Γραμμένος πιθανότατα τον 10ο αιώνα, ο Βίος του οσίου Ανδρέου του δια Χριστόν σαλού περιλαμβάνει ένα εκτενές επεισόδιο μαγείας, το οποίο ο συγγραφέας αφηγείται, αναλύει και ερμηνεύει.
Τούτη «η συναρπαστική ιστορία δαιμονικής εξαπατήσεως» αρχίζει όταν μια ευσεβής γυναίκα, απελπισμένη από την απιστία του συζύγου της, αναζητεί βοήθεια από κάποιον Βιγρίνο. Εκείνος την καλεί να διαλέξει ποια τιμωρία επιθυμεί να βρει τον σύζυγό της: να μείνει ανίκανος, να πεθάνει ή να τον κυριεύσει ένας δαίμονας. Η γυναίκα θέλει μόνο να γυρίσει ο άπιστος σε κείνην. Ο Βιγρίνος της λέει να ετοιμάσει σπίτι της μια κανδήλα, λάδι, ένα φιτίλι, μια ζώνη και φωτιά, και να τον περιμένει. Φθάνει σπίτι της. Μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια, γεμίζει την κανδήλα με το λάδι, βάζει μέσα το φιτίλι και, αφού την τοποθετεί μπροστά στις εικόνες του σπιτιού, την ανάβει. Ψιθυρίζοντας στη συνέχεια και πάλι ορισμένες επικλήσεις, δένει τέσσερις κόμπους στη ζώνη και λέει στη γυναίκα να τη φοράει πάντοτε μαζί με τα εσώρουχά της. Από την ημέρα εκείνη, πράγματι ο άντρας της γίνεται υποδειγματικός σύζυγος.
Η γυναίκα όμως αρχίζει να βλέπει ανησυχητικά όνειρα: ένας γέροντας Αιθίοπας αποπειράται να τη βιάσει, ένας μαύρος σκύλος την φιλάει στο στόμα σαν άνθρωπος. Η γυναίκα αναγνωρίζει τον διάβολο. Λίγες μέρες αργότερα ονειρεύεται ότι βρισκόταν στον ιππόδρομο και αγκάλιαζε τα αρχαία αγάλματα προσπαθώντας να συνευρεθεί μαζί τους. Σε άλλο όνειρο είδε ότι καταβρόχθιζε σαύρες, φίδια, βατράχια και άλλα ακάθαρτα ζώα. Αρχίζει τότε να νηστεύει και να προσεύχεται.
Βλέπει πάλι ένα όνειρο. Βρισκόταν μπροστά στις εικόνες της και προσευχόταν, όμως αυτές ήταν τοποθετημένες αντίστροφα, έτσι ώστε, αντί να είναι στραμμένη στην Ανατολή, ήταν στραμμένη προς τη Δύση. Ένας νέος άνδρας παρουσιάσθηκε μπροστά της για να της αποκαλύψει την αιτία των δεινών της. Είδε τότε τις βεβηλωμένες εικόνες από τον Βιτρούβιο να είναι καλυμμένες με ακαθαρσίες και να αναδίνουν μια απίστευτη δυσωδία. Πρόσεξε πως η κανδήλα ήταν γεμάτη με ούρα σκύλου, πως στο στήριγμα του φιτιλιού ήταν χαραγμένο το όνομα του αντίχριστου, και από πάνω ήταν γραμμένες οι λέξεις «Θυσία δαιμόνων».
Θρηνώντας και οικτίροντας τον εαυτό της για την ευπιστία της, καταφεύγει στον νεαρό Επιφάνιο. Εκείνος τη συμβουλεύει τι να κάνει. Έχοντας πάρει ο ίδιος τις βεβηλωμένες εικόνες, δέχεται στον ύπνο του τις επιθέσεις της στρατιάς των ερυθρών δαιμόνων, τους οποίους και αντιμετωπίζει. Ο Επιφάνιος απευθύνεται στον πνευματικό του πατέρα. Ο όσιος Ανδρέας ο σαλός του αποκαλύπτει ότι ο δαίμονας χρησιμοποιεί συχνά τη μαγεία με αγαθούς φαινομενικά στόχους για να καταστήσει τους ανυποψίαστους ανθρώπους ευάλωτους στην επήρεια των δαιμόνων. Του εξηγεί τον συμβολισμό της τελετουργίας που ακολούθησε ο μάγος Βιγρίνος για να παγιδεύσει το θύμα του και πως όλα όσα χρησιμοποίησε αντιπροσώπευαν τα μαγικά αντίστοιχα της χριστιανικής βαπτίσεως, που είχε στόχο να ακυρώσει. Ο όσιος εξήγησε επίσης στο μαθητή του πως ο μάγος κατόρθωσε να μιάνει και να εξουδετερώσει τις άγιες εικόνες.