Από την Πρωτομινωική ΙΙ (περ. 2400 π.Χ.) ως τις αρχές του 12ου αιώνα π,Χ., σώθηκαν χιλιάδες ποικιλόμορφες σφραγίδες, σφραγίσματα σε πηλό και χρυσά δαχτυλίδια με σφραγιστική σφενδόνη. Πληροφορίες για την τεχνική επεξεργασίας τους δίνουν οι ατελείς σφραγίδες (εργαστήρια ΜΜ ΙΙ στα Μάλια, ΥΜ ΙΙΙ Α στην Κνωσό), οι μνείες στον Πλίνιο, τον Θεόφραστο και τον Ηρόδοτο, καθώς και μια τοιχογραφία αιγυπτιακού εργαστηρίου στον τάφο του βεζίρη Ρεχμιρέ (περ. 1470 π.Χ.). Στην πληρέστερη κατανόηση της τεχνικής τους συμβάλλει η εξοικείωση με σημερινά εργαστήρια σφραγιδογλυφίας.
Για τις προανακτορικές σφραγίδες από μαλακό στεατίτη και οφείτη, από ελεφαντόδοντο, κόκαλο ή ξύλο, τα εργαλεία ήταν απλά. Ως την ίδρυση των πρώτων ανακτόρων περί το 2000 π.Χ. η ποιότητα δεν είναι υψηλή, μιας και η χάραξη γίνεται με το χέρι. Ξεχωρίζουν οι σφραγίδες από τους τάφους της Μεσαράς και από το νεκροταφείο στο Φουρνί Αρχανών. Οι σφραγίδες γίνονται απαραίτητες στο γραφειοκρατικό σύστημα που συνεπάγεται η ίδρυση των ανακτόρων. Σκληροί και εντυπωσιακοί, οι λίθοι τώρα απαιτούν άλλα εργαλεία. Απαιτούνται τρυπάνια ταχείας περιστροφής, το συμπαγές και το σωληνωτό, και η σμύριδα της Νάξου ως λειαντικό μέσο. Και τα δύο χαλκευτά τρύπανα περιστρέφονταν γρήγορα με το παλινδρομικό τράβηγμα ενός σχοινιού ή δοξαριού. Τρίτο βασικό εργαλείο ήταν ο τροχός που συνέβαλε στην καλλιγραφία και την ακρίβεια γραμμικών μοτίβων (ΜΜ ΙΙ Φαιστός) αλλά και στην εκτέλεση των φυσιοκρατικών παραστάσεων της νεοανακτορικής σφραγιδογλυφίας. Από την αρχή των νέων ανακτόρων (1700 π.Χ.), η σφραγιδογλυφία κατέληξε σε τρία εύχρηστα σχήματα: φακοειδές, αμυγδαλοειδές και σπανιότερα πεπιεσμένο κύλινδρο. Τα σχήματα αυτά θα υιοθετήσουν και οι Μυκηναίοι. Οι ιδιοκτήτες φορούσαν τις σφραγίδες τους και ως κόσμημα. Αχάτης, όνυχας ή χαλκηδόνιος είχαν ελκυστικές ραβδώσεις, ενώ εμφανίζεται και το «εξωτικό» lapis lazuli και lapis lacedaemonius (σπαρτιατικός βασάλτης). Στους μετανακτορικούς χρόνους επικρατεί και πάλι ο στεατίτης ή οφείτης ενώ η επιστροφή στη χρήση εργαλείων με ελεύθερο χέρι ρίχνει κατακόρυφα την ποιότητα της χάραξης.
Στο ξεκίνημα της επεξεργασίας της, η σφραγίδα που αποσπάται από τον πυρήνα του λίθου έχει ήδη το επιθυμητό σχήμα. Τον ακριβή καθορισμό του σχήματος προφανώς διευκόλυνε η χρήση διαβήτη. Ακολουθεί το σκάλισμα της έγγλυπτης παράστασης (intaglio). Από το τέλος τουλάχιστον της ΠΜ ΙΙΙ περιόδου, τον σφραγιδογλύφο βοηθούσε ένα υποτυπώδες προσχέδιο και η χρήση μεγεθυντικού φακού. Η μινιατουρίστικη καλλιτεχνική εργασία άρχιζε με την εκβάθυνση της παράστασης (αρνητικό ανάγλυφο). Για να ελέγξει το σκάλισμά του, ο σφραγιδογλύφος μπορούσε και να πατάει κάθε τόσο την σφραγίδα σε κομμάτι καθαρού πηλού ώστε να έχει την παράσταση ανάγλυφη. Μετά τη διάνοιξη της οπής για ανάρτηση, την τελική λείανση και το στίλβωμα, η σφραγίδα ήταν έτοιμη. Συναφή με τις σφραγίδες είναι τα κατατηξίτεχνα χρυσά δαχτυλίδια των νεοανακτορικών χρόνων. Η κατασκευή της θρησκευτικής συνήθως παράστασης πάνω στην ελλειψοειδή σφενδόνη συχνά γινόταν με τη βοήθεια μήτρας, συνήθως από μαλακό στεατίτη. Το σκάλισμα της παράστασης γινόταν σε θετικό ή αρνητικό ανάγλυφο, ανάλογα αν η σφενδόνη ήταν από συμπαγή χρυσό ή από σφυρήλατο έλασμα. Στην πρώτη περίπτωση (τεχνική χυτή) διοχετευόταν στη μήτρα ρευστός χρυσός, στη δεύτερη η αποτύπωση γινόταν με μαλακά χτυπήματα ξύλινου σφυριού (τεχνική έκκρουστη ή repoussé). Και στις δύο περιπτώσεις η εργασία ολοκληρωνόταν με συμπληρωματικό σκάλισμα στις λεπτομέρειες.