Προλογικό σημείωμα

Η 3η ενότητα του αφιερώματος “Τα μουσεία και η μουσειολογία στη σύγχρονη κοινωνία. Νέες προκλήσεις, νέες σχέσεις”, με τρία νέα κείμενα, θα εστιάσει σε ισάριθμες βασικές έννοιες και στρατηγικούς στόχους που απασχολούν από τις αρχές του 21ου αιώνα τον κόσμο των μουσείων: τη μάθηση, τη βιωσιμότητα και την τεχνολογική καινοτομία.

Στο πρώτο κείμενο, η Margherita Sani παρουσιάζει με αναλυτικό και διαφωτιστικό τρόπο το πλαίσιο ανάπτυξης του ευρωπαϊκού προγράμματος “Το Μαθησιακό Μουσείο” (The Learning Museum). Η παρουσίαση του έργου αφορά αφενός στη μεθοδολογία που επιλέχθηκε για τη δημιουργία και εδραίωση ενός ευρωπαϊκού δικτύου συνεργασιών και αφετέρου στο περιεχόμενο του έργου που παράχθηκε και σήμερα αποδεικνύεται πολλαπλώς χρήσιμο τόσο στους επαγγελματίες των μουσείων όσο και στην ακαδημαϊκή μουσειολογική κοινότητα.

Η Άρτεμις Σταματέλου, στο δεύτερο κείμενο, αφουγκράζεται τη σημασία της αρχής της αειφορίας ή βιωσιμότητας και μας θυμίζει ότι για το 2015, το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων επέλεξε ως θέμα εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων “μουσεία για μια βιώσιμη κοινωνία”, παρεμβαίνοντας σε μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει από τις αρχές του 21ου αιώνα αλλά έχει ενταθεί από το 2008 λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Με αφετηρία παραδείγματα μουσειακών έργων που πραγματοποιήθηκαν με την υποστήριξη ευρωπαϊκών προγραμμάτων, το άρθρο θα εστιάσει σε επιλογές και πρακτικές που προσφέρονται για τη διασφάλιση της επιβίωσης του μουσείου και για την εκπλήρωση της κοινωνικής αποστολής του.

Στο τρίτο άρθρο, ο Κώστας Αρβανίτης επιχειρεί να εξετάσει το πλαίσιο συζήτησης και τις πρακτικές που διαμορφώνονται αναφορικά με τη χρησιμότητα, τη χρήση, την επίδραση και τις προκλήσεις των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας στα μουσεία. Σχολιάζοντας συγκεκριμένα παραδείγματα τεχνολογικών εφαρμογών, το κείμενο θέτει δύο ερωτήματα: το πρώτο αφορά στην οργανική ενσωμάτωση ή μη των (νέων) τεχνολογιών στη μουσειολογία και μουσειογραφία του μουσείου και το δεύτερο διερευνά παλιές, νέες και αναδυόμενες τεχνολογίες σε μουσεία και προσεγγίζει τα τι, πώς και γιατί της σύγχρονης μουσειολογίας της τεχνολογίας.

Μάρλεν Μούλιου

Λέκτορας Μουσειολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

Το Μαθησιακό Μουσείο (The Learning Museum – LEM): Ένα διεθνές δίκτυο για τα μουσεία και τη διά βίου μάθηση

Πρόλογος: η ιστορία ενός δικτύου

Το Μαθησιακό Μουσείο (LEM) ήταν ένα έργο για τη Διά Βίου Μάθηση, χρηματοδοτούμενο κατά το διάστημα 2010-2013 από το Πρόγραμμα Grundvig (σημ. 1), υπό τον ευρύ όρο «Δίκτυα». Στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα μόνιμο δίκτυο για τα μουσεία και τους οργανισμούς πολιτιστικής κληρονομιάς, να διερευνήσει τις δυνατότητές τους ως τόπων μάθησης, και να επιτελέσει ενεργό ρόλο σε ζητήματα που άπτονται της διά βίου μάθησης στη σύγχρονη Ευρώπη της γνώσης. Σήμερα, και αφού η χρηματοδότηση έχει πλέον παρέλθει για τουλάχιστον έξι μήνες, μου είναι δύσκολο, ως συντονίστρια του έργου, να γυρίσω πίσω αναστοχαστικά και να θεωρήσω το LEM απλώς ως ένα έργο, ένα εγχείρημα με αρχή και τέλος, ως κάτι που έχει περατωθεί. Στην πραγματικότητα  θεωρώ –παρά τη λήξη της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης– ότι υπάρχουν καλοί λόγοι και τεκμήρια που υποστηρίζουν ότι το δίκτυο παραμένει ζωντανό, συνεχίζει να αναπτύσσεται, να μετασχηματίζεται και να παράγει έργο.

Το LEM ήταν το σημείο απόληξης μιας σειράς προγραμμάτων σχετικών με τη μουσειακή εκπαίδευση, τον διαπολιτισμικό διάλογο, τον πολιτιστικό εθελοντισμό και τη διά βίου μάθηση, όλα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ των ετών 2003-2010 (σημ. 2), στα οποία συμμετείχα προσωπικά και κάποια από αυτά συντόνισα. Την ίδια στιγμή, όμως, ήταν και το σημείο εκκίνησης για κάτι καινοφανές, πιο σύνθετο και συστηματικό. Η πρόκληση του LEM ήταν να συγκεντρώσει όλη τη γνώση, τους στοχασμούς, τις εμπειρίες και κυρίως τις προσωπικές επαφές που αναπτύχθηκαν συν τω χρόνω από προηγούμενες πρωτοβουλίες συνεργασίας σε ένα μόνο δίκτυο, με στόχο να γίνει μόνιμος τόπος ανταλλαγής ιδεών για τη μάθηση, την πρόσβαση και το διάλογο στα μουσεία.

