Το έργο του Marcel Mauss, Σχεδίασμα μιας γενικής θεωρίας για τη μαγεία, το οποίο εξέδωσε σε συνεργασία με τον  Henri Hubert το 1904 στο Παρίσι, επηρέασε τους σημαντικότερους ανθρωπολόγους που καταπιάστηκαν στη συνέχεια με το θέμα αυτό. Σηματοδοτεί, στις αρχές του 20ού αιώνα, τη στροφή από την αντιμετώπιση της μαγείας ως διανοητικής, ατομικής υπόθεσης στην άποψη ότι η προέλευση και η φύση της μαγείας γίνεται κατανοητή μόνο μέσω της κοινωνικής λειτουργίας της. O Mauss, αφού επισημάνει τις αδυναμίες της προσέγγισης του Frazer, θα διατυπώσει τη δική του θεωρία. Ξεκινά από το γεγονός ότι η μαγεία περιλαμβάνει τρία συστατικά στοιχεία: α) δρώντα πρόσωπα, β) ενεργήματα (πράξεις) και γ) νόμους (νοητικές παραστάσεις). Ονομάζει μάγο το πρόσωπο που τελεί τις μαγικές πράξεις, μαγικές παραστάσεις ή νόμους τις ιδέες και τις δοξασίες που αντιστοιχούν στις μαγικές πράξεις, ενώ τις πράξεις σε σχέση με τις οποίες όρισε τα υπόλοιπα στοιχεία της μαγείας τις ονομάζει μαγικές τελετουργίες. Έχοντας δώσει αυτούς τους ορισμούς, ο Mauss προχωρεί στην περιγραφή των τριών στοιχείων. Για το ένα από αυτά, τους νόμους, διακρίνει δυο μεγάλες κατηγορίες: α) τους απρόσωπους και β) τους προσωποποιημένους. Απρόσωποι είναι οι νόμοι της συνάφειας, της ομοιότητας και της αντίθεσης. Για να παρουσιάσει τις προσωποποιημένες μαγικές οντότητες, ο Mauss αναφέρει δυο μεγάλες κατηγορίες τους, τις ψυχές των νεκρών και τα δαιμόνια. Το συμπέρασμα του Mauss είναι ότι «υπάρχουν στη ρίζα της μαγείας θυμικές καταστάσεις που γεννούν ψευδαισθήσεις και που δεν είναι ατομικές, αλλά προκύπτουν από την ανάμειξη των αισθημάτων του ατόμου με εκείνα ολόκληρης της κοινωνίας».