Από τις διάφορες χρονολογίες που προσφέρονταν κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, το Βυζάντιο κατέληξε να προτιμήσει εκείνη που προσδιόριζε τη Δημιουργία στα 5500 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού, την οποία τοποθετούσε, σύμφωνα με το σημερινό χρονολογικό σύστημα, στο 8 π.Χ. Το πλήρωμα αυτού του γραμμικού χρόνου αναμενόταν με την «συντέλειαν του αιώνος», κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Οι χρονολογίες συνήθως δίνονταν με βάση το έτος της Δημιουργίας.
Ο Χριστιανισμός ποτέ δεν έχασε την προσδοκία του ότι η συντέλεια επίκειται. Το πλήρωμα του χρόνου όμως ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί. Ωστόσο, το επικείμενο του τέλους προκαλούσε ανησυχία. Για τη χρονολόγηση του τέλους προσαρμόστηκε το χρονολόγιο των γεγονότων μετά τη Δημιουργία, στο πλαίσιο μιας συμπαντικής εβδομάδας βασισμένης στις επτά ημέρες της Δημιουργίας. Με σεβαστές βιβλικές δηλώσεις, που το νόημά τους ήταν ότι τα χίλια χρόνια ήταν μια μέρα στα μάτια του Θεού, ήταν δυνατόν να νοηθεί η ανθρώπινη ιστορία ως μια εβδομάδα χιλιετιών, αντίστοιχη προς τις επτά ημέρες της Δημιουργίας. Προς τα τέλη του 5ου αιώνα, η χρονολόγηση του τέλους στο έτος 6000 κατέστησε έντονη την αναμονή. Το Βυζάντιο άφησε την έκτη χιλιετία να έλθει και να παρέλθει, η αίσθηση όμως ότι το πλήρωμα του χρόνου πλησίαζε εντάθηκε.
Οι προσδοκίες κατά τον 6ο και 7ο αιώνα επηρεάζονταν όχι τόσο από αριθμητικούς υπολογισμούς, αλλά περισσότερο από την πορεία των γεγονότων που οι πηγές περιγράφουν ως εντυπωσιακά αποκαλυπτικά. Για παράδειγμα, η δυστυχία που προκάλεσε ο Ιουστινιανός με τους πολέμους και τις διώξεις του, μαζί με τους καταστρεπτικούς λοιμούς και σεισμούς της βασιλείας του, τον έκαναν να μοιάζει με τον Αντίχριστο. Οι ορδές των Αβάρων και Σλάβων που διέτρεχαν τη Βαλκανική επί μισό αιώνα μετά τον Ιουστινιανό, ταίριαζαν με την προφητική περιγραφή των Γωγ και Μαγώγ. Οι Άραβες κατακτούν την Ιερουσαλήμ το 637. Το 691/2 ανεγείρεται πάνω στο Όρος του Ναού ο Θόλος του Βράχου. Δεν ήταν γραμμένο ότι ο Αντίχριστος θα ξανάχτιζε το Ναό των Εβραίων;
Με το ψευδώνυμο Μεθόδιος ο εκ Πατάρων, ένας Σύρος χριστιανός έγραψε το πιο πρωτότυπο και διάσημο αποκαλυπτικό κείμενο του πρώιμου Μεσαίωνα. Το Ισλάμ θα καταστρεφόταν από έναν βασιλέα των Ελλήνων, με το τέλος της ζωής του οποίου θα άρχιζε η βασιλεία του Αντίχριστου.
Ωστόσο, τον όγδοο, τον ένατο και τον δέκατο αιώνα αφθονούσαν και οι απόλυτοι αριθμητικοί υπολογισμοί του τέλους του χρόνου. Η χρήση του ελληνικού αλφαβήτου για τη γραφή των αριθμών σήμαινε ότι όλα τα γράμματα, και επομένως όλες οι λέξεις, είχαν αριθμητική αξία. Τα γράμματα της λέξης «Ιησούς» έδιναν προστιθέμενα τον αριθμό 888, ο οποίος υπολογιζόμενος με έτη από τη γέννηση του Χριστού, υποδείκνυε το έτος 6388/879-880 ως τέλος της χριστιανικής εποχής. Κατά τα μέσα του ένατου αιώνα, κυκλοφόρησε ένας αποκρυφιστικός θρύλος, του οποίου το νόημα ήταν ότι ο Χριστός είχε δώσει την ευλογία της ειρήνης στους μαθητές του σχηματίζοντας τα γράμματα ςφ (6500) με το δεξί του χέρι. Υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες ότι το έτος 6500/991-2 αναμενόταν με μεγάλη ανησυχία, η οποία, όταν έφθασε το έτος αυτό, μεταφέρθηκε αμέσως στη χιλιοστή επέτειο της Ανάστασης του Χριστού, που ήταν το έτος 6533/1025. Κατά τον 10 αιώνα, φαίνεται ότι απέκτησε κύρος η Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η ιδέα ότι η χιλιετία της Αποκάλυψης είχε αρχίσει με τον Χριστό και βρισκόταν σε εξέλιξη, αν και ουσιαστικά επίσημη από τον 7ο αιώνα, συναντούσε την βαθιά απροθυμία να ερμηνευτεί ο αριθμός κατά γράμμα.
Στο Βυζάντιο ποτέ δεν ήταν αργά για το τέλος του χρόνου. Σε γενικές όμως γραμμές, φαίνεται ότι υπήρχε μεγαλύτερη απροθυμία να βρεθεί ένα νέο χρονικό όριο, από ό,τι στη Δύση. Το τέλος της έβδομης χιλιετίας ήταν αρκετά οριστικό και, όταν αυτό έφτασε, το 1492, το Βυζάντιο δεν υπήρχε πλέον.