Παρότι διαθέταμε πρότερη εμπειρία στη διαχείριση πολύπλευρων προγραμμάτων συνεργασίας, είχαμε παράλληλα επίγνωση ότι τα δίκτυα αποτελούν ιδιαίτερα εγχειρήματα: αν και τα προγράμματα, εν γένει, στοχεύουν στην παραγωγή έργου, τα δίκτυα εστιάζουν σε διαδικασίες, και ως εκ τούτου προϋποθέτουν διαφορετικά κριτήρια αξιολόγησης. Γι’ αυτό το λόγο, η σχεδίαση του LEM συνοδεύτηκε επικουρικά από τη μελέτη ενός βιβλίου αναφοράς, The Art of Networking (Η Τέχνη της Δικτύωσης) (σημ. 3), ενός οδηγού, θα λέγαμε, για την εγκατάσταση, διαχείριση και αξιολόγηση δικτύων, καθώς και για τη βιωσιμότητά τους, θεμελιωμένου πάνω σε μια γενική θεωρία περί δικτύων. Η μελέτη του και οι διερευνητικές συναντήσεις με τα εντεταλμένα μέλη του LEM έδωσαν συγκεκριμένο προσανατολισμό στο πρόγραμμα και καθόρισαν την τελική δομή του δικτύου.

Τι είδους δίκτυο;

Μέσω του LEM θελήσαμε να συγκεντρώσουμε και να διαθέσουμε σε ένα ευρύτερο κοινό, όπως και σε όσους μοιράζονταν μαζί μας τα ίδια ερευνητικά ενδιαφέροντα, όλη τη θεωρητική γνώση που είχαμε συλλέξει αλλά και την τεχνογνωσία που είχαμε κατακτήσει σταδιακά μέσω άλλων προγραμμάτων. Και, βεβαίως, θελήσαμε να επεκτείνουμε τα όρια της γνώσης, να αναπτύξουμε νέα περιεχόμενα, και να δημιουργήσουμε δεσμούς με άλλους οργανισμούς. Το κρίσιμο ερώτημα ήταν: με ποιον τρόπο;  Εδώ ο οδηγός Η Τέχνη της Δικτύωσης συνέβαλε επικουρικά: «Τα ευρωπαϊκά δίκτυα μπορούν να θεωρηθούν ως εγχειρήματα υπέρβασης μιας διαδεδομένης αντίληψης που περιορίζεται στη δημιουργία εξατομικευμένων προγραμμάτων… Ένα δίκτυο χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να γίνει σημαντικός παράγοντας στο σχετικό πεδίο δράσης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο… προσδοκία που προϋποθέτει έναν μακρύ κατάλογο επιμέρους δεσμεύσεων, που το δίκτυο καλείται να ικανοποιήσει» (σημ. 4).

Αποφασίστηκε το LEM να αποτελέσει ένα δίκτυο έρευνας και διάχυσης της πληροφορίας, με τον ιστοχώρο www.lemproject.eu να αποτελεί βασική επικοινωνιακή του πλατφόρμα. «Τα δίκτυα αφορούν στη μάθηση και στη δικτύωση … αντικειμενικός στόχος των ευρωπαϊκών δικτύων θα έπρεπε να είναι η συνεύρεση επαγγελματιών, ειδικών και όσων εν γένει χαράσσουν την πολιτική ενός ιδιαίτερου πεδίου, καθώς επίσης και η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου δικτύωσης» (σημ. 5).

Πράγματι, αυτός ο στόχος ήταν η βασική μας μέριμνα και προσπάθεια: η δημιουργία, δηλαδή, ενός θεσμικού πλαισίου που θα φέρνει σε επαφή επιμέρους φορείς με το θεσμό, που θα δικτυώνει και θα καλλιεργεί τη μάθηση. Προσπάθεια, που ενσωμάτωσε την κληροδοτημένη τεχνογνωσία από προηγούμενα έργα, ενθάρρυνε την πρόσληψη νέων εμπειριών, και έκανε συσχετισμούς με την ήδη αποκτημένη γνώση.

Στην αρχή του εγχειρήματος, το πρόγραμμα είχε 22 φορείς-μέλη από 17 ευρωπαϊκές χώρες, και ένα από τις ΗΠΑ: μουσεία, ενώσεις μουσείων, όπως επίσης και ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς φορείς. Επιπλέον, σχεδιάστηκε ένας μηχανισμός με την ονομασία Associate Partners (Συνεργαζόμενοι Εταίροι) (σημ. 6), μέσω του οποίου το δίκτυο θα μπορούσε να διευρύνεται με τη συμμετοχή νέων οργανισμών.

Οι Ομάδες Εργασίας

Μόλις συμφωνήθηκαν οι συνολικοί στόχοι του δικτύου, το βασικό ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν η λειτουργία του, οι μηχανισμοί και η οργανωτική δομή που θα επιλέγονταν, ώστε το δίκτυο να είναι όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικό. Με μια συνεργασία 23 φορέων, διαφορετικών ως προς τη φύση, το μέγεθος και το πεδίο δράσεών τους, ήταν αναμενόμενο ότι δεν θα επιδείκνυαν όλα τα μέλη τον ίδιο βαθμό δέσμευσης με το δίκτυο, ανάλογα βεβαίως με τα ενδιαφέροντα και τη θεσμική τους αυτονομία. «Η τέχνη της διαχείρισης δικτύων αφορά στον καθορισμό κατάλληλης θέσης και ρόλου για κάθε εμπλεκόμενο φορέα» (σημ. 7). Ως εκ τούτου, σχεδιάστηκε μια δομή που επέτρεπε διαφορετικές μορφές εμπλοκής και συμμετοχής –κάτι που, ασφαλώς, αντανακλώνταν και στον επιμερισμό του προϋπολογισμού– με ορισμένα κομβικά μέλη να αναλαμβάνουν έναν περισσότερο ενεργό ρόλο, και άλλα, λίγο πιο περιφερειακά, να αναλαμβάνουν κυρίως το ρόλο του πομπού για τη διάχυση της πληροφορίας.

Με βάση τη θεωρία διαχείρισης δικτύων, θα ήταν σφάλμα να επιλεγεί ένα κεντρομόλο μοντέλο διαχείρισης, ακριβώς λόγω της διαφορετικότητας και ευαριθμίας των συμμετεχόντων. Συνεπώς, αποφασίστηκε να χωριστεί το πρόγραμμα σε πεδία δράσεων, και να επιλεγεί ένα οργανωτικό σύστημα υπομονάδων, εκχωρώντας σε ένα συντονιστή τη διασφάλιση της σύνδεσης μεταξύ των μερών. Έτσι προέκυψαν οι Ομάδες Εργασίας. Προσανατολισμένες στην έρευνα και στον εντοπισμό βέλτιστων πρακτικών, τροφοδοτούσαν το δίκτυο με πληροφορίες, παρείχαν υλικό στον ιστότοπο, ενώ για τα ίδια τα μέλη των Ομάδων Εργασίας αποτελούσαν ένα μικρότερο και πιο εστιασμένο πλαίσιο ανταλλαγής ιδεών και πληροφορίας. Οι Ομάδες Εργασίας έπρεπε να αντανακλούν τα πραγματικά ενδιαφέροντα των συμμετεχόντων, και έτσι κατέληξαν στα εξής θέματα:

-Νέες τάσεις στα μουσεία του 21ου αιώνα

-Μουσεία και γηράσκων πληθυσμός

-Έρευνες επισκεπτών, μαθησιακές μέθοδοι και διαχείριση επισκεπτών

-Τα μουσεία ως πεδία μάθησης – Χώροι μάθησης στα μουσεία

-Μουσεία και διαπολιτισμικός διάλογος

Οι εταίροι μπορούσαν να επιλέξουν να συμμετάσχουν σε μία ή περισσότερες Ομάδες Εργασίας, κάθε μία από τις οποίες συντονιζόταν από ένα άλλο μέλος και υποστηρίζονταν από έναν «καθοδηγητή» που υπαγόταν στον επικεφαλής Φορέα (Ινστιτούτο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Επαρχίας Αιμιλία Ρομάνα – Istituto Beni Culturali of the Region Emilia Romagna). Οι Ομάδες Εργασίας λειτούργησαν με μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας και είχαν εξατομικευμένο προϋπολογισμό, ώστε να επιτυγχάνεται η αυτόνομη οργάνωση συναντήσεων εργασίας από την υπόλοιπη κοινοπραξία, καθώς και η οργάνωση εκπαιδευτικών επισκέψεων, επιλογή που αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική για τον εντοπισμό καλών πρακτικών και την κατανόηση των πλαισίων εργασίας σε διαφορετικές χώρες.

Κάθε Ομάδα Εργασίας κατέθεσε ερευνητικό υλικό, το οποίο κοινοποιήθηκε στο αποθετήριο του ιστοχώρου συγκροτώντας ένα απόσταγμα γνώσης με τη μορφή δημοσιευμένων εκθέσεων:

-Έκθεση 1 «Το Εικονικό Μουσείο» (σημ. 8)

-Έκθεση 2 «Πολιτιστική Κληρονομιά και Γηράσκων Πληθυσμός»

-Έκθεση 3 «Αποτιμώντας τον Μουσειακό Αντίκτυπο»

-Έκθεση 4 «Μουσεία και Διαπολιτισμικός Διάλογος»

-Έκθεση 5 «Τεχνολογία και Κοινό. Αξιολόγηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ICT) (σημ. 9) στα Μουσεία

-Έκθεση 6 «Η έρευνα των επισκεπτών σε μουσεία ως ουσιώδες τμήμα κατά το σχεδιασμό μιας νέας, μόνιμης έκθεσης. Ιστορίες από το πεδίο»

-Έκθεση 7 «Νέες τάσεις στα μουσεία του 21ου αιώνα»

-Έκθεση 8 «Μαθησιακός εξοπλισμός και χώροι μαθησιακών δραστηριοτήτων στα μουσεία».

Επιπλέον, μία Ομάδα Εργασίας συγκρότησε έναν οπτικό κατάλογο των χώρων που διατέθηκαν για μαθησιακές δραστηριότητες στα ευρωπαϊκά μουσεία (σημ. 10), ενώ μια άλλη δημιούργησε ένα φιλμ μικρού μήκους εκφράζοντας μια αντίληψη για τα μουσεία ως χώρους συναισθημάτων και συναντήσεων (σημ. 11).

Τα ευρήματα του LEM εν συντομία

Η φιλοσοφία του δικτύου LEM, από πλευράς περιεχομένου, βασίζεται στην αντίληψη ότι το μουσείο αποτελεί έναν μαθησιακό οργανισμό:

«Ένας μαθησιακός οργανισμός διευκολύνει τη μαθησιακή διαδικασία για κάθε μέλος του και διαρκώς μετασχηματίζεται… Οι μαθησιακοί οργανισμοί είναι οργανισμοί όπου τα υποκείμενα διαρκώς ασκούν την ικανότητά τους να επιφέρουν επιθυμητά αποτελέσματα, όπου καλλιεργούνται νέοι και διευρυμένοι τρόποι συλλογισμού, όπου απελευθερώνονται συλλογικές προσδοκίες, όπου τα υποκείμενα μαθαίνουν διαρκώς να αποκτούν εποπτεία των πραγμάτων» (σημ. 12).

Και επίσης, οι μαθησιακοί οργανισμοί:

-Παρέχουν διαρκείς ευκαιρίες μάθησης

-Ενθαρρύνουν την έρευνα και το διάλογο

-Διευκολύνουν τη μαθησιακή διαδικασία για τα μέλη και τους υπαλλήλους τους

-Εναγκαλίζονται τη δημιουργικότητα ως πηγή ενέργειας και ανανέωσης

-Είναι σε συνεχή επίγνωση και αλληλεπίδραση με το περιβάλλον τους (σημ. 13).

Με αυτές τις εννοιολογικές προκείμενες ως θεμέλια, θέσαμε στόχο να διερευνήσουμε πώς τα μουσεία, ως εξ ορισμού μαθησιακά περιβάλλοντα, ενστερνίζονται τη φιλοσοφία των μαθησιακών οργανισμών: πώς αναπτύσσουν, δηλαδή, αναστοχαστικές πρακτικές για τον εντοπισμό, την προώθηση και την αξιολόγηση της ποιότητας των μαθησιακών διεργασιών εντός και εκτός μουσείου, και πώς συσχετίζουν την ατομική και συλλογική μάθηση με την εξέλιξη και το μετασχηματισμό του θεσμού.

Η έρευνα εστίασε σε διάφορα ζητήματα, των οποίων το βάθος και το εύρος αντανακλάται στους τίτλους των δημοσιευμένων εκθέσεων του LEM: διεύρυνση ομάδων επισκεπτών, διαπολιτισμικός διάλογος, γηράσκων πληθυσμός, χρήση τεχνολογιών, αξιολόγηση του αντίκτυπου των μουσείων στην κοινωνία, μαθησιακός εξοπλισμός και χρήση μουσειακών χώρων για μαθησιακές δραστηριότητες. Όλα αυτά τα ζητήματα μπορούν να μελετηθούν στη βάση έρευνας για τις τρέχουσες τάσεις στα μουσεία του 21ου αιώνα.

Η εικόνα που αναδύεται για το μουσείο από την έρευνα του LEM, η οποία διεξήχθηκε μεταξύ των ετών 2011-2012, αφορά αφενός σε ένα θεσμό του οποίου η ύπαρξη και η ικανότητα να παρέχει υπηρεσίες για τον πολιτισμό απειλείται με οικονομικές περικοπές και μειώσεις προσωπικού. Αφετέρου, όμως, αφορά και σε έναν ζώντα οργανισμό που αντιστέκεται σθεναρά, που προσπαθεί να παρακολουθεί τις καινοτομίες, που αποδέχεται την αυξανόμενη σπουδαιότητα των ψηφιακών μέσων και της κοινωνικής δικτύωσης, εμπλέκει το κοινό του μέσω συμμετοχικών και συνεργατικών προσεγγίσεων, καλλιεργεί μια γόνιμη σχέση με τους εθελοντές και τις τοπικές κοινότητες, αγωνίζεται για την κοινωνική συμπερίληψη, ενδιαφέρεται για το περιβάλλον.

Στο σύνολό τους, τα ευρήματα του LEM συνοψίζονται σε ορισμένες βασικές έννοιες:

Συμμετοχή (participation)

Οι συμμετοχικές και συνεργατικές προσεγγίσεις στη μουσειακή πρακτική έχουν αναπτυχθεί την τελευταία δεκαετία και το ενδιαφέρον για το ζήτημα κορυφώθηκε με τη δημοσίευση του βιβλίου The Participatory Museum (Το Συμμετοχικό Μουσείο) της Nina Simon (σημ. 14).

Αν και, ενίοτε, το εγχείρημα της προσέλκυσης ευρύτερων ομάδων επισκεπτών καθορίζεται από οικονομικές πιέσεις καθώς και από την ανάγκη παροχής τεκμηρίων επισκεψιμότητας στους χορηγούς, η έρευνα ανέδειξε πολλά παραδείγματα όπου οι συμμετοχικές προσεγγίσεις χρησιμοποιούνται για να μετατραπεί το μουσείο σε έναν περισσότερο υπεύθυνο οργανισμό, που εμπλέκεται ενεργά στη ζωή της κοινότητας και ενδιαφέρεται ειλικρινά να παράσχει βήμα στο κοινό. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του Μουσείου του Μάντσεστερ (Manchester Museum) με το πρόγραμμα «Συλλογικός Διάλογος» (Collective Conversations), όπου το κοινό εμπλέκεται σε έναν ανοιχτό διάλογο για το νόημα και την ερμηνεία των αντικειμένων (σημ. 15), και των Μουσείων της Γλασκώβης (Glasgow Museums), με το πρόγραμμα «Το προσωπικό των μουσείων ως πρεσβευτές» (Staff Ambassadors Programme), που είχε στόχο να εφοδιάσει τους εργαζόμενους με τις απαραίτητες δεξιότητες, προκειμένου να παρέχουν υπηρεσίες περισσότερο προσανατολισμένες προς τις κοινότητες (σημ. 16)· επίσης, η περίπτωση του Μουσείου Riverside (Riverside Museum) και πάλι στην πόλη της Γλασκώβης, το οποίο κατά το σχεδιασμό νέας κτηριακής υποδομής και νέων εκθεμάτων οργάνωσε πέντε διαφορετικές συμβουλευτικές συνεδρίες ομιλητών, με στόχο την παροχή συγκεκριμένης πληροφόρησης για τη λήψη αποφάσεων, τη δημιουργία μόνιμων δεσμών με το κοινό, τη βελτίωση της πρόσβασης και την ενθάρρυνση μεγαλύτερης συμμετοχής από την κοινότητα (σημ. 17).

Έρευνα και διεύρυνση της βάσης των επισκεπτών

Η διεύρυνση της βάσης των κοινωνικών ομάδων στα μουσεία (audience development) αποτέλεσε έννοια-κλειδί στον θεωρητικό διάλογο για τα μουσεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και θεωρείται πλέον σημαντική προτεραιότητα στο πλαίσιο του Δημιουργικού Ευρωπαϊκού Προγράμματος 2014-2020 (EU Creative Europe Programme 2014-2020) (σημ. 18). Σε γενικές γραμμές, ο όρος αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους «οι πολιτιστικοί οργανισμοί ανταποκρίνονται στην ανάγκη εμπλοκής με κοινωνικές ομάδες χρησιμοποιώντας νέους καινοτόμους τρόπους με στόχο να τις διατηρήσουν, να τις διευρύνουν, και να τις διαφοροποιήσουν προσεγγίζοντας ακόμη και όσες δεν ανήκουν στο τρέχον κοινό τους, να βελτιώσουν την εμπειρία όχι μόνο των υπαρχουσών αλλά και των μελλοντικών, και να ισχυροποιήσουν τους δεσμούς μαζί τους».

Η έρευνα στις ποικίλες κοινωνικές ομάδες αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη γα τη διεύρυνση των επισκεπτών. Ως εκ τούτου, το LEM αφιέρωσε μία από τις δημοσιευμένες εκθέσεις του σε αυτό το ζήτημα (σημ. 19), διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο τρία μουσεία –το Riverside στη Γλασκώβη, το Γαλλο-ρωμαϊκό (Gallo-Roman) Μουσείο στην πόλη Tongeren του Βελγίου και το Μουσείο Forssa στη Φινλανδία– τη χρησιμοποίησαν ως τμήμα της διαδικασίας σχεδιασμού των νέων, μόνιμων εκθέσεών τους. Το Riverside έχει ήδη αναφερθεί ως παράδειγμα που καταδεικνύει πώς η έρευνα για την εμπλοκή εκπροσώπων κοινωνικών ομάδων σε ρόλο συμβουλευτικό μπορεί να καθορίσει σημαντικά τον ανασχεδιασμό ενός μουσείου. Το Γαλλο-ρωμαϊκό Μουσείο, ένα αρχαιολογικό μουσείο που επαναλειτούργησε το 2009 μετά από τρία χρόνια εργασιών εκσυγχρονισμού που επέφεραν μια απολύτως ανακαινισμένη μόνιμη έκθεση, πραγματοποίησε ποσοτική έρευνα μεγάλου εύρους κατά την περίοδο αναστολής της λειτουργίας του, με στόχο να διερευνήσει τι και πώς οι επισκέπτες του μουσείου, υπάρχοντες και εν δυνάμει, επιθυμούσαν να μάθουν για το παρελθόν. Η στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο κατάταξης των χαρακτηριστικών των επισκεπτών σε εξιδανικευμένους τύπους (με αναφορά στο θεωρητικό μοντέλο του Kolb για τους τέσσερις μαθησιακούς τύπους) (σημ. 20), χαρακτηριστικά τα οποία έλαβε υπόψη το προσωπικό του μουσείου κατά το σχεδιασμό των νέων εκθέσεων.

Με αφορμή το έργο εκσυγχρονισμού του και με την επιθυμία να εμπλέξει τους κατοίκους της περιοχής στο σχεδιασμό, το Μουσείο Forssa ξεκίνησε μια έρευνα, αρχικά συλλέγοντας άτυπα απόψεις των πολιτών για το πώς οι ίδιοι ερμήνευαν την έννοια της τοπικής ταυτότητας, και κατόπιν συνέχισε έρευνα μακράς διάρκειας μέσω στοχευμένων ερωτηματολογίων και επισκοπήσεων, ώστε να προσφέρει τελικά σε κάθε ενδιαφερόμενο και αρμόδιο για σχολιασμό ένα σενάριο και ένα προκαταρκτικό προσχέδιο μελλοντικών εκθεμάτων. Αν και δεν εφαρμόστηκαν από το προσωπικό του μουσείου όλες οι ιδέες που εξέφρασαν οι επισκέπτες, ορισμένες ωστόσο επηρέασαν πράγματι τη λήψη αποφάσεων για το σχεδιασμό νέων εκθεμάτων. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που επιτεύχθηκε ήταν η δημιουργία ενός ισχυρότερου και μακράς διάρκειας δεσμού με την κοινότητα.

Και για τα τρία ιδρύματα, η έρευνα ομάδων επισκεπτών ήταν μια προκλητική και συνάμα συναρπαστική διαδικασία μάθησης, όπως φαίνεται από τις δημοσιευμένες εκθέσεις του LEM και τα πρότυπα ερωτηματολογίων που χρησιμοποιήθηκαν.

 Διαπολιτισμικός διάλογος και κοινωνική συνοχή

Ο «διαπολιτισμικός διάλογος» είναι στις μέρες μας έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά αλλά και με καταχρηστικό τρόπο. Σε μια ήπειρο όπως η Ευρώπη, η οποία βιώνει κυρίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες νέο και σημαντικό μεταναστευτικό ρεύμα, τα μουσεία, όπως και άλλοι πολιτιστικοί οργανισμοί, καλούνται να αποτελέσουν τόπους συνάντησης υποκειμένων από διαφορετικά εθνοτικά περιβάλλοντα, και ως εκ τούτου να συμβάλουν στην ενσωμάτωση και στην κοινωνική συνοχή.

Η Ομάδα Εργασίας του LEM που επεξεργάσθηκε το θέμα αποτέλεσε και η ίδια παράδειγμα του πώς ο «διαπολιτισμικός διάλογος» μπορεί να εκλάβει διαφορετικό νόημα ανάλογα με το εκάστοτε εθνικό πλαίσιο, αρχής γενομένης με τους δύο επικεφαλής οργανισμούς της ομάδας: την Ένωση Γερμανικών Μουσείων (German Museum Association) και την Εθνική Πινακοθήκη της Λετονίας (National Gallery of Latvia). Η Γερμανία (που επί δεκαετίες αυτοπροσδιοριζόταν ως χώρα χωρίς μετανάστευση παρά την ύπαρξη συμπεφωνημένων όρων κινητικότητας με πολλά άλλα έθνη για την ένταξη έκτακτου εργατικού δυναμικού), μόλις πολύ πρόσφατα, το 2006, αναγνώρισε ως βασικό πολιτικό της στόχο την ενσωμάτωση πολιτών με ιστορικό μετανάστευσης. Η αναγνώριση αυτή συνέβαλε στη συστηματική ενσωμάτωση, από πλευράς μουσείων, του σχετικού θέματος στο έργο τους. Στη Λετονία, από την άλλη, ο όρος αναφέρεται κυρίως και σχεδόν αποκλειστικά σε υποστηρικτικές διαδικασίες για την ενσωμάτωση και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Ρώσων (που μετοίκισαν στη χώρα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνιστούν το 30% του πληθυσμού) και Λετονών. Το νομοθετικό διάταγμα που ψηφίστηκε το 2011 από την κυβέρνηση της Λετονίας για την εθνική ταυτότητα, την κοινωνική μνήμη και την κοινωνική συμπερίληψη, αποδίδει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα μουσεία στο πλαίσιο υποστήριξης της αμοιβαίας κατανόησης και της διαμόρφωσης μιας περισσότερο αρμονικής κοινωνίας για τη χώρα.

Αφού συγκροτήθηκε ένα λεξιλόγιο βασικών εννοιών και όρων για τη διερεύνηση της σημασιολογίας της έννοιας «διαπολιτισμικός διάλογος» και τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των μελών, η Ομάδα Εργασίας του LEM για «τα Μουσεία και τον Διαπολιτισμικό Διάλογο» συνέταξε μια έκθεση (σημ. 21), η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα πρακτικά ενός διεθνούς συνεδρίου, που εξέτασε ευρύτερα τον κοινωνικό ρόλο των μουσείων και διερεύνησε την ευθύνη που φέρουν τα μουσεία να προσφέρουν ευκαιρίες συμμετοχής σε πολιτιστικά δρώμενα για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτου καταγωγής και υπόβαθρου, θέτοντας ως πλαίσιο αναφοράς τις διαφορετικές εθνικές πολιτικές για την πολιτισμική ενσωμάτωση και την κοινωνική συνοχή.

Γηράσκων πληθυσμός και μάθηση διαμέσου των γενεών

«Το γκριζάρισμα της Ευρώπης» αποτελεί μια έκφραση που χρησιμοποιείται ως μεταφορά για να περιγράψει το γεγονός ότι το ποσοστό του πληθυσμού των ηλικιωμένων σε σχέση με το εργατικό της δυναμικό αυξάνεται σταθερά, σε αντίθεση με τον αριθμό των νεότερων γενεών που μειώνεται. Τα επόμενα χρόνια, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που εγείρει το θέμα του γηράσκοντος πληθυσμού, να αναπτύξουν στρατηγικές και να ανακαλύψουν νέες μεθόδους δόμησης του κοινωνικού ιστού, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά.

Μέσω διαφορετικών πρωτοβουλιών, διάφορες κοινότητες στην Ευρώπη επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν την πολιτιστική κληρονομιά για να τονώσουν τη νοητική υγεία των ηλικιωμένων. Διάφορες δράσεις, από τα εργαστήρια ανάκλησης αναμνήσεων (reminiscence projects) και τη ψηλάφηση αντικειμένων (object handling) έως την εθελούσια συμμετοχική τέχνη και την επιμέλεια εκθέσεων, προσφέρουν τεκμήρια ότι όσοι ηλικιωμένοι εμπλέκονται σε πολιτιστικές δραστηριότητες εκφράζονται θετικά για τα προγράμματα, πολλές φορές μάλιστα επιδεικνύοντας σημεία βελτίωσης και μια αυξανόμενη αίσθηση ευζωίας, σε ό,τι αφορά στην υγεία, την ποιότητα ζωής, και την ενίσχυση των κοινωνικών τους σχέσεων.

Η δημοσίευση της Ομάδας Εργασίας «Πολιτιστική Κληρονομιά και Γηράσκων Πληθυσμός» (σημ. 22) παρουσιάζει τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθηκε από την Ομάδα, έρευνα που εστίασε στην ανάλυση ευρωπαϊκών πολιτικών για την Τρίτη Ηλικία, και στη συλλογή καλών πρακτικών. Παρέχοντας κατευθυντήριες γραμμές σε επαγγελματίες και συστάσεις σε όσους χαράσσουν πολιτικές, η έκθεση εμπνέει τους ειδικούς να σχεδιάσουν νέα έργα και προγράμματα, να απευθυνθούν και να εξυπηρετήσουν όσους είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσουν τα επόμενα έτη μια σημαντική ομάδα κοινού για τα μουσεία και τους πολιτιστικούς οργανισμούς.

Τεχνολογία και το Εικονικό Μουσείο

Η πρώτη δημοσιευμένη έκθεση που συντάχθηκε από το LEM και είχε τον τίτλο «Το Εικονικό Μουσείο» (σημ. 23) εξέτασε τρόπους με τους οποίους το διαδίκτυο, τα ψηφιακά και κοινωνικά μέσα και η τεχνολογία εν γένει, έχουν επηρεάσει τα μουσεία, από προγράμματα όπως η Europeana και το Google Art, έως την ανάπτυξη εφαρμογών που ενθαρρύνουν την κατασκευή προσωπικών, εξατομικευμένων νοημάτων από τους επισκέπτες, ακόμη και την αντίληψη ότι η τεχνολογία μετατρέπει τη φύση και το ρόλο των μουσείων από οργανισμούς που θέτουν στο επίκεντρο τη συλλογή σε οργανισμούς γνωσιο-κεντρικούς, κόμβους ενός δυνητικού, γνωστικού δικτύου. Όλα αυτά σύμφωνα με τις έννοιες της συμμετοχικότητας και της διεύρυνσης του κοινού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Σήμερα, οι δύο αυτές διαστάσεις, η πραγματική και η δυνητική (εικονική), είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, η μία απολύτως απτή, με την παρουσία φυσικών αντικειμένων σε ένα μουσειακό περιβάλλον (το πλεονέκτημα ακόμη των μουσείων), και η άλλη απολύτως άυλη αλλά με τεράστια επιρροή, σύμφωνα με τη μουσειολογία. Ο διαδικτυακός τόπος του μουσείου γίνεται ένα μουσείο αφ’ εαυτού, με διαθέσιμες τις περισσότερες από τις κοινωνικές λειτουργίες του πραγματικού μουσείου μέσω του δικτύου, και ενίοτε, με ένα διαφορετικό είδος κοινού, που πλέον δεν χαρακτηρίζεται ως «επισκέπτης» αλλά ως «χρήστης». Η εξατομίκευση μέσω των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας (ICT) επιτρέπει στα μουσεία να προσδιορίσουν τους επισκέπτες τους, να συλλέξουν και να αποθηκεύσουν πληροφορίες για τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις τους, να δημιουργήσουν διαφορετικούς τύπους περιεχομένου, εν τέλει να οργανώνουν και να διαχέουν αυτό το περιεχόμενο υπηρετώντας τις ιδιαίτερες ανάγκες τους.

Μέρος της έρευνας τoυ LEM στόχευε στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι χρήστες χρησιμοποιούν στην πράξη τα πολυμέσα, και του τρόπου με τον οποίο θα επιθυμούσαν να τα χρησιμοποιούν και στο μέλλον, προκειμένου να ενισχύσουν την πολιτιστική τους εμπειρία στο διαδίκτυο και στον ιστοχώρο. Γι’ αυτό το σκοπό, συγκροτήθηκε ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση του αντίκτυπου της τεχνολογίας στο κοινό, από την Ομάδα Εργασίας «Έρευνες επισκεπτών, μαθησιακές μέθοδοι και διαχείριση επισκεπτών» (σημ. 24), για να χρησιμοποιηθεί ως κοινή φόρμα από διαφορετικούς οργανισμούς που επιθυμούν να κατανοήσουν τη συμπεριφορά των χρηστών τους σε σχέση με τη λειτουργία των πολυμέσων, και να αξιοποιήσουν ένα κοινό πρότυπο για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων.

Αποτίμηση του Αντίκτυπου

Στα τρία χρόνια του προγράμματος, η Ομάδα Εργασίας του LEM «Έρευνες επισκεπτών, μαθησιακές μέθοδοι και διαχείριση επισκεπτών» εστίασε σε αρκετά ζητήματα, με ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επισκέπτες των μουσείων και τη διεύρυνση του κοινού τους, τις μελέτες επισκεπτών και τις σχετικές με αυτές μεθοδολογίες, τη χρήση τεχνολογίας πολυμέσων και την επιρροή τους στο κοινό, το ρόλο των τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας (ICT) στη δημιουργία και ενίσχυση μιας διαρκούς σχέσης με το κοινό, την αξιοποίηση της έρευνας κοινού κατά το σχεδιασμό εκθέσεων προσανατολισμένων στη μάθηση, τους διαφορετικούς μαθησιακούς τύπους μεταξύ των επισκεπτών: όλα αυτά, προκειμένου να αναπτυχθεί μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση, που προσανατολίζεται πραγματικά στον επισκέπτη μέσα στο μουσείο.

Κατά κάποιο τρόπο, η Ομάδα αισθάνθηκε ότι ήταν απαραίτητο να αποκτήσει τα μεθοδολογικά εργαλεία για την αποτίμηση της επιτυχίας ή αστοχίας όλων των πρωτοβουλιών που είχαν αναληφθεί με στόχο τη διεύρυνση της βάσης των επισκεπτών και τη βελτίωση της ποιότητας της μουσειακής επίσκεψης. Στην πραγματικότητα, η διεύρυνση των ορίων και του ρόλου των μουσείων συνάδει με μια αυξανόμενη ανάγκη να αποδείξουν τα μουσεία την «αξία» τους, επιδεικνύοντας ικανότητα και αποτελεσματικότητα κατά τρόπο που δεν ανάγεται απλώς σε μια προσωρινή μορφή του θεσμού αλλά λαμβάνει υπόψη τις πολιτιστικές, πνευματικές, κοινωνικές, ιστορικές, συμβολικές και εκπαιδευτικές αξίες που καλλιεργούνται στα μουσεία.

Καθότι ειδικός στο πεδίο, ζητήθηκε από τον Alessandro Bollo (σημ. 25) να συνδράμει στις ερευνητικές δραστηριότητες της Ομάδας Εργασίας, συγκροτώντας μια επισκόπηση των βασικών ζητημάτων που άπτονται των διαφορετικών μεθόδων αξιολόγησης του μουσειακού αντίκτυπου –οικονομικών, κοινωνικών, σχεσιακών, περιβαλλοντικών– και να ορίσει για κάθε μία πτυχή μέθοδο και κατάλληλους δείκτες.  Η δημοσιευμένη έκθεση του LEM «Αποτιμώντας τον Μουσειακό Αντίκτυπο» (σημ. 26) δεν παρέχει μόνο μια εποπτεία των βασικών ζητημάτων που άπτονται αυτών των μεθόδων αλλά και πρακτικές πληροφορίες, κατευθύνσεις, ιστορικά περιπτώσεων, μια επιλογή ερευνών και σπουδών αξιολόγησης (και τους σχετικούς με αυτές δείκτες), που διεξήχθησαν σε διαφορετικά πλαίσια και με διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις και σχετική βιβλιογραφία.

Η Βιωσιμότητα του LEM

Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, το πρόγραμμα LEM έληξε τυπικά τον Οκτώβρη του 2013, αλλά είμαστε πεπεισμένοι ότι το δίκτυο θα συνεχίσει τη λειτουργία του, και σήμερα εργαζόμαστε για να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητά του. Στα τρία χρόνια λειτουργίας του, το LEM επεκτάθηκε σημαντικά μέσω του μηχανισμού των Συνεργαζόμενων Εταίρων (Associate Partners), και αυτή τη στιγμή καταγράφει 88 μέλη από 25 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Αργεντινής. Η συμμετοχή στο LEM ως μέλους των Συνεργαζόμενων Εταίρων είναι ακόμη δυνατή, και αρκετοί οργανισμοί δήλωσαν συμμετοχή και μετά την επίσημη παύση της λειτουργίας του Προγράμματος (σημ. 27).

Το καταληκτήριο συνέδριο στην Μπολόνια (σημ. 28) (Σεπτέμβριος 18-20 2013) ήταν ένας εορτασμός του δικτύου, με τη συμμετοχή όλων των μελών και πολλών Συνεργατών, που τίμησε τη φυσική παρουσία των ανθρώπων και ενθάρρυνε περαιτέρω συνεργασίες και την ανάδειξη νέων ιδεών μέσω της Αγοράς (Agorà), ενός χώρου συναντήσεων και δικτύωσης που στήθηκε δίπλα στο αμφιθέατρο, όπου έλαβε χώρα το συνέδριο.

Αρκετά μικρότερης κλίμακας προγράμματα σχεδιάστηκαν από εκεί, και αργότερα κατατέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να χρηματοδοτηθούν, αναπτύχθηκαν ιδέες για διμερείς συνεργασίες, και συζητήθηκε η οργάνωση των εκδηλώσεων για το 2014. Ορισμένες από αυτές τις εκδηλώσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, άλλες αναμένεται να πραγματοποιηθούν τους προσεχείς μήνες. Το NEMO, το Δίκτυο των Ευρωπαϊκών Μουσειακών Οργανισμών (Network of European Museum Organizations) (σημ. 29) και το LEM έχουν έλθει σε κοινή συμφωνία συγχώνευσης για τους προσεχείς μήνες, με το LEM να αποτελεί μια από τις Ομάδες Ενδιαφερόντων (Interest Groups) του NEMO, και τον ιστοχώρο του LEM να έχει ενσωματωθεί στον ιστότοπο του NEMO.

Όλα φαίνεται να δείχνουν προς μια πολλά υποσχόμενη κατεύθυνση. Είμαστε πεπεισμένοι ότι όλη αυτή η επίπονη εργασία τόσων ανθρώπων που κατέθεσαν με αφοσίωση το έργο τους τα τελευταία τρία έτη, και όλες οι επαφές που συνάφθησαν και τα συλλογικά εγχειρήματα που ξεκίνησαν, δεν θα χαθούν.

 

Margherita Sani

Project manager στο Istituto Beni Culturali στην επαρχία Αιμιλία Ρομάνα της Ιταλίας και μέλος του ΔΣ του Δικτύου Ευρωπαϊκών Μουσειακών Οργανισμών (ΝΕΜΟ)

 

Μετάφραση πρωτότυπου κειμένου: Φωτεινή Κοπίλογλου

Επιμέλεια μετάφρασης: Μάρλεν Μούλιου