρώτα την προσοχή του Edouard Ardaillon στο τέλος του 19ου αιώνα. Περί το 1980, με το επίχρισμα ασχολήθηκε ο καθηγητής Κ. Κονοφάγος, που το θεώρησε «πατέντα» των αρχαίων Ελλήνων. Η έρευνά του έδειξε υδατοπερατότητα μηδέν και ανέδειξε ως βασικό υλικό του μείγματος στο επίχρισμα τον λιθάργυρο, που αφθονούσε στην περιοχή. Η μεταγενέστερη ανάλυση του J. Mishara έδωσε σχεδόν παρόμοια αποτελέσματα.

Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας όσον αφορά τη χημική ανάλυση του επιφανειακού καφέ περιβλήματος του μαύρου επιχρίσματος δείχνουν ότι πρόκειται για δευτερογενές στρώμα από άλατα νερού, ιζήματα ανακύκλωσης κ.ά., χωρίς ενδιαφέρον.

Όσον αφορά την κύρια έρευνα για το μαύρο επίχρισμα, τα αποτελέσματα δείχνουν μεγάλη διαφοροποίηση έναντι εκείνων των προηγούμενων ερευνητών, γεγονός που οφείλεται στην προσεκτική λήψη των δειγμάτων για ανάλυση με την καθοδήγηση της υπέρυθρης φωτογράφισης. Η συμπαγής μαύρη υδατοστεγανή επίχριση φαίνεται να έχει σχεδόν διπλάσιο ποσό πυρολουσίτη έναντι του λιθαργύρου. Η βάση κατασκευής, ο πυρολουσίτης, ο λιθάργυρος και η άμμος, υαλοποιούνταν με θέρμανση και στη συνέχεια γινόταν λιοτρίβιση του υαλώδους τήγματος. Με ανάμειξη σε ασβεστογαλάκτωμα προέκυπτε «ελεύθερο» γυαλί με άριστες στεγανοποιητικές ιδιότητες και με δυνατότητα εφαρμογής με πινέλο